text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringlengths
4
57
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
Αριθμός 2259/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 12η Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ - Ο ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στα ... και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Λιούμα. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Α. Α. του Σ., κατοίκου ..., 2) Α. Γ. του Γ., 3) Π. Γ. του Α., 4) Π. Λ. του Π., 5) Γ. Λ. του Σ., 6) Δ. Μ. του Σ., κατοίκων ..., 7) Ε. Σ. του Π., κατοίκου ... και 8) Β. Σ. του Ι., κατοίκου ..., που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ηλία Πολύμερου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-6-2010 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 245/2011 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 224/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 24-1-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 31-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Με τον πρώτο από τους λόγους της αιτήσεως προβάλλεται παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 904 ΑΚ, υπό την έννοια ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, αν και ορθώς δέχθηκε ότι οι συμβάσεις εργασίας, δυνάμει των οποίων οι αναιρεσίβλητοι (ενάγοντες και εφεσίβλητοι) είχαν προσφέρει τις υπηρεσίες τους προς το αναιρεσείον (εναγόμενο και εκκαλούν), ήσαν άκυρες και ότι συνεπεία της ακυρότητας οι αναιρεσίβλητοι, ως εργαζόμενοι, είχαν δικαίωμα να λάβουν, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, μόνο την ωφέλεια, την οποία είχε αποκομίσει το αναιρεσείον, ως εργοδότης τους, με το να αποφύγει να καταβάλει τις νόμιμες αποδοχές σε άλλους εργαζόμενους, οι οποίοι θα είχαν τα ίδια προσόντα και θα είχαν προσφέρει την ίδια εργασία, υπό τις αυτές εργασιακές και προσωπικές περιστάσεις και τους οποίους θα είχε προσλάβει με έγκυρες συμβάσεις, έσφαλε στη συνέχεια, διότι τα χρηματικά ποσά, τα οποία (κατ' επικύρωση της αποφάσεως του Ειρηνοδικείου) επιδίκασε για την αιτία αυτή, "δεν έχουν καμιά σχέση με τα ποσά εκείνα", τα οποία θα είχαν καταβληθεί σε άλλους εργαζόμενους με έγκυρες συμβάσεις και "με βάση τις διατάξεις της εν γένει εργατικής νομοθεσίας και των ισχυουσών κλαδικών" συλλογικών συμβάσεων εργασίας (οι εντός εισαγωγικών περικοπές προέρχονται εκ του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως και είναι οι μόνες, περιγραφικές της αιτίασης που προβάλλεται με αυτό). Παρατηρείται, όμως, ότι, ο εξεταζόμενος λόγος, ως αναιρετική πλημμέλεια κατ' άρθρο 560 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος, διότι το αναιρεσείον ουδόλως προσδιορίζει ποιες, πέραν αυτής του άρθρου 904 ΑΚ της οποίας παραβίαση δεν προκύπτει, είναι οι διατάξεις που κατά την άποψή του έχουν παραβιασθεί και σε τι συνίσταται η δήθεν παραβίαση αυτών ούτε και το αληθές ύψος των αποδοχών, οι οποίες με ορθή εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων θα έπρεπε να καταβληθούν με έγκυρες συμβάσεις εργασίας. Και περαιτέρω, ο ίδιος λόγος, ως παράπονο για έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας κατά την ουσιαστική παραδοχή ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι νόμιμες αποδοχές των εργαζομένων, που θα μπορούσαν να έχουν προσληφθεί με νόμιμες συμβάσεις εργασίας και απασχοληθεί υπό τις αυτές περιστάσεις, είναι ίσες προς τις αποδοχές, τις οποίες οι αναιρεσίβλητοι ζήτησαν με την ένδικη αγωγή, ελέγχεται, επίσης, ως απαράδεκτος, διότι τέτοιος αναιρετικός λόγος, αντίστοιχος προς εκείνον του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, δεν προβλέπεται για τις αποφάσεις των πολυμελών πρωτοδικείων που έχουν εκδοθεί κατ' έφεση επί αποφάσεων των ειρηνοδικείων. Επομένως, ο εξεταζόμενος πρώτος λόγος της αιτήσεως είναι απαράδεκτος. 2. Με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η ισότητα του νόμου έναντι των Ελλήνων πολιτών, υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν σε περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου, δημόσιου ή κοινωνικού, συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια (ΟλΑΠ 23/2004, ΟλΑΠ 11/2003). Εξ άλλου, τα άρθρα 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης της 4-11-1950 (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει την αυξημένη τυπική ισχύ του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγματος, τα οποία εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας με το συνακόλουθο δικαίωμα διασφάλισης ίσων δικαιωμάτων και εγγυήσεων για δίκαιη (χρηστή) δίκη, δεν στερούν τον κοινό νομοθέτη από την εξουσία να θεσμοθετεί ειδικές ρυθμίσεις για ορισμένες κατηγορίες προσώπων, όταν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου συμφέροντος, όπως στην περίπτωση των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου (ΝΠΔΔ), στην περιουσία και την οικονομική κατάσταση των οποίων συμβάλλει το σύνολο των πολιτών, με την καταβολή φόρων. Το συμφέρον αυτό, πρωτίστως, εξυπηρετεί και η διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 του ν.δ. 496/1974 "περί λογιστικού των ΝΠΔΔ", που είναι ανάλογη προς το άρθρο 21 του δευτέρου κεφαλαίου του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26-6/10-7-1944), με την οποία ορίζεται ότι ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής του νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Η ρύθμιση αυτή, με την οποία, επί υπερημερίας, αναγνωρίζεται στα ΝΠΔΔ το δικαίωμα να καταβάλλουν, με την ιδιότητα του οφειλέτη, ποσοστό τόκου 6% ετησίως, ήτοι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες ως οφειλέτες, εισάγει επιτρεπτή εξαίρεση υπέρ των ΝΠΔΔ, η οποία υπαγορεύεται από το σκοπό που προαναφέρθηκε και δεν βρίσκεται σε αντίθεση ούτε προς τις αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεις που αναφέρθηκαν ούτε προς αυτές του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που προστατεύει την περιουσία παντός προσώπου. Και τούτο, διότι η προστασία της περιουσίας του ΝΠΔΔ είναι αναγκαία προκειμένου αυτό να παραμένει σε θέση να εκπληρώνει, απρόσκοπτα, τους προέχοντες καταστατικούς του σκοπούς και να εξυπηρετεί το γενικότερο δημόσιο ή κοινωνικό συμφέρον (ΟλΑΠ 3/2006, ΑΠ 1460/2012, ΑΠ 1228/2012). Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε κατ' έφεση, έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι η διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 του ν.δ. 496/1974, ανάλογη με το άρθρο 21 του δευτέρου κεφαλαίου του Κώδικα Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (β.δ. της 26-6/10-7-1944), αντιβαίνει στα άρθρα 4 παρ.1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, λόγω της άνισης, προνομιακής μεταχείρισης, την οποία θεσπίζει υπέρ των ΝΠΔΔ σε σχέση με τους ιδιώτες αντιδίκους τους και σε σύγκριση με τους λοιπούς οφειλέτες, χωρίς το προνόμιο αυτό (όπως έκρινε το δικαστήριο της ουσίας) να δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Για το λόγο αυτό, δεν εφάρμοσε την πιο πάνω διάταξη, ως αντισυνταγματική. Ακολούθως, απέρριψε κατά το μέρος αυτό την έφεση του αναιρεσείοντος, που επιδίωκε την υπέρ αυτού ισχύ του προνομίου και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου, που είχε αποφανθεί ομοίως. Με την κρίση αυτή, το Πολυμελές Πρωτοδικείο παραβίασε με ψευδή ερμηνεία τις ως άνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου. Επομένως, ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια αυτή και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση από το άρθρο 560 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 3. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, στην έκταση που καθορίζεται με τον ως άνω δεύτερο λόγο της αιτήσεως. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 εδ.α' ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α' 74/20-3-2013), "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση". Εν προκειμένω, μετά την αναίρεση, αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της εφέσεως, ως προς το ζήτημα του υπέρ του αναιρεσείοντος περιορισμού του επιτοκίου υπερημερίας σε ποσοστό 6%, η νομιμότητα του οποίου έχει διαπιστωθεί ήδη, κατά την έρευνα του αναιρετικού λόγου, δυνάμει του οποίου η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή. Επομένως, η υπόθεση δεν απαιτεί περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτή και η έφεση στην έκταση του αντιστοίχου λόγου αυτής. Κατόπιν, πρέπει να εξαφανισθεί αναλόγως η απόφαση του Ειρηνοδικείου και να υποχρεωθεί το αναιρεσείον, ως εναγόμενο, να καταβάλει στον καθένα από τους αναιρεσίβλητους το ποσό που ήδη επιδικάσθηκε, εντόκως προς 6% ετησίως από την ήδη διαγνωσμένη υπερημερία του. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 224/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων. ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ εκ νέου επί της εφέσεως και ΔΕΧΟΜΕΝΟ αυτήν. ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 245/2011 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ιωαννίνων ως προς το κεφάλαιο περί καθορισμού του επιτοκίου του οφειλομένου τόκου υπερημερίας. ΟΡΙΖΕΙ ότι το εναγόμενο έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον καθένα από τους ενάγοντες το ποσό που ήδη επιδικάσθηκε, εντόκως προς 6% ετησίως, από την ήδη διαγνωσμένη υπερημερία του.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσίβλητους να πληρώσουν στο αναιρεσείον χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής δίκης. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Δεκεμβρίου 2013. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 30η Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτος λόγος κατ' επίφαση από 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, αλλά στην πραγματικότητα για ανεπαρκή αιτιολογία. Συνταγματική η πρόβλεψη επιτοκίου 6% για οφειλές ΝΠΔΔ και ως εκ τούτου βάσιμος λόγος. Αναιρεί, κρατεί την υπόθεση, εξαφανίζει εν μέρει και ορίζει το επιτόκιο στο προσήκον ποσοστό.
Εκδίκαση υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο
Αποδοχές μισθωτού, Εκδίκαση υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο.
2
Αριθμός 2261/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 12η Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ (ΤΕΙ) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ", πρώην "ΤΕΙ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Καλαμάτα Μεσσηνίας και παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Ευθυμίας Μάνου-Πανταζοπούλου, η οποία κατέθεσε προτάσεις. ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Α. Κ., συζύγου Χ. Λ., κατοίκου ..., η οποία εμφανίσθηκε στο ακροατήριο χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο και δεν παραστάθηκε στη συζήτηση. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-6-2006 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 40/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 88/2012 απόφαση του Εφετείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 15-2-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 31-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Στο άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ ορίζεται ότι αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την 1353/25-6-2013 έκθεση επιδόσεως του ..., δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Καλαμάτας, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με την πράξη ορισμού δικασίμου και με πρόσκληση του αναιρεσείοντος προς την αναιρεσίβλητη για να παρασταθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως σ' αυτήν. Η αναιρεσίβλητη, όμως, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου της εν λόγω δικασίμου, εμφανίσθηκε στο ακροατήριο χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο και δεν παραστάθηκε στη συζήτηση, ούτε και είχε καταθέσει, κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δήλωση μη παραστάσεως σ' αυτή. Επομένως, η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει παρά τη δικονομική απουσία της αναιρεσίβλητης (ΚΠολΔ 568 παρ. 4 και 576 παρ. 2). 2. Στο άρθρο 105 εδ.α' του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ, π.δ. 456/1984) ορίζεται ότι "Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος" και στο άρθρο 106 ΕισΝΑΚ ορίζεται ότι "Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) προς αποζημίωση, απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας οργάνων του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξεως ή παραλείψεως ή υλικής ενέργειας ή παραλείψεως υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας. Σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων αυτών, το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ υποχρεούνται να αποκαταστήσουν κάθε θετική ή αποθετική ζημία, τα δε δικαστήρια της ουσίας μπορούν, επί πλέον, να επιδικάσουν σε βάρος τους χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ' εφαρμογή του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα (ΣτΕ 1759/2012). 3. Από τις διατάξεις των άρθρων 18 και 19 του ν. 1404/1983 (ΦΕΚ Α' 173), όπως αντικαταστάθηκαν με εκείνες του άρθρου 4 του ν. 2916/2001 "Διάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης και ρύθμιση θεμάτων του τεχνολογικού τομέα αυτής" (ΦΕΚ Α' 114), σε συνδυασμό με τις διατάξεις του π.δ. 163/2002 "Διαδικασία και προϋποθέσεις πρόσληψης επιστημονικών συνεργατών, εργαστηριακών συνεργατών, εκπαιδευτικών ειδικών μαθημάτων (ΕΕΜ) και ειδικών συνεργατών στα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (ΤΕΙ)", (ΦΕΚ A' 149), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση της διάταξης του άρθρου 19 παρ.10 του ν. 1404/1983, συνάγονται τα ακόλουθα. Για την κάλυψη των διδακτικών αναγκών των ΤΕΙ μπορεί να προσληφθεί με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου μέχρι ενός ακαδημαϊκού έτους, με δυνατότητα ανανέωσης μέχρι δύο ακόμη ακαδημαϊκών ετών, προσωπικό της κατηγορίας του Εκπαιδευτικού Ειδικών Μαθημάτων, για τη διδασκαλία ξένων γλωσσών ή φυσικής αγωγής. Τα απαιτούμενα για την πρόσληψη του προσωπικού αυτού προσόντα είναι εκείνα που απαιτούνται και για την πρόσληψη του Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού των ΤΕΙ, το οποίο διδάσκει στο Κέντρο Ξένων Γλωσσών και Φυσικής Αγωγής, που έχει συσταθεί σε κάθε ΤΕΙ, τα μαθήματα των ξένων γλωσσών ή της φυσικής αγωγής. Τα προσόντα αυτά είναι πτυχίο ή δίπλωμα ΤΕΙ αντίστοιχης ειδικότητας και πενταετής, αξιόλογη διδακτική πείρα. Συνεκτιμώνται, επίσης, οι αναγνωρισμένοι μεταπτυχιακοί τίτλοι σπουδών, η επιστημονική δραστηριότητα, το συγγραφικό έργο, καθώς και η προηγούμενη εκπαιδευτική προϋπηρεσία στο ίδιο ή σε άλλο ΤΕΙ. Ως αξιόλογη διδακτική πείρα νοείται η διδασκαλία των ανωτέρω μαθημάτων τόσο στο δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα. Αυτή πρέπει να αποδεικνύεται από επίσημα στοιχεία, όπως βεβαιώσεις των οικείων φορέων, προγράμματα διδασκαλίας ή οτιδήποτε άλλο, από το οποίο προκύπτει αναμφισβήτητα η παροχή διδακτικού έργου. Η διδακτική πείρα, για να αποτελέσει προσόν κατά την επιλογή και πρόσληψη των Εκπαιδευτικών Ειδικών Μαθημάτων, πρέπει να έχει προηγούμενη διάρκεια πέντε ετών. Εφ' όσον για κάποιον από τους υποψήφιους εκπαιδευτικούς διαπιστώνεται η ύπαρξη της προϋπηρεσίας αυτής, ως κυρίου προσόντος, ακολούθως συνεκτιμώνται τα λοιπά προσόντα, που πρέπει, επίσης, να αποδεικνύονται από επίσημα έγγραφα (αναγνωρισμένοι μεταπτυχιακοί τίτλοι σπουδών, επιστημονική δραστηριότητα, συγγραφικό έργο, υπηρεσιακές πιστοποιήσεις εκπαιδευτικής προϋπηρεσίας στο ίδιο ή άλλο ΤΕΙ κλπ) προκειμένου να πραγματοποιηθεί η αξιολόγηση και η τελική επιλογή των υποψηφίων. Τυχόν πλεονάζων χρόνος διδακτικής πείρας δεν λαμβάνεται υπ' όψη στη φάση αυτή, ώστε να αποκτήσει προβάδισμα ο υποψήφιος που διαθέτει τη χρονικά μεγαλύτερη διδακτική εμπειρία, διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα στερούνταν σημασίας και θα καταργούνταν στην πράξη η ρύθμιση του νόμου για τη συνεκτίμηση των λοιπών προσόντων των υποψηφίων, η οποία δεν θα ελάμβανε ποτέ χώρα, δεδομένου του ότι πάντα θα υπήρχε υποψήφιος με διδακτική πείρα μεγαλύτερη, έστω και για ελάχιστο χρονικό διάστημα, από τους λοιπούς συνυποψήφιούς του. Συνεπώς, η αξιόλογη διδακτική πείρα μετά τη λήψη του πτυχίου αποτελεί κύριο προσόν για την επιλογή των Εκπαιδευτικών Ειδικών Μαθημάτων στα ΤΕΙ, εφ' όσον είναι πενταετούς διάρκειας και, ακολούθως, συνεκτιμώνται τα λοιπά προσόντα, τα οποία έχουν επικουρικό χαρακτήρα και βάσει των οποίων γίνεται η τελική αξιολόγηση και κατάταξη των υποψηφίων. Μεταξύ των επικουρικών αυτών προσόντων είναι και η πρόσθετη εκπαιδευτική προϋπηρεσία στο ίδιο ή άλλο ΤΕΙ, της οποίας η χρονική διάρκεια λαμβάνεται υπ' όψη στην τελική αξιολόγηση όση και αν είναι, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή δεν τίθεται ελάχιστο χρονικό όριο για τη συνεκτίμησή της. 4. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, η αναιρεσίβλητη (ενάγουσα) εξέθετε στην ένδικη, από 30-6-2006 αγωγή ότι, έχοντας τα νόμιμα προσόντα, ήτοι πτυχίο Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών και πενταετή, αξιόλογη διδακτική πείρα, υπέβαλε προς το αναιρεσείον (εναγόμενο) την από 8-6-2000 αίτηση συμμετοχής στην προκήρυξη για την πρόσληψη εκπαιδευτικού για τη διδασκαλία του ειδικού μαθήματος "Μαζικός Λαϊκός Αθλητισμός", μαζί με όλα τα κατά νόμο και τα κατά την κρίση της πρόσθετα δικαιολογητικά που αποδείκνυαν άπαντα τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα αυτής. Ότι τα αρμόδια όργανα του αναιρεσείοντος, ενεργώντας κατά παράβαση της αρχής της συγκριτικής αξιολόγησης των υποψηφίων για τη συγκεκριμένη πρόσληψη, με βάση την προκήρυξη και τις διατάξεις των άρθρων 18 και 19 του ν.1404/1983, καθώς και των άρθρων 1 και 2 του π.δ. 163/2002, σε συνδυασμό με την εφαρμογή της αρχής της ισότητας κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας (που καθορίζει τα ακραία όρια της ευχέρειας αυτής), παρέβλεψαν το γεγονός ότι η αναιρεσίβλητη υπερείχε σαφώς, ως προς τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, σε σύγκριση με το συνυποψήφιό της Ν. Β.. Ότι, κατόπιν αυτού, το αναιρεσείον κατέταξε την αναιρεσίβλητη στη δεύτερη θέση του πίνακα αξιολογήσεως των υποψηφίων, αντί της πρώτης και προσέλαβε, με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, κατά τα διδακτικά έτη 2000-01, 2001-02, 2002-03 και 2003-04, για τη διδασκαλία του ως άνω μαθήματος το συνυποψήφιό της, ενώ παρέλειψε να προσλάβει την αναιρεσίβλητη κατά τους ίδιους χρόνους, για το ίδιο αντικείμενο και με πλήρες ωράριο (ήτοι 12 ώρες εβδομαδιαίως, με τη διευκρίνιση ότι κατά το διδακτικό έτος 2001-02 την προσέλαβε μόνο για 6 ώρες εβδομαδιαίως, αναθέτοντας τις άλλες 6 στο συνυποψήφιό της). Ότι με τον τρόπο αυτό και εξ αιτίας της παρανομίας των αρμοδίων οργάνων του αναιρεσείοντος, η αναιρεσίβλητη υπέστη την αποθετική ζημία η οποία συνίσταται στην απώλεια των νομίμων αποδοχών, συνολικού ποσού 28.311,60 ευρώ, που θα είχε εισπράξει εφ' όσον είχε προσληφθεί και της οποίας η αποκατάσταση ζητείται με την αγωγή. Ότι, επί πλέον, από την εν λόγω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των οργάνων του αναιρεσείοντος, η αναιρεσίβλητη υπέστη και ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας απαιτείται ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 690.000 ευρώ. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 40/2008 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία αυτή απορρίφθηκε στο σύνολό της, ως μη νόμιμη. Μετά την άσκηση εφέσεως εκ μέρους της αναιρεσίβλητης (ενάγουσας και εκκαλούσας), το Εφετείο, με τη νυν προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ότι, με το ως άνω περιεχόμενο, η ένδικη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και βρίσκει νομικό έρεισμα στις διατάξεις που αναφέρονται στις προηγούμενες σκέψεις (βλ. παραπάνω αρ.2 και 3). Κατόπιν αυτού, εξαφάνισε την τότε εκκαλούμενη απόφαση και δίκασε κατ' ουσία την αγωγή, κάνοντας εν μέρει δεκτό το κεφάλαιο για την αποζημίωση (διότι δέχθηκε παραγραφή για το υπόλοιπο μέρος αυτού) και απορρίπτοντας ως αβάσιμο το κεφάλαιο για τη χρηματική ικανοποίηση. Με την κρίση αυτή και τις συναφείς παραδοχές, που ταυτίζονται με τις εδώ αναφερόμενες, το Εφετείο αφ' ενός έλαβε υπ' όψη τον περί αοριστίας της αγωγής ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, αλλά τον απέρριψε ως αβάσιμο και αφ' ετέρου ορθώς και με επαρκή αιτιολογία αποφάνθηκε ότι η αγωγή είναι νόμιμη και ερευνητέα κατ' ουσίαν. Επομένως, ο πρώτος και ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.8 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. 5. Ο λόγος αναίρεσης από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ ιδρύεται όταν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξ άλλου, το ν.δ. 496/1974 "περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου" (ΦΕΚ Α' 204) ορίζει στο άρθρο 44 παρ.1 ότι "Παν χρέος προς το νομικό πρόσωπο παραγράφεται, εφ' όσον δεν ορίζεται άλλως υπό των διατάξεων του παρόντος, μετά πέντε έτη από της λήξεως του οικονομικού έτους εντός του οποίου εβεβαιώθη. (...)", στο άρθρο 48 ότι "1. Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του ΝΠΔΔ είναι πέντε ετών, εφ' όσον δεν ορίζεται άλλως υπό του παρόντος. 2. (...). 3. Ο χρόνος παραγραφής των κατά του νομικού προσώπου αξιώσεων των υπαλλήλων τούτου, των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου μετ' αυτού συνδεομένων, εκ καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων πάσης φύσεως απολαβών ή αποζημιώσεων εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι δύο ετών. 4. (...)." και στο άρθρο 49 ότι "Η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους καθ' ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι οι αξιώσεις των υπαλλήλων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από καθυστερούμενες αποδοχές ή απολαβές οποιασδήποτε φύσεως ή αποζημιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό, οι οποίες ορίζονται και οφείλονται απ' ευθείας από το νόμο και των οποίων την πληρωμή αρνείται ή καθυστερεί το νομικό πρόσωπο για οποιοδήποτε λόγο, σύμφωνα με την έννοια, την οποία προσδίδουν τα όργανά του στο νόμο, χωρίς, όμως, από την άρνηση ή καθυστέρηση να παρακωλύεται η δικαστική επιδίωξη της αξιώσεως, υπόκεινται σε διετή παραγραφή. Όταν, αντιθέτως, για τη θεμελίωση του επί των αποδοχών ή των πάσης φύσεως απολαβών δικαιώματος απαιτείται η έκδοση πράξεως του νομικού προσώπου, την οποία παρανόμως παραλείπουν να εκδώσουν τα όργανά του, δηλαδή όταν δεν πρόκειται για ευθεία αγωγή λόγω αρνήσεως ή καθυστερήσεως καταβολής αποδοχών, αλλά για αγωγή αποζημιώσεως λόγω παραλείψεως οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας των οργάνων του νομικού προσώπου, σύμφωνα με τα άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, η παραγραφή είναι πενταετής (βλ. ΑΕΔ 9/2009, ΑΠ 984/2011). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, κατά τη διερεύνηση της ενστάσεως παραγραφής που είχε υποβάλει το αναιρεσείον, δέχθηκε ότι οι ένδικες αξιώσεις της αναιρεσίβλητης δεν είχαν ως έρεισμα τη λειτουργία σχέσεως εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, αλλά, αντιθέτως, είχαν αποζημιωτικό χαρακτήρα (ΕισΝΑΚ 105, 106), διότι προέρχονταν από την παράνομη άρνηση των αρμοδίων οργάνων αυτού να προβούν στις οφειλόμενες ενέργειες προκειμένου να προσλάβουν την αναιρεσίβλητη στη μοναδική, κενή θέση ωρομίσθιου εκπαιδευτικού για τη διδασκαλία του ειδικού μαθήματος του "Μαζικού Λαϊκού Αθλητισμού" (ήτοι την παρά το νόμο άρνησή τους να δημιουργήσουν σχέση εργασίας σύμφωνα με τη σχετική προκήρυξη). Και ότι, ως εκ τούτου, οι ένδικες αξιώσεις υπάγονταν στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 48 παρ.1 του ν.δ. 496/1974, η οποία είχε συμπληρωθεί μόνο για τις εξ αυτών αναγόμενες στους μήνες Σεπτέμβριο έως και Δεκέμβριο του έτους 2000. Επομένως, ο τρίτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι οι ένδικες αξιώσεις υπάγονταν στη διετή παραγραφή του άρθρου 48 παρ.3 του ν.δ. 496/1974 και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος 6. Με τον τέταρτο από τους λόγους της αιτήσεως, υπό την κατ' επίφαση αναιρετική προβολή της ελλείψεως επαρκούς αιτιολογίας (ΚΠολΔ 559 αρ.19), πλήττονται οι σαφείς και εμπεριστατωμένες, ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου ως προς το ότι η αναιρεσίβλητη υπερείχε του αντ' αυτής προσληφθέντος συναδέλφου της, διότι είχε χρονικώς ευρύτερο διδακτικό έργο στην υπηρεσία του αναιρεσείοντος, το ότι ως εκ τούτου θα έπρεπε να έχει προτιμηθεί στην πρόσληψη προς ανάθεση διδακτικού έργου και το ότι, εάν αυτό είχε συμβεί, θα είχε απασχοληθεί κατά τις διδακτικές ώρες για τις οποίες κρίθηκε ότι δεν απασχολήθηκε λόγω της παρανόμου συμπεριφοράς των οργάνων του αναιρεσείοντος. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος είναι απαράδεκτος (ΚΠολΔ 561 παρ.1). 7. Ο πέμπτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένως απέρριψε την υπέρ του αναιρεσείοντος ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου, είναι προεχόντως απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του, διότι, ως εκ της συνοπτικότητός του, ουδόλως προσδιορίζεται με αυτόν σε τι συνίσταται το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας ούτε και οι επί του ζητήματος αυτού παραδοχές, προκειμένου να λειτουργήσει σχετικώς ο αναιρετικός έλεγχος. 8. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση. Δικαστικά έξοδα υπέρ της αναιρεσίβλητης δεν θα επιδικασθούν, λόγω μη συμμετοχής αυτής στην αναιρετική δίκη (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 15-2-2013 αίτηση περί αναιρέσεως της 88/2012 αποφάσεως του Εφετείου Καλαμάτας. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Δεκεμβρίου 2013. Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 30η Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΕΙ, προκήρυξη για πρόσληψη ωρομίσθιου διδακτικού προσωπικού, παραβίαση νόμου ως προς αξιολόγηση προσόντων και μη ανάθεση διδακτικού έργου σε υποψήφιο που κατατάχθηκε σε λάθος σειρά. Αξίωση αποζημίωσης. Πενταετής παραγραφή. Αβάσιμοι λόγοι για κακή εφαρμογή του νόμου, για μη λήψη υπόψη πραγμάτων και για έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτει την αίτηση.
Άρνηση πρόσληψης υποψηφίου
Αποζημίωση, Άρνηση πρόσληψης υποψηφίου.
0
Αριθμός 2258/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 12η Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Γ. Κ. του Δ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Ντζούφα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Μ. Π. του Σ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Ελένης Παπαδάκη, η οποία κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-1-2008 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 255/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3037/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 6-10-2010 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 31-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο, για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπ' όψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση ή έμμεση απόδειξη. Το δικαστήριο της ουσίας έχει την ευχέρεια να μνημονεύει ειδικώς ή και να εξαίρει ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας αυτών. Εκ τούτου, δεν έπεται ότι αγνοούνται κάποια άλλα αποδεικτικά μέσα, αρκεί από το όλο περιεχόμενο της απόφασης να καθίσταται αδίστακτα βέβαιο ότι έχουν συνεκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι το αποδεικτικό μέσο, το οποίο προβάλλεται ως μη ληφθέν υπ' όψη, απέβλεπε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, στην απόδειξη πραγματικού γεγονότος που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, διότι μόνο ένα τέτοιο γεγονός καθίσταται αντικείμενο αποδείξεως και δημιουργεί στο δικαστήριο της ουσίας την υποχρέωση να αξιολογήσει τα αποδεικτικά μέσα που ο διάδικος επικαλείται και προσκομίζει προς απόδειξή του (ΟλΑΠ 14/2005 και 2/2008). Εξ άλλου, από τη διάταξη του άρθρου 671 παρ.1 εδ. δ' ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η ένορκη βεβαίωση στον ειρηνοδίκη ή στο συμβολαιογράφο αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, διαφορετικό από τους μάρτυρες και τα έγγραφα. Γι' αυτό, όταν προσκομίζεται ένορκη βεβαίωση στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, πρέπει να αναφέρεται ειδικά στην απόφαση ότι αυτή αφ' ενός έχει δοθεί ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου και αφ' ετέρου έχει ληφθεί υπ' όψη από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 1009/2010, ΑΠ 605/2001). 2. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο, προς συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος, έλαβε υπ' όψη και αξιολόγησε, εκτός από την κατάθεση του μάρτυρα του εναγομένου και την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος στο ακροατήριο, "όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται με τις προτάσεις τους [...] είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή εξ αυτών δικαστικών τεκμηρίων" και ουδέν έτερο. Περί ενόρκων βεβαιώσεων δεν γίνεται μνεία. Όπως, όμως, προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των προτάσεων του αναιρεσείοντος (εναγόμενου και εφεσίβλητου) ενώπιον του Εφετείου, αυτός είχε επικαλεσθεί τις ..., ... και .../15-5-2008 ένορκες βεβαιώσεις των Β. Τ., Θ. Κ. και Κ. Γ., αντιστοίχως, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Σεβαστής Ξυνοτρούλια, που είχαν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αναιρεσίβλητου (ενάγοντος και εκκαλούντος), για την πιστοποίηση της οποίας ο αναιρεσείων επικαλούνταν την 1188Γ'/13-5-2010 έκθεση επιδόσεως του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή ... . Από κανένα σημείο της προσβαλλόμενης απόφασης, λοιπόν, δεν προκύπτει ότι λήφθηκαν υπ' όψη και αξιολογήθηκαν οι εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες έπρεπε να μνημονεύονται ειδικώς, διότι δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των αποδεικτικών εγγράφων. Και ακόμη, ούτε από τις εν γένει παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας προκύπτει, ακόμη και εμμέσως, ότι συνεκτιμήθηκε το περιεχόμενό τους, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, επρόκειτο να συμβάλει στην απόδειξη ουσιωδών περιστατικών που θα οδηγούσαν στον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της συμβάσεως, που είχε καταρτισθεί και λειτουργήσει μεταξύ των διαδίκων, ως εργολαβίας δίκης (αμειβόμενης μόνο σε περίπτωση αίσιας έκβασης για τον εντολέα) και όχι ως δικηγορικής εντολής αμειβόμενης σύμφωνα με τα ελάχιστα όρια αμοιβών του κώδικα των δικηγόρων (ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της δίκης για τον εντολέα). Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται η ως άνω παράλειψη και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 3. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 3037/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για περαιτέρω κρίση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο να πληρώσει στον αναιρεσείοντα δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Δεκεμβρίου 2013. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 30η Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ένορκες βεβαιώσεις, δεν προκύπτει ούτε αμέσως ούτε εμμέσως ότι έχουν ληφθεί υπ' όψη από το εφετείο. Αναιρεί για παραβίαση ΚΠολΔ 559 αρ. 11 περ. γ΄.
Δικηγορική αμοιβή
Βεβαίωση ένορκη, Δικηγορική αμοιβή, Αποδείξεων εκτίμηση.
0
Αριθμός 2260/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 12η Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην ... και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Ζερδελή, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ετερόρρυθμης μεσιτικής εταιρείας με την επωνυμία "Ι. Τ. ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΕ" και το διακριτικό τίτλο "ITG PROPERTY SOLUTIONS", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην ... και παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Προκόπιου Παυλόπουλου και Παναγιώτη Μανώλη, που ανακάλεσε την από 8-11-2013 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-1-2009 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 16789/2010 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1537/2012 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 21-11-2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 31-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Στη διάταξη του άρθρου 703 εδ. α' ΑΚ ορίζεται ότι "Εκείνος που υποσχέθηκε αμοιβή σε κάποιον (μεσίτη) για τη μεσολάβηση ή την υπόδειξη ευκαιρίας για τη σύναψη μιας σύμβασης, έχει υποχρέωση να πληρώσει μόνο αν η σύμβαση καταρτισθεί ως συνέπεια αυτής της μεσολάβησης ή υπόδειξης". Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η υποχρέωση πληρωμής της μεσιτικής αμοιβής βαρύνει κατ' αρχήν το πρόσωπο που έδωσε την εντολή για μεσολάβηση ή υπόδειξη ευκαιρίας στο μεσίτη, άσχετα προς το αν η σκοπούμενη σύμβαση καταρτίσθηκε επ' ονόματι αυτού (του μεσιτικού εντολέα) ή τρίτου προσώπου, υπέρ των συμφερόντων του οποίου αυτός ενήργησε. Εάν η εντολή δόθηκε από ένα πρόσωπο, που ενήργησε τόσο για τον εαυτό του όσο και ως αντιπρόσωπος άλλου, για την πληρωμή της μεσιτικής αμοιβής ευθύνονται αμφότεροι, εν αμφιβολία κατ' ίσα μέρη (ΑΚ 480, ΑΠ 52/2012). Εάν η σκοπούμενη σύμβαση καταρτίσθηκε επ' ονόματι νομικού προσώπου, για τη δημιουργία της ευθύνης αυτού προς καταβολή της μεσιτικής αμοιβής δεν αρκεί η κατάρτιση της σύμβασης καθ' εαυτήν, αλλά και η διαπίστωση τού ότι η μεσιτική εντολή είχε δοθεί είτε από το νόμιμο εκπρόσωπό του είτε από κάποιον τρίτο, που αντιπροσώπευε νομίμως το νόμιμο εκπρόσωπο του νομικού προσώπου ή αυτό το ίδιο, το νομικό πρόσωπο, πάντοτε με την προϋπόθεση ότι ο τρίτος ενήργησε μέσα στα όρια της προς αντιπροσώπευση εξουσίας (ΑΚ 211 παρ.1). 2. Στο άρθρο 18 παρ.1 και 2 του ν. 2190/1920 (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 25 παρ.2 ν. 3604/2007) ρυθμίζονται τα θέματα της οργανικής εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας. Ειδικότερα, ορίζεται, κατ αρχήν, ότι μόνο το διοικητικό συμβούλιο, ενεργώντας συλλογικά, εκπροσωπεί την ανώνυμη εταιρία δικαστικώς και εξωδίκως. Κατ' απόκλιση προς την αρχή αυτή, το καταστατικό μπορεί να προβλέψει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του συμβουλίου ή και τρίτα πρόσωπα είναι δυνατό να εκπροσωπούν την εταιρία, είτε γενικώς είτε μόνο σε ορισμένου είδους πράξεις. Περαιτέρω, στο άρθρο 22 παρ.1 και 3 του ιδίου νόμου ορίζεται ότι το διοικητικό συμβούλιο είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη, που αφορά στη διοίκηση της εταιρίας, στη διαχείριση της περιουσίας της και, γενικά, στην επιδίωξη των σκοπών της (με εξαίρεση εκείνες, που υπάγονται στην αρμοδιότητα της γενικής συνελεύσεως). Εν τούτοις, το καταστατικό μπορεί να προβλέψει συγκεκριμένα θέματα, επί των οποίων η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου είναι δυνατό να ασκείται από ένα ή περισσότερα μέλη αυτού ή από τους διευθυντές της εταιρίας, με αντίστοιχο περιορισμό της ευχέρειας που παρέχεται από την παρ.2 του άρθρου 18. Από τις διατάξεις αυτές, που είναι αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67, 68 και 70 ΑΚ, συνάγεται ότι το όργανο, που διοικεί και εκπροσωπεί την ανώνυμη εταιρία και διαχειρίζεται όλες τις υποθέσεις αυτής, είναι το διοικητικό συμβούλιο. Και ακόμη, ότι το δικαίωμα της οργανικής εκπροσώπησης, που κατ' αρχήν ανήκει στο διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρίας, επιτρέπεται, με απόφασή του, να παραχωρηθεί σε τρίτον, ολικά ή μερικά, εφ' όσον κάτι τέτοιο προβλέπεται στο καταστατικό. Λόγω, όμως, της τυπικότητας των διατάξεων, που διέπουν τη λειτουργία των κεφαλαιουχικών εταιριών και των συναφών υποχρεώσεων δημοσιότητας, δεν είναι κατά νόμον εφικτή η "εν τοις πράγμασι" εκπροσώπηση ή αντιπροσώπευση της ανώνυμης εταιρίας. Και είναι μεν αληθές ότι, υφισταμένης αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου για την εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρίας από τρίτο πρόσωπο, είναι επιτρεπτό να συναχθεί σιωπηρά ή ερμηνευτικά το αληθές περιεχόμενο και η έκταση της εξουσίας που έχει παραχωρηθεί στο πρόσωπο αυτό (ΑΠ 563/89, ΑΠ 586/ 1983). Εκ τούτου, όμως, δεν έπεται ότι επιτρέπεται σιωπηρή συναγωγή της λήψεως αυτής της ίδιας της συλλογικής απόφασης του διοικητικού συμβουλίου περί αναθέσεως της εξουσίας εκπροσωπήσεως σε μέλος αυτού ή σε τρίτο πρόσωπο, σε περίπτωση που τέτοια απόφαση ουδέποτε ελήφθη στο πλαίσιο της κατά νόμον λειτουργίας του διοικητικού συμβουλίου μιας ανώνυμης εταιρίας. 3. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, πράγμα που συμβαίνει όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Και κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπ' όψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται, όμως, η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην απόφαση. Για τον αναιρετικό έλεγχο αρκεί το ότι από τη γενική, κατ' είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με το συνολικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν, νομίμως, στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραβλεφθεί. Εν όψει, όμως, του ότι μόνο ένα ουσιώδες γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης, η παράβαση της ως άνω υποχρεώσεως ιδρύει τον εξεταζόμενο λόγο αναιρέσεως υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, που επικαλείται ο διάδικος ως προκύπτον από το αποδεικτικό μέσο που κατά την άποψή του δεν αξιολογήθηκε, ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 42/2002). 4. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το ζήτημα της δόσεως της ένδικης μεσιτικής εντολής εκ μέρους της αναιρεσείουσας προς την αναιρεσίβλητη, το Εφετείο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, δέχθηκε τα ακόλουθα: Ότι ο δεύτερος εναγόμενος (τότε εκκαλών, ως προς τον οποίο η αγωγή απορρίφθηκε κατ' έφεση), Χ. Μ., είναι επιχειρηματίας, που δραστηριοποιείται στο χώρο των κατασκευών. Ότι στο πλαίσιο της δραστηριότητας αυτής είναι κατά 50% μέτοχος των ανωνύμων εταιριών με τις επωνυμίες "ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Διεθνής Κατασκευαστική ΑΕ" -πρώτη εναγομένη (τότε εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα), "ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ Διεθνής Κατασκευαστική ΑΕ", "ΚΥΒΟΣ Διεθνής Κατασκευαστική ΑΕ" και "ΒΕΡΓΙΝΑ Διεθνής Κατασκευαστική ΑΕ" (μη διάδικοι). Ότι ο ίδιος είναι "εν τοις πράγμασι" νόμιμος εκπρόσωπος των εν λόγω εταιριών, όπως ομολογεί και ο ίδιος στην έφεσή του και στις προτάσεις που κατέθεσε στην κατ' έφεση δίκη. Ότι περί τα τέλη του έτους 2005 είχε γίνει γνωστό, μέσα από τον ημερήσιο τύπο, αφ' ενός ότι η τράπεζα "ALPHA BANK" πωλεί το πολυώροφο κτίριο που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ... και ... της Θεσσαλονίκης και αφ' ετέρου ότι η "Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου" (ΚΕΔ) ενδιαφέρεται για την αγορά ενός αναλόγου ακινήτου στη Θεσσαλονίκη, ανακαινισμένου και έτοιμου προς χρήση, προκειμένου να στεγάσει τις διοικητικές υπηρεσίες της (τότε υπό σύσταση) "Παρευξείνιας Τράπεζας". Ότι ο Χ. Μ., που πληροφορήθηκε τα περιστατικά αυτά, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της "ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ Διεθνής Κατασκευαστική ΑΕ", απέστειλε στη μεν Τράπεζα την από 18-1-2006 προσφορά περί αγοράς του ως άνω ακινήτου αντί του ποσού των 9.000.000 ευρώ, στη δε ΚΕΔ την από 15-2-2006 προσφορά περί πωλήσεως του ιδίου ακινήτου, μετά την ανακαίνισή του, αντί τιμήματος 23.877.300 ευρώ. Ότι ακολούθησε η από 21-2-2006 προσφορά του ιδίου, με την αυτή ιδιότητα, προς την "ALPHA Αστικά Ακίνητα", θυγατρική εταιρία της Τράπεζας που διαπραγματευόταν την πώληση, για αγορά του αυτού ακινήτου αντί 9.500.000 ευρώ, επί της οποίας δόθηκε η από 23-2-2006 απάντηση περί εγκρίσεως της προσφοράς υπό όρους (αναφέρονται στην απόφαση του Εφετείου, αλλά δεν ενδιαφέρουν ενταύθα). Ότι κατά μήνα Απρίλιο 2006, η Ι. Τ., νόμιμη εκπρόσωπος της ενάγουσας εταιρίας (τότε εφεσίβλητης και ήδη αναιρεσίβλητης, που ασκεί νομίμως τα έργα του μεσίτη αστικών συμβάσεων), η οποία διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον Χ. Μ. λόγω προηγούμενης επαγγελματικής συνεργασίας σε αγοραπωλησίες ακινήτων, έφερε σε επικοινωνία αυτόν με τον Κ. Μ., μεσίτη, επίσης, αστικών συμβάσεων, ο οποίος ενδιαφερόταν για την αγορά γραφείων σε οικοδομή ιδιοκτησίας της "ΒΕΡΓΙΝΑ Διεθνής Κατασκευαστική ΑΕ". Ότι με αφορμή τη συνάντηση αυτή και μετά τη διαβεβαίωση του Κ. Μ. περί του ότι διατηρεί γνωριμία με στελέχη της ΚΕΔ, ο Χ. Μ., ως νόμιμος εκπρόσωπος της "ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ Διεθνής Κατασκευαστική ΑΕ", του έδωσε, εγγράφως, την από 5-4-2006 μεσιτική εντολή να μεσολαβήσει για την πώληση του ακινήτου στη συμβολή των οδών ... και ... προς την ΚΕΔ, με την υπόσχεση αμοιβής 1.000.000 ευρώ σε περίπτωση αίσιας έκβασης της μεσολάβησης. Ότι ο Κ. Μ. δραστηριοποιήθηκε σχετικώς, αλλά κατά το Σεπτέμβριο 2006 η ΚΕΔ έπαυσε να ενδιαφέρεται για το εν λόγω ακίνητο. Ότι, παρά ταύτα, ο Χ. Μ., με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου των ως άνω κατασκευαστικών εταιριών, μεταξύ των οποίων και της πρώτης εναγομένης (ήδη αναιρεσείουσας), εξακολούθησε να ενδιαφέρεται για την αγορά του ως άνω ακινήτου της Τράπεζας. Ότι τον Οκτώβριο 2006 και προκειμένου να συνεχισθούν οι διαπραγματεύσεις με την "ALPHA Αστικά Ακίνητα", ο Χ. Μ. συμφώνησε, προφορικά, με την Ι. Τ., ως νόμιμη εκπρόσωπο της ενάγουσας εταιρίας και με τον Κ. Μ., ως συνεργάτη αυτής, να καταβάλει προς την ενάγουσα αμοιβή 200.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, για την περίπτωση που με τη μεσολάβησή τους ήθελε συναφθεί η αγοραπωλησία του ακινήτου στο όνομα κάποιας από τις ως άνω ανώνυμες εταιρίες που εκπροσωπούσε και, μάλιστα, με μικρότερο τίμημα. Ότι σε εκτέλεση της τελευταίας μεσιτικής εντολής, ο Κ. Μ., ενεργώντας ως συνεργάτης και βοηθός εκπληρώσεως της ενάγουσας εταιρίας, φρόντισε να διατηρήσει ενεργό την επικοινωνία με τα στελέχη της "ALPHA Αστικά Ακίνητα", οργάνωσε συναντήσεις αυτών με το Χ. Μ., διαπραγματεύθηκε τους όρους της σύμβασης με αλλεπάλληλες προφορικές συνομιλίες και επιστολές και, τελικά, πέτυχε τη μείωση του τιμήματος στο ποσό των 9.000.000 ευρώ. Ότι, παράλληλα, η Ι. Τ. συνέβαλε στη χρηματοδότηση της αγοράστριας εταιρίας, που τότε φαινόταν ότι θα είναι η "ΚΥΒΟΣ Διεθνής Κατασκευαστική ΑΕ", από τις Τράπεζες "Eurobank" και "Πειραιώς". Ότι κατόπιν αυτών των προσπαθειών, καταρτίσθηκε το .../13-7-2007 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Παρασκευής Σαλπιστή - Ταρνατώρου, δυνάμει του οποίου το ακίνητο στη συμβολή των οδών ... και ... αγοράσθηκε από την "ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Διεθνής Κατασκευαστική ΑΕ" (εναγομένη, εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα), την οποία ο Χ. Μ., ως "εν τοις πράγμασι" νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, υπέδειξε, τελικώς, ως αγοραστή. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι μεσιτικός εντολέας υπήρξε η αναιρεσείουσα, εκπροσωπηθείσα νομίμως από το Χ. Μ., γι' αυτό και την υποχρέωσε να καταβάλει ως μεσιτική αμοιβή, ύστερα από μερική παραδοχή της εκ του άρθρου 707 ΑΚ ενστάσεως περί μειώσεως αυτής, το ποσό των 90.000 ευρώ. 5. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο παραβίασε, τόσο ευθέως όσο και εκ πλαγίου, τις διατάξεις που αναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω αρ.1 και 2), αφ' ενός διότι δέχθηκε τη δυνατότητα της "εν τοις πράγμασι" εκπροσώπησης της αναιρεσείουσας ανώνυμης εταιρίας και αφ' ετέρου διότι ασαφώς και εν μέρει αντιφατικώς δέχθηκε ότι ο Χ. Μ. εκπροσωπούσε, άλλοτε νομίμως και άλλοτε "εν τοις πράγμασι", τις ανώνυμες εταιρίες του ομίλου των επαγγελματικών του συμφερόντων, έτσι ώστε να δημιουργείται αμφιβολία ως προς το αν η αναιρεσείουσα, η οποία υπήρξε το νομικό πρόσωπο στο όνομα του οποίου, τελικώς, καταρτίσθηκε η σύμβαση στην οποία απέβλεπε η μεσιτική εντολή, ήταν, πράγματι, αυτή την οποία εκπροσωπούσε ή αντιπροσώπευε ο Χ. Μ. κατά τη δόση της μεσιτικής εντολής, οπότε αυτή, ως μεσιτικός εντολέας, ανέλαβε και την ευθύνη καταβολής της μεσιτικής αμοιβής ή αν ήταν το νομικό πρόσωπο που μόνο εκ των υστέρων συνέπραξε στην κατάρτιση της σκοπούμενης σύμβασης, ως αγοραστής, χωρίς συμβατικό δεσμό με την αναιρεσίβλητη και, ως εκ τούτου, χωρίς οικονομική υποχρέωση έναντι αυτής. Πέραν αυτών και εν όψει του ότι η αναιρεσείουσα είχε ισχυρισθεί ότι εκπροσωπείται νομίμως από έτερο πρόσωπο, ήτοι τη Μ. Χ., ως πρόεδρο του διοικητικού της συμβουλίου και διευθύνουσα σύμβουλο αυτής, περιστατικό οποίο προέκυπτε από το από 21-2-2006 έγγραφο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, που είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει η ίδια, δημιουργείται αμφιβολία, σύμφωνα με τις παραδοχές που προεκτέθηκαν (βλ. παραπάνω αρ.4), ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπ' όψη το έγγραφο αυτό, διότι δεν μνημονεύει ειδικά στην απόφασή του ούτε την ως άνω νόμιμη εκπρόσωπο ούτε το έγγραφο που αποδεικνύει την ιδιότητά της. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνονται τα σφάλματα αυτά και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1, 11 περ. γ' και 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα των υπολοίπων λόγων αναιρέσεως αποβαίνει περιττή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 1537/2012 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη να πληρώσει στην αναιρεσείουσα δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Δεκεμβρίου 2013. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 30η Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αμοιβή μεσίτη. Ευθύνεται ο μεσιτικός εντολέας. Μη δυνατή η "εν τοις πράγμασι" εκπροσώπηση ανώνυμης εταιρίας. Κακή εφαρμογή του νόμου και ελλιπής αιτιολογία ως προς την εκπροσώπηση ανώνυμης εταιρίας κατά τη δόση μεσιτικής εντολής. Επί πλέον, μη λήψη υπόψη αποδεικτικού εγγράφου. Αναιρεί και παραπέμπει.
Μεσιτική αμοιβή
Μεσιτική αμοιβή.
0
Αριθμός 2246/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΟΤΕ) ΑΕ", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Ηλιοπιερέα - Πιερράκο, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι: α) ανακαλεί την από 15-11-2013 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται και β) η αναιρεσείουσα παραιτείται από το δικόγραφο της αναιρέσεως ως προς την 2η των αναιρεσιβλήτων. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Π. του Α., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θωμά Καμενόπουλο και 2) Χ. Α. του Ι., κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-6-2004 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και άλλων προσώπων, που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκε η 496/2006 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 28-2-2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 7-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της 1ης αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 299, 294, 295 παρ. 1 και 297 του ΚΠολΔ, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζονται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι παραίτηση ολική ή μερική από το δικόγραφο του ένδικου μέσου που έχει ασκηθεί, όπως είναι και η αναίρεση (άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ), μπορεί να γίνει και με προφορική δήλωση, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης. Η δήλωση αυτή, καταχωριζομένη στα πρακτικά, επιφέρει αντίστοιχη (ανάλογα με το περιεχόμενο και την έκτασή της) κατάργηση της δίκης. Επομένως, η παραίτηση της αναιρεσείουσας, από το, από 28-2-2012, δικόγραφο αναίρεσης, ως προς τη δεύτερη αναιρεσίβλητη, που έγινε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, είναι σύννομη και συνεπάγεται κατάργηση της δίκης, αλλά μόνο ως προς την παραπάνω αναιρεσίβλητη, ως προς την οποία θεωρείται, ότι δεν ασκήθηκε (άρθρα 295 παρ. 1 και 299 ΚΠολΔ). Κατά το άρθρο 553 παρ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή κατά των τελεσιδίκων αποφάσεων. Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, ο χαρακτήρας της απόφασης ως τελεσίδικης ή όχι κρίνεται κατά το χρόνο άσκησης της αίτησης για αναίρεση, δηλαδή κατά το χρόνο κατάθεσης του δικογράφου της στη γραμματεία του δικαστηρίου που την εξέδωσε (άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ). Εξάλλου, όταν προσβάλλεται απόφαση που έχει εκδοθεί στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, η προθεσμία της αναίρεσης αρχίζει αφότου συμπληρώθηκε η προθεσμία της έφεσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 518 παρ. 2 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ, αν η απόφαση δεν επιδοθεί, οι προθεσμίες της έφεσης και της αναίρεσης είναι τρία χρόνια και αρχίζουν αμφότερες από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη, αλλά η δεύτερη, όπως ήδη προαναφέρθηκε, ηρεμεί κατά τη διάρκεια της πρώτης. Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση για αναίρεση της 496/2006 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, της οποίας (απόφασης) δεν προκύπτει επίδοση από κάποιο διάδικο, ασκήθηκε εμπροθέσμως και είναι παραδεκτή, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 30-3-2006 και μέχρι τις 9-3-2012, όταν κατατέθηκε η αίτηση για αναίρεση στη γραμματεία του παραπάνω δικαστηρίου, δεν παρήλθε η τριετής προθεσμία της αναίρεσης, που άρχισε στις 31-3-2009, δηλαδή μετά την πάροδο της τριετούς προθεσμίας για άσκηση έφεσης. Κατά τη διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ. αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, στο άρθρο 21 παρ. 1 του Ν. 2190/1994 ορίζεται ότι "οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του ίδιου νόμου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επομένων παραγράφων", στην παρ. 2 ορίζεται ότι "η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες". Στη συνέχεια στις παρ. 3 και 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την άνω οριζόμενη διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν και τέλος οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγουμένων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατ' άρθρο 259 Π.Κ. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2190/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 2527/1997, στις διατάξεις του νόμου αυτού υπάγονται όλοι οι φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982 και τις μεταγενέστερες συμπληρώσεις του, πριν την τροποποίησή του με το Ν. 1892/1990. Μεταξύ δε αυτών περιλαμβάνονται αφενός και οι κάθε είδους κρατικές ή δημόσιες και παραχωρηθείσες επιχειρήσεις και οργανισμοί καθώς και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου δημόσιου χαρακτήρα που επιδιώκουν κοινωφελείς ή άλλους δημόσιους σκοπούς (άρθρ. 51 παρ. 1 περ. γ' του ν. 1892/1990, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 παρ. 6 του ν. 1943/1991) και αφετέρου τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο κράτος (άρθρ. 14 παρ. 1 εδ. β' παρ. 1 του ν. 2190/1994). Με την αναθεώρηση του έτους 2001 και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8, που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγουμένου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Έτσι με την αναθεώρηση αυτή του άρθρου 103 του Συντάγματος, η Ζ' Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και τη Διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του ν. 2190/1994 και οι οποίες κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 του ΑΚ και 1 του ν. 2112/1920, συνάγεται ότι: α) Σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου είναι εκείνη στην οποία οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ρητώς ή σιωπηρώς ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. β) Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είναι εκείνη στην οποία ρητώς ή σιωπηρώς έχει συμφωνηθεί η λήξη της σε ορισμένο χρόνο ή η λήξη αυτή προκύπτει από το είδος και το σκοπό της εργασιακής συμβάσεως ή επιβάλλεται από διάταξη νόμου. Εξάλλου, ορίζεται: α) στο άρθρο 671 του ΑΚ ότι "η σύμβαση εργασίας που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται πως ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά τη λήξη του χρόνου της ο εργαζόμενος εξακολουθεί την εργασία χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης" και β) στο άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 ότι "οι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ' ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου". Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και στην περίπτωση κατά την οποία η σύμβαση καταρτίστηκε υποχρεωτικώς, ως ορισμένης διάρκειας εκ του νόμου, όπως στην περίπτωση της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 2 του αναμορφωμένου ΓΚΠ - ΟΤΕ, που τέθηκε σε ισχύ με την από 10-6-1999 Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (όρος 21 της εν λόγω Ε.Σ.Σ.Ε.) και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου (άρθρο 7 παρ. 1 ν. 1876/1990), κατά την οποία ο Οργανισμός δύναται προς κάλυψη έκτακτων και πρόσκαιρων αναγκών να προσλαμβάνει έκτακτο προσωπικό με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου κατά σύστημα, όρους, διαδικασία και προϋποθέσεις που καθορίζονται με απόφαση της Διοίκησης, αυτή δε η σύμβαση εργασίας απαγορεύεται να παραταθεί ή να ανανεωθεί ή να μετατραπεί σε σύμβαση αορίστου χρόνου (ΑΠ 815, 816/2011). Να σημειωθεί ότι, κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2257/1994 "περί οργανώσεως και λειτουργίας του ΟΤΕ", στο οποίο περιγράφεται αναλυτικά ο σκοπός της εταιρίας, μεταξύ άλλων αναφερομένων δραστηριοτήτων είναι και η εγκατάσταση, λειτουργία, εκμετάλλευση, διαχείριση και ανάπτυξη κάθε είδους τηλεπικοινωνιακής υποδομής σε τοπικό εθνικό, διακρατικό και διεθνές επίπεδο και κατά το άρθρο πρώτο (προοίμιο) του ν. 3676/2008, "Η εταιρεία με την επωνυμία Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος ΑΕ ΟΤΕ είναι επιχείρηση ηλεκτρονικών επικοινωνιών νομίμως συσταθείσα και λειτουργούσα ως ανώνυμη εταιρεία κατά το δίκαιο της Ελληνικής Δημοκρατίας με έδρα το Αμαρούσιο Αττικής" και συνεπώς η εναγομένη δεν ανήκει στο Δημόσιο ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Στην προκειμένη περίπτωση το Μονομελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα παρακάτω κρίσιμα για την έρευνα του λόγου αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγουσες προσλήφθηκαν από την εναγομένη με τις κατωτέρω αναφερόμενες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, για να εργασθούν ως καθαρίστριες. Ειδικότερα, η τρίτη και πέμπτη ενάγουσα (ήδη αναιρεσίβλητες), προσλήφθηκαν στις 1-7-2002 και εργάσθηκαν μέχρι 28-2-2003. Ακολούθως, η σύμβασή των ανανεώθηκε από 1-3-2003 έως 31-10-2003 και εκ νέου από 1-11-2003 έως 30-4-2004. Συνολικά απασχολήθηκαν, ως καθαρίστριες, για χρονικό διάστημα 22 μηνών, καλύπτοντας από το χρόνο κατάρτισης της πρώτης τους σύμβασης, πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εναγόμενης και προσφέροντας την εργασία τους υπό τις αυτές συνθήκες με τους συναδέλφους τους, που αποτελούν το μόνιμο προσωπικό της τελευταίας. Η κατάρτιση διαδοχικών συμβάσεων δεν δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, δεδομένου ότι η εναγομένη δεν απέδειξε την ύπαρξη τέτοιων λόγων που επέβαλαν την πρόσληψη των εναγουσών και επομένως, υφίσταται ακυρότητα των επί μέρους συμβάσεων (άρθρο 174 ΑΚ) και πρόκειται για μία σύμβαση αορίστου χρόνου για την κάθε ενάγουσα, η λύση της οποίας δεν είναι δυνατόν να γίνει χωρίς καταγγελία και την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Ο ισχυρισμός της εναγομένης, ότι δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των εναγουσών η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της ΕΕ της 28-6-1999 πριν την έκδοση του ΠΔ 81/2003, είναι αβάσιμος και τούτο διότι, για το πριν την έκδοση του ΠΔ 81/2003 χρονικό διάστημα, το Δικαστήριο οφείλει να εφαρμόζει τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου λαμβάνοντας υπόψη τους σκοπούς που επιδιώκει η Οδηγία, και επομένως το Δικαστήριο εφαρμόζει τις διατάξεις του ν. 2112/1920 τις οποίες ερμηνεύει σύμφωνα με την ανωτέρω Οδηγία. Μετά την έκδοση του ΠΔ 81/2003, η προαναφερόμενη Οδηγία ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο, όμως το συγκεκριμένο ΠΔ δεν εφαρμόζεται στις ενάγουσες, δεδομένου ότι το ίδιο ορίζει ότι εφαρμόζεται σε συμβάσεις, ανανεώσεις συμβάσεων ή σχέσεις εργασίας, που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του, ήτοι την 2-4-2003, ήδη δε οι σχέσεις εργασίας των εναγουσών είχαν ήδη ανανεωθεί μια φορά πριν την έκδοση του ανωτέρω διατάγματος και ήδη επρόκειτο για μία σύμβαση αορίστου χρόνου. Ο ισχυρισμός της εναγομένης, ότι, σύμφωνα με τον κανονισμό της, που έχει ισχύ νόμου, δεν επιτρέπεται η σύναψη συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και επομένως, ανεξαρτήτως του αν οι ενάγουσες κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες της, εξ αιτίας της ανωτέρω απαγόρευσης, δεν μπορούν να θεωρηθούν οι συμβάσεις τους μια σύμβαση αορίστου χρόνου, είναι απορριπτέος και τούτο διότι η Οδηγία 1999/70/ΕΚ αλλά και οι λοιπές διατάξεις του εθνικού δικαίου, που είναι σύμφωνες με αυτήν, υπερισχύουν των διατάξεων που είναι αντίθετες σ' αυτές, όπως, εν προκειμένω, ο κανονισμός της εναγομένης. Με τις παραδοχές αυτές το Μονομελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε την αγωγή των αναιρεσίβλητων και αναγνώρισε ότι από την αρχική πρόσληψή τους συνδεόταν με την αναιρεσείουσα με ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Κρίνοντας έτσι το δικαστήριο της ουσίας, δεν παραβίασε, ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648, 649, 669, 671 και 672 του ΑΚ, 1, 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, 2 παρ. 2 του ΓΚΠ/ΟΤΕ, 5 παρ. 1 της 1999/70/ΕΚ, 13 και 21 του Ν. 2190/1994, ενόψει του ότι η αναιρεσείουσα δεν ανήκει στο Δημόσιο ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα της πρώτης αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό . ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει καταργημένη, ως προς τη δεύτερη αναιρεσίβλητη, τη δίκη που ανοίχθηκε με την, από 28-2-2012, αίτηση για την αναίρεση της 496/2006 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Απορρίπτει την παραπάνω αίτηση, ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της πρώτης αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το δικαστήριο, που δέχθηκε ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη συνδέεται με την αναιρεσείουσα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, δεν παραβίασε, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 648, 649, 669, 671 και 672 του ΑΚ, 1, 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920, 2 παρ. 2 του ΓΚΠ/ΟΤΕ, 5 παρ. 1 της 1999/70/ΕΚ, 13 και 21 του Ν. 2190/1994, ενόψει του ότι η αναιρεσείουσα δεν ανήκει στο Δημόσιο ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 2245/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Χ. του Γ. και 2) Γ. Χ. του Α., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κούτση. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. συζ. Π. Γ., το γένος Α. Α., 2) Α. Γ. του Π. και 3) Α. Γ. του Π., κατοίκων ... οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στυλιανό Γκαρίπη, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-3-2008 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Κορωπίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 185/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4196/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 28-11-2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 25-10-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 11, 14, 15, 19 παρ. 1α του Ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με εκείνες της 1122/2000 Οδηγίας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα "για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων μέσω κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης", που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 19 παρ. 1α του πιο πάνω νόμου και τροποποιήθηκε με τη μεταγενέστερη 2162/2005 όμοια, και τα άρθρα 57 και 59 του ΑΚ συνάγονται τα ακόλουθα: 1) Η λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης, εγκατεστημένων σε ιδιωτικούς χώρους από φυσικό πρόσωπο για την άσκηση δραστηριοτήτων αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών, εκφεύγει από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 2472/1997, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του νόμου αυτού. 2) Δεν συμβαίνει όµως το ίδιο οσάκις από εγκατεστημένο σε ιδιωτικό χώρο κλειστό κύκλωµα τηλεόρασης βιντεοσκοπούνται, µε τη χρήση καµερών, κοινόχρηστοι εξωτερικοί χώροι, όπως µεταξύ άλλων είναι και οι δηµοτικές ή κοινοτικές οδοί που τον περιβάλλουν, ή άλλοι γειτονικοί ιδιωτικοί χώροι ανήκοντες σε τρίτους, και παρέχεται στον ιδιοκτήτη του η δυνατότητα λήψης, αποθήκευσης ή άλλης περαιτέρω επεξεργασίας της εικόνας τρίτων προσώπων που τους χρησιμοποιούν ελεύθερα, σύµφωνα µε τον προορισµό τους, διότι τότε δεν πρόκειται για επεξεργασία προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων αυτού τούτου του προσώπου που την ενεργεί µέσα στον ιδιωτικό του χώρο αλλά για λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τρίτων προσώπων, που δεν έχουν σχέση µε το χώρο αυτό. 3) Η επεξεργασία αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 2472/1997 και, επειδή προσβάλει την προσωπικότητα και την ιδιωτική ζωή του τρίτου, κατ' αρχήν απαγορεύεται. 4) Κατ' εξαίρεση όµως αυτή επιτρέπεται, χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου της, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) αποσκοπεί στην προστασία προσώπων ή αγαθών, β) είναι απολύτως αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού στον οποίο αποβλέπει, με την έννοια ότι αυτός δεν µπορεί να επιτευχθεί εξίσου αποτελεσματικά µε άλλα λιγότερο επαχθή για το υποκείμενο της επεξεργασίας µέσα, γ) το έννοµο συμφέρον του υπεύθυνου της επεξεργασίας υπερέχει καταφανώς των δικαιωµάτων και των συμφερόντων των υποκειμένων αυτής και η επεξεργασία δεν βλάπτει τις προσωπικές τους ελευθερίες, δ) ο υπεύθυνος της επεξεργασίας έχει γνωστοποιήσει εγγράφως στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα την εγκατάσταση του κλειστού κυκλώματος και την έναρξη της λειτουργίας του µε όλα τα στοιχεία που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 2472/1997, και ε) µε την ανάρτηση ευδιάκριτων πινακίδων, αυτός έχει επισημάνει στα υποκείμενα της επεξεργασίας το χώρο που εµπίπτει στην εµβέλεια της κάµερας και βιντεοσκοπείται, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 11 του Ν. 2472/1997. Και 5) Η µη τήρηση ή µη συνδροµή µιας οποιασδήποτε από τις παραπάνω προϋποθέσεις καθιστά παράνοµη την δια κλειστού κυκλώµατος τηλεόρασης και κάµερας εγκατεστημένων σε ιδιωτικό χώρο λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τρίτων προσώπων, που διέρχονται έξω από αυτόν, όπως µεταξύ άλλων είναι και η εικόνα τους, ως προσβάλλουσα το δικαίωµα της προσωπικότητάς τους, και δικαιούνται αυτά, κατ' άρθρο 57 ΑΚ, να αξιώσουν χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία προϋποθέτει υπαιτιότητα του προσβάλλοντος. Εξάλλου, στο άρθρο 10 του ίδιου πάντοτε νόμου ορίζεται ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη και στο άρθρο 22 προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά τέτοια δεδομένα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα (παρ. 4). Στο άρθρο 23 παράγραφος 1 του εν λόγω νόμου ορίζεται ότι φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που, κατά παράβαση του Ν. 2472/1997, προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, σε περίπτωση πλειόνων υπαιτίων προσώπων, δημιουργείται, μεταξύ τους, παθητική εις ολόκληρον ευθύνη, και καθένα φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που, από κοινού με άλλο, κατά παράβαση του Ν. 2472/1997, προκαλεί ηθική βλάβη, είναι υποχρεωμένο, εις ολόκληρον, να καταβάλει αυτήν. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον. Στην δε παράγραφο 2 ορίζεται ότι η κατά το άρθρο 932 Α.Κ. χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, για παράβαση του Ν. 2472/1997 ορίζεται, κατ' ελάχιστο, στο ποσό των 2.000.000 δραχμών, εκτός εάν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια. Στην προκείμενη περίπτωση, με την αγωγή τους οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν, ότι οι εναγόμενοι, όντες συγκύριοι οικίας κειμένης παραπλεύρως της δικής τους, εγκατέστησαν τέσσερις βιντεοκάμερες, προβαίνοντας σε βιντεοσκόπησή τους κατά την είσοδο και έξοδό τους από την οικία τους, κατά παράβαση του Ν. 2472/97. Ισχυρίσθηκαν ακόμη, ότι, εξαιτίας της παραπάνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, προσεβλήθη η προσωπικότητά τους, υπέστησαν δε ηθική βλάβη. Στη συνέχεια ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν ο καθένας, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, το ποσό των 6.000 ευρώ, στον καθένα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την 185/2009 απόφασή του, υποχρέωσε καθένα από τους εναγομένους να καταβάλλει σε καθένα ενάγοντα το ποσό των 1.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν έφεση α) οι ενάγοντες και β) οι εναγόμενοι. Το, ως Εφετείο, δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα εξής: Οι διάδικοι τυγχάνουν μεταξύ τους συγγενείς. Οι ενάγοντες διαμένουν σε οικεία κείμενη επί της οδού …στην …στη θέση ..., της εξ αδιαιρέτου κυριότητας της συζύγου του πρώτου και μητρός του δεύτερου Α. Α.. Παραπλεύρως της οικίας τους είναι κτισμένη η οικία των εναγομένων. Οι εναγόμενοι, κατά το Σεπτέμβριο του 2007, προχώρησαν στην τοποθέτηση τεσσάρων καμερών ανά δύο αντικριστά, στην πρόσοψη της οικίας τους επί της οδού …και στην δίοδο η οποία ξεκινάει κάθετα από την οδό αυτή, διέρχεται παράλληλα και σε επαφή με τον μαντρότοιχο της οικίας των εναγομένων και καταλήγει στην είσοδο της οικίας των εναγόντων, χωρίς, πριν την εγκατάσταση, να γνωστοποιήσουν το κλειστό κύκλωμα στην αρμόδια αρχή (Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων). Με τις κάμερες αυτές βιντεοσκοπούσαν, μέσω κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης, την κίνηση οχημάτων και προσώπων επί της οδού …και επί της διόδου, από την οποία οι εναγόμενοι έχουν μοναδική πρόσβαση στην οικία τους. Μάλιστα επί σχετικής αίτησης της Α. Α., εξ αδιαιρέτου κυρίας της οικίας των εναγόντων, εκδόθηκε η 1873/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η οποία υποχρέωσε τους εναγομένους να αφαιρέσουν προσωρινά τις κάμερες αυτές. Παρ' όλα αυτά, όλο αυτό το χρονικό διάστημα, λόγω της τοποθέτησης των καμερών, επλήγησαν ζωτικής σημασίας πτυχές της προσωπικότητας των εναγόντων, αφού οι εναγόμενοι είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθούν ανά πάσα στιγμή τις κινήσεις τους, να λαμβάνουν κάθε φορά την εικόνα τους και να έχουν τη δυνατότητα να επεξεργάζονται αυτήν κατά βούληση, χωρίς τη συναίνεση των εναγόντων. Η τοιαύτη συμπεριφορά των εναγομένων γεννά, κατ' άρθρο 926 ΑΚ, οφειλή εις ολόκληρον. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η τοποθέτηση των καμερών έγινε από το μη διάδικο σύζυγο της πρώτης και πατέρα των λοιπών, Π. Γ., αφενός μεν αποδεικνύεται εκ των προεκτεθέντων ψευδής, αφετέρου και αληθής υποτιθέμενος δεν θα τους απάλλασσε από την ευθύνη τους, δεδομένου ότι ήταν οι συγκύριοι της οικίας και η τοποθέτηση των καμερών εξαρτιόταν από την αγαστή συνεργασία τους. Και ναι μεν δεν αποδείχτηκε, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, η δημιουργία και επεξεργασία από μέρους των εναγομένων αρχείου εικόνων και ήχου των εναγόντων κατά τις διατάξεις των άρθρων 4, 5 και 7 του Ν. 2472/1997, πλην όμως η θέση και μόνο και η εμβέλεια του επίδικου συστήματος, που επέτρεπε τη λήψη εικόνων από τον περιβάλλοντα την κατοικία χώρο και του κτηρίου των περιοίκων εναγόντων, χωρίς τη συναίνεση αυτών, συνιστά μη νόμιμη επεξεργασία. Περαιτέρω, ο ισχυρισµός των εναγομένων ότι η χρήση των καµερών ήταν αναγκαία για την προστασία των αγαθών της ζωής, της σωµατικής ακεραιότητας και της υγείας τους, από ενδεχόμενες ενέργειες τρίτων προσώπων, είναι απορριπτέος, καθόσον η τοποθέτηση κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης είναι αποτελεσματική σε σχέση µε την προστασία αγαθών σε µικρής κλίµακας φυλασσόμενους χώρους, όπως χώρους στάθμευσης, αποθήκες εμπορευμάτων κ.λπ. Αλλά δεν υπάρχουν ενδείξεις που να καταδεικνύουν ότι είναι αποτελεσματική σε μεγάλης κλίµακας χώρους, όπως είναι οι δηµόσιοι χώροι. Η τοποθέτηση των καµερών στην συγκεκριμένη περίπτωση προσέβαλε το δικαίωµα των περιοίκων εναγόντων, διότι τους έθεσε υπό έλεγχο και αδικαιολόγητο περιορισµό της ελευθερίας τους, ως εκδήλωση της προσωπικότητάς τους και τους παρεμπόδισε στην ελεύθερη ανάπτυξη της κοινωνικής δραστηριότητάς τους. Η αίσθησή τους ότι ήταν πολύ πιθανό να βρίσκονται υπό παρακολούθηση σίγουρα επηρέασε τη συμπεριφορά τους. Εποµένως, η τοποθέτηση των επίµαχων καµερών συνιστά παράνοµη προσβολή της προσωπικότητάς τους, εκ της οποίας αυτοί υπέστησαν ηθική βλάβη. Ο ισχυρισµός των εναγομένων, ότι αµέσως µετά την κοινοποίηση των ασφαλιστικών µέτρων υπέβαλαν την 216/21-3-2008 γνωστοποίηση κλειστού κυκλώµατος, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, δοθέντος ότι υπείχαν υποχρέωση προηγούμενης ειδοποίησης, την οποία (εν λόγω υποχρέωση) παραβίασαν, πριν την εγκατάσταση του κυκλώµατος. Λόγω της τοιαύτης παράνοµης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων προσεβλήθη η προσωπικότητα των εναγόντων και δη οι εκφάνσεις που προαναφέρθηκαν και εξαιτίας της τοιαύτης προσβολής υπέστησαν αυτοί αντιστοίχως ηθική βλάβη χρηµατικώς αποκαταστατέα. Είναι δε οι εναγόμενοι υπόχρεοι της αποκατάστασής της και λόγω της τοιαύτης συμπεριφοράς τους πρέπει να καταβάλουν στους ενάγοντες εύλογη χρηµατική ικανοποίηση. Το πρωτοβάθµιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης των εναγόντων, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της αδικοπραξίας, του είδους και του τρόπου της προσβολής και της οικονοµικής κατάστασης των µερών, έπρεπε να τους επιδικαστεί, ως χρηµατική ικανοποίηση, το ποσό των 1.000 ευρώ, έναντι του αιτηθέντος μείζονος ποσού. Έτσι, όµως, παραβίασε ευθέως τη διάταξη του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997, µε την οποία ορίζεται το ποσό των 2.000.000 δραχµών, ήδη κατά το κυκλοφορούν τώρα νόµισµα σε 5.869,40 ευρώ, ως το ελάχιστο όριο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, για παράβαση του Ν. 2472/1997, εφόσον δεν ζητήθηκε µικρότερο ποσό ή η παράβαση δεν οφειλόταν σε αµέλεια, προϋποθέσεις που δεν συντρέχουν στην παρούσα περίπτωση, µε δεδομένο ότι οι ενάγοντες ζήτησαν την καταβολή 6.000 ευρώ από τον καθένα από τους εναγομένους για τον καθένα των εναγόντων. Με τις παραδοχές αυτές, αφού απέρριψε την έφεση των αναιρεσιβλήτων - εναγομένων και δέχθηκε την έφεση των αναιρεσειόντων - εναγόντων, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε την αγωγή και υποχρέωσε τους εναγόμενους, να καταβάλουν σε καθένα των εναγόντων, συµµέτρως, το άνω ποσό των (5.869,40 ευρώ). Έτσι, όμως, που έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο, επιδικάζοντας δηλαδή σε καθένα ενάγοντα το παραπάνω ποσό και υποχρεώνοντας τους εναγομένους να το καταβάλλουν, συμμέτρως, αντί να τους υποχρεώσει να το καταβάλουν εις ολόκληρο, καθένας, παραβίασε, ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 2572/2009, και ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την άνω απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Τέλος, πρέπει, να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων (άρθρ. 183, 176 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη, με αριθμό, 4196/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο, επιδικάζοντας σε καθένα ενάγοντα το ποσό των (5.869,40 ευρώ) και υποχρεώνοντας τους εναγομένους να το καταβάλουν, συμμέτρως, αντί να τους υποχρεώσει να το καταβάλουν εις ολόκληρο, καθένας, παραβίασε, ευθέως, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 2572/2009.
Προσβολή προσωπικότητας
Προσβολή προσωπικότητας, Κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης.
0
Αριθμός 2243/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: ΝΠΙΔ με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΓΚΟΛΦ", που εδρεύει στην Γλυφάδα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Γάτσιο. Του αναιρεσιβλήτου: Α. Σ. του Η., κατοίκου ... ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Τοκατλίδη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 27-11-2006, 10-5-2007 και 16-7-2007 αγωγές του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 77/2009 και 1991/2008 (μετά από συνεκδίκαση των 2ης και 3ης αγωγών) οριστικές του ίδιου Δικαστηρίου και 5195/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 26-4-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 8-3-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 656 ΑΚ, 1 και 5 παρ. 1 του v. 2112/1920, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 5 και 7 του ν. 3198/1955 προκύπτει, ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου έχει το χαρακτήρα μονομερούς αναιτιώδους δικαιοπραξίας και χωρεί ελεύθερα, εκτός αν περιοριστεί με συμφωνία των μερών ή με διάταξη νόμου. Η άσκηση όμως του σχετικού δικαιώματος, είτε του εργοδότη είτε του εργαζομένου, δεν είναι απεριόριστη και ανέλεγκτη, αλλ' υπόκειται στους περιορισμούς που προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, της οποίας η παράβαση επάγεται απόλυτη ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης, που θεωρείται σαν να μην έγινε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 του ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή ο καταγγέλλων εργοδότης, που αρνείται να δεχτεί τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του εργαζομένου, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται να καταβάλει σ' αυτόν το μισθό του, κατά τα άρθρα 349, 350 και 656 του ΑΚ. Η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ και είναι άκυρη, όταν έγινε από εκδίκηση του εργοδότη, ή εξαιτίας εχθρότητας προς το μισθωτό, λόγω συνδικαλιστικής του δράσης. Ειδικώς, επί απόλυσης που οφείλεται σε οικονομικοτεχνικούς λόγους, όπως μεταξύ άλλων είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της επιχείρησης και η μείωση του προσωπικού για λόγους οικονομικούς, που επιβάλλονται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες, τις οποίες η επιχείρηση αντιμετωπίζει, η απόφαση του εργοδότη να ανταπεξέλθει με τον τρόπο αυτό στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση της επιχείρησης δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Ελέγχεται, όμως, αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος της επιλογής αυτής και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας συγκεκριμένου εργαζομένου, ως έσχατο μέσον αντιμετώπισης των προβλημάτων της επιχείρησης και αφετέρου ο τρόπος επιλογής προς απόλυση του εν λόγω εργαζομένου, η οποία πρέπει να πραγματοποιείται βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων του άρθρ. 281 του ΑΚ. Ειδικότερα, ο εργοδότης οφείλει κατά την επιλογή του απολυτέου μεταξύ των εργαζομένων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία και ειδικότητα και είναι του ίδιου επιπέδου, από απόψεως ικανότητας, προσόντων και απόδοσης, να λάβει υπόψη του και να συνεκτιμήσει τα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια της αρχαιότητας, της ηλικίας, της οικογενειακής και οικονομικής κατάστασης κάθε μισθωτού και της δυνατότητας εξεύρεσης από αυτόν άλλης εργασίας ή ακόμη να προτείνει στο μισθωτό που πρόκειται να απολύσει την απασχόλησή του σε άλλη θέση έστω και κατώτερη εκείνης που αυτός κατείχε, εφόσον βεβαίως υπάρχει τέτοια κενή θέση στην επιχείρησή του και ο υπό απόλυση μισθωτός είναι κατάλληλος να εργασθεί σε αυτήν. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 3198/1855, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας θεωρείται έγκυρη, εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλόµενη αποζηµίωση. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, μεταξύ των άλλων και τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος προσλήφθηκε την 2/9/1985 από το εναγόµενο και ήδη αναιρεσείον, που είναι ΝΠΙΔ επιχορηγούμενο από το Κράτος, µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειµένου να παράσχει τις υπηρεσίες του ως διοικητικός υπάλληλος στα γραφείο εκείνου στη ... Με τη ιδιότητά του αυτή, εργάσθηκε, συνεχώς, µε πλήρες ωράριο καθηµερινά από ώρας 10.00 έως 18.00 επί πέντε ηµέρες την εβδομάδα, ασχολούμενος µε τη λειτουργία του γραφείου του εναγοµένου, την πρωτοκόλληση εγγράφων, τη διεκπεραίωση αλληλογραφίας, την τήρηση πρακτικών ΓΣ και ΔΣ, την επικοινωνία µε τρίτους αντισυμβαλλόμενους, την εκτέλεση τρεχουσών συναλλαγών. Εργαζόταν με προθυμία και επιθυμούσε να συμβάλει στην προώθηση του γκολφ στην Ελλάδα, σε αναγνώριση δε των υπηρεσιών του, την 16/9/2003, του ανατέθηκαν καθήκοντα Διευθυντή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έπαυσε να είναι διοικητικός υπάλληλος πλήρους απασχόλησης, όπως είχε προσληφθεί και δεν έπαυσε να τελεί υπό την εποπτεία της Ομοσπονδίας. Ήταν ο μόνος τακτικός υπάλληλος στην Ομοσπονδία, αφού αυτή διαθέτει μία μόνο οργανική θέση για ειδικότητα ΠΕ διοικητικού. Ως μισθός του συμφωνήθηκε ο προβλεπόμενος από την εκάστοτε ισχύουσα Ε.Σ.Σ.Ε. για τους υπαλλήλους των ΑΕ και ΕΠΕ. Όταν με το Νόμο 2470/1997 ορίσθηκε, ότι για την αμοιβή του προσωπικού των αθλητικών ομοσπονδιών εφαρμόζονται οι διατάξεις του Ν 2470/1997, ο ενάγων δικαιούνταν αναπροσαρμογή του μισθού του προς τα πάνω και ζήτησε από την Ομοσπονδία, επανειλημμένα, την αύξηση αυτή, πλην όµως, δεν την έλαβε και παρά το ότι µε δύο αποφάσεις του ΔΣ της Ομοσπονδίας του έτους 2002 αποφασίστηκε η καταβολή των οφειλομένων οι αποφάσεις αυτές παρέµειναν ανεκτέλεστες. Εν τω µεταξύ οι σχέσεις µεταξύ της Οµοσπονδίας (αναιρεσείοντος) και του ενάγοντος ήταν καλές και ουδέποτε υπήρξε το παραμικρό παράπονο σε βάρος του. Αντιθέτως οι όµιλοι - µέλη της Οµοσπονδίας τον προσκαλούσαν πάντοτε να διοργανώνει και να διεξάγει τους αγώνες τους και αυτός πάντα ανταποκρινόταν µετά από σχετική άδεια της ομοσπονδίας. Ήταν ιδιαίτερα επιµελής και υπεύθυνος στην εκτέλεση των καθηκόντων του και δεν έδωσε ποτέ αφορµή για το παραμικρό σχόλιο ή παράπονο, εργαζόταν δε µε συνέπεια για την ευόδωση των σκοπών της Οµοσπονδίας. Ο ενάγων είχε προϋπηρεσία 21 έτη, κατείχε τη θέση του Διευθυντή, εργαζόταν με πλήρες ωράριο, ανήκε στην κατηγορία ΠΕ, και ήταν έγγαμος, συνέχισε δε να εργάζεται για είκοσι και πλέον έτη µε ευσυνειδησία και χωρίς να έχει λάβει τη νόµιµη αύξηση του µισθού του. Με έγγραφο υπογραφόμενο από τους Μ. Σ. (γ. γραµµατέα), Κ. Π. (αναπληρωτή γ.γ) και Κ. Τ. (αναπληρωτή ταµία), µε ηµεροµηνία 30/6/2006, ζητήθηκε από τον ενάγοντα να ενηµερώσει το αναιρεσείον, σχετικά µε τις τεχνικές λεπτομέρειες της απόλυσής του, της οποίας εµφανιζόταν να έχει λάβει προφορικά γνώση. Ο ενάγων, µε το από 14/7/2006 έγγραφό του, διαμαρτυρήθηκε, δήλωσε ότι δεν αποδέχεται την προαναγγελθείσα απόλυσή του και ζήτησε να πληροφορηθεί πότε θα του καταβληθούν οι οφειλόμενες διαφορές των δεδουλευμένων αποδοχών του. Η Ομοσπονδία θυροκόλλησε την 1/9/2006 την, από 31/8/2006, καταγγελία της εργασιακής του σύµβασης και άλλαξε τη κλειδαριά στο γραφείο του στην Ομοσπονδία. Η καταγγελία αυτή είναι άκυρη, γιατί δεν του καταβλήθηκε ταυτόχρονα και το σύνολο της νόµιµης αποζηµίωσης. Ειδικότερα του προσφέρθηκε το ποσό των 7.500 ευρώ, έναντι των 15.000 ευρώ που δικαιούται. Το ποσό αυτό κατατέθηκε στο Ταµείο Παρακαταθηκών και Δανείων το οποίο ο ενάγων εισέπραξε µε επιφύλαξη την 1/2/2007. Στη συνέχεια η Ομοσπονδία προέβη σε νέα καταγγελία υπό τη διαλυτική αίρεση της ακύρωσης της πρώτης, με ταυτόχρονη προσφορά της συμπλήρωσης της νόμιμης αποζημίωσης, καθώς και των μισθών υπερημερίας, για το χρονικό διάστηµα από 1/9/2006 έως και 13/2/2007, συνολικού ποσού 8.183,13 ευρώ. Ο ενάγων εισέπραξε την 31/5/2008, µε την επιφύλαξη κάθε νοµίµου δικαιώµατός του, το µε αριθµό .../2007 γραμμάτιο σύστασης παρακαταθήκης, για τη συµπλήρωση της αποζηµίωσης, καθώς και τη µε αριθµό ... επιταγή της ΕΤΕ, για το ως άνω ποσό των δεδουλευμένων αποδοχών του. Στην καταγγελία αναφέρεται ότι αυτή δεν έχει ουδεµία σχέση µε την προηγηθείσα από 31/8/2006 (πρώτη) καταγγελία, ότι οφείλεται αποκλειστικά σε λόγους οικονομοτεχνικούς και δη στο γεγονός ότι, από του χρόνου της αρχικής καταγγελίας, η Ομοσπονδία δεν προσέλαβε άλλον υπάλληλο στη θέση του, τα όποια ελάχιστα καθήκοντα αυτού τα εκτελούν τα µέλη του ΔΣ της και ότι η θέση εργασίας του έχει καταργηθεί µε απόφαση του ΔΣ, επειδή δεν δικαιολογείται από το σκοπό της Οµοσπονδίας και τις υπαρκτές ανάγκες της. Οι λόγοι αυτοί αποδεικνύονται πραγµατικοί, αφού η θέση του ενάγοντος δεν καλύφθηκε από άλλον, αλλά και καταργήθηκε η θέση του Διευθυντή, που αυτός κατείχε. Όµως δεν καταργήθηκε η µοναδική οργανική θέση διοικητικού υπαλλήλου. Περαιτέρω, δέχθηκε το Εφετείο ότι στην Οµοσπονδία απασχολούνταν και συνεχίζουν να απασχολούνται µε καθήκοντα διοικητικά η Μ. - Μ. Π., ως ωρομίσθια υπάλληλος, διοικητικών καθηκόντων και η Ε. Κ., ως υπάλληλος διοικητικών καθηκόντων, µε σύµβαση εργασίας µερικής απασχόλησης, που συνήψε την 1/2/2006 για έξι µήνες και συνεχίζει να απασχολείται στην Οµοσπονδία. Η πρώτη από αυτές είναι απόφοιτος µέσης εκπαίδευσης και δεν εξαρτάται οικονοµικά από την εργασία της στην Οµοσπονδία, ενόψει του ότι ο σύζυγός της ασκεί προσοδοφόρα επιχείρηση. Όσον αφορά τη δεύτερη από αυτές, είναι νεαράς ηλικίας, άγαµη, χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, απόφοιτος και αυτή µέσης εκπαίδευσης και εργάζεται ως υπάλληλος στην Τράπεζα Alpha Bank με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους απασχόλησης. Τουλάχιστον η δεύτερη από αυτές, με την απόλυσή της, δεν θα αντιμετωπίσει τις επαχθείς οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες στις οποίες περιήλθε ο ενάγων, λόγω της απόλυσής του, που είναι βεβαρυμμένος με τη συντήρηση της οικογένειάς του και για τον οποίο η εργασία του αυτή αποτελεί το μοναδικό πόρο εισοδήματος και λόγω της ηλικίας του είναι πολύ δύσκολο να ανεύρει άλλη εργασία. Συνεπώς, η επιλογή προς απόλυση του ενάγοντος δεν έγινε με αντικειμενικά κριτήρια (υπηρεσιακά ή κοινωνικά) του άρθρου 281 ΑΚ και γι' αυτό αποβαίνει καταχρηστική και άκυρη. Με βάση τα περιστατικά αυτά έκρινε, ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του αναιρεσιβλήτου έγινε κατά κατάχρηση του εργοδοτικού δικαιώματος του αναιρεσείοντος, καθόσον η άσκησή του υπερέβαινε προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος και απέρριψε την έφεσή του, κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει δεκτή η αντίστοιχη αγωγή. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο και δεχόμενο ότι η ως άνω απόλυση για οικονομοτεχνικούς λόγους του αναιρεσίβλητου μισθωτού χώρησε χωρίς να ληφθούν υπόψη τα προταθέντα κοινωνικοοικονομικά κριτήρια, και συνεπώς "κατά προφανή υπέρβαση" των ορίων της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, αφού προϋπόθεση της διατήρησης στην υπηρεσία, σε περίπτωση απόλυσης μισθωτού για οικονομοτεχνικούς λόγους, είναι η ίδια υπηρεσιακή απόδοση του απολυθέντος προς την απόδοση των διατηρηθέντων, αλλά και εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, που αναφέρονται στις παραδοχές της απόφασης ότι: α) στη νέα καταγγελία της σύμβασης εργασίας, στην οποία προέβη το αναιρεσείον, ανέφερε, ότι η καταγγελία αυτή ουδεμία σχέση είχε με την προηγηθείσα από 31.8.2006 καταγγελία και οφείλετο αποκλειστικώς σε οικονομικοτεχνικούς λόγους, β) μετά τη νέα απόλυση του αναιρεσίβλητου δεν προσέλαβε άλλον στην θέση του και τα όποια ελάχιστα καθήκοντά του εκτελούν τα μέλη του Δ.Σ. του, γ) η θέση εργασίας του είχε καταργηθεί με απόφαση του Δ.Σ. του, ως μη δικαιολογούμενη από το σκοπό της και τις υπαρκτές ανάγκες του, δ) οι λόγοι της νέας καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, είναι πραγματικοί, αφού και η θέση του αναιρεσιβλήτου δεν καλύφθηκε από άλλον εργαζόμενο, ε) κατά το χρόνο της νέας απόλυσης του αναιρεσίβλητου, το αναιρεσείον απασχολούσε σε διοικητικά καθήκοντα δύο εργαζόμενες, τη Μ. - Μ. Π., ως ωρομίσθια υπάλληλο διοικητικών καθηκόντων και την Ε. Κ., ως υπάλληλο διοικητικών καθηκόντων, με μερική απασχόληση, στ) η δεύτερη από τις ανωτέρω είναι νεαράς ηλικίας, άγαµη, χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, εργάζεται ως υπάλληλος στην Τράπεζα Alpha Bank με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης, ζ) ο ενάγων είναι βεβαρυμμένος με τη συντήρηση της οικογένειάς του, η εργασία του αυτή αποτελεί το μοναδικό πόρο εισοδήματος και λόγω της ηλικίας του είναι πολύ δύσκολο να ανεύρει άλλη εργασία και η) ο ενάγων έχει προϋπηρεσία 21 έτη, κατέχει τη θέση του Διευθυντή, το ωράριο του είναι πλήρες, η κατηγορία στην οποία ανήκει είναι ΠΕ και είναι έγγαμος. Ειδικότερα, αν και δέχθηκε τα παραπάνω δεν προσδιορίζει, το είδος, τη µορφή και την έκταση των δυσμενών κοινωνικών συνθηκών στις οποίες περιήλθε ο αντίδικος, λόγω της απόλυσής του, αν η σύζυγος του εργαζόταν με μισθό, ή ελάμβανε σύνταξη, ή είχε άλλα εισοδήματα, ώστε να αιτιολογηθεί επαρκώς η ανωτέρω παραδοχή της απόφασης, ότι ο αντίδικος είναι βεβαρυμμένος με τη συντήρηση της οικογένειάς του. Περαιτέρω, ενώ δέχθηκε ότι η απόλυση του αναιρεσίβλητου οφείλετο αποκλειστικώς σε οικονομικοτεχνικούς λόγους, και δη στην κακή οικονομική κατάσταση της Ομοσπονδίας, η οποία δεν δικαιολογούσε την απασχόληση, αφού τα ελάχιστα καθήκοντά του εκτελούσαν στην πραγματικότητα τα μέλη του Δ.Σ. της Ομοσπονδίας και για το λόγο αυτό η θέση εργασίας του είχε ήδη καταργηθεί, δεν αιτιολογεί, επαρκώς, γιατί το αναιρεσείον όφειλε, αντί αυτού, να απολύσει τη διοικητικών καθηκόντων μερικής απασχόλησης υπάλληλο του Ε. Κ., και τούτο, παρά το ότι δέχεται ότι εκείνη δεν ήταν συγκρίσιμη με τον αναιρεσίβλητο, και ειδικότερα δεν ανήκε στην ίδια με αυτόν κατηγορία, δεν είχε την ίδια με αυτόν ειδικότητα και δεν ήταν του ιδίου με αυτόν επιπέδου από άποψη ικανότητος, προσόντων και υπηρεσιακής απόδοσης. Τέλος, αν και δέχθηκε ότι η απόλυση του ενάγοντος έγινε λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης του αναιρεσείοντος, όμως δεν αιτιολογεί επαρκώς, γιατί έπρεπε να απολύσει την παραπάνω, αφού, λόγω των σαφώς ανώτερων αποδοχών του, έναντι των σαφώς κατώτερων αποδοχών τις οποίες λάμβανε η μερικής απασχόλησης νεοπροσληφθείσα Ε. Κ., ο ενάγων επιβάρυνε το αναιρεσείον περισσότερο. Επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ και ο μοναδικός λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την άνω απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Τέλος, πρέπει, να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος (άρθρ. 183, 176 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη, με αριθμό, 5195/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το δικαστήριο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διότι δεν προσδιορίζει, το είδος, τη μορφή και την έκταση των δυσμενών κοινωνικών συνθηκών στις οποίες περιήλθε ο ενάγων, λόγω της απόλυσής του. Ενώ δέχθηκε ότι η απόλυσή του οφείλετο αποκλειστικώς σε οικονομοτεχνικούς λόγους, δεν αιτιολογεί γιατί το αναιρεσείον όφειλε, αντί αυτού, να απολύσει τη διοικητικών καθηκόντων μερικής απασχόλησης υπάλληλό του Ειρήνη Κράμπς, και τούτο, παρά το ότι δέχεται δεν ανήκε στην ίδια με αυτόν κατηγορία, δεν είχε την ίδια με αυτόν ειδικότητα και δεν ήταν του ιδίου με αυτόν επιπέδου από άποψη ικανότητος, προσόντων και υπηρεσιακής απόδοσης.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 2240/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Β. του Π., κατοίκου ..., 2) Β. Β. του Ν., κατοίκου ..., 3) Σ. Γ. του Α., κατοίκου ..., 4) Σ. Γ. του Α., κατοίκου ... 5) Κ. Γ. του Τ., κατοίκου ..., 6) Σ. Γ. του Ε., κατοίκου ..., 7) Ν. Δ. του Χ., κατοίκου ..., 8) Κ. Ι. του Α., κατοίκου ..., 9) Χ. Κ. του Δ., κατοίκου ..., 10) Ν. Κ. του Γ., κατοίκου ... 11) κληρονόμων Α. Κ. του Χ., ) Μ. χας Α. Κ., το γένος Δ. Κ., β) Σ. Κ. του Α., γ) Χ. Κ. του Α., κατοίκων ..., 12) Θ. Λ. του Χ., κατοίκου ..., 13) Δ. Λ. του Π., κατοίκου ..., 14) Δ. Μ. του Ν., κατοίκου ..., 15) Γ. Μ. του Α., κατοίκου ..., 16) Η. Μ. του Α., κατοίκου ..., 17) Ι. Μ. του Π., κατοίκου ..., 18) Β. Μ. του Κ., κατοίκου ..., 19) Α. Ο. του Γ., κατοίκου ..., 20) Κ. Ρ. του Σ., κατοίκου ..., 21) Α. Σ. του Χ., κατοίκου ..., 22) Σ. Σ. του Δ., κατοίκου ..., 23) Ε. Τ. του Α., κατοίκου ..., 24) Χ. Χ. του Θ., κατοίκου ..., 25) Κ. Χ. του Θ., κατοίκου ..., 26) Ι. Μ. του Α., κατοίκου ... και 27) Μ. Κ. του Σ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Λουκά Αποστολίδη. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ (ΔΕΗ) ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-6-2003 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων (πλην των με αριθμό 11 κληρονόμων Α. Κ.) και του ήδη αποβιώσαντος Α. Κ., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 680/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6360/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 28-6-2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 24-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 § 1 (όπως η παρ. αυτή αντικ. με το άρθρο 6 παρ. 7 του ν. 4055/12-3-2012), 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθ. 7 § 2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι (α) στα πολιτικά δικαστήρια και δη στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (β) η πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρχή, μπορεί δε να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει (γ) για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως (δ) εάν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράστασή του, ή παρίσταται με δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας αυτού, η οποία απαιτείται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την οποία αυτεπάγγελτα ερευνά το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονομικά απών. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν εμφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει, αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα ή επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση. Αν ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετέχει νομίμως στη συζήτηση, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο δικηγόρος που υπογράφει την κλήση για συζήτηση ήταν εφοδιασμένος με πληρεξουσιότητα και σε καταφατική περίπτωση η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Και αν μεν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εμφανίσθηκε και δεν εμφανίσθηκε ο αντίδικός του, πρέπει να προσκομίζεται με επίκληση αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής κλήσης προς συζήτηση, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον απολειπόμενο διάδικο, πρέπει να προσκομίζεται με επίκληση η κλήση που επιδόθηκε. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 576 ΚΠολΔ, σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως, ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κληθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Τέλος, αν δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη (Ολ.ΑΠ 23/1996). Στην προκείμενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 28-6-2012 αίτηση των αναιρεσειόντων, για αναίρεση της 6360/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Κατά τη συζήτησή της παραστάθηκαν διά του δικηγόρου Λουκά Αποστολίδη, όλοι οι αναιρεσείοντες. Όμως, όσον αφορά τους αναιρεσείοντες, 11β (Σ. Κ.) και 11γ (Χ. Κ.) δεν προσκομίστηκαν πληρεξούσια έγγραφα, από τα οποία να προκύπτει η, με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, παροχή πληρεξουσιότητας στον παραπάνω δικηγόρο για την εκπροσώπησή των στο δικαστήριο και συνεπώς η παράστασή των δεν είναι νόμιμη και θεωρούνται απόντες. Εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει νόμιμη επίσπευση της συζήτησης της υπόθεσης και από τους απολειπόμενους αναιρεσείοντες, ούτε αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι αυτοί κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστούν στην παρούσα δικάσιμο από την αντίδικό τους αναιρεσίβλητη ή τους λοιπούς αναιρεσείοντες, αφού οι παριστάμενοι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προσκομίζουν, την οικεία έκθεση επίδοσης ή αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με την πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση στη δικάσιμο αυτή. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως τους αναιρεσείοντες αυτούς. Η διάταξη του άρθρ. 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι " Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου" και καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, δεσμεύει και τον κοινό νομοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλουν λόγοι κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων (Ολ.ΑΠ 34/1998). Όταν πρόκειται περί παροχής, για να εφαρμοσθεί η συνταγματική αρχή της ισότητας, απαιτείται η παροχή αυτή να δόθηκε σε εκτέλεση νόμου ή συλλογικής σύμβασης εργασίας ή κανονιστικής διάταξης, που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση του νόμου. Εκτός τούτου, σύμφωνα με τη θεμελιώδη αρχή της ίσης μεταχείρισης, που αναγνωρίζεται από τα άρθρα 22 παρ. 1β του Συντάγματος και 119 της Συνθήκης της ΕΟΚ, πηγάζει δε από το άρθρο 288 ΑΚ, το οποίο έχει εφαρμογή σε κάθε παροχή από ενοχική σύμβαση, όποιος χρησιμοποιεί περισσότερα πρόσωπα με αμοιβή, αδιακρίτως φύλλου, που έχουν τα ίδια μεταξύ τους προσόντα και παρέχουν τις ίδιες και υπό τις αυτές συνθήκες εργασίας υπηρεσίες, προς εξυπηρέτηση της αυτής κατηγορίας αναγκών του, υποχρεούται, ανεξάρτητα από το χρόνο ή τον τρόπο πρόσληψης του καθενός, να μεταχειρίζεται τα πρόσωπα αυτά ομοιόμορφα από άποψη παροχών, προϋπόθεση δε της υποχρέωσης αυτής είναι ο εργοδότης να προβαίνει στη χορήγηση της παροχής σε ορισμένους μόνο εργαζόμενους της ίδιας κατηγορίας οικειοθελώς και όχι από υποχρέωση που επιβάλλεται από το νόμο, συλλογική σύμβαση εργασίας ή διοικητική απόφαση. Εξάλλου, ο Κανονισμός Καταστάσεως Προσωπικού της ΔΕΗ (ΚΚΠ/ΔΕΗ), ο οποίος καταρτίσθηκε με την από 4-10-1973 Ε.Σ.Σ.Ε., κυρώθηκε με το ν.δ. 210/1974 και έχει ισχύ νόμου, ορίζει μεταξύ άλλων και τα εξής: α) ότι "Το τακτικό προσωπικό κατατάσσεται στα μισθολογικά κλιμάκια: Τα Α, Β, Β1, 1β, 1α, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12" (άρθρο 3 παρ. 1), β) ότι "Το τακτικό προσωπικό κατατάσσεται σε κλάδους που υποδιαιρούνται σε Κατηγορίες που μπορούν επίσης να υποδιαιρεθούν σε βαθμίδες, στις οποίες αντιστοιχούν μισθολογικά κλιμάκια και αριθμός οργανικών θέσεων. Κάθε μισθωτός εντάσσεται σε μισθολογικό κλιμάκιο, βαθμίδα, κατηγορία και κλάδο για πλήρωση οργανικής θέσης" (άρθρο 4 παρ. 1). γ) Ότι οι κλάδοι, κατηγορίες, βαθμίδες, ειδικότητες, προσόντα και οργανικές θέσεις στις οποίες εντάσσεται το προσωπικό της Δ.Ε.Η. καθορίζονται από το άρθρο 4 παρ. 2 - 8 αυτού. δ) Ότι μεταξύ των ως άνω κλάδων είναι και ο Κλάδος Μισθωτών Γενικών Υπηρεσιών (ΓΥ), καθώς και ο Κλάδος Τεχνικών (Τ), άρθρον 4 παρ. 3 αυτού. ε) Ότι μεταξύ των Κατηγοριών, των Κλάδων ΓΥ περιλαμβάνεται και η κατηγορία ΓΥ1 - Οδηγοί Οχημάτων, για τον οποίον προβλέπονται οι βαθμίδες α και β και Μ.Κ. 8 - 12, καθώς και η κατηγορία ΓΥ5 -Εργάτες (γενικά) για την οποία προβλέπονται οι βαθμίδες α και β και μ.κ. 9 - 13. στ) Ότι μεταξύ των Κατηγοριών του Κλάδου Τ περιλαμβάνεται και η Κατηγορία Τ4 - Τεχνικοί (γενικά), για την οποία προβλέπονται βαθμίδες α4-ε και μ.κ 1α - 12 (άρθρον 4 παρ. 4 εδ. 5 αυτού) και ζ) ότι "οι μετατάξεις του προσωπικού της Δ.Ε.Η. από κατηγορία εις κατηγορίαν του αυτού ή ετέρου κλάδου δύνανται και ενεργούνται προς κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών ή δια λόγους υγείας" (άρθρο 23 παρ. 1 αυτού), ότι "ο χρόνος ενάρξεως της μετατάξεως καθορίζεται εις την περί ταύτης απόφασιν του Διοικητού" (άρθρον 23 παρ. 2 αυτού), ότι "η μετάταξις γίνεται εις το εισαγωγικό κλιμάκιο της κατηγορίας, εφόσον ο μετατασσόμενος κέκτηται μισθολογικό κλιμάκιο κατώτερον τούτου, άλλως η μετάταξις γίνεται εις το κατεχόμενον υπό του μισθωτού μισθολογικό κλιμάκιο, οπότε ο διανυθείς εν αυτώ χρόνος προσμετράται δια μισθολογική προαγωγήν εις ανώτερον μισθολογικόν κλιμάκιον εις την νέαν κατηγορία" (άρθρο 23 παρ. 3 αυτού) και ότι "η διαδικασία μετατάξεως καθορίζεται δι' αποφάσεως του Διοικητού (άρθρο 23 παρ. 3 αυτού). Περαιτέρω, το άρθρο 4 του Κ.Κ.Π./ΔΕΗ τροποποιήθηκε με την από 19-6-1998 ΕΣΣΕ, ως εξής: "4. Από 1-7-1998 καταργείται η κατηγορία ΓΥ1 - Οδηγοί Οχημάτων και η Κατηγορία/Ειδικότητα Τ4/ΙΑ Οδηγοί Οχημάτων Έλξεως. Οι μισθωτοί που ανήκουν σε αυτές, οι Οδηγοί Βαρέων Χωματουργικών, Αυτοκινήτων και λοιπών οχημάτων που ανήκουν στην Κατηγορία/Ειδικότητα Τ4/Θ, καθώς και οι Οδηγοί (ΓΥ1 που βάσει του Κεφ. Δ' παρ. 3 της από 25-04-1991 ΕΣΣΕ Προσωπικού ΔΕΗ υπάχθηκαν στην κατηγορία Τ4), υπάγονται, από την προαναφερόμενη ημερομηνία, στη νέα κατηγορία Τ5-Οδηγοί, Μηχανοδηγοί Χειριστές και καθορίζονται: "4.1. Τα τυπικά τους προσόντα και η µισθολογική τους εξέλιξη ως ακολούθως, τροποποιουμένου αντίστοιχα του άρθρου 4 του ΚΚΠ/ΔΕΗ: Άρθρο 4 ΚΚΠ/ΔΕΗ Β. ΚΛΑΔΟΣ ΤΕΧΝΙΚΩΝ Παρ. 6 Τ5 - Οδηγοί, Μηχανοδηγοί Χειριστές Βαθµίδες: α4 α3 α2 α1 α β γ δ ε Μισθ. Κλιµ.: 1 α 1 2 3 4 5 6 7 8-9-10-11 Ποσοστό οργαν. Θέσεων (%): Προσόντα: Για µισθολογική εξέλιξη στα µ.κ. 11 - 3. Πτυχίο αναγνωρισμένης Κατώτερης Τεχνικής Σχολής Μηχανοτεχνίτη ή Απολυτήριο Γυµνασίου ή Ενδεικτικό Γ' Τάξης Εξατάξιας Σχολής Μέσης Εκπαίδευσης ημεδαπής ή ισότιµο αλλοδαπής, καθώς και σε επαγγελµατικές άδειες οδήγησης και Μηχανοδηγού Χειριστή. Για µισθολογική εξέλιξη στα µισθολογικά κλιµάκια 10 - 1α. Πτυχίο ή απολυτήριο αναγνωρισμένης Σχολής Μέσης Τεχνικής ή Γενικής Εκπαίδευσης ημεδαπής ή ισότιµο αλλοδαπής, καθώς και οι κατά νόµο απαιτούμενες επαγγελµατικές άδειες οδήγησης και Μηχανοδηγού Χειριστή. 4.2... 4.3... 4.4. Οι υπηρετούντες κατά την ηµεροµηνία υπογραφής της παρούσας ΕΣΣΕ µισθωτοί κατηγορίας ΓΥ1 και Τ4, προερχόμενοι από την ΓΥ1 (Κεφ. Δ' παρ. 3 της από 25-04-1991 ΕΣΣΕ Προσωπικού ΔΕΗ), που υπάγονται στη νέα κατηγορία Τ5, από 1.7.1998, θα λαμβάνουν Επίδοµα Στάθµης Σπουδών, ανάλογο των τυπικών τους προσόντων (Επαγγελµατικό ή Μέσης Εκπαίδευσης) και στους µεν της ΓΥ1 Κατηγορίας, που βάσει τυπικών προσόντων δεν δικαιούνται Επίδοµα Μέσης Εκπαίδευσης, διατηρείται ως πάγιο προσωπικό επίδοµα το ποσοστό 2% της διαφοράς από το επίδοµα Μ.Ε., στους δε Τ4 τους προερχόμενους από τη ΓΥ1 επαναχορηγείται εφεξής (από 1-7-1998) ως πάγιο προσωπικό επίδοµα η, ως άνω, διαφορά 2%". Από τις προαναφερθείσες κανονιστικές διατάξεις της, από 19-6-1998 ΕΣΣΕ Προσωπικού ΔΕΗ, και ιδίως από τις κανονιστικές διατάξεις του όρου 4 αυτής, σε συνδυασμό προς τις κανονιστικές διατάξεις του άρθρου 23 παρ. 4 του Κανονισμού Καταστάσεως Προσωπικού της ΔΕΗ, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως και οι οποίες συμπλέουν προς τις διατάξεις των άρθρων 2 ΑΚ και 24 και 25 Εισ.Ν.ΑΚ και, κυρίως, προς τη συναγόμενη από αυτή γενική αρχή, ότι οι έννομες συνέπειες πραγματικού γεγονότος ρυθμίζονται από το νόμο, που ισχύει κατά το χρόνο κατά τον οποίο λαμβάνει χώρα το γεγονός αυτό, προκύπτουν ότι: 1) Aπό 1-7-1998 καταργούνται οι κατηγορίες ΓΥ1 (οδηγοί oχημάτων) και Τ4/ΙΑ (οδηγοί oχημάτων έλξεως). 2) Oι μισθωτοί που ανήκουν στις παραπάνω καταργηθείσες κατηγορίες προσωπικού καθώς και οι οδηγοί βαρέων χωματουργικών αυτοκινήτων και λοιπών οχημάτων που ανήκουν στην κατηγορία Τ4, καθώς και οι οδηγοί (ΓΥ1), οι οποίοι με βάση το Κεφ. Δ' παρ. 3 της από 25-04-1991 ΕΣΣΕ προσωπικού ΔΕΗ υπήχθησαν στην κατηγορία Τ4, υπάγονται από 1-7-1998 στη νέα κατηγορία Τ5 (οδηγοί, μηχανοδηγοί και χειριστές), η οποία έχει τα αναφερόμενα στην παρ. 4.1 της ως άνω από 19-6-1998 ΕΣΣΕ τυπικά προσόντα και μισθολογική εξέλιξη. 3) Οι παραπάνω μισθωτοί της ΔΕΗ υπάγονται από 1-7-1998 στη νέα κατηγορία Τ5 και δικαιούνται πλέον από την ημερομηνία αυτή τη νέα μισθολογική εξέλιξη. 4) Η υπαγωγή των θα γίνει με το κατεχόμενο κατά το χρόνο αυτό μισθολογικό κλιμάκιο και ο διανυθείς στο μισθολογικό αυτό κλιμάκιο χρόνος υπό το καθεστώς της προηγούμενης κατηγορίας θα συνυπολογισθεί για τη μισθολογική προαγωγή σε ανώτερο κλιμάκιο της νέας κατηγορίας, στην οποία πλέον υπήχθησαν από 1-7-1998 και, 5) Η αρχική ένταξή τους στην προηγούμενη κατηγορία προσωπικού δεν μεταβάλλεται, γιατί συνεχίζει να ρυθμίζεται από τις κανονιστικές διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο κατά τον οποίο έγινε αυτή και δεν τροποποιείται από τις νέες ρυθμίσεις, οι οποίες ισχύουν από 1-7-1998 και εφεξής και δεν έχουν αναδρομική ισχύ. Και τούτο ανεξάρτητα αν με τις νέες ρυθμίσεις, που περιέχονται στην από 19-6-1998 ΕΣΣΕ, οι ως άνω μισθωτοί, που υπάγονται στη νέα κατηγορία Τ5 θα είχαν ενταχθεί με βάση αυτές, αν ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο της ένταξής τους, σε υψηλότερο μισθολογικό κλιμάκιο από εκείνο στο οποίο εντάχθηκαν με βάση τις προηγούμενες κανονιστικές ρυθμίσεις, που ίσχυαν κατά το χρόνο της έναρξής τους (άρθρο 9 του ν. 1876/1990, σύμφωνα με το οποίο οι διατάξεις συλλογικής σύμβασης εργασίας δεν έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν για το μέλλον). Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες στην, από 17-6-2003, αγωγή τους εκθέτουν ότι ανήκουν στο τακτικό προσωπικό της ΔΕΗ, ότι εντάχθηκαν κατά τις αναφερόμενες, προ του έτους 1998, ημερομηνίες στην κατηγορία ΓΥ1 και μ.κ. 11 οι είκοσι πέντε (25) πρώτοι και στην κατηγορία ΓΥ5 και μ.κ. 12 οι εικοστός έκτος (26ος) και εικοστός έβδομος (27ος), σύμφωνα με τις ισχύουσες τότε κανονιστικές ρυθμίσεις του ΚΚΠ/ΔΕΗ και ότι μετά την ισχύ της από 19-6-1998 ΕΣΣΕ Προσωπικού της ΔΕΗ υπήχθησαν από 1-7-1998 στη νέα κατηγορία T5 και, συγκεκριμένα, στο κατεχόμενο από αυτούς στην καταργηθείσα άνω κατηγορία μ.κ. Ισχυρίζονται δε ότι η υπαγωγή τους στη νέα κατηγορία T5 στο κατεχόμενο από αυτούς μ.κ. είναι καταχρηστική και μη νόμιμη, γιατί, κατ' ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων της νέας από 19-6-1998 ΕΣΣΕ Προσωπικού της ΔΕΗ και των περί μετατάξεων διατάξεων του ΚΚΠ/ΔΕΗ έπρεπε να τους χορηγηθεί ένα επιπλέον μ.κ., δεδομένου ότι με βάση τα προσόντα τους και τις ρυθμίσεις της, από 19-6-1998 ΕΣΣΕ Προσωπικού της ΔΕΗ, εντάσσονται σε εισαγωγικό μ.κ. υψηλότερο από εκείνο που εντάχθηκαν με βάση τις προϊσχύουσες ρυθμίσεις. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ΔΕΗ θα έπρεπε να τους χορηγήσει το αιτούμενο επιπλέον μ.κ. με βάση τη συνταγματική αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης, αφού οι προσλαμβανόμενοι από 1-7-1998 και εφεξής με τα ίδια προσόντα και εντασσόμενοι στην ίδια με αυτούς κατηγορία Τ5 συνάδελφοί τους, θα εντάσσονται σε ένα μ.κ. υψηλότερο από εκείνο στο οποίο εντάχθηκαν. Με βάση αυτά ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει α) να τους κατατάξει από 1-7-1998 στα προσδιοριζόμενα στην αγωγή μ.κ. και β) να καταβάλει σε αυτούς τις προκύπτουσες εκ της αιτίας αυτής μισθολογικές διαφορές. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή δεν είναι νόμιμη, ως προς μεν την αρχή της ίσης μεταχείρισης, διότι δεν πρόκειται για οικειοθελή εκ μέρους της εναγομένης ΔΕΗ παροχή προς τους προσλαμβανόμενους μετά την 1-7-1998 και ανήκοντες στην ίδια κατηγορία μισθωτούς της, σχετικά με την ένταξή τους σε μ.κ., αλλά περί εφαρμογής του αντίστοιχου, ως άνω, άρθρου 4 του έχοντος ισχύ νόμου ΚΚΠ/ΔΕΗ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την από 19-6-1998 ΕΣΣΕ Προσωπικού της ΔΕΗ, ως προς δε την αρχή της ισότητας, διότι το παραπάνω άρθρο 4 δεν εισάγει ανεπίτρεπτη άνιση μεταχείριση όμοιων κατηγοριών προσωπικού της ΔΕΗ με την καθιέρωση ευνοϊκότερων όρων ένταξης εισαγωγικών μ.κ. στη κατηγορία Τ5 για τους προσλαμβανόμενους από 1-7-1998 κι εφεξής σε σχέση με τους προερχόμενους από την καταργηθείσα κατηγορία ΓΥ1, όπως οι ενάγοντες, οι οποίοι κατά την υπαγωγή τους στη νέα κατηγορία Τ5 διατηρούν τα ήδη κατεχόμενα από την προηγούμενη κατηγορία μ.κ., αφού η εν λόγω διαφοροποίηση στην ένταξη σε μ.κ. ορίζεται από το αντικειμενικό γεγονός του χρόνου εισόδου στην υπηρεσία, αντιθέτως δε, προβλέπεται για αυτούς η δυνατότητα, με βάση τα τυχόν αυξημένα προσόντα τους, να εξελιχθούν εντός της νέας Τ5 κατηγορίας σε υψηλότερα μ.κ. από εκείνα που προβλέπονταν στην κατηγορία ΓΥ1. Εκτός τούτου, με το άρθρο 4 του ΚΚΠ/ΔΕΗ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την από 19-6-1998 ΕΣΣΕ, καταργήθηκαν οι κατηγορίες προσωπικού της ΔΕΗ και οι υπηρετούντες σε αυτή μισθωτοί υπάχθηκαν σε νέα κατηγορία και, συνεπώς, η εφαρμογή των ρυθμίσεων του άρθρου τούτου δεν συνιστά εκ μέρους της εναγομένης καταχρηστική, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, άσκηση του δικαιώματός της. Κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ασκήθηκε έφεση από τους αναιρεσείοντες και το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι, κατ' ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 4 του ΚΚΠ/ΔΕΗ, όπως αντικαταστάθηκε από την από 19-6-1998 ΕΣΣΕ Προσωπικού της ΔΕΗ και του αναλόγως εφαρμοζομένου άρθρου 23 του ΚΚΠ/ΔΕΗ η, από 1-7-1998, υπαγωγή του υπηρετούντος στις καταργηθείσες κατηγορίες προσωπικού στη νέα κατηγορία Τ5 γίνεται στο κατεχόμενο μ.κ., διότι, οι εισαχθείσες με την από 19-6-1998 ΕΣΣΕ Προσωπικού της ΔΕΗ νέες ρυθμίσεις δεν έχουν αναδρομική ισχύ και, επομένως, δεν ανατρέπουν ούτε τροποποιούν την ένταξη αυτών που έγινε με βάση τις ισχύουσες, κατά τον κρίσιμο χρόνο της ένταξης, κανονιστικές ρυθμίσεις, πράγμα που συνάδει προς τις διατάξεις των άρθρων 2 ΑΚ, 24 και 25 ΕισΝΑΚ και 9 του Ν. 1876/1990 και προς τη συναγόµενη από αυτές γενική αρχή, ότι ο νόµος και οι κανονιστικές ρυθµίσεις ορίζουν για το µέλλον και δεν έχουν αναδροµική ισχύ. Εκτός τούτου, η παραπάνω ερμηνεία και εφαρµογή των προαναφερθεισών διατάξεων που ακολούθησε η αναιρεσίβλητη ΔΕΗ κατά τη υπαγωγή των αναιρεσειόντων στη νέα κατηγορία Τ5 και στο κατεχόμενο κατά το χρόνο αυτό µ.κ. δεν µπορεί να θεωρηθεί ως καταχρηστική και δεν θίγει την αρχή της ισότητας, αλλά και ούτε την αρχή της ίσης µεταχείρισης, για όσους λόγους αναφέρει και η εκκαλούµενη απόφαση. Με τις παραδοχές δε αυτές απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, α) Κατά το μέρος που δέχτηκε ότι η εξαίρεση των αναιρεσειόντων από την ως άνω παροχή δεν είναι αντίθετη προς την, απορρέουσα από το άρθρο 22 παρ. 1 εδ. β' του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 288 ΑΚ και 119 της συνθήκης της ΕΟΚ, αρχή της ίσης μεταχείρισης, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία τις διατάξεις αυτές, αφού στη κρινόμενη περίπτωση δεν πρόκειται πράγματι, για οικειοθελή εκ μέρους της εναγομένης ΔΕΗ παροχή προς τους προσλαμβανόμενους μετά την 1-7-1998 και ανήκοντες στην ίδια κατηγορία μισθωτούς της, σχετικά με την ένταξή τους σε μ.κ., αλλά περί εφαρμογής του αντίστοιχου, ως άνω, άρθρου 4 του έχοντος ισχύ νόμου ΚΚΠ/ΔΕΗ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την, από 19-6-1998, ΕΣΣΕ Προσωπικού της ΔΕΗ. Και β) Κατά το μέρος που δέχθηκε τη μη παραβίαση της αρχής της ισότητας, δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες, αντίστοιχες, διατάξεις, διότι η διάταξη του άρθρου 4 δεν εισάγει ανεπίτρεπτη άνιση μεταχείριση όμοιων κατηγοριών προσωπικού της ΔΕΗ, με την καθιέρωση ευνοϊκότερων όρων ένταξης εισαγωγικών μ.κ. στη κατηγορία Τ5, για τους προσλαμβανόμενους από 1-7-1998 κι εφεξής, σε σχέση με τους προερχόμενους από την καταργηθείσα Κατηγορία ΓΥ1, όπως οι ενάγοντες, αφού η εν λόγω διαφοροποίηση στην ένταξη σε μ.κ. ορίζεται από το αντικειμενικό γεγονός του χρόνου εισόδου στην υπηρεσία, ενόψει και του ότι εκείνοι, κατά την υπαγωγή τους στη νέα Κατηγορία Τ5, διατηρούν τα ήδη κατεχόμενα από την προηγούμενη κατηγορία μ.κ., προβλέπεται δε για αυτούς και η δυνατότητα, με βάση τα τυχόν αυξημένα προσόντα τους, να εξελιχθούν εντός της νέας Τ5 κατηγορίας σε υψηλότερα μ.κ. από εκείνα που προβλέπονταν στην κατηγορία ΓΥ1. Εξάλλου, με το άρθρο 4 του ΚΚΠ/ΔΕΗ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την από 19-6-1998 ΕΣΣΕ, καταργήθηκαν οι κατηγορίες προσωπικού της ΔΕΗ και οι υπηρετούντες σε αυτή μισθωτοί υπάχθηκαν σε νέα κατηγορία και, συνεπώς, η εφαρμογή των ρυθμίσεων του άρθρου τούτου δεν συνιστά εκ μέρους της εναγομένης καταχρηστική, υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, άσκηση του δικαιώματός της. Επομένως, οι πρώτος (στο σύνολό του) και δεύτερος (κατά το πρώτο μέρος του), από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγοι της αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλεται η αιτίαση, ότι παραβιάστηκαν οι ως άνω διατάξεις είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά το υπόλοιπο μέρος του, με το οποίο, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτος, ενόψει του ότι δεν εκδόθηκε αποδεικτικό πόρισμα. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστούν δε οι παραστάντες αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της, από 28-6-2012, αίτησης για την αναίρεση της 6360/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, ως προς τους αναιρεσείοντες 11β' και 11γ'. Απορρίπτει την παραπάνω αίτηση, ως προς τους λοιπούς αναιρεσείοντες. Και Καταδικάζει τους παραστάντες αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Εφετείο δεν παραβίασε τις σχετικές διατάξεις κατά το μέρος που δέχτηκε α) ότι η εξαίρεση των αναιρεσειόντων από την επίδικη παροχή δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης, αφού δεν πρόκειται για οικειοθελή παροχή, αλλά για την εφαρμογή του άρθρου 4 του έχοντος ισχύ νόμου ΚΚΠ/ΔΕΗ. β) τη μη παραβίαση της αρχής της ισότητας, αφού η εν λόγω διαφοροποίηση στην ένταξη σε μ.κ. ορίζεται από το αντικειμενικό γεγονός του χρόνου εισόδου στην υπηρεσία, ενόψει και του ότι εκείνοι, κατά την υπαγωγή τους στη νέα Κατηγορία Τ5, διατηρούν τα ήδη κατεχόμενα από την προηγούμενη κατηγορία μ.κ., προβλέπεται δε για αυτούς και η δυνατότητα, να εξελιχθούν εντός της νέας Τ5 κατηγορίας σε υψηλότερα μ.κ. από εκείνα που προβλέπονταν στην κατηγορία ΓΎ1.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Αρχή ισότητας.
0
Αριθμός 2244/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. συζ. Π. Γ., το γένος Α. Α., 2) Α. Γ. του Π. και 3) Α. Γ. του Π., κατοίκων ... οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στυλιανό Γκαρίπη, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Χ. του Γ. και 2) Γ. Χ. του Α., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Κούτση. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-3-2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Κορωπίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 185/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4196/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 6-12-2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 25-10-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 11, 14, 15, 19 παρ. 1α του Ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, με εκείνες της 1122/2000 Οδηγίας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα "για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων μέσω κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης", που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 19 παρ. 1α του πιο πάνω νόμου και τροποποιήθηκε με τη μεταγενέστερη 2162/2005 όμοια, και τα άρθρα 57 και 59 του ΑΚ συνάγονται τα ακόλουθα: 1) Η λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μέσω κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης, εγκατεστημένων σε ιδιωτικούς χώρους από φυσικό πρόσωπο για την άσκηση δραστηριοτήτων αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών, εκφεύγει από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 2472/1997, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του νόμου αυτού. 2) Δεν συμβαίνει όµως το ίδιο οσάκις από εγκατεστημένο σε ιδιωτικό χώρο κλειστό κύκλωµα τηλεόρασης βιντεοσκοπούνται, µε τη χρήση καµερών, κοινόχρηστοι εξωτερικοί χώροι, όπως µεταξύ άλλων είναι και οι δηµοτικές ή κοινοτικές οδοί που τον περιβάλλουν, ή άλλοι γειτονικοί ιδιωτικοί χώροι ανήκοντες σε τρίτους, και παρέχεται στον ιδιοκτήτη του η δυνατότητα λήψης, αποθήκευσης ή άλλης περαιτέρω επεξεργασίας της εικόνας τρίτων προσώπων που τους χρησιμοποιούν ελεύθερα, σύµφωνα µε τον προορισµό τους, διότι τότε δεν πρόκειται για επεξεργασία προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων αυτού τούτου του προσώπου που την ενεργεί µέσα στον ιδιωτικό του χώρο αλλά για λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τρίτων προσώπων, που δεν έχουν σχέση µε το χώρο αυτό. 3) Η επεξεργασία αυτή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 2472/1997 και, επειδή προσβάλει την προσωπικότητα και την ιδιωτική ζωή του τρίτου, κατ' αρχήν απαγορεύεται. 4) Κατ' εξαίρεση όµως αυτή επιτρέπεται, χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου της, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) να αποσκοπεί στην προστασία προσώπων ή αγαθών, β) να είναι απολύτως αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού στον οποίο αποβλέπει, με την έννοια ότι αυτός δεν µπορεί να επιτευχθεί εξίσου αποτελεσματικά µε άλλα λιγότερο επαχθή για το υποκείμενο της επεξεργασίας µέσα, γ) το έννοµο συμφέρον του υπεύθυνου της επεξεργασίας να υπερέχει καταφανώς των δικαιωµάτων και των συμφερόντων των υποκειμένων αυτής και η επεξεργασία να µην βλάπτει τις προσωπικές τους ελευθερίες, δ) ο υπεύθυνος της επεξεργασίας να έχει γνωστοποιήσει εγγράφως στην Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα την εγκατάσταση του κλειστού κυκλώματος και την έναρξη της λειτουργίας του µε όλα τα στοιχεία που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 6 του Ν. 2472/1997, και ε) να έχει αυτός, µε την ανάρτηση ευδιάκριτων πινακίδων, επισημάνει στα υποκείμενα της επεξεργασίας τον χώρο που εμπίπτει στην εµβέλεια της κάµερας και βιντεοσκοπείται, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 11 του Ν. 2472/1997. Και 5) Η µη τήρηση ή µη συνδροµή µιας οποιασδήποτε από τις παραπάνω προϋποθέσεις καθιστά παράνοµη την δια κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης και κάµερας εγκατεστημένων σε ιδιωτικό χώρο λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τρίτων προσώπων, που διέρχονται έξω από αυτόν, όπως µεταξύ άλλων είναι και η εικόνα τους, ως προσβάλλουσα το δικαίωµα της προσωπικότητάς τους, και δικαιούνται αυτά, κατ' άρθρο 57 ΑΚ, να αξιώσουν χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία προϋποθέτει υπαιτιότητα του προσβάλλοντος. Εξάλλου, στο άρθρο 10 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη και στο άρθρο 22 προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για όποιον, χωρίς δικαίωμα, επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή ανακοινώνει ή καθιστά προσιτά τέτοια δεδομένα σε μη δικαιούμενα πρόσωπα (παρ. 4). Στο άρθρο 23 παράγραφος 1 του εν λόγω νόμου ορίζεται ότι φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του Ν. 2472/1997 προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, σε περίπτωση πλειόνων υπαιτίων προσώπων, δημιουργείται, μεταξύ τους, παθητική εις ολόκληρον ευθύνη, και καθένα φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που, από κοινού με άλλο, κατά παράβαση του Ν. 2472/1997, προκαλεί ηθική βλάβη, είναι υποχρεωμένο, εις ολόκληρον, να καταβάλει αυτήν. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον. Στην δε παράγραφο 2 ορίζεται ότι η, κατά το άρθρο 932 Α.Κ., χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, για παράβαση του Ν. 2472/1997, ορίζεται κατ' ελάχιστο στο ποσό των 2.000.000 δραχμών, εκτός εάν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια. Στην προκείμενη περίπτωση, με την αγωγή τους οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν, ότι οι εναγόμενοι, όντες συγκύριοι οικίας κειμένης παραπλεύρως της δικής τους, εγκατέστησαν τέσσερις βιντεοκάμερες, προβαίνοντας σε βιντεοσκόπησή τους κατά την είσοδο και έξοδό τους από την οικία τους, κατά παράβαση του Ν. 2472/97. Οι αυτοί ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ακόμη, ότι, εξαιτίας της παραπάνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, προσεβλήθη η προσωπικότητά τους, υπέστησαν δε ηθική βλάβη. Στη συνέχεια ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους καταβάλουν ο καθένας, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, το ποσό των 6.000 ευρώ στον καθένα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την 185/2009 απόφασή του, με την οποία υποχρέωσε καθένα από τους εναγομένους να καταβάλλει σε καθένα ενάγοντα το ποσό των 1.000 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν έφεση α) οι ενάγοντες και β) οι εναγόμενοι. Το, ως Εφετείο, δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα εξής: Οι διάδικοι τυγχάνουν μεταξύ τους συγγενείς. Οι ενάγοντες διαμένουν σε οικεία κείμενη επί της οδού ... στην …στη θέση ..., της εξ αδιαιρέτου κυριότητας της συζύγου του πρώτου και μητρός του δεύτερου Α. Α. Παραπλεύρως της οικίας τους είναι κτισμένη η οικία των εναγομένων. Οι εναγόμενοι, κατά το Σεπτέμβριο του 2007, προχώρησαν στην τοποθέτηση τεσσάρων καμερών ανά δύο αντικριστά, στην πρόσοψη της οικίας τους επί της οδού Α. Π. και στη δίοδο η οποία ξεκινάει κάθετα από την οδό αυτή, διέρχεται παράλληλα και σε επαφή με τον μαντρότοιχο της οικίας των εναγομένων και καταλήγει στην είσοδο της οικίας των εναγόντων, χωρίς, πριν την εγκατάσταση, να γνωστοποιήσουν το κλειστό κύκλωμα στην αρμόδια αρχή (Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων). Με τις κάμερες αυτές βιντεοσκοπούσαν, μέσω κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης, την κίνηση οχημάτων και προσώπων επί της οδού Α. Π. και επί της διόδου, από την οποία οι εναγόμενοι έχουν μοναδική πρόσβαση στην οικία τους. Μάλιστα επί σχετικής αίτησης της Α. Α., εξ αδιαιρέτου κυρίας της οικίας των εναγόντων, εκδόθηκε η 1873/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η οποία υποχρέωσε τους εναγομένους να αφαιρέσουν προσωρινά τις κάμερες αυτές. Παρ' όλα αυτά, όλο αυτό το χρονικό διάστημα, λόγω της τοποθέτησης των καμερών, επλήγησαν ζωτικής σημασίας πτυχές της προσωπικότητας των εναγόντων, αφού οι εναγόμενοι είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθούν ανά πάσα στιγμή τις κινήσεις τους, να λαμβάνουν κάθε φορά την εικόνα τους και να έχουν τη δυνατότητα να επεξεργάζονται αυτήν κατά βούληση, χωρίς τη συναίνεση των εναγόντων. Η τοιαύτη συμπεριφορά των εναγομένων γεννά, κατ' άρθρο 926 ΑΚ, οφειλή εις ολόκληρον. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η τοποθέτηση των καμερών έγινε από το μη διάδικο σύζυγο της πρώτης και πατέρα των λοιπών, Π. Γ., αφενός μεν αποδεικνύεται εκ των προεκτεθέντων ψευδής, αφετέρου και αληθής υποτιθέμενος δεν θα τους απάλλασσε από την ευθύνη τους, δεδομένου ότι ήταν οι συγκύριοι της οικίας και η τοποθέτηση των καμερών εξαρτιόταν από την αγαστή συνεργασία τους. Και ναι μεν δεν αποδείχτηκε, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, η δημιουργία και επεξεργασία από μέρους των εναγομένων αρχείου εικόνων και ήχου των εναγόντων κατά τις διατάξεις των άρθρων 4, 5 και 7 του Ν. 2472/1997, πλην όμως η θέση και μόνο και η εμβέλεια του επίδικου συστήματος, που επέτρεπε τη λήψη εικόνων από τον περιβάλλοντα την κατοικία χώρο και του κτηρίου των περιοίκων εναγόντων, χωρίς τη συναίνεση αυτών, συνιστά μη νόμιμη επεξεργασία. Περαιτέρω, ο ισχυρισµός των εναγομένων ότι η χρήση των καµερών ήταν αναγκαία για την προστασία των αγαθών της ζωής, της σωµατικής ακεραιότητας και της υγείας τους, από ενδεχόμενες ενέργειες τρίτων προσώπων, είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιµος, καθόσον η τοποθέτηση κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης είναι αποτελεσματική σε σχέση µε την προστασία αγαθών σε µικρής κλίµακας φυλασσόμενους χώρους, όπως χώρους στάθμευσης, αποθήκες εμπορευμάτων κ.λπ. Αλλά δεν υπάρχουν ενδείξεις που να καταδεικνύουν ότι είναι αποτελεσματική σε μεγάλης κλίµακας χώρους, όπως είναι οι δηµόσιοι χώροι. Η τοποθέτηση των καµερών στην συγκεκριμένη περίπτωση προσέβαλε το δικαίωµα των περιοίκων εναγόντων, διότι τους έθεσε υπό έλεγχο και αδικαιολόγητο περιορισµό της ελευθερίας τους, ως εκδήλωση της προσωπικότητάς τους και τους παρεμπόδισε στην ελεύθερη ανάπτυξη της κοινωνικής δραστηριότητάς τους. Η αίσθησή τους ότι ήταν πολύ πιθανό να βρίσκονται υπό παρακολούθηση σίγουρα επηρέασε τη συμπεριφορά τους. Εποµένως, η τοποθέτηση των επίµαχων καµερών συνιστά παράνοµη προσβολή της προσωπικότητάς τους εκ της οποίας αυτοί υπέστησαν ηθική βλάβη. Ο ισχυρισµός των εναγόμενων, ότι αµέσως µετά την κοινοποίηση των ασφαλιστικών µέτρων υπέβαλαν την 216/21-3-2008 γνωστοποίηση κλειστού κυκλώματος, είναι απορριπτέος, δοθέντος ότι υπείχαν υποχρέωση προηγούμενης ειδοποίησης, την οποία (εν λόγω υποχρέωση) παραβίασαν, πριν την εγκατάσταση του κυκλώματος. Λόγω της τοιαύτης παράνοµης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων επλήγη (προσεβλήθη) η προσωπικότητα των εναγόντων και δη οι εκφάνσεις που προαναφέρθηκαν και εξαιτίας της τοιαύτης προσβολής υπέστησαν αυτοί αντιστοίχως ηθική βλάβη χρηµατικώς αποκαταστατέα. Είναι δε οι εναγόμενοι υπόχρεοι της αποκατάστασής της, ήτοι λόγω της τοιαύτης συμπεριφοράς τους πρέπει να καταβάλουν στους ενάγοντες εύλογη χρηµατική ικανοποίηση. Το πρωτοβάθµιο Δικαστήριο δέχθηκε ότι για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης των εκκαλούντων εναγόντων λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της αδικοπραξίας, του είδους και του τρόπου της προσβολής και της οικονοµικής κατάστασης των µερών, έπρεπε να τους επιδικαστεί, ως χρηµατική ικανοποίηση, το ποσό των 1.000 ευρώ, έναντι του αιτηθέντος μείζονος ποσού. Έτσι, όµως, παραβίασε ευθέως τη διάταξη του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997, µε την οποία ορίζεται το ποσό των 2.000.000 δραχµών, ήδη κατά το κυκλοφορούν τώρα νόµισµα σε 5.869,40 ευρώ, ως το ελάχιστο όριο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, για παράβαση του Ν. 2472/1997, εφόσον δεν ζητήθηκε µικρότερο ποσό ή η παράβαση δεν οφειλόταν σε αµέλεια, προϋποθέσεις που δεν συντρέχουν στην παρούσα περίπτωση, µε δεδομένο ότι οι ενάγοντες ζήτησαν την καταβολή 6.000 ευρώ από τον καθένα εναγόμενο, στον καθένα απ' αυτούς. Με τις παραδοχές αυτές, αφού απέρριψε την έφεση των ήδη αναιρεσειόντων - εναγομένων και δέχθηκε την έφεση των αναιρεσιβλήτων -εναγόντων, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε την αγωγή και υποχρέωσε τους εναγόμενους, να καταβάλουν σε καθένα των εναγόντων το άνω ποσό των (5.869,40 ευρώ). Έτσι, που έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο, δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 19 του ίδιου άρθρου, είναι απαράδεκτος, διότι, κατά απόφασης, η οποία εκδόθηκε από Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, δεν επιτρέπεται να προταθεί με αναίρεση η πλημμέλεια αυτή, αναφερομένη σε έλλειψη αιτιολογίας (άρθρο 560 ΚΠολΔ). Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστούν δε οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 6 Δεκεμβρίου 2011, αίτηση των αναιρεσειόντων, για την αναίρεση της 4196/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Όταν από εγκατεστημένο σε ιδιωτικό χώρο κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης βιντεοσκοπούνται, με τη χρήση καμερών, κοινόχρηστοι εξωτερικοί χώροι ή άλλοι γειτονικοί ιδιωτικοί χώροι ανήκοντες σε τρίτους, και παρέχεται στον ιδιοκτήτη του η δυνατότητα λήψης, αποθήκευσης ή άλλης περαιτέρω επεξεργασίας της εικόνας τρίτων προσώπων που τους χρησιμοποιούν ελεύθερα, τότε δεν πρόκειται για επεξεργασία προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων αυτού τούτου του προσώπου που την ενεργεί μέσα στον ιδιωτικό του χώρο αλλά για λήψη και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τρίτων πορσώπων, που δεν έχουν σχέση με το χώρο αυτό. Σε περίπτωση πλειόνων υπαιτίων προσώπων, δημιουργείται, μεταξύ τους, παθητική εις ολόκληρον ευθύνη, και καθένα φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που, από κοινού με άλλο, κατά παράβαση του Ν. 2472/1997, προκαλεί ηθική βλάβη, είναι υποχρεωμένο, εις ολόκληρον, να καταβάλει αυτήν.
Προσβολή προσωπικότητας
Προσβολή προσωπικότητας, Κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης.
0
Αριθμός 2235/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ", που εδρεύει στην Καλλιθέα Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Τσούτσα, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. Κ. του Κ., έως και 22) Ζ. Φ. του Ι., όλων κατοίκων ... . Οι 1η, 3ος, 5ος, 6η, 7η, 8η, 9η, 10η, 11η, 12η, 13η, 14η, 15η, 16η, 17η, 18η, 19η, 20ος, 21η και 22η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Κούρεντα, ενώ οι 2ος και 4η παραστάθηκαν με τον ίδιο πληρεξούσιο δικηγόρο τους. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-7-2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Καλλιθέας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 761/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6016/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 31-1-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 24-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών και συνεπώς δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων είτε διαφοροποιεί την κατηγορία των προσώπων ή των πραγμάτων στα οποία αφορά, είτε καθιστά καταχρηστική και άρα αντίθετη στο άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος την άσκηση του, εκ της ισονομίας, ατομικού δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση. Επομένως, αν γίνει με νόμο δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση για μία κατηγορία προσώπων και αποκλειστεί με αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση από τη ρύθμιση αυτή άλλη κατηγορία, για την οποία συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ευνοϊκής μεταχείρισης, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή διάκριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Προς αποκατάσταση δε της συνταγματικά επιβαλλόμενης ισότητας πρέπει να εφαρμοστεί η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση και σε εκείνη την κατηγορία προσώπων, σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό αίρεται η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την παραβίαση της ανωτέρω αρχής (Ολ.ΑΠ 19/2004). Εξάλλου, γενικότεροι λόγοι κοινωνικού συμφέροντος για τη διαφορετική νομοθετική ρύθμιση των αποδοχών κατηγοριών εργαζομένων, που παρέχουν την ίδια εργασία και υπό τις ίδιες συνθήκες, συντρέχουν όταν η κάθε κατηγορία παρέχει την εργασία κάτω από διαφορετικό νομικό καθεστώς ήτοι, όταν η μία κατηγορία παρέχει τις υπηρεσίες της με σχέση δημοσίου δικαίου και η άλλη με σχέση ιδιωτικού δικαίου ή προκειμένου περί κατηγοριών απασχολουμένων με σχέση ιδιωτικού δικαίου, όταν η μία απασχολείται στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή Ν.Π.Δ.Δ. και η άλλη σε Ν.Π.Ι.Δ. ή γενικώς στον ιδιωτικό τομέα. Περαιτέρω με το άρθρο 10 παρ. 12 του ν. 2327/1995 ορίσθηκε ότι στους διοικητικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Κεντρικών και Περιφερειακών Υπηρεσιών, χορηγείται μηνιαίο επίδομα ποσού δραχμών 15.000 για την απασχόλησή τους στη διαδικασία της προετοιμασίας και διεξαγωγής των Γενικών Εξετάσεων. Το ποσό μπορεί να αναπροσαρμόζεται με αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Ακολούθως, με τη διάταξη του άρθρου 49 του ν. 2431/1996, η χορήγηση του ειδικού αυτού επιδόματος επεκτάθηκε και σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ορίζοντας ότι: "1. Το μηνιαίο ειδικό επίδομα που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 12 του άρθρου 10 του ν. 2327/1995 καταβάλλεται από 1.1.1996 και στο μόνιμο και με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου διοικητικό, τεχνικό και λοιπό βοηθητικό προσωπικό, όλων των νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, αυτοτελών και μη υπηρεσιών και εκπαιδευτικών μονάδων αρμοδιότητας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και υπαλλήλους των ΝΕΛΕ, καθώς και όλα τα μέλη Ε.Δ.Τ.Π. των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και Ε.Τ.Δ. των Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και στους τεχνικούς εργαστηρίων των Τ.Ε.Ι. 2. Το επίδομα αυτό, όπως επεκτείνεται κατά την προηγούμενη παράγραφο, αυξάνεται από 1.7.1996 σε 25.000 δραχμές μηνιαίως και καταβάλλεται και σε όσους από τους υπαλλήλους αυτούς υπηρετούν σε απόσπαση σε άλλες υπηρεσίες και φορείς, εφόσον από τις υπηρεσίες απόσπασής τους δεν τους καταβάλλεται άλλο επίδομα". Με το άρθρο 19 παρ. 4 του ν. 2470/1997 "Περί αναμόρφωσης μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις", με αναδρομική ισχύ από 1.1.1997, ο οποίος αντικατέστησε τους ν. 1505/1984 και ν. 1810/1988, περιορίσθηκαν και πάλι οι κατηγορίες των υπαλλήλων του ΥΠ.ΕΘ.Π.Θ. που δικαιούνταν το επίδομα γενικών εξετάσεων, καθόσον το εν λόγω επίδομα περιορίσθηκε στους υπαλλήλους του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, εξαιρεθέντων των υπαλλήλων των Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. Στην εν λόγω διάταξη ορίζεται ότι: "Στο διοικητικό προσωπικό αρμοδιότητας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που συμμετέχει καθ' οιονδήποτε τρόπο στη διεξαγωγή και υποστήριξη των Γενικών Εξετάσεων στα Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. καταβάλλεται εφάπαξ αμοιβή, το ύψος της οποίας καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων". Με βάση την προαναφερόμενη εξουσιοδοτική διάταξη εκδόθηκε η Φ. 2034161/4947/17.6.1997 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, σύμφωνα με την οποία η χορηγούμενη εφάπαξ αμοιβή στο διοικητικό προσωπικό της Κεντρικής και των Περιφερειακών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων για τη συμμετοχή του στη διεξαγωγή και υποστήριξη των Γενικών Εξετάσεων στα Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι., ορίστηκε ... ως εξής: α) Υπάλληλοι της κατηγορίας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης 180.000 δραχμές. β) Υπάλληλοι της κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης 190.000 δραχμές. γ) Υπάλληλοι της κατηγορίας Τεχνικής Εκπαίδευσης 200.000 δραχμές. δ) Υπάλληλοι της κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης 210.000 δραχμές. Με την Κ.Υ.Α. 2036913/3728/ 0022/4.6.1998, η άνω αποζημίωση αυξήθηκε από 4.6.1998 ως εξής: α) Υπάλληλοι της κατηγορίας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης 200.000 δρχ. β) Υπάλληλοι της κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης 210.000 δρχ. γ) Υπάλληλοι της κατηγορίας Τεχνικής Εκπαίδευσης 223.000 δρχ. δ) Υπάλληλοι της κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης 233.000 δρχ. (Α) Με την 2/52227/0022/28.7.1999 Κ.Υ.Α ορίζονται τα εξής: "Τροποποιούμε την 3036913/3282/0022/4.6.1998 Κ.Υ.Α., ... και χορηγούμε εφάπαξ αμοιβή στο διοικητικό προσωπικό της Κεντρικής και των Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠ.ΕΘ.Π.Θ. για τη συμμετοχή και υποστήριξη των Γενικών Εξετάσεων στα Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. ... ως εξής: α) Υπάλληλοι της κατηγορίας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης 210.000 δρχ. β) Υπάλληλοι της κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης 220.000 δρχ. γ) Υπάλληλοι της κατηγορίας Τεχνικής Εκπαίδευσης 235.000 δρχ. δ) Υπάλληλοι της κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης 245.000 δρχ. (Β) Με την 2/47477/0022/25.7.2000 Κ.Υ.Α. ορίζονται τα εξής: "Τροποποιούμε την 2/52227/0022/28.7.1999 Κ.Υ.Α. ... και χορηγούμε εφάπαξ αμοιβή στο διοικητικό προσωπικό της Κεντρικής και των Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠ.ΕΘ.Π.Θ. για τη συμμετοχή και υποστήριξη των Γενικών Εξετάσεων στα Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι., .... ως εξής: α) Υπάλληλοι της κατηγορίας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης 225.000 δρχ. (ή 55,03 ευρώ μηνιαίως). β) Υπάλληλοι της κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης 235.000 δρχ. (ή 57,47 ευρώ μηνιαίως). γ) Υπάλληλοι της κατηγορίας Τεχνικής Εκπαίδευσης 250.000 δρχ. (ή 61,14 ευρώ μηνιαίως). δ) Υπάλληλοι της κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης 260.000 δρχ. (ή 63,59 ευρώ μηνιαίως) και (Γ) με την 2/36964/0022/22.6.2001 Κ.Υ.Α. ορίζονται τα εξής: "Τροποποιούμε την 2/47477/0022/25.7.2000 Κ.Υ.Α. ... και χορηγούμε εφάπαξ αμοιβή στο διοικητικό προσωπικό της Κεντρικής και των Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠ.Ε.Π.Θ. για τη συμμετοχή και υποστήριξη των Γενικών Εξετάσεων στα Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι., ... ως εξής: α) Υπάλληλοι της κατηγορίας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης 337.500 δρχ. (ή 82,58 ευρώ μηνιαίως). β) Υπάλληλοι της κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης 352.500 δρχ. (ή 86,25 ευρώ μηνιαίως). γ) Υπάλληλοι της κατηγορίας Τεχνικής Εκπαίδευσης 375.000 δρχ. (ή 91,67 ευρώ μηνιαίως). δ) Υπάλληλοι της κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης 390.000 δρχ. (ή 95,42 ευρώ μηνιαίως). Περαιτέρω στο άρθρο 17 παρ. 4 του ν. 3205/2003 "Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. κ.λπ.", ορίζονται τα ακόλουθα: "Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων καθορίζονται οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους εκπαιδευτικούς και λοιπό προσωπικό που συμμετέχουν καθ' οιονδήποτε τρόπο στην οργάνωση, διεξαγωγή και υποστήριξη των γενικών και ειδικών εξετάσεων ή άλλης διαδικασίας εισαγωγής στην Ανώτατη Εκπαίδευση και την έκδοση των αποτελεσμάτων επιλογής, καθώς και στις εξετάσεις ιδιωτικών, Γενικών και Τεχνικών Επαγγελματικών Λυκείων και τεχνικών Επαγγελματικών Σχολών και στις αναβαθμολογήσεις γραπτών δοκιµίων µαθητών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Με όµοια απόφαση καθορίζεται εφάπαξ αµοιβή για το διοικητικό προσωπικό του ΥΠ.Ε.Π.Θ. που συµµετέχει στις ανωτέρω διαδικασίες". Κατόπιν της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκαν οι κάτωθι Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις: (Α) Με την 2/24945/0022/10.5.2004 Κ.Υ.Α. ορίζονται τα εξής: "... και χορηγούµε εφάπαξ αµοιβή στο διοικητικό προσωπικό της Κεντρικής και των Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠ.ΕΘ.Π.Θ. για τη συµµετοχή και υποστήριξη των Γενικών Εξετάσεων στα Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι., ... ως εξής: α) Υπάλληλοι της κατηγορίας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης 337.500 δρχ. β) Υπάλληλοι της κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης 352.500 δρχ. γ) Υπάλληλοι της κατηγορίας Τεχνικής Εκπαίδευσης 375.000 δρχ. δ) Υπάλληλοι της κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης 390.000 δρχ. (Β) Με την 2/44250/0022/8.11.2004 Κ.Υ.Α. ορίζονται τα εξής: ... χορηγούµε αποζηµίωση στο διοικητικό προσωπικό του Ο.Ε.Δ.Β. (Οργανισµός Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων) Ν.Π.Δ.Δ. εποπτευόμενο από ΥΠ.Ε.Π.Θ, που συµµετέχει καθ' οιονδήποτε τρόπο στην υποστήριξη των γενικών ή ειδικών εξετάσεων ή λοιπών διαδικασιών επιλογής υποψηφίων για την τριτοβάθμια πανεπιστημιακή εκπαίδευση, η οποία καθορίζεται και κλιμακώνεται ανάλογα µε τις κατηγορίες του προσωπικού αυτού ως εξής: α) Υπάλληλοι της κατηγορίας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης 991 ευρώ. β) Υπάλληλοι της κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης 1.035 ευρώ. γ) Υπάλληλοι της κατηγορίας Τεχνικής Εκπαίδευσης 1.100 ευρώ. δ) Υπάλληλοι της κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης 1.145 ευρώ. (Γ) Με την 2/36779/0022/14.7.2005 Κ.Υ.Α. ορίζονται τα εξής: χορηγούµε εφάπαξ αµοιβή στο διοικητικό προσωπικό της Σιβιτανιδείου δηµόσιας Σχολής Τεχνών και Επαγγελµάτων (Σ.Δ.Τ.Ε.) για τη συµµετοχή του στη διεξαγωγή και υποστήριξη των Γενικών Εξετάσεων στα Πανεπιστήμια και Τ.Ε.Ι., η οποία καθορίζεται και κλιμακώνεται ... ως εξής: α) Υπάλληλοι της κατηγορίας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης 991 ευρώ. β) Υπάλληλοι της κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης 1.035 ευρώ. γ) Υπάλληλοι της κατηγορίας Τεχνικής Εκπαίδευσης 1.100 ευρώ. δ) Υπάλληλοι της κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης 1.145 ευρώ. (Δ) Με την 2/11596/002 Κ.Υ.Α ορίζονται τα εξής: "... χορηγούµε εφάπαξ αµοιβή στους διοικητικούς υπαλλήλους της Ανώτατης Σχολής Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.) για τη συµµετοχή τους στη διεξαγωγή και υποστήριξη των Γενικών (Εισαγωγικών Εξετάσεων) στα Πανεπιστήμια και Τ.Ε.Ι., η οποία καθορίζεται ... ως εξής: α) Υπάλληλοι της κατηγορίας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης 991 ευρώ. β) Υπάλληλοι της κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης 1.035 ευρώ. γ) Υπάλληλοι της κατηγορίας Τεχνικής Εκπαίδευσης 1.100 ευρώ. δ) Υπάλληλοι της κατηγορίας πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης 1.145 ευρώ. (Ε) Με την Φ.1/Α/825/89269/IΒΥ.Α του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων ορίζονται τα εξής: "... χορηγούµε εφάπαξ αµοιβή στο διοικητικό προσωπικό των Γενικών Αρχείων του Κράτους για τη συµµετοχή του στη διεξαγωγή και υποστήριξη των Γενικών Εξετάσεων στα Πανεπιστήμια και Τ.Ε.Ι., ... ως εξής: α) Υπάλληλοι της κατηγορίας Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης 1.056 ευρώ. β) Υπάλληλοι της κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης 1.103 ευρώ. γ) Υπάλληλοι της κατηγορίας Τεχνικής Εκπαίδευσης 1.173 ευρώ. δ) Υπάλληλοι της κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης 1.221 ευρώ. Στην προκειμένη περίπτωση, το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα του λόγου αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες υπηρετούν ως διοικητικοί υπάλληλοι στο εναγόμενο Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ". Οι δέκα έξι πρώτοι εξ αυτών ανήκουν στην κατηγορία Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, οι 17η και 18η στην κατηγορία Τεχνολογικής Εκπαίδευσης και οι λοιποί (19η έως και 22η) στην κατηγορία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, εκτός των άλλων καθηκόντων τους και εντός του νομίμου ωραρίου τους, συμμετείχαν στην προετοιμασία και τη διεξαγωγή των ετήσιων Γενικών Εξετάσεων για τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, με τον ακόλουθο τρόπο: Κάθε χρόνο και κατόπιν σχετικής εντολής του ΥΠ.ΕΘ.Π.Θ. αναλάμβαναν την υποχρέωση να συντάξουν πρόταση σχετικά με τον αριθμό των εισακτέων φοιτητών στα τμήματα του εναγομένου. Η πρόταση αυτή συντασσόταν αφού πρώτα ήλεγχαν πόσοι φοιτητές οφείλουν και ποιά από τα μαθήματά τους, πιθανολογούσαν το ποσοστό από αυτούς τους φοιτητές που θα διαγωνισθούν επιτυχώς στις εξετάσεις του και θα έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν κενές θέσεις, που θα τις καταλάβουν οι νεοεισερχόμενοι φοιτητές, ποιά εργαστήρια ήταν ελεύθερα και ποιόν αριθμό φοιτητών μπορούσαν να αναλάβουν, ποιά ήταν η δύναμη του εναγόμενου εκπαιδευτικού ιδρύματος σε αίθουσες διδασκαλίας και σε διδακτικό προσωπικό, τηρούσαν και ενημέρωναν αρχείο µε τη σχετική νοµοθεσία διεξαγωγής των Εισαγωγικών Εξετάσεων, των εγγραφών και των μετεγγραφών των φοιτητών που εισάγονταν στο εναγόµενο, κατήρτιζαν οδηγούς σπουδών και διένεµαν ενημερωτικά φυλλάδια σε όλα τα λύκεια της χώρας. Οι ενάγοντες εργάζονταν συμπληρωματικά και ως συγκοινωνούντα δοχεία, για την προετοιμασία των γενικών εξετάσεων, µε τους διοικητικούς υπαλλήλους του ΥΠ.ΕΘ.Π.Θ., οι οποίοι λαµβάνουν το ένδικο επίδοµα των Γενικών Εξετάσεων. Οι εξετάσεις αυτές απαιτούν προετοιμασία τόσο από πλευράς του Υπουργείου (ΥΠ.ΕΘ.Π.Θ.) όσο και από την πλευρά των εργαζοµένων υπαλλήλων στα Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. Εποµένως, αφού ο δικαιολογητικός λόγος της δια νόµου χορήγησης του επιδίκου επιδόµατος είναι η προσφορά εργασίας, καθ' οιονδήποτε τρόπο, για την επιτυχή οργάνωση και διεξαγωγή των εξετάσεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, πρέπει αυτό να χορηγηθεί και στους ενάγοντες, κατ' εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγµατος, δεδοµένου ότι και αυτοί συµµετείχαν, κατά τον προεκτεθέντα τρόπο, στην προετοιμασία των Γενικών Εξετάσεων. Άλλωστε ουδείς λόγος γενικότερου κοινωνικού ή δηµοσίου συμφέροντος για τη µη χορήγησή του και στους ενάγοντες απεδείχθη και ως εκ τούτου ο αποκλεισµός των τελευταίων από την καταβολή του συνιστά αδικαιολόγητη δυσµενή διάκριση του νοµοθέτη σε βάρος τους, σε σχέση µε τους διοικητικούς υπαλλήλους των υπηρεσιών Κεντρικής και Περιφερειακής του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων και τους λοιπούς υπαλλήλους, στους οποίους χορηγήθηκε το εν λόγω επίδοµα µε τις προαναφερόµενες υπουργικές αποφάσεις, καθόσον οι ενάγοντες τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες εργασίας µε τους υπαλλήλους του εποπτεύοντος Υπουργείου. Κατόπιν τούτων, (καταλήγει το Πολυμελές Πρωτοδικείο), είναι πρόδηλο ότι με τη χορήγηση του επιδίκου επιδόματος σε ορισμένους υπαλλήλους, χωρίς να επεκταθεί η ισχύς του και στους υπαλλήλους εκείνους, στους οποίους έχουν ανατεθεί σχετικά με το αντικείμενο αυτό καθήκοντα, όπως στους ενάγοντες, παραβιάζεται η αρχή της ισότητας σε βάρος τους, χωρίς αυτό να μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους γενικότερου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος. Με βάση τις παραδοχές αυτές επιδίκασε στους αναιρεσίβλητους το επίδικο επίδομα για το χρονικό διάστημα από 18.9.2006 έως και 31.12.2007. Κρίνοντας έτσι το Πολυμελές Πρωτοδικείο παραβίασε τις προαναφερθείσες, ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, του Συντάγματος, του Ν. 2470/1997 και του Ν. 3205/2003, καθόσον, υπό τις εκτιθέμενες παραδοχές, η διαφορετική νομοθετική ρύθμιση δικαιολογείται στην προκειμένη περίπτωση από γενικότερους λόγους κοινωνικού συμφέροντος, ενόψει του ότι οι αναιρεσίβλητοι, ως εργαζόμενοι σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και συνδεόμενοι με αυτό, (όπως, εμμέσως πλην σαφώς, δέχθηκε το δικαστήριο και με την αγωγή τους συνομολογούν), με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία από εκείνη των υπαλλήλων του Δημοσίου (Υπουργείου Παιδείας), στους οποίους χορηγείται η επίδικη παροχή. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της παραβίασης των αμέσως, πιο πάνω, ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την άνω απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Τέλος, πρέπει, να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος (άρθρ. 183, 176 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη, με αριθμό, 6016/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε χίλια πεντακόσια (1500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο παραβίασε τις διατάξεις, των άρθρων 4 του Συντ., του Ν. 2470/1997 και του Ν. 3205/2003, καθόσον, η διαφορετική νομοθετική ρύθμιση δικαιολογείται από γενικότερους όρους κοινωνικού συμφέροντος, ενόψει του ότι οι αναιρεσίβλητοι, ως εργαζόμενοι σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και συνδεόμενοι με αυτό, (όπως, εμμέσως πλην σαφώς, δέχθηκε το δικαστήριο και με την αγωγή τους συνομολογούν), με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία από εκείνη των υπαλλήλων του Δημοσίου (Υπουργείου Παιδείας), στους οποίους χορηγείται η επίδικη παροχή.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Αρχή ισότητας.
2
Αριθμός 2234/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ομόρρυθμης εμπορικής εταιρείας με την επωνυμία " …", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία παραστάθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπός της Ι. Μ. του Κ. με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αθανασία Βαζάκα. Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Μ. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-2-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3055/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6320/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 18-12-2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πάσσος διάβασε την από 4-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου αναίρεσης κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος του και την απόρριψη αυτού κατά τα λοιπά, καθώς και των υπολοίπων λόγων της κρινόμενης αίτησης. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Όπως αποδεικνύεται από την .../12-2-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών …, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη προσδιορισμού της δικασίμου που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής και κλήση προς παράσταση κατ' αυτήν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με την επιμέλεια της αναιρεσείουσας, στον αναιρεσίβλητο, ο οποίος, όμως, όπως προκύπτει από τα οικεία πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, δεν εμφανίσθηκε, ούτε έλαβε μέρος με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο στην συζήτηση αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με την σειρά της από το πινάκιο. Επομένως, παρά την απουσία του το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στην συζήτηση της υπόθεσης (άρθ. 576 ΚΠολΔ). ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθ. 6 § 1 ν. 3198/1955 κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε τρίμηνη ανατρεπτική προθεσμία από την λύση της σύμβασης. Η προθεσμία αυτή, η οποία είναι αποσβεστική (εφόσον ο νόμος τάσσει προθεσμία, μέσα στην οποία πρέπει ν' ασκηθούν τα σχετικά δικαιώματα, άρθ. 279 ΑΚ), αποσκοπεί στην ταχεία άρση κάθε αβεβαιότητας σχετικά με το κύρος της καταγγελίας και στην εκκαθάριση εντός συντόμου χρονικού διαστήματος των αξιώσεων των εργαζομένων, που πηγάζουν από τυχόν άκυρη καταγγελία, ώστε να μην δημιουργούνται δυσβάστακτες συνέπειες για τον εργοδότη, όταν δε παρέλθει άπρακτη η αποσβεστική αυτή προθεσμία, επέρχεται απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας για ακυρότητα (ΟλΑΠ 1338/1985, ΑΠ 705/2013, 404/2008). Η μη κοινοποίηση δηλ. της αγωγής στον εργοδότη μέσα στην παραπάνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία καθιερώνει ουσιαστικό απαράδεκτο, το οποίο κατά κύριο λόγο πλήττει το δικαίωμα της επίκλησης και προσβολής της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ως άκυρης και κατ' ανάγκη τις συνεχόμενες με αυτό ουσιαστικές αξιώσεις, ως εκ τούτου δε αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αυτή, η καταγγελία αυτή καθίσταται έγκυρη (του εργαζομένου δικαιουμένου να ζητήσει μόνο την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης) και η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως ουσιαστικά απαράδεκτη (ΑΠ 705/2013, 1619/2006). Η προαναφερθείσα διάταξη έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εργασίας, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου είναι αυτή, και από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα, εφαρμόζεται δηλ. όχι μόνο στους μισθωτούς που υπάγονται στις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου και για ακυρότητα της καταγγελίας λόγω παράβασης των διατάξεών του, αλλά και στις περιπτώσεις ακυρότητας της καταγγελίας λόγω παράβασης άλλων διατάξεων (ΑΠ 404/2008). Η καθιερουμένη ως άνω αποσβεστική προθεσμία, προσδιοριζομένη σε μήνες, και όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 240, 241, 242 και 243 ΑΚ (βλ. και όμοιες διατάξεις των άρθ. 144 § 1 και 145 § 2 ΚΠολΔ) αρχίζει από την επομένη της ημέρας που έλαβε χώρα η λύση της σύμβασης, που αποτελεί το αφετήριο γεγονός αυτής, με την καταγγελία και την περιέλευσή της στον μισθωτό και λήγει με την παρέλευση ολόκληρης της ημέρας του τελευταίου μήνα, η οποία αντιστοιχεί σε αριθμό και ημέρα με εκείνη που άρχισε, αν δε αυτή (τελευταία ημέρα της προθεσμίας) είναι κατά νόμον εορτάσιμη (μη εργάσιμη), όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη ημέρα (πρβλ.ΑΠ 404/2008, 1938/2007). Η ως άνω τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθ. 6 § 1 ν. 3198/1955, για την έγερση (άσκηση) αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας και απόληψης μισθών υπερημερίας, η οποία λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο (άρθ. 280 ΑΚ) και καταλαμβάνει κάθε αξίωση του μισθωτού που πηγάζει από την για οποιονδήποτε λόγο ακυρότητα της καταγγελίας της αορίστου χρόνου εργασιακής σχέσης από τον εργοδότη (ΑΠ 705/2013), ισχύει και στην περίπτωση της σύμφωνα με τα άρθ. 5 §§ 1 και 2 ν. 2112/1920 και 6 § 1 του β.δ. της 16/18-7-1920 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου λόγω της υποβολής κατά του μισθωτού μήνυσης για αξιόποινη πράξη που διέπραξε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του κ.λπ. (περίπτωση, κατά την οποία δεν οφείλεται καταρχήν αποζημίωση απόλυσης), εφόσον η καταγγελία προσβάλλεται και ως καταχρηστική κατ' άρθ. 281 ΑΚ (όπως, όταν η μήνυση υποβλήθηκε επίτηδες παρά το αβάσιμο της κατηγορίας και ήταν έτσι ψευδής και προσχηματική και έγινε από εκδίκηση ή εχθρότητα προς τον μισθωτό ή για καταστρατήγηση των νομίμων δικαιωμάτων του), καθόσον από τότε ο μισθωτός γνωρίζει τις συνθήκες ακυρότητας της απόλυσής του, και στην περίπτωση δηλ. αυτή η ως άνω τρίμηνη προθεσμία αρχίζει από την επομένη της διά της καταγγελίας λύσης της σύμβασης (ΑΠ 1272/2010). Κατά τα προαναφερθέντα, αφετηρία της ως άνω αποσβεστικής προθεσμίας αποτελεί ο χρόνος της λύσης της σύμβασης με την καταγγελία της από τον εργοδότη, την ανακοίνωση δηλ. εκ μέρους αυτού της βούλησής του για την λύση της, και όπως η βούληση αυτή εκφράζεται και εξειδικεύεται με την (έγγραφη) καταγγελία, η οποία, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθ. 167, 168, 648, 669 ΑΚ, 1 και 3 ν. 2112/1920, 1, 3 § 5 του β.δ. από 16/18-7-1920 και 5 ν. 3198/1955, είναι μονομερής, αναιτιώδης και απευθυντέα δικαιοπραξία (θεωρουμένη έγκυρη, όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλομένη γι' αυτήν νόμιμη αποζημίωση) και αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια από τότε που ο παραλήπτης εργαζόμενος λαμβάνει γνώση αυτής (ΑΠ 1619/2006), γνώση δηλ. της βούλησης του εργοδότη για λύση της σύμβασης, όπως, κατά τα προεκτεθέντα, η βούληση αυτή εκφράζεται και συγκεκριμενοποιείται στην (περιέχουσα αυτήν) καταγγελία. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσίβλητος με την ένδικη αγωγή του στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (άρθ. 561 § 2 ΚΠολΔ) εξέθεσε, ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με την αναιρεσείουσα εταιρεία την 3-6-1998 προσλήφθηκε απ' αυτήν, προκειμένου να εργασθεί με την ειδικότητα του αδειούχου ηλεκτροσυγκολλητή Β' τάξης, ότι επειδή η εναγομένη ηρνείτο να του καταβάλλει τις νόμιμες αποδοχές της ειδικότητας αυτής προσέφυγε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας και στο τοπικό κατάστημα του ΙΚΑ, ενώ στην συνέχεια άσκησε στο ίδιο ως άνω δικαστήριο (μαζί με άλλον εργαζόμενο στην εναγομένη) την από 5-11-2007 αγωγή, αμέσως επιδοθείσα στην εναγομένη, για την επιδίκαση διαφορών μεταξύ των καταβλητέων και καταβαλλομένων αποδοχών, ότι την 19-11-2007 η εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως την σύμβαση εργασίας του, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, λόγω προηγουμένης υποβολής εκ μέρους της, όπως ανέφερε στην καταγγελία, μήνυσης σε βάρος του για τα αδικήματα της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, που ο ενάγων είχε δήθεν διαπράξει σε βάρος της με όσα είχε ισχυρισθεί στην Επιθεώρηση Εργασίας και στο τοπικό κατάστημα του ΙΚΑ, ότι η καταγγελία αυτή, για την οποία δεν καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση, είναι άκυρη και ως καταχρηστική, διότι η υποβληθείσα εναντίον του μήνυση ήταν αναληθής και προσχηματική και έγινε προκειμένου να τον απολύσει, για να τον εκδικηθεί επειδή διεκδίκησε νόμιμα δικαιώματά του, χωρίς να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση, με βάση δε τα περιστατικά αυτά ζήτησε, ύστερ' από περιορισμό των αρχικών καταψηφιστικών αιτημάτων, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ως άνω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και η υποχρέωση της εναγομένης για την καταβολή των ζητηθέντων μισθών υπερημερίας κ.λπ., επικουρικά δε ότι οφείλει να του καταβάλει το εκεί ποσό ως αποζημίωση απόλυσης. Το Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλομένη 6320/2011 απόφασή του, κρίνοντας επί της αγωγής αυτής ύστερ' από έφεση της αναιρεσείουσας εναγομένης, δέχθηκε, εκτός των άλλων που δεν ενδιαφέρουν εδώ, ότι η εναγομένη την 16-11-2007 κοινοποίησε στον ενάγοντα εξώδικη δήλωση, με την οποία, αφού εξέθεσε την τέλεση από μέρους του των αδικημάτων της συκοφαντικής δυσφήμησης και ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης σε βάρος της και την υποβολή κατ' αυτού της από 16-11-2007 έγκλησης, τον κάλεσε ν' αποχωρήσει από την εργασία του την 19-11-2007, καταγγέλλοντας την σύμβαση εργασίας του, ότι η καταγγελία αυτή, γενομένη χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, είναι άκυρη, μη εμπίπτουσα στην διάταξη του άρθ. 5 § 1 ν. 2112/1920 (ώστε να μην υφίσταται υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης, λόγω προηγουμένης υποβολής μήνυσης), καθόσον η υποβολή της ως άνω έγκλησης ήταν προσχηματική, προς αποφυγή εκ μέρους της εναγομένης της νόμιμης υποχρέωσής της για την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης, και κατά συνέπεια η καταγγελία αυτή της σύμβασης εργασίας λόγω τέλεσης των ως άνω αδικημάτων από τον ενάγοντα είναι καταχρηστική κατ' άρθ. 281 ΑΚ και εκ της αιτίας αυτής άκυρη, ότι η ένδικη αγωγή "που αφορά την ακυρότητα της ως άνω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, ασκήθηκε εμπροθέσμως, ήτοι εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθ. 6 παρ. 1 Ν. 3198/1955 από της καταγγελίας και λύσης της σύμβασης εργασίας, η οποία άρχεται την επομένη της λύσης της σύμβασης εργασίας, ήτοι από την 20-11-2007, διότι η εναγομένη με την από 15-11-2007 εξώδικη δήλωσή της, που επιδόθηκε στον ενάγοντα με την υπ' αριθ...../16-11-2007 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή....., καλούσε αυτόν να αποχωρήσει από την εργασία του στις 19-11-2007, η δε υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε την 19-2-2008...". Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, καθόσον, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασής του, η επίμαχη καταγγελία επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο ενάγοντα την 16-11-2007 και με αυτήν η αναιρεσείουσα εναγομένη, σύμφωνα με τις ίδιες παραδοχές, τον καλούσε ν' αποχωρήσει από την εργασία του την 19-11-2007, η οποία, κατά τα περαιτέρω γενόμενα δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας, ήταν, σύμφωνα με την περιεχομένη στην καταγγελία δήλωση βούλησης της εναγομένης, ημέρα της διά της καταγγελίας λύσης της σύμβασης. Στην συνέχεια έκρινε ότι η αγωγή, επιδοθείσα την 19-2-2008, ασκήθηκε εμπρόθεσμα, αφού η λύση της σύμβασης λόγω της καταγγελίας επήλθε την 19-11-2007 και ότι επομένως η ως άνω προθεσμία άρχισε την 20-11-2007, επειδή η εναγομένη με την ως άνω εξώδικη δήλωσή της κάλεσε τον ενάγοντα ν' αποχωρήσει από την εργασία του την 19-11-2007, καταγγέλλοντας από την ημερομηνία αυτή τη σύμβαση. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης κατά το συναφές σκέλος του από τον αριθ. 1 του άρθ. 559 ΚΠολΔ πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος, κατά δε το σκέλος του από τον αριθ. 14 του ίδιου άρθρου για παρά το νόμο μη απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης για τον ως άνω λόγο (εκπρόθεσμη άσκηση), κατά πάσα περίπτωση ως απαράδεκτος, διότι κατά την έννοια της διάταξης αυτής η παρά το νόμο κήρυξη ή μη κήρυξη ακυρότητας ή απαραδέκτου ως λόγος αναίρεσης αναφέρεται αποκλειστικά στις δικονομικές ακυρότητες και απαράδεκτα (ΟλΑΠ 1331/1995, ΑΠ 415/2011) και όχι στα ουσιαστικά απαράδεκτα, όπως είναι, κατά τα προαναφερθέντα, το απαράδεκτο που δημιουργείται από την τυχόν εκπρόθεσμη άσκηση αγωγής που αναφέρεται σε αξιώσεις από άκυρη καταγγελία σύμβασης εργασίας. ΙII. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο δέχθηκε παρά το νόμο πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής καθιερώνεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο για πράγματα που δέχθηκε ως αληθινά δεν εκθέτει, από ποιά αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη ή δεν έχει προσκομισθεί καμία απόδειξη, δεν ιδρύεται δε ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας σχημάτισε την κρίση του από τα αποδεικτικά μέσα που μνημόνευσε στην απόφασή του. Στην προκειμένη περίπτωση προσάπτεται στο Εφετείο με τον τρίτο λόγο αναίρεσης από την ως άνω διάταξη η αιτίαση, ότι δέχθηκε χωρίς απόδειξη, ότι επειδή ο αναιρεσίβλητος ενάγων πίστευε εσφαλμένα ότι δικαιούται τις αμοιβές ηλεκτροσυγκολλητή Β' τάξης κατέφυγε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας και το αρμόδιο κατάστημα ΙΚΑ, πιστεύοντας εσφαλμένα ότι διεκδικεί την καταβολή νομίμων αποδοχών, και ότι εξαιτίας της προσφυγής αυτής η αναιρεσείουσα εναγομένη υπέβαλε την από 16-11-2007 προσχηματική έγκλησή της, προκειμένου να τον απολύσει ακύρως, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. Ο λόγος αυτός πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον το δικαστήριο της ουσίας στο ενγένει αποδεικτικό πόρισμά του (άρα και στις επίμαχες ως άνω επιμέρους παραδοχές) κατέληξε όχι χωρίς απόδειξη, αλλά, όπως και στην προσβαλλομένη απόφαση βεβαιώνεται, με βάση τις ένορκες καταθέσεις των ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εξετασθέντων μαρτύρων, τις προσδιοριζόμενες ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον συμβολαιογράφου και όλα χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. ΙV. (A) (1) Κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Kατά την έννοια της διάταξης αυτής ο ως άνω λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, εάν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τα γενόμενα δεκτά με την απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αντίθετα, αν αυτός δεν εφαρμοσθεί, μολονότι συντρέχουν, κατά τις παραδοχές της απόφασης, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 1123/2013). (2) Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του αριθ. 19 του ίδιου ως άνω άρθρου αναίρεση επιτρέπεται και εάν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την ως άνω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθ. 93 § 1 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), όταν δηλ. δεν προκύπτει από την απόφαση, ποιά πραγματικά περιστατικά δέχθηκε αυτή, ώστε, σε συνδυασμό με το διατακτικό της, να κριθεί περαιτέρω, αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν τα στοιχεία για την εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόσθηκε, δεν υπάρχει, όμως, ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Το κατά νόμον αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης (με βάση το οποίο κρίνεται η συνδρομή έλλειψης νόμιμης βάσης) προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το πραγματικό του οποίου πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην στάθμιση και ανάλυση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώθηκε σαφώς, δεν συνιστούν ανεπάρκεια αιτιολογιών, καθόσον μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, ενώ και τα επιχειρήματα του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές, με βάση τις οποίες διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης ως άνω διάταξης να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. (3) Επίσης, σύμφωνα με τον αριθ. 8 του αυτού ως άνω άρθ. 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα", των οποίων η λήψη υπόψη, καίτοι μη προταθέντων, ή αντίθετα η μη λήψη υπόψη, καίτοι προταθέντων, ιδρύει τον ως άνω αναιρετικό λόγο, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί και παραδεκτά προβαλλόμενοι ισχυρισμοί που συγκροτούν την βάση και, επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου (ΟλΑΠ 22/2005), με την έννοια δε αυτήν "πράγματα" αποτελούν και οι λόγοι έφεσης ή αντέφεσης που αφορούν τέτοιους ισχυρισμούς, όχι, όμως, οι ισχυρισμοί που συνιστούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής κ.λπ., αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βασίμων των περιστατικών που θεμελιώνουν την αγωγή κ.λπ., ούτε και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων. Άρνηση, ειδικότερα, αποτελεί επί αγωγής μισθωτού με αντικείμενο την αναγνώριση της ακυρότητας της εκ μέρους του εργοδότη καταγγελίας της σύμβασης εργασίας (και δη ως καταχρηστικής) και αξιώσεις απ' αυτήν, ο ισχυρισμός του εργοδότη περί προηγουμένης (σιωπηράς) καταγγελίας της ίδιας σύμβασης από τον εργαζόμενο με επίμεμπτη και αντισυμβατική συμπεριφορά. Ο λόγος αυτός αναίρεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος, εάν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον κρίσιμο ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, αλλά και εκ των πραγμάτων με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντιθέτων προς αυτά που τον συγκροτούν. Περαιτέρω, σε συνέχεια και συνάφεια με τα προαναφερθέντα, σε σχέση με τον αναιρετικό αυτόν λόγο από τον αριθ. 8 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το άρθ. 522 ΚΠολΔ με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στο όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης (και την τυχόν ασκηθείσα αντέφεση), εάν δε το Εφετείο ενεργώντας καθ' υπέρβαση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης κ.λπ. ερευνά κεφάλαια της υπόθεσης που δεν που δεν έχουν προσβληθεί με την έφεση του εναγομένου, ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης (ΑΠ 367/2011). Εξάλλου, κατά το άρθ. 536 ΚΠολΔ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς ο εφεσίβλητος ν' ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση (εκτός αν εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και δικάσει την υπόθεση κατ' ουσίαν), κατά δε το άρθ. 534 του ίδιου Κώδικα, αν το αιτιολογικό της εκκληθείσας απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό ορθό, το Εφετείο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι και εάν το Εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε το άρθ. 534 ΚΠολΔ δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης, εκτός εάν το εντεύθεν παραγόμενο δεδικασμένο είναι δυσμενέστερο και ως εκ τούτου επέρχεται βλάβη του διαδίκου που δικαιολογεί το έννομο συμφέρον του για την άσκηση αναίρεσης (ΑΠ 298/2010, 134/2008, 1253/2005). (4) Τέλος, κατά τον αριθ. 20 του άρθ. 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχτεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής παραμόρφωση υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας υποπίπτει σε διαγνωστικό λάθος (εσφαλμένη ανάγνωση), αποδίδει δηλ. σε ορισμένο αποδεικτικό έγγραφο, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. ΚΠολΔ, περιεχόμενο προφανώς διαφορετικό εκείνου που πραγματικά έχει, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα πόρισμα ως προς πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όχι, όμως, και όταν το δικαστήριο, εκτιμώντας το έγγραφο ως αποδεικτικό μέσο, προβαίνει σε εκτίμηση του αληθινού περιεχομένου του, που έχει διαγνωσθεί σωστά, δηλ. σε αποδεικτική αξιολόγησή του, και συνάγει, έστω και εσφαλμένα, αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που θεωρεί ορθό ο αναιρεσείων, διότι πράγματι στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται για αιτίαση αναφερομένη στην εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθ. 561 § 1 ΚΠολΔ). Η παραμόρφωση μπορεί να γίνει θετικά, με την μεταβολή του κειμένου του εγγράφου, ή αρνητικά, με την παράλειψη κρίσιμων περικοπών, και πρέπει ν' αναφέρεται σε ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό, για την θεμελίωση δε του λόγου αυτού πρέπει το δικαστήριο να μόρφωσε την γνώμη του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το περιεχόμενο του εγγράφου, που κατά την σχετική αιτίαση του αναιρεσείοντος φέρεται ότι παραμόρφωσε, προϋπόθεση που δεν συντρέχει, όταν το έγγραφο αυτό εκτιμήθηκε μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου. (Β) Εξάλλου, από τα άρθ. 669 § 2 ΑΚ, 1 ν. 2112/ 1920 και 1 και 5 ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και το κύρος της δεν εξαρτάται, καταρχήν, από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλ' αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου, η άσκηση, όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθ. 281 ΑΚ, δηλ. της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά την καταγγελία καταχρηστική και επομένως άκυρη σύμφωνα με τα άρθ. 174 και 180 ΑΚ. Η καταγγελία, ειδικότερα, της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, η οποία είναι άκυρη και εάν δεν γίνει εγγράφως και δεν καταβληθεί η προβλεπομένη γι' αυτήν νόμιμη αποζημίωση (άρθ. 5 § 3 ν. 3198/1955), είναι άκυρη ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που αυτή οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης συνεπεία προηγηθείσης νόμιμης αλλά μη αρεστής στον εργοδότη συμπεριφοράς του εργαζομένου. Δεν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν δεν υπάρχει γι' αυτήν κάποια αιτία, αφού ως εκ του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, για να θεωρηθεί αυτή άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέσθηκε γι' αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμμία εμφανής αιτία, αλλ' απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους που πρέπει να επικαλεσθεί και ν' αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθ. 281 ΑΚ, πολύ δε περισσότερο δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του απολυομένου ή την εκ μέρους του παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεών του. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθ. 5 §§ 1 και 2 ν. 2112/1920, 6 § 2 του β.δ. από 16/18-7-1929 και 7 ν. 3198/1955 συνάγεται ότι ο εργοδότης δικαιούται να καταγγείλει την αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας, χωρίς την καταβολή αποζημίωσης, εάν κατά του εργαζομένου υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατ' αυτού κατηγορία για αδίκημα που φέρει τον χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Η καταγγελία της αορίστου χρόνου σύμβασης εργασίας για τον πιο πάνω λόγο της αξιόποινης συμπεριφοράς του μισθωτού και της εξαιτίας αυτής διατάραξης της εργασιακής σχέσης δεν υπόκειται, όπως προαναφέρθηκε, στις διατυπώσεις του ν. 3198/1955, ούτε προσκρούει στις διατάξεις του άρθ. 281 ΑΚ, εκτός εάν στην πραγματικότητα η καταγγελία για τον ως άνω λόγο έγινε και για λόγους που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθ. 281 ΑΚ, κατά τα προαναφερθέντα, όπως όταν έγινε ύστερ' από ψευδή και προσχηματική έγκληση, που υποβλήθηκε από τον εργοδότη παρά το αβάσιμο της καταγγελίας, για λόγους εκδίκησης ή εχθρότητας ή για καταστρατήγηση των από τον ως άνω ν. 2112/1920 ή από άλλο νόμο δικαιωμάτων του μισθωτού, και είναι ως εκ τούτου άκυρη και ως καταχρηστική, καθόσον στην περίπτωση αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που καθορίζονται στην ως άνω διάταξη (ΑΠ 1272/2010, 673/2009, 196/2008). Σε κάθε περίπτωση ο ισχυρισμός του εναγομένου εργοδότη ότι η καταγγελία δεν έγινε για τους λόγους που αναφέρει ο εργαζόμενος (και που την καθιστούν καταχρηστική), αλλά για άλλους που την αιτιολογούν αποτελεί (όχι ένσταση αλλά) αιτιολογημένη άρνηση της αποτελούσης βάση της αγωγής καταχρηστικότητας της καταγγελίας. Εξάλλου, στους περιορισμούς του άρθ. 281 ΑΚ υπόκεινται, όπως κάθε άλλο δικαίωμα, είναι δηλ. καταχρηστική η άσκησή τους, όταν υπερβαίνει τα τιθέμενα στην διάταξη αυτή ως άνω όρια: (α) Το δικαίωμα του εργαζομένου ν' αξιώσει κατ' άρθ. 656 ΑΚ λόγω άκυρης (και δη ως καταχρηστικής) καταγγελίας της σύμβασης εργασίας μισθούς υπερημερίας, τέτοια δε υπέρβαση υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παραμένει θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και κακόβουλα να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορεί ν' ανεύρει και να παράσχει ευχερώς, κατά το διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη του, για να εισπράττει απ' αυτόν, χωρίς να εργάζεται, τους μισθούς υπερημερίας, για να θεωρηθεί δηλ. καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος αυτού του εργαζομένου απαιτείται δόλια και κακόβουλη αποφυγή της απασχόλησής του και δεν αρκεί ότι δεν βρήκε άλλη εργασία από αμέλεια (β) Το δικαίωμα του εργαζομένου κατ' άρθ. 1 ν. 2112/1920 για την καταβολή της οφειλομένης αποζημίωσης απόλυσης, όταν ο εργαζόμενος επιδεικνύει συμπεριφορά που συνιστά υπαίτια αθέτηση των υποχρεώσεών του από την σύμβαση εργασίας (η οποία εντονότερα από τις άλλες ενοχικές σχέσεις διέπεται από τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και δημιουργεί διαρκή σχέση προσωπικής συνεργασίας και εμπιστοσύνης, η έλλειψη των οποίων συνεπάγεται και ακαταλληλότητα για την εργασία που έχει προσληφθεί) και τούτο γίνεται επίτηδες για να εξαναγκασθεί ο εργοδότης να καταγγείλει την σύμβαση, ώστε ο μισθωτός να εισπράξει την ως άνω αποζημίωση, στην οποία και μόνο αποβλέπει, αλλά δεν θα εισέπραττε, αν αποχωρούσε οικειοθελώς. Τέλος, ως καταγγελία (σιωπηρή) εκ μέρους του εργαζομένου της σύμβασης εργασίας του (με την ειδικότερη μορφή της παραίτησης) μπορεί να θεωρηθεί, σύμφωνα με τα άρθ. 5 § 3 ν. 3198/1955, 173, 200 και 288 ΑΚ, η αποχή του μισθωτού από την εργασία του, που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διαρκείας κ.λπ., ύστερ' από εκτίμηση των συνθηκών της αποχής. Στην προκειμένη περίπτωση από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης (άρθ. 561 § 2 ΚΠολΔ) προκύπτουν τα εξής: (1) Ο αναιρεσίβλητος με την ένδικη αγωγή του στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών (άρθ. 561 § 2 ΚΠολΔ) εξέθεσε, όπως προαναφέρθηκε, ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψε με την αναιρεσείουσα εταιρεία την 3-6-1998 προσλήφθηκε απ' αυτήν, προκειμένου να εργασθεί με την ειδικότητα του αδειούχου ηλεκτροσυγκολλητή Β' τάξης, ότι, επειδή η εναγομένη ηρνείτο να του καταβάλλει τις νόμιμες αποδοχές της ειδικότητας αυτής, προσέφυγε στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας και στο τοπικό κατάστημα του ΙΚΑ, ενώ στην συνέχεια άσκησε στο ίδιο ως άνω δικαστήριο (μαζί με άλλον εργαζόμενο στην εναγομένη) την από 5-11-2007 αγωγή, αμέσως επιδοθείσα στην εναγομένη, για την επιδίκαση διαφορών μεταξύ των καταβλητέων νομίμων, ως άνω, και καταβαλλομένων αποδοχών, ότι την 19-11-2007 η εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως την σύμβαση εργασίας του, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, λόγω προηγουμένης υποβολής εκ μέρους της, όπως ανέφερε στην καταγγελία, μήνυσης σε βάρος του για τα αδικήματα της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, που ο ενάγων είχε δήθεν διαπράξει σε βάρος της με όσα είχε ισχυρισθεί στην Επιθεώρηση Εργασίας και στο τοπικό κατάστημα του ΙΚΑ, ότι η καταγγελία αυτή, για την οποία δεν καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση, είναι άκυρη και ως καταχρηστική, διότι η υποβληθείσα εναντίον του μήνυση ήταν αναληθής και προσχηματική και έγινε προκειμένου να τον απολύσει, για να τον εκδικηθεί επειδή διεκδίκησε νόμιμα δικαιώματά του, χωρίς να του καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση, με βάση δε τα περιστατικά αυτά ζήτησε, ύστερ' από περιορισμό των αρχικών καταψηφιστικών αιτημάτων, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ως άνω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και η υποχρέωση της εναγομένης για την καταβολή των ζητηθέντων μισθών υπερημερίας κ.λπ., επικουρικά δε ότι οφείλει να του καταβάλει το εκεί ποσό ως αποζημίωση απόλυσης. (2) Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 3055/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτό ότι (α) ο ενάγων αδειούχος ηλεκτροσυγκολλητής Β' τάξης, προσελήφθη την 3-6-1998, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από την εναγομένη εταιρεία κατασκευής και εμπορίας κουφωμάτων αλουμινίου και συστημάτων ασφαλείας ως τεχνίτης σιδηρουργός (β) επειδή η εναγομένη ηρνείτο να του καταβάλλει τις νόμιμες αποδοχές για την ειδικότητα του ηλεκτροσυγκολλητή, ο ενάγων προσέφυγε επανειλημμένα στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας και το τοπικό κατάστημα ΙΚΑ και άσκησε ενώπιον του ως άνω δικαστηρίου (μαζί με άλλον συνάδελφό του) την από 5-11-2007 αγωγή, ζητώντας την καταβολή της διαφοράς μεταξύ των καταβλητέων, σύμφωνα με τις οικείες ΣΣΕ, και καταβαλλομένων αποδοχών, για τα έτη 2002 - 2003 (γ) η εναγομένη μετά την κοινοποίηση σ' αυτήν της παραπάνω αγωγής υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 16-11-2007 έγκλησή της (σε βάρος αμφοτέρων των ως άνω εργαζομένων) για τα αδικήματα της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και συκοφαντικής δυσφήμησης, που φέρονται ότι τελέσθηκαν σε βάρος της με τις ψευδείς, κατά τους ισχυρισμούς της, αναφορές προς τις ως άνω δημόσιες αρχές και παράλληλα την αυτή ημερομηνία, δηλ. την 16-11-2007, κοινοποίησε στον ενάγοντα εξώδικη δήλωση, με την οποία τον κάλεσε ν' αποχωρήσει από την εργασία του από 19-11-2007 και δήλωσε ότι δεν αποδέχεται πλέον τις υπηρεσίες του (δ) η δήλωση αυτή επέχει θέση καταγγελίας της επίδικης σύμβασης εργασίας και επειδή έγινε χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης είναι άκυρη, καθόσον δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η καταγγελία αυτή εμπίπτει στο άρθ. 5 § 1 ν. 2112/1920, ώστε να μην υπάρχει υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης απόλυσης λόγω προηγουμένης υποβολής μήνυσης σε βάρος του εργαζομένου, διότι η υποβληθείσα έγκληση κρίνεται προσχηματική προς αποφυγή εκ μέρους της εναγομένης εργοδότριας εταιρείας της νόμιμης υποχρέωσής της για την καταβολή της αποζημίωσης, ειδικότερα δε η υποβολή της έγκλησης μεθοδεύθηκε μετά την κοινοποίηση στην εναγομένη της προηγουμένης αγωγής του ενάγοντος (και του συναδέλφου του) για την καταβολή διαφορών αποδοχών και ήδη ικανό χρονικό διάστημα μετά τις καταγγελίες του ενάγοντος στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας και στο ΙΚΑ, ενώ, παρεμπιπτόντως, η προσφυγή και αναφορά του εργαζομένου στις αρμόδιες αρχές προς αναζήτηση προστασίας και διεκδίκηση των νομίμων δικαιωμάτων του δεν στοιχειοθετεί τα αδικήματα της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης (ε) σύμφωνα με τα προεκτεθέντα είναι πρόδηλο ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ύστερ' από την υποβολή της ως άνω έγκλησης σε βάρος του ενάγοντος προσκρούει στην διάταξη του άρθ. 281 ΑΚ, ως υπερβαίνουσα καταδήλως τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος καταγγελίας και είναι εξ αυτής της αιτίας άκυρη. Με βάση τα γενόμενα ως άνω δεκτά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκληθείσα απόφασή του, αφού απέρριψε ως αόριστη την αγωγή κατά την βάση της για την καταβολή - λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας - μισθών υπερημερίας, δέχθηκε αυτήν ενμέρει, αναγνώρισε την ακυρότητα της επίμαχης καταγγελίας της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης εργασίας και υποχρέωσε την εναγομένη ν' αποδέχεται την εργασία του ενάγοντος στην ίδια θέση και με τους αυτούς όρους ως και πριν από την καταγγελία. (3) Κατά της απόφασης αυτής η αναιρεσείουσα εναγομένη άσκησε έφεση, πλήττοντας αυτήν ως προς όλα τα κεφάλαιά της, παραπονουμένη ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων (α) έκρινε ότι η αγωγή του αναιρεσιβλήτου ενάγοντος ασκήθηκε εντός της κατ' άρθ. 6 § 1 ν. 3198/1955 τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας από την λύση της σχέσης εργασίας (πρώτος λόγος έφεσης), η εσφαλμένη δε αυτή κρίση του Πρωτοδικείου ερείδεται στην εσφαλμένη ανάγνωση του εγγράφου της από 15-11-2007 επικουρικής καταγγελίας από την εναγομένη της μεταξύ των διαδίκων από 3-6-1998 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας (δεύτερος λόγος έφεσης) (β) δέχθηκε, χωρίς μάλιστα, ειδικότερα, να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα και δη τα έγγραφα που προσκόμισε με επίκληση η εναγομένη, ότι ο ενάγων εργαζόταν σ' αυτήν ως ηλεκτροσυγκολλητής Β' τάξης και, συνακόλουθα, ότι το περιεχόμενο των ψευδών καταγγελιών του στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας την 14-6-2007 και στο ΙΚΑ την 28-9-2007 ήταν αληθές και έγινε προς αναζήτηση προστασίας και διεκδίκηση των δικαιωμάτων του, ενώ έπρεπε να δεχθεί, όπως πλήρως αποδείχθηκε, ότι ο ενάγων εργαζόταν (αρχικά στην ατομική επιχείρηση του Ι. Μ. και στην συνέχεια στην εναγομένη εταιρεία) ως τεχνίτης σιδηρουργός και όχι ως ηλεκτροσυγκολλητής (και μάλιστα προϊστάμενος του -ανυπάρκτου - τμήματος ηλεκτροσυγκόλλησης), όπως ψευδώς ισχυρίσθηκε (τρίτος λόγος έφεσης) (γ) παραβίασε τις εκεί αναφερόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που αναφέρονται στην έννοια της κύριας και παρεμφερούς απασχόλησης και της πρόσθετης εργασίας (τέταρτος λόγος έφεσης) (δ) απέρρριψε την ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης των δικαιωμάτων του ενάγοντος και έκρινε άκυρη την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, ενώ (όπως πλήρως αποδείχθηκε) η καταγγελία αυτή προκλήθηκε από τον ίδιο τον ενάγοντα, με σκοπό ν' αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της εναγομένης, δηλ. αφενός να του καταβληθούν αναδρομικά από το 1998 οι μεγαλύτερες αποδοχές του ηλεκτροσυγκολλητή και όχι του τεχνίτη σιδηρουργού, που πραγματικά ήταν, και αφετέρου να συνταξιοδοτηθεί ή ν' απολυθεί από την εναγομένη με βάση τις υπέρτερες αυτές αποδοχές του ηλεκτροσυγκολλητή (πέμπτος λόγος έφεσης) και (στ) έκρινε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος έγινε από την εναγομένη μόνο εξαιτίας της υποβολής της από 16-11-2007 έγκλησής της κατ' αυτού (και του K. Α.) για τα αδικήματα της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης, της συκοφαντικής δυσφήμησης και της απόπειρας απάτης ιδιαίτερα μεγάλου ποσού, ενώ η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, η οποία ασκήθηκε επικουρικά για την περίπτωση που θεωρηθεί ότι η συμπεριφορά του ενάγοντος δεν συνιστά καταγγελία της σύμβασης από τον ίδιο, ερείδεται στο σύνολο της παράνομης, αντισυμβατικής και ως εκ τούτου καταχρηστικής συμπεριφοράς του, που προκάλεσε σοβαρότατα προβλήματα στην λειτουργία της επιχείρησης και κλόνισε σοβαρότατα την εμπιστοσύνη της εναγομένης προς το πρόσωπο αυτού, η υποβολή δηλ. της ως άνω έγκλησης αφορά μόνο τις ψευδείς καταγγελίες στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας και το ΙΚΑ και όχι την συνολικά παράνομη και καταχρηστική συμπεριφορά του εναγομένου, εσφαλμένα δε έκρινε και ότι η υποβολή της μήνυσής της ήταν προσχηματική, προκειμένου ν' αποφύγει την καταβολή αποζημίωσης, και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθ. 5 § 1 ν. 2112/1920 (έκτος λόγος έφεσης). (4) Το Εφετείο Αθηνών, κρίνοντας επί της αγωγής αυτής ύστερ' από την ως άνω έφεση της αναιρεσείουσας εναγομένης, με την προσβαλλομένη 6320/2011 απόφασή του και όπως απ' αυτήν προκύπτει δέχθηκε, ότι ο αναιρεσίβλητος ενάγων προσλήφθηκε την 3-6-1998 αρχικά από την ατομική επιχείρηση του Ι. Μ. με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργασθεί με την ειδικότητα του τεχνίτη σιδηρουργού, ότι το έτος 2001 ιδρύθηκε η αναιρεσείουσα εναγομένη ομόρρυθμη εταιρεία με αντικείμενο δραστηριότητας την κατασκευή, πώληση και τοποθέτηση κάθε είδους κατασκευών (παράθυρα, θύρες, παντζούρια κ.λπ.) από αλουμίνιο, σίδηρο ή άλλα μέταλλα ή από άλλα υλικά κατασκευής, ότι ο ενάγων μετά την ίδρυση της εναγομένης εταιρείας συνέχισε να παρέχει την εργασία του σ' αυτήν με την ειδικότητα και τους όρους που την παρείχε έως τότε, δηλ. έκοβε στο πριόνι τις κάσες, τις κλειδαριές και τα αλουμίνια, μοντάριζε τα αλουμίνια μέσα στο "μπόι" της κλειδαριάς και τις τρύπαγε σε ειδικό μηχάνημα, μετά διαμόρφωνε τις κάσες σε πρεσάκια και τις τρυπούσε στο δρέπανο και τέλος κολλούσε τους μεντεσέδες με ηλεκτροσυγκόλληση, η εργασία δε αυτή διαρκούσε κατά μέσο όρο δέκα περίπου λεπτά της ώρας για κάθε κόλληση, ότι ειδικότερα ο ενάγων εκτελούσε εργασίες συγκόλλησης εκ περιτροπής με τους λοιπούς εργαζομένους τεχνίτες της εναγομένης, όταν κολλούσε τους μεντεσέδες, μη απασχολούμενος με την ηλεκτροσυγκόλληση για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της μίας ώρας ημερησίως, ότι οι περιγραφόμενες ως άνω εργασίες προσιδιάζουν στην ειδικότητα του τεχνίτη σιδηρουργού, με την οποία είχε προσληφθεί ο ενάγων και η οποία ήταν η κύρια εργασία του και όχι αυτή του ηλεκτροσυγκολλητή (που επικαλείται με την αγωγή του), ότι ο ενάγων, έχοντας εσφαλμένα, κατά τα προαναφερθέντα, την πεποίθηση ότι έπρεπε να αμείβεται με τις προβλεπόμενες νόμιμες αποδοχές για την ειδικότητα του ηλεκτροσυγκολλητή, ως αδειούχος μάλιστα ηλεκτροσυγκολλητής Β' τάξης, κάτοχος της με αριθ. 54/ΑΓ/1973 άδειας, μετά την άρνηση της εναγομένης εργοδότριας εταιρείας να καταβάλει αυτές, προσέφυγε επανειλημμένα στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας και στο κατάστημα ΙΚΑ Ασπροπύργου και περαιτέρω άσκησε, μαζί με άλλο συνάδελφό του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 5-11-2007 (και με αριθ. κατάθ. 4997/2007) αγωγή, με την οποία ζητούσαν να τους καταβληθούν τα ποσά που αντιστοιχούσαν στην διαφορά μεταξύ καταβλητέων και καταβαλλομένων αποδοχών, σύμφωνα με τις οικείες ΣΣΕ, για τα έτη 2002 έως 2007, ότι μετά την κοινοποίηση της ως άνω αγωγής σ' αυτήν η εναγομένη υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών την από 16-11-2007 έγκλησή της σε βάρος αμφοτέρων των ως άνω εργαζομένων για τα αδικήματα της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και συκοφαντικής δυσφήμησης, που φέρονται ότι τέλεσαν σε βάρος της με τις ψευδείς, κατά τους ισχυρισμούς της, αναφορές τους ενώπιον δημοσίων αρχών, ενώ παράλληλα την αυτή ημερομηνία, δηλ. την 16-11-2007, κοινοποίησε (και) στον ενάγοντα εξώδικη δήλωση, με την οποία, αφού ιστορούσε την τέλεση εκ μέρους του των προαναφερομένων αδικημάτων και την υποβολή σε βάρος του της ως άνω έγκλησης γι' αυτά, τον καλούσε ν' αποχωρήσει από την εργασία του από 19-11-2007, καταγγέλλοντας την σύμβαση εργασίας του, ότι η ως άνω καταγγελία γενομένη χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης είναι άκυρη, καθόσον δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθ. 5 § 1 ν. 2112/1920, ώστε να μην υφίσταται υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης απόλυσης λόγω προηγουμένης υποβολής μήνυσης σε βάρος του εργαζομένου, ότι ειδικότερα η υποβολή της ανωτέρω έγκλησης μεθοδεύθηκε μετά την κοινοποίηση στην εναγομένη της ως άνω από 5-11-2007 αγωγής του ενάγοντος (και του συναδέλφου του) στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ο οποίος, έχοντας την πεποίθηση ότι έπρεπε ν' αμείβεται ως ηλεκτροσυγκολλητής, και όχι ως τεχνίτης σιδηρουργός, διεκδίκησε δικαστικά τις αξιώσεις του αυτές, που πίστευε ότι εδικαιούτο (σημειουμένου ότι η αγωγή αυτή απορρίφθηκε ήδη με την 1201/2009 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου ως ουσιαστικά αβάσιμη), μη έχοντας περαιτέρω την πρόθεση συκοφαντικής δυσφήμησης ή έκθεσης σε κίνδυνο με ψευδείς αναφορές στις δημόσιες αρχές της αξιοπιστίας της επιχείρησης της εναγομένης εταιρείας, ενώ η προσφυγή και αναφορά του εργαζομένου στις αρμόδιες αρχές προς αναζήτηση προστασίας και διεκδίκηση των νομίμων αποδοχών του (που έστω και εσφαλμένα πιστεύει ότι δικαιούται) δεν στοιχειοθετεί από μόνη της ούτε το αδίκημα της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης ούτε της συκοφαντικής δυσφήμησης, ότι κατά τα ανωτέρω η υποβληθείσα έγκληση είναι προσχηματική προς αποφυγή εκ μέρους της εργοδότριας εταιρείας της νόμιμης υποχρέωσής της για καταβολή της αποζημίωσης, υποβληθείσα μάλιστα αμέσως μετά την κοινοποίηση της παραπάνω αγωγής του ενάγοντος (και του συναδέλφου του) και ήδη ικανό διάστημα μετά τις καταγγελίες του στην Επιθεώρηση Εργασίας (14-6-2007) και στο ΙΚΑ (2-10-2007), ότι κατά συνέπεια καθίσταται πρόδηλο ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας λόγω της τέλεσης των παραπάνω αδικημάτων από τον ενάγοντα υπερβαίνει καταδήλως τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος αυτού, προσκρούει επομένως στην διάταξη του άρθ. 281 ΑΚ και είναι εξ αυτής της αιτίας άκυρη. Με βάση τα παραπάνω το Εφετείο έκρινε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκληθείσα απόφασή του (α) δέχθηκε ότι η εναγομένη αρνείτο να καταβάλλει στον ενάγοντα τις νόμιμες αποδοχές για την ειδικότητα του ηλεκτροσυγκολλητή, ότι η υποβληθείσα σε βάρος του έγκληση ήταν προσχηματική, υποβληθείσα προς αποφυγή της υποχρέωσής της για την καταβολή της αποζημίωσης, καθόσον μεθοδεύθηκε μετά την κοινοποίηση σ' αυτήν της προαναφερθείσας αγωγής του ενάγοντος για την καταβολή της διαφοράς μεταξύ των καταβλητέων αποδοχών για την ειδικότητα του ηλεκτροσυγκολλητή και των κατωτέρων (του σιδηρουργού) και ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος ύστερ' από την υποβολή της ως άνω έγκλησης προσκρούει στην διάταξη του άρθ. 281 ΑΚ και είναι εκ της αιτίας αυτής άκυρη (β) με το σκεπτικό αυτό αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και υποχρέωσε την εναγομένη ν' αποδέχεται την εργασία του ενάγοντος στην ίδια θέση κ.λπ., ορθά κατ' αποτέλεσμα έκρινε, αν και με ενμέρει διαφορετική αιτιολογία, και αφού αντικατέστησε αυτήν ως άνω (άρθ. 534 ΚΠολΔ) απέρριψε ως αβάσιμους τους προαναφερθέντες τρίτο και τέταρτο λόγους της έφεσης της αναιρεσείουσας εναγομένης. Στην συνέχεια το Εφετείο: (1) Έκρινε απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο τον ισχυρισμό της εναγομένης, ότι η εκ μέρους της ως άνω καταγγελία της σύμβασης εργασίας έγινε επικουρικά, για την περίπτωση δηλ. που θεωρηθεί άκυρη η καταγγελία της σύμβασης αυτής που έγινε από τον ενάγοντα, όπως προκύπτει από την από 15-11-2007 εξώδικη δήλωσή της, στην οποία αναφέρεται "...επειδή η παράνομη συμπεριφορά σας συνιστά καταγγελία της εργασιακής σας συμβάσεως από υπαιτιότητά σας...." "σας καλούμε να αποχωρήσετε από την εργασίας σας από την 19-11-2007...". Και τούτο, διέλαβε περαιτέρω το Εφετείο, καθόσον η καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του μισθωτού μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, όπως όταν συνάγεται από πράξεις ή καταστάσεις που υποδηλώνουν έλλειψη πρόθεσης ή αδυναμία να συνεχίσει την εργασιακή σχέση, πλην όμως η βούληση του μισθωτού πρέπει να προκύπτει σαφώς από την όλη συμπεριφορά του, με βάση συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία δεν διαλαμβάνει η εναγομένη στην ως άνω δήλωσή της, ούτε πάντως αποδείχθηκαν συγκεκριμένες πράξεις ή καταστάσεις που υποδηλώνουν ρητή ή σιωπηρή δήλωση βούλησης του ενάγοντος για την λύση απ' αυτόν της σύμβασης εργασίας (2) Σε σχέση με την ένσταση της εναγομένης ότι η άσκηση του ενδίκου δικαιώματος του ενάγοντος είναι καταχρηστική κατ' άρθ. 281 ΑΚ, καθόσον η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος προκλήθηκε από τον ίδιο που επεδίωξε με την προπεριγραφείσα συμπεριφορά του να του καταβληθούν αναδρομικά, από το 1988, οι υπέρτερες αποδοχές του ηλεκτροσυγκολλητή και όχι του τεχνίτη σιδηρουργού, που πράγματι ήταν, και να συνταξιοδοτηθεί ή ν' απολυθεί από την εναγομένη με βάση τις μεγαλύτερες αυτές αποδοχές, έκρινε ότι τα περιστατικά αυτά, αληθή υποτιθέμενα, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθ. 281 ΑΚ, πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε ότι κατά την άσκηση των ως άνω αξιώσεών του ο ενάγων ενήργησε με πρόθεση συκοφαντικής δυσφήμησης ή έκθεσης σε κίνδυνο με ψευδείς αναφορές στις δημόσιες αρχές της αξιοπιστίας της επιχείρησης της εναγομένης, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, σκοπός του ήταν η προσφυγή του στις αρμόδιες αρχές προς αναζήτηση προστασίας και διεκδίκησης των νομίμων αποδοχών που πίστευε ότι δικαιούνταν, με βάση δε αυτά και συμπληρώνοντας τις αιτιολογίες της πρωτοβάθμιας απόφασης που είχε απορρίψει σιωπηρά την ένσταση αυτή, απέρριψε τον πέμπτο λόγο της έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο είχε επαναφερθεί ενώπιον αυτού η ως άνω ένσταση. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και σε σχέση με τα παραπάνω η αναιρεσείουσα εναγομένη προβάλλει περαιτέρω τις αιτιάσεις: (i) Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης από τον αριθ. 8 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο δεχθέν ότι ο ενάγων, έχοντας την εσφαλμένη πεποίθηση ότι έπρεπε να αμείβεται με τις νόμιμες αποδοχές του ηλεκτροσυγκολλητή Β' τάξης και όχι του τεχνίτη σιδηρουργού, όπως πράγματι ήταν, προέβη στις προαναφερθείσες ενέργειες (προσφυγή στην Επιθεώρηση Εργασίας και στο ΙΚΑ, άσκηση αγωγής για την καταβολή των διαφορών αποδοχών μεταξύ των ειδικοτήτων αυτών), έλαβε υπόψη μη προταθέντα σχετικό ισχυρισμό από τον ενάγοντα περί εσφαλμένης και εκ παραδρομής πεποίθησης αυτού ότι εργαζόταν ως ηλεκτροσυγκολλητής και όχι ως σιδηρουργός, έλαβε δηλ. υπόψη "πράγματα" μη προταθέντα από τον αναιρεσίβλητο ενάγοντα, ο οποίος τόσο με την αγωγή του όσο και με τις προτάσεις ενώπιον των δικαστηρίων αμφοτέρων των βαθμών δεν περιέλαβε τέτοιο ισχυρισμό (περί δημιουργίας σ' αυτόν εσφαλμένης πεποίθησης ότι εργαζόταν με την ειδικότητα του ηλεκτροσυγκολλητή), αλλ' αντίθετα τόσο με την αγωγή του όσο και με τις προτάσεις του ισχυρίζεται συνεχώς ότι εργαζόταν ως ηλεκτροσυγκολλητής Β' τάξης και ότι κατέφυγε στις ως άνω υπηρεσίες για να διεκδικήσει τις νόμιμες αυτές αποδοχές που συνεχίζει να διεκδικεί και με την ένδικη αγωγή, τα "πράγματα" δε αυτά έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, καθόσον αναιρούν το στοιχείο του δόλου από τις ως άνω ενέργειες του ενάγοντος και συνακόλουθα οδηγούν στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι ο ενάγων δεν τέλεσε, ελλείψει δόλου, τα αδικήματα, για το οποία υποβλήθηκε από την εναγομένη η ως άνω έγκληση και ότι επομένως αυτή είναι προσχηματική, η δε καταγγελία της σύμβασης καταχρηστική. Ο λόγος αυτός πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον η αναφερομένη στην προσβαλλομένη απόφαση εσφαλμένη πεποίθηση του ενάγοντος ότι έπρεπε ν' αμείβεται με τις νόμιμες αποδοχές του ηλεκτροσυγκολλητή Β' τάξης δεν αποτελεί παρά το νόμο ληφθέν υπόψη μη προταθέν "πράγμα", με την προαναφερθείσα έννοια, αλλά επιχείρημα και συμπέρασμα του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων, σε κάθε δε περίπτωση περιέχεται ως έλασσον στους αγωγικούς ισχυρισμούς ότι ο ενάγων δικαιούνταν τις ως άνω υπέρτερες αποδοχές. (ii) Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης επίσης από τον αριθ. 8 του ίδιου ως άνω άρθρου ότι το Εφετείο απορρίπτοντας τους ως άνω τρίτο και τέταρτο λόγους της έφεσής της και αντικαθιστώντας ενμέρει κατ' εφαρμογή του άρθ. 534 ΚΠολΔ τις αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης, χωρίς να την εξαφανίσει και χωρίς αυτό να ζητηθεί με την έφεσή της (ή τις ενώπιον αυτού προτάσεις αυτής ή του αναιρεσιβλήτου ενάγοντος), υπερέβη τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και συνεπώς έλαβε υπόψη του μη προταθέν "πράγμα". Ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει ν' απορριφθεί ως άνευ εννόμου συμφέροντος προβαλλόμενος διότι το Εφετείο (α) κρίνοντας επί της καταχρηστικότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του αναιρεσιβλήτου ενάγοντος δέχθηκε ότι ορθά κατ' αποτέλεσμα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα, διατυπώνοντας συναφές διατακτικό (β) στην συνέχεια δέχθηκε, όπως ακριβώς προβαλλόταν ειδικά με τον τρίτο λόγο της έφεσης της αναιρεσείουσας, ότι ο αναιρεσίβλητος ενάγων δικαιούνταν της αποδοχές του τεχνίτη σιδηρουργού και όχι του ηλεκτροσυγκολλητή Β' τάξης, όπως εσφαλμένα, κατά την κρίση του Εφετείου, είχε δεχθεί το Πρωτοδικείο, και αντικατάστησε κατά τούτο τις σχετικές αιτιολογίες της εκκληθείσας απόφασης, από την αντικατάσταση δε αυτή δεν δημιουργείται δυσμενέστερο (αλλά ευμενέστερο) για την αναιρεσείουσα εναγομένη δεδικασμένο. (iii) Με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης από τον αριθ. 19 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, κατά σύνοψη των εκεί αναφερομένων, ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση διέλαβε ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής της διάταξης του άρθ. 281 ΑΚ, ειδικότερα δε ότι το Εφετείο (α) αν και δέχθηκε ότι ο ενάγων εργαζόταν εξαρχής ως τεχνίτης σιδηρουργός και όχι ως ηλεκτροσυγκολλητής Β' τάξης, όπως υποστήριζε με την ένδικη αγωγή του, δέχθηκε στην συνέχεια αναιτιολόγητα ότι αυτός, όταν υπέβαλλε τις σχετικές επανειλημμένες καταγγελίες του κατά της αναιρεσείουσας και άσκησε την συναφή προηγουμένη αγωγή του, είχε την πεποίθηση ότι εργαζόταν ως ηλεκτροσυγκολλητής (δικαιούμενος, άρα, τις αντίστοιχες μεγαλύτερες αποδοχές) και (β) αν και δέχθηκε ως αληθές το περιεχόμενο της από 16-11-2007 καταγγελίας από την αναιρεσείουσα εναγομένη της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος και της, έρεισμα αυτής αποτελούσης, από 16-11-2007 έγκλησής της κατ' αυτού, άρα ως ψευδές το περιεχόμενο των ως άνω καταγγελιών του (με τις οποίες αξίωνε τις μεγαλύτερες αποδοχές του ηλεκτροσυγκολλητή), έκρινε τελικά ότι η έγκλησή της ήταν προσχηματική και η με βάση αυτήν καταγγελία της σύμβασης εργασίας άκυρη ως καταχρηστική κατ' άρθ. 281 ΑΚ. Ο λόγος αυτός πρέπει ν' απορριφθεί, διότι, όπως προκύπτει από το προαναφερθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης, το Εφετείο διέλαβε σ' αυτήν επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες και διατύπωσε σαφές αποδεικτικό πόρισμα ως προς την καταχρηστικότητα της επίμαχης καταγγελίας, με όλες δε τις αιτιάσεις που περιλαμβάνονται στον λόγο αυτόν αποδίδονται στην πραγματικότητα ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση του σαφούς ως άνω αποδεικτικού πορίσματος, οι οποίες, όμως, όπως προαναφέρθηκε, δεν συνιστούν ανεπάρκεια αιτιολογιών. (iv) Με τον έκτο λόγο αναίρεσης από τους αριθ. 1 και 19 του άρθ. 559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο με την έχουσα το ως άνω περιεχόμενο αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθ. 7 ν. 3198/1955, 5 § 1 ν. 2112/1920, 6 § 1 του β.δ. της 16/18-7-1920 και του άρθ. 281 ΑΚ, καθόσον δέχθηκε, κατά τους ειδικότερους στον λόγο αυτόν αναίρεσης ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, ότι το περιεχόμενο της από 16-11-2007 έγκλησης της αναιρεσείουσας ήταν αληθινό (ότι δηλ. ο αναιρεσίβλητος ουδέποτε εργάσθηκε σ' αυτήν ως ηλεκτροσυγκολλητής Β' τάξης) και ότι είναι εσφαλμένες και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα οι καταγγελίες του στην Επιθεώρηση Εργασίας και στο ΙΚΑ, με τις οποίες ο ενάγων κατήγγειλε ότι η εναγομένη έπρεπε να του καταβάλλει αποδοχές ηλεκτροσυγκολλητή Β' τάξης, καθώς και η με το ίδιο περιεχόμενο προηγουμένη (και απορριφθείσα αγωγή του), ως εκ τούτου δε το αν υπήρξε ή όχι εσφαλμένη πεποίθηση στον αναιρεσίβλητο ενάγοντα ότι δικαιούνταν τις ως άνω αποδοχές και εξαιτίας της εσφαλμένης αυτής πεποίθησης προέβη στις ψευδείς καταγγελίες είναι ζήτημα υπαιτιότητας που κρίνεται από το ποινικό δικαστήριο που θα εξετάσει, αν στοιχειοθετείται και η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθ. 225 ΠΚ, ενώ εξάλλου (α) η αποδεδειγμένα ψευδούς περιεχομένου αναφορά στις αρμόδιες αρχές δεν συνιστά νόμιμη αναφορά προς αναζήτηση προστασίας, αφού οι διεκδικούμενες αποδοχές είναι, κατά τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, παράνομες (β) ουδέν πραγματικό περιστατικό περιλαμβάνεται στις αιτιολογίες της προσβαλλομένης απόφασης, στο οποίο να στηρίζεται η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι η αναιρεσείουσα υπέβαλε την ως άνω έγκληση για ν' αποφύγει την καταβολή αποζημίωσης στον ενάγοντα ή επειδή αυτός διεκδίκησε τις νόμιμες αποδοχές του και ότι επομένως η συμπεριφορά της εμπίπτει στην διάταξη του άρθ. 281 ΑΚ. Ο λόγος αυτός πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από το προαναφερθέν περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε τις ως άνω διατάξεις και διέλαβε σ' αυτήν συναφώς επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, η δε αναφορά σε εσφαλμένη πεποίθηση του ενάγοντος (ότι δικαιούνταν τις ως άνω υπέρτερες αποδοχές) έγινε στα πλαίσια της έρευνας για την θεμελίωση της, σύμφωνα με το άρθ. 281 ΑΚ, καταχρηστικότητας της επίμαχης καταγγελίας. (v) Με τον έβδομο λόγο αναίρεσης (τελευταίο) ότι: (1) Το Εφετείο υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθ. 20 του άρθ. 559 ΚΠολΔ και ειδικότερα παραμόρφωσε το παρατιθέμενο εκεί περιεχόμενο της από 16-11-2007 εξώδικης δήλωσης - γνωστοποίησης της αναιρεσείουσας και της από 16-11-2007 έγκλησής της κατά του αναιρεσιβλήτου απομονώνοντας ορισμένα τμήματα αυτών και παραλείποντας άλλα, κρίσιμα μέρη τους, με αποτέλεσμα να καταλήξει στα επιζήμια για την αναιρεσείουσα συμπεράσματα, κατ' εκτίμηση και σύνοψη των εκεί εκτιθεμένων, ότι (α) σε βάρος του αναιρεσιβλήτου υποβλήθηκε έγκληση μόνο για τα αδικήματα της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, παραλείποντας το αδίκημα της απόπειρας απάτης ιδιαιτέρως μεγάλου ποσού (β) πέραν των καταγγελιών του αναιρεσιβλήτου στην Επιθεώρηση Εργασίας και στο ΙΚΑ δεν αναφέρονται πραγματικά περιστατικά και άλλη συμπεριφορά (συγκριμένες πράξεις) του αναιρεσιβλήτου ενάγοντος ή καταστάσεις που υποδηλώνουν έλλειψη πρόθεσης αυτού ή αδυναμία για την συνέχιση της σύμβασης εργασίας και ρητή ή σιωπηρή δήλωση βούλησής του για την λύση απ' αυτόν της σύμβασης, μόνο δε οι καταγγελίες αυτές δεν συνιστούν καταχρηστική συμπεριφορά του ενάγοντος, ούτε τα αδικήματα της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, ενώ, εάν δεν παραμόρφωνε το περιεχόμενο των ως άνω εγγράφων, αναγίγνωσκε δηλ. το σύνολο αυτών, θα διαπίστωνε ότι η αναιρεσείουσα με τα έγγραφα αυτά ισχυρίσθηκε ότι (α) τον Ιούνιο του 2007 ο ενάγων, γνωρίζοντας τις λόγω εποχής αυξημένες υποχρεώσεις της εναγομένης εταιρείας, υποκινούσε τους λοιπούς εργαζομένους με την ψευδή αιτίαση ότι δικαιούνται αποδοχές μεγαλύτερες των καταβαλλομένων, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σύγχυση σ' αυτούς και καθυστερήσεις στις εργασίες της εταιρείας, και παράλληλα παρουσίασε σ' αυτήν, για πρώτη φορά, φωτοτυπία άδειας ηλεκτροσυγκολλητή Β' τάξης, αξιώνοντας παράνομα και αντισυμβατικά την καταβολή, αναδρομικά από την πρόσληψή του, του αντίστοιχου μισθού, ενώ ήταν πάντοτε τεχνίτης σιδηρουργός, όταν δε η εναγομένη αρνήθηκε να ικανοποιήσει τις παράνομες αυτές αξιώσεις του, ο ενάγων προέβη την 14-6-2007 και την 2-10-2007 σε εν γνώσει του ψευδείς αναφορές για τα παραπάνω στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας και το τοπικό κατάστημα του ΙΚΑ, αντίστοιχα, με σκοπό να παραπλανήσει τις αρχές αυτές, παριστάνοντας ψευδή γεγονότα ως αληθινά, ώστε να βλάψει την περιουσία της εναγομένης, αφενός με την επιβολή σ' αυτήν και την καταβολή μη οφειλομένων εργοδοτικών εισφορών και αφετέρου με την καταβολή σ' αυτόν μη οφειλομένων διαφορών αποδοχών ανερχομένων στο συνολικό ποσό των 60.654,88 ευρώ κ.λπ. (β) για τον αυτό ως άνω σκοπό, και όχι για να διεκδικήσει μισθολογικές διαφορές, άσκησε την από 5-11-2007 προηγουμένη αγωγή του στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, στην οποία εμφανίζει αυτόν ψευδώς ως προϊστάμενο της εναγομένης εταιρείας, διότι ήταν δήθεν ο μόνος ηλεκτροσυγκολλητής που εργαζόταν σ' αυτήν (γ) με τις ως άνω ψευδείς αναφορές και καταγγελίες ο αναιρεσίβλητος ενάγων έβλαψε την καλή φήμη της αναιρεσείουσας εταιρείας στις αρμόδιες αρχές, αλλά κυρίως τους μοναδικούς μετόχους και διαχειριστές της, παρουσιάζοντας αυτούς ως εργοδότες που εκμεταλλεύονται επί δεκαετία το προσωπικό τους, χωρίς να καταβάλλουν τις νόμιμες αποδοχές, υπολογίζοντας με όλα αυτά σε δικά του οφέλη, αλλά και να παραπλανήσει την δικαιοσύνη. Ο λόγος αυτός κατά το ερευνώμενο εδώ σκέλος του πρέπει ν' απορριφθεί ως αναπόδεικτος (ουσιαστικά αβάσιμος), διότι δεν προσκομίζονται τα αποδεικτικά έγγραφα, το περιεχόμενο των οποίων φέρεται ότι παραμόρφωσε το δικαστήριο της ουσίας. (2) Σε συνέχεια των παραπάνω, ότι το Εφετείο, υποπίπτοντας στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθ. 8 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, δεν έλαβε υπόψη τους περιεχομένους στα ως άνω, φερόμενα ως παραμορφωθέντα, έγγραφα και ενώπιον αυτού και του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου προταθέντες παραπάνω ισχυρισμούς της και λόγω της παράλειψης αυτής οδηγήθηκε στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι μοναδική πράξη του ενάγοντος αναιρεσιβλήτου ήταν οι καταγγελίες του στην Επιθεώρηση Εργασίας και στο ΙΚΑ και στην συνέχεια η έγερση της συναφούς προηγουμένης αγωγής του (για την καταβολή αναδρομικά διαφοράς αποδοχών ηλεκτροσυγκολλητή, τις οποίες πίστευε, πεπλανημένα κατά την αναιρεσιβαλλομένη, ότι δικαιούνταν) και ότι η πράξη αυτή δεν συνιστά από μόνη της, ούτε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του από υπαιτιότητά του, ούτε τα εγκλήματα της ψευδούς ανώμοτης κατάθεσης και της συκοφαντικής δυσφήμησης, ενώ, εάν ελάμβανε υπόψη την ως άνω περιγραφομένη συνολική συμπεριφορά του ενάγοντος από τον Ιούνιο του 2007 και την προσπάθειά του, με τον παραπάνω τρόπο, ν' αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της αναιρεσείουσας εναγομένης, θα κατέληγε σε εντελώς διαφορετικό πόρισμα, δηλ. ότι η συμπεριφορά του ενάγοντος συνιστά καταγγελία της σύμβασης εργασίας από υπαιτιότητά του, άλλως θα αναγνώριζε την εγκυρότητα της από 16-11-2007 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και ότι η περαιτέρω άσκηση των δικαιωμάτων και αξιώσεων από τον αναιρεσίβλητο ενάγοντα είναι καταχρηστική. Ο λόγος αυτός κατά το ερευνώμενο εδώ σκέλος του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι: (α) Όπως προαναφέρθηκε, ο ισχυρισμός του εργοδότη, κατά του οποίου ασκείται αγωγή του μισθωτού για την αναγνώριση της ακυρότητας της εκ μέρους αυτού (εργοδότη) καταγγελίας κ.λπ., περί λύσεως ήδη της σύμβασης αυτής με προηγουμένη καταγγελία της από τον μισθωτό, αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της βάσης της αγωγής αυτής, η οποία προϋποθέτει ισχυρή και μη λυθείσα σύμβαση εργασίας, και όχι "πράγμα" κατά την έννοια του άρθ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ. Ανεξάρτητα απ' αυτά, το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τον ισχυρισμό της εναγομένης ότι η εκ μέρους της καταγγελία της σύμβασης εργασίας ασκήθηκε επικουρικά για την περίπτωση που θεωρηθεί άκυρη η καταγγελία της σύμβασης αυτής που έγινε από τον ενάγοντα "όπως προκύπτει από την από 15-11-2007 εξώδικη δήλωσή της" διαλαμβάνοντας (το Εφετείο) ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του μισθωτού μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, όπως όταν συνάγεται από πράξεις ή καταστάσεις που υποδηλώνουν έλλειψη πρόθεσης ή αδυναμία να συνεχίσει την εργασιακή σχέση, η βούληση, όμως, του μισθωτού πρέπει να προκύπτει σαφώς από την όλη συμπεριφορά του με βάση συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία δεν αναφέρει η εναγομένη στην παραπάνω δήλωσή της, ενώ εξάλλου (δέχθηκε περαιτέρω το Εφετείο) δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένες πράξεις ή καταστάσεις που υποδηλώνουν ρητή ή σιωπηρή δήλωση βούλησης του ενάγοντος για την λύση απ' αυτόν της σύμβασης εργασίας. Κατά συνέπεια, το Εφετείο έλαβε υπόψη και απέρριψε κατ' ουσίαν και τα υπόλοιπα περιστατικά, τα οποία κατά την αναιρεσείουσα υποδηλώνουν καταγγελία της σύμβασης από τον ίδιο τον αναιρεσίβλητο μισθωτό και τα οποία, πάντως, κατά τα προαναφερθέντα δεν συνιστούν τέτοια καταγγελία (β) Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, οι ισχυρισμοί του εναγομένου εργοδότη ότι η προσβαλλομένη από τον ενάγοντα μισθωτό καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ως άκυρη (και δη ως καταχρηστική) δεν έγινε για τους λόγους που αναφέρει ο εργαζόμενος και που την καθιστούν καταχρηστική, αλλά για άλλους που την δικαιολογούν και την καθιστούν έγκυρη, δεν αποτελούν "πράγματα" κατά την προδιαληφθείσα έννοια, αλλά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής και επομένως η μη λήψη υπόψη τους δεν ιδρύει τον ερευνώμενο εδώ λόγο αναίρεσης. (γ) Το Εφετείο ως προς την ένσταση που προέβαλε η εναγομένη ότι η άσκηση του επιδίκου δικαιώματος του ενάγοντος είναι καταχρηστική (άρθ. 281 ΑΚ), επικαλουμένη ότι η καταγγελία της σύμβασης προκλήθηκε από τον ίδιο, ο οποίος επεδίωξε με την προπεριγραφείσα συμπεριφορά του, αφενός να του καταβληθούν αναδρομικά, από το έτος 1998, οι μεγαλύτερες αποδοχές του ηλεκτροσυγκολλητή και όχι του τεχνίτη σιδηρουργού, που πράγματι ήταν, και αφετέρου να συνταξιοδοτηθεί ή ν' απολυθεί από την εναγομένη με βάση τις υπέρτερες αυτές αποδοχές, έκρινε ότι τα περιστατικά αυτά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθ. 281 ΑΚ, πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε, δέχθηκε περαιτέρω το Εφετείο, ότι ο ενάγων κατά την άσκηση των αξιώσεων αυτών ενήργησε με πρόθεση συκοφαντικής δυσφήμησης ή έκθεσης σε κίνδυνο, με ψευδείς αναφορές στις δημόσιες αρχές, της αξιοπιστίας της επιχείρησης της εναγομένης, αφού σκοπός του ήταν, κατά τα γενόμενα δεκτά σε άλλο σημείο της απόφασης, η προσφυγή του στις αρμόδιες αρχές προς αναζήτηση προστασίας και διεκδίκηση των νόμιμων αποδοχών που πίστευε ότι δικαιούνταν. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη όλους τους ισχυρισμούς της εναγομένης που αναφέρονται στην καταχρηστική άσκηση εκ μέρους του ενάγοντος των επιδίκων δικαιωμάτων του και τους απέρριψε για λόγους νομικούς ή ουσιαστικούς, αλλά σε κάθε περίπτωση και εκ των πραγμάτων με παραδοχές αντίθετες προς αυτούς. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω η ένδικη αίτηση αναίρεσης πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18-12-2012 αίτηση της εταιρείας με την επωνυμία " …" για αναίρεση της 6320/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Εφετείο, δεν παραβίασε τις σχετικές διατάξεις κατά το μέρος που δέχθηκ α) ότι η εξαίρεση των αναιρεσειότων από την επίδικη παροχή δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης, αφού δεν πρόκειται για οικειοθελή παροχή, αλλά για την εφαρμογή του άρθρου 4 του έχοντος ισχύ νόμου ΚΚΠ/ΔΕΗ. β) τη μη παραβίαση της αρχής της ισότητας, αφού η εν λόγω διαφοροποίηση στην ένταξη σε μ.κ. ορίζεται από το αντικειμενικό γεγονός του χρόνου εισόδου στην υπηρεσία, ενόψει και του ότι εκείνοι, κατά την υπαγωγή τους στην νέα Κατηγορία Τ5, διατηρούν τα ήδη κατεχόμενα από την προηγούμενη κατηγορία μ.κ., προβλέπεται δε για αυτούς και η δυνατότητα, να εξελιχθούν εντός της νέας Τ5 κατηγορίας σε υψηλότερα μ.κ. από εκείνα που προβλέπονταν στην κατηγορία ΓΥ1.
null
null
0
Αριθμός 2206/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Φ. Π. χήρας Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Καράκωστα. Του αναιρεσιβλήτου: Δήμου Κηφισιάς, νόμιμα εκπροσωπουμένου, με έδρα την Κηφισιά Αττικής, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Δεμερτζή. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/12/1998 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7463/1999 μη οριστική, 4460/2004 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, 4358/2005 μη οριστική, 1750/2007 οριστική και 5007/2007 διορθωτική αυτής του Εφετείου Αθηνών. Κατά των αποφάσεων αυτών ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 402/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία τις αναίρεσε και παρέπεμψε την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Το Εφετείο Αθηνών εξέδωσε την 1143/2010 μη οριστική και την 1344/2011 οριστική απόφαση. Την αναίρεση της τελευταίας αυτής απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 2/5/2011 αίτηση και τις από 1/2/2013 προτάσεις της, με τις οποίες ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 26/1/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της ένδικης αίτησης για τους λόγους αναίρεσης πρώτο, τρίτο, έβδομο και ενδέκατο, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Ένα ακίνητο αποκτά την ιδιότητα του κοινόχρηστου πράγματος: (α) από το νόμο, δηλαδή με το χαρακτηρισμό του ως κοινόχρηστης εκτάσεως από το ρυμοτομικό διάγραμμα του σχεδίου πόλεως, (β) από τη βούληση των ιδιοκτητών, η οποία πρέπει να γίνει με νομότυπη δικαιοπραξία (διαθήκη ή δωρεά) ή και με παραίτηση από την κυριότητα, με σκοπό να καταστεί το συγκεκριμένο ακίνητο κοινόχρηστο, για την οποία όμως απαιτείται δήλωση του κυρίου περιβαλλόμενη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, αφού περιέχει κατάργηση εμπραγμάτου δικαιώματος και (γ) με την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, την οποία πρόβλεπε το προΐσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (ν. 3 παρ. 2 Πανδ. 43.7) και σύμφωνα με την οποία η χρήση του πράγματος από κοινότητα ή δήμο ή από τους δημότες αυτών μπορούσε να προσδώσει σε ακίνητο την ιδιότητα του κοινοχρήστου, εφόσον η αρχαιότητα στην ως άνω χρήση υπήρξε συνεχής επί δύο γενεές, η καθεμία από τις οποίες εκτείνεται σε σαράντα έτη και είχε συμπληρωθεί πριν από την εισαγωγή του ΑΚ (23-2-1946), ενόψει του ότι ο τελευταίος δεν αναγνωρίζει το θεσμό της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας (ΑΠ 1528/1995, ΑΠ 190/1993). Eιδικότερα, στην πρώτη από τις πιο πάνω περιπτώσεις προσαπαιτείται και καθορισμός με δικαστική απόφαση της πλήρους αποζημιώσεως, που αναλογεί στην αξία του αναγκαστικά απαλλοτριουμένου και καταβολή αυτής στο δικαιούχο ή παρακατάθεση της στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (βλ. ΑΠ 515/1992). Εξάλλου, η παρ.1 του ν.δ.690 της 7/8Μαϊου 1948 "περί συμπληρώσεως των περί σχεδίων πόλεων διατάξεων", ορίζει, ότι "οι κοινόχρηστοι χώροι (πλατείαι, οδοί, άλση, κήποι κλπ), οι καθοριζόμενοι υπό των μέχρι της ισχύος του παρόντος εγκριθέντων, επισπεύσει των ιδιοκτητών ή των αναλαβόντων την εκμετάλλευσιν των οικείων εκτάσεων, σχεδίων ρυμοτομίας συνοικισμών, θεωρούνται περιελθόντες εις την κοινήν χρήσιν από της εγκρίσεως του καθορίσαντος τούτους σχεδίου του συνοικισμού, είτε επεβλήθη εις τους ως άνω επισπεύϋαντας την έγκρισιν η υποχρέωσις της παραιτήσεως αυτών από της κυριότητος, νομής και κατοχής των χώρων τούτων, ασχέτως αν εξεπληρώθη αύτη ή όχι, είτε δεν επεβλήθη μεν τοιαύτη υποχρέωσις, η επιδιωχθείσα όμως παρά τούτων έγκρισις του σχεδίου είχεν ως οναγκαίον, κατ'αμάχητον τεκμήριον, επακολούθημα την κατ' ελευθέραν βούλησιν αυτών παραίτησίν των από της κυριότητος, νομής και κατοχής των υπό των ως άνω χώρων καταλαμβανόμενων γηπέδων, άνευ της οποίας δεν ήτο δυνατή η έγκρισις του σχεδίου και η διάθεσις των υπό τούτου ορισθέντων οικοδομημάτων δι' οιονδήποτε σκοπόν χώρων. Οι ως άνω κοινόχρηστοι χώροι περιέρχονται εις την κοινήν χρήσιν ελεύθεροι παντός βάρους, υποθήκης ή προσημειώσεως, των τυχόν επί τούτων εγγεγραμμένων βαρών κλπ. περιοριζόμενων επί των λοιπών ακινήτων των επισπευσάντων την έγκρισιν του σχεδίου". Κατά δε την §2 του ιδίου άρθρου, "η προηγουμένη παράγραφος (1) ισχύει και δια τους συνεπεία μεταγενέστερος τροποποιήσεως σχεδίου καθορισθέντος κοινοχρήστους χώρους τους καταλαμβάνοντας γήπεδα ανήκοντα κατά τον χρόνον της τροποποιήσεως εις τους επισπεύσοντας την έγκρισιν του σχεδίου, εφ'όσον η τροποποίησις εγένετο τη αιτήσει αυτών ή άλλως εγένετο αποδεκτή καθ'οιονδήποτε χρόνον, έστω και σιωπηρώς, μη εκδηλωθείσης εγγράφως μέχρι της ισχύος του παρόντος οιασδήποτε αντιθέσεως ή επιφυλάξεως τούτων. Εν τη περιπτώσει της παρούσης παραγράφου οι τυχόν εκ της τροποποιήσεως καταργούμενοι κοινόχρηστοι χώροι, καθιστάμενοι οικοδομήσιμοι, περιέχονται εις την κυριότητα, νομήν και κατοχήν των επισπευσάντων την έγκρισιν του σχεδίου, καθ'ό ποσόν δεν υπερβαίνουν το εμβαδόν των κατά το προηγούμενον εδάφιον καθισταμένων δια της τροποποιήσεως κοινοχρήστων". Κατά δε το εδάφιο 1 της παρ. 8 του αυτού άρθρου " οι διατάξεις του άρθρου τούτου εφαρμόζονται και επί των μετά την ισχύν του παρόντος εγκριθησομένων συνοικισμών, ή και επεκτάσεων συνοικισμών ή γενικώς σχεδίων πόλεων και κωμών τη επισπεύσει οιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου ή και των ιδιοκτητών των εκτάσεων". Από τις αμέσως πιο πάνω διατάξεις, σε συνδυασμό και με αυτές των άρθρων 966, 967, 968 και 971 ΑΚ, με τις οποίες ορίζονται τα κοινόχρηστα πράγματα, η επ' αυτών κυριότητα και η αποβολή της ιδιότητας τους ως κοινοχρήστων, συνάγεται ότι με μόνη την έγκριση του οικείου σχεδίου ρυμοτομίας συνοικισμού και από ταύτης καθίστανται πράγματα κοινόχρηστα οι χώροι οι καθοριζόμενοι ως κοινόχρηστοι με το εν λόγω ρυμοτομικό σχέδιο, η επ' αυτών δε κυριότητα των ιδιοκτητών χάνεται και περιέρχεται στο Δήμο ή την Κοινότητα, χάριν των οποίων εγκρίθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο, χωρίς οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, όπως π.χ. μεταγραφή ή αποζημίωση των ιδιοκτητών λόγω αναγκαστικής απαλλοτριώσεως, εφόσον η έγκριση του σχεδίου έγινε με επιδίωξη τους γιατί με την ενέργεια τους αυτή τεκμαίρεται αμάχητα ότι παραιτήθηκαν της κυριότητας και συνακόλουθα της αποζημιώσεως και ανεξαρτήτως αν πράγματι έγινε ή όχι χρήση των πραγμάτων τούτων ως κοινοχρήστων. Ακόμα από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι στην περίπτωση που με την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου καταργούνται οι κοινόχρηστοι χώροι και καθίστανται οικοδομήσιμοι, η επ' αυτών κυριότητα του Δήμου ή της Κοινότητας παραμένει και δεν επανέρχεται στους ιδιοκτήτες τους επισπεύσαντες την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου, εκτός αν με την ίδια την τροποποίηση του σχεδίου καθίστανται συγχρόνως κοινόχρηστοι, ειδικά σε αντικατάσταση των καταργουμένων άλλοι τέτοιοι χώροι της κυριότητας των ιδιοκτητών και ίσου εμβαδού με αυτό των καταργουμένων ή οι ιδιοκτήτες κατά την έγκριση του σχεδίου με το οποίο έγιναν οι χώροι αυτοί αρχικά κοινόχρηστοι, είχαν με την οικεία σύμβαση επιφυλάξει για τους εαυτούς τους την κυριότητα επί των χώρων αυτών σε περίπτωση καταργήσεως τους από κοινοχρήστους (Ολ.ΑΠ 228/1983 ΝοΒ 31.1554-1555, ΑΠ 571/1980 ΝοΒ 29.27-28, ΑΠ 1112/1980 ΝοΒ 29.510). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω αντιφατικών ή ανεπαρκών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης δεν προκύπτουν, κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόστηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ουσιαστική διάταξη νόμου. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος στο οποίο στηρίζεται το διατακτικό της απόφασης. Ως ζητήματα δε που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, των οποίων η αιτιολόγηση κατά τρόπο αντιφατικό ή ανεπαρκή, στερεί από νόμιμη βάση την απόφαση, νοούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή, στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όπως είναι και τα αναγκαία κατά νόμο, περιστατικά, προς στήριξη της αγωγής ή κάποιας ένστασης (ΟλΑΠ 1/1999, ΟλΑΠ 92/1996). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχτηκε τα εξής: "Οι Δ. Χ., Π. Χ., Κ. Γ. και Β. Γ. ήταν συγκύριοι ενός αγροκτήματος εκτάσεως 3000 στρεμ., που ευρίσκετο στη θέση "..." Κηφισιάς περιφέρειας του Δήμου Αθηναίων και συνόρευε ανατολικά με την οδό ... και κτήμα Δ., δυτικά με τον ποταμό Κηφισό, Βόρεια με κτήμα κληρονόμων Β. και τον ποταμό Κηφισσό και νότια με κτήμα Ι. Κ.. Τμήμα του κτήματος αυτού, εμβαδού 1555,944 στρεμ. που συνόρευε ανατολικά με την οδό ..., βόρεια με κτήματα κληρονόμων Β. και τον ποταμό Κηφισό και δυτικά και νότια με κτήμα Κ., προορίζετο για δημιουργία συνοικισμού. Οι ανωτέρω συγκύριοι, δυνάμει του υπ' αρ. .../1923 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Αλέξανδρου Ζαχαρόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, πώλησαν τμήμα εμβαδού 465,152 στρεμ. της προοριζομένης για δημιουργία συνοικισμού εκτάσεως στην εταιρεία "Προαστείου ... Α. Γ. και ΣΙΑ". Η ως άνω εταιρεία υπέβαλε σχέδιο ρυμοτομίας της εκτάσεως αυτής στο τότε Υπουργείο Συγκοινωνιών, σύμφωνα με το άρθρο 7 του ν.δ. 17-7-1925 και εκδόθηκε το π.δ. από 7-7-1925 (ΦΕΚ 169Α/10-7-1925). Με το εγκεκριμένο αυτό ρυμοτομικό σχέδιο του συνοικισμού Νέας Κηφισιάς (π.δ. 7-7-1925 ΦΕΚ/169Α/10-7-1925) δημιουργήθηκαν κοινόχρηστοι χώροι στον εν λόγω συνοικισμό. Το σχέδιο αυτό πόλεως απεικονίζεται σε διάγραμμα με κλίμακα 1:2000 με τον τίτλο "Διάγραμμα ρυμοτομίας Συνοικισμού Νέα Κηφισιά". Στη συνέχεια, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του Α. Γ. ως αναδόχου της επιχειρήσεως του συνοικισμού Ν. Κηφισιά και ως πληρεξουσίου των συνιδιοκτητών του ανωτέρω κτήματος Νέα Κηφισιά Δ. Χ., Π. Χ., Κ. Γ. και Β. Γ., υπογράφηκε η από 23-11-1926 σύμβαση, η οποία κυρώθηκε με το π.δ. από 26-11-1926 (ΦΕΚ 424Α/2-12-1926) με την οποία, κατ' άρθρο 8 αυτής, ο Α. Γ. υπό την άνω ιδιότητα του α) παραιτήθηκε κάθε δικαιώματος αποζημιώσεως για τους προβλεπόμενους από το σχέδιο κοινόχρηστους χώρους β) ανέλαβε την υποχρέωση 1) να αποζημιώσει κάθε τρίτο που θα διεκδικούσε δικαιώματα επί των κοινόχρηστων αυτών χώρων 2) να εφαρμόσει επί του εδάφους το σχέδιο πόλεως και να παραδώσει εντός διετίας από την έγκριση του (ήτοι μέχρι 7-7-1927) ακριβή τοπογραφική και χωροσταθμική (υψομετρική) αποτύπωση του σχεδίου στην οποία θα εμφαίνετο και η διαίρεση των οικοπέδων. Από την προαναφερόμενη έκταση των 465,152 στρεμμάτων, τα 297,152 στρεμ. αποτελούνται από οικοδομικά τρίγωνα και τετράγωνα που εμφαίνονται στο από 7-5-1923 τοπογραφικό - υψομετρικό διάγραμμα των μηχανικών Λ. Κ., Π. Χ. και Α. Π., μεταξύ δε των οικοδομικών τετραγώνων περιλαμβάνεται και το υπ' αρ. 4, το οποίο αργότερα μετονομάσθηκε σε Ο.Τ. 510. Η επιχείρηση όμως "Νέα Κηφισιά" δεν πραγματοποίησε την ανωτέρω υποχρέωση της να εφαρμόσει στο έδαφος το σχέδιο πόλεως και το έτος 1933 με το πδ/γμα της 27-1-1933/ΦΕΚΑ'/27/31-1 -1933 ιδρύθηκε το Ταμείο Εφαρμογής του σχεδίου πόλεως του συνοικισμού "Νέα Κηφισιά", με το άρθρο 16 του οποίου μεταβιβάσθηκαν σε αυτό τα δικαιώματα επί των κοινοχρήστων χώρων για την εφαρμογή του σχεδίου του συνοικισμού Νέας Κηφισιάς στο έδαφος. Το έτος 1939 καταργήθηκε το Ταμείο Εφαρμογής, χωρίς και αυτό να εφαρμόσει στο έδαφος το σχέδιο πόλεως και οι κοινόχρηστοι χώροι περιήλθαν στην κοινότητα Κηφισιάς και μετέπειτα στον ενάγοντα Δήμο Κηφισιάς. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι δυνάμει του υπ' αρ. .../1933 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς Δημοσθένους Μωραΐτου, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο πατέρας της εναγομένης Ι. Ο., αγόρασε από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Ανώνυμος Εμπορική Εταιρεία Σ. Κ. Σ. και ΣΙΑ" δύο συνεχόμενα οικόπεδα, ευρισκόμενα στη θέση "..." της περιφέρειας Νέας Κηφισιάς του τότε Δήμου Αθηναίων εμβαδού 2.266 τ.μ., τα οποία εμφαίνονται με τα στοιχεία ι και ε στο διάγραμμα του συνοικισμού Νέας Κηφισιάς και συνορεύουν ανατολικά με την οδό ..., στην οποία έχουν πρόσωπο 42 μ. καθώς και με συνεχόμενο οικόπεδο υπό στοιχείο θ επί πλευράς 20 μ., δυτικά επί πλευράς 32 μ. με το συνεχόμενο υπό στοιχείο δ οικόπεδο, βόρεια με τη Λεωφόρο ..., στην οποία έχει πρόσωπο 74 μ. και νότια με τα συνεχόμενα οικόπεδα υπό στοιχεία θ και ζ επί πλευράς 30 μ. και 25 μ. Συμφωνήθηκε δε ότι οι συμβαλλόμενοι επιφυλάσσονται του δικαιώματος τους αναμετρήσεως των πωληθέντων οικοπέδων εντός τριών μηνών από την κατάρτιση του συμβολαίου για να διασφαλισθεί το πραγματικό εμβαδόν και τα γεωμετρικά στοιχεία των ακινήτων. Η αναμέτρηση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε. Με το υπ' αρ. .../9-8-1951 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννη Τσέλιου που μεταγράφηκε νόμιμα, η Ε. χα Ι. Ο., μητέρα της εναγομένης, και τα τέκνα της Γ. Ο. και Φ. Ο. - εναγομένη, πωλούν στο Β. Τ. το υπό στοιχείο ε οικόπεδο εμβαδού 1050,18 τ.μ. του 4ου οικοδομικού τετραγώνου, το οποίο συνόρευε ανατολικά με συνεχόμενο οικόπεδο ιδιοκτησίας των πωλητών επί πλευράς 29 μ., νοτιοανατολικά επί πλευράς 19 μ. με οικόπεδο αγνώστου, δυτικά επί πλευράς 32 μ. με οικόπεδο αγνώστου, νοτιοδυτικά με οικόπεδο αγνώστου επί πλευράς 25 μ. και βόρεια με την οδό ... επί της οποίας έχει πρόσωπο 22 μ. Με την υπ' αρ. .../14-6-1961 συμπληρωματική δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών Χρήστου Κουτσιμπού, που μεταγράφηκε νόμιμα, η μητέρα της εναγομένης, Ε. χα Ι. Ο., ενεργώντας για τον εαυτόν της ατομικά και ως πληρεξούσια του υιού της Γ. Ο. και η εναγομένη δηλώνουν ότι εκτός των ακινήτων που αποδέχθηκαν ως κληρονομιά της αποβιώσασας στις 28-12-1946 κόρης και αδελφής, αντίστοιχα, Α. Ο., με την αρχική .../24-6-1950 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννου Οικονόμου, αποδέχονται τα 7/32 εξ αδιαιρέτου δύο συνεχόμενων οικοπέδων υπό στοιχεία ι και ε του 4ου Ο.Τ. εμβαδού 2266 τ.μ., όπως αυτά περιγράφονται ανωτέρω. Με το υπ' αρ. .../17-7-1961 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Χρήστου Κουτσιμπού, που μεταγράφηκε νόμιμα, η μητέρα της εναγομένης, Ε. χα Ι. Ο., ενεργώντας για τον εαυτό της και ως πληρεξούσια του υιού της, Γ. Ο., συνέστησε προίκα υπέρ της εναγομένης, ενόψει του γάμου της με τον Ε. Π. μεταβίβασε σ' αυτήν κατά ψιλή κυριότητα και στο σύζυγο της κατ' επικαρπίαν τα 136/192 εξ αδιαιρέτου μιας ισόγειας οικίας, κτισμένης στο υπό στοιχείο ι οικόπεδο του 4ου οικοδομικού τετραγώνου του συνοικισμού Νέας Κηφισιάς, εμβαδού 1215,82 τ.μ., που συνορεύει ανατολικά με την οδό ..., δυτικά με οικόπεδο ιδιοκτησίας Α. Λ., Βόρεια με την πλατεία Ελαιών και νότια με οικόπεδο Β. Τ.. Με το υπ' αρ. .../9-11-1995 προσύμφωνο μεταβιβάσεως ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικό του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Παπαδοπούλου η εναγομένη παραχωρεί στους εργολήπτες Β. και Χ. Τ. τα 467/000 εξ αδιαιρέτου του υπό στοιχείο ι προαναφερόμενου οικοπέδου, εμβαδού 1215,82 τ.μ., κατά τον τίτλο κτήσεως, 1532,72 τ.μ. όμως κατά νεότερη καταμέτρηση, όπως αναφέρεται στο εν λόγω προσύμφωνο. Με την υπ' αριθ. .../7-11-1996 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Παπαδοπούλου διορθώθηκε το υπ' αρ. .../9-11-1995 προσύμφωνο μεταβιβάσεως ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικό του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου ως προς το εμβαδόν κατά τον τίτλο κτήσεως του υπό στοιχείο ι οικοπέδου, το οποίο από 1215,82 τμ έγινε 1488,41 τμ. Με την υπ' αριθ..../20-11-1996 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Παπαδοπούλου, η εναγομένη και ο αδελφός της Γ. Ο. προέβησαν σε διόρθωση της υπ' αρ..../14-6-196 συμπληρωματικής αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αθηνών Χρήστου Κουτσιμπού δηλώνοντας ότι το συνολικό εμβαδόν των υπό στοιχεία ε και ι οικοπέδων είναι 2538,59 τ.μ. και όχι 2266 τ.μ. όπως αναγράφεται στη διορθούμενη υπ' αρ. .../14-6-1961 πράξη. Το εμβαδόν του οικοδομικού τετραγώνου 510 στο οποίο ευρίσκεται η ιδιοκτησία της εναγομένης παρουσιάζει σημαντική διαφοροποίηση από το εμβαδόν του ίδιου οικοδομικού τετραγώνου υπ' αρ. 4 στο διάγραμμα ρυμοτομίας του συνοικισμού "Νέα Κηφισιά", ήτοι σήμερα έχει εμβαδόν 8129 τ.μ., ενώ στο ανωτέρω διάγραμμα ρυμοτομίας έχει εμβαδόν 7030 τ.μ., ήτοι παρουσιάζει αύξηση κατά 1099 τ.μ. Οι ρυμοτομικές γραμμές του ως άνω 510 Ο.Τ. έχουν υλοποιηθεί εσφαλμένα στο έδαφος και το εν λόγω οικοδομικό τετράγωνο έχει επεκταθεί βόρεια και δυτικά. Ειδικότερα βόρεια στην οδό ... έχει επεκταθεί από 3,60 μ. στο δυτικό άκρο μέχρι 7,40 μ. στο ανατολικό άκρο. Δυτικά παρουσιάζεται μετατόπιση της απότμησης από 6,80 μ. μέχρι 7,10 μ. Επίσης, η υλοποιημένη ρυμοτομική γραμμή της οδού ... παρουσιάζει στροφή προς τα βορειοδυτικά, η γωνία της στροφής είναι 1,6 βαθμοί. Οι ρυμοτομικές γραμμές των οδών ... και ... έχουν υλοποιηθεί σωστά στο έδαφος, ενώ στην περιοχή της διαμορφωμένης πλατείας Νέας Κηφισιάς παρουσιάζονται μετατοπίσεις της απότμησης από 7,40 μ. έως 10 μ. Ο Δήμος Κηφισιάς, αν και υποχρεούτο με βάση το άρθρο 18 του π.δ. της 3ης-4-1929 να εφαρμόσει στο έδαφος το σχέδιο πόλεως, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν.δ. της 17-7-1923, δεν το έπραξε μέχρι σήμερα, μολονότι έχουν ανεγερθεί οικοδομές στα οικόπεδα του συνοικισμού και έχει διανοιχθεί το σύνολο του οδικού δικτύου. Το σχέδιο πόλεως έχει εφαρμοσθεί ατύπως με την έκδοση τεχνικών εκθέσεων και διαγραμμάτων εφαρμογής, τα οποία δεν έχουν συνταχθεί με τις προβλεπόμενες από το άρθρο 5 παρ. 1 ν.δ. της 17-7-1923 προδιαγραφές και αποτελούν εσωτερικό τεχνικό βοήθημα της υπηρεσίας και δεν επάγονται έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους, αλλά οι τυχόν πλημμέλειες τους ελέγχονται επ' ευκαιρία προσβολής των σχετικών εκτελεστών πράξεων, όπως της οικοδομικής άδειας (ΣτΕ 3164/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατόπιν αιτήσεως των εργοληπτών εκδόθηκε η υπ' αρ. 269/1996 άδεια ανεγέρσεως οικοδομής στο οικόπεδο της εναγομένης από τη δ/ση πολεοδομίας του ενάγοντος Δήμου Κηφισιάς. Στη συνέχεια, με την 552/1997 πράξη του Διευθυντή της ως άνω Υπηρεσίας διατάχθηκε η επ' αόριστον διακοπή των οικοδομικών εργασιών με την αιτιολογία ότι το επίδικο τμήμα της ανεγειρόμενης οικοδομής, εμβαδού 370,25 τ.μ. καταλαμβάνει κοινόχρηστους χώρους. Οι αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΧΩΔΕ, ο Γενικός Γραμματέας και ο Υπουργός μέχρι το έτος 2003 εδέχοντο ότι δεν υφίσταται ασυμφωνία στην εφαρμογή στο έδαφος των ρυμοτομικών και οικοδομικών γραμμών της οδού ... στα οικοδομικά τετράγωνα 510 και 519 και ότι το εγκεκριμένο σχέδιο της περιοχής έχει εφαρμοσθεί σωστά με τις τεχνικές εκθέσεις 610/1949 και 167/1950 και τα διαγράμματα εφαρμογής 105/1987 και 1/1992. Στη συνέχεια, ο ενάγων Δήμος κίνησε τη διαδικασία τροποποίησης του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου για την άρση της ασυμφωνίας του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου και του επί του εδάφους εφαρμοσθέντος. Το δε Κεντρικό Συμβούλιο Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος με την υπ' αρ. 296/2005 πράξη του, με θέμα εφαρμογή του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου στο οικοδομικό τετράγωνο 510 του Δήμου Κηφισιάς, στα πλαίσια της διαδικασίας της παρ. 2 του άρθρου 27 του ν. 1577/1985, αφού έλαβε υπόψη την από 8-12-2005 σχετική με το θέμα κοινή εισήγηση των Διευθύνσεων Πολεοδομικού Σχεδιασμού και Τοπογραφικών Εφαρμογών, γνωμοδότησε ότι τάσσεται ομόφωνα με την άποψη της Διεύθυνσης Πολεοδομικού Σχεδιασμού, η οποία είναι σύμφωνη με την 221/2003 γνωμοδότηση του ΚΣΧΟΠ και προτείνει την έκδοση Υπουργικής αποφάσεως για τη συμπλήρωση της υπ' αρ. 14124/1414/1998 απόφασης Γενικού Γραμματέα ΥΠΕΧΩΔΕ για την τοποθέτηση της απότμησης του οικοδομικού τετραγώνου 510 επί της πλατείας Νέας Κηφισιάς, όπως το σχέδιο σφραγίσθηκε από το Συμβούλιο. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εναγομένης αδελφός της Γ. Ο., στη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Κηφισιάς της 15ης-9-1998, αποδεχόμενος τη διαφορά του εμβαδού στο οικόπεδο της εναγομένης μεταξύ του αναγραφομένου στους τίτλους αυτής και του πραγματικά υφισταμένου, ζήτησε να την "γεφυρώσει έναντι ανταλλάγματος", όπως χαρακτηριστικά ανέφερε. Ο Κ. Λ., ο αρχιτέκτων -μηχανικός της εναγομένης για τη σύνταξη των από Οκτωβρίου του έτους 1995 και Μαΐου 1996 τοπογραφικών διαγραμμάτων για τον καθορισμό των ρυμοτομικών γραμμών του οικοδομικού τετραγώνου 510 στο οικόπεδο αυτής (εναγομένης) έλαβε υπόψη του την τεχνική έκθεση 167/1950 και το διάγραμμα εφαρμογής 105/1987, πλην όμως τόσο η τεχνική έκθεση 167/1950, όσο και το διάγραμμα εφαρμογής 105/1987, δεν εφαρμόζουν σωστά το από 7-7-1925 εγκεκριμένο διάγραμμα σχεδίου πόλεως Νέας Κηφισιάς και οι ρυμοτομικές γραμμές που ορίζουν δεν είναι ορθές. Επίσης, ο πραγματογνώμονας Α. Δ. θεωρεί ως δεδομένες τις ρυμοτομικές γραμμές που έχουν προκύψει από την κατάσταση των οικοδομικών τετραγώνων, που έχει διαμορφωθεί στην περιοχή από την εφαρμογή του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως, και, έτσι, προσπαθεί να εφαρμόσει το από 7-7-1925 εγκεκριμένο διάγραμμα σχεδίου πόλεως Νέας Κηφισιάς, ελέγχοντας μόνο αν η σημερινή κατάσταση συμφωνεί ή όχι με τις τεχνικές εκθέσεις και τα διαγράμματα εφαρμογής που έχουν συνταχθεί από το 1925 μέχρι σήμερα και οδηγείται σε εσφαλμένα συμπεράσματα. Ενώ, αντίθετα οι πραγματογνώμονες Α. Α., Γ. Κ. και Γ. Γ. εφαρμόζουν οι ίδιοι στο έδαφος το εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως Νέας Κηφισιάς, χωρίς να δεσμεύονται από τις ως άνω Τεχνικές Εκθέσεις και τα διαγράμματα εφαρμογής, οπότε εντοπίζουν τα σημεία στα οποία υπάρχουν αποκλίσεις κατά την εφαρμογή του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου στο έδαφος. Η ιδιοκτησία της εναγομένης παρουσιάζει σημαντική διαφοροποίηση, ειδικότερα στο προαναφερθέν αρχικό συμβόλαιο .../1933 τα υπό στοιχεία ε και ι συνεχόμενα οικόπεδα που αγόρασε ο πατέρας της είχαν συνολικό εμβαδόν 2.266 τ.μ., μετά δε την πώληση του υπό στοιχείο ε οικοπέδου στο Β. Τ. με το υπ' αρ. .../1951 συμβόλαιο το οικόπεδο υπό στοιχείο ι είχε έκταση 1215,82 τ.μ., ήτοι 2.266 τ.μ. το εμβαδόν των δύο οικοπέδων ε και ι μείον το εμβαδόν 1050,18 τ.μ. του πωληθέντος υπό στοιχείο ε οικοπέδου, κατόπιν το εν λόγω οικόπεδο υπό στοιχείο ι με το υπ' αρ. .../1955 προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου εμφανίζεται να έχει έκταση 1532,72 τ.μ., ήτοι παρουσιάζεται αύξηση κατά 316,90 τ.μ. Επίσης τόσο με το υπ' αρ. .../1996 συμβόλαιο διορθωτικό του ανωτέρω προσυμφώνου όσο και με το υπ' αριθ. .../1996 διορθωτικό της υπ' αρ. .../1961 της συμπληρωματικής αποδοχής κληρονομιάς το επίδικο οικόπεδο εμφανίζεται πλέον με έκταση 1532,72 τμ. Η αύξηση όμως αυτή των 316,90 τ.μ. δεν μπορεί να αποδοθεί σε διαφορά της ακρίβειας των μετρήσεων λόγω των χρησιμοποιούμενων γεωδαιτικών οργάνων παλαιότερα και σήμερα. Αλλά οφείλεται στη διαφοροποίηση του εμβαδού του οικοδομικού τετραγώνου 510 εις βάρος των κοινόχρηστων χώρων όπως προαναφέρθηκε. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η εδαφική έκταση που είναι ενσωματωμένη στο οικόπεδο της εναγομένης και εμφαίνεται με τα στοιχεία Α,Ζ,Η,Θ,Γ,Β,Α στο από Οκτωβρίου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του πραγματογνώμονος αγρονόμου, τοπογράφου - πολιτικού - μηχανικού Γ. Γ. εμβαδού 365 τ.μ. και συνορεύει βόρεια εν μέρει με την οδό ... επί πλευράς ΖΗ 32,26 μ. και εν μέρει με την πλατεία Νέας Κηφισιάς επί της πλευράς ΘΗ 19,56 μ., ανατολικά με την οδό ... επί πλευράς ΘΓ 7,40 μ., νότια με την ιδιοκτησία της εναγομένης επί πλευρών ΓΒ 24 μ. και ΒΑ 22,85 μ. και δυτικά με την οδό ... επί πλευράς ΑΖ 6 μ. αποτελεί εν όλω τμήμα των κοινόχρηστων χώρων της οδού ... και της Πλατείας Ελαιών και ήδη Νέας Κηφισιάς. Από την εν λόγω έκταση, η υπό στοιχεία ΑΖΜΒΑ έκταση εμβαδού 98,25 τ.μ. αποτελεί κοινόχρηστο τμήμα της οδού ... και η υπό στοιχεία Μ,Η,Θ,Γ,Μ έκταση εμβαδού 266,75 τ.μ. αποτελεί κοινόχρηστο τμήμα της Πλατείας Νέας Κηφισιάς. Η εναγομένη-εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι μετά την αφαίρεση του επίδικου τμήματος από το οικόπεδο της, το εμβαδόν αυτού θα είναι μικρότερο από το αναγραφόμενο στους αρχικούς της τίτλους, ήτοι στα προαναφερθέντα υπ' αρ. .../1933 και .../1951 συμβόλαια, με αποτέλεσμα να καταπατάται η περιουσία της. Ο ισχυρισμός της όμως αυτός δεν ευσταθεί, διότι στους ως άνω τίτλους δεν αναγραφόταν το σωστό εμβαδόν του οικοπέδου της, το οποίο θα έπρεπε να είναι 1166 τ.μ. εάν είχε εφαρμοσθεί σωστά στο έδαφος το από 7-7-1925 εγκεκριμένο ρυμοτομικό διάγραμμα σχεδίου πόλεως, προ της συντάξεως του αρχικού υπ' αρ. .../1933 συμβολαίου, γι' αυτό άλλωστε στο εν λόγω συμβόλαιο οι συμβαλλόμενοι επιφυλάχθηκαν του δικαιώματος αναμέτρησης των οικοπέδων ε και ι, εντός διαστήματος τριών μηνών από την ημερομηνία σύνταξης του συμβολαίου αυτού, ήτοι 8-6-1933, ώστε να διασφαλισθεί το πραγματικό εμβαδόν και τα γεωμετρικά στοιχεία του οικοπέδου. Η αναμέτρηση όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Επίσης, ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι η Πλατεία Ελαίων νυν Νέας Κηφισιάς δεν προβλεπόταν στο εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο πόλεως και είναι πρόσφατο εφεύρημα του ενάγοντος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι στο εν λόγω σχέδιο προβλέποντο κοινόχρηστοι χώροι και το θέμα της τελικής διαμορφώσεως αυτών αφορά τον ενάγοντα Δήμο. Άλλωστε, η Πλατεία Ελαιών ήταν διαμορφωμένη από τα παλαιότερα χρόνια, αφού στο προαναφερόμενο υπ' αριθ. .../1961 συμβόλαιο συστάσεως προίκας του συμ/φου Χρήστου Κουτσιμπού αναφέρεται ότι το οικόπεδο της εναγομένης υπό στοιχείο ι συνορεύει βόρεια με την πλατεία Ελαιών". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κατέληξε στην κρίση, ότι έκταση- όχι 370 τ.μ. που ζητείται, αλλά (95,25 + 266,75=)-365 τ.μ. ανήκει στην κυριότητα του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου Δήμου, ως εμπίπτουσα στην οδό ... κατά το τμήμα των 95,25 τ.μ. και στην Πλατεία Κηφισιάς κατά το τμήμα των 266,75 τ.μ., δηλαδή σε κοινής χρήσης πράγματα, που - όπως δέχτηκε το πιο πάνω Δικαστήριο- δημιουργήθηκαν με την έγκριση- με το π.δ. της 7.7.1925, ΦΕΚ 169Α/10, 7.1925- του ρυμοτομικού σχεδίου του συνοικισμού Νέας Κηφισιάς στο οποίο αυτά ορίζονται ως κοινόχρηστα, εφόσον η έγκριση αυτή έγινε με επίσπευση των προαναφερθέντων- τότε - συνιδιοκτητών τους, οι οποίοι, μάλιστα, για το σκοπό αυτό παραιτήθηκαν-και- ρητά "κάθε δικαιώματος αποζημιώσεως ..." και περιήλθαν σ'αυτόν-ήδη αναιρεσίβλητο Δήμο (τότε Κοινότητα) από το έτος 1939 που καταργήθηκε το Ταμείο Εφαρμογής, στο οποίο μέχρι τότε οι κοινόχρηστοι αυτοί χώροι ανήκαν. Ακολούθως, -το Εφετείο- έκρινε ότι η ένδικη- από 15.12.1998- διεκδικητική αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου Δήμου είναι βάσιμη εν μέρει και κατ' ουσίαν και αφού δέχτηκε την έφεση αυτού και εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, δέχτηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε τον ήδη αναιρεσίβλητο Δήμο κύριο της εδαφικής πιο πάνω έκτασης εμβαδού 365 τ.μ. και υποχρέωσε την ήδη αναιρεσείουσα εναγομένη, η οποία την κατείχε παράνομα, να του την αποδώσει. 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο και δέχτηκε εν μέρει την αγωγή, σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προεκτεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 966, 967, 968 και 971 ΑΚ, του ν.δ. 690 της 7/8 Μαΐου 1948 και του άρθρου 7 του ν.δ. της 17.7.1923, κατ' εφαρμογή του οποίου εγκρίθηκε, ως άνω, το ρυμοτομικό σχέδιο του συνοικισμού Νέας Κηφισιάς, και, συνεπώς, οι λόγοι αναίρεσης πρώτος από τον αριθμό 1 του άρθρου 558 του ΚΠολΔ και τρίτος, έβδομος και όγδοος από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου -559-ΚΠολΔ, με τους οποίους, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι περιλαμβανόμενες στον πρώτο λόγο αναίρεσης ειδικότερες αιτιάσεις από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο, με το να δεχθεί εν μέρει την αγωγή παραβίασε τις διατάξεις α) του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας, Μέρος ΙΙ, Κεφάλαιο Ζ, άρθρα 154, 156, 157, 158, που αναφέρονται στη διαδικασία διόρθωσης- τροποποίησης εγκεκριμένου σχεδίου, όταν υπάρχει ασυμφωνία μεταξύ αυτού- εγκεκριμένου σχεδίου- και εκείνου το οποίο εφαρμόσθηκε στο έδαφος ή γενικότερα, αμφιβολία ως προς οποιοδήποτε ζήτημα σχετικό με την εφαρμογή του σχεδίου, και προνοούν, ότι οι οικοδομές που έχουν ανεγερθεί με νόμιμη άδεια λαμβάνονται πάντως υπόψη και πρέπει με τη διόρθωση να παραμείνουν άθικτες και β) του ν.δ. της 17.7/16.8.1923, του ν.δ. 797/1971 (ήδη του ν. 2882/2001), του ν. 1337/1983 και του π.δ. της 14/27.7.1997, ότι για την ένταξη και επέκταση σχεδίων πόλεων, με επίσπευση ή μη ιδιωτών, καθώς και οικισμών που υπάρχουν πριν από το έτος 1923, όπως και για την ένταξη σε πολεοδομικό σχέδιο και επέκταση οικισμών μεταγενέστερων του 1923, πρέπει να ακολουθείται η αναφερόμενη στις διατάξεις αυτές διαδικασία, είναι απορριπτέες ως αλυσιτελείς, αφού τόσο η τυχόν διόρθωση-τροποποίηση του εγκεκριμένου ως άνω ρυμοτομικού σχεδίου της Νέας Κηφισιάς, όσο και η τήρηση ή όχι της διαδικασίας για ένταξη και επέκταση σχεδίων πόλεων, καμία επιρροή δεν ασκούν στο με βάση τις παραδοχές του Εφετείου επιδικαζόμενο στον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο Δήμο δικαίωμα κυριότητος επί της έκτασης των 365 τ.μ., και, πάντως, είναι απαράδεκτες και πρέπει να απορριφθούν διότι, υπό την επίκληση- με αυτές- της παραπάνω πλημμέλειας, πλήττεται η αναιρετική ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ.). ΙΙ. Με τους τέταρτο και δέκατο λόγους αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να σχηματίσει το αποδεικτικό του πόρισμα περί βασιμότητας της ένδικης αγωγής, δεν έλαβε υπόψη έγγραφα, τα οποία η αναιρεσείουσα προσκόμισε νόμιμα και επικαλέστηκε με τις προτάσεις της της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα: 1) τη με αριθμό .../1996 πολεοδομική άδεια, 2) το με αριθμό 552/3.3.1997 έγγραφο του αναιρεσιβλήτου, 3) τη με αριθμό 15283/27.10.1997 απόφαση της Διεύθυνσης Πολεοδομίας του αναιρεσιβλήτου, 4) αντίγραφο του με αριθμό ΔΤΕ/α/5997/452/3.4.1998 εγγράφου του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., 5) αντίγραφο της με αριθμό 89/1998 εισήγησης της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., 6) τη με αριθμό ΔΤΕ/α/14124/1414/1.6.1998 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., 7) τη με αριθμό 25060/5433/21.9.1998 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., 8) αντίγραφο του με αριθμό ΔΤΕ/α/17377/1671/6/6/1998 εγγράφου του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., 9) αντίγραφο του με αριθμό 52776/22.7.1998 εγγράφου του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., 10) το με αριθμό 110003/1.4.1999 έγγραφο της Περιφέρειας Αττικής, 11) το με αριθμό ΔΤΕ/Οικ/10033/730/6339/5.6.2002 έγγραφο του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., 12) τη με αριθμό 5437/3.3.2004 απόφαση της πολεοδομίας του αναιρεσιβλήτου, 13) αντίγραφο της με αριθμό 5060/2005 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας, 14) τις με αριθμούς 177/1993, 19/1999. 2841/1951 και 1049/1963 οικοδομικές άδειες του Πολεοδομικού Γραφείου του αναιρεσιβλήτου γειτονικών ακινήτων, 15) αεροφωτογραφίες του επίδικου οικοδομικού τετραγώνου και του επίδικου ακινήτου και το διάγραμμα που ακολουθεί το ΔΤΕ/38479/1517/6.3.2005 έγγραφο του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. και το από Νοεμβρίου 1997 τοπογραφικό διάγραμμα των Γ. και Κ. Α., 16) το με αριθμό .../8.6.1993 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς Δημοσθένους Ν. Μωραϊτου, 17) το με αριθμό .../28.5.1923 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αλεξάνδρου Ι. Ζαχαροπούλου, 18) το με αριθμό .../9.8.1951 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννη Τσέλιου, 19) τη με αριθμό .../14.6.1961 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Χρήστου Κουτσιμπού, 20) το με αριθμό .../17.7.1961 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Χρήστου Κουτσιμπού, 21) τη με αριθμό .../7.11.1996 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου, 22) τη με αριθμό .../20.11.1996 πράξη του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου, 23) τα από Οκτωβρίου 1995 και Μαΐου 1996 τοπογραφικά διαγράμματα του αρχιτέκτονα μηχανικού Κ. Λ. και 24) τη Τ.Ε. 167/1950 και το Δ.Ε. 105/19876 για τον καθορισμό των ρυμοτομικών γραμμών του Ο.Τ. 510 στο οικόπεδο (1) της αναιρεσείουσας. Ωστόσο, από τη βεβαίωση του Εφετείου, ότι λήφτηκαν υπόψη και " όλα τα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα", καθώς και από το σύνολο των σκέψεων αυτού, γίνεται φανερό και αναμφισβήτητο ότι τούτο έλαβε υπόψη του τα έγγραφα αυτά, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία του καθενός και οι περί του αντιθέτου λόγοι αυτοί της αναίρεσης είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. ΙΙΙ. Οι πέμπτος και δωδέκατος λόγοι αναίρεσης από τον αριθμό 8 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη "έγγραφα Υπηρεσιών και Αρχών δημοσίων", τα οποία, κατά τα αμέσως προηγουμένως αναφερόμενα (η αναιρεσείουσα) είχ(ε) επικαλεστ(εί) και προσκομίσ(ει), είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, αφού τα αποδεικτικά μέσα δεν αποτελούν "πράγματα" με την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ.8 ΚΠολΔ (ΑΠ 1746/2009). IV. Ο όγδοος λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, "απομονών(τας) τμήμα εκ των προτάσεων του Δήμου και προσδιορίζ(οντας) μία φράση ως ουσιαστική και καθοριστική της θεμελίωσης της αυτοδίκαιης (παρανόμως) εκ του Δήμου του δικαιώματός του ως προς την εφαρμογή του ρυμοτομικού σχεδίου , (ενώ) προσεκτική ανάγνωση και τούτου καταδεικνύει ότι η προσφυγή του Δήμου κατά της απόφασης του ΥΠΕΧΩΔΕ απορρίφτηκε επειδή αυτό που ζητούσε ο Δήμος, ό,τι ακριβώς και στην ένδικη αγωγή του, απορρίφτηκε ..." παραμόρφωσε το περιεχόμενο των προτάσεων αυτών, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, εφόσον τα διαδικαστικά έγγραφα, όπως εδώ οι προτάσεις, δεν αποτελούν έγγραφα, κατά τα άρθρα 339 και 432-465 ΚΠολΔ, ως προς τα οποία και ιδρύεται ο προκείμενος λόγος αναίρεσης. V. Οι δεύτερος και έκτος λόγοι αναίρεσης από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί αναφορικά με το ουσιώδες ζήτημα της εφαρμογής του σχεδίου της πόλης Κηφισιάς επί του εδάφους δεν προσέδωσε αυξημένη δύναμη στα δημόσια έγγραφα, τεχνική έκθεση (167/1950) και διαγράμματα εφαρμογής (105/1987 και 1/1992), ενώ προσέδωσε αυξημένη δύναμη στο προεκτιθέμενο πολεοδομικό σχέδιο και σε "σχέδιο υπαλλήλου του Δήμου αναρμόδιου να εφαρμόσει το εγκεκριμένο σχέδιο πόλης", πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, εφόσον και η τεχνική έκθεση και τα διαγράμματα εφαρμογής (όπως και τα λοιπά πιο πάνω έγγραφα) δεν αποτελούν στην προκείμενη περίπτωση πλήρη απόδειξη κατά την έννοια του άρθρου 438 ΚΠολΔ, αφού η διαπίστωση εκ της εφαρμογής του σχεδίου πόλεως που αναφέρεται στα έγγραφα αυτά δεν υποπίπτει στην άμεση αντίληψη των υπαλλήλων που τα συνέταξαν, από δε την προβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο δεν προσέδωσε στα παραπάνω έγγραφα μικρότερη ή μεγαλύτερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη που ο νόμος ορίζει, αλλά, ως προς το ανωτέρω αποδεικτέο θέμα, εκτίμησε αυτά ελεύθερα κατά το άρθρο340 ΚΠολΔ, μαζί με τα υπόλοιπα, κατ' είδος αναφερόμενα, αποδεικτικά μέσα. VI. Τέλος, ο ένατος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 4 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί "η προσβαλλόμενη απόφαση για να θεμελιώσει το αγωγικό δικαίωμα προβαίνει σε εξέταση και κρίση των (ανωτέρω) στοιχείων χωρίς να έχει την αρμοδιότητα που ανήκει στη Διοίκηση και στα Διοικητικά Δικαστήρια" πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμες, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, το Εφετείο νόμιμα, κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ, εκτίμησε αυτά ελεύθερα μαζί με τα υπόλοιπα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2.5.2011 αίτηση της Φ. χήρας Ε. Π. για αναίρεση της 1344/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου Δήμου, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Με μόνη την έγκριση του οικείου σχεδίου ρυμοτομίας Συνοικισμού και από ταύτης καθίστανται πράγματα κοινόχρηστα οι χώροι οι καθοριζόμενοι ως κοινόχρηστοι με το εν λόγω ρυμοτομικό σχέδιο, η επ' αυτών δε κυριότητα των ιδιοκτητών χάνεται και περιέρχεται στο Δήμο ή στην Κοινότητα, χάριν των οποίων εγκρίθηκε το ρυμοτομικό σχέδιο, χωρίς οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, εφόσον η έγκριση του σχεδίου έγινε με επιδίωξη των ιδιοκτητών, γιατί με την ενέργεια τους αυτή τεκμαίρεται αμάχητα ότι παραιτήθηκαν της κυριότητας και συνακολούθα της αποζημίωσης και ανεξαρτήτως αν πράγματι έγινε ή όχι χρήση των πραγμάτων τούτων ως κοινόχρηστων.
Πράγματα κοινόχρηστα
Αποζημίωση, Πράγματα κοινόχρηστα.
0
Αριθμός 2205/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ε. Μ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Ξυριτάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ά. Μ. του Σ. και 2)Ζ. χας Σ. Μ., το γένος Γ. Ρ., κατοίκων ... οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Σπανουδάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/10/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4/5718/ΤΜ890/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 53/2012 του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14/11/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 2/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τα άρθρα 1094 του ΑΚ και 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 β' του ΚΠολΔ προκύπτει ότι για το ορισμένο της διεκδικητικής κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται να περιέχεται στο δικόγραφό της εκτός από τα άλλα στοιχεία και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, που αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς, ώστε να μην δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά του, ειδικότερα δε ο καθορισμός κατά τρόπον σαφή της τοποθεσίας στην οποία βρίσκεται το ακίνητο και των ορίων του, και, όταν πρόκειται για τμήμα μείζονος ακινήτου, και της θέσεώς του εντός του μείζονος αυτού ακινήτου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την ένδικη διεκδικητική αγωγή των αναιρεσιβλήτων, εκτίθεται σ' αυτήν ότι οι αναιρεσίβλητοι έγιναν κύριοι, κατά τον αναφερόμενο νόμιμο τρόπο, του επίδικου ακινήτου, συνολικού εμβαδού 1140 τ.μ., που βρίσκεται στο Τ.Δ. … και συνορεύει ανατολικά με την επαρχιακή οδό …, δυτικά με ιδιοκτησία αγνώστου, νότια με ιδιοκτησία εναγομένου (αναιρεσείοντος) και βόρεια με ιδιοκτησία Γ. Χ., και ότι ο εναγόμενος κατέλαβε τμήμα του ανωτέρω ακινήτου, εμβαδού 253,35 τ.μ., "καθ' όλο το εκ 53 μέτρων μήκος της νότιας πλευράς και σε βάθος (πλάτος) 4,41 μέτρων" του όλου ακινήτου, οριζομένου (του καταληφθέντος τμήματος) "νοτίως με το ακίνητο του εναγομένου, σε μήκος 53 μέτρων, βορείως με υπόλοιπο ακίνητο (των εναγόντων), δυτικά με ιδιοκτησία αγνώστου επί πλευράς μήκους 4,41 μέτρων και ανατολικά με τον δρόμο επί πλευράς μήκους 4,41 μέτρων". Ενόψει της περιγραφής αυτής του επίδικου (καταληφθέντος) τμήματος του ακινήτου είναι, προφανές ότι η αγωγή ήταν ορισμένη, κατά την προεκτεθείσα νομική σκέψη, ως προς το αντικείμενο της διαφοράς, αναφέροντας κατά τρόπον σαφή την τοποθεσία, τα όρια και την εντός του μείζονος ακινήτου ακριβή θέση του επίδικου τμήματος, καθώς και του μείζονος ακινήτου, ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητα του επιδίκου. Επομένως το Εφετείο, που έκρινε ορισμένη την αγωγή (απορριφθείσα ως αόριστη πρωτοδίκως), δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της παρά τον νόμο μη κηρύξεως απαραδέκτου, και τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον τρίτο, από τον αρ.14 (όχι 19 που επικαλείται ο αναιρεσείων) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς του είναι αβάσιμα. ΙΙ. Ο κατά το άρθρο 559 αρ. 11 γ' του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως δεν δημιουργείται όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, η ουσιαστική δε κρίση του δικαστηρίου, που εξάγεται από την εκτίμηση των αποδείξεων, είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 του ίδιου ΚΠολΔ. Εν προκειμένω προβάλλεται με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου ότι το Εφετείο, που δέχθηκε και κατ' ουσίαν την ένδικη διεκδικητική αγωγή των αναιρεσιβλήτων, αφενός μεν "ερμήνευσε εσφαλμένα το αποδεικτικό υλικό", αφ' ετέρου δε ότι δεν έλαβε υπόψη την κατάθεση του μάρτυρα Α. Μ. που εξετάστηκε με επιμέλεια του αναιρεσείοντος και από την οποία κατά τους ισχυρισμούς του τελευταίου, αποδείχθηκαν οι ισχυρισμοί του, με τον δεύτερο δε λόγο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων Σ. Μ. και Μ. Μ., ενώπιον της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Αικ. Σαλούστρου, το περιεχόμενο των οποίων παρατίθεται στο αναιρετήριο. Οι λόγοι αυτοί του αναιρετηρίου, ως λόγοι αναιρέσεως από τον αρ. 11 γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι αβάσιμοι, αφού από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε και επικαλέστηκε ο αναιρεσείων, ως στρεφόμενοι δε κατά της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου οι ίδιοι αυτοί λόγοι αναιρέσεως είναι απαράδεκτοι, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως αβάσιμη, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14-11-2012 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 53/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία για το ορισμένο διεκδικητικής ακινήτου αγωγής, ειδικότερα όταν το επίδικο είναι τμήμα μείζονος ακινήτου. Λόγοι αναιρέσεως από τους αρ. 11 και 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.. Αβάσιμοι (Επικυρώνει Τρ. Εφ. Κρ. 53/2012)
Αγωγή διεκδικητική
Αγωγή διεκδικητική.
0
Αριθμός 2204/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Tης αναιρεσείουσας: Ν. συζ. Γ. Μ., το γένος Μ. Φ., η οποία, όπως αναφέρεται στην από 21/12/2009 κλήση απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους καθών η κλήση. Των αναιρεσειόντων - καλούντων: 1)Γ. Μ. Φ., 2)Μ. συζ. Φ. Τ., το γένος Μ. Φ., κατοίκων ... και 3)Κ. συζ. Γ. Κ., το γένος Μ. Φ.. Οι 1ος και 2η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γρηγόριο Γερασίμου και η 3η δεν παραστάθηκε. Στο σημείο αυτό ο ως άνω δικηγόρος δήλωσε ότι η 3η αναιρεσείουσα απεβίωσε στις 5/5/2011 και κληρονομήθηκε από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της: α)Γ. Κ., )Β. Κ. και )Α. Κ., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο. Της αναιρεσίβλητης - καθής η κλήση: Ν. χας Μ. Φ., το γένος Ε. Κ., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ελευθέριο Γκέλη. Των καθών η κλήση: 1)Δ. Μ. του Γ., κατοίκου ... και 2)Μ. Μ. του Γ., κατοίκου ... ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων της εκ των αρχικών αναιρεσειουσών Ν. Μ., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-11-2001 αγωγή των αρχικών αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λευκάδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 253/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 492/2004 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 28/11/2004 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 510/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επανέφεραν οι καλούντες με την από 21/12/2009 κλήση τους και ορίστηκε δικάσιμος η 3η/11/2010, οπότε η υπόθεση ματαιώθηκε. Την υπόθεση επαναφέρουν εκ νέου οι καλούντες με από 22/11/2010. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 17/1/2007 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Ιωάννη Ιωαννίδη, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης της υπ' αριθ. 492/2004 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών. Ο πληρεξούσιος των καλούντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, οι εκ των διαδίκων Δ. Μ. και Μ. Μ., που συνεχίζουν τη δίκη ως κληρονόμοι της θανούσης δεύτερης αναιρεσείουσας Ν. Μ., δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, κατά την αναφερόμενη, στην αρχή δικάσιμο, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η δικάσιμος αυτή ορίστηκε κατόπιν αναβολής από το πινάκιο της δικασίμου της 21-11-2012 που είχε ορισθεί μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 11-1-2012, η οποία ορίστηκε κατόπιν της από 22-11-2010 κλήσεως των λοιπών, πρώτου, τρίτη και τετάρτη, αναιρεσειόντων. Όπως δε προκύπτει από τις υπ'αριθμ…., …/7-9-2012 και …, …/6-9-2012 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών …, του Πρωτοδικείου Αθηνών, και …, του Πρωτοδικείου Λευκάδος, αντίστοιχα, οι επισπεύδοντες ως άνω αναιρεσείοντες επέδωσαν στους απουσιάζοντες κληρονόμους της δεύτερης αντίγραφο της ανωτέρω κλήσεως με την κάτω από αυτήν πράξη με την οποία ορίζεται δικάσιμος η προαναφερθείσα της 11-1-2012 και με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο αυτή, ως δ'εκ περισσού και της υπ'αριθμ.277/29-6-2012 βεβαιώσεως της αρμόδιας γραμματέως περί αναβολής της υποθέσεως από την ως άνω δικάσιμο στην επίσης προαναφερθείσα της 21-11-2012, κατά την οποία και αναβλήθηκε εκ νέου η συζήτηση για την παρούσα δικάσιμο, με αναγραφή της αναβολής στο πινάκιο και μεταφορά της υποθέσεως στο πινάκιο της νέας, τελευταίας αυτής, δικασίμου (αρθρ.226 παρ.4 εδ.α' και γ' του ΚΠολΔ). Επομένως και αφού η αναγραφή της αναβολής στο πινάκιο επέχει θέση κλητεύσεως όλων των διαδίκων και δεν απαιτείται κλήση του διαδίκου κατά την ορισθείσα μετ'αναβολήν δικάσιμο, σύμφωνα με το άρθρο 226 παρ.1 εδ.γ' και δ' του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία, κατά το άρθρο 575 εδ.β' του ΚΠολΔ, πρέπει το δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν παρόντες και οι ανωτέρω αναιρεσείοντες (κληρονόμοι της δεύτερης) που απουσιάζουν. ΙΙ. Κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου ή αν υπάρχει λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αρ.19 και 20. Ο πρώτος από τους λόγους αυτούς δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ο δε λόγος από τον .....είναι απαράδεκτος όταν το δικαστήριο, από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, οπότε πρόκειται για παράπονο που αναφέρεται στην ανέλεγκτη, κατά τα ανωτέρω, εκτίμηση πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ' του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως δεν ιδρύεται όταν από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Τέλος, από τα άρθρα 974, 1045 και 1051 του ΑΚ προκύπτει ότι όποιος έχει στη νομή του επί μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος του πράγματος με έκτακτη χρησικτησία, έχοντας τη δυνατότητα να συνυπολογίσει τον δικό του χρόνο χρησικτησίας στον χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Παρέπεται ότι χωρίς την άσκηση νομής στο πράγμα, ως συστατικού (μαζί με τον απαιτούμενο χρόνο) στοιχείου της χρησικτησίας, δεν αποκτάται κυριότητα επί του πράγματος με τον (πρωτότυπο αυτόν) τρόπο της χρησικτησίας. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι τόσον οι αναιρεσείοντες, όσον και η φερόμενη ως δικαιοπάροχός τους στη νομή του επιδίκου Ε. Κ., γιαγιά τους από τη μητέρα τους, που απεβίωσε την 5-1-1998, ουδέποτε είχαν στη νομή τους το επίδικο ακίνητο εμβαδού 1046 τ.μ. που βρίσκεται στη ..., ότι αντιθέτως ο πατέρας των αναιρεσειόντων Μ.Φ. και η αναιρεσίβλητη, τρίτη σύζυγός του, από το έτος 1961 έως το έτος 1988, οπότε απεβίωσε ο πρώτος νέμοταν το επίδικο από κοινού, έκτοτε και μέχρι την άσκηση της αγωγής (έτος 2001) μόνη η αναιρεσίβλητη, καλλιεργώντας το επίδικο και διαμένοντας στην μικρή οικία που ήταν κτισμένη σ'αυτό από το έτος 1953, και ότι επομένως δέχεται το Εφετείο, οι αναιρεσείοντες δεν έγιναν κύριοι του επιδίκου, του οποίου κυρία έγινε η αναιρεσίβλητη με έκτακτη χρησικτησία, κατά το 1/2 δε εξ αδιαιρέτου και με την νομίμως μεταγραφείσα συμβολαιογραφική αποδοχή της κληρονομίας του συζύγου της, ο οποίος με την αναφερόμενη δημόσια διαθήκη, που δημοσιεύτηκε νόμιμα άφησε το ανωτέρω ποσοστό (που είχε αποκτήσει με χρησικτησία) στην αναιρεσίβλητη σύζυγό του. Οι παραδοχές αυτές του Εφετείου ως προς την μη άσκηση νομής επί του επιδίκου εκ μέρους των αναιρεσειόντων και της φερόμενης ως δικαιοπαρόχου τους, βάσει των οποίων το δικαστήριο απέρριψε, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, ως αβάσιμη (αναπόδεικτη) την ένδικη διεκδικητική αγωγή των αναιρεσειόντων, στηριζόμενη στην κτήση κυριότητας, επί του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, στηρίζουν (οι ανωτέρω παραδοχές) το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων ως άνω ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 974, 1045 και 1051 του ΑΚ, τις οποίες το δικαστήριο δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον δεύτερο και υπό την επίκληση των αρ.1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο της αιτήσεώς τους. Κατά τα λοιπά ο ίδιος αυτός λόγος α)καθ'οσον με, υπό την επίκληση (και) του αριθμού 2ο του ανωτέρω άρθρου, πλήττεται με αυτόν η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, ιδίως ως προς την ταυτότητα του επιδίκου, και τα σχετικά από 8-3-1959, 14-3-1959 και 3-5-1959 ιδιωτικά συμφωνητικά, είναι απαράδεκτος, κατά την προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, ενώ β)καθ'όσον αναφέρεται στο υπ'αριθμ…./1961 συμβόλαιο, με το οποίο φέρεται ότι ο πατέρας των αναιρεσειόντων (από τον πρώτο γάμο του) μεταβίβασε το 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου στην αναιρεσίβλητη σύζυγό του, χωρίς ο ίδιος να είναι (τότε) κύριος του ακινήτου, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται σε τέτοια παραδοχή (μεταβίβαση) του επιδίκου στην αναιρεσίβλητη με το ανωτέρω (συμβόλαιο), αλλά στην παραδοχή ότι οι αναιρεσείοντες και η φερόμενη ως δικαιοπάροχος τους ουδέποτε άσκησαν νομή στο επίδικο. Με τον δεύτερο και υπό την επίκληση των αρ.8 και 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο του αναιρετηρίου προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο α)δεν έλαβε υπόψη το από 7-5-1935 ιδιωτικό δωρητήριο έγγραφο που αφορούσε το επίδικο, και ότι β)δεν "ερμήνευσε" και δεν εκτίμησε σωστά το περιεχόμενο της από 10-9-1978 υπεύθυνης δήλωσης του πατέρα τους, καθώς και τα αναφερόμενα στον ίδιο λόγο, από στοιχ.γ', έγγραφα (κτηματικά αποσπάσματα και δηλώσεις προς το Εθνικό Κτηματολόγιο), τα οποία είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι αναιρεσείοντες. Κατά το πρώτο ως άνω σκέλος του ο εξεταζόμενος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, αφού από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και το ανωτέρω έγγραφο, που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, κατά το δεύτερο δε σκέλος του, απαράδεκτος, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού προσβάλλεται με αυτόν η από το δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση του περιεχομένου εγγράφων. ΙΙΙ. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά τα άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28-11-2004 αίτηση για αναίρεση της υπ'αριθμ.492/2004 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών. Καταδικάζει του αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι από τους αρ. 11 γ΄, 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., αβάσιμοι. Απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται η από το δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση του περιεχομένου εγγράφων (561 § 1 Κ.Πολ.Δ.). Χρησικτησία. Χωρίς την άσκηση νομής στο πράγμα δεν αποκτάται κυριότητα με χρησικτησία (Επικυρώνει Εφ. Πατρ. 492/2004)
Χρησικτησία
Κληρονομία , Νομή, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 2202/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Γιολάντα Παπαρούνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Ζ. του Κ., 2)Σ. Ζ. του Κ., 3)Ι. Ζ. του Κ., χας Γ. Π., 4)Β. Ζ. του Α., συζ. Α. Κ., 5)Π. Ζ. του Α., 6)Κ. Ζ. του Σ., 7)Δ. Ζ. του Σ., κατοίκων ... 8)Α. Ζ. του Ι., χας Δ. Π., κατοίκου ... και 9)Μ. Ζ. του Ι., χας Κ. Ρ., κατοίκου ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Ράλλη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/7/2003 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 118/2005 του ίδιου Δικαστηρίου, 499/2007 μη οριστική και 384/2011 οριστική του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 30-12-2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 2/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης ως προς το δεύτερο λόγο και να απορριφθεί ως προς τους λοιπούς. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 στοιχ.α'και β' ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που ανάγονται για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου, ειδικότερα, περί αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις και ο καθ'όρια προσανατολισμός του, ούτε να κατονομάζονται οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων. Η ακριβής, εξάλλου, περιγραφή του ακινήτου, η οποία μπορεί να γίνει και με αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, είναι αναγκαία, γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει ο εναγόμενος να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, οι αναιρεσίβλητοι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν, ότι κατέστησαν συγκύριοι του λεπτομερώς περιγραφόμενου σ'αυτήν - αγωγή - ακινήτου (δασοκτήματος), ο καθένας από αυτούς κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά συγκυριότητας, σύμφωνα με τις περί εξ αδιαθέτου διαδοχής διατάξεις του ΑΚ, από τον απώτερο δικαιοπάροχο τους Α. Γ. Ζ., πάππο των υπό στοιχεία ΑΙ, Α2, A3, Β1 και Β2 και προπάππο των υπό στοιχεία Α4, Α5, Α6 και Α7 από αυτούς, ο οποίος κατέστη κύριος του 1/2 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου το έτος 1881 και του λοιπού 1/2 εξ αδιαιρέτου το έτος 1882, κατά παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα από αγορά, δυνάμει των αναφερόμενων στην αγωγή, νομίμως μεταγραφέντων αγοραπωλητηρίων συμβολαίων, από τους Ν. Ε. και Ν. Ε., υιούς του Α. Ε., οι οποίοι κατείχαν το επίδικο, δυνάμει Οθωμανικών Τίτλων (ταπία). Άλλως, επικουρικά, ισχυρίστηκαν ότι κατέστησαν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου, ο καθένας από αυτούς, κατά τα αυτά ποσοστά συγκυριότητας, κατά πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα, με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον νεμήθηκαν το επίδικο δασόκτημα, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι την 11-9-1915, συνυπολογίζοντας στη δική τους νομή και την, με τα ίδια προσόντα, νομή του απώτερου δικαιοπαρόχου τους Α. Γ. Ζ., ο οποίος νέμονταν αυτό από την κατά τα ανωτέρω αγορά του, τα έτη 1881 και 1882, μέχρι και το θάνατό του, κατά το έτος 1906, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη. Πιο συγκεκριμένα, ότι το επίδικο δασόκτημα (δάσος) βρίσκεται στις νοτιοανατολικές πλαγίες του όρους Αντιχάσια και στα νότια της περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος Γερακαρίου του Δήμου Τυμφαίων της Επαρχίας Καλαμπάκας Ν.Τρικάλων, από υψόμετρο 490 έως 1.270 μ. και στη θέση "...", συνολικής έκτασης 18.078 στρεμμάτων, το οποίο συνορεύει ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ με το διακατεχόμενο δάσος Σκοτίνας και με απαλλοτριωθεισα έκταση του ιδίου κτήματος υπέρ του Δημοτικού Διαμερίσματος Λογγά, ΔΥΤΙΚΑ με απαλλοτριωθεισα έκταση υπέρ, κτηνοτρόφων και διακατεχόμενο δάσος Πάδης, ΒΟΡΕΙΑ με το δημόσιο δάσος Γερακαρίου και το ιδιωτικό δάσος αδελφών Δ., ΝΟΤΙΑ με δάσος Κουταβέλη (ή Σκοτίνας) και απαλλοτριωθείσα έκταση του ιδίου κτήματος υπέρ κτηνοτρόφων. Ειδικότερα, τα όρια του δάσους είναι σαφή (ακολουθούν ράχες, ρέματα, δασικούς δρόμους), η δε πορεία της οριογραμμής έχει ως εξής : Αρχίζει από το σημείο με το μικρότερο υψόμετρο, στη συμβολή των ρεμάτων "Σκοτίνας" και "Βούρλα" (υψ.490 μ.). Από τη συμβολή των παραπάνω ρεμάτων, η οριογραμμή με Βόρεια - Βορειοδυτική κατεύθυνση, ακολουθεί προς τα ανάντη την κοίτη του ρέματος "Βούρλα" μέχρι τη συμβολή του με το μικρόρεμα "Ανήλιο Χαροκόπη". Εκεί στρέφεται δυτικά, ακολουθώντας προς τα ανάντη την κοίτη του ρέματος "Ανήλιο Χαροκόπη" και φθάνει στην κορυφογραμμή όριο με το διακατεχόμενο δάσος Πάδης, όπου και συναντά δασικό δρόμο. Έπειτα, με βόρεια σχεδόν κατεύθυνση, ακολουθεί το δασικό δρόμο μέχρι να συναντήσει το ρέμα "Πυργοδημήτρη" στη θέση "Γιάννου βρύση", όπου εγκαταλείπει αριστερά το δασικό δρόμο και ακολουθεί μονοπάτι μέχρι την εκ νέου συνάντηση του δασικού δρόμου, πριν του υψοδείκτη 993 μ. Από εκεί, στρεφόμενη αρχικά βορειανατολικά και στη συνέχεια ανατολικά, ακολουθεί το δασικό δρόμο, όριο τόσο με το δημόσιο δάσος Γερακαριου, όσο και το ιδιωτικό δάσος Αδελφών Δ., μέχρι που συναντά τη διακλάδωση του δρόμου αυτού με το δρόμο προς Παληογεράκαρο Γερακαρίου στη θέση "Βαθύ Σέλωμα". Στη συνέχεια, αφήνει το δρόμο μέσα στο δάσος "..." και ανέρχεται δια της ράχης στον υψοδείκτη 1.252 μ. Από εκεί, ακολουθεί ανατολικά τη ράχη μέχρι τη θέση "..." και στον αυχένα, όπου και τα κοινά όρια των δασών "...", "Κοινοτικό Λογγά" και "Ιδιωτικού Δάσους Δ.", από όπου διέρχεται δασόδρομος. Εκεί η οριογραμμή στρέφεται σχεδόν νότια και, ακολουθώντας το δασικό δρόμο, φθάνει στη ράχη όριο με το διακατεχόμενο δάσος Σκοτίνας κοντά στη θέση "Βρύση Διάκου". Στη συνέχεια, στρέφεται αρχικά νοτιοδυτικά και στη συνέχεια νότια, ακολουθώντας τη ράχη όριο με το δάσος Σκοτίνας και περνώντας από τις δασικές θέσεις "Χονδρό δέντρο" και την "Διάσελο Καλαμπόκι", πέφτει στην κοίτη του ρέματος "Σκοτίνας", την οποία ακολουθεί μέχρι τη συμβολή του με το ρέμα "Βούρλα", όπου είναι και το τέλος της οριογραμμής. Σε εκτάρια, η έκταση του ως άνω δάσους "...", που περικλείεται στα παραπάνω όρια, ανέρχεται συνολικά σε 1.813 ή σε 18.130 στρέμματα, κατανέμεται δε σε τέσσερις μορφές εδαφοπονικής εκμετάλλευσης και ειδικότερα: α) 1.135 εκτάρια αποτελούν δασοσκεπή έκταση, δηλαδή ποσοστό 62,60%, β) 398 εκτάρια αποτελούν μερικώς δασοσκεπή έκταση, δηλαδή ποσοστό 21,90%, γ) 226 εκτάρια αποτελούν γυμνή έκταση, δηλαδή ποσοστό 12,50% και δ) 54 εκτάρια αποτελούν άγονη έκταση, δηλαδή ποσοστό 3,0%. Ζήτησαν δε - οι αναιρεσίβλητοι ενάγοντες - να αναγνωριστούν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου, ο καθένας τους κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά εξ αδιαιρέτου, επειδή το αναιρεσείον εναγόμενο αμφισβητεί τη συγκυριότητά τους σ'αυτό. Το επίδικο όπως περιγράφεται στο αγωγικό δικόγραφο κατά είδος, θέση, έκταση και όρια, εξατομικεύεται πλήρως, ώστε να μη υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Το Εφετείο, επομένως, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε πλήρως ορισμένη την ένδικη αναγνωριστική συγκυριότητας ακινήτου αγωγή και ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου, απορρίπτοντας - σιωπηρά - ως αβάσιμη την ένσταση περί αοριστίας της αγωγής του αναιρεσείοντος εναγομένου λόγω μη ακριβούς περιγραφής του, ούτε παρέλειψε παρά το νόμο να μην λάβει υπόψη την άνω ένσταση περί αοριστίας της αγωγής, ούτε να κηρύξει αυτήν απαράδεκτη, γι'αυτό και ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, κατ'ορθή εκτίμησή του, από το άρθρο 559 αριθ.8 και 14 (και όχι 1) του ΚΠολΔ, με τον οποίο, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (1856), δημόσιες γαίες είναι οι αγροί, οι λειμώνες, οι χειμερινές και θερινές βοσκές, τα δάση και οι παρόμοιοι με αυτούς τόποι, η δε κυριότητα επ'αυτών ανήκει στο Τουρκικό Δημόσιο. Με την από 29 Ιουλίου 1882 συνθήκη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προσαρτήθηκε η Θεσσαλία. Με το άρθρο 4 της συνθήκης, η Ελλάδα αναγνώρισε το δικαίωμα ιδιοκτησίας "επί των αγροκηπίων, βοσκών, λειμώνων, δασών, νομών και παντός είδους γαιών, κατεχομένων παρ'ιδιώτου ή κοινοτήτων, δυνάμει φιρμανίων, χοτζετίων, ταπίων και άλλων τίτλων ή δυνάμει απλώς των διατάξεων του Οθωμανικού Νόμου". Με την προσάρτηση οι διατάξεις του Τουρκικού νόμου περί γαιών καταργήθηκαν και τα με τη συνθήκη αναγνωρισθέντα δικαιώματα μετατράπηκαν σε δικαιώματα πλήρους κυριότητας, υπαγόμενα πλέον στο κοινό δίκαιο. Με το νόμο δε ΠΛΖ'της 13/14 Μαρτίου 1882 - με τον οποίο κυρώθηκε η μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προηγηθείσα Σύμβαση της 24 Μαΐου (2 Ιουλίου) 1881 - εισήχθη στη Θεσσαλία η Ελληνική Νομοθεσία, η οποία ρυθμίζει τις εφεξής δημιουργούμενες σχέσεις, ενώ οι προϋπάρχουσες ρυθμίζονται από τον Οθωμανικό νόμο. Ενόσω, επομένως, ίσχυε ο Οθωμανικός Νόμος περί γαιών και πριν την με την προεκτεθείσα - από 29 Ιουλίου 1882 - συνθήκη αναγνώριση δικαιώματος ιδιοκτησίας, η εκ "δημοσίων γαιών" κυριότητα δεν ανήκε στους κατέχοντας αυτές δυνάμει φιρμανίων κ.λπ. και γι'αυτό δεν μπορούσαν με συμφωνία τους να τη μεταβιβάσουν. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των ν.8 παρ.1 Κωδ.(7.39), ν.9 παρ.1 πανδ.(50.14), ν.2 παρ.20 πανδ. (41.4), ν.6 πρ.πανδ.(44.3), ν.76 παρ.1 (18.1) και ν.7 παρ.3 πανδ. (23.3) του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, που ίσχυε - και στη Θεσσαλία - πριν από τον Αστικό Κώδικα (άρθρο 51 ΕισΝΑΚ), μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν άσκησης νομής πάνω σ'αυτό με καλή πίστη και διάνοια κυρίου σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδέσποζε να συνυπολογίσει στο χρόνο της ιδίας του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού (Ολ.ΑΠ 75/1987 ΕλλΔνη 32.1483). Όπως δε συνάγεται από τους ν.20 παρ.12 Πανδ. (5.3), ν.25 Πανδ. (24.1), ν.27 Πανδ. (18.1), ν.10, 13 παρ.1, 17, 48 Πανδ. (41.3), ν.5 Πανδ. (41.7), ν.3 Πανδ. (41.10), ν.7 παρ.6 Πανδ. (41.4), ν.109 πανδ. (50.16) καλή πίστη αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ'ουσίαν το δικαίωμα του κυρίου (ΑΠ 2106/2007 Ελλ Δνη 49.504). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Το (επίδικο) δασόκτημα "..." περιήλθε στην πλήρη συγκυριότητα, σύννομη και συγκατοχή των εναγόντων, εξ αδιαιρέτου και κατά τα παρακάτω ποσοστά στον καθένα, ως εξής: Αρχικός νομέας και κάτοχος του παραπάνω περιγραφόμενου δασοκτήματος, υπήρξε ο πάππος των υπό στοιχεία ΑΙ, Α2, A3, Β1 και Β2 των εναγόντων και προπάππος των υπό στοιχεία Α4, Α5, Α6 και Α7 από αυτούς, Α. Γ. Ζ.. Συγκεκριμένα, όπως αποδείχτηκε, ο Α. Γ. Ζ., αγόρασε το 1/2 εξ αδιαιρέτου του επίδικου δασοκτήματος (το οποίο, σύμφωνα με τους παρακάτω τίτλους κυριότητας, είχε συνολική έκταση 20.000 στρεμμάτων περίπου, ενώ κατά τη γενόμενη περί το έτος 1953, καταμέτρηση από Τοπογραφικό Συνεργείο του Υπουργείου Γεωργίας είχε έκταση 27.112,687 στρεμμάτων, όπως προκύπτει και από την υπ' αριθμ. 58/17-9-1963 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Τρικάλων), από τον Ν. Ε., υιό του Α. Ε., δυνάμει του υπ' αριθμ. …/5-12-1881 αγοραπωλητηριου συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος (τότε) Ειρηνοδίκη Τρικάλων Νικολάου Αναστασόπουλου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, στις 22-6-1882, στα βιβλία μεταγραφών της περιφέρειας του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό μεταγραφών …, λόγω όμως της καταστροφής του Υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας κατά τη Γερμανική Κατοχή από τα Γερμανικά Στρατεύματα, έχει εκ νέου μεταγραφεί στις 6-11-1964, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας, στον τόμο …και με αύξοντα αριθμό μεταγραφής …. Επίσης, αγόρασε και το έτερο 1/2 εξ αδιαιρέτου του επίδικου δασοκτήματος, από τον Ν. Ε., υιό του Α. Ε., δυνάμει του υπ' αριθμ. …/14-6-1882 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, του τότε Συμβολαιογράφου Τρικάλων Θεμιστοκλέους Σταμουλάκη, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, στις 22-6-1882, στα βιβλία μεταγραφών της περιφέρειας του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό μεταγραφών …, λόγω όμως της καταστροφής του Υποθηκοφυλάκειου Καλαμπάκας κατά τη Γερμανική Κατοχή από τα Γερμανικά Στρατεύματα, έχει εκ νέου μεταγραφεί στις 6-11-1964 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας, στον τόμο …, με αύξοντα αριθμό μεταγραφής …, στο οποίο (αγοραπωλητήριο συμβόλαιο) γίνεται μάλιστα μνεία, ότι ο Α. Γ. Ζ. (αγοραστής) παρέλαβε τους Οθωμανικούς Τίτλους (Ταπία), οι οποίοι μεταφρασμένοι από την Οθωμανική στην Ελληνική γλώσσα, καταχωρήθηκαν στο παραπάνω συμβόλαιο. Πλην όμως, σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω (μείζονα σκέψη), οι πωλητές του επίδικου δασοκτήματος Ν. Ε. και Ν. Ε., υιοί του Α. Ε., κατείχαν το επίδικο, όπως ομολογείται στην αγωγή, δυνάμει Οθωμανικών Τίτλων (ταπίων), δια των οποίων είχε παραχωρηθεί σ1 αυτούς μόνο το δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) επί του επιδίκου (αντικείμενο του οποίου ήταν η "ορισμένη και ανεπίδεκτος μετατροπής" χρήση του εδάφους που αναφερόταν στον τίτλο), και δεν απέκτησαν δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου, η κυριότητα του οποίου εξακολουθούσε να ανήκει στο Οθωμανικό Δημόσιο. Επομένως, αυτοί δεν ήταν κύριοι του επιδίκου, δυνάμενοι να το μεταβιβάσουν νομίμως δια αγοραπωλητήριου συμβολαίου σε έτερο πρόσωπο, και, εν προκειμένω, στον απώτερο δικαιοπάροχο των εναγόντων Α. Γ. Ζ.. Συνεπώς, ο τελευταίος, δεν απέκτησε κατά παράγωγο τρόπο (αρθρ. 1033 ΑΚ) την αποκλειστική κυριότητα του επίδικου δασοκτήματος, παρά τη νομότυπη κατάρτιση και νόμιμη μεταγραφή των ανωτέρων αγοραπωλητήριων συμβολαίων. Επομένως, η αγωγή, ως προς την κύρια βάση της (κτήση της κυριότητας του επιδίκου με παράγωγο τρόπο), είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι, επί του ως άνω δασοκτήματος, ο Α. Γ. Ζ., από το έτος 1881, και πάντως, οπωσδήποτε από την 22-6-1882, ημερομηνία μεταγραφής του δεύτερου κατά τα ανωτέρω συμβολαίου πωλήσεως, έως και το θάνατο του, στις 20-7-1906, ασκούσε όλες τις εμφανείς πράξεις νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, δηλωτικές της βούλησης του περί εξουσιάσεως του επιδίκου, οι οποίες ήταν, κατά τα προκτεθέντα, σύμφωνες προς τη φύση και τον προορισμό του δασοκτήματος και συγκεκριμένα, την ξύλευση και την υλοτομία του επιδίκου, την παραγωγή καυσόξυλων και ξυλανθράκων, τη συλλογή ρητίνης, την εκμίσθωση αυτού προς βόσκηση των ποιμνίων της περιοχής, την άσκηση εποπτείας επί του επιδίκου και την επιτήρηση αυτού με την πρόσληψη δασοφυλάκων, με τη σύνταξη διαχειριστικών εκθέσεων και πινάκων υλοτομίας, την οριοθέτηση του, τη μέριμνα για την προστασία αυτού προς αποτροπή καταλήψεως του από οποιονδήποτε τρίτο κ.λ.π., χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί η επ1 αυτού νομή και κατοχή του και χωρίς να ενοχληθεί από κανένα. Τις παραπάνω πράξεις νομής τις ασκούσε με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση, ότι με την κτήση της νομής του επιδίκου δεν προσβάλλεται από αυτόν κατ' ουσία το δικαίωμα της κυριότητας άλλου, επί του επιδίκου. Η ενδιάθετη αυτή κατάσταση του απώτερου δικαιοπαρόχου των εναγόντων, συνάγεται σαφώς, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, από το γεγονός της κατάρτισης των ως άνω νομίμως μεταγεγραμμένων αγοραπωλητηρίων συμβολαίων, στα οποία είχαν προσαρτηθεί σε μετάφραση οι επίσημοι Οθωμανικοί Τίτλοι (Ταπία), βάσει των οποίων (συμβολαίων), ο Α. Γ. Ζ., είχε σχηματίσει την απόλυτη και εύλογη πεποίθηση, ότι είχε καταστεί αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος του επιδίκου, ανεξάρτητα από το ότι τα συμβόλαια αυτά, δεν αποτελούν κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, νόμιμους τίτλους κυριότητας. Επίσης αποδείχτηκε ότι αυτός ασκούσε την επί του επιδίκου νομή και κατοχή, συνεχώς και αδιαλείπτως, και με διάνοια κυρίου, καθόσον, από την αγορά του δασοκτήματος "..." και εντεύθεν, προέβη εκτός των ανωτέρω και στις απαιτούμενες ενέργειες, σύμφωνα με τις διαταγές του Υπουργείου Οικονομικών, για την αναγνώριση του δάσους "..." ως ιδιόκτητου. Ειδικότερα, αποδείχτηκε ότι: 1) κατά το έτος 1895, προσκόμισε ενώπιον του Οικονομικού Εφόρου Καλαμπάκας, τους επίσημους Οθωμανικούς Τίτλους (ταπία) του δάσους "...", του οποίου ήταν νομέας και κάτοχος, και ότι το δάσος αυτό, καταχωρήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 1895, στο βιβλίο ιδιωτικών δασών της Επαρχίας Καλαμπάκας, στο φύλλο με αύξοντα αριθμό … (βλ. σχετ. προσκομιζόμενο έγγραφο). 2) Στις 23 Νοεμβρίου 1900, σύμφωνα προς την υπ' αριθμ. 84.132 Εγκύκλιο Διαταγή του Υπουργείου Οικονομικών, επέδωσε, με τον τότε δικαστικό κλητήρα του Πρωτοδικείου Τρικάλων …, στον Οικονομικό Έφορο Καλαμπάκας, τους επίσημους Οθωμανικούς Τίτλους, στο πρωτότυπο και σε επίσημη μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα, για να ελεγχθεί το έγκυρο και η γνησιότητα αυτών, από το Υπουργείο Οικονομικών. 3) Παράλληλα, γνωστοποίησε εγγράφως την παράδοση των πρωτοτύπων αυτών Οθωμανικών Τίτλων, και προς τον Δασάρχη Καλαμπάκας, με τον τότε δικαστικό κλητήρα του Πρωτοδικείου Τρικάλων, …. Ο τότε Οικονομικός Έφορος Καλαμπάκας, με την από 24-11-1900 υπ' αριθμ. 1805 αναφορά του, υπέβαλε τους τίτλους στο Υπουργείο Οικονομικών, το οποίο επιλήφθηκε του ελέγχου της γνησιότητας αυτών και απέστειλε αυτούς δύο φορές στην Ελληνική Πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης για να ελεγχθούν λεπτομερώς, βάσει του Τουρκικού Κτηματολογίου (βλ. σχετ. το υπ' αριθμ. πρωτ. 56.495/13-6-1901 έγγραφο του). Μετά τις παραπάνω ενέργειες του απώτερου δικαιοπαρόχου των εναγόντων Α. Γ. Ζ., και τον έλεγχο των πρωτοτύπων Οθωμανικών Τίτλων από το Υπουργείο Οικονομικών/με την αποστολή τους στην Ελληνική Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, το δασόκτημα "..." αναγνωρίσθηκε ανεπιφύλακτα με την υπ' αριθμ. 94.682/19-9-1901 διαταγή του Υπουργείου Οικονομικών. Με την παραπάνω διαταγή, το Υπουργείο Οικονομικών επέστρεψε τους ελεγχθέντες τίτλους και διέταξε τον Οικονομικό Έφορο και τον Δασάρχη Καλαμπάκας να εξετάσουν μαζί με τον απώτερο δικαιοπάροχο των εναγόντων Α. Ζ. και με δημόσιο γεωμέτρη, τα πραγματικά όρια του δασοκτήματος και να προβούν σε διοικητικές ανακρίσεις ευυπόληπτων προσώπων σχετικώς με αυτό και να υποβάλλουν λεπτομερή έκθεση, πράγμα που έγινε, ώστε μέχρι και σήμερα δεν προέκυψε καμία αμφισβήτηση σχετικά με τα όρια του δασοκτήματος. Έτσι το Δημόσιο, αφού βεβαιώθηκε το γνήσιο των τίτλων του ως άνω δικαιοπαρόχου των εναγόντων, ήρε τις επιφυλάξεις του για την επί του δασοκτήματος κυριότητα του Α. Ζ. και από το έτος 1901, μέχρι και το έτος 1906, οπότε απεβίωσε, καμία επιφύλαξη του Δημοσίου δεν υπήρξε, σε κανένα έγγραφο. Αντίθετα, έκτοτε, τόσο το Υπουργείο Οικονομικών, όσο και όλες οι Δημόσιες Αρχές και Υπηρεσίες, αναγνώρισαν επίσημα ως ιδιόκτητο το δάσος "..." και ιδιοκτήτη αυτού τον Α. Γ. Ζ.. Αποδείχτηκε επίσης ότι στις 20-7-1906, απεβίωσε στα Τρίκαλα ο ανωτέρω Α. Γ. Ζ., χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΚ περί εξ αδιαθέτου διαδοχής, από τη νόμιμη σύζυγο του Μ. και τα έξι (6) τέκνα του, Α., Σ., Ε., Α., Κ. και Α., οι οποίοι υπεισήλθαν στην κληρονομιά του και αναμείχθηκαν σ' αυτή με πρόθεση κληρονόμου, καταβάλλοντος ο καθένας τους τον αναλογούντα σ' αυτόν φόρο κληρονομιάς, και συνεχίζοντας και αυτοί, από το θάνατο του δικαιοπαρόχου τους, έως και την 11-9-1915 (που είναι ο κρίσιμος χρόνος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αρχή της παρούσας, οι από της 11-9-1915 και εφεξής πράξεις νομής επί δημοσίου κτήματος, δεν έχουν καμία αξία ως προς την δια έκτακτης χρησικτησίας κτήση κυριότητας, εφόσον, εάν δεν έχει επέλθει αυτή μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία, δεν δύναται να συμπληρωθεί ο προς χρησικτησία χρόνος και να αποκτηθεί κυριότητα κατά τον μετέπειτα χρόνο, βλ. και ΑΠ 76/1987 ΕλλΔνη 30.324), να ασκούν επί του δασοκτήματος, πράξεις σύννομης και συγκατοχής, με καλή πίστη και διάνοια συγκυρίου, σύμφωνες προς τη φύση και τον προορισμό του δασοκτήματος, με την ξύλευση και την υλοτομία του επιδίκου, την παραγωγή καυσόξυλων και ξυλανθράκων, τη συλλογή ρητίνης, την εκμίσθωση αυτού προς βόσκηση των ποιμνίων της περιοχής, τη σύνταξη διαχειριστικών εκθέσεων και πινάκων υλοτομίας, συνεχίζοντας και αυτοί να εποπτεύουν και επιτηρούν το επίδικο με την πρόσληψη δασοφυλάκων, την οριοθέτηση του, τη μέριμνα για την προστασία του, χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί από κανένα η επ' αυτού σύννομη και συγκατοχή τους, με καλή πίστη (αφού και αυτοί, όπως και ο δικαιοπάροχος τους Α. Ζ., στήριζαν την κατ' αυτούς κτήση της κυριότητας του επιδίκου από τον τελευταίο, στα ως άνω νομίμως καταγεγραμμένα αγοραπωλητήρια συμβόλαια), και με διάνοια κυρίου, συνεχίζοντας, έτσι, τη συνεχή και αδιάλειπτη νομή και κατοχή του δικαιοπαρόχου τους Α. Γ. Ζ.. Επομένως, αυτοί κατέστησαν την 12-9-1915, συγκύριοι του επιδίκου δασοκτήματος, κατά πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα, με έκτακτη χρησικτησία (αρθρ. 1045 ΑΚ), νεμόμενοι το επίδικο, έκαστος με καλή πίστη και διάνοια (συγ)κυρίου, για χρονικό διάστημα άνω της τριακονταετίας, συνυπολογίζοντας, κατ' άρθρο 1051 ΑΚ, ως καθολικοί διάδοχοι του δικαιοπαρόχου τους Α. Γ. Ζ., στη δική τους νομή (η οποία άρχισε από την 20-7-1906, ημερομηνία θανάτου του Α. Γ. Ζ., μέχρι και την 11-9-1915, διότι μετά την προαναφερθείσα ημερομηνία δεν ήταν επιτρεπτή, όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων περί δικαιοστασίου που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση αυτού, σε συνδυασμό με το άρθρο 21 του από 22-4/16-5-1926 Ν.Δ. "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της αεροπορικής αμύνης", η χρησικτησία στα εν λόγω κτήματα), και την, με τα ίδια προσόντα, νομή του δικαιοπαρόχου τους Α. Γ. Ζ., η οποία άρχισε από την 22-6-1882, ημερομηνία μεταγραφής του δεύτερου κατά τα ανωτέρω συμβολαίου πωλήσεως, και διήρκεσε έως και το θάνατο του τελευταίου, την 20-7-1906, ο καθένας κατά τα εξής ποσοστά εξ αδιαιρέτου...". Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, παραβίασε ευθέως τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του προϊσχύοντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία και έχουν εν προκειμένω εφαρμογή κατ'άρθρο 51 ΕισΝΑΚ και ειδικότερα τις διατάξεις εκείνες που αφορούν την επί ακινήτου άσκηση της νομής με καλή πίστη, κατά την προεκτεθείσα έννοια της ειλικρινούς πεποίθησης του νομέα, ότι με την κτήση της νομής του δεν προσβάλλει κατ'ουσίαν το δικαίωμα του κυρίου, ενώ στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της λόγω ανεπαρκούς και αντιφατικής αιτιολογίας, αφού, ενώ δέχτηκε, ότι οι πωλητές Ν. Ε. και Ν. Ε. "κατείχαν το επίδικο δυνάμει Οθωμανικών Τίτλων (ταπίων), δια των οποίων είχε παραχωρηθεί σ'αυτούς μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) επί του επιδίκου (αντικείμενο του οποίου ήταν η "ορισμένη και ανεπίδεκτος μετατροπής" χρήση του εδάφους που αναφερόταν στον τίτλο), και δεν απέκτησαν δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου (αλλά ότι) η κυριότητά του εξακολουθούσε να ανήκει στο Οθωμανικό Δημόσιο" και γι'αυτό και ο απώτερος δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων (εναγόντων) Α. Γ. Ζ. "δεν απέκτησε κατά παράγωγο τρόπο (άρθρο 1033 ΑΚ) την αποκλειστική κυριότητα του επίδικου δασοκτήματος, παρά τη νομότυπη κατάρτιση και νόμιμη μεταγραφή των ανωτέρω αγοραπωλητήριων συμβολαίων", στη συνέχεια, εν τούτοις, - το Εφετείο - δέχτηκε, ότι "ο Α. Γ. Ζ., από το έτος 1881, και, πάντως, οπωσδήποτε από την 22.6.1882, ημερομηνία μεταγραφής του δεύτερου κατά τα ανωτέρω συμβολαίου, έως και το θάνατό του, στις 20.7.1906", νεμόταν το επίδικο, ασκώντας επ'αυτού "όλες τις εμφανείς πράξεις νομής (ξύλευση, υλοτομία κ.λπ) "με διάνοια κυρίου και καλή πίστη", κατά την έννοια που προεκτέθηκε, ως συναγόμενα "από το γεγονός της κατάρτισης των ως άνω νομίμως μεταγεγραμμένων αγοραπωλητήριων συμβολαίων, στα οποία είχαν προσαρτηθεί σε μετάφραση οι επίσημοι Οθωμανικοί Τίτλοι (ταπία)...ανεξάρτητα από το ότι τα συμβόλαια αυτά δεν αποτελούν, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, νομίμους τίτλους κυριότητας", χωρίς, όμως, και να αιτιολογεί (διασαφηνίζει) πως κατά την κτήση της νομής του επιδίκου δυνάμει των συμβολαίων αυτών - που "δεν αποτελούν νόμιμους τίτλους κυριότητας" - είχε την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλλει το δικαίωμα του κυρίου (του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, ως διαδόχου του Οθωμανικού Δημοσίου), ως διαδόχου τους, ώστε να θεμελιώνεται "άσκηση της νομής του επιδίκου με καλή πίστη" κατά την έννοια που προπαρατέθηκε και να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος των προεκτεθεισών ουσιαστικών διατάξεων του προϊσχύοντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Οι περαιτέρω παραδοχές του Εφετείου και μάλιστα, ότι "μετά τις (αναφερόμενες) ενέργειες του απώτερου δικαιοπαρόχου των εναγόντων (αναιρεσιβλήτων) Α. Γ. Ζ., και τον έλεγχο των πρωτοτύπων Οθωμανικών Τίτλων το Υπουργείο Οικονομικών, με την αποστολή τους στην Ελληνική Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, το δασόκτημα "..." (επίδικο) αναγνωρίστηκε ανεπιφύλακτα με την υπ' αριθμ. 94.682/19.9.1901 διαταγή του Υπουργείου Οικονομικών" δεν ασκούν ουσιώδη επιρροή, προεχόντως, διότι, έκτοτε, έως και την 11.9.1915 (αφότου πράξεις νομής επί δημοσίου κτήματος δεν έχουν καμία αξία) δεν συμπληρώνεται τριακονταετία, πέραν του ότι από τις παραδοχές αυτές του Εφετείου δεν προκύπτει με σαφήνεια το περιεχόμενο της αναγνώρισης, δηλαδή εάν το επίδικο και μάλιστα καθ'όλη την έκτασή του αναγνωρίσθηκε - κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας - ιδιωτικό δασόκτημα. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης για τις πλημμέλειες των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 384/2011 απόφαση του Εφετείου Λάρισας. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση. Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημόσιες γαίες κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274 (1856). Με την προσάρτηση της Θεσσαλίας οι διατάξεις του Τουρκικού νόμου περί γαιών καταργήθηκαν και τα με την από 29 Ιουλίου 1882 συνθήκη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αναγνωρισθέντα δικαιώματα μετατράπηκαν σε δικαιώματα πλήρους κυριότητας, υπαγόμενα πλέον στο κοινό δίκαιο.
Δημόσια κτήματα
Γαίες, Δημόσια κτήματα.
1
Αριθμός 2200/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Δήμου Τρικκαίων νόμιμα εκπροσωπούμενου από το Δήμαρχο αυτού, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Ζυγούρη. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ε. Π. του Δ., συζ. Χ. Κ., 2)Ε. Π. του Δ., συζ. Ε. Φ., και 3)Ε. Π. του Δ., συζ. Γ. Β., κατοίκων ... οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χαράλαμπο Τσιρογιάννη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31/3/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Τρικάλων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 20/2007 μη οριστική, 225/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 39/2011 του Εφετείου Λαρίσης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων Δήμος με την από 19/5/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 2/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 1192 αριθ. 1, 1194 και 1198 ΑΚ προκύπτει, ότι η κυριότητα ακινήτου αποκτάται παραγώγως, με συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, η οποία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή . Για τη μεταβίβαση , με τον τρόπο αυτό , της κυριότητας του ακινήτου, προϋπόθεση είναι εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της να ήταν κύριος του ακινήτου. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045, 1051 ΑΚ, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Ενώ, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 Πανδ. (44.3) ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που εφαρμόζονται μέχρι την έναρξη ισχύος του Αστικού Κώδικα ( 23-2-1946), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 51ΕισΝΑΚ, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν άσκησης νομής με διάνοια κυρίου, ως τέτοιας νοούμενης της άσκησης σ' αυτό εμφανών και συνεχών πράξεων που εκδηλώνουν βούληση εξουσίασης του νομέα πάνω στο ακίνητο, όπως είναι η καλλιέργεια, εκμίσθωση, η εποπτεία, η φύλαξη και άλλες πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση του ακινήτου, με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ' ουσία το δικαίωμα κυριότητος τρίτου, γεγονός που συνάγεται από δικαστήριο της ουσίας, ενόψει της φύσης της καλής πίστης ενδιάθετης κατάστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ. Πανδ. (5.8) 27 Πανδ. (18.1) και για το χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας. Η χρησικτησία που είχε αρχίσει πριν την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κρίνεται, ως προς την έναρξή της, κατά το προηγούμενο δίκαιο, ενώ ως προς τη συνέχιση και τη συμπλήρωσή της από αυτόν- Αστικό Κώδικα -(άρθρο 64 ΕισΝΑΚ). Αν, όμως, ο χρόνος χρησικτησίας του Αστικού Κώδικα είναι συντομότερος από το χρόνο του προηγούμενου δικαίου από την εισαγωγή του ΑΚ υπολογίζεται ο συντομότερος και αρχίζει από την εισαγωγή του, εκτός αν ο διαφορετικός χρόνος του προηγούμενο δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από το συντομότερο του ΑΚ( άρθρο 65ΕισΝΑΚ). Θα πρέπει, πάντως, ως προς τον πριν του ΑΚ χρόνο να πληρούνται οι προεκτεθείσες προϋποθέσεις του προηγούμενου δικαίου, δηλαδή νομή που ανανεώθηκε με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται , αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και. έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε, Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής : Με το .../1980 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Τρικάλων Β. Πουλιανίτη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Τρικάλων (τ. 330, 219) η Α. Κ. δώρισε στις ενάγουσες, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου στην κάθε μία, ένα αγροτεμάχιο και ήδη οικόπεδο, καθώς έχει ενταχθεί στο σχέδιο της πόλης των Τρικάλων, εμβαδού 5,065 τ.μ. και ήδη κατά νεότερη καταμέτρηση από τον ΟΚΧΕ 4.925 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "..." … της κτηματικής περιφέρειας της συνοικίας … του Δήμου .., εμφαίνεται στο από Αύγουστο 1980 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Κ. Κ. που είναι προσαρτημένο στο άνω συμβόλαιο και συνορεύει ...... Στη δικαιοπάροχο των εναγουσών το ως άνω ακίνητο, που ήδη φέρει ΚΑΕΚ ... είχε περιέλθει κατά ψιλή κυριότητα με αγορά από τη Σ. χήρα Σ. Τ., θυγ. Ι. Τ. και με βάση το .../1976 συμβόλαιο του συμ/φου Τρικάλων Β. Γάγαλη - Μόσιαλου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία (τ. …, αρ. …). Η ως άνω πωλήτρια παρακράτησε με το συμβόλαιο αυτό την επικαρπία του ακινήτου εφ' όρου ζωής, μετά δε το θάνατο της στις 29-4-1977 η επικαρπία αυτή συνενώθηκε με την ως άνω ψιλή κυριότητα της δικαιοπαρόχου των εναγουσών. Το εν λόγω επίδικο ακίνητο αποτελούσε τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, περίπου 9,5στρεμμάτων, του οποίου τη νομή και κατοχή είχε κατά το έτος 1881 που απελευθερώθηκε η Θεσσαλία από τον Τουρκικό ζυγό ο πατέρας της Φ. Τ., Ν., θυγατέρα της οποίας ήταν η προαναφερθείσα Σ. Τ. Περί τις αρχές 1885 έτους ο ως άνω αρχικός νομέας και κάτοχος του αγροκτήματος αυτού ενόψει του γάμου της παραπάνω θυγατέρας του Φ. με τον Ι. Τ., μεταβίβασε λόγω άτυπης προίκας σε αυτήν το παραπάνω (μείζον του επιδίκου) αγροτεμάχιο, έκτοτε δε αυτή το νεμόταν (βοηθούμενη από τον παραπάνω σύζυγο της, μετά το γάμο της μ' αυτόν που έγινε περί το έτος 1886 και μέχρι το θάνατο του το έτος 1912) διάνοια κυρίου με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του ακινήτου αυτού δεν προσβάλλει κατ' ουσία το δικαίωμα τρίτου προσώπου μέχρι τα τέλη 1928 έτους, που, ενόψει του γάμου της άνω θυγατέρας της Σ. με το Σ. Τ., παρέδωσε την άνω νομή της επ' αυτού στην τελευταία λόγω άτυπης προίκας. Από τότε έως την 28-9-1976 η εν λόγω απώτερη δικαιοπάροχος των εναγουσών νεμόταν το αγροτεμάχιο αυτό με τα ίδια προσόντα της δικαιοπαρόχου της και με καλή ως άνω πίστη έως την 23-2-1946. Ειδικότερα τόσο αυτή όσο και προ αυτής οι παραπάνω δικαιοπάροχοί της ασκούσαν σ' αυτό συνεχώς και αδιαλείπτως εμφανείς πράξεις νομής προσιδιάζουσες στη φύση και τον προσδιορισμό του και συγκεκριμένα το καλλιεργούσαν με σιτηρά και καλαμπόκι, διατηρούσαν στο ανατολικό μέρος του αριθμό οπωροφόρων δένδρων και αμπέλι και φρόντιζαν για τη διατήρηση ανέπαφων των ορίων του. Από τη δεκαετία του 1950 δε, η Σ. Τ. (Τ.) εκμίσθωνε για σχεδόν 20 έτη το ακίνητο αυτό με επίμορτη αγροληψία στον Κ. Κ.. Το εν λόγω ακίνητο ήταν ανέκαθεν καλλιεργούμενος αγρός έως το έτος 1980 περίπου που η καλλιέργεια του εγκαταλείφθηκε λόγω της επικείμενης ένταξης του στο σχέδιο πόλης Τρικάλων, και ποτέ δεν είχε την ιδιότητα κοινόχρηστου πράγματος, ώστε να είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας. Τούτο προκύπτει από την ως άνω πραγματογνωμοσύνη η οποία διεξήχθη από τη διορισθείσα πραγματογνώμονα, που είχε τις προς τούτο ειδικές γνώσεις, κατά την προσφορότερη μέθοδο της τεχνικής, με τη χρήση των κατάλληλων φωτοερμηνευτικών οργάνων, ως προς την ερμηνεία των αεροφωτογραφιών των ετών 1945, 1960, 1974, 1985 και 1995 που προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, στις οποίες το επίδικο εμφανίζεται, έως το έτος 1980 περίπου, ως καλλιεργήσιμη έκταση, σε συνδυασμό με τη σαφή, περί του κρίσιμου αυτού σημείου της υποθέσεως, κατάθεση του μάρτυρα των εναγουσών και τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των τελευταίων, οι οποίες επιβεβαιώνονται από τα με αριθμό …/1890 και …/1898 συμβόλαια που προσκομίζουν, με επίκληση οι ενάγουσες και μετεγράφησαν νόμιμα, τα οποία αφορούν μεταβιβάσεις άλλων ακινήτων της ένδικης περιοχής, στα οποία αναφέρεται ως όμορο ακίνητο αυτών, το επίδικο με την ένδειξη ιδιοκτησία Τ., την από 15-2-2002 ένορκη κατάθεση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Τρικάλων στα πλαίσια άλλης δίκης, του ως άνω εκμισθωτή Κ. Κ., ως και την χωρίς ημερομηνία έκθεση φωτοερμηνείας των άνω αεροφωτογραφιών, που διεξήγαγε κατ' εντολή των εναγουσών, με τη χρήση των κατάλληλων οργάνων, ο τοπογράφος μηχανικός Χ. Β. Οι καταθέσεις δε αυτές δεν ανατρέπονται από την αοριοτολογική και εικοτολογική κατάθεση του μάρτυρα του εναγομένου η οποία δεν επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο. Συνεπώς. η απώτερη δικαιοπάροχος των εναγουσών Σ. Τ. απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη σχετική μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής και η ένσταση του εναγομένου περί του ότι είναι κύριος του επιδίκου, καθόσον αυτό είχε την ιδιότητα κοινοχρήστου πράγματος από αμνημονεύτων χρόνων (βοσκότοπος, παιδότοπος, χώρος αναψυχής των δημοτών του), είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ' ουσία. Ακολούθως κυρία του επίδικου ακινήτου έγινε η ως άνω άμεσος δικαιοπάροχος των εναγουσών Α. Κ. με παράγωγο τρόπο, με βάση το προαναφερόμενο συμβόλαιο αγοράς ψιλής κυριότητος που έχει μεταγραφεί νόμιμα, από την προαναφερομένη αληθινή κυρία αυτού Σ. Τ., με την ψιλή δε αυτή κυριότητά της, μετά τον άνω θάνατο της τελευταίας, συνενώθηκε και η επικαρπία, επί του εν λόγω ακινήτου. Στη συνέχεια η εν λόγω αληθινή κυρία του επιδίκου, με το παραπάνω συμβόλαιο δωρεάς που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε το δικαίωμα της αυτό κατά τα παραπάνω ποσοστά εξ αδιαιρέτου σε κάθε μία των εναγουσών και έτσι αυτές κατέστησαν συγκύριες αυτού κατά 1/3 εξ αδιαιρέτου η κάθε μία με παράγωγο τρόπο. Από τότε (30-12-1980) που περιήλθε σ' αυτές το επίδικο οι ενάγουσες συνέχισαν να ασκούν επ' αυτού πράξεις νομής διάνοια κυρίου (με αντιπρόσωπο η 3η μέχρι την ενηλικίωσή της τον πατέρα της, μαρτυρά των), όπως και η παραπάνω δικαιοπάροχος τους, και συγκεκριμένα το επισκεπτόταν, το φύλασσαν αποκλείοντας την επέμβαση επ' αυτού οποιουδήποτε τρίτου (βοηθούμενες από τον άνω πατέρα τους), χωρίς να ενοχληθούν από κανέναν, επιμελήθηκαν δε τα της ένταξης της εν λόγω ιδιοκτησίας τους στο σχέδιο πόλης Τρικάλων παρακολουθώντας τη σχετική διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας αναγράφηκαν κυρίες του επιδίκου στην "Ανασύσταση του κτηματολογικού υποβάθρου της περιοχής" που συντάχθηκε το Φεβρουάριο 2000. Έτσι, σε κάθε περίπτωση, οι ενάγουσες έγιναν συγκύριες του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία αφού το κατέχουν και το νέμονται αυτές και οι προαναφερόμενοι δικαιοπάροχοι των, συνεχώς και χωρίς διακοπή από αρχές 1885 έτους έως τον Φεβρουάριο 2000 έτους, δηλαδή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 20 ετών και δη 115 έτη περίπου. Εν τούτοις κατά την ανάρτηση τον Οκτώβριο του 2000 των κτηματολογικών πινάκων Γ, το επίδικο αναφέρεται με την ένδειξη "υπέρ Ο.Τ.Α." απαντώντας δε το 2004 στην από 14-11-2002 σχετική ένσταση που κατέθεσαν οι ενάγουσες στη δ/νση πολεοδομίας, ο εναγόμενος αμφισβήτησε των άνω κυριότητα αυτών, ισχυριζόμενος (αβασίμως) ότι ήταν κύριος του επιδίκου αφού αυτό ήταν κοινόχρηστη δημοτικής έκταση". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχτηκε ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την ένδικη-από 31-3-2005-αναγνωριστική συγκυριότητας του επίδικου ακινήτου αγωγή των αναιρεσιβλήτων και απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της εκκληθείσας απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει όμοια κρίση. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως τις προεκτεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του προϊσχύοντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να απαιτήσει περισσότερα στοιχεία ή να αρκεσθεί σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που αυτές απαιτούν, ούτε εκείνες του άρθρου 1 παρ 1 του ν. δ/τος 31/1968, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 62 του ν. 1416/1984, που αφορούν στην επέκταση της νομοθεσίας που ισχύει εκάστοτε για την προστασία του δημοσίου και στα ακίνητα των Δήμων και των Κοινοτήτων, τις οποίες ορθά δεν εφάρμοσε, εφόσον υπό τα προεκτιθέμενα δεδομένα δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής τους, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρη , σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία τόσο καθ' όσον αφορά την παραδοχή της αγωγής όσο και καθ' όσον αφορά την απόρριψη της άνω ένστασης ιδίας κυριότητας του αναιρεσείοντος. Ειδικότερα το Εφετείο με σαφήνεια δέχτηκε, ότι η απώτερη δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων Σ. Τ. απέκτησε την κυριότητα του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμηθείσα αυτό-επίδικο ακίνητο -από τα τέλη του έτους 1928 έως 28-9-1976 -που το μεταβίβασε στην άμεση δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων Α. Κ. με το ανωτέρω .../1976 συμβόλαιο και μάλιστα έως την έναρξη ισχύος του ΑΚ στις 23-2-1946 με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, με την έννοια που προπαρατέθηκε, και, έκτοτε, έως τις 28-9-1976 με διάνοια κυρίου, δηλαδή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τριακονταετίας, κατά τα επιτασσόμενα, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, από τις προαναφερθείσες διατάξεις του προϊσχύοντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου και του Αστικού Κώδικα και τις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 64 και 65 του ΕισΝΑΚ. Συνεπώς, οι λόγοι αναίρεσης δεύτερος από τον αριθμό 19 και τρίτος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους από τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. ΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 περ γ' ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται και αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής "αίτηση" είναι και η διαδικαστική, όταν όμως η ζητούμενη διαδικαστική πράξη είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο και όχι όταν αυτή υπόκειται στην κυριαρχική του εξουσία (ΑΠ 1875/2011). Εξάλλου, κατά το άρθρο 372 ΚΠολΔ, το δικαστήριο ορίζει τους πραγματογνώμονες από τον κατάλογο πραγματογνωμόνων, αν όμως δεν υπάρχει κατάλογος ή αν το δικαστήριο το κρίνει σκόπιμο, διορίζει τα πρόσωπα που κρίνει κατάλληλα για το σκοπό αυτόν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η επιλογή του κατάλληλου προσώπου από τον κατάλογο ή όχι εναπόκειται στην ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων αιτιάζει την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 9 περ. γ' ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο "αγνόησε την αίτησή (του) να διοριστούν ως πραγματογνώμονες οι αγρονόμοι τοπογράφοι μηχανικοί α)Σ. Γ. Κ. και ) Δ. Κ. Μ., κάτοικοι ..., οι οποίοι ασχολούνται με τις ειδικές μελέτες αεροφωτογραφιών και οι οποίοι είναι σε θέση να τεκμηριώσουν επιστημονικά τον ισχυρισμό (του) ότι το επίδικο αποτελεί κοινόχρηστη δημοτική έκτασή (του)...και περιορίστηκε στο διορισμό ως πραγματογνώμονας μιας δασολόγου του Δασαρχείου Τρικάλων", είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, από τη βεβαίωση του Εφετείου, ότι λήφτηκαν υπόψη "και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν", καθώς και από το σύνολο των σκέψεων αυτού, γίνεται φανερά και αναμφισβήτητα ότι τούτο, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για την απόρριψη του άνω ισχυρισμού ( ένστασης) του αναιρεσείοντος, ότι το επίδικο αποτελεί κοινόχρηστη δημοτική έκταση, έλαβε υπόψη και το .../19-9-1976 δωρητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Τρικάλων Βασιλείου Πουλιανίτη, που ο αναιρεσείων νόμιμα επικαλέστηκε με τις προτάσεις του της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυριζόμενος ότι σ' αυτό "ρητά αναφέρεται (στη σελ. 2 του συμβολαίου ) ότι το δωρούμενο ακίνητο, όμορο του νυν επιδίκου αγρού 2006,90 τ.μ. και ευρισκόμενο στην ίδια μείζονα έκταση "κείται εν τη θέση ... …(...) "ένθα η γνωστή κοινόχρηστος έκτασις του χωρίου τούτου, υπό την ονομασία "... …", και ο περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ. γ'ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙΙ. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 Κ.Πολ.Δ., έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση, η οποία δεν συντρέχει, όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί, στην τελευταία αυτή περίπτωση , δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται επικουρικώς στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του άνω-.../19-9-1976 -δωρητηρίου συμβολαίου, με το να "παραλείψει να αναγνώσει το κρίσιμο προαναφερθέν απόσπασμα αυτού κατά το οποίο το επίδικο "κείται εν τη θέσει ... …" (...) "ένθα η γνωστή κοινόχρηστος έκτασις του χωρίς τούτου,υπό την ονομασία "…" και να απορρίψει, έτσι , τον άνω ισχυρισμό (ένσταση) του αναιρεσείοντος, ότι το επίδικο αποτελεί κοινόχρηστη δημοτική έκταση, να δεχθεί δε, ακολούθως, την ένδικη αναγνωριστική συγκυριότητας του επιδίκου ακινήτου αγωγή των αναιρεσιβλήτων. Ο αναιρετικός αυτός λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, εφόσον το Εφετείο δεν στήριξε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο το αποδεικτικό του πόρισμα στο έγγραφο που προπαρατέθηκε, αλλά σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή "στις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και την χωρίς όρκο, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, εξέταση της δεύτερης (ήδη αναιρεσίβλητης)ενάγουσας ...τη με αριθμό …/2008 έκθεση πραγματογνωμοσύνης και φωτοερμηνείας που διατάχθηκε... και διεξήχθη από τη νομίμως διορισθείσα ... πραγματογνώμονα Σ. Κ. Δασολόγο ... την υπ' αριθμ. 15.628/27-10-2006 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμ/φου Τρικάλων Δ. Μπουρνάζου των μαρτύρων των εναγουσών .... Και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν ...". χωρίς να στηρίξει το επί της ουσίας πόρισμά του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο προμνημονευόμενο έγγραφο. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19-5-2011 αίτηση του Δήμου Τρικκαίων για αναίρεση της 39/2011 απόφασης του Εφετείου Λάρισας. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600)ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2013 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2013 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Χρησικτησία έκταση κατά τον Αστικό Κώδικα και κατά το προϊσχύον βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Η χρησικτησία που είχε αρχίσει πριν την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα κρίνεται, ως προς την έναρξή της, κατά το προηγούμενο δίκαιο, ενώ ως προς τη συνέχιση και τη συμπλήρωσή της από αυτόν -Αστικό Κώδικα – Αν, όμως ο χρόνος χρησικτησίας του ΑΚ είναι συντομότερος από τον χρόνο του προηγουμένου δικαίου από την εισαγωγή του ΑΚ υπολογίζεται ο συντομότερος και αρχίζει από την εισαγωγή του, εκτός αν ο διαφορετικός χρόνος του προηγούμενου δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από το συντομότερο του ΑΚ.
Χρησικτησία
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 2199/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Θ. Θ. του Η., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Στούμπα. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Χ. Χ. Ο. του Γ., όπως εκπροσωπείται από τον δικαστικό του συμπαραστάτη Κ. Θ., 2)Κ. Π. του Κ., 3)Δ. Π. του Κ., κατοίκων ... 4)Κ. Π. του Κ., κατοίκου ..., και 5)Α. Π. του Κ., κατοίκου ... οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/4/2009 αγωγή του ήδη 1ου αναιρεσίβλητου και την από 11/8/2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Ειρηνοδικείο Βέροιας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 149/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 174/ΤΠ/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βέροιας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 22/3/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 2/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις εκθέσεις επίδοσης …, …, …, … και …/6-3-2013 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Βέροιας … προκύπτει, ότι, ύστερα από έγγραφη παραγγελία της δικηγόρου Βέροιας Δέσποινας Τσεπελάκη ως πληρεξουσίας δικηγόρου του αναιρεσείοντος, που επισπεύδει τη συζήτηση, ακριβές αντίγραφο της ένδικης, από 22-3-2012, αίτησης αναίρεσης κατά της οριστικής απόφασης 174/ΤΠ/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βέροιας, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 16-10-2013), επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους αναιρεσιβλήτους, οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε υπέβαλαν έγγραφη δήλωση για παράστασή τους στο ακροατήριο κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.2 Κ.Πολ.Δ., να προχωρήσει η υπόθεση παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων. ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 553 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., που ορίζει, ότι "αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση", προκύπτει, ότι απόφαση η οποία έχει εκδοθεί ερήμην δεν υπόκειται σε αναίρεση, εφόσον μπορεί να προσβληθεί με ανακοπή ερημοδικίας. Κατά το άρθρο 501 Κ.Πολ.Δ., ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύτηκε καθόλου ή δεν κλητεύτηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Κατά το επόμενο άρθρο 502 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, δικαίωμα ανακοπής ερημοδικίας έχει, πλην άλλων, και ο εφεσίβλητος. Και κατά το άρθρο 321 του ίδιου Κώδικα, όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες. Τέλος, επί αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, αν η κυριότητα αμφισβητείται από περισσότερα πρόσωπα, καθένα από αυτά ενάγεται αυτοτελώς. Μπορεί, όμως, να εναχθούν όλα με την ίδια αγωγή, στην περίπτωση δε αυτή η τελεσιδικία κρίνεται αυτοτελώς, πρέπει δε να υπάρχει κατά το χρόνο άσκησης της αναίρεσης. Αν - η τελεσιδικία - δεν συνομολογείται ή δεν αποδεικνύεται (με την προσκομιδή αποδεικτικών επίδοσης, παραίτησης) η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου, για να θεωρηθεί ότι μι απόφαση έχει εκδοθεί ερήμην αρκεί το γεγονός ότι κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανίστηκε ο ένας από τους διαδίκους ή εμφανίσθηκε αλλά δεν έλαβε μέρος σε αυτήν με τον προσήκοντα τρόπο (άρθ. 271 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.) και όχι μόνο όταν στηρίζεται στις ειδικές συνέπειες της ερημοδικίας, δηλαδή στο τεκμήριο ομολογίας. Η απόφαση δε αυτή εξακολουθεί να είναι ερήμην έστω και αν, παρά την ερημοδικία του εφεσιβλήτου (εναγομένου), το Εφετείο, δικάζοντας ως να ήταν και αυτός παρών, κατά τις διατάξεις του άρθρου 524 παρ. 1 και 4 Κ.Πολ.Δ., απορρίπτει την έφεση του κατ' αντιμωλίαν δικαζόμενου εκκαλούντος (ενάγοντος) και επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση δέχεται μερικώς ή ολικώς την αγωγή τούτου. Διαφορετικό είναι το ζήτημα της ύπαρξης ή μη έννομου συμφέροντος του ερημοδικασθέντος προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, το οποίο δεν μπορεί να αποκλεισθεί εκ του ότι η έφεση του ενάγοντος έχει απορριφθεί κατ' ουσίαν, όταν η αγωγή του έχει γίνει δεκτή πρωτοδίκως (μερικώς ή ολικώς), δεδομένου, ότι ο ερήμην δικασθείς έχει κατ' αρχήν έννομο συμφέρον για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, την ύπαρξη ή μη του οποίου για το παραδεκτό ή μη της αναίρεσης δεν ερευνά ο 'Αρειος Πάγος (ΑΠ 162/1997 Ελλ Δ/νη 38.1534). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων άσκησε κατά των ήδη αναιρεσιβλήτων την ένδικη - από 11-8-2009 - αναγνωριστική κυριότητας του επίδικου ακινήτου αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Βέροιας, το οποίο την δέχτηκε εν μέρει ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, αναγνωρίζοντας αυτόν - αναιρεσείοντα - κύριο του περιγραφόμενου σε αυτή τμήματος του επίδικου ακινήτου. Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσείων άσκησε έφεση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βέροιας, το οποίο τη συζήτησε ερήμην του πρώτου εφεσιβλήτου και ήδη αναιρεσιβλήτου εναγομένου και κατ' αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων και με την υπ' αριθμ. 174/ΤΠ/2011 απόφασή του την απέρριψε κατ' ουσία. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. 'Όμως, δεν προκύπτει (με την προσκομιδή αποδεικτικών επίδοσης, παραίτησης) - ούτε άλλωστε ο αναιρεσείων επικαλείται - τελεσιδικία της αναιρεσιβαλλόμενης - υπ' αριθμ. 174/ΤΠ/2011 - απόφασης ως προς τον πρώτο αναιρεσίβλητο, που η απόφαση αυτή εκδόθηκε ερήμην. Γι' αυτό, ως προς αυτόν - πρώτο αναιρεσίβλητο - η αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη και πρέπει και αυτεπαγγέλτως να απορριφθεί. ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 560 ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων επιτρέπεται αναίρεση μόνο για τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο αυτό τέσσερις λόγους, στους οποίους δεν περιλαμβάνεται και λόγος αντίστοιχος με εκείνο που προβλέπεται στο άρθρο 559 αριθ. 11 του Κ.Πολ.Δ., ο οποίος αφορά στη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που δεν επιτρέπει ο νόμος και αποδείξεων που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έγινε επίκλησή τους και στη μη λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν με επίκληση. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους ο αναιρεσείων, παρά την αναφορά τους στον αριθμό 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ,Δ., κατ' ορθή εκτίμηση του περιεχομένου τους, προβάλλει αιτιάσεις από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ισχυριζόμενος ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, και δέχτηκε - όπως προεκτέθηκε - εν μέρει την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή του - αναιρεσείοντος - δεν έλαβε υπόψη την ενώπιόν του δικαστική ομολογία από μέρους των εμφανισθέντων εφεσιβλήτων (εναγομένων) της έφεσης και της αγωγής στο σύνολό της, και "τα τοπογραφικά διαγράμματα τα οποία προσκόμισε σχετικά με το επίδικο, καθώς και τις καταθέσεις των μαρτύρων σχετικά με το μήκος της πρόσοψης του όλου ακινήτου που είναι 12,29 μ. και ποτέ δεν αμφισβητήθηκε - και- από τον πρώτο αναιρεσίβλητο - και - γενικότερα μη ορθώς ερμηνεύει", παρεκτός της αοριστίας του, εφόσον δεν αναφέρονται συγκεκριμένα τα τοπογραφικά διαγράμματα και οι καταθέσεις των μαρτύρων που το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη, προεχόντως, είναι απαράδεκτοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι περαιτέρω αιτιάσεις του αναιρεσείοντος από το άρθρο 560 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., ότι το πιο πάνω Δικαστήριο, σε σχέση με τον αγωγικό ισχυρισμό περί νομής αυτού - αναιρεσείοντος - και "στο επίδικο κομμάτι", εσφαλμένα "δέχτηκε ότι ο πρώτος αναιρεσίβλητος έχει τη νομή στο επίδικο κομμάτι, αφού λέγει ότι ο ίδιος δεν έχει κάνει και αποδοχή κληρονομιάς - και ότι -, παρά ταύτα, έχει δικαίωμα συννομής και συγκατοχής με κληρονομικό δικαίωμα ... και ότι έκανε καθημερινά πράξεις νομής χωρίς να τις ορίζει - αλλά και - να τεκμηριώνει το δικαίωμά του σε διαρκή και μόνιμη εξουσίαση ... αρκούμενο σε γενικότητες και σε αόριστες αναφορές συννομής και πράξεων από το 2008 έως τη δίκη ... ενώ, με το να αναγνωρίζει τον πρώτο αναιρεσίβλητο συννομέα, σφάλλει σε πολλά σημεία μη εφαρμόζοντας τους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, ήτοι το άρθρο 974 ΑΚ και επόμενα, αφού δεν αναφέρει καν πως ο πρώτος αναιρεσίβλητος ασκούσε πράξεις συννομής σε ξένη κατ' αυτόν - αναιρεσείοντα - συνιδιοκτησία", προεχόντως, είναι απαράδεκτες, διότι, υπό την επίκληση της παραπάνω πλημμέλειας, πλήττεται αποκλειστικά η περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22-3-2012 αίτηση του Θ. Θ. του Η. για αναίρεση της 174/Τ.Π./2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βέροιας, που δίκασε ως Εφετείο. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 7 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επί αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής, αν η κυριότητα αμφισβητείται από περισσότερα πρόσωπα, καθένα από αυτά ενάγεται αυτοτελώς. Μπορεί, όμως, να εναχθούν όλα με την ίδια αγωγή, στην περίπτωση δε αυτή η τελεσιδικία κρίνεται αυτοτελώς, πρέπει δε να υπάρχει κατά το χρόνο άσκησης της αναίρεσης. Αν η τελεσιδικία δεν συνομολογείται ή δεν αποδεικνύεται (με την προσκομιδή αποδεικτικών επίδοσης, παραίτησης) η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως.
Κυριότητα
Αγωγή αναγνωριστική, Κυριότητα.
0
Αριθμός 2197/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Η. Σ. του Ε., κατοίκου ..., 2)Α. Δ. του Δ., κατοίκου ... και 3)Μ. Δ. του Δ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Χολέβα. Της αναιρεσίβλητης: Μ. - Κ. Σ. του Ι., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Πανάγο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/1/2002 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3960/2004, 1462/2007 μη οριστικές, 6356/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4906/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15/11/2010 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 28/12/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, με την οποία εισηγήθηκε ν' απορριφθεί η από 15/11/2010 αίτηση για αναίρεση της 4906/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1561 παρ.1 του Α.Κ., όπως ισχύει μετά τον ν.2447/1996, με τον οποίο και από την έναρξη της ισχύος του (30-12-1996) καταργήθηκε το κεφάλαιο του Α.Κ. για την υιοθεσία και στη θέση του τέθηκε νέο, δέκατο τρίτο, κεφάλαιο (άρθρα 1542-1588). "Με την υιοθεσία διακόπτεται κάθε δεσμός του ανηλίκου με τη φυσική του οικογένεια (...) και ο ανήλικος εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα του. Έναντι του θετού γονέα και των συγγενών του ο ανήλικος έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τέκνου γεννημένου σε γάμο. Το ίδιο ισχύει και για τους κατιόντες του θετού τέκνου (...)". Με τη διάταξη αυτή, με την οποία, όπως και στην Εισηγητική Έκθεση του κυρωθέντος σχεδίου νόμου αναφέρεται, επέρχεται διακοπή κάθε δεσμού του ανηλίκου με τη φυσική του οικογένεια και πλήρης ένταξή του στην οικογένεια των θετών γονέων, δημιουργείται σχέση τεχνητής συγγένειας μεταξύ του υιοθετούντος και των συγγενών του αφενός και του υιοθετουμένου αφετέρου, και αναγνωρίζεται βάσει της σχέσεως αυτής αμοιβαίο εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα μεταξύ τους (Α.Π. 2035/2009, 391/2013), το οποίο δεν υπήρχε υπό το προϊσχύον δίκαιο της υιοθεσίας (παλαιά άρθρα 1579, 1583 του Α.Κ., αρθρ. 1 εδ. α' και 13 παρ. 1 ν.δ. 610/1970), κατ' αποκλεισμόν δε του προϋφισταμένου (ίδιες διατάξεις 1579, 1583 του Α.Κ.) κληρονομικού δικαιώματος του ανηλίκου έναντι της φυσικής του οικογένειας. Εξάλλου κατά το άρθρο 57 παρ. 1 του ίδιου ν.2447/1996, που αποτελεί μεταβατική διάταξη, παρόμοια με εκείνη του άρθρου 88 παρ. 1 του Εισ.Ν Α.Κ., "Με εξαίρεση τις ρυθμίσεις που ακολουθούν, υιοθεσίες που έγιναν πριν από την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου διέπονται ως προς το κύρος τους και τα έννομα αποτελέσματα από το έως τώρα δίκαιο (...)", κατά δε το ίδιο άρθρο 57 παρ. 3 του ν.2447/1996 "Στις περιπτώσεις υιοθεσιών ανηλίκων που έγιναν πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, ο θετός γονέας έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο, με αίτησή του που δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, την πλήρη ένταξη του τέκνου στην οικογένειά του, σύμφωνα με τα άρθρα 1561 έως 1566 του Α.Κ. (...)". Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι επί υιοθεσιών ανηλίκων που τελέστηκαν πριν από τον ν.2447/1996 η πλήρης ένταξη του υιοθετημένου στην οικογένεια του υιοθετήσαντος αφέθηκε, ενόψει και των συνεπειών της, στην βούληση (πρωτοβουλία) του τελευταίου, συντελείται δε με την υποβολή από αυτόν της σχετικής ως άνω αίτησης και την έκδοση επ' αυτής αποφάσεως του δικαστηρίου, από την οποία και γεννάται το προαναφερθέν αμοιβαίο, μεταξύ θετού τέκνου και υιοθετήσαντος, κληρονομικό δικαίωμα, με αντίστοιχη κατάργηση του (προϋφισταμένου) κληρονομικού δικαιώματος του ανηλίκου έναντι της φυσικής του οικογένειας. Επομένως πριν (χωρίς) την ένταξη αυτή δεν καταλύεται το κληρονομικό δικαίωμα του υιοθετηθέντος προ της ισχύος του ν.2447/1996 ανηλίκου έναντι των φυσικών συγγενών του που απεβίωσαν μετά την έναρξη της ισχύος του ν.2447/1996 (Α.Π. 451/2011, 391/2013) και αντιστοίχως δεν γεννάται το ανωτέρω αμοιβαίο κληρονομικό δικαίωμα μεταξύ του θετού τέκνου και του υιοθετήσαντος (και των μελών της οικογενείας του). Η προρρηθείσα μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 57 παρ. 3 του ν.2447/1996, ως ειδική, σχετικά με τις δημιουργούμενες ως άνω κληρονομικές σχέσεις, κατισχύει εκείνης του άρθρου 92 εδ. α' του Εισ.Ν.Α.Κ., κατά την οποία "οι σχέσεις του κληρονομικού δικαίου, αν ο κληρονομούμενος πέθανε πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κρίνονται και στο εξής κατά το έως τώρα δίκαιο" και από την οποία εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι οι σχέσεις του κληρονομικού δικαίου, αν ο κληρονομούμενος πέθανε μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κρίνονται κατά τον κώδικα αυτόν, και αποκλείει (η μεταβατική διάταξη του άρθρου 57 παρ. 3 του ν.2447/1996) την αναλογική εφαρμογή της ειρημένης διάταξης του άρθρου 92 εδ. α' του Εισ.Ν Α.Κ. στις ανωτέρω περιπτώσεις (υιοθεσία προ του ν.2447/1996 και θάνατος κληρονομουμένου φυσικού συγγενούς μετά τον νόμο αυτό). Υπό την αντίθετη εκδοχή θα εδημιουργείτο εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα μεταξύ προσώπων που δεν έχουν την κατά νόμον, ως προϋπόθεση (θεμέλιο) τεθειμένη για το δικαίωμα αυτό, συγγένεια (άρθρα 1813 επ. (Α.Κ), την οποία άλλωστε (συγγένεια) προϋποθέτει υπάρχουσα (δεδομένη) και η προρρηθείσα μεταβατική διάταξη του άρθρου 92 εδ. α' του Εισ.Ν. Α.Κ. και η οποία δεν υφίσταται στην εξεταζόμενη περίπτωση υιοθεσίας χωρίς την κατά τα προεκτεθέντα πλήρη ένταξη του υιοθετημένου στην οικογένεια του υιοθετήσαντος (αρθρ. 57 παρ. 3 ν. 2447/1996). Τα ανωτέρω ισχύουν, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και όταν ο θετός γονέας απεβίωσε προ της ισχύος του ν. 2447/1996 και επομένως δεν ήταν δυνατή η εκ μέρους του υποβολή αιτήσεως για την πλήρη ένταξη του υιοθετηθέντος ανηλίκου στην οικογένειά του (θετού γονέα) κατά την προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2447/1996, αφού κρίσιμο εν προκειμένω είναι η κατά τη διάταξη αυτή ένταξη του ανηλίκου στη θετή του οικογένεια και όχι ο λόγος της μη εντάξεώς του (ΑΠ 391/2013). Τέλος, ο κατά τα άρθρα 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δημιουργείται αν το δικαστήριο της ουσίας δεν εφήρμοσε τέτοιον κανόνα ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφήρμοσε τον κανόνα ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθή (ΑΠ 635/2011, 391/2013). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη, θετό τέκνο του Ι. Σ. από υιοθεσία που τελέστηκε το έτος 1956 (υπ' αριθμ. 9128/56 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου της κληρονομίας του Δ. Σ., που απεβίωσε χωρίς διαθήκη την 17-6-2001 και του οποίου η σύζυγος Ε. Σ., με την οποία δεν είχε αποκτήσει τέκνα και η οποία είχε προαποβιώσει την 29-5-2000, ήταν αδελφή του ανωτέρω θετού πατέρα της αναιρεσίβλητης, ο οποίος και αυτός είχε προαποβιώσει την 3-6-1998 (άρθρα 1814 και 1820 του ΑΚ). Δέχθηκε δηλαδή το Εφετείο ότι η αναιρεσίβλητη, που είχε υιοθετηθεί προ του ν.2447/1996, είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος του κληρονομουμένου Δ. Σ., ο οποίος απεβίωσε μετά τον ν.2447/96, στη θέση των προαποβιωσάντων ως άνω θετού πατέρα της (αναιρεσίβλητης) και της αδελφής του τελευταίου Ε. Σ., συζύγου εν ζωή του κληρονομουμένου. Στην αναιρεσιβαλλομένη δεν υπάρχει παραδοχή, ούτε είχε προβληθεί τέτοιος ισχυρισμός, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, ότι η αναιρεσίβλητη είχε ενταχθεί πλήρως στη θετή της οικογένεια με αίτηση του θετού της πατέρα και έκδοση σχετικής δικαστικής αποφάσεως σύμφωνα με την προρρηθείσα μεταβατική διάταξη του άρθρου 57 παρ. 3 του ν.2447/1996. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, η αναιρεσίβλητη δεν είχε ενταχθεί πλήρως στη θετή της οικογένεια, με αποτέλεσμα να μην έχει αποκτήσει έναντι της οικογένειας αυτής αμοιβαίο εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα κατά τις ισχύουσες ήδη ως ανωτέρω (νέες) διατάξεις των άρθρων 1561 επ. του ΑΚ, εν συνδυασμώ με εκείνες των άρθρων 1814 και 1820, και 57 παρ.1 του ν.2447/1996, 88 παρ.1 και 92 εδ. α'του Εισ. ΝΑΚ, τις οποίες εφήρμοσε το Εφετείο αν και δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους. 'Ετσι το Εφετείο, που βάσει των παραδοχών αυτών απέρριψε κατά το ανωτέρω ποσοστό του 1/2 εξ αδιαιρέτου επί της κληρονομίας του θανόντος Δ. Σ. την ένδικη αγωγή περί κλήρου των αναιρεσειόντων, με την οποία οι τελευταίοι ζητούσαν να αναγνωρισθεί το εξ αδιαθέτου κληρονομικό τους δικαίωμα ως μόνων κληρονόμων, επί όλης της κληρονομίας αυτής και να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να τους αποδώσει, τα αναφερόμενα κληρονομιαία ακίνητα, παραβίασε, με εσφαλμένη εφαρμογή, τις ως άνω ουσιαστικές διατάξεις, οι οποίες και δεν ήταν εφαρμοστέες εν προκειμένω, όπως βάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο, από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους. Και πρέπει, κατά παραδοχήν αυτού του λόγου, μετά την οποία και παρέλκει η έρευνα των λοιπών, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη αυτή απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 4906/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υιοθεσία ανηλίκου πριν από τον ν. 2447/96. Προϋποθέσεις αποκτήσεως κληρονομικού δικαιώματος (εξ αδιαθέτου) έναντι του θετού γονέα και των συγγενών του. Μεταβατικές διατάξεις. Κληρονομικό δικαίωμα υιοθετηθέντος προ του ν. 2447/96 στην κληρονομιά του θετού του γονέα που απεβίωσε μετά τον ν. 2447/96. Αναιρετικός λόγος από τον αρ. 1 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., βάσιμος (αναιρεί την Εφ.Αθ. 4906/2010)
Υιοθεσία
Διαχρονικό δίκαιο, Κληρονομία , Υιοθεσία.
2
Αριθμός 2198/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Χ. χήρας Α. Γ., το γένος Ε. Β., που δεν παραστάθηκε, 2)Μ. Γ. του Α., και 3)Α. Κ. του Κ., συζ. Μ. Γ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Αποστολόπουλο, ο οποίος δήλωσε ότι η 1η αναιρεσείουσα απεβίωσε στις 17/9/2012 (όπως προκύπτει από την με αριθμό …/2012 ληξιαρχική πράξη θανάτου της Ληξιάρχου του Δήμου Παπάγου - Χολαργού Φωτεινής Τζιώρτζη) και κληρονομήθηκε από τους 2ο και 3η των αναιρεσειόντων, οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη. Της αναιρεσίβλητης: Μ. συζ. Ν. Μ. - Σ., κατοίκου ... που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Πελέκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/4/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και την από 26/8/2004 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Νάξου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 39/2005 του ίδιου Δικαστηρίου, που παρέπεμψε τις ανωτέρω αγωγές στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Νάξου λόγω αρμοδιότητας, 22/2007 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Νάξου και 308/2010 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 18/3/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 1/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Επομένως δεν δημιουργείται ο αναιρετικός αυτός λόγος όταν - το δικαστήριο αφ' ενός μεν λαμβάνει υπόψη - ουσιώδεις πραγματικούς ισχυρισμούς ("πράγματα") των διαδίκων επί των οποίων και στηρίζει την κρίση του, αφ' ετέρου δε απορρίπτει προταθέντα ισχυρισμό για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της από 26-8-2004 αγωγής της αναιρεσίβλητης, επί της οποίας, καθώς και της από 4-4-2004 αντίθετης αγωγής των αναιρεσειόντων, εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι το επίδικο ακίνητο, ήδη μη άρτιο οικόπεδο, εμβαδού 99,30 τμ., που βρίσκεται στον οικισμό …της …είχε περιέλθει, ως τμήμα μείζονος ακινήτου (αρχικά αμπελώνα), στη γιαγιά της Μ. συζ. Δ. Π. με το υπ' αριθμ. ...1911 συμβόλαιο ανταλλαγής προικός, που μεταγράφηκε νόμιμα, ότι η τελευταία μεταβίβασε το επίδικο στην αναιρεσίβλητη με άτυπη πώληση το έτος 1950, και ότι έκτοτε η αναιρεσίβλητη, όπως και προ αυτής, από το έτος 1859, οι δικαιοπάροχοί της, νέμονταν το επίδικο, ασκώντας σ' αυτό τις προσιδιάζουσες στη φύση του διακατοχικές πράξεις διάνοια κυρίου και με καλή πίστη μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ, ήτοι καλλιέργεια, επισκευή περιμανδροτικών τοίχων, επίβλεψη και προστασία έναντι παντός τρίτου, μέχρι την κατά το έτος 2004 κατάληψη του επιδίκου από τους αναιρεσείοντες, γενόμενη έτσι κυρία του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, προσμετρώντας ως κε περισσού στον δικό της χρόνο νομής και εκείνον των δικαιοπαρόχων της. Όπως δε προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ως αποδειχθέντες τους ανωτέρω πραγματικούς ισχυρισμούς της αναιρεσίβλητης-ενάγουσας, και αφού δέχθηκε επίσης ότι το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους κυριότητας της Α. Π., δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων ως προς άλλο ακίνητο, τους οποίους (τίτλους) είχαν επικαλεστεί οι τελευταίοι, και ότι ούτε η φερόμενη ως άνω δικαιοπάροχός τους ούτε οι ίδιοι οι αναιρεσείοντες άσκησαν ποτέ, προ του έτους 2004, πράξεις νομής επί του επιδίκου, απέρριψε με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, τη συνεκδικασθείσα αγωγή των αναιρεσειόντων, δέχθηκε την αντίθετη διεκδικητική αγωγής της αναιρεσίβλητης, αναγνώρισε την τελευταία κυρία του επιδίκου και υποχρέωσε τους αναιρεσείοντες να αποδώσουν το επίδικο σ' αυτήν. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Εφετείο στήριξε την κρίση του για την κυριότητα της αναιρεσίβλητης στο επίδικο (χρησικτησία) στους προταθέντες σχετικούς και ουσιώδεις, οι οποίοι δηλαδή στηρίζουν την αγωγή της, ισχυρισμούς της τελευταίας, ήτοι στη νομή της ιδίας από το έτος 1950 μέχρι το έτος 2004, ως δ' εκ περισσού με προσμέτρηση και του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων της, όχι δε σε μη προβληθέντες ουσιώδεις ισχυρισμούς, ενώ έλαβε υπόψη και τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων για δική τους κυριότητα στο επίδικο κτηθείσα με χρησικτησία, τον οποίο (ισχυρισμό) και ευθέως απέρριψε το Εφετείο. Επομένως το Εφετείο δεν υπέπεσε στην προαναφερθείσα αναιρετική πλημμέλεια του αρ. 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., και τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον πρώτο, σκέλος δεύτερο, όπως εκτιμάται, δεύτερον, σκέλος δεύτερος, σκέλος τρίτο και σκέλος τέταρτο, ως προς τη χρησικτησία της αναιρεσίβλητης, και πρώτον, σκέλος πρώτο, κατά το νοηματικό του περιεχόμενο, και δεύτερον, σκέλος πρώτο, ως προς τη δική τους χρησικτησία, λόγους του αναιρετηρίου, είναι αβάσιμα. Σημειώνεται ότι η αιτίαση που προβάλλεται με τους ίδιους πρώτο, σκέλος δεύτερο και δεύτερον, σκέλος δεύτερο και τρίτο, λόγους του αναιρετηρίου ότι η αναιρεσιβαλλομένη παρά τον νόμο έλαβε υπόψη ως αφετηρία του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων της αναιρεσίβλητης το έτος 1876, ενώ η τελευταία ανέφερε στην αγωγή της το έτος 1859, παρεκτός του ότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση (το Εφετείο δέχεται ότι ο απώτατος δικαιοπάροχος - της αναιρεσίβλητης - προπάππος της ενέμετο το επίδικο από το έτος 1859, οπότε το απέκτησε με αγορά δυνάμει του αναφερομένου συμβολαίου, νομίμως μεταγεγραμμένου), είναι η ανωτέρω αιτίαση, ως λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., απαράδεκτη, αφού ο απώτατος εκείνος χρόνος της ενάρξεως νομής των δικαιοπαρόχων της αναιρεσίβλητης δεν είναι ουσιώδης εν προκειμένω και δεν αποτελεί "πράγμα" υπό την προεκτεθείσα έννοια. ΙΙ. Από τα άρθρα 974, 1045 και 1051 του ΑΚ προκύπτει ότι όποιος έχει στη νομή του επί μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος του πράγματος με έκτακτη χρησικτησία, δυνάμενος να συνυπολογίσει τον δικό του χρόνο χρησικτησίας στον χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Εξάλλου ο αναιρετικός λόγος από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του οικείου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Ο δε αναιρετικός λόγος από τον αρ. 11 περ. γ' του ίδιου άρθρου 559 δεν ιδρύεται όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, όπως δεν ιδρύεται και ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 20 του ίδιου άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. όταν το δικαστήριο, από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, αφού στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο κατά το άρθρο 561 §1 του Κ.Πολ.Δ. Εν προκειμένω, υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του Εφετείου (νομή της αναιρεσιβλήτου επί του επιδίκου από το έτος 1950 έως το έτος 2004, ήτοι επί χρόνο περισσότερο της εικοσαετίας υπό την ισχύ του ΑΚ), το δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της χρησικτησίας - και της εντεύθεν κτήσης της κυριότητας επί του ακινήτου από την αναιρεσίβλητη, οι οποίες (αιτιολογίες) στηρίζουν το αποδεικτικό αυτό πόρισμα του δικαστηρίου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων ως άνω διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου (άρθρα 974 και 1045 του ΑΚ, υπό την ισχύ του οποίου, όπως προαναφέρθηκε, συμπληρώθηκε ο χρόνος χρησικτησίας της αναιρεσίβλητης), είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον τέταρτο, σκέλος πρώτο και δεύτερο, από το άρθρο 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ., λόγο του αναιρετηρίου. Περαιτέρω, από τη βεβαίωση του Εφετείου ότι έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, και τα έγγραφα, που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, και το όλο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης, προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι αναιρεσείοντες, μεταξύ των οποίων και το υπ' αριθμ. σχετ. 22 (τοπογραφική αποτύπωση του τοπογράφου Μ. Κ.), και είναι επίσης αβάσιμα τα αντίθετα που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο, από το άρθρο 559 αρ. 11γ' του Κ.Πολ.Δ., λόγο της αιτήσεώς τους. Τέλος, με τον πέμπτο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση του αριθμού 20 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., προσβάλλεται αληθώς η από το Εφετείο εκτίμηση του περιεχομένου του υπ' αριθμ. 10965/1958 έγγραφο της 4ης Τοπικής Στρατ. Διοίκησης που είχε προσκομίσει και επικαλεστεί η αναιρεσίβλητη και το οποίο αφορά το επίδικο (απόσυρση υλικών κατεδαφισθείσας όμορης οικοδομής), κατά συνέπειαν δε ο λόγος αυτός του αναιρετηρίου είναι απαράδεκτος, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176 Κ.Πολ.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18-3-2011 αίτηση των Χ. Γ. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 308/2010 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητη, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλήρης αιτιολογία για κτήση κυριότητας με χρησικτησία ενάγοντος και απόρριψη αντίθετης αγωγής. Αβάσιμος αναιρετικός λόγος από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. Λόγος αναιρέσεως από τους αρ. 8 και 11 αβάσιμοι. Απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 20, όταν προσβάλλεται με αυτόν η εκτίμηση και μόνον του περιεχομένου εγγράφου (Επικυρώνει Εφ. Αιγ. 308/2010).
Χρησικτησία
Χρησικτησία.
0
Αριθμός 2194/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει την Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Παναγιώτη Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ο. Μ. του Ν. και 2) Χ. Μ. του Ν., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Καραγκούνη, ο οποίος ανακάλεσε την από 30/9/2013 δήλωσή του και παραστάθηκε αυτοπροσώπως. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/3/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 179/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 26/2012 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 25/5/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 18/9/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αναίρεση. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή με το άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. α' του Ν.510/1947, που ίσχυσε από τη δημοσίευσή του και στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (30.12.1947), σύμφωνα με το άρθρο 14 αυτού, εισήχθησαν στη Δωδεκάνησο ο Αστικός Κώδικας, ο Εισαγωγικός Νόμος του ΑΚ και το ΝΔ 7/10 Μαΐου 1945. Με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, ορίζεται ότι η κτήση κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος, που επήλθε πριν την εισαγωγή αυτού, κρίνεται κατά το δίκαιο, το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο που έλαβαν χώρα τα προς κτήση αυτού πραγματικά γεγονότα. Περαιτέρω η ακίνητη περιουσία στα Δωδεκάνησα, πριν από την εισαγωγή του Ιταλικού ΑΚ, η οποία πραγματοποιήθηκε από 1.1.1932, με το υπ' αριθμ. 200/1931 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη, ρυθμιζόταν από το Οθωμανικό δίκαιο. Με το άρθρο 1 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών της 17ης Ραμαζάν 1274 (1856), σε συνδυασμό προς τα άρθρα 2, 3, 4, 5, 91-102 και 103-105 του ίδιου νόμου, η ακίνητη ιδιοκτησία διακρίνεται στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) στις οποίες αυτός που τις εξουσίαζε είχε πλήρες και απόλυτο δικαίωμα κυριότητας και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους, με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, β) τις δημόσιες γαίες (μιριγιέ ή εραζί εμιριέ ή αρζί μιρί), των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ), γ) τις αφιερωμένες γαίες (βακούφια), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (μετρουκέ, οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και ε) τις νεκρές γαίες (μεβάτ, τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούν γαίες και κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο (Ολ.ΑΠ 1/2013). Ειδικότερα ως ακίνητα ελευθέρας ιδιοκτησίας (μουλκ) το Οθωμανικό δίκαιο αναγνωρίζει προς όφελος των υπηκόων του (μουσουλμάνων και μη), μόνο τα αστικά ακίνητα (οικόπεδα, αυλές, κήπους, οικίες και γενικότερα οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες) και επίσης τα καρποφόρα δέντρα που βρίσκονται στις πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά, ενώ στην κατηγορία των δημοσίων γαιών (μιριγιέ ή εραζί εμιριέ ή αρζί μιρί) ανήκουν οι αγροτικές εκτάσεις και συγκεκριμένα οι καλλιεργήσιμοι αγροί, οι βοσκές (χειμερινές και θερινές), οι λειμώνες (τσαΐρια), τα δάση, οι εκτάσεις που είχαν φυτευθεί με δένδρα, τα οποία δεν καλλιεργεί κανείς κ.λ.π. Οι εν λόγω δημόσιες γαίες μπορούσαν να παραχωρηθούν από το Οθωμανικό Δημόσιο σε ιδιώτες με την καταβολή δικαιώματος (ταπίου) και ετήσιας δόσης, οπότε εκδιδόταν σχετικός τίτλος (ταπίο). Οι ιδιώτες με την παραχώρηση αυτή δεν αποκτούσαν πλήρες δικαίωμα κυριότητας στην παραχωρηθείσα έκταση, αλλά δικαίωμα διηνεκούς εξουσίασης ή ωφέλιμης κυριότητας (τεσσαρούφ), ενώ το δικαίωμα ψιλής κυριότητας (ρεκαμπέ) διατηρούσε το Οθωμανικό Δημόσιο. Ανεξάρτητα όμως από την ως άνω παραχώρηση, ειδικά επί καλλιεργησίμων αγρών, δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσαρούφ) μπορούσε να αποκτήσει και ο σφετεριστής, ο οποίος καταλάμβανε, εξουσίαζε και καλλιεργούσε δημόσιες γαίες επί δεκαετία, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, κατά το άρθρο 78 του ως άνω νόμου περί γαιών, σε συνδυασμό προς το άρθρο 8 των οδηγιών περί εγγραφών ταπίων της 7 Σαμπάν 1276, χωρίς δηλαδή να απαιτείται και η έκδοση τίτλου (ταπίου) στο όνομα του σφετεριστή, η έκδοση του οποίου άλλωστε ήταν αποδεικτική και όχι συστατική, του ως άνω δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως. Προϋπόθεση όμως για την κτήση του ως άνω δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) από το σφετεριστή, είναι όχι μόνο η χωρίς δικαστική αμφισβήτηση εξουσίαση του αγρού επί μία δεκαετία, αλλά και η καλλιέργεια αυτού. Αντίθετα, από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 1248 του Οθωμανικού ΑΚ, όπου αναφέρονται οι διάφοροι τρόποι κτήσεως της κυριότητας, στους οποίους όμως δεν περιλαμβάνεται η χρησικτησία και εκείνης του άρθρου 1660 του Οθωμ. ΑΚ, που προβλέπει την 15ετή αποσβεστική παραγραφή των αγωγών υπέρ του κατόχου, χωρίς συγχρόνως να αναγνωρίζει την κτητική παραγραφή (χρησικτησία), προκύπτει ότι δεν είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με χρησικτησία υπό το κράτος του Οθωμανικού δικαίου και μάλιστα τόσο επί των ακινήτων ελευθέρας κυριότητας, όσο και επί των δημοσίων γαιών, με την επιφύλαξη των προαναφερθέντων για την κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) από τον σφετεριστή, που καλλιέργησε δημόσια γη επί δεκαετία, κατά το άρθρο 78 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών. Οι ανωτέρω διακρίσεις των ακινήτων, σύμφωνα με την προαναφερθείσα Οθωμανική νομοθεσία, διατηρήθηκαν σε ισχύ ως τοπικό δίκαιο, με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου (Διάταγμα με αριθμό 132/1929 του Ιταλού Κυβερνήτη), ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, με το άρθρο 8 παρ. 2 του Ν.510/1947. Μάλιστα οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 8 του Κτηματολογικού Κανονισμού, επειδή αφορούν σε όλες τις διακρίσεις των ακινήτων και το περιεχόμενο των δικαιωμάτων σ' αυτά, έχουν εφαρμογή σε όλα τα νησιά της Δωδεκανήσου και επομένως και στη Σύμη, αφού η εφαρμογή τους δεν έχει ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη και την λειτουργία των Κτηματολογικών γραφείων, τα οποία δεν έχουν ιδρυθεί στο νησί αυτό. Ο θεσμός της χρησικτησίας για πρώτη φορά εισήχθη στα Δωδεκάνησα μετά την εισαγωγή σ' αυτήν του Ιταλικού Αστικού Κώδικα του 1865, με το υπ' αριθμ. 200/31.10.1931 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη από 1.1.1932. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 685, 686, 2105, 2106 και 2135 του εν λόγω Ιταλικού ΑΚ του 1865 προκύπτει ότι αυτός που έχει συνεχή, όχι διακεκομμένη δημόσια, ειρηνική, αναμφίβολη νομή σε ακίνητο με διάνοια κυρίου, αποκτά σ' αυτό εμπράγματο δικαίωμα κυριότητος μετά από τριάντα χρόνια (κτητική παραγραφή). Η εν λόγω κτητική παραγραφή, όσο αφορά τη Σύμη, όπου δεν έχει καταρτιστεί Κτηματολόγιο και συνακόλουθα δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κτηματολογικού Κανονισμού, εκτός από εκείνες των άρθρων 1-8, εφαρμόζεται και επί ακινήτων που ανήκαν στην ιδιωτική περιουσία του Κράτους, κατά το άρθρο 2114 του Ιταλικού ΑΚ του 1865. Στη συνέχεια ως προς το ζήτημα της χρησικτησίας μετά την εφαρμογή του Ιταλικού ΑΚ 1942, από 21-4-1942 με το υπ' αριθμ. 170/1942 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1140 του εν λόγω ΑΚ/1942, από τις οποίες (διατάξεις) προκύπτει ότι είναι δυνατή η κτήση κυριότητας σε πράγμα, μετά την πάροδο εικοσαετίας στη φυσική εξουσίασή του από το νομέα, ο οποίος ασκεί σ' αυτό με διάνοια κυρίου δραστηριότητες που ανταποκρίνονται στην, κατά προορισμό, χρήση του. Αναφορικά με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας και στα δύο ανωτέρω νομοθετήματα της Ιταλικής νομοθεσίας, προβλεπόταν ως τρόπος χρήσης η δεκαετής κτητική παραγραφή, με νόμιμο τίτλο και καλή πίστη. Ακόμα, μετά την έναρξη ισχύος του Ελληνικού ΑΚ στη Δωδεκάνησο από 30.12.1947, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1041, 1045, 1051 και 974 ΑΚ, από τις οποίες προκύπτει ότι αυτός που έχει τη φυσική εξουσία στο πράγμα με διάνοια κυρίου (νομή) και την ασκήσει για χρονικό διάστημα είκοσι ετών καθίσταται κύριος με έκτακτη χρησικτησία (άρθρο 1045) με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή με καθολική ή ειδική διαδοχή, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του (άρθρ. 1051), καθώς και όποιος ασκεί πράξεις νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για δέκα χρόνια αν το πράγμα είναι ακίνητο (άρθρ. 1041), καθίσταται κύριος με τακτική χρησικτησία. Ενόψει όμως του ότι το Οθωμανικό δίκαιο, όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν αναγνωρίζει το θεσμό της χρησικτησίας, χρόνος νομής που διανύθηκε, όταν ίσχυε το Οθωμανικό δίκαιο, ήτοι πριν την 1 Ιανουαρίου 1932, δεν υπολογίζεται για τη συμπλήρωση του χρόνου χρησικτησίας στα Δωδεκάνησα (ΑΠ 725/2010, ΑΠ 810/2010). Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω εάν κάποιος καταλάβει "μούλκιο" οποτεδήποτε πριν την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, δεν είναι δυνατή από αυτόν η κτήση κυριότητας του ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ιταλικού Αστικού Κώδικα του 1865 και του Ιταλικού ΑΚ του 1942, γιατί από την 1η Ιανουαρίου 1932, οπότε αρχίζει να τρέχει ο χρόνος χρησικτησίας μέχρι την 30.12.1947 (εισαγωγή του ΑΚ στη Δωδεκάνησο), δεν συμπληρώνεται σύμφωνα με τις περί τούτου διατάξεις των άρθρων 64 και 65 ΕισΝΑΚ, ο αναγκαίος χρόνος στη νομή του πράγματος (ΑΠ 1551/2001), ενώ όσον αφορά τις δημόσιες γαίες, για τα ακίνητα των νησιών όπως η Σύμη, όπου δεν εφαρμόζεται ο Κτηματολογικός Κανονισμός, στο άρθρο 9 παρ. 1 εδ. α' του Ν.2100/1952 ορίζεται ότι στα ακίνητα της κατηγορίας αυτής, για τα οποία υπάρχει δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ) με τους τρόπους που προαναφέρθηκαν (δηλαδή είτε με ταπί, είτε με 10ετή εξουσία, που είχε συμπληρωθεί πριν από τις 10.1.1947 που τέθηκε σε ισχύ στα Δωδεκάνησα ο αν.1539/1938, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του οποίου απαγορεύεται η παραγραφή κάθε δικαιώματος του Δημοσίου επί ακινήτων), αποσβένεται οποιοδήποτε δικαίωμα του Δημοσίου και οι έχοντες δικαίωμα εξουσιάσεως αποκτούν αυτοδικαίως χωρίς καμμία άλλη διατύπωση, την πλήρη κυριότητα (ΑΠ 1814/2012). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. αναίρεση επιτρέπεται για (ευθεία) παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αν το δικαστήριο της ουσίας, με βάση τα αναιρετικώς ανέλεγκτα γενόμενα δεκτά, από εκείνο, ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν εφαρμόσει τον συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμόσει αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμόσει αυτόν εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου (Ολ. ΑΠ 1/2013, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 568/2013). Εξάλλου, ο ίδιος λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την απόφαση γιατί παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 1023/2013, ΑΠ 834/2013, ΑΠ 609/2013). Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης, ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία)). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης, προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 179/2013, ΑΠ 568/2013, ΑΠ 846/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ), το Εφετείο από τη συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, σε σχέση με την αναγνωριστική συγκυριότητας αγωγή των αναιρεσιβλήτων (λόγω ειδικής διαδοχής από την άμεση δικαιοπάροχό τους, της οποίας η δικαιοπάροχος κατέστη κυρία από έκτακτη χρησικτησία ακινήτου κειμένου στη…, νομικής φύσεως μούλκ και διόρθωσης πρώτης εγγραφής στο Κτηματολογικό Γραφείο Σύμης) τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με το υπ' αριθμ. .../21-7-2000 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ρόδου Χρυσάνθης Μήτσου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σύμης στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό …, οι ενάγοντες απέκτησαν λόγω πώλησης από τη Μ. σύζυγο Γ. Κ. το γένος Α. Μ., κατ' ιδανικό μερίδιο 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, τη συγκυριότητα ενός οικοπέδου εντός οικισμού, άρτιου και οικοδομήσιμου, έκτασης 5.150 τ.μ., που ευρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Σύμης της νήσου Σύμης Δωδεκανήσου και συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησίες πρώην Ι. Δ. και ήδη Ι. Τ., πρώην Ι. Τ. και ήδη … και Κ. Μ. (Π.), ανατολικά με ιδιοκτησίες Ι. Χ., νότια με δημοτικό χώρο (φωτισμό) και δημόσια οδό προς Γιαλό Σύμης και δυτικά με ιδιοκτησίες Μ., Ε. Κ. και κληρονόμων Γ. Δ., όπως ειδικότερα απεικονίζεται και αποτυπώνεται κατά τη θέση και τα όρια του με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ...Φ-Χ-Ψ-Α στο ενσωματωμένο στην αγωγή από Ιούλιο του 2000 τοπογραφικό διάγραμμα της αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Ε. Β.. Η δικαιοπάροχος των εναγόντων Μ. Κ. είχε αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου αυτού σταδιακά από τη μητέρα της Ά. Ι. Μ., το γένος Ι. Τ. και συγκεκριμένα με το υπ' αριθμ. .../10-9-1979 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Ρόδου Μιχάηλ Λέργου απέκτησε λόγω προίκας το τμήμα Β έκτασης 2.986,25 τ.μ., όπως αυτό απεικονιζόταν στο με ημερομηνία Αύγουστος του 1979 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ε. Ε., που επισυναπτόταν στο εν λόγω συμβόλαιο, ενώ με το υπ' αριθμ.../7.11.1990 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ρόδου Αριστέας Ηρακλείδου - Περίδου απέκτησε από τη μητέρα της, λόγω γονικής παροχής, τμήμα έκτασης 2.914,50 τ.μ., όπως αυτό απεικονιζόταν στο με ημερομηνία 5 Αυγούστου του 1990 σχεδιάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Ν. Α., που επισυναπτόταν στον εν λόγω τίτλο κτήσης. Και τα δύο ανωτέρω συμβόλαια έχουν μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σύμης, το μεν πρώτο στον τόμο … με α.α. …, το δε δεύτερο στον τόμο …με α.α. …, όπως προκύπτει από το προσαγόμενο από τους ενάγοντες υπ' αριθμ. 79/2000 πιστοποιητικό της εκτελούσας χρέη υποθηκοφύλακα συμβολαιογράφου Σύμης Ε. Μ.. Στην Ά. Μ. το επίδικο είχε περιέλθει κατά το έτος 1925, όταν, κατά τα έθιμα της Σύμης, περιήλθε όλη η περιουσία της μητέρας της Δ. Χ. συζ. Ι. Τ. σ' αυτήν, λόγω του ότι η μητέρα της, μετά το θάνατο του συζύγου της Ι. Τ., τέλεσε δεύτερο γάμο. Στη δε Δ. Χ. το ακίνητο είχε περιέλθει ως προίκα με τον υπ' αριθμ. …/1919 προικοκατάλογο από τη μητέρα της Α. Χ.. Οι δικαιοπάροχοι της Ά. Μ. καλλιεργούσαν το ακίνητο στα πιο εύφορα τμήματα του λόγω του πετρώδους του εδάφους, διαμορφωμένα σε βαθμίδες (δαμάκια) με κηπευτικά. Τις πράξεις αυτές νομής συνέχισε να ασκεί και η απώτερη δικαιοπάροχος των εναγόντων Ά. Μ., αρχικό, όσο ήταν ανήλικη δια της μητέρας της Δ. Χ., μετά δε την ενηλικίωση της προσωπικά η ίδια για λογαριασμό της. Ειδικότερα από το 1925, που περιήλθε το ακίνητο σ' αυτήν, ιδίως δε από το 1947, χρονολογία που ενδιαφέρει εν προκειμένω, η Ά. Μ. κατείχε με διάνοια κυρίας το ακίνητο επιβλέποντας το, περιφράσσοντας το και καλλιεργώντας το με σιτάρι και κριθάρι και στα πιο καθαρό σημεία του με οπωροκηπευτικά είδη, τα οποία προορίζονταν για τις προσωπικές και οικογενειακές της ανάγκες, μέχρι τα έτη 1965-1970, οπότε διανοίχθηκε ο δημόσιο δρόμος, που ενώνει το γιαλό με το χωριό, γεγονός που οδήγησε στην αστικοποίηση της περιοχής και στην εγκατάλειψη των καλλιεργειών τόσο στο επίδικο όσο και στα γύρω απ' αυτό ακίνητα. Έκτοτε όμως η Ά. Μ. συνέχισε να κατέχει το ακίνητο, ως ανωτέρω, το επέβλεπε και συντηρούσε τον πετρόκτιστο τοίχο που υπήρχε μέσα σ' αυτό και χρησίμευε στη συγκράτηση των νερών και των χωμάτων και στην αντιστήριξη των βαθμίδων, μέχρι και το έτος 1979, κατά το ένα τμήμα του και το έτος 1990 κατά το υπόλοιπο, που τα μεταβίβασε στην κόρη της Μ. Κ., άμεση δικαιοπάροχο των εναγόντων, με τα προαναφερόμενα υπ' αριθμ. .../10.9.1979 και .../7.11.1990 συμβόλαια. Σύμφωνα με τα παραπάνω, κατά τους χρόνους που το μεταβίβασε τμηματικά στη δικαιοπάροχο των εναγόντων (1979 και 1990) η Ά. Μ. είχε καταστεί κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία, αφού το νεμόταν συνεχώς από το έτος 1947, δηλαδή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας. Συνεπώς, τόσο η δικαιοπάροχος των εναγόντων Μ. Κ., όσο και οι ίδιοι οι ενάγοντες κατέστησαν κύριοι του ακινήτου, με τους προαναφερόμενους τίτλους (.../1979 και .../1990 συμβόλαιο η πρώτη και .../2000 συμβόλαιο οι δεύτεροι), αφού απέκτησαν παρά κυρίου. Εν τούτοις, κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης της νήσου Σύμης, αν και οι ενάγοντες υπέβαλαν εμπρόθεσμα αιτήσεις καταχώρισης του ακινήτου στο όνομα τους, το εναγόμενο δια της Δ/νσης Δασών Δωδεκανήσου με την υπ' αριθμ. πρωτ. 22.339/29.4.2002 δήλωση ιδιοκτησίας, διεκδίκησε δικαίωμα κυριότητας και τελικά, όταν το ακίνητο έλαβε αριθμό ΚΑΕΚ ... καταχωρίστηκε κατά την πρώτη εγγραφή στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, μετά από απόρριψη των προσφυγών που άσκησαν οι ενάγοντες στη δευτεροβάθμια επιτροπή κτηματογράφησης. Η τελευταία εξέδωσε τις υπ' αριθμ. 10071/2/25/20 (28733) και 10071/2/25/18 (25792.225) αποφάσεις της, με τις οποίες απέρριψε τις προσφυγές, επί τη βάσει ότι το επίδικο δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, που αναφέρονται στην δια χρησικτησίας σε βάρος του Δημοσίου κτήση κυριότητας για ακίνητο εντός σχεδίου πόλεως. Απεδείχθη όμως από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα ότι ουδέποτε το επίδικο ακίνητο ήταν δάσος ή δασική έκταση. Ευρίσκεται εντός προϋφιστάμενου του 1923 οικισμού, εντός οικισμού ευρίσκετο και επί τουρκοκρατίας, εκαλλιεργείτο από τότε, όπως και τα γύρω απ' αυτό ακίνητα, στα οποία υπήρχαν πάντα οικίες και περιβόλια, ούτε υπήρξε κατά το παρελθόν σ' αυτό βλάστηση τέτοια που να εμπίπτει στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης, όπως την ορίζει το άρθρο 3 § 1, 2 του ν. 998/1979. Πέραν της πρόδηλης αντίφασης των θέσεων των δύο υπηρεσιών του Δημοσίου (Δ/νση Δασών και Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Κτηματογράφησης), αφού το ίδιο ακίνητο δεν μπορεί να είναι και εντός οικισμού και να διεκδικείται ταυτόχρονα από τη Δ/νση Δασών, η κρίση του Δικαστηρίου ότι ουδέποτε το ακίνητο υπήρξε δάσος ενισχύεται και α) από την αιτιολογία και το συμπέρασμα της με ημερομηνία Ιούλιος 2007 έκθεσης φωτοερμηνείας και χαρακτηρισμού του δασολόγου - περιβαλλοντολόγου Κ. Π., όπως υπερτονίζεται το βραχώδες της υφής του εδάφους του επιδίκου, αλλά και τα εγκαταλελειμμένα "δαμάκια", τα οποία στις μεν αεροφωτογραφίες του 1987 έχουν ήδη υπερκαλυφθεί με ποώδη βλάστηση (ρίγανη και γαϊδουράγκαθα) και υπάρχει ένα άτομο υψηλής βλάστησης (συκιά), το οποίο εντοπίζεται και στις αεροφωτογραφίες του 1999, γεγονός που καταδεικνύει την εγκατάλειψη της καλλιέργειας του περί τα έτη 1965-1970, αλλά και β) από το γεγονός ότι η κτηματογράφηση όλων των παρακειμένων και ομόρων ιδιοκτησιών έγινε κανονικά, οι ιδιοκτήτες αυτών αναγράφηκαν κανονικά στις πρώτες εγγραφές και δεν τέθηκε θέμα δασώδους έκτασης ή διεκδίκησης τους από το Δημόσιο λόγω δασικού χαρακτήρα, γεγονός που σημαίνει ότι δεν μπορεί το τυχόν δάσος να περιοριζόταν στην έκταση των (5) στρεμμάτων του επιδίκου. Με τα δεδομένα, συνεπώς, αυτά δεν υφίσταται ζήτημα κυριότητας του Δημοσίου, που κατά μαχητό τεκμήριο είναι κύριο των δασικών εκτάσεων. Το Δημόσιο διεκδίκησε προφανώς το ακίνητο αυτό, για το λόγο ότι σύμφωνα με το υπ' αριθμ. πρωτ. 2.528/6-8-2009 έγγραφο της Δ/νσης Δασών Δωδεκανήσου, διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχαν τεκμήρια καλλιέργειας, δηλαδή βαθμίδες, δενδροκαλλιέργειες, ίχνη άροσης κ.λπ και μόνο μία ξερολιθιά ήταν το στοιχείο της ανθρωπογενούς επίδρασης στο περιβάλλον, αυτό όμως εξηγείται από το γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε, η καλλιέργεια του επιδίκου έπαψε από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και δεν προσδίδει δασικό χαρακτήρα στο επίδικο. Επομένως, το Ελληνικό Δημόσιο χωρίς δικαίωμα διεκδικεί το ακίνητο των εναγόντων, οι δε καταλυτικές της αγωγής ενστάσεις του περί ιδίας κυριότητας ως δημόσιας δασικής έκτασης ή και δημόσιας γαίας (εραζί-εμιριέ) είναι απορριπτέες ως αβάσιμες κατ' ουσίαν. Συνεπώς η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε ως ουσία βάσιμη την αγωγή αναγνωρίζοντας τους ενάγοντες συγκυρίους του ακινήτου δυνάμει του υπ' αριθμ. .../2000 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες διατάξεις και εκτίμησε τις αποδείξεις, ο δε τα αντίθετα υποστηρίζων πρώτος λόγος της έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου είναι ουσία αβάσιμος και απορριπτέος. Από τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι οι λόγοι της έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλ' απαιτείται να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή, σε περίπτωση βασιμότητάς τους, να επέρχεται, ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης. Έτσι, στην περίπτωση που το διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες, με την έφεση δε πλήττονται μεν όλες, πλην όμως οι λόγοι της έφεσης που πλήττουν μία από αυτές απορρίπτονται ως αβάσιμοι, κάθε άλλος λόγος που πλήττει την απόφαση ως προς τις λοιπές (επάλληλες αιτιολογίες), είναι αλυσιτελής και απορρίπτεται ως απαράδεκτος, διότι το διατακτικό της απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς επί της μιας και μόνο των ως άνω αιτιολογιών Με το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγο της έφεσης του το Ελληνικό Δημόσιο πλήττει την επάλληλη αιτιολογία της εκκαλουμένης, με την οποία αυτή έκρινε ότι η απώτερη δικαιοπάροχος των εναγόντων Ά. Μ. είχε καταστεί κυρία του ακινήτου και δυνάμει του άρθρου 9 παρ. 1α του Ν.2100/1952, διότι επί του ακινήτου δια της 10ετούς συνεχούς καλλιέργειας μέχρι το έτος 1949 είχε αποκτήσει το δικαίωμα της διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), το οποίο δυνάμει του προαναφερομένου άρθρου τράπηκε αυτοδικαίως σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας. Οι λόγοι αυτοί είναι αλυσιτελείς και ως εκ τούτου απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποία πλήττεται η απόφαση ως προς την άλλη (επάλληλη) αιτιολογία της εκκαλουμένης ότι η ως άνω δικαιοπάροχος των εναγόντων είχε καταστεί κυρία του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, απορρίφθηκε ως αβάσιμος, η τελευταία δε αυτή αιτιολογία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της απόφασης.". Ακολούθως το Εφετείο αφού απέρριψε τόσο την έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, όσο και την έφεση των νικησάντων πρωτοδίκως αναιρεσιβλήτων, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως, τόσο ως προς τη νομική φύση του επιδίκου ως ακινήτου ελευθέρας ιδιοκτησίας - μουλκ - τόσο υπό το προϊσχύσαν του Αστικού Κώδικα Οθωμανικό δίκαιο και τον Κτηματολογικό Κανονισμό, που διατηρήθηκε ως τοπικό δίκαιο και μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, όσο και των διατάξεων του Αστικού Κώδικα από 30.12.1947 περί κτήσεως κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία και με παράγωγο τρόπο, ενώ ως προς την επάλληλη αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης, κατά την οποία και αν ακόμη το επίδικο ήταν δημόσια καλλιεργήσιμη γαία, τούτο είχε περιέλθει στην πλήρη κυριότητα της απώτερης δικαιοπαρόχου των εναγόντων Ά. Μ., κατά το άρθρο 9 παρ. 1α του Ν.2100/1952, η προσβαλλομένη απόφαση έκρινε ότι οι λόγοι εφέσεως που πλήττουν την επάλληλη αυτή αιτιολογία είναι αλυσιτελείς, αφού το διατακτικό της εκκαλουμένης, που ενσωματώθηκε στην προσβαλλομένη απόφαση (ΑΠ 1451/2013) στηρίζεται αυτοτελώς από τις λοιπές επάλληλες, ως προς τη βάση περί παραγώγου και πρωτοτύπου τρόπου απαιτήσεως κυριότητας, αιτιολογίες, η κατά των οποίων έφεση απορρίφθηκε. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις μνημονευθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και ιδιαίτερα εκείνες περί παραγώγου και περί έκτακτης χρησικτησίας του ΑΚ (1033, 1509, 1045 ΑΚ) και τις διατάξεις 1-5, 78, 91-105 του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών της 7ης Ραμαζάν 1274 (1856), καθώς και των άρθρων 1, 2 και 4 εδ. α', β', δ', ε' και στ' του Κτηματολογικού Κανονισμού, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχε λόγος εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1 και 2 ΑΝ 1539/1938, καθώς και των διατάξεων του από 31.12.1948/10.1.1949 Β Δ/τος, αφού κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά το επίδικο ακίνητο ήταν ανέκαθεν αστικό-μούλκιο-ευρισκόμενο εντός οικισμού κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και δεκτικό χρησικτησίας για το επέκεινα της ισχύος του Αστικού Κώδικα (30.12.1947) διάστημα, ενώ δεν ήταν δημόσια γαία, ώστε να συντρέχει λόγος εφαρμογής των εν λόγω περί μη παραγραφής των δικαιωμάτων του Δημοσίου διατάξεων. Ενόψει τούτων ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες το επίδικο δεν είναι εντός οικισμού, αλλά στα όρια οικισμού και ότι εφόσον είναι μεγαλύτερο από μισό στρέμμα δεν είναι μούλκιο, καθώς και ότι εφόσον ήταν καλλιεργήσιμο είναι δημόσια γαία και όχι μούλκιο, στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στα όρια οικισμού, ενώ αυτό βρίσκεται εντός οικισμού κατά τα λοιπά είναι απαράδεκτος γιατί υπό την επίφαση της παραβιάσεως των προαναφερθεισών διατάξεων του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών, που εξακολουθεί κατά τον Κτηματολογικό Κανονισμό να ισχύει ως τοπικό δίκαιο, πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Περαιτέρω το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Ειδικότερα, κατ' ανέλεγκτη κρίση, έγινε δεκτό ότι κατά το χρόνο ισχύος των διατάξεων του Οθωμανικού Νόμο περί Γαιών, το επίδικο ακίνητο βρισκόταν εντός οικισμού και ότι ως εκ τούτου ήταν αστικό και ιδιόκτητη γη, δεκτική έκτακτης χρησικτησίας για το επέκεινα της ισχύος του Αστικού Κώδικα (30.12.1947) χρονικό διάστημα και ότι η απώτερη δικαιοπάροχος των εναγόντων Ά. Μ. απέκτησε κυριότητα με τον πρωτότυπο αυτό τρόπο, ενώ οι ίδιοι και η άμεσος δικαιοπάροχός τους Μ. Κ. απέκτησαν παρά κυρίων με τους περιγραφομένους στην προσβαλλομένη απόφαση παραγώγους τρόπους. Εξάλλου η χρήση του επιδίκου ακινήτου για την καλλιέργεια κηπευτικών και δημητριακών δεν επηρεάζει τη νομική του φύση ως αστικού ακινήτου-μουλκίου και δεν την μεταλλάσσει σε αγροτική έκταση, δεν ενέχουν δε αντίφαση οι οικείες παραδοχές, αφού την ιδιότητα του μουλκίου την προσδίδει η τοποθεσία του ακινήτου εντός οικισμού, ενώ προσέτι μούλκια είναι και οι κήποι και οι αυλές. Ενόψει τούτων οι οικείες αιτιάσεις περί αντιφατικών αιτιολογιών είναι αβάσιμες, πρέπει δε και ο ερευνώμενος δεύτερος, από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αναιρετικός λόγος να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 και 176 Κ.Πολ.Δικ.) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των εχόντων κοινή δικαστική εκπροσώπηση αναιρεσιβλήτων, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝ Κ.Πολ.Δικ. και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ' αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικων και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ β' 11/20.1.1993), και εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987 (ΑΠ 833/2013, ΑΠ 1023/2013). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25-5-2012 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ' αριθμό 26/2012 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου. Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εισαγωγή στη Δωδεκάνησο του Ελληνικού δικαίου. Προϊσχύσαν και ισχύον δίκαιο στη Δωδεκάνησο. Ποιά ακίνητα είναι μουλκ και δημόσιες γαίες. Διάκριση ακινήτων κατά Οθωμανικό δίκαιο που διατηρήθηκε με Κτηματολογικό Κανονισμό και εξακολουθεί να ισχύει ως τοπικό δίκαιο. Δικαίωμα τεσσαρούφ (διηνεκούς εξουσίασης επί δημοσίων γαιών.) Το Οθωμανικό δίκαιο δεν προέβλεπε χρησικτησία. Ο Ιταλικός Αστικός Κώδικας του 1865 και του 1942 προέβλεπαν 30ετή και 20ετή αντίστοιχα χρόνο ασκήσεως συνεχούς, όχι διακεκομμένης, δημόσιας, ειρηνικής και αναμφίβολης νομής για απόκτηση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. εφαρμοζόταν δε στη Σύμη, όπου δεν έχει καταρτισθεί κτηματολόγιο. Τακτική χρησικτησία με τους Κώδικες αυτούς. Από της εφαρμογής του Ιταλικού δικαίου στη Δωδεκάνησο (1.1.1932) μέχρι και την εισαγωγή του α.κ. (30.12.1947) δεν συμπληρώνεται ο κατά τον Ιταλικό Α.Κ. χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, ενώ για τις δημόσιες γαίες για τα νησιά, όπως η Σύμη, όπου δεν ισχύει ο Κτηματολογικός Κανονισμός, εάν υπάρχει δικαίωμα εξουσιάσεως, είτε με ταπί, είτε με 10ετή εξουσία, που είχε συμπληρωθεί πριν της 10.1.1949, που τέθηκε σε ισχύ ο α.ν. 1539/1938, αυτές περιέρχονται στον κατέχοντα κατά το άρθρο 3 παρ. 1 εδ. α' του Ν. 2100/1952. Αν υπό την επίφαση της παραβιάσεως κανόνα δικαίου, πλήττεται η απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, ο λόγος απορρίπτεται ως απαράδεκτος, ενώ το αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα δικαίου.
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Γαίες, Δημόσια κτήματα, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Νομή, Χρησικτησία.
2
Αριθμός 2193/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ι. Κ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Μιχαήλ. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. χήρας Γ. Κ., το γένος Ζ. Β. και 2) Ν. Κ. του Γ., κατοίκων .... Η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Ζαραφέτα και ο 2ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιάκωβο Μηνδρινό. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/7/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7996/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 411/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 23/3/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 18/9/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά το άρθρο 1718 του ΑΚ, διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 438 Κ.Πολ.Δικ., έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νομίμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο και λειτουργό, που ασκεί δημόσια εξουσία και λειτουργία, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Ανταπόδειξη επιτρέπεται μόνο με την προσβολή του ως πλαστού. Τέτοια γεγονότα που βεβαιώνονται από συμβολαιογράφο στο δημόσιο έγγραφο της διαθήκης, είτε ως γενόμενα από αυτόν, είτε ως γενόμενα ενώπιόν του, κατά των οποίων χωρεί ανταπόδειξη με την προσβολή της διαθήκης ως πλαστής, είναι όσα αναφέρονται στην τήρηση των διατυπώσεων που ορίζονται στα άρθρα 1725 έως 1737. Περαιτέρω από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1733 ΑΚ, όπου ορίζεται σχετικά με τη δημόσια διαθήκη που συντάσσεται από το συμβολαιογράφο ότι "η πράξη πρέπει να διαβαστεί στο διαθέτη, ενώ ακούουν τα πρόσωπα που συμπράττουν, και να βεβαιωθεί σ' αυτήν ότι έγινε", σαφώς συνάγεται ότι η ανάγνωση της πράξης από το συμβολαιογράφο συντάκτη της πρέπει να γίνεται προς το διαθέτη και συγχρόνως από την ίδια ανάγνωση να ακούουν τα πρόσωπα που συμπράττουν κατά τη σύνταξή της και όχι να γίνεται χωριστά για το διαθέτη και χωριστά για τα πρόσωπα που συμπράττουν. Η σχετική με την ανάγνωσή της βεβαίωση στη διαθήκη δεν απαιτείται να γίνει με τρόπο πανηγυρικό ή με επανάληψη των διατάξεων του νόμου αλλά η ανωτέρω διατύπωση νοείται και θεωρείται ότι έχει πληρωθεί και όταν από τις συναφείς εκφράσεις, που έχουν χρησιμοποιηθεί στη συμβολαιογραφική πράξη, οπουδήποτε και αν βρίσκονται σ' αυτήν, καθώς επίσης και από το σύνολο του περιεχομένου της συνάγεται η τήρηση της ανωτέρω διατύπωσης, δηλαδή ότι διαβάστηκε πραγματικά η πράξη στο διαθέτη, ενώ άκουγαν ταυτόχρονα το έγγραφο που διαβαζόταν και τα πρόσωπα που συνέπραξαν στην κατάρτισή της (ΑΠ 278/2010, ΑΠ 1706/2010). Εξ ετέρου η παρ. 2 του ίδιου άρθρου αναφερόμενη στη σύνταξη πράξης για τη δημόσια διαθήκη, ορίζει ότι πρέπει να υπογραφεί από το διαθέτη και από τα πρόσωπα που συμπράττουν. Πράξεις με περισσότερα φύλλα πρέπει να υπογράφονται στο τέλος κάθε φύλλου. Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι δεν μπορεί να υπογράψει, η υπογραφή του αναπληρώνεται από τη βεβαίωση της δήλωσης αυτής στην πράξη. Η έννοια της διάταξης αυτής, ερμηνευομένης κατά το γράμμα και το σκοπό της, είναι ότι η δήλωση στη δημόσια διαθήκη, ότι η πράξη δεν υπογράφτηκε από το διαθέτη λόγω αδυναμίας του πρέπει να προέρχεται από τον ίδιο και όχι από το συμβολαιογράφο, αφού μόνο ο διαθέτης έχει άμεση γνώση της αδυναμίας του να υπογράψει. Από αυτό όμως δεν συνάγεται ότι για την εξωτερίκευση της αδυναμίας απαιτείται η χρήση πανηγυρικής έκφρασης, η έλλειψη της οποίας δημιουργεί ακυρότητα της διαθήκης. Αν λείπει τέτοια δήλωση, αναπληρώνεται πρόδηλα από τη βεβαίωση του συμβολαιογράφου, αν από αυτή συνάγεται αναμφισβήτητα σε συνδυασμό με την έγκριση από το διαθέτη του περιεχομένου της, ότι η για αδυναμία υπογραφής σιωπηρή δήλωση, ανήκει στον ίδιο τον διαθέτη, ο οποίος συνάμα θέλησε το περιεχόμενο της διαθήκης και παρίστατο κατά την ανάγνωση της αστικής πράξης. Η ερμηνεία αυτή, σύμφωνη και με τις συζητήσεις στη Βουλή του Ν. ΓΨΠ/1911 (αντιγραφή του οποίου είναι οι διατάξεις για τις δημόσιες διαθήκες του ΑΚ) συμπορεύεται και με τη γενική αρχή, ότι η ερμηνεία των διαθηκών πρέπει να γίνεται με κρίση φιλάγαθη, που οδηγεί στη διατήρηση του κύρους τους (ΑΠ 828/201). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 10/2011, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 568/2013). Εξάλλου ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα αναγκαία κατά νόμο περιστατικά για την κρίση στην συγκεκριμένη περίπτωση των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόστηκε ή για τη μη συνδρομή τους που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει ή έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 179/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 567/2013, ΑΠ 568/2013). Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να διατυπώνεται σαφώς (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 567/2013). Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε η δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 481/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2), το Εφετείο από τη συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων, σ' αυτό, αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, σε σχέση με την ακύρωση, λόγω πλαστογραφίας, της ένδικης δημόσιας διαθήκης, ως προς τις πληττόμενες με την αναίρεση και από τη διάταξη του άρθρου 1733 ΑΚ βάσεις της αγωγής, που αφορούν στον δεύτερο και μόνο αναιρεσίβλητο: "Ο Γ. Κ., πατέρας του ενάγοντος απεβίωσε στις 11.2.2008. Με την υπ' αριθμ. .../17.1.2008 δημόσια διαθήκη του, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίνας Σεραφετινίδου-Μεργιανού, που δημοσιεύθηκε νόμιμα με τα υπ' αριθμ. 2702/9-5-2008 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατέλιπε τα περιουσιακά του στοιχεία στον ενάγοντα υιόν του, στην πρώτη εναγομένη σύζυγό του και στον δεύτερο εναγόμενο-ανεψιό του. Στο τέλος της ένδικης διαθήκης αναφέρονται τα ακόλουθα: "... Ρητά αναφέρεται ότι τα συμπράττοντα πρόσωπα ήταν παρόντα καθ' όλη τη σύνταξη της διαθήκης αυτής και ουδείς άλλος τούτων, του διαθέτη και της συμβολαιογράφου ήταν παρών. Έτσι τηρήθηκαν όλα όσα αναφέρονται και προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1728, 1730 και 1737 ΑΚ... Την πράξη μου αυτή, αφού διάβασα καθαρά και μεγαλόφωνα στο διαθέτη και τους συμπράττοντες μάρτυρες και βεβαιώθηκε από όλους καθ' όλο το περιεχόμενό της, υπογράφεται από όλους νόμιμα, και διαθέτου θέσαντος αντί υπογραφής του τύπου του δείκτου της δεξιάς χειρός λόγω τρέμουλου και αδυναμίας της δεξιάς χειρός και (τρεμάμενη) υπογραφής μόνο εις το τελευταίο φύλλο του παρόντος, γεγονός όπερ βεβαιούν και οι παρόντες ως άνω και συμπράττοντες μάρτυρες". Από την παραπάνω διατύπωση της διαθήκης συνάγεται με σαφήνεια ότι το περιεχόμενο αυτής αναγνώσθηκε συγχρόνως στους μάρτυρες και στον διαθέτη, καθώς επίσης και η δήλωση της αδυναμίας του διαθέτη να υπογράψει όλα τα φύλλα αυτής. Ο διαθέτης υπέγραψε μόνο στο τελευταίο φύλλο... ". Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε τους ως προς τα κεφάλαια αυτά και αφορώντας τον δεύτερο και μόνο αναιρεσίβλητο-εφεσίβλητο οικείους δύο πρώτους λόγους της εφέσεως και επικύρωσε κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 1733 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, κατά τις οποίες δεν ανταποδεικνύονται τα όσα στην ένδικη δημόσια διαθήκη βεβαιώνονται ως λαβόντα χώρα ενώπιον της αρμοδίας για τη σύνταξή της συμβ/φου, ότι δηλαδή η διαθήκη αναγνώσθηκε στο διαθέτη και συγχρόνως άκουγαν και οι τρεις συμπράττοντες μάρτυρες, καθώς επίσης και η δήλωση της αδυναμίας του διαθέτη να υπογράψει σε όλα τα φύλλα της, οι δε αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των ως άνω διατάξεων. Επομένως οι περί του αντιθέτου και από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. αιτιάσεις, που περιέχονται στους πρώτο και δεύτερο από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Περαιτέρω οι ίδιοι λόγοι αναιρέσεως, κατά το μέρος που με αυτούς ο αναιρεσείων προβάλλει αιτιάσεις για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, την αιτιολόγηση, τον συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων από το Εφετείο, καθώς και για τη σαφήνεια, επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία αυτό στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα ως προς τα προαναφερθέντα και μη ανατραπέντα ανταποδεικτικά ζητήματα, είναι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη νομική σκέψη απαράδεκτα. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ. γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται αν τα δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (Ολ. ΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (ΑΠ 495/2013, ΑΠ 179/2013). Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του (Ολ. ΑΠ 23/2008, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 609/2013). Καμμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (Ολ. ΑΠ 8/2005, ΑΠ 10220/2013, ΑΠ 1021/2013), ενώ ως ιδιαίτερο μεταξύ άλλων αποδεικτικό μέσο πρέπει να μνημονεύεται η έκθεση ή το πρακτικό που περιέχει τις μαρτυρικές καταθέσεις (ΑΠ 609/2013). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ. ΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ. ΑΠ 14/2005), ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 495/2013). Εξάλλου ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο τη βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 481/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι από το περιεχόμενο και τις παραδοχές της γεννώνται σοβαρές αμφιβολίες για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που περιέχονται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, παρά το ότι αυτά μνημονεύονται καθόσον από τις εν λόγω καταθέσεις ανταποδεικνυόταν το βεβαιούμενο από τη συντάξασα την ένδικη δημόσια διαθήκη, περί της αδυναμίας του διαθέτη να υπογράψει σε όλα τα φύλλα της διαθήκης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχομένη σ' αυτήν βεβαίωση ότι "επανεκτιμήθηκαν οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως ...", σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν γεννιέται καμμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη, ως προς το παραπάνω ζήτημα, του αποδεικτικού του πορίσματος, το οποίο είναι αντίθετο από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Οι αιτιάσεις του ερευνώμενου λόγου, περί του ότι η διαφορετική εκτίμηση των καταθέσεων αυτών θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως, για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. (ΑΠ 481/2013, ΑΠ 609/2013, ΑΠ 1020/2013). Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 8 εδ. β' του Κ.Πολ.Δικ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου εφέσεως, όχι δε και οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (Ολ. ΑΠ 14/2004, ΑΠ 87/2013). "Πράγμα" αποτελεί και ο λόγος εφέσεως, με τον οποίο εκφέρεται παράπονο σχετικό με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με ισχυρισμό αρνητικό της αγωγής ή με αλυσιτελή ισχυρισμό (Ολ. ΑΠ 2/2008, ΑΠ 1126/2013), ενώ αντίστοιχα δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 179/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ. β' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι μολονότι απέρριψε τον πρώτο λόγο της εφέσεως, με τον οποίο αποδιδόταν στην εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς ζήτημα της ικανότητας του διαθέτη προς υπογραφή της ένδικης διαθήκης, εν τούτοις από τις παραδοχές της προκύπτει ότι δεν έλαβε τους, προς υποστήριξη του λόγου αυτού, επικληθέντες ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος γιατί οι αιτιάσεις του αφορούν στο ότι απορρίφθηκε ο επικαλούμενος λόγος εφέσεως και όχι στο ότι δεν εξετάστηκε και συνακόλουθα, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος αναιρετικός λόγος, εφόσον ο λόγος αυτός της εφέσεως απορρίφθηκε στο σύνολό του. Επειδή κατά το άρθρο 193 Κ.Πολ.Δικ., δεν επιτρέπεται προσβολή της απόφασης με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η αναίρεση, που προσβάλλει μόνο τη διάταξη της τελεσίδικης απόφασης που αναφέρεται στα δικαστικά έξοδα και μόνον εφόσον στο δικόγραφο της αναίρεσης δεν περιλαμβάνεται και λόγος, που πλήττει την ουσία της υπόθεσης. Ως ουσία της υπόθεσης κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης νοείται καθετί που κρίθηκε και δεν υπάγεται στην έννοια των δικαστικών εξόδων, ανεξάρτητα αν αφορά σε ουσιαστικό ή δικονομικό ζήτημα. Σκοπός της εν λόγω διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ενδίκου μέσου, μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο αυτής επί της ουσίας της υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 17 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., κατά την οποία "αναίρεση επιτρέπεται αν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις", αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το διατακτικό της περιέχει αντιφατικές διατάξεις, συνιστάμενες εις το ότι ο αναιρεσείων ως εφεσίβλητος της από 31.12.2009 εφέσεως της πρώτης αναιρεσίβλητης, καταδικάζεται στο σύνολο των δικαστικών εξόδων της νικήσασας - εκκαλούσας και ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης, μολονότι η έφεσή της, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της αποφάσεως, έγινε κατά ένα μέρος δεκτή και συγκεκριμένα για τον ένα από τους τέσσερεις λόγους της. Ο λόγος αυτός, που αφορά μόνο την πρώτη αναιρεσίβλητη, είναι απαράδεκτος, καθόσον ως προς αυτήν (που συνδέεται με τον πρώτο αναιρεσίβλητο με τον δεσμό της απλής ομοδικίας και η κατ' εκείνου αναιρετικοί λόγοι δεν την αφορούν) δεν υφίσταται αναιρετικός λόγος που να πλήττει την ουσίας της υπόθεσης, μόνη δε η προσβολή της διατάξεως των δικαστικών εξόδων δεν ιδρύει, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη λόγο αναιρέσεως, καθόσον και υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 17 Κ.Πολ.Δικ., πλήττεται αποκλειστικά και μόνο η διάταξη της προσβαλλομένης απόφασής του, ως προς την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση της σχετικά με κατανομή των δικαστικών εξόδων. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει, κατά το νόμιμο αίτημα των εχόντων ξεχωριστή δικαστική συμπαράσταση αναιρεσιβλήτων, να καταδικασθεί στην δικαστική δαπάνη του καθενός (άρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δικ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23.3.2012 αίτηση του Ι. Κ. του Γ., για αναίρεση της υπ' αριθμό 411/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει για τον καθένα τους, σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2013 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ακύρωση διαθήκης. Πότε είναι άκυρη. 438 ΚΠολΔικ αποδεικτική δύναμη δημοσίων εγγράφων 1733 ΑΚ. Η δημόσια διαθήκη πρέπει συγχρόνως να διαβαστεί στο διαθέτη εις επήκοο των συμπραττόντων προσώπων και να βεβαιωθεί σ' αυτήν ότι έγινε, ενώ πρέπει να υπογραφεί από το διαθέτη και τα πρόσωπα που συμπράττουν. Η αδυναμία προς υπογραφή του διαθέτη πρέπει να προέρχεται από τον ίδιο. 559 αρ. 1 και 19. Προύποθέσεις 559 αρ. 11. Οι μαρτυρικές καταθέσεις πρέπει, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, να μνημονεύονται στην απόφαση 559 αρ. 8 πράγμα που είναι και ο λόγος εφέσεως. Απορρίπτεται ο λόγος γιατί οι αιτιάσεις του αφορούν στο ότι δεν εξετάσθηκε. Δεν επιτρέπεται, κατά το άρθρο 193 ΚΠοινΔικ προσβολή της αποφάσεως με ένδικο μέσο ως προς τα έξοδα, αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υποθέσεως.
Έλλειψη νόμιμης βάσης
Αποδεικτικά μέσα, Δικαστικά έξοδα, Έγγραφα, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Διαθήκης ακύρωση.
0
Αριθμός 2195/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Γ. Μ. του Κ., 2) Β. χήρας Γ. Ν., 3) Δ. Ν. του Γ., 4) Κ. Ν. του Γ., και 5) Δ. Κ. του Γ., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Μιστρά. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Κ. Β., 2) Α. χήρας Κ. Β., 3) Ζ. χήρας Γ. Β., 4) Ά. Β. του Γ., 5) Α. Β. του Γ., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Φωτεινή Ευσταθίου. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Στο σημείο αυτό, ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε και έλαβε από τον Πρόεδρο το λόγο και δήλωσε ότι οι αναιρεσείοντες παραιτούνται από το δικόγραφο της από 17/11/2009 αίτησής τους, για αναίρεση της 44/2009 αποφάσεως του Εφετείου Λαρίσης, χωρίς να προσκομίσει πληρεξούσιο. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 576 §2 του Κ.Πολ.Δ. αν ο αντίδικος του επισπεύδοντος δεν εμφανιστεί στη συζήτηση ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπάγγελτα αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Εάν δε η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 94, 96 §3, 104 και 143 §3 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η επίδοση της κλήσης για τη συζήτηση της αναίρεσης μπορεί να γίνει και σ' αυτόν που την έχει υπογράψει ως πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος, η συζήτηση όμως είναι απαράδεκτη αν ο αναιρεσείων δεν εμφανιστεί κατ' αυτήν και δεν αποδεικνύεται ύπαρξη πληρεξουσιότητας για την υπογραφή του αναιρετηρίου, εκτός εάν η κλήση έχει επιδοθεί και στον αναιρεσείοντα προσωπικά. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, οι αναιρεσείοντες δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεώς τους για αναίρεση της υπ' αριθμ. 44/2009 αποφάσεως του Εφετείου Λαρίσης, μετά την κατοχύρωση, ελλείψει πληρεξουσίου, του φερομένου ως πληρεξουσίου δικηγόρου τους Νικολάου Μιστρά, ο οποίος και υπογράφει την αίτηση αναιρέσεως. Όπως δεν προκύπτει από την υπ' αριθμ. .../29-5-2013 έκθεση επιδόσεως της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Καρδίτσας …, την οποία οι αναιρεσίβλητοι προσκομίζουν και επικαλούνται οι τελευταίοι έχουν καλέσει τους αναιρεσείοντες στη συζήτηση της υποθέσεως κατά τη σημερινή δικάσιμο με επίδοση της σχετικής κλήσης προς τον ως άνω δικηγόρο, που υπογράφει το αναιρετήριο ως πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων, χωρίς σχετική πληρεξουσιότητα, κατά τα προεκτεθέντα, όχι δε προσωπικά και στους αναιρεσείοντες. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση, και αυτεπαγγέλτως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 17-11-2009 αιτήσεως για αναίρεση της υπ' αριθμ. 44/2009 αποφάσεως του Εφετείου Λαρίσης. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η συζήτηση ενδίκου μέσου αναιρέσεως όταν ο επισπεύδων αναιρεσίβλητος έχει επιδώσει την κλήση στον υπογράφοντα το αναιρετήριο δικηγόρο, ο οποίος δεν έχει την προς τούτο πληρεξουσιότητα, και ο αναιρεσείων δεν παρίσταται κατά τη συζήτηση.
Απαράδεκτη συζήτηση
Απαράδεκτη συζήτηση.
1
Αριθμός 2192/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, o οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ο. Γ. του Χ., 2) Κ. Γ. του Χ., 3) Ε. Γ. του Χ., 4) Ι. Τ. του Σ., 5) Ν. Τ. του Σ., 6) Α. Α. του Σ., 7) Β. Α. του Σ., 8) Ν. Α. του Σ., 9) Σ. Ν. του Π., 10) Μ. Ν. του Π., 11) Η. Κ. του Θ., 12) Α. Κ. του Θ. και 13) Β. Η. του Α., κατοίκων ... Οι 9η και η 10η δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο και οι λοιποί εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Παπαδημητρίου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/9/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Τρικάλων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 49/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 872/2010 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 14/12/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 19/9/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δικ. προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός τους, τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος ή ο μη παριστάμενος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, διάδικος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, ενώ σε αποφατική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (ΑΠ 1185/2013, ΑΠ 190/2013). Κατά την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου (που προστέθηκε σ' αυτό με το άρθρο 62 του Ν.4139/20.3.2013), αν στη δίκη μετέχουν περισσότεροι συνδεόμενοι με απλή ομοδικία και κάποιος από αυτούς είτε δεν κλητεύθηκε, είτε δεν εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς (ΑΠ 842/2013). Εξάλλου κατά το άρθρο 94 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά το άρθρο 96 του ίδιου κώδικα, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 104, για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Τις κλητεύσεις επικαλούνται και αποδεικνύουν οι παριστάμενοι διάδικοι (ΑΠ 181/2013, ΑΠ 190/2013). Στην προκειμένη περίπτωση από το σχετικό πινάκιο, τα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου και τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο το αναιρεσείον Δημόσιο εκπροσωπήθηκε από τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Βασίλειο Κορκίζογλου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ. (άρθρο 573 παρ. 1 ιδίου κώδικα) καθώς και οι αναιρεσίβλητοι πλην της ένατης και δέκατης, με τον ειδικώς προς τούτο εξουσιοδοτηθέντα πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Παπαδημητρίου. Οι προαναφερθέντες ένατη και δέκατη από τους αναιρεσίβλητους δεν παραστάθηκαν, από δε τον φάκελλο της δικογραφίας δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση της υποθέσεως, γεγονός το οποίο δεν προσδιορίζουν ούτε οι παριστάμενοι και συνακόλουθα βαρυνόμενοι προς τούτο διάδικοι, είτε με την προσκομιδή οικείων εκθέσεως επιδόσεως, είτε της αιτήσεως αναιρέσεως με τη επ' αυτής επισημείωση του δικαστικού επιμελητή, που διενήργησε τη επίδοση, κατά το άρθρο 193 παρ. 3 Κ.Πολ.Δικ. Εφόσον όμως δεν αποδεικνύεται η κλήτευση των απολιπομένων αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους και με τους παριστάμενους αναιρεσιβλήτους με το δεσμό της απλής ομοδικίας (άρθρο 74 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ.), καθόσον η ένδικη διαφορά αφορά σε αναγνώριση συγκυριότητος των αναιρεσιβλήτων-εναγόντων επί δασικής έκτασης, πρέπει, κατά τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις των άρθρων 576 παρ. 2 και 3 Κ.Πολ.Δικ., να χωρισθεί η υπόθεση και αφού κηρυχθεί η συζήτηση απαράδεκτη ως προς τους απολιπομένους αναιρεσιβλήτους, να προχωρήσει νομίμως ως προς τους παρισταμένους νομίμως διαδίκους (ΑΠ 842/2013). Επειδή κατά το άρθρο 82 εδ. γ του Κ.Πολ.Δικ. αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κυρίους διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 81 παρ. 3 του ίδιου κώδικα, η οποία ορίζει ότι ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη συζήτηση, καθώς και του άρθρου 558 Κ.Πολ.Δικ., κατά την οποία η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων, οι οποίοι ήσαν διάδικοι στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι η αναίρεση δεν απευθύνεται μεν κατά του προσθέτως παρεμβάντος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει όμως να καλείται στη συζήτηση της αναιρέσεως, χωρίς δε την κλήτευση αυτού, παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, ειδική εφαρμογή της οποίας αποτελούν οι προαναφερόμενες διατάξεις, και δημιουργείται απαράδεκτο της συζητήσεως της αναιρέσεως, το οποίο, ως αναφερόμενο στην προδικασία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 569/2013, ΑΠ 1049/2010). Αν όμως η πρόσθετη παρέμβαση απορρίφθηκε ή κηρύχθηκε (χωρίς να επαναληφθεί) απαράδεκτη η συζήτησή της, ο παρεμβάς δεν καλείται στις περαιτέρω διαδικαστικές πράξεις (ΑΠ 1117/2003). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης (άρθρ. 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.), η δευτεροβάθμια συνεταιριστική ένωση με την επωνυμία "Ένωση Δασικών Αγροτικών Συνεταιρισμών Διευρυμένης Κοινότητας Ασπροποτάμου - Συνεταιρισμός Περιορισμένης Ευθύνης" άσκησε πρώτον ενώπιον του Εφετείου την από 25-11-2009 πρόσθετη παρέμβασή του υπέρ του εκκαλούντος-εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, η συζήτηση της οποίας κηρύχθηκε (χωρίς να επαναληφθεί) απαράδεκτη ελλείψει νομίμου κλητεύσεως των καθών. Ενόψει όμως τούτου η προσθέτως παρεμβάσα, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν έλαβε μέρος στη δίκη, τα υποκειμενικά όρια της οποίας δεν διευρύνθηκαν, αφού δεν ερευνήθηκε το παραδεκτό και βάσιμο της παρεμβάσεως και γι' αυτό δεν χρειαζόταν να κληθεί και ορθά δεν κλήθηκε κατά τη συζήτηση της ένδικης αναίρεσης. Επειδή η ποιοτική ή ποσοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής, υπάρχει αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η σχετική παράβαση, ελέγχεται αναιρετικά, με τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., καθόσον το δικαστήριο, κατά παράβαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δικ., παραλείπει να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 834/2013, ΑΠ 1021/2013). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1094 ΑΚ και 216 Κ.Πολ.Δικ., συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής, είναι μεταξύ άλλων, ο ενάγων να αναφέρει ότι κατέστη κύριος για ορισμένη αιτία, παράγωγη ή πρωτότυπη και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχός του, ήταν κύριος του ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του (ΑΠ 1024/2013). Αν η αγωγή έχει ως βάση την έκτακτη χρησικτησία, για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει ο ενάγων, εκτός από τα παραπάνω στοιχεία να αναφέρει τις πράξεις νομής στο ακίνητο του ίδιου και αν συντρέχει περίπτωση προσμέτρησης νομής και εκείνες των δικαιοπαρόχων του, τέτοιες δε πράξεις, εφόσον πρόκειται για χρησικτησία επί δασικής έκτασης, για την πριν της 11-9-1915 30ετία, αποτελούν η βοσκή, η υλοτομία, η εκμίσθωση σε τρίτους για βοσκή ή υλοτομία, η οριοθέτηση, η επίβλεψη, η καταμέτρηση τούτου και η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων, μέσα στο χρόνο χρησικτησίας (ΑΠ 991/2012 - το ότι η βοσκή δεν συνιστά πράξη νομής καθιερώθηκε με τις παρακάτω επέκεινα του 1924 διατάξεις - ΑΠ 923/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.), διαλαμβάνεται σ' αυτήν ότι οι ενάγοντες έχουν γίνει κύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι, κατά τα αναφερόμενα σ' αυτή, για τον καθένα τους, ποσοστά εξ αδιαιρέτου, του λεπτομερώς περιγραφομένου δασολίβαδου, με την ονομασία "Δύο Κέδρα ή Μικρός Κέδρος - Μεγάλος Κέδρος" της κτηματικής περιφέρειας του οικισμού Καταφύτου, με παράγωγο τρόπο, με ειδική και καθολική διαδοχή των αρχικών κυρίων, που είχαν καταστεί (κατά την αγωγική βάση που ενδιαφέρει στην προκειμένη περίπτωση) κύριοι, με έκτακτη, υπερτριακονταετή καλόπιστη χρησικτησία από το 1860 μέχρι το 1915, με συνυπολογισμό στο χρόνο νομής των εκάστοτε δικαιοδόχων, του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων τους, ο τρόπος ειδικής ή καθολικής διαδοχής των οποίων περιγράφεται επαρκώς, ενώ προσδιορίζονται και οι πράξεις αναμείξεως στην κληρονομία και νομής μέσα στο χρόνο χρησικτησίας. Επομένως η αγωγή, τόσο κατά τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας των εναγόντων, όσο και των δικαιοπαρόχων τους, καθώς και ως προς την απόκτηση της κυριότητας των απώτατων και απώτερων δικαιοπαρόχων τους, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά το ΒΡΔ (βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο), τον προσδιορισμό του ακινήτου και των επ' αυτού πράξεων νομής, περιείχε τα κατά νόμον αναγκαία στοιχεία και ήταν ορισμένη. Ενόψει τούτων ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, που με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της μη κηρύξεως του δικογράφου της αγωγής απαραδέκτου, λόγω αοριστίας, όπως τούτο είχε ζητηθεί πρωτοδίκως και με λόγο εφέσεως (ΑΠ 1021/2013), πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή στα δημόσια κτήματα, όπως είναι και τα δάση, τα οποία είναι εθνικά, εκτός αυτών που διαλαμβάνονται στα άρθρα 1 και 2 του από 17-11/1.12.1836 Β. Δ/τος, που θεωρούνται ιδιωτικά, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3 του ίδιου Β. Δ/τος, καθώς και τα λειβάδια για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί), που να έχει εκδοθεί επί τουρκοκρατίας, τα οποία επίσης θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΒΔ της 12.12.1833 "περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα Εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου, κατά τα έτη 1833-1834" ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ. 7.39, ν. 9 παρ. 1 Πανδ (50.14), ν. 2 παρ. 2 Πανδ. (41-4), ν. 6 πρ. Πανδ (44.3), ν. 76 παρ. 1 (18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ (23.3), που είχαν εφαρμογή, κατά το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, για τον χρόνο πριν από την έναρξη ισχύος του ΑΚ, δηλαδή μετά από άσκηση νομής πάνω στο δημόσιο κτήμα με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12 Πανδ (5.8), 27 Πανδ (18.1), 10, 17 και 48 Πανδ (41.3), 3 Πανδ (41.10) και 109 Πανδ (50.16), καθώς και με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία (βλ. και τις διατάξεις των ν. 18, 24 παρ. 1 (41.3), παρ. 9 Εισ (2-9) ν.2 Κωδ. (7.30), Βασ. 50.10). Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με το μεταγενέστερο από 21.6.1837 νόμο "περί διακρίσεως κτημάτων", στο άρθρο 21 του οποίου ορίζεται ότι "ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων πραγμάτων, εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω περιεχόμεναι διατάξεις", επομένως και οι προαναφερόμενες του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21.6/3,7.1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, εφόσον η τριακονταετής νομή επ' αυτών, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ (7.39), Βασ 9 παρ. 1 (50.14) είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του ν. ΔΖΗ'/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου", που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 19.9.1915 μέχρι και της 16.5.1926 και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ", που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", διατηρηθέντων σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, με το άρθρο 53 του ΕισΝ αυτού, με τις οποίες διατάξεις, έχει ανασταλεί κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, άρα και η χρησικτησία πάνω σ' αυτά. Επί της έκτακτης χρησικτησίας που, κατά τα ανωτέρω, συμπληρώθηκε μέχρι και τις 11.9.1915, δεν είχαν εφαρμογή και δεν ασκούν έννομη επιρροή επί της κυριότητας που αποκτήθηκε με αυτή, οι μεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 117 του ν.3077/1924 "περί δασικού κώδικος" και του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν από το άρθρο 37 του α.ν. 1539/1938 και το άρθρο 16 του α.ν. 192/1946 και επαναλήφθηκαν στο άρθρο 58 του ν.δ. 86/1969 "περί δασικού κώδικος", με τις οποίες ορίζεται ότι "στα δημόσια εν γένει δάση θεωρείται νομέας το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε επ' αυτών καμία πράξη νομής και ότι μόνη η βοσκή επί δημοσίων δασών κλπ ουδέποτε θεωρείται ως πράξη νομής ή οιονεί νομής" (ΑΠ 923/2012, ΑΠ 309/2012, 501, 1167, 1294, 1871/2011, 267, 840, 1416/2010, 623, 1271, 1738, 2054/2007). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 εδ. α του Ν.998/1979 επί αμφισβήτησης ή διένεξης ή δικών μεταξύ Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, σε σχέση με εμπράγματα δικαιώματα επί δασών ή δασικών εκτάσεων, τα τελευταία οφείλουν να αποδείξουν την ύπαρξη των δικαιωμάτων τους, πλην όμως από τις προαναφερθείσες διατάξεις (περί δικαιοστασίου, περί διοικητικής αποβολής, περί προστασίας δημοσίων κτημάτων) προκύπτει ότι κατά την απόδειξη αυτή ο ιδιώτης (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) δεν είναι υποχρεωμένος να αναχθεί σε χρόνο προγενέστερο του 1885. Εξάλλου επί τουρκοκρατίας οι δημόσιες γαίες (εραζίι εμ ριέ ) δηλαδή αγροί, λειμώνες (τσαΐρ), χειμαδιά, θέρετρα, (χειμερινές και θερινές βοσκές), δάση και παρόμοια εδάφη, που ανήκαν στο Δημόσιο, εξουσιάζονταν από ιδιώτες μόνον κατόπιν αδείας και παραχωρήσεως του επί τούτο ειδικού υπαλλήλου του κράτους, που εφοδιάζει τους εξουσιαστές με "τάπια", που φέρουν τη σουλτανική "τούγρα" (υπογραφή), τα οποία είναι ειδικοί έγγραφοι τίτλοι, με τους οποίους έναντι ποσού (μοατζελέ), παραχωρούνταν το δικαίωμα της "διηνεκούς εξουσιάσεως" (χάι -ι - τεσσαρούφ), που αντιστοιχεί σε δικαίωμα οιονεί (ανώμαλης) μισθώσεως ή χρήσεως και καρπώσεως κατά παραχώρηση του εξουσιαστή (επικαρπία), τούτο δε (ταπί) δεν μπορούσε να επιφέρει την κατάλυση της κυριότητας του Δημοσίου, η οποία (κυριότητα) ανήκε πάντοτε στο Τουρκικό κράτος. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δικ., αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την εν λόγω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 834/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 567/2013). Τέλος η απόφαση που αναγνωρίζει κυριότητα σε ακίνητο από χρησικτησία για να μη στερείται νόμιμης βάσης και να δημιουργείται έτσι ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως, πρέπει να αναφέρει στο αιτιολογικό της μεταξύ των άλλων στοιχείων της χρησικτησίας και τις πράξεις του νομέα ή του δικαιοπαρόχου του, του οποίου τον χρόνο χρησικτησίας προσμετράει στον δικό του, χωρίς να απαιτείται ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 847/2013, ΑΠ 92/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων σ' αυτό, αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την αναγνωριστική κυριότητας δασικής εκτάσεως αγωγή, που αποκτήθηκε από χρησιδεσπόσαντες δικαιοπαρόχους των εναγόντων, κατά τις διατάξεις του ΒΡΔ, για την πριν της 11.9.1915 τριακονταετία (οι περί παραγώγου τρόπου αποκτήσεως κυριότητας των εν λόγω δικαιοπαρόχων - λόγω κατοχής ταπίου και κατά το άρθρο 78 του νόμου "περί γαιών" της 7ης Ραμαζάν του Οθωμανικού Κράτους, - βάσεις της αγωγής, απορρίφθηκαν τελεσίδικα λόγω μη εκκλήσεως από τους ενάγοντες των οικείων κεφαλαίων της πρωτόδικης απόφασης): "Το επίδικο ακίνητο είναι ένα δασολίβαδο, εκτάσεως 9.658.028 τετραγ. μέτρων, που βρίσκεται εντός της κτηματικής περιφέρειας του οικισμού Καταφύτου (πρώην κοινότητας Ασπροποτάμου) Τρικάλων, της επαρχίας Καλαμπάκας, έχει την ονομασία "Δύο Κέδρα" ή "Μικρός Κέδρος" "Μεγάλος Κέδρος", εμφαίνεται στο από 30-5-2001 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Σ. Σ. με τα στοιχεία 100 - 101 - 102 - 103 - 104 - 105 - 106 - 107 - 108 - 109 - 110 - 111 - 112 - 113 -114 - 115 - 116-117 - 118 - 153 - 154 - 155 - 156 - 157 - 158 - 159 - 160-161...186 - 133 - 134 - 135 - 136...152 και συνορεύει ανατολικά με κοινοτική έκταση της πρώην Κοινότητας Στεφανίου και ήδη οικισμού της διευρυμένης Κοινότητας Ασπροποτάμου, δυτικά με κοινοτική έκταση της πρώην Κοινότητας Κατάφυτου και ήδη οικισμού της Διευρυμένης Κοινότητας Ασπροποτάμου, βόρεια με κοινοτική έκταση της πρώην Κοινότητας Ανθούσας και ήδη οικισμού της Διευρυμένης Κοινότητας Ασπροποτάμου και νότια με συνιδιόκτητο δάσος Λόγγος. Η ανωτέρω έκταση ανήκει στο Δασικό Σύμπλεγμα Ασπροποτάμου της Διευρυμένης Κοινότητας Ασπροποτάμου. Από τη συνολική έκταση 2.000 στρέμματα περίπου αποτελούν χέρσα έκταση (βοσκοτόπια): και, καταλαμβάνουν την υψηλότερη θέση προς τις κορυφογραμμές κυρίως προς τα όρια Στεφανίου και Καλλιρόης, η δε λοιπή έκταση αποτελεί μη συνεχόμενο δάσος, διακοπτόμενο, από διάκενα συνολικού εμβαδού 800 περίπου στρεμμάτων. Το έδαφος έχει γενική έκθεση ορίζοντος νοτιοδυτική, οι κλίσεις κυμαίνονται από 40 - 100%, το δάσος συγκροτείται κυρίως από ελάτη και μαύρα πεύκα στις υψηλότερες θέσεις, ενώ στις χαμηλότερες θέσεις υπάρχουν σε μικρή αναλογία δρύες και άλλα φυλλοβόλα πλατύφυλλα, όπως σφένδαμος. Περαιτέρω από τα ως άνω αποδεικτικά αποδείχθηκε ότι την 9η Τζιμαζιαλαιβέλ 92 εκδόθηκαν από τη Διεύθυνση του Αυτοκρατορικού Κτηματολογίου (Τμήμα εκ των τίτλων) τρεις τίτλοι, ταπία και συγκεκριμένα: 1) το με αύξοντα αριθμό 64 για ένα θέρετρο στη θέση Νανές, Παλαιομάνδρι, Στουρνάρα εκ στρεμμάτων 8.000, οριζόμενο από Στούρτζα Ματσούκι και Ασπροπόταμο, στο όνομα των Ν. Λ., Β. Μ., Ξ. Λ., Κ. Ά., Τ. Ά., Π. Μ. και Α. Κ., 2) το με αύξοντα αριθμό 65 για ένα θέρετρο στη θέση "Δούβλι", εκ στρεμμάτων 9.000, οριζόμενο με Λεπενίτσα, Καλουτά, Καλαρίτες και Παλαιομάνδρι στο όνομα των Γ. Ζ., Γ. Π., Ν. Μ., Γ. Μ., Ι. Α., Ι. Τ. και Α. Ν. και 3) το με αύξοντα αριθμό 66 για ένα θέρετρο στη θέση Κουζά εκ στρεμμάτων 8.000 οριζόμενο από Παλιομηλιά, Βελιοτάνα και Ασκληνάτσα στο όνομα των Ν. Τ., Γ. και Ι. Μ., Γ. υιού Γ. (Δ.), Σ. Γ. και Μ. Ν. Το έτος 1882, ήτοι μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, συντάχθηκε το με αριθμ. …συμβόλαιο του Συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Καστανέας, το οποίο μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Λάκμονος στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό …, με το οποίο οι Β. Λ., Ν. Γ., Γ. Γ., Δ. Π., Ν. Σ., Γ. Π., Ι. Π., Μ. Ν., Α. Μ., Τ. Λ., Γ. Ζ., Γ. Ζ.,.Ι. Μ., Α. Κ., Σ. Σ., Ι. Α., ως ιδιοκτήτες δυνάμει εκδοθέντων ταπίων των στην περιφέρεια του χωριού Κόττορι βοσκησίμων γαιών και λειβαδϊων με την ονομασία Δύο Κέδρα, Κατσάνασα και Σκλίβα, που συνορεύουν με τα χωριά Σκληνιάσα, Λεπενίτσα, Καλλαρύτη, Τζούρτζια, Παλαιομηλιά και Βελίτσανα, αναγνωρίζουν ως συγκυρίους κατά ποσοστό 1/26 εξ αδιαιρέτου επί των ανωτέρω βοσκήσιμων εκτάσεων και λειβαδϊων τους Ι. Κ., Ν. Σ., Χ. Λ., Α. Γ. και Η. Μ. Το ανωτέρω - συμβόλαιο στη σύνταξη του οποίου δεν συμβλήθηκαν όλοι οι δικαιούχοι του με αριθμό 66 ταπίου, πλην του Ν. Γ. (ή Τ.) και του Μ. Ν., που διαλαμβάνει δήλωση περί αναγνωρίσεως συγκυρίων, δεν αποτελεί νόμιμο τρόπο μεταβίβασης κυριότητας ακινήτου, και επομένως δεν δύναται να επιφέρει αυτή, αλλά δύναται να αποτελέσει πράξη νομής επί της εκτάσεως στην οποία αφορά. Από το έτος αυτό ήτοι από το έτος 1882, οι απώτατοι δικαιοπάροχοι των εναγόντων εγκαταστάθηκαν στην ανωτέρω έκταση καλόπιστα, με την πεποίθηση ότι δυνάμει του ανωτέρω ταπίου και του με αριθμό …/1882 συμβολαίου, κατέστησαν κύριοι του επιδίκου, ασκώντας από το χρόνο αυτόν πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση αυτού, ήτοι αρχικά με την βόσκηση των ποιμνίων τους και στη συνέχεια με την εκμίσθωση των δασικών εκτάσεων για τη διενέργεια υλοτομίας και την εκμίσθωση προς βόσκηση των λοιπών εκτάσεων έχοντας την πεποίθηση ότι ταυτίζεται με τη θέση Κουζάς, αποτελώντας απλώς διαφορετική ονομασία σε συνδυασμό με το γεγονός ότι θεωρούν τη θέση Κουζά ανύπαρκτη. Περί του χρόνου εγκατάστασης αυτών γίνεται αναφορά και στο με αριθμό 997/10-9-1905 έγγραφο του Δασάρχη Βόλου προς το Υπουργείο Οικονομικών, στο οποίο ειδικότερα αναφέρεται ότι μίσθωναν οι διεκδικούντες δικαιώματα κυριότητας επί της δασικής θέσεως "Δύο Κέδρα" από την οθωμανική επικράτεια θέρετρο παρακείμενο αυτής ήδη πριν από την προσάρτηση της Θεσσαλίας για τη θερινή χορτονομή και βόσκηση των ποιμνίων τους, πράξεις τις οποίες εξακολούθησαν και μετά την προσάρτηση, έχοντας μάλιστα ιδρύσει εκεί και ποιμνιοστάσιο με την ονομασία "Μανδρί Ψαρρή". Το έτος 1894 εγκρίθηκε η έκδοση αδείας υλοτομίας στις θέσεις Μεγάλος Κέδρος και Μικρός Κέδρος προς τον υλοτόμο Ματζούκα για μία τριετία άνευ χαρακτηρισμού του δάσους ως δημοσίου ή ιδιωτικού, ενώ από το με αριθμό 48/20-1-1895 έγγραφο του Οικονομικού Εφόρου Καλαμπάκας προκύπτει ότι το έτος 1892 άδειες υλοτομίας εκδόθηκαν για το δάσος Κόττορι υπέρ των υλοτόμων Γ. Α., Α. Μ. και Ι. Μ., κατόπιν υπουργικής διαταγής. Το έτος 1895 εκδόθηκε άδεια υλοτομίας υπέρ του Β. Κ. ως μισθωτή των Β. και Δ. Γ., δυνάμει του με αριθμό ...10-1-1895 συμβολαιογραφικού εγγράφου του συμβολαιογράφου Τρικάλων Α. Αρσενιάδου και των υπεκμισθωτών αυτού δυνάμει του με αριθμ. …και …/7-2-1981 συμβολαίων του ίδιου ως ανω συμβολαιογράφου, Σ. Μπόμπου και Γ. Α.. Το έτος 1895 κλήθηκαν οι Δ. και Β. Γ., να προσκομίσουν τους τίτλους τους, προκειμένου να ελεγχθεί η γνησιότητα αυτών, πράξη στην οποία προέβησαν οι τελευταίοι, οπότε και άρχισε η διαδικασία αποστολής τους αρχικά προς το Υπουργείο Εξωτερικών και στη συνέχεια στην Πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης (βλ. τα με αριθμ. πρωτ. 65761/16-11-1899 και 116801/8-1900 έγγραφα του Υπουργείου Οικονομικών). Κατά τη διάρκεια της χρονοβόρας διαδικασίας ελέγχου, εξακολούθησε η έκδοση αδειών υλοτομίας στο δάσος Κόττορι, με βεβαίωση του δικαιώματος του δημοσίου ως αυτού που επιβάλλεται στα ιδιωτικά δάση, άνευ, όμως, χαρακτηρισμού αυτού και με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του δημοσίου. Σύμφωνα με το με αριθμ. 578/1896 έγγραφο του Οικονομικού Έφορου Καλαμπάκας, το 1896 χορηγήθηκε άδεια υλοτομίας στον Β. Κ. ως υπεκμισθωτού άνευ χαρακτηρισμού του δάσους και με την επιφύλαξη παντός του δικαιώματος του Δημοσίου. Από το με αριθμ. 61908/14-8-1898 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών προς τον Οικονομικό Έφορο Καλαμπάκας προκύπτει ότι το έτος 1898 εγκρίθηκε άδεια ετήσιας παράτασης υλοτομίας υπέρ του μισθωτή Β. Κ., μόνο για οικοδομήσιμη ξυλεία και όχι για κούτσουρα και κολώνες, διότι δεν ηδυνήθη να υλοτομήσει κατά τα έτη 1897 - 1898. Προς τούτο δε ζητήθηκε από το Β. Κ. να προσκομίσει επίσημη κάρπωση των επιδίκων δασικών θέσεων από τους ιδιοκτήτες και μισθωτές του, ενώ στο ανωτέρω έγγραφο υπάρχει αναφορά για ενέργεια της υλοτομίας από τον Γ. Π., ως υπόμισθωτή του Β. Κ., δυνάμει αντίστοιχης συμβολαιογραφικά καταρτισθείσης σύμβασης υπομίσθωσης, έγγραφα τα οποία προκύπτει ότι προσκομίστηκαν, καθόσον στη συνέχεια εγκρίθηκε η αιτουμένη άδεια όπως προκύπτει από το με αριθμ. 89739/21-9-1898 έγγραφο του Υπουργού Οικονομικών προς τον Οικονομικόν Έφορο Καλαμπάκας, στο οποίο αναφέρεται ότι μετά την πάροδο του χρόνου της υλοτομίας, το δάσος θα χαρακτηρίζεται ως Εθνικό. Μετά την επιστροφή των τίτλων (ταπίου) και τη διαπίστωση διάστασης μεταξύ της αναγραφόμενης στο ταπίο θέσης Κουζάς και της θέσης "Δύο Κέδρα" διατάχθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών η σύνταξη εκθέσεως και διαγράμματος μετά από επιτόπια μετάβαση, προς διαπίστωση της σχέσεως ως προς τα όρια των δύο αυτών θέσεων (βλ. το με αριθμ. 30366/19-5-1901 έγγραφο του Υπουργού προς τον Οικονομικό Έφορο Καλαμπάκας). Κατά τη διάρκεια αυτών των ενεργειών ήτοι επιτόπιας μετάβασης, καταμέτρησης και σύνταξης αναφορών, εκθέσεων και διαγραμμάτων, στις 10-9-1901 με τις με αριθμ. 84868, 84869/10-9-1901 διαταγές του Υπουργείου Οικονομικών εγκρίθηκαν δύο πίνακες υλοτομίας του επιδίκου δάσους "επί καταβολή του νενομισμένου δικαιώματος του Δημοσίου ως επί δάσους ιδιοκτήτου". Το έτος 1902 με τα με αριθμ. ...27-11-1902 και .../16-10-1902 συμβολαιογραφικά μισθωτήρια του συμβολαιογράφου Τρικάλων Δημητρίου Παπαζαχαρίου οι Β. Ι. Σ. ως πληρεξούσιος της συζύγου του Σ. Β. Σ., Γ. Μ. Γ. ως μισθωτής, Κ. Τ., Α. Ν., οι αδελφοί Δ. και Β. Γ. και Σ. Μ. Ν., εκμίσθωσαν στους υλοτόμους Λ. Σ. και Χ. Α. επί μία τετραετία τη θέση "Μεγάλος Κέδρος" προς υλοτομία και ίδρυση υδροπρίονος, εφόσον εκδοθούν άδειες υλοτομίας και προς τους όρους αυτών, ενώ παρέχουν δικαίωμα, άνευ αμοιβής, βοσκήσεως των ζώων που θα χρησιμεύουν στη μεταφορά των υλοτομηθέντων. Τα έτη 1903 και 1904 εγκρίθηκαν από τον Υπουργό Οικονομικών δύο άδειες υλοτομίας για το δάσος Κόττορι "επί καταβολή του νενομισμένου δικαιώματος του δημοσίου ως επί δάσους ιδιόκτητου" (βλ. τις με αριθμ. 76425/11-1993 και 82140/14-9-1994 διαταγές του Υπουργού Οικονομικών προς το Δασάρχη Καλαμπάκας). Κατά το έτος 1904 ζητήθηκε από τον μισθωτή υλοτόμο Λ. Σ. η σύνταξη συμβολαίου για την ίδρυση υδροπρίονος στη θέση Κουζά, πράξη στην οποία αρνήθηκε να προβεί ο τελευταίος, ισχυριζόμενος ότι η μίσθωση που έχει συνάψει με τους ιδιοκτήτες του δάσους Κόττορι αφορά στις θέσεις "Μεγάλος και Μικρός Κέδρος" (βλ. το με αριθμ. 1147/27-11-1904 έγγραφο του Οικονομικού Έφορου Καλαμπάκας προς τον Υπουργό Οικονομικών). Κατόπιν τούτου ο Υπουργός Οικονομικών με το με αριθμ. 124872/3-12-1904 έγγραφο του προς το Δασάρχη Καλαμπάκας, ζήτησε να του αποσταλούν στοιχεία βάσει. των έως τότε εκδοθέντων πινάκων υλοτομίας, ώστε να διακριβωθεί η ζημία την οποία υπέστη το δημόσιο, προκειμένου να _ εγείρει αγωγή αποζημίωσης, χωρίς, όμως, τελικά να προβεί σε οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια. Με την από 5-3-1905 αίτηση τους οι Κ. Τ., Α. Σ., Σ. Σ., Σ. και Κ. Ν., απευθυνόμενοι σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, διαμαρτύρονται για τη μη χορήγηση ιδρύσεως υδροπρίονος επί του επιδίκου υπέρ των υλοτόμων Λ. Σ. και Σ. Χ. Α., ζητώντας, την χορήγηση εγκρίσεως και εκθέτοντας ότι σε περίπτωση αρνήσεως να προβούν σε επιδίωξη των δικαιωμάτων τους δια της δικαστικής οδού. Με το με αριθμό 85753/30-11-1905 έγγραφο ο Υπουργός Οικονομικών παράγγειλε το Δασάρχη Τρικάλων και το Γεωμέτρη Λαρίσης κ. Χ. όπως μεταβούν στο δάσος Κόττορι και διαχωρίσουν έκταση 8.000 στρεμμάτων, όση δηλαδή έκταση αναφέρεται στο με αριθμό 66 τάπιο, κατά το βορειοδυτικό μέρος της περιφέρειας Κόττορι και μετά από εντοπισμό φυσικών ορίων να αναγνωριστεί αυτή ως ιδιόκτητη αδιαφόρως αν αυτή είναι δάσος ή χερσώδης τόπος και οποιοδήποτε όνομα και να φέρει η ειδική αυτή θέση. Στη συνέχεια και μετά την εκτέλεση των παραγγελθέντων ενεργειών ο Υπουργός Οικονομικών με το με αριθμό 85863/22-9-1906 έγγραφο του απευθυνόμενο στο Δασάρχη Καλαμπάκας, αναφέρει ότι οι δασικές θέσεις Μέγας και Μικρός Κέδρος της περιφέρειας Κόττορι, στις οποίες περιλαμβάνεται και η χέρσος έκταση που βρίσκεται παρά των ορίων των χωριών Λεπενίτσης, Ασληνιάσης και Βελιτσαίνης και αποτελούν έκταση λίγο μικρότερη της αναφερόμενης των 8.000 στρεμμάτων στους τίτλους της Κοινότητας Κόττορι συμπεριλαμβάνονται στην έκταση που αναφέρονται οι υποβληθέντες και αποδειχθέντες έγκυροι οθωμανικοί τίτλοι και παραγγέλλει την αναγνώριση τους ως ιδιοκτήτων. Με το ίδιο έγγραφο εγκρίνονται οι υποβληθέντες πίνακες υλοτομίας για τις θέσεις αυτές από τον Α. Ν. και λοιπών κατοίκων Κόττορι επί καταβολή του δικαιώματος του Δημοσίου ως επί δάσους ιδιοκτήτου. Με τα με αριθμούς .../10-10-1906 και .../3-11-1906 μισθωτήρια συμβόλαια του συμβολαιογράφου Τρικάλων Δημητρίου Παπαζαχαρίου εκμισθώνεται από τους Β. Γ. ως πληρεξούσιο του Κ. Δ., Κ. Τ., Σ. Μ. Ν., Σ., Γ. Σ. Γ. ή Σ., Ε. σύζυγο Τ. Α., Δ. Ν. Τ. ή Γ. και Α. Ν. προς τον υλοτόμο Χ. Σ. για μία τριετία το δάσος Μεγάλος και Μικρός Κέδρος Με το με αριθμ. 57003/20-6-1906 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών διατάχθηκε ο Δασάρχης και ο Έφορος Καλαμπάκας να αναφέρουν αν επί των δασικών θέσεων Μεγάλος και Μικρός Κέδρος περιφέρειας Κόττορι εξεδόθησαν άδειες υλοτομίας ως επί δημοσίου δάσους. Ο Οικονομικός Έφορος Καλαμπάκας με το με αριθμ. 347/1906 τηλεγράφημα προς το Υπουργείο Οικονομικών απάντησε ότι πλην των αδειών του έτους 1900 εκδοθεισών ως επί εθνικού, ουδεμία υλοτομία έγινε ως επί εθνικού και όλες έγιναν επί των θέσεων αυτών ως ιδιόκτητων. Το έτος 1906 με το με αριθμ. 120482/28-11-1906 έγγραφο του Υπουργού Οικονομικών προς το Διευθυντή και Οικονομικό Έφορο Καλαμπάκας, εγκρίνεται η διενέργεια τετραπλάσιας υλοτομίας επί τριετία υπό τον όρο της συγκατάθεσης σε αυτό των ιδιοκτητών του δάσους Κόττορι "Δύο Κέδρα" καθώς και υπό τον όρο της συγκατάθεσής τους να μην ενεργηθεί υλοτομία επί εννέα συνεχή έτη, ήτοι μέχρι τέλους της δασικής περιόδου του έτους 1918, απαιτουμένης συμβολαιογραφικής δηλώσεως περί τούτου. Με τις με αριθμούς .../25-5-1907, .../14-5-1907 και .../7-5-1907 συμβολαιογραφικές δηλώσεις του συμβολαιογράφου Τρικάλων Δημητρίου Παπαζαχαρίου, οι Β. Γ. ή Τ., Κ. Τ., Σ. Μ. Ν. ή Σ., Ε. σύζυγος Τ. Α., Δ. Ν., Τ. ή Γ., Α. Ν. και Σ. Γ. ή Σ., ανέλαβαν τις ανωτέρω διαλαμβανόμενες υποχρεώσεις, ήτοι τη διενέργεια τετραπλάσιας ποσότητας υλοτομίας υπέρ του υλοτόμου Χ. Σ., καθώς και την υποχρέωση περί μη διενέργειας υλοτομίας έως το έτος 1918. Κατά τα έτη 1908 - 1909, εκδόθηκαν δύο πίνακες υλοτομίας υπέρ του υλοτόμου Λ. Σ. και για τα έτη 1909 - 1910 ένας πίνακας υλοτομίας, όλοι ως επί του δάσους ιδιόκτητου. Στο χρονικό διάστημα των ετών που ακολούθησαν δεν εγκρίθηκαν πίνακες υλοτόμησης λόγω της ανωτέρω αναληφθείσης από τους ιδιοκτήτες δεσμεύσεως. Το έτος 1917, με το με αριθμ. 32035/13-12-1917 έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας προς το Δασάρχη Καλαμπάκας ζητήθηκε λόγο πυρκαγιάς στο δάσος Κόττορι, η εγκατάσταση σ' αυτό υδροπρίονα υπέρ του Γ. Π., προκειμένου να γίνει η κατεργασία των κεκαυμένων κορμών του δάσους. Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται ότι η έκδοση των αδειών θα γίνει επ' ονόματι όλων των συνιδιοκτητών και αναλόγως των δικαιωμάτων εκάστου και ότι απεστάλησαν συνημμένα τα υποβληθέντα από τον Γ. Π. μισθωτήρια συμβόλαια. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι απώτατοι και απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων νέμονται το επίδικο καλόπιστα, ήτοι με την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαιώματα τρίτων επί του επιδίκου, για χρόνο μεγαλύτερο της τριακονταετίας, ο οποίος συμπληρώθηκε έως τις 11-9-1915 και ειδικότερα από το 1882, με συνυπολογισμό στο χρόνο νομής τους και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους, των οποίων κατέστησαν ειδικοί και καθολικοί διάδοχοι. Το Ελληνικό Δημόσιο παρά τις επιφυλάξεις περί χαρακτηρισμού της επίδικης δασικής έκτασης ως δημόσιας και εθνικής έκτασης δεχόταν ως ισχυρές τις μισθώσεις που κατάρτιζαν οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων με τρίτους, δεν αρνούνταν να εκδώσει άδειες υλοτομίας στους μισθωτές τους, ούτε αρνούνταν να χορηγήσει τις άδειες αυτές ως μη αναγνωρίζον αυτούς ως νόμιμους μισθωτές έως και το έτος 1906 οπότε και αναγνώρισε το επίδικο ως ιδιόκτητο, χωρίς έτσι να δημιουργεί την πεποίθηση στους απώτατους και απώτερους δικαιοπαρόχους των εναγόντων περί αμφισβητήσεως, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ζητούσε τη συμβολαιογραφικά διατυπωμένη συγκατάθεση τους για τη διενέργεια ή μη υλοτομίας. Οι επικαλούμενες δε δικαστικές αποφάσεις και ειδικότερα η με αριθμό 90/1910 απόφαση του Πρωτοδικείου Τρικάλων (η οποία δεν προσκομίζεται) που εκδόθηκε επί της από 10-6-1906 προσκλήσεως σε αγωγή των δικαιοπαρόχων των εναγόντων κατά του Ελληνικού Δημοσίου και η με αριθμ. 7/1911 απόφαση του Εφετείου Λάρισας με την οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η εκ μέρους των δικαιοπαρόχων των εναγόντων έφεση κατά της ανωτέρω απόφασης του Πρωτοδικείου Τρικάλων, δεν καθιστούν κακής πίστεως τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων καθόσον αποδεικνύεται ότι και μετά την έκδοση των ανωτέρω αποφάσεων δεν υπήρξε αμφισβήτηση εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά αντίθετα αυτό αναγνώριζε ως συνιδιοκτήτες τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων όπως τούτο προκύπτει: 1) από το με αριθμό πρωτ. 7754/23-4-1913 έγγραφο του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας με το οποίο διατάχθηκε ο Δασάρχης Καλαμπάκας όπως ανακοινώσει αρμοδίως στον Α. Ν. ότι η από 1-2-1913 υποβληθείσα αίτηση του περί υλοτομίας στο δάσος "δύο Κέδρα" απορρίφθηκε "καθόσον οι συνιδιοκτήτες του εν λόγω δάσους ανέλαβαν την υποχρέωση δια του υπ' αριθμ. ... του 1907 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Τρικάλων Δημ. Παπαζαχαρία να μη ενεργήσουν ουδεμίαν υλοτομίαν από τα έτη 1909 - 1918 δια να αναλάβει το δάσος, το οποίον εξηντλήθη τα μέγιστα εκ της ενεργηθεϊσης εν αυτώ υπέρμετρου υλοτομίας κατά τα προ του 1909 έτη", 2) Από το με αριθμό πρωτ. 1005/23-6-1915 έγγραφο του Δασαρχείου Καλαμπάκας το οποίο απαντά προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας "Επί της υπ' αριθμ. 10281 ε.ε. διαταγής αφορώσης την προς ίδρυσιν υδροπρίονος εν τω ιδιοκτήτω δάσει "δύο κέδρα" περιφέρειας Κόττορης" και 2) από το με αριθμό 32035/13-12-1917 έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας με το οποίο διατάχθηκε ο Δασάρχης Καλαμπάκας να επιτρέψει στον Γ. Π., μισθωτή, δυνάμει των υποβληθέντων σ' αυτό (Υπουργείο) μισθωτηρίων εγγράφων, την εγκατάσταση υδροπρίονος στο δάσος Κόττορι προς κατεργασία των καμένων κορμών του δάσους και ότι η έκδοση των αδειών θα γίνει "επ' ονόματι όλων των συνιδιοκτητών και αναλόγως των δικαιωμάτων εκάστου, επομένως επ' ονόματι του ως άνω Π. θέλουσιν εκδοθεί άδειαι αντιπροσωπεύουσαι τόσον ποσόν όσον αναλογεί εις τους ιδιοκτήτες μεθ' ών συνεβλήθη". Ούτε εξάλλου η αναφερόμενη κατά το έτος 1891 εκμίσθωση του δάσους από την κοινότητα Κόττορι (Κατάφυτου), για την οποία (εκμίσθωση) δεν προσκομίζεται μισθωτήριο συμβόλαιο δύναται να καταλύσει την χρησικτησία, καθόσον αποδείχθηκε ότι οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων ήταν νομείς του επιδίκου κατά τον ανωτέρω χρόνο βόσκοντας τα ποίμνια τους επ' αυτού, η δε Κοινότητα Κατάφυτου ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι ήταν νομέας του επιδίκου, και ούτε κατά τη διάρκεια των ετών διεκδίκησε δικαιώματα κυριότητας επ' αυτού. Στο σημείο αυτό πρέπει να λεχθεί ότι η επίδικη έκταση περιλήφθηκε μεν με την με αριθμό 9/19-11-1965 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Καταρτίσεως Κτηματολογίου, στο κτηματολόγιο της Κοινότητας Κατάφυτου, όμως, η απόφαση αυτή τροποποιήθηκε με την με αριθμό 2/7-3-1966 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής, η οποία δέχθηκε ότι οι ιδιοκτήτες του δασολίβαδου Δύο Κέδρα με το με αριθμό .../1902 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Τρικάλων Δημητρίου Παπαζαχαρίου εκμίσθωσαν αυτό το έτος 1902 στον κτηνοτρόφο Ν. Τ. και ότι ανήκει σε αυτούς δεδομένου ότι ανέκαθεν ασκούσαν και ασκούν μέχρι και την έκδοση της ανωτέρω απόφασης επ' αυτού δικαιώματα κατοχής, νομής και κυριότητας, εκμισθώνοντας αυτό προς βοσκή σε κτηνοτρόφους, εισπράττοντας το μίσθωμα αναλόγως των ιδανικών μεριδίων τους, χωρίς η κοινότητα να εναντιωθεί σε αυτό. Το επίδικο συμπεριλήφθηκε στις διαχειριστικές μελέτες του Δασαρχείου Καλαμπάκας ως ανήκον στο Δημόσιο Δασικό Σύμπλεγμα Ασπροποτάμου από το έτος 1963 και μετά, ενώ οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων εξακολούθησαν να διεκδικούν δικαιώματα επ' αυτού με την υποβολή αιτήσεων προς τη Γενική Διεύθυνση Δασών του Υπουργείου Γεωργίας, ενώ το έτος 1969 κατέθεσαν ενώπιον του Πρωτοδικείου Τρικάλων αίτηση ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και του Δασαρχείου Καλαμπάκας, ενόψει υλοτομίας που είχε διενεργήσει το τελευταίο στο επίδικο, αίτηση που απερρίφθη ελλείψει κατεπείγοντος λόγω περατώσεως της διενεργηθείσης υλοτομίας. Επίσης, όπως προκύπτει από το με αριθμό πρωτ. 42/97/14-11-1942 έγγραφο του Νομικού Τμήματος της Διεύθυνσης Δασών του Υπουργείου Γεωργίας, καλουμένου να αποφανθεί περί του δασικού χαρακτήρα των θέσεων Δύο Κέδρα, Κούτσουρο, Ξηροβούνι, Σκλήβα και Σελίτσα, ως προς τα Δύο Κέδρα απαντά ότι αυτό έχει αναγνωρισθεί με την με αριθμό 85863/22-9-1906 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ως ιδιωτικό και συνεπώς δεν δύναται να γεννηθεί περί αυτού ζήτημα ιδιοκτησίας, ενώ επίσης παραγγέλλει το Δασάρχη Καλαμπάκας να ενεργήσει προσωρινή οριοθέτηση του δημοσίου δάσους Κατάφυτου σε σχέση με το ιδιωτικό δάσος "Δύο Κέδρα". Ακόμη το Υπουργείο Δασών με το από 29-12-1954 έγγραφο του απαντώντας στο με αριθμ. 191689/14-12-1954 έγγραφο της Β. Δ/νσης Δασών 1° Τμήμα με θέμα "περί δάσους Δύο Κέδρα περ. Καλαμπάκας, αναφέρει ότι οι δασικές θέσεις Μέγας και Μικρός Κέδρος της περιφέρειας Κόττορι αναγνωρίστηκαν ως ιδιωτικές με την με αριθμό 85863/21-9-1906 απόφαση του τότε Υπουργού των Οικονομικών και "ως τέτοιες πρέπει να διαχειρίζονται". Περαιτέρω, λόγω της αύξησης του αριθμού των συγκυρίων του επιδίκου μετά από κληρονομικές διαδοχές και της ανακύψασας εξ αυτού δυσκολίας στη λήψη αποφάσεων, μετά από αίτηση τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, εκδόθηκε η με αριθμό 69/1959 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, με την οποία διορίστηκε πενταμελής διαχειριστική επιτροπή. Εξάλλου, καθόλη την πάροδο των ετών, παρά τις μεταβιβάσεις μεριδίων λόγω ειδικής ή καθολικής διαδοχής οι αιτήσεις υποβάλλονταν και για λογαριασμό των λοιπών ιδιοκτητών, χωρίς να αποδεικνύεται ότι ανέκυψε μεταξύ τους αμφισβήτηση της συγκυριότητας ή των ανηκόντων σε καθένα απ' αυτούς μεριδίων. Οι απώτατοι δικαιοπάροχοι που άρχισαν να νέμονται το ακίνητο ήταν οι Ν. Τ. ( Γ.), Γ. Μ., Γ. Μ., Γ. υιός Γ., Σ. Γ. και Μ. Ν.. Το έτος 1905, ως τούτο προκύπτει από την από 05-03-1905 αίτηση των Κ. Τ., Α. Ν., Β. Γ. ή Τ., Σ. Σ., Σ. Σ., Σ. και Κ. αδελφού Ν., στους ανωτέρω είχαν περιέλθει μερίδια εξ αδιαιρέτου επί της επίδικης εκτάσεως ως εξής: Σ. Κ. Τ. τα 2/7 εξ αδιαιρέτου από τους Γ. Μ. Γ. και Γ. Μ. Γ., στην Σ. Σ. από τον Γ. υιού Γ. ή Σ., στους Σ. και Κ. Ν. ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος πατρός τους Μ. Ν., στον Β. Γ. από τον Ν. Τ. ή Γ. και στον Α. Ν. από το Ν. Σ.. Στους τρεις πρώτους των εναγόντων περιήλθε κατ' ισομοιρία" ποσοστό 1/2 επί ποσοστού 1/26 εξ αδιαιρέτου λόγω κληρονομικής διαδοχής της κατά το έτος 1988 αποβιωσάσης μητέρας τους Μ. χήρας Χ. Π., δυνάμει της υπ' αριθμό .../ 2002 δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου Τρικάλων Δημητρίου Αρβανίτη, νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας στον τόμο … υπ' αύξοντα αριθμό …ους έκτο, έβδομο και όγδοο των εναγόντων περιήλθε ποσοστό 1/2 του 1/26 εξ αδιαιρέτου λόγω κληρονομικής διαδοχής του κατά το έτος 1967 αποβιώσαντος πατέρα τους Σ. Α. του Θ. δυνάμει της υπ' αριθμό .../2002 δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Πειραιά Γεωργίας Δαούτη, νομίμως μεταγεγραμμένης, διευκρινιζομένου όμως ότι κατά το αγωγικό αίτημα ζητούν την αναγνώριση τους ως συγκυρίων κατ' ισομοιρία επί ποσοστού 1/2 επί του 1/52. Στους Μ. Π. και Σ. Α. περιήλθε το ποσοστό του 1/26 εξ αδιαιρέτου κατά το 1/2 στον καθένα από κληρονομιά του πατρός τους και αποβιώσαντος κατά το έτος 1926 Θ. Α. του Τ., στον δε δικαιοπάροχο αυτών περιήλθε λόγω αγοράς δυνάμει του υπ' αριθμό .../1915 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Τρικάλων Στέργιου Παλαιού, από τον Σ. Α. του Τ., νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας στον τόμο και υπ' αύξοντα αριθμό …στους τέταρτο και πέμπτο των εναγόντων περιήλθε λόγω κληρονομικής διαδοχής του αποβιώσαντος κατά το έτος 1999 παππού τους Ν. Σ. του Β., στον οποίο είχε περιέλθει λόγω δωρεάς εν ζωή από τη μητέρα του Σ. σύζυγο Β. Σ. το έτος 1928, δυνάμει δωρητηρίου συμβολαίου, το οποίο δεν σώζεται λόγω καταστροφής των αρχείων του Υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας το έτος 1942. Στην τελευταία είχε περιέλθει λόγω αγοράς από τους Α. και Β. Ι. Σ. δυνάμει του υπ' αριθμό .../1899 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Τρικάλων Αρσενίου Αρσενιάδη, νομίμως μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας στον τόμο 1 και υπ' αύξοντα αριθμό …και σε αυτούς λόγω κληρονομικής διαδοχής του πατέρα τους. Την καταληφθείσα σε αυτούς κληρονομιά αποδέχτηκαν με την υπ' αριθμό ... δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου Χαλκίδας Ιωάννη Στρούμπουλη, νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας στον τόμο …και υπ' αύξοντα αριθμό .... Στους πέντε τελευταίους των εναγόντων περιήλθε κατ' ισομοιρία ποσοστό 1/2 του 1/26 εξ αδιαιρέτου λόγω κληρονομιάς του αποβιώσαντος κατά το έτος 1992 παππού τους Α. Ν., δυνάμει της υπ' αριθμό .../2002 δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου Χαλκίδος Ιωάννη Στρουμπουλή, νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας στον τόμο … και υπ' αύξοντα αριθμό ... ενώ στον τελευταίο περιήλθε από κληρονομιά του κατά το έτος 1926 αποβιώσαντος πατρός του Σ. Ν., στον οποίο επίσης είχε περιέλθει δυνάμει κληρονομικής διαδοχής του κατά το έτος 1895 πατέρα του Μ. Ν.. Επομένως οι ενάγοντες κατέστησαν κατά, τα ανωτέρω αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου συγκύριοι του επιδίκου, αποκτώντες παρά κυρίων. Δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο από το Οθωμανικό Δημόσιο μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881, σύμφωνα με τη σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως της 20 Ιουνίου/ 2 Ιουλίου 1881, η οποία κυρώθηκε με το Ν. ΠΛΖ της 11/13-3-1882 και ότι έκτοτε το νεμόταν συνεχώς." Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως κατ' ουσίαν βάσιμη την προαναφερθείσα αναγνωριστική, δασικής εκτάσεως, αγωγή των αναιρεσιβλήτων, ως αποκτησάντων κυριότητα με καθολική ή ειδική διαδοχή, από χρησιδεσπόσαντες κατά το ΒΡΔ για την πριν της 11.9.1915 τριακονταετία και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος, κατά του οικείου κεφαλαίου της πρωτοβάθμιας απόφασης και είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της συμπλήρωσης στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων των εναγόντων 30ετούς νομής για την πριν της 11.9.1915 τριακονταετία επί του επιδίκου, που κατά τα 2000 στρέμματα είναι βοσκότοπος και κατά την υπόλοιπη έκτασή του, με διάκενα 800 στρέμματα, δάσος, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο και την ορθή εφαρμογή των προαναφερθεισών περί χρησικτησίας ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του ΒΡΔ. Ειδικότερα έγινε δεκτό ότι οι απώτατοι και απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων από το 1882 εγκαταστάθηκαν στο επίδικο, με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την εγκατάσταση αυτή δεν προσβάλλουν το δικαίωμα κυριότητας του Δημοσίου και ότι έχουν αποκτήσει κυριότητα με βάση το 66/9 Τζεμαζηλεβεέλ 1292 Εγείρας (1874) ταπί και το υπ' αριθμ. …/1882 μεταγεγραμμένο συμβόλαιο του Ειρηνοδίκη Καστανέας Ιωάννη Βουρλιώτη και άσκησαν τις προσδιοριζόμενες πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση του επιδίκου μέχρι τη 11.9.1915 και έτσι κατέστησαν κύριοι, με τον συνυπολογισμό το χρόνο νομής τους και εκείνου των δικαιοπαρόχων τους, των οποίων κατέστησαν καθολικοί και ειδικοί διάδοχοι, οι δε ενάγοντες απέκτησαν την κυριότητα αυτή από καταστάντες με έκτακτη χρησικτησία κυρίους και με βάση τους προσδιοριζόμενους στην απόφαση νόμιμους και επαρκώς προσδιορισμένους τρόπους. Οι πράξεις νομής κατά την επίμαχη 30ετία προσδιορίζονται επαρκώς, χωρίς δε να είναι απαραίτητο (κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη) προσδιορίζονται και ημερολογιακά οι μέσα στην 30ετία πράξεις νομής, που ήταν η βόσκηση ποιμνίων (που για τον πριν τους ν.3077/24 και α.ν.1539/1938 χρόνο θεωρούνται πράξεις νομής), η εκμίσθωση δασικών εκτάσεων (μετά από άδεια της αρμόδιας δασικής υπηρεσίας) για τη διενέργεια υλοτομίας, εκμίσθωση των βοσκοτόπων, εκμίσθωση για τη βοσκή των ζώων που μετέφεραν τα υλοτομηθέντα, ενώ δεν ήταν απαραίτητο για τη νομική πληρότητα της απόφασης ο προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων που ο κάθε απώτερος και απώτατος δικαιοπάροχος των εναγόντων ενεργούσε μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας, αφού τις επαρκώς προσδιοριζόμενες πράξεις νομής ο κάθε δικαιοπάροχος τις ασκούσε και για λογαριασμό των λοιπών συννομέων, ενώ η τυχόν πριν από το 1885 κυριότητα επί του επιδίκου του αναιρεσείοντος, που κατ' ανέλεγκτη κρίση και μάλιστα από το 1882 δεν αποδείχθηκε, δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού και αν ακόμη υφίστατο έχει καταλυθεί με την προαναφερθείσα 30ετή καλόπιστη και με διάνοια κυρίου νομή των δικαιοπαρόχων των εναγόντων, οι οποίοι (ενάγοντες), κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, δεν υποχρεούνται για την απόδειξη της νομής τους, με τα προαναφερθέντα προσόντα, για τον πριν το 1885 διάστημα. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ. τέταρτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ ο από την ίδια διάταξη πέμπτος λόγος της αναιρέσεως, που αναφέρεται στην παραδοχή της προσβαλλομένης αποφάσεως περί μη αποδείξεως κυριότητας του Δημοσίου, ως διαδόχου του Οθωμανικού Δημοσίου, μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 (σύμφωνα με τη σύμβαση της Κων/λεως της 20.6/27-1881 που κυρώθηκε με το Ν.ΠΛΖ της 11/13.3.1882) είναι ως προς όλες τις αιτιάσεις του, που αφορούν στην προαναφερθείσα διαδοχή, κατά τα έτη 1881-1882 αλυσιτελής, καθόσον κατά τα προαναφερθέντα, εφόσον έγινε δεκτή η απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία κατά το ΒΡΔ, η πριν το 1885, τυχόν, κυριότητα του Δημοσίου, δεν αφορά σε ζήτημα που ασκεί έννομη επιρροή στην έκβαση της προκειμένης δίκης, ούτε υφίσταται αντίστοιχο δικονομικό βάρος για τους ενάγοντες. Ενόψει τούτων οι ερευνώμενοι αυτοί λόγοι (4ος και 5ος) πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω, για τους ίδιους λόγους, απορριπτέος ως αλυσιτελής, είναι και ο τρίτος λόγος, κατά τον οποίο και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη το παρακάτω και νόμιμα κατά το άρθρο 240 Κ.Πολ.Δικ. επαναφερθέν στο Εφετείο έγγραφο (Ολ. ΑΠ 23/2008), με το οποίο αποδεικνυόταν, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, η βασιμότητα του περιεχομένου στον τρίτο λόγο της εφέσεως ισχυρισμού του ότι το επίδικο περιήλθε στην κυριότητά του από το Οθωμανικό Δημόσιο μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881, σύμφωνα με τη σύμβαση της Κων/λεως της 20 Ιουνίου/2 Ιουλίου 1881, η οποία κυρώθηκε με το Ν. ΠΛΖ της 11/13.3.1882. Ειδικότερα το έγγραφο αυτό είναι το δημοσιευθέν στο ΦΕΚ 512/7.12.1883 "Περί των διατυπωθεισών υπό των Οθωμανών αντιπροσώπων αποζημιώσεων ως επιβαρυνουσών το Ελληνικό Κράτος", στο οποίο παρατίθεται πίνακας "των κτήσεων του Οθωμανικού Κράτους των κειμένων εν αις Χώραις ταις παραχωρηθείσας τη Ελλάδι δια της Συμβάσεως της Κων/λεως 24 Μαΐου 1883", που υποβλήθηκε στην Ελληνοτουρκική επιτροπή από τους Οθωμανούς επιτρόπους, στον οποίο πίνακα και στο κεφάλαιο "Καζάς Αλμυρού", αναφέρεται με αριθμό 114 "το δάσος Κόταρι, τουρκικά στρέμματα 15000". Η πλημμέλεια αυτή είναι αλυσιτελής, καθ' όσον μετά την παραδοχή της προσβαλλομένης περί ασκήσεως από τους απώτατους και απώτερους δικαιοπαρόχους των εναγόντων πράξεων νομής στο επίδικο από το 1882 μέχρι το 1915, η οποιαδήποτε κυριότητα του αναιρεσείοντος και αν ακόμη ήταν υπαρκτή καταλύθηκε και συνακόλουθα δεν ασκεί επιρροή αν την είχε ως διάδοχος του Οθωμανικού Δημοσίου, όταν μάλιστα γίνεται δεκτό από την προσβαλλομένη ότι το επικαλούμενο ταπί του 1764 δικαιολογεί την καλή πίστη των εν λόγω δικαιοπαρόχων και την εγκατάστασή τους στο επίδικο από το 1882 και επέκεινα, ήτοι κατά τον ίδιο χρόνο (1881-1882) που επικαλείται και το αναιρεσείον. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ του Κ.Πολ.Δικ. αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 179/2013). Η εν λόγω επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου (Ολ. ΑΠ 23/2008, ΑΠ 483/2013). Καμμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (μάρτυρες, έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις) - ενώ από το ότι γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε κάποιο αποδεικτικό μέσο, δεν συνάγεται χωρίς άλλο ότι τα λοιπά δεν λήφθηκαν υπόψη, αφού η απόδοση σε κάποιο αποδεικτικό μέσο από το δικαστήριο μεγαλύτερης βαρύτητας από ότι σε κάποιο άλλο ισοδύναμο με αυτό, ανήκει στην ανέλεγκτη ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του δικαστηρίου. Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμα αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ. ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι δεν έλαβε υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, με επίκληση, στον πρώτο βαθμό και επαναφερθέντα νόμιμα, κατ' άρθρο 240 Κ.Πολ.Δικ. στο δεύτερο βαθμό, παρακάτω αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυπτε η ουσιαστική βασιμότητα του δεύτερου λόγου της εφέσεως του αναιρεσείοντος Δημοσίου, κατά τον οποίο οι ενάγοντες αναιρεσίβλητοι και οι δικαιοπάροχοί τους δεν είχαν αποκτήσει την κυριότητα της επίδικης έκτασης με έκτακτη κατά το ΒΡΔ χρησικτησία, αφού το αναιρεσείον αμφισβητούσε τα δικαιώματά τους και ως εκ τούτου δεν υπήρχε αδιάλειπτη και συνεχής καλόπιστη και διάνοια κυρίου νομή. Ειδικότερα αποδίδεται στην προσβαλλομένη ότι δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω έγγραφα: 1. την με αριθμό 64683/28-7-1892 διαταγή του Υπουργού Οικονομικών προς τον Οικονομικό Έφορο Καλαμπάκας, 2. την με αριθμό 56058/7/1892 τηλεφωνική διαταγή του Υπουργού Οικονομικών προς τον Οικονομικό Έφορο Καλαμπάκας, 3. την με αριθμό 54872/10-6-1893 διαταγή του Υπουργού Οικονομικών προς τον Οικονομικό Έφορο Τρικάλων, 4. το με αριθμό 3871/16-1-1895 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών προς τον Οικονομικό Έφορο Καλαμπάκας, 5. την με αριθμό 7630/17-2-1895 εντολή του Υπουργείου Οικονομικών προς τον Οικονομικό Έφορο Καλαμπάκας, 6. την με αριθμό 175/27-3-1895 αναφορά του Οικονομικού Εφόρου Καλαμπάκας προς το Υπουργείο των Οικονομικών, 7. την με αριθμό ΔΥ /29-10-1896 εντολή του Ανακριτή Τρικάλων προς τον Οικονομικό Έφορο Καλαμπάκας, 8. την με αριθμό 972/1896 τηλεγραφική αναφορά του Οικονομικού Εφόρου Καλαμπάκας προς τον Υπουργό Οικονομικών, 9. τις με αριθμούς 54900/6-8-1897 και 57388/18-6-1897 διαταγές του Υπουργείου Οικονομικών προς τον Οικονομικό Έφορο Άρτης, 10. το με αριθμό 65761/16-9-1899 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών προς το επί των Εξωτερικών, 11. το με αριθμό 116801/8-1900 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών προς το Υπουργείο Εξωτερικών, 12. τις με αριθμούς 1/ 4-2-1900 και 2/ 5-2-1900 άδειες υλοτομίας της Δασονομικής Αρχής, 13. το με αριθμό 93718/16-9-1900 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών προς το Δασάρχη Καλαμπάκας, 14. το με αριθμό 761/12-7-1901 κοινό έγγραφο του Δασάρχη Καλαμπάκας και του Οικονομικού Εφόρου Καλαμπάκας προς το Υπουργείο Οικονομικών, 15. την με αριθμό 937/30-9-1904 αναφορά του Οικονομικού Εφόρου Καλαμπάκας προς το Υπουργείο των Οικονομικών, 16. την με αριθμό 100524/6-10-1904 επισημειωματική διαταγή του Υπουργού Οικονομικών προς το Δασάρχη Καλαμπάκας, 17. την με αριθμό 98464/6-10-1904 διαταγή του Υπουργείου Οικονομικών προς το Δασάρχη Καλαμπάκας, 18. τα με αριθμούς 1026/7-11-1904 και 1027/7-11-1904 έγγραφα του Δασαρχείου Καλαμπάκας προς το Υπουργείο Οικονομικών, 19.το με αριθμό 118148, 118218/18-11-1904 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών προς τον Οικονομικό Έφορο και Δασάρχη Καλαμπάκας 20. το με αριθμό 1139/26-11-1904 έγγραφο του Δασάρχη Καλαμπάκας προς το Υπουργείο των Οικονομικών , 21. το με αριθμό 23821/28-3-1905 έγγραφο του Υπουργού Οικονομικών προς το Δασάρχη Καλαμπάκας 22. το με αριθμό 140/30-8-1906 έγγραφο του Γεωμέτρη Λαρίσης προς το Υπουργείο των Οικονομικών, 23. την 511/29-11-1906 αναφορά του Δασάρχη Καλαμπάκας προς το Υπουργείο Οικονομικών, 24. την με αριθμό 105093/662/22-11-62 διαταγή του Υπουργείου Γεωργίας προς το Δασαρχείον Πρωτ. Δασοπονίας Καλαμπάκας για τη δεκαετία 1962-1971 25. την με αριθμό 62261/2669/30-7-1973 εγκριτική διαταγή Υπ. Εθν. Οικονομίας για την δεκαετία 1972-1981 26. την με αριθμό 155786/18-7-1983 εγκριτική διαταγή Υπ. Γεωργίας για την δεκαετία 1982-1991 27. την με αριθμό 293/10-2-1993 εγκριτική διαταγή της Δ/νσης Δασών Νομ. Τρικάλων για την δεκαετία 1992-2001 28. το με αριθμό 270/188/1-7-1920 έγγραφο του Δικαστικού Αντιπροσώπου του Δημοσίου προς το Υπουργείο Οικονομικών, 29. το με αριθμό 21354/5960/1942 έγγραφο της Δ/νσης Νομ. Υπηρεσιών της Γενικής Δ/νσης Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών, 30. την με αριθμό 764/43 Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, επί ερωτήματος του Υπουργείου Γεωργίας 31. την με αριθμό 38916/2854/22-7-1969 Διαταγή του Υπουργείου Γεωργίας, 32. την με αριθμό 99478/2622/3-11-1972 απόφαση του Νομικού Τμήματος του Υπουργείου Γεωργίας, με θέμα "Απόρριψις αιτήσεως περί αναθεωρήσεως της υπ' αριθ. 38916/2854/22-7-69 αποφάσεως. 33. την με αριθμό 56α/9/6-5-1969 γνωμοδότηση του Συμβουλίου Ιδιοκτησίας Δημοσίων Δασών, 34. τον από Ιούνιο 2006 Δασοπονικό χάρτη του Δημοσίου δασικού Συμπλέγματος Ασπροποτάμου (κλίμακα 1:20.000) που συντάχθηκε από την εταιρία περιορισμένης ευθύνης "ΟΙΚΟΔΑΣΟΣ ΕΠΕ", με υπόμνημα σ' αυτόν που συντάχθηκε από τον Δασολόγο Π. Χ. και θεωρήθηκε από τον Δασάρχη Καλαμπάκας Σ. Γ. και, 35. το με αριθμό 100/12.1.2006 έγγραφο του Δασαρχείου Καλαμπάκας. Ο λόγος αυτός, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.), όπου ρητά αναφέρει (10η σελίδα) ότι λήφθηκαν υπόψη "όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν νόμιμα και επικαλούνται οι διάδικοι", σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, όπου γίνεται ρητή αναφορά σε κάποια από τα έγγραφα αυτά (φύλλο 15), δεν καταλείπεται καμμιά αμφιβολία ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και την απόρριψη των περιεχομένων στον επικαλούμενο λόγο εφέσεως ισχυρισμών του αναιρεσείοντος. Η άποψη του τελευταίου ότι η διαφορετική εκτίμηση των επίμαχων αποδεικτικών μέσων, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 495/2013). Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (2ος) πρέπει να απορριφθεί. Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ. 20 Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνον όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης"), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά, από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (Ολ. ΑΠ 2/2008, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 609/2013). Η παραμόρφωση του εγγράφου μπορεί να γίνει θετικά, με την εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου ή αρνητικά με την παράλειψη ανάγνωσης κρίσιμων για το αποδεικτέο γεγονός φράσεων αυτού, δηλαδή φράσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα. Η παραμόρφωση πρέπει να είναι προφανής, ενώ για την ίδρυση του λόγου αυτού δεν αρκεί η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 Κ.Πολ.Δικ. εγγράφου, αλλά πρέπει επιπλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να το εξαίρει αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε, για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 1258/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον έκτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο του υπ' αριθμ. 997/10 Σεπτεμβρίου 1905 εγγράφου, του Δασαρχείου Βόλου προς το Υπουργείο Οικονομικών-Τμήμα Δασών, από το οποίο δεν προκύπτει, όπως εσφαλμένα δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, η άσκηση πράξεων νομής στην επίδικη έκταση από τους δικαιοπαρόχους των αναιρεσιβλήτων, πριν από την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Ο λόγος αυτός, αφορά σε εκτιμητικό και όχι σε διαγνωστικό λάθος, ως προς την ανάγνωση του εγγράφου, από την ορθή ανάγνωση του οποίου το δικαστήριο συνήγαγε δικαστικό τεκμήριο, ως προς τον χρόνο εγκαταστάσεως στο επίδικο των προαναφερθέντων δικαιοπαρόχων των εναγόντων-αναιρεσιβλήτων, ενώ από δε την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο δεν στήριξε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο το πόρισμά του, ως προς το ζήτημα του χρόνου εγκαταστάσεως στο επίδικο των εν λόγω δικαιοπαρόχων στο έγγραφο αυτό, αλλά το συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, όπως μεταξύ άλλων το υπ' αριθμ. 66/9 Τζεμεζηλεβεέλ 1292 Εγείρας (1874) ταπί και το υπ' αριθμ …/24.8.1882 συμβόλαιο του Ειρηνοδίκη Καστανέας Ιωάννη Βουρλάκη. Ενόψει τούτων δεν στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος έκτος αναιρετικός λόγος, ο οποίος ως απαράδεκτος πρέπει να απορριφθεί, εφόσον δε δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος, η αναίρεση πρέπει στο σύνολό της να απορριφθεί. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρο 183 και 176 Κ.Πολ.Δικ.) πρέπει να καταδικασθεί στα έξοδα των παραστάντων και εχόντων κοινή δικαστική εκπροσώπηση αναιρεσιβλήτων, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝ Κ.Πολ.Δικ. και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ' αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β' 11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987 (ΑΠ 833/2013, ΑΠ 1023/2013. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Χωρίζει την υπόθεση ως προς τους απολιπομένους και τους παρισταμένους διαδίκους. Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τις απολιπόμενες αναιρεσίβλητες Σ. Ν. του Π. και Μ. Ν. του Π.. Απορρίπτει την από 14-12-2011 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ' αριθμό 872/2010 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας. Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Χωρίζει ως προς μη κλητευθέντες απλούς ομοδίκους. Ο προσθέτως παρεμβάς δεν καλείται στην αναιρετική δίκη αν απορρίφθηκε η πρόσθετη παρέμβαση ή κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτησή της. Ποσοτική ή ποιοτική αοριστία. Στοιχεία διεκδικητικής κατά παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο. Πράξεις νομής επί δάσους κατά ΒΡΔ. Δεν απαιτείται ημερολογιακός προσδιορισμός. Δημόσια κτήματα.. Δάση δημόσια και ιδιωτικά. Λιβάδια ανήκουν στο Δημόσιο, εκτός αν έχει εκδοθεί ταπί. Χρησικτησία επί Δάσους κατά ΒΡΔ με 30ετή νομή για την πριν της 11.9.1915 30ετία. Η βοσκή μετά το 1924 δεν θεωρείται πράξη νομής επί των κτημάτων του Δημοσίου. Διάκριση κτημάτων κατά Οθωμανικό δίκαιο. Εξουσία επί δημοσίων κτημάτων επί τουρκοκρατίας με ταπί. Διατάξεις με τις οποίες απαγορεύτηκε η χρησικτησία εις βάρος του Δημοσίου επί δημοσίων κτημάτων. Τα φυσικά πρόσωπα αποδεικνύουν την ύπαρξη των δικαιωμάτων τους επί δασών κατά 62 παρ. 1 εδ. α του Ν. 998/79. 559 αρ. 19. Η απόφαση που αναγνωρίζει κυριότητα από χρησικτησία πρέπει να προσδιορίζει τις πράξεις νομής. Οι αιτιάσεις για παραδοχές που δεν ασκούν έννομη επιρροή στη δίκη δεν ιδρύουν το λόγο του 559 αρ. 19. Αλυσιτελής ο λόγος από το 559 αρ.11γ αν αναφέρεται σε αποδεικτικό στοιχείο που αφορά σε ισχυρισμό που δεν ασκεί έννομη επιρροή στην έκβαση της δίκης. 559 αρ.11γ. Προϋπόθεση 559 αρ.20. Δεν ιδρύεται ο λόγος αν αφορά σε εκτιμητικό και όχι σε διαγνωστικό λάθος. Το έγγραφο πρέπει να προσκομίζεται.
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Αοριστία αγωγής, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Γαίες, Δάση, Δημόσια κτήματα, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 2191/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Κ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μαλταμπέ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/4/2002 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 94ΤΜ/2003 του ίδιου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου λόγω αρμοδιότητας, 168ΤΠ/2005 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, 79/2007 μη οριστική και 139/2010 οριστική του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 26/10/2010 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 18/9/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ΕισΝΑΚ, για την απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος μέχρι την ισχύ και ΑΚ (23.2.1946), εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ενώ κατά το άρθρο 64 του ΕισΝΑΚ οι διατάξεις του ΑΚ για τη χρησικτησία και τις δουλείες εφαρμόζονται από την εισαγωγή του και στη χρησικτησία που είχε αρχίσει προηγουμένως, εφόσον δεν είχε συμπληρωθεί όταν άρχισε η εφαρμογή του. Η έναρξη όμως, η αναστολή και η διακοπή της χρησικτησίας κρίνεται, ως προς το χρόνο πριν από την εισαγωγή του Κώδικα, σύμφωνα με το έως τώρα δίκαιο. Περαιτέρω από τον συνδ. των διατάξεων των ν.8 παρ.1 κωδ. (739), ν.9 παρ.1 Βασ. (50.14) ν.1 κωδ. (7.31), 7 παρ.1.2 κωδ. (7.39) και 14 κωδ. (11.61) του προϊσχύσαντος ΒΡΔ με τις διατάξεις των άρθρων 18 και 21 του Νόμου της 21.6/37.1837 "περί διακρίσεως των δημοσίων κτημάτων", προκύπτει ότι στα δημόσια κτήματα χωρεί έκτακτη χρησικτησία όταν ασκείται νομή σ'αυτά με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί συνεχή τριακονταετία. Ο κύριος που απέκτησε τη νομή με καθολική ή ειδική διαδοχή, μπορεί να προσμετρήσει στον χρόνο της δικής του νομής και εκείνης των δικαιοπαρόχων του, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο που ίσχυε πριν τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία (ν.18, 24 παρ.1 Πανδ (41.3) παρ.9 Εισηγ.2.6) ν.2 Κωδ (7.30) Βασ. (50.1.0). Η νομή όμως αυτή θα έπρεπε να έχει συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915. Τούτο συνάγεται από τις διατάξεις του ν.ΔΞΗ'/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου" και εκδόθηκαν με βάση αυτόν και το άρθρο 21 του ν.δ/τος της 22-4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης" και του άρθρου 4 παρ.1 αν.1539/1938 δυνάμει των οποίων ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου στα κτήματά του. Άσκηση νομής κατά τις διατάξεις του βρδ. συνιστούν οι εμφανείς υλικές πράξεις πάνω στο πράγμα, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση εξουσιάσεως αυτού και οι οποίες πρέπει να είναι σύμφωνες με τη φύση και τον προορισμό του, ενώ ως καλή πίστη νοείται κατά τις διατάξεις των νόμων 27 Πανδ (18.11), 15 παρ.3, 48 Πανδ. (41.3), 11 Πανδ. (61.4), 5 παρ.5, 1 (41.10) και 109 Πανδ. (50.16) του ίδιου δικαίου, η ειλικρινής πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος, δεν προσβάλλεται το δικαίωμα της κυριότητας άλλου πάνω σ'αυτό. Κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, δεν υπάρχει καλή πίστη αν ο νομέας γνωρίζει ή ασυγγνώστως αγνοεί ότι ο τίτλος στον οποίο στηρίζει το δικαίωμά του είναι ελαττωματικός. Η καλή πίστη έπρεπε να υπάρχει κατά την έναρξη της χρησικτησίας. Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 1033 ΑΚ, για τη μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ'αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση με τον παράγωγο αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 10/2011, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 568/2013). Εξ ετέρου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 834/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 567/2013). Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει απ'αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας της. Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Οι παραπάνω από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναίρεσης θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ και γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ), μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων, σ'αυτό, αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο ακίνητο βρίσκεται στη θέση "…" της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Πάρου, έχει επιφάνεια 305.510 τ.μ., εμφαίνεται περιμετρικά με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Α στο από 4-11-1999 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Η. Ο., που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της υπ' αριθμ. 1.849ΠΕ/2001 πράξεως χαρακτηρισμού της Διευθύνσεως Δασών Νομού Κυκλάδων και συνορεύει σύμφωνα με το τοπογραφικό αυτό διάγραμμα: βόρεια με ιδιοκτησίες της Κοινότητας Πάρου και Α. Μ., νότια με ιδιοκτησία της Κοινότητας Πάρου, ανατολικά με ιδιοκτησίες Ι. Α. και Ε. Α. και δυτικά με ιδιοκτησίες Π. Π., Γ. Μ., Κ. Ζ., Σ. Δ. και Α. Δ. Σε ότι αφορά τη μορφή της επίδικης εκτάσεως, αυτή είναι τελείως ορεινή - βραχώδης, με πολύ μεγάλη κλίση (περ. 40%), άγονη και δεν δύναται να καλλιεργηθεί. Η ίδια μορφή διαπιστώνεται και στην από 1983 αεροφωτογραφία. Για το λόγο αυτό με την υπ' αριθμ. πρωτ. 527/29-3-2002 απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Νομού Κυκλάδων, που έχει καταστεί τελεσίδικη (βλ. υπ' αριθμ. πρωτ. 59/26-8-2002 βεβαίωση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων), κρίθηκε ότι είναι στο σύνολο της χορτολιβαδικού χαρακτήρα της παραγράφου 6β του άρθρου 3 του Ν. 998/1979. Στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλ. η μορφή του επιδίκου ήταν ανέκαθεν χορτολιβαδική, κατέληξε και ο πραγματογνώμονας Π. Κ.. Η βόρεια, η δυτική και ένα τμήμα της ανατολικής πλευράς του και συγκεκριμένα το τμήμα της, που συνορεύει με την ιδιοκτησία Ε. Α. και αποτυπώνεται στο παραπάνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα Α-Σ, περιβάλλεται από λίθινη περίφραξη (ξερολιθιά), η οποία το οριοθετεί σε σχέση με τις όμορες ιδιοκτησίες. Τα επίδικο είναι τμήμα ενός αρχικά ενιαίου ακινήτου εκτάσεως 1.310 στρεμμάτων, που αποτελείτο από ένα βοσκότοπο εκτάσεως 1.300 στρεμμάτων και έναν αγρό εκτάσεως 10 στρεμμάτων. Από το έτος 1870 έως το έτος 1915 νομέας της μεγαλύτερης αυτής εκτάσεως ήταν η Κοινότητα Πάρου. Αυτή επέβλεπε τα όρια της, την επιτηρούσε και την εκμίσθωνε σε τρίτα πρόσωπα για βόσκηση ζώων με καλή πίστη (με την έννοια της άδολης πεποιθήσεως ότι με την άσκηση της νομής δεν παραβλάπτει κατ' ουσίαν δικαίωμα τρίτου). Έτσι έγινε αποκλειστική κυρία της εκτάσεως αυτής με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον τη νεμόταν με καλή πίστη και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ετών πριν από το έτος 1915. Το επόμενο έτος ο Ιερός Ναός Εκατονταπυλιανής Πάρου άσκησε την από 14-5-1916 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου. Με την αγωγή αυτή, που στρεφόταν εναντίον της Κοινότητας Πάρου, ισχυριζόταν ότι ήταν αποκλειστικός κύριος των περιγραφόμενων σ' αυτήν ακινήτων. Η δίκη αυτή καταργήθηκε με το υπ' αριθμ. …/30-9-1929 συμβόλαιο συμβιβασμού του συμβολαιογράφου Πάρου Μ. Π., με το οποίο η τότε Κοινότητα Πάρου (εναγομένη στη δίκη εκείνη) αναγνώρισε το αποκλειστικό δικαίωμα κυριότητας του Ιερού Ναού Εκατονταπυλιανής σε ένα κτήμα, που συνορεύει με δημόσιους οδούς και με τον προαναφερόμενο Ιερό Ναό, ενώ ο τελευταίος (ενάγων στην ίδια δίκη) αναγνώρισε το αποκλειστικό δικαίωμα κυριότητας της Κοινότητας Πάρου σε όλα τα περιγραφόμενα στην αγωγή ακίνητα, αλλά και σε κάθε άλλο ακίνητο, το οποίο δεν συμπεριλαμβανόταν στην αγωγή, αλλά τελούσε υπό την αδιαμφισβήτητη κατοχή της. Στο συμβόλαιο αυτό επισυνάφθηκαν το υπ' αριθμ. πρωτοκόλλου 10.027/23-7-1929 έγγραφο του Νομάρχη Κυκλάδων και το υπ' αριθμ. πρωτοκόλλου 517/2-8-1929 έγγραφο του Μητροπολιτικού Συμβουλίου Παροναξίας περί συναινέσεως για τη σύναψη της προαναφερόμενης συμφωνίας. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν προκύπτει η τυχόν παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου σε εκείνη τη δίκη, είτε η καθ' οιονδήποτε τρόπο προβολή δικού του δικαιώματος κυριότητας στη μεγαλύτερη έκταση, στην οποία συμπεριλαμβάνεται το επίδικο. Το έτος 1935 περίπου η Κοινότητα Πάρου ενέγραψε την έκταση αυτή στο Κτηματολόγιό της με αύξοντα αριθμό 75 (βλ. προσκομιζόμενο απόσπασμα του κτηματολογικού πίνακα). Η Κοινότητα Πάρου συνέχισε να τη νέμεται με διάνοια κυρίου και καλή πίστη μέχρι την εισαγωγή του Α.Κ. (1946) και ανεξαρτήτως καλής πίστεως έκτοτε και μέχρι το έτος 1953. Τότε το Υπουργείο Γεωργίας με την υπ' αριθμ. πρωτοκόλλου 49.900/31-3-1953 απόφαση του, που εκδόθηκε μετά την υπ' αριθμ. 11/14-3-1953 σύμφωνη γνώμη του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Εποικισμού και δημοσιεύθηκε στο υπ' αριθμ. 225/15-6-1954 φύλλο της συριανής εφημερίδας "Θάρρος", επέτρεψε στην παραπάνω Κοινότητα να προβεί στην ελεύθερη εκποίηση των κτηνοτροφικών εκτάσεων, οι οποίες ανήκαν στην κυριότητα της με τους αναφερόμενους στο συγκεκριμένο έγγραφο όρους. Με την από 31-7-1953 πράξη της προβλεπόμενης από το άρθρο 23 του ν.δ. 2185/1952 Επιτροπής Νομού Κυκλάδων, συμπεριλήφθηκε στα υπό εκποίηση ακίνητα η προαναφερόμενη μεγαλύτερη έκταση των 1.310 στρεμμάτων, η οποία στο σώμα της πράξεως αυτής περιγράφεται ως βοσκότοπος, που βρίσκεται στην περιοχή "…". Με το υπ' αριθμ. …/24-4-1955 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πάρου Θεοδώρου Κονταράτου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του τέως Δήμου Πάρου, η Κοινότητα Πάρου μεταβίβασε λόγω πωλήσεως στον ενάγοντα την κυριότητα "ενός βοσκοτόπου, κειμένου εις θέσιν ... της περιφερείας της Κοινότητος, τέως Δήμου Πάρου, ονομαζόμενου ..., εκτάσεως εξακοσίων πενήντα (650) στρεμμάτων, συνορευομένου αρκτικώς με χερσοχώραφα της αυτής Κοινότητος Πάρου και αγρόν Α. Μ., μεσημβρινώς με χαράδραν, ονομαζομένην Μανδράκια, αρχομένην άνωθεν αγροικίας Α. Δ. και διήκουσαν μέχρι της κορυφής του βουνού, ανατολικώς με αγρούς Ι. Α. και δυτικώς με άμπελον Π. Ν. Π. και κτήματα Γ. Γ. Μ., Κ. Ζ. και Α. Δ., καταχωρημένου δε εν τω κτηματολόγιο της αυτής Κοινότητος Πάρου υπ' αύξοντα αριθμόν 75 (τμήμα α)". Στο συμβόλαιο αυτό μνημονεύονται και επισυνάπτονται: α) η προαναφερόμενη πράξη της Επιτροπής του άρθρου 23 του ν.δ. 2185/1952 του Νομού Κυκλάδων και β) η υπ' αριθμ. 332/22-4-1955 βεβαίωση του Επαρχιακού Γεωπόνου Πάρου περί καταβολής των ειδικών τελών υπέρ του Ταμείου Εποικισμού, όπως ρητώς προβλεπόταν στους όρους της άδειας εκποιήσεως. Επιπλέον, μνημονεύεται ότι η απαγόρευση μεταβιβάσεως της κυριότητας ήρθη με την προαναφερόμενη υπ' αριθμ. πρωτ. 49.900/31-3-1953 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας και ότι αντίγραφο του υπ' αριθμ. 225/15-6-1954 φύλλου της συριανής εφημερίδας "Θάρρος", στο οποίο αυτή δημοσιεύθηκε, προσαρτάται στο υπ' αριθμ. .../1954 συμβόλαιο του ίδιου παραπάνω συμβολαιογράφου. Σύμφωνα με το προαναφερόμενο υπ' αριθμ. .../24-4-1955 συμβόλαιο η έκταση του βοσκοτόπου, που μεταβιβάστηκε κατά κυριότητα με αιτία την πώληση στον ενάγοντα, ανέρχεται σε εξακόσια πενήντα (650) στρέμματα, ενώ σύμφωνα με την ένδικη αγωγή η έκταση του επιδίκου προσδιορίζεται σε 305.510 τ.μ. Η διαφορά αυτή όμως κρίνεται δικαιολογημένη, διότι το επίδικο καταμετρήθηκε για πρώτη φορά το έτος 1993, οπότε συντάχθηκε το προσκομιζόμενο από 22-6-1993 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Κ. Π., το οποίο συμπίπτει απόλυτα με το προαναφερόμενο από 4-11-1999 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Η. Ο.. Σύμφωνα με τα τοπογραφικά αυτά διαγράμματα η έκταση του επιδίκου ανέρχεται σε 305.510 τ.μ., όπως αναφέρεται και στην ένδικη αγωγή και οι όμοροι ιδιοκτήτες ταυτίζονται με εκείνους που αναφέρονται στον τίτλο κτήσεως του ενάγοντος, εκτός από την ιδιοκτησία που βρίσκεται στη νότια πλευρά του επιδίκου, η οποία στα μεν τοπογραφικά διαγράμματα εμφανίζεται ως ιδιοκτησία της Κοινότητας Πάρου, ενώ στον τίτλο κτήσεως περιγράφεται ως "χαράδρα, ονομαζόμενη Μανδράκια, αρχομένη άνωθεν αγροικίας Α. Δ. και διήκουσα μέχρι της κορυφής του βουνού", η οποία προφανώς δεν μεταβιβάστηκε σε ιδιώτη και εξακολουθεί να ανήκει στην Κοινότητα Πάρου. Ενόψει των προεκτεθέντων δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το επίδικο εμπίπτει στον τίτλο κτήσεως του ενάγοντος (βλ. και προσκομιζόμενη πραγματογνωμοσύνη). Από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται περαιτέρω ότι με βάση το προαναφερόμενο συμβόλαιο ο ενάγων παρέλαβε το επίδικο στην κατοχή του και συνέχισε να το νέμεται με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, ασκώντας σ' αυτό τις διακατοχικές πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τη μορφολογία του, συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι το χρόνο ασκήσεως της αγωγής (το έτος 2002). Ειδικότερα, το επέβλεπε, το επιτηρούσε, επισκεύαζε τη λίθινη περίφραξη του και βοσκούσε σ' αυτό τα αιγοπρόβατα του. Επιπλέον, κατέθεσε αίτηση για την άρση της απαγορεύσεως μεταβιβάσεως της κυριότητας του επιδίκου, επί της οποίας εκδόθηκε η προσκομιζόμενη υπ' αρθμ. πρωτ. 32.735/17-12-1955 απόφαση του Νομάρχη Κυκλάδων, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση του. Όλες αυτές τις διακατοχικές πράξεις ο ενάγων και προηγουμένως η δικαιοπάροχος του τις ασκούσαν δημόσια και φανερά, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κανέναν και ιδίως από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά ο ενάγων απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με παράγωγο τρόπο και πάντως με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, προσμετρώντας στο χρόνο της δικής του νομής το χρόνο νομής της δικαιοπαρόχου του". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις αναφερόμενες παραπάνω διατάξεις περί χρησικτησίας του προϊσχύσαντος και του ισχύοντος δικαίου, καθώς και τις διατάξεις περί παραγώγου τρόπου κτήσεως κυριότητας του ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, ενόψει του ότι υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των γεγονότων που έγιναν δεκτά από την προσβαλλομένη απόφαση και υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις, όπως η έννοια αυτών αναλύθηκε στη νομική σκέψη και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού, ενώ περαιτέρω το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, όλα τα κτητικά πραγματικά περιστατικά της κυριότητας του επιδίκου από τον ενάγοντα, με παράγωγο, κατά τις διατάξεις του ΑΚ, τρόπο, καθώς και με (τακτική) αλλά και έκτακτη υπο το προϊσχύσαν και ισχύον δίκαιο χρησικτησία με την προσμέτρηση στο δικό του χρόνο νομής και εκείνης της δικαιοπαρόχου του Κοινότητας Πάρου. Ενόψει τούτων οι υποστηρίζοντες τα αντίθετα και από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πέμπτος και έκτος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν, ενώ περαιτέρω οι αιτιάσεις του πέμπτου λόγου κατά τις οποίες η προσβαλλομένη απόφαση, αν ερμήνευε τα πραγματικά περιστατικά, όπως εκτίθενται στην έφεση και τις προτάσεις του αναιρεσείοντος και αποδεικνύονται από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, θα κατέληγε στο ορθό συμπέρασμα ότι η κυριότητα του επιδίκου ανήκει σ'αυτό (αναιρεσείον) είναι απαράδεκτες, καθόσον υπό την επίφαση της παραβιάσεως των παραπάνω κανόνων, πλήττει την περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, η οποία, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη είναι ανέλεγκτη, κατ'άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ενώ και οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου περί ανεπαρκειών αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον δεν αιτιολογεί σε ποια ειδικότερα αποδεικτικά μέσα στήριξε το αποδεικτικό της πόρισμα, είναι επίσης απαράδεκτες, γιατί ανάγονται αποκλειστικά στη στάθμιση των αποδείξεων και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, οι οποίες όμως, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν συνιστούν έλλειψη αιτιολογιών, καθόσον μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε πρέπει να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και το γιατί αποδείχθηκε. Ενόψει τούτων οι ερευνώμενοι πέμπτος και έκτος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν. Επειδή κατά τον Οθωμανικό νόμο της 7ης Ραμαζάν 1274 οι γαίες διακρίνονταν σε πέντε κατηγορίες: α)τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) π.χ. οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες κ.λπ., των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία μεταβίβασης, β)τις δημόσιες γαίες (μυριγιέ) π.χ. τα καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση κλπ, των οποίων η κυριότητα ανήκει στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ), γ)τις αφιερωμένες γαίες (βακούφια) των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού (π.χ.μοναστηρίου, νοσοκομείου κ.λπ), δ)τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (μετρουκέ) π.χ. δημόσιοι δρόμοι, πλατείες κ.λπ., οι οποίες ήταν προορισμένες στην κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο κ.α. ε)τις νεκρές γαίες (μεβάτ) π.χ. βουνά, ορεινά και πετρώδη μέρη, αδέσποτα δάση κ.λπ., οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο. Μετά την απελευθέρωση με τις διατάξεις των πρωτοκόλλων της 3.2.1830 "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος" τα ερμηνευτικά των εν λόγω πρωτοκόλλων των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4.6.1830 και 19.6.1830 Πρωτόκολλα του Λονδίνου, καθώς και της από 3.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, το Ελληνικό Δημόσιο υπεισήλθε, ως διάδοχος, στα δικαιώματα του Οθωμανικού Δημοσίου επί της γής. Έτσι οι δημόσιες γαίες και όσες άλλες ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο κατά τον προαναφερθέντα οθωμανικό νόμο, περιήλθαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, χωρίς όμως από την ανωτέρω διαδοχή να θιγούν τα αποκτηθέντα έως τότε εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια) και τα απαιτηθέντα κατά τον ίδιο οθωμανικό νόμο δικαιώματα (τεσσαρούφ) επί των δημοσίων γαιών. Το Ελληνικό Δημόσιο με τις παραπάνω ρυθμίσεις απέκτησε, δυνάμει δικαιώματος πολέμου, με αμάχητο τεκμήριο την κυριότητα μόνον εκείνων των ιδιοκτήτων γαιών, οι οποίες κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του έτους 1821 έως την 3.2.1830, είτε εγκαταλείφθηκαν από τους απελθόντες στο εξωτερικό Οθωμανούς κυρίους τους και καταλήφθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο, είτε δημεύθηκαν από τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Όμως την εποχή της Τουρκοκρατίας οι Κυκλάδες αποτελούνταν στο σύνολό τους από ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλικια), οι οποίες εξουσιάζονταν κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας από τους κυρίους τους και επί των οποίων δεν υφίστατο κανένα δικαίωμα του Δημοσίου. Αυτό συνέβαινε γιατί τα νησιά αυτά, υπαχθέντα υπό την Οθωμανική κυριαρχία όχι δικαιώματα πολέμου, αλλά ειρηνικά, με την οικειοθελή υποταγή τους, κατόπιν συνθηκών που συνάφθηκαν μεταξύ των μέχρι τότε Γενουατών ή Ενετών κατακτητών τους αφενός και του Σουλτάνου αφετέρου, δεν θεωρήθηκαν περιελθόντα στον Σουλτάνο, αλλά οι γαίες των νησιών αυτών χαρακτηρίστηκαν, κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο, ιδιωτικές, ανήκουσες στην κατά τα άρθρα 1 και 2 του από 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" κατηγορία των καθαρούς ιδιοκτησίας ακινήτων, τα οποία συνεπώς εξακολούθησαν εξουσιαζόμενα υπό την μέχρι τότε κυρίων αυτών και μάλιστα κατά πλήρη κυριότητα. Το ιδιόμορφο αυτό ιδιοκτησιακό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου (και όχι μόνον των Κυκλάδων) αναγνώρισε και ο ίδιος ο νομοθέτης του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους στη "Διασάφηση" (αιτιολογική έκθεση με τη σημερινή έννοια) του Νόμου της 27ης Νοεμβρίου 1835 "περί προικοδοτήσεως ελληνικών οικογενειών από 26.5/7.6.1835" όπου γινόταν αναφορά στο "ιδιότροπο της ιδιοκτησίας στην Ελλάδα, κατά το οποίο σχεδόν όλες οι γαίες του Αιγαίου είναι ιδιόκτητες, ενώ άλλες κατέχονται με εμφυτευτικά επί Τουρκοκρατίας δοθέντα δικαιώματα". Επομένως οι ιδιωτικές γαίες καθαρής ιδιοκτησίας των νήσων αυτών, μη εξουσιαζόμενες πριν από την επανάσταση από τον σουλτάνο, ούτε κατεχόμενες από οθωμανούς ιδιώτες, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των προαναφερθέντων περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 3.7.1832 Συνθήκης της Κων/λεως. Για εκτάσεις όμως των νησιών αυτών που αφορούσαν τα δάση τους αγιαλούς, τα κοινόχρηστα, τις βοσκές και τις εκτάσεις, που λόγω της μορφής τους δεν εξουσιάζονται από κανένα, μετά τον αγώνα της ανεξαρτησίας κατέστη κύριος αυτών το Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους, δικαίωματι πολέμου (Ολ.ΑΠ 1/2013). Περαιτέρω κατά τις διατάξεις του από 17/29-11.1836 Β.Δ/τος "περί ιδιωτικών δασών", για τα δάση που δεν αναγνωρίστηκαν, κατά τη διαγραφόμενη στο άρθρο 3 και ως άνω Β.Δ/τος διαδικασία ως ιδιωτικά, δημιουργείται "αμάχητο τεκμήριο" ότι ανήκαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου (θεωρούνται αδιαφιλονίκητα ως εθνικά και δεν διατίθενται). Τα αυτά ισχύουν και επί ελών και βαλτωδών γαιών, που σύμφωνα με το ΒΔ 18 της 30.11.1933 "περί ενοικιάσεως ελών και βαλτωδών γαιών", ανήκαν μεν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου και διοικούνταν και διαχειρίζονταν από το Υπουργείο Οικονομικών, δεν αποτελούσαν όμως πράγματα εκτός συναλλαγής και ήταν συνεπώς επιτρεπτή, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα και σ'αυτά η κτήση της κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΒΔ της 12.12.1833 "περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834", που έχει ισχύ νόμου, όλα τα λιβάδια για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί), που να έχει εκδοθεί επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά στη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν επί των ως άνω γαιών σε όλη την επικράτεια, και επομένως και σε αυτές που είχαν καταληφθεί από το Ελληνικό Δημόσιο στις Κυκλάδες πλήν όμως δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά, εφόσον οι ιδιώτες τα νεμήθηκαν, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ήτοι με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και την 11.9.1915. Στην προκειμένη περίπτωση ως προς τους ερειδομένους στις παραπάνω διατάξεις ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος - εναγομένου έγιναν δεκτά από την προσβαλλομένη απόφαση τα ακόλουθα: ....το εναγόμενο αμφισβητεί την κυριότητα του ενάγοντος, ισχυριζόμενο ότι το επίδικο περιήλθε στην κυριότητα του: (α) ως ακίνητο, το οποίο η Ελλάδα κατέλαβε και δήμευσε κατά τη διάρκεια της ελληνικής επαναστάσεως εναντίον των Οθωμανών σύμφωνα με την από 9-7-1832 Ελληνοτουρκική Συνθήκη και τα σχετικά πρωτόκολλα του Λονδίνου του έτους 1830, β) ως δάσος, διότι κανένας ιδιώτης, κοινότητα ή μοναστήρι δεν προσκόμισε στη Γραμματεία του Υπουργείου Οικονομικών νόμιμους τίτλους κυριότητας μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του β.δ. της 17/29 Νοεμβρίου 1836 και γ) ως βοσκότοπος ή λιβάδι, διότι είχε ανέκαθεν χορτολιβαδική βλάστηση και βοσκούσαν σ' αυτό ζώα, δίχως να υπάρχει γι' αυτό (επίδικο) έγγραφο (ταπίον) εκδοθέν επί τουρκοκρατίας υπέρ ιδιώτη. Οι ισχυρισμοί αυτοί όμως πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, καθόσον από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι τα επίδικα ετύγχαναν κτήματα Οθωμανών, τα οποία εγκαταλείφθηκαν από αυτούς ή ότι καταλήφθηκαν και δημεύθηκαν από το ελληνικό κράτος κατά την ελληνική επανάσταση εναντίον των Οθωμανών (1821 - 1830). Πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα άρθρα 62 παρ. 1 εδ. α' και β' και 74 του Ν. 998/1979, στις νήσους των Κυκλάδων δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου στις δασικές ή τις χορτολιβαδικές εκτάσεις. Εξάλλου, μόνη η κυριαρχία του οθωμανικού κράτους στη Σύρο, όπως και στα άλλα νησιά των Κυκλάδων, κατά τους χρόνους πριν από τον απελευθερωτικό αγώνα δεν αρκεί για την κτήση κυριότητας εκ μέρους του κράτους αυτού στην κατακτημένη γη, διότι είναι παγκοίνως γνωστό ότι κατά την εποχή της τουρκοκρατίας οι Κυκλάδες αποτελούνταν στο σύνολο τους "εξ ιδιωτικών γαιών καθαράς ιδιοκτησίας" (Εφ.Αιγ. 195/2003 Αρχ. Ν. ΝΕ', σελ. 337, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. Ι, σελ. 154). Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με βάση τις διατάξεις του β.δ. της 17/29-11-1836 "περί ιδιωτικών δασών" πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο καλυπτόταν ποτέ, έστω και κατά ένα μέρος, από άγρια ξυλώδη φυτά, που να μπορούσαν να αποδώσουν ξυλεία ή άλλα δασικά προϊόντα ύστερα από δασική εκμετάλλευση. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι καλυπτόταν ανέκαθεν από χορτολιβαδική φρυγανώδη βλάστηση και, συνεπώς, δεν ήταν δάσος κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του β.δ. της 17/29-11-1836. Επίσης, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι το επίδικο περιήλθε σ' αυτό με βάση τις διατάξεις του β.δ. από 12-12-1833 πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, αφού δεν αποδείχθηκε ότι ήταν δημόσιος βοσκότοπος ή λιβάδι πριν από την έναρξη ισχύος του β.δ.3/15-12-1833, με συνέπεια να μην απαιτείται για την απόκτηση κυριότητας έγγραφο "εκδοθέν επί τουρκικής εξουσίας". Άλλωστε, οποιοδήποτε δικαίωμα κυριότητας του εναγομένου είχε τυχόν αποκτηθεί (είτε λόγω μη προσκομιδής κάποιου νόμιμου τίτλου κτήσεως ιδιώτη, κοινότητας ή μοναστηριού μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του β.δ. 17/29 Νοεμβρίου 1836, είτε λόγω μη προσκομιδής ταπίου έχει καταλυθεί, εφόσον η δικαιοπάροχος του ενάγοντα Κοινότητα Πάρου νεμήθηκε το επίδικο με καλή πίστη και διάνοια κυρίας, συνεχώς και αδιαλείπτως, για χρονικό διάστημα τριάντα και πλέον ετών προ της 11ης Σεπτεμβρίου 1915 και συνεπώς, απέκτησε την κυριότητά του με έκτακτη χρησικτησία". Ακολούθως το Εφετείο ως προς τα ζητήματα αυτά επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις αναφερόμενες παραπάνω διατάξεις, καθόσον υπό τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά, από την προσβαλλομένη ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν συνέτρεχαν οι αναφερόμενες στη νομική σκέψη προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Ειδικότερα έγινε ανελέγκτως δεκτό ότι η επίδικη έκταση δεν ήταν δάσος, κατά την έννοια των άρθρων 1 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836, ούτε δημόσιος βοσκότοπος ή λιβάδι πριν από την έναρξη ισχύος του ΒΔ 3/15.12.1833, ούτε ότι ήταν ακίνητο που δικαιώματι πολέμου περιήλθε στο Ελληνικό Κράτος και ότι σε κάθε περίπτωση η δικαιοπάροχος του αναιρεσιβλήτου Κοινότητα Πάρου είχε αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία ως νεμηθείσα τούτο με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, συνεχώς για χρονικό διάστημα τριάντα ετών και πλέον μέχρι τις 11.9.1915. Ενόψει τούτων οι τρείς πρώτοι και από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι της αναιρέσεως, που δεν αιτιώνται παραβίαση των παραπάνω διατάξεων για το ότι τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά εσφαλμένα δεν υπήχθησαν στις παραπάνω διατάξεις, αλλά στο ότι θα έπρεπε να γίνουν δεκτά άλλα πραγματικά περιστατικά, που το αναιρεσείων πρότεινε, τα οποία και πληρούσαν το πραγματικό των διατάξεων αυτών, είναι απαράδεκτοι, γιατί υπό την επίφαση της παραβιάσεως των παραπάνω διατάξεων πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική, περί την εκτίμηση των πραγμάτων, κρίση του δικαστηρίου. Ενόψει τούτων οι λόγοι αυτοί (1ος, 2ος , 3ος) πρέπει να απορριφθούν. Επειδή κατά το Οθωμανικό δίκαιο της 7ης Ραμαζάν τις νεκρές γαίες τις αποτελούσαν γαίες του κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε όπως π.χ. τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση κ.λπ. Αδέσποτα μπορούσαν να καταστούν μόνο οι γαίες αυτές που βρίσκονταν μακριά από πόλεις και χωριά ("όσο και η φωνή μεγαλόσωμου ανθρώπου"). Αντίθετα οι υπόλοιπες κατηγορίες γαιών δεν ήταν δυνατόν να καταστούν αδέσποτες. Επομένως, εφόσον στις Κυκλάδες υπήρχαν μόνο γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μούλικια), αυτές δεν ήταν δυνατόν να θεωρηθούν εξ υπαρχής αδέσποτες. Μετά την απελευθέρωση ένα ακίνητο στις νήσους των Κυκλάδων μπορούσε να καταστεί αδέσποτο μόνο αν είχε εγκαταλειφθεί από τον Οθωμανό κύριο, λόγω της οριστικής αποχώρησής του από την Ελλάδα, οπότε και το Δημόσιο θα απαιτούσε την κυριότητα, είτε με κατάληψη, είτε αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 16 του νόμου "περί διακρίσεως κτημάτων" του Ν.21.6/10.7.1837, το οποίο όριζε ότι όλα τα μη δεσποζόμενα παρ'ιδιωτών ή κοινοτήτων κτήματα ανήκαν στο Δημόσιο. Εξάλλου κατά τις αντίστοιχες διατάξεις του ισχύοντος μετά την απελευθέρωση και μέχρι της ισχύος του ΑΚ Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, για να καταστεί κάποιο ακίνητο αδέσποτο, έπρεπε να υπάρχει εγκατάλειψη νομής από τον κύριο προς το σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα και χωρίς την πρόθεση περαιτέρω μεταβιβάσεώς της προς τρίτο πρόσωπο. Σύμφωνα με τα παραπάνω, σε περίπτωση διένεξης μεταξύ ιδιώτη και Δημοσίου, είτε ενώπιον Δικαστηρίου, είτε ενώπιον διοικητικής αρχής αναφορικά με την κυριότητα ακινήτου που βρίσκεται στις Κυκλάδες, ενόψει του ότι το Δημόσιο δεν διαθέτει πρωτότυπο τίτλο αναγόμενο στο χρόνο της Ανεξαρτησίας και συνεπεία της ανυπαρξίας ενός γενικού "αμαχητού" τεκμηρίου κυριότητας υπέρ του Δημοσίου, εκτός από την εξαιρετική περίπτωση της διάταξης του άρθρου 62 παρ.1 εδ.α Ν.998/1979, κατά την οποία επί αμφισβήτησης ή διένεξης ή δικών μεταξύ Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, σε σχέση με εμπράγματα δικαιώματα επί δασών ή δασικών εκτάσεων, τα τελευταία οφείλουν να αποδείξουν την ύπαρξη δικαιωμάτων, διάταξη όμως του δεν ισχύει σύμφωνα με το εδ.β του ιδίας παραγράφου στις Κυκλάδες, το Δημόσιο οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τους παραγωγικούς του δικαιώματός του τρόπους. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 1 και 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατά παραβίαση της αναφερομένης παραπάνω διατάξεως του άρθρου 16 του Ν.21-6/10.7.1837 απέρριψε ως αόριστο τον οικείο περί περιελεύσεως στο αναιρεσίβλητο του επιδίκου "ως αδεσπότου ή εγκαταλελειμμένου πριν από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους", αφού ο αναιρεσίβλητος βαρυνόταν να αποδείξει ότι είχε αποδεδειγμένες απαιτήσεις στο επίδικο, το οποίο διαφορετικά κατά νομική επιταγή είχε περιέλθει αυτοδικαίως ως αδέσποτο στο αναιρεσείον και ότι χωρίς απόδειξη δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος και η δικαιοπάροχός του Κοινότητα Πάρου, είχαν στο επίδικο κατά το χρόνο ενάρξεως ισχύος του παραπάνω νόμου "αποδεδειγμένες" απαιτήσεις. Ο λόγος αυτός κατά το πρώτο σκέλος του και ως πλημμέλεια της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος, καθόσον με την απόρριψη ως αορίστου του επίμαχου ισχυρισμού δεν παραβιάστηκε ο παραπάνω κανόνας δικαίου, αφού κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη το αναιρεσείον βαρυνόταν με την επίκληση των πραγματικών περιστατικών, που καθιστούσαν το επίδικο αδέσποτο, πράγμα το οποίο όμως δεν έπραξε, αρκεσθέν στη διατύπωση του νόμου, χωρίς την παράθεση αντίστοιχου πραγματικού ενώ κατά το δεύτερο σκέλος του και ως πλημμέλεια της διατάξεως του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον η επικαλούμενη πλημμέλεια προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα του αυτοτελούς ισχυρισμού, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, που ο παραπάνω ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αόριστος. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (τέταρτος), καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο λόγω της ήττας του (αρθρ.183 και 176 ΚΠολΔ), πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 22 αρ.18 του ΕισΝ.ΚΠολΔ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ'αριθμ.134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β'11/20.1.1993), που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν.1738/1987. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26.10.2010 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ'αριθμ.139/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου. Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκτακτη χρησικτησία κατά ΒΡΔ. Για τα δημόσια κτήματα η χρησικτησία έπρεπε να είχε συμπληρωθεί στις 11.9.1915 Νομή κατά ΒΡΔ. Μεταβίβαση κατά 1033 ΑΚ, 559 αρ. 1 και 19 υπό την επίφαση των παραβιάσεων κανόνων ουσιαστικού δικαίου πλήττεται η αναγκαστική κρίση του δικαστηρίου, οι λόγοι είναι απαράδεκτοι. Διάκριση ακινήτων κατά Οθωμανικό Δίκαιο. Στις Κυκλάδες τα ακίνητα ήταν μούλκια και ανήκαν σε ιδιώτες. Τα δάση, οι αιγιαλοί και τα κοινόχρηστα και οι εκτάσεις που δεν εξουσιάζονται από κανένα ανήκαν στο Δημόσιο. ΒΔ της 17/29.11.1836 'περί ιδιωτικών δασών. ΒΔ της 12/12/1833 " περί διορισμού του φόρου βοσκής". Αδέσποτα κατά το Οθωμανικό Δίκαιο, κατά το ΒΡΔ. Στις Κυκλάδες το Δημόσιο οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει τα δικαιώματά του επί ακινήτων.
Χρησικτησία έκτακτη
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Δημόσια κτήματα, Χρησικτησία έκτακτη.
0
Αριθμός 2190/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Ν.Π.Δ.Δ. (Ο.Τ.Α Α' βαθμού) με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΠΑΛΑΙΟΥ ΦΑΛΗΡΟΥ" και έδρα το Παλαιό Φάληρο Αττικής, που εκπροσωπείται νόμιμα από το Δήμαρχό του, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Κατσέλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσίβλητων - καλούντων: 1)Ε. Κ. του Α., κατοίκου ..., 2)Σ. Κ. του Α., κατοίκου ..., 3)Μ. Κ. του Α., κατοίκου ..., 4)Α. Κ. του Ν., κατοίκου ... ο οποίος υπεισήλθε στη θέση του αποβιώσαντος Ν. Κ. του Α., 5)Α. Ζ. του Μ., κατοίκου ... η οποία υπεισήλθε στη θέση της αποβιώσασας Ε. συζ. Μ. Ζ., 6)Β. συζ. Α. - Ε. Α., η οποία δεν παραστάθηκε, 7)Ζ. χας Α. Σ., κατοίκου ..., 8) Α. Κ. του Β., κατοίκου ... 9)Φ. χας Π. Κ., το γένος Β. Κ., κατοίκου ..., 10)Β. Κ. του Π., κατοίκου ... 11)Μ. Κ. του Π., κατοίκου ..., 12)Ν. Κ. του Β., κατοίκου ... και 13)Α. Κ. του Β., κατοίκου .... Όλοι πλην της 6ης, εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αργυρή Χαραλαμποπούλου, η οποία δήλωσε ότι η 6η αναιρεσείουσα απεβίωσε στις 12/6/2012 και κληρονομήθηκε από τους: 1)Ε. Α. του Β., 2)Β. - Γ. Α. του Ε., 3)Έ. - Α. Α. του Ε. και 4)Α. Α. του Ε., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από την ίδια. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-8-1994 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3512/1995 του ίδιου Δικαστηρίου, που παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών λόγω αρμοδιότητας, 3018/1998, 145/2002 μη οριστικές, 361/2006 οριστική του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 1918/2006 του Εφετείου Αθηνών, που στη συνέχεια διορθώθηκε με την 8079/2007 του ίδιου Δικαστηρίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων Δήμος με την από 29/4/2008 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκαν οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου: 1157/2010, η οποία ανέβαλε την πρόοδο της δίκης, και η 1724/2011, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρουν προς συζήτηση οι αναιρεσίβλητοι με την από 7-3-2012 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 9/3/2010 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ'αριθμ.8079/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, για το παραδεκτό της οποίας προσκομίζεται η κατά το άρθρο 103 παρ.2 εδ.στ'του ν.3463/2006 υπ'αριθμ.209/30-4-2008 απόφαση της Δημαρχιακής Επιτροπής του αναιρεσείοντος Δήμου Παλαιού Φαλήρου, μετά την έκδοση της υπ'αριθμ.1157/2010 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, με την οποία αναβλήθηκε η πρόοδος της δίκης και τάχθηκε προθεσμία στον αναιρεσείοντα για να προσκομίσει την κατά τα ανωτέρω απόφαση της Δημαρχιακής του Επιτροπής. ΙΙ. Λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται αιτιολογία ή παραδοχή της απόφασης που δεν στηρίζει το διατακτικό της ή της οποίας το διατακτικό στηρίζεται αυτοτελώς (και) σε άλλη αιτιολογία ή παραδοχή είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού και υπό την εκδοχή της τυχόν βασιμότητάς του δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της προσβαλλόμενης απόφασης. Εξάλλου αναιρετικός λόγος με τον οποίο πλήττεται μη πραγματική παραδοχή του δικαστηρίου είναι αβάσιμος, στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι με την υπ'αριθμ. .../1971 συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομίας που μεταγράφηκε νόμιμα περιήλθαν στους αναιρεσιβλήτους κατά συγκυριότητα τα αναφερόμενα στην υπ'αριθμ.../18-7-1962 δημόσια διαθήκη του αποβιώσαντος την 25-2-1969 πατέρα τους, νομίμως δημοσιευθείσα, ακίνητα, μεταξύ των οποίων και ο περιγραφόμενος αγρός και ήδη οικόπεδο, εμβαδού 2475 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "..." του αναιρεσείοντος Δήμου Παλαιού Φαλήρου, ότι στον δικαιοπάροχο πατέρα τους το ακίνητο αυτό είχε περιέλθει με τα υπ'αριθμ..../1932 και .../1932 συμβόλαια αγοράς, των οποίων όμως δεν προκύπτει μεταγραφή, με απώτατη δικαιοπάροχό του την αποβιώσασα το έτος 1896 Κ. Μ., ότι από τον κατά τα ανωτέρω χρόνο (1932) περιελεύσεως του ακινήτου στον πατέρα τους, ο τελευταίος, μέχρι τον θάνατό του (25-2-1969), και οι αναιρεσίβλητοι έκτοτε μέχρι την άσκηση της αγωγής (7-10-1994), νέμονταν το ακίνητο με τις αναφερόμενες πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση του ως αγρού (καλλιέργεια κ.λπ.), και ότι έτσι ο μεν δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων είχε κατά τον θάνατό του γίνει κύριος του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία (υπερεικοσαετής νομή του ακινήτου υπό την ισχύ του ΑΚ), οι δε αναιρεσίβλητοι έγιναν συγκύριοι με παράγωγο τρόπο (νομίμως μεταγραφείσα αποδοχή κληρονομίας), αλλά και με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, με την κατά τα ανωτέρω νομή των ιδίων επί του ακινήτου επί δεκαετία μεν βάσει του ανωτέρω νομίμου τίτλου και με καλή πίστη, και συνολικά επί εικοσαετία και πλέον, μέχρι την άσκηση της αγωγής, ότι κατά την ένταξη της περιοχής στο σχέδιο πόλεως Παλαιού Φαλήρου κατ'εφαρμογήν του από 18-2-1969 π.δ. απαλλοτριώθηκε λόγω ρυμοτομίας το ανατολικό τμήμα, εμβαδού 1262,64 τ.μ., του ειρημένου ακινήτου, ότι ο αναιρεσείων Δήμος Π.Φαλήρου δεν κατέβαλε στους αναιρεσιβλήτους την αναλογισθείσα αποζημίωση για το ρυμοτομούμενο αυτό τμήμα, ισχυριζόμενος ότι το τμήμα αυτό είχε καταστεί κοινόχρηστος δρόμος, με την άφεσή του στην κοινή χρήση από αμνημονεύτων ετών (αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα), άλλως κατά το άρθρο 28 του ν.1337/1983, ως ιδιωτικός χώρος που είχε αφεθεί στην κοινή χρήση με τη βούληση των ιδιοκτητών και που μεταγενεστέρως εντάχθηκε στο σχέδιο πόλεως, και ότι όμως, δέχεται το Εφετείο, ο ισχυρισμός αυτός του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμος, αφού το επίδικο τμήμα δεν είχε αφεθεί ποτέ στην κοινή χρήση, καθ'οιονδήποτε τρόπο, ευρισκόμενο πάντοτε υπό την κατοχή ιδιωτών και δη των δικαιοπαρόχων, απωτέρων και αμέσου, των αναιρεσιβλήτων, από το έτος 1896 μέχρι το έτος 1969, και των τελευταίων έκτοτε, και μόνον κατά το έτος 1979, ήτοι μετά την ένταξη του ακινήτου στο σχέδιο πόλεως, παρατηρήθηκαν το πρώτον κρασπεδέρειθρα στο επίδικο, ως καταλαμβανόμενο από την διανοιγόμενη οδό Ελ.Βενιζέλου Π.Φαλήρου. Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση δε της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, δέχθηκε την ένδικη αναγνωριστική αγωγή των αναιρεσιβλήτων και αναγνώρισε τους τελευταίους συγκυρίους του επιδίκου. Με τον πρώτο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση του αρ.19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι α)από το έτος 1979 δημιουργήθηκαν κρασπεδόρειθρα στο υπό ρυμοτόμηση επίδικο και ότι επομένως τουλάχιστον από τον χρόνο αυτόν το επίδικο είχε δοθεί στην κοινή χρήση, με την διάνοιξη της οδού Ελ.Βενιζέλου που το καταλάμβανε, και ότι όμως β)οι αναιρεσίβλητοι νέμονταν το επίδικο συνεχώς από τον κατά το έτος 1969 θάνατο του πατέρα τους μέχρι την άσκηση της αγωγής (1994) και έγιναν έτσι κύριοι του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, διέλαβε στην απόφασή του αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τον χρόνο νομής των αναιρεσιβλήτων επί του επιδίκου από το έτος 1979 και μέχρι την άσκηση της αγωγής (1994), που δέχθηκε (το Εφετείο). Ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, το δικαστήριο δέχθηκε ότι το επίδικο περιήλθε στους αναιρεσιβλήτους με παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή), αλλά και με τακτική χρησικτησία (νομή του επιδίκου βάσει νομίμου τίτλου και με καλή πίστη επί μία δεκαετία, δηλ.κατά τα έτη 1969-1979), οι παραδοχές δε αυτές στηρίζουν η κάθε μία αυτοτελώς το διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης και δεν προσβάλλονται με λόγον αναιρέσεως, ο προβαλλόμενος ως άνω λόγος είναι αλυσιτελής και απορριπτέος, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη. Με τον ίδιο, πρώτο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο του αναιρετηρίου, από τον αριθμό 1 (και όχι 19) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, προσβάλλεται η νομική παραδοχή του Εφετείου ως προς την έννοια της "αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητος" (vetustas), ως λόγου καθιερώσεως ακινήτου ως κοινοχρήστου, και της "αμνημονεύτου χρόνου παραγραφής", η οποία στηρίζει την εκ του άρθρου 281 του ΑΚ ένσταση κατά της σχετικής αγωγής. Και ο λόγος αυτός της αναίρεσης, που προϋποθέτει παραδοχή για κοινοχρησία επί του ακινήτου επί μακρό χρονικό διάστημα, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού το Εφετείο διαλαμβάνει κατηγορηματική παραδοχή ότι το επίδικο ουδέποτε είχε αφεθεί στην κοινή χρήση, καθ'οιονδήποτε τρόπο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, άλλως ως αβάσιμος, στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Περαιτέρω, με τον δεύτερο, από τον αρ.1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο του αναιρετηρίου υποστηρίζεται ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι το επίδικο είχε τεθεί στην κοινή χρήση προ της ρυμοτομήσεώς του (1969) και ότι όμως δεν κατέστη κοινόχρηστος δρόμος με την ένταξή του στο σχέδιο πόλεως και με το να απορρίψει μετά ταύτα τη σχετική ένσταση του αναιρεσείοντος παραβίασε την προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 28 ν.1337/83. Και ο λόγος αυτός του αναιρετηρίου είναι αβάσιμος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού, και όπως ήδη έχει αναφερθεί, το Εφετείο δέχεται ότι ουδέποτε το επίδικο, μέχρι τη ρυμοτόμησή του, είχε τεθεί στην κοινή χρήση ώστε να είναι δυνατόν να καταστεί κοινόχρηστο με την ένταξή του στο σχέδιο πόλεως κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 28 του ν.1337/83. ΙΙΙ. Ως πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης κατά την έννοια του αρ.8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, των οποίων, αν προτάθηκαν, η μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας δημιουργεί τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως, θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε ως επιθετικό ή αμυντικό μέσο και στηρίζουν επομένως το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης. Εν προκειμένω προβάλλεται με τον τρίτο, από την ανωτέρω διάταξη, λόγο του αναιρετηρίου ότι το Εφετείο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς των αναιρεσιβλήτων ότι (και) οι απώτεροι και απώτατοι δικαιοπάροχοί τους νέμονταν το επίδικο από το έτος 1896 μέχρι την κατά το έτος 1932 περιέλευση του ακινήτου στον άμεσο δικαιοπάροχο - πατέρα τους και έγιναν έτσι κύριοι με έκτακτη χρησικτησία, ενώ τέτοιους ισχυρισμούς οι αναιρεσίβλητοι δεν είχαν προτείνει στα δικαστήρια της ουσίας. Οι επικαλούμενοι αυτοί πραγματικοί ισχυρισμοί δεν είναι ουσιώδεις (ουσιώδη πράγματα), υπό την προεκτεθείσα έννοια, αφού δεν στηρίζουν αυτοί τη βάση της αγωγής, η οποία στηρίζεται αυτοτελώς στην κατά τα προεκτεθέντα νομή του άμεσου δικαιοπαρόχου - πατέρα των αναιρεσιβλήτων και των ιδίων από το έτος 1932 και εφεξής, όχι δε σε εκείνην των λοιπών ως άνω δικαιοπαρόχων τους, τους οποίους ιστορικώς αναφέρει το Εφετείο. Επομένως ο εξεταζόμενος αυτός, τρίτος, λόγος του αναιρετηρίου είναι απαράδεκτος και απορριπτέος. IV. Κατ'ακολουθίαν ων ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων Δήμος Π.Φαλήρου στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 281 παρ.2 ν.3463/2006-ΚΔΚ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29-4-2008 αίτηση για αναίρεση της υπ'αριθμ.8079/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα Δήμο Παλαιού Φαλήρου στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναιρέσεως που πλήττουν παραδοχή του δικαστηρίου η οποία δεν στηρίζει το δικαστήριο της απόφασης και απορριπτέοι ως αλυσιτελείς. Εάν πλήττουν μη πραγματική παραδοχή του δικαστηρίου είναι αβάσιμοι, στηριζόμενοι σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Έννοια "ουσιωδών πραγμάτων" κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ. (Επικυρώνει Εφ. Αθ. 8079/2007)
Νομή
Διαθήκη, Κληρονομία , Νομή.
0
Αριθμός 2135/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Α. Γ. του Π. και 2)Π. Γ. του Π., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηλία Χαλιακόπουλο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Κ. Ρ. του Α. και 2)Ι. συζ. Κ. Ρ., το γένος Γ. Π., κατοίκων ... ατομικά και ως ασκούντων τη γονική μέριμνα των ανηλίκων θυγατέρων τους: α)Α. Ρ., )Α. Ρ. και )Ι. Ρ. Παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φίλιππο Φυλακτόγλου, ο οποίος δήλωσε ότι η Α. και Α. Ρ. ενηλικιώθηκαν, η 1η συνεχίζει ατομικά τη δίκη, παρίσταται και τον διορίζει και η 2η δεν παρίσταται και δεν εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/8/2006 αγωγή του αρχικού διαδίκου Α. Ρ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1118/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 1018/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 10/12/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 2/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 576 παρ.1 του ΚΠολΔ αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Εν προκειμένω με επίσπευση των αναιρεσειβλήτων φέρεται προς συζήτηση η από 10-12-2012 αίτηση των αναιρεσειόντων για αναίρεση της υπ'αριθμ.1018/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, η εκ των αναιρεσιβλήτων - επισπευδόντων Α. Ρ. δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη η συζήτηση της υποθέσεως θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. ΙΙ. Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή η ένδικη αγωγή του θανόντος ήδη δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων Α. Ρ. κατά των αναιρεσειόντων, αναγνωρίστηκε το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος σε ποσοστό ενός έκτου (1/6) εξ αδιαιρέτου επί των αναφερομένων 25 ακινήτων, συνολικής αξίας 1.601.829 ευρώ, της κληρονομίας της θυγατέρας του Σ., που απεβίωσε την 17-1-2002, και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι, εκ διαθήκης κληρονόμοι της θανούσης (θείας τους), να αποδώσουν τα επίδικα στον ενάγοντα, κατά το ειρημένο ποσοστό. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζητούν ήδη οι αναιρεσείοντες με την υπό κρίση αίτησή τους, και για τους αναφερόμενους σ'αυτήν λόγους. ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα, που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν την μεταγενέστερη άσκησή του και την καθιστούν μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί καταρχήν να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει ήδη διαμορφωθεί και παγιωθεί, με αποτέλεσμα να επέρχονται δυσμενείς συνέπειες για τα συμφέροντα του υπόχρεου, χωρίς να είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον ίδιο συνέπειες, τότε η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (Ολ.ΑΠ 33/2005, Ολ.ΑΠ 7/2002). Εξάλλου, ο κατά το άρθρο 559 αρ.1α του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο δεν εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, τον οποίον, ενόψει του περιεχομένου της αγωγής ή της ένστασης, ή των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, όταν τούτο εξέτασε την αγωγή κατ'ουσίαν, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της έφεσης, των αναιρεσειόντων, οι οποίοι είχαν ερημοδικήσει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, οι τελευταίοι είχαν προβάλει κατά της αγωγής των εκ του άρθρου 281 του ΑΚ ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος, της οποίας (ενστάσεως) το ακριβές περιεχόμενο έχει ως ακολούθως: "1. Η υπό του εφεσίβλητου άσκηση του νομίμου δικαιώματος του της νομίμου μοίρας διά της ασκήσεως της από 04.08.2006 αγωγής εναντίον μας είναι καταχρηστική και δέον η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί διότι η άσκηση του δικαιώματος αυτού υπερβαίνει προφανέστατα τα όρια που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Συγκεκριμένα ο εφεσίβλητος άσκησε την από 04.08 2006 αγωγή του 4,5 χρόνια μετά τον θάνατο της θυγατέρας του και θείας μας Σ. Ρ. (ο θάνατος επισυνέβη 17.1.2002) και περίπου τρία χρόνια μετά την δημοσίευση της από 09.12.1986 διαθήκης. Πρέπει να σημειωθεί ότι η ύπαρξη της διαθήκης ήταν γνωστή στον εφεσίβλητο τουλάχιστον από τον χρόνο του θανάτου της Σ. Ρ. και εγνώριζε την τελευταία βούληση της θυγατέρας του και θείας μας. Καθ' όλο αυτό το χρονικό διάστημα ο εφεσίβλητος δεν άσκησε την αγωγή νομίμου μοίρας και ούτε καν διετύπωσε είτε προφορικώς είτε γραπτώς υπόνοια ή ένδειξη ότι θα ασκούσε εναντίον μας τέτοιου είδους αγωγή. Ουδέποτε στη μητέρα μου και θυγατέρα του υπενόησε ή εδήλωση ή κατά οποιοδήποτε τρόπο φανέρωσε ότι θα ασκήσει το δικαίωμα της νομίμου μοίρας εναντίον ημών των εγγονών του. Το ίδιο συνέβη και μετά το θάνατο της μητέρας μας αφού δεν υπήρχε ούτε η παραμικρή ένδειξη ή υποψία εκ μέρους του εφεσίβλητου ότι θα ασκούσε το δικαίωμα του εναντίον μας. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ο εφεσίβλητος παππούς μας από το 1999 μέχρι το Πάσχα του 2004 έμενε μαζί μας στην πατρική οικεία όπως αναφέρθηκε ανωτέρω. Από τον Ιανουάριο του 2002, δηλαδή μετά τον θάνατο της θυγατέρας του και θείας μας Σ. Ρ. ο παππούς μας και εφεσίβλητος εξακολούθησε να διαμένει μαζί μας μέχρι το Πάσχα του 2004 και ουδέποτε μας εδήλωσε ή έκανε οποιαδήποτε νύξη ότι θα ασκούσε το δικαίωμα της νομίμου μοίρας. 2. Ανεξάρτητα από τα ανωτέρω, ο εφεσίβλητος από τον χρόνο του θανάτου της Σ. Ρ. αλλά και από την δημοσίευση της διαθήκης επέδειξε τέτοια συμπεριφορά ώστε γεννήθηκε η πεποίθηση σε εμάς ότι δεν θα ασκούσε ποτέ το δικαίωμα της νομίμου μοίρας ώστε η επιδίωξη του αυτή μεταγενέστερα από την επιδειχθείσα συμπεριφορά συνεπάγεται επαχθείς για εμάς επιπτώσεις. Ειδικότερα πριν από το θάνατο της μητέρας μας βρισκόμασταν σε διαπραγματεύσεις με την εταιρεία SPRIDER Α.Ε.Β.Ε. δια την εκμίσθωση ενός ακινήτου. Οι διαπραγματεύσεις αυτές συνεχίσθηκαν και μετά τον θάνατο της μητέρας μας που επισυνέβη 6 Ιουλίου 2005. Το ακίνητο αυτό περιλαμβάνεται στα ακίνητα των οποίων ποσοστό διεκδικεί διά της ασκήσεως της αγωγής νομίμου μοίρας ο εφεσίβλητος. Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις, στις 19 Ιουνίου 2006 συνήφθη μεταξύ ημών και της εταιρείας SPRIDER ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως με το οποίο εκμισθώσαμε στην εταιρεία αυτή ένα ακίνητο που κείται στον Δήμο …στο οικοδομικό τετράγωνο με αριθμό … στην θέση "..." ή "...", με πρόσοψη στη ... αρ. …και στις οδούς ... και .... Καθ' όλο το διάστημα των διαπραγματεύσεών μας με την εταιρεία SPRIDER που διήρκησε πριν από το θάνατο της μητέρας μας μέχρι Ιούνιο 2006 ο εφεσίβλητος ουδεμία αντίδραση ή επιφύλαξη ή διαμαρτυρία έκανε προς την πλευρά μας παρά το γεγονός ότι εγνώριζε τις διαπραγματεύσεις με την εταιρεία SPRIDER. Ούτε κατά τον χρόνο της καταρτίσεως της συμβάσεως μισθώσεως στις 19 Ιουνίου 2006 διεμαρτυρήθη ή μας ενημέρωσε ή μας γνωστοποίησε την αντίρρηση του διότι δήθεν είχε δικαίωμα νομίμου μοίρας επί του ακινήτου αυτού. Το μίσθωμα του ακινήτου αυτού ανήρχετο σε ποσό 20.000 μηνιαίως δηλαδή επρόκειτο περί πολύ μεγάλης χρηματικής ανακουφίσεως για τις πολλαπλές οικονομικές υποχρεώσεις που είχαμε λόγω του θανάτου της μητέρας μας και του νεαρού της ηλικίας μας. Δυστυχώς, με την έγερση της αγωγής δημιουργήθηκαν σοβαρότατα προβλήματα με την μισθώτρια εταιρεία SPRIDER με αποτέλεσμα να έχουμε εμπλακεί σε δικαστικούς αγώνες με τη μισθώτρια και να κινδυνεύουμε να απωλέσουμε το τεράστιο αυτό εισόδημα που είχαμε επιτύχει μετά από άοκνες και σοβαρές διαπραγματεύσεις. Παρά την ύπαρξη των διαπραγματεύσεων και παρά την κατάρτιση της συμβάσεως μισθώσεως που τις γνώριζε ο εφεσίβλητος ουδέποτε μας εδήλωσε ή και ουδέποτε εξέφρασε αντίρρηση για τις ενέργειες μας αυτές και με την συμπεριφορά του μας είχε δημιουργήσει στερά πεποίθηση ότι ουδέποτε θα ασκούσε το δικαίωμα της νομίμου μοίρας εναντίον μας αφού ούτε υποψία δεν υφίστατο στο οικογενειακό περιβάλλον μας ότι ο παππούς μας θα επεδίωκε να αποσπάσει περιουσία από τα ορφανά εγγόνια του. Πέραν των ανωτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι ο εφεσίβλητος παππούς μας δεν έχει καμία οικονομική ανάγκη αφού είναι κύριος πολύ μεγάλης κτηματικής περιουσίας την οποία τα τελευταία χρόνια μεταβιβάζει είτε διά πωλήσεως είτε διά χαριστικών πράξεων προς τα άλλα του εγγόνια δηλαδή τις θυγατέρες του θείου μας Κ. Ρ. την στιγμή κατά την οποία προσπαθεί να αποσπάσει από εμάς περιουσιακά στοιχεία που μας είχε καταλείψει η θυγατέρα του και θεία μας Σ. Ρ.. Πέραν των ανωτέρω ο εφεσίβλητος παππούς μας εγνώριζε τον σκοπό της διαθήκης της θυγατέρας του και θείας μας Σ. Ρ. η οποία κατέλειπε σε εμάς το σύνολο της περιουσίας της διά να μας ανακουφίσει τον πόνο από τον πρόωρο χαμό του πατέρα μας που επισυνέβη σε νηπιακή και βρεφική για εμάς ηλικία και περαιτέρω να μας ενισχύει οικονομικά και να αναπληρώσει την τρομακτική οικονομική αιμορραγία που είχε η πατρική μας οικογένεια από την έλλειψη του πατέρα μας, επαγγελματία αρχιτέκτονα, από το έτος 1982 μέχρι σήμερα. Παρά το γεγονός ότι η ενέργεια της αποβιωσάσης Σ. Ρ. αποτελούσε ηθικό και επιβεβλημένο καθήκον της προς την πλευρά μας, ο εφεσίβλητος παππούς μας διά της ασκήσεως της αγωγής παρεβίασε την θέληση της θυγατέρας του και θείας μας Σ. Ρ. η οποία είχε στόχο να ανακουφίσει την ορφάνια μας. Πέραν των ανωτέρω η συμπεριφορά του εφεσίβλητου παππού μας υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος. Όπως αναφέραμε ανωτέρω η δικαιολογική βάση της αναγκαστικής διαδοχής είναι η προστασία της οικογενείας και το ηθικό καθήκον του κληρονομουμένου προς τους συγγενείς εξ αίματος. Ο εφεσίβλητος παππούς μας, διά της ασκήσεως του δικαιώματος της νομίμου μοίρας εναντίον μας έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με την δικαιολογική βάση της αναγκαστικής διαδοχής αφού η συμπεριφορά του δεν τείνει στην προστασία της οικογενείας εν στενή έννοια αλλά στην προσβολή της στοργής και της επιμελείας που πρέπει να δείχνει ο ανιών και συγκεκριμένα ο παππούς στους κατιόντες και συγκεκριμένα στα ορφανά εγγόνια του. Πράγματι, δεν μπορεί να ερμηνευθεί λογικά η τοιαύτη συμπεριφορά αφού ο εφεσίβλητος στην ηλικία των 92-93 ετών δεν προσδοκά ούτε έχει κάποιο όφελος από την έγερση της αγωγής αυτής ενώ παράλληλα δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα σε εμάς τα εγγόνια του στην αρχή της σταδιοδρομίας μας, αφού μας αποσπά περιουσιακά στοιχεία που μας είχε αφήσει η θυγατέρα του και θεία μας Σ. Ρ.. Είναι προφανές ότι οι μόνοι ωφελημένοι από την συμπεριφορά του παππού μας δεν είναι ο ίδιος αλλά οι άλλοι συγγενείς οι οποίοι θα κληρονομήσουν (μετά τον θάνατο του) ή θα αποκτήσουν διά πράξεων εν ζωή τα ποσοστά κυριότητος επί των ακινήτων που επιδιώκει ο παππούς μας να αποσπάσει από την περιουσία μας. Τέλος, πρέπει να τονισθεί ότι η υπό κρίσιν αγωγή ασκήθηκε από τον παππούς μας στις 4 Αυγούστου 2006 δηλαδή ένα χρόνο μετά τον θάνατο της μητέρας μας Μ. Ρ. - Γ. που είχε επισυμβεί στις 6 Ιουλίου 2005 και όταν ο παππούς ήτο 90 ετών ο πρώτος εξ ημών ήτο 27 ετών η δευτέρα εξ ημών ήτο 25 ετών. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω είναι προφανές ότι η άσκηση του δικαιώματος της νομίμου μοίρας διά της ασκήσεως της από 4 Αυγούστου 2006 αγωγής από τον εφεσίβλητο παππού μας Α. Ρ. είναι καταχρηστική και γι' αυτό το λόγο πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση μας και να ακυρωθεί προσβαλλομένη απόφαση". Υπό τα επικαλούμενα αυτά περιστατικά και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη η άσκηση του δικαιώματος του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων να διεκδικήσει τη νόμιμη μοίρα του επί της κληρονομίας της θανούσης θυγατέρας του δεν παρίσταται καταχρηστική και απαγορευμένη, κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ ως υπερβαίνουσα και μάλιστα προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Ειδικότερα, η επικαλούμενη αδράνεια επί τέσσερα και ήμισυ έτη του δικαιούχου - ενάγοντα Α. Ρ. να διεκδικήσει τη νόμιμη μοίρα επί της κληρονομίας της θανούσης θυγατέρας του Σ., θείας των αναιρεσειόντων - εναγομένων, και η εξαιτίας της αδράνειας αυτής δημιουργία στους εναγομένους πεποιθήσεως ότι ο ενάγων δεν θα ασκούσε το δικαίωμα αυτό, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική, υπό την προεκτεθείσα έννοια, την άσκηση του δικαιώματος, αφού η κατά το ανωτέρω, σύντομο άλλωστε, διάστημα αδράνεια του δικαιούχου και η προηγούμενη της ασκήσεως του δικαιώματος συμπεριφορά του δεν διαμόρφωσε παγία κατάσταση, την ανατροπή της οποίας να επιφέρει η άσκηση του δικαιώματος, με αποτέλεσμα δυσμενείς (επαχθείς) συνέπειες στα συμφέροντα των υποχρέων - εναγομένων, ώστε να μπορεί η άσκηση αυτή να χαρακτηρισθεί ως καταχρηστική. Ως τέτοιες επαχθείς συνέπειες δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν η υποχρέωση των αναιρεσειόντων, ηλικίας 27 και 25 ετών, αντίστοιχα, και αρχιτεκτόνων στο επάγγελμα, να αποδώσουν το 1/6 της κληρονομίας αξίας (της κληρονομίας) 1.601.829 ευρώ, της θανούσης θείας τους - θυγατέρας του ενάγοντος, που αποτελεί το κατά νόμον ελάχιστο όριο του δικαιώματος του τελευταίου επί της κληρονομίας αυτής (νόμιμη μοίρα), ούτε τα επικαλούμενα "προβλήματα" στη μισθωτική σχέση των αναιρεσειόντων με τη μισθώτρια εταιρεία "SPRIDER ABEE" σχετικά με το μίσθιο κληρονομιαίο ακίνητο που βρίσκεται στους …Επομένως, το Εφετείο, που απέρριψε ως μη νόμιμη (υπό τα περιστατικά αυτά) την προταθείσα αυτή ένσταση, δεν παραβίασε, με εσφαλμένη μη εφαρμογή, την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, της ουσίας και δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον πρώτο, από το άρθρο 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους. Στα περιστατικά αυτά που ανέλαβε υπόψη το Εφετείο περιλαμβάνεται και η γνώση του ενάγοντος ως προς την ύπαρξη της διαθήκης της θυγατέρας του (όχι όμως και ότι ο ενάγων συμφωνούσε με αυτήν, όπως αναφέρουν οι αναιρεσείοντες το πρώτον στην αναίρεσή τους) καθώς και οι διαπραγματεύσεις προ του θανάτου της θυγατέρας του και μετά από αυτόν για την εκμίσθωση του προαναφερθέντος ακινήτου, ήδη κληρονομιαίου, που βρίσκεται στους …. Επομένως αβασίμως οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεώς τους και υπό την επίκληση του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και τους ισχυρισμούς αυτούς, που είχαν προτείνει μεταξύ των άλλων ως στοιχεία της επικαλούμενης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος. IV. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.4 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν.4055/2012, και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των παρισταμένων αναιρεσιβλήτων κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 178, 183, 191 παρ.2 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-12-2012 αίτηση για αναίρεση της υπ'αριθμ.1018/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των παρισταμένων αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος νόμιμης μοίρας. Μη νόμιμη ένσταση υπό τα επικαλούμενα περιστατικά. Λόγοι αναιρέσεως αυτό το άρθρο 559 αρ. 1 και 8, αβάσιμοι (Επικυρώνει Εφ.Αθ. 1018/2012)
Νόμιμη μοίρα
Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Νόμιμη μοίρα.
0
Αριθμός 2134/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Παναγιώτη Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσίβλητης: Ιεράς Μονής Αγίου Στεφάνου Μετεώρων, που εδρεύει στα Μετέωρα Καλαμπάκας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/10/2003 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, την από 11/10/2004 ανακοίνωση δίκης και προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση της Διευρυμένης Κοινότητας Ασπροποτάμου, που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή και την από 4/2/2005 κύρια παρέμβαση του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 223/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 509/2008 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 15/4/2009 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 23/10/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1, 96 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από τα άρθρα 6 παρ.7 του ν.4055/6-3-2012 και 7 του ν.3994/25.7.2011, αντίστοιχα, προκύπτει, ότι κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου η πληρεξουσιότητα δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 575, 226 παρ.4 εδ.α και γ', 568, 576 και 498 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, αν η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης αναβλήθηκε με επισημείωση στο πινάκιο, είναι δε απών, κατά τη νέα μετά την αναβολή δικάσιμο κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως, αν ο απών διάδικος είχε επισπεύσει την αρχική συζήτηση ή είχε κλητευθεί σ'αυτή νόμιμα και εμπρόθεσμα ή είχε παραστεί νόμιμα κατά την πρώτη αυτή δικάσιμο - οπότε η αναβολή με σημείωση στο πινάκιο και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο της νέας δικασίμου ισχύει ως κλήτευσή του -, αν δε συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις αυτές, είναι περιττή νέα κλήτευση του απόντος, κατά τη νέα μετ'αναβολή, διαδίκου, το ίδιο δε ισχύει και αν δόθηκαν επανειλημμένες αναβολές (πρβλ. ΑΕΔ 33/1995 ΕλλΔνη 36.571, ΑΠ 566/1991 σε αποφατική δε περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, υπόκειται προς κρίση η από 15-4-2009 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 509/2008 απόφασης του Εφετείου Λάρισας, για την οποία είχε ορισθεί αρχική δικάσιμος για εκδίκασή της η 2-11-2011, κατά την οποία παραστάθηκε μόνο η αναιρεσίβλητη Ιερά Μονή, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Χαρίλαο Κοψαχείλη, και η συζήτησή της αναβλήθηκε αυτεπαγγέλτως, κατ'άρθρο 575 εδ.1 ΚΠολΔ, για τη δικάσιμο της 7-11-2012, κατά την οποία παραστάθηκαν και οι δύο διάδικοι - αναιρεσείον και αναιρεσίβλητη οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνα Χριστοπούλου - το αναιρεσείον- και από τον ίδιο πληρεξούσιο πιο πάνω δικηγόρο - η αναιρεσίβλητη- και η συζήτησή της αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 16.10.2013), κατά την οποία, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο στη σειρά της, παραστάθηκε νόμιμα μόνο το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο. Αντίθετα, η αναιρεσίβλητη Ιερά Μονή δεν εμφανίσθηκε, ούτε υπέβαλε την κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ δήλωση μη παράστασής της. Προκύπτει, όμως, ότι αυτή επέσπευσε τη συζήτηση, κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο (της 2.11.2011) αφού με παραγγελία του φερόμενου ως πληρεξούσιου δικηγόρου της Κωνσταντίνου Ευθυμίου, επιδόθηκε στο αναιρεσείον αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για να παρασταθεί στη δικάσιμο που ορίστηκε (βλ. προσκομιζόμενο αντίγραφο της υπο κρίση αίτησης αναίρεσης και την πάνω σ'αυτό παραγγελία προς επίδοση και οικεία πράξη του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …). Από κανένα, όμως, αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει, ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος που επέσπευσε τη συζήτηση είχε την απαιτούμενη γι'αυτή την επίσπευση πληρεξουσιότητα της απολιπόμενης αναιρεσίβλητης, ούτε ότι η τελευταία κλήτεύτηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από το αναιρεσείον. Ούτε προκύπτει, ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος που εκπροσώπησε την αναιρεσίβλητη κατά τις ανωτέρω δικασίμους της 2-11-2011 και της 7-11-2012 είχε την απαιτούμενη γι'αυτή την εκπροσώπηση πληρεξουσιότητα. Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.3 ΚΠολΔ, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της και κρίση αίτησης αναίρεσης ως προς όλους τους διαδίκους. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 15.4.2009 αίτησης ττου Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 509/2008 απόφασης του Εφετείου Λάρισας. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αν η συζήτηση επισπεύδεται με κλήση του απόντος, πρέπει να αποδεικνύεται η πληρεξουσιότητά του προς τον δικηγόρο που υπογράφει την κλήση αν δεν αποδεικνύεται, η συζήτηση της αναίρεσης κηρύσσεται απαράδεκτη.
Απαράδεκτη συζήτηση
Απαράδεκτη συζήτηση.
2
Αριθμός 2133/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Διευρυμένης Κοινότητας Ασπροποτάμου του Νομού Τρικάλων, που εδρεύει στην Καλλιρρόη Ασπροποτάμου Καλαμπάκας και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Πρόεδρο του Κοινοτικού Συμβουλίου, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ιεράς Μονής Αγίου Στεφάνου Μετεώρων (Ν.Π.Δ.Δ.), που εδρεύει στα Μετέωρα Καλαμπάκας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2)Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Παναγιώτη Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/10/2003 αγωγή της ήδη 1ης αναιρεσίβλητης, την από 11/10/2004 ανακοίνωση δίκης και προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση της ήδη αναιρεσείουσας και την από 4/2/2005 κύρια παρέμβαση του ήδη 2ου αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 223/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 509/2008 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5/6/2009 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκε μόνο το 2ο αναιρεσίβλητο, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 23/10/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1, 96 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από τα άρθρα 6 παρ.7 του ν.4055/6-3-2012 και 7 του ν.3994/25.7.2011, αντίστοιχα, προκύπτει, ότι κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου η πληρεξουσιότητα δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 575, 226 παρ.4 εδ.α και γ', 568, 576 και 498 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, αν η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης αναβλήθηκε με επισημείωση στο πινάκιο, είναι δε απών, κατά τη νέα μετά την αναβολή δικάσιμο κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως, αν ο απών διάδικος είχε επισπεύσει την αρχική συζήτηση ή είχε κλητευθεί σ'αυτή νόμιμα και εμπρόθεσμα ή είχε παραστεί νόμιμα κατά την πρώτη αυτή δικάσιμο - οπότε η αναβολή με σημείωση στο πινάκιο και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο της νέας δικασίμου ισχύει ως κλήτευσή του -, αν δε συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις αυτές, είναι περιττή νέα κλήτευση του απόντος, κατά τη νέα μετ'αναβολή, διαδίκου, το ίδιο δε ισχύει και αν δόθηκαν επανειλημμένες αναβολές (πρβλ. ΑΕΔ 33/1995 ΕλλΔνη 36.571, ΑΠ 566/1991 σε αποφατική δε περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, υπόκειται προς κρίση η από 5-6-2009 αίτηση της "ΔΙΕΥΡΥΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟΥ" (ΟΤΑ) για αναίρεση της 509/2008 απόφασης του Εφετείου Λάρισας, για την οποία είχε ορισθεί αρχική δικάσιμος για εκδίκασή της η 2-11-2011, κατά την οποία παραστάθηκαν η αναιρεσίβλητη Ιερά Μονή, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Χαρίλαο Κοψαχείλη, και το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο με δήλωση μη παράστασής του κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ενώ η αναιρεσείουσα "ΔΙΕΥΡΥΜΕΝΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟΥ" (ΟΤΑ) ήταν απούσα, και η συζήτησή της αναβλήθηκε αυτεπαγγέλτως, κατ'άρθρο 575 εδ.1 ΚΠολΔ, για τη δικάσιμο της 7-11-2012, κατά την οποία παραστάθηκαν, επίσης, η αναιρεσίβλητη Ιερά Μονή και το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο πληρεξούσιο πιο πάνω δικηγόρο - η αναιρεσίβλητη Ιερά Μονή - και από τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνα Χριστοπούλου - το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο -, ενώ η αναιρεσείουσα "ΔΙΕΥΡΥΜΕΝΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟΥ" (ΟΤΑ) ήταν απούσα, και η συζήτησή της αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 16.10.2013), κατά την οποία, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο στη σειρά της, παραστάθηκε νόμιμα με δήλωση μη παράστασής του κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ μόνο το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο. Αντίθετα, τόσο η αναιρεσείουσα όσο και η αναιρεσίβλητη Ιερά Μονή δεν εμφανίσθηκαν, ούτε υπέβαλαν την κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ δήλωση μη παράστασής τους. Από κανένα, όμως, αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ο διάδικος που επέσπευσε τη συζήτηση, κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο (της 2.11.2011). Ούτε προκύπτει, ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος που εκπροσώπησε την αναιρεσίβλητη Ιερά Μονή κατά τις ανωτέρω δικασίμους της 2-11-2011 και της 7-11-2012 είχε την απαιτούμενη γι'αυτή την εκπροσώπηση πληρεξουσιότητα. Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ.1, 2 και 3 ΚΠολΔ, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της και κρίση αίτησης αναίρεσης ως προς όλους τους διαδίκους. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 5.6.2009 αίτησης της "ΔΙΕΥΡΥΜΕΝΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟΥ" (ΟΤΑ) για αναίρεση της 509/2008 απόφασης του Εφετείου Λάρισας. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου η πληρεξουσιότητα δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση.
Πληρεξουσιότητα
Πληρεξουσιότητα .
0
Αριθμός 2129/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Π. Φ. του Ι., κατοίκου ... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Λαγουδάκη. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Μ. Λ. του Ε., 2)Μ. συζ. Μ. Λ. και 3)Χ. Κ. του Μ., κατοίκων ... , οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Εμμανουήλ Βοργιά. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/10/2004 (με αριθμό κατάθεσης 4630/ΤΜ/891/2004) αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος κατά των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου, και την από 27/10/2004 (με αριθμό κατάθεσης 4631/ΤΜ/759/2004) αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος καθ' όλων (τριών) των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 387/4680/891/2005 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου που παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου λόγω αρμοδιότητας, 151/4042/576/2006 μη οριστική, 182/4631-4916/759-618/2007 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου και 38/2012 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24/4/2012 αίτηση και τους από 26/8/2013 προσθέτους λόγους του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε: α)την από 2/9/2013 έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης, και β)την από 10/9/2013 συμπληρωματική έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν (και) οι από 26/8/2013 πρόσθετοι λόγοι για αναίρεση της υπ' αριθμ. 38/2012 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 94, 96 και 104 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι στη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου οι διάδικοι υποχρεούνται να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, διορισμένον κατά τους τύπους του άρθρου 96, η έλλειψη δε της πληρεξουσιότητας αυτής εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και έχει ως συνέπεια το απαράδεκτο της συζητήσεως ως προς τον παριστάμενο χωρίς πληρεξούσιο διάδικο. Στην περίπτωση όμως που ο διάδικος αυτός έχει κληθεί νομίμως από τον αντίδικό του στη συζήτηση, η συζήτηση προχωρεί σαν να ήταν παρών και ο μη παριστάμενος με πληρεξούσιο διάδικος, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ.2 του ΚΠολΔ. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 558, 574 κα 576 του ΚΠολΔ αλλά και γενικότερα από το σύνολο των διατάξεων για την αναιρετική διαδικασία (άρθρα 552 επ. ΚΠολΔ) προκύπτει ότι η συζήτηση της αναιρέσεως είναι απαράδεκτη ως προς το πρόσωπο που μετέχει σ'αυτήν χωρίς να είναι διάδικος στην εκδικαζόμενη υπόθεση. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, σε όλα τα έγγραφα αυτά (αγωγή αναιρεσείοντος, πρωτόδικη και δευτεροβάθμια απόφαση, αναιρετήριο και δικόγραφο προσθέτων λόγων, προτάσεις (αναιρεσείοντος) ως τρίτος εναγόμενος - αναιρεσίβλητος φέρεται ο Κ. Χ. του Μ., στον ίδιο δε αυτόν διάδικο προσωπικά ο αναιρεσείων έχει επιδώσει αντίγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως και των πρόσθετων λόγων, με την κάτω από τα δικόγραφα αυτά πράξη περί ορισμού της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσης δικασίμου και με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο αυτή, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες υπ'αριθμ.... /9-7-2013 και ... /28-8-2013 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου … και …, αντίστοιχα. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, ο ανωτέρω αναιρεσίβλητος Χ. Κ. του Μ. φέρεται να εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Βοριά, μαζί με τους άλλους αναιρεσιβλήτους, στο προσκομιζόμενο όμως από τον παραστάντα αυτόν δικηγόρο σχετικό υπ'αριθμ.... /27-9-2013 πληρεξούσιο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ηρακλείου Ιωάννας Σφίγγα αναφέρεται ως παρέχων την πληρεξουσιότητα τρίτος αναιρεσίβλητος πρόσωπο με τα στοιχεία Χ. Κ. του Ε., με τα ίδια δε αυτά στοιχεία φέρεται ο τρίτος αναιρεσίβλητος και στις κατατεθείσες από τον παραστάντα ως άνω δικηγόρο προτάσεις ενώπιον του δικαστηρίου τούτου. Ενόψει του ότι α)από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι τα ειρημένα πρόσωπα Χ. Κ. του Μ. και Χ. Κ. του Ε. είναι το ίδιο πρόσωπο (τρίτος αναιρεσίβλητος), β)ο τρίτος αναιρεσίβλητος Χ. Κ. του Μ. έχει κληθεί νομίμως, κατά τα προεκτεθέντα, στη συζήτηση της υποθέσεως, ενώ γ)ο φερόμενος ως παραστάς με πληρεξούσιο δικηγόρο Χ. Κ. του Ε. δεν είναι διάδικος στην εκδικαζόμενη υπόθεση, πρέπει, σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, να κηρυχθεί απαράδεκτη, η συζήτηση ως προς τον παρηστάντα μη διάδικο Χ. Κ. του Ε. , να προχωρήσει δε η συζήτηση παρά την απουσία του μη παραστάντος τρίτου αναιρεσιβλήτου, ο οποίος κλητεύτηκε νόμιμα, κατά τα προεκτεθέντα. ΙΙ. Ο κατά το άρθρο 559 παρ.11 περ.γ'του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος όταν από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Εξάλλου, κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου ή αν υπάρχει λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αρ.19 και 20. Ο τελευταίος αυτός, ειδικότερα, λόγος αναιρέσεως, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 20 του ΚΠολΔ, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, που ανάγεται δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται για παράπονο που αναφέρεται στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Για να θεμελιωθεί πάντως ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στα οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (Ολομ.ΑΠ 2/2008). Δεν θεωρούνται, τέλος, έγγραφα κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης και δεν υπόκεινται στον κατά τη διάταξη αυτή αναιρετικό έλεγχο τα ιδιώνυμα, κατά τα άρθρα 339, 393 και 415 επ του ΚΠολΔ, αποδεικτικά μέσα των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων και της εξετάσεως των διαδίκων στο ακροατήριο, κατά το αποδεικτικό τους μέρος. ΙΙΙ. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως αποδεικνυόμενα από τα αναφερόμενα και κατ'είδος προσδιοριζόμενα αποδεικτικά μέσα. "Από έναν αγρό εκτάσεως 1590 τ.μ. ο οποίος συνορεύει βόρεια με κτήματα Γεωργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού Κλαζομενών και Ν. Μ. και ως προς τις λοιπές πλευρές με δρόμο (βλ. προσκ. υπ' αριθμ. ... /1968 συμβόλαιο), περιήλθε το έτος 1968 στη νομή του πατέρα του ενάγοντος τμήμα εκτάσεως περίπου 776 μ2 . Μέρος από αυτό εκτάσεως 195 μ2 εξ αδιαιρέτου περιήλθε στη νομή του ενάγοντος το έτος 1975 και τα υπόλοιπα 195 μ εξ αδιαιρέτου το έτος 1988, και συνολικώς 390 μ2, τα οποία, μετά από άτυπη κατά το ίδιο έτος διανομή με τα αδέλφια του, καταλαμβάνουν το βόρειο και μεσαίο τμήμα της ως άνω εκτάσεως των 776 μ2 , χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τω ορίων του. Από κανένα, όμως, από τα προσκομιζόμενα από τον ενάγοντα αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός του τελευταίου ότι το επίδικο ακίνητό του συνορεύει με τα ακίνητα της ιδιοκτησίας των εναγομένων, αφού τα μεν υπ' αριθμ. ... /1975 και ... /1988 συμβόλαια που επικαλείται προς απόδειξη των ανωτέρω, δεν αναφέρουν, ως αβασίμως ο ίδιος διατείνεται, τα όρια της επίδικης έκτασης, αλλά μόνο τα όρια της μείζονος εκτάσεως των 3.950 μ2, από τα οποία ως προελέχθη, έλαβε στη νομή του ο πατέρας του 776 μ2, το δε από 14-11-1974 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Γ. Π. , αποτυπώνει απλώς μία εδαφική έκταση 776 μ2 χωρίς να αναφέρονται συνορεύοντα ακίνητα-ιδιοκτησίες. Αντίθετα, από το προσκομιζόμενο από τον ενάγοντα υπ' αριθμ. πρωτ. …/8-5-2007 κτηματογραφικό απόσπασμα και το υπό των δύο πρώτων εναγομένων προσκομιζόμενο απόσπασμα του εγκεκριμένου (με το από 6-4-89 ΠΔ, ΦΕΚ 2044/1989) σχεδίου πόλεως, στα οποία αποτυπώνονται οι ιδιοκτησίες των διαδίκων αποδεικνύεται ότι τα επίδικα ακίνητά τους δε συνορεύουν αλλά παρεμβάλλεται μεταξύ τους διάβαση, που βρίσκεται στο βόρειο και εν μέρει ανατολικό τμήμα της ιδιοκτησίας του ενάγοντος. Απεδείχθη, επίσης, ότι η διάβαση αυτή, η οποία αποτυπώνεται ως τέτοια στο εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως και στον κτηματολογικό πίνακα που αφορά τη συγκεκριμένη περιοχή της πόλεως του Ηρακλείου (…", Ο.Τ. …), προϋπήρχε της εγκατάστασης των διαδίκων στα ακίνητα τους, είχε δε δημιουργηθεί από τον δικαιοπάροχο τους ήδη από το έτος 1965, ο οποίος οικεία βουλήσει την παρεχώρησε στην κοινή χρήση, προκειμένου να εξυπηρετούνται όλοι όσοι γειτνίαζαν και να περνούν όσοι ήθελαν να πάνε δυτικότερα στις ιδιοκτησίες τους, υφισταμένης μιας πραγματικής κατάστασης, για την οποία ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος, ο οποίος καταθέτει ότι ο χώρος αυτός υφίσταται ως κοινόχρηστη διάβαση από τότε που αγόρασε το ακίνητο ο πατέρας του το έτος 1968. Η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε και μετά την εγκατάσταση των εναγομένων (οι δύο πρώτοι εγκαταστάθηκαν το 1972) και του ενάγοντος (το 1975), δηλαδή από τη διάβαση αυτή περνούσαν ανενόχλητα όλοι οι διάδικοι, καθώς και οι ενοικιαστές τους και όσοι ήθελαν να τους επισκεφθούν, καθώς και τρίτοι που ήθελαν να μεταβούν στις ιδιοκτησίες τους, χωρίς ποτέ να διαμαρτυρηθεί ο ενάγων, αντιθέτως μάλιστα συμμετείχε με προσωπική του εργασία στη διαμόρφωση της (τσιμεντόστρωση). Από την κατά το έτος 1965 δημιουργία της διάβασης αυτής ουδέποτε άλλαξε ο προορισμός της και ουδέποτε περιήλθε στη νομή του ενάγοντος, ο οποίος κατά το έτος 2000 αυθαιρέτως εγκατέστησε στη δεύτερη γωνία της σιδερένια πόρτα αποξενώνοντας τους λοιπούς από τη χρήση της, σημειουμένου ότι, ως προελέχθη, ουδόλως απεδείχθη ότι περιλαμβάνεται (η επίδικη διάβαση) στα όρια του οικοπέδου του, την επί του υπολοίπου του οποίου νομή του ουδέποτε αμφισβήτησαν οι αντίδικοι του. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις προαναφερόμενες σκέψεις, ο αρχικά ιδιωτικός αυτός δρομίσκος, αφού ήταν ήδη σχηματισμένος προ του ν. 1337/1983 με οποιονδήποτε τρόπο, έστω και κατά παράβαση των κείμενων πολεοδομικών διατάξεων, και βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Δήμου Ηρακλείου, θεωρείται κοινόχρηστη διάβαση. Περαιτέρω, αφού ο ενάγων ουδέποτε υπήρξε νομέας της επιδίκου διαβάσεως ή τμήματος αυτής, δε διατηρεί αξιώσεις προστασίας της νομής, ούτε δικαιούται να ζητεί το κλείσιμο των ανοιγμάτων, καθόσον δεν υπάρχει κοινό όριο με τους εναγομένους, αφού μεταξύ του ακινήτου του και των ακινήτων των τελευταίων παρεμβάλλεται η εν λόγω διάβαση" Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης υπ'αριθμ.182/2007 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, με την οποία είχαν απορριφθεί οι συνεκδικασθείσες από 27-10-2004 δύο αρνητικές, κατ'άρθρον 1108 του ΑΚ, αγωγές του ιδίου (αναιρεσείοντος) κατά των αναιρεσιβλήτων. IV. Από την αναφορά του Εφετείου ότι τα ανωτέρω (υπό ΙΙΙ) πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αποδεικνύονται από τα μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων "και όλα τα έγγραφα", και από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης που προπαρατέθηκε προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα αναφερόμενα στον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου έγγραφα (σχεδιαγράμματα, τεχνικές εκθέσεις, προανακριτικές καταθέσεις κ.λπ.) που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν ενώπιον του οι διάδικοι. Επομένως ο πρώτος αυτός λόγος του αναιρετηρίου και ο όμοιος πρώτος του δικογράφου προσθέτων λόγων, από τον αριθμό 11γ'του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Με τους δεύτερο και τρίτο λόγους του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση του αρ.20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ υποστηρίζεται, αντίστοιχα, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ανώμοτης εξέτασης του αναιρεσείοντος - ενάγοντος, ως διαδίκου, η οποία παρατίθεται απομαγνητοφωνημένη, καθώς και των διαγραμμάτων του κτηματολογικού αποσπάσματος του σχεδίου πόλεως και του σχεδίου πόλεως της περιοχής που αφορούν το επίδικο και από τα οποία προκύπτει, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, ότι η επίδικη λωρίδα γης δεν είναι κοινόχρηστος χώρος, με τον δεύτερο δε, από την ίδια διάταξη, πρόσθετο λόγο υποστηρίζεται ότι το Εφετείο παραμόρφωσε (και) το περιεχόμενο της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα Ε. Λ. , "από την κατάθεση του οποίου ασφαλώς και δεν αποδεικνύεται ο κοινόχρηστος χαρακτήρας της διάβασης". Οι προτεινόμενοι αυτοί λόγοι αναιρέσεως καθόσον μεν αφορούν τις ρηθείσες ανώμοτη εξέταση του αναιρεσείοντος και ένορκη κατάθεση του μάρτυρα Λ. είναι, σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, απορριπτέοι προεχόντως ως απαράδεκτοι, αφού τα αποδεικτικά αυτά μέσα δεν αποτελούν έγγραφα, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.20 που προαναφέρθηκε, ώστε τυχόν "παραμόρφωση" τους να υπόκειται στον κατά τη διάταξη αυτή αναιρετικό έλεγχο καθόσον δε ο δεύτερος από τους ανωτέρω λόγους (τρίτος του αναιρετηρίου) αφορά το κτηματολογικό απόσπασμα του σχεδίου πόλεως και το σχέδιο πόλεως της περιοχής (έγγραφα), είναι (ο λόγος αυτός) επίσης απαράδεκτος, αφού από το περιεχόμενό του προκύπτει ότι προσβάλλεται με αυτόν η από το Εφετείο εκτίμηση του περιεχομένου του, που δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, και δεν πρόκειται για παραμόρφωση, από την προεκτεθείσα (ανωτ. υπό ΙΙ) έννοια, του περιεχομένου του εγγράφου τούτο δε πέραν του ότι, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, το δικαστήριο δεν στήριξε την κρίση του αποκλειστικά ή κατά κύριον λόγο στο ανωτέρω έγγραφο, το οποίο απλώς συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο αυτό σχετικά με το αποδεικτικό του πόρισμα. V. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔ που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται και όταν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης προκύπτει ότι ουσιαστική προϋπόθεση για τη θεμελίωση του λόγου αυτού της αναίρεσης είναι και το ότι η έλλειψη ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών αφορά ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, να αφορά δηλαδή αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό που συγκροτεί την ιστορική βάση και στηρίζει επομένως το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι δε και ισχυρισμό που αποτελεί άρνηση της αγωγής κ.λπ. η επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, που αντλούνται από τον νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εν προκειμένω προβάλλεται με τον τρίτο πρόσθετο λόγο ότι το Εφετείο ως προς την κρίση του ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα αποτελεί κοινόχρηστη διάβαση κατά το άρθρο 28 του ν.1337/1983, ως προϋπάρχουσα του νόμου αυτού, διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες σχετικά με τον τρόπο κατά τον οποίο η εδαφική αυτή λωρίδα κατέστη κοινόχρηστη, όπως δέχεται το Εφετείο. Από τις προπαρατεθείσες όμως παραδοχές του Εφετείου (ανωτ. υπό ΙΙΙ), προκύπτει ότι το δικαστήριο απέρριψε τις αγωγές του αναιρεσείοντος με την κατηγορηματική παραδοχή ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους κυριότητας του αναιρεσείοντος ....αυτός ή οι δικαιοπάροχοί του άσκησαν ποτέ πράξεις νομής στη λωρίδα αυτή, ως τμήμα του γειτονικού τους ακινήτου, και ότι επομένως ο αναιρεσείων δεν έγινε κύριος της επίδικης αυτής εδαφικής λωρίδας. Τα ανωτέρω αποτελούσαν ουσιώδη ισχυρισμό ("πράγμα") του αναιρεσείοντος - ενάγοντος, ως προς τον οποίο η απόφαση διαλαμβάνει επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, μη προσβαλλόμενη άλλωστε κατά τούτο με λόγον αναιρέσεως. Το ότι η επίδικη λωρίδα είχε καταστεί και αποτελούσε κοινόχρηστη διάβαση συνιστούσε αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων - εναγομένων και όχι ένσταση καταλυτικής της αγωγής, που προϋποθέτει υπάρχουσα ήδη στο επίδικο κυριότητά του ενάγοντος, που δεν υπήρχε εν προκειμένω, κατά την ανέλεγκτη ως άνω σχετική κρίση του Εφετείου. Κατά συνέπειαν η ειρημένη κρίση για τον κοινόχρηστο χαρακτήρα της επίδικης εδαφικής λωρίδας ως κρίση που αφορά μη ουσιώδη ισχυρισμό και επομένως ζήτημα κατά την προρρηθείσα έννοια του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔ, δεν ελέγχεται αναιρετικώς κατά τη διάταξη αυτή, ο δε εξεταζόμενος τρίτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως είναι επίσης απορριπτέος ως απαράδεκτος. VI. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη κατ'ουσίαν, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, κατά το άρθρο 495 παρ.4 του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν.4055/2012, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των παραστάντων πρώτου και δεύτερης των αναιρεσιβλήτων, κατά το σχετικό αίτημα των τελευταίων (άρθρα 178, 183, 191 παρ.2 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τον μη διάδικο Χ. Κ. του Ε. . Απορρίπτει την από 23-4-2012 αίτηση, όπως διαμορφώθηκε με τους από 26-8-2013 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ'αριθμ.38/2012 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πρώτου και δευτέρας των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συζήτηση αναιρέσεως παρά των απουσία διαδίκου που εκπροσωπήθηκε με από δικηγόρο χωρίς την προς τούτο πληρεξουσιότητα, κλητεύθηκε όμως ο ίδιος προσωπικά για να παραστεί στη συζήτηση. Απαράδεκτη η συζήτηση ως προς παραστάντα μη διάδικο. Αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 11γ, 19 και 20 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, έννοια ουσιωδών πραγμάτων (αρ. 19) και εγγράφων (αρ. 20). Δεν περιλαμβάνονται στα τελευταία άλλα, ιδιώνυμα, αποδεικτικά μέσα (μαρτυρικές καταθέσεις κ.λ.π.), ως προς το αποδεικτικό τους μέρος (Επικυρώνει Εφ.Κρ. 38/2012).
Δίοδος
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική, Δίοδος, Απαράδεκτη συζήτηση, Αποδείξεων εκτίμηση.
0
Αριθμός 2130/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Κ. Μ. του Β., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Καρέλα. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Γ. Σ. του Ν., 2)Α. Σ. του Ν., 3)Μ. Σ. του Ν. και 4)Ν. Σ. του Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Τσούτσουβα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/7/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και τις από 19/9/2006 ανταγωγή και από 30/3/2007 προτάσεις-ανταγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Ειρηνοδικείο Κυθήρων και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 1063/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 9/6/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/9/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 560 παρ.1 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται στις αποφάσεις των ειρηνοδικείων και των πρωτοδικείων που εκδίδονται επί εφέσεων κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων, ομοίου δε περιεχομένου με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 του ίδιου ΚΠολΔ, ο λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, για τον οποίο, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ή (και) όταν το δικαστήριο δεν εφαρμόζει κανόνα δικαίου, του οποίου, ενόψει των ίδιων παραδοχών, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής. Εξάλλου κατά το άρθρο 10 παρ.9 και 10 της υπ'αριθμ.304/30-1/3-2-1989 απόφασης του ΥΠΕΧΩΔΕ "Κτιριοδομικός Κανονισμός", όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 5 της υπ'αριθμ.49977/3068/27-30.6.1989 απόφασης ΥΠΕΧΩΔΕ που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 26 του ν.1577/1985 (ΓΟΚ 1985). "Στους μεσότοιχους και τους εξωτερικούς τοίχους του κτιρίου που ανεγείρονται σε επαφή με το κοινό όριο των ιδιοκτησιών απαγορεύεται η διάνοιξη ανοιγμάτων" (παρ.9) "Ανοίγματα που προϋπήρχαν του ν.δ.6/1973 (ΓΟΚ 1973) και αντιβαίνουν στην απαγόρευση της προηγούμενης παραγράφου δεν κλείνονται με πράξη της διοίκησης αλλά ύστερα από δικαστική απόφαση, που εκτελείται κατά τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας" (παρ.10). Οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν κυρίως στην προστασία του όμορου ιδιοκτήτη και παρέχουν σ'αυτόν το δικαίωμα να απαιτήσει το κλείσιμο των κατά τα ανωτέρω παράνομων ανοιγμάτων, όπως είναι και τα παράθυρα, ασκώντας κατά του κυρίου του κτίσματος την κατά το άρθρο 1108 του ΑΚ αρνητική αγωγή, η δε σχετική απόφαση εκτελείται κατά τις οικείες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΑΠ 399/2006). Περαιτέρω με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν.3028/2002 "Για την προστασία των αρχαιοτήτων κ.λπ" ορίζεται ότι απαγορεύεται κάθε επέμβαση σε μνημείο που είναι δυνατόν να επιφέρει αλλοίωση της μορφής του, ενώ με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ.2 του ίδιου ν.3028/2002 ορίζεται ότι "Στους ενεργούς οικισμούς ή σε τμήματα τους που αποτελούν αρχαιολογικούς χώρους απαγορεύονται οι επεμβάσεις που αλλοιώνουν τον χαρακτήρα και τον πολεοδομικό ιστό ή διαταράσσουν τη σχέση μεταξύ των κτιρίων και των υπαίθριων χώρων. Επιτρέπεται μετά από άδεια που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη του οικείου γνωμοδοτικού οργάνου, :α)η ανέγερση νέων κτισμάτων (...), β)η αποκατάσταση ερειπωμένων κτισμάτων (...), γ)η κατεδάφιση υφισταμένων κτισμάτων (...), δ)η εκτέλεση οποιουδήποτε έργου στα υφιστάμενα κτίσματα, στους ιδιωτικούς ακάλυπτους χώρους και τους κοινόχρηστους χώρους, λαμβανομένου υπόψη του χαρακτήρα του οικισμού ως αρχαιολογικού χώρου (...). Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι η πρώτη από αυτές προϋπόθεση εφαρμογής έχει χαρακτηρισμένο κατά νόμον μνημείο, με τη δεύτερη δε απαγορεύεται η εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών σε κτίσμα εντός οικισμού που αποτελεί αρχαιολογικό χώρο, όχι όμως και το κλείσιμο προϋφισταμένων και παράνομων κατά την πολεοδομική νομοθεσία παραθύρων σε τέτοιο κτίσμα, όταν με αυτά προσβάλλεται η νομή και η κυριότητά επί γειτονικού (όμορου) ακινήτου, ο κύριος του οποίου νομιμοποιείται, στην περίπτωση αυτή και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, να ασκήσει κατά του κυρίου του κτιρίου την κατά το άρθρο 1108 του ΑΚ αρνητική αγωγή για την προστασία του δικαιώματός του (κυριότητα). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει (από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς που την εξέδωσε, δικάζοντας ως Εφετείο, δέχθηκε, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης του Ειρηνοδικείου Κυθήρων, την ένδικη εκ του άρθρου 1108 του ΑΚ αγωγή των αναιρεσιβλήτων και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα - εναγόμενο να κλείσει τα δύο παράθυρα, που φέρουν ξύλινα κουφώματα, διαστάσεων το καθένα 0,80 Χ 1,10 μ. και σε απόσταση μεταξύ τους 3 μ. περίπου, που υπάρχουν επί του εξωτερικού τοίχου της βορειοδυτικής πλευράς του Α'ορόφου της οικίας του στον οικισμό "..." του δημοτικού διαμερίσματος ... του Δήμου .., η οποία (πλευρά) εφάπτεται στην όμορη ισόγεια οικία των αναιρεσιβλήτων, από το Σώμα της οποίας τα εν λόγω παράθυρα βρίσκονται σε ύψος 1,50 μ. περίπου. Τα παράθυρα αυτά, σύμφωνα με τις παραδοχές του δικαστηρίου, προϋπήρχαν του ν.δ.8/1973 (ΓΟΚ 1973), αφού είχαν ανοιγεί το έτος 1905, και ήταν παράνομα δυνάμενα να κλείσουν με δικαστική απόφαση, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 10 παρ.9 και 10 της υπ'αριθμ.3046/304/90.1/3.2.1989 απόφασης ΥΠΕΧΩΔΕ "Κτιριοδομικός Κανονισμός", όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 5 της υπ'αριθμ.49977/3068/27-30.6.1989 απόφαση ΥΠΕΧΩΔΕ που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 26 του ν.1577/1985 (ΓΟΚ 1985). Περαιτέρω δέχθηκε το Πολυμελές Πρωτοδικείο ότι ναι μεν η θέση "..." ....όπου βρίσκονται τα όμορα ως άνω ακίνητα του διαδίκου έχει χαρακτηρισθεί ως ιστορικός τόπος, προστατευόμενος από το Υπουργείο Πολιτισμού, το ακίνητο όμως του αναιρεσείοντος δεν χαρακτηρίστηκε ως μνημείο, σύμφωνα με την υπ'αριθμ.ΥΠΠΟ/ ΔΝΣΑΚ/ 76125/ 1923/18-9-2009 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και για τους αναφερόμενους σ'αυτήν λόγους (μη συνδρομή των νομίμων προς τούτο, κατ'άρθρον 6 παρ.1β'ν.3028/2002, προϋποθέσεων), και επομένως, δέχεται το δικαστήριο, η ένδικη διαφορά (κλείσιμο παραθύρων), ως διαφορά από το άρθρο 1108 του ΑΚ και μη υπαγόμενη στην προστασία των ειρημένων άρθρων 10 και 14 του ν.3028/2002, ανήκει στην κατά τα ανωτέρω δικαιοδοσία και αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, μη απαιτουμένης για το ....αυτός αδείας του Υπουργού Πολιτισμού. Με τον μοναδικό, από το άρθρο 560 αρ.1 του ΚΠολΔ, λόγο του αναιρετηρίου υποστηρίζεται ότι, με αυτά, ως ανωτέρω, που δέχθηκε το Πολυμελές Πρωτοδικείου παραβίασε τις προρρηθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ΓΟΚ και του Κτιριοδομικού Κανονισμού, οι οποίες και δεν ήταν εφαρμοστέες εν προκειμένω, καθώς και τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ.1 και 4 και 14 παρ.2 του ν.3028/2002 που έπρεπε να εφαρμοστούν και σύμφωνα με τις οποίες, υποστηρίζει ο αναιρεσείων, για το κλείσιμο των επίδικων παραθύρων απαιτείται άδεια που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού, εκδιδόμενη μετά από γνώμη του οικείου γνωμοδοτικού οργάνου (συμβουλίου). Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι αβάσιμος. Κατά μεν το πρώτο σκέλος του, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το μεν άρθρο 10 του ν.3028/2002 αναφέρεται σε μνημεία, το δε οίκημα του αναιρεσείοντος δεν έχει χαρακτηριστεί ως μνημείο, κατά τα προεκτεθέντα κατά δε το δεύτερο σκέλος του, επειδή το άρθρο 14 του ίδιου ν.3028/2002 αναφέρεται ως ανωτέρω, σε άδεια που χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού για ανέγερση, αποκατάσταση, κατεδάφιση κ.λπ. κτιρίου σε χώρο που έχει χαρακτηριστεί αρχαιολογικός ή ιστορικός τόπος, όχι δε και στο κλείσιμο παράνομων παραθύρων όπως η ένδικη περίπτωση, η οποία υπάγεται στις προρρηθείσες ρυθμίσεις του ΓΟΚ και του Κτιριοδομικού Κανονισμού σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 1108 του ΑΚ, τις οποίες ορθώς εφήρμοσε το Πολυμελές Πρωτοδικείο. Επομένως η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9-6-2011 αίτηση για αναίρεση της υπ'αριθμ.1063/2011 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κλείσιμο παραθύρων κτίσματος προϋφιστάμενου του ΓΟΚ 1973, εφαπτομένου γειτονικού κτίσματος, που βρίσκεται σε αρχαιολογικό (ιστορικό ) χώρο αλλά δεν έχει χαρακτηρισθεί ως μνημείο. Εφαρμογή άρθρου 1108 ΑΚ "Όχι προστασία με άρθρ. 10 και 14 του ν. 3028/2002 "Για την προστασία των Αρχαιοτήτων κ.λ.π. Αναιρετικός λόγος από το άρθρο 560 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., αβάσιμος. (Επικυρώνει Πολ. Πρωτ. Πειραιά 1063/2011)
Έννομο συμφέρον
Έννομο συμφέρον , ΓΟΚ έτους 1973, Αγωγή αρνητική.
0
Αριθμός 2126/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Μ. συζ. Ι. Ε., το γένος Χ. Ν., και 2)Ι. Ε. του Α., κατοίκων ... οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Της αναιρεσίβλητης: Μ. συζ. Π. Π., το γένος Σ. Θ., κατοίκου ... , η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Αγγελική Ανδρικοπούλου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/9/2003 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 230/2004 του ίδιου Δικαστηρίου, 170/2007 μη οριστική και 141/2011 οριστική του Εφετείου Αθηνών (Μεταβατική έδρα Χαλκίδας). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 2/2/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσίβλητη, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 25/8/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, έχει δε κληθεί νομίμως από τον επισπεύδοντα, ο 'Αρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, οι αναιρεσείοντες δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην ορισθείσα και αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. 'Όπως δε προκύπτει από τις υπ' αριθμ. …και …/25-5-2012 εκθέσεις επιδόσεως του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκίδας …, τις οποίες οι αναιρεσίβλητοι προσκομίζουν και επικαλούνται, με παραγγελία του πληρεξουσίου δικηγόρου των τελευταίων, οι οποίοι επισπεύδουν τη συζήτηση, επιδόθηκε στον καθένα από τους αναιρεσείοντες αντίγραφο της αιτήσεώς τους με την κάτω από αυτήν πράξη με την οποία ορίζεται προς συζήτησή της η προαναφερθείσα δικάσιμος και με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία των κλητευθέντων, ως ανωτέρω, αναιρεσειόντων. ΙΙ. Κατά το άρθρο 8 του β.δ/τος της 9/21.4.1836 "περί εκτελέσεως του σχεδίου της πόλεως των Αθηνών", του οποίου η ισχύς (ως νόμου) επεκτάθηκε και στις λοιπές πόλεις, κώμες και χωριά της Χώρας με το β.δ/μα της 8.5/25.6.1842 και το ν. ΣΚΒ'/1867 "το μεταξύ των δύο οικιών μεσότοιχον θέλει οικοδομείσθαι καθ' ημισείαν επί αμφοτέρων των οικοπέδων, της δι' αυτό δαπάνης βαρυνούσης εξ ημισείας τους ομόρους ιδιοκτήτας, απαγορευομένης της κατ' αυτόν ανοίξεως θύρας ή άλλου ανοίγματος". Κατά δε το άρθρο 11 παρ. 6 του π.δ/τος της 3/22.4.1929 "περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του Κράτους", το οποίο εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση των άρθρων 9 και 28 του ν. δ. της 17.6/16.8.1923 "περί σχεδίων πόλεων, κωμών κλπ", μεσότοιχος ή κοινός τοίχος καλείται ο τοίχος που ανεγείρεται επί του κοινού ορίου των δύο ομόρων ιδιοκτησιών και καταλαμβάνει μέρος κάθε μιας από αυτές. Όπως προκύπτει απ' τις ως άνω διατάξεις, ο τοίχος μεταξύ δύο οικιών που ανεγέρθηκε υπό το καθεστώς της ισχύος τους προσλαμβάνει τον χαρακτήρα μεσοτοίχου υπό την ως άνω έννοια και από μόνο το γεγονός της ανεγέρσεώς του επί κοινού εδάφους των όμορων ιδιοκτησιών τις οποίες διαχωρίζει. Και ναι μεν με επακολουθήσασες διατάξεις (αρθρ. 50 παρ. 1 εδάφ. β του β.δ/τος 9.8/30.9.1955 περί Γεν. Οικοδ. Κανονισμού του Κράτους, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του β.δ/τος της 26.7/19.8.59) θεσπίστηκαν διαφορετικές διατυπώσεις για τη σύσταση μεσοτοίχου (συμφωνία των ιδιοκτητών συναπτόμενη με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβαλλόμενη σε μεταγραφή), πλην οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται επί τοίχων που απέκτησαν την ιδιότητα του μεσοτοίχου πριν από την ισχύ τους (ΑΠ 36/1994). Εξάλλου, ο λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 20 δεν ιδρύεται επίσης όταν το δικαστήριο, από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, αφού και στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο που αναφέρεται στην ανέλεγκτη, κατά τα ανωτέρω, εκτίμηση πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας. Τέλος, λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται μη πραγματική παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας είναι αβάσιμος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση. ΙΙΙ. Με την προσβαλλόμενη απόφαση όπως από αυτήν προκύπτει, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι δυνάμει του υπ' αριθμ. ... /19-12-2002 δωρητηρίου συμβολαίου της Συμβ/φου Αθηνών, Βάϊας Κασκάνη - Σταυρουλιά που μεταγράφηκε νόμιμα περιήλθε στους ενάγοντες-αναιρεσείοντες, συζύγους, κατά ποσοστό 80% εξ αδιαιρέτου στην πρώτη και 20% εξ αδιαιρέτου στον δεύτερο, λόγω δωρεάς από τον πατέρα της πρώτης Χ. Ν. , ένα οικόπεδο εμβαδού, κατά τον παραπάνω τίτλο ιδιοκτησίας 211,35 τ.μ., που βρίσκεται στη …, στη συμβολή των οδών ... και ... αρ….και στο Ο.Τ. …, όπου φέρει τον αρ. …, με απώτερο δικαιοπάροχό τους τον Χ. Λ., στον οποίο είχε περιέλθει με το υπ' αριθμ. ... /14-2-1949 παραχωρητήριο του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας που μεταγράφηκε νόμιμα, ότι η εναγομένη-αναιρεσίβλητη είναι κυρία του προς δυσμάς του ανωτέρω ακινήτου των εναγόντων οικοπέδου, εμβαδού 180,20 τ.μ., που περιήλθε σ' αυτήν με το νομίμως μεταγραμμένο υπ' αριθμ. ... /1980 προικοσυμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Δημ. Παπαρίζου, και ότι τα οικόπεδα αυτά των διαδίκων χωρίζονταν με τοίχο, πλάτους 0,50 μ., καθ' όλον το μήκος τους και σε τμήμα του οποίου εφαπτόταν η προϋπάρχουσα οικία των δικαιοπαρόχων των εναγόντων, ενώ ο υπόλοιπος ήταν μανδρότοιχος. Περαιτέρω το Εφετείο δέχεται τα εξής: "Η εναγομένη, δυνάμει της υπ' αριθμ.2083/1983 oικοδομικής άδειας του Γραφείου Πολεοδομικών Εφαρμογών της Νομαρχίας Ευβοίας, προέβη, το έτος 1984, σε ανέγερση διώροφης οικοδομής επί του οικοπέδου της. Ως ανατολικός τοίχος μέρους του ισογείου της οικοδομής της αυτής, προς νότον, χρησιμοποιήθηκε ο τότε υφιστάμενος δυτικός τοίχος της υπάρχουσας ισόγειας οικίας των δικαιοπαρόχων των εναγόντων και ως ανατολικός τοίχος του υπολοίπου του ισογείου της οικοδομής της, προς βορράν, χρησιμοποιήθηκε, μερικώς, ο συνεχόμενος μανδρότοιχος. Επίσης, μετά το καθ'ύψος τελείωμα, τόσο του δυτικού τοίχου της παλαιάς οικίας των δικαιοπαρόχων των εναγόντων, όσο και του συνεχόμενου μανδρότοιχου, η εναγομένη προέβη στην κατασκευή "δοντιού" ("φουρουσιού") προκειμένου ο ανατολικός τοίχος της διώροφης οικοδομής της να εκτείνεται σε πλάτος 0,25 μέτρου, τόσον επάνω από το δυτικό τοίχο της παλαιάς, ως άνω, οικίας των εναγόντων, όσο και επάνω από το συνεχόμενο μανδρότοιχο, ο οποίος διαχώριζε τα όμορα ακίνητα, καταλαμβάνοντας, καθόλο το μήκος των 18,70 μέτρων, το ήμισυ του πλάτους 0,50 μέτρα δυτικού τοίχου και συνεχόμενου μανδρότοιχου συνολικού εμβαδού 4,68 τετρ. μέτρων (18,70 μ. Χ 0,25μ.). Η επίμαχη αυτή εδαφική λωρίδα, η οποία συνορεύει (...) ανατολικά, επί πλευράς μήκους 18,70 μέτρων, με το οικόπεδο των εναγόντων, και δυτικά, επί πλευράς μήκους 18,70 μέτρων, με το οικόπεδο της εναγομένης, κατά μεν την τελευταία αποτελεί το μεσότοιχο της κατεδαφισθείσας ήδη οικοδομής της, κατά δε τους ενάγοντες ανήκει στη συγκυριότητά τους, κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά, ως τμήμα του ομόρου οικοπέδου τους. Από τα ως άνω αναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η απώτερη δικαιοπάροχος της εναγομένης Β. χήρα Β. Π. , το έτος 1942 περιέφραξε το οικόπεδό της, εκδίδοντας σχετική, προς τούτο, άδεια (την υπ'αριθμ. 19/1942). Στο τοπογραφικό διάγραμμα που συνόδευε την άδεια αυτή, το μεν οικόπεδό της (σήμερα εναγομένης) απεικονίζεται με πρόσοψη 15μ., το δε όμορο οικόπεδο του δικαιοπαρόχου των εναγόντων Χ. Λ., με πρόσοψη 7μ. συν. 3,50 μ. επί τεθλασμένης πλευράς. Ύστερα, όμως, από ένσταση της Β. Π., το σχέδιο αυτό τροποποιήθηκε και το μεν οικόπεδο της Π. απέκτησε πρόσοψη επί της οδού ... σήμερα ... , 12μ. (αντί των 15μ.) και επί της οδού ... 15μ. (αντί των 8μ. της αρχικής διανομής), το δε οικόπεδο του Λ. απέκτησε πρόσοψη, επί τεθλασμένης πλευράς Ι0μ. συν 3,50μ. (αντί των 7μ. συν 3,50μ.). Στη συνέχεια, η Β. Π. περιτοίχισε το οικόπεδό της, σύμφωνα με την πιο πάνω, τροποποιητική της αρχικής, απόφαση, και το έτος 1956 άρχισε να οικοδομεί επί αυτού ισόγεια οικία. Κατέβαλε δε στην τότε κυρία του οικοπέδου των εναγόντων Μ. συζ. Μ. Μ. την καθορισθείσα νόμιμη αποζημίωση για την αξία της μεσοτοιχίας του δυτικού τοίχου της εντός του ακινήτου της υφισταμένης οικίας της, η οποία είχε ανεγερθεί από το δικαιοπάροχό της Χ. Λ., προκειμένου να χρησιμοποιήσει το μεσότοιχο [βλ.α) την από 21-11-1956 απόδειξη είσπραξης ποσού 1.400 δρχ., β) την υπ'αριθμ. 576/21-9-1956 άδεια ανέγερσης ισογείου οικοδομής της Β. Π. και γ) το συνοδεύον την εν λόγω άδεια τοπογραφικό διάγραμμα, θεωρημένο την 21-9-1956, από το Γραφείο Νομομηχανικού Ευβοίας]. Η καταβολή αυτή έγινε διότι σύμφωνα με την ισχύουσα τότε διάταξη του άρθρου 123 παρ. 2 του π.δ. της 3/22-4-29 ο πρώτος που θα οικοδομούσε από τα θεμέλια υποχρεούτο να καταβάλει όλες τις απαιτούμενες για την κατασκευή μεσοτοίχου δαπάνες και για την ανύψωση του υφισταμένου, μεταξύ των δύο κτιρίων, μεσοτοίχου, λόγω προσθήκης νέων ορόφων στο άλλο, ενώ, όταν ο δεύτερος που θα οικοδομούσε χρησιμοποιούσε τον υφιστάμενο μεσότοιχο, υποχρεούτο να καταβάλει στον ιδιοκτήτη το ομόρου ακινήτου την αναλογούσα δαπάνη, η οποία θα υπολογιζόταν με βάση τους προκύπτοντες όγκους τοιχοποιΐας και την αξία του μεσοτοίχου κατά το χρόνο χρησιμοποίησής του από τον δεύτερο οικοδομούντα (...). Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι η εναγομένη, εις εκτέλεση της υπ' αριθμ. 2082/14-12-1983 άδειας του Πολεοδομικού Γραφείου Χαλκίδος, προέβη στην κατεδάφιση της επί του οικοπέδου της υφισταμένης ισογείου οικίας (την οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχε ανεγείρει, το έτος 1956, η Β. Π. ) χωρίς να θίξει τον ανατολικό τοίχο αυτής που είχε πλάτος 0,50 μ., μήκος 5,30 μ. και ύψος 4,30 μ. και αποτελούσε, κατά τα ως άνω, το μεσότοιχο των δύο παλαιών κτισμάτων, καταλαμβάνων κατά το ήμισυ του πλάτους του (0,25μ.) ιδιοκτησία εναγόντων, και κατά το έτερο ήμισυ ιδιοκτησία εναγομένης. Ακολούθως, δυνάμει της υπ'αριθμ. 2083/14-12-1983 αδείας του αυτού Πολεοδομικού Γραφείου, η εναγομένη προέβη στην ανέγερση διώροφης οικοδομής εντός του οικοπέδου της. Κατά την κατασκευή δε του ισογείου της εν λόγω οικοδομής, χρησιμοποίησε, ως ανατολικό τοίχο, μέρους του ισογείου, το προπεριγραφόμενο τμήμα του μεσοτοίχου που ανήκε στην κυριότητά της και κατά το υπόλοιπο, τον ανατολικό τοίχο του ισογείου της οικοδομής της (προς βορρά) τον συνεχόμενο- διαχωριστικό τοίχο των δύο οικοπέδων που και αυτός αποτελούσε μεσότοιχο των δύο ιδιοκτησιών. Μετά δε το καθ'ύψος, τελείωμα, τόσο του παλαιού μεσοτοίχου των δύο οικιών όσο και του συνεχόμενου διαχωριστικού, των δύο οικοπέδων, μεσοτοίχου κατασκεύασε "φουρούσι" ("δόντι") χωρίς καμμία αντίδραση από το δικαιοπάροχο των εναγόντων Χ. Ν. . Έτσι, ο ανατολικός τοίχος της οικοδομής της εναγομένης εκτείνεται σε πλάτος 25 εκ. τόσον επάνω από τον προς νότο μεσότοιχο των δύο παλαιών οικιών όσο και επάνω από τον συνεχόμενο, προς βορρά, διαχωριστικό των δύο οικοπέδων μεσότοιχο, δηλαδή μέχρι το ήμισυ του συνολικού πλάτους του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος των εναγόντων Χ. Ν., εις εκτέλεση της υπ'αριθμ. 394/18-11-2002 αδείας του αυτού Πολεοδομικού Γραφείου, προέβη σε κατεδάφιση της παλαιάς ισόγειας οικίας που υπήρχε στο οικόπεδό του, χωρίς να θίξει τον επίμαχο μεσότοιχο καθόλο το μήκος και πλάτος του. Στη συνέχεια οι ενάγοντες την 1-6-2003 κατεδάφισαν, χωρίς τη συγκατάθεση της εναγομένης που απαιτείτο κατά τη διάταξη του άρθρου 10 του ισχύοντος Κτιριοδομικού Κανονισμού - κατά το οποίο, μεσότοιχοι κτιρίων που έχουν κατασκευαστεί πριν τις 20-9-1955 απαγορεύεται να κατεδαφιστούν χωρίς τη συγκατάθεση των ιδιοκτητών των κτιρίων - το τμήμα του μεσότοιχου που αποτελούσε, αρχικά, τον κοινό τοίχο των παλαιών ισογείων οικιών. Ακόμα οι ίδιοι κατεδάφισαν σε πλάτος 25 εκ. προς την πλευρά της ιδιοκτησίας τους και καθόλο το μήκος του (9,30μ.) το συνεχόμενο, προς βορρά, διαχωριστικό μεσότοιχο των δύο ιδιοκτησιών, αποκαλύπτοντας με τον τρόπο αυτό τον ανατολικό τοίχο του ισογείου της οικοδομής της εναγομένης. Το τμήμα, όμως αυτό, όπως προαναφέρθηκε, ανήκε στην ιδιοκτησία της τελευταίας, αφού αποτελούσε μεσότοιχο των δύο παλαιών ισογείων κτισμάτων και της περίφραξης των δύο οικοπέδων. Η κρίση αυτή (περί μεσοτοιχίας) ενισχύεται: α) από τον τρόπο που κτίστηκε η περιτοίχιση, δηλαδή με τη μορφή της "πυραμίδας", σύμφωνα με την οποία, ο τοίχος καταλάμβανε ίσα τμήματα στις δύο ιδιοκτησίες και το όριο, ανάμεσά τους, υλοποιούσε η κορυφή της "πυραμίδας", β) από την άδεια περιτοίχισης της Β. Π. (το έτος 1942) όπου, στην παραγρ. 3 αναφέρεται: "... οφείλει να συμμορφωθεί προς τας περί μεσοτοιχίας ισχύουσας διατάξεις, καθώς οι μεσότοιχοι κτίζονται εξ ημισείας επί αμφοτέρων των γειτονικών οικοπέδων", και γ) από την από 9-5-2003 άδεια οικοδομής των εναγόντων, στο τοπογραφικό διάγραμμα και στο διάγραμμα κάλυψης του ισογείου της οποίας απεικονίζεται η επίδικη εδαφική λωρίδα, ως μεσότοιχος με πλάτος 0,25 εκ. εντός του οικοπέδου των εναγόντων. Αναγράφεται δε ότι υφίσταται μεσοτοιχία και ότι θα εφαρμοστεί το άρθρο 10 του Κτιριοδομικού Κανονισμού". Βάσει των παραδοχών αυτών και κατά παραδοχήν της εφέσεως της ήδη αναιρεσίβλητης-εναγομένης κατά της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 230/2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, η οποία είχε κρίνει αντιθέτως, το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων, με την οποία οι τελευταίοι ζητούσαν να αναγνωρισθούν συγκύριοι της επίδικης ως άνω εδαφικής λωρίδας, εμβαδού 4,68 τ.μ., ως τμήματος του ειρημένου οικοπέδου τους και να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να καταβάλει σ' αυτούς την αναφερόμενη στην αγωγή αποζημίωση για την εκ μέρους της κατάληψη της εδαφικής αυτής λωρίδας. IV. Με τις προπαρατεθείσες παραδοχές το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες εν προκειμένω ζήτημα της υπάρξεως μεσοτοιχίας προ του έτους 1955 (ΓΟΚ 1955) στην επίδικη εδαφική λωρίδα, συνεστημένης νομίμως κατά τις ισχύουσες τότε διατάξεις που προαναφέρθηκαν (ανωτ. υπό ΙΙ), κατά τις οποίες, όπως επίσης προαναφέρθηκε δεν απαιτείται προς τούτο συμφωνία των ομόρων ιδιοκτητών, υποβαλλόμενη στον συμβολαιογραφικό τύπο και σε μεταγραφή, όπως ορίστηκε μεταγενεστέρως (ΓΟΚ 1955). Οι αιτιολογίες αυτές της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ανωτέρω ουσιαστικών διατάξεων, και προσδίδουν έτσι στην αναιρεσιβαλλομένη νόμιμη βάση. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον έκτο, από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα. Με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση του αρ. 1 του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ υποστηρίζεται ότι το Εφετείο, με το να δεχθεί, ως ανωτέρω, ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα ανήκει στην ιδιοκτησία της αναιρεσίβλητης, καταλαμβάνοντας το κατά πλάτος (0,25 μ.) ήμισυ της μεσοτοιχίας, συνολικού πλάτους 0,50 μ., μεταξύ των όμορων ιδιοκτησιών των διαδίκων, που δημιουργήθηκε, κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, το πρώτον το έτος 1956, παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 50 παρ. 1 εδ. β'του β.δ. 9-8/30-9-1955 (ΓΟΚ 1955), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 1 του β.δ. της 26-7/19-8-1959 και κατά την οποία, όπως προαναφέρθηκε, για τη σύσταση μεσοτοίχου, εξαιρουμένων των υφισταμένων προ της ισχύος του ΓΟΚ 1955 μεσοτοίχων, απαιτείται συμφωνία των μερών, υποβαλλόμενη στον συμβολαιογραφικό τύπο και σε μεταγραφή, καθώς και τη διάταξη του άρθρου 26 του ν.δ. 8/1973 (ΓΟΚ 1973), με την οποία καταργήθηκε η μεσοτοιχία. Ο προτεινόμενος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, το Εφετείο δέχεται ότι η ειρημένη μεσοτοιχία δημιουργήθηκε προ του έτους 1955, νομίμως δε, κατά τις ισχύουσες τότε διατάξεις, και όχι το έτος 1956, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, υπό την ισχύ του ΓΟΚ 1955. Με τον πέμπτο και υπό την επίκληση του αρ. 20 (όχι 12, που εκ προφανούς παραδρομής αναφέρεται στο αναιρετήριο) του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ προσβάλλεται και μόνον η από το Εφετείο εκτίμηση του περιεχομένου της αναφερόμενης στην απόφαση ως άνω από 21-5-1956 αποδείξεως καταβολής αποζημιώσεως 1.400 δρχ. από τη δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης στην απώτερη δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων για τη χρησιμοποίηση της υπάρχουσας μεσοτοιχίας. Επομένως και ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απαράδεκτος, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη (ανωτ. υπό ΙΙ). V. Ο κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ' λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Εξάλλου ο αναιρετικός λόγος από τον αρ. 1 εδ. β' του ίδιου άρθρου 559 ιδρύεται μόνο όταν τα διδάγματα της κοινής πείρας που φέρεται ότι παραβιάστηκαν αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ'αυτούς, και όχι όταν χρησιμεύουν για την εκτίμηση των αποδείξεων. Εν προκειμένω από την αναφορά στην αναιρεσιβαλλομένη ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα, τα οποία προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και από το όλο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και τα ειδικώς άλλωστε μνημονευόμενα στην απόφαση υπ' αριθμ. ... /9-10-54, ... /15-7-74 και ... /19-12-02 συμβόλαια, καθώς και τις υπ' αριθμ. 4468/2008, 2484/2009 και 4232/2010 αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδος, που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι αναιρεσείοντες, και τα αντίθετα που οι τελευταίοι υποστηρίζουν με τους δεύτερον και τέταρτο, από το άρθρο 559 αρ. 11 γ' του ΚΠολΔ, λόγους της αιτήσεώς τους, είναι αβάσιμα. Με τον συναφή τρίτο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση του αρ. 12 του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ προσβάλλεται αληθώς και μόνον η εκτίμηση από το Εφετείο του περιεχομένου των προρρηθέντων τριών συμβολαίων ως προς τις περιεχόμενες σ' αυτά δικαιοπρακτικές δηλώσεις που αφορούν τα γειτονικά ακίνητα των διαδίκων, κατά συνέπειαν δε ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, κατ' άρθρον 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Τέλος, με τον έβδομο και υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. β' του ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι το Εφετείο παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι ο επίδικος τοίχος κτίστηκε και εχρησιμοποιείτο με πλήρη κάλυψη της στέγης της οικοδομής της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης από τον δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων και ότι κατά συνέπειαν ο τοίχος αυτός (μεσότοιχος) ανήκε καθ' ολοκληρίαν σ' εκείνον. Και ο λόγος αυτός του αναιρετηρίου είναι απαράδεκτος εν πάση περιπτώσει επειδή τα επικαλούμενα ως διδάγματα της κοινής πείρας αναφέρονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, και όχι στην ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή πραγματικών περιστατικών σ'αυτούς. VI. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρ. 178, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2-2-2012 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 141/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κυριότητα επί μεσοτοιχίας. Σύσταση μεσοτοιχίας προ τον ΓΟΚ 1955 και μετά τον ΓΟΚ 1955. Απορρίπτονται αναιρετικοί λόγοι από το άρθρο 559 αρ. 19, 20, 1 εδ. β', 11 περ.γ' Κ.Πολ.Δ. Λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται μη πραγματική παραδοχή του δικαστηρίου είναι αβάσιμος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση.
Μεσοτοιχία
Κυριότητα, Μεσοτοιχία.
0
Αριθμός 2127/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Δήμου Τρικκαίων, νόμιμα εκπροσωπούμενου, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Ζυγούρη. Της αναιρεσίβλητης: Ιεράς Μητρόπολης Τρίκκης και Σταγών, νόμιμα εκπροσωπούμενης, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δήμο Θανάσουλα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/7/2006 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Τρικάλων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 39/2007 μη οριστική, 232/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 40/2011 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων Δήμος με την από 8/4/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 11/9/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας διαλαμβάνει επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Εξάλλου λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προσβάλλεται μη πραγματική παραδοχή του δικαστηρίου, στηριζόμενος έτσι, σε εσφαλμένη προϋπόθεση, είναι αβάσιμος. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με το ... συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Τρικάλων Β. Πουλιανίτη που μεταγράφηκε νόμιμα (...) η Σ. σύζυγος Σ. Τ., το γένος Ν. Τ., δώρησε στην ενάγουσα Ιερά Μητρόπολη Τρίκκης και Σταγών ένα αγροτεμάχιο και ήδη οικόπεδο, καθώς έχει ενταχθεί στο σχέδιο της πόλης των Τρικάλων, εμβαδού 2.006,90 τ.μ. και ήδη κατά νεότερη καταμέτρηση από τον ΟΚΧΕ 1997 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "..." ... της κτηματικής περιφέρειας της συνοικίας ... του Δήμου ... (...). Το ακίνητο αυτό που ήδη φέρει ΚΑΕΚ ... αποτελούσε τμήμα μεγαλύτερης έκτασης περίπου 9,5 στρεμμάτων, του οποίου την νομή και κατοχή είχε κατά το έτος 1881, που απελευθερώθηκε η Θεσσαλία από τον Τουρκικό ζυγό ο πατέρας της Φ. Τ., Ν., θυγατέρα της οποίας ήταν η προαναφερθείσα Σ. Τ.. Περί τις αρχές 1885 έτους ο ως άνω αρχικώς νομέας και κάτοχος του αγροκτήματος αυτού ενόψει του γάμου της παραπάνω θυγατέρας του Φ. με τον Ι. Τ. μεταβίβασε λόγω άτυπης προίκας σ' αυτήν το παραπάνω (μείζον του επιδίκου) αγροτεμάχιο, έκτοτε δε αυτή το νεμόταν (βοηθούμενη από τον παραπάνω σύζυγό της, μετά τον γάμο της μ' αυτόν που έγινε περί το έτος 1886, και μέχρι τον θάνατό του το έτος 1912) διαννοία κυρίου με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του ακινήτου αυτού δεν προσβάλλει κατ' ουσία το δικαίωμα τρίτου προσώπου μέχρι τα τέλη 1928 έτους, που ενόψει του γάμου της άνω θυγατέρας της Σ. με τον Σ. Τ., παρέδωσε την άνω νομή της επ' αυτού στην τελευταία λόγω άτυπης προίκας. Από τότε έως την 10-9-1976 η εν λόγω άμεση δικαιοπάροχος της ενάγουσας, νεμόταν το αγροτεμάχιο αυτό με τα ίδια προσόντα της δικαιοπαρόχου της και με καλή ως άνω πίστη, έως την 23-2-1946. Ειδικότερα τόσο αυτή όσο και προ αυτής η παραπάνω δικαιοπάροχός της ασκούσαν σ' αυτό συνεχώς και αδιαλείπτως εμφανείς πράξεις νομής προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του και συγκεκριμένα το καλλιεργούσαν με σιτηρά, και καλαμπόκι, διατηρούσαν στο ανατολικό μέρος του αριθμό οπωροφόρων δένδρων και αμπέλι και φρόντιζαν για την διατήρηση ανέπαφων των ορίων του. Από τη δεκαετία του 1950 δε, η Σ. Τ. (Τ.) εκμίσθωνε για σχεδόν 20 έτη το ακίνητο αυτό με επίμορτη αγροληψία στον Κ. Κ.. Το εν λόγω ακίνητο ήταν ανέκαθεν καλλιεργούμενος αγρός έως το έτος 1980 περίπου που η καλλιέργειά του εγκαταλείφθηκε λόγω της επικείμενης ένταξής του στο σχέδιο πόλης Τρικάλων και ποτέ δεν είχε την ιδιότητα του κοινοχρήστου πράγματος, ώστε να είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας. Τούτο προκύπτει από την ως άνω πραγματογνωμοσύνη η οποία διεξήχθη από την διορισθείσα πραγματογνώμονα που είχε τις προς τούτο ειδικές γνώσεις, κατά την προσφορότερη μέθοδο της τεχνικής με την χρήση των καταλλήλων φωτοερμηνευτικών οργάνων, ως προς την ερμηνεία των αεροφωτογραφιών των ετών 1945, 1960, 1974, 1985 και 1995 που προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι στις οποίες το επίδικο εμφανίζεται, έως το έτος 1980 περίπου, ως καλλιεργήσιμη έκταση σε συνδυασμό με την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας. Μόνη δε η περί του αντιθέτου κατάθεση του μάρτυρα του εναγομένου, η οποία δεν επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο, δεν μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο σε διαφορετική κρίση για το κρίσιμο αυτό σημείο της υποθέσεως. Συνεπώς η άμεσος δικαιοπάροχος της ενάγουσας Σ. Τ. απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη σχετική μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής και η ένσταση του εναγομένου περί του ότι είναι κύριος του επιδίκου καθόσον αυτό είχε την ιδιότητα κοινοχρήστου πράγματος από αμνημονεύτων ετών (βοσκότοπος, παιδότοπος κ.λ.π.) είναι απορριπτέα ως αβάσιμη κατ' ουσία. Στη συνέχεια η εν λόγω αληθινή κυρία του επιδίκου με το παραπάνω συμβόλαιο αγοράς που μεταγράφηκε νόμιμα μεταβίβασε το δικαίωμά της αυτό στην ενάγουσα και έτσι η τελευταία κατέστη κυρία του επιδίκου με παράγωγο τρόπο, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη σχετική μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής. Από τότε που το επίδικο περιήλθε στην ενάγουσα (11-9-1976) αυτή συνέχισε να ασκεί, διαμέσου των εκπροσώπων της, επ' αυτού πράξεις νομής διαννοία κυρίου, όπως και η παραπάνω δικαιοπάροχός της και συγκεκριμένα το επισκεπτόταν και το φύλασσε αποκλείοντας την επέμβαση επ' αυτού οποιουδήποτε τρίτου χωρίς να ενοχληθεί από κανέναν, επιμελήθηκε δε τα της ένταξης της εν λόγω ιδιοκτησίας της στο σχέδιο πόλης Τρικάλων παρακολουθώντας τη σχετική διαδικασία, ως και την εγγραφή της στο εθνικό κτηματολόγιο. Έτσι, σε κάθε περίπτωση η ενάγουσα έγινε κυρία του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία αφού το κατέχει και το νέμεται αυτή και οι προαναφερόμενοι δικαιοπάροχοί της συνεχώς και χωρίς διακοπή από αρχές 1885 έτους έως τα τέλη 2002 έτους, δηλαδή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 20 ετών και δη 105 έτη περίπου (...)". Βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος Δήμου Τρικκαίων κατά της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 232/2008 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων η οποία είχε δεχθεί τα ίδια και κατά παραδοχήν της ένδικης αναγνωριστικής αγωγής της αναιρεσίβλητης Ι.Μ. Τρίκκης και Σταγών είχε αναγνωρίσει την τελευταία κυρία του αναφερόμενου επιδίκου ακινήτου. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, μεταξύ των οποίων και ότι η άμεση δικαιοπάροχος της αναιρεσίβλητης, από το έτος 1928, οπότε το έλαβε στη νομή της ως άτυπη προίκα από τη μητέρα της και έκτοτε μέχρι το έτος 1976, οπότε το μεταβίβασε στην αναιρεσίβλητη λόγω δωρεάς (προαναφερόμενο υπ' αριθμ. .../10-9-76 συμβόλαιο), νεμόνταν το επίδικο με τις αναφερόμενες πράξεις νομής, και με καλή δε πίστη μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23-2-1946), διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα της κυριότητας της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης επί του επιδίκου, κτηθείσα με έκτακτη χρησικτησία, οι οποίες (αιτιολογίες) στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα του Εφετείου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου και δη των άρθρων 974, 976, 980, 1045 του ΑΚ, ο υπό την ισχύ του οποίου και μόνον χρόνος (υπερεικοσαετίας) αρκεί για την απόκτηση της κυριότητας. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον δεύτερο από το άρθρο 559 αρ. 19 του Κ.Πολ.Δ., λόγο της αιτήσεώς του, ειδικότερα δε ότι η προσβαλλομένη, μη αναφέροντας νομή της δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης επί του επιδίκου μετά την 23-2-1946 και μέχρι το έτος 1976, έχει ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες, είναι αβάσιμα. Αβάσιμα, ως στηριζόμενα σε εσφαλμένη προϋπόθεση, είναι και όσα ο αναιρεσείων υποστηρίζει με τον τρίτο, υπό την επίκληση του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς του, ότι δηλαδή το Εφετείο εν πάση περιπτώσει, "μη διαγνωσθείσης της νομής των δικαιοπαρόχων της αντιδίκου κατά το διάστημα από 23-2-1946 έως 10-9-1976", παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν.δ. 31/1968, όπως αντικ. με το άρθρο 62 του ν.1416/1984, και εκείνων του α.ν. 1539/1938, κατά τις οποίες τα ακίνητα των δήμων και των κοινοτήτων είναι ανεπίδεκτα νομής και χρησικτησίας τρίτου από το έτος 1968 και εφεξής. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης, το Εφετείο δέχεται ότι το επίδικο ακίνητο ουδέποτε υπήρξε κοινοτικός ή δημοτικός χώρος, ώστε να είναι ανεπίδεκτος, χρησικτησίας κατά τα ανωτέρω, βρισκόμενο πάντοτε υπό τη νομή και κυριότητα ιδιωτών (των δικαιοπαρόχων της αναιρεσίβλητης), ειδικότερα δε υπό την νομή της άμεσης δικαιοπαρόχου της αναιρεσίβλητης και κατά το ειρημένο χρονικό διάστημα από 23-2-1946 έως 10-9-1976. ΙΙ. Ο κατά το άρθρο 559 αρ. 9 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ότι το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη δεν δημιουργείται όταν η "αίτηση" αφορά τον διορισμό πραγματογνώμονα, όπως δεν δημιουργείται ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 11 γ' του ίδιου άρθρου όταν από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, καθώς και ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 20 του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ όταν πρόκειται για παράπονο που αναφέρεται και μόνο στην εκτίμηση του περιεχομένου εγγράφου, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου, όπως εκτιμάται το ελλειπές περιεχόμενό του (μη ολοκληρωμένο) στο βρισκόμενο στη δικογραφία αντίγραφό του. και υπό την επίκληση του αριθμού 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ υποστηρίζεται ότι το Εφετείο άφησε αδίκαστο το αίτημα του αναιρεσείοντος για τον διορισμό ειδικών πραγματογνωμόνων εκτός του καταλόγου του Πρωτοδικείου Τρικάλων, για την απόδειξη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος για δική του κυριότητα επί του επιδίκου, ως κοινόχρηστου χώρου. Παρεκτός του ότι, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της έφεσης του αναιρεσείοντος, τέτοιο αίτημα δεν υποβλήθηκε στο Εφετείο, το οποίο απέρριψε τους τέταρτο και πέμπτο λόγους της εφέσεως του αναιρεσείοντος που αφορούσαν την εκτίμηση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της διεξαχθείσης πραγματογνωμοσύνης, ώστε να μπορεί κατ' αρχήν να προβληθεί σχετικά λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ο εξεταζόμενος ως άνω λόγος είναι απαράδεκτος, αφού δεν πρόκειται για αίτηση κατά την έννοια της προρρηθείσης διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 9 του ΚΠολΔ. Με τον τέταρτο λόγο, από τον αριθμό 11γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, του αναιρετηρίου προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη το υπ' αριθμ. .../1976 δωρητήριο συμβόλαιο, τον τίτλο δηλαδή κυριότητας της αναιρεσίβλητης, που είχε επικαλεστεί και ο αναιρεσείων, με τον πέμπτο δε και υπό την επίκληση του αριθμού 20 του ίδιου άρθρου ότι άλλως το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού (συμβολαίου) με το να μην αναγνώσει την περικοπή του ότι το επίδικο "κείται εν τη θέσει "... ..." (...), ένθα η γνωστή κοινόχρηστος έκτασις του χωρίου τούτου, υπό την ονομασίαν ... ...". Ο πρώτος από τους ανωτέρω λόγους είναι αβάσιμος, αφού από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη το ειρημένο υπ' αριθμ. .../76 συμβόλαιο, το οποίο και ρητώς μνημονεύει, ο δε τελευταίος παρεκτός του ότι δεν προσκομίζεται το ανωτέρω συμβόλαιο, για να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της αποδιδόμενης παραμόρφωσης του περιεχομένου του, είναι απαράδεκτος, αφού από το περιεχόμενο του ως άνω λόγου προκύπτει σαφώς ότι πρόκειται και μόνον για την εκτίμηση του περιεχομένου του ως άνω συμβολαίου (εγγράφου), αναφερομένου στη θέση του επιδίκου ("... ..."), στην οποία υπάρχει (και) η "γνωστή κοινόχρηστος έκτασις υπό την ονομασία "... ...". ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη, και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρ. 178, 183, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, 281 παρ. 2 ν.3463/2006). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 8-4-2011 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 40/2011 αποφάσεως του Εφετείου Λαρίσης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα Δήμο στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρετικοί λόγοι από το άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ., αρ. 19 (αβάσιμος), 9 (απαράδεκτος, επειδή αφορά "αίτηση" για διορισμό νέου πραγματογνώμονα), 11γ΄ (αβάσιμος), 20 (απαράδεκτος, επειδή αφορά εκτίμηση περιεχομένου εγγράφου). Αβάσιμος και ο λόγος αναιρέσεως που πλήττει μη πραγματική παραδοχή του δικαστηρίου (εσφαλμένη προϋπόθεση).
Χρησικτησία έκτακτη
Αγωγή αναγνωριστική, Χρησικτησία έκτακτη.
0
Αριθμός 2123/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 22α Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ" όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Γεωργίας - Αιμιλίας Βούλγαρη, η οποία ανακάλεσε την από 18-10-2013 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά δεν κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ι. Κ., δικηγόρου, κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκε. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-12-2008 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 79/2010 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 4047/2012 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 27-2-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 11-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά το άρθρο 576 παρ.1 ΚΠολΔ, αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος στη συζήτηση με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την από 8-4-2013 επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας …στο προσκομιζόμενο από το αναιρεσείον ακριβές αντίγραφο της από 27-2-2013 αιτήσεως αναιρέσεως, με την πράξη καταθέσεως και την κάτω από αυτήν πρόσκληση του αναιρεσίβλητου, υπογραφόμενη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο αυτού, Παναγιώτη Αποστολόπουλο (με τον οποίο εμφανίσθηκαν μαζί ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα προσδιορισμού του τμήματος προδικασίας του Αρείου Πάγου, όπως προκύπτει από την από 6-3-2013 έκθεση της Σταμούλας Ψύχα), προς το αναιρεσείον για να παρασταθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η επίσπευση της συζήτησης γίνεται από τον αναιρεσίβλητο. Επομένως, παρά την απουσία αυτού, που δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως με τη σειρά της από το πινάκιο της ως άνω δικασίμου ούτε κατέθεσε δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, η υπόθεση πρέπει να ερευνηθεί σαν και αυτός να ήταν παρών (ΚΠολΔ 226 παρ. 4 εδ. 1, 3, 4, 568 παρ.4, 576 παρ.1). 2. Με το άρθρο 21 παρ.2 του ν. 3274/2004 "Οργάνωση και λειτουργία των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) πρώτου και δεύτερου βαθμού" αντικαταστάθηκε το άρθρο 245 του ν. 1188/1981 "κώδικας προσωπικού ΟΤΑ" ως εξής: "Δικηγόροι Δήμων και Ιδρυμάτων. (α) Με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας των δήμων και των ιδρυμάτων τους μπορεί να συνιστώνται θέσεις δικηγόρων με μηνιαία αντιμισθία [...]. (β) Με τη διαδικασία της παρ.1 μπορεί να συνιστάται μία (1) θέση δικηγόρου σε δήμους με πληθυσμό μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) κατοίκους και δύο (2) θέσεις σε δήμους με πληθυσμό μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) κατοίκους. Στους λοιπούς δήμους ο αριθμός των συνιστώμενων θέσεων δικηγόρων καθορίζεται με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας τους, ανάλογα με τις ανάγκες τους. (γ) Οι δικηγόροι, που προσλαμβάνονται σε δήμους ή ιδρύματά τους, παρέχουν τις νομικές τους υπηρεσίες συγχρόνως στους δήμους, στα νομικά πρόσωπα και σε άλλα ιδρύματα των ίδιων δήμων χωρίς να δικαιούνται ιδιαίτερη αμοιβή [...]. (ε) Οι απασχολούμενοι, σύμφωνα με τα παραπάνω, δικηγόροι υποχρεούνται σε παροχή υπηρεσίας στο κατάστημα του οικείου ΟΤΑ για χρόνο που ανταποκρίνεται στις εκάστοτε υπάρχουσες υπηρεσιακές συνθήκες, εφόσον δεν παρίσταται ανάγκη παράστασης ενώπιον δικαστικών ή διοικητικών αρχών [...]". Επίσης, με την παρ.3 του ίδιου άρθρου αντικαταστάθηκε το άρθρο 246 του ν. 1188/1981 ως εξής: "Αντιμισθία. (α) Οι διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, όπως ισχύει κάθε φορά, εφαρμόζονται και για τους δικηγόρους των ΟΤΑ με πάγια αντιμισθία. (β) Η κατά την προηγούμενη παράγραφο πάγια αντιμισθία των δικηγόρων των δήμων, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των ιδρυμάτων τους, όπως αυτή διαμορφώνεται συνολικά κάθε φορά, από τις εκάστοτε ισχύουσες γι` αυτούς διατάξεις, προσαυξάνεται κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) για τους ΟΤΑ με πληθυσμό μέχρι εκατό χιλιάδες κατοίκους και κατά τριάντα τοις εκατό (30%) για τους ΟΤΑ με πληθυσμό άνω των εκατό χιλιάδων κατοίκων, επί του ύψους της παραπάνω αντιμισθίας [...]. (γ) Στους παραπάνω δικαιούχους χορηγούνται τα ποσά που προβλέπονται [...] και το επίδομα της περιπτώσεως γ' της παρ.6 του άρθρου 8 του ν. 3205/ 2003, όπως κάθε φορά ισχύουν". Εξ άλλου, στο άρθρο 8 στοιχείο Α παρ.6 του ν. 3205/2003 "Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ κλπ" (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 8 παρ.1 του ν. 3670/2008), ορίζεται ότι χορηγείται "επίδομα ειδικής απασχόλησης για το προσωπικό των ΟΤΑ πρώτου βαθμού ως εξής: α) για το προσωπικό καθαριότητας εξωτερικών χώρων και αφοδευτηρίων, τους οδηγούς απορριμματοφόρων αυτοκινήτων και ανοιχτών φορτηγών, τους χειριστές μηχανικών σαρώθρων, τους εργάτες και τεχνίτες αποχέτευσης, νεκροταφείων και ρίψης ασφάλτου, τους απασχολούμενους στην υγειονομική ταφή απορριμμάτων και στους σταθμούς μεταφόρτωσης, καθώς και για τους μηχανοτεχνίτες συνεργείων αυτοκινήτων σε 132 ευρώ, β) για το εποπτικό προσωπικό καθαριότητας, τεχνικό προσωπικό, τεχνίτες εν γένει, υγειονομικό προσωπικό, γεωπονικό προσωπικό, μουσικούς πνευστών οργάνων, ένστολο προσωπικό δημοτικής αστυνομίας, οδηγούς και χειριστές μηχανημάτων έργου και για όλους τους κλάδους της κατηγορίας ΥΕ, σε 116 ευρώ, γ) για το λοιπό προσωπικό σε 84 ευρώ". 3. Από τις διατάξεις αυτές (οι οποίες ίσχυαν κατά το εν προκειμένω κρίσιμο χρονικό διάστημα και δεν μεταβλήθηκαν με τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 165 και 166 του μεταγενέστερου ν. 3584/2007 "Κώδικας Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων") συνάγεται ότι στους δικηγόρους των δήμων και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή ιδρυμάτων, που ανήκουν σε δήμους, δηλαδή σε ΟΤΑ πρώτου βαθμού, χορηγήθηκε α) ποσοστιαία προσαύξηση επί της αμοιβής, την οποία λαμβάνουν σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του κώδικα περί των δικηγόρων ή άλλων νόμων για τους δικηγόρους που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με πάγια αντιμισθία και β) επίδομα ειδικής απασχόλησης. Το επίδομα είναι πάγιο, ανερχόμενο σε ποσό 84 ευρώ μηνιαίως. Η ποσοστιαία προσαύξηση, όμως, κλιμακώνεται ανάλογα προς τον πληθυσμό του δήμου, στον οποίο οι δικηγόροι ασκούν τα καθήκοντά τους (όπως αναφέρθηκε, άλλωστε, ο πληθυσμός επηρεάζει και τον αριθμό των οργανικών θέσεων των δικηγόρων). Εκ τούτου έπεται ότι για τη χορήγηση των παροχών αυτών και για τον προσδιορισμό του ύψους της προσαύξησης λήφθηκε υπ' όψη η επιβάρυνση, την οποία υφίστανται οι δικηγόροι των δήμων σε συνάρτηση με το συνολικό αριθμό των δημοτών. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι στους δικηγόρους των ΟΤΑ πρώτου βαθμού επιβλήθηκε η υποχρέωση, αφ' ενός να καλύπτουν χωρίς πρόσθετη αμοιβή τις ανάγκες όλων των νομικών προσώπων ή ιδρυμάτων του οικείου δήμου και αφ' ετέρου, εφ' όσον δεν υπάρχει ανάγκη συγκεκριμένης εξωτερικής εργασίας, να απασχολούνται εντός του οικείου δημοτικού καταστήματος για την εξυπηρέτηση των υπηρεσιακών αναγκών και ανάλογα προς αυτές, τις οποίες δεν δικαιούνται να διεκπεραιώνουν στο προσωπικό γραφείο, που, παράλληλα, επιτρέπεται να διατηρούν ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Η τήρηση της υποχρέωσης αυτής έχει ως εύλογη συνέπεια τον περιορισμό της ελεύθερης, επαγγελματικής τους δραστηριότητας και των εξ αυτής προσόδων. Με τον τρόπο αυτό και παρά το γεγονός ότι δεν γίνεται ρητή αναφορά στο νόμο ή στην εισηγητική του έκθεση, η προαναφερθείσα, ποσοστιαία προσαύξηση της πάγιας αντιμισθίας και το επίδομα ειδικής απασχόλησης προβλέφθηκαν ως αντιστάθμισμα των ως άνω, πρόσθετων υποχρεώσεων των δικηγόρων της εν λόγω κατηγορίας (ΑΠ 587/2011). 4. Η διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι "Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", δεσμεύει το νομοθέτη και τον υποχρεώνει, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, να μη κάνει διακρίσεις συνεπαγόμενες διαφορετική μεταχείριση των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες ή ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Η δέσμευση αυτή, όμως, δεν ισχύει, σε περίπτωση που οι διακρίσεις ή η διαφορετική μεταχείριση επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος. Η συνδρομή των λόγων αυτών, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων, αλλά ρητώς ή σιωπηρώς αποκλεισθεί από αυτήν, κατά αδικαιολόγητη, δυσμενή διάκριση, μια άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επέβαλε την ειδική μεταχείριση, επέρχεται παραβίαση της αρχής της ισότητας. Όταν η ειδική ρύθμιση αφορά σε μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς υπάλληλο ή, γενικά, μισθωτό του Δημοσίου ή των ΝΠΔΔ ή των ΟΤΑ και διαπιστώνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια, για την αποκατάσταση της ισότητας που εν προκειμένω εκδηλώνεται με την ειδικότερη αρχή της εκ μέρους του αυτού εργοδότη καταβολής της ίδιας αμοιβής για την προσφορά εργασίας ίσης αξίας (άρθρο 22 παρ.1 εδ. β' του Συντάγματος, ΑΠ 903/2013, ΑΠ 1227/2012), είναι υποχρεωμένα να επιδικάσουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρέθηκαν, με διεύρυνση της εφαρμογής του νόμου που περιέχει την ευμενέστερη ρύθμιση (ΟλΑΠ 12/1992). Τέτοια διεύρυνση, όμως, δεν μπορεί να γίνει, όταν διαπιστώνεται ότι η διάκριση είναι δικαιολογημένη. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη (βλ. παραπάνω, αρ.3), η προς τους δικηγόρους των ΟΤΑ πρώτου βαθμού (ήτοι όχι προς τους δικηγόρους των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, που είναι ΟΤΑ δευτέρου βαθμού, ΑΠ 638/2009) χορήγηση της ποσοστιαίας προσαύξησης της πάγιας αντιμισθίας και του επιδόματος ειδικής απασχόλησης έγινε ως αντιστάθμισμα της υποχρέωσής τους α) να καλύπτουν χωρίς άλλη, πρόσθετη αμοιβή τις νομικές ανάγκες όχι μόνο του δήμου, στον οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους με πάγια αντιμισθία, αλλά και των λοιπών νομικών προσώπων ή των ιδρυμάτων που ανήκουν σ' αυτόν και β) να απασχολούνται εντός του οικείου δημοτικού καταστήματος για την εξυπηρέτηση των εν λόγω αναγκών. Επομένως, οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 246 του ν. 1188/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 παρ.3 του ν. 3274/2004, εισάγουν εύλογη διάκριση και δεν αντιστρατεύονται ούτε τη συνταγματική αρχή για την ισότητα έναντι του νόμου ούτε την ειδικότερη εκδήλωση αυτής προς καταβολή εκ μέρους του αυτού εργοδότη της ίδιας αμοιβής για εργασία ίσης αξίας (πρβλ. ΑΠ 15/2013, ΑΠ 1495/2012, ΑΠ 97/2008, ΑΠ 1065/2002, ΑΠ 1337/2001). 5. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε μεταξύ άλλων τα εξής ουσιώδη: Ότι ο ενάγων δικηγόρος (τότε εφεσίβλητος και ήδη αναιρεσίβλητος), την 18-2-1969, προσλήφθηκε από το εναγόμενο πανεπιστήμιο (τότε εκκαλούν και ήδη αναιρεσείον), που είναι ΝΠΔΔ, για να προσφέρει σ' αυτό τις νομικές του υπηρεσίες με σχέση εντολής αορίστου χρόνου και με πάγια αντιμισθία. Ότι, από την 1-1-2004, ο ενάγων αμείβεται ως έχων βαθμολογική και μισθολογική αντιστοιχία με τους μονίμους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ. Ότι το εναγόμενο είναι το μεγαλύτερο από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Χώρας, διότι περιλαμβάνει 33 σχολές ή τμήματα, 2 αμιγώς πανεπιστημιακά νοσοκομεία, 3 κεντρικές γενικές διευθύνσεις και 2 αυτοτελείς διοικητικές μονάδες, έχει δε πολύ μεγάλο αριθμό διδακτικού, επιστημονικού, διοικητικού και φοιτητικού προσωπικού, που υπερβαίνει τα 150.000 μέλη. Ότι ο ενάγων έχει τα ίδια ουσιαστικά προσόντα διορισμού και εκτελεί τα ίδια κατά περιεχόμενο καθήκοντα, παρέχοντας τις ίδιες ή συναφείς υπηρεσίες με τους δικηγόρους που υπηρετούν με την ίδια σχέση στους ΟΤΑ (νομική εξυπηρέτηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας, διαρκής ενημέρωση ή υποστήριξη των διοικητικών οργάνων επί νομικών ζητημάτων, σύνταξη γνωμοδοτήσεων, σχεδίων νόμων ή υπουργικών αποφάσεων, εκπροσώπηση του εναγομένου σε δικαστήρια όλων των βαθμίδων και των δικαιοδοσιών κλπ). Ότι, ως εκ τούτου, περιορίζεται σημαντικά η άσκηση της ελεύθερης επαγγελματικής δραστηριότητας του ενάγοντος. Ότι, τελικά, ως δικηγόρος του εναγομένου, ο ενάγων ασκεί καθήκοντα και έχει αρμοδιότητες ουσιωδώς όμοιες με αυτές ενός δικηγόρου ΟΤΑ με πληθυσμό άνω των 100.000 κατοίκων και, επί πλέον, έχει τουλάχιστον την ίδια ποσοτική απόδοση με αυτόν. Ότι, παρά ταύτα, ο ενάγων δεν λαμβάνει την ποσοστιαία προσαύξηση και το επίδομα εδικής απασχόλησης που χορηγήθηκαν στους δικηγόρους των ΟΤΑ με τις διατάξεις του άρθρου 246 του ν. 1188/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 παρ.3 του ν. 3274/2004. Ότι η εν λόγω διαφορετική μισθολογική αντιμετώπιση των δικηγόρων των ΟΤΑ από τους συναδέλφους αυτών, που υπηρετούν στο Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ, δεν τελεί σε συνάφεια με ορισμένες ιδιαίτερες συνθήκες ως προς την τέλεση των καθηκόντων τους ούτε επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, αλλά στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε πληθυσμιακά κριτήρια. Ότι υπό τις περιστάσεις αυτές εισάγεται αδικαιολόγητη διάκριση σε βάρος του ενάγοντος και, προς αποκατάσταση της αρχής της ισότητας, πρέπει οι ευμενέστερες ρυθμίσεις του άρθρου 246 του ν. 1188/1981 να εφαρμοσθούν και ως προς αυτόν. Κατόπιν αυτών, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι, πράγματι, ο ενάγων δικαιούται την προσαύξηση 30% επί της παγίας αντιμισθίας που λαμβάνει, καθώς και το επίδομα ειδικής απασχόλησης και απέρριψε, ως αβάσιμη, την έφεση κατά της τότε εκκαλουμένης 79/2010 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο είχε αναγνωρίσει για τον ίδιο λόγο την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα τις αιτούμενες μισθολογικές διαφορές, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής, που είχε ως περιεχόμενο τα πραγματικά περιστατικά και τα επιχειρήματα που ήδη αναφέρθηκαν ως παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας. 6. Με την κρίση αυτή, το Μονομελές Εφετείο παραβίασε τις ως άνω, ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 22 παρ.1 εδ. β' του Συντάγματος σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 245 και 246 του ν. 1188/1981, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 21 παρ.2 και 3 του ν. 3274/2004. Διότι, όπως διαφαίνεται από τα ήδη αναφερθέντα (βλ. παραπάνω, αρ.4), οι παροχές του άρθρου 246 του ν. 1188/1981 δεν είναι αδικαιολόγητες, αλλά αποτελούν αντιστάθμισμα των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στους δικηγόρους των ΟΤΑ πρώτου βαθμού από το άρθρο 245 του ίδιου νόμου, οπότε η νομοθετική ρύθμιση που προβλέπει τη χορήγησή τους δεν συνιστά δυσμενή διάκριση ως προς τους δικηγόρους άλλων ΝΠΔΔ, οι οποίοι έχουν προσληφθεί από διαφορετικό εργοδότη και απασχολούνται με διαφορετικό νομικό καθεστώς. Η τυχόν επέκτασή τους στους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, πράγμα που επιδιώκεται με την αγωγή, θα αποτελούσε εξομοίωση καταστάσεων και προσώπων, που ο νομοθέτης, αξιολογώντας εύλογα τις διαφορετικές συνθήκες που ισχύουν για την καθεμιά, θέλησε να ρυθμίσει με διαφορετικό τρόπο. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται η κακή εφαρμογή των διατάξεων αυτών και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 7. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Η έρευνα των υπολοίπων λόγων αναιρέσεως αποβαίνει περιττή. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 εδ.α' ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α' 74/20-3-2013), "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση". Εν προκειμένω, μετά την αναίρεση, αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της εφέσεως, με την οποία επιδιώκεται η απόρριψη της αγωγής, μεταξύ άλλων και ως μη ερειδόμενης στο νόμο. Αυτό, όμως, έχει διαπιστωθεί ήδη κατά την έρευνα του αναιρετικού λόγου, δυνάμει του οποίου η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή. Επομένως, η υπόθεση δεν απαιτεί περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτή και η έφεση και να απορριφθεί η αγωγή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος για όλη την αντιδικία, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 4047/2012 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ επί της εφέσεως και ΔΕΧΟΜΕΝΟ αυτήν. ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 79/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ένδικη, από 30-12-2008 αγωγή.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο να πληρώσει στο αναιρεσείον δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 14η Νοεμβρίου 2013. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αρχή ισότητας επί αμοιβής δικηγόρων με πάγια αντιμισθία. Η χορήγηση ποσοστιαίας προσαύξησης, αναλόγως πληθυσμού, και επιδόματος ειδικής αασχόλησης στους δικηγόρους ΟΤΑ (άρθρο 246 ν. 1188/1981) δικαιολογείται από τις συνθήκες, υπό τις οποίες παρέχουν τις νομικές τους υπηρεσίες κατά νόμο (άρθρο 245 ν. 1188/1981) και δεν εισάγει αδικαιολόγητη διάκριση έναντι δικηγόρου ΝΠΔΔ (Πανεπιστημίου Αθηνών), ο οποίος έχει προσληφθεί από άλλο εργοδότη και απασχολείται με διαφορετικό νομικό καθεστώς. Αναιρεί και απορρίπτει αγωγή.
Πάγια αντιμισθία
Δικηγορική αμοιβή, Αρχή ισότητας, Πάγια αντιμισθία.
0
Αριθμός 2122/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 22α Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ" όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Γεωργίας - Αιμιλίας Βούλγαρη, η οποία ανακάλεσε την από 18-10-2013 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Μ. Φ. του Γ., δικηγόρου, κατοίκου ..., που παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της ιδιότητάς του και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-12-2008 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 80/2010 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 4046/2012 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 14-1-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 11-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο αναιρεσίβλητος την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Με το άρθρο 21 παρ.2 του ν. 3274/2004 "Οργάνωση και λειτουργία των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) πρώτου και δεύτερου βαθμού" αντικαταστάθηκε το άρθρο 245 του ν. 1188/1981 "κώδικας προσωπικού ΟΤΑ" ως εξής: "Δικηγόροι Δήμων και Ιδρυμάτων. (α) Με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας των δήμων και των ιδρυμάτων τους μπορεί να συνιστώνται θέσεις δικηγόρων με μηνιαία αντιμισθία [...]. (β) Με τη διαδικασία της παρ.1 μπορεί να συνιστάται μία (1) θέση δικηγόρου σε δήμους με πληθυσμό μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) κατοίκους και δύο (2) θέσεις σε δήμους με πληθυσμό μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) κατοίκους. Στους λοιπούς δήμους ο αριθμός των συνιστώμενων θέσεων δικηγόρων καθορίζεται με τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας τους, ανάλογα με τις ανάγκες τους. (γ) Οι δικηγόροι, που προσλαμβάνονται σε δήμους ή ιδρύματά τους, παρέχουν τις νομικές τους υπηρεσίες συγχρόνως στους δήμους, στα νομικά πρόσωπα και σε άλλα ιδρύματα των ίδιων δήμων χωρίς να δικαιούνται ιδιαίτερη αμοιβή [...]. (ε) Οι απασχολούμενοι, σύμφωνα με τα παραπάνω, δικηγόροι υποχρεούνται σε παροχή υπηρεσίας στο κατάστημα του οικείου ΟΤΑ για χρόνο που ανταποκρίνεται στις εκάστοτε υπάρχουσες υπηρεσιακές συνθήκες, εφόσον δεν παρίσταται ανάγκη παράστασης ενώπιον δικαστικών ή διοικητικών αρχών [...]". Επίσης, με την παρ.3 του ίδιου άρθρου αντικαταστάθηκε το άρθρο 246 του ν. 1188/1981 ως εξής: "Αντιμισθία. (α) Οι διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, όπως ισχύει κάθε φορά, εφαρμόζονται και για τους δικηγόρους των ΟΤΑ με πάγια αντιμισθία. (β) Η κατά την προηγούμενη παράγραφο πάγια αντιμισθία των δικηγόρων των δήμων, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των ιδρυμάτων τους, όπως αυτή διαμορφώνεται συνολικά κάθε φορά, από τις εκάστοτε ισχύουσες γι` αυτούς διατάξεις, προσαυξάνεται κατά ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) για τους ΟΤΑ με πληθυσμό μέχρι εκατό χιλιάδες κατοίκους και κατά τριάντα τοις εκατό (30%) για τους ΟΤΑ με πληθυσμό άνω των εκατό χιλιάδων κατοίκων, επί του ύψους της παραπάνω αντιμισθίας [...]. (γ) Στους παραπάνω δικαιούχους χορηγούνται τα ποσά που προβλέπονται [...] και το επίδομα της περιπτώσεως γ' της παρ.6 του άρθρου 8 του ν. 3205/ 2003, όπως κάθε φορά ισχύουν". Εξ άλλου, στο άρθρο 8 στοιχείο Α παρ.6 του ν. 3205/2003 "Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ κλπ" (όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 8 παρ.1 του ν. 3670/2008), ορίζεται ότι χορηγείται "επίδομα ειδικής απασχόλησης για το προσωπικό των ΟΤΑ πρώτου βαθμού ως εξής: α) για το προσωπικό καθαριότητας εξωτερικών χώρων και αφοδευτηρίων, τους οδηγούς απορριμματοφόρων αυτοκινήτων και ανοιχτών φορτηγών, τους χειριστές μηχανικών σαρώθρων, τους εργάτες και τεχνίτες αποχέτευσης, νεκροταφείων και ρίψης ασφάλτου, τους απασχολούμενους στην υγειονομική ταφή απορριμμάτων και στους σταθμούς μεταφόρτωσης, καθώς και για τους μηχανοτεχνίτες συνεργείων αυτοκινήτων σε 132 ευρώ, β) για το εποπτικό προσωπικό καθαριότητας, τεχνικό προσωπικό, τεχνίτες εν γένει, υγειονομικό προσωπικό, γεωπονικό προσωπικό, μουσικούς πνευστών οργάνων, ένστολο προσωπικό δημοτικής αστυνομίας, οδηγούς και χειριστές μηχανημάτων έργου και για όλους τους κλάδους της κατηγορίας ΥΕ, σε 116 ευρώ, γ) για το λοιπό προσωπικό σε 84 ευρώ". 2. Από τις διατάξεις αυτές (οι οποίες ίσχυαν κατά το εν προκειμένω κρίσιμο χρονικό διάστημα και δεν μεταβλήθηκαν με τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 165 και 166 του μεταγενέστερου ν. 3584/2007 "Κώδικας Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων") συνάγεται ότι στους δικηγόρους των δήμων και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή ιδρυμάτων, που ανήκουν σε δήμους, δηλαδή σε ΟΤΑ πρώτου βαθμού, χορηγήθηκε α) ποσοστιαία προσαύξηση επί της αμοιβής, την οποία λαμβάνουν σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του κώδικα περί των δικηγόρων ή άλλων νόμων για τους δικηγόρους που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με πάγια αντιμισθία και β) επίδομα ειδικής απασχόλησης. Το επίδομα είναι πάγιο, ανερχόμενο σε ποσό 84 ευρώ μηνιαίως. Η ποσοστιαία προσαύξηση, όμως, κλιμακώνεται ανάλογα προς τον πληθυσμό του δήμου, στον οποίο οι δικηγόροι ασκούν τα καθήκοντά τους (όπως αναφέρθηκε, άλλωστε, ο πληθυσμός επηρεάζει και τον αριθμό των οργανικών θέσεων των δικηγόρων). Εκ τούτου έπεται ότι για τη χορήγηση των παροχών αυτών και για τον προσδιορισμό του ύψους της προσαύξησης λήφθηκε υπ' όψη η επιβάρυνση, την οποία υφίστανται οι δικηγόροι των δήμων σε συνάρτηση με το συνολικό αριθμό των δημοτών. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι στους δικηγόρους των ΟΤΑ πρώτου βαθμού επιβλήθηκε η υποχρέωση αφ' ενός να καλύπτουν χωρίς πρόσθετη αμοιβή τις ανάγκες όλων των νομικών προσώπων ή ιδρυμάτων του οικείου δήμου και αφ' ετέρου, εφ' όσον δεν υπάρχει ανάγκη συγκεκριμένης εξωτερικής εργασίας, να απασχολούνται εντός του οικείου δημοτικού καταστήματος για την εξυπηρέτηση των υπηρεσιακών αναγκών και ανάλογα προς αυτές, τις οποίες δεν δικαιούνται να διεκπεραιώνουν στο προσωπικό γραφείο, που, παράλληλα, επιτρέπεται να διατηρούν ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Η τήρηση της υποχρέωσης αυτής έχει ως εύλογη συνέπεια τον περιορισμό της ελεύθερης, επαγγελματικής τους δραστηριότητας και των εξ αυτής προσόδων. Με τον τρόπο αυτό και παρά το γεγονός ότι δεν γίνεται ρητή αναφορά στο νόμο ή στην εισηγητική του έκθεση, η προαναφερθείσα, ποσοστιαία προσαύξηση της πάγιας αντιμισθίας και το επίδομα ειδικής απασχόλησης προβλέφθηκαν ως αντιστάθμισμα των ως άνω, πρόσθετων υποχρεώσεων των δικηγόρων της εν λόγω κατηγορίας (ΑΠ 587/2011). 3. Η διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι "Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", δεσμεύει το νομοθέτη και τον υποχρεώνει, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, να μη κάνει διακρίσεις συνεπαγόμενες διαφορετική μεταχείριση των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες ή ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Η δέσμευση αυτή, όμως, δεν ισχύει, σε περίπτωση που οι διακρίσεις ή η διαφορετική μεταχείριση επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος. Η συνδρομή των λόγων αυτών, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων, αλλά ρητώς ή σιωπηρώς αποκλεισθεί από αυτήν, κατά αδικαιολόγητη, δυσμενή διάκριση, μια άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που επέβαλε την ειδική μεταχείριση, επέρχεται παραβίαση της αρχής της ισότητας. Όταν η ειδική ρύθμιση αφορά σε μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς υπάλληλο ή, γενικά, μισθωτό του Δημοσίου ή των ΝΠΔΔ ή των ΟΤΑ και διαπιστώνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια, για την αποκατάσταση της ισότητας που εν προκειμένω εκδηλώνεται με την ειδικότερη αρχή της εκ μέρους του αυτού εργοδότη καταβολής της ίδιας αμοιβής για την προσφορά εργασίας ίσης αξίας (άρθρο 22 παρ.1 εδ. β' του Συντάγματος, ΑΠ 903/2013, ΑΠ 1227/2012), είναι υποχρεωμένα να επιδικάσουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρέθηκαν, με διεύρυνση της εφαρμογής του νόμου που περιέχει την ευμενέστερη ρύθμιση (ΟλΑΠ 12/1992). Τέτοια διεύρυνση, όμως, δεν μπορεί να γίνει, όταν διαπιστώνεται ότι η διάκριση είναι δικαιολογημένη. Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη (βλ. παραπάνω, αρ.2), η προς τους δικηγόρους των ΟΤΑ πρώτου βαθμού (ήτοι όχι προς τους δικηγόρους των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, που είναι ΟΤΑ δευτέρου βαθμού, ΑΠ 638/2009) χορήγηση της ποσοστιαίας προσαύξησης της πάγιας αντιμισθίας και του επιδόματος ειδικής απασχόλησης έγινε ως αντιστάθμισμα της υποχρέωσής τους α) να καλύπτουν χωρίς άλλη, πρόσθετη αμοιβή τις νομικές ανάγκες όχι μόνο του δήμου, στον οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους με πάγια αντιμισθία, αλλά και των λοιπών νομικών προσώπων ή των ιδρυμάτων που ανήκουν σ' αυτόν και β) να απασχολούνται εντός του οικείου δημοτικού καταστήματος για την εξυπηρέτηση των εν λόγω αναγκών. Επομένως, οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 246 του ν. 1188/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 παρ.3 του ν. 3274/2004, εισάγουν εύλογη διάκριση και δεν αντιστρατεύονται ούτε τη συνταγματική αρχή για την ισότητα έναντι του νόμου ούτε την ειδικότερη εκδήλωση αυτής προς καταβολή εκ μέρους του αυτού εργοδότη της ίδιας αμοιβής για εργασία ίσης αξίας (πρβλ. ΑΠ 15/2013, ΑΠ 1495/2012, ΑΠ 97/2008, ΑΠ 1065/2002, ΑΠ 1337/2001). 4. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών δέχθηκε μεταξύ άλλων τα εξής ουσιώδη: Ότι ο ενάγων δικηγόρος (τότε εφεσίβλητος και ήδη αναιρεσίβλητος), την 1-6-1990, προσλήφθηκε από το εναγόμενο πανεπιστήμιο (τότε εκκαλούν και ήδη αναιρεσείον), που είναι ΝΠΔΔ, για να προσφέρει σ' αυτό τις νομικές του υπηρεσίες με σχέση εντολής αορίστου χρόνου και με πάγια αντιμισθία. Ότι, από την 1-1-2004, ο ενάγων αμείβεται ως έχων βαθμολογική και μισθολογική αντιστοιχία με τους μονίμους υπαλλήλους του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ. Ότι το εναγόμενο είναι το μεγαλύτερο από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Χώρας, διότι περιλαμβάνει 33 σχολές ή τμήματα, 2 αμιγώς πανεπιστημιακά νοσοκομεία, 3 κεντρικές γενικές διευθύνσεις και 2 αυτοτελείς διοικητικές μονάδες, έχει δε πολύ μεγάλο αριθμό διδακτικού, επιστημονικού, διοικητικού και φοιτητικού προσωπικού, που υπερβαίνει τα 150.000 μέλη. Ότι ο ενάγων έχει τα ίδια ουσιαστικά προσόντα διορισμού και εκτελεί τα ίδια κατά περιεχόμενο καθήκοντα, παρέχοντας τις ίδιες ή συναφείς υπηρεσίες με τους δικηγόρους που υπηρετούν με την ίδια σχέση στους ΟΤΑ (νομική εξυπηρέτηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας, διαρκής ενημέρωση ή υποστήριξη των διοικητικών οργάνων επί νομικών ζητημάτων, σύνταξη γνωμοδοτήσεων, σχεδίων νόμων ή υπουργικών αποφάσεων, εκπροσώπηση του εναγομένου σε δικαστήρια όλων των βαθμίδων και των δικαιοδοσιών κλπ). Ότι, ως εκ τούτου, περιορίζεται σημαντικά η άσκηση της ελεύθερης επαγγελματικής δραστηριότητας του ενάγοντος. Ότι, τελικά, ως δικηγόρος του εναγομένου, ο ενάγων ασκεί καθήκοντα και έχει αρμοδιότητες ουσιωδώς όμοιες με αυτές ενός δικηγόρου ΟΤΑ με πληθυσμό άνω των 100.000 κατοίκων και, επί πλέον, έχει τουλάχιστον την ίδια ποσοτική απόδοση με αυτόν. Ότι, παρά ταύτα, ο ενάγων δεν λαμβάνει την ποσοστιαία προσαύξηση και το επίδομα εδικής απασχόλησης που χορηγήθηκαν στους δικηγόρους των ΟΤΑ με τις διατάξεις του άρθρου 246 του ν. 1188/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 παρ.3 του ν. 3274/2004. Ότι η εν λόγω διαφορετική μισθολογική αντιμετώπιση των δικηγόρων των ΟΤΑ από τους συναδέλφους αυτών, που υπηρετούν στο Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ, δεν τελεί σε συνάφεια με ορισμένες ιδιαίτερες συνθήκες ως προς την τέλεση των καθηκόντων τους ούτε επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, αλλά στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε πληθυσμιακά κριτήρια. Ότι υπό τις περιστάσεις αυτές εισάγεται αδικαιολόγητη διάκριση σε βάρος του ενάγοντος και, προς αποκατάσταση της αρχής της ισότητας, πρέπει οι ευμενέστερες ρυθμίσεις του άρθρου 246 του ν. 1188/1981 να εφαρμοσθούν και ως προς αυτόν. Κατόπιν αυτών, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι, πράγματι, ο ενάγων δικαιούται την προσαύξηση 30% επί της παγίας αντιμισθίας που λαμβάνει, καθώς και το επίδομα ειδικής απασχόλησης και απέρριψε, ως αβάσιμη, την έφεση κατά της τότε εκκαλουμένης 80/2010 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο είχε αναγνωρίσει για τον ίδιο λόγο την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα τις αιτούμενες μισθολογικές διαφορές, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ένδικης αγωγής, που είχε ως περιεχόμενο τα πραγματικά περιστατικά και τα επιχειρήματα που ήδη αναφέρθηκαν ως παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας. 5. Με την κρίση αυτή, το Μονομελές Εφετείο παραβίασε τις ως άνω, ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 22 παρ.1 εδ. β' του Συντάγματος σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 245 και 246 του ν. 1188/1981, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 21 παρ.2 και 3 του ν. 3274/2004. Διότι, όπως διαφαίνεται από τα ήδη αναφερθέντα (βλ. παραπάνω, αρ.3), οι παροχές του άρθρου 246 του ν. 1188/1981 δεν είναι αδικαιολόγητες, αλλά αποτελούν αντιστάθμισμα των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στους δικηγόρους των ΟΤΑ πρώτου βαθμού από το άρθρο 245 του ίδιου νόμου, οπότε η νομοθετική ρύθμιση που προβλέπει τη χορήγησή τους δεν συνιστά δυσμενή διάκριση ως προς τους δικηγόρους άλλων ΝΠΔΔ, οι οποίοι έχουν προσληφθεί από διαφορετικό εργοδότη και απασχολούνται με διαφορετικό νομικό καθεστώς. Η τυχόν επέκτασή τους στους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, πράγμα που επιδιώκεται με την αγωγή, θα αποτελούσε εξομοίωση καταστάσεων και προσώπων, που ο νομοθέτης, αξιολογώντας εύλογα τις διαφορετικές συνθήκες που ισχύουν για την καθεμιά, θέλησε να ρυθμίσει με διαφορετικό τρόπο. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται η κακή εφαρμογή των διατάξεων αυτών και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 6. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Η έρευνα των υπολοίπων λόγων αναιρέσεως αποβαίνει περιττή. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 εδ.α' ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α' 74/20-3-2013), "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση". Εν προκειμένω, μετά την αναίρεση, αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της εφέσεως, με την οποία επιδιώκεται η απόρριψη της αγωγής, μεταξύ άλλων και ως μη ερειδόμενης στο νόμο. Αυτό, όμως, έχει διαπιστωθεί ήδη κατά την έρευνα του αναιρετικού λόγου, δυνάμει του οποίου η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή. Επομένως, η υπόθεση δεν απαιτεί περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτή και η έφεση και να απορριφθεί η αγωγή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος για όλη την αντιδικία, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 4046/2012 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ επί της εφέσεως και ΔΕΧΟΜΕΝΟ αυτήν. ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 80/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ένδικη, από 30-12-2008 αγωγή.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο να πληρώσει στο αναιρεσείον τρεις χιλιάδες πεντακόσια (3.500) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 14η Νοεμβρίου 2013. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αρχή ισότητας επί αμοιβής δικηγόρων με πάγια αντιμισθία. Η χορήγηση ποσοστιαίας προσαύξησης, αναλόγως πληθυσμού, και επιδόματος ειδικής απασχόλησης στους δικηγόρους ΟΤΑ (άρθρο 246 ν. 1188/1981) δικαιολογείται από τις συνθήκες, υπό τις οποίες παρέχουν τις νομικές τους υπηρεσίες κατά νόμο (άρθρο 245 ν. 1188/1981) και δεν εισάγει αδικαιολόγητη διάκριση έναντι δικηγόρου ΝΠΔΔ (Πανεπιστημίου Αθηνών), ο οποίος έχει προσληφθεί από άλλο εργοδότη και απασχολείται με διαφορετικό νομικό καθεστώς. Αναιρεί και απορρίπτει αγωγή.
Πάγια αντιμισθία
Δικηγορική αμοιβή, Αρχή ισότητας, Πάγια αντιμισθία.
0
Αριθμός 2120/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 22α Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΚΟΡΓΙΑΛΕΝΕΙΟ - ΜΠΕΝΑΚΕΙΟ Ε.Ε.Σ.", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Ζουμπούλη, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Δ. Κ., κατοίκου ... 2) Χ. Σ., κατοίκου ... και 3) Κ. Σ., κατοίκου ..., που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ηλία Μανδρακούκα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 4-7-2007 (ημερομηνία κατάθεσης) τρεις αγωγές των ήδη αναιρεσίβλητων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί των αγωγών εκδόθηκε η 1000/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 6678/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 10-7-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 11-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Σύμφωνα με τη γενική "αρχή της εύνοιας" υπέρ των εργαζομένων, που διαπνέει το εργατικό δίκαιο, η προσπάθεια αναζήτησης της ευνοϊκότερης ρύθμισης για τον εκμισθωτή της εργασίας δεν περιορίζεται μόνο στο συσχετισμό μεταξύ συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά επεκτείνεται και στη σχέση μεταξύ περισσότερων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, που ρυθμίζουν εν δυνάμει τους όρους αμοιβής και εργασίας σε συγκεκριμένη περίπτωση (π.χ. νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης κλπ). Με βάση, λοιπόν, την "αρχή της εύνοιας" υπέρ των μισθωτών, που ήδη προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 του ν. 1876/1990, "Οι όροι ατομικών συμβάσεων εργασίας, που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι επικρατέστεροι, εφ' όσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους". Αυτό συμβαίνει, διότι οι κανονιστικοί όροι μιας συλλογικής σύμβασης εργασίας (ΣΣΕ) περιέχουν τα κατώτατα όρια προστασίας και, ως εκ τούτου, απαγορεύουν την τυχόν δυσμενέστερη ρύθμιση με μια ατομική σύμβαση, όχι, όμως, και την δι' αυτής βελτίωση της προστασίας των εργαζόμενων. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, που ορίζει ότι "Για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά", καθιερώνεται στο ενοχικό και κατ' ακολουθία στο εργατικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της βουλήσεως, η "αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων". Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι συμβαλλόμενοι έχουν απεριόριστη δυνατότητα για κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας, με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί αυτό να μην απαγορεύεται από το νόμο ή να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (ΟλΑΠ 1/2007, ΑΠ 431/2011). Επομένως, σε ατομικό επίπεδο, είναι έγκυρη, η μεταξύ εργοδότη και μισθωτή, ρητή ή σιωπηρή, συμφωνία, κατά την οποία ο δεύτερος θα λαμβάνει για την εργασία που παρέχει στον πρώτο την αμοιβή, που προβλέπεται από ισχύουσα ή μέλλουσα να ισχύσει ΣΣΕ που καταρτίζεται μεταξύ τρίτων, έστω και αν τα μέρη της ατομικής σύμβασης δεν είναι μέλη των οργανώσεων που καταρτίζουν τη συλλογική. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι συλλογικές ρυθμίσεις, προς τις οποίες γίνεται η παραπομπή με την ατομική σύμβαση, αποκτούν έναντι των συμβαλλομένων συμβατική δύναμη (ΟλΑΠ 26/2007, ΑΠ 1706/1987). 2. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.2 του ν. 1397/1983 για το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ), νοσοκομειακές μονάδες που λειτουργούν κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (7-10-1983) ως υπηρεσίες ΝΠΙΔ, εφ' όσον επιχορηγούνται με οποιοδήποτε τρόπο από το Δημόσιο, μετατρέπονται εντός έτους από τη δημοσίευση του νόμου αυτού σε ΝΠΔΔ και υπάγονται στις διατάξεις του ν.δ. 2592/1953 "περί οργανώσεως της ιατρικής αντιλήψεως", με προεδρικό διάταγμα (π.δ.) εκδιδόμενο μετά από πρόταση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας. Το προσωπικό (εκτός από το ιατρικό) που υπηρετεί στις μονάδες αυτές κατά τη δημοσίευση των π.δ. της μετατροπής, εφ' όσον συγκεντρώνει τα νόμιμα προσόντα, εντάσσεται ύστερα από πρόταση του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου σε αντίστοιχες θέσεις, που συνιστώνται με τον οργανισμό του νοσοκομείου. Το προσωπικό που δεν συγκεντρώνει τα νόμιμα προσόντα ή δεν υποβάλλει αίτηση ένταξης, εξακολουθεί να υπηρετεί με τις προϋποθέσεις που ήδη υπηρετούσε και στις ίδιες θέσεις, οι οποίες μετατρέπονται σε προσωρινές και καταργούνται, όταν κενωθούν με οποιοδήποτε τρόπο. Μέχρι να εκδοθεί ο νέος οργανισμός και να γίνει η ένταξη στις θέσεις που προβλέπονται απ` αυτόν, το προσωπικό εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης του προεδρικού διατάγματος της μετατροπής. Οι διατάξεις αυτές, μετά την κατάργηση του άρθρου 6 του ν. 1397/1983 με το άρθρο 132 του ν. 2071/1992, επαναλήφθηκαν στο άρθρο 48 παρ.3 του ίδιου νόμου. Περαιτέρω, με το π.δ. 592/1985 (ΦΕΚ Α` 208/13-12-1985), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του ν. 1397/1983 και ύστερα από πρόταση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το γενικό νοσοκομείο Αθηνών "Κοργιαλένειο - Μπενάκειο" (ήτοι το αναιρεσείον), το οποίο μέχρι τότε λειτουργούσε ως υπηρεσία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (ΕΕΣ) με μορφή ΝΠΙΔ, μετατράπηκε σε αυτοτελές ΝΠΔΔ και υπήχθη στις διατάξεις του ν.δ. 2592/1953 και του ν. 1397/1983. Με το ίδιο π.δ. ορίστηκε ότι το προσωπικό του νοσοκομείου εντάσσεται σε οργανικές θέσεις του νέου οργανισμού και ότι μέχρι την έκδοση αυτού και την τακτοποίηση του προσωπικού, τούτο εξακολουθεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του με την προϋφιστάμενη εργασιακή σχέση (ΑΠ 11 και 12/2008). 3. Τέλος, κατά το άρθρο 16 παρ.1 του π.δ. 410/1988 οι αποδοχές τού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικού του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των λοιπών ΝΠΔΔ, που προσλαμβάνεται για κάλυψη οργανικών θέσεων, καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 1198/1972, όπως ισχύει, δηλαδή με ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΕΣΣΕ). Κατόπιν αυτού, με την από 22-12-1988 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας (ΕΣΣΕ), η οποία κηρύχτηκε υποχρεωτική με την 17853/1989 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β' 741/1989) για όλους τους εργοδότες και εργαζόμενους του επαγγέλματος που αφορά και η οποία ίσχυσε από 1-7-1988, ορίστηκε (άρθρο 3 παρ.1 και 2 αυτής) ότι επεκτείνονται στο σύνολό τους οι διατάξεις του ν. 1505/1984, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 1810/1988, στους εργαζομένους (εκτός από τους ιατρούς) με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στα νοσοκομεία του ν.δ. 2592/1953, που είναι μέλη σωματείων, τα οποία ανήκουν στην Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημοσίων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ), οι οποίοι και κατατάσσονται σε μισθολογικά κλιμάκια με βάση τα τυπικά προσόντα πρόσληψης τους. Εν τούτοις, με το άρθρο 9 της ως άνω ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι τυχόν καταβαλλόμενες ανώτερες αποδοχές διατηρούνται. 4. Από όλες τις προαναφερθείσες διατάξεις (βλ. παραπάνω, αρ.1, 2 και 3) συνάγεται ότι όσοι από το προσωπικό του ως άνω νοσηλευτικού ιδρύματος (ήτοι του αναιρεσείοντος), μετά τη μετατροπή του σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και την κατάρτιση του νέου οργανισμού του, δεν έχουν ενταχθεί σε αντίστοιχες μόνιμες θέσεις, που συστήθηκαν με τον οργανισμό του (όπως οι αναιρεσίβλητοι ηλεκτροτεχνίτες), εξακολουθούν να υπηρετούν σε προσωρινές θέσεις με την ίδια εργασιακή σχέση και να μισθοδοτούνται σύμφωνα με τους ευνοϊκότερους όρους των ατομικών τους συμβάσεων εργασίας ή των εκάστοτε ισχυουσών, οικείων ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ ή ΔΑ, στις οποίες εκείνες ρητώς ή σιωπηρώς παραπέμπουν και όχι με τους δυσμενέστερους όρους των διατάξεων, που αφορούν στο εν γένει προσωπικό του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ ή των εκάστοτε ισχυουσών κλαδικών ΣΣΕ της ΠΟΕΔΗΝ (ΟλΑΠ 26/2007, ΟλΑΠ 1/2007, ΑΠ 11 και 12/2008). 5. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής ουσιώδη: Ότι οι εφεσίβλητοι (ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι) είχαν προσληφθεί από το εκκαλούν (εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον) νοσηλευτικό ίδρυμα, όταν αυτό είχε, ακόμη, τη νομική μορφή ΝΠΙΔ και αποτελούσε αποκεντρωμένη υπηρεσία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (ΕΕΣ), κατά τις ημερομηνίες 19-10-1981, 3-8-1981 και 19-10-1987, αντιστοίχως, με ατομικές συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως αδειούχοι ηλεκτροτεχνίτες. Ότι από την πρόσληψη ενός εκάστου, οι αποδοχές του καθορίζονταν σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΕ "περί των όρων αμοιβής και εργασίας των ηλεκτροτεχνιτών καταστημάτων, οικοδομών, πλοίων κλπ όλης της χώρας". Ότι μετά την κατά το έτος 1985 μετατροπή του εκκαλούντος σε ΝΠΔΔ και την υπαγωγή του στο ΕΣΥ, οι εφεσίβλητοι συνέχισαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με την ίδια ιδιότητα και, κάνοντας χρήση της ευχέρειας που τους δόθηκε από το ν. 1476/1984, δεν εντάχθηκαν σε οργανική θέση, αλλά παρέμειναν σε προσωρινή θέση με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και συνέχισαν να μισθοδοτούνται σύμφωνα με τις ως άνω ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ. Ότι το εκκαλούν, από το έτος 1998 και εντεύθεν, έπαυσε, αυθαιρέτως, να εφαρμόζει στη μισθοδοσία των εφεσίβλητων τις ΣΣΕ των ηλεκτροτεχνιτών και άρχισε να τους αμείβει σύμφωνα με την κλαδική ΕΣΣΕ της ΠΟΕΔΗΝ. Ότι με τον τρόπο αυτό παραβιάσθηκε η αρχή της εύνοιας προς τους εργαζόμενους, διότι οι όροι αμοιβής της κλαδικής ΕΣΣΕ είναι δυσμενέστεροι γι' αυτούς. Κατόπιν αυτού, το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την τότε εκκαλούμενη απόφαση για το λόγο ότι έκρινε την αγωγή αόριστη ως προς τα κεφάλαια των διαφορών αμοιβής για υπερωρίες, νυκτερινή απασχόληση και εργασία κατά τις Κυριακές και αργίες, υπολόγισε εκ νέου τις νόμιμες αποδοχές των αναιρεσίβλητων και, κατά μερική παραδοχή της αγωγής, αναγνώρισε ότι στον καθένα από αυτούς οφείλεται, ως οι διαφορές αποδοχών, αντιστοίχως, το ποσό των 26.866,45 ευρώ, των 21.787,91 ευρώ και των 24.306,95 ευρώ. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο ερμήνευσε σωστά τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω αρ.1, 2 και 3) και υπήγαγε προσηκόντως σ' αυτές τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ανελέγκτως και περιέγραψε με πληρότητα. Διότι νομίμως και επαρκώς εξέθεσε ότι επί των εργαζομένων της κατηγορίας των αναιρεσιβλήτων εξακολουθεί υφιστάμενο το μισθολογικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της μετατροπής του νοσηλευτικού ιδρύματος, όπου υπηρετούν, σε ΝΠΔΔ, τόσο ως ευθέως προβλεπόμενο υπό του νόμου, όσο και ως συμφωνημένο με τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, ρητώς μεν κατά το χρόνο της πρόσληψης ενός εκάστου, σιωπηρώς δε κατά το χρόνο της μετατροπής και της μη ένταξης αυτών στο μόνιμο προσωπικό. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 6. Ο ίδιος λόγος της αιτήσεως, κατά το μέρος με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ.16 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος, ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως. Διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασής του, ουδόλως δέχθηκε την ύπαρξη δεδικασμένου από τις προεκδοθείσες, παρομοίου περιεχομένου και μεταξύ των αυτών διαδίκων, 11/2008, 12/2008 και 1304/2008 αποφάσεις του παρόντος δικαστηρίου, αλλά, απλώς, αναφέρθηκε ιστορικώς σ' αυτές, ως νομολογιακό προηγούμενο για προγενέστερο χρονικό διάστημα. 7. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 10-7-2012 αίτηση περί αναιρέσεως της 6678/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 14η Νοεμβρίου 2013. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Νοσοκομεία, ηλεκτροτεχνίτες. Αμείβονται σύμφωνα με τους ευνοϊκότερους όρους της εκάστοτε ισχύουσας ομοιοεπαγγελματικής ΣΣΕ, στην εφαρμογή της οποίας παραπέμπουν ρητώς οι διατάξεις που τους έδωσαν το δικαίωμα να μην ενταχθούν στον οργανισμό του νέου ΝΠΔΔ ή σιωπηρώς οι ατομικές τους συμβάσεις, σε εκτέλεση των οποίων η ομοιοεπαγγελματική ΣΣΕ εφαρμόσθηκε επί της αμοιβής τους για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη μετατροπή του νοσηλευτικού ιδρύματος σε ΝΠΔΔ και όχι σύμφωνα με τους δυσμενέστερους όρους της κλαδικής ΣΣΕ της ΠΟΕΔΗΝ, με τους οποίους οψίμως άρχισε να τους αμείβει το νοσοκομείο. Απορρίπτει την αίτηση.
Συλλογική σύμβαση εργασίας
Συλλογική σύμβαση εργασίας.
1
Αριθμός 2121/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 22α Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΚΟΡΓΙΑΛΕΝΕΙΟ - ΜΠΕΝΑΚΕΙΟ Ε.Ε.Σ.", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην …και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Ζουμπούλη, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Σ. Ε., κατοίκου ... και 2) Ν. Μ., κατοίκου ... που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ηλία Μανδρακούκα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 12-10-2007 (ημερομηνία κατάθεσης) δύο αγωγές των ήδη αναιρεσίβλητων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί των αγωγών εκδόθηκε η 1305/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 695/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 10-7-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 11-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την μερική παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την εντελή παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Σύμφωνα με τη γενική "αρχή της εύνοιας" υπέρ των εργαζομένων, που διαπνέει το εργατικό δίκαιο, η προσπάθεια αναζήτησης της ευνοϊκότερης ρύθμισης για τον εκμισθωτή της εργασίας δεν περιορίζεται μόνο στο συσχετισμό μεταξύ συλλογικής και ατομικής σύμβασης εργασίας, αλλά επεκτείνεται και στη σχέση μεταξύ περισσότερων πηγών διαφορετικής ιεραρχικής βαθμίδας, που ρυθμίζουν εν δυνάμει τους όρους αμοιβής και εργασίας σε συγκεκριμένη περίπτωση (π.χ. νόμου, συλλογικής σύμβασης εργασίας, κανονισμού, ατομικής σύμβασης κλπ). Με βάση, λοιπόν, την "αρχή της εύνοιας" υπέρ των μισθωτών, που ήδη προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ.2 του ν. 1876/1990, "Οι όροι ατομικών συμβάσεων εργασίας, που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι επικρατέστεροι, εφ' όσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους". Αυτό συμβαίνει, διότι οι κανονιστικοί όροι μιας συλλογικής σύμβασης εργασίας (ΣΣΕ) περιέχουν τα κατώτατα όρια προστασίας και, ως εκ τούτου, απαγορεύουν την τυχόν δυσμενέστερη ρύθμιση με μια ατομική σύμβαση, όχι, όμως, και την δι' αυτής βελτίωση της προστασίας των εργαζόμενων. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, που ορίζει ότι "Για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά", καθιερώνεται στο ενοχικό και κατ' ακολουθία στο εργατικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της βουλήσεως, η "αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων". Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι συμβαλλόμενοι έχουν απεριόριστη δυνατότητα για κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας, με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί αυτό να μην απαγορεύεται από το νόμο ή να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (ΟλΑΠ 1/2007, ΑΠ 431/2011). Επομένως, σε ατομικό επίπεδο, είναι έγκυρη, η μεταξύ εργοδότη και μισθωτή, ρητή ή σιωπηρή, συμφωνία, κατά την οποία ο δεύτερος θα λαμβάνει για την εργασία που παρέχει στον πρώτο την αμοιβή, που προβλέπεται από ισχύουσα ή μέλλουσα να ισχύσει ΣΣΕ που καταρτίζεται μεταξύ τρίτων, έστω και αν τα μέρη της ατομικής σύμβασης δεν είναι μέλη των οργανώσεων που καταρτίζουν τη συλλογική. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι συλλογικές ρυθμίσεις, προς τις οποίες γίνεται η παραπομπή με την ατομική σύμβαση, αποκτούν έναντι των συμβαλλομένων συμβατική δύναμη (ΟλΑΠ 26/2007, ΑΠ 1706/1987). 2. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.2 του ν. 1397/1983 για το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ), νοσοκομειακές μονάδες που λειτουργούν κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (7-10-1983) ως υπηρεσίες ΝΠΙΔ, εφ' όσον επιχορηγούνται με οποιοδήποτε τρόπο από το Δημόσιο, μετατρέπονται εντός έτους από τη δημοσίευση του νόμου αυτού σε ΝΠΔΔ και υπάγονται στις διατάξεις του ν.δ. 2592/1953 "περί οργανώσεως της ιατρικής αντιλήψεως", με προεδρικό διάταγμα (π.δ.) εκδιδόμενο μετά από πρόταση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας. Το προσωπικό (εκτός από το ιατρικό) που υπηρετεί στις μονάδες αυτές κατά τη δημοσίευση των π.δ. της μετατροπής, εφ' όσον συγκεντρώνει τα νόμιμα προσόντα, εντάσσεται ύστερα από πρόταση του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου σε αντίστοιχες θέσεις, που συνιστώνται με τον οργανισμό του νοσοκομείου. Το προσωπικό που δεν συγκεντρώνει τα νόμιμα προσόντα ή δεν υποβάλλει αίτηση ένταξης, εξακολουθεί να υπηρετεί με τις προϋποθέσεις που ήδη υπηρετούσε και στις ίδιες θέσεις, οι οποίες μετατρέπονται σε προσωρινές και καταργούνται, όταν κενωθούν με οποιοδήποτε τρόπο. Μέχρι να εκδοθεί ο νέος οργανισμός και να γίνει η ένταξη στις θέσεις που προβλέπονται απ' αυτόν, το προσωπικό εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης του προεδρικού διατάγματος της μετατροπής. Οι διατάξεις αυτές, μετά την κατάργηση του άρθρου 6 του ν. 1397/1983 με το άρθρο 132 του ν. 2071/1992, επαναλήφθηκαν στο άρθρο 48 παρ.3 του ίδιου νόμου. Περαιτέρω, με το π.δ. 592/1985 (ΦΕΚ Α` 208/13-12-1985), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του ν. 1397/1983 και ύστερα από πρόταση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το γενικό νοσοκομείο Αθηνών "Κοργιαλένειο - Μπενάκειο" (ήτοι το αναιρεσείον), το οποίο μέχρι τότε λειτουργούσε ως υπηρεσία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (ΕΕΣ) με μορφή ΝΠΙΔ, μετατράπηκε σε αυτοτελές ΝΠΔΔ και υπήχθη στις διατάξεις του ν.δ. 2592/1953 και του ν. 1397/1983. Με το ίδιο π.δ. ορίστηκε ότι το προσωπικό του νοσοκομείου εντάσσεται σε οργανικές θέσεις του νέου οργανισμού και ότι μέχρι την έκδοση αυτού και την τακτοποίηση του προσωπικού, τούτο εξακολουθεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του με την προϋφιστάμενη εργασιακή σχέση (ΑΠ 11 και 12/2008). 3. Τέλος, κατά το άρθρο 16 παρ.1 του π.δ. 410/1988 οι αποδοχές τού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσωπικού του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των λοιπών ΝΠΔΔ, που προσλαμβάνεται για κάλυψη οργανικών θέσεων, καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 1198/1972, όπως ισχύει, δηλαδή με ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας (ΕΣΣΕ). Κατόπιν αυτού, με την από 22-12-1988 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας (ΕΣΣΕ), η οποία κηρύχτηκε υποχρεωτική με την 17853/1989 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β' 741/1989) για όλους τους εργοδότες και εργαζόμενους του επαγγέλματος που αφορά και η οποία ίσχυσε από 1-7-1988, ορίστηκε (άρθρο 3 παρ.1 και 2 αυτής) ότι επεκτείνονται στο σύνολό τους οι διατάξεις του ν. 1505/1984, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 1810/1988, στους εργαζομένους (εκτός από τους ιατρούς) με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στα νοσοκομεία του ν.δ. 2592/1953, που είναι μέλη σωματείων, τα οποία ανήκουν στην Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων Δημοσίων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ), οι οποίοι και κατατάσσονται σε μισθολογικά κλιμάκια με βάση τα τυπικά προσόντα πρόσληψης τους. Εν τούτοις, με το άρθρο 9 της ως άνω ΕΣΣΕ ορίστηκε ότι τυχόν καταβαλλόμενες ανώτερες αποδοχές διατηρούνται. 4. Από όλες τις προαναφερθείσες διατάξεις (βλ. παραπάνω, αρ.1, 2 και 3) συνάγεται ότι όσοι από το προσωπικό του ως άνω νοσηλευτικού ιδρύματος (ήτοι του αναιρεσείοντος), μετά τη μετατροπή του σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και την κατάρτιση του νέου οργανισμού του, δεν έχουν ενταχθεί σε αντίστοιχες μόνιμες θέσεις, που συστήθηκαν με τον οργανισμό του (όπως οι αναιρεσίβλητοι ηλεκτροτεχνίτες), εξακολουθούν να υπηρετούν σε προσωρινές θέσεις με την ίδια εργασιακή σχέση και να μισθοδοτούνται σύμφωνα με τους ευνοϊκότερους όρους των ατομικών τους συμβάσεων εργασίας ή των εκάστοτε ισχυουσών, οικείων ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ ή ΔΑ, στις οποίες εκείνες ρητώς ή σιωπηρώς παραπέμπουν και όχι με τους δυσμενέστερους όρους των διατάξεων, που αφορούν στο εν γένει προσωπικό του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ ή των εκάστοτε ισχυουσών κλαδικών ΣΣΕ της ΠΟΕΔΗΝ (ΟλΑΠ 26/2007, ΟλΑΠ 1/2007, ΑΠ 11 και 12/2008). 5. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής ουσιώδη: Ότι οι εφεσίβλητοι (ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι) είχαν προσληφθεί από το εκκαλούν (εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον) νοσηλευτικό ίδρυμα, όταν αυτό είχε, ακόμη, τη νομική μορφή ΝΠΙΔ και αποτελούσε αποκεντρωμένη υπηρεσία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (ΕΕΣ), κατά το έτος 1985, με ατομικές συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως αδειούχοι ηλεκτροτεχνίτες. Ότι από την πρόσληψη ενός εκάστου, οι αποδοχές του καθορίζονταν σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες ΣΣΕ "περί των όρων αμοιβής και εργασίας των ηλεκτροτεχνιτών καταστημάτων, οικοδομών, πλοίων κλπ όλης της χώρας". Ότι μετά την περί τα τέλη του έτους 1985 μετατροπή του εκκαλούντος σε ΝΠΔΔ και την υπαγωγή του στο ΕΣΥ, οι εφεσίβλητοι συνέχισαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με την ίδια ιδιότητα και, κάνοντας χρήση της ευχέρειας που τους δόθηκε από το ν. 1476/1984, δεν εντάχθηκαν σε οργανική θέση, αλλά παρέμειναν σε προσωρινή θέση με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και συνέχισαν να μισθοδοτούνται σύμφωνα με τις ως άνω ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ. Ότι το εκκαλούν, από το έτος 1998 και εντεύθεν, έπαυσε, αυθαιρέτως, να εφαρμόζει στη μισθοδοσία των εφεσίβλητων τις ΣΣΕ των ηλεκτροτεχνιτών και άρχισε να τους αμείβει σύμφωνα με την κλαδική ΕΣΣΕ της ΠΟΕΔΗΝ. Ότι με τον τρόπο αυτό παραβιάσθηκε η αρχή της εύνοιας προς τους εργαζόμενους, διότι οι όροι αμοιβής της κλαδικής ΕΣΣΕ είναι δυσμενέστεροι γι' αυτούς. Κατόπιν αυτού, το Εφετείο έκρινε ότι κατ' εφαρμογή των όρων αμοιβής της ΣΣΕ των ηλεκτροτεχνιτών οι αναιρεσίβλητοι δικαιούνται τις διαφορές αποδοχών που αναφέρουν στις αγωγές τους, τις οποίες το αναιρεσείον δεν είχε αμφισβητήσει ειδικώς και απέρριψε την έφεση κατά της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως, με την οποία οι αγωγές είχαν γίνει δεκτές στο σύνολό τους. Με την κρίση αυτή, (και μόνο ως προς το ζήτημα που εξετάζεται στις σκέψεις που προηγήθηκαν) το Εφετείο ερμήνευσε σωστά τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω αρ.1, 2 και 3) και υπήγαγε προσηκόντως σ' αυτές τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ανελέγκτως και περιέγραψε με πληρότητα. Διότι νομίμως και επαρκώς εξέθεσε ότι επί των εργαζομένων της κατηγορίας των αναιρεσιβλήτων εξακολουθεί υφιστάμενο το μισθολογικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της μετατροπής του νοσηλευτικού ιδρύματος, όπου υπηρετούν, σε ΝΠΔΔ, τόσο ως ευθέως προβλεπόμενο υπό του νόμου όσο και ως συμφωνημένο με τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, ρητώς μεν κατά το χρόνο της πρόσληψης ενός εκάστου, σιωπηρώς δε κατά το χρόνο της μετατροπής και της μη ένταξης αυτών στο μόνιμο προσωπικό. Επομένως, ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 6. Από τις διατάξεις των άρθρων 48 παρ.1 και 3 και 49 του ν.δ. 496/1974 "περί λογιστικού των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου" συνάγεται ότι οι αξιώσεις των υπαλλήλων, οι οποίοι συνδέονται με το ΝΠΔΔ με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και οι οποίες προέρχονται από καθυστερούμενες αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού, υπόκεινται σε διετή παραγραφή. Η παραγραφή αυτή, η οποία λαμβάνεται υπ' όψη και αυτεπαγγέλτως, αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και κατέστη δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Όταν, όμως, για να καταστεί δυνατή η άσκηση της αξιώσεως του υπαλλήλου απαιτείται να προηγηθεί η έκδοση πράξεως του αρμοδίου οργάνου του ΝΠΔΔ, οπότε η παρά το νόμο παράλειψη εκδόσεως της πράξεως αυτής, ως γενεσιουργού του σχετικού δικαιώματος, συνιστά αδικοπραξία και γεννά αξίωση αποζημιώσεως (άρθρα 105 ΕισΝΑΚ, 297, 914 ΑΚ), τότε η αξίωση αυτή υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, διότι δεν αποτελεί ευθεία, πρωτογενή αξίωση από καθυστερούμενες αποδοχές κλπ, που ως μόνη προϋπόθεση έχει την παροχή της εργασίας, αλλά δευτερογενή αξίωση από αδικοπρακτική ευθύνη (ΟλΑΠ 1471/1977, ΑΠ 1489/1995). Εξ αυτών συνάγεται ότι η τυχόν διένεξη μεταξύ του αρμοδίου οργάνου του ΝΠΔΔ και του εργαζομένου ως προς το αληθές ύψος των νομίμων αποδοχών του τελευταίου (οφειλόμενη σε διάσταση απόψεων είτε ως προς τις εφαρμοστέες διατάξεις για τους όρους εργασίας και αμοιβής είτε ως προς την προσήκουσα εκπλήρωση της συμβάσεως, την πράγματι παρασχεθείσα εργασία, τα χρονικά όρια αυτής κλπ) γεννά αξιώσεις οι οποίες είναι δυνατό να ασκηθούν δικαστικώς χωρίς κάποια ιδιαίτερη προϋπόθεση και, μάλιστα, χωρίς την έκδοση κάποιας συγκεκριμένης πράξης του ΝΠΔΔ. Ως εκ τούτου οι αξιώσεις αυτές υπάγονται στη διετή παραγραφή (ΑΠ 406/2008, ΣτΕ 461/2012). 7. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, πέραν των όσων αναφέρθηκαν ήδη (βλ. παραπάνω, αρ.5), δέχθηκε ότι για τη θεμελίωση της ένδικης αξίωσης των αναιρεσίβλητων, συνιστάμενης στην αναζήτηση διαφορών αποδοχών του χρονικού διαστήματος των ετών 2002 έως 2006 λόγω μη εφαρμογής των ευνοϊκότερων όρων εργασίας και αμοιβής που προβλέπονται από τις ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ των ηλεκτροτεχνιτών, ήταν απαραίτητη η έκδοση σχετικής πράξεως του αρμοδίου οργάνου του αναιρεσείοντος. Και ότι η υπαίτια παράλειψη εκδόσεως της πράξεως αυτής δημιούργησε ευθύνη του αναιρεσείοντος από αδικοπρακτική συμπεριφορά του αρμοδίου οργάνου αυτού. Κατόπιν τούτου, το Εφετείο έκρινε ότι η ένδικη αξίωση έχει το χαρακτήρα αποζημιώσεως από αδικοπραξία, ότι ως τοιαύτη υπάγεται στην πενταετή παραγραφή και ότι η ένσταση του αναιρεσείοντος (ως εναγομένου) περί διετούς παραγραφής των αξιώσεων των αναιρεσίβλητων (ως εναγόντων) για τα έτη 2002, 2003 και 2004, στηριζόμενη στο ότι από το τέλος ενός εκάστου εξ αυτών μέχρι την επίδοση της υπό κρίση αγωγής (19-10-2007) είχε παρέλθει διετία, ήταν μη νόμιμη. Με την κρίση αυτή, το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε εσφαλμένα τις ως άνω διατάξεις περί παραγραφής των αξιώσεων σε βάρος των ΝΠΔΔ και τις εφάρμοσε, επίσης, εσφαλμένα, με κακή υπαγωγή σ' αυτές των περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε. Διότι από τη στιγμή που έγινε δεκτό ότι οι αναιρεσίβλητοι συνδέονται με το αναιρεσείον με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου και έχουν αποκτήσει δικαίωμα αμοιβής λόγω προσήκουσας παροχής των υπηρεσιών τους κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, για την επίλυση της διένεξης μεταξύ των διαδίκων ως προς τον ορθό τρόπο υπολογισμού των αποδοχών των εργαζομένων ηλεκτροτεχνιτών ήταν επιτρεπτό να ασκηθεί αγωγή ενώπιον του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου, χωρίς να απαιτείται η έκδοση κάποιας πράξης του αρμοδίου οργάνου του αναιρεσείοντος επί του θέματος. Άλλωστε, ούτε το Εφετείο ήταν σε θέση να προσδιορίσει το εν δυνάμει περιεχόμενο μιας τέτοιας πράξης, περί της οποίας γενικώς ομίλησε, επαναλαμβάνοντας τη διατύπωση της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως, η οποία, επίσης, είχε επαναλάβει τη διατύπωση της αγωγής. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 8. Η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, όταν το δικαστήριο είτε αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί ως προς τη νομική βασιμότητα της αγωγής είτε αρκέσθηκε σε λιγότερα. Η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχεται, κατά περίπτωση, ως παράβαση από το άρθρο 559 αρ.8 ή αρ.14 ΚΠολΔ. Ανάλογα ισχύουν και ως προς την αοριστία των ενστάσεων (ΚΠολΔ 216 παρ.1, 262 παρ.1). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, οι αναιρεσίβλητοι (ενάγοντες), προκειμένου να προσδιορίσουν τις αιτούμενες διαφορές αποδοχών, οι οποίες, κατά τους ισχυρισμούς τους, προκύπτουν από τον υπολογισμό του μισθού και των διαφόρων επιδομάτων σύμφωνα με τους όρους αμοιβής των κλαδικών ΣΣΕ της ΠΟΕΔΗΝ (τον οποίο έκανε το αναιρεσείον, ως εναγόμενος εργοδότης, κατά τη μηνιαία εκκαθάριση των τακτικών αποδοχών τους) και όχι σύμφωνα με τους όρους αμοιβής των ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ των ηλεκτροτεχνιτών (τον οποίοι οι ίδιοι ζητούν), παραθέτουν την κατά χρονικά διαστήματα ποσοτική εξέλιξη των απολαβών που δικαιούνται (βασικός μισθός, χρονοεπίδομα και επιδόματα γάμου, τέκνων, ανθυγιεινής εργασίας, ευθύνης, εξομάλυνσης, νοσοκομειακό, τροφής και απόδοσης, με τις εκάστοτε διαφοροποιήσεις αυτών) και ενσωματώνουν στην αγωγή πίνακες. Στους πίνακες αυτούς, παραθέτουν το άθροισμα των τακτικών αποδοχών που θα έπρεπε να έχουν λάβει για τον καθένα από τους εξήντα μήνες του ενδίκου χρονικού διαστήματος, αφαιρούν από αυτό το άθροισμα των τακτικών αποδοχών που πράγματι έλαβαν και εξάγουν τις κατά μήνα διαφορές, το σύνολο των οποίων αποτελεί το αιτούμενο κεφάλαιο της αγωγής για τακτικές αποδοχές. Πέραν, όμως, από το κεφάλαιο αυτό, με την αγωγή ζητούνται και οι διαφορές για πρόσθετες αμοιβές από την παροχή εργασίας πέραν των νομίμων χρονικών ορίων, κατά τη νύκτα, κατά τις Κυριακές και κατά τις αργίες. Για τον προσδιορισμό αυτών των διαφορών, οι αναιρεσίβλητοι παραθέτουν στην αγωγή άλλους πίνακες, στους οποίους και πάλι κατά μήνα αναγράφουν σε δύο στήλες διαφόρους αριθμούς. Και είναι προφανές ότι η δεύτερη στήλη κάθε μήνα απεικονίζει αμοιβές, από το άθροισμα των οποίων αφαιρείται το ποσό που καταβλήθηκε και εξάγεται η αιτούμενη διαφορά. Ως προς τους αριθμούς της πρώτης στήλης, όμως, πολλοί από τους οποίους είναι δεκαδικοί, ουδόλως διαφαίνεται αν ή πότε απεικονίζουν ώρες ή ημέρες ούτε και για ποιες ημέρες ή νύκτες πρόκειται κάθε φορά, μέσα στον αντίστοιχο μήνα. Ως εκ τούτου, ως προς το κεφάλαιο για τις πρόσθετες αμοιβές, η αγωγή είναι αόριστη, διότι, με τον τρόπο που παρουσιάζονται οι επί μέρους αξιώσεις, δεν επιτρέπουν ούτε στον αντίδικο μια σαφή απάντηση ούτε στο δικαστήριο μια ασφαλή δικανική διάγνωση. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων, το αναιρεσείον, ήδη από την πρώτη συζήτηση της αγωγής είχε προβάλει και με λόγο έφεσης είχε επαναφέρει τον ισχυρισμό ότι η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο απέρριψε ως αβάσιμο το σχετικό λόγο έφεσης, παρά το νόμο παρέλειψε να απαγγείλει το απαράδεκτο της αγωγής ως προς το κεφάλαιο για τις πρόσθετες αμοιβές και ο τρίτος από τους λόγους της αιτήσεως, με το πρώτο μέρος του οποίου επισημαίνεται η παράλειψη αυτή και προβάλλεται, κατ' ορθή εκτίμηση του αναιρετήριου, η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 9. Τέλος, με το δεύτερο μέρος του τρίτου λόγου της αιτήσεως προβάλλεται το παράπονο ότι το Εφετείο παρά το νόμο απέρριψε ως αόριστο τον καταλυτικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με τον οποίο οι αναιρεσίβλητοι ουδέν δικαιούνται, διότι οι αμοιβές που είχαν λάβει εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος υπερκάλυπταν τα ποσά, τα οποία με την αγωγή ζητούν ως διαφορές μεταξύ των νομίμων και των πράγματι καταβληθεισών αποδοχών. Από την επισκόπηση των προτάσεων, που το αναιρεσείον είχε καταθέσει ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και της έφεσης, επί της οποίας αποφάνθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκύπτει ότι αυτό, ως εναγόμενο και εκκαλούν, πρότεινε, πράγματι, τον ισχυρισμό αυτό, τον οποίο αδόκιμα χαρακτηρίζει ως "ένσταση συμψηφισμού". Κατά την προβολή του, όμως, ουδόλως προσδιορίζει σε χρόνο και έκταση τις, κατά την άποψή του υπέρτερες των νομίμων, μισθολογικές καταβολές, αλλά περιορίζεται σε καθολική παραπομπή στις μισθολογικές καταστάσεις, με βάση τις οποίες αμείφθηκαν οι αναιρεσίβλητοι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα. Με τον τρόπο αυτό ο ισχυρισμός, ως ένσταση ολικής ή μερικής καταβολής, αποσβεστικής των αξιώσεων των αναιρεσίβλητων (ΑΚ 416), δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένη ιστορική βάση. Αν ήθελε θεωρηθεί ως απλή αμφισβήτηση των αγωγικών υπολογισμών των τελευταίων, δεν είναι ουσιώδης. Επομένως, το Εφετείο ορθώς απέρριψε ως αόριστο τον ισχυρισμό και ο εξεταζόμενος λόγος, κατά το μέρος με το οποίο προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.14 υπό την εκδοχή ότι το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο, είναι αβάσιμος. 10. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση ως προς τα κεφάλαια περί απαραδέκτου της αγωγής των αναιρεσίβλητων για πρόσθετες αμοιβές από την παροχή εργασίας πέραν των νομίμων χρονικών ορίων, κατά τη νύκτα, κατά τις Κυριακές και κατά τις αργίες και περί παραγραφής των αξιώσεων αυτών για τα έτη 2002, 2003 και 2004. Κατόπιν αυτού, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ. 3). Οι αναιρεσίβλητοι πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που δεν κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 695/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών ως προς το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση ως προς αναιρεθέν μέρος στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσίβλητους να πληρώσουν στο αναιρεσείον χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 14η Νοεμβρίου 2013. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Νοσοκομεία, ηλεκτροτεχνίτες. Αμείβονται σύμφωνα με τους ευνοϊκότερους όρους της εκάστοτε ισχύουσας ομοιοεπαγγελματικής ΣΣΕ, στην εφαρμογή της οποίας παραπέμπουν ρητώς οι διατάξεις που τους έδωσαν το δικαίωμα να μην ενταχθούν στον οργανισμό του νέου ΝΠΔΔ ή σιωπηρώς οι ατομικές τους συμβάσεις, σε εκτέλεση των οποίων η ομοιοεπαγγελματική ΣΣΕ εφαρμόσθηκε επί της αμοιβής τους για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη μετατροπή του νοσηλευτικού ιδρύματος σε ΝΠΔΔ και όχι σύμφωνα με τους δυσμενέστερους όρους της κλαδικής ΣΣΕ της ΠΟΕΔΗΝ, με τους οποίους οψίμως άρχισε να τους αμείβει το νοσοκομείο. Αβάσιμος λόγος από ΚΠολΔ 559 α.1 και 19. Οι αξιώσεις για διαφορές αποδοχών υπάγονται στη διετή παραγραφή, διότι για την άσκησή τους δεν είναι αναγκαία η έκδοση κάποις πράξης του ΝΠΔΔ και, ως εκ τούτου, δεν πρόκειται για αξίωση αποζημίωσης. Αόριστη η αγωγή για το κεφάλαιο πρόσθετων αμοιβών. Αναιρεί εν μέρει.
Συλλογική σύμβαση εργασίας
Συλλογική σύμβαση εργασίας.
0
Αριθμός 2114/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 8η Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Α. Α. του Κ., ανηλίκου, όπως αντιπροσωπεύεται νομίμως από την ασκούσα τη γονική μέριμνα μητέρα του Μ. Π., κατοίκου ... που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιορδάνη Προυσανίδη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Αγροτικού συνεταιρισμού με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑΝΩΝ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στα ... και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Μαρίας Χατζηχαρίση, η οποία κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-12-2009 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή του ήδη αποβιώσαντος Κ. Α., ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Έδεσσας. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 43/2011 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1965/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αρχικώς ενάγοντος, με την από 30-11-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 27-9-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του α.ν. 173/1967 "Εις ας περιπτώσεις εργοδότης τυγχάνει το Δημόσιον ή ΝΠΔΔ ή Τράπεζαι ή Επιχειρήσεις και Οργανισμοί κοινής ωφελείας (ΔΕΗ, ΟΤΕ, Εταιρεία Υδάτων κλπ) ή Επιχειρήσεις επιχορηγούμεναι υπό του Κράτους, η υπό του ν. 2112/1920, ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, οφειλομένη αποζημίωσις δεν δύναται να υπερβαίνη εις πάσαν περίπτωσιν το ποσόν των 240.000 δραχμών, καταργουμένης πάσης αντιθέτου ειδικής διατάξεως νόμου ή συμβάσεως οιασδήποτε μορφής ή τυχόν υπάρχοντος εθίμου". Το εν λόγω όριο της αποζημιώσεως αυξήθηκε μεταγενεστέρως και, με το άρθρο 21 παρ.13 του ν. 3144/2003, προσδιορίσθηκε τελικώς στο ποσό των 15.000 ευρώ. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν.δ. 618/1970 "Τα υπό των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 2 και του άρθρου 3 του α.ν. 173/1967 τιθέμενα ανώτατα όρια ισχύουν δια πάσαν περίπτωσιν οφειλομένης, δυνάμει γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου ή κανονισμού ή συμβάσεως, αποζημιώσεως εις τους αποχωρούντας, απομακρυνομένους ή απολυομένους υπαλλήλους και εργάτας του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Τραπεζών, Επιχειρήσεων κοινής ωφελείας ή Επιχειρήσεων επιχορηγουμένων υπό του Κράτους, εφ' οιαδήποτε σχέσει εργασίας μετ' αυτών συνδεομένους, καταργουμένης πάσης αντιθέτου γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου, κανονισμού, συμβάσεως οιασδήποτε μορφής ή εθίμου". Με τις διατάξεις αυτές και για λόγους γενικότερου συμφέροντος, ο νομοθέτης απέβλεψε στον περιορισμό των ως άνω αποζημιώσεων και στην εντεύθεν οικονομική ανακούφιση του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ως άνω Τραπεζών, Οργανισμών ή Επιχειρήσεων κοινής ωφελείας, δεδομένου του ότι οι σχετικές δαπάνες επιβαρύνουν, τελικώς, όλους τους πολίτες είτε αμέσως, ως φορολογούμενους είτε εμμέσως, ως καταναλωτές των υπηρεσιών που παρέχονται από τέτοιες επιχειρήσεις (ΟλΑΠ 33, 34/1997). Ως εκ τούτου, οι διατάξεις αυτές τείνουν σε προστασία όχι μόνο του εκάστοτε εργοδότη, αλλά όλων των πολιτών και αποτελούν, κατά την έννοια του άρθρου 7 παρ.3 του ν. 1876/1990, "διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια". Γι' αυτό, υπερισχύουν των κανονιστικών όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ), οι οποίοι καθορίζουν με ευνοϊκότερο τρόπο το ύψος της ως άνω αποζημιώσεως για συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων και οι οποίοι κατά τούτο τυγχάνουν ανίσχυροι (ΟλΑΠ 20/2006, ΑΠ 194/2008). 2. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 35 και 36 του ν. 2810/2000 για τις "Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις" (ΑΣΟ), προβλεπόταν (μέχρι την κατάργηση των εν λόγω διατάξεων με το άρθρο 20 του ν. 4015/2011), η χορήγηση φορολογικών απαλλαγών, ατελειών ή άλλου είδους κινήτρων, προς ενθάρρυνση της συνεταιριστικής, οικονομικής δραστηριότητας. Ειδικότερα, ως τέτοια κίνητρα, ενδεικτικώς, αναφέρονταν η απαλλαγή των ΑΣΟ από το τέλος χαρτοσήμου κατά τη σύνταξη ή τροποποίηση των καταστατικών τους και κατά τη σύναψη με το Δημόσιο ή άλλα ΝΠΔΔ συμβάσεων για αγροτικά προϊόντα ή εφόδια και υπηρεσίες, οι διάφορες φοροαπαλλαγές κατά τη συγχώνευση των ΑΣΟ μεταξύ τους ή κατά τη μετεξέλιξή τους σε συνεταιριστικές εταιρίες, η φορολογική εξομοίωση των ΑΣΟ με το Δημόσια κατά την αγορά ακινήτων ή κινητών μέσων αγροτικής παραγωγής, η φοροαπαλλαγή κατά την είσπραξη των εισφορών των μελών τους, η ατέλεια κατά τις χορηγήσεις δανείων προς τα μέλη τους, η είσπραξη προμήθειας από ασφαλιστικές συμβάσεις που καταρτίζονται ή ανανεώνονται με τη μεσολάβησή τους, η δυνατότητα ένταξης των ΑΣΟ σε αναπτυξιακούς νόμους κλπ. Όλες αυτές οι διευκολύνσεις, όμως, δεν είχαν την έννοια της χρηματοδότησης από το δημόσιο προϋπολογισμό, όπως αυτή υπονοήθηκε ως προϋπόθεση για τον περιορισμό της αποζημίωσης του ν. 2112/1920. Η κρίση αυτή δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι από τις ως άνω διατάξεις του ν. 2810/2000 προβλεπόταν χρηματοδότηση της "Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών" (ΠΑΣΕΓΕΣ) εκ μέρους του "Οργανισμού Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων" (ΕΛΓΑ), διότι η χρηματοδότηση αυτή είχε ως αποδέκτη μόνο την ΠΑΣΕΓΕΣ και όχι τις ΑΣΟ γενικώς. Και ακόμη, ετέρα χρηματοδότηση της ΠΑΣΕΓΕΣ από τον προϋπολογισμό εξόδων του Υπουργείου Γεωργίας, με αναφορά στις ΑΣΟ, είχε ως αποκλειστικό σκοπό την αντιμετώπιση των δαπανών συνεταιριστικής εκπαίδευσης, μετεκπαίδευσης ή επιμόρφωσης των αιρετών στελεχών ή υπαλλήλων των ΑΣΟ και δεν αποτελούσε ενίσχυση του δικού τους προϋπολογισμού. Ως εκ τούτου επί των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων δεν έχουν εφαρμογή οι ως άνω διατάξεις του α.ν. 173/1967 και του ν.δ. 618/1970 ως προς την επιβολή ανωτάτου ορίου αποζημιώσεως για την περίπτωση της απόλυσης ή της αποχώρησης μισθωτών από την εργασία τους (ΑΠ 360/2007, άλλως οι ποινικές ΑΠ 265/2010 και 2021/2006 σε Συμβούλιο, ειδικά, όμως, ως προς την εφαρμογή του άρθρου 263Α περ. δ' ΠΚ). 3. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 παρ.6 της από 25-7-2008 κλαδικής ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας του εν γένει προσωπικού των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων, σε περίπτωση συνταξιοδοτήσεως μισθωτού λόγω σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας σε ποσοστό 50% και άνω, χορηγείται το σύνολο (το 100%) της αποζημιώσεως του ν. 2112/1920. 4. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος του αναιρεσείοντος υπήρξε υπάλληλος στην υπηρεσία του αναιρεσίβλητου αγροτικού συνεταιρισμού, ότι την 15-6-2009 αποχώρησε από την υπηρεσία και συνταξιοδοτήθηκε, πρόωρα, διότι, όπως είχε πιστοποιηθεί αρμοδίως, είχε υποστεί αναπηρία σε ποσοστό 80% και ότι, ως εκ τούτου, ο αναιρεσίβλητος είχε υποχρέωση να του καταβάλει αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2112/1920 και του άρθρου 29 παρ.6 της από 25-7-2008 κλαδικής ΣΣΕ, το ύψος της οποίας, όμως, δεν μπορούσε να υπερβεί το ποσό των 15.000 ευρώ, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 2 του α.ν. 173/1967 και 1 παρ. 1 και 2 του ν.δ. 618/1970. Κατόπιν αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση που δεν είχε εφαρμόσει τις εν λόγω διατάξεις, επιδίκασε στον αναιρεσείοντα, που είχε υποκατασταθεί στη θέση του εν τω μεταξύ αποβιώσαντος αρχικού ενάγοντος (πατέρα του), το συνολικό ποσό των 15.000 ευρώ. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένως τις ουσιαστικές διατάξεις που αναφέρθηκαν, διότι, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε, η αποζημίωση που έπρεπε να λάβει ο δικαιοπάροχος του αναιρεσείοντος δεν υπέκειτο στον περιορισμό των άρθρων 2 παρ. 2 του α.ν. 173/1967 και 1 παρ. 1 και 2 του ν.δ. 618/1970, αφού, αληθώς, οι Αγροτικές Συνεταιριστικές Οργανώσεις δεν συγκαταλέγονται στις επιχειρήσεις που χρηματοδοτούνται από το Κράτος. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 5. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα του ετέρου λόγου αναιρέσεως αποβαίνει περιττή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 1965/2012 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο να πληρώσουν στον αναιρεσείοντα δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 14η Νοεμβρίου 2013. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις. Δεν θεωρούνται επιχειρήσεις επιχορηγούμενες από το Κράτος. Οι αποζημιώσεις, που δικαιούνται οι εργαζόμενοι σ' αυτές, κατά την απόλυση ή την αποχώρησή τους λόγω συνταξιοδότησης, δεν υπόκεινται στον ποσοτικό περιορισμό του άρθρου 2 παρ. 2 του α.ν. 173/1967. Αναιρεί.
Αποδοχές συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας
Αποδοχές συνταξιοδότησης λόγω αναπηρίας.
0
Αριθμός 2110/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 24η Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ - ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ" και το διακριτικό τίτλο "ΙΚΑ - ΕΤΑΜ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξούσιας δικηγόρου Γεωργίας Αθανασάκου, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Σ. Β. του Ε., κατοίκου ... ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-3-2009 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 17347/2010 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 277/2012 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 26-7-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, ο αναιρεσίβλητος, δια της εμφανισθείσας δικηγόρου Θεώνης Μπελτάου, ζήτησε αναβολή, η οποία δεν χορηγήθηκε από το Δικαστήριο. Κατόπιν αυτού, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 13-9-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την .../ 3-4-2013 έκθεση επιδόσεως της .., δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με την πράξη ορισμού δικασίμου και με πρόσκληση του αναιρεσείοντος προς τον αναιρεσίβλητο για να παρασταθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον ίδιο. Ο αναιρεσίβλητος, όμως, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου της εν λόγω δικασίμου, δια της εμφανισθείσας δικηγόρου Θεώνης Μπελτάου, περιορίσθηκε να ζητήσει την αναβολή της συζητήσεως, η οποία δεν χορηγήθηκε από το Δικαστήριο. Κατόπιν αυτού, δεν πήρε μέρος στη συζήτηση ούτε και είχε καταθέσει, κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δήλωση μη παραστάσεως σ' αυτή. Επομένως, θεωρείται δικονομικώς απών. Εν τούτοις, πρέπει το δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία του (ΚΠολΔ 568 παρ. 4 και 576 παρ. 2). 2. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 5, 8 παρ.1,3 και 9 του ν.δ. 1204/1972, οι οποίες εξακολουθούν να ισχύουν, οι ιατρικές φροντίδες, που δικαιούνται οι ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ, παρέχονται είτε από "θεράποντες ιατρούς", τους οποίους οι ασφαλισμένοι επιλέγουν ελεύθερα από κατάλογο, τον οποίο καταρτίζει το ίδρυμα και ο οποίος περιλαμβάνει ιατρούς που ασκούν νόμιμα το επάγγελμά τους (με ειδικότητα παθολόγου ή γενικής ιατρικής ή και χωρίς ειδικότητα), είτε από "ιατρούς ειδικοτήτων ή εργαστηρίων". Οι "θεράποντες ιατροί" δεν αποτελούν προσωπικό του ΙΚΑ και ο συμβατικός δεσμός τους με αυτό δεν συνιστά σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, αλλά διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ν.δ. 1204/1972. Γι' αυτό και δεν κωλύονται να παρέχουν ιατρικές φροντίδες, ελεύθερα, εκτός από τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ και σε πρόσωπα που δεν δικαιούνται παροχές ασθένειας από αυτό. Αντίθετα, οι "ιατροί ειδικοτήτων ή εργαστηρίων", συνδέονται με το ΙΚΑ με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. δ. 1204/1972, η αμοιβή των "θεραπόντων ιατρών" προσδιορίζεται είτε αναλόγως του αριθμού των δικαιούχων της περίθαλψης είτε με άλλο τρόπο, χωρίς περιορισμό από τις διατάξεις περί αμοιβής των ιατρών. Οι ειδικές συμβάσεις των "θεραπόντων ιατρών", που όπως αναφέρθηκε δεν συνιστούν σχέσεις ή συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, μπορούν να καταγγέλλονται, εκατέρωθεν, οποτεδήποτε ύστερα από μηνιαία προειδοποίηση. 3. Επακολούθησαν οι διατάξεις του άρθρου 18 του ν. 2150/1993, που ρύθμισε μισθολογικά θέματα των γιατρών του ΙΚΑ με σύμβαση. Σύμφωνα με αυτές, οι ιατροί που υπηρετούν στο ΙΚΑ με σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή με ειδική σύμβαση, εξομοιώνονται μισθολογικά με τους μόνιμους ιατρούς του ιδρύματος. Ως προς τους ιατρούς αυτούς, ο χρόνος υπηρεσίας στο ΙΚΑ υπολογίζεται για τη μισθολογική εξέλιξή τους και οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις ως προς τα καθήκοντα, τις άδειες, το ωράριο εργασίας, τις τοποθετήσεις, μετακινήσεις, αποσπάσεις ή μεταθέσεις και τα πειθαρχικά αδικήματα έχουν εφαρμογή όπως και για τους μόνιμους ιατρούς του ΙΚΑ. Από τις ρυθμίσεις αυτές, όμως, εξαιρούνται : α) οι με ειδική σύμβαση ιατροί, οι οποίοι κατέχουν και δεύτερη θέση ή είναι συνταξιούχοι του Δημοσίου και β) οι με ειδική σύμβαση ιατροί, των οποίων η ήδη λαμβανόμενη, μηνιαία αποζημίωση είναι μεγαλύτερη από τις μηνιαίες αποδοχές που θα έπαιρναν με τη μισθολογική εξομοίωση. Για τους ιατρούς που εξαιρούνται, εξακολουθεί να ισχύει το εργασιακό και μισθολογικό καθεστώς των άρθρων 5 και 10 του ν. δ. 1204/1972 (βλ. παραπάνω, αρ.2). 4. Η σχέση των "θεραπόντων ιατρών", που προσλήφθηκαν από το ΙΚΑ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. δ. 1204/1972, είναι ειδική σύμβαση εργασίας, η οποία διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος, χωρίς επ' αυτής να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Και ακόμη, η μισθολογική εξομοίωση των "θεραπόντων ιατρών" με τους ιατρούς που συνδέονται με το ΙΚΑ με σχέση δημοσίου δικαίου, η οποία επήλθε με το άρθρο 18 του ν. 2150/1993, δεν μετέβαλε και τη φύση της σχέσης που συνδέει τους ιατρούς της κατηγορίας αυτής με το Ίδρυμα (ΑΕΔ 5/2000, ΟλΑΠ 21 και 22/2007, ΑΠ 1269/2010). Ως εκ τούτου, η εν λόγω ειδική σύμβαση "θεράποντος ιατρού" μπορεί να καταγγέλλεται από τα μέρη οποτεδήποτε, ύστερα από μηνιαία προειδοποίηση. 5. Επακολούθησε η διάταξη του άρθρου 24 παρ.1 εδ. γ' του ν. 3232/2004, σύμφωνα με την οποία "Η αληθής έννοια του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972, που προβλέπει ειδικές συμβάσεις ιατρών και οδοντιάτρων του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ, είναι ότι οι συμβάσεις αυτές είναι εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου". Η διάταξη αυτή, όμως, εν όψει του ότι η προαναφερθείσα έννοια του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972, που φέρεται ότι ερμηνεύεται, είναι σαφής ως προς το νομικό χαρακτηρισμό της σχέσης που συνδέει τους με ειδικές συμβάσεις "θεράποντες ιατρούς" με το ΙΚΑ, διότι καθορίζει ρητά ότι οι ειδικές αυτές συμβάσεις δεν συνιστούν σχέσεις ή συμβάσεις εργασίας, δεν είναι αληθώς ερμηνευτική. Αποτελεί "ψευδοερμηνευτική" διάταξη, η οποία, ως τοιαύτη και σύμφωνα με το άρθρο 77 παρ.2 του Συντάγματος, δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ (ΟλΑΠ 21 και 22/2007). Ούτε, όμως, και μελλοντική ισχύ θα μπορούσε να έχει, ως αντίθετη προς το άρθρο 103 παρ.8 του Συντάγματος, που προστέθηκε κατά την αναθεώρηση του έτους 2001 και προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ.3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ.2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου" (βλ. γενικώς ΟλΑΠ 20/2007 και ειδικώς ΑΠ 675/2009). Κατά συνέπεια, και μετά το άρθρο 24 παρ.1 εδ. γ' του ν. 3232/2004 οι ειδικές συμβάσεις "θεραπόντων ιατρών" του ΙΚΑ, το οποίο είναι ΝΠΔΔ, μπορούν να καταγγέλλονται από τα μέρη οποτεδήποτε, ύστερα από μηνιαία προειδοποίηση (βλ. και τα πρακτικά της 3ης Γενικής Συνεδριάσεως της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 6-2-2008). 6. Εξ άλλου, με το άρθρο μόνο του π.δ. 410/1988 κωδικοποιήθηκαν σε ενιαίο κείμενο οι ισχύουσες διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας, που αφορούν στο προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των λοιπών ΝΠΔΔ. Με το άρθρο 49 του Κώδικα τούτου ορίζονται, εκτός άλλων, τα εξής: "1. Το προσωπικό του Κεφαλαίου αυτού (δηλαδή του Κεφαλαίου Β` που αφορά το προσωπικό για κάλυψη οργανικών θέσεων), εκτός αν διαφορετικά ο νόμος ορίζει, απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία, μόλις συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του. Για την εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου, ως ημέρα γέννησης λαμβάνεται πάντοτε η 31η Δεκεμβρίου του έτους γέννησης. 2. Κατ' εξαίρεση της παραγράφου 1, το προσωπικό του Δημοσίου που δεν υπάγεται στις διατάξεις του ν.δ. 874/1971, καθώς και το προσωπικό των ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, το οποίο δεν αποκτά δικαίωμα σύνταξης, διατηρείται στην υπηρεσία μέχρι να συμπληρώσει τέτοιο δικαίωμα και, πάντως, όχι πέρα από το 70ο έτος της ηλικίας του (..). 4. Για την κατά το άρθρο αυτό λύση της εργασιακής σχέσης εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου". Οι διατάξεις, όμως, του άρθρου 49 της κωδικοποίησης του π.δ. 410/1988, δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή στους ιατρούς, οι οποίοι συνδέονται με το ΙΚΑ με ειδική σύμβαση που έχει καταρτιστεί σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. δ. 1204/1972, διότι ως προς αυτούς εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 5 του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος, που ορίζουν ότι οι ειδικές συμβάσεις των "θεραπόντων ιατρών" καταγγέλλονται οποτεδήποτε, μετά από μηνιαία προειδοποίηση (ΑΠ 1269/2010, 675/2009). 7. Κατά το σύστημα του αστικού κώδικα, η καταγγελία είναι μονομερής, απευθυντέα και αναιτιώδης, δικαιοπραξία, με την οποία εκδηλώνεται από το ένα μέρος, των συνδεόμενων με μια σύμβαση αόριστης διάρκειας, προς το έτερο η βούληση να παύσει να ισχύει ο μεταξύ τους ενοχικός δεσμός για το μέλλον. Η καταγγελία ολοκληρώνεται με την περιέλευσή της σ' εκείνον, στον οποίο απευθύνεται και για να επιφέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενό της, χωρίς αμφιβολία, η βούληση του καταγγέλλοντος περί του ότι από συγκεκριμένο χρονικό σημείο και μετέπειτα θεωρεί μη υφιστάμενο τον μέχρι τότε ισχύοντα συμβατικό δεσμό. Πανηγυρικές εκφράσεις δεν απαιτούνται. Ως εκ τούτου και σε αναφορά προς τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία η εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας εκτίμηση πραγματικών γεγονότων δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, το αν έλαβαν ή όχι χώρα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που εκδηλώνουν τη βούληση του ενός μέρους ως προς τη μη ισχύ του συμβατικού δεσμού που το συνδέει με το άλλο μέρος, για το μέλλον, αποτελεί κρίση περί πραγμάτων που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Το εάν, όμως, τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά, όπως γίνονται δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας, συνιστούν ή όχι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, καταγγελία της ένδικης σύμβασης αορίστου χρόνου, αποτελεί υπαγωγική κρίση που ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, διότι συνδέεται με την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής διάταξης που προβλέπει την καταγγελία ως τρόπο λύσεως μιας διαρκούς συμβάσεως. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. 8. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, αφού προέβη, ορθώς, σε όλες τις νομικές σκέψεις που προαναφέρθηκαν (πλην αυτής που αναφέρεται στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο για την έκταση του αναιρετικού ελέγχου), δέχθηκε τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ότι ο εφεσίβλητος (ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος), ο οποίος είναι γιατρός χωρίς ειδικότητα, ύστερα από δυο σύντομες συμβάσεις ορισμένου χρόνου, την 3-4-1987, προσλήφθηκε από το εκκαλούν (εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), με ειδική σύμβαση αορίστου χρόνου διεπόμενη από το άρθρο 10 του ν.δ 1204/1972, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως κατ' οίκον ιατρός. Ότι αρχικά λάμβανε κατ' αποκοπή μηναία αποζημίωση και στη συνέχεια, μετά τη μισθολογική εξομοίωση που επήλθε με το άρθρο 18 του ν. 2150/1993, λάμβανε το μηνιαίο μισθό που δικαιούνται οι αντίστοιχοι μόνιμοι ιατροί του Ιδρύματος. Ότι με την εν λόγω ιδιότητα ο εφεσίβλητος πρόσφερε ανελλιπώς τις ιατρικές υπηρεσίες του στους ασφαλισμένους του εκκαλούντος μέχρι το τέλος του έτους 2008. Ότι το εκκαλούν, κατά μήνα Νοέμβριο 2008, κοινοποίησε στον εφεσίβλητο το 29338/8-10-2008 έγγραφό του, που υπογράφεται από το Διευθυντή της Διεύθυνσης Υγειονομικού Προσωπικού, στο οποίο αναφέρονται κατά λέξη τα εξής: "Σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ.1 του ν. 3232/2004, η αληθής έννοια του άρθρου 10 του ν.δ. 1204/1972 που προβλέπει ειδικές συμβάσεις ιατρών και οδοντιάτρων είναι ότι οι συμβάσεις αυτές είναι εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Σύμφωνα με το άρθρο 49 παρ.1 και 2 του π.δ. 410/1988, το προσωπικό του κεφαλαίου αυτού, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας του, αλλά το προσωπικό των ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, το οποίο δεν αποκτά δικαίωμα σύνταξης, διατηρείται στην υπηρεσία μέχρι να συμπληρώσει τέτοιο δικαίωμα και πάντως όχι πέρα από το 70ο έτος της ηλικίας του. Από το τηρούμενο σε μας προσωπικό μητρώο σας προκύπτει, όπως και εσείς γνωρίζετε, ότι την 31η Δεκεμβρίου του χρόνου που λήγει συμπληρώνετε το 65ο έτος της ηλικίας σας και έτσι θα πρέπει κατ` ανάγκη να στερηθεί το Ίδρυμα από 1-1-2009 την πολύτιμη συνεργασία σας. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν θεμελιώνετε δικαίωμα σύνταξης από το ΤΣΑΥ μέχρι την παραπάνω ημερομηνία, παρακαλούμε να μας προσκομίσετε εντός 10 ημερών από την παραλαβή του παρόντος βεβαίωση του ΤΣΑΥ, που να φαίνεται πότε θεμελιώνετε το δικαίωμα αυτό". Ότι την 2-1-2009, το εκκαλούν γνωστοποίησε και προφορικά στον εφεσίβλητο ότι δεν θα αποδέχεται στο εξής τις προσφερόμενες υπηρεσίες του, λόγω συμπληρώσεως του ως άνω ορίου ηλικίας. Ότι επακολούθησε η Φ05/29338/28-1-2009 απόφαση του Διοικητή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με την οποία διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη λύση της σχέσεως συνεργασίας του εκκαλούντος με τον εφεσίβλητο, από 1-1-2009, με την αιτιολογία ότι κατελήφθη από το όριο ηλικίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 24 παρ.1 εδ. γ' του ν. 3232/2004 και 49 παρ.1 και 2 του π.δ. 410/1988. 9. Με βάση τις παραδοχές αυτές (βλ. παραπάνω, αρ.8), το Εφετείο έκρινε ότι η ειδική σύμβαση που ίσχυε μεταξύ των διαδίκων δεν λύθηκε αυτοδικαίως λόγω συμπληρώσεως του 65ου έτους της ηλικίας του αναιρεσίβλητου (ενάγοντος και εφεσίβλητου), αλλ' ότι θα μπορούσε να λυθεί μόνο με καταγγελία αυτής ύστερα από μηνιαία προειδοποίηση, σύμφωνα με τις εν προκειμένω έχουσες εφαρμογή διατάξεις των άρθρων 5 και 10 του ν. δ. 1204/1972 (βλ. παραπάνω, αρ.2). Και περαιτέρω, έκρινε ότι με τη διαδικασία που προαναφέρθηκε (βλ. παραπάνω, αρ.8), το αναιρεσείον (εναγόμενο και εκκαλούν) δεν επιδίωκε την καταγγελία της ειδικής συμβάσεως του αναιρεσίβλητου ως "θεράποντος ιατρού", αλλ' απλώς και μόνον την υπόμνηση προς αυτόν της [κατά την άποψη του αναιρεσείοντος] αυτοδικαίως επελθούσης λήξεως της συμβάσεώς του, λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας. Κατόπιν αυτών, το Εφετείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το αναιρεσείον δεν κατήγγειλε, όπως όφειλε, την ένδικη, ειδική σύμβαση παροχής ιατρικών υπηρεσιών, που είχε καταρτίσει με τον αναιρεσίβλητο, ότι η σύμβαση αυτή εξακολουθεί να ισχύει και ότι το αναιρεσείον, το οποίο αρνείται να δεχθεί τις πραγματικώς και προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες του αναιρεσίβλητου, περιήλθε από 1-1-2009 σε υπερημερία δανειστή ως προς την αποδοχή τους και οφείλει να καταβάλει σ' αυτόν τις αιτηθείσες αποδοχές υπερημερίας. Για τους λόγους αυτούς, το Εφετείο αντικατέστησε εν μέρει τις αιτιολογίες της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως, που είχε αποφανθεί υπέρ της συνεχίσεως της συμβάσεως και της καταβολής των νομίμων αποδοχών ως αποδοχών υπερημερίας, και απέρριψε την έφεση. 10. Με την ως άνω κρίση το δικαστήριο της ουσίας έσφαλε ως προς την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 5 και 10 του ν. 1204/1972, διότι υπήγαγε εσφαλμένα σ' αυτές τα πραγματικά περιστατικά που ανελέγκτως δέχθηκε. Συγκεκριμένα, ενώ ορθώς δέχθηκε ότι η συμβατική σχέση, που υπήρχε μεταξύ των διαδίκων, θα μπορούσε να λυθεί μόνο με καταγγελία αυτής ύστερα από μηνιαία προειδοποίηση, στη συνέχεια υπήγαγε εσφαλμένως στις εν λόγω διατάξεις τις ενέργειες του αναιρεσείοντος και έκρινε ότι αυτές δεν συνιστούν καταγγελία, αλλά απλή "υπόμνηση της αυτοδικαίως επελθούσης λήξεως της συμβάσεως". Διότι, όπως αναφέρθηκε (βλ. παραπάνω, αρ.7), αφ' ενός η καταγγελία είναι αναιτιώδης δικαιοπραξία και αφ' ετέρου για την επέλευση των αποτελεσμάτων της δεν απαιτούνται πανηγυρικές εκφράσεις. Κατά συνέπεια, παραμένει αδιάφορο το αν στο έγγραφο, που ήδη από το Νοέμβριο 2008 κοινοποίησε το αναιρεσείον προς τον αναιρεσίβλητο (σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ήτοι τουλάχιστον ένα μήνα πριν από την 31-12-2008, την οποία θεώρησε ως χρόνο λήξεως της συμβάσεως), αφ' ενός γινόταν αναφορά στις διατάξεις των άρθρων 24 παρ.1 εδ. γ' του ν. 3232/2004 και 49 παρ.1 και 2 του π.δ. 410/1988 και αφ' ετέρου δεν αναφερόταν η λέξη "καταγγελία" ή κάποια ισοδύναμη. Οι ως εκ περισσού αναφερόμενες διατάξεις θα έπρεπε να θεωρηθούν ως μη γεγραμμένες. Και η βούληση του αναιρεσείοντος περί του ότι, μετά την 31-12-2008, θεωρεί λυμένη τη σύμβαση συναγόταν, χωρίς αμφιβολία, από τη φράση "θα πρέπει κατ` ανάγκη να στερηθεί το Ίδρυμα από 1-1-2009 την πολύτιμη συνεργασία σας", η οποία ναι μεν διατυπώθηκε με "κομψό" τρόπο, αλλά σαφώς υποδήλωνε ότι για τον δηλούντα, δηλαδή για το αναιρεσείον, η σύμβαση δεν θα συνεχιζόταν μετά την ως άνω ημερομηνία. Θα έπρεπε, επομένως, το Εφετείο να κρίνει ότι υπό τα περιστατικά, τα οποία ανελέγκτως δέχθηκε, η σύμβαση καταγγέλθηκε εγκύρως από το αναιρεσείον με τήρηση της κατά νόμο μηνιαίας προειδοποίησης και ότι, ως εκ τούτου, η μεν σύμβαση έληξε, αυτό δε δεν περιήλθε σε υπερημερία δανειστή ως προς την αποδοχή της εργασίας του αναιρεσίβλητου μετά την 1-1-2009. Με τον τρόπο, όμως, που έκρινε, το Εφετείο παραβίασε με εσφαλμένη υπαγωγή τις διατάξεις που αναφέρθηκαν και γι' αυτό, ο τρίτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 11. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Η υπόθεση, η οποία έχει ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης, διότι η αγωγή περιλαμβάνει και κεφάλαιο για διαφορές αποδοχών, που είχε γίνει εν μέρει δεκτό πρωτοδίκως και δεν αποτέλεσε αντικείμενο της αναιρετικής δίκης, πρέπει να παραπεμφθεί προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου εφετείου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα των υπολοίπων λόγων αναιρέσεως αποβαίνει περιττή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 277/2012 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο να πληρώσει στο αναιρεσείον χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 31η Οκτωβρίου 2013. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ιατροί ΙΚΑ με ειδική σύμβαση. Δεν αποτελεί σχέση εξαρτημένης εργασίας και λύεται οποτεδήποτε, με καταγγελία ύστερα από μηνιαία προειδοποίηση. Βάσιμος λόγος για κακή εφαρμογή άρθρου 10 ν.δ. 1204/1972 ως εκ της εσφαλμένης μη υπαγωγής των ουσιαστικών παραδοχών στη νομική έννοια της καταγγελίας. Αναιρεί, παραπέμπει.
Αποδοχές υπερημερίας
Αποδοχές υπερημερίας.
0
Αριθμός 2109/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 24η Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΚΤΩΡ ΑΤΕ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην …και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Αντωνίου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΚΑΘΟΥ Η ΚΛΗΣΗ - ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Χ. Κ. του Σ., κατοίκου ... που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικολάου Αναγνωστόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-10-2005 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 684/2006 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1153/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζήτησε ο ως άνω αναιρεσίβλητος με την από 15-10-2007 αίτησή του επί της οποίας εκδόθηκε η 965/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου που αναίρεσε την 1153/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Εκδόθηκε η 3517/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητεί τώρα η αναιρεσείουσα με την από 8-9-2010 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο όπου έχει εγγραφεί μετά την από 12-3-2012 κλήση της αναιρεσείουσας, ύστερα από προηγηθείσα ματαίωση της συζήτησης, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χριστόφορος Κοσμίδης ανέγνωσε την από 14-10-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 287 εδ.α', 416, 648, 904, 914 ΑΚ και 111, 116, 118 περ.4, 216 παρ.1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι επί συμβάσεως εργασίας, ο εργοδότης, εναγόμενος από το μισθωτό για την καταβολή είτε του συμφωνημένου μισθού μετά των λοιπών νομίμων προσαυξήσεων που εξομοιώνονται με αυτόν (ΟλΑΠ 40/2002) είτε των αποζημιώσεων που οφείλονται κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού ή ως αστική ποινή για την παράνομη απασχόλησή του (ΑΠ 233/2004), έχει την ευχέρεια να αντιτάξει τον ισχυρισμό ότι με προηγηθείσα καταβολή έχει εκπληρώσει εν όλω ή εν μέρει την υποχρέωση, για την οποία ενάγεται. Η προβολή του ισχυρισμού περί ολικής ή μερικής εξοφλήσεως της απαιτήσεως, που ασκείται με την αγωγή, ως ένταση (ΚΠολΔ 262 παρ.1), αποτελεί δικονομικό βάρος του εναγομένου (ΑΠ 1174/2006). Κατά συνέπεια, ο ενάγων μισθωτός, σε περίπτωση που έχει προηγηθεί μερική ικανοποίηση των απαιτήσεών του με μία ή περισσότερες καταβολές του εργοδότη, υποδεέστερες του, κατά τους ισχυρισμούς του, συνολικού ύψους των, πράγματι, γεγενημένων αξιώσεών του, μόνο ως ανταπόκριση προς το δικονομικό καθήκον της αληθείας υποχρεούται να παραθέσει στην αγωγή του τα ποσά των καταβολών και το χρόνο ή την αιτία εκάστης εξ αυτών και όχι ως κατά νόμο αναγκαίο στοιχείο του παραδεκτού της αγωγής. Εξ άλλου, η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρμοστεί, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για την κρίση του ως προς το νόμω βάσιμο της αγωγής είτε αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί είτε αρκέστηκε σε λιγότερα. Η τυχόν περαιτέρω ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η αναγόμενη στην παράθεση στο δικόγραφο αυτής των περιστατικών τα οποία συγκεκριμενοποιούν την ασκούμενη αξίωση και το προβαλλόμενο αίτημα, ώστε το τελευταίο να εμφανίζεται ως σαφές, λογικό επακόλουθο των ιστορουμένων, ελέγχεται αντίστοιχα ως παράβαση με τους από το άρθρο 559 αρ.8 ή αρ.14 ΚΠολΔ αναιρετικούς λόγους. Στη προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε το απαράδεκτο της ένδικης, από 26-10-2005 αγωγής του αναιρεσίβλητου, διότι αυτός, ως ενάγων μισθωτός, ανέφερε μεν στο δικόγραφό της ότι έναντι των, πράγματι, γεγενημένων αξιώσεών του είχε λάβει εκ μέρους της αναιρεσείουσας, ως εναγομένης εργοδότριας, τα "συνολικά ποσά που του εδόθησαν για τις επίδικες αιτίες σε κάθε χρονική περίοδο, χωρίς, όμως, να εξειδικεύει σε τι, ακριβώς, αναφέρονταν τα καταβληθέντα ποσά", με συνέπεια, κατά την άποψή της, η αγωγή να μην περιέχει τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία και να πάσχει από αοριστία. Όπως προαναφέρθηκε, όμως, η επίκληση και εξειδίκευση των καταβολών της αναιρεσείουσας έναντι των ενδίκων αξιώσεων του αναιρεσίβλητου αποτελούσε δικονομικό βάρος της πρώτης, ως αμυνόμενης και όχι στοιχείο της αγωγής του δευτέρου. Επομένως, ο εξεταζόμενος πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται στη προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 2. Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, "Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος". Η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου μπορεί να οδηγήσει στην αποδυνάμωση του δικαιώματος, ώστε η μετά ταύτα άσκησή του να αποβαίνει καταχρηστική, μόνο όταν συνδυάζεται με πρόσθετα περιστατικά, τα οποία ήταν δυνατό να δημιουργήσουν στον υπόχρεο και, σε συγκεκριμένη περίπτωση, πράγματι δημιούργησαν την πεποίθηση ότι το δικαίωμα δεν θα ασκηθεί. Οπότε, η όψιμη άσκησή του επιφέρει τόσο έντονη ανατροπή της κατάστασης που παγιώθηκε, προς διατήρηση της οποίας και προς διασφάλιση της κοινωνικής και οικονομικής ειρήνης είναι προτιμότερη η "θυσία" του δικαιώματος. Στην περίπτωση των εργατικών αξιώσεων, όπου ο εργοδότης οφείλει να γνωρίζει τις οικονομικές υποχρεώσεις του απέναντι στον εργαζόμενο και να είναι συνεπής στην εκπλήρωσή τους, η αδράνεια του τελευταίου να τις διεκδικήσει, ακόμη και μακροχρόνια, δεν μπορεί να οδηγήσει άνευ ετέρου στην αποδυνάμωση του σχετικού δικαιώματος, αφού, σύμφωνα με την κοινή πείρα, η τυχόν διεκδίκηση θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη διατήρηση της θέσεως εργασίας. Εξ άλλου, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα (ΟλΑΠ 4/2005, 36/1988), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΑΠ 1848/2006). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι η εκκαλούσα (εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα) είχε προβάλλει νομίμως ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας τον ισχυρισμό ότι η άσκηση του δικαιώματος του εφεσίβλητου (ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου), με την ένδικη αγωγή, να απαιτήσει πρόσθετες αμοιβές και αποζημιώσεις συνολικού ύψους 99.315,39 ευρώ (ποσό, που επιδικάσθηκε), για νόμιμη και παράνομη απασχόλησή του στην υπηρεσία της καθ' υπέρβαση των χρονικών ορίων της ημερήσιας και εβδομαδιαίας εργασίας εντός του διαστήματος από 1-1-1999 μέχρι 31-1-2004, ήταν καταχρηστική. Ότι για τη νομική θεμελίωση του ισχυρισμού αυτού, η εκκαλούσα είχε επικαλεσθεί ότι α) ο εφεσίβλητος, κατά τα 29 έτη της απασχόλησής του στην υπηρεσία αυτής και της προηγούμενης εργοδότριας εταιρίας, την οποία αυτή υποκατέστησε, ουδέποτε έθεσε θέμα ως προς το ύψος των αποδοχών του και, ειδικότερα, ως προς την παροχή πρόσθετης εργασίας για την οποία δεν αμειβόταν, β) ο εφεσίβλητος, κάθε φορά που πληρωνόταν, παραλάμβανε ανεπιφύλακτα τα εκκαθαριστικά σημειώματα των αποδοχών του, γ) η εκκαλούσα, κατά τη λήξη της συμβάσεως εργασίας, κατά την οποία ο εφεσίβλητος είχε συμπληρώσει τις νόμιμες προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση, κατέβαλε προς αυτόν το σύνολο της αποζημίωσης που θα δικαιούταν σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, ενώ κατά νόμο είχε την ευχέρεια να του καταβάλει μόνο το ήμισυ (άρθρο 8 παρ.2 του ν. 3198/1955), ενέργεια στην οποία δεν θα προέβαινε εάν ο εφεσίβλητος είχε προβάλει τις ένδικες αξιώσεις, δ) ο εφεσίβλητος δεν απασχολείτο υπό αυστηρό έλεγχο των χρονικών ορίων εργασίας και ε) η εκκαλούσα, εν όψει και της τρέχουσας κάμψης του κλάδου των τεχνικών έργων, όπου αποκλειστικά δραστηριοποιείται, πρόκειται να αντιμετωπίσει δυσβάστακτο οικονομικό πρόβλημα από την εκ των υστέρων προβολή των ενδίκων αξιώσεων του εφεσίβλητου, οι οποίες έφθασαν σε υπέρογκο ποσό μετά την μακροχρόνια αδράνειά του. Και, τέλος, δέχθηκε το Εφετείο ότι υπό τις περιστάσεις αυτές, υποτιθέμενες αληθινές, η άσκηση του δικαιώματος του εφεσίβλητου δεν αντίκειται στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την προβληθείσα ένσταση της αναιρεσείουσας ως μη νόμιμη. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο προέβη σε ορθή, αποφατική υπαγωγή των ως άνω, επικληθέντων περιστατικών στην περί καταχρήσεως δικαιώματος διάταξη του ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα, από αυτά, το αναφερόμενο υπό στοιχείο (δ) ήταν από τη φύση του απρόσφορο, διότι συνδέεται με τη γέννηση και όχι με την άσκηση του δικαιώματος του αναιρεσίβλητου. Το υπό στοιχείο (γ) αναφερόμενο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για την απομείωση του συνολικού ποσού που διεκδικεί ο αναιρεσίβλητος, όχι, όμως, για τον αποκλεισμό της διεκδίκησης, αφού δεν συνδέεται με τη δική του συμπεριφορά. Τα υπόλοιπα συνδέονται, πράγματι, με την προηγούμενη συμπεριφορά του αναιρεσίβλητου σε σχέση με την ασκηθείσα αξίωση, αλλά, ακόμη και εάν ήσαν αληθινά, δεν θα μπορούσαν να έχουν δημιουργήσει στην αναιρεσείουσα την εύλογη πεποίθηση ότι ο αναιρεσίβλητος δεν διατηρεί και δεν θα ασκήσει αξιώσεις εναντίον της. Διότι αυτή, ως εργοδότης, όφειλε να γνωρίζει ότι, εφ' όσον απασχολεί τον εργαζόμενου επί χρόνο υπέρτερο του συμβατικού και νομίμου ωραρίου, έχει την υποχρέωση να του καταβάλλει πρόσθετες αμοιβές ή αποζημιώσεις, τις οποίες δεν είναι δυνατό να αποφεύγει στο διηνεκές, λόγω της εγγενούς δυσχέρειάς του να τις διεκδικήσει, δικαστικώς ή ακόμη και εξωδίκως, από φόβο μήπως τη δυσαρεστήσει και επισύρει την απόλυσή του. Γι' αυτό, η εκ των υστέρων διεκδίκηση ενός ιδιαίτερα μεγάλου ποσού από τον αναιρεσίβλητο και η δι' αυτής διακύβευση της οικονομικής υπόστασης της επιχείρησης της αναιρεσείουσας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι γίνεται κατά προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης και του οικονομικού σκοπού του δικαιώματος του αναιρεσίβλητου επί των κατά νόμο αμοιβών και αποζημιώσεων αυτού. Οι τυχόν δυσμενείς επιπτώσεις οφείλονται, προεχόντως και κατά τα εκτιθέμενα στα δικόγραφα της αναιρεσείουσας, στη μακροχρόνια ασυνέπεια της ίδιας απέναντι στις γνωστές σ' αυτήν υποχρεώσεις προς τον αναιρεσίβλητο. Επομένως, και ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 3. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 8-9-2010 αίτηση περί αναιρέσεως της 3517/ 2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακόσιων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 31η Οκτωβρίου 2013. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αμοιβή και αποζημίωση για υπερωριακή απασχόληση. Οι περί μερικής καταβολής των αιτουμένων ποσών ισχυρισμός δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής, αλλά ένσταση του εναγομένου. Η μακροχρόνια αδράνεια του μισθωτού να προβάλει τις απαιτήσεις του, η εξ αυτής διόγκωσή τους και η δια της όψιμης προβολής τους περιαγωγή του εργοδότη σε οικονομική διακινδύνευση δεν αποτελούν περιστατικά που μπορούν να υπαχθούν στην ΑΚ 281, ακόμη και αν συνδυασθούν με το γεγονός ότι κατά τη συνταξιοδότηση του μισθωτού ο εργοδότης κατέβαλε οικειοθελώς την πλήρη και όχι τη μειωμένη αποζημίωση του ν. 3198/1955. Απορρίπτει αίτηση.
Υπερωριακή απασχόληση
Υπερωριακή απασχόληση.
0
Αριθμός 2108/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 24η Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Α. Α. του Α., κατοίκου ... που παραστάθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Αικατερίνης Συγγενιώτου, η οποία κατέθεσε προτάσεις. ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΓΙΟΥΝΙΞΦΟΡ ΑΒΒΕ - ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΕΛΕΤΩΝ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην ... και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεωργίου Δαούτη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-12-2006 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 946/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 7351/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 29-12-2010 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 15-2-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.1 και 2 του ν. 435/1976, οι μισθωτοί, που απασχολούνται νομίμως πέραν από τα επιτρεπόμενα για κάθε κατηγορία ανώτατα χρονικά όρια διάρκειας της ημερήσιας εργασίας, δικαιούνται αμοιβή για κάθε ώρα τέτοιας απασχόλησης, που είναι ίση προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο αυξημένο κατά τα οριζόμενα στην παρ.1 ποσοστά, ενώ οι μισθωτοί, που παρέχουν μη νόμιμη υπερωριακή εργασία, δικαιούνται από την πρώτη ώρα πέραν των απαιτήσεών τους από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και πρόσθετη αποζημίωση ίση προς το 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου τους. Επί παροχής παράνομης υπερωριακής απασχόλησης οφείλεται στο μισθωτό, κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το ποσό που ο εργοδότης θα κατέβαλλε ως βασική αμοιβή σε άλλο μισθωτό, με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος (χωρίς να λαμβάνονται υπ' όψη οι λοιπές προσωπικές περιστάσεις του τελευταίου), αφού κατά το ποσό τούτο, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το νόμιμο ωρομίσθιο, καθίσταται χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερος ο εργοδότης από την υπερωριακή εργασία του απασχοληθέντος μισθωτού. Όταν δεν αναφέρεται στην αγωγή το περιστατικό του αδικαιολόγητου πλουτισμού ο εργαζόμενος δικαιούται ευθέως εκ του νόμου (πέραν των απαιτήσεών του από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό) την προσαύξηση του 100% λόγω της παράνομης υπερωριακής απασχόλησης (ΑΠ 1204/2009). Εξ άλλου, με το άρθρο 4 του ν. 2874/2000 είχαν προβλεφθεί τα εξής: 1. Από 1-4-2001 σε επιχειρήσεις για τις οποίες εφαρμόζεται το συμβατικό ωράριο εργασίας σαράντα (40) ωρών την εβδομάδα καταργείται η, κατά την κρίση του εργοδότη, υποχρέωση του μισθωτού για υπερεργασιακή απασχόληση πέντε (5) ωρών την εβδομάδα. 2. Στις ως άνω επιχειρήσεις ο εργοδότης διατηρεί την ευχέρεια υπερωριακής απασχόλησης του μισθωτού και ο μισθωτός αντίστοιχα υποχρεούται να παρέχει την εργασία του για τρεις (3) ώρες πέραν του συμβατικού ωραρίου (41η, 42η και 43η ώρα) την εβδομάδα (ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση). 3. Από 1-4-2001 η πέραν των σαράντα τριών (43) ωρών την εβδομάδα επιπλέον απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παρ.1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. 4. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχόλησης και νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης μέχρι τη συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Για την πέραν των 120 ωρών υπερωριακή απασχόληση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 435/1976. 5. Ο μισθωτός σε κάθε περίπτωση μη νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλομένου ωρομισθίου για κάθε ώρα μη νόμιμης υπερωρίας (ήτοι προσαύξηση 150% επί του καταβαλλομένου ωρομισθίου, ΑΠ 1318/2012). Επακολούθησε ο ν. 3385/2005 που ισχύει από 1-10-2005. Κατά το άρθρο 1 του νόμου αυτού που αντικατέστησε το άρθρο 4 του ν. 2874/2000, σε επιχειρήσεις, στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές (41η , 42η, 43η, 44η και 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, η σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ (8) ώρες την εβδομάδα (ήτοι από τη 41η έως τη 48η ώρα). 2. Η πέραν των σαράντα πέντε (45) ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παρ.1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση ως προς όλες τις νόμιμες συνέπειες, διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι (6) εργάσιμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ (48) ωρών την εβδομάδα. Σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι ρυθμίσεις για το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας. 3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%). 4. Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ' εξαίρεση υπερωρία. 5. Για κάθε ώρα κατ' εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εκατό τοις εκατό (100%, ΑΠ 1602/2011, χωρίς να λαμβάνεται υπ' όψη η νεότερη τροποποίηση, που επήλθε με το, εκτός κρισίμου χρόνου, άρθρο 74 παρ.10 του ν. 3863/2010). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Και κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, πράγμα που συμβαίνει όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. 2. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του επί του ζητήματος της πέραν των νομίμων χρονικών ορίων εργασίας της αναιρεσείουσας κατά το κρίσιμο διάστημα από 1-1-2001 μέχρι 19-1-2006, δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι η ενάγουσα (ήδη αναιρεσείουσα) είχε πραγματοποιήσει στο πανεπιστήμιο Οχάιο των ΗΠΑ αξιόλογες σπουδές στην επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των συστημάτων πληροφορικής και, επί πλέον, είχε αποκτήσει σχετικώς 10ετή επαγγελματική εμπειρία στον Καναδά. Ότι η εναγομένη (ήδη αναιρεσίβλητη), που διατηρεί στην Ελλάδα επιχείρηση παραγωγής λογισμικού και παροχής μηχανογραφικών υπηρεσιών σε τρίτους, προσέλαβε την ενάγουσα την 21-7-1997, με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως προγραμματιστή - αναλυτή ηλεκτρονικών υπολογιστών, αποδίδοντας σημασία στις εξειδικευμένες γνώσεις και την εμπειρία της σε τεχνολογία που δεν ήταν ακόμη ευρέως γνωστή στην Ελλάδα. Ότι λόγω των προσόντων που διέθετε η ενάγουσα, αλλά και των απαιτήσεων που είχε από αυτήν η εναγομένη, συνισταμένων στην εντός συντόμου χρονικού διαστήματος επίτευξη αποτελεσμάτων υψηλής ποιότητας και ευθύνης (δημιουργία, εκσυγχρονισμός και διαχείριση βάσεων δεδομένων), συμφωνήθηκε εξ αρχής να καταβάλλεται προς την ενάγουσα μηνιαίος μισθός 350.000 δραχμών, αντί του τότε νομίμου που περιοριζόταν στις 240.000 δραχμές. Ότι η ενάγουσα ήταν ιδιαίτερα αποδοτική στην εργασία της, γι' αυτό και οι μηνιαίες αποδοχές της, μετά το έτος 2000 και μέχρι τη λύση της σύμβασης εργασίας (19-1-2006) αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο και κυμάνθηκαν στο επίπεδο των 3.500 ευρώ. Ότι πέραν του ποσού αυτού, στην ενάγουσα είχε παραχωρηθεί η χρήση αυτοκινήτου και κινητού τηλεφώνου με δαπάνη της εναγομένης μέχρις ενός ορίου, ενώ, κατά τα έτη 2001, 2002, 2004 και 2005, καταβλήθηκε ως πρόσθετη αμοιβή για την επίτευξη στόχων (bonus), αντιστοίχως, το ποσό των 13.740, 9.830, 3.051 και 8.200 ευρώ. Ότι η ενάγουσα είχε προσληφθεί για να απασχολείται από Δευτέρα έως Παρασκευή εκάστης εβδομάδας, "από ώρα 09:00 έως ώρα 17:00", αλλά λόγω της εξειδικευμένης εργασίας που παρείχε και της υποχρέωσής της να επισκέπτεται τους χώρους της επαγγελματικής δραστηριότητας των πελατών της εναγομένης, η τήρηση του ως άνω ωραρίου ήταν ελαστική, υπό την έννοια του ότι η ενάγουσα, κατά την κρίση της και ανάλογα προς τις ανάγκες εκάστης επαγγελματικής υποχρέωσης, είχε τη δυνατότητα να ρυθμίζει η ίδια το χρόνο έναρξης και λήξης της εργασίας της, απασχολούμενη ενίοτε και το Σάββατο, χωρίς να ελέγχεται περί αυτού, αλλά και χωρίς να υποχρεώνεται σχετικώς από τους προϊσταμένους της, για τους οποίους ήταν αρκετή η υψηλή απόδοσή της (αυτή μόνη εξυπηρετούσε τις ανάγκες μεγάλων πελατών της εναγομένης, οι οποίοι κάλυπταν το 70% του κύκλου εργασιών της επιχείρησής της). Ότι, λόγω της ελαστικότητας αυτής, η πραγματική απασχόληση της ενάγουσας δεν υπερέβαινε τα νόμιμα όρια εργασίας, ήτοι "τις 9 ώρες ημερησίως ή τις 48 ώρες εβδομαδιαίως" και, σε κάθε περίπτωση, η ενάγουσα δεν εργαζόταν "πέραν του 8ώρου ημερησίως ή του 48ώρου εβδομαδιαίως" (οι εντός εισαγωγικών φράσεις μεταφέρονται αυτούσιες από το κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως). Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι παρέμεινε αναπόδεικτος ο ουσιώδης ισχυρισμός της αναιρεσείουσας περί του ότι, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από 1-1-2001 μέχρι 19-1-2006, είχε πραγματοποιήσει 2.338 ώρες παράνομης υπερωριακής εργασίας, για τις οποίες ζητούσε με την ένδικη αγωγή την καταβολή των κατά νόμο προσαυξήσεων ή αποζημιώσεων. 3. Με αυτά που δέχθηκε, το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τις διατάξεις περί χρονικών ορίων της παροχής εργασίας τόσο ευθέως, διότι παρά τις παραδοχές δεν τις εφάρμοσε, όσο και εκ πλαγίου, διότι διέλαβε ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες περί του εάν η αναιρεσείουσα είχε ή δεν είχε πραγματοποιήσει υπερεργασία ή υπερωριακή απασχόληση κατά το ένδικο χρονικό διάστημα. Ειδικότερα, μετά την παραδοχή του Εφετείου ότι η αναιρεσείουσα είχε προσληφθεί για να εργάζεται πέντε ημέρες και 40 ώρες την εβδομάδα, αλλά προσάρμοζε η ίδια το χρόνο της απασχόλησής της, ανάλογα προς τις συνθήκες της εργασίας, δουλεύοντας ενίοτε και το Σάββατο α) δεν αιτιολογείται επαρκώς το ότι, παρά ταύτα, ουδέποτε υπερέβη το ως άνω συμβατικό και νόμιμο ωράριο, αν και εξυπηρετούσε το μεγαλύτερο μέρος της πελατείας της αναιρεσίβλητης, β) αιτιολογείται αντιφατικώς το ότι ακόμη και αν υπερέβαινε τις 40 ώρες εβδομαδιαίως, δεν υπερέβαινε τις 9 ώρες ημερησίως ή τις 48 ώρες εβδομαδιαίως και γ) με την παραδοχή ότι δεν υπερέβαινε τις 9 ώρες ημερησίως ή 48 ώρες εβδομαδιαίως, που υποδηλώνει ότι εργαζόταν περισσότερες από 40 ώρες εβδομαδιαίως, θα έπρεπε κατ' ελάχιστο να επιδικασθούν σ' αυτήν οι πρόσθετες αποδοχές για τις ώρες πέραν της 40ης, σύμφωνα με τις διακρίσεις που αναφέρονται παραπάνω (βλ. σκέψη αρ.1) και να μην απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της, ως αβάσιμη κατ' ουσία. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνονται τα παραπάνω και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 4. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα των υπολοίπων λόγων αναιρέσεως αποβαίνει περιττή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 7351/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλο δικαστή είναι εφικτή.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη να πληρώσει στην αναιρεσείουσα δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 31η Οκτωβρίου 2013. –Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση. Παραβίαση των διατάξεων που προβλέπουν σχετικώς πρόσθετη αμοιβή ή αποζημίωση αφ' ενός εκ πλαγίου, με εν μέρει ελλιπή και αντιφατική αιτιολογία και αφ' ετέρου ευθέως, διότι αν και δέχθηκε απασχόληση τουλάχιστον 48 ωρών, παράλειψε να επιδικάσει οποιαδήποτε προσαύξηση. Αναιρεί και παραπέμπει.
Υπερωριακή απασχόληση
Υπερωριακή απασχόληση, Υπερεργασία.
0
Αριθμός 2103/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Ευθυμία Γκαράνη, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Της αναιρεσίβλητης: Μ. Ξ. του Β., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Ασημακοπούλου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-10-2007 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης και της Ε. Δ., που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 36/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6091/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 13-3-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 24-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει, ότι σύµβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύµβαση εργασίας είναι ορισµένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής µέχρις ορισµένου χρονικού σηµείου ή µέχρις την επέλευση ορισµένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, µετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σηµείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Εποµένως, η διάρκεια της σύµβασης εργασίας ορισµένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύµβασης εργασίας ορισµένου χρόνου είναι ότι τα µέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σηµείο της λήξης της. Η σύµβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύµφωνα µε το άρθ. 669 § 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθ. 26 § 3 και 87 § 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα. Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που άρχισε να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με τη λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής), η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004, που εφαρμόζονται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2-4-2003 και 19-7-2004, αντίστοιχα. Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης έργου ή εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν µε το άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασµό µε τα άρθ. 281, 671 ΑΚ, 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρµόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συµβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τοµέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόµου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας µε ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιµα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου, περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή αξιοποιήθηκε, γενικότερα, για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, µε πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις έργου ή εργασίας ορισµένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι ο ορθός νοµικός χαρακτηρισµός ορισμένης σχέσης και δη της σύµβασης έργου ή εργασίας, ως ορισµένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόµου χαρακτηρισµό της συµβατικής σχέσης ως ορισµένου χρόνου (Ολ.ΑΠ 6/2001, 7 και 8/2011), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νοµικός χαρακτηρισµός εκ µέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη "μετατροπή" του ισχύοντος νοµικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισµένου χρόνου σε αόριστου (Ολ.ΑΠ 18/2006). Συνάγεται, περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα, ότι επί διαδοχικών συµβάσεων έργου ή εργασίας ορισµένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κ.λπ. πριν από την έναρξη ισχύος 1) της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ ΕΚ, 2) των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 και απαγορεύουν την, ακόμη και από το νόμο, μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και 3) των άρθ. 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των, κατά την έναρξη της ισχύος του, ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά τη φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, διότι αυτές (συμβάσεις έργου ή εργασίας) είχαν προσλάβει ήδη κατά το χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενό της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, το χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψής τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (ΟΛ.ΑΠ. 7 και 8/2011). Ενόψει όλων των ανωτέρω, αν η πρόσληψη του προσωπικού του δημοσίου με διαδοχικές συμβάσεις, διαρκώς ανανεούµενες, που καταρτίστηκαν πριν την ισχύ των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, έγινε προσχηματικά, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, στην πραγματικότητα όμως για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών, η άσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος, ως εργοδότη, εκ μέρους των οργάνων του γίνεται προς καταστρατήγηση των από το άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 δικαιωμάτων των εργαζομένων, που απορρέουν από τις διατάξεις για την υποχρεωτική καταγγελία της υπαλληλικής σύμβασης, κατά προφανή υπέρβαση από μέρους του εργοδότη των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του διευθυντικού αυτού δικαιώματος και ως εκ τούτου είναι καταχρηστική (άρθρο 281 ΑΚ), ακόμη και αν, κατά την πρόσληψη ή την κατάρτιση των συµβάσεων, παραβιάσθηκαν οι διατάξεις τις κείμενης νοµοθεσίας, που διέπει την πρόσληψη ή την κατάρτιση της σύμβασης, των ΠΥΣ 236/94 και 55/98, καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 21 του Ν. 2190/1994 και του άρθρου 6 του Ν. 2527/1997. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Η αναιρεσίβλητη προσλήφθηκε από το αναιρεσείον με αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, καταρτισθείσες μεταξύ αυτής και των νομίμων εκπροσώπων του τελευταίου ήτοι των Διευθυντών της ΚΑ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, με την ειδικότητα του φύλακα αρχαιοτήτων. Με τις συμβάσεις αυτές παρείχε τις υπηρεσίες της στην ως άνω δημόσια υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, ασκώντας καθήκοντα φύλαξης και ασφάλειας των αρχαιολογικών χώρων και μουσείων αρμοδιότητας αυτών, από 6-7-1999 έως 19-7-2007, οπότε και υπέγραψε νέα σύμβαση εργασίας διάρκειας τεσσάρων (4) μηνών, κατά τα αναφερόμενα πιο κάτω χρονικά διαστήματα, προσφέροντας εργασία όμοια με αυτήν που εκτελούσαν οι μόνιμοι υπάλληλοι φύλαξης αρχαιοτήτων του εναγομένου. Ειδικότερα, η αρχική πρόσληψή της έγινε με την από 6-7-1999 σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και της Διευθύντριας της ΚΑ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων Κυκλάδων και Σάμου, νομίμου εκπροσώπου του εναγομένου και απασχολήθηκε μέχρι την 31-10-1999, προσφέροντας τις υπηρεσίες της στο εναγόμενο με την ειδικότητα του ημερήσιου φύλακα αρχαιοτήτων, στη συνέχεια δε με αντίστοιχες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, προσλήφθηκε στην ίδια υπηρεσία και προσέφερε την εργασία της με την ίδια ειδικότητα, κατά τα χρονικά διαστήματα από 1-11-1999 έως 31-12-1999, από 30-6-2000 έως 30-6-2001, η οποία παρατάθηκε δύο φορές, αρχικά έως 30-9-2001 και στη συνέχεια έως 31-12-2001, από 10-1-2002 έως 21-3-2002 και ακολούθως έως 31-12-2002, από 26-5-2003 έως 20-8-2003 και ακολούθως έως 21-8-2003 έως 19-10-2003 και ακολούθως έως 31-12-2003, από 2-1-2004 έως 23-1-2004, από 10-2-2001 έως 31-12-2004, από 25-1-2005 έως 21-4-2005, από 22-4-2005 έως 14-10-2005, από 19-1-2006 έως 28-4-2006 και ακολούθως έως 31-12-2006 και από 19-7-2007 έως 31-10-2007, απασχολούμενη με πλήρες ωράριο εργασίας. Η ενάγουσα, με την ως άνω προσφορά της εργασίας της στο εναγόμενο, ανεξαρτήτως του ότι δεν ήταν πάντοτε συνεχής, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, ήτοι οκτώ (8) και πλέον έτη, κατά το οποίο απασχολήθηκε κυρίως με την ειδικότητα του ημερήσιου φύλακα αρχαιοτήτων στο Αρχαιολογικό Μουσείο Άνδρου, προσφέροντας τις ίδιες υπηρεσίες με αυτές των μονίμων υπαλλήλων του εναγομένου, κάλυπτε μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του Υπουργείου Πολιτισμού. Η ορισμένη διάρκεια των παραπάνω συμβάσεων, που καταρτίστηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος και του Π.Δ. 164/2004 και ήταν ενεργές κατά τα χρονικά αυτά σημεία και μετά ταύτα, δεν δικαιολογείται από τη φύση, το είδος ή το σκοπό της εργασίας που παρείχε η ενάγουσα, αλλά ούτε και από κάποιο άλλο αντικειμενικό λόγο, όπως είναι η προσωρινή αναπλήρωση εργαζομένου, η εκτέλεση παροδικού χαρακτήρα εργασίας ή άλλες ανάγκες του εργαζομένου, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της ενάγουσας. Εξάλλου, από τον παραπάνω χρόνο απασχόλησής της προκύπτει ότι αυτή προσέφερε τις υπηρεσίες της στο εναγόμενο κατά διάφορα χρονικά διαστήματα, όλους τους μήνες του έτους και όχι αποκλειστικά τους θερινούς μήνες, για την αντιμετώπιση των αυξημένων αναγκών φύλαξης, λόγω αυξημένης τουριστικής κίνησης και του διευρυνόμενου ωραρίου λειτουργίας των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων κατά την περίοδο αυτή, όπως αβάσιμα υποστηρίζει το εναγόμενο, ούτε από το γεγονός ότι η απασχόλησή της δεν ήταν συνεχής, προκύπτει ότι αυτή κάλυπτε παροδικές και έκτακτες ανάγκες των ως άνω υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού. Συνεπώς, οι ως άνω ένδικες συμβάσεις αποτελούν μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, καταρτισθείσα την 6-7-1999, που συνεχίζει να υφίσταται και μετά τη συμφωνημένη λήξη της, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, καθόσον η σύμβαση αυτή, ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ' ορθό χαρακτηρισμό της, ανταποκρίνεται στις περιστάσεις και τις ανάγκες του εναγομένου και ειδικότερα της ΚΑ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού και συγκεκριμένα τις ανάγκες φύλαξης και ασφάλειας των αρχαιολογικών χώρων και του Αρχαιολογικού Μουσείου της νήσου Άνδρου αρμοδιότητος αυτών, που είναι πάγιες και διαρκείς, αλλά και ήταν απαραίτητες. Με τις παραδοχές αυτές, δέχθηκε ότι η αγωγή της αναιρεσίβλητης είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 671 και 281 Α.Κ. και αυτές του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος και ακολούθως, δέχθηκε αυτήν και κατ' ουσία και αναγνώρισε ότι η αναιρεσίβλητη συνδέεται με το αναιρεσείον με ενιαία σύμβαση εργασίας, αορίστου χρόνου, από την πρόσληψή της. Κρίνοντας, έτσι το Εφετείο, δεν παραβίασε 1) με τη μη εφαρμογή τους, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 4, 22, 103 παρ. 2 του Συντάγματος και 21 ν. 2190/1994, αφού δεν ήταν εφαρμοστέες και 2) με την εφαρμογή τους, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 και 281, 671 του Α.Κ. και 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες, διότι οι επίμαχες διαδοχικές σχέσεις εργασίας της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, καταρτίστηκαν πριν την 18-4-2001, και μπορούσαν να προσλάβουν, ενιαία, κατά το χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση και το αντικείμενό της, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, εφόσον, σύμφωνα με τις παραδοχές της απόφασης, από τη φύση τους κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσείοντος, ο δε καθορισμός του είδους των, ως συμβάσεων ορισμένου χρόνου, εξακολουθητικά, δεν δικαιολογείται από τη φύση τους, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της αναιρεσίβλητης μισθωτού από τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος του αναιρεσείοντος, να ρυθμίζει τη διάρκεια εργασίας τους, και ανεξάρτητα από τις ρυθμίσεις της 1999/70 Οδηγίας και των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, οι οποίες δεν έχουν στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή. Εποµένως, ο, περί του αντιθέτου, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 KΠολΔ, μοναδικός, λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε το αναιρεσείον, ως ηττώμενο, στα περιοριζόμενα, κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 13-3-2013, αίτηση του αναιρεσείοντος, για την αναίρεση της 6091/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Οι διαδοχικές σχέσεις εργασίας της αναιρεσίβλητης καταρτίστηκαν πριν την 18-4-2001 και μπορούσαν να προσλάβουν, ενιαία, κατά το χρόνο που εντείνεται η ένδικη έννομη σχέση, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον αυτή κάλυπτε μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του αναιρεσείοντος, ο δε καθορισμός του είδους των, ως συμβάσεων ορισμένου χρόνου, εξακολουθητικά, δεν δικαιολογείται, αλλά τέθηκε προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της αναιρεσίβλητης.
null
null
2
Αριθμός 2102/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Δ. Ρ. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαρίλαο Βερβενιώτη. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Τεχνικής Εμπορικής και Βιομηχανικής Εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΑΤΕΒΕ", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Λυκοκάπη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-6-2004 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1579/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5187/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 28-5-2012 αίτησή του και τους από 17-1-2013 πρόσθετους λόγους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 21-2-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των πρόσθετων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 Εισ.Ν.Α.Κ.) συνάγεται, ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε, που είναι ο κύριος σκοπός της εργασιακής σύμβασης, και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και ν' ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζόμενου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζόμενου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της, ως άνω, εξάρτησης, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία, κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών γνώσεών του, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του εξαρτημένη. Εξάλλου, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς το χρόνο και τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Δηλαδή βασικά κριτήρια για να κριθεί το πότε υφίσταται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητων υπηρεσιών είναι ο βαθμός πρωτοβουλίας που έχει ο παρέχων τις υπηρεσίες του στον αντισυμβαλλόμενο κατά την εκτέλεση της σύμβασης, η μερική ή ολική επιλογή του χρόνου εκτέλεσής της και το αν επιτρέπεται στον εργαζόμενο ή όχι να εκφεύγει του εργοδοτικού ελέγχου, ως προς τον τρόπο (εκτέλεση) της παροχής των συμφωνημένων υπηρεσιών του. Πάντως και στη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι αυτό η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την έννοια που προεκτέθηκε. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όμως δεν καθορίζεται μόνο από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ' αυτή εργαζόμενο συνέπειες, που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. Με βάση το κριτήριο αυτό γίνεται φανερό ότι η σύμβαση παροχής επιστημονικών υπηρεσιών από εργαζόμενο επιστήμονα, που επιλέγει ο ίδιος βασικούς όρους της απασχόλησής του και δεν ελέγχεται από τον εργοδότη, ως προς τον τρόπο και εν γένει ως προς το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του στον καθορισμένο από τη σύµβαση και τη φύση των υπηρεσιών τόπο, δεν είναι σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας (Ολ.ΑΠ 28/2005). Σε κάθε δε περίπτωση, ο χαρακτηρισµός της σύµβασης γίνεται µετά την εκτίµηση όλων των περιστάσεων από το Δικαστήριο, ανεξάρτητα από την ονοµασία που έδωσαν σε αυτήν τα συμβληθέντα µέρη. Ακόµη, από το άρθρο 7 του ΠΔ 472/85, όπως ισχύει, συνάγεται ότι θεσπίζεται ως προϋπόθεση της εγγραφής της εργοληπτικής επιχείρησης στα Μητρώα Εργοληπτικών Επιχειρήσεων (Μ.Ε.Ε.Π.) εκτός των άλλων, η στελέχωση µε έµπειρα κατά τεκµήριο στελέχη, ως εκ της εγγραφής τους στο ΜΕΚ και η συνεχής απασχόληση και ενεργός συµµετοχή τους στο έργο της επιχείρησης, τέτοια δε απασχόληση και συµµετοχή θεωρείται ότι αποδεικνύεται είτε από την ιδιότητά τους ως µελών του διοικητικού συµβουλίου ή του εταίρου της εργοληπτικής εταιρείας, είτε από τη σύµβαση μίσθωσης εργασίας, θεωρημένη από τη ΔΟΥ. Από την ανωτέρω διάταξη, µε την οποία καθιερώνεται απλώς αποδεικτικός τύπος προς απόδειξη πλήρωσης µιας των προϋποθέσεων για εγγραφή της εταιρείας στο Μ.Ε.Ε.Π., δεν συνάγεται περαιτέρω και ότι η συνδέουσα την εργοληπτική εταιρεία και τα άνω τεχνικά στελέχη σύµβαση παροχής υπηρεσιών τους, φέρει υποχρεωτικά εκ του νόµου και καθόσον αφορά τις µεταξύ τους σχέσεις, εν τοις πράγµασι, το χαρακτήρα σύμβασης µίσθωσης εξαρτηµένης εργασίας. Διότι η κρίση περί της ύπαρξης ή µη αυτής απόκειται στο δικαστήριο της ουσίας και τελεί σε σχέση µε τη νοµική εξάρτηση του µισθωτού από τον εργοδότη, που εκδηλώνεται µε την παροχή της εργασίας του, σύµφωνα µε τις εντολές και οδηγίες του εργοδότη, ως προς τον τόπο, χρόνο και τρόπο, την υποχρέωση προς συμμόρφωση στις οδηγίες και εντολές αυτές και την αποδοχή ελέγχου από τον εργοδότη. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, ότι ο ενάγων, ήδη αναιρεσείων, είναι Πολιτικός Υπομηχανικός, εγγεγραμμένος στα Μητρώα Εµπειρίας Κατασκευαστών (ΜΕΚ) Δηµοσίων Έργων του ΥΠΕΧΩΔΕ, µε αριθµό µητρώου ... και πτυχίο εργοληπτικής ικανότητας Δ' τάξης. Με την ιδιότητά του αυτή σύναψε µε την ήδη αναιρεσίβλητη, εργοληπτική εταιρεία, εγγεγραμμένη στα Μητρώα Εµπειρίας Εργοληπτικών Επιχειρήσεων (ΜΕΕΠ), µε αριθµό ... και ανήκουσα στην κατηγορία εργοληπτών Ζ' τάξης, την, από 4-11-1996, έγγραφη σύµβαση παροχής υπηρεσιών αορίστου χρόνου. Με αυτήν ορίστηκε, µεταξύ των άλλων, ότι ο ενάγων µε την παραπάνω ιδιότητά του θα στελεχώσει την εναγοµένη, κατά την έννοια του Ν. 1418/1984 και ΠΔ 472/1985, θα έχει συνεχή απασχόληση στην επιχείρηση και θα μετέχει ενεργά στο έργο της και ότι αυτός θα αµείβεται ανάλογα µε τις δραστηριότητες που θα του ανατεθούν και σε κάθε περίπτωση όχι λιγότερο των 2.200.000 δραχµών ετησίως. Έτσι, ο ενάγων εισέφερε το πιο πάνω πτυχίο του στην εναγοµένη, που καταχωρήθηκε στα Μητρώα Εµπειρίας Κατασκευαστών του ΥΠΕΧΩΔΕ και κατέστη µέλος του ΔΣ αυτής και βασικό της στέλεχος. Παράλληλα, και σε εκτέλεση της παραπάνω σύµβασης, η εναγοµένη ανέθεσε στον ενάγοντα και αυτός απασχολήθηκε σε διάφορα τεχνικά έργα, την εκτέλεση των οποίων είχε αναλάβει αυτή, είτε ως αποκλειστική ανάδοχος, είτε σε σύμπραξη µε άλλους κατασκευαστές, κατά το χρονικό διάστηµα των ετών 1996 - 2000, όπως "Παράκαμψη Καλυβιών και βελτίωση της οδού από οικισµό Πέρα προς Κερατέα επί της οδού Σταυρού Καλυβιών", "Συντήρηση - βελτίωση Ν.Ε.Ο. Κορίνθου Τριπόλεως", "Κατασκευή δύο υπαίθριων γηπέδων καλαθοσφαίρισης στην ΣΜΥΝ - ΚΕΠΑΛ και Σχολή Ναυτικών Δοκίµων", "Κατασκευή τάπητα Σπορτ Σολ των γηπέδων τένις Σκαραµαγκά" και άλλα. Τα καθήκοντά του, ειδικότερα, στα παραπάνω έργα συνίσταντο στην οργάνωση και διεύθυνση των εργοταξίων, στην εφαρµογή της µελέτης και στην επίβλεψη της εκτέλεσης των εργασιών για την κατασκευή των έργων, στους υπολογισµούς και τις επιμετρήσεις των εργασιών κ.λπ. και γενικότερα στη µε δική του ευθύνη εκτέλεση όλων των τεχνικών εργασιών που απαιτούνταν για την κατασκευή και περάτωσή τους. Κατά τη διάρκεια λειτουργίας της παραπάνω σύµβασης τόπος παροχής των υπηρεσιών του ενάγοντος ήταν εκ των πραγμάτων τα επί τόπου εργοτάξια της εναγοµένης, όπου εκτελούνταν τα διάφορα έργα που κάθε φορά αυτή αναλάµβανε. Ο χρόνος παροχής των υπηρεσιών αυτών καθοριζόταν αποκλειστικά από τον ίδιο, χωρίς να υφίσταται καταρτισμένο από την εναγοµένη δεσµευτικό γι' αυτόν ωράριο εργασίας. Κατά την παροχή δε των πιο πάνω υπηρεσιών του, ο ενάγων δεν εργαζόταν υπό την επίβλεψη και τον έλεγχο ή την καθοδήγηση των εκπροσώπων της εναγοµένης και ειδικότερα δεν ακολουθούσε δεσμευτικές γι' αυτόν οδηγίες και εντολές, ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του, αφού, λόγω της εµπειρίας και των τεχνικών γνώσεών του, ενεργούσε µόνος του, αυτοβούλως, χωρίς δέσμευση ωραρίου και χωρίς εποπτεία της εναγοµένης, για τη διεκπεραίωση των έργων που του είχαν ανατεθεί. Έτσι, ο ενάγων εκτέλεσε µια σειρά έργων της εναγοµένης και εισέπραξε, όπως οµολογεί και ο ίδιος, τµηµατικά, ως αµοιβή του, το συνολικό ποσό των 34.744.839 δραχµών. Στη συνέχεια και µάλιστα περί τα µέσα Απριλίου 2000, ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς από την εναγοµένη, παύοντας πλέον να προσφέρει οποιεσδήποτε υπηρεσίες σ' αυτήν, ενώ και τυπικώς έπαυσε να είναι στέλεχος της τελευταίας στο ΜΕΕΠ, από 8-1-2001 που έγινε δεκτή από το Διοικητικό Συμβούλιο της εναγοµένης η παραίτησή του και κατατέθηκε στο ΥΠΕΧΩΔΕ το σχετικό πρακτικό του ΔΣ που ενέκρινε την παραίτηση αυτή. Ενόψει των ανωτέρω, δεν αποδεικνύεται ότι η εργασιακή σχέση που συνέδεε τον ενάγοντα µε την εναγοµένη και ειδικότερα η καταρτισθείσα µεταξύ των διαδίκων από 4-11-1996 σύµβαση παροχής υπηρεσιών ήταν εκείνη της σύμβασης εξαρτηµένης εργασίας, αλλά αυτή των ανεξάρτητων υπηρεσιών, αφού ο ενάγων δεν τελούσε υπό καθεστώς νοµικής και προσωπικής εξάρτησης από τα πρόσωπα που αντιπροσώπευαν την εναγοµένη. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι πέραν των συμφωνηθέντων µε την έγγραφη σύµβαση που προαναφέρεται, είχε οποτεδήποτε συµφωνηθεί µεταξύ των διαδίκων να αµείβεται ο ενάγων για τις υπηρεσίες που παρείχε, µε τακτικό µισθό ποσού 1.100.000 δραχµών, µηνιαίως, ούτε ότι ελάµβανε µηνιαίως τέτοιο µισθό. Αντίθετα, αµειβόταν για κάθε έργο, ανάλογα µε τις εκάστοτε επί µέρους συµφωνίες που πραγµατοποιούσε µε την εναγοµένη, ενώ για την είσπραξη των αµοιβών του εξέδιδε διπλότυπες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, ως ελεύθερος επαγγελµατίας. Συνεπώς, είναι αβάσιµες οι ένδικες αξιώσεις του ενάγοντος, που έχουν ως βάση τους την επικαλούµενη σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας, αορίστου χρόνου. Με τις παραδοχές αυτές απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή. Κρίνοντας, έτσι, το Εφετείο, δεχόμενο δηλαδή, ότι η επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα σύμβαση με την αναιρεσίβλητη είναι σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών και όχι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 648 ΑΚ και 8 του ν. 2112/1920, και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης διότι, με σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, στηρίζει το διατακτικό της απόφασής του. Ειδικότερα, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, η σύναψη της σύμβασης από τους διαδίκους με αντικείμενο την από τον αναιρεσείοντα οργάνωση και διεύθυνση των εργοταξίων, την εφαρµογή της µελέτης, την επίβλεψη της εκτέλεσης των εργασιών για την κατασκευή των έργων, τους υπολογισµούς και τις επιμετρήσεις των εργασιών κ.λπ. και γενικότερα τη, µε την ευθύνη του, εκτέλεση όλων των τεχνικών εργασιών, που απαιτούνταν για την κατασκευή και περάτωσή τους, σε συνδυασμό με τη μη υποχρέωσή του να τηρεί συγκεκριμένο ωράριο, την παροχή των υπηρεσιών του σε χρόνο που καθοριζόταν αποκλειστικά από τον ίδιο, τη μη εξάρτησή του, ως προς τον τρόπο και το χρόνο από τα πρόσωπα που αντιπροσώπευαν την αναιρεσίβλητη, κατά την έννοια που εκτίθεται στη μείζονα σκέψη, και την καταβολή της αμοιβής του, για κάθε έργο, ανάλογα µε τις εκάστοτε επί µέρους συµφωνίες που πραγµατοποιούσε µε την αναιρεσίβλητη, για την είσπραξη της οποίας μάλιστα εξέδιδε διπλότυπες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, ως ελεύθερος επαγγελµατίας, προσιδιάζει σε σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών και όχι σε σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας. Επομένως, οι, περί του αντιθέτου, πρώτος και δεύτερος λόγοι του αναιρετηρίου και του δικογράφου των προσθέτων, με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις, αντίστοιχα, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό . ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 28-5-2012, αίτηση του αναιρεσείοντος για την αναίρεση της 5187/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών και τους, από 17-1-2013, πρόσθετους λόγους. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η σύναψη της σύμβασης από τους διαδίκους με αντικείμενο την από τον αναιρεσείοντα οργάνωση και διεύθυνση των εργοταξίων, την εφαρμογή της μελέτης, την επίβλεψη της εκτέλεσης των εργασιών για την κατασκευή των έργων, τους υπολογισμούς και τις επιμετρήσεις των εργασιών κλπ και γενικότερα τη, με την ευθύνη του, εκτέλεση όλων των τεχνικών εργασιών, που απαιτούνταν για την κατασκευή και περάτωσή τους, σε συνδυασμό με τη μη υποχρέωσή τουνα τηρεί συγκεκριμένο ωράριο, την παροχή των υπηρεσιών του σε χρόνο που καθοριζόταν αποκλειστικά από τον ίδιο, τη μη εξάρτησή του, ως προς τον τρόπο και το χρόνο, προσιδιάζει σε σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 2107/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 24η Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Ε. Κ. του Β., κατοίκου Θεσσαλονίκης, που δεν παραστάθηκε. ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ Π. Β. Α.Ε.", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στη ... και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Νισύριου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-5-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 7203/2008 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 317/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείον με την από 7-5-2010 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσίβλητη, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 15-2-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1 και 104 ΚΠολΔ, οι διάδικοι στα πολιτικά δικαστήρια έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, για δε τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν αποδεικνύεται κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες, που έγιναν προηγουμένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, καθώς και την τυχόν υπέρβασή της. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με εκείνες των άρθρων 568 παρ.4 και 576 παρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αν τη συζήτηση της υποθέσεως, ενώπιον του Αρείου Πάγου, επισπεύδει ο αναιρεσείων και απολείπεται κατ' αυτή, ερευνάται το έγκυρο της επισπεύσεως της συζητήσεως εκ μέρους του απολειπόμενου αναιρεσείοντος και από άποψη πληρεξουσιότητας. Σε περίπτωση, που, κατά την αυτεπάγγελτη έρευνα από το δικαστήριο, διαπιστώνεται έλλειψη πληρεξουσιότητας του δικηγόρου, που επισπεύδει τη συζήτηση για λογαριασμό του απολειπόμενου αναιρεσείοντος, τούτο συνεπάγεται, κατ' άρθρο 104 ΚΠολΔ, την ακυρότητα της κλήσεως που έγινε εξ ονόματος αυτού και, συνακόλουθα, το απαράδεκτο της συζητήσεως, παρά την εμφάνιση και παράσταση του αναιρεσίβλητου που αποδεικνύει την κατά τα ανωτέρω επίσπευση και κλήτευση του ιδίου από τον αντίδικό του. Εάν η στάση του αναιρεσείοντος ενέχει αδιαφορία για την πρόοδο της δίκης, ο μόνος τρόπος σύννομης περάτωσης της εκκρεμοδικίας είναι η εκ νέου επίσπευση της συζήτησης εκ μέρους του αναιρεσίβλητου και η προσήκουσα κλήτευση του αναιρεσείοντος για να παραστεί σ' αυτή. 2. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα του φακέλου της υποθέσεως, τη συζήτηση της υπό κρίση, από 7-5-2010, αιτήσεως αναιρέσεως κατά της 317/2010 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, επισπεύδει ο αναιρεσείων. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, από τη σειρά του οικείου πινακίου στο οποίο είχε εγγραφεί μετ' αναβολή (ΚΠολΔ 226 παρ.4), δεν εμφανίσθηκε ο αναιρεσείων, ούτε υπέβαλε την, κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δήλωση μη παραστάσεως στο ακροατήριο. Επίσης, όμως, δεν αποδεικνύεται ούτε ότι αυτός είχε χορηγήσει πληρεξουσιότητα στο δικηγόρο Θεόδωρο Καζαντζίδη, που υπογράφει σχετικώς, για να επισπεύσει, για λογαριασμό του, τη συζήτηση της υποθέσεως, ούτε ότι κλητεύθηκε, μετά τη διαμεσολαβήσασα αναβολή, από την αναιρεσίβλητη, για να παρασταθεί κατά τη μετ' αναβολή συζήτηση της υποθέσεως. Επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις, που προαναφέρθηκαν και παρά την εμφάνιση της αναιρεσίβλητης που επιδιώκει την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η διεξαχθείσα συζήτηση αυτής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της από 7-5-2010 αιτήσεως περί αναιρέσεως της 317/2010 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 31η Οκτωβρίου 2013. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη εμφάνιση αναιρεσείοντος. Επίσπευση συζήτησης από δικηγόρο που ενήργησε ως πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος, χωρίς να αποδεικνύεται η πληρεξούσιότητά του. Η προδικασία είναι άκυρη και ως εκ τούτου η συζήτηση, που έγινε με παρουσία μόνο του αναιεσίβλητου που είχε κλητευθεί προσηκόντως κατά την αρχική συζήτηση και επιδιώκει ήδη την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, κηρύσσεται απαράδεκτη.
Απαράδεκτη συζήτηση
Απαράδεκτη συζήτηση.
2
Αριθμός 2099/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Δ. του Γ., έως και 14) Θ. Β. του Ν., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Κλαπαδάκη - Βογιατζόγλου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Του αναιρεσιβλήτου: ΟΤΑ με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΒΟΛΟΥ", καθολικού διαδόχου του ΟΤΑ με την επωνυμία "Δήμος Νέας Ιωνίας Μαγνησίας", που εδρεύει στον Βόλο Μαγνησίας και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αργυρούλα Τσακανίκα, που δήλωσε στο ακροατήριο την κατάργηση του αρχικού διαδίκου "Δήμου Ν. Ιωνίας" και την διαδοχή του από τον "Δήμο Βόλου". Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-11-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 58/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 263/2009 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 3-3-2010 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 10-1-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως και να απορριφθεί ο πρώτος. Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το αρθρ. 90 παρ. 1 ν. 2362/1995 "Περί Δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου των δαπανών του Κράτους", που, κατά το άρθρ. 119 αυτού, άρχισε να ισχύει από 1-1-1996, οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ένδικη διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος αυτής, κατά δε το άρθρ. 91 του ιδίου νόμου, επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διάταξης του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου, όπως ήταν και οι αναφερόμενες στο άρθρο 90 παρ. 1 αυτού, αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, ενώ σε βραχυπρόθεσμη διετή παραγραφή από τη γένεσή τους, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρ. 90 του νόμου αυτού, υπόκειται η απαίτηση οποιαδήποτε των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 304 του π.δ. 410/1995 και στις χρηματικές αξιώσεις κατά των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η προβλεπόμενη από τις εν λόγω διατάξεις για τις πιο πάνω αξιώσεις των υπαλλήλων των ΟΤΑ, βραχυπρόθεσμη (διετής) παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι µικρότερος από το χρόνο παραγραφής που ισχύει, σύµφωνα µε το άρθρο 250 αριθµ. 6 και 17 του ΑΚ, για τις παρόµοιες αξιώσεις των υπαλλήλων και εργατών των ιδιωτικών επιχειρήσεων, έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δηµόσιου συμφέροντος και συγκεκριμένα από την ανάγκη ταχείας εκκαθαρίσεως των σχετικών αξιώσεων και των αντίστοιχων υποχρεώσεων των ΟΤΑ, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονοµικής κατάστασης αυτών, στην οποία συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες µε την καταβολή φόρων και τελών. Εξάλλου, µε τη θέσπιση της εν λόγω διετούς παραγραφής, δε δημιουργείται άνιση δυσμενής μεταχείριση των υπαλλήλων των ΟΤΑ σε σχέση µε τους υπαλλήλους των ιδιωτικών επιχειρήσεων, ως προς τη διάρκεια της ισχύουσας έναντι των πρώτων πενταετούς παραγραφής, αφού η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται, όχι µόνο από την ανάγκη προστασίας της περιουσίας των ΟΤΑ, αλλά και λόγω των διαφορετικών συνθηκών υπό τις οποίες τελούν οι υπάλληλοι των τελευταίων, σε σχέση µε τους υπαλλήλους των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και του διαφορετικού νοµικού καθεστώτος που διέπει, αντίστοιχα, τις σχέσεις των δύο αυτών κατηγοριών υπαλλήλων προς τους εργοδότες τους. Συνεπώς η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, σε συνδυασµό µε αυτήν του άρθρου 304 του π.δ. 410/1995 που θεσπίζει διετή παραγραφή για τις ρηθείσες αξιώσεις των υπαλλήλων των ΟΤΑ, δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας. Η ίδια ρύθµιση δεν είναι αντίθετη ούτε προς τις διατάξεις του άρθρου 25 του Συντάγματος, 6, 13 και 14 της ΕΣΔΑ, 2 παρ. 3α, β, 14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Σύµβασης (Ε.Σ.Δ.Α.), που επιβάλλουν το σεβασµό της περιουσίας του προσώπου, αφού οι υπερνοµοθετικής ισχύος αυτές διατάξεις παρεμποδίζουν το νοµοθέτη να καταργεί και ενοχικά ακόµη δικαιώµατα και όχι να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν µετά την έναρξη της ισχύος τους. Άλλωστε, από τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ως άνω Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, που ορίζει ότι "οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωµα κάθε Κράτους να θέτει σε ισχύ νόµους, τους οποίους κρίνει αναγκαίους προς ρύθµιση της χρήσης αγαθών σύµφωνα µε το δηµόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίµων", προκύπτει ότι και το Πρωτόκολλο αυτό ευθέως αναγνωρίζει το δικαίωµα κάθε κράτους να θεσπίζει νόµους, αν το κρίνει αναγκαίο, για τη διασφάλιση του δηµόσιου συμφέροντος, επομένως και να θέτει νόµιµους περιορισµούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση των αξιώσεών τους εντός ορισµένου χρόνου, προς διασφάλιση του δηµόσιου συμφέροντος, στην έννοια του οποίου εμπίπτει, κατά τα προεκτιθέμενα, και η προστασία της περιουσίας των ΟΤΑ. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, µε την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε ότι οι ενάγοντες - αναιρεσείοντες, καθόλο το χρονικό διάστημα από την πρόσληψή τους μέχρι τις 31-12-2003 απασχολήθηκαν από τον αναιρεσίβλητο ΟΤΑ επί 22 ημέρες μηνιαίως, το δε ωράριο εργασίας αυτών ήταν σε τρεις βάρδιες ημερησίως των οκτώ ωρών καθεμία και συγκεκριμένα η πρώτη από 07.00 έως 15.00, η δεύτερη από 15.00 έως 23.00 και η τρίτη από 23.00 έως 07.00. Έτσι, σε όλη τη διάρκεια της εργασίας τους, σε περίπτωση νυκτερινής βάρδιας παρείχαν 7 ώρες νυκτερινής εργασία και σε περίπτωση απογευματινής βάρδιας μία (1) ώρα νυκτερινής εργασίας, ενώ, ανάλογα με τη βάρδια τους, κατά τις Κυριακές και αργίες εργάζονταν είτε 8 ώρες (πρωινή ή απογευματινή βάρδια Κυριακής ή αργίας), είτε 7 ώρες (βραδινή βάρδια Σαββάτου προς Κυριακή ή αργία) είτε μία (1) ώρα (βραδινή βάρδια Κυριακής ή αργίας προς την επόμενη), με αποτέλεσμα να δικαιούνται προσαύξηση 25% και 75%, αντίστοιχα, επί του νομίμου ωρομισθίου τους. Σε όλη τη διάρκεια της απασχόλησής τους οι ενάγοντες ελάμβαναν μόνο ημερήσια αμοιβή ύψους 35,22 ευρώ χωρίς, όμως, να καταβληθούν ποτέ σ' αυτούς οι νόμιμες προσαυξήσεις για την παροχή νυκτερινής εργασίας και για την απασχόλησή τους κατά τις Κυριακές και αργίες. Ομοίως, δεν ελάμβαναν, καίτοι τα δικαιούνταν, την ετήσια άδειά τους, το επίδομα αυτής, τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Όμως, η υπό κρίση, από 19.12.2005, αγωγή επιδόθηκε στο δεύτερο εναγόμενο την 20.12.2005. Επομένως, όσες από τις ανωτέρω αξιώσεις των εναγόντων γεννήθηκαν προ της 20.12.2003 παραγράφηκαν, διότι συμπληρώθηκε ο προβλεπόμενος από τις διατάξεις των άρθρων 90 και 91 του προαναφερόμενου νόμου χρόνος της διετούς παραγραφής αυτών, η οποία αρχίζει από τη γένεσή των. Η παραγραφή δεν προτείνεται από τον εναγόμενο Δήμο, πλην όμως λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο κατά το άρθρο 94 του ν. 2362/1995, καθόσον, πράγματι, για τις αξιώσεις κάθε μήνα του μέχρι την ως άνω ημερομηνία χρονικού διαστήματος (τελευταίες αυτές του μηνός Νοεμβρίου 2003), εφόσον αυτές γεννήθηκαν στο τέλος του αντίστοιχου μήνα η παραγραφή τους άρχισε την πρώτη ημέρα κάθε επόμενου μήνα με αποτέλεσμα μέχρι την επίδοση της αγωγής στις 20.12.2005 να έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ότι οι παραπάνω αξιώσεις των αναιρεσειόντων, που αναφέρονται στα έτη 2001, 2002 και 2003 υπέπεσαν στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/95. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις, άνω, διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και ο, περί του αντιθέτου, πρώτος, από τον αριθµό 1 του άρθρου 559 KΠολΔ, λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιµος. Η παράγραφος 1 του άρθρου 4 του α.ν. 539/1945, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του ν. 4504/1966, η ισχύς της οποίας, όπως και άλλων διατάξεων του ίδιου νόμου, επεκτάθηκε, με το άρθρο 2 της από 26.2.1975 Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 133/1975, και σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων διεπόμενες από την τελευταία, ορίζει τα εξής: "Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτών, του πρώτου υποχρεουμένου να χορηγήσει την αιτηθείσαν άδειαν το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως. Πάντως, το ήμισυ τουλάχιστον των κατ' έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουμένων αδείας δέον να ικανοποιώνται εντός του από 1ης Μαΐου μέχρι 30ης Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος. Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτησις σκοπεί μόνον εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις διά την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπική προϋπόθεσιν διά την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ' αποδοχών δικαιώματος αυτού, του εργοδότου υποχρεουμένου όπως, προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους, παράσχει την άδειαν έστω και αν δεν εζητήθη αυτή υπό του μισθωτού". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς, ότι η προβλεπόμενη από τον α.ν. 539/1945 ετήσια (κανονική) άδεια πρέπει να χορηγείται στο μισθωτό οπωσδήποτε μέσα στο έτος στο οποίο αφορά και δεν επιτρέπεται, ούτε με συμφωνία μεταξύ του τελευταίου και του εργοδότη, η μεταφορά αυτής εν όλω ή εν μέρει στο επόμενο ή σε μεθεπόμενα έτη. Κατά συνέπεια, η μεταφορά των παραπάνω ημερών άδειας που δεν χορηγήθηκε στον εργαζόμενο, έστω και με τη συναίνεση αυτού, στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη είναι ανίσχυρη (άκυρη), ο δε εργοδότης, από το τέλος κάθε έτους στο οποίο αφορούσαν οι εν λόγω ημέρες άδειας, ήταν υπόχρεος στην καταβολή των αντίστοιχων προς τις ημέρες αυτές αποδοχών άδειας, με προσαύξηση αυτών κατά 100%, σε περίπτωση υπαιτιότητάς του, για τη μη χορήγηση της άδειας, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, όπως η παράγραφος αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ. 3755/1957. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε ότι οι αναιρεσείοντες δεν ελάμβαναν την ετήσια άδειά τους και το επίδομα αυτής. Στη συνέχεια, με την παραδοχή ότι όλες οι απαιτήσεις των μέχρι την 20-12-2003 παραγράφηκαν, εσφαλμένα, περιέλαβε σ' αυτές και τις αξιώσεις των αναιρεσειόντων για την άδεια και το επίδομα αδείας του έτους 2003, τις οποίες, όπως προκύπτει από τη προσβαλλόμενη απόφασή του, και δεν επιδίκασε, γιατί δέχθηκε ότι και αυτές παραγράφηκαν, μέχρι την 20-12-2005, αν και αυτές, γεννηθείσες, κατά τα προεκτεθέντα, στο τέλος του έτους εκείνου, δεν είχαν, πράγματι, παραγραφεί. Επομένως παραβίασε τις προαναφερθείσες, ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, μεταξύ των οποίων και εκείνη του άρθρου 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945 και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. Σύμφωνα με τα παραπάνω, πρέπει να αναιρεθεί, κατά ένα μέρος, η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα κατά το μέρος της που αναφέρεται στις επίδικες αξιώσεις των αναιρεσειόντων για την άδεια και το επίδομα αδείας του έτους 2003, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την άνω απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Τέλος, πρέπει, να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος, σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρ. 183, 178 και 176 του ΚΠολΔ, και 281 του ν. 3463/2006 "Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας"), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 263/2009 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, το οποίο ορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Οι αξιώσεις των αναιρεσειόντων, κατά του δήμου, υπέπεσαν στην διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/95. Το Εφετείο εσφαλμένα, περιέλαβε σ' αυτές και τις αξιώσεις των για την άδεια και το επίδομα αδείας του έτους 2003, διότι αυτές γεννήθηκαν (άρθρο 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945), στο τέλος του έτους εκείνου.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Παραγραφή αξιώσεων, Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 2100/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: ΟΤΑ με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΒΟΛΟΥ", καθολικού διαδόχου του ΟΤΑ με την επωνυμία "Δήμος Νέας Ιωνίας Μαγνησίας", που εδρεύει στον Βόλο Μαγνησίας και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αργυρούλα Τσακανίκα, που δήλωσε στο ακροατήριο την κατάργηση του αρχικού διαδίκου "Δήμου Ν. Ιωνίας" και την διαδοχή του από τον "Δήμο Βόλου". Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Δ., 2) Φ. Κ., 3) Μ. Γ., 4) Σ. Π., 5) Α. Τ., 6) Ζ. Τ., 7) Ε. Τ., 8) Μ. Γ., 9) Ζ. Μ., 10) Κ. Τ., 11) Μ. Α., 12) Β. Κ., 13) Ν. Χ. και 14) Θ. Β., όλων κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-11-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 58/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 263/2009 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων (ήδη καταργηθείς Δήμος Ν. Ιωνίας Μαγνησίας) με την από 15-4-2010 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 10-1-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτή, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει, αυτεπαγγέλτως, αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αναίρεσης, αρχική δικάσιμος για τη συζήτησή της ορίστηκε εκείνη της 22-1-2013, κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε, για την αναφερόμενη στην αρχή (5-11-2013). Όπως προκύπτει από τα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου τούτου, κατά την τελευταία μετ' αναβολή δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της, από το οικείο πινάκιο, οι αναιρεσίβλητοι, δεν εμφανίστηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου τους, κατά τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ. Από τις επικαλούμενες και νόμιμα προσκομιζόμενες, από τον αναιρεσείοντα, με αρ. 5606β'β, 5607β'β, 5608β'β, 5609β'β, 5610β'β, 5611β'β, 5612β'β, 5613β'β, 5614β'β, 5615β'β, 5616β'β, 5617β'β, 5618β'β και 5619β'β/15-11-2012 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Βόλου ... προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με τις κάτω από αυτήν πράξεις κατάθεσης και ορισμού δικασίμου και της κλήσης προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 22-1-2013, επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα, σε κάθε ένα από αυτούς, με την επιμέλεια του αναιρεσείοντος, ο οποίος επισπεύδει τη συζήτηση. Επομένως, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. β' και γ' του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία (άρθρο 575 ίδιου Κώδικα), αφού οι αναιρεσίβλητοι είχαν νομίμως κλητευθεί για να παραστούν κατά την πιο πάνω, προηγούμενη της 19-11-2013, δικάσιμο δεν χρειάζονταν νέα κλήση τους, και πρέπει, παρά την απουσία των, να προχωρήσει η συζήτηση της αναίρεσης. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 649 Α.Κ. προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είναι εκείνη με την οποία συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου παύει αυτοδικαίως, σε περίπτωση δε αμφιβολίας η σύμβαση αυτή θεωρείται αορίστου χρόνου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 2190/1994, οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 14 παρ. 1 του αυτού νόμου, μεταξύ των οποίων και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών με διάρκεια απασχόλησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες, μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κενώσεως θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Εξάλλου, με την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 προστέθηκε στο άρθρο 103 αυτού η παράγραφος 8, με τα εδάφια α' και γ' της οποίας ορίζεται ότι νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στην παρ. 3 εδ. α' αυτού, είτε πρόσκαιρων, είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά την παρ. 2 εδ. β' αυτού. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού, που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Στους κανόνες αυτούς, υπάγεται τόσο το προσωπικό, που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιο τομέα με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό, που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Ειδικά, όμως, με το άρθρο 20 παρ. 4 ν. 2738/1999 εισήχθη συγκεκριμένη ρύθμιση και δη προσετέθη ως περίπτωση κα' στο άρθρο 14 παρ. 2 ν. 2190/1994 επιπλέον εξαίρεση στο σύστημα προσλήψεων του νόμου αυτού, η οποία αφορά την πρόσληψη προσωπικού σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ, ειδικότερα δε ορίσθηκε ότι η πρόσληψη του προσωπικού που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ. διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά. Η επιδοτούμενη αυτή πρόσληψη υπαλλήλων είναι εξαιρετική, διότι συνδέεται με την ανάγκη πραγμάτωσης των προγραμμάτων, που με τους υφιστάμενους κανόνες θα απέβαινε ατελέσφορη και για το λόγο αυτό ορίζεται ότι η πρόσληψη διενεργείται με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια, που καθορίζονται στα προγράμματα. Συνακόλουθα, η πρόσληψη υπαλλήλων, που έχει πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο συγκεκριμένου προγράμματος του ΟΑΕΔ και οι εξ αυτής απορρέουσες εργασιακές σχέσεις έχουν συγκεκριμένο χρόνο διάρκειας, είναι δηλ. συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, η πάροδος του οποίου συνεπιφέρει αυτοδικαίως και τη λήξη τους (αρθρ. 669 παρ. 1 Α.Κ.) και η σύναψη αυτών ως συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου επιβάλλεται από αντικειμενικούς λόγους που συνδέονται με την φύση τους. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943 (που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ) συνάγεται, ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο με μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής αυτού, χωρίς ευθύνη του μισθωτού για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος και ακόμη όταν ο μισθωτός τελεί σε εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεσή της και με την υποχρέωση του πρώτου να συμμορφώνεται στις αναγκαίες εντολές ή οδηγίες του εργοδότη. Τέλος, σύµβαση μαθητείας είναι η σύµβαση, κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαµβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις, για την άσκηση από τον τελευταίο ορισµένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της σύμβασης μαθητείας είναι η γνήσια σύµβαση μαθητείας και η σύµβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου. Στη γνήσια σύµβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται µε σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του µε το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη σύµβαση αυτή, για την οποία δεν υπάρχει ειδική νοµοθετική ρύθµιση και κατά την οποία ο μαθητευόμενος παρέχει εργασία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της σύµβασης εργασίας του Α.Κ., εφόσον συμβιβάζονται µε τη φύση και το σκοπό της σύµβασης αυτής, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόµιµες αποδοχές, την καταγγελία της σύµβασης εργασίας, την αποζημίωση απόλυσης κ.λπ., οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας, που δεν αποτελεί προέχον η ωφέλεια που αντλεί από την εργασία του, καθώς και ότι ο μαθητευόμενος είτε δεν θα λαµβάνει μισθό είτε θα καταβάλλει ορισμένο ποσό στον εργοδότη για τη μαθήτευσή του. Αντίθετα επί σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου, η οποία υφίσταται όταν ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παράλληλα την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελµα, η εκμάθηση τέχνης εκ µέρους του επέρχεται ως αυτόµατη συνέπεια της εφαρμογής της σύμβασης και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη και, συνεπώς, επί της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου εφαρμόζονται τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός της είναι η παροχή εκ µέρους του μαθητευόμενου εργασίας, έναντι αµοιβής και παρεπόμενος σκοπός είναι η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος σύµφωνα µε τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη. Σε κάθε περίπτωση ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου, μαθητείας ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων κρίνουν με ποιά συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση, από την απαγόρευση δε της μετατροπής από το νόμο των ιδιωτικού δικαίου συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, που θεσπίζεται με το άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος, δεν συνάγεται και απαγόρευση της αναγνώρισης του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, η οποία δεν αποτελεί "μετατροπή", αλλά ορθό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ενώ από τις παραπάνω διατάξεις και δη του άρθ. 6 ν. 2527/1997, ουδόλως συνάγεται απαγόρευση σύναψης από τα πρόσωπα αυτά, στις ειδικά προβλεπόμενες από το νόμο ως άνω περιπτώσεις, σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου. Εξάλλου, εργοδότης είναι αυτός, που συνάπτει τη σύμβαση εργασίας με το μισθωτό, δέχεται την εργασία του, ασκώντας επ' αυτού το διευθυντικό δικαίωμα, και καταβάλλει την αμοιβή του. Ο εργοδότης δεν είναι αναγκαίο να είναι και κύριος της επιχείρησης, στην οποία ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του, ενώ δεν παύει να έχει την ιδιότητα αυτή εκείνος, που έχει εξασφαλίσει την αναγκαία χρηματοδότηση, προς καταβολή της αμοιβής του μισθωτού, από τρίτο πρόσωπο, στα πλαίσια ειδικής συμφωνίας του με το τελευταίο, αλλά ακόμη και στην περίπτωση που, με βάση μια τέτοια συμφωνία, το μισθό έχει αναλάβει την υποχρέωση, να καταβάλει απ' ευθείας στο μισθωτό κάποιος τρίτος. Τέλος, το π.δ. 164/2004 "ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα", με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 11, επέτρεψε τη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων (αυτών που μεταξύ τους μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των 3 μηνών), οι οποίες ήταν ενεργές έως τη δημοσίευση αυτού και η συνολική τους διάρκεια ήταν τουλάχιστον 24 μήνες έως την έναρξη ισχύος του ή 18 μήνες με τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις σε διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση και εφόσον ο ως άνω συνολικός χρόνος υπηρεσίας έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση, και το αντικείμενο της σύμβασης αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευρέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός. Η μετατροπή αυτή, όμως, των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου δεν γίνεται αναδρομικά της αρχικής προσλήψεως των εργαζομένων αλλά εφεξής, ήτοι μετά την ισχύ του ως άνω π.δ. (19-7-2004). Σύμφωνα με το άρθρο 3 περ. ε' του ως άνω π.δ., για την εφαρμογή αυτού, ως "Σύμβαση" νοείται η σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, η σύμβαση έργου ή άλλη σύμβαση ή σχέση που υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας. Ενόψει αυτού, προκειμένου να κριθεί, αν συμπληρώνεται η ανωτέρω συνολική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 11 του ως άνω π.δ., ήτοι των 24 μηνών, για τη μετατροπή αυτών σε μια ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, συνυπολογίζεται και το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο συμβασιούχος απασχολήθηκε στον εργοδότη με απλή σχέση εργασίας, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση, κατά την οποία μετά τη λήξη της ορισμένου χρόνου έγγραφης σύμβασης εργασίας, ο μισθωτός εξακολουθεί να παραμένει στον εργοδότη, παρέχοντας τις συμβατικές του υπηρεσίες στα πλαίσια μιας τέτοιας σιωπηρής ανανεωτικής συμφωνίας. Με τις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 11 του προαναφερόμενου Π.Δ., ορίζονται τα ακόλουθα: "Για τη διαπίστωση της συνδρομής των, κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει εvτός αποκλειστικής προθεσμίας δυο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η συνδρομή τωv προϋποθέσεωv αυτώv. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεv υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία ... Το κατά τα, ανωτέρω αρμόδιο όργανο κρίνει περαιτέρω, εάν στις συμβάσεις έργου ή άλλες συμβάσεις ή σχέσεις υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης εργασίας. Η κατά τις ως άνω διατάξεις κρίση του αρμόδιου οργάνου ολοκληρώνεται το αργότερο εvτός πέντε (5) μηνών από τηv έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος" (παρ. 2) "Οι κατά τηv παρ. 2 κρίσεις του αρμόδιων οργάνων θετικές ή αρνητικές διαβιβάζονται αμέσως στo Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό τωv σχετικών κρίσεων" (παρ 3). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με την 34100799 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και κοινωνικών Ασφαλίσεων, που εκδόθηκε μετά την 2701/16-11-1999 απόφαση του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ. και σε εφαρμογή των όσων προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 και 15 του ν. 2639/1998, καταρτίστηκε πρόγραμμα για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας στη φύλαξη σχολείων 2.700 ανέργων, αποφοίτων Λυκείου, ηλικίας 25 έως 64 ετών. Η διάρκεια του προγράμματος ήταν είκοσι τεσσάρων μηνών, διαιρούμενο σε δύο φάσεις, της πρώτης φάσης, διάρκειας έντεκα μηνών, από τους οποίους ο ένας μπορούσε να αφορά θεωρητική και πρακτική ενημέρωση, ενώ οι υπόλοιποι αφορούσαν στην τοποθέτηση σε θέσεις για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, κατά την οποία η χρηματοδότηση του προγράμματος θα γινόταν από τον Ο.Α.Ε.Δ. και της δεύτερης φάσης, διάρκειας δεκατριών μηνών, με αντικείμενο την απασχόληση των καταρτισθέντων στη φύλαξη των σχολικών κτιρίων, κατά την οποία η χρηματοδότηση του προγράμματος θα γινόταν από το ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. Δικαιούχοι φορείς του παραπάνω προγράμματος ήσαν οι πρωτοβάθμιοι Ο.Τ.Α. των Νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης, των πρωτευουσών Νομών και των μεγάλων αστικών κέντρων. Στην ανωτέρω ΥΑ ορίσθηκαν μεταξύ άλλων και τα εξής: α) Το πρόγραμμα θα υλοποιηθεί με τη συνεργασία των Υπουργείων Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Δημόσιας Τάξης, του ΟΑΕΔ, της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (ΚΕΔΚΕ) και της Ελληνικής Εταιρίας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (ΕΕΤΑΑ), οι οποίοι θα συμβληθούν με προϋποθέσεις για την υλοποίηση προγράμματος, αφενός για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργων που πλήττονται ιδιαίτερα από την ανεργία, με πιθανότητα μόνιμης απασχόλησης στη φύλαξη σχολικών κτιρίων και κοινόχρηστων χώρων στους Ο.Τ.Α., στην αρμοδιότητα των οποίων ανήκει η φύλαξη των σχολικών κτιρίων, και αφετέρου για την επίλυση ενός σοβαρού προβλήματος, όπως αυτού της φύλαξης των σχολικών κτιρίων, του εξοπλισμού τους, της επίβλεψης του περιβάλλοντος χώρου και της προστασίας των μαθητών (άρθρο 5). β) Το αντικείμενο του έργου, το οποίο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη δημοσίευση πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος προς τους Ο.Τ.Α. και επιλογή των Ο.Τ.Α. που θα ενταχθούν στο πρόγραμμα, καθώς και τη συνεχή υποστήριξη και παρακολούθηση του έργου των ΟΤΑ που θα ενταχθούν στο πρόγραμμα (άρθρο 6). γ) Ο συντονισμός όλων των ενεργειών, που απαιτούνται για την επίτευξη του σκοπού του προγράμματος, ανατίθεται στην επιτροπή παρακολούθησης που θα αποτελείται από έναν εκπρόσωπο καθενός των ανωτέρω επτά αναφερομένων εμπλεκομένων φορέων, η οποία θα αποφασίζει για τα ειδικά κριτήρια επιλογής των ανέργων, τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί για την επιλογή και για κάθε αναγκαία ενέργεια, η οποία κρίνεται απαραίτητη για την ορθή υλοποίηση του προγράμματος και θα συντάσσει εκθέσεις ελέγχου της προόδου του έργου και καλής εκτέλεσης αυτού. Και δ) οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα καθενός από τους συνεργαζόμενους φορείς για την υλοποίηση του έργου, και ειδικότερα της E.Ε.Τ.A.A. και των Ο.Τ.Α., οι οποίοι εκτός των κοινών με τους λοιπούς φορείς αρμοδιοτήτων, ήτοι παρακολούθηση του έργου και συμμετοχή στην επιτροπή του άρθρου 9 της ΥΑ, επελήφθησαν η μεν Ε.Ε.Τ.Α.Α. της οικονομικής διαχείρισης του προγράμματος, της εκπαίδευσης των επιλεγέντων ατόμων για την υλοποίηση της ενέργειας, της δημιουργίας και εφαρμογής πληροφοριακού συστήματος παρακολούθησης του έργου για την τακτή ενημέρωση της Επιτροπής Παρακολούθησης και της έγκαιρης λήψης διορθωτικών αποφάσεων, της παροχής τεχνικής και επιστημονικής υποστήριξης στα επιλεγέντα νομικά πρόσωπα κατά τη διάρκεια υλοποίησης του έργου, της παραγωγής υλικού με πλήρη περιγραφή υποχρεώσεων των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα, της παρακολούθησης των υποχρεώσεων των φυλάκων, της διοργάνωσης ενημερωτικών συζητήσεων για τον τρόπο υλοποίησης του προγράμματος και παράδοσης τελικής έκθεσης αναφοράς προόδου στην Επιτροπή Παρακολούθησης, με την ολοκλήρωση του έργου (άρθρο 7ζ), οι δε Ο.Τ.Α. της υποστήριξης για το σχεδιασμό του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας φύλαξης σχολικών κτιρίων (άρθρο 7ε). Στο πλαίσιο της προαναφερόμενης ΥΑ, καταρτίστηκαν η από 9-12-1999 "προγραμματική σύμβαση" και στη συνέχεια η από 5-1-2000 τροποποιητική όμοια, μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, του ΟΑΕΔ, της ΚΕΔΚΕ και της ΕΕΤΑΑ, με τις οποίες συμφωνήθηκε η υλοποίηση του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας και απασχόλησης συνολικά 3.300 ανέργων για τη φύλαξη σχολικών κτιρίων. Επιπλέον, και στις δύο προγραμματικές συμβάσεις προσδιορίστηκαν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις καθενός των εμπλεκομένων φορέων, καθώς και των απασχολουμένων στο πρόγραμμα. Ακολούθως, οι ίδιοι ως άνω φορείς εκπόνησαν κανονιστικό πλαίσιο εφαρμογής του προγράμματος, στο οποίο μεταξύ άλλων, όρισαν: α) ότι στο πλαίσιο των προγραμματικών συμβάσεων τα συμβαλλόμενα μέρη συγκρότησαν επιτροπή παρακολούθησης του προγράμματος, η οποία αποτελείται από εκπροσώπους των φορέων του εταιρικού σχήματος και ότι η επιτροπή παρακολούθησης του προγράμματος έχει την ευθύνη για την παρακολούθηση του έργου και τη λήψη αποφάσεων εντός των ορίων που ορίζονται από τις προγραμματικές συμβάσεις για την εύρυθμη και άρτια υλοποίηση του και την επίλυση τυχόν προβλημάτων που θα ανακύψουν από τη διαδικασία αυτή (άρθρο 31 του κανονιστικού πλαισίου), και β) ότι τα σχολεία που θα επιλέξουν οι δικαιούχοι ΟΤΑ πρέπει να είναι της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και η φύλαξη των σχολείων θα γίνεται σε εικοσιτετράωρη βάση σε τρεις βάρδιες και Σαββατοκύριακα και αργίες, ορίζοντας ταυτόχρονα ότι η πρώτη βάρδια θα διαρκεί από 7.00 έως 15.00, η δεύτερη βάρδια από 15.00 έως 23.00 και η τρίτη βάρδια από 23.00 έως 7.00 και ότι κάθε ασκούμενος είναι υποχρεωμένος σε καθημερινή οκτάωρη παρουσία στο σχολικό κτίριο, στο οποίο έχει τοποθετηθεί, σύμφωνα με το πρόγραμμα που θα του δοθεί από τον οικείο ΟΤΑ. Παράλληλα, προβλέφθηκε, όπως και στην άνω ΥΑ, το ύψος της ημερήσιας αποζημίωσης των δικαιούχων ανέργων που θα συμμετείχαν στο πρόγραμμα και η καταβολή της για είκοσι δύο ηµέρες το μήνα. Κατόπιν τούτων, αφού επιλέχθηκαν, σύμφωνα με το άρθρο 5 των προγραμματικών συμβάσεων, οι 145 δικαιούχοι ΟΤΑ, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο πρώτος εναγόμενος Δήμος Ν. Ιωνίας Βόλου και οι δικαιούχοι άνεργοι, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ενάγοντες, καταρτίστηκαν, μεταξύ της ΕΕΤΑΑ, του Δήμου Ν. Ιωνίας Βόλου, αφενός και των 12 πρώτων εναγόντων στις 19.2.2001 και των λοιπών εναγόντων στις 13-3-2001 αφετέρου, συμβάσεις συνεργασίας, ισχύουσες για έντεκα μήνες. Με τις συμβάσεις αυτές οι ενάγοντες ανέλαβαν την υποχρέωση να παρακολουθήσουν μία επιμορφωτική συνάντηση για θέματα φύλαξης σχολικών κτιρίων και στη συνέχεια να αποκτήσουν εργασιακή εμπειρία, απασχολούμενοι ως φύλακες σε βάρδιες, οκτώ(8) ώρες την ημέρα και για είκοσι δύο (22) ημέρες το μήνα, που μπορεί να εμπίπτουν σε αργίες και Σαββατοκύριακα. Επί πλέον, με τις ίδιες συμβάσεις ο Δήμος ανέλαβε την υποχρέωση 1) να προβεί στην επιλογή των σχολικών κτιρίων στο πλαίσιο του προγράμματος και να ενημερώσει εγγράφως την ΕΕΤΑΑ και να κατανείμει τους ασκούμενους σ' αυτά σύμφωνα με τις προδιαγραφές που θέτει το πρόγραμμα, 2) να προμηθευτεί τον αναγκαίο εξοπλισμό, σύμφωνα με τις προδιαγραφές που τέθηκαν από την Επιτροπή Παρακολούθησης του Προγράμματος και να τον διαθέσει στους ασκούμενους φύλακες, 3) να διενεργεί τακτικούς ελέγχους για να διαπιστώνεται η παρουσία των ασκούμενων κατά τις ημέρες και ώρες που τελούνται οι βάρδιες στο πλαίσιο του προγράμματος, 4) να ορίσει ένα μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου και ένα στέλεχος αυτού, που θα έχουν την ευθύνη παρακολούθησης του προγράμματος, και ειδικότερα το μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου προκειμένου να παρακολουθεί την εφαρμογή του προγράμματος στα διοικητικά όρια αυτού και να ενημερώνει το Δήμο, ενώ το στέλεχος του Δήμου να συντονίζει και να οργανώνει τις προγραμματισμένες ενημερωτικές συναντήσεις στο πλαίσιο των προδιαγραφών της Ε.Ε.Τ.Α.Α., να αποστείλει στην Ε.Ε.Τ.Α.Α. αρχικά πίνακα με τα στοιχεία των ασκούμενων φυλάκων και στη συνέχεια ανά δίμηνο πρόγραμμα σχετικά με τις βάρδιες που θα ακολουθούνται σε κάθε σχολικό κτίριο, όπου θα αναγράφονται τα ονοματεπώνυμα των φυλάκων και οι βάρδιες, τις οποίες είναι υποχρεωμένοι να τηρήσουν και να συντάσσει καθημερινά τα "ημερήσια δελτία παρουσιών" που θα συμπληρώνουν οι ασκούμενοι, καθώς και το μηνιαίο δελτίο παρουσίας ασκούμενων, το οποίο θα αποστέλλει εντός πέντε ημερών από τη λήξη κάθε διμήνου στην ΕΕΤΑΑ, να έχει τακτική επικοινωνία με τους Διευθυντές των σχολείων για την ορθή εφαρμογή του προγράμματος και συνεχή συνεργασία με τους ασκούμενους φύλακες για την επίλυση τυχόν προβλημάτων και την παροχή των υπηρεσιών τους, 5) να αναπτύξει και να εφαρμόσει ενέργειες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των εμπλεκομένων φορέων και των κοινωνικών ομάδων που ωφελούνται από το πρόγραμμα, το δε πρόγραμμα δράσης των συγκεκριμένων ενεργειών θα πρέπει να κοινοποιηθεί στην ΕΕΤΑΑ. Οι συμβάσεις αυτές μετά τη λήξη τους, στις 18-1-2002, ανανεώθηκαν με όμοια συμφωνητικά συνεργασίας διάρκειας επίσης ορισμένου χρόνου, ήτοι τα από 27.2.2001, 23.3.2001, 27.1.2002, 1.7.2002, 17.7.2003, 1.4.2004, 2.8.2004, 4.2.2005, 28.4.2005, 12.7.2005 και 22.10.2005 μέχρι 31.12.2005. Αλλά και μετά την άσκηση της αγωγής οι ενάγοντες συνέχισαν να προσφέρουν τις ίδιες ως άνω υπηρεσίες τους. Το ημερομίσθιο των εναγόντων καθορίστηκε στο ποσό των 35,22 ευρώ. Με βάση τα παραπάνω, ως φορέας της εργασιακής σχέσης των εναγόντων, στο πλαίσιο εφαρμογής του συγκεκριμένου προγράμματος, νοείται ο οικείος ΟΤΑ Δ. Ν. Ιωνίας, πρώτος εναγόμενος, ο οποίος και αποτελεί αντισυμβαλλόμενο του κάθε ενάγοντος - φύλακα, τόσο κατά την κατάρτιση όσο και κατά τη λειτουργία των συμβάσεων εργασίας τους. Επομένως, ο πρώτος εναγόμενος είναι ο εργοδότης των εναγόντων κατά την έννοια του νόμου, αφού σ' αυτόν προσέφεραν πραγματικά τις υπηρεσίες τους οι ενάγοντες, καθόλο το χρονικό διάστημα της εργασίας τους ως φύλακες στα σχολικά κτίρια, στα οποία τοποθετήθηκαν, απασχολούμενοι οκτώ (8) ώρες, σε μία από τις τρεις βάρδιες, κάθε μέρα, υπό τις εντολές και την εποπτεία των ορισθέντων από το Δήμο οργάνων του για το συντονισμό και την παρακολούθηση της εργασίας τους και στα όργανα αυτά αναφέρονταν για οποιοδήποτε πρόβλημα ανέκυπτε, τελώντας, έτσι, υπό την άμεση εξάρτηση και εποπτεία του εναγομένου Δήμου, ως προς την τακτικά και αδιάλειπτα παρεχόμενη εργασία τους. Αντίθετα, ουδόλως αποδείχθηκε ότι υφίστατο οποιαδήποτε άλλη σχέση εξαρτήσεως των εναγόντων από τη δεύτερη εναγομένη "Ελληνική Εταιρία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης ΑΕ", δεδομένου ότι αυτή δεν χρησιμοποίησε με αμοιβή την εργασία των εναγόντων ούτε άσκησε σ' αυτούς διευθυντικό δικαίωμα και ως εκ τούτου δεν συντρέχει κανένα στοιχείο, ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ως εργοδότης τους. Η συμμετοχή αυτής στην παραπάνω σχέση περιοριζόταν απλώς στη συμβολή τους στη δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων για την υλοποίηση του προγράμματος, η οποία, όμως, συμμετοχή της δεν μπορεί να ασκήσει ουδεμία έννομη επιρροή στην παρούσα περίπτωση ούτε να οδηγήσει στο χαρακτηρισμό αυτής ως εργοδότη. Η συμμετοχή αυτής στις ένδικες συμβάσεις περιοριζόταν μόνο στη χρηματοδότηση του σχετικού προγράμματος, στα πλαίσια της δέσμευσής της από τα οριζόμενα στην υπ' αριθ. 34100/1999 ΥΑ, δηλαδή είχε µόνο διαχειριστικό ρόλο για την υλοποίηση του προγράµµατος ως προς την οικονοµική του πλευρά, χωρίς καµία απολύτως ωφέλεια από την παροχή της εργασίας των εναγόντων, και συνεπώς σε καµία περίπτωση δεν θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως εργοδότης των τελευταίων. Έτσι, µόνος εργοδότης των εναγόντων ήταν ο πρώτος εναγόμενος Δήμος Νέας Ιωνίας ο οποίος και χρησιμοποιούσε µε αµοιβή την εργασία τους, είχε τα οφέλη απ' αυτήν και ήταν αντισυμβαλλόμενός τους στις σχετικές συµβάσεις, ενόψει και του ότι η φύλαξη των συγκεκριµένων σχολικών κτιρίων περιλαμβάνεται στις αρµοδιότητες αυτού. Εποµένως, αυτός είναι και ο µόνος υπόχρεος για τις απαιτήσεις των εναγόντων, που απορρέουν από την ως άνω εργασιακή τους σχέση. Συνοψίζοντας το Εφετείο δέχεται ότι, οι ενάγοντες συνδέονται µε τον πρώτο εναγόµενο µε σχέση εξαρτηµένης εργασίας, δεδομένου ότι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σ' αυτόν έναντι αµοιβής (µισθού) και υπέκειντο σε προσωπική εξάρτηση απ' αυτόν, που εκδηλωνόταν µε το δικαίωµά του να ασκεί εποπτεία, να ελέγχει την εργασία τους και να τους δίνει δεσμευτικές οδηγίες ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της. Στη συνέχεια, δέχθηκε, ότι οι ενάγοντες απασχολήθηκαν από τον πρώτο εναγόμενο, με την ιδιότητα του φύλακα, επί 24 μήνες συνολικά, με μία τουλάχιστον ανανέωση και σε κάθε περίπτωση είχαν 18 μήνες πραγματικής απασχόλησης με τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση, ενώ, εξάλλου, είχαν ενεργό σύμβαση στις 30-6-2004, ήτοι μέσα στο τελευταίο τρίμηνο πριν από την ισχύ του π.δ. 164/2004. Επίσης, ότι απασχολήθηκαν καθόλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα στον ίδιο φορέα και με την ίδια ειδικότητα, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του πρώτου εναγομένου, αφού ο σκοπός της δημιουργίας των άνω θέσεων εργασίας, ήταν να επιλυθεί μόνιμα το πρόβλημα της φύλαξης και της προστασίας των σχολικών κτιρίων και όχι να αντιμετωπιστεί αυτό με προσωρινά μέτρα, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι οι ενάγοντες κάλυπταν πρόσκαιρες και εποχιακές ανάγκες του Δήμου. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί, ότι η ως άνω μακροχρόνια απασχόλησή τους είχε ως σκοπό μόνον την επαγγελματική κατάρτισή τους, τη μαθητεία, την ένταξη ή επανεκπαίδευσή τους επί ενός αντικειμένου ευκόλως κατανοητού, ώστε να εφαρμοστεί επ' αυτών η απαγορευτική διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του ως άνω π.δ. Ακολούθως, δέχεται το Εφετείο ότι οι ενάγοντες είχαν όλες τις προϋποθέσεις, που προβλέπονται στο άρθρο 11 του π.δ. 164/2004, για τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που είχαν συνάψει με τον πρώτο εναγόμενο, σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, αφού τα ίδια δέχθηκε και το ΑΣΕΠ με την υπ' αριθ. 6/2005 απόφαση της Ολομελείας του, κρίνοντας ότι οι προσληφθέντες από τους ΟΤΑ βάσει προγραμματικών συμβάσεων, στις οποίες μετείχε η ΕΕΤΑΑ και απασχοληθέντες ως σχολικοί φύλακες εφόσον παρείχαν πράγματι εξαρτημένη εργασία έναντι αμοιβής, κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες των άνω φορέων και συνέτρεχαν στο πρόσωπό τους και οι καθοριζόμενες λοιπές προϋποθέσεις (όπως στην προκείμενη περίπτωση) εμπίπτουν στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004. Ακόμη δέχθηκε ότι οι ενάγοντες συνδέονται με το Δήμο Νέας Ιωνίας Βόλου με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου όχι από της προσλήψεώς τους, αλλά από 19-7-2004. Τέλος δέχθηκε ότι οι ενάγοντες καθ' όλο το χρονικό διάστηµα από της προσλήψεώς τους µέχρι τις 31-12-2003 απασχολήθηκαν από τον πρώτο εναγόµενο επί είκοσι δύο (22) ηµέρες µηνιαίως, και ότι σε όλη τη διάρκεια της εργασίας τους σε περίπτωση νυκτερινής βάρδιας παρείχαν 7 ώρες νυκτερινής εργασίας και σε περίπτωση απογευματινής βάρδιας μία (1) ώρα νυκτερινής εργασίας ενώ, ανάλογα µε τη βάρδια τους, κατά τις Κυριακές και αργίες εργάζονταν είτε 8 ώρες, είτε 7 ώρες, είτε μία (1) ώρα. Με τα δεδομένα αυτά καθένας από τους ενάγοντες έχει δικαίωμα να λάβει από τον πρώτο εναγόμενο, τα εξής ποσά για το χρονικό διάστημα της απασχόλησής τους από 1-12-2003 έως και 31-12-2005: Α) Για αποζημίωση λόγω μη λήψεως της ετήσιας άδειας in natura, καθένας από τους ενάγοντες έχει δικαίωμα να λάβει αποζημίωση ετήσιας άδειας: 1) Για το έτος 2004 880 €. 2) Για το έτος 2005 880 €. Β) Για επίδομα αδείας, έχει δικαίωμα να λάβει για καθένα από τα έτη 2004 και 2005 ποσό 457,86 ευρώ και συνολικά και για τα δύο έτη ποσό 915,72 ευρώ. Γ) Για επιδόματα εορτών, έχει δικαίωμα να λάβει: 1) Για επίδομα εορτών Χριστουγέννων 2003, 2004, 2005 συνολικά το ποσό των 2.751,14 ευρώ. 2) Για επίδομα εορτών Πάσχα 2004 και 2005 ποσό 1.100 ευρώ. Δ) Για προσαύξηση λόγω της νυκτερινής απασχόλησης από 1.1.2003 - 31.12.2005: 2.112 € Και Ε) Για προσαύξηση λόγω της απασχόλησης κατά τις Κυριακές από 1.1.2003 - 31.12.2005 1.588 €. Συνολικά δε καθένας από τους ενάγοντες δικαιούται από όλες τις προαναφερόμενες αιτίες ποσό 10.227 €. Με τις παραδοχές αυτές, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της και αφού την απέρριψε ως προς τη δεύτερη εναγομένη, τη δέχθηκε ως προς τον πρώτο και αναγνώρισε ότι α) οι ενάγοντες συνδέονται με τον πρώτο εναγόμενο, ήδη αναιρεσείοντα, από 19-7-2004, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και β) ο πρώτος εναγόμενος, ως εργοδότης των από την αρχική πρόσληψή των, με βάση τη σύμβαση εργασίας, οφείλει σε καθένα ενάγοντα το παραπάνω ποσό. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και δεν παραβίασε, ευθέως ή εκ πλαγίου, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν και δη των άρθρων 648, 653 ΑΚ, 20 παρ. 1 και 15 ν. 2639/1998, της κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας υπ' αριθ. 34100/24-11-1999 ΥΑ, 103 παρ. 2 και 8 του Συντάγματος και 6 ν. 2527/1997 και εκείνες των άρθρων 11 του ΠΔ/τος 164/2004, αφού, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά ως άνω περιστατικά μεταξύ των διαδίκων καταρτίσθηκαν εξαρχής, για τα ως άνω χρονικά διαστήματα, μη απαγορευόμενες αλλά επιτρεπόμενες από το νόμο συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, παραταθείσες με παρόμοιες συμβάσεις, όπως ορθά χαρακτηρίσθηκαν και με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, και όχι συμβάσεις μαθητείας και μάλιστα γνήσιες, όπως υπολαμβάνει ο αναιρεσείων και τούτο διότι ο προέχων σκοπός των επίδικων συµβάσεων ήταν η παροχή εργασίας από τους ενάγοντες και στο σκοπό αυτό απέβλεψαν τα συμβαλλόμενα μέρη, ενόψει και του ότι η απασχόληση με την Φύλαξη σχολικών κτιρίων, από την φύση της, δεν απαιτεί ούτε απόκτηση ειδικών γνώσεων και ικανοτήτων, ούτε ιδιαίτερη εκπαίδευση, επίσης δε ο αναιρεσείων Δήμος, ως αντισυμβαλλόμενος κάθε Φύλακα σχολικών κτιρίων, τόσο κατά την σύσταση όσο και καθεαυτή την λειτουργία των συμβάσεων εργασίας τους, αποτελεί το φορέα της εργασιακής σχέσης, με τον οποίο συνδέονταν οι ενάγοντες στο πλαίσιο εφαρμογής του παραπάνω προγράμματος, και τον εργοδότη αυτών, δεδομένου ότι σε αυτόν προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, έναντι αµοιβής (μισθού) και υπόκειντο σε προσωπική εξάρτηση απ' αυτόν, που εκδηλωνόταν µε το δικαίωµά του να ασκεί εποπτεία, να ελέγχει την εργασία τους και να τους δίνει δεσμευτικές οδηγίες ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της και ότι ο τελευταίος τους οφείλει τ' αναφερόμενα στην προσβαλλομένη απόφαση ποσά, ως επιδόματα εορτών, αποδοχές και επίδομα αδείας και προσαύξηση για την απασχόλησή τους κατά τις Κυριακές και τη νύχτα για τα χρονικά διαστήματα που αναφέρονται σ' αυτήν. Επομένως, οι περί του αντιθέτου, ενιαίως κρινόμενοι, πρώτος, δεύτερος, τέταρτος και πέμπτος λόγοι της αίτησης αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Η διαδικασία ενώπιον των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων και του ΑΣΕΠ δεν αποκλείει το δικαίωμα των εργαζομένων να ζητήσουν, σύμφωνα με τα άρθ. 20, 26, 94 και 95 του Συντάγματος, με αγωγή, παρακάμπτοντας τη διαδικασία αυτή, την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας τους, ότι δηλ. συνδέονται με το Δημόσιο κ.λπ. εξαρχής με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία (αγωγή) ως εισάγουσα διαφορά ιδιωτικού δικαίου υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (άρθ. 94 Συντ. 1 ν. 1406/1983, 1 ΚΠολΔ). Συνεπώς, ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθμό 4 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για υπέρβαση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας (και όχι από τον αρ. 1, όπως φέρεται) είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Περίπτωση επιδίκασης δικαστικών εξόδων δεν συντρέχει, αφού οι αναιρεσίβλητοι δεν παραστάθηκαν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 15-4-2010, αίτηση για την αναίρεση της 263/2009 απόφασης του Εφετείου Λάρισας. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σύμβαση μαθητείας είναι η σύμβαση κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις, για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της σύμβασης μαθητείας είναι η γνήσια σύμβαση μαθητείας και η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου. Επί σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου εφαρμόζονται τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
Σύμβαση μαθητείας
Σύμβαση μαθητείας.
2
Αριθμός 2066/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "EXTRA - ΠΡΩΤΑ & ΦΘΗΝΑ ΑΕ", που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ρήγο. Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Κ. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Βερβεσό. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-11-2004 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 312/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2231/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22-9-2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 24-1-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι, από τον αρ. 19 του ΚΠολΔ, πρώτος (κατά το δεύτερο μέρος του) και δεύτερος λόγοι αναίρεσης και να απορριφθούν οι λοιποί. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ΑΙΒ/ 8577/1983 απόφαση του Υπουργού Υγείας και Προνοίας (ΦΕΚ Β' 526/8.9.1983) η οποία εκδόθηκε κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του Α.Ν. 2520/1940, άρθρο 1 παρ. 1. Υγειονομικός έλεγχος είναι η λεπτομερής εξέταση από τις αρμόδιες Υγειονομικές Υπηρεσίες των τροφίμων γενικής ή φυτικής προελεύσεως ή των ποτών, καθώς και των αντικειμένων, των χώρων και των εγκαταστάσεων, που παρουσιάζουν υγειονομικό ενδιαφέρον, όπως αναλυτικά περιγράφονται στο άρθρο 2, για να διαπιστωθούν τυχόν δυσμενείς επιδράσεις στη δημόσια Υγεία και το περιβάλλον γενικότερα. Σκοπός του Υγειονομικού ελέγχου είναι η προστασία της Δημόσιας Υγείας. Αναλυτικά ο Υγειονομικός έλεγχος ασκείται τακτικά ή έκτακτα, πλην των τροφίμων και ποτών και: Στους χώρους και στα μέσα παραγωγής, επεξεργασίας, βιομηχανοποιήσεως, εμπορίας, διακινήσεως, αποθηκεύσεως, συντηρήσεως, πωλήσεως και καταναλώσεως τροφίμων και ποτών. Στα μαγειρεία, εστιατόρια και λοιπούς βοηθητικούς χώρους υγιεινής των εργοστασίων γενικά, ιδιωτικών κλινικών, οίκων ευγηρίας και άλλων παρόμοιων επιχειρήσεων. Στα υγειονομικού ενδιαφέροντος καταστήματα και γενικά στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων παροχής υπηρεσιών (ξενοδοχεία ύπνου, αίθουσες δημοσίων θεαμάτων, κομμωτήρια, κουρεία, λουτρά, χώροι υγιεινής και κυλικεία υπαιθρίων δημόσιων θεαμάτων, όπως θερινών κινηματογράφων και θεάτρων, αθλητικών γηπέδων, καθώς και σε κάθε είδους κατασκηνώσεις κ.λπ.). Ακόμη, κατά το άρθρο 14 παρ. 1 της ίδιας απόφασης, που αντικαταστάθηκε ήδη από 11-11-1992 με την 8405/29-10-1992 απόφαση των Υπουργών Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 665Β'/11-11-92), "όσοι ασκούν ή επιθυμούν να ασκήσουν το επάγγελμα του χειριστή τροφίμων ή ποτών, είτε ως ειδικοί επαγγελματίες, είτε ως υπάλληλοι ή εργάτες ή βοηθοί αυτών, ή απασχολούνται με οποιαδήποτε σχέση σε ξενοδοχεία, εστιατόρια, ζαχαροπλαστεία, καφενεία και άλλες επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος, παρέχοντας τις υπηρεσίες τους στο κοινό, πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με βιβλιάριο υγείας, στο οποίο θα βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του δεν πάσχει από μεταδοτικό νόσημα και δεν είναι φορέας εντερικών παθογόνων μικροβίων, ιών και παρασίτων". Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180 του ΑΚ, συνάγεται ότι: 1) η έλλειψη βιβλιαρίου υγείας ή η μη θεώρησή του επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης εργασίας των εργαζομένων, 2) με βιβλιάρια υγείας πρέπει να είναι εφοδιασμένοι και οι απασχολούμενοι με οποιαδήποτε σχέση σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος και όχι μόνον οι εργαζόμενοι σ' αυτές με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και 3) με τα βιβλιάρια αυτά πρέπει να εφοδιάζονται όσοι ασκούν εργασία χειριστή τροφίμων ή ποτών ή απασχολούνται σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος και ειδικότερα αυτοί που ασχολούνται με την παρασκευή, συσκευασία και προετοιμασία των τροφίμων ή ποτών για τη διάθεσή τους στην κατανάλωση ή που παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό και έρχονται έτσι σε άμεση επαφή με τα τρόφιμα ή ποτά ή με τον καταναλωτή τούτων ή με το χρήστη των υπηρεσιών, ώστε να υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης των νοσημάτων από τα οποία τυχόν πάσχουν ή των μικροβίων, των ιών και των παρασίτων, των οποίων είναι φορείς. Συνεπώς, η έλλειψη βιβλιαρίου υγείας ή η μη θεώρησή του επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης του εργαζόμενου ως πωλητή κ.λπ. και σε Σούπερ Μάρκετ. Όμως, για να είναι ορισμένη η αγωγή που ερείδεται σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και επιδιώκει την πληρωμή των οφειλομένων μισθών, δεν απαιτείται να αναφέρεται στο δικόγραφο ότι ο εργαζόμενος ήταν εφοδιασμένος με βιβλιάριο υγείας, διότι η έλλειψη αυτή αποτελεί ένσταση του εναγομένου εργοδότη περί ακυρότητας της σύμβασης, η παραδοχή της οποίας συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής, ως ουσία αβάσιμης. Τέλος, επί παροχής εργασίας υπό άκυρη σύμβαση, ο εργοδότης υποχρεούται, κατά τα άρθρα 904 και 908 ΑΚ, ως καθιστάμενος αδικαιολογήτως πλουσιότερος, στην απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε, ανεξαρτήτως της ζημίας του εργαζομένου και η οποία ωφέλεια συνίσταται σε ό,τι αυτός θα κατέβαλε αν ήταν έγκυρη η σύμβαση, για την ίδια εργασία σε πρόσωπο με τις ικανότητες και τα προσόντα του ακύρως απασχοληθέντος, εκτός των παροχών που προσιδιάζουν στην προσωπική κατάσταση του τελευταίου (επιδόματα γάμου, τέκνων, προϋπηρεσίας κ.λπ.), εφόσον αυτά δεν θα συνέτρεχαν αναγκαίως στο πρόσωπο του δυναμένου να απασχοληθεί εγκύρως. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε ότι ο ενάγων, ήδη αναιρεσίβλητος προσλήφθηκε από την εναγομένη, ήδη αναιρεσείουσα, η οποία εκμεταλλεύεται επιχείρηση "σούπερ μάρκετ", την 1-11-1997, προκειμένου να απασχοληθεί ως Β' υπεύθυνος του Kαταστήματός της στα Μελίσσια Αττικής και επί της οδού Χαλανδρίου, αντί μηνιαίου μισθού 158.500 δραχμών. Τα καθήκοντά του ήταν εκείνα του προϊσταμένου, όμως, όταν υφίστατο ανάγκη έκανε εργασίες υπαλλήλου, όπως η παραλαβή των προϊόντων από τους προμηθευτές, η τοποθέτηση προϊόντων στα ράφια, η μεταφορά προϊόντων με τα αυτοκίνητα της εναγομένης σε πελάτες. Βάσει της ιδιότητας με την οποία προσλήφθηκε ο ενάγων δεν ήταν υποχρεωμένος για το έγκυρο της ένδικης σύμβασης εργασίας να είναι εφοδιασμένος με το προβλεπόμενο από την προαναφερόμενη διάταξη βιβλιάριο υγείας, αφού, λόγω της φύσης της εργασίας του, εποπτείας, ως προϊσταμένου, δεν ερχόταν σε άμεση επαφή με τα είδη πώλησης της επιχείρησης της εφεσίβλητης και με το κοινό. Ο εκκαλών απασχολήθηκε από την πρόσληψή του έως και τον Απρίλιο του έτους 1998 στο κατάστημα Πεύκης, από το Μάιο του έτους 1998 έως και το Δεκέμβριο του έτους 1999 στο κατάστημα Άνοιξης, από τον Ιανουάριο του έτους 2000 έως και τον Οκτώβριο 2001 στο κατάστηµα Πεύκης, από το Νοέμβριο του έτους 2001 έως και τον Οκτώβριο του έτους 2002 στο κατάστηµα Παλαιού Φαλήρου, από το Νοέμβριο του έτους 2002 έως και τον Ιούνιο του έτους 2003 στο κατάστηµα Άνοιξης και από τον Ιούλιο του έτους 2003 έως και τον Αύγουστο του έτους 2004, οπότε αποχώρησε λόγω συνταξιοδότησης, στο κατάστηµα Πεύκης. Ο εκκαλών απασχολήθηκε κατά τους µήνες Οκτώβριο έως και Μάρτιο εκάστου έτους επί πέντε (εργάσιµες) ηµέρες, ανά εβδομάδα, ήτοι από Δευτέρα έως και Παρασκευή, µε ωράριο από ώρα 08.00' έως 20.00', καθώς και τα Σάββατα από ώρα 08.00' έως 16.00', κατά δε τους µήνες Απρίλιο έως και Σεπτέμβριο εκάστου έτους, κατά τις ως άνω ηµέρες, ανά εβδομάδα, ήτοι από Δευτέρα έως και Παρασκευή, µε ωράριο από ώρα 08.00' έως 21.00', και τα Σάββατα από ώρα 08.00' έως 16.00'. Κατά το χρονικό διάστηµα από 1-1-1999 έως και τον Ιούλιο 2004 (επίδικο) ο εκκαλών απασχολήθηκε από Οκτώβριο έως και Μάρτιο εκάστου έτους κατά τις ως άνω εργάσιµες ηµέρες επί 60 ώρες, ανά εβδομάδα, πραγματοποιώντας, έτσι, έως 31-3-2001, από την 41η έως και την 45η ώρα υπερεργασιακή και από την 46η έως και την 48η ώρα ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση. Με τις παραδοχές αυτές απέρριψε, ως αβάσιμο, κατ' ουσίαν, τον νομίμως προβληθέντα ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, περί ακυρότητας της εργασιακής σύμβασης, εκ του ότι ο αναιρεσίβλητος δεν ήταν εφοδιασμένος με βιβλιάριο υγείας, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία είχε απορριφθεί η αγωγή, δέχθηκε κατά ένα μέρος αυτήν, κατά τη βάση της από τη σύμβαση και επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 8.615 ευρώ. Κρίνοντας, έτσι, το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν, διότι με την παραδοχή ότι ο αναιρεσίβλητος "λόγω της φύσεως της εργασίας του, εποπτείας, ως προϊσταμένου, δεν ερχόταν σε άμεση επαφή με τα είδη πωλήσεως της επιχειρήσεως της εφεσίβλητης και με το κοινό", δικαιολογείται η μη υποχρέωσή του για την κατοχή βιβλιαρίου υγείας. Επομένως, είναι αβάσιμος ο, περί του αντιθέτου, κατά το πρώτο μέρος του, πρώτος λόγος αναίρεσης. Όμως, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της μη υποχρέωσής του αυτής. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι 1) προσλήφθηκε από την αναιρεσείουσα, η οποία εκμεταλλεύεται επιχείρηση "σούπερ μάρκετ", προκειμένου να απασχοληθεί ως Β' υπεύθυνος του καταστήματός της, 2) τα καθήκοντά του ήταν εκείνα του προϊσταμένου και 3) όταν υφίστατο ανάγκη έκανε εργασίες υπαλλήλου, όπως η παραλαβή των προϊόντων από τους προμηθευτές, η τοποθέτηση προϊόντων στα ράφια, η μεταφορά προϊόντων με τα αυτοκίνητα της εναγομένης σε πελάτες, (δηλαδή, εμμέσως πλην σαφώς, δέχεται ότι ερχόταν σε επαφή με τα είδη πώλησης και το κοινό), όμως, δίχως ειδικότερη και επαρκή αιτιολογία (αναφερόμενη στην, καθ' υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, απασχόλησή του με τα καθήκοντα του προϊσταμένου ή του υπαλλήλου και τη μη επαφή του με τα είδη πώλησης και τους πελάτες) καταλήγει στην κρίση ότι δεν είχε την υποχρέωση που προαναφέρθηκε. Επομένως, είναι βάσιμοι οι, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, πρώτος, κατά το δεύτερο μέρος του και δεύτερος, λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλεται η σχετική πλημμέλεια. Μετά από αυτά, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης, πρέπει ν' αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013, προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, αφού αυτό μπορεί να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές και να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 2231/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Νοεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της μη υποχρέωσης του αναιρεσίβλητου να εφοδιαστεί με βιβλιάριο υγείας, διότι, ενώ εμμέσως, δέχεται ότι ερχόταν σε επαφή με τα είδη πώλησης και το κοινό, όμως, δίχως ειδικότερη και επαρκή αιτιολογία καταλήγει στην κρίση ότι δεν είχε την υποχρέωση που προαναφέρθηκε.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
1
Αριθμός 2065/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Π., έως και 283) Ν. Δ., κατοίκων ... . Εκπροσωπήθηκαν όλοι, πλην των 18ου, 28ου, 87ου, 101ου, 159ου, 216ου και 221ου που δεν παραστάθηκαν, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Σωτηρακόπουλο, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι: 1) ο 18ος αναιρεσείων Ι. Α. απεβίωσε στις 3-1-2010 και κληρονομήθηκε από τους Κ. Α., Θ. Α., Κ. Α., Χ. Α. και Α. Α., κατοίκους ..., που συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο, 2) ο 28ος αναιρεσείων Χ. Α. απεβίωσε στις 29-6-2012 και κληρονομήθηκε από τους Π. Α., κάτοικο ..., Π. Α., κάτοικο ... και Α. Α., κάτοικο ..., που συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο, 3) ο 87ος αναιρεσείων Ν. Δ. απεβίωσε στις 12-12-2012 και κληρονομήθηκε από τους Σ. Δ., Γ. Δ., κατοίκους ... και Β. Δ., κάτοικο ..., που συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο, 4) ο 101ος αναιρεσείων Δ. Δ. απεβίωσε στις 11-7-2010 και κληρονομήθηκε από τους Α. Δ., Χ. Δ., κατοίκους ..., Ε. Δ., κάτοικο ... και Α. Δ., κάτοικο ..., που συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο, 5) ο 159ος αναιρεσείων Κ. Κ. απεβίωσε στις 7-2-2013 και κληρονομήθηκε από τους Μ. Β., κάτοικο ... και Χ. Κ., κάτοικο ..., που συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο, 6) ο 216ος αναιρεσείων Μ. Κ. απεβίωσε την 1η Ιουλίου 2012 και κληρονομήθηκε από την Ζ. Κ., κάτοικο ..., που συνεχίζει την βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπείται από τον ίδιο και 7) ο 221ος αναιρεσείων Ι. Λ. απεβίωσε στις 9-4-2007 και κληρονομήθηκε από την Ε. Χ., κάτοικο ..., που συνεχίζει την βιαίως διακοπείσα δίκη για τον εαυτό της ατομικά και ως έχουσα τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της Μ. - Δ. Λ. και εκπροσωπείται από τον ίδιο. Του αναιρεσιβλήτου: ΟΤΑ με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Αθανίτη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-4-2006 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, των ήδη αποβιωσάντων 3ου, 18ου, 23ου, 28ου, 64ου, 87ου, 101ου, 143ου, 159ου, 196ου, 211ου, 216ου, 221ου, 247ου, 274ου και 282ου αρχικώς εναγόντων Γ. Α., Ι. Α., Ε. Α., Χ. Α., Ν. Γ., Ν. Δ., Δ. Δ., Ν. Κ., Κ. Κ., Χ. Κ., Ν. Κ., Μ. Κ., Ι. Λ., Κ. Μ., Σ. Μ. και Γ. Ν., αντίστοιχα, καθώς και άλλων προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 840/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3771/2009 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 3-2-2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 24-1-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος αναίρεσης και να απορριφθεί ο δεύτερος. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 94 § 1(όπως η παρ. αυτή αντικ. με το άρθρο 6 παρ. 7 του ν. 4055/12-3-2012), 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθ. 7 § 2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι (α) στα πολιτικά δικαστήρια και δη στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (β) η πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρχή, μπορεί δε να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει (γ) για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως (δ) εάν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράστασή του, ή παρίσταται με δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας αυτού, η οποία απαιτείται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την οποία αυτεπάγγελτα ερευνά το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονομικά απών. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν εμφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει, αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα ή επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση. Αν ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετέχει νομίμως στη συζήτηση, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο δικηγόρος που υπογράφει την κλήση για συζήτηση ήταν εφοδιασμένος με πληρεξουσιότητα και σε καταφατική περίπτωση η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Και αν μεν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εμφανίσθηκε και δεν εμφανίσθηκε ο αντίδικός του, πρέπει να προσκομίζεται με επίκληση αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής κλήσης προς συζήτηση, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον απολειπόμενο διάδικο, πρέπει να προσκομίζεται με επίκληση η κλήση που επιδόθηκε. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 576 ΚΠολΔ, σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως, ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κληθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Τέλος, αν δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη (Ολ.ΑΠ 23/1996 και 4/1994). Στην προκείμενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 3-2-2012 αίτηση των αναιρεσειόντων, για αναίρεση της 3771/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά τη συζήτησή της παραστάθηκαν διά του δικηγόρου Νικολάου Σωτηρακόπουλου, όλοι οι αναιρεσείοντες, μεταξύ των οποίων και οι κληρονόμοι των ήδη αποβιωσάντων 18ου, 28ου, 87ου, 101ου, 159ου, 216ου και 221ου, οι οποίοι δήλωσαν ότι, ως μοναδικοί κληρονόμοι των, συνεχίζουν τη δίκη ως προς αυτούς και συνεπώς υπεισήλθαν στη θέση των. Όμως, όσον αφορά τους αναιρεσείοντες, 12ο, 26ο, 29ο, 40ο, 66ο, 76ο, 79ο, 96ο, 98ο, 100ο, 115ο, 128ο, 144ο, 145ο, 148ο, 155ο, 157ο, 190ο, 197ο, 204ο, 208ο, 217ο, 226ο, 227ο, 243ο, 248ο, 250ο, 256ο, 258ο, 263ο και 271ο, δεν προσκομίστηκαν πληρεξούσια έγγραφα, από τα οποία να προκύπτει η, με τον τρόπο που προαναφέρθηκε, παροχή πληρεξουσιότητας στον παραπάνω δικηγόρο για την εκπροσώπησή των στο δικαστήριο και συνεπώς η παράστασή των δεν είναι νόμιμη και θεωρούνται απόντες. Εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει νόμιμη επίσπευση της συζήτησης της υπόθεσης και από τους απολειπόμενους αναιρεσείοντες, ούτε αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι αυτοί κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστούν στην αρχική (5-2-2013) ή στην παρούσα δικάσιμο από το αντίδικό τους αναιρεσίβλητο ή τους λοιπούς αναιρεσείοντες, αφού οι παριστάμενοι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προσκομίζουν, την οικεία έκθεση επίδοσης ή αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με την πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση στη δικάσιμο αυτή. Ακόμη δεν προκύπτει αν ο δικηγόρος Νικόλαος Σωτηρακόπουλος, που παραστάθηκε, για λογαριασμό των αναιρεσειόντων, κατά την αρχική δικάσιμο και ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για την παρούσα, είχε πληρεξουσιότητα για να επισπεύσει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης και για λογαριασμό των απόντων αναιρεσειόντων και να παραστεί κατά τη δικάσιμο εκείνη. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, ως προς τους παραπάνω αναιρεσείοντες. Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών, δεσμεύει και τον κοινό νομοθέτη και τον υποχρεώνει, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλουν λόγοι κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Επομένως, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλείεται από τη ρύθμιση αυτή, κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος, που επιβάλει την ειδική μεταχείριση, η διάταξη αυτή που εισάγει τη δυσμενή αυτή μεταχείριση, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Τα ίδια ισχύουν και όταν η ειδική ρύθμιση αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό, οπότε, στην περίπτωση κατά την οποία γίνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια επιδικάζουν την παροχή αυτήν και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρούνται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η αρχή της διάκρισης των εξουσιών, που θεσπίζεται από τα άρθρα 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος, αφού τα δικαστήρια στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 87 παρ. 1 και 2, 93 παρ. 4 και 120 παρ. 2 του Συντάγματος, να ασκήσουν έλεγχο στο έργο της νομοθετικής εξουσίας και να εφαρμόσουν σε όλη την έκταση την αρχή της ισότητας και με βάση την αρχή αυτή να καταλήξουν στην εφαρμογή του νόμου, που περιέχει την ευμενή ρύθμιση. Αν τα δικαστήρια περιορίζονταν να κηρύξουν μόνο την αντισυνταγματικότητα της διάταξης, που εισάγει τη δυσμενή διάκριση, χωρίς να μπορούν να επεκτείνουν την ειδική ευμενή ρύθμιση και υπέρ εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η δυσμενής διάκριση, τότε θα παρέμενε η αντισυνταγματική ανισότητα και δεν θα είχε ουσιαστικό περιεχόμενο η ζητούμενη δικαστική προστασία. Αυτό δε δεν αντίκειται στο άρθρο 80 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο "μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Κράτους, ούτε παρέχεται χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό νόμο", διότι ο νόμος υπάρχει και είναι αυτός που περιέχει την ευμενή διάταξη (ΑΠ (ολ) 28/1992). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 2738/99, η συλλογική διαπραγμάτευση για ρύθμιση ζητημάτων των όρων και συνθηκών απασχόλησης υπαλλήλων, που δεν ρυθμίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου, λόγω συνταγματικών περιορισμών (όπως ιδίως είναι τα ζητήματα μισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισμού κ.λπ.) μπορεί να καταλήγει σε συλλογική συμφωνία. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύμβαση εργασίας, συνεπάγεται όμως για το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α.: α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέματα της συμφωνίας μπορεί να ρυθμισθούν κανονιστικώς, βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης νόμου, β) είτε την προώθηση σχετικής νομοθετικής ρύθμισης των θεμάτων της συμφωνίας. Αντικείμενο του περιεχομένου της συμφωνίας μπορεί να αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης της δέσμευσης για την έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προώθησης νομοθετικών ρυθμίσεων κατά περίπτωση. Με το άρθρο 14 του Ν. 3016/2002 "για την εταιρική διακυβέρνηση, θέματα μισθολογίου και άλλες διατάξεις" ορίσθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής: "1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμοδίου υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών, που συνάπτονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπογράφηκαν κατά το έτος 2001. 2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται ολικά ή εν μέρει και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), που δεν συμμετείχε στη σύναψη συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και μέχρι του ποσού των εκατόν εβδομήντα έξι (176) ευρώ. 3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των 176 ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται μόνο η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές, όσον αφορά το προσωπικό των Ο.Τ.Α. και το προσωπικό των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., περιορίζονται στις υφιστάμενες από τον προϋπολογισμό τους δυνατότητες. 4. Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα: α) οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους, λαμβανομένου υπόψη για τη χορήγηση ή μη των παροχών αυτών του συνολικού ποσού των καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή, β) οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση των παροχών αυτών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής, καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης, γ) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγησή τους... Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2002". Δυνάμει της προαναφερθείσας εξουσιοδοτικής διάταξης και αφού είχαν προηγηθεί ειδικές συλλογικές συμφωνίες του Ελληνικού Δημοσίου με τους αντίστοιχους κλάδους υπαλλήλων (όπως προαναφέρθηκε, με την ως άνω εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του Ν. 3016/2002, η ρύθμιση της παρ. 1, δηλαδή της χορήγησης της ειδικής παροχής, μπορούσε να επεκτείνεται και στο προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης που δεν συμμετείχε στη σύναψη των συλλογικών συμφωνιών, του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999), εκδόθηκαν πολλές κοινές Υπουργικές Αποφάσεις (ΚΥΑ), με τις οποίες χορηγήθηκε η παραπάνω χρηματική παροχή, ύψους 88 ευρώ μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 και 176 ευρώ από 1-7-2002, σε όλους σχεδόν τους, με σχέση δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, υπαλλήλους του Ελληνικού Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/1997 "αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις" και ειδικότερα, εκδόθηκαν, εκτός άλλων, και οι αναφερόμενες λεπτομερώς στην προσβαλλόμενη, με την κρινόμενη αναίρεση, απόφαση κοινές υπουργικές αποφάσεις. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η μισθολογική αυτή παροχή χορηγήθηκε σε όλους τους ως άνω μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του Ν. 2470/97, καθώς και στους αποσπασμένους ή τοποθετούμενους από άλλα Υπουργεία, Ο.Τ.Α. και λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. Όλες οι προαναφερθείσες Κ.Υ.Α. έχουν ουσιωδώς όμοιο περιεχόμενο: Επικαλούνται τις διατάξεις των άρθρων 14 του Ν. 3016/2002 και 1 του Ν. 3029/2002, καθορίζουν το ποσό της ειδικής παροχής σε 88 ευρώ από 1-1-2002 και σε 176 ευρώ από 1-7-2002, ορίζουν ότι η καταβολή αυτής εξακολουθεί και κατά το χρονικό διάστημα των θεσμοθετημένων αδειών (κανονικών, συνδικαλιστικών, εκπαιδευτικών, λοχείας, κινήσεως κ.λπ.), ότι υπόκειται στις συνήθεις κρατήσεις των επιδομάτων και ότι συνεντέλλεται με τις μηνιαίες αποδοχές των δικαιούχων και αναφέρουν ως δικαιούμενους της παροχής όλους τους υπαλλήλους της αντίστοιχης υπηρεσίας που αφορά η απόφαση, χωρίς μνεία κάποιου λόγου ή αιτίας, που δικαιολογεί τη χορήγησή της ειδικά στους εν λόγω υπαλλήλους. Ενώ δηλαδή η χορήγηση της μηνιαίας ειδικής παροχής του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 προβλέφθηκε προκειμένου να εξομαλυνθούν οι μισθολογικές διαφορές υπέρ των χαμηλόμισθων υπαλλήλων, οι οποίοι δεν λαμβάνουν πρόσθετες μισθολογικές παροχές, με τις προαναφερόμενες υπουργικές αποφάσεις χορηγήθηκε η ειδική αυτή παροχή, χωρίς να γίνεται στις διατάξεις τους η συγκεκριμένη αναφορά, ότι δεν λαμβάνουν πράγματι πρόσθετες μισθολογικές παροχές. Έτσι με τη χορήγηση της αμοιβής αυτής και μάλιστα σε ιδιαίτερα σύντομο χρονικό διάστημα σε μεγάλο αριθμό υπαλλήλων, που αφενός δεν πληρούσαν αποδεδειγμένα την εν λόγω προϋπόθεση και αφετέρου ευρίσκονταν σε τελείως διαφορετικές μεταξύ τους εργασιακές συνθήκες, η παροχή αυτή απέκτησε το χαρακτήρα μισθολογικής παροχής, που προσαυξάνει, χωρίς άλλη προϋπόθεση, το μισθό όλων ανεξαιρέτως των υπαλλήλων του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. και Ν.Π.Δ.Δ., που αμείβονται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης. Εξάλλου, με το άρθρο 24 παρ. 2 του Ν. 3205/2003 "μισθολογική ρύθμιση λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α., μονίμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος και άλλες συναφείς διατάξεις", ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι ποσά που καταβάλλονται μέχρι την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, σύμφωνα με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού, που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002, ως ειδική παροχή, διατηρούνται ως προσωπική διαφορά μειούμενη από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχής ή αποζημίωσης ή από αύξηση του κινήτρου απόδοσης του άρθρου 12 του ίδιου νόμου, από την έναρξη δε ισχύος του νόμου αυτού (1-1-2004) οι ανωτέρω Κ.Υ.Α. καταργούνται (βλ. και άρθρ. 28 παρ. 4 του ίδιου νόμου). Επομένως, η διαδοχική χορήγηση της ειδικής παροχής του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 σε όλους σχεδόν τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ. που αμείβονται σύμφωνα με τις διατάξεις του μισθολογίου του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης, αδιακρίτως του φορέα, της φύσεως, του είδους και των συνθηκών εργασίας αυτού, κατέστησε την παροχή αυτήν προσαύξηση του μισθού. Έτσι, κάθε υπάλληλος αμειβόμενος σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, δικαιούται, κατ' εφαρμογή της αρχής της ισότητας, να λαμβάνει ως τμήμα του μισθού του την εν λόγω παροχή, την οποία μόνο από 1-1-2004 (έναρξη ισχύος του Ν. 3205/2003) και εντεύθεν δεν δικαιούται να λαμβάνει ή λαμβάνει μειωμένη, εφόσον αποδειχθεί ότι ο συγκεκριμένος υπάλληλος λαμβάνει κάποια πρόσθετη μισθολογική παροχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002 ή του χορηγήθηκε κάποια νέα παροχή ή αυξήθηκε το κίνητρο απόδοσης. Στην προκείμενη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες με την ένδικη από 12-4-2006 αγωγή τους εκθέτουν ότι εργάζονται στον εναγόμενο δήμο, με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι αμείβονται βάσει του εκάστοτε ισχύοντος μισθολογίου για τους απασχολούμενους στο δημόσιο. Ότι με πλείστες υπουργικές αποφάσεις, που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του Ν. 3016/2002, χορηγήθηκε το προβλεπόμενο από το ίδιο άρθρο ποσό των 176 ευρώ σε πολλές και διάφορες κατηγορίες υπαλλήλων, μόνιμων αλλά και ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, του Δημοσίου και άλλων Ν.Π.Δ.Δ., αλλά δεν χορηγήθηκε σ' αυτούς, γιατί ποτέ δεν εκδόθηκε αντίστοιχη υπουργική απόφαση, αν και τόσο οι τελευταίοι, όσο και οι µόνιµοι υπάλληλοι, στους οποίους χορηγήθηκε η παροχή, αµείβονταν σύµφωνα µε τους νόµους 2470/1997 και 3205/2003 και η έκδοση τέτοιας κανονιστικής πράξης και για τους πρώτους ήταν υποχρεωτική κατά το άρθρο 14 του Ν. 3016/2002. Ότι η προαναφερόμενη παροχή, χορηγηθείσα χωρίς όρους και προϋποθέσεις από τις αντίστοιχες υπουργικές αποφάσεις, αποτελεί τακτική παροχή που προσαυξάνει τις τακτικές αποδοχές των υπαλλήλων, στους οποίους χορηγήθηκε. Ζήτησαν δε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους καταβάλει την πρόσθετη μηνιαία μισθολογική αυτή παροχή, ανερχόμενη για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 έως και τις 31-3-2006 στο ποσό των 9.856 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε, κατά ένα μέρος, την αγωγή και το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δικάζοντας ως Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, ότι για τις αξιώσεις των εναγόντων που δεν έχουν παραγραφεί, ήτοι από 1-1-2004 μέχρι 31-3-2006, η αγωγή είναι αόριστη, εφόσον δεν αναφέρονται ρητώς σ' αυτήν αν και ποια επιδόματα λάμβαναν οι ενάγοντες στο επίδικο χρονικό διάστημα, καθώς και το ύψος των επιμέρους ποσών, ώστε να γίνει ο υπό του νόμου προβλεπόμενος συμψηφισμός, για να κριθεί αν υπερβαίνουν ή υπολείπονται του ποσού των 176 ευρώ, μηνιαίως. Έτσι, που έκρινε το Πολυμελές Πρωτοδικείο, παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 και 24 § 2 του Ν. 3205/2003 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ. Και τούτο διότι η ένδικη αγωγή περιέχει τα απαιτούμενα από τις ως άνω διατάξεις και εκείνη του άρθρου 118 ΚΠολΔ στοιχεία, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται τα ανωτέρω αναφερόμενα, αφού αυτά είναι θέματα που θα προκύψουν από τις αποδείξεις, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη μείζονα σκέψη. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας αξίωσε περισσότερα στοιχεία απ' όσα απαιτεί ο νόμος, οπότε υπάρχει παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης και ο σχετικός πρώτος λόγος της αίτησης είναι βάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 90 παρ.3 του ν. 2362/1995 "Περί δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου δαπανών του Κράτους", που εφαρμόζεται και επί των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 56 του ν.δ. 496/1974, 3 του ν.δ. 31/1968 και 304 του κυρωθέντος με το π.δ. 410/1995 Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (ως εκ του κρισίμου εδώ χρόνου), "Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ` αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ίδιου νόμου, "Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής". Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι με την πρώτη απ' αυτές ρυθμίζεται ειδικά το θέμα της παραγραφής των αξιώσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες απολαβές ή αποζημιώσεις και ορίζεται ως χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής η γένεση της αντίστοιχης αξίωσης. Η διάταξη αυτή είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ν. 2362/1995, με την οποία ρυθμίζεται γενικά το θέμα έναρξης του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξίωσης κατά του Δημοσίου κ.λπ., από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη που διατυπώνεται στο άρθρο 91 εδ. α' ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων και, ως εκ τούτου, κατισχύει αυτής (ΑΕΔ 32/2008, Ολ.ΑΠ 29/2006). Η προβλεπομένη από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 για τις πιο πάνω αξιώσεις των υπαλλήλων (του Δημοσίου και) των ΟΤΑ βραχυπρόθεσμη παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από το χρόνο παραγραφής που ισχύει κατ` άρθρο 250 αρ. 6 και 17 ΑΚ για παρόμοιες αξιώσεις των εργατών και υπαλλήλων των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και από τον οριζόμενο στο άρθρο 937 ΑΚ χρόνο παραγραφής των αξιώσεων από αδικοπραξία, έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου δικαιολογεί την εισαγωγή εξαιρέσεων και διακρίσεων (Ολ.ΑΠ 3/2006, 23/2004, 11/2003) και συγκεκριμένα από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών αξιώσεων και των αντίστοιχων υποχρεώσεων του Δημοσίου και των ΟΤΑ, που είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονομικής κατάστασης αυτών, στην οποία συμβάλλουν οι πολίτες ή δημότες με την καταβολή φόρων, τελών και λοιπών υπέρ αυτών (ΟΤΑ) επιβαρύνσεων (πρβλ. Ολ.ΑΠ 38/2005). Συνεπώς, η διάταξη για τη βραχυπρόθεσμη παραγραφή δεν αντίκειται (α) στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας, στην, αποτελούσα ειδικότερη μορφή και εκδήλωση αυτής, αρχή της ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας, που καθιερώνεται με το άρθρο 22 παρ. 1 εδ. β' του Συντάγματος και στη διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος (πρβλ. ΑΕΔ 9/2009 ως προς την ερμηνεία της παρομοίου περιεχομένου διάταξης του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ. 496/1974 που θεσπίζει, επίσης, διετή παραγραφή για τις αντίστοιχες αξιώσεις των υπαλλήλων των ΝΠΔΔ κατ' αυτών), (β) στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και, έχοντας υπερνομοθετική ισχύ κατ' άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζει ότι "Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως (...)" και στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος που παρέχει ανάλογη προστασία και ορίζει ότι "Καθένας έχει το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί ν' αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει", αφού αυτές εξασφαλίζουν σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να έχει έννομη προστασία από τα δικαστήρια και να δικάζεται η υπόθεση του δίκαια και αμερόληπτα, αλλά δεν απαγορεύουν τη θέσπιση διαφορετικού χρόνου παραγραφής κατά κατηγορία αξιώσεων και δικαιούχων, (γ) στις διατάξεις του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με το οποίο "Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθεί ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως", διότι η παραγραφή αυτή καθιερώθηκε για τους προαναφερθέντες λόγους γενικότερου συμφέροντος που αφορούν και καταλαμβάνουν όλους τους έχοντες σχετικές αξιώσεις, χωρίς την εφαρμογή κριτηρίων δυσμενούς διακριτικής μεταχείρισης, με τα οποία ουδεμία έχει σχέση και (δ) στις διατάξεις του άρθρου 1 του (κυρωθέντος, επίσης, με το ν.δ. 53/1974 και έχοντος την αυτή ισχύ) Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που επιβάλλουν το σεβασμό της περιουσίας του προσώπου, στην οποία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα, από το άρθρο 17 του Συντάγματος, προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα ενοχικά δικαιώματα και ειδικότερα οι περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ.ΑΠ 40/1998), αφού οι διατάξεις αυτές εμποδίζουν το νομοθέτη από το να καταργεί τα δικαιώματα αυτά, αλλά όχι και από το να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν μετά την έναρξη της ισχύος τους. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του ως άνω Πρωτοκόλλου προκύπτει ότι και αυτό αναγνωρίζει ευθέως το δικαίωμα κάθε Κράτους να θεσπίζει νόμους, εάν το κρίνει αναγκαίο, για τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, επομένως και να θέτει νόμιμους περιορισμούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση των αξιώσεών τους εντός ορισμένου χρόνου προς διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, στην έννοια του οποίου εμπίπτει, κατά τα προεκτεθέντα, και η προστασία της περιουσίας του Δημοσίου και των ΟΤΑ (Ολ.ΑΠ 31/2007, ως προς την ερμηνεία της παρομοίου περιεχομένου διάταξης του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ. 496/1974), ούτε τέλος στο άρθρο 119 (ήδη 141) της Συνθ. ΕΟΚ, για την ταυτότητα δε του νομικού λόγου, την προστασία δηλ. της περιουσίας του Δημοσίου και των ΟΤΑ με την ταχεία εκκαθάριση των αντίστοιχων αξιώσεων και υποχρεώσεών τους, που εμπίπτει, όπως προαναφέρθηκε, στην έννοια του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο δικαιολογεί την εξαιρετική αυτή ρύθμιση, δεν αντίκειται ούτε, ειδικά, η ρητά θεσπιζόμενη με την διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 έναρξη της (διετούς) παραγραφής από τη γένεση των σχετικών αξιώσεων και όχι από το τέλος του αντίστοιχου έτους ή από άλλο χρονικό σημείο (Ολ.ΑΠ 2/2011). Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε, ότι οι αξιώσεις των εναγόντων, όσον αφορά το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 μέχρι 30.12.2003, έχουν παραγραφεί, διότι έχει συμπληρωθεί διετία από τη γένεσή τους, αφού για πρώτη φορά, με τις από 30.12.2005 αιτήσεις τους προς τον εναγόμενο ζήτησαν να τους καταβληθεί η ως άνω ένδικη παροχή, αναδρομικά από 1.1.2002 και συνεπώς διακόπηκε η παραγραφή των αξιώσεών τους μόνο για το χρονικό διάστημα από 1.1.2004 και εφεξής, ενώ η ένδικη αγωγή ασκήθηκε την 11.10.2006. Επομένως, ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά τις ως άνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και ο δεύτερος λόγος της αίτησης, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Σύμφωνα με τα παραπάνω, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος, λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, να αναιρεθεί, ως προς τους αναιρεσείοντες που παραστάθηκαν και κατά ένα μέρος, η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα κατά το μέρος της, που αναφέρεται στις επίδικες απαιτήσεις των, για το μετά την 1-1-2004 χρονικό διάστημα, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την άνω απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Τέλος, πρέπει, να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος, σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των παραστάντων αναιρεσειόντων, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρ. 183, 178 και 176 του ΚΠολΔ, και 281 του ν. 3463/2006 "Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας"), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της, από 3-2-2012, αίτησης για αναίρεση της 3771/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως προς τους αναιρεσείοντες 12ο, 26ο, 29ο, 40ο, 66ο, 76ο, 79ο, 96ο, 98ο, 100ο, 115ο, 128ο, 144ο, 145ο, 148ο, 155ο, 157ο, 190ο, 197ο, 204ο, 208ο, 217ο, 226ο, 227ο, 243ο, 248ο, 250ο, 256ο, 258ο, 263ο και 271ο. Αναιρεί την παραπάνω απόφαση, ως προς τους λοιπούς αναιρεσείοντες και κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των παραστάντων αναιρεσειόντων, το οποίο ορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Νοεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο δέχθηκε, ότι για τις αξιώσεις των εναγόντων από 1-1-2004 μέχρι 31-3-2006, η αγωγή για την επιδίκαση του ποσού των 176 ευρώ, είναι αόριστη, εφόσον δεν αναφέρονται σ' αυτήν αν και ποια επιδόματα λάμβαναν στο επίδικο χρονικό διάστημα, καθώς και το ύψος των επιμέρους ποσών. Έτσι, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρ. 14 του Ν. 3016/2002 και 24 παρ. 2 του Ν. 3205/2003, διότι η αγωγή περιέχει τα απαιτούμενα στοιχεία, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται και τα ανωτέρω.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
2
Αριθμός 2064/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Δ. Μ. του Δ., κατοίκου ..., 2) Μ. Β. του Κ., κατοίκου ..., 3) Π. Π. του Γ., κατοίκου ..., 4) Δ. Κ. του Π., κατοίκου ..., 5) Ι. Α. του Δ., κατοίκου ..., 6) Ε. Β. του Δ., κατοίκου ... και 7) Σ. Ν. - Γ. του Μ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Κλαπαδάκη - Βογιατζόγλου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Του αναιρεσιβλήτου: ΟΤΑ με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑΣ", που εδρεύει στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Σπινάσα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-10-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 860/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1189/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 11-7-2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 24-12-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν οι έκτος και έβδομος λόγοι της αναιρέσεως και να γίνουν δεκτοί οι υπόλοιποι. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 649 Α.Κ. προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είναι εκείνη με την οποία συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου παύει αυτοδικαίως, σε περίπτωση δε αμφιβολίας η σύμβαση αυτή θεωρείται αορίστου χρόνου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 2190/1994, οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 14 παρ. 1 του αυτού νόμου, μεταξύ των οποίων και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών με διάρκεια απασχόλησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες, μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Εξάλλου, με την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 προστέθηκε στο άρθρο 103 αυτού η παράγραφος 8, με τα εδάφια α' και γ' της οποίας ορίζεται ότι νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στην παρ. 3 εδ. α' αυτού, είτε πρόσκαιρων, είτε απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών κατά την παρ. 2 εδ. β' αυτού. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού, που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Στους κανόνες αυτούς, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις ως άνω διατάξεις του ν. 2190/1994, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό, που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιο τομέα με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό, που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Ειδικά, όμως, με το άρθρο 20 παρ. 4 ν. 2738/1999 εισήχθη συγκεκριμένη ρύθμιση και δη προσετέθη ως περίπτωση κα' στο άρθρο 14 παρ. 2 ν. 2190/1994 επιπλέον εξαίρεση στο σύστημα προσλήψεων του νόμου αυτού (απαλειφθείσα ήδη με το άρθ. 1 ν. 3812/2009 που δεν καταλαμβάνει την επίδικη διαφορά), η οποία αφορά την πρόσληψη προσωπικού σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ, ειδικότερα δε ορίσθηκε ότι η πρόσληψη του προσωπικού που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ, διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά. Η επιδοτούμενη αυτή πρόσληψη υπαλλήλων είναι εξαιρετική, διότι συνδέεται με την ανάγκη πραγμάτωσης των προγραμμάτων, που με τους υφιστάμενους κανόνες θα απέβαινε ατελέσφορη και για το λόγο αυτό ορίζεται ότι η πρόσληψη διενεργείται με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια, που καθορίζονται στα προγράμματα. Συνακόλουθα, η πρόσληψη υπαλλήλων, που έχει πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο συγκεκριμένου προγράμματος του ΟΑΕΔ και οι εξ αυτής απορρέουσες εργασιακές σχέσεις έχουν συγκεκριμένο χρόνο διάρκειας, είναι δηλ. συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, η πάροδος του οποίου συνεπιφέρει αυτοδικαίως και τη λήξη τους (αρθρ. 669 παρ. 1 Α.Κ.) και η σύναψη αυτών ως συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου επιβάλλεται από αντικειμενικούς λόγους που συνδέονται με την φύση τους. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943 (που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ) συνάγεται, ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο με μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής αυτού, χωρίς ευθύνη του μισθωτού για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος και ακόμη όταν ο μισθωτός τελεί σε εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεσή της και με την υποχρέωση του πρώτου να συμμορφώνεται στις αναγκαίες εντολές ή οδηγίες του εργοδότη. Τέλος, σύµβαση μαθητείας είναι η σύµβαση κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαµβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις, για την άσκηση από τον τελευταίο ορισµένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της σύμβασης μαθητείας είναι η γνήσια σύµβαση μαθητείας και η σύµβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου. Στη γνήσια σύµβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται µε σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του µε το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη σύµβαση αυτή, για την οποία δεν υπάρχει ειδική νοµοθετική ρύθµιση και κατά την οποία ο μαθητευόμενος παρέχει εργασία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της σύµβασης εργασίας του Α.Κ., εφόσον συμβιβάζονται µε τη φύση και το σκοπό της σύµβασης αυτής, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόµιµες αποδοχές, την καταγγελία της σύµβασης εργασίας, την αποζημίωση απόλυσης κ.λπ., οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας, που δεν αποτελεί προέχον η ωφέλεια που αντλεί από την εργασία του, καθώς και ότι ο μαθητευόμενος είτε δεν θα λαµβάνει μισθό είτε θα καταβάλλει ορισμένο ποσό στον εργοδότη για τη μαθήτευσή του. Αντίθετα επί σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου, η οποία υφίσταται όταν ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παραλλήλως την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελµα, η εκμάθηση τέχνης εκ µέρους του επέρχεται ως αυτόµατη συνέπεια της εφαρμογής της σύμβασης και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη και, συνεπώς, επί της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου, εφαρμόζονται τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός της σύμβασης αυτής είναι η παροχή εκ µέρους του μαθητευόμενου εργασίας, έναντι αµοιβής και παρεπόμενος σκοπός είναι η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος, σύµφωνα µε τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη. Σε κάθε περίπτωση ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου, μαθητείας ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων κρίνουν με ποιά συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση, από την απαγόρευση δε της μετατροπής από το νόμο των ιδιωτικού δικαίου συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, που θεσπίζεται με το άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος, δεν συνάγεται και απαγόρευση της αναγνώρισης του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, η οποία δεν αποτελεί "μετατροπή", αλλά ορθό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ενώ από τις παραπάνω διατάξεις και δη του άρθ. 6 ν. 2527/1997, ουδόλως συνάγεται απαγόρευση σύναψης από τα πρόσωπα αυτά, στις ειδικά προβλεπόμενες από το νόμο, ως άνω, περιπτώσεις, σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, κρίνοντας, ύστερα από έφεση των αναιρεσειόντων, επί αγωγής των, μεταξύ άλλων και κατά του αναιρεσίβλητου, με την οποία ζητούσαν ν' αναγνωρισθεί ότι οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήψαν με τους ως άνω εναγομένους το έτος 2001, παραταθείσες διαδοχικά μέχρι την 31-12-2005, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως φύλακες σχολικών κτιρίων του Δήμου Καλαμαριάς, ήσαν στην πραγματικότητα συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι οι εναγόμενοι όφειλαν να τους καταβάλουν τ' αναφερόμενα εκεί ποσά ως αμοιβή για την εργασία τους αυτή δέχθηκε, μεταξύ των άλλων, ότι με την ΥΑ 34100/1999, απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με θέμα "Πρόγραμμα για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας 2.700 ανέργων, αποφοίτων Λυκείου, ηλικίας 25 - 64 ετών για τη φύλαξη σχολείων" που εκδόθηκε λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1 και 15 του Ν. 2639/1998 καθώς και τις διατάξεις της παρ. 2α του άρθρου 1 του Ν. 2469/1997 "Περιορισμός κρατικών δαπανών" και την 2701/16.11.1999 απόφαση του ΔΣ του ΟΑΕΔ, αποφασίσθηκε η κατάρτιση του ως άνω προγράμματος. Ειδικότερα κατά τα αναφερόμενα στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: "1. Σκοπός του προγράμματος είναι αφενός η απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργων που πλήττονται, ιδιαίτερα από την ανεργία με πιθανότητα μόνιμης απασχόλησης στη φύλαξη σχολικών κτιρίων και αφετέρου η επίλυση ενός σοβαρού προβλήματος, όπως αυτό της φύλαξης των σχολικών κτιρίων, του εξοπλισμού τους, της επίβλεψης του περιβάλλοντος χώρου και της προστασίας των μαθητών. 2. Δικαιούχοι φορείς του προγράμματος είναι οι πρωτοβάθμιοι ΟΤΑ των Νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης των πρωτευουσών Νομών και των μεγάλων αστικών κέντρων. 3. Δικαιούχοι είναι άνεργοι εγγεγραμμένοι στα μητρώα ανέργων των Υπηρεσιών του ΟΑΕΔ ή επιδοτούμενοι άνεργοι ηλικίας 25 - 64 ετών, οι οποίοι θα πρέπει να είναι απόφοιτοι Λυκείου, να έχουν την Ελληνική υπηκοότητα ή την υπηκοότητα Κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή να είναι Έλληνες ομογενείς, που διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα ... 4. Η διάρκεια του προγράμματος είναι 11 μήνες εκ των οποίων ένας (1) μήνας μπορεί να αφορά θεωρητική και πρακτική ενημέρωση - εξοικείωση με το εργασιακό περιβάλλον και οι υπόλοιποι μήνες αφορούν την τοποθέτηση σε θέσεις για απόκτηση εργασιακής εμπειρίας. 5. Το πρόγραμμα πρόκειται να υλοποιηθεί με τη συνεργασία των Υπουργείων Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων, Δημόσιας Τάξης, του ΟΑΕΔ, της Κεντρικής Ένωσης Δήµων και Κοινοτήτων Ελλάδος και της Ελληνικής Εταιρείας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης. Οι ως άνω φορείς θα συµβληθούν µε προγραμματική σύµβαση, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 2732/93, αντικείμενο της οποίας θα αποτελεί η συνεργασία τους, ώστε µε τη συμβολή των ενεργειών και την παροχή των υπηρεσιών του καθενός, στα όρια των στόχων και αρμοδιοτήτων του, να δημιουργηθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την υλοποίηση προγράμματος αφενός για την απόκτηση εργασιακής εµπειρίας ανέργων που πλήττονται ιδιαίτερα από την ανεργία µε πιθανότητα µόνιµης απασχόλησης στη φύλαξη σχολικών κτιρίων και των κοινοχρήστων χώρων στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στην αρμοδιότητα των οποίων ανήκει η φύλαξη των σχολικών κτιρίων και αφετέρου για την επίλυση ενός σοβαρού προβλήματος όπως αυτό της φύλαξης των σχολικών κτιρίων, του εξοπλισμού τους, της επίβλεψης του περιβάλλοντος χώρου και της προστασίας των µαθητών. 6. Αντικείμενο του έργου: Το έργο περιλαμβάνει: Τη διερεύνηση και καταγραφή των σχολικών κτηρίων µε αυξημένα προβλήματα που προέρχονται από την πρόσβαση στους χώρους τους εξωσχολικών ή άλλων παραγόντων, οι οποίοι προκαλούν ζηµίες και φθορές. Τη δημοσίευση πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος προς τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και την επιλογή Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης µε σκοπό την ένταξή τους στο πρόγραµµα. Τη συνεχή υποστήριξη και παρακολούθηση του έργου των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης που θα ενταχθούν στο εν λόγω πρόγραµµα. Την επιλογή 2700 ανέργων 25-64 ετών αποφοίτων Λυκείου, οι οποίοι θα επιλεγούν με βάση ειδικά κριτήρια για την παρακολούθηση προγράμματος απόκτησης εργασιακής εµπειρίας. 7. Δικαιώµατα υποχρεώσεις φορέων της προγραμματικής σύµβασης: α) Το Υπουργείο Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης: Χρηματοδοτεί το Πρόγραµµα σύµφωνα µε την παρ. 10 της παρούσας. Συμμετέχει στην Επιτροπή Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Συμμετέχει στην Επιτροπή Παρακολούθησης του άρθρου 9 της παρούσας απόφασης. Συμμετέχει στις διαδικασίες δημοσιότητας του Προγράμματος. Παρακολουθεί την πραγματοποίηση του έργου της Προγραμματικής Σύµβασης που πρόκειται να υπογραφεί. β) Το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων: Συμμετέχει στη διαδικασία επιλογής των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Συμμετέχει στην Επιτροπή Παρακολούθησης του άρθρου 9 της παρούσας απόφασης. Συμμετέχει στις διαδικασίες δημοσιότητας του Προγράμματος. Παρακολουθεί την πραγματοποίηση του έργου της Προγραμματικής Σύµβασης. γ) Το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων: Παρακολουθεί τα θέµατα αρμοδιότητάς του, κυρίως όσον αφορά το σχεδιασµό της πληροφόρησης και ενημέρωσης των συμμετεχόντων στο πρόγραµµα απόκτησης εργασιακής εµπειρίας στη φύλαξη των σχολείων. Συμμετέχει στις διαδικασίες διαμόρφωσης προδιαγραφών επιλογής των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Συμμετέχει στην Επιτροπή παρακολούθησης του άρθρου 9 της παρούσας απόφασης. δ) Το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης αναλαμβάνει: Να υποστηρίξει τη διοργάνωση του προγράμματος ενημέρωσης σε θέματα αρμοδιότητάς του. Να συμμετέχει στις διαδικασίες διαμόρφωσης προδιαγραφών επιλογής των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Να συμμετέχει στην επιτροπή παρακολούθησης του άρθρου 9 της παρούσας απόφασης. ε) Ο Οργανισμός Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού αναλαμβάνει: Τη χρηματοδότηση του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας σύμφωνα με την παρ. 10 της παρούσας. Την υποστήριξη για το σχεδιασμό του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας για τη φύλαξη σχολικών κτιρίων. Τη συμμετοχή στην επιτροπή παρακολούθησης του άρθρου 3 της παρούσας απόφασης. Τη συμμετοχή στις διαδικασίες διαμόρφωσης προδιαγραφών επιλογής των ΟΤΑ. Τη συμμετοχή στην επιτροπή επιλογής των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. στ) Η Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος αναλαμβάνει την υποχρέωση: Να συμμετέχει στη διαδικασία επιλογής των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Να συμμετέχει στην επιτροπή της παρακολούθησης του άρθρου 9 της παρούσας απόφασης. Να παρακολουθεί το έργο της Προγραμματικής Σύμβασης, ζ) Η Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης στα πλαίσια παροχής τεχνικής στήριξης αναλαμβάνει: 1. Την υποστήριξη για την εκτέλεση του ως άνω έργου και ειδικότερα: Τη σύνταξη σχεδίου της αίτησης συμμετοχής του δικαιούχου καθώς και οδηγού για τη συμπλήρωση της αίτησης. Υποστήριξη του δικαιούχου για τη συμπλήρωση της αίτησης συμμετοχής. Μεταξύ των µέσων που θα χρησιμοποιηθούν για την υποστήριξη θα παρέχονται πληροφοριακά στοιχεία για το πρόγραµµα µέσω του Internet. Τη σύνταξη τεχνικών προδιαγραφών του απαιτούμενου εξοπλισμού υποστήριξης για τη φύλαξη των σχολείων. Παροχή συμβουλευτικής υποστήριξης στους δικαιούχους φορείς. Ενημέρωση - ευαισθητοποίηση των κοινωνικών οµάδων που άµεσα ή έµµεσα ωφελούνται από το πρόγραµµα/ ενημερωτικές συναντήσεις µε σχολικές επιτροπές - συμβούλιο, διοργάνωση ηµερίδων, ανακοινώσεις στον τύπο και στα τοπικά ΜΜΕ. Την κατάρτιση συστήματος κριτηρίων αξιολόγησης των προτάσεων, καθώς και των σχετικών εντύπων αξιολόγησης. Την παροχή τεχνικής υποστήριξης για την εφαρμογή συστήματος αξιολόγησης και ιεράρχησης των προτάσεων, καθώς και την τεχνική υποστήριξη για την τελική επιλογή των προτάσεων µε χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών. Τη µηχανογραφική επεξεργασία των προτάσεων. Την οικονοµική διαχείριση του προγράμματος. Την τεχνική ηλεκτρονική επεξεργασία για την επιλογή των ανέργων. Τη δημοσίευση πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την επιλογή ανέργων. 2. την υποστήριξη κατά την υλοποίηση των προτάσεων και ειδικότερα: Συµµετοχή στην Επιτροπή Παρακολούθησης του άρθρου 3 της παρούσας απόφασης. Εκπαίδευση των επιλεγέντων ατόμων για την υλοποίηση της Ενέργειας. Τη δηµιουργία και εφαρμογή πληροφοριακού συστήματος παρακολούθησης του έργου (Δελτίο Προόδου Έργου) για την τακτή ενημέρωση της Επιτροπής Παρακολούθησης και την έγκαιρη λήψη διορθωτικών αποφάσεων. Την παροχή τεχνικής και επιστημονικής υποστήριξης στα επιλεγέντα Νομικά Πρόσωπα κατά τη διάρκεια υλοποίησης του έργου. Παραγωγή υλικού με πλήρη περιγραφή υποχρεώσεων των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα εργασιακής εμπειρίας. Σχεδιασμό και παραγωγή των εντύπων, παρακολούθηση των υποχρεώσεων των φυλάκων. Τη διοργάνωση ενημερωτικών συναντήσεων για τον τρόπο υλοποίησης του προγράμματος. Την παράδοση τελικής έκθεσης αναφοράς προόδου στην Επιτροπή Παρακολούθησης με την ολοκλήρωση του έργου.". Επίσης με την ίδια απόφαση καθορίσθηκαν α) τα μέλη της Επιτροπής Επιλογής των δικαιούχων ΟΤΑ οι οποίοι θα ενταχθούν στο πρόγραμμα, ο τρόπος συγκλήσεως και συνεδριάσεώς της καθώς και της λήψης της απόφασης, β) τα μέλη της Επιτροπής Παρακολούθησης στην οποία ανατέθηκε αα) ο συντονισμός όλων των ενεργειών που απαιτούνται για την επίτευξη του σκοπού του προγράμματος, ββ) η αρμοδιότητα να αποφασίζει για τα ειδικά κριτήρια επιλογής των ανέργων, για την ακολουθητέα διαδικασία επιλογής των καθώς και για κάθε αναγκαία ενέργεια που κρίνεται απαραίτητη για την ορθή υλοποίηση του προγράμματος και γγ) η σύνταξη εκθέσεων ελέγχου της προόδου του έργου και καλής εκτέλεσής του και η αποστολή τούτων στους εμπλεκόμενους φορείς. Κατά τα αναφερόμενα δε στο άρθρο 10 της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης προσδιορίστηκε το συνολικό κόστος της χρηματοδότησης του προγράμματος και η κάλυψή της από τον ΟΑΕΔ για διάρκεια 11 μηνών και από το Υπουργείο Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης για χρονικό διάστημα 13 μηνών. Τέλος στο άρθρο 11 της απόφασης καθορίζονται οι όροι χρηματοδότησης και επί λέξει αναφέρεται: "Ο ΟΑΕΔ αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας καταβάλλοντας σε κάθε ασκούμενο ημερησίως το ποσό των 12.000 δραχμών και για 22 ημέρες το μήνα. Με εγκύκλιο της Δ/νσης Οικονομικών του ΟΑΕΔ θα καθοριστούν τα δικαιολογητικά για την πληρωμή των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα καθώς και τη διαδικασία καταβολής των αμοιβών τους και της ασφαλιστικής τους κάλυψης". Εις εκτέλεση της άνω Υπουργικής αποφάσεως καταρτίσθηκαν οι από 09.12.1999 και από 05.1.2000 Προγραμματικές Συμβάσεις μεταξύ των προαναφερόμενων φορέων με τις οποίες συμφώνησαν και συναποδέχθηκαν τα στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση. Με το άρθρο 6 των εν λόγω συμβάσεων ορίσθηκαν και τα μέλη της επιτροπής παρακολούθησης έχουσας αρμοδιότητα εφαρμογής των όρων της σύμβασης, συντονισμού όλων των ενεργειών που απαιτούνται για την επίτευξη του σκοπού τούτων, σύνταξης εκθέσεων ελέγχου της προόδου του έργου και καλής εκτέλεσης αυτού. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, επιλέχθηκαν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 των ως άνω Προγραμματικών Συμβάσεων, οι 145 δικαιούχοι ΟΤΑ που θα συμμετείχαν στο Πρόγραμμα, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο εναγόμενος Δήμος Καλαμαριάς. Επίσης δημοσιεύθηκε στον τύπο με πρωτοβουλία της ΕΕΤΑΑ η σχετική πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για τη συμμετοχή στο "Πρόγραμμα Απόκτησης Εργασιακής Εμπειρίας Ανέργων στη Φύλαξη Σχολικών Κτιρίων" και περατώθηκε και η διαδικασία επιλογής των ασκούμενων -φυλάκων που θα παρακολουθούσαν το Πρόγραµµα, µεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται και οι ενάγοντες, που ήταν άνεργοι. Ο εναγόμενος δήμος δεν συμμετείχε στη διαδικασία επιλογής των εναγόντων. Κατόπιν υπογράφηκαν µεταξύ αφενός μεν, της ΕΕΤΑΑ και του εναγοµένου και αφετέρου των εναγόντων τα συμφωνητικά συνεργασίας με τίτλο "Συμφωνητικό Συνεργασίας για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας στα πλαίσια του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ανέργων στη φύλαξη σχολικών κτιρίων", και δη στις 27.2.2001 (των 2ης, 3ης, 4ης και 6ου των εναγόντων), στις 1.4.2001 (των 1ης και 7ου των εναγόντων) και στις 4.4.2001 (της 5ης των εναγόντων). Κατά τα διαλαμβανόμενα δε στα εν λόγω Συμφωνητικά, που έχουν πανομοιότυπο περιεχόμενο, οι ενάγοντες αποκαλούμενοι "ασκούμενοι - φύλακες" συμφώνησαν να συμμετέχουν στο επίμαχο πρόγραμμα, συνολικής διάρκειας 11 µηνών, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να παρακολουθήσουν τούτο, οι δε ΕΕΤΑΑ, και Δήµος Καλαμαριάς, ανέλαβαν την υποχρέωση να εκπληρώσουν τις προβλεπόμενες προβλέψεις του Προγράμματος, σύµφωνα µε τους περιεχομένους στο συμφωνητικό όρους και προϋποθέσεις και στο Κανονιστικό Πλαίσιο Εφαρμογής του Προγράμματος, που αποτελεί αναπόσπαστο µέρος του εν λόγω συμφωνητικού. Όλοι οι όροι δε που αποτέλεσαν αντικείμενο των επιδίκων συµβάσεων και διαλαμβάνονται στο περιεχόμενο αυτών, αναφορικά με τις προϋποθέσεις εκτέλεσής τους, τις αρμοδιότητες, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις για καθένα συμβαλλόμενο μέρος - συντελεστή του προγράμματος, το ύψος του εκπαιδευτικού επιδόματος των ασκουμένων, τις ημέρες και ώρες απόκτησης επαγγελματικής εμπειρίας, και τις καθοριζόμενες τρεις βάρδιες ανά 24ωρο, είναι οι ίδιοι που είχαν αναπτυχθεί και διατυπωθεί στην προαναφερόμενη υπουργική απόφαση και εκτενώς παρατίθενται παραπάνω. Εκ του κειμένου που διαλαμβάνεται στις επίδικες συμβάσεις κρίνεται σκόπιμο να γίνει ειδικότερη μνεία των ακολούθων αποσπασμάτων αυτού: "Προοίμιο: Η ΕΕΤΑΑ σε συνεργασία με τους φορείς, στο πλαίσιο των ανωτέρω Προγραμματικών Συμβάσεων, υλοποιεί Πρόγραμμα Απόκτησης Εργασιακής Εμπειρίας Ανέργων, Αποφοίτων λυκείου ή εξαταξίου Γυμνασίου ή άλλης ισότιμης σχολικής μονάδας, που έχουν γεννηθεί κατά τα έτη 1936 έως και 1975, στη Φύλαξη Σχολικών Κτιρίων, προκειμένου να εφαρμόσουν πιλοτικά το θεσμό της φύλαξης σχολικών κτιρίων σε σχολικά κτίρια των 145 δικαιούχων ΟΤΑ σε όλη τη χώρα. Το ως άνω Πρόγραμμα περιλαμβάνει επιμορφωτική συνάντηση για ζητήματα φύλαξης σχολικών κτιρίων και καθηκόντων των ασκούμενων φυλάκων και αντίστοιχα απόκτηση εργασιακής εμπειρίας σε σχολικά κτίρια των 145 δικαιούχων ΟΤΑ, συνολικής διάρκειας 11 μηνών. Η επιμορφωτική συνάντηση θα πραγματοποιηθεί σε χώρο, που θα επιλέξει ο Δήμος και αντίστοιχα η απόκτηση εργασιακής εμπειρίας θα πραγματοποιηθεί σε σχολικά κτίρια τα οποία θα επιλέξει ο ανωτέρω Δήμος, βάσει των προδιαγραφών του Προγράμματος. Η εργασιακή εμπειρία στη φύλαξη σχολικών κτιρίων, αποκτάται από τους ασκούμενους φύλακες, σε καθημερινή βάση, αργίες και σαββατοκύριακα, σε τρεις (3) βάρδιες, συνολικής διάρκειας 8 ωρών/βάρδια και για 22 ημέρες το μήνα. Συγκεκριμένα: Η πρώτη βάρδια από τις 07.00 π.μ. έως τις 15.00 μ.μ. Η δεύτερη βάρδια από τις 15.00 μ.μ. έως τις 11.00 μ.μ. Η τρίτη βάρδια από τις 11.00 μ.μ. έως τις 07.00 π.μ. ... Άρθρο 2) lσχύς: Η ισχύς του συμφώνου αρχίζει από την υπογραφή του και διαρκεί μέχρι την ολοκλήρωση του Προγράμματος, όπως τούτο προβλέπεται στο Προοίμιο του παρόντος". Άρθρο 3. Υποχρεώσεις και Δικαιώματα των Συμβαλλομένων: Α. Η ΕΕΤΑΑ αναλαμβάνει: 1. Να συντάξει τις τεχνικές προδιαγραφές του απαιτούμενου εξοπλισμού υποστήριξης για τη φύλαξη των σχολείων. 2. Να αποστείλει υποστηρικτικό και εκπαιδευτικό υλικό στο Δήμο. 3. Να σχεδιάσει και να παράγει τα έντυπα παρακολούθησης των υποχρεώσεων των συμμετεχόντων στο Πρόγραμμα. 4. Να διοργανώσει συνάντηση εργασίας για τον τρόπο εφαρμογής του Προγράμματος 5. Να δημιουργήσει και να εφαρμόσει πληροφοριακό σύστημα παρακολούθησης του έργου για την τακτική ενημέρωση της Επιτροπής Παρακολούθησης και την έγκαιρη λήψη διορθωτικών αποφάσεων. Επίσης, να παραδώσει τελική έκθεση αναφοράς προόδου στην Επιτροπή Παρακολούθησης, μετά την ολοκλήρωση του έργου. 6. Να αναλάβει την οικονομική διαχείριση του Προγράμματος. 7. Ειδικότερα και σχέση με τους ασκούμενους φύλακες αναλαμβάνει: Να παρέχει στους ΟΤΑ κατά τη διάρκεια της επιμορφωτικής συνάντησης και της απόκτησης εργασιακής εμπειρίας κάθε πληροφορία και στοιχείο που έχει στη διάθεσή της ή εκπαιδευτικό βιβλιογραφικό υλικό, τα οποία είναι αναγκαία στο πλαίσιο της πιλοτικής εφαρμογής του θεσμού της φύλαξης. Να ασφαλίσει τους ασκούμενους φύλακες στο ΙΚΑ μόνο για τον κλάδο παροχών ασθενείας σε είδος και κατά του κινδύνου ατυχήµατος, εφόσον αυτοί δεν είναι ασφαλισμένοι σε οποιοδήποτε άλλο ασφαλιστικό οργανισµό κύριας ασφάλισης. Να καταβάλει στον καθένα από τους ασκούμενους - φύλακες αποζηµίωση απόκτησης εργασιακής εµπειρίας, που αναφέρεται στο άρθρο 4 του παρόντος. Να χορηγήσει στον καθένα από τους ασκούμενους φύλακες µετά τη λήξη του προγράμματος, κατά τους όρους που αναφέρεται κατωτέρω, βεβαίωση παρακολούθησης του Προγράμματος, που θα χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο της εργασιακής εµπειρίας που απέκτησε. Η βεβαίωση αυτή χορηγείται στον κάθε ασκούμενο µετά την: α) παρακολούθηση της επιμορφωτικής συνάντησης που προβλέπεται στο πλαίσιο του Προγράμματος και β) την ολοκλήρωση 11 µηνών απόκτηση εργασιακής εµπειρίας στη φύλαξη σχολικών κτιρίων του Δήµου. Β. Ο Δήµος αναλαµβάνει: 1. Να προβεί στην επιλογή των σχολικών κτιρίων στο πλαίσιο του Προγράμματος και να ενημερώσει εγγράφως την ΕΕΤΑΑ, να κατανείµει δε τους ασκούµενους σε αυτά, σύµφωνα µε τις προδιαγραφές που θέτει το Πρόγραµµα. 2. Να προμηθευτεί τον απαραίτητο εξοπλισµό, σύµφωνα µε τις προδιαγραφές που τέθηκαν από την Επιτροπή Παρακολούθησης του Προγράµµατος και να τον διαθέσει στους ασκούµενους - φύλακες 3. Να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, προκειµένου να διανεµηθεί στους ασκούµενους το εκπαιδευτικό και υποστηρικτικό υλικό των ενεργειών ευαισθητοποίησης και επιµόρφωσης που θα τους αποσταλεί από την ΕΕΤΑΑ. 4. Να επιµεληθεί της οργάνωσης και του συντονισµού της προβλεπόµενης επιµορφωτικής συνάντησης για τους ασκούµενους, στο πλαίσιο των προδιαγραφών της ΕΕΤΑΑ και µε την συνεργασία της. 5. Να αναπτύξει και να εφαρµόσει ενέργειες ενηµέρωσης και ευαισθητοποίησης των εµπλεκοµένων φορέων και των κοινωνικών οµάδων που ωφελούνται από το Πρόγραµµα. Το πρόγραµµα δράσης των συγκεκριµένων ενεργειών θα πρέπει να κοινοποιηθεί στην ΕΕΤΑΑ, πριν την έναρξη εφαρμογής του. 6. Να διενεργεί τακτικούς ελέγχους για. να διαπιστώνεται η παρουσία των ασκούμενων κατά τις ηµέρες και ώρες που τελούνται οι βάρδιες στο πλαίσιο του Προγράµµατος. 7. Να ορίσει για την αρτιότερη υλοποίηση του Προγράµµατος ένα µέλος του Δηµοτικού του Συµβουλίου και ένα στέλεχος αυτού, οι οποίοι θα επιφορτισθούν ειδικότερα µε την ευθύνη εφαρμογής και παρακολούθησης του Προγράµµατος για λογαριασµό τους. Συγκεκριµένα: α. Το µέλος του Δηµοτικού Συµβουλίου, αποτελεί τον εκπρόσωπο του Δήµου στο Πρόγραµµα και έχει την ευθύνη για την παρακολούθηση της εφαρµογής του στα διοικητικά όρια αυτού και της σχετικής ενηµέρωσης του Δήµου. β. Το στέλεχος του Δήµου είναι ειδικότερα υπεύθυνο για τα ακόλουθα: Να συντονίσει, να παρακολουθήσει και να υποστηρίξει οργανωτικά το Πρόγραµµα, σύµφωνα µε τις υποδείξεις της ΕΕΤΑΑ. Να συντονίσει, οργανώσει και υλοποιήσει τις προβλεπόμενες επιμορφωτικές συναντήσεις για τους ασκούμενους στο πλαίσιο των προδιαγραφών της ΕΕΤΑΑ και με την συνεργασία της. Να κατανείμει στα φυλασσόμενα σχολικά κτίρια και να διανείμει στους ασκούμενους φύλακες τον απαραίτητο εξοπλισμό. Να αποστείλει στην ΕΕΤΑΑ εντός μιας εβδομάδας από την ολοκλήρωση της επιμορφωτικής συνάντησης τα αναφερόμενα στο στοιχείο Γ9 του παρόντος στοιχεία μαζί με τον Πίνακα με τα Στοιχεία των Ασκουμένων πλήρως συμπληρωμένο σε ηλεκτρονική μορφή (απλή δισκέττα και φυσικό αρχείο). Να αποστείλει στην ΕΕΤΑΑ δίμηνο προγραμματισμό των βαρδιών που θα ακολουθήσει ανά σχολικό κτίριο, όπου θα αναγράφονται τα ονοματεπώνυμα των φυλάκων και οι βάρδιες τις οποίες είναι υποχρεωμένοι να τηρήσουν. Να συγκεντρώνει καθημερινά τα Ημερήσια Δελτία Συμβάντων - Παρουσιών, τα οποία συμπληρώνει κάθε ασκούμενος στη βάρδια του. Τα Ημερήσια Δελτία Συμβάντων - Παρουσιών είναι υποχρεωμένος να τηρεί σε φυσικό αρχείο στον Δήμο καθ' όλη τη διάρκεια του Προγράμματος και είναι οποτεδήποτε διαθέσιμα στον φορέα υλοποίησης του Προγράμματος, δηλαδή την ΕΕΤΑΑ. Να συμπληρώνει, σύμφωνα με τα Ημερήσια Δελτία Συμβάντων - Παρουσιών, Μηνιαίο Δελτίο Παρουσίας Ασκούμενων. Το Μηνιαίο Δελτίο υπογράφεται από το νόμιμο εκπρόσωπο του Δήμου, δηλαδή το Δήμαρχο ή άλλο πρόσωπο που εξουσιοδοτείται από αυτόν, και αποστέλλεται εντός 5 ημερών από τη λήξη του κάθε διμήνου στο αρμόδιο στέλεχος της ΕΕΤΑΑ. Το Μηνιαίο Δελτίο Παρουσίας των Ασκούμενων, αποτελεί το παραστατικό σύμφωνα με το οποίο πιστοποιείται η παρουσία των ασκούμενων στα σχολικά κτίρια σε μηνιαία βάση και με βάση το οποίο θα καταβάλλεται η αποζημίωση απόκτησης εργασιακής εμπειρίας στους ασκούμενους. Το εν λόγω Δελτίο, για να θεωρείται έγκυρο, απαραιτήτως πρέπει να έχει την υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου του Δήμου και την σφραγίδα αυτού. Μαζί με τα Μηνιαία Δελτία Παρουσίας των Ασκουμένων ανά δίμηνο θα αποστέλλει στην ΕΕΤΑΑ τα Δελτία Συμβάντων - Παρουσιών, στα οποία οι ασκούμενοι έχουν καταγράψει ή αναφέρει οποιοδήποτε περιστατικό. Να έχει τακτική επικοινωνία με τον/τους Διευθυντή/ές του Σχολείου για την ορθή εφαρμογή του Προγράμματος και την επισήμανση περιστατικών που έχουν σχέση με την συμπεριφορά του/των ασκούμενου/ων. Να έχει συνεχή επικοινωνία και συνεργασία με τους ασκούμενους, προκειμένου να επιλύονται τυχόν προβλήματα που προκύπτουν κατά την εφαρμογή του Προγράμματος Γ. Οι ασκούμενοι - φύλακες στο πλαίσιο του Προγράμματος δεσμεύονται για τα εξής: 1. Υποχρεούνται να παρακολουθήσουν την ενημερωτική συνάντηση, η οποία θα οργανωθεί από το Δήμο σύμφωνα με τις προδιαγραφές που έχει θέσει η ΕΕΤΑΑ. Στο πλαίσιο αυτής οι ασκούμενοι θα υπογράψουν στο σxετικό έντυπο παρουσιών, θα λάβουν δε αποζημίωση υπολογιζόμενη κατά τα στο άρθρο 4 του παρόντος αναφερόμενη. 2. Δεν επιτρέπεται ταυτόχρονα µε τη συµµετοχή τους στο συγκεκριμένο Πρόγραμμα α) να απασχολούνται παράλληλα µε οποιαδήποτε άλλη σχέση εργασίας ή έργου, β) συμμετέχουν παράλληλα σε άλλο επιδοτούμενο ή µη πρόγραµµα κατάρτισης και απασχόλησης. 3. Οφείλουν να τηρούν το δίµηνο προγραμματισμό των βαρδιών που θα ορίζονται και θα κοινοποιούνται σε αυτούς από το αρµόδιο στέλεχος του Δήµου, επακριβώς και χωρίς καµία απόκλιση από τον συγκεκριμένο προγραμματισμό. 4. Κατά την άφιξή τους και την αποχώρησή τους από το σχολείο υπογράφουν και εφόσον χρειάζεται, συμπληρώνουν το σχετικό Ημερήσιο Δελτίο Συμβάντων, το οποίο τηρείται σε κάθε σχολείο σε προκαθορισμένη θέση µετά από συνεννόηση µε τον Διευθυντή του σχολείου και το αρµόδιο στέλεχος του Δήµου. 5. Οφείλουν, σε περίπτωση που ο αντικαταστάτης τους της επόμενης βάρδιας δεν προσέλθει στην ώρα του, να παραµείνουν στη σχολική µονάδα και να ενημερώσουν αρχικά το αρµόδιο στέλεχος του Δήµου και μετέπειτα τον Διευθυντή του σχολείου και ενεργούν σύµφωνα µε τις υποδείξεις του. 6. Δεν επιτρέπεται η απομάκρυνσή τους από τον χώρο του σχολικού κτιρίου, κατά τη διάρκεια της βάρδιας τους εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων... 7... 8. Οφείλουν για κάθε ζήτηµα που αφορά τα καθήκοντά τους να ενημερώνουν: Κατά τη διάρκεια λειτουργίας του σχολείου τον Διευθυντή του σχολείου. Για θέµατα που σχετίζονται µε τη τέλεση των καθηκόντων τους στις περιπτώσεις που το σχολείο δεν βρίσκεται σε λειτουργία (καλοκαίρι, αργίες κ.λπ.), καθώς και για θέµατα που αφορούν γενικά τη συµµετοχή τους στο Πρόγραµµα, το αρµόδιο στέλεχος του Δήµου. 9... 10... 11. Οι ασκούμενοι οφείλουν για κάθε ζήτηµα που αφορά τα καθήκοντά τους να τηρούν όσα αναφέρονται στο "Καθηκοντολόγιο", το οποίο αναλυτικά ορίζει τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα που έχουν οι συµµετέχοντες στο Πρόγραµµα και το οποίο ισχύει ως αναπόσπαστο µέρος του παρόντος για τα ζητήµατα που δεν αναφέρονται σε αυτό. Άρθρο 4. "1. Η ΕΕΤΑΑ καταβάλλει στον καθένα ασκούμενο φύλακα αποζηµίωση απόκτησης εργασιακής εµπειρίας για τη συµµετοχή του στο Πρόγραµµα, το οποίο ανέρχεται στο συνολικό ποσό των δύο εκατομμυρίων εννιακοσίων τεσσάρων χιλιάδων (2.904.000) δραχµών, τούτου µη διαφοροποιουμένου στις περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών κατά την απογευματινή ή βραδινή βάρδια ή κατά τις µέρες αργιών. Η καταβολή της παραπάνω αποζηµίωσης και υπό την προϋπόθεση της έγκαιρης καταβολής στην ΕΕΤΑΑ της χρηματοδότησης σε αυτήν που προβλέπεται στο άρθρο 4 των προαναφερθεισών Προγραμματικών Συµβάσεων, γίνεται τµηµατικά (στο τέλος κάθε διµήνου) και µετά από την παράδοση στην ΕΕΤΑΑ από τον Δήµο των συγκεντρωτικών εντύπων που βεβαιώνουν τους ακριβείς χρόνους υπηρεσίας των φυλάκων. Από το αντίστοιχο ποσό αφαιρούνται οι εκάστοτε προβλεπόμενες νόμιμες κρατήσεις. 2. Συμφωνείται ρητά με την παρούσα, ότι για κάθε μέρα απουσίας από τις φάσεις εφαρμογής του Προγράμματος, πιστοποιούμενης από τα δελτία συμβάντων και τα σχετικά συγκεντρωτικά έντυπα που αποστέλλονται στην ΕΕΤΑΑ, θα παρακρατείται από τον υποψήφιο η αντίστοιχη αποζημίωση απόκτησης εργασιακής εμπειρίας. 3. Η ως άνω αποζημίωση θα καταβάλλεται στους ασκούμενους φύλακες, από την ΕΕΤΑΑ μέσω της Εθνικής Τράπεζας ανά δίμηνο, και εφόσον ο Δήμος έχει αποστείλει τα στοιχεία, που αναφέρονται στο άρθρο 3 Ββ του παρόντος. Προς το σκοπό αυτό οι ασκούμενοι φύλακες υποχρεούνται να εκδώσουν βιβλιάριο ταμιευτηρίου τραπεζικού λογαριασμού της Εθνικής Τράπεζας και μόνον αυτής". Εκτός όμως από τους ως άνω όρους που αφορούν το αντικείμενο της σύμβασης, τη χρονική διάρκειά της, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των συμβαλλομένων των επιδίκων συμβάσεων, την αμοιβή και τον τρόπο πληρωμής της και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και συναλλαγής μεταξύ των συμβαλλομένων διαδίκων, προβλέφθηκαν στο άρθρο 5 των συμφωνητικών, και οι όροι έκπτωσης των ασκουμένων - φυλάκων εκ του Προγράμματος και δη: "Ρητά ορίζεται ότι: α. Αν κάποιος από τους ασκούμενους φύλακες δεν συμμετάσχει ανελλιπώς στο Πρόγραμμα και πάντως απουσιάσει αδικαιολόγητα από αυτό πέραν των 25 ημερών, β. ή αποχωρήσει για οποιοδήποτε λόγο από το Πρόγραμμα, γ. ή δεν τηρήσει προσηκόντως όλους του όρους της παρούσας, καθώς και τις ειδικότερες προβλέψεις του "Καθηκοντολογίου" που θεωρούνται όλοι ουσιώδεις, εκπίπτει από το Πρόγραμμα. Στην περίπτωση αυτή δεν χορηγείται στον έκπτωτο η προβλεπόμενη στο άρθρο 3.7 της παρούσας Βεβαίωση Απόκτησης Εργασιακής Εμπειρίας", χωρίς όμως, ταυτόχρονα, να ορίζεται και το συμβαλλόμενο μέρος που έχει την αρμοδιότητα για την κήρυξη εκπτώτου του ασκούμενου. Σε εκτέλεση των ως άνω συμφωνητικών συνεργασίας και προς υλοποίηση του επίμαχου πιλοτικού Προγράμματος, οι ενάγοντες ύστερα από την παρακολούθηση επιμορφωτικού σεμιναρίου τοποθετήθηκαν από τον εναγόμενο Δήμο σε σχολικά κτίρια που ανήκουν στην περιοχή της αρμοδιότητάς του. Συγκεκριμένα οι ενάγοντες τοποθετήθηκαν: η πρώτη την 1-4-2001 στο σχολικό κτίριο του 4ου και 5ου Γυμνασίου - Λυκείου Καλαμαριάς, η δεύτερη την 27-2-2001, η τέταρτη και η έκτη την 27-2-2001 στο σχολικό κτίριο του 2ου Γυμνασίου - Λυκείου Καλαμαριάς, η τρίτη την 27-2-2001 και ο έβδομος την 1-4-2001 στο σχολικό κτίριο του 7ου Γυμνασίου Καλαμαριάς και η πέμπτη την 4-4-2011 στο σχολικό κτίριο του 10ου Γυμνασίου Καλαμαριάς. Καθ' όλη τη χρονική διάρκεια της λειτουργίας των ως άνω συμβάσεων συνεργασίας, ο καθένας συμβαλλόμενος εκτέλεσε τις προαναφερόμενες υποχρεώσεις του, εντός του πλαισίου του επίµαχου Προγράµµατος και προς υλοποίηση τούτου. Μετά την πάροδο του χρόνου διαρκείας των ως άνω συμφωνητικών, παρατάθηκε η διάρκειά τους µέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, µε αλλεπάλληλα συμφωνητικά συνεργασίας, που υπογράφηκαν µεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων, τα οποία είχαν πανομοιότυπο περιεχόµενο µε τα ανωτέρω αρχικά συμφωνητικά. Σημειωτέον δε ότι, η παράταση των συμφωνητικών δεν έγινε µε απόφαση του εναγοµένου Δήµου ή µε πρωτοβουλία αυτού, αλλά µετά την κατάρτιση νέων προγραμματικών συµβάσεων µεταξύ του Υ.Π.ΕΣ.Σ.Δ.Α., της Κ.ΕΔ.Κ.Ε. και της ΕΕΤΑΑ, µε τις οποίες οι εν λόγω φορείς συμφώνησαν τη συνέχιση του επίµαχου πιλοτικού Προγράµµατος απόκτησης εργασιακής εµπειρίας ανέργων στη φύλαξη σχολικών κτιρίων, µε τους ισχύοντες όρους και κανόνες των αρχικών προγραμματικών συµβάσεων, τους ίδιους επιλεγέντες ΟΤΑ, τους ήδη συµµετέχοντες ασκούµενους φύλακες, και µε την εξ ολοκλήρου χρηματοδότηση από το Υ.Π.ΕΣ.Σ.Δ.Α. Καθ' όλη δε τη χρονική διάρκεια του επίµαχου προγράμματος, οι ενάγοντες - ασκούμενοι εκτελούσαν τις συµβατικές των υποχρεώσεις, συνιστάμενες στην επαγγελµατική των κατάρτιση και απόκτηση εργασιακής εµπειρίας φύλαξης των ανωτέρω σχολικών κτιρίων. Άλλωστε, σύµφωνα µε την ως άνω ακολουθητέα διαδικασία, η ΕΕΤΑΑ τους κατέβαλε το ως άνω συμφωνηθέν εκπαιδευτικό επίδοµα των 12.000 δραχµών µέχρι 31.12.2001 και έκτοτε 35,22 ευρώ, ανά ηµέρα κατάρτισης για 22 ηµέρες τον µήνα και για 11 µήνες το έτος, χωρίς να διαφοροποιηθεί το ύψος τούτου στις περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών κατά την απογευματινή ή βραδινή βάρδια ή κατά τις µέρες αργιών και χωρίς την καταβολή δώρων εορτών, επιδόματος άδειας και άδειας. Επίσης ο εναγόμενος Δήµος, καθ' όλη τη διάρκεια των συμφωνητικών συνεργασίας, εκτελούσε αποκλειστικά και µόνον τις λεπτοµερώς αναφερόμενες παραπάνω υποχρεώσεις του τις οποίες είχε αναλάβει µε τα επίδικα συμφωνητικά συνεργασίας, καθώς και εκείνες που οριζόταν στο άνω Κανονιστικό Πλαίσιο Εφαρµογής του Προγράµµατος, που, κατά τα προειρημένα, αποτελούσε αναπόσπαστο µέρος των συμφωνητικών, χωρίς περαιτέρω να αναλάβει γραπτώς ή προφορικώς ουδεµία άλλη υποχρέωση έναντι των εναγόντων - ασκουμένων φυλάκων. Εξάλλου, οι όροι των επιδίκων συµβάσεων αναφορικά µε τις αρμοδιότητες, τα δικαιώµατα και υποχρεώσεις του κάθε συντελεστή του Προγράµµατος, το χρόνο, τον τόπο, τον τρόπο παρακολούθησης εκ µέρους των ασκουμένων - φυλάκων του επίµαχου Προγράµµατος καθώς και το ύψος του άνω εκπαιδευτικού επιδόματος, ήταν απολύτως προκαθορισµένοι, επακριβώς προσδιορισμένοι και δεσμευτικοί για όλους ανεξαρτήτως τους συµµετέχοντες στο επίµαχο Πρόγραµµα και αποτελούσαν το προπαρατιθέμενο ταυτόσημο περιεχόμενο της Υπουργικής απόφασης, των προγραμματικών συμβάσεων των ανωτέρω συνεργαζομένων και συμβαλλομένων φορέων, του Κανονιστικού Πλαισίου Εφαρμογής του επίμαχου Προγράμματος. Έτσι οι εξουσίες και τα δικαιώματα του εναγομένου Δήμου, κατά την εκτέλεση των επιδίκων συμβάσεων συνεργασίας, έναντι των ασκουμένων εναγόντων περιορίσθηκαν αποκλειστικά και μόνον στην εκπλήρωση των αναλυτικώς παραπάνω αναφερόμενων υποχρεώσεών του και δη: στον προσδιορισμό του συγκεκριμένου σχολικού κτιρίου στο οποίο τοποθετήθηκε ο καθένας εκ των εναγόντων, στη χορήγηση σ' αυτούς του αποσταλέντος από την ΕΕΤΑΑ απαραίτητου εξοπλισμού του, εκπαιδευτικού και υποστηρικτικού, υλικού, στο συντονισμό, οργάνωση και υλοποίηση των προβλεπομένων επιμορφωτικών συναντήσεων για τους ασκούμενους με τη συνεργασία της ΕΕΤΑΑ, στην αποστολή προς την ΕΕΤΑΑ του δίμηνου προγραμματισμού των βαρδιών στα σχολικά κτίρια με το ονοματεπώνυμο των εναγόντων - ασκουμένων και τις βάρδιες που θα τηρούσαν, στην κατάρτιση του Μηνιαίου Δελτίου Παρουσίας Ασκουμένων με βάση τα Ημερήσια Δελτία Συμβάντων - Παρουσιών, τα οποία συμπλήρωναν οι ενάγοντες και στην αποστολή τούτου προς την ΕΕΤΑΑ, για την καταβολή απ' αυτήν του εκπαιδευτικού επιδόματος στους ενάγοντες, στη διενέργεια τακτικών ελέγχων για να διαπιστωθεί η παρουσία των ασκουμένων κατά τις ημέρες και τις ώρες που τελούνται οι βάρδιες, και στην τακτική επικοινωνία τόσο με τους Διευθυντές των σχολείων για την ορθή εφαρμογή του Προγράμματος όσο και με τους ασκούµενους, προς επίλυση προβλημάτων που τυχόν ανέκυπταν στο πλαίσιο εφαρμογής του Προγράμματος. Όμως, δεν είχε ανατεθεί αποκλειστικά και μόνον στον εναγόμενο Δήμο το δικαίωμα ελέγχου και εποπτείας των εναγόντων κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεών τους που απέρρεαν από τα επίμαχα συμφωνητικά συνεργασίας, αλλά παραλλήλως ανατέθηκε το εν λόγω δικαίωμα και στην Επιτροπή Παρακολούθησης του Προγράμματος, καθώς και στην ΕΕΤΑΑ. Άλλωστε, οι προαναφερόμενοι όροι των συμβάσεων παρείχαν μεν και στον εναγόμενο Δήμο το δικαίωμα ελέγχου και εποπτείας των ασκουμένων φυλάκων, αλλά μόνον προς διαπίστωση παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους τούτων και μνεία αυτής στην Έκθεση Ελέγχου και αποστολή έγγραφης αναφοράς προς την ΕΕΤΑΑ, χωρίς δηλαδή να παρέχεται στο Δήμο και η δυνατότητα καταγγελίας της σύμβασης ή έκπτωσης εκ του Προγράμματος σε περίπτωση που το αρμόδιο όργανό του κατά τη διάρκεια του ελέγχου, διαπίστωνε παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων των εναγόντων, συνισταμένη π.χ. στην απουσία του, ή στην πλημμελή φύλαξη κ.λπ. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τους προαναφερόμενους όρους των επίμαχων συμφωνητικών συνεργασίας οι ενάγοντες είχαν υποχρέωση όχι μόνο να δέχονται τον έλεγχο και την εποπτεία του Δήμου, της Επιτροπής Παρακολούθησης του Προγράμματος, καθώς και της ΕΕΤΑΑ, αλλά και να ενεργούν σύµφωνα και µε τις υποδείξεις του Διευθυντή του σχολείου, στο οποίο εκτελούσαν τα καθήκοντα της φύλαξης, στην περίπτωση κατά την οποία ο αντικαταστάτης τους της επόµενης βάρδιας δεν είχε προσέλθει στην ώρα του. Επίσης, οι ασκούμενοι - ενάγοντες είχαν υποχρέωση για κάθε ζήτηµα που αφορούσε τα καθήκοντά τους και ανέκυπτε κατά τη διάρκεια λειτουργίας του σχολείου να ενημερώσουν µόνον το Διευθυντή του σχολείου και όχι το αρµόδιο στέλεχος του Δήµου, το οποίο ενημέρωναν για τα άνω ζητήµατα, µόνον στην περίπτωση που δεν λειτουργούσε το σχολείο (καλοκαίρι, αργίες κ.λπ.). Ενόψει τούτων, φανερό καθίσταται ότι στην εκτέλεση των καθηκόντων τους προέβαιναν οι ενάγοντες µε βάση του όρους και τις προϋποθέσεις του επίµαχου Προγράµµατος, που συμπεριελήφθησαν µεν στις επίδικες συµβάσεις, όπως όµως, διαγράφονται στην Υπουργική Απόφαση, στις Προγραμματικές Συµβάσεις, στο Κανονιστικό πλαίσιο, µάλιστα όχι µόνον δεν είχε συμφωνηθεί µεταξύ τούτων και του εναγοµένου Δήµου, ο τόπος, ο χρόνος, ο τρόπος εκτέλεσης των καθηκόντων φύλαξης και το αντάλλαγµα γι' αυτήν, οι λόγοι καταγγελίας της σύμβασης, λόγω µη προσήκουσας εκτέλεσης των υποχρεώσεών τους και μη συμμόρφωσης προς τις εντολές και οδηγίες του Δήμου, αλλά οι ενάγοντες δεν υπόκειντο αποκλειστικά και μόνον στον έλεγχο και εποπτεία του εναγομένου Δήμου, ως προς τον τόπο, χρόνο και τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων τους και ο τελευταίος δεν είχε δικαίωμα να παράσχει δεσμευτικές για τους ενάγοντες εντολές και οδηγίες για την προσήκουσα εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους. Το γεγονός δε ότι ο εναγόμενος Δήμος είχε, κατά τα προαναφερόμενα, την υποχρέωση να προβεί στην επιλογή των συγκεκριμένων σχολικών κτιρίων και στην κατανομή σ' αυτά των εναγόντων, να διενεργεί παραλλήλως με τους προαναφερόμενους φορείς, τακτικούς ελέγχους προς διαπίστωση της παρουσίας των εναγόντων στις βάρδιές τους, να συμπληρώνει και να αποστέλλει τα Μηνιαία Δελτία Παρουσίας Ασκουμένων στην ΕΕΤΑΑ, για να καταβληθεί από την τελευταία το εκπαιδευτικό επίδομα, να χορηγεί το αποσταλέν από την τελευταία εξοπλισμό, εκπαιδευτικό και υποστηρικτικό υλικό, προς τους ενάγοντες και να επιμελείται με τη συνεργασία και της ΕΕΤΑΑ και στο πλαίσιο των προδιαγραφών αυτής, την οργάνωση και το συντονισμό των επιμορφωτικών συναντήσεων για τους ασκούµενους, δεν αποδεικνύει ενέργειες από τον εναγόµενο Δήµο σε ενάσκηση διευθυντικού δικαιώµατος, λόγω της φύσης και του είδους των ανωτέρω ενεργειών, που δεν διαφοροποιούν την εκτέλεση των καθηκόντων φύλαξης εκ µέρους των εναγόντων. Εξάλλου, σύµφωνα µε το άρθρο 1 των επιδίκων συµβάσεων, η υπογραφή τούτων εκ µέρους του εναγοµένου Δήµου έγινε στα πλαίσια του επίµαχου Προγράµµατος και προς εκπλήρωση των περιεχομένων σ' αυτό προβλέψεων και σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις που περιέχονται στο Κανονιστικό Πλαίσιο Εφαρμογής του Προγράμματος, το οποίο αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος των επιδίκων συμφωνητικών συνεργασίας. Συνεπώς, ο εναγόμενος Δήμος με την υπογραφή των επιδίκων συμφωνητικών εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις που ανέλαβε με τη συμμετοχή του στο επίμαχο Πρόγραμμα, δεσμευόμενος από όρους τούτου και τους αντίστοιχους του Κανονιστικού Πλαισίου Εφαρμογής του Προγράμματος, και μη έχοντας διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί την τοποθέτηση των εναγόντων σε σχολικά κτήρια της περιφέρειας του ή διαφορετικής συμφωνίας ή διαπραγμάτευσης με τους ενάγοντες διαφορετικών όρων ως προς τον χρόνο, τρόπο και είδος των παρεχομένων υπό των τελευταίων υπηρεσιών. Ενόψει τούτων, είναι πρόδηλο ότι, εν προκειμένω, δεν καταρτίσθηκαν οι επίμαχες συμβάσεις για τη δημιουργία δέσμευσης και εξάρτησης (νομικής και προσωπικής) των εναγόντων - ασκουμένων από τον εναγόμενο Δήμο, ώστε υφισταμένων των εν λόγω προϋποθέσεων, να προσδοθεί στην εν λόγω σχέση ο χαρακτήρας της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας. Με τα δεδομένα αυτά δεν συνδέει τους διαδίκους, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, σχέση εξαρτημένης εργασίας, αλλά και ούτε η μεταξύ των διαδίκων σχέση είχε το χαρακτήρα της παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Αντίθετα, τα ανωτέρω στοιχεία των επιδίκων συμβάσεων προσιδιάζουν στη σύμβαση μαθητείας και μάλιστα σε μία ιδιότυπη μορφή αυτής. Τούτο διότι, οι συμβαλλόμενοι απέβλεπαν προεχόντως στην προαγωγή του ατομικού οφέλους των μέχρι τότε ανέργων εναγόντων δια της επαγγελματικής εκπαίδευσης και εξειδίκευσης τούτων στο επάγγελμα του σχολικού φύλακα και στην, με την αποτελεσματική υλοποίηση του εν λόγω πιλοτικού Προγράμματος, γενικευμένη εισαγωγή του θεσμού φύλαξης σχολείων, που παρείχε την προοπτική της επαγγελματικής αποκατάστασης των, ως ατόμων που έχουν εξειδικευμένη εργασιακή εμπειρία και δευτερευόντως στην, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, παροχή εκ μέρους των εναγόντων εργασίας φύλαξης των σχολείων που ανήκουν στην περιοχή ευθύνης του εναγομένου Δήμου. Συνακόλουθα τούτων, οι ενάγοντες, εφόσον δεν τελούσαν σε σχέση νοµικής και οικονοµικής εξάρτησης από τον εναγόµενο και δεν συνδεόταν µεταξύ των µε σχέση εργασίας επί της οποίας έχουν εφαρµογή οι διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας, αλλά η σύµβαση αποτελεί ιδιότυπη µορφή της σύµβασης µαθητείας, η οποία δεν µπορεί να χαρακτηριστεί ως σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας και δη αορίστου χρόνου και εφόσον, γι' αυτήν, δεν έχουν εφαρµογή οι διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας, δεν δικαιούνται τα αξιούµενα µε την ένδικη αγωγή τους, δώρα εορτών, άδεια, επίδοµα άδειας και προσαυξήσεις για νυκτερινή και Κυριακάτικη εργασία, του επίδικου χρονικού διαστήματος των ετών 2003, 2004 και 2005. Εξάλλου, συνεχίζει το Εφετείο, δεν είναι αντίθετο τούτο προς το ότι ο εκκαλών Δήμος επιδίωξε τη δυνατότητα να θεωρηθούν οι ενάγοντες ως έμμισθο τακτικό προσωπικό του, με την υπαγωγή των στις διατάξεις του ΠΔ 164/2004. Ούτε, άλλωστε το γεγονός ότι, από την 1031/2005 απόφαση του ΑΣΕΠ, που δέχθηκε ότι η συνδέουσα τους διαδίκους σύµβαση ήταν σύµβαση παροχής εξαρτηµένης εργασίας, υπαγόμενη στις διατάξεις του ΠΔ 164/2004, δημιουργείται δεδικασµένο, καθόσον, από τις διατάξεις του ΠΔ 164/2004, δεν συνάγεται ότι µε την ανάθεση στο ΑΣΕΠ της διαπίστωσης της συνδροµής των προϋποθέσεων εφαρµογής του εν λόγω ΠΔ, αποκλείσθηκαν τα πολιτικά δικαστήρια από τη δυνατότητα να κρίνουν τη φύση των άνω συµβάσεων που ρυθµίζεται από ιδιωτικό δίκαιο και οι διαφορές που ανακύπτουν είναι ιδιωτικές διαφορές. Με τις παραδοχές αυτές, αφού δέχθηκε την έφεση του αναιρεσίβλητου και εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, απέρριψε την αγωγή και ως προς το αίτηµά της µε το οποίο διώκεται η καταβολή των ποσών, που αντιστοιχούν σε δώρα εορτών, άδεια, επίδοµα άδειας και προσαυξήσεις για νυκτερινή και Κυριακάτικη εργασία και αναφέρονται στο παραπάνω χρονικό διάστημα. Όπως προαναφέρθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο δέχθηκε ότι, 1) από την παροχή της εργασίας των αναιρεσειόντων α) οι ίδιοι θα αποκτούσαν εργασιακή εμπειρία, θα αποκόμιζαν δε και το ποσό των 12.000 δρχ. ημερησίως και β) ωφέλεια θα είχε και ο αναιρεσίβλητος, αφού σκοπός του προγράμματος στο οποίο αυτοί εντάχθηκαν ήταν, αφενός η απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργων, με πιθανότητα μόνιμης απασχόλησης στη φύλαξη σχολικών κτιρίων και αφετέρου η επίλυση του προβλήματος της φύλαξης των σχολικών κτιρίων, του εξοπλισμού τους, της επίβλεψης του περιβάλλοντος χώρου και της προστασίας των μαθητών, 2) η παροχή της εργασίας των γινόταν σε επακριβώς καθορισμένο χρόνο (καθημερινά, σε εικοσιτετράωρη βάση, σε τρείς οκτάωρες βάρδιες και Σάββατο, Κυριακή και αργίες), 3) καθ' όλη τη χρονική διάρκεια της λειτουργίας των συµβάσεων συνεργασίας, ο καθένας συμβαλλόμενος εκτέλεσε τις προαναφερόμενες υποχρεώσεις του, 4) οι αναιρεσείοντες, ύστερα από την παρακολούθηση επιμορφωτικού σεμιναρίου, τοποθετήθηκαν από τον αναιρεσίβλητο Δήµο σε σχολικά κτίρια που ανήκουν στην περιοχή της αρμοδιότητάς του, 5) μετά την πάροδο του χρόνου διαρκείας των αρχικών συμβάσεων, παρατάθηκε η διάρκειά των µέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, µε αλλεπάλληλα συμφωνητικά συνεργασίας, που υπογράφηκαν µεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων, τα οποία είχαν πανομοιότυπο περιεχόµενο µε τα ανωτέρω αρχικά συμφωνητικά, 6) καθ' όλη τη χρονική διάρκεια του προγράμματος, οι αναιρεσείοντες εκτελούσαν τις συμβατικές των υποχρεώσεις, συνιστάμενες στην επαγγελµατική των κατάρτιση και απόκτηση εργασιακής εµπειρίας φύλαξης των ανωτέρω σχολικών κτιρίων, η ΕΕΤΑΑ τους κατέβαλε το ως άνω συμφωνηθέν εκπαιδευτικό επίδοµα των 12.000 δραχµών µέχρι 31.12.2001 και έκτοτε 35,22 ευρώ, χωρίς να διαφοροποιηθεί το ύψος τούτου στις περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών κατά την απογευματινή ή βραδινή βάρδια ή κατά τις µέρες αργιών και χωρίς την καταβολή δώρων εορτών, επιδόματος άδειας και άδειας, 7) ο Δήμος Καλαμαριάς είχε την υποχρέωση να προβεί στην επιλογή των συγκεκριμένων σχολικών κτιρίων και στην κατανομή σ' αυτά των αναιρεσειόντων, να διενεργεί παραλλήλως με τους προαναφερόμενους φορείς, τακτικούς ελέγχους προς διαπίστωση της παρουσίας των εναγόντων στις βάρδιές τους, να συμπληρώνει και να αποστέλλει τα Μηνιαία Δελτία Παρουσίας Ασκουμένων στην ΕΕΤΑΑ για να καταβληθεί από την τελευταία το εκπαιδευτικό επίδομα, να χορηγεί τον αποσταλέντα από την τελευταία εξοπλισμό, εκπαιδευτικό και υποστηρικτικό υλικό προς τους ενάγοντες και να επιμελείται με τη συνεργασία και της ΕΕΤΑΑ και στο πλαίσιο των προδιαγραφών αυτής, την οργάνωση και το συντονισμό των επιμορφωτικών συναντήσεων για τους ασκούμενους, την υπογραφή στα πλαίσια του Προγράμματος των επιδίκων συμφωνητικών συνεργασίας μεταξύ των βασικών συντελεστών τούτου, ήτοι της ΕΕΤΑΑ, του επιλεγέντος εναγομένου Δήμου ως δικαιούχου για την εφαρμογή του Προγράμματος σε σχολικά κτίρια της περιοχής ευθύνης του και των επιλεγέντων αναιρεσειόντων - ανέργων και τέλος, ο ίδιος επιδίωξε να θεωρηθούν οι αναιρεσείοντες ως έμμισθο τακτικό προσωπικό του, υπαγόμενοι στις διατάξεις του ΠΔ 164/2004. Σύµφωνα, λοιπόν, µε τα γενόµενα δεκτά ως άνω περιστατικά, µεταξύ των διαδίκων καταρτίσθηκαν, πράγματι, εξαρχής, µη απαγορευόμενες αλλά επιτρεπόμενες από το νόµο συµβάσεις εξαρτηµένης εργασίας ορισµένου χρόνου, παραταθείσες µε παρόµοιες συµβάσεις και όχι συµβάσεις μαθητείας και µάλιστα "ιδιότυπες", όπως υπολαμβάνει ο αναιρεσίβλητος και δέχθηκε το Εφετείο, παραβλέποντας το γεγονός ότι ο προέχων σκοπός των επίδικων συµβάσεων ήταν η παροχή εργασίας από τους ενάγοντες και στο σκοπό αυτό απέβλεψαν τα συμβαλλόμενα μέρη, ενόψει και του ότι η απασχόληση με την Φύλαξη σχολικών κτιρίων, από την φύση της, δεν απαιτεί ούτε απόκτηση ειδικών γνώσεων και ικανοτήτων, ούτε ιδιαίτερη εκπαίδευση, επίσης δε ο αναιρεσείων Δήμος, ως αντισυμβαλλόμενος κάθε Φύλακα σχολικών κτιρίων, τόσο κατά την σύσταση όσο και καθεαυτή την λειτουργία των συμβάσεων εργασίας τους, αποτελεί το φορέα της εργασιακής σχέσης, με τον οποίο συνδέονταν οι ενάγοντες στο πλαίσιο εφαρμογής του παραπάνω προγράμματος και τον εργοδότη αυτών, δεδομένου ότι σε αυτόν προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, έναντι αµοιβής και υπόκειντο σε προσωπική εξάρτηση απ' αυτόν, που εκδηλωνόταν µε το δικαίωµά του να ασκεί εποπτεία, να ελέγχει την εργασία τους και να τους δίνει δεσμευτικές οδηγίες, ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της και ότι ο τελευταίος τους οφείλει τ' αναφερόμενα στην προσβαλλομένη απόφαση ποσά, ως επιδόματα εορτών, αποδοχές και επίδομα αδείας και προσαύξηση για την απασχόλησή τους κατά τις Κυριακές και τη νύχτα για τα χρονικά διαστήματα που αναφέρονται σ' αυτήν. Όμως, το Εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι, α) η σχέση που συνδέει τους ενάγοντες με τον αναιρεσίβλητο αποτελεί "ιδιότυπη μορφή της σύμβασης μαθητείας", δίχως μάλιστα να αιτιολογεί, ειδικότερα, την κρίση του ως προς την έννομη αυτή σχέση και να προσδιορίζει αν αυτή ταυτίζεται με τη γνήσια σύμβαση μαθητείας ή τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου και β) δεν συνδέει τους διαδίκους, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, σχέση εξαρτημένης εργασίας. Κρίνοντας, όμως, έτσι, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου (µε ασαφείς, αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες), τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, μεταξύ των οποίων και εκείνες των άρθρων 648, 652 Α.Κ. και 11 παρ. β' εδ. 2 του ΠΔ 164/2004 και στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Επομένως, οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναίρεσης, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι. Αντίθετα είναι απαράδεκτος ο, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, έκτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται, ότι το Εφετείο, δίχως να έχει προβληθεί σχετικός ισχυρισμός, δέχθηκε ότι οι επίδικες συμβάσεις δεν ήταν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, διότι ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι αυτοτελής, αλλά αρνητικός της αγωγής. Κατά το αρθρ. 90 παρ. 1 ν. 2362/1995 "Περί Δημοσίου Λογιστικού και ελέγχου των δαπανών του Κράτους", που, κατά το άρθρ. 119 αυτού, άρχισε να ισχύει από 1-1-1996, οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ένδικη διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος αυτής, κατά δε το άρθρ. 91 του ιδίου νόμου, επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διάταξης του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου, όπως ήταν και οι αναφερόμενες στο άρθρο 90 παρ. 1 αυτού, αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, ενώ σε βραχυπρόθεσμη διετή παραγραφή από τη γένεσή τους, κατά την διάταξη της παρ. 3 του άρθρ. 90 του νόμου αυτού, υπόκειται η απαίτηση οποιαδήποτε των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 304 του π.δ. 410/1995 και στις χρηματικές αξιώσεις κατά των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις αυτές για τις πιο πάνω αξιώσεις των υπαλλήλων των ΟΤΑ, βραχυπρόθεσμη (διετής) παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι µικρότερος από το χρόνο παραγραφής που ισχύει, σύµφωνα µε το άρθρο 250 αριθµ.6 και 17 του ΑΚ, για τις παρόµοιες αξιώσεις των υπαλλήλων και εργατών των ιδιωτικών επιχειρήσεων, έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δηµόσιου συμφέροντος και συγκεκριμένα από την ανάγκη ταχείας εκκαθάρισης των σχετικών αξιώσεων και των αντίστοιχων υποχρεώσεων των ΟΤΑ, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονοµικής κατάστασης αυτών, στην οποία συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες µε την καταβολή φόρων και τελών. Εξάλλου, µε τη θέσπιση της εν λόγω παραγραφής, δε δημιουργείται άνιση δυσμενής μεταχείριση των υπαλλήλων των ΟΤΑ σε σχέση µε τους υπαλλήλους των ιδιωτικών επιχειρήσεων, ως προς τη διάρκεια της ισχύουσας έναντι των πρώτων πενταετούς παραγραφής, αφού η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται, όχι µόνο από την ανάγκη προστασίας της περιουσίας των ΟΤΑ, αλλά και λόγω των διαφορετικών συνθηκών υπό τις οποίες τελούν οι υπάλληλοι των τελευταίων, σε σχέση µε τους υπαλλήλους των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και του διαφορετικού νοµικού καθεστώτος που διέπει, αντίστοιχα, τις σχέσεις των δύο αυτών κατηγοριών υπαλλήλων προς τους εργοδότες τους. Συνεπώς η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, σε συνδυασµό µε αυτήν του άρθρου 304 του π.δ. 410/1995, που θεσπίζει διετή παραγραφή για τις ρηθείσες αξιώσεις των υπαλλήλων των ΟΤΑ, δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας. Η ίδια ρύθµιση δεν είναι αντίθετη ούτε προς τις διατάξεις του άρθρου 25 του Συντάγματος, 6, 13 και 14 της ΕΣΔΑ, 2 παρ. 3α, β, 14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Σύµβασης (Ε.Σ.Δ.Α.), που επιβάλλουν το σεβασµό της περιουσίας του προσώπου, αφού οι υπερνοµοθετικής ισχύος αυτές διατάξεις παρεμποδίζουν το νοµοθέτη να καταργεί και ενοχικά ακόµη δικαιώµατα και όχι να θεσπίζει κανόνες που καθορίζουν διαφορετικό, κατά περίπτωση, χρόνο παραγραφής των αξιώσεων που θα γεννηθούν µετά την έναρξη της ισχύος τους. Άλλωστε από τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ως άνω Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, προκύπτει ότι και το Πρωτόκολλο αυτό ευθέως αναγνωρίζει το δικαίωµα κάθε κράτους να θεσπίζει νόµους, αν το κρίνει αναγκαίο, για τη διασφάλιση του δηµόσιου συμφέροντος, επομένως και να θέτει νόµιµους περιορισµούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση των αξιώσεών τους εντός ορισµένου χρόνου, προς διασφάλιση του δηµόσιου συμφέροντος, στην έννοια του οποίου εμπίπτει, κατά τα προεκτιθέμενα, και η προστασία της περιουσίας των ΟΤΑ. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, µε την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε ότι οι αναιρεσείοντες, καθόλο το χρονικό διάστημα από την πρόσληψή τους μέχρι τις 31-12-2003 απασχολήθηκαν από τον αναιρεσίβλητο επί 22 ημέρες μηνιαίως, το δε ωράριο εργασίας αυτών ήταν σε τρεις βάρδιες ημερησίως των οκτώ ωρών καθεμία και ότι σε όλη τη διάρκεια της απασχόλησής τους ελάμβαναν μόνο ημερήσια, αμοιβή ύψους 35,22 ευρώ χωρίς να καταβληθούν σ' αυτούς οι νόμιμες προσαυξήσεις για την παροχή νυκτερινής εργασίας και για την απασχόληση τους κατά τις Κυριακές και αργίες. Ομοίως, δεν ελάμβαναν την ετήσια άδειά τους, το επίδομα αυτής, τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα. Η κρινόμενη αγωγή, όμως, επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο την 1.11.2005 και συνεπώς, όσες από τις παραπάνω αξιώσεις γεννήθηκαν προ της 1.11.2003 παραγράφηκαν, διότι συμπληρώθηκε ο χρόνος της διετούς παραγραφής. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ότι οι αξιώσεις των αναιρεσειόντων, που αναφέρονται στα έτη 2001 και 2002, υπέπεσαν στη διετή παραγραφή και, εφόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατ' αποτέλεσμα, δέχθηκε το ίδιο, απέρριψε το σχετικό λόγο της έφεσής των. Με την κρίση του αυτή δεν παραβίασε τις, άνω, διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και ο, περί του αντιθέτου, έβδομος, από τον αριθµό 1 του άρθρου 559 KΠολΔ, λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιµος. Σύμφωνα με τα παραπάνω, πρέπει να γίνουν δεκτοί οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναίρεσης, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, να αναιρεθεί, κατά ένα μέρος, η προσβαλλόμενη απόφαση και ειδικότερα κατά το μέρος της, που αναφέρεται στις επίδικες απαιτήσεις των εναγόντων, για το μετά την 1-1-2003 χρονικό διάστημα, να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την άνω απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Τέλος, πρέπει, να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος, σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρ. 183, 178 και 176 του ΚΠολΔ, και 281 του ν. 3463/2006 "Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας"), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη με αριθμό 1189/2010 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, το οποίο ορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Νοεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σύμβαση μαθητείας είναι η σύμβαση κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις, για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της σύμβασης μαθητείας είναι η γνήσια σύμβαση μαθητείας και η σύμβαση εξαρτημένης εγασίας μαθητευόμενου. Επί σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου εφαρμόζονται τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
1
Αριθμός 2063/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Δ. Δ. του Π., 2) Ε. Σ. του Β., 3) Δ. Τ. του Κ., 4) Μ. Ι. του Π., 5) Θ. Π. του Π. και 6) Έ. Ν. του Κ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Κλαπαδάκη - Βογιατζόγλου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Του αναιρεσιβλήτου: ΟΤΑ με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ", που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικού διαδόχου του ΟΤΑ με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΤΡΙΑΝΔΡΙΑΣ", ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Στράνη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-12-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 21976/2007 μη οριστική και 6880/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1711/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 10-1-2010 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 24-12-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 649 Α.Κ. προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είναι εκείνη με την οποία συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου παύει αυτοδικαίως, σε περίπτωση δε αμφιβολίας η σύμβαση αυτή θεωρείται αορίστου χρόνου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 2190/1994, οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του άρθρου 14 παρ. 1 του αυτού νόμου, μεταξύ των οποίων και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών με διάρκεια απασχόλησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ μήνες, μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα μηνών, ενώ στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κενώσεως θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες για το ίδιο άτομο, χωρίς να επιτρέπεται εγκύρως παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Εξάλλου, με την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 προστέθηκε στο άρθρο 103 αυτού η παράγραφος 8, με τα εδάφια α' και γ' της οποίας ορίζεται ότι νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στην παρ. 3 εδ. α' αυτού, είτε πρόσκαιρων, είτε απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών κατά την παρ. 2 εδ. β' αυτού. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού, που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Στους κανόνες αυτούς, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις ως άνω διατάξεις του ν. 2190/1994, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό, που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιο τομέα με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό, που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Ειδικά, όμως, με το άρθρο 20 παρ. 4 ν. 2738/1999 εισήχθη συγκεκριμένη ρύθμιση και δη προσετέθη ως περίπτωση κα' στο άρθρο 14 παρ. 2 ν. 2190/1994 επιπλέον εξαίρεση στο σύστημα προσλήψεων του νόμου αυτού (απαλειφθείσα ήδη με το άρθ. 1 ν. 3812/2009 που δεν καταλαμβάνει την επίδικη διαφορά), η οποία αφορά την πρόσληψη προσωπικού σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ, ειδικότερα δε ορίσθηκε ότι η πρόσληψη του προσωπικού που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον ΟΑΕΔ. διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά. Η επιδοτούμενη αυτή πρόσληψη υπαλλήλων είναι εξαιρετική, διότι συνδέεται με την ανάγκη πραγμάτωσης των προγραμμάτων, που με τους υφιστάμενους κανόνες θα απέβαινε ατελέσφορη και για το λόγο αυτό ορίζεται ότι η πρόσληψη διενεργείται με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια, που καθορίζονται στα προγράμματα. Συνακόλουθα, η πρόσληψη υπαλλήλων, που έχει πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο συγκεκριμένου προγράμματος του ΟΑΕΔ και οι εξ αυτής απορρέουσες εργασιακές σχέσεις έχουν συγκεκριμένο χρόνο διάρκειας, είναι δηλ. συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, η πάροδος του οποίου συνεπιφέρει αυτοδικαίως και τη λήξη τους (αρθρ. 669 παρ. 1 Α.Κ.) και η σύναψη αυτών ως συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου επιβάλλεται από αντικειμενικούς λόγους που συνδέονται με την φύση τους. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943 (που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ) συνάγεται, ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνο εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο με μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής αυτού, χωρίς ευθύνη του μισθωτού για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος και ακόμη όταν ο μισθωτός τελεί σε εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεσή της και με την υποχρέωση του πρώτου να συμμορφώνεται στις αναγκαίες εντολές ή οδηγίες του εργοδότη. Τέλος, σύµβαση μαθητείας είναι η σύµβαση, κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαµβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις, για την άσκηση από τον τελευταίο ορισµένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της συµβάσεως μαθητείας είναι η γνήσια σύµβαση μαθητείας και η σύµβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου. Στη γνήσια σύµβαση μαθητείας προέχον στοιχείο είναι η παροχή εκπαίδευσης στον μαθητευόμενο, η δε τυχόν παροχή εργασίας από αυτόν δεν γίνεται µε σκοπό εκτέλεσης παραγωγικού έργου, αλλά για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής του µε το αντικείμενο του επαγγέλματος ή της τέχνης του. Στη σύµβαση αυτή, για την οποία δεν υπάρχει ειδική νοµοθετική ρύθµιση και κατά την οποία ο μαθητευόμενος παρέχει εργασία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της σύµβασης εργασίας του Α.Κ., εφόσον συμβιβάζονται µε την φύση και τον σκοπό της σύµβασης αυτής, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόµιµες αποδοχές, την καταγγελία της σύµβασης εργασίας, την αποζημίωση απολύσεως κ.λπ., οι οποίες προϋποθέτουν παροχή εξαρτημένης εργασίας, που δεν αποτελεί προέχον η ωφέλεια που αντλεί από την εργασία του, καθώς και ότι ο μαθητευόμενος είτε δεν θα λαµβάνει μισθό είτε θα καταβάλλει ορισμένο ποσό στον εργοδότη για την μαθήτευσή του. Αντίθετα επί συµβάσεως εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου, η οποία υφίσταται όταν ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παραλλήλως την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελµα, η εκμάθηση τέχνης εκ µέρους του επέρχεται ως αυτόµατη συνέπεια της εφαρμογής της σύμβασης και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη και, συνεπώς, επί της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου εφαρμόζονται τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός αυτής είναι η παροχή εκ µέρους του μαθητευόμενου εργασίας, έναντι αµοιβής και παρεπόμενος σκοπός είναι η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος σύµφωνα µε τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη. Σε κάθε περίπτωση ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης έργου, μαθητείας ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων κρίνουν με ποιά συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση, από την απαγόρευση δε της μετατροπής από το νόμο των ιδιωτικού δικαίου συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, που θεσπίζεται με το άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος, δεν συνάγεται και απαγόρευση της αναγνώρισης του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, η οποία δεν αποτελεί "μετατροπή", αλλά ορθό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ενώ από τις παραπάνω διατάξεις και δη του άρθ. 6 ν. 2527/1997, ουδόλως συνάγεται απαγόρευση σύναψης από τα πρόσωπα αυτά, στις ειδικά προβλεπόμενες από το νόμο ως άνω περιπτώσεις, σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, κρίνοντας, ύστερα από έφεση των αναιρεσειόντων, επί αγωγής των, μεταξύ άλλων και κατά του αναιρεσίβλητου, με την οποία ζητούσαν ν' αναγνωρισθεί ότι οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήψαν με τους ως άνω εναγομένους το έτος 2001, παραταθείσες διαδοχικά μέχρι την 31-12-2005, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως φύλακες σχολικών κτιρίων του Δήμου Τριανδρίας ήσαν στην πραγματικότητα συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι οι εναγόμενοι όφειλαν να τους καταβάλουν τ' αναφερόμενα εκεί ποσά ως αμοιβή για την εργασία τους αυτή δέχθηκε, μεταξύ των άλλων, ότι με την ΥΑ 34100/1999, απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με θέμα "Πρόγραμμα για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας 2.700 ανέργων, αποφοίτων Λυκείου, ηλικίας 25 - 64 ετών για τη φύλαξη σχολείων" που εκδόθηκε λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1 και 15 του Ν. 2639/1998 καθώς και τις διατάξεις της παρ 2α του άρθρου 1 του Ν. 2469/1997 "Περιορισμός κρατικών δαπανών" και την υπ' αριθμ. 2701/16. 11.1999 απόφαση του ΔΣ του ΟΑΕΔ, αποφασίσθηκε η κατάρτιση του ως άνω προγράμματος. Ειδικότερα κατά τα αναφερόμενα στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: "1. Σκοπός του προγράμματος είναι αφενός η απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργων που πλήττονται, ιδιαίτερα από την ανεργία με πιθανότητα μόνιμης απασχόλησης στη φύλαξη σχολικών κτιρίων και αφετέρου η επίλυση ενός σοβαρού προβλήματος, όπως αυτό της φύλαξης των σχολικών κτιρίων, του εξοπλισμού τους, της επίβλεψης του περιβάλλοντος χώρου και της προστασίας των μαθητών. 2. Δικαιούχοι φορείς του προγράμματος είναι οι πρωτοβάθμιοι ΟΤΑ των Νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης των πρωτευουσών Νομών και των μεγάλων αστικών κέντρων. 3. Δικαιούχοι είναι άνεργοι εγγεγραμμένοι στα μητρώα ανέργων των Υπηρεσιών του ΟΑΕΔ ή επιδοτούμενοι άνεργοι ηλικίας 25 - 64 ετών, οι οποίοι θα πρέπει να είναι απόφοιτοι Λυκείου, να έχουν την Ελληνική υπηκοότητα ή την υπηκοότητα Κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή να είναι Έλληνες ομογενείς, που διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα... 4. Η διάρκεια του προγράμματος είναι 11 μήνες εκ των οποίων ένας (1) μήνας μπορεί να αφορά θεωρητική και πρακτική ενημέρωση - εξοικείωση με το εργασιακό περιβάλλον και οι υπόλοιποι μήνες αφορούν την τοποθέτηση σε θέσεις για απόκτηση εργασιακής εμπειρίας. 5. Το πρόγραμμα πρόκειται να υλοποιηθεί με τη συνεργασία των Υπουργείων Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων, Δημόσιας Τάξης, του ΟΑΕΔ, της Κεντρικής Ένωσης Δήµων και Κοινοτήτων Ελλάδος και της Ελληνικής Εταιρείας Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης. Οι ως άνω φορείς θα συµβληθούν µε προγραμματική σύµβαση, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 2732/93, αντικείμενο της οποίας θα αποτελεί η συνεργασία τους, ώστε µε τη συμβολή των ενεργειών και την παροχή των υπηρεσιών του καθενός, στα όρια των στόχων και αρμοδιοτήτων του, να δημιουργηθούν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την υλοποίηση προγράμματος αφενός για την απόκτηση εργασιακής εµπειρίας ανέργων που πλήττονται ιδιαίτερα από την ανεργία µε πιθανότητα µόνιµης απασχόλησης στη φύλαξη σχολικών κτιρίων και των κοινοχρήστων χώρων στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στην αρμοδιότητα των οποίων ανήκει η φύλαξη των σχολικών κτιρίων και αφετέρου για την επίλυση ενός σοβαρού προβλήματος όπως αυτό της φύλαξης των σχολικών κτιρίων, του εξοπλισμού τους, της επίβλεψης του περιβάλλοντος χώρου και της προστασίας των µαθητών. 6. Αντικείμενο του έργου: Το έργο περιλαμβάνει: Τη διερεύνηση και καταγραφή των σχολικών κτηρίων µε αυξημένα προβλήματα που προέρχονται από την πρόσβαση στους χώρους τους εξωσχολικών ή άλλων παραγόντων, οι οποίοι προκαλούν ζηµίες και φθορές. Τη δημοσίευση πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος προς τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και την επιλογή Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης µε σκοπό την ένταξή τους στο πρόγραµµα. Τη συνεχή υποστήριξη και παρακολούθηση του έργου των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης που θα ενταχθούν στο εν λόγω πρόγραµµα. Την επιλογή 2700 ανέργων 25 - 64 ετών αποφοίτων Λυκείου, οι οποίοι θα επιλεγούν με βάση ειδικά κριτήρια για την παρακολούθηση προγράμματος απόκτησης εργασιακής εµπειρίας. 7. Δικαιώµατα υποχρεώσεις φορέων της προγραμματικής σύµβασης: α) Το Υπουργείο εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης: Χρηματοδοτεί το Πρόγραµµα σύµφωνα µε την παρ. 10 της παρούσας. Συμμετέχει στην Επιτροπή Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Συμμετέχει στην Επιτροπή Παρακολούθησης του άρθρου 9 της παρούσας απόφασης. Συμμετέχει στις διαδικασίες δημοσιότητας του Προγράμματος. Παρακολουθεί την πραγματοποίηση του έργου της Προγραμματικής Σύµβασης που πρόκειται να υπογραφεί. β) Το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων: Συμμετέχει στη διαδικασία επιλογής των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Συμμετέχει στην Επιτροπή Παρακολούθησης του άρθρου 9 του της παρούσας απόφασης. Συμμετέχει στις διαδικασίες δημοσιότητας του Προγράμματος. Παρακολουθεί την πραγματοποίηση του έργου της Προγραμματικής Σύµβασης. γ) Το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευµάτων: Παρακολουθεί τα θέµατα αρμοδιότητάς του, κυρίως όσον αφορά το σχεδιασµό της πληροφόρησης και ενημέρωσης των συμμετεχόντων στο πρόγραµµα απόκτησης εργασιακής εµπειρίας στη φύλαξη των σχολείων. Συμμετέχει στις διαδικασίες διαμόρφωσης προδιαγραφών επιλογής των Οργανισµών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Συμμετέχει στην Επιτροπή παρακολούθησης του άρθρου 9 της παρούσας απόφασης. δ) Το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης αναλαμβάνει: Να υποστηρίξει τη διοργάνωση του προγράμματος ενημέρωσης σε θέματα αρμοδιότητάς του. Να συμμετέχει στις διαδικασίες διαμόρφωσης προδιαγραφών επιλογής των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Να συμμετέχει στην επιτροπή παρακολούθησης του άρθρου 9 της παρούσας απόφασης. ε) Ο Οργανισμός Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού αναλαμβάνει: Τη χρηματοδότηση του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας σύμφωνα με την παρ. 10 της παρούσας. Την υποστήριξη για το σχεδιασμό του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας για τη φύλαξη σχολικών κτιρίων. Τη συμμετοχή στην επιτροπή παρακολούθησης του άρθρου 3 της παρούσας απόφασης. Τη συμμετοχή στις διαδικασίες διαμόρφωσης προδιαγραφών επιλογής των ΟΤΑ. Τη συμμετοχή στην επιτροπή επιλογής των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. στ) Η Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος αναλαμβάνει την υποχρέωση: Να συμμετέχει στη διαδικασία επιλογής των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Να συμμετέχει στην επιτροπή της παρακολούθησης του άρθρου 9 της παρούσας απόφασης. Να παρακολουθεί το έργο της Προγραμματικής Σύμβασης, ζ) Η Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης στα πλαίσια παροχής τεχνικής στήριξης αναλαμβάνει: 1. Την υποστήριξη για την εκτέλεση του ως άνω έργου και ειδικότερα: Τη σύνταξη σχεδίου της αίτησης συμμετοχής του δικαιούχου καθώς και οδηγού για τη συμπλήρωση της αίτησης. Υποστήριξη του δικαιούχου για τη συμπλήρωση της αίτησης συμμετοχής. Μεταξύ των µέσων που θα χρησιμοποιηθούν για την υποστήριξη θα παρέχονται πληροφοριακά στοιχεία για το πρόγραµµα µέσω του Internet. Τη σύνταξη τεχνικών προδιαγραφών του απαιτούμενου εξοπλισμού υποστήριξης για τη φύλαξη των σχολείων. Παροχή συμβουλευτικής υποστήριξης στους δικαιούχους φορείς. Ενημέρωση - ευαισθητοποίηση των κοινωνικών οµάδων που άµεσα ή έµµεσα ωφελούνται από το πρόγραµµα/ ενημερωτικές συναντήσεις µε σχολικές επιτροπές - συμβούλιο, διοργάνωση ηµερίδων, ανακοινώσεις στον τύπο και στα τοπικά ΜΜΕ. Την κατάρτιση συστήματος κριτηρίων αξιολόγησης των προτάσεων, καθώς και των σχετικών εντύπων αξιολόγησης. Την παροχή τεχνικής υποστήριξης για την εφαρμογή συστήματος αξιολόγησης και ιεράρχησης των προτάσεων, καθώς και την τεχνική υποστήριξη για την τελική επιλογή των προτάσεων µε χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών. Τη µηχανογραφική επεξεργασία των προτάσεων. Την οικονοµική διαχείριση του προγράμματος. Την τεχνική ηλεκτρονική επεξεργασία για την επιλογή των ανέργων. Τη δημοσίευση πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την επιλογή ανέργων. 2. Την υποστήριξη κατά την υλοποίηση των προτάσεων και ειδικότερα: Συµµετοχή στην Επιτροπή Παρακολούθησης του άρθρου 3 της παρούσας απόφασης. Εκπαίδευση των επιλεγέντων ατόμων για την υλοποίηση της Ενέργειας. Τη δηµιουργία και εφαρμογή πληροφοριακού συστήματος παρακολούθησης του έργου (Δελτίο Προόδου Έργου) για την τακτή ενημέρωση της Επιτροπής Παρακολούθησης και την έγκαιρη λήψη διορθωτικών αποφάσεων. Την παροχή τεχνικής και επιστημονικής υποστήριξης στα επιλεγέντα Νομικά Πρόσωπα κατά τη διάρκεια υλοποίησης του έργου. Παραγωγή υλικού με πλήρη περιγραφή υποχρεώσεων των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα εργασιακής εμπειρίας. Σχεδιασμό και παραγωγή των εντύπων, παρακολούθηση των υποχρεώσεων των φυλάκων. Τη διοργάνωση ενημερωτικών συναντήσεων για τον τρόπο υλοποίησης του προγράμματος. Την παράδοση τελικής έκθεσης αναφοράς προόδου στην Επιτροπή Παρακολούθησης με την ολοκλήρωση του έργου.". Επίσης με την ίδια απόφαση καθορίσθηκαν α) τα μέλη της Επιτροπής Επιλογής των δικαιούχων ΟΤΑ οι οποίοι θα ενταχθούν στο πρόγραμμα, ο τρόπος συγκλήσεως και συνεδριάσεώς της καθώς και της λήψης της απόφασης, β) τα μέλη της Επιτροπής Παρακολούθησης στην οποία ανατέθηκε αα) ο συντονισμός όλων των ενεργειών που απαιτούνται για την επίτευξη του σκοπού του προγράμματος, ββ) η αρμοδιότητα να αποφασίζει για τα ειδικά κριτήρια επιλογής των ανέργων, για την ακολουθητέα διαδικασία επιλογής των καθώς και για κάθε αναγκαία ενέργεια που κρίνεται απαραίτητη για την ορθή υλοποίηση του προγράμματος και γγ) η σύνταξη εκθέσεων ελέγχου της προόδου του έργου και καλής εκτέλεσής του και η αποστολή τούτων στους εμπλεκόμενους φορείς. Κατά τα αναφερόμενα δε στο άρθρο 10 της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης προσδιορίστηκε το συνολικό κόστος της χρηματοδότησης του προγράμματος και η κάλυψή της από τον ΟΑΕΔ για διάρκεια 11 μηνών και από το Υπουργείο Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης για χρονικό διάστημα 13 μηνών. Τέλος στο άρθρο 11 της απόφασης καθορίζονται οι όροι χρηματοδότησης και επί λέξει αναφέρεται: Ο ΟΑΕΔ αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας καταβάλλοντας σε κάθε ασκούμενο ημερησίως το ποσό των 12.000 δραχμών και για 22 ημέρες το μήνα. Με εγκύκλιο της Δ/νσης Οικονομικών του ΟΑΕΔ θα καθοριστούν τα δικαιολογητικά για την πληρωμή των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα καθώς και τη διαδικασία καταβολής των αμοιβών τους και της ασφαλιστικής τους κάλυψης.". Εις εκτέλεση της άνω Υπουργικής αποφάσεως καταρτίσθηκαν οι από 09.12.1999 και από 05.1.2000 Προγραμματικές Συμβάσεις μεταξύ των προαναφερόμενων φορέων με τις οποίες συμφώνησαν και συναποδέχθηκαν τα στην ανωτέρω Υπουργική Απόφαση. Με το άρθρο 6 των εν λόγω συμβάσεων ορίσθηκαν και τα μέλη της επιτροπής παρακολούθησης έχουσα αρμοδιότητα εφαρμογής των όρων της σύμβασης, συντονισμού όλων των ενεργειών που απαιτούνται για την επίτευξη του σκοπού τούτων, σύνταξης εκθέσεων ελέγχου της προόδου του έργου και καλής εκτέλεσης αυτού. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, επιλέχθηκαν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 των ως άνω Προγραμματικών Συμβάσεων, οι 145 δικαιούχοι ΟΤΑ που θα συμμετείχαν στο Πρόγραμμα, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο εναγόμενος Δήμος Τριανδρίας. Επίσης δημοσιεύθηκε στον Τύπο με πρωτοβουλία της ΕΕΤΑΑ η σχετική πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για τη συμμετοχή στο "Πρόγραμμα Απόκτησης Εργασιακής Εμπειρίας Ανέργων στη Φύλαξη Σχολικών Κτιρίων" και περατώθηκε και η διαδικασία επιλογής των ασκούμενων -φυλάκων που θα παρακολουθούσαν το Πρόγραµµα, µεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται και οι ενάγοντες, που ήταν άνεργοι. Ας σημειωθεί δε ότι ο εναγόμενος δήμος δεν συμμετείχε στη διαδικασία επιλογής των εναγόντων. Κατόπιν υπογράφηκαν µεταξύ αφενός μεν, μεταξύ, της ΕΕΤΑΑ και του εναγοµένου και αφετέρου των εναγόντων τα συμφωνητικά συνεργασίας με τίτλο "Συμφωνητικό Συνεργασίας για την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας στα πλαίσια του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ανέργων στη φύλαξη σχολικών κτιρίων", και δη στις 19-2-2001 (των 2ης, 3ης και 4ης των εναγόντων), στις 1.3.2001 (των 1ου, 5ης και 6ης των εναγόντων). Κατά τα διαλαμβανόμενα δε στα εν λόγω Συμφωνητικά, που έχουν πανομοιότυπο περιεχόμενο, οι ενάγοντες αποκαλούμενοι "ασκούμενοι - φύλακες" συμφώνησαν να συμμετέχουν στο επίμαχο πρόγραμμα, συνολικής διάρκειας 11 µηνών, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να παρακολουθήσουν τούτο, οι δε ΕΕΤΑΑ, και Δήµος Τριανδρίας, ανέλαβαν την υποχρέωση να εκπληρώσουν τις προβλεπόμενες προβλέψεις του Προγράμματος, σύµφωνα µε τους περιεχομένους στο συμφωνητικό όρους και προϋποθέσεις και στο Κανονιστικό Πλαίσιο Εφαρμογής του Προγράμματος, που αποτελεί αναπόσπαστο µέρος του εν λόγω συμφωνητικού. Όλοι οι όροι δε που αποτέλεσαν αντικείμενο των επιδίκων συµβάσεων και διαλαμβάνονται στο περιεχόμενο αυτών, αναφορικά με τις προϋποθέσεις εκτελέσεώς τους, τις αρμοδιότητες, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις για καθένα συμβαλλόμενο μέρος - συντελεστή του προγράμματος, το ύψος του εκπαιδευτικού επιδόματος των ασκουμένων, τις ημέρες και ώρες απόκτησης επαγγελματικής εμπειρίας, και τις καθοριζόμενες τρεις βάρδιες ανά 24ώρο, είναι οι ίδιοι που είχαν αναπτυχθεί και διατυπωθεί στην προαναφερόμενη υπουργική απόφαση και εκτενώς παρατίθενται παραπάνω. Εκ του κειμένου που διαλαμβάνεται στις επίδικες συμβάσεις κρίνεται εν προκειμένω σκόπιμο να γίνει ειδικότερη μνεία των ακολούθων αποσπασμάτων αυτού: "Προοίμιο: Η ΕΕΤΑΑ σε συνεργασία με τους φορείς, στο πλαίσιο των ανωτέρω Προγραμματικών Συμβάσεων, υλοποιεί Πρόγραμμα Απόκτησης Εργασιακής Εμπειρίας Ανέργων, Αποφοίτων λυκείου ή εξαταξίου Γυμνασίου ή άλλης ισότιμης σχολικής μονάδας, που έχουν γεννηθεί κατά τα έτη 1936 έως και 1975, στη Φύλαξη Σχολικών Κτιρίων, προκειμένου να εφαρμόσουν πιλοτικά το θεσμό της φύλαξης σχολικών κτιρίων σε σχολικά κτίρια των 145 δικαιούχων ΟΤΑ σε όλη τη χώρα. Το ως άνω Πρόγραμμα περιλαμβάνει επιμορφωτική συνάντηση για ζητήματα φύλαξης σχολικών κτιρίων και καθηκόντων των ασκούμενων φυλάκων και αντίστοιχα απόκτηση εργασιακής εμπειρίας σε σχολικά κτίρια των 145 δικαιούχων ΟΤΑ, συνολικής διάρκειας 11 μηνών. Η επιμορφωτική συνάντηση θα πραγματοποιηθεί σε χώρο, που θα επιλέξει ο Δήμος και αντίστοιχα η απόκτηση εργασιακής εμπειρίας θα πραγματοποιηθεί σε σχολικά κτίρια τα οποία θα επιλέξει ο ανωτέρω Δήμος, βάσει των προδιαγραφών του Προγράμματος. Η εργασιακή εμπειρία στη φύλαξη σχολικών κτιρίων, αποκτάται από τους ασκούμενους φύλακες, σε καθημερινή βάση, αργίες και σαββατοκύριακα, σε τρεις (3) βάρδιες, συνολικής διάρκειας 8 ωρών/βάρδια και για 22 ημέρες το μήνα. Συγκεκριμένα: Η πρώτη βάρδια από τις 07.00 π.μ. έως τις 15.00 μ.μ. Η δεύτερη βάρδια από τις 15.00 μ.μ. έως τις 11.00 μ.μ. Η τρίτη βάρδια από τις 11.00 μ.μ. έως τις 07.00 π.μ. .... Άρθρο 2) lσχύς: Η ισχύς του συμφώνου αρχίζει από την υπογραφή του και διαρκεί μέχρι την ολοκλήρωση του Προγράμματος, όπως τούτο προβλέπεται στο Προοίμιο του παρόντος". Άρθρο 3. Υποχρεώσεις και Δικαιώματα των Συμβαλλομένων: Α. Η ΕΕΤΑΑ αναλαμβάνει: 1. Να συντάξει τις τεχνικές προδιαγραφές του απαιτούμενου εξοπλισμού υποστήριξης για τη φύλαξη των σχολείων. 2. Να αποστείλει υποστηρικτικό και εκπαιδευτικό υλικό στο Δήμο. 3. Να σχεδιάσει και να παράγει τα έντυπα παρακολούθησης των υποχρεώσεων των συμμετεχόντων στο Πρόγραμμα. 4. Να διοργανώσει συνάντηση εργασίας για τον τρόπο εφαρμογής του Προγράμματος 5. Να δημιουργήσει και να εφαρμόσει πληροφοριακό σύστημα παρακολούθησης του έργου για την τακτική ενημέρωση της Επιτροπής Παρακολούθησης και την έγκαιρη λήψη διορθωτικών αποφάσεων. Επίσης, να παραδώσει τελική έκθεση αναφοράς προόδου στην Επιτροπή Παρακολούθησης, μετά την ολοκλήρωση του έργου. 6. Να αναλάβει την οικονομική διαχείριση του Προγράμματος. 7. Ειδικότερα και σχέση με τους ασκούμενους φύλακες αναλαμβάνει: Να παρέχει στους ΟΤΑ κατά τη διάρκεια της επιμορφωτικής συνάντησης και της απόκτησης εργασιακής εμπειρίας κάθε πληροφορία και στοιχείο που έχει στη διάθεσή της ή εκπαιδευτικό βιβλιογραφικό υλικό, τα οποία είναι αναγκαία στο πλαίσιο της πιλοτικής εφαρμογής του θεσμού της φύλαξης. Να ασφαλίσει τους ασκούμενους φύλακες στο ΙΚΑ μόνο για τον κλάδο παροχών ασθενείας σε είδος και κατά του κινδύνου ατυχήµατος, εφόσον αυτοί δεν είναι ασφαλισμένοι σε οποιοδήποτε άλλο ασφαλιστικό οργανισµό κύριας ασφάλισης. Να καταβάλει στον καθένα από τους ασκούμενους - φύλακες αποζηµίωση απόκτησης εργασιακής εµπειρίας, που αναφέρεται στο άρθρο 4 του παρόντος. Να χορηγήσει στον καθένα από τους ασκούμενους φύλακες µετά τη λήξη του προγράμματος, κατά τους όρους που αναφέρεται κατωτέρω, βεβαίωση παρακολούθησης του Προγράμματος, που θα χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο της εργασιακής εµπειρίας που απέκτησε. Η βεβαίωση αυτή χορηγείται στον κάθε ασκούμενο µετά την: α) παρακολούθηση της επιμορφωτικής συνάντησης που προβλέπεται στο πλαίσιο του Προγράμματος και β) την ολοκλήρωση 11 µηνών απόκτηση εργασιακής εµπειρίας στη φύλαξη σχολικών κτιρίων του Δήµου. Β. Ο Δήµος αναλαµβάνει: 1. Να προβεί στην επιλογή των σχολικών κτιρίων στο πλαίσιο του Προγράμματος και να ενημερώσει εγγράφως την ΕΕΤΑΑ, να κατανείµει δε τους ασκούµενους σε αυτά, σύµφωνα µε τις προδιαγραφές που θέτει το Πρόγραµµα. 2. Να προμηθευτεί τον απαραίτητο εξοπλισµό, σύµφωνα µε τις προδιαγραφές που τέθηκαν από την Επιτροπή Παρακολούθησης του Προγράµµατος και να τον διαθέσει στους ασκούµενους - φύλακες. 3. Να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες, προκειµένου να διανεµηθεί στους ασκούµενους το εκπαιδευτικό και υποστηρικτικό υλικό των ενεργειών ευαισθητοποίησης και επιµόρφωσης που θα τους αποσταλεί από την ΕΕΤΑΑ. 4. Να επιµεληθεί της οργάνωσης και του συντονισµού της προβλεπόµενης επιµορφωτικής συνάντησης για τους ασκούµενους, στο πλαίσιο των προδιαγραφών της ΕΕΤΑΑ και µε την συνεργασία της. 5. Να αναπτύξει και να εφαρµόσει ενέργειες ενηµέρωσης και ευαισθητοποίησης των εµπλεκοµένων φορέων και των κοινωνικών οµάδων που ωφελούνται από το Πρόγραµµα. Το πρόγραµµα δράσης των συγκεκριµένων ενεργειών θα πρέπει να κοινοποιηθεί στην ΕΕΤΑΑ, πριν την έναρξη εφαρμογής του. 6. Να διενεργεί τακτικούς ελέγχους για να διαπιστώνεται η παρουσία των ασκούμενων κατά τις ηµέρες και ώρες που τελούνται οι βάρδιες στο πλαίσιο του Προγράµµατος. 7. Να ορίσει για την αρτιότερη υλοποίηση του Προγράµµατος ένα µέλος του Δηµοτικού του Συµβουλίου και ένα στέλεχος αυτού, οι οποίοι θα επιφορτισθούν ειδικότερα µε την ευθύνη εφαρμογής και παρακολούθησης του Προγράµµατος για λογαριασµό τους. Συγκεκριµένα: α. Το µέλος του Δηµοτικού Συµβουλίου, αποτελεί τον εκπρόσωπο του Δήµου στο Πρόγραµµα και έχει την ευθύνη για την παρακολούθηση της εφαρµογής του στα διοικητικά όρια αυτού και της σχετικής ενηµέρωσης του Δήµου. β. Το στέλεχος του Δήµου είναι ειδικότερα υπεύθυνο για τα ακόλουθα: Να συντονίσει, να παρακολουθήσει και να υποστηρίξει οργανωτικά το Πρόγραµµα, σύµφωνα µε τις υποδείξεις της ΕΕΤΑΑ. Να συντονίσει, οργανώσει και υλοποιήσει τις προβλεπόμενες επιμορφωτικές συναντήσεις για τους ασκούμενους στο πλαίσιο των προδιαγραφών της ΕΕΤΑΑ και με την συνεργασία της. Να κατανείμει στα φυλασσόμενα σχολικά κτίρια και να διανείμει στους ασκούμενους φύλακες τον απαραίτητο εξοπλισμό. Να αποστείλει στην ΕΕΤΑΑ εντός μιας εβδομάδας από την ολοκλήρωση της επιμορφωτικής συνάντησης τα αναφερόμενα στο στοιχείο Γ9 του παρόντος στοιχεία μαζί με τον Πίνακα με τα Στοιχεία των Ασκουμένων πλήρως συμπληρωμένο σε ηλεκτρονική μορφή (απλή δισκέττα και φυσικό αρχείο). Να αποστείλει στην ΕΕΤΑΑ δίμηνο προγραμματισμό των βαρδιών που θα ακολουθήσει ανά σχολικό κτίριο, όπου θα αναγράφονται τα ονοματεπώνυμα των φυλάκων και οι βάρδιες τις οποίες είναι υποχρεωμένοι να τηρήσουν. Να συγκεντρώνει καθημερινά τα Ημερήσια Δελτία Συμβάντων - Παρουσιών, τα οποία συμπληρώνει κάθε ασκούμενος στη βάρδια του. Τα Ημερήσια Δελτία Συμβάντων - Παρουσιών είναι υποχρεωμένος να τηρεί σε φυσικό αρχείο στον Δήμο καθ' όλη τη διάρκεια του Προγράμματος και είναι οποτεδήποτε διαθέσιμα στον φορέα υλοποίησης του Προγράμματος, δηλαδή την ΕΕΤΑΑ. Να συμπληρώνει, σύμφωνα με τα Ημερήσια Δελτία Συμβάντων - Παρουσιών, Μηνιαίο Δελτίο Παρουσίας Ασκούμενων. Το Μηνιαίο Δελτίο υπογράφεται από το νόμιμο εκπρόσωπο του Δήμου, δηλαδή το Δήμαρχο ή άλλο πρόσωπο που εξουσιοδοτείται από αυτόν, και αποστέλλεται εντός 5 ημερών από τη λήξη του κάθε διμήνου στο αρμόδιο στέλεχος της ΕΕΤΑΑ. Το Μηνιαίο Δελτίο Παρουσίας των Ασκούμενων, αποτελεί το παραστατικό σύμφωνα με το οποίο πιστοποιείται η παρουσία των ασκούμενων στα σχολικά κτίρια σε μηνιαία βάση και με βάση το οποίο θα καταβάλλεται η αποζημίωση απόκτησης εργασιακής εμπειρίας στους ασκούμενους. Το εν λόγω Δελτίο, για να θεωρείται έγκυρο, απαραιτήτως πρέπει να έχει την υπογραφή του νόμιμου εκπροσώπου του Δήμου και την σφραγίδα αυτού. Μαζί με τα Μηνιαία Δελτία Παρουσίας των Ασκουμένων ανά δίμηνο θα αποστέλλει στην ΕΕΤΑΑ τα Δελτία Συμβάντων - Παρουσιών, στα οποία οι ασκούμενοι έχουν καταγράψει ή αναφέρει οποιοδήποτε περιστατικό. Να έχει τακτική επικοινωνία με τον/τους Διευθυντή/ές του Σχολείου για την ορθή εφαρμογή του Προγράμματος και την επισήμανση περιστατικών που έχουν σχέση με την συμπεριφορά του/των ασκούμενου/ων. Να έχει συνεχή επικοινωνία και συνεργασία με τους ασκούμενους, προκειμένου να επιλύονται τυχόν προβλήματα που προκύπτουν κατά την εφαρμογή του Προγράμματος Γ. Οι ασκούμενοι - φύλακες στο πλαίσιο του Προγράμματος δεσμεύονται για τα εξής: 1. Υποχρεούνται να παρακολουθήσουν την ενημερωτική συνάντηση, η οποία θα οργανωθεί από το Δήμο σύμφωνα με τις προδιαγραφές που έχει θέσει η ΕΕΤΑΑ. Στο πλαίσιο αυτής οι ασκούμενοι θα υπογράψουν στο σxετικό έντυπο παρουσιών, θα λάβουν δε αποζημίωση υπολογιζόμενη κατά τα στο άρθρο 4 του παρόντος αναφερόμενη. 2. Δεν επιτρέπεται ταυτόχρονα µε τη συµµετοχή τους στο συγκεκριμένο Πρόγραμμα α) να απασχολούνται παράλληλα µε οποιαδήποτε άλλη σχέση εργασίας ή έργου, β) συμμετέχουν παράλληλα σε άλλο επιδοτούμενο ή µη πρόγραµµα κατάρτισης και απασχόλησης. 3. Οφείλουν να τηρούν το δίµηνο προγραμματισμό των βαρδιών που θα ορίζονται και θα κοινοποιούνται σε αυτούς από το αρµόδιο στέλεχος του Δήµου, επακριβώς και χωρίς καµία απόκλιση από τον συγκεκριμένο προγραμματισμό. 4. Κατά την άφιξή τους και την αποχώρησή τους από το σχολείο υπογράφουν και εφόσον χρειάζεται, συμπληρώνουν το σχετικό Ημερήσιο Δελτίο Συμβάντων, το οποίο τηρείται σε κάθε σχολείο σε προκαθορισμένη θέση µετά από συνεννόηση µε τον Διευθυντή του σχολείου και το αρµόδιο στέλεχος του Δήµου. 5. Οφείλουν, σε περίπτωση που ο αντικαταστάτης τους της επόμενης βάρδιας δεν προσέλθει στην ώρα του, να παραµείνουν στη σχολική µονάδα και να ενημερώσουν αρχικά το αρµόδιο στέλεχος του Δήµου και μετέπειτα τον Διευθυντή του σχολείου και ενεργούν σύµφωνα µε τις υποδείξεις του. 6. Δεν επιτρέπεται η απομάκρυνσή τους από τον χώρο του σχολικού κτιρίου, κατά τη διάρκεια της βάρδιας τους εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων... 7... 8. Οφείλουν για κάθε ζήτηµα που αφορά τα καθήκοντά τους να ενημερώνουν: Κατά τη διάρκεια λειτουργίας του σχολείου τον Διευθυντή του σχολείου. Για θέµατα που σχετίζονται µε τη τέλεση των καθηκόντων τους στις περιπτώσεις που το σχολείο δεν βρίσκεται σε λειτουργία (καλοκαίρι, αργίες κ.λπ.), καθώς και για θέµατα που αφορούν γενικά τη συµµετοχή τους στο Πρόγραµµα, το αρµόδιο στέλεχος του Δήµου. 9... 10... 11. Οι ασκούμενοι οφείλουν για κάθε ζήτηµα που αφορά τα καθήκοντά τους να τηρούν όσα αναφέρονται στο "Καθηκοντολόγιο", το οποίο αναλυτικά ορίζει τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα που έχουν οι συµµετέχοντες στο Πρόγραµµα και το οποίο ισχύει ως αναπόσπαστο µέρος του παρόντος για τα ζητήµατα που δεν αναφέρονται σε αυτό. "1. Η ΕΕΤΑΑ καταβάλλει στον καθένα ασκούμενο φύλακα αποζηµίωση απόκτησης εργασιακής εµπειρίας για τη συµµετοχή του στο Πρόγραµµα, το οποίο ανέρχεται στο συνολικό ποσό των δύο εκατομμυρίων εννιακοσίων τεσσάρων χιλιάδων (2.904.000) δραχµών, τούτου µη διαφοροποιουμένου στις περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών κατά την απογευματινή ή βραδινή βάρδια ή κατά τις µέρες αργιών. Η καταβολή της παραπάνω αποζηµίωσης και υπό την προϋπόθεση της έγκαιρης καταβολής στην ΕΕΤΑΑ της χρηματοδότησης σε αυτήν που προβλέπεται στο άρθρο 4 των προαναφερθεισών Προγραμματικών Συµβάσεων, γίνεται τµηµατικά (στο τέλος κάθε διµήνου) και µετά από την παράδοση στην ΕΕΤΑΑ από τον Δήµο των συγκεντρωτικών εντύπων που βεβαιώνουν τους ακριβείς χρόνους υπηρεσίας των φυλάκων. Από το αντίστοιχο ποσό αφαιρούνται οι εκάστοτε προβλεπόμενες νόμιμες κρατήσεις 2. Συμφωνείται ρητά με την παρούσα, ότι για κάθε μέρα απουσίας από τις φάσεις εφαρμογής του Προγράμματος, πιστοποιούμενης από τα δελτία συμβάντων και τα σχετικά συγκεντρωτικά έντυπα που αποστέλλονται στην ΕΕΤΑΑ, θα παρακρατείται από τον υποψήφιο η αντίστοιχη αποζημίωση απόκτησης εργασιακής εμπειρίας. 3. Η ως άνω αποζημίωση θα καταβάλλεται στους ασκούμενους φύλακες, από την ΕΕΤΑΑ μέσω της Εθνικής Τράπεζας ανά δίμηνο, και εφόσον ο Δήμος έχει αποστείλει τα στοιχεία, που αναφέρονται στο άρθρο 3 Ββ του παρόντος. Προς το σκοπό αυτό οι ασκούμενοι φύλακες υποχρεούνται να εκδώσουν βιβλιάριο ταμιευτηρίου τραπεζικού λογαριασμού της Εθνικής Τράπεζας και μόνον αυτής". Εκτός όμως από τους ως άνω όρους που αφορούν το αντικείμενο της συμβάσεως, την χρονική διάρκειά της, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των συμβαλλομένων των επιδίκων συμβάσεων, την αμοιβή και τον τρόπο πληρωμής της και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης συναλλαγής μεταξύ των συμβαλλομένων διαδίκων, προβλέφθηκαν στο άρθρο 5 των συμφωνητικών, και οι όροι έκπτωσης των ασκουμένων - φυλάκων εκ του Προγράμματος και δη: "Ρητά ορίζεται ότι: α. Αν κάποιος από τους ασκούμενους φύλακες δεν συμμετάσχει ανελλιπώς στο Πρόγραμμα και πάντως απουσιάσει αδικαιολόγητα από αυτό πέραν των 25 ημερών, β. ή αποχωρήσει για οποιοδήποτε λόγο από το Πρόγραμμα, γ. ή δεν τηρήσει προσηκόντως όλους του όρους της παρούσας, καθώς και τις ειδικότερες προβλέψεις του "Καθηκοντολογίου" που θεωρούνται όλοι ουσιώδεις, εκπίπτει από το Πρόγραμμα. Στην περίπτωση αυτή δεν χορηγείται στον έκπτωτο η προβλεπόμενη στο άρθρο 3.7 της παρούσας Βεβαίωση Απόκτησης Εργασιακής Εμπειρίας", χωρίς όμως ταυτόχρονα να ορίζεται και το συμβαλλόμενο μέρος που έχει την αρμοδιότητα για την κήρυξη εκπτώτου του ασκούμενου. Σε εκτέλεση των ως άνω συμφωνητικών συνεργασίας και προς υλοποίηση του επίμαχου πιλοτικού Προγράμματος, οι ενάγοντες ύστερα από την παρακολούθηση επιμορφωτικού σεμιναρίου τοποθετήθηκαν από τον εναγόμενο Δήμο Τριανδρίας σε σχολικά κτίρια που ανήκουν στην περιοχή της αρμοδιότητάς του. Συγκεκριμένα οι ενάγοντες τοποθετήθηκαν: ο πρώτος την 1-3-2001 στο σχολικό κτίριο του Λυκείου Τριανδρίας, ο δεύτερος την 19-2-2001 στο σχολικό κτίριο των 1ου και 2ου Γυμνασίου Τριανδρίας, η τρίτη την 19-2-2001 στο σχολικό κτίριο των 1ου και 2ου Γυμνασίου Τριανδρίας, η τέταρτη την 19-2-2001 στο σχολικό κτίριο του Λυκείου Τριανδρίας, η πέμπτη, την 1-3-2001 στο σχολικό κτίριο των 1ου και 2ου Γυμνασίου Τριανδρίας και η έκτη την 1-3-2001 στο σχολικό κτίριο του Λυκείου και Γυμνασίου. Καθ' όλη τη χρονική διάρκεια της λειτουργίας των ως άνω συμβάσεων συνεργασίας, ο καθένας συμβαλλόμενος εκτέλεσε τις προαναφερόμενες υποχρεώσεις του, εντός του πλαισίου του επίµαχου Προγράµµατος και προς υλοποίηση τούτου. Μετά την πάροδο του χρόνου διαρκείας των ως άνω συμφωνητικών, παρατάθηκε η διάρκειά τους µέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, µε αλλεπάλληλα συμφωνητικά συνεργασίας, που υπογράφηκαν µεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων, τα οποία είχαν πανομοιότυπο περιεχόµενο µε τα ανωτέρω αρχικά συμφωνητικά. Η παράταση των συμφωνητικών δεν έγινε µε απόφαση του εναγοµένου Δήµου ή µε πρωτοβουλία αυτού, αλλά µετά την κατάρτιση νέων προγραμματικών συµβάσεων µεταξύ του Υ.Π.ΕΣ.Σ.Δ.Α, της Κ.ΕΔ.Κ.Ε. και της ΕΕΤΑΑ, µε τις οποίες οι εν λόγω φορείς συμφώνησαν τη συνέχιση του επίµαχου πιλοτικού Προγράµµατος απόκτησης εργασιακής εµπειρίας ανέργων στη φύλαξη σχολικών κτιρίων, µε τους ισχύοντες όρους και κανόνες των αρχικών προγραμματικών συµβάσεων, τους ίδιους επιλεγέντες ΟΤΑ, τους ήδη συµµετέχοντες ασκούµενους φύλακες, και µε την εξ ολοκλήρου χρηματοδότηση από το Υ.Π.ΕΣ.Σ.Δ.Α. Καθ' όλη δε τη χρονική διάρκεια του επίµαχου προγράμματος, οι ενάγοντες - ασκούμενοι εκτελούσαν τις συµβατικές των υποχρεώσεις, συνιστάμενες στην επαγγελµατική των κατάρτιση και απόκτηση εργασιακής εµπειρίας φύλαξης των ανωτέρω σχολικών κτιρίων. Άλλωστε, σύµφωνα µε την ως άνω ακολουθητέα διαδικασία, η ΕΕΤΑΑ τους κατέβαλε το ως άνω συμφωνηθέν εκπαιδευτικό επίδοµα των 12.000 δραχµών µέχρι 31.12.2001 και έκτοτε 35,22 ευρώ, ανά ηµέρα κατάρτισης για 22 ηµέρες τον µήνα και για 11 µήνες το έτος, χωρίς να διαφοροποιηθεί το ύψος τούτου στις περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών κατά την απογευματινή ή βραδινή βάρδια ή κατά τις µέρες αργιών και χωρίς την καταβολή δώρων εορτών, επιδόματος άδειας και άδειας. Επίσης ο εναγόμενος Δήµος, καθ' όλη τη διάρκεια των συμφωνητικών συνεργασίας, εκτελούσε αποκλειστικά και µόνον τις λεπτοµερώς αναφερόμενες παραπάνω υποχρεώσεις του τις οποίες είχε αναλάβει µε τα επίδικα συμφωνητικά συνεργασίας, καθώς και εκείνες που οριζόταν στο άνω Κανονιστικό Πλαίσιο Εφαρµογής του Προγράµµατος, που, κατά τα προειρημένα, αποτελούσε αναπόσπαστο µέρος των συμφωνητικών, χωρίς περαιτέρω να αναλάβει γραπτώς ή προφορικώς ουδεµία άλλη υποχρέωση έναντι των εναγόντων - ασκουμένων φυλάκων. Εξάλλου, οι όροι των επιδίκων συµβάσεων αναφορικά µε τις αρμοδιότητες, τα δικαιώµατα και υποχρεώσεις του κάθε συντελεστή του Προγράµµατος, το χρόνο, τον τόπο, τον τρόπο παρακολούθησης εκ µέρους των ασκουμένων - φυλάκων του επίµαχου Προγράµµατος καθώς και το ύψος του άνω εκπαιδευτικού επιδόματος, ήταν απολύτως προκαθορισµένοι, επακριβώς προσδιορισμένοι και δεσμευτικοί για όλους ανεξαρτήτως τους συµµετέχοντες στο επίµαχο Πρόγραµµα και αποτελούσαν το προπαρατιθέμενο ταυτόσημο περιεχόμενο της Υπουργικής απόφασης, των προγραμματικών συμβάσεων των ανωτέρω συνεργαζομένων και συμβαλλομένων φορέων του Κανονιστικού Πλαισίου Εφαρμογής του επίμαχου Προγράμματος. Έτσι οι εξουσίες και τα δικαιώματα του εναγομένου, κατά την εκτέλεση των επιδίκων συμβάσεων συνεργασίας, έναντι των ασκουμένων εναγόντων περιορίσθηκαν αποκλειστικά και μόνο στην εκπλήρωση των αναλυτικώς παραπάνω αναφερόμενων υποχρεώσεών του και δη: στον προσδιορισμό του συγκεκριμένου σχολικού κτιρίου στο οποίο τοποθετήθηκε ο καθένας εκ των εναγόντων, στη χορήγηση σ' αυτούς του αποσταλέντος από την ΕΕΤΑΑ απαραίτητου εξοπλισμού του, εκπαιδευτικού και υποστηρικτικού υλικού, στο συντονισμό, οργάνωση και υλοποίηση των προβλεπομένων επιμορφωτικών συναντήσεων για τους ασκούμενους με τη συνεργασία της ΕΕΤΑΑ, στην αποστολή προς την ΕΕΤΑΑ του δίμηνου προγραμματισμού των βαρδιών στα σχολικά κτίρια με το ονοματεπώνυμο των εναγόντων - ασκουμένων και τις βάρδιες που θα τηρούσαν, στην κατάρτιση του Μηνιαίου Δελτίου Παρουσίας Ασκουμένων με βάση τα Ημερήσια Δελτία Συμβάντων - Παρουσιών, τα οποία συμπλήρωναν οι ενάγοντες και στην αποστολή τούτου προς την ΕΕΤΑΑ, για την καταβολή απ' αυτήν του εκπαιδευτικού επιδόματος στους ενάγοντες, στη διενέργεια τακτικών ελέγχων για να διαπιστωθεί η παρουσία των ασκουμένων κατά τις ημέρες και τις ώρες που τελούνται οι βάρδιες, και στην τακτική επικοινωνία τόσο με τους Διευθυντές των σχολείων για την ορθή εφαρμογή του Προγράμματος όσο και με τους ασκούµενους, προς επίλυση προβλημάτων που τυχόν ανέκυπταν στο πλαίσιο εφαρμογής του Προγράμματος. Όμως πρέπει να επισημανθεί ότι δεν είχε ανατεθεί αποκλειστικά και μόνον στον εναγόμενο Δήμο το δικαίωμα ελέγχου και εποπτείας των εναγόντων κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεών τους που απέρρεαν από τα επίμαχα συμφωνητικά συνεργασίας, αλλά παραλλήλως ανατέθηκε το εν λόγω δικαίωμα και στην Επιτροπή Παρακολούθησης του Προγράμματος, καθώς και στην ΕΕΤΑΑ. Άλλωστε, οι προαναφερόμενοι όροι των συμβάσεων παρείχαν μεν και στον εναγόμενο Δήμο το δικαίωμα ελέγχου και εποπτείας των ασκουμένων φυλάκων, αλλά μόνον προς διαπίστωση παράβασης των συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους τούτων και μνεία αυτής στην Έκθεση Ελέγχου και αποστολή έγγραφης αναφοράς προς την ΕΕΤΑΑ, χωρίς δηλαδή να παρέχεται στο Δήμο και η δυνατότητα καταγγελίας της συμβάσεως ή εκπτώσεως εκ του Προγράμματος σε περίπτωση που το αρμόδιο όργανό του κατά τη διάρκεια του ελέγχου, διαπίστωνε παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων των εναγόντων, συνισταμένη π.χ. στην απουσία του, ή στην πλημμελή φύλαξη κ.λπ. Επιπροσθέτως πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τους προαναφερόμενους όρους των επίμαχων συμφωνητικών συνεργασίας οι ενάγοντες είχαν υποχρέωση όχι μόνο να δέχονται τον έλεγχο και την εποπτεία του Δήμου, της Επιτροπής Παρακολούθησης του Προγράμματος, καθώς και της ΕΕΤΑΑ, αλλά και να ενεργούν σύµφωνα και µε τις υποδείξεις του Διευθυντή του σχολείου, στο οποίο εκτελούσαν τα καθήκοντα της φύλαξης, στην περίπτωση κατά την οποία ο αντικαταστάτης τους της επόµενης βάρδιας δεν είχε προσέλθει στην ώρα του. Επίσης, κατά τα οριζόμενα στη σύµβαση οι ασκούμενοι - ενάγοντες είχαν υποχρέωση για κάθε ζήτηµα που αφορούσε τα καθήκοντά τους και ανέκυπτε κατά τη διάρκεια λειτουργίας του σχολείου να ενημερώσουν µόνον το Διευθυντή του σχολείου και όχι το αρµόδιο στέλεχος του Δήµου, το οποίο ενημέρωναν για τα άνω ζητήµατα, µόνον στην περίπτωση που δεν λειτουργούσε το σχολείο (καλοκαίρι, αργίες κ.λπ). Ενόψει τούτων, φανερό καθίσταται ότι στην εκτέλεση των καθηκόντων τους προέβαιναν οι ενάγοντες µε βάση του όρους και τις προϋποθέσεις του επίµαχου Προγράµµατος που συμπεριελήφθησαν µεν στις επίδικες συµβάσεις, όπως όµως, διαγράφονται στην Υπουργική Απόφαση, στις Προγραμματικές Συµβάσεις, στο Κανονιστικό πλαίσιο, και µάλιστα όχι µόνον δεν είχε συμφωνηθεί µεταξύ τούτων και του εναγοµένου Δήµου, ο τόπος, ο χρόνος, ο τρόπος εκτέλεσης των καθηκόντων φύλαξης και το αντάλλαγµα γι' αυτήν, οι λόγοι καταγγελίας της συµβάσεως, λόγω µη προσήκουσας εκτέλεσης των υποχρεώσεών τους και μη συμμορφώσεως προς τις εντολές και οδηγίες του Δήμου, αλλά οι ενάγοντες δεν υπόκειντο αποκλειστικά και μόνον στον έλεγχο και την εποπτεία του εναγομένου Δήμου, ως προς τον τόπο, χρόνο και τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων τους και ο τελευταίος δεν είχε δικαίωμα να παράσχει δεσμευτικές για τους ενάγοντες εντολές και οδηγίες για την προσήκουσα εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους. Το γεγονός δε ότι ο εναγόμενος Δήμος είχε, κατά τα προαναφερόμενα, την υποχρέωση να προβεί στην επιλογή των συγκεκριμένων σχολικών κτιρίων και στην κατανομή σ' αυτά των εναγόντων, να διενεργεί παραλλήλως με τους προαναφερόμενους φορείς, τακτικούς ελέγχους προς διαπίστωση της παρουσίας των εναγόντων στις βάρδιές τους, να συμπληρώνει και να αποστέλλει τα Μηνιαία Δελτία Παρουσίας Ασκουμένων στην ΕΕΤΑΑ, για να καταβληθεί από την τελευταία το εκπαιδευτικό επίδομα, να χορηγεί το αποσταλέν από την τελευταία εξοπλισμό, εκπαιδευτικό και υποστηρικτικό υλικό προς τους ενάγοντες και να επιμελείται με τη συνεργασία και της ΕΕΤΑΑ και στο πλαίσιο των προδιαγραφών αυτής, την οργάνωση και το συντονισμό των επιμορφωτικών συναντήσεων για τους ασκούµενους, δεν αποδεικνύει ενέργειες από τον εναγόµενο Δήµο σε ενάσκηση διευθυντικού δικαιώµατος, λόγω της φύσεως και του είδους των ανωτέρω ενεργειών, που δεν διαφοροποιούν την εκτέλεση των καθηκόντων φύλαξης εκ µέρους των εναγόντων. Εξάλλου, σύµφωνα µε το άρθρο 1 των επιδίκων συµβάσεων, η υπογραφή τούτων εκ µέρους του εναγοµένου Δήµου έγινε στα πλαίσια του επίµαχου Προγράµµατος και προς εκπλήρωση των περιεχομένων σ' αυτό προβλέψεων και σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις που περιέχονται στο Κανονιστικό Πλαίσιο Εφαρμογής του Προγράμματος, το οποίο αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος των επιδίκων συμφωνητικών συνεργασίας. Συνεπώς ο εναγόμενος Δήμος με την υπογραφή των επιδίκων συμφωνητικών εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις που ανέλαβε με τη συμμετοχή του στο επίμαχο Πρόγραμμα, δεσμευόμενος από όρους τούτου και τους αντίστοιχους του Κανονιστικού Πλαισίου Εφαρμογής του Προγράμματος, και μη έχοντας διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί την τοποθέτηση των εναγόντων σε σχολικά κτήρια της περιφέρειάς του ή διαφορετικής συμφωνίας ή διαπραγμάτευσης με τους ενάγοντες διαφορετικών όρων ως προς τον χρόνο, τρόπο και είδος των παρεχομένων υπό των τελευταίων υπηρεσιών. Ενόψει τούτων, είναι πρόδηλο ότι εν προκειμένω, δεν καταρτίσθηκαν οι επίμαχες συμβάσεις για τη δημιουργία δέσμευσης και εξάρτησης (νομικής και προσωπικής) των εναγόντων - ασκουμένων από τον εναγόμενο Δήμο, υπό την αναφερόμενη στη μείζονα σκέψη έννοια τούτων, ώστε υφισταμένων των εν λόγω προϋποθέσεων, να προσδοθεί στην εν λόγω σχέση του εναγομένου Δήμου και των εναγόντων ο χαρακτήρας της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας. Με τα δεδομένα αυτά δεν συνδέει τους διαδίκους σχέση εξαρτημένης εργασίας, αλλά και ούτε η μεταξύ των σχέση είχε το χαρακτήρα της παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Αντίθετα, τα στοιχεία των επιδίκων συμβάσεων προσιδιάζουν στη σύμβαση μαθητείας και μάλιστα σε μία ιδιότυπη μορφή αυτής. Τούτο διότι, οι συμβαλλόμενοι απέβλεπαν προεχόντως στην προαγωγή του ατομικού οφέλους των μέχρι τότε ανέργων εναγόντων δια της επαγγελματικής εκπαιδεύσεώς των και εξειδίκευσης τούτων στο επάγγελμα του σχολικού φύλακα και στην, με την αποτελεσματική υλοποίηση του εν λόγω πιλοτικού Προγράμματος, γενικευμένη εισαγωγή του θεσμού φύλαξης σχολείων, που παρείχε την προοπτική της επαγγελματικής αποκατάστασής των, ως ατόμων που έχουν εξειδικευμένη εργασιακή εμπειρία και δευτερευόντως στην παροχή εκ μέρους των εργασίας φύλαξης των σχολείων που ανήκουν στην περιοχή ευθύνης του εναγομένου Δήμου. Συνακόλουθα τούτων, οι ενάγοντες, εφόσον δεν τελούσαν σε σχέση νοµικής και οικονοµικής εξαρτήσεως από τον εναγόµενο Δήµο Τριανδρίας και δεν συνδεόταν µεταξύ τους µε σχέση εργασίας επί της οποίας έχουν εφαρµογή οι διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας, αλλά η σύµβαση αποτελεί ιδιότυπη µορφή της σύµβασης µαθητείας, η οποία δεν µπορεί να χαρακτηριστεί ως σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας και δη αορίστου χρόνου και εφόσον, γι' αυτήν δεν έχουν εφαρµογή οι διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας, δεν δικαιούνται οι ενάγοντες τα αξιούµενα µε την ένδικη αγωγή τους, δώρα εορτών, άδεια, επίδοµα άδειας και προσαυξήσεις για νυκτερινή και Κυριακάτικη εργασία. Τούτο δεν είναι αντίθετο προς το ότι το αρµόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο υπαλλήλων ΟΤΑ Ν. Θεσσαλονίκης γνωμοδότησε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή των άνω εναγόντων στις ρυθµίσεις του άρθρου 11 του ΠΔ. 164/2004. Ούτε από την υπ' αριθµ. 1589/2005 απόφαση του Δ' τµήµατος του ΑΣΕΠ, που δέχθηκε ότι η συνδέουσα τους διαδίκους, σύµβαση ήταν σύµβαση παροχής εξαρτηµένης εργασίας, υπαγόμενη στις διατάξεις του ΠΔ 164/2004, δημιουργείται δεδικασµένο, καθόσον, από τις διατάξεις του ΠΔ 164/2004, δεν συνάγεται ότι µε την ανάθεση στο ΑΣΕΠ της διαπίστωσης της συνδροµής των προϋποθέσεων εφαρµογής του εν λόγω ΠΔ αποκλείσθηκαν τα πολιτικά δικαστήρια από τη δυνατότητα να κρίνουν τη φύση των άνω συµβάσεων που ρυθµίζεται από ιδιωτικό δίκαιο και οι διαφορές που ανακύπτουν είναι ιδιωτικές διαφορές. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την αγωγή και ως προς το αίτηµά της µε το οποίο διώκεται η καταβολή των ποσών που αντιστοιχούν σε δώρα εορτών, άδεια, επίδοµα άδειας και προσαυξήσεις για νυκτερινή και Κυριακάτικη εργασία. Όπως προαναφέρθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο δέχθηκε ότι, 1) από την παροχή της εργασίας των αναιρεσειόντων α) οι ίδιοι θα αποκτούσαν εργασιακή εμπειρία, θα αποκόμιζαν δε και το ποσό των 12.000 δρχ. ημερησίως και β) ωφέλεια θα είχε και ο αναιρεσίβλητος, αφού σκοπός του προγράμματος στο οποίο αυτοί εντάχθηκαν ήταν, αφενός η απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ανέργων, με πιθανότητα μόνιμης απασχόλησης στη φύλαξη σχολικών κτιρίων και αφετέρου η επίλυση του προβλήματος της φύλαξης των σχολικών κτιρίων, του εξοπλισμού τους, της επίβλεψης του περιβάλλοντος χώρου και της προστασίας των μαθητών, 2) η παροχή της εργασίας των γινόταν σε επακριβώς καθορισμένο χρόνο (καθημερινά, σε εικοσιτετράωρη βάση, σε τρείς οκτάωρες βάρδιες και Σάββατο, Κυριακή και αργίες), 3) καθ' όλη τη χρονική διάρκεια της λειτουργίας των συµβάσεων συνεργασίας, ο καθένας συμβαλλόμενος εκτέλεσε τις προαναφερόμενες υποχρεώσεις του, 4) οι αναιρεσείοντες τοποθετήθηκαν από τον αναιρεσίβλητο σε σχολικά κτίρια που ανήκουν στην περιοχή της αρμοδιότητάς του, 5) μετά την πάροδο του χρόνου διαρκείας των αρχικών συμβάσεων παρατάθηκε η διάρκειά των µέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, µε αλλεπάλληλα συμφωνητικά συνεργασίας, που υπογράφηκαν µεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων, τα οποία είχαν πανομοιότυπο περιεχόµενο µε τα ανωτέρω αρχικά συμφωνητικά, 6) καθ' όλη τη χρονική διάρκεια του προγράμματος, οι αναιρεσείοντες εκτελούσαν τις συμβατικές των υποχρεώσεις, συνιστάμενες στην επαγγελµατική των κατάρτιση και απόκτηση εργασιακής εµπειρίας φύλαξης των ανωτέρω σχολικών κτιρίων, η ΕΕΤΑΑ τους κατέβαλε το ως άνω συμφωνηθέν εκπαιδευτικό επίδοµα των 12.000 δραχµών µέχρι 31.12.2001 και έκτοτε 35,22 ευρώ, χωρίς να διαφοροποιηθεί το ύψος τούτου στις περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών κατά την απογευματινή ή βραδινή βάρδια ή κατά τις µέρες αργιών και χωρίς την καταβολή δώρων εορτών, επιδόματος άδειας και άδειας, 7) ο Δήμος είχε την υποχρέωση να προβεί στην επιλογή των συγκεκριμένων σχολικών κτιρίων και στην κατανομή σ' αυτά των αναιρεσειόντων, να διενεργεί παραλλήλως με τους προαναφερόμενους φορείς, τακτικούς ελέγχους προς διαπίστωση της παρουσίας των εναγόντων στις βάρδιές τους, να συμπληρώνει και να αποστέλλει τα Μηνιαία Δελτία Παρουσίας Ασκουμένων στην ΕΕΤΑΑ για να καταβληθεί από την τελευταία το εκπαιδευτικό επίδομα, να χορηγεί τον αποσταλέντα από την τελευταία εξοπλισμό, εκπαιδευτικό και υποστηρικτικό υλικό προς τους ενάγοντες και να επιμελείται με τη συνεργασία και της ΕΕΤΑΑ και στο πλαίσιο των προδιαγραφών αυτής, την οργάνωση και το συντονισμό των επιμορφωτικών συναντήσεων για τους ασκούμενους, την υπογραφή στα πλαίσια του Προγράμματος των επιδίκων συμφωνητικών συνεργασίας μεταξύ των βασικών συντελεστών τούτου, ήτοι της ΕΕΤΑΑ, του επιλεγέντος εναγομένου Δήμου ως δικαιούχου για την εφαρμογή του Προγράμματος σε σχολικά κτίρια της περιοχής ευθύνης του και των επιλεγέντων αναιρεσειόντων - ανέργων και τέλος ο ίδιος επιδίωξε να θεωρηθούν οι αναιρεσείοντες ως έμμισθο τακτικό προσωπικό του, υπαγόμενοι στις διατάξεις του ΠΔ 164/2004. Σύµφωνα, λοιπόν, µε τα γενόµενα δεκτά ως άνω περιστατικά, µεταξύ των διαδίκων καταρτίσθηκαν, πράγματι, εξαρχής, µη απαγορευόμενες αλλά επιτρεπόμενες από το νόµο συµβάσεις εξαρτηµένης εργασίας ορισµένου χρόνου, παραταθείσες µε παρόµοιες συµβάσεις και όχι συµβάσεις μαθητείας και µάλιστα "ιδιότυπες", όπως υπολαμβάνει ο αναιρεσίβλητος και δέχθηκε το Εφετείο, παραβλέποντας το γεγονός ότι ο προέχων σκοπός των επίδικων συµβάσεων ήταν η παροχή εργασίας από τους ενάγοντες και στο σκοπό αυτό απέβλεψαν τα συμβαλλόμενα μέρη, ενόψει και του ότι η απασχόληση με την Φύλαξη σχολικών κτιρίων, από την φύση της, δεν απαιτεί ούτε απόκτηση ειδικών γνώσεων και ικανοτήτων, ούτε ιδιαίτερη εκπαίδευση, επίσης δε ο αναιρεσείων Δήμος, ως αντισυμβαλλόμενος κάθε Φύλακα σχολικών κτιρίων, τόσο κατά την σύσταση όσο και καθεαυτή την λειτουργία των συμβάσεων εργασίας τους, αποτελεί τον φορέα της εργασιακής σχέσης, με τον οποίο συνδέονταν οι ενάγοντες στο πλαίσιο εφαρμογής του παραπάνω προγράμματος, και τον εργοδότη αυτών, δεδομένου ότι σε αυτόν προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, έναντι αµοιβής και υπόκειντο σε προσωπική εξάρτηση απ' αυτόν, που εκδηλωνόταν µε το δικαίωµά του να ασκεί εποπτεία, να ελέγχει την εργασία τους και να τους δίνει δεσμευτικές οδηγίες ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της και ότι ο τελευταίος τους οφείλει τ' αναφερόμενα στην προσβαλλομένη απόφαση ποσά, ως επιδόματα εορτών, αποδοχές και επίδομα αδείας και προσαύξηση για την απασχόλησή τους κατά τις Κυριακές και τη νύχτα. Όμως, το Εφετείο κατέληξε στην κρίση ότι α) η σχέση που συνδέει τους ενάγοντες με τον αναιρεσίβλητο αποτελεί "ιδιότυπη μορφή της σύμβασης μαθητείας", δίχως μάλιστα να αιτιολογεί, ειδικότερα, την κρίση του ως προς την έννομη αυτή σχέση και να προσδιορίζει αν αυτή ταυτίζεται με τη γνήσια σύμβαση μαθητείας ή τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου και β) δεν συνδέει τους διαδίκους, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, σχέση εξαρτημένης εργασίας. Κρίνοντας, όμως, έτσι, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου (µε ασαφείς, αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες), τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, μεταξύ των οποίων και εκείνες των άρθρων 648, 652 Α.Κ. και 11 παρ. β εδ. 2 του ΠΔ 164/2004. Επομένως, οι, ενιαίως, κρινόμενοι, πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναίρεσης, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την άνω απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 παρ. 1 Ν. 4139/2013). Τέλος, πρέπει, να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος, σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων (άρθρ. 183, 176 του ΚΠολΔ, και 281 του ν. 3463/2006 "Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας"). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη με αριθμό 1711/2010 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Παραπέμπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, το οποίο ορίζει σε χίλια εκατό πενήντα (1150) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Νοεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σύμβαση μαθητείας είναι η σύμβαση κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις, για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης. Ειδικότερες μορφές της σύμβασης μαθητείας είναι η γνήσια σύμβαση μαθητείας και η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου. Επί σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου εφαρμόζονται τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 2010/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 24η Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ε. Χ. του Ν., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Χατζηλελέκα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων" (ΟΓΑ), όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια της παρέδρου του ΝΣΚ Αικατερίνης Κανελλοπούλου, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-10-2007 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 1562/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 6110/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 19-4-2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 15-2-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ.1 του ν. 4169/1961, "Ο ΟΓΑ απαλλάσσεται παντός δημοσίου, δημοτικού και κοινοτικού ή υπέρ τρίτου φόρου άμεσου ή έμμεσου, των υπέρ ΜΤΠΥ κρατήσεων, παντός τέλους ταχυδρομικού ως και δικαστικού εις πάσαν δίκην του και απολαύει ανεξαιρέτως απασών των ατελειών και προνομίων δικαστικών, διοικητικών και δικονομικών, ως εάν είναι αυτό τούτο το Δημόσιον". Αντιστοίχου περιεχομένου διάταξη διαλαμβάνεται και στο άρθρο 19 του ν. 1846/1951 για το ΙΚΑ. Εξ άλλου, με το άρθρο 29 παρ. 4 του ν. 3232/2004 ορίσθηκε ότι "Η έννοια της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 4169/1961 είναι ότι ο ΟΓΑ απολαύει ανεξαιρέτως όλων των ατελειών και ουσιαστικών προνομίων, ως εάν είναι το ίδιο το Δημόσιο". Από την όλη διατύπωση των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι στην εξομοίωση του ΟΓΑ με το Δημόσιο περιλαμβάνονται και τα ουσιαστικού περιεχομένου προνόμια αυτού (ΟλΑΠ 22/2008). Εξ άλλου, στις διατάξεις του άρθρου 90 παρ.1 και 3 του ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους κλπ" ορίζεται ότι "Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφ' όσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής" και ότι "Η απαίτηση οποιουδήποτε των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από τη γένεση της". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι με την πρώτη ρυθμίζεται γενικά το θέμα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων κατά του Δημοσίου, ο οποίος προσδιορίζεται σε πέντε έτη που υπολογίζονται από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η συγκεκριμένη αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής (άρθρο 91 του ν. 2362/1995), ενώ με τη δεύτερη ρυθμίζεται ειδικά ο χρόνος της παραγραφής των αξιώσεων των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις, ο οποίος προσδιορίζεται σε δύο έτη που υπολογίζονται από τη γένεση της συγκεκριμένης αξίωσης. Η διάταξη του άρθρου 90 παρ.3 είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 90 παρ.1 του ανωτέρω νόμου και, κατά συνέπεια, κατισχύει αυτής, χωρίς να έρχεται σε αντίθεση ούτε με το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος ούτε με τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής (ΑΕΔ 1/2012). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι οι ένδικες αξιώσεις της αναιρεσείουσας (ενάγουσας στην από 23-10-2007 αγωγή) για το επί μέρους χρονικό διάστημα από 1-1-2002 μέχρι 31-10-2005, αναφερόμενες στις μισθολογικές διαφορές που προέκυπταν από το μη συνυπολογισμό στις τακτικές αποδοχές αυτής της ειδικής παροχής του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 (των 176 ευρώ), είχαν υποκύψει στη διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ.3 του ν. 2362/1995, το οποίο έχει εφαρμογή και επί του αναιρεσιβλήτου (εναγομένου) Οργανισμού, δεδομένου του ότι από το χρόνο γένεσης μιας εκάστης εξ αυτών, που ως νόμιμες αποδοχές ήσαν προκαταβλητέες την 1η και 16η ημέρα εκάστου μηνός, μέχρι την επίδοση της αγωγής (25-10-2007) είχε παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά τις προαναφερόμενες, ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 18 παρ.1 του ν. 4169/1961, 29 παρ. 4 του ν. 3232/2004 και 90 παρ.3 του ν. 2362/1995. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι οι ένδικες αξιώσεις υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή (υπό την εσφαλμένη εκδοχή ότι απορρέουν από αδικοπραξία των αρμοδίων οργάνων του αναιρεσιβλήτου Οργανισμού) και προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 2. Σύμφωνα με το άρθρο 21 του διατάγματος της 26-6/10-7-1944 "περί του Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου", στα ουσιαστικά προνόμια του Δημοσίου, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε (βλ. παραπάνω, αρ.2), απολαμβάνει και ο ΟΓΑ, εντάσσεται και ο περιορισμός της υποχρέωσης του Δημοσίου για καταβολή νομίμου ή υπερημερίας τόκου σε ποσοστό μόνο 6%, με έναρξη της τοκοφορίας από την επίδοση της αγωγής, ως τοιαύτης νοουμένης όχι μόνο της καταψηφιστικής, αλλά και της αναγνωριστικής (ΑΕΔ 7/2011). Τόσο ο αποκλεισμός της τοκοφορίας από το χρόνο κατά τον οποίο ήταν ληξιπρόθεσμη η κυρία οφειλή, όσο και ο περιορισμός του επιτοκίου σε συγκεκριμένο ποσοστό, έλασσον αυτού που ισχύει μεταξύ των ιδιωτών, προστατεύει τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας προς όφελος όλων των πολιτών, ήτοι όχι μόνο αυτών που επιδιώκουν ικανοποίηση από συγκεκριμένη επιδικία, αλλά και όσων προσδοκούν την απόλαυση κοινωνικών αγαθών από την κρατική οικονομική ευρωστία, η οποία δεν είναι πάντοτε δεδομένη και πρέπει γενικώς να ενισχύεται. Για την ίδια αιτία, η εν λόγω εξαίρεση υπέρ του Δημοσίου, και κατ' επέκταση υπέρ των ΝΠΔΔ που εξομοιώνονται με αυτό, δεν βρίσκεται σε αντίθεση ούτε με τις διατάξεις του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν μεν την προστασία της περιουσίας παντός φυσικού ή νομικού προσώπου, όταν, όμως, αυτή δεν είναι αντίθετη προς το γενικότερο κοινωνικό ή δημόσιο συμφέρον (ΟλΑΠ 3/2006, άλλως ειδικώς για τον "ΟΛΠ ΑΕ" η ΟλΑΠ 5/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, ως προς το επιτόκιο υπερημερίας και την έναρξη της τοκοφορίας επί των οφειλών του Δημοσίου, έχει εφαρμογή και επί του αναιρεσείοντος (εναγομένου) Οργανισμού. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθά τις προαναφερόμενες, ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 18 παρ.1 του ν. 4169/1961, 29 παρ. 4 του ν. 3232/2004 και 21 του διατάγματος της 26-6/10-7-1944. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι ο περιορισμός του επιτοκίου υπερημερίας εν προκειμένω είναι ανεφάρμοστος, το μεν διότι δεν προσιδιάζει στον αναιρεσίβλητο, που απολαμβάνει μόνο τα δικονομικά προνόμια του Δημοσίου, το δε διότι είναι αντίθετος προς τις διατάξεις του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 19-4-2011 αίτηση περί αναιρέσεως της 6110/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων εκατό (1.100) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 31η Οκτωβρίου 2013. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 8η Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΟΓΑ. Απολαμβάνει και τα ουσιαστικά προνόμια του Δημοσίου, όπως τη διετή παραγραφή για τις αξιώσεις των υπαλλήλων του και τον περιορισμό του επιτοκίου υπερημερίας. Απορρίπτει την αίτηση.
Παραγραφή αξιώσεων
Παραγραφή αξιώσεων, ΟΓΑ, Επιτόκιο υπερημερίας ΝΠΔΔ.
0
Αριθμός 2007/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Γεωργιάδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσίβλητης: Δ. συζ. Γ. Τ., το γένος Β. Σ., κατοίκου ... η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Μαρτζακλή. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/7/2008 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 108/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 46/2012 του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 17/5/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 19/9/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Το άρθρο 6 παρ. 1 και 2 του ν.2664/1998 "Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις", όπως τροποποιήθηκε από το ν.3127/2003 και ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το ν.3983/2011 (άρθρ. 24 παρ. 1), έχει δε εν προκειμένω εφαρμογή, όριζε ότι: "Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες, σύμφωνα με την παρ. 2 περ. β' του άρθρου 3. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, υπόκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος κεφαλαίου (παρ. 1). Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής μπορεί να ζητηθεί, με αγωγή ενώπιον του αρμόδιου καθ' ύλην και κατά τόπο πρωτοδικείου, η αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και η διόρθωση, ολικά ή μερικά, της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή (αναγνωριστική ή διεκδικητική) ασκείται από όποιον έχει έννομο συμφέρον μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών, εκτός αν πρόκειται για το Ελληνικό Δημόσιο και για μόνιμους κατοίκους εξωτερικού ή εργαζομένους μόνιμα στο εξωτερικό κατά τη λήξη της πενταετούς αυτής προθεσμίας, για τους οποίους η προθεσμία άσκησης της αγωγής είναι επτά (7) ετών ... Η αποκλειστική προθεσμία αυτής της παραγράφου αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος, που προβλέπει το άρθρο 1 παρ. 3. Η αγωγή απευθύνεται κατά του αναγραφόμενου ως δικαιούχου του δικαιώματος στο οποίο αφορά η πρώτη εγγραφή ή κατά των καθολικών του διαδόχων και κοινοποιείται, με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης, στον προϊστάμενο του οικείου κτηματολογικού γραφείου ... (παρ.2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία, μπορεί, όπως έχει έννομο συμφέρον, να ζητήσει με αγωγή, που απευθύνεται ενώπιον του κατά τις γενικές διατάξεις αρμόδιου καθ' ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς Πρωτοδικείου, την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία και κοινοποιείται με ποινή απαραδέκτου της συζήτησής της στον προϊστάμενο του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου, πρέπει δε να καταχωρίζεται, επίσης με ποινή απαραδέκτου, στο οικείο κτηματολογικό φύλλο μέσα σε προθεσμία, κατ' ανώτατο όριο, τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της (άρθρα 12 παρ.1 περ. 1β και 5 και 13 παρ. 2 εδ. 4). Εξάλλου, στην παρ.3 περ. α' του ως άνω άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 2 του ν.3481/2006, ορίζεται: "Στην περίπτωση των αρχικών εγγραφών με την ένδειξη "άγνωστοι ιδιοκτήτες" κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 9, αντί της προβλεπόμενης στην παρ. 2 του παρόντος άρθρου αγωγής, η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση εκείνου που ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολογικό δικαίωμα, η οποία υποβάλλεται ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και, μέχρις ότου οριστεί αυτός, στο Μονομελές Πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την κατάθεσή της και επί ποινή απαραδέκτου, η αίτηση αυτή κοινοποιείται από τον αιτούντα στο Ελληνικό Δημόσιο και εγγράφεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου". Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει, ότι, στην περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, όταν με την ανακριβή εγγραφή φέρεται το ακίνητο ως "άγνωστου ιδιοκτήτη", όποιος ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, ασκεί αίτηση ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου (και μέχρι να οριστεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας του ακινήτου), που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, προκειμένου να ζητήσει τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής. Αντικείμενο της δίκης αυτής είναι η διαπίστωση της υπάρξεως του σχετικού εγγραπτέτου δικαιώματος του αιτούντος και η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή "άγνωστου ιδιοκτήτη" δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση, αλλά ακριβώς την έλλειψη διαπίστωσης του υπάρχοντος δικαιώματος. Περαιτέρω, στο άρθρο 9 παρ. 1 και 2 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται: "Ακίνητα που δεν έχουν εγγραφεί ως ανήκοντα σε ορισμένο πρόσωπο και φέρονται στα κτηματολογικά βιβλία και στα λοιπά στοιχεία του Κτηματολογίου ως ακίνητα "άγνωστου ιδιοκτήτη" θεωρείται ότι ανήκουν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου μόλις καταστεί οριστική η πρώτη εγγραφή. Στην περίπτωση αυτή δημιουργείται υπέρ του Δημοσίου το κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 7 αμάχητο τεκμήριο και ισχύουν όσα ορίζονται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου (παρ.1). Τα αρμόδια Κτηματολογικά Γραφεία μεριμνούν για τη σημείωση στα Κτηματολογικά βιβλία της προβλεπόμενης στην προηγούμενη παράγραφο έννομης συνέπειες". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνα που εκτέθηκαν παραπάνω, προκύπτει, ότι, στην περίπτωση ακινήτου φερόμενου ως "άγνωστου ιδιοκτήτη" και πριν καταστεί οριστική η πρώτη εγγραφή το Ελληνικό Δημόσιο δεν νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση διεκδικητικής ή αναγνωριστικής αγωγής σχετικά με εμπράγματο δικαίωμα τρίτου επί του ακινήτου αυτού, ορίζεται δε στο άρθρο 74 ΚΠολΔ ότι: "Περισσότερα πρόσωπα μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν από κοινού, ως ομόδικοι, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζουν άλλες διατάξεις, 1) αν, σχετικά με το αντικείμενο της διαφοράς, έχουν κοινό δικαίωμα ή κοινή υποχρέωση ή αν τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις τους στηρίζονται στην ίδια πραγματική και νομική αιτία, ή 2) αν αντικείμενο της διαφοράς είναι ομοειδείς απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που στηρίζονται σε όμοια, κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, ιστορική και νομική βάση και συγχρόνως το δικαστήριο έχει αρμοδιότητα για τον καθένα από τους εναγομένους". Με το άρθρο αυτό ρυθμίζεται η απλή ομοδικία, ήτοι η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο αιτήσεων κατά περισσότερων αντιδίκων. Επειδή δε η υποκειμενική σώρευση αιτήσεων συνεπάγεται αναπόφευκτα και αντικειμενική σώρευση αιτήσεων, η απλή παθητική ομοδικία επιτρέπεται, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αντικειμενικής σώρευσης, που προβλέπονται στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 218 ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων είναι και η υπαγωγή κάθε μίας από τις σωρευόμενες αιτήσεις στην ίδια διαδικασία. Και αν δεν συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις, ως μόνη κύρωση προβλέπεται ο χωρισμός των υποθέσεων, τον οποίο διατάσσει το δικαστήριο και όχι το απαράδεκτο ή η ακυρότητα του δικογράφου της αγωγής (ΑΠ 1283/2003 Ελλ. Δνη 46, 455). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 159μ 544 και 559 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, η εκδίκαση μιας υπόθεσης κατά την τακτική διαδικασία αντί της προσήκουσας ειδικής και γενικώς η μη τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας αυτή καθεαυτή, μη συνιστώσα έλλειψη ίδιας διαδικαστικής προϋπόθεσης, δεν δημιουργεί καμία ακυρότητα ή απαράδεκτο, εκτός αν δεν εφαρμόσθηκε ειδικός σ' αυτή δικονομικός κανόνας, που έπρεπε να εφαρμοσθεί και ο οποίος πρόδηλα, περιέχει ή ευνοϊκότερες για τον εναγόμενο ή αυστηρότερες για τον ενάγοντα διατάξεις και επομένως ούτε ιδρύει λόγο αναίρεσης, εφόσον βέβαια η διαφορά υπάγεται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του δικάσαντος δικαστηρίου (Ολ. ΑΠ 402/1981, ΑΠ 14/2007, ΑΠ 922/1999, ΑΠ 1303/1974). Τέλος, στο άρθρο 24 του ν.2732/1999, με το οποίο αντικαταστάθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 8 του α.ν 1539/1938, ορίζεται ότι: "Οποιοσδήποτε αξιώνει δικαίωμα κυριότητας ή άλλο, εκτός της νομής, εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, ανεξάρτητα αν αυτό κατέχεται από το Δημόσιο ή τον ίδιο, οφείλει, πριν υποβάλει σχετική αγωγή στο αρμόδιο, κατά τις κείμενες διατάξεις, δικαστήριο, να κοινοποιήσει με δικαστικό επιμελητή προς το Δημόσιο αίτηση, η οποία θα περιλαμβάνει τις αξιώσεις του, δηλαδή το δικαίωμά του, το είδος, την έκταση, την ακριβή θέση όπου κείται το ακίνητο, και τα όρια του, μετά τοπογραφικού διαγράμματος, συνταγμένου από μηχανικό, και τους τίτλους στους οποίους στηρίζει το δικαίωμά του, ως και τα ονόματα και την ακριβή διεύθυνση κατοικίας των μαρτύρων, οι οποίοι, μπορούν να καταθέσουν υπέρ αυτού", καθώς και ότι: "αγωγή, που ασκείται χωρίς να έχει τηρηθεί η ως άνω προδικασία, κηρύσσεται, απαράδεκτη από το αρμόδιο δικαστήριο". Γίνεται φανερό ότι με το άρθρο αυτό, η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευση του νόμου τούτου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 28 του ίδιου νόμου) στις 30.7.99 (ΦΕΚ Α 154/99), καθιερώνεται, κατά τροποποίηση της σχετικής ρυθμίσεως του άρθρου 8 § 1 του Α.Ν. 1539/1938, η τήρηση της προδικασίας της αιτήσεως θεραπείας πριν από την άσκηση οποιασδήποτε κατά του Δημοσίου διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής, ανεξαρτήτως αν το ακίνητο κατέχεται ή όχι από το Δημόσιο (ΑΠ 692/2009, ΑΠ 2006/2006, ΑΠ 320/2004). Η διοικητική, όμως αυτή διαδικασία δεν απαιτείται για την άσκηση της αίτησης της παραγρ. 3 του άρθρου 6 ν. 2664/1998, η οποία αφορά σε ακίνητο που φέρεται "ως άγνωστου ιδιοκτήτη". Τούτο, δε, διότι, το ακίνητο αυτό - αφού δεν οριστικοποιήθηκε η πρώτη εγγραφή - δεν ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο. Με την αίτηση δε της παραγράφου αυτής δεν αξιώνεται εμπράγματο δικαίωμα έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά ζητείται η διόρθωση των κτηματολογικών στοιχείων της πρώτης εγγραφής. Ενώ, γι' αυτό και η διάταξη αυτή δεν απαιτεί να απευθύνεται η αίτηση κατά του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά μόνο να κοινοποιείται σ' αυτό και, ειδικότερα, διότι, αν η αίτηση περί διόρθωσης της πρώτης εγγραφής δεν γίνει τελεσιδίκως δεκτή, το ακίνητο τεκμαίρεται αμαχήτως ως ανήκον στο Ελληνικό Δημόσιο. Με τα ανωτέρω συμπορεύεται και η επελθούσα προσφάτως τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 6 ν.2668/1998 με την παρ. 1 του άρθρου 24 ν.3983/2011, του οποίου η ισχύς άρχισε στις 17-6-2011 (βλ. άρθρο 25 του νόμου και ΦΕΚ 144/17-6-2011), με την οποία προστέθηκε εδάφιο στην παρ. 2 που ορίζει, ότι, "... 'Όταν η αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που αναγράφεται ως δικαιούχος δικαιώματος στις αρχικές εγγραφές, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 8 του α.ν. 1539/1938, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 του ν.2732/1999 (Α' 154)". Δηλαδή και για τις αγωγές της παρ. 2 κατά του Δημοσίου, όταν αυτό αναγράφεται ως δικαιούχο του δικαιώματος, δεν απαιτείται η τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 8 του α.ν. 1539/1938. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου δεν απαιτείται πολύ περισσότερο η τήρηση της διαδικασίας αυτής στην περίπτωση της παρ. 3, που το Δημόσιο δεν αναγράφεται ως δικαιούχο του αναγραφόμενου δικαιώματος, αλλά απλώς καλείται στη σχετική δίκη, επειδή όταν θα οριστικοποιηθεί η εγγραφή θα αποκτήσει το σχετικό δικαίωμα, εφ' όσον βέβαια δεν διορθωθεί η πρώτη εγγραφή και δεν αναγραφεί ως δικαιούχος κάποιος τρίτος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της ένδικης από 21-7-2008 αγωγής που δέχτηκε και το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, στο δικόγραφο της αγωγής αυτής σωρεύονται: α) ως προς την πρώτη εναγομένη (η οποία πέθανε στις 27-8-2008 - μετά την άσκηση της αγωγής - και κληρονομήθηκε από την ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα, γι' αυτό και η δίκη καταργήθηκε με την προεκδοθείσα 108/2009 απόφαση του πρωτοβάθμιου Μονομελούς Πρωτοδικείου 'Αρτας) διαφορά που αφορά στη διόρθωση της αρχικής εγγραφής των κτηματολογικών στοιχείων για το ακίνητο που περιγράφεται στην αγωγή, το οποίο φέρεται στα στοιχεία αυτά ως ανήκουν στην κυριότητα της πρώτης εναγομένης, διαφορά που δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία και β) ως προς το δεύτερο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, διαφορά που αφορά στη διόρθωση της αρχικής εγγραφής των κτηματολογικών στοιχείων για το ακίνητο που περιγράφεται στην αγωγή, το οποίο φέρεται ως "άγνωστου ιδιοκτήτη", διαφορά που - όπως προαναφέρθηκε - επιλύεται με αίτηση του ενδιαφερομένου προς τον Κτηματολογικό Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και μέχρις ότου ορισθεί αυτός στο Μονομελές Πρωτοδικείο της τοποθεσίας αυτής, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, το Εφετείο δέχτηκε, ότι "το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε παραδεκτή τη σώρευση των δύο αγωγών και στη συνέχεια προέβη στην εκδίκασή τους κατά την τακτική διαδικασία. Η κρίση του αυτή - δέχτηκε στη συνέχεια το Εφετείο - ήταν μεν εσφαλμένη, λόγω του ότι οι συνεκδικασθείσες αιτήσεις δεν υπάγονται στην ίδια διαδικασία, πλην όμως, εφόσον η σωρευθείσα δεύτερη αγωγή (αίτηση) δικάσθηκε (ι) από αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι το Μονομελές Πρωτοδικείο 'Αρτας, αφού δεν έχει ορισθεί στο Πρωτοδικείο 'Αρτας Κτηματολογικός Δικαστής, και (ιι) με την τακτική διαδικασία, η οποία ενέχει περισσότερα εχέγγυα ασφαλούς διάγνωσης της διαφοράς από εκείνη της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 739 επ. ΚΠολΔ), με την οποία έπρεπε να εκδικασθεί, δεν δημιουργείται ακυρότητα ή απαράδεκτο, ούτε άλλωστε συντρέχει μη εφαρμογή ειδικού δικονομικού κανόνα, ο οποίος πρόδηλα περιέχει ευνοϊκότερες για το δεύτερο εναγόμενο ή αυστηρότερες για την ενάγουσα διατάξεις, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας". Ακολούθως, το Εφετείο δέχτηκε, ότι "το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δίκασε την προαναφερθείσα δεύτερη των (σωρευθεισών στο ίδιο δικόγραφο) ως άνω αγωγών, με την οποία εισήχθη διαφορά που αφορά στη διόρθωση της αρχικής εγγραφής των κτηματολογικών στοιχείων για το ακίνητο που ... φέρεται ως "άγνωστου ιδιοκτήτη", χωρίς να απαιτήσει την τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 8 παρ. 1 α.ν. 1539/1938, αν και δεν αιτιολογεί την κρίση του, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο ..". Κρίνοντας, έτσι, το Εφετείο, σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προεκτεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ν.2664/1998 "Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις", όπως τροποποιήθηκε και έκρινε νόμιμη και την προαναφερθείσα δεύτερη αγωγή (αίτηση), ενώ δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει απαράδεκτη τη δεύτερη αυτή αγωγή, και, συνεπώς, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, από τους αριθμούς 1 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αντίστοιχα, με τους οποίους, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17-5-2012 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 46/2012 απόφασης του Εφετείου Ιωαννίνων. Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 15 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σε περίπτωση ανακριβούς έγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία, μπορεί, όπου έχει έννομο συμφέρον, να ζητήσει με αγωγή, η οποία δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία , την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Στην περίπτωση, όμως, των αρχικών εγγραφών με την ένδειξη "αγνώστου διαμονής" η διόρθωση μπορεί να ζητηθεί με αίτηση που δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Σώρευση αιτήσεων κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 218 Κ.Πολ.Δ. Πότε η εκδίκαση μιας υπόθεσης κατ΄ την τακτική διαδικασία αντί της προσήκουσας ειδικής ιδρύει λόγο αναίρεσης. Η διοικητική διαδικασία του άρθρου 8 παρ. 1 του α.ν. 1539/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 του Ν. 2732/1999, δεν απαιτείται για την αίτησης της παρ. 3 του άρθρου 6 ν. 2664/1998, καθώς και για την άσκηση της αγωγής της παρ. 2 του άρθρου 6 ν. 2668/1998, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 24 ν. 3983/2011, όταν στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου.
Έννομο συμφέρον
Έννομο συμφέρον , Διόρθωση εγγραφής σε κτηματολογικό βιβλίο.
0
Αριθμός 2005/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών: 1)Φ. Σ. του Χ., κατοίκου ... και 2)Θ. Π. του Π., κατοίκου ... οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Ιατροπούλου. Του αναιρεσίβλητου: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, όπως υποκαταστάθηκε και παραστάθηκε κατά την εκδίκαση της προσβαλλόμενης για λογαριασμό της Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "Ανώνυμη Εταιρεία Εκμετάλλευσης και Διαχείρισης Ελληνικών Αυτοκινητοδρόμων (ΤΕΟ Α.Ε.)" νόμιμα εκπροσωπούμενης. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/9/2007 αγωγή της "Ανώνυμης Εταιρείας Εκμετάλλευσης και Διαχείρισης Ελληνικών Αυτοκινητοδρόμων (ΤΕΟ Α.Ε.)" που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ερινεού. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 71/2010 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αιγίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 10/3/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 10/5/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης. H πληρεξούσια των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 560 αριθ. 3 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης κατά των αποφάσεων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων ιδρύεται μόνο όταν υπάρχει σφάλμα για την καθ' ύλην αρμοδιότητα ή αναρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου και όχι του ειρηνοδικαίου (ΟλΑΠ 30/1995). Εξάλλου, κατά το άρθρο 18 αριθ 2 ΚΠολΔ, στην αρμοδιότητα των πολυμελούς πρωτοδικείου υπάγονται οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων της περιφέρειάς τους. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 3 του άρθρου 560 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αιγίου, που δίκασε ως Εφετείο και απέρριψε την από 11-+5-2009 έφεση των αναιρεσειουσών (εναγομένων) κατά της 1/2009 απόφασης του Ειρηνοδικείου Ερινεού - το οποίο έκανε δεκτή την ένδικη, από 10-9-2007, διεκδικητική αγωγή της ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Ανώνυμη Εταιρία Εκμετάλλευσης και Διαχείρισης Ελληνικών Αυτοκινητοδρόμων" και το διακριτικό τίτλο "ΤΕΟ ΑΕ", στη θέση της οποίας, κατ' άρθρο 2 παρ 3 εδ γ' του ν. 3621/2007, υπεισήλθε το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο -εσφαλμένη έκρινε αρμόδια καθ' ύλην το Ειρηνοδικείο Ερινεού, ως πρωτοβάθμιο, και εαυτό, ως δευτεροβάθμιο, προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, καθ' όσον μεν αφορά το αποδιδόμενο σφάλμα για αναρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, ως απαράδεκτο, αφού, σύμφωνα με όσα έχουν προεκτεθεί, το σφάλμα αυτό δεν συνιστά λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 3 του άρθρου 560 ΚΠολΔ-ούτε όμως και από άλλο αριθμό του άρθρου αυτού-καθ' όσον δε αφορά το αποδιδόμενο σφάλμα για αναρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ως Εφετείου, ως αβάσιμος, αφού, κατ' άρθρο 18 αριθ 2 ΚΠολΔ, είχε αρμοδιότητα το εν λόγω Δικαστήριο. ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 987,989,992,249,251,1094 και 1095 ΑΚ προκύπτει, ότι ο εναγόμενος μπορεί να αντιτάξει κατά των αγωγών νομής (αποβολής και διατάραξης)την ένσταση της ενιαύσιας παραγραφής (ΑΚ 992), κατά δε της διεκδικητικής αγωγής την ένσταση της εικοσαετούς παραγραφής (ΑΚ 249). Επομένως, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, με το να απορρίψει ως μη νόμιμη την ένσταση της ενιαύσιας παραγραφής του άρθρου 992 ΑΚ, που πρόβαλλαν οι ήδη αναιρεσείουσες εναγόμενες κατά της άνω ένδικης διεκδικητικής αγωγής -αίτημα της οποίας, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ 2 ΚΠολΔ, επισκόπησή της και αποδέχονται άλλωστε και οι αναιρεσείουσες, είναι η αναγνώριση της κυριότητας του επίδικου ακινήτου και η απόδοση της νομής αυτού (ΑΚ 1094)-, δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 992 ΑΚ και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της αναίρεσης, από το άρθρο 560 αρ 1 περ α' του ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγω αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν το δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει ένα ουσιαστικό κανόνα δικαίου, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν τον εφάρμοσε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν τον εφάρμοσε εσφαλμένα(ολΑΠ 36/1988). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Στην προκείμενη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχτηκε τα εξής "To επίδικο είναι ένα παλαιό κτίσμα εμβαδού 16 τ.μ. το οποίο ευρίσκεται στο Δ.Δ. …του Δήμου ..., του νομού …και ειδικότερα επί της Π.Ε.Ο. Κορίνθου - Πατρών και κάτωθι της γέφυρας Κα-μάρων της Ν.Ε.Ο. Κορίνθου-Πατρών. Το κτίσμα αυτό, διαστάσεων 2,90 χ 2,90 χ 2,80 μ. επί βάσεως από μπετόν διαστάσεων 6,10 χ 4,50 μ., κατασκευάστηκε το έτος 1954 από τον Δ. Α. του Π. , ο οποίος λειτουργούσε σε αυτό κατάστημα πώλησης ψιλικών και τσιγάρων (περίπτερο), μέχρι το έτος 1964, οπότε το επίδικο κτίσμα μετά του οικοπέδου του απαλλοτριώθηκε δυνάμει της υπ' αριθμ. Δ 8758/6136/26-10-1964 κοινής υπουργικής απόφασης των Υπ. Δημοσίων Έργων και Οικονομικών, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στην ΕτΚ και δη στο υπ' αριθμ. 169 Δ'/ 12- 11- 1964 ΦΕΚ, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου για λόγους δημόσιας ωφέλειας και ειδικότερα για την κατασκευή της εθνικής οδού Κορίνθου- Πατρών. Στον από Ιανουαρίου 1964 κτηματολογικό πίνακα, φέρει αριθμό ιδιοκτησίας …, περιγράφεται ως πλινθόκτιστο περίπτερο, με εικαζόμενο ιδιοκτήτη τον Δ. Α. του Π. . Η ανωτέρω απαλλοτρίωση συντελέσθηκε με τη δημοσίευση στην ΕτΚ και δη στο υπ' αριθμ. 142 Δ'/8-9-1966 ΦΕΚ της υπ' αριθμ. Α 69628/6008/26-7-1966 ειδοποίησης του Υπουργού Δημοσίων Έργων περί παρακατάθεσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων της προσωρινώς προσδιορισθείσης αποζημίωσης για τα υπ' αριθμ. 223-348 απαλλοτριούμενα ακίνητα του κτηματολογικού πίνακα και εν προκειμένω αυτής που καθορίσθηκε με την υπ' αριθμ. 843/1965 απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών Πατρών, που κατατέθηκε στο ανωτέρω Ταμείο, εκδοθέντος του υπ' αριθμ. 11597/20-7-1966 γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης {ως προς το χρόνο συντέλεσης της απαλλοτρίωσης βλ. άρθρο 7 § 1 εδ. β' του τότε ισχύοντος Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων ήτοι του α.ν. 1731/1939). Ενόψει του γεγονότος ότι η συντέλεση αποτελεί την ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και επιφέρει την πρωτότυπη κτήση του απαλλοτριωθέντος από τον υπέρ ου η απαλλοτρίωση από την ανωτέρω δημοσίευση η κυριότητα του επιδίκου ακινήτου περιήλθε με πρωτότυπο τρόπο στο Ελληνικό Δημόσιο, αφού ο φερόμενος ως εικαζόμενος ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου Δ. Α. του Π. κλητεύθηκε στη σχετική δίκη καθορισμού αποζημίωσης πλην όμως δεν παρέστη κατά τη συζήτηση αυτής κατά τη δικάσιμο της 15-4-1965 και για το επίδικο ακίνητο άσκησε πρόσθετη παρέμβαση η κοινότητα Καμάρων. Σημειωτέον ότι για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης η οποία επέρχεται ανεξαρτήτως της είσπραξης ή μη από τον καθ' ου η απαλλοτρίωση της παρακατατεθείσης αποζημίωσης, δεν είναι προαπαιτούμενο η κατάληψη του ακινήτου και επομένως για τη συντέλεση της απαλλοτρίωσης σύμφωνα με το άρθρο 7 § 1 εδ. β' του τότε ισχύοντος Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων ήτοι του α.ν. 1731/1939 αρκούσε η δημοσίευση στο ΦΕΚ της σχετικής παρακατάθεσης. Εν συνεχεία συντάχθηκε από το Τμήμα Β' της Διεύθυνσης Απαλλοτριώσεων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, ο από 19-12-1966 Πίνακας Αποβολής εγκατεστημένων ιδιοκτητών στο Τμήμα Αιγίου-Καμάραι, στον οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο κτίσμα με αριθμό κτηματολογικού πίνακα … και εικαζόμενο ιδιοκτήτη τον Δ. Α. του Π. . Ο ισχυρισμός των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών ότι το επίδικο κτίσμα ευρίσκεται εκτός των ορίων της απαλλοτριωμένης ζώνης δεν αποδείχθηκε. Αντιθέτως από πλήθος αποδεικτικών στοιχείων προκύπτει ότι το με αριθμό …κτηματολογικού πίνακα … επίδικο κτίσμα ευρίσκεται εντός των ορίων της απαλλοτριωμένης ζώνης και δη εντός της απαλλοτριωθείσας έκτασης του τμήματος …, κάτω από τη γέφυρα …του Δήμου …. Τούτο προκύπτει, ιδίως: ....". Περαιτέρω, το πιο πάνω Δικαστήριο δέχτηκε, "ότι το έτος 2001 το επίδικο κτίσμα περιήλθε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στην "Ανώνυμη Εταιρία Εκμετάλλευσης και Διαχείρισης Ελληνικών Αυτοκινητοδρόμων" και το διακριτικό τίτλο "ΤΕΟ ΑΕ" δυνάμει αναγκαστικής μεταβίβασης του με το νόμο 2938/2001 "Συγχώνευση του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Ταμείο Εθνικής Οδοποιίας" και της Εταιρείας "Ελληνικοί Αυτοκινητόδρομοι Ανώνυμη Εταιρεία" σε ανώνυμη εταιρεία, με την επωνυμία "Ανώνυμη Εταιρεία εκμετάλλευσης και Διαχείρισης Ελληνικών Αυτοκινητοδρόμων" και το διακριτικό τίτλο "ΤΕΟ.Α.Ε." [ΦΕΚ 178Α'/6-2-2001] και μεταγραφής της σχετικής πράξης. Ειδικότερα δυνάμει του άρθρου 5 του ανωτέρω νόμου περιήλθαν στην κυριότητα της ως άνω εταιρείας οι παρόδιες εκτάσεις του οδικού δικτύου που ανήκουν στο Δημόσιο, όπως ειδικότερα αναφέρονται στο νόμο αυτό. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις της § 5 του άρθρου 5 του ανωτέρω νόμου, απόσπασμα της έκθεσης απογραφής, που περιέχει απογραφή των αποκτώμενων ακινήτων ή των εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε αυτά της Τ.Ε.Ο. ΑΕ, μεταγράφηκε ατελώς στα οικεία βιβλία των αρμοδίων Υποθηκοφυλακείων και εν προκειμένω στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείο Ερινεού. Με το νόμο 3621/2007 και δη με το δεύτερο άρθρο § β1 εδ. α' αυτού περιήλθαν άνευ ανταλλάγματος στο Δημόσιο κατά πλήρη κυριότητα οι παρόδιες εκτάσεις του τμήματος του οδικού άξονα του διευρωπαϊκού δικτύου Ελευσίνα - Κόρινθος - Πάτρα από τον Ανισόπεδο Κόμβο Θηβών έως τον Ανισόπεδο Κόμβο Κ1 (είσοδος Πατρών) του ίδιου οδικού άξονα, οι οποίες είχαν μεταβιβασθεί από το Δημόσιο στην "Ανώνυμη Εταιρεία Εκμετάλλευσης και Διαχείρισης Ελληνικών Αυτοκινητοδρόμων Α.Ε." και το διακριτικό τίτλο "Τ.Ε.Ο. Α.Ε.", δυνάμει της § 1 του άρθρου 5 του ν. 2938/2001 [ΦΕΚ 178Α']. Στην § 3 εδ. γ' του δεύτερου αυτού άρθρου του ανωτέρω νόμου [3621/2007] προβλέφθηκε επίσης ότι "εκκρεμείς δίκες της Τ.Ε.Ο. Α.Ε. κατά την ημερομηνία υπογραφής του ανωτέρω πρωτοκόλλου, καθώς και εκείνες που εγείρονται εφεξής και αφορούν στο προηγούμενο διάστημα, συνεχίζονται ή ασκούνται επ' ονόματι του Δημοσίου ή απευθύνονται κατ' αυτού". Επομένως, παραδεκτώς, το Ελληνικό Δημόσιο παριστάμενο δια του δικαστικού αντιπροσώπου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δήλωσε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το οικείο πινάκιο ότι σύμφωνα με την ανωτέρα) διάταξη συνεχίζει επ' ονόματι του την ανοιγείσα αυτή δίκη ως διάδικος υποκαθιστώντας την ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, η οποία δεν παραστάθηκε πρωτοδίκως. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, η οποία κληρονόμησε τη Φ. Α. , εκμίσθωσε στις 15-5-2006, παρανόμως και αυθαιρέτως, το επίδικο κτίσμα, αρχικά στην Π. Α., η οποία, όμως, διέκοψε τη μίσθωση αυτή αποχωρώντας από το επίδικο και εν συνεχεία με το από 30-4-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης το εκμίσθωσε στη δεύτερη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, η οποία από τις αρχές Ιουνίου του έτους 2007 λειτουργεί σε αυτό κατάστημα πώλησης ψιλικών [περίπτερο], αποβάλλοντας με τον τρόπο αυτό το Ελληνικό Δημόσιο από τη νομή του επίδικου ακινήτου, προσβάλλοντας, έτσι, την αποκλειστική κυριότητα του". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας δέχτηκε ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την ένδικη- από 10-9-2007- διεκδικητική αγωγή της άνω ανώνυμης εταιρίας με το διακριτικό τίτλο "ΤΕΟ.ΑΕ", στη θέση της οποίας νόμιμα, ως άνω, υπεισήλθε το ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο και απέρριψε την έφεση ήδη αναιρεσειουσών εναγομένων κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει όμοια κρίση. Κρίνοντας, έτσι, το πιο πάνω Δικαστήριο, του οποίου το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων (α.ν. 1731/1931) που προαναφέρθηκαν και έχουν εν προκειμένω εφαρμογή. Επομένως, οι τρίτος, τέταρτος και πέμπτος λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι περιλαμβανόμενες στους ίδιους αναιρετικούς λόγους αιτιάσεις, επίσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί, α) "όχι ορθά....η προσβαλλομένη δεν δέχτηκε ότι η πρώτη (από τις αναιρεσείουσες) κατέχ(ει) το πράγμα δυνάμει εννόμου σχέσεως ...., β) "ουδέποτε συμπεριλήφθη το ακίνητο ιδιοκτησίας (της )στη συντελεσθείσα απαλλοτρίωση" και γ) "όχι ορθά ...η προσβαλλομένη δέχτηκε ότι από το έτος 2001 το επίδικο κτίσμα περιήλθε...στην "Ανώνυμης Εταιρείας Εκμετάλλευσης και Διαχείρισης Ελληνικών Αυτοκινητοδρόμων" και το διακριτικό τίτλο "ΤΕΟ ΑΕ"...(αφού) τα σχετικά δημόσια έγγραφα...στο Υποθηκοφυλακείο Ερινεού ...βεβαιώνουν ότι δεν έχει κανένα κτίσμα το ενάγον...", είναι απαράδεκτες και πρέπει να απορριφθούν, διότι, υπό την επίκληση της παραπάνω πλημμέλειας, πλήττεται αποκλειστικά η περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ 1 ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-3-2011 αίτηση των 1)Φ. Σ. του Χ. κ.α. για αναίρεση της 71/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, που δίκασε ως Εφετείο. Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300)ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2013 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 6 Νοεμβρίου 2013 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγος αναίρεσης από το άρθρο 560 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται μόνο όταν υπάρχει σφάλμα για την καθ΄ ύλην αρμοδιότητα ή αναρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου και όχι του ειρηνοδικείου. Κατά των αγωγών νομής (αποβολής και διατάραξης) αντιτάσσεται η ένσταση της εκούσιας παραγραφής (ΑΚ 992), κατά δε της διεκδικητικής αγωγής η ένσταση της εικοσαετούς παραγραφής (ΑΚ 249).
Παραγραφή αξιώσεων
Ένδικο μέσο, Παραγραφή αξιώσεων.
2
Αριθμός 2006/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Κ. Ν. Γ., συζύγου Χ. Χ., κατοίκου ... και 2)Δ. Ν. Γ., συζύγου Α. Μ., κατοίκου ... οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Αμπατζή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/3/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 717/2007 του ίδιου Δικαστηρίου, 679/2009 μη οριστική και 14/2012 οριστική του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 5/4/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 19/9/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις του άρθρου 254 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 25 παρ.3 του ν.3994/2011 και έχει εν προκειμένω κατ'άρθρο 77 ίδιου νόμου εφαρμογή, προκύπτει, ότι το δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να διατάξει, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, με απόφασή του η οποία δεν έχει τον χαρακτήρα προδικαστικής απόφασης, την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση. Στην περίπτωση αυτή η συζήτηση θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης και η υπόθεση εκδικάζεται από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου, εκτός αν αυτό είναι αδύνατο για νομικούς ή φυσικούς λόγους. Επομένως, η διάφορη σύνθεση του δικαστηρίου, κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση, χωρίς να συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι, όπως προαγωγή, μετάθεση, θάνατος, παραίτηση, απόλυση του δικαστή, θεωρείται κακή σύνθεση και ιδρύει το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 2 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (ΑΠ 871/2011, ΑΠ 834/2010). Περίπτωση, όμως, εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 254 ΚΠολΔ και ίδρυση του οικείου λόγου αναίρεσης για κακή σύνθεση του δικαστηρίου δεν υπάρχει, όταν μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, διατάσσονται, με προδικαστική απόφασή του, συμπληρωματικές αποδείξεις, όπως λ.χ. πραγματογνωμοσύνη, αφού στην περίπτωση αυτή γίνεται (όχι επανάληψη, αλλά) νέα συζήτηση της υπόθεσης και στη σύνθεση του δικαστηρίου μπορεί να μετέχουν και άλλοι δικαστές. Στην προκείμενη περίπτωση, η έφεση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της 717/2007 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που δέχτηκε ως βάσιμη και κατ'ουσίαν την ένδικη αναγνωριστική συγκυριότητας ακινήτου αγωγή των αναιρεσιβλήτων, αρχικά συζητήθηκε, κατά τη δικάσιμο της 20.11.2008, ενώπιον του Εφετείου Πατρών, το οποίο εξέδωσε την 679/2009 προδικαστική απόφασή του, με την οποία διατάχθηκε πραγματογνωμοσύνη από ένα πραγματογνώμονα για τα ζητήματα που αναφέρονται σ' αυτή, μετά τη διεξαγωγή της οποίας και κατόπιν κλήσης των αναιρεσιβλήτων η συζήτηση της έφεσης χώρησε στις 14.4.2011, ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο με διαφορετική σύνθεση εξέδωσε την προσβαλλόμενη 14/2012 απόφασή του, με την οποία απέρριψε την έφεση. Με το να εκδώσει με διαφορετική σύνθεση το Εφετείο την προσβαλλόμενη απόφασή του, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ.2 ΚΠολΔ, για κακή σύνθεσή του, γι'αυτό και ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ.2 ΚΠολΔ, με τον οποίο το αναιρεσείον, υπό την επίκληση της αναιρετικής αυτής πλημμέλειας, υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙ. Έγγραφα, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.20 του ΚΠολΔ, είναι μόνον αυτά που προβλέπονται ως αποδεικτικά μέσα από τα άρθρα 339 και 432 του ίδιου Κώδικα. Συνεπώς, δεν αποτελούν έγγραφα υπό την ως άνω έννοια εκείνα στα οποία αποτυπώνεται άλλο αποδεικτικό μέσο, όπως λ.χ. οι γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων (άρθρα 368, 387 ΚΠολΔ, ΑΠ 861/1994 ΕλλΔνη 37.138). Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της από 22.2.2010 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα που διόρισε, αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού, Σ. Κ., είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙΙ. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Ως "ζητήματα", των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση, τη νόμιμη βάση της, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα απλά πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης ψέγεται η προσβαλλομένη γιατί με ανεπαρκείς αιτιολογίες δέχτηκε ότι το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται στα αναφερόμενα συμβόλαια των απώτερων δικαιοπαρόχων των ήδη αναιρεσιβλήτων εναγουσών, αφού, ενώ, μεταξύ άλλων, δέχτηκε ότι "...όσον αφορά τους προγενέστερους τίτλους των απώτερων δικαιοπαρόχων των εναγουσών και δη τα …/1919 και …/1864 συμβόλαια, ο πραγματογνώμονας δεν κατέληξε σε κάποιο συμπέρασμα λόγω της "ασάφειας και αοριστίας τους", όπως o ίδιος αποφαίνεται στη σχετική έκθεσή του", στη συνέχεια δέχτηκε, ότι "Από αυτό όμως δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους αυτούς, όπως αβάσιμα το εκκαλούν ισχυρίζεται με το σχετικό λόγο της έφεσής του...". Είναι, όμως, προφανές, ότι, με το λόγο αυτό, το αναιρεσείον, υπό την επίφαση της έλλειψης νόμιμης βάσης, παραπονείται πράγματι για κακή εκτίμηση των αποδείξεων, αναφερόμενο, ειδικότερα, σε αιτιολογίες της πραγματογνωμοσύνης, που, έστω και αν το τελικό της συμπέρασμα υιοθετείται από την απόφαση, δεν ιδρύεται ο λόγος από το άρθρο 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, αφού αυτόν ιδρύουν αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες της απόφασης και όχι τέτοιες αποδεικτικού μέσου, όπως είναι η πραγματογνωμοσύνη (ΑΠ 1197/2011), γι'αυτό και ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, και πρέπει να απορριφθεί. IV. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται να αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει, πάντως, την παραπάνω επιζήμια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει, όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, με το να συναγάγει την κρίση του περί της άσκησης διακατοχικών πράξεων επί του επιδίκου από το 1864 και εφεξής από τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι αναιρεσίβλητες (ενάγουσες), ήτοι τα υπ'αριθμ..../1864, .../1919, .../1929 και .../1948 συμβόλαια, τις υπ'αριθ.9/1992 και 3/2000 αποφάσεις της Α'βάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων, την υπ'αριθμ.76/2001 απόφαση της Β'βάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων, την υπ'αριθμ.7665/1.10.1992 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Πατρών, την υπ'αριθμ.477/1997 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πατρών, τις υπ'αριθμ.882/1998 και 717/2007 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών και τα ταυτάριθμα πρακτικά της τελευταίας, τα οποία δεν ήταν ικανά από τη φύση τους να συνεισφέρουν στοιχεία περί της δήθεν άσκησης διακατοχικών πράξεων επί του επιδίκου απ'αυτές και τους δικαιοπαρόχους τους, καθώς σε αυτά (τα αποδεικτικά στοιχεία) ουδεμία σχετική μνεία περιέχεται, προσέδωσε σε αυτά περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από αυτό που πράγματι έχουν, παραμορφώνοντας, έτσι, το περιεχόμενό τους. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά τα κρίσιμα εδώ στοιχεία, δέχτηκε τα εξής: "Το επίδικο ακίνητο, εμβαδού 3.760 τ.μ., όπως απεικονίζεται υπό στοιχείο Β στο από Φεβρουαρίου 1992 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Θ. Σ., βρίσκεται στη θέση "..." της περιφέρειας του Δήμου …. Μέχρι το έτος 1997 οι ενάγουσες, δυνάμει των μνημονευόμενων στην αγωγή τους τίτλων, το κατείχαν και το νέμονταν ως τμήμα ευρύτερης ιδιωτικής μη δασικής και ανήκουσας κατά κυριότητα σε αυτές εξ αδιαιρέτου και κατ' ισομοιρία αγροτικής έκτασης, εμβαδού 8.002 τ. μ., όπως αυτή απεικονίζεται υπό στοιχεία Α1, Α2 και Β στο προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα. Ειδικότερα, η επίδικη έκταση, την οποία αναμφίβολα κατείχαν και νέμονταν οι ενάγουσες, περιήλθε αδιαίρετα στις τελευταίες ως τμήμα της προαναφερόμενης ευρύτερης έκτασης από κληρονομιά του αποβιώσαντος τον Αύγουστο του 1985 πατέρα τους, Ν. Γ., με βάση την .../1985 δημόσια διαθήκη του ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών Μαρίας Καραχάλιου, που δημοσιεύθηκε με τα 2713.1985 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την κληρονομιά αυτή αποδέχθηκαν δυνάμει της .../1990 πράξης αποδοχής της Συμβ/φου Πατρών, Παναγιώτας Κομπούγια, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών στον τόμο …και αριθμό ... Στο δικαιοπάροχο πατέρα τους είχε περιέλθει σε ακόμα ευρύτερη έκταση (18.000 τ.μ.) λόγω αγοράς από τη Β. συζ. Γ. Π. το γένος Κ. Δ., δυνάμει του …/1948 συμβολαίου του Συμβ/φου Πατρών Επαμεινώνδα Μπέσκου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών στον τόμο … και αριθμό … . Στην ως άνω πωλήτρια Β. συζ. Γ. Π. το ανωτέρω, μείζονος εκτάσεως ακίνητο, περιήλθε από κληρονομιά του αποβιώσαντος το έτος 1943 θείου της Β. Β., την οποία αυτή αποδέχθηκε αναμιχθείσα σε αυτήν με πρόθεση κληρονόμου. Στο Β. Β. το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε κατόπιν διανομής της περιουσίας του πατέρα του, Σ. Β., ειδικότερα δε δυνάμει του …/1919 συμβολαίου του Συμβ/φου Πατρών Γεώργιου Λεχουρίτου, το οποίο έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών στον τόμο …και αριθμό ... Τέλος, ο Σ. Β., απέκτησε το ανωτέρω ακίνητο δυνάμει του …/1864 διανεμητηριου συμβολαίου, το οποίο έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πατρών στον τόμο …και αριθμό …, με το οποίο ο ως άνω απώτατος δικαιοπάροχος των εναγουσών και ο αδελφός του Γ. Β., προέβησαν στη διανομή των περιγραφόμενων στην ανωτέρω συμβολαιογραφική πράξη ακινήτων. Σημειωτέον, ότι και ο διορισθείς από το Δικαστήριο αυτό πραγματογνώμονας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται αναμφίβολα στους, από τους προαναφερθέντες τίτλους των εναγουσών, .../1990 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της Συμβ/φου Πατρών και …/1948 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του Συμβ/φου Πατρών Επαμεινώνδα Μπέσκου. Όσον αφορά τους προγενέστερους τίτλους, των απώτερων δικαιοπαρόχων των εναγουσών και δη τα .../1919 και .../1864 συμβόλαια, ο πραγματογνώμονας δεν κατέληξε σε κάποιο συμπέρασμα λόγω της "ασάφειας και αοριστίας τους", όπως ο ίδιος αποφαίνεται στη σχετική έκθεση του. Από αυτό όμως δεν μπορεί να συναχθεί Το συμπέρασμα ότι το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους αυτούς, όπως αβάσιμα το εκκαλούν ισχυρίζεται με το σχετικό λόγο της έφεσης του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τόσο οι ενάγουσες όσο και οι προαναφερθέντες δικαιοπάροχοί τους κατείχαν με καλή πίστη και διάνοια κυρίου και εκμεταλλεύονταν για λογαριασμό τους το επίδικο, ως τμήμα ευρύτερης αγροτικής έκτασης συνεχώς από το 1864 και εντεύθεν, ενεργώντας όλες τις αρμόζουσες στη φύση και τον προορισμό του πράξεις, καλλιεργώντας το με δημητριακά για ζωοτροφή, φυτεύοντας σε αυτό κυπαρίσσια και διαμορφώνοντας μέσα σε αυτό χωμάτινα πεζούλια, χωρίς να ενοχληθούν ποτέ από κανένα μέχρι τον αναφερόμενο στην αρχή χρόνο (1997)". Από όλα τα παραπάνω δεν προκύπτει διαγνωστικό σφάλμα του Εφετείου ως προς το αληθινό περιεχόμενο των πιο πάνω εγγράφων, δηλαδή λάθος κατά την ανάγνωση, αλλά εκτίμηση του περιεχομένου τους, η οποία, άλλωστε, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΚΠολΔ 561 παρ.1). Ανεξαρτήτως αυτού, το Εφετείο δεν στήριξε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο το αποδεικτικό του πόρισμα στα έγγραφα που προπαρατέθηκαν, αλλά σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή στην κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως, στην προαναφερθείσα, από 22.2.2010 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Σ. Κ. και σε όλα τα λοιπά έγγραφα, που με επίκληση, προσκόμισαν ενώπιόν του οι διάδικοι, χωρίς να στηρίξει το επί της ουσίας πόρισμά του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στα προμνημονευόμενα έγγραφα. Συνεπώς, ο ερευνώμενος αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, την παραπάνω κρίση του σχημάτισε από όλα τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα και επομένως ο ίδιος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος αναίρεσης, κατ'ορθή εκτίμησή του (όχι από τον αριθμό 11 περ.α'αλλά) από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τον οποίο το αναιρεσείον υποστηρίζει, ότι το Εφετείο δέχτηκε τα προεκτεθέντα χωρίς απόδειξη, καθόσον "στήριξε την κρίση του σε ανύπαρκτα αποδεικτικά μέσα", ενόψει, άλλωστε, των παραδοχών του - Εφετείου - ότι δεν πρόκειται για δασική έκταση, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5.4.2012 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 14/2012 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 254 Κ.Πολ.Δ. και ίδρυση του οικείου λόγου αναίρεσης για κακή σύνθεση του δικαστηρίου δεν υπάρχει, όταν μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, διατάσσονται με προδικαστική απόφασή του, συμπληρωματικές αποδείξεις όπως λ.χ. πραγματογνωμοσύνης, αφού στην περίπτωση αυτή γίνεται (όχι επανάληψη, αλλά) νέα συζήτηση της υπόθεσης.
Σύνθεση δικαστηρίου
Σύνθεση δικαστηρίου.
2
Αριθμός 2004/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Γ. Β. του Α., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μαυροματίδη. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Μ. Ε. του Γ., κατοίκου ... 2)Α. Ε. του Γ., κατοίκου ... 3)Κ. Ε. του Γ., κατοίκου ... 4)Χ. Ε. του Γ., κατοίκου ... 5)Χ. Ε. του Γ., κατοίκου ... 6) Ο. Ε. του Γ., κατοίκου ... 7) Α. Ε. του Γ., κατοίκου ... και 8) Α. Ε. του Γ., κατοίκου ... οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/8/2004 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 22/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 1647/2011 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 20/10/2011 αίτηση και τους από 20/6/2013 προσθέτους λόγους του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 19/9/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι της. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις εκθέσεις επίδοσης .../30.7.2013, .../26.7.2012, .../26.7.2012, .../26.7.2012, ...'/26.7.2012, .../23.7.2013, .../23.7.2013 και …/23.7.2013 των δικαστικών επιμελητών …του Πρωτοδικείου Εδέσσης- η πρώτη-, ... του Πρωτοδικείου Βέροιας- η δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτη-, και ... του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης- οι υπόλοιπες τρεις-, προκύπτει, ότι, ύστερα από έγγραφη παραγγελία του πληρεξούσιου δικηγόρου του αναιρεσείοντος που επισπεύδει τη συζήτηση, ακριβές αντίγραφο της ένδικης, από 20.10.2011, αίτησης αναίρεσης κατά της οριστικής απόφασης 1647/2011 του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 2.10.2013), επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους αναιρεσιβλήτους, οι οποίοι δεν εμφανίσθηκαν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε υπέβαλαν έγγραφη δήλωση για παράστασή τους στο ακροατήριο κατά τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.2 ΚΠολΔ, να προχωρήσει η υπόθεση παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων. ΙΙ. Κατά το άρθρο 974 ΑΚ, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Κατά δε το άρθρο 984 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, η νομή προσβάλλεται είτε με διάταξη είτε με αποβολή του νομέα, εφόσον αυτές γίνονται παράνομα και χωρίς τη θέλησή του. Και κατά το άρθρο 989 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, ο νομέας που διαταράχθηκε παράνομα έχει δικαίωμα να αξιώσει την παύση της διατάραξης, καθώς και την παράλειψή της στο μέλλον. Διατάραξη της νομής και κάθε πράξη που παρεμποδίζει την άσκηση της φυσικής εξουσίας στο πράγμα, χωρίς να φθάνει μέχρι την αφαίρεση της νομής, εκδηλώνεται δε είτε θετικά, με πράξη του προσβολέα στο πράγμα ή με παρεμπόδιση πράξης του νομέα, είτε αρνητικά, με παράλειψη, όταν ο προσβολέας δεν προβαίνει στην επιβαλλόμενη ενέργεια προς αποτροπή ή παύση της διατάραξης. Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ ιδρύεται αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικοί δίκαιου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερο στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νομός, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικά περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικό στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε, Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: " Το επίδικο ακίνητο είναι ένα οικόπεδο 500,96 τ.μ., που βρίσκεται εντός του οικισμού ... και στο από Απριλίου 2004 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Δ. Μ. που είναι συνημμένο στο δικόγραφο της αγωγής, εμφαίνεται με τα στοιχεία Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Ζ και οριοθετείται βόρεια σε πλευρά Η7 17,96 γμ με οικόπεδο Δ. Ε., και σε πλευρά ΗΘ 2,71 γμ με οικόπεδο κληρονόμων Ν. Λ., νότια σε πλευρά ΚΙ 18,34 γμ με οικόπεδο κληρονόμων Ν. Χ., ανατολικά σε πλευρά ΘΙ 26,30 γμ με οικόπεδο Δ. Π. και δυτικά σε πλευρά ΚΖ 23,58 γμ με οικόπεδο συνιδιοκτησίας του ενάγοντος και του αδελφού του Χ. Ε.. Πρόκειται για ακίνητο που έχει μόνο οικοπεδική αξία, ακαλλιέργητο-χέρσο, εντός του οποίου υφίστανται δύο αμυγδαλιάς και το οποίο περιβάλλεται από κτισμένες ιδιοκτησίες. Στις 18-4-2004 οι εναγόμενοι, οι οποίοι είναι κάτοικοι .., .., και .., ισχυριζόμενοι ότι το ακίνητο αυτό ανήκε στη συννομή τους από κληρονομιά του πατέρα τους Γ. Ε., που πέθανε το έτος 1987, το περιέφραξαν με συρματόπλεγμα και πασάλους. Στις 20-4-2004 ο ενάγων αποξήλωσε την περίφραξη ισχυριζόμενος ότι νομέας είναι ο ίδιος γιατί νέμεται αυτό συνεχώς από το έτος 1978, που απέκτησε τη νομή του με άτυπη μεταβίβαση από την αδελφή του Ζ. Γ., μέχρι και τον παραπάνω χρόνο διατάραξης της νομής του από τους εναγομένους. Ο ισχυρισμός αυτός του ενάγοντα περί νομής του επιδίκου ακινήτου κατά το χρόνο της διατάραξης εκ μέρους των εναγομένων δεν αποδείχθηκε από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης. Και συγκεκριμένα, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι απέκτησε το ακίνητο αυτό με άτυπη μεταβίβαση από την αδελφή του Ζ. Γ. το έτος 1978, αντί τιμήματος από 800.000 δρχ., στην οποία είχε περιέλθει το έτος 1962 με άτυπη δωρεά λόγω προίκας από τον πατέρα τους Α. Ε., στον οποίο τέλος είχε περιέλθει σε μεγαλύτερη έκταση με άτυπη αγορά από τον αδελφό του και πατέρα των εναγομένων Γ. Ε. του Γ. το έτος 1949. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών του αυτών επικαλείται και προσκομίζει μεταξύ άλλων και α) το από 10-5-1991 ιδιωτικό συμφωνητικό αγοραπωλησίας ακινήτου, που συντάχθηκε μεταξύ αυτού και της αδελφής του Ζ. Γ., και επιβεβαιώνει τη μεταξύ τους άτυπη μεταβίβαση ενός ακινήτου που έγινε το 1978, β) το από 21-10-1962 ιδιωτικό προικοσύμφωνο, με το οποίο ο πατέρας του Α. Ε. συνέστησε την προίκα της αδελφής του Ζ. και μεταξύ άλλων της έδωσε και το επίδικο, και γ) το από 24-9-1949 ιδιωτικό συμφωνητικό περί μεταβίβασης της κυριότητας έξι αγρών και ενός οικοπέδου, από τον πατέρα των εναγομένων Γ. Ε. στον πατέρα του ενάγοντος Α. Ε.. Στο πρώτο από τα παραπάνω ιδιωτικά έγγραφα, αναφέρεται ότι η αδελφή του ενάγοντος Ζ. Γ., στις 12 Μαρτίου του 1978 πώλησε στον ενάγοντα αδελφό της Γ. Β. ένα οικόπεδο έκτασης 500 τμ περίπου που βρίσκεται μέσα στον οικισμό της Κοινότητας Παλιουρίου, το οποίο συνορεύει βόρεια με οικόπεδο Δ. Ε., νότια με οικόπεδο Ν. Χ., δυτικά με οικόπεδο Ε. Α. και ανατολικά με οικόπεδο Δ. Χ.. Το ακίνητο αυτό που κατά το έτος 1978 φέρεται να έχει μεταβιβασθεί άτυπα στον ενάγοντα από την αδελφή του, όπως προκύπτει από την ως άνω περιγραφή του, δεν ταυτίζεται με το προπεριγραφόμενο επίδικο ακίνητο. Το τελευταίο δεν μεταβιβάσθηκε άτυπα στον ενάγοντα από την αδελφή του Ζ. Γ., όπως καταθέτει και ο σύζυγος αυτής Δ. Γ., μετά λόγου γνώσεως, στην περιεχόμενη στα υπ' αριθμ. 89/2004 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας κατάθεση του, κατά τη δίκη περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων νομής, που διεξήχθη ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 8-6-2004, και προκύπτει και από την περιγραφή του ακινήτου στο παραπάνω με στοιχ. α' ιδιωτικό συμφωνητικό. Η αδελφή του ενάγοντος Ζ. Γ. ουδέποτε υπήρξε νομέας του επιδίκου, αφού ουδέποτε άσκησε επ' αυτού οποιεσδήποτε διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίας, αλλά όπως καταθέτει και ο σύζυγος της Δ. Γ. στα ως άνω πρακτικά του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας, αυτό ήταν του Γ. Ε., πατέρα των εναγομένων και αδελφού της συζύγου του και του ενάγοντος, ο οποίος δεν ήταν κάτοικος …και μετά το θάνατό του έρχονταν και το επέβλεπαν οι κληρονόμοι του εναγόμενου. 'Ετσι, δεν έλαβε χώρα κτήση της νομής του επιδίκου από τον ενάγοντα με παράδοση της νομής, εκ μέρους της αδελφής του Ζ. Γ., αφού αυτή δεν ήταν νομέας του επιδίκου, καθόσον ουδέποτε άσκησε επ'αυτού διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίας, ούτε πράξεις επίβλεψης και εποπτείας επ'αυτού, αλλά ούτε και αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απέκτησε τη νομή του επιδίκου και με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Από το σύνολο του ως άνω αποδεικτικού υλικού δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων υπήρξε νομέας του επίδικου ακινήτου τόσο κατά το χρόνο της φερόμενης προσβολής της νομής του με διατάραξη που έγινε παράνομα και χωρίς τη θέλησή του στις 18.4.2004 από τους εναγομένους, όσο και έκτο το χρόνο άσκησης της αγωγής, αφού δεν ασκούσε με διάνοια κυρίου εμφανείς υλικές πράξεις νομής στο επίδικο και συγκεκριμένα δεν αποδείχθηκε ότι τo όργωνε και το καλλιεργούσε με ζαρζαβατικά, ότι εναπόθετε διάφορα αντικείμενα (ξύλα, εργαλεία) και ότι επέβλεπε τα όρια του και το προστάτευε από καταπατήσεις τρίτων, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται. Αντίθετα, αυτό ήταν ακαλλιέργητο, χέρσο και χωρίς περίφραξη, πράξεις δε επίβλεψης ασκούσε ενόσω ζούσε ο Γ. Ε., δικαιοπάροχος των εναγομένων και μετά το θάνατο του το έτος 1987 οι τελευταίοι. Δηλαδή ο ενάγων δεν ασκούσε κατά τον παραπάνω χρόνο της φερόμενης προσβολής της νομής του με διατάραξη, φυσική εξουσίαση επί του επίδικου οικοπέδου με άσκηση πράξεων που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του, ώστε κατά την αντίληψη των συναλλαγών να θεωρείται ότι αυτό βρίσκεται κατά τρόπο σταθερό στη διάθεση του ενάγοντος, ούτε αποδείχθηκε ότι ο ενάγων είχε την εποπτεία του και τη δυνατότητα άσκησης φυσικής εξουσίας κάθε στιγμή, κατά τον ίδιο παραπάνω χρόνο. Ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι ο δικαιοπάροχος των εναγομένων με το από 24-9-1949 ιδιωτικό έγγραφο (το οποίο σημειωτέον ο τελευταίος υπέγραψε αμέσως μετά την επιστροφή του από τη Γυάρο όπου ήταν εξόριστος), μεταβίβασε άτυπα στον πατέρα του Α. Ε., τα ακίνητα που είχε λάβει από την πατρική κληρονομιά, μεταξύ των οποίων και το επίδικο οικόπεδο, δεν ασκεί επιρροή στην προκειμένη περίπτωση της αγωγής νομής. Μάλιστα, από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης δεν προέκυψε ότι τα περιγραφόμενα στα ως άνω ιδιωτικά έγγραφα ακίνητα ταυτίζονται με το επίδικο ακίνητο, το οποίο έχει διαφορετικό εμβαδόν και διαφορετικά όρια". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κατέληξε στην κρίση, ότι η ένδικη περί διατάραξης της νομής του επίδικου ακινήτου αγωγή του αναιρεσείοντος είναι κατ'ουσίαν αβάσιμη και- έχοντας, κατ'άρθρο 528 ΚΠολΔ, δεχθεί την έφεση των αναιρεσιβλήτων, λόγω της ερημοδικίας τους στον πρώτο βαθμό, κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε εκφέρει αντίθετη κρίση-απέρριψε, εν τέλει αυτήν- αγωγή κατ'ουσίαν. 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως τις προεκτεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974, 984 παρ.1 και 989 παρ.1 ΑΚ, ούτε τις διατάξεις των άρθρων 987 και 1045 του ίδιου Κώδικα, τις οποίες ορθά δεν εφάρμοσε, εφόσον, από τα προεκτιθέμενα δεδομένα δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής τους, περιέλαβε δε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή, αντίστοιχα των πιο πάνω διατάξεων και συνεπώς οι πρώτος και πέμπτος, κατά το πρώτο μέρος του, πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, από τον αριθμό 1 και τρίτος πρόσθετοι από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθούν. ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ.γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 340 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση ή έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, από δε την αναφορά στην απόφαση μερικών από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, γιατί έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι δεν εκτιμήθηκαν και τα μη αναφερόμενα. Στην προκείμενη περίπτωση, με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο λόγους της αναίρεσης και τους πρόσθετους λόγους της δεύτερο και πέμπτο, κατά το δεύτερο μέρος του, προβάλλεται η από τον αριθμό 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της ένδικης περί διατάραξης της νομής του επίδικου ακινήτου αγωγής του ήδη αναιρεσείοντος ενάγοντος, δεν έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, με τις λοιπές αποδείξεις τα ειδικότερα, σ'αυτούς μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή: 1) την κατάθεση του μάρτυρα Δ. Γ., που εξετάστηκε με πρόταση των αναιρεσιβλήτων και περιέχεται στα 89/2004 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας, 2) την κατάθεση του άλλου μάρτυρα που εξετάστηκε με πρόταση του αναιρεσείοντος και περιέχεται στα ίδια πρακτικά, 3) την κατάθεση του μάρτυρα Χ. Ε., που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προβαλλόμενη απόφαση πρακτικά του Εφετείου, 4) το με ημερομηνία Απρίλιος 2004 τοπογραφικό διάγραμμα, που συντάχθηκε με επιμέλεια του αναιρεσείοντος, και 5) τη δήλωση Ε9 του έτους 1997 του αναιρεσείοντος στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Κασσανδρίας. Οι ερευνώμενοι αυτοί αναιρετικοί λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και από τις ρητά αναφερόμενες "ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού-Εφετείου- και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την (προσβαλλομένη) απόφασή (του) πρακτικά (και) από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται ... για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά ... χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς, μεταξύ των οποίων τα υπ'αριθμ. 89/2004 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας Χαλκιδικής (που λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ...)", σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι στο αιτιολογικό της απόφασης δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο από το οποίο να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για το αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα αποδεικτικά αυτά μέσα, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να κάνει ειδική μνεία ή χωριστή αξιολόγηση του καθενός. Οι λοιπές αιτιάσεις, επίσης από το άρθρο 559 αριθ.11 περ.γ' ΚΠολΔ, που περιλαμβάνονται στους ίδιους αναιρετικούς λόγους και ανάγονται στην αξιολόγηση των παραπάνω αποδεικτικών μέσων προεχόντως, είναι απαράδεκτες και πρέπει να απορριφθούν, διότι, υπό την επίκληση της παραπάνω πλημμέλειας, πλήττεται με αυτές αποκλειστικά η αναιρετικά ανέλεγκτη από το Δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). IV. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγωνιστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα, πρέπει, όμως, την παραπάνω επιζήμια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχηματίσει το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει, όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι δυνατή η εξακρίβωσης της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του από 10.5.1991 ιδιωτικού συμφωνητικού αγοραπωλησίας, με το να δεχθεί ότι το επίδικο ακίνητο δεν είναι το ίδιο με αυτό που αναφέρεται στο ιδιωτικό αυτό συμφωνητικό λόγω διαφοράς στα όριά του, δεδομένου ότι υπάρχει απόλυτη ταύτιση στα όρια, Βόρεια και Νότια, όπου τα ακίνητα των Δ. Ε. και κληρονόμων Ν. Χ., που σημαίνει "ότι δεν μπορεί να πρόκειται για διαφορετικό ακίνητο, τη στιγμή που δεν προέκυψε, ότι οι ανωτέρω, Δ. Ε. και κληρονόμοι Ν. Χ., διαθέτουν οικόπεδα και σε άλλα σημεία" και, επίσης, με το να παραλείψει κρίσιμες φράσεις- περικοπές του κειμένου του άνω εγγράφου, που θα το οδηγούσαν- το Εφετείο- σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα και ειδικότερα της φράσης - περικοπής, ότι " η εν αυτώ αναφερόμενη πωλήτρια δηλώνει, ότι ήταν νομέας και κάτοχος του ακινήτου από το έτος 1962, από παραχώρηση από τον πατέρα της Α. Β. (περιστατικά δηλαδή που) συμπίπτουν με την ημερομηνία συντάξεως του προικοσυμφώνου που αναφέρεται ανωτέρω και σύμφωνα με το οποίο ο πατέρας του- αναιρεσείοντος- Α. Β., μεταβίβασε λόγω προικός στην αδελφή τους Ζ. το εν αυτώ αναφερόμενο οικόπεδο, και το οποίο, όπως άλλωστε κατέθεσε και ο σύζυγος της αδελφής τους, Δ. Γ. και η κατάθεσή του αναφέρεται στα με αριθμ. 89/1994 πρακτικά του Εφ. Κασσανδρίας, είναι το ίδιο με το επίδικο". Όμως, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν στήριξε το αποδεικτικό πόρισμά του, με βάση το οποίο και απέρριψε την περί διατάραξης της νομής του επίδικου ακινήτου αγωγή του αναιρεσείοντος, ότι δηλαδή ο αναιρεσείων (ενάγων) δεν απέκτησε τη νομή του επιδίκου με παράδοσή της εκ μέρους της αδελφής του Ζ. Γ. ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο που προπαρατέθηκε, αλλά σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή στις ένορκες καταθέσεις τν μαρτύρων και σε όλα τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους με επίκληση έγγραφα, χωρίς να στηρίξει το επί της ουσίας πόρισμά του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο προμνημονευόμενο έγγραφο. Γι'αυτό και ο αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. V. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.8 περ. α' του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" που δεν προτάθηκαν, η λήψη των οποίων από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύει τον αναιρετικό αυτό λόγο, νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, την ένσταση ή την αντένσταση, όχι δε και οι ισχυρισμοί που συνέχονται με την ιστορική τους βάση και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση αυτής, αποκρουόμενοι με την παραδοχή των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν την αγωγή, την ένσταση ή την αντένσταση (Ολ ΑΠ 469/1984). Επομένως, οι τέταρτος και πέμπτος, κατά το δεύτερο μέρος του, πρόσθετοι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 περ.α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο έλαβε υπόψη, χωρίς να έχει προταθεί από τους ήδη αναιρεσιβλήτους εναγομένους, τον ουσιώδη ισχυρισμό τους, ότι το επίδικο ακίνητο δεν μεταβιβάσθηκε στον αναιρεσείοντα από την αδελφή του και δεν είναι το ίδιο με αυτό που ο αναιρεσείων αγόρασε από την αδελφή του το έτος 1978, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, εφόσον ο περιεχόμενος σ'αυτούς πραγματικός ως άνω ισχυρισμός αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, δεν είναι δηλαδή αυτοτελής, με την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, που προπαρατέθηκε. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20.10.2011 αίτηση του Γ. Β. του Α. και τους πρόσθετους λόγους της για αναίρεση της 1647/2011 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 6 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αγωγή διατάραξης της νομής (ΑΚ 989). Διατάραξη της νομής είναι κάθε πράξη που παρεμποδίζει στην άσκηση της φυσικής εξουσίας στο πράγμα, χωρίς να φθάνει μέχρι την αφαίρεση της νομής, εκδηλώνεται δε είτε θετικά, με πράξη του προσβολέα στο πράγμα ή με παρεμπόδιση πράξης του νομέα, είτε αρνητικά, με παράλειψη, όταν ο προσβολέας δεν προβαίνει στην επιβαλλόμενη ενέργεια προς αποτροπή ή παύση της διατάραξης.
Νομή
Νομή.
0
Αριθμός 1983/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Χ. Ε. του Μ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κούλα, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ ΑΕ - ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΧΑΛΥΒΟΣ", που εδρεύει στην …. και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Κ. Μ. του Α., κατοίκου ..., 3) εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "T.M.C. ΕΠΕ - ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ Β. Μ. - Π. Μ.", που εδρεύει στον ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 4) Ι. Χ. του Ε., κατοίκου ... και 5) Δ. Κ. του Π., κατοίκου ... . Η 1η των αναιρεσιβλήτων εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Τσατήρη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώ οι 2ος, 3η, 4ος και 5ος δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-9-2005 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, με τις από 20-2-2006 ανακοινώσεις δίκης - προσεπικλήσεις σε αναγκαστική παρέμβαση - παρεμπίπτουσες αγωγές και παρεμπίπτουσα αγωγή του ήδη 2ου αναιρεσιβλήτου, με την από 24-2-2006 προσεπίκληση - παρεμπίπτουσα αγωγή της ήδη 1ης αναιρεσίβλητης και με τις από 3-7-2006 ανακοινώσεις δίκης με προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση της ήδη 3ης αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 918/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3063/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η τότε αναιρεσείουσα (ήδη 1η αναιρεσίβλητη) με την από 23-7-2008 αίτησή της. Εκδόθηκε η 883/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την ως άνω εφετειακή απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Εκδόθηκε η 6168/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, όπως αυτή διορθώθηκε με την 3881/2011 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 1-12-2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων και η 1η των αναιρεσιβλήτων όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 23-10-2012 έκθεση της Αρεοπαγίτου Βαρβάρας Κριτσωτάκη, που έχει ήδη αποχωρήσει από την Υπηρεσία, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Όπως προκύπτει από τις 5768β, 5769β/21-3-2013, 3151Γ, 3152γ/7-3-2013, 5766β, 5767β/21-3-2013, 5758β και 5759β/12-3-2013 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ... (η τρίτη και τέταρτη) και ... (οι λοιπές), επικυρωμένο αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης και της 46/11-2-2013 βεβαίωσης αναβολής της εκδίκασης της, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (1-10-2013), με κλήση προς εμφάνιση, κατ' αυτήν, επιδόθηκαν, με την επιμέλεια της πρώτης αναιρεσίβλητης, νομότυπα και εμπρόθεσμα στους δεύτερο, τρίτη, τέταρτο και πέμπτο από τους αναιρεσίβλητους. Επομένως, εφόσον αυτοί δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, νομίμως έγινε η συζήτηση, παρά την απουσία τους (άρθρο 578 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ. 2,60 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951 "περί κοινωνικών ασφαλίσεων", σε συνδυασµό µε το άρθρο 16 παρ. 1, 3 του ν. 551/1914, όπως κωδικοποιήθηκε µε το, από 24-7/25-8-1920 β.δ., συνάγεται ότι, αν ο υποστάς ατύχηµα, που έγινε έπειτα από βίαιο συµβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορµής αυτής, υπαγόταν στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α., ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζηµίωση του. Ο τελευταίος έχει κατά του εργοδότη αξίωση για εύλογη χρηµατική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ, εφόσον το ατύχηµα οφείλεται σε πταίσµα του εργοδότη ή των προστηθέντων υπ' αυτού προσώπων, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 922 Α.Κ. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, για να υπάρχει σχέση πρόστησης θα πρέπει να υπάρχει εξάρτηση, έστω και χαλαρή, ανάµεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα, ώστε ο πρώτος να µπορεί να δίνει στο δεύτερο εντολές ή οδηγίες και να τον ελέγχει ή επιβλέπει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανέθεσε. Περαιτέρω, από τα άρθρα 681,688-691 και 698 του Α.Κ. προκύπτει ότι ο εργολάβος δεν θεωρείται, καταρχήν, προστηθείς του εργοδότη, όταν όµως ο εργοδότης επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητώς ή σιωπηρώς, τη διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου και µάλιστα το δικαίωµα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, ο τελευταίος θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση πρόστησης προς τον εργοδότη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου.4 παρ. 1 του ν. 1396/1983 "περί µέτρων ασφαλείας σε οικοδομές και ιδιωτικά τεχνικά έργα" σε περίπτωση που δεν ανατίθεται η εκτέλεση του έργου σ' έναν εργολάβο, ο κύριος του έργου είναι υποχρεωµένος να λαµβάνει πριν την εγκατάσταση κάθε εργολάβου ή υπεργολάβου τµήµατος του έργου και να τηρεί, όσο διαρκεί το έργο αυτού, όλα τα µέτρα ασφαλείας, τα οποία του υποδεικνύει ο επιβλέπων το έργο, εφόσον αυτά δεν αφορούν σε τµήµατα του έργου που ανέλαβαν και εκτελούν οι εργολάβοι και υπεργολάβοι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο κύριος του έργου δεν ευθύνεται, ως προστήσας, για τις παράνοµες πράξεις και παραλείψεις του εργολάβου ή υπεργολάβου, αν µε εντολή του ολόκληρο το έργο ή τµήµατα αυτού µε σύµβαση µίσθωσης έργου ανατέθηκε σε εργολάβο και δεν επιφύλαξε στον εαυτό του τη διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου. Περαιτέρω, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθµό 8 του άρθρο 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόµο, είτε έλαβε υπόψη του πράγµατα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, είτε δεν έλαβε υπόψη του πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν επίσης ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, νοούνται δε ως "πράγµατα" οι αυτοτελείς ισχυρισµοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου µε την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος, δηλαδή οι ισχυρισµοί που, κατά το νόµο, διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης εφόσον είχαν προταθεί παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και επαναφέρθηκαν νοµίµως στο Εφετείο µε λόγο έφεσης. Με βάση τα παραπάνω δεν ιδρύει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει σε ισχυρισµό εκπρόθεσμο, αόριστο και γενικώς απαράδεκτο, µη νόµιµο ή αλυσιτελή, ή σε απλώς αρνητικό ή διευκρινιστικό ισχυρισµό, δηλαδή σε ισχυρισµό που δεν καταλήγει στην επίκληση έννοµης συνέπειας και βέβαια το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε στα πραγµατικά επιχειρήματα των διαδίκων που αντλούν αυτοί από τα προσκοµιζόµενα αποδεικτικά µέσα, έστω και αν διατυπώνονται υπό τη µορφή λόγου έφεσης, ούτε στα νοµικά επιχειρήματα τους που σε αντίθεση µε τους αυτοτελείς ισχυρισµούς τους δεν περιέχουν κρίση ως προς την επέλευση ή όχι µιας έννoµης συνέπειας, αλλά προβάλλονται µε σκοπό να συµβάλλουν στον καθορισµό του αληθινού νοήµατος του επικαλούμενου ή αποκρουόμενου στη συγκεκριµένη περίπτωση κανόνα δικαίου. Τέλος, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθµό 19 του άρθρο 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόµιµη βάση και υφίσταται έτσι εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαµβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νοµικού συλλογισµού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγµατικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτηµα µε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, µε αποτέλεσµα έτσι να µην µπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε (ΟΛ.ΑΠ 1/1999). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε, ανελέγκτως, τα εξής: Με την από 14-9-2004 έγγραφη σύµβαση η πρώτη αναιρεσίβλητη "ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ Α.Ε" ανέθεσε στην τρίτη αναιρεσίβλητη εταιρεία "ΤMC ΕΠΕ", ως ανάδοχο εργολάβο, την εκτέλεση του έργου προμήθειας, διαμόρφωσης και τοποθέτησης δικτυωµάτων και συνδέσµων ακαµψίας γερανογεφυρών στους άξονες Α-B-C του κτιρίου του χαλυβουργείου της στην … . Στη συνέχεια µε το, από 20-9-2004, ιδιωτικό συµφωνητικό εκτέλεσης εργασιών, η ανωτέρω εταιρία T.M.C. ΕΠΕ ανέθεσε, ως εργολήπτρια, υπεργολαβικά, στο δεύτερο αναιρεσίβλητο Κ. Μ. την εκτέλεση των εργασιών διαµόρφωσης και τοποθέτησης δικτυωµάτων και συνδέσµων ακαµψίας στους γερανοδοκούς των γερανογεφυρών στο υψόµετρο +21 µέτρα στους άξονες ABC του κτιρίου του χαλυβουργείου της πρώτης αναιρεσίβλητης. Ο Κ. Μ., για τις ανάγκες της επιχείρησης του, είχε προσλάβει από τις 24-10-2002 µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου τον αναιρεσείοντα ως εργάτη ¬ηλεκτροσυγκολλητή. Στις 15-10-2004 ο αναιρεσείων ως µέλος του συνεργείου του Κ. Μ. εργαζόταν ως ηλεκτροσυγκολλητής στο παραπάνω κτίριο του χαλυβουργείου της πρώτης αναιρεσίβλητης, µήκους 209 µέτρων, περίπου και ύψους 21 µέτρων επί του κεντρικού άξονα (πλατφόρµα µπετόν) του πιο πάνω κτιρίου. Η πλατφόρµα επί της οποίας εργαζόταν, πλάτους 2 µέτρων, φέρει κατά µήκος και στις δύο πλευρές σιδηροδοκούς και χωρίζεται σε τοµείς (φατνώµατα) µε εγκάρσιες τοµές από κολώνες µεταξύ δε των δύο κολώνων ορίζεται ένας τοµέας. Εκατέρωθεν και παράλληλα της παραπάνω πλατφόρµας στο αυτό ύψος υπάρχουν δύο άλλες πλατφόρµες (ακρινοί άξονες), που φέρουν σιδηροδοκούς στην εσωτερική πλευρά τους. Έτσι σχηµατίζονται δύο ζεύγη σιδηροδοκών που αποτελούν τις σιδηροτροχιές για την κίνηση αρκετών γερανογεφυρών που κινούνται στο κτίριο. Κάθε ζεύγος αποτελείται από τη δοκό του ενός ακρινού άξονα και την κοντινότερη σε αυτή δοκό του κεντρικού. Στις 7.45' και ενώ ο αναιρεσείων, εργαζόταν επί της πλατφόρµας αυτής και εκτελούσε µε το τριµελές συνεργείο της επιχείρησης του δεύτερου αναιρεσιβλήτου εργασίες ενίσχυσης των σιδηροτροχιών των γερανογεφυρών, διερχόµενη γέφυρα της πρώτης αναιρεσίβλητης µε αιωρούμενη καµπίνα και οδηγό τον χειριστή Μ. Γ., υπάλληλο αυτής τραυµάτισε τον αναιρεσείοντα µε αποτέλεσµα τον ακρωτηριασµό του αριστερού χεριού του στο ύψος της µεσότητας του βραχιονίου. Το ανωτέρω ατύχηµα, όπως έκρινε η 3063/2008 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, οφείλεται σε συντρέχουσα αµέλεια του Κ. Μ., ο οποίος παρέλειψε να λάβει όπως όφειλε και υποχρεούτο τα απαραίτητα µέτρα για την ασφάλεια των εκτελούντων τις ανωτέρω εργασίες ενίσχυσης των σιδηροτροχιών. Ειδικότερα δεν είχε ανασταλεί η κίνηση των γερανογεφυρών κατά τη διάρκεια των εργασιών ενίσχυσης των σιδηροτροχιών αν και οι εργασίες αυτές απαιτούσαν την παρουσία εργατών πολύ κοντά στις σιδηροτροχιές διέλευσης των γερανογεφυρών. Ενώ δε είχε επιλεγεί η ανασφαλής πρακτική της σύγχρονης κίνησης των γερανογεφυρών ταυτόχρονα µε τις εργασίες συντήρησης δεν είχαν ληφθεί οργανωτικά και τεχνικά µέτρα που θα αποσκοπούσαν στην αποτροπή έκθεσης των εργαζοµένων στην τροχιά κίνησης των γερανογεφυρών. Συγκεκριµένα δεν υπήρχε κατά την ηµέρα του ατυχήµατος φωτεινή σήµανση µε τοποθέτηση φανών για να επισηµαίνεται ο τοµέας όπου εκτελούνταν οι εργασίες. Επίσης δεν υπήρχε επαρκής προειδοποιητική σήµανση ηχητική ή φωτεινή των γερανογεφυρών .... Αντί των ανωτέρω µέτρων ασφαλείας είχε επιλεγεί το µέτρο της τοποθέτησης επιστάτη παρατηρητή, του Θ. Λ. εργαζόµενου στο συνεργείο του Κ. Μ., που παρατηρούσε την κίνηση των γερανογεφυρών και σε περίπτωση προσέγγισης σε εργαζόµενο ειδοποιούσε τον εργαζόµενο να απομακρυνθεί. Το µέτρο όµως αυτό ήταν ατελές και ανεπαρκές, εφόσον η ειδοποίηση αφορούσε µόνο τα µέλη του συνεργείου και όχι τους οδηγούς των γερανογεφυρών διότι δεν είχε δυνατότητα συνεννόησης και ειδοποίησης των οδηγών. Η παράλειψη εκ µέρους του Κ. Μ., της λήψης των ενδεδειγµένων προστατευτικών µέτρων πληροί τις προϋποθέσεις της συνδροµής της ειδικής αµέλειας που καθιστά τον Κ. Μ. υπαίτιο του τραυµατισµού του πρώτου αναιρεσιβλήτου. Αντιθέτως, ουδεµία υπαιτιότητα βαρύνει τον παθόντα στην πρόκληση του ενδίκου εργατικού ατυχήµατος καθότι δεν αποδείχτηκε ότι αυτός απομακρύνθηκε αυτοβούλως από τον επόπτη Θ. Λύκο, ο οποίος επιτηρούσε για την ασφαλή εργασία και ειδοποιούσε για τη γερανογέφυρα που πλησίαζε. Απεναντίας αποδείχτηκε ότι την ηµέρα του ατυχήµατος ο παθών εκτελούσε την εργασία ηλεκτροσυγκόλλησης που είχε ανατεθεί στο συνεργείο του 1ου εναγοµένου, το οποίο µε κανονική σύνθεση έπρεπε να απαρτίζεται από τέσσερα άτοµα χωρισµένα σε δύο οµάδες των δύο ατόµων εκ των οποίων ο ένας εκτελούσε εργασία και ο άλλος επέβλεπε την κίνηση των γερανογεφυρών. Από κανένα όµως αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη, "ΧΑΛΥΒΟΥΡΓΙΚΗ Α.Ε. ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΧΑΛΥΒΟΣ", κυρία του έργου επεφύλαξε για τον εαυτό της την επίβλεψη του έργου, αφού, όπως προαναφέρθηκε, µε την από 14.9.2004 έγγραφη σύµβαση ανέθεσε ρητώς την εκτέλεση του έργου στην εταιρία "TMC ΕΠΕ" ως ανάδοχο εργολάβο και στη συνέχεια η ανωτέρω εταιρεία (TMC ΕΠΕ) ανέθεσε υπεργολαβία στον εναγόµενο Κ. Μ. εργοδότη του παθόντος την εκτέλεση µέρους του έργου αυτού. Συνεπώς δεν µπορεί να θεωρηθεί προστήσασα αυτού και κατ' επέκταση συνυπαίτια του τραυματισμού του αναιρεσείοντος. Με βάση δε τις παραδοχές αυτές το εφετείο, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δίκασε την αγωγή (ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη) και την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιµη. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν στέρησε την προσβαλλόµενη απόφαση του νόµιµης βάσης, αφού περιέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς την έλλειψη ευθύνης της πρώτης αναιρεσίβλητης, κυρίας του έργου, η οποία σύµφωνα µε τα ανελέγκτως γενόµενα πιο πάνω δεκτά, δεν είχε επιφυλάξει στον εαυτό της τη διεύθυνση και επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου, µε αποτέλεσµα να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή µη εφαρµογή των αναφερομένων στη µείζονα σκέψη διατάξεων. Εποµένως ο τρίτος λόγος αναίρεσης, από τον αριθµό 19 του άρθρου 559 του KΠολΔ, είναι αβάσιµος. Περαιτέρω, µε τον πρώτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, από τον αριθµό 8 του άρθρου 559 του KΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο µε την προσβαλλόµενη απόφαση απέρριψε την ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος µε την οποία ζητούσε αποζηµίωση λόγω εργατικού ατυχήµατος ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη, µε την αιτιολογία ότι δεν αποδείχτηκε ότι αυτή ως κυρία του εκτελούμενου έργου είχε επιφυλάξει στον εαυτό της την επίβλεψη του έργου και ως εκ τούτου δεν υφίσταται ευθύνη της, γιατί δεν έλαβε υπόψη του προβληθέντες µε την αγωγή και τις προτάσεις του αυτοτελείς ισχυρισµούς του ότι : ενώ ο ίδιος εργαζόταν επί της πλατφόρµας διερχόµενη γερανογέφυρα µε αιωρούμενη καµπίνα και οδηγό τον Μ. Γ. υπάλληλο της πρώτης αναιρεσίβλητης ... . Ότι στην έκθεση αυτοψίας επισηµαίνεται ότι παρότι οι εργασίες απαιτούσαν την παρουσία εργατών πολύ κοντά στις σιδηροτροχιές δεν είχε ανασταλεί η κίνηση των γερανογεφυρών ... . Ότι δεν είχαν ληφθεί τα αναφερόµενα µέτρα ασφαλείας από την πρώτη αναιρεσίβλητη καθώς και τα αναφερόµενα από την τρίτη αναιρεσίβλητη TMC ΕΠΕ στις προτάσεις της ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη δεν ... της είχε αναθέσει το έργο καθ' ολοκληρίαν ... µε βάση δε τους οποίους (ισχυρισµούς) η πρώτη αναιρεσίβλητη ευθύνεται για το εργατικό ατύχηµα που υπέστη, αφού αυτό συνέβη στο χαλυβουργείο ιδιοκτησίας της, η γερανογέφυρα που προκάλεσε το ατύχηµα ανήκε στην ίδια, ο οδηγός αυτής ήταν υπάλληλος της, η ίδια επέβαλε την παράλληλη εκτέλεση των εργασιών στον χώρο του ατυχήµατος κ.λ.π. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, αφού τα, ως άνω, περιστατικά δεν αποτελούν "πράγµατα" κατά την έννοια της ως άνω διάταξης. Από τα άρθρα 335, 338, 339, 340 και 346 KΠολΔ, συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για το αποδεικτικό πόρισμα αναφορικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έχουν ανάγκη απόδειξης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι. Η παράβαση της ανωτέρω υποχρέωσης του δικαστηρίου της ουσίας ιδρύει τον προβλεπόμενο, από το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ' του KΠολΔ, λόγο αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης από την ως άνω διάταξη, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο κατέληξε στο ως άνω αποδεικτικό του πόρισμα, γιατί δεν έλαβε υπόψη την Α214/2004 έκθεση αυτοψίας του Τεχνικού Επιθεωρητή του Υπουργείου Απασχόλησης Γεωργίου Τσακρή από την οποία προέκυπτε η υπαιτιότητα της πρώτης αναιρεσίβλητης. Όμως, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο για τη θεμελίωση του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψη όλα τα νομίμως επικαλούμενα από τους διαδίκους και προσκομισθέντα έγγραφα μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η παραπάνω έκθεση, αφού δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε με τις λοιπές αποδείξεις. Επομένως ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που παραστάθηκε, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό . ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 1-12-2011, αίτηση του αναιρεσείοντος για την αναίρεση της 6168/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, όπως διορθώθηκε µε την 3881/2011 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά της πρώτης αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 5 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Εφετείο περιέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς την έλλειψη ευθύνης της πρώτης αναιρεσίβλητης, κυρίας του έργου, η οποία σύμφωνα με τα ανελέγκτως γενόμενα πιο πάνω δεκτά, δεν είχε επιφυλάξει στον εαυτό της τη διεύθυνση και επίβλεψη της εκτέλεσης του έργου. Τα περιστατικά που επικαλέστηκε ο αναιρεσείων δεν αποτελούν "πράγματα". Το Εφετείο έλαβε υπόψη όλα τα νομίμως επικαλούμενα από τους διαδίκους και προσκομισθέντα έγγραφα.
Καταγγελία σχέσης εργασίας
Καταγγελία σχέσης εργασίας.
0
Αριθμός 1982/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 1η Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Φ. Κ. του Γ., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πέτρο Μαρκέτο, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..." και διακριτικό τίτλο "...", που εδρεύει στο ... με γραφείο εκκαθάρισης στην …και, μετά τη θέση της σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 46 Ν. 1892/1990, εκπροσωπείται νόμιμα από την εκκαθαρίστρια αυτής υπό ειδική εκκαθάριση "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή Ν. Μ., για τον οποίο παραστάθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπός του Ι. Κ. του Π. με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μάριο Παναγιωτόπουλο, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο τις παραπάνω τροποποιήσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-7-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2418/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6898/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 20-4-2010 αίτησή του και τον από 10-1-2011 πρόσθετο λόγο αυτής. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 24-1-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε: 1) να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης και 2) να απορριφθούν ο δεύτερος της αίτησης και ο πρόσθετος λόγος. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος δήλωσε ότι παραιτείται από τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης και τον πρόσθετο λόγο αυτής και ζήτησε την παραδοχή της, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 299, 294, 295 παρ. 1 και 297 του ΚΠολΔ, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζονται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι παραίτηση ολική ή μερική από το δικόγραφο του ένδικου μέσου που έχει ασκηθεί, όπως είναι και η αναίρεση (άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ), και επομένως και από το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων αναίρεσης, που έχουν ασκηθεί κατά το άρθρο 569 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, μπορεί να γίνει και με προφορική δήλωση, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης. Η δήλωση αυτή, καταχωριζομένη στα πρακτικά, επιφέρει αντίστοιχη (ανάλογα με το περιεχόμενο και την έκτασή της) κατάργηση της δίκης. Επομένως η παραίτηση του αναιρεσείοντος, από το από 10-1-2011 δικόγραφο πρόσθετων λόγων αναίρεσης, αλλά και από το δεύτερο λόγο του κυρίου δικογράφου, που έγινε με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου, που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, πριν από την έναρξη της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης, είναι σύννομη και συνεπάγεται κατάργηση της δίκης, αλλά μόνο ως προς τους πρόσθετο και δεύτερο λόγους αναίρεσης, που θεωρούνται, ότι δεν ασκήθηκαν (άρθρα 295 παρ. 1 και 299 ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά, ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Περαιτέρω, με το άρθρο 18 παρ.1 και 3 του κωδικοποιημένου Ν.2190/1920, ρυθμίζονται τα θέματα της οργανικής εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρίας. Ειδικότερα, καθορίζεται, ότι το διοικητικό συμβούλιο της ανώνυμης εταιρίας, ενεργώντας συλλογικά, εκπροσωπεί την εταιρία δικαστικώς και εξωδίκως και ότι το καταστατικό της μπορεί να ορίσει ένα ή περισσότερα μέλη του συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα τα οποία να εκπροσωπούν την εταιρία γενικώς ή σε ορισμένου είδους πράξεις. Εξάλλου, με το άρθρο 46 παρ. 1 Ν. 1892/1990, όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή του µε το άρθρο 181 του από 16-9-2007 ισχύοντος Πτωχευτικού Κώδικα, ορίζεται ότι "επιχείρηση που έχει αναστείλει ή διακόψει τη λειτουργία της για οικονοµικούς λόγους ή είναι σε κατάσταση παύσεως πληρωµών ή έχει πτωχεύσει ή τεθεί υπό τη διοίκηση και διαχείριση των πιστωτών ή υπό προσωρινή διαχείριση ή υπό εκκαθάριση οποιασδήποτε µορφής ή παρουσιάζει έκδηλη οικονοµική αδυναµία πληρωµής των ληξιπρόθεσμων οφειλών της, υποβάλλεται στην προβλεπόμενη από τα άρθρα 9 και 10 του νόµου αυτού εκκαθάριση, ύστερα από απόφαση του Εφετείου της έδρας της επιχείρησης, εκδιδομένη με βάση τις διατάξεις του άρθρου 9 του Ν.1386/1983 και έπειτα από αίτηση πιστωτή ή πιστωτών, εκπροσωπούντων το 20% των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών της". Με την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι "με τη δημοσίευση της απόφασης του Εφετείου της παρ. 1, λύονται αυτοδικαίως όλες οι υφιστάμενες σχέσεις εργασίας των εργαζομένων στην υπό εκκαθάριση επιχείρηση, χωρίς να απαιτείται καταγγελία των συμβάσεων εργασίας". Πρόκειται, δηλαδή, για λύση των αορίστου χρόνου εργασιακών συμβάσεων κατά νομοθετική επιταγή, ανεξαρτήτως της βούλησης των εργαζομένων ή των εκπροσώπων της εργοδότριας επιχείρησης (ΑΠ 801/2008). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 9 παρ. 3 του Ν. 1386/1983, όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις των άρθρων 48 και 49 Ν. 1882/90, 46α Ν. 1892/90,31 Ν. 1947/91 και 14 Ν. 2000/91 "με τη δημοσίευση της απόφασης του Εφετείου που ορίζεται ο εκκαθαριστής, παύει αυτόματα η εξουσία των οργάνων διοίκησης της εταιρίας, ή η τυχόν προσωρινή διοίκηση του ΟΑΕ, αναστέλλεται η περαιτέρω πτωχευτική διαδικασία, απαγορεύεται η αναγκαστική εκτέλεση και η λήψη προσωρινών συντηρητικών ή προφυλακτικών μέτρων και αναστέλλονται οι τυχόν εκκρεμείς σχετικές διαδικασίες. Η διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπηση της επιχείρησης ανήκει στον εκκαθαριστή ... ". Η τελευταία αυτή διάταξη ισχύει αναλόγως και επί της ειδικής εκκαθάρισης του Ν. 1892/90, κατ' άρθ. 46α παρ. 12 αυτού. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι μετά τη δημοσίευση της απόφασης του Εφετείου, που ορίζει εκκαθαριστή, το Δ.Σ. της υπό εκκαθάριση εταιρείας δεν νομιμοποιείται να προβαίνει σε πράξεις (δικαστικές και εξώδικες) διοίκησης (πλην των προβλεπόμενων από το άρθρο 9 παρ. 3 Ν. 1386/83 εξαιρέσεων, που δεν ενδιαφέρουν εν προκειμένω), οι οποίες πλέον διενεργούνται μόνο από τον εκκαθαριστή, που ενεργεί, όχι ως εταιρικό όργανο, αλλά ως δημόσιος λειτουργός και δη κατά διορισμό από το Εφετείο. Μόνο δε οι πράξεις του τελευταίου δεσμεύουν το νομικό πρόσωπο της υπό εκκαθάριση εταιρίας. Στις πράξεις διοίκησης και διαχείρισης του εκκαθαριστή δεν περιλαμβάνεται η προσωρινή παραμονή μέρους ή όλου του προσωπικού της υπό εκκαθάριση επιχείρησης, διότι τούτο μπορεί να διαταχθεί, μόνο όταν το επιβάλλει το συμφέρον της εκκαθάρισης, με την απόφαση του Εφετείου και με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 46α παρ. 2 εδ. β Ν. 1892/90. Προσλήψεις προσωπικού κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων είναι παράνομες και οι σχετικές συμβάσεις άκυρες. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει απλή σχέση εργασίας και η υπό εκκαθάριση εταιρεία, ως εργοδότης, καθίσταται αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του ακύρως απασχολουμένου και υποχρεούται ν' αποδώσει στον εργαζόμενο την ωφέλεια που προσπορίστηκε από την εργασία του (άρθρο 904 Α.Κ.). Η ωφέλεια αυτή συνίσταται στην αμοιβή που θα κατέβαλε ο εργοδότης σε άλλο εργαζόμενο με τα ίδια προσόντα και ικανότητες που θα προσελάμβανε με έγκυρη σύμβαση εργασίας για την παροχή της ίδιας εργασίας στο ίδιο τόπο και με τις ίδιες συνθήκες, η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές που προβλέπουν οι αντίστοιχες Σ.Σ.Ε και Δ.Α., εκτός από τα επιδόματα οικογενειακών βαρών, τριετιών κ.λπ., αφού η παροχή της εργασίας με έγκυρη σύμβαση μπορεί να γίνει και από εργαζομένους που δεν έχουν οικογενειακά βάρη και προϋπηρεσία. Τέλος, ο εργαζόμενος με άκυρη σύμβαση δικαιούται ευθέως από τις οικείες διατάξεις τα επιδόματα εορτών και αδείας τις αποδοχές αδείας και την προσαύξηση για την παροχή παράνομης υπερωριακής εργασίας. Στην κρινόμενη υπόθεση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχτηκε, ανέλεγκτα, τα ακόλουθα: Ο ενάγων, που είναι επαγγελματίας οδηγός, εφοδιασμένος με την απαιτούμενη κατά νόμο άδεια, προσλήφθηκε από την εναγομένη, στις 14-11-2001, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου τύπου μπετονιέρας, άνω των 25 τόνων, έκτοτε δε προσέφερε τις υπηρεσίες του στα εκτελούμενα απ' αυτήν τεχνικά έργα εντός του Ν. Αττικής, αμειβόμενος, κατά τα συμφωνηθέντα, βάσει των εκάστοτε ισχυουσών σσε "των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων, οδηγών χειριστών και βοηθών χειριστών Αντλιών Σκυροδέματος περιοχής Αττικής" (των από 28-3-2001, 4-6-2002, 17-4-2003, 26-3-2004, 29-3-2005 και 23-3-2006 σσε, πράξη καταθ. Υπ. Εργασίας 25/29-3-2001, 30/5-6-2002, 16/21-4-2003, 10/29-3-2004, 35/18-4-2005 και 13/24-3-2006 αντίστοιχα). Η εργασιακή σύμβαση του ενάγοντος λύθηκε "αυτοδικαίως", στις 10-3-2006, με τη θέση της εναγομένης υπό την ειδική εκκαθάριση του προαναφερόμενου άρθ. 46 Ν. 1892/90, δυνάμει της 1675/2006 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, που δημοσιεύθηκε στις 10-3-2006, µε την οποία διορίστηκε εκκαθαρίστρια η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ (ΑΤΕ). Από την ηµεροµηνία αυτή έπαυσε η εξουσία των οργάνων διοίκησης της εναγοµένης, η δε διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπησή της (δικαστική και εξώδικη), περιήλθε αποκλειστικά στην εκκαθαρίστρια ΑΤΕ, η οποία έκτοτε ασκεί από το νόµο δηµόσιο λειτούργηµα κατά διορισµό από το Εφετείο. Παρά όµως την αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης του ενάγοντος, αυτός (όπως και άλλοι εργαζόμενοι), παρέµεινε στην εργασία του χωρίς να έχει εκδοθεί απόφαση του Εφετείου, που να επιτρέπει κάτι τέτοιο. Η νέα (άκυρη κατά τα προεκτεθέντα) εργασιακή του σχέση, που διήρκεσε µέχρι 10-4-2006, καταρτίστηκε µεταξύ αυτού και του µη έχοντος, πλέον εξουσία εκπροσώπησης, Β. Α., µέχρι τότε Προέδρου του Δ.Σ., Διευθύνοντος Συμβούλου και εκπροσώπου της εναγοµένης. Αντίθετα η εκκαθαρίστρια ΑΤΕ, που ήταν η µόνη αρµόδια να διενεργεί πράξεις διοίκησης και διαχείρισης, δεσμευτικές για το νοµικό πρόσωπο της υπό εκκαθάριση εταιρίας, δεν αναµίχθηκε στην παραµονή του προσωπικού στην εργασία του, δεδοµένου ότι αυτή ανέλαβε ουσιαστικά τα καθήκοντά της, κατά τα τέλη Ιουνίου 2006, αφού μέχρι τότε τα γραφεία και οι εγκαταστάσεις της εναγομένης τελούσαν υπό κατάληψη από τους εργαζομένους της, εκ των πραγμάτων δεν είχε τη δυνατότητα διενέργειας οιασδήποτε πράξης διοίκησης. Εφόσον η επίμαχη εργασιακή σχέση συνήφθη με πρόσωπο που δεν έχει εξουσία αντιπροσώπευσης της υπό εκκαθάριση εταιρίας και η εκκαθαρίστρια ΑΤΕ δεν την ενέκρινε, έστω και εκ των υστέρων, ρητώς ή σιωπηρώς, η εναγομένη δεν δεσμεύεται από τη σχέση αυτή και το αίτημα της αγωγής που αφορά τις αποδοχές του ενάγοντος από 11-3-2006 έως 10-4-2006 (βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού), είναι απορριπτέο. Με τις παραδοχές αυτές δέχθηκε το σχετικό λόγο της έφεσης της αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και απέρριψε την αγωγή, κατά το αντίστοιχο αίτημα της. Κρίνοντας έτσι, το εφετείο παραβίασε τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, διότι, εσφαλμένα ερμηνεύοντας αυτές, για την επιδίκαση των αιτουμένων απαιτήσεων (αποδοχών ενός μηνός),με βάση τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αξίωσε, επιπλέον, την έγκυρη κατάρτιση σύμβασης και δεν αρκέστηκε, όπως έπρεπε, στην συνδέουσα τους διαδίκους απλή σχέση εργασίας. Ειδικότερα, εφόσον δέχεται ότι, μετά την αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης του αναιρεσείοντος, αυτός (καθώς και άλλοι εργαζόμενοι) παρέμεινε στην εργασία του και παρείχε αυτήν στην αναιρεσίβλητη, με βάση την απλή σχέση εργασίας, έστω και χωρίς την έγκριση της ειδικής εκκαθαρίστριας, δικαιούται τις παραπάνω αποδοχές, με μόνη προϋπόθεση ότι η υπό εκκαθάριση εταιρεία, ως εργοδότης, κατέστη, κατ' αυτές, αδικαιολόγητα, πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του ακύρως απασχολουμένου αναιρεσείοντος και συνεπώς υποχρεούται ν' αποδώσει σ' αυτόν την ωφέλεια που προσπορίστηκε από την εργασία του (άρθρο 904 Α.Κ.). Ακόμη διέλαβε στην απόφαση του ανεπαρκείς αιτιολογίες, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της ωφέλειας της αναιρεσίβλητης, από την παροχή της εργασίας του αναιρεσείοντος, οι οποίες δεν επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, διότι, αν και δέχεται ότι ο αναιρεσείων συνέχισε να παρέχει την εργασία του στην αναιρεσίβλητη, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, όμως δεν διαλαμβάνει στην απόφαση του αν προέκυψε ή όχι, υπέρ αυτής, ωφέλεια και ποιό το ύψος της. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης, με τον οποίο προβάλλονται οι, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, πλημμέλειες, είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει ν' αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, κατά το παραπάνω μέρος της, να παραπεμφθεί δε, κατά το άρθρου 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 65 παρ.1 Ν.4139/2013, προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, αφού αυτό μπορεί να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει καταργημένη τη δίκη που ανοίχθηκε με 1) το, από 10-1-2011, δικόγραφο πρόσθετων λόγων και 2) το, από 20 Απριλίου 2010, δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης, ως προς το δεύτερο λόγο αναίρεσης. Αναιρεί την 6898/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 5 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στις πράξεις διοίκησης και διαχείρισης του εκκαθαριστή δεν περιλαμβάνεται η προσωρινή παραμονή του προσωπικού της υπό εκκαθάριση επιχείρησης. Προσλήψεις προσωπικού κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων είναι παράνομες και οι σχετικές συμβάσεις άκυρες. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει απλή σχέση εργασίας και η υπό εκκαθάριση εταιρεία, ως εργοδότης, καθίσταται αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του ακύρως απασχολουμένου και υποχρεούται ν'αποδώσει στον εργαζόμενο την ωφέλεια που προσπορίστηκε από την εργασία του (άρθρο 904 Α.Κ.).
Σύμβαση εργασίας άκυρη
Σύμβαση εργασίας άκυρη.
2
Αριθμός 1977/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 1η Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στα …και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Παπαναγιώτου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Της αναιρεσίβλητης: Σ. συζ. Ν. Γ., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Πρασιανάκη, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 29-9-2013 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-7-2005 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 75/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 482/2009 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7-12-2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 18-9-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος της αναίρεσης και να απορριφθούν οι υπόλοιποι. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωσή της, η έλλειψη δε ή η ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, συνιστά έλλειψη της, με ποινή το απαράδεκτο, επιβαλλομένης προδικασίας, η οποία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Η αοριστία της αγωγής, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του, σχετικά με τη νομική ανεπάρκειά της, αξίωσε περισσότερα από εκείνα που απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του δικαιώματος, ή αν, αντιθέτως, αρκέσθηκε σε λιγότερα. Η ποσοτική, όμως, ή ποιοτική αοριστία της αγωγής ελέγχεται κατά τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, οι δικονομικές της ελλείψεις, που καθιστούν άκυρο ή απαράδεκτο το δικόγραφό της, ελέγχονται κατά τον αρ. 14 του άνω άρθρου. Εξάλλου, με το άρθρο 4 παρ. 1,2,3,4 και 5 του Ν. 2874/2000 ορίζεται ότι, από 1.4.2001, σε επιχειρήσεις, για τις οποίες εφαρμόζεται συμβατικά ωράριο εργασίας σαράντα ωρών την εβδομάδα καταργείται η, κατά την κρίση του εργοδότη, υποχρέωση του μισθωτού για υπερεργασιακή απασχόληση πέντε ωρών την εβδομάδα και στις ως άνω επιχειρήσεις ο εργοδότης διατηρεί την ευχέρεια υπερωριακής απασχόλησης του μισθωτού και ο μισθωτός αντίστοιχα υποχρεούται να παρέχει την εργασία του για 3 ώρες πέραν του συμβατικού ωραρίου, την εβδομάδα (ιδιόρρυθμη υπερωρία). Από την 1.4.2001 η πέραν των 43 ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση. Μισθωτοί, απασχολούμενοι υπερωριακά, δικαιούνται για κάθε ώρα ιδιόρρυθμης υπερωριακής απασχόλησης και νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης μέχρι τη συμπλήρωση 120 ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 50%. Για την πέραν των 120 ωρών υπερωριακή απασχόληση εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 435/1976, δηλαδή οφείλεται ποσό ίσο προς το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 150%. Ο μισθωτός σε κάθε περίπτωση μη νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης του δικαιούται αποζημίωση ίση με το 250% του καταβαλλομένου ωρομισθίου για κάθε ώρα μη νόμιμης υπερωρίας, δηλαδή προσαύξηση 150% του ωρομισθίου. Το άρθρο 4 του Ν. 2874/2000 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005 και ισχύει από 1.10.2005, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ίδιου νόμου, με το οποίο ορίζεται ότι: "1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως 40 ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επί πλέον ώρες την εβδομάδα κατά τη κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 25% και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι εργασίμων ημερών την εβδομάδα, η, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, υπερεργασία ανέρχεται σε οκτώ ώρες την εβδομάδα από 41η έως 48η ώρα. 2. Η πέραν των σαράντα πέντε ωρών την εβδομάδα απασχόληση του μισθωτού στις επιχειρήσεις της παραγράφου 1 θεωρείται υπερωριακή απασχόληση. Για όσους εργαζόμενους ισχύει σύστημα εργασίας έξι εργασίμων ημερών την εβδομάδα, υπερωριακή απασχόληση θεωρείται η εργασία πέραν των σαράντα οκτώ ωρών την εβδομάδα... 3. Μισθωτοί απασχολούμενοι υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 50%. Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 75%. 4. Κάθε ώρα υπερωρίας, για την πραγματοποίηση της οποίας δεν τηρούνται οι προβλεπόμενες από το νόμο διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης, χαρακτηρίζεται εφεξής κατ' εξαίρεση υπερωρία. 5.Για κάθε ώρα κατ' εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, προσαυξημένο κατά 100%. Είναι προφανές ότι με το καθεστώς της εβδομαδιαίας εργασίας των μισθωτών (6ήμερη απασχόληση), η ημερήσια υποχρεωτική εργασία τους ανέρχεται σε 6 ώρες και 40 λεπτά. Προκειμένου, όμως, για εργαζόμενους επί 5νθήμερο η ημερήσια εργασία τους ανέρχεται σε 8 ώρες. Προβλέπεται όμως από τη νομοθεσία, η υποχρέωση των μισθωτών να απασχολούνται και μέχρι 48 ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη τους. Συνεπώς νόμιμα ο εργοδότης μπορεί να απασχολήσει τους μισθωτούς μέχρι 48 ώρες την εβδομάδα, εφόσον υπάγονται στην 8ωρη ημερήσια εργασία ή μέχρι του ανώτατου ορίου που καθορίζουν γι' αυτούς ειδικές διατάξεις (και με πενθήμερη εργασία μέχρι 45 ώρες την εβδομάδα). Περαιτέρω στο σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, η απασχόληση του μισθωτού κατά το Σάββατο, ως έκτη ημέρα της εβδομάδας, δεν αποτελεί υπερεργασία, ούτε υπερωρία, εκτός αν στην τελευταία περίπτωση υπερβαίνει το καθιερωμένο με τα άρθρα 1 και 9 παρ. 1 του ν.δ. 1037/1971 ανώτατο όριο της οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης. Επί πλέον και από τις διατάξεις του άρθρου 1 Ν. 435, 6 παρ. 3 της ΕΓΣΣΕ από 24.2.1984 και της ΔΔΔΔ Αθηνών 1/1982, προκύπτει ότι η εργασία του μισθωτού κατά τις ημέρες της Κυριακής και του Σαββάτου, της τελευταίας ως έκτης ημέρας της εβδομάδος υπό καθεστώς πενθήμερης εβδομάδας εργασίας, δεν αποτελεί υπερεργασιακή ή υπερωριακή εργασία. Για το λόγο αυτό η εργασία τις ημέρες αυτές δεν συνυπολογίζεται στην εβδομαδιαία εργασία για τον υπολογισμό της αμοιβής τυχόν υπερεργασίας ή υπερωρίας. Η υπερεργασιακή απασχόληση υπολογίζεται μόνο κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας, στις οποίες δεν συγκαταλέγεται και το Σάββατο υπό καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Για την συνδρομή δε υπερωριακής εργασίας λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία, όταν ο μισθωτός απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως, ή πέραν των εννέα, έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από το νόμο ανώτατου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας. Η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή ως έκτη ημέρα εξαήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης του ή το Σάββατο, ως έκτη ημέρα υπό το σύστημα της πενθήμερης εργασίας, δεν αποτελεί υπερωριακή εργασία στο σύνολό της, αλλά μόνο κατά το μέρος της που υπερβαίνει το ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόλησης δηλαδή τις οκτώ ή εννέα ώρες, αντίστοιχα. Επί πλέον, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2 του Ν. 435/76 και 6 της από 14.2.1984 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, για την εργασία των υπαγομένων στο σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας μισθωτών, που παρέχεται κατά το Σάββατο και δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόλησης, το οποίο, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 9 παρ. 1 του ν.δ. 1037/1971, καθορίσθηκε σε οκτώ (8) ώρες, οφείλεται αποζημίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρ. 904 επ. Α.Κ.), ενώ για την παροχή παράνομης υπερωριακής απασχόλησης οφείλεται στο μισθωτό, κατά τις ίδιες διατάξεις, το ποσό που ο εργοδότης θα κατέβαλε ως βασική αμοιβή σε άλλο μισθωτό, με τις ικανότητες και τα προσόντα του απασχοληθέντος, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι λοιπές περιστάσεις του τελευταίου, αφού κατά το ποσό τούτο, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το νόμιμο ωρομίσθιο, καθίσταται χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερος ο εργοδότης από την υπερωριακή εργασία του απασχοληθέντος μισθωτού. Έτσι, για τη νομική πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, που έχει ως αίτημα, εκτός των άλλων, και την καταβολή αποδοχών για εργασία που παρασχέθηκε κατά τις Κυριακές και την έκτη ημέρα ανάπαυσης, στην πενθήμερη εβδομάδα εργασίας (δηλαδή τα Σάββατα), αρκεί ν' αναφέρεται στο δικόγραφο της, εκτός από την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, η παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, ο αριθμός αυτών και το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρονται. Επίσης, για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία διώκεται η ικανοποίηση αξιώσεων από υπερεργασία και από υπερωριακή απασχόληση, πρέπει ν' αναφέρονται σ' αυτή πέραν των άλλων και η διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης, αν πρόκειται για υπέρβαση του ημερήσιου ωραρίου, άλλως κατά εβδομάδα, από την οποία θα προκύπτουν οι ώρες εργασίας και συνεπώς οι ώρες υπερεργασίας και υπερωρίας. Είναι όμως επιτρεπτό να προσδιορίζονται οι ώρες αυτές και κατά μέσο όρο την εβδομάδα ή το μήνα. Απαραίτητο είναι επίσης να προσδιορίζονται οι νόμιμες και οι καταβαλλόμενες αποδοχές, για τον υπολογισμό του ωρομισθίου. Δεν αποτελεί στοιχείο της ανωτέρω αγωγής ότι ο ενάγων υποχρεώθηκε να παράσχει υπερεργασία και υπερωριακή εργασία από τον εργοδότη. Ο τελευταίος δικαιούται να προτείνει, κατ' ένσταση, ότι ο ενάγων αυτοβούλως παρέσχε την εργασία αυτή, οπότε και στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος θα δικαιούται ως αποζημίωση την ωφέλεια του εργοδότη, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Τέλος, αν πρόκειται για αξιώσεις από παράνομη υπερωριακή εργασία και μη επιτρεπόμενη εργασία κατά το Σάββατο, στο σύστημα της πενθήμερης εβδομάδας εργασίας, περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο ενάγων εργαζόμενος έχει αξίωση στην ωφέλεια που αποκόμισε ο εργοδότης, τότε στην αγωγή πρέπει ν' αναφέρονται τα στοιχεία του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, η ενάγουσα ισχυρίζεται, ότι, παρά την αρχική συμφωνία της, που καταρτίστηκε με την πρώτη εναγομένη, την 1-9-1998, για την παροχή της εργασίας της, ως υπαλλήλου-πωλήτριας, για πέντε ημέρες την εβδομάδα και επί οκτάωρο ημερησίως και με αμοιβή εκείνη που ορίζεται από τις εκάστοτε ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις των υπαλλήλων-πωλητών εμπορικών καταστημάτων, κατά το χρονικό διάστημα από 1ης Σεπτεμβρίου 1998 μέχρι την 7η Μαΐου 2005, κατά την οποία καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας της, εργάστηκε επί έξι (6) ημέρες την εβδομάδα, και μάλιστα κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Παρασκευή επί εννέα ώρες ημερησίως και κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο, επί οκτάωρο. Ακόμη ισχυρίζεται ότι παρέσχε την εργασία της 1) όλα τα Σάββατα, αν και είχαν συμφωνήσει να έχει ρεπό, δίχως μάλιστα να της χορηγηθεί αμοιβή για την εργασία της αυτή, 2) κατά την τελευταία κάθε έτους Κυριακή και 4)κατά την τελευταία πριν τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά κάθε έτους, εβδομάδα, επί τετράωρο, πέραν του νομίμου ωραρίου και κατά την εβδομάδα πριν το Πάσχα επί δύο ώρες ημερησίως, πέραν του νομίμου ωραρίου. Ζήτησε δε, μεταξύ των άλλων, να της επιδικαστεί αμοιβή για υπερεργασία, ιδιόρρυθμη υπερωριακή απασχόληση, παράνομη υπερωριακή απασχόληση, αµοιβή για την εργασία της κατά τα Σάββατα και προσαύξηση αμοιβής κατά την Κυριακή, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισµού, όπως αναλυτικά αναφέρει στην αγωγή της. Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ 1 ΚΠολΔ, περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από την ενάγουσα κατά των εναγομένων, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα, αφού αναφέρει, την εργασιακή της σχέση και τους όρους αυτής, τις αποδοχές της, την παροχή της εργασίας της κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, τον αριθμό των ωρών που εργάσθηκε και το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρονται. Επίσης αναφέρει, αναλυτικά, τη διάρκεια της ημερήσιας εργασίας της και τις ώρες υπερεργασίας και υπερωρίας και επίσης το παράνομο της εργασίας της κατά τα Σάββατα και τον χωρίς νόμιμη αιτία πλουτισμό της εναγομένης, εκ του ότι απέφυγε να της καταβάλει για την εργασία της αυτή τα ποσά που θα κατέβαλε σε άλλη εγκύρως, απασχολούμενη εργαζόμενη με τα ίδια προσόντα και υπό τις ίδιες συνθήκες. Η ειδικότερη δε αιτίαση των αναιρεσείουσας, ότι δεν αναφέρεται στην αγωγή 1)αν η εργασία που παρείχε κατά το Σάββατο και την Κυριακή, ήταν νόμιμη ή παράνομη, 2)δεν εκθέτει περιστατικά ακυρότητας της σύμβασης, όσον αφορά την παροχή της εργασίας το Σάββατο, ενόψει του ότι η απασχόληση του εμποροϋπαλλήλου κατά την ημέρα αυτή δεν είναι πάντοτε παράνομη,3)δεν εκτίθενται στην αγωγή περιστατικά τα οποία να θεμελιώνουν ωφέλεια της αναιρεσείουσας 4) δεν προσδιορίζεται αναλυτικά ο συμβατικός η ο νόμιμος μισθός της, είναι αβάσιμη. Την αγωγή αυτή το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς τα παραπάνω αιτήματα της, την έκρινε ορισμένη και νόμιμη. Κρίνοντας την ορισμένη, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα πρόταση, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 6 του Ν.2112/1920, η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχομένη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογήν των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση το εφετείο δέχθηκε, μεταξύ των άλλων και ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αόριστου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης εταιρίας, την 1-9-1998, η πρώτη προσλήφθηκε από τη δεύτερη, προκειμένου να εργασθεί ως πωλήτρια στο κατάστημα που η τελευταία διατηρεί στην οδό .., στα .., με πενθήμερη απασχόληση και 40 ώρες εβδομαδιαίως και αντί των νομίμων αποδοχών, σύμφωνα με την εκάστοτε, ισχύουσα Σ.Σ.Ε, ως έγγαμη και με προϋπηρεσία 12 ετών. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής παρείχε την εργασία της με την παραπάνω ειδικότητα, από την αρχή της πρόσληψης της μέχρι την 7-5-2005, οπότε και καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας. Καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα της απασχόλησης της εργαζόταν επί 6 ημέρες την εβδομάδα, δηλαδή από Δευτέρα ως και Σάββατο πέραν του 8ώρου ημερησίως και των 40 ωρών εβδομαδιαίως, πραγματοποιώντας υπερεργασία, ενώ παρείχε εργασία τα Σάββατα, την τελευταία Κυριακή κάθε χρόνου, την τελευταία εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και το Πάσχα, χωρίς να λαμβάνει τις νόμιμες αμοιβές της, μετά των προσαυξήσεων. Η ενάγουσα είχε γνωστοποιηθείσα στην εναγομένη προϋπηρεσία 10-12 ετών από 22-2-2000 μέχρι 30-6-2001, 12-14 ετών από 1-7-2001 μέχρι 31-12-2002,14-16 ετών από 1-1-2003 μέχρι 31-12-2004 και 16-18 ετών από 1-1-2005 μέχρι 8-2-2006, και γι' αυτό, ορθώς, συνυπολογίσθηκε το σχετικό επίδομα στο συμβατικό μισθό της και στους οφειλόμενους μισθούς υπερημερίας, καθόσον είχε εργασθεί ως πωλήτρια : Από 1-12- 1972 μέχρι 6-11-1973 στην εμπορική επιχείρηση Τ. στα .., από τον Ιούλιο 1974 έως και το Σεπτέμβριο 1976 στην εταιρία με την επωνυμία εταιρεία "...", από 1-1-1977 μέχρι 31-12-1977 στο κατάστημα Κ. στα …από 1-8-1978 μέχρι 31-8-1978 στην εταιρία με την επωνυμία "...", κατά έτη 1986, 1990 και το πρώτο 4μηνο 1991 για 17 μήνες και 19 ημέρες στην πρώτη εναγόμενη εταιρία, από 1.5.1991 μέχρι 1.10.1996 για χρονικό διάστημα 5 ετών και 5 μηνών και από την 1-10-1996 μέχρι την 31-1--1998 στο κατάστημα του Κ. Μ. στα …Με τις παραδοχές αυτές απέρριψε το σχετικό λόγο της έφεσης της αναιρεσείουσας, με τον οποίο η τελευταία προέβαλε ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προσδιόρισε το χρόνο προϋπηρεσίας της ενάγουσας και με βάση αυτόν και τις αποδοχές της. Με το δεύτερο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα επικαλείται, μεταξύ των άλλων, πλημμέλειες της απόφασης, από τους αρ. 1 και 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το εφετείο, με το να δεχθεί ότι η αναιρεσίβλητη είχε τον παραπάνω χρόνο προϋπηρεσίας, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 6 του Ν.2112/1920 και έλαβε υπόψη του, πράγματα μη προταθέντα. Όμως ο λόγος αυτός, κατά το αντίστοιχο μέρος του, είναι αβάσιμος, διότι, με την κρίση του αυτή το εφετείο α)δεν παραβίασε την παραπάνω διάταξη και β) κατέληξε στην παραδοχή αυτή, λαμβάνοντας υπόψη του παραδεκτά προβληθέντα με την αγωγή αντίστοιχο ισχυρισμό της αναιρεσίβλητης. Κατά το υπόλοιπο μέρος του ο ίδιος λόγος είναι απαράδεκτος, διότι με αυτό, πλήττεται η επί της ουσίας ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Ο εργοδότης υποχρεούται από το νόμο να παρακρατεί ορισμένα ποσά από το μισθό των εργαζομένων, που απασχολεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ήτοι εισφορές προς το ΙΚΑ, ασφαλιστικούς Οργανισμούς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, Ο.Α.Ε.Δ. εργατική εστία, καθώς και φόρο μισθωτών υπηρεσιών, χαρτόσημο εξόφλησης μισθού κ.λ.π., τα οποία στη συνέχεια αποδίδει στους δικαιούχους, υπέρ των οποίων γίνεται η παρακράτηση. Εξάλλου, κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη, στο άρθρο 31 του ν.δ. 2698/1953, ο εργοδότης υποχρεούται να παρακρατήσει από τους οφειλόμενους μισθούς υπερημερίας τα επιδόματα ανεργίας που εισέπραξε ο άνεργος και να τα αποδώσει στον οικείο φορέα ασφάλισης ανέργων εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών, διαφορετικά ευθύνεται έναντι αυτού σαν να τα είχε παρακρατήσει. Συνεπώς, το ποσό των επιδομάτων ανεργίας, ασφαλιστικών εισφορών και λοιπών κρατήσεων, δεν είναι καταβλητέο στον εργαζόμενο μισθωτό, αλλά ανήκει σε τρίτους δικαιούχους. Τα παραπάνω ποσά δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές και δεν αφαιρούνται από το δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της απόφασης και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους (ΑΠ 113/2012). Με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου της, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το εφετείο με το να απορρίψει, ως μη νόμιμο, τον ισχυρισμό της, για συμψηφισμό του ποσού των 3.700,77 ευρώ, που η αναιρεσίβλητη έλαβε από τον Ο.Α.Ε.Δ., ως επίδομα ανεργίας, με τους επιδικασθέντες μισθούς υπερημερίας, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 440 ΑΚ και 31 του νδ 2698/1953. Σύμφωνα όμως με όσα προαναφέρθηκαν ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Από τα άρθρα 669 παρ.2 του ΑΚ,1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν.3198/1955, προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ.. Εξάλλου, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προσκληθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου, ή όταν γίνεται για οικονομικοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχείρησης του εργοδότη, που καθιστά αναγκαία τη μείωση του προσωπικού, εφόσον οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία ή όταν είναι πραγματικοί, αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά κριτήρια (υπηρεσιακά ή κοινωνικά). Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας, όταν δεν υπάρχει γι' αυτή κάποια αιτία αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ' υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι' αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ. Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε με την ένδικη αγωγή, όπως προκύπτει από τον έλεγχο του δικογράφου αυτής (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ), ότι η εναγόμενη στις 7/5/2005 της επέδωσε την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, χωρίς προειδοποίηση και χωρίς να την ενημερώσει για τους λόγους της απόλυσης της. Ότι η καταγγελία της σύμβασης είναι καταχρηστική και συνεπώς άκυρη διότι : 1) η απόλυση της έλαβε χώρα εντελώς αιφνιδιαστικά χωρίς αφορμή ή αιτία, να έxει προηγηθεί κάποια διένεξη με τους εναγομένους ή να έχουν μέχρι τότε εκδηλώσει τέτοια πρόθεση. 2) "Προφανώς" οι εναγόμενοι επιθυμούσαν την εξεύρεση νεότερης και περισσότερο εμφανίσιμης υπαλλήλου. 3)Οι εναγόμενοι αγνόησαν παντελώς α)την εξαετή προσφορά της στο κατάστημα τους, β)την οικογενειακή της κατάσταση και ειδικότερα το γεγονός ότι είναι παντρεμένη με δύο παιδιά με σωρεία για το λόγο τούτο υποχρεώσεων γ)την ηλικία της(πλέον των 51 ετών) και την αδυναμία της να εξεύρει άλλη εργασία δ)τον άμεσο και ορατό κίνδυνο που διατρέχει να μη συμπληρώσει λόγω της απόλυσης της τα απαιτούμενα ένσημα για τη συνταξιοδότηση. Με βάση, όμως, τα παραπάνω, εκτιθέμενα στην αγωγή, η καταγγελία αυτή δεν υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλονται από το άρθρο 281 ΑΚ, ενόψει, μάλιστα του ότι τα περισσότερα πραγματικά περιστατικά, αλυσιτελώς, προβάλλονται, αφού η ενάγουσα δεν επικαλείται, ότι η καταγγελία έγινε για οικονομικοτεχνικούς λόγους και δεν αναφέρει σ' αυτήν τα ονόματα των συναδέλφων της, που παρέμειναν στην επιχείρηση της εναγόμενης, καθώς και την αρχαιότητα, την οικογενειακή και οικονομική τους κατάσταση. Επομένως, ο ισχυρισμός της ενάγουσας δεν ήταν νόμιμος. Το εφετείο, όμως, όπως προκύπτει από την απόφαση του, τον έλαβε υπόψη του και δέχθηκε, ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας φέρεται ότι έλαβε χώρα για οικονομικοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχείρησης, χωρίς όμως να ληφθούν υπόψη αντικειμενικά κριτήρια, υπηρεσιακά ή κοινωνικά, δοθέντος ότι, μετά από μήνα η εργοδότρια προσέλαβε άλλη εργαζόμενη την Φ. και ότι στην επιχείρηση υπήρχαν νεώτερες της ενάγουσας πωλήτριες, οι οποίες δεν απολύθηκαν, αλλά απολύθηκε η ενάγουσα, η οποία ήταν 51 ετών διαζευγμένη, με δύο τέκνα φοιτητές εκτός .., που την επιβάρυναν οικονομικά και είχε ανάγκη την εργασία της, υφισταμένης σοβαρής αδυναμίας εξεύρεσης νέας εργασίας, λόγω και της ανεργίας για τα άτομα αυτής της ηλικίας στα .., , τα οικονομικά και οικογενειακά δε αυτά προβλήματά της ήταν γνωστά στους εργοδότες της. Με τις παραδοχές δε αυτές, απορρίπτοντας το σχετικό, περί του αντιθέτου, λόγο της έφεσης της αναιρεσείουσας, κατέληξε στην κρίση, ότι η εναγομένη κατά την άσκηση του δικαιώματός της για καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, υπερέβη προφανώς τα αξιολογικά όρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ, δηλαδή τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό αυτού και η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ήταν άκυρη. Έτσι όμως που έκρινε, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 281 και έλαβε υπόψη του ισχυρισμό, που δεν ήταν νόμιμος και επιπλέον, πράγματα, που δεν προτάθηκαν. Επομένως υπέπεσε στις πλημμέλειες από τους αρ.1 και 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και είναι βάσιμος ο τρίτος λόγος αναίρεσης, στο σύνολο του. Μετά από αυτά, πρέπει ν' αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, ως προς την αναιρεσείουσα, κατά το παραπάνω μέρος της(δηλαδή την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και τις, εξ αιτίας αυτής, αξιώσεις της αναιρεσίβλητης), να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, κατά το άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 65 παρ.1 Ν.4139/2013, προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, αφού αυτό μπορεί να συγκροτηθεί από άλλους δικαστές και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, λόγω της, κατά ένα μέρος, ήττας της, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 482/2009 απόφαση του Εφετείου Κρήτης, ως προς την αναιρεσείουσα, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε χίλια διακόσια (1.200) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 5 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η αγωγή είναι ορισμένη, αφού αναφέρει, την εργασιακή σχέση και τους όρους αυτής, τις αποδοχές, την παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, τη διάρκεια της ημερήσιας εργασίας και τις ώρες υπερεργασίας και υπερωρίας κατά τα Σάββατα και τον πλουτισμό της εναγομένης. Το εφετείο, με το να δεχθεί χρόνο προϋπηρεσίας, δεν παραβίασε το άρθρο 6 του Ν. 2112/1920 και δεν έλαβε υπόψη του, πράγματα μη προταθέντα. Το ποσό των επιδομάτων ανεργίας, ασφαλιστικών εισφορών και λοιπών κρατήσεων, δεν ανήκει στο μισθωτό, αλλά σε τρίτους3 δικαιούχους. Ο, από το άρθρο 281 ΑΚ, ισχυρισμός δεν ήταν νόμιμος και το εφετείο, που δέχθηκε, ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας έλαβε χώρα για οικονομικοτεχνικούς λόγους, χωρίς όμως να ληφθούν υπόψη αντικειμενικά κριτήρια, υπηρεσιακά ή κοινωνικά, παραβίασε τη διάταξη αυτή και επιπλέον, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν.
Καταγγελία σχέσης εργασίας
Καταγγελία σχέσης εργασίας.
0
Αριθμός 1976/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 1η Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Βερβεσό με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Του αναιρεσιβλήτου: Θ. Δ. του Σ., κατοίκου ... ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Δούναβη, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 15-10-2007 και 26-11-2007 αγωγές του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 150/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 964/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 23-10-2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 18-9-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 27 παρ. στ', 33 και 38 του έχοντος ισχύ νόμου Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος (κυρ. ν. 3234/1927) προκύπτει ότι οι προαγωγές και η υπηρεσιακή εξέλιξη των υπαλλήλων της ρυθμίζονται από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας και Κανονισμό Bαθμολογικής και Mισθολογικής τάξεως των υπαλλήλων της, ο οποίος καταρτίζεται από το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας και έχει, ως εκ τούτου, συμβατική ισχύ. Οι προαγωγές των υπαλλήλων αυτών τελούν υπό αίρεση, η πλήρωση της οποίας συντελείται με την απόφαση του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας, για την προαγωγή του υπαλλήλου σε ανώτερο βαθμό (άρθρο 201 ΑΚ). Αν κριθεί από τον εργοδότη ότι ο εργαζόμενος δε συγκεντρώνει τις συμφωνημένες προϋποθέσεις για την προαγωγική ή μισθολογική του εξέλιξη και η κρίση του αυτή είναι κατάφωρα άδικη, η πλήρωση της ανωτέρω αίρεσης παρακωλύεται εναντίον της καλής πίστης από μέρους του εργοδότη, οπότε η αίρεση θεωρείται ότι έχει πληρωθεί (άρθρο 207 ΑΚ). Κατάφωρα άδικη είναι η κρίση του υπόχρεου εργοδότη, όταν υπερβαίνει τα ακραία όρια μέσα στα οποία μπορεί αυτός να κινηθεί κατά την εκτίμηση της υπηρεσιακής επίδοσης και απόδοσης του υπαλλήλου. Αν στη συγκεκριμένη περίπτωση διαπιστωθεί ότι η μη πλήρωση της αίρεσης είναι αντίθετη προς την καλή πίστη με την ανωτέρω έννοια του όρου, η προαγωγή του υπαλλήλου αναγνωρίζεται από το Δικαστήριο και, σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν. 1082/1980, μετά την τελεσιδικία της απόφασης, θεωρείται ότι πραγματοποιήθηκε από τότε που έπρεπε να συντελεστεί. Εξάλλου, κατά το άρθρο 12 του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας και Κανονισμού βαθμολογικής και μισθολογικής τάξεως των υπαλλήλων της αναιρεσείουσας, η προαγωγή των υπαλλήλων της στο βαθμό του εντεταλμένου τμηματάρχη αποφασίζεται, κατ' απόλυτη εκλογή και ελεύθερη κρίση του Γενικού Συμβουλίου, μετά από πρόταση του διοικητή και εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) ύπαρξη κενής οργανικής θέσης, β) συμπλήρωση ευδόκιμης υπηρεσίας τριών ετών, γ) ύπαρξη των προσόντων της ανώτερης θέσης, δ) επίδειξη εξαιρετικής επίδοσης, ήθους, ικανότητας και φιλεργίας κατά την άσκηση των καθηκόντων και ε) επίδειξη ικανότητας συστηματικού προσδιορισμού και αποτελεσματικού συνδυασμού των μέσων που έχουν τεθεί στη διάθεσή του και του υπάρχοντος προσωπικού, κατά τρόπο αυξητικό του υπηρεσιακού έργου και της παραγωγικότητας των εργαζομένων. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα εξής: Ο ήδη αναιρεσίβλητος ενάγων προσλήφθηκε, μετά από ειδικό διαγωνισμό, στις 16.7.1984 από την ήδη αναιρεσείουσα Τράπεζα, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί ως διοικητικός υπάλληλος της, ενταχθείς στο Λογιστικό Κλάδο. Μετά από διαδοχικές προαγωγές προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχη από την 1.4.1998.Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ) και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου (MASTER) του Πάντειου Πανεπιστημίου, διαθέτει άδεια εξάσκησης του οικονομολογικού επαγγέλματος, καθώς και επαγγέλματος Λογιστή Φοροτέχνη Α' τάξης, ενώ παράλληλα είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Εκπαιδευτών Σ.Ε.Κ. του Ε.ΚΕ.ΠΙΣ. και έχει την άδεια να διδάσκει Λογιστική. Ως ειδικός επιστήμων συμμετείχε από το 1998-2002 στην επιτροπή ειδικών επιστημόνων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων για τις Εξετάσεις Πιστοποίησης Επαγγελματικής Κατάρτισης της ειδικότητας "Ειδικός Τραπεζικών Εργασιών". Γνωρίζει σε πολύ καλό επίπεδο την αγγλική γλώσσα. Σύμφωνα με την από 11.11.1983 προκήρυξη του διαγωνισμού πρόσληψης του από την εναγομένη Τράπεζα μεταξύ των προσόντων και προϋποθέσεων συμμετοχής, απαιτείτο και η άριστη γνώση μιας ξένης γλώσσας. Κατά τη διάρκεια της απασχόλησης του στην Τράπεζα παρακολούθησε τα κατωτέρω ελληνόφωνα και αγγλόφωνα σεμινάρια: 1) "Ειδικό σεμινάριο" σχετικά με στοιχεία του Εθνικού Εισοδήματος και των Κλάδων της Οικονομίας-Ελεγκτικής Μηχανογράφησης-Τραπεζική τεχνική, από τις 12.6 έως τις 31.8.1984, διάρκειας 196 ωρών, 2) "Δακτυλογραφία - Στενογραφία", από τις 28.1 έως τις 30.3.1985, διάρκειας 80 ωρών, 3) "Έλεγχος Φερεγγυότητας Τραπεζών", από τις 2 έως τις 13.5.1988, διάρκειας 77 ωρών, 4) "Νέοι Χρηματοδοτικοί Θεσμοί", από τις 14 έως τις 15.6.1988, διάρκειας 15 ωρών, 5) "Αγορές Συναλλάγματος", από τις 18 έως τις 22.3.1991, διάρκειας 35 ωρών, 6) "Κλαδικό Λογιστικό Σχέδιο των Τραπεζών", από τις 16 έως τις 17.5.1994, διάρκειας 14 ωρών, 7) "Παράγωγα Χρηματοπιστωτικά Προϊόντα (Denvatives)", από τις 22 έως τις 25.5.1995, διάρκειας 28 ωρών, 8) "Η Κεφαλαιακή Επάρκεια των Πιστωτικών Ιδρυμάτων", από τις 9 έως τις 2.6.1997, διάρκειας 20 ωρών, 9) "Auditing Dealing Rooms", από την 1 έως τις 5.3.1999, διάρκειας 40 ωρών, 10) "Treasury Management for Supervisors, από τις 18 έως τις 19.12.2000, διάρκειας 16 ωρών, 11) "Accounting Systems for FX and Derivatives Instruments", από τις 24 έως τις 25.4.2001, διάρκειας 18 ωρών, 12) "Value at Risk", στις 23.4.2001, διάρκειας 10 ωρών, 13) "Πρόταση για τη Νέα Κεφαλαιακή Επάρκεια", στις 9.1.2002, διάρκειας 6 ωρών, 14) "Συγχωνεύσεις- Εξαγορές Επιχειρήσεων", από τις 23 έως τις 25.4.2002, διάρκειας 21 ωρών, 15) "Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα για τις Τράπεζες", στις 3, 4, 10 έως τις 11.6.2002, διάρκειας 28 ωρών, 16) "Securitization", από τις 22 έως τις 24.9.2003, διάρκειας 24 ωρών, 17) "Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα - International Reporting Standards ", από τις 21 έως τις 25.6.2004, διάρκειας 40 ωρών, 18) "Διαχείριση Ανθρώπινων Πόρων", από τις 24 έως 25.11 και από τις 8 έως τις 9.12.2004, διάρκειας 24 ωρών, 19) "Βασιλεία Π, Τυποποιημένη Μέθοδος", στις 9.3.2006, διάρκειας 8 ωρών, 20) "Διαχείριση Αλλαγών", από τις 14 έως τις 15.6.2006, διάρκειας 12 ωρών, 21) "Αρχές Πληροφορικής Framework", από τις 29-1 έως τις 2.2.1990 και από τις 15 έως τις 19.1.1990, διάρκειας 68 ωρών, 22) "Έλεγχος Συστημάτων Πληροφορικής Βασικό - Εξειδικευμένο", από τις 17 έως τις 19.11.1993 και από τις 29 έως τις 30.11.1993 και την 1.12.1993, διάρκειας 51 ωρών, 23) "Windows - Word-excel, από τις 9 έως τις 17.3.1995 και την 1 έως τις 12.4.2002, διάρκειας 83 ωρών, 24) "Internet" από τις 15 έως τις 21.5.2004, διάρκειας 15 ωρών, 25) "Excel", από τις 13 έως τις 22.10.2004, διάρκειας 24 ωρών, 26) "Bank' s Valuation Methodologies & Application from an Investment Bank' s Perspective", στις 22.11.2002, διάρκειας 5 ωρών, 27) "Σύγχρονες Τάσεις στη Διοίκηση Προσωπικού", στις 21.5.1997, διάρκειας 2 ωρών, 28) "Χρηματοδοτική Μίσθωση - Leasing", στις 29.5.1997, διάρκειας 3 ωρών και 29) "Εισαγωγή στην Ελληνική Χρηματιστηριακή Αγορά", από τις 22 έως τις 25.6.1998, με διοργανωτή φορέα την "Ένωση Ελληνικών Τραπεζών". Από το γεγονός της παρακολούθησης από τον ενάγοντα αρκετών αγγλόφωνων σεμιναρίων, αποδεικνύεται, ότι αυτός γνωρίζει σε πολύ καλό επίπεδο την αγγλική γλώσσα, παρόλο που δεν προσκομίστηκε από τον ίδιο κάποιο δίπλωμα σπουδών, οποιουδήποτε επιπέδου. Ο ενάγων προσελήφθη στις 16.7.1984 ως βοηθός, στη συνέχεια προήχθη στο βαθμό του Υπολογιστή με valeur από την 1.4.1983, στο βαθμό του Υπολογιστή Α' από την 1.4.1987, στο βαθμό του Λογιστή από την 1.4.1992, στο βαθμό του Αρχιλογιστή από την 1.4.1995 και στο βαθμό του Τμηματάρχη Λογιστή από την 1.4.1998. Από την πρόσληψη του μέχρι το 1987 υπηρέτησε στο Τμήμα Ελέγχου Εισαγωγών της Διεύθυνσης Εμπορικών Συναλλαγών με την Αλλοδαπή της αναιρεσίβλητης. Από το 1987 μέχρι σήμερα υπηρετεί στη Διεύθυνση Γενικής Επιθεώρησης Τραπεζών, η οποία ασκεί την εποπτεία του πιστωτικού συστήματος της χώρας, επιτελώντας εντελώς εξειδικευμένο έργο. Στο πλαίσιο της ενασχόλησής του αυτής, ασκεί καθήκοντα Επιθεωρητού Α' από τις 4.10.2000. Σύμφωνα δε με το 402/20-9-2000 εμπιστευτικό έγγραφο της Διεύθυνσης της Γενικής Επιθεώρησης τραπεζών στην οποία ανήκε, ο τότε Διευθυντής αυτού Ι. Β., για τη μετάταξη του από τη διαβάθμιση του Επιθεωρητού Β' στη διαβάθμιση του Επιθεωρητού Α', μεταξύ των άλλων αναφέρει, ότι διακρίνεται για τη θεωρητική και πρακτική του κατάρτιση, ότι έχει φέρει σε πέρας επιτυχώς όλες τις ανατεθείσες εργασίες και κρίνεται κατάλληλος για την ανάληψη των εξειδικευμένων εργασιών της Διεύθυνσης, που αντιστοιχούν στη διαβάθμιση του Επιθεωρητού Α'. Στο πλαίσιο της διαβάθμισης αυτής, ο ενάγων έχει αρμοδιότητα για: α) τη διενέργεια ελέγχων και σύνταξη πορισμάτων στα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα της χώρας προς αξιολόγηση της φερεγγυότητας, της ρευστότητας, της συγκέντρωσης κινδύνων, της αποτελεσματικότητας των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου, της οργάνωσης και της εύρυθμης λειτουργίας αυτών, β)τον έλεγχο των ανωτέρω ιδρυμάτων και χρηματοδοτούμενων από τις Τράπεζες επιχειρήσεων για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής τους προς τις σχετικές Πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, γ) τη σύνταξη των σχετικών πορισμάτων ελέγχου, δ) τη συνεχή ενημέρωση επί θεμάτων τροποποίησης του θεσμικού πλαισίου, της εξέλιξης μεθόδων και αντικειμένων εποπτείας των νέων τραπεζικών προϊόντων και λοιπών σημαντικών εξελίξεων στον τραπεζικό χώρο και ε) τη συμμετοχή σε ειδικά σεμινάρια. Επίσης έχει υπό την άμεση εποπτεία του τέσσερις Συνεταιριστικές Τράπεζες (ήτοι την Παγκρήτια Συνεταιριστική Τράπεζα, τη Συνεταιριστική Τράπεζα Λέσβου-Λήμνου, τη Συνεταιριστική Τράπεζα Έβρου και Συνεταιριστική Τράπεζα Δράμας) και ασχολείται (ως οικονομολόγος και λογιστής) με τη λεπτομερή ανάλυση και αξιολόγηση των δημοσιευμένων λογιστικών καταστάσεων (Ισολογισμός, Κατάσταση Αποτελεσμάτων Χρήσεων και Προσάρτημα) των ως άνω Τραπεζών, καθώς και των υποβαλλομένων στοιχείων στη Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος, με σκοπό την καταγραφή επισημάνσεων για ανάληψη διορθωτικών ενεργειών. Επίσης, συντάσσει εισηγητικά σημειώματα, για την ίδρυση υποκαταστημάτων των ανωτέρω Συνεταιριστικών Τραπεζών, αλλά και για κάθε αίτημα τους, ενώ παρακολουθεί τη ρευστότητα, επεξεργάζεται τα μηνιαία ισοζύγια των ανωτέρω Συνεταιριστικών Τραπεζών και συντάσσει εξαμηνιαία και ετήσια σημειώματα για την πορεία τους (γενικά πληροφορικά στοιχεία, δραστηριότητα, βασικά οικονομικά μεγέθη, χρηματοοικονομικοί δείκτες, μερίδιο αγοράς κλπ.).Ο ενάγων διδάσκει το μάθημα της Λογιστικής για 11 χρόνια σε Δημόσια ΙΕΚ, είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Εκπαιδευτών Σ.Ε.Κ. του Ε.ΚΕ.ΠΙΣ. και έχει την άδεια να διδάσκει Λογιστική σε κοινωνικά ευάλωτες ομάδες (ανέργους πτυχιούχους, μακροχρόνιους ανέργους κλπ.). Επί σειρά ετών (1998-2002) συμμετείχε ως Ειδικός Επιστήμων στην Επιτροπή Ειδικών Επιστημόνων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων για τις Εξετάσεις Πιστοποίησης Επαγγελματικής Κατάρτισης της ειδικότητας "Ειδικός Τραπεζικών Εργασιών". Επιπλέον, έχει εκπονήσει τις ακόλουθες μελέτες: 1) "Οι Πολυεθνικές Επιχειρήσεις στην Ελλάδα"(1992), 2) "Περιφερειακή Ανάπτυξη της Ιονικής Τράπεζας" (1992), 3) "Τραπεζικές Δραστηριότητες στο πεδίο των φυσικών διαθεσίμων και της πολιτικής γης" (1993), 4) "Το Νομικό καθεστώς των ιδιωτικών επενδύσεων" (1993), 5) "Ακαθάριστες επενδύσεις συναρτήσει του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος και του αναπροεξοφλητικού επιτοκίου" (1993), 6) "Πολιτικές διαστάσεις της Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Δήμο Καλλιθέας" (ομάδα εργασίας 1993), 7) "Ευρωπαϊκή Ένωση Χωροταξική Πολιτική-Διασυνοριακή συνεργασία (INTER REG)" (1993), 8)" Φυσικά διαθέσιμα και πολιτική γης" (1993), η δε μεταπτυχιακή του εργασία με θέμα "Το Νομικό καθεστώς των νέων τραπεζικών προϊόντων (Leasing - Forfaiting) και η αναμενόμενη συμβολή των στην ανάπτυξη υπό το νέο μετά Μάαστριχτ καθεστώς", βαθμολογήθηκε με άριστα. Με την ΠΔ/ΤΕ 1960/25.7.1991 ορίστηκε εκπρόσωπος της εναγομένης στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή Ελέγχου Πιστωτικών Κανόνων Αθηνών ως Αναπληρωτής Γραμματέας της Επιτροπής αυτής. Εξάλλου, όσον αφορά στις εκθέσεις αξιολόγησης του, για το έτος 1999 έλαβε 11 "Εξαίρετος" και 2 "Πολύ καλός", για το έτος 2000 έλαβε 12 "Εξαίρετος" και 1 "Πολύ καλός", για τα έτη 2001 έως και 2003 έλαβε 13 "Εξαίρετος" και για τα έτη 2004 και 2005 έλαβε 17 "Εξαίρετος". Με την 5/29.5.2002 Εγκύκλιο Διοίκησης της Τράπεζας ανακοινώθηκε ότι, με την από 27.5.2002 απόφαση του Γενικού Συμβουλίου, μετά από πρόταση του Διοικητή, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Οργανισμού της Εσωτερικής Υπηρεσίας και Κανονισμού της Βαθμολογικής και Μισθολογικής Τάξεως των Υπαλλήλων, προήχθησαν, με απόλυτη εκλογή, στο βαθμό του Εντεταλμένου Τμηματάρχη - Προϊσταμένου, από την 1.5.2002, οι αναφερόμενοι σε αυτήν (62 στο Λογιστικό Κλάδο, 13 στον Ταμιακό Κλάδο και 3 στον Τεχνικό Κλάδο)78 ομοιόβαθμοι (τμηματάρχες) συνάδελφοι του εφεσίβλητου ενάγοντος, μεταξύ των οποίων, οι προτεινόμενοι προς σύγκριση, Α. Α., Χ. Α., Κ. Β., Β. Β., Κ. Μ., Θ. Μ.-Γ., Σ. Χ., Ν. Α., Ε. Β., Ν. Β., Θ. Δ., Α. Κ., Χ. Κ., Α. Μ., Κ. Χ. και Ε. Μ., ενώ ο προτεινόμενος προς σύγκριση συνάδελφος του Ν. Ν., δεν συμπεριλαμβάνεται στους προαχθέντες για το έτος 2002, αφού είχε προαχθεί ήδη στο βαθμό του εντεταλμένου τμηματάρχη από την 1.7.1994, ώστε η σύγκριση, ως προς αυτόν να τυγχάνει αλυσιτελής. Από αυτούς, όλοι οι συγκρινόμενοι υπερτερούν από τον ενάγοντα ως προς τη γενική υπηρεσιακή αρχαιότητα, δεδομένου ότι προσλήφθηκαν από την εναγομένη, αντιστοίχως, στις 14.2.1972,14.8.1972,12.8.1972,8.7.1974,19.6.1973,3.3.1972,12.8.1972, 30.5.1973, 14.11.1970, 18.4.1969, 14.9.1971, 27.7.1964, 12.7.1973, 18.1. 1971, 18.2.1972 και την 1.9.1980, ενώ ο ίδιος προσλήφθηκε στις 16.7.1984, ενώ όλοι, πλην του δωδέκατου, ο οποίος προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχη την 1.7.1998, υπερτερούν έναντι του ενάγοντος και ως προς την ειδική υπηρεσιακή αρχαιότητα, αφού προήχθησαν στο βαθμό του Τμηματάρχη την 1.4.1992, 1.4.1991,1.4.1991, 1.10.1995, 1.1.1992, 1.4. 1996, 1.2.1991,1.4.1993,27.4.1994,1.7.1991,1.7.1990,1.10.1996,1.4.1989, 1.7.1988 και 1.7.1994, ο δε τελευταίος προήχθη στην ανωτέρω θέση την 1.4.1998. Όμως, η υπεροχή των συγκρινόμενων είτε στη γενική, είτε στην ειδική υπηρεσιακή αρχαιότητα, έναντι του ενάγοντος, δεν αποτελεί, στις κατ' εκλογήν προαγωγικές κρίσεις στο βαθμό του Εντεταλμένου Τμηματάρχη, όπως, εν προκειμένω, που αποτελεί έναν από τους καταληκτικούς βαθμούς της τραπεζικής ιεραρχίας, αποφασιστικό κριτήριο. Όσον αφορά ειδικώς στους προτεινόμενους προς σύγκριση, κατά την προαγωγική κρίση της 1.5.2002, συναδέλφους του, από τα ατομικά δελτία στοιχείων και τις εκθέσεις αξιολόγησης τους, προκύπτουν τα ακόλουθα: 1) Ο Α. Α. Είναι απόφοιτος Γυμνασίου, γνωρίζει αγγλικά σε επίπεδο "πολύ καλά" και έχει παρακολουθήσει τα ακόλουθα σεμινάρια: "Εσωτερικού ελέγχου, διερεύνησης και ανάλυσης ισολογισμών Τραπεζών", "Γενικής Τραπεζικής Λογιστικής, Ελέγχου Μηχανογραφικών Συστημάτων", "Αξιολόγησης προσωπικού"(στην Αγγλική, σε δύο κύκλους), "Εξειδικευμένης Τραπεζικής Λογιστικής". Για το έτος 1999 αξιολογήθηκε με 12 "Εξαίρετος" και 1 "Πολύ Καλός" και για το έτος 2000 με 13 "Εξαίρετος", ενώ για τα υπόλοιπα έτη δεν προκύπτει σχετική αξιολόγηση του. Απασχολήθηκε στην εναγομένη στο Τμήμα αξιών προς είσπραξη (από 13.2.1978), στο Τμήμα ενέγγυων πιστώσεων δημοσίου (από 18.8.1978), στο Τμήμα ελέγχου εφαρμογής συναλλαγματικών νόμων (από 19.6.1984), στο Τμήμα ελέγχου εφαρμογής συναλλαγματικών κανόνων στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις (από 20.4.1988), στον Τομέα συναλλαγματικών ελέγχων ναυτιλιακών επιχειρήσεων (από 19.12.1991), στο Τμήμα Γραμματείας υποεπιτροπής βιοτεχνικών πιστώσεων, όπου από τις 17.8.1992 ήταν Προϊστάμενος Υπηρεσίας, καθώς και από 11.3.1993 στο Τμήμα Ελεγκτικών Εργασιών. Υπήρξε μέλος κλιμακίων σε επιθεωρήσεις των μονάδων της Τράπεζας. Η επικαλούμενη από την εναγομένη προϋπηρεσία του από το 1963 έως το 1967 στην Εταιρία Δεβοναίρ Ντράϊ Κλέανερς στο Πορτ Ελίζαμπεθ της Νοτίου Αφρικής, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, καθώς είναι εκτός Τράπεζας. 2) Ο Χ. Α. : Είναι κάτοχος απολυτήριου Γυμνασίου, γνωρίζει άριστα την αγγλική γλώσσα, ενώ δεν αποδείχθηκε η μέτρια γνώση της γαλλικής γλώσσας. Έχει παρακολουθήσει δύο σεμινάρια : "Λύση Προβλημάτων - Συγκρούσεις" και "Human Resources Managements (ξενόγλωσσο). Για το έτος 1999 αξιολογήθηκε με 15 "Εξαίρετος" και 2 "Πολύ Καλός", για το έτος 2000 με 15 "Εξαίρετος", ενώ για τα υπόλοιπα έτη δεν προκύπτει σχετική αξιολόγηση του. Απασχολήθηκε στην Τράπεζα, στο Τμήμα Διαχειρίσεως Ξένων -Τραπεζογραμματίων από τις 2.1.1974, όπου άσκησε καθήκοντα Αναπληρωτή Προϊσταμένου Υπηρεσίας από τις 14.8.1984, Προϊσταμένου Υπηρεσίας από τις 8.12.1991 και Προϊσταμένου Υπηρεσίας από 3 .2.1992. Υπήρξε εισηγητής σε επιμορφωτικά σεμινάρια υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος, Εμπορικών Τραπεζών και Οργανισμών για τη γνησιότητα, πλαστότητα και παραποίηση ξένων τραπεζογραμματίων. Συνέταξε σημείωμα για τη γνησιότητα πλαστότητα και παραποίηση ξένων τραπεζογραμματίων. 3) Ο Κ. Β. Είναι κάτοχος απολυτηρίου Γυμνασίου και επί πτυχίω φοιτητής της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Πειραιά, γνωρίζει πολύ καλά αγγλικά. Έχει παρακολουθήσει τα εξής σεμινάρια: "Διαχείριση Κρίσεων - Χειρισμός Επιθέσεων", "Αγορές Συναλλάγματος- Υποκαταστήματα", "Τεχνικές Συλλογής και Ανάλυσης Στατιστικών Στοιχείων" ,"Οικονομική Συγκυρία", "Γνησιότητα Ξένων Τραπεζογραμματίων" καθώς και σεμινάρια Χρήσης Η/Υ (Οffice κλπ.). Δεν αποδείχθηκε ότι εκπαιδεύθηκε στις ελεγκτικές εργασίες του Τμήματος Ελέγχου Διαχειρίσεως Κεντρικού Καταστήματος. Στις εκθέσεις αξιολόγησης για το έτος 1999 αξιολογήθηκε με 12 "Εξαίρετος" και 5 "Πολύ Καλός" και για το έτος 2000 με 14 "Εξαίρετος" και 3 "Πολύ Καλός", ενώ για τα επόμενη έτη δεν προσκομίζονται σχετικές εκθέσεις. Απασχολήθηκε στην εναγομένη από 2.9.1985 ως Προϊστάμενος Υπηρεσίας πρωτοκόλλου-Διεκπεραίωσης-Αρχείου του Τμήματος Λογιστηρίου και Γραμματείας του Υποκαταστήματος Πειραιά, από 3.4.1995 ως Προϊστάμενος Υπηρεσίας Ελέγχου Διαχειρίσεων στο Υποκατάστημα Πειραιά, από 27.9.1996 ως Αναπληρωτής Προϊστάμενος Τμήματος Ταμιακών Εργασιών του Υποκαταστήματος Πειραιά, και από 2001 ως Προϊστάμενος Τμήματος Ασφάλειας Κεντρικού Καταστήματος (Διεύθυνση Διοικητικού). Έχει εκπονήσει πρόταση για τη μηχανογράφηση των κλειδαρίθμων, η οποία και υλοποιήθηκε, καθώς και πρόταση για μικροφωτογράφηση του αρχείου. Η προϋπηρεσία που επικαλείται η Τράπεζα στο Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη καθώς και το γεγονός ότι υπήρξε επίσης Βοηθός Γενικού Επόπτη στις Παιδικές Κατασκηνώσεις της Τράπεζας επί τετραετία, όπου ασχολήθηκε με θέματα Διοίκησης Ανθρωπίνου Δυναμικού, Ασφάλειας Κατασκηνώσεων, Δημιουργίας και Εφαρμογής Προγραμμάτων, δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή στην εν λόγω προαγωγική κρίση. 4)Ο Β. Β. Είναι απόφοιτος Γυμνασίου και γνωρίζει αγγλικά σε επίπεδο "καλά". Έχει παρακολουθήσει τα κατωτέρω σεμινάρια: α) "Αρχές πληροφορικής", β) "Windows 3.1.",γ) "Word 6.0", δ) "Excel 5.0", ε) "(General & Banking English ", στ) "Αγγλικών σε επίπεδο intermediate Β", ζ) "Ελέγχου Συστημάτων Πληροφορικής (EDP, Audit)" η) "Αναλυτική Λογιστική της Εκμετάλλευσης και το σύστημα της Συλλειτουργίας", θ) "ΜΤΜ 2 Zeugnis". Για το έτος 1999 αξιολογήθηκε με 13 "Εξαίρετος" και για το έτος 2000 με 18 "Εξαίρετος", ενώ δεν προσκομίζονται αξιολογικές εκθέσεις για τα επόμενα έτη. Απασχολήθηκε στην Τράπεζα στο Τμήμα καταθέσεων από 7.9.1974, στον Τομέα οργάνωσης από 3.6.1987, στο Τμήμα οργάνωσης από 14.4.1993 και άσκησε καθήκοντα προϊσταμένου από 2.10.2000 στο Τμήμα επιχειρησιακού σχεδιασμού και υποστήριξης διαδικασιών. Συνέταξε σχέδιο κανονισμού προμηθειών, για το Τμήμα καταθέσεων, σχέδιο αλλαγής της διαδικασίας απόδοσης επιστροφής διαφοράς τόκων και σχετικών εντύπων, πρόταση τροποποίησης της διαδικασίας πληρωμής επιταγών τραπεζών, σχέδιο αλλαγής των διαδικασιών για παρακολούθηση και απόδοση δεσμευμένων καταθέσεων. Συμμετείχε στη σύνταξη μελετών για λογιστικό σχέδιο, σχέδιο διοικητικής λογιστικής και κοστολόγησης εργασιών. Υπήρξε εισηγητής σεμιναρίου επιμόρφωσης προσωπικού υποκαταστημάτων και πρακτορείων, σεμιναρίων εκπαίδευσης προσωπικού διαφόρων υπηρεσιακών μονάδων στην εφαρμογή νέων μηχανογραφικών συστημάτων και μεθόδων. Συμμετείχε σε ομάδες εργασίας, για θέματα του Τμήματος οργάνωσης και σε επιτροπές αξιολόγησης προσφορών για προμήθειες του Τμήματος. 5) Ο Κ. Μ. Είναι απόφοιτος Γυμνασίου. Γνωρίζει αγγλικά σε επίπεδο "πολύ καλά", ενώ στην έκθεση αξιολόγησης δεν αναφέρεται γνώση αυτού σε μέτριο επίπεδο γαλλικών και ιταλικών και δεν αποδεικνύεται ότι είναι γνώστης έστω και μέτρια των ανωτέρω δύο ξένων γλωσσών. Έχει παρακολουθήσει τα εξής σεμινάρια: α) "Βασικές χρηματοδοτικές έννοιες", β) "Windows 3.1.", γ)"Word 6.0" και δ) "Εφαρμοσμένης διοίκησης GRID ". Για το έτος 1999 αξιολογήθηκε με 17 "Εξαίρετος" και 1 "Πολύ Καλός" και για το έτος 2000 με 18 "Εξαίρετος", ενώ δεν προσκομίζονται εκθέσεις αξιολόγησης επόμενων ετών. Απασχολήθηκε στο Τμήμα διαχειρίσεως ξένων τραπεζογραμματίων και άσκησε καθήκοντα Αναπληρωτή Προϊσταμένου Υπηρεσίας από 16.1.1986, Προϊσταμένου Υπηρεσίας από 18. 7.1988, Αναπληρωτή Προϊσταμένου Τμήματος από 13.2.1995 και Προϊσταμένου Τμήματος (στο Γραφείο Θεμάτων Συναφών με το Ευρωσύστημα) από 10.1.2002. Υπήρξε εισηγητής επί Ταμιακών θεμάτων σε προαγωγικά σεμινάρια υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος, εισηγητής σε προγράμματα εκπαίδευσης πάνω στον έλεγχο γνησιότητας των τραπεζογραμματίων, για υπαλλήλους της Τράπεζας, Εμπορικών Τραπεζών, Οργανισμών και της Αστυνομίας. Συνέταξε εγχειρίδιο σχετικά με το ζήτημα της γνησιότητας τραπεζογραμματίων, συμμετείχε στη σύνταξη μελέτης για την ανάπτυξη των εργασιών συναλλάγματος, συνέταξε προτάσεις για θέματα μετάβασης στο ευρώ προς την Τράπεζα της Ελλάδος και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, συνέταξε σχέδιο εκπαίδευσης ταμιών για τις ανάγκες της ΕΚΤ και συμμετείχε στην ολοκλήρωση του οδηγού εκπαίδευσης για το ευρώ, και στη σύνταξη του Εθνικού Σχεδίου Μετάβασης στο ευρώ. Από το 1997 υπήρξε μέλος της Επιτροπής Τραπεζογραμματίων (Bankote Committee) της ΕΚΤ με αρμοδιότητα σε θέματα παραγωγής και έκδοσης του ευρώ. Υπήρξε μέλος των εξής ομάδων εργασίας της επιτροπής αυτής : της ομάδος ΡΤ2, για τη νομική κατοχύρωση της παραγωγής και έκδοσης του ευρώ και της ομάδος ΝΑΤ, για την προετοιμασία και εφαρμογή προγραμμάτων ενημέρωσης και εκπαίδευσης του κοινού για το ευρώ "EYRO 2002 campaign". Υπήρξε μέλος της Επιτροπής της Τράπεζας για το γενικό σχεδιασμό της παραγωγής και κυκλοφορίας του ευρώ και της απόσυρσης του εθνικού νομίσματος και σε επιτροπές και ομάδες εργασίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (Νομοπαρασκευαστική, Ομάδα Δράσης για το Ευρώ, Καταπολέμηση της Απάτης). Επίσης, εκπροσώπησε την Τράπεζα σε Επιτροπές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. 6) Ο Θ. Μ.-Γ. Είναι απόφοιτος Γυμνασίου και γνωρίζει αγγλικά σε επίπεδο "καλό", ενώ συμμετείχε σε διάφορα σεμινάρια λογιστικής στην Τράπεζα της Ελλάδος και στην Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, χωρίς όμως να αποδεικνύεται ο αριθμός τους και το ειδικότερο θέμα τους. Για τα έτη 1999 και 2000 αξιολογήθηκε με 17 "Εξαίρετος". Απασχολήθηκε στο Τμήμα Οικονομικών Υπηρεσιών και άσκησε καθήκοντα Αναπληρωτή Προϊσταμένου Υπηρεσίας από 16.5.1991, Προϊσταμένου Υπηρεσίας από 21.7.1992 και Αναπληρωτή Προϊσταμένου Τμήματος από 17.11.1999. Εκπόνησε πρόταση για την ενοποίηση των λογαριασμών της μισθοδοσίας του προσωπικού της Τράπεζας στις 26.6.1990, και πρόταση σχετικά με τις εισφορές των ασφαλιστικών ταμείων της, στις 22.2-1991. Συμμετείχε σε επιτροπή (ΠΔ 408/14.9.1999) για την εξέταση των αιτημάτων των υπαλλήλων της Τράπεζας και των συνταξιούχων των ασφαλιστικών Ταμείων της, που είχαν πληγεί από τους σεισμούς του 1999, ενώ έχει αναλάβει και καθήκοντα ελεγκτή αστικής εταιρείας και έχει διενεργήσει τον έλεγχο του ισολογισμού του Ταμείου για τη χρήση 1999. 7)Ο Σ. Χ., είναι απόφοιτος Λυκείου (1966) και έχει πτυχίο λογιστή του Υπουργείου Παιδείας (1968) και γνωρίζει ιταλικά και αγγλικά σε μέτριο επίπεδο και γαλλικά σε πολύ καλό επίπεδο. Συμμετείχε στα εξής σεμινάρια: 1) "Βασικής εκπαίδευσης", 2)"Τραπεζικής πίστης", 3) "Αγοράς συναλλάγματος", 4) "Ξένης γλώσσας (γαλλικών για το certificate fonctionnare", 5) "Εφαρμοσμένης διοίκησης GRID". Απασχολήθηκε στην εναγομένη στο Τμήμα Παρακολούθηση; Εφαρμογών Πιστωτικής Πολιτικής, και στο Τμήμα Σχέσεων με τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, όπου άσκησε καθήκοντα Αναπληρωτή Προϊσταμένου Υπηρεσίας από 27.6.1984 και Προϊσταμένου Υπηρεσίας από 28.11.1988, ενώ, από τις 7.9.1995 απεσπάσθη στο συνδικαλιστικό σωματείο Σ.Υ.Τ.Ε. και για το λόγο αυτό δεν αξιολογήθηκε για τα έτη 1999 και 2000, στο δε φύλλο επίδοσης του έτους 1989 είχε λάβει 5 ένα και 3 δύο. Η επικαλούμενη από την τράπεζα εργασία του στις Παιδικές Κατασκηνώσεις της δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή για την ένδικη προαγωγή, ενώ ναι μεν σύμφωνα με το άρθρο 20 εδ. δ' της από 4.8.1982 Σ.Σ.Ε. μεταξύ Ο.Τ.Ο.Ε. και Τραπεζών, η οποία έχει ισχύ νόμου με βάση το άρθρο 29 του ν. l346/1983, "ο χρόνος της απόσπασης των συνδικαλιστών λογίζεται ως ευδόκιμη υπηρεσία", ενώ σύμφωνα με το Κεφ. ΑΙ της Σ.Σ.Σ. Τραπεζών Ο.Τ. Ο.Ε.\Συνδικαλιστικές Ρυθμίσεις της 30.7.1997, οι ευρισκόμενοι σε νόμιμη συνδικαλιστική απόσπαση τραπεζοϋπάλληλοι "διατηρούν κατά τη διάρκεια αυτής όλα τα δικαιώματα τους τα οποία αφορούν στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία και εξέλιξη στην Τράπεζα από την οποία αποσπώνται". Πλην, όμως το γεγονός αυτό της απόσπασής του δεν μπορεί ασφαλώς να εκτιμηθεί ότι προσφέρει στον υπάλληλο ουσιώδη εμπειρία στην άσκηση υπεύθυνων τραπεζικών καθηκόντων και ότι ασκεί καθοριστική σημασία για την ανέλιξή του στις ανώτατες θέσεις της τραπεζικής υπαλληλικής ιεραρχίας και δη στο βαθμό του Εντεταλμένου Τμηματάρχη, τα οποία και μόνο (υπεύθυνα τραπεζικά καθήκοντα) μπορούν να ληφθούν υπόψη, βάσει του Οργανισμού, της εναγομένης, από τα αρμόδια προαγωγικά όργανα της, σχετικά με τη διαμόρφωση προαγωγικής κρίσης. 8) Ο Ν. Α. Είναι απόφοιτος Γυμνασίου, γνωρίζει την αγγλική γλώσσα σε μέτριο επίπεδο και έχει συμμετάσχει στα εξής σεμινάρια: α) "Τεχνικές συλλογής και ανάλυσης στατιστικών στοιχείων", β) "Management", γ) "Επιμόρφωση στελεχών και επιμόρφωση διευθυντών υποκαταστημάτων" και δ) "Εποπτεία τραπεζών και τραπεζικοί κίνδυνοι". Από την 1.4.1993 είναι Διευθυντής του υποκαταστήματος Ξάνθης της εναγομένης στο οποίο υπηρετεί από την ημερομηνία πρόσληψης του, στις 30.5.1973. Έχει βαθμολογηθεί στις αξιολογικές κρίσεις των ετών 1999 και 2000 με 17 "Εξαίρετος". 9) Ο Ε. B. : Είναι απόφοιτος Γυμνασίου και είναι γνώστης της γαλλικής γλώσσας, σε μέτριο επίπεδο. Έχει συμμετάσχει στα ακόλουθα σεμινάρια : α) "Προαγωγικό σεμινάριο", β) "Σεμινάριο χρυσού και ξένων Τραπεζογραμματίων", γ) "Σεμινάριο αξιολόγησης" και δ) "Σεμινάριο management". Έχει βαθμολογηθεί για το έτος 1999 με 11 "Εξαίρετος" και 6 "Πολύ καλός" και για το έτος 2000 με 11 "Εξαίρετος" και 6 "Πολύ Καλός" από τον α' κριτή και 16 "Εξαίρετος" και 1 "Πολύ καλός" από το β' κριτή. Απασχολήθηκε στην εναγομένη στο Τμήμα Ταμείων του υποκαταστήματος της Θεσσαλονίκης από 14.11.1971, στο Τμήμα Λογιστηρίου και Γραμματείας του ανωτέρω υποκαταστήματος από 7.9.1993, καθώς και στην Υπηρεσία Ελέγχου Διαχειρίσεων από 27.4.1994 με καθήκοντα Προϊστάμενου Υπηρεσίας, ενώ από 20.3.1997 . Είναι Προϊστάμενος Τμήματος Ταμιακών Συναλλαγών του ανωτέρω υποκαταστήματος. 10) Ο Ν. Β.: Έχει απολυτήριο Γυμνασίου και γνωρίζει την αγγλική γλώσσα σε επίπεδο "μέτρια", Παρακολούθησε τα εξής πέντε σεμινάρια: Το 1985 και 1990 "Θέματα Πιστωτικών Ελέγχων", το 1989 "Αρχές Διοικητικής Επιμόρφωσης", το 1999, "Χρήση Νέου Μηχ/κού Εξοπλισμού και Συστ. Ερμής", "Αξιολόγηση Προσωπικού". Για τα έτη 1999 και 2000 αξιολογήθηκε με 17 "Εξαίρετος". Απασχολήθηκε στην εναγομένη από την πρόσληψη του, στις 18.4.1969, στο υποκατάστημα που διατηρεί αυτή στην Κομοτηνή, όπου είχε καθήκοντα προϊσταμένου υπηρεσίας, ενώ από την 1.3.2000 ανέλαβε καθήκοντα Διευθυντή του ανωτέρω υποκαταστήματος. 11)Ο Θ. Δ. : Είναι απόφοιτος Γυμνασίου και γνωρίζει την αγγλική γλώσσα σε επίπεδο "καλά". Έχει παρακολουθήσει τα εξής σεμινάρια: "Εφαρμοσμένη διοίκηση Grid", "Διοικητική επιμόρφωση management", "Βελτίωση ανθρώπινων σχέσεων", "Αποτελεσματική Διαχείριση Χρόνου-Διαπραγματεύσεις", "Μαθήματα αγγλικών Intermediate Β", "Οικονομικής Ανάλυσης μη πτυχ." και "Το έργο των Προϊσταμένων". Απασχολήθηκε στην Τράπεζα στην οργανική θέση Β' Εξωτερικό Συνάλλαγμα (Κεντρικό). Έχει παρουσιάσει την εισήγηση σε επιμορφωτικό πρόγραμμα επί τραπεζικών και οικονομικών θεμάτων "Κατάργηση του συστήματος πληρωμής συντάξεων και μερισμάτων με επιταγές. Εφαρμογή νέων διαδικασιών, Αξιοποίηση του οn line". Έχει συμμετάσχει σε Επιτροπές και Ομάδες εργασίας όπως: α) Περί εκτίμησης και υποβολή προτάσεων για την αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των ασφαλιστικών ταμείων (Π.Δ. 228/5.4.84) και β) Περί υποβολής προτάσεων προσδιορισμού του χορηγούμενου μερίσματος (Π.Δ 287/27.6.90). Στα προσκομιζόμενα από την Τράπεζα δύο φύλλα αξιολόγησης του, των ετών 1999 και 2000 αξιολογήθηκε με 17 "Εξαίρετος".12) Ο Α. Κ. Είναι απόφοιτος εξαταξίου Γυμνασίου και γνωρίζει την αγγλική γλώσσα σε μέτριο επίπεδο. Έχει υπηρετήσει στο υποκατάστημα Πειραιώς, στο Τμήμα Διακίνησης αλληλογραφίας - Τμήμα Ναυτιλιακού και στο Κεντρικό Κατάστηµα στο Τµήµα αποθεματικών και ανεφοδιασµού, µε καθήκοντα Προϊσταµένου Τµήµατος από 8.6.2000. Έχει συµµετάσχει σε επιτροπές και οµάδες εργασίας για θέµατα ασφάλειας κτιριακών και λοιπών εγκαταστάσεων, για παραλαβή θωρακισμένων αυτοκινήτων, σχέδιο διακίνησης χρηματικού, εκποίηση παλαιών αυτοκινήτων, κτιριακών εγκαταστάσεων, ασφάλιση περιουσιακών στοιχείων της εναγοµένης, εκτίµηση-πρόβλεψη των ετήσιων παραγωγικών αναγκών αυτής, παραλαβής φορτηγών µεταφοράς προσωπικού. Για τα έτη 1999 και 2000, αξιολογήθηκε µε 16 "Εξαίρετος" και 1 "Πολύ Καλός" και µε 17 "Εξαίρετος", αντίστοιχα. 13) Ο Χ. Κ. Είναι κάτοχος απολυτηρίου Γυμνασίου, Οικονοµικού Λυκείου (1966) και πτυχίου αναλυτού συστηµάτων C.D.G. (Control Duty Greece).Γνωρίζει την αγγλική γλώσσα σε επίπεδο "πολύ καλά" και τη γερµανική σε επίπεδο "καλά". Απασχολήθηκε στην Τράπεζα στο Τµήµα Μηχανογράφησης από 22.10.1974, στο Τµήµα Μηχανεπεξεργασίας από 12.1.1984, στο Τµήµα Υποστήριξης Συστηµάτων Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, από 25.11.1986, όπου είχε καθήκοντα Προϊσταµένου Υπηρεσίας, από 10.10.1988, στο Τµήµα Ανάπτυξης και Υποστήριξης Πληροφοριακών Συστηµάτων από 14.4.1993, όπου είχε καθήκοντα αναπληρωτή τµήµατος, ενώ στις 10.2.2000 έγινε Προϊστάμενος του Τµήµατος Υποστήριξης Εξοπλισµού και Λειτουργίας Συστηµάτων. Έχει συµµετάσχει σε επιμορφωτικά σεµινάρια για ενηµέρωση σε θέµατα χρήσεως-βελτιώσεως λειτουργικών συστηµάτων, νέων διαδικασιών και λειτουργία νέων µηχανών, χωρίς να προκύπτουν τα ειδικότερα θέµατα αυτών και ο αριθµός τους. Συµµετείχε σε επιτροπές σύνταξης προδιαγραφών καθώς και αξιολόγησης και παραλαβής µηχανολογικού εξοπλισµού. Παρουσίασε εισηγήσεις για επιμόρφωση υπαλλήλων σε λειτουργικά συστήµατα, εισηγήσεις νέων διαδικασιών βελτίωσης µηχανογραφικής παραγωγής, εκπαίδευσης σε µμικροϋπολογιστές, συντήρησης εξοπλισµού. Για τα έτη 1999 και 2000 αξιολογήθηκε µε 17 "Εξαίρετος". 14) Ο Α. Μ. Είναι απόφοιτος Γυμνασίου, γνωρίζει την αγγλική γλώσσα σε επίπεδο "καλά" και τη γαλλική γλώσσα σε επίπεδο "πολύ καλά", και έχει γνώση χρήσης ηλεκτρονικού υπολογιστή. Απασχολήθηκε στην εναγοµένη στο Τµήµα Μηχανογράφησης από 22.10.1974, στο Τµήµα Μηχανεπεξεργασίας από 12.1.1984, στο Τµήµα Υποστήριξης Συστηµάτων Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, από 25.11.1986,με καθήκοντα Προϊσταµένου Υπηρεσίας, από 16.12.1986, στο Τµήµα Μηχανεπεξεργασίας και Ελέγχου από 8.5.1995, με καθήκοντα Αναπληρωτή Τµήµατος από 18.5.1995, στο Τµήµα Υποστήριξης Δικτύων και Επικοινωνιών από 22.9.1995, με καθήκοντα Αναπληρωτή Τµήµατος από 22.9.1995 και Προϊσταµένου Τµήµατος από 10.2.2000. Συµµετείχε στα εξής σεµινάρια: α) "Ενημερώσεως", β) "Εφαρµοσµένης Διοίκησης Grid", γ) "Windows 4Τ 40 ", δ) "Update Windows Word Excel", καθώς και σε επιτροπές και οµάδες εργασίας αναφορικά µε το αντικείµενο του µηχανογραφικού εξοπλισµού της Τράπεζας. Στις εκθέσεις αξιολόγησης των ετών 1999 και 2000 αξιολογήθηκε µε 17 "Εξαίρετος". 15) Ο Κ. Χ. : Είναι απόφοιτος Γυμνασίου και γνωρίζει την αγγλική γλώσσα σε επίπεδο "καλά". Απασχολήθηκε ως Προϊστάμενος του Τμήματος Ταμείων στο υποκατάστημα της εναγομένης στη Θεσσαλονίκη από 18.2.1992, αλλά και στο υποκατάστημα της Ρόδου, ενώ από τις 20.3.1997 ανέλαβε καθήκοντα Προϊσταμένου του Τμήματος Διαλογής και Καταμέτρησης του υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης. Συμμετείχε στα ακόλουθα σεμινάρια: α) "Σύγχρονες τάσεις management", β) "Σεμινάριο επιμόρφωσης στελεχών για χρηματοοικονομικά θέματα", γ)"Σεμινάριο επικοινωνίας". Υπήρξε εισηγητής σε σεμινάρια με θέμα την πλαστότητα ξένων και ελληνικών τραπεζογραμματίων, σε Τράπεζες, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, ΟΣΕ και Αστυνομία. Στις εκθέσεις αξιολόγησης του έτους 1999 αξιολογήθηκε με 12 "Εξαίρετος" και 5 "Πολύ Καλός" και του έτους 2000 με 16 "Εξαίρετος" και 1 "Πολύ Καλός" από τον α' κριτή και με 12 "Εξαίρετος" και 5 "Πολύ Καλός" από το β' κριτή. 16) Ο Ε. Μ.: Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Οικονομικού Τμήματος της ΑΣΟΕΕ και γνωρίζει την αγγλική γλώσσα σε πολύ καλό επίπεδο. Απασχολήθηκε στην Τράπεζα στο Τμήμα Ελέγχου Εφαρμογής Συν/κών Νόμων, στο Τμήμα Ελέγχου Εφαρμογής Συν/κών Κανόνων στις Επιχειρήσεις, ενώ από τις 18.4.2000 αποσπάστηκε στο Πολιτικό Γραφείο του Υφυπουργού Οικονομικών και από 25.10.2001 στο Υπουργείο Γεωργίας. Έχει συμμετάσχει στα ακόλουθα σεμινάρια: α) "Βασικό σεμινάριο νεοπροσληφθέντων", β) "Διερεύνηση και ανάλυση ισολογισμών", γ) "Σεμινάριο Η/Υ word", δ) "Σεμινάριο Η/Υ excel", ε) "Αγορές χρήματος και κεφαλαίων", στ) "Νέα τραπεζικά προϊόντα και τραπεζικοί κίνδυνοι", ζ) "Συνάλλαγμα- διεθνείς χρηματαγορές-νέα Προϊόντα" και η) "Σεμινάριο στην Αγγλική γλώσσα επί οικονομικών και τραπεζικών θεμάτων" και έχει παρουσιάσει τις εξής εισηγήσεις: "Τα ξενόγλωσσα σχολεία που λειτουργούν στην Ελλάδα και οι συν/κές τους συνέπειες", "Time Sharing (χρονομεριστική μίσθωση)", "Επισφαλείς απαιτήσεις και πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται στην Τ.Ε.", "Η απελευθέρωση των κεφαλαίων στην Ελλάδα", "Χρήσιμα για τον έλεγχο των ανταλλακτηρίων συν/τος στοιχεία, - από το Ν. 2190/20 Α.Ε και τον Κ.Β.Σ". Στην προσκομιζόμενη έκθεση αξιολόγησής του, για το έτος 1999 αξιολογήθηκε με 11 "Εξαίρετος" και 4 "Πολύ καλός". Από τη συγκριτική αντιπαράθεση των ανωτέρω τυπικών και ουσιαστικών προσόντων του ενάγοντος και των προταθέντων προς σύγκριση ομοιόβαθμων συναδέλφων του, προκύπτει ότι αυτός: (α) Υστερούσε κατά το χρόνο της επίδικης προαγωγικής κρίσης από όλους τους συγκρινόμενους υπαλλήλους ως προς τη γενική υπηρεσιακή αρχαιότητα και υπερτερούσε μόνο ως προς το δωδέκατο (Α. Κ.), ως προς την ειδική υπηρεσιακή αρχαιότητα, χωρίς όμως τούτο, όπως προαναφέρθηκε, να μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό αποφασιστικό κριτήριο για τις επίδικες προαγωγές, εφόσον μάλιστα πρόκειται για προαγωγή σε καταληκτικό βαθμό της τραπεζικής ιεραρχίας, (β) Υπερείχε καταφανώς όλων των ανωτέρω συγκρινόμενων ως προς τους τίτλους σπουδών του, δεδομένου ότι είναι απόφοιτος Πανεπιστημίου και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου, ενώ όλοι οι εν λόγω συγκρινόμενοι υπάλληλοι είναι απόφοιτοι Γυμνασίου, με εξαίρεση τον δέκατο έκτο συγκρινόμενο (Ε. Μ.), ο οποίος είναι, επίσης, απόφοιτος Πανεπιστημίου, στερείται όμως μεταπτυχιακού. Υστερούσε, ως προς την κατοχή και μόνο πτυχίου ξένης γλώσσας ως προς τον πρώτο συγκρινόμενο (Α. Α., κάτοχο διπλώματος G.C.E. στην αγγλική γλώσσα), το δεύτερο (Χ. Α.) (κάτοχο διπλώματος Proficiency στην αγγλική γλώσσα), τον τρίτο (Κ. Β., κάτοχο διπλώματος Lower στην αγγλική γλώσσα), το δέκατο τέταρτο, (Α. Μ., κάτοχο διπλώματος Certificate στη γαλλική γλώσσα) και από το δέκατο έκτο( Ε. Μ. ,κάτοχο "Certificate από Empire Institute of New York, στην αγγλική γλώσσα), ενώ κανείς από τους λοιπούς συγκρινόμενους δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει αντίστοιχο δίπλωμα, στοιχείο όμως το οποίο δεν δημιουργεί μειονέκτημα στο πρόσωπο του ενάγοντος, καθόσον, αυτός έχει παρακολουθήσει αρκετά αγγλόφωνα σεμινάρια, επιπλέον δε μεταξύ των προσόντων και απαραιτήτων προϋποθέσεων συμμετοχής του εισαγωγικού διαγωνισμού της εναγομένης για την πρόσληψη του, βάσει της από 11.11.1983 προκήρυξης, ήταν η άριστη γνώση μιας ξένης γλώσσας. Περαιτέρω, ενάγων υπερτερούσε καταφανώς όλων των ανωτέρω συγκρινόμενων, ως προς την παρακολούθηση επιμορφωτικών σεμιναρίων (με 29 συνολικά σεμινάρια), σε εξεχόντως εξειδικευμένο θεματικό κύκλο, στοιχείο που δείχνει το ενδιαφέρον του υπαλλήλου να επιμορφώνεται διαρκώς και να ενημερώνεται για τις εξελίξεις του αντικειμένου του, προς όφελος της Τράπεζας, από τα οποία απέκτησε πολύτιμη επαγγελματική γνώση. Επιπλέον, υπερτερούσε καταφανώς όλων και στη σύνταξη μελετών, που αφορούν το εν γένει τραπεζικό γνωστικό αντικείμενο και ως προς τα ακόλουθα τυπικά προσόντα, από τα οποία καταδεικνύεται η απαιτούμενη για την προαγωγική κρίση προϋπόθεση της επιστημονικής αρτιότητας, ήτοι της κατοχής άδειας εξάσκησης οικονομολογικού επαγγέλματος και άδειας εξάσκησης επαγγέλματος λογιστή Φοροτέχνη Α' τάξης καθώς και της συμμετοχής του στην Επιτροπή Ειδικών Επιστημόνων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, για τις εξετάσεις πιστοποίησης επαγγελματικής κατάρτισης και ειδικότητας "Ειδικός Τραπεζικών Εργασιών", (γ)Υπερτερούσε, εξάλλου, καταφανώς, στην άσκηση υπεύθυνων και πρόσθετων καθηκόντων καθόσον ειδικότερα : Όπως καθορίζεται στην προσκομιζόμενη υπ' αριθμ. 337/1989 Πράξη Διοικητή της Τράπεζας, η Γενική Επιθεώρηση Τραπεζών είναι μια εκ των τριών Διευθύνσεων της εναγομένης πού επιτελούν εξειδικευμένη εργασία, δηλαδή εργασία μη τυποποιημένη, η οποία μπορεί να αναφέρεται σε ένα πλήθος θεμάτων, που για την αντιμετώπισή τους δεν ακολουθούνται συνήθως προκαθορισμένες διαδικασίες, αλλά απαιτείται, κάθε φορά, συνδυασμός διαφορετικών ικανοτήτων, μεθόδων τεχνικών και εξειδικευμένων γνώσεων σε συγκεκριμένα γνωστικά πεδία, που αποκτώνται είτε με πανεπιστημιακή εκπαίδευση, συνήθως σε μεταπτυχιακό επίπεδο, είτε με μακρόχρονη εμπειρία, είτε με συνδυασμό και των δύο. Εξάλλου, βάσει της προαναφερθείσας Πράξης Διοικητή, χορηγείται στο προσωπικό της ανωτέρω Διεύθυνσης ειδικό επίδομα εξειδικευμένης εργασίας. Η εναγομένη έχει εντάξει τον ενάγοντα στη διαβάθμιση του Επιθεωρητή Β' από 12.1.1996 και του Επιθεωρητή Α' από 4.10.2000, οι οποίες αποτελούν θέσεις άσκησης υπεύθυνων καθηκόντων, καθώς εξομοιώνονται με τα καθήκοντα Αναπληρωτή Προϊσταμένου Τμήματος η πρώτη και με τα καθήκοντα Προϊσταμένου Τμήματος η δεύτερη και ανατίθενται σε υπαλλήλους που φέρουν το βαθμό του Υποδιευθυντή ή του Εντεταλμένου Τμηματάρχη και σε εξαιρετικές περιπτώσεις ικανοτάτων υπαλλήλων που φέρουν το βαθµό του Τμηματάρχη. Οι θέσεις αυτές ανατέθηκαν στον ενάγοντα όταν έφερε το βαθµό του Τμηματάρχη, µε αποτέλεσµα η τοποθέτησή του στις τελευταίες να αποτελεί έµπρακτη αναγνώριση των προσόντων και της ποιότητας του ως υπαλλήλου. Άλλωστε, η εν λόγω Πράξη Διοικητή προβλέπει ότι το προσωπικό που υπηρετεί στη Γ.Ε.Τ., και ασφαλώς αυτοί που τοποθετούνται στις ανώτερες βαθµίδες και καθοδηγούν το υπόλοιπο προσωπικό, πρέπει να έχει και να διατηρεί καθ' όλη τη διάρκεια που προσφέρει τις υπηρεσίες του τα ακόλουθα γενικά και ειδικά προσόντα και χαρακτηριστικά : τίτλους σπουδών, ειδικές γνώσεις και εµπειρία για την αποτελεσματική επιτέλεση εξειδικευμένου έργου, υψηλή υπηρεσιακή επίδοση, σοβαρότητα και συνέπεια στην εργασία, ήθος, προσωπικότητα, εντιµότητα, αφοσίωση στην Τράπεζα και δυνατότητα εκπροσώπησης της σε οποιοδήποτε περιβάλλον, άνεση στη δυνατότητα επικοινωνίας µε προϊσταµένους, υφισταµένους και τρίτους και γενική αποδοχή του από το περιβάλλον, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα, αποτελεσματικότητα, ιδιαίτερη έφεση για έρευνα και µάθηση και δυνατότητα σωστής και σύντοµης αποτύπωσης των καταστάσεων, αποτελεσμάτων, σκέψεων, προγραµµάτων, δημιουργική φαντασία, εκτέλεση έργων (ερευνών, µελετών, προγραµµάτων κτλ.) µε πληρότητα και σαφήνεια και υποβολή προτάσεων βελτίωσης διαδικασιών µε την καλύτερη δυνατή τεκμηρίωση, άσκηση των καθηκόντων χωρίς την ανάγκη επιστασίας και σε αυτή περιλαµβάνεται και η ευχέρεια στη σύνταξη χρονοπρογραμμάτων και η ενηµέρωση των προϊσταμένων, όταν κρίνεται απαραίτητο, προθυμία και ικανότητα να µεταφέρει στους συνεργάτες τις εµπειρίες που έχει αποκτήσει και να αναπτύσσει στελέχη, στοιχεία που πρέπει να σηµειωθεί, καθώς και η ικανότητα εκτέλεσης άλλων περισσότερο εξειδικευμένων καθηκόντων, που αναφέρονται στις βασικές εργασίες κεντρικής τράπεζας (γνώση της λειτουργίας των τραπεζικών αγορών και των νέων χρηματοπιστωτικών προϊόντων και υπηρεσιών, ικανότητα επεξεργασίας μέτρων και ρυθμίσεων σε θέματα νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής, γνώση και εμπειρία σε θέματα εποπτείας του πιστωτικού συστήματος καθώς και ικανότητα άσκησης ελέγχου - εφαρμογής των πιστωτικών και συναλλαγματικών κανόνων), αποτελούν το αντικείμενο εργασίας μόνον όσων υπηρετούν στη Διεύθυνση Νομισματικής Πολιτικής και Τραπεζικών Εργασιών και στη Διεύθυνση Γενικής Επιθεώρησης Τραπεζών (Γ.Ε.Τ.), μετονομασθείσα σε Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος, όπου ο ενάγων υπηρετεί από το έτος 1987. Έτσι, όλοι οι συγκρινόμενοι ανωτέρω υπάλληλοι που προήχθησαν, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει σε διαφορετικές υπηρεσιακές μονάδες, δεν υπερτερούσαν, καταφανώς, του ενάγοντος στην άσκηση υπευθύνων και εξειδικευμένων καθηκόντων. Επιπλέον, από αυτούς οι τρίτος, όγδοος, ένατος, δέκατος, δωδέκατος και δέκατος πέμπτος υπηρετούσαν σε υποκαταστήματα της εναγομένης μικρότερης εμβέλειας και συναλλακτικής κίνησης ήτοι στον Πειραιά, στην Ξάνθη, στην Κομοτηνή, στη Ρόδο, στη Θεσσαλονίκη, ο έβδομος είχε αποσπαστεί στο συνδικαλιστικό σωματείο Σ.Υ.Τ.Ε. και ο δέκατος έκτος στο πολιτικό γραφείο του Υφυπουργού Οικονομικών και στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, γεγονός που δεν μπορεί ασφαλώς να εκτιμηθεί ότι τους προσέδωσε ουσιώδη εμπειρία στην άσκηση υπεύθυνων τραπεζικών καθηκόντων, ούτε η Τράπεζα αιτιολόγησε επαρκώς την καθοριστική σημασία των αποσπάσεων τους αυτών για την ανέλιξη τους στις ανώτατες θέσεις της τραπεζικής υπαλληλικής ιεραρχίας της και δη στο βαθμό του Εντεταλμένου Τμηματάρχη Προϊσταμένου, τα οποία και μόνο (υπεύθυνα τραπεζικά καθήκοντα) μπορούν να ληφθούν υπόψη, βάσει του Οργανισμού της Τράπεζας, από τα αρμόδια προαγωγικά όργανα της σχετικά με τη διαμόρφωση προαγωγικής κρίσης. Ο ενάγων υπερτερούσε, επίσης, και έναντι όλων των συγκρινόμενων, πλην του πέμπτου, Κ. Μ., στην ανάθεση καθηκόντων εκπροσώπησης της εναγομένης, καθόσον ορίστηκε εκπρόσωπος της στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή Ελέγχου Πιστωτικών Κανόνων Αθηνών, ως Αναπληρωτής Γραμματέας της Επιτροπής αυτής, (δ) Ο ίδιος, όπως και οι λοιποί συνάδελφοι του, έχει χαρακτηρισθεί στο σύνολο "Εξαίρετος". Κάποια δε μικρή υπεροχή των συγκρινόμενων, πλην του εβδόμου, για τον οποίον δεν έχουν συνταχθεί εκθέσεις αξιολόγησης, του δεκάτου πέμπτου, για τον οποίο συντάχθηκε έκθεση αξιολόγησης για το έτος 1999 και του ενάτου, ο οποίος δεν υπερέχει του ενάγοντος ως προς τις επιμέρους βαθμολογίες των ετών 1999 έως 2000 αντισταθμίζεται πλήρως από την υπέρτερη συνολική βαθμολόγηση του ενάγοντος για τα έτη 2001 και 2002. Περαιτέρω, από την αντιπαράθεση των ανωτέρω εκθέσεων αξιολόγησης δεν προκύπτει ιδιαίτερη διαφοροποίηση στην επιμέρους κριτική αξιολόγηση των συγκρινόμενων σε σχέση με τον ενάγοντα, ούτε και ότι αυτοί έχουν λάβει ευνοϊκότερα σχόλια, ενώ, επίσης, δεν διαφοροποιείται και η προοπτική εξέλιξης ως προς όλους τους κρινόμενους. Καταλήγοντας το Εφετείο δέχθηκε ότι ο ενάγων υπερείχε καταφανώς των ως άνω συναδέλφων του και η κατά παράλειψη προαγωγή αυτού στο βαθμό του Εντεταλμένου Τμηματάρχη- Προϊσταμένου, κατά τις προαγωγικές κρίσεις της 1.5.2002, ήταν κατάφωρα άδικη και ενέχει παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, επιπλέον δε η πλήρωση της αίρεσης υπό την οποία τελούσε η προαγωγή του εφεσίβλητου ενάγοντος παρακωλύθηκε εναντίον των αρχών της καλής πίστης με αποτέλεσμα να θεωρείται η αίρεση αυτή ως πληρωθείσα έκτοτε. Περαιτέρω το Εφετείο δέχθηκε και τα παρακάτω : Η εναγομένη με το δεύτερο λόγο της έφεσής της παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 207 ΑΚ και δεν εκτίμησε σωστά τις αποδείξεις κατά την έρευνα της διακωλυτικής ένστασης της, περί απλής υπεροχής άλλων υπαλλήλων της, που αναφέρει σ' αυτήν, οι οποίοι θα έπρεπε να είχαν προαχθεί αντί του εφεσίβλητου ενάγοντος, αν δεν είχαν προαχθεί οι αναφερόμενοι στην αγωγή συνάδελφοι του. Οι υπάλληλοι της αυτοί είναι: 1) Η Μ. Σ. Προσελήφθη στις 19.7.1976 στο Λογιστικό Κλάδο της τράπεζας, προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχη την 1.10.1994 και είναι πτυχιούχος του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων της ΑΣΟΕΕ. Υπηρέτησε στο Τμήμα Στατικού Λογισμού (Κεντρικό Κατάστημα) και από 24.4.1978 στο υποκατάστημα της Σπάρτης, όπου υπήρξε Προϊσταμένη της Υπηρεσίας Γενικών Εργασιών αυτού από τις 14.3.1995, Προϊσταμένη της Υπηρεσίας Συναλλαγών αυτού από τις 12.5.1986, ενώ είναι Διευθύντρια του ιδίου υποκαταστήματος από την 1.3.2000. Παρακολούθησε τι ακόλουθα σεμινάρια: α) "Εκπαίδευση Υπαλλήλων Υποκαταστημάτων" το 1997, β) "Εκπαίδευση σε Η/Υ" ΙΕΤΑ το 1984, γ) "Αρχές Διοικητικής Επιμόρφωσης" το 1989, δ)"Αξιολόγηση Προσωπικού" το 1999, ε) "Αξιολόγηση Προσωπικού Β' Μέρος" το 1999, στ) "Σύγχρονες τάσεις και εξελίξεις σε θέματα Managment και τραπεζικών εργασιών" το 2000, ζ) "Εισαγωγή του Ευρώ και απόσυρση δραχμής" το 2000. Υπήρξε εισηγήτρια στην Επιτροπή Ρυθμίσεων Θεμάτων Εισαγωγέων, στην Επιτροπή Ελέγχου Τιμολογίων Υπ. Εμπορίου, στην Υποεπιτροπή Συναλλάγματος Εισαγωγών-Εξαγωγών και στην Επιτροπή Συναλλαγματικών Παραβάσεων. Γνωρίζει την αγγλική γλώσσα σε "πολύ καλό" επίπεδο και έχει αξιολογηθεί για το έτος 1999 με 9 "Εξαίρετη" και 8 "Πολύ καλή" και για το έτος 2000 με 17 "Εξαίρετη". 2) Ο Δ. Γ. :Προσελήφθη στις 20.6.1974 στο Λογιστικό Κλάδο της Τράπεζας, προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχη από την 1.7.1988 και είναι πτυχιούχος της Νομικής και της Παντείου (Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης). Υπηρέτησε ως Αναπληρωτής Προϊστάμενος του Τμήματος Εισαγωγών της Διεύθυνσης Διεθνών Συναλλαγών από τις 12.6.1996, ενώ διετέλεσε Προϊστάμενος Υπηρεσίας του Τμήματος Ελέγχου Εισαγωγών από τις 10.6.1986, Προϊστάμενος Υπηρεσίας του Τμήματος Εισαγωγών, από τις 29.6.1993. Παρακολούθησε τα ακόλουθα σεμινάρια: "Word 6.0", "Windows 3.1", "Exce15.0", "Αγγλικών, Intermediate". Υπήρξε εισηγητής στην Επιτροπή Ρυθμίσεων Θεμάτων Εισαγωγέων, στην Επιτροπή Ελέγχου Τιμολογίων Υπ. Εμπορίου, στην Υποεπιτροπή Συναλλάγματος Εισαγωγών-Εξαγωγών και στην Επιτροπή Συναλλαγματικών Παραβάσεων. Γνωρίζει πολύ καλά αγγλικά και πολύ καλά γαλλικά (κάτοχος του Certificate la Langue Francaise - Intermediate), γλώσσες τις οποίες χρησιμοποιεί και στην εργασία του. Έχει βαθμολογηθεί για το έτος 1999 με 14 "Εξαίρετος" και 3 "Πολύ καλός" και για το έτος 2000 µε 16 "Εξαίρετος" και 1 "Πολύ καλός". Το επικαλούμενο από την εναγοµένη γεγονός ότι αυτός έχει ταξιδέψει επανειλημμένως στο εξωτερικό ως υπεύθυνος συνοδός της Εθνικής Οµάδας Χιονοδρομίας, δεν ασκεί επιρροή για τη συγκεκριμένη προαγωγή. 3) Ο Κ. Γ. : Προσελήφθη στις 11.8.1980 στο Λογιστικό Κλάδο της Τράπεζας, προήχθη στο βαθµό του Τμηματάρχη από την 1.7.1996 και είναι πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ (Τµήµα Διοίκησης Επιχειρήσεων). Δεν είναι κάτοχος µεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, αλλά, απλώς, έχει παρακολουθήσει µεταπτυχιακό πρόγραµµα στη Διοίκηση Επιχειρήσεων διάρκειας 400 ωρών της Ελληνικής Εταιρείας Διοικήσεως Επιχειρήσεων. Είναι Επιθεωρητής Α' στη Διεύθυνση Γενικής Επιθεώρησης Τραπεζών, λαµβάνοντας από 29.1.1997 το σχετικό επίδοµα ευθύνης Προϊσταµένου Τµήµατος, ενώ επίσης απασχολήθηκε από τις 15.12.1994 στον Τοµέα Εποπτείας Λοιπών Εµπορικών Τραπεζών, από τις 18.2.1993 στον Τοµέα Εποπτείας Υποκαταστημάτων Ξένων Τραπεζών και Ανεξάρτητων χρηματοδοτικών Ιδρυµάτων, από την 1.11.1989 στον Τοµέα Εποπτείας Πιστωτικών Ιδρυµάτων, από τις 16.3.1984 στο Τµήµα Παρακολούθησης Πιστωτικών Ελέγχων Υποκαταστηµάτων και από τις 11.8.1980 στο Τµήµα Ελέγχου Τραπεζών. Διετέλεσε Αναπληρωτής Γραµµατέας και Γραµµατέας Πρωτοβάθµιας Επιτροπής Ελέγχου Παραβάσεων Πιστωτικών Κανόνων, Γραµµατέας Πρωτοβάθµιας Επιτροπής Ελέγχου Παραβάσεων Πιστωτικών Κανόνων Θεσσαλονίκης και Μέλος Επιτροπής σύνταξης λογιστικού σχεδίου, σχεδίου αναλυτικής λογιστικής, σύνταξης προϋπολογισμού καθώς και παρακολούθησης και εκτέλεσης προϋπολογισμού της Τράπεζας της Ελλάδος. Παρακολούθησε τα εξής σεμινάρια: 1) "Βασικής εκπαίδευσης" το 1981, 2) "Ελεγκτικής" του Οικονομικού Επιμελητηρίου το 1985, 3) "Ελεγκτικής" το 1985, 4) "Πληροφορικής" το 1985,5) "Ελέγχου τραπεζικών κινδύνων" το 1988,6) "Εκπαίδευσης εισηγητών" το 1990, 7) "Η/Υ στο σύστημα "Framework" το 1992, 8) "Συναλλαγματικών κινδύνων" το 1992, 9) "Κλαδικό λογιστικό σχέδιο Τραπεζών" το 1993, 10) "EDP Audit Coopers + Lybrand" το 1993, 11) "Έλεγχος συστημάτων πληροφορικής" το 1993 12) "φορολογικά θέματα" το 1994, 13) "Επιτροπή Λογιστικού Σχεδίου" το 1996, 14) "Windows 95" το 1996, 15) "Αγγλικών Intermediate το 1996, 16) "Workshop Κεφαλαιακή επάρκεια" το 1997, 17) "Word 6.0" το 1997, 18) "Excel 5.0" το 1997, 19) "Χρηματοπιστωτικά θέματα" το 1999,20) "Treasury management for surνivors " το 2000, 21) "Αγγλικών post Intermediate" το 2001, 22) "Αγγλικών adνanced" το 2001 και 23) "Χρηματοδότηση κινδύνων, κάλυψη κινδύνων". Υπήρξε εισηγητής σε θέματα γενικής λογιστικής για νεοπροσληφθέντες από την εναγομένη. Γνωρίζει πολύ καλά αγγλικά (κάτοχος διπλώματος "Certificate" του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης). Για τα έτη 1999 και 2000 αξιολογήθηκε με 13 "Εξαίρετος". 4) Ο Δ. Α. Προσελήφθη στις 12.8.1980 στο Λογιστικό Κλάδο της Τράπεζας, προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχη από την 1.7.1996 και είναι πτυχιούχος του Οικονομικού Τμήματος της Νομικής. Υπηρετεί ως Αναπληρωτής Προϊστάμενος του Τμήματος Πράξεων Συναλλάγματος της Διεύθυνσης Συναλλάγματος από 8.5.2001, ενώ έχει διατελέσει Αναπληρωτής Προϊστάμενος Τμήματος Συναλλαγματικής Πολιτικής από 22.9.1998, Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Διαπραγμάτευσης Συναλλάγματος και Ευρωδραχμής του Τμήματος Συναλλάγματος και Συναλλαγματικής Πολιτικής από 14.7.1994, Αναπληρωτής Προϊστάμενος της ίδιας Υπηρεσίας από 21.4.1995, Αναπληρωτής Προϊστάμενος Υπηρεσίας Διαπραγμάτευσης Συναλλάγματος από 26.5.1989. Έχει παρακολουθήσει τα κατωτέρω σεμινάρια: "Intemet" το 2001, "Λύση Προβλημάτων-Συγκρούσεις", "Επικοινωνία - Ανθρώπινες Σχέσεις", "Προγραμματισμός Ηλεκτρονικών Υπολογιστών" (σεμινάριο 350 ωρών) το 1980, "Eurocommercial papers" το 1986, "4th U.B.S. International Forex Seminar" το 2000. Έχει μεταβεί με δαπάνες της Τράπεζας το 1985 στο Λονδίνο για τη μελέτη διαδικασιών διαπραγμάτευσης, διαχείρισης και διακίνησης ξένων τραπεζογραμματίων. Γνωρίζει την αγγλική γλώσσα σε πολύ καλό επίπεδο και τη γερμανική σε μέτριο επίπεδο και αξιολογήθηκε για το έτος 1999 με 16 "Εξαίρετος" και με 1 "Πολύ καλός" και για το έτος 2000 με 15 "Εξαίρετος" και 2 "Πολύ καλός". 5) Ο Α. Μ. Προσελήφθη στις 21.8.1972 στο Λογιστικό Κλάδο της Τράπεζας, προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχη από την 1.10.1988 και είναι κάτοχος πτυχίου του Οικονομικού Τμήματος της ΑΣΟΕΕ. Είναι Προϊστάμενος του Τμήματός Μηχανογραφικού Ελέγχου από τις 10.2.2000, ενώ διετέλεσε, επίσης, Αναπληρωτής Προϊστάμενος του ιδίου Τμήματος από τις 22.9.1995, Αναπληρωτής Προϊστάμενος Τμήματος Μηχανεπεξεργασίας και Ελέγχου από τις 25.2.1993, Αναπληρωτής Προϊστάμενος του Τμήματος Μηχανογραφικού Ελέγχου από τις 2.1.1992, Προϊστάμενος Β ' Υπηρεσίας Λογιστικών Εργασιών του Τμήματος Λογιστικού Μηχανογράφησης από 12.1.1984. Υπηρέτησε στο Τμήμα Δημοσίων Οργανισμών της Διεύθυνσης Εργασιών Δηµοσίου. Παρακολούθησε το σεµινάριο της Πανελλήνιας Οµοσπονδίας Λογιστών "Αναλυτική Λογιστική της Εκµετάλλευσης", σεµινάριο αγγλικών "Intermediate" και το σεµινάριο "Η εφαρµογή της Αναλυτικής Λογιστικής εν όψει της υποχρεωτικής εφαρµογής της". Συµµετείχε στην Επιτροπή µελέτης των επιµέρους Προϋπολογισµών της Τράπεζας µε στόχο την καθιέρωση ενιαίου Προϋπολογισμού και ενιαίας διαδικασίας, και στη Οµάδα Εργασίας µε σκοπό τη σύζευξη των δικαιολογητικών του λογ. Ρ2. Γνωρίζει πολύ καλά αγγλικά και αξιολογήθηκε για τα έτη 1999 και 2000 µε 17 "Εξαίρετος". 6) Ο Κ. Γ. Προσελήφθη στις 17.5.1973 στο Λογιστικό Κλάδο της Τράπεζας και προήχθη στο βαθµό του Τμηματάρχη από την 1.7.1986. Είναι κάτοχος δύο πτυχίων της Παντείου (Τµήµα Πολιτικών Επιστηµών και Τµήµα Δηµόσιας Διοίκησης) και ενός της ΑΣΟΕΕ (Διοίκηση Επιχειρήσεων). Είναι Αναπληρωτής Προϊστάμενος του Τµήµατος Μηχανογραφικού Ελέγχου από τις 16.5.1996, ενώ διετέλεσε, επίσης, Προϊστάμενος Γ' Υπηρεσίας Λογιστικών Εργασιών του Τµήµατος Μηχανογραφικού Ελέγχου από τις 18.12.1995, Προϊστάμενος Υπηρεσίας Α' Λογιστικών Ελέγχων του Τµήµατος Μηχανεπεξεργασίας και Ελέγχου από τις 9.3.1993, Αναπληρωτής Προϊστάμενος Υπηρεσίας Γ' Λογιστικών και Λοιπών Εργασιών από τις 16.12.1986. Γνωρίζει πολύ καλά αγγλικά (είναι κάτοχος διπλώματος Palso) και έχει παρακολουθήσει τα εξής σεµινάρια: "Εφαρµοσµένη Διοίκηση Grίd", "Διοικητικής Επιµόρφωσης - Management", το 1987, "Εφαρµογή Αναλυτικής Λογιστικής" το 1999, "Γρήγορο Διάβασµα-Μνήµη" το 1987, "Αγγλικών, Intermediate Part Ι", "Αγγλικών, Intermediate Part ΙΙ". Για τα έτη 1999 και 2000 αξιολογήθηκε µε 16 "Εξαίρετος" και 1 "Πολύ καλός". 7) Ο Ι. Π. Προσελήφθη στις 6.10.71 και προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχη από την 1.7.1986. Είναι πτυχιούχος Διοίκησης Επιχειρήσεων της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Πειραιά. Τοποθετήθηκε ως Αναπληρωτής Προϊστάμενος από τις 27.6.1995 στο Τμήμα Διαλογής και Καταμέτρησης της Διεύθυνσης Ταμείων, διετέλεσε, επίσης, Αναπληρωτής Προϊστάμενος του Τμήματος Ταμείου Τίτλων από 2.8.1994, Προϊστάμενος Υπηρεσίας Τμήματος Ταμιακών Συναλλαγών από τις 21.9.1988, ενώ υπηρέτησε και στο Πρακτορείο Κοζάνης. Άσκησε τα καθήκοντα του Πράκτορα σε διάφορα Δημόσια Ταμεία, αναπληρώνοντας Πράκτορες κατά το διάστημα της αδείας τους. Έχει παρακολουθήσει τ' ακόλουθα σεμινάρια: "Εφαρμοσμένης Διοίκησης Grid", "Διοικητικής Επιμόρφωσης Στελεχών - Management, "Word" "Windows" και έχει διατελέσει εισηγητής σε επιμορφωτικά προγράμματα αναγνώρισης γνησιότητας ελληνικών τραπεζογραμματίων. Συμμετείχε στην πρωτοβουλία των υπαλλήλων του Τμήματος Ταμιακών Συναλλαγών για την σύνταξη Σχεδίου Κανονισμού - Οργανισμού, σε διάφορες Ομάδες Εργασίας, καθώς, επίσης, και σε Επιτροπές παραλαβής μηχανών καταμέτρησης, παραλαβής θησαυροφυλακίων. Γνωρίζει την αγγλική γλώσσα σε πολύ καλό επίπεδο, ενώ για το έτος 1999 αξιολογήθηκε με 14 "Εξαίρετος" και 3 "Πολύ καλός" και για το έτος το 2000 με 15 "Εξαίρετος" και 2 "Πολύ καλός". 8) Ο Δ. Τ. Προσελήφθη στις 15.9.1971 και προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχη από την 1.1.1988. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών της Παντείου. Τοποθετήθηκε Αναπληρωτής Προϊστάμενος του Τμήματος Καταθέσεων από τις 13.2.1995 στο Τμήμα Καταθέσεων της Διεύθυνσης Ταμείων, ενώ διετέλεσε Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Τμήματος Καταθέσεων από 3.7.1993. Διετέλεσε Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Καταθέσεων Τραπεζών από 3.7.1991, Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Εσωτερικών Συναλλαγών από 29.1.1981, Αναπληρωτής Προϊστάμενης της Υπηρεσίας Συναλλαγών μετά του Κοινού από 10.1.1979. Παρακολούθησε σεμινάρια Ενημερώσεως. Δεν προκύπτει η γνώση ξένης γλώσσας καθώς και η συμμετοχή του σε σεμινάρια, ενώ έχει αξιολογηθεί για το έτος 1999 με 14 "Εξαίρετος" και με 3 "Πολύ καλός" και για το έτος 2000 με 16 "Εξαίρετος" και με 1 "Πολύ καλός". 9) Ο Η. Ζ. Προσελήφθη στις 15.7.1974 και προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχη από την 1.10.1988. Είναι κάτοχος δύο πτυχίων της Παντείου (του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης), ενώ η επικαλούμενη από την εναγομένη προϋπηρεσία του ως δασκάλου και το γεγονός της αποφοίτησης του από Ιεροδιδασκαλείο, δεν συνιστούν κρίσιμα στοιχεία για την ένδικη προαγωγική κρίση. Τοποθετήθηκε, Αναπληρωτής Προϊστάμενος Τμήματος Εργασιών Εξωτερικού στο υποκατάστημα της εναγομένης στον Πειραιά από τις 21.8.2001, ενώ διετέλεσε Αναπληρωτής Προϊστάμενος Τμήματος Λογιστηρίου και Γραμματείας (υποκατάστημα Πειραιά) από τις 8.1.2001, Προϊστάμενος Υπηρεσίας Λοιπών Εργασιών του Τμήματος Εργασιών Εξωτερικού του υποκαταστήματος Πειραιά από τις 3.4.1995 και Προϊστάμενος Υπηρεσίας Ελέγχου Εξαγωγών του Τμήματος Εγκρίσεων Εισαγωγών-Εξαγωγών του ίδιου υποκαταστήματος από τις 15.6.1987, ενώ έχει υπηρετήσει, επίσης, στο υποκατάστημα της τράπεζας στα Ιωάννινα. Έχει παρακολουθήσει τα εξής σεμινάρια: "Επιμόρφωση Στελεχών", "Αξιολόγησης Προσωπικού" το 1999, "Money Laundering" (Ξέπλυμα Χρήματος)" το 1998, "Δημόσια Οικονομικά-Αγορές Xρήματoς - Χρεόγραφα - Άυλοι Τίτλοι- Ανάλυση Ισολογισμού Τ.Ε.-Θεσμικά Όργανα Ε.Ε. Διεθνείς Οργανισμοί" το 1996 και κατέχει πιστοποιητικό Αναλυτών Συστημάτων Η/Υ του ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ. Γνωρίζει την αγγλική γλώσσα σε καλό επίπεδο και την ιταλική γλώσσα σε μέτριο επίπεδο, ενώ για το έτος 1999 αξιολογήθηκε με 12 "Εξαίρετος" και 5 "Πολύ καλός" και για το έτος 2000 με 14 "Εξαίρετος και με 2 "Πολύ καλός". 10) Ο Σ. Κ. Προσελήφθη στις 8.10.1971 και προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχη από την 1.7.1985. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων της Α.Σ.Ο.Ε.Ε. και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου Master of Arts ίn Economics. Γνωρίζει αγγλικά σε πολύ καλό επίπεδο και γαλλικά σε μέτριο επίπεδο. Απασχολήθηκε στα τμήματα Ελέγχου Τραπεζών, Ελέγχου Οικονομικών Αναγκών σε συνάλλαγμα, Ελέγχου Εφαρμογής Συναλλαγματικών Νόμων, Παρακολούθησης και Μελέτης Συναλλαγματικών Κανόνων και στον Οργανισμό Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων, στον οποίο απασχολήθηκε ως Αναπληρωτής Προϊστάμενος από τις 2.11.1987. Έχει παρακολουθήσει τα εξής σεμινάρια: "Συνάλλαγμα", "Πίστις", "Treasury Managements, "Operational Risk Managements", "Credit Risk Managements", "Η κατάσταση ταμειακής ροής των επιχειρήσεων", "Διαχείριση Συναλλαγματικών Διαθεσίμων των Κεντρικών Τραπεζών" και "Διαχείριση αποθεμάτων και χρηματοδότηση του Δημοσίου". Για το έτος 2001 αξιολογήθηκε με 13 "Εξαίρετος". 11) Ο Μ.-Ά. Κ. Προσελήφθη στις 2.7.1973 και προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχη από την 1.1.1988. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών της Νομικής Σχολής Αθηνών, του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου και της Μαθηματικής Σχολής. Απασχολήθηκε στα Τµήµατα Σχέσεων µετά του Δηµοσίου και Οικονοµικών θεµάτων Προσωπικού. Τοποθετήθηκε ως Αναπληρωτής Προϊστάμενος του Τµήµατος Λογιστικού Ελέγχου της Διεύθυνσης Γενικού Λογιστηρίου από τις 28.12.1998, ενώ προηγουµένως είχε διατελέσει Αναπληρωτής Προϊστάμενος του Τµήµατος Οικονοµικών θεµάτων Προσωπικού από τις 8.6.1992 και Προϊστάμενος Υπηρεσίας του ίδιου Τµήµατος από τις 10.8.1987. Έχει παρακολουθήσει 22 σεµινάρια. Γνωρίζει αγγλικά σε πολύ καλό επίπεδο και γαλλικά σε µέτριο επίπεδο. Για το έτος 1999 αξιολογήθηκε µε 16 "Εξαίρετος" και 1 "Πολύ Καλός" και για τα έτη 2000 και 2001 µε 17 "Εξαίρετος". 12) Ο Α. Γ.: Προσελήφθη στις 8.9.1972 και προήχθη στο βαθµό του Τμηματάρχη από την 1.7.1986. Είναι πτυχιούχος του Τµήµατος Διοίκησης Επιχειρήσεων της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής και πτυχιούχος του Τµήµατος Δηµοσίας Διοικήσεως του Πάντειου Πανεπιστημίου. Απασχολήθηκε στα Τµήµατα Προέγκρισης Πιστώσεων Κεντρικού Καταστήµατος, Εγκρίσεων Εισαγωγής, Γραµµατείας Υποεπιτροπής Βιοτεχνικών Πιστώσεων, Ελέγχων & Λογιστηρίου Ασφαλιστικών Οργανισµών. Διετέλεσε Αναπληρωτής Προϊστάμενος Τµήµατος Γραµµατείας Υποεπιτροπής Βιοτεχνικών Πιστώσεων, από τις 2.6.1992, Προϊστάμενος Υπηρεσίας Τµήµατος Εγκρίσεων Εισαγωγής από τις 8.2.1991 και Προϊστάμενος Υπηρεσίας Προέγκρισης Πιστώσεων Κεντρικού Καταστήµατος από τις 27.5.1981. Έχει παρακολουθήσει τ' ακόλουθα σεµινάρια: "GRID Προϊσταμένων", "Εργασιών δηµοσίου", "Οικονοµικής ανάλυσης πτυχιούχων", "Βασικού προγράµµατος Risk managements, "Management και παραγωγικότητας". Γνωρίζει την αγγλική γλώσσα άριστα, ενώ δεν έχει βαθμολογηθεί για τα έτη 1999,2000 και 2001. 13) Ο Π. Κ. : Προσελήφθη στις 19.7.1976 και προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχη την 1.4.1995. Έχει πτυχίο ΑΣΟΕΕ. Γνωρίζει καλώς την αγγλική. Έχει παρακολουθήσει τα ακόλουθα σεμινάρια: 1) "Πρόγραμμα βασικής εκπαίδευσης", 2) "Πρόγραμμα για τη διενέργεια πιστωτικών ελέγχων", 3) "Τεχνικές Συλλογής και Ανάλυσης Στατιστικών Στοιχείων", 4) "Εποπτεία Συνεταιριστικών Τραπεζών", 5) "Αξιολόγηση προσωπικού", 6) "Τραπεζικά Χρηματοοικονομικά". Για τα έτη 1999-2002 αξιολογήθηκε με 17 "Εξαίρετος". Τοποθετήθηκε στο Τμήμα Ελέγχου Τραπεζών στο Κεντρικό Κατάστημα από τις 2.8.1976, στη συνέχεια δε και από 23.7.1979 μετατέθηκε στο υποκατάστημα της εναγομένης στη Μυτιλήνη, όπου ανέλαβε καθήκοντα Αναπληρωτή Υπηρεσίας στις 28.6.1995 και Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Στατιστικής και Εποπτείας στις 21.12.1995. Για τα έτη 1999, 2000 και 2001 έχει αξιολογηθεί με 17 "Εξαίρετος". 14) Ο Κ. Κ.: Προσελήφθη στις 31.10.1974 και προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχη την 1.4.1995. Έχει πτυχίο της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Πειραιώς και γνωρίζει την αγγλική γλώσσα μέτρια. Έχει παρακολουθήσει τα εξής σεμινάρια: α) "Για τις εκθέσεις αξιολόγησης των υπαλλήλων" και β) "Βασικής εκπαίδευσης". Για το έτος 1999 αξιολογήθηκε με 14 "Εξαίρετος" και με 2 "Πολύ καλός", για το έτος 2000 με 15 "Εξαίρετος" και με 2 "Πολύ καλός", για το έτος 2001 με 16 "Εξαίρετος" και με 1 "Πολύ καλός" και για το έτος 2002 με 17 "Εξαίρετος". Από την πρόσληψη του υπηρέτησε στην ασφάλεια του Κεντρικού Καταστήματος, από τις 28.4.1980 στο Τμήμα Αποθεματικών και εφοδιασμού, από τις 30.10.86 ως πράκτορας στο Πρακτορείο Περιστερίου, από τις 7.9.1994 στο Τμήμα Ταμιακών Συναλλαγών, από τις 7.10.1994 στο Τμήμα Διαλογής και Καταμέτρησης με καθήκοντα Προϊσταμένου Υπηρεσίας από τις 3.11.1994 και από τις 8.6.2000 υπηρετεί στο Τμήμα Ταμιακών Συναλλαγών ως Αναπληρωτής Τμήματος. 15) Ο Ι. Σ. : Προσελήφθη στις 14.4.1973 και προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχη την 1.7.1990. Είναι πτυχιούχος του Οικονομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει παρακολουθήσει τα εξής σεμινάρια: "Συστήματα Πληρωμών - Μεταφορά Κεφαλαίων", "Αγορές Συναλλάγματος", "Αγορές χρήματος, κεφαλαίων, χρημ/κά προϊόντα", "Πρόληψη νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες". Γνωρίζει την αγγλική γλώσσα πολύ καλά. Ανέλαβε καθήκοντα Προϊσταμένου Υπηρεσίας στο Τμήμα Συναλλάγματος Υποκαταστήματος Πειραιά στις 15.6.1987, Προϊσταμένου Υπηρεσίας στο Τμήμα Εργασιών Εξωτερικού του ανωτέρω Υποκαταστήματος από τις 24.1.2001 και είναι Αναπληρωτής Προϊστάμενος του ιδίου Τμήματος από τις 17.2.2003. Για τα έτη 1999 και 2000 αξιολογήθηκε με 12 "Εξαίρετος" και με 1 "Πολύ καλός" και για το έτος 2001 με 15 "Εξαίρετος" και 2 "Πολύ καλός" και για το έτος 2002 με 17 "Εξαίρετος". 16) Ο Ν. Ρ.: Προσελήφθη στις 28.5.1973, προήχθη σε Τμηματάρχη την 1.7.1990, είναι κάτοχος απολυτηρίου Γυμνασίου και πτυχίου Γεωπονίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και γνωρίζει την αγγλική γλώσσα σε καλό επίπεδο. Έχει παρακολουθήσει τα εξής 14 σεμινάρια: "Βασική Επιμόρφωση" (1983), "Ειδικό Ελέγχου Συναλλάγματος" (1983), "Γενικό επιμορφωτικό" (1986), "Νέοι χρηματοδοτικοί θεσμοί" (1989), "Οργάνωση εργασίας" (1989), "Management α' κύκλος" (1989), "Ελληνική Κεφαλαιαγορά και Σύγχρονες Τραπεζικές εργασίες" (1993), "Μαθήματα Αγγλικών" (1993), " Αγορά συναλλάγματος"(1996), "Δηµόσια οικονοµικά και άυλοι τίτλοι" (1996), "Ξέπλυµα χρήµατος", "Εκπαίδευση υπαλλήλων Υποκαταστηµάτων", "Προϊόντα αγοράς χρήµατος" (1996), "Αξιολόγηση προσωπικού" (1996). Υπήρξε εισηγητής σε σεµινάριο σε σπουδαστές ΤΕΙ µε θέµα "Αγορές συναλλάγματος", και στη Σχολή Αστυνομίας µε θέµα "Ανταλλακτήρια συναλλάγματος - Νοµοθεσία - Λειτουργία - Έλεγχος". Συµµετείχε στην Επιτροπή "Ευρώ" στο ΙΕΤ Α και σε Επιτροπή προαγωγών για το βαθµό του Τμηματάρχη. Άσκησε καθήκοντα Προϊσταµένου Υπηρεσίας στο Τµήµα Εποπτείας Υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης από τις 9.10.1995 και Αναπληρωτή Προϊσταµένου του Τµήµατος Εργασιών Εξωτερικού του ιδίου Υποκαταστήματος από τις 15.7.2002. Για το έτος 1999 έχει αξιολογηθεί µε 15 "Εξαίρετος" και µε 3 "Πολύ καλός", για τα έτη 2000 και 2001 έχει βαθμολογηθεί µε 16 "Εξαίρετος" και µε 1 "Πολύ καλός" και για το έτος 2002 µε 17 "Εξαίρετος". 17) Ο Χ. Φ. : προσελήφθη στις 11.8.1972 και προήχθη στο βαθµό του Τμηματάρχη την 1.10.1988. Είναι πτυχιούχος του τµήµατος Πολιτικών Επιστηµών του Παντείου Πανεπιστημίου. Γνωρίζει σε µέτριο επίπεδο αγγλικά και γαλλικά. Έχει παρακολουθήσει τα εξής σεµινάρια: "Γρήγορο Διάβασµα - Μνήµη", "Συνάλλαγµα", "Κωδικοποίηση Τελωνειακών διατάξεων" (ΕΛΚΕΠΑ), "Ομοιόμορφοι κανόνες εκδ. 500"(Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών), "Παράγωγα πιστωτικά προϊόντα", καθώς και άλλα επιμορφωτικά σεµινάρια - ηµερίδες της εναγοµένης, χωρίς ειδικότερη αναφορά στο τι θέµατα αυτά αφορούσαν. Υπήρξε εισηγητής στην Επιτροπή Ελέγχου Τιµολογίων καθώς και στην ΥΣΣΕ, στην ΕΡΘΕ και στο Συμβούλιο Έρευνας Τιµών. Εκπόνησε εργασία-κωδικοποίηση µε θέµα "ο ναύλος των εισαγομένων εμπορευμάτων". Ανέλαβε καθήκοντα Προϊσταμένου Υπηρεσίας στο Τμήμα Ελέγχου Εισαγωγών από τις 10.6.1986 και Αναπληρωτή Προϊσταμένου του ιδίου Τμήματος από τις 3.12.1990 και Αναπληρωτή Προϊσταμένου Τμήματος Εισαγωγών από τις 3.6.1993. Για το έτος 1999 έχει βαθμολογηθεί με 14 "Εξαίρετος" και με 3 "Πολύ καλός", για το έτος 2000 με 16 "Εξαίρετος" και με 1 "Πολύ καλός" και για τα έτη 2001 και 2002 με 17 "Εξαίρετος" και 18) Ο Α. Χ.: Προσελήφθη στις 4.10.1971 και προήχθη στο βαθμό του Τμηματάρχη την 1.1.1988. Είναι κάτοχος πτυχίου της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσσαλονίκης (Οικονομικό Τμήμα). Γνωρίζει την αγγλική γλώσσα πολύ καλά (κάτοχος διπλώματος Lower) και τη γαλλική μέτρια. Έχει παρακολουθήσει τα εξής 15 σεμινάρια: "Βασικής εκπαίδευσης", "ΕΟΚ και Διεθνών Οργανισμών", "Management", "Εκπαίδευση στα νέα μηχανολογικά συστήματα", "Ελληνική Κεφαλαιαγορά και Σύγχρονες Τραπεζικές εργασίες", "Αγορά Συναλλάγματος", "Δημόσια Οικονομικά", "Προϊόντα αγοράς Χρήματος", "Άυλοι τίτλοι", "Windows 3,1", "Word 6,0", "Excel 5,0","Λειτουργία συστήματος ΕΡΜΗΣ", "Αξιολόγηση Προσωπικού", "Εκπαίδευση στη γλώσσα προγραμματισμού Basic (ΕΛΚΕΠΑ), "Απλή ενημέρωση στο σύστημα ΔΙΑΣ", "Αγγλικά για Proficiency", "Τραπεζικά Χρηματοοικονομικά", "Πληροφορικής για Windows 98". Ανέλαβε καθήκοντα Προϊσταμένου Υπηρεσίας στο Τμήμα Λογιστηρίου και Γραμματείας του Υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης της εναγομένης από τις 24.8.1983 και Αναπληρωτή Προϊσταμένου του ιδίου Τμήματος από 21-1-2003. Για το έτος 1999 αξιολογήθηκε με 14"Εξαίρετος" και με 3"Πολύ καλός", για το έτος 2000 με 15"Εξαίρετος" και με 2 "Πολύ Καλός", για το έτος 2001 με 16 "Εξαίρετος " και με 1"Πολύ Καλός", για το έτος 2002 με 17 "Εξαίρετος". Από τη σύγκριση του ενάγοντος µε τους προαναφερόµενους συναδέλφους του, προκύπτει ότι αυτός: α) Υστερούσε έναντι όλων των ανωτέρω προτεινόμενων τόσο ως προς τη γενική όσο και ως προς την ειδική υπηρεσιακή αρχαιότητα, µε την επισήµανση ότι η υπεροχή του υπαλλήλου είτε στη γενική, είτε στην ειδική υπηρεσιακή αρχαιότητα, δεν αποτελεί από µόνο του, στις κατ' εκλογήν προαγωγικές κρίσεις στον βαθµό του Εντεταλμένου Τμηματάρχη, όπως εν προκειµένω, που αποτελεί έναν από τους καταληκτικούς βαθµούς της τραπεζικής ιεραρχίας, αποφασιστικό κριτήριο. β) Ως προς τους τίτλους σπουδών, υστερούσε ως προς το δεύτερο, τον έκτο, τον ένατο και το δωδέκατο, καθώς αυτοί έχουν δύο πανεπιστημιακά πτυχία και ως προς τον ενδέκατο, ο οποίος έχει τρία πανεπιστημιακά πτυχία, ενώ ο εφεσίβλητος ενάγων ένα, υπερτερούσε όµως του δεκάτου έκτου συγκρινόμενου, καθώς αυτός είναι απόφοιτος Γυµνασίου και πτυχιούχος Γεωπονικής Σχολής, πτυχία που δεν σχετίζονται µε τις τραπεζικές εργασίες και ισοδυναμούσε µε τους λοιπούς, οι οποίοι κατέχουν ένα πανεπιστημιακό πτυχίο. Ενώ, υπερτερούσε έναντι όλων των ανωτέρω συγκρινόμενων, πλην του δεκάτου, καθώς τόσο ο ενάγων όσο και ο δέκατος προτεινόμενος είναι κάτοχοι µεταπτυχιακού τίτλου σπουδών. Υστερούσε, ως προς την κατοχή και µόνο διπλώματος ξένης γλώσσας ως προς τους δεύτερο, τρίτο, δωδέκατο, δέκατο πέµπτο και δέκατο όγδοο, ενώ κανείς από τους λοιπούς συγκρινόμενους, εκτός του όγδοου, για τον οποίο δεν προκύπτει ότι γνωρίζει ξένη γλώσσα, δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει αντίστοιχο δίπλωµα. Πλην όµως, ο ενάγων έχει παρακολουθήσει αρκετά αγγλόφωνα σεμινάρια, επιπλέον δε μεταξύ των προσόντων και απαραιτήτων προϋποθέσεων συμμετοχής του εισαγωγικού διαγωνισμού της εκκαλούσας εναγομένης για την πρόσληψη του βάσει της από 11.11.1983 προκήρυξης, ήταν η άριστη γνώση μιας ξένης γλώσσας. Περαιτέρω, υπερτερούσε καταφανώς όλων των ανωτέρω συγκρινόμενων ως προς την παρακολούθηση επιμορφωτικών σεμιναρίων (με 29 συνολικά σεμινάρια), σε εξεχόντως εξειδικευμένο θεματικό κύκλο, στοιχείο που δείχνει το ενδιαφέρον του υπαλλήλου να επιμορφώνεται διαρκώς και να ενημερώνεται για τις εξελίξεις του αντικειμένου του, προς όφελος της Τράπεζας, από τα οποία αυτός απέκτησε πολύτιμη επαγγελματική γνώση. Επιπλέον δε, υπερτερούσε καταφανώς όλων και στη σύνταξη μελετών που αφορούν το εν γένει τραπεζικό γνωστικό αντικείμενο. Επίσης υπερτερούσε όλων και ως προς τα ακόλουθα τυπικά προσόντα, από τα οποία καταδεικνύεται η απαιτούμενη για την προαγωγική κρίση προϋπόθεση της επιστημονικής αρτιότητας, ήτοι της κατοχής άδειας εξάσκησης οικονομολογικού επαγγέλματος και άδειας εξάσκησης επαγγέλματος λογιστή Φοροτέχνη Α' τάξης καθώς και της συμμετοχής του στην Επιτροπή Ειδικών Επιστημόνων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, για τις εξετάσεις πιστοποίησης επαγγελματικής κατάρτισης και ειδικότητας "Ειδικός Τραπεζικών Εργασιών", γ)Υπερτερούσε όλων στην άσκηση υπεύθυνων καθηκόντων, αφού ο ενάγων τοποθετήθηκε από την εναγομένη στη διαβάθμιση του Επιθεωρητή Β' από 12.1.1996 και του Επιθεωρητή Α' από 4.10.2000, οι οποίες αποτελούν θέσεις άσκησης υπεύθυνων καθηκόντων, καθώς εξομοιώνονται με τα καθήκοντα Αναπληρωτή Προϊσταμένου Τμήματος η πρώτη και με τα καθήκοντα Προϊσταμένου Τμήματος η δεύτερη και ανατίθενται σε υπαλλήλους που φέρουν, σύμφωνα με την 337/1989 πράξη του Διοικητή τον βαθµό του Υποδιευθυντή, ή του Εντεταλμένου Τµηµατάρχη και σε εξαιρετικές περιπτώσεις ικανοτάτων υπαλλήλων που φέρουν το βαθµό του Τµηµατάρχη. Επισηµαίνεται εδώ ότι οι θέσεις αυτές ανατέθηκαν ενάγοντα όταν έφερε το βαθµό του Τµηµατάρχη, µε αποτέλεσµα η τοποθέτηση του σ' αυτές να αποτελεί έµπρακτη αναγνώριση από την Τράπεζα των προσόντων και της ποιότητάς του ως υπαλλήλου, σε σχέση µε τους ανωτέρω συγκρινόμενους υπαλλήλους. Επιπλέον, αυτός υπερτερούσε και έναντι όλων των συγκρινόμενων, πλην του τρίτου, Κ. Γ., στην ανάθεση καθηκόντων εκπροσώπησης της εναγοµένης, καθόσον ο ενάγων ορίστηκε εκπρόσωπος αυτής στην Πρωτοβάθµια Επιτροπή Ελέγχου Πιστωτικών Κανόνων Αθηνών, ως Αναπληρωτής Γραµµατέας της Επιτροπής αυτής, δ) Τέλος, αναφορικά µε τις αξιολογικές κρίσεις, ο ενάγων, όπως και οι λοιποί ως άνω προτεινόμενοι συνάδελφοι του, έχει χαρακτηρισθεί στο σύνολο "Εξαίρετος". Κάποια δε µικρή υπεροχή των συγκρινόμενων, πλην του δωδέκατου, για τον οποίον δεν έχουν συνταχθεί εκθέσεις αξιολόγησης, του δεκάτου πέµπτου, για τον οποίο συντάχθηκε έκθεση αξιολόγησης για το έτος 2001, προς τις επιµέρους βαθµολογίες των ετών 1999 έως 2000 αντισταθμίζεται πλήρως από την υπέρτερη συνολική βαθμολόγηση του ενάγοντος για τα έτη 2001 και 2002. Εξάλλου, δεν προκύπτει ιδιαίτερη διαφοροποίηση στην επιµέρους κριτική αξιολόγηση των συγκρινόμενων σε σχέση µε τον ενάγοντα, ούτε και ότι αυτοί έχουν λάβει ευνοϊκότερα σχόλια, ενώ, επίσης, δεν διαφοροποιείται και η προοπτική εξέλιξης ως προς όλους τους κρινόμενους. Με βάση την ανωτέρω αναλυτική αντιπαράθεση των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων του ενάγοντος με τους συγκρινόμενους συναδέλφους του, δεν προκύπτει, συνολικά, η απλή υπεροχή αυτών ως προς τον ενάγοντα, λαμβανομένων, ιδιαιτέρως, υπόψη των υπεύθυνων και πρόσθετων καθηκόντων, που αποδείχτηκε ότι άσκησαν οι προτεινόμενοι με τη διακωλυτική ένσταση υπάλληλοι της εναγομένης. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο, το οποίο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας και αναγνώρισε ότι ο αναιρεσίβλητος έπρεπε να είχε προαχθεί στο βαθμό του Εντεταλμένου Τμηματάρχη- Προϊσταμένου από το χρόνο που προαναφέρθηκε (1-5-2002),δεν παραβίασε τις παραπάνω, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις των άρθρων 201 και 207 παρ. 1 ΑΚ, με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου (με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες) καθόσον, ειδικότερα, δέχθηκε ότι ο μεν αναιρεσίβλητος υπερείχε καταφανώς σε σύγκριση με τους προαχθέντες συναδέλφους του, οι δε μη προαχθέντες δεν υπερείχαν ούτε απλώς έναντι αυτού. Επομένως οι, περί του αντιθέτου, πρώτος και δεύτερος, λόγοι αναίρεσης, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 23-10-2012,αίτηση για την αναίρεση της 964/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό(1100) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 5 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Εφετείο το οποίο αναγνώρισε ότι ο αναιρεσίβλητος έπρεπε να είχε προαχθεί στο βαθμό του Εντεταλμένου Τμηματάρχη - Προϊσταμένου από 1-5-2002, δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 201 και 207 παρ. 1 ΑΚ, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, καθόσον, ειδικότερα, δέχθηκε ότι ο μεν αναιρεσίβλητος υπερείχε καταφανώς σε σύγκριση με τους προαχθέντες συναδέλφους του, οι δε μη προαχθέντες δεν υπερείχαν ούτε απλώς έναντι αυτού.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Προαγωγή υπαλλήλου.
2
Αριθμός 1975/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. - Ζ. Α., 2) Ε. Β., 3) Β. Γ., 4) Ι. Δ., 5) Ε. Ε., 6) Ο. Ζ., 7) Μ. Ζ., 8) Α. Κ., 9) Κ. Κ., 10) Ε. Κ., 11) Α. Κ., 12) Β. Κ., 13) Χ. Κ., 14) Σ. Κ., 15) Π. Κ., 16) Μ. Κ., 17) Ε. Κ., 18) Σ. Κ., 19) Μ. Κ., 20) Ε. Κ., 21) Α. Λ., 22) Β. Λ., 23) Δ. Μ., 24) Β. Λ., 25) Α. Μ., 26) Ε. Μ., 27) Ι. Μ., 28) Σ. Μ. και 29) Κ. Μ., όλων κατοίκων ... οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο. Του αναιρεσιβλήτου: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Ευτυχία Κασομένου, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-12-2004 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 681/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1971/2007 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναψηλάφηση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι ήδη αναιρεσείοντες με την από 12-1-2009 αίτησή τους. Εκδόθηκε η 4408/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 28-2-2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσίβλητο όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 24-12-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 94§1(όπως η παρ. αυτή αντικ. με το άρθρο 6 παρ.7 του ν.4055/12-3-2012), 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθ. 7§2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι (α) στα πολιτικά δικαστήρια και δη στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (β) η πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρχή, μπορεί δε να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει (γ) για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως (δ) εάν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράστασή του, ή παρίσταται με δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας αυτού, η οποία απαιτείται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την οποία αυτεπάγγελτα ερευνά το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονομικά απών. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν εμφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει, αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα ή επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση. Αν ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετέχει νομίμως στη συζήτηση, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο δικηγόρος που υπογράφει την κλήση για συζήτηση ήταν εφοδιασμένος με πληρεξουσιότητα και σε καταφατική περίπτωση η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Και αν μεν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εμφανίσθηκε και δεν εμφανίσθηκε ο αντίδικός του, πρέπει να προσκομίζεται με επίκληση αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής κλήσης προς συζήτηση, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον απολειπόμενο διάδικο, πρέπει να προσκομίζεται με επίκληση η κλήση που επιδόθηκε. Τέλος, αν δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη (Ολ. Α.Π. 23/1996 και 4/1994). Στην προκείμενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 28-2-2012 αίτηση των αναιρεσειόντων, για αναίρεση της 4408/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Από τα στοιχεία όμως της δικογραφίας δεν προκύπτει επίσπευση της συζήτησης της υπόθεσης από τους απολειπόμενους αναιρεσείοντες, ούτε αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι αυτοί κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστούν στην αρχική (8-1-2013) ή στην παρούσα δικάσιμο από το αντίδικο τους αναιρεσίβλητο, αφού το τελευταίο, παριστάμενο με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, δεν επικαλείται, ούτε άλλωστε προσκομίζει, την οικεία έκθεση επίδοσης ή αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με την πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση στη δικάσιμο αυτή. Ακόμη δεν προκύπτει αν ο δικηγόρος Δημήτριος Χατζηλελέκας, που παραστάθηκε, για λογαριασμό των αναιρεσειόντων, κατά την αρχική δικάσιμο και ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για την παρούσα, είχε πληρεξουσιότητα για να παραστεί κατά τη δικάσιμο εκείνη. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της, από 28-2-2012, αίτησης των αναιρεσειόντων, για αναίρεση της 4408/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 5 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση.
Απαράδεκτη συζήτηση
Απαράδεκτη συζήτηση.
0
Αριθμός 1974/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. Μ., 2) Ζ. Π., 3) Λ. Π., 4) Σ. Π., 5) Ι. Π., 6) Π. Ρ., 7) Ε. Ρ., 8) Α. Σ., 9) Μ. Σ., 10) Φ. Σ., 11) Κ. Σ., 12) Ζ. Σ., 13) Δ. Σ., 14) Ε. Σ., 15) Δ. Σ., 16) Σ. Τ., 17) Ά. Τ., 18) Σ. Τ., 19) Μ. Τ., 20) Μ. Τ., 21) Δ. Τ., 22) Ε. Τ., 23) Ε. Φ., 24) Μ. Χ., 25) Μ. Χ. - Α., 26) Ι. Χ., 27) Π. Ψ., 28) Χ. Ψ., 29) Λ. Π. και 30) Α. Τ., όλων κατοίκων ... οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο. Του αναιρεσιβλήτου: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Ευτυχία Κασομένου, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-12-2004 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 682/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1973/2007 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναψηλάφηση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι ήδη αναιρεσείοντες με την από 12-1-2009 αίτησή τους. Εκδόθηκε η 4412/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 28-2-2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσίβλητο όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 24-12-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 94§1(όπως η παρ. αυτή αντικ. με το άρθρο 6 παρ.7 του ν.4055/12-3-2012), 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθ. 7§2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι (α) στα πολιτικά δικαστήρια και δη στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (β) η πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρχή, μπορεί δε να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει (γ) για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως (δ) εάν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράστασή του, ή παρίσταται με δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας αυτού, η οποία απαιτείται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την οποία αυτεπάγγελτα ερευνά το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονομικά απών. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν εμφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει, αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα ή επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση. Αν ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετέχει νομίμως στη συζήτηση, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο δικηγόρος που υπογράφει την κλήση για συζήτηση ήταν εφοδιασμένος με πληρεξουσιότητα και σε καταφατική περίπτωση η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Και αν μεν η συζήτηση επισπεύδεται από το διάδικο που εμφανίσθηκε και δεν εμφανίσθηκε ο αντίδικός του, πρέπει να προσκομίζεται με επίκληση αποδεικτικό επίδοσης της σχετικής κλήσης προς συζήτηση, αν δε η συζήτηση επισπεύδεται από τον απολειπόμενο διάδικο, πρέπει να προσκομίζεται με επίκληση η κλήση που επιδόθηκε. Τέλος, αν δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη (Ολ. Α.Π. 23/1996 και 4/1994). Στην προκείμενη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η, από 28-2-2012, αίτηση των αναιρεσειόντων, για αναίρεση της 4412/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Από τα στοιχεία όμως της δικογραφίας δεν προκύπτει επίσπευση της συζήτησης της υπόθεσης από τους απολειπόμενους αναιρεσείοντες, ούτε αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι αυτοί κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για να παραστούν στην αρχική (8-1-2013) ή στην παρούσα δικάσιμο από το αντίδικο τους αναιρεσίβλητο, αφού το τελευταίο, παριστάμενο με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, δεν επικαλείται, ούτε άλλωστε προσκομίζει, την οικεία έκθεση επίδοσης ή αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με την πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση στη δικάσιμο αυτή. Ακόμη δεν προκύπτει αν ο δικηγόρος Δημήτριος Χατζηλελέκας, που παραστάθηκε, για λογαριασμό των αναιρεσειόντων, κατά την αρχική δικάσιμο και ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για την παρούσα, είχε πληρεξουσιότητα για να παραστεί κατά τη δικάσιμο εκείνη. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της, από 28-2-2012, αίτησης των αναιρεσειόντων, για αναίρεση της 4412/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 5 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση.
Απαράδεκτη συζήτηση
Απαράδεκτη συζήτηση.
0
Αριθμός 1972/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Στυλιανή Γιαννούκου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ε. Ι. του Μ., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Λεωνίδα Πανούση με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Του αναιρεσιβλήτου: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής", που εδρεύει στο Χαϊδάρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Πολέμη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-11-2004 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 688/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5429/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 23-8-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 5-9-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, κατά τα μέρη τους, από τους αρ. 8, 9 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο σκεπτικό και να απορριφθούν κατά τα λοιπά. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, και δικαιολογούν την άσκησή της, από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου υπόκειται και η εκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας του περιεχομένου διαδικαστικών εγγράφων, στα οποία περιλαμβάνεται και η αγωγή, για την οποία η εσφαλμένη, ως προς τη νομιμότητα και την εν γένει θεμελίωσή της, κρίση ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, γιατί ανάγεται στη μη προσήκουσα εφαρμογή και ερμηνεία του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε. Η νομική δε αοριστία της αγωγής, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το ουσιαστικό δικαστήριο, ελέγχεται αναιρετικά, ως παραβίαση από τον αριθ. 1 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ορίζει ο κανόνας δικαίου, για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή αντιθέτως αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία ή διάφορα από αυτά, ενώ η περαιτέρω ενδεχόμενη αοριστία του δικογράφου της αγωγής, δηλαδή αυτή που ανάγεται στην ποσοτική ή ποιοτική αοριστία αυτής, που συνεπάγεται την αοριστία του ίδιου του δικογράφου της αγωγής και την εξαιτίας τούτου απόρριψη αυτής ως αόριστης, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 του ΚΠολΔ. Εξάλλου, λόγος αναίρεσης, από τους αριθ. 8 και 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αντίστοιχα, ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, α) έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης 2) και άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση που αφέθηκε αδίκαστη" νοείται αυτή που αποτελεί κεφάλαιο της δίκης, δηλ. αίτημα ή βάση αγωγής, ανταγωγής, κυρίας ή αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ανακοπής ή ένδικου μέσου. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 223 και 295§1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο ενάγων μπορεί να περιορίσει το αίτημα της αγωγής, ο περιορισμός δε αυτός συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο της, κατά το αίτημα που περιορίσθηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε. Με την παραίτηση, όμως, δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία, ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, που εμποδίζει τη συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση. Όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτά μόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται, κατά σαφή δήλωση του ενάγοντος, κατά κλάσμα ή ποσοστό του όλου αιτήματος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων. Επομένως, επί περισσότερων αγωγικών κονδυλίων, ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, χωρίς να προσδιορίζεται από τον ενάγοντα, στη σχετική δήλωσή του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά την προφορική συζήτηση της αγωγής, καταχωριζομένη στα πρακτικά, ούτε στις προτάσεις του ενώπιον αυτού, σε ποιο ή ποια ειδικότερα κεφάλαια ή κονδύλια αφορά ο περιορισμός αυτός ή ότι τα κονδύλια αυτά περιορίζονται κατά ποσοστό ανάλογο του όλου αιτήματος, καθιστά την αγωγή αόριστη, στο σύνολό της, διότι, εφόσον δεν διευκρινίζεται, ποίων συγκεκριμένων αξιώσεων ζητείται η αναγνώριση και ποίων η καταψήφιση, δεν είναι δυνατόν να διαγνωσθεί, σε περίπτωση που θα κριθούν νόμιμες ή ουσιαστικά βάσιμες, αν πρόκειται για αξιώσεις, των οποίων ζητείται η αναγνώριση ή η καταψήφιση και ιδίως ν' αποφασισθεί, ποιες από τις γενόμενες δεκτές υπόλοιπες αξιώσεις πρέπει ν' αναγνωρισθούν και ποιες να επιδικασθούν στον ενάγοντα (Ολ ΑΠ 30/2007). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα διαδικαστικά έγγραφα, το περιεχόμενο των οποίων εκτιμά ο Άρειος Πάγος (αρθρ.561 παρ. 2 KΠολΔ), ο ενάγων εκθέτει στην αγωγή του, ότι προσλήφθηκε από το εναγόμενο την 9-9-1983, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, για να απασχοληθεί ως ηλεκτρολόγος, ότι η σύμβαση αυτή μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου την 24.9.1987, ότι παρείχε έκτοτε τις υπηρεσίες του στο εναγόμενο με αποδοχές ίσες προς τις προβλεπόμενες από την εκάστοτε Σ.Σ.Ε. και Δ.Α. των ηλεκτροτεχνιτών του δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. μέχρι και την 1/12/2003, οπότε αποχώρησε, λόγω συνταξιοδότησης. Ισχυριζόμενος, ότι στο διάστημα από 1/1/1999 έως 30/11/2003 το εναγόμενο: α)δεν υπολόγιζε το βασικό του μισθό βάσει της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε., β)δεν χορηγούσε σε αυτόν τα επιδόματα ανθυγιεινής εργασίας σε ποσοστό 50% επί του βασικού μισθού και ειδικών συνθηκών σε ποσοστό 40% επί του βασικού μισθού γ) δεν χορηγούσε σ' αυτόν την πρόσθετη αμοιβή των 2 ωρών ημερησίως του άρθρου 2 παρ. 3 Ν. 201/1975, δ)δεν κατέβαλε σ' αυτόν την προσαύξηση 75% για τις Κυριακές και αργίες κατά τις οποίες απασχολείτο προς συμπλήρωση των 37,5 ωρών εβδομαδιαίως και ε)δεν κατέβαλε την αμοιβή των νόμιμων υπερωριών, ζήτησε με την αγωγή του (στην οποία, να σημειωθεί, δεν περιέλαβε και αυτοτελές αίτημα για την αναγνώριση της υποχρέωσης του εναγομένου για καταβολή του συνόλου των αξιώσεων του), να υποχρεωθεί το τελευταίο να του καταβάλει, για όλες τις παραπάνω αιτίες, συνολικά, το ποσό 97.084,52 ευρώ, αναλυόμενο σε 49.754,65 ευρώ για το διάστημα από 1/12/1999 μέχρι 31/12/2001 και 47.329,87 ευρώ για το διάστημα από 1/1/2002 μέχρι 30-11-2003, όπως το κάθε επί μέρους αυτό ποσό ανέλυσε στην αγωγή λεπτομερώς και συγκεκριμένα, για το ποσό των 47.329,87€ σε ποσά 31.911,85€ για τα κονδύλια που παραπάνω αναφέρθηκαν με στοιχεία α, β, γ, σε 8.143, 16€ για το κονδύλιο που παραπάνω αναφέρθηκε με στοιχείο δ και σε 7.274,86€ για το κονδύλιο που παραπάνω αναφέρθηκε με στοιχείο ε, και για το ποσό των 49.754,65€ σε ποσά 11.655.185 δραχμών, άλλως 34.204,50€, 2.329.021 δραχμών, άλλως 6.834,98€ και 2.969.691 δραχμών, άλλως 8.715,16€, αντιστοίχως, για τα ίδια κονδύλια. Κατά τη συζήτηση της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ο ενάγων, με τις προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, καταχωρηθείσα στα πρακτικά συνεδρίασής του, όπως αναφέρεται και στην προσβαλλομένη απόφαση, περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής στο ποσό των 12.000 ευρώ, παραμένοντος του υπολοίπου ως αναγνωριστικού, χωρίς να προσδιορίσει σε ποιο ή ποια ειδικότερα κεφάλαια ή κονδύλια της αγωγής αφορά ο περιορισμός αυτός από το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα, που μετατράπηκε σε αναγνωριστικό, ούτε ότι περιορίζονται ανάλογα τα αγωγικά κονδύλια, κατά ποσοστό του όλου αιτήματος. Μάλιστα ζήτησε, ως προς το τελευταίο(αναγνωριστικό), να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει 85.084,52€ (97.084,52-12.000), νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής. Το αίτημα αυτό της αγωγής, με το οποίο, μετά τον ως άνω περιορισμό του από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό, ζητείται η αναγνώριση και η επιδίκαση διαφορετικών αξιώσεων, χωρίς να αναφέρεται ή να συνάγεται από την σχετική δήλωση και τις πρωτόδικες προτάσεις του αναιρεσείοντος ότι περιορίζονται ανάλογα τα επί μέρους κονδύλια, κατά ποσοστό του όλου αιτήματος, είναι αόριστο. Και τούτο, διότι, αφού στην αγωγή του, δεν περιέλαβε και αυτοτελές αίτημα για την αναγνώριση του συνόλου των αξιώσεων του και δεν διευκρινίζεται με τη δήλωση ποίων αξιώσεων ζητείται η αναγνώριση και ποίων η καταψήφιση, δεν θα είναι δυνατό να διαγνωσθεί, σε περίπτωση που θα κριθούν νόμω ή ουσία αβάσιμες κάποιες από τις αξιώσεις αυτές, αν πρόκειται για αξιώσεις των οποίων ζητήθηκε η αναγνώριση ή καταψήφιση και ιδίως να αποφασιστεί ποιές από τις γενόμενες δεκτές υπόλοιπες αξιώσεις πρέπει να αναγνωρισθούν και ποιες να επιδικαστούν στον αναιρεσείοντα. Επομένως, το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφαση του έκρινε ότι η αγωγή ήταν αόριστη, διότι ο ενάγων δεν προσδιόριζε ειδικώς σε ποιά από τις επί μέρους αξιώσεις του περιόριζε την καταψήφιση του εναγομένου και σε ποια την αναγνώριση της υποχρέωσης του, με βάση δε το αιτιολογικό αυτό εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την ένδικη αγωγή, ως αόριστη, στο σύνολό της, δεν υπέπεσε στις επικαλούμενες από τον αναιρεσείοντα πλημμέλειες των αριθ. 8, 9 και 14 του άρθ. 559 ΚΠολΔ, ότι, α)δεν έλαβε υπόψη του ουσιώδη αγωγικό ισχυρισμό του β)άφησε αδίκαστο το αυτοτελές αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής και γ) κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή, ως προς το ίδιο αίτημα. Επομένως, είναι αβάσιμοι οι πρώτος και δεύτερος, λόγοι αναίρεσης, κατά τα μέρη των, με το οποία προβάλλονται οι αντίστοιχες πλημμέλειες. Με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά τα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Εξ αιτίας του μεταβιβαστικού αυτού αποτελέσματος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει, ως προς την αγωγή, την ίδια εξουσία, την οποία έχει και το πρωτοβάθμιο. Επομένως, μπορεί να εξετάσει, αυτεπαγγέλτως, το ορισμένο ή παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν ασκήθηκε απαραδέκτως, με τους περιορισμούς, που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (ΚΠολΔ 322) και από την αρχή της απαγόρευσης της έκδοσης επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα απόφασης (ΚΠολΔ 536 § 1). Αν η αγωγή απορρίφθηκε, πρωτοδίκως, ως νόμω αβάσιμη και εκκαλεί την απόφαση ο ενάγων το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι ήταν αόριστη ή απαράδεκτη, εξαφανίζει την απόφαση και απορρίπτει την αγωγή για ένα από τους δύο τυπικούς λόγους. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από τους αρ.8 και 9 του ίδιου άρθρου, με τον οποίο προβάλλονται οι ειδικότερες αιτιάσεις, ότι το Εφετείο 1)δίχως αίτημα κήρυξε απαράδεκτη την αγωγή και 2) έλαβε υπόψη του ισχυρισμό περί αοριστίας της αγωγής, που δεν προβλήθηκε, είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω, η αιτίαση του αναιρεσείοντος, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που προβάλλεται με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, ότι το δικαστήριο παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 216, 223, 224 και 111 παρ.2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη διότι οι διατάξεις αυτές, ως δικονομικές, δεν υπάγονται στους κανόνες δικαίου η παραβίαση των οποίων θεμελιώνει τον, από την παραπάνω διάταξη, λόγο αναίρεσης. Τέλος, αβάσιμος είναι ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το υπόλοιπο μέρος του, με το οποίο ο αναιρεσείων επικαλείται, ότι το Εφετείο, με το να απορρίψει την αγωγή, ως αόριστη, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 και 13 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της 20-3-1952, αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την απόρριψη της αγωγής, ως αόριστης, δεν στερήθηκε ο ενάγων από το δικαίωμα του να απολαύσει την περιουσία του. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 23-8-2012, αίτηση για την αναίρεση της 5429/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών . Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 5 Νοεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτά μόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται, κατά σαφή δήλωση του ενάγοντος, κατά κλάσμα ή ποσοστό του όλου αιτήματος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων. Εξ αιτίας του μεταβιβαστικού αποτελέσματος, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να εξετάσει, αυτεπαγγέλτως, το ορισμένο ή παραδεκτό αυτής (αγωγής) και να την απορρίψει, αν ασκήθηκε απαραδέκτως, με τους περιορισμούς, που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου και από την αρχή της απαγόρευσης της έκδοσης επιβλαβέστερης για τον εκκαλούντα απόφασης.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Αοριστία αγωγής, Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 1905/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Χ. Σ. του Α. Μ., το γένος Σ. Μ., κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Του αναιρεσίβλητου: Π. Φ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αθηνά Σταμελάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/10/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2817/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 494/2011 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14/2/2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσίβλητος, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 19/9/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ.1 και 3, όπως ήδη ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από τα άρθρα, αντίστοιχα, 6 παρ. 7 του ν. 4055/2012 (ΦΕΚ 51Α/12.3.2012) και 7 παρ. 1 και 2 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ 165 Α/25.7.2011), 97 παρ. 1 και 104 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει, ότι ο δικηγόρος που επισπεύδει τη συζήτηση της αναίρεσης, υπογράφοντας την απαιτούμενη κλήση και την παραγγελία προς το δικαστικό επιμελητή για την επίδοση, καθώς και εκείνος που εκπροσωπεί το διάδικο κατά τη συζήτησή της στον Άρειο Πάγο, πρέπει να είναι εφοδιασμένος με σχετική πληρεξουσιότητα, η οποία παρέχεται από τον εκπροσωπούμενο διάδικο είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση του εντολέα διαδίκου, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Η έλλειψη της πληρεξουσιότητας, εξεταζόμενη και αυτεπαγγέλτως, έχει ως συνέπεια την ακυρότητα των πιο πάνω πράξεων της προδικασίας και τη μη προσήκουσα παράσταση του διαδίκου κατά τη συζήτηση. Από το συνδυασμό των αμέσως πιο πάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 576 παρ. 1 και 3 εδ. 1 του ίδιου κώδικα προκύπτει, ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν τη συζήτηση επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η τελευταία γίνεται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, εφόσον όμως ο δικηγόρος που υπέγραψε την κλήση ήταν νόμιμα διορισμένος πληρεξούσιος αυτού, εάν δε τη συζήτηση επισπεύδει ο αντίδικος του απολειπόμενου διάδικου, ο Άρειος Πάγος ερευνά αν ο τελευταίος έχει κλητεύσει νόμιμα και εμπρόθεσμα τον απολειπόμενο. Εάν δεν συντρέχει καμιά από τις προϋποθέσεις αυτές, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς όλους τους διαδίκους. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τη συζήτηση της υπό κρίση από 14.2.2012 αίτησης αναίρεσης κατά της 494/2011 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς επισπεύδει η αναιρεσείουσα, αφού, με παραγγελία του φερόμενου ως πληρεξουσίου δικηγόρου της Θωμά Σταμόπουλου, επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για να παρασταθεί στη δικάσιμο που ορίστηκε (βλ. προσκομιζόμενο αντίγραφο της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και την πιο πάνω σ' αυτό παραγγελία προς επίδοση και οικεία πράξη της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ...). Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου κατά την αμέσως πιο πάνω δικάσιμο και τη συζήτηση που επακολούθησε, δεν εμφανίστηκε η αναιρεσείουσα, ούτε υπέβαλε την κατά το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. δήλωση μη παράστασής της στο ακροατήριο. Από κανένα όμως αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει, ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος που επέσπευσε τη συζήτηση, είχε την απαιτούμενη γι' αυτή την επίσπευση πληρεξουσιότητα της απολειπομένης αναιρεσείουσας, ούτε ότι η τελευταία κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον αναιρεσίβλητο. Πρέπει, επομένως, η συζήτηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, να κηρυχθεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 3 εδ. 1 Κ.Πολ.Δ., απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 14.2.2012 αίτησης για αναίρεση της 494/2011 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς ως προς όλους τους διαδίκους. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 15 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 16 Οκτωβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αν τη συζήτηση της αναίρεσης επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η τελευταία γίνεται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, εφόσον όμως ο δικηγόρος που υπέγραψε την κλήση ήταν νόμιμα. διορισμένος πληρεξούσιο αυτού.
Επίσπευση συζήτησης
Απαράδεκτη συζήτηση, Επίσπευση συζήτησης.
2
Αριθμός 1904/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 18 Σεπτεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, προκειμένου να αποφανθεί για την αυτεπάγγελτη διόρθωση της 143/31-1-2013 αποφάσεως του Αρείου Πάγου (Γ' Τμήματος), σύμφωνα με την 77/2013 πράξη του Προεδρεύοντος του Γ' Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία κοινοποιήθηκε με επιμέλεια της Γραμματείας του Αρείου Πάγου στα διάδικα μέρη, για την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών: 1)Α. Σ., χήρας Κ., 2)Ι. Κ. του Κ., κατοίκων ... ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αρχικού αναιρεσείοντος Κ. Κ. του Ι., οι οποίες δεν παραστάθηκαν. Της αναιρεσίβλητης: Ι. - Σ. Κ. του Ι., κατοίκου ... η οποία δεν παραστάθηκε. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, όπως σημειώνεται πιο πάνω. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 315 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία, σύμφωνα, με το άρθρο 573 του ίδιου ΚΠολΔ, αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπον ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος, διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να τη διορθώσει με νέα απόφασή του. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής σε διόρθωση υπόκειται οποιοδήποτε τμήμα της απόφασης, κατ' ανάλογη δε εφαρμογή της και των πρακτικών (άρθρ. 256 επ. του ΚΠολΔ), όπως και το προεισαγωγικό τμήμα της και ως προς τα στοιχεία της ταυτότητας των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων (ΑΠ 278/1996, 1329/2011). Εξάλλου, κατά το άρθρο 318 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ, η συζήτηση της αίτησης γίνεται αφού κληθούν οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση όλοι οι διάδικοι που αναφέρονται στην απόφαση, με επιμέλεια δε της γραμματείας του δικαστηρίου αν τη διόρθωση την προκαλεί το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, και, αν κατά τη συζήτηση αυτή δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος που κλητεύτηκε νόμιμα, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Εν προκειμένω, από τα υπάρχοντα στη δικογραφία από 20-6-2013 αποδεικτικά επιδόσεως του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή δικαστηρίων …και το από 9-7-2013 όμοιο της δικαστικής επιμελήτριας δικαστηρίων … προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπ' αριθμ. 77/2013 πράξης του Προεδρεύοντος του Γ' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου για αυτεπάγγελτη διόρθωση της υπ' αριθμ. 143/2013 αποφάσεως του ίδιου Τμήματος επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους διαδίκους που αναφέρονται στην τελευταία αυτή απόφαση, με κλήση προς συζήτηση κατά την ορισθείσα προς τούτο και αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο. Κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, από τη σειρά του πινακίου, οι κληθέντες ως άνω διάδικοι δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, το δικαστήριο όμως νομίμως, κατά τα ανωτέρω, προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία των κλητευθέντων διαδίκων. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την υπό διόρθωση απόφαση και τα ταυτάριθμα με αυτήν πρακτικά, από παραδρομή στο προεισαγωγικό της μέρος και στα πρακτικά ανεγράφη λανθασμένα το όνομα του πληρεξουσίου δικηγόρου της αναιρεσίβλητης ως "Ιωάννη Μπελογιάννη" αντί του ορθού "Κωνσταντίνου Μπελογιάννη", το οποίο προκύπτει από τα λοιπά έγγραφα της δικογραφίας. Κατά συνέπειαν πρέπει να διορθωθεί η προαναφερόμενη απόφαση και τα πρακτικά ως προς το ανωτέρω στοιχείο και όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διορθώνει την υπ' αριθμ. 143/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου και τα ταυτάριθμα με αυτήν πρακτικά ως προς το όνομα του πληρεξουσίου δικηγόρου της αναιρεσίβλητης, από το λανθασμένο "Ιωάννης" στο ορθό "Κωνσταντίνος" Μπελογιάννης.- Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 15 Οκτωβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διόρθωση αποφάσεως στο προεισαγωγικό της μέρος και των πρακτικών, ως προς το όνομα του πληρεξουσίου δικηγόρου διαδίκου. Υποχρεωτική κλήτευση αρχικών διαδίκων. Συζήτηση παρά την απουσία των κλητευθέντων που απουσιάζουν. (αυτεπάγγελτη διόρθωση 143/2013 απόφ. Α.Π.)
Διόρθωση απόφασης
Διόρθωση απόφασης.
2
Αριθμός 1845/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Α. Κ. του Π. , κατοίκου ... , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ελευθέριο Γκέλη. Του αναιρεσίβλητου: Δ. Α. του Γ. , κατοίκου ... που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σφυρή. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/6/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3874/2006 του ιδίου Δικαστηρίου και 6499/2007 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο ήδη αναιρεσείων με την από 28/8/2008 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 2233/2009 του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την 6499/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Το Εφετείο Αθηνών εξέδωσε την 5850/2011 απόφαση, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24/9/2012 αίτηση του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 2/4/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά το άρθρο 581 παρ 2 ΚΠολΔ η υπόθεση στο δικαστήριο της παραπομπής συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Εξ άλλου κατά το άρθρο 524§1 ΚΠολΔ, στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται ο, διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 268, 270§2, 4, 6 κα, 7 και 271 έως 312. Ειδικώς στις περιπτώσεις που δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 528 η κατάθεση των προτάσεων γίνεται έως την έναρξη της συζητήσεως και η κατάθεση της προσθήκης σ' αυτές έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση (το εδ.β' προστέθηκε με το άρθρο 8 παρ.3 του ν. 3043/2002). Εξ' άλλου κατά το άρθρο 559 αριθ. 6 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παρά το νόμο και ιδίως παρά τις σχετικές με την επίδοση διατάξεις ο διάδικος δικάστηκε ερήμην. Προφανώς αναίρεση συγχωρείται κατ' άρθρο 559 αριθ. 6 ΚΠολΔ και όταν διάδικος δικάζεται ερήμην παρά το νόμο, λόγω μη προσήκουσας παράστασής του, ενώ αυτός έχει μετάσχει κανονικά στη διαδικασία, υποβάλλοντας εμπροθέσμως προτάσεις δηλ. ανεξαρτήτως του ζητήματος της επίδοσης. Στην προκειμένη περίπτωση με το μοναδικό λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 6 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι το Εφετείο παρά το νόμο δίκασε ερήμην του αναιρεσείοντα, ο οποίος είχε μετάσχει κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, μετά από παραπομπή της υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο, καταθέτοντας προτάσεις ως την έναρξη της συζήτησης της υπόθεσης, στην οποία δεν εφαρμοζόταν η διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ. Ο εξεταζόμενος λόγος είναι βάσιμος, αφού όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεων του αναιρεσείοντος ενώπιον του Εφετείου κατά τη συζήτηση της έφεσης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση δηλ. στις 6.10.2011 μετά την αναίρεση της 6499/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών με την 2233/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και την παραπομπή της υπόθεσης στο ίδιο Εφετείο για να/δικάσει την έφεση κατά της 3874/2006 οριστικής απόφασης του Π.Πρ.Αθ. που είχε εκδοθεί αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, ο αναιρεσείων κατέθεσε εμπρόθεσμα νέες προτάσεις στις 4.10.2011, όπως προκύπτει από τη σχετική βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα και επομένως παρά το νόμο δικάστηκε ερήμην με την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω μη προσήκουσας παράστασής του, αξιώνοντας το Εφετείο παρά το νόμο την κατάθεση των προτάσεων αυτών πριν από 20 ημέρες πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί. Επειδή κατά το άρθρο 580 παρ 3 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 65 ν.4139/2013, αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση στο τμήμα που ορίζεται από τον κανονισμό και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1,2,3,6 έως 17,19 και 20 του άρθρου 559 μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο που εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο δικαστήριο αν είναι δυνατή η σύνθεση του από άλλους δικαστές. Αν όμως αναιρεθεί η απόφαση του τελευταίου αυτού δικαστηρίου , δεν γίνεται παραπομπή, αλλά ο Άρειος Πάγος δικάζει αυτός την ουσία της υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρούμενη απόφαση εκδόθηκε μετά την αναίρεση της 6499/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών με την 2233/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου και την παραπομπή της υπόθεσης στο ίδιο Εφετείο για να δικάσει την έφεση κατά της 3874/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και επομένως ο Άρειος Πάγος πρέπει να κρατήσει και να δικάσει την ουσία της υπόθεσης. Επειδή κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324ΚΠολΔ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογητική σχέση από την οποία αυτό παραχθεί. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να υπάρχει ταυτότητα νομικής αιτίας, δηλαδή διατάξεως νόμου η οποία αποτελεί τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του και ιστορικής αιτίας, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής, επί των οποίων θεμελιώνεται η αγωγή που συγκροτούν το πραγματικό της εφαρμοσθείσας κατά την προηγούμενη δίκη νομικής διατάξεως ήταν αναγκαία κατά νόμο για την κατάφαση ή άρνηση της διαγνωσθείσας έννομης συνέπειας, τα ίδια συγκροτούν το πραγματικό, όλο ή και μέρος της νομικής διάταξης που πρέπει να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη του δικαιώματος που κρίνεται στη νέα δίκη και εκείνης που είχε το δικαίωμα που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση. Δεδικασμένο παράγεται και από τελεσίδικη απόφαση που εκδίδεται επί αναγνωριστικής αγωγής, αφού και στην περίπτωση αυτή η απόφαση τέμνει τη διαφορά όπως και στην περίπτωση της καταψηφιστικής αγωγής, η έκταση δε αυτού προσδιορίζεται από το περιεχόμενο του αιτήματος που απευθύνθηκε προς το δικαστήριο. Περαιτέρω το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα, ανεξάρτητα από τη δικονομική θέση αυτών στη δίκη, δηλαδή αν στη μια περίπτωση παρίσταται ως ενάγων και στην άλλη ως εναγόμενος, καθόσον η έννοια της νομικής ταυτότητας των διαδίκων είναι η ύπαρξη και στις δύο δίκες της ιδιότητας του διαδίκου. Στην προκειμένη περίπτωση στην από 24-9-2003 ανταγωγή ο αντενάγων εξέθεσε ότι είναι κύριος του επίδικου τόσο με παράγωγο τρόπο, δυνάμει του νόμιμα μεταγραμμένου με. αριθμό ... /1997 συμβολαίου γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Μαραθώνα Σταύρου Παπαδογιωργή, αλλά και με πρωτότυπο τρόπο, δηλ. με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, αφού ασκεί επί του επιδίκου τόσο αυτός όσο και οι άμεσοι δικαιοπάροχοι γονείς του, πράξεις νομής με διάνοια κυρίου και με νόμιμο τίτλο πέραν της εικοσαετίας. Ότι κατόπιν πλειστηριασμού που διενεργήθηκε στις 4.11.1998 ενώπιον της, συμβ/φου Αθηνών, Αγγελικής Σούλη, ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου, συντάχθηκε η με αριθμό ... /4.11.1998 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού και κατακύρωσης της ως άνω συμβολαιογράφου και κατακυρώθηκε στον αντεναγόμενο το ακίνητο του, αφού αυτός αποδέχτηκε τη δήλωση της υπέρ αυτού πλειοδοτήσασας, ως αντιπροσώπου του και για λογαριασμό του. Β. Α. , με βάση την ... /5.11.1998 συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής και στη συνέχεια αυτός αντεναγόμενος ζήτησε και έλαβε την με αριθμό ... /1998 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, του συμβολαιογράφου Αθηνών Σταμάτη Καταπόδη, την οποία μετέγραφε νόμιμα στο υποθηκοφυλακείο. Ότι ο ως άνω πλειστηριασμός ακυρώθηκε με αμετάκλητη απόφαση και έτσι κατέστη άκυρη η μεταβίβαση του πλειστηριασθέντος ακινήτου του στον αντεναγόμενο. Ειδικότερα εκθέτει ότι ο ως άνω πλειστηριασμός ακυρώθηκε, για το λόγο ότι η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συμβολαιογράφος Αθηνών, Αγγελική Τ. Σούλη, δεν ζήτησε και δεν έλαβε την εγγύηση, όπως απαιτεί ο νόμος παρά των ενδιαφερομένων να πλειοδοτήσουν ως υποψηφίων πλειοδοτών. Και συγκεκριμένα ακυρώθηκε ο ως άνω πλειστηριασμός, επειδή η ως άνω συμβολαιογράφος δέχθηκε τη. συμμετοχή και την πλειοδοσία της Β. Α. , χωρίς, όμως, και την καταβολή της νομίμως προβλεπομένης εγγυήσεως. Ότι ο εναγόμενος, που πριν από τον πλειστηριασμό κατείχε το ακίνητο του, δυνάμει μισθωτικής σχέσης η οποία μετά τον πλειστηριασμό, αποσβέστηκε, λόγω της σύγχυσης στο πρόσωπο του της ιδιότητας του εκμισθωτού-μισθωτού, και αναβίωσε μετά την ακύρωση του πλειστηριασμού, δεν κατέβαλε τα μισθώματα και για το λόγο αυτό κατήγγειλε τη μίσθωση και ζήτησε με αγωγή την απόδοση του μισθίου ακινήτου. Αυτός όμως αντιποιείται τη νομή του και αρνείται να του το αποδώσει. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά ο αντενάγων ζητούσε ν' αναγνωριστεί κύριος του επιδίκου ακινήτου και να υποχρεωθεί ο αντεναγόμενος που στην παρούσα δίκη είναι αναιρεσίβλητος να του το αποδώσει. Περαιτέρω, στην από 15-7-2004 επικουρικά και παραδεκτά ασκούμενη δεύτερη ανταγωγή του (άρθρ. 219 ΚΠολΔ), ο αντενάγων, επικαλούμενος τα ίδια πραγματικά περιστατικά και επί. πλέον ότι ο αντεναγόμενος, μετά την ακύρωση του πλειστηριασμού κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος, αφού έληξε η αιτία, ζητούσε την αυτούσια απόδοση του επιδίκου ακινήτου με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Με αυτό το ιστορικό και αιτήματα οι ανταγωγές, κρίθηκαν με την τελεσίδικη καταστάσα υπ' αριθμό 6833/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών νομικά αβάσιμες. Η μεν πρώτη- διεκδικητική- γιατί με τον πλειστηριασμό του ακινήτου του και τη μεταγραφή εκ μέρους του υπερθεματιστή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, απώλεσε την κυριότητα του ο αντενάγων επί του επιδίκου ακινήτου του και μόνη η ακύρωση του πλειστηριασμού δεν συνεπάγεται και την αυτοδίκαιη μεταβίβαση της κυριότητας στον καθού η εκτέλεση, αλλά απαιτείται η διεκδίκηση του με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η δε δεύτερη, διότι ο αντενάγων-καθού η εκτέλεση- δεν δικαιούται να αναζητήσει το ακίνητο το οποίο πρέπει να αποδοθεί στον μεσεγγυούχο, αφού για να περιέλθει στον καθού η εκτέλεση- αντενάγοντα, θα πρέπει να ακυρωθεί και η έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, κάτι τέτοιο όμως δεν επικαλείται ο τελευταίος, αλλά αντίθετα επικαλείται ότι ακυρώθηκε μόνο ο πλειστηριασμός και η έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού. Εξάλλου στην από 27-6-2005 (αριθ. κατ. 5899/2005) αγωγή, ο ενάγων, Α. Κ. του Π. και ήδη αναιρεσείων εξέθετε, ότι η εταιρεία με την επωνυμία " …", δυνάμει της 9887/1998 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και της …/1998 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή Πειραιώς .., επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του και επί του περιγραφόμενου ακινήτου, που περιήλθε στην κυριότητα του με το ... /1997 συμβόλαιο γονικής παροχής του Συμβολαιογράφου Μαραθώνα Σταύρου Παπαδογεωργή, που έχει νόμιμα μεταγραφεί. Ότι ο πλειστηριασμός του κατασχεθέντος ακινήτου του διενεργήθηκε στις 4-11-1998 ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών Αγγελικής Σούλη, ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου και κατακυρώθηκε στον εναγόμενο-αναιρεσίβλητο, κάτοχο του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου με βάση την από 15-6-1997 μεταξύ των διαδίκων σύμβαση μισθώσεως, αλλά και μεσεγγυούχο τούτου με την επιβληθείσα κατάσχεση. Ότι για τον πλειστηριασμό συντάχθηκε η ... / 4-11-1998 έκθεση διενέργειας αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου της άνω Συμβολαιογράφου. Ότι ο εναγόμενος υπερθεματιστής, αφού κατέβαλε το πλειστηρίασμα, ζήτησε και έλαβε από την υπάλληλο του πλειστηριασμού την ... / 24-11-1998 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, την οποία μετέγραφε στις 25-11-1998 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μαραθώνα-Καπανδριτίου. Ότι κατά της εν λόγω έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού αυτός (αναιρεσείων) άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 25-11 -1999 ανακοπή του, με την οποία ζήτησε την ακύρωση του πλειστηριασμού για το λόγο ότι η άνω Συμβολαιογράφος, παρά το νόμο, δεν ζήτησε και δεν έλαβε εγγύηση από όσους επιθυμούσαν να συμμετάσχουν σ1 αυτόν. Ότι επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η 9336/2001 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που την δέχτηκε στην ουσία και ακύρωσε τον πλειστηριασμό, έγινε δε η σχετική σημείωση στα βιβλία διεκδικήσεων του άνω Υποθηκοφυλακείου. Ότι με την πιο πάνω ανακοπή δεν προσβλήθηκε η ανωτέρω ... /24-11-1998 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, η οποία ουδέποτε του επιδόθηκε με επιταγή προς εκούσια συμμόρφωση. Ότι, εξαιτίας της αμετάκλητης ακύρωσης του πλειστηριασμού, η μεταγραφή της περίληψης αυτής ουδέν επήγαγε έννομο αποτέλεσμα ως προς τη μετάθεση της κυριότητας στον εναγόμενο, ο οποίος παρόλα αυτά ισχυρίζεται πως είναι κύριος του ακινήτου, αμφισβητώντας, έτσι, το αντίστοιχο δικαίωμα του. Για τους λόγους αυτούς ζητούσε να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρη η ως άνω ... /1998 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης και να αναγνωριστεί η κυριότητα του στο ακίνητο αυτό. Στην συνέχεια το Εφετείο Αθηνών με την 6499/2007 απόφαση έκρινε ότι η αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη κατά το πρώτο αίτημα της και ως μη νόμιμη κατά το δεύτερο, με την αιτιολογία ότι η προσβολή περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης γίνεται μόνο με την ανακοπή του άρθρου 933 παρ. 1 ΚΠολΔ, και, εφόσον, κατά τα ιστορούμενα στο δικόγραφο της αγωγής, δεν ασκήθηκε τέτοια ανακοπή κατά της ένδικης περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης με αίτημα την ακύρωση της, αυτή, παρόλο που έχει ακυρωθεί ο πλειστηριασμός του επιδίκου ακινήτου, έχει καταστεί απρόσβλητη με μόνη την άπρακτη πάροδο της 90ήμερης προθεσμίας από τη μεταγραφή της (ΚΠολΔ 934 παρ. 1γ) και συνακόλουθα, η προκειμένη περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, μεταγεγραμμένη, εξακολουθεί να παράγει τις έννομες συνέπειες της, δηλαδή τη σύννομη μετάθεση της κυριότητας του πλειστηριασθέντος ακινήτου στον εναγόμενο υπερθεματιστή. Με την 2237/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου αναιρέθηκε η ως άνω απόφαση του Εφετείου Αθηνών διότι παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1003 και 1005 f ΚΠολΔ, 1033 και 1192 παρ. 2 ΑΚ. Τούτο διότι, με την τελεσίδικη ακύρωση της διαδικασίας του πλειστηριασμού και της κατακύρωσης έληξε η νόμιμη αιτία της μεταβιβάσεως του κατασχεθέντος ακινήτου και, συνεπώς, η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, ως τίτλος μετάθεσης της κυριότητας αυτού, στερείται πλέον έννομων συνεπειών. Κατ' ακολουθίαν, μετά την (τελεσίδικη) ακύρωση του πλειστηριασμού, το πλειστηριασθέν πράγμα ανήκει πλέον στον καθ' ου η εκτέλεση και, συνεπώς, η κρινόμενη αναγνωριστική κυριότητας αγωγή του κατά του υπερθεματιστή, ο οποίος, κατά τα δεκτά γενόμενα από την προσβαλλόμενη απόφαση, αμφισβητεί το δικαίωμα κυριότητας του στο επίδικο ακίνητο, είναι νόμιμη. Με την κρίση αυτή είναι σύμφωνο και πάλι το Δικαστήριο τούτο με τη νέα σύνθεση του και έτσι δεν παράγεται δεδικασμένο από την προηγούμενη τελεσίδικη 6833/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αφού δεν υφίσταται ταυτότητα νομικής αιτίας, δεδομένου ότι οι διατάξεις νόμου 904επ ΑΚ που αποτέλεσαν την μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της εκδοθείσας επί των ανταγωγών της άνω απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών δεν ταυτίζονται με τις ως άνω διατάξεις, που στηρίζεται η κρινόμενη αγωγή και επομένως η ένσταση δεδικασμένου που προτείνεται από τον αναιρεσίβλητο είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Μετά ταύτα η ένδικη αναγνωριστική αγωγή της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου, που κατά τα προεκτεθέντα είναι νόμιμα, πρέπει να γίνει δεκτή και ως βάσιμη κατ' ουσίαν, εν όψει της σφοδρής αμφισβήτησης της κυριότητας του ενάγοντος από τον εναγόμενο-αναιρεσίβλητο, γι' αυτό και επιβάλλεται η παραδοχή της έφεσης του αναιρεσείοντος ως τακτικά και ουσιαστικά βάσιμης, η εξαφάνιση της επικαλουμένης απόφασης (3874/2006 Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ) και η παραδοχή της ένδικης αναγνωριστικής αγωγής, ως βάσιμης κατ' ουσίαν. Τέλος ο αναιρεσίβλητος πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, όλων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 5850/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών Κρατεί και δικάζει την υπόθεση. Δέχεται την από 6-9-2006 έφεση κατά της 3874/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση. Δέχεται την αγωγή . Αναγνωρίζει τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα κύριο του επιδίκου ακινήτου και συγκεκριμένα ενός οικοπέδου εκτάσεως 33,08 τ. μ. με το ευρισκόμενο σ' αυτό ισόγειο κατάστημα εμβαδού 18 τ.μ. εντός του οικισμού ….που συνορεύει βόρεια, σε πλευρά 4,50 μ., με την παραλιακή οδό πλάτους 8 μ., νότια, σε πλευρά 4,50 μ., με ιδιοκτησία Σ. και Γ. Ρ. , ανατολικά, σε πλευρά 7,35 μ. με ιδιοκτησία Ε. Π. Κ. και δυτικά, σε πλευρά 7,35 μ., με ιδιοκτησία Χ. Γ. Χ. Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος όλων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των έξι χιλιάδων (6.000)ευρώ Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2013 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2013 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγος από αριθ. 6 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Κρίνεται Βάσιμος. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση. Κρατεί και δικάζει την υπόθεση ο Άρειος Πάγος γιατί για δεύτερη φορά αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.
Εκδίκαση υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο
Αρμοδιότητα , Εκδίκαση υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο.
1
Αριθμός 1764/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Δ. συζ. Γ. Μ., το γένος Β. Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηρακλή Αλεξόπουλο. Του αναιρεσιβλήτου: Α. Γ. του Β., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παύλο Λιόλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/12/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8523/2010 του ιδίου Δικαστηρίου και 1747/2011 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14/1/2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 6/5/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης ως απαράδεκτης. Σε περίπτωση που η αίτηση αναίρεσης κριθεί παραδεκτή εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου αναίρεσης και την απόρριψη του δεύτερου λόγου αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή ο νικήσας διάδικος μπορεί να ασκήσει αναίρεση υπό τον όρο ευδοκιμήσεως της αναιρέσεως του αντιδίκου του (ΑΠ 959/2009, 925/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι κατά της 1747/2011 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης ασκήθηκαν αντίθετες αναιρέσεις εκ μέρους του ενάγοντα αναιρεσείοντος Α. Γ. αφ'ενός και της εναγομένης αναιρεσείουσας Δ. Μ. αφετέρου και ειδικότερα η από 14-7-2013 αίτηση της αναιρεσείουσας Δ. Μ. ασκήθηκε επικουρικώς υπό τον όρο ευδοκιμήσεως της αντίθετης από 25-7-2012 αίτησης αναιρέσεως του ενάγοντος αναιρεσείοντος Α. Γ.. Ήδη με την 1763/2013 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου αναιρέθηκε ολικά η προσβαλλόμενη 1747/2011 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Έτσι κατ'άρθρο 579 παρ.1 ΚΠολΔ, μετά την αναίρεση της απόφασης οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση ακυρώνεται μόνο εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση. Επομένως οι αιτιάσεις που περιέχονται στους λόγους αναίρεσης από τους αριθ.1 και 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επειδή το Εφετείο κατά παραδοχή σχετικού λόγου έφεσης απέρριψε την ένσταση παραγραφής και δεν έλαβε υπόψη την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώσεως μπορούν να προταθούν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο της παραπομπής κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ δεδομένου ότι η απορρίπτουσα τις ενστάσεις απόφαση δεν είναι οριστική και κατ'ακολουθία οι λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι, ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Σε κάθε δε περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που προσβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης, ως απορρίπτουσα τις ως άνω ενστάσεις, δεν είναι οριστική και δεν υπόκειται σε αναίρεση και επομένως είναι απορριπτέα η αίτηση αναίρεσης, ως απαράδεκτη. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14-1-2013 αίτηση της Δ. Μ. για αναίρεση της 1747/2011 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Σεπτεμβρίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται ελλείψει εννόμου συμφέροντος
Επικουρική άσκηση αίτησης αναίρεσης
Επικουρική άσκηση αίτησης αναίρεσης.
1
Αριθμός 1763 /2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Α. Γ. του Β., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παύλο Λιόλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσίβλητης: Δ. συζ. Γ. Μ., το γένος Β. Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηρακλή Αλεξόπουλο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/12/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8523/2010 του ιδίου Δικαστηρίου και 1747/2011 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14/1/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 6/3/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή των δεύτερου και τρίτου λόγων αναίρεσης και την απόρριψη των υπολοίπων λόγων αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1094 και 1095 ΑΚ προκύπτει ότι επί διεκδικητικής αγωγής ενάγων είναι ο κύριος του πράγματος, δικαιούμενος να αποκτήσει την αναγνώριση της κυριότητας του και την απόδοση σ' αυτόν του πράγματος παρά του εναγομένου, ο οποίος τυγχάνει ο έχων τη νομή ή κατοχή του πράγματος εξ οιανδήποτε αιτίας, του νομέως δυναμένου να αρνηθεί την απόδοση του πράγματος, μόνον αν δικαιούται έναντι του κυρίου στη νομή ή κατοχή αυτού. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνηση της. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: "Με το υπ' αριθμ. .../17-2-1986 προσύμφωνο, του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ιωάννη Νάσλα, ο πατέρας των διαδίκων Β. Γ., υποσχέθηκε να μεταβιβάσει, λόγω γονικής παροχής, στον ενάγοντα, εκτός άλλων, την ψιλή κυριότητα ενός διαμερίσματος, του πρώτου ορόφου διώροφης οικοδομής, που ανήγειρε, επί οικοπέδου ιδιοκτησίας του, που βρίσκεται στο Δήμο …, επί της οδού ..., αριθμ… και η οποία, κατά το χρόνο εκείνο, βρισκόταν στο στάδιο κατασκευής του σκελετού της, παρακρατώντας, για τον εαυτό του και υπέρ της συζύγου του και μητέρας των διαδίκων Μ. Γ., εφ' όρου ζωής τους, την επικαρπία του διαμερίσματος αυτού, το οποίο έχει εμβαδόν 83 τ.μ. και αποτελείται από δύο (2) δωμάτια, σαλόνι, κουζίνα, χωλ, λουτροαποχωρητήριο και αποχωρητήριο. Σε εκτέλεση του παραπάνω προσυμφώνου, καταρτίσθηκε το έτος 1990, το υπ' αριθμ. .../26-7-1990, οριστικό συμβόλαιο, του ίδιου συμβολαιογράφου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, στις 30-7-1990 και με το οποίο ο Β. Γ. μεταβίβασε οριστικά, στον ενάγοντα, την ψιλή κυριότητα του παραπάνω, ήδη επιδίκου διαμερίσματος, ως αυτοτελούς και διηρημένης ιδιοκτησίας, με ποσοστό 17,50%, εξ αδιαιρέτου, επί επιφάνειας 431,10 τ.μ., εξ αδιαιρέτου, του όλου οικοπέδου του, (συνολικού εμβαδού 648,10 τ.μ.) και στους κοινόχρηστους χώρους, μέρη και εγκαταστάσεις της οικοδομής, παρακρατώντας, όπως προσυμφωνήθηκε, την επικαρπία του, εφ' όρου ζωής τους, για τον εαυτό του και υπέρ της συζύγου του, η οποία αποβίωσε στις 26-1-1993. Στις 26-6-1999, αποβίωσε και ο Β. Γ. και έτσι, συνενώθηκε η επικαρπία, με την ψιλή κυριότητα του εν λόγω διαμερίσματος, το οποίο μεταγενέστερα, καταχωρήθηκε στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Θεσσαλονίκης, ως οριζόντια ιδιοκτησία, με ΚΑΕΚ 19 104 11 20 007/0/3 και κύριο, κατά ποσοστό 100%, τον ενάγοντα. Το έτος 1990, επίσης, με το υπ' αριθμ .../20-2-1990 συμβόλαιο πώλησης ημιτελούς διαμερίσματος, της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελένης Ευθυμιάδου - Δημητρίου, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο πατέρας των διαδίκων πώλησε στην εναγόμενη, άλλο διαμέρισμα, του ίδιου (πρώτου) ορόφου της παραπάνω οικοδομής, που βρίσκεται παραπλεύρως του επιδίκου, εμβαδού 83 τ.μ., το οποίο ήταν ημιτελές και συγκεκριμένα βρισκόταν στο στάδιο της κατασκευής του σκελετού, από σκυρόδεμα, με ποσοστό 17,50%, εξ αδιαιρέτου, επί επιφάνειας 431,10 τ.μ., εξ αδιαιρέτου, του όλου οικοπέδου του και στους κοινόχρηστους χώρους, μέρη και εγκαταστάσεις της οικοδομής, αντί τιμήματος 3.500.000 δραχμών, το οποίο αναγράφεται στο εν λόγω συμβόλαιο, ότι καταβλήθηκε, εκτός του γραφείου της συμβολαιογράφου. Μετά την κατάρτιση του παραπάνω, υπ' αριθμ. .../17-2-1986, προσυμφώνου, ο πατέρας των διαδίκων, παρέδωσε τη νομή του επιδίκου διαμερίσματος στον ενάγοντα, ο οποίος και αποπεράτωσε με δαπάνες του, την κατασκευή του, οι γονείς δε, των διαδίκων, εγκαταστάθηκαν σε ισόγειο διαμέρισμα της ίδιας οικοδομής, όπου και διέμεναν μέχρι το θάνατό τους. Λόγω της προχωρημένης ηλικίας των γονέων τους, οι οποίοι γεννήθηκαν, ο μεν Β. Γ. το έτος 1906, η δε Μ. Γ. το έτος 1912 και των διαφόρων προβλημάτων υγείας που παρουσίαζαν αυτοί, είχαν ανάγκη φροντίδων και περιποιήσεων και για το λόγο αυτό, ο ενάγων, ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος από τα επτά τέκνα τους (γεννήθηκε το έτος 1934) και ο οποίος κατοικούσε στην …(...), όπου και εξακολουθεί να κατοικεί, πρότεινε στην εναγόμενη, η οποία είναι η μικρότερη των επτά αδερφών (γεννήθηκε το έτος 1950), να αναλάβει τη φροντίδα των γονέων τους, όσο ζουν, αφού εγκατασταθεί με την οικογένειά της στο επίδικο διαμέρισμα, το οποίο θα χρησιμοποιεί ως δικό της και το οποίο υποσχέθηκε, ότι θα της μεταβιβάσει στο μέλλον και τυπικά, ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες που θα προσέφερε στους γονείς τους. Η εναγόμενη, η οποία κατά το χρόνο εκείνο κατοικούσε με το σύζυγό της και τις τρεις ανήλικες θυγατέρες της, σε καινούργια μονοκατοικία, με αυλή, ιδιοκτησίας του συζύγου της Γ. Μ., στη …, επί της οδού ... αριθμ …, που κάλυπτε με άνεση τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς τους, αρχικά αρνήθηκε την πρόταση αυτή, ύστερα όμως, από τις επίμονες διαβεβαιώσεις του ενάγοντος, ο οποίος διαθέτει σημαντική ακίνητη περιουσία και δεν έχει τέκνα, ότι θα της μεταβιβάσει το επίδικο διαμέρισμα και έτσι, θα αποκτήσει ένα επιπλέον ακίνητο για τις θυγατέρες της, παρακάμπτοντας τους αρχικούς δισταγμούς της και τις αντιρρήσεις του συζύγου της, την αποδέχθηκε και στις 17 Νοεμβρίου του έτους 1987, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στο εν λόγω διαμέρισμα, το οποίο δύο περίπου μήνες πριν, είχε αποπερατώσει ο ενάγων και είχε προβεί και στην σύνδεσή του με τη ΔΕΗ, στις 9-11-1987. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την εναγόμενη, σχετικό έγγραφο της ΔΕΗ, το επίδικο διαμέρισμα ηλεκτροδοτήθηκε πρώτη φορά, την 9-11-1987, με αριθμό παροχής ..., στο όνομα του ενάγοντος, η σύνδεση δε αυτή, εξακολούθησε να υφίσταται στο όνομά του, με τον ίδιο αριθμό παροχής, όπως προκύπτει και από τον ημερομηνία έκδοσης 15-12-2006 λογαριασμό της ΔΕΗ. Έκτοτε, η εναγόμενη, κατοικεί στο επίδικο διαμέρισμα, με την οικογένειά της, ανέλαβε δε, αποκλειστικά η ίδια, την όλη φροντίδα της μητέρας τους, η οποία ήταν κατάκοιτη και του πατέρα τους, ο οποίος ήταν σχεδόν τυφλός, μεριμνώντας για όλες τις ανάγκες διαβίωσης και νοσηλείας τους, μέχρι το θάνατο του καθενός, κατέχοντας και νεμόμενη, ως κυρία, το επίδικο διαμέρισμα και μετά το θάνατο των γονέων τους, χωρίς ποτέ ο ενάγων, να προβάλλει οποιαδήποτε αξίωση επί του διαμερίσματος αυτού, το οποίο την διαβεβαίωνε αντίθετα, ότι της ανήκει και υποσχόταν σε σχετικές συζητήσεις τους, ότι θα της το μεταβιβάσει και τυπικά. Μάλιστα, όπως αποδείχθηκε η εναγόμενη, το έτος 1992, κατέβαλε η ίδια, για το επίδικο διαμέρισμα, την ειδική έκτακτη εφάπαξ εισφορά, που επιβλήθηκε με το άρθρο 2 του Ν 2019/1992, σε βάρος των ιδιοκτητών ακινήτων και συγκεκριμένα κατέβαλε, για την αιτία αυτή, το ποσό των 4.400 δραχμών, σε δύο ισόποσες δόσεις, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα απ' αυτήν, δύο σχετικά εκκαθαριστικά σημειώματα και αποδείξεις είσπραξης της εν λόγω εισφοράς, με ημερομηνίες λήξης πληρωμής, την 2-9-1992 και 5-11-1992, που εκδόθηκαν στο όνομα του ενάγοντος, εκτός δε, των συνήθων εργασιών συντήρησης και επισκευών του επιδίκου διαμερίσματος, αυτή προέβη και σε διάφορες εργασίες επισκευών και βελτίωσης αυτού, τις οποίες εκτέλεσαν οι Σ. Μ. και Β. Τ. Συγκεκριμένα, το διάστημα των ετών 2001- 2004 προέβη σε αλλαγή των κουφωμάτων, της οπίσθιας πλευράς του επιδίκου διαμερίσματος, δαπανώντας το ποσό των 4.000,00 ευρώ, κατασκεύασε μπαλκονόπορτα, σε ένα οπίσθιο υπνοδωμάτιό του και αλουμινένια κατασκευή (τζαμαρία), στο μπαλκόνι του άλλου υπνοδωματίου του, δαπανώντας το ποσό των 4.000,00 ευρώ και κατά τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του έτους 2007 και Ιανουάριο του έτους 2008, προέβη σε αντικατάσταση των εξωτερικών κουφωμάτων της πρόσοψης του διαμερίσματος, σε αποκατάσταση των δαπέδων του (τρίψιμο- γυάλισμα) και σε στήριξη της κεντρικής δοκού, κατά μήκος της οροφής του σαλονιού, που υπέστη ρωγμή στο μέσον της, όπως διαπιστώθηκε από τον πολιτικό μηχανικό Σ. Β., ο οποίος ενήργησε αυτοψία, κατ' εντολή του συζύγου της, με τοποθέτηση νέας σιδηροδοκού και κατασκευή γυψοσανίδας, δαπανώντας συνολικά, το ποσό των 10.000,00 ευρώ, περίπου. Σε όλες τις παραπάνω εργασίες και προσθήκες, προέβη η εναγόμενη, εν γνώσει του ενάγοντος, ο οποίος την επισκεπτόταν στο επίδικο διαμέρισμα, μέχρι τους πρώτους μήνες του έτους 2008, χωρίς ποτέ να δείξει οποιοδήποτε ενδιαφέρον για το διαμέρισμα αυτό, το οποίο δηλώθηκε μεν από τον ίδιο, ως ιδιοκτήτη του, στο Εθνικό Κτηματολόγιο, κατόπιν όμως, επίμονων παρακλήσεων της εναγόμενης και ύστερα από φροντίδα αυτής, η οποία διεκπεραίωσε τη σχετική διαδικασία. Πρώτη φορά, τον Μάϊο του έτους 2008, ο ενάγων, επικαλούμενος ότι είναι κύριος του επιδίκου διαμερίσματος, απαίτησε από την εναγόμενη, να του το αποδώσει, άλλως να του καταβάλει μίσθωμα, αξιώσεις τις οποίες απέκρουσε αυτή, επικαλούμενη τη συμφωνία τους, περί μεταβίβασης του στην ίδια και ακολούθως, με την από 31-7-2008 εξώδικη δήλωση, διαμαρτυρία και πρόσκληση, που της επέδωσε την 1-8-2008, επικαλέστηκε την ύπαρξη σύμβασης χρησιδανείου μεταξύ τους, που καταρτίσθηκε μετά το θάνατο του πατέρα τους, την οποία και της δήλωσε, ότι καταγγέλλει. Συγκεκριμένα, με την παραπάνω εξώδικη επιστολή του, ο ενάγων επικαλέστηκε, ότι μετά το θάνατο του πατέρα τους, μετά δηλαδή, την 26-6-1999, η εναγόμενη, τον παρακάλεσε να της επιτρέψει να κατοικήσει, με την οικογένειά της, στο επίδικο διαμέρισμά του, χωρίς καταβολή ενοικίου, διότι αντιμετώπιζε "οικονομικές δήθεν δυσκολίες", ότι ο ίδιος της επέτρεψε, λόγω της αδελφικής τους σχέσης, να χρησιμοποιήσει το διαμέρισμα αυτό, χωρίς αντάλλαγμα, με βάση "παρακλητική σχέση - χρησιδάνειο", που συνήφθη μεταξύ τους και ότι, προ μηνός, δηλαδή τέλος Ιουνίου του έτους 2008, της ζήτησε να του αποδώσει το διαμέρισμά του, αυτή όμως, "κακόπιστα και αντισυμβατικά", αρνήθηκε και της δήλωσε, ότι καταγγέλλει τη μεταξύ τους σύμβαση χρησιδανείου και την καλεί να του αποδώσει το διαμέρισμα, εντός ευλόγου προθεσμίας, όχι όμως πέραν του μηνός. Την επιστολή του αυτή, απέκρουσε η εναγόμενη, με την από 18-8-2008 "εξώδικη απάντηση, διαμαρτυρία και δήλωση", που επέδωσε στον ενάγοντα στις 27-8-2008, επικαλούμενη όλα τα προαναφερόμενα περιστατικά, που αποδείχθηκαν, δηλαδή, την άτυπη, εκ μέρους του, μεταβίβαση της νομής του επιδίκου διαμερίσματος, με την υπόσχεση της μελλοντικής τυπικής μεταβίβασης της κυριότητάς του, σ' αυτήν, εφόσον γηροκομούσε τους γονείς τους, το έτος 1987 και την άσκηση έκτοτε, για χρονικό διάστημα, πέραν των είκοσι ετών, της νομής του, από την ίδια, ως κυρίας, την εκ μέρους της φροντίδα των γονέων τους, επί δώδεκα έτη και τις συνεχείς διαβεβαιώσεις του, ότι θα τηρήσει την υπόσχεσή του, περί μεταβίβασης της κυριότητας του εν λόγω διαμερίσματος σ' αυτήν, του δήλωσε την "κατάπληξη, βαθύτατη θλίψη και αγανάκτησή της", για το περιεχόμενο της εξωδίκου του. Στο τέλος δε της επιστολής της, του δήλωσε, κατά λέξη: "Επειδή πιστεύω ή τουλάχιστον ως αδελφή, θέλω να πιστεύω, ότι η εν λόγω ενέργειά σας δεν είναι προϊόν αληθούς βουλήσεώς σας, αλλά οφείλεται σε προτροπή τρίτου, σας δηλώνω εν τέλει, ότι αναμένω τις οφειλόμενες εξηγήσεις και συνάμα σας διαβεβαιώνω, ότι η συγνώμη μου θα είναι η αρμόζουσα σε αδελφική σχέση, που εγώ πάντοτε τιμούσα και τιμώ". Μετά την κατηγορηματική αυτή απόκρουση, της παραπάνω εξώδικης επιστολής του και του προβληθέντος μ' αυτήν, ισχυρισμού του, περί υπάρξεως σύμβασης χρησιδανείου μεταξύ τους, ο ενάγων, άσκησε κατά της εναγόμενης, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής, σχετικά με το επίδικο διαμέρισμα, η οποία συζητήθηκε την 1-10-2008 και όπως επικαλούνται και οι δύο διάδικοι, απορρίφθηκε με την, μη προσκομιζόμενη απ' αυτούς, υπ' αριθμ. 6245/2008 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, "δι' έλειψιν δήθεν κατεπείγοντος και ως αόριστος", όπως αναφέρεται στην ένδικη αγωγή. Ακολούθως, ο ενάγων, στις 16-12-2008, άσκησε την ένδικη αγωγή του, επικαλούμενος, όπως προαναφέρεται, ότι η εναγόμενη, μετά το θάνατο της μητέρας τους, "και περίπου το έτος 1997, μετακόμισε με την οικογένειά της στο επίδικο διαμέρισμα, όπου κατοικούσε ο πατέρας μας, χρησιμοποιώντας παράλληλα, ως κατοικία της και το όμορο διαμέρισμά της, προκειμένου να τον φροντίζει" και ότι, ύστερα από παράκλησή της, μετά το θάνατο του πατέρα τους, μετά δηλαδή, την 26-6-1999, καταρτίσθηκε μεταξύ τους, σύμβαση χρησιδανείου, την οποία κατήγγειλε με την προαναφερόμενη εξώδικη επιστολή του, που της επέδωσε την 1-8-2008, ενώ αντίθετα, με την επιστολή του αυτή, όπως προεκτίθεται, επικαλείται, ότι η εναγόμενη χρησιμοποίησε το επίδικο διαμέρισμα, ως κατοικία της, μετά το θάνατο του πατέρα τους, με βάση την, κατά τους ισχυρισμούς του, σύμβαση χρησιδανείου μεταξύ τους και όχι το έτος 1997 "προκειμένου να φροντίζει" τον πατέρα τους, όπως αναφέρει στην αγωγή του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι η εναγομένη, βάσει της προεκτιθέμενης συμφωνίας της με τον ενάγοντα, εγκαταστάθηκε το Νοέμβριο του 1987, στο επίδικο διαμέρισμα, το οποίο είχε ήδη αποπερατωθεί, ενώ, το διαμέρισμα ιδιοκτησίας της, αποπερατώθηκε το έτος 1997, όπως κατέθεσε η μάρτυράς της Μ. Μ., στις παραπάνω καταθέσεις της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, οι οποίες ενισχύονται και από την προσκομιζόμενη, από την εναγόμενη, φωτογραφία της πρόσοψης της οικοδομής, όπου βρίσκονται τα διαμερίσματα αυτά, η γνησιότητα της οποίας δεν αμφισβητήθηκε και λήφθηκε το έτος 1995 και στην οποία, το διαμέρισμα της εναγόμενης απεικονίζεται στο στάδιο κατασκευής της τοιχοποιίας, ενώ το επίδικο διαμέρισμα απεικονίζεται πλήρως αποπερατωμένο και είναι εμφανές, ότι κατοικείτο. Ο ενάγων, με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προς απόκρουση του ισχυρισμού της εναγόμενης, περί συμφωνίας τους, για μεταβίβαση του επιδίκου διαμερίσματος, σ' αυτήν, τον οποίο, όπως αναφέρει με τις εν λόγω προτάσεις του, προέβαλε αυτή και στην προαναφερόμενη μεταξύ τους, δίκη ασφαλιστικών μέτρων νομής, ισχυρίσθηκε, ότι, προκείμενου να αναλάβει την φροντίδα των γονέων τους, η εναγόμενη αξίωσε από τον πατέρα τους Β. Γ., να της μεταβιβάσει το παραπάνω, όμορο προς το επίδικο, διαμέρισμα, την ψιλή κυριότητα του οποίου, είχε προσυμφωνήσει αυτός, με το υπ' αριθμ. .../17-2-1986 προσύμφωνο, του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ιωάννη Νάσλα, να μεταβιβάσει, λόγω γονικής παροχής, στον αδερφό τους Η. Γ. και έτσι, ο πατέρας τους της μεταβίβασε, το εν λόγω διαμέρισμα, όπως αυτή απαίτησε, με το προαναφερόμενο, υπ' αριθμ. .../20-2-1990 πωλητήριο συμβόλαιο, το οποίο "είναι εικονικό, διότι η αντίδικος ασφαλώς δεν κατέβαλε χρήματα στον πατέρα μας", όπως, κατά λέξη, αναφέρει. Με τον ισχυρισμό του αυτό, συμπορεύονται, χωρίς όμως πειστικότητα, η κατάθεση του μαρτυρά του, κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς και οι προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις των Α. Γ. και Β. Γ., ενώ, ο παραπάνω μάρτυράς του, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, Ι. Κ., αρχικά κατέθεσε ότι η εναγόμενη, προ είκοσι περίπου ετών, "πήγε στην Κ. να φροντίσει τους γονείς ... ίσως της τάξανε κάτι και πήγε, δεν ξέρω. Το δίπλα διαμέρισμα ξέρω της το πούλησε η μητέρα της", στη συνέχεια όμως, της κατάθεσής του, όλως αντιφατικά, κατέθεσε, ότι αυτή, "Σαν αντάλλαγμα πήρε το δίπλα διαμέρισμα ...". Οι καταθέσεις αυτές, αντικρούονται από τις λοιπές αποδείξεις, από τις οποίες αποδεικνύεται, ότι, ο Β. Γ. δεν μεταβίβασε τελικώς, την ψιλή κυριότητα του παραπάνω διαμερίσματος, στον γιο του Η. Γ., όπως είχε προσυμφωνήσει, να του μεταβιβάσει, ως γονική παροχή, με το προαναφερόμενο, υπ' αριθμ. .../17-2-1986 προσύμφωνο, όχι διότι η εναγόμενη προέβαλε απαίτηση μεταβίβασής του, στην ίδια, προκειμένου να αναλάβει τη φροντίδα αυτού και της συζύγου του, αλλά διότι, διαταράχθηκαν οι σχέσεις του, με τον εν λόγω γιο του (Η. Γ.), ο οποίος εξέφρασε έναντι αυτού και της συζύγου του, με ανάρμοστο τρόπο, τη δυσαρέσκειά του για την κατάρτιση προσυμφώνου, αντί οριστικού συμβολαίου μεταβίβασης του εν λόγω διαμερίσματος προς αυτόν, ενάγων. Τέλος, από κανένα πειστικό αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε βάσιμος, ο αγωγικός ισχυρισμός του ενάγοντος, ότι η εναγόμενη, τον Ιούνιο του έτους 2008, όταν αυτός απαίτησε την απόδοση του διαμερίσματός του, του πρότεινε να του καταβάλλει μίσθωμα, ποσού 300,00 ευρώ, για την εκ μέρους της χρήση του διαμερίσματός του και ότι, την πρόταση αυτή δεν την αποδέχθηκε, διότι, όπως, κατά λέξη, αναφέρει στην αγωγή του, "το διαμέρισμα αυτό είχα σκοπό να το ιδιοχρησιμοποιήσω, ως κατοικία μου και επιπρόσθετα αντιλήφθηκα ότι η πρότασή της ήταν προσχηματική και παρελκυστική", ενώ, αντίθετα, με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ισχυρίζεται, ότι δεν αποδέχθηκε την πρότασή της διότι, θεώρησε το ύψος του προτεινόμενου μισθώματος μικρό, όπως κατέθεσε και ο μάρτυράς του, κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συμπορευόμενος με τον τελευταίο αυτό ισχυρισμό του, με τον οποίο συμπορεύονται και οι προαναφερόμενες ένορκες βεβαιώσεις των Α. Γ. και Β. Γ., ενώ, αντίθετα, ο εξετασθείς ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, παραπάνω μάρτυράς του Ι. Κ., κατέθεσε ότι, όπως ο ίδιος ο ενάγων του ανάφερε, η εναγόμενη, όταν αυτός απαίτησε την απόδοση του διαμερίσματός του "...τον έβρισε", χωρίς να κάνει λόγο για πρότασή της προς καταβολή μισθώματος, πρόταση η οποία, ουδέποτε έγινε, όπως κατηγορηματικά κατέθεσε η μάρτυρας της εναγόμενης, εξεταζόμενη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, όπου κατέθεσε και ότι, αντίθετα, ο ενάγων απαίτησε την καταβολή μισθώματος, τον Μάϊο του έτους 2008 και συγκεκριμένα, κατέθεσε, "πρώτη φορά τον Μάϊο του έτους 2008, μας ζήτησε ενοίκιο ή να φύγουμε". Σύμφωνα με όλα όσα προαναφέρονται, δεν αποδείχθηκε η κατάρτιση, το έτος 1999, της επικαλούμενης από τον ενάγοντα και αμφισβητούμενης από την εναγόμενη, σύμβασης χρησιδανείου, μεταξύ τους, στη λήξη της οποίας, με την εκ μέρους του καταγγελία της, την 1-8-2008, στηρίζει ο ενάγων το αγωγικό αίτημά του, για απόδοση του επιδίκου διαμερίσματος και πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί η ένδικη αγωγή του, κατά το αντίστοιχο μέρος της, ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Περαιτέρω, κατά τα προεκτιθέμενα, ο ενάγων, δυνάμει του προαναφερόμενου, υπ' αριθμ. .../26-7-1990, οριστικού συμβολαίου γονικής παροχής, που μεταγράφηκε νόμιμα, απέκτησε μετά το θάνατο των γονέων του και τη συνένωση της επικαρπίας του επιδίκου διαμερίσματος, με την ψιλή κυριότητά του, που μεταβιβάσθηκε σ' αυτόν με το εν λόγω συμβόλαιο, την πλήρη κυριότητά του, τα περιστατικά όμως αυτά, δεν αποδείχθηκε ότι αμφισβητήθηκαν ποτέ από την εναγόμενη, η οποία μάλιστα, όπως ήδη έχει λεχθεί, ρητά δηλώνει, ότι δεν ισχυρίζεται, ότι κατέστη η ίδια κυρία του διαμερίσματος αυτού, αλλά, όπως επίσης προαναφέρεται, αυτή αρνήθηκε την απόδοση του επιδίκου διαμερίσματος, στον ενάγοντα, αμφισβητώντας την κατάρτιση της επικαλούμενης απ' αυτόν σύμβασης χρησιδανείου και ισχυριζόμενη, βάσιμα, κατά τα παραπάνω, ότι κατέχει και νέμεται το επίδικο διαμέρισμα, δυνάμει της άτυπης μεταβίβασής του, προς αυτήν, το έτος 1987, με βάση την προεκτιθέμενη, μεταξύ τους, συμφωνία. Άλλωστε και ο ίδιος ο ενάγων, με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ρητά επικαλείται, ότι η εναγόμενη "αναγνωρίζει την κυριότητά μου, επί του διαμερίσματος και ουδέποτε την αμφισβήτησε". Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αγωγή και ως προς το σωρευμένο αίτημα αναγνώρισης της κυριότητας του ενάγοντος, λόγω ελλείψεως, του απαιτούμενου, κατά τα άρθρα 70 ΚΠολΔ και 1094ΑΚ, σχετικού εννόμου συμφέροντός του, ενόψει της μη αμφισβήτησης εκ μέρους της εναγόμενης του δικαιώματός του αυτού. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, απορρίπτοντας την ένδικη διεκδικητική αγωγή, παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1094 ΑΚ, την οποία εσφαλμένα εφάρμοσε, αφού με τις παραδοχές του ότι ο ενάγων είναι κύριος του επιδίκου ακινήτου και η εναγομένη νέμεται και κατέχει αυτό, όχι δυνάμει κάποιας έννομης σχέσης, θα έπρεπε να κάνει δεκτή την ένδικη αγωγή, αναγνωρίζοντας τον ενάγοντα κύριο του επιδίκου ακινήτου και διατάσσοντας την προς αυτού απόδοση παρά της εναγομένης προδήλου όντας του εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος προς αναγνώριση της κυριότητας ως εκ της καθολικής προσβολής του δικαιώματος της κυριότητας του παρά της εναγόμενης, που νέμεται και κατέχει παρανόμως το επίδικο ακίνητο και όντας αδιαφόρου του γεγονότος αν δεν αποδείχθηκε η επικαλουμένη από τον ενάγοντα σύμβαση χρησιδανείου, αφού η ένδικη αγωγή έφερε τον χαρακτήρα της διεκδικητικής αγωγής και δεν στηριζόταν αποκλειστικά στη σύμβαση χρησιδανείου. Επομένως ο σχετικός τρίτος λόγος αναίρεσης κατά το μέρος που περιέχει την αιτίαση από τον αριθ 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για παραβίαση του άρθρου 1094ΑΚ είναι βάσιμος, ενώ οι αιτιάσεις που περιέχονται στον ίδιο λόγο και στο δεύτερο λόγο αναίρεσης για παραβίαση του άρθρου 1095ΑΚ είναι απορριπτέες ως από εσφαλμένης προϋποθέσεως ερειδόμενες, αφού το Εφετείο δεν ασχολήθηκε με ζητήματα της το άρθρο αυτό και δεν απέρριψε την ένδικη διεκδικητική αγωγή με βάση το άρθρο αυτό. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ 3 ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο 65 παρ 10 του ν 4139/2013). Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττωμένης αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 1747/2011 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000)ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουνίου 2013 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 3 Σεπτεμβρίου 2013 Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναίρεσης από 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.. Αναιρεί
Αγωγή διεκδικητική
Αγωγή διεκδικητική.
1
Αριθμός 1725/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Α. Α.Ε." και έδρα την ..., νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Κούτη. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Λευκοσιδηρουργία Μυτιλήνης Ανώνυμη Βιοτεχνική και Εμπορική Εταιρεία" και έδρα τη ..., που βρίσκεται υπό εκκαθάριση και εκπροσωπείται από τους εκκαθαριστές της, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Καραμπογιά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/6/2002 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 37/2004 του ιδίου Δικαστηρίου και 96/2011 του Εφετείου Αιγαίου (Μεταβατική έδρα Μυτιλήνης). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 21/10/2011 αίτηση και τους από 8/4/2013 προσθέτους λόγους της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 2/5/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη της αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1002 παρ. 1α, 1003 παρ. 1, 1004 παρ.1 και 1005 παρ.1 ΚΠολΔικ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 1003, 1192 αρ.2 και 1198 ΑΚ συνάγεται ότι, επί αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου ανήκοντος κατά κυριότητα στον καθού η εκτέλεση η εκ μέρους του υπερθεματιστή καταβολή του πλειστηριάσματος στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, παρέχει σ' αυτόν (υπερθεματιστή) το δικαίωμα να αξιώσει από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού τη χορήγηση της περιλήψεως της σχετικής κατακυρωτικής εκθέσεως, η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο δυνάμει του οποίου, από της μεταγραφής, μετατίθεται παραγώγως η κυριότητα του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου στον υπερθεματιστή. Επέχει δηλαδή θέση συμβολαιογραφικού εγγράφου, δεδομένου ότι αφορά ιδιόρρυθμη σύμβαση πώλησης, η οποία ενεργείται υπό το κύρος και τη συμμετοχή της αρχής και επιφέρει μετάθεση της κυριότητας (ΑΠ 657/2012, ΑΠ 1788/2012). Περαιτέρω αν ο πλειστηριασμός ακινήτου ακυρωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, τότε καθίσταται νομικά ελαττωματική η μεταβίβαση του πλειστηριασθέντος προς τον υπερθεματιστή και συνακόλουθα ο καθού κύριος τούτου θεωρείται ότι ουδέποτε απώλεσε αυτό κατά κυριότητα. Δηλαδή είναι άκυρη η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου στον υπερθεματιστή και η περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως ως τίτλος μετάθεσης, δια μεταγραφής, κυριότητας ουδέν αποτέλεσμα επάγεται, χωρίς να απαιτείται συμπροσβολή και συνακύρωσή της με την ακύρωση της διαδικασίας του πλειστηριασμού. Τούτο γιατί η περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης στην εν λόγω περίπτωση δεν αποτελεί διαδικαστική εκτελεστή πράξη, στα πλαίσια του διενεργουμένου πλειστηριασμού, αλλά ενεργεί στο πλαίσιο του ουσιαστικού δικαίου, σύμφωνα με τους κανόνες του οποίου, όταν η αιτία στην οποία στηρίζεται η μεταβίβαση πράγματος είναι άκυρη ή ακυρωθεί μεταγενεστέρως, επηρεάζεται αντιστοίχως και η μεταβίβαση (ΑΠ 2233/2009). Έτσι το πράγμα που πλειστηριάστηκε ανήκει πλέον στον καθού η εκτέλεση, πλην όμως η ακύρωση αυτή δεν συνεπάγεται την αυτοδίκαιη περιέλευση του πλειστηριασθέντος πράγματος στον καθού η εκτέλεση, αλλά δημιουργεί ενοχική υποχρέωση του υπερθεματιστή για απόδοση του πράγματος, είτε στον καθού η εκτέλεση, εφόσον όμως ακυρωθεί και η κατάσχεση, είτε στον μεσεγγυούχο (ΑΠ 1119/2011). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3ΚΠολΔικ, αν ακυρωθεί αμετάκλητα η αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τη ζημία του, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 του αστικού κώδικα. Παρέχεται δηλαδή στην περίπτωση αυτή γνήσια ουσιαστικού δικαίου αξίωση αποζημιώσεως στον θιγέντα, στηριζόμενη σε ειδική αδικοπραξία, τα στοιχεία της οποίας ορίζονται στην προαναφερθείσα διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 914 ή 919 ΑΚ. Όμως κατά την αληθή έννοια της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 940 παρ 3 ΚΠολΔικ, ερμηνευομένης υπό το πρίσμα του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης και παροχής ουσιαστικής έννομης προστασίας, αλλά και του άρθρου 20 παρ 1 του Συντάγματος δεν αποκλείεται η έγερση, εκτός από την παρεχόμενη από τη διάταξη αυτή αξίωση αποζημιώσεως, αυτοτελούς αγωγής για αποζημίωση εξαιτίας άδικης εκτελέσεως (Ολ.ΑΠ 9/2010, ΑΠ 1338/2012). Εξάλλου η διαπλαστική ενέργεια της απόφασης, δηλαδή η αλλοίωση της έννομης σχέσης, η οποία ως δικαιογόνο αιτία έχει την απόφαση και αποτελεί την ηθελημένη συνέπειά της επέρχεται ανάλογα με τη ρύθμιση του ουσιαστικού δικαίου, μετά την έκδοσή της ή την τελεσιδικία της ή το αμετάκλητό της και ισχύει, αν δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση στο ουσιαστικό δίκαιο έναντι όλων (ERGA OMNES)και αν ακόμη δεν είναι ορθή η απόφαση, αφού από καμμιά διάταξη η νομική μεταβολή ή γενικώς οι συνέπειες της απόφασης δεν συνδέονται με την ορθότητά της. Η διαπλαστική απόφαση παράγει και δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη του δικαιώματος της δικαστικής διάπλασης, που ήταν αντικείμενο της δίκης, το οποίο κατ' αντίθεση προς τη διαπλαστική ενέργεια της απόφασης, οριοθετείται στο συγκεκριμένο λόγο και τους συγκεκριμένους διαδίκους ή τους διαδόχους τους. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΑΠ 191/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 486/2013), κατά δε τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού της συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για τν επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (ΑΠ 481/2013, ΑΠ 486/2913). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης (άρθρο 561 παρ 2 ΚΠολΔικ), προκύπτει ότι με αυτήν το Εφετείο, μετά από εκτίμηση του συνόλου των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανέλεγκτα, ως προς την ουσία της υπόθεσης τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η ενάγουσα δυνάμει των υπ' αριθμ. .../27.7.1983 και .../18.8.1989 αγοραπωλητηρίων συμβολαίων της συμβολαιογράφου Μυτιλήνης Ελένης Ελευθερίου, που μεταγράφηκαν νόμιμα στα οικεία βιβλία, μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μυτιλήνης στους τόμους 85 και 96, με α.α. ... και ..., αντίστοιχα, σε συνδυασμό με το υπ' αριθμ. .../30-12-1992 συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου περί μετατροπής της ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "ΛΕΣΒΙΑΚΗ ΛΕΥΚΟΣΙΔΗΡΟΥΡΠΑ Ι. Λ. ΚΑΙ ΣΙΑ ΕΒΕΕ" σε ανώνυμη, απέκτησε κατά κυριότητα ένα ακίνητο, εμβαδού του μεν οικοπέδου 11.465,23 τ.μ, των δε κτιριακών εγκαταστάσεων 2.181,42 τ.μ, που βρίσκεται στη θέση "Πρινερί" ή "Πρινέρι" ή "Λάρσος Γιαλιατσένα", στο ... χλμ. της ΕΟ Μυτιλήνης - Καλλονής, και συνορεύει γύρωθεν με την ΕΟ Μυτιλήνης-Καλλονής και ιδιοκτησίες αδελφών Γ., Τ. Τ. και αδελφών Κ.. Με την υπ' αριθμ. .../31-12-1996 έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης ... κατασχέθηκε, ως ανήκον στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, το ως άνω οικόπεδο με τις επ' αυτού κτιριακές εγκαταστάσεις. Στη συνέχεια, με βάση την υπ' αριθμ. .../14-2-1997 Α' επαναληπτική περίληψη της ανωτέρω κατασχετήριας εκθέσεως, το προαναφερόμενο ακίνητο εκτέθηκε σε δημόσιο αναγκαστικό πλειστηριασμό, που διενεργήθηκε στις 26-3-1997 ενώπιον της Συμβολαιογράφου Μυτιλήνης Εριφύλης Τατά-Βασιλικάκη, υπό την ιδιότητα της ως επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από την συνταγείσα για τον εν λόγω πλειστηριασμό υπ' αριθμ. .../1997 έκθεση Α' επαναληπτικού πλειστηριασμού ακινήτου της ανωτέρω συμβολαιογράφου, υπερθεματίστρια κατ' αυτόν αναδείχθηκε η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Α. Α.Ε.", στην οποία κατακυρώθηκε η ως άνω επίδικη ιδιοκτησία αντί πλειστηριάσματος 110.100.000 δραχμών. Στην υπερθεματίστρια αυτήν, η οποία κατέβαλε ολόκληρο το ποσό του πλειστηριάσματος, χορηγήθηκε μετά από αίτηση της η υπ' αριθμ. .../11-4-1997 περίληψη κατακυρωτικής εκθέσεως της ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, σε εκτέλεση της οποίας η εναγομένη εγκαταστάθηκε στο πλειστηριασθέν ακίνητο, αποβάλλοντας την ενάγουσα, καθ' ομολογία της τελευταίας περί αυτού. Εξάλλου, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης την από 11-7-1997 και με αριθμό καταθέσεως 1.396/ΤΜ/143/1997 ανακοπή, με την οποία ζήτησε την ακύρωση, α) της υπ' αριθμ. .../14-2-1997 Α' επαναληπτικής περιλήψεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης ..., β) της υπ' αριθμ. .../26-3-1997 εκθέσεως Α' επαναληπτικού πλειστηριασμού της συμβολαιογράφου Μυτιλήνης Εριφύλης Τατά- Βασιλικάκη και γ) της υπ' αριθμ. .../11-4-1997 περιλήψεως κατακυρωτικής εκθέσεως της ίδιας συμβολαιογράφου. Επί της εν λόγω ανακοπής εκδόθηκε αρχικά η υπ' αριθμ. 149/1998 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία και απορρίφθηκε αυτή, και μετά από έφεση κατ' αυτής του ανακόπτοντος εκδόθηκε, η υπ' αριθμ. 251/2000 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, κατ' αποδοχή της εφέσεως, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη, έγινε δεκτή κατά ένα μέρος η ανακοπή και ακυρώθηκαν ο πλειστηριασμός και η περίληψη της κατακυρωτικής εκθέσεως. Η ασκηθείσα δε κατ' αυτής της αποφάσεως του παρόντος Δικαστηρίου από την καθ' ης η ανακοπή και ήδη εναγομένη -εκκαλούσα από 10-3-2001 αίτηση αναιρέσεως απορρίφθηκε με την υπ' αριθμό 747/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου και έτσι η εν λόγω απόφαση του Εφετείου έγινε αμετάκλητη. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα και λαμβανομένου υπόψη ότι η αμετάκλητη ακύρωση του πλειστηριασμού ισχύει έναντι όλων (erga omnes), η κυριότητα του ως άνω επίδικου ακινήτου επανήλθε αυτοδικαίως στην ενάγουσα". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο αναγνώρισε την αναιρεσίβλητη κυρία του επιδίκου ακινήτου, μετά από απόρριψη της εφέσεως κατά της ομοίως κρίνασας πρωτόδικης αποφάσεως. Ειδικότερα με την απόφαση αυτή κρίθηκε ότι μετά την αμετάκλητη ακύρωση του πλειστηριασμού και της κατακυρωτικής εκθέσεως, με την υπ' αριθμ. 251/2000 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου της οποίας η διαπλαστική ενέργεια ισχύει έναντι πάντων, η κυριότητα του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου επανήλθε στην ενάγουσα-αναιρεσίβλητη. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιακηφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1033, 1192 παρ. 2 και 1005 ΚΠολΔικ, ενόψει του ότι στην απόφασή του υπάρχει νομική ακολουθία, μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτή και υπήχθηκαν στη εν λόγω διατάξεις, όπως η έννοια αυτών αναλύθηκε στις προαναφερθείσες νομικές σκέψεις και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού. Επομένως οι περί του αντιθέτου και εκ της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 59 ΚΠολΔικ δύο λόγοι του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, ενώ οι ίδιοι λόγοι κατά τις αιτιάσεις τους περί εσφαλμένης εφαρμογής ή μη εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 940 παρ 3 ΚΠολΔικ 914 και 904 ΑΚ είναι απαράδεκτοι, ως στηριζόμενοι επί εσφαλμένης προϋποθέσεως αφού αντικείμενο της ένδικης διαφοράς δεν αποτέλεσαν οι τυχόν, κατά τις εν λόγω διατάξεις και όπως η έννοια αυτών αναλύθηκε στη νομική σκέψη, αξιώσεις αποζημιώσεως της αναιρεσίβλητης -ενάγουσας κατά της επισπεύσασας την εκτέλεση και μη ούσας διαδίκου στην προκειμένη δίκη "ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΑΕ". Περαιτέρω ενόψει των προεκτεθέντων οι δύο πρώτοι λόγοι του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, με τους οποίους και υπό την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προβαλλόμενη απόφαση ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 16 εδ α του Ν. 2334/1994 και 18 παρ 1 του ΠΔ 456/1984, καθώς και του άρθρου 175 παρ 2 ΑΚ είναι απαράδεκτοι, καθόσον στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εφάρμοσε τις διατάξεις αυτές, πράγμα που όμως δεν συμβαίνει, αφού η μη τήρηση των προϋποθέσεων των διατάξεων αυτών ήταν αντικείμενο της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η ακυρώσασα της πράξεις του πλειστηριασμού (πλειστηριασμό και περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης) προαναφερθείσα, υπ' αριθμ. 251/2000 αμετάκλητη απόφαση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή της, της οποίας η διαπλαστική ενέργεια ισχύει έναντι όλων, στην δε δεσμευτικότητα αυτής στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ενόψει τούτων οι δύο αυτοί πρώτοι λόγοι της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, ενώ ο τρίτος λόγος, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβιάσεως του άρθρου 71 ΚΠολΔικ είναι αβάσιμος, καθόσον η διαπλαστική ενέργεια της προαναφερθείσας και ακυρώσασας τον πλειστηριασμό αποφάσεως, ισχύει, όπως προαναφέρθηκε, έναντι όλων και ορθά η ένδικη διαφορά στηρίχθηκε στην από αυτήν δεσμευτικότητα . Περαιτέρω το, από την εν λόγω υπ' αριθμ. 251/2000 αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Αιγαίου, δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη του δικαιώματος της δικαστικής διάπλασης που ήταν αντικείμενο της δίκης εκείνης οριοθετείται στους μετάσχοντες σ' αυτήν διαδίκους, που ήταν το Ελληνικό Δημόσιο ως εκκαλούν -ανακόπτον και οι εφεσίβλητοι - καθών η ανακοπή αυτή, ήτοι η "ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΑΕ" (επισπεύδουσα) και οι διάδικοι της παρούσας δίκης, ως καθής η εκτέλεση (αναιρεσίβλητη) και υπερθεματίστριας (αναιρεσείουσας). Η προκειμένη δίκη δεν στηρίχθηκε στην από τη δίκη εκείνη δεδικασμένο, τα υποκειμενικά όρια του οποίου δεν συνέτρεχαν ως προς τους διαδίκους της παρούσας δίκης, στην οποία αυτοί είναι αντίδικοι, ενώ στην προηγηθείσα ομόδικοι (άρθρ. 324 ΚΠολΔικ), αλλά στην έναντι όλων ισχύουσα διαπλαστική ενέργεια της παραπάνω αποφάσεως. Ενόψει τούτω ο τέταρτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ (από παραδρομή αναφέρεται ο αριθμός 15) αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι δέχθηκε ότι υπάρχει μεταξύ των διαδίκων δεδικασμένο είναι προέχοντως αόριστος, καθόσον δεν γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση ότι ο οικείος ισχυρισμός προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 968/2012, ΑΠ 1098/2011, ΑΠ 1229/2011, ΑΠ 1771/2011), προσέτι δε και αβάσιμος, καθόσον από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση ουδεμία ρητή μνεία περί υπάρξεως ή μη υπάρξεως δεδικασμένου γίνεται,οι δε οικείοι περί δεδικασμένου τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου της εφέσεως και πρώτος λόγος του προσθέτου δικογράφου αυτής (εφέσεως), απορρίφθηκαν σιωπηρά και συνακόλουθα ούτε ο επικαλούμενος λόγος στοιχειοθετείται (ΑΠ 1205/2012), αλλά ούτε και εκείνος του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου (559) καθόσον αφενός μεν οι οικείοι λόγοι εφέσεως απορρίφθηκαν (και συνακόλουθα λήφθηκαν υπόψη), αφετέρου δε οι στηρίζοντες το περιεχόμενό τους ισχυρισμοί ήταν αλυσιτελείς, αφού ενόψει των προεκτεθέντων δεν συνέτρεχαν μεταξύ των διαδίκων τα κατά το άρθρο 324 ΚΠολΔικ υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου και συνακόλουθα το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει σ' αυτούς (ΟλΑΠ 14/20004, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 173/2013, ΑΠ 835/2013). Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ8 περ β ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοούνται οι ασκούντες ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό, το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί, κατά νόμο, στην γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση ή την αντένσταση δικαιώματος, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία αποτελεί ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι αυτοτέλειας του ισχυρισμού (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 609/2013). Ως "πράγματα" νοούνται και οι λόγοι εφέσεως ή αντεφέσεως, με τους οποίους εκφέρεται παράπονο σχετικό, με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με ισχυρισμό αρνητικό της αγωγής (Ολ.ΑΠ 3/2008, ΑΠ 1126/2013, ΑΠ 1258/2013). Για μην ίδρυση δηλ. του λόγου πρέπει να αγνοήθηκαν λόγοι εφέσεως που αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς και όχι σε επιχειρήματα που στηρίζουν τον ίδιο ή άλλο λόγο εφέσεως, ενώ αντίστοιχα δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 179/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8εδβ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη τον δεύτερο λόγο της εφέσεως, κατά τον οποίο "η αναιρεσείουσα δικαιωματικά παραμένει στην κατοχή του ακινήτου, καθόσον η υπ' αριθμ. .../9-5-1997 έκθεση αναγκαστικής αποβολής και εγκαταστάσεως του δικαστικού επιμελητή ..., που εκδόθηκε σε εκτέλεση της υπ' αριθμ. .../11.4.1997 περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης της συμβ/φου Μυτιλήνης Εριφύλης Τατά - Βασιλικάκη δεν έχει προσβληθεί με ανακοπή του άρθρου 933. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος καθόσον από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι όλοι οι λόγοι της εφέσεως, κύριοι και πρόσθετοι εξετάσθηκαν και απορρίφθηκαν. Τούτο ανεξάρτητα από το ότι ο επικαλούμενος στην αιτίαση αυτή ισχυρισμός ήταν αλυσιτελής, αφού η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε επί αναγνωριστικής αγωγής που δεν περιελάμβανε αίτημα για απόδοση του πράγματος, ως προς την οποία απόδοση, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, η ακύρωση του πλειστηριασμού δημιουργεί ενοχική υποχρέωση, κατ' άρθρο 904 ΑΚ του υπερθεματιστή για απόδοση του πράγματος είτε στον καθού η εκτέλεση, εφόσον όμως ακυρωθεί και η κατάσχεση είτε στον μεσεγγιούχο, πρέπει λοιπόν ο λόγος αυτός να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ ο έκτος λόγος, κατά τον οποίο και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατά παραβίαση του άρθρου 904 ΑΚ δέχθηκε ότι μετά την ακύρωση του πλειστηριασμού αυτοδίκαια το εκπλειστηριασθέν ακίνητο επανήλθε στην αναιρεσίβλητη - ενάγουσα βασίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον η προσβαλλομένη απόφαση που ενσωμάτωσε την πρωτόδικη λόγω απορρίψεως της κατ' αυτής εφέσεως (ΑΠ 568/2013, ΑΠ 1259/2013), αφορά σε αναγνώριση κυριότητας και δεν έχει κρίνει επί του μη καταχεθέντος σε δίκη δικαιώματος κατοχής και εγκαταστάσεως στο επίδικο. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, εφόσον δε δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος αναιρέσεως. Πρέπει αυτή καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι, στο σύνολό τους, να απορριφθούν. Η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21-10-2011 αίτηση και τους από 8-4-2013 πρόσθετους λόγους της ΑΕ με την επωνυμία "Α. ΑΕ" κατά της ΑΕ με την επωνυμία "Λευκοσιδηρουργία Μυτιλήνης ΑΒΕΕ" για αναίρεση της υπ' αριθμ. 96/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιουνίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 26 Αυγούστου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου, που επανήλθε στον καθού η εκτέλεση λόγω ακυρώσεως του πλειστηριασμού. Προϋποθέσεις αποζημίωσης κατά 940 παρ.3 Κ.Πολ.Δ. Επί ακυρώσεως του πλειστηριασμού ο καθού η εκτέλεση θεωρείται ότι ουδέποτε απώλεσε την κυριότητα. Διαπλαστική απόφαση. Δεσμευτικότητα και εξ αυτής δεδικασμένο 559 αρ.1 και 19. Αιτιάσεις στηριζόμενες σε εσφαλμένη προϋπόθεση καθιστούν απαράδεκτο το λόγο αναίρεσης 559 αρ. 8 "Πράγματα" είναι και οι λόγοι εφέσεως. Δεν στοιχειοθετείται αν οι λόγοι εφέσεως εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν ρητά ή σιωπηρά.
Πλειστηριασμός
Πλειστηριασμός , Διαπλαστική απόφαση.
0
Αριθμός 1613 /2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών - καλουσών: 1) Π. συζ. Ε. Π., το γένος Σ. Π., κατοίκου ... και 2) Α. συζ. Ν. Κ., το γένος Σ. Π., κατοίκου ..., οι οποίες παραστάθηκαν με την πληρεξουσία δικηγόρο τους Αλεξάνδρα Σιούλη. Της αναιρεσίβλητης: Μ. χας Σ. Κ., το γένος Μ. Μ. ή Μ., η οποία απεβίωσε, όπως αναφέρετε στην από 8/12/2011 κλήση και κληρονομήθηκε από τους καθών η κλήση: 1) Ι. Μ. του Σ. και 2) Ε. Μ. του Σ., κατοίκων ..., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γρηγόριο Παπαδογιάννη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/7/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρεθύμνου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 22/1468/ΜΤ/88/2005 του ιδίου Δικαστηρίου και 407/2007 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 26/7/2010 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 22/11/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η από 26/7/2010 αίτηση για αναίρεση της 407/2007 απόφασης του Εφετείου Κρήτης μόνο ως προς τον πρώτο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο αναίρεσης και να απορριφθεί ως προς τους υπόλοιπους λόγους αυτής. Η πληρεξουσία των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1193, 1195, 1198 και 1195 ΑΚ προκύπτει ότι παράγωγο τρόπο μεταβιβάσεως επί ακινήτου αποτελεί και η καθολική διαδοχή, από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, εφόσον ο κληρονομούμενος ήταν κύριος του ακινήτου κατά τον χρόνο του θανάτου του και ο κληρονόμος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ' αυτόν κληρονομιά, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών (ΑΠ 1258/2013). Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1051 ΑΚ, για την κτήση κυριότητας του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή, με καθολική ή με ειδική διαδοχή, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής (η οποία χρειάζεται για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία) αποτελούν όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς πάνω σ' αυτά πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό τους, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του. Ως πράξεις νομής θεωρούνται, μεταξύ άλλων και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η δενδροφύτευση, η φύλαξη, η οριοθέτηση και εφόσον πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο, η αποδοχή της κληρονομιάς και η μεταγραφή της, καθώς και η καταβολή του οικείου φόρου (ΑΠ 1258/2013, ΑΠ 847/2013, ΑΠ 92/2013). Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεων που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά (ΑΠ 1022/2013, ΑΠ 834/2013). Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται (διατυπώνεται) με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας του (ΑΠ 1126/2013, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 481/2013) Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 846/2013, ΑΠ 568/2013, ΑΠ 567/2013, ΑΠ 496/2013). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιον του, με επίκληση, νομίμως προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ως προς την ασκηθείσα από τις αναιρεσείουσες αναγνωριστική, κυριότητας ακινήτου, αγωγή τους, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με το .../23-7-1963 "προικοσύμφωνο" συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Σπύρου Ανδρουλιδάκη, που μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Ρεθύμνου, με αύξοντα αριθμό .../18-3-1965, η Α. χήρα Μ. Μ., το γένος Γ. Σ. (γιαγιά των εναγουσών και μητέρα της εναγόμενης) συμφώνησε με τον αντισυμβαλλόμενο Σ. Π. λόγω του επικείμενου γάμου του με την κόρη της Δ. (μητέρα των εναγουσών) ότι συνιστά υπέρ αυτής αδιατίμητη προίκα και ότι μεταβιβάζει σ' αυτόν για τον λόγο αυτό: 1) ...... 2) στη θέση "..." του χωριού Πρίνε Ρεθύμνου αγρό έκτασης ενός στρέμματος με δέκα ελαιόδενδρα, πέντε χαρουπιές και πέντε βελανιδιές, ο οποίος συνορεύει με δρόμο και ιδιοκτησίας κληρονόμων Α. Κ. και Ε. Π., τούτο αποκαλείται και "έξω σώχωρο" και 3) στη θέση "Μέσα σώχωρο-..." αγρό μισού στρέμματος με τρία ελαιόδεντρα, δύο χαρουπιές και τρεις βαλανιδιές, ο οποίος συνορεύει με τους ίδιους πλησιαστές και με ιδιοκτησία κληρονόμων Χ. Σ.. Όμως τα πιο πάνω προικώα ακίνητα ουδέποτε παραδόθηκαν στον προικολήπτη και στην κόρη της προικοδότριας Δ. Π.-Μ. υπέρ της οποίας συστήθηκε η προίκα. Τούτο διότι τα ακίνητα αυτά ήδη από το έτος 1954 είχαν παραχωρηθεί με άτυπη δωρεά από την προικοδότρια στην κόρη της Μ. Κ. (εναγόμενη). Η κατοχή των ακινήτων αυτών από την εναγόμενη προκύπτει και από το με αριθμό .../1965 συμβόλαιο δωρεάς του τότε συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Σπύρου Ανδρουλιδάκη, το οποίο μεταγράφηκε στα βιβλία του προαναφερόμενου υποθηκοφυλακείου με αύξοντα αριθμό .../10-3-1965. Με το συμβόλαιο αυτό η μητέρα της εναγόμενης παραχώρησε σ' αυτήν την ψιλή κυριότητα του στη θέση "...", του χωριού Πρίνε Ρεθύμνου ακινήτου της, έκαστης δύο στρεμμάτων με δέκα μικρομέγαλα ελαιόδενδρα, δέκα μικρές χαρουπιές και δεκαπέντε μικρομέγαλα βελανίδια. Κατά την περιγραφή του ακινήτου αυτού (έξω σώχωρο), στο ως άνω συμβόλαιο γινόταν μνεία ότι αυτό συνόρευε μεταξύ των άλλων, και με ακίνητο ιδιοκτησίας της ως άνω δωρήτριας, το οποίο κατείχε η εναγόμενη ("όπερ και κατέχει η θυγάτηρ της Μ."), το οποίο όμορο ακίνητο όπως συνάγεται και δεν αμφισβητείται ήταν το επίδικο ("μέσα σώχωρο"). Η αναφορά αυτή ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, γιατί κατά τον χρόνο σύνταξης του πιο πάνω δωρητηρίου συμβολαίου (1961), δεν είχαν δημιουργηθεί έριδες μεταξύ της εναγόμενης και της αδελφής της (μητέρα των εναγουσών) για τα πιο πάνω ακίνητα, ώστε να θεωρηθεί ότι σκόπιμα έγινε η παραπάνω αναφορά, δηλαδή περί κατοχής από την εναγόμενη του σήμερα επιδίκου ακινήτου. Μετά την σύνταξη του προαναφερόμενου .../23-7-1963 προικοσύμφωνου συμβολαίου δημιουργήθηκαν έριδες μεταξύ των οικογενειών της εναγόμενης και της αδελφής της, δικαιοπαρόχου των εναγουσών, ως προς την κυριότητα των ακινήτων στην θέση "...". Ειδικότερα μετά από την από 12-12-1969 μήνυση του αγροφύλακα Α' Αγρονομείου Ρεθύμνης, Σ. Χ. κατά του Β. Π. (αδελφός του πατέρα των εναγουσών), αυτός κηρύχθηκε ένοχος για αγροζημία σε ιδιοκτησία της εναγόμενης στη θέση "...". Ειδικότερα όπως έγινε δεκτό με την απόφαση αυτή ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος του ότι την 8-9 Δεκεμβρίου του έτους 1969 για πρώτη φορά έδεσε τα πρόβατα του στο κτήμα της παθούσας, το οποίο νέμεται και εξουσιάζει συνεχώς για 16 χρόνια και προξένησε ζημία στον ελαιόκαρπο και χόρτο της παθούσας. Εξάλλου τα αυτά δέχθηκε και το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνου, με την 302/1970 απόφαση του, που δίκασε, και απέρριψε την έφεση του πιο πάνω καταδικασθέντος κατά της απόφασης του ως άνω Αγρονόμου. Στη συνέχεια ο πιο πάνω καταδικασθείς υπέβαλε μήνυση για ψευδή καταμήνυση κατά του μηνυτή αγροφύλακα και ψευδορκία κατά της εναγόμενης και του μάρτυρα της στην πιο πάνω ποινική δίκη Ε. Κ.. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρεθύμνου με το υπ' αριθμ. 1970 βούλευμα του αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία κατά των πιο πάνω, υιοθετώντας την ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση, στην οποία αναφέρονταν μεταξύ των άλλων ότι το κτήμα που έγινε η αγροζημία ήτοι το στη θέση "..." του Πρίνε Ρεθύμνης ανήκε στην εναγόμενη, η οποία "... ενέμετο αυτό από πολλά έτη αποκτήσασα την κυριότητα τούτου παρά της μητρός της, δυνάμει του υπ' αριθμ. .../16-6-1961 δωρητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Ρεθύμνης Σπυρίδωνος Ανδρουλιδάκη, νομίμως μεταγεγραμμένου". Όμως η μητέρα των εναγουσών στην από 18-3-1970 προανακριτική της κατάθεση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ρεθύμνης, ισχυρίζεται ότι το κτήμα στη θέση "..." είναι δύο τεμάχια εκ των οποίων το δικό της είναι το μικρό (τμήμα), το οποίο περιήλθε σ' αυτή με προικοσύμφωνο και ότι έκτοτε το νέμεται και το κατέχει και ότι στο τεμάχιο αυτό ο αδελφός του συζύγου της (Β. Π.) είχε βάλει τα ζώα, αποδεχόμενη προφανώς ότι το άλλο τεμάχιο, δηλαδή το μεγάλο ανήκε στην εναγόμενη αδελφή της. Το μικρό τεμάχιο είναι το επίδικο, όπως συνάγεται ανενδοίαστα από τους ισχυρισμούς των διαδίκων και δεν τίθεται περί αυτού θέμα, όπως δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Το επίδικο προικώο ακίνητο ("μέσα σώχωρο")όπως προαναφέρθηκε, το κατείχε η εναγόμενη από το έτος 1854 νέμονταν δε αυτό ασκώντας τις πράξεις νομής που προσιδιάζουν στην φύση του, με την θέληση να είναι κυρία. Συγκεκριμένα αυτή φρόντιζε τα σ' αυτό υπάρχοντα ελαιόδενδρα και συνέλεγε τον ελαιόκαρπο, καθώς και τα χαρούπια και τα βελανίδια από τις σ αυτό υπάρχουσες χαρουπιές και βελανιδιές. Αυτά αποδεικνύονται όχι μόνο από τις καταθέσεις των μαρτύρων της στις σχετικές ένορκες καταθέσεις, αλλά και από αυτήν της μάρτυρας ανταπόδειξης (κόρη της), η οποία ήταν σαφής και κατηγορηματική ως προς την νομή της μητέρας της επί του επιδίκου, καθ' όλο το χρονικό διάστημα από το έτος 1954 και μετά, πολλά από τα οποία γνωρίζει εξ ιδίας αντίληψης, καθότι τα βίωσε από μικρή, δεδομένου ότι αυτή γεννήθηκε το έτος 1959. Αντίθετα ο μάρτυρας απόδειξης, σύζυγος της δεύτερης ενάγουσας, στην κατάθεσή του αναφέρεται κυρίως στο χρονικό διάστημα της δεκαετίας του έτους 1990 και μετά, που έχει ιδίαν αντίληψη ενώ για το προηγούμενο χρονικό διάστημα επικαλείται διηγήσεις των εναγουσών. Ειδικότερα όπως κατέθεσε ο μάρτυρας αυτός από δεκαετίας συλλέγει τον ελαιόκαρπο και περιποιείται τα ελαιόδενδρα του επιδίκου, το οποίο σημειωτέον οι ενάγουσες συμπεριέλαβαν στην φορολογική δήλωση τους του έτους 1997. Όσον αφορά όμως για το χρονικό διάστημα πριν από το έτος 1990 δεν αποδείχθηκαν πράξεις νομής των εναγουσών στο επίδικο, οι περί τούτου ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της είναι αντιφατικές και ως εκ τούτου μη πειστικές. Ειδικότερα ο μεν Ν. Μ. κατέθεσε ότι αυτός βοηθούσε τις ενάγουσες στην συλλογή των καρπών, ο δεν Ν. Π. ότι καλλιεργούσε το επίδικο για λογαριασμό των εναγουσών, ενώ η Ε. Β. κατέθεσε ότι οι ίδιες οι ενάγουσες συνέλεγαν τους καρπούς (ελαιόκαρπο, βελανίδια, χαρούπια).Ειδικότερα η κατάθεση αυτή δεν κρίνεται πειστική γιατί κατά το αναφερόμενο από τη μάρτυρα αυτή χρονικό διάστημα, οι ενάγουσες (ορφανές από μητέρα από το έτος 1979), ήταν μόλις 15 και 14 ετών αντίστοιχα έγκλειστες στο οικοτροφείο της ΧΕΝ (1979-1983) και ήταν δύσκολο να κάνουν τις πιο πάνω εργασίες τα Σαββατοκύριακα, ενώ δεν υπήρχε δυνατότητα βοηθείας τους από τον πατέρα τους, γιατί αυτός ήταν έγκλειστος στη φυλακή μέχρι και το έτος 1982. Ενόψει όλων αυτών αφού η εναγόμενη κατέχει και νέμεται το επίδικο από το έτος 1954 με την θέληση να είναι κυρία ασκώντας τις προαναφερόμενες πράξεις νομής που προσιδιάζουν στην φύση, του, κατέστη κυρία αυτού ήδη από το έτος 1974. Συνεπώς τόσο κατά τον χρόνο θανάτου των δικαιοπαρόχων των εναγουσών ήτοι της μητέρας τους (1979) και του πατέρα τους (1987), όσο και κατά τον χρόνο σύνταξης της .../5-3-1998 δήλωσης των εναγουσών περί αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Μίχου, που περιλάμβανε και το επίδικο ακίνητο, ανήκε κατά κυριότητα στην εναγόμενη. Την κρίση αυτή ενισχύει και το από 3-11-1992 ιδιωτικό συμφωνητικό ανταλλαγής ακινήτων μεταξύ των διαδίκων στο οποίο αναφέρουν ότι αφενός η εναγομένη μεταβιβάζει στις ενάγουσες το 1/5 εξ αδιαιρέτου του στη θέση ... ακινήτου (οικοπέδου) εμβαδού 94,51 τ.μ. μετά της αυτής υπάρχουσας οικοδομής, 50,95 τ.μ. αφετέρου οι ενάγουσες, μεταβιβάζουν στην εναγόμενη ένα αγρό στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας Πρινέ-Ρεθύμνης. Σημειωτέον ότι οι διάδικοι συμφωνούν ότι με το πιο πάνω ιδιωτικό συμφωνητικό δεν συμφωνήθηκε η ανταλλαγή ακινήτων, όπως αναφέρεται σ' αυτό, αλλά ουσιαστικά, όσον αφορά στην υπό κρίση υπόθεση, έγινε αναγνώριση της κυριότητας της εναγόμενης σε ακίνητο που βρίσκεται στη θέση "..." πλην όμως διαφωνούν ως προς το για ποιο ακίνητο επρόκειτο, το "έξω σώχωρο" που υποστηρίζουν οι ενάγουσες ή το επίδικο (μέσα σώχωρο) που ισχυρίζεται η εναγόμενη. Δεδομένου ότι το κείμενο του συμφωνητικού αυτού είναι ασαφές, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ενάγουσες ήθελαν να δηλώσουν ότι δεν έχουν και δεν διεκδικούν οποιοδήποτε δικαίωμα σε όλο γενικά το κτήμα της θέση "...". Σε διαφορετική περίπτωση θα φρόντιζαν να διευκρινίσουν για ποιο τμήμα πρόκειται, δεδομένου ότι με δική τους επιμέλεια και όχι της εναγόμενης συντάχθηκε το συμφωνητικό αυτό" Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή των αναιρεσειουσών, δεχθέν ως ουσιαστικά βάσιμη, την κατ' αυτής υποβληθείσα ένσταση ιδίας κυριότητας της εναγομένης και αρχικά αναιρεσίβλητης Μ. Κ., στη θέση της οποίας λόγω θανάτου της, είχαν υπεισέλθει οι καθών η κλήση εκ διαθήκης κληρονόμοι της και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση των πρώτων κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της μη αποκτήσεως από τις αναιρεσείουσες της κυριότητος του επιδίκου παραγώγως, αλλά ούτε και πρωτοτύπως, καθόσον στη δικαιοπάροχο μητέρα τους και αδελφή της εναγομένης στην οποία το 1963 είχε μεταβιβαστεί με προικοσυμβόλαιο ουδέποτε παραδόθηκε και ούτε αυτή, ούτε ο μεταβιώσας σύζυγός της και πατέρας των εναγουσών άσκησαν πράξεις νομής στο επίδικο, ώστε να καταστούν κύριοι και να μεταβιβασθεί η κυριότητα με κληρονομική διαδοχή, στις αποδεχθείσες και μεταγράψασες την κληρονομικά τους ενάγουσες, οι οποίες ούτε με έκτακτη χρησικτησία απέκτησαν κυριότητα, αφού οι ίδιες και οι δικαιοπάροχοι γονείς τους, δεν νεμήθηκαν το επίδικο επί τόσο διάστημα ώστε να αποκτήσουν δικαιώματα, καθόσον η προκύψασα μετά το 1990 διενέργεια, από αυτές (αναιρεσείουσες) μεμονωμένων πράξεων νομής, δεν ήταν ικανή προς τούτο σε αντίθεση με την εναγομένη - αναιρεσίβλητη και ασκούσε στο επίδικο πράξεις νομής από το 1974 και συνακόλουθα ήταν κυρία, τόσο κατά τους χρόνους θανάτου των γονέων των αναιρεσειουσών (1979 και 1987), όσο και κατά το χρόνο αποδοχής από αυτές της κληρονομιάς τους (1998). Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των προδιαληφθεισών, περί παραγώγου και πρωτοτύπου τρόπου αποκτήσεως κυριότητας, επί ακινήτου, διατάξεων και υποστηρίζουν τα αντίθετα και υπό την επίκληση της διατάξεων του αριθμού 19 ΚΠολΔικ πέμπτος λόγος της αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Με τον ίδιο λόγο, κατά το δεύτερο μέρος του και υπό την επίκληση της ίδιας διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν αιτιολογεί επαρκώς την κρίση του, για το γιατί η διενέργεια από την εναγομένη διακατοχικών πράξεων επί του επιδίκου ακινήτου ενισχύεται από το από 3.11.1992 ιδιωτικό και καταρτισθέν μεταξύ των διαδίκων, συμφωνητικό. Ο λόγος αυτός αφορά στην αξιολόγηση και εκτίμηση αποδεικτικού μέσου και σε έλλειψη αιτιολογίας του πορίσματος που εξήχθη από την εκτίμηση αυτή, και κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη είναι απαράδεκτός, αφού η εκτίμηση των αποδείξεων και ιδιαίτερα του περιεχομένου των εγγράφων είναι, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ ανέλεγκτη, ενώ η μη αιτιολόγηση του πορίσματος που εξήχθη από τις αποδείξεις δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, αφού μόνο τι αποδείχθηκε και όχι γιατί αποδείχθηκε, είναι αναγκαίο να εκτίθεται στην απόφαση, αρκεί το αποδεικτικό πόρισμα, όπως τούτο στην προκειμένη περίπτωση δεν αμφισβητείται, να εκτίθεται " διατυπώνεται" πλήρως και σαφώς. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πέμπτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1α ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπράξεων. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 191/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ. 568/2013). Στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο, περιλαμβάνονται, όπως προεκτέθηκαν και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τους οποίους ορίζεται ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθής βούληση, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, καθώς επίσης ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Το δικαστήριο παραβιάζει τους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες όταν, αν και ανελέγκτως διαπιστώνει, έστω και εμμέσως την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίες στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων και εντεύθεν την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας τους, παραλείπει να προσφύγει, για τη συμπλήρωση ή ερμηνεία τους, στις διατάξεις των πιο πάνω άρθρων ή προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και τη συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχεται, επίσης ανελέγκτως, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας (ΑΠ 833/2013, ΑΠ 495/2013). Περαιτέρω οι επάλληλες αιτιολογίες που ως εκ περισσού διατυπώθηκαν στην απόφαση και δεν ήταν απαραίτητες για τη στήριξη του διατακτικού της δεν δημιουργούν δεδικασμένο, ούτε υπόκεινται αυτοτελώς σε αναίρεση (ΑΠ 255/2010, ΑΠ 1759/2008 ΑΠ 1851/2007). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης και κατά το πρώτο μέρος του και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεων του αριθμού 559 παρ.1α ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ή πλημμέλεια, ότι παρόλο που το Εφετείο διαπίστωσε, έστω και έμμεσα την ύπαρξη ασάφειας και αμφιβολίας ως προς τη βούληση της Α. Μ. στο υπ' αριθμ. .../1961 συμβόλαιο δωρεάς του συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Σπύρου Ανδρουλιδάκη, με το οποίο αυτή μεταβίβασε στην εναγομένη κόρη της, κατά ψιλή κυριότητα, ακίνητο, όμορο με το επίδικο, καθώς καις το υπ' αριθμ. .../1963 προικοσυμβόλαιο του ίδιου πιο πάνω συμβολαιογράφου, με το οποίο αυτή (Αμαλία Μ.) συνέστησε προίκα σε αγρό στη θέση "Μέσω σώχωρο ..." υπέρ του μέλλοντος συζύγου της κόρης της και μητέρας των εναγουσών, εν τούτοις παρέλειψε να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, παραβιάζοντας με τον τρόπο αυτό ευθέως τις εν λόγω διατάξεις. Όμως από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, δεν διαπίστωσε, έστω και έμμεσα κενό ή αμφίβολο σημείο ως προς τις δηλώσεις των συμβληθέντων, στα συμβόλαιο αυτού, μερών. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός, κατά το ερευνώμενο μέρος του είναι αβάσιμος. Περαιτέρω με τον ίδιο λόγο της αναιρέσεως κατά το δεύτερο μέρος του και υπό την επίκληση της ίδιας διατάξεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ή πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν προσέφυγε στους πιο πάνω ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, παρόλο που διαπίστωσε την ύπαρξη κενού και αμφιβολίας στο περιεχόμενο του από 3.11.1992 ιδιωτικού συμφωνητικού. Όπως όμως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης αποφάσεως το Εφετείο αφού κατέληξε στο πόρισμα ότι κυρία του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία είναι η εναγομένη, στη συνέχεια με επάλληλη σκέψη και ως εκ περισσού και με αιτιολογία του δεν ήταν απαραίτητη για την επιστήριξη του διατακτικού της αφού ήδη είχε εξαχθεί το αποδεικτικό πόρισμα εκτιμά προς ενίσχυση της κρίσης του και χωρίς τούτο να ήταν απαραίτητο το επίμαχο, ασαφές κατά περιεχόμενο, ιδιωτικό συμφωνητικό. Η αιτιολογία όμως αυτή, ούτε το διατακτικό επιστηρίζει, ούτε υπόκειται αυτοτελώς σε αναίρεση (ως αφορώσα σε επιχείρημα) και ενόψει τούτων ο ερευνώμενος λόγος κατά το δεύτερος μέρος του, πρέπει, ως αλυσιτελώς να απορριφθεί. Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολ.Δικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο τους ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο. Ως έγγραφα, η παραμόρφωση του περιεχόμενου των οποίων θεμελιώνει τον παραπάνω λόγο αναιρέσεως, νοούνται αυτά που προβλέπονται ως αποδεικτικά μέσα, στα άρθρα 339 και 432 του ΚΠολΔικ. Οι κατά τα άρθρα 270 παρ. 2 και 671 παρ. 2 ΚΠολΔικ ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ξεχωριστό των κατά τις παραπάνω διατάξεις εγγράφων, πλέον δε μετά την τροποποίηση του άρθρου 339 ΚΠολΔικ, με το Ν. 3994/2011 περιλαμβάνονται τα κατά την διάταξη αυτή περιοριστικά απαριθμούμενα αποδεικτικά μέσα. Έτσι η τυχόν παραμόρφωση του περιεχομένου τους, ως μη αφορούσα σε έγγραφα κατά την παραπάνω έννοια, δεν ιδρύει τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο (ΑΠ 567/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της παραμορφώσεως του περιεχομένου των ληφθεισών νομίμως κατά το άρθρο 272 παρ. 2 ΚΠολΔικ ενώπιον του συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Ιωάννη Φαρμάκη οι δύο πρώτες και της συμβολαιογράφου Ρεθύμνου Στυλιανής Κουμάντου η τρίτη, με επιμέλεια των αναιρεσειουσών εκκαλουσών και μετά την πρωτοβάθμια δίκη (άρθρα 519 ΚΠολΔικ) υπ' αριθμ. .../15.11.2005, .../1511.2005 και .../6.11.2006 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων Ν. Μ., Ε. Β. και Ν. Π.. Ο λόγος αυτός, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη είναι απαράδεκτος, καθόσον δεν αφορά σε " έγγραφο" κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 339 και 432 επ. Κ.Πολ.Δικ και ως εκ τούτου δεν πλήττεται με τον παραπάνω λόγο . Πρέπει λοιπόν ο λόγος αυτός να απορριφθεί. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 9 εδ. γ' ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο άφησε αδίκαστη αίτηση. Ως " αίτηση" αφεθείσα αδίκαστη νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης, υπό οποιασδήποτε νόμιμη μορφή της, προστασίας, που προκαλεί αντίστοιχη εκκρεμοδικία (ΑΠ 1022/2013, ΑΠ 833/2013, ΑΠ 835/2013). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος αν επί περισσοτέρων αγωγικών βάσεων, το δικαστήριο με σκέψεις που αναφέρονται σε κάποιες από αυτές, απέρριψε καθ' ολοκληρίαν την αγωγή, καθ' όλες τις βάσεις της, καίτοι σιωπηρώς. Δηλαδή αν από το διατακτικό προκύπτει ότι η αίτηση δικαστικής προστασίας απορρίφθηκε στο σύνολό της, μολονότι δεν υπάρχει ειδική αιτιολογία ως προς όλα τα αιτήματα (σιωπηρή απόρριψη) δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως (ΑΠ 528/2009, ΑΠ 1586/2008). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 9 εδ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση, ότι άφησε αδίκαστη την στηριζόμενη στην τακτική χρησικτησία επικουρική βάση της αγωγής. Πλην όμως από το προεκτεθέν περιεχόμενο της αποφάσεως και το διατακτικό της πρωτόδικης, που λόγω απορρίψεως της κατ' αυτής εφέσεως ενσωματώθηκε στην προσβαλλόμενη (ΑΠ 1259/2013, ΑΠ 568/2013, προκύπτει ότι η αγωγή απορρίφθηκε στο σύνολό της, ήτοι και κατά την επίμαχη επικουρική της βάση, μολονότι στο σκεπτικό δεν υπάρχει ειδική προς τούτο αιτιολογία [σιωπηρή απόρριψη] (ΑΠ 528/2009, ΑΠ 1586/2012). Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 ΑΚ και ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών (ΑΠ 835/2013, ΑΠ 483/2013) . Καμιά ωστόσο διάταξη δεν εκβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη (μάρτυρες, έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις κλπ) - ΑΠ 1259/2013, ΑΠ 197/2013 -. Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (ΟλΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (ΟλΑΠ 13-14-15/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 1127/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 495/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεων του αριθμού 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι αναιρεσείουσες ενάγουσες νόμιμα, μεταξύ άλλων επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν με τις προτάσεις, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, από τα οποία προέκυπτε η διενέργεια από αυτές πράξεων νομής στο επίδικο και συνακόλουθα η ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης αγωγής τους και το αβάσιμο της ενστάσεως περί ιδίας κυριότητας της αναιρεσίβλητης εναγομένης και ειδικότερα ότι δεν έλαβε υπόψη α) Το από Οκτώβριο 1997 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Σ. Λ., στο οποίο αποτυπώνεται η επίδικη έκταση, β) την υπ' αριθμ. .../1998 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Μίχου, με την οποία οι αναιρεσείουσες αποδέχθηκαν την κληρονομία των δικαιοπαρόχων γονέων τους, γ) τα σχετικά με τις εγγραφές του Κτηματολογίου έγγραφα, κατά τα οποία ως συγκύριες έχουν καταχωρηθεί οι αναιρεσείουσες ενώ είχαν απορριφθεί οι οικείες ενστάσεις (.../27.6.2003 και .../11.6.2003) της αναιρεσίβλητης δ) την από 31.1.1997 βεβαίωση και το από 31.7.2003 ελαιοκομικό μητρώο της ΕΑΣ Ρεθύμνου με τα οποία βεβαιώνεται η αγροτική ενίσχυση της πρώτης και η περιποίηση και από τις δύο αναιρεσείουσες των ελαιοδένδρων του επιδίκου ε) τα απολυτήρια των αναιρεσειουσών από το Λύκειο Ρεθύμνου και έτους 1983 από τα οποία προκύπτει ότι αυτές ζούσαν στο Ρέθυμνο και στ) το φύλλο Ε9 των φορολογικών τους δηλώσεων και έτους 1997, από το οποίο προκύπτει η δήλωση στις αρμόδιες ΔΟΥ του επιδίκου. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ειδικότερα από την περιεχόμενη σ' αυτή βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη " και όλα τα έγγραφα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται οι διάδικοι", στα οποία ως έγγραφο ρυθμιζόμενο " ειδικά" από το νόμο και μη αποτελούν ξεχωριστό αποδεικτικό μέσο περιλαμβάνεται και το υπό στοιχειό α τοπογραφικό διάγραμμα (άρθρ. 390 ΚΠολΔικ - Ολ.ΑΠ 8/2005, ΑΠ 481/2013), σε συνδυασμό με το εκτιθέμενο παραπάνω περιεχόμενο της απόφασης, στο οποίο μάλιστα γίνεται ειδική αναφορά σε κάποια από τα παραπάνω έγγραφα (φύλλο 4 για το Ε9, τη διαμονή στο Ρέθυμνο, την αποδοχή κληρονομίας), δεν γεννιέται καμία αμφιβολία ότι τα ως άνω αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη του εξαχθέντος αποδεικτικού πορίσματος (καθόσον γίνεται ανελέγκτως δεκτό ότι δεν προέκυψαν πράξεις νομής των αναιρεσειουσών πριν το 1990, ήτοι ότι από την συνεκτίμηση και των παραπάνω εγγράφων προέκυψε η διενέργεια κάποιων πράξεων για το επέκεινα διάστημα, που όμως δεν προσκομίζουν σ' αυτές δικαίωμα κυριότητας) Η άποψη των αναιρεσειουσών ότι η διαφορετική εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών μέσων, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ (ΑΠ 1127/2013, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 197/2013). Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της να απορριφθούν. Οι αναιρεσείουσες λόγω της ήττας τους (άρθρα 183, 176 και 180 παρ.1 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των υποκατασταθέντων στη θέση της αναιρεσίβλητης καθών η κλήση, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26.7.2010 αίτηση των α) Π. συζ. Ε. Π., το γένος Σ. Π. και β) Α. συζ. Ν. Κ., το γένος Σ. Π., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 407/2007 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης. Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στη δικαστική δαπάνη των καθών η κλήση, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 24 Ιουλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
559 αρ.1 Έλλειψη νόμιμης βάσης. Δεν υφίσταται επί ελλείψεως στην αιτιολόγηση των αποδείξεων. Απόκτηση κυριότητας παραγωγής με κληρονομική διαδοχή και πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία. Ένσταση ιδίας κυριότητας 173 και 200 ΑΚ ερμηνεία δικαιοπραξιών. Ανέλεγκτη κρίση περί ασάφειας ή μη. Οι επάλληλες και ως εκ περισσού αιτιολογίες δεν επιστηρίζουν το διατακτικό και δεν υπόκεινται αυτοτελώς αναίρεση. Οι ένορκες βεβαιώσεις, ως αποδεικτικά μέσα, δεν είναι έγγραφα και δεν υπόκεινται στην αναιρετική πλημμέλεια του 559 αρ. 20. Αδίκαστη αίτηση. Δεν θεωρείται η σιωπηρώς απορριφθείσα βάση εφόσον στο διατακτικό αναφέρεται ότι απορρίφθηκε, στο σύνολο της η αγωγή. Η σιωπηρώς απορριφθείσα βάση καλύπτεται από το δεδικασμένο, 11 παρ. γ 559 προϋποθέσεις. Οι γνωμοδοτήσεις του 390 είναι έγγραφα. Η άποψη περί διαφορετικής εκτίμησης αποδεικτικών μέσων πλήττει την ουσία.
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Αποδεικτικά μέσα, Βεβαίωση ένορκη, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Κοινοπραξία, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 1582/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2013 με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Π. Π. του Α., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Λιούμα, για αναίρεση της υπ' αριθ 106/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Δ. Τ. του Α., κατοίκου ..., που δεν παρέστη. Το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Οκτωβρίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1149/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης, με θετική ενέργεια, από την κατοχή άλλου ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Η κατοχή λαμβάνεται όχι υπό την νομική έννοια του αστικού δικαίου, αλλά υπό την έννοια της δυνατότητας ασκήσεως φυσικής και πραγματικής επί του πράγματος εξουσίας και διαθέσεως αυτού κατά τον προορισμό του, ο σκοπός δε παράνομης ιδιοποιήσεως ταυτίζεται με το σκοπό να έχει οριστικά το πράγμα ο υπαίτιος στην ιδιοκτησία του, δηλαδή να το οικειοποιηθεί, να το κατακρατήσει και να το διαθέτει ως κύριος. Έτσι, το έγκλημα της κλοπής θεωρείται τετελεσμένο ευθύς ως εκείνος που αφαίρεσε το ξένο πράγμα από την κατοχή του άλλου θέσει αυτό ολοκληρωτικά στη δική του φυσική εξουσία έστω και για ελάχιστο χρόνο. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρ. 83 ΠΚ)". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πράξη που περιέχει αρχή εκτελέσεως είναι εκείνη, με την οποία αρχίζει η πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, καθώς και εκείνη η ενέργεια, που τελεί σε τέτοια συνάφεια και οργανικό δεσμό με την πράξη, ώστε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θεωρείται, κατά την κοινή αντίληψη, τμήμα αυτής που αμέσως οδηγεί στην πράξη, αν από οποιοδήποτε λόγο δεν ανακοπεί. Απόπειρα, λοιπόν, κλοπής αποτελεί και η είσοδος σε ξένο κατάστημα για αφαίρεση, με σκοπό ιδιοποιήσεως, χρηματικού ποσού, η οποία (αφαίρεση) δεν ολοκληρώθηκε λόγω της απρόοπτης εμφανίσεως του ιδιοκτήτη ή αστυνομικών, που καραδοκούσαν μέσα σ` αυτό. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 106/2013 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Ιωαννίνων κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα (απλής) κλοπής, τετελεσμένης και σε απόπειρα, κατ` εξακολούθηση, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου, τα εξής: Ο κατηγορούμενος, με περισσότερες από μία πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος της κλοπής, αφαίρεσε, από την κατοχή άλλου, ξένα ολικά κινητά πράγματα, με σκοπό να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. Ειδικότερα, στα .., κατά τις ημερομηνίες της 23, 24, 27, 28, 29, 30, 31 Δεκεμβρίου 2005, 2 και 3 Ιανουαρίου 2006, κάνοντας χρήση αντικλειδιού του καταστήματος τροφίμων (SUPER MARKET) του Δ. Τ., με το διακριτικό τίτλο "ΑΣΠΙΣ", επί της οδού …αρ…, στην περιοχή ... το οποίο (αντικλείδι) είχε προμηθευθεί και μάλιστα εν αγνοία της από την κόρη του ανωτέρω ιδιοκτήτη Ν. Τ., με την οποία ήταν παλιότερα μνηστευμένοι και διατηρούσε ερωτική σχέση, εισήλθε στο εσωτερικό του καταστήματος αυτού και αφαίρεσε από το ταμείο το ποσό των 40 ευρώ κάθε φορά, χρήματα τα οποία ιδιοποιήθηκε παράνομα. Την δε 4.1.2006 και συγκεκριμένα περί ώρα 03:00' εισήλθε και πάλι, με τον ίδιο τρόπο, στο, ως άνω, κατάστημα, με σκοπό να ιδιοποιηθεί παράνομα χρήματα από το ταμείο του καταστήματος, δεν πέτυχε, όμως, το σκοπό του, για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς του και συγκεκριμένα επειδή μέσα στο κατάστημα καραδοκούσαν αστυνομικοί, οι οποίοι επιχείρησαν, ανεπιτυχώς, να τον συλλάβουν, καθώς αυτός τράπηκε σε φυγή και εξαφανίσθηκε. Τα ανωτέρω προέκυψαν κυρίως από τις σαφείς και κατηγορηματικές καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και δεν αναιρούνται από την κατάθεση της μάρτυρος υπερασπίσεως και την απολογία του κατηγορουμένου, ο οποίος, μη πειστικά, ισχυρίζεται ότι εισήλθε στο κατάστημα για να συναντήσει την πρώην μνηστή του, με την οποία, παρά τη διάλυση της μνηστείας τους, εξακολουθούσαν να διατηρούν ερωτική σχέση και είχαν συμφωνήσει να συνευρίσκονται στο εσωτερικό του καταστήματος τις προχωρημένες νυχτερινές ώρες και στο οποίο ήταν εύκολη η πρόσβαση της πρώην μνηστής του, λόγω του ότι εκεί βρίσκονταν και η κατοικία της. Η κρίση αυτή, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου, ενισχύεται από το ότι: α) Δύσκολα μπορεί να γίνει πιστευτό ότι δύο άνθρωποι συναντούνται ώρα 03:00' τα ξημερώματα προκειμένου να συζητήσουν για τα προσωπικά τους θέματα. β) Σε κάθε περίπτωση, αν ο κατηγορούμενος πήγε πράγματι στο κατάστημα του Δ. Τ. για τον λόγο που επικαλείται, δεν είχε κανένα λόγο να τραπεί σε φυγή όταν εμφανίσθηκαν μπροστά του οι αστυνομικοί, ένας μάλιστα από τους οποίους του δήλωσε την ιδιότητά τους. Και γ) Το αυτοκίνητο με το οποίο ο κατηγορούμενος πήγε στο άνω κατάστημα, οι αστυνομικοί, το βρήκαν ξεκλείδωτο, πράγμα που καταδεικνύει ότι αυτός δεν είχε σκοπό να παραμείνει στο κατάστημα για πολύ, όπως ήταν φυσικό αν διαρκούσε η συνάντηση που επικαλέσθηκε με την κόρη του καταστηματάρχη Ν. Τ., αλλά για λίγο μόνο, όσο δηλαδή θα διαρκούσε η κλοπή που σκόπευε να διαπράξει. ... Επομένως, πρέπει, ο κατηγορούμενος, να κηρυχθεί ένοχος απλής κλοπής κατ' εξακολούθηση, τετελεσμένης και σε απόπειρα, ...". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της κλοπής, τετελεσμένης και σε απόπειρα, κατ` εξακολούθηση, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 372 παρ. 1 και 42 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Επαρκώς αιτιολογούνται τα περιστατικά, που θεμελιώνουν την απόπειρα κλοπής, με την παραδοχή ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος δεν πέτυχε το σκοπό του γιατί μέσα στο κατάστημα, όπου είχε εισέλθει, καραδοκούσαν αστυνομικοί, οι οποίοι επιχείρησαν να τον συλλάβουν. Απόπειρα δε, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, συνιστά και μόνη η είσοδος του δράστη στο κατάστημα με σκοπό να αφαιρέσει από το ταμείο χρήματα για να τα ιδιοποιηθεί παράνομα. β) Αιτιολογείται σαφώς και ο σκοπός του κατηγορουμένου να ιδιοποιηθεί τα χρήματα που αφαιρούσε ή σκόπευε να αφαιρέσει από το ταμείο. γ) Αναφέρεται το ποσό που αφαιρούσε κάθε φορά ο αναιρεσείων (40 ευρώ) και ο τρόπος με τον οποίο γινόταν η αφαίρεση αυτή (είσοδος στο κατάστημα με αντικλείδι), για την πληρότητα δε της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να εκτίθεται λεπτομερώς πώς διαπιστώθηκε ότι αφαιρείτο εκάστοτε το ποσό αυτό ούτε να εξατομικεύεται καθεμιά πράξη της κλοπής χωριστά. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμος. Η, εμπεριεχόμενη στο λόγο αυτό, αιτίαση περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων, ότι, δηλαδή, τα γενόμενα δεκτά από την πλειοψηφούσα γνώμη δεν προκύπτουν από κανένα αποδεικτικό στοιχείο (μαρτυρικές καταθέσεις, κ.λπ.), ότι εκ μέρους του φερομένου ως παθόντος και της κόρης του εξυφάνθηκε σκευωρία σε βάρος του αναιρεσείοντος, οι δε συλλογισμοί που στήριξαν την καταδικαστική κρίση ήταν εσφαλμένοι, είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττει την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθ. 7/7 Οκτωβρίου 2013 αίτηση του Π. Π. του Α., για αναίρεση της 106/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για κλοπή, τετελεσμένη και σε απόπειρα, κατ' εξακολούθηση. Στοιχεία εγκλήματος. Απόπειρα κλοπής συνιστά και η ενέργεια, που τελεί σε τέτοια συνάφεια και οργανικό δεσμό με την πράξη, ώστε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θεωρείται, κατά την κοινή αντίληψη, τμήμα αυτής που αμέσως οδηγεί στην πράξη, αν από οποιοδήποτε λόγο δεν ανακοπεί, όπως είναι η είσοδος σε ξένο κατάστημα για αφαίρεση, με σκοπό ιδιοποιήσεως, χρηματικού ποσού, η οποία (αφαίρεση) δεν ολοκληρώθηκε λόγω της απρόοπτης εμφανίσεως του ιδιοκτήτη ή αστυνομικών. Απόρριψη αιτήσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Απόπειρα, Κλοπή.
1
Αριθμός 1581/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2013με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου Κ. Τ. του Ε., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Σταυρούλη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 1234-1235/2013. αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Α. Α. του Α., κάτοικο ... που δεν παρέστη. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Σεπτεμβρίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1153/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις του άρθρου 404 παρ. 2 εδ. α και β, 1 και 3 του ΠΚ, τοκογλυφία διαπράττει όποιος κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτο περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά το νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου και όποιος επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν από αυτή την απαίτηση, τιμωρούμενος, αν επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν. 2721/1999, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, απαιτείται η εκ μέρους του δράστη (δανειστή) συνομολόγηση ή λήψη για τον εαυτό του ή για τρίτο περιουσιακών ωφελημάτων που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου. Στην περίπτωση αυτή, η τοκογλυφία προϋποθέτει τη σύναψη συμβάσεως δανείου (άρθρο 806 επ. ΑΚ) και όχι δικαιοπραξίας άλλης μορφής. Βασικός όρος του αξιοποίνου της συγκεκριμένης συμπεριφοράς είναι τα περιουσιακά ωφελήματα που συνομολογεί ή λαμβάνει ο δράστης να υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου. Το έγκλημα αυτό μπορεί να τελεστεί με δύο τρόπους, οι οποίοι είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους, τελούν δε σε αληθινή πραγματική συρροή, και ειδικότερα, αφενός μεν με τη συνομολόγηση και λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, αφετέρου δε με την επιδίωξη εκπλήρωσης των τοκογλυφικών ωφελημάτων που έχουν συνομολογηθεί. "Συνομολόγηση" είναι η αποτύπωση της συμφωνίας μεταξύ λήπτη και δανειστή για παροχή από τον πρώτο τοκογλυφικών ωφελημάτων στο πλαίσιο της σύμβασης δανείου. Ως "λήψη" τοκογλυφικών ωφελημάτων θεωρείται όχι μόνο η είσπραξη χρημάτων, αλλά και η παραλαβή αξιόγραφων, τα οποία ενσωματώνουν τόκους μη νόμιμους, χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη ή επιδίωξη εισπράξεως. Η συγκεκριμένη μορφή του εγκλήματος της τοκογλυφίας θεωρείται τετελεσμένη και μόνο με τη "συνομολόγηση" της τοκογλυφικής συμβάσεως και μάλιστα τόσο κατά την αρχική σύναψη, όσο και κατά τη μεταγενέστερη παράταση ή και την ανανέωση, έστω και αν στο οφειλόμενο κεφάλαιο συμπεριλαμβάνονται και οι μέχρι τότε παράνομοι τόκοι και εμφανίζονται ως ενιαίο σύνολο στο οριστικό κεφάλαιο. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ' ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Για τον χαρακτηρισμό της κατ' επάγγελμα τελέσεως, αντικειμενικά μεν απαιτείται η επανειλημμένη τέλεση και δεν είναι αναγκαία η προηγουμένη καταδίκη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Το στοιχείο της επανειλημμένης τελέσεως ενυπάρχει (και) επί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, το οποίο αποτελείται από περισσότερες αυτοτελείς μερικότερες πράξεις, ενώ εάν δεν υπάρχει επανειλημμένη τέλεση, αρκεί για το κατ' επάγγελμα να διαπιστώνεται ότι η αξιόποινη πράξη τελείται μεν για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς την διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1234 - 1235/2013 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα τοκογλυφίας κατ` εξακολούθηση, κατ` επάγγελμα και κατά συνήθεια σε βάρος του Α. Α., με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα εξής: Το φθινόπωρο του έτους 1997, ο εγκαλών, που ασκούσε το επάγγελμα του ασφαλιστή, άρχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα και μέσω ενός γνωστού του από τον επαγγελματικό χώρο, του Π. Φ., γνώρισε τον κατηγορούμενο, που ήταν συνταξιούχος, ο οποίος προσφέρθηκε να του δανείσει χρήματα, με μηνιαίο επιτόκιο 6% και ετήσιο 72%. Ο εγκαλών, πιεζόμενος από τα οικονομικά του προβλήματα, δέχθηκε τη προσφορά του κατηγορουμένου και άρχισε, από το μήνα Οκτώβριο του 1997, να δανείζεται από αυτόν διάφορα χρηματικά ποσά, με το παραπάνω επιτόκιο, δίνοντας στον κατηγορούμενο επιταγές πελατών του, τις οποίες ο τελευταίος προεξοφλούσε, παίρνοντας τόκο, που υπολογιζόταν στο ανωτέρω ποσοστό μηνιαίως και υπερέβαινε κατά πολύ το νόμιμο ποσοστό τόκου. Τον Ιούλιο του έτους 1998 η ασφαλιστική εταιρεία ΟΛΥΜΠΙΑΚΗ ΑΕΓΑ, με την οποία συνεργαζόταν ο εγκαλών, προχώρησε σε καταγγελία της συμβάσεώς τους και εξαιτίας της οφειλής του εγκαλούντα προς εκείνην ύψους 14.300.000 δραχμών κατάσχεσε ένα ακίνητο του εγκαλούντα στη …. Για να μπορέσει τότε ο εγκαλών να εξοφλήσει την οφειλή του προς την ασφαλιστική εταιρεία και να μην εκποιηθεί το κατασχεθέν ακίνητό του, άρχισε να δανείζεται συστηματικά από τον κατηγορούμενο διάφορα χρηματικά ποσά, με τη συμφωνία να του επιστρέψει ένα έκαστο εκ των δανείων μετά ένα μήνα με το προαναφερθέν επιτόκιο - 6% μηνιαίως (72% ετησίως). Ως εγγύηση για την επιστροφή κάθε δανείου, ο δανειολήπτης εγκαλών παρέδιδε στον κατηγορούμενο "μεταχρονολογημένες" επιταγές (μηνιαίας προθεσμίας) του ίδιου ή της θυγατέρας του Α. Α., τις οποίες, προς περαιτέρω εξασφάλιση του δανείου, οπισθογραφούσε ο ίδιος (ο εγκαλών δανειολήπτης) και η άλλη θυγατέρα του Σ. Α. Έτσι, αφού προεισέπραττε ο κατηγορούμενος τους τόκους, κατέβαλε στον εγκαλούντα το υπόλοιπο του κεφαλαίου (μετά την αφαίρεση των τόκων) και μετά ένα μήνα εισέπραττε το προϊόν των παραδοθέντων σε εκείνον (κατηγορούμενο) επιταγών. Κατά τον προεκτεθέντα τρόπο, ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από την 30-7-1999 έως την 5-11-1999, δάνεισε στον εγκαλούντα τα εξής χρηματικά ποσά, συνομολογώντας και παίρνοντας για τον εαυτό του περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν κατά πολύ το νόμιμο ποσοστό του και ειδικότερα: 1) την 30.7.1999, ο κατηγορούμενος παρείχε στον εγκαλούντα δάνειο χρηματικού ύψους 940.000 δραχμών ή 2.758,62 Ευρώ, το οποίο ο δανειολήπτης θα έπρεπε να του επιστρέψει μετά την πάροδο μηνός και εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του παραπάνω (δανειζόμενου), συνομολόγησε και πήρε για τον εαυτό του, ως τόκο για το χρονικό διάστημα του ενός μηνός, το ποσό των 60.000 δραχμών ή 176,08 Ευρώ, ήτοι με επιτόκιο 6% μηνιαίως ή 72% ετησίως, που προφανώς είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το νόμιμο δικαιοπρακτικό επιτόκιο, που την εποχή εκείνη ανερχόταν σε 21% ετησίως. Το ποσό αυτό παρακράτησε ο κατηγορούμενος, υποχρεώνοντας τον δανειζόμενο-εγκαλούντα, προκειμένου να παραλάβει τις 940.000 δραχμές, να του παραδώσει την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας Εργασίας, εκδόσεως του (εγκαλούντα Α. Α.), εις διαταγήν του ίδιου, ποσού 1.000.000 δραχμών ή 2.934,70 Ευρώ, σε χρέωση του υπ' αριθμ. ... λογαριασμού του εγκαλούντα, με (μεταχρονολογημένη) ημερομηνία εκδόσεως την 30.8.1999, που ήταν η συμφωνηθείσα ημερομηνία αποδόσεως του δανείου, με τους κατά τα ανωτέρω τοκογλυφικούς τόκους, και τόπο εκδόσεως την .., οπισθογραφημένη από τον εγκαλούντα και την θυγατέρα του Σ. Α., 2) την 6.9.1999, ο κατηγορούμενος παρείχε στον εγκαλούντα, δάνειο χρηματικού ύψους 940.000 δραχμών ή 2.758,62 Ευρώ, το οποίο ο δανειολήπτης θα έπρεπε να του επιστρέψει μετά την πάροδο μηνός και εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του παραπάνω (δανειζόμενου), συνομολόγησε και πήρε για τον εαυτό του, ως τόκο για το χρονικό διάστημα του ενός μηνός, το ποσό των 60.000 δραχμών ή 176,08 Ευρώ, ήτοι με επιτόκιο 6% μηνιαίως ή 72% ετησίως, που προφανώς είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το νόμιμο δικαιοπρακτικό επιτόκιο, που την εποχή εκείνη ανερχόταν σε 21 % ετησίως. Το ποσό αυτό παρακράτησε ο κατηγορούμενος, υποχρεώνοντας τον δανειζόμενο-εγκαλούντα, προκειμένου να παραλάβει τις 940.000 δραχμές, να του παραδώσει ανεξακρίβωτου από την κύρια ανάκριση αριθμού επιταγή της Τράπεζας Εργασίας, ποσού 1.000.000 δραχμών ή 2.934,70 Ευρώ, εκδόσεως του εγκαλούντα, με (μεταχρονολογημένη) ημερομηνία εκδόσεως την 6.10.1999, 3) την 20.9.1999, ο κατηγορούμενος παρείχε στον εγκαλούντα δάνειο χρηματικού ύψους 940.000 δραχμών ή 2.758,62 Ευρώ, το οποίο ο δανειολήπτης θα έπρεπε να του επιστρέψει μετά την πάροδο μηνός και εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του παραπάνω (δανειζόμενου), συνομολόγησε και πήρε για τον εαυτό του, ως τόκο για το χρονικό διάστημα του ενός μηνός, το ποσό των 60.000 δραχμών ή 176,08 Ευρώ, ήτοι με επιτόκιο 6% μηνιαίως ή 72% ετησίως, που προφανώς είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το νόμιμο δικαιοπρακτικό επιτόκιο, που την εποχή εκείνη ανερχόταν σε 21% ετησίως. Το ποσό αυτό παρακράτησε ο κατηγορούμενος, υποχρεώνοντας τον δανειζόμενο-εγκαλούντα, προκειμένου να παραλάβει τις 940.000 δραχμές, να του παραδώσει την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας Εργασίας, εκδόσεως του (εγκαλούντα Α. Α.), εις διαταγήν του ίδιου, ποσού 1.000.000 δραχμών, σε χρέωση του υπ' αριθμ. ... λογαριασμού του εγκαλούντα, με (μεταχρονολογημένη) ημερομηνία εκδόσεως την 20.10.1999, που ήταν η συμφωνηθείσα ημερομηνία αποδόσεως του δανείου, με τους κατά τα ανωτέρω τοκογλυφικούς τόκους, και τόπο εκδόσεως την .., οπισθογραφημένη από τον εγκαλούντα και την θυγατέρα του Σ. Α., 4) την 30.9.1999, ο κατηγορούμενος παρείχε στον εγκαλούντα δάνειο χρηματικού ύψους 3.290.000 δραχμών ή 9.655,17 ευρώ, το οποίο ο δανειολήπτης θα έπρεπε να του επιστρέψει μετά την πάροδο μηνός και εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του παραπάνω (δανειζόμενου),συνομολόγησε και πήρε για τον εαυτό του, ως τόκο για το χρονικό διάστημα του ενός μηνός, το ποσό των 210.000 δραχμών ή 616,29 Ευρώ, ήτοι με επιτόκιο 6% μηνιαίως ή 72% ετησίως, που προφανώς είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το νόμιμο δικαιοπρακτικό επιτόκιο, που την εποχή εκείνη ανερχόταν σε 21% ετησίως. Το ποσό αυτό παρακράτησε ο κατηγορούμενος, υποχρεώνοντας τον δανειζόμενο-εγκαλούντα, προκειμένου να παραλάβει τα 3.290.000 δραχμές, να του παραδώσει την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας EUROBANK, εκδόσεως της θυγατέρας του εγκαλούντα Α. Α., εις διαταγήν του εγκαλούντα, ποσού 3.500.000 δραχμών, σε χρέωση του υπ' αριθμ. ... λογαριασμού εκείνης (Α. Α.), με (μεταχρονολογημένη) ημερομηνία εκδόσεως την 30.10.1999, που ήταν η συμφωνηθείσα ημερομηνία αποδόσεως του δανείου, με τους κατά τα ανωτέρω τοκογλυφικούς τόκους, και τόπο εκδόσεως την Θεσσαλονίκη, οπισθογραφημένη από τον εγκαλούντα και την άλλη θυγατέρα του Σ. Α., 5) την 30.10.1999, ο κατηγορούμενος παρείχε στον εγκαλούντα δάνειο χρηματικού ύψους 940.000 δραχμών ή 2.758,62 Ευρώ, το οποίο ο δανειολήπτης θα έπρεπε να του επιστρέψει μετά την πάροδο μηνός και εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του παραπάνω (δανειζόμενου), συνομολόγησε και πήρε για τον εαυτό του, ως τόκο για το χρονικό διάστημα του ενός μηνός, το ποσό των 60.000 δραχμών ή 176,08 Ευρώ, ήτοι με επιτόκιο 6% μηνιαίως ή 72% ετησίως, που προφανώς είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το νόμιμο δικαιοπρακτικό επιτόκιο, που την εποχή εκείνη ανερχόταν σε 21 % ετησίως. Το ποσό αυτό παρακράτησε ο κατηγορούμενος, υποχρεώνοντας τον δανειζόμενο εγκαλούντα, προκειμένου να παραλάβει τις 940.000 δραχμές να του παραδώσει την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας Εργασίας, εκδόσεως του (εγκαλούντα Α. Α.), εις διαταγήν του ίδιου, ποσού 1.000.000 δραχμών, σε χρέωση του υπ' αριθμ... λογαριασμού του εγκαλούντα, με ημερομηνία εκδόσεως την 30.11.1999, που ήταν η συμφωνηθείσα ημερομηνία αποδόσεως του δανείου, με τους κατά τα ανωτέρω τοκογλυφικούς τόκους, και τόπο εκδόσεως την .., οπισθογραφημένη από τον εγκαλούντα και την θυγατέρα του Σ. Α. και 6) την 5.11.1999, ο κατηγορούμενος παρείχε στον εγκαλούντα, δάνειο χρηματικού ύψους 940.000 δραχμών ή 2.758,62 Ευρώ, το οποίο ο δανειολήπτης θα έπρεπε να του επιστρέψει μετά την πάροδο μηνός και εκμεταλλευόμενος την ανάγκη του παραπάνω (δανειζόμενου), συνομολόγησε και πήρε για τον εαυτό του, ως τόκο για το χρονικό διάστημα του ενός μηνός, το ποσό των 60.000 δραχμών ή 176,08 Ευρώ, ήτοι με επιτόκιο 6% μηνιαίως, ή 72% ετησίως, που προφανώς είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το νόμιμο δικαιοπρακτικό επιτόκιο, που την εποχή εκείνη ανερχόταν σε 21% ετησίως. Το ποσό αυτό παρακράτησε ο κατηγορούμενος, υποχρεώνοντας τον δανειζόμενο-εγκαλούντα, προκειμένου να παραλάβει τις 940.000 δραχμές, να του παραδώσει την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας Εργασίας, εκδόσεως του (εγκαλούντα Α. Α.), εις διαταγήν του ίδιου, ποσού 1.000.000 δραχμών, σε χρέωση του υπ' αριθμ. ... λογαριασμού του εγκαλούντα, με (μεταχρονολογημένη) ημερομηνία εκδόσεως την 5.12.1999, που ήταν η συμφωνηθείσα ημερομηνία αποδόσεως του δανείου, με τους κατά τα ανωτέρω τοκογλυφικούς τόκους και τόπο εκδόσεως την . .., οπισθογραφημένη από τον εγκαλούντα και την θυγατέρα του Σ. Α. Έτσι, ο κατηγορούμενος, κατά την παροχή των ανωτέρω δανείων, συνολικού ύψους 7.990.000 δραχμών ή 23. 448,28 Ευρώ, προς τον εγκαλούντα, συνομολόγησε και έλαβε για τον εαυτό του, ως τόκους, για χρονικό διάστημα ενός μηνός, το χρηματικό ποσό των 510.000 δραχμών ή 1.496,70 Ευρώ, που αντιστοιχεί στο 6% μηνιαίως ή 72% ετησίως του δανειζομένου κεφαλαίου, δηλαδή συνομολόγησε και έλαβε για τον εαυτό του ωφελήματα - τόκους που υπερβαίνουν κατά πολύ το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό τόκου, αφού σύμφωνα με την υπ' αριθμ. ΠΣΝΠ 12/12.1.1999 για το χρονικό διάστημα από 14.1.1999 έως 16.1.2000, ο τόκος υπερημερίας, καθώς και ο αντίστοιχος δικαιοπρακτικός, ήταν 21% ετησίως, και με αυτό τον τρόπο, ο κατηγορούμενος εισέπραξε για τα ανωτέρω δάνεια συνολικό χρηματικό ποσό 8.500.000 δραχμών ή 24.994,97 Ευρώ. Διέπραξε δε την ανωτέρω πράξη ο κατηγορούμενος, κατά τα προαναφερθέντα, ενεργώντας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, δεδομένου ότι η ανωτέρω περιγραφείσα συστηματική τοκογλυφική δραστηριότητά του, καταδεικνύει ότι ενήργησε επανειλημμένα τοκογλυφικές πράξεις με σκοπό να ποριστεί από αυτές εισόδημα, ενώ επιπλέον από την κατ' επανάληψη τέλεση αυτού του εγκλήματος συνάγεται ευχερώς το συμπέρασμα ότι αυτός έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς διάπραξη του εγκλήματος της τοκογλυφίας, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Ενόψει αυτών πρέπει να κηρυχθεί ένοχος όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό της παρούσας". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της τοκογλυφίας κατ` εξακολούθηση, κατ` επάγγελμα και κατά συνήθεια, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 402 παρ. 2 και 3 και 13 στ του ΠΚ. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως αποτελεί μεν επανάληψη του διατακτικού της (το οποίο ταυτίζεται με το κατηγορητήριο), η επανάληψη, όμως, αυτή αρκεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού το διατακτικό περιέχει με πληρότητα περιστατικά, που πληρούν την απαίτηση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. β) Δεν ήταν αναγκαία η αξιολογική συσχέτιση των μαρτυρικών καταθέσεων και των λοιπών αποδεικτικών μέσων (και ιδία των αναφερομένων στον πίνακα των εγγράφων που αναγνώσθηκαν με αύξ. αριθ. 6, 7, 14 και 21) μεταξύ τους ούτε ήταν απαραίτητη η μνεία αυτών στο σκεπτικό, αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός τους. γ) Από την επισκόπηση των πρακτικών δεν προκύπτει ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος είχε προβάλει τον ισχυρισμό ότι δάνεισε τον πολιτικώς ενάγοντα το ποσό των 12.500.000 δραχμών και ότι τα ποσά που αναφέρονται στο σκεπτικό αποτελούν επιστροφή του δανείου. Πάντως, ο ισχυρισμός αυτός θα ήταν αρνητικός της κατηγορίας και όχι αυτοτελής και το Δικαστήριο δεν θα είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Η εμπεριεχόμενη στο λόγο αυτό αιτίαση περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (καταθέσεως πολιτικώς ενάγοντος, λοιπών μαρτυρικών καταθέσεων, εγγράφων), ότι, δηλαδή, από αυτά δεν προκύπτουν τα γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα, είναι απαράδεκτος, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠοινΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Στα πρακτικά της αποφάσεως δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, είναι, όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώστηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το συγκεκριμένο έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου, υπάρχει η ίδια ως άνω ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικάσαν Εφετείο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του αναιρεσείοντος, περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα, με τους αντίστοιχους αύξοντες αριθμούς: "1. φωτοτυπία σελίδας διαταγής πληρωμής της Eurobank και Τράπεζας Εργασίας, 2. Φωτοτυπία διαταγής πληρωμών της Τράπεζας Εργασίας, 3. Φωτοτυπία διαταγής πληρωμών της Τράπεζας Εργασίας, 4. Φωτοτυπία διαταγής πληρωμών της Τράπεζας Εργασίας, 5. Κατάσταση έντεκα (11) επιταγών ". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, ενόψει και της αριθμήσεώς τους, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού των εγγράφων αυτών (ημερομηνία εκδόσεως, αριθμός, ποσό επιταγών, κ.λπ.), αφού, με την ανάγνωσή τους, κατέστησαν γνωστά κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός, ο οποίος, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, δεν πρόβαλε, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, καμιά αντίρρηση για την ανάγνωση των εγγράφων αυτών, είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο αυτών, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Ως εκ τούτου, το Πενταμελές Εφετείο ορθώς έλαβε υπόψη του και τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα και η, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, αιτίαση, η οποία περιέχεται στον ως άνω πρώτο λόγο αναιρέσεως, με την οποία υποστηρίζεται αφενός ότι δεν είχαν προσκομισθεί διαταγές πληρωμής οποιουδήποτε Δικαστηρίου, ότι, δηλαδή, φέρονται ως αναγνωσθέντα έγγραφα, τα οποία δεν αναγνώσθηκαν, και αφετέρου ότι δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα των έντεκα επιταγών, είναι αβάσιμη, τοσούτω μάλλον, καθόσον, όσον αφορά τις διαταγές πληρωμής, ο αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται ότι ζήτησε τη σχετική διόρθωση των πρακτικών. Κατά τη διάταξη του άρθρου 105 του ΚΠοινΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 του ν. 2408/1996, "όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2, η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31". Στο δεύτερο αυτό εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 του ΚΠοινΔ, που αναφέρεται στην προκαταρκτική εξέταση (όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3160/2003) οριζόταν ότι "αν όμως έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δε μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της Εισαγγελίας". Με την αντικατάσταση αυτή του άρθρου 105 του ΚΠοινΔ με τον παραπάνω ν. 2408/1996 σκοπήθηκε, όπως από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού προκύπτει, να τερματισθεί το απαράδεκτο καθεστώς της παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανακρίσεως, που συνίσταται κυρίως στην απαγόρευση της επικοινωνίας του με συνήγορο πριν από την εξέτασή του ως "μάρτυρα", γεγονός που θάλπει, κατά την κοινή πείρα, την πρακτική αυθαίρετων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δημιουργεί αρνητική προδιάθεση σε βάρος των αστυνομικών οργάνων. Έτσι, με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθίσταται πλέον υποχρεωτικό εκείνος που έχει συλληφθεί ως δράστης ή σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη για την οποία διεξάγεται προανάκριση χωρίς προηγούμενη εισαγγελική παραγγελία, να εξετάζεται σύμφωνα με ό,τι ισχύει για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται η μαρτυροποίησή του και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα, ενώ με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου ορίζεται ρητά ότι η κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου εξέταση του δράστη που έχει συλληφθεί ή του υπόπτου είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφαρμοζόμενης κατά τα άλλα της διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 ΚΠοινΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. β' του ΚΠοινΔ δεν απάγγελε ακυρότητα της κατά παράβαση αυτής αναγνώσεως και αξιολογήσεως μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες λήφθηκαν μετά την άσκηση ποινικής διώξεως για συγκεκριμένη πράξη, εφόσον μετά την λήψη αυτών στο ανακριτικό στάδιο προέκυψαν τυχόν ενδείξεις ενοχής κατά του προσώπου που κατέθεσε αρχικώς ως μάρτυρας, ως δράστη της διωχθείσας πράξεως. Όμως, η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου, των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 του ΚΠοινΔ δημιουργούσε απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περ. δ' και 481 παρ. 1 περ. β' του ΚΠοινΔ, διότι αφορούσε την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποιήσεώς του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για "δίκαιη δίκη", που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και στο δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ. 4 του ΚΠοινΔ να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεως διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του, επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής (Ολ. ΑΠ 1/2004). Πλην, με το άρθρο 2 του ν. 3160/2003, ο οποίος καταλαμβάνει και τον κρίσιμο χρόνο (21.1.2004), αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 31 του ΚΠοινΔ και ορίσθηκε ότι: "Η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 240 και 241. Αν αυτή γίνεται ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή αν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης, το πρόσωπο αυτό καλείται πριν από σαράντα οκτώ ώρες για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται ανωμοτί. Έχει δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντα οκτώ ώρες για την παροχή τους, η οποία μπορεί να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Επίσης, μπορεί να ζητήσει να του χορηγηθεί αντίγραφο της μήνυσης ή της έγκλησης. Αυτός που ενεργεί την προκαταρκτική εξέταση πρέπει να ενημερώσει προηγουμένως τον εξεταζόμενο για την πράξη που αφορά η εξέταση και για τα παραπάνω δικαιώματά του. Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του προσώπου αυτού που έγινε ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα παράστασης με συνήγορο, δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας. Εφόσον ο μηνυόμενος ή εγκαλούμενος ή εκείνος κατά του οποίου στρέφονται οι υποψίες κλητεύτηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε, η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται και χωρίς την εξέτασή του". Μετά, δηλαδή, την έναρξη ισχύος του ν. 3160/2003, επιτρέπεται η λήψη υπόψη και η αποδεικτική αξιολόγηση και της καταθέσεως που έχει δώσει ο εγκαλούμενος για την τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξεως κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως, πριν ασκηθεί κατ` αυτού ποινική δίωξη, πριν, δηλαδή, λάβει αυτός την ιδιότητα του κατηγορουμένου, εφόσον, όμως, αυτή έγινε ανωμοτί και ο εγκαλούμενος δεν στερήθηκε του δικαιώματός του να παρασταθεί με συνήγορο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στον κατάλογο των εγγράφων, που αναγνώσθηκαν, περιλαμβάνεται, με αύξ. αριθ. 9, φωτοαντίγραφο της από 21-1-04 ανωμοτί εξέτασης του Κ. Τ., ενώπιον της Πταισματοδίκη του Γ' Τμήματος Θεσσαλονίκης Ζωής Μακρυγιάννη. Η κατάθεση αυτή λήφθηκε υπόψη και αξιολογήθηκε από το Πενταμελές Εφετείο, προκειμένου αυτό να μορφώσει την κρίση του για την ενοχή του κατηγορουμένου. Όπως, όμως, προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, η ως άνω χωρίς όρκο κατάθεση του αναιρεσείοντος ναι μεν δόθηκε κατά την προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε σε βάρος του και πριν αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, πλην αυτός δεν στερήθηκε κανενός υπερασπιστικού του δικαιώματος, αφού, όπως ρητά αναφέρεται στην εν λόγω κατάθεση, η Πταισματοδίκης τον ενημέρωσε για την πράξη, την οποία αφορούσε η προκαταρκτική εξέταση, και για τα δικαιώματά του, κατ` άρθρο 31 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3160/2013, δηλαδή να ζητήσει να του χορηγηθεί αντίγραφο της μηνύσεως, να παρίσταται, εφόσον επιθυμεί, με συνήγορο, να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι 48 ώρες για την παροχή τους. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ορθώς λήφθηκε από το Δικαστήριο υπόψη και η κατάθεση αυτή και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, συνισταμένη στο ότι λήφθηκε υπόψη η παραπάνω κατάθεση, η οποία είχε δοθεί πριν ο αναιρεσείων αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθ. εκθ. 25/27 Σεπτεμβρίου 2013 αίτηση του Κ. Τ. του Ε., για αναίρεση της 1234-1235/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για τοκογλυφία κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Στοιχεία εγκλήματος. Επιτρεπτώς το σκεπτικό αποτελεί επανάληψη του διατακτικού, αφού αυτό περιέχει με πληρότητα περιστατικά που πληρούν την απαίτηση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3160/2003, με τον οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ, επιτρέπεται η λήψη υπόψη και η αποδεικτική αξιολόγηση και της καταθέσεως που έχει δώσει ο εγκαλούμενος για την τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξεως κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως, πριν ασκηθεί κατ' αυτού ποινική δίωξη, πριν, δηλαδή, λάβει αυτός την ιδιότητα του κατηγορουμένου, εφόσον, όμως, αυτή έγινε ανωμοτί και αυτός δεν στερήθηκε του δικαιώματός του να παρασταθεί με συνήγορο.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Τοκογλυφία, Προανακριτικη ανώμοτη κατάθεση.
2
Αριθμός 1579/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα ΜΙτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2013 με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Θ. Σ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Γκιγκιλίνη, για αναίρεση της υπ' αριθ 19315/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιουλίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 997/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι η προθεσμία για την άσκηση των ενδίκων μέσων, όταν ο δικαιούμενος είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της. Ενόψει, όμως, της γενικής αρχής του δικαίου ότι κανένας δεν υποχρεούται στα αδύνατα, είναι επιτρεπτή η εκπρόθεσμη άσκηση ενδίκου μέσου όταν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος. Στην εξαιρετική, αυτή περίπτωση, όπως συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 2 ΚΠΔ, ο ασκών το ένδικο μέσον οφείλει να αναφέρει στην περί αυτού έκθεση (δήλωση) το λόγο που δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση του, δηλαδή, τα περιστατικά της ανώτερης βίας ή του ανυπερβλήτου κωλύματος από τα οποία παρεμποδίστηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή του, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν τα περιστατικά αυτά. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του δικαιούχου, το οποίο δεν μπορεί να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και συνέσεως, ανυπέρβλητο δε κώλυμα θεωρείται εκείνο το οποίο δεν οφείλεται οπωσδήποτε σε υπαιτιότητα του ασκούντος το ένδικο μέσο και δεν μπορούσε να υπερνικηθεί απ" αυτόν με κανένα τρόπο. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, αν η έφεση ασκηθεί εκπρόθεσμα απορρίπτεται ως απαράδεκτη, κατά δε της αποφάσεως αυτής χωρεί αναίρεση (άρθρο 476 παρ. 2 Κ.Π.Δ.), ο έλεγχος, όμως του Αρείου Πάγου στην περίπτωση αυτή, περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως του Εφετείου, για το απαράδεκτο. Εξάλλου, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτείται και για την απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Αν προβάλλεται με την έφεση λόγος ανώτερης βίας εκ της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στην απορριπτική του λόγου αυτού κρίση του δικαστηρίου, αλλιώς ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 19315/2013 απόφασή του, απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως της, την υπ' αριθ. 5953/27-4-2009, έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθ. 21916/23-2-2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η οποία απαγγέλθηκε παρόντος του αναιρεσείοντος (εκπροσωπούμενου από συνήγορο) και με την οποία αυτός καταδικάστηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών, μετατραπείσα προς 10 Ευρώ ημερησίως, για παράβαση του άρθρου 17 παρ.1, 8 του Ν. 1337/1983 (κατασκευή αυθαιρέτου κτίσματος). Για την απόρριψη της εφέσεως ως απαράδεκτης, το Δικαστήριο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ακόλουθη αιτιολογία: "Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340 παρ. 2, 473 παρ. 1 και 476 παρ. 1 και 2 Κ.Π.Δ. συνάγεται ότι επιτρέπεται στον κατηγορούμενο να εκπροσωπείται μόνον από συνήγορο, που διορίζεται με απλή έγγραφη δήλωση του. Ο εκπροσωπών τον κατηγορούμενο συνήγορος, ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι" αυτόν, οπότε, στην περίπτωση αυτή, ο κατηγορούμενος θεωρείται πραγματικά παρών και όχι ωσεί παρών, για το λόγο δε αυτό και η προθεσμία των δέκα (10) ημερών, για την άσκηση υπό τούτου του ενδίκου μέσου της εφέσεως, αρχίζει από την δημοσίευση της καταδικαστικής αποφάσεως και όχι από την επίδοσή της υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι ο νομίμως εκπροσωπήσας αυτόν συνήγορος, ήταν παρών κατά τη δημοσίευση, διότι, πληροφορούμενος την καταδίκη του εντολέα του, μπορεί ν' ασκήσει, κατ' άρθρο 465 παρ. 2 Κ.Π.Δ, ένδικο μέσο, χωρίς άλλη εντολή....... Από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος που εξετάστηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και απ' όλη την διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής: η εκκαλουμένη υπ' αριθ. 21916/2009 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών εκδόθηκε παρόντος δια πληρεξουσίου του κατηγορουμένου και ήδη εκκαλούντος. Ειδικότερα ο εκκαλών - κατηγορούμενος εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο Ευάγγελο Καρκάνη. Όμως η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε την 27-4-2009 (βλ. την υπ' αριθ. πρωτ. 5953/2009 έκθεση εφέσεως) ήτοι εκτός της δεκαήμερης προθεσμίας του άρθρο 473 Κ.Π.Δ. Ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ως εκπροθέσμως ασκηθείσα . Στην έκθεση εφέσεως που ασκήθηκε δια πληρεξουσίου ο εκκαλών -κατηγορούμενος αναφέρει για να αιτιολογήσει το εκπρόθεσμο της εφέσεως τα εξής: ... Με εξουσιοδότηση εκπροσώπησε τον εντολέα του ενώπιον του Μονομελούς Πλημ/κείου στις 23-2-2009, πλην όμως δεν άσκησε αυθημερόν την έφεση, λόγω ανειλημμένης υποχρεώσεως του να μεταβεί στα Δικαστήρια του Πειραιά, επιφυλαχθείς να την ασκήσει εντός της νομίμου 10ημέρου προθεσμίας, ήτοι μέχρι την 5-3-2009. Παρότι τις πρωινές ώρες της στις 5-3-2009 (τελευταία ημέρα της προθεσμίας) ο εντολέας του απέστειλε στο γραφείο του, όπως του είχε ζητηθεί, εξουσιοδότηση προκειμένου να ασκήσει την έφεση εν τούτοις δεν κατέστη δυνατή η άσκησή της για λόγους υγείας που αναφέρονται στο πρόσωπο του και συγκεκριμένα: Όπως προκύπτει από το συνημμένο αντίγραφο της από 21-3-2009 ιατρικής βεβαιώσεως του ιατρού Ν. Α. (χειρουργού Οδοντιάτρου) πάσχων από οξύ εμπύρετο φατνιακό απόστημα προσήλθε στις 4-3-2009 και υποβλήθηκε σε σχάση και παροχέτευση του αποστήματος, υποβληθείς σε φαρμακευτική αγωγή (με αντιβιοτικά και αντιφλεγμονώδη φάρμακα) υποχρεωθείς να παραμείνει κλινήρης επί τετραήμερο. Ακολούθως στις 9-3-2009 υποβλήθηκε σε χειρουργική αφαίρεση κύστεως και ακροριζεκτομή οδόντος. Έγινε συρραφή του χειρουργικού πεδίου και του χορηγήθηκε εκ νέου φαρμακευτική αγωγή, υποχρεωθείς και πάλι να παραμείνει κλινήρης επί 5νθήμερον ενώ στις 17-3-2009 έγινε η αφαίρεση των ραμμάτων και εδόθησαν οδηγίες μέχρις πλήρους αποκαταστάσεως. Ακολούθως ο ίδιος, ο οποίος χειρουργήθηκε προσφάτως (26-1-2009) για καρκινικό μόρφωμα στην ουροδόχο κύστη, ενεφάνισε υποτροπή (συμπτώματα ανώδυνης αιματουρίας) με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί πανικόβλητος να σπεύσει και επιμεληθεί για την αντιμετώπιση του σοβαρότατου αυτού προβλήματός του, υποβληθείς σε σειρά εξετάσεων (κυστεοσκόπηση κ.λ.π.) και υποχρεωθείς να παραμείνει επί μακρόν, μέχρις υποχωρήσεως των συμπτωμάτων, εκτός των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να μην δυνηθεί να ασκήσει την έφεση μέχρι σήμερα. Ο λόγος όμως αυτός ανωτέρας βίας είναι απορριπτέος μη δυνάμενος να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της εφέσεως ήτοι ο άνω εκπροσωπήσας δικηγόρος τον κατηγορούμενο και ήδη εκκαλούντα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και παριστάμενος καθ' όλη την διάρκεια της πρωτοβάθμιας δίκης και κατά την δημοσίευση της αποφάσεως εδύνατο κατ' άρθρο 465 παρ. 2 Κ.Π.Δ να ασκήσει το ένδικο μέσο της εφέσεως δίχως άλλο δίχως οποιαδήποτε περαιτέρω εξουσιοδότηση, ενώ προκύπτει και εξουσιοδότηση στον ως άνω δικηγόρο για κατάθεση της έφεσης προγενέστερα της 5-3-2009 με την από 19-2-2009 εξουσιοδότηση. Ο λόγος υγείας που επικαλείται εμφανίστηκε κατά τους ισχυρισμούς του την τελευταία ημέρα της 10ήμερης προθεσμίας (5-3-2009) ασκήσεως του ένδικου μέσου της εφέσεως και συνεπώς εφόσον δεν ήταν καθ' όλη την διάρκεια της 10ήμερης προθεσμίας δεν συνιστά ανωτέρα βία, ενώ είναι σε κάθε περίπτωση εντελώς έωλος ο ισχυρισμός του περί ανειλημμένης υποχρεώσεως, που δεν προσδιορίζει, να μεταβεί ο δικηγόρος στα δικαστήρια του Πειραιά την ημέρα της πρωτοβαθμίου δίκης, που βέβαια δεν δικαιολογεί ανωτέρα βία αφού δεν υφίσταντο καθ' όλη την διάρκεια της 10ήμερης προθεσμίας. Επίσης και ο λόγος υγείας του συνηγόρου που επικαλείται έπαψε την 17-3-2009, όμως η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε σε κάθε περίπτωση πέρα των 10 ημερών από την άρση του κατά τους ισχυρισμούς του λόγου ανωτέρας βίας ήτοι την 27-4-2009. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος υγείας του δικηγόρου δεν δικαιολογεί το εκπρόθεσμο και για τον πρόσθετο λόγο της δυνατότητας του δικηγόρου να ειδοποιήσει τον πελάτη του - κατηγορούμενο - εκκαλούντα περί του προβλήματος υγείας την τελευταία ημέρα της 10ήμερης προθεσμίας καθ' όσον από την από 21-3-2009 βεβαίωση του οδοντιάτρου Ν. Α. δεν προκύπτει μη δυνατότητα του δικηγόρου περί επικοινωνίας κατά την 5-3-2009". Η ανωτέρω αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού η πληττόμενη απόφαση, μετ' εκτίμηση και αξιολόγηση των σε αυτή αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (κατάθεση μάρτυρος και έγγραφα που αναγνώστηκαν), κατέληξε στην κρίση ότι η έφεση έχει ασκηθεί εκπρόθεσμα και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ειδικότερα αναφέρει ότι δεν απαιτείτο επίδοση της πρωτόδικης απόφασης, αφού ο κατηγορούμενος είχε εκπροσωπηθεί από συνήγορο, καθώς και το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης αυτής (23-2-2009), ενώ από την αναγνωσθείσα, από 27-4-2009, έφεση του αναιρεσείοντα, προέκυπτε ο χρόνος άσκησης αυτής και ο επικαλούμενος λόγος ανώτερης βίας, του οποίου την απόρριψη αιτιολογεί πλήρως στο σκεπτικό. Και ναι μεν, δεν αναφέρει ρητά, τον κατά τα άνω χρόνο δημοσίευσης της πρωτόδικης απόφασης, όμως αυτός με σαφήνεια προκύπτει από τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης στο σκεπτικό της, κατά την ανάλυση του περιεχομένου της έκθεσης έφεσης, όπου αναφέρεται κατά πιστή αντιγραφή "Με εξουσιοδότηση εκπροσώπησε τον εντολέα του ενώπιον του Μονομελούς Πλημ/κείου στις 23-2-2009", από αυτή δε την παραδοχή συνάγεται και ο χρόνος δημοσίευσης της απόφασης του πρωτοβάθμιου Μονομελούς Πλημ/κείου, ήτοι η 23-2-2009. Η επικαλούμενη αναιρετική πλημμέλεια, περί του ότι καίτοι το δικαστήριο αναφέρεται στα αποδεικτικά μέσα (ένορκη κατάθεση του μάρτυρος που εξετάστηκε στο ακροατήριο, αναγνωσθέντα έγγραφα), τα οποία αποδείκνυαν τον επικαλούμενο λόγο ανωτέρας βίας, εν τούτοις δεν τα έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της κρίσης του, είναι απαράδεκτη καθόσον υπό την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως ο σχετικός 2ος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 του ΚΠΔ, "όπου ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, το ένδικο μέσο της αίτησης αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης η οποία, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι εάν η υπόθεση που αναφέρεται σε ορισμένο έγκλημα, διήλθε και από τους δύο βαθμούς ουσιαστικής κρίσης, με το ένδικο μέσο της αίτησης αναίρεσης, προσβάλλεται μόνο η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στην οποία έχει ενσωματωθεί εκείνη που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό, και κάθε λόγος αναίρεσης που πλήττει την πρωτοβάθμια απόφαση, είναι απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον 4° λόγο αναιρέσεως, αιτείται την αναίρεση της πρωτόδικης κατά τα άνω, με αριθμό 21916/23-2-2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ειδικότερα του άρθρου 17 παρ. 1, 8 του Ν. 1337/1983, καθόσον τον κήρυξε ένοχο, καίτοι είχε προβεί σε δήλωση τακτοποίησης του αυθαιρέτου κτίσματος και επί πλέον, μετέτρεψε την επιβληθείσα σε αυτόν ποινή των 3 μηνών, καίτοι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για αναστολή της. Ο λόγος αυτός, είναι απορριπτέος, κατά τα εκτεθέντα παραπάνω, ως απαράδεκτος, αφού πλήττει την πρωτοβάθμια απόφαση. Με τον 1° λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων προβάλλει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και υπέρβαση εξουσίας για το λόγο ότι καίτοι στο αντίγραφο των πρόχειρων πρακτικών που αφορούν την προσβαλλομένη απόφαση τα οποία προσκομίζει και επικαλείται, η πρόταση της Εισαγγελέως ήταν να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση, εν τούτοις στην προσβαλλομένη απόφαση η σχετική πρόταση της Εισαγγελέως είναι να απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, αφού τα πρακτικά της ποινικής δίκης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 141 και 142 του Κ.Π.Δ. αποδεικνύουν τα καταχωρούμενα σε αυτά, μέχρι να διορθωθούν ή να προσβληθούν για πλαστότητα και μόνο στην τελευταία αυτή διαδικασία μπορεί να χρησιμεύσουν τα πρόχειρα πρακτικά. Με τον αυτό ως άνω 1° λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων αιτιάται, ότι καίτοι η πραγματική ημερομηνία εκδίκασης της ένδικης υπόθεσης ήταν η 21-3-2013, στο επικυρωμένο αντίγραφο που έλαβε, εσφαλμένα αναφέρεται ότι ήταν η 30-12-2012. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της απόφασης αυτής, πράγματι στην αρχή της αναφέρεται από προφανή παραδρομή "συνεδρίαση της 30-10-2012", ενώ αμέσως μετά, ως ημερομηνία δημοσίευσης, της παρεμπίπτουσας απόφασης, περί παραδοχής της εκπροσώπησης του απόντα κατηγορουμένου από το συνήγορό του, ως χρόνος δημοσίευσης αυτής φέρεται η 21-3-2013 ενώ και στο τέλος της απόφασης, ως χρόνος δημοσίευσης αυτής φέρεται η 21-3-2013, που είναι και το ορθό. Το γεγονός όμως αυτό δεν δημιουργεί καμιά ακυρότητα, εξάλλου και ο αναιρεσείων, δεν επικαλείται κάποια δικονομική βλάβη που υπέστη από το γεγονός αυτό. Επομένως, ο σχετικός 1ος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α και Η' του ΚΠΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται αντίθετα από τα παραπάνω, είναι αβάσιμος και απορριπτέος και κατά τα δύο ως άνω σκέλη του. Εξάλλου, και η συναφής με τα ανωτέρω αιτίαση, που προβάλλεται με τον 3° λόγο αναίρεσης, ότι το δικαστήριο, ενόψει των επικαλουμένων σφαλμάτων και πλημμελειών, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. για δίκαιη δίκη είναι απαράδεκτη, γιατί η παραβίαση της δίκαιης δίκης, που καθιερώνεται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, δεν δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης της απόφασης, πέραν των αναφερομένων περιοριστικώς στο άρθρο 510 του Κ.Π.Δ. λόγων, εκτός αν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια που υπάγεται στους προβλεπόμενους, ως άνω, λόγους, τους οποίους, όμως, δεν ιδρύουν οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος που προαναφέρθηκαν, αφού, όπως αναφέρθηκε, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη και το Τριμελές Πλημμελειοδικείο δεν υπέπεσε σε καμιά πλημμέλεια και δεν στέρησε τον αναιρεσείοντα από κανένα υπερασπιστικό του δικαίωμα. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (αρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 8-7-2013, με αριθμό έκθεσης 57/2013, αίτηση του Θ. Σ. του Α., για αναίρεση της υπ" αριθ. 19315/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποινική Δικονομία. Απόρριψη εφέσεως ως εκπρόθεσμης. Λόγος ανωτέρας βίας. Ασθένεια συνηγόρου. Λόγοι αναίρεσης: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει ότι δεν απαιτείτο επίδοση της πρωτόδικης απόφασης, αφού ο κατηγορούμενος είχε εκπροσωπηθεί από συνήγορο καθώς και το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης αυτής και το χρόνο άσκησης της έφεσης του αναιρεσείοντα, ενώ αιτιολογεί την απόρριψη του λόγου ανώτερης βίας. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Προθεσμία, Επίδοση, Ανωτέρα βία.
0
Αριθμός 1570/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου -Πετρουλάκη -Εισηγήτρια, Μαρία Γαλάνη -Λεοναρδοπούλου, (σύμφωνα με τις υπ' αριθμό 26,34,49/2013 αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου), απέχοντος του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σακελλάκου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενο τον Ι. Σ.. Και εγκαλούντα: τον Ι. Β. του Π., κάτοικο .... Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 13 Ιουνίου 2013, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 752/13. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Σακελλάκος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη, με αριθμό 182/23.9.2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι. Εισάγω στο Δικαστήριο Σας σε Συμβούλιο την 168107/13-6-2013 αίτηση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για κανονισμό αρμοδιότητας κατά παραπομπή της κατωτέρω ποινικής υποθέσεως, σύμφωνα με τα άρθρα 136 περ. ε' και 137 του Κ.Π.Δ., και εκθέτω τα εξής: II. Σύμφωνα με το α. 136 περ. ε' του ΚΠΔ, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 ΚΠΔ, δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως από το κατά τα άρθρα αυτά αρμόδιο δικαστήριο σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές. Σκοπός της διάταξης είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού, και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, που οφείλεται στο γεγονός ότι ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο. Η παραπομπή αυτή σε άλλο δικαστήριο γίνεται όχι μόνο στο στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και σ' αυτό της προδικασίας που περιλαμβάνει τόσο την προκαταρκτική εξέταση όσο και την άσκηση της ποινικής διώξεως. Την παραπομπή αυτή μπορεί να ζητήσει, σύμφωνα με το α. 137 του ΚΠΔ, και ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών σε περίπτωση που δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί η διαδικασία παραπομπής μέσω του Συμβουλίου Εφετών της υποθέσεως σε άλλο δικαστήριο, εκτός από αυτό που υπηρετεί ο εγκαλούμενος δικαστικός λειτουργός, επειδή στην περιφέρεια του υπάρχει ένα μόνο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1417/2009, ΑΠ 440/2006, ΑΠ 409/2006, ΑΠ 840/2005). Αρμόδιος να κρίνει το αίτημα αυτό είναι ο Άρειος Πάγος σε Συμβούλιο με ανάλογη εφαρμογή των α. 132, 134 και 135 του ΚΠΔ. ΙΙΙ Από τα έγγραφα της δικογραφίας που μας διαβιβάστηκε προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 6-3-2013 έγκληση του ο Ι. Β. επίτιμος δικηγόρος κάτοικος ... ( …) ζήτησε την ποινική δίωξη του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Ι. Σ. για παράβαση καθήκοντος πράξεις τις οποίες αυτός φέρεται ότι τέλεσε σε βάρος του στην …. Η έγκληση αυτή μας διαβιβάστηκε από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών επειδή ο εγκαλούμενος υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών με τον βαθμό του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών και δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί η διαδικασία παραπομπής μέσω του Συμβουλίου Εφετών επειδή δεν υπάρχει στην περιφέρεια του Εφετείου άλλο Πρωτοδικείο και Εισαγγελία Πρωτοδικών (ΠΔ 30/2011).Ύστερα από αυτά, και σύμφωνα με όσα παραπάνω (II) εκτέθηκαν, πρέπει το Δικαστήριο Σας σε Συμβούλιο στα πλαίσια του κανονισμού αρμοδιότητας να ορίσει κατά παραπομπή ως αρμόδιο να επιληφθεί της παραπάνω υποθέσεως και να κρίνει στα πλαίσια της αρμοδιότητας του τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς καθώς και τις δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιώς. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω να παραπεμφθεί η από 6-3-2013 έγκληση του Ι. Β. επίτιμου δικηγόρου κατοίκου ... ( …) κατά του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Ι. Σ. στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς και στις δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιώς. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθαν. Κ. Κατσιρώδης". Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε' του ΚΠΔ, όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο κατά τόπο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, α) το συμβούλιο πλημμελειοδικών.......β) το συμβούλιο Εφετών αν ζητείται η παραπομπή από ένα μονομελές ή τριμελές Πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο όμοιο και γ) ο Άρειος Πάγος, που συνέρχεται σε συμβούλιο σε κάθε άλλη περίπτωση. Από το δικαιολογητικό λόγο της διάταξης αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλομένης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, και όταν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο Ι. Β. του Π. Επίτιμος δικηγόρος, υπέβαλε την από 4-3-2013, μήνυση που διαβιβάσθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών (Α.Β.Μ. ΙΑ2013/6296), που στρέφεται, κατά του Ι. Σ., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, που υπηρετεί στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, με το υπ αριθμό πρωτ. 168107/13-6-2013 έγγραφο του, προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου υπέβαλε σε αυτόν, τη σχετική ως άνω μήνυση και ζήτησε τον κανονισμό αρμοδιότητας κατά παραπομπή, λόγω της ιδιότητας, του κατά τα άνω εγκαλουμένου, ως δικαστικού λειτουργού, που υπηρετεί στο Πρωτοδικείο Αθηνών, καθόσον το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν μπορούσε να αποφασίσει παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ομοειδές και ισόβαθμο δικαστήριο της περιφέρειας του, ελλείψει άλλου τέτοιου δικαστηρίου, μετά την ίδρυση του Εφετείου Ευβοίας και την υπαγωγή σ' αυτό των Πρωτοδικείων Χαλκίδας και Θηβών. Ενόψει των ανωτέρω, δεν μπορεί ούτε άσκηση ποινικής διώξεως ούτε ενέργεια οποιασδήποτε πράξεως της προδικασίας και κύριας διαδικασίας να γίνει κατά του ανωτέρω δικαστικού λειτουργού, από τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών, στο οποίο υπηρετεί με το βαθμό του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών. Επομένως συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή (άρθρα 136 εδ. ε' και 137 παρ.1 στοιχ. γ' του ΚΠΔ) δοθέντος δε, ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν μπορεί να αποφασίσει παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ομοειδές και ισόβαθμο δικαστήριο της περιφέρειας του, ελλείψει άλλου τέτοιου δικαστηρίου μετά την ίδρυση του Εφετείου Ευβοίας και την υπαγωγή σ' αυτό των Πρωτοδικείων Χαλκίδας και Θηβών, πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της ανωτέρω υποθέσεως ως προς τον παραπάνω εγκαλούμενο, Δικαστικό λειτουργό, από τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών, στις αντίστοιχες Εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιά. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διατάσσει την παραπομπή της υποθέσεως, που αναφέρεται στο υπ' αριθμό πρωτ. 168107/13-6-2013, έγγραφο του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, και αφορά την από 4-3-2013, μήνυση του Ι. Β. του Π. , Επίτιμου δικηγόρου, κατοίκου, .., οδός …αρ. …, που διαβιβάσθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών (Α.Β.Μ. ΙΑ2013/6296) και στρέφεται, κατά του Ι. Σ., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, που υπηρετεί στο Πρωτοδικείο Αθηνών, από τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών, στις αντίστοιχες Εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιά. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2013. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας 136 Κ.Π.Δ. Συντρέχει βάσιμος λόγος καθορισμού αρμοδιότητας άλλων Εισαγγελικών και λοιπών δικαστικών αρχών κατόπιν της υποβολής έγκλησης σε βάρος δικαστικού λειτουργού του Πρωτοδικείου Αθηνών, ακόμα και στο στάδιο της προδικασίας.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 1568/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σακελλάκου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί αναιρέσεως της 348/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης. Με κατηγορούμενο τον Α. Τ. του Γ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο και πολιτικώς ενάγουσα την Μ. Ρ. του Γ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Διαμαντή. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κοζάνης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 49/27 Σεπτεμβρίου 2013 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεώργιου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1068/2013. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της πολιτικώς ενάγουσας που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479 παρ. 2 (άρθρο 483 παρ. 3), δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ.1 του ίδιου κώδικα, όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, έστω και αν αυτή, όπως απαγγέλθηκε, προσβάλλεται με έφεση και για όλους τους αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 λόγους, μεταξύ των οποίων και για έλλειψη αιτιολογίας. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 εδ. α' του ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 969/1979, και ορίζει ότι η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, προκύπτει ότι η τυχόν καταχώρηση στο ως άνω βιβλίο ποινικής απόφασης, η οποία, όπως απαγγέλθηκε, δεν είναι τελεσίδικη, αλλά προσβάλλεται με έφεση, και ως εκ τούτου δεν είναι καταχωριστέα στο εν λόγω βιβλίο, δεν έχει καμία έννομη συνέπεια. Επομένως, η πιο πάνω μηνιαία προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου εναντίον αποφάσεως, η οποία, όπως απαγγέλθηκε, είναι εκκλητή, αρχίζει, και μετά την ισχύ της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 9 του Ν. 969/1979, όπως άρχιζε και προηγουμένως, ήτοι από τη δημοσίευση της και όχι από την τυχόν καταχώρηση της στο προβλεπόμενο, από την άνω διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 473 του ΚΠΔ, αποκλειστικά για τις τελεσίδικες αποφάσεις, ειδικό βιβλίο. Η εκδοχή αυτή συνάδει προς το γράμμα της εν λόγω διάταξης του άρθρου άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠΔ, κατά το οποίο στο προαναφερόμενο ειδικό βιβλίο καταχωρίζεται καθαρογραμμένη όχι οποιαδήποτε ποινική απόφαση, αλλά μόνο η τελεσίδικη. Δεν συντρέχει δε λόγος να απομακρυνθεί ο ερμηνευτής από το γράμμα της διάταξης, διότι αν για την αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά πρωτόδικης εκκλητής απόφασης (η οποία μόνο από αυτόν μπορεί να προσβληθεί με αναίρεση), ο νομοθέτης ήθελε ειδική ρύθμιση ως προς το χρόνο ενάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, θα εκφραζόταν ρητά, δεδομένου ότι η διάταξη του προαναφερθέντος άρθρου 473 παρ. 3 εδ. α' του ΚΠΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 969/1979, αναφέρεται μόνο στις τελεσίδικες ποινικές αποφάσεις. Συνάδει επίσης προς το σκοπό της διατάξεως αυτής, ο οποίος συνίσταται στην ανάγκη να έχει λάβει ο ενδιαφερόμενος διάδικος πλήρη γνώση του αιτιολογικού της απόφασης, ώστε να μπορεί να εντοπίσει τυχόν υφιστάμενους αναιρετικούς λόγους και να αποφεύγεται η άσκηση ματαίως αιτήσεως αναιρέσεως και η εντεύθεν άσκοπη ταλαιπωρία και οικονομική επιβάρυνση του. Ενώ, όταν πρόκειται για απόφαση εκκλητή, υπάρχει η δυνατότητα προσβολή της με έφεση, και η ενιαία εισαγγελική αρχή, εφόσον κρίνει ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έσφαλε, δικαιούται να ασκήσει το τακτικό αυτό ένδικο μέσο με το οποίο μπορεί να αποκατασταθεί και η ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όσο και η ορθή εκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως. Σε κάθε δε περίπτωση, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να λαμβάνει υπηρεσιακώς γνώση της ανάγκης του αναιρετικού λόγου πρωτοβάθμιας αποφάσεως, από τη δημοσίευση της, ώστε να μην απωλέσει την προθεσμία προς άσκηση αναιρέσεως κατ' αυτής (Ολ.ΑΠ 3 και 4/2000). Να σημειωθεί ότι η υπ' αριθμό 6/2002 απόφαση της Ολομέλειας του Α.Π. (η οποία εκδόθηκε μετά την από 11-4-2002 απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. επί της υποθέσεως ΑΕΠΙ κατά Ελλάδος και κάνει λόγο για διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης στην δικαιοσύνη και για μη περιορισμό της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος του κατηγορουμένου που η σύμβαση εγγυάται), αφορά πρωτόδικη ανέκκλητη απόφαση, δηλαδή απόφαση που εξ αρχής δεν υπόκειται σε έφεση, αλλά σε αναίρεση, κατά ρητή περί αυτού πρόβλεψη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 551 παρ.5 του ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 35 του ν. 4055/12-3-2012), οπότε στην περίπτωση αυτή πράγματι αφετήριο χρονικό σημείο της προθεσμίας άσκησης αίτησης αναίρεσης από τον Εισαγγελέα είναι η καταχώρηση της απόφασης στο ειδικό βιβλίο. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη με αριθμό 49/27-9-2013 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ζητείται η αναίρεση της υπ' αριθμό 348/2013, απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης, που εκδόθηκε σε πρώτο βαθμό, με την οποία αθωώθηκε ο κατηγορούμενος, Α. Τ. του Γ., για τις αξιόποινες πράξεις α) της ψευδούς αναφοράς σε αρχή και β) της υπεξαγωγής εγγράφου. Η απόφαση αυτή δεν ήταν τελεσίδικη καθόσον είχαν δικαίωμα να ασκήσουν κατ' αυτής έφεση ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών και ο Εισαγγελέας Εφετών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 1γ' του ΚΠΔ. Επομένως, σύμφωνα και με όσα, στην εν αρχή νομική σκέψη αναφέρθηκαν, η καταχώρηση της απόφασης αυτής στο κατά το άρθρο 473 παρ. 3 του ΚΠΔ ειδικό βιβλίο, δεν ήταν νομικώς αναγκαία και δεν έχει καμία έννομη συνέπεια, και επομένως η μηνιαία προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, άρχισε από την δημοσίευση της, ήτοι από 12-3-2013, και όχι από την καταχώρηση της στο ειδικό βιβλίο που έλαβε χώρα στις 12-8-2013, όπως από τη σχετική υπηρεσιακή βεβαίωση προκύπτει. Συνεπώς η αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της παραπάνω απόφασης που ασκήθηκε στις 27-9-2013 είναι εκπρόθεσμη και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατ' άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθμό έκθεσης 49/27-9-2013 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ' αριθμό 348/2013 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποινική Δικονομία. Αναίρεση Εισαγγελέως κατά εκκλητής αποφάσεως. Προθεσμία και έναρξη αυτής. Διαφοροποίηση της έναρξης της προθεσμίας της περίπτωσης αυτής από την περίπτωση της αναιρέσεως κατά τελεσίδικης απόφασης. Έναρξη προθεσμίας αναιρέσεως κατά εκκλητής αποφάσεως από τη δημοσίευσή της, και όχι από την καταχώρισή της στο ειδικό βιβλίο, αφού αυτή η έναρξη προβλέπεται για την περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως κατά τελεσίδικης αποφάσεως. Απορρίπτει αναίρεση Εισαγγελέως ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της.
Προθεσμία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου.
0
Αριθμός 1563/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2013με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σακελλάκου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος- κατηγορουμένου Τ. ή H. Κ. ή A. του Γ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Τσοβόλα, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 425/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Ιουλίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 919/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις του άρθρου τέταρτου του ν. 2803/2000 "Κύρωση της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των συναφών με αυτήν Πρωτοκόλλων", "1. Όποιος με τη χρήση πλαστών, ανακριβών ή ελλιπών δηλώσεων ή εγγράφων ή με την απόκρυψη ή με την κατά παράβαση ειδικής υποχρέωσης παρασιώπηση πληροφοριών ή με τη μη κατά προορισμό τους χρήση των πόρων που του χορηγήθηκαν ή των πλεονεκτημάτων που είχε νόμιμα αποκτήσει, αχρεωστήτως εισπράττει ή παρακρατεί ή παρανόμως ελαττώνει πόρους του γενικού προϋπολογισμού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των προϋπολογισμών, των οποίων η διαχείριση ασκείται από τις Κοινότητες ή για λογαριασμό τους, τιμωρείται με φυλάκιση. 2. Αν η κατά τις προηγούμενες διατάξεις βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και αν η βλάβη υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών επιβάλλεται κάθειρξη". Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τον τίτλο του άρθρου αυτού, που επιγράφεται ως "Απάτη σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων", συνάγεται ότι θεσπίσθηκε ιδιώνυμο έγκλημα απάτης σε βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που τελείται με οποιονδήποτε από τους τρόπους που προαναφέρθηκαν, με παθόν το νομικό πρόσωπο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τιμωρείται ως πλημμέλημα ή κακούργημα κατά περίπτωση. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 42 παρ.1 του ΠΚ, κατά την οποία, όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρ. 83), προκύπτει ότι, για να υπάρξει απόπειρα του εγκλήματος της απάτης σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αρκεί ότι το έγκλημα αυτό δεν συντελέσθηκε μεν, γιατί οι αρμόδιοι υπάλληλοι δεν παραπλανήθηκαν, πλην άρχισε η πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεώς του με την προσκόμιση, π.χ., των πλαστών εγγράφων. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Ισχυρισμός, όμως, ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής, με την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 425/2013 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα απόπειρας απάτης κατά συναυτουργία σε βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η Εταιρεία με την επωνυμία "ΤΑΝΙΣ ΝΤΑΤΑ ΕΝΤΟΥΚΕΙΣΙΟΝ ΣΥΣΤΕΜΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΕΩΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΙΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΕ" και το διακριτικό τίτλο ΤΔ.E.S" είχε αναλάβει εργολαβικώς τα έργο οργάνωσης και διεξαγωγής διαφόρων προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης εργαζομένων και ανέργων για λογαριασμό του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς (ΕΒΕΠ) με εργολαβική αμοιβή ποσού 157.303.866 δραχμών, έργο που εκτελούνταν με επιχορήγηση του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Ταμείου (Ε.Κ.Τ.) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, νόμιμος δε εκπρόσωπος της εν λόγω εταιρείας, κατά την ανάληψη του έργου αυτού, ήταν ο κατηγορούμενος. Για την εκτέλεση του έργου αυτού η εταιρεία αυτή είχε εισπράξει ένα μέρος της εργολαβικής αμοιβής, και απέμενε υπόλοιπο προς είσπραξη το ποσό των 50.061.866 δραχμών (που αντιστοιχεί ήδη σε 146.916,7 ευρώ), δεν υπέβαλε, όμως, καθόλου, δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, ΦΠΑ, και ΦΜΥ και δεν πλήρωνε τους αντίστοιχους φόρους, στη συνέχεια δε κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης με τη με αριθμό 3135/1995 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά την 23.6.1997 είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της πρόστιμα ΚΒΣ, τα οποία παρέμειναν ανεξόφλητα και δεν μπορούσε η εταιρεία να εφοδιαστεί νομίμως με πιστοποιητικό φορολογικής ενημερότητας, το οποίο ήταν απαραίτητο κατά το νόμο προκειμένου να εισπραχθεί το προαναφερόμενο υπόλοιπο εργολαβικής αμοιβής. Σε μη διακριβωθέντα κατά την αποδεικτική ενώπιον του δικαστηρίου τούτου διαδικασία χρόνο για δικούς του λόγους ο κατηγορούμενος μετά την εκτέλεση του έργου είχε διαφύγει από την Ελλάδα και διέμενε στην αλλοδαπή. Προκειμένου ο κατηγορούμενος να εισπράξει το ρηθέν υπόλοιπο της εργολαβικής αμοιβής, στις 26.9.2000, ενεργώντας ως δήθεν νόμιμος εκπρόσωπος της προαναφερόμενης εταιρείας, ενώ αυτή είχε κηρυχθεί σε πτώχευση και νόμιμος, πλέον, εκπρόσωπός της ήταν ο σύνδικος της πτώχευσης, από κοινού δε με τον πενθερό του Α. Κ. αλλά και τρίτο πρόσωπο τα στοιχεία, επίσης, του οποίου δεν διακριβώθηκαν κατά την ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου αποδεικτική διαδικασία υπέβαλε δια του τρίτου αυτού προσώπου στο ανωτέρω ΕΒΕΠ φάκελο, ο οποίος περιείχε: α) αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για χρέη της εταιρίας προς το Δημόσιο, και δη πιστοποιητικό που φερόταν να έχει, δήθεν, εκδοθεί από τη ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών, σύμφωνα δε με το πιστοποιητικό αυτό η πιο πάνω εταιρεία φερόταν να μην έχει οφειλές προς το Δημόσιο β) Βεβαίωση μη οφειλής ασφαλιστικών εισφορών προς το ΙΚΑ, που φερόταν ότι, δήθεν, τούτο είχε εκδοθεί από το Υποκατάστημα ΙΚΑ Αμαρουσίου, όπως τα ειδικότερα (στοιχεία) των πιστοποιητικών αυτών εκτίθενται στο κατωτέρω διατακτικό της παρούσας. Όταν όμως, η αρμόδια υπάλληλος του ΕΒΕΠ επικοινώνησε εγγράφως με την ως άνω ΔΟΥ και Υποκατάστημα ΙΚΑ για διασταύρωση και διαπίστωση της αλήθειας των υποβληθέντων στοιχείων, διαπιστώθηκε ότι αμφότερα τα ως άνω έγγραφα δεν είχαν εκδοθεί από τους αρμοδίους υπαλλήλους των ως άνω ΔΟΥ και ΙΚΑ, αντιστοίχως, και ήσαν πλαστά, όπως αποδεικνύεται μεταξύ άλλων και από τις ως άνω αντίστοιχες μαρτυρικές καταθέσεις των μαρτύρων υπαλλήλων της ΔΟΥ και ΙΚΑ, αντιστοίχως ενώ και ο κατηγορούμενος στην απολογία του δεν αμφισβητεί την πλαστότητα των εγγράφων αυτών. Μάλιστα ο κατηγορούμενος απέστειλε από την αλλοδαπή στον πενθερό του Α. Κ. ένα ειδικό πληρεξούσιο φερόμενο ως συνταγέν την 15.9.2000, στη Γλασκώβη Σκωτίας με εντολή να εισπράξει οποιοδήποτε οφειλόμενο από διάφορα νομικά πρόσωπα μεταξύ των οποίων και η Ευρωπαϊκή Ένωση προς την εν λόγω εταιρία ποσό. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι τα ως άνω έγγραφα (πιστοποιητικά φορολογικής ενημερότητας και ασφαλιστικής ενημερότητας αντιστοίχως) είχαν καταρτισθεί από τον κατηγορούμενο και τους συνεργούς του προκειμένου να εισπράξει αυτός μέσω του πενθερού του Α. Κ. από το λογαριασμό διαθεσίμων κεφαλαίων του ΕΒΕΠ που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος το ποσό των 50.061.866 δραχμών, ποσό που αποτελούσε πόρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρέπει να σημειωθεί ότι το ρηθέν πληρεξούσιο ήταν γνήσιο προερχόμενο από τον κατηγορούμενο δεν έφερε δε την APOSTILLE σύμφωνα με την από 5.11.1964 σύμβαση της Χάγης που κυρώθηκε με το νόμο 1497/1984. Η επιχειρηθείσα από τον κατηγορούμενο είσπραξη του αμέσως παραπάνω ποσού ήταν αχρεώστητη, αφού η προαναφερόμενη εταιρεία είχε πτωχεύσει και ο κατηγορούμενος δεν νομιμοποιείτο ο ίδιος να τα εισπράξει αλλά ο σύνδικος της πτωχεύσεως και για τις ανάγκες της πτώχευσης και στην τελευταία περίπτωση μόνον εάν η εταιρεία ήταν φορολογικά και ασφαλιστικά ενήμερη, προϋπόθεση, που εν προκειμένω, κατά τα προαναφερόμενα δεν συνέτρεχε, υπέρ δε της ομάδας των πτωχευτικών πιστωτών και έτσι θα προκαλείτο αντίστοιχη του ποσού αυτού που υπερβαίνει τις 50.000.000 δρχ. βλάβη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο κατηγορούμενος, τελικά απέτυχε του ως άνω απατηλού σκοπού του να εισπράξει το ποσό των 50.061.866 δραχμών όχι από δικούς τους λόγους αλλά από λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του, καθ' όσον κατόπιν υπηρεσιακής αλληλογραφίας των αρμοδίων υπαλλήλων του ΕΒΕΠ και ΔΟΥ και ΙΚΑ αντιστοίχως, διαπιστώθηκε η πλαστότητα των ως άνω πιστοποιητικών φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας. Ο κατηγορούμενος στην απολογία του στο ακροατήριο και ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, ομολογεί ότι γνώριζε ότι πτώχευσε η προαναφερόμενη εταιρία το έτος 1995 αρνείται ότι κατήρτισε αυτός τα ως άνω πιστοποιητικά παρά ταύτα ομολογεί ότι πράγματι είχε αυτός αποστείλει το ρηθέν πληρεξούσιο λέγοντας: αρχικά "δεν θυμάμαι σε ποιον έστειλα το πληρεξούσιο, πάντως το έστειλα" θα ήταν δε εκτός λογικής να το στείλει σε άλλον αφού καθιστούσε με αυτό πληρεξούσιο τον πενθερό του Α. Κ. μάλιστα δε αντιφάσκοντας στην ίδια απολογία αναφέρει ότι πράγματι έστειλε το πληρεξούσιο αυτό στον Α. Κ. λέγοντας: "....Σαν νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας που ήμουν, έστειλα στον τέως πενθερό μου (δηλαδή στον Α. Κ.), ένα πληρεξούσιο να εισπράξει, από όπου δη οφειλόμενα ποσά...". Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι αφού είχε εκτελεσθεί και αποπερατωθεί το αναληφθέν από την ως άνω συμφερόντων του κατηγορουμένου εταιρία έργο η είσπραξη του παραπάνω υπολοίπου της εργολαβικής αμοιβής ποσού δεν θα ήταν παράνομη ούτε αχρεώστητη είναι αβάσιμος αφού δικαιούχος της είσπραξης αυτής δεν ήταν ο κατηγορούμενος αλλ' ο νόμιμος σύνδικος της πτώχευσης ενώ επίσης είναι αβάσιμος ο απολογητικός ισχυρισμός του ότι το ποσό αυτό ήδη είχε εκταμιευθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση προς το ΕΒΕΠ και δεν ανήκε στην πρώτη τούτων, καθ' όσον κατά το νόμο μέχρι την είσπραξη του ποσού ακόμη κυρία αυτού ήταν η Ε.Ε. κατά νόμο ο δε ΕΒΕΠ το διαχειριζόταν για λογαριασμό της, σε περίπτωση δε που ζητούσε το ίδιο ποσό ο σύνδικος της πτώχευσης, ανεξαρτήτως των τυχόν ευθυνών του ΕΒΕΠ και του παρανόμως εισπράξαντος θα καλείτο αυτή να το καταβάλει εκ νέου στον σύνδικο της πτώχευσης με αντίστοιχη ζημίας της και πρέπει, συνεπώς, να απορριφθούν οι ως άνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου. Εξάλλου ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι η ως άνω απόπειρά του ήταν απρόσφορη διότι το πληρεξούσιο δεν έφερε την APOSTILLE και επομένως δεν μπορούσε με βάση αυτό να εισπραχθεί, για λογαριασμό του, το ως άνω υπόλοιπο ποσό της εργολαβικής αμοιβής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθ' όσον και με βάση το ως άνω πληρεξούσιο ως είχε τούτο, κατά τα ανωτέρω, και σε συνδυασμό με την προσκομιδή των ως άνω πλαστών πιστοποιητικών (ΔΟΥ, ΙΚΑ) θα μπορούσε να είχε εισπραχθεί για λογαριασμό της ως άνω εταιρίας το υπόλοιπο της ρηθείσας εργολαβικής αμοιβής. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω αποδεικνυόμενα ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη της απόπειρας απάτης σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως τα στοιχεία αυτής ειδικότερα εκτίθενται στο διατακτικό της παρούσας, και της οποίας πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της απόπειρας απάτης σε βάρος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά συναυτουργία σε βαθμό κακουργήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων τέταρτου παρ. 1 και 2 του ν. 2803/2000 και 42 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Σαφώς αιτιολογείται σε τι θα συνίστατο η βλάβη της περιουσίας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και πώς θα επερχόταν αυτή με τις παραδοχές ότι ο αναιρεσείων δεν νομιμοποιείτο να εισπράξει το ως άνω ποσό, επεχείρησε δε, από κοινού με τον Α. Κ., να το εισπράξει με πλαστά έγγραφα, τα οποία υπέβαλε δια τρίτου προσώπου, το ποσό δε αυτό θα μπορούσε να εισπράξει μόνο ο σύνδικος της πτωχεύσεως, εφόσον η εταιρία, που είχε κηρυχθεί σε πτώχευση, ήταν φορολογικά και ασφαλιστικά ενήμερη, πράγμα που δεν συνέβαινε. Αν εισεπράττετο το ποσό αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έπρεπε να το καταβάλει εκ νέου στο σύνδικο με αντίστοιχη ζημία της. β) Αιτιολογείται το ότι, παρά το γεγονός ότι τα επιδοτούμενα έργα είχαν ήδη εκτελεστεί, η είσπραξη του υπολειπομένου ποσού της αμοιβής θα γινόταν από τον αναιρεσείοντα αχρεωστήτως, με την αυτή ως άνω παραδοχή ότι η εταιρία είχε πτωχεύσει και ο τελευταίος δεν νομιμοποιείτο, πλέον, να εισπράξει κανένα ποσό, πράγμα το οποίο εδικαιούτο να πράξει μόνο ο σύνδικος για τις ανάγκες της πτωχεύσεως. γ) Σαφώς και ορθώς δέχεται το Πενταμελές Εφετείο ότι μέχρι την είσπραξη του ποσού κυρία αυτού ήταν η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς, κατά νόμο, το διαχειριζόταν για λογαριασμό της, δεν ήταν δε αναγκαία, για την πληρότητα της αιτιολογίας, περαιτέρω ανάλυση. δ) Ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι το ποσό που οφειλόταν ανερχόταν σε 48.000.000 δρχ. μετά τις κρατήσεις, ενόψει δε του ότι η συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ήταν 50%, περιοριζόταν αυτό σε 24.000.000 δρχ. και, επομένως, η πράξη έφερε το χαρακτήρα πλημμελήματος, λόγω δε της παρόδου οκταετίας από την τέλεσή της, είχε παραγραφεί, είναι αρνητικός και όχι αυτοτελής και το Δικαστήριο δεν υπεχρεούτο να απαντήσει. Παρά ταύτα, κατά την ανέλεγκτη, αναιρετικά, κρίση του, δέχεται αυτό ότι η ζημία, την οποία θα υφίστατο η Ευρωπαϊκή Ένωση, ανερχόταν στο ποσό των 50.061.866 δραχμές, ως υπόλοιπο εργολαβικής αμοιβής της παραπάνω εταιρίας, σε ποσό, δηλαδή, που υπερέβαινε τις 50.000.000 δραχμές. Η παραδοχή αυτή, ότι δηλαδή, η αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα πράξη είχε κακουργηματικό χαρακτήρα, ενέχει, σαφώς, απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού. ε) Δεν ήταν αναγκαίο να εκτίθενται περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι ο αναιρεσείων και οι συνεργοί του κατήρτισαν τα πλαστά έγγραφα, αρκεί η παραδοχή ότι τα υπέβαλε, με σκοπό να εισπράξει το ποσό που προαναφέρθηκε, τοσούτω μάλλον, καθόσον δεν του αποδίδεται και η πράξη της πλαστογραφίας, οπότε θα έπρεπε να περιέχονται στην απόφαση τα σχετικά περιστατικά. στ) Αιτιολογείται, ακόμη, ως εκ περισσού, και ο αρνητικός της κατηγορίας (και όχι αυτοτελής, όπως υπολαμβάνει ο αναιρεσείων) ισχυρισμός ότι η απόπειρα απάτης ήταν απρόσφορη, γιατί το πληρεξούσιο, που είχε συνταχθεί στη Σκωτία και το οποίο απέστειλε ο κατηγορούμενος στον Α. Κ. για να εισπράξει αυτός το ως άνω ποσό, δεν έφερε τη σφραγίδα Apostille της Συμβάσεως της Χάγης και, επομένως, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην Ελληνική Επικράτεια, με τις παραδοχές ότι, με βάση το πληρεξούσιο σε συνδυασμό με την προσκομιδή των πλαστών πιστοποιητικών, μπορούσε να εισπραχθεί για λογαριασμό της εταιρίας το υπόλοιπο της εργολαβικής αμοιβής και ότι η αρμόδια υπάλληλος του ΕΒΕΠ επικοινώνησε εγγράφως με τη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών και το Υποκατάστημα ΙΚΑ για διασταύρωση και διαπίστωση της αλήθειας των στοιχείων που είχαν υποβληθεί (και δεν απέκρουσε, δηλαδή, το πληρεξούσιο ως μη δυνάμενο να χρησιμοποιηθεί γιατί δεν είχε την ως άνω σφραγίδα). Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή, άλλως ερμηνεία, των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του άρθρου τέταρτου του ν. 2803/2000, είναι αβάσιμοι. Οι αιτιάσεις, που εμπεριέχονται στους λόγους αυτούς, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (μαρτυρικών καταθέσεων Β. Φ., Σ. Λ., υπ` αριθ. πρωτ. 113843/1.8.2000 εγγράφου Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κ.λπ.) είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως είναι και η έλλειψη της ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 του ΚΠοινΔ στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου για προβολή αυτοτελούς ισχυρισμού. Η μη απάντηση σε τέτοιο ισχυρισμό δημιουργεί, εκτός από τον αναιρετικό λόγο της ελλείψεως αιτιολογίας, και αυτόν της ελλείψεως ακροάσεως. Για να επέλθει, όμως, από την τελευταία, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠοινΔ ακυρότητα της διαδικασίας απαιτείται ο ισχυρισμός να είναι πράγματι αυτοτελής και όχι αρνητικός της κατηγορίας και να είναι ορισμένος και νόμιμος. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, τρίτο λόγο αναιρέσεως, προβάλει ότι το Πενταμελές Εφετείο δεν απάντησε στον ισχυρισμό του ότι το ποσό που οφειλόταν ανερχόταν σε 48.000.000 δρχ. μετά τις κρατήσεις, ενόψει δε του ότι η συνεισφορά της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ήταν 50%, περιοριζόταν αυτό σε 24.000.000 δρχ. και, επομένως, η πράξη έφερε το χαρακτήρα πλημμελήματος, λόγω δε της παρόδου οκταετίας από την τέλεσή της, είχε παραγραφεί. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, όπως έχει εκτεθεί και παραπάνω, ο ισχυρισμός περί μεταβολής του νομικού χαρακτηρισμού της πράξεως από κακούργημα σε πλημμέλημα είναι αρνητικός της κατηγορίας και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, με το να δεχθεί δε αυτό ότι το αντικείμενο της πράξεως υπερέβαινε το ποσό των 50.000.000 δρχ. και ότι η απόπειρα απάτης είχε τη μορφή κακουργήματος, ουσιαστικά απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό. Αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται, όπως αναφέρθηκε, ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες τέτοιες ελαφρυντικές περιστάσεις, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως, κατά την επιμέτρησή της, λαμβάνει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Δεν αρκεί δε απλώς η αναφορά της διατάξεως ή η επανάληψη της εκφράσεως του νόμου. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την §2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α' και ε', ήτοι το ότι ο υπαίτιος α) έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και ε) συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, πρέπει ο υπαίτιος να έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, δηλαδή πρέπει ο έντιμος βίος του να ανάγεται σε όλες της μορφές της συμπεριφοράς του και δεν αρκεί, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, μόνο η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου. Για να αναγνωρισθεί δε η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στην γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία ως προς την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, ήτοι απαιτείται, εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, η συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής διαβιώσεως του δράστη μετά την πράξη. Η καλή συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή, ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας. Περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού και οπωσδήποτε να υπάρχει βελτίωση της συμπεριφοράς του. Συνεπώς, για το ορισμένο του άνω ισχυρισμού του δράστη διαβιούντος υπό καθεστώς ελευθερίας, μη κρατούμενου σε φυλακή, δεν αρκεί η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς, και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής και μόνον, αλλά πρέπει να επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξης και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων ζήτησε να του αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου και της μετά την πράξη του καλής συμπεριφοράς επί μακρό χρόνο, τα οποία απορρίφθηκαν ρητώς με την προσβαλλόμενη απόφαση. Για τη θεμελίωση του πρώτου, επικαλέστηκε μόνο τη νομική διάταξη που το προβλέπει (άρθρο 84 παρ. 2 α ΠΚ). Όσον αφορά το δεύτερο, επικαλέστηκε ότι: "Όσον αφορά στο ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 ε' ΠΚ επισημαίνεται ότι μετά την δήθεν τέλεση των πράξεων που κακώς μου αποδίδονται, που κατά το κατηγορητήριο έλαβαν χώρα από τις 26.09.2000 μέχρι σήμερα 05.06.2013, διαβιώντας σε ελεύθερη στην κοινωνία διαβίωση επέδειξα υποδειγματική συμπεριφορά για ικανό χρονικό διάστημα δεκατριών (13) ετών, επιδεικνύοντας άριστο οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό βίο. Επίσης, κατά το διάστημα της κράτησής μου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού και Τρικάλων, επί ένα περίπου έτος, μέχρι σήμερα, επέδειξα εξαίσια και άριστη συμπεριφορά, δεν υπέπεσα σε κάποιο πειθαρχικό παράπτωμα, συμμορφώθηκα και τήρησα πιστά τους σωφρονιστικούς κανόνες, συνεργάστηκα με τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους, επιδεικνύοντας εργατικότητα, προθυμία και συνέπεια και τήρησα θετική στάση και συμπεριφορά απέναντι στους συγκροτούμενους μου, βοηθώντας στην καλή λειτουργία της φυλακής, ως αποδεικνύεται και από τη βεβαίωση του Διευθυντή Φυλακών Κορυδαλλού και Τρικάλων. Η ως άνω μάλιστα συμπεριφορά μου αποτελεί όχι προϊόν καταναγκασμού, λόγω του εγκλεισμού μου σε σωφρονιστικό κατάστημα, άλλα έκφραση ελεύθερης βούλησής μου να συμβάλλω ενεργά με κάθε προσφερόμενο τρόπο στην καλή λειτουργία της φυλακής και αποδεικνύει τη διάθεσή μου να επανενταχτώ ως μέλος της κοινωνίας νια να συνεισφέρω στην οικογένειά μου και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο". Οι αυτοτελείς αυτοί ισχυρισμοί, όπως προβλήθηκαν, ήταν αόριστοι, καθόσον: α) Όσον αφορά το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, αναφέρεται μόνο η νομική διάταξη που το προβλέπει, χωρίς να γίνεται επίκληση και άλλων περιστατικών. β) Όσον αφορά το ελαφρυντικό που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. ε του ΠΚ, δεν γίνεται επίκληση περιστατικών θετικών και δηλωτικών της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεως του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξεως κατά το διάστημα που δεν κρατείτο στις Φυλακές, δεν αρκεί δε μόνο η επίκληση της συνήθους συμπεριφοράς και του ότι διήγε άριστο οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό βίο, ενώ η καλή συμπεριφορά του, κατά το χρόνο της κρατήσεώς του, από μόνη της δεν θεμελιώνει, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το εν λόγω ελαφρυντικό. Επομένως, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, και μάλιστα αιτιολογημένα. Παρά ταύτα, τους απέρριψε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία έχει ως εξής: "Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν διήγαγε μέχρι την τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης του έντιμο ατομικό βίο αφού όπως ο ίδιος ομολογεί καταζητείται και ήδη συνελήφθη και για άλλα οικονομικά εγκλήματα γι' αυτό και πρέπει να απορριφθεί ο ως άνω περί συνδρομής στο πρόσωπο του της ελαφρυντικής περίστασης των άρθρων 83 σε συνδ. με άρθρο 84 παρ., 1 και 1α ΠΚ ισχυρισμός του. Επίσης, ομοίως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο έτερος περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 1 και 2ε σε συνδυασμό με το άρθρο 83 ΠΚ ισχυρισμός του, καθ' όσον δεν απεδείχθησαν επαρκή προς τούτο περιστατικά, ενώ όσον αφορά την καλή συμπεριφορά του και μη πειθαρχική τιμωρία του εντός των φυλακών όπου κρατείτο και για όσο χρονικό διάστημα κρατήθηκε δεν μπορεί να εκτιμηθεί ότι προέκυπτε από την ελεύθερη και αβίαστη βούλησή του αφού δεν αποτελεί συμπεριφορά του σε καθεστώς ελεύθερης διαβίωσής του". Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών για την αναγνώριση των ανωτέρω ελαφρυντικών, είναι αβάσιμοι. Κατά τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 79 του ΠΚ, "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Ακόμη, η μη διαγραφή από το έντυπο της αποφάσεως αιτιολογιών ασχέτων με την επιμέτρηση, όπως "το βαθμό αμέλειας" επί εκ δόλου εγκλημάτων ή "την ένταση του δόλου" επί εγκλημάτων εξ αμελείας, δεν καθιστά ασαφείς και τις άλλες αιτιολογίες. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα, έλαβε υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε και την προσωπικότητά του, για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. Επιπλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικών δεν ήταν αναγκαία. Η δε μη διαγραφή από το έντυπο της φράσεως "ή στο βαθμό της αμέλειας", η οποία οφείλεται σε φανερή παραδρομή, δεν ασκεί έννομη επιρροή ούτε δημιουργεί ασάφεια ως προς τους λόγους που το οδήγησαν στην επιβολή στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο της ποινής καθείρξεως των επτά (7) ετών. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, έκτος (τελευταίος) λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την υπ' αριθ. εκθ. 18/25 Ιουλίου 2013 αίτηση του Τ. ή H. Κ. ή A. του Γ., για αναίρεση της 425/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη του αναιρεσείοντος, ως προέδρου, διευθύνοντος συμβούλου και εκπροσώπου εργολήπτριας ανώνυμης εταιρείας για απόπειρα απάτης σε βάρος των συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σε βαθμό κακουργήματος κατά συναυτουργία, συνισταμένη στο ότι, με πλαστά στοιχεία, προσπάθησε να εισπράξει υπόλοιπο οφειλόμενης στην εταιρία εργολαβικής αμοιβής, παρά το ότι η εταιρία είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως και νόμιμος πλέον, εκπρόσωπός της ήταν ο σύνδικος. Ισχυρισμός ότι η απόπειρα ήταν απρόσφορη όχι αυτοτελής. Απόρριψη αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού ότι η πράξη έφερε το χαρακτήρα πλημμελήματος και είχε παραγραφεί με την παραδοχή ότι επρόκειτο για κακούργημα. Όχι έλλειψη ακροάσεως. Αιτιολογημένη απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών για την αναγνώριση των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α' και ε' , οι οποίοι, πάντως, είχαν προβληθεί αορίστως. Επαρκής αιτιολογία και ως προς την επιμέτρηση της ποινής (αρθρ. 79 ΠΚ). Η μη διαγραφή της φράσεως «ή στο βαθμό της αμέλειας» οφείλεται σε παραδρομή και δεν δημιουργεί ασάφεια. Απόρριψη αιτήσεως.
Ακροάσεως Αρχή
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Ποινή, Ακροάσεως Αρχή.
0
Αριθμός 1561/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2013 με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σακελλάκου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Α. Φ. του Γ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπακωνσταντίνου, για αναίρεση της υπ' αριθ 581/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης όπως αυτή συμπληρώθηκε με την 915/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κοζάνης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Ιουλίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 850/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ.2 και 156 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν η κατοικία του είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη εισαγγελική ή αστυνομική αρχή, και, στην περίπτωση αυτή, η επίδοση προς αυτόν γίνεται ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ.1 εδ. α προσώπων, προς τον δήμαρχο ή αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο, που όρισε ο δήμαρχος, της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων, που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 473 παρ.1 του ΚΠοινΔ. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ.1 του ΚΠοινΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλωθεί στη αρμόδια εισαγγελική αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ` αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Όταν δε το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως ή βουλεύματος επιτρέπεται αναίρεση (άρθρο 476 παρ.1 και 2 ΚΠοινΔ). Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα, η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως, ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος του εκκαλούντος, το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τούτου ή μνεία, κατά τα άρθρα 154 παρ.1, 156 και 161 παρ.1 του ΚΠοινΔ, στοιχείων εγκυρότητας της επιδόσεως, εκτός εάν προβάλλεται δια της εφέσεως λόγος ακυρότητας της επιδόσεως ή ανώτερης βίας, εκ της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία, οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στην απορριπτική του λόγου τούτου κρίση του δικαστηρίου. (ΟλΑΠ 4/1995). Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επιδόσεως, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση, είναι και η επίδοση ως άγνωστης διαμονής, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών - κατηγορούμενος είχε γνωστή διαμονή. Επίσης, πρέπει να προβάλλεται υποχρεωτικά με την έφεση και ο λόγος ανώτερης βίας, εκ της οποίας ο εκκαλών παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκησή της, στην έννοια, όμως, της οποίας δεν εμπίπτει ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επίδοσης ως άγνωστης διαμονής και εντεύθεν μη γνώσεως από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλούμενης απόφασης, γιατί στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος μάχεται κατά του κύρους της επίδοσης και δεν επικαλείται λόγο ανώτερης βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης άσκησης της εφέσεώς του. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α' της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, "παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθεί δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει, είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας". Η διάταξη αυτή εγγυάται "το δικαίωμα στο δικαστήριο", έκφανση του οποίου αποτελεί το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Το δικαίωμα τούτο δεν είναι απόλυτο, αλλά μπορεί να υπόκειται σε νομοθετικούς περιορισμούς, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού ενός ενδίκου μέσου, αρκεί οι περιορισμοί αυτοί να μην περιορίζουν ουσιωδώς το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο, ώστε να προσβάλλεται η ίδια η ουσία του δικαιώματος αυτού. Αντιθέτως, οι περιορισμοί αυτοί είναι σύμφωνοι προς την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, εφόσον δικαιολογούνται από την εύλογη σχέση αναλογικότητας, που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των χρησιμοποιουμένων μέσων και των επιδιωκομένων σκοπών. Σύμφωνοι με την εν λόγω διάταξη είναι και οι καθορισμοί προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων μέσων, οι οποίοι ισχύουν και αν ακόμη ο ενδιαφερόμενος δεν έχει λάβει γνώση της αποφάσεως που έχει εκδοθεί σε βάρος του, γιατί, π.χ., αυτή έχει επιδοθεί σ` αυτόν ως άγνωστης διαμονής, καθόσον αυτός έχει την ευχέρεια, όταν ασκεί, εκπροθέσμως, το ένδικο μέσο, να προτείνει οποιαδήποτε ακυρότητα της επιδόσεως και να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση υπάρχει όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, όπως, π.χ., όταν απορρίψει παρά τον νόμο ή αναιτιολόγητα έφεση του κατηγορουμένου ως εκπρόθεσμη αντί να την θεωρήσει εμπρόθεσμη και να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 581/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης, όπως συμπληρώθηκε με την 915/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, όπως από αυτή προκύπτει, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η έφεση με αριθμό εκθέσεως 154/2012 του ήδη αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, εκπροσωπηθέντος στη δίκη από το συνήγορό του, κατά της 2303/2010 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης, με την οποία είχε καταδικασθεί αυτός, ερήμην, για παράβαση του άρθρου μόνου παρ. 1 του α. ν. 690/1945 κατά συρροή, σε συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική, και σε συνολική χρηματική ποινή χιλίων εκατό (1.100) ευρώ. Από την ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, προκύπτει ότι ο ήδη αναιρεσείων, δεν περιέλαβε καμιά απολύτως αιτιολογία για να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της ασκήσεώς της ούτε προέβαλε οποιαδήποτε ακυρότητα της επιδόσεως σ` αυτόν, ως άγνωστης διαμονής, της εκκαλουμένης αποφάσεως, περιοριζόμενος μόνο να προτείνει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, όσον αφορά την ουσία της υποθέσεως. Την παράλειψή του αυτή δεν διόρθωσε έστω και στο ακροατήριο, αφού, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, μετά την ανάγνωση των εγγράφων, δήλωσε ότι: "Ο εντολέας μου πάντα ήταν κάτοικος …( …) ως εκ της εργασίας του ειδοποιήθηκε από την διεύθυνση της μηνύσεως, αλλά αυτός παραιτήθηκε τον Απρίλιο του 2009 και η εταιρία δεν λειτουργεί. Δεν συγκροτήθηκε Δ. Σ. και δεν υπάρχει Διοικητικό Συμβούλιο". Στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως διαλαμβάνονται, για την απόρριψη της εφέσεως, μετά την παράθεση νομικής σκέψεως, κατά λέξη, τα εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα που δημόσια στο ακροατήριο αναγνώσθηκαν προέκυψαν τα ακόλουθα: Κατά του εκκαλούντος - κατηγορουμένου ασκήθηκε, από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Κοζάνης ποινική δίωξη για το αδίκημα της παράβασης του άρθρου 1 του ΑΝ 690/1945 κατά συρροή και παραπέμφθηκε να δικασθεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης στις 10-2-2010 και μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 22-9-2010 οπότε καταδικάσθηκε ερήμην για το συγκεκριμένο αδίκημα, με την υπ' αριθμ. 2203/22-9-2010 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου. Απόσπασμα της απόφασης αυτής επιδόθηκε στον εκκαλούντα ως αγνώστου διαμονής στο Δήμαρχο του Δήμου Ν. Ερυθραίας και αντ' αυτού στην Ε. Π. (Προϊσταμένη του Τμήματος Πρωτοκόλλου Ελέγχου) την 29 Σεπτεμβρίου 2011, όπως προκύπτει από το αναγνωσθέν αποδεικτικό επίδοσης αποσπάσματος απόφασης του Επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Α. Ι. Ο εκκαλών όμως άσκησε την ένδικη έφεσή του κατά της προαναφερθείσης πρωτοδίκου αποφάσεως εκπροθέσμως, πέραν της νομίμου προθεσμίας των 30 ημερών από την επίδοση του αποσπάσματος της απόφασης (στο Δήμο της δηλωθείσας διαμονής του) και δη, ως προκύπτει από την έκθεση έφεσης, την 6 Ιουνίου 2012. Στην έκθεση της έφεσης του όμως δεν αναφέρει κανένα απολύτως λόγο για να δικαιολογήσει την εκπρόθεσμη άσκησή της. Συνεπώς κατά τα σχετικά διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω της εκπρόθεσμης άσκησής της ...". Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο ορθώς απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ως εκπρόθεσμη και δεν υπερέβη την εξουσία του ούτε παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, καθόσον ο αναιρεσείων στην έφεσή του δεν πρότεινε ακυρότητα της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής, ενώ το δικαίωμά του να προσφύγει στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν υπέστη κανένα απολύτως περιορισμό, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, είχε αυτός την ευχέρεια να προβάλει, με την έφεση, οπωσδήποτε, όμως, ενώπιον του ακροατηρίου, οποιαδήποτε ακυρότητα ή λόγο ανώτερης βίας, πράγμα που δεν έπραξε. Από δική του, δηλαδή, παράλειψη στερήθηκε του επικαλούμενου δικαιώματος να αποδείξει ότι είχε γνωστή διαμονή και να πετύχει, ενδεχομένως, να κριθεί ότι η έφεσή του ασκήθηκε εμπροθέσμως. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, ο αναιρεσείων, με τον, από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, πρώτο λόγο αναιρέσεως, αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας, συνιστάμενη στο ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο προχώρησε στην απόρριψη της εφέσεώς του ως εκπρόθεσμης, παρά το ότι, κατά το σχετικό αποδεικτικό, την απόφαση παρέλαβε όχι ο Δήμαρχος Ν. Ερυθραίας Αττικής, αλλά η Ε. Π., η οποία ενέργησε και την τοιχοκόλληση, χωρίς να αναφέρεται αν αυτή είναι δημοτική υπάλληλος, την οποία είχε ορίσει ο Δήμαρχος για την παραλαβή εγγράφων που επιδίδονταν για τους άγνωστης διαμονής δημότες του, δεν αιτιολογείται δε η παραδοχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι η υπάλληλος αυτή ενήργησε αντί του Δημάρχου. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί από το από 29.9.2011 αποδεικτικό επιδόσεως της εκκαλουμένης 2203/2010 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης του Επιμελητή Δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών .., το οποίο επιτρεπτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, και από τις επ` αυτού σφραγίδες του Δήμου Ν. Ερυθραίας, τόσο σ` αυτό (αποδεικτικό επιδόσεως), όσο και στη, στη συνέχεια τούτου, καταχωρημένη βεβαίωση περί τοιχοκολλήσεως, στην οποία αναφέρεται η βεβαίωση της υπαλλήλου Ε. Π., η οποία παρέλαβε με το αποδεικτικό αυτό την απόφαση και είχε ορισθεί προς τούτο, ως Προϊσταμένη του Τμήματος Πρωτοκόλλου και Εσωτερικού Ελέγχου, ότι "τοιχοκόλλησε την απόφαση στο δημοσιότερο μέρος της έδρας του πιο πάνω Δήμου Ν. Ερυθραίας", προκύπτει ότι η ως άνω υπάλληλος είχε εξουσιοδοτηθεί από το Δήμαρχο Ν. Ερυθραίας να παραλαμβάνει έγγραφα. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ` αριθ. εκθ. 28/1 Ιουλίου 2013 αίτηση του Α. Φ. του Γ., για αναίρεση της 581/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την 915/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή απόρριψη εφέσεως ως απαράδεκτης λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως, αφού ο εκκαλών-κατηγορούμενος δεν πρόβαλε, με την έφεση, ούτε ακυρότητα της επιδόσεως ως άγνωστης διαμονής ούτε λόγους ανώτερης βίας για να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο. Οι καθορισμοί προθεσμιών για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι σύμφωνοι με την ΕΣΔΑ. Ο αναιρεσείων από δική του παράλειψη στερήθηκε του δικαιώματος να αποδείξει ότι είχε γνωστή διαμονή. Από τις σφραγίδες επί του αποδεικτικού επιδόσεως και τη βεβαίωση περί τοιχοκολλήσεως προκύπτει ότι η υπάλληλος του Δήμου που παρέλαβε την εκκαλούμενη απόφαση είχε εξουσιοδοτηθεί από το Δήμαρχο να παραλαμβάνει έγγραφα. Όχι υπέρβαση εξουσίας. Απόρριψη αιτήσεως.
Προθεσμία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Προθεσμία.
0
Αριθμός 1559/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ε. Φ. του Ι., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταμάτιο Τερεζάκη, για αναίρεση της υπ'αριθ.5461/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)Α. Θ. του Χ. και 2)Κ. Θ. του Χ., κατοίκων ... που παρέστησαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Βαρλάμη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιουλίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 24 Οκτωβρίου 2013 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 882/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί στο σύνολό της η προσβαλλόμενη απόφαση, να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος για τις μερικότερες πράξεις της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση μετά χρήσεως που φέρονται ότι τελέσθηκαν στις 30-6-2005, 1-7-2005 και 9-11-2005 και κατά τα λοιπά να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η κρινόμενη από 4-7-2013 (υπ' αριθμό έκθεσης 192/2013) αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Γραμματέα του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση Δικαστηρίου, στρεφόμενη κατά της υπ' αριθμό 5461/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών, είναι παραδεκτή (άρθρα 473 παρ. 3, 474 παρ. 1 και 2 Κ.Π.Δ.) και γι' αυτό η αίτηση αυτή, καθώς και οι επ' αυτής με χρονολογία 24-10-2013 πρόσθετοι λόγοι, που επίσης ασκήθηκαν παραδεκτά (άρθρο 509 παρ.2), πρέπει να συνεκδικαστούν, ως συναφείς. ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ. "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Από τις διατάξεις αυτές, που αποβλέπουν στην ασφάλεια και ακεραιότητα των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικά μεν η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο που το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικά δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη αυτή και σκοπό του υπαιτίου να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση προστατευόμενου από το νόμο γεγονότος, οι οποίες μπορούν να αφορούν τον παραπλανώμενο ή τρίτο. Επομένως, στην περίπτωση που καταρτίζεται έγγραφο από ένα ή περισσότερα πρόσωπα και υπογράφεται από αυτά με το δικό τους όνομα, ανεξάρτητα με οποιοδήποτε ψευδές περιεχόμενο στο οποίο βεβαιώνονται αναληθή πράγματα από την αναλήθεια του περιεχομένου του, δεν υπάρχει "κατάρτιση" πλαστού εγγράφου, με την έννοια που παραπάνω εκτίθεται, γιατί το ζήτημα της γνησιότητας ή μη του περιεχομένου αυτού δεν εξετάζεται στην υλική πλαστογραφία, όπως στη διανοητική πλαστογραφία, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 220 και 242 ΠΚ [Α.Π. 156/2007 (σε Συμβούλιο), ΑΠ 284/1986, ΑΠ 1108/19860]. Έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' ΠΚ είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία και κάθε σημείο που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός. III. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ" αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής η μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). IV. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 5461/2013, απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση μετά χρήσεως και μη, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α Π.Κ. σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, εκτίθεται, μετά την ανάλυση του νομικού μέρους της υπόθεσης, ότι, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:"η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία " …", που έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την παραγωγή και εμπορία αυγών, συστάθηκε το έτος 2001 από τους μηνυτές Κ. Θ. και Α. Θ. καθώς και από τον Χ. Θ., στην οποία, μετείχαν με ποσοστό 24%, 24% και 52% του μετοχικού κεφαλαίου αντίστοιχα. Επίσης, το έτος 1991 ο Κ. Θ. είχε συστήσει από κοινού με δύο έτερα πρόσωπα την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΜΕΓΑΦΑΡΜ - Γεωργοπτηνοτροφική και Τροφίμων Ανώνυμη Εμπορική κα Βιομηχανική Εταιρία", με αντικείμενο δραστηριότητας τη συσκευασία και εμπορία αυγών, στην οποία μετά το έτος 1995, παρέμειναν ως μέτοχοι ο Α. Θ. και ο Κ. Θ.. Δυνάμει του από 24-2-2005 ιδιωτικού συμφωνητικού, οι μηνυτές ως και ο παραπάνω (Χ. Θ.) μεταβίβασαν στον κατηγορούμενο ποσοστό 18,2% των μετοχών της πρώτης ως άνω εταιρίας καθώς και ποσοστό 67% των μετοχών της δεύτερης προαναφερόμενης εταιρίας. Με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό συμφωνήθηκε ότι το διοικητικό συμβούλιο των εν λόγω εταιριών θα αποτελούνταν από τρία μέλη προτεινόμενα από τον κατηγορούμενο και από δύο μέλη προτεινόμενα από τους μηνυτές. Έτσι, στο διοικητικό συμβούλιο αμφότερων των εταιριών ορίσθηκαν ως πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ο κατηγορούμενος, ως αντιπρόεδρος η θυγατέρα του τελευταίου Ε. Φ. και ως απλά μέλη η έτερη θυγατέρα του κατηγορουμένου Α. Φ. καθώς και οι μηνυτές (Α. και Κ. Θ.). Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, ο κατηγορούμενος, έχοντας την ανωτέρω ιδιότητα, κατά το χρονικό διάστημα από 30-6-2005 έως 1 -3-2007, κατήρτισε εξ'υπαρχής τα από 22-11-2006, 13-12-2006, 19-12-2006, 29-12-2006, 10-11-2006, 27-10-2006, 20-10-2006, 6-10-2006, 4-10-2006, 27-9-2006, 20-9-2006, 26-9-2006, 19-7-2006, 17-5-2006 και 1-7-2005 πρακτικά Γενικής Συνέλευσης του ΔΣ της προαναφερόμενης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΜΕΓΑΦΑΡΜ - Γεωργοπτηνοτροφική και Τροφίμων Ανώνυμη Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρία", τα από 1-3-2007, 22-2-2007, 14-12-2006, 18-7-2006, 18-5-2006, 3-11-2005 και 1-7-2005 πρακτικά του ΔΣ της ως άνω ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία " …", καθώς και τα από 30-6-2006 και 30-6-2005 ως και τα από 30-6-2006 και 12-9-2006 πρακτικά γενικής συνέλευσης αντίστοιχα των εν λόγω εταιρειών, τα οποία φέρουν τα ονοματεπώνυμα των εγκαλούντων Α. και Κ. Θ. και δη τα ονόματα αυτών ως μελών του ΔΣ των ανωτέρω εταιρειών ως και του δεύτερου εξ αυτών (εγκαλούντων) ως γραμματέα της Γ.Σ αυτών, τα οποία (πρακτικά) ανεξαρτήτως της επ'αυτών θέσεως υπογραφή των εγκαλούντων ως μελών του ΔΣ ή γραμματέων της ΓΣ, συνιστούν έγγραφα κατά την έννοια του νόμου (βλ μείζονα σκέψη), αφού το πρόσωπο των εγκαλούντων ως εκδοτών προκύπτει από τις περιστάσεις και αναφέρεται ρητά στο κείμενο αυτών υποδηλώνονται δε αυτοί ως εκδότες φερόμενοι ότι δεσμεύονται από τις ενυπάρχουσες σε αυτά έγραφες δηλώσεις, ενώ, όπως αποδείχθηκε, οι ανωτέρω (εγκαλούντες) ουδέποτε υπήρξαν εκδότες των εγγράφων αυτών, ούτε είχαν ποτέ παρασταθεί στις συνεδριάσεις του ΔΣ στις οποίες αναφέρονται τα ως άνω πρακτικά, ούτε ο δεύτερος από αυτούς (Κ. Θ.) είχε παρασταθεί ως γραμματέας σε συνεδρίαση των μετοχών. Ειδικότερα, σε όλα τα ανωτέρω πρακτικά, με βάση τα οποία λαμβάνονταν σημαντικές αποφάσεις για τη λειτουργία των ανωτέρω εταιρειών, όπως, για ορισμό αγορανομικού και υγειονομικού υπεύθυνου (βλ. το από 29-12-2006 πρακτικό της ΜΕΓΑΦΑΡΜ), για παροχή εξουσιοδότησης προς υπογραφή ιδιωτικού συμφωνητικού προμήθειας αυγών ( βλ. το από 11-12-2006 πρακτικό της ως άνω εταιρίας), για παροχή εξουσιοδότησης για την εκπροσώπηση στη διεξαγωγή δημόσιου τακτικού διαγωνισμού για την προμήθεια τροφίμων και ποτών (βλ το από 13-12-2006 πρακτικό), για παροχή εξουσιοδότησης για την εκπροσώπηση στη διεξαγωγή δημόσιου ανοικτού συμπληρωματικού διαγωνισμού για το νοσοκομείο "Γ.Παπανικολάου" (βλ το από 10-11-2006 πρακτικό), για παροχή εξουσιοδότησης για την υπογραφή σχετικών εγγράφων κατά τον έλεγχο του Οργανισμού Ελέγχου και Πιστοποίησης Βιολογικών Προϊόντων ( βλ το από 27-10-2006 πρακτικό), για παροχή εξουσιοδότησης για την εκπροσώπηση στη διεξαγωγή ανοικτού διαγωνισμού για την ανάδειξη προμηθευτών ειδών αρτοτροφοδοσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης (βλ το από 20-10-2006 πρακτικό), για παροχή εξουσιοδότησης για την υπογραφή της σύμβασης με τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κεντρικής Μακεδονίας (βλ το από 6-10-2006 πρακτικό), για την παροχή εξουσιοδότησης για την εκπροσώπηση σε διεξαγωγή ανοικτού ενιαίου διαγωνισμού για την ανάδειξη χορηγητών τροφίμων (βλ το από 4-10-2006 πρακτικό), για παραχώρηση πληρεξουσιότητας σε μέλος του ΔΣ προς εκπροσώπηση της εταιρείας για λήψη ένορκης βεβαίωσης ενώπιον συμβολαιογράφου απαραίτητης για συμμετοχή της ΜΕΓΑΦΑΡΜ σε διαγωνισμό (βλ τα από 27-9- 2006 και 19-7-2006 πρακτικά), για παροχή εξουσιοδότησης για ανάδειξη σε διεξαγωγή διαγωνισμού για τροφοδοσία των φυλακών Θεσσαλονίκης (βλ το από 20-9-2006 πρακτικό), όπως και για θέματα που αφορούσαν την υποβολή και έγκριση της έκθεσης διαχείρισης του ΔΣ και των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων της ΜΕΓΑΦΑΡΜ (βλ το από 17-5-2006 πρακτικό), της χρήσης και του κόστους μισθωμένων επιβατικών αυτοκινήτων της MΕΓΑΦΑΡΜ (βλ το από 1-7-2005 πρακτικό), την έκδοση εγγυητικής επιστολής προς την εταιρεία "GARCΙA ΡUΕΝΤΕ" (βλ τα από 1-3-2007, 22-2-2007 και 14-12-2006 πρακτικά), την παροχή πληρεξουσιότητας προς τον κατηγορούμενο προκειμένου να συναινέσει σε εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητα της εταιρείας " …" (βλ το από 18-7-2006 πρακτικό), την έγκριση οικονομικών καταστάσεων της τελευταίας (βλ το από 18-5-2006 πρακτικό) καθώς και αποφάσεις που αφορούσαν σε αγορά ακινήτου και σε επιβάρυνση εξόδων IX του Χ. Θ. (βλ τα από 8-11-2005 και 1-7-2005 πρακτικά), αναφερόταν στο κείμενο αυτών (πρακτικών) ως εκδότες τούτων οι εγκαλούντες, ήτοι, ότι είχαν παραστεί ως μέλη του ΔΣ στις εκάστοτε συνεδριάσεις του ΔΣ, χωρίς όμως να συμβαίνει στην πραγματικότητα αυτό. Εξάλλου, με βάση τα προαναφερόμενα, όπως αποδείχθηκε, ο κατηγορούμενος, είχε σκοπό να παραπλανήσει τρίτους σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ιδίως δε την παράσταση των ανωτέρω εγκαλούντων επί των συνεδριάσεων αυτών και την επικύρωση από αυτούς των σχετικών αποφάσεων, ενώ κάποια από τα έγγραφα και δη τα από 30-6-2006 και 30-6-2005 πρακτικά της ΓΣ των εταιρειών, έκαναν χρήση αφού αυτά δημοσιεύθηκαν στο Μητρώο Α.Ε. Η κρίση δε αυτή του δικαστηρίου δεν αναιρείται από τα προσκομιζόμενα από τον κατηγορούμενο λοιπά πρακτικά, τα οποία εάν και δεν φέρουν την υπογραφή των εγκαλούντων, οι τελευταίοι δεν τα περιέλαβαν στη μήνυση τους. Τα παραπάνω αποδεικνύονται πλήρως από τις καταθέσεις των εγκαλούντων και τα αναγνωσθέντα κρίσιμα πρακτικά και δεν αναιρούνται πειστικά από τις αντίθετες καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης. Σε όλα ανεξαιρέτως τα κρίσιμα πρακτικά οι εγκαλούντες φέρονται ότι παρίστανται στις συνεδριάσεις των οργάνων και αποφασίζουν "ομόφωνα" ή "παμψηφεί" (κατά περίπτωση) όλα τα μέλη των οργάνων (Δ.Σ. ή Γ.Σ.) πλην όμως δεν φέρουν τις υπογραφές των εγκαλούντων τα ανωτέρω πρακτικά. Ο κατηγορούμενος και οι μάρτυρες υπεράσπισής του δεν μπορούν να δικαιολογήσουν πειστικά, γιατί οι εγκαλούντες μολονότι παρίσταντο και εψήφιζαν να αρνηθούν να υπογράψουν τα πρακτικά, καθ'ον χρόνο οι σχέσεις του με τον κατηγορούμενο δεν παρουσίαζαν προβλήματα, και μάλιστα εξακολουθητικώς και για μεγάλο χρονικό διάστημα (από 30-6-2005 έως και 1-3-2007). Αντίθετα πλέον πειστικές στο σημείο αυτό κρίνονται οι καταθέσεις των εγκαλούντων ότι δεν μετείχαν στη λειτουργία των ως άνω οργάνων γιατί ο κατηγορούμενος έχοντας την πλειοψηφία (3 μέλη) του 5μελούς Διοικητικού Συμβουλίου των ως άνω εταιρειών δεν τους προσκαλούσε στις σχετικές συνεδριάσεις. Το ανωτέρω ενισχύεται και από το γεγονός ότι τόσο πριν όσο και μετά το αναφερόμενο στο κατηγορητήριο (30/6/2005 έως 1/3/2007) χρονικό διάστημα προσκομίσθηκαν πρακτικά Δ.Σ. με παρουσία και υπογραφές όλων των μελών του Δ.Σ. των ανωτέρω εταιρειών, ενώ στο επίμαχο χρονικό διάστημα κανένα δεν φέρει τις υπογραφές των εγκαλούντων. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι συντρέχουν λόγοι απαλλαγής του λόγω νομικής πλάνης (όπως αναλυτικά ανωτέρω εκτίθεται) πρέπει να απορριφθεί γιατί ο κατηγορούμενος είχε πλήρη γνώση των κανόνων λειτουργίας των οργάνων των ανωνύμων εταιρειών και των σχετικών διαδικασιών γιατί είχε προηγούμενη εμπειρία, ως επιτυχημένος επιχειρηματίας, από τον τρόπο λειτουργίας των ανωνύμων εταιρειών διαθέτοντας επιπλέον και εξειδικευμένο προσωπικό. Επομένως πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση μετά χρήσεως και μη, όπως αναλυτικότερα αναφέρεται στο διατακτικό, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α Π.Κ." Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο στην προσβαλλόμενη απόφαση του, εσφαλμένα εφάρμοσε την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 του Π.Κ., καθόσον, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρόκειται περί καταρτίσεως εγγράφου από τον αναιρεσείοντα, με την ιδιότητα, του Προέδρου και διευθύνοντα Συμβούλου των παραπάνω ανωνύμων εταιρειών, (πρακτικών Δ.Σ. και Γενικών Συνελεύσεων των παραπάνω ανωνύμων εταιρειών) με ψευδές περιεχόμενο, δοθέντος ότι αναγραφόταν σ' αυτά ότι παρίσταντο κατά τις παραπάνω συνεδριάσεις και οι εγκαλούντες, οι οποίοι ετύγχαναν μέλη του ως άνω Δ.Σ. οι οποίοι όμως δεν παρίσταντο. Η κατάρτιση των εγγράφων αυτών, δεν συνιστά αξιόποινη πλαστογραφία, με την έννοια του άρθρου 216 παρ. 1 ΠΚ, όπως αυτό αναλύθηκε στη νομική σκέψη που αναφέρθηκε στην αρχή, αφού ο κατηγορούμενος, συνέταξε και υπέγραψε, με το δικό του όνομα τα έγγραφα αυτά, με το άνω ψευδές περιεχόμενο, χωρίς αυτά να φέρουν τις υπογραφές των εγκαλούντων, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης και επομένως δεν εμφανίζονται να εκδόθηκαν από αυτούς. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, το δικαστήριο εσφαλμένως εφάρμοσε την οικεία ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ. Επομένως, εφόσον η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι, όπως προαναφέρθηκε, παραδεκτή, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, μοναδικός πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, και να αναιρεθεί συνολικά η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως. V. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠΔ, αν ασκηθεί αναίρεση επειδή έχει γίνει εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ο Άρειος Πάγος δεν παραπέμπει την υπόθεση αλλά εφαρμόζει τη σωστή ποινική διάταξη και, αν δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη, κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο. Έτσι, εφόσον ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για το αδίκημα της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, μετά χρήσεως και μη, το οποίο δεν στοιχειοθετούνταν αντικειμενικά, κατά τα ήδη εκτεθέντα, και γίνεται δεκτός, ο σχετικός, πρόσθετος λόγος της αναίρεσης, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Ε' ΚΠΔ, πρέπει να κηρυχθεί αθώος ο παραπάνω αναιρεσείων, της πράξεως της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, μετά χρήσεως και μη, που του αποδίδεται, όπως αυτή ειδικότερα αναλύεται στο διατακτικό της παρούσας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Ι. Αναιρεί την υπ' αρ. 5461/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημμελημάτων). ΙΙ. Κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, Ε. Φ. του Ι., κάτοικο ... οδός …αριθμός .., για το ότι: Στα …την 30-6-2005 έως και την 1-3-2007, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος, κατήρτισε έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, σε τινά δε εκ των εγγράφων αυτών έκανε εν συνεχεία χρήση. Συγκεκριμένα, κατήρτισε εξ' υπαρχής τα από 22/11/06, 13/12/06, 19/12/06, 29/12/06, 10/11/06, 27/10/06, 20/10/06, 6/10/06, 4/10/06, 27/9/06, 20/9/06, 26/9/06, 19/7/06, 17/5/06 και 1-7-2005 πρακτικά Γενικής Συνέλευσης του Δ.Σ της Α.Ε. με την επωνυμία "ΜΕΓΑΦΑΡΜ- Γεωργοπτηνοτροφική και Τροφίμων Ανώνυμη, Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρεία", το από 1/3/07, 22/2/07, 14/12/06, 18/7/06, 18/5/06, 8-11-2005 και 1-7-2005 πρακτικά του Δ.Σ της Α.Ε. με την επωνυμία " …", τα από 30-6-2005 και 30/6/06 πρακτικά Γ.Σ. της "ΜΕΓΑΦΑΡΜ Α.Ε." καθώς και τα από 30/6/06 και 12/9/06, πρακτικά Γ.Σ. της " …", τα οποία φέρουν τα ονοματεπώνυμα των εγκαλούντων Α. Θ. και Κ. Θ. και δη των α και β εξ' αυτών και μελών του Δ.Σ. των ανωτέρω εταιρειών ως και του β εξ' αυτών ως γραμματέως της Γ.Σ. αυτών, τα οποία (πρακτικά) ανεξαρτήτως της επ1 αυτών θέσεως υπογραφής των εγκαλούντων, ως μελών του Δ.Σ. ή γραμματέων της Γ.Σ., συνιστούν έγγραφα κατά την έννοια του Νόμου, αφού το πρόσωπο των εγκαλούντων ως εκδοτών προκύπτει συνεπώς από τις περιστάσεις και αναφέρεται ρητώς στο κείμενο αυτών, υποδηλώνονται δε αυτοί ως εκδότες φερόμενοι ότι δεσμεύονται από τις ενυπάρχουσες σε αυτά έγγραφες δηλώσεις, ενώ οι ανωτέρω ουδέποτε υπήρχαν εκδότες των εγγράφων αυτών, ούτε είχαν ποτέ παρασταθεί στις συνεδριάσεις των ΔΣ, ούτε ο β εξ' αυτών είχε παρασταθεί ως Γραμματέας σε συνεδρίαση Γ.Σ. των μετόχων. Ο κατ/νος είχε σκοπό να παραπλανήσει τρίτους σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, ιδίως δε την παράσταση των ανωτέρω εγκαλούντων επί των συνεδριάσεων αυτών και την επικύρωση από αυτούς των σχετικών αποφάσεων ενώ κάποια από τα έγγραφα, και δή, τα από 30-6-2005 και 30-6-06, πρακτικά της Γ.Σ. των παραπάνω εταιρειών έκανε χρήση αφού αυτά δημοσιεύτηκαν στο Μητρώο Α.Ε. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία. Κατάρτιση, κατ' εξακολούθηση, από τον κατηγορούμενο πρακτικών Δ.Σ. και Γενικών Συνελεύσεων ανώνυμης εταιρίας, τα οποία αυτός κατάρτισε και υπέγραψε ως Πρόεδρος αυτής και με το αναληθές περιεχόμενο ότι παρίσταντο κατά τις παραπάνω συνεδριάσεις και οι εγκαλούντες, οι οποίοι ετύγχαναν μέλη του ως άνω Δ.Σ. οι οποίοι όμως δεν παρίσταντο. Δεν συνιστά αυτή η πράξη κατάρτιση πλαστού εγγράφου αφού ο κατηγορούμενος, συνέταξε και υπέγραψε, με το δικό του όνομα τα έγγραφα αυτά, με το άνω ψευδές περιεχόμενο, χωρίς αυτά να φέρουν τις υπογραφές των εγκαλούντων και επομένως δεν εμφανίζονται να εκδόθηκαν από αυτούς. Δεκτός ο σχετικός πρόσθετος λόγος αναίρεσης. Αναιρεί και κηρύσσει αθώο, αφού δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη.
Πλαστογραφία
Αναιρέσεως παραδοχή, Πλαστογραφία.
0
Αριθμός 1558/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου I. S. του J., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στις Φυλακές Γρεβενών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κάνιαρη, για αναίρεση της υπ'αριθ.311/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιουλίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 848/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών. Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά τιμωρείται με φυλάκιση το πολύ έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Και αν είναι ασήμαντη τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της σωματικής βλάβης συνίσταται στη πρόκληση είτε σωματικής κακώσεως είτε βλάβης της υγείας άλλου, ενώ η βλάβη της υγείας στη διατάραξη των εσωτερικών λειτουργιών. Περαιτέρω, κατά το άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 3500/2006, Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις, "ενδοοικογενειακή βία θεωρείται η τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρ. 6, 7, 8 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299 και 311 του ΠΚ, κατά την παρ. 2 εδ. α' του ίδιου άρθρου οικογένεια θεωρείται η κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους, κατά την παρ. 3 θύμα ενδοοικογενειακής βίας θεωρείται κάθε πρόσωπο της προηγουμένης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος...." Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 "το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδ. α' της παρ. 1 του άρ. 308 ΠΚ, ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδ. β' της παραπάνω διάταξης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Ειδικότερα ποινικοποιείται η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη, υπό την έννοια της πρόκλησης από μέλος της οικογένειας σε άλλον σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας, ή εντελώς ελαφράς σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας μετά από συνεχή συμπεριφορά. Η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη διακρίνεται από την απλή σωματική βλάβη του άρθρου 308 Π Κ, ως προς το στοιχείο της τέλεσης εντός του οικογενειακού πλαισίου και για το λόγο αυτό τιμωρείται αυστηρότερα (ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους). Με την παραπάνω διάταξη αντιμετωπίζονται οι μορφές ενδοοικογενειακών σωματικών κακώσεων και, προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα ιδιωνύμου εγκλήματος σωματικών ενδοοικογενειακών κακώσεων, όταν δράστες και παθόντες είναι μέλη της ίδιας οικογένειας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο παρ. 2 του ως άνω νομοθετήματος. Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική'] έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη, με αριθμό 311/2013, απόφαση του, το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, των αξιόποινων πράξεων, α) του βιασμού, κατ' εξακολούθηση, β) της αιμομιξίας, κατ' εξακολούθηση και γ) της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης, κατ' εξακολούθηση και τον καταδίκασε, σε συνολική ποινή καθείρξεως δώδεκα (12) ετών και οκτώ (8) μηνών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δίκασαν, Πενταμελές Εφετείο μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, ήτοι, των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και των εγγράφων που αναγνώστηκαν, και της απολογίας του κατηγορουμένου, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Ο κατηγορούμενος I. S., από τον πρώτο γάμο του, ο οποίος έχει λυθεί με διαζύγιο, απέκτησε δύο (2) θυγατέρες, δηλαδή την A. που γεννήθηκε στην Αλβανία το έτος 1989 και τη S., που επίσης γεννήθηκε στην Αλβανία κατά την 27.10.1991. Ακολούθησε και δεύτερος γάμος του κατηγορουμένου, από τον οποίο απέκτησε ένα ακόμα τέκνο, τη Σ., ηλικίας σήμερα περίπου δώδεκα (12) ετών, που ζεί με τη μητέρα της, αφού, λίγο χρόνο μετά τη γέννησή της, λύθηκε και αυτός ο γάμος του κατηγορουμένου. Κατά το χρόνο που ζούσε στην Αλβανία, ο κατηγορούμενος συγκατοικούσε με την υπέργηρη μητέρα του και την ως άνω θυγατέρα του "S.", της οποίας είχε την επιμέλεια, ενώ την επιμέλεια της μεγαλύτερης αδελφής της είχε αναλάβει η μητέρα της. Μετά το θάνατο της ηλικιωμένης μητέρας του, ο κατηγορούμενος ήλθε στην Ελλάδα μαζί με την ανήλικη θυγατέρα του "S.", κατά το μήνα Αύγουστο 2006, όπου ζούσαν τα αδέλφια του εργαζόμενα, και εγκαταστάθηκε στην περιοχή …σε μισθωμένη οικία. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από τις αρχές του έτους 2007, δηλαδή από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2007, εκμεταλλευόμενος ο κατηγορούμενος το γεγονός ότι η μεγαλύτερη θυγατέρα του Α. διέμενε στο …και δεν είχε συχνές επαφές με αυτούς, απομόνωσε την ανήλικη θυγατέρα του (S.), η οποία όμως είχε συμπληρώσει τότε το 15ο έτος της ηλικίας της, δεν την άφησε να φοιτήσει στο σχολείο, και μάλιστα, όταν έφευγε για την εργασία του (οικοδόμος), την κλείδωνε μέσα στο σπίτι, ενώ, όταν έβγαινε για τα καθημερινά ψώνια την ακολουθούσε και επίσης συχνά, χωρίς αιτία της φερόταν βιαίως και τη χτυπούσε με τα χέρια του ή τη ζώνη του σε διάφορα μέρη του σώματός της, προκαλώντας σ'αυτή σωματικές κακώσεις, γνωρίζοντας ότι από την όλη αυτή αυταρχική και βάναυση συμπεριφορά του, ως και την ψυχολογική βία που ασκούσε δι'αυτής στην ως άνω ανήλικη θυγατέρα του (S.), η τελευταία "θα δεχόταν" να υποστεί τις ανίερες πράξεις που σκόπευε να επιχειρήσει σε βάρος της, αλλά και δεν θα τολμούσε να τις αποκαλύψει στην αδελφή της ή τους λοιπούς συγγενείς τους ή να τις καταγγείλει στις αστυνομικές αρχές. Έτσι, από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2007, στον τόπο που αναφέρεται στο διατακτικό και σε ημερομηνίες που δεν προσδιορίστηκαν ειδικότερα, αλλά πάντως μία τουλάχιστον φορά την εβδομάδα, ασκώντας ο κατηγορούμενος, με τον προαναφερόμενο τρόπο, ψυχολογική βία, αλλά και σωματική, όση χρειάζοταν, με τις υπέρτερες σε κάθε περίπτωση σωματικές του δυνάμεις σε βάρος του απομονωμένου, αδύναμου και φοβισμένου παιδιού του (ανήλικης θυγατέρας), οδηγούσε αυτή στο υπνοδωμάτιό του και, αφού της έκλεινε το στόμα με το χέρι του για να μη φωνάζει, επανειλημμένα την εξανάγκαζε να συνουσιάζεται μαζί του, παρά τη θέλησή της, (η οποία δεν μπορούσε να τον αποφύγει και γνώριζε ότι η οποιαδήποτε αντίδρασή της θα οδηγούσε σε περαιτέρω κακοποίησή της), προκειμένου να ικανοποιήσει τη γενετήσια επιθυμία του, ενεργώντας ταυτόχρονα σε βάρος της ανήλικης θυγατέρας του (S.), πέραν του βιασμού, και την αξιόποινη πράξη της αιμομιξίας, καθόσον γνώριζε την υπάρχουσα μεταξύ τους συγγενική σχέση (εξ αίματος α'βαθμού κατ'ευθεία γραμμή). Οι εγκληματικές αυτές ενέργειες του κατηγορουμένου συνεχίζονταν μέχρι και λίγες ημέρες πριν από την 11η Ιουνίου 2010, οπότε η ως άνω παθούσα, μη αντέχοντας άλλο τη νοσηρή και οδυνηρή αυτή κατάσταση, κατέφυγε στο Α.Τ.Καμινίων Πειραιά και υπέβαλε σε βάρος του κατηγορουμένου έγκληση, ενώ ενημέρωσε και την αδελφή της A., η οποία μάλιστα εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και έδειξε να έχει απόλυτη πίστη στα λεγόμενα της παθούσας. Τα αμέσως προηγούμενα περιστατικά, που προκύπτουν από τη σαφή και κατηγορηματική κατάθεση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο της παθούσας, αλλά και από την προανακριτική και ανακριτική ένορκη κατάθεση της ίδιας, (-που αναγνώσθηκαν-), για την ειλικρίνεια και αξιοπιστία της οποίας δεν έχει λόγους να αμφιβάλει το παρόν Δικαστήριο, ενισχύονται και από την με ημερομηνία 14.6.2010 ιατροδικαστική έκθεση που αναγνώστηκε, κατά την οποία, παρά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τη διενέργεια της, διαπιστώθηκε "μικρού βαθμού ερυθρότητα στη βάση του δεξιού μικρού χείλους του αιδοίου - παρθενικός υμένας υμενώδους συστάσεως και μεσαίου ύψους, διατηρεί σχετικά ευρύ το άνοιγμα προ του κολεό, φέρει μονήρη ρήξη παλαιάς χρονολογίας συστοίχως της 5ης ώρας, το βάθος της οποίας πλησιάζει το προσθεφυκόν χείλος", και δεν αναιρούνται από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης και αδελφών του κατηγορουμένου, οι οποίοι, συμπορευόμενοι με τη θέση του κατηγορουμένου, οι οποίοι, συμπορευόμενοι με τη θέση του κατηγορουμένου, υποθετικά είτε αποδίδουν τις καταγγελίες της παθούσας σε "πιέσεις" που δέχθηκε από τρίτους, προσδοκώντας η ίδια οφέλη από την περιουσία του πατέρα της - κατηγορουμένου, είτε δηλώνουν ότι δεν πιστεύουν την παθούσα. Όμως, πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι, ενώ ο κατηγορούμενος, απολογούμενος στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ισχυρίστηκε ότι οι προαναφερόμενες δύο θυγατέρες του απέβλεπαν σε οικονομικά οφέλη από την περιουσία του, εν τούτοις ο ίδιος στη συνέχεια ανέφερε ότι εκείνες, κατά την τριετία περίπου που κρατείται στη φυλακή, δεν του έχουν ζητήσει κάποια οικονομική βοήθεια. Εξάλλου, το γεγονός ότι η παθούσα κατάγγειλε τις σε βάρος της πράξεις καθυστερημένα, πρέπει να συνεκτιμηθεί με το γεγονός της ανηλικότητάς της, της εν γένει συνθήκες της ζωής της σε ξένη χώρα, όπου ζούσε απομονωμένη, υπό διαρκές καθεστώς φόβου από τη βάναυση συμπεριφορά του κατηγορουμένου, του φόβου επίσης για την αντίδρασή του, αλλά και την αμφιβολία της ως προς την αποδοχή που θα είχε από τους συγγενείς τους, δηλαδή τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα αδέλφια του κατηγορουμένου....Επομένως, ενόψει των όσων προεκτέθηκαν, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των διωκομένων και αποδιδομένων σ'αυτόν πράξεων, δηλαδή "α)του βιασμού κατ'εξακολούθηση, β)της αιμομιξίας κατ'εξακολούθηση [οι οποίες τελούν σε αληθινή συρροή, καθόσον προστατεύουν διαφορετικά έννομα αγαθά, όπως τη γενετήσια ελευθερία και την οικογένεια (ΑΠ 302/2005 και 912/2004 - Ποιν.Χρ.ΝΕ'929 και 423, αντίστοιχα)], και γ)της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης κατ'εξακολούθηση, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας". Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω δικαστήριο στο σκεπτικό, όιέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων, α) του βιασμού κατ' εξακολούθηση β) της αιμομιξίας κατ' εξακολούθηση και γ) της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης κατ' εξακολούθηση, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τις νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 94 παρ.1, 98 308 παρ. 1α, 336 παρ.1, 345 παρ.1β Π.Κ. 1 παρ.1-2α, 6 παρ.1 και 8 του Ν. 3500/2006 τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές και αιτιολογίες και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσεως. Η ειδικότερη αντίθετη αιτίαση του αναιρεσείοντα, περί του ότι δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης, είναι αβάσιμη, διότι τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά από το δικαστήριο, ορθώς αξιολογούμενα, στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αφού κατά τις παραδοχές του σκεπτικού, ο δράστης πατέρας "χωρίς αιτία της φερόταν βιαίως και τη χτυπούσε με τα χέρια του ή τη ζώνη του σε διάφορα μέρη του σώματος της, προκαλώντας σ' αυτή σωματικές κακώσεις", σύμφωνα δε, με όσα στην εν αρχή νομική σκέψη αναφέρθηκαν, το ως άνω έγκλημα της σωματικής βλάβης συνίσταται στην πρόκληση σωματικής κακώσεως, όπως εν προκειμένω. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να εξειδικευθούν οι σωματικές κακώσεις. Οι περαιτέρω, αιτιάσεις, α) περί του ότι ο Ιατροδικαστής που εξέτασε την παθούσα την ημέρα που αυτή προέβη στη καταγγελία των σε βάρος της αξιόποινων πράξεων, δεν αναφέρει στη σχετική έκθεση του για ίχνη σωματικών κακώσεων και β) περί του ότι ουδόλως αποδεικνύεται ότι μεσολάβησε σεξουαλική παρενόχληση ή συνουσία από τον κατηγορούμενο πατέρα της και η διαπίστωση ρήξης του παρθενικού υμένα της που διαπίστωσε ο Ιατροδικαστής είναι συμβατή με τα πραγματικά περιστατικά που η παθούσα αναφέρει ότι έλαβαν χώρα στην Αλβανία με κάποιο συγχωριανό της, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, 2ος , και 3ος, κατ' εκτίμηση, λόγοι αναιρέσεως που πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου, με τις παραπάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω, μεταβολή της κατηγορίας, η οποία επιφέρει απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. β' και δ' Κ.Π.Δ. και ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' Κ.Π.Δ., υπάρχει όταν η πράξη για την οποία καταδικάζεται ο κατηγορούμενος, είναι ουσιωδώς διαφορετική, κατά τόπο, χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις από εκείνη για την οποία έχει ασκηθεί η ποινική δίωξη ή έχει απαγγελθεί η κατηγορία και έχει εισαχθεί να δικασθεί στο ακροατήριο ο κατηγορούμενος, ώστε κατ' αντικείμενο να αποτελεί έγκλημα. Αντιθέτως δεν υπάρχει τέτοια μεταβολή, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσδιορίζει κατ' άρθρο 371 παρ. 3 Κ.Π.Δ. σαφέστερα τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την πράξη, χωρίς να επηρεάζεται η ταυτότητα αυτού ως ιστορικού γεγονότος. Η εξουσία του δικαστηρίου να καθορίσει διαφορετικό χρόνο τέλεσης της πράξεως εμποδίζεται και είναι ανεπίτρεπτη αν τέτοια παραδοχή διαφορετικού χρόνου επιδρά στην παραγραφή ή στο αξιόποινο της πράξεως. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος, με την υπ' αριθμό 873/2010, απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ήτοι του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς καταδικάστηκε για τις παραπάνω πράξεις α) του βιασμού, κατ' εξακολούθηση, β) της αιμομιξίας, κατ' εξακολούθηση και γ) της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης, κατ' εξακολούθηση, με φερόμενο χρόνο τέλεσης, μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, του διαστήματος από Ιανουάριο του έτους 2005, έως τον Ιούνιο του έτους 2010. Το εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε ως χρόνο τέλεσης των παραπάνω κατ" εξακολούθηση πράξεων, το διάστημα από Ιανουάριο του έτους 2007 έως τον Ιούνιο του έτους 2010 και καθόσον αφορά τις πράξεις του βιασμού, κατ' εξακολούθηση, και της αιμομιξίας, κατ' εξακολούθηση, δέχθηκε ότι αυτές τελέστηκαν μια φορά την εβδομάδα για όλο το παραπάνω διάστημα, Με τις παραδοχές αυτές, δεν προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας ούτε υπερέβη την εξουσία του, το δίκασαν δικαστήριο, αφού αυτό επιτρεπτά, προσδιόρισε ακριβέστερα σύμφωνα με τα πορίσματα της ακροαματικής διαδικασίας, τα περιστατικά που συγκροτούν το χρόνο τέλεσης των ως άνω πράξεων, για τις οποίες περιόρισε κατά δύο έτη το χρόνο τέλεσης αυτών κατά τα εκτεθέντα, χωρίς ο περιορισμός αυτός να επιδρά στην ταυτότητα των πράξεων ή στην παραγραφή τους. Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με 171 παρ. 1 περ. β' και δ' , και Η' Κ.Π.Δ. lος λόγος αναιρέσεως, κατά το σκέλος του, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα και υπέρβαση εξουσίας, με τις παραπάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ. 1 του ΚΠΔ, "όπου ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, το ένδικο μέσο της αίτησης αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης η οποία, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι εάν η υπόθεση που αναφέρεται σε ορισμένο έγκλημα, διήλθε και από τους δύο βαθμούς ουσιαστικής κρίσης, με το ένδικο μέσο της αίτησης αναίρεσης, προσβάλλεται μόνο η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στην οποία έχει ενσωματωθεί εκείνη που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης που ασκήθηκε κατ' αυτής και κάθε λόγος αναίρεσης που πλήττει την πρωτοβάθμια απόφαση, είναι απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον αυτό ως άνω, 1° λόγο αναιρέσεως, κατά το έτερο σκέλος του, προβάλλει ακυρότητα της πρωτόδικης, με αριθμό 873/2010, αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, (Κακουργημάτων), γιατί τον καταδίκασε για τέσσερις (4) πράξεις, που τελέστηκαν κατ" εξακολούθηση, εντός ορισμένου διαστήματος, χωρίς να προσδιορίζεται χρονικά εκάστη μερικότερη πράξη των κατ' εξακολούθηση πράξεων. Ο λόγος αυτός, και κατά το σκέλος αυτό, είναι απορριπτέος, κατά τα εκτεθέντα παραπάνω, ως απαράδεκτος, αφού πλήττει την πρωτοβάθμια απόφαση. Η κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να υπάρχει, όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορο του παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή τη μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής ή και την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 του ΠΚ. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο, για συνδρομή στο πρόσωπο του, κατ" άρθρο 36 ΠΚ μειωμένης ικανότητας για καταλογισμό. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης κατά τα άνω απόφασης, ο συνήγορος του κατηγορουμένου με "αυτοτελή ισχυρισμό", που υπέβαλε στο δικαστήριο και ανέπτυξε προφορικά στο ακροατήριο, ισχυρίσθηκε ότι είναι μειωμένης ικανότητος προς καταλογισμό των πράξεων, αφού λόγω πτώσεως του από νεαρής ηλικίας, από μεγάλο ύψος, εμφάνισε απώλεια συνείδησης και μνήμης για μεγάλα διαστήματα και είναι μόνιμα επιληπτικός, μάλιστα η κατάσταση του έχει επιδεινωθεί εκ του λόγου ότι δεν του είχε αρχικά συστηθεί αντιεπιληπτική αγωγή, τις περισσότερες ώρες της ημέρας βρίσκεται σε απώλεια συνείδησης από την επίδραση φαρμάκων, πολλάκις δε έχει αποπειραθεί να αυτοκτονήσει δια απαγχονισμού. Το άνω Δικαστήριο, στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, επί της κύριας ενοχής, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ1 είδος τους αποδεικτικών μέσων, όπως ήδη αναφέρθηκε, δέχθηκε, ανελέγκτως, σε σχέση με τον παραπάνω ισχυρισμό τα ακόλουθα: "Περαιτέρω προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος, από ηλικίας 18 ετών παρουσιάζει επιληπτικές κρίσεις και ψυχοσιόμορφες εκδηλώσεις, πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι εκείνος κατά τους παραπάνω τόπους και χρόνους και εξ αιτίας το3ν άνω κρίσεων είχε μειωμένη ικανότητα για να αντιληφθεί το άδικο των ως άνω πράξεων του, απορριπτόμενου έτσι ως αβασίμου, του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού του δηλαδή περί εφαρμογής στην ερευνώμενη υπόθεση του άρθρου 36 Π.Κ.". Επομένως το δικαστήριο, με πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες απέρριψε ως αβάσιμο τον αυτοτελή ισχυρισμό του, περί συνδρομής στο πρόσωπο του, της ελαττωμένης ικανότητας του προς καταλογισμό, συνεπεία της οποίας είχε μειωθεί σημαντικά η ικανότητα του να αντιληφθεί το άδικο των πράξεων του. Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, 4ος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων παραπονείται, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθόσον αφορά την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού, περί μειωμένου καταλογισμού, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, κατά το σκέλος του αυτό. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσία η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει, την από 8-7-2013, υπ' αριθμό έκθεσης 16/2013, αίτηση, του I. S. του J., κρατούμενου στις φυλακές Γρεβενών, για αναίρεση της υπ' αριθμό 311/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ενδοοικογενειακή βία. Καταδίκη για βιασμό, αιμομιξία και ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη. Σωματική βλάβη ανηλίκου από τον πατέρα του. Λόγοι αναίρεσης: Εσφαλμένη ερμηνεία. Ισχυρισμοί αυτοτελείς. Μειωμένος καταλογισμός – διαταραχή της προσωπικότητας. Αιτιολογημένη απόρριψη αυτού. Μεταβολή κατηγορίας. Δεν αποτελεί μεταβολή κατηγορίας ο περιορισμός από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο του χρονικού διαστήματος τέλεσης του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος και ο ακριβέστερος προσδιορισμός ότι στο βραχύτερο αυτό διάστημα οι παραπάνω πράξεις τελούνταν τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα. Αν η υπόθεση που αναφέρεται σε ορισμένο έγκλημα κρίθηκε και στους δύο βαθμούς ουσιαστικής κρίσης, με το ένδικο μέσο της αίτησης αναίρεσης προσβάλλεται μόνο η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, στην οποία έχει ενσωματωθεί εκείνη που εκδόθηκε στον πρώτο βαθμό, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης που ασκήθηκε κατ' αυτής και κάθε λόγος αναίρεσης που πλήττει την πρωτοβάθμια απόφαση είναι απαράδεκτος. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Βιασμός, Κατηγορίας μεταβολή, Καταλογισμός, Ενδοοικογενειακή βία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1567/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη-Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σακελλάκου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Β. Τ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Πανταζή, περί αναιρέσεως της 689/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου, όπως αυτή διορθώθηκε-συμπληρώθηκε με την υπ' αριθμ. 2362/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κορίνθου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Σεπτεμβρίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1084/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 70 παρ. 1 του ν. 998/1979 "περί προστασίας των δασών και των δασικών εκτάσεων της χώρας", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ. 1 του ν. 2081/1992 "όποιος εκχερσώνει, υλοτομεί αποψιλωτικά ή καλλιεργεί έκταση δημόσια ή ιδιωτική που κηρύχθηκε αναδασωτέα, τιμωρείται... με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή 100.000 μέχρι 1.000.000 δραχμών". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 41 παρ. 1 του ίδιου νόμου (998/1979), "η κήρυξη εκτάσεων ως αναδασωτέων ενεργείται δι' αποφάσεως του οικείου Νομάρχη, καθοριζούσης σαφώς τα όρια της εκτάσεως η οποία κηρύσσεται αναδασωτέα και συνοδευομένης υποχρεωτικώς υπό σχεδιαγράμματος, το οποίον δημοσιεύεται εν φωτοσμικρύνσει μετά της αποφάσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως". Επομένως, στην απόφαση που καταδικάζει για παράβαση του άρθρου 70 παρ. 1 του ν. 998/1979, πρέπει να αναφέρονται η απόφαση του Νομάρχη (ήδη Γ.Γ. της Περιφέρειας, ο οποίος δύναται να μεταβιβάσει αρμοδιότητες στους προϊσταμένους των Δασικών Υπηρεσιών), το σχετικό σχεδιάγραμμα και η δημοσίευση αυτών στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθώς και αν πρόκειται για δημόσια ή ιδιωτική έκταση, διαφορετικά η απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1Δ' ΚΠΔ. λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη, υπ' αριθμό 689/2013, απόφαση, του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως αυτή διορθώθηκε - συμπληρώθηκε με την υπ' αριθμό 2362/2013 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, κρίθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, της πράξης της παράνομης εκχέρσωσης αναδασωτέας δασικής εκτάσεως, και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, η οποία ανεστάλη επί 3ετία και χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) €. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, ήτοι, των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης και των εγγράφων που αναγνώστηκαν, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "ο κατηγορούμενος διέπραξε την αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγορείται, ειδικότερα αποδείχτηκαν όλα τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο διατακτικό, μαζί με το στοιχείο της υπαιτιότητας του κατηγορουμένου, που αναφέρεται επίσης σ' αυτό. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος διότι στη δασική θέση "..." Δ.Δ. …του Δήμου …ΤΗΝ 20-05-2006, προέβη στην εκχέρσωση και καλλιέργεια δημόσιας δασικής έκτασης, που κηρύχθηκε αναδασωτέα και πλέον συγκεκριμένα το πρώτο δεκαήμερο μηνός Μαΐου 2006, προέβη στην εκχέρσωση καμένης δασικής έκτασης εμβαδού 38.780 τ.μ. με μηχανικό μέσο, η οποία είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την υπ' αριθμ. 1577/21-08-2000 απόφαση του Γεν. Γραμ. Περιφέρειας Πελοποννήσου, καταστρέφοντας τα επ' αυτής αναγεννημένα πουρνάρια, κουμαριές, σχοίνα και αφάνες και στη συνέχεια στο Βορειοδυτικό τμήμα της ως άνω έκτασης, εμβαδού 8.438 τ.μ. φύτεψε 150 ελαιόδεντρα. Η δε προξενηθείσα ζημιά που υπέστη το Δημόσιο ανέρχεται στο ποσό των (10.450) ευρώ". Ακολούθως, η προσβαλλομένη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα του ότι: "στη δασική θέση "..." Δ.Δ. …του Δήμου …ΤΗΝ 20-05-2006, προέβη στην εκχέρσωση και καλλιέργεια δημόσιας δασικής έκτασης, που κηρύχθηκε αναδασωτέα και πλέον συγκεκριμένα το πρώτο δεκαήμερο μηνός Μαΐου 2006, προέβη στην εκχέρσωση καμένης δασικής έκτασης εμβαδού 38.780 τ.μ. με μηχανικό μέσο, η οποία είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την υπ' αριθμ. 1577/21-08-2000 απόφαση του Γεν. Γραμ. Περιφέρειας Πελοποννήσου, καταστρέφοντας τα επ' αυτής αναγεννημένα πουρνάρια, κουμαριές, σχοίνα και αφάνες και στη συνέχεια στο Βορειοδυτικό τμήμα της ως άνω έκτασης, εμβαδού 8.438 τ.μ. φύτεψε 150 ελαιόδεντρα. Η δε προξενηθείσα ζημιά που υπέστη το Δημόσιο ανέρχεται στο ποσό των (10.450) ευρώ". Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω Δικαστήριο, στέρησε την απόφασή του της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν διαλαμβάνει στην απόφασή του και μάλιστα ούτε στο σκεπτικό το οποίο αποτελεί επανάληψη του διατακτικού, ούτε στο διατακτικό, ότι η αναφερόμενη απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφερείας Πελοποννήσου, με την οποία κηρύχθηκε αναδασωτέα η δημόσια δασική έκταση, την οποία εκχέρσωσε παράνομα ο αναιρεσείων, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προϋπόθεση, η οποία συνιστά συστατικό στοιχείο της αποφάσεως αυτής, και αν αυτή συνοδευόταν από σχεδιάγραμμα της αναδασωτέας έκτασης, στο οποίο καθορίζονται λεπτομερώς τα όρια, προς αποφυγή σύγχυσης με τα όμορα ιδιωτικά ακίνητα και του οποίου σχεδιαγράμματος η δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως σε κάθε περίπτωση είναι υποχρεωτική. Επομένως ο, από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, οπότε παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων της αναιρέσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 689/2013, απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου, όπως αυτή διορθώθηκε - συμπληρώθηκε με την υπ' αριθμό 2362/2013 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δασικές εκτάσεις. Παράνομη εκχέρσωση δημόσιας δασικής έκτασης. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Πραγματικά περιστατικά. Ποινική Δικονομία. Λόγοι αναίρεσης: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Αναιρεί την προσβαλλομένη απόφαση για τον ως άνω λόγο, αφού δεν αναφέρει αν η επικληθείσα απόφαση του Γ.Γ. Περιφέρειας, με την οποία χαρακτηρίστηκε ως αναδασωτέα η δημόσια δασική έκταση, την οποία εκχέρσωσε παράνομα ο αναιρεσείων, δημοσιεύθηκε στην ΕτΚ, καθώς και αν η απόφαση αυτή συνοδευόταν από σχεδιάγραμμα της εν λόγω αναδασωτέας εκτάσεως, στο οποίο καθορίζονται λεπτομερώς τα όρια αυτής προς αποφυγή συγχύσεως με όμορα ακίνητα.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεως παραδοχή, Δασικά αδικήματα.
0
Αριθμός 1571/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, (σύμφωνα με τις υπ' αριθμό 26, 34, 49/2013 αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου), απέχοντος του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σακελλάκου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλουμένη την Α. Π. και εγκαλούντα τον Ι. Β. του Π., κάτοικο .... Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 20 Μαρτίου 2013, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 363/2013. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα, με αριθμό 109/15.4.2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 στοιχ. γ' του ΚΠΔ, το από 20.3.2013 έγγραφο - αίτημα του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, για κανονισμό αρμοδιότητας κατά παραπομπή, και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122 - 125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από τον δικαιολογητικό λόγο της διατάξεως αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλόμενης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, στο οποίο περιλαμβάνεται και η άσκηση της ποινικής διώξεως. (ΑΠ 1392/2011, ΑΠ 235/2011). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ.1 στοιχ. γ' του ίδιου ως άνω Κώδικα, την παραπομπή αυτή μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί παραπομπής από το δικαστήριο της περιφέρειας ενός εφετείου σε δικαστήριο της περιφέρειας άλλου εφετείου ο Άρειος Πάγος σε Συμβούλιο, και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδ.1 του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση ο Ι. Β. του Π., κάτοικος ... (οδός …αρ. …), υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς την από 22.2.2013 (ΑΒΜ: Μ-13/334) μήνυση - πρόσκληση και δήλωση, με την οποία καταμηνύει την εισαγγελική λειτουργό Α. Π., για παράβαση καθήκοντος (αρθρ. 259 του ΠΚ). Εν όψει του ότι η ανωτέρω εισαγγελική λειτουργός υπηρετεί, με το βαθμό της Εισαγγελέως Πρωτοδικών, στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς, όπως προκύπτει από τη συνημμένη από 19.3.2013 βεβαίωση του Διευθύνοντος την Εισαγγελία αυτή, και δεδομένου ότι στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο, εκτός από το Πρωτοδικείο Πειραιώς και την αντίστοιχη Εισαγγελία Πρωτοδικών, συντρέχει νόμιμη περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή (άρθρα 136 εδ. ε' και 137 παρ. 1 στοιχ. γ' του ΚΠΔ) και πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της ως άνω υποθέσεως από τον κατά τόπο αρμόδιο να επιληφθεί της υποθέσεως αυτής Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, στον πλησιέστερο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και αν συντρέξει περίπτωση και στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, καθώς και στις ανακριτικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών, όπως στο διατακτικό ορίζεται. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Να διαταχθεί η παραπομπή της υποθέσεως που αναφέρεται στο από 20.3.2013 έγγραφο - αίτημα του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς και αφορά την από 22.2.2013 (ΑΒΜ: Μ-13/334) μήνυση - πρόσκληση και δήλωση του Ι. Β. του Π., με την οποία καταμηνύει την εισαγγελική λειτουργό Α. Π., για παράβαση καθήκοντος (αρθρ. 259 του ΠΚ), από τον κατά τόπο αρμόδιο να επιληφθεί της υποθέσεως αυτής Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και αν συντρέξει περίπτωση και στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, καθώς και στις ανακριτικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών. Αθήνα, 12 Απριλίου 2013 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Γεώργιος Ν. Κολιοκώστας". Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε' του ΚΠΔ, όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο κατά τόπο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, α) το συμβούλιο πλημμελειοδικών...... β) το συμβούλιο Εφετών αν ζητείται η παραπομπή από ένα μονομελές ή τριμελές Πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο όμοιο και γ) ο Άρειος Πάγος, που συνέρχεται σε συμβούλιο σε κάθε άλλη περίπτωση. Από το δικαιολογητικό λόγο της διάταξης αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλομένης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, και όταν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο Ι. Β. του Π. επίτιμος δικηγόρος, κάτοικος ..., ( οδός …αρ. …), υπέβαλε την από 22-2-2013, μήνυση-πρόσκληση και δήλωση που διαβιβάσθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά (Α.Β.Μ. Μ-13/334), που στρέφεται, κατά της Εισαγγελικής Λειτουργού, Α. Π., που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιά, με το από 20-3-2013, έγγραφό του, προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου υπέβαλε σε αυτόν, τη σχετική ως άνω μήνυση και ζήτησε τον κανονισμό αρμοδιότητας κατά παραπομπή, λόγω της ιδιότητας, της κατά τα άνω εγκαλούμενης, ως δικαστικού λειτουργού, που υπηρετεί στο Πρωτοδικείο Πειραιά καθόσον το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, δεν μπορούσε να αποφασίσει παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ομοειδές και ισόβαθμο δικαστήριο της περιφέρειας του, ελλείψει άλλου τέτοιου δικαστηρίου, δεδομένου ότι στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο, εκτός από το Πρωτοδικείο Πειραιά. Ενόψει των ανωτέρω, δεν μπορεί ούτε άσκηση ποινικής διώξεως ούτε ενέργεια οποιασδήποτε πράξεως της προδικασίας και κύριας διαδικασίας να γίνει κατά της ανωτέρω δικαστικού λειτουργού, από τις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιά, στο οποίο υπηρετεί με το βαθμό της Εισαγγελέως Πρωτοδικών. (βλ. την από 19-3-2013, Υπηρεσιακή βεβαίωση του Διευθύνοντος την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά). Επομένως συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή (άρθρα 136 εδ. ε' και 137 παρ.1 στοιχ. γ' του ΚΠΔ) δοθέντος δε, ότι το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, δεν μπορεί να αποφασίσει παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ομοειδές και ισόβαθμο δικαστήριο της περιφέρειάς του, ελλείψει άλλου τέτοιου δικαστηρίου, πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της ανωτέρω υποθέσεως ως προς την παραπάνω εγκαλούμενη, Δικαστική λειτουργό, από τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιά, στις αντίστοιχες Εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διατάσσει την παραπομπή της υποθέσεως, που αναφέρεται στο από 20-3-2013, έγγραφο του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά, και αφορά την από 22-2-2013, μήνυση - πρόσκληση και δήλωση του Ι. Β. του Π. , Επίτιμου δικηγόρου, κατοίκου .., που διαβιβάσθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά (Α.Β.Μ. Μ-13/334) και στρέφεται, κατά της Α. Π., Εισαγγελέως Πρωτοδικών, που υπηρετεί στο Πρωτοδικείο Πειραιά, από τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιά, στις αντίστοιχες Εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2013. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας 136 Κ.Π.Δ. Συντρέχει βάσιμος λόγος καθορισμού αρμοδιότητας άλλων Εισαγγελικών και λοιπών δικαστικών αρχών κατόπιν της υποβολής έγκλησης σε βάρος δικαστικού λειτουργού του Πρωτοδικείου Αθηνών, ακόμα και στο στάδιο της προδικασίας.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 1549/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη και Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Δεκεμβρίου 2013 με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Α. Κ. του Ν., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Χαιρόπουλο, για αναίρεση της υπ' αριθ 4428/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον M. V., κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Σεπτεμβρίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1102/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 314 παρ. 1 εδ. α' ΠΚ, ορίζεται ότι "όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών" και κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του ΠΚ, ορίζεται ότι " από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται αντικειμενικά μεν πρόκληση σωματικής βλάβης άλλου, υποκειμενικά δε α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλομένης, κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής και με βάση τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και β) δυνατότητα αυτού, βάσει των προσωπικών περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο, από έλλειψη της προαναφερομένης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται, στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη.(βλ. Ολ.ΑΠ 3/2012). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη με αρ. 4428/2013 προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, το δικάσαν κατ' έφεση Τριμελές Εφετείο Αθηνών, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, ότι από τα μνημονευόμενα σε αυτή, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, την ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι: κατά τον παρακάτω τόπο και χρόνο, ενώ ήταν υποχρεωμένος, λόγω της ιδιότητάς του σε ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της απαιτούμενης προσοχής, την οποία όφειλε, ενόψει της ιδιότητάς του και των περιστάσεων, να καταβάλει, προκάλεσε το αξιόποινο αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης του πολιτικώς ενάγοντα M. V.. Συγκεκριμένα ο κατ/νος και ήδη εκκαλών τυγχάνει πολιτικός μηχανικός και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία " …", που είχε αναλάβει την κατασκευή πολυώροφης οικοδομής στην περιοχή …επί της οδού …αρ. … Στις αρχές του έτους 2006 η οικοδομή αυτή βρισκόταν στο στάδιο των επιχρισμάτων, η κατασκευή των οποίων είχε ανατεθεί στον Κ. Λ., κατ/νο στην πρωτοβάθμια δίκη, ο οποίος διέθετε συνεργείο από τεχνίτες και εργάτες, μεταξύ των οποίων ήταν και ο ανωτέρω παθών. Την επίβλεψη ωστόσο, του όλου έργου είχε ο νυν κατ/νος με την ως άνω ιδιότητά του. Αποδείχθηκε όμως, ότι στις 4.2.2006 και περί ώρα 8.30 περίπου, ο παθών βρισκόταν στο μπαλκόνι του 5ου ορόφου της άνω οικοδομής και σοβάτιζε την εξωτερική πλευρά του μπαλκονιού (το οποίο βρισκόταν σε εσοχή), πλην όμως ανεβαίνοντας την ξύλινη σκάλα, προκειμένου να εκτελέσει το έργο που του ανατέθηκε, το δεύτερο σκαλοπάτι αυτής έσπασε, με συνέπεια ο παθών να χάσει την ισορροπία του και να πέσει στο έδαφος (ενόψει του ότι στο μπαλκόνι δεν είχαν ακόμη τοποθετηθεί κάγκελα) από ύψος 17μ. περίπου, εξαιτίας δε της πτώσεώς του υπέστη επιπλεγμένο κάταγμα (ΔΕ) μηριαίου 3ου βαθμού, συντριπτικό κάταγμα τεσσάρων τεμαχίων (ΑΡ) μηριαίων κονδύλων και διατομή επιγονατιδικού τένοντα. Με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα προκύπτει ότι ο τραυματισμός του ανωτέρω, ανεξάρτητα από τυχόν δική του συνυπαιτιότητα, οφείλεται, κατ' αιτιώδη συνάφεια, στην αμελή συμπεριφορά του κατ/νου-εκκαλούντος Α. Κ. και ειδικότερα α) δεν απαγόρευσε στον παθόντα τη χρήση της εν λόγω αυτοσχέδιας ξύλινης σκάλας και δεν χορήγησε σ' αυτόν καβαλέτο με μαδέρι, τα οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για την ασφαλή εκτέλεση της εργασίας που του ανατέθηκε β) δεν φρόντισε το μπαλκόνι στο οποίο εργαζόταν ο παθών να διαθέτει κατάλληλη προστατευτική διάταξη και γ) δεν ήταν παρών κατά την εκτέλεση της παραπάνω εργασίας. Συνεπώς, στοιχειοθετείται σε βάρος του κατ/νου, κατά τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία της αποδιδόμενης σ' αυτόν αξιόποινη πράξη και σωματική βλάβη από αμέλεια και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό". Περαιτέρω το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε τον κηρυχθέντα ένοχο αναιρεσείοντα κατηγορούμενο επιβλέποντα μηχανικό οικοδομής, σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών για σωματική βλάβη εργαζόμενου παρ' υποχρέου, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραπάνω παραδοχές, η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της από αμέλεια σωματικής βλάβης παθόντος εργαζόμενου, σε βάρος του αναιρεσείοντος υπευθύνου επιβλέποντος μηχανικού και νομίμου εκπροσώπου κατασκευαστικής εταιρείας οικοδομής, για το οποίο καταδικάστηκε. Αναφέρονται επίσης οι αποδείξεις από τις οποίες το Εφετείο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 β, 28, 51, 53, 79, 314 παρ.1, 315 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή ασαφή, αντιφατική ή ενδοιαστική αιτιολογία, ενώ δεν ήταν αναγκαία κατά νόμο η αναλυτική παράθεση των αποδεικτικών μέσων και τι προκύπτει χωριστά από το καθένα. Όσον αφορά την ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι το δικαστήριο παρέλειψε να εκτιμήσει την κατάθεση του παθόντος πολιτικώς ενάγοντος, σημειώνεται ότι από το παραπάνω αιτιολογικό προκύπτει ότι συνεκτιμήθηκε από το δικαστήριο και η ανώμοτη αυτή κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος και ενόψει του ότι το εν λόγω αδίκημα σωματικής βλάβης παρ' υποχρέου διώκεται αυτεπάγγελτα (άρθρο 315 ΠΚ) και η κατάθεση αυτή του παθόντος τη σωματική βλάβη εργάτη εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο και δεν συνάγεται έλλειψη εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και αδυναμία ελέγχου της ορθής ή μη εφαρμογής νόμου, εκ του ότι, πλην άλλων ικανών στοιχείων αμελούς συμπεριφοράς, αποδίδεται στον κατηγορούμενο επιβλέποντα μηχανικό του οικοδομικού έργου και ότι δεν χορήγησε στον παθόντα εργάτη επιχρισμάτων "καβαλέτο με μαδέρι" για την ασφαλή εκτέλεση της εργασίας, ενώ ο ίδιος ο πολιτικώς ενάγων κατέθεσε στο δικαστήριο πλην άλλων "για να σοβατίσουμε μέσα είχαμε μαδέρι, εργαλεία, ξύλινα καβαλέτα", αφού μάλιστα το ατύχημα της πτώσης του εργάτη συνέβη κατά το σοβάτισμα της εξωτερικής πλευράς εσοχής του μπαλκονιού του πέμπτου ορόφου και όχι εσωτερικά της οικοδομής και δε συνάγεται από τις παραδοχές αυτές αντίφαση ή έλλειψη ειδικής αιτιολογίας της αμελούς συμπεριφοράς του κατηγορουμένου. Επομένως, οι συναφείς, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' (κατ' εκτίμηση) του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, συνιστούν αμφισβήτηση της ουσίας των παραπάνω παραδοχών του Εφετείου και αρνητικά της αμέλειάς του υπερασπιστικά επιχειρήματα, ήτοι ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας και ως εκ τούτου είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αρ. εκθ. 216/12-9-2013 αίτηση του Α. Κ. του Ν., για αναίρεση της με αρ. 4428/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σωματική βλάβη από αμέλεια. Εργατικό ατύχημα. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης κατηγορουμένου, ως αβάσιμη. Αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή νόμου.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
Αριθμός 1548/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Δεκεμβρίου 2013 με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ι. Μ. του Μ., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστάθιο Μίντζια, για αναίρεση της υπ' αριθ 1531/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ά.-Μ. Θ. του Ν., κάτοικο ..., που παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Μαζαράκη. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Ιουλίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στους από 13 Νοεμβρίου 2013 προσθέτους λόγους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 824/2013. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, κατά το άρθρο 370 Α παρ. 1 του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο Γ του ν. 1291/1982, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ.8 του ν. 3090/2002,και πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 του ν. 3674/2008, "όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο παρεμβαίνει σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή με σκοπό να πληροφορηθεί ή μαγνητοφωνήσει το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Η χρησιμοποίηση από το δράστη των πληροφοριών ή μαγνητοταινιών, που αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση". Από τις διατάξεις αυτές, που θεσπίστηκαν στα πλαίσια της γενικότερης προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο από τα αρθρ. 2 παρ 1, 5 παρ. 1, 9 Α' και 19 του Συντάγματος και 8 της ΕΣΔΑ, για την προστασία της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής και γενικότερα της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου, προκύπτει, ότι το προβλεπόμενο και τιμωρούμενο έγκλημα της παραβίασης απορρήτου των τηλεφωνικών συνομιλιών, δύναται να πραγματοποιηθεί με παγίδευση ή με παρέμβαση σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή κατά οποιοδήποτε τρόπο γενόμενη, η δε γνώση του περιεχόμενου της τηλεφωνικής συνδιάλεξης ή η μαγνητοφώνηση αυτής να γίνεται κατά τρόπο αθέμιτο, δηλαδή χωρίς σχετικό δικαίωμα του δράστη, παρεχόμενο από τη διάταξη νόμου ή τη συναίνεση εκείνου που ομιλεί. Στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού περιλαμβάνεται υπαλλακτικώς η "παγίδευση ή η με οποιοδήποτε άλλο τρόπο παρέμβαση του δράστη" σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή. Ως "παγίδευση" νοείται η χρησιμοποίηση τεχνικού ακουστικού μέσου σε άμεση επαφή με την τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή, ενώ ο δεύτερος τρόπος πραγμάτωσης της εγκληματικής συμπεριφοράς περιλαμβάνει κάθε άλλη προσβολή της τηλεφωνικής επικοινωνίας, που δεν απαιτεί κατ' ανάγκη άμεση επαφή του τεχνικού ακουστικού μέσου με τη σύνδεση ή τη συσκευή. Υποκειμενικώς απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση ότι πρόκειται για τηλεφωνική συνδιάλεξη μεταξύ τρίτων και τη θέληση της παγίδευσης ή επέμβασης σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή, με σκοπό να πληροφορηθεί ο δράστης το περιεχόμενο της συνομιλίας τρίτων ή να το μαγνητοφωνήσει. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο από τη στιγμή που θα συντελεστεί η παγίδευση ή η κατά οποιοδήποτε τρόπο παρέμβαση του δράστη και δεν απαιτείται και η πραγμάτωση του σκοπού του. Το αθέμιτο της παγίδευσης ή της παρέμβασης προκύπτει από την παγίδευση ή την ίδια την παρέμβαση, αν δε ο δράστης προβάλλει το θεμιτό αυτής, όπως στην περίπτωση συναίνεσης των τηλεφωνικώς συνδιαλεγόμενων ή νόμιμης επέμβασής του, κατά διάταξη νόμου ή άδεια δικαστικής αρχής, οφείλει να αποδείξει τον ισχυρισμό του αυτό, που αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα. Η μαγνητοφώνηση συνομιλίας αποτελεί μορφή της πληροφόρησης του δράστη για την τηλεφωνική συνδιάλεξη τρίτων, αφού και αυτή τελικά καταλήγει στην "ακρόαση" της συνομιλίας τούτων, η οποία "ακρόαση" αποδίδεται στην ως άνω διάταξη με τον όρο "πληροφόρηση". Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε' ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη με αρ. 1531/2012 προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, το δικάσαν κατ' έφεση Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, ότι από τα μνημονευόμενα σε αυτή, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, την χωρίς όρκο εξέταση της πολιτικώς ενάγουσας, τα πρακτικά και την απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του πρώτου κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία και συζήτηση της υπόθεσης αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στις 22-9-2005, περί ώρα 10.00 ο τεχνικός υπάλληλος του ΟΤΕ Νίκαιας Ε. Κ., σε εκτέλεση σχετικής εντολής του Προϊσταμένου του, μετέβη στο KV που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ... και ... στη .., προκειμένου να πραγματοποιήσει το ζητούμενο, με την από 21-9-2005 αίτησης της εγκαλούσας Ά.-Μ. Θ., έλεγχο παρακολούθησης της τηλεφωνικής γραμμής της με αριθμό …. Κατά το διενεργηθέντα έλεγχο του δικτύου διαπίστωσε ότι στη γραμμή του ανωτέρω τηλεφωνικού αριθμού-σύνδεση της εγκαλούσας, υπήρχε μία συσκευή παρακολούθησης, αποτελούμενη από ένα ψηφιακό μαγνητόφωνο, τύπου "δημοσιογραφικό", έξι μπαταρίες μακράς διαρκείας και καλώδια, όλα ενωμένα μεταξύ τους με μονωτική ταινία. Αμέσως ενημέρωσε τον Προϊστάμενό του και την Αστυνομία, ενώ μετά την άφιξη στο συγκεκριμένο σημείο των αρμοδίων αστυνομικών, έβγαλε την ανωτέρω συσκευή και την παρέδωσε στους τελευταίους, συνταγείσης στη συνέχεια της από 22-9-2005 έκθεσης παραδόσεως και κατασχέσεως αυτής. Ειδικότερα σύμφωνα με την περιεχόμενη στην υπ' αριθμ. πρωτ. 3022/8/365-β'/11-11-2008 έκθεση εργαστηριακής εξέτασης Δ.Ε.Ε. Περιγραφή Πειστηρίων, πρόκειται για μία αυτοσχέδια ηλεκτρονική διάταξη, αποτελούμενη από: 1) Ένα ψηφιακό ηχογράφο μάρκας CENIX, μοντέλο VR-P2170, αγνώστων λοιπών στοιχείων, από τον οποίο έλειπε το κάλυμμα της θέσης συσσωρευτών (Π1α). 2) Ένα "σετ" εξωτερικής τροφοδοσίας τάσης με επικολλημένο τεμάχιο μαγνητικού υλικού, το οποίο φέρει έξι αλκαλικές μπαταρίες τύπου ΑΑ, μάρκας FUJITSU, ονομαστικής τάσης 1,5V (Π1β). 3) Ένα καλώδιο τύπου "jack to jack" (Π1γ). 4) Ένα ενσύρματο μετατροπέα τηλεφωνικού σήματος προς ηχογράφηση τηλεφωνικών επικοινωνιών, στη μία άκρη του οποίου υπάρχει ειδική υποδοχή για βύσμα τύπου "jack", ενώ στη άλλη άκρη του υπάρχει συνδεδεμένο τηλεφωνικό καλώδιο με σχετικό φις (Π1δ). 5) Ένα "σετ" δύο καλωδίων, η μία άκρη των οποίων είναι συνδεδεμένη σε "θηλυκή" υποδοχή για φις τηλεφωνικού καλωδίου, ενώ οι άλλες του άκρες είναι γυμνές, πιθανότατα για απευθείας σύνδεση σε τηλεφωνικό κατανεμητή-πρίζα (Π1ε), στοιχεία καταλλήλως συνδεδεμένα μεταξύ τους. Επίσης, κατά τις εργαστηριακές παρατηρήσεις επί της πειστήριας διάταξης και ηχογραφήσεως, σημειώνονται στην ίδια έκθεση και τα εξής: 1. Ο ψηφιακός ηχογράφος (Π1α) με κατάδηλη αυτοσχέδια συνδεσμολογία, είναι συνδεδεμένος με το 'σετ' τροφοδοσίας τάσης (Π1β) πιθανότατα για επίτευξη μεγαλύτερης διάρκειας λειτουργίας. Σύμφωνα με τα τεχνικά χαρακτηριστικά του, ο εν λόγω ηχογράφος φέρεται να έχει τη δυνατότητα ηχογράφησης άμεσα από το ενσωματωμένο του μικρόφωνο ή και δια μέσω προέκτασης μικροφώνου. Επίσης φέρεται να έχει δυνατότητα ηχογράφησης που κυμαίνεται από 5,15 ώρες περίπου (σε HQ mode) έως 16,8 ώρες περίπου (σε LQ mode). 2. Στη θύρα προέκτασης μικροφώνου ή εισόδου εγγραφής (mic) του ψηφιακού ηχογράφου, μέσω του καλωδίου (Π1γ), είναι συνδεδεμένος ο (Π1δ) μετατροπέας τηλεφωνικού σήματος ο οποίος διαμορφώνει κατάλληλα το σήμα τηλεφωνικής γραμμής προς καταγραφή σε ηχογράφο. 3. Στην άλλη άκρη του (Π1δ) μετατροπέα είναι συνδεδεμένο το 'σετ' των δύο (2) μονόκλωνων καλωδίων (Π1ε) για απευθείας και εύκολη σύνδεση σε τηλεφωνικό κατανεμητή επικοινωνιών. 4. Με τον μαγνήτη που έχει προσαρμοστεί στο Π1β 'σετ' τροφοδοσίας τάσης όλη η υπό εξέταση διάταξη (Π1α-ε) δύναται να τοποθετηθεί σταθερά επί μεταλλικής επιφάνειας. 5. Η Π1γ-ε διάταξη, συνδέθηκε πειραματικά οε Υπηρεσιακή τηλεφωνική γραμμή και διαπιστώθηκε ότι δύναται να τροφοδοτήσει συνδεδεμένο ηχογράφο, με τηλεφωνικές συνομιλίες προς εγγραφή. 6. Οι συσσωρευτές του Π1β 'σετ' τροφοδοσίας εμφάνισαν κατά την εξέταση του, τάση 1,2 έως 1,3 V έκαστη. Επιπλέον δεν έγινε η οιαδήποτε προσπάθεια ελέγχου της λειτουργικότητας του Π1α ψηφιακού ηχογράφου ως προς την εγγραφή τηλεφωνικών συνομιλιών, καθόσον τέτοια διαδικασία θα προξενούσε αλλοιώσεις στην μνήμη του. 7 Ως εκ των ανωτέρω, καταδεικνύεται ότι η πειστήρια διάταξη (Π1α-ε) αποτελεί αυτοσχέδια συσκευή ενσύρματης καταγραφής τηλεφωνικών συνομιλιών, διάταξη της οποίας η λειτουργικότητα επιβεβαιώθηκε εν μέρει. 8. Ο (Π1α) ψηφιακός ηχογράφος φέρει εγγεγραμμένο στη μνήμη του ένα μόνο αξιοποιήσιμο αρχείο ήχου, το οποίο έχει τον τίτλο "A001.TSL". Το εν λόγω πειστήριο ηχητικό αρχείο, περιέχει ηχογράφηση συνολικής διάρκειας 6h 41 min 03 sec περίπου. 9. Κατά την προκαταρκτική ακρόαση της πειστήριας ηχογράφησης, διαπιστώθηκε ότι αυτή περιέχει μόνο τηλεφωνικές συνομιλίες. Εξάλλου σύμφωνα με το αριθμ. πρωτ. 06/1/18678α/25-10-2006 έγγραφο της Δ/νσης Εγκλημ/κών Ερευνών, κατά την εξερεύνηση που έγινε την 6-10-2006 στην ανωτέρω συσκευή (μηχανισμό) παρακολούθησης τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, βρέθηκε τμήμα δακτυλικού αποτυπώματος εντυπωμένο (ανάγλυφα) στην πλαστική ύλη (προφανώς σιλικόνη), η οποία συγκρατούσε τα καλώδια πάνω στην πλαστική θήκη μπαταριών, το οποίο ταυτίζεται, όπως διαπιστώθηκε δακτυλοσκοπικά από τα αρχεία της Υπηρεσίας, με το αποτύπωμα του αριστερού αντίχειρα του πρώτου κατηγορουμένου Ι. Μ. του Μ.. Με την τοποθέτηση της προπεριγραφόμενης συσκευής έγινε παγίδευση στην πιο πάνω τηλεφωνική σύνδεση της εγκαλούσας και ήταν δυνατή η παρακολούθηση και η μαγνητοφώνηση των πραγματοποιούμενων με την τηλεφωνική σύνδεση της εγκαλούσας συνδιαλέξεων. Η παγίδευση δε αυτή έγινε αθέμιτα το πρώτο εικοσαήμερο του μηνός Σεπτεμβρίου 2005, από τον πρώτο κατηγορούμενο Ι. Μ., που είχε τις κατάλληλες γνώσεις για την τοποθέτησή της, με σκοπό να πληροφορείται και να μαγνητοφωνεί το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων της εγκαλούσας και του συζύγου της Γ. Κ., προκειμένου στη συνέχεια να ενημερώνει τους συγκατηγορουμένους του, από τους οποίους οι δύο πρώτοι είναι γονείς και οι λοιποί αδέλφια της εγκαλούσας, δεδομένου ότι μεταξύ αυτών (Ά.-Μ. Θ. - Γ. Κ.) και των λοιπών κατηγορουμένων, υπήρχε έντονη διαμάχη εξαιτίας οικονομικών-κτηματικών διαφορών. Στην πράξη του δε αυτή προέβη ο πρώτος κατηγορούμενος κατόπιν παραινέσεων, προτροπών, υποσχέσεων και παροχών οικονομικών ανταλλαγμάτων, (το ύψος των οποίων δεν κατέστη δυνατό να διακριβωθεί), από τους συγκατηγορουμένους του, οι οποίοι, ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τα σχέδια, τις προθέσεις και γενικά τις ενέργειες της εγκαλούσας και του συζύγου της, ενόψει της σφοδρής αντιδικίας για περιουσιακά θέματα που είχαν με τους τελευταίους, συναποφάσισαν, κατά τον ίδιο χρόνο, να προκαλέσουν σε αυτόν την απόφαση προς εκτέλεση της ως άνω άδικης πράξης της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων, που διέπραξε, αποδεχόμενος τις προτάσεις τους. Περαιτέρω, κατά την παρ.1 του άρθρου 370 Α Π.Κ., όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο επί του προκειμένου χρόνο (Σεπτέμβριο 2005) μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 6 παρ.8 του ν.3090/2002 και πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ.1 ν.3674/2008, "Όποιος αθέμιτα παγιδεύει ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο παρεμβαίνει σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή με σκοπό να πληροφορηθεί ή να μαγνητοφωνήσει το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι το προβλεπόμενο και τιμωρούμενο από αυτή έγκλημα της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων δύναται να πραγματοποιηθεί με παγίδευση ή με παρέμβαση σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή κατά οποιοδήποτε τρόπο γενόμενη, η δε γνώση του περιεχομένου της τηλεφωνικής συνδιάλεξης ή μαγνητοφώνηση αυτής να γίνεται κατά τρόπο αθέμιτο, δηλαδή χωρίς σχετικό δικαίωμα του δράστη, παρεχόμενο από τη διάταξη νόμου ή τη συναίνεση εκείνου που ομιλεί. Στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού περιλαμβάνεται υπαλλακτικώς η "παγίδευση ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο παρέμβαση του δράστη" σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή ,με σκοπό να πληροφορηθεί ή να μαγνητοφωνήσει το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιάλεξης μεταξύ τρίτων προσώπων. Ως "παγίδευση" νοείται η χρησιμοποίηση τεχνικού ακουστικού μέσου σε άμεση επαφή με την τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή, ενώ ο δεύτερος τρόπος πραγμάτωσης της εγκληματικής συμπεριφοράς περιλαμβάνει κάθε άλλη προσβολή της τηλεφωνικής επικοινωνίας, που δεν απαιτεί κατ' ανάγκη άμεση επαφή του τεχνικού ακουστικού μέσου με τη σύνδεση ή συσκευή. Υποκειμενικώς απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση ότι πρόκειται για συνδιάλεξη μεταξύ τρίτων και τη θέληση της παγίδευσης ή επέμβασης σε τηλεφωνική σύνδεση ή συσκευή με σκοπό να πληροφορηθεί ο δράστης το περιεχόμενο της συνομιλίας ή να το μαγνητοφωνήσει. Το έγκλημα είναι τελειωμένο από τη στιγμή που θα συντελεστεί η παγίδευση ή η κατά οποιοδήποτε τρόπο παρέμβαση του δράστη χωρίς να απαιτείται και η πραγμάτωση του σκοπού του, συνιστάμενου να πληροφορηθεί ο δράστης ή να μαγνητοφωνήσει τη συνομιλία. Το αθέμιτο της παγίδευσης ή της παρέμβασης προκύπτει από την παγίδευση ή την παρέμβαση, αν δε ο δράστης προβάλλει το θεμιτό αυτής, όπως στην περίπτωση συναίνεσης των τηλεφωνικώς συνδιαλεγόμενων ή νόμιμης επέμβασής του, κατά διάταξη νόμου, οφείλει να αποδείξει τον ισχυρισμό του αυτό, ο οποίος αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα. Και η μαγνητοφώνηση συνομιλίας αποτελεί μορφή της πληροφόρησης του δράστη για την τηλεφωνική συνδιάλεξη τρίτων, αφού και αυτή τελικά καταλήγει στην "ακρόαση" της συνομιλίας τούτων, η οποία ακρόαση αποδίδεται στην ως άνω διάταξη με τον όρο "πληροφόρηση". Υποκειμενικώς δε για τη στοιχειοθέτηση του ως άνω εγκλήματος απαιτείται δόλος, ήτοι γνώση ότι πρόκειται περί τηλεφωνικής συνδιαλέξεως μεταξύ προσώπων και εκδήλωση θελήσεως παγιδεύσεως και σκοπός πληροφορήσεως ή μαγνητοφωνήσεως της συνομιλίας τρίτων (ΑΠ 322/2000, ΑΠ 455/1996). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδ.α' Π.Κ., με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται, όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται να συντρέχουν αντικειμενικώς α) πρόκληση στον αυτουργό της απόφασης να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με συμβουλή, απειλή, υπόσχεση ή χορήγηση αμοιβής ή άλλων ανταλλαγμάτων με πειθώ ή φορτικότητα κλπ, αρκεί το μέσο, που χρησιμοποιήθηκε να παρήγαγε στον αυτουργό την απόφαση προς τέλεση της άδικης πράξης και β) η διάπραξη από τον αυτουργό της πράξεως αυτής και υποκειμενικώς δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει: 1) συνείδηση του ηθικού αυτουργού ότι παρήγαγε στον αυτουργό την ειρημένη απόφαση και 2) συνείδηση της ορισμένης πράξεως, στην οποία παρακινεί ο ηθικός αυτουργός, αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος, οπότε ο δόλος αυτός απαιτείται να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. Επιπλέον, κατά το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο από κοινού νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει την πραγμάτωση της υποκειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι άλλοι συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος (ΑΠ 629/2012). Συνακόλουθα τούτων, με βάση τα πραγματικά και νομικά δεδομένα που προαναφέρθηκαν, στοιχειοθετούνται αντικειμενικά και υποκειμενικά τα εγκλήματα της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της ηθικής αυτουργίας σε αυτή από κοινού, που αποδίδονται, στην προκείμενη υπόθεση, με το κατηγορητήριο. Κατά συνέπεια οι κατηγορούμενοι έχουν τελέσει και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι ο μεν πρώτος ως αυτουργός της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων, οι δε λοιποί ως ηθικοί αυτουργοί της ίδιας πράξης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό". Περαιτέρω το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε τον κηρυχθέντα ως αυτουργό ένοχο αναιρεσείοντα, πρώτο κατηγορούμενο Ι. Μ., (πλην άλλων ηθικών αυτουργών, μη ασκησάντων αναίρεση) σε ποινή φυλακίσεως ενός έτους, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραπάνω παραδοχές, η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της παραβίασης του απορρήτου των τηλεφωνημάτων τρίτων. Αναφέρονται επίσης οι αποδείξεις από τις οποίες το Εφετείο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 79, 370 Α του ΠΚ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξης (Σεπτέμβριος 2005), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή ασαφή, αντιφατική ή ενδοιαστική αιτιολογία, ενώ δεν ήταν αναγκαία κατά νόμο η αναλυτική παράθεση των αποδεικτικών μέσων και τι προκύπτει χωριστά από το καθένα. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επί μέρους αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως του αναιρεσείοντος: α) αναφέρονται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της παραβίαση του απορρήτου τηλεφωνικής συνομιλίας της πολιτικώς ενάγουσας, χωρίς τη συναίνεσή της με εγκατάσταση στην τηλεφωνική γραμμή ΟΤΕ αυτής ειδικής συσκευής παρακολούθησης, αναφέρεται δε ο τρόπος που προέβη ο αναιρεσείων σε παγίδευση της τηλεφωνικής συσκευής της εγκαλούσας με την εγκατάσταση ειδικής συσκευής μαγνητοφώνησης των γενομένων συνομιλιών, β) από το παραπάνω αιτιολογικό προκύπτει, ότι το δικαστήριο συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως οι καταθέσεις της πολιτικώς ενάγουσας και του υπαλλήλου του ΟΤΕ Ελευθερίου Κωστή και όλα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει χωριστά από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου αποδεικτικού στοιχείου, γ) από την συνεκτιμηθείσα έκθεση εργαστηριακής εξέτασης της ΔΕΕ - Περιγραφή Πειστηρίων, επί των κατασχεθέντων πειστηρίων της ανωτέρω παράνομης αυτοσχέδιας συσκευής παρακολούθησης με καταγραφή τηλεφωνικών συνομιλιών της εγκαλούσας σε συνδυασμό με το με αρ. πρωτ. 06/1/18678α/25-10-2006 έγγραφο της Δ/νσης Εγκληματολογικών Ερευνών, κατά τις παραδοχές, στην ανωτέρω βρεθείσα συσκευή παρακολούθησης βρέθηκε "τμήμα δακτυλικού αποτυπώματος εντυπωμένο ανάγλυφα στην πλαστική ύλη (προφανώς σιλικόνη), η οποία συγκρατούσε τα καλώδια πάνω στην πλαστική θήκη μπαταριών, το οποίο ταυτίζεται, όπως διαπιστώθηκε δακτυλοσκοπικά από τα αρχεία της Υπηρεσίας, με το αποτύπωμα του αριστερού αντίχειρα του πρώτου κατηγορουμένου Ι. Μ.". Από την παραπάνω παραδοχή το δικαστήριο στηρίζει την σύνδεση του κατηγορουμένου με την εν λόγω παγίδευση της συσκευής και δη του τηλεφωνικού αριθμού της εγκαλούσας στο τηλεφωνικό κουτί του ΟΤΕ, η δε αμφισβήτηση της παραδοχής αυτής και ο ισχυρισμός ότι πρόκειται για μεταφερόμενο δακτυλικό αποτύπωμα σε πλαστική ύλη και ότι ο αναιρεσείων ποτέ δεν προέβη σε παραβίαση του τηλεφωνικού απορρήτου, συνιστά ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας και είναι αδιάφορο το γεγονός ότι η ίδια η εγκαλούσα κατέθεσε ότι δεν γνωρίζει προσωπικά τον κατηγορούμενο, γιατί, όπως και καταδικάστηκε ο αναιρεσείων ενήργησε με ηθική αυτουργία των συγκαταδικασθέντων συγκατηγορουμένων του, συγγενών της εγκαλούσας, που είχαν λόγους να παγιδεύσουν τη συσκευή και να πληροφορηθούν παράνομα τις συνομιλίες της εγκαλούσας και του συζύγου της, δ) ως προς το δόλο του κατηγορουμένου στο προεκτεθέν αιτιολογικό, επαρκώς και εμπεριστατωμένα αιτιολογείται η κρίση του δικαστηρίου, με τις παραδοχές, ότι εκτός από το παραπάνω ευρεθέν δακτυλικό αποτύπωμα του κατηγορουμένου στη συσκευή παρακολούθησης των συνομιλιών, ο κατηγορούμενος είχε τις κατάλληλες γνώσεις για την τοποθέτηση της συσκευής και ότι σκοπό είχε να πληροφορείται και να μαγνητοφωνεί το περιεχόμενο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων της εγκαλούσας και του συζύγου της, προκειμένου στην συνέχεια να ενημερώνει, αντί υπεσχημένης παροχής οικονομικού ανταλλάγματος, μη εξακριβωθέντος, τους για ηθική αυτουργία του εν λόγω αδικήματος συγκαταδικασθέντες γονείς και αδέλφια της εγκαλούσας, διότι αυτοί είχαν έντονη διαμάχη και σφοδρή αντιδικία με την εγκαλούσα και το σύζυγό της, εξ αιτίας οικονομικών - κτηματικών διαφορών και αυτοί προκάλεσαν στον αναιρεσείοντα την απόφαση να προβεί στην παραπάνω παγίδευση της τηλεφωνικής συσκευής για να τους πληροφορεί το περιεχόμενο των καταγραφομένων συνομιλιών τους, ώστε να γνωρίζουν τα σχέδια, τις προθέσεις και γενικά τις ενέργειες της εγκαλούσας και του συζύγου της. Επομένως, οι συναφείς, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, όπως ότι δεν έχει καμία σχέση με την υπόθεση και δεν προέβη αυτός στην παγίδευση της τηλεφωνικής συσκευής της εγκαλούσας, ότι δεν αιτιολογείται πώς συνδέεται το από αυτόν αμφισβητούμενο μεταφερόμενο δακτυλικό αποτύπωμα με αυτόν και την παγίδευση, ότι οι περιγραφές του παγιδευτή με το όνομα Δ., που έπαιρνε και τα χρήματα για την παρακολούθηση δεν ταιριάζουν με αυτόν, συνιστούν αμφισβήτηση της ουσίας των παραπάνω παραδοχών του Εφετείου και αρνητικά του δόλου του υπερασπιστικά επιχειρήματα, ήτοι ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας και ως εκ τούτου είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. 2. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ιδίου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζητήσεως, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται ποίο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, ούτε το πρόσωπο που τα προσκόμισε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του με τρόπο που να μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν, από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που αναγνώσθηκε, δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της αποφάσεως ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό που αναγνώσθηκε και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, για να καταλήξει στην εξενεχθείσα ως άνω περί ενοχής του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κρίση του, όπως προκύπτει από το προπαρατεθέν αιτιολογικό, έλαβε υπόψη του αμέσως και κυρίως και συνεκτίμησε, εκτός από τα άλλα αποδεικτικά μέσα και "τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά". Μεταξύ αυτών ήταν, όπως συνάγεται από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως και τα παρακάτω έγγραφα: " .. με α/α 6. δεκατρείς φωτοτυπίες αποδείξεων είσπραξης της Εθνικής Τράπεζας, 7. οκτώ φωτοτυπίες έκδοσης εντολής - επιταγής της Ιονικής Τράπεζας, 8. φωτοτυπία της από 9-12-1996 ιδιωτικής σύμβασης δανείου τοκοχρεωλυτικού ποσού 9.300.000 δρχ, 9. φωτοτυπία απόδειξης είσπραξης από την Εθνική Τράπεζα, ποσού 9.300.000 δρχ, 10. φωτοτυπία του υπ' αριθμ. …ειδικού πληρεξουσίου ... ". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, για την ανάγνωση των οποίων μάλιστα καμία αντίρρηση δεν προκύπτει ότι πρόβαλε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού αυτών, αφού μάλιστα με την ανάγνωση στο ακροατήριο του κειμένου τους, κατέστησαν όλα γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στον αναιρεσείοντα και τον παριστάμενο συνήγορό του, οπότε αυτός, δια του συνηγόρου του, είχε πλήρη τη δυνατότητα να προβεί κατ' άρθρο 358 ΚΠΔ σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο αυτών των εγγράφων, γεγονός πάντως που δεν εξαρτήθηκε από τον παραπάνω τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Ειδικότερα, ενόψει και του ότι το αδίκημα που καταδικάστηκε είναι η παραβίαση του απορρήτου τηλεφωνικής συνομιλίας, δεν ήταν απαραίτητο, όπως αβάσιμα αιτιάται ο αναιρεσείων, να αναφέρεται στα άνω αναγνωσθέντα έγγραφα και έγγραφες αποδείξεις, ο εκδότης αυτών, ο τόπος και χρόνος είσπραξης, το περιεχόμενό τους, τα ακριβή ποσά και ποία πρόσωπα αφορούν, ούτε το πρόσωπο που τα προσκόμισε για ανάγνωση, ούτε τα συμβαλλόμενα πρόσωπα στη σύμβαση δανείου, ούτε ο χρόνος και η αρχή ενώπιον της οποίας καταρτίστηκε το … ειδικό πληρεξούσιο και ποία σχέση είχε ο κατηγορούμενος. Ως εκ τούτου το Εφετείο ορθά έλαβε υπόψη του και τα πιο πάνω αναγνωσθέντα έγγραφα. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ συναφής πρόσθετος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ.1 Δ' ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το Εφετείο προς στήριξη της περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω έγγραφα που αναγνώσθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, μετά των από 13-11-2013 προσθέτων λόγων αυτής, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ), ως και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αρ. εκθ. 39/3-7-2013 αίτηση του Ι. Μ. του Μ., και τους από 13-11-2013 προσθέτους λόγους αυτής, για αναίρεση της με αρ. 1531/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης και πρόσθετο λόγο κατηγορουμένου, ως αβάσιμη. 1. Αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή νόμου. 2. Ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 Δ' ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το Εφετείο προς στήριξη της περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω έγγραφα που αναγνώσθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά τους, είναι αβάσιμος (ΑΠ 343/2010).
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Παραβίαση απορρήτου προφορικής συνομιλίας.
0
Αριθμός 1539/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-(ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 και 17 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μποροδήμου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος-εκζητουμένου P. I. - E. του D. Ρουμάνου υπηκόου, ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, ο οποίος παρέστη στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Γαργαρέτα, κατά της υπ'αριθμ.137/2013 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του αποφάσισε την εκτέλεση του υπ'αριθμ.4931/116/2011 από 11-3-2013 ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης του Δικαστηρίου Calarasi Ρουμανίας σε βάρος του ανωτέρω εκζητουμένου. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με ημερομηνία 9 Οκτωβρίου 2013 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών Ευγενίας Καλλιντέρη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1215/2013. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον εκζητούμενο και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στο σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η έφεση του εκζητουμένου. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3251/2004 "Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.... και άλλες διατάξεις", κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών, που διέταξε την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, δικαιούται να ασκήσει έφεση, στον Άρειο Πάγο, ο εκζητούμενος και ο Εισαγγελέας, εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από τη δημοσίευση της αποφάσεως, συντασσόμενης εκθέσεως από το γραμματέα εφετών. Συνεπώς, η κρινόμενη, από 9-10-2013 έφεση, με αριθμό εκθέσεως 25/2013, του P. I.-E., του D. και της C. κατά της υπ' αριθ. 137/8-10-2013, αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με την οποία αποφασίσθηκε η εκτέλεση του κατ' αυτού εκδοθέντος από 11-3-2013, ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, του Δικαστηρίου CALARASI Ρουμανίας, που εκδόθηκε από την δικαστή του παραπάνω δικαστηρίου, GABRIELA TANASE, με αριθμό δικογραφίας 4931/116/2011, ασκηθείσα νομοτύπως και εμπροθέσμως, ενώπιον της Γραμματέως του ανωτέρω Εφετείου, (η παραπάνω απόφαση δημοσιεύθηκε στις 8-10-2013 και η έφεση ασκήθηκε στις 9-10-2013), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ως άνω Ν.3251/2004, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως είναι απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως που εκδίδεται με σκοπό τη σύλληψη και την προσαγωγή προσώπου, το οποίο ευρίσκεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ζητείται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους εκδόσεως του εντάλματος στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας προκειμένου α) να ασκηθεί ποινική δίωξη για αξιόποινη πράξη που έχει ήδη αποδοθεί σ' αυτό ή β) να εκτελεστεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία. Στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζεται το περιεχόμενο και ο τύπος του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, που περιέχει, ειδικότερα, α) ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητουμένου, β) όνομα, διεύθυνση, αριθμό τηλεφωνικής κ.λπ. σύνδεσης της δικαστικής αρχής εκδόσεως του εντάλματος, γ) μνεία της εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως, του εντάλματος συλλήψεως ή της συναφούς διατάξεως δικαστικής αρχής, δ) φύση και νομικό χαρακτηρισμό του εγκλήματος, ε) περιγραφή των περιστάσεων τελέσεως του εγκλήματος, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και τόπος τελέσεως, καθώς και τη μορφή συμμετοχής του εκζητουμένου στην αξιόποινη πράξη, στ) την επιβληθείσα ποινή, αν πρόκειται για αμετάκλητη απόφαση ή το πλαίσιο ποινής που προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη από τη νομοθεσία του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος και ζ) στο μέτρο του δυνατού, κάθε άλλη πληροφορία σχετικά με την αξιόποινη πράξη και τις συνέπειες της και, περαιτέρω, ορίζεται ότι το ένταλμα μεταφράζεται στην επίσημη γλώσσα του κράτους εκτελέσεως του. Στο άρθρο 9 παρ. 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι, όταν ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται να προσαχθεί στο κράτος έκδοσης του εντάλματος, αρμόδια δικαστική αρχή για την έκδοση της αποφάσεως εκτέλεσης του εντάλματος είναι το Συμβούλιο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου διαμένει ή συλλαμβάνεται ο εκζητούμενος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκδίδεται για πράξεις, οι οποίες τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή, σε περίπτωση που έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, τα οποία στερούν την ελευθερία για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών, κατά δε το άρθρο 10 παρ. 1 του νόμου αυτού, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11έως 13 του παρόντος, το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως εκτελείται εφόσον α) η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί, συνιστά έγκλημα σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους εκδόσεως του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα μηνών και β) τα δικαστήρια του τόπου έκδοσης του εντάλματος καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών για αξιόποινη πράξη, την οποία και οι ελληνικοί νόμοι χαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή κακούργημα. Περαιτέρω, κατά την παρ.2 του αυτού ως άνω άρθρου 10, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης επιτρέπεται , χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου, για τις αναφερόμενες στην παράγραφο αυτή πράξεις, όπως αυτές ορίζονται από το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος, εφόσον τιμωρούνται στο κράτος αυτό με στερητική της ελευθερίας ποινή ή στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον τριών ετών ειδικότερα δε μεταξύ άλλων και για πράξεις (υπό στοιχ. α'), εγκληματικής οργάνωσης, (υπό στοιχ. γ') εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας (υπό στοιχ. δ' ) εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής ανηλίκων και πορνογραφία ανηλίκων (και υπό στοιχ. θ'), ξέπλυμα προϊόντων εγκλήματος. Περαιτέρω, στο άρθρο 11 του ίδιου νόμου ορίζονται οι περιπτώσεις που απαγορεύεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και στο άρθρο 12 οι περιπτώσεις που η δικαστική αρχή, η οποία αποφασίζει για την εκτέλεση του εν λόγω εντάλματος, μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του. Ο Έλληνας δικαστής, λοιπόν, ως δικαστική αρχή εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, αφού αρχικά ελέγξει τη νομιμότητα του εντάλματος, δηλαδή την εξωτερική (νομότυπη έκδοση) (π.χ. έκδοση του εντάλματος από δικαστική αρχή) και την εσωτερική νομιμότητα αυτού (π.χ. έκδοση για αξιόποινες πράξεις και ποινές που επιτρέπουν την παράδοση του εκζητουμένου), οφείλει, στη συνέχεια, να ερευνήσει, αν συντρέχει κάποιος από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 11 του ν. 3251/2004, λόγους υποχρεωτικής αρνήσεως εκτελέσεως του εντάλματος και, σε καταφατική περίπτωση, να εκδώσει απορριπτική απόφαση και να αρνηθεί την παράδοση του εκζητουμένου ή αν συντρέχει κάποιος από τους λόγους δυνητικής αρνήσεως εκτελέσεως του εντάλματος του άρθρου 12 του ίδιου νόμου, η συνδρομή του οποίου παρέχει στο δικαστή τη διακριτική εξουσία, ασκούμενη σύμφωνα με τις ισχύουσες στο ελληνικό ποινικό σύστημα αρχές, να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος. Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, μεταξύ των οποίων και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, και όσα εξέθεσε τόσο προφορικά στο ακροατήριο ο παραστάς συνήγορος του εκκαλούντα, όσο και δια του υποβληθέντος υπομνήματος, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Με την εκκαλούμενη απόφαση του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών αποφάσισε την εκτέλεση του από 11-3-2013, Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης του Δικαστηρίου CALARASI Ρουμανίας, που εκδόθηκε από την Δικαστή του ως άνω δικαστηρίου, GABRIELA TANASE με αρ. δικογραφίας 4931/116/2011, σε βάρος του P. I.-E., του D. και της C., υπηκόου Ρουμανίας, εκκαλούντος, προκειμένου να προσαχθεί ο εκζητούμενος στην αρμόδια Ρουμανική Δικαστική Αρχή για να ασκηθεί από αυτήν ποινική δίωξη σε βάρος του για 1) εγκληματική οργάνωση, 2) εμπορία ανθρώπων 3) σωματεμπορία, 4) προσβολές κατά της γενετήσιας ελευθερίας, 5) ξέπλυμα προϊόντων εγκλήματος (δηλαδή νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες), και 6) σεξουαλική κακοποίηση παίδων και πορνογραφία ανηλίκων και υπό τον όρο όπως, μετά την έκτιση της επιβληθησόμενης εις τον προαναφερόμενο (εκζητούμενο) Ρουμάνο υπήκοο, ποινής, επαναμεταχθεί, εντός ευλόγου χρόνου, εις το Ελληνικό Κράτος, προκειμένου να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις: 1) της εγκληματικής οργάνωσης, 2) της σωματεμπορίας, 3) της πλαστογραφίας, 4) της παράβασης του ν. 2168/93 περί όπλων και της παράβασης του ν. 3386/2005, για τις οποίες, έχει εκδοθεί σε βάρος του, ένταλμα προσωρινής κράτησης, της 7ης Τακτικής Ανακρίτριας Αθηνών και κρατείται στις φυλακές Κορυδαλλού. Οι πράξεις για τις οποίες ζητούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές του κράτους της Ρουμανίας να προσαχθεί και παραδοθεί ενώπιον τους για να ασκηθεί παρ' αυτών ποινική δίωξη κατά του εκζητουμένου για τα, φερόμενα ως τελεσθέντα το έτος 2008 εγκλήματα: 1)της εγκληματικής οργάνωσης, 2)της εμπορίας ανθρώπων και σωματεμπορίας, 3)των προσβολών κατά της γενετήσιας ελευθερίας, 5)του ξεπλύματος προϊόντων εγκλήματος (δηλαδή νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες), 6)της σεξουαλικής κακοποίησης παίδων και πορνογραφίας ανηλίκων, προβλέπονται και τιμωρούνται από τους νόμους της Ρουμανίας και συγκεκριμένα από το άρθρο 7 του Ν. 39/2003 και τα άρθρα 12 και 13 του νόμου 678/2001, το άρθρο 23 του ν. 656/2002 και τα άρθρα επίσης 41 και 329 του Ποινικού Κώδικα της Ρουμανίας και επί τη βάσει των οποίων απειλούνται ποινή φυλάκισης από τρία (3) έως είκοσι (20) έτη. Το ένδικο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης το οποίο προσκομίζεται σε πρωτότυπο και σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, φέρει ημεροχρονολογία έκδοσης, ονοματεπώνυμο και υπογραφή του δικαστή που το εξέδωσε και περιέχει όλα τα στοιχεία που προβλέπονται από το άρθρο 2 του ν. 3251/2004, ήτοι ταυτότητα και ιθαγένεια του εκζητούμενου, όνομα, διεύθυνση και λοιπά στοιχεία της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, μνεία της φύσης και του νομικού χαρακτηρισμού των ως άνω προσδιοριζόμενων εγκλημάτων, για τα οποία ζητούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές του κράτους της Ρουμανίας να προσαχθεί και παραδοθεί ενώπιον τους προκειμένου ν' ασκηθεί παρ' αυτών ποινική δίωξη, για αυτά, φερόμενα ως τελεσθέντα το έτος 2008, τα οποία προβλέπονται και τιμωρούνται από τους νόμους της Ρουμανίας και συγκεκριμένα από το άρθρο 7 του Ν. 39/2003 και τ' άρθρα 12 και 13 του νόμου 678/2001, το άρθρο 23 του ν. 656/2002 και τ' άρθρα επίσης 41 και 329 του Ποινικού Κώδικα της Ρουμανίας και επί τη βάσει των οποίων απειλούνται ποινή φυλάκισης από τρία (3) έως είκοσι (20) έτη και συνεπώς πληροί τις προϋποθέσεις και τους όρους της τυπικής νομιμότητας κατά το ν. 3251/2004. Με τα δεδομένα αυτά και εφόσον το ως άνω ένταλμα περιέχει όλα τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του ν. 3251/2004 στοιχεία τυπικής νομιμότητας αυτού και επιπλέον συντρέχουν αφενός μεν οι προβλεπόμενες από το άρθρο 5 του άνω νόμου προϋποθέσεις του επιτρεπτού της έκδοσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, αφ' ετέρου δε η προβλεπόμενη στο άρθρο 10§2 προϋπόθεση της εκτέλεσης αυτού χωρίς έλεγχο του διττού αξιοποίνου της παραγράφου 1 των εδαφίων α' και β' του αυτού ως άνω άρθρου ενόψει του ότι το ως άνω ευρωπαϊκό ένταλμα αφορά αξιόποινες πράξεις όπως αυτές προαναφέρθηκαν που μνημονεύονται στην παρ. 2 του ως άνω άρθρου και οι οποίες τιμωρούνται από το δίκαιο του Κράτους έκδοσης, ήτοι, εν προκειμένω, της Ρουμανίας, με στερητικές της ελευθερίας ποινές το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον τριών (3) ετών και μέχρι είκοσι (20) ετών, ενώ περαιτέρω δεν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στα άρθρα 11 και 12 του ανωτέρω νόμου περιπτώσεις απαγόρευσης της εκτέλεσης ή δυνατότητας ν' απαγορευθεί η εκτέλεση του εντάλματος, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με την εκκαλουμένη απόφασή του, ορθώς αποφάσισε την εκτέλεση του ως άνω εντάλματος σύλληψης με τον όρο όπως μετά την εκτέλεση στο εκζητούν κράτος της Ρουμανίας των επιβληθησόμενων ποινών εις τον παραπάνω εκζητούμενο, αναμεταχθεί αυτός στο Ελληνικό Κράτος εντός ευλόγου χρόνου, ώστε να δικαστεί στο τελευταίο για τις αξιόποινες πράξεις που προαναφέρθηκαν: 1)της εγκληματικής οργάνωσης, 2)της σωματεμπορίας, 3)της πλαστογραφίας, 4)της παράβασης του ν. 2168/93 περί όπλων και της παράβασης του ν. 3386/2005. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 παρ.3 του ως άνω Ν. 3251/2004,εγγυήσεις για την εκτέλεση του Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, "Αν το πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης, και πάντως μετά από απόδοση σε αυτό το πρόσωπο συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης, κατοικεί στην Ελλάδα, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από την αρμόδια δικαστική αρχή μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι ο εκζητούμενος, μετά από ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στο Ελληνικό Κράτος, ώστε να εκτίσει σ` αυτό τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος έκδοσης του εντάλματος", ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 12 του ίδιου Ν., η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και στην υπό στοιχ. ε' "αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, εφ` όσον ο εκζητούμενος κατοικεί ή διαμένει στην Ελλάδα, και η Ελλάδα αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους". Επομένως, η άνω παράγραφος 3 του άρθρου 13 διαφοροποιείται από την περίπτωση του στοιχ. ε' του άρθρου 12 και το μεν πρώτο κάνει αναφορά περί "κατοικίας" στην Ελλάδα του εκζητουμένου "προς το σκοπό δίωξης", το δε έτερο περί "κατοικίας" ή "διαμονής" στην Ελλάδα αυτού "προς το σκοπό εκτέλεσης της ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας". Ο εκκαλών, του οποίου η έκδοση ζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης, κατά τα εκτεθέντα, με τον 1ο λόγο της έφεσής του, εναντιώνεται στην έκδοσή του, με την αιτίαση, ότι αυτή θα τον απομακρύνει από την οικογένειά του (σύζυγο και τέκνο ηλικίας 2 ετών, καθώς και έτερο τέκνο, από τον πρώτο γάμο της συζύγου του, ηλικίας15 ετών), που διαμένει στην Ελλάδα. Ο λόγος αυτός δεν ασκεί έννομη επιρροή και είναι απορριπτέος, καθόσον η συνδρομή του, δεν απαγορεύει την εκτέλεση του προκειμένου εντάλματος, καθόσον αυτό έχει εκδοθεί προς το σκοπό "άσκησης ποινικής δίωξης" από το εκζητούν κράτος και όχι προς το σκοπό "εκτέλεσης ποινής στερητικής της ελευθερίας", ώστε να τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω η προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρου 12 περ.ε' κατά την οποία μπορεί η δικαστική αρχή, που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος, να αρνηθεί την εκτέλεση του για τον παραπάνω λόγο, εφόσον ο εκζητούμενος, διατείνεται ότι διαμένει στην Ελλάδα. Εξάλλου, η προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρου 13 παρ.3, δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω γιατί η εφαρμογή της διάταξης αυτής, προϋποθέτει μόνιμη και σταθερή κατοικία του εκζητουμένου στην Ελλάδα, γεγονός που δεν επικαλείται ό ίδιος στην έφεσή του, (επικαλείται διαμονή), ούτε άλλωστε αποδεικνύεται. Σε κάθε περίπτωση και ό ίδιος ζητεί να μην εκδοθεί καν, στο εκζητούν κράτος και όχι να εκδοθεί και εν συνεχεία να επαναδιαμεταχθεί στο Ελληνικό κράτος, όπως προβλέπει η ως άνω διάταξη. Με τον 2ο και 5ο λόγο, της έφεσής του, ο εκκαλών εναντιώνεται στην έκδοσή του, με την αιτίαση, ότι έχει ασκηθεί, όπως προαναφέρθηκε, ποινική δίωξη και στη Ελλάδα, εναντίον του και ζητεί να παραμείνει, να δικαστεί και να εκτίσει την ποινή που θα του επιβληθεί, στην Ελλάδα. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθόσον, η συνδρομή του ως άνω λόγου, της άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του στην Ελλάδα, δεν απαγορεύει την εκτέλεση του εντάλματος, αφού με την επιβολή και του όρου, όπως μετά την έκτιση της επιβληθησόμενης σε αυτόν ποινής στο εκζητούν κράτος, επαναμεταχθεί στο Ελληνικό Κράτος, για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις που διέπραξε σε αυτό, εξασφαλίζεται η περαιτέρω εξέλιξη της ασκηθείσας σε βάρος του, ποινικής δίωξης και στην Ελλάδα. Ως προς τους 3ο και 4ο λόγους της έφεσης, με τους οποίους ο εκκαλών αιτιάται ότι η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αντιβαίνει στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, και κατ` εκτίμηση του περιεχομένου των λόγων αυτών, και στο άρθρο 8 παρ.1 της ως άνω σύμβασης, πρέπει να σημειωθούν τα παρακάτω: Με το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) ορίζεται στην παρ. 1 ότι "πάν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως ... υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου ... η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία" και στην παρ. 3 ότι "πάς κατηγορούμενος έχει δικαίωμα (α) όπως πληροφορηθή εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας ... (γ) όπως υπεράσπιση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισιν του εις συνήγορον της επιλογής του ... (δ) να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας ... (ε) να τύχη δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως ...". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα άνω δικαιώματα γεννώνται υπέρ του συλληφθέντος κατηγορουμένου, μετά την εκτέλεση του εκδοθέντος εις βάρος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και προσαγωγής του ενώπιον της αρμοδίας δικαστικής αρχής του κράτους, που ζήτησε την έκδοσή του, με την εκτέλεση του εντάλματος, προς άσκηση ποινικής διώξεως, οπότε και θα ετοιμάσει την υπεράσπισή του κατά της εναντίον του κατηγορίας. Τα τελευταία αυτά δικαιώματα του συλληφθέντος δεν μπορούν να ελέγχονται από το Κράτος που εκτελεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, αλλά εμπίπτουν στην υποχρέωση του ελέγχου για την άσκησή τους ή μη των δικαστικών αρχών του κράτους, το οποίο ζήτησε την έκδοση, των οποίων και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εκ των προτέρων το σύννομο των ενεργειών τους. Επομένως οι παραπάνω λόγοι έφεσης ότι η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αντιβαίνει στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι, αφού κατά τα προεκτεθέντα, οι εγγυήσεις που προβλέπονται από τη διάταξη αυτή της ΕΣΔΑ, δεν μπορούν να εξεταστούν στο παρόν στάδιο διαδικασίας, δηλαδή πριν από την εκτέλεση του εκδοθέντος σε βάρος του εντάλματος σύλληψης, κατά τα εκτεθέντα. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο εκκαλών θα απομακρυνθεί από την οικογένειά του, με την εκτέλεση του ως άνω Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, δεν αποτελεί προσβολή της οικογενειακής του ζωής, που προστατεύεται από το άρθρο 8 παρ.1 της ως άνω σύμβασης, αφού στο δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής, προβλέπονται ορισμένες εξαιρέσεις που αναφέρονται στην παρ.2 του ως άνω άρθρου όπως επέμβαση της δημόσιας αρχής η οποία προβλέπεται από το νόμο, όπως εν προκειμένω. Μετά ταύτα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, ορθά με την προσβαλλόμενη απόφασή του γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του εκκαλούντος με τον ώς άνω όρο και, συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθούν όλοι οι λόγοι εφέσεως ως αβάσιμοι, ως και η κρινόμενη έφεση στο σύνολο της. Τέλος, πρέπει ο εκκαλών να καταδικασθεί, κατ' άρθρο 583§1 ΚΠΔ, και στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσία, την υπ` αριθμό 25/9-10-2013, έφεση του P. I.-E. του D. και της C., υπηκόου Ρουμανίας, κατά της υπ` αριθμό 137/8-10-2013 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που αποφάνθηκε, υπέρ της εκδόσεως του εκκαλούντος, στην αρμόδια Ρουμανική αρχή, για να ασκηθεί από αυτήν ποινική δίωξη σε βάρος του για τις πράξεις που αναφέρονται σε αυτήν, και υπό τον όρο όπως, μετά την έκτιση της επιβληθησόμενης εις τον προαναφερόμενο (εκζητηθέντα) Ρουμάνο υπήκοο ποινής, επαναμεταχθεί αυτός εκ μέρους του Ρουμανικού Κράτους, εντός ευλόγου χρόνου εις το Ελληνικό Κράτος, προκειμένου να δικασθεί, για τις αξιόποινες πράξεις που επίσης αναφέρονται σε αυτήν. Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αλλοδαποί. Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης εις βάρος Ρουμάνου υπηκόου εκδοθέν από τις Ρουμανικές αρχές για άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του. Έφεση κατά της αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών, βάσει της οποίας διατάσσεται η εκτέλεση του εντάλματος, ενώπιον του ΑΠ. Ορισμός ευρωπαϊκού εντάλματος, στοιχεία αυτού, προϋποθέσεις εκτέλεσής του. Έλεγχος διττού αξιοποίνου. Περιπτώσεις μη ελέγχου του διττού αξιοποίνου, μεταξύ άλλων και η εγκληματική οργάνωση, εμπορία ανθρώπων κλπ. Δυνατότητα έκτισης της ποινής εφ' όσον το πρόσωπο έχει κατοικία ή διαμονή στην Ελλάδα και το ένταλμα εκδόθηκε για έκτιση ποινής. Εν προκειμένω, ο εκζητούμενος διαμένει στην Ελλάδα αλλά πρόκειται για ένταλμα που εκδόθηκε με σκοπό τη δίωξη του κατηγορουμένου. Απορρίπτει έφεση κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών.
Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης
Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
1
Αριθμός 1538/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη και Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Νοεμβρίου με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1. Λ. Κ. του Γ., κατοίκου ... που παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο του Κωνσταντίνα Κατσίφα και 2. Σ. Κ. του Κ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρυσόστομο Βελάκη, για αναίρεση της υπ' αριθ 64187/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρία "ATE LEASING A.E.", με έδρα την .., που εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Εξαρχουλάκου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 17 Ιανουαρίου 2013 και 21 Ιανουαρίου 2013, αντίστοιχα, αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 131/2013. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων καθώς και την πληρεξούσια δικηγόρο της πολιτικώς ενάγουσας εταιρίας, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά το άρθρο 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 περί επιταγής, όπως αντικαταστάθηκε με το Ν.Δ.1325/1972, ορίζεται ότι "ο εκδίδων επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτού παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής ταύτης, τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών". Από την διάταξη αυτή, από την οποίαν απαλείφθηκε το "εν γνώσει" της προηγουμένης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακαλύπτου επιταγής είναι τυπικό και για την στοιχειοθέτηση του απαιτείται αντικειμενικά μεν, 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, στην θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού, ή για χρέος άλλου και εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρείας, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και 4) έλλειψη αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, της εκδόσεως δηλαδή επιταγής, που είναι ακάλυπτη. Με την νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) δόλος και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τελέσεως της πράξεως. Με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις, και του σκοπού της διάταξης του άνω άρθρου, προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι δράστης (αυτουργός) του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής μπορεί να είναι μόνο ο "εκδίδων" επιταγή, χωρίς αντίκρυσμα, δηλαδή αυτός που πραγματοποιεί την επί του τίτλου δήλωση βουλήσεως (υπογράφει το έγγραφο της επιταγής) και θέτει αυτό σε κυκλοφορία, ανεξάρτητα από το πρόσωπο για το οποίο επέρχονται οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτή. Ειδικότερα ως προς το στοιχείο της γνώσεως περί της ανυπαρξίας αντικρύσματος δεν απαιτείται ειδική αιτιολόγηση, διότι αυτή, ως προς τον εκδότη της επιταγής, προκύπτει αφ' εαυτής. Τέτοια στοιχεία δεν αξιώνονται πλέον από τον νόμο στην περίπτωση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα από την απόφαση, ότι έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολό τους τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Διαφορετικά, αν από τη στάθμιση του όλου περιεχομένου του σκεπτικού της απόφασης δεν συνάγεται με τρόπο αναμφισβήτητο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και όλα τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, υπάρχει έλλειψη της κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενης αιτιολογίας της αποφάσεως. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 64187/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, οι δύο αναιρεσείοντες κηρύχθηκαν ένοχοι, σε δεύτερο βαθμό, ως νόμιμοι εκπρόσωποι ανώνυμης εταιρείας, για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 β' ΠΚ και τους επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως δέκα μηνών στον καθένα. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι από τα μνημονευόμενα σε αυτή, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, καθώς και από την ανωμοτί εξέταση της πολιτικώς ενάγουσας και την κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία του πρώτου κατηγορούμενου και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε, ότι οι κατηγορούμενοι έχουν τελέσει την πράξη που τους αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι διότι στην .., στις 22-12-2004 από πρόθεση εξέδωσαν από κοινού επιταγή μη πληρωθείσα από την πληρώτρια Τράπεζα, στην οποία δεν είχαν διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της πληρωμής της. Συγκεκριμένα δε, με την ιδιότητα των νομίμων εκπροσώπων της εταιρίας με την επωνυμία "ΑΛΤΕ ΑΤΕ", στις 22-12-2004, εξέδωσαν από κοινού, θέτοντας την υπογραφή τους κάτω από τη σφραγίδα της ανωτέρω ανώνυμης εταιρίας στη θέση του εκδότη, τη με αριθμό ... επιταγή, ποσού 100.000 ευρώ, πληρωτέα από τη Γενική Τράπεζα, σε διαταγή της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΤΕ LEASING ΑΕ", η οποία αν και εμφανίσθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα στις 29-12-2004, από την ανώνυμη τραπεζική εταιρία "Αγροτική Τράπεζα ΑΕ" ενεργούσα κατ' εντολή και για λογαριασμό της λήπτριας και πολιτικώς ενάγουσας "ΑΛΤΕ ΑΤΕ", δεν πληρώθηκε λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της εκδότριας, όπως εξακριβώθηκε έπειτα από έλεγχο του λογαριασμού μέσω του ηλεκτρονικού κέντρου του γραφείου συμψηφισμού της πληρώτριας Τράπεζας και βεβαιώθηκε αυθημερόν από τους αρμόδιους υπαλλήλους αυτής επί του σώματος της επιταγής, το δε ενδεχόμενο της έλλειψης κεφαλαίων κατά την πληρωμή το γνώριζαν οι κατηγορούμενοι, αφού αυτή δόθηκε προς αντικατάσταση άλλης επιταγής προσπαθώντας οι κατηγορούμενοι να κερδίσουν χρόνο ως προς την πληρωμή της επίδικης επιταγής έναντι των προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετώπιζε η εκδότρια εταιρία μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας τον Αύγουστο του 2004. Επομένως, οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της αξιόποινης πράξης της από έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, αναγνωρίζοντας σ' αυτούς ότι τέλεσαν την πράξη όχι από ταπεινά αίτια". Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 64187/2012 απόφασή του την απαιτούμενη κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι ως από κοινού εκδότες της επιταγής, ως νόμιμοι εκπρόσωποι της ανώνυμης εταιρείας "ΑΛΤΕ ΑΤΕ", καθώς και τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, όπως ισχύει, χωρίς ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου να την παραβιάσει με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα αναφέρει, την έκδοση από τους αναιρεσείοντες της επίδικης επιταγής που υπογράφεται από τους ίδιους, τον χρόνο έκδοσής της, την εμπρόθεσμη εντός οκταημέρου εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και την μη πληρωμή της, λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων, γεγονός που βεβαίωσε η πληρώτρια τράπεζα και που γνώριζαν οι κατηγορούμενοι κατά τον χρόνο της πληρωμής της, αιτιολογείται δε επαρκώς η εκ μέρους των κατηγορουμένων γνώση της έλλειψης κεφαλαίων και κατά την πληρωμή, σύμφωνα με την παραδοχή ότι η επιταγή δόθηκε σε αντικατάσταση άλλης επιταγής, προσπαθώντας οι κατηγορούμενοι να κερδίσουν χρόνο ως προς την πληρωμή, ενόψει των προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετώπιζε η εκδότρια εταιρεία κ.λπ. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, μετά την αντικατάσταση της διατάξεως της παρ. 1 του άνω άρθρου 79 με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 1325/1972, εξέλιπε από αυτό η παλαιότερη πρόβλεψη, η οποία, ενόψει του ότι έκανε λόγο για έκδοση ακάλυπτης επιταγής "εν γνώσει", του δράστη, άφηνε έξω από την περιγραφή της αναγκαίας για την κατάρτιση του εγκλήματος υπαιτιότητας του εκδότη τον ενδεχόμενο δόλο, δεν απαιτείται πλέον ο εκδότης να τελεί "εν γνώσει" της ανυπαρξίας διαθεσίμων κεφαλαίων, αλλά αρκεί προς τούτο ότι αυτός θεωρεί την έλλειψη πιθανή και την αποδέχεται. Αρκεί δηλαδή ο απλός (ή και ενδεχόμενος) δόλος και δεν απαιτείται άμεσος με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τελέσεως της πράξεως (βλ. ΑΠ 360/2012, 29, 375, 376, 594, 21/2011). Επίσης επαρκώς και ειδικά αιτιολογείται η απόρριψη του προβληθέντος ισχυρισμού του κατηγορουμένου Σ. Κ. περί ολικής εξόφλησης της ένδικης επιταγής, αφού κατά τις παραδοχές έγινε μερική και όχι ολική εξόφληση και κατά την παρ.3 του ίδιου άρθρου 79 του Ν. 5960/1933, όπως αυτή αντικ. με το αρ.4 παρ.1 εδ. β' Ν.2408/1996, το αξιόποινο της πράξης της παρ.1 εξαλείφεται, αν ο υπαίτιος αποζημίωσε πλήρως τον κομιστή μετά τη νόμιμη εμφάνιση και μη πληρωμή της επιταγής. Η περίπτωση αυτή συντρέχει, όταν με την αποζημίωση του κομιστή επέρχεται ολοκληρωτική απόσβεση κάθε αξιώσεως του κομιστή εναντίον του εκδότη από την μετά την νόμιμη εμφάνιση μη πληρωμή της επιταγής, δηλαδή όταν ή ενοχή από την επιταγή ολοκληρωτικά εξαλείφεται και δεν υφίσταται ολοσχερώς τίποτε προς εκπλήρωση και όχι, όπως στην προκειμένη περίπτωση, που εχώρησε, και μετά την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης του άρθρου 44 του Ν. 1892/1990, περιορισθείσας της απαίτησης στο 10% του ποσού της επιταγής σε 10 δόσεις, κατά τις παραδοχές, που δεν ελέγχονται αναιρετικά, μερική εξόφληση (των πέντε πρώτων δόσεων) και όχι ολική εξόφληση και των λοιπών πέντε δόσεων της απαίτησης από την επιταγή αυτή, όπως περιορίστηκε και ρυθμίστηκε με την ανωτέρω συμφωνία εξυγίανσης. Συνεπώς, οι συναφείς λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Σ. Κ., από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. 2. Κατά την παρ. 5 εδ. α' του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 περί επιταγής, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 15 παρ3 του Ν.3472/2006, "η ποινική δίωξη ασκείται με έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε ή του εξ αναγωγής υπόχρεου ο οποίος την εξόφλησε και έγινε κομιστής της". Η ύπαρξη της εγκλήσεως συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση για την έγκυρη γένεση της ποινικής δίκης και η υποβολή της ή μη, για τα εγκλήματα που διώκονται κατ' έγκληση, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Σε σχέση με την υποβολή της έγκλησης επί της επιταγής, ισχύουν τα οριζόμενα στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 42 ΚΠΔ, στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 46 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παρ. 2 του εν λόγω άρθρου 42, η έγκληση γίνεται απ' ευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της έγκλησης. Κατά την παρ. 1 του άρθρου 18 του κωδικοποιημένου (με το Β.Δ. 174/1963) Ν. 2190/1920 "Περί ανωνύμων εταιριών", ορίζεται ότι "η ανώνυμη εταιρεία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως υπό του διοικητικού αυτής συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς", κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, "το καταστατικό δύναται να ορίσει, ότι ένα ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρεία, εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις". Το άρθρο 22 του ίδιου νόμου ορίζει στην παρ. 1 ότι "Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο ν' αποφασίζει πάσα πράξη αφορώσα εις την διοίκηση της εταιρείας, εις την διαχείριση της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξη του σκοπού της εταιρείας", στη δε παρ. 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 2339/95 "το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα, για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους". Οι διατάξεις αυτές του ν. 2190/1920, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας, δηλαδή, καθορίζουν το όργανο, που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα δικαστήρια και που αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρίας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται (18 παρ.1) το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο (22 παρ.1) είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρείας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του Ν.2190/1920, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκατάστασης του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕ, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Το άρθρο 18 παρ. 2 αναφέρεται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσώπησης της Α.Ε. και επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρείας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν (δικαστικώς ή εξωδίκως) την εταιρεία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχείρισης όσο και την εκπροσώπηση της εταιρείας. Αντίθετα, όμως, προς το άρθρο 18 παρ. 2, το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 3, το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασιστεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3, μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του Δ.Σ. ή διευθυντές της εταιρείας. Προϋποθέτει, όμως, σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας (ΟλΑΠ 1096/1976). Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωτερική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα κατά την πρώτη των ως άνω διατάξεων πρόσωπα που εκπροσωπούν, συλλογικά ή ατομικά, την ανώνυμη εταιρία ενεργούν ως καταστατικά όργανα αυτής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 65, 67 και 68 ΑΚ, ενώ εκείνα που ενεργούν κατ' ανάθεση από το Δ.Σ. της εταιρίας, σύμφωνα με τη δεύτερη των ως άνω διατάξεων, ενεργούν ως υποκατάστατα των καταστατικών οργάνων στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 213 ΑΚ προβλεπόμενης αντιστοίχως πληρεξουσιότητας και εντολής. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο, προς το οποίο το Διοικητικό Συμβούλιο ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπόμενης, αντίστοιχα, πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος όμως του διοικητικού συμβουλίου ΑΕ, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρείας, δηλαδή ως καταστατικό όργανο αυτής, κατά το άρ. 18 παρ.2 του ν. 2190/1920, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής (ΑΠ 1653/2006, 546/2005). Στην περίπτωση, όμως, που το διοικητικό συμβούλιο ανώνυμης εταιρείας, για την υλοποίηση σχετικής απόφασής του, αναθέσει σε τρίτο, ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3 του Ν. 2190/1920, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξης που τελέστηκε σε βάρος της εταιρείας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος - εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του "εντολέα" και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠΔ (ΟΛΑΠ 4/2006, ΑΠ 67/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα, του προβαλλόμενου από τον αναιρεσείοντα Σ. Κ. λόγου αναιρέσεως, της υπέρβασης εξουσίας του δικαστηρίου, για απαράδεκτο της ασκηθείσας ποινικής δίωξης σε βάρος του, για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, από τους εκπροσώπους της κομίστριας της ένδικης επιταγής ανώνυμης εταιρείας, για το λόγο ότι στο σχετικό πρακτικό του ΔΣ της εγκαλούσας ΑΕ δεν υπήρχε βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής των μελών αυτού και λόγω έλλειψης ειδικής πληρεξουσιότητας της υποβαλλούσας την εναντίον τους έγκληση εντολοδόχου Α. Σ., ως πληρεξουσίας των εκπροσώπων της εγκαλούσας ΑΕ, προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατόπιν της από 18-3-2005 εγκλήσεως της ΑΕ με την επωνυμία "ΑΤΕ LEASING ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ", που κατατέθηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών στις 18-3-2005 από την Α. Σ., με ορισθείσα αντίκλητο δικηγόρο την Μαρία Εξαρχουλάκου, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων, για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, πράξη που φέρεται ότι τέλεσαν στην Αθήνα στις 22-12-2004, παραπέμφθηκαν δε να δικασθούν ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και ήδη κατ' έφεση εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 64187/2012 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Όπως προκύπτει από τα συνημμένα στην έγκληση έγγραφα της εγκαλούσας ως παραπάνω ανώνυμης εταιρείας, και δη: 1) από τα αντίγραφα ΦΕΚ 865/1991 (πρακτικό από 18-6-2004 Έκτακτης Γ.Σ περί εκλογής ΔΣ), 9428/2002 και 10099/2004 (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ), προκύπτει ότι μεταξύ των μελών του ΔΣ της άνω εταιρείας, με θητεία από 18-6-2004 έως 18-6-2007 που εξελέγη με την από 18-6-2004 απόφαση της Γ.Σ., είναι και ο Ι. Κ. και η εκπροσώπηση της εταιρείας ανατίθεται στα μέλη του ΔΣ και δη στον πρόεδρο Δ. Μ. και στον Διευθύνοντα Σύμβουλο Ι. Κ. και στο Γενικό Δ/ντή Ε. Δ., και η εταιρεία δεσμεύεται και υποχρεούται, με μόνη την υπογραφή ενός εκάστου εκ των ανωτέρω, 2) από τα άρθρα 14 αρ. 1, 8, 16, 19, άρθρο 15 και 17 του από 8-12-2004 κωδικοποιημένου καταστατικού της άνω εγκαλούσας ΑΕ, προκύπτει ότι το ΔΣ της εταιρείας εκπροσωπεί την εταιρεία ενώπιον όλων των δικαστηρίων και είναι αρμόδιο να αποφασίζει για έγερση αγωγών, υποβολή εγκλήσεων κ.λπ. και ότι μπορεί να αναθέσει την άσκηση του συνόλου ή μέρους των εξουσιών του, και σε καθοριζόμενα ειδικά κάθε φορά θέματα, σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα εντολοδόχους του, μέλη του ΔΣ ή και σε τρίτους, τα οποία και θα δεσμεύουν την εταιρεία, ως όργανα αυτής. 3) από το προσαρτημένο στην εν λόγω έγκληση με αρ. .../15-3-2005 ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίας Καμπανέλλου, προκύπτει ότι το παραπάνω καταστατικό όργανο, μέλος του ΔΣ και Διευθύνων Σύμβουλος της ΑΕ Ι. Κ., ενεργών ως εκπρόσωπος της ανωτέρω εγκαλούσας, δυνάμει του παραπάνω καταστατικού και των με αρ. 160/2004, 169/2004 και 173/2005 πρακτικών του ΔΣ, διόρισε ειδική πληρεξούσια και αντιπρόσωπο της εταιρείας την Α. Σ., όπως καταθέσει μήνυση κατά των νομίμων εκπροσώπων της ΑΕ " ΑΛΤΕ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", για έκδοση της επίδικης με αρ. .../22-12-2004 ακάλυπτης επιταγής, σε διαταγή της εγκαλούσας, που δεν πληρώθηκε. Σύμφωνα με τα παραπάνω και τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, η πληρεξουσία και αντιπρόσωπος της εταιρείας Α. Σ., που κατέθεσε στις 18-3-2005 στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Αθηνών την έγκληση, ως πληρεξουσία, είχε την προς τούτο εξουσιοδότηση από το ΔΣ της άνω εταιρείας, το οποίο, σύμφωνα με το νόμο 2190/1920 και το καταστατικό της, είχε δικαίωμα να εξουσιοδοτεί τον Διευθύνοντα Σύμβουλο και μέλος του ΔΣ αυτής και τρίτους και αυτός σε τρίτους, την διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων εκπροσώπησης της εν λόγω εταιρείας, επομένως και για υποβολή εγκλήσεων. Συνεπώς, η ειδικά εξουσιοδοτημένη Α. Σ., που κατέθεσε την ανωτέρω έγκληση, ενήργησε ως υποκατάστατο όργανο του Δ.Σ. της εταιρίας και ως όργανο της εταιρείας αυτής πλέον, δεν είχε ανάγκη βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ. ή του εξουσιοδοτούντος Διευθύνοντος Συμβούλου, μέλους του ΔΣ, κατά την υποβολή της συγκεκριμένης εγκλήσεως, αρκεί δε το ότι η ανωτέρω ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα της είχεν παρασχεθεί από το μέλος του ΔΣ και Διευθύνοντα Σύμβουλο της ΑΕ Ι. Κ., που ενήργησεν ως καταστατικός εκπρόσωπος της ανωτέρω εγκαλούσας, δυνάμει του παραπάνω καταστατικού. Το δικαστήριο δε, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε σιωπηρά ως νομότυπη και παραδεκτή την ως παραπάνω γενόμενη άσκηση της εγκλήσεως και προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης και καταδίκασε τους κατηγορούμενους για το κατ' έγκληση διωκόμενο έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, χωρίς σημειωτέον να προταθεί από τους κατηγορουμένους στο ακροατήριο οποιοδήποτε απαράδεκτο της υποβληθείσας εγκλήσεως, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, ο δε από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ συναφής λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του αναιρεσείοντος Σ. Κ. είναι αβάσιμος και απορριπτέος. 3. Κατά την παρ.3 του άρθρου 79 του ν. 5960/1933, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το αρ.4 παρ.1 εδ. β' Ν.2408/1996, το αξιόποινο της πράξης της παρ.1 (έκδοσης ακάλυπτης επιταγής) εξαλείφεται, αν ο υπαίτιος αποζημίωσε πλήρως τον κομιστή μετά τη νόμιμη εμφάνιση και μη πληρωμή της επιταγής. Η περίπτωση αυτή συντρέχει, όταν με την αποζημίωση του κομιστή επέρχεται ολοκληρωτική απόσβεση κάθε αξιώσεως του κομιστή εναντίον του εκδότη από την μετά την νόμιμη εμφάνιση μη πληρωμή τής επιταγής, δηλαδή όταν η ενοχή από την επιταγή ολοκληρωτικά εξαλείφεται και δεν υφίσταται ολοσχερώς τίποτε προς εκπλήρωση. Και όχι όταν παραμένει είτε όλη είτε μέρος της ως ατελής ενοχή, δηλαδή όταν αντιστοίχως παραμένει προς εκπλήρωση, αλλά δεν είναι δυνατός από το νόμο ο εξαναγκασμός του υπόχρεου προς εκπλήρωσή της. Τέτοια περίπτωση ατελούς ενοχής δημιουργείται και από τις συμφωνίες πιστωτών και υπερχρεωμένων επιχειρήσεων(άρθρο 44 ν. 1892/1990) με τις οποίες περιορίζονται μεν οι απαιτήσεις των πιστωτών της επιχειρήσεως κατά της τελευταίας στο ποσοστό που ορίζεται με τις εν λόγω συμφωνίες, αλλά η ικανοποίηση των πιστωτών της επιχειρήσεως από την τελευταία, σύμφωνα με τους όρους του συμβιβασμού, δεν επιφέρει και ολοκληρωτική απόσβεσή τους, γιατί η ενοχή της υπερχρεωμένης επιχειρήσεως προς εκπλήρωσή τους για το πέραν του ποσοστού του συμβιβασμού μέρος τους παραμένει ως ατελής ενοχή και απλώς οι πιστωτές για το μέρος αυτό των πιστώσεών τους δεν έχουν κατά της υπερχρεωμένης επιχείρησης αξίωση εξαναγκασμού. Περαιτέρω, με τα άρθρα 99 επόμ. του ν. 3588/2007 (Πτωχευτικός Κώδικας), προβλέπεται διαδικασία συνδιαλλαγής οφειλέτη και δανειστών και επικύρωση της συμφωνίας από το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά την οποία αναστέλλονται προσωρινά τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης και αίρεται αυτοδικαίως η απαγόρευση ή το κώλυμα έκδοσης επιταγών από τον οφειλέτη, ενώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 180 και 181 του άνω Πτωχευτικού Κώδικα, από την έναρξη της ισχύος αυτού (16-9-2007), καταργούνται μεταξύ άλλων και οι διατάξεις των άρθρων 44 έως 46 γ του ν. 1892/1990, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 182 παρ. 1, 2 του ιδίου Πτωχευτικού Κώδικα, ο παρών Κώδικας εφαρμόζεται επί των διαδικασιών που αρχίζουν μετά την έναρξη ισχύος του και οι προϊσχύσασες διατάξεις εξακολουθούν να ισχύουν και να εφαρμόζονται επί των εκκρεμών διαδικασιών. Ακολούθως, μετά τη θέση σε ισχύ του νέου ν. 4013/15-9-2011, οι ανωτέρω διατάξεις του έκτου κεφαλαίου του Πτωχευτικού Κώδικα, που προέβλεπαν τη διαδικασία συνδιαλλαγής, αντικαταστάθηκαν με τα νέα άρθρα 99-106 αυτού, που αφορούν την ονομαζόμενη προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης. Ειδικότερα κατά τις διατάξεις του άρθρου 106η' παρ.1 και3 του ν. 4013/15-9-2011, ορίζεται ότι η συμφωνία εξυγίανσης, από την επικύρωσή της, δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών, οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται από αυτήν, ακόμη και αν δεν είναι συμβαλλόμενοι ή δεν ψήφισαν υπέρ της συμφωνίας εξυγίανσης και με την επικύρωση της συμφωνίας, αίρεται αυτοδικαίως η απαγόρευση ή το κώλυμα έκδοσης επιταγών που είχε επιβληθεί στον οφειλέτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης και "εξαλείφεται, επίσης το αξιόποινο των αδικημάτων έκδοσης ακάλυπτων επιταγών και καθυστέρησης οφειλών προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία που έχουν τελεστεί πριν την σύναψη της συμφωνίας εξυγίανσης". Από τις διατάξεις αυτές, ενόψει του ότι δεν υπήρχε παρόμοια ρύθμιση εξάλειψης του αξιοποίνου των αδικημάτων έκδοσης ακάλυπτων επιταγών κ.λπ. που είχαν τελεστεί πριν την σύναψη της συμφωνίας εξυγίανσης του άρθρου 44 του ν. 1892/1990 και της συμφωνίας προπτωχευτικής συνδιαλλαγής του νέου Πτωχευτικού Κώδικα και λόγω απουσίας ρητής σχετικής πρόβλεψης στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 14 του νέου ν. 4013/2011, προκύπτει ότι η υπό του τελευταίου ως άνω νόμου 4013/2011, στο άρ. 106η παρ. 3, προβλεπόμενη εξάλειψη του αξιοποίνου, με την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης, δεν μπορεί να επεκταθεί και στις παρόμοιες περιπτώσεις εξυγιαντικών συμφωνιών του προϊσχύσαντος δικαίου, όπως του άρθρου 44 του ν. 1892/1990, χωρίς να μπορεί στην προκειμένη περίπτωση να τύχει αυτή η νέα ευνοϊκή ρύθμιση, ως ηπιότερη, αναδρομικής εφαρμογής, κατά τον κανόνα του άρθρου 2 του ΠΚ, ούτε κατ' αναλογίαν, διότι οι προϊσχύσασες συμφωνίες εξυγίανσης και συνδιαλλαγής, είχαν άλλες προϋποθέσεις και δε δέσμευαν νόμιμα το σύνολο των πιστωτών και των μη συμβαλλομένων ή και μη συμφωνησάντων στους όρους, (όπως γίνεται με τη νέα ρύθμιση του νέου ν. 4013/2011), δεσμεύουν δε τους πιστωτές υπό τους αυστηρούς όρους του άρθρου 44 παρ.1 α, β, γ του ν. 1892/1990, οπότε υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση όσον αφορά την ρυθμιζόμενη σχέση και τις προϋποθέσεις εξυγίανσης και ορθόν είναι, αφού υπάρχει τέτοια απόλυτη δέσμευση όλων των πιστωτών από την συμφωνία εξυγίανσης, μόνο με τη νέα ρύθμιση του νέου ν. 4013/2011, να εξαλείφεται το αξιόποινο των εκδοθέντων από τον οφειλέτη ακάλυπτων επιταγών που κατέχει οιοσδήποτε κομιστής πιστωτής. Προσθέτως, μετά την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης του άρθρου 44 του ν. 1892/1990, όπως προαναφέρθηκε, η ενοχή της υπερχρεωμένης επιχειρήσεως, του οφειλέτη και η απαίτηση των δανειστών προς εκπλήρωσή της, για το πέραν του ποσοστού του συμβιβασμού μέρος των απαιτήσεών τους, δεν αποσβένεται, αλλά παραμένει ως ατελής ενοχή. Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω, ο συναφής λόγος αναιρέσεως των αναιρεσειόντων, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, ότι απορρίφθηκε χωρίς ειδική αιτιολογία και εσφαλμένα ο προβληθείς στο ακροατήριο αυτοτελής ισχυρισμός τους περί εξάλειψης του αξιοποίνου, λόγω επικύρωσης από το Εφετείο Αθηνών (1217/2008 απόφαση)της από 28-11-2006 συμφωνίας εξυγίανσης της εταιρείας (ΑΛΤΕ ΑΕ) για λογαριασμό της οποίας εξέδωσαν την ένδικη ακάλυπτη επιταγή για την οποία καταδικάστηκαν, κατά το άρθρο 44 του ν. 1892/1990, κατ' εφαρμογή της επιεικέστερης διάταξης του άρθρου 106 η' παρ.3 του ν. 4013/2011, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.1 του ΠΚ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ) ως και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 ΚΠολ.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17-1-2013 αίτηση - δήλωση του Λ. Κ. του Γ. και τη με αρ. εκθ. 8/21-1-2013 αίτηση του Σ. Κ. του Κ., για αναίρεση της με αρ. 64187/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ τον καθένα και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση ακάλυπτης επιταγής. 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. 2. Ο υποκατάστατος του ΔΣ της ΑΕ, όταν ενεργεί ως όργανο της εταιρείας, δηλαδή ως καταστατικό όργανο αυτής, κατά το αρ. 18 παρ. 2 του ν. 2190/1920, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής. 3. Ενόψει του ότι δεν υπήρχε παρόμοια ρύθμιση εξάλειψης του αξιοποίνου των αδικημάτων έκδοσης ακάλυπτων επιταγών κλπ που είχαν τελεστεί πριν την σύναψη της συμφωνίας εξυγίανσης του άρθρου 44 του ν. 1892/1990 και της συμφωνίας προπτωχευτικής συνδιαλλαγής του νέου Πτωχευτικού Κώδικα (99 επομ. του ν. 3588/2007) και λόγω απουσίας ρητής σχετικής πρόβλεψης στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 14 του νέου ν. 4013/2011, προκύπτει ότι η υπό του τελευταίου ως άνω νόμου 4013/2011 προβλεπόμενη στο αρ. 106 η παρ. 3, εξάλειψη του αξιοποίνου με την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης, δε μπορεί να επεκταθεί και στις παρόμοιες περιπτώσεις εξυγιαντικών συμφωνιών του προϊσχύσαντος δικαίου, όπως του άρθρου 44 του ν. 1892/1990, χωρίς να μπορεί στην προκειμένη περίπτωση να τύχει αυτή η νέα ευνοϊκή ρύθμιση, ως ηπιότερη, αναδρομικής εφαρμογής, κατά τον κανόνα του άρθρου 2 του ΠΚ, ούτε κατ' αναλογίαν, διότι οι προϊσχύσασες συμφωνίες εξυγίανσης και συνδιαλλαγής, είχαν άλλες προϋποθέσεις και δε δέσμευαν νόμιμα το σύνολο των πιστωτών και των μη συμβαλλομένων ή και μη συμφωνησάντων στους όρους, (όπως γίνεται με τη νέα ρύθμιση του νέου ν. 4013/2011), δεσμεύουν δε τους πιστωτές υπό τους αυστηρούς όρους του άρθρου 44 παρ. 1 α,β,γ του ν. 1892/1990, οπότε υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση όσον αφορά την ρυθμιζόμενη σχέση και τις προϋποθέσεις εξυγίανσης και ορθόν είναι, αφού υπάρχει τέτοια απόλυτη δέσμευση όλων των πιστωτών από την συμφωνία εξυγίανσης, μόνο με τη νέα ρύθμιση του νέου ν. 4013/2011, να εξαλείφεται το αξιόποινο των εκδοθέντων από τον οφειλέτη ακάλυπτων επιταγών που κατέχει οιοσδήποτε κομιστής πιστωτής. Προσθέτως, μετά την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης του άρθρου 44 του ν. 1892/1990, όπως προαναφέρθηκε, η ενοχή της υπερχρεωμένης επιχειρήσεως, του οφειλέτη και η απαίτηση των δανειστών προς εκπλήρωσή της, για το πέραν του ποσοστού του συμβιβασμού μέρος των απαιτήσεών τους, δεν αποσβένεται, αλλά παραμένει ως ατελής ενοχή.
Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη
Επιεικέστερος νόμος, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1532/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Π.-Μ. Κ. του Α., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Κλειδαρά, περί αναιρέσεως της 204/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Μαρτίου 2013 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 430/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Kατά την παρ. 2 του άρθρου 370Α' ΠΚ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο επί του προκειμένου χρόνο (9-2-2006), μετά την αντικατάσταση του άρθρου αυτού με το άρθρο 6 παρ. 8 του ν. 3090/2002 και πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ.1 Ν.3674/2008, "όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή μαγνητοφωνεί προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων που δεν διεξάγεται δημόσια ή μαγνητοφωνεί μη δημόσιες πράξεις τρίτων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος μαγνητοφωνεί ιδιωτική συνομιλία μεταξύ αυτού και τρίτου, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του αυτού άρθρου, (κατά το οποίο η χρησιμοποίηση από τον δράστη των πληροφοριών ή των μαγνητοταινιών που αποκτήθηκαν με αυτόν τον τρόπο θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση) εφαρμόζεται και σε αυτήν την περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, πλην άλλων, ότι, για τη στοιχειοθέτηση του πιο πάνω αδικήματος της παραβίασης του απορρήτου της προφορικής συνομιλίας, πρέπει η αθέμιτη καταγραφή να αφορά συνομιλία, που δεν διεξάγεται δημόσια, δηλαδή δεν πρέπει κατά τη βούληση των συνομιλούντων να προορίζεται να ακουσθεί από αόριστο αριθμό προσώπων. Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, "με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος κάνει χρήση των πληροφοριών ή των μαγνητοταινιών ή των μαγνητοσκοπήσεων που αποκτήθηκαν με τους τρόπους που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 αυτού του άρθρου". Κατά δε την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, "η πράξη της παρ. 3 δεν είναι άδικη αν η χρήση έγινε ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης της παραγράφου 3 και επομένως, ο δράστης παραμένει ατιμώρητος σε περιπτώσεις που η χρήση της αθέμιτης, κατά τα πιο πάνω οριζόμενα, μαγνητοταινίας έγινε από τον τρίτο ενώπιον δικαστικής ή άλλης ανακριτικής αρχής για τη διαφύλαξη δικαιολογημένου συμφέροντος που δεν μπορούσε να διαφυλαχθεί διαφορετικά. Τρίτος, όμως, δεν είναι ο ίδιος ο δράστης της υποκλοπής, αυτός δηλαδή, που με οποιονδήποτε τρόπο παρεμβλήθηκε σε τηλεφωνική συνδιάλεξη και έλαβε την μαγνητοταινία, αν χρησιμοποιήσει αυτήν, αφού αυτός υπάγεται στο εδ. β' της παρ. 1 του άρθρου 370 Α' και όχι σ` αυτή της παρ. 3 και, κατά συνέπεια, η παρ. 4 δεν έχει στην περίπτωση αυτή εφαρμογή, καθόσον αυτή αφορά μόνο τον τρίτο και όχι το δράστη της υποκλοπής. Αντίθετη άποψη, κατά την οποία ο αυτουργός χρησιμοποιώντας στο δικαστήριο για υπεράσπιση δικαιολογημένου συμφέροντός του τη μαγνητοταινία που λήφθηκε αθέμιτα από τον ίδιο, εμπίπτει στην παραπάνω διάταξη, θα υπερακόντιζε το γράμμα, αλλά και το πνεύμα της πιο πάνω διάταξης και στην πραγματικότητα θα άφηνε ατιμώρητες τις υποκλοπές, οι περισσότερες των οποίων γίνονται για υπεράσπιση δικαιολογημένου συμφέροντος, θα επρόκειτο δε και για ερμηνεία αντίθετη με το γράμμα του νόμου (παρ. 4), ο οποίος ρητώς αναφέρεται μόνο στην παρ. 3 και όχι στις παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 ΠΚ, "εκτός από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στον Ποινικό Κώδικα, (άρθρ. 21,22,25,304 παρ.4 και 5,308 παρ.2,367,371 παρ.4)ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αποκλείεται και όταν η πράξη αυτή αποτελεί ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλεται από το νόμο". Με βάση δε τις αντιλήψεις του κοινωνικού συνόλου και τις ιεραρχήσεις της έννομης τάξης, το προστατευόμενο από το άρθρο 370 Α' ΠΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 παρ.1, 9 παρ. 1β, 19 του Συντάγματος και 8 της ΕΣΔΑ έννομο αγαθό της παραβιάσεως του απορρήτου της προφορικής συνομιλίας, είναι υπέρτερο από την ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωση καθήκοντος κατά την εκτέλεση του επαγγέλματος, ως εν προκειμένω του δημοσιογράφου, ο οποίος χρησιμοποιεί αθέμιτα μέσα, ήτοι βιντεοσκοπεί χωρίς τη συναίνεση του συνομιλητή του ιδιωτική συνομιλία τους και την προβάλλει σε εκπομπή τηλεοπτικού καναλιού παραβαίνοντας κανόνες της έννομης τάξης και της δεοντολογίας του επαγγέλματος του. Ειδικότερα μάλιστα όταν έρχεται και σε αντίθεση με το γράμμα του νόμου ,που σύμφωνα με τη παρ. 4 της προπαρατεθείσας διάταξης, ορίζει αποκλειστικά πότε αίρεται το άδικο της πράξεως αυτής και για ποιούς λόγους, και είναι η μόνη περίπτωση που για να είναι επαρκής η αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας, πρέπει να αναφέρεται και το περιεχόμενο της συνομιλίας, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί το δικαιολογημένο συμφέρον. Εξ άλλου η κρίση του δικαστή της ουσίας επί της in concreto στάθμισης των εννόμων αγαθών είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. H ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, όπως είναι και ο περί άρσεως του αδίκου της πράξεως κατά το άρθρο 20 ΠΚ, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει η απόφαση νόμιμη βάση(ΟΛ. ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθ.204/2013 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα της αξιοποίνου πράξεως της παραβίασης απορρήτου προσωπικής συνομιλίας, χωρίς τη συναίνεση του συνομιλητή της, με χρήση της μαγνητοφωνημένης αυτής συνομιλίας στις τηλεοπτικές ειδήσεις τηλεοπτικού σταθμού. Στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, ήτοι της ενόρκου καταθέσεως του μάρτυρα κατηγορίας, που εξετάσθηκε νομότυπα και περιέχεται στα πρακτικά, την ανάγνωση των πρακτικών της υπ' αρ.1236/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, την ανάγνωση των εγγράφων που βρίσκονται στη δικογραφία, σε συνδυασμό με την απολογία της κατηγορουμένης και την όλη αποδεικτική διαδικασία δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν κατά λέξη, τα εξής: "..: Η κατηγορουμένη στη … τη 9-2-2006, με πρόθεση προέβη σε μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας μεταξύ αυτής και τρίτου, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου, το περιεχόμενο της οποίας χρησιμοποίησε. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, μετέβη στο κτίριο όπου στεγάζεται και το Υποθηκοφυλακείο Θεσσαλονίκης, και δίχως να γνωστοποιήσει την ιδιότητά της ως δημοσιογράφου του τηλεοπτικού καναλιού "ANTENNA" και με τη χρήση κρυφής κάμερας, κατέγραψε-μαγνητοσκόπησε τη συνομιλία, που είχε με τον Α. Π., υπάλληλο-αρχειοθέτη της ανωτέρω υπηρεσίας, την ώρα που αυτός έβγαινε από το κυλικείο του κτιρίου, χωρίς τη συναίνεση αυτού. Στη συνέχεια, έκανε χρήση της μαγνητοφωνημένης αυτής συνομιλίας, δίνοντάς τη στο προαναφερόμενο τηλεοπτικό κανάλι, το οποίο και την παρουσίασε στις τηλεοπτικές ειδήσεις, την Παρασκευή, 10/2/2006, και σε επανάληψη, σε πρωινή εκπομπή, το Σάββατο, 11/2/2006. Οι ισχυρισμοί της κατηγορουμένης είναι απορριπτέοι. Η συνομιλία της με τον Π. δεν ήταν δημόσια, καθόσον αυτή δεν έλαβε χώρα στο χώρο εργασίας του (στο γραφείο του ή σε άλλο γραφείο του Υποθ/κείου Θεσσαλονίκης), ούτε διεξήχθη στα πλαίσια των ανατεθειμένων σ'αυτόν καθηκόντων και κατά την εκτέλεσή τους, αλλά έξω από το κυλικείο του κτιρίου και ενώ ο Π. εξερχόταν απ'αυτό κρατώντας στα χέρια του δύο τυρόπιτες, όπου η κατηγορουμένη τον συνάντησε παριστάνοντας ότι πραγματοποιούσε μ'αυτόν μία χωρίς ιδιαίτερη σημασία μεταξύ δύο τυχαίως συναντωμένων προσώπων κοινωνική συνομιλία, ενώ ταυτοχρόνως τον μαγνητοφωνούσε και μαγνητοσκοπούσε κρυφά και μάλιστα με τρόπο που δεν δέχθηκε καν να περιγράψει στο δικαστήριο, ισχυριζόμενη ότι αυτό ανάγεται στα μυστικά του επαγγέλματός της. Η συγκεκριμένη αποδειχθείσα ενέργειά της υπερέβαινε καταφανώς τα όρια ενάσκησης οποιουδήποτε δικαιώματος ή εκπλήρωσης καθήκοντός της ως δημοσιογράφου προς ενημέρωση του κοινού, τα οποία επιβάλλουν την τήρηση των νόμων και της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, προκειμένου να εξυπηρετηθεί το δημόσιο συμφέρον και όχι η τυχόν επιδιωκόμενη προσωπική προβολή δημοσιογράφου που αποπειράται, χρησιμοποιώντας καλυμμένες και αδιαφανείς μεθόδους, να αποσπάσει, σε σύντομο χρόνο και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, από ανυποψίαστο συνομιλητή πληροφορίες, τις οποίες σκοπεύει να δημοσιοποιήσει δίχως ο τελευταίος να γνωρίζει την ιδιότητά του και τις προθέσεις του. Το δημόσιο συμφέρον θα είχε εξυπηρετηθεί πράγματι στην ανωτέρω περίπτωση, αν η κατηγορουμένη, διενεργώντας σοβαρό και υπεύθυνο έλεγχο καταγγελιών περί χρηματισμού που ισχυρίσθηκε ότι είχαν περιέλθει στο κανάλι για το οποίο εργάζεται, είχε διασφαλίσει την παροχή πληροφοριών από πρόσωπα που είχαν θιγεί από τυχόν παράνομες ενέργειες υπαλλήλων του Υποθ/κείου. Αυτό μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να χρησιμοποιήσει την αθέμιτη, παραπλανητική και παράνομη μέθοδο που χρησιμοποίησε και να έχει και απτά αποτελέσματα (αν τα καταγγελλόμενα αποδεικνύονταν αληθινά), γεγονός που δεν συνέβη καν με την καταγραφείσα και δημοσιοποιηθείσα συνομιλία, κατά την οποία δεν υπήρξε οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο για το θέμα του χρηματισμού υπαλλήλων που ισχυρίσθηκε ότι ερευνούσε (βλ. απολογία της, στην οποία παραδέχθηκε ότι η συνομιλία περιλάμβανε απλώς υπονοούμενα, όπως βεβαίως η ίδια ερμήνευσε τα διαμειφθέντα). Ακολούθως την κήρυξε ένοχη του ότι "Στη …, την 9-2-2006, με πρόθεση προέβη σε μαγνητοφώνηση ιδιωτικής συνομιλίας μεταξύ αυτής και τρίτου, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου, το περιεχόμενο της οποίας χρησιμοποίησε. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, μετέβη στο κτίριο όπου στεγάζεται το Υποθηκοφυλακείο Θεσσαλονίκης, δίχως να γνωστοποιήσει την ιδιότητα της ως δημοσιογράφου, του τηλεοπτικού σταθμού "Anthenna " και με τη χρήση κρυφής κάμερας κατέγραψε-μαγνητοσκόπησε τη συνομιλία, που είχε με τον Α. Π., υπάλληλο-αρχειοθέτη της ανωτέρω υπηρεσίας, χωρίς τη συναίνεση αυτού. Στη συνέχεια έκανε χρήση της μαγνητοφωνημένης αυτής συνομιλίας δίνοντας τη στο προαναφερόμενο τηλεοπτικό κανάλι, το οποίο τη παρουσίασε στις τηλεοπτικές ειδήσεις, την Παρασκευή,10-2-2006, και σε επανάληψη, σε πρωϊνή εκπομπή, το Σάββατο 11-2-2006". Για την αξιόποινη αυτή πράξη της, μετά από αναγνώριση στο πρόσωπο της, της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρ. 84 παρ. 2 εδ. α' ΠΚ της επέβαλε ποινή φυλακίσεως 7 μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για την κρίση του, ότι η αναιρεσείουσα τέλεσε την πράξη για την οποία καταδικάσθηκε. Συγκεκριμένα, εκτίθενται στην απόφαση, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παραβίασης του απορρήτου της προφορικής ιδιωτικής συνομιλίας χωρίς τη συναίνεση του συνομιλητή με καταγραφή και μαγνητοσκόπηση, με τις παραδοχές, ότι την 9-2-2006 την ώρα που ο υπάλληλος-αρχειοθέτης Α. Π., έβγαινε από το κυλικείο του κτιρίου όπου στεγάζεται το Υποθηκοφυλακείο Θεσσαλονίκης, κρατώντας στο χέρι του, δύο τυρόπιττες, χωρίς να τoυ γνωστοποιήσει την ιδιότητα της ως δημοσιογράφου του τηλεοπτικού σταθμού ANTHENNA, με τη χρήση κρυφής κάμερας κατέγραψε -μαγνητοσκόπησε τη συνομιλία τους χωρίς τη συναίνεση του ,παραδοχή από την οποία συνάγεται το αθέμιτο της ενέργειας της ,δηλαδή η χωρίς συναίνεση του συνομιλητή της μαγνητοφώνηση και μαγνητοσκόπηση της συνομιλίας τους που δεν ήταν δημόσια , που στοιχειοθετούν τα αντικειμενικά στοιχεία του αδικήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ,η χρήση αυτής με την παραδοχή ότι παρέδωσε αυτήν στο τηλεοπτικό σταθμό που εργαζόταν, και πάλι χωρίς τη συναίνεση του συνομιλητή της, ο οποίος προέβαλε αυτήν στο δελτίο ειδήσεων του και την επανέλαβε σε πρωϊνή εκπομπή του σταθμού του. Ο δόλος της για την αξιόποινη αυτή πράξη, που προκύπτει από την θέληση παραγωγής και την εκτέλεση των άνω πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος για το οποίο δεν απαιτείται άμεσος δόλος, ώστε για την αιτιολόγηση του να πρέπει να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που τον συγκροτούν, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις υπαγωγής τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόσθηκαν. Οι ειδικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας- κατηγορουμένης ότι :α) το δικαστήριο της ουσίας, οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, διότι δεν αξιολόγησε την ένορκη επ' ακροατηρίω κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Α. Π., ο οποίος κατέθεσε, μεταξύ άλλων ότι η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη δεν του έκανε κατά τη συνομιλία τους καμία προσωπική ερώτηση και δεν προσβλήθηκε από τη συμπεριφορά της, ότι την κατάθεση αυτή δεν συσχέτισε με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα διότι από αυτή σε συνδυασμό με την απολογία της θα οδηγείτο σε απαλλακτική κρίση, αφού η συνομιλία αυτή ήταν δημόσια, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Τούτο διότι το δικαστήριο της ουσίας, έλαβε υπ' όψη του την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας και την απολογία της κατηγορουμένης, ως διαλαμβάνει και στο προΐμνιο του σκεπτικού του, στο σημείο που αναφέρει κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα που εκτίμησε για την καταδικαστική του κρίση, για δε την απολογία της γίνεται ειδική μνεία και στο αιτιολογικό μέρος του σκεπτικού της, όπου μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι αυτή δεν δέχθηκε να περιγράψει στο δικαστήριο όταν ρωτήθηκε με ποιό τρόπο κατέγραψε και μαγνητοσκόπησε την συνομιλία αυτή, ισχυριζόμενη ότι ο τρόπος αυτός ανήκει στα μυστικά του επαγγέλματος της, με την αιτίαση δε αυτή, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο ως προαναφέρθηκε δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει από ποιά ειδικότερα αποδεικτικά μέσα κατέληξε στη κρίση του. β) ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση, έπρεπε να εκτίθεται το περιεχόμενο της συνομιλίας για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του αδικήματος, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Τούτο διότι σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα νομική σκέψη της παρούσας, δεν αποτελεί στοιχείο του αδικήματος αυτού(370 Α' παρ. 2 ΠΚ) το περιεχόμενο της συνομιλίας. γ) ότι η παραδοχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία η συνομιλία αυτή χαρακτηρίζεται ως κοινωνική και ότι δεν έλαβε χώρα στον χώρο του Υποθηκοφυλακείου, έρχεται σε αντίφαση με την παραδοχή του διατακτικού της, ότι περιείχε υπαινιγμούς για χρηματισμό των υπαλλήλων του Υποθηκοφυλακείου αυτού, και ότι ο συνομιλητής της συνομίλησε μαζί της με την ιδιότητα του υπαλλήλου - αρχειοθέτη αυτού, πρέπει επίσης να απορριφθεί, ελλείψει εννόμου συμφέροντος. Τούτο διότι η παραδοχή υπαινιγμών χρηματισμού δεν αναιρεί, τον χαρακτηρισμό της συνομιλίας ως ιδιωτικής (κοινωνικής φύσεως) και η ιδιότητα του συνομιλητή δεν αναιρεί την παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι η συνομιλία αυτή ήταν ιδιωτική αφού δεν απευθυνόταν σε αόριστο αριθμό προσώπων. Περαιτέρω ο συνήγορος της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης, προ πάσης ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατέθεσε γραπτώς για καταχώριση στα πρακτικά και ανέπτυξε προφορικά τον αυτοτελή ισχυρισμό της, με τον οποίο ζητούσε την απαλλαγή της από το αποδιδόμενο σ' αυτήν αδίκημα, διότι σύμφωνα με το άρθρο 20 του ΠΚ, η πράξη αυτή δεν ήταν άδικη, αφού το θέμα για το οποίο συνομίλησε με τον υπάλληλο αυτόν του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, αφορούσε τον παράνομο χρηματισμό υπαλλήλων αυτού για την έκδοση σε ταχύτερο χρόνο των πιστοποιητικών μεταγραφών. Ότι η συνομιλία αυτή καταγράφηκε και μαγνητοσκοπήθηκε στον δημόσιο χώρο της υπηρεσίας αυτής και μετέπειτα προβλήθηκε από τον ανωτέρω τηλεοπτικό σταθμό, στον οποίο η κατηγορουμένη παρείχε την εργασία της, για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος και από την ιδιαίτερη υποχρέωση που είχε αυτή ως δημοσιογράφος για την ενημέρωση του κοινού, το οποίο είναι υπέρτερο αγαθό από την προστασία της ιδιωτικής συνομιλίας, την οποία ήθελε να προστατεύσει ο νομοθέτης με την θέσπιση του άρθρ. 370Α' ΠΚ. Το δικαστήριο της ουσίας, πλέον του ότι όπως εκτέθηκε, η παραβίαση της διατάξεως του άρθρ. 370 Α' παρ. 2ΠΚ, είναι υπέρτερο αγαθό από την ενάσκηση δικαιώματος που πραγματοποιείται με αθέμιτα μέσα και τιμωρείται από το νόμο, απέρριψε τον αυτοτελή αυτόν ισχυρισμό με την αιτιολογία που αναφέρεται στην παρούσα απόφαση στο μέρος των παραδοχών της προσβαλλόμενης. Η απορριπτική αυτή αιτιολογία είναι επαρκής, σύμφωνα με τη διάταξη 93 παρ.3 του Συντάγματος και του άρθρ. 139 ΚΠΔ, με την παραδοχή ότι η ενάσκηση του δικαιώματος της αναιρεσείουσας -κατηγορουμένης υπερέβαινε τα όρια τόσο του δικαιώματος της όσο και του καθήκοντος της εκ του επαγγέλματος της, για την πληροφόρηση του κοινού στο θέμα αυτό που ήταν γενικότερου ενδιαφέροντος για την προστασία του πολίτη, διότι πραγματοποιήθηκε με τρόπο αντιβαίνοντα στον νόμο και την δημοσιογραφική δεοντολογία, εκθέτοντας παράλληλα και τον τρόπο με τον οποίο αν ενεργούσε η αναιρεσείουσα- κατηγορουμένη, θα είχε επιτελέσει το έργο της σύννομα και με πραγματική εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος. Η ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας -κατηγορουμένης ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν στάθμισε τα συγκρουόμενα έννομα αγαθά όπως έπρεπε, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη αφού ως προαναφέρθηκε η στάθμιση τους ανάγεται στην ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Κατά συνέπεια οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την καταδικαστική της κρίση και ως προς την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 370 Α' παρ. 2 ΠΚ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ` του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α` ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Στα πρακτικά της αποφάσεως δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, είναι, όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώστηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το συγκεκριμένο έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου, υπάρχει η ίδια ως άνω ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως για τις ανάγκες του ελέγχου του αναιρετικού λόγου, στα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικάσαν Εφετείο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής της αναιρεσείουσας- κατηγορουμένης, περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα, "τα από 28-3-2007 και 19-11-2007 έγγραφα του τηλεοπτικού σταθμού ANTHENNA, τα οποία αναφέρονται στα πρακτικά αυτής ". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, ενόψει και του ότι αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο μόνο η πρωτοβάθμια απόφαση με τα πρακτικά της και τα ως άνω έγγραφα των οποίων αναφέρεται το είδος , η ημεροχρονολογία τους και από πού προέρχονται, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού των εγγράφων αυτών , αφού με την ανάγνωσή τους, η οποία έγινε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο , στο οποίο δικάσθηκε η αναιρεσείουσα παρούσα κατέστησαν γνωστά κατά το περιεχόμενό τους σ' αυτήν, η οποία, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δευτεροβάθμιας δίκης , δεν πρόβαλε καμιά αντίρρηση για την ανάγνωση των εγγράφων αυτών. Κατά συνέπεια, είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Ως εκ τούτου, το Τριμελές Εφετείο, ορθώς έλαβε υπόψη του και τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, τρίτος (τελευταίος) λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνισταμένη στο ότι δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα των ως άνω εγγράφων, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ.583ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αρ. πρωτ. 2114/19-3-2013 αίτηση της Π. -Μ. Κ. του Α., κατοίκου ... οδός … αρ. …, για αναίρεση της υπ` αριθ. 204/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδικαστική απόφαση για παραβίαση απορρήτου συνομιλίας από δημοσιογράφο τηλεοπτικού σταθμού και χρήση αυτής με παράδοση της απομαγνητοφωνημένης συνομιλίας στον τηλεοπτικό σταθμό και προβολή της (άρθρο 370 Α' παρ.2 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ.1 Ν. 3674/2008). Λόγοι αναίρεσης: Α) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει επάρκεια αιτιολογίας με τις παραδοχές ότι η συνομιλία δεν ήταν δημόσια αλλά ιδιωτική αφού δεν απευθυνόταν σε αόριστο αριθμό προσώπων. Έγινε με καταγραφή αυτής με χρήση κρυφής κάμερας χωρίς τη συναίνεση του συνομιλητή. Προβλήθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό χωρίς την έγκρισή του. Δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας από τη μη παράθεση του περιεχομένου της συνομιλίας για το αδίκημα του αρθρ. 370 Α' παρ. 2 ΠΚ. Β) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Ορθή ερμηνεία και εφαρμογή. Γ) Απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο από την αμφιβολία ταυτότητας εγγράφου που αναγνώσθηκε. Προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου το οποίο αναγνώσθηκε από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και ήταν πλέον γνωστό στην αναιρεσείουσα. Η αξιολογική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι κάμπτεται το καθήκον από την ενάσκηση του δικαιώματος από το δικαίωμα του απορρήτου της καταγραφής και μαγνητοσκόπησης συνομιλίας που έλαβε χώρα κατά παράβαση του νόμου ανήκει στην κυριαρχικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Παραβίαση απορρήτου επικοινωνιών.
2
Αριθμός 1530/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη και Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μποροδήμου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 2631/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λαρίσης. Με κατηγορούμενο τον Γ. Μ. του Κ., κάτοικο ... που δεν παρέστη. Με Πολιτικώς ενάγουσα την εταιρία "ΑΝΤΑΚΟΜ ΠΡΟΗΓΜΕΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ Α.Ε.", που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Λαρίσης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 13/12-3-2013 αίτηση - έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 328/2013. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Aπό τη διάταξη του άρθρου 505 παρ.2 εδ. α' του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε, απόφασης οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, μέσα σε προθεσμία ενός μήνα, του άρθρου 479 παρ.2 του ΚΠΔ, από της καταχωρήσεώς της δηλαδή καθαρογραμμένης στο ειδικά τηρούμενο βιβλίο του ποινικού δικαστηρίου, και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και αυτός της υπέρβασης εξουσίας εκ μέρους του δικαστηρίου. Υπέρβαση εξουσίας συντρέχει και όταν το δικαστήριο αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι'αυτό κατά νόμον όροι(ΟλΑΠ 3/2005). 2. Κατά την παρ. 5 εδ. α' του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 περί επιταγής, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 15 παρ3 του Ν.3472/2006, "η ποινική δίωξη ασκείται με έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε ή του εξ αναγωγής υπόχρεου ο οποίος την εξόφλησε και έγινε κομιστής της". Η ύπαρξη της εγκλήσεως συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση για την έγκυρη γένεση της ποινικής δίκης και η υποβολή της ή μη, για τα εγκλήματα που διώκονται κατ' έγκληση, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Σε σχέση με την υποβολή της έγκλησης επί της επιταγής, ισχύουν τα οριζόμενα στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 42 ΚΠΔ, στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 46 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παρ. 2 του εν λόγω άρθρου 42, η έγκληση γίνεται απ' ευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της έγκλησης. Περαιτέρω, με το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2190/1920 "Περί ανωνύμων εταιριών", όπως αυτό κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ. 174/1963, ορίζεται ότι "η ανώνυμη εταιρεία εκπροσωπείται επί δικαστηρίου και εξωδίκως υπό του διοικητικού αυτής συμβουλίου, ενεργούντος συλλογικώς", κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, "το καταστατικό δύναται να ορίσει, ότι ένα ή πλείονα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα δικαιούνται να εκπροσωπούν την εταιρεία, εν γένει ή εις ορισμένου μόνον είδους πράξεις". Το άρθρο 22 του ίδιου νόμου ορίζει στην παρ. 1 ότι "Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο ν' αποφασίζει πάσα πράξη αφορώσα εις την διοίκηση της εταιρείας, εις την διαχείριση της περιουσίας αυτής και εις την εν γένει επιδίωξη του σκοπού της εταιρείας", στη δε παρ. 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 4 του ν. 2339/1995 "το καταστατικό μπορεί να ορίζει θέματα, για τα οποία η εξουσία του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να ασκείται ολικά ή μερικά από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους". Οι διατάξεις αυτές του Ν. 2190/1920, αντίστοιχες με εκείνες των άρθρων 65, 67 και 68 του ΑΚ, ρυθμίζουν την οργανική εκπροσώπηση του νομικού προσώπου της ανώνυμης εταιρείας, δηλαδή, καθορίζουν το όργανο, που εκφράζει τη βούληση του νομικού αυτού προσώπου στις έννομες σχέσεις με άλλα πρόσωπα, το εκπροσωπεί στα δικαστήρια και που αποφασίζει για τη διοίκηση της εταιρίας και τη διαχείριση της περιουσίας της για την πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού. Ως τέτοιο όργανο ορίζεται (18 παρ.1) το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας, το οποίο (22 παρ.1) είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε υπόθεση που αφορά στη διοίκηση της εταιρείας ή στη διαχείριση της περιουσίας της. Οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του Ν.2190/1920, που αλληλοσυμπληρώνονται, ρυθμίζουν το ζήτημα της υποκατάστασης του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕ, κατά τρόπο ώστε αυτή να είναι νόμιμη, μόνο εφόσον διενεργείται με βάση μία από αυτές τις διατάξεις. Το άρθρο 18 παρ. 2 αναφέρεται αποκλειστικά στην εξουσία εκπροσώπησης της Α.Ε. και επιτρέπει στο καταστατικό της εταιρείας να ορίσει ότι ένα ή περισσότερα μέλη του ή άλλα πρόσωπα, που κατονομάζονται, δικαιούνται να εκπροσωπούν (δικαστικώς ή εξωδίκως) την εταιρεία γενικά ή σε ορισμένες μόνο πράξεις. Η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 περιλαμβάνει στο πεδίο εφαρμογής της τόσο τις πράξεις διαχείρισης όσο και την εκπροσώπηση της εταιρείας. Αντίθετα, όμως, προς το άρθρο 18 παρ. 2, το οποίο συνιστά ειδική πρόβλεψη με την οποία το καταστατικό προβαίνει σε συγκεκριμένο καθορισμό προσώπων που κατονομάζονται, στην περίπτωση του άρθρου 22 παρ. 3, το καταστατικό προβλέπει ορισμένα θέματα για τα οποία είναι δυνατό να αποφασιστεί από το Δ.Σ. μεταβίβαση της εξουσίας του. Η μεταβίβαση αυτή κατά το άνω άρθρο 22 παρ. 3, μπορεί να διενεργηθεί προς οποιοδήποτε πρόσωπο, και όχι μόνο προς μέλη του Δ.Σ. ή διευθυντές της εταιρείας. Προϋποθέτει, όμως, σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό της εταιρείας (ΟλΑΠ 1096/1976). Υποκατάσταση του διοικητικού συμβουλίου με εξωεταιρική συμφωνία δεν είναι νόμιμη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι τα κατά την πρώτη των ως άνω διατάξεων πρόσωπα που εκπροσωπούν, συλλογικά ή ατομικά, την ανώνυμη εταιρία ενεργούν ως καταστατικά όργανα αυτής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 65, 67 και 68 ΑΚ, ενώ εκείνα που ενεργούν κατ'ανάθεση από το Δ.Σ. της εταιρίας, σύμφωνα με τη δεύτερη των ως άνω διατάξεων, ενεργούν ως υποκατάστατα των καταστατικών οργάνων στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 213 ΑΚ προβλεπόμενης αντιστοίχως πληρεξουσιότητας ή εντολής. Επομένως, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3, το τρίτο πρόσωπο, προς το οποίο το Διοικητικό Συμβούλιο ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα, δεν είναι υποκατάστατος του διοικητικού συμβουλίου, αλλά ενεργεί στα πλαίσια της από τα άρθρα 211 και 713 του ΑΚ προβλεπόμενης, αντίστοιχα, πληρεξουσιότητας ή εντολής. Ο υποκατάστατος όμως του διοικητικού συμβουλίου, επειδή ενεργεί ως όργανο της εταιρείας, δηλαδή ως καταστατικό όργανο αυτής, δεν έχει ανάγκη ειδικής πληρεξουσιότητας ή εξουσιοδότησης και βεβαίωσης του γνήσιου της υπογραφής των μελών του Δ.Σ., όταν το απαιτεί νομοθετική διάταξη, όπως όταν πρόκειται για την υποβολή έγκλησης ή για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής(ΑΠ 1653/2006, 546/2005). Στην περίπτωση, όμως, που το διοικητικό συμβούλιο ανώνυμης εταιρείας, για την υλοποίηση σχετικής απόφασής του, αναθέσει σε τρίτο, ως προς τον οποίο δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άνω άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3 του Ν. 2190/1920, να υποβάλει μήνυση ή έγκληση κατά του δράστη αξιόποινης πράξης που τελέστηκε σε βάρος της εταιρείας, απαιτείται, ενόψει του ότι ο ανωτέρω τρίτος είναι απλός πληρεξούσιος - εντολοδόχος της τελευταίας, το πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου, που περιέχει τη σχετική απόφασή του και το οποίο προσαρτάται στην εγχειριζόμενη έγκληση, να φέρει και βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του "εντολέα" και παρέχοντος την πληρεξουσιότητα, δηλαδή των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 46 και 42 παρ. 1 εδ. γ' ΚΠΔ (ΟΛΑΠ 4/2006, ΑΠ 67/2011). Η πληρεξουσιότητα μπορεί να δοθεί και σε περισσότερους πληρεξούσιους, για να ενεργήσουν από κοινού ή ο καθένας χωριστά. Αν δεν διευκρινίζεται η εξουσία αυτών, δεν απαιτείται οι περισσότεροι πληρεξούσιοι να ενεργήσουν από κοινού. Υποκατάσταση του πληρεξουσίου, ήτοι μεταπληρεξουσιότητα, δεν χωρεί, γιατί η πληρεξουσιότητα στηρίζεται στην προσωπική εμπιστοσύνη. Δηλαδή ο πληρεξούσιος δεν μπορεί να υποκαταστήσει και διορίσει άλλον, ώστε αυτός ο άλλος να μπορεί να επιχειρήσει την δικαιοπραξία, την μήνυση ή έγκληση. Μπορεί όμως, να είναι έγκυρη η υποβολή μήνυσης - έγκλησης από τον μεταπληρεξούσιο, αν τέτοια υποκατάσταση έχει επιτραπεί ρητά από το καταστατικό ή από τον αρχικό πληρεξούσιο που αντιπροσωπεύεται ή αν προκύπτει κάτι τέτοιο από το σκοπό της δοθείσας πληρεξουσιότητας ή και από τις περιστάσεις(ΑΠ 288/2012). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για την έρευνα, του προβαλλόμενου από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου λόγου αναιρέσεως, της υπέρβασης εξουσίας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, προκύπτει ότι κατόπιν της από 9-3-2009 εγκλήσεως της ΑΕ με την επωνυμία " ΑΝΤΑΚΟΜ ΠΡΟΗΓΜΕΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που κατατέθηκε στην εισαγγελία Πρωτοδικών Λάρισας την 23-3-2009 από τη δικηγόρο Λάρισας Μαρία Χρυσαφίδου, ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου Γ. Μ., για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, κατ'εξακολούθηση, πράξη που φέρεται ότι τέλεσε στην …με έκδοση σε διαταγή της άνω εγκαλούσας ΑΕ τεσσάρων επιταγών, στις 5-3-2009, 5-3-2009, 20-3-2009 και 20-5-2009 αντίστοιχα, παραπέμφθηκε δε να δικασθεί ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας και ήδη σε πρώτο βαθμό εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 2631/2012 απόφαση του άνω δικαστηρίου, η οποία, πλην άλλων ακάλυπτων επιταγών άλλων εγκαλουσών εταιρειών που κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο, όσον αφορά την έκδοση των τεσσάρων ακάλυπτων επιταγών σε βάρος της άνω εγκαλούσας ΑΕ, δέχθηκε ότι η έγκληση δεν ασκήθηκε νομότυπα και λόγω παρελεύσεως τριμήνου, έπαυσε οριστικά την ασκηθείσα ποινική δίωξη με την παρακάτω αιτιολογία: "Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 19 και 20 του Καταστατικού της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΤΑΚΟΜ ΠΡΟΗΓΜΕΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ", όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του από τη ΓΣ της 17-12-2008 (βλ. το καταστατικό, που προσκομίστηκε και αναγνώστηκε), "Το Διοικητικό Συμβούλιο συλλογικά εκπροσωπεί την εταιρεία στα Δικαστήρια,..., έχει όμως το δικαίωμα να αναθέτει σε ένα ή περισσότερα μέλη του ή σε άλλα πρόσωπα την εκπροσώπηση της εταιρεία γενικά ή σε ορισμένου μόνο είδους πράξεις, εκτός από εκείνες που προϋποθέτουν συλλογική ενέργεια... (άρθρο 19). Το Διοικητικό Συμβούλιο έχει το δικαίωμα...4. ...μπορεί αποκλειστικά και μόνο εγγράφως να αναθέτει την άσκηση όλων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του εκτός από εκείνες που απαιτούν συλλογική ενέργεια, καθώς και την εκπροσώπηση της εταιρείας σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του Διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους, καθορίζοντας συνάμα και την έκταση αυτής της ανάθεσης, όπως εκπροσώπηση σε δημόσιους οργανισμούς κοινής ωφέλειας..." (άρθρο 20). Δυνάμει του από 28.6.2004 πρακτικού Γενικής Συνέλευσης και του από 5.7.2004 πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της άνω εταιρείας, που καταχωρίστηκαν στις 28.6.2004 στο ΜΑΕ της Νομαρχίας Αθηνών, Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος της εταιρείας μέχρι τις 28.6.2009 ορίστηκαν οι Σ. Α. και Δ. Σ., αντίστοιχα. Στον Αντιπρόεδρο ανατέθηκε η εκπροσώπηση της εταιρείας και να παρίσταται γι' αυτήν ενώπιον των Δικαστηρίων (βλ. το υπ' αριθμ. .../30.8.2003 Τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ της ΕτΚ, που προσκομίστηκε και αναγνώστηκε). Στις 23.3.2009 η δικηγόρος Λάρισας Μαρία Χρυσαφίδου κατέθεσε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Λάρισας την από 9.3.2009 μήνυση-έγκλησή της ως άνω ανώνυμης εταιρείας κατά του κατηγορουμένου για το αδίκημα σε βάρος της της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών (βλ. έγκληση). Στην εν λόγω μήνυση προσαρτήθηκε και το από 10.3.2009 απόσπασμα πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου, με το οποίο εξουσιοδότησαν την πιο πάνω δικηγόρο να καταθέσει τη μήνυση και να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής για λογαριασμό της εταιρείας για χρηματικής ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από το σε βάρος της αδίκημα (βλ. απόσπασμα πρακτικού). Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν δεν συντρέχουν εδώ οι προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ. 2 ή 22 παρ. 3 του ν. 2190/1920 και η δικηγόρος δεν ενήργησε ως υποκατάστατη του Διοικητικού Συμβουλίου, αλλά ενήργησε στα πλαίσια της εντολής που της δόθηκε από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας. Έπρεπε, συνεπώς, στο πιο πάνω απόσπασμα, για τη νομότυπη υποβολή της έγκλησης-μήνυσης να υπάρχει βεβαίωση της γνησιότητας των υπογραφών όλων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου. Αντιθέτως, τούτο έφερε μόνο την υπογραφή του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, Σ. Α. Επομένως, εφόσον η έγκληση δεν ασκήθηκε νομότυπα και παρήλθε το τρίμηνο από τη γνώση, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη". Ήτοι το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, με την προσβαλλόμενη παραπάνω με αρ. 2631/2012 απόφασή του, έπαυσε οριστικά την ασκηθείσα ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου Γ. Μ., για έκδοση ακάλυπτης επιταγής κατ'εξακολούθηση, λόγω μη νομότυπης υποβολής της εγκλήσεως, με την αιτιολογία ότι η υποβαλούσα τη σχετική από 9-3-2009 έγκληση της ΑΕ δικηγόρος Μαρία Χρυσαφίδου, δεν ήταν υποκατάστατο όργανο του ΔΣ της εγκαλούσας ΑΕ, αλλά ενήργησε στα πλαίσια εντολής ως τρίτο πρόσωπο και θάπρεπε στο σχετικό πρακτικό του ΔΣ που την εξουσιοδοτούσε να υπάρχει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής όλων των μελών του ΔΣ και όχι μόνον του προέδρου του ΔΣ της εγκαλούσας ΑΕ. Όμως, όπως προκύπτει από τα συνημμένα στην έγκληση έγγραφα της εγκαλούσας ως παραπάνω ανώνυμης εταιρείας, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται από το φάκελο της δικογραφίας για την έρευνα, του προβαλλόμενου από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου λόγου αναιρέσεως, της υπέρβασης εξουσίας του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, προκύπτουν τα ακόλουθα: 1) Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ.19 και 20 του Καταστατικού της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία , " ΑΝΤΑΚΟΜ ΠΡΟΗΓΜΕΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", όπως αυτό ισχύει μετά τη γενόμενη τροποποίησή του από τη Γ.Σ. της 17-12-2008, " Το Διοικητικό Συμβούλιο εκπροσωπεί συλλογικά την εταιρεία στα δικαστήρια, . . . έχει όμως το δικαίωμα να αναθέτει σε ένα ή περισσότερα μέλη του ή σε άλλα πρόσωπα την εκπροσώπηση της εταιρείας γενικά ή σε ορισμένου μόνο είδους πράξεις, εκτός από εκείνες που προϋποθέτουν συλλογική ενέργεια.. (άρ.19). Το Διοικητικό Συμβούλιο έχει το δικαίωμα . . . 4. μπορεί αποκλειστικά και μόνο εγγράφως να αναθέτει την άσκηση όλων των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του, εκτός από εκείνες που απαιτούν συλλογική ενέργεια, καθώς και την εκπροσώπηση της εταιρείας σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα, μέλη του Διευθυντές της εταιρείας ή τρίτους, καθορίζοντας συνάμα και την έκταση αυτής της ανάθεσης, όπως εκπροσώπηση σε δημόσιους οργανισμούς κοινής ωφέλειας . . ."( άρ. 20). 2) Δυνάμει του από 5-7-2004 πρακτικού του Διοικητικού Συμβουλίου της άνω εγκαλούσας εταιρείας, που καταχωρήθηκε στις 28-6-2004 στο ΜΕΑ της Νομαρχίας Αθηνών, Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος της εταιρείας μέχρι τις 28-6-2009 ορίστηκαν οι Σ. Α. και Δ. Σ. αντίστοιχα. 3) Από το ΦΕΚ .../30-8-2003 , τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, προκύπτει ότι στον αντιπρόεδρο ανατέθηκε η εκπροσώπηση της εταιρείας και το δικαίωμα να παρίσταται για την εταιρεία ενώπιον των δικαστηρίων. 4). Από την από 9-3-2009 έγκληση της εν λόγω ΑΕ προκύπτει ότι αυτήν κατέθεσε στην εισαγγελία Πρωτοδικών Λάρισας στις 23-3-2009 η δικηγόρος Λάρισας Μαρία Χρυσαφίδου και βάσει αυτής ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου Γ. Μ., για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, κατ'εξακολούθηση, για τις εν λόγω τέσσερις επιταγές που δεν πληρώθηκαν και που είχαν εκδοθεί σε διαταγή της άνω εγκαλούσας ΑΕ και 5) Από το από 10-3-2009 απόσπασμα πρακτικού του ΔΣ της εγκαλούσας εταιρείας που προσαρτήθηκε στην παραπάνω έγκληση της ΑΕ, προκύπτει ότι το ΔΣ εξουσιοδοτεί την καταθέσασα την έγκληση δικηγόρο Μαρία Χρυσαφίδου, να ενεργήσει ως ειδικός πληρεξούσιος και εκπρόσωπος της εταιρείας και να καταθέσει την έγκληση, ήτοι η εν λόγω δικηγόρος Λάρισας είχε τη σχετική εξουσιοδότηση του ΔΣ της εγκαλούσας ΑΕ, το δε ΔΣ της ΑΕ είχε από το προαναφερθέν καταστατικό της ΑΕ το δικαίωμα να εξουσιοδοτήσει και τρίτα πρόσωπα, μη μέλη του ΔΣ, για διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων εκπροσώπησης της ΑΕ, όπως την υποβολή εγκλήσεως και παράσταση πολιτικής αγωγής. Συνεπώς, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα, η υποβαλούσα τη σχετική από 9-3-2009 έγκληση της κομίστριας των ακάλυπτων επιταγών ΑΕ δικηγόρος Μαρία Χρυσαφίδου, είχε την προς τούτο εξουσιοδότηση από το ΔΣ της άνω εταιρίας, το οποίο, σύμφωνα με το καταστατικό της είχε δικαίωμα να εξουσιοδοτεί και τρίτους στην διενέργεια συγκεκριμένων πράξεων εκπροσώπησης της εν λόγω εταιρίας, ήτοι ήταν υποκατάστατο όργανο του ΔΣ της εγκαλούσας ΑΕ και δεν ενήργησε στα πλαίσια εντολής ως τρίτο πρόσωπο και δεν ήταν ανάγκη στο σχετικό πρακτικό του ΔΣ που την εξουσιοδοτούσε σχετικά για υποβολή της εγκλήσεως να υπάρχει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής όλων των μελών του ΔΣ, όπως απαιτείται για τα μη υποκατάστατα εξουσιοδοτημένα τρίτα πρόσωπα. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ως μη νομότυπη την ως παραπάνω γενόμενη άσκηση της εγκλήσεως της εταιρείας " ΑΝΤΑΚΟΜ ΠΡΟΗΓΜΕΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", και στη συνέχεια έπαυσε την ασκηθείσα ποινική δίωξη για τις τέσσερις αυτές ακάλυπτες επιταγές, για τον παραπάνω λόγο, ενώ η έγκληση αυτή ασκήθηκε νομότυπα και παραδεκτά εντός του νομίμου τριμήνου, υπέπεσε στην πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ συναφής λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι βάσιμος. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την παραπάνω διάταξή της που αφορά τις εν λόγω τέσσερις ακάλυπτες επιταγές με χρόνο τελέσεως τον Μάρτιο του 2009 και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που τη δίκασε προηγουμένως. (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει τη με αριθμ. 2631/2012 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, κατά τη διάταξή της που έπαυσε οριστικά την εναντίον του Γ. Μ. του Κ. ασκηθείσα ποινική δίωξη για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, κατ'εξακολούθηση, πράξη που φέρεται ότι αυτός τέλεσε στην …με έκδοση σε διαταγή της άνω εγκαλούσας ΑΕ με την επωνυμία, " ΑΝΤΑΚΟΜ ΠΡΟΗΓΜΕΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", τεσσάρων επιταγών, εκδοθεισών στις 5-3-2009, 5-3-2009, 20-3-2009 και 20-5-2009 αντίστοιχα. Και. Παραπέμπει την υπόθεση του άνω κατηγορουμένου Γ. Μ. του Κ., κατά το αναιρούμενο ως παραπάνω μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο παραπάνω πρωτοβάθμιο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, που θα συγκροτηθεί από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως αυτήν. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Δεκεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Δέχεται αναίρεση Εισαγγελέα Α.Π. ως βάσιμη. Αναιρεί και παραπέμπει. Βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως του Εισαγγελέα Α.Π., για υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου, που έπαυσε την ποινική δίωξη για έκδοση ακάλυπτης επιταγής, λόγω μη νομότυπης υποβολής της εγκλήσεως από υποκατάστατο όργανο του ΔΣ της ΑΕ, αλλά από τρίτο πρόσωπο, που δεν είχεν εξουσία εκπροσώπησης, λόγω ελλείψεως του γνησίου της υπογραφής των μελών του ΔΣ στο σχετικό πρακτικό του ΔΣ που εξουσιοδότησε σε υποβολή της εγκλήσεως.
Υπέρβαση εξουσίας
Αναιρέσεως παραδοχή, Επιεικέστερος νόμος, Υπέρβαση εξουσίας, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.
0
Αριθμός 1528/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2013 με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ε. Σ. του Γ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Στρίμπερη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 218/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Σ. Ρ. του Κ., κάτοικο ... που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Ποταμίτη. Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιουνίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 766/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1α Π.Κ, όποιος με πρόθεση προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 309 του ιδίου Κώδικα, αν η πράξη του άρθρου 308 τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του η βαριά σωματική βλάβη (άρθρ. 310 παρ. 2) επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Εν όψει της διαζευκτικής διατυπώσεως της δεύτερης από τις διατάξεις αυτές, είναι απαραίτητο, στην καταδικαστική, για επικίνδυνη σωματική βλάβη, απόφαση, να καθορίζεται ποια από τις ως άνω δύο διακινδυνεύσεις, δέχεται το δικαστήριο ότι συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή διακινδύνευση για τη ζωή ή για βαριά σωματική βλάβη. Αυτό δεν στερείται εννόμων συνεπειών, διότι η παραδοχή της μιας ή της άλλης περιπτώσεως, αν και στις δύο περιπτώσεις η πράξη τιμωρείται με τα αυτά όρια ποινής, πρακτικώς οδηγεί σε διαφοροποίηση της ποινικής μεταχειρίσεως του δράστη, αφού στην πρώτη πλήττεται έννομο αγαθό υπέρτερο από τη σωματική υγεία και ακεραιότητα και η ποινή του θα καθορισθεί, βάσει των κατ` άρθρο 79 Π.Κ. κριτηρίων. Απαιτούμενα στοιχεία, για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, είναι: α) σωματική βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 308 του Π.Κ. β) η πράξη να τελέσθηκε κατά τρόπο που να μπορεί να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο της ζωής του ή βαριά σωματική βλάβη και γ) δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση προκλήσεως της σωματικής κακώσεως και των περιστάσεων από τις οποίες προκύπτει αντικειμενικά κίνδυνος της ζωής ή βαριά σωματική βλάβη. Αν υπάρχει ασάφεια αναφορικά με το είδος της διακινδυνεύσεως, τότε συντρέχει περίπτωση εκ πλαγίου παραβιάσεως της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 309 του Π.Κ. και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως, διότι ο Άρειος Πάγος αδυνατεί να ελέγξει ακυρωτικά την απόφαση, για το αν δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε σωστά ή μη το νόμο με αποτέλεσμα η απόφαση να στερείται νομίμου βάσεως. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. περίπτωσης, υπάρχει όταν εκτίθενται σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφαρμόστηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη, με αριθμό 218/2013, απόφασή του, το Τριμελές Eφετείο (Πλημμελημάτων) Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2α Π.Κ, της πράξης, της επικίνδυνης σωματικής βλάβης και τον καταδίκασε, σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, ήτοι, των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, της χωρίς όρκο κατάθεσης του πολιτικώς ενάγοντος των εγγράφων που αναγνώστηκαν, και της απολογίας του κατηγορουμένου, δέχθηκε, μετά την ανάλυση του νομικού μέρους της υπόθεσης, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 309 ΠΚ, αν η πράξη του άρθρου 308 τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή ή βαριά σωματική βλάβη (άρθρο 310 παρ. 2 ΠΚ) επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η διάταξη αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση της σωματικής βλάβης του άρθρου 308 ΠΚ. Απαιτούνται δε τα εξής στοιχεία: α) Σωματική βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 308, β) η πράξη να τελέστηκε κατά τρόπο που μπορεί να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο της ζωής του ή βαριάς σωματικής βλάβης. Έχουν κριθεί ως επικίνδυνες σωματικές βλάβες, μεταξύ άλλων: κτυπήματα με χέρια ή και πόδια στο κεφάλι, πρόσωπο (ΑΠ 1757/1994 Ποιν, ΜΕ, 64), πλήγματα με ξύλα και λακτίσματα στην κεφαλή κλπ (ΑΠ, 1151/1994 Ποιν. Χρον. ΜΔ, 964), πλήγματα με λίθους στο πρόσωπο (ΑΠ 15/1988 Ποιν. Χρον. ΛΗ, 417) ή στην κεφαλή (ΑΠ 443/1977 Ποιν. Χρον. ΚΖ, 773), γ) δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πρόκλησης σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας και των περιστάσεων από τις οποίες αντικειμενικά προκύπτει κίνδυνος, της ζωής ή βαριάς σωματικής βλάβης (ΑΠ 184/2004 Ποιν. Λογ. 2004, 243 κα. Τ.Ν.Π. "ΝΟΜΟΣ"). Εν προκειμένω από την ανωμοτί κατάθεση του παθόντος και τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, από όλα ανεξαρτήτως τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και την απολογία του κατηγορουμένου αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 31-8-2006 ο κατηγορούμενος χτύπησε με το κεφάλι του στο πρόσωπο τον Σ. Ρ., ο οποίος εκινείτο με δικ. μοτ/τα πλησίον της οικίας αυτού (κατ/νου) με αποτέλεσμα να του προκαλέσει κάκωση ρινός και ειδικότερα τραυματική σκολίωση ρινικού διαφράγματος δηλαδή παραμόρφωση αυτού η οποία μεταγενέστερα (8-5-2012) κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Ελληνική Αεροπορία αντιμετωπίστηκε στο 251 Γεν. Νοσοκομείο Αεροπορίας από χειρούργο Ωτορινολαρυγγολόγο. Η πράξη δε αυτή ως εκ του ευπαθούς του πληγέντος τμήματος του σώματος (μύτη) ήταν δυνατόν να προκαλέσει σ' αυτόν βαριά σωματική βλάβη, του προκάλεσε δε σκολίωση του ρινικού διαφράγματος με συνέπεια, να του προκαλέσει ανεπαρκή αναπνοή από τη μύτη, αφού παρεμποδίζεται η ροή του αέρα μέσα στη μύτη και ο παθών δεν μπορούσε να αναπνεύσει (βλ. κατάθεση αυτού). Γι' αυτό παρέστη ανάγκη χειρουργικής διορθώσεως αυτού, όπως αναφέρθηκε. Ο κατηγορούμενος γνώριζε και θέλησε να προκαλέσει σωματική κάκωση στον παθόντα καθώς και τις περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει ο κίνδυνος βαριάς σωματικής βλάβης. Ειδικότερα ο κατηγορούμενος ενοχλήθηκε από την παρουσία και τις βόλτες του παθόντος, ο οποίος κατά τον ένδικο χρόνο ήταν ανήλικος καθώς και άλλων ανηλίκων, που εκινούντο με δίκυκλα στην περιοχή όπου διέμενε. Σταμάτησε τον παθόντα και αφού έσκυψε, έπιασε το τιμόνι του μοτ/του, με το οποίο επέβαινε αυτός (ανήλικος) με τη ρόδα αυτού, (μοτ/του) να είναι ανάμεσα στα πόδια του. Στη συνέχεια χτύπησε με το κεφάλι του το κεφάλι του παθόντος. Ο ίδιος αρνείται την τέλεση της πράξεως. Απολογούμενος δε (ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου τούτου ισχυρίστηκε ότι ο παθών κατευθυνόμενος προς αυτόν λόγω της απειρίας του πάτησε μπροστινό φρένο με αποτέλεσμα η μοτ/τα να σηκωθεί και να χτυπήσει το κεφάλι του (παθόντος) στο δικό του. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αντίθετος με τη λογική και τους κανόνες της φυσικής. Αν συνέβαινε αυτό ο παθών θα πήγαινε ευθεία, θα χτυπούσε τον κατηγορούμενο στο στομάχι ή το στέρνο και δεν θα συναντούσε το κεφάλι του το κεφάλι του ψηλότερου κατηγορουμένου. Η κατάθεση δε της Α. Ρ. δεν κρίνεται πειστική, αφού ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατέθεσε ότι ο παθών γκάζωσε και χτύπησε τον κατηγορούμενο στο πόδι και ότι δεν είδε αν κουτουλήσανε, ενώ ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατέθεσε ότι δεν είδε τον παθόντα να γκαζώνει για να χτυπήσει τον κατηγορούμενο και ότι τους αντελήφθη κολλητά. Ο Σ. Π. διαψεύδει αυτούς τους ισχυρισμούς, κατέθεσε δε κατηγορηματικά ότι από τις πληροφορίες που συνέλεξε ο κατηγορούμενος τέλεσε την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη. Γνώριζε δε (ο κατηγορούμενος) και θέλησε να προκαλέσει σωματική κάκωση στον παθόντα προκειμένου να αποτρέψει, μελλοντικές διελεύσεις αυτού και των συνομήλικων του από τη γειτονιά του καθώς και τις περιστάσεις από τις οποίες αντικειμενικά προκύπτει κίνδυνος βαριάς σωματικής βλάβης, αφού έλαβε επιμελώς και προσχεδιασμένα την κατάλληλη θέση (στήριξη στο τιμόνι και επίθεση με το κεφάλι στο κεφάλι του παθόντος). Επιτέθηκε και χτύπησε τον παθόντα σε ευπαθές σημείο του σώματος του. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι ο κατηγορούμενος με την πράξη του αυτή ήθελε να λειτουργήσει τιμωρητικά στο πρόσωπο του παθόντος και να του προκαλέσει βαριά σωματική βλάβη τέτοιας μορφής, που θα τον εμπόδιζε για μακρό χρονικό διάστημα να χρησιμοποιήσει τη μύτη του για φυσιολογική αναπνοή (αφού για να φτάσει ο αέρας στους πνεύμονες από τη μύτη φιλτράρεται) με συνέπεια να αναπνέει από το στόμα αφού η μύτη του ήταν συνεχώς "μπουκωμένη". Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου αφού μέχρι το χρόνο τελέσεως της πράξεως έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή και εν γένει κοινωνική ζωή". Ακολούθως, η προσβαλλομένη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα του ότι: " Κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι την 31-8-2006 στην …με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον σωματική βλάβη, με τρόπο τέτοιο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαρειά σωματική βλάβη και συγκεκριμένα ενώ ο ανήλικος υιός των εγκαλούντων Σ. Ρ. εκεινείτο επί της οδού ... στη …με δίκυκλη μοτοσικλέτα, αυτός του φώναξε να σταματήσει και όταν ο ανήλικος το έπραξε τον πλησίασε και τον χτύπησε με το κεφάλι του στο πρόσωπο και του προκάλεσε κάκωση ρινός, η πράξη δε αυτού ως εκ των σημείων του σώματος του παθόντος που επλήγησαν μπορούσε να προκαλέσει βαριά σωματική βλάβη. Το Δικαστήριο δέχεται ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή". Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω δικαστήριο στο σκεπτικό, όπως αυτό αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, της επικίνδυνης σωματικής βλάβης , για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τις νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 308 παρ.1 και 309 Π.Κ. τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές και αιτιολογίες και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσεως. Ως προς την ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντα, ότι υπάρχει ασάφεια στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε σχέση, με το ποίο από τα δύο διαζευκτικά τιθέμενα στη διάταξη του άρθρου 309 παρ.1 ΠΚ, είδη διακινδύνευσης συνέτρεξε στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να σημειωθούν τα παρακάτω: Το δικαστήριο αιτιολογεί, τη διακινδύνευση του εννόμου αγαθού του παθόντος που συνίστατο, στην δυνατότητα πρόκλησης σ` αυτόν βαριάς σωματικής βλάβης. Από τις παραδοχές του σκεπτικού ότι, "η πράξη αυτή ως εκ του ευπαθούς του πληγέντος τμήματος του σώματος (μύτη) ήταν δυνατόν να προκαλέσει σ' αυτόν βαριά σωματική βλάβη, του προκάλεσε δε σκολίωση του ρινικού διαφράγματος με συνέπεια να του προκαλέσει ανεπαρκή αναπνοή από τη μύτη, αφού παρεμπόδιζε τη ροή αέρα από τη μύτη και ο παθών δεν μπορούσε να αναπνεύσει" καθίσταται σαφές το είδος της διακινδύνευσης που δέχθηκε το δικαστήριο ότι συνέτρεξε, ήτοι της δυνατότητας πρόκλησης στον παθόντα, βαριάς σωματικής βλάβης. Δεν δημιουργείται ασάφεια ως προς το είδος της διακινδύνευσης που δέχτηκε το δικαστήριο, με την αναφορά στο διατακτικό ότι "με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον σωματική βλάβη με τρόπο τέτοιο που μπορούσε να προκαλέσει για τον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη" αφού τα παραπάνω αποτελούν τη διατύπωση της διάταξης ενώ στη συνέχεια του διατακτικού αναφέρεται ότι "η πράξη δε αυτού ως εκ των σημείων του σώματος του παθόντος που επλήγησαν μπορούσε να προκαλέσει βαριά σωματική βλάβη", εξειδικεύοντας έτσι το είδος της διακινδύνευσης που δέχθηκε και στο διατακτικό. Επομένως, απ` όσα πραγματικά περιστατικά διαλαμβάνονται τόσο στο σκεπτικό όσο και το διατακτικό της προσβαλλόμενης, δεν δημιουργείται ασάφεια, ως προς το είδος της διακινδύνευσης που δέχθηκε το δικαστήριο ότι συνέτρεξε και έτσι δεν παραβιάσθηκε εκ πλαγίου η διάταξη του άρθρου 309 ΠΚ, ούτε στέρησε την απόφαση του από τη νόμιμη βάση. Συνεπώς, ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι υπάρχει ασάφεια στην προσβαλλόμενη απόφαση, σε σχέση με το ποίο από τα δύο διαζευκτικά τιθέμενα στη διάταξη του άρθρου 309 παρ.1 ΠΚ, είδη διακινδύνευσης, συνέτρεξε στην προκειμένη περίπτωση, που ιδρύει, κατ` εκτίμηση, τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά τη διάταξη του άρθρου 358 του ΚΠΔ, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα, ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του, οτιδήποτε δύναται να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας, μπορούν να προβαίνουν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 333 παρ.2, 366 και 368 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι από τον διευθύνοντα τη συζήτηση δίδεται, μετά από την εξέταση κάθε μάρτυρα προς τον οποίο υποβλήθηκαν ερωτήσεις, ο λόγος και στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του, προκειμένου να υποβάλουν και αυτοί ερωτήσεις, μόνον όμως, εφόσον το ζητήσουν. Και αν μεν ζητήσουν τον λόγο και δεν τους δοθεί (μετά από προσφυγή τους στο δικαστήριο), δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα εκ του άρθρου 171 παρ.1 περ. δ' του ΚΠΔ, ιδρύουσα λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα. Αν όμως, δεν ζητήσουν αυτοί τον λόγο, ουδεμία ακυρότητα δημιουργείται. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 141 ΚΠΔ προκύπτει ότι τα πρακτικά της ποινικής δίκης αποδεικνύουν, μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά, όλα όσα καταχωρούνται σ` αυτά, μεταξύ των οποίων και οι δηλώσεις, προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων, καθώς και οι αποφάσεις του δικαστηρίου και οι διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Συνεπώς, αιτήσεις ή δηλώσεις του κατηγορουμένου που δεν καταχωρήθηκαν στα πρακτικά, τα οποία δεν διορθώθηκαν κατά τούτο, ούτε προσβάλλονται ως πλαστά, θεωρούνται ότι δεν έγιναν. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του Κ.Π.Δ. δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, γιατί μετά την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου δεν έδωσε τον λόγο στον κατηγορούμενο ή στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, προκειμένου να ασκήσουν τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματά τους, χωρίς αναφορά ότι είχε ζητηθεί σχετικά ο λόγος, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, επιφέρει και η μη τήρηση των διατάξεων που αφορούν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Επειδή, κατά το άρθρο 224 παρ.2 του ΚΠΔ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 9 του ν. 2408/1996, αν ο μάρτυρας δεν κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών του, η κατάθεση του δεν λαμβάνεται υπόψη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι υποχρεούται μεν το δικαστήριο να μην αξιοποιήσει μία τέτοια μαρτυρική κατάθεση, που έγινε κατά παράβαση του νόμου, όμως η εκτίμηση και αυτής μαζί με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία δεν συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας, διότι δικονομική κύρωση για την παραβίαση της εν λόγω διατάξεως του άρθρου 224 παρ. 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν προβλέπεται, ούτε η παραβίαση αυτή δημιουργεί λόγο αναιρέσεως, αφού στην περιοριστική απαρίθμηση των λόγων αναιρέσεως των άρθρων 484 και 510 του ίδιου Κώδικα, δεν περιέχεται τέτοιος λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, προβάλλει την πλημμέλεια ότι το Εφετείο για τον σχηματισμό της καταδικαστικής κρίσεώς του, έλαβε υπόψη του την κατάθεση του μάρτυρος Σ. Π., ο οποίος όμως κατέθεσε περιστατικά, που προέρχονται από πληροφορίες προσώπων, τα οποία αρνήθηκε να κατονομάσει και, επομένως, δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη, μάλιστα δε ο συνήγορος του αναιρεσείοντος, όπως προκύπτει και από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είχε ζητήσει να μη ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο η κατάθεση του εν λόγω μάρτυρος. Όπως, όμως, προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του αναφέρει στο σκεπτικό ότι, εκτός από την κατάθεση του ανωτέρω μάρτυρος, υπάρχουν και άλλα αποδεικτικά μέσα στα οποία στήριξε την κρίση του περί ενοχής του κατηγορουμένου, τα οποία και εκτίθενται σε αυτό, όπως είναι οι καταθέσεις των λοιπών τεσσάρων (4) μαρτύρων κατηγορίας, οι καταθέσεις των δύο (2) μαρτύρων υπεράσπισης, η ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων, που αναφέρονται αναλυτικά στα πρακτικά και η απολογία του κατηγορουμένου. Εφόσον λοιπόν, το Δικαστήριο στήριξε την καταδικαστική του κρίση και σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, όπως είναι αυτά που αναφέρονται στο σκεπτικό της αποφάσεως, ο προβαλλόμενος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' , 510 παρ.1 στοιχ.Β' σε συνδυασμό με το άρθρο 170 παρ.1 και 510 παρ. Η' του ΚΠΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, περί απόλυτης ακυρότητας, έλλειψης ακρόασης και υπέρβασης εξουσίας, αντίστοιχα, από τη λήψη υπόψη της παραπάνω κατάθεσης και τη στήριξη της περί ενοχής κρίσης του δικαστηρίου στην κατάθεση αυτή, είναι αβάσιμος και απορριπτέος κατά το σκέλος του αυτό. Εξάλλου, δεν παραβιάσθηκε γενικά, ακόμη και με την λήψη υπόψη της κατάθεσης του παραπάνω μάρτυρα, κατά τα εκτεθέντα, το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), με το οποίο αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, λόγω παραβίασης των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από την ως άνω σύμβαση αφού το εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση Δικαστήριο, με βάση το νόμο προέβη στη συνεκτίμηση της παραπάνω μαρτυρικής κατάθεσης με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Όσον αφορά δε την αιτίαση του αναιρεσείοντος, που περιέχεται στον αυτό, ως άνω, λόγο αναιρέσεως, ότι το δικαστήριο δεν διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την απόρριψη του αιτήματός του, να μη ληφθεί υπόψη η κατάθεση του παραπάνω μάρτυρα, είναι αβάσιμη, δεδομένου ότι το αίτημα αυτό δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό και ως εκ τούτου, το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει επ `αυτού, συνακόλουθα δε, δεν είχε και υποχρέωση να δώσει το λόγο στον Εισαγγελέα, ώστε να προτείνει επί αυτού. Επομένως, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και κατά το σκέλος του αυτό. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί κατ` ουσία η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος Πολιτικώς Ενάγοντος (άρθρο 176, 183 Κ.Πολ.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει, την από 21-6-2013, υπ` αριθμό πρωτ. 4675/ 25-6-2013, αίτηση, του Ε. Σ. του Γ., κατοίκου ... για αναίρεση της υπ` αριθμό 218/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος Πολιτικώς Ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επικίνδυνη σωματική βλάβη. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Πραγματικά περιστατικά. Λόγοι αναίρεσης: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Είδος διακινδύνευσης. Δεν δημιουργήθηκε ασάφεια ως προς το είδος της διακινδύνευσης. Απόλυτη ακυρότητα. Έλλειψη ακροάσεως. Δεν προκύπτει υποχρέωση του διευθύνοντος τη συζήτηση να δίνει το λόγο στους διαδίκους, χωρίς αίτησή τους για να προβούν σε δηλώσεις σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που εξετάστηκαν. Μέσα αποδείξεως. Καταθέσεις μαρτύρων. Κατονομασία της πηγής των πληροφοριών του μάρτυρα. Συνεκτίμηση καταθέσεως μάρτυρος που δεν κατονομάζει την πηγή του με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα – δεν συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Ακροάσεως έλλειψη
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Ακροάσεως Αρχή, Σωματική βλάβη επικίνδυνη, Ακροάσεως έλλειψη.
0
Αριθμός 1522/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα- ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σακελλάκου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 20 Νοεμβρίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.1619/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορούμενους τους: 1)Γ. Π. του Ν., κάτοικο ..., 2)Ε. - Ε. Τ., κάτοικο …και 3)Ο. Σ., κάτοικο …. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 53/30 Σεπτεμβρίου 2013 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεώργιο Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1097/2013. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Σακελλάκος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή, με αριθμό και ημερομηνία 207/14.10.2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "1) Εισάγουμε, ενώπιον Σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 Κ.Π.Δ., την με αριθμό αίτηση μας, με την οποία ζητούμε να αναιρεθεί το με αριθμό 1619/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. 2) Για τη βασιμότητα των λόγων για τους οποίους ασκήθηκε η υπό κρίση αναίρεση, αναφερόμεθα εξ ολοκλήρου στο περιεχόμενο της σχετικής εκθέσεως. Για τους λόγους αυτούς Προτείνουμε Α) Να γίνει δεκτή η με αριθμό 53/2013 αίτηση αναίρεσης, την οποία ασκήσαμε κατά του με αριθμό 1619/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Β) Να αναιρεθεί το ως άνω βούλευμα Γ) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα. Αθήνα 14/10/2013 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Π. Παντελής" Αφού άκουσε Τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. γ κα δ του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ.1 του ν. 3904/2010, "Στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950, η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο των εφετών με βούλευμα. Για το σκοπό αυτόν η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, μέσα σε δύο μήνες, ή εάν η φύση της υπόθεσης το επιβάλλει μέσα σε τρεις μήνες, την εισάγει με πρόταση του στο συμβούλιο εφετών, το οποίο αποφαίνεται αμετακλήτως, είτε να μη γίνει κατηγορία είτε εκδίδοντας παραπεμπτικό βούλευμα, ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα ή κακουργήματα, ανεξαρτήτως της βαρύτητας των τελευταίων ή εάν γι" αυτά προβλέπεται διαφορετικός τρόπος περάτωσης της ανάκρισης και όταν από την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης κρίνει ότι δεν θεμελιώνεται προβλεπόμενο από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950 έγκλημα". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 483 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 παρ. 2 του ν. 3904/2010, "Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωση στον γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 479, το δεύτερο εδάφιο του οποίου εφαρμόζεται και σε αυτήν την περίπτωση. Μετά την προθεσμία αυτή ο ίδιος ο εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει αναίρεση του βουλεύματος υπέρ του νόμου και για οποιαδήποτε παράβαση τοτν διατάξεων που αφορούν την προδικασία χωρίς να βλάπτονται τα δικαιώματα των διαδίκων". Γεννάται, λοιπόν, το ζήτημα αν ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση βουλεύματος, παραπεμπτικού ή απαλλακτικού, το οποίο αφορά εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950, σε κάθε περίπτωση ή μόνο υπέρ του νόμου, ενόψει της ως άνω διατάξεως του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. δ του ΚΠοινΔ, κατά την οποία το Συμβούλιο Εφετών αποφαίνεται αμετακλήτως. Επί του ζητήματος αυτού έχουν εκδοθεί οι 549 και 786/1993 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, με τις οποίες έγινε δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 483 παρ. 3, ως ειδικότερη έναντι αυτής του άρθρου 308 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, κατισχύει της τελευταίας και, επομένως, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται, σε κάθε περίπτωση, να ζητήσει την αναίρεση βουλεύματος που αφορά εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950. Εκδόθηκε, όμως, και η 319/1991 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, κατά την οποία, με την ως άνω διάταξη του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. δ του ΚΠοινΔ, που αποσκοπεί στην ταχεία εκκαθάριση των εγκλημάτων που προβλέπονται από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950, απαγορεύεται το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εκτός αν αυτό ασκείται υπέρ του νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτουν τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο 1619/2013 βούλευμα του, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων Ε. - Ε. Τ., Ο. Σ. και Γ. Π. για απάτη ενώπιον δικαστηρίου κατ" εξακολούθηση, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, το από την οποία περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα στο Ελληνικό Δημόσιο ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, αλλά και των 150.000 ευρώ. Κατά του βουλεύματος αυτού, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε την κρινόμενη αίτηση, με την οποία ζητεί την αναίρεση του, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Το ζήτημα, λοιπόν, του επιτρεπτού ή όχι της ασκήσεως από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος παραπεμπτικού ή απαλλακτικού για έγκλημα, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, είναι εξαιρετικής σημασίας και παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον, γι' αυτό πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να παραπεμφθεί στην Πλήρη Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2β του ν. 1756/1988, όπως ισχύει, και το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν.3810/1957, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ ως προς τις ποινικές υποθέσεις (άρθρο 111 παρ. 1 περ. θ' του Ν. 1756/1988), ενόψει και των αντιφατικών αποφάσεων του Αρείου Πάγου, που έχουν εκδοθεί κατά τα προαναφερθέντα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου την υπ' αριθ. 53/30 Σεπτεμβρίου 2013 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση του 1619/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών προς επίλυση του νομικού ζητήματος που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2013 Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2013 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαλλακτικό βούλευμα Συμβουλίου Εφετών για απάτη επί δικαστηρίου σε βάρος του Δημοσίου κατ' εξακολούθηση με όφελος και αντίστοιχη ζημία του Δημοσίου άνω των 150.000 ευρώ. Παραπέμπει στην Πλήρη Ολομέλεια το ζήτημα, αν η διάταξη του άρθρου 483 παρ. 3 ΚΠΔ, κατά την οποία ο εισαγγελέας του ΑΠ μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος, είναι ειδικότερη από αυτήν του άρθρου 308 παρ.1, κατά την οποία το βούλευμα που αφορά έγκλημα του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 είναι αμετάκλητο, ή αν είναι επιτρεπτή, στην περίπτωση αυτή, μόνο αναίρεση υπέρ του νόμου.
Παραπομπή στην Ολομέλεια
Απάτη, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Παραπομπή στην Ολομέλεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1517/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Β. Ε. του Γ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική Κεφαλοπούλου και 2) Φ. Σ. του Α., κατοίκου ... που δεν παρέστη, περί αναιρέσεως της 656/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Με Πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Σταυρούλα Καλαμπαλίκη. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 20-6-2013 και 21-6-2013 δύο χωριστές αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 828/2013. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των παραστάντων διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η αίτηση αναίρεσης του Φ. Σ., να γίνει δεκτή η αίτηση της Β. Ε., να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, να αναιρεθεί κατ' επέκταση και για τον απόντα Φ. Σ. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155 -161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανιστεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό χρονολογία 27 Αυγούστου 2013 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αγρινίου …, ο από τους αναιρεσείοντες Φ. Σ. κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως αυτής, με επίδοση της κλήσεως στη σύνοικη ενήλικη σύζυγό του Ζ. Σ., πλην δεν εμφανίστηκε κατ' αυτήν και την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπειαν, η από αυτόν ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να του επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 155 παρ. 1 περ. β του ν. 2960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", ο οποίος ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της ένδικης αξιόποινης πράξεως, λαθρεμπορία είναι και "πάσα οποιαδήποτε ενέργεια, που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση των υπ' αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή τα εξαγόμενα εμπορεύματα, και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορο από εκείνο που ορίζει ο νόμος". Κατά δε το άρθρο 157 παρ. 1 περ. β του ίδιου νόμου, η λαθρεμπορία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και εάν οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο ή η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και άνω. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 320 του 2454/1993 Κανονισμού ΕΟΚ της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ήδη Ε.Ε.), για να θεωρηθεί ένα αυτοκίνητο κοινοτικό, ότι, δηλαδή, προέρχεται από Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, οπότε, κατά τη διάταξη του άρθρου 137 μέρος Α παρ. 1 του ν. 2960/2001, η κατοχή και κυκλοφορία του στην Ελλάδα, χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις των άρθρων 129 και 130 του ίδιου νόμου, θα κριθεί ως απλή τελωνειακή παράβαση, πρέπει, όταν τελωνισθεί, να προκύπτει από τον τίτλο κυριότητάς του (brief) και τις πινακίδες που φέρει ότι ταξινομήθηκε σε Χώρα - Μέλος της Ε.Ε. Πρέπει, δηλαδή, να αποδειχθεί θετικά ότι πρόκειται για κοινοτικό όχημα, διαφορετικά διαπράττεται λαθρεμπορία, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 155 παρ. 1 και 2 του Τελωνειακού Κώδικα, για τη στοιχειοθέτηση της οποίας αρκεί το ότι δεν προκύπτει ο κοινοτικός χαρακτήρας του οχήματος, χωρίς να είναι αναγκαίο να προκύπτει ή να αναφέρεται η ειδικότερη Χώρα προελεύσεώς του. Αν η τελευταία, λοιπόν, δεν προκύπτει, δεν σημαίνει ότι ένα αυτοκίνητο, το οποίο έχει εισαχθεί στην Ελλάδα από Χώρα - Μέλος της Ε.Ε., άνευ ετέρου θα θεωρηθεί κοινοτικό, ώστε να τύχει εφαρμογής η ως άνω διάταξη του άρθρου 137 του Τελωνειακού Κώδικα. Τέλος, κατά το άρθρο 46 παρ. 1β` του ΠΚ, "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης". Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι, για την ύπαρξη άμεσης συνέργειας στην τελούμενη από άλλον αξιόποινη πράξη, απαιτείται παροχή άμεσης συνδρομής από τον δράστη στον αυτουργό κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της κύριας πράξεως και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε. Άμεσος, λοιπόν, συνεργός σε λαθρεμπορία, είναι εκείνος που με τη θέλησή του συνέπραξε, με οποιονδήποτε τρόπο, εν γνώσει ότι ο φυσικός αυτουργός διαπράττει το έγκλημα της λαθρεμπορίας. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους, δηλαδή, που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Αλλά ισχυρισμός ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής, με την πιο πάνω έννοια, γι αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που επικυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/19/20-9-1974, κατά την οποία "παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του", καθιερώνεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου καθ` όλα τα διαδικαστικά στάδια μέχρι να εκδοθεί καταδικαστική απόφαση επί της διώξεως που ασκήθηκε. Κατ` αυτό, η Πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου, όχι ο κατηγορούμενος την αθωότητά του. Απόρροια του τεκμηρίου αθωότητας είναι η αρχή της επιείκειας προς τον κατηγορούμενο, η οποία επιβάλλει το δικαστήριο εν αμφιβολία να αποφανθεί υπέρ του κατηγορουμένου (in dubio pro reo). Παραβίαση του τεκμηρίου αυτού επάγεται, πέραν της αναιρέσεως της αποφάσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510 παρ.1 στοιχ. Α και 171 παρ.1 δ του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 656/2012 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες, τον Φ. Σ. (η αίτηση του οποίου απορρίφθηκε, κατά τα ανωτέρω, ως ανυποστήρικτη) πλαστογραφίας με χρήση κατ` επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολική ζημία του Δημοσίου άνω των 15.000 ευρώ και λαθρεμπορίας, την δε Β. Ε. άμεσης συνέργειας σε λαθρεμπορία, και καταδίκασε τη δεύτερη σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, μετατραπείσα σε χρηματική. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, μετά την παράθεση νομικών σκέψεων, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Από το έτος τουλάχιστον 2000 η κατηγορουμένη υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος στο τμήμα εκδόσεως αδειών κυκλοφορίας και πινακίδων για πάσης φύσεως οχήματα στο γραφείο συγκοινωνιών Αγρινίου του Υπουργείου Συγκοινωνιών, ο δε Φ. Σ. κατά τα έτη 2004 και 2005 ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου αυτοκινήτων το οποίο εξασκούσε στην ίδια πόλη …και γνωριζόταν με τους περισσότερους από τους εργαζομένους στην ως άνω Δημόσια Υπηρεσία Υπαλλήλους, μεταξύ των οποίων και τη Β. Ε.. Ο μη εν προκειμένω κατηγορούμενος Ι. Π. .. κατά τα τέλη του έτους 2004 επιθυμούσε να αγοράσει μεταχειρισμένο αυτοκίνητο 2000 περίπου κυβικών εκ. Για το σκοπό αυτό ήλθε σε επαφή τηλεφωνική με τον εργαζόμενο στη Γερμανία γνωστό του Χ. Μ., ... , ο οποίος και ανέλαβε να μεσολαβήσει ώστε ο Ι. Π. να ανεύρει και αγοράσει τέτοιο αυτοκίνητο. Έτσι με βάση ... ο πρώτος ανεύρε στην αγορά αυτοκινήτων μεταχειρισμένων στη Γερμανία ένα αυτοκίνητο μάρκας MERCEDES τύπου CLK 230 KOMPRESSOR με αριθμό πλαισίου ... χρόνου κατασκευής 2000, το οποίο υπέδειξε προς αγορά στον Ι. Π. Ο τελευταίος ... μετέβη στη Γερμανία ... και το αγόρασε αντί τιμήματος 13.000 ευρώ. Στη συνέχεια ο Ι. Π. έφερε το ανωτέρω αυτοκίνητο στην Ελλάδα και το άφησε στην αποθήκη του Τελωνείου Αθηνών, διότι δεν είχε τότε την οικονομική ευχέρεια, να το εκτελωνίσει νομίμως, πληρώνοντας τους ανάλογους δασμούς εισαγωγής (κλπ τέλη). Μετά 4-5 μήνες ... πληροφορήθηκε για τον έμπορο αυτοκινήτων Σ. Π. ότι αυτός ανελάμβανε το έργο να εκτελωνίζει εισαγόμενα από την αλλοδαπή αυτοκίνητα γι` αυτό και αποτάνθηκε σ` αυτόν να του εκτελωνίσει το ρηθέν αυτοκίνητο. Πράγματι, ο τελευταίος ... ανέλαβε το έργο να μεριμνήσει ... και ζήτησε από τον Ι. Π. να του καταβάλει για το έργο αυτό για δασμούς και τέλη καθώς και αμοιβή του συνολικά 16.500 ευρώ ποσό το οποίο του κατέβαλε στις 3.3.2005 ο Ι. Π. ... Στη συνέχεια μετά τα παραπάνω ο Σ.Π. ανέθεσε με τη σειρά του τον εκτελωνισμό του αυτού αυτοκινήτου στον ήδη κατηγορούμενο Φ. Σ., ο οποίος μετερχόταν το επάγγελμα τότε του εμπόρου αυτοκινήτων στο …, όπου κατοικούσε αυτός, αφού του έδωσε και το ανωτέρω χρηματικό ποσό και τα όσα έγγραφα του είχε δώσει ... ο Ι.Π.. Σε σχετικές έκτοτε ερωτήσεις του Ι. Π. σχετικά με την πορεία του εκτελωνισμού και τη νόμιμη ταξινόμηση του εν λόγω αυτοκινήτου, ο Σ. Π. τον διαβεβαίωνε ότι όλα έβαιναν καλώς. Στις 18.3.2005 ο κατηγορούμενος Φ. Σ. γνωρίζοντας τη συγκατηγορουμένη του Β. Ε. προσκομίζοντας σ` αυτήν πλαστή διασάφηση ζήτησε απ` αυτήν να ταξινομήσει το ρηθέν αυτοκίνητο πράγμα που αυτή έπραξε και ταξινόμησε τούτο την 18.3.2005 με αριθμό κυκλοφορίας ... χωρίς, όμως, αυτή να ελέγξει αν τα υποβληθέντα σ` αυτήν έγγραφα ήσαν νόμιμα που όμως δεν ήσαν και χωρίς πληρωμή των αναλογούντων δασμών εισαγωγής, φόρων αλλά και χωρίς να αποστείλει το ένα από τα δύο αντίγραφα (που θα παρεδίδοντο εις χείρας της από τον Σ.) της διασάφησης εισαγωγής στο αρμόδιο Τελωνείο Αγρινίου όπου φερόταν ότι θα γινόταν ο εκτελωνισμός του αυτοκινήτου αυτού και όπου νομίμως θα έπρεπε να ευρίσκεται το ένα (τρίτο) από τα εις τριπλούν κατά τα ανωτέρω έγγραφα διασάφησης, για να γίνει ο σχετικός εκεί (στο Τελωνείο) ... ώστε να ελεγχθεί αν πράγματι το αποστελλόμενο από την υπάλληλο αυτή ταξινόμησης του αυτοκινήτου αντίγραφο ήταν όμοιο με το πράγματι κατεχόμενο από το Τελωνείο αντίγραφο που θα είχε αρχικά αυτό (Τελωνείο) κρατήσει εις χείρας του. Στην παράλειψη αυτή η ρηθείσα υπάλληλος προέβη παρ` όλον ότι αυτή ήταν γνώστης των ως άνω εγκυκλίων περί της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθείται από τη στιγμή που καταφθάνει το αυτοκίνητο από την αλλοδαπή στο Τελωνείο εισαγωγής μέχρι και την υποχρεωτική αποστολή του ενός εκ των 2 αντιγράφων που πλέον, κατά τα παραπάνω, έπρεπε να είχαν δοθεί σ` αυτή για τη σχετική ταξινόμηση του αυτοκινήτου. Τη γνώση της αυτή αμφισβητεί η κατηγορουμένη Β. Ε., πλην αυτή αποδεικνύεται εκ του ότι αυτή γνώριζε ότι έπρεπε να αποστείλει το δεύτερο αντίτυπο του ως άνω πιστοποιητικού πράγμα το οποίο αυτή δεν έπραξε. Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι το ως άνω αυτοκίνητο ήταν κοινοτικό δεν αποδεικνύεται από τα προσκομισθέντα απ` αυτούς έγγραφα της AUTOHAUS AMTNAUER Gmbt, από 5.3.2005 τιμολόγιο, αφού σ` αυτό δεν αναφέρεται αν ήταν καινουργές ή χρησιμοποιημένο ήδη κατά την αγορά του στη Γερμανία. Εν τω μεταξύ ... με βάση την ... εισαγγελική παραγγελία Πρωτοδικών Πειραιά η Διεύθυνση Παρακολούθησης και Ελέγχου Ανασταλτικών Καθεστώτων της Γενικής Διεύθυνσης Τελωνείων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών (ΔΙΠΕΑΚ) διενεργούσε από 15.2.2005 κατεπείγουσα έρευνα για τον εντοπισμό ΙΧΕ αυτοκινήτων που ταξινομήθηκαν με πλαστά πιστοποιητικά. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω έρευνας και ενώ οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ως άνω υπηρεσίας είχαν ήδη διαπιστώσει ότι στο Γραφείο Μεταφορών Αγρινίου είχαν ταξινομηθεί διάφορα αυτοκίνητα με πλαστά πιστοποιητικά, το ως άνω Γραφείο Αγρινίου υπέστη εμπρησμό τη νύχτα της 5.4.2005 από τον οποίο κάηκαν και καταστράφηκαν χρήσιμα έγγραφα που θα βοηθούσαν στον εντοπισμό των παρανόμως ταξινομηθέντων αυτοκινήτων. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι ο ως άνω, όμως, Φ. Σ. ενώ έπρεπε να προβεί στην πληρωμή των αναλογούντων για το ανωτέρω αυτοκίνητο δασμών εισαγωγής του για λογαριασμό του Ι. Π., αυτός με πλαστά έγγραφα που κατάρτισε ο ίδιος αλλά και στη συνέχεια προσκόμισε στην συγκατηγορουμένη του Ε. Β., όπου και σε συνεννόηση με αυτήν ταξινομήθηκε το ρηθέν αυτοκίνητο με αριθμό κυκλοφορίας ... στις 18.3.2005 και δη προσκόμισε σ` αυτήν μία δήλωση φόρου κατανάλωσης (διασάφηση) και ένα πιστοποιητικό δήθεν ταξινόμησης, τα οποία εφέροντο ως εκδοθέντα από τις αρμόδιες υπηρεσίες κατ` απομίμηση των γνησίων και αφορούσαν το ως άνω αυτοκίνητο προκειμένου να παραπλανήσει ... επιτυγχάνοντας περαιτέρω την ταξινόμηση και την έκδοση άδειας κυκλοφορίας του (αυτοκινήτου) με την κατάθεση των ανωτέρω πλαστών πιστοποιητικών στο γραφείο Συγκοινωνιών Αγρινίου που με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης πλαστογραφιών τέτοιων εγγράφων που αφορούσαν εισαγόμενα ΙΧΕ αυτοκίνητα, είχε δημιουργήσει προσωπικές διασυνδέσεις με τη συγκατηγορουμένη του Β. Ε. ως άνω υπάλληλο, χωρίς να καταβληθούν δε οι αναλογούντες σ` αυτό εισπρακτέοι δασμοί, φόροι, τέλη και λοιπά δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου που ανέρχονται σε 34.386,78 ευρώ αποστερώντας τούτο (Ελλ. Δημόσιο) από την είσπραξη του ποσού αυτού. Σύμφωνα με τα παραπάνω αμφότεροι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται όπως τα στοιχεία αυτών εκτίθενται ειδικότερα στο διατακτικό και πρέπει, επομένως, να κηρυχθούν ένοχοι αυτών. ...". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας, όσον αφορά την άμεση συνέργεια σε λαθρεμπορία, για την οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα Β. Ε. (η αίτηση της οποίας και μόνο εξετάζεται κατ` ουσίαν), αναγκαίως δε και ως προς την πράξη της λαθρεμπορίας, για την οποία καταδικάσθηκε ο συγκατηγορούμενός της Φ. Σ. (η αίτηση του οποίου, κατά τα προεκτεθέντα, απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη), διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της λαθρεμπορίας και της άμεσης συνέργειας σ` αυτή, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 155 παρ. 1 περ. β και 157 παρ. 1 περ. β Τελωνειακού Κώδικα, καθώς και του άρθρου 46 παρ. 1 β του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμες, αφού: α) Σαφώς εκτίθεται σε τι συνίσταται η άμεση συνέργεια της αναιρεσείουσας στη λαθρεμπορία, την οποία τέλεσε ο συγκατηγορούμενός της, με τις παραδοχές ότι αυτή ταξινόμησε το ως άνω αυτοκίνητο και εξέδωσε την άδεια κυκλοφορίας του χωρίς να ελέγξει αν τα έγγραφα που της υποβλήθηκαν ήταν νόμιμα και χωρίς να αποστείλει το ένα από τα δύο αντίγραφα της διασαφήσεως εισαγωγής στο Τελωνείο Αγρινίου, γνώριζε δε αυτή τις σχετικές εγκυκλίους περί της διαδικασίας που έπρεπε να ακολουθηθεί, ενώ δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρεται και αν αυτή γνώριζε ότι το αυτοκίνητο ήταν κοινοτικό ή όχι. β) Το Δικαστήριο, με την παραδοχή ότι η αναιρεσείουσα υπηρετούσε στο Τμήμα εκδόσεως αδειών κυκλοφορίας και πινακίδων για πάσης φύσεως οχήματα στο Γραφείο Συγκοινωνιών Αγρινίου του Υπουργείου Συγκοινωνιών, δέχεται ευθέως ότι η αναιρεσείουσα ήταν αρμοδία υπάλληλος να εκδίδει άδειες κυκλοφορίας αυτοκινήτων στην περιοχή Αγρινίου κατά τον κρίσιμο χρόνο και δεν ήταν αναγκαίο να εκτίθεται ο ειδικότερος τρόπος καθιδρύσεως της αρμοδιότητάς της αυτής. Ούτε, βεβαίως, συνάγεται κάτι διαφορετικό από τις επικαλούμενες από την αναιρεσείουσα διατάξεις του άρθρου 130 παρ. 2 και 3 του ν. 2960/2001, ότι, δηλαδή, άμεσος συνεργός θα μπορούσε, ενδεχομένως, να θεωρηθεί μόνο ο αρμόδιος να βεβαιώσει αν έχουν ή όχι καταβληθεί οι αναλογούντες δασμοί τελωνειακός υπάλληλος, δεδομένου ότι το Πενταμελές Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη, αναιρετικά, κρίση του, δέχθηκε ότι η άμεση συνέργεια της αναιρεσείουσας συνίστατο στο ότι αυτή, αν και γνώριζε ότι τα έγγραφα που της είχε προσκομίσει ο συγκατηγορούμενός της ήταν πλαστά, προέβη στις ενέργειες που αναφέρονται ανωτέρω, ενώ δεν απέστειλε το ένα από τα δύο αντίγραφα της διασαφήσεως εισαγωγής στο Τελωνείο Αγρινίου. γ) Από την παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος Φ. Σ. προσκόμισε τα πλαστά έγγραφα "προκειμένου να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους του Υπουργείου Συγκοινωνιών περί της νομιμότητας της εισαγωγής στην Ελληνική Επικράτεια του οχήματος" δεν γεννάται καμιά αντίφαση σε σχέση με τη συμμετοχή της αναιρεσείουσας, καθόσον ρητά αναφέρεται ότι ο ανωτέρω είχε δημιουργήσει προσωπικές διασυνδέσεις με αυτήν, από την οποία παραδοχή συνάγεται ότι αυτή γνώριζε την πραγματική κατάσταση και προέβη με πρόθεση στην άμεση συνδρομή και ότι δεν παραπλανήθηκε από τα πλαστά έγγραφα. δ) Ο ισχυρισμός ότι το αυτοκίνητο ήταν κοινοτικό είναι αρνητικός της κατηγορίας και όχι αυτοτελής. Επομένως, η απόρριψή του δεν έχρηζε ειδικής αιτιολογίας. Παρά ταύτα, το Δικαστήριο τον απέρριψε ως αναπόδεικτο, γιατί δεν προέκυπτε από το τιμολόγιο αν το αυτοκίνητο ήταν καινούργιο ή ήταν ήδη χρησιμοποιημένο κατά την αγορά του. Σύμφωνα δε με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, για να θεωρηθεί ένα όχημα ως κοινοτικό, θα πρέπει να προκύπτει ευθέως αυτό, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρεται η ειδικότερη χώρα προελεύσεώς του. Ούτε ήταν αναγκαίο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρεται αν η αναιρεσείουσα γνώριζε ότι το όχημα δεν ήταν κοινοτικό, αρκεί μόνο η μνεία της γνώσεως της πλαστότητας των εγγράφων και της διαδικασίας που έπρεπε να ακολουθήσει. ε) Ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι αυτή δεν βεβαίωσε καμιά πράξη νόμιμης εισαγωγής του αυτοκινήτου, η δε έκδοση της άδειας κυκλοφορίας είναι μεταγενέστερη της εισαγωγής και, επομένως, δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση της άμεσης συνέργειας της λαθρεμπορίας δεν ήταν νόμιμος, καθόσον, κατά τα γενόμενα δεκτά, η άμεση συνέργεια συνίστατο στις παραπάνω αναφερόμενες πράξεις, πληρούται δε η αντικειμενική υπόσταση αυτής, γιατί η πράξη της λαθρεμπορίας ολοκληρώθηκε με την έκδοση της άδειας κυκλοφορίας, δηλαδή η συνδρομή παρασχέθηκε στο συγκατηγορούμενό της κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της κύριας πράξεως της λαθρεμπορίας. Κατά συνέπειαν, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, αιτιολογημένα, επ` αυτού. στ) Από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητας της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, καθόσον το Πενταμελές Εφετείο δεν στήριξε την περί της ενοχής της κρίση του στο ότι αυτή δεν απέδειξε την αθωότητά της, αλλά στο ότι αυτή δεν απέδειξε τους άνω υπερασπιστικούς ισχυρισμούς που προέβαλε, αφού, μάλιστα, προηγουμένως, είχε γίνει δεκτό ότι έχει τελέσει το έγκλημα για το οποίο καταδικάστηκε. ζ) Από τη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 2 του Τελωνειακού Κώδικα, κατά την οποία "ο δημόσιος υπάλληλος, που εξέδωσε με τον τρόπο αυτό την άδεια (ήτοι χωρίς να υπάρχει νόμιμη περίπτωση εκδόσεώς της ή χωρίς να ενεργηθούν οι κατά νόμον προαπαιτούμενες διατυπώσεις και πληρωμές - παρ. 1), τιμωρείται ως συνεργός λαθρεμπορίας, εάν ενήργησε με δόλο" δεν συνάγεται ότι μόνο υπάλληλος του τελωνείου μπορεί να είναι άμεσος συνεργός σε λαθρεμπορία. Τέτοιος μπορεί να είναι ο αρμόδιος υπάλληλος για την έκδοση άδειας κυκλοφορίας αυτοκινήτου, όπως, εν προκειμένω, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας της αναιρεσείουσας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι. Η, εμπεριεχόμενη στον πρώτο λόγο, αιτίαση περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (μαρτυρικής καταθέσεως Χ. Π., εγγράφων, κ.λπ.) είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττει την, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατά τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 79 του ΠΚ, "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη: α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεστεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στην αναιρεσείουσα και στο συγκατηγορούμενό της, έλαβε υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξαν και την προσωπικότητά τους, για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση. Επιπλέον αιτιολογία και αναφορά περιστατικών δεν ήταν αναγκαία. Περαιτέρω, όσον αφορά την αναιρεσείουσα, αναφέρει ρητώς και τη διάταξη του άρθρου 46 του ΠΚ, που προβλέπει την ποινική μεταχείριση του άμεσου συνεργού, ενώ, από φανερή παραδρομή, αναφέρει το άρθρο 151 του ν. 2960/2011 αντί του ορθού 155, που μνημονεύεται στο σκεπτικό επί της ενοχής, ενώ δεν ήταν αναγκαίο να γίνει μνεία και του άρθρου 156 που ορίζει, όπως αναφέρθηκε, πότε ο δημόσιος υπάλληλος, που εξέδωσε παρανόμως άδεια κυκλοφορίας, τιμωρείται ως συνεργός. Το γεγονός δε ότι γίνεται συνολική αναφορά των διατάξεων που αφορούν και τους δύο μαζί κατηγορουμένους, χωρίς να διαχωρίζονται αυτές που αφορούν μόνο την αναιρεσείουσα, δεν ασκεί έννομη επιρροή. Συνεπώς, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, τρίτος (τελευταίος) λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως όσον αφορά την επιμέτρηση της ποινής που επιβλήθηκε στην αναιρεσείουσα, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). Τέλος, οι αναιρεσείοντες πρέπει να καταδικασθούν και στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του παραστάντος ως πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), περιοριζόμενης, όπως στο διατακτικό, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957, όπως ισχύει. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις από 21 Ιουνίου 2013 (με αριθ. πρωτ. 4676/2013) και 20 Ιουνίου 2013 (με αριθ. πρωτ. 4678/2013) αιτήσεις των Φ. Σ. του Α. και Β. Ε. του Γ., αντιστοίχως, για αναίρεση της 656/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, την οποία προσδιορίζει σε διακόσια ενενήντα (290) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Νοεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη αναιρεσείουσας για άμεση συνέργεια σε λαθρεμπορία, συνιστάμενη στο ότι αυτή εξέδωσε άδεια κυκλοφορίας αυτοκινήτου, που είχε αγορασθεί στη Γερμανία, χωρίς να ελέγξει αν τα έγγραφα που της υποβλήθηκαν ήταν νόμιμα και χωρίς να αποστείλει το ένα από τα δύο αντίγραφα της διασαφήσεως εισαγωγής στο αρμόδιο τελωνείο. Στοιχεία εγκλήματος (άρθρα 155, 157 ν. 2960/2001). Πότε ένα αυτοκίνητο θεωρείται κοινοτικό, ώστε η κατοχή και κυκλοφορία του στην Ελλάδα χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις να θεωρηθεί ως απλή τελωνειακή παράβαση. Πρέπει να προκύπτει από τον τίτλο κυριότητάς του και τις πινακίδες που φέρει, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται η ειδικότερη Χώρα προελεύσεώς του. Από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν παραβιάστηκε το τεκμήριο αθωότητας της αναιρεσείουσας (άρθρο 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ). Επαρκής αιτιολογία και ως προς την επιμέτρηση της ποινής (αρθρ. 79 ΠΚ). Απόρριψη αιτήσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Λαθρεμπορία, Τεκμήριο αθωότητας.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 1515/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα . Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Ε. Σ. του Λ., κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 218/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Μαΐου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 726/13. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη με αριθμό 177 και ημερομηνία 23 Σεπτεμβρίου 2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι. Εισάγω στο Δικαστήριο Σας σε Συμβούλιο, σύμφωνα με τα άρθρα 485 παρ. 1 και 528 παρ. 1 εδαφ. γ' του Κ.Π.Δ., την 1/7-5-2013 αίτηση αναιρέσεως του Ε. Λ. Σ. κατοίκου ... (...), κατά του 218/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και εκθέτω τα ακόλουθα: II. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το προσβαλλόμενο βούλευμα του απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία της την από 4-3-2013 αίτηση του αναιρεσείοντα με την οποία ζητούσε να επαναληφθεί υπέρ του η διαδικασία της αμετάκλητης καταδίκης του σε φυλάκιση ενός έτους για υπεξαίρεση με την 3826/19-2-2008 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα στις 27-4-2013 με θυροκόλληση και στις 9-5-2013 στον αντίκλητο δικηγόρο του Χ. Παπαδόπουλο με αυτούσια παράδοση και αυτός άσκησε την παραπάνω αναίρεση του στις 7-5-2013 δηλ. εμπρόθεσμα. Ο αναιρεσείων με την αίτηση του αυτή ζητά την αναίρεση του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης επειδή αυτό αναιτιολόγητα απέρριψε την παραπάνω αίτηση του επαναλήψεως της διαδικασίας υπέρ του (α. 484 παρ. 1 δ' του ΚΠΔ). Επειδή η αίτηση αυτή αναιρέσεως είναι εμπρόθεσμη και παραδεκτή πρέπει να εξετασθεί στην ουσία της. III. Σύμφωνα με το άρθρο 525 παρ. 1 αριθ. 2 του ΚΠΔ η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση για κακούργημα επαναλαμβάνεται μετά από αίτηση του καταδικασθέντος προς όφελος του αν, εκτός των άλλων, μετά την καταδίκη αποκαλυφθούν νέα γεγονότα ή αποδείξεις, που ήσαν άγνωστα στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, από τα οποία προκύπτει φανερά ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος. Νέα γεγονότα ή αποδείξεις, που είναι ταυτόσημες έννοιες, είναι εκείνα που είτε προϋπήρχαν της καταδίκης αλλά ήσαν άγνωστα είτε ανακαλύφθηκαν μετά την καταδίκη. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται καταθέσεις νέων μαρτύρων ή συμπληρωματικές και διευκρινιστικές καταθέσεις όσων έχουν καταθέσει, νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως τα οποία (νέα στοιχεία) είτε μόνα τους είτε σε συνδυασμό με όσα προϋπήρχαν είναι βέβαιο και όχι πιθανό ότι οδηγούν στην αθώωση του κατ/voυ. Αν όμως τα νέα γεγονότα ή αποδείξεις υποβλήθηκαν ρητά ή έμμεσα στην κρίση του δικαστηρίου που καταδίκασε τον αιτούντα και απορρίφθηκαν από αυτό έστω και εσφαλμένα τότε δεν θεωρούνται νέα και κατά συνέπεια δεν μπορεί να αποτελέσουν την βάση για επανάληψη της διαδικασίας (ΑΠ 733/2012, ΑΠ 734/2012, ΑΠ 23/2011, ΑΠ 447/2010, ΑΠ 358/2010, ΑΠ 1094/2006, ΑΠ 1139/2003, Π. Τσιρίδης "Η επανάληψη της διαδικασίας προς όφελος του καταδικασθέντος" Νοβ. 44. 778 και επ., Δαλακούρας "Περί των νέων και άγνωστων γεγονότων ή αποδείξεων στην επανάληψη της διαδικασίας" Υπέρ. 1995.673, Δασκαλόπουλος "Περί της εννοίας του εν ά. 525 παρ.1 αριθ. 2 ΚΠΔ όρου άγνωστον τω καταδικασθέντι δικαστή" ΠΧ! ΙΓ! 1, Δαλακούρας "Η επανάληψη διαδικασίας 2007. σελ. 214 και 215). Εξάλλου σύμφωνα με το α. 528 παρ. 1 του ΚΠΔ κατά της απόφασης του Συμβουλίου Εφετών που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου για επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του επιτρέπεται σ' αυτόν να ασκήσει αναίρεση σύμφωνα με τα άρθρα 484 και 485 του ΚΠΔ δηλ. για τους λόγους που αναφέρονται στο α. 484 όπως π.χ. εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (ΑΠ 201/1999, ΑΠ 90/1997, ΑΠ 504/1994), έλλειψη αιτιολογίας (ΑΠ 706/2005, 1708/2004, ΑΠ 1295/2003) και υπέρβαση εξουσίας (ΑΠ 1483/1984). Τέλος το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου για επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του, έχει την απαιτούμενη (α. 93 παρ. 3 του Σ. και 139 του ΚΠΔ) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν αναφέρονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη μη συνδρομή των απαιτουμένων για την επανάληψη της διαδικασίας νέων γεγονότων και αποδείξεων (ΑΠ 1239/2010, ΑΠ 1508/2009, ΑΠ 1908/2009, ΑΠ 155/2009). IV. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, αναφερόμενο καθολικά στην ενσωματωμένη σε αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και αξιολογώντας την αίτηση επαναλήψεως και τα έγγραφα που προσκόμισε ο αιτών, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Ο αιτών Ε. Σ. του Λ. και της Ν. καταδικάστηκε με την αριθ. 3826/19-2-2008 απόφαση του Γ' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης σε ποινή φυλακίσεως ενός έτους για την πράξη της υπεξαίρεσης (άρθρο 375 παρ. 1 του Π Κ). Κατά της ανωτέρω αποφάσεως άσκησε εκπρόθεσμα έφεση (σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του γιατί δεν έλαβε γνώση της καταδικαστικής αποφάσεως γιατί κλήθηκε ως άγνωστης διαμονής). Η ανωτέρω έφεση του εκδικάστηκε μετά από 2 αναβολές στις 1/2/2011 και απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη με την αριθμ. 1465/2011 απόφαση του Α Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης δικάζοντος ως Εφετείου. Η ανωτέρω ποινή του ενός έτους που του είχε επιβληθεί με την προαναφερόμενη απόφαση είχε μετατραπεί προς 5 (πέντε) ευρώ ημερησίως. Προς τούτο ο αιτών και κατηγορούμενος υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως προθεσμίας εξοφλήσεως του ποσού της μετατροπής σε δόσεις, (άρθρο 82 παρ. 4 του ΠΚ). Η αίτηση του αυτή έγινε δεκτή και ορίστηκε ως προθεσμία καταβολής τα δυο έτη μέχρι στις 17/7/2013 (βλ. την αρίθμ 38457/2011 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης). Ο αιτών στην αίτηση του επικαλείται για την παραδοχή της εκτός άλλων και ανθρωπιστικούς λόγους και συγκεκριμένα λόγω του ότι αυτός υπηρετεί ως Αγροφύλακας στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και διατρέχει κίνδυνο απολύσεως λόγω της υφισταμένης καταδίκης του. Ο κίνδυνος επιβολής οιασδήποτε πειθαρχικής ποινής είναι αδιάφορος από την ποινική έκβαση της συγκεκριμένης υποθέσεως, η οποία ερευνά σύμφωνα με νομικούς λόγους την παραδοχή της συγκεκριμένης αιτήσεως και όχι σύμφωνα με τις κοινωνικές προεκτάσεις της πειθαρχικής τιμωρίας αυτού. Ο αιτών σύμφωνα με την αρίθμ 3826/2008 απόφαση του Γ' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου της οποίας ζητείται η επανάληψη της διαδικασίας στις 17/7/2003 είχε μισθώσει από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία " …" ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο με αρίθμ κυκλοφορίας ..., το οποίο δεν επέστρεψε αλλά κατακράτησε ιδιοποιούμενος αυτό χωρίς την ύπαρξη δικαιολογημένης αιτίας. Στις 17/8/2003 είχε οδηγηθεί ο ανωτέρω αιτών στο Τ.Α Θεσσαλονίκης για άλλη αιτία, όπου διαπιστώθηκε και η τέλεση της ανωτέρω πράξεως και κατασχέθηκε το ανωτέρω όχημα και αποδόθηκε στην ιδιοκτήτρια εταιρεία. Η εκδίκαση της ανωτέρω υποθέσεως συντελέστηκε στις 19/2/2008 σύμφωνα με τα ανωτέρω. Ο αιτών στην αίτηση του επικαλείται πως την παρακράτηση του αυτοκινήτου την γνώριζε ο εκπρόσωπος της εταιρείας και συνεπώς η παρακράτηση αυτού πραγματοποιήθηκε με την συγκατάθεση αυτού και έτσι δεν τελέστηκε το αποδιδόμενο σ' αυτόν έγκλημα της υπεξαίρεσης. Περαιτέρω στην αίτηση του ο αιτών επικαλείται πως η εξετασθείσα μάρτυρας κατηγορίας εκ μέρους της εταιρείας δεν γνώριζε την ιδιαίτερη φιλική σχέση αυτού με τον εκπρόσωπο της ιδιοκτήτριας εταιρείας και γι' αυτό κατέθεσε σε βάρος του, τα αναφερόμενα κατά την ακροαματική διαδικασία και τα οποία περιλαμβάνονται στα συνημμένα στην δικογραφία πρακτικά. Τα αναφερόμενα στην αίτηση του κατηγορουμένου (αιτούντος) δεν επιβεβαιώνονται από ουδέν στοιχείο της δικογραφίας ένορκες βεβαιώσεις ή άλλα έγγραφα. Οι επικαλούμενοι λόγοι της μη εμφανίσεως του κατά την εκδίκαση της εφέσεως του παρ' ότι δεν συνιστούν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας περί υπηρεσιακής απασχολήσεως του στις 1,2 και 3/2011 στην περιοχή των συνόρων λόγω αθρόας εισόδου αλλοδαπών εντούτοις δεν επιβεβαιώνονται από ουδέν στοιχείο της δικογραφίας (προσκόμιση σχετικής υπηρεσιακής βεβαιώσεως). Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας του Ε. Σ. του Λ. και της Ν. υπαλλήλου της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας κατοίκου ... λόγω μη συνδρομής των λόγων αυτής (αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας)".Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών στο προσβαλλόμενο βούλευμα του διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στήριξε την πιο πάνω κρίση του, για τη μη συνδρομή των αναγκαίων για την επανάληψη της διαδικασίας νέων γεγονότων και αποδείξεων. Ειδικότερα αυτό αξιολόγησε το περιεχόμενο της αίτησης επαναλήψεως της διαδικασίας και τα έγγραφα που προσκόμισε ο αιτών και ορθά έκρινε ότι οι ισχυρισμοί αυτού, τους οποίους γνώριζε και μπορούσε να προβάλει στα δικαστήρια της ουσίας όπου ήταν μόνιμα απών, δεν αποτελούν νέα γεγονότα που δικαιολογούν την επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του. Επίσης το ίδιο Συμβούλιο αξιολόγησε και την δήλωση του εκπροσώπου της παθούσας εταιρείας Θ. Ρ. που αποδεχόταν όσα αυτός ανέφερε στην αίτηση επαναλήψεως, για την οποία δέχθηκε ότι αυτός γνώριζε το περιεχόμενο της και μπορούσε να την προβάλει στα δικαστήρια της ουσίας στα οποία κατέθεσε μόνο σε βάρος του η εκπρόσωπος της ίδιας εταιρείας. Μετά από αυτά πρέπει το Δικαστήριο Σας σε Συμβούλιο, σύμφωνα με όσα παραπάνω εκτέθηκαν, και τα άρθρα 485 και 583 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως το τελευταίο αντ. από το άρθρο 55 παρ. 1 του Ν. 3160/2003 και το άρθρο 3 του Ν. 663/77 όπως αντ. από το άρθρο 18 του Ν. 969/79 και τις 134423/1992, 58553/2006 και 123827/23-12-2010 Α.Υ. Οικονομικών και Δικαιοσύνης: α) να απορρίψει την αίτηση αυτή αναιρέσεως ως αβάσιμη στην ουσία της και να διατάξει την εκτέλεση του προσβαλλόμενου βουλεύματος και β) να επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα σχετικά δικαστικά έξοδα από 250 Ευρώ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Α) Να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της η 1/7-5-2013 αίτηση αναιρέσεως του Ε. Λ. Σ. κατοίκου ... (...), κατά του 218/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης Β) Να διαταχθεί η εκτέλεση του βουλεύματος αυτού και Γ) Να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα ύψους 250 Ευρώ. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κατσιρώδης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη, με αριθμό 1, από 7 Μαΐου 2013, αίτηση αναιρέσεως, του Ε. Σ., κατά του υπ' αριθμό 218/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία, η από 4-3-2013 αίτηση του, για την υπέρ αυτού επανάληψη της διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ'αριθμό 3826/19-2-2008 αμετάκλητη απόφαση του Γ' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και, κατά βουλεύματος, που υπόκειται σε αναίρεση, (άρθρα 463, 473 παρ.1, 474, 484 παρ.1 και 485 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητα της. Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 αρ. 2 Κ.Π.Δ. η ποινική διαδικασία, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν, ύστερα από την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία, μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες, οι οποίες δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως περί επαναλήψεως της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή και νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου ή νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία, τα οποία διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο, που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό, δηλαδή σε σημείο που εγγίζει τη βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ'αντίθετα ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν απ αυτούς, έστω και κατ'εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως με βάση το αποδεικτικό υλικό, το οποίο έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτή δικαστές, καθόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Κατά τις ίδιες διατάξεις η αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας, πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη, καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν, διαφορετικά είναι απαράδεκτη. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του, κατά το άρθρο 528 παρ.1 Κ.Π.Δ, βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, που απορρίπτει την κατά το άρθρο 525 παρ. 1 περ. 2 του ίδιου Κώδικα, αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας, υπάρχει, όταν εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Συμβουλίου για τη μη συνδρομή των απαιτουμένων για την επανάληψη της διαδικασίας νέων, κατά τα ως άνω, γεγονότων και αποδείξεων. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί να αναφέρονται γενικώς τα αποδεικτικά μέσα κατ'είδος, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα από αυτά. Δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους ούτε χρειάζεται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστικό Συμβούλιο, για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία είχαν τεθεί υπό την κρίση του και όχι μόνο μερικά από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των περιεχομένων στη δικογραφία εγγράφων, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την υπ'αριθμό 3826/2008 απόφαση του, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, αφού με την υπ'αριθμό 1465/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, απορρίφθηκε η ασκηθείσα από τον ήδη αναιρεσείοντα έφεση, ως ανυποστήρικτη, ενώ παρήλθε άπρακτη η προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως κατά της εν λόγω εφετειακής αποφάσεως, κήρυξε ένοχο αυτόν και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης ενός έτους την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 5 ευρώ την ημέρα, για την πράξη της υπεξαίρεσης ( άρθρο375 παρ.1 του ΠΚ). Στη συνέχεια ο αναιρεσείων, ζήτησε με την από 4-3-2003, αίτηση του, προς τον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης, την υπέρ αυτού επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την ως άνω καταδικαστική απόφαση, κατ'εφαρμογή της παραπάνω διάταξης του άρθρου 525 παρ.1 περ. 2 του Κ.Π.Δ, επικαλούμενος ως νέα στοιχεία, άγνωστα στο δικαστήριο που τον καταδίκασε, τα στοιχεία που θα προκύψουν από την νέα μαρτυρική κατάθεση του πατέρα του, Σ. Λ., της μάρτυρος Κ. και του εκπροσώπου της παθούσας εταιρείας Θ. Ρ., από τα οποία προκύπτει η αθωότητα του. Η αίτηση του αυτή, απορρίφθηκε με το προσβαλλόμενο 218/2013 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης,το οποίο,αναφερόμενο παραδεκτά εξ' ολοκλήρου στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης για να καταλήξει στην κρίση του αυτή, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του τα ακόλουθα: Στην προκείμενη περίπτωση από την αίτηση του κατηγορουμένου (αιτούντα) και τα συνημμένα σ' αυτήν στοιχεία έχουν προκύψει τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. 0 αιτών Ε. Σ. του Λ. και της Ν. καταδικάστηκε με την αρίθμ 3826/19/2/2008 απόφαση του Γ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης σε ποινή φυλακίσεως ενός έτους για την πράξη της υπεξαίρεσης (άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ) Κατά της ανωτέρω αποφάσεως άσκησε εκπρόθεσμα έφεση (σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του γιατί δεν έλαβε γνώση της καταδικαστικής αποφάσεως γιατί κλήθηκε ως άγνωστης διαμονής). Η ανωτέρω έφεση του εκδικάστηκε μετά από 2 αναβολές στις 1/2/2011 και απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη με την αρίθμ. 1465/2011 απόφαση του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης δικάζοντος ως Εφετείου. Η ανωτέρω ποινή του ενός έτους που του είχε επιβληθεί με την προαναφερόμενη απόφαση είχε μετατραπεί προς 5 (πέντε) ευρώ ημερησίως. Προς τούτο ο αιτών και κατηγορούμενος υπέβαλε αίτηση χορηγήσεως προθεσμίας εξοφλήσεως του ποσού της μετατροπής σε δόσεις, (άρθρο 82 παρ. 4 του ΠΚ) Η αίτηση του αυτή έγινε δεκτή και ορίστηκε ως προθεσμία καταβολής τα δυο έτη μέχρι στις 17/7/2013. (βλ. την αριθ.38457/2011απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Ο αιτών στην αίτηση του επικαλείται για την παραδοχή της εκτός άλλων και ανθρωπιστικούς λόγους και συγκεκριμένα λόγω του ότι αυτός υπηρετεί ως Αγροφύλακας στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και διατρέχει κίνδυνο απολύσεως λόγω της υφισταμένης καταδίκης του. Ο κίνδυνος επιβολής οιασδήποτε πειθαρχικής ποινής είναι αδιάφορος από την ποινική έκβαση της συγκεκριμένης υποθέσεως, η οποία ερευνά σύμφωνα με νομικούς λόγους την παραδοχή της συγκεκριμένης αιτήσεως και όχι σύμφωνα με τις κοινωνικές προεκτάσεις της πειθαρχικής τιμωρίας αυτού. 0 αιτών σύμφωνα με την αρίθμ 3826/2008 απόφαση του Γ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου της οποίας ζητείται η επανάληψη της διαδικασίας στις 17/7/2003 είχε μισθώσει από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία " … " ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο με αρίθμ κυκλοφορίας ..., το οποίο δεν επέστρεψε αλλά κατακράτησε ιδιοποιούμενος αυτό χωρίς την ύπαρξη δικαιολογημένης αιτίας. Στις 17/8/2003 είχε οδηγηθεί ο ανωτέρω αιτών στο Τ. Α Θεσσαλονίκης για άλλη αιτία, όπου διαπιστώθηκε και η τέλεση της ανωτέρω πράξεως και κατασχέθηκε το ανωτέρω όχημα και αποδόθηκε στην ιδιοκτήτρια εταιρεία. Η εκδίκαση της ανωτέρω υποθέσεως συντελέστηκε στις 19/2/2008 σύμφωνα με τα ανωτέρω. Ο αιτών στην αίτηση του επικαλείται πως την παρακράτηση του αυτοκινήτου την γνώριζε ο εκπρόσωπος της εταιρείας και συνεπώς η παρακράτηση αυτού πραγματοποιήθηκε με την συγκατάθεση αυτού και έτσι δεν τελέστηκε το αποδιδόμενο σ' αυτόν έγκλημα της υπεξαίρεσης. Περαιτέρω στην αίτηση του ο αιτών επικαλείται πως η εξετασθείσα μάρτυρας κατηγορίας εκ μέρους της εταιρείας δεν γνώριζε την ιδιαίτερη φιλική σχέση αυτού με τον εκπρόσωπο της ιδιοκτήτριας εταιρείας και γι' αυτό κατέθεσε σε βάρος του, τα αναφερόμενα κατά την ακροαματική διαδικασία και τα οποία περιλαμβάνονται στα συνημμένα στην δικογραφία πρακτικά. Τα αναφερόμενα στην αίτηση του κατηγορουμένου (αιτούντος) δεν επιβεβαιώνονται από ουδέν στοιχείο της δικογραφίας ένορκες βεβαιώσεις ή άλλα έγγραφα. Οι επικαλούμενοι λόγοι της μη εμφανίσεως του κατά την εκδίκαση της εφέσεως του παρ' ότι δεν συνιστούν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας περί υπηρεσιακής απασχολήσεως του στις 1,2 και 3/2011 στην περιοχή των συνόρων λόγω αθρόας εισόδου αλλοδαπών (εντούτοις δεν επιβεβαιώνονται από ουδέν στοιχείο της δικογραφίας (προσκόμιση σχετικής υπηρεσιακής βεβαιώσεως). Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας του Ε. Σ. του Λ. και της Ν. υπαλλήλου της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας κατοίκου ... λόγω μη συνδρομής των λόγων αυτής (αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας). Mε αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του, την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με πληρότητα και σαφήνεια αλλά και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, και περιέχει τους συλλογισμούς και τις σκέψεις που θεμελιώνουν, την απορριπτική, της αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας, κρίση του. Συνεπώς, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ προβαλλόμενος 3ος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο το προσβαλλόμενο βούλευμα πλήττεται για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί. Με το 2° λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται η αναιρετική πλημμέλεια, ότι το εκδόν το προσβαλλόμενο βούλευμα Συμβούλιο, δεν έλαβε υπόψη και δεν εκτίμησε, το νέο αποδεικτικό στοιχείο που προσκόμισε και επικαλέστηκε ο αιτών, για την παραδοχή της αίτησης του, ήτοι την υπεύθυνη δήλωση του εκπροσώπου της παθούσας εταιρείας Θ. Ρ., με την οποία αυτός φέρεται να προσεπιβεβαιώνει το περιεχόμενο της αίτησης, ότι δηλαδή, ο αιτών, είχε τη συναίνεση του, για την κατοχή του αυτοκινήτου, το οποίο χρησιμοποιούσε για τις μετακινήσεις του, και συνεπώς δεν υπήρξε πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης του. Ως προς το λόγο αυτό, πρέπει να σημειωθούν τα παρακάτω: Το Συμβούλιο Εφετών, για την απόρριψη της αίτησης, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, παρέπεμψε εν όλω στην εισαγγελική πρόταση. Ο Εισαγγελέας Εφετών, είχε υποβάλει την πρόταση του προς το Συμβούλιο την 27-3-2013 και, ως εκ τούτου, αναφέρθηκε στα προς αποδεικτική αξιολόγηση στοιχεία που υπήρχαν στη δικογραφία μέχρι το χρόνο υποβολής της προτάσεως του. Ειδικότερα στην πρόταση του, την οποία υιοθέτησε και το Συμβούλιο, δέχεται ότι " τα αναφερόμενα στην αίτηση του κατηγορουμένου (αιτούντος) δεν επιβεβαιώνονται από ουδέν στοιχείο της δικογραφίας ένορκες βεβαιώσεις ή άλλα έγγραφα". Ο αιτών και ήδη αναιρεσείων, προσκόμισε και επικαλέστηκε, το πρώτον, κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνιση του, ενώπιον του Συμβουλίου που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των οικείων πρακτικών συνεδριάσεως του παραπάνω Συμβουλίου, ως νέο αποδεικτικό στοιχείο, προς θεμελίωση της αίτησης του, την από 5-3-2013, υπεύθυνη δήλωση του εκπροσώπου της παθούσας εταιρείας, Θ. Ρ., με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής αυθημερόν από το IB' Τ.Α. Θεσ/νίκης, με την οποία αυτός φέρεται να δηλώνει ότι το περιεχόμενο της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας είναι αληθές. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, που διασκέφθηκε και εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα στις 18-4-2013, δεν έκανε αναφορά στην προσκομισθείσα, το πρώτον ενώπιον του, ως άνω υπεύθυνη δήλωση του εκπροσώπου της παθούσας εταιρείας, Θ. Ρ., αφού κατά τα εκτεθέντα έκανε αναφορά στην εισαγγελική πρόταση και ως προς τα αποδεικτικά μέσα. Η παράλειψη όμως αναφοράς του ως άνω αποδεικτικού μέσου, ήτοι της από 5-3-2013 υπεύθυνης δήλωσης, που προσκομίστηκε ως νέο αποδεικτικό στοιχείο, για την παραδοχή της αίτησης, και η μη αξιολόγηση του, από το Συμβούλιο, δεν δημιουργεί την αναιρετική πλημμέλεια της έλλειψης αιτιολογίας ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που αυτό έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της κρίσης του, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων, αφού δεν είχε γίνει επίκληση της κατά τα άνω υπεύθυνης δήλωσης στην αίτηση, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 527 παρ.3 Κ.Π.Δ. η προσκομιδή και επίκληση της δε, το πρώτον κατά την ενώπιον του Συμβουλίου εμφάνιση του αναιρεσείοντα, όπως προαναφέρθηκε, είναι απαράδεκτη, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προαναφέρθηκαν. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο δεν είχε υποχρέωση να συνεκτιμήσει το ως άνω αποδεικτικό μέσο, ως έγγραφο, αφού δεν είχε γίνει επίκληση αυτού στην αίτηση. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί, ως και κατ'ουσία αβάσιμος, ο παραπάνω, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ 2ος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς τα αποδεικτικά μέσα. Τέλος, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ο προβαλλόμενος 1ος λόγος αναιρέσεως με τον οποίον πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 525 παρ.1 περ. 2 ΚΠΔ, καθόσον τέτοιος λόγος αναιρέσεως δεν προβλέπεται από το άρθρο 484 του ίδιου κώδικα για δικονομικές διατάξεις, όπως είναι οι προδιαληφθείσες, η παραβίαση των οποίων θα συνιστά λόγο αναιρέσεως, είτε για απόλυση ακυρότητα, είτε για παραβίαση δεδικασμένου είτε για παράνομη απόρριψη της έφεσης κατά βουλεύματος ως απαράδεκτης, είτε τέλος για υπέρβαση εξουσίας, περί των οποίων εδώ δεν πρόκειται. Περαιτέρω, με τις λοιπές αιτιάσεις, πλήττει τις σκέψεις της άνω αποφάσεως, με τις οποίες το δικαστήριο ήχθη στην άνω καταδικαστική κρίση του, που όμως δεν εμπίπτουν σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη εκτέθηκαν, στην έννοια του λόγου επαναλήψεως της διαδικασίας που θεσπίζει η διάταξη του άρθρου 525 παρ.1 περ.2 του ΚΠΔ. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει, την από 7-5-2013, με αριθμό 1/2013, αίτηση του Ε. Σ. του Λ., κατοίκου ..., για αναίρεση του υπ'αριθμό 218/2013, βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 13 Νοεμβρίου 2013. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποινική Δικονομία. Καταδίκη για υπεξαίρεση. Αναίρεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, με το οποίο απορρίφθηκε αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας. Λόγοι αναίρεσης: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Μέσα αποδείξεως. Η αίτηση πρέπει να περιέχει τους λόγους για τους οποίους ζητείται η επανάληψη καθώς και τα στοιχεία που τους βεβαιώνουν. Δε δημιουργεί αναιρετική πλημμέλεια, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, η μη λήψη υπόψη από το Συμβούλιο, υπεύθυνης δήλωσης, ως νέου στοιχείου αφού δεν έγινε επίκληση αυτής στην αίτηση επανάληψης της διαδικασίας. Αιτιολογημένο το βούλευμα. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Επανάληψη διαδικασίας, Υπεξαίρεση, Βούλευμα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1516/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη,-Εισηγήτρια, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Σ. του Ξ., κατοίκου ..., που παρέστη αυτοπροσώπως με την ιδιότητά του ως δικηγόρου, περί αναιρέσεως της 1708/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Μαρτίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 592/13. Αφού άκουσε Τον αναιρεσείοντα που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 501 παρ.1 ΚΠΔ, αν κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Εφετείου δεν εμφανισθεί ο εκκαλών, η έφεση του απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη και η σχετική απόφαση μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση. Κατά την παράγραφο, όμως, 4 του ιδίου άρθρου, που είχε προστεθεί με το άρθρο 13 παρ.8 του ν. 1941/1991 και αριθμήθηκε ως παράγραφος 3 μετά την κατάργηση της πρώην παραγράφου 3 με το άρθρο 48 παρ.2 του ν. 3160/2003, εάν η έφεση ασκηθεί νομίμως και εμπροθέσμως και συντρέχει περίπτωση του άρθρου 370 εδ. β' και γ' του ιδίου Κώδικα, το δικαστήριο παρά την απουσία του εκκαλούντος, προχωρεί στην έκδοση σχετικής αποφάσεως. Σύμφωνα με το άρθρο 370 εδ.β ΚΠΔ, η ποινική δίωξη τελειώνει με την οριστική παύση της ποινικής διώξεως, όταν μεταξύ άλλων εκεί αναφερομένων περιπτώσεων έχει παραγραφεί το αξιόποινο της πράξεως. Συνάγεται δηλαδή από τη διάταξη του άρθρου 501 παρ.3 ΚΠΔ ότι αν συντρέχει κάποια από τις αναφερόμενες στο άρθρο 370 στοιχ. β' και γ' περιπτώσεις, προηγείται η έρευνα του παραδεκτού της εφέσεως, αν ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως και σε θετική περίπτωση η έφεση παρά την απουσία του εκκαλούντος γίνεται δεκτή και παύει οριστικά η ποινική δίωξη, διαφορετικά υπερβαίνει το δικαστήριο την εξουσία του και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η' ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη, υπ' αριθμό 1708/2012, απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η από 14-3-2011, με αριθμό πρωτ. 2995/2011, έφεση του κατηγορουμένου ήδη αναιρεσείοντος, κατά της υπ'αριθμό 27419/4-3-2008, αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί, ωσεί παρών, [ αφού με την υπ αριθμό 119447/07 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών είχε αναβληθεί η υπόθεση για την ως άνω, ρητή δικάσιμο, 4-3-2008, χωρίς κλήση του και δεν εμφανίσθηκε ( βλ. την ως άνω, 27419/4-3-2008, απόφαση που παραδεκτά επισκοπείται στη σελίδα 1)], σε συνολική ποινή φυλάκισης είκοσι επτά (27) μηνών και συνολική χρηματική ποινή 7.000 Ευρώ για παράβαση του Α.Ν. 86/67 (μη έγκαιρη καταβολή εργοδοτικών εισφορών). Η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία κατά τα εκτεθέντα απορρίφθηκε, ως ανυποστήρικτη, η κατά τα άνω έφεση είναι η εξής: "Από τα από 21-11-2011 και 24-11-2011, αποδεικτικά επιδόσεως των επιμελητών Δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών …και …, αντίστοιχα, που βρίσκονται στη δικογραφία, προκύπτει ότι ο προαναφερόμενος κατηγορούμενος και ο αντίκλητος δικηγόρος του κλητεύτηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως να εμφανιστούν σήμερα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και να υποστηρίξουν την έφεση που έχουν ασκήσει κατά της 27419/08 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Δεδομένου ότι δεν παρουσιάστηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 326, 340 και 501 του Κ.Π.Δ να απορριφθεί η έφεση του ως ανυποστήρικτη". Όμως, το Δίκασαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο έσφαλε απορρίπτοντας την έφεση ως ανυποστήρικτη, ενώ έπρεπε, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 501 παρ.3, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 340 στοιχ.β' του ΚΠΔ, να ερευνήσει το παραδεκτό της εφέσεως, αν δηλαδή αυτή ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, και σε καταφατική περίπτωση να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη για τις επί μέρους πράξεις μη έγκαιρης καταβολής εργοδοτικών εισφορών στο ΙΚΑ και μη έγκαιρης καταβολής εργατικών εισφορών, που παρακρατήθηκαν επί σκοπώ αποδόσεως στο ΙΚΑ, κατά παράβαση του ΑΝ. 86/1967, που είχαν παραγραφεί. Όπως προκύπτει από την επιτρεπτά επισκοπούμενη καταδικαστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που είναι στη δικογραφία, ο χρόνος απασχόλησης των μισθωτών, ανάγεται στο χρονικό διάστημα 1/02 έως 9/05, από τον οποίο προκύπτει και ο χρόνος τέλεσης της πράξης, που είναι το τέλος του επόμενου μήνα μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία, ήτοι, τέλος του μήνα Φεβρουαρίου 2002 έως τέλος του μήνα Οκτωβρίου 2005. Για τις παραπάνω πράξεις ως πλημμεληματικού χαρακτήρα, ο χρόνος παραγραφής, είναι πέντε ετών καθώς και ο χρόνος αναστολής αυτών, όσο διαρκεί η κύρια διαδικασία δεν μπορεί να είναι πλέον των τριών ετών (ΠΚ 111 παρ.1, 3,112, 113 παρ.2,3) ήτοι συνολικά ο χρόνος παραγραφής είναι οκτώ έτη. Από του χρόνου της κατά τα άνω, τέλεση τους, μέχρι την ημέρα συζητήσεως της υποθέσεως, στις 13-1-2012, ενώπιον του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου έχει παρέλθει για ορισμένο διάστημα, ο χρόνος παραγραφής, και συνέτρεχε περίπτωση εξαλείψεως του αξιοποίνου, λόγω παραγραφής, για τις πράξεις του διαστήματος από τέλος Φεβρουαρίου 2002 έως 12-1-2004. Παραλείποντας όμως, το Τριμελές Πλημ/κείο, να προβεί στην έρευνα του παραδεκτού της εφέσεως, ήτοι του νομότυπου και εμπροθέσμου της ασκήσεως της και της τυχόν παραγραφής κατά τα άνω, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του. Επομένως, είναι βάσιμος ο σχετικός δεύτερος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Η' ΚΠΔ και πρέπει παρελκούσης της ερεύνης των λοιπών λόγων, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (αρθρ.519 ΚΠΔ), είναι δε μόνο αρμόδιο να κρίνει για το παραδεκτό της εφέσεως, ώστε σε καταφατική περίπτωση να αποφανθεί για την παραγραφή. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ'αριθμό 1708/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποινική Δικονομία. Απόρριψη εφέσεως ως ανυποστήρικτης. Παραγραφή αδικήματος. Σε περίπτωση νόμιμης και εμπρόθεσμης άσκησης της εφέσεως το Δικαστήριο προχωρεί, παρά την απουσία του εκκαλούντος, στην έκδοση σχετικής αποφάσεως, εφ' όσον συντρέχει περίπτωση εξάλειψης του αξιοποίνου λόγω παραγραφής. Λόγοι αναίρεσης: Υπέρβαση εξουσίας. Αναιρεί την απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου για τον ως άνω λόγο, αφού το Δικαστήριο απέρριψε την έφεση ως ανυποστήρικτη, καίτοι συνέτρεχε περίπτωση εξάλειψης του αξιοποίνου, για ορισμένες πράξεις, λόγω παραγραφής, και, ως εκ τούτου, έπρεπε να προχωρήσει στην έρευνα του παραδεκτού της έφεσης και σε θετική περίπτωση παρά την απουσία του εκκαλούντος, να έπαυε οριστικά την ποινική δίωξη, για τις παραγραφείσες πράξεις.
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Παραγραφή.
1
Αριθμός 1510/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη και Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Νοεμβρίου 2013με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Γ. Κ. του Π., κατοίκου ..., που παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο του Μινέρβα Αντωνίου, για αναίρεση της υπ' αριθ 140-154/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Δ. Μ. του Ι., 2 Ι. Μ. του Α., αμφότεροι κάτοικοι ..., οι οποίοι δεν παρέστησαν και 3. Π. Χ. Ά. Μ., κάτοικο ..., η οποία δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαΐου 2013 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στους από 18 Οκτωβρίου 2013 προσθέτους λόγους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 640/2013. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών" και κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του ΠΚ, "από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτές εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται αντικειμενικά μεν πρόκληση θανάτωσης άλλου, υποκειμενικά δε, α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλόμενης, κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής και β) δυνατότητα αυτού, βάσει των προσωπικών περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος (βλ. Ολ.ΑΠ 3/2012). Τα ίδια ισχύουν ως προς την αμέλεια και στο έγκλημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια του άρθρου 314 ΠΚ, που στην παρ. 1 εδάφ. α' αυτού ορίζει ότι " όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών μηνών". Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη με αρ. 140-154/2013 προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, το δικάσαν κατ' έφεση Τριμελές Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, ότι από τα μνημονευόμενα σε αυτή, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στις 24-4-2006 και περί ώρα 05.30 οδηγώντας το ταχύπλοο σκάφος " …" Τ. Λεμβολογίου Αστακού 37 εκινείτο από το Μύτικα Αιτωλ/νίας με κατεύθυνση] προς το νησί Κάλαμπο που ευρίσκεται απέναντι από τον Κάλαμο. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 του Γεν. Κανονισμού Λιμένα (αριθ. 20) που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 156 του Ν.Δ. 187/1973 (Α 261) περί ΚΔΝΔ και ισχύει στη θαλάσσια έκταση της περιοχής δικαιοδοσίας κάθε λιμενικής Αρχής της χώρας η κυκλοφορία του ταχύπλοου σκάφους, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από άλλες διατάξεις του Κανονισμού απαγορεύεται α) σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων από το εξωτερικό μέρος των πλωτών σημαντήρων του άρθρου 26, που επισημαίνουν τα όρια μέχρι τα οποία φθάνουν συνήθως κολυμπώντας οι λουόμενοι στις λουτρικές εγκαταστάσεις, β) σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων από το συνηθισμένο σημείο στο οποίο φθάνουν κολυμπώντας οι λουόμενοι στις θαλάσσιες περιοχές που δεν επισημαίνονται με πλωτούς σημαντήρες, γ) σε κάθε περίπτωση με ταχύτητα μεγαλύτερη των 5 κόμβων, σε απόσταση μικρότερη των 200 μέτρων από την ακτογραμμή στις περιοχές που δεν υπάρχουν λουόμενοι. Ο κατηγορούμενος κατά τον χειρισμό του σκάφους από αμέλεια δηλαδή από έλλειψη της προσοχής της οποία όφειλε και μπορούσε να επιδείξει από τις περιστάσεις, καθόσον εκινείτο σε θαλάσσια περιοχή από όπου διέρχονται και άλλα σκάφη, ήταν νύχτα με περιορισμένη ορατότητα και ευρισκόμενος από την επίδραση αλκοόλ, καθόσον έφερε στο αίμα του ποσότητα αλκοόλ 35 gr/l αίματος, η οποία δεν εμπίπτει στο όριο του ποινικώς αξιόποινου, συνεκτιμάται όμως για την αξιολόγηση της εν γένει συμπεριφοράς του, ενισχύουσα την περί αμελείας αυτού κρίση δεν τήρησε τους κανόνες ασφαλούς ναυσιπλοΐας, δεν απομακρύνθηκε από την παράλια γραμμή του Μύτικα, ούτε κινήθηκε αρχικώς ανοικτά της παραλίας ώστε να αποφύγει τυχόν εμπόδια στην πορεία του. Ειδικότερα σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του Κανονισμού Λιμένα όφειλε να κινηθεί ανοικτά και κάθετα προς το πέλαγος και αφού φθάσει σε απόσταση τουλάχιστον 200 μέτρων από την ακτή να στρίψει προς νότο. Πλησίον δε της ακτής και σε απόσταση 200 μ. από αυτή, ανεξαρτήτως του νομίμου της διελεύσεως του από αυτή, ανεξαρτήτως του νομίμου της διελεύσεως του από αυτή η ταχύτητα του σκάφους δεν έπρεπε να υπερβαίνει τους πέντε (5) κόμβους. Αντιθέτως αυτός κινούμενος με ανεπίτρεπτη ταχύτητα 28 μιλίων (αφού η μηχανή του σκάφους είχε 5.000 στροφές) αντί της επιτρεπόμενης των 5 κόμβων ήτοι των 5 μιλίων περίπου (1 ναυτικό μίλι=1.851,85 μ., 1 κόμβος=1.862 μέτρα) χωρίς να έχει αναμμένα τα φώτα ναυσιπλοΐας, κινήθηκε παράλληλα προς τη θαλάσσια γραμμή του Μύτικα σε απόσταση 30-50 μέτρων από αυτή. Αποτέλεσμα της αμελούς συμπεριφοράς του ήταν να μη μπορέσει να εντοπίσει εγκαίρως το ευρισκόμενο με αναμμένα τα φώτα ακυροβολίο σε προσωρινή στάση έξω από το λιμάνι του Μύτικα σκάφος " …" λεμβολογίου Λευκάδας 2082, ιδιοκτησίας Δ. Μ. οδηγούμενο από τον Ιδιο στο οποίο επέβαιναν οι Δ. Μ. και Ά. Μ. να επιπέσει επί της αριστερής πλευράς του σκάφους αυτού και να τραυματίσει θανάσιμα τον Ά. Μ. και προκαλέσει σωματική βλάβη στον Δ. Μ. κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Σημειώνεται ότι με την 9/2008 απόφαση του Πολ. Πρωτ. Λευκάδος, που εκδόθηκε επί της από 21-6-2006 (με αύξ. αριθ. κατ. 30/2006) αγωγής αποζημιώσεως από αδικοπραξία των Δ. Μ. κλπ. κρίθηκε, αποκλειστικά υπαίτιος του ατυχήματος. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Περαιτέρω το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε τον κηρυχθέντα ένοχο αναιρεσείοντα κατηγορούμενο οδηγό σκάφους, σε ποινή φυλακίσεως εικοσιτεσσάρων (24) μηνών για την ανθρωποκτονία από αμέλεια και σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών για την σωματική βλάβη και σε συνολική ποινή φυλακίσεως εικοσιοκτώ (28)μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων, της ανθρωποκτονίας από αμέλεια του Ά. Μ. και για σωματική βλάβη του Δ. Μ., σε βάρος του αναιρεσείοντος οδηγού ταχύπλοου σκάφους, για τα οποία καταδικάστηκε. Αναφέρονται επίσης οι αποδείξεις από τις οποίες το Εφετείο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 β, 28, 51, 53, 79, 94, 302 παρ. 1, 314 παρ.1, 315 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή ασαφή, αντιφατική ή ενδοιαστική αιτιολογία, ενώ δεν ήταν αναγκαία κατά νόμο η αναλυτική παράθεση των αποδεικτικών μέσων και τι προκύπτει χωριστά από το καθένα. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως του αναιρεσείοντος, α) στο αιτιολογικό, το οποίο δεν συνιστά αντιγραφή του κατηγορητηρίου, αναφέρονται εμπεριστατωμένα και επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και στα οποία στηρίχθηκε το δικαστήριο για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης, από αμέλεια, που υπέπεσε ο κατηγορούμενος, υπό την ιδιότητά του, ως οδηγού ταχύπλοου σκάφους, χαρακτηρίζεται η αμέλειά του ως μη συνειδητή και αναφέρεται ότι η ιδιαίτερη νομική του υποχρέωση, συνάγεται από την εγγυητική θέση αυτού, ως εκ του επαγγέλματός του ως οδηγού ταχύπλοου σκάφους, υπόχρεου σε τήρηση των κανόνων ασφαλούς ναυσιπλοΐας, που ορίζει ο Γεν. Κανονισμός Λιμένος και ο ΚΔΝΔ, β) στο αιτιολογικό πράγματι αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε το σκάφος του υπό την επίδραση αλκοόλ, καθόσον στο αίμα του ανιχνεύθηκε ποσότητα αλκοόλ 35 γραμμ/λίτρο αίματος, πλην όμως δεν δέχεται ότι βρισκόταν σε κατάσταση μέθης, αφού ρητά αναφέρει ότι η ποσότητα αυτή δεν εμπίπτει στο όριο του ποινικά αξιοποίνου και απλά θα συνεκτιμηθεί το γεγονός τούτο για την αξιολόγηση της εν γένει συμπεριφοράς του, στη συνέχεια δε εντοπίζει την αμελή συμπεριφορά του για την πρόσκρουση του σκάφους του σε άλλο σκάφος και την προξενηθείσα αντίστοιχα ανθρωποκτονία και σωματική βλάβη δύο επιβατών του τελευταίου σκάφους, σε άλλες παραλείψεις αυτού, (οδήγηση σε ώρα νύχτας με μεγάλη ταχύτητα 28 μιλίων αντί του επιτρεπόμενου ορίου 5 μιλίων την ώρα και κίνηση αντικανονική σε απόσταση 30-50 μ. από τη θαλάσσια γραμμή, κατά παράβαση των κανόνων ασφαλούς ναυσιπλοΐας και χωρίς αναμμένα τα φώτα ναυσιπλοΐας και οδήγηση χωρίς σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή του), γ) στο αιτιολογικό προσδιορίζονται με σαφήνεια οι συνθήκες του θαλάσσιου ατυχήματος πρόσκρουσης του σκάφους του κατηγορουμένου στο βρισκόμενο σε προσωρινή στάση, αγκυροβολημένο έξω από το λιμάνι του Μύτικα Αιτωλοακαρνανίας, 30-35 μ. από την ακτή, σκάφος που επέβαιναν οι παθόντες, καθώς και οι θέσεις των δύο σκαφών και η πορεία του σκάφους του κατηγορουμένου τη στιγμή της πρόσκρουσης "από το Μύτικα Αιτωλοακαρνανίας με κατεύθυνση προς το νησί Κάλαμπος που βρίσκεται απέναντι από τον Κάλαμο (Λευκάδος) και στοιχειοθετείται κατά τα παραπάνω πλήρως η αμελής συμπεριφορά του κατηγορουμένου οδηγού και δεν χρειαζόταν παράθεση άλλων στοιχείων και περιστατικών για τις συνθήκες του ατυχήματος, όπως απόσταση από την οποία αντιλήφθηκε ο κατηγορούμενος το αγκυροβολημένο σκάφος και δυνατότητα αποφυγής του ατυχήματος, όπως αιτιάται ο αναιρεσείων, η δε τυχόν λανθασμένη αναφορά ως άνω της νήσου Κάλαμπος, αντί του ορθού Κάλαμος ή τυχόν άλλου ονόματος της νήσου αυτής προς την οποία κατευθύνετο το σκάφος του κατηγορουμένου, ουδόλως επηρεάζει την αμελή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Επομένως, οι συναφείς, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, κύριοι και πρόσθετοι, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, συνιστούν αμφισβήτηση της ουσίας των παραπάνω παραδοχών του Εφετείου και αρνητικά της αμέλειάς του υπερασπιστικά επιχειρήματα, ήτοι ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας και ως εκ τούτου είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 79 παρ. 1, 2 και 4 του ΠΚ προκύπτει, ότι το δικαστήριο, κατά την επιμέτρηση της ποινής, οφείλει να διαλαμβάνει στην απόφασή του ρητά, τους λόγους που δικαιολογούν την κρίση του γι' αυτή, λαμβάνοντας υπόψη και τις οδηγίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου τούτου, για την εκτίμηση αντίστοιχα της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του εγκληματία, ανάλογα αν το έγκλημα που τελέσθηκε απ' αυτόν τιμωρείται από δόλο ή από αμέλεια, γιατί τα αναφερόμενα στο εν λόγω άρθρο κριτήρια δεν είναι τα ίδια για κάθε έγκλημα τελούμενο είτε από δόλο είτε από αμέλεια. Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον με την προσβαλλόμενη απόφαση ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας και της σωματικής βλάβης από αμέλεια, είναι αυτονόητο ότι για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος αυτού, κατά την επιμέτρηση της ποινής, το δικαστήριο έλαβε υπόψη το βαθμό μόνο της αμέλειας, όπως ρητά αναφέρει στο αυτοτελές αιτιολογικό του (στη σελ. 18) και δεν απέβλεψε στην ένταση του δόλου του αναιρεσείοντος και στα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος και την αφορμή που δόθηκε και το σκοπό που επεδίωξε ο κατηγορούμενος, όπως από παραδρομή αναφέρεται στο αιτιολογικό, χωρίς να δημιουργείται από αυτό το λόγο ασάφεια ή αντίφαση, αφού προκύπτει ότι από πρόδηλη παραδρομή δεν διαγράφηκε από το ειδικό σκεπτικό επιμέτρησης της επιβλητέας ποινής, η έντυπη περικοπή των παραπάνω φράσεων που προσιδιάζουν στα εγκλήματα δόλου και όχι στα εξ αμελείας, όπως τα κριθέντα. Συνεπώς οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ συναφείς πρόσθετοι λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους προβάλλεται η αιτίαση ότι στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως για την επιβλητέα ποινή διατυπώνεται αντιφατική κρίση του δικαστηρίου, συνεκτιμήθηκαν περιστάσεις που κατά το άρθρο 79 ΠΚ δεν είναι συνεκτιμητέες και από την αντίφαση αυτή που φαίνεται, ότι το δικαστήριο απέβλεψε στο βαθμό της αμέλειας, αλλά και στην ένταση του δόλου του αναιρεσείοντος, καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη ερμηνείας και εφαρμογής του άνω άρθρου 79 του ΠΚ, για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος, κατά την επιμέτρηση της ποινής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, μετά των από 18-10-2013 προσθέτων λόγων αυτής, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14-5-2013 αίτηση-δήλωση του Γ. Κ. του Π., μετά των από 18-10-2013 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της με αρ. 140-154/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία και σωματική βλάβη από αμέλεια. Σύγκρουση σκαφών. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης κατηγορουμένου οδηγού σκάφους, ως αβάσιμη. 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. 2. Το δικαστήριο έλαβε υπόψη το βαθμό μόνο της αμέλειας και δεν απέβλεψε στην ένταση του δόλου του αναιρεσείοντος και στα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος και την αφορμή που δόθηκε και το σκοπό που επεδίωξε ο κατηγορούμενος όπως από παραδρομή αναφέρεται στο αιτιολογικό, χωρίς να δημιουργείται από αυτό το λόγο ασάφεια ή αντίφαση, αφού προκύπτει ότι από πρόδηλη παραδρομή δεν διαγράφηκε από το ειδικό σκεπτικό επιμέτρησης της επιβλητέας ποινής, η έντυπη περικοπή των παραπάνω φράσεων που προσιδιάζουν στα εγκλήματα δόλου και όχι στα εξ αμελείας, όπως τα κριθέντα.
Σωματική βλάβη από αμέλεια
Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
Αριθμός 1509/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Κωνσταντίνο Φράγκο, Μαρία Βασιλάκη και Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, περί αναιρέσεως της 12400/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης. Με κατηγορούμενους τους: 1)Β. Α. του Π. και 2)Π. Κ. του Λ., αμφότεροι κάτοικοι ... οι οποίοι δεν παρέστησαν. Το Τριμελές Πλημ/κείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 23/24 Σεπτεμβρίου 2012 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Ελευθερία Κισκίρα και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1257/2012. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 473 παρ.3, 479 παρ.2, 504 παρ.1 και 505 παρ.1 περ.δ'ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ασκεί αναίρεση κατά των αποφάσεων του δικαστηρίου όπου είναι τοποθετημένος και κατά των αποφάσεων των μονομελών πλημμελειοδικείων και των πταισματοδικείων της περιφέρειάς του, καταδικαστικών,αθωωτικών, εκείνων που παύουν τη δίωξη ή την κηρύσσουν απαράδεκτη ή κηρύσσουν αναρμοδιότητα. Κατά των αθωωτικών αποφάσεων μπορεί να προτείνει μόνο το λόγο αναιρέσεως του άρθρ.510 παρ.1Ε, δηλ. για εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, σύμφωνα με το αρθρ.506 στοιχ.β. Στην προκείμενη περίπτωση, με δήλωσή της ενώπιον του γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό 23/24-9-2012 έκθεση του, η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης άσκησε αναίρεση κατά της με αριθμό 12400/2012 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης με την οποία έπαυσε οριστικά λόγω παραγραφής η κατά των κατηγορουμένων: 1)Π. Κ. του Λ. και 2)του Β. Α. του Π. ασκηθείσα ποινική δίωξη για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο και της ψευδορκίας μάρτυρα. Η αναίρεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να εξεταστεί κατ'ουσίαν. Ειδικότερα, η παραπάνω Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, δήλωσε ότι ασκεί αναίρεση κατά της παραπάνω απόφασης, γιατί το Δικαστήριο εφάρμοσε με αυτή εσφαλμένα τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 17, 112 και 113 ΠΚ και έτσι, έπαυσε οριστικά λόγω παραγραφής την κατά των κατηγορουμένων ασκηθείσα ποινική δίωξη για τις παραπάνω πράξεις, ενώ έπρεπε, εφαρμόζοντας σωστά τις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, να προχωρήσει στην εξέταση κατ'ουσία της υπόθεσης για τις πράξεις αυτές. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στην οποία το δικαστήριο αυτό, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου παραδεκτά προβαίνει, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την προσβαλλόμενη με αριθμό 12.400/2012 απόφασή του, έπαυσε οριστικά, λόγω παραγραφής, την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του Π. Κ. του Λ. και του Β. Α. του Π., κατηγορουμένων του ότι: Α) Ο β' κατηγορούμενος Β. Α.: 1) στην …στις 13-3-2007, εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινες πράξεις με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτές. Συγκεκριμένα, κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο, αφού προσήλθε ενώπιον του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτ/κων Θεσ/νίκης και του αρμόδιου γραμματέως του κατέθεσε την από 12-3-07 έγκληση του (ABM A 2007 εγχ/571) σε βάρος του ενός εκ των νυν εγκαλούντων Μ. Κ., όπου ισχυρίστηκε εν γνώσει του ψευδώς ότι δήθεν ο ανωτέρω εγκαλών προκειμένου να επιτύχει την έκδοση διαταγών πληρωμών σε βάρος του (Β.Α.) με βάση τις τέσσερις συναλλαγματικές, ύψους 25.000 Ε εκάστη, που δήθεν έδωσε ως εγγύηση για τοκογλυφικό δάνειο [όπως περιγράφεται υπό στοιχείο (A) του παρόντος] στον Α. Κ. και συνεπώς να αποκομίσει δήθεν παράνομο όφελος ύψους 100.00 Ε ως τελευταίος κομιστής αυτών, έθεσε αυθαίρετα στις ανωτέρω συναλλαγματικές οι οποίες δήθεν παραδόθηκαν λευκές από τον Β.Α. στον Α.Κ. πέραν της υπογραφής του πρώτου στη θέση του αποδέκτη, όλα τα λοιπά στοιχεία αυτών, καθώς και την υπογραφή κατ' απομίμηση του Α. Κ. στη θέση του εκδότη και του πρώτου οπισθογράφου, ώστε να εμφανίζεται ο ανωτέρω εγκαλών (Μ. Κ.) ως νόμιμος τελευταίος κομιστής αυτών, και ότι ακολούθως προέβη σε χρήση των δήθεν πλαστών αυτών (4) συναλλαγματικών αιτούμενος από το Μον/λές Πρωτ/κείο Θεσ/νίκης την έκδοση διαταγών πληρωμών βάσει αυτών. Πλην όμως, τα ανωτέρω ήταν ψευδή και ο ίδιος το γνώριζε, όπως γνώριζε ότι τα αληθή ήταν ότι ο Α. Κ. ουδέποτε του χορήγησε τοκογλυφικό δάνειο, ουδέποτε ζήτησε και ουδέποτε έλαβε τοκογλυφικούς τόκους από αυτόν, ότι οι υπογραφές στη θέση του αποδέκτη και του πρώτου οπισθογράφου στις ανωτέρω τέσσερις συναλλαγματικές είχαν τεθεί από τον ίδιο τον Α. Κ. και ότι ο Β.Α. δεν του είχε καταβάλλει τα οφειλόμενα εκ του ανωτέρω δανείου, δεν του είχε καταβάλλει τα ποσά των ανωτέρω συναλλαγματικών, και ότι ο Μ.. Κ. νομίμως είχε την ιδιότητα του τελευταίου κομιστή αυτών και ότι νομίμως χρησιμοποίησε αυτές για τις αιτήσεις έκδοσης διαταγών πληρωμών. Μοναδικός δε σκοπός του ανωτέρω κατηγ/νου (Β.Α.) ήταν να προκαλέσει την καταδίωξη του εκ των νυν εγκαλούντων Μ. Κ..2) στην …στις 13-3-2ρ07, ισχυρίστηκε για κάποιον άλλον γεγονότα που μπορεί να βλάψουν την τιμή ή την υπόληψη του, τα γεγονότα δε αυτά είναι ψευδή και ο υπαίτιος γνώριζε ότι είναι ψευδές. Συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, και δη αφού προσήλθε του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτ/κών Θεσ/νίκης και του αρμόδιου γραμματέως του, κατέθεσε την από 12-3-07 ψευδή κατά τα αναφερθέντα υπό στοιχείο (Α.1) του παρόντος έγκληση του (ABM A 2007 εγχ/571) σε βάρος του ενός εκ των νυν εγκαλούντων Μ. Κ., βεβαιώνοντας μάλιστα προφορικά το περιεχόμενο της, ενώ γνώριζε το ψεύδος αυτής και ότι τα αληθή είναι όσα επίσης περιγράφονται υπό στοιχείο (Α.1) του παρόντος, διαδίδοντας το περιεχόμενο της ανωτέρω έγκλησης του με τον τρόπο αυτό, στον ανωτέρω Εισαγγελέα, στον γραμματέα του και στους λοιπούς προανακριτικούς υπαλλήλους και στους συνηγόρους των διαδίκων πλευρών, ενώ τα περιγραφόμενα στην ανωτέρω κατάθεση-μήνυση γεγονότα ήταν ψευδή και ο ίδιος το γνώριζε ότι είναι ψευδή και ότι μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εκ των νυν εγκαλούντων Μ. Κ., όπως και έγινε.- 3) στην Θεσ/νίκη στις 14-3-07, με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε και συγκεκριμένα, στον ανωτέρω τόπο και, στα πλαίσια της λεκτικής επικοινωνίας της με τον α' κατηγ/νο Π. Κ., με παραινέσεις, παρακλήσεις, προτροπές και φορτικότητα, έπεισε αυτόν να τελέσει την άδικη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, όπως περιγράφεται υπό στοιχείο (Β) του παρόντος. 4) στην …στις 14-3-07, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει πλημμέλημα, επιχείρησε πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, πλην όμως την πράξη του αυτήν δεν ολοκλήρωσε από αίτια εξωτερικά μη αναγόμενα στη βούληση του. Ειδικότερα, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, αποπειράθηκε να βλάψει ξένη περιουσία προσπαθώντας να πείσει κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, και συγκεκριμένα, υπό την ιδιότητα του ανακόπτοντος των υπ'αριθμ.καταθ. 48941/2006 και 28667/06 ανακοπών ενώπιον του Μον/λούς Πρωτ/κείου Θες/νίκης εναντίον των με αριθ.35301/06 και 19336/06 Διαταγών Πληρωμής του Μον/λούς Πρωτ/κείου Θες/νίκης που εκδόθηκαν κατόπιν σχετικών αιτήσεων του Μ. Κ. σε βάρος του, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος για τον ίδιο, συνιστάμενο στην αποφυγή πληρωμής του ποσού συνολικά των 100.000 Ε στο οποίο υποχρεούτο βάσει των ανωτέρω Διαταγών Πληρωμής, προσπάθησε να αποδείξει ότι δήθεν κακώς εκδόθηκαν οι ανωτέρω Διαταγές Πληρωμής διότι οι συναλλαγματικές βάσει των οποίων εκδόθηκαν ήταν δήθεν προϊόν τοκογλυφικής απαίτησης σε βάρος του, α) προτείνοντας την εξέταση ως μάρτυρα του α' κατ/νου ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, ο οποίος εξεταζόμενος κατέθεσε ενόρκως εν γνώσει του ψευδώς όσα αναφέρονται υπό στοιχείο (Β) του παρόντος τα οποία του υπαγόρευσε ως ηθικός αυτουργός ο ίδιος ο νυν β' κατ/νος γνωρίζοντας ότι είναι ψευδή, καθόσον γνώριζαν αμφότεροι ότι στην πραγματικότητα τα αληθή ήταν όσα επίσης αναφέρονται περαιτέρω υπό στοιχείο (Β) του παρόντος, και β) καταθέτοντας στα σχετικά του επί των ανωτέρω ανακοπών του, αντίγραφο της ψευδούς υπ'αριθμ.ΒΜ Α 2007 εγχ/571 έγκλησης του σε βάρος του Μ. Κ., όπου εν γνώσει του τον καταμηνύει ψευδώς για όσα περιγράφονται αναλυτικά υπό στοιχείο (Α.1) του παρόντος. Στην πράξη του δε αυτή, ο β' κατ/νος προέβη με μοναδικό σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος περιουσιακό όφελος χωρίς νόμιμο προς τούτο δικαίωμα, προσπαθώντας να παραπλανήσει τον Δικαστή του ανωτέρω Δικαστηρίου να κάνει δεκτές τις ανωτέρω ανακοπές του και να απαλλαχθεί από την υποχρέωση καταβολής συνολικά του ποσού των 100.00 Ε. Ο ανωτέρω Δικαστής όμως, χάρη στην δίκαιη κρίση του, μη πεισθείς στην αλήθεια της κατάθεσης του προταθέντος από αυτόν μάρτυρος και νυν α1 κατ/νου, και του προσκομισθέντος αντιγράφου της ανωτέρω εγκλήσεως του, απέρριψε τις ανωτέρω ανακοπές, με αποτέλεσμα να μην επιτύχει ο ανωτέρω β' κατ/νος τον σκοπό του. Β) Ο α' κατ/voς Π. Κ. στη …στις 14-3-07: ενώ εξεταζόταν ενόρκως ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα. Συγκεκριμένα στον ανωτέρω τόπο και χρόνο, αφού προσήλθε ενώπιον του Δικαστή του Μον/λούς Πρωτ/κείου Θεσ/νίκης κατά την εκδίκαση των υπ' αριθμ. καταθ. 48941/2006 και 28667/06 ανακοπών που άσκησε ο β' νυν κατ/νος Β. Α. εναντίον των με αριθ.35301/06 και19336/06 διαταγών πληρωμών του Μον/λούς Πρωτ/κείου Θες/νίκης που εκδόθηκαν κατόπιν αιτήσεων του Μ. Κ. σε βάρος του, κατέθεσε ενόρκως εν γνώσει του ψευδώς ότι δήθεν ο αποβιώσας στις 16-5-2004 Α. Κ. (πατέρας των νυν εγκαλούντων), είχε δανείσει (περί τον μήνα Μάρτιο του 2003) ποσό ύψους 60.000 Ε στον α1 νυν κατ/νο (Β.Α.), υποχρεώνοντας τον να υπογράψει ως εγγύηση τέσσερις συναλλαγματικές ύψους 25.000 Ε εκάστη (εκδόσεως όλες Α. Κ., με ημερομηνία έκδοσης όλες 26-11-2003, πληρωτέες στη .., , λήξεως οι δύο πρώτες 30-9-04, 30-11-2004 και 30-12-2004 η τρίτη και τέταρτη εξ αυτών αντίστοιχα, με πρώτο οπισθογράφο όλες τον Α. Κ. και τελευταίο κομιστή τον Μ. Κ.), και να του καταβάλει εντός έτους το ποσό συνολικά των 100.000 Ε εκ των οποίων οι 40.000 Ε περίπου αποτελούσαν τοκογλυφικούς τόκους, ότι το ποσό των 25.000 Ε το κατέβαλε ο ίδιος ο α' κατ/νος για λογαριασμό του β' κατ/νου στον Α. Κ. και ότι το υπόλοιπο ποσό του το κατέβαλε ο ίδιος ο β' κατ/νος, εξοφλώντας τον πλήρως κατά το κεφάλαιο και τους τοκογλυφικούς τόκους, αμελώντας όμως να πάρει τα σώματα των ανωτέρω συναλλαγματικών παρότι τις είχε εξοφλήσει. Πλην όμως, όλα όσα κατέθεσε ο ανωτέρω α' κατ/νος ήταν ψευδή και ο ίδιος γνώριζε το ψεύδος αυτών και ότι τα αληθή είναι ότι ο αποβιώσας Α. Κ. ουδέποτε συνήψε τοκογλυφικό δάνειο με τον νυν β' κατ/νο, ουδέποτε απαίτησε και ουδέποτε έλαβε τοκογλυφικούς τόκους, και ότι ο νυν β' κατ/νος ουδέποτε του αποπλήρωσε το οφειλόμενο εκ του μεταξύ του δανείου ποσό των 100.000 Ε. Για να στηρίξει την κρίση του περί παραγραφής των πράξεων αυτών το παραπάνω Δικαστήριο στην προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε την εξής κατά λέξη αιτιολογία: "Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1, 3, 112 και 113 Π.Κ, εφόσον το κλητήριο θέσπισμα επιδόθηκε στους κατηγορουμένους μετά τη συμπλήρωση πενταετίας, εξαλήφθηκε το αξιόποινο, συνεπεία παραγραφής. Εν προκειμένω κατά των κατηγορουμένων Π. Κ. του Λ. και Β. Α. του Π., εμφιλοχώρησε παραγραφή των πλημμελημάτων προ της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος την 17-5-2012, με το οποίο αυτοί παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης στις 18-9-2012". Παρ'όλα αυτά, από το συνοπτικότατο πιο πάνω και φειδωλό σε σκέψεις σκεπτικό, προκύπτει ότι το δικάσαν Δικαστήριο υπολόγισε το χρονικό διάστημα της αναστολής της παραγραφής, από την ημέρα έγκρισης της διάταξης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, από τον Εισαγγελέα Εφετών. Εξάλλου, από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται από το Δικαστήριο αυτό για τις ανάγκες, επίσης, του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτουν τα ακόλουθα: Την 11/5/2007 υπεβλήθησαν ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης οι υπ' αριθμ. ΒΜ Β 2007 ΕΓΧ/968 και Β 2007 ΕΓΧ/967 συσχετισθείσες εγκλήσεις των Μ. και Η. Κ. κατά των προαναφερθέντων κατηγορουμένων. Ακολούθησε η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης δυνάμει της από 11/5/2007 παραγγελίας μας προς τον Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης, μετά το πέρας της οποίας εκδόθηκε η από 9/1/2009 διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 59 παρ. 2 ΚΠΔ, έως το αμετάκλητο πέρας της κύριας δίκης (επί της υπ' αριθμ. ΒΜ Α 2007 ΕΓΧ/571 δικογραφίας, που σχηματίσθηκε κατά του Μ. Κ., κατηγορουμένου για τις πράξεις της κακουργηματικής πλαστογραφίας και κακουργηματικής απάτης στο Δικαστήριο). Η διάταξη αυτή εγκρίθηκε την 4/3/2009 από τον Εισαγγελέα Εφετών Θεσσαλονίκης. Επί της κύριας δίκης εξεδόθη την 27/3/2009 το υπ' αριθμ. 262/2009 απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, κατά του οποίου δεν ασκήθηκε αναίρεση. Στη συνέχεια συντάθηκε το υπ' αριθμ. ΕΓ22-12/278/343 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, για τις προαναφερθείσες πράξεις, φερόμενες τελεσθείσες την 13 και 14/3/2007, το οποίο επιδόθηκε στους κατηγορούμενους την 17/5/2012 και με το οποίο αυτοί παραπέμφθηκαν στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και στη δικάσιμο της 18/9/2012. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την προσβαλλόμενη, με αριθμό 12400/18.9.2012 απόφασή του, έπαυσε οριστικά, λόγω παραγραφής, την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά των κατηγορουμένων : 1) Π. Κ. του Λ. και 2) Β. Α. του Π., δεχόμενο ότι εμφιλοχώρησε παραγραφή των πλημμελημάτων προ της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος, υπολογίζοντας το χρόνο αναστολής της παραγραφής από την 4/3/2009, ημέρα κατά την οποία εγκρίθηκε από τον Εισαγγελέα Εφετών η από 9/1/2009 διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών, έως την 27/4/2009, ημέρα κατά την οποία κατέστη αμετάκλητο το υπ' αριθμ. 262/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης (σύμφωνα με τα άρθρα 483 παρ. 3 και 479 ΚΠΔ). Επισημαίνεται δε, ότι ο Εισαγγελέας Εφετών, ως εκ της λειτουργικής αρμοδιότητας του, όπως αυτή διαγράφεται στις οικείες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και σ' αυτές του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών [ΚΟΔΚΔΛ], στον οποίο αποτυπώνεται και η συνδέουσα τους εισαγγελικούς λειτουργούς σχέση ιεραρχικής εξάρτησης, δεν εκφέρει πρωτογενή δικαιοδοτική κρίση σε όσες περιπτώσεις, κατά τις προβλέψεις του νόμου, εκφράζει τη σύμφωνη γνώμη του ή εγκρίνει πράξεις του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, όπως η αρχειοθέτηση, κατ' άρθρο 43 ΚΠΔ, της μήνυσης, η, κατά τα άρθρα 45 και 59 παρ. 1 και 4 του ίδιου Κώδικα, αποχή από την ποινική δίωξη ή η αναβολή κάθε περαιτέρω ενέργειας έως το τέλος της ποινικής δίωξης, αντιστοίχως, η αναβολή, κατ" άρθρο 32 παρ. 1 του Ν. 4139/2013, άσκησης της ποινικής δίωξης και η, κατά τους ορισμούς του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 3386/2005, αποχή από την ποινική δίωξη για τις πράξεις της παράνομης εισόδου ή εξόδου υπηκόου τρίτης χώρας στο ελληνικό έδαφος, αλλά ελέγχει τη νομιμότητα και μάλιστα τον εξωτερικό τύπο των συγκεκριμένων ενεργειών του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Η έναρξη αναστολής της παραγραφής των προδιαληφθεισών πράξεων και η επαγωγή των συναρτώμενων με αυτές εννόμων συνεπειών, συμπίπτει με το χρόνο έκδοσης της διάταξης περί αναβολής από τον αρμόδιο προς τούτο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και όχι από τότε που ο Εισαγγελέας Εφετών διατυπώνει τη σύμφωνη γνώμη ή τη σχετική έγκρισή του. Έτσι, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με τo να δεχτεί ότι η αναστολή παραγραφής των ανωτέρω εγκλημάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 113 ΠΚ και 59 παρ. 2 ΚΠΔ, άρχισε από την ημέρα που εγκρίθηκε η διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών από τον Εισαγγελέα Εφετών, εσφαλμένα εφάρμοσε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 113 παρ. 1, 2, 3 ΠΚ και 59 παρ. 2 ΚΠΔ δεχόμενο ότι η αναστολή της παραγραφής εχώρησε για διάστημα 1 μηνός και 23 ημερών (ήτοι από την 4/3/2009, ημέρα έγκρισης της διάταξης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών από τον Εισαγγελέα Εφετών - έως την 27/4/2009 - ημέρα που κατέστη αμετάκλητο το υπ' αριθμ. 262/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, που εξεδόθη επί της κύριας υπόθεσης), ενώ θα έπρεπε να δεχθεί ότι η αναστολή της παραγραφής εχώρησε για διάστημα 3 μηνών και 18 ημερών (ήτοι από την 9/1/2009, ημέρα έκδοσης της διάταξης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών έως την 27/4/2009, ημέρα που κατέστη αμετάκλητο το υπ' αριθμ. 262/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, που εξεδόθη επί της κύριας υπόθεσης). Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 17, 112 και 113 ΠΚ, καθώς και η ουσιαστικού χαρακτήρα διάταξη του άρθρου 59 παρ. 2 ΚΠΔ, είναι βάσιμοι και συνακόλουθα^ η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση για τον ανωτέρω λόγο και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 12400/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση προς νέα εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση αναίρεσης Εισαγγελέα Πρωτοδικών κατά αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, με την οποία έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη για πλημμελήματα. Βάσιμος ο λόγος της αιτήσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 113 ΠΚ και της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 59 παρ.2 ΚΠΔ. Η αναστολή της παραγραφής, όταν με διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών αναβάλλεται η δίκη για τις πλημμεληματικές πράξεις, μέχρις οριστικού πέρατος της ποινικής δίκης για την κυρία υπόθεση, αρχίζει από την ημέρα εκδόσεως της περί αναβολής διατάξεως από τον άνω Εισαγγελέα, και όχι από την ημέρα εγκρίσεως της διατάξεως αυτής, από τον Εισαγγελέα Εφετών. Αναιρεί την απόφαση, που δέχθηκε τα αντίθετα και παραπέμπει προς νέα κρίση στο ίδιο Δικαστήριο.
Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία
Αναιρέσεως παραδοχή, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
2
Αριθμός 1509/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Μαΐου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Π. Κ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ά. συζ. Λ. Κ., το γένος Γ. Κ., κατοίκου ..., 2) Γ. συζ. Δ. Φ., το γένος Γ. Κ., κατοίκου ..., 3) Γ. Σ. του Κ., κατοίκου ..., 4) Μ. Σ. του Γ., κατοίκου ..., και 5) Κ. Σ. του Γ., κατοίκου ... . Οι 1η, 3ος, 4η και 5η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ελευθέριο Παπαδημητρίου και η 2η παραστάθηκε με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/1/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κιλκίς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 64/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 1408/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 22/12/2010 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 11/2/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 9354δ/23.11.12 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Κιλκίς, ..., ακριβές αντίγραφο της από 29-5-2012 κλήσεως για συζήτηση μαζί με την υπ' αριθμ. 163/14-11-2012 πράξη προσδιορισμού (συντομοτέρας) δικασίμου το Προεδρεύοντος του Γ' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Βασιλείου Φούκα, για τη δικάσιμο της 20.2.2012, επιδόθηκε, από τους επισπεύδοντες τη συζήτηση αναιρεσίβλητους, προς τον αναιρεσείοντα, προς τον οποίο επίσης έχει επιδοθεί, από τους ίδιους επισπεύδοντες και ακριβές αντίγραφο της από 22.10.2010 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 9.5.2012, κατά την οποία λόγω των βουλευτικών εκλογών, ματαιώθηκε η συζήτηση και επαναπροσδιορίστηκε με την προαναφερθείσα, από 29.5.2012 κλήση. Η εν λόγω επίδοση (της αιτήσεως αναιρέσεως) προκύπτει από την υπ' αριθμ. 3797δ/9.11.2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Κιλκίς .... Κατά τη δικάσιμο της 20.2.2013 η υπόθεση αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, λόγω αποχής των δικηγόρων και με αίτηση του πληρεξουσίου δικηγόρου των αναιρεσιβλήτων. Νέα κλήτευση για τη μετ' αναβολή δικάσιμο δεν χρειαζόταν, αφού η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρο 575 και 226 παρ.4 εδ.γ ΚΠολΔ), ως εκ περισσού δε έλαβε χώρα, κοινοποιηθέντος στον αναιρεσείοντα από τους επισπεύδοντες αναιρεσίβλητους πρακτικού αναβολής, όπως τούτο προκύπτει από την υπ' αριθμ. 10.046Γ/25-2-2013 εκθέσεις επιδόσεως του προαναφερθέντος δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Κιλκίς ... (Δεν είχε τηρήσει ο αναιρεσείων τη διαδικασία του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ ώστε να απαιτείται επίδοση του πρακτικού αναβολής βλ. αντίγραφο πινακίου της 20-2-2013). Ενόψει των προεκτεθέντων, αφού ο αναιρεσείων δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση, παρά την απουσία του (άρθρ. 576 παρ.2 ΚΠολΔ). Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1872 και 1882 του ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος δικαιούται με την περί κλήρου αγωγή, να απαιτήσει από εκείνον που κατακρατεί ως κληρονόμος αντικείμενα της κληρονομίας, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος και την απόδοση της κληρονομίας ή κάποιου αντικειμένου της, ως αντικείμενα δε της κληρονομίας, των οποίων, κατά τα ανωτέρω, την απόδοση δικαιούται να απαιτήσει ο κληρονόμος με την περί κλήρου αγωγή, θεωρούνται και εκείνα επί των οποίων ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του είχε την κυριότητα ή τη νομή ή και απλά την κατοχή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 787, 980, 981, 982, 994 και 1113 ΑΚ συνάγεται, ότι ο συγκοινωνός, όπως είναι και ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος, αν κατέχει ολόκληρο το κοινό πράγμα, θεωρείται ότι κατέχει αυτό και στο όνομα των λοιπών συγκοινωνών και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ' αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή, πριν καταστήσει σ' αυτούς γνωστό, ότι νέμεται ποσοστό μεγαλύτερο της μερίδας του ή ολόκληρο το κοινό πράγμα αποκλειστικά, στο όνομά του, ως κύριος, για δικό του λογαριασμό. Με την ανωτέρω προϋπόθεση, δύναται ο κατέχων ολόκληρο το κοινό πράγμα να αντιτάξει κατά των λοιπών συγκυρίων την κτήση με έκτακτη χρησικτησία, της οποίας αρχίζει τρέχουσα η προθεσμία από της ως άνω γνωστοποιήσεως. Τέτοια γνωστοποίηση προς τους συγκύριους μπορεί να γίνει, είτε ρητώς, είτε σιωπηρώς με πράξεις που φανερώνουν την ως άνω απόφαση του κατέχοντος το πράγμα συγκυρίου. Η περί της αντιποιήσεως της νομής γνώση των λοιπών συγκυρίων μπορεί να προέλθει, είτε από τη δήλωση του αντιποιουμένου τη νομή του κοινού, είτε από οποιονδήποτε άλλον (αντιπρόσωπό τους) και αρκεί η γνώση του συγκυρίου για την αντιποίηση του κατέχοντος το κοινό από οπουδήποτε και αν προέρχεται (ΑΠ 928/2012, ΑΠ 1171/2012). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.ΑΠ 10/2011, ΑΠ 1020/2013, ΑΠ 1021/2013, ΑΠ 495/2013). Εξάλλου ο ίδιος λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναιρέσεως θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 609/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατά παραβίαση της ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 1871 ΑΚ δέχθηκε την εναντίον του περί κλήρου αγωγή των αναιρεσιβλήτων "καθόσον από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε από την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως στο πρωτόδικο δικαστήριο δεν προέκυψε ότι ο αναιρεσείων - εναγόμενος δήλωσε πότε προς τους αναιρεσίβλητους - ενάγοντες ότι κατακρατεί τα κληρονομικά τους μερίδια, ως μοναδικός κληρονόμος των γονέων τους, αντιποιούμενος, με τον τρόπο αυτό, το κληρονομικό τους δικαίωμα επ'αυτών" ότι "ο ίδιος ο μάρτυρας των αντιδίκων εξεταζόμενος πρωτοδίκως επί του θέματος αυτού, σε σχετική ερώτηση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, κατέθεσε ότι όταν το 1998 ετέθη θέμα ανεγέρσεως οικοδομής επί του κληρονομιαίου οικοπέδου και διανομής της, πράγμα το οποίο δεν συνέβη, αφού και νομικά δεν ήταν κάτι τέτοιο δυνατό, ο αναιρεσείων - εναγόμενος δεν συμφώνησε στην πρόταση αυτή". Ότι ενόψει τούτων "το συμπέρασμα της προσβαλλόμενης αποφάσεως ότι ο αναιρεσείων - εναγόμενος, κατακρατεί τα κληρονομιαία μερίδια των αναιρεσιβλήτων - εναγόντων ως μοναδικός κληρονόμος των γονέων τους Γ. και Ρ. Κ., αντιποιούμενος το κληρονομικό τους δικαίωμα, αποτελεί κακή υπαγωγή των αποδείξεων στο νομικό κανόνα του άρθρου 1871 ΑΚ και κακή του νόμου εφαρμογή". Οι αιτιάσεις όμως αυτές δεν αφορούν σε παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, που δεν πληρούσαν το πραγματικό της διατάξεως του άρθρου 1871 ΑΚ και ότι συνακόλουθα εσφαλμένα υπήχθησαν σ' αυτήν, αλλά στο ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο δεν προέκυψαν από τις αποδείξεις. Δηλαδή οι αιτιάσεις αυτές πλήττουν την ορθότητα της εκτιμήσεως των αποδείξεων και την περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, η οποία κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 1020/2013, ΑΠ 1021/2013). Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992, ΑΠ 567/2013). Τα επιχειρήματα δηλαδή αυτά δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε να επιδέχεται αυτή, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 483/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι περιέχει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της ασκήσεως από τον αναιρεσείοντα εναγόμενο πράξεων νομής επί των επιδίκων ακινήτων για δικό του αποκλειστικά λογαριασμό. Ειδικότερα κατά το λόγο αυτό οι επίμαχες παραδοχές της αποφάσεως είναι οι ακόλουθες: "Το έτος 1974 η πρώτη ενάγουσα κατόπιν σύμφωνης γνώμης και του πατέρα της, που νεμόταν όσο ήταν εν ζωή όλα τα επίδικα ακίνητα, αποφάσισε να ανεγείρει οικία στο ανατολικό τμήμα του επιδίκου οικοπέδου και για το σκοπό αυτό εξέδωσε, δια του εναγομένου, αφού αυτή τότε ήταν μετανάστρια στη Γερμανία, την .../1974 οικοδομική άδεια του Γραφείου Πολεοδομίας Κιλκίς. Όταν όμως, το επόμενο έτος ήλθε στην Ελλάδα, η αδελφή του πατέρα της Ε. (Λ.), που διέμενε απέναντι από το επίδικο οικόπεδο, την πληροφόρησε ότι διεκδικεί τμήμα αυτού ως κληρονόμος της αρχικής κληρούχου. 0 ισχυρισμός του εναγόμενου ότι η παραπάνω αδελφή του πατέρα του προέβαλλε την εν λόγω διεκδίκηση υπέρ αυτού, ότι δηλαδή αντέδρασε γιατί τόσο η ίδια, όσο και τα υπόλοιπα αδέλφια του Γ. Κ. παραιτούνταν από τα κληρονομικά τους δικαιώματα προκειμένου το εν λόγω οικόπεδο να παραμείνει στον εναγόμενο και σε περίπτωση που αυτό δε γίνει σεβαστό από τις αδελφές του τελευταίου, τότε θα διεκδικήσει και εκείνη το κληρονομικό της μερίδιο, για τον οποίο (ισχυρισμό) καταθέτει και η μάρτυρας ανταποδείξεως, δεν αποδεικνύεται βάσιμος, κυρίως γιατί παραίτηση της παραπάνω από το κληρονομικό της μερίδιο αφορούσε τις σχέσεις της ίδιας με τον αδελφό της και σε κάθε περίπτωση μετά την εν λόγω παραίτηση δεν μπορούσε η παραπάνω να καθορίσει τον τρόπο διάθεσης του οικοπέδου από τον παραπάνω. Ενόψει της προαναφερθείσας αντίδρασης της αδελφής του πατέρα της, Ε., η ενάγουσα δεν ανήγειρε τελικά την οικία, για την οποία είχε εκδώσει την ως άνω άδεια και όταν πήγε ν' αναλάβει τα χρήματα, που είχε καταθέσει στην Εθνική Τράπεζα επ' ονόματι του εναγομένου για την αντιμετώπιση των πρώτων εξόδων κατασκευής της οικίας, ανερχόμενα στο ποσό των 15.000 δραχμών, διαπίστωσε ότι ο τελευταίος τα είχε ήδη αναλάβει για την αντιμετώπιση των οικονομικών του αναγκών, γεγονός που και ο ίδιος ο εναγόμενος στην ανώμοτη κατάθεση του ομολογεί". Οι παραδοχές όμως αυτές της αποφάσεως δεν περιέχουν ισχυρισμούς με αυτοτελή ύπαρξη, που να τείνουν στην κατάλυση του ασκηθέντος με την αγωγή δικαιώματος, αλλά περιέχουν πραγματικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση, στάθμιση και εκτίμηση των αποδείξεων και δεν αποτελούν, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, αιτιολογία της απόφασης, ώστε αυτή, στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο του εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 495/2013, ΑΠ 567/2013, ΑΠ 609/2013). Η παραμόρφωση του εγγράφου μπορεί να γίνει θετικά, με την εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου ή αρνητικά με την παράλειψη ανάγνωσης κρίσιμων, για το αποδεικτέο γεγονός, φράσεων αυτού, που μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα (ΑΠ 847/2013, ΑΠ 1258/2013). Για την ίδρυση του λόγου αυτού δεν αρκεί εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ εγγράφου, αλλά πρέπει επί πλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 495/2013, ΑΠ 1258/2013). Εξάλλου στην έννοια των κατά τη διάταξη αυτή εγγράφων περιλαμβάνονται και τα διαδικαστικά έγγραφα άλλης δίκης, είτε μεταξύ των διαδίκων, είτε συναφούς, που προσκομίζονται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 25/2011), όχι όμως και τα διαδικαστικά έγγραφα της ενεστώσας δίκης (ΑΠ 1007/2009) ή οι αποφάσεις που επικαλείται το Εφετείο προς επιστήριξη της νομικής του άποψης (ΑΠ 701/2011). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθώς και εκείνης του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο, με επιλεκτική αναφορά και κατά παραμόρφωση του περιεχομένου των προτάσεων, που ο αναιρεσείων είχε καταθέσει στο Ειρηνοδικείο του Κιλκίς, προς απόκρουση της από 4-5-1988 αγωγής, περί νομής των επιδίκων ακινήτων, που είχαν ασκήσει εναντίον του, κάποιοι από τους κληρονόμους της αρχικής κληρούχου των ακινήτων αυτών και απώτερης δικαιοπαρόχου και του ιδίου, εκ πατρός γιαγιάς του Π. Κ., κατέληξε στο συμπέρασμα, χωρίς να λάβει υπόψη και τους λοιπούς περιεχόμενους στις προτάσεις αυτές ισχυρισμούς περί παραγραφής και περί καταχρηστικής ασκήσεως του καταχθέντος στη δίκη εκείνη αγωγικού δικαιώματος, ότι οι αδελφές του δεν είχαν παραιτηθεί από την κληρονομιά του πατέρα τους Γ. Κ. και με ανεπαρκείς ως προς το ζήτημα αυτό αιτιολογίες απέρριψε τον περιεχόμενο στον τέταρτο λόγο της εφέσεως οικείο ισχυρισμό του. Ως προς τις αιτιάσεις του λόγου αυτού οι επίμαχες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι οι ακόλουθες: "To έτος 1988 ορισμένοι από τους κληρονόμους των 3 τέκνων της αρχικής κληρούχου Π. Κ. και συγκεκριμένα της Ε., της Α. και του Η. άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κιλκίς την από 4-5-1988 (αριθ. κατ. 28/1988) αγωγή, που έστρεψαν κατά του νυν εναγομένου, με την οποία, επικαλούμενοι κληρονομικά δικαιώματα των ως άνω τέκνων της αρχικής κληρούχου στην κληρονομιά της, ζητούσαν ν' αναγνωρισθούν συννομείς κατά τα ποσοστά που ανέφεραν των νυν επιδίκων ακινήτων και να υποχρεωθεί ο τελευταίος να τους τα αποδώσει κατά τα ποσοστά που τους ανήκαν. Κατά τη συζήτηση της αγωγής ο εναγόμενος με τις προτάσεις του ισχυρίσθηκε ότι τα λοιπά τέκνα της αρχικής κληρούχου, μετά το θάνατο της, παραχώρησαν το μερίδιο, που είχαν στην κληρονομιά της, στον πατέρα του Γ. που τη φρόντιζε και δεν είχε αποκατασταθεί με γεωργικό κλήρο και ότι μετά το θάνατο και αυτού υπεισήλθαν στη νομή των επιδίκων η σύζυγος και τα 4 τέκνα του, δηλαδή ο ίδιος και οι αδελφές του και περαιτέρω ισχυρίσθηκε ότι η αγωγή "... για την πληρότητα της παθητικής νομιμοποιήσεως θα έπρεπε να στραφεί η κρινόμενη αγωγή εναντίον όλων ημών και όχι μόνο εναντίον μου ...", όπως επί λέξει στην αρχή της δεύτερης σελίδας του δεύτερου φύλλου αναφέρει και στη συνέχεια προβάλλοντας ισχυρισμό περί παραγραφής και έκτακτης χρησικτησίας ανέφερε ότι "... από την επομένη του θανάτου της αρχικής κληρούχου άρχισε να τρέχει αυτή υπέρ του πατρός μου και μετά το θάνατο του υπέρ των κληρονόμων του μεταξύ των οποίων και υπέρ εμού ...", όπως επί λέξει στο τέλος της πρώτης σελίδας του τρίτου φύλλου. Δηλαδή στην εν λόγω δίκη ουδόλως ο εναγόμενος πρόβαλλε ισχυρισμό ότι οι αδελφές του, του είχαν παραχωρήσει το κληρονομικό τους μερίδιο και συνεπώς, είναι αβάσιμος ο προβαλλόμενος με τον σχετικό τέταρτο λόγο της έφεσης του ισχυρισμός του εκκαλούντος, ότι εσφαλμένα δηλαδή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αντλήθηκε επιχείρημα σε βάρος του από τον προβληθέντα στην δίκη αυτή ισχυρισμό του, το γεγονός δε ότι στη δίκη εκείνη δεν προσεπικάλεσε τις αδελφές του και ούτε οι τελευταίες παρενέβησαν δεν αποδεικνύει την επικαλούμενη παραίτηση τους από το κληρονομικό τους δικαίωμα, όπως αβάσιμα υποστηρίζει με το σχετικό τέταρτο λόγο της έφεσης του. Στη δίκη εκείνη εξετάσθηκε ως μάρτυρας ανταπόδειξης ο Σ. Κ., γιος του Η. Κ., που ήταν γιος της αρχικής κληρούχου και αδελφός του 9ου και 10ου των εναγόντων στην ως άνω αγωγή νομής, ο οποίος κατέθεσε ότι τα λοιπά τέκνα της αρχικής κληρούχου είχαν παραχωρήσει το μερίδιο τους στα επίδικα στον αδελφό τους Γ.. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 3/1989 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κιλκίς, με την οποία έγινε δεκτή η σχετική ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, που είχε προβάλλει ο εναγόμενος και απορρίφθηκε η αγωγή. Στη συνέχεια ο τελευταίος συνέχισε να κατοικεί στο επίδικο οικόπεδο και να εισπράττει τα μισθώματα από τα ως άνω κληροτεμάχια, πλην του 1049, που όπως προαναφέρθηκε, δεν είχε στη νομή του (βλ. σχετικά την κατάθεση του μάρτυρα Ι. Α. στη δίκη ενώπιον του Ειρηνοδικείου, την κατάθεση της Κ. Κ. στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση και τις δηλώσεις Ε2 του εναγομένου όπου δεν δηλώνει το παραπάνω κληροτεμάχιο ως μισθωμένο, όπως κάνει με τα υπόλοιπα και ενόψει του ότι οι ενάγοντες δεν επικαλούνται κάτι αντίθετο). Το έτος 1996 κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του εναγόμενου λόγω χειρουργικής επέμβασης, στην οποία υποβλήθηκε, συναντήθηκαν στο νοσοκομείο οι αδελφές του με τη σύζυγο του και τότε για πρώτη φορά συζητήθηκε μεταξύ τους η περίπτωση να αξιοποιηθεί το επίδικο οικόπεδο δια της αναθέσεως σε εργολάβο να κατασκευάσει σε αυτό οικοδομή με το σύστημα της αντιπαροχής. Κατά τη συζήτηση αυτή υπήρξε διαφωνία ως προς τον αριθμό των διαμερισμάτων, που θα λάμβανε η οικογένεια του εναγομένου διότι η σύζυγος του ζητούσε μεγαλύτερο αριθμό από εκείνο που πρότειναν οι αδελφές του. Όταν ο εναγόμενος ανάρρωσε και πληροφορήθηκε για τη συζήτηση αυτή αντέδρασε και για πρώτη φορά μετά το θάνατο των γονέων του εκδήλωσε τη βούληση να νέμεται τα επίδικα (πλην του 1049 κληροτεμαχίου) στο εξής αποκλειστικά στο όνομα του και για δικό του λογαριασμό του, ισχυριζόμενος ότι είναι μόνο αυτός κληρονόμος των γονέων του και συνέχισε να κατέχει τα ακίνητα και κατά τα ποσοστά των συγκληρονόμων αδελφών του, μέχρι την άσκηση της αγωγής, αντιποιούμενος το κληρονομικό τους δικαίωμα επί των κληρονομιαίων ακινήτων (πλην του 1049 που δεν ήταν κληρονομιαίο). Έκτοτε δε διέκοψε τις σχέσεις του με τις αδελφές του, οι οποίες επέμειναν να διεκδικούν το μερίδιο τους στην κληρονομιά του πατέρα και της μητέρας τους, που αποβίωσαν χωρίς διαθήκη και κληρονομήθηκαν κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή, ο πρώτος από τη σύζυγο και τα 4 τέκνα του κατά ποσοστό 4/16 από τη σύζυγο και από 3/16 από καθένα των τέκνων του και η τελευταία κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου από καθένα από τα 4 τέκνα της. Ακολούθως το έτος 1999 οι τρεις αδελφές αποδέχθηκαν την κληρονομιά των γονέων τους και του πατέρα τους για λογαριασμό της μητέρας τους με την .../1999 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Θεσ/νίκης Χαρίλαου Σουμελίδη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κιλκίς (τ. 791 α.α. 54), ενώ ο εναγόμενος από το 1996 έχει απαγορεύσει σε αυτές οποιαδήποτε ενέργεια στα επίδικα, ακόμη και να τον επισκέπτονται στην οικία, που κατοικεί και κείται στο επίδικο οικόπεδο. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο ισχυρισμός του εναγομένου περί παραχωρήσεως στον ίδιο της νομής των επιδίκων από τον πατέρα του Γ. το έτος 1970, δεν αποδείχθηκε βάσιμος, αφού, πέραν των όσων προαναφέρθηκαν, αν ήταν αληθής ο εν λόγω ισχυρισμός του, θα αντιδρούσε στην έκδοση οικοδομικής άδειας από την πρώτη ενάγουσα το έτος 1974, που αφορούσε την εκ μέρους της ανέγερση οικίας σε τμήμα του επιδίκου οικοπέδου, αντίδραση που δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα. Ούτε εξάλλου αποδείχθηκε ο έτερος ισχυρισμός του περί παραχωρήσεως από τις αδελφές του κληρονομικού τους δικαιώματος στα επίδικα μετά το θάνατο των γονέων τους, καθόσον στη προαναφερθείσα κατά το 1988 δίκη ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κιλκίς δεν επικαλέσθηκε το γεγονός αυτό προς αντίκρουση της ως άνω αγωγής, όπως θα έπραττε αν ήταν αληθής ο ισχυρισμός αυτός, αλλά αντίθετα ισχυρίσθηκε ότι τα επίδικα περιήλθαν στον ίδιο και στις αδελφές του ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του πατέρα τους, όπως με λεπτομέρεια παραπάνω εκτέθηκε, ούτε γνωστοποίησε στις αδελφές του τη βούληση του να νέμεται τα ανωτέρω από τα επίδικα αποκλειστικά για λογαριασμό του μετά το θάνατο του πατέρα του και στη συνέχεια της μητέρας του, αλλά το πρώτον, όπως προαναφέρθηκε, μόλις το 1996 γνωστοποίησε την εν λόγω βούληση του. Η κρίση αυτή στηρίζεται στην κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ρητά κατέθεσε ότι δεν υπήρξε παραχώρηση στον εναγόμενο του δικαιώματος νομής στα επίδικα ούτε από τον πατέρα του (εναγομένου), ούτε από τις αδελφές του, ούτε γνωστοποίηση σχετικής βούλησης του προς αυτές πριν το 1996, η παραπάνω δε κατάθεση του μάρτυρα για το ότι δεν υπήρξε παραχώρηση της νομής των ακινήτων από τον πατέρα στον εναγόμενο ενισχύεται και από την κατάθεση της μάρτυρος ανταπόδειξης, η οποία ρητά κατέθεσε ότι ούτε ο πατέρας, ούτε η μητέρα είχαν εκφράσει τη βούληση τους σχετικά με την κληρονομιαία περιουσία. Η αντίθετη κατά τα λοιπά κατάθεση της παραπάνω μάρτυρος ανταπόδειξης ότι οι αδελφές του εναγόμενου δήλωσαν ότι "ούτε τους γέρους θέλουν ούτε την περιουσία" δεν κρίνεται πειστική, καθόσον αόριστα αυτή καταθέτει για το γεγονός αυτό, αναφέροντας ότι "τις άκουσε" να λένε τα παραπάνω χωρίς να προσδιορίζει το πότε έγινε αυτό, ενώ κατέθεσε ότι δεν γνωρίζει για σχετική συμφωνία μεταξύ των αδελφών για παράδοση των μεριδίων στον εναγόμενο, η δε συχνή αναφορά στην κατάθεση της ότι ο εναγόμενος παρέμεινε στο Κιλκίς για να φροντίζει τους γονείς του αφορά την πραγματική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί και ακόμα και αν αυτό έγινε κατά προτροπή των αδελφών του, όπως ισχυρίζεται ο εναγόμενος και καταθέτει η παραπάνω μάρτυρας, δεν αποδεικνύει και την παραίτηση των αδελφών του από την κληρονομιαία περιουσία των γονέων τους. Ούτε εξάλλου και η κατάθεση της συζύγου του εναγόμενου στην προαναφερθείσα ένορκη βεβαίωση, οδηγεί σε διαφορετική από τα παραπάνω κρίση, καθόσον τα όσα περί παραίτησης των αδελφών συγκληρονόμων του εναγομένου συζύγου της καταθέτει δεν ενισχύονται από άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλά αντίθετα αυτή, παρότι καταθέτει ότι από το έτος 1970 ο εναγόμενος νέμεται και κατέχει τα πιο πάνω κληρονομιαία ακίνητα επιμελώς αποφεύγει να αναφερθεί στο γεγονός της έκδοσης της οικοδομικής άδειας το έτος 1974 από την πρώτη ενάγουσα". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ότι οι αδελφές του αναιρεσείοντος και συγκληρονόμοι μαζί με αυτόν στην κληρονομιά του πατέρα τους Γ. Κ., δεν είχαν παραιτηθεί από την κληρονομιά αυτή και στη συνέχεια απέρριψε τους αφορώντες στο ζήτημα αυτό οικείους λόγους της εφέσεως (2ο, 3ο και 4ο ) επικυρώνοντας και κατά τούτο την εκκαλουμένη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως ως προς το κεφάλαιο αυτό. Ο λόγος αυτός ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος, γιατί πλήττει την κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως για εκτιμητικό και όχι για διαγνωστικό σφάλμα και συγκεκριμένα για εσφαλμένη εκτίμηση του εν λόγω εγγράφου (προτάσεις επί άλλης ως προς τα ίδια ακίνητα δίκης), το οποίο το Εφετείο ορθά και στο σύνολό του ανέγνωσε, αφού πέραν των επικαλουμένων ισχυρισμών από τους οποίους συνήγαγε το πόρισμα ότι δεν υπήρξε παραίτηση από κληρονομικό δικαίωμα των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων και της αδελφής τους και δικαιοπαρόχου των λοιπών αναιρεσιβλήτων Π., αναφέρεται και στους λοιπούς ισχυρισμούς των εν λόγω προτάσεων (χρησικτησία, παραγραφή, κατάχρηση). Η εκτίμηση όμως αυτή πλήτει την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου ως προς το περιεχόμενο αποδεικτικού μέσου και συνακόλουθα την περί των πραγμάτων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Προσέτι ο λόγος αυτός, κατά την ερευνώμενη αιτίαση του, είναι απαράδεκτος και γιατί, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, το πληττόμενο έγγραφο δεν ήταν το μοναδικό ή το κύριο αποδεικτικό στοιχείο, στο οποίο το δικαστήριο στηρίχθηκε για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος για την απόρριψη του επίμαχου ισχυρισμού, αλλά το συνεκτίμησε με άλλα ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες αποδείξεως, ανταποδείξεως, ένορκη βεβαίωση συζητήσεις περί ανοικοδομίσεως στο επίδικο από την Π. Κ.). Περαιτέρω ο ίδιος λόγος αναιρέσεως ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι επίσης απορριπτέος, αφού η προσβαλλομένη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 107 ΑΚ, καθόσον δεν στερείται νομίμου βάσεως, αφού όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενό της διέλαβε σ'αυτήν πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ζήτημα της ιδιότητας των εναγόντων αναιρεσιβλήτων ως κληρονόμων του Γ. Κ. και μη παραιτήσεως τους από την κληρονομιά αυτή και της απορρίψεως του οικείου αρνητικού ισχυρισμού του αναιρεσείοντος - εναγομένου. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσίαν την υπόθεση, η κατά τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ παραβίαση, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση (ΑΠ 1020/2013, ΑΠ 1258/2013, ΑΠ 1259/2013). Περαιτέρω κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικής και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της ασκήσεώς του ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (Ολ.ΑΠ 5/2011 ΑΠ 1126/2013). Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ'αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο επιτπώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστης, δεν συγχωρείται να γίνει, προς απόκρουση του δικαιώματος, επίκληση πράξεων άσχετων με τη συμπεριφορά αυτή. Για την εφαρμογή της διατάξεως δεν αρκεί μόνη η επί μακρό χρόνο αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, ούτε η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει δικαίωμα κατ' αυτού η ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί, ούτε κατ' ανάγκην από την άσκησή του να δημιουργούνται απλώς δυσμενείς ή και αφόρητες επιπτώσεις για τον υπόχρεο αλλά απαιτείται κατά περίπτωση, συνδυασμός των ανωτέρω (Ολ.ΑΠ 5/2011, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 1127/2013). Σε κάθε περίπτωση τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου αν συνιστούν ή όχι κατάχρηση δικαιώματος με την προαναφερθείσα έννοια (ΑΠ 1126/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της ευθείας παραβιάσεως της παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, καθόσον αυτή δεν εφαρμόσθηκε, ενώ υπό τα γενόμενα δεκτά, ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι σε σχέση με την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος των αναιρεσιβλήτων, που ο αναιρεσείων είχε υποβάλει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επανέφερε στο δευτεροβάθμιο με τον έκτο λόγο της εφέσεώς του, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: "Τέλος και σχετικά με την προβληθείσα εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση του εκκαλούντος-εναγόμενου, με την οποία ειδικότερα ισχυριζόταν ότι από το έτος 1970 και μέχρι την άσκηση της αγωγής εναντίον του κατέχει αποκλειστικά για τον εαυτό του τα ακίνητα, ότι αρχικά από το έτος 1970 και μέχρι το έτος 1980 προέβη αποκλειστικά με δικές του δαπάνες σε γενική ανακατασκευή της παλαιάς οικίας (δάπεδα, επιχρίσματα, κουφώματα σκεπή κλπ.), ανέγερση κουζίνας, λουτροκαμπινέ και ισογείου εργαστηρίου για την εγκατάσταση της βιοτεχνίας του, περίφραξη και φύτευση διάφορων οπωροφόρων δένδρων και αμπέλου, υπό τα όμματα και με τη συναίνεση των αδελφών του, οι οποίες ουδέποτε κατά το χρονικό διάστημα από τον κατά το έτος 1976 θάνατο του πατέρα τους και από τον κατά το έτος 1988 επισυμβάντα θάνατο της μητέρας τους και μέχρι το έτος 2002 προέβαλλαν οποιαδήποτε αξίωση για τα κληρονομιαία ακίνητα, ότι έτσι εύλογα του δημιουργήθηκε πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσουν το δικαίωμα τους και ότι η ανατροπή της διαμορφωθείσας κατάστασης θα επιφέρει αφόρητες συνέπειες για τον ίδιο, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι η εν λόγω ένσταση καταχρηστικής άσκησης της περί κλήρου αγωγής είναι αβάσιμη κατ' ουσία. Τούτο δε διότι ο εναγόμενος προέβη στην ανακατασκευή της παλαιάς οικίας και στην ανέγερση των προαναφερθέντων βοηθητικών χώρων (κουζίνας, λουτροκαμπινέ) καθώς και στην κατασκευή του εργαστηρίου, για την εξυπηρέτηση των στεγαστικών αναγκών του ίδιου και της οικογενείας του, καθώς και για την εγκατάσταση της βιοτεχνίας που διατηρούσε, ενώ οι δαπάνες αυτών μπορούν να αναζητηθούν από τους ενάγοντες υπό τις νόμιμες προϋποθέσεις. Η διαμονή δε των συγκληρονόμων-αδελφών στην οικία του εναγόμενου κατά τις επισκέψεις τους στο Κιλκίς, μέχρι το έτος 1996, που κατά τα προεκτεθέντα διερράγησαν οι σχέσεις τους, δεν δημιούργησε ο' αυτόν την πεποίθηση ότι αυτές δεν θα ασκήσουν το κληρονομικό τους δικαίωμα, δεδομένου μάλιστα ότι δεν αποδείχθηκε, κατά τα προδιαληφθέντα ότι ο πατέρας, πριν το θάνατο του, παραχώρησε άτυπα στον εναγόμενο τα επίδικα ακίνητα. Και ναι μεν οι συγκληρονόμοι αδελφές του εναγομένου καθυστέρησαν να ασκήσουν την ένδικη εναντίον του αγωγή, όμως μόνη η εν λόγω αδράνεια τους δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος τους, καθόσον η καθυστέρηση αυτή οφείλεται στην ανοχή της εκμετάλλευσης εκ μέρους του εναγόμενου καθ' ολοκληρία των κληρονομιαίων ακινήτων λόγω της συγγενικής τους σχέσης ως αδελφών, της δύσκολης οικονομικής κατάστασης του εναγόμενου και του γεγονότος ότι φρόντισε τους γονείς τους όταν ασθένησαν, ενώ επίσης, όταν ο εναγόμενος εκδήλωσε για πρώτη φορά το έτος 1996 την πρόθεση του να κατέχει τα επίδικα ακίνητα (πλην του 1049) ως αποκλειστικός νομέας, οι συγκληρονόμοι αδελφές του αντέδρασαν και προέβησαν στην αποδοχή της κληρονομιάς το έτος 1999 και ακολούθως το έτος 2006 άσκησαν την εναντίον του αγωγή". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την παραπάνω ένσταση και τον οικείο λόγο εφέσεως, επικυρώνοντας κατά το κεφάλαιο της αυτό την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την προδιαληφθείσα ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ενόψει του ότι υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτή και υπήχθησαν στην παραπάνω διάταξη, όπως η έννοια αυτής αναλύθηκε στη νομική σκέψη, και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού. Ειδικότερα τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν κατάχρηση, καθόσον δεν προέκυψε συμπεριφορά των δικαιούχων - αναιρεσιβλήτων που να δημιουργεί στον υπόχρεο - αναιρεσείοντα την πεποίθηση ότι οι συγκληρονόμοι αδελφές τους δεν θα ασκήσουν το κληρονομικό τους δικαίωμα και ότι αντίθετη πεποίθησή του δεν δικαιολογείται από το ότι όταν αυτές μετέβαιναν στο Κιλκίς διέμεναν στην κληρονομιαία οικία, που ο αναιρεσείων είχε ανακατασκευάσει για την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών του ιδίου και της οικογενείας του και την εγκατάσταση της βιοτεχνίας του, χωρίς να διαμαρτυρηθούν για τις ανακατασκευές, αφού δεν υπήρχε ζήτημα αμφισβητήσεως των δικαιωμάτων τους, ενώ μόνη η επιδειχθείσα αδράνεια ως προς την άσκηση της ένδικης αγωγής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του ενδίκου δικαιώματός τους. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσίβλητων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22-12-2010 αίτηση του Π. Κ. του Γ., για αναίρεση της υπ' αριθμό 1408/2010 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Ιουλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αγωγή περί κλήρου. Ο συγκληρονόμος νέμεται και για λοιπούς. Δεν μπορεί να αντιτάξει χρησικτησία ή κτητική παραγραφή πριν καταστήσει γνωστό ότι νέμεται για τον εαυτό του. Προθεσμία χρησικτησίας αρχίζει από την γνωστοποίηση αυτή 559 αρ. 1 δεν ιδρύεται ο λόγος όταν υπό την επίφαση της παραβιάσεως πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. 559 αρ.20. Παραμόρφωση εγγράφου. Δεν ιδρύεται επί εκτιμητικού λάθους αλλά μόνο επί διαγνωστικού. Ιδρύεται και όταν γίνεται επιλεκτική ανάγνωση. Έγγραφα θεωρούνται και τα διαδικαστικά έγγραφα, άλλης δίκης, όχι όμως και της ενεστώσας. Πρέπει να είναι το έγγραφο το κύριο αποδεικτικό στοιχείο, όχι όταν συνεκτιμάται μαζί με άλλα 281 ΑΚ Προϋποθέσεις. Δεν αρκεί μόνο η αδράνεια. Απορρίπτεται η από οτ 559 αρ.1 αιτίαση γιατί τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά ως αποδειχθέντα δεν αρκούσαν για την εφαρμογή της διατάξεως του 281 ΑΚ.
Κοινωνία
Αγωγή περί κλήρου , Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Κοινωνία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1502/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Κωνσταντίνο Φράγκο, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Χ. Μ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Αγγελάκο, περί αναιρέσεως της 448/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Α. Ρ. του Θ., κάτοικο ... που εμφανίστηκε χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Αυγούστου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 954/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα απ` αυτά χωριστά. Το ποινικό δικαστήριο, οφείλει να απαντήσει και περαιτέρω να αιτιολογήσει ειδικώς και την παραδοχή ή την απόρριψη ενός αυτοτελούς ισχυρισμού, μόνο όμως όταν έχει υποβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή, αν αναφέρονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή του, αλλιώς είναι απαράδεκτος ως αόριστος, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Αν έγινε προβολή ή όχι και δη παραδεκτά, προκύπτει αποκλειστικά από τα πρακτικά του δικαστηρίου, που κατ` άρθρο 142 παρ. 3 του ΚΠΔ, αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σε αυτά μέχρι να διορθωθούν με τη νόμιμη διαδικασία ή ωσότου προσβληθούν για πλαστότητα. Επίσης, η παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου που απορρίπτει αίτηση του εκκαλούντος- κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης, λόγω σημαντικών αιτίων, κατά το άρθρο 349 του ΚΠΔ, πρέπει να είναι ειδικά αιτιολογημένη, παρά το ότι η παραδοχή ή απόρριψη μιας τέτοιας αιτήσεως έχει αφεθεί στη διακριτική και ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, δηλαδή πρέπει η απόφαση να αναφέρει στο αιτιολογικό της τα αποδεικτικά μέσα που εκτιμήθηκαν, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και τις σκέψεις, βάσει των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική της αιτήσεως αυτής κρίση του. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 349 παρ.1 και 2 του ΚΠΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο εκδικάσεως της προκειμένης υποθέσεως(4-3-2013), μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 20 του ν. 3904/2010 και προ της τροποποίησής του με το άρθρο 33 του ν. 4055/2012, προκύπτει ότι το δικαστήριο μετά από πρόταση του Εισαγγελέα ή και αυτεπάγγελτα, "μπορεί να διατάξει την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, μία μόνο φορά, για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας. H αναβολή που χορηγείται με αίτημα του διαδίκου, για λόγο που αφορά αυτόν ή το συνήγορο του, δεν μπορεί να υπερβεί τους τρείς μήνες και διατάσσεται μόνο για σοβαρούς λόγους υγείας ,οι οποίοι αποδεικνύονται με έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος ή λόγους ανώτερης βίας. Οι λόγοι αυτοί προσδιορίζονται στην απόφαση, η οποία πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης υπ' αρ. 448/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτουν τα εξής: Μετά την εκφώνηση της υποθέσεως και του ονόματος των κατηγορουμένων που βρέθηκαν παρόντες και τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος έλαβε το λόγο από τη Πρόεδρο του Δικαστηρίου και δήλωσε σ' αυτό ότι ο δικηγόρος Νικόλαος Αγγελάκος, που διόρισε ως συνήγορο του και ο οποίος έχει αναλάβει την υπεράσπιση του και έχει μελετήσει τη δικογραφία, έχει δε στα χέρια του και σχετικά έγγραφα, δεν προσήλθε σήμερα στο δικαστήριο να τον υπερασπισθεί, επειδή απουσιάζει για να ασκήσει το λειτούργημα του στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και στο ΜΟΔ και δεν μπορεί να παραστεί σήμερα σε αυτό το δικαστήριο και ως εκ τούτου ζητάει την αναβολή της υπόθεσης. Σχετικά αναγνώσθηκαν η από 1-3-2013 αίτηση του Ν. Α. και 3 σελίδες του 1387/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από απορριπτική εισαγγελική πρόταση, απέρριψε το παραπάνω αίτημα αναβολής, με το εξής αιτιολογικό: "Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 349 παρ.1και 2 ΚΠΔ, το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως μπορεί να διατάξει μία φορά την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους μία μόνο φορά για σοβαρούς λόγους υγείας ή ανώτερης βίας .Η αναβολή που χορηγείται με αίτημα διαδίκου, για λόγο που αφορά αυτόν ή τον συνήγορο του, διατάσσεται μόνο για σοβαρούς λόγους υγείας οι οποίοι αποδεικνύονται με έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος ή λόγους ανώτερης βίας, δηλαδή κατάστασης εξαιρετικής ανάγκης, η οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν μπορεί να προβλεφθεί και προληφθεί από τον άνθρωπο με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης, δημιουργώντας σ' αυτόν απόλυτη αδυναμία να προβεί σε ορισμένη ενέργεια, αδιάφορα από τα αίτια που την προκάλεσαν. Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών Χ. Μ., ζητεί την αναβολή εκδίκασης της κρινόμενης υπόθεσης σε μεταγενέστερη δικάσιμο, υποστηρίζοντας ότι ο συνήγορος του Νικόλαος Αγγελάκος, ο οποίος έχει μελετήσει τη δικογραφία και έχει στα χέρια του τα σχετικά έγγραφα, δεν προσήλθε να τον υπερασπισθεί σήμερα επειδή απουσιάζει για να ασκήσει το λειτούργημα του στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και στο ΜΟΔ και δεν μπορεί να παραστεί σήμερα σε αυτό το Δικαστήριο .Προς απόδειξη δε του σχετικού αιτήματος του προσκόμισε την από 1-3-2013 αίτηση του ως άνω δικηγόρου Αθηνών προς το Δικαστήριο τούτο σύμφωνα με την οποία δηλώνει ότι αδυνατεί να τον υπερασπισθεί σήμερα, διότι έχει άλλες υποθέσεις που δεν επιδέχονται αναβολή και ειδικότερα παρίσταται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (διάδικοι Κ. Σ. κατά Α. Φ.) κληρονομικό, μετά από αναβολή και στη συνέχεια παρίσταται στο ΜΟΔ ως πολιτικώς ενάγων στην υπόθεση με κατηγορούμενο M. R. (αποπλάνηση ανηλίκου), η οποία του ανατέθηκε την 28-2-2013 , ενώ παράλληλα προσκομίσθηκαν και 3 σελίδες του 1387/2012 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που αφορά τον κατηγορούμενο B. M. του R.. Ο λόγος αυτός όμως εν όψει και της επικείμενης παραγραφής της αποδιδομένης στον εκκαλούντα αξιόποινης πράξης, δεν αποτελεί ανωτέρα βία υπό την αναφερόμενη στη μείζονα σκέψη έννοια και πρέπει το περί αναβολής εκδίκασης της υπόθεσης αίτημα του να απορριφθεί ως αβάσιμο". Με τις παραδοχές αυτές, η απορριπτική παρεμπίπτουσα απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου : περιέχει την επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού μνημονεύονται, στο παραπάνω επί μέρους αιτιολογικό, τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το δικαστήριο, για να καταλήξει στην ανωτέρω απορριπτική κρίση του, αναφέρονται τα στοιχεία που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, στα οποία το δικαστήριο θεμελίωσε την ουσιαστική αβασιμότητα του εν λόγω αιτήματος αναβολής, καθώς αναφέρονται και οι συλλογισμοί με τους οποίους κατέληξε στην κρίση αυτή. Ειδικότερα, α) το αίτημα αυτό το οποίο ήταν σαφές και ορισμένο απορρίφθηκε από το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο έκρινε ότι δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο του συνηγόρου του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου λόγος ανωτέρας βίας, που να συνιστά κατάσταση η οποία δεν μπορούσε να προβλεφθεί, δεδομένου ότι αυτός γνώριζε την ανάληψη υποχρεώσεως του απέναντι στον αναιρεσείοντα, του οποίου την υπόθεση είχε αναλάβει προς υπεράσπιση και παρά ταύτα προέκρινε άλλες επαγγελματικές του υποχρεώσεις, γεγονός που γνώριζε και ο αναιρεσείων στον οποίο ανακοινώθηκε το κώλυμα αυτό. Επίσης αμφότεροι γνώριζαν ότι η συγκεκριμένη πλημμεληματική πράξη (ηθική αυτουργία σε ψευδορκία μάρτυρα), για την οποία είχε ο αναιρεσείων είχε καταδικασθεί και άσκησε έφεση, κινδύνευε να υποκύψει σε παραγραφή, γεγονός που απλώς επισήμανε το δικαστήριο, στην παρεμπίπτουσα απόφαση του χωρίς όμως ο κίνδυνος αυτός να αποτελεί την απορριπτική και αποκλειστική αιτιολογία του. Περαιτέρω, αφού το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία το αίτημα αναβολής της δίκης που υποβλήθηκε από τον αναιρεσείοντα -κατηγορούμενο και προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως, τον κήρυξε ένοχο της αξιοποίνου πράξεως για την οποία είχε καταδικασθεί και πρωτοδίκως και του επέβαλε την ποινή του ενός (1) έτους, την οποία μετέτρεψε με το ποσό των τριών (3) Ευρώ ημερησίως, αιτιολογώντας τη μη αναστολή αυτής, δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η' του ΚΠΔ λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζεται, ότι η πιο πάνω παρεμπίπτουσα απορριπτική απόφαση, στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ότι μετά ταύτα το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, που δίκασε κατ' ουσία την υπόθεση υπερέβη αρνητικά την εξουσία του πρέπει να απορριφθούν, ως αβάσιμοι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 171 παρ.1 ... περ. δ` και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπ' όψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και το διεθνές σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Ετέρωθεν, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. γ' της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το Ν. Δ/γμα 53/1974 και αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του εσωτερικού Ελληνικού Δικαίου, κάθε κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα, γ) όπως υπερασπίσει ο ίδιος τον εαυτό του ή να αναθέσει την υπεράσπιση του σε συνήγορο της εκλογής του και σε περίπτωση που δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώσει συνήγορο της εκλογής του, να του παρασχεθεί αυτός δωρεάν όταν αυτό ενδείκνυται για το συμφέρον της δικαιοσύνης. Στη προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως του, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, διότι μετά την ανωτέρω παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για αναβολή της δίκης του, λόγω ανωτέρας βίας στο πρόσωπο του συνηγόρου της εκλογής του, εθίγησαν τα υπερασπιστικά του δικαιώματα με αποτέλεσμα να μη τύχει δίκαιης δίκης αφού στερήθηκε τον επιλεγμένο από αυτόν συνήγορο. Με τα ανωτέρω όμως εκτιθέμενα, η στέρηση του συνηγόρου του, δεν οφείλεται σε κάποια ενέργεια ή παράλειψη του Δικαστηρίου προς βλάβη των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του, αλλά σε δική του αποκλειστικά υπαιτιότητα να μην επιλέξει άλλο συνήγορο αφ' ότου κατέστη σε αυτόν γνωστό το κώλυμα του συνηγόρου του ,οι λόγοι απουσίας του οποίου κρίθηκε ότι δεν συνιστούσαν λόγο ανωτέρας βίας αλλά απουσίασε για προσωπικούς του επαγγελματικούς λόγους μετά από επιλογή του να παραστεί σε άλλες υποθέσεις του, λόγο που δεν συνιστά σε καμία περίπτωση παράλειψη του δικαστηρίου. Σημειωτέον ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος είχε αναφαίρετο δικαίωμα εμφανίσεως και υπερασπίσεως του εαυτού του στη προκειμένη υπόθεση, όπως δε προκύπτει από τα επισκοπούμενα πρακτικά της δίκης για τις ανάγκες του ελέγχου του αναιρετικού αυτού λόγου σε σχέση με την υπεράσπιση του, το δικαστήριο πριν την απολογία του, κατόπιν αιτήματος του, διέκοψε μία ώρα την εκδίκαση της υποθέσεως του προκειμένου να επικοινωνήσει με τον συνήγορο του .Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 εδ Α !ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ.κατ.51/2-8-2013 αίτηση του Χ. Μ. του Κ., κατοίκου ... οδός … αρ. …, περί αναιρέσεως της 448/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Νοεμβρίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναίρεσης: Έλλειψη αιτιολογίας παρεμπίπτουσας απόφασης. Αρνητική υπέρβαση εξουσίας. Απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Οι παρεμπίπτουσες απορριπτικές αποφάσεις επί αιτήματος αναβολής της δίκης πρέπει να είναι αιτιολογημένες. Αίτημα αναβολής για λόγους ανώτερης βίας και συγκεκριμένα λόγω κωλύματος στο πρόσωπο του συνηγόρου του κατηγορουμένου ο οποίος βρισκόταν για άλλη υπόθεσή του ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου και κατόπιν στο ΜΟΔ Αθηνών, δε συνιστά λόγο ανώτερης βίας, αφού προέκρινε τις υποθέσεις αυτές έναντι της υποθέσεως του αναιρεσείοντος τον οποίο είχε ενημερώσει. Η μετά από αιτιολογημένη απόρριψη του αιτήματος αναβολής καταδικαστική κρίση του δικαστηρίου δε συνιστά αρνητική υπέρβαση εξουσίας του δικαστηρίου. Δεν επηρεάζονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, ώστε να θεωρείται ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης (άρθρ. 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ), από τη στέρηση του δικηγόρου της επιλογής του, αφού η στέρηση αυτή δεν προήλθε από πράξη ή παράλειψη του δικαστηρίου που έκρινε αιτιολογημένα ότι δεν συνέτρεχε λόγος ανωτέρας βίας για την απουσία του, αλλά και διότι ο κατηγορούμενος είχε αναφαίρετο δικαίωμα να υπερασπίσει τον εαυτό του. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Ανωτέρα βία.
0
Αριθμός 1499/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Μαρία Βασιλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά και Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου Γ. Δ. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ράπτη, για αναίρεση της υπ'αριθ.1208/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Κ. Π. του Ν., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπήλιο Κουτσουμπάκη. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Μαΐου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 697/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Ούτω για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α)σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος, η πραγματοποίηση του οποίου, εντεύθεν, και δεν απαιτείται, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία παρεπλανήθη κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, γ)βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος. "Περιουσιακό όφελος" είναι κάθε οικονομική βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως, υπάρχει δε περιουσιακό όφελος όταν επιδιώκεται η αύξηση της περιουσίας του δράστη ή άλλου, καθώς και κάθε ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσίας του. Το επιδιωκόμενο όφελος πρέπει να αποτελεί τον αντίποδα της βλάβης του παθόντος και συνήθως ισούται με αυτό, ήτοι η βλάβη της περιουσίας πρέπει να αντιστοιχεί στο παράνομο περιουσιακό όφελος που ο υπαίτιος επεδίωξε και να είναι άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της απατηλής συμπεριφοράς του υπαιτίου. Ο παραπλανώμενος δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τον βλαπτόμενο, αρκεί να μπορεί από τον νόμο ή τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή, το δε περιουσιακό όφελος που επεδίωξε ο δράστης, πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτομένου στη διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε να αποτελεί την ανάστροφη όψη της περιουσιακής βλάβης. Εντεύθεν απάτη είναι δυνατόν να τελεσθεί και δια παραπλανήσεως του δικαστού σε πολιτική δίκη, δια της προβολής ψευδούς ισχυρισμού, ο οποίος (να) υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσκομιδή ψευδών αποδεικτικών μέσων ήτοι πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων, ή γνησίων μεν, ψευδών όμως κατά περιεχόμενο, ή με ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων, από τα οποία ο δικαστής παρεπλανήθη και εξέδωσε απόφαση, συνεπεία της οποίας επήλθε βλάβη στην περιουσία του αντιδίκου. Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 § 1 ΠΚ "όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε με ποινή ελαττωμένη (άρθρ. 83)". Το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με την μορφή απόπειρας, τόσον όταν ο δράστης επιχειρήσει πράξη που κατευθύνεται στην παραπλάνηση του άλλου και κατά την πρόθεσή του οδηγεί στην περιουσιακή διάθεση, πλην όμως δεν ολοκληρώθηκε ή ολοκληρώθηκε μεν, αλλά δεν προκάλεσε πλάνη ή περιουσιακή ζημία, όσο και όταν η συμπεριφορά του δράστη τελεί εις τοιαύτην αναγκαία και άμεση συνάφεια προς την αντικειμενική υπόσταση της απάτης, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα αυτής στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε αποκοπεί για οποιοδήποτε λόγο. Για την στοιχειοθέτηση της απόπειρας απάτης απαιτείται να συντρέχει πλήρως και η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, δηλαδή ο δράστης πρέπει να έχει γνώση ως προς το ψευδές των περιστάσεων και να επιδιώκει την επίτευξη παρανόμου περιουσιακού οφέλους. Και στην απάτη στο δικαστήριο είναι νοητή η απόπειρα, αν δεν παραπλανήθηκε το δικαστήριο, παρά την επιχειρηθείσα απάτη υπό του διαδίκου και εκδίδει απορριπτική απόφαση για τον προβληθέντα ισχυρισμό ή δεν εκδίδει οριστική απόφαση υπέρ του δράστη. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ! του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του αδικήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται. Δεν αποτελεί, επίσης, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την υπ' αρ. 1208/2013 (προσβαλλόμενη) απόφαση του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της που αλληλοσυμπληρώνονται, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο της αξιοποίνου πράξεως : α) της απόπειρας απάτης δικαστηρίου με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ειδικότερα, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δέχθηκε ότι, από την χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν ενόρκως στο δικαστήριο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία, (ο κατηγορούμενος δεν απολογήθηκε διότι εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του), αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά - κατά πιστή μεταφορά -"Ο μηνυτής Κ. Π. διατηρούσε περί το έτος 2003 ατομική επιχείρηση εμπορίας ηλεκτρονικών ειδών στο … επί της οδού … και … αρ. … με υποκατάστημα στην οδό … στο … της αλυσίδας καταστημάτων με την επωνυμία "ΓΕΡΜΑΝΟΣ". Ο κατηγορούμενος Γ. Δ. μετέβη την 4-3-2003 και την 5-3-2003 μαζί με την Α. Κ., για την οποία αργότερα υποστήριξε ότι ήταν λογίστριά του στο επί της οδού ... στο …. κατάστημα του εγκαλούντα προκειμένου να αγοράσουν κινητά τηλέφωνα, Την πρώτη φορά αγόρασε μετά από επικοινωνία με τον εκεί πωλητή Η. Ν. δύο συσκευές κινητών τηλεφώνων μάρκας NOKIA 6100 αντί 1393 ευρώ την δε επομένη (5-3-2003) εξ συσκευές κινητών τηλεφώνων NOKIA 6100 και 7210 αντί τιμήματος 1345 ευρώ. Ο κατηγορούμενος αφού επέδειξε τα στοιχεία της ταυτότητας του όπως προέκυπταν από την αστυνομική του ταυτότητα συμπλήρωσε δύο αιτήσεις προς την Τράπεζα Εργασίας (EUROBANK) Α.Ε για την έκδοση δύο πιστωτικών καρτών MAGNA GERMANOS και την χορήγηση ισόποσης πίστωσης προς το τίμημα αγοράς των κινητών τηλεφώνων συνολικού ποσού 2738 ευρώ. Τον Απρίλιο του έτους 2003 όταν από την Τράπεζα εστάλη η ειδοποίηση πληρωμής με την οποία αυτός (κατηγορούμενος), ως δικαιούχος των πιστωτικών καρτών τις οποίες είχε χρησιμοποιήσει για να αγοράσει με πίστωση του τιμήματος αγοράς τα άνω κινητά τηλέφωνα καλείτο να εξοφλήσει την πρώτη δόση δήλωσε στους γονείς του ότι αγνοούσε την αιτία και προέλευση της οφειλής αυτής. Ενόψει της δήλωσης του αυτής ο πατέρας του προσέφυγε στο AT της περιοχής και επικοινωνία του διοικητή του τμήματος με την Α. Κ. αυτή ανέλαβε να εξοφλήσει το χρέος αυτό. Πλην όμως επειδή δεν το εξόφλησε επανήλθαν στο αστυνομικό τμήμα και εκεί υπέγραψε δήλωση με την οποία αναλάμβανε την υποχρέωση να εξοφλήσει το τίμημα των κινητών τηλεφώνων που είχε αγοράσει με την πιστωτική κάρτα του κατηγορουμένου. Σε καμία περίπτωση η Α. Κ. παραδέχθηκε ότι είχε πλαστογραφήσει την υπογραφή του κατηγορουμένου ή είχε χρησιμοποιήσει αντίγραφο της αστυνομικής του ταυτότητας ή ότι αυτός ήταν απών στις συναλλαγές αγοράς των τηλεφώνων και εκδόσεως των πιστωτικών καρτών αλλά απλά ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει το ποσό του τιμήματος αγοράς των προφανώς διότι τα τηλέφωνα είχαν αγοραστεί για δική της χρήση. Στην συνέχεια ο κατηγορούμενος αν και γνώριζε ότι αυτός είχε εμφανιστεί και υπογράψει την αίτηση εκδόσεως πιστωτικών καρτών και των αποδείξεων πληρωμής των αγορών που είχε πραγματοποιήσει υπέβαλε την από 15-11 -2003 έγκληση του την οποία ενεχείρισε μέσω του πληρεξουσίου του δικηγόρου Νικολάου Κοσκινά και κατήγγειλε τον εγκαλούντα Κ. Π. και την Α. Κ. καθώς και κάθε άλλο άγνωστο υπεύθυνο πρόσωπο ότι από κοινού ενεργούντες διέπραξαν σε βάρος του τις αξιόποινες πράξεις της απάτης από κοινού κατά συρροή και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από κοινού κατά συρροή Επίσης, με δεύτερη έγκληση του κατηγόρησε τον Η. Ν. υπάλληλο του καταστήματος "Γερμανός ΑΕ " ότι ενεργώντας μετά από προτροπή και παρακίνηση του Κ. Π. διέπραξε σε βάρος του τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως και ο τελευταίος της ηθικής αυτουργίας στις πράξεις αυτές. Με το 166/2006 αμετάκλητο βούλευμα μετά την άσκηση ποινικών διώξεων σε βάρος των άνω προσώπων κρίθηκε ότι δεν έπρεπε να γίνει κατηγορία σε βάρος αυτών δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος ήταν εκείνος που επισκέφθηκε το κατάστημα Γερμανός μαζί με την Α. Κ. και αφού αγόρασαν τα κινητά τηλέφωνα συνολικής αξίας και αυτός ο ίδιος υπέγραψε την αίτηση έκδοσης πιστωτικών καρτών για την πληρωμή του τιμήματος των προσκομίζοντας και επιδεικνύοντας την αστυνομική του ταυτότητα. Ο κατηγορούμενος όμως δεν περιορίστηκε μόνο στην υποβολή μηνύσεων αλλά άσκησε και την από 14-1-2004 αγωγή του εναντίον της Α. Κ. και του Κ. Π. και της τράπεζας με την επωνυμία 'ΤΡΑΠΕΖΑ EFG ERGASIAS Α.Ε με την οποία ζητούσε να του καταβάλουν το ποσό των 80,000 ευρώ ως αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης. Παρέστησε δε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά την εκδίκαση της αγωγής του ότι οι περιεχόμενοι στην άνω αγωγή ισχυρισμοί του ήταν αληθείς και ότι δήθεν η Α. Κ. η οποία πριν από πέντε περίπου έτη είχε αναλάβει την διεκπεραίωση των φορολογικών του υποθέσεων χρησιμοποιώντας αντίγραφο του δελτίου της αστυνομικής του ταυτότητας κατά την διάρκεια διαδοχικών επισκέψεων της στο επί της οδού …αριθ. … κατάστημα της αλυσίδας ΓΕΡΜΑΝΟΣ ιδιοκτησίας το Κ. Π. και με την βοήθεια και συνεργασία του τελευταίου (ο οποίος δέχθηκε απλό αντίγραφο της αστυνομικής ταυτότητας του κατηγορουμένου και χωρίς την αυτοπρόσωπη παρουσία του) την υπογραφή δύο αιτήσεων εκδόσεως πιστωτικών καρτών και υπογραφής των αποδείξεως πιστωτικής πληρωμής των τηλεφωνικών συσκευών που αυτή αγόρασε θέτοντας κατ'απομίμηση της γνησίας την υπογραφή του και χωρίς αυτός να το εγκρίνει ή αποδέχεται, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί στην καταβολή του τιμήματος αγοράς αυτών. Για να πείσει δε το δικαστήριο για την αλήθεια του περιεχομένου της αγωγής του επικαλέστηκε την ένορκη εξέταση του πατέρα του Ν. Δ. ο οποίος κατέθεσε ενόρκως τα άνω ψευδή γεγονότα ήτοι ότι η Α. Κ. είχε εμφανιστεί μόνη της στην επιχείρηση του εγκαλούντα και σε συνεργασία μ'αυτόν υπέγραψε χωρίς την έγκριση ή την γνώση του κατηγορουμένου γιου του τις αιτήσεις εκδόσεως πιστωτικών καρτών και των αποδείξεων ανάληψης υποχρέωσης πληρωμής των. Πάντα τα ανωτέρω έπραξε αν και γνώριζε ότι ήταν ψευδή αφού ο ίδιος αναγνωρίστηκε από τον υπάλληλο της εταιρείας ΓΕΡΜΑΝΟΣ Η. Ν. με τον οποία συνηλλάγη ενώ δεν υπήρχε οποιοδήποτε όφελος για τον ιδιοκτήτη να χρησιμοποιήσει ψευδή στοιχεία για την έκδοση πιστωτικής κάρτας αφού υπήρχε έλεγχος εκ μέρους της πληρώτριας τράπεζας και ενδεχόμενη παραβίαση των όρων εκδόσεως πιστωτικών καρτών από το κατάστημα του θα έθετε σε κίνδυνο την συνεργασία του με την τράπεζα και το όλο σύστημα συναλλαγών μαζί της. Παρά τις προσπάθειες του όμως ο δικάσας δικαστής δεν πείσθηκε στις άνω ψευδείς παραστάσεις του και ανέβαλε την αγωγή του μέχρι περαιώσεως της παρούσης ποινικής διαδικασίας. Με βάση τα ανωτέρω το δικαστήριο έχει πεισθεί ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος της πράξεως για την οποία κατηγορείται και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος κατά τα στο διατακτικό οριζόμενα. Το αίτημα του για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να αποφανθεί ειδικός πραγματογνώμονας γραφολόγος για το πρόσωπο που υπέγραψε τις άνω αιτήσεις για την έκδοση των πιστωτικών καρτών MAGNA GERMANOS ΚΑΙ MAGNA GOLD πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο αφού το πρόσωπο το οποίο κατονομάζει ως πλαστογράφο και αναφέρεται στο έγγραφο της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε μετά από εντολή του η γραφολόγος Μ. Κ. δεν ήταν καν παρών την ημέρα της συναλλαγής ενώ έχει πλήρως αποδειχθεί ότι ο συντάκτης και το πρόσωπο που της υπέγραψε ήταν ο κατηγορούμενος. Πρέπει να αναφερθεί ότι ο κατηγορούμενος στην προσπάθεια του να αποφύγει την πληρωμή του υπολοίπου του άνω τιμήματος στην αρχή κατήγγειλε τον εγκαλούντα και την Α. Κ. για να εκδοθεί το 166/2006 απαλλακτικό γι αυτούς βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών στην συνέχεια τον εγκαλούντα και τον υπάλληλο του Η. Ν. για να εκδοθεί μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης που διατάχθηκε η ΕΓ 16-06/51/ΤΔ/ 3-1-2003 διάταξη της εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε και η έγκληση του αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη." Ακολούθως του επέβαλλε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία και τον υποχρέωσε να πληρώσει στον πολιτικώς ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την σε βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία, το ποσό των 44 Ευρώ. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 18, 26 παρ. 1 ,27,παρ. 1, 42 παρ. 1,46εδ. β! ,83,94 παρ. 1, 224, 386 παρ.1 !ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε ούτε δε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο, παραβίασε. Συγκεκριμένα αιτιολογείται η καταδικαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο κατηγορούμενος, κατά την εκτέλεση της κυρίας πράξεως, ήτοι της παραπλανήσεως του δικαστηρίου, προκειμένου να αποδείξει την ιστορική βάση της από 14-1-2004 αγωγής του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, εναντίον του πολιτικώς ενάγοντος Κ. Π., της Α. Κ. και της Τράπεζας με την επωνυμία "Τράπεζα EFG ERGASIAS ΑΕ" και τους ψευδείς ισχυρισμούς που περιεχόταν σε αυτή, (που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ως εκτίθεται παραπάνω στο σκεπτικό αυτής), με σκοπό να ζημιώσει την περιουσία των εναγομένων με το ποσό των 80.000 Ευρώ, που ήταν το υλικό αντικείμενο της αγωγής του επ' ωφελεία του, εξετάσθηκε με την επιμέλεια του, για την απόδειξη αυτών ως μάρτυς αποδείξεως, ο πατέρας του Ν. Δ. ,ο οποίος κατέθεσε ενόρκως ότι οι ισχυρισμοί αυτοί ήταν αληθείς. Αιτιολογείται επίσης η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος με τις παραδοχές του α)ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος γνώριζε ότι το περιεχόμενο της αγωγής του ήταν ψευδές, διότι είχε αναγνωρισθεί από τον υπάλληλο της εταιρείας ΓΕΡΜΑΝΟΣ" Η. Ν. με τον οποίο έκανε τη συναλλαγή, β) γνώριζε ότι αυτός είχε εμφανισθεί στο ανωτέρω κατάστημα και είχε υπογράψει την αίτηση εκδόσεως πιστωτικών καρτών και των αποδείξεων πληρωμής των αγορών που είχε πραγματοποιήσει και γ)ότι οι εγκλήσεις που είχε υποβάλλει στον αρμόδιο Εισαγγελέα ,όσο αφορά την από 15-11-2003 ,με την οποία κατήγγειλε τον πολιτικώς ενάγοντα Κ. Π. και την Α. Κ. για τις αξιόποινες πράξεις της απάτης από κοινού και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από κοινού, εκδόθηκε το υπ' αρ.166/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει σε βάρος τους κατηγορία που κατέστη αμετάκλητο ,όσο αφορά δε την έγκληση του, σε βάρος του Η. Ν., υπαλλήλου του καταστήματος, για τις αξιόποινες πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως και σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντα Κ. Π. , για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας στις ως άνω πράξεις, μετά από διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση τέθηκε στο αρχείο με διάταξη του αρμόδιου Εισαγγελέα ως αβάσιμη κατ' ουσία. Αιτιολογείται επίσης η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, για την καταδίκη του εγκλήματος της απάτης δικαστηρίου εν αποπείρα, με την παραδοχή του ότι, παρά τις προσπάθειες του ο δικάσας δικαστής δεν πείσθηκε στις άνω ψευδείς παραστάσεις του, δεν εξέδωσε οριστική απόφαση επί της αγωγής του ,αλλά ανέβαλε την έκδοση της μέχρι πέρατος της ποινικής δίκης. Οι ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν αξιολόγησε τα προσκομισθέντα από αυτόν έγγραφα ,δε προέβη σε συσχετισμό αυτών μεταξύ τους ουδόλως δε έλαβε υπ' όψη του την προσκομισθείσα από αυτόν βεβαίωση της εργοδότριας εταιρείας του με την επωνυμία "…" από την οποία προέκυπτε ότι την ημεροχρονολογία και ώρα που φέρεται ότι έλαβε χώρα η συναλλαγή του στο κατάστημα του πολιτικώς ενάγοντα, αυτός εργαζόταν στην εταιρεία αυτή, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, διότι υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας .Ειδικότερα δε κατά το μέρος που προβάλλει την αιτίαση ότι δεν έλαβε υπ' όψη του το δικαστήριο την βεβαίωση της εργοδότριας του εταιρείας, είναι απορριπτέα και ως αβάσιμη διότι το έγγραφο αυτό, που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο και διαλαμβάνεται στα πρακτικά της προσβαλλόμενης με τον αρ.5 και τον τίτλο δελτίο παρουσίας προσωπικού λήφθηκε υπ' όψη του δικαστηρίου και συνεκτιμήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα για το σχηματισμό της κρίσης του, περί της ενοχής του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ! ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για τη καταδικαστική κρίση του, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του ΚΠΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Μεταξύ των αποδείξεων αυτών είναι και η πραγματογνωμοσύνη, που διατάσσεται κατά τη διάταξη του άρθρου 183 ΚΠΔ, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήματος κάποιου διαδίκου ή του Εισαγγελέως από ανακριτικό υπάλληλο ή από το δικαστήριο. Η αποδοχή ή απόρριψη του αιτήματος αυτού από το δικαστήριο εναπόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ! του ΚΠΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις προκειμένου να διατάξει το δικαστήριο πραγματογνωμοσύνη πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ! του ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 3904/2010, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α! του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Με βάση τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Συμβάσεως αυτής, αν υποβληθεί νομίμως αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις και αυτό απορριφθεί χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, θεωρείται ότι προσβάλλεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη και ιδρύεται και ο ως άνω λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο πληρεξούσιος συνήγορος του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, προ πάσης ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας υπέβαλλε στο δικαστήριο της ουσίας εγγράφως και ανέπτυξε προφορικά αίτημα αναβολής της δίκης, για κρείσσονες αποδείξεις προκειμένου να διαταχθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη ήτοι ζήτησε -κατά πιστή μεταφορά- "να διαταχθεί κατ' άρθρ. 183 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. β! της ΕΣΔΑ να προσκομισθούν ενώπιον του δικαστηρίου σας τα πρωτότυπα των από 4-3-2003 και 5-3-2003 δύο αιτήσεων για την έκδοση καρτώνMAGNA GERMANOS και MAGNA GOLD GERMANOS και να διαταχθεί η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με το υποβαλλόμενο με την παρούσα αίτημα μου, ώστε να διαπιστωθεί ότι 1. Οι από 4-3-2003 και 5-3-2003 δύο αιτήσεις για την έκδοση των καρτών MAGNA GERMANOS και MAGNA GOLD GERMANOS, οι οποίες φέρονται να έχουν συνταχθεί ως προς τα ιδιόγραφα στοιχεία τους και υπογραφεί στις αντίστοιχες ενδείξεις από εμένα δεν φέρουν τη γνήσια γραφή και υπογραφή μου, αλλά τη γραφή και υπογραφή τρίτου προσώπου και ειδικότερα του τρίτου μηνυόμενου Σ. Μ. και 2. Το από 24-4-2003 χειρόγραφο σημείωμα (σχετ. 1 ανωτέρω), στο οποίο αναγράφεται επί λέξει "… ΤΜΗΜΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΚΑΡΤΩΝ 24-4-2003 2110 ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΑΓΟΡΑΣ", έχει συνταχθεί από τον Σ. Μ. και να αποδειχθεί η αθωότητα μου για τις αποδιδόμενες σε μένα κατηγορίες". Με αυτό το περιεχόμενο, το αίτημα του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, το οποίο ήταν σαφές και ορισμένο αφού διαλαμβανόταν σε αυτό το θέμα και το αντικείμενο της αιτούμενης διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης, απορρίφθηκε από το δικαστήριο της ουσίας με πλήρη και σαφή αιτιολογία που έχει ως εξής "Το αίτημα του για διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να αποφανθεί ειδικός πραγματογνώμονας γραφολόγος για το πρόσωπο που υπέγραψε τις άνω αιτήσεις για την έκδοση των πιστωτικών καρτών MAGNA GERMANOS και MAGNA GOLD GERMANOS, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο αφού το πρόσωπο το οποίο κατονομάζει ως πλαστογράφο και αναφέρεται στο έγγραφο της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε μετά από εντολή του η γραφολόγος Μ. Κ., δεν ήταν καν παρών την ημέρα της συναλλαγής, ενώ έχει πλήρως αποδειχθεί ότι ο συντάκτης και το πρόσωπο που της υπέγραψε ήταν ο κατηγορούμενος. Πρέπει να αναφερθεί ότι ο κατηγορούμενος στη προσπάθεια του να αποφύγει τη πληρωμή του υπολοίπου του άνω τιμήματος, στην αρχή κατήγγειλε τον εγκαλούντα και την Α. Κ. για να εκδοθεί το υπ' αρ. 166/2006 απαλλακτικό γι' αυτούς βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών στην συνέχεια τον εγκαλούντα και τον υπάλληλο του Η. Ν. για να εκδοθεί μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης που διατάχθηκε η ΕΓ16-06/51/ΤΔ/3-1-2003, διάταξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε και η έγκληση του αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς την απορριπτική επί του ανωτέρω αιτήματος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου κρίση του, την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, που διαλαμβάνονται στο προοίμνιο της απόφασης ως εκτέθηκαν παραπάνω, και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκρινε αβάσιμο το εν λόγω αίτημα, ουδόλως δε στέρησε από τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη, παραβιάζοντας τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ.1, 3 β και δ! της ΕΣΔΑ, ώστε να προκαλείται από την απόρριψη αυτή, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι δεν εκτίθενται σ' αυτή οι νομικές σκέψεις και τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία οδηγήθηκε το δικαστήριο της ουσίας, στη κρίση ότι το κατονομαζόμενο ως πλαστογράφος πρόσωπο, δεν ήταν καν παρών την ημέρα της συναλλαγής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, διότι ως προαναφέρθηκε στη προσβαλλόμενη απόφαση εκτίθενται στο προοίμνιο αυτής τα αποδεικτικά μέσα στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε τόσο τη καταδικαστική του κρίση, όσο και τη κρίση του για την απόρριψη του αιτήματος περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις προκειμένου να διαταχθεί και διενεργηθεί η γραφολογική πραγματογνωμοσύνη Συνεπώς οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α! και Δ! του ΚΠΔ, σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω αιτήματος και για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω παραβιάσεως, με την παραπάνω σκέψη, του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, και του δικαιώματος του για δίκαιη δίκη που προβλέπεται από την ΕΣΔΑ, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι .- Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί η αιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του νομίμως παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176,183 ΚΠολ.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ. Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. κατ. 35/2013 αίτηση του Γ. Δ. του Ν., κατοίκου ..., οδός … αρ. …, περί αναιρέσεως της υπ' αρ. 1208/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντος, που ανέρχεται σε πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση καταδικαστικής απόφασης. Αδίκημα. Απόπειρα απάτης επί δικαστηρίω, με αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Επάρκεια αιτιολογίας για την καταδίκη και για την απόρριψη του αιτήματος του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, προκειμένου να διαταχθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη. Ο άμεσος δόλος αιτιολογείται με παράθεση πραγματικών περιστατικών που τον θεμελιώνουν. Στοιχειοθετείται το αδίκημα της απόπειρας απάτης στο δικαστήριο, αφού αυτό δεν πείσθηκε στα ψευδή γεγονότα που κατέθεσε ο μάρτυρας του αναιρεσείοντος, σε σχέση με την απόδειξη αυτών που ιστορούσε εν πλήρη επιγνώσει του ψεύδους τους, στην αγωγή του, δεν εξέδωσε οριστική απόφαση και ανέβαλε την έκδοση αποφάσεως μέχρι πέρατος της ποινικής δίκης. Η παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου που απορρίπτει το αίτημα αναβολής της δίκης, προκειμένου να διαταχθεί η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης απόκειται μεν στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας αλλά πρέπει να αιτιολογείται, άλλως προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 εδ. δ' ΚΠΔ αλλά και στις διατάξεις του άρθρ. 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ. Απορρίπτει αναίρεση. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα και στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντα.
Απόφαση παρεμπίπτουσα
Απάτη, Απόφαση παρεμπίπτουσα.
0
Αριθμός 1498/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Νοεμβρίου 2013 με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Γ. κατά κόσμο Ε. Μ. του Μ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Γαλάνη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 105/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. Με πολιτικώς ενάγουσα την "Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Αγίου Ιωάννου Θεολόγου και Ευαγγελιστού Πάτμου", νομίμως εκπροσωπούμενη, η οποία δεν παρέστη. Το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Μαρτίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως καθώς και στους από 25 Σεπτεμβρίου 2013 προσθέτους λόγους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 550/2012. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του ν. 2721/1999, ορίζεται "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους...". Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 375, πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996 η υπεξαίρεση προσελάμβανε κακουργηματικό χαρακτήρα, αφού οριζόταν ότι "αν η πράξη ενέχει κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδίως όταν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών", ενώ κατά το άρθρο 375 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996, ορίστηκε ότι "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιοδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης, είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντα ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) δραχμές, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 375, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια συμπληρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 εδ. β' του ν. 1721/1999 "αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.". Μετά την αντικατάσταση της παρ. 2 με την προαναφερόμενη διάταξη του ν. 2408/1996 απαλείφεται η γενική ρήτρα της κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης και η ενδεικτική απαρίθμηση γίνεται αποκλειστική ενώ προστίθεται ως δεύτερη προϋπόθεση η ιδιαιτέρως μεγάλη αξία του αντικειμένου της υπεξαίρεσης. Η διάταξη αυτή είναι επιεικέστερη και εφαρμόζεται και για τις πράξεις που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 2408/1996 και επομένως, για τις μη περιλαμβανόμενες στην ενδεικτική απαρίθμηση της παρ. 2 του άρθρου 375 ΠΚ πράξεις, για να διατηρηθεί ο κακουργηματικός χαρακτήρας τους θα πρέπει το αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και να το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο με μια από τις ιδιότητες που αναφέρονται περιοριστικά στη νέα διάταξη και η πράξη να ενέχει κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης. Επομένως αν ο κακουργηματικός χαρακτήρας της υπεξαίρεσης θεμελιώνεται στην ιδιότητα του υπαιτίου ως εντολοδόχου, που δεν ήταν μεταξύ των ενδεικτικά αναφερομένων στην προηγούμενη ρύθμιση, για να διατηρηθεί ο χαρακτήρας αυτός θα πρέπει να συντρέχει και το στοιχείο της κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης από τον υπαίτιο, σε αντίθεση με τη νέα ρύθμιση του νόμου 2408/1996 που αρκείται μόνο στην ιδιότητα του εντολοδόχου. Το στοιχείο αυτό δεν απαιτείται για το διαχειριστή ξένης περιουσίας αφού υπήρχε από το νόμο και επομένως για να διατηρηθεί ο κακουργηματικός χαρακτήρας της πράξης στην περίπτωση που τελέσθηκε πριν από τη δημοσίευση του ν. 2408/1996, από διαχειριστή ξένης περιουσίας, αρκεί μόνο ότι το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Σημειώνεται ότι διαχείριση ξένης περιουσίας υπάρχει όταν ο διαχειριστής ενεργεί διαχείριση δηλαδή όχι μόνο υλικές αλλά και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης την οποία μπορεί να έχει είτε από το νόμο είτε από σύμβαση χωρίς και να αποκλείεται να προέρχεται αυτή ως αποτέλεσμα δημιουργηθείσας πραγματικής κατάστασης. Υπό την έννοια αυτή αν η πράξη φέρεται ότι τελέσθηκε από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας στο ίδιο πεδίο δράσης η εντολή εμπεριέχεται στη διαχείριση. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 98 του ΠΚ, όπως αυτό ίσχυε πριν από τη συμπλήρωσή του με την προσθήκη δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999 και εφαρμόζεται ως επιεικέστερη διάταξη σε περίπτωση υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση που τελέσθηκε πριν από τη δημοσίευση του ν. 2408/1996, πέραν του ότι απαιτείται ο προσδιορισμός κατά χρόνο, ποσό και περιστατικά όλων των μερικότερων πράξεων που συνιστά το κατ' εξακολούθηση έγκλημα, ισχύουν αναλόγως ως προς αυτές όσα εκτίθενται πιο πάνω και επομένως για τη διατήρηση του κακουργηματικού χαρακτήρα των επί μέρους πράξεων υπεξαίρεσης θα πρέπει σε κάθε περίπτωση το αντικείμενο κάθε μιάς από αυτές να είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι το έγκλημα της υπεξαιρέσεως πραγματούται αντικειμενικά μεν με την από το δράστη παράνομη, ήτοι χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν από το νόμο, ιδιοποίηση ξένου (ολικά ή εν μέρει) κινητού πράγματος, που περιήλθε και βρίσκεται με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή αυτού, υποκειμενικά δε με τη γνώση, ότι το πράγμα είναι ξένο, δηλαδή δεν ανήκει στην κυριότητα του δράστη κατά την έννοια του Αστ. Κωδ. και τη θέληση αυτού να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί. Η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα (παράγραφος 2), όταν το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπλέον συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο προβλεπόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Ο προσδιορισμός της αξίας ενός αντικειμένου, ως μεγάλης ή μικρής, αποτελεί ζήτημα πραγματικό, το οποίο έχει βάση τις συνθήκες της αγοράς κατά το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, από τις οποίες διαμορφώνεται κάθε φορά η αντικειμενική αξία των πραγμάτων, από την συναλλακτική σύγκριση των οποίων συνάγεται περαιτέρω η ουσιαστική κρίση, αν αυτή είναι ή όχι ιδιαιτέρως μεγάλη ή ευτελής. Σε περίπτωση υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος, αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη και για τον ποινικό χαρακτηρισμό της πράξης, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επιμέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό (άρθρο 98 παρ. 2 του ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 1 του Ν. 2721/1999). Στην περίπτωση όμως που όλες ή οι μερικότερες πράξεις τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του ν. 2721/1999, η κρίση για την αξία του αντικειμένου τους χωρεί με βάση το αντικείμενο καθεμιάς μερικότερης πράξης, ενόψει του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, καθόσον η νέα ρύθμιση του άρθρου 98, η οποία προαναφέρθηκε, είναι δυσμενέστερη και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί και στα εγκλήματα κακουργηματικής υπεξαίρεσης που τελέστηκαν πριν από τις 3.6.1999, οπότε άρχισε να ισχύει ο ν. 2721/1999, διότι είναι δυσμενέστερη από τις προηγούμενες ρυθμίσεις, εφόσον α) καταλύεται η ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο αυτοτέλεια των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος και παρέχεται η δυνατότητα βαρύτερου εκ των υστέρων χαρακτηρισμού των επιμέρους πράξεων από εκείνον που αντιστοιχούσε σε αυτές κατά το χρόνο τελέσεώς τους και β) για το χαρακτηρισμό του εγκλήματος αυτού ως κακουργήματος ή πλημμελήματος λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό που υπεξαιρέθηκε, ενώ ο αθροιστικός αυτός υπολογισμός ήταν προηγουμένως ανεπίτρεπτος για το σκοπό αυτό. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 719, 721, 914 και 375 ΠΚ προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά κατά την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές ή με κατάθεση σε προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό του. Γι' αυτό, σε περίπτωση μη αποδόσεως στον εντολέα και παράνομης ιδιοποιήσεως όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής, διαπράττει το έγκλημα της υπεξαίρεσης του άρθρου 375 του ΠΚ. Αν δε ο εντολοδόχος σε εκτέλεση της εντολής απέκτησε κινητό πράγμα σύμφωνα με τους κανόνες της έμμεσης αντιπροσώπευσης, δηλαδή στο όνομά του, αλλά για λογαριασμό του εντολέα, μόνο σ' αυτή την περίπτωση γίνεται κύριος αυτού και έχει απλώς ενοχική υποχρέωση να το μεταβιβάσει στον εντολέα, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 1034 ΑΚ. Αν, όμως, αυτός (εντολοδόχος) απέκτησε το κινητό πράγμα, σύμφωνα με τους κανόνες της άμεσης αντιπροσώπευσης, δηλαδή στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα, τότε δεν γίνεται κύριος αυτού, μη αποδίδων δε τούτο στον εντολέα, διαπράττει υπεξαίρεση.(ΑΠ -Πολ. 1025/2009, 1894/2008, ΑΠ-Ποιν. 574, 991/2010). Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η εν λόγω αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου νομίμου και ορισμένου ισχυρισμού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα. Διαφορετικά, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ, η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠΔ. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, δηλαδή, δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωσή του, ή ο φερόμενος ως αυτοτελής ισχυρισμός, δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, ή είναι αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό, στους δε αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς απαντά εμμέσως με το αιτιολογικό περί ενοχής. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη με αρ. 105/2011 προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, το δικάσαν σε δεύτερο βαθμό Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν ενόρκως ενώπιον του ακροατηρίου, την ανάγνωση όλων των εγγράφων, όπως αναλυτικά περιγράφονται στα πρακτικά της παρούσας, την υπ' αρ. 233/2-8-2005 πραγματογνωμοσύνη από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία αποδείχτηκαν τα εξής: "Η Ιερά| Σταυροπηγιακή και Πατριαρχική Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και Ευαγγελιστή" σύμφωνα με το άρθρο 1 του Καταστατικού Οργανισμού της. όπως αυτός ίσχυε από του έτους 1970 έως τον Ιανουάριο του έτους 2000, αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, όπως άλλωστε αποφάνθηκε και με την αριθμό 142/1979 γνωμοδότηση του το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Η Ιερά Μονή, ως εκ της φύσεως αυτής ως θρησκευτικού ιδρύματος, που εντάσσεται στην Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία, ασκώντας κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο, που αποτελεί και έναν από τους σκοπούς αυτής, όπως αναφέρεται στον παραπάνω Οργανισμό της, και προς ενίσχυση των οικονομικώς αδυνάτων κατοίκων της Πάτμου και των περί αυτήν νήσων και νησίδων, για να μην εγκαταλείψουν αυτές, με συνέπεια την ερήμωση τους, συνήθιζε από παλαιότατων ετών (ήδη από την περίοδο της Τουρκοκρατίας), να παραχωρεί σε ακτήμονες και ενδεείς πολίτες των παραπάνω νήσων οικοπεδικές εκτάσεις, παραχωρήσεις οι οποίες γίνονταν ατύπως, τουλάχιστον μέχρι το έτος 1830, οπότε άρχισαν να συντάσσονται και συμβολαιογραφικές πράξεις για αυτές από τους εκάστοτε Αρχιερατικούς Επιτρόπους, Ιερείς και Δημάρχους, οι οποίοι εκτελούσαν κατά καιρούς καθήκοντα συμβολαιογράφου και καλύπτουν την χρονική περίοδο, μέχρι την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα, δηλαδή μέχρι το έτος 1947, οπότε με την εφαρμογή και στα Δωδεκάνησα, με τον Α.Ν.510/1947, της ισχύουσας στην Ελλάδα Δικαστικής Νομοθεσίας, η σύνταξη και η φύλαξη των συμβολαίων περιήλθε αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των συμβολαιογράφων και των συμβολαιογραφούντων Ειρηνοδικών. Οι παραχωρήσεις αυτές από τη Μονή εκτάσεων στη νήσο Πάτμο και τις γύρωθεν αυτής νήσους γίνονταν είτε με δωρεά, είτε με πώληση με μικρό τίμημα και με μεγάλες ευκολίες πληρωμής, χωρίς προκαθορισμένο απώτατο χρονικό σημείο εξόφλησης του τιμήματος, είτε εφάπαξ, είτε σε δόσεις, σε διάστημα που κάποιες φορές να ξεπερνούσε ακόμη και την εικοσαετία. Με το πέρασμα όμως των χρόνων οι πωλήσεις ακινήτων της Μονής πολλαπλασιάστηκαν, με συνέπεια να αλλοιωθεί ο σκοπός που τις επέβαλε, καθώς διευρύνθηκε ο κύκλος των υποψηφίων αγοραστών και σε πρόσωπα στα οποία καμία κοινωνική ανάγκη ή λόγος φιλανθρωπίας δεν συνέτρεχε, αφού συχνά επρόκειτο για εύπορα και ευκατάστατα άτομα που δεν κατοικούσαν καν στο νησί της Πάτμου ή τα γύρωθεν αυτής νησιά. Έτσι, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, στην εποπτεία του οποίου υπάγεται η Ιερά Μονή, σε μια προσπάθεια να περιοριστούν οι πωλήσεις των ακινήτων της Μονής, έθεσε ως προϋπόθεση για την οποιονδήποτε λόγο εκποίηση μοναστηριακών ή ενοριακών ακινήτων, είτε εντός είτε εκτός της Εξαρχίας, τη συναίνεση του Οικουμενικού Πατριάρχη, αλλά και την προηγούμενη ειδοποίηση και ενημέρωσή του. Παρά ταύτα, οι πωλήσεις ακινήτων της Μονής συνεχίσθηκαν με ανεξέλεγκτο ρυθμό, σε ευτελείς συχνά τιμές, είτε διότι σε πολλές περιπτώσεις είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από τότε που είχε ληφθεί η απόφαση της Αδελφότητας, (αποκλειστικά αρμόδιας σύμφωνα με τον Οργανισμό για την εκποίηση ακινήτων της Μονής), μέχρι την σύνταξη του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, είτε, όπως είχε αρχίσει να συμβαίνει κυρίως από το έτος 1986 και εντεύθεν, λόγω φιλικών ή συγγενικών δεσμών των ενδιαφερομένων αγοραστών κυρίως με μοναχούς που μετείχαν στη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας της Μονής. Οι εκποιήσεις των ακινήτων της Μονής, παρά τις επανειλημμένες υποδείξεις του Πατριαρχείου για τον περιορισμό τους, έλαβαν τέτοια έκταση ώστε στην κοινωνία της Πάτμου γινόταν πλέον λόγος για απογύμνωση της Μονής από την ακίνητη περιουσία της. Εκτός όμως από το φαινόμενο του ανεξέλεγκτου ρυθμού των πωλήσεων ακινήτων της Μονής που είχαν λάβει τέτοιες διαστάσεις, ώστε να δημιουργήσει έντονο προβληματισμό στην κοινωνία της Πάτμου αλλά και στους εκάστοτε εκπροσώπους των Δημοτικών της Αρχών, η πρακτική που εφαρμόστηκε επί σειρά ετών και ιδίως κατά το χρονικό διάστημα των ετών 1986 έως 1997, παρεξέκλινε των κανόνων του Οργανισμού της Μονής και της τυπικής διαδικασίας που έπρεπε να ακολουθείται, στην οποία βέβαια περιλαμβάνεται πρωτίστως η προηγούμενη ενημέρωση και συναίνεση του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως για κάθε πώληση. Σύμφωνα με τη τυπική αυτή διαδικασία, απαιτείτο: α) υποβολή από τον υποψήφιο αγοραστή έγγραφης αίτησης προς τον Ηγούμενο, β) εισήγηση αυτού στην Αδελφότητα για την πώληση ή μη του συγκεκριμένου ακινήτου ανάλογα με τις ανάγκες του συγκεκριμένου υποψηφίου αγοραστή και γ) έκδοση της απόφασης της Αδελφότητας με πρόταση του Ηγουμένου όπου ορίζεται και η τιμή ανάλογα με την περιοχή. Στη συνέχεια ειδοποίηση του αγοραστή και οριοθέτηση του ακινήτου από την οριζόμενη από την Αδελφότητα Επιτροπή, συγκροτούμενη εκ τριών μοναχών που επισκέπτονται το ακίνητο, το επιδεικνύουν στον αγοραστή με την παρουσία μηχανικού, που εκπονεί το σχετικό τοπογραφικό διάγραμμα και, ακολούθως υποχρέωση του αγοραστή να προβεί στην αποπληρωμή του τιμήματος, το οποίο μπορεί να καταβάλει είτε εφ' άπαξ είτε σε δόσεις. Για κάθε δε καταβολή (είτε ολόκληρου του τιμήματος είτε δόσης), ο ταμίας έχει υποχρέωση έκδοσης σχετικής απόδειξης από το διπλότυπο αποδείξεων της Μονής, καταχωρώντας στη συνέχεια την αντίστοιχη καταβολή με βάση τα στελέχη από το διπλότυπο αποδείξεων στο Καθημερινό Βιβλίο Ταμείου που τηρείται από αυτόν και στο οποίο καταχωρούνται όλες οι δαπάνες και τα έσοδα της κάθε ημέρας. Όλες οι καταχωρήσεις εσόδων και δαπανών μεταφέρονται από το Καθημερινό Βιβλίο Ταμείου στο Καθολικό Βιβλίο Εσόδων-Εξόδων της Μονής, που συντάσσεται σύμφωνα με τις εγγραφές που έχουν λάβει χώρα στο πρώτο. Εξάλλου, οι καταβολές που αφορούν την είσπραξη τιμήματος από την πώληση ακινήτων της Μονής πρέπει να γίνονται αποκλειστικά στον ταμία της, σε μετρητά ή με την έκδοση τραπεζικών επιταγών, ή σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό τηρούμενο στο όνομα του εκάστοτε Ηγουμένου και ταμία, καθώς η τήρηση τραπεζικού λογαριασμού στο όνομα της Μονής δεν αποφέρει τοκοφορία. Αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος, που έπρεπε να ακολουθείται για την είσπραξη των ποσών, που καταβάλλονταν για την αποπληρωμή των τιμημάτων από τις πωλήσεις ακινήτων της Μονής με την έκδοση σχετικής απόδειξης στο όνομα του πληρώσαντος από το διπλότυπο αποδείξεών της και περαιτέρω καταχώρησης, (από το στέλεχος) της αντίστοιχης εισπράξεως στο Καθημερινός Βιβλίο Ταμείου στη συνέχεια δε μεταφορά της στο Καθολικό Βιβλίο Εσόδων-Εξόδων που συντασσόταν με βάση τις εγγραφές που είχαν λάβει χώρα στο πρώτο. Τυπικά δε, έπρεπε να αποπληρωθεί το τίμημα και μετά την εξόφλησή του, την οποία διαπίστωνε ο ταμίας, ενημερώνοντας σχετικά τον Ηγούμενο, να εκδοθεί η πράξη του Ηγουμενοσυμβουλίου με την οποία, (πράξη του Ηγουμενοσυμβουλίου) να εξουσιοδοτείται ο Ηγούμενος για την υπογραφή του σχετικού συμβολαίου αγοραπωλησίας. Απαραίτητη δηλαδή προϋπόθεση πριν την υπογραφή του συμβολαίου ήταν η σύνταξη της πράξης του Ηγουμενοσυμβουλίου στην οποία, εκτός από την χορήγηση εξουσιοδότησης στον Ηγούμενο για την υπογραφή του συμβολαίου, επισημαινόταν και η ολοσχερής εξόφληση του συμφωνηθέντος τιμήματος. Στην πράξη αυτή ήταν τυπικά αναγκαίο να αναφέρεται η αντίστοιχη απόφαση της Αδελφότητας, δεδομένου ότι έπρεπε να διαπιστώνεται η σύμπτωση της ταυτότητας του αναφερομένου στην πράξη ακινήτου με εκείνο που περιγραφόταν στην απόφαση της Αδελφότητας. Περαιτέρω από τα παραπάνω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε Α) ότι ο ήδη αποβιώσας Ι., κατά κόσμον Κ. Κ., διετέλεσε στην Ιερά Μονή, κατά το από 10-4-1986 έως 14-8-1997 διάστημα, Ηγούμενος και Πατριαρχικός Έξαρχος Πάτμου και από την 7-1-1990 Επίσκοπος Τράλλεων. Από 16-8-1997 έως 23-1-2000 Ηγούμενος διετέλεσε ο Αρχιμανδρίτης Α. Κ. και από 24-1-2000 ο Αρχιμανδρίτης Α. Ν.. Ο εκκαλών-κατηγορούμενος Γ., κατά κόσμον Ε. Μ., ιερομόναχος, διετέλεσε, καθ' όλο το επίδικο χρονικό διάστημα από Ιανουάριο 1990 έως και το έτος 1998, με απόφαση της Αδελφότητας, ο αρμόδιος για την οριοθέτηση ακινήτων της Μονής, ενώ ο Κ. κατά κόσμον Ε. Π. διετέλεσε στην Ιερά Μονή από 1-12-1993 μέχρι 31-1-2000 ταμίας. Καθήκοντα ταμία από το Μάιο 1987 μέχρι 30-11-1993 ασκούσε ο προηγούμενος Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Π. Ν.. Πρέπει να σημειωθεί ότι, από τότε που ανέλαβε Ταμίας ο Κ. κατά κόσμον Ε. Π., επειδή εστερείτο παντελώς ταμειακών γνώσεων, ουσιαστικά καθήκοντα ταμία, κατά το παραπάνω διάστημα της θητείας του, ασκούσε ο εργαζόμενος στην Ιερά Μονή από το 1980 λαϊκός Δ. Γ., ο οποίος είχε προσληφθεί στην Ιερά Μονή μετά τη συνταξιοδότησή του από το Δήμο Πάτμου. Β) Κατά τη διάρκεια της θητείας των παραπάνω η πρακτική εκποίηση των ακινήτων της Μονής παρεξέκλινε εντελώς από την ως άνω εκτεθείσα οριζόμενη στον καταστατικό Οργανισμό της Μονής διαδικασία. Συγκεκριμένα, οι αποκλίσεις και οι παραβάσεις του Καταστατικού Οργανισμού της και κάθε τυπικής διαδικασίας που έπρεπε να ακολουθείται, συνοψίζονται στις παρακάτω διαπιστώσεις: 1) Παράλειψη προηγούμενης ενημέρωσης και συναίνεσης του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως για κάθε πώληση. 2) Σε κάποιες περιπτώσεις δεν οριζόταν με την απόφαση :ης Αδελφότητας, που ήταν το αποκλειστικά αρμόδιο όργανο της Μονής για την εκποίηση των ακινήτων της, ούτε το τίμημα του ακινήτου, αλλά ούτε και το προς πώληση ακίνητο, ο καθορισμός των οποίων γινόταν για πρώτη φορά με την πράξη του Ηγουμενοσυμβουλίου, ενώ πολλές φορές η πώληση γινόταν απευθείας με την έκδοση πράξης του Ηγουμενοσυμβουλίου, χωρίς να έχει προηγηθεί η έκδοση απόφασης της. 3) Πράξεις του Ηγουμενοσυμβουλίου, συντάσσονταν και καταχωρούνταν στο Γενικό Βιβλίο Πράξεων του οργάνου αυτού, χωρίς προηγούμενη σύγκληση και συνεδρία του, καθώς ο θεσμός και η λειτουργία του είχε ατονήσει τα τελευταία 30 χρόνια, επειδή με όλα τα τρέχοντα ζητήματα ασχολείτο η Αδελφότητα, της οποίας ο αριθμός των μελών δεν διέφερε κατά πολύ από αυτόν του Ηγουμενοσυμβουλίου, συγκροτούμενη από 3 ή 5 περισσότερα πρόσωπα από αυτά που μετείχαν και στο Ηγουμενοσυμβούλιο. Τα εκάστοτε μέλη του Ηγουμενοσυμβουλίου, δεν συνέρχονταν σε συνεδρίαση, αλλά περιορίζονταν μόνο στο να υπογράφουν τις πράξεις που καταχωρούνταν στο προαναφερόμενο Βιβλίο Πράξεων του οργάνου αυτού, ενώ στα δακτυλογραφημένα αντίγραφα (αποσπάσματα) των παραπάνω πράξεων προσκομίζονταν στο συμβολαιογράφο για τη σύνταξη του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου δεν υπέγραφαν καθόλου, αλλά τούτα υπογράφονταν μόνο από τον Ηγούμενο. 4) Τη λειτουργία και το θεσμό της Επιτροπής Διαχειρίσεως-Οριοθετήσεως, που, κατά το τυπικό της Μονής, ήταν η μόνη αρμόδια για την οριοθέτηση των ακινήτων της Μονής που επρόκειτο να εκποιηθούν, είχε υποκαταστήσει τα τελευταία περίπου 10 χρόνια ο κατηγορούμενος Ηγουμενοσύμβουλος Γ., κατά κόσμον Ε. Μ., στον οποίο όμως ουσιαστικά, εκτός από το έργο της οριοθέτησης των ακινήτων, είχε ανατεθεί όλη η διαδικασία της πωλήσεως ακινήτων της Μονής. Ο ως άνω μοναχός ήταν αυτός που ουσιαστικά ασχολείτο και διεκπεραίωνε τις υποθέσεις για την πώληση των ακινήτων της Μονής κυρίως στη νήσο Πάτμο, αλλά και στις γύρωθεν αυτής νήσους (Μαράθι, Αρκιούς, Λέρο, Λειψούς κλπ), προβαίνοντας απευθείας σε συμφωνίες με τους υποψηφίους αγοραστές, τόσο για την επιλογή του προς πώληση ακινήτου, όσο και για το ύψος του τιμήματος, χωρίς τις περισσότερες φορές οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές να απευθύνονται, όπως τυπικά επιβαλλόταν, προς τον Ηγούμενο, ο οποίος αρκείτο στις υποδείξεις του Γ. Μ. για να εισηγηθεί στην Αδελφότητα την πώληση ακινήτου της Μονής σε συγκεκριμένο αγοραστή. 5) Περαιτέρω, στην περίπτωση που είχε προσδιοριστεί με απόφαση της Αδελφότητας το πρόσωπο του αιτησαμένου αγοραστή, αλλά στη συνέχεα η μεταβίβαση του ακινήτου και η σύνταξη συμβολαίου δεν γινόταν σ' αυτόν τον "αρχικό" αγοραστή που είχε λάβει την έγκριση αγοράς από την Αδελφότητα, αλλά σε τρίτο πρόσωπο υπέρ του οποίου παραιτείτο ο "αρχικός" αγοραστής, τούτο γινόταν χωρίς νέα απόφαση της Αδελφότητας, που ήταν αποκλειστικά αρμόδια για την εκποίηση ακινήτων της. Μονής, αναγραφόταν δε στη σχετική πράξη του Ηγουμενοσυμβουλίου αλλά και στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο ως αντισυμβαλλόμενος αγοραστή το τρίτο πρόσωπο, υφισταμένης έτσι διαφοροποιήσεως μεταξύ της απόφασης της Αδελφότητας αφενός και πράξεως Ηγουμενοσυμβουλίου και συμβολαίου αφετέρου, ως προς το πρόσωπο του αγοραστή, κατά παράβαση της τυπικής διαδικασίας, αφού, σύμφωνα με αυτήν, η πράξη του Ηγουμενοσυμβουλίου έπρεπε να συνάδει της αντίστοιχης απόφασης της Αδελφότητας. Η αλλαγή δε αυτή ως προς το πρόσωπο του αγοραστή, γινόταν κατόπιν σχετικού αιτήματος του ιδιώτη που είχε λάβει έγκριση αγοράς, ("αρχικού αγοραστή"), κυρίως όταν αυτός είτε είχε συμφωνήσει την πώληση του ακινήτου σε τρίτο με τίμημα ανώτερο από αυτό που είχε καταβάλει στη Μονή ή άλλοτε, επειδή επιθυμούσε το σχετικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας να συνταχθεί στο όνομα συγγενικού του προσώπου. 6) Δεν ενημερωνόταν το Βιβλίο Κτηματολογίου της Μονής για τις επελθούσες λόγω πωλήσεων μεταβολές της ακίνητης περιουσίας της Μονής. 7) Κατ' απόκλιση του τυπικού της Μονής για την ανάθεση των καθηκόντων Ταμία αποκλειστικά σε μοναχό, σύμφωνα με την πρακτική που ακολουθείτο τα τελευταία χρόνια, σε περίπτωση αδυναμίας του ορισθέντος ως Ταμία μοναχού να επιτελέσει τα καθήκοντα του, λόγω των περιορισμένων ταμειακών του γνώσεων, συνεπικουρείτο από κάποιον λαϊκό που είχε την αρμοδιότητα να εισπράττει χρήματα και να χορηγεί αποδείξεις ως ταμίας. Έτσι ο λαϊκός Δ. Γ., που περί το έτος 1981 είχε οριστεί ως Γραμματέας της Μονής, ορίσθηκε στη συνέχεια (περί το έτος 1990) ως βοηθός Ταμία, σ' αυτόν δε ανατέθηκε και η άσκηση καθηκόντων λογιστή με κύριο έργο και αρμοδιότητα την καταχώρηση στα Καθολικά Εσόδων και Εξόδων των εισπράξεων και πληρωμών, με βάση τις καταχωρήσεις που γίνονταν στο Καθημερινό Βιβλίο Ταμείου που τηρείται από τον Ταμία της Μονής. Και τέλος, 8) όσον αφορά την είσπραξη των εσόδων της Μονής που προέρχονταν από καταβολές τιμημάτων από την πώληση ακινήτων της Μονής, αυτή γινόταν την τελευταία δεκαπενταετία περίπου, όχι μόνο από τον Ταμία ή τον ορισθέντα βοηθό του, αλλά και από μοναχούς που μετείχαν στη διοίκηση της Μονής, κυρίως δε από τον κατηγορούμενο μοναχό Γ., κατά κόσμον Ε. Μ.. Στον μοναχό αυτόν, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, από το έτος 1985 περίπου, ήταν ο μόνος που ασχολείτο με τις πωλήσεις των ακινήτων της Μονής, η οποία τον περιέβαλε με ιδιαίτερη εμπιστοσύνη, εμφανιζόμενος μάλιστα ως εκπρόσωπος της Μονής γι' αυτές, καταβαλλόταν και το τίμημα από τους αγοραστές, τακτική που έγινε αποδεκτή από το Ηγουμενοσυμβούλιο και τα μέλη της αδελφότητας, με την αυτονόητη περαιτέρω υποχρέωση να αποδίδει τα ποσά που για λογαριασμό της εισέπραττε, στον Ταμία της, αφού, σύμφωνα με το τυπικό της, η είσπραξη όλων των ποσών από οποιαδήποτε αιτία έπρεπε να γίνεται από τον Ταμία (ή τουλάχιστον τον βοηθό του). Ο ίδιος δε κατηγορούμενος χορηγούσε, όποτε οι αγοραστές ζητούσαν, αποδείξεις για τις καταβολές στις οποίες αυτοί προέβαιναν, πλην όμως τις αποδείξεις αυτές συχνά δεν εξέδιδε από το διπλότυπο μπλοκ αποδείξεων της Μονής, αλλά την είσπραξη κάποιου ποσού βεβαίωνε ιε απλό χαρτί που έφερε τη σφραγίδα του ή τη σφραγίδα του Ιερού Καθίσματος της Κουμάνας, για το οποίο είχε οριστεί από τη Μονή ως υπεύθυνος για τα έργα αναστήλωσης του και διαμόρφωσης του γύρωθεν αυτού χώρου, άλλοτε πάλι εξέδιδε τις αποδείξεις αυτές από το διπλότυπο αποδείξεων του Ιερού Καθίσματος της Κουμάνας. Γ) Επί ηγουμενίας του Καθηγούμενου της Ιεράς Μονής, Α. Κ., ο οποίος εξελέγη στις αρχαιρεσίες της 16-8-1997 και ο οποίος διαδέχθηκε τον θανόντα Επίσκοπο Τράλλεων, Ι. Κ., δημιουργήθηκαν το Μάρτιο του 1999 τριβές και διαφωνίες, μεταξύ αυτού και των άλλων μοναχών, ειδικά σε θέματα διοίκησης και λειτουργίας της Ιεράς Μονής που ξεκίνησαν κυρίως από την αντίρρηση του νέου τότε Ηγουμένου να προκαταβάλλονται στους μοναχούς τα διακονήματα, όπως τούτο συνηθιζόταν μέχρι τότε. Οι διαφωνίες αυτές οξύνθηκαν και εξελίχθηκαν σε σοβαρές αντιθέσεις, σε σημείο, να μην είναι δυνατή καμία συμφωνία, του Ηγουμένου Α. με την υπόλοιπη Αδελφότητα της Μονής, μέλη της οποίας δεν δέχονταν πλέον αυτόν ως Ηγούμενο και ζητούσαν την παραίτηση του. Η κατάσταση αυτή οδήγησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στην αποστολή Πατριαρχικής Εξαρχίας στην Ιερά Μονή προκειμένου να εξομαλυνθεί η κατάσταση. Πράγματι, με την παρέμβαση της Πατριαρχικής Εξαρχίας επετεύχθη προσωρινά ύφεση της όξυνσης που είχε δημιουργηθεί, πλην όμως, μετά το Πάσχα του έτους 1999, επήλθε σοβαρή κρίση στη Μονή που επεκτάθηκε και στους κόλπους των λαϊκών, με την συμμετοχή και του Δήμου Πάτμου, με τη δημιουργία ομάδων μεταξύ των πολιτών, που υποστήριζαν την μία ή την άλλη πλευρά με συνέπεια να μεταβεί εκ νέου στις 7-5-1999, με εντολή του Οικουμενικού Πατριάρχη, Πατριαρχική Εξαρχία, στην οποία ο Πατριαρχικός Έξαρχος Πάτμου, Α. ανέφερε ότι ο λόγος για τον οποίο πολλοί από τους μοναχούς της Αδελφότητας ζητούσαν επίμονα την απομάκρυνση του ήταν η από μέρους του συγκέντρωση στοιχείων και πληροφοριών, αφότου ανέλαβε την ηγουμενία της Μονής, σε βάρος κάποιων μοναχών. Ο ίδιος κατήγγειλε σοβαρές παρατυπίες και οικονομικές ατασθαλίες κυρίως σε σχέση με την πώληση ακινήτων της Μονής που είχαν λάβει χώρα κατά την τελευταία δεκαπενταετία και είχαν ως αποτέλεσμα να επέλθει σημαντική ζημία στην περιουσία της, επιρρίπτοντας ευθύνες και κατονομάζοντας ως κύριο εμπλεκόμενο στις υποθέσεις αυτές, τον κατηγορούμενο Ηγουμενοσύμβουλο Γ., κατά κόσμον Ε. Μ., τον οποίο θεωρούσε ως πρωταίτιο και υποκινητή της ανώμαλης κατάστασης που είχε δημιουργηθεί στη Μονή, προκειμένου να συγκαλυφθούν, δια της απομακρύνσεως αυτού (δηλ. του Ηγούμενου Α.), οι παράνομες ενέργειες του ως άνω μοναχού. Μετά την επιστροφή της Εξαρχίας στο Φανάρι συνήλθε την 11η Μαΐου 1999 η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου και, με τη με αριθμό πρωτ. 485/1999 απόφασή της, αποφασίσθηκε η καθαίρεση του κατηγορουμένου Γ.κατά κόσμον Ε. Μ., από του βαθμού της Ιεροσύνης και από κάθε ιερατικό αξίωμα και ενέργεια καθώς και η απομάκρυνσή του από το Ιερό Κάθισμα της Παναγίας της Κουμάνας. Ειδικότερα, σε σχέση με τις αποδιδόμενες στον άνω κατηγορούμενο πράξεις από τα παρατιθέμενα στην αρχή αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: α) Επί συνόλου 377 συνολικά συμβολαιογραφικών μεταβιβάσεων των ακινήτων της Μονής που κατεγράφησαν κατά το από το έτος 1986 μέχρι το έτος 1999 διάστημα, οι 369 πραγματοποιήθηκαν κατά το από το 1986 έως 1997 διάστημα της Ηγουμενίας του θανόντος Ι. Κ., από τις οποίες οι 337 αφορούν το διάστημα (1990-1998), της δραστηριότητας του εν προκειμένω κατηγορουμένου. Ο τελευταίος, κατά το διάστημα αυτό, συμμετείχε στο Ηγουμενοσυμβούλιο δραστηριοποιούμενος ως εντολοδόχος της Μονής, έχοντας την προς τούτο συναίνεση και την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη των μελών που συμμετείχαν στα κυρίαρχα όργανα της Μονής (Αδελφότητα και Ηγουμενοσυμβούλιο). β) Πάτμιος στην καταγωγή, (ήταν ένα από τα δεκαέξι τέκνα πολυμελούς οικογένειας), γνώριζε ότι η Μονή είχε μεγάλη ακίνητη περιουσία. Κατά τη διάρκεια του μοναστικού του βίου αντιλήφθηκε ότι δεν ετηρείτο ουδεμία διαδικασία για την εκποίηση των ακινήτων της Μονής. Διαβλέποντας δε την ταχύτατη τουριστική ανέλιξη της Πάτμου, η οποία από την αρχή της Ηγουμενίας του Ι., άρχισε να είναι εμφανώς αλματώδης και ότι ακολουθούσε η αξιοποίηση και των άλλων νησιών, ιδιοκτησίας της Μονής, διέγνωσε ότι η ακίνητη περιουσία της, θα ελάμβανε πλέον ανυπολόγιστα μεγάλη αξία, λόγω της αυξημένης ζήτησης ακινήτων, τα οποία πλέον εθεωρούντο από τους υποψήφιους αγοραστές ως καλή επένδυση, γ) Στη μετεξέλιξη του, κυρίως από το 1990 και μετά, ως εντολοδόχου της Μονής στον τομέα των πωλήσεων των ακινήτων της, συνέβαλε κυρίως η επί έτη δραστηριότητα του ως οριοθέτη αυτής, διότι του έδωσε τη δυνατότητα να έρχεται σε απευθείας επαφή με τους αγοραστές και να διαπραγματεύεται μαζί τους. Ειδικότερα, κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του Ι., ως Ηγούμενου της Ιεράς Μονής, που διήρκεσε από τις 10-4-1986 έως τις 14-8-1997 όλες οι ενέργειες για τη διαδικασία πώλησης ακινήτων της Μονής είχαν ανατεθεί από αυτόν στον κατηγορούμενο. Αυτός ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για την πώληση των ακινήτων της Μονής, και σ' αυτόν απευθύνονταν οι υποψήφιοι αγοραστές για την εξεύρεση ακινήτου, το τίμημα και για όλες γενικά τις διατυπώσεις που έπρεπε να ακολουθήσουν προκειμένου να αποκτήσουν ακίνητο από τη Μονή. Αυτόν υπεδείκνυε ως αποκλειστικά υπεύθυνο για τις πωλήσεις και ο Ηγούμενος Ι. κατά κόσμον Κ. Κ., όταν κάποιοι από τους ενδιαφερόμενους αγοραστές απευθύνονταν στον τελευταίο ,,-α την αγορά ακινήτου της Μονής. Αλλά και στους κόλπους των μοναχών της Μονής, οι πωλήσεις, οι παραχωρήσεις και γενικά η διευθέτηση της ακίνητης περιουσίας της είχε θεωρηθεί ότι αποτελεί αποκλειστική υπόθεση του Ηγούμενου Ι. κατά κόσμον Κ. Κ. και του υπ' αυτού ορισθέντος ως αρμοδίου και υπευθύνου, κατηγορουμένου Γ., κατά κόσμον Ε. Μ. δ) Κατά τα έτη της δραστηριότητας του ως εντολοδόχου της Μονής και καταχρώμενος την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη με την οποία τον περιέβαλαν τα όργανα της Μονής, ο εκκαλών κατηγορούμενος υπεξαίρεσε το τίμημα που εισέπραττε από τις πωλήσεις των ακινήτων της Μονής, των οποίων την πώληση ο ίδιος ως εντολοδόχος αυτής είχε διαπραγματευτεί με τους υποψήφιους αγοραστές. Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, κατά τα όσα θα εκτεθούν εξειδικευμένα και λεπτομερώς παρακάτω για κάθε μία εξακολουθητική υπεξαίρεση, το τίμημα από τις πωλήσεις των ακινήτων της Μονής καθ' υπόδειξιν του κατηγορουμένου δεν κατατίθετο στο Ταμείο της Μονής αλλά, είτε καταβαλλόταν απευθείας στον ίδιο, είτε γινόταν κατάθεση σε λογαριασμούς που ο ίδιος ατομικά, ή με άλλον συνδικαιούχο, διατηρούσε στην Τράπεζα, ή ακόμη, και σε λογαριασμούς των προσώπων που εκείνος υποδείκνυε στους αγοραστές, ε) Σε ενίσχυση των παραπάνω εκτεθέντων παρατίθεται το ύψος των καταθέσεων στους λογαριασμούς που ο εκκαλών κατηγορούμενος ατομικά, ή με άλλους συνδικαιούχους διατηρούσε τη χρονική περίοδο της παραπάνω δραστηριότητας του, ως εντολοδόχου της Μονής. 1) Στον υπ' αριθμ. ... κοινό τραπεζικό λογαριασμό της ΕΤΕ με συνδικαιούχους τον κατηγορούμενο και τον λαϊκό Ν. Μ., που έχει ανοιχθεί στις 5-11-1991, έχει κατατεθεί κατά το έτος 1991 το ποσό των 5.775.1995 δραχμών, το έτος 1992 το ποσό των 84.496.201 δραχμών, το έτος 1993 το ποσό των 53.655.247 δραχμών, το έτος 1994 το ποσό των 78.762.577 δραχμών, το έτος 1995 το ποσό των 87.720.662 δραχμών, το έτος 1996 το ποσό των 81.777.086 δραχμών, το έτος 1997 το ποσό των 32.742.485 δραχμών, το έτος 1998 το ποσό των 33.561.738 δραχμών και το έτος 1999 (μέχρι την ημέρα της δέσμευσης του και άρσης του απορρήτου με την 65/1999 διάταξη του Ανακριτή Κω) το ποσό των 12.686.341 δραχμών, δηλαδή συνολικά από το έτος 1991 έως το 1999 το ποσό των 471.137.532 δραχμών, ενώ κατά το "άνοιγμα" του με την δέσμευση και την άρση του απορρήτου, όταν πλέον είχε ασκηθεί ποινική δίωξη και διενεργείτο κυρία ανάκριση για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις σε βάρος της περιουσίας της Μονής, το υπόλοιπο που βρέθηκε ανερχόταν μόλις στο ποσό των 854.922 δραχμών, 2) στον υπ' αριθμ.... κοινό τραπεζικό λογαριασμό της ΕΤΕ με συνδικαιούχους τον κατηγορούμενο και τον λαϊκό Ν. Μ., που έχει ανοιχθεί στις 18-9-1991, έχει κατατεθεί κατά το έτος 1991 το ποσό των 5.000.000 δραχμών, το έτος 1992 το ποσό των 37.715.000 δραχμών, το έτος 1993 το ποσό των 12.388.635 δραχμών, το έτος 1994 το ποσό των 18.000.000 δραχμών, το έτος 1995 το ποσό των 22.027.000 δραχμών, το έτος 1996 το ποσό των 29.307.000 δραχμών, το έτος 1997 το ποσό των 6.275.000 δραχμών, το έτος 1998 το ποσό των 925.000 δραχμών, δηλαδή συνολικά από το έτος 1991 έως το 1998 το ποσό των 131.637.635 δραχμών, ενώ κατά το "άνοιγμα" του με τη δέσμευση και την άρση του απορρήτου του, όταν πλέον είχε ασκηθεί ποινική δίωξη και διενεργείτο κυρία ανάκριση για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις σε βάρος της περιουσίας της Μονής, το υπόλοιπο που βρέθηκε ανήρχετο μόλις στο ποσό των 233.199 δραχμών, 3) στον υπ' αριθμ. ... κοινό τραπεζικό λογαριασμό της ΕΤΕ με συνδικαιούχους τον κατηγορούμενο και την λαϊκή Θ. Ε., που έχει ανοιχθεί στις 5-11-1994 έχει κατατεθεί κατά το έτος 1994 το ποσό του 1.500.000 δραχμών και το έτος 1995 το ποσό των 100.000. δραχμών, δηλαδή συνολικά κατά έτος 1994 και το έτος 1995 το ποσό του 1.600.000 δραχμών, ενώ κατά το "άνοιγμα" του με τη δέσμευση με την άρση του απορρήτου του, το υπόλοιπο που βρέθηκε ανήρχετο μόλις στο ποσό των 21.141 δραχμών, 4) στον υπ' αριθμ. ... ατομικό τραπεζικό λογαριασμό της (πρώην) Εμπορικής Τράπεζας που έχει ανοιχθεί στις 26-3-1998, έχει κατατεθεί κατά το έτος 1998 το ποσό του 1.885.000 δραχμών και κατά το έτος 1999 το ποσό των 720.000 δραχμών δηλαδή συνολικά κατά έτος 1998 και το έτος 1999 το ποσό των 2.605.000 δραχμών, ενώ κατά το "άνοιγμά" του με την άρση του απορρήτου, το υπόλοιπο που βρέθηκε ανήρχετο μόλις στο ποσό των 223 δραχμών, στ) Παρατηρείται επίσης ότι τα ποσά που οι αγοραστές κατέθεταν ήσαν κατά πολύ υψηλότερα των αναγραφόμενων στα συμβόλαια τιμημάτων, ενώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ο λογαριασμός στον οποίο θα έπρεπε να κατατίθεται το τίμημα των πωλήσεων αυτών που είναι ο με αρ.... κοινός λογαριασμός στην ΕΤΕ των Ι. Κ. (Ηγουμένου) και του Κ. Π. (Ταμία), που ανοίχθηκε την 17-1-1994 (δηλαδή με την ανάληψη του Ταμείου από τον τελευταίο) παρουσιάζει μόνο μία και μοναδική κατάθεση ποσού 55.340.000 δραχμών που έγινε την ημέρα του ανοίγματος του λογαριασμού (στις 7-1-1994) αφορά το ποσόν που μεταφέρθηκε από τον με αρ. ... κοινό λογαριασμό του Ι. Κ. στην ίδια Τράπεζα με τον, κατά το αμέσως προηγούμενο, μέχρι το 1993, χρονικό διάστημα διατελέσαντα Ταμία μοναχό Π. Ν. Ωστόσο στο σημείο αυτό είναι χρήσιμη, ως παράθεση σημαντικού για την υπόθεση αυτή στοιχείου, μία σύγκριση και με τους λογαριασμούς του Ν. Μ. με τον οποίο ο κατηγορούμενος διατηρούσε στενές σχέσεις δεδομένου ότι, όπως παραπάνω εκτέθηκε, προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση στη μικρή κοινωνία της Πάτμου, το γεγονός ότι ο προαναφερόμενος μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα [1990-1999], στο οποίο εμπίπτει όλο το διάστημα της δραστηριότητας του εκκαλούντος, (ο οποίος στον τομέα των εκποιήσεων δραστηριοποιείτο και πριν το έτος 1993), ως εντολοδόχου της Μονής, δημιούργησε αξιόλογη περιουσία, εμφανιζόμενος ως κύριος μεγάλης ακίνητης περιουσίας στο νησί, αν και κατά την έλευση του στην Πάτμο περί το έτος 1990 δεν είχε καμία περιουσία. Κατά το διάστημα αυτό, οι καταθέσεις στους με. αριθμούς ... και ... λογαριασμούς που εκείνος διατηρούσε στην ΕΤΕ παρουσιάζουν σύνολο ο πρώτος 911.158.439 δρχ. και ο δεύτερος 1.009.035.000 δρχ. Η σύνδεση δε των λογαριασμών του Ν. Μ. με την υπόθεση αυτή είναι στενή, αφού μερικοί αγοραστές των ακινήτων της Μονής, εκτός από τις καταθέσεις που έκαναν στους κοινούς λογαριασμούς που αυτός διατηρούσε με τον κατηγορούμενο, κατέθεταν και στους παραπάνω ατομικούς λογαριασμούς του ποσά που προέρχονται από αγοραπωλησίες της Μονής, ζ) Τέλος, το γεγονός ότι ο κατήγορου μένος ενεργούσε δυνάμει εντολής, ως εντολοδόχος της Μονής, πέραν των όσων εκτέθηκαν παραπάνω σχετικά με το ότι οι συναλλαγές που αφορούσαν τις μεταβιβάσεις ακινήτων της Μονής κατά το από 1990 έως 1998 διάστημα γινόταν αποκλειστικά μέσω αυτού, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι η Μονή πάντα εκπλήρωνε τις, μέσω αυτού ως εντολοδόχου της, αναληφθείσες από τις συμβάσεις αυτές υποχρεώσεις της, σε εκτέλεση των οποίων προχωρούσε στις συμβολαιογραφικές μεταβιβάσεις των ακινήτων που αφορούσαν, εκπροσωπούμενη κάθε φορά κατά την υπογραφή των συμβολαίων από πρόσωπα που είχε προς τούτο εξουσιοδοτήσει με πράξεις του Ηγουμενοσυμβουλίου της. Στην αντίθετη περίπτωση, (αν δηλαδή ο εκκαλών δεν ενεργούσε ως εντολοδόχος της), δεν θα προέβαινε στην μεταβίβαση όλων των ακινήτων την πώληση των οποίων εκείνος διαπραγματεύτηκε. Ειδικότερα, για κάθε μία από τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο κακουργηματικές υπεξαιρέσεις, που τελέστηκαν από τον Ιούνιο του 1994 ως και το έτος 1998, οι οποίες δεν έχουν υποπέσει στην παραγραφή, δοθέντος ότι το 118/2007 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου και η κλήση προς συζήτηση επιδόθηκε σ' αυτόν στις 22-9-2008 (άρθρα 111 και 113 του ΠΚ), αποδείχθηκαν τα παρακάτω: 1) Στην …στις 7-7-1995 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/7-7-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα 4.010.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Ι. Μονής αγοραστή Γ. Μ. για την σ' αυτόν μεταβίβαση ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.010 τ.μ που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. Συγκεκριμένα το άνω συμβόλαιο συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή, μέσω του εντολοδόχου της κατηγορουμένου-εκκαλούντος, συνήψε με τον Γ. Μ. για την σ' αυτόν μεταβίβαση του άνω ακινήτου. Την Ι.Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής πράξης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ. …/5-4-1995 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο Προηγούμενος Π. Ν.. Ο αγοραστής Γ. Μ., έχει καταθέσει στον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό της ΕΤΕ με δικαιούχους τους Γ. Μ. και Ν. Μ. τα ακόλουθα ποσά: στις 14-4-1995 το ποσό των 300.000 δραχμών, στις 5-6-1995 το ποσό των 4.700.000 δραχμών, στις 7-7-1995 το ποσό των 150.000 δραχμών, στις 4-8-1995 το ποσό των 150.000 δραχμών, στις 7-9-1995 το ποσό των 150.000 δραχμών και στις 5-10-1995 το ποσό των 150.000, ήτοι συνολικά έχει καταθέσει στον ως άνω κοινό λογαριασμό Μ.-Μ. το ποσό των 5.600.000 δραχμών. Επίσης ο ίδιος ως άνω αγοραστής έχει καταθέσει στον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό της ΕΤΕ με δικαιούχους τους Γ. Μ.-Ν. Μ. τα ακόλουθα ποσά: το ποσό των 150.000 δραχμών στις 3-11-1995, το ποσό των 150.000 δραχμών στις 6-2-1996, το ποσό των 175.000 δραχμών στις 10-6-1996, το ποσό των 150.000 δραχμών στις 9-7-1996 και το ποσό των 150.000 δραχμών στις 8-8-1996, ήτοι συνολικά έχει καταθέσει στον ως άνω κοινό λογαριασμό Μ.-Μ., το ποσό των 775.000 δραχμών. Οι παραπάνω καταθέσεις, είναι χρονικά εγγύτατες της σύνταξης του υπ' αριθμ. …/1995 συμβολαίου και όλες (πλην μίας μόνο) έχουν γίνει στο Κατάστημα της ΕΤΕ στην Γλυφάδα. Ο τελευταίος δηλαδή κατέθεσε στους ως άνω κοινούς λογαριασμούς που είχε ο εκκαλών με τον κοσμικό Ν. Μ. συνολικά 9.875.000 δραχμές, οι οποίες, κατά τα αναφερόμενα στην ως άνω πραγματογνωμοσύνη (αρ. εμ. πρ.233/2-8-2005, δεν εισέρρευσαν, στο Ταμείο της Μονής. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το τίμημα που συμφώνησε ο εκκαλών κατηγορούμενος για την πώληση του ακινήτου, είναι υψηλότερο από το αναγραφόμενο. Ωστόσο ο κατηγορούμενος δεν απέδωσε στη Μονή ούτε το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα, για το οποίο και απαγγέλθηκε κατηγορία και το οποίο ιδιοποιήθηκε, όπως προαναφέρθηκε. 2) Στην …το διάστημα από 9-6 έως 18-10-1994 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …14-12-1993 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 2.019.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Ε. Ζ., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 2.019 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Από τα αντίγραφα των παραστατικών των με αρ.... και /... κοινών λογαριασμών Γ. Μ.-Ν. Μ. στην ΕΤΕ προκύπτει ότι ο Ε. Ζ. έχει προβεί στο όνομα των δικαιούχων των ως άνω λογαριασμών σε καταθέσεις συνολικού ποσού 32.570.000 δραχμών και ειδικότερα: Στον υπ' αριθμ λογαριασμό έχει καταθέσει στις 16-12-1993 το ποσό των 6.500 στις 9-6-1994 το ποσό των 3.000.000 δραχμών, στις 5-10-1994 το ποσό των 15.500.000 και το ποσόν των 375.000 δραχμών, στις 18-10-1994 το ποσό των 3.500.000 δραχμών, στις 28-6-1995 το ποσό των 200.000 δραχμών, στις 3-11-1995 το ποσό των 800.000 δραχμών και στις 10-11-1995 το ποσό των 500.000 δραχμών, ενώ στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό ο Ε. Ζ. έχει καταθέσει στις 12-1-1995 το ποσό των 500.000 δραχμών και στις 10-11-1995 το ποσό του 1.750.000 δραχμών, θα πρέπει να αναφερθεί ότι, ο Ε. Ζ. αγοραστής ο ίδιος εννέα (9) ακινήτων της Μονής, από το έτος 1990 έως το 1993, αλλά και ενεργώντας ως πληρεξούσιος άλλων αγοραστών ακινήτων της Μονής, έχει καταθέσει το παραπάνω ποσό των 15.500.000 δραχμών από το κατάστημα Πανεπιστημίου της ΕΤΕ στις 5-10-1994 (οι λοιπές από τις παραπάνω καταθέσεις, έχουν γίνει από το Κατάστημα της ΕΤΕ στην Πάτμο). Ωστόσο, από τη διεξαχθείσα πραγματογνωμοσύνη αποδείχθηκε ότι το μόνο ποσό που έχει καταβληθεί στο ταμείο της Μονής είναι το ποσό των 3.186.000 δραχμών. Το ποσό όμως αυτό, ως εκ του χρόνου καταθέσεως του δεν αφορά το τίμημα του άνω συμβολαίου. Αποδεικνύεται επομένως, ότι ο κατηγορούμενος δεν απέδωσε ούτε το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο ποσό των 2.019.000 δραχμών που αποτελεί το υπεξαιρεθέν τίμημα για το οποίο απαγγέλθηκε κατηγορία και το οποίο με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 3) Στην …στις 4-4-1996 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 1.100.000 δραχμών, που αποτελεί μέρος από το αναγραφόμενο στο με αρ. …/16-12-1993 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 4.100.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοοόχοο εισέπραξε από τους αντισυμβαλλόμενους της εντολέως Μονής αγοραστές Δ. Δ. και Ε. Δ., για την σ' αυτούς μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.100 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση " …" της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Όπως κατέθεσε ο πραγματογνώμων, από την πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε προκύπτει ότι στο ταμείο της Μονής έχει καταβληθεί το ποσό των 3.000.000δραχμών και οφείλεται το ποσό των 1.100.000 δραχμών. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 4) Στην …στις 13-9-1996 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …20-5-1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 2.424.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τους αντισυμβαλλόμενους της εντολέως Μονής αγοραστές Δ. Δ. και Ε. Δ., για την σ' αυτούς μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.010 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση " …" της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. Σημειώνεται ότι, όπως κατέθεσε ο αγοραστής Δ. Δ. που εξετάστηκε μάρτυρας στο ακροατήριο, έχει αγοράσει από τη Μονή 4 ακίνητα για τα οποία έχει καταβάλλει 14.000.000 δραχμές τόσο στον ατομικό λογαριασμό του κατηγορουμένου όσο και στον κοινό με τον Μ. Ν. Ωστόσο, όπως κατέθεσε ο πραγματογνώμων και αποδεικνύεται από την πραγματογνωμοσύνη, για τα δύο ακίνητα που αναφέρονται στα παραπάνω συμβόλαια ( …/16-12-1993 και …/20-5-1994) έχουν καταβληθεί στο ταμείο της Μονής ως τίμημα μόνο το ποσό των 3.000.000 δραχμών που αναφέρεται στο πρώτο συμβόλαιο, ενώ για το δεύτερο συμβόλαιο δεν αποδεικνύεται καμία καταβολή στο ταμείο της Μονής. 5) Το υπ' αρ. …/21-7-1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Αμαλίας Πουλιέζου συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος-κατηγορουμένου συνήψε με τον Κ. Α., για την σ' αυτόν μεταβίβαση ενός ακινήτου της, έκτασης 530τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου αντί τιμήματος 1.487.500 δραχμών. Την Ι. Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής πράξης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ. … /9-5-1994 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο αποβιώσας Καθηγούμενος Επίσκοπος Τραλλέων Ι. κατά κόσμον Κ. Κ.. Από το βιβλίο ταμείου της Μονής του οποίου τα ποσά για τα αγορασθέντα ακίνητα περιλαμβάνονται σε συνημμένο στην παραπάνω με αρ. 233/2005 πραγματογνωμοσύνη πίνακα καταβολών προκύπτει ότι το παραπάνω ποσό δεν έχει εισαχθεί στο Ταμείο της Μονής. Το ίδιο επιβεβαίωσε και ο πραγματογνώμων εξεταζόμενος στο ακροατήριο. Περαιτέρω, καμιά παρατήρηση (π.χ. περί δωρεάν παραχώρησης ή ανταλλαγής), που να αφορά την πώληση του ακινήτου, που αναφέρεται στο συμβόλαιο αυτό, δεν καταγράφεται από τους πραγματογνώμονες, ούτε και υπάρχουν στη δικογραφία στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει κάποιος ιδιαίτερος λόγος που να δικαιολογεί τη μη καταβολή του τιμήματος από τον συγκεκριμένο αγοραστή ή, άλλο γεγονός που να καθιστά προφανή την απουσία καταχωρήσεων στο Βιβλίο Εσόδων-Εξόδων της Μονής των καταβολών στις οποίες αυτός προέβη για την απόκτηση του ακινήτου αυτού. Συνεπώς, το Δικαστήριο πείθεται ότι ο κατηγορούμενος, καταχρώμενος την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη με την οποία τον περιέβαλε η Μονή, ιδιοποιήθηκε και αυτό το τίμημα, αφού αυτός ήταν που είχε πραγματοποιήσει την πώληση και είχε εισπράξει το τίμημα. Το δε τίμημα με βάση κυρίως τις συνθήκες της αγοράς και την αξία του χρήματος κατά το χρόνο που συντάχθηκε το παραπάνω συμβόλαιο, είναι ιδιαίτερα σημαντικό και ως εκ τούτου κρίνεται ότι αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ.2 ΠΚ. 6) Το …/8-6-1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή, μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος-κατηγορουμένου, συνήψε με τον Μ. Μ. για την σ' αυτόν μεταβίβαση ενός ακινήτου της, έκτασης 4035 τ.μ που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου ]Πάτμου αντί τιμήματος 4.035.000 δραχμών. Την Ι.Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής, πράξης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ. …/9-5-1994 πράξης του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο αποβιώσας Καθηγούμενος Επίσκοπος Τραλλέων Ι. κατά κόσμον Κ. Κ. Από τον πίνακα της άνω πραγματογνωμοσύνης προκύπτει, ότι έχει εισαχθεί στο ταμείο της Μονής το ποσό των 591.100 δραχμών, όπως άλλωστε κατέθεσε κι ο πραγματογνώμων. Συνεπώς ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε το υπόλοιπο μη εισαχθέν στο ταμείο της Μονής ποσό των 3.443.900 δραχμών, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 7) Το …/17-6-1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή, μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος-κατηγορουμένου, συνήψε με τον Ι. Μ. του Ε. για την σ' αυτόν μεταβίβαση ενός ακινήτου της, έκτασης 4059 τ.μ,. που βρίσκεται στη θέση "Αλυκές" της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου αντί τιμήματος 4.059.000 δραχμών. Την Ι. Μονή, κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής μεταβίβασης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ …/17-5-1994 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο αποβιώσας Καθηγούμενος Επίσκοπος Τραλλέων Ι. κατά κόσμον Κ. Κ. Η συγκεκριμένη συσχετίζεται με την αμέσως επόμενη που αφορά τον ίδιο αγοραστή. 8) Το …/15-11-1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση-Μαυρωνά συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος-κατηγορουμένου συνήψε και πάλι με τον Ι. Μ. του Ε. για την σ' αυτόν μεταβίβαση ενός ακινήτου της, έκτασης 2783,39 τ.μ που βρίσκεται στη θέση " …" της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου αντί τιμήματος 1.450.000 δραχμών. Την Ι. Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής μεταβίβασης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ …/5-11-1994 πράξης του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο αποβιώσας Καθηγούμενος Επίσκοπος Τραλλέων Ι. κατά κόσμον Κ. Κ.. Από τα αντίγραφα των παραστατικών του υπ' αριθμ. ... κοινού λογαριασμού της ΕΤΕ Γ. Μ.-Ν. Μ., προέκυψε ότι μέχρι τις 3-7-1995 κατατέθηκαν από τον ως άνω αγοραστή 4.150.000 δραχμές. Επίσης στο υπ'αριθμ. … /1994 συμβόλαιο υπάρχει , προσαρτημένο ιδιόχειρο σημείωμα του Γ. Μ., όπου αναφέρεται ότι η πώληση έγινε βάσει της υπ' αριθμόν 12/6-6-1990 απόφασης της Αδελφότητας και περαιτέρω ότι έχει εκδοθεί η υπ' αριθμόν 238/24-8-1991 εξοφλητική απόδειξη από τη Μονή. Όμως, αφ' ενός δεν υπάρχει τέτοια απόφαση της Αδελφότητας για πώληση του περιγραφομένου στο ως άνω συμβόλαιο ακινήτου προς τον Ι. Μ., αφ' ετέρου δε η είσπραξη του παραπάνω ποσού δεν έχει καταχωρηθεί στο Βιβλίο Εσόδων-Εξόδων της Μονής, διότι διαφορετικά θα καταχωρείτο από τους πραγματογνώμονες στον πίνακα της πραγματογνωμοσύνης στη θέση των καταβολών. Εξάλλου όσον αφορά στο υπ' αριθμ. …/1994 συμβόλαιο, η ύπαρξη κάποιων αποδείξεων που προσαρτώνται σ' αυτό με αόριστη αναφορά ακινήτου, εάν πράγματι αφορούν καταβολές, στις οποίες προέβη ο παραπάνω αγοραστής στην συγκεκριμένη αγοραπωλησία, καταδεικνύουν ότι κατεβλήθη το τίμημα στον εκκαλούντα, πλην όμως εκείνος, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, δεν το απέδωσε στην εντολέα του αφού, όπως διαπιστώθηκε, τούτο δεν εισέρρευσε ποτέ στο Ταμείο της Μονής. Τα ποσά αυτά των τιμημάτων των άνω συμβολαίων, ήτοι το ποσό των 4.059.000 δραχμών και 1.450.000 δραχμών αντιστοίχως, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής τους και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 9) Το …/2-11-1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος-κατηγορουμένου συνήψε με την Α. Ο. για την σ' αυτήν μεταβίβαση ενός ακινήτου της, έκτασης 4.020 τ.μ που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου αντί τιμήματος 4.000.000 δραχμών. Την Ι. Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής πράξης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ. …/3-10-1994 πράξης του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο αποβιώσας Καθηγούμενος Επίσκοπος Τραλλέων Ι. κατά κόσμον Κ. Κ.. Από το βιβλίο ταμείου της Μονής του οποίου τα ποσά για τα αγορασθέντα ακίνητα περιλαμβάνονται σε συνημμένο στην παραπάνω με αρ. 233/2005 πραγματογνωμοσύνη πίνακα καταβολών, προκύπτει ότι το παραπάνω ποσό δεν έχει εισρεύσει στο Ταμείο της Μονής. Το ίδιο κατέθεσε και ο πραγματογνώμων. Περαιτέρω, καμιά παρατήρηση (π.χ. περί δωρεάν παραχώρησης ή ανταλλαγής) που να αφορά την πώληση του αναφερομένου στο παραπάνω συμβόλαιο ακινήτου, δεν καταγράφεται από τους πραγματογνώμονες, ούτε και υπάρχουν στη δικογραφία στοιχεία από τα οποία να προκύπτει κάποιος ιδιαίτερος λόγος που να δικαιολογεί τη μη καταβολή του τιμήματος από τον συγκεκριμένο αγοραστή ή γεγονός που να καθιστά προφανή την απουσία καταχωρήσεων στο Βιβλίο Εσόδων-Εξόδων της Μονής των καταβολών, στις οποίες αυτός προέβη για την απόκτηση του ακινήτου αυτού. Θα πρέπει δε να σημειωθεί, ότι από τον υπ' αριθμόν ... κοινό τραπεζικό λογαριασμό Γ. Μ.-Ν. Μ., προκύπτει ότι ο σύζυγος της ως άνω αγοράστριας, Δ. Ο., προέβη σε κατάθεση σε ημερομηνία χρονικώς εγγύτατη της σύνταξης του παραπάνω συμβολαίου, δηλαδή στις 8-11-1994 ποσού 10.045.000 δραχμών. Απ' αυτό συνάγεται ότι το ακίνητο επωλήθη με τίμημα μεγαλύτερο του αναγραφομένου και ότι ο κατηγορούμενος, κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ενσωμάτωσε στην περιουσία του τουλάχί7τον το αναγραφόμενο στο άνω συμβόλαιο ποσό (όπως είναι η κατηγορία) στις 8-11-1994, εκδηλώνοντας τότε τη βούληση του για την ιδιοποίηση του. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 10) Στην …στις 7-7-1995 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/7-7-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 1.500.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Α. Β., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.003 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Από το βιβλίο ταμείου της Μονής, του οποίου τα ποσά για τα αγορασθέντα ακίνητα περιλαμβάνονται σε συνημμένο στην παραπάνω με αρ. …/2005 πραγματογνωμοσύνη πίνακα καταβολών, προκύπτει ότι το παραπάνω ποσό δεν έχει εισαχθεί στο Ταμείο της Μονής. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 11) Στην …στις 11-4-1995 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/11-4-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 4.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Π. Γ., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.100 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 1%Κ. Ειδικότερα το …/11-4-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου. Αντωνίας Καρδάση συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντο, κατηγορουμένου συνήψε με τον Π. Γ. για την σ' αυτόν μεταβίβαση του άνω ακινήτου. Την Ι.Μονή κατά την σύναψη της Συμβολαιογραφικής μεταβίβασης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ. 52/2-2-1995 πράξης του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο Προηγούμενος Π. Ν.. Σχετικά με την πώληση αυτή, από τα αντίγραφα των παραστατικών των υπ' αριθμ. ... και ... κοινών λογαριασμών στην ΕΤΕ, αποδείχθηκε ηι ο παραπάνω αγοραστής έχει προβεί σε ονομαστικές καταθέσεις στον υπ' αριθμ. ... κοινό τραπεζικό λογαριασμό της ΕΤΕ του Γ. Μ.-Ν. Μ., συνολικού ύψους 1.345.000 δραχμών, καταθέτοντας στις 27-4-1995 το ποσό του 1.000.000 δραχμών, στις 3-7-1995 το ποσό των 45.000 δραχμών, στις 2-8-1995 το ποσό των 150.000 δραχμών και στις 2-10-1995 το ποσό των 150.000 δραχμών, ενώ στον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό της Ε.Τ.Ε. Γ. Μ.-Ν. Μ. έχει προβεί σε ονομαστικές καταθέσεις συνολικού ύψους 900.000 δραχμών, καταθέτοντας στις 30-10-1995 το ποσό των 150.000 δραχμών, στις 4-12-1995 το ποσό των 150.000 δραχμών, στις 6-6-1996 το ποσό των 150.000 δραχμών, στις 2-7-1996 το ποσό των 150.000 δραχμών, στις 4-9-1996 το ποσό των 150.000 δραχμών και στις 4-10-1996 το ποσό των 150.000 δραχμών. Όλες οι παραπάνω καταθέσεις έχουν γίνει από τα καταστήματα της ΕΤΕ Αργυρούπολης, Νέας Ελβετίας και Σερβίων, απ' όπου έχουν γίνει και άλλες καταθέσεις στους ίδιους παραπάνω λογαριασμούς συνολικού ύψους 5.050.000 δραχμών. Ειδικότερα στο κατάστημα της ΕΤΕ στην Αργυρούπολη έχει κατατεθεί άνευ ονόματος στον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό Μ.-Μ. στις 10-3-1995 το ποσό των 500.000 δραχμών και στον υπ'αριθμ.... κοινό λογαριασμό Μ.-Μ. το ποσό των 4.000.000 στις 1-2-1995. Στο κατάστημα της ΕΤΕ Σερβίων υπάρχουν άνευ ονόματος καταθέσεις στον υπ' αριθμ. ... κοινό λογαριασμό Μ.-Μ. στις 11-1-1996, 5-3-1996, 29-4-1996, 2-8-1996, 5-11-1996 ποσού 150.000 δραχμών η καθεμία από τις τέσσερις πρώτες και 100.000 δραχμών η τελευταία. Οι καταθέσεις αυτές λόγω της περιοδικότητας τους και της χρονικής συνάφειας που παρουσιάζουν με αυτές που, από τα ίδια καταστήματα της ΕΤΕ έχουν γίνει από τον ως άνω Π. Γ., και δημιουργούν στο Δικαστήριο τη βεβαιότητα ότι προέρχονται από τον ίδιο καταθέτη και για την ίδια αιτία, δηλαδή για την πληρωμή του τιμήματος του ως άνω πωληθέντος ακινήτου της Μονής, αφού, εκτός από την παραπάνω αγοραπωλησία, δεν προέκυψε άλλη συναλλαγή του ως άνω εκκαλούντος που δικαιολογεί την εισροή των χρηματικών ποσών αυτών στους παραπάνω λογαριασμούς από τα καταστήματα της ΕΤΕ στις περιοχές αυτές. Το σύνολο του ποσού που έχει κατατεθεί στους λογαριασμούς αυτούς ανέρχεται στο ποσόν των 7.295,000δραχμών. Απ' αυτό συνάγεται ότι, το ακίνητο έχει πωληθεί με τίμημα μεγαλύτερο του αναγραφομένου. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, όχι μόνο το άνω τίμημα αλλά ούτε και το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα των 4.000.000 δραχμών, το οποίο αφορά την κατηγορία, αποδόθηκε στη Μονή, αλλά ο κατηγορούμενος, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης με την οποία τον περιέβαλαν τα όργανα της Μονής, το ιδιοποιήθηκε. 12) Στην …στις 4-8-1995 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/4-8-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 3.610.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Γ. Κ., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 5.197 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Σημειώνεται ότι ο άνω αγοραστής έχει καταβάλει στον κοινό λογαριασμό του κατηγορουμένου με το Ν. Μ. με αριθμό ... της ΕΤΕ το ποσό των 3.700.000 δραχμών, για εξόφληση του τιμήματος. Ωστόσο ο κατηγορούμενος δεν απέδωσε το ποσό αυτό του τιμήματος που το είχε εισπράξει ως εντολοδόχος της Μονής, αλλά ούτε και το αναγραφόμενο ποσό στο συμβόλαιο, το οποίο το ιδιοποιήθηκε και το οποίο, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 13) Στην …στις 16-8-1995 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 2.176.000 δραχμών, που αποτελεί μέρος από αναγραφόμενο στο με αρ. …/16-8-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 6.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τους αντισυμβαλλόμενους της εντολέως Μονής αγοραστές Δ. Μ. και Α. Μ. - Κ., για την σ' αυτούς μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 6.002 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Όπως κατέθεσε ο πραγματογνώμων, από το βιβλίο ταμείου της Μονής, του οποίου τα ποσά για τα αγορασθέντα ακίνητα περιλαμβάνονται στο συνημμένο στην παραπάνω με αρ. …/2005 πραγματογνωμοσύνη πίνακα καταβολών, προκύπτει ότι στις 11-8-1995 κατεβλήθη στο ταμείο της Μονής το ποσό των 3.824.000 δραχμών, ενώ φαίνεται να μην έχει καταβληθεί το υπόλοιπο ποσόν των 2.176.000 δραχμών, χωρίς να αιτιολογείται από τον κατηγορούμενο για ποιο λόγο δεν κατέθεσε στο ταμείο της Μονής και το υπόλοιπο του καταβληθέντος σ' αυτόν τιμήματος. Περαιτέρω, καμιά παρατήρηση, (π.χ. περί δωρεάν παραχώρησης ή ανταλλαγής), που να αφορά την πώληση του παραπάνω ακινήτου δεν καταγράφεται από τους πραγματογνώμονες, ούτε και υπάρχουν στη δικογραφία στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει κάποιος ιδιαίτερος λόγος που να δικαιολογεί τη μη καταβολή του υπολοίπου τιμήματος από τον συγκεκριμένο αγοραστή ή γεγονός που να καθιστά προφανή την απουσία καταχωρήσεων στο Βιβλίο Εσόδων-Εξόδων της Μονής των καταβολών στις οποίες αυτοί προέβησαν για την απόκτηση του ακινήτου αυτού. Το υπεξαιρεθέν ποσό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 14) Στην …στις,8-11-1995 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενα στο με αρ. …/8-11-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 2.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Ι. Κ., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 2.010,78 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. Ειδικότερα, το .../8-11-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση-Μαυρωνά συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή, μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος-κατηγορουμένου, συνήψε με τον Ι. Κ. για την σ' αυτόν μεταβίβαση του άνω ακινήτου της, αντί τιμήματος 2.000.000 δραχμών. Την Ι.Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής μεταβίβασης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ. …/20-10-1995 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο Προηγούμενος Π. Ν.. Από το βιβλίο ταμείου της Μονής, του οποίου τα ποσά για τα αγορασθέντα ακίνητα περιλαμβάνονται σε συνημμένο στην παραπάνω με αρ. 233/2005 πραγματογνωμοσύνη πίνακα καταβολών, προκύπτει ότι το παραπάνω ποσό δεν έχει εισαχθεί στο ταμείο της Μονής. Η σχετική επί του ως άνω συμβολαίου, χειρόγραφη σημείωση, όπου αναφέρεται ότι το τίμημα για το παραπάνω συμβόλαιο δεν καταβλήθηκε από τον παραπάνω αγοραστή γιατί έλαβε αυτό από την Ιερά Μονή ως ανταλλαγή, για ανάλογη έκταση της κυριότητας, που είχε απωλέσει αυτός, από αγοραπωλησία της Ιεράς Μονής, με το με αριθμό …/1965 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, κατά την οποία προφανώς από παραδρομή συμπεριλήφθηκε σ' αυτό και έτσι πωλήθηκε η παραπάνω έκταση του Ι. Κ., δεν μπορεί να αποτελέσει τέτοιο στοιχείο, αφού: α) η σημείωση αυτή, που δεν φέρει ημερομηνία, δεν υπάρχει σε όλα τα αντίγραφα του εν λόγω συμβολαίου, β) σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει απόφαση της Αδελφότητας για την υποτιθέμενη δωρεάν παραχώρηση του ακινήτου που περιγράφεται στο παραπάνω συμβόλαιο στον αγοραστή, Ι. Κ., ούτε υπάρχει κάποιο άλλο στοιχείο που σε συνδυασμό με την ως άνω σημείωση επί του συμβολαίου να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπήρχε τέτοιου είδους λόγος, (δηλ. δωρεάν παραχώρηση), για να μην καταβληθεί το τίμημα. 15) Το …/5-12-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή, μέσω του εντολοδόχου της, εκκαλούντος-κατηγορουμένου, συνήψε με τον Β. Α. για την σ' αυτόν μεταβίβαση ενός ακινήτου της, έκτασης 4.120 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "... ..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου, αντί συμφωνημένου τιμήματος 5.523.000 δραχμών. Την Ι. Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής μεταβίβασης εκπροσώπησα δυνάμει της με αρ. …/ 6-11-1996 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο αποβιώσας Καθηγούμενος Επίσκοπος Τραλλέων Ι. κατά κόσμον Κ. Κ.. Όπως κατέθεσε ο πραγματογνώμων και προκύπτει και από τον πίνακα που συνοδεύει την 233/2005 πραγματογνωμοσύνη, μέρος μόνο του τιμήματος ύψους 2.500.000 δρχ. φαίνεται να έχει καταβληθεί στο Ταμείο της Ι.Μονής από τον ίδιο τον Β. Α. στις 16-11-1996. Το υπόλοιπο ποσό ύψους 3.023.000 δρχ., που εισέπραξε ο κατηγορούμενος δεν το κατέθεσε στο Ταμείο της Μονής και το ιδιοποιήθηκε, κατά τα κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, το οποίο με βάση τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς και την αγοραστική αξία του χρήματος κατά το χρόνο που συντάχθηκε το συμβόλαιο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό και ως εκ τούτου κρίνεται ότι η παράνομη ιδιοποίηση του αποτελεί υπεξαίρεση αντικείμενου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό της έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ.2 ΠΚ. 16) Στην …στις 14-12-1996 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα 1.100.000 δραχμές που αποτελεί μέρος του αναγραφόμενου στο με αρ. …/14-12-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 1.500.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Σ. Π., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 1.023,17 τ. μ. που βρίσκεται στη θέση "..." περιοχής "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Από το βιβλίο ταμείου της Μονής, του οποίου τα ποσά για τα αγορασθέντα ακίνητα περιλαμβάνονται σε συνημμένο στην παραπάνω με αρ. …/2005 πραγματογνωμοσύνη πίνακα καταβολών, αλλά και από την κατάθεση του πραγματογνώμονα στο ακροατήριο αποδείχθηκε ότι έχει καταβληθεί στο Ταμείο της Μονής μόνο το ποσόν των 400.000 δραχμών. Επομένως, ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε το επί πλέον ποσό του τιμήματος των 1.100.000 δραχμών, το ΟΕΟ'ΙΟ εισέπραξε. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 17) Στην …στις 14-3-1996 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ …/14-3-1996 συμβόλαια της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 4.00.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοράστρια Ε. Λ., για την σ' αυτήν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.014 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Ειδικότερα, το άνω συμβόλαιο συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος-κατηγορουμένου συνήψε με την Ε. Λ. για την σ' αυτήν μεταβίβαση άνω ακινήτου της. Την Ι.Μονή, κατά τη σύναψη της συμβολαιογραφικής πράξης, εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ. …/23-1-1996 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο αποβιώσας Καθηγούμενος Επίσκοπος Τραλλέων Ι. κατά κόσμον Κ. Κ. Στον πίνακα της με αρ. 233/2005 πραγματογνωμοσύνης το παραπάνω τίμημα της αγοραπωλησίας αυτής καταχωρείται από τους πραγματογνώμονες ως μη καταβληθέν στο ταμείο της Ιεράς Μονής. Το ίδιο κατέθεσε και ο πραγματογνώμων. Περαιτέρω, καμία παρατήρηση που να αφορά στην πώληση του ακινήτου για την οποία συντάχθηκε το παραπάνω συμβόλαιο από όπου να συνάγεται η συνδρομή κάποιου ιδιαίτερου λόγου που να δικαιολογεί τη μη καταβολή του τιμήματος, γεγονός που καθιστά προφανή την απουσία καταχωρήσεων των καταβολών στις οποίες προέβη η παραπάνω αγοράστρια για την πληρωμή του τιμήματος του ακινήτου που απέκτησε δυνάμει του παραπάνω συμβολαίου. Επομένως, ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε το εισπραχθέν από αυτόν ποσό, το οποίο με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 18) Στην .., στις 18-4-1996 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/18-4-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 2.188.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Ν. Κ., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.007,62 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 19) Στην .., στις 3-5-1996 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/3-5-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 1.000.000 δραχμών που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Ν. Π., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητάς της, έκτασης 552 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 20) Στην Πάτμο, στις 9-7-1996 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/9-7-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 1.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από την αντισυμβαλλόμενη της εντολέως Μονής αγοράστρια Ε. - Μ. Π., για την σ' αυτήν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 2.004 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. Ειδικότερα, το …/9-7-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος-κατηγορουμένου συνήψε με την Ε. - Μ. Π. για την σ' αυτήν μεταβίβαση του άνω ακινήτου της, αντί τιμήματος 1.000.000 δραχμών. Την Ι.Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής πράξης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ …/29-4-1996 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου της, αποβιώσας Καθηγούμενος Επίσκοπος Τραλλέων Ι. κατά κόσμον Κ. Κ. Από το βιβλίο ταμείου της Μονής, του οποίου τα ποσά για τα αγορασθέντα ακίνητα περιλαμβάνονται στο συνημμένο στην παραπάνω με αρ. …/2005 πραγματογνωμοσύνη πίνακα καταβολών, προκύπτει ότι το παραπάνω ποσό δεν έχει εισαχθεί στο Ταμείο της Μονής. Το ίδιο κατέθεσε και ο πραγματογνώμων. Σχετικά με το ακίνητο αυτό, επί της υπ'αριθμ. .. /1996 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου, δυνάμει της οποίας συντάχθηκε το παραπάνω συμβόλαιο, υπάρχει χειρόγραφη σημείωση του κατηγορουμένου από την οποία υπονοείται ότι "αρχική" αγοράστρια του συγκεκριμένου ακινήτου ήταν η Ε. Π. - Κ., μητέρα της ως άνω αγοράστριας. Ωστόσο δεν υπάρχει απόφαση της Αδελφότητας που να αφορά συμφωνία αγοραπωλησίας του ακινήτου από την τελευταία. Ακόμη όμως και εάν ήθελε υποτεθεί ότι αυτή είναι αρχική αγοράστρια στον πίνακα της πραγματογνωμοσύνης στη θέση των καταβολών δεν καταχωρούνται καταβολές της από το έτος 1990 και εντεύθεν, (ελεγχόμενο από τους πραγματογνώμονες διάστημα), ούτε υπάρχει κάποιο άλλο στοιχείο από το οποίο να προκύπτουν όχι μόνο καταβολές, αλλά και εξόφληση του ακινήτου από αυτήν ούτε αποδεικνύεται, η συνδρομή κάποιου ιδιαίτερου λόγου, που να δικαιολογεί τη μη καταβολή του τιμήματος από την αγοράστρια, Ε.-Μ. Π. Συνεπώς το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα ιδιοποιήθηκε ο κατηγορούμενος κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, το οποίο με βάση κυρίως τις συνθήκες της αγοράς και την αξία του χρήματος κατά το χρόνο που συντάχθηκε το παραπάνω συμβόλαιο, είναι ιδιαίτερα σημαντικό και ως εκ τούτου κρίνεται ότι αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ.2 ΠΚ. 21) Στην .., την 29-11-1996 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 2.810.000 δραχμών που αποτελεί μέρος αναγραφόμενου στο με αρ. …/29-11-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνας Βασιλείου τιμήματος, ύψους 4.00.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τους αντισυμβαλλόμενους της εντολέως Μονής αγοραστές Γ. και Λ. Κ., για την σ' αυτούς μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 12.944,15 τ. μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Ο αγοραστής Λ. Κ. εξεταζόμενος ενώπιον του ακροατηρίου με σαφήνεια και πειστικότητα κατέθεσε ότι με υπόδειξη του κατηγορουμένου κατέθεσε ολόκληρο το ποσό του τιμήματος σε λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας που του έδωσε εκείνος, ώστε δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το τίμημα καταβλήθηκε από τον αγοραστή. Ωστόσο, όπως κατέθεσε ο πραγματογνώμων, αλλά προκύπτει και από τον συνημμένο στην 233/2005 πραγματογνωμοσύνη πίνακα, το τίμημα δεν καταβλήθηκε στο ταμείο της Μονής και επομένως το ιδιοποιήθηκε ο κατηγορούμενος. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 22) Στην .., στις 31-1-1997 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδιοποιήθηκε παράνομα 2.000.000 δραχμές που αποτελεί μέρος του αναγραφόμενου στο με αρ …/31-1-1997 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 4.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Δ. Β., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.042 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Ο εν λόγω αγοραστής κατέθεσε με σαφήνεια και πειστικότητα ότι αυτός και η μητέρα του κατέβαλαν στον ίδιο τον κατηγορούμενο ολόκληρο το ποσό των 4.000.000 δραχμών και εκείνος τους χορηγούσε αποδείξεις. Ωστόσο στο ταμείο της Μονής έχει καταβληθεί μόνο το ποσό των 2.000.000 δραχμών, ενώ υπόλοιπο ποσό των 2.000.000 δραχμών, δεν το απέδωσε ο κατηγορούμενος και το ιδιοποιήθηκε, κατά κατάχρηση εμπιστοσύνης. Το ποσό αυτό με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 23) Στην …, στις 17-12-1997 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδιοποιήθηκε παράνομα 2.825.000 δραχμές που αποτελεί μέρος του αναγραφόμενου στο με αρ. …/17-12-1997 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση συνολικού τιμήματος, ύψους 4.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Π. Γ., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.005 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση " ..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου, καθώς, όπως διευκρίνισε ο πραγματογνώμων έχει εισαχθεί στο ταμείο της Μονής το ποσό των 1.175.000 δραχμών, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 2.825.000 δραχμών δεν το απέδωσε ο κατηγορούμενος. Το παραπάνω ποσό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 24) Στην …στις 7-2-1997 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 2.986.500 δραχμών που αποτελεί μέρος του αναγραφόμενου στο με αρ. …/7-2-1997 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 3.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από την αντισυμβαλλόμενη της εντολέως Μονής αγοράστρια Ο. Γ., για την σ' αυτήν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.419,28 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "... " της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 25) Στην …στις 5-3-1998 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ …/5-3-1998 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 4.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχοι) εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Ι. Α., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.010 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 26) Περαιτέρω ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε με την εκκαλούμενη και για την πράξη της υπεξαίρεσης, του ότι δηλαδή, στην Πάτμο στις 6-5-1993 και κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. … /6-5-1993 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Λέρου Φροσύνης Τζανουδάκη τίμημα, ύψους 2.100.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τους αντισυμβαλλόμενους της εντολέως Μονής αγοραστές Α. Κ., Σ. Μ., Σ. Π. και Κ. Μ., για την σ' αυτούς μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 2.100 Τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." (άνωθεν Δ.Ε.Η.) της ν::σου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Η πράξη όμως αυτή ήταν παραγεγραμμένη, καθόσον, όταν επιδόθηκε στον κατηγορούμενο, στις 22-9-2008, το 118/2007 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου και η κλήση προς συζήτηση είχε συμπληρωθεί ήδη η δεκαπενταετία από την τέλεση της (πράξης), χωρίς να έχει επέλθει αναστολή (άρθρα 111 και 113 του ΠΚ). Επομένως για την πράξη αυτή πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω της επελθούσας παραγραφής (άρθρο 370 περ. β του ΚΠΔ). 27) Στην …στις 14-12-1993 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των 1.956.000 δραχμών που αποτελεί μέρος από το αναγραφόμενο στο με αρ. …/14-12-1993 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 4.012.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Κ. Κ., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.012,29 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Όπως προκύπτει από τον συνημμένο πίνακα στην …/2005 πραγματογνωμοσύνη από το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα έχει εισαχθεί στο ταμείο της στη Μονής το ποσό των 2.055.700 δραχμών, ο δε κατηγορούμενος δεν απέδωσε το ποσό των 1.956.000 δραχμών. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 28) Στην …στις αρχές του έτους 1995 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/5-12-1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 4.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Χ. Κ., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 530 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Ειδικότερα το …/5-12-1994 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση συντάχθηκε σε εκπλήρωση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος κατηγορουμένου συνήψε με τον Χ. Κ. για την σ' αυτόν μεταβίβαση του άνω ακινήτου, αντί τιμήματος 4.000.000 δραχμών. Την Ι.Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής πράξης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ. …/20-11-1994 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου της ο Εκκλησιάρχης Κ. κατά κόσμον Ε. Π.. Από το βιβλίο ταμείου της Μονής του οποίου τα ποσά για τα αγορασθέντα ακίνητα περιλαμβάνονται στο συνημμένο στην παραπάνω με αρ. 233/2005 πραγματογνωμοσύνη πίνακα καταβολών προκύπτει ότι το παραπάνω ποσό δεν έχει εισαχθεί στο Ταμείο της Μονής. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 29) Στην …στις 12-5-1995 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/12-5-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 4.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τους αντισυμβαλλόμενους της εντολέως Μονής αγοραστές Γ. και Χ. Μ., για την σ' αυτούς μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.008 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Η καταβολή του τιμήματος από τον αγοραστή στον κατηγορούμενο ως εντολοδόχο της Μονής αποδεικνύεται από την κατάθεση του ποσού αυτού στον υπ' αρ. ... κοινό λογαριασμό της ΕΤΕ του κατηγορουμένου και του Ν. Μ.. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 30) Στην Πάτμο, στις 19-10-1995 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/19-10-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 4.023.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τους αντισυμβαλλόμενους της εντολέως Μονής αγοραστές Α. Σ. -Π. και Χ. Σ., για την σ' αυτούς μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 4.022,90 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." περιοχή "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. Ειδικότερα το …/19-10-1995 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση συντάχθηκε σε εκτέλεση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή, μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος, συνήψε με τους Α. Σ. - Π. και Χ., Σ. για την σ' αυτούς μεταβίβαση του άνω ακινήτου της, έκτασης . 4.022,90 τ.μ., αντί αναγραφομένου στο συμβόλαιο τιμήματος 4.023.000 δραχμών. Την Ι.Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής μεταβίβασης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ. …/15-5-1995 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο αποβιώσας Καθηγούμενος Επίσκοπος Τραλλέων Ι. κατά κόσμον Κ. Κ.. Από το βιβλίο ταμείου της Μονής του οποίου τα ποσά για τα αγορασθέντα ακίνητα περιλαμβάνονται στον πίνακα καταβολών της παραπάνω με αρ. …/2005 πραγματογνωμοσύνης, προκύπτει ότι το παρακάνω ποσό δεν έχει εισαχθεί στο Ταμείο της Μονής. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι ο αγοραστής κατέθεσε σε προσωπικό λογαριασμό του Γ. Μ. 4.000.000 δρχ. και στους υπ' αριθμ. ... και ... κοινούς λογαριασμούς της ΕΤΕ Γ. Μ.-Ν. Μ. κατέθεσε 12 επιταγές ποσού 337.000 δρχ. η μία και 333.000 δρχ. κάθε μία από τις υπόλοιπες, πράγμα που καθιστά βέβαιο ότι το τίμημα ήταν μεγαλύτερο του αναγραφέντος. Παρά ταύτα ουδένα ποσό έχει εισαχθεί στο Ταμείο της Μονής, πράγμα που αποδεικνύει ότι ο κατηγορούμενος, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης έχει υπεξαιρέσει τουλάχιστον το ποσό του αναγραφομένου τιμήματος, για το οποίο έχει απαγγελθεί κατηγορία. ' 31) Στην ..., στις 18-1-1996 και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/18-1-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 1.000.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από την αντισυμβαλλόμενη της εντολέως Μονής αγοράστρια Ε. Κ. -Μ., για την σ' αυτήν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 2.005 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Το ποσό αυτό, με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. Ειδικότερα, το …/18-1-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση συντάχθηκε σε εκτέλεση συμβάσεως πωλήσεως που η Μονή, μέσω του εντολοδόχου της εκκαλούντος κατηγορουμένου, συνήψε με την Ε. Κ. - Μ. για την σ' αυτήν μεταβίβαση του άνω ακινήτου της, αντί αναγραφομένου στο συμβόλαιο τιμήματος του 1.000.000 δραχμών. Την Ι.Μονή κατά την σύναψη της συμβολαιογραφικής πράξης εκπροσώπησε δυνάμει της με αρ …/27-2-1995 πράξεως του Ηγουμενοσυμβουλίου της, ο αποβιώσας Καθηγούμενος Επίσκοπος Τραλλέων Ι. κατά κόσμον Κ. Κ. Από το βιβλίο Ταμείου της Μονής, του οποΐοο τα ποσά για τα αγορασθέντα ακίνητα περιλαμβάνονται στον πίνακα καταβολών της παραπάνω με αρ. …/2005 πραγματογνωμοσύνης προκύπτει ότι το παραπάνω ποσό δεν έχει εισαχθεί στο Ταμείο της Μονής. Στον με αριθμό ... λογαριασμό της ΕΤΕ Πάτμου του Γ. Μ.-Μ., φαίνεται ότι έχει καταβληθεί ^άπό τον Σ. Κ. το ποσό των 500.000 δραχμών. Όμως ούτε το ποσό αυτό έχει αποδοθεί στη Μονή. 32) Στην .., στις 23-9-1996, και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης ιδιοποιήθηκε παράνομα το αναγραφόμενο στο με αρ. …/23-9-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση τίμημα, ύψους 2.400.000 δραχμών, που με την ιδιότητα του εντολοδόχου εισέπραξε από τον αντισυμβαλλόμενο της εντολέως Μονής αγοραστή Π. Α., για την σ' αυτόν μεταβίβαση, ενός ακινήτου κυριότητας της, έκτασης 3.000 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου. Ο εν λόγω αγοραστής κατέθεσε με σαφήνεια και πειστικότητα, ενώπιον του ακροατηρίου ότι, όταν αγόρασε το ακίνητο ο κατηγορούμενος του έδωσε ένα τραπεζικό λογαριασμό για να του καταθέσει το τίμημα. Ο λογαριασμός αυτός δεν ήταν άλλος από τον κοινό λογαριασμό με αριθμό …λογαριασμό της Ε.Τ.Ε. Πάτμου του Γ. Μ.-Μ., στον οποίο υπάρχουν πράγματι καταθέσεις από μέρους του αγοραστή ύψους 2.000.000 δραχμών, που επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό του. Επομένως αποδεικνύεται με βεβαιότητα ότι ο κατηγορούμενος κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, ιδιοποιήθηκε το ποσό των 2.400.000 δραχμών που είχε εισπράξει ως εντολοδόχος της Μονής. Το ποσό αυτό με βάση τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγορά κατά τον χρόνο της καταβολής του και την κατά το χρόνο αυτό υφισταμένη αντικειμενικά αγοραστική του αξία, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 παρ. 2 Π.Κ. 33) Σχετικά με το …/30-12-1997 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση αποδείχθηκε ότι η Ιερά Μονή Πάτμου εκπροσωπούμενη από τον Καθηγούμενο Α. κατά κόσμον Ι. Κ. δυνάμει της με αριθμό …/25-10-1997 σε συνδυασμό με τη με αριθμό όμοια …/29-2-1996 πράξη του Ηγουμενοσυμβουλίου της, πώλησε και μεταβίβασε προς τους Σ. συζ. Γ. Μ. και Γ. Μ. ένα ακίνητο της, κείμενο στη θέση "..." της νήσου Πάτμου της περιφέρειας του Δήμου Πάτμου, έκτασης 4.005 τ.μ., αντί συμφωνημένου τιμήματος 4.000.000 δραχμών. Ο πραγματογνώμων κατέθεσε στο ακροατήριο ότι από τον συνημμένο στην υπ' αρ. …/2005 πραγματογνωμοσύνη πίνακα φαίνεται ότι στο ταμείο της Μονής έχουν εισαχθεί περισσότερα χρήματα και υφίσταται μία καταβολή ποσού 8.059.000 δραχμές στο όνομα Γ. Μ.. Ανεξάρτητα από το ότι το πλέον πιθανό είναι ότι η καταβολή του ποσού αυτού αφορά τιμήματα άλλων προγενεστέρων συμβολαίων, με τα οποία ο Γ. Μ. είχε αγοράσει άλλα ακίνητα από τη Μονή, όμως, εφόσον δεν είναι δυνατό να διευκρινιστεί αυτό με βεβαιότητα, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο τις ελάχιστες αμφιβολίες του να τις ερμηνεύσει υπέρ του κατηγορουμένου και να τον κηρύξει αθώο για την πράξη αυτή. Παραπέρα, ο κατηγορούμενος προκειμένου να ιδιοποιηθεί τα χρηματικά ποσά που εισέπραττε από τις πωλήσεις, καταχρώμενος την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη με την οποία, λόγω της προαναφερόμενης ιδιότητάς του, τον περιέβαλε η εντολέας του, χρησιμοποίησε την μεθόδευση των ατύπων πωλήσεων. Πρόκειται για πωλήσεις ακινήτων της Μονής με προφορική συμφωνία σε αγοραστέ οι οποίοι στη συνέχεια εμφανίζονταν ως ένα εκ των συμβαλλομένων μερών σε συμβόλαια γονικών παροχών ή δωρεών, όπου βέβαια η Μονή δεν ήταν συμβαλλόμενη, και με τον τρόπο αυτό αποκτούσαν μεταγραπτέο τίτλο κυριότητας. Στα συμβόλαια αυτά δηλωνόταν ότι, ο παρέχων γονέας είχε δήθεν αποκτήσει ΤΓ προς μεταβίβαση ακίνητο με τη συμπλήρωση στο πρόσωπο του νομίμου χρόνου της χρησικτησίας, χρησιδεσπόζοντας το ακίνητο από τότε που ο δικαιοπάροχος του (συνήθως αναφερόταν κάποιο συγγενικό πρόσωπο του παρέχοντος), του είχε δήθεν μεταβιβάσει στο παρελθόν ατύπως (με δωρεά ή πώληση) το ακίνητο. Έτσι, αφού δεν εμφανιζόταν η Μονή ως πωλήτρια στα συμβόλαια αυτά, δεν δημιουργείτο εμφανής υποχρέωση εισδοχής του τιμήματος στο ταμείο της με συνέπεια η ιδιοποίηση αυτού να είναι πιο ευχερής. Ο τρόπος αυτός της μεταβίβασης, και μάλιστα παρά τις αντιρρήσεις ορισμένων, τους υπεδείχθη από τον εκκαλούντα και την συμβολαιογράφο Πάτμου ως ο πλέον ενδεδειγμένος για την κτήση τίτλου κυριότητας στα ακίνητα που τους πώλησε η Μονή. Οι περιπτώσεις αυτές στις οποίες ακολουθήθηκε η παραπάνω μεθόδευση είναι οι ακόλουθες: 1) Μεταξύ του κατηγορουμένου, ενεργούντος ως εντολοδόχου της Ιεράς Μονής, λόγω της ιδιότητας του ως αρμοδίου επί των πωλήσεων ακινήτων της Μονής και του Α. Γ., συμφωνήθηκε προφορικά τις αρχές Απριλίου του έτους 1995 η πώληση προς τον τελευταίο ενός αγροτεμαχίου της Ιεράς Μονής, εκτάσεως 2010 τ.μ., κείμενου στη θέση "..." της νήσου Πάτμου, αντί του τιμήματος των 3.000.000 δραχμών, το οποίο δεν καταβλήθηκε από τον αγοραστή στο Ταμείο της Μονής, αλλά προσωπικά στον Γ. Μ.. Για την πώληση αυτή αν και είχε εκδοθεί η υπ' αριθμ …/1995 πράξη του Ηγουμενοσυμβουλίου, δεν συνετάγη συμβόλαιο αγοραπωλησίας με συμβαλλομένους την Ιερά Μονή ως πωλήτρια και τον Α. Γ. ως αγοραστή, αλλά το υπ' αριθμ. …/17-6-1997 συμβόλαιο γονικής παροχής από τη συμβολαιογράφο Πάτμου Αντωνία Καρδάση, στο οποίο δηλώνεται ότι η Χ. Γ., μητέρα του Α. Γ., είχε αποκτήσει το ακίνητο αυτό από τον πατέρα της Α. Μ. το έτος 1979 το οποίο έκτοτε κατείχε και νεμόταν με διάνοια κυρίου. Ο ως άνω εντολοδόχος της Μονής εκκαλών κατηγορούμενος υπέδειξε αρχικά στον παραπάνω αγοραστή να προβεί σε καταθέσεις για την πληρωμή του τιμήματος στον υπ' αριθμ. ... τραπεζικό λογαριασμό της ΕΤΕ με δικαιούχο τον ίδιο (δηλ. τον Γ. Μ.), ενώ στη συνέχεια υπέδειξε στον παραπάνω αγοραστή να καταβάλει το ποσό που απέμεινε για την αποπληρωμή του τιμήματος στον υπ' αριθμ. ... τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε στην ΕΤΕ Πάτμου πρόσωπο της εμπιστοσύνης του και συγκεκριμένα στον Θ. Π. με τον οποίο διατηρούσε ιδιαίτερα στενές σχέσεις. Πράγματι στους ως άνω λογαριασμούς κατατέθηκα τμηματικά ολόκληρο το συμφωνηθέν ποσό του τιμήματος. Το τίμημα αυτό ουδέποτε αποδόθηκε στη Μονή, αλλά ο κατηγορούμενο-, καταχρώμενος την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη με την οποία τον περιέβαλε, το ιδιοποιήθηκε. Με το παραπεμπτικό 118/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου κρίθηκαν παραγεγραμμένα τα υπεξαιρεθέντα τμηματικά ποσά, μέχρι του ποσού των 2.000.000 δραχμών και απαγγέλθηκε κατηγορία για το ποσό των 1.000.000 δραχμών, το οποίο δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή. Το ποσό δε αυτό με βάση κυρίως τις συνθήκες της αγοράς και την αξία του χρήματος κατά το χρόνο που τούτο κατετέθη στο λογαριασμό του είναι ιδιαίτερα σημαντικό και κρίνεται ότι αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την ιδιοποίηση του ποσού αυτού. 2) Μεταξύ του ως άνω εκκαλούντος, που ενεργούσε ως εντολοδόχος της Ιεράς Μονής λόγω της ανατεθειμένης σ' αυτόν, όπως έχει εκτεθεί, αρμοδιότητας στα θέματα εκποίησης των ακινήτων της, και του Θ. Ν., συμφωνήθηκε προφορικά η προς τον τελευταίο πώληση ενός αγροτεμαχίου της Ιεράς Μονής, εκτάσεως 2010 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου, αντί του τιμήματος 1.500.000 δραχμών. Το ποσό αυτό κατέβαλε προσωπικά ο αγοραστής Θ. Ν. στον ως άνω εκκαλούντα Γ. Μ. Μ. με τον οποίο αποκλειστικά έγιναν όλες οι συνεννοήσεις την 1-4-1996 στον κοινό λογαριασμό με τον Μ. Ν. με αριθμό ... στο υποκατάστημα της Πάτμου της ΕΤΕ. Για την πώληση αυτή, καταρτίστηκε στη συνέχεια το υπ' αριθμ. …/8-10-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πάτμου Αντωνίας Καρδάση, σύμφωνα με το οποίο η Ο. Ν., μητέρα του αντισυμβαλλομένου της Μονής αγοραστή μεταβιβάζει λόγω γονικής παροχής στον γιό της Θ. Ν. το ως άνω ανήκον στη Μονή ακίνητο, δηλώνοντας ότι η ίδια έγινε κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Συγκεκριμένα στο συμβόλαιο, κατά δήλωση της, αναφέρεται ότι νέμεται τούτο συνέχεια, ανενόχλητα και αδιάλειπτα από το έτος 1970 που η νομή του περιήλθε σ' αυτήν λόγω άτυπης δωρεάς του πατέρα της Θ. Κ.. Ωστόσο, ο ως άνω εκκαλών, οποίος ήδη κατά την κατάρτιση του συμβολαίου αυτού (8-10-1996) είχε εισπράξει κατ' εντολή και για λογαριασμό της Μονής το τίμημα της αγοραπωλησίας αυτής δεν απέδωσε τούτο στην εντολέα του όπως όφειλε, αλλά κατά καταχρώμενος την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη με την οποία εκείνη, λόγω της παραπάνω ιδιότητας του, τον περιέβαλλε, ιδιοποιήθηκε τούτο παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία του. Το ποσό δε αυτό με βάση κυρίως τις συνθήκες της αγοράς και την αξία του χρήματος κατά το χρόνο που συντάχθηκε το παραπάνω συμβόλαιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό και κρίνεται ότι αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. 3) Μεταξύ του ως άνω εκκαλούντος, που ενεργούσε ως εντολοδόχος της Ιεράς Μονής λόγω της ανατεθειμένης σ' αυτόν, όπως έχει εκτεθεί, αρμοδιότητας στα θέματα εκποίησης των ακινήτων της, και του Ε. Γ. συμφωνήθηκε προφορικά η προς τον τελευταίο πώληση ενός αγροτεμαχίου της Ιεράς Μονής, εκτάσεως 2.009 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "... ..." της νήσου Πάτμου, αντί του τιμήματος των 6.000.000 δραχμών. Το ποσό αυτό κατέβαλε προσωπικά ο αγοραστής Ε. Γ. στον Γ. Μ. με τον οποίο αποκλειστικά έγιναν όλες οι συνεννοήσεις Για την πώληση αυτή, συνετάγη στη συνέχεια το υπ' αριθμ. …/13-9-1996 συμβόλαιο από τη συμβολαιογράφο Πάτμου Αντωνία Καρδάση, στο οποίο δηλώνεται ότι το ακίνητο απέκτησε ο Ε. Γ. με άτυπη αγορά από τον πατέρα του Β. το έτος 1968 και έκτοτε κατέχει και νέμεται αυτό διάνοια κυρίου. Ωστόσο, ο ως άνω εκκαλών, ο οποίος ήδη κατά την κατάρτιση του συμβολαίου αυτού (13-9-1996) είχε εισπράξει κατ' εντολή και για λογαριασμό της Μονής το τίμημα της αγοραπωλησίας αυτής δεν απέδωσε τούτο στην εντολέα του, όπως όφειλε, αλλά κατά καταχρώμενος την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη με την οποία εκείνη, λόγω της παραπάνω ιδιότητας του τον περιέβαλλε, ιδιοποιήθηκε τούτο παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία του. Το ποσό δε αυτό με βάση κυρίως τις συνθήκες της αγοράς και την αξία του χρήματος κατά το χρόνο που συντάχθηκε το παραπάνω συμβόλαιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό και κρίνεται ότι αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. 4) Μεταξύ του ως άνω εκκαλούντος, που ενεργούσε ως εντολοδόχος της Ιεράς Μονής λόγω της ανατεθειμένης σ' αυτόν, όπως έχει εκτεθεί, αρμοδιότητας στα θέματα εκποίησης των ακινήτων της, και του Τ. Χ. συμφωνήθηκε προφορικά η προς τον τελευταίο πώληση ενός αγροτεμαχίου της Ιεράς Μονής, εκτάσεως 2.080 τ.μ που βρίσκεται στη θέση "..." της νήσου Πάτμου, αντί του τιμήματος των 8.000.000 δραχμών, το οποίο κατέβαλε προσωπικά ο αγοραστής Τ. Χ. στον κατηγορούμενο Γ. Μ. με τον οποίο είχε συνεννοηθεί αποκλειστικά για την αγορά του ακινήτου. Η κατάθεση του μάρτυρα Γ. Α. στο ακροατήριο είναι σαφής πειστική και λεπτομερής, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο έγινε η μεταβίβαση του ακινήτου. Ο εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε ότι ο αγοραστής Τ. Χ. δεν είχε καμία σχέση με την Πάτμο, είναι μεγάλος τουριστικός πράκτορας στη Ρόδο, και έχοντας πληροφορηθεί για τις πολυάριθμες πωλήσεις οικοπέδων που γινόταν στην Πάτμο, το καλοκαίρι του 1996, μετέβη με τον μάρτυρα στο νησί, όπου διαπραγματεύτηκε με τον κατηγορούμενο, επισκέφτηκαν και είδαν το ακίνητο, συμφωνήθηκε η πώληση και ο αγοραστής κατέβαλε το τίμημα με την έκδοση επιταγών ύψους 8.000.000 δραχμών, οι οποίες, πληρώθηκαν. Όμως για την πώληση αυτή, συνετάγη στη συνέχεια το υπ' αριθμ. …/6-9-1996 συμβόλαιο από τη συμβολαιογράφο Πάτμου Αντωνία Καρδάση, στο οποίο βεβαιώνεται ότι το ακίνητο απέκτησε ο Τ. Χ. με άτυπη αγορά από τον πατέρα του Ε. το έτος 1970 και έκτοτε κατέχει και νέμεται αυτό διάνοια κυρίου. Ωστόσο, ο ως άνω εκκαλών, ο οποίος ήδη, κατά την κατάρτιση του συμβολαίου αυτού (6-9-1996), είχε εισπράξει κατ' εντολή και για λογαριασμό της Μονής το τίμημα της αγοραπωλησίας αυτής, δεν απέδωσε τούτο στην εντολέα του, όπως όφειλε, αλλά κατά καταχρώμενος την ιδιαίτερη εμπιστοσύνη με την οποία εκείνη, λόγω της παραπάνω ιδιότητας του τον περιέβαλλε, ιδιοποιήθηκε τούτο παράνομα ενσωματώνοντας το στην περιουσία του. Το ποσό δε αυτό με βάση κυρίως τις συνθήκες της αγοράς και την αξία του χρήματος κατά το χρόνο που συντάχθηκε το παραπάνω συμβόλαιο είναι ιδιαίτερα σημαντικό και κρίνεται ότι αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. 5) Μεταξύ του άνω κατηγορουμένου, που ενεργούσε ως εντολοδόχος της Ιεράς Μονής λόγω της ανατεθειμένης σ' αυτόν, όπως έχει εκτεθεί, αρμοδιότητας στα θέματα εκποίησης των ακινήτων της, και της Χ. Μ. συμφωνήθηκε προφορικά η προς την τελευταία πώληση ενός αγροτεμαχίου της Ιεράς Μονής, εκτάσεως 3.348,16 τ.μ που βρίσκεται στη θέση "... της νήσου Πάτμου, αντί του τιμήματος των 5.100.000 δραχμών. Για την πώληση αυτή, συντάχθηκε στη συνέχεια από την ίδια συμβολαιογράφο το υπ' αριθμ. …/18-12-1997 συμβόλαιο, στο οποίο δηλώνεται ότι η μητέρα της Χ. Μ., Θ. Κ., απέκτησε το ακίνητο αυτό με άτυπη αγορά από την Α. Κ. το έτος 1975 και έκτοτε κατέχει και νέμεται αυτό με διάνοια κυρίας. Το ποσό των 5.100.000 δρχ. κατέβαλε προσωπικά η Χ. Μ. στον κατηγορούμενο Γ. Μ. (βλ. τις προσκομιζόμενες αποδείξεις καταβολής στους υπ' αριθμ. ... [Ε.Τ.Ε.] και ... [Εμπορικής Τράπεζας] λογαριασμούς του). Ειδικότερα στις 23-11-1995 κατέθεσε 1.000.000 δραχμές και από τις 28-12-1995 και έως τις 29-1-1999, 37 ισόποσες δόσεις των 100.000 δρχ η κάθε μία και δύο ισόποσες των 200.000 δρχ., η κάθε μία Το ποσό αυτό δεν αποδόθηκε στο σύνολο του στην εντολέα του. Με το παραπεμπτικό 118/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου κρίθηκαν παραγεγραμμένα τα υπεξαιρεθέντα τμηματικά ποσά, μέχρι του ποσού των 4.100.000 δραχμών και απαγγέλθηκε κατηγορία για το ποσό των 1.000.000 δραχμών, το οποίο δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή. Το ποσό αυτό, ύψους 1.000.000 δραχμών το οποίο η ως άνω αγοράστρια κατέθεσε στις 23-11-1995 στον ίδιο λογαριασμό του κατηγορουμένου ουδέποτε το απέδωσε στην ως άνω εντολέα του Ιερά Μονή, παρά την προς τούτο υποχρέωση που λόγω της ιδιότητας του εντολοδόχου της είχε, αλλά, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης της, ιδιοποιήθηκε τούτο παράνομα. Το ποσό δε αυτό με βάση κυρίως τις συνθήκες της αγοράς και την αξία του χρήματος κατά το χρόνο που τούτο κατετέθη στο λογαριασμό του είναι ιδιαίτερα σημαντικό και κρίνεται ότι αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση σε βαθμό κακουργήματος, όπως στο διατακτικό, εκτός από την πράξη με αριθμό 26 για την οποία πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής και την πράξη με αριθμό 33 για την οποία πρέπει να κηρυχθεί αθώος". Περαιτέρω το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε τον κηρυχθέντα ένοχο αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ιερομόναχο και Ηγουμενοσύμβουλο της πολιτικώς ενάγουσας Ι.Μ. Αγίου Ιωάννου Θεολόγου και Ευαγγελισμού της Πάτμου, ως εντολοδόχο και διαχειριστή της Μονής, για κακουργηματική υπεξαίρεση, κατ' εξακολούθηση και κατά κατάχρηση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, χρηματικού ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, χαρακτηρισθέντος κάθε επί μέρους ποσού ως ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ποσά που αυτός εισέπραξε, ως εντολοδόχος, ως τίμημα πώλησης από τους αντισυμβαλλομένους της Μονής αγοραστές πωληθέντων ακινήτων της Μονής και παράνομα ιδιοποιήθηκε, με χρόνο τελέσεως των επί μέρους 36 επί μέρους αυτοτελών πράξεων υπεξαίρεσης, από τον Ιούνιο του 1994 έως και το έτος 1998, συνολικού ποσού 99.110.900 δραχμών και του επέβαλε μία ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Δωδεκανήσου διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 105/2011 απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, σε βαθμό κακουργήματος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 2, 17, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 98, 111,112 και 375 παρ. 1, 2α ΠΚ, όπως ίσχυε κατά τους χρόνους τελέσεως των επί μέρους πράξεων( 1994-1998), προ και μετά τις τροποποιήσεις του ν. 2408/1996, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς έτσι να στερήσει την απόφασή του από νόμιμη βάση. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως του αναιρεσείοντος: α) αναφέρονται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, τα οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την πιο πάνω κρίση του, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη αναφοράς και αξιολογήσεως του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο χωριστά. Ειδικότερα αναφέρονται οι επί μέρους πράξεις του αναιρεσείοντος ιερομόναχου και Ηγουμενοσύμβουλου, ενεργήσαντος τις πωλήσεις ακινήτων της πολιτικώς ενάγουσας Ι.Μ. Πάτμου και κατόχου εισπράξαντος το τίμημα πωλήσεων, που όφειλε να αποδώσει, αλλά ιδιοποιήθηκε παράνομα, ως εντολοδόχος - διαχειριστής της Μονής και κατά κατάχρηση της εμπιστοσύνης που τον περιέλαβαν τα όργανα της Μονής, με 36 επί μέρους πράξεις υπεξαίρεσης, που συνιστούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως σε βαθμό κακουργήματος, λόγω ποσού υπεξαιρεθέντων υπ' αυτού ως εντολοδόχου χρημάτων σε κάθε πώληση, κριθέντος ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με αναφορά στις κατά νόμο περιστάσεις υπό την μορφή που προεκτέθηκαν. Συγκεκριμένα γίνεται στο αιτιολογικό λεπτομερής αναφορά του τρόπου τελέσεως του εγκλήματος που του αποδίδεται, με παρακράτηση υπ' αυτού, ενεργούντος ως εντολοδόχου, σύμφωνα με την συνδέουσα αυτόν και την Μονή έννομη σχέση εντολής, αφού σε αυτόν ως Ηγουμενοσύμβουλο αυτής είχε αποκλειστικά και πάγια ανατεθεί από την Μονή η όλη διαδικασία πώλησης ακινήτων της Μονής σε τρίτους και με βάση τους κανόνες της άμεσης αντιπροσώπευσης, δηλαδή στο όνομα και για λογαριασμό της εντολέως Μονής, που πράγματι ενεργούσε τις πωλήσεις ο κατηγορούμενος, οπότε ο κατηγορούμενος που εισέπραξε τμηματικά, σε εκτέλεση της δοθείσας σε αυτόν εντολής, από τους αγοραστές το τίμημα πωλήσεως σε 36 περιπτώσεις πωλήσεων ακινήτων της Μονής, ήτοι τα εισπραχθέντα χρήματα, ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας σε κάθε μία πώληση, δεν τα απέδωσε στη Μονή και παράνομα τα ιδιοποιήθηκε, κατά κατάχρηση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης που τον είχαν περιλάβει τα όργανα της Μονής και εκδήλωσε έτσι τη βούλησή του, την πρόθεση παράνομης ιδιοποίησης, κατά τις παραδοχές, διαπράξας υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος, σε όλες τις επί μέρους περιπτώσεις που καταδικάστηκε, προ και μετά τις τροποποιήσεις του άρθρου 375 ΠΚ, με το ν. 2408/1996. β) Κατά τις παραδοχές είχε δοθεί από τα όργανα της Μονής προς τον κατηγορούμενο η εντολή για εκτέλεση της όλης διαδικασίας εκποίησης των ακινήτων της Μονής, που συνιστά εντολή διαχείρισης, η δε εντολή αυτή είναι αδιάφορο αν είναι γραπτή ή προφορική ή ασκείται "εν τοις πράγμασι", γ) Η τήρηση ή μη του αναγκαίου τύπου από τα αρμόδια όργανα της Μονής (άρ. 217 ΑΚ) κατά την παροχή της πάγιας εντολής προς τον κατηγορούμενο εντολοδόχο προς πώληση των ακινήτων της Μονής σε τρίτους, δεν επηρεάζει το παράνομο της υπό του κατηγορουμένου παρακράτησης των πραγματικά εισπραχθέντων από τους αγοραστές τιμημάτων των πραγματοποιηθεισών υπό του κατηγορουμένου για λογαριασμό της Μονής πωλήσεων, συμβολαιογραφικών και μη, που κατατίθεντο σε υποδεικνυόμενους τραπεζικούς λογαριασμούς του κατηγορουμένου και κοινούς με συνδικαιούχα τρίτα έμπιστά του πρόσωπα, αντί στο ταμείο της Μονής, όπως αναλυτικά εκτίθενται στο αιτιολογικό, δ) Η εξωτερίκευση της θέλησης ενσωμάτωσης των εισπραχθέντων από τους αγοραστές χρημάτων στην περιουσία, επί εντολοδόχου - διαχειριστή ξένης περιουσίας, όπως ήταν ο αναιρεσείων, εκδηλώθηκε κατά τις παραδοχές με την παράλειψη απόδοσης των χρημάτων στο ταμείο της Μονής και την παράνομη κατακράτηση και δη με την υπόδειξη κατάθεσης και την πραγματική κατάθεση των χρημάτων από τους αγοραστές των ακινήτων σε τραπεζικούς λογαριασμούς αυτού και τρίτων συνδικαιούχων γνωστών του προσώπων, διότι υπήρχε νόμιμη συμβατική υποχρέωση αυτού για απόδοση των χρημάτων, αφού πρόκειται περί εισπράξεως τιμημάτων πωλήσεως από άμεσο αντιπρόσωπο ενεργούντα στο όνομα και για λογαριασμό της δικαιούχου - αντιπροσωπευόμενης πωλήτριας των ακινήτων Μονής, και όχι στο όνομά του, οπότε στην προκειμένη περίπτωση, στο αιτιολογικό δεν ήταν απαραίτητο να αιτιολογείται ειδικά ότι τα εισπραχθέντα εκ μέρους του κατηγορουμένου τιμήματα πωλήσεων ακινήτων της Μονής, του ζητήθηκαν και αυτός αρνήθηκε την απόδοσή τους, όπως αβάσιμα αιτιάται ο αναιρεσείων και δεν ήταν απαραίτητη απόδειξη αναζήτησης των χρημάτων από την ιδιοκτήτρια Μονή και άρνησης αποδόσεως αυτών στη Μονή από τον εισπράξαντα κατηγορούμενο Ηγουμενοσύμβουλο αυτής, όπως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων με τον πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, ε) Ο κατηγορούμενος κατά τις παραδοχές έγινε κάτοχος των χρημάτων (τιμήματος ολικού ή μέρους) που οι αγοραστές των ακινήτων της Μονής σε ορισμένες περιπτώσεις παρέδωσαν σε αυτόν σε μετρητά και σε άλλες περιπτώσεις, κατά τις στις παραδοχές διακρίσεις, κατέθεσαν σε υποδεικνυόμενους από αυτόν τραπεζικούς λογαριασμούς του κατηγορουμένου και κοινούς με συνδικαιούχα ανάληψης τρίτα πρόσωπα και έτσι παράνομα ιδιοποιήθηκε όλα τα ποσά, αφού κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 375 ΠΚ, η κατοχή του ξένου πράγματος διαφέρει μεν της αντίστοιχης έννοιας του αστικού δικαίου και συνίσταται αυτή στην πραγματική σχέση η οποία καθιστά δυνατή, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, την εξουσίαση του πράγματος από τον δράστη κατά τη βούλησή του, η δε απόκτηση της κατοχής χρημάτων υπό την παραπάνω έννοια, δεν πραγματοποιείται μόνο με την υλική παράδοσή τους στο δράστη, αλλά και με τη λογιστική μεταφορά των χρημάτων στον προσωπικό λογαριασμό του δράστη σε τράπεζα με την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος ή συνδικαιούχος και αποκτά δικαίωμα ανάληψής τους κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΝΔ της 17-7/17-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών". Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, περί εισπράξεως διαφορετικών μικρότερων ποσών συμφωνηθέντων τιμημάτων από αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο, διαφόρων της αντικειμενικής αξίας των πωληθέντων ακινήτων, ήτοι περί ποσών πραγματικών, μικρότερων της αναγραφόμενης στα συμβόλαια αντικειμενικής αξίας και μη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας σε κάθε επί μέρους περίπτωση, είναι απαράδεκτες γιατί με την επίκληση κατ' επίφαση ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων και η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Επομένως, όλοι οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, κύριοι, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος και πρόσθετος λόγος, για έλλειψη της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και κατ' εκτίμηση και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. 2. Η υπεξαίρεση, κατά τα προαναφερθέντα, προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα ( άρ. 375 παρ. 2), όταν το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπλέον συντρέχει στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο προβλεπόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Διαχειριστής τέτοιας περιουσίας είναι εκείνος που ενεργεί, όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μιας πραγματικής καταστάσεως. Ο εντολοδόχος μπορεί να είναι και διαχειριστής, αν έχει διακριτική ευχέρεια κατά την εκτέλεση της εντολής. Η νέα διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 α ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με τον παραπάνω ν. 2408/1996, είναι επιεικέστερη από την αρχική, αφού η κακουργηματική μορφή της υπεξαίρεσης προϋποθέτει πάντοτε, ότι το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και επιπλέον συντρέχει μια από τις ειδικά και περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις, ενώ στην προηγούμενη διάταξη η απαρίθμηση των περιπτώσεων αυτών ήταν ενδεικτική. Επί υπεξαίρεσης που τελέσθηκε από δράστη εντολοδόχο, η διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 ΠΚ, πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996, ήταν δυσμενέστερη της νέας, κατά το σημείο που αξίωνε επί πλέον το στοιχείο της κατάχρησης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης (βλ. ΑΠ 621,726,981/2002). Επί υπεξαίρεσης ο προσδιορισμός της αξίας του αντικειμένου είναι αναγκαίος, όταν αυτό χαρακτηρίζεται ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας. Ο προσδιορισμός της αξίας ενός αντικειμένου, ως μεγάλης ή μικρής αποτελεί ζήτημα πραγματικό, το οποίο έχει βάση τις συνθήκες της αγοράς κατά το χρόνο τελέσεως του εγκλήματος, από τις οποίες διαμορφώνεται κάθε φορά η αντικειμενική αξία των πραγμάτων, από την συναλλακτική σύγκριση των οποίων συνάγεται περαιτέρω η ουσιαστική κρίση, αν αυτή είναι ή όχι ιδιαιτέρως μεγάλη ή ευτελής. Σε περίπτωση υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος, αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη και για τον ποινικό χαρακτηρισμό της πράξης, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επιμέρους πράξεων, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό (άρθρο 98 παρ. 2 του ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999). Στην περίπτωση όμως που όλες ή οι μερικότερες πράξεις τελέσθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του ν. 2721/1999, η κρίση για την αξία του αντικειμένου τους χωρεί με βάση το αντικείμενο καθεμιάς μερικότερης πράξεως, ενόψει του άρθρου 2 παρ. 1 ΠΚ, καθόσον η νέα ρύθμιση του άρθρου 98, η οποία προαναφέρθηκε, είναι δυσμενέστερη και δεν μπορεί να εφαρμοσθεί και στα εγκλήματα κακουργηματικής υπεξαίρεσης που τελέστηκαν πριν από τις 3.6.1999, οπότε άρχισε να ισχύει ο ν. 2721/1999, διότι είναι δυσμενέστερη από τις προηγούμενες ρυθμίσεις, εφόσον α) καταλύεται η ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο αυτοτέλεια των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος και παρέχεται η δυνατότητα βαρύτερου εκ των υστέρων χαρακτηρισμού των επιμέρους πράξεων από εκείνον που αντιστοιχούσε σε αυτές κατά το χρόνο τελέσεώς τους και β) για το χαρακτηρισμό του εγκλήματος αυτού ως κακουργήματος ή πλημμελήματος λαμβάνεται υπόψη το συνολικό ποσό που υπεξαιρέθηκε, ενώ ο αθροιστικός αυτός υπολογισμός ήταν προηγουμένως ανεπίτρεπτος για το σκοπό αυτό. Επομένως, για τον χαρακτηρισμό της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, που τελέστηκε πριν από το ν. 2721/1999, ως κακουργήματος απαιτείται το υπεξαιρεθέν ποσόν σε καθεμία μερικότερη πράξη να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και η πράξη να τελέστηκε από εντολοδόχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όλες οι επί μέρους πράξεις υπεξαίρεσης, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, κατ' εξακολούθηση σε μία ποινή κάθειρξης επτά ετών, τελέστηκαν από τον Ιούνιο του 1994 έως και το έτος 1998, πριν την ισχύ του ν. 2721/1999 και φέρουν κακουργηματικό χαρακτήρα, και υπό την ισχύ του εφαρμοσθέντος επιεικέστερου ν. 2408/1996, αφού τελέστηκαν όλες από εντολοδόχο διαχειριστή και αφορούν ποσά που χαρακτηρίστηκαν από το δικαστήριο της ουσίας ως ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Χρόνος δε τελέσεως των επί μέρους εξαιρέσεων, που εξειδικεύεται σε κάθε επί μέρους πράξη, δεν είναι ο χρόνος συντάξεως των συμβολαίων μεταβίβασης των ακινήτων της Μονής που συνέπραξε ο αναιρεσείων, αλλά ο χρόνος που εκδήλωσε ο αναιρεσείων εντολοδόχος διαχειριστής Ιερομόναχος την πρόθεσή του να ιδιοποιηθεί τα τιμήματα που εισέπραξε και κατατέθηκαν με υπόδειξη και εντολή δική του από τους αγοραστές, αντί του ταμείου της Μονής σε Τραπεζικούς λογαριασμούς αυτού και κοινούς με συνδικαιούχους γνωστά του τρίτα πρόσωπα. Προσδιορίζεται δε ο ως παραπάνω χρόνος τέλεσης κάθε πράξης υπεξαίρεσης στην απόφαση επακριβώς για κάθε περίπτωση, αρχής γενομένης από τον Ιούνιο του 1994 και από την ημερομηνία αυτή, ως αφετηρία της παραγραφής των κακουργηματικών αυτών πράξεων και έκτοτε μέχρι και την 17-11-2011 που δημοσιεύθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, δεν είχε παρέλθει ο νόμιμος χρόνος της 15ετούς παραγραφής και ορθά απορρίφθηκε από το δικαστήριο η προβληθείσα σχετική ένσταση παραγραφής. Επομένως ο συναφής πέμπτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έπρεπε να κάνει δεκτό τον ισχυρισμό του περί παραγραφής και να παύσει την ποινική δίωξη, διότι όλες οι πράξεις είχαν παραγραφεί λόγω παρόδου 15ετίας από την τέλεσή τους με τη σύνταξη των συμβολαίων μεταβίβασης των ακινήτων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 333 παρ.2 του ΚΠΔ, "εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει την άδεια στους διαδίκους, όπως και στους συνηγόρους τους, όταν το ζητήσουν για να κάνουν δηλώσεις, αιτήσεις ή ενστάσεις για οποιοδήποτε θέμα που αφορά την υπόθεση που συζητείται..." και κατά τη διάταξη του άρθρου 335 παρ.2 του ΚΠΔ, "εναντίον των διατάξεων που εκδίδονται από τον πρόεδρο κατά τα άρθρα 141 παρ.2, 333, 334, της παρ. 1 αυτού του άρθρου και των άρθρων 337 παρ.2 και 359, μπορεί να ασκηθεί αμέσως προσφυγή σε ολόκληρο το δικαστήριο". Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 141 παρ.2 και 3 του ΚΠΔ, "ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να ζητούν την καταχώρηση κάθε δήλωσης όσων εξετάζονται ή εκείνων που μετέχουν στη δίκη, ... και να παραδίδουν γραπτώς σ' αυτόν που διευθύνει τη συζήτηση τις δηλώσεις τους που αναπτύχθηκαν προφορικά. Η απόφαση του δικαστηρίου που αρνείται ή περιορίζει την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων η οποία εκδίδεται μετά από προσφυγή κατά της άρνησης του διευθύνοντος τη συζήτηση, προσβάλλεται με τα ένδικα μέσα που επιτρέπονται εναντίον της οριστικής απόφασης και μόνο μαζί με αυτήν.". Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο αυτοτελείς ισχυρισμούς, οι οποίοι έχουν ορισμένο αίτημα και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, ήτοι αιτήσεις ή ενστάσεις, που έχουν έννομη σημασία και πρέπει να απαντηθούν από το δικαστήριο. Αν ζητήθηκε η κατάθεση αυτοτελών ισχυρισμών από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του, η τυχόν άρνηση από το διευθύνοντα τη συζήτηση για καταχώρηση στα πρακτικά, δεν συνιστά απόλυτη ακυρότητα κατ' αρθρ. 171 παρ. 1δ' του ΚΠΔ, αλλά παρέχει στον κατηγορούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 335 παρ. 2 του ΚΠΔ, δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο προς άσκηση του δικαιώματος καταθέσεως τούτων, σε περίπτωση δε αρνήσεως αποφάσεως από το δικαστήριο στο οποίο προσέφυγε ή παρά το νόμο απορρίψεως του σχετικού αιτήματος του κατηγορουμένου, πράγμα που πρέπει να προκύπτει αποκλειστικά από τα πρακτικά συνεδριάσεως, υφίσταται έλλειψη ακρόασης και δημιουργείται λόγος αναιρέσεως κατά τα άρθρα 170 παρ.2 και 510 παρ. 1 στοιχ. Β' εδ. β' του ΚΠΔ και όχι παραβίαση των διατάξεων περί δημοσιότητας. Τα πρακτικά όμως του δικαστηρίου, που συντάσσονται από το γραμματέα με ευθύνη αυτού και του δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση, αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σ' αυτά, ωσότου διορθωθούν ή προσβληθούν για πλαστότητα, σύμφωνα με το άρθρο 140 και 140 παρ.3 του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αίτησης, ο αναιρεσείων επικαλείται την, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα που προκλήθηκε στο ακροατήριο, από τη μη καταχώρηση στα πρακτικά, μη λήψη υπόψη και μη απάντηση επί των προβληθέντων υπό των συνηγόρων του αυτοτελών ισχυρισμών, "α) να μη ληφθεί υπόψη η ΕΜΠ 233/2-8-2005 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ΔΟΕ/Υπ. Οικονομικών, ως μη έχουσα επιστημονική υπόσταση και β) να θεωρηθεί ως άκυρη, άλλως ελλιπής η εν λόγω πραγματογνωμοσύνη, ως μη πληρούσα τους όρους του εγγράφου και μη εμφανίζουσα την πραγματικότητα και γ) να κριθεί η υπόθεση με βάση το ν. 2408/1996 και όχι με το ν. 2721/1999, γιατί είναι επιεικέστερος". Ο πρώτος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 177, 178 και 179 ΚΠΔ, προκύπτει ότι στην ποινική διαδικασία επιτρέπεται κάθε είδος αποδεικτικού μέσου, είτε από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 178 είτε άλλα, ακόμη και άκυρα, εκτός αν η χρησιμοποίησή τους προσβάλλει το δικαίωμα υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' ΚΠΔ. Οι ως παραπάνω ισχυρισμοί του κατηγορουμένου κατ' αρχήν δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς που χρήζουν απαντήσεως από το δικαστήριο, η δε προβαλλόμενη ως παραπάνω ακυρότητα της πραγματογνωμοσύνης απαραδέκτως προβλήθηκε, αφού η αιτίαση ακυρότητας της συνεκτιμηθείσας από το δικαστήριο πραγματογνωμοσύνης λόγω έλλειψης επιστημονικής υπόστασης και να θεωρηθεί ως άκυρη, άλλως ελλιπής, ως μη πληρούσα τους όρους του εγγράφου και μη εμφανίζουσα την πραγματικότητα, δεν αφορά το τυπικό κύρος αυτής, αλλά αφορά την ουσιαστική εκτίμηση αυτής παρά του δικαστηρίου, η οποία και έγινε ανέλεγκτα, από το δικαστήριο της ουσίας που την συνεκτιμά στο προπαρατεθέν αιτιολογικό του, αφού σε κάθε περίπτωση στην ποινική διαδικασία επιτρέπεται κάθε είδος αποδεικτικού μέσου, είτε από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 178 είτε άλλα, ακόμη και άκυρα. Όσον αφορά τον ισχυρισμό, "να κριθεί η υπόθεση με βάση το ν. 2408/1996 και όχι με το νεότερο ν. 2721/1999, γιατί είναι επιεικέστερος", ζήτημα που οφείλει το δικαστήριο να ερευνά και αυτεπάγγελτα, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την απόφασή του εφάρμοσε (και ορθά κατά τα παραπάνω) το άρθρο 98 και 375 παρ.2 ΠΚ, όπως ίσχυαν, με τις τροποποιήσεις του παραπάνω επιεικέστερου ν. 2408/1996 και όχι με τις τροποποιήσεις του ν. 2721/1999 (βλ. νομική σκέψη προσβαλλόμενης αποφάσεως στη σελ. 37). 4. Τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 38, 141 παρ. 3 και 338 ΚΠΔ, αν κατά την ποινική δίκη προσβληθεί ως πλαστό κάποιο έγγραφο που προσκομίσθηκε, αποδίδεται δε η πλαστογραφία σε ορισμένο πρόσωπο, διαβιβάζεται στον αρμόδιο εισαγγελέα αντίγραφο των σχετικών πρακτικών μετά του προσβληθέντος ως πλαστού εγγράφου, αν δε, κατά την κρίση του δικαστηρίου, το έγγραφο είναι αναγκαίο προς απόφαση επί της κυρίας υποθέσεως, το δικαστήριο αναβάλλει τη δίκη ως ότου περατωθεί η διαδικασία για την πλαστογραφία, χωρίς να ερευνήσει το υποστατό της κατηγορίας. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 338 του ίδιου Κώδικα μπορεί να έχει εφαρμογή και ενώπιον του Αρείου Πάγου, όταν προσβάλλονται, για πλαστότητα τα πρακτικά της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, εφόσον αυτή (πλαστότητα) συνδέεται με λόγο αναιρέσεως, που αναφέρεται σε πλημμέλεια που ελέγχεται αναιρετικά. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προσβάλλει, κατά το μέρος αυτό, ως πλαστά τα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη με αρ. 105/2011 απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, για το λόγο ότι δεν έχουν καταχωρηθεί κατατεθέντες υπό των συνηγόρων του γραπτοί αυτοτελείς ισχυρισμοί και περιλαμβάνουν ψευδώς ως εξετασθέντα και καταθέσαντα στο ακροατήριο, κατά την 14-11-2011 και 15-11-2011, τον μάρτυρα κατηγορίας Αρχιμανδρίτη Α. Ν., ο οποίος όμως δεν εξετάστηκε (είχεν εξετασθεί την 5-5-2011, σε προηγούμενη δικάσιμο αναβληθείσα και έτσι συνεκτιμήθηκε από το δικαστήριο εσφαλμένα κατάθεση ανύπαρκτου μάρτυρα και την πλαστότητα αυτή των πρακτικών, προσέβαλε προς τον Εισαγγελέα Εφετών Δωδεκανήσου με τη σχετική από 21-3-2012 αίτησή του. Η ως άνω προσβολή των πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου για πλαστότητα και ο συναφής δεύτερος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για απόλυτη ακυρότητα και παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων, που αναγνωρίζονται από τον ΚΠΔ και από την ΕΣΔΑ και το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, με το να περιληφθεί στα πρακτικά και να συνεκτιμηθεί κατάθεση μάρτυρος κατηγορίας που δεν εξετάστηκε στο ακροατήριο, δίχως όμως, όπως είχε υποχρέωση, κατά τα προεκτεθέντα, ο αναιρεσείων, να επικαλείται ότι έχει υποβάλει σχετική μήνυση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και δίχως να αποδίδει την πλαστογραφία των πρακτικών σε ορισμένο πρόσωπο, ήτοι χωρίς να προσδιορίζει τον πλαστογράφο και να επικαλείται ταυτόχρονα και τα αποδεικτικά μέσα για την απόδειξη της πλαστότητας αυτής, ώστε να αναβληθεί η δίκη για να κριθεί από το αρμόδιο δικαστήριο η τύχη της μήνυσης ή δίωξης για την καταμηνυθείσα πλαστογραφία ή τουλάχιστον για να διερευνηθεί υπό του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου η πλαστότητα, υποβλήθηκε αορίστως και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, μετά των προσθέτων λόγων αυτής, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21-3-2012 αίτηση του Γ., κατά κόσμον Ε. Μ. του Μ., μετά των από 25-9-2013 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της με αρ. 105/2011 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. Και . Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα 26 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση από εντολοδόχο ιερομόναχο και διαχειριστή ξένης περιουσίας της Ι.Μ. Πάτμου, ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. 2. Η προσβολή των πρακτικών του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου για πλαστότητα και ο συναφής δεύτερος λόγος αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα και παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων και 6 ΕΣΔΑ, με το να περιληφθεί στα πρακτικά και να συνεκτιμηθεί κατάθεση μάρτυρος κατηγορίας που δεν εξετάστηκε στο ακροατήριο, δίχως όμως, όπως είχε υποχρέωση, ο αναιρεσείων να προσδιορίζει τον πλαστογράφο και να επικαλείται ταυτόχρονα και τα αποδεικτικά μέσα για την απόδειξη της πλαστότητας αυτής, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Υπεξαίρεση
Υπεξαίρεση.
0
Αριθμός 1494/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Μαζαράκη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα και κωλύματος του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη), Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ά. Κ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Ελένη Χιώτη. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Ξ. του Ν. και 2) Γ. Ξ. του Ν., κατοίκων ..., ατομικά και ως εξ' αδιαθέτου κληρονόμων της μητέρας τους Α. Μ., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/3/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 34669/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 1778/2011 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 19/12/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/4/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αναίρεση. Η πληρεξουσία του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 15557/17-1-2013 και 15558/17-1-2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Θεσσαλονίκης ..., ακριβές αντίγραφο της από 19-12-2011 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, από τον, επισπεύδοντα τη συζήτηση, αναιρεσείοντα, προς τους αναιρεσίβλητους. Συνεπώς εφόσον αυτοί δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση, παρά την απουσία αυτών (άρθρ. 576 παρ.2 ΚΠολΔικ.). Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 974, 976, 1045 και 1051 ΑΚ προκύπτει ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής αποτελούν, όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς, πάνω σ' αυτά, πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του, τέτοιες δε πράξεις, μεταξύ άλλων είναι η καλλιέργεια, η οριοθέτηση και η επίβλεψη, η εκμίσθωση σε τρίτους, η καταμέτρησή του και η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων, μέσα στο χρόνο χρησικτησίας (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 835/2013, ΑΠ 847/2013). Εξάλλου ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο αναιρετικός αυτός λόγος αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση, τούτο δε συμβαίνει, μεταξύ άλλων και όταν το δικαστήριο δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του (ΑΠ 191/2013, ΑΠ 835/2013, ΑΠ 1022/2013). Εξ ετέρου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 και του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εμφανίσθηκε (ΑΠ 197/2013, ΑΠ 834/2013). Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στην συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας του (ΑΠ 834/2013, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 481/2013). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο τις αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 846/2013, ΑΠ 568/2013, ΑΠ 495/2013). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔικ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάζονται με αυτά κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ., είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε λόγος αναίρεσης από το περιεχόμενο του οπίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεση, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 1021/2013, ΑΠ 567/2013, ΑΠ 197/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ένδικη αναγνωριστική κυριότητος ακινήτου, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αγωγή, του αναιρεσείοντος, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Με το υπ' αριθ. .../29-1-1935 συμβόλαιο δωρεάς, που συνέταξε ο τότε συμβολαιογράφος Θεσσαλονίκης Βασίλειος Τσιμένης και μεταγράφηκε νόμιμα, ο πατέρας του ενάγοντα Α. Κ. κατέστη κύριος μίας αμπέλου εμβαδού ενός και ημίσεως παλαιού στέμματος κειμένης στη θέση Αμάρι της περιφέρειας Χορτιάτη που συνόρευε κατά τον τίτλο κτήσεως Ανατολικά με δρόμο, Δυτικά με αγρό Π. Ν., Βόρεια με άμπελο του ιδίου του δωρητή (Ι. Μ.) και Νότια με αγρό Δ. Κ.. Με το υπ' αριθ. ... /11-10-1965 συμβόλαιο που συνέταξε η τότε συμβολαιογράφος Θεσσαλονίκης Φάνη Τζόβα - Στεφάνου, ο πατέρας του ενάγοντα Α. Κ. κατέστη επίσης κύριος εξ αγοράς ενός αγρού κειμένου στη θέση Αμάρι της περιφέρειας Χορτιάτη εμβαδού ενός και ημίσεως παλαιού στρέμματος, που συνορεύει κατά τον τίτλο κτήσεως Ανατολικά με αγρό Β. Π., Δυτικά με αγρό Κ. Μ., Βόρεια με αγρό Σ. Μ. και Νότια με αγρό Α. Κ.. Κατά την κατάρτιση των άνω συμβάσεων δεν συντάχθηκε τοπογραφικό διάγραμμα για τα μεταβιβασθέντα ως άνω όμορα ακίνητα ούτε έγινε εμβαδομέτρηση αυτών, ώστε να αποτυπωθεί επακριβώς το εμβαδόν τους και οι διαστάσεις τους, ο Α. Κ. δε προέβη στην συνένωσή τους και καλλιεργούσε αυτά ως ενιαίο ακίνητο αρχικά με αμπέλι και μετά με σιτηρά και συχνά το εκμίσθωνε σε τρίτους το ενιαίο δε τούτο ακίνητο συνόρευε, σύμφωνα με την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως, Ανατολικά με δρόμο, Βόρεια σε ένα τμήμα με αγρό Χ. Α. και Δυτικά με αγρό Κ.. 0 ίδιος μάρτυς δεν μπορεί να προσδιορίσει το Νότιο όριο του άνω ακινήτου γιατί, ως αναφέρει στην κατάθεση του, δεν θυμάται αυτό, συγχρόνως δε αναφέρει στην κατάθεση του ότι η δικαιοπάροχος των εναγομένων Α. Ξ. ήταν γειτόνισσα "μεταξύ του Κ. και του Κ.". Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η δικαιοπάροχος των εναγομένων ήταν κυρία ομόρου ακινήτου,το οποίο ήταν περίκλειστο συνόρευε δε από τρεις πλευρές (ανατολικά, δυτικά και νότια) με το άνω ενιαίο ακίνητο του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος Α. Κ., προδήλως δε λόγω της θέσεως αυτής των ως άνω ακινήτων το έτος 1985 ο τελευταίος και η δικαιοπάροχος των εναγομένων ήδη εφεσίβλητων Α. συζ. Ν. Ξ. συμφώνησαν να προβούν στην ανταλλαγή των ομόρων ακινήτων τους. Έτσι συμφώνησαν όπως η Α. Ξ. λάβει από το ακίνητο του Α. Κ. εδαφικό τμήμα ίσου εμβαδού με το ακίνητο της κείμενο στην νότια πλευρά του ακινήτου του τελευταίου, αυτός δε να λάβει το ακίνητο της για το λόγο δε αυτό προέβησαν στην σύνταξη του από 25-10-1985 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο και συνυπέγραψαν. Ειδικότερα στο συμφωνητικό αυτό το άνω συνενωθέν ακίνητο του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος περιγράφεται ως αγρός που βρίσκεται στη θέση Αμάρι και έχει έκταση "... δύο (2) περίπου στρεμμάτων και όρια προς την ανατολή αγροτικό δρόμο, προς τη δύση την ιδιοκτησία Σ. Κ., στο Βορρά την ιδιοκτησία Κ. Τ. και προς το νότο την ιδιοκτησία Α. Κ.". Στο ίδιο έγγραφο αναφέρονται σχετικά με το ακίνητο της ιδιοκτησίας της δικαιοπαρόχου των εφεσίβλητων τα κατωτέρω "... Στο μέσο του παραπάνω αγρού βρίσκεται άλλος αγρός, που έχει έκταση 850 τ.μ. περίπου, και ανήκει στην κυριότητα, νομή και κατοχή της δεύτερης των συμβαλλομένων Α. Ξ., και έχει όρια γύρω γύρω τον πιο πάνω αγρό του Α. Κ. και στον Βορρά τη ιδιοκτησία του Κ. Τ.". Επίσης στο έγγραφο αυτό επισυνάπτεται πρόχειρο σκαρίφημα, στο οποίο εμφανίζεται ότι το ακίνητο του Α. Κ. έχει σχήμα "Π" και περιβάλλει το περίκλειστο ακίνητο της Ξ. από όλες τις πλευρές, πλην της βόρειας από την οποία το ακίνητο της τελευταίας εμβαδού 850 τ.μ. συνορεύει, ως προαναφέρεται, με την ιδιοκτησία του Κ. Τ.. Περαιτέρω από τα ίδια ο Α. Κ. προέβη στην φυσική διαίρεση του ως άνω ακινήτου του και από τη διαίρεση αυτή προέκυψαν δύο τμήματα την νομή των οποίων μεταβίβασε με παράδοση μετά την 25-10-1985 στα τέκνα του και συγκεκριμένα αυτός μεταβίβασε στον ενάγοντα την νομή του βορείου τμήματος του ως άνω ακινήτου του, την νομή δε του νοτίου τμήματος αυτού μεταβίβασε στην θυγατέρα του Ε.. Βέβαια ο ενάγων ισχυρίζεται με την αγωγή του ότι ο πατέρας του προέβη στην ως άνω μεταβίβαση το έτος 1974, πλην όμως είναι πρόδηλο ότι η μεταβίβαση της νομής του παραπάνω εδαφικού τμήματος έγινε μετά το έτος 1985 και την άνω περί ανταλλαγής συμφωνία, τούτο δε καταθέτει με σαφήνεια ο μάρτυς αποδείξεως,ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά στην κατάθεση του "... Ο πατέρας Κ. είχε αχλαδιές στο χωράφι και μετά το καλλιεργούσε. Από το 1985 το χώρισε και το έδωσε στα παιδιά του. Το βόρειο το έδωσε στον Ά. (ενάγοντα) και το νότιο στην Ε.. Από το 1984-1985 έως το 2000 δεν είχαν διαφορές ο Κ. με την Α. ...". Το γεγονός τούτο ενισχύεται και από το προαναφερόμενο συμφωνητικό στο οποίο συμβάλλεται ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος ως κύριος του μείζονος εκτάσεως ακινήτου κα όχι ο ίδιος ο ενάγων ο αγωγικός ισχυρισμός δε του τελευταίου ότι είχε ήδη μεταβιβασθεί σ' αυτόν από τον πατέρα του η νομή του βορείου τμήματος του εν λόγω ακινήτου το έτος 1974 αποδεικνύεται αβάσιμος. Άλλωστε ο άνω μάρτυς καταθέτει επίσης, ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ήτοι το έτος 1985, οι άνω συμβαλλόμενοι, δηλαδή ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος και η Α. Ξ., ανέθεσαν στον Β. Ε. να καταστρέψει το φυσικό όριο που υφίστατο μεταξύ των άνω ακινήτων τους και να προβεί στην ισοπέδωση των αγρών αυτών λόγω της υφισταμένης μεταξύ τους φυσικής υψομετρικής διαφοράς, ώστε να υλοποιηθεί η ανταλλαγή των εδαφικών τμημάτων που κατά τα άνω συμφωνήθηκε, πλην όμως η περί ανταλλαγής συμφωνία αυτή ουδέποτε πραγματοποιήθηκε, τούτο δε ομολογεί και ο ενάγων με την αγωγή του. Από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι από τα τέλη του έτους 1985 ο ενάγων έλαβε πλέον στην νομή του το βόρειο τμήμα του ως άνω μείζονος εκτάσεως ακινήτου, στο οποίο ασκούσε έκτοτε με διάνοια κυρίου υλικές εμφανείς πράξεις νομής και συγκεκριμένα καλλιεργούσε αυτό με δημητριακά και το εκμίσθωνε σε τρίτους ουδεμία δε διένεξη ή διαφορά δημιουργήθηκε μέχρι το έτος 1999 μεταξύ αυτού και της Α. Ξ. αναφορικά με τα όρια των ακινήτων τους. Το έτος 1999 όμως κατά την κτηματογράφηση της περιοχής ο ενάγων υπέβαλε δήλωση ιδιοκτησίας δηλώνοντας ότι είναι κύριος αγρού εμβαδού 1772 τ.μ κειμένου στη θέση ΑΜΑΡΙ με αιτία κτήσης της κυριότητος αυτού την χρησικτησία προσκόμισε δε το από 15-6-1999 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Α. Α., όπου το ακίνητο του φέρεται να έχει εμβαδόν 1765,40 τμ και να συνορεύει ανατολικά επί πλευράς 40,25 μ. με αγροτικό δρόμο και επί πλευράς 23,94 μ. με ιδιοκτησία Β. Χ., βόρεια επί πλευράς 11,58 μ. με ιδιοκτησία Φ., επί πλευράς 11,48 μ. με ιδιοκτησία Β. Χ. και επί πλευράς 20,66μ. με ιδιοκτησία Α. Μ., νότια επί πλευράς 28,55μ. με ιδιοκτησία της αδελφής του Ε. Κ. και δυτικά επί πλευράς 7,50μ. με ιδιοκτησία Μ. Δ., επί πλευράς 31,09 μ. με ιδιοκτησία αγνώστων ιδιοκτητών και επί πλευράς 21 μ. με ιδιοκτησία Ξ., το δε ακίνητο της τελευταίας φέρεται να έχει έκταση 850 τμ. Η εν λόγω αποτύπωση όμως του ακινήτου του ενάγοντα,που περιγράφεται με τα ίδια όρια και στην αγωγή, είναι προδήλως εσφαλμένη διότι έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα προαναφερόμενα όρια του μείζονος εκτάσεως ακινήτου, και τούτο γιατί το ακίνητο της Α. Ξ. δεν αποτυπώνεται με τα αναφερόμενα στο παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό όρια, σύμφωνα με το οποίο συνορεύει από την ανατολική, τη δυτική και την νότια πλευρά με την ιδιοκτησία Κ. και από την βόρεια με την ιδιοκτησία Κ. Τ., αλλά εμφανίζεται να συνορεύει μόνο από την ανατολική και νότια πλευρά του με ιδιοκτησία Κ. και δη ανατολικά με Α. Κ. και νότια με Ε. Κ. -Κ.. Άλλωστε και στην υπ' αριθμόν .../14-5-1982 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς που έχει συνταχθεί ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Νίκης Χασιώτου, με την οποία η Α. Ξ. αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτήν -δυνάμει διαθήκης- κληρονομιά της αποβιωσάσης την 28-5-1954 Β. Σ. το ακίνητο της αυτό περιγράφεται ως έχον δυτικό όριο την ιδιοκτησία Α. Κ. και όχι την ιδιοκτησία Κ.. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω η αρμόδια επιτροπή του ΟΚΧΕ κατά το δεύτερο στάδιο της κτηματογράφησης, κρίνοντας σχετική ένσταση των καθολικών διαδόχων της Α. Ξ., η οποία είχε ήδη αποβιώσει στις 2-12-2000 και κληρονομήθηκε από τον μεταποβιώσαντα σύζυγο της και τα τέκνα της δηλαδή τους εφεσίβλητους, οι οποίοι ως καθολικοί διάδοχοι αυτής νομιμοποιούνται προς τούτο και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με την ένδικη έφεση τυγχάνουν απορριπτέα, αποτύπωσε το ακίνητο της τελευταίας με ΚΑΕΚ ..., το οποίο έχει εμβαδόν 931 τμ και περικλείεται από το ακίνητο Κ. συνορεύοντας ανατολικά από το περιελθόν στον ενάγοντα ήδη εκκαλούντα τμήμα του άνω μείζονος εκτάσεως ακινήτου, δυτικά δε και νότια από το περιελθόν στην αδελφή του τελευταίου Ε. Κ. εδαφικό τμήμα του εν λόγω ακινήτου. Η εν λόγω αποτύπωση είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί το εμβαδόν του ακινήτου του ενάγοντος, το οποίο με την νέα αποτύπωση ανέρχεται πλέον στα 1505 τ. μ. ενώ κατά πρώτη ανάρτηση είχε αποτυπωθεί αυτό με εμβαδόν 1765,4 τ.μ. Έτσι ο ενάγων θεώρησε, εσφαλμένα βέβαια σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, πως το ακίνητο των εναγομένων δεν αποτυπώνεται ορθά αφού δεν εμπίπτει ολόκληρο στα όριά του, αλλά ότι το επίδικο τμήμα εμβαδού 260,60 τμ εμπίπτει στα όρια του δικού του ακινήτου. Από τα ανωτέρω όμως αποδεικτικά στοιχεία ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έχει αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου εδαφικού τμήματος, ως ισχυρίζεται, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και τούτο γιατί και με την εκδοχή ότι αυτό (επίδικο) περιλαμβανόταν στο τμήμα ακινήτου τη νομή του οποίου του μεταβίβασε ο πατέρας του, αυτός δεν είχε στη φυσική του εξουσία με διάνοια κυρίου το εν λόγω εδαφικό τμήμα εμβαδού 260,60 τμ. για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, αφού από τα τέλη του έτους 1985 που ο δικαιοπάροχος του μεταβίβασε σ' αυτόν την νομή του μέχρι την 14-7-2005, ήτοι κατά τον χρόνο έναρξης λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή Χορτιάτη στον οποίο αναφέρονται οι πρώτες εγγραφές, δεν παρήλθε ο απαιτούμενος χρόνος της εικοσαετίας για την κτήση της κυριότητος αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Εξάλλου ουδόλως αποδείχθηκε η εκ μέρους του ενάγοντος άσκηση επί του επιδίκου εδαφικού τμήματος υλικών εμφανών πράξεων - νομής προϋπόθεση επίσης απαραίτητη για την κτήση της κυριότητος αυτού με τα εν λόγω προσόντα". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων Ρ74, Ρ76, 1045 και 1051 ΑΚ, αφού υπό τα ως άνω, ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Επομένως από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού τα πραγματικά περιστατικά που με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα, δεν ήταν αρκετά για την πλήρωση του πραγματικού των προδιαληφθεισών ουσιαστικών διατάξεων και συνακόλουθα για την εφαρμογή τους. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι ο ενάγων δεν απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου εδαφικού τμήματος των 260,60 τ.μ., με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον ούτε τη φυσική του εξουσίαση απέκτησε, αφού τούτο δεν περιλαμβανόταν στο ακίνητο, το οποίο, μετά τις 25.10.1985 του παρέδωσε ο δικαιοπάροχος πατέρας του, ως το βόρειο τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου που ο τελευταίος είχε αποκτήσει με νόμιμα μεταγεγραμμένους τίτλους, ούτε αποδείχθηκε ότι άσκησε σ'αυτό οποιαδήποτε εμφανή υλική πράξη νομής, αλλά και με την εκδοχή ότι το επίδικο αυτό τμήμα που δεν ανήκε στον πατέρα του περιλαμβανόταν στο ακίνητο που, κατά νομή, που παραδόθηκε από εκείνον και πάλι δεν συμπληρώθηκε στο πρόσωπό του 20ετής χρόνος, νομής, αφού από τα τέλη του 1985 μέχρι του χρόνου ενάρξεως, στη περιοχή της τοποθεσίας του ακινήτου (Χορτιάτης Θεσ/νίκης) του Εθνικού Κτηματολογίου, ήτοι μέχρι τις 14-7-2005 δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος αυτός. Συνεπώς ο πέμπτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 ΚΠολΔικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών είναι αβάσιμος. Περαιτέρω ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, κατά τον οποίο η προσβαλλομένη απόφαση, ακτά παραβίαση των προδιαληφθεισών διατάξεων, δεν προσμέτρησε στο χρόνο χρησικτησίας του αναιρεσείοντα ενάγοντα και εκείνον του δικαιοπαρόχου πατέρα του, στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι γίνεται δεκτό ότι το επίδικο εδαφικό τμήμα βρισκόταν στη νομή του εν λόγω δικαιοπαρόχου και συνέτρεξε διαδοχή στη νομή πράγμα το οποίο όμως δεν συμβαίνει, αφού γίνεται, ανέλεγκτα, δεκτό ότι το επίδικο δεν περιλαμβανόταν στα όρια του ακινήτου του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος και γιαυτό ο τελευταίος δεν παρέδωσε νομή που δεν είχε, με επάλληλη δε σκέψη της αποφάσεως και ως εκ περισσού και με αιτιολογίες που δεν επιστηρίζουν το διατακτικό της και δεν δημιουργούν δεδικασμένο, ούτε υπόκεινται αυτοτελώς σε αναίρεση (ΑΠ 1738/2012, ΑΠ 255/2010), γίνεται δεκτό ότι και αν ακόμη ο ενάγων απέκτησε τη νομή του επιδίκου εδαφικού τμήματος με παράδοση από τον μη νομέα, πατέρα του, μη συντρεχούσης εντεύθεν διαδοχής στη νομή και πάλι αυτός δεν απέκτησε την κυριότητά του γιατί δεν συμπληρώθηκε αυτοτελώς στο πρόσωπό του η απαιτουμένη από το νόμο εικοσαετία. Ακόμη με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες ότι α) δεν αιτιολογείται γιατί είναι σωστή η θέση ου ακινήτου των αναιρεσιβλήτων στο Κτηματολόγιο, όταν από τις επικαλούμενες αποδείξεις προκύπτει ότι τούτο έχει διαφορετικά όρια από αυτά που έγιναν δεκτά, β) δεν αιτιολογείται γιατί το ακίνητο των αναιρεσιβλήτων έχει σχήμα τετράγωνο, όταν από τις επικαλούμενες αποδείξεις προκύπτει ότι αυτό είναι μακρόστενο, δηλαδή παραλληλόγραμμο, γ) δεν αιτιολογείται γιατί το ακίνητο των αναιρεσιβλήτων έχει επιφάνεια 939 τ.μ., όταν από τις αποδείξεις προκύπτει ότι η επιφάνεια αυτή είναι 850 τ.μ., δ) δεν αιτιολογείται γιατί το δικαίωμα της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων Α. Ξ. στο ακίνητό τους και συνακόλουθα στο επίδικο εδαφικό τμήμα, είναι ισχυρότερο από το δικαίωμα του αναιρεσείοντος, όταν τα αποδεικτικά μέσα που και οι δύο πλευρές επικαλούνται είτε είναι ισοδύναμα (βεβαιώσεις χρησικτησίας τοπικών αρχόντων) είτε εκείνα του αναιρεσείοντος είναι ισχυρότερα των αναιρεσιβλήτων. Οι ελλείψεις όμως αυτές δεν αφορούν στην επάρκεια των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και στο αν αυτά ήταν αρκετά για την πλήρωση του πραγματικού των επικαλουμένων και μη εφαρμοσθεισών κανόνων ουσιαστικού δικαίου, αλλά αναφέρονται αφενός μεν σε κακή εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττουν την περί τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, αφετέρου δε σε ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση των αποδειχθέντων, οι οποίες όμως ελλείψεις, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, δεν ιδρύουν τον ερευνώμενο λόγο, αφού μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα, όπως δεν αμφισβητείται εκτίθεται σαφώς. Ενόψει τούτων οι παραπάνω πρώτος και πέμπτος από τους λόγους της αναιρέσεως, πρέπει, στο σύνολό τους, να απορριφθούν. Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο του εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 495/2013, ΑΠ 567/2013, ΑΠ 609/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο του από 25.10.1985 ιδιωτικού συμφωνητικού, που είχε καταρτισθεί μεταξύ των δικαιοπαρόχων των διαδίκων, ήτοι του πατέρα του αναιρεσείοντα Α. Κ. και της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων Α. Ξ., με το να δεχθεί ότι το αναφερόμενο σ' αυτό ακίνητο, που φέρεται να έχει επιφάνεια δύο στρεμμάτων, αφορά στο ενιαίο ακίνητο που προέκυψε από τη συνένωση δύο ακινήτων, επιφανείας 1,5 στρέμματος του καθενός, που ο πατέρας του αναιρεσείοντα απέκτησε με τίτλους αγοράς το 1935 και το 1965 αντίστοιχα, αφού το ενιαίο εκείνο ακίνητο είχε επιφάνεια όχι δύο στρεμμάτων, αλλά 4.800 τ.μ. (τρία παλαιά στρέμματα Χ 1600 τ.μ. το καθένα) και ότι εξαιτίας της παραμορφώσεως αυτής κατέληξε σε εσφαλμένα συμπεράσματα, ενώ περαιτέρω η προσβαλλομένη απόφαση από την προσκομιζόμενη και από τις δύο πλευρές υπ' αριθμ. .../14-5-1982 δήλωση αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της συμβ/φου Θεσ/νίκης Νίκης Χασιώτου, με την οποία η δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων αποδέχθηκε την κληρονομιά της αποβιώσασας στις 28-5-1954 Β. Σ., εκτιμά μόνο το σημείο που αναφέρει ως δυτικό όριο της ιδιοκτησίας των αναιρεσιβλήτων την ιδιοκτησία του Α. Κ.. Ο λόγος αυτός, που αφορά σε έγγραφα που προσκομίζονται στην παρούσα αναιρετική δίκη και των οποίων επίκληση και προσκομιδή είχε γίνει στην κατ' έφεση δίκη (ΑΠ 495/2013, ΑΠ 609/2013), όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των οικείων προτάσεων (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ), είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτος και δη όσον αφορά το πρώτο έγγραφο, γιατί δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος" του εγγράφου, το οποίο ορθά αναγνώσθηκε και μάλιστα το κείμενό του περιελήφθη στην απόφαση, αλλά σε λανθασμένη εκτίμηση του περιεχομένου του, από την οποία το δικαστήριο κατέληξε σε κρίσεις και συμπεράσματα διαφορετικά από εκείνα που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθά. Δηλαδή οι επικαλούμενες αιτιάσεις ως προς το έγγραφο αυτό αφορούν σε παράπονα αναγόμενα στην ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων και του περιεχομένου του εγγράφου, ενώ όσον αφορά το δεύτερο έγγραφο η επικαλουμένη αιτίαση δεν ιδρύει τον ερευνώμενο από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔικ. λόγο καθόσον αφορά στην ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού αυτού μέσου. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 εδ.β ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού (ΑΠ 609/2013, ΑΠ 833/2013) "πράγμα" αποτελεί και ο λόγος εφέσεως, με τον οποίο εκφέρεται παράπονο σχετικό με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με αρνητικό ισχυρισμό της αγωγής ή με επιχειρήματα που στηρίζουν τον ίδιο ή άλλο λόγο εφέσεως, ενώ αντιστοιχία δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 25/2003, ΑΠ 1126/2013, ΑΠ 1258/2013, ΑΠ 1259/2013). "Πράγμα" με την παραπάνω δεν αποτελούν, μεταξύ άλλων, και κατά τα άρθρα 270 παρ.2, 671 παρ.1 και 339 ΚΠολΔικ αποδεικτικά μέσα ή το περιεχόμενό τους και η ανήκουσα στην κυριαρχική και επομένως ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου εκτίμησή τους (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 1022/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της εφέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ή πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη τους παρακάτω ισχυρισμούς, αναφορικά με την κυριότητα του αναιρεσείοντος στο επίδικο εδαφικό τμήμα και ότι ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη α) ότι η υποβληθείσα στο Κτηματολόγιο, στις 9-2-2001, ένσταση της δικαιοπαρόχου των εναγομένων-αναιρεσιβλήτων Α. Ξ.-Μ. ήταν πλαστή, αφού η φερομένη ως υπογράψασα και υποβάλλουσα αυτήν είχε ήδη αποβιώσει από 2.12.2000, β) ότι, όπως με λόγο εφέσεως και με τις προτάσεις υποστηρίχθηκε, η αλλαγή στις θέσεις των ακινήτων των διαδίκων που έχει συντελεσθεί στη Β' ανάρτηση του Κτηματολογίου είναι μόνο στους χάρτες του, ενώ στην πραγματική κατάσταση οι εναγόμενοι-αναιρεσίβλητοι δεν έχουν αποκτήσει ποτέ νομή στο επίδικο εδαφικό τμήμα των 260,60 τμ και δεν έχουν κάνει ποτέ διακατοχικές πράξεις σ' αυτό, το δε ακίνητο που ανέκαθεν κατέχουν και νέμονται είναι στη θέση και το σχήμα που αυτό παρουσιάζεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του Α., γ) ότι ο χωρισμός και η τοποθέτηση των ακινήτων από το Κτηματολόγιο είναι εντελώς εσφαλμένη και θίγει την ιδιοκτησία του αναιρεσείοντα αφού την μειώνει από τα 1765,40 τμ στα 1505 τμ, ενώ αντίστοιχα ωφελεί τόσο την ιδιοκτησία των αναιρεσιβλήτων που την αυξάνει από τα 850 τμ στα 939 τμ όσο και της όμορης, προς νότον του δικού του ακινήτου, ιδιοκτησίας της αδελφής του, που την αυξάνει από τα 1765,40 τμ στα 1953,53 τμ. Ο λόγος αυτός ως και προς τις τρεις αιτιάσεις που είναι απαράδεκτος, καθόσον αυτές δεν αφορούν σε "πράγματα" υπό την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια. Ειδικότερα η πρώτη αιτίαση αφορά σε αποδεικτικό μέσο και στο περιεχόμενό του και ως εκ τούτου δεν ιδρύει τον ερευνώμενο λόγο, ενώ οι δύο άλλες αιτιάσεις αφορούν σε επιχειρήματα που στήριζαν αντίστοιχα τους δεύτερο και τρίτου από τους λόγους εφέσεως, κατά της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των οικείων δικογράφων (άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔικ), οι οποίοι (λόγοι εφέσεως), μετά από εξέταση των εν λόγω επικαλουμένων επιχειρημάτων που τους στήριζαν απορρίφθηκαν. Εφόσον όμως οι αιτιάσεις αυτές δεν αφορούν σε "πράγματα", ενώ αντίστοιχα οι οικείοι ισχυρισμοί λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν δεν στοιχειοθετείται ο παραπάνω λόγος. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 438ΚΠολΔικ έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο ότι έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να κάνει τη βεβαίωση αυτή. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ.1ζ του ισχύοντος κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής Ν. 3463/8.6.2006 περί "κυρώσεως του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων" και την ταυτόσημη προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 114 παρ. ζ του ΠΔ 410/1995 περί "Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα", καθώς και την ισχύουσα σήμερα (από 1.1.2011) διάταξη του άρθρου 58 παρ.1η του Ν. 3852/2010 "περί Νέας Αρχιτεκτονικής κλπ-πρόγραμμα Καλλικράτης" ο Δήμαρχος "... εκδίδει πιστοποιητικά προσωπικής και οικογενειακής καταστάσεως των Δημοτών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Δήμαρχος δεν έχει αρμοδιότητα να εκδίδει πιστοποιητικά περί του ότι κάποιος δημότης είναι ιδιοκτήτης, νομέας και επικαρπωτής κάποιου ακινήτου και επομένως πιστοποιητικό με τέτοιο περιεχόμενο δεν έχει, ως προς το βεβαιούμενο περιστατικό, την κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔικ αποδεικτική δύναμη, ως εκδοθέν από πρόσωπο αναρμόδιο καθ' ύλην (ΑΠ 554/2012, ΑΠ 819/2010). Το πιστοποιητικό όμως αυτό, ως περιέχον δήλωση τρίτου μπορεί να χρησιμεύσει για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και το δικαστήριο μπορεί να το εκτιμήσει ελεύθερα, εκτός αν κρίνει ότι αυτό χορηγήθηκε επίτηδες για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο, μη υποκειμένης της σχετικής του κρίσεως σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 554/2012). Τούτο δε γιατί από τις διατάξεις των άρθρων 336 παρ.3, 339 και 395 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι τα δικαστικά τεκμήρια μπορούν να συναχθούν από οποιοδήποτε έγγραφο, επομένως και από δηλώσεις και βεβαιώσεις τρίτων, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία αυτές, κατά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, συνετάγησαν προ ή κατά τη δίκη ειδικώς προς το σκοπό να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικό μέσο σε αυτή, γιατί έτσι γίνεται καταστρατήγηση των διατάξεων των άρθρων 396 επ ΚΠολΔικ που αναφέρονται στο αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων (ΑΠ 1258/2013). Τέλος κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ.α και γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθησαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να μη λάβει υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει, όπως είναι οι ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν χωρίς τις προϋποθέσεις του άρθρου 270 παρ.2 ΚΠολΔικ (ΑΠ 1201/2012), ενώ οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από το διάδικο (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 481/2013, ΑΠ 1126/2013). Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του, μπορεί δε να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφώς και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου, αν δεν πρόκειται για αποδεικτικό μέσο, που το πρώτον προσκομίζεται στην κατ' έφεση δίκη (άρθρ.527 ΚΠολΔικ) η επίκληση γίνεται με τις προτάσεις της συζήτησης της δευτεροβάθμιας δίκης (ΟλΑΠ 23/2008, ΑΠ 179/2013). Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (έγγραφα, μάρτυρες, πραγ/νη, αυτοψία, ένορκες βεβαιώσεις κλπ- ΑΠ 495/2013, ΑΠ 1126/2013- Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικά μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 835, 481 179/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 559 αρ.11 περ.α και γ ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα, που ο αναιρεσείων, νόμιμα επικαλέσθηκε και προσκόμισε με τις προτάσεις του, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης μετά την οποία εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, από τα οποία προέκυπτε το ουσία βάσιμο της αγωγής του, ενώ έλαβε υπόψη προσκομισθείσα το πρώτον στην κατ' έφεση δίκη από τους αναιρεσίβλητους (εναγόμενους-εφεσίβλητους) ένορκη βεβαίωση, που δεν προκύπτει ότι λήφθηκε νόμιμα. Ειδικότερα κατά το λόγο αυτό το Εφετείο α) δεν έλαβε υπόψη το υπ' αριθμ. .../18.9.2000 πιστοποιητικό του Δημάρχου Χορτιάτη, στο οποίος αυτός βεβαίωνε ότι ιδιοκτήτης του επιδίκου είναι ο αναιρεσείων και μάλιστα ούτε ως δικαστικό τεκμήριο, β) έλαβε υπόψη την προσκομισθείσα, το πρώτον, στην κατ' έφεση δίκη από τους αναιρεσίβλητους υπ' αριθμ. .../24.2.2011 ένορκη βεβαίωση, για την οποία αναφέρει ότι έγινε μετά προηγούμενη κλήτευση του εκκαλούντος (αναιρεσείοντος), χωρίς όμως να βεβαιώνει ότι η κλήτευση αυτή ήταν νομότυπη και χωρίς να αναφέρει τις οικείες εκθέσεις επιδόσεως και γ) ότι από τη γενική και συλλήβδην αναφορά στα αποδεικτικά μέσα δεν προκύπτει αδιστάκτως ότι έλαβε υπόψη αα) τις δύο, το πρώτον από τον αναιρεσείοντα προσκομισθείσες στο Εφετείο αεροφωτογραφίες, από τις οποίες η μία είναι του Δασαρχείου του έτους 1945 και η δεύτερη του Στρατού και ββ) την ένορκη κατάθεση στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του μάρτυρα απόδειξης και τις περιεχόμενες στην προσκομισθείσα το πρώτον στη 2βάθμια δίκη από τον αναιρεσείοντα ένορκη βεβαίωση δύο μαρτυρικές καταθέσεις. Ο λόγος αυτός και κατά τις τρεις αιτιάσεις του είναι αβάσιμος. Ειδικότερα όσον αφορά την πρώτη αιτίαση το επικαλούμενο πιστοποιητικό του Δημάρχου ορθά με την προσβαλλομένη απόφαση θεωρήθηκε και μάλιστα μετ' απόρριψη λόγου εφέσεως ότι δεν έχει την αποδεικτική δύναμη δημοσίου εγγράφου ως προς το πιστοποιούμενο περιστατικό της κυριότητας του επιδίκου, ως εκδοθέν παρ' αρμοδίου προς τούτο καθ' ύλην υπαλλήλου και στην συνέχεια ορθά δεν το έλαβε υπόψη, ούτε ως δικαστικό τεκμήριο, περιέχον δήλωση τρίτου, αφού ανέλεγκτα έκρινε ότι τούτο συντάχθηκε επίτηδες για να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο στην ένδικη διαφορά. Ως προς τη δεύτερη αιτίαση ο λόγος αυτός είναι επίσης αβάσιμος, καθόσον αρκεί η βεβαίωση του δικαστηρίου ότι η προσκομισθείσα από τους εφεσίβλητους (αναιρεσίβλητους) ένορκη βεβαίωση λήφθηκε νομότυπα, χωρίς να απαιτείται και η επίκληση των οικείων εκθέσεων επιδόσεως (ΑΠ 789/2012, ΑΠ 857/2012). Άλλωστε ο αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται ότι δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις του 270 παρ.2 ΚΠολΔικ ως προς την ένορκη αυτή βεβαίωση. Αλλά και ως προς την τρίτη αιτίαση ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον από την προσβαλλομένη απόφαση (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) που ρητά βεβαιώνει (σελ 10) ότι κατά την κατάστρωση του νομικού της συλλογισμού έλαβε υπόψη "τις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, τις νόμιμα ληφθείσες και προσκομιζόμενες το πρώτο στο Εφετείο ένορκες βεβαιώσεις, που αναφέρονται ειδικά, καθώς και τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων", αλλά και από το περιεχόμενο της απόφασης, όπου γίνεται κατ' επανάληψη αναφορά στα έγγραφα (σελ.13) και στις λοιπές αποδείξεις και ιδιαίτερα στην κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης (σελ. 12, 14, 15), δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι τα αναφερόμενα στην αιτίαση αυτή αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, ένορκες βεβαιώσεις, αεροφωτογραφίες) τα οποία, ως ξεχωριστά, μνημονεύονται ειδικά στην απόφαση ενώ οι επικαλούμενες αεροφωτογραφίες περιλαμβάνονται στα έγγραφα (άρθρ. 444 παρ.3 ΚΠολΔικ), λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για την εξαγωγή του αποδεικτού του πορίσματος. Η αιτίαση ότι το δικαστήριο δεν προσέδωσε στις αεροφωτογραφίες την βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτές έχουν και ότι η διαφορετική εκτίμησή τους, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις και το συνταχθέν με βάση τις αεροφωτογραφίες αυτές από Ιούνιου 1999 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Α. Α., του οπίου γίνεται ιδιαίτερη επίκληση στην προσβαλλομένη απόφαση (σελ.16), θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της αποφάσεως για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως, ήτοι σε αποτέλεσμα που επέρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔικ (ΑΠ 1126/2013, ΑΠ 1127/2013, ΑΠ 179/2013). Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, να απορριφθούν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19.12.2011 αίτηση του Α. Κ. του Α. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1778/2011 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Ιουλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡEYΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία (974, 976, 1045 και 1031ΑΚ), Πράξεις νομής. 559 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Ευθεία παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Συντρέχει και όταν δεν εφαρμόστηκε ο νόμος, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του 559 αρ. 19. Έλλειψη νόμιμης βάσης 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.. Η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ανέλεγκτη. 559 αρ. 2 παραμόρφωση εγγράφου. Υπάρχει όταν το δικαστήριο υποπίπτει σε διαγνωστικό και όχι σε εκτιμητικό σφάλμα 559 αρ. 8 "πράγματα" είναι και οι λόγοι εφέσεως που αφορούν σε αυτοτελείς ισχυρισμούς κα όχι σε αρνητικούς ισχυρισμούς ή επιχειρήματα. Πιστοποιητικό Δημάρχου περιέχον βεβαίωση ιδιοκτησίας. Κατά το άρθρ. 86 παρ. 12 του Ν. 3463/06 ο Δήμαρχος έχει εξουσία να εκδίδει μόνο πιστοποιητικά για την προσωπική κατάσταση. Το περί ιδιοκτησίας πιστοποιητικό εκτιμάται ως δικαστικό τεκμήριο εκτός αν το δικαστήριο ανέλεγκτα δεχθεί ότι εκδόθηκε για να χρησιμοποιηθεί στην ένδικη διαφορά, επίτηδες, ως αποδεικτικό μέσο.
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Χρησικτησία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1484/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο,-Εισηγητή, Κωνσταντίνο Φράγκο, Μαρία Βασιλάκη και Χρυσούλα Παρασκευά, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιο Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Νοεμβρίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιά, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενη την Ε. Μ. του Ν.- Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς. Και εγκαλούντα τον Δ. Κ. του Χ.. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 1 Μαΐου 2013, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 784/13. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κατσιρώδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή με αριθμό 186 και ημερομηνία 24 Σεπτεμβρίου 2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον Σας, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ.1β ΚΠΔ, την με αριθμό ΕΓ/18-13/156/1.5.2013 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς με την οποία ζητεί την παραπομπή της από 24/12/2012 αναφοράς του Δ. Κ. του Χ., με την οποία εκτός των άλλων καταμηνύεται η Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς Ε. Μ., από τις αρμόδιες Εισαγγελικές, Ανακριτικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε αντίστοιχες Αρχές άλλου Πρωτοδικείου, δεδομένου ότι στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Πειραιώς δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 ΚΠΔ, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 ΚΠΔ, διατάσσει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές, όταν μεταξύ των άλλων λόγων συντρέχει και η περίπτωση του εδαφίου ε', κατά την οποία, ο εγκαλών ή ο ζημιούμενος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο κατά τα άρθρα 122-125 ΚΠΔ δικαστήριο. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 137 παρ.1 ΚΠΔ, την παραπομπή μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων, ενώ στις περιπτώσεις του άρθρου 136 στοιχ. γ'και δ'ΚΠΔ, μόνο ο Εισαγγελέας του αρμοδίου δικαστηρίου αυτεπαγγέλτως ή με παραγγελία του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Για την παραπομπή αποφασίζει α).... β).... γ).... ο Άρειος Πάγος, που συνέρχεται σε συμβούλιο, σε κάθε άλλη περίπτωση. II. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις συνάγεται ότι δικαιολογητικοί λόγοι της παραπομπής στην περίπτωση του εδαφίου ε' του άρθρου 136 ΚΠΔ, είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας ή κρίσης του δικαστικού λειτουργού και του αποκλεισμού της υπόνοιας μεροληψίας αυτού λόγω της συνυπηρέτησης του με τα αναφερόμενα στη διάταξη πρόσωπα. Από την εννοιολογική παράθεση του άρθρου 136 εδ'ε' προς τα άρθρα 122/125 ΚΠΔ, στην οποία ρητώς αναφέρεται, συνάγεται ότι ο κανονισμός της αρμοδιότητας κατά παραπομπή δεν περιορίζεται μόνο στην εκδίκαση της υπόθεσης, αλλ'επεκτείνεται και στην άσκηση ποινικής δίωξης αλλά και της προκαταρκτικής ακόμη εξέτασης, αφού και στις περιπτώσεις αυτές συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος της εξασφάλισης του ανεπηρέαστου και αδιάβλητου των δικαστικών αποφάσεων. III. Στη προκείμενη περίπτωση η μηνυομένη είναι Εισαγγελική Λειτουργός και υπηρετεί με το βαθμό του Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς (βλ. την από 3/6/2013 υπηρεσιακή βεβαίωση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς) δηλαδή στο αρμόδιο κατά τα άρθρα 122-125 ΚΠΔ δικαστήριο. Συνεπώς υφίστανται οι προϋποθέσεις της κατά παραπομπής αρμοδιότητας και ως εκ τούτου πρέπει η από 24/12/2012 αναφορά του Δ. Κ. του Χ., με την οποία εκτός των άλλων καταμηνύεται και η ανωτέρω Εισαγγελική Λειτουργός για παράβαση καθήκοντος να παραπεμφθεί από τις αρμόδιες Εισαγγελικές, Ανακριτικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις αντίστοιχες του Πρωτοδικείου Αθηνών για την δικαστική της περαίωση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω να παραπεμφθεί η από 24/12/2012 αναφορά του Δ. Κ. του Χ. και η δικογραφία που σχηματίσθηκε κατόπιν αυτής, σε βάρος της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς, Ε. Μ. στις αρμόδιες Εισαγγελικές, Ανακριτικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών, για τη δικαστική της περαίωση. Αθήνα 16 Σεπτεμβρίου 2013 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Π .Παντελής". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 εδ. ε' Κ.Π.Δ., στην οποία ορίζονται οι περιπτώσεις αρμοδιότητας κατά παραπομπή, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή υφίσταται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, κατά τα άρθρα 122-125 Κ.Π.Δ., δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος, όταν η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δηλαδή την εξασφάλιση του ανεπηρέαστου της κρίσεως των δικαστικών λειτουργών και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας, λόγω συνυπηρετήσεως στο ίδιο δικαστήριο. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 137 του ίδιου Κ.Π.Δ., την παραπομπή μπορεί να ζητήσει, μεταξύ άλλων και ο Εισαγγελέας, αρμόδιο δε να αποφασίσει γι' αυτήν είναι το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, που συνέρχεται σε Συμβούλιο, εφόσον πρόκειται για περιπτώσεις, που δεν διαλαμβάνονται στα εδάφια α' και β' της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού (137), συνεπώς και στην περίπτωση, κατά την οποία πρόκειται να κριθεί η τύχη εγκλήσεως κατά δικαστικού λειτουργού της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Πειραιώς και στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς στην οποία ανήκει η εν λόγω Εισαγγελία Πλημμελειοδικών, δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο και αντίστοιχα Εισαγγελία Πλημμελειοδικών. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Δ. Κ. του Χ., κάτοικος ... με την από 24-12-2012 αναφορά του καταμήνυσε, εκτός άλλων, και την Ε. Μ., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών, για την διαλαμβανόμενη σ' αυτήν αξιόποινη πράξη της παραβάσεως καθήκοντος (κατ' εκτίμηση). Η εν λόγω εγκαλούμενη εισαγγελική λειτουργός υπηρετεί ως Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς. Όπως όμως προκύπτει από την ανωτέρω υπ' αριθμ. ΕΓ/18-13/156/1-5-2013 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο, εκτός από το Πρωτοδικείο Πειραιώς. Με τα δεδομένα αυτά συντρέχει νόμιμη περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και περαιτέρω παραπομπής της υποθέσεως από τις κατά τόπο αρμόδιες δικαστικές, εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις αντίστοιχες του Πρωτοδικείου Αθηνών για να επιληφθούν αυτές της σχετικής υποθέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την υπόθεση, που αφορά τη δικογραφία, επί της οποίας η από 24-12-2012 αίτηση - έγκληση του Δ. Κ. του Χ., κατοίκου ... κατά της Ε. Μ., Αντεισαγγελεα Πρωτοδικών Πειραιώς, από τις κατά τόπο αρμόδιες δικαστικές, εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές, του Πρωτοδικείου Πειραιώς, στις αντίστοιχες του Πρωτοδικείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Νοεμβρίου 2013. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Υποβάλλεται από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών η δικογραφία για να καθοριστεί από τον Άρειο Πάγο η αρμοδιότητα των Δικαστικών και Εισαγγελικών Αρχών για τον αναφερόμενο Εισαγγελικό Λειτουργό, που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς – Παραπέμπει στις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
2
Αριθμός 1479/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Νοεμβρίου 2013 με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Γ. Κ. του Ι., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Διοματάρη, για αναίρεση της υπ' αριθ 12223/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Απριλίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 551/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η επιβαλλόμενη όπως παραπάνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απόρριψη ενός τέτοιου μη νόμιμου και αόριστου ισχυρισμού. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα ποινής, εφόσον, βεβαίως, αυτός προβλήθηκε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωσή του, ώστε να μπορούν να αξιολογούνται, και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Ως ελαφρυντική περίσταση, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, και η προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ με τα στοιχεία α', ήτοι το ότι "ο υπαίτιος έζησε μέχρι το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή", αφού η παραδοχή αυτής οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής, κατά το μέτρο του άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα. Για τη στοιχειοθέτηση της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου, πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα περιστατικά θετικής και επωφελούς για την κοινωνία δράσης και συμπεριφοράς και μάλιστα σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στο στοιχείο α' της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ, ενώ δεν αρκεί το λευκό ποινικό μητρώο, που βεβαίως συνεκτιμάται με τις λοιπές συνθήκες διαβίωσης του κατηγορουμένου (βλ.ΑΠ 125,364,725,951/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης με αρ. 12223/2013 αποφάσεως, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, κατέθεσε εγγράφως τον ακόλουθο αυτοτελή ισχυρισμό για την αναγνώριση ότι συντρέχει στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, (πλην της ελαφρυντικής περίστασης του άρ. 84 παρ.2 ε'ΠΚ, ότι συμπεριφέρθηκε καλά μετά την πράξη για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα) και η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 α' του ΠΚ (προτέρου εντίμου βίου), τον οποίο ανέπτυξε και προφορικά και ο οποίος έχει, κατά πιστή μεταφορά από τα πρακτικά, ως εξής: "Στον κατηγορούμενο πρέπει να αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου διότι: "Ο κατηγορούμενος έζησε - προ της τέλεσης της πράξης - βίο ηθικό τόσον ως εργαζόμενος όσον και ως μέλος της οικογενείας του, αλλά και ως κοινωνός της κοινωνίας, έναντι των προσώπων με τα οποία εσχετίζετο. Ηργάζετο με συνέπεια ως αποθηκάριος στην εταιρία ΝΤΙΠΑΝ ΑΕΒΕ (βλ. ένορκο κατάθεση διευθύνοντος συμβούλου της ΝΤΙΠΑΝ κ. Π. Κ., ένορκο κατάθεση ενώπιόν Σας της μάρτυρος κ. Ι. Κ., κλπ), εσέβετο τον αποβιώσαντα πατέρα του, απόστρατο αξιωματικό της Ελληνικής Αστυνομίας, φρόντιζε τη μητέρα του, παριστάμενος σε κάθε ανάγκη στο πλευρό αυτών. Εξάλλου ο κατηγορούμενος τυγχάνει λευκού ποινικού μητρώου και δελτίου εγκληματικότητας". Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που σε δεύτερο βαθμό κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, ένοχο μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και του επέβαλλε ποινή φυλακίσεως δύο ετών, με τριετή αναστολή, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, αφού δέχθηκε, με πρόταση του εισαγγελέα της έδρας, συνδρομή ελαφρυντικής περίστασης άλλης, του άρθρου 84 παρ.2 δ' του ΠΚ, περί ειλικρινούς μεταμέλειας του κατηγορουμένου, που όμως δε ζητήθηκε, αναφέροντας στο τέλος του αιτιολογικού περί ενοχής, απλώς ότι συντρέχει στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 δ' του ΠΚ, απέρριψε σιγή τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό του άρθρου 84 παρ.2 α' του ΠΚ, του προτέρου εντίμου βίου, χωρίς ουδεμία αιτιολογία. Όμως, όπως, διατυπώθηκε παραπάνω και καταχωρήθηκε στα πρακτικά ο σχετικός αυτός αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου, του άρθρου 84 παρ.2 α' του ΠΚ, είναι προεχόντως απορριπτέος ως αόριστος, δεδομένου ότι, δεν τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου συγκεκριμένα, θετικά περιστατικά έντιμης εν γένει ζωής ήτοι θετικής και επωφελούς για την κοινωνία δράσης και συμπεριφοράς και μάλιστα σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς που ορίζονται στο στοιχείο α' της παρ. 2 του άρθρου 84 ΠΚ, ήτοι δεν αναφέρονται συγκεκριμένες θετικές πράξεις δηλωτικές του προτέρου εντίμου ατομικού, οικογενειακού, επαγγελματικού και γενικά κοινωνικού βίου του. Προσθέτως, όπως προαναφέρθηκε η επίκληση και η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου και η εργασία και η ύπαρξη οικογένειας συνεκτιμώνται, αλλά δεν αρκούν για να αναγνωρισθεί η εν λόγω ελαφρυντική περίσταση. Επομένως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που απέρριψε σιγή τον εν λόγω μη νόμιμο λόγω αοριστίας αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει σε αυτόν, πολύ δε περισσότερο να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του με την προσβαλλόμενη απόφαση(ΑΠ 909/2010). Συνεπώς, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως κατά την απόρριψη του παραπάνω αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος για την αναγνώριση της εν λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου λόγου προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19-4-2013 αίτηση του Γ. Κ. του Ι., για αναίρεση της με αρ. 12223/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας απόρριψης προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού ελαφρυντικού αρ. 84 παρ. 2 α' ΠΚ, διότι ο προβληθείς και μη απαντηθείς ισχυρισμός αυτός ήταν αόριστος.
Ελαφρυντικές περιστάσεις
Ελαφρυντικές περιστάσεις.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 1478/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο,- Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη, Χρυσούλα Παρασκευά και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Μ. Ν. του Ε., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Παπανδρουλάκη, περί αναιρέσεως της 797/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσ/νίκης. Το Τριμελές Πλημ/κείο Θεσ/νίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Μαρτίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 353/13. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις του άρθρου 273 παρ.1 του ΚΠΔ συνάγεται ότι ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά την προανάκριση ή την κυρία ανάκριση, που τυχόν έχει διενεργηθεί και σε περίπτωση μεταβολής της δηλωθείσας κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική αρχή ή στην έκθεση ασκηθέντος ενδίκου μέσου ή προσφυγής και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανιστεί κατ'αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος, που ο κατηγορούμενος έχει καταστήσει γνωστό στο μηνυτή και αναφέρεται στη μήνυση ή την έγκληση(ΑΠ 137, 956/2011). Από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος (εκκαλών-κατηγορούμενος) που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική (Εισαγγελική) αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και Αστυνομική Αρχή και στην περίπτωση αυτή η επίδοση προς εκείνον γίνεται εγκύρως ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. α προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η ως άνω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Αν όμως η επικαλούμενη από τον κατηγορούμενο νέα γνωστή κατοικία ή διαμονή του ή επαγγελματική του διεύθυνση είναι κατά το χρόνο επίδοσης ήδη γνωστή στην ίδια αρμόδια για την επίδοση Εισαγγελική Αρχή, από άλλη έστω υπόθεση του κατηγορουμένου, η μη αναζήτησή του σε αυτή και η επίδοση στην αρχική διεύθυνση ως αγνώστου διαμονής είναι άκυρη( ΑΠ 596/2006), όπως άκυρη είναι αν αναζητήθηκε και σε ανύπαρκτη διεύθυνση κατοικίας(ΑΠ 440/2013). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 156 παρ. 1,2, 170 παρ.1, 173 παρ.1, 174 παρ.2, 320 παρ.2, 321 παρ.4 του ΚΠΔ, συνάγεται ότι μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος του κατηγορουμένου, είναι και η επίδοση ως άγνωστης διαμονής, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο κατηγορούμενος, είχε γνωστή διαμονή, ενώ η σχετική αυτή ακυρότητα επιδόσεως μπορεί να προταθεί από τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας. Αν δε ο κατηγορούμενος εμφανισθεί στο δικαστήριο και δεν προβάλει αντιρρήσεις για την πρόοδο της δίκης, η ακυρότητα αυτή καλύπτεται και επιφέρει τις συνέπειες αναστολής της παραγραφής του διωκόμενου εγκλήματος, κατά το άρθρο 113 παρ. 1,2,3 του ΠΚ, για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία, όχι όμως περισσότερο από τρία χρόνια επί πλημμελημάτων. Όμως αν είναι άκυρη η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, δεν αρχίζει η κύρια διαδικασία και δεν επέρχεται η άνω αναστολή της παραγραφής. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 320, 321, 339, 340, 343 και 349 παρ. 1,2 του ΚΠΔ, η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει, είτε με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως ή του κλητήριου θεσπίσματος, με την οποία καλείται αυτός στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο τελευταίο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως, αν όμως η επίδοση της κλήσεως ή του κλητήριου θεσπίσματος είναι άκυρη, δεν αρχίζει η κύρια διαδικασία και ούτε επέρχεται αναστολή της παραγραφής. Εφόσον όμως κατ' αυτήν δεν εμφανίστηκε ο κατηγορούμενος και καταδικάστηκε ερήμην, μπορεί να προταθεί στο εφετείο με ειδικό λόγο εφέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι η επίδοση ως αγνώστου διαμονής είναι άκυρη, διότι έγινε σε διαφορετική διεύθυνση από εκείνη που ο κατηγορούμενος, πραγματικά διέμενε και αυτή η διαμονή ήταν γνωστή στην αρμόδια για την επίδοση εισαγγελική αρχή.. Το εφετείο, αν κρίνει εμπρόθεσμη και παραδεκτή την έφεση, οφείλει να εξετάσει τον προβαλλόμενο με την έφεση ως άνω λόγο ακυρότητας της γενόμενης ερήμην του διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αξιολογώντας τα προσκομισθέντα από τον κατηγορούμενο έγγραφα και τον μάρτυρα που τυχόν εξετάστηκε και αυτά που κατέθεσε ο εκκαλών κατηγορούμενος και αν είναι βάσιμος ο εν λόγω ισχυρισμός περί γνωστής διαμονής του, να ακυρώσει την εκκαλούμενη απόφαση και να χωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως (άρθρο 502 παρ. 4 ΚΠΔ). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 17, 111 παρ. 3, 112 και 113 παρ. 2 και 3 του ΠΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β1, 370 εδ. β' και 511 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, ενώ αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να υπάρξει αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τρία έτη και ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για τον έλεγχο της βασιμότητας προβαλλόμενου σχετικού λόγου αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, με τη με αρ. 13746/2011 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καταδικάσθηκε, σε πρώτο βαθμό, ερήμην, σε ποινή φυλάκισης τριών ετών για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, κατ' εξακολούθηση. Κατά της παραπάνω απόφασης που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 15-9-2011, ως αγνώστου διαμονής, αναζητηθείς στην οδό αρ… της ..., ο κατηγορούμενος άσκησε τη με αρ. εκθ. 2032/19-6-2012 εκπρόθεσμη έφεση, στην οποία με ειδικούς λόγους εφέσεως, πρόβαλλε ακυρότητα όλων των προς αυτόν γενόμενων στην ανωτέρω οδό αρ… επιδόσεων, ως αγνώστου διαμονής, ενώ ήταν γνωστής διαμονής, και δη τόσον του κλητηρίου θεσπίσματος, όσον και της με αρ 13746/2011 ερήμην πρωτόδικης καταδικαστικής αποφάσεως, ακόμη δε επικαλέστηκε και ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος για το λόγο ότι δεν προσδιορίζεται σε αυτό η ιδιότητά του ως διαχειριστή της υπόχρεης σε καταβολή των χρεών εταιρείας, με το εξής, κατά πιστή μεταφορά, περιεχόμενο της εκθέσεως εφέσεως: " H έφεση μου είναι εμπρόθεσμη, καθόσον ουδέποτε μου επιδόθηκε η εκκαλουμένη ή απόσπασμα αυτής νομίμως, αφού η επίδοση φέρεται να έγινε σε μένα ως αγνώστου διαμονής, ενώ ήμουν γνωστής διαμονής στην αρμόδια Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή (ΑΠ 279/2012 ΝΟΜΟΣ), ήτοι την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, η οποία ήδη μου είχε επιδώσει (στο ίδιο περίπου χρονικό διάστημα) στον τόπο της κατοικίας μου (...) τα με αριθμ.ΕΓ 38-08/162/1532/20-7-2010 και με αριθμ.Α07/4098/15-1-2010 κλητήρια θεσπίσματα (αντίγραφα των οποίων προσκομίζω), ενώ η διεύθυνση, όπου αναζητήθηκα αρχικά (...) ήταν η παλαιά έδρα της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία " …" (για χρέη της οποίας προς το Δημόσιο καταδικάσθηκα), ενώ ήδη δυνάμει του με αριθμ..../1-2-2005 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Πηνελόπης Τσεκούρα (περίληψη του οποίου δημοσιεύθηκε στο με αριθμ,. .../25-2-2005 ΦΕΚ) περί τροποποίησης του καταστατικού της εταιρίας, η εταιρία είχε από το έτος 2005 αλλάξει την έδρα της από ... σε ..., ενώ με το με αριθμ. .../20-12-2007 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Αικατερίνης Μπάτζιου-Καρακάση (περίληψη του οποίου δημοσιεύθηκε στο με αριθμ..../18-1-2008 ΦΕΚ), η ως άνω εταιρία λύθηκε, σε όλα δε τα ως άνω συμβόλαια και τις περιλήψεις στα ΦΕΚ (τα οποία προσκομίζω), αναφέρεται η διεύθυνση της κατοικίας μου (...), η δε αρμόδια ΔΟΥ Καλαμαριάς γνώριζε και την νέα (από 2005) διεύθυνση της εταιρίας (...) και την διεύθυνση της κατοικίας μου (...), όπως προκύπτει από έγγραφα της ιδίας, που προσκομίζω. Προβάλλω δε, πλην άλλων, και τον ειδικό λόγο έφεσης περί ακυρότητας της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος, καθόσον μου επιδόθηκε ως αγνώστου διαμονής ενώ ήμουν γνωστής διαμονής στην αρμόδια Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή (ΑΠ 279/2012 ΝΟΜΟΣ), ήτοι την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, για τους λόγους, που αναφέρονται παραπάνω, καθώς και τον ειδικό λόγο έφεσης περί ακυρότητας του ιδίου του κλητηρίου θεσπίσματος, καθόσον δεν προσδιορίζεται σε αυτό η ιδιότητα μου ως διαχειριστού εταιρίας, δυνάμει της οποίας οφείλω τα επίδικα χρέη προς το Δημόσιο." Από την προσβαλλόμενη με αρ. 797/2013 απόφαση του δευτεροβαθμίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, προκύπτει ότι η εν λόγω με αρ. εκθ. 2032/19-6-2012 έφεση του κατηγορουμένου, κρίθηκε μεν εμπρόθεσμη, με αιτιολογικό ότι η επίδοση της ερήμην πρωτόδικης απόφασης ως αγνώστου διαμονής στην οδό ... της ... ήταν άκυρη, γιατί την 15-9-2011 που έγινε η επίδοση, η νέα διεύθυνση κατοικίας του εκκαλούντος στην οδό ... της ..., ήταν ήδη γνωστή στην αρμόδια για την επίδοση Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, ενώ απέρριψε τον ίδιο λόγο ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και την προβαλλόμενη παραγραφή της πράξεως λόγω μη αναστολής, θεωρήσαν α)νόμιμη την γενόμενη στις 18-2-2011 προηγούμενη επίδοση ως αγνώστου διαμονής του κλητηρίου θεσπίσματος στην ανωτέρω ίδια οδό ... της ..., που αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε και β) έγκυρο το επιδοθέν κλητήριο θέσπισμα περιέχον όλα τα αναγκαία κατ'άρθρο 321 παρ.1 του ΚΠΔ στοιχεία και προχώρησε περαιτέρω σε καταδίκη του κατηγορουμένου με την εξής αιτιολογία: " Από τα έγγραφα που υπάρχουν στο φάκελο της δικογραφίας αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών -κατηγορούμενος με την εκκαλουμένη με αριθμό 13746/6-4-2011 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης κηρύχθηκε, ενώ ήταν απών, ένοχος για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο κατ'εξακολούθηση και καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών. Η παραπάνω με αριθμό 13746/11 καταδικαστική απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα, ο οποίος δεν ήταν παρών κατά την απαγγελία της, όπως και σε όλη τη διάρκεια της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε αυτή, ως αγνώστου διαμονής, δηλαδή με επίδοση αντιγράφου της στο δήμαρχο Καλαμαριάς, την 15-9-2011, αφού προηγουμένως αναζητήθηκε στην ... Η ανωτέρω διεύθυνση ..., ήταν η διεύθυνση που αναγραφόταν στην αίτηση ποινικής διώξεως της Δ.Ο.Υ. Καλαμαριάς, που διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία στις 29-3-2010. Η διεύθυνση αυτή ήταν η αρχική έδρα της εταιρίας με την επωνυμία "..." και το διακριτικό τίτλο "...", (που στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην οδό ...), της οποίας διαχειριστής ήταν ο κατηγορούμενος και από τη δραστηριότητα της εταιρίας αυτής είχε δημιουργηθεί η πλειονότητα των χρεών, στα οποία αναφερόταν η αίτηση ποινικής διώξεως. Η ως άνω εταιρία λύθηκε το έτος 2007 και η λύση της καταχωρίστηκε στις 18-1-2008 στο ΦΕΚ. Στη μήνυση δεν αναγραφόταν άλλη διεύθυνση του κατηγορουμένου. Όπως προκύπτει από τα ΦΕΚ και τα συμβόλαια που αναγνώστηκαν, η διεύθυνση κατοικίας του κατηγορουμένου τουλάχιστον από το έτος 2005, ήταν ..., όπου κατοικεί μέχρι σήμερα. Ωστόσο ο κατηγορούμενος δεν απολογήθηκε κατά το άρθρο 273 ΚΠΔ, ώστε να δηλώσει την προαναφερόμενη διεύθυνση κατοικίας του, στην υπό κρίση υπόθεση, με αποτέλεσμα να ισχύει η αναφερόμενη στη μήνυση επαγγελματική του διεύθυνση, .... Επειδή όμως από τη δραστηριότητα του κατηγορουμένου, τόσο ατομικώς όσο και ως διαχειριστής της ως άνω εταιρίας, προέκυψαν και άλλες αξιόποινες πράξεις, όπως έκδοση ακάλυπτων, η διεύθυνση κατοικίας του έγινε γνωστή στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης μεταγενέστερα και ειδικότερα το Μάιο του έτους 2011,οπότε με παραγγελία της επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 20-5-2011, το με αριθμό Α07/4088 από 15-1-2010 κλητήριο θέσπισμα με αναγραφόμενη διεύθυνση στο αποδεικτικό που επισυνάπτεται στο επιδοθέν κλητήριο θέσπισμα ... ή ... Συνεπώς ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης η διεύθυνση κατοικίας του κατηγορουμένου επί της οδού ... και στις 15-9-2011, που επιδόθηκε με παραγγελία της η προβαλλόμενη με την έφεση απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στον κατηγορούμενο ως αγνώστου διαμονής, επειδή αναζητήθηκε και δεν ανευρέθηκε στη διεύθυνση .... Ενόψει των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι στον κατηγορούμενο ακύρως επιδόθηκε το απόσπασμα της αποφάσεως ως αγνώστου διαμονής, ενώ αυτός ήταν γνωστής διαμονής για την εισαγγελική αρχή. Η ακυρότητα αυτή συνεπάγεται τη μη έναρξη της προθεσμίας της εφέσεως από τον καταδικασθέντα εκκαλούντα- κατηγορούμενο κατά της παραπάνω με αριθμό 13746/11 καταδικαστικής αποφάσεως. Επομένως η κρινόμενη έφεση του εκκαλούντα-κατηγορουμένου κατά της ως άνω καταδικαστικής σε βάρος του αποφάσεως ασκήθηκε εμπροθέσμως, ειδικότερα δε πριν από την έναρξη της προθεσμίας για την άσκηση της, αφού η επίδοση της ήταν άκυρη, κατά τα προαναφερόμενα, όπως βασίμως ισχυρίστηκε ο εκκαλών κατηγορούμενος με τον ειδικό λόγο εφέσεως και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, να εξαφανιστεί η ως άνω εκκαλουμένη απόφαση και να εξεταστεί η υπόθεση στην ουσία της. Επειδή από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο και την κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως που εξετάσθηκε στο ακροατήριο, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι: Με ειδικό λόγο εφέσεως ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το κλητήριο θέσπισμα του επιδόθηκε ακύρως ως αγνώστου διαμονής, ενώ αυτός ήταν γνωστής διαμονής στην αρμόδια Εισαγγελική αρχή που έδωσε την παραγγελία επιδόσεως του, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται και στην αναπτυχθείσα ένσταση του. Όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας το προσβαλλόμενο με αριθμό ΕΓ 26-10/214/2523/20-7-2010 κλητήριο θέσπισμα για την υπό κρίση υπόθεση επιδόθηκε στον κατηγορούμενο ως αγνώστου διαμονής στις 18-2-2011, με παράδοση του στο Δήμαρχο Καλαμαριάς, επειδή ο κατηγορούμενος αναζητήθηκε στη διεύθυνση ... και δεν ανευρέθη. Όπως προαναφέρθηκε η διεύθυνση αυτή ήταν η αρχική έδρα της εταιρίας με την επωνυμία "...", της οποίας διαχειριστής ήταν ο κατηγορούμενος και από τη δραστηριότητα της εταιρίας αυτής είχε δημιουργηθεί η πλειονότητα των χρεών, για τη μη καταβολή των οποίων ασκήθηκε η ποινική δίωξη. Η διεύθυνση αυτή αναφερόταν στη μήνυση της Δ.Ο.Υ. που διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. Η διεύθυνση κατοικίας του κατηγορουμένου ήταν ... Ωστόσο από κανένα έγγραφο ή άλλο στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι στις 18-2-2011, που έλαβε χώρα η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, η ως άνω διεύθυνση ... ήταν γνωστή στην Εισαγγελική αρχή που παρήγγειλε την επίδοση του. Ειδικότερα στη μήνυση δεν αναγραφόταν άλλη (εναλλακτική διεύθυνση) του κατηγορουμένου και ο τελευταίος δεν απολογήθηκε κατά το άρθρο 273 ΚΠΔ στην προδικασία, ώστε να γνωστοποιήσει τη διεύθυνση αυτή, ούτε με έτερο τρόπο γνωστοποίησε στην Εισαγγελική αρχή τη διεύθυνση του. Από το συνήγορο του κατηγορουμένου προσκομίζονται τα με αριθμό Α07/4078 και ΕΓ 38-08/162/1532 κλητήρια θεσπίσματα της ιδίας Εισαγγελικής αρχής, που του επιδόθηκαν στην οδό .... Από την επισκόπηση των ως άνω εγγράφων προκύπτουν τα εξής: το πρώτο εξ αυτών συντάχθηκε στις 15-1-2010 και επιδόθηκε στις 20-5-2011 και το δεύτερο εξ αυτών συντάχθηκε στις 20-7-2010 και επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 13-10-2011. Ωστόσο στο κείμενο αμφοτέρων των κλητηρίων θεσπισμάτων αναφέρεται ο κατηγορούμενος ως κάτοικος .., χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση και αναφορά της διευθύνσεως του. Συνεπώς το έτος 2010 δεν ήταν γνωστή η κατοικία του κατηγορουμένου επί της οδού .... Ενόψει της επιδόσεως αμφοτέρων των κλητηρίων θεσπισμάτων συντάχθηκε πρόσθετο φύλλο, που επισυνάφθηκε στα κλητήρια θεσπίσματα, όπου αναφέρεται πάλι στο κείμενο τους ως τόπος κατοικίας του η …και χειρόγραφα έχει συμπληρωθεί εκτός κειμένου, ως οδηγία προς το όργανο επιδόσεως, οι διευθύνσεις ... ή ... Η σημείωση αυτή έλαβε χώρα ενόψει της επιδόσεως των κλητηρίων θεσπισμάτων στον κατηγορούμενο που συνέβη στις 20-5-2011 και 13-10-2011. Συνεπώς στις 18-2-2011 η διεύθυνση κατοικίας του κατηγορουμένου επί της οδού ..., δεν ήταν γνωστή στην Εισαγγελική - αρχή και εφόσον αναζητήθηκε ο κατηγορούμενος στην αναγραφόμενη στη μήνυση διεύθυνση και δεν ανευρέθη, ορθώς κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής. Η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος έλαβε χώρα πριν παρέλθει πενταετία από το χρόνο τελέσεως των αποδιδόμενων στον κατηγορούμενο μερικότερων πράξεων, αφού ο χρόνος τελέσεως αρχίζει από 30-4-2007 και η επίδοση έλαβε χώρα στις 18-2-2011 και δεν συμπληρώθηκε ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής του πλημμελήματος, σύμφωνα με το άρθρο 111 παρ 2 ΠΚ, έκτοτε δε, επήλθε αναστολή της παραγραφής για μία τριετία κατά το άρθρο 113 παρ 3 ΠΚ και δεν συμπληρώθηκε συνολικός χρόνος οκτώ ετών από την τέλεση της πρώτης επιμέρους πράξεως μέχρι σήμερα. Ενόψει των ανωτέρω οι ενστάσεις ακυρότητας επιδόσεως του κλητηρίου θεσπίσματος και παραγραφής των μερικότερων πράξεων που αποδίδονται στον κατηγορούμενο πρέπει να απορριφθούν." Η αιτιολογία αυτή της προσβαλλόμενης με αρ.797/2013 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, δεν είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη και στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ως εμπροθέσμως ασκηθείσα την έφεση, με το αιτιολογικό ότι η ερήμην εκδοθείσα με αρ. 13746/2011 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, είχεν ακύρως επιδοθεί στον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης με τη διαδικασία των επιδόσεων σε αγνώστου διαμονής πρόσωπα, αναζητηθέντος και μη ευρεθέντος του κατηγορουμένου στην οδό ... της ..., διεύθυνση που αναγραφόταν στην αίτηση ποινικής διώξεως της ΔΟΥ Καλαμαριάς για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο και που ήταν η έδρα της εταιρείας, που δημιούργησε τα χρέη " ...",με διαχειριστή τον κατηγορούμενο, εταιρεία που λύθηκε το 2007, ενώ η διεύθυνση κατοικίας του κατηγορουμένου ήταν τουλάχιστον από το 2005 στην οδό ..., όπου κατοικεί μέχρι σήμερα, για το λόγο ότι στις 15-9-2011, όταν επιδόθηκε η ερήμην αυτή καταδικαστική πρωτόδικη απόφαση από την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, προέκυψε από άλλο, το Α07/4088/15-1-2010, κλητήριο θέσπισμα του ίδιου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στην οδό ... ότι ήταν γνωστή στην ανωτέρω υπηρεσία η διεύθυνση του αναιρεσείοντος στην ανωτέρω οδό ... και ως εκ τούτου εκεί έπρεπε να αναζητηθεί και να επιδοθεί και η ερήμην απόφαση, παρά ταύτα όμως, το ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, προκειμένου να απορρίψει τον ισχυρισμό που αναιρεσείοντος, που αναφερόταν στην ακυρότητα της επιδόσεως του με αρ. ΕΓ26-10/214/2523/20-7-2010 κλητηρίου θεσπίσματος του ίδιου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, που αφορά την κρινόμενη κατηγορία μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και που του επιδόθηκε στις 18-2-2011 με τις διατάξεις για επιδόσεις σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής στο Δήμο Καλαμαριάς, στην ίδια οδό ... της ..., δέχεται αντιφατικά ότι σύννομα έγινε η παραπάνω επίδοση, στην οδό ... της …ως αγνώστου διαμονής, αφού η ίδια αυτή διεύθυνση της έδρας της ΕΠΕ που αναζητήθηκε αυτός και έγινε η επίδοση ήταν η μόνη γνωστή στην Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, στην μήνυση δεν αναγραφόταν εναλλακτική διεύθυνση κατοικίας, ο δε κατηγορούμενος δεν είχεν απολογηθεί για να δηλώσει την ανωτέρω διεύθυνση κατοικίας του, ούτε ο ίδιος γνωστοποίησε με κάποιο τρόπο τη διεύθυνσή του στην ανωτέρω οδό ... στην Εισαγγελική Αρχή και επομένως από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει ότι η διεύθυνσή του αυτή στην οδό ..., ήταν γνωστή, κατά τον χρόνο της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος, στις 18-2-2011, στην αρχή που την παρήγγειλε αυτήν, ήτοι στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. Επίσης στο αιτιολογικό προστίθεται και ότι, από τα κατατεθέντα από το συνήγορο του κατηγορουμένου και αναγνωσθέντα με στοιχεία Α07/4098 και ΕΓ 38-08/162/1532 δύο άλλα κλητήρια θεσπίσματα της ίδιας Εισαγγελικής Αρχής Θεσσαλονίκης, που επιδόθηκαν στον ίδιο κατηγορούμενο στην ορθή ως άνω διεύθυνση στην οδό ..., (για άλλες υποθέσεις του), προκύπτει ότι το μεν πρώτο συντάχθηκε στις 15-1-2010 και επιδόθηκε στις 20-5-2011, το δεύτερο συντάχθηκε στις 20-7-2010 και επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στις 13-10-2011 και συνεπώς το έτος 2010, αλλά και στις 18-2-2011 που έγινε σε αυτόν η επίδοση του ανωτέρω κλητηρίου θεσπίσματος δεν ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης η ανωτέρω κατοικία του κατηγορουμένου στην οδό ...,της …και ορθά και εγκύρως κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής στην οδό ... της …και έτσι ανεστάλη η πενταετής παραγραφή επί τριετία και δεν παραγράφηκε η αξιόποινη πλημμεληματική πράξη. Όμως από τα ανωτέρω δύο επισκοπούμενα κλητήρια θεσπίσματα, με στοιχεία Α07/4098/15-1-2010 και ΕΓ 38-08/162/1532/20-7-2010 της ίδιας Εισαγγελικής Αρχής Θεσσαλονίκης, που επιδόθηκαν στον ίδιο κατηγορούμενο στην ορθή ως άνω διεύθυνση κατοικίας στην οδό ..., παραδεκτά επισκοπούμενα για την έρευνα σχετικού λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι επί του σώματος και των δύο αυτών κλητηρίων θεσπισμάτων του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, με τα οποία καλείται ο ίδιος κατηγορούμενος να δικαστεί για έκδοση ακάλυπτων επιταγών, ως νόμιμος εκπρόσωπος της ίδιας ως παραπάνω ΕΠΕ, αναγράφεται ως διεύθυνση κατοικίας του η οδός "... ή ..." στην …και όχι η οδός ... της …, συνεπώς προκύπτει γνώση της πραγματικής διεύθυνσης κατοικίας του κατηγορουμένου εκ μέρους της ίδιας Εισαγγελικής αρχής, από 15-1-2010 που ο Εισαγγελέας εξέδωσε το πρώτο αυτό κλητήριο θέσπισμα και όχι σε μεταγενέστερο χρόνο, ήτοι από 20-5-2011 και από 13-10-2011 που επιδόθηκαν αυτά τα θεσπίσματα στον κατηγορούμενο. Ήτοι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε ότι στις 18-2-2011 που έγινε η επίδοση του ένδικου κλητηρίου θεσπίσματος δεν ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης η ανωτέρω κατοικία του κατηγορουμένου στην οδό ...,της …και ορθά και εγκύρως κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής στην οδό ... της …και έτσι ανεστάλη η πενταετής παραγραφή επί τριετία και δεν παραγράφηκε η αξιόποινη πλημμεληματική πράξη, έρχεται σε προφανή αντίφαση σχετικά με τις ίδιες τις παραδοχές του, αφού τα παραπάνω δύο άλλα κλητήρια θεσπίσματα χρησιμοποίησε για να καταλήξει σε αντίθετο συμπέρασμα και να αποφανθεί ότι η επίδοση της ερήμην πρωτόδικης απόφασης ως άγνωστης διαμονής ήταν άκυρη, για το λόγο ότι ο κατηγορούμενος είχεν γνωστή στην Εισαγγελική Αρχή Θεσσαλονίκης κατοικία στην οδό ...,της …και ακύρως κλητεύθηκε ως αγνώστου διαμονής στην οδό ....(βλ. ΑΠ 279/2012). Ενόψει των παραπάνω, είναι βάσιμος ο συναφής λόγος αναιρέσεως και με το δεδομένο ότι η πράξη για την οποία ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, φέρεται ότι έχει τελεσθεί κατ'εξακολούθηση στις 30-4-2007, στις 1-6-2007 και στις 31-8-2008 και η γενόμενη προς τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο επίδοση του σχετικού με αρ. ΕΓ26-10/214/2523/20-7-2010 κλητηρίου θεσπίσματος του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ως άγνωστης διαμονής εχώρησε ακύρως, η δε σχετική αυτή ακυρότητα δεν έχει καλυφθεί κατά τα άρθρα 173,174 του ΚΠΔ, αφού προτάθηκε από τον ερήμην καταδικασθέντα κατηγορούμενο παραδεκτά με ειδικό λόγο εφέσεως, το δε έγκλημα για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος( παραβ. άρ. 25 παρ.1 γ ν.1882/1990, όπως αντικ. με άρ. 23 παρ. 1 ν. 2523/1997 και άρ. 34 ν. 3220/2004), είναι πλημμέλημα, το αξιόποινο αυτού έχει εξαλειφθεί με παραγραφή, αφού από τους ως άνω χρόνους που φέρεται ότι τελέσθηκε κατ'εξακολούθηση (30-4-2007, 1-6-2007 και 31-8-2008) μέχρι την 5 Νοεμβρίου 2013, ημέρα που συζητήθηκε η υπόθεση ενώπιον του Αρείου Πάγου, δεν προκύπτει ότι έχει γίνει άλλη νεότερη επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, ώστε να ανασταλεί η παραγραφή επί τριετία και ήδη συμπληρώθηκε ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής για πλημμελήματα, χωρίς να υπολογίζεται χρόνος αναστολής, αφού όπως προεκτέθηκε δεν είχε αρχίσει η κύρια διαδικασία, λόγω της μη έγκυρης επιδόσεως του κλητήριου θεσπίσματος. Μετά από αυτά, πρέπει να γίνει δεκτός ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ προβαλλόμενος συναφής λόγος αναιρέσεως ως βάσιμος και η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της, οπότε παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και σύμφωνα με το άρθρο 511 του ΚΠΔ, να παύσει οριστικά η ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος για την προαναφερόμενη αξιόποινη πράξη, λόγω παραγραφής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη με αρ. 797/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου Μ. Ν. του Ε., κατοίκου ..., του ότι στη …στις 30-4-2007, 1-6-2007 και 31-8-2008 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος δεν προέβη στην πληρωμή βεβαιωμένων στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία χρεών προς το Δημόσιο, η δε καθυστέρηση αφορούσε διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών. Συγκεκριμένα στον πιο πάνω τόπο και χρόνο, δεν προέβη στην πληρωμή χρεών του στο Δημόσιο που συνολικά ανέρχονται στο ποσό των 548.628,99 ευρώ βεβαιωθέντων από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. όπως αυτά προσδιορίζονται πιο κάτω ως προς το πληρωθέν ποσό, τη βεβαίωση αυτών και την έναρξη της τετράμηνης προθεσμίας καταβολής: 1) ποσό 128.177,69 ευρώ που βεβαιώθηκε από την Δ.Ο.Υ Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης στις 31-10-2006 και η τετράμηνη προθεσμία καταβολής του άρχισε στις 29-12-2006, ήδη όμως κατόπιν μερικής καταβολής το ποσό διαμορφώθηκε σε 126.880,05 ευρώ, 2) ποσό 881,08 ευρώ που βεβαιώθηκε από την Δ.Ο.Υ Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης στις 31-10-2006 και η τετράμηνη προθεσμία καταβολής του άρχισε στις 29-12-2006, ήδη όμως κατόπιν μερικής καταβολής το ποσό διαμορφώθηκε σε 754,94 ευρώ, 3) ποσό 4.380,80 ευρώ που βεβαιώθηκε από την Δ.Ο.Υ Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης τις 31-10-2006 και η τετράμηνη προθεσμία καταβολής του άρχισε στις 29-12-2006, 4)ποσό 10.284,63ευρώ που βεβαιώθηκε από την ΔΟΥ Καλαμαριάς Θεσ/νίκης στις 31-10-2006 και η τετράμηνη προθεσμία καταβολής του άρχισε στις 29-12-2006, 5)ποσό 24.493,11ευρώ που βεβαιώθηκε από την ΔΟΥ Καλαμαριάς Θεσ/νίκης στις 6-11-2006 και η τετράμηνη προθεσμία καταβολής του άρχισε στις 30-4-2008, 6)ποσό 149.151,74ευρώ που βεβαιώθηκε από την ΔΟΥ Καλαμαριάς Θεσ/νίκης στις 6-11-2006 και η τετράμηνη προθεσμία καταβολής του άρχισε στις 31-1-2007, 7)ποσό 231.259,94ευρώ που βεβαιώθηκε από την ΔΟΥ Καλαμαριάς Θεσ/νίκης στις 6-11-2006 και η τετράμηνη προθεσμία καταβολής του άρχισε στις 29-12-2006. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Νοεμβρίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Δεκεμβρίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο. Απόφαση επί εφέσεως, δεκτής ως εμπρόθεσμης, αλλά απορριπτική του ειδ. λόγου έφεσης περί ακυρότητας της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος, κληθέντος του κατηγορουμένου ως άγνωστης διαμονής, ενώ ήταν γνωστής και εντεύθεν μη αναστολής της επελθούσας παραγραφής. Βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και νόμιμης βάσης.
Ακυρότητα επιδόσεως
Ακυρότητα σχετική, Ακυρότητα επιδόσεως.
0