text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringclasses
399 values
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
Αριθμός 773/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Γ. Τ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Περράκη. Της αναιρεσιβλήτου: Ζ. Ψ. συζ. Ε. το γένος Μ. Β., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Πραματευτάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-7-2002 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 299/2005 του ιδίου Δικαστηρίου και 253/2008 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15-5-2009 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 10-9-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 313 παρ.1 περ. δ' του Κ.Πολ.Δ., μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή η αναγνώριση της ανυπαρξίας μιας δικαστικής απόφασης, αν εκδόθηκε σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατά ανύπαρκτου προσώπου, φυσικού ή νομικού. Η ως άνω αγωγή κατά το άρθρο 313 παρ.1 και 2 του Κ.Πολ.Δ., για αναγνώριση της ανυπαρξίας μίας δικαστικής απόφασης αποκλείεται αν η απόφαση έχει προσβληθεί με ένδικα μέσα. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι όταν κατά κάποιας δικαστικής απόφασης έχει ασκηθεί ένδικο μέσο αποκλείεται ν' ασκηθεί κατά της απόφασης αυτής αγωγή, με την οποία να ζητείται η αναγνώριση της ανυπαρξίας της. Εξάλλου ανυπαρξία κατά την έννοια του άρθρου 313 παρ.1 περ. δ' του Κ.Πολ.Δ., υπάρχει και: α) εάν ο διάδικος είχε αποβιώσει πριν αρχίσει η εκκρεμοδικία και β) εάν ο φερόμενος ως εναγόμενος δεν είχε αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου, διότι δεν του είχε επιδοθεί νομίμως αντίγραφο της αγωγής. Περαιτέρω, κατά την αληθή έννοια του άρθρου 135 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., άγνωστος είναι ο τόπος διαμονής ή η ακριβής διεύθυνση της διαμονής, τόσον στην ημεδαπή όσον και στην αλλοδαπή του προς τον οποίο η επίδοση προσώπου, όταν δεν είναι κοινώς γνωστή η μόνιμη κατοικία ή διαμονή του ούτε κατέστη δυνατόν ν' ανευρεθεί αυτή, μολονότι καταβλήθηκε κάθε προς τούτο προσπάθεια, απαιτείται δηλαδή αντικειμενική άγνοια περί του αγνώστου της διαμονής, μη αρκούντος του γεγονότος ότι ο παραγγείλας την επίδοση δεν γνωρίζει κάτι περί του τόπου ή της διεύθυνσης διαμονής του προς τον οποίο η επίδοση. Ως εκ τούτου είναι άκυρη η επίδοση, που γίνεται προς κάποιον που θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, αν αποδειχθεί ότι κατά το χρόνο της επίδοσης αυτός κατοικούσε μονίμως ή είχε πρόσκαιρη διαμονή σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή και για το οίκημα, στο οποίο διέμενε δύναντο να πληροφορηθούν ο παραγγείλας την επίδοση διάδικος ή ο ενεργήσας αυτή δικαστικός επιμελητής, καταβάλλοντας κάθε δυνατή γι' αυτό και στο μέσο επιμελή άνθρωπο, καλοπίστως ενεργώντας προσήκουσα προσπάθεια ή γνώριζε αυτό, από κάποιο ειδικό λόγο, ο διάδικος με παραγγελία του οποίου έγινε η επίδοση. Περαιτέρω, κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στην συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε τα εξής: "Η Ζ. Ψ. (εκκαλούσα) με την από 15-12-1999 και με αριθμ. καταθ. 541/1999 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων, που απηύθυνε κατά του Γ. Τ. (εφεσίβλητου), ζήτησε ν' αναγνωρισθεί αποκλειστική κυρία των σ' αυτή αναφερομένων δύο (2) ακινήτων και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της αποδώσει τα ακίνητα αυτά. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, ερήμην του εναγομένου, η υπ' αριθμ. 318/2000, παρεμπίπτουσα, απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία ανεστάλη η έκδοση απόφασης, προκειμένου να προσκομισθούν τα σ' αυτή αναφερόμενα πιστοποιητικά της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. Στη συνέχεια με την από 29-5-2001 και με αριθμ. καταθ. 214/2001 κλήση της ενάγουσας ορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της υπόθεσης η 18-10-2001. Κατά τη δικάσιμο εκείνη το ίδιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ' αριθμ. 238/2001 απόφασή του, δικάζοντας ερήμην του εναγομένου, και με την οποία, αφού έγινε δεκτή η αγωγή, λόγω του τεκμηρίου της ερημοδικίας του εναγομένου, αναγνωρίστηκε η ενάγουσα κυρία δύο ακινήτων, έκτασης δύο (2) στρεμμάτων περίπου το καθένα, που βρίσκονται στη θέση "..." της Κτηματικής Περιφέρειας Φραγκοκάστελλου του Δήμου Σφακίων, ενώ κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Η ενάγουσα, σε εκτέλεση της απόφασης και με την υπ' αριθμ. 1185/17-7/2002 έκθεση υποβολής και εγκατάστασης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Χανίων ..., απέβαλε τον εναγόμενο από ακίνητο, έκτασης δύο (2) περίπου στρεμμάτων και εγκατέστησε σ' αυτό την ενάγουσα. Ο εναγόμενος στην ως άνω αγωγή είχε κλητευθεί με τη διαδικασία που αφορά τα άγνωστης διαμονής πρόσωπα. Όπως δε μνημονεύεται στην πιο πάνω υπ' αριθμ. 238/2001, απόφαση, αλλά και στην εκκαλουμένη τέτοια, αντίγραφο εκείνης της αγωγής, αλλά και της κλήσης προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 18-10-2001, οπότε και εκδόθηκε η προαναφερόμενη, υπ' αριθμ. 238/2001, απόφαση, επιδόθηκε για τον εναγόμενο στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χανίων, ως άγνωστης διαμονής αποδέκτη της επίδοσης, όπως προκύπτει αφενός μεν, και όσον αφορά την αγωγή, από την υπ' αριθμ. 10030/5-1-2000 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Χανίων ..., σε συνδυασμό με τα υπ' αριθμ. 35584 και 5761/2000 φύλλα των ημερησίων εφημερίδων "ΕΣΤΙΑ" και "Χανιώτικη Ελευθεροτυπία" αντίστοιχα και αφετέρου και όσον αφορά την κλήση, από την υπ' αριθμ. 6545/31-5-2001 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του ιδίου Δικαστηρίου ...-..., σε συνδυασμό με τα υπ' αριθμ. ... και .../2001 φύλλα των ημερησίων εφημερίδων "ΕΣΤΙΑ" και "Ο ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ" αντίστοιχα. Μετά ταύτα ο πιο πάνω, ερήμην δικασθείς, εναγόμενος άσκησε την υπ' αριθμ. κατάθ. 372/14-7-2002 αγωγή του, ένδικη, με την οποία ζητάει να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ως άνω υπ' αριθμ. 238/2001 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων, για το λόγο ότι αυτός δεν απέκτησε ποτέ την ιδιότητα του διαδίκου, καθόσον η αγωγή (και τα λοιπά διαδικαστικά έγγραφα) είχαν επιδοθεί με τις διατάξεις περί άγνωστης διαμονής, μολονότι αυτός ήταν γνωστής διαμονής και δη κάτοικος των ..., γεγονός που, κατά τους ισχυρισμούς του, η εναγομένη (εκκαλούσα) άλλωστε γνώριζε. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, υπ' αριθμ. 299/2005, απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων, με την οποία, αφού έγινε δεκτή η αγωγή του ενάγοντος (εφεσίβλητου), αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της υπ' αριθμ. 238/2001 απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου (με την οποία είχε γίνει δεκτή η αγωγή της ήδη εκκαλούσας κατά του ήδη εφεσίβλητου, όπως προειπώθηκε). Περαιτέρω αποδείχθηκαν τα εξής: Ο ενάγων (ήδη εφεσίβλητος) στο υπ' αριθμ. .../6-8-1997 πληρεξούσιο της Συμβ/φου Χανίων Ειρήνης Βρετουδάκη-Γαλανάκη φέρεται ως κάτοικος ... και "προσωρινά διαμένων στο TEXAS ΗΠΑ". Στη συνέχεια η εναγομένη (ήδη εκκαλούσα) στις 7-10-1997 επιδίδει στον ενάγοντα (ήδη εφεσίβλητο), ως κάτοικο ..., την από 30-9-1997 εξώδικη δήλωση-πρόσκλησή της, ο δε τελευταίος της απαντά με την από 24-11-1999 εξώδικη δήλωσή του-διαμαρτυρία, στην οποία φέρεται ως κάτοικος .... Μετά ταύτα η εναγομένη (ήδη εκκαλούσα) αναζήτησε τον ενάγοντα (ήδη εφεσίβλητο) στην πιο πάνω κατοικία του δηλ. στο ..., καταβάλλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια προς ανεύρεσή του. μη έχουσα τη δυνατότητα να συλλέξει πληροφορίες σχετικά με τον τόπο της κατοικίας ή διαμονής του, πλην όμως χωρίς αποτέλεσμα, αφού αυτός δεν κατοικούσε πράγματι στον πιο πάνω αναφερόμενο τόπο (στο ...), όπως και ο ίδιος άλλωστε ισχυρίζεται, γι' αυτό και στη συνέχεια αυτή προέβη στην επίδοση της δικής της αγωγής (στις 5-1-2000) με τις διατάξεις περί άγνωστης διαμονής, όπως προειπώθηκε. Όμως, και πέραν της πιο πάνω υποκειμενικής αδυναμίας της εναγομένης για ανεύρεση της κατοικίας του ενάγοντος, υπήρχε και αντικειμενική τέτοια, η οποία δεν αναιρείται από το ότι κάθε υπαρκτό φυσικό πρόσωπο έχει, σχεδόν πάντοτε, διαμονή για περιορισμένο κύκλο προσώπων (μεταξύ των οποίων, δυνατόν να περιλαμβάνεται και ο αντίδικός του). Ειδικότερα, ο ενάγων αν και στην ένδικη αγωγή αναφέρεται ως κάτοικος των ... (...) και δη, όπως ισχυρίζεται, "επί πολλά έτη, πλέον των είκοσι πέντε" (βλ. αγωγή), πλην όμως αυτός αφενός μεν στο υπ' αριθμ. .../1-10-2001 γενικό πληρεξούσιο της Συμβ/φου Σφακίων Παρασκευής Κατούσα φέρεται ως κάτοικος "..." και αφετέρου στην υπ' αριθμ. .../12-7-2002 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της Συμβ/φου Χανίων Βρετουδάκη-Γαλανάκη φέρεται ως κάτοικος ... και προσωρινά διαμένοντας στο "...". Μετά ταύτα δεν προκύπτει με σαφήνεια και ποιος ο τόπος της κατοικίας ή διαμονής του ενάγοντος (ήδη εφεσίβλητου), ενόψει και του ότι σε κανένα από τα πιο πάνω αναφερόμενα έγγραφα δεν αναγράφεται και η ακριβής διεύθυνση της κατοικίας του ή διαμονής του στην Αμερική, στην οποία και θα μπορούσε η εναγομένη να τον αναζητήσει, προκειμένου να του επιδώσει τα πιο πάνω έγγραφα. Ας σημειωθεί ότι οι τρεις φάκελοι αλληλογραφίας, που προσκομίζει ο ενάγων προς απόδειξη του ισχυρισμού του ότι κατοικούσε στην αλλοδαπή, σε κάθε περίπτωση, δεν αναφέρονται στον επίδικο χρόνο. Κατ' ακολουθία των ως άνω η επίδοση των δικογράφων της αγωγής και της κλήσης προς συζήτηση της αγωγής της εναγομένης (εκκαλούσας), επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 238/2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων, η ακυρότητα της οποίας αναγνωρίστηκε με την εκκαλουμένη, έγινε νομότυπα." Ακολούθως το Εφετείο, δεχόμενο την έφεση της αναιρεσίβλητης και ως βάσιμη κατ' ουσίαν, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και απέρριψε την ένδικη αγωγή ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο ως προς το κρίσιμο ζήτημα της αγνώστου διαμονής του αναιρεσείοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο, διέλαβε πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή της ως άνω διατάξεως του άρθρου 135 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. και επομένως ο πρώτος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11 γ του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία, με επίκληση, προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης από τον αριθ. 11 γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. προσάπτει την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του α) την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του αναιρεσείοντος Ε. Τ. που περιέχεται στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, β) το .../1997 πληρεξούσιο της Συμ/φου Χανίων Ειρήνης Βρετουδάκη και γ) τη .../1997 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της Συμ/φου Χανίων Ειρήνη Βρετουδάκη, αποδεικτικά μέσα τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε ο αναιρεσείων με τις προτάσεις του στο Εφετείο κατά τη συζήτηση της έφεσης προς απόδειξη του ισχυρισμού του ότι ήταν γνωστής διαμονής κατά τον επίδικο κρίσιμο χρόνο. Από τη βεβαίωση του Εφετείου ότι για το σχηματισμό της κρίσης του, στην οποία τελικώς κατέληξε, απορρίπτοντας την ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος, έλαβε υπόψη του την ως άνω ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, την οποία ρητά μνημονεύει, καθώς και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις και τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και επομένως ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει ο ηττηθείς αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15-5-2009 αίτηση του Γ. Τ. για αναίρεση της 253/2008 απόφασης του Εφετείου Κρήτης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναγνώριση ανυπαρξίας δικαστικής απόφασης επειδή δεν έγινε νόμιμη επίδοση της και δεν απέκτησε την ιδιότητα του διαδίκου ο εναγόμενος. Κλήτευση του ως αγνώστου διαμονής ενώ ήταν γνωστής διαμονής. Λόγοι αναίρεσης από αρ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Από αρ. 11γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.
Ανυπαρξία δικαστικής απόφασης
Αγωγή αναγνωριστική, Ανυπαρξία δικαστικής απόφασης.
0
Αριθμός 772/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας - καθής η κλήση: Κ. συζ. Π. Μ., το γένος Κ. Χ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στέλιο Σταματόπουλο. Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: 1) Α. Μ. του Α. και 2)Ι. Α. του Κ., κατοίκων ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αφροδίτη Βαρδουνιώτου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/12/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Σικυώνος. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 125/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 193/2010 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 9/12/2010 αίτησή της, επί της οποίας εκδόθηκε η 569/2012 του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρει η καλούσα με την από 3/6/2012 κλήση της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 17/1/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξουσία των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ., η απόφαση Πρωτοδικείου, που εκδόθηκε επί εφέσεως κατά απόφασης Ειρηνοδικείου, υπόκειται σε αναίρεση μόνο για τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη αυτή και ειδικότερα αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε νόμιμα ή υπερέβη την δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ' ύλη αρμοδιότητα και αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας. Η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που έκανε δεκτά το δικαστήριο της ουσίας. Εξάλλου, το προαναφερόμενο άρθρο καθορίζει περιοριστικά τους λόγους αναιρέσεως και δεν περιλαμβάνει σ' αυτούς και την εσφαλμένη από το δικαστήριο εκτίμηση δικογράφων, μεταξύ των οποίων και η αγωγή, το δε άρθρο 561 §2 του ίδιου ως άνω Κώδικα δεν καθιερώνει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, αλλά επιτρέπει την εξέταση, αν από την εσφαλμένη εκτίμηση του περιεχομένου διαδικαστικού εγγράφου, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από τους αναφερόμενους στο άρθρο 560 του ΚΠολΔ. Έτσι, αν από την εκτίμηση του περιεχομένου της αγωγής προκύψει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη τους πραγματικούς ισχυρισμούς που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αν και δεν περιλαμβάνονταν στο δικόγραφο αυτής ή αντίστοιχα, δεν έλαβε υπόψη του τέτοιους ισχυρισμούς, αν και περιλαμβάνονταν, ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 560 αρ. 1 του ΚΠολΔ, υπό την έννοια ότι το δικαστήριο ή αξίωσε για την εφαρμογή της διατάξεως που εφάρμοσε, περισσότερα στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά την διάταξη αυτή ή αρκέστηκε σε λιγότερα (ΑΠ 231/2004). Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Πολυμελές Πρωτοδικείο που δίκασε ως Εφετείο δέχτηκε τα εξής: Με το με αριθμό .../1966 προικοσυμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Σικυώνος Ι. Γκίνη, νόμιμα μεταγεγραμμένο στα οικεία βιβλία μεταγραφών σε τόμο ... και αριθμό 295 ο Κ. Χ. συνέστησε προίκα στην ενάγουσα κόρη του και παραχώρησε στον μεν γαμβρό του Π. Μ. την επικαρπία, στην δε ενάγουσα την ψιλή κυριότητα ενός δενδροπεριβολίου εκτάσεως 1000 τ, μ. περίπου, κείμενου στη θέση "..." της περιφέρειας της Κοινότητας Κάτω Διμηνιού το οποίο, σύμφωνα με τον άνω τίτλο, συνόρευε γύρωθεν με ιδιοκτησία Γ. Π., κληρονόμους Σ. Σ., Κ. Χ., Ν. Α., Π. Κ., Γ. Κ. και Ι. Ο.. Στον άνω προικολήπτη το ακίνητο αυτό περιήλθε ως τμήμα μείζονος έκτασης εξ αγοράς από την Ε. Μ. και Ν. Ο. με το με αριθμό .../1957 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Σικυώνος Κ. Παπαχριστόπουλου. Οι εναγόμενοι τυγχάνουν κύριοι, νομείς και κάτοχοι οικοπέδων που αποτελούν αυτοτελείς καθέτους ιδιοκτησίες συνολικής έκτασης 1000 τ.μ., τα οποία βρίσκονται στην ίδια ως άνω τοποθεσία με το ακίνητο της ενάγουσας, στο Δ.Δ. Κάτω Διμηνιού, και τα οποία συνορεύουν ανατολικά με δρόμο και πέραν αυτού με ιδιοκτησία κληρονόμων Κ. Μ., δυτικά με δίοδο, βόρεια με ιδιοκτησία Α. Α. και νότια με ιδιοκτησία Λ.. Τα οικόπεδα αυτά περιήλθαν σε αυτούς με τα με αριθμούς .../1996 και .../2006 συμβόλαια των Συμβολαιογραφών Αθηνών Γ. Κολυμπάρη και Α. Αλεξοπούλου. Η ενάγουσα ισχυρίζεται εξάλλου με την ένδικη αγωγή της ότι οι εναγόμενοι το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου κατασκεύασαν τοιχίο και κατέλαβαν από την ανατολική πλευρά της ιδιοκτησίας της εδαφικό τμήμα εμβαδού 36,16 τ. μ., το οποίο τμήμα συνορεύει ανατολικά επί πλευράς μέτρων 22,60 με ιδιοκτησία των εναγομένων, δυτικά με υπόλοιπο ακίνητο της, βόρεια επί πλευράς μέτρων 1,60 με δίοδο παραχωρηθείσα από τους όμορους ιδιοκτήτες Θ. Κ. και λοιπούς και νότια με υπόλοιπο τμήμα ιδιοκτησίας της. Επ' αυτών λεκτέα τυγχάνουν τα εξής: Με την με αριθμό .../1976 συμβολαιογραφική πράξη σύστασης δουλείας οδού του Συμβολαιογράφου Σικυώνος Ι. Γκίνη, νομίμως μεταγραφείσα, οι: Α. Α., Κ. Α., δικαιοπάροχος των εναγομένων, Θ. χήρα Ν. Κ. και Ε. Α., οι οποίοι ήταν ιδιοκτήτες συνεχόμενων ιδιοκτησιών στην άνω περιοχή, συνέστησαν δυτικά των ιδιοκτησιών τους δουλεία οδού αποτελούσα συνέχεια της κοινοτική οδού η οποία έφθανε μέχρι την παλαιά Εθνική Οδό Κορίνθου-Πατρών, πλάτους δύο μέτρων συνεισφέροντας έκαστος εκ της ιδιοκτησίας του και κατά μήκος της δυτικής πλευράς αυτήν την λωρίδα. Η άνω συσταθείσα δουλεία εξάλλου συμφωνήθηκε υπέρ των άνω συμβαλλομένων και των καθολικών και ειδικών διαδόχων αυτών. Επίσης, με την με αριθμό 68/1985 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σικυώνος, εκδοθείσα κατόπιν ασκηθείσας αίτησης της ενάγουσας κατά του Θ. Κ., αναγνωρίσθηκε ότι η τελευταία είχε δικαίωμα οιονεί νομής δουλείας διελεύσεως, πεζή, δι' εμφόρτων ζώων, δια χειραμάξης και μικρού καλλιεργητικού μηχανήματος (φρέζας) δια μέσου διόδου (γράνας) πλάτους 0,40 μ. με ελεύθερο εκατέρωθεν εναέριο χώρο συνολικού πλάτους 1,60 μ. η οποία διήρχετο κατά το επίδικο τμήμα της διαμέσου της ανατολικής πλευράς μήκους 55 μ. περίπου του δενδροπεριβόλου του Γ. Κ., για την οδική εξυπηρέτηση του νοτιότερου κείμενου ακινήτου της με την βορειότερη διερχόμενη κοινοτική οδό. Η κρίση του άνω δικαστηρίου επικυρώθηκε κατόπιν ασκηθείσας εφέσεως από τον ανωτέρω Θ. Κ., με την έκδοση της με αριθμό 664/1984 απόφασης του παρόντος Δικασιηρίου, η οποία και απέρριψε αυτή. Προσέτι η ενάγουσα και ο άνω Θ. Κ. υπέγραψαν το έτος 1993 την από 20-1-1993 σύμβαση περί μεταβολής της θέσης ασκήσεως της δουλείας διόδου της ανωτέρω. Στο σχετικό κείμενο, το οποίο εμπεριείχε τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από τις δύο αποφάσεις των ανωτέρω Δικαστηρίων, συμφωνήθηκε όπως μεταβληθεί ο μέχρι τότε τρόπος άσκησης δουλείας, οριζόταν ειδικότερα δε ότι η ίδια θα χρησιμοποιεί την διανοιγείσα στη βόρεια πλευρά του κτήματος Κ. δίοδο πλάτους 1,20 μ. στην συνέχεια θα κάμπτει δεξιά και θα διασχίζει όλη την ανατολική πλευρά του κτήματος πρώην Μ. μέχρι της συναντήσεως της με την βορειοανατολική γωνία του κτήματος της. Η διανοιγείσα δε στην πλευρά αυτή δίοδο θα είχε πλάτος 1,60 μ. Ρητά συμφωνήθηκε εξάλλου ότι η άνω αλλαγή θα είχε ισχύ εφόσον δεν παρακωλυθεί η ίδια (ενάγουσα) από τον ιδιοκτήτη του όμορου κτήματος της ανατολικής πλευράς του κτήματος της, οπότε θα ίσχυε η προαναφερόμενη αρχική κατεύθυνση. Δοθέντος ωστόσο ότι σύμφωνα με τα άρθρα 1121 και 1128 ΑΚ προκειμένου για την άνω μεταβολή της θέσης της δουλείας διόδου απαιτείτο σύμβαση με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή, τα οποία δεν χώρησαν εν προκειμένω, ουδόλως επήλθε νόμιμα η μεταβολή της άνω συσταθείσας δουλείας. Από τον συνδυασμό όσων προεξετέθησαν προκύπτει ότι οι ιδιοκτήτες των ακινήτων που βρίσκονταν ανατολικά και βόρεια της άνω περιγραφείσας επιδίκου διόδου (και όχι οι ιδιοκτήτες των δυτικά κείμενων ιδιοκτησιών) συνέστησαν δουλεία οδού, η οποία περιλάμβανε και μέρος αυτής (επίδικης διόδου) και στην οποία δουλεία δεν είχε συμπεριληφθεί το δικαίωμα της ενάγουσας, για τον λόγο ότι αυτή, σύμφωνα με όσα ελέχθησαν ανωτέρω, εξυπηρετείτο από την προπεριγραφείσα γράνα. Περαιτέρω, με την με αριθμό 41/1998 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δικάζον ως Εφετείο επί σχετικής ασκηθείσης έφεσης κατά της με αριθμό 97/1997 απόφασης του Ειρηνοδικείου Σικυώνος, το οποίο δίκασε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων της ενάγουσας και του Σ. και Μ. Λ., κατά της Ζ. Σ. και του δεύτερου των εναγομένων, με την οποία ζητούσαν αυτοί να αναγνωρισθούν προσωρινά οιονεί νομείς δικαιώματος δουλείας της άνω διόδου και η οποία (πρωτόδικη απόφαση) έκανε αρχικά δεκτή αυτή, έγινε δεκτό ότι "... δεν πιθανολογήθηκε ότι η ενάγουσα από έτους 1993 και εφεξής διερχόταν από την επίδικη δίοδο πεζή, με γεωργικά μηχανήματα και αυτοκίνητα με διάνοια δικαιούχου δικαιώματος οιονεί δουλείας διελεύσεως, αλλά όσες φορές πέρασε από εκεί πέρασε λάθρα εκμεταλλευόμενη την απουσία των καθ'ων στην Αθήνα ...". Με την απόφαση αυτή δε απερρίφθη η άνω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ως προς την ενάγουσα. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, ήτοι ότι η ενάγουσα δεν είχε δικαίωμα οιονεί δουλείας στην άνω δίοδο και κατά συνέπεια ουδέποτε υπήρξε νομέας αυτής, επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο των προσκομιζομένων από τους εναγόμενους ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Κιάτου (με αριθμούς 162/2007, 163/2007, 69/2008 και 70/2008), στις οποίες άπαντες όσοι καταθέτουν τυγχάνουν μόνιμοι κάτοικοι της περιοχής του Κάτω Διμηνιού και οι περισσότεροι διαμένουν εκεί για αρκετά χρόνια. Ιδίως δε από την αξιολόγηση της με αριθμό 69/2008 ένορκης βεβαίωσης προκύπτει ότι οι ιδιοκτησίες Μ., Κ. και Α., οι οποίες εκτείνονται δυτικά της επιδίκου διόδου, ήταν πάντα περιφραγμένες, δεν είχε δε αφεθεί καμία εδαφική λωρίδα έξω από τα ακίνητα αυτά και ανατολικά από τις περιφράξεις αυτών και εξυπηρετούντο από δρομίσκο που έβγαινε δυτικά στην εκεί διερχόμενη οδό Ικάρου, επομένως όχι από την άνω δίοδο που συστάθηκε με την άνω πράξη σύστασης δουλείας. Τα όσα διαλαμβάνονται στις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις ουδόλως κλονίζονται, από το περιεχόμενο των προσκομιζομένων από την ενάγουσα ενόρκων βεβαιώσεων, καθότι πέραν του ότι είναι πανομοιότυπες, όσοι καταθέτουν σε αυτές δεν τυγχάνουν κάτοικοι της περιοχής, άρα δεν μπορούν να έχουν ιδία αντίληψη όσων καταθέτουν, ουδόλως κάνουν λόγο περί της πηγής γνώσης τους και το μόνο το οποίο καταθέτουν είναι ότι τον μήνα Μάρτιο του έτους 2007 επισκέφθηκαν το κτήμα της ενάγουσας και διαπίστωσαν την κατασκευή ενός τοιχίου από σιδηροπασσάλους και ότι έχει γίνει κατάληψη από τους εναγόμενους όπως έμαθαν εκ των υστέρων. Ο ισχυρισμός εξάλλου της ενάγουσας σύμφωνα με τον οποίο το έτος 1989 αποφασίσθηκε από την Κοινότητα Κάτω Διμηνιού να διανοιχθεί δρόμος κατά μήκος της ανατολικής πλευράς της και κατά μήκος των προς βορρά ακινήτων (του Θ. Κ., Μ Τ. και της Εθνικής Τράπεζας) για να έχουν επικοινωνία με την προς βορρά διερχόμενη ΠΕΟ Κορίνθου -Πατρών και ότι για τον σκοπό αυτό η ενάγουσα παραχώρησε από την ανατολική πλευρά της ιδιοκτησίας της εδαφική λωρίδα πλάτους 1,60 μ. και μήκους 56.60 μ. και μετέφερε από του χρόνου αυτού την υπάρχουσα από πολλών ετών κατά μήκος της ανατολικής πλευράς της ιδιοκτησίας της περίφραξη εσώτερα κατά 1,60 μ. δεν κρίνεται βάσιμος γιατί, σύμφωνα και με την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, η Κοινότητα δεν προχώρησε στην υλοποίηση του άνω έργου και έτσι δεν μεταβλήθηκαν οι περιφράξεις, γεγονός το οποίο εξάλλου έγινε δεκτό και με την άνω με αριθμό 41/1998 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Προς την κατεύθυνση αυτή. ήτοι της μη μεταβολής των ορίων της ιδιοκτησίας της ενάγουσας, συνηγορεί και το γεγονός ότι από την ανάγνωση του με αριθμό .../1991 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Σικυώνος Ν. Ο., με το οποίο το έτος 1991 ο Κ.ς αγόρασε το ανατολικό μέρος του ακινήτου του από τους Σ. και Α. Μ., το οποίο εφάπτεται νότια με το βόρειο τμήμα του ακινήτου της ενάγουσας, προκύπτει ότι τα δύο ακίνητα το άνω έτος (1991 εφάπτονται μεταξύ τους σε πλευρά 16,10 τ. μ., ενώ από τα προσαγόμενα τόσο από τους εναγόμενους όσο και από την ενάγουσα τοπογραφικά διαγράμματα (ετών 2007 και 1994 αντίστοιχα) προκύπτει ότι το άνω βόρειο τμήμα της ιδιοκτησίας της ενάγουσας εκτείνετο σύμφωνα με έκαστο εξ αυτών σε μήκος και 16,61 μ. και 16,75 μ. αντίστοιχα (ήτοι σε κάθε περίπτωση άνω των 16 μέτρων), γεγονός που δεν θα έπρεπε να ισχύει αν είχε χωρήσει η άνω λαβούσα χώρα παραχώρηση προς την Κοινότητα από την ενάγουσα το έτος 1993, η οποία σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να μειώσει το βόρειο τμήμα της ιδιοκτησίας της κατά 1.60 μ. Σύμφωνα με όσα προεξετέθησαν προέκυψε ότι η ενάγουσα ουδέποτε διήρχετο από την άνω επίδικη δίοδο ούτε εξάλλου άσκησε σε αυτή πράξεις νομής, τμήμα δε αυτής ήταν κλειστό με σιδερένια πόρτα και λουκέτο μέχρι το έτος 2000, πολλώ δε μάλλον δεν αποδείχθηκε ότι ήταν κυρία αυτής. Ακολούθως το Πολυμελές Πρωτοδικείο που δίκασε ως Εφετείο, δεχόμενο την έφεση των αναιρεσιβλήτων εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση (που είχε δεχτεί την ένδικη αγωγή, με την οποία η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα ζητούσε να αναγνωρισθεί νομέας και επικουρικά κυρία της επίδικης εδαφικής λωρίδας και την απόδοση της σ' αυτή), και απέρριψε την ένδικη αγωγή ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, αφού δέχτηκε ότι η αναιρεσείουσα δεν ήταν νομέας ούτε κυρία της επίδικης εδαφικής λωρίδας. Με την κρίση του αυτή το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974 και 987 Α.Κ., τις οποίες ορθά εφάρμοσε και επομένως ο περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν τούτων πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Η αναιρεσείουσα ως ηττωμένη διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9-12-2010 αίτηση της Κ. Μ. για αναίρεση της 193/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, που δίκασε ως Εφετείο. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αγωγή αποβολής από τη νομή και επικουρικά διεκδικητική αγωγή κυριότητας. Αποφάσεις Πολ. Πρωτ. που δίκασε ως Εφετείο. Λόγοι αναίρεσης. Από άρθρο 560 αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Νομή
Αγωγή διεκδικητική, Νομή.
0
Αριθμός 770/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Σ. Μ. του Ν., κατοίκου ..., 2) Π. Σ. του Ν., και 3) Σ. Σ. του Ν., κατοίκων ... . Ο 1ος δεν παραστάθηκε, οι 2ος και 3ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Πρωτόπαππα, ο οποίος δήλωσε ότι ο Σ. Μ. απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τη Σ. Δ. συζ. Ν., το γένος Σ. Μ. και τον Ν. Μ. του Σ., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. χας Κ. Κ., το γένος Π. Π., κατοίκου ..., 2) Α. Κ. του Κ., κατοίκου ..., και 3) Π. Κ. του Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Μιχαλόπουλο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/4/1991 αγωγή των αρχικών διαδίκων Ν. Σ. και Σ. Μ., που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Ιστιαίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 50/1993 του ίδιου Δικαστηρίου η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας λόγω αρμοδιότητας, 653/1995 μη οριστική, 532/2000 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας και 1980/2002 μη οριστική, 7090/2004 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζήτησαν οι ήδη αναιρεσίβλητοι με την από 3/2/2006 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 1594/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την 7090/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Το Εφετείο Αθηνών εξέδωσε την 6462/2008 μη οριστική και 890/2011 οριστική απόφαση, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 28/6/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 6/3/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή των δύο πρώτων λόγων αναίρεσης και την απόρριψη του τρίτου λόγου αναίρεσης της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ.α', 287 και 290 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, κατά το άρθρο 573 παρ.1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται και όταν, μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής προς τον αντίδικο με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης από εκείνον που έχει το δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που μέχρι την επέλευση του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος. Ως διάδικος, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόμος του). Η επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί μπορεί να γίνει εκούσια με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με αριθμό 240 τόμο ΛΗ έτους 2012 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου Μεταμόρφωσης Αττικής ο πρώτος αναιρεσείων Σ. Μ. απεβίωσε στις 11.7.2012 ήτοι μετά την άσκηση της αίτησης αναιρέσεως, και κληρονομήθηκε από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τη σύζυγό του Μ. και τα τέκνα του Σ. και Ν.. Η σύζυγός του αποποιήθηκε την επαχθείσα σ' αυτή κληρονομία του συζύγου της με την 6890/17-9-2012 έκθεση αποποίησης κληρονομίας ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών και επομένως οι λοιποί ως άνω κληρονόμοι με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου που καταχωρίστηκε στα πρακτικά νόμιμα συνεχίζουν την εκούσια στο όνομά τους επανάληψη της δίκης, που διακόπηκε νόμιμα με το θάνατο του πρώτου αναιρεσείοντος. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1, 96 παρ.1, 97 παρ.3 και 104 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν ο πληρεξούσιος κάποιου από τους διαδίκους εμφανίζεται στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αλλά δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας, που αυτεπαγγέλτως εξετάζει το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται ως μη παριστάμενος, η δε πληρεξουσιότητα που δίδεται για όλες τις δίκες, παύει να ισχύει μετά πέντε χρόνια από τη χορήγησή της. Εξ άλλου κατά την παράγραφο 3 δεύτερο εδάφιο του άρθρου 576 ΚΠολΔ, που το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 62 του ν. 4139/2013 και ισχύει από την έναρξη του νόμου αυτού (20-3-2013) και καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις κατ' άρθρο 98 παρ.1 του ως άνω νόμου, σε περίπτωση απλής ομοδικίας αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως, ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού ο τρίτος αναιρεσίβλητος Σ. Σ. εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Παναγιώτη Πρωτόπαππα, ο οποίος προς απόδειξη της πληρεξουσιότητάς του επικαλείται και προσκομίζει το .../14-5-2007 γενικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Άργους Μαρίας Συνοδινού. Όμως η πληρεξουσιότητα αυτή έπαψε να ισχύει κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, αφού παρήλθαν πέντε χρόνια από τη χορήγησή της. Επομένως ο τρίτος αναιρεσείων δεν εκπροσωπείται στην παρούσα δίκη από πληρεξούσιο δικηγόρο και αφού η μεταξύ των αναιρεσειόντων σχέση ως συγκυρίων ανάγεται σε απλή ομοδικία, η υπόθεση πρέπει να χωριστεί ως προς τον τρίτο αναιρεσείοντα και αφού αυτός δεν έχει κλητευθεί νόμιμα από τους παρισταμένους διαδίκους πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης ως προς τους υπολοίπους διαδίκους, που εκπροσωπούνται από πληρεξουσίους δικηγόρους. Επειδή, κατά το άρθρο 502 παρ.1 ΚΠολΔ, δικαίωμα ανακοπής ερημοδικίας έχουν ο ενάγων, ο εναγόμενος, ο εκκαλών, ο εφεσίβλητος ή εκείνος που άσκησε κυρία παρέμβαση, εφόσον δικάστηκε ερήμην, οι καθολικοί διάδοχοί τους, καθώς και οι μετά την άσκηση της αγωγής ειδικοί διάδοχοί τους. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο τρίτος αναιρεσίβλητος Σ. Σ. δικάστηκε ερήμην στην κατ' έφεση δίκη. Όμως δεν αποδεικνύεται, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον ως άνω ερήμην δικασθέντα εκκαλούντα, ώστε να αρχίσει κατά το άρθρο 503 παρ.2 ΚΠολΔ γι' αυτόν κάτοικο εξωτερικού η εξήντα ημερών προθεσμία της ανακοπής ερημοδικίας. Έτσι, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως όσον αφορά τον τρίτο αναιρεσίβλητο ασκήθηκε κατ' αποφάσεως, που υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας και ως εκ τούτου δεν είναι τελεσίδικη και επομένως πρέπει ν' απορριφθεί αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 577 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ.1 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το Εφετείο, όταν μετά την παραδοχή βάσιμου λόγου εφέσεως κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση, υποκαθιστά σε όλα τα δικαιώματά του το Πρωτοδικείο και καθίσταται αρμόδιο να εξετάσει, όπως εκείνο και να λύσει όλα τα ζητήματα, που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως και είναι αναγκαία για την οριστική διάγνωση της διαφοράς. Εάν η αγωγή έχει περισσότερες βάσεις το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες έχουν προσβληθεί με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις βάσεις της αγωγής, που δεν είχαν εξετασθεί πρωτοδίκως, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση, αλλά η αγωγή. Την εξουσία αυτή και υποχρέωση έχει το Εφετείο και όταν δικάζει μετ' αναίρεση ως δικαστήριο παραπομπής (αρθ. 580 § 3 ΚΠολΔ), στο οποίο η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση (άρθρα 581 § 2, 579 § 1 ΚΠολΔ.). Επομένως και τότε το Εφετείο, εάν δεχθεί την έφεση, εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και απορρίψει αίτημα της αγωγής κατά την κυρία βάση της, ως προς την οποία είχε χωρήσει αναίρεση της πρώτης αποφάσεώς του και το αίτημα αυτό στηρίζεται, κατά την αγωγή και σε άλλη (επικουρική) βάση, την οποία δεν είχε εξετάσει το πρωτόδικο δικαστήριο, διότι είχε δεχθεί το ίδιο αίτημα κατά την κυρία βάση του, πρέπει να δικάσει και χωρίς έφεση του ενάγοντος, ο οποίος είχε νικήσει πρωτοδίκως, το αίτημα τούτο κατά την επικουρική βάση του. Η παράλειψη δε της έρευνας αυτής συνιστά την από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ πλημμέλεια της μη λήψης παραδεκτώς προταθέντων πραγμάτων υπ' όψη, τα οποία έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, που συνεπάγεται την αναίρεση της αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τους πρώτο και δεύτερο λόγους αναίρεσης αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση τις από τους αριθ. 8 και 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, διότι το Εφετείο κατά παραδοχή έφεσης των εφεσιβλήτων, ενώ απέρριψε την ένδικη αγωγή τους ως προς τη βάση της αρνητικής της κυριότητας αγωγή (άρθρο 1108 ΑΚ), επειδή δεν αποδείχθηκε η επικαλουμένη από τους ενάγοντες διατάραξη της συγκυριότητάς τους στην επίδικη εδαφική λωρίδα, παρέλειψε να εξετάσει τις μη εξετασθείσες πρωτοδίκως σωρευομένη αναγνωριστική συγκυριότητα των αναιρεσειόντων αγωγή καθώς και την επικουρικά σωρευομένη διεκδικητική αγωγή. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής σ' αυτήν σωρευόταν α) αρνητική της κυριότητας αγωγή, και β) αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή, ενώ στην αγωγή αν και υπήρχε αίτημα επικουρικό που προσήκει σε διεκδικητική αγωγή δεν περιείχετο βάση σχετική με διεκδικητική αγωγή. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, μετά από παραδοχή της έφεσης των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση η οποία είχε κάνει δεκτή την αρνητική της κυριότητας αγωγή των αναιρεσειόντων και απέρριψε την αγωγή κατά την εξετασθείσα πρωτοδίκως ως άνω βάση της αρνητικής αγωγής, διότι δεν αποδείχθηκε η επικαλουμένη από τους ενάγοντες διατάραξη της συγκυριότητας τους στην επίδικη εδαφική λωρίδα του ακινήτου τους και δεν εξέτασε τη σωρευόμενη κατά τα ανωτέρω αναγνωριστική αγωγή της συγκυριότητας των εναγόντων, επειδή η εκκαλουμένη απόφαση δεν πλήττεται γι' αυτό με έφεση από τους ενάγοντες. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, αφού από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η βάση της αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής εξετάστηκε και απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, οι εξεταζόμενοι λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επειδή ο τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν ερεύνησε την αναγνωριστική βάση και αίτημα της αγωγής, επειδή δεν πλήττεται η εκκαλουμένη απόφαση με λόγο έφεσης από τους ενάγοντες και έτσι υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω της αντιφατικότητάς του με τους δύο προηγούμενους λόγους, διότι δεν είναι νοητό το Εφετείο να μην έλαβε υπόψη πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και να άφησε αίτηση αδίκαστη και παράλληλα να κηρύσσει παρά το νόμο απαράδεκτο. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει οι ηττηθέντες, κανονικά παριστάμενοι αναιρεσείοντες, να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διατάσσει το χωρισμό της υπόθεσης ως προς τον τρίτο αναιρεσείοντα Σ. Ν. Σ.. Απορρίπτει ως προς τους λοιπούς αναιρεσείοντες την από 28-6-2011 αίτηση για αναίρεση της 890/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες αυτούς στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αρνητική της κυριότητας αγωγή και αναγνωριστική της κυριότητας αγωγή. Λόγοι αναίρεσης από 8 9 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Αγωγή διεκδικητική
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική.
0
Αριθμός 769/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασίλειου Πλιώτα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Κ. του Θ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παύλο Χατζηγεωργίου, για αναίρεση της υπ'αριθ.11247/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Φεβρουαρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 21 Μαρτίου 2012 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 398/2012. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η κρινόμενη από 23-2-2012 (υπ' αριθμό πρωτ.1591/23-2-2012) αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στρεφομένη κατά της υπ' αριθμό 11247/2011 αποφάσεως του Γ' Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Αθηνών, είναι παραδεκτή (άρθρα 473 παρ. 2 και 3, 474 παρ. 2) και γι' αυτό η αίτηση αυτή, καθώς και οι επ' αυτής με χρονολογία 21-3-2012 πρόσθετοι λόγοι, που επίσης ασκήθηκαν παραδεκτά (άρθρο 509 παρ.2), πρέπει να συνεκδικαστούν, ως συναφείς. ΙΙ. Επειδή, στο άρθρο 216 παρ. 1, 2 του ΠΚ ορίζεται ότι: "1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. 2. Mε την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος με τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς η κατάρτιση από την αρχή εγγράφου (κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. γ' του Π.Κ.) από τον υπαίτιο είτε με απομίμηση του γραφικού χαρακτήρα είτε με την θέση της υπογραφής του φερομένου ως συντάκτη, είτε με την κατάχρηση της υπογραφής (συμπλήρωση κατά το δοκούν εγγράφου που φέρει μόνον την υπογραφή τρίτου), ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του. Ως χρήση δε του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, η οποία κατά την παράγραφο 1 εδ. β' συνιστά επιβαρυντική περίπτωση, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου τιμωρείται ως αυτοτελές έγκλημα, νοείται κάθε ενέργεια του δράστη, η οποία καθιστά προσιτό το πλαστό ή νοθευμένο έγκλημα σε εκείνον του οποίου επιδιώκεται η παραπλάνηση, παρέχουσα την δυνατότητα σ' αυτόν να λάβει γνώση του περιεχομένου του εγγράφου, χωρίς να απαιτείται και η πραγματική γνώση του περιεχομένου του. Υποκειμενικώς δε για την θεμελίωση του υπό της παραγράφου 2 του άρθρου 216 του ΠΚ προβλεπομένου αυτοτελούς εγκλήματος της χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της εν λόγω αξιοποίνου πράξεως, και τον σκοπό του υπαιτίου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι σημαντικό για την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή εννόμου σχέσεως ή καταστάσεως, δημοσίας ή ιδιωτικής φύσεως, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος σκοπός. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά , στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί , με τους οποίος έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατά το είδος, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή αυτής γίνεται εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού , ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου , οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 11247/2011 απόφαση του Γ' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος για την αξιόποινη πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από πλαστογραφία μετά χρήσεως, σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, εκτίθεται ότι, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, ήτοι των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας και των εγγράφων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Στην Αθήνα το αργότερο την 19/5/2004 άγνωστο άτομο κατάρτισε το πιο κάτω έγγραφο και συγκεκριμένα κατάρτισε την με ημερομηνία 18/5/2004 ασφαλιστική ενημερότητα, που κατ' αυτήν (πλαστό έγγραφο) φέρεται να εκδόθηκε από το Διευθυντή του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Αθηνών και ειδικότερα στο προδιατυπωμένο έντυπο της ΒΕΒΑΙΩΣΗΣ ΜΗ ΟΦΕΙΛΗΣ - ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΟΤΗΤΑΣ συμπλήρωσε τα ακόλουθα και δη στην έντυπη θέση "πληροφορίες" το όνομα "Γιαννόπουλος Χρ.", στην έντυπη θέση αρ.πρωτ.τον αριθμό 1428/04 και ημερομηνία 18-5-2004, στις έντυπες θέσεις "ΕΠΩΝΥΜΙΑ/ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ, ΕΙΔΟΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ ΚΑΙ Δ/ΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ, τα ατομικά στοιχεία ταυτότητας του κατηγορουμένου Ν. Κ. του Θ., τον ΑΜΕ και τον αριθμό φορολογικού μητρώου τούτου (κατηγορουμένου), το είδος της επιχειρηματικής του δραστηριότητας (εμπορία - Βιοτεχνία επίπλων) και την έδρα αυτής (...- ...) ως και τη διάρκεια ισχύος της άνω ασφαλιστικής ενημερότητος και δη ότι αυτή δήθεν ισχύει επί ένα μήνα από την έκδοση της, δηλονότι μέχρι της 17/5/2004, ενώ τέλος τέθηκε από τον άγνωστο δράστη, που κατάρτισε την ενημερότητα αυτή το όνομα και η υπογραφή του Κ. Α., που ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο και φερόταν ως Προϊστάμενος του Τμήματος Εσόδων του Υποκαταστήματος του ΙΚΑ Αθηνών. Έτσι αποδείχθηκε ότι το άνω έγγραφο ήταν πλαστό και υπάρχουν αμφιβολίες ότι το έγγραφο αυτό το κατάρτισε ο κατηγορούμενος, ενώ αντιθέτως αποδείχθηκε ότι την ίδια ημέρα, ήτοι την 19/5/2004 ο κατηγορούμενος, που γνώριζε ότι το έγγραφο αυτό ήταν πλαστό, γεγονός που ενισχύεται και εκ του ότι αυτό αφορούσε την επιχείρηση του και συνεπώς γνώριζε την αληθή των πραγμάτων κατάσταση έκανε χρήση του πλαστού αυτού εγγράφου, ήτοι εμφανίσθηκε στο επί της οδού ... υποκατάστημα της Eurobank Εργασίας, περιοχής ... και εμφάνισε αυτό στους υπαλλήλους ότι δήθεν ήταν γνήσιο ως προερχόμενο δήθεν από τον Προϊστάμενο του Τμήματος Εσόδων του Υποκαταστήματος του ΙΚΑ Αθηνών, προκειμένου να επιτύχει έτσι τη δανειοδότηση του από την Τράπεζα αυτή. Υπό τα άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της χρήσεως του πλαστού αυτού εγγράφου, πράξη για την οποία και κατηγορείται, άλλωστε σε κάθε περίπτωση κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, ενώ περαιτέρω τα αιτούμενα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου και της ειλικρινούς μεταμέλειας είναι απορριπτέα προεχόντως ως αόριστα, αφού γίνεται αναφορά μόνο των σχετικών διατάξεων, χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών που τα στηρίζουν άλλως ως αβάσιμα κατ' ουσίαν". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο στην προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε την κατά τα άνω, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από τα μνημονευθέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, της χρήσης πλαστού εγγράφου, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά καθώς και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, των άρθρων 13γ, 14, 16, 17, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 216 παρ.2, Π.Κ, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ελλιπή δηλαδή ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα: α) την πλαστότητα του εγγράφου (έγγραφο ασφαλιστικής ενημερότητας) του οποίου έκανε χρήση ο αναιρεσείων, β) τον άμεσο δόλο αυτού, με την έκθεση στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του των περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση του, με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης-πλήρους γνώσης) για την πλαστότητα του ανωτέρω εγγράφου, και πιο συγκεκριμένα από την αναφορά στο σκεπτικό ότι "ο κατηγορούμενος, που γνώριζε ότι το έγγραφο αυτό ήταν πλαστό, γεγονός που ενισχύεται και εκ του ότι αυτό αφορούσε την επιχείρησή του και συνεπώς γνώριζε την αληθή των πραγμάτων κατάσταση" και γ) τον εγκληματικό σκοπό (υπερχειλή δόλο), για τον οποίο έκανε χρήση του παραπάνω εγγράφου, που ήταν η επίτευξη δανειοδότησής του από την τράπεζα "ΕUROBANK". Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντα, (περί του ότι το κατά τα άνω πλαστό έγγραφο το προσκόμισε στους υπαλλήλους της Τράπεζας τρίτος και όχι ο ίδιος), κατά το μέρος που με αυτές πλήττεται, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απαράδεκτες και πρέπει να απορριφθούν. Συνεπώς, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ προβαλλόμενοι, 1ος και 2ος λόγοι του κυρίου δικογράφου αναιρέσεως, 2ος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης αιτιολογίας, καθώς και 3ος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τον οποίο, κατά το σκέλος αυτό, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου, είναι αβάσιμοι. ΙΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα, επιφέρει και η μη τήρηση των διατάξεων που αφορούν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 366 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠΔ, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση καλεί τον κατηγορούμενο να απολογηθεί για την κατηγορία που του αποδίδεται. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 138 παρ. 2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας ο διευθύνων την συζήτηση δίνει το λόγο στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο κατηγορούμενος, επί της ενοχής και έπειτα επί της ποινής. Η παράλειψη του διευθύνοντος τη συζήτηση, να καλέσει τον κατηγορούμενο προς απολογία επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠΔ, διότι αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων, που παρέχονται σε αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόμο, για την οποία παράβαση ιδρύεται λόγος αναιρέσεως της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ. Τα παραπάνω όμως, προϋποθέτουν αυτοπρόσωπη του κατηγορούμενου παράσταση στο ακροατήριο. Όταν αυτός δεν παρίσταται στο ακροατήριο αυτοπροσώπως, αλλά εκπροσωπείται στη δίκη από συνήγορο, ο συνήγορός του δεν μπορεί να απολογηθεί για λογαριασμό του κατηγορούμενου, ούτε καλείται σε απολογία (Α.Π. 265/2011, Α.Π. 54/2010). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, ο αναιρεσείων εκπροσωπήθηκε στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, από συνήγορο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 340 παρ.2 και 502 παρ.1 Κ.Π.Δ. Μετά την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας η Πρόεδρος έδωσε το λόγο στον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε την ενοχή του κατηγορουμένου, χωρίς, πριν από την πρόταση του εισαγγελέα της έδρας περί ενοχής, να δοθεί ο λόγος στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που τον εκπροσώπησε, για να λάβει θέση και να εκφρασθεί αντ' αυτού επί της κατηγορίας και της αποδεικτικής διαδικασίας που είχε διεξαχθεί στο ακροατήριο. Η παράλειψη αυτή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν επέφερε ακυρότητα της διαδικασίας, καθόσον, όπως συνομολογεί ο αναιρεσείων, αλλά και από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει, κατά τη συζήτηση της εφέσεώς του, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, εκπροσωπήθηκε αυτός, όπως προαναφέρθηκε από τον πληρεξούσιο συνήγορό του, Παύλο Χατζηγεωργίου, ο οποίος και δεν μπορούσε να απολογηθεί για λογαριασμό του εντολέα του. Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Α σε συνδυασμό με 171 παρ. 1 δ' ΚΠΔ, 1ος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δε δόθηκε ό λόγος στο συνήγορο του κατηγορουμένου, που τον εκπροσωπούσε να εκθέσει τις απόψεις του πριν από τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος κατά το σκέλος αυτό. ΙV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 1 του ΚΠΔ, "όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα ή τους εισαγγελείς (άρθρο 32 παρ. 2), έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα ... και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο", ενώ, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου "ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι υποχρεωτικό να δοθεί ο λόγος από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους, στο δε κατηγορούμενο ή στον συνήγορό του, στο τέλος, και αν τούτο δεν ζητηθεί. Η παράβαση της διατάξεως αυτής, ειδικά όταν πρόκειται για τον κατηγορούμενο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠΔ, γιατί αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται σε αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόμο, για την οποία (παράβαση) ιδρύεται λόγος αναιρέσεως της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ. Η ίδια ακυρότητα που ιδρύει τον αυτό ως άνω λόγο αναιρέσεως επέρχεται και όταν ο Εισαγγελέας ζήτησε και έλαβε τον λόγο για να δευτερολογήσει και στην συνέχεια δεν δόθηκε ο λόγος στο συνήγορο του κατηγορουμένου, έστω και αν δεν τον ζήτησε, αφού ο κατηγορούμενος έχει πάντα τον λόγο τελευταίος. Δεν ισχύει τούτο όμως όταν ο εισαγγελέας ζήτησε και του δόθηκε ο λόγος για να προτείνει επί των αυτοτελών ισχυρισμών που υπέβαλε ο συνήγορος του κατηγορουμένου κατά την αγόρευση του, δηλαδή μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, καθόσον τούτο δεν συνιστά δευτερολογία του εισαγγελέως, αλλά την απαιτούμενη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 138 παρ. 2 και 3, 171 παρ.1 στοιχ. β' ΚΠΔ πρότασή του, πριν από την έκδοση αποφάσεως επί των υποβληθέντων ισχυρισμών (ΑΠ 1418/2010, ΑΠ 461/2009). Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, που παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, η Πρόεδρος αφού κήρυξε το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας έδωσε τον λόγο στον Εισαγγελέα, ο οποίος ανέπτυξε την κατηγορία και ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, στην συνέχεια ο συνήγορος του κατηγορουμένου αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο ανάπτυξε την υπεράσπιση και ζήτησε την απαλλαγή του κατηγορουμένου, άλλως ζήτησε επί λέξει "να του αναγνωριστούν τα ελαφρυντικά του άρθρου 84 παρ.2 α και δ Π.Κ.". Στη συνέχεια, δόθηκε ο λόγος στον Εισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε να απορριφθούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί. Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, ο λόγος δόθηκε, μετά την αγόρευση του συνηγόρου του κατηγορουμένου και την υποβολή κατ' αυτήν των αυτοτελών ισχυρισμών, στον Εισαγγελέα, για να προτείνει επί αυτών, ο οποίος και πρότεινε την απόρριψή τους. Όμως, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν προκύπτει ότι ο παραπάνω συνήγορος, ζήτησε από την Πρόεδρο να λάβει εκ νέου το λόγο, μετά την πρόταση του Εισαγγελέα και πριν από την απαγγελία της απορριπτικής του αυτοτελούς ισχυρισμού απόφασης του Δικαστηρίου και ο διευθύνων τη συζήτηση αρνήθηκε να του δώσει το λόγο. Συνεπώς, κατά τα ανωτέρω, δεν υπήρχε υποχρέωση να δοθεί ο λόγος στο συνήγορο του κατηγορουμένου, μετά την εν λόγω πρόταση του Εισαγγελέα και δεν παρήχθη εκ του λόγου αυτού, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, 1ος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, εκ του ότι επί του υποβληθέντος από το συνήγορό του αιτήματος για αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων το δικαστήριο εξέδωσε απορριπτική απόφαση, παραλείποντας να δώσει το λόγο, μετά την πρόταση του Εισαγγελέα, στο συνήγορό του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος και κατά το σκέλος αυτό. V. Μη επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, που δημιουργεί λόγο αναίρεσης εναντίον απόφασης, με βάση το άρθρο 510 παρ. 1 Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1β' του ίδιου Κώδικα, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, υπάρχει, όταν η πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, είναι ουσιωδώς διαφορετική, κατά τα αντικειμενικά της στοιχεία, από εκείνη, για την οποία παραπέμφθηκε αυτός στην δίκη, ενώ τέτοια ανεπίτρεπτη μεταβολή δεν συντρέχει, όταν με την απόφαση και κατά βελτίωση της κατηγορίας, δίνεται, στην αυτή αντικειμενικά πράξη, διαφορετικός νομικός χαρακτηρισμός. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας, για τον έλεγχο του βάσιμου ή όχι του προβαλλόμενου λόγου αναίρεσης, ναι μεν ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε για να δικασθεί και καταδικάστηκε πρωτοδίκως, ως υπαίτιος, της παράβασης του άρθρου 216 παρ. 1β' ΠΚ, δηλαδή, για κατάρτιση πλαστού εγγράφου, με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός, που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και με την επιβαρυντική περίπτωση της χρήσεως από αυτόν του εν λόγω εγγράφου, αλλά με τα ίδια πραγματικά περιστατικά, πλην της κατάρτισης, κηρύχθηκε ένοχος για παράβαση του άρθρου 216 παρ. 2 ΠΚ και, συγκεκριμένα, για την εν γνώσει και για τον παραπάνω σκοπό χρησιμοποίηση από τον αναιρεσείοντα του ίδιου πλαστού εγγράφου. Επομένως, με το να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα, με την προσβαλλόμενη απόφαση, για χρήση πλαστού εγγράφου, που νοθεύτηκε από τρίτον (άρθρο 216 παρ. 2 ΠΚ), ενώ αυτός είχε παραπεμφθεί και καταδικάστηκε πρωτοδίκως για πλαστογραφία με την επιβαρυντική περίσταση της χρήσεως του πλαστού εγγράφου (άρθρο 216 παρ. 1 εδ.α' και β' ΠΚ), το Εφετείο, δεν μετέβαλε ανεπίτρεπτα την κατηγορία, αφού πρόκειται για διαφορετικό νομικό χαρακτηρισμό (ορθότερο) των ίδιων πραγματικών περιστατικών, τα οποία αντικειμενικώς δεν διαφέρουν ουσιωδώς, εν όψει και του ότι, με το καθένα από τα παραπάνω εγκλήματα, πλήττεται το αυτό έννομο αγαθό της γνησιότητας των εγγράφων, ως προς την ιδιότητά τους να παριστάνουν γεγονότα, που μπορούν να έχουν έννομες συνέπειες (A.Π. 969/2012, 648/2007). Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ προβαλλόμενος 3ος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεως, και κατά το σκέλος με το οποίο, κατ' εκτίμηση, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, για τον παραπάνω λόγο, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23-2-2012 υπ' αριθμό πρωτ. 1591/2012 αίτηση του Ν. Κ. του Θ., κατοίκου ..., και τους από 21-3-2012, Πρόσθετους λόγους, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 11.247/2011 αποφάσεως του Γ' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαΐου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πλαστογραφία. Χρήση πλαστού εγγράφου. Αιτιολογημένη καταδίκη αναιρεσείοντος για χρήση πλαστού εγγράφου, ο οποίος εμφάνισε στην τράπεζα πλαστό έγγραφο ασφαλιστικής ενημερότητας, προκειμένου να λάβει δάνειο. Επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από πλαστογραφία με χρήση, σε χρήση πλαστού που πλαστογραφήθηκε από τρίτο, εφόσον με καθένα από τα εγκλήματα αυτά πλήττεται το αυτό έννομο αγαθό της γνησιότητας των εγγράφων. Δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα γιατί δε δόθηκε ο λόγος στο συνήγορο που εκπροσωπούσε τον κατηγορούμενο για να εκθέσει τις απόψεις του πριν από τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, αφού το δικαίωμα προς απολογία παρέχεται μόνο στον παρόντα κατηγορούμενο. Δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα, γιατί δε δόθηκε ο λόγος στον συνήγορο μετά την πρόταση του Εισαγγελέα για απόρριψη ελαφρυντικών, αφού δε ζητήθηκε ο λόγος από το συνήγορο, μετά την απορριπτική για τα ελαφρυντικά πρόταση του Εισαγγελέα Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου)
Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου).
0
Αριθμός 768/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Ν. Κ. του Γ. και 2) Ε. συζ. Ν. Κ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Άγγελο Τσάση. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Δημήτριο Κατωπόδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και 2) Α. Ζ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/8/1994 διεκδικητική αγωγή του ήδη 1ου αναιρεσιβλήτου και την από 3/12/1996 τριτανακοπή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 264/1995, 103/2004 του ιδίου Δικαστηρίου, 1906/2007 μη οριστική και 71/2009 οριστική του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 1/12/2011 αίτηση και τους από 11/2/2013 προσθέτους λόγους τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 12/3/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του πρώτου λόγου αναίρεσης του δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης και την απόρριψη των υπολοίπων λόγων αναίρεσης του δικογράφου της αίτησης αναίρεσης και του δικογράφου προσθέτων λόγων αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ.1, 2 και 3 ΚΠολΔ όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 62 του ν. 4139/2013 προκύπτει ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε, αλλά όχι νόμιμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται με νέα κλήση. Εφόσον δε στη δίκη για την αναίρεση μετέχουν περισσότεροι που συνδέονται με αναγκαστική ομοδικία και δεν κλητεύθηκε κάποιος απ' αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους. Στην προκείμενη περίπτωση υπόκειται προς κρίση η από 1-12-2011 αίτηση για αναίρεση της 71/2009 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, δεν εμφανίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ ο δεύτερος αναιρεσίβλητος Α. Ζ., που είναι αναγκαίος ομόδικος με το πρώτο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, αφού η ένδικη υπόθεση αφορά τριτανακοπή των αναιρεσειόντων, η οποία κατ' άρθρο 588 ΚΠολΔ απευθύνεται κατά όλων των διαδίκων μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τέτοιοι διάδικοι ήσαν οι αναιρεσίβλητοι - καθ' ων η τριτανακοπή. Ωστόσο οι παριστάμενοι αναιρεσείοντες προσκομίζουν την 4533Β/12-2-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκιδικής ..., από την οποία προκύπτει η επίδοση αντιγράφου των από 11.2.2013 πρόσθετων λόγων για αναίρεση της 71/2009 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης και κλήσης προς εμφάνιση του δευτέρου αναιρεσιβλήτου για τη δικάσιμο της 20-3-2013. Η κλήτευση αυτή δεν είναι εμπρόθεσμη, αφού δεν έγινε εντός της προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών πριν από τη δικάσιμο, που ορίζεται στο άρθρο 568 παρ.4 ΚΠολΔ. Άλλες εκθέσεις επιδόσεων του αρμοδίου δικαστικού επιμελητή από τις οποίες να προκύπτει η νόμιμη κλήτευση του απολειπομένου δευτέρου αναιρεσιβλήτου δεν επικαλούνται ούτε προσκομίζουν οι παριστάμενοι αναιρεσείοντες και το παριστάμενο πρώτο αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο και επομένως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης ως προς όλους τους διαδίκους. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 1.12.2011 αίτησης και των από 11.2.2013 πρόσθετων λόγων αυτής των Ν. Κ. κλπ, για αναίρεση της 71/2009 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, ως προς όλους τους διαδίκους. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διεκδικητική αγωγή ακινήτου. Λόγοι αναίρεσης από 8α του άρθρου559 ΚΠολΔ από 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ από 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ από 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Αγωγή διεκδικητική
Αγωγή διεκδικητική.
0
Αριθμός 766/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία του Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία ανακάλεσε την από 27/2/2013 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως. Του αναιρεσιβλήτου: J. J. (Τ. Τ.) του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαρίλαο Βασιλογεώργη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/1/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1704/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 5887/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 9/7/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 20/2/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξουσία του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 1800 § 2 ΑΚ, αν έχουν αφεθεί μόνο ειδικά αντικείμενα στον τιμώμενο, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται κληροδόχος, ακόμη και αν ονομάστηκε κληρονόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι ισχυρή η εγκατάσταση κληρονόμου επί δήλου πράγματος, δηλαδή επί ειδικά καθοριζόμενου στοιχείου της κληρονομιάς, η οποία υπάρχει αν συνάγεται από τη διαθήκη θέληση του διαθέτη, με τη μνεία του δήλου, να εγκαταστήσει τον τιμώμενο ως κληρονόμο, ως άμεσο δηλαδή καθολικό του διάδοχο σε όλη την κληρονομιά του ή σε ποσοστό της. Μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας, αν δηλαδή δεν προκύπτει θέληση του διαθέτη για εγκατάσταση του τιμώμενου ως κληρονόμου, αυτός που τιμήθηκε με το δήλον πράγμα θεωρείται κληροδόχος. Αναγκαία έννομη συνέπεια του χαρακτηρισμού ως κληρονόμου, αυτού που μόνος ή μαζί με άλλους εγκαταστάθηκε επί ειδικού αντικειμένου είναι αφενός ότι η μνεία του δήλου έχει την έννοια του προσδιορισμού του ποσοστού (κλάσματος) της κληρονομιάς στο οποίο αυτός καλείται και το οποίο προσδιορίζεται κατά το λόγο της αξίας του δήλου σε σχέση προς την αξία της όλης κληρονομιάς και αποτελεί συνάμα (άρθρο 1890 ΑΚ) διάταξη του διαθέτη να περιληφθεί το δήλον στην κατά ποσοστό μερίδα του τιμωμένου (διανεμητική) και αφετέρου ότι, αν πρόκειται για τέτοια εγκατάσταση, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1801 § 2 και 1802 ΑΚ. Οι διατάξεις αυτές ορίζουν ότι αν έχουν εγκατασταθεί περισσότεροι κληρονόμοι, καθένας από τους οποίους έχει περιοριστεί σε ποσοστό και τα ποσοστά δεν εξαντλούν τον κλήρο, ως προς το υπόλοιπο μέρος επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Αν όμως σύμφωνα με τη θέληση του διαθέτη οι εγκατάστατοι γράφηκαν ως οι μόνοι κληρονόμοι και καθένας απ' αυτούς εγκαταστάθηκε σε ποσοστό και τα ποσοστά δεν εξαντλούν το κλήρο, επέρχεται ανάλογη αύξηση των ποσοστών. Για να επέλθει δηλαδή παράλληλα και η εξ αδιαθέτου διαδοχή, απαιτούνται δύο προϋποθέσεις, πρώτον ότι ο διαθέτης διέθεσε μόνο ένα μέρος από τον κλήρο, έτσι ώστε αν τα ποσοστά τον εξαντλούν, δεν υπάρχει λόγος για εξ αδιαθέτου διαδοχή και δεύτερον ότι ο διαθέτης εξέφρασε τη θέληση (ή ότι προκύπτει η θέληση) το κληρονομικό δικαίωμα των εγκαταστατών να περιοριστεί στο ποσοστό. Εφόσον γι' αυτά είναι σαφής η διαθήκη, εφόσον δηλαδή οι λέξεις που έχει χρησιμοποιήσει ο διαθέτης μόνες τους και χωρίς άλλο αποδίδουν τη βούληση του, δεν υπάρχει έδαφος για ερμηνεία της διαθήκης. Διαφορετικά, θα πρέπει να ανευρεθεί η αληθής βούληση του, η οποία αναζητείται με την ερμηνεία της διαθήκης, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και κατά την υποκειμενική άποψη του διαθέτη, συμφωνά με τα άρθρα 173 και 1781 ΑΚ, λαμβάνονται δε υπόψη και περιστατικά που βρίσκονται εκτός της διαθήκης, μεταξύ των οποίων και η σπουδαιότητα των αντικειμένων που έχουν καταληφθεί με τη διαθήκη, σε σχέση με την όλη κληρονομιά, καθώς και οι προσωπικές σχέσεις του διαθέτη. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνηση της. Περαιτέρω, κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχτηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Την 23-5-1999 απεβίωσε στη ... στην οικία της και σε ηλικία 88 ετών η Μ. Ι., χήρα του Ι. Ι., το γένος Κ. Γ., χωρίς να έχει εξ αίματος συγγενείς. Λόγω των αμοιβαίων σχέσεων αγάπης, σεβασμού, ενδιαφέροντος και συμπαραστάσεως που είχε αναπτύξει με τον ενάγοντα - εφεσίβλητο, που ήταν τέκνο της Δ. Τ., θυγατέρας από πρώτο γάμο του εν ζωή συζύγου της Ι., θεωρούσε η ίδια αυτόν ως δικό της εξ αίματος εγγονό και μελλοντικό κληρονόμο της. Η σχέση τους αυτή δεν διαταράχθηκε από το γεγονός της μόνιμης διαμονής αυτού στις ΗΠΑ, διότι καλλιεργείτο τα καλοκαίρια, όταν εκείνος ερχόταν για διακοπές στην Ελλάδα και φιλοξενείτο από την αποβιώσασα στην οικία της στην ..., ενδιάμεσα δε διατηρούσαν τακτική τηλεφωνική επικοινωνία. Δυνάμει της από 1-8-1993 ιδιόγραφης διαθήκης της αποβιώσασας, η οποία δημοσιεύθηκε με τα υπ' αριθ. 5547/2000 πρακτικά του Μον/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχθηκε κυρία με την υπ' αριθ. 2208/2000 απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, αυτή εγκατέστησε ως κληρονόμο της τον ενάγοντα - εφεσίβλητο επί δήλου πράγματος, (ειδικού αντικειμένου) της καταλειφθείσας περιουσίας της, ήτοι επί του ενός από τα δύο ακίνητα που της ανήκαν κατά κυριότητα και ειδικότερα επί ενός οικοπέδου, επιφανείας 938,40 τμ., με την επ' αυτού παλαιά ισόγεια μονοκατοικία, (εμβαδού 50 τμ. περίπου, όπου η ίδια κατοικούσε μόνιμα εν ζωή), το οποίο βρίσκεται στη ..., στην περιοχή της ... επί της οδού ... και είχε αγοραία εμπορική αξία κατά τον ως άνω χρόνο θανάτου της διαθέτιδος (1999), περίπου 20.000.000 δρχ. (ή 58.695 ευρώ). Ισοδύναμο από απόψεως αξίας περιουσιακό στοιχείο της κληρονομουμένης είναι το δεύτερο από τα δύο μόνα ακίνητα, των οποίων ήταν αυτή κυρία εν ζωή και συγκεκριμένα ένα διαμέρισμα εμβαδού 65 τμ. του τρίτου ορόφου πολυκατοικίας, κειμένης στο ... και επί της οδού ... αριθ. 17. Το δεύτερο αυτό ακίνητο η κληρονομουμένη κατέλειπε, δυνάμει άλλης, (με ίδια όμως ημερομηνία συντάξεως, 1-8-1993 και ίδια διατύπωση), ιδιόγραφης διαθήκης της, στον αναδεκτό της, (βαφτισιμιό), Α. Κ. του Λ., με τον οποίο διατηρούσε ανάλογες σχέσεις αγάπης, σεβασμού κλπ., όπως και με τον ενάγοντα -εφεσίβλητο. Ότι οι τιμηθέντες εγκαταστάθηκαν άμεσα ως κληρονόμοι και όχι ως κληροδόχοι (έχοντες μόνο απαίτηση κατά της κληρονομίας), προκύπτει αναμφίβολα από το ταυτόσημο κείμενο των δύο διαθηκών, στο οποίο αναγράφεται ότι τα ακίνητα καταλείπονται αντίστοιχα σε καθένα από τους τιμηθέντες : "εξ ολοκλήρου, κατά πλήρη κυριότητα και επικαρπία" και αιτιολογείται η εγκατάσταση με τις προαναφερθείσες σχέσεις αγάπης κλπ. Περαιτέρω διαπιστώθηκε μετά τον θάνατο της διαθέτιδος ότι αυτή διέθετε και κινητή περιουσία, αποτελούμενη από τραπεζικές καταθέσεις συνολικού ύψους περίπου 149.372 ευρώ, ήτοι: α) στην Εθνική Τράπεζα ποσού 14.000.000 δρχ. ή 41.085,80 ευρώ, β) στην Εμπορική Τράπεζα 23.789.939 δρχ. ή 69.816,40 ευρώ, γ) στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο 5.125.121 δρχ. ή 15.304,80 ευρώ και δ) στην Εμπορική Τράπεζα 30.578,13 δολάρια ΗΠΑ ή 23.165 ευρώ, περί των οποίων δεν προέβλεψε στις ανωτέρω διαθήκες της. Κατά συνέπεια η ανωτέρω εγκαταστάσεις των τιμηθέντων επί δύο ισαξίων δήλων αντικειμένων της κληρονομίας (εκάστου περιερχομένου αντίστοιχα στον καθένα), τα οποία δεν εξαντλούν τον κλήρο, ενέχουν εγκατάσταση σε δύο ισοδύναμα ποσοστά της κληρονομίας. Για την τύχη των ανωτέρω αδιάθετων στοιχείων της κληρονομίας (τραπεζικών καταθέσεων) καλούνται σε εφαρμογή διαζευκτικά οι προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 1801 και 1802 του ΑΚ. Η παράλειψη αναφοράς στις επίμαχες διαθήκες των ως άνω τραπεζικών καταθέσεων αποτελεί ασάφεια των διαθηκών αυτών, η οποία καθιστά αναγκαία την ερμηνεία τους, προκειμένου να διαπιστωθεί αν προκύπτει θέληση της διαθέτιδος να περιορίσει τους τιμηθέντες μόνο στα ρητώς μνημονευθέντα στις διαθήκες ειδικά περιουσιακά στοιχεία και να αποκλείσει έτσι αυτούς από την υπόλοιπη κληρονομιαία περιουσία, ώστε ως προς αυτήν να χωρήσει η εξ αδιαθέτου διαδοχή υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ή αν θέλησε αυτούς ως μόνους και αποκλειστικούς κληρονόμους της. Η ερμηνεία αυτή θα γίνει με προσφυγή και σε εκτός του κειμένου των διαθηκών, αλλά προκύπτοντα από τις αποδείξεις περιστατικά. Από την δέουσα ερμηνεία των διαθηκών αυτών προκύπτει ότι η ανωτέρω παράλειψη της διαθέτιδος οφείλεται σε παραδρομή και όχι σε εκ μέρους της διάθεση αποκλεισμού των δύο ως άνω κληρονόμων της από τις ανωτέρω καταθέσεις, ούτε βεβαίως σε επιθυμία της να καταλήξουν αυτές στο Δημόσιο. Το εν λόγω ερμηνευτικό συμπέρασμα συνάγεται από τα ακόλουθα αποδεικνυόμενα περιστατικά: 1) Στο κείμενο της επίμαχης προς τον ενάγοντα -εφεσίβλητο διαθήκης της η διαθέτις ονομάζει αυτόν "εγγονό" της, γεγονός που σημαίνει ότι θεωρούσε αυτόν ως έχοντα κληρονομικά δικαιώματα ανάλογα με εκείνα των εξ αίματος κατιόντων, χωρίς να αναφέρει κάποιο λόγο που θα δικαιολογούσε τον περιορισμό τους, αντίθετα κάνει ιδιαίτερη μνεία στις σχέσεις αγάπης της ίδιας και του εν ζωή συζύγου της με τον τιμηθέντα. 2) Αναφέρει ότι ίδια επιθυμία για την εγκατάσταση θα είχε και ο εν ζωή σύζυγος της. προσομοιάζοντας την επίδικη επαγωγή με εκείνη που θα είχε γίνει, εάν ο τελευταίος είχε κληρονομηθεί απευθείας από τον ενάγοντα - εφεσίβλητο. 3) Τα καταλειφθέντα ακίνητα, αν και από κοινού υπολείπονται κατά 31.982 ευρώ από τις επίδικες καταθέσεις, (= 149.372 - 58.695 Χ 2, ευρώ), αποτελούν όμως κατά την κοινή αντίληψη τα σπουδαιότερα στοιχεία της κληρονομιάς λόγω της ταχείας και ικανοποιητικής ανατιμήσεως τους σε σχέση με τους τόκους που αποδίδουν οι καταθέσεις. 4) Ο ένας από τους επίδικους λογαριασμούς καταθέσεων ήταν σε δολάρια ΗΠΑ, προκειμένου από αυτόν να αποστέλλει η διαθέτις, όταν ήταν -στην ζωή, επιβοηθητικά εμβάσματα στον διαμένοντα μόνιμα στις ΗΠΑ ενάγοντα -εφεσίβλητο, έχοντας συνεπώς υπόψη τα περιεχόμενα σε αυτόν χρήματα να περιέλθουν οπωσδήποτε στον τελευταίο, έστω και μετά τον θάνατο της. 5) Οι σχέσεις της διαθέτιδος με τον ενάγοντα - εφεσίβλητο, αλλά και με τον έτερο τιμηθέντα βαφτισιμιό της, ήταν, όπως προαναφέρθηκε, σχέσεις αμοιβαίας αγάπης, σεβασμού, στοργής, ενδιαφέροντος και συμπαραστάσεως, ώστε δεν υπήρχε λόγος να θέλει να περιορίσει το κληρονομικό τους δικαίωμα μόνο στα αναφερόμενα στις διαθήκες ακίνητα και να προτιμά στην υπόλοιπη περιουσία της ως εξ αδιαθέτου κληρονόμο το εναγόμενο -εκκαλούν Δημόσιο. 6) Η παράλειψη αναφοράς των επίδικων τραπεζικών καταθέσεων στις επίμαχες διαθήκες και ειδικότερα σε εκείνη που αφορά τον ενάγοντα, εξηγείται αφενός από το ότι η διαθέτις, έχοντας περιορισμένες γραμματικές γνώσεις (του δημοτικού) και ανύπαρκτες νομικές, αγνοούσε το νόμιμο τρόπο μεταβιβάσεως κινητών αξιών με κληρονομική διαδοχή και αφετέρου από το ότι η ίδια, αισθανόμενη ανασφάλεια λόγω γήρατος και ασθενειών και θέλοντας να έχει πρόχειρα χρήματα για να αντιμετωπίσει κάποια έκτακτη περίσταση, δυσπιστούσε στην μετατροπή των τραπεζικών της λογαριασμών σε κοινούς με εκείνους που ήθελε ως μόνους κληρονόμους της καθώς και στην συμπερίληψη των λογαριασμών αυτών στις επίμαχες διαθήκες της. Η βασιμότητα όσων εκ των προαναφερθέντων περιστατικών βρίσκονται εκτός του κειμένου των ερμηνευομένων διαθηκών προκύπτει κατά κύριο λόγο, (εκτός από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα που την επιβοηθούν), από την μετά λόγου γνώσεως και κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό κατάθεση της μάρτυρα αποδείξεως του ενάγοντος - εφεσίβλητου, η οποία, ως γειτόνισσα της κληρονομουμένης, την βοηθούσε στις καθημερινές δουλειές του σπιτιού, της κρατούσε συντροφιά και τη συνόδευε σε ιατρικές επισκέψεις και στην οποία μία μόλις ημέρα προ του αιφνίδιου θανάτου της η ίδια η κληρονομουμένη είχε εκμυστηρευθεί την σχετική επιθυμία της, όπως τα χρήματα των καταθέσεων της περιέλθουν στα "παιδιά", όπως αποκαλούσε τον ενάγοντα και τον βαφτισιμιό της. - Κατά συνέπεια αποδεικνύεται ότι η αληθής βούληση της Μ. Ι. ήταν όπως τα ανωτέρω τιμηθέντα στις διαθήκες της πρόσωπα καταστούν μοναδικοί κληρονόμοι της σε όλη την κληρονομιαία περιουσία της. Αντίθετη δε βούληση της από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε. Επομένως τα πρόσωπα αυτά λογίζονται κληρονόμοι σε ποσοστό 50% το καθένα και η μερίδα τους επαυξάνει ανάλογα κατά το άρθρο 1802 ΑΚ και επί των μη μνημονευθέντων στις επίμαχες διαθήκες περιουσιακών στοιχείων της κληρονομιάς και συγκεκριμένα επί των επιδίκων τραπεζικών καταθέσεων". Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε την εκκαλουμένη απόφαση που δέχτηκε την ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου με την οποία ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος αναγνωρίσθηκε κληρονόμος κατά ποσοστό 1/2 σε ολόκληρη την περιουσία της κληρονομουμένης Μ. Ι.. Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο ως προς το κρίσιμο ζήτημα της εφαρμογής στην επίδικη περίπτωση του άρθρου 1802 ΑΚ μετά από ερμηνεία της διαθήκης αφού διαπίστωσε κενό σ' αυτή δεν παρεβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις ευθέως ή εκ πλαγίου, αφού περιέλαβε πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή τους και επομένως ο πρώτος δεύτερος και τρίτος λόγοι αναίρεσης από τους αριθ.1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμοι. Η περιεχομένη στον τρίτο λόγο αναίρεσης αιτίαση για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας (άρθρο 559 αρ.1 εδ.β ΚΠολΔ) ότι το Εφετείο έκρινε εσφαλμένα ότι τα δύο ακίνητα που καταλείφθηκαν με την επίμαχη διαθήκη είναι ισοδύναμα με τις επίμαχες καταθέσεις στις Τράπεζες είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη γιατί με αυτήν πλήττεται η εκτίμηση των αποδείξεων, που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει να καταδικασθεί το ηττηθέν αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ και 22 Ν. 3693/1957), όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 9-7-2012 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 5887/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εγκατάσταση κληρονόμου σε δήλα πράγματα, που δεν εξαντλούν την κληρονομία. Κατά το άρθρο 1801 ΑΚ ως προς το υπόλοιπο επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Όμως κατά το άρθρο 1802ΑΚ αν σύμφωνα με τη θέληση του διαθέτη οι εγκατάστατοι γράφηκαν ως μόνοι κληρονόμοι και καθένας απ' αυτούς εγκαταστάθηκε στο ποσοστό και τα ποσοστά δεν εξαντλούν τον κλήρο, επέρχεται ανάλογη αύξηση των ποσοστών. Λόγοι αναίρεσης. Από 1 και 19 για παραβίαση των άρθρων 1891 και 1802 ΑΚ.
Κληρονομία
Κληρονομία .
2
Αριθμός 761/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ι. Ρ. του Τ., κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκε. Του αναιρεσιβλήτου: Α. Ρ. του Τ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεωργίου Πελέκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/1/1995 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 155/1995 μη οριστική, 48/2005 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, 107/2007 μη οριστική και 207/2010 οριστική του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 10/11/2010 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσίβλητος, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 28/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ. 1, 568 παρ. 1 και 2 και 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κατά την συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτή, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κάποιος διάδικος, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει την συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως και αν την συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος ή ο τελευταίος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα την συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Στην προκείμενη περίπτωση, υπόκειται προς κρίση η από 10-11-2010 αίτηση για αναίρεση της 207/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου. Κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο της 6-2-2013, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο στη σειρά της, ο αναιρεσείων δεν εμφανίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε κατέθεσε δήλωση σύμφωνα με τα άρθρα 573 παρ. 1, 242 παρ. 2 ΚΠολΔ κατ' αυτήν. Ο αναιρεσίβλητος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Πελέκη με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, o αναιρεσίβλητος προσκομίζει και επικαλείται επικυρωμένο αντίγραφο της ένδικης αίτησης αναίρεσης του αντιδίκου του αναιρεσείοντος, με πράξη ορισμού δικασίμου την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και κλήση του για εμφάνιση κατά την ως άνω δικάσιμο, από το οποίο προκύπτει ότι νόμιμα και εμπρόθεσμα επέδωσε σ' αυτόν την αίτηση αναίρεσης ο απολειπόμενος αναιρεσείων στις 16-1-2012, σύμφωνα και με την επισημείωση επί του επιδοθέντος δικογράφου του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών .... Έτσι, προκύπτει, ότι ο απολειπόμενος αναιρεσείων επέσπευσε τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει το Δικαστήριο τούτο στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρών και ο αναιρεσείων (άρθρο 576 παρ. 1 ΚΠολΔ), που επέσπευσε τη συζήτηση. Επειδή, κατά της συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1710 παρ. 1, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ, η κληρονομική διαδοχή, είτε χωρεί εκ του νόμου, είτε εκ διαθήκης, αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας των κληρονομιαίων κινητών και ακινήτων πραγμάτων, η κυριότητα όμως των ακινήτων που περιλαμβάνεται στην κληρονομία, όπως και κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα σ' αυτό, μεταβιβάζεται στον κληρονόμο αναδρομικώς από το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, μόνον εφόσον αυτός (κληρονόμος) αποδεχθεί με δημόσιο έγγραφο της κληρονομία και η αποδοχή αυτή μεταγραφεί ή εκδοθεί κληρονομητήριο και μεταγραφεί αυτό. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1043, 1045, 1051 ΑΚ προκύπτει ότι, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου, με τακτική μεν χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο για μια δεκαετία ενώ με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα, και στις δύο περιπτώσεις, εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ' αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Ως πράξεις νομής θεωρούνται μεταξύ άλλων η επίβλεψη, η επίσκεψη, η οριοθέτηση, ο καθαρισμός, η φύλαξη του ακινήτου, και, αν αφορά κληρονομιαίο ακίνητο, η αποδοχή της κληρονομίας. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή, όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας, που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση, που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχτηκε, ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάσθηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αφορά πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του προσκομιζόμενου αντιγράφου της προσβαλλόμενης απόφασής του, το Εφετείο δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν, από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "H επίδικη εδαφική έκταση (οικόπεδο) βρίσκεται στη θέση "..." του ομώνυμου χωριού του Δήμου Άνω Σύρου, έχει έκταση 155 τ.μ., αποτυπώνεται με τα στοιχεία Α Β ΣΤ Ζ Η Θ Α στο από Απριλίου 1986 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Δ. Π.. Το ανωτέρω επίδικο συνορεύει βόρεια σε πλευρά 16 μ. εν μέρει με αλώνι και την περιοχή του, που ανήκει κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στους διαδίκους και εν μέρει με ιδιοκτησία Γ. Ξ., νότια σε πλευρά 14,40 μ. με ιδιοκτησία Β. συζ. Σ. Δ. (πρώην ενάγοντος), ανατολικά σε πλευρά 9,70 μ. με ιδιοκτησία Ι. Β. και δυτικά σε πλευρά 11,50 μ. με ιδιοκτησία του εφεσίβλητου εναγομένου. Το ακίνητο αυτό αποτελεί τμήμα ενός μεγαλύτερου ακινήτου, που συνορεύει σύμφωνα με το ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα: βόρεια με ιδιοκτησίες Γ. Ξ. και Α. Γ., νότια με ιδιοκτησίες Α. Λ. (πρώην Κ.) και Β. Σ., ανατολικά με ιδιοκτησίες Ι. Β., Ν. Δ. και Λ. Γ. (πρώην ενιαία ιδιοκτησία Ι. Β.) και δυτικά με δημοτικό δρόμο μέσου πλάτους πέντε (5) μέτρων. Το μεγαλύτερο αυτό ακίνητο ανήκε κατά πλήρη κυριότητα στον πατέρα των διαδίκων Τ. Ρ. ή Α. του Μ. ή Μ., που απεβίωσε στις 16-2-1966. Με την .../29-3-1961 δημόσια διαθήκη του, που συντάχθηκε ενώπιον του Συμβολαιογράφου Ερμούπολης Γεωργίου Αθανασούλια και δημοσιεύθηκε νόμιμα με το 42/2-3-1966 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοδικείου Σύρου, όρισε μεταξύ άλλων τα εξής: "Επίσης εις τον αυτόν άνω υιόν μου Α. Τ. Ρ. του αφήνω ένα ντάμι (το επάνω ντάμι) μετά της περιοχής του εν ή υπάρχει γουρουνοκέλλα, και το έν τρίτον της αποκλείστρας, και το παραπλεύρως ταύτης αλώνιον το οποίον του αφήνω μόνον κατά το μερίδιον έν δεύτερον (1/2) εξ αδιαιρέτου με το τεμάχιον σκληρής το οποίον κείται προς το βορεινόν μέρος του αλωνιού εκτάσεως ημίσεως (1/2) στρέμματος ως και έν μικρόν τεμάχιον σκληροχωραφίου από το νότιον μέρος του αλωνιού δια να χρησιμεύση ως λυχνίστρα έχον μάκρος δέκα (10) μέτρα αρχόμενα από το αλώνιον και από την μίαν μεριάν του σκληροχωραφίου έως την άλλην, άπαντα ταύτα κείνται εις το αυτό ως άνω χωρίον ... της Σύρου της περιφερείας του Δήμου Ανω Σύρου, και συνορεύουσι γύρωθεν με δημόσιον δρόμον, με κτήμα Μ. Ξ., με οικίαν Α. χήρας Α. Δ. και με τα δύο ντάμια μου τα οποία θα αφήσω εις τον υιόν μου Ι. Τ. Ρ.... Επίσης εις τον αυτόν υιόν μου Ι. Τ. Ρ. του αφήνω τα κάτω δύο ντάμια με τα δύο τρίτα (2/3) της αποκλείστρας και από το σκληροχωράφιον (το οικόπεδον) το τετράγωνον προς το νότιον μέρος του αλωνιού το ήμισυ διηρημένως τμήμα προς το ανατολικόν μέρος έχον έκτασιν ημίσεως (1/2) στρέμματος, άπαντα ταύτα κείνται εις το αυτό ως άνω χωρίον ... της Σύρου, τα ντάμια πλησιάζουν με δημόσιον δρόμον, το δε τμήμα σκληροχωραφίου (οικοπέδου) πλησιάζει με κτήμα Δ. Κ., με οικίαν και με σκληρήν Ι. Β. και με αλώνιον το οποίον αφήνω κατά το μερίδιον ένα δεύτερον (1/2) επί του όλου εξ αδιαιρέτου εις τον υιόν μου Α. Τ. Ρ.ν". Οι διάδικοι αποδέχθηκαν την ανωτέρω κληρονομιά του πατέρα τους, ο μεν εκκαλών ενάγων με την υπ' αριθμ. .../1-4-1974 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον του συμβολαιογράφου Ερμούπολης Ν. Σταυρή, ο δε εφεσίβλητος εναγόμενος με την .../22-3-1967 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον του συμβολαιογράφου Ερμούπολης Γ. Αθανασούλια. Στις πράξεις αυτές, που έχουν μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Ερμούπολης (στον τόμο ... με αριθμό 5 η πρώτη και στον τόμο ... με αριθμό 80 η δεύτερη), τα κληρονομιαία ακίνητα περιγράφονται, όπως ακριβώς και στη διαθήκη. Κάθε διάδικος ερμηνεύει διαφορετικά τις διατάξεις της ανωτέρω διαθήκης. Με βάση την ερμηνευτική εκδοχή του εκκαλούντος ενάγοντος, το επίδικο περιλαμβάνεται στο ακίνητη που άφησε σ' αυτόν ο διαθέτης, πλέον του ακινήτου που αποτυπώνεται στο ανωτέρω από Απριλίου 1986 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Δ. Π. με τα στοιχεία Β Γ Δ Ε ΣΤ, έχει έκταση 443 τ.μ. και συνορεύει με την νότια πλευρά του επιδίκου. Αντίθετα, με βάση την ερμηνευτική εκδοχή του εφεσίβλητου εναγομένου, το επίδικο περιλαμβάνεται στο ακίνητο, που κατελήφθη σ' αυτόν, πλέον του ακινήτου, που αποτυπώνεται στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα στοιχεία Α Β 7 6 5 Α και συνορεύει με τη δυτική πλευρά του επιδίκου. Πραγματικά, οι διατάξεις της διαθήκης δεν είναι απολύτως σαφείς, διότι δεν αποδίδουν μόνες τους και χωρίς άλλο την πραγματική θέληση του διαθέτη, όσον αφορά το επίδικο. Η ασάφεια έγκειται στην αναφορά του αλωνιού ως ορίου του ακινήτου, που καταλείπεται στον ενάγοντα-αναιρεσείοντα. Τούτο σημαίνει ότι περιλαμβάνεται σ' αυτό το επίδικο, που βρίσκεται ανάμεσα στο αλώνι και το ακίνητο, που εμφαίνεται στο άνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα στοιχεία Β Γ Δ Ε ΣΤ. Αυτό όμως έρχεται σε προφανή αντίθεση με την διάταξη της διαθήκης, κατά την οποία το ακίνητο, που καταλείπεται στον αναιρεσίβλητο εναγόμενο εκτείνεται "από την μίαν μεριάν του σκληροχωραφίου έως την άλλην". Στην ανωτέρω από Νοεμβρίου 2008 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του τοπογράφου μηχανικού Π. Κ., σημειώνεται κατά λέξη ότι "η επίδικη έκταση περιλαμβάνεται και στο μερίδιο που κληροδοτήθηκε στον Ι. και στο μερίδιο που κληροδοτήθηκε στον Α.. Ο διαθέτης λοιπόν βρέθηκε σε σύγχυση κατά την περιγραφή των ορίων των μερίδων και έκανε λάθος στη διαθήκη του. Γι' αυτό και οι δύο αντίδικοι συμπεριέλαβαν, ορθώς κάθε ένας για λογαριασμό του, την επίδικη έκταση στην αποδοχή κληρονομιάς τους. Προκειμένου να αρθεί αυτή η ασάφεια πρέπει να ανευρεθεί η αληθινή βούληση του διαθέτη ...". Από την ερμηνεία του περιεχομένου της διαθήκης με βάση τις υποκειμενικές σκέψεις του διαθέτη και χωρίς προσήλωση στις λέξεις, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι κατά την αληθινή βούληση του διαθέτη το επίδικο περιλαμβάνεται στο "μικρόν τεμάχιον σκληροχωραφίου", που άφησε στον εφεσίβλητο εναγόμενο, η δε αναγραφή του αλωνιού ως ορίου του ακινήτου του εκκαλούντος ενάγοντος οφείλεται σε προφανή παραδρομή. Η κρίση αυτή ενισχύεται από το από Οκτωβρίου 1994 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου - τοπογράφου μηχανικού Ν. Λ., στο οποίο απεικονίζεται το ανωτέρω ακίνητο (το "μικρόν τεμάχιον σκληροχωραφίου") με τα στοιχεία 1 23456 18 19 16 17 1. Από το τοπογραφικό αυτό προκύπτει ότι η απόσταση από τον τοίχο του αλωνιού μέχρι το όριο του ακινήτου του εκκαλούντος ενάγοντος, το μήκος της ανατολικής πλευράς του επιδίκου και της δυτικής πλευράς του "σκληροχωραφίου" είναι δέκα (10) μέτρα ακριβώς. Επίσης, η κρίση αυτή επιβεβαιώνεται από τα' ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα: Ο διαθέτης πριν από τον θάνατο του είχε δηλώσει στα τέκνα του (τους διαδίκους) ότι το επίδικο θα το αφήσει στον εφεσίβλητο εναγόμενο. Τούτο προκύπτει ιδίως από τις ένορκες καταθέσεις του Ι. Ρ. και του Α. Ρ. (αδελφών των διαδίκων), οι οποίες περιέχονται στα 26/1994 και 228/1977 πρακτικά δημοσίων συνεδριάσεων του Ειρηνοδικείου Ερμούπολης και του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, αντίστοιχα. Οι καταθέσεις αυτές είναι οι πιο πειστικές, καθόσον οι εν λόγω μάρτυρες είχαν άμεση γνώση και προσωπική αντίληψη σχετικά με τη θέληση του κληρονομουμένου, σε αντίθεση με τον Ι. Ρ. (γαμβρό του εκκαλούντος ενάγοντος), ο οποίος κατέθεσε το αντίθετο, με βάση αόριστες πληροφορίες και ασαφείς διηγήσεις τρίτων. Μετά τον θάνατο του διαθέτη (1966) οι διάδικοι τοποθέτησαν συρματόπλεγμα, που διαχωρίζει το επίδικο ακίνητο από εκείνο, που καταλείφθηκε στον εκκαλούντα ενάγοντα. Σαφείς και κατηγορηματικές σχετικά με το γεγονός αυτό είναι η ένορκη κατάθεση του Α. Γ. (γαμβρού του εναγομένου), καθώς και οι υπ' αριθμ .../7-11-1994 και .../6-11-2003 ένορκες βεβαιώσεις του Ι. Ρ. (ανεψιού των διαδίκων) και της Μ. συζ. Α. Γ. (θυγατέρας του εφεσίβλητου εναγομένου) ενώπιον των συμβολαιογράφων Ερμούπολης Ευαγγελίας Σοφικίτου και Αθηνών Ευανθίας Προύσαλη, αντίστοιχα, οι οποίοι έχουν άμεση γνώση και προσωπική αντίληψη για το περιστατικό αυτό. Αντίθετα, μεταξύ του επιδίκου και του ακινήτου, που περιήλθε στον εφεσίβλητο εναγόμενο κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος ενάγοντος, δεν τοποθετήθηκε ποτέ συρματόπλεγμα. Το τελευταίο, που επιβεβαιώνεται από τους μάρτυρες αποδείξεως και ανταποδείξεως Ι. Ρ. και Μ. Γ. (γαμβρούς του εκκαλούντος ενάγοντος και του εφεσίβλητου εναγομένου, αντίστοιχα), αλλά και από τα προσαγόμενα από 26-1-1977, από Απριλίου 1986 και από Οκτωβρίου 1994 τοπογραφικά διαγράμματα των πολιτικών μηχανικών Α. Ζ., Δ. Π. και Ν. Λ., αντίστοιχα, συνιστά μια ένδειξη ότι τα δύο αυτά ακίνητα ανήκουν στο ίδιο πρόσωπο (και μάλιστα στον εφεσίβλητο εναγόμενο). Έκτοτε και μέχρι το έτος 1977 το επίδικο το εξουσίαζε ο εφεσίβλητος εναγόμενος, χωρίς να ενοχληθεί ποτέ από τον εκκαλούντα ενάγοντα. Ειδικότερα, μέχρι το έτος 1976 ο εφεσίβλητος εναγόμενος το είχε παραχωρήσει στον Ι. Ρ. και στον Α. Ρ. (αδελφούς των διαδίκων), για να σπέρνουν σ' αυτό κριθάρι και να βόσκουν τα ζώα τους. Τούτο ενισχύεται από τις ένορκες καταθέσεις των Α. Ρ., Ι. Ρ. και Α. Γ., που περιέχονται στα υπ' αριθμ. 228/13-5-1977, 26/8-11-1994 και 155ΤΜ/13-10-1995 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Ερμούπολης το δεύτερο και του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου τα λοιπά. Ενισχύεται, επίσης, από την υπ' αριθμ. .../7-11-1994 ένορκη βεβαίωση του Ι. Ρ. (ανεψιού των διαδίκων) ενώπιον της συμβολαιογράφου Ερμούπολης Ευαγγελίας Βεκρή και την υπ' αριθμ. .../12-10-1995 ένορκη βεβαίωση των Γ. Ρ. και Ι. - Α. συζ. Α. Β., κατοίκων ..., ενώπιον του συμβολαιογράφου Ερμούπολης Μάξιμου Ταλασλή, οι οποίοι έχουν άμεση γνώση και προσωπική αντίληψη για όσα καταθέτουν. Εξάλλου, στο υπ' αριθμ. .../1-4-1974 συμβόλαιο δωρεάς του συμβολαιογράφου Ερμούπολης Νικολάου Λ. Σταυρή, με το οποίο ο εκκαλών ενάγων μεταβίβασε το ακίνητο, που κληρονόμησε από τον πατέρα του, στην κόρη του Β. συζ. Σ. Δ., καθώς και στο από 20-2-1974 τοπογραφικό διάγραμμα, που προσαρτάται σ' αυτό, αναγράφεται ότι τούτο συνορεύει με κτήμα του εφεσίβλητου εναγομένου, και όχι με ιδιοκτησία του εκκαλούντος ενάγοντος. Αυτό καταδεικνύει ότι ο εκκαλών ενάγων αναγνώριζε μέχρι τότε ότι το επίδικο περιήλθε στον εφεσίβλητο εναγόμενο. Ο εκκαλών ενάγων αμφισβήτησε την κυριότητα του εφεσίβλητου εναγομένου στο επίδικο για πρώτη φορά το έτος 1977, όταν πληροφορήθηκε τη διατύπωση της ένδικης διαθήκης. Τότε θεώρησε ότι δικαιούται και το 1/2 εξ αδιαιρέτου του "μικρού τεμαχίου σκληροχωραφίου", που αναφέρεται στη διαθήκη και για το λόγο αυτό αφαίρεσε το ανωτέρω συρματόπλεγμα. Μόλις ενημερώθηκε γ' αυτό ο εφεσίβλητος εναγόμενος, το επανατοποθέτησε και υπέβαλε έγκληση σε βάρος του, την οποία στη συνέχεια ανακάλεσε, με αποτέλεσμα να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη. Στη συνέχεια ο εκκαλών ενάγων ήγειρε την από 10-3-1977 διεκδικητική αγωγή κατά του εφεσίβλητου εναγομένου, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε με το δικόγραφο της αγωγής επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Με την αγωγή αυτή ο εκκαλών ενάγων επικαλούμενος την κτήση κυριότητας με κληρονομική διαδοχή βάσει της ανωτέρω διαθήκης, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι τυγχάνει συγκύριος κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου του "μικρού τεμαχίου σκληροχωραφίου" (και όχι αποκλειστικός κύριος του επιδίκου, που καταλαμβάνει τη μισή περίπου επιφάνεια του σκληροχωραφίου αυτού, όπως στην αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση). Από τα περιστατικά αυτά συνάγεται ότι μέχρι το έτος 1977 δεν αμφισβητούσε την κυριότητα του εφεσίβλητου εναγομένου στο επίδικο, διότι γνώριζε, προφανώς, ότι αυτό ανταποκρίνεται στην αληθινή βούληση του κληρονομουμένου. Διεκδικεί δε το επίδικο (και με την προηγούμενη από 10.3.1977 αγωγή του το 1/2 εξ αδιαιρέτου του "μικρού τεμαχίου σκληροχωραφίου"), βασιζόμενος αποκλειστικά και μόνον στην ασαφή διατύπωση της επίμαχης διαθήκης την οποία πληροφορήθηκε μόλις το έτος 1977. Έτσι, με βάση την ανωτέρω ερμηνεία της διαθήκης, το επίδικο ακίνητο περιήλθε στον εφεσίβλητο εναγόμενο, ο οποίος αποδέχθηκε την κληρονομιά με την προαναφερόμενη συμβολαιογραφική πράξη, που έχει μεταγραφεί νόμιμα. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι από τον θάνατο του κληρονομουμένου το έτος 1966 μέχρι σήμερα ο εκκαλών ενάγων δεν άσκησε καμιά διακατοχική πράξη στο επίδικο, το οποίο το νεμόταν αποκλειστικά και μόνον ο εφεσίβλητος εναγόμενος. Ειδικότερα, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα ο εφεσίβλητος εναγόμενος, που είναι μόνιμος κάτοικος Αθηνών, επισκεπτόταν το επίδικο κάθε δεκαπέντε (15) ημέρες και το επέβλεπε. Επιπλέον, μέχρι το έτος 1976 το είχε παραχωρήσει στον Ι. Ρ. και στον Α. Ρ. (αδελφούς των διαδίκων), για να σπέρνουν σ' αυτό κριθάρι και να βόσκουν τα ζώα τους. Στη συνέχεια, το επόπτευε, αποψίλωνε τη χορτονομή και το καθάριζε από τα απορρίμματα. Μάλιστα αυτές τις εργασίες ανέθετε συνήθως στους Γ. Α., Α. Ρ. ή Ν. και Γ. Ρ.. Το έτος 1977, που ο εκκαλών ενάγων αφαίρεσε το συρματόπλεγμα, που διαχωρίζει το επίδικο από τα ακίνητο του, ο εφεσίβλητος εναγόμενος το προαναφέρθηκε. Το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου του 1994, που ο εκκαλών ενάγων και ο Δ. Ρ. (γιος του) εισέβαλαν στο επίδικο, φύτεψαν διάφορα φυτά και εγκατέστησαν ένα τρέϊλερ σ' αυτό, ο εφεσίβλητος εναγόμενος αντέδρασε αμέσως. Στις 12-9-1994, αφού έλαβε εισαγγελική παραγγελία, μετέβη στο Α.Τ. Ερμούπολης και εξέφρασε παράπονα σε βάρος του Δ. Ρ., στον οποίο και έγιναν συστάσεις. Στη συνέχεια, άσκησε την από 4-10-1994 αίτησή του για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων νομής, επί της οποίας εκδόθηκε η 26/1994 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ερμούπολης. Με την απόφαση αυτή, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε έφεση, αναγνωρίσθηκε ο εναγόμενος-αναιρεσίβλητος προσωρινά νομέας του επιδίκου και υποχρεώθηκαν οι καθών, δηλαδή ο ήδη αναιρεσείων και ο γιός του, να αφαιρέσουν τα φυτά και το τρέϊλερ. Έκτοτε η επίδικη έκταση βρίσκεται συνεχώς και αδιαλείπτως στη νομή του αναιρεσιβλήτου, όπως άλλωστε συνομολογείται από τον ενάγοντα-αναιρεσείοντα με την αγωγή και δεν αμφισβητείται με τις προτάσεις του". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε, ότι ο ενάγων-αναιρεσείων ουδέποτε απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με βάση την κληρονομική διαδοχή ούτε με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και κατόπιν τούτου, απέρριψε την ένδικη διεκδικητική αγωγή και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, η οποία είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974, 1041 και 1045 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα, της μη απόκτησης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου από τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα με κανένα τρόπο, είτε παράγωγο (κληρονομική διαδοχή) είτε πρωτότυπο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σαφείς παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο δέχτηκε, ότι το επίδικο ακίνητο, με βάση την αναφερόμενη δημόσια διαθήκη του δικαιοπάροχου πατέρα των διαδίκων και κατά την αληθινή βούληση αυτού, περιλαμβάνεται στο "μικρόν τεμάχιον σκληροχωραφίου", που κατέλιπε στον εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο, ο οποίος αποδέχθηκε την κληρονομιά αυτή με δήλωση αποδοχής το έτος 1967, ότι ο διαθέτης πριν τον θάνατό του είχε δηλώσει στους διάδικους (τέκνα του), ότι το επίδικο θα το αφήσει στον αναιρεσίβλητο γιό του, ότι μετά τον θάνατο του διαθέτη ο αναιρεσίβλητος νεμόταν και εξουσίαζε το επίδικο συνεχώς, παραχωρώντας ή εκμισθώνοντας αυτό σε τρίτους, ότι για πρώτη φορά ο αναιρεσείων αμφισβήτησε την κυριότητα του αναιρεσίβλητου αδελφού του μόλις το έτος 1977, ότι μετά από αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του αναιρεσιβλήτου εκδόθηκε η 26/1994 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ερμούπολης, με την οποία αναγνωρίστηκε ο αναιρεσίβλητος προσωρινά νομέας του επιδίκου, και ότι ο ενάγων-αναιρεσείων ουδέποτε απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με βάση την κληρονομική διαδοχή ούτε με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επειδή, ο από την παραβίαση των ορισμών του νόμου αναφορικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται, κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ που τον προβλέπει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μικρότερη ή μεγαλύτερη από εκείνη που, δεσμευτικά γι' αυτό (δικαστήριο) καθορίζει ο νόμος, όχι όμως και στην περίπτωση κατά την οποία, εκτιμώντας ελεύθερα όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 340 ΚΠολΔ), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, που κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα άλλα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 367/2011). Επομένως, ο πρώτος και τελευταίος εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από την ως άνω διάταξη πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, αποδίδοντας μεγαλύτερη αξιοπιστία στις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων του αναιρεσιβλήτου Ι. Ρ. και Α. Ρ. σε σχέση με την ένορκη κατάθεση του δικού του μάρτυρα Ι. Ρ.υ, είναι απαράδεκτος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-11-2010 αίτηση του αναιρεσείοντος Ι. Ρ. για αναίρεση της 207/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι από 1 και 19 για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικών διατάξεων. Απορρίπτει. Λόγος από 12 - Απορρίπτει.
Αγωγή διεκδικητική
Αγωγή διεκδικητική.
0
Αριθμός 758/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ε. Μ. συζ. Ε., το γένος Π. Π., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Καραμέτο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. Ζ. του Κ., 2) Γ. Ζ. του Κ. και 3) Μ. Ζ. του Κ., κατοίκων ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Βασίλειο Φαλαγκαράκη και Γεώργιο Παπαζαφειρόπουλο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/5/1996 διεκδικητική αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 153/1997, 3093/1999 μη οριστικές και 2614/2002 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου. Κατά της τελευταίας απόφασης ο 1ος των ήδη αναιρεσιβλήτων άσκησε έφεση και εκδόθηκε η 5923/2000 μη οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παράλληλα, ο 2ος και η 3η των ήδη αναιρεσιβλήτων άσκησαν έφεση κατά της ίδιας ως άνω 2614/2002 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η 5315/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατά της οποίας ασκήθηκε αίτηση αναίρεσης και εκδόθηκε η 112/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την ως άνω απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Το Εφετείο Αθηνών εξέδωσε την 4977/2009 απόφαση συνεκδικάζοντας τις παραπάνω υποθέσεις. Η αναιρεσείουσα με την από 4/3/2010 αίτησή της ζητά την αναίρεση της 153/1997 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 28/11/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 553 παρ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων, που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, οι οποίες περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή. Αν η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική, δεν επιτρέπεται αναίρεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη (ΑΠ 63/2003, ΑΠ 29/1993). Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα εκθέτει στην κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ότι άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 21-5-1996 αγωγή της, με την οποία ζήτησε να αναγνωριστεί κυρία του περιγραφόμενου ακινήτου, κυριότητα την οποία απέκτησε τόσο με παράγωγο τρόπο όσο και με πρωτότυπο τρόπο και δη με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι να της αποδώσουν το περιγραφόμενο τμήμα του ακινήτου αυτού που κατέλαβαν παράνομα, ότι η αγωγή της, εκδικασθείσα με την τακτική διαδικασία, ερήμην του πρώτου εναγομένου Δ. Ζ., απορρίφθηκε με την 153/1997 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως μη νόμιμη κατά το μέρος της που στηρίζεται στον πρωτότυπο τρόπο κτήσεως κυριότητας, έγινε δεκτή ως προς τον πρώτο ερήμην δικασθέντα των εναγομένων κατά την κύρια βάση της και ως προς τους λοιπούς εναγομένους διατάχθηκαν αποδείξεις για την κύρια βάση της αγωγής. Ότι μετά από έφεση που άσκησε ο ερήμην δικαστείς εναγόμενος κατά της ως άνω απόφασης καθώς και οι λοιποί εναγόμενοι κατά της οριστικής απόφασης του Πρωτοδικείου, εκδόθηκε τελικά η 4977/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή ως κατ' ουσία αβάσιμη ως προς την κριθείσα κύρια βάση της. Έτσι, η ανωτέρω 153/1997 απόφαση η οποία ήταν εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική, κατέστη τελεσίδικη ως προς την οριστική της διάταξη, με την οποία απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη η ένδικη αγωγή κατά τη βάση της περί κτήσεως κυριότητας επί του επιδίκου με τακτική και άλλως έκτακτη χρησικτησία και συνεπώς η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης παραδεκτώς ασκείται κατά της 153/1997 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς την οριστική της διάταξη με την οποία απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη η αγωγή, αφού, αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, όπως στην προκείμενη περίπτωση, δεν επιτρέπεται αναίρεση κατά της οριστικής διατάξεως πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη. Επειδή, από τις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας και ιδίως από το άρθρο 79 παρ.2 του Αγροτικού Κώδικα συνάγεται, ότι το ακίνητο που παραχωρείται ως κλήρος σε πρόσωπο δικαιούμενο αγροτικής αποκατάστασης θεωρείται από την παραχώρησή του ότι διατελεί κατά νόμο στην αποκλειστική καλόπιστη νομή του κληρούχου και αν ακόμη αυτός δεν έχει επιληφθεί της κατοχής του κλήρου. Γι' αυτό και δεν ήταν δεκτικό νομής και χρησικτησίας από άλλον, ο οποίος έτσι δεν μπορούσε να αποκτήσει την κυριότητα αυτού με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, ούτε να αντιτάξει κατά του διεκδικούντος τον κλήρο κληρούχου ή των κληρονόμων του την από το άρθρο 249 ΑΚ ένσταση εικοσαετούς παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής. Όμως, από 23-5-1968 ισχύει ο α.ν. 431/1968, που ορίζει στο μεν άρθρο 1 παρ. 1 αυτού, ότι από την έναρξη της ισχύος του νόμου (επιφυλασσομένης της ισχύος του άρθρου 27 του ν.δ. 2185/1952) επιτρέπεται στους κατά την εποικιστική νομοθεσία κληρούχους η εκποίηση ή οπωσδήποτε διάθεση με δικαιοπραξίες εν ζωή των πάσης φύσεως κλήρων τους, με το μοναδικό περιορισμό της μη κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής, ο οποίος ισχύει και για κάθε περαιτέρω μεταβίβαση, στο δε άρθρο 2 παρ.1 εδάφ. β' αυτού, ότι σε περίπτωση κατάσχεσης ή πλειστηριασμού του κλήρου με επίσπευση του ενυπόθηκου δανειστή τηρείται μόνον ο περιορισμός της μη κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής. Από τις συνδυασμένες αυτές διατάξεις του αν.ν. 431/1968 προκύπτει, ότι η απαγόρευση της κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής αποτελεί γενική αρχή που εφαρμόζεται στη μεταβίβαση της κυριότητας του κλήρου όχι κληρούχου. Επομένως από την ισχύ του αν.ν. 431/1968 ο κληρούχος παύει να λογίζεται κατά πλάσμα νομέας του κλήρου και αν δεν τον κατέχει πραγματικά και είναι δυνατή η χωρίς τη θέλησή του κτήση της νομής ολόκληρου του κληροτεμαχίου, όχι όμως και του τμήματός του, γιατί στην περίπτωση αυτή επέρχεται κατάτμηση του κληροτεμαχίου. Η απαγόρευση δηλαδή της κατάτμησης δεν αναφέρεται μόνο στον κατά κυριότητα τεμαχισμό του κληροτεμαχίου, αλλά και στον κατά νομή τεμαχισμό, αφού διαφορετικά η κατάτμηση θα επιτυγχανόταν ισοδυνάμως με την απόκτηση μία φορά της νομής του τμήματος του κληροτεμαχίου και την έκτοτε διαρκή προστασία της έναντι τρίτων. Ο τρίτος, που επιλήφθηκε της νομής τμήματος κληροτεμαχίου και όχι του όλου, δεν προστατεύεται ούτε κατά τον νομέα του όλου, ούτε κατά οποιουδήποτε άλλου όταν αποβληθεί από το τμήμα του κληροτεμαχίου που νεμόταν, γιατί αλλιώς θα είχε διαρκή προστασία, που θα επέφερε κατάτμηση. Συνεπώς είναι ανεπίτρεπτη όχι μόνο η κτήση της κυριότητας από τρίτο σε βάρος του κληρούχου ή των καθολικών ή των ειδικών διαδόχων του με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, αλλά και η λόγω συμπληρώσεως του χρόνου παραγραφής άρνηση αποδόσεως του τμήματος του κλήρου (άρθρο 272 Α.Κ.) αφού με αυτήν ουσιαστικώς παγιώνεται η μη ανεκτή από το νόμο φυσική κατάτμηση του κλήρου (Ολ.ΑΠ 15/2004, Ολ.ΑΠ 568/1986, Ολ.ΑΠ 1520/1982, ΑΠ 613/2012, ΑΠ 1564/2012, ΑΠ 1190/2010, ΑΠ 1413/2003). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτει, ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφασή του, η οποία ήταν εν μέρει οριστική και εν μέρει μη οριστική και ήδη κατέστη τελεσίδικη ως προς την οριστική της διάταξη, απέρριψε με την άνω οριστική του διάταξη ως μη νόμιμη την ένδικη διεκδικητική αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, κατά τις βάσεις της περί κτήσεως κυριότητας του επίδικου ακινήτου με τακτική και άλλως έκτακτη χρησικτησία. Ειδικότερα, το άνω Δικαστήριο έκρινε, ότι το επίδικο ακίνητο, το οποίο κατά την αγωγή παραχωρήθηκε ως κληροτεμάχιο σε μείζονα έκταση, από το Υπουργείο Γεωργίας στην απώτατη δικαιοπάροχό της Μ. Δ., ο κληρονόμος της οποίας σύζυγός της πώλησε το επίδικο τμήμα αυτού στην Ε. Π., από την οποία το αγόρασε η αναιρεσείουσα, "αποτελεί τμήμα παραχωρηθέντος κλήρου και ως προς το μέρος της που στηρίζεται στον πρωτότυπο τρόπο κτήσεως της κυριότητας είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι μέχρι την ισχύ του αν.ν. 431/1968 (23-5-1968) ο αγροτικός κλήρος δεν ήταν επιδεκτικός νομής από άλλον εκτός από τον κληρούχο και τους διαδόχους του και, επομένως, ούτε κυριότητας διά χρησικτησίας, μετά δε την ισχύ του ανωτέρω νόμου, οπότε κατέστη δυνατή η διά χρησικτησίας κτήση κυριότητας ολοκλήρου του κλήρου, η τοιαύτη κτήση επί τμήματος κληροτεμαχίου, ως εν προκειμένω, εξακολουθεί να απαγορεύεται, λόγω του ότι επέρχεται κατάτμηση του κλήρου". Έτσι, που έκρινε το Μονομελές Πρωτοδικείο, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στη μείζονα ως άνω σκέψη, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1041, 1042 ΑΚ και άρθρου 1 παρ. 1 α.ν. 431/1968, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφού μάλιστα η αναιρεσείουσα-ενάγουσα ουδόλως εκθέτει στην αγωγή της κάποια από τις εξαιρέσεις, που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 του α.ν. 431/1968, κατά τις οποίες δεν ισχύει ο περιορισμός αυτός της μη κατάτμησης, και, επομένως, οι συναφείς πρώτος, κατά το δεύτερο μέρος του, και δεύτερος λόγοι της αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επειδή, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. α' του ΚΠολΔ ιδρύεται, μεταξύ άλλων, και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του "πράγματα" που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι οι πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι παραδεκτά προτεινόμενοι, στηρίζουν κατά το νόμο ή δύνανται να στηρίξουν αυτοτελή αίτηση ή ανταίτηση των διαδίκων (αγωγή, ένσταση, αντένσταση κλπ). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον πρώτο, κατά το πρώτο μέρος του και τελευταίο εξεταζόμενο λόγο της αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από την ως άνω διάταξη πλημμέλεια, ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο με το να δεχτεί, ότι "μέχρι την ισχύ του α.ν. 431/1968 (23-5-1968) ο αγροτικός κλήρος δεν ήταν επιδεκτικός νομής από άλλον εκτός από τον κληρούχο και τους διαδόχους του και, επομένως, ούτε κυριότητας διά χρησικτησίας, μετά δε την ισχύ του ανωτέρω νόμου, οπότε κατέστη δυνατή η διά χρησικτησίας κτήση κυριότητας ολοκλήρου του κλήρου, η τοιαύτη κτήση επί τμήματος κληροτεμαχίου, ως εν προκειμένω, εξακολουθεί να απαγορεύεται, λόγω του ότι επέρχεται κατάτμηση του κλήρου", έλαβε υπόψη πράγματα, που βρίσκονται εκτός των βάσεων της αγωγής της περί κτήσεως κυριότητας με χρησικτησία. Από την επισκόπηση, όμως, του δικογράφου της ένδικης αγωγής προκύπτει, ότι η ενάγουσα-αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης ακινήτου, το οποίο παραχωρήθηκε ως κληροτεμάχιο από το Υπουργείο Γεωργίας στην απώτατη δικαιοπάροχο της αναιρεσείουσας Μ. Δ., ο κληρονόμος της οποίας, σύζυγός της, πώλησε το τμήμα αυτό στην Ε. Π., από την οποία το αγόρασε η αναιρεσείουσα, και ότι έτσι κατέστη αυτή (αναιρεσείουσα) κυρία του τμήματος αυτού, εκτός από παράγωγο τρόπο, και με τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Επομένως, το άνω Δικαστήριο που απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή ως προς την επικουρική βάση της, που στηρίζεται στον πρωτότυπο τρόπο κτήσεως κυριότητας, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και συνακόλουθα ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4-3-2010 αίτηση της αναιρεσείουσας Ε. συζ. Ε. Μ. για αναίρεση της 153/1997 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αν η απόφαση είναι εν μέρει οριστική, δεν επιτρέπεται αναίρεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη- Μετά την ισχύ του α.ν. 431/1968 ο κληρούχος μπορεί να απωλέσει τη νομή ή κυριότητα επί του κλήρου αν τη φυσική εξουσία αποκτήσει και ασκήσει τρίτος με τα προσόντα της χρησικτησίας, όχι όμως και όταν η φυσική εξουσία ασκείται σε τμήμα μόνο κληροτεμαχίου. Λόγος από αριθμ. 1. Απορρίπτει. Λόγος από 8 περ. α Απορρίπτει.
Κυριότητα
Αγωγή διεκδικητική, Κυριότητα.
0
Αριθμός 760/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Κ. Κ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Βλάχο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Σ. χήρας Α., το γένος Α. Κ., κατοίκου ..., 2)Α. Σ. του Α., και 3) Κ. Α. συζ. Μ., το γένος Α. Σ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Καραγκούνη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/8/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και την από 17/4/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 32/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 190/2009 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 19/9/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 28/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του κατ' άρθρο 1051 ΑΚ. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ' αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Εξάλλου, το ορισμένο ή όχι του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της, εκτιμάται κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας. Εξαίρεση ισχύει στην περίπτωση που το δικαστήριο αξιώνει στοιχεία περισσότερα από όσα πράγματι απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκείται σε λιγότερα ή διαφορετικά από αυτά. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου που ιδρύει το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα, μη διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, μολονότι διαλαμβάνονταν στην αγωγή, τότε ιδρύεται ο προβλεπόμενος από το εδάφιο 8 του ίδιου άρθρου λόγος αναίρεσης, ενώ, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, θεώρησε επαρκή τα εκτιθέμενα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα δικαίου πραγματικά γεγονότα, τότε ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14 του ανωτέρω άρθρου 559. Εξάλλου, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1094 ΑΚ, 70, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής είναι, εκτός των άλλων, η κυριότητα του ενάγοντος επί του επίδικου ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του, αν δε αυτό φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο προσδιορισμός της θέσης του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο και των ορίων του. Στην προκείμενη περίπτωση, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι με την ένδικη από 17-4-2006 αγωγή τους, την οποία εκτιμά, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ως διαδικαστικό έγγραφο ο Άρειος Πάγος, ισχυρίστηκαν, ότι το έτος 2001 αποδέχθηκαν την κληρονομία του συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών Α. Σ., ο οποίος απεβίωσε στη ... στις 14-1-2000 με την αναφερόμενη και νόμιμα μεταγεγραμμένη πράξη αποδοχής κληρονομίας, ότι μεταξύ των κληρονομιαίων στοιχείων περιλαμβανόταν και το λεπτομερώς περιγραφόμενο κατά θέση, έκταση και όρια επίδικο ακίνητο, που βρίσκεται στην περιοχή ... του Δήμου Κάσου, εκτάσεως 1.007,15 τ.μ., σύμφωνα με το από Δεκεμβρίου 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Φ. Ι.-Ρ. και έτσι κατέστησαν συγκύριοι κατά τα αναφερόμενα σε αυτή εξ αδιαιρέτου ποσοστά του επίδικου ακινήτου, στο οποίο ο κληρονομούμενος δικαιοπάροχός τους είχε καταστεί ήδη κύριος πριν το θάνατό του με έκτακτη χρησικτησία, αφού από το έτος 1949 του το είχε παραχωρήσει με άτυπη δωρεά ο πατέρας του και έκτοτε το νεμόταν, ασκώντας επ' αυτού όλες τις αναφερόμενες πράξεις νομής και κατοχής, και ότι ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων για πρώτη φορά το έτος 2002 αμφισβήτησε με τους αναφερόμενους τρόπους το δικαίωμα της συγκυριότητάς τους επί του επίδικου ακινήτου. Ζήτησαν δε να αναγνωρισθεί το δικαίωμα της συγκυριότητάς τους επί του επιδίκου κατά τα αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Με το πιο πάνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, επειδή περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται για την πληρότητά της και ειδικότερα περιγράφεται σ' αυτή σαφώς και ορισμένως το επίδικο κατά θέση, έκταση και όρια. Επομένως, το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ορισμένη την ένδικη αγωγή και δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, δεν έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα, μη διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο και έχοντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και έτσι δεν υπέπεσε στην από τον αριθμό 8 περ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια και, συνακόλουθα, ο τέταρτος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν δεν προκύπτουν επαρκώς από τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης τα περιστατικά, που είναι αναγκαία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδρομής των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόστηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, η οποία αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς, και, όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με τον χαρακτηρισμό των περιστατικών, που έγιναν δεκτά, και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όχι δε και, όταν υφίστανται ελλείψεις, αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται σαφώς (Ολ.ΑΠ 1/1999, Ολ.ΑΠ 24/1992). Ως ζητήματα δε, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Το επίδικο ακίνητο είναι ένας αγρός που βρίσκεται στην θέση "..." της περιοχής ... του Δήμου Κάσου Δωδεκανήσου, έκτασης 1.007,15 τ.μ., μέσα στον οποίο βρίσκεται παλιός πέτρινος σταύλος επιφάνειας 20 τ.μ. και ο οποίος συνορεύει βόρεια με αγρό ιδιοκτησίας Μ., νότια με αγρό ιδιοκτησίας Ν. Ζ., ανατολικά με δημόσιο δρόμο και δυτικά με δημόσιο δρόμο. Το ακίνητο αυτό ανήκε κατά κυριότητα προ του έτους 1949 στον απώτατο κοινό δικαιοπάροχο όλων των διαδίκων Α. Φ. (Σ.), γεγονός άλλωστε το οποίο συνομολογείται από τους διαδίκους. Ο τελευταίος το έτος 1949 μεταβίβασε τη νομή αυτού λόγω άτυπης δωρεάς στον εγγονό του και δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων Α. Σ. του Β., ο οποίος έκτοτε και μέχρι τον κατά το έτος 2000 χρόνο του θανάτου του ασκούσε σε αυτό διανοία κυρίου όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής και κατοχής. Ειδικότερα, συντηρούσε την παλαιά πέτρινη περίφραξή του και τη στέρνα (λατσία), δηλαδή το πηγάδι που υπάρχει σ' αυτό, όταν επισκεπτόταν την Κάσο κατά τους θερινούς μήνες, δεδομένου ότι κατά τους χειμερινούς μήνες κατοικούσε στη Βέροια και γενικότερα είχε την επίβλεψή του, χωρίς καμία αμφισβήτηση από κανένα. Περαιτέρω, το έτος 1993 εκμίσθωσε το ακίνητο στο γείτονά του Β. Ζ., προκειμένου να το έχει ο τελευταίος για δική του χρήση αντί μισθώματος 2000 δραχμών και με τον όρο της παράδοσής του στον εκμισθωτή Α. Σ. οποτεδήποτε αυτός το ζητήσει. Το γεγονός της υπογραφής του ανωτέρω ιδιωτικού μισθωτηρίου συμφωνητικού από τον Β. Ζ. ως μισθωτή συνομολογεί και αναφέρει και η ίδια η σύζυγός του Φ. χήρα Β. Ζ. στην προσκομιζόμενη .../29-9-1974 ένορκη βεβαίωσή της ενώπιον της συμβολαιογράφου Καρπάθου Χριστίνας Καρύδα, στην οποία δεν εξηγεί γιατί ο σύζυγός της δέχθηκε να υπογράψει το ανωτέρω συμφωνητικό μίσθωσης ενώ, όπως αναφέρει τόσο αυτός όσο και η ίδια αναγνωρίζουν ως μόνη ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου την δικαιοπάροχο του αναιρεσείοντα Ε. σύζ. Γ. Κ.. Επομένως, αφού ο Α. Σ. νεμήθηκε διανοία κυρίου το παραπάνω ακίνητο από το έτος 1949 έως το έτος 2000, δηλαδή για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πενήντα (50) ετών χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί από κανένα κατέστη κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Το έτος 2000 και συγκεκριμένα στις 14-1-2000 απεβίωσε στη ... και κατέλειπε μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του την σύζυγό του πρώτη των αναιρεσιβλήτων και τα δύο τέκνα του, λοιπούς αναιρεσιβλήτους. Οι τελευταίοι αποδέχθηκαν την κληρονομία του, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο με την .../18-10-2001 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Βεροίας Δημητρίου Τζίμα που μεταγράφηκε νόμιμα, όπως αυτή διορθώθηκε με την .../3-7-2003 διορθωτική δήλωση αποδοχής κληρονομίας του ίδιου παραπάνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, και έτσι κατέστησαν συγκύριοι, λόγω κληρονομικής διαδοχής του επιδίκου κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου η πρώτη και κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου ο καθένας των λοιπών των αναιρεσιβλήτων, τα δικαιώματα δε αυτά άρχισε να αμφισβητεί για πρώτη φορά το έτος 2002 ο αναιρεσείων, καυχώμενος ότι αυτός είναι ο πραγματικός κύριος του επιδίκου. Περαιτέρω, δεν προέκυψε ότι άσκησε ποτέ πράξεις νομής διανοία κυρίας στο επίδικο ακίνητο κατά τα έτη 1949 έως και 2001 η δικαιοπάροχος και μητέρα του αναιρεσείοντος, αφού ουδέποτε παραδόθηκε η νομή του σ' αυτή από τον Α. Φ. (Σ.) το έτος 1949, ενώ ουδέποτε η ίδια προσωπικά κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα άσκησε φανερά υλικές πράξεις νομής, πολύ δε περισσότερο αφού από το έτος 1967 έφυγε από την Κάσο διαμένοντας έκτοτε μόνιμα στον Καναδά. Οι καταθέσεις των μαρτύρων του αναιρεσείοντος Φ. χήρας Β. Ζ., Β. συζ. Μ. Δ., Ε. χήρας Ε. Κ. και Η. Κ., που περιέχονται στις ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Χριστίνας Καρύδα και Ζωής Ρουσάκη σχετικά με το γεγονός της μίσθωσης του επίδικου ακινήτου από την δικαιοπάροχο του αναιρεσείοντος στον Β. Ζ. κατά τα έτη 1978 έως 1994 κρίνονται από το δικαστήριο αυτό ως μη πειστικές, γιατί αφενός μεν έρχονται σε ευθεία αντίθεση με το από 4-8-1993 ιδιωτικό μισθωτήριο συμφωνητικό, στο οποίο ως εκμισθωτής εμφαίνεται ο Α. Σ., αφετέρου δε όλες αυτές οι καταθέσεις αναφέρονται σε εκμίσθωση για καλλιέργεια του επιδίκου, γεγονός το οποίο δεν συμπορεύεται με τη φύση του, αφού όπως προκύπτει από όλα τα αποδεικτικά μέσα και τις προσκομιζόμενες με επίκληση φωτογραφίες, αυτό δεν προσφέρεται για οποιαδήποτε καλλιέργεια, λόγω της εξαιρετικά πετρώδους σύστασης του εδάφους του, αλλά μόνο για βοσκή και ενόψει όλων αυτών η δικαιοπάροχος και μητέρα του αναιρεσείοντος ουδέποτε κατέστη κυρία του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε, ότι ο αρχικός ιδιοκτήτης του επιδίκου το έτος 1949 μεταβίβασε τη νομή αυτού λόγω άτυπης δωρεάς στον εγγονό του και δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων, ο οποίος έκτοτε και μέχρι τον θάνατό του το έτος 2000 νεμόταν αυτό με διάνοια κυρίου, καταστάς έτσι κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, και ο οποίος κατέλειπε μοναδικούς κληρονόμους του τους αναιρεσιβλήτους, που με δήλωσή τους αποδέχτηκαν την κληρονομία αυτή, και ότι η δικαιοπάροχος και μητέρα του αναιρεσείοντος Ε. σύζ. Γ. Κ. ουδέποτε άσκησε πράξεις νομής στο επίδικο και δεν κατέστη κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Κατόπιν τούτου, δέχτηκε την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή των αναιρεσιβλήτων και απέρριψε την αναγνωριστική κυριότητας του ιδίου ακινήτου αγωγή του αναιρεσείοντος και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα, της απόκτησης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου από τους αναιρεσιβλήτους με κληρονομική διαδοχή και της μη απόδειξης ότι η δικαιοπάροχος μητέρα του αναιρεσείοντος κατέστη κυρία του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία και συνακόλουθα της μη απόδειξης, ότι ο αναιρεσείων έγινε ποτέ κύριος του επιδίκου με οποιοδήποτε τρόπο. Επομένως, ο πέμπτος λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος που με αυτόν προσβάλλει την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Επειδή, κατά το άρθρο 460 του ΚΠολΔ, κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό, τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα αποδείχθηκαν γνήσια. Κατά το επόμενο άρθρο 461, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις ή και προφορικά, όταν η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Τέλος, κατά το άρθρο 463, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι. Το άρθρο αυτό είναι ενταγμένο στο κεφάλαιο της αποδείξεως και συνιστά, ενόψει και της θέσης του στον ΚΠολΔ, παρά τη γενική του διατύπωση, κανόνα της αποδεικτικής μόνο διαδικασίας. Επομένως, ο περιορισμός που τάσσει δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωμα της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού. Για το λόγο αυτό η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή υποχρέωση έχει εφαρμογή μόνο, όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ' ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή. Πράγματι ο περιορισμός αυτός τείνει στην αποτροπή της στρεψοδικίας και παρελκύσεως της εκκρεμούς δίκης (Ολ.ΑΠ 23/1999). Έτσι, η διάταξη του άνω άρθρου 463 ΚΠολΔ απαιτεί την ταυτόχρονη με την προβολή του ισχυρισμού για πλαστότητα του εγγράφου προσκομιδή των αποδεικτικών εγγράφων και την αναφορά ονομαστικώς των μαρτύρων και των άλλων αποδεικτικών μέσων, τόσο στην περίπτωση που κατονομάζεται ο πλαστογράφος όσο και στην περίπτωση που αυτός δεν κατονομάζεται, καθόσον η διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 463 του ΚΠολΔ είναι γενική και στο άρθρο 464 του ΚΠολΔ, κατά το οποίο αν έγγραφο προσβάλλεται ως πλαστό χωρίς να αποδίδεται η πλαστογραφία σε ορισμένο πρόσωπο, το δικαστήριο διατάζει αποδείξεις μόνο αν εκείνος που προσκόμισε το έγγραφο επιμένει να το χρησιμοποιήσει και το έγγραφο είναι κατά την κρίση του δικαστηρίου ουσιώδες για τη διάγνωση της υπόθεσης, δεν προβλέπεται διάφορη ρύθμιση. Σε αντίθεση, δηλαδή, προς την ένσταση πλαστότητας, όπου κατονομάζεται ο πλαστογράφος, η οποία προτείνεται προνομιακώς σε κάθε στάση της δίκης δι' αγωγής, ανακοπής ή ενστάσεως, εάν η πλαστότητα δεν αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, τότε πρέπει να προταθεί μόνον κατά τη συζήτηση, κατά την οποίαν το πρώτο προσκομίζεται το έγγραφο, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ, και όχι σε μεταγενέστερη συζήτηση, εκτός εάν κατονομασθεί πλαστογράφος, οπότε η ένσταση αναλαμβάνει τον προνομιακό της χαρακτήρα (ΑΠ 31/2006). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει, ότι το ως άνω απαράδεκτο, του οποίου η από το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξη ή μη κήρυξη ιδρύει λόγο αναιρέσεως, νοείται όχι το ουσιαστικό απαράδεκτο, αλλά εκείνο που είναι συνέπεια παραβιάσεως δικονομικών διατάξεων, οι οποίες θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις ως προς τη διαδικαστική πράξη, η μη τήρηση των οποίων αποκλείει εκ των προτέρων την πράξη (Ολ.ΑΠ 963/1985). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι "το Εφετείο παρά το νόμο κήρυξε ως απαράδεκτη την ένστασή του περί πλαστότητας των αναφερόμενων δύο ιδιωτικών εγγράφων, που πρόβαλε το πρώτον με τον πρόσθετο λόγο έφεσης από δικαιολογημένη αιτία, αφού τα έγγραφα αυτά προσκομίσθηκαν από τους αναιρεσιβλήτους με τις προτάσεις τους μετά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως και ο αναιρεσείων με τον πρόσθετο λόγο έφεσης κατονόμασε ευκρινώς και σαφώς τους πλαστογράφους των εγγράφων αυτών". Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, όμως, και δη από τις με ημερομηνία 11-1-2007 πρωτόδικες προτάσεις των αναιρεσιβιλήτων προκύπτει, ότι οι αναιρεσίβλητοι κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης επικαλέστησαν και προσκόμισαν τα επίμαχα έγγραφα, ήτοι το από 4-8-1993 ιδιωτικό μισθωτήριο συμφωνητικό, που φέρει την υπογραφή του Β. Ζ., και το χωρίς ημερομηνία έγγραφο που φέρει τον τίτλο "Υπεύθυνος Δήλωσις" και είναι θεωρημένο για το γνήσιο της υπογραφής των υπογραφόντων Β. Ζ. και Δ. Φ. την 19-8-1993, ενώ ο αναιρεσείων πρόβαλε στο Εφετείο για πρώτη φορά την ένσταση πλαστογραφίας των εγγράφων αυτών χωρίς να κατονομάσει τον πλαστογράφο, αφού με τον πρόσθετο λόγο έφεσης απλώς προβάλλει ότι "οι εφεσίβλητοι έκαναν χρήση των ως άνω πλαστών εγγράφων, διότι γνώριζαν ότι ο Β. Ζ. είχε αποβιώσει και δεν μπορούσε να τους διαψεύσει". Επομένως, το Εφετείο, που όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι τα έγγραφα αυτά προβάλλονται ως πλαστά για πρώτη φορά στο Εφετείο, χωρίς ο εκκαλών-αναιρεσείων να κατονομάζει πλαστογράφο και κατόπιν τούτου απέρριψε ως απαράδεκτη την ως άνω ένσταση πλαστότητας, δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο και ο ως άνω από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Επειδή, ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση, η οποία δεν συντρέχει, όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και συγκεκριμένα αναφέρεται, ότι με το να δεχτεί το Εφετείο ότι "ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων Α. Σ. το έτος 1993 εκμίσθωσε το επίδικο ακίνητο στον γείτονά του Β. Ζ. με βάση το προσαγόμενο με επίκληση από 4-8-1993 ιδιωτικό μισθωτήριο συμφωνητικό, προκειμένου να το έχει ο τελευταίος για δική του χρήση αντί μισθώματος 2000 δραχμών και με τον όρο της παράδοσής του στον εκμισθωτή Α. Σ. οποτεδήποτε αυτός το ζητήσει", παραμόρφωσε το περιεχόμενο του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, αφού το επίδικο δεν προσφέρεται για οποιαδήποτε καλλιέργεια. Από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ωστόσο, ότι το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, μετά από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και το ιδιωτικό μισθωτήριο έγγραφο που φέρεται ότι παραμορφώθηκε, καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης. Έτσι το Εφετείο που απέρριψε ως αβάσιμη την ένδικη αναγνωριστική περί κυριότητας ακινήτου αγωγή του αναιρεσείοντος και δέχτηκε την αντίθετη αναγνωριστική κυριότητας του ιδίου ακινήτου αγωγή των αναιρεσιβλήτων, δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κυρίως στο πιο πάνω έγγραφο για τη συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος, αλλά το συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις. Επομένως ο κρινόμενος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Επειδή, ο από την παραβίαση των ορισμών του νόμου αναφορικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται, κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ που τον προβλέπει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μικρότερη ή μεγαλύτερη από εκείνη που, δεσμευτικά γι' αυτό (δικαστήριο) καθορίζει ο νόμος, όχι όμως και στην περίπτωση κατά την οποία, εκτιμώντας ελεύθερα όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 340 ΚΠολΔ), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, που κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα άλλα αποδεικτικά μέσα. Επομένως, ο τρίτος, εκ του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Εφετείο απέδωσε μεγαλύτερη αποδεικτική δύναμη στο προσαγόμενο σε φωτοτυπία από 4-8-1993 ιδιωτικό συμφωνητικό έγγραφο, του οποίου δεν αποδείχθηκε η γνησιότητα, είναι απαράδεκτος, αφού μάλιστα εκτίμησε ελεύθερα το έγγραφο αυτό, ενώ η προβληθείσα το πρώτον στο Εφετείο ένσταση πλαστότητας του εγγράφου αυτού είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού η δικονομικού δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 25/2003, 12/2000 και 3/1997). Δεν αποτελούν δε πράγματα, κατά την πιο πάνω έννοια, και συνεπώς δεν ιδρύεται ο από την παραπάνω διάταξη λόγος αναιρέσεως, μεταξύ άλλων, και η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ανταγωγής ή ενστάσεως, τα επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά ή συμπεράσματα τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι εφέσεως, οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων, οι αλυσιτελείς ισχυρισμοί, περιστατικά επουσιώδη, που δεν θεμελιώνουν αυτοτελή ισχυρισμό ή περιστατικά, που εκτίθενται εκ περισσού. Πράγματα, κατά την έννοια της αμέσως πιο πάνω διάταξης, δεν αποτελούν επίσης τα αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου, δεν θεμελιώνεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ.ΑΠ 11/1996). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον τέταρτο, κατά το δεύτερο μέρος του, και τελευταίο εξεταζόμενο, λόγο αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 8 περ β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον αγωγικό ισχυρισμό του, που πρόβαλε και στο Εφετείο με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του, ότι η .../18-10-2001 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Βεροίας Δημητρίου Τζίμα, με την οποία οι ενάγοντες-αναιρεσίβλητοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά του αποβιώσαντος το έτος 2000 δικαιοπαρόχου τους Α. Σ., ήταν εικονική ως προς το επίδικο ακίνητο, γιατί αυτό "δεν ανήκε κατά τον χρόνο θανάτου του Α. Σ. στο όνομά του στο Υποθηκοφυλακείο Κάσου-Καρπάθου". Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού τον ισχυρισμό αυτό τον έλαβε υπόψη το Εφετείο και τον απέρριψε ως εκ του πράγματος, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19-9-2011 αίτηση του αναιρεσείοντος Κ. Κ. για αναίρεση της 190/2009 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγος από 8 περ. α' άρθρου 559 ΚΠολΔ για Αοριστία της αγωγής. Απορρίπτει Λόγος από 19 για έλλειψη νόμιμης βάσης. Απορρίπτει. Κατά το άρθρο 463 ΚΠολΔ εάν δεν αποδίδεται η πλαστότητα σε ορισμένο πρόσωπο, πρέπει να προταθεί κατά τη συζήτηση κατά την οποία το πρώτο προσκομίζεται το έγγραφο και όχι σε μεταγενέστερη δικάσιμο εκτός αν ονομάζεται ο πλαστογράφος. Λόγος από 14 - Απορρίπτει. Λόγοι από 20, 19 και 8 περ. β'- Απορρίπτει.
Κυριότητα
Αγωγή αναγνωριστική, Κυριότητα.
0
Αριθμός 762/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Χ. Π. συζ. Α., το γένος Δ. Κ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Πέτσα. Του αναιρεσιβλήτου: Χ. Π. Κ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστου Κακαρούνα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/9/1997 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7739/1998 μη οριστική, 3757/2006 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 2378/2007 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5/12/2007 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 10/5/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογήσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του κατ' άρθρο 1051 ΑΚ. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ' αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα με το με αριθμό .../16-1-1959 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Αποστόλου Θ. Ζέρβα, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών (τόμο ... και αριθμό 390), αγόρασε από τους Β. Κ. Λ., Γ. Κ. Φ. και Σ. Γ. Μ. ένα αγροτεμάχιο, επιφάνειας 471.50 τεκτονικών πήχεων, που βρίσκεται στην ειδικότερη θέση "..." ή "..." ή "...", της κτηματικής περιφέρειας της κοινότητας Νέων Λιοσίων - Αττικής, τέως Δήμου Αθηναίων και εκτός του σχεδίου της εν λόγω κοινότητας. Αυτό φαίνεται στο από 8-2-1955 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Σ. Ν., με αριθμό 1, του 2ου Οικοδομικού Τετραγώνου, συνορεύει Βορειοανατολικά σε πλευρά μήκους 12.00 μέτρα με το με αριθμό 3 αγροτεμάχιο του ιδίου τετραγώνου, Νοτιοανατολικά σε πρόσωπο 24,25 μέτρα με ιδιωτική οδό, Νοτιοδυτικά σε πρόσωπο 12,50 μέτρα με ιδιωτική οδό και Βορειοδυτικά σε πλευρά 20,70 μέτρα με το με αριθμό 2 αγροτεμάχιο του αυτού τετραγώνου και σχεδιαγράμματος. Μετά την ένταξη της περιοχής στο σχέδιο πόλεως το ακίνητο αυτό (επίδικο) βρίσκεται στην ειδικότερη θέση "Ραδιοφωνία" της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Ιλίου Αττικής, στο με αριθμό 907 Οικοδομικό τετράγωνο και στη συμβολή των οδών ..., αρ. 104 και ..., αρ. 20. Αυτό φαίνεται στο από Νοέμβριο του 1994 τοπογραφικό διάγραμμα της πολιτικής μηχανικού Α. Τ., με τα κεφαλαία γράμματα "Α-Β-Γ-Δ-Ε-Α", έχει επιφάνεια 277.75 τ.μ. και συνορεύει Βορειοανατολικά σε πλευρά Β-Γ, μήκους 13.00 μέτρα, με ιδιοκτησία εναγομένου, Νοτιοανατολικά σε πρόσωπο "Α-Β", μήκους 17,50 μέτρα, με τον οδό ..., Νοτιοδυτικά, εν μέρει, σε πρόσωπο "Ε-Α", μήκους 17.50 μέτρα, με την πιο πάνω οδό και εν μέρει σε πρόσωπο "Δ-Ε", μήκους 09.00 μέτρα, με την οδό ..., πλάτους 18.00 μέτρα και Βορειοδυτικά σε πλευρά "Δ-Γ", μήκους 20.50 μέτρα, με ιδιοκτησία Σ. συζ. Χ. Κ., το γένος Κ., δηλαδή την αδελφή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας και σύζυγο του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου. Επίσης, με το με αριθμό .../21-3-1966 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Πειραιά Κων/νου Π. Κόντου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νέων Λιοσίων (τόμο ... και αριθμό 130), ο αναιρεσίβλητος-εναγόμενος αγόρασε από τον Γ. Ν. Δ. το όμορο αγροτεμάχιο, επιφάνειας 224 τ.μ. Αυτό φαίνεται στο πιο πάνω από 8-2-1955 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Σ. Ν. με αριθμό 3 του Β' Οικοδομικού Τετραγώνου και συνορεύει Βορειοανατολικά σε πλευρά 22,50 μέτρα, με το με αριθμό 4 αγροτεμάχιο, του ιδίου τετραγώνου, ιδιοκτησίας αγνώστου, Νοτιοανατολικά σε πρόσωπο 10.00 μέτρα με ιδιωτική οδό, που αποτελεί επέκταση της οδού ..., Νοτιοδυτικά σε πλευρά 22,50 μέτρα, εν μέρει με το με αριθμό 1 αγροτεμάχιο, ιδιοκτησίας της αναιρεσείουσας-ενάγουσας και εν μέρει με το με αριθμό 2 αγροτεμάχιο, ιδιοκτησίας της συζύγου του Σ. συζ. Χ. Κ. και Βορειοδυτικά σε πλευρά 10.00 μέτρα, με ιδιοκτησία Δ. Γ. και ήδη Π.. Εξάλλου, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι κατά τα μέσα Ιουνίου 1966 επισκέφθηκε τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσίβλητο στην οικία του ο Δ. Τ., που ήταν θείος της αναιρεσείουσας και της συζύγου του αναιρεσιβλήτου και του πρότεινε να αγοράσει το ακίνητο της αναιρεσείουσας (επίδικο), αντί του ποσού των 35.000 δραχμών. Αν και το τίμημα ήταν κάπως υψηλό ο αναιρεσίβλητος δέχθηκε να το αγοράσει και κατέβαλε το συμφωνημένο τίμημα. Για την πώληση αυτή δεν καταρτίσθηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο, αλλά το από 20-6-1966 ιδιωτικό συμφωνητικό. Αυτό καταρτίσθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων και με την παρουσία των μαρτύρων Δ. Τ. και Ι. Κ., οι οποίοι και το υπέγραψαν. Για την ύπαρξη του συμφωνητικού αυτού καταθέτουν ένορκα οι μάρτυρες του αναιρεσιβλήτου. Με την πάροδο τριών μηνών περίπου από την άτυπη μεταβίβαση (20-6-1966) και μάλιστα κατά το μήνα Σεπτέμβριο του 1966 ο εναγόμενος προέβη στην καθαρισμό του επιδίκου ακινήτου από χόρτα, πέτρες και έκοψε μια άγρια αχλαδιά, αλλά και στην ισοπέδωση αυτού, προκειμένου να το χρησιμοποιεί ως βοηθητικό χώρο της ξυλουργικής βιοτεχνίας, που διατηρούσε στο όμορο ακίνητο. Η βιοτεχνία αυτή (ξυλουργείο) λειτουργούσε από 10-1-1966, στην οδό ..., αρ. 130 και ήδη μετά την ένταξη της περιοχής στο σχέδιο πόλεως με αριθμό 106. Έτσι ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, ότι το ξυλουργείο του αναιρεσιβλήτου λειτουργούσε από το έτος 1980 και μεταγενέστερα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Άλλωστε και στην με αριθμό πρωτ. .../14.9382/6-6-94 άδεια λειτουργίας ξυλουργείου (ανανέωση) της Νομαρχίας Δυτικής Αττικής (Δ/νση Βιομηχανίας), που προσκομίζει η αναιρεσείουσα, αναφέρεται ότι ήδη είχε εκδοθεί η με αριθμό 6628/8-7-1970 απόφαση της πιο πάνω υπηρεσίας για τη λειτουργία του ξυλουργείου του αναιρεσιβλήτου. Επίσης ο τελευταίος κατά το μήνα Δεκέμβριο του 1969 κατασκεύασε μέσα στο επίδικο ακίνητο μία ξύλινη αποθήκη-γκαράζ στη συνέχεια της όμορης ιδιοκτησίας του επιφάνειας 30 τ.μ. περίπου, στην οποία τοποθετούσε το Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητό του και την ευπαθή ξυλεία, που χρησιμοποιούσε στο ξυλουργείο του, ενώ την υπόλοιπη ξυλεία στον ακάλυπτο χώρο του επιδίκου. Την ξύλινη αποθήκη ο εναγόμενος αντικατέστησε τον Ιούνιο του 1971, με σιδερένια κατασκευή, η οποία αποτελούνταν από χαλύβδινο σκελετό που ήταν επενδεδυμένος με ανοξείδωτες λαμαρίνες με σιδερένια πόρτα. Για την αυθαίρετη αυτή κατασκευή επιβλήθηκε στον εναγόμενο από την αρμόδια Δ/νση Πολεοδομίας πρόστιμο 23.908 δρχ. Όμως αυτό ανακλήθηκε με την με αριθμό πρωτ. 6239/1569/10-5-2000 απόφαση της Νομαρχίας Αθηνών, τομέα Δυτικής Αττικής (Δ/νση Πολεοδομίας), διότι έγινε δεκτό, μετά την από 25-2-1997 έκθεση αυτοψίας, ότι η αυθαίρετη μεταλλική κατασκευή είχε γίνει πριν από την 31-1-1983. Η κατασκευή αυτή απεικονίζεται και στο από Μάιο του 1973 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α. Τ.. Για την κατάρτιση του τοπογραφικού αυτού διαγράμματος η αναιρεσείουσα υπέβαλε σε βάρος του πολιτικού μηχανικού και του αναιρεσιβλήτου μήνυση, για τα αδικήματα της πλαστογραφίας με χρήση, της ηθικής αυτουργίας στην πράξη αυτή και της απάτης στο δικαστήριο, πλην όμως αυτοί απηλλάγησαν με την με αριθμό 36.221/6-5-2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, χωρίς να προκύπτει αν η απόφαση αυτή έγινε αμετάκλητη. Κατά το μήνα Οκτώβριο του 1974 ο αναιρεσίβλητος επιχείρησε να περιφράξει το επίδικο ακίνητο, με την κατασκευή μανδροτοίχου με τσιμεντόλιθους, πλην όμως καταμηνύθηκε από το Α/Τ Νέων Λιοσίων για αυθαίρετη κατασκευή και δεν προέβη στην περίφραξη. Επίσης αυτός τον Μάιο του 1976 κατασκεύασε μέσα στο επίδικο ακίνητο και στην βορειοανατολική πλευρά αυτού, έναν απορροφητικό βόθρο, τον οποίο συνέδεσε με την οικία της συζύγου του, διότι ο στεγανός βόθρος που υπήρχε στη δική του ιδιοκτησία δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες της οικογένειάς του, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1978 κατασκεύασε στη βορινή πλευρά του επίδικου ακινήτου καμινάδα, για την εξυπηρέτηση του ισογείου καταστήματος της συζύγου του. Τον απορροφητικό βόθρο στο επίδικο έπαυσε να χρησιμοποιεί κατά το έτος 1983, οπότε η οικία της οικογένειάς του συνδέθηκε με το δίκτυο αποχέτευσης του Δήμου. Αυτός συνέχιζε να χρησιμοποιεί το επίδικο ακίνητο για την αποθήκευση ξυλείας (ακάλυπτο χώρο), αλλά και την σιδερένια κατασκευή για να βάζει το Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο και την ευπαθή ξυλεία. Κατά το μήνα Οκτώβριο του 1994 αποφάσισε να επεκτείνει την βιοτεχνία του και μέσα στο επίδικο ακίνητο. Για το λόγο αυτό ζήτησε από την πολιτικό μηχανικό Α. Τ., στην οποία παρέδωσε το συμβόλαιο της αναιρεσείουσας (με αριθμό .../1959), το από 8-2-1955 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Σ. Ν. και το από 20-6-1966 ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης, για να φροντίσει για την έκδοση οικοδομικής αδείας. Όμως η τελευταία του δήλωσε ότι για την έκδοση της άδειας απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο και δεν αρκεί το ιδιωτικό συμφωνητικό. Μετά από αυτά ο αναιρεσίβλητος προσκόμισε τα πιο πάνω έγγραφα στη Συμβολαιογράφο Αθηνών Αλεξάνδρα Μοναστηριώτου και κάλεσε την αναιρεσείουσα να μεταβεί στην εν λόγω Συμβολαιογράφο, για να υπογράψει τις δηλώσεις μεταβίβασης και στη συνέχεια το συμβόλαιο. Όμως η αναιρεσείουσα, αν και πήγε στο γραφείο της Συμβολαιογράφου δεν υπέγραψε τις δηλώσεις μεταβίβασης, ούτε και έγινε συμβόλαιο μεταβίβασης. Τότε χάθηκε από το γραφείο της Συμβολαιογράφου και το ιδιωτικό συμφωνητικό. Παρά την άρνηση της αναιρεσείουσας για την κατάρτιση του συμβολαίου ο αναιρεσίβλητος εξακολουθούσε να ασκεί στο επίδικο ακίνητο τις πιο πάνω πράξεις νομής μέχρι την άσκηση της αγωγής (8-1-1997). Αντίθετα δεν αποδείχθηκε ότι η αναιρεσείουσα άσκησε οποιαδήποτε πράξη νομής από την άτυπη μεταβίβαση (20-6-1966) μέχρι την προαναφερόμενη άσκηση της αγωγής και κυρίως ότι είχε παραχωρήσει τη χρήση του επιδίκου ακίνητου στον αναιρεσίβλητο, κατά το έτος 1993. Βέβαια η αναιρεσείουσα με την από 23-1-1997 εξώδικη δήλωση και διαμαρτυρία, την οποία κοινοποίησε στον αναιρεσίβλητο στις 27-1-1997, ισχυριζόταν ότι είναι κυρία του επιδίκου ακινήτου και ότι μέσα σε πέντε ημέρες έπρεπε να αφαιρέσει την σιδερένια κατασκευή. Στην εξώδικη αυτή διαμαρτυρία απάντησε ο αναιρεσίβλητος με το από 3-2-1997 εξώδικο, που κοινοποίησε στην αναιρεσείουσα, ισχυρίζονταν ότι είναι κύριος του επιδίκου ακινήτου με άτυπη μεταβίβαση. Μετά από αυτά η αναιρεσείουσα, με την από 13-5-1997 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητούσε να αναγνωρισθεί προσωρινά νομέας του επιδίκου ακίνητου και να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να απομακρύνει την σιδερένια κατασκευή, με την απειλή ποινών. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε, ως αβάσιμη στην ουσία, με την με αριθμό 89/1997 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ιλίου, διότι έγινε δεκτό ότι η κατασκευή ήταν πρόσφατη και ότι η αναιρεσειουσα και τότε αιτούσα δεν ήταν νομέας του επιδίκου ακινήτου. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με την με αριθμό 9364/1997 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Για τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά καταθέτουν ρητά οι μάρτυρες του αναιρεσιβλήτου και οι καταθέσεις τους ενισχύονται από τα προαναφερόμενα έγγραφα, τις προσκομιζόμενες από αυτόν ένορκες βεβαιώσεις, αλλά και τις από Νοέμβριο του 2001, 31-10-2001 και Οκτώβριο του 1997 εκθέσεις φωτοερμηνείας των αγρονόμων-τοπογράφων-μηχανικών Κ. Β., Α. Α. και Π. Α., αντίστοιχα. Οι καταθέσεις αυτές δεν μπορούν να ανατραπούν από τις καταθέσεις των μαρτύρων της αναιρεσείουσας, τις προσκομιζόμενες από αυτήν ένορκες βεβαιώσεις και τις από Φεβρουάριο του 1998 και 25-1-1998 εκθέσεις φωτοερμηνείας των αγρονόμων - τοπογράφων - μηχανικών Π. Κ. και Ν. Ζ., οι οποίες δεν παρέχουν επαρκή πίστη για το σχηματισμό διαφορετικής κρίσης. Από τα περιστατικά αυτά αποδεικνύεται, ότι ο αναιρεσίβλητος νεμόταν και κατείχε το επίδικο ακίνητο από την άτυπη μεταβίβαση (20-6-1966) μέχρι την κοινοποίηση του εξωδίκου αρχικά (27-1-1997) και την άσκηση της αγωγής στη συνέχεια (8-1-1998), διάνοια κυρίου, με αποτέλεσμα να γίνει κύριος αυτού, με έκτακτη χρησικτησία. Επομένως η ένσταση ιδίας κυριότητας του αναιρεσιβλήτου έπρεπε να γίνει δεκτή, ως βάσιμη στην ουσία και να απορριφθεί η αγωγή, ως αβάσιμη στην ουσία, ως προς την κύρια βάση της (παράγωγο τρόπο) και την επικουρική (τακτική και έκτακτη χρησικτησία), αφού η αναιρεσείουσα από 20-6-1966 μέχρι την άσκηση της αγωγής (8-1-1998), δεν άσκησε οποιαδήποτε πράξη νομής στο επίδικο ακίνητο". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε, ότι ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσίβλητος νεμόταν και κατείχε το επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίου συνεχώς για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, ήτοι από την άτυπη μεταβίβαση (20-6-1966) μέχρι την κοινοποίηση αρχικά του εξωδίκου στις 27-1-1997 και την άσκηση στη συνέχεια της ένδικης αγωγής στις 8-1-1998, με αποτέλεσμα ο αναιρεσίβλητος να γίνει κύριος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία και κατόπιν τούτου, αφού δέχτηκε την ένσταση του αναιρεσιβλήτου περί ιδίας κυριότητας στο επίδικο και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που έχει κρίνει αντίθετα, απέρριψε την ένδικη διεκδικητική αγωγή. Με αυτά, που δέχθηκε, και, έτσι, που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της απόκτησης από τον αναιρεσίβλητο της κυριότητας του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία και ότι δεν αποδείχθηκε, ότι η αναιρεσείουσα άσκησε οποιαδήποτε πράξη νομής από την άτυπη μεταβίβαση στις 20-6-1966 μέχρι την προαναφερόμενη άσκηση της αγωγής στις 8-1-1998 και ότι αυτή είχε παραχωρήσει απλώς τη χρήση του επιδίκου στον αναιρεσίβλητο κατά το έτος 1993. Επομένως, ο πέμπτος, καθ' όλα τα μέρη του, λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλονται αιτιάσεις, ότι η προσβαλλομένη απόφαση στερείται νόμιμης βάσης, περιέχοντας αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, είναι αβάσιμος. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ. 2, 270 παρ.1 και 2, 341 παρ. 1, 2 και 3, και 524 παρ.1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν μετά το ν. 2207/1994 και πριν το ν. 2915/2001, προκύπτει ότι επί υποθέσεως δικαζόμενης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά την τακτική διαδικασία, αν ο Πρόεδρος με πράξη του, που καταχωρίζεται στο πρωτότυπο και στα αντίγραφα της αγωγής, ορίσει, ότι η απόδειξη θα διεξαχθεί σύμφωνα με το άρθρο 341 ΚΠολΔ, τότε ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, ληφθείσες για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικό μέσο στη δίκη αυτή, δεν λαμβάνονται υπόψη, ως μη παραδεκτά αποδεικτικά μέσα, ούτε στον πρώτο βαθμό ούτε στο δεύτερο, ουδέ καν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Η ένορκη βεβαίωση όμως που δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης δεν αποτελεί μεν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο στις περιπτώσεις που έχει εκδοθεί, κατά τα ανωτέρω, προδικαστική απόφαση, αλλά δεν στερείται παντελώς αποδεικτικής αξίας, διότι εκτιμάται, εφόσον συγχωρείται η εμμάρτυρη απόδειξη, ως έγγραφο προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτός αν δόθηκε, κατά την κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου, επίτηδες για να χρησιμοποιηθεί στη δίκη, οπότε δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. α' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει, κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. O λόγος αυτός αναίρεσης από την ως άνω διάταξη του αριθμού 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (ΑΠ 2058/2009). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, κατ' αρχήν, με τον πρώτο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο της αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 11 περίπτ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο που ο νόμος δεν επιτρέπει, και δη έλαβε υπόψη την .../23-10-1997 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Ελένης Κατσά, που επικαλέστηκε και προσκόμισε ο αναιρεσίβλητος, καίτοι ελήφθη χωρίς προηγούμενη κλήτευσή της, ώστε να παραστεί κατά τη λήψη της. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ο αναιρεσίβλητος με τις προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου είχε επικαλεστεί την προηγούμενη κλήτευση της αναιρεσείουσας για να παραστεί κατά τη λήψη της και νομίμως ελήφθη υπόψη η ένορκη αυτή βεβαίωση, ως έγγραφο προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού είχε δοθεί στα πλαίσια άλλης δίκης ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των διαδίκων. Ακολούθως, η αναιρεσείουσα με τους πρώτο, κατά το πρώτο μέρος του, δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, τρίτο, κατά το πρώτο μέρος του, και τέταρτο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγους της αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 περ. γ' του ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσίβλητος νεμόταν και κατείχε το επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίου συνεχώς για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, με αποτέλεσμα ο αναιρεσίβλητος να γίνει κύριος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα κατωτέρω έγγραφα, τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε η αναιρεσείουσα, ενώπιον του Εφετείου με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη του ισχυρισμού της, ότι κατέστη κυρία του επιδίκου τόσο με παράγωγο τρόπο, όσο και με πρωτότυπο (έκτακτη χρησικτησία), ήτοι 1) τις με αριθμό .../2-2-1998 και .../2-2-1998 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της Π. Π. και Π. Α. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, 2) το ΦΕΚ 542 Δ/20-10-1978 με το επισυναπτόμενο απόσπασμα ρυμοτομικού διαγράμματος, που αφορά στο από 7-10-1978 προεδρικό διάταγμα επέκτασης του ρυμοτομικού σχεδίου Νέων Λιοσίων (νυν Ιλίου) και των όρων και περιορισμένων δόμησης των οικοπέδων, 3) το ΦΕΚ 668 Δ/13-8-1986 1978 με το επισυναπτόμενο απόσπασμα ρυμοτομικού διαγράμματος, που αφορά κύρωση δεκαεπτά πινακίδων εφαρμογής του ιδίου ως άνω ρυμοτομικού σχεδίου, 4) το ΦΕΚ 668 Δ/13-8-1986 1978 με το επισυναπτόμενο απόσπασμα ρυμοτομικού διαγράμματος, που αφορά στην από 2-6-1993 απόφαση του Νομάρχη Δυτικής Αττικής για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου στο Οικοδομικό Τετράγωνο 2006 (907), όπου ευρίσκεται το επίδικο, 5) την 17056/23-9-1997 παροχή στοιχείων-βεβαίωση του Δήμου Ιλίου Αττικής, 6) την από 13-11-1998 βεβαίωση της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού με το επισυναπτόμενο απόσπασμα τοπογραφικού διαγράμματος από αεροφωτογραφία έτους λήψεως 1969, που αναθεωρήθηκε με αεροφωτογραφία έτους λήψεως 1979, 7) τα με αριθμό 3704318/19-9-1996, 3704597/1-10-1996, 3702570/4-11-1996 και 3705625/4-12-1996 διπλότυπα είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Ιλίου. Οι ερευνώμενοι αυτοί αναιρετικοί λόγοι, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, όσον αφορά μεν το με στοιχείο (1) τμήμα του της μη λήψης υπόψη των ως άνω δύο ένορκων βεβαιώσεων (πρώτος λόγος, κατά το πρώτο μέρος του), διότι επί υποθέσεως δικαζόμενης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά την τακτική διαδικασία, αν ο Πρόεδρος με πράξη του, που καταχωρίζεται στο πρωτότυπο και στα αντίγραφα της αγωγής, ορίσει, ότι η απόδειξη θα διεξαχθεί σύμφωνα με το άρθρο 341 ΚΠολΔ, όπως εν προκειμένω, τότε ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, ληφθείσες για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικό μέσο στη δίκη αυτή, δεν λαμβάνονται υπόψη, ως μη παραδεκτά αποδεικτικά μέσα, ως προς δε τα λοιπά τμήματα αυτών, διότι από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι", δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα ανωτέρω έγγραφα. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται από την παραβίαση των ορισμών του νόμου αναφορικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μικρότερη ή μεγαλύτερη από εκείνη που, δεσμευτικά για το δικαστήριο, καθορίζει ο νόμος, όχι όμως και στην περίπτωση, κατά την οποία το δικαστήριο, συνεκτιμώντας ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ, τα αποδεικτικά μέσα που κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη, αποδίδει μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε ένα από αυτά (ΑΠ 1152/2008, ΑΠ 30/2005). Εξάλλου, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο αυτό ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Κατά δε το άρθρο 440 ΚΠολΔ τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 438 αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτά, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους, τόσον ως προς όσα βεβαιώνονται στα έγγραφα αυτά, ότι έγιναν από πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, όσον και ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτό, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, και ότι στην πρώτη περίπτωση δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη, εκτός αν το έγγραφο προσβληθεί ως πλαστό, στη δεύτερη δε περίπτωση χωρεί ανταπόδειξη χωρίς τις διατυπώσεις αυτές (ΑΠ 1152/2008, ΑΠ 259/2007). Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τους δεύτερο, κατά το δεύτερο μέρος του, τρίτο, κατά το δεύτερο μέρος του, και τέταρτο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγους της αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν απέδωσε την αποδεικτική δύναμη των δημοσίων εγγράφων στα αναφερόμενα ως άνω στην προηγούμενη σκέψη δημόσια έγγραφα, που είχαν συνταχθεί από τους αρμόδιους δημόσιους υπαλλήλους και που είχε προσκομίσει προς απόδειξη του ισχυρισμού της, ότι ουδεμία ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ή κτίσμα απεικονιζόταν εντός του επιδίκου κατά τα έτη 1969, 1978, 1979, 1986 και 1993 και περί τακτικής και εκτάκτου χρησικτησίας της επί του επιδίκου. Οι εξεταζόμενοι λόγοι είναι αβάσιμοι, διότι τα έγγραφα αυτά δεν αποτελούν ως προς τα ανωτέρω ζητήματα πλήρη απόδειξη, κατά τη διάταξη του άρθρου 438 ΚΠολΔ, αφού τα ζητήματα αυτά δεν είναι από τα ανωτέρω αναφερόμενα περιστατικά ως προς τα οποία τα έγγραφα αυτά παρέχουν πλήρη απόδειξη, από δε την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο δεν προσέδωσε στα παραπάνω έγγραφα μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη που ο νόμος ορίζει, αλλά, ως προς το αποδεικτικό τούτο θέμα, εκτίμησε αυτά ελεύθερα κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ, μαζί με τα υπόλοιπα, κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. Επειδή, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο, αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον έκτο λόγο της αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση, την από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τους ουσιώδεις ισχυρισμούς της, ότι δεν καταρτίστηκε το επικαλούμενο από τον αναιρεσίβλητο ιδιωτικό συμφωνητικό πώλησης, ότι ο αναιρεσίβλητος δεν διενήργησε βάσει αυτού πράξεις νομής στο επίδικο και ότι, συνεπώς, το συμφωνητικό αυτό δεν "χάθηκε" κατά οποιοδήποτε τρόπο. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι οι επικαλούμενοι ισχυρισμοί δεν έχουν αυτοτελή ύπαρξη, αλλά αποτελούν άρνηση της ένστασης του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου περί ιδίας κυριότητας. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5-12-2007 αίτηση της αναιρεσείουσας Χ. συζ. Α. Π. για αναίρεση της 2378/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κτήση κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία. Λόγος για έλλειψη νόμιμης βάσης από 19 – Απορρίπτει – Ένορκη βεβαίωση που δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης. Λαμβάνονται υπόψη εφόσον δεν δόθηκαν επίτηδες - Αν ορισθεί ότι η απόδειξη θα διεξαχθεί με το άρθρο 341 Κ.Πολ.Δ., ένορκες βεβαιώσεις δεν λαμβάνονται υπόψη – Λόγος από 11 περ. α΄ και γ΄ - Απορρίπτει – Λόγος από αριθ. 12 και 8 περ. β΄ Απορρίπτει.
Χρησικτησία
Αγωγή διεκδικητική, Χρησικτησία, Κυριότητα.
2
Αριθμός 763/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Α. Ρ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ελευθέριο Τσολάκο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Γ. Ρ. του Α., κατοίκου ..., και 2) Γ. Ρ. του Α., συζύγου Ι. Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Τασσόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/5/2002 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 51ΤΜ/2003 μη οριστική και 47ΤΜ/2006 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 184/2010 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21/10/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 20/2/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 1192, 1194 και 1198 του Α.Κ., αποκτά κάποιος κυριότητα ακινήτου με παράγωγο τρόπο, ύστερα από συμφωνία με τον κύριο του ακινήτου ότι μετατίθεται σε αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, εφόσον η σχετική συμφωνία γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβληθεί σε μεταγραφή, ενώ όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041 και 1045 του Α.Κ., με τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής ή έκτακτης χρησικτησίας αποκτά την κυριότητα ακινήτου εκείνος που έχει στη νομή του το ακίνητο με καλή πίστη και με νόμιμο τίτλο για μια δεκαετία, (τακτική χρησικτησία) ή ανεξάρτητα από καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, για μια εικοσαετία (έκτακτη χρησικτησία). Περαιτέρω, κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Ως "ζητήματα", των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση της, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα απλά πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που δεν συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχτηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει του υπ' αρ. .../7.3.1989 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Ερμούπολης Σύρου Μάξιμου Ταλασλή που νόμιμα μεταγράφηκε, ο πατέρας του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου Ι. Ρ. του Α., μεταβίβασε σ' αυτόν, μεταξύ άλλων ένα αγρόκτημα που βρίσκεται στη θέση "..." της Σύρου της περιφέρειας της Κοινότητας Βάρης Σύρου, όπως αυτό φαίνεται στο προσαρτηθέν από 20.1.1989 τοπογραφικό διάγραμμα του Αγρονόμου-Τοπογράφου Μηχανικού Ε. Φ. με τα αλφαβητικά στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΘΑ συνολικής έκτασης 4.861 τ.μ , από τα οποία 140 τ.μ αποτελούσαν καλυμμένη επιφάνεια κτισμάτων, και ειδικότερα ισόγειας κατοικίας κτισθείσας το έτος 1985 δυνάμει της προσαρτηθείσας υπ' αρ. .../85 οικοδομικής άδειας του Γραφείου Πολεοδομίας Ν. Κυκλάδων καλυμμένης επιφανείας 39,63 τ.μ , ενώ τα υπόλοιπα αποτελούσαν καλυμμένη επιφάνεια αγροτικής αποθήκης. Το ανωτέρω αγρόκτημα, που βρίσκεται εκτός σχεδίου, αλλά είναι άρτιο και οικοδομήσιμο κατά την υπεύθυνη δήλωση του πιο πάνω συντάξαντος το ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα τοπογράφου μηχανικού, συνορεύει γύρω του, σύμφωνα μ' αυτό, βόρεια σε πλευρά ΑΒ μήκους 121,60 μ. με κοινοτικό δρόμο πλάτους 6 μέτρων, νότια σε πλευρά ΗΘ μήκους 81 μ., που στο ως άνω συμβόλαιο αναγράφηκε ότι όμορη είναι η ιδιοκτησία Ι. Α. Ρ. , ανατολικά σε πλευρά ΑΘ μήκους 53 μ. με κοινοτικό δρόμο πλάτους 4 μ. και δυτικά σε πλευρά (τεθλασμένη γραμμή στο ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα) ΒΓΔΕΖΗ συνολικού μήκους 68,60 μ. (ΒΓ = 5μ., ΓΔ =10μ., ΔΕ =15,10 μ., ΕΖ = 14 μ., ΖΗ =24,50 μ. κατά το ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα), που στο ως άνω συμβόλαιο αναγράφηκε ότι όμορη είναι η ιδιοκτησία κληρονόμων Α. Ρ. και Α. Ρ.. Περαιτέρω, στον προαναφερθέντα δικαιοπάροχο και πατέρα του ενάγοντος, Ι. Ρ., είχε μεταβιβασθεί λόγω δωρεάς το παρακάτω περιγραφόμενο ακίνητο: Α) από τον πατέρα του Α. Ρ. δυνάμει του υπ' αρ. .../2.7.1949 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Ερμούπολης Γεωργίου Αθανασούλια που νόμιμα μεταγράφηκε, μεταξύ άλλων, όπως επί λέξει αναγράφηκε (σελ.2-3): "... 1ον) Εξ ενός ακινήτου αγροτικού κτήματος του, κειμένου εις θέσιν Αζόλιμνος Κριθάρι της περιφέρειας της Κοινότητας Μάννα της Σύρου όντος περιτοιχισμένου, έχοντος έκτασιν ενός στρέμματος και τριών τετάρτων του στρέμματος (1 3/4 ), εκ της οποίας εκτάσεως τμήμα απαρτιζόμενον εκ δύο σκαλίων έχον έκτασιν ενός στρέμματος καλλιεργείται ως κήπος, το δε υπόλοιπον τμήμα εκ του όλου άνω κτήματος έχον έκτασιν τριών τετάρτων (3/4) του στρέμματος καλλιεργείται ως άμπελος, περιέχοντος δε δύο φρεάτια, εκ των οποίων το μεν ένα φρέαρ φέρει τοποθετημένον επ' αυτού σιδηρούν μάγκανον, το δε έτερον φρέαρ είναι κατακεχωσμένον ως στερούμενον ύδατος προς δε πέντε συκόδεντρα, δύο καλύβας διά σταυλισμόν των ζώων, και οικίαν συνιστάμενην πρότερον εκ τριών διαμερισμάτων και ήδη κατηρειπωθείσαν και μετασχηματισθείσαν εις αχυρώνα, συνορευομένου δε με δύο δημοσίας οδούς και με κτήματα ήδη κληρονόμων Μ. Α. Π., Ν. Γ. Μ., και Γ. Δ. Μ., ..., εκ του όλου άνω περιγραφέντος άνω ακινήτου αγροτικού τμήματος τούτου δωρείται ο ρηθείς πρώτος των συμβαλλομένων δωρητής Α. Ι. Ρ. δια δωρεάς εν ζωή τελείας και ισχυρός προς τον ώδε αντίσυμβαλλόμενον δωρεοδόχον υιόν του Ι. Α. Ρ. διηρημένως τα ακόλουθα τμήματα: α) Εν σκαλίον κήπου κείμενον προς το νοτεινόν μέρος, έχον έκτασιν ημίσεως (1/2) στρέμματος ως έγγιστα, περιέχον δυο συκόδεντρα, την μία εκ των δύο καλυβών των περιεχομένων εντός του όλου άνω κτήματος, και δη την ανατολικήν καλύβην, και τον αχυρώνα, ως και το μερίδιον εν δεύτερον (1/2) επί του όλου και εξ αδιαιρέτου επί του φρέατος μετά σιδηρού μαγκάνου και επί της δεξαμενής των ευρισκομένων εντός του ως άνω δωρουμένου σκαλιού, β) εν τεμάχιον αμπέλου κείμενον προς το ανατολικό μέρος της όλης άνω αμπέλου, και προς το νοτιανατολικόν μέρος του όλου άνω κήπου, έχον έκτασιν ενός τετάρτου (1/4) του στρέμματος και τα δυο δωρούμενα ως άνω, σκαλίον κήπου και σκαλίον αμπέλου συνορεύουσι γύρωθεν με το υπόλοιπον ίδιον ως άνω ακίνητο αγροτικό κτήμα το παραμένον εις την κυριότητα αυτού (του άνω δωρητού), με κτήμα Γ. Δ. Μ. και με δύο δημοσίας οδούς ...". Β) Από τους γονείς του Α. Ρ. και Α. συζ. Α. Ρ. δυνάμει του υπ' αρ. .../11.6.1955 συμβολαίου του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου που νόμιμα μεταγράφηκε, καθένας σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, που είχε περιέλθει σ' αυτούς από αγορά δυνάμει του μνημονευόμενου σ' αυτό υπ' αρ. .../13.8.1918 νομίμως μεταγραφέντος συμβολαίου του συμβολαιογράφου Ερμούπολης Σωκράτη Ανδρούτσου, μεταξύ άλλων, όπως επί λέξει αναγράφηκε (σελ.3): "... 1ον) Εν σκαλίον κήπου κείμενον εις θέσιν Αζόλιμνος Κριθάρι της περιφέρειας της Κοινότητας Μάννα της Γύρου και προς το Βορειοανατολικόν μέρος του όλου κήπου, έχον έκτασιν ημίσεως (1/2) στρέμματος, περιέχον φρέαρ που είναι κατακεχωσμένον ως στερούμενον ύδατος, προσέτι δε μιαν καλύβην, συνορευόμενον δε γύρωθεν με έτερον σκαλίον κήπου ανήκον ήδη εις τον εκατέρωθεν συμβαλλόμενον δωρεοδόχον υιόν του Ι. Α. Ρ. και με δημόσιο δρόμο ...". Ακολούθως, δυνάμει της υπ' αρ. .../6.11.1984 πράξεως καθορισμού ορίων του συμβολαιογράφου Ερμούπολης Ιάκωβου Πρίντεζη, που υπογράφηκε μεταξύ αφενός του προαναφερθέντος δικαιοπαρόχου & πατέρα του ενάγοντος (Ι. Α. Ρ.) και αφετέρου των Α. Α. Ρ., Α. Α. Ρ. & Α. Ι. Ρ. (ήδη ενάγοντος), που έγινε, όπως ρητά αναφέρεται στην ως άνω σύμβαση (φύλλο 2ο - σελ.3 προς το τέλος) ,προς άρση κάθε αμφιβολίας περί των ορίων και της εκτάσεως του παρακάτω ακινήτου του ανωτέρω Ι. Α. Ρ., σύμφωνα με τη σχετική δυνατότητα τους, Α) ο μεν συμβαλλόμενος Ι. Α. Ρ. δήλωσε ότι είναι κύριος δυνάμει των πιο πάνω συμβολαίων (υπ' αρ. .../2.7.1949 & .../11.6.1955), επί λέξει στα ακόλουθα αγροτικά ακίνητα: "... 1ον) αγροτικό ακίνητο κτήμα κείμενο εις θέση "Αζόλιμνος Κριθάρι" περιτοιχισμένο, έχον έκτασιν κατά τον άνω τίτλο κτήσεως (.../2.7.1949 ..,) ένα στρέμμα και 3/4 του στρέμματος , εκ της οποίας εκτάσεως τμήμα απαρτιζόμενον εκ δύο σκαλιών έχον έκτασιν ενός στρέμματος καλλιεργείται ως κήπος, το δε υπόλοιπον τμήμα του όλου άνω κτήματος έχον έκτασιν τριών τετάρτων (3/4) του στρέμματος καλλιεργείται ως άμπελος, περιέχοντος δε δύο φρεάτια, εκ των οποίων το μεν ένα φρέαρ φέρει τοποθετημένον επ' αυτού σιδηρούν μάγκανον, το δε έτερον φρέαρ είναι χωμένο ως στερούμενο ύδατος προς δε δύο καλύβας και οικίαν κατερειπωμένην και μετασχηματισθείσαν εις αχυρώνα, συνορευομένου δε με δύο δημοσίας οδούς και με κτήματα ήδη κληρονόμων Μ. Α. Π., Ν. Γ. Μ., και Γ. Δ. Μ. και 2ον) Εν σκαλίον κήπου κείμενον εις ιδίαν θέσιν "..." και προς το βορειοανατολικών μέρος του ποτέ όλου κήπου, έχον έκτασιν ημίσεως (1/2) στρέμματος κατά τον τίτλο κτήσεως (.../11.6.1955....), περιέχον φρέαρ χωμένο ως στερούμενο ύδατος προσέτι δε και μίαν καλύβην, συνορευόμενον δε γύρωθεν κατά τον αυτόν τίτλο κτήσεως με έτερον σκαλίον κήπου ιδιοκτησίας αφενός συμβαλλομένου Ι. Α. Ρ. (προπεριγραφέν ακίνητο) και δημόσιον δρόμον. Ολόκληρον το ακίνητο τούτο κτήμα εμφαίνεται ως ενιαίον ακίνητον εις το από Μαΐου 1984 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Μηχανικού Σ. Ρ. υπό τα αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Α έχει έκτασιν κατά νεωτέρα καταμέτρησιν μέτρα τετραγωνικά τέσσερις χιλιάδες οκτακόσια εξήντα ένα (4.861 μ.τ.) και συνορεύεται εις αυτό γύρωθεν προς Βορειονατολικά επί πλευράς διαγράμματος Ι-Α-Β μήκους μέτρων 121,60 μ. με κοινοτικό δρόμο πλ. 6μ., προς νοτιοδυτικά επί πλευράς ιδίου διαγράμματος Η-Θ μήκους μέτρων 81 μ. με την ιδιοκτησία Α. Ρ., προς νοτιοανατολικά επί Θ-Ι μέτρων 53 μ. με κοινοτικό δρόμο πλ. 4μ. και προς Βορειοδυτικά επί πλευράς τεθλασμένης ιδίου διαγράμματος Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η μήκους μέτρων 68,60 μ. εν μέρει με την ιδιοκτησίαν Α. Α. Ρ. και εν μέρει με την ιδιοκτησίαν Α. Α. Ρ. ...", ενώ Β) οι συμβαλλόμενοι Α. Α. Ρ., Α. Α. Ρ. και Α. Ι. Ρ. δήλωσαν ως ιδιοκτήτες των ομόρων των ως άνω ακινήτων επί λέξει ότι "... γνωρίζουν καλώς και βεβαιούν ότι η έκτασις του προπεριγραφέντος εναιαίου ακινήτου και εις τον αφενός συμβαλλόμενον Ι. Α. Ρ. ανήκοντος κατά κυριότητα, ... δυνάμει των άνω τίτλων, είναι η ανωτέρω αναφερομένη και κατά νεωτέραν καταμέτρησιν ευρεθείσα ... τέσσερις χιλιάδες οκτακόσια εξήντα ένα μέτρα τετραγωνικά (4.861 μ.τ.) μη έχοντες ούτοι ή διατηρούντες ουδεμίαν κατά του προπεριγραφέντος ακινήτου απαίτησιν ανήκοντος ... κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητος ... εις τον Ι. Α. Ρ. δυνάμει των ανωτέρω τίτλων ...". Επακολούθησε η σύνταξη του από Σεπτεμβρίου 2001 τοπογραφικού διαγράμματος του προαναφερθέντος Ε. Φ., Αγρονόμου-Τοπογράφου Μηχανικού, υπό τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΚΛΜΝΞΟΠΡΣΤΥΦΧΑ, όπου αναγράφηκε ότι τα όρια υπέδειξαν οι ιδιοκτήτες και κατά το οποίο η ιδιοκτησία του ενάγοντος συνορεύει: Βόρεια επί τεθλασμένης πλευράς διαγράμματος Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Ξ-ΟΠ-Ρ-Σ-Τ-Υ μήκους εκατόν είκοσι ένα και πενήντα εκατοστών (121,50 μ) με Κοινοτικό δρόμο μεταβλητού πλάτους μεγαλύτερου των πέντε (πέντε) μέτρων. Ανατολικά επί πλευράς διαγράμματος Υ-Φ-Χ-Α μήκους μέτρων πενήντα τέσσερα και πενήντα εκατοστά (54,50μ.) με άλλο Κοινοτικό δρόμο μεταβλητού πλάτους. Νότια εν μέρει επί πλευράς διαγράμματος Α-Β-Γ μήκους μέτρων ογδόντα δύο και δέκα εκατοστά (82,10μ.) με ακίνητο ιδιοκτησίας του ενάγοντος και εν μέρει επί πλευράς διαγράμματος Δ-Ε μήκους μέτρων δέκα τέσσερα (14μ.) με ακίνητο ιδιοκτησίας εναγόμενου και εν μέρει επί πλευράς διαγράμματος Ζ-Η ΘΕΩΡΗΘΗΚΕ μήκους μέτρων επτά και τριάντα εκατοστά (7,30μ.) με ακίνητο ιδιοκτησίας Ν. Ρ.. Δυτικά επί πλευράς διαγράμματος Γ-Δ μήκους μέτρων είκοσι τέσσερα και σαράντα εκατοστά (24,40μ.) με ακίνητο ιδιοκτησίας εναγόμενου. Νοτιοδυτικά σε πλευρά διαγράμματος Ε-Ζ μήκους μέτρων δέκα τέσσερα και εξήντα εκατοστά και με πλευρά διαγράμματος Η-Θ μήκους μέτρων τεσσεράμιση (4,50 μ.) με ακίνητο ιδιοκτησίας Ν. Ρ.. Στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα η έκταση της ιδιοκτησίας του ενάγοντος αναγράφηκε ότι είναι 5.244 τ.μ, ενώ σ' αυτό η αμφισβητούμενη από τον εναγόμενο από το Σεπτέμβριο του έτους 2001 έκταση των 204 τ. μ εμφαίνεται με τα στοιχεία Γ-Δ-Δ'-Π-Γ και σύμφωνα μ' αυτό συνορεύει γύρω του: Βόρεια σε πλευρά Δ'-Δ μήκους 8,50 μ. και ανατολικά σε πλευρά Δ'-Γ' μήκους 24,30 μ. με υπόλοπο τμήμα του προπεριγραφέντος όλου ακινήτου του ενάγοντος.Νότια σε πλευρά Γ'-Γ μήκους 9,20 μ. με άλλο ακίνητο ιδιοκτησίας ενάγοντος και δυτικά σε πλευρά ΓΔ σε πλευρά μήκους 24,40 μ. με ιδιοκτησία εναγομένου. Από την αντιπαραβολή όλων των παραπάνω συμβολαίων και τοπογραφικών διαγραμμάτων προκύπτει ότι: 1) Οι τίτλοι ιδιοκτησίας του προαναφερθέντος δικαιοπαρόχου & πατέρα του ενάγοντος (υπ' αρ. .../2.7.1949 & .../11.6.1955) δεν συνοδεύονται από τοπογραφικά διαγράμματα, ούτε αναγράφονται σ' αυτούς τα ακριβή όρια (σε πλευρές και προσανατολισμό) γειτνίασης με τους όμορους ιδιοκτήτες, ενώ η έκταση του όλου ακινήτου ,που δεν καθορίζεται σ' αυτούς με σαφήνεια, σε κάθε περίπτωση διαφέρει σημαντικά, χωρίς καθόλου αυτό να αιτιολογείται, από τη μεταβιβασθείσα ακολούθως απ' εκείνον λόγω γονικής παροχής (υπ' αρ. .../7.3.1989 συμβόλαιο) στον ενάγοντα (13/4 στρέμμα + 1/2 στρέμμα= 2 1/4 στρέμματα αρχικά, αντί 4.861 τ.μ. ακολούθως). 2) Τοπογραφικό διάγραμμα προσαρτάται το πρώτον στην υπ' αρ. .../6.11.1984 πράξη καθορισμού ορίων, με την οποία, με νεότερη καταμέτρηση, η έκταση του όλου προπεριγραφέντος ακινήτου συμφωνείται από τους συμβαλλομένους σ' αυτήν σε 4.861 τ.μ. 3) Τα τοπογραφικά διαγράμματα α) από Μαϊου 1984 του Πολιτικού Μηχανικού Σ. Ρ. υπό τα αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Α και β) από 20.1.1989 του Αγρονόμου-Τοπογράφου Μηχανικού Ε. Φ. με τα αλφαβητικά στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΘΑ ταυτίζονται ως προς τα όρια (μήκος πλευρών και προσανατολισμό) και την έκταση του όλου ως άνω ακινήτου. 4) Το από Σεπτεμβρίου 2001 τοπογραφικό διάγραμμα του προαναφερθέντος Ε. Φ., Αγρονόμου-Τοπογράφου Μηχανικού, υπό τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΚΛΜΝΞΟΠΡΣΤΥΦΧΑ τοπογραφικό διάγραμμα αναβιβάζει τη συνολική έκταση του ανωτέρω ακινήτου σε 5.244 τ.μ, χωρίς όμως να δίνεται καμιά πειστική εξήγηση για την ανακύπτουσα διαφορά ως προς αυτήν, σε σχέση με τα πιο πάνω προγενέστερα τοπογραφικά (5.244-4.861), που μάλιστα έγινε σε σχετικά μικρό μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα. Πρέπει να σημειωθεί ότι το συμπέρασμα της από Μαΐου 2004 πραγματογνωμοσύνης της πιο πάνω διορισθείσας πραγματογνώμονος Β. Μ. (σελ. 10), που επί λέξει αναφέρει "... Επειδή στους προγενέστερους τίτλους κτήσης του ακινήτου του 1949 και 1955 δεν υπάρχουν σαφή όρια, οι πλευρές του ακινήτου υποδεικνύονται από τον ιδιοκτήτη Ι. Ρ. και γίνονται αποδεκτές από τους ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων μεταξύ των οποίων και ο δικαιοπάροχος του εναγόμενου Α. Ρ.. Με βάση αυτή την περιγραφή του ακινήτου, το επίδικο τμήμα εμπεριέχεται στην ιδιοκτησία του Ι. Ρ. πατέρα του ενάγοντα ...", δεν είναι πειστικό, ώστε να συντελέσει στο σχηματισμό από το Δικαστήριο αυτό εδραίας σχετικής δικανικής πεποίθησης. Ειδικότερα, δεν παρέχεται σαφής και σύμφωνη με τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 αρ.4 ΚΠολΔ) εξήγηση του λόγου των πιο πάνω εκάστοτε διαφορών των καταμετρήσεων, που ανακύπτουν, ως προς την έκταση του όλου ακινήτου, ούτε εκτίθεται ο σύμφωνος μ' αυτά τρόπος, βάσει του οποίου συμπεραίνεται ότι η επίδικη έκταση εμπεριεχόταν στην ιδιοκτησία του ανωτέρω δικαιοπαρόχου του ενάγοντος. Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι από την ως άνω πραγματογνώμονα λαμβάνεται αποκλειστικά υπόψη, όπως συνάγεται, μόνον η συμφωνία (προδήλως περί καθορισμού ορίων) των δικαιοπαρόχων των διαδίκων ως προς τις πλευρές του ακινήτου, χωρίς όμως αυτή (συμφωνία) να μπορεί αυτοτελώς χωρίς να άλλα στοιχεία, να οδηγήσει με ασφάλεια στο πιο πάνω συμπέρασμα της διενεργηθείσας πραγματογνωμοσύνης, εν όψει μάλιστα του ότι το τότε συμφωνηθέν εμβαδόν του όλου ακινήτου (4.861 τ.μ) διαφέρει ουσιωδώς από το καταμετρηθέν μετά από αρκετά έτη με επιμέλεια του ενάγοντος εμβαδόν του (5.244 τ.μ), στο οποίο προδήλως συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο τμήμα, στοιχείο που υποδηλώνει κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 αρ.4ΚΠολΔ) τη μετατόπιση εκ μέρους του των συμφωνηθέντων ορίων. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι τόσο ο ενάγων από το έτος 1989, οπότε του μεταβιβάσθηκε το όλο ακίνητο, όσο και ο προαναφερθείς δικαιοπάροχος & πατέρας του Ι. Ρ., από τότε που περιήλθε εκείνο σ' αυτόν (έτη 1949 και 1955), νεμήθηκαν με διάνοια κυρίου την επίδικη έκταση των 204 τ.μ, ως επί πλέον μέρος της μεταβιβασθείσας σ' αυτούς έκτασης του όλου ακινήτου, καλλιεργώντας τη με νωπά κηπευτικά προϊόντα τόσο σε θερμοκήπια (κολοκύθια, τομάτες, αγγούρια κ.λπ) όσο και στην ύπαιθρο (πατάτες, κρεμμύδια, λάχανα κ.λπ) και απλώνοντας μέσα σ' αυτήν σύκα, αφού προηγουμένως λόγω των παρατεταμένων ανομβριών ξεράθηκαν τα αμπέλια έβγαλαν τις υπάρχουσες κληματόριζες, όπως ο ενάγων αβάσιμα ισχυρίσθηκε, δεδομένου ότι οι σχετικές ένορκες καταθέσεις-βεβαιώσεις των μαρτύρων του, μη ενισχυόμενες από άλλα αποδεικτικά στοιχεία και αναιρούμενες από τις περί του αντιθέτου ένορκες καταθέσεις-βεβαιώσεις των μαρτύρων του εναγομένου, δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για το σχηματισμό ανάλογης, ασφαλούς, σαφούς και πλήρους δικανικής πεποίθησης". Ακολούθως το Εφετείο, δεχόμενο την έφεση των αναιρεσιβλήτων και ως βάσιμη κατ' ουσίαν, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, που είχε δεχτεί την ένδικη διεκδικητική αγωγή του αναιρεσείοντος και απέρριψε αυτήν ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Με αυτά, που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ως άνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού ως προς το κρίσιμο ζήτημα ότι ο ενάγων δεν κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου με πρωτότυπο και παράγωγο τρόπο, διέλαβε πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των και επομένως οι σχετικοί τρίτος και πέμπτος λόγοι αναίρεσης από τον αριθ.19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επειδή ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 Κ.Πολ.Δ., έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια διότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο α)της .../1984 πράξης καθορισμού ορίων του συμ/φου Ιάκωβου Πρίντεζη, β)τον από 20-1-1989 τοπογραφικού διαγράμματος του Τοπ. Μηχ. Ε. Φ. και γ)τον από Σεπτεμβρίου 2001 τοπογραφικού του αυτού ως άνω Μηχανικού, έγγραφα τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε ο αναιρεσείων με τις προτάσεις του κατά τη συζήτηση της έφεσης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προς απόδειξη των αγωγικών του ισχυρισμών. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού η αποδιδομένη με αυτόν πλημμέλεια δεν στηρίζεται σε παράλειψη του δικαστηρίου να αναγνώσει σωστά τα πιο πάνω έγγραφα αλλά σε εκτίμηση του περιεχομένου των, με βάση την οποία τούτο κατέληξε σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, ανεξάρτητα από το ότι το Εφετείο δεν στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα ότι η κυριότητα του επιδίκου ακινήτου δεν αποκτήθηκε από τον αναιρεσείοντα με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στα πιο πάνω έγγραφα, αλλά συνεκτίμησε αυτά μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα. Επειδή, ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Κατά τη σαφή έννοια του αριθμού 1 παρ. 2 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η παραβίαση των διδαγμάτων αυτών ιδρύει λόγο αναιρέσεως μόνο εάν αυτά χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ'αυτούς των αποδείχθέντων πραγματικών περιστατικών. Έτσι αποκλείεται η αναίρεση για εσφαλμένη χρησιμοποίηση τους προς έμμεση απόδειξη ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που χρησιμοποιήθηκαν. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας με το να δεχτεί το Εφετείο ότι το τότε συμφωνηθέν εμβαδόν του όλου ακινήτου των 4.861 τμ. διαφέρει ουσιωδώς από το καταμετρηθέν μετά από αρκετά έτη με επιμέλεια του ενάγοντος των 5.244 τμ. στο οποίο προδήλως συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο τμήμα, στοιχείο που υποδηλώνει κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας τη μετατόπιση εκ μέρους του των συμφωνηθέντων ορίων, ενώ τέτοια μετατόπιση ορίων δεν υπήρξε η δε σημειούμενη διαφορά οφειλέτη σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας στην εκάστοτε επακριβή εμβαδομέτρηση. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος αφού τα ανωτέρω αναφερόμενα ως διδάγματα κοινής πείρας δεν έχουν το χαρακτήρα αυτόν, ούτε άλλωστε χρησιμοποιήθηκαν κατά την ερμηνεία κανόνα δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτόν πραγματικών περιστατικών. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11 γ του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία με επίκληση προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον τέταρτο από το άρθρο 559 αριθ. 11 γ του Κ.Πολ.Δ, λόγο αναίρεσης, προσάπτει την αιτίαση, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του και δεν συνεκτίμησε την με αριθμό .../04-03-2010 ένορκη βεβαίωση του συμβ/φου Ερμούπολης Στ. Λίνα, που λήφθηκε μετά προηγουμένη κλήτευση της εκκαλούσας και παρεμβαίνουσας Γ. θυγατρός Α. Ρ., όπως φαίνεται από την με αριθμό 154/01-03-2010 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή του Πρωτοδικείου Νάξου ..., ως υπερβαίνουσα τον προβλεπόμενο στο άρθρο 270 του ΚΠολΔ αριθμό ενόρκων βεβαιώσεων, καίτοι αυτή λήφθηκε προς απόκρουση της ασκηθείσας ενώπιό του παρέμβασης. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η παρέμβαση που ασκήθηκε από την εκκαλούσα Γ. Ρ. απορρίφθηκε ως άνευ αντικειμένου και επομένως η προσκομισθείσα ως άνω ένορκη βεβαίωση προς αντίκρουση της παρέμβασης επί ματαίω προσκομίσθηκε. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ.20 του ΚΠολΔ, έγγραφα που η παραμόρφωση του περιεχομένου τους ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως είναι εκείνα που χαρακτηρίζονται ως αποδεικτικά μέσα στα άρθρα 339 και 432 επ. του ίδιου Κώδικα. Ως εκ τούτου, δεν είναι έγγραφα εκείνα που αποτυπώνουν στο περιεχόμενο τους άλλα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης τα πρακτικά των δικαστηρίων και οι εκθέσεις του εισηγητού δικαστού, κατά το μέρος που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, καθώς και οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκου ή συμβολαιογράφου και η αγωγή. Συνεπώς ο έκτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της ένδικης αγωγής, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως πρέπει τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων να επιβληθούν σε βάρος του ηττηθέντος αναιρεσείοντος (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21-10-2011 αίτηση του Α. Ρ. για αναίρεση της 184/2010 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τρόπος κτήσης κυριότητας: παράγωγος ή πρωτότυπος (χρησικτησία). Λόγοι αναίρεσης από τον αρ. 19, 20, 1§2 και 11γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 764/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών: 1) Κ. Μ. χήρας Α. και 2) Γ. Μ. του Α., συζ. Ν. Δ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σωτήριο Κατσαρό. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Μ. του Γ., ..., ατομικώς και ως ασκούσης την γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της Α. Μ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Καλαβρό, ο οποίος δήλωσε ότι ο Α. Μ. ενηλικιώθηκε, συνεχίζει τη δίκη και εκπροσωπείται από τον ίδιο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/7/2000 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Νάξου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8/2001 μη οριστική, 32/2004 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, 310/2005 του Εφετείου Αιγαίου και κατόπιν αιτήσεως αναψηλάφισης η 162/2007 του ιδίου Δικαστηρίου. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζήτησαν οι αναιρεσείουσες με την από 26/9/2007 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 396/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την 162/2007 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Το Εφετείο Αιγαίου εξέδωσε την 120/2010 απόφαση και κατόπιν ανακοπής ερημοδικίας την 256/2011. Την αναίρεση των τελευταίων αυτών αποφάσεων ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 7/11/2011 αίτηση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 25/2/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται και αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης. Αποτελεί δηλαδή η δικονομική ανώτερη βία έννοια ταυτιζόμενη κατά τον πυρήνα της προς την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου διαφοροποιούμενη έναντι της τελευταίας μόνο κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη τη δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση, με ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση του δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη, εμφανιζόμενη ως στενότερη έννοια έναντι του τυχηρού, όπου τούτο δημιουργεί ευθύνη του οφειλέτη. Κατά το περιεχόμενό της, επομένως, η δικονομική ανώτερη βία είναι η κατάσταση της, παρά την καταβολή εξιδιασμένης προσοχής και επιμέλειας εκ μέρους του διαδίκου και του πληρεξουσίου του, αδυναμίας αυτού να ανταποκριθεί σε δικονομικό βάρος του συνεπεία της οποίας η διαδικαστική πράξη πάσχει ακυρότητα ή απαράδεκτο. Τέτοιο γεγονός δικονομικής ανώτερης βίας αποτελεί για τον διάδικο που ερημοδικάσθηκε και η αιφνίδια ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου, εξαιτίας της οποίας αυτός δεν μπόρεσε να ενεργήσει δικαστική ή εξώδικη πράξη ή να προβεί στις δέουσες ενέργειες για την ανάθεση σ' άλλο δικηγόρο της εκτέλεσης της εν λόγω πράξεως. Η πιο πάνω δε διάταξη, ως προς τη νομική έννοια της ανώτερης βίας είναι ουσιαστικού δικαίου. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για, την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνηση της. Περαιτέρω, κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε τα εξής: "Από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τις ανακόπτουσες, προς απόδειξη του ανωτέρω λόγου της ανακοπής: α] από 27-12-2006 βεβαίωση εισαγωγής Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου "ΑΤΤΙΚΟΝ", β] το με αριθ. πρωτ. 5383/22-12-2006 πιστοποιητικό νοσηλείας Γενικού Νοσοκομείου Ναυπλίου, γ] την από 13-10-2005 ιατρική γνωμάτευση του Καρδιολογικού Τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών "ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ", δ] από 2-6-2005 βεβαίωση του 1ου Νοσοκομείου ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, Αιμοδυναμικού Τμήματος, ε] τις με αριθ. 46745/Α 02, Α 09 και Α 11 από 2-9-2008, 30-6-2009 και 8-10-2009 συνταγές φαρμάκων Ασφαλιστικού Φορέα Τ.Π.Δ.Α., δεν πιθανολογείται [άρθρο 509 ΚΠολΔ] ότι ο λόγος αυτός είναι βάσιμος. Τούτο γιατί στα ανωτέρω έγγραφα πιστοποιείται ότι ο εν λόγω δικηγόρος έχει ιστορικό στεφανιαίας νόσου η οποία διαγνώσθηκε από το έτος 2005. Όμως δεν αποδείχθηκε ανικανότητα ή αδυναμία του δικηγόρου αυτού προς σύνταξη προτάσεων δοθέντος ότι οι ανακόπτουσες δεν επικαλούνται ούτε προσκομίζουν οποιαδήποτε μεταγενέστερη του έτους 2006 ιατρική γνωμάτευση που να πιστοποιεί την κατάσταση της υγείας του λίγο πριν από τη δικάσιμο της 6ης Νοεμβρίου 2009, ούτε προκύπτει ότι αυτός εξετάσθηκε προ της διεξαγωγής της δίκης ή ότι συστήθηκε από τους ιατρούς στον τελευταίο να παραμείνει κλινήρης πολύ δε περισσότερο να εισαχθεί σε νοσοκομείο για την αντιμετώπιση της ασθένειας του αυτής, ώστε να πιθανολογηθεί η σοβαρότητα και η διάρκεια της μνημονευόμενης στον λόγο ανακοπής καταστάσεως της υγείας του και συνακόλουθα η ανικανότητα του προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια [όπως σύνταξη προτάσεων]. Στις άνω δύο τελευταίες συνταγές φαρμάκων Τ.Π.Δ.Α. με ημερομηνία 30-6-2009 και 8-10-2009 υπάρχει διάγνωση στην μεν πρώτη "Στεφανιαία νόσος" και στη δεύτερη "Αρρυθμία - Σ.Ν" όμως δεν διαπιστώνεται από τους ιατρούς υποτροπή της ασθένειας αυτής, που ήταν χρόνια και δεν αποδείχθηκε ότι ο ανωτέρω δικηγόρος πριν από τη δικάσιμο υπέστη οξεία κρίση της νόσου ούτε ότι η εμφάνιση της αρρυθμίας ήταν απρόβλεπτη και αιφνίδια ή ότι είχε ως επακόλουθο την αδυναμία του να συντάξει προτάσεις και να παραστεί στο δικαστήριο. Ακόμη οι ανακόπτουσες δεν επικαλούνται ούτε προσκομίζουν κάποιο αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι η προγραμματισμένη μετάβαση του ανωτέρω δικηγόρου στις Η.Π.Α. έγινε για ιατρικούς λόγους. Μόνο η προσκόμιση αποδείξεων εισιτηρίων για μετάβαση του δικηγόρου στη Ν. Υόρκη και το Σικάγο το χρονικό διάστημα από 2-11-2009 έως και 10-11-2009 χωρίς να ενισχύεται από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο καθόσον μάρτυρες δεν εξετάσθηκαν στο ακροατήριο δεν πιθανολογεί ότι ο λόγος ταξιδιού στο εξωτερικό ήταν για την αντιμετώπιση της ασθένειας. Σε κάθε περίπτωση δε δεν πιθανολογήθηκε ότι η επικαλούμενη ασθένεια συνεπαγόταν αδυναμία του ίδιου δικηγόρου να επικοινωνήσει με τις εντολείς του, ανακόπτουσες ή με άλλο δικηγόρο για να τον αντικαταστήσει κατά τη συζήτηση της παραπάνω αναψηλάφησης. Συνεπώς δεν πιθανολογείται ότι υφίστατο ανώτερη βία για τις ανακόπτουσες κατά τη συζήτηση της αναψηλαφήσεως τους στις 6.11.2009, ήτοι απρόβλεπτο ή αναπότρεπτο συμβάν συνεπαγόμενο αντικειμενικώς την παρακώλυση της εκπροσωπήσεως τους κατά τη συζήτηση εκείνη, καθόσον η ως άνω επικαλούμενη ασθένεια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους δεν καθιστούσε αδύνατη ούτε καν δυσχερή τη σύνταξη προτάσεων, οι οποίες για τις αιτούσες την αναψηλάφηση μπορούσαν χωρίς βλάβη τους να είναι έστω και τυπικές, ούτε καθιστούσε αδύνατη σχετική ενέργεια για την ανάθεση της εκπροσώπησης τους σε άλλο δικηγόρο ή στο δικηγόρο Νάξου, Ιωάννη Δέτση στον οποίο απευθύνθηκαν για τους εκπροσωπήσει ζητώντας αναβολή της δίκης και ο οποίος έχει εκπροσωπήσει τις ανακόπτουσες στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση της αγωγής αλλά και στο Δικαστήριο αυτό κατά τη συζήτηση της έφεσης και αναψηλάφησης. Επομένως η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να απορριφθεί". Με αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη κατά το μέρος που αναφέρεται στην ανωτέρα βία, την οποία ορθά εφάρμοσε, διέλαβε δε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο ζήτημα της ανώτερης βίας, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή της νομικής έννοιας της ανώτερης βίας και επομένως οι πρώτος και πέμπτος λόγοι αναίρεσης από τους αριθ.1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.8 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής κλπ. ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η από τον αριθ. 8 β' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, διότι το Εφετείο δεν εξέτασε όλα τα προταθέντα με το λόγο ανακοπής περιστατικά μεταξύ των οποίων ότι ο δικηγόρος των αναιρεσειουσών ήταν της απολύτου εμπιστοσύνης τους από τετραετία και τις υπερασπίσθηκε σ' όλες τις δίκες και λόγω της κολπικής μαρμαρυγής από την οποία έπασχε ήταν αδύνατο να διαχειρισθεί την υπόθεση και κανείς άλλος δικηγόρος μπορούσε να συντάξει προτάσεις μέσα σε λίγες μέρες πάνω σε δικόγραφα και δίκες που δεν είχε χειρισθεί, διάρκειας πολλών ετών. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού τα ανωτέρω φερόμενα ως αγνοηθέντα από το Εφετείο δεν αποτελούν "πράγματα" κατά την προεκτεθείσα έννοια, αλλά επιχειρήματα των αναιρεσειουσών. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 559 αριθ.20 και 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από την πρώτη από αυτές λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε αποδεικτικό έγγραφο περιεχόμενο διαφορετικό από εκείνο που πράγματι περιέχει και όχι όταν, από την αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, καταλήγει σε συμπέρασμα διαφορετικό από εκείνο, το οποίο θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, διότι τότε πρόκειται για αιτίαση που ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των με ημερομηνία 30-6-2009 και 8-10-2009 συνταγών φαρμάκων του Τ.Π.Δ.Α. στις οποίες υπάρχει διάγνωση νόσου "Στεφανιαία νόσος" και "Αρρυθμία-Σ.Ν." αντίστοιχα. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι με αυτόν δεν αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση σφάλμα διαγνωστικό κατά την ανάγνωση των παραπάνω εγγράφων, αλλά σφάλμα ως προς την εκτίμηση του περιεχομένου των εγγράφων, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 11γ' του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία με επίκληση προσκομίστηκαν νόμιμα από τους διαδίκους. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείουσες, με τον τέταρτο από το άρθρο 559 αριθ. 11 γ' του Κ.Πολ.Δ., λόγο αναίρεσης, προσάπτουν την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα παρακάτω έγγραφα ήτοι: το από 7/10/2009 Holter Scanning της IATRIKI DIASTASI - Βάρης Κορωπίου που παρουσιάζει τις αρρυθμίες και μαρμαρυγή και τα πρωτότυπα ένθετα έγγραφα από τα κουτιά των φαρμάκων που ελάμβανε ο υπογράφων Δικηγόρος τους στα οποία αναγράφεται κατά σειράν: -SALOSPIR, προφύλαξη από εμφάνιση εμφράγματος δοσολογία 80/100mg/ημερησίως. -RYTHMONORM, παροξυσμική κολπική μαρμαρυγή. Δοσολογία 150mg/3 φορές ημερησίως. -SOTALOL, προφύλαξη κολπικής μαρμαρυγής, καταστολή απειλητικής για τη ζωή κοιλιακής ταχυκαρδίας. Δοσολογία 80mg/2 φορές ημερησίως -DIGOXIN, κολπική μαρμαρυγή, παροξυσμική κολπική ταχυκαρδία. Δοσολογία 0,75-1,5 mg ημερησίως. Επίσης δεν έλαβε υπόψη την ΟΜΟΛΟΓΙΑ της αντιδίκου τους στην σελίδα 30 των ενδίκων Προτάσεων της, πως "από 21.9.2009 έως 9.12.2009 ο Δικηγόρος τους ουδεμία παράσταση πραγματοποίησε σε Δικαστήρια". Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αόριστος, αφού στο αναιρετήριο δεν αναφέρεται ότι έγινε επίκληση των ως άνω εγγράφων και της ομολογίας. Σε κάθε δε περίπτωση τα ως άνω έγγραφα δεν ήταν κρίσιμα, δεδομένου ότι το Εφετείο δέχτηκε ότι αποδείχθηκε ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αναιρεσειουσών έπασχε από χρόνια καρδιακή νόσο (κολπική μαρμαρυγή), πράγμα που θα επιβεβαίωναν και τα ως άνω έγγραφα και εξ αυτών δεν προέκυπτε η αιφνίδια επιδείνωση της υγείας του δικηγόρου των αναιρεσειουσών που να τον εμπόδιζε να εμφανισθεί στο Δικαστήριο. Με τον έκτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείουσες μέμφονται τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, διότι "το Δικαστήριο δεν κήρυξε παρά τον Νόμο απαράδεκτο ή παρά το Νόμο κήρυξε έκπτωση από δικαίωμα, κατά παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 559 παρ. 14 του ΚΠολΔ ήτοι το Δικαστήριο παραβίασε διατάξεις Δημοσίας Τάξης που αναφέρονται σε θεμελιώδεις κανόνες του Δικονομικού Συστήματος και το δικαίωμα δημιουργήθηκε κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου της ουσίας διαδικασία ένεκεν ελλείψεως προϋποθέσεων, η έλλειψη των οποίων οδηγούσε να γίνει δεκτή μία κατά τα άλλα νόμιμη πράξη και η ακυρότητα, η έκπτωση από συγκεκριμένο δικαίωμα και το απαράδεκτο, αναφέρεται ως σχετικός ισχυρισμός που προβλήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας. Και συγκεκριμένα η δευτέρα προσβαλλομένη δεν απέρριψε το Αίτημα Αναβολής για έλλειψη "σπουδαίου λόγου", όπως πρόβαλλαν με τις προτάσεις τους σελ. 3 αριθ. 2: "Η ένδικη Αναψηλάφηση τους απορρίφθηκε ένεκεν ερημοδικίας. "Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα", όπως γράφεται αυτολεξεί στα Πρακτικά, που υπέβαλε μόνον για την αναβολή ο Δικηγόρος του Πρωτοδικείου Νάξου Ιωάννης Δέτσης, και δεν απορρίφθηκε για έλλειψη σπουδαίου λόγου και συνεπώς, στερήθηκαν του δικονομικού δικαιώματος της Αναβολής συζητήσεως της ενδίκου Υποθέσεως επειδή δεν είχαν καταθέσει Προτάσεις κατά τη διάταξη του άρθρου 241 του Κ.Πολ.Δ". Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ελλείψει αντίστοιχου πραγματικού ως προς τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δ. Σε κάθε δε περίπτωση η απόρριψη αιτήματος αναβολής της υπόθεσης εναπόκειται στην κυριαρχικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας και δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Κατά το άρθρο 6§1 της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως της Ρώμης "για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών", η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974: "παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεση του δικασθεί δικαίως, δηλαδή δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου νομίμως λειτουργούντος το οποίο θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως ...". Με το ανωτέρω άρθρο καθ' ο μέρος θεσπίζεται ότι οι υποθέσεις δικάζονται από αμερόληπτα, ανεξάρτητα και νόμιμα λειτουργούντα δικαστήρια: α) δίκαια, β) δημόσια και γ) εντός λογικής προθεσμίας θεσπίζονται αντίστοιχα ουσιαστικά δικαιώματα των προσώπων στα οποία αφορά η σύμβαση τα οποία δικαιούνται να αξιώσουν να τύχουν της κατά τα ανωτέρω δικαστικής προστασίας. Με τη διάταξη αυτή καθορίζεται ποια δικαιώματα δίδονται για την απονομή της δικαιοσύνης. Πρόκειται συνεπώς για διάταξη ουσιαστικού δικαίου και η παραβίαση της εμπίπτει στο λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ.. Δεν στοιχειοθετείται όμως παραβίαση της άνω διατάξεως όταν το πολιτικό δικαστήριο που πληροί τις προϋποθέσεις της παραπάνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεως, ήτοι είναι ανεξάρτητο, αμερόληπτο και λειτουργεί νόμιμα με βάση κανόνες δικαίου και με οργανωμένη διαδικασία για τα ζητήματα της αρμοδιότητας του εφαρμόσει εσφαλμένα σε συγκεκριμένη υπόθεση διάταξη ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου αλλά η πλημμέλεια αυτή της αποφάσεως ελέγχεται με τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ένδικα μέσα (Ολ.ΑΠ 2/2008). Επομένως ο έβδομος λόγος αναίρεσης με τον οποίο ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι με το να δεχτεί ότι "καθόσον η ως άνω επικαλούμενη ασθένεια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους δεν καθιστούσε αδύνατη ούτε καν δυσχερή τη σύνταξη προτάσεων, οι οποίες για τις αιτούσες την αναψηλάφηση μπορούσαν χωρίς βλάβη τους να είναι έστω και τυπικές, ούτε καθιστούσε αδύνατη σχετική ενέργεια για την ανάθεση της εκπροσώπησης τους σε άλλο δικηγόρο ή στο δικηγόρο Νάξου, Ιωάννη Δέτση στον οποίο απευθύνθηκαν για να τους εκπροσωπήσει ζητώντας αναβολή της δίκης και ο οποίος έχει εκπροσωπήσει τις ανακόπτουσες στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση της αγωγής αλλά και στο Δικαστήριο αυτό κατά τη συζήτηση της έφεσης και αναψηλάφησης". Συνεπώς το Δικαστήριο: α) και καταστρέφει αυθαιρέτως τον πραγματικό ισχυρισμό των αναιρεσειουσών, ότι ο υπογράφων Δικηγόρος τους ήταν και είναι ο μοναδικός που κατέχει εις χείρας του το μεγάλο όγκο των εγγράφων της υποθέσεως τους και ο μοναδικός Δικηγόρος τους ο οποίος συνέταξε τους Προσθέτους Λόγους Αναψηλαφήσεως και κέρδισε την Αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου και είναι ο μοναδικός που μπορεί να ελέγξει, να συγκρίνει και να κατευθύνει την υπεράσπιση της υποθέσεως τους β) και προτείνει σε αυτές λαμβάνοντας οιονεί θέση αντιδίκου να είχαν γράψει "τυπικές" Προτάσεις, δηλαδή μόνον για τους τύπους, "για τα μάτια" θα λέγαν προκειμένου να διεξαχθεί η Δίκη, παρά το σοβαρό κώλυμα του Δικηγόρου τους το οποίο Δικαστήριο είχε στον φάκελλο της ενδίκου Ανακοπής τους Προτάσεις του Δικηγόρου τους 49 σελίδων επί της ουσίας της υποθέσεως να εγκαταλείψουν τον Δικηγόρο της εμπιστοσύνης τους και να γράψουν "τυπικές Προτάσεις" με αντικειμενικό αποτέλεσμα την παροχή πλεονεκτήματος στην αντίδικο τους να συντάξει ουσιαστικές προτάσεις και τοιουτοτρόπως αντανακλάται η σε βάρος τους προκατάληψη για ν' απορρίψει την ένδικη Ανακοπή τους, παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου της Νέας Υόρκης του Ν. 2462/1977 και υπέπεσε στην από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει οι ηττηθείσες αναιρεσείουσες να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 7-11-2011 αίτηση των Κ. Μ. κλπ για αναίρεση των 256/2011 και 120/2010 αποφάσεων του Εφετείου Αιγαίου. Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 16 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Απριλίου 2013. O ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανακοπή ερημοδικίας λόγω ανωτέρας βίας. Έννοια ανώτερης βίας. Λόγοι αναίρεσης από 1, 8, 20, 11γ και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Απαλλοτρίωση
Απαλλοτρίωση, Ανώτερη βία, Ανακοπή ερημοδικίας.
0
Αριθμός 765/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Α. Π. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κρεμάλη. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία του Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/7/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Γρεβενών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 58/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 78/2010 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14/12/2010 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 12/3/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 του ν. 1863/1989 αίρονται οι οποιεσδήποτε συνέπειες από καταδίκες αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και όσων έλαβαν μέρος στον εμφύλιο πόλεμο που επιβλήθηκαν από κακουργοδικεία, εφετεία, τακτικά ή έκτακτα στρατοδικεία, ναυτοδικεία ή αεροδικεία για πράξεις που είχαν σχέση με την συμμετοχή τους στην Εθνική Αντίσταση και τον εμφύλιο πόλεμο καθώς επίσης με τα κοινωνικά τους φρονήματα και γενικότερα με την κατά διαστήματα πολιτική ανωμαλία από την απελευθέρωση και μέχρι 24 Ιουλίου 1974, οι δε ποινές διαγράφονται από τα δελτία του ποινικού μητρώου. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνηση της. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ένδικης αγωγής ο ενάγων στην αγωγή του, ιστορούσε, ότι ο πρώτος από τον πατέρα του θείος Α. Π. του Α., κάτοικος εν ζωή ..., συνεπεία της συμμετοχής του στον Εμφύλιο Πόλεμο, καταδικάσθηκε με την υπ' αριθμ. 107/1949 απόφαση του Στρατοδικείου Κοζάνης σε πρόσκαιρα δεσμά 10 χρόνων. Ότι, με βάση την καταδικαστική αυτή απόφαση το (τότε) Πρωτοδικείο Γρεβενών με την υπ' αριθμ. 3/1950 απόφαση του διέταξε τη δήμευση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του. Ότι, στη συνέχεια, κατόπιν σχετικής διαταγής του Υπουργείου Οικονομικών, ο Έφορος των Γρεβενών προέβη στην κατάληψη της ακίνητης περιουσίας του ανωτέρω θείου του, η οποία, αποτελούνταν από τα αναλυτικά περιγραφόμενα κατά θέση, έκταση και όρια στην αγωγή δύο (2) οικόπεδα, πού βρίσκονται στην πόλη των Γρεβενών, συνολικής αξίας 200.000,00 ευρώ. Ότι, ο ανωτέρω θείος του απεβίωσε στην Τσεχοσλοβακία, στις 06.07.1960 ενώ είχε ήδη προαποβιώσει το έτος 1955 η εν ζωή σύζυγος του, Μ. Ι. Δ., με την οποία δεν είχαν αποκτήσει τέκνα. Ότι, ο αποβιώσας με την υπ' αριθμ. .../21.04.1942 δημόσια διαθήκη του, που συντάχθηκε από τον Συμβολαιογράφο Γρεβενών, Αθανάσιο Σιούλη, η οποία δημοσιεύθηκε με το υπ' αριθμ. 16/1972 Πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γρεβενών, εγκατέστησε κληρονόμο του την ανωτέρω προαποβιώσασα σύζυγο του και υποκατάστατο αυτής τον ενάγοντα, ο οποίος πλέον, μετά το θάνατο της τελευταίας, είναι ο μοναδικός εκ διαθήκης κληρονόμος του. Ότι, περαιτέρω, με το άρθρο 2 του Ν. 1863/1989 ήρθησαν οι συνέπειες από καταδίκες των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και όσων έλαβαν μέρος στον Εμφύλιο Πόλεμο, πού επιβλήθηκαν από κακουργοδικεία, εφετεία, τακτικά ή έκτακτα στρατοδικεία, ναυτοδικεία, ή αεροδικεία για πράξεις που είχαν σχέση με τη συμμετοχή αυτών στην Εθνική Αντίσταση και τον Εμφύλιο πόλεμο, καθώς επίσης με τα κοινωνικά τους φρονήματα και γενικότερα με την κατά διαστήματα πολιτική ανωμαλία από την απελευθέρωση και μέχρι την 24η-7-1974, οι δε ποινές διαγράφηκαν από τα δελτία του ποινικού τους μητρώου. Ότι, μεταξύ των άλλων συνέπεια είναι και η δήμευση που επιβλήθηκε με βάση την ανωτέρω απόφαση του Στρατοδικείου Κοζάνης. Ότι, κατόπιν των ανωτέρω εξέλιπαν οι λόγοι πού δικαιολογούσαν την επιβληθείσα δήμευση, η δε διατήρηση της και η μη απόδοση των δημευθέντων στον ανωτέρω θείο του και στη συνέχεια στον ίδιο ως μόνο εκ διαθήκης κληρονόμο του τελευταίου, παραβιάζει την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ιδιοκτησίας. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε, να αναγνωρισθεί ότι ο αποβιώσας θείος του είναι κύριος των αναφερομένων στην αγωγή δύο δημευθέντων ακινήτων και να διαταχθεί η απόδοση τούτων στον ίδιο (τον ενάγοντα), ως μόνο εκ διαθήκης κληρονόμο του τελευταίου. Ο ενάγων, με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις του, περιόρισε παραδεκτά το αίτημα της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, αιτούμενος μόνον την αναγνώριση της κυριότητος του θείου του επί των δημευθέντων ακινήτων. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή είναι, απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι τα εκτιθέμενα από τον ενάγοντα πραγματικά περιστατικά δεν θεμελιώνουν το αγωγικό δικαίωμα, αφού η επικαλούμενη άρση των συνεπειών του "εμφυλίου πολέμου", δυνάμει του άρθρου 2 του Ν. 1863/1989, αναφέρεται μόνον στις ποινικού χαρακτήρα συνέπειες, χωρίς να συνεπάγεται και την αυτοδίκαιη επανάκτηση των περιουσιών των καταδικασθέντων, εξορισθέντων κλπ για την απόδοση των οποίων όφειλαν οι τελευταίοι ή οι νόμιμοι κληρονόμοι τους να ακολουθήσουν την προβλεπόμενη από την διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 1540/1985 διαδικασία. Επομένως το Εφετείο που απέρριψε την ένδικη αγωγή ως μη νόμιμη, δεν παραβίασε την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 2 του ν. 1863/1989, η οποία δεν ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι όπως δέχεται και το Εφετείο η ως άνω δήμευση δεν επήλθε συνεπεία καταδικαστικής απόφασης, αλλά κατ' εφαρμογή του ψηφίσματος Μ/1948 και κατ' ακολουθίαν ο πρώτος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επειδή, με τους δεύτερο και τέταρτο λόγους αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο παραβίασε το άρθρο 9 του ν. 1540/1985, στο οποίο ρητά αναφέρεται ότι από την ισχύ του νόμου τούτου καταργείται μεταξύ άλλων και το Μ/1948 ψήφισμα, με το να δεχτεί ότι με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 2 του ν. 1863/1989 δεν ρυθμίστηκε το θέμα της απόδοσης των περιουσιών που είχαν δημευθεί με το Μ/1948 ψήφισμα, το οποίο είχε ρυθμιστεί προηγουμένως με το νόμο 1545/1985 και οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν καταργήθηκαν ρητά ή σιωπηρά με το νεώτερο 1863/1989 νόμο και ότι η δήμευση των περιουσιών κατ' εφαρμογή των διατάξεων του Μ/1948 ψηφίσματος δεν αποτελούσε αυτοδίκαιη συνέπεια της καταδικαστικής απόφασης, αφού προϋπόθεση για την επιβολή της δήμευσης ήταν και η συμμετοχή στο συμμοριακό κατά του έθνους αγώνα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού η διάταξη του άρθρου 9 του ν. 1540/1985 δεν ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση. Επειδή, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, ψέγεται η προσβαλλόμενη απόφαση για τον από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγο, γιατί το Εφετείο απορρίπτοντας την αγωγή του αναιρεσείοντος ως μη νόμιμη, παραβίασε το άρθρο 17 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του κράτους και κανένας δεν στερείται της ιδιοκτησίας του παρά μόνο για δημοσία ωφέλεια και αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, αφού εξέλιπαν οι λόγοι που δικαιολογούσαν την επιβληθείσα δήμευση, η δε διατήρηση της και η μη απόδοση των δημευθέντων παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ιδιοκτησίας. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού η επίμαχη δήμευση επιβλήθηκε δυνάμει του αυξημένης τυπικής ισχύος Μ/1948 ψηφίσματος η δε απόδοση των δημευθεισών περιουσιών δυνάμει του ψηφίσματος αυτού ρυθμίστηκε με το νόμο 1540/1985. Επειδή, στην περίπτωση που το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες επάλληλες αιτιολογίες, με την αναίρεση δε, πλήττονται μεν όλες ή μία απ' αυτές, η προσβολή όμως μιας απ' αυτές δεν τελεσφορεί, οι λόγοι αναίρεσης που προσβάλλουν τις λοιπές είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς (Ολ.ΑΠ 25/2003). Επομένως η περιεχόμενη στον πέμπτο λόγο αναίρεσης αιτίαση από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., αναφερόμενη στην πλημμέλεια ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι και αν ακόμα ήταν δυνατή στην προκειμένη περίπτωση η εφαρμογή των διατάξεων του νόμου 1540/1985 και πάλι η αγωγή θα ήταν απορριπτέα, αφού η σχετική αίτηση της απόδοσης της εν λόγω περιουσίας δεν υποβλήθηκε στην αρμόδια Διεύθυνση Γεωργίας της τοποθεσίας των αποδοτέων ακινήτων, μέσα στην αποκλειστική προθεσμία των 5 ή 7 ετών από την δημοσίευση του νόμο αυτού, η οποία έχει πλέον εκπνεύσει (άρθρο 4 του Ν. 1540/1985) και την παραδοχή αυτή δεν ερμήνευσε ορθά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν 1540/85 σύμφωνα με την οποία εφόσον ο αναιρεσείων δεν ανήκε στην κατηγορία των κληρονόμων αποβιώσαντος πολιτικού πρόσφυγα και δεν είναι πολιτικός πρόσφυγας που κατοικεί στη Ελλάδα δεν δικαιούται να ζητήσει την απόδοση των δημευθέντων με τις διατάξεις του παραπάνω νόμου. Συγχρόνως όμως παραβίασε την διάταξη του άρθρου 17 του Συντάγματος καθόσον έπρεπε να θεωρήσει αντισυνταγματική τη διάταξη αυτήν ως αντικείμενη στη προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 17 του Συντάγματος καθώς και στις διατάξεις της από 4-11-1950 Διεθνούς Σύμβασης Ρώμης η οποία επικυρώθηκε από τη χώρα με το νόμο 2329/1953, είναι απορριπτέα ως αλυσιτελώς προβαλλόμενη, *αφού όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση αυτή περιέχει και επάλληλη σκέψη απόρριψης της αγωγής ως μη νόμιμης και η παραδοχή αυτή του Εφετείου στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν πλήττεται επιτυχώς με λόγο αναίρεσης. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει ο ηττηθείς αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ και 22. Ν. 3693/1957), όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14-12-2010 αίτηση του Α. Π. για αναίρεση της 78/2010 απόφασης του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 16 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δήμευση περιουσιών κατά το ψήφισμα Ν/1948. Λόγοι αναίρεσης: Από αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Δήμευση
Δήμευση .
0
Αριθμός 767/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Κ. του Α., και 2) Α. Κ. του Π., κατοίκων ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Καμπέρο. Της αναιρεσίβλητης: Γ. Τ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Λεωνίδα Αποσκίτη, χωρίς να καταθέσει προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/1/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 845/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 1577/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 19/7/2010 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 17/1/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά την έννοια του αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία που έχει ως συνέπεια την αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση γιατί όλως εσφαλμένως, αναιτιολογήτως και παρά το νόμο δέχθηκε ότι: "... Ειδικότερα, ως προς την ιατρική βεβαίωση του Ε. Τ., αφενός αυτή στερείται βεβαίας χρονολογίας, ώστε να μην μπορεί να διακριβωθεί ο χρόνος σύνταξής της, αλλ' επιπλέον αναφέρεται σε ραγδαία επιδείνωση της νοητικής της κατάστασης ήδη από το 1997, γεγονός που αφήνει έκδετη και την από 09.11.1998 διαθήκη της διαθέτιδας, αφού κατά τη βεβαίωση αυτή η Ι. Π. είχε ήδη ουσιωδώς μειωμένη πνευματική λειτουργία, ώστε να είναι από τότε ανίκανη να συντάξει διαθήκη, πράγμα που βεβαίως δεν ισχυρίζονται οι ενάγοντες ..." για να καταλήξει στο έωλο συμπέρασμα: "... Κατ' ακολουθία των ανωτέρω κρίνεται ότι οι ενάγοντες δεν ανταποκρίθηκαν στο υποκειμενικό βάρος που αυτοί έφεραν της απόδειξης του αγωγικού ισχυρισμού τους ότι η διαθέτις ήταν ανίκανη προς σύνταξη διαθήκης στις 06.07.2004, όπως υποχρεούνται από τη διάταξη του αρθρ. 338 παρ. 1 ΚΠολΔ, έτσι ώστε να σχηματιστεί στο Δικαστήριο πλήρη δικανική πεποίθηση για την αλήθεια του ισχυρισμού τους αυτού ...". Συνεπώς πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και έτσι: α. Η πληττόμενη απόφαση δεχόμενη ότι: "... η ιατρική βεβαίωση του Ε. Τ. αφ' ενός αύτη στερείται βεβαίας χρονολογίας ώστε να μην μπορεί να διακριβωθεί ο χρόνος σύνταξής της ..." στερείται αιτιολογίας, διότι δεν αναφέρει τι το Δικαστήριο συνήγαγε εκ του γεγονότος ότι το ως άνω έγγραφο στερείται βεβαίας χρονολογίας, ποίες είναι οι έννομες συνέπειες και εάν ανατρέπεται δια της φερόμενης αυτής ελλείψεως το περιεχόμενο του εγγράφου. Ούτε αναφέρεται ότι η αποδεικτική αξία του εγγράφου απομειούται ή μηδενίζεται εκ της ελλείψεως βεβαίας χρονολογίας και υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ. β. Περαιτέρω το Εφετείο έσφαλε διότι παρείδε παρά τον νόμο ότι η ιατρική αυτή βεβαίωση τυγχάνει ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο πληροί όλες τις προϋποθέσεις των άρθρων 432, 443, 445 Κ.Πολ.Δικ. "Για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη" (443 Κ.Πολ.Δικ.). "Έγγραφα ιδιωτικά συνταγμένα σύμφωνα με τον νόμιμο τύπο, εφόσον η γνησιότητά τους αναγνωρίστηκε ή αποδείχθηκε αποτελούν πλήρη απόδειξη, ότι η δήλωση που περιέχουν προέρχεται από τον εκδότη του εγγράφου ..." (449 ΚΠολ.Δικ.) και κατά συνέπεια η προσκομισθείσα και επικληθείσα ιατρική βεβαίωση, εφόσον υπεγράφη από τον θεράποντα ιατρό όστις έθεσε και την σφραγίδα του κάτωθεν του περιεχομένου και της ημερομηνίας, έχει πλήρη αποδεικτική δύναμη, εφόσον ουδέποτε αύτη προσεβλήθη από οιονδήποτε ως πλαστή και έτσι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. γ. Περαιτέρω η πληττόμενη απόφαση αποπειρώμενη να ανατρέψει και το περιεχόμενο της ανωτέρω ιατρικής βεβαιώσεως παρανόμως, εσφαλμένως και αναιτιολογήτως ότι: "... επιπλέον αναφέρεται σε ραγδαία επιδείνωση της νοητικής της κατάστασης ήδη από το 1997, γεγονός που αφήνει έκθετη και την από 9.11.1998 διαθήκη της διαθέτιδας, αφού κατά τη βεβαίωση αυτή η Ι. Π. είχε ήδη ουσιωδώς μειωμένη πνευματική λειτουργία, ώστε να είναι από τότε ανίκανη να συντάξει διαθήκη, πράγμα που βεβαίως δεν ισχυρίζονται οι ενάγοντες ...". Πλην όμως και η σκέψη αυτή τυγχάνει τουλάχιστον αυθαίρετη και εσφαλμένη διότι παραβλέπεται και αποσιωπάται ότι προ της φράσεως "ραγδαίως επιδεινούμενη" ο ιατρός αναγράφει "παρουσιάζει από 3τίας βαθμιαία ραγδαίως επιδεινούμενη ...". Κατά συνέπεια η σκέψη της πληττόμενης σύμφωνα με την οποία εφόσον από τριετίας, προ του χρόνου σύνταξης (δηλ. 1997 - χρόνος σύνταξης 2000) είχε ραγδαία επιδείνωση η νοητική κατάσταση της διαθέτιδος, η από 9.11.1998 αρχική διαθήκη τίθεται εν αμφιβάλω, τυγχάνει εσφαλμένη, διότι ο ιατρός αναφέρεται σε βαθμιαία, ραγδαία επιδεινούμενη διαταραχή, χωρίς όμως να προκύπτει στο πλαίσιο του ιδίου εγγράφου, ότι το 1998 η διαθέτις ήταν ανίκανη προς σύνταξη διαθήκης, ως εσφαλμένως εικάζει η προσβαλλομένη επί τω τέλει όπως θεωρήσει την ιατρική βεβαίωση άνευ αποδεικτικής δυνάμεως και έτσι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 και 20 Κ.Πολ.Δ, και δ. Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο έσφαλε και διότι προσπάθησε να αμφισβητήσει την αποδεικτική ισχύ της ιατρικής βεβαίωσης δι' επάλληλων σκέψεων, και δη ότι εάν η ιατρική βεβαίωση τυγχάνει αληθής και ισχυρά τότε και η προγενέστερη της προσβληθείσας διαθήκη τυγχάνει δήθεν άκυρη λόγω της φερομένης άνοιας της διαθέτιδος, δηλαδή η προσβαλλομένη αυθαιρέτως απαντά σε μη προβληθέντα ισχυρισμό και έτσι υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8α Κ.Πολ.Δ. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο και τρίτο μέρος, που περιέχει αιτιάσεις από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού με αυτές πλήττεται η εκτίμηση πραγματικών γεγονότων από το Δικαστήριο της ουσίας, που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), ενώ κατά το δεύτερο μέρος, που αποδίδεται η από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αιτίαση, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού η ως άνω ιατρική γνωμάτευση υπάγεται στην ειδική ρύθμιση του άρθρου 390 Κ.Πολ.Δ. και εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, η δε αιτίαση που περιέχεται στο τρίτο μέρος από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη γιατί το Εφετείο σωστά ανέγνωσε το έγγραφο αυτό και εκτιμώντας το περιεχόμενό του κατέληξε σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρούν ορθό οι αναιρεσείοντες, και τέλος η αιτίαση που περιέχεται στο τέταρτο μέρος του εξεταζόμενου λόγου αναίρεσης από τον αριθ. 8α του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη αφού η αιτίαση αυτή δεν αναφέρεται σε "πράγματα" κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ., αλλά σε επιχείρημα του δικαστηρίου. Επειδή, ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης, για παραμόρφωση εγγράφου, συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 Κ.Πολ.Δ., έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση, η οποία δεν συντρέχει, όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί, στην τελευταία αυτή περίπτωση, δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των α) από 6-5-2004 εξιτηρίου του νοσηλευτηρίου "Ευρωθεραπεία Αθηναίου Α. Ε." και β) των από 9-12-2005 και 1-4-2006 εξιτηρίων του νοσηλευτηρίου "Κυανούς Σταυρός Α.Ε.", με το να δεχθεί ως προς το πρώτο ότι δεν υφίσταται διάγνωση για ανοϊκή συνδρομή - γεροντική άνοια ενώ ως προς τα υπόλοιπα ότι είναι σημαντικά μεταγενέστερα ως προς το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης και δεν κρίνονται πειστικά σε σχέση με το αποδεικτικό γεγονός. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος γιατί με αυτόν δεν αποδίδεται σφάλμα διαγνωστικό κατά την ανάγνωση των παραπάνω εγγράφων, αλλά σφάλμα ως προς την εκτίμηση του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων, η οποία δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο. Επειδή, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για τις από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ, πλημμέλειες, που ανάγονται στην αξιολόγηση και αξιοπιστία των καταθέσεων των μαρτύρων των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού πλημμέλειες αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών δεν ιδρύουν τους παραπάνω λόγους από τους αριθ. 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 340 Κ.Πολ.Δ, συνάγεται ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων και η εκτίμηση των όσων καταθέτουν ανήκει στην κυριαρχική και ανέλεγκτη εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας το οποίο εκτιμώντας τις αποδείξεις, μπορεί να αποδώσει στις καταθέσεις των μαρτύρων του αναιρεσιβλήτου μεγαλύτερη βαρύτητα και αξιοπιστία από τις καταθέσεις των μαρτύρων του αναιρεσείοντος. Επομένως ο τέταρτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, διότι στηρίχθηκε στην κατάθεση του μάρτυρα της αναιρεσιβλήτου και δεν αναφέρθηκε καν χωρίς να τις απορρίπτει τις καταθέσεις των μαρτύρων των αναιρεσειόντων που ήσαν περισσότερο αξιόπιστοι είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει οι ηττηθέντες αναιρεσείοντες να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19-7-2010 αίτηση των Π. Κ. κλπ για αναίρεση της 1577/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης λόγω διανοητικής διαταραχής. Λόγοι αναίρεσης από 19, 20, 8 και 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Χρησικτησία
Διαθήκη, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 742/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ι. Δ. του Φ. και 2) Ζ. Δ., χήρας Φ., το γένος Ν. Β., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Πολυχρόνη Περιβολάρη. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία: "S & B Βιομηχανικά Ορυκτά Α.Ε.", πρώην "Ανώνυμος Εταιρεία Εκμεταλλεύσεως Αργυρομεταλλευμάτων και Βαρυτίνης" και έδρα την ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Παπαδημητρίου, χωρίς να καταθέσει προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/7/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 134/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 119/2011 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29/9/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 15/1/2013 έκθεσή της, με την οποία πρότεινε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 περ.β' ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί οι οποίοι θεμελιώνουν, καταλύουν ή παρακωλύουν το δικαίωμα που αξιώνεται με την αγωγή, την ανταγωγή, την ένσταση ή την αντένσταση. Επομένως πράγματα κατά την έννοια αυτή αποτελούν και οι διάφορες βάσεις της αγωγής. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.9 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα απ' όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής που δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα της δίκης. Τέτοια αίτηση είναι ιδίως η της αγωγής, της ανταγωγής, της κυρίας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, της ανακοπής, της τριτανακοπής και κάθε ενδίκου μέσου. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους. Κατά τη διάταξη του άρθρου 535 παρ.1 ΚΠολΔ, αν ο λόγος της έφεσης κριθεί βάσιμος η απόφαση που προσβάλλεται, εξαφανίζεται και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει αποφανθεί για την ουσία της υπόθεσης, κρατεί αυτό την υπόθεση και την δικάζει κατ' ουσίαν σε αντίθετη περίπτωση, μπορεί να την αναπέμψει στο δικαστήριο που έχει εκδώσει την προσβαλλομένη απόφαση ή σε άλλο ομοιόβαθμο δικαστήριο της περιφέρειάς του ή να την κρατήσει και να την δικάσει κατ' ουσίαν, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 536 ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη απόφαση για τον εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση. Οι διατάξεις της παρ.1 δεν εφαρμόζονται, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης δικάζει κατ' ουσίαν την υπόθεση. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι ναι μεν το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά παραδοχή κάποιου λόγου έφεσης και τη διακράτηση απ' αυτό της υπόθεσης για περαιτέρω εκδίκαση, δεν δεσμεύεται πλέον από την αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης του εκκαλούντος, η εξουσία του όμως αυτή να εξετάσει τα θέματα που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, τελεί υπό τον περιορισμό του άρθρου 522 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, όταν η αγωγή αποτελείται από περισσότερα κεφάλαια και απορριφθεί ως προς ένα μόνο, γίνει δε δεκτή ως προς τα λοιπά, η έφεση του εναγομένου για τα κεφάλαια που έγιναν δεκτά, μεταβιβάζει την υπόθεση στο Εφετείο μόνον για τα κεφάλαια αυτά και όχι για το κεφάλαιο που έχει απορριφθεί για το οποίο άλλωστε δεν έχει έννομο συμφέρον να παραπονεθεί. Επομένως, αν ο ενάγων επιθυμεί την ανατροπή της πρωτοβάθμιας απόφασης και ως προς το κεφάλαιο αυτό ως προς το οποίο νικήθηκε, πρέπει να ασκήσει ο ίδιος έφεση ή υπό ορισμένους όρους αντέφεση, διότι διαφορετικά το κεφάλαιο αυτό δεν μεταβιβάζεται στο Εφετείο και το τελευταίο δεν μπορεί, ενόψει της παραπάνω διατάξεως να το εξετάσει ούτε μετά την εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου κατά παραδοχή κάποιου λόγου έφεσης του εναγομένου για κεφάλαια της αγωγής που έγιναν δεκτά (ΑΠ 526/1995, ΑΠ 192/1998). Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ), προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι αναιρεσείοντες με την από 27-7-2006 αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου ζήτησαν, μεταξύ άλλων, να παύσει η αναιρεσίβλητη και να παραλείπει στο μέλλον να διαταράσσει την εξ αδιαιρέτου συγκυριότητά τους επί δύο εδαφικών τμημάτων ακινήτων της συνιδιοκτησίας τους με την επί του δευτέρου τούτων υπάρχουσα οικία καθώς και την αποκλειστική συγκυριότητά τους επί οικοπέδου με την επ' αυτού οικία κειμένων στη θέση ... της νήσου Μήλου Κυκλάδων, τις οποίες προσβάλλει διότι: α) από τα τέλη του έτους 1986 μέχρι την άσκηση της αγωγής αυτή χρησιμοποιεί, παράνομα και αυθαίρετα τμήματα των ανωτέρω ακινήτων για την εκτέλεση εργασιών εναπόθεσης και επεξεργασίας του λατομικού ορυκτού μπετονίτη και συγκεκριμένα έχει διανοίξει δρόμο μεγάλου πλάτους, έχει τοποθετήσει κολώνες φωτισμού και έχει εγκαταστήσει υπόγειο καλώδιο ρεύματος υψηλής τάσης και σωλήνες πετρελαίου "μαζούτ" προς εξυπηρέτηση των ομόρων βιομηχανικών εγκαταστάσεών της και β) εκμεταλλευόμενη η αναιρεσίβλητη την υψομετρική διαφορά μεταξύ των ακινήτων συγκυριότητας των εναγόντων και του ομόρου ακινήτου ιδιοκτησίας της εναγομένης το οποίο ευρίσκεται σε χαμηλότερο από τα πρώτα επίπεδο, χρησιμοποιεί τον παραπάνω δρόμο για να μπορούν τα φορτηγά της να προσεγγίζουν τις εγκαταστάσεις του ξηρανταρίου μπετονίτη που αυτή εκεί διατηρεί για τις ανάγκες της επιχειρήσεώς της και να εκφορτώνουν τα επεξεργασμένα ορυκτά που μεταφέρουν με τη μέθοδο του τουμπαρίσματος από τα υψηλότερα ακίνητα της συγκυριότητάς της στο χαμηλότερο ακίνητο της εναγομένης. Στη συνέχεια η τελευταία εναποθέτει τα επεξεργασμένα ορυκτά σε μεγάλους σωρούς στο ακίνητό της και μετέπειτα προωθεί αυτά προς τον παρακείμενο ταινιόδρομο μεταφοράς ορυκτών, κατά την εκτέλεση δε των παραπάνω εργασιών από την εναγομένη, σηκώνονται τεράστιοι όγκοι σκόνης ορυκτών τους οποίους παρασέρνει ο αέρας και οι οποίοι επικάθηνται σε μεγάλες ποσότητες σε ολόκληρη την γύρω περιοχή συμπεριλαμβανομένων και των ως άνω ακινήτων της συγκυριότητάς των με αποτέλεσμα οι μεν επ' αυτών δύο οικίες να έχουν καταστεί παντελώς ακατάλληλες για οίκηση, τα δε λοιπά ακίνητά τους να έχουν καταστεί ακατάλληλα για εκμετάλλευση. Επίσης ζήτησαν αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν από την αποστέρηση χρήσεως της οικίας τους. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ' αριθ. 134/2009 απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και μεταξύ άλλων υποχρέωσε την εναγομένη να παύσει τις εκπομπές σκόνης μπετονίτη (ή άλλου ορυκτού) που προκαλούνται από τα οχήματά της και τη λειτουργία των εγκαταστάσεων ξηραντηρίου μπετονίτη που υπάρχουν εγγύς των ακινήτων των εναγόντων, απορρίψαν σιωπηρώς τους δύο άλλους τρόπους προσβολής της συγκυριότητας των εναγόντων από τις εκπομπές σκόνης από τις εργασίες της επιχείρησης της εναγομένης με την αναμόχλευση από τον άνεμο των τεραστίων σωρών του ξηρού μπετονίτη από τα σημεία που η αναιρεσίβλητη τους έχει εναποθέσει και με την προώθηση αυτών των σωρών προς τον παρακείμενο ταινιόδρομο μεταφοράς ορυκτών. Επίσης υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στους ενάγοντες στον πρώτο 20.325 ευρώ και στη δεύτερη 6.775 ευρώ ως αποζημίωση για τη στέρηση χρήσης της οικίας τους. Κατά της αποφάσεως αυτής, η εναγομένη-αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία άσκησε ενώπιον του Εφετείου Αιγαίου έφεση με την οποία, παραπονούμενη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τα κεφάλαια της αγωγής που έγιναν δεκτά με αυτή, ζήτησε να εξαφανισθεί η απόφαση αυτή και να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή. Το Εφετείο Αιγαίου, με την προσβαλλομένη απόφασή του δέχθηκε ότι στο διατακτικό της πρωτοβάθμιας απόφασης εσφαλμένα εμπεριέχεται διάταξη που υποχρεώνει την εναγομένη να παύσει τις εκπομπές σκόνης μπετονίτη ή άλλου ορυκτού που προκαλούνται από τη λειτουργία των εγκαταστάσεων ξηραντηρίου μπετονίτη που υπάρχουν εγγύς των ακινήτων των εναγόντων διότι δεν υπήρχε τέτοιο αίτημα στην αγωγή, κάνοντας δεκτό σχετικό λόγο εφέσεως. Επίσης δέχθηκε ότι η αποζημίωση που δικαιούνται οι ενάγοντες για τη στέρηση της χρήσης της οικίας τους ανέρχεται για μεν τον πρώτο σε 15.270 ευρώ, για δε τη δεύτερη τούτων σε 5.090 ευρώ. Στη συνέχεια εξαφανίζοντας για την ενότητα της εκτελέσεως στο σύνολό της την πρωτοβάθμια απόφαση, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και μεταξύ των άλλων, υποχρέωσε την εναγομένη να παύσει τις εκπομπές σκόνης μπετονίτη (ή άλλου ορυκτού) που προκαλούνται από τα οχήματά της με τις ρίψεις των μεταφερομένων με αυτά ορυκτών από ύψος στο ευρισκόμενο σε χαμηλότερο επίπεδο από αυτό των εδαφικών τμημάτων των ακινήτων των εναγόντων ακίνητο της εναγομένης, όπως είχε διαταχθεί και με την πρωτοβάθμια απόφαση και υποχρέωσε την ίδια να καταβάλει στους ενάγοντες τα παραπάνω ποσά για αποζημίωσή τους από τη στέρηση της χρήσης της οικίας τους. Οι ενάγοντες δεν άσκησαν έφεση ή αντέφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης παραπονούμενοι για την απόρριψη της αγωγής τους ως προς τις άλλες βάσεις προσβολής της συγκυριότητάς τους με τους τρόπους εκπομπής σκόνης με την αναμόχλευση από τον άνεμο των τεραστίων σωρών του ξηρού μπετονίτη από τα σημεία που η αναιρεσίβλητη εναποθέτει και με την προώθηση αυτών των σωρών προς τον παρακείμενο ταινιόδρομο μεταφοράς ορυκτών της αναιρεσίβλητης και συνεπώς δεν μεταβιβάστηκε στο Εφετείο το κεφάλαιο τούτο της πρωτοβάθμιας απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 522 ΚΠολΔ. Συνεπώς, το Εφετείο το οποίο δεν έλαβε υπόψη τους άλλους ως άνω δύο (2) τρόπους προσβολής της συγκυριότητας των αναιρεσειόντων επί των ως άνω ακινήτων από τις εκπομπές σκόνης από τις εργασίες της επιχείρησης της αναιρεσίβλητης, δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες των διατάξεων του άρθρου 559 αρ.8β' και 559 αρ.9 ΚΠολΔ της μη λήψης υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν και της αφέσεως αιτήσεως αδίκαστης, αντίστοιχα και συνεπώς είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της αναίρεσης με τους οποίους οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.10 ΚΠολΔ όπως ήδη ισχύει από 1-1-2002 (άρθρο 15 ν. 2943/2001), αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς που τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομιστεί καμία απόδειξη γι' αυτό ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη για τα εν λόγω πράγματα. Επομένως ο τρίτος λόγος της αναίρεσης με τον οποίον προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια γιατί το Εφετείο δέχθηκε χωρίς απόδειξη ότι με έναν μόνον τρόπο εκπομπής της σκόνης από τα επεξεργασμένα ορυκτά της αναιρεσίβλητης προσβάλλεται η συγκυριότητά τους στα ανωτέρω ακίνητα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο σχημάτισε την αποδεικτική του κρίση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως ως προς τα κεφάλαια που εξεκλήθη η πρωτοβάθμια απόφαση, από το μνημονευόμενα στην απόφασή του αποδεικτικά μέσα και δη από τις καταθέσεις των μαρτύρων και από τα έγγραφα που προσκόμισαν οι διάδικοι. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 περ.γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής για την ίδρυση του λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τον αν πράγματι λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν από τους διαδίκους με επίκληση τα οποία έχει το δικαστήριο υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 333, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ. Εξάλλου, δεν θεμελιώνει λόγους αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να μνημονεύσει στην απόφασή του ποια αποδεικτικά μέσα χρησιμοποιήθηκαν για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη ή να καθορίσει τη βαρύτητα που αποδόθηκε στο καθένα απ' αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης, προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11γ' ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα κατωτέρω έγγραφα τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν ενώπιον του Εφετείου με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση και συγκεκριμένα δεν έλαβε υπόψη είκοσι τρεις (23) φωτογραφίες απόσπασμα από οικονομοτεχνική μελέτη προς απόδειξη του ισχυρισμού της προσβολής της συγκυριότητάς του από παράνομες πράξεις της αναιρεσίβλητης ως και σχέδιο μίσθωσης της επίδικης κατοικίας τους για την απόδειξη του ισχυρισμού της περί του ύψους της αποζημίωσης που δικαιούνται οι αναιρεσείοντες από τη στέρηση χρήσης της οικίας τους. Από την υπάρχουσα στην προσβαλλομένη απόφαση ρητή διαβεβαίωση κατά την οποία το δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι αλλά εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και τα παραπάνω έγγραφα και φωτογραφίες. Επομένως ο λόγος αυτός αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης κατά την έννοια της διάταξης αυτής, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφής και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή ο λόγος αυτός όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάσθηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αφορά πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις ούτε όταν υπάρχει αντίφαση μεταξύ αιτιολογιών και διατακτικού (ΑΠ 403/1995). Ως ζητήματα τέλος των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης το Εφετείο, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες είναι συγκύριοι τριών όμορων ακινήτων, τα οποία βρίσκονται στην θέση "..." της περιφέρειας του Δήμου Μήλου Κυκλάδων. Συγκεκριμένα είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 57/96 εξ αδιαιρέτου ο πρώτος και κατά ποσοστό 19/96 εξ αδιαιρέτου η δεύτερη σε ένα ακίνητο (βοσκότοπο), έκτασης 150 περίπου στρεμμάτων, το οποίο βρίσκεται στην τοποθεσία "..." της περιφέρειας του Δήμου Μήλου Κυκλάδων και συνορεύει γύρωθεν με ιδιοκτησία της εναγομένης, θάλασσα και με ιδιοκτησία κληρονόμων Ε. Δ., Π. Μ., Π. Μ. και Ε. Μ.. Επίσης είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 129/192 εξ αδιαιρέτου ο πρώτος και κατά ποσοστό 43/192 εξ αδιαιρέτου η δεύτερη, α) ενός βοσκότοπου μετά μιας παλαιωμένης αγροικίας εμβαδού 20 τ.μ. περίπου συνεχόμενης αυλής και αποθήκης, στην ίδια περιοχή των "...", το οποίο συνορεύει περιμετρικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Ε. χήρας Ι. Δ. και με ιδιοκτησία της εναγομένης και β) ενός χέρσου αγρού μετά μιας παλαιάς ερειπωμένης αγροικίας με αυλή και δύο στάβλους, το οποίο συνορεύει περιμετρικά με τον αμέσως προαναφερόμενο βοσκότοπο με αγροικία και με ιδιοκτησία της εναγομένης, συνολικής έκτασης των δύο συνεχόμενων αυτών ακινήτων (μετά ακριβέστερη καταμέτρηση) δύο περίπου στρεμμάτων. Τέλος είναι αποκλειστικοί συγκύριοι κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου ο πρώτος και 1/4 εξ αδιαιρέτου η δεύτερη σε μια ισόγεια οικία έκτασης 131,80 τ.μ. με αυλή και με ισόγειο γκαράζ, επιφανείας 18,95 τ.μ. μετά του οικοπέδου της εμβαδού 1627,20 τ.μ. κείμενης στην ίδια ως άνω θέση "...". Όλα τα παραπάνω ακίνητα περιήλθαν κατά τα ανωτέρω εξ αδιαιρέτου ποσοστά σε καθένα από τους ενάγοντες λόγω κληρονομικής διαδοχής και συγκεκριμένα από κληρονομιά του αποβιώσαντος στις 2-2-1991 πατέρα του πρώτου και συζύγου της δεύτερης των εναγόντων Φ. Δ. δυνάμει της .../10-7-1998 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών Φωτεινής Κουλούκη, που μεταγράφηκε νόμιμα. Τόσον η συγκυριότητα του δικαιοπαρόχου των εναγόντων όσον και η συγκυριότητα των τελευταίων στα ανωτέρω ακίνητα δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι συγκύριοι στα τρία πρώτα από τα ανωτέρω ακίνητα, (όπως επίσης δεν αμφισβητείται από την εναγομένη), είναι και οι μη διάδικοι, 1) Ι. Ε. Δ. κατά ποσοστό 4/96 εξ αδιαιρέτου στο πρώτο και 4/192 εξ αδιαιρέτου στο δεύτερο ακίνητο, 2) Ι. Σ. Δ. κατά ποσοστό 4/96 εξ αδιαιρέτου στο πρώτο ακίνητο και 4/192 εξ αδιαιρέτου στο δεύτερο, 3) Μ. Π. Δ. κατά ποσοστό 2/96 εξ αδιαιρέτου στο πρώτο και 2/192 εξ αδιαιρέτου στο δεύτερο, 4) Μ. Π. Δ. κατά ποσοστό 2/96 εξ αδιαιρέτου στο πρώτο και 2/192 εξ αδιαιρέτου στο δεύτερο, 5) Ι. Β. Δ. κατά ποσοστό 2/96 εξ αδιαιρέτου στο πρώτο και 2/192 εξ αδιαιρέτου στο δεύτερο, 6) Ν. Β. Δ. κατά ποσοστό 2/96 εξ αδιαιρέτου στο πρώτο και 2/192 εξ αδιαίρετου στο δεύτερο, 7) Κ. Σ. Δ. κατά ποσοστό 2/96 εξ αδιαιρέτου στο πρώτο και 2/192 εξ αδιαιρέτου στο δεύτερο και 8) Ι.-Ν. Σ. Δ. κατά ποσοστό 2/96 εξ αδιαιρέτου στο πρώτο και 2/192 εξ αδιαιρέτου στο δεύτερο. Στην ίδια περιοχή, όπου βρίσκονται τα παραπάνω ακίνητα των εναγόντων, και σε όμορα με αυτά ακίνητα η εναγομένη εταιρεία διατηρεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 εγκαταστάσεις συλλογής και επεξεργασίας ορυκτών. Το έτος 1983 η εναγομένη δια των νομίμων εκπροσώπων της ζήτησε από τον δικαιοπάροχο των εναγόντων Φ. Δ. την άδεια να διανοίξει δρόμο διαμέσου των τριών πρώτων από τα παραπάνω ακίνητα προκειμένου να έχει πρόσβαση με τα φορτηγά της στις ως άνω εγκαταστάσεις της, χρήση για την οποία ρητά οι νόμιμοι εκπρόσωποί της είχαν διαβεβαιώσει τον δικαιοπάροχο των εναγόντων. Έτσι ο τελευταίος χορήγησε την άδεια και ή εναγομένη διάνοιξε μια εδαφική λωρίδα διαμέσου των ανωτέρω ακινήτων των εναγόντων για τη διέλευση των φορτηγών της. Συγκεκριμένα η εναγομένη χρησιμοποιούσε α) στο πρώτο ακίνητο ήτοι τον βοσκότοπο των 150 στρεμμάτων εδαφική λωρίδα συνολικού εμβαδού 1967 τ.μ., το οποίο περιλαμβάνει ένα πρώτο τμήμα έκτασης 1807 τ.μ., το οποίο αποτελεί το ανατολικό-νοτιοανατολικό τμήμα του μεγαλύτερου τμήματος έκτασης 2,48 στρεμμάτων που φαίνεται στο προσκομιζόμενο από τους ενάγοντες τοπογραφικό διάγραμμα (σχ. 87) με τα περιμετρικά στοιχεία Α-Β-Γ-Α και το οποίο συνορεύει (σύμφωνα με το διάγραμμα αυτό) βορειοδυτικά επί πλευράς Α-Β μήκους 10 μέτρων με ιδιοκτησία Π. Μ. και ήδη της εναγομένης, βόρεια-βορειοανατολικά επί τεθλασμένης πλευράς Β-Γ μήκους 273 μέτρων με την υπόλοιπη έκταση του πρώτου από τα παραπάνω ακίνητα των εναγόντων καθώς και με έτερη συνιδιοκτησία των εναγόντων, και νότια-νοτιοδυτικά επί τεθλασμένης πλευράς Γ-Α μήκους 273,50 μέτρων με ιδιοκτησία της εναγομένης, καθώς και ένα δεύτερο τμήμα έκτασης 160 τ.μ. το οποίο εμφαίνεται στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα περιμετρικά στοιχεία Δ-Ε-Θ-Ι-Δ και συνορεύει βορειοδυτικά επί πλευράς Δ-Ε μήκους 11,80 μέτρων με το δεύτερο από τα παραπάνω ακίνητα των εναγόντων νοτιοδυτικά επί πλευράς Ε-Θ μήκους 13 μέτρων με ιδιοκτησία της εναγομένης, νοτιοανατολικά επί πλευράς Θ-Ι μήκους 11 μέτρων με ιδιοκτησία της εναγομένης και βορειοανατολικά επί πλευράς Ι-Δ μήκους 12,50 μέτρων με την υπόλοιπη έκταση του πρώτου από τα παραπάνω ακίνητα των εναγόντων. β) Εδαφική λωρίδα συνολικής έκτασης 1520 τ.μ. επί των δεύτερου και τρίτου ακινήτων των εναγόντων, το οποίο εμφαίνεται στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα με τα περιμετρικά στοιχεία Δ-Ε-Ζ-Η-Δ και συνορεύει νοτιοανατολικά επί πλευράς Δ-Ε μήκους 11,80 μέτρων με το πρώτο από τα παραπάνω ακίνητα των εναγόντων, νότια-νοτιοδυτικά επί τεθλασμένης πλευράς Ε-Ζ μήκους 9 μέτρων με ιδιοκτησία της εναγομένης, βορειοδυτικά επί πλευράς Ζ-Η μήκους 43,50 μέτρων με ιδιοκτησία της εναγομένης και βορειοανατολικά επί πλευράς Η-Δ μήκους 72 μέτρων με την υπόλοιπη έκταση του δεύτερου και τρίτου ακινήτου των εναγόντων. Επί της εδαφικής αυτής λωρίδας που χρησιμοποιεί η εναγομένη διάνοιξε δρόμο, τοποθέτησε κολώνες φωτισμού κι εγκατέστησε υπόγειο καλώδιο υψηλής τάσης και σωλήνες πετρελαίου που εξυπηρετούν τις εγκαταστάσεις της. Η εναγομένη το έτος 1986 άρχισε να λειτουργεί για πρώτη φορά στο χώρο των ως άνω εγκαταστάσεων της ξηραντήριο μπετονίτη. Έκτοτε η εναγομένη άρχισε να χρησιμοποιεί την παραπάνω δίοδο όχι μόνο για τη διέλευση των φορτηγών της, αλλά και προκειμένου να πραγματοποιούνται με αυτά (φορτηγά) ρίψεις από μεγάλο ύψος των επεξεργασμένων ορυκτών που μετέφεραν στο όμορο κτήμα ιδιοκτησίας της, όπου λειτουργούσε το ξηραντήριο μπετονίτη. Συγκεκριμένα οι προστηθέντες από την εναγομένη οδηγοί φορτηγών, εκμεταλλευόμενοι την υψομετρική διαφορά που υπήρχε σε διάφορα σημεία της επίδικης διόδου με την ευρισκόμενη σε χαμηλότερο επίπεδο ιδιοκτησία της εναγομένης, πραγματοποιούσαν με τα φορτηγά τους εκφόρτωση και ρίψη των μεταφερομένων επεξεργασμένων ορυκτών σε χώρο της χαμηλότερης αυτής ιδιοκτησίας της εναγομένης, όπου αυτά εναποτίθεντο σε μεγάλους σωρούς και στη συνέχεια προωθούνταν σε παρακείμενο ταινιόδρομο μεταφοράς ορυκτών. Κατά την εκτέλεση των εργασιών αυτών εκπέμπονταν τεράστιοι όγκοι σκόνης ορυκτών, τους οποίους παρέσερνε ο αέρας, είτε από το σημείο όπου εναποτίθεντο, είτε κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους στον ταινιόδρομο, αλλά κυρίως κατά την εκφόρτωση και τη ρίψη από μεγάλο ύψος από τα φορτηγά της εναγομένης, η οποία (σκόνη) επικάλυπτε την οικία των εναγόντων που βρίσκεται επί του τέταρτου ακινήτου αυτών, δημιουργώντας τα αναφερόμενα κατωτέρω προβλήματα σ' αυτούς. Συνεπεία της δημιουργηθείσας δυσμενούς αυτής κατάστασης ο δικαιοπάροχος των εναγόντων το ίδιο έτος (1986) διαμαρτυρήθηκε στην εναγομένη θέτοντας ζήτημα ανάκλησης της συναίνεσής του για τη χρήση από αυτήν των προαναφερομένων τμημάτων των ακινήτων του. Λόγω όμως των συνεχών υποσχέσεων των αρμοδίων οργάνων της εναγομένης για εξωδικαστική επίλυση του ζητήματος, της επιβάρυνσης της υγείας του δικαιοπαρόχου των εναγόντων και του μετέπειτα θανάτου του το έτος 1991 και της μετοίκησης των εναγόντων το ίδιο έτος στην Αθήνα λόγω των υποχρεώσεων φοίτησης του πρώτου ενάγοντος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, δεν επήλθε διευθέτηση του προβλήματος και η οριστική επίλυση του ανεστάλη προσωρινά. Ωστόσο στις 6-8-1997 και 1-9-2000 οι ενάγοντες ανακίνησαν το ζήτημα της χρήσης εκ μέρους της εναγομένης των παραπάνω Εδαφικών λωρίδων των ακινήτων τους και απέστειλαν εξώδικες δηλώσεις στην εναγομένη (βλ. τις υπ' αριθ. 1685Γ/20-8-1997 και 7823Β/8-9-2000 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών Αθηνών ... και Πειραιά ... αντίστοιχα), ζητώντας από αυτήν τη διευθέτηση του ζητήματος, χωρίς όμως ανταπόκριση εκ μέρους της τελευταίας, η οποία συνέχισε να κάνει χρήση με τον ίδιο ως άνω τρόπο των προαναφερόμενων τμημάτων των ακινήτων των εναγόντων παρά τη θέληση αυτών. Η συνέχιση της αυθαίρετης αυτής χρήσης των εδαφικών λωρίδων (διόδου) από την εναγομένη εντός της ιδιοκτησίας των εναγόντων συνιστά διατάραξη της συγκυριότητας τους επ' αυτών κατά τα προαναφερόμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά τους. Για το λόγο αυτό το έτος 2003 οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 5-8-2003 αγωγή τους κατά της εναγομένης με την οποία ζητούσαν να αρθούν και να παραλειφθούν στο μέλλον οι προσβολές της συγκυριότητας τους στα πιο πάνω ακίνητα και να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει αποζημίωση χρήσης συνολικού ποσού 12.379,90 ευρώ στον πρώτο και 4.126,63 ευρώ στη δεύτερη για τη χρήση από αυτήν από 1-1-1987 έως 31-12-2003 των αναφερομένων πιο πάνω εδαφικών λωρίδων από τα τρία πρώτα πιο πάνω ακίνητα τους. Στη συνέχεια, αφού η εναγομένη κατέβαλε στους ενάγοντες τα ποσά τα οποία ζητούσαν με την ως άνω αγωγή, συντάχθηκε το από 7-6-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των διαδίκων, με το οποίο συμφωνήθηκε ότι οι ενάγοντες θα παραιτούνταν από το δικόγραφο της αγωγής και ότι επί ένα έτος από την ημερομηνία εκείνη δεν θα ασκούσαν εναντίον της εναγομένης νέα αγωγή με αντίστοιχες αξιώσεις για τη χρήση εκ μέρους της των παραπάνω εδαφικών τμημάτων, ώστε να διευθετηθούν μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα όλες οι υφιστάμενες μεταξύ τους διαφορές. Ωστόσο, μολονότι οι ενάγοντες τήρησαν τη συμφωνία αυτή, η εναγομένη δεν έλαβε καμία πρωτοβουλία για την εξεύρεση λύσης, όπως είχε συμφωνηθεί. Αντίθετα συνεχίζει να κάνει αυθαίρετα χρήση της ως άνω επίδικης εδαφικής λωρίδας με τον ίδιο τρόπο που περιγράφηκε παραπάνω και παρά την αντίρρηση των εναγόντων προς τούτο, διαταράσσοντας έτσι τη συγκυριότητα των εναγόντων επί των ως άνω (τεσσάρων) ακινήτων τους κατά τα προαναφερόμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά τους. Η κρίση του Δικαστηρίου ως προς την προσβολή της συγκυριότητας των εναγόντων από την εναγομένη με τον προαναφερόμενο τρόπο στηρίζεται κυρίως στην κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης, ο οποίος έχοντας ιδία και άμεση γνώση όσων κατέθεσε, επιβεβαίωσε με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο τη χρήση των εδαφικών τμημάτων των ακινήτων των εναγόντων από την εναγομένη τόσο για τη διέλευση των φορτηγών όσο και για την εκφόρτωση των μεταφερομένων υλικών, την αντίρρηση προς τούτο των εναγόντων αλλά και του δικαιοπαρόχου τους, όπως και την επιβάρυνση της κατοικίας των εναγόντων με σκόνη μπετονίτη, την οποία είχε διαπιστώσει και ο ίδιος κατά τις επανειλημμένες επισκέψεις του σ' αυτήν. Εξάλλου τη χρήση των ως άνω εδαφικών τμημάτων με τον τρόπο που περιγράφηκε συνομολογεί και η εναγομένη, η οποία αμφισβητεί μόνο το εμβαδόν της διόδου που διέρχεται από το δεύτερο και τρίτο ακίνητα, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει ποιο είναι το ακριβές εμβαδόν αυτής. Η αμφισβήτησή της αυτή στηρίζεται στο γεγονός ότι στο δικόγραφο της αγωγής αναγράφεται ως εμβαδόν των δύο ακινήτων περίπου ένα στρέμμα, δηλαδή μικρότερο από αυτό που χρησιμοποιεί η εναγομένη (1520 τ.μ.), όπως όμως αναφέρθηκε παραπάνω, το ακριβές εμβαδόν των δύο ακινήτων, μετά νεώτερη καταμέτρηση, φθάνει τα δύο περίπου στρέμματα. Εξάλλου και η εναγομένη μετά την άσκηση της από 5-8-2003 αγωγής σε βάρος της έχει ήδη αποζημιώσει τους ενάγοντες για τη χρήση της επίδικης εδαφικής λωρίδας εμβαδού ίσου με αυτό που αναφέρεται παραπάνω δηλαδή 1807 τ.μ., 160 τ.μ. και 1520 τ.μ. αντίστοιχα. Η εναγομένη επίσης τόσο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο όσο και στην παρούσα δίκη προέβαλε την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων, διότι η χρήση της εδαφικής λωρίδας δια μέσου του ακινήτου τους έγινε με τη. συναίνεση του δικαιοπαρόχου των εναγόντων και στη συνέχεια των ιδίων, καθώς και ότι έχει ήδη ικανοποιήσει τις αξιώσεις των εναγόντων της προηγούμενης αγωγής και ότι οι ενάγοντες ασκούν την ένδικη αγωγή στα πλαίσια παρελκυστικής τακτικής για μη εξεύρεση συναινετικής λύσης. Υπό το άνω περιεχόμενο η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα, καθόσον, ως προς το πρώτο σκέλος της στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση, ότι υπήρχε συναίνεση του δικαιοπαρόχου των εναγόντων και των ιδίων για τη χρήση από αυτήν της επίδικης εδαφικής λωρίδας, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, η αρχικά δοθείσα από τον δικαιοπάροχο των εναγόντων συναίνεση ανεκλήθη μετά την χρησιμοποίηση από την εναγομένη της εδαφικής λωρίδας για τη ρίψη από ύψος των υλικών μπετονίτη. Ως προς το άλλο σκέλος, επίσης είναι απορριπτέα, καθόσον, το γεγονός ότι εξόφλησαν τα αιτούμενα με την προηγούμενη αγωγή ποσά, δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αγωγής εκ μέρους των εναγόντων, δεδομένου ότι με αυτή ασκούνται νέες αξιώσεις που δεν ικανοποιήθηκαν με την προηγούμενη αγωγή, ενώ δεν αποδείχθηκε από κανένα στοιχείο ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε με σκοπό τη μη εξεύρεση συναινετικής λύσης μεταξύ τους σχετικά με τη χρήση των επίδικων εδαφικών τμημάτων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια και έκανε δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσία την αναγνωριστική συγκυριότητας και αρνητική αγωγή, απορρίπτοντας την ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων, δεν έσφαλε και πρέπει συνεπώς να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της έφεσης (κατά το σχετικό σκέλος αυτού), πλην όμως στο διατακτικό της εκκαλουμένης εσφαλμένα εμπεριέχεται διάταξη που υποχρεώνει την εναγομένη να παύσει τις εκπομπές σκόνης μπετονίτη ή άλλου ορυκτού που προκαλούνται και από τη λειτουργία των εγκαταστάσεων (ξηραντηρίου μπετονίτη) που υπάρχουν εγγύς των ακινήτων των εναγόντων, παρότι δεν υπάρχει τέτοιο αίτημα στην αγωγή, γεγονός για το οποίο παραπονείται η εναγομένη με τον τρίτο λόγο της έφεσης. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος αυτός της έφεσης ως βάσιμος κατ' ουσία. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι από την ως άνω αυθαίρετη χρήση των τμημάτων των ακινήτων των εναγόντων και συγκεκριμένα από την εκφόρτωση και τη ρίψη από μεγάλο ύψος από τα φορτηγά της εναγομένης των επεξεργασμένων ορυκτών, όπως προαναφέρθηκε, εκπέμπονται τεράστιοι όγκοι σκόνης. Οι όγκοι αυτοί σκόνης ορυκτών διασκορπίζονται και παρασύρονται από τον αέρα με αποτέλεσμα να διαχέονται και να επικάθονται σε ολόκληρη τη γύρω περιοχή, όπως και στην προαναφερόμενη κατοικία των εναγόντων που είναι κτισμένη στο τέταρτο ακίνητό τους σε απόσταση 150 περίπου μέτρων από τη χρησιμοποιούμενη με τον ως άνω τρόπο από την εναγομένη δίοδο, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα για τη διαβίωση των ενοίκων αυτής. Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται και από το ότι ο μπετονίτης που αποτελεί το κύριο συστατικό της σκόνης έχει τη σύσταση λεπτόκκοκης σκόνης (σαν πούδρα) με ιδιαίτερα μεγάλη πτητικότητα και διεισδυτικότητα, με συνέπεια καίτοι δεν είναι τοξικός και βλαβερός, να δυσχεραίνει ιδιαίτερα την ανθρώπινη αναπνοή και να καθιστά δύσκολο τον καθαρισμό τους από υλικές επιφάνειες όταν αναμιγνύεται και με υγρασία. Αποτέλεσμα της παραπάνω συμπεριφοράς της εναγομένης είναι να έχει καταστεί ακατάλληλη για οίκηση η παραπάνω κατοικία των εναγόντων λόγω της αποπνικτικής ατμόσφαιρας και της διαρκούς ανάγκης για καθαρισμό των επιφανειών. Η παραπάνω συμπεριφορά των οργάνων της εναγομένης και των προστηθέντων από αυτήν υπαλλήλων της κατά την εκτέλεση των εργασιών μεταφοράς των ορυκτών με τα φορτηγά και της εκφόρτωσης αυτών, πέραν της προσβολής του απόλυτου δικαιώματος συγκυριότητας των εναγόντων επί του τετάρτου ως άνω ακινήτου τους, συνιστά και παράνομη και υπαίτια πράξη, συνεπεία της οποίας επήλθε επιβάρυνση της κατοικίας και του πέριξ αυτής οικοπέδου των εναγόντων, καθόσον αυτοί προέβαιναν στις παραπάνω ρίψεις από ύψος των μεταφερομένων ορυκτών, παρότι γνώριζαν τις αντιρρήσεις των εναγόντων προς τούτο, καθώς και ότι από τις ρίψεις αυτές προκαλούνταν εκπομπές μεγάλου όγκου σκόνης για την αποτροπή των οποίων (εκπομπών) δεν είχαν λάβει κάποιο μέτρο για την προστασία του γειτονικού και ευρύτερου περιβάλλοντος χώρου, όπως εξάλλου επιβάλλονταν και από τη διάταξη του άρθρου 81 του "Κανονισμού Μεταλλευτικών και Λατομικών Εργασιών^ Αποτέλεσμα της παράνομης αυτής και υπαίτιας συμπεριφοράς των οργάνων της εναγομένης και των προστηθέντων από αυτήν υπαλλήλων της ήταν η επέλευση περιουσιακής ζημίας σ' αυτούς από τις βλαπτικές επενέργειες που προκάλεσε η επικάλυψη του ακινήτου τους με σκόνη μπετονίτη, συνεπεία της οποίας αυτοί αποστερήθηκαν την χρήση της οικίας τους, δεδομένου ότι η διαβίωση τους σ' αυτή κατέστη αν όχι αδύνατη, ιδιαίτερα δυσχερής. Για τα παραπάνω σαφής και πειστική είναι η κατάθεση του μάρτυρος των εναγόντων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ο οποίος έχει προσωπική, και άμεση αντίληψη των όσων με λεπτομέρεια κατέθεσε. Ο μάρτυρας αυτός επιβεβαίωσε τόσο την ως άνω συμπεριφορά των προστηθέντων από την εναγομένη υπαλλήλων της, όσον και την βλάβη που επήλθε στην κατοικία των εναγόντων από τις εκπομπές σκόνης που προέρχεται από την ρίψη από ύψος των μεταφερομένων με τα φορτηγά της εναγομένης ορυκτών. Η κατάθεση του αυτή ενισχύεται από τα προσκομιζόμενα με επίκληση από τους ενάγοντες έγγραφα και φωτογραφίες, στις οποίες σαφώς απεικονίζεται η ύπαρξη μεγάλης ποσότητας σκόνης στους χώρους της οικίας των εναγόντων, ενώ δεν αναιρείται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία και ιδίως από την κατάθεση του μάρτυρος ανταπόδειξης, ο οποίος αν και αρνήθηκε την εκπομπή σκόνης από τις εγκαταστάσεις της εναγομένης, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει την ύπαρξη σημαντικής ποσότητας σκόνης στην οικία των εναγόντων. Επίσης δεν αναιρείται και από την προσκομιζόμενη με επίκληση από την εναγομένη από Μάρτιο 2010 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που διενεργήθηκε με επιμέλεια της εναγομένης από τον Δ. Ο., σύμφωνα με την οποία η εγκατάσταση της εναγομένης βρίσκεται σε περιοχή στην οποία υπάρχει επιβάρυνση της ατμόσφαιρας και ότι όσον αφορά τις συγκεντρώσεις αναπνεύσιμης σκόνης, λαμβάνοντας υπόψη το είδος των εργασιών αλλά και το μέγεθος της επιχείρησης οι εκπομπές σκόνης στην ατμόσφαιρα από την εν λόγω εγκατάσταση είναι οι ελάχιστες δυνατές και εντός των ορίων της ισχύουσας νομοθεσίας, καθόσον δεν κρίνεται πειστική από το δικαστήριο, ενόψει του ότι το εν λόγω συμπέρασμα έρχεται σε αντίθεση με την υπάρχουσα κατάσταση στην οικία των εναγόντων, η οποία επιβεβαιώθηκε από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία. Τέλος το γεγονός ότι η εναγομένη έχει εφοδιαστεί με άδεια λειτουργίας του ξηραντηρίου μπετονίτη, καθώς και με άδεια περιβαλλοντικών όρων δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση, αφού όπως αποδείχθηκε η σκόνη μπετονίτη φθάνει στην κατοικία των εναγόντων, την οποία επιβαρύνει σημαντικά, η πρόσκληση της δε, όπως συνομολογείται από τους ενάγοντες, δεν προέρχεται από την λειτουργία του ξηραντηρίου μπετονίτη, για την οποία υφίστανται οι ως άνω άδειες, αλλά από την αυθαίρετη ρίψη από μεγάλο ύψος των μεταφερομένων με τα φορτηγά της εναγομένης ορυκτών υλικών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφαση του, κατέληξε στην ίδια κρίση, δεν έσφαλε αλλά ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ελέγχονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου πρώτος (κατά το σχετικό σκέλος του) και τρίτος λόγος της έφεσης. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, εξαφάνισε την εκκαλουμένη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου στο σύνολό της για την ενότητα της εκτελέσεως κράτησε την υπόθεση, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και μεταξύ των άλλων απαγόρευσε στην εναγομένη να διαταράσσει στο μέλλον τη συγκυριότητα των εναγόντων και των λοιπών συγκυρίων στα επίδικα ακίνητα, ως και την αποκλειστική συγκυριότητα των εναγόντων στα ακίνητα που βρίσκεται στη θέση ... του Δήμου Μήλου Κυκλάδων με αριθμό ΚΑΕΚ ... και περιλαμβάνει μία ισόγεια οικία εμβαδού 131,80 τμ. με αυλή και ισόγειο γκαράζ, ήτοι υποχρέωσε την εναγομένη να παύσει τις εκπομπές σκόνης μπετονίτη (ή άλλου ορυκτού) που προκαλούνται από τα οχήματά της με τις ρίψεις των μεταφερομένων με αυτά ορυκτών από ύψος στο ευρισκόμενο σε χαμηλότερο επίπεδο ακίνητο της εναγομένης. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση αφού διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ουσιώδες ζήτημα της προσβολής της συγκυριότητας των αναιρεσειόντων επί των επιδίκων ακινήτων από πράξεις της αναιρεσίβλητης, παράνομες και υπαίτιες. Δεν υπάρχει δε αντίφαση μεταξύ της παραδοχής του Εφετείου ότι "κατά την εκτέλεση των εργασιών αυτών εκπέμπονταν τεράστιοι όγκοι σκόνης ορυκτών τους οποίους παράσερνε ο αέρας είτε από τη σημείο όπου εναποτίθεντο είτε κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους στον ταινιόδρομο αλλά κυρίως κατά την εκφόρτωση και τη ρίψη από μεγάλο ύψος από τα φορτηγά της εναγομένης, η οποία σκόνη επικάλυπτε την οικία των εναγόντων που βρίσκεται επί του τετάρτου ακινήτου αυτών δημιουργώντας τα αναφερόμενα κατωτέρω προβλήματα σ' αυτούς" και της παραδοχής στη σελίδα 14 "όπως αποδείχθηκε η σκόνη μπετονίτη φθάνει στην κατοικία των εναγόντων την οποία επιβαρύνει σημαντική η πρόκλησή της δε, όπως συνομολογείται από τους ενάγοντες δεν προέρχεται από τη λειτουργία του ξηραντηρίου μπετονίτη για την οποία υφίστανται οι ως άνω άδειες αλλά από την αυθαίρετη ρίψη από μεγάλο ύψος των μεταφερομένων με τα φορτηγά της εναγομένης ορυκτών υλικών". Συνεπώς ο πέμπτος λόγος αναίρεσης κατά το πρώτο μέρος του με το οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά το δεύτερο μέρος του ο ίδιος λόγος αναίρεσης με το οποίο οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την αιτίαση της έλλειψης νόμιμης βάσης εκ του ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ της πρώτης ως άνω αναφερομένης συγκεκριμένης παραδοχής και του διατακτικού της αποφάσεως, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Κατ' ακολουθία των παραπάνω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθούν οι ηττώμενοι αναιρεσείοντες κατά το νόμιμο αίτημα της αναιρεσίβλητης στη δικαστική δαπάνη αυτής (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29-9-2011 αίτηση των Ι. Δ. και Ζ. Δ. περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 119/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση: άρθρο 559 αρ. 8, 9, 11γ και 19 ΚΠολΔ. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης.
Μεταλλείο
Μεταβιβστικό αποτέλεσμα έφεσης, Μεταλλείο.
0
Αριθμός 740/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Κ. Μ., χήρας Σ. - Α., 2) Δ. Μ. του Σ. - Α. και 3) Ι. Μ. του Σ. - Α., κατοίκων ... . Η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Ιωάννου και οι 2η και 3ος παραστάθηκαν με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Της αναιρεσίβλητης: Ε. Ρ. του Φ., συζ. Ε. Μ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Πελέκη, ο οποίος ανακάλεσε την από 17/12/2012 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/6/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Νάξου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 13/2010 του ιδίου Δικαστηρίου και 62/2012 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 5/7/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 1/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δεν την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τα άρθρα 953, 954, 1001, 1002, 1117, 1033, 1194, 1198 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2, 3, 5-7, 10, 13 και 14 του ν. 3741/1929, προκύπτει ότι σύσταση ή μεταβίβαση χωριστής ιδιοκτησίας κατ' ορόφους ή διαμερίσματα ορόφου μπορεί να γίνει μόνο με ρητή σύμβαση του κυρίου ή των κυρίων του όλου ακινήτου, για την οποία δεν απαιτείται χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, περιβαλλομένη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποκειμένη σε μεταγραφή, ή με διάταξη τελευταίας βουλήσεως. Η τέτοια χωριστή ιδιοκτησία δημιουργείται και αυτομάτως, όταν ο ιδιοκτήτης ολόκληρης οικίας εκποιεί ορόφους ή διαμερίσματα ορόφων, χωρίς να απαιτείται στην περίπτωση αυτή κατάρτιση ιδιαίτερης σύμβασης γι' αυτήν και (ιδιαίτερη) μεταγραφή ή διπλή μεταγραφή, αφού δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές συμβάσεις που περιέχονται στο ίδιο έγγραφο, ώστε να απαιτείται ιδιαίτερη μεταγραφή της κάθε μιας (ΑΠ 1226/2003). Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.1 περ.α' του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, δεν υπάρχει παραβίαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος όταν το δικαστήριο εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, για τον οποίο, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ή δεν εφαρμόζει κανόνα για τον οποίο, ενόψει των ίδιων παραδοχών, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, προκειμένου δε περί των ερμηνευτικών των δικαιοπραξιών διατάξεων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ δεν υπάρχει παραβίασή τους όταν το δικαστήριο, δεχόμενο, κατά την ανέλεγκτη σχετικώς κρίση του, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας ως προς τη βούληση των δικαιοπρακτούντων, προσφεύγει στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες για την ανεύρεση της αληθούς βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, το δε ερμηνευτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε μετά την ερμηνεία της δικαιοπραξίας είναι σύμφωνο προς την καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών. Τέλος, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 20 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, που ανάγεται δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Στην τελευταία αυτή περίπτωση πρόκειται για παράπονο που αναφέρεται στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Για να θεμελιωθεί πάντως ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλομΑΠ 2/2008). ΙΙ. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως αποδειχθέντα από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι: "Με την υπ' αριθμ. .../1990 δήλωση αποδοχής κληρονομίας (...) που μεταγράφηκε νόμιμα (...), οι ενάγοντες εκκαλούντες αποδέχθηκαν την κληρονομία του αποβιώσαντος στις 16-8-1987 χωρίς να αφήσει διαθήκη συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών (...), ο οποίος άφησε μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τούτους (ενάγοντες), κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου 2/8 την πρώτη και 3/8 τον καθένα από τους άλλους δύο. Μεταξύ των κληρονομιαίων που αποδέχθηκαν ήταν ένα (1) κατάστημα μετά του οικοπέδου του και της λοιπής γενικά περιοχής του και κατά τους τίτλους κτήσης οικόπεδο και προηγούμενο μαγαζί, που βρίσκεται στην περιοχή της Κοινότητας Θήρας, στη θέση "Λέσχη Φηρών Αφών ...", έκτασης μέτρων τετραγωνικών κατά μεν τους τίτλους κτήσης είκοσι τεσσάρων (24) και κατά γενομένη καταμέτρηση δέκα τεσσάρων (14), συνορευόμενο ολόγυρα κατά τους τίτλους κτήσης με κοινοτικούς δρόμους και κάτω από αυτό με αποθήκη αφών ..., και σήμερα με κοινοτικούς δρόμους και αδιέξοδο. Το ακίνητο αυτό είχε περιέλθει κατά κυριότητα στον κληρονομούμενο δυνάμει του με αριθ. .../1987 πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Χάρη -Νικηφοράκη, νόμιμα μεταγραμμένου (...), λόγω πώλησης από την Ό. χήρα Γ. Λ., το γένος Γ. Σ.. Η περιγραφή του κληρονομιαίου στη δήλωση αποδοχής των εναγόντων είναι όμοια με την περιγραφή του στο πωλητήριο συμβόλαιο, στο οποίο γίνεται μνεία ότι το κατάστημα κατά γενόμενη νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση την οποία οι συμβαλλόμενοι ρητά αναγνωρίζουν έχει έκταση 14 τ.μ. Επίσης στο πωλητήριο συμβόλαιο αναφέρεται ότι το πωλούμενο κατάστημα είναι μισθωμένο στον Ι. Ν. αντί μηνιαίου μισθώματος 20.000 δραχμών, με χρόνο έναρξης της μίσθωσης τον Φεβρουάριο του 1975 και λήξης τον Φεβρουάριο του 1985 και ότι η πωλήτρια με δήλωση της εκχωρεί στον αγοραστή όλα τα δικαιώματά της που απορρέουν από την παραπάνω μίσθωση. Το πωληθέν ακίνητο είχε περιέλθει στη δικαιοπάροχο του δικαιοπαρόχου των εναγόντων, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου από κληρονομία εξ αδιαθέτου της αποβιώσασας το 1983 αδελφής της Γ. χήρας Σ. Μ., το γένος Γ. Σ., που αποδέχθηκε αυτή με την με αριθ. .../1987 νόμιμα μεταγραμμένη (...) πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Χάρη - Νικηφοράκη, και κατά το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου δυνάμει του με αριθ. .../1974 νόμιμα μεταγραμμένου (...) συμβολαίου δωρεάς αιτία θανάτου της αποβιώσασας στις 31.12.1977 αδελφής της Μ. χήρας Φ. Γ., το γένος Γ. Σ.. Η περιγραφή του πωλουμένου ακινήτου στο πωλητήριο συμβόλαιο (τίτλο κτήσης του δικαιοπαρόχου των εναγόντων) είναι όμοια με την περιγραφή του στη δήλωση αποδοχής της πωλήτριας ως προς το 1/2 εξ αδιαιρέτου που περιήλθε σ' αυτή από κληρονομία εξ αδιαθέτου, η οποία (δήλωση αποδοχής) συντάχθηκε την ίδια ημέρα (8.1.1987) με το πωλητήριο συμβόλαιο, καθώς και με την περιγραφή του στην προγενέστερη δωρεά αιτία θανάτου με την οποία είχε περιέλθει στην πωλήτρια το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου, ως προς το είδος (ένα κατάστημα) και τα όρια του πωλουμένου (ολόγυρα κοινοτικοί δρόμοι και αδιέξοδο) και διαφοροποείται μόνο ως προς το εμβαδόν που κατά τους τίτλους κτήσης είναι 24 τ.μ. και κατά τη μεταγενέστερη καταμέτρηση που αναγνώρισαν ως σωστή οι συμβαλλόμενοι στην πώληση είναι 14 τ.μ. Έτσι, με βάση τη διατύπωση αυτή στα προαναφερόμενα συμβόλαια σχηματίζεται η εντύπωση ότι το ακίνητο που πώλησε η Ό. χήρα Γ. Λ. στο δικαιοπάροχο των εναγόντων ταυτίζεται πλήρως (παρά το μικρότερο δηλωνόμενο εμβαδόν του) με το ακίνητο, την κληρονομία επί του οποίου αποδέχθηκε αυθημερόν με την πώληση αυτή (πωλήτρια). Ωστόσο, η πραγματική έκταση του ακινήτου που περιήλθε κατά τα ανωτέρω στην απώτερη δικαιοπάροχο των εναγόντων Ό. χήρα Γ. Λ. είναι περίπου 40 τ.μ., πρόκειται δε για ένα ισόγειο κτίσμα, που συνορεύει ολόγυρα με κοινοτικούς δρόμους και αδιέξοδο και είναι χωρισμένο από πολλών ετών σε δύο καταστήματα, που εκμισθώνονταν σε διαφορετικούς μισθωτές, χωρίς όμως να έχει γίνει με χωριστή συμβολαιογραφική πράξη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας. Επομένως, υπάρχει ατελής περιγραφή του πωληθέντος (αφού αναφέρεται μόνο ένα κατάστημα με όρια αυτά του όλου ακινήτου, ενώ στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο καταστήματα, μισθωμένα σε διαφορετικούς μισθωτές) και συνακόλουθη αμφιβολία ως προς τις δηλώσεις βούλησης των συμβληθέντων στο πωλητήριο συμβόλαιο, και για την εξεύρεση των αληθινών βουλήσεων αυτών πρέπει να εφαρμοστούν οι ερμηνευτικές αρχές των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ως άνω αποδεικτική διαδικασία. Όταν καταρτίστηκε το ένδικο πωλητήριο συμβόλαιο, το μικρότερο κατάστημα ήταν μισθωμένο στον Ι. Ν., ενώ το μεγαλύτερο, έκτασης 23,11 τ.μ., ήταν μισθωμένο στην εναγομένη - εφεσίβλητη. Η εκμίσθωσή του έγινε για πρώτη φορά στην εναγομένη από την Ό. χήρα Γ. Λ. στις 1.10.1976 και ήταν ετήσια και από τότε ανανεωνόταν κάθε έτος. Το τελευταίο συμφωνητικό μίσθωσης μεταξύ των ανωτέρω, επίσης ετήσιας διάρκειας, καταρτίστηκε στις 30.10.1991. Μετά το θάνατο της εκμισθώτριας, που απεβίωσε στις 25.12.1991 χωρίς ν' αφήσει διαθήκη, και κατά τη λήξη της μίσθωσης στα τέλη του 1992, οι ενάγοντες προέτρεψαν την εναγομένη να συνάψει μαζί τους νέα μίσθωση, ισχυριζόμενοι ότι είναι αυτοί οι συγκύριοι του επιδίκου, πράγματι δε με το από 1.1.1993 τριετούς διάρκειας συμφωνητικό μίσθωσης η εναγομένη μίσθωσε από αυτούς το ως άνω κατάστημα. Στη συνέχεια, όταν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της Ό. χήρας Γ. Λ. πληροφορήθηκαν τη σύναψη της μίσθωσης διαμαρτυρήθηκαν προς τους διαδίκους και μετά την παρέλευση της τριετίας δεν καταρτίστηκε νέο συμφωνητικό μίσθωσης μεταξύ των τελευταίων, αλλά η εναγομένη παρέμεινε στη χρήση του μισθίου και στις 28.9.1996 συνήψε συμφωνητικό μίσθωσης τούτου, τριετούς διάρκειας, με τους κληρονόμους της Ό. χήρας Γ. Λ.. Ακολούθως, με τα με αριθ. .../1997, .../1997 και .../2000 νόμιμα μεταγραμμένα πωλητήρια συμβόλαια της συμβολαιογράφου Πειραιά Ευανθίας Μαρκουλάκου - Λεμονή αγόρασε από τους αντισυμβαλλόμενους σ' αυτά συγκληρονόμους εξ αδιαθέτου της Ό. χήρας Γ. Λ., τα ποσοστά εξ αδιαιρέτου 42/144 με το πρώτο, 61/144 με το δεύτερο και 15/144 με το τρίτο και έτσι αγόρασε συνολικά τα 115/144 του επιδίκου. Με τα δεδομένα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη το όλο περιεχόμενο του πωλητηρίου συμβολαίου και δη ότι οι συμβληθέντες ρητά δήλωσαν αφενός ότι το πωληθέν κατά τη γενόμενη νεότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση έχει έκταση 14 τ.μ. και αφετέρου ότι τούτο ήταν μισθωμένο στον Ι. Ν. και για το λόγο αυτό η πωλήτρια, με δήλωσή της εκχώρησε στον αγοραστή όλα τα απορρέοντα από την παραπάνω μίσθωση δικαιώματά της, σε συνδυασμό, αφενός, με το γεγονός ότι το δεύτερο, μεγαλύτερης έκτασης (23,11 τ.μ.), κατάστημα ήταν ήδη μισθωμένο από πολλών ετών στην εναγομένη και δεν έγινε καμία αναφορά στο πωλητήριο συμβόλαιο για την εκχώρηση και των δικαιωμάτων της μίσθωσης αυτής από την πωλήτρια στον αγοραστή δικαιοπάροχο των εναγόντων και, αφετέρου, με το γεγονός ότι και μετά τη σύναψη της πώλησης και μέχρι το θάνατο της πωλήτριας, η τελευταία συνέχισε να εκμισθώνει το κατάστημα τούτο στην εναγομένη, δημιουργείται πλήρης δικανική πεποίθηση στο παρόν Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, ότι η αληθινή βούληση τόσο της πωλήτριας όσο και του αγοραστή στο με αριθ. .../1987 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Χάρη -Νικηφοράκη ήταν να μεταβιβαστεί η κυριότητα λόγω πώλησης μόνο του μικρότερου καταστήματος που ήταν μισθωμένο στον Ι. Ν. και όχι και του καταστήματος που ήταν μισθωμένο στην εναγομένη. Ο ισχυρισμός των εναγόντων με την αγωγή τους, που επαναφέρουν με την υπό κρίση έφεση, ότι δεν ήταν δυνατή η πώληση του ενός μόνο καταστήματος, αφού δεν είχε προηγηθεί η σύσταση με συμβολαιογραφικό έγγραφο, νόμιμα μεταγραμμένο, οριζόντιας ή κάθετης ιδιοκτησίας στην ένδικη οικοδομή, δεν ευσταθεί κατά την κρατούσα σήμερα στη νομολογία άποψη, που υιοθετεί και το παρόν Δικαστήριο ως ορθή, σύμφωνα με την οποία χωριστή ιδιοκτησία δημιουργείται αυτομάτως και όταν ο ιδιοκτήτης ολόκληρης οικοδομής εκποιεί διακεκριμένα τμήματα αυτής, χωρίς να απαιτείται η χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, ούτε κατάρτιση ιδιαίτερης σύμβασης γι' αυτήν και μεταγραφή, αλλά ούτε και διπλή μεταγραφή, αφού δεν πρόκειται περί δύο διαφορετικών συμβάσεων περιεχομένων στο ίδιο έγγραφο, ώστε να απαιτείται ιδιαίτερη μεταγραφή της καθεμιάς. Ας σημειωθεί επίσης ως προς τον (αναγόμενο σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων) ισχυρισμό των εναγόντων, που προβάλλουν με την αγωγή τους και επαναφέρουν με την υπό κρίση έφεση (υπό στοιχεία 5 και 6 λόγοι), ότι η εναγομένη ενήργησε δόλια, καθώς, μολονότι είχε συνάψει με το από 1.1.1993 συμφωνητικό τριετή σύμβαση μίσθωσης με αυτούς, στη συνέχεια κατά τη λήξη της και για ν' αποφύγει την αύξηση του μισθώματος που ζητούσαν και ενώ αυτοί είχαν ήδη ασκήσει αγωγή απόδοσης του μισθίου, επιδίωξε τη συνεργασία με ορισμένους από τους κληρονόμους της απώτερης δικαιοπαρόχου τους και τους έπεισε να της πωλήσουν τα δήθεν ιδανικά τους μερίδια στο επίδικο, αφενός ότι στην υπό κρίση αγωγή οι ίδιοι απέκρυψαν το γεγονός ότι κατά τη σύναψη της ένδικης πώλησης το επίδικο ήταν ήδη προ πολλού μισθωμένο στην εναγομένη και ότι η απώτερη δικαιοπάροχος τους συνέχισε να της το εκμισθώνει και μετά τη σύναψη της πώλησης και, αφετέρου, ότι στην πολυετή δικαστική διένεξη που ακολούθησε μεταξύ των διαδίκων ως προς την τύχη της μίσθωσης που είχε καταρτιστεί μεταξύ τους, αλλά και μεταξύ των εναγόντων αφενός και των κληρονόμων της πωλήτριας Ό. χήρας Γ. Λ. αφετέρου ως προς το κληρονομικό δικαίωμα των τελευταίων στο επίδικο, εκδόθηκε σωρεία αποφάσεων που δέχθηκαν ότι το επίδικο δεν πωλήθηκε στο δικαιοπάροχο των εναγόντων με το όπως παραπάνω πωλητήριο συμβόλαιο (βλ. την με αριθ. 66/1997 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Νάξου, τακτικής διαδικασίας, την με αριθ. 304/1998 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου, την με αριθ. 163/2002 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου)". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, απέρριψε την ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων, με την οποία και όπως την περιόρισαν νομίμως οι τελευταίοι ζητούσαν να αναγνωρισθεί ότι η αναιρεσίβλητη - εναγομένη δεν είναι κυρία του επίδικου καταστήματος, εμβαδού 23,11 τ.μ., κατά τα 118/144 εξ αδιαιρέτου, το οποίο (επίδικο) ανήκει καθ' ολοκληρίαν σ' αυτούς (αναιρεσείοντες). ΙΙΙ. Με τον πρώτο, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγο του αναιρετηρίου, από το άρθρο 559 αρ.20 του ΚΠολΔ, προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με το να δεχθεί την ύπαρξη δύο διακεκριμένων καταστημάτων στο επίδικο ακίνητο αντί του ενός, όπως υποστήριζαν οι αναιρεσείοντες, παραμόρφωσε το περιεχόμενο των αναφερομένων και στην απόφαση εγγράφων του υπ' αριθμ. .../1987 πωλητηρίου συμβολαίου, της υπ' αριθμ. .../1987 πράξης αποδοχής κληρονομίας και του υπ' αριθμ. .../1974 συμβολαίου δωρεάς με αιτία τον θάνατο ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου στα έγγραφα αυτά, από την οποία προκύπτει, κατά τους αναιρεσείοντες, ότι πρόκειται για ένα ενιαίο κατάστημα και όχι για δύο διακεκριμένα, το ένα εκ των οποίων έχει περιέλθει, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, στην αναιρεσίβλητη κατά τα ειρημένα ποσοστά (118/144) εξ αδιαιρέτου. Από το περιεχόμενο του προτεινόμενου αυτού λόγου προκύπτει ότι προσβάλλεται με αυτόν η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και δη του περιεχομένου των ανωτέρω εγγράφων, από την οποία το δικαστήριο συνήγαγε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που οι αναιρεσείοντες θεωρούν ορθό, και δεν πρόκειται για εσφαλμένη, υπό την προεκτεθείσα (ανωτ. υπό Ι) έννοια, ανάγνωση των εγγράφων. Επομένως και αφού σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η εκτίμηση αυτή εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, ο προαναφερθείς λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος. Με το δεύτερο σκέλος του ίδιου πρώτου λόγου του αναιρετηρίου, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με το να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ προκειμένου να ανεύρει την αληθή βούληση των συμβαλλομένων στα ως άνω συμβόλαια ως προς το μεταβιβαζόμενο κατάστημα παραβίασε τις διατάξεις αυτές επειδή δεν υπάρχει κενό ή αμφιβολία ως προς την αληθή βούληση των συμβαλλομένων, η οποία και έχει εκφρασθεί σαφώς στα ειρημένα δικαιοπρακτικά έγγραφα, εν πάση δε περιπτώσει, υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες, η δοθείσα ως άνω ερμηνεία δεν είναι σύμφωνη με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών που θέτουν τα ανωτέρω άρθρα 173 και 200 του ΑΚ, τα οποία και παραβίασε το Εφετείο (και) εξ αυτού του λόγου. Κατά το πρώτο μέρος του ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απαράδεκτος, διότι η κρίση του δικαστηρίου για την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας ως προς τη δηλωθείσα δικαιοπρακτική βούληση και εντεύθεν ανάγκης προσφυγής στους προρρηθέντες ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών δεν υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο, κατά τα επίσης προεκτεθέντα (ανωτ. υπό Ι), κατά το δεύτερο δε μέρος του ο ίδιος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, αφού υπό τα ως ανωτέρω (υπό ΙΙ) περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο η δοθείσα από αυτό ερμηνεία της ένδικης σύμβασης είναι σύμφωνη με τις προειρημένες αρχές των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, τις οποίες επομένως δεν παραβίασε το Εφετείο. Οι δε ειδικότερες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων ότι το Εφετείο με τις ανωτέρω παραδοχές του παραβίασε τις αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών που θέτουν τα ως άνω άρθρα επειδή η αναιρεσίβλητη ενήργησε δόλια, καθώς, μολονότι είχε συνάψει τριετή σύμβαση μισθώσεως με αυτούς, στη συνέχεια κατά τη λήξη της σύμβασης και για να αποφύγει την αύξηση του μισθώματος που ζητούσαν οι αναιρεσείοντες και αφού αυτοί είχαν ήδη ασκήσει αγωγή αποδόσεως του μισθίου, επεδίωξε τη συνεργασία με ορισμένους από τους κληρονόμους της απώτερης δικαιοπαρόχου τους και τους έπεισε να της πωλήσουν τα δήθεν ιδανικά τους μερίδια στο επίδικο, επικαλούμενη έτσι (η αναιρεσίβλητη) ανύπαρκτα δικαιώματα στο επίδικο, στηρίζονται (οι αιτιάσεις αυτές) σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Εφετείο, όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες παραδοχές του, δεν δέχθηκε τέτοια δόλια συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης, απορρίπτοντας μάλιστα ρητώς τον περί του αντιθέτου, ως ανωτέρω, ισχυρισμό του αναιρεσείοντος. Περαιτέρω, με τους πέμπτο, έκτο (σκέλος πρώτο) και έβδομο λόγους του αναιρετηρίου, επίσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι με το προειρημένο υπ' αριθμ. .../87 πωλητήριο συμβόλαιο συνεστήθη χωριστή ιδιοκτησία στο επίδικο κατάστημα χωρίς τούτο να αναφέρεται ρητώς στο συμβόλαιο και χωρίς το συμβόλαιο αυτό να μεταγραφεί κεχωρισμένως ως προς τη σύσταση της χωριστής ιδιοκτησίας παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ και 1 επ. του ν. 3741/1929 και ν.δ. 1024/1971. Και οι λόγοι αυτοί της αναίρεσης είναι αβάσιμοι, αφού, σύμφωνα με το νόημα των ανωτέρω διατάξεων και όπως προαναφέρθηκε (ανωτ. υπό Ι), η χωριστή, οριζόντια ή κάθετη, ιδιοκτησία δημιουργείται αυτομάτως και όταν ο ιδιοκτήτης ολόκληρης οικοδομής μεταβιβάζει διακεκριμένα τμήματα της οικοδομής και χωρίς να απαιτείται στην περίπτωση αυτή η χρήση πανηγυρικών εκφράσεων ούτε κατάρτιση ιδιαίτερης σύμβασης και μεταγραφή της ή διπλή μεταγραφή του πωλητηρίου συμβολαίου, όπως συμβαίνει και εν προκειμένω, όπου, περαιτέρω, δεν επέρχεται παράνομη, κατά τις διατάξεις του ΓΟΚ, κατάτμηση οικοπέδου, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον ίδιο πέμπτο λόγο της αιτήσεώς τους, αφού πρόκειται για σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε υπάρχουσα οικοδομή. IV. Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ.8 του ΚΠολΔ ότι το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, μεταξύ των οποίων και οι λόγοι εφέσεως, δεν ιδρύεται όταν από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και έκρινε τους ουσιώδεις ισχυρισμούς ("πράγματα") των διαδίκων, που είχαν προταθεί νομίμως. Τέλος, κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου ή αν υπάρχει λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 559 αρ.19 και 20. Εν προκειμένω με τους δεύτερο, τέταρτο και έκτο, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγους του αναιρετηρίου από το άρθρο 559 αρ.8 του ΚΠολΔ προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι στο επίδικο κατάστημα είχε συσταθεί αυτοτελής οριζόντια ιδιοκτησία χωρίς να έχει προβληθεί από την αναιρεσίβλητη τέτοιος ισχυρισμός και ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς - λόγους εφέσεως (δεύτερο και τρίτο) των αναιρεσειόντων, ως πράγματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, καθόσον από την αναιρεσιβαλλομένη και τις προτάσεις της αναιρεσίβλητης - εναγομένης προκύπτει ότι το δικαστήριο στηρίχθηκε στους προταθέντες σχετικούς ισχυρισμούς της αναιρεσίβλητης, εξέτασε δε και απέρριψε τους ανωτέρω λόγους των αναιρεσειόντων. Τέλος, με τους τρίτον και όγδοο και υπό την επίκληση, αντίστοιχα, των αριθμών 19 και 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγους του αναιρετηρίου προσβάλλεται αληθώς η από το δικαστήριο της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα των αναφερομένων στην αναιρεσιβαλλομένη δικαστικών αποφάσεων, ως αποδεικτικών εγγράφων, ενόρκων βεβαιώσεων των Ι. Μ. και Μ. Γ. και της ένορκης κατάθεσης του πρώτου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, η οποία και δεν αποκλείει τη λήψη υπόψη και της προηγούμενης ένορκης βεβαίωσης του ιδίου. Επομένως και οι προβαλλόμενοι αυτοί τρίτος και όγδοος λόγοι αναιρέσεως είναι απαράδεκτοι, κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, του οποίου και δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις. V. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (αρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5-7-2012 αίτηση των Κ. Μ. κ.λπ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 62/2012 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας με σύμβαση. Υπόκειται στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και σε μεταγραφή, χωρίς να απαιτείται πάντως η χρήση πανηγυρικών εκφράσεων. Δημιουργείται και αυτομάτως, όταν ο ιδιοκτήτης ολόκληρης οικίας εκποιεί ορόφους ή διαμερίσματα, οπότε και δεν απαιτείται ιδιαίτερη (διπλή) μεταγραφή. Αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 1,8 και 20 του Κ.Πολ.Δ. αβάσιμοι. Ιδίως σχετικά με τις ΑΚ 173,200 του ΑΚ. Ανέλεγκτη η ουσιαστική (περί πραγμάτων) κρίση του δικαστηρίου. (Επικυρώνει ΕΦ.Αιγ. 62/2012)
Οριζόντια ιδιοκτησία
Ένδικο μέσο, Οριζόντια ιδιοκτησία.
0
Αριθμός 734/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ TMHMA - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη, Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Απριλίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Έδεσσας, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούντα τον Χ. Κ. του Π., κάτοικο ... και εγκαλούμενο τον Γ. Κ. του Ν., κάτοικο ... . Η αίτηση αυτή με αριθμ. πρωτ. 766/15-11-2012, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1260/2012. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου-Βασιλοπούλου, με αριθμό 72/15-3-2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι. Εισάγω, κατ' άρθρο 132§§1 και 2 Κ.Π.Δ. σε συνδυασμό με το άρθρο 123§1 εδ. α' και β' Κ.Π.Δ., την υπ' αρ. 766/15-11-2012 αίτηση περί Κανονισμού Αρμοδιότητας του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Έδεσσας και ειδικότερα περί Κανονισμού των εισαγγελικών και ανακριτικών αρχών, που τυγχάνουν αρμόδιες αναφορικά με την υπ' αρ. Α.Β.Μ.: Β 2012/438 της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Έδεσσας και Α.Β.Μ: Ζ 2012/14980 της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών ποινική δικογραφία, που βρίσκεται στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης και εκθέτω τα ακόλουθα: II. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 132§§1 και 2 Κ.Π.Δ., μεταξύ άλλων ορίζεται, ότι, αν μεταξύ πολλών δικαστηρίων εξίσου αρμοδίων, που δεν υπάγονται το ένα στο άλλο ή μεταξύ ανακριτικών υπαλλήλων αμφισβητείται η αρμοδιότητα για το ίδιο έγκλημα, η αρμοδιότητα καθορίζεται από το Συμβούλιο Εφετών, αν η αμφισβήτηση δημιουργήθηκε μεταξύ δικαστηρίων, που υπάγονται στην περιφέρεια του ή από τον Άρειο Πάγο (σε Συμβούλιο) αν τα δικαστήρια υπάγονται σε διαφορετικά Εφετεία. Με τις παραπάνω διατάξεις ρυθμίζεται ο τρόπος κανονισμού της αρμοδιότητας, καθ' ύλην και κατά τόπον, των δικαστηρίων, των συμβουλίων και των ανακριτικών αρχών, που έχουν ήδη επιληφθεί, όταν συντρέχει σύγκρουση απόψεων περί της αρμοδιότητας, είτε θετική είτε αποφατική και δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ή αμετάκλητο βούλευμα. Επί σύγκρουσης αρμοδιότητας μεταξύ Εισαγγελέων, την αμφισβήτηση αίρει ο Προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών, αν υπάγονται στην ίδια Εισαγγελία Εφετών, διαφορετικά αποφασίζει ο Άρειος Πάγος (σε Συμβούλιο) [βλ. Ι. Ζησιάδης, Κ.Π.Δ., α' τόμος, έκδοση 1976, σελ. 93 και 304, Αθ. Κονταξής, Κ.Π.Δ., τόμος πρώτος, έκδοση 2006, σελ. 1022, Κ. Φράγκος, Κ.Π.Δ., έκδοση 2011, σελ. 406]. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 123§1 εδ. α' και β' Κ.Π.Δ., για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο εξωτερικό, τιμωρούνται, όμως, στην Ελλάδα, η αρμοδιότητα ορίζεται διαδοχικά από τον τόπο της κατοικίας στην Ελλάδα ή της προσωρινής διαμονής ή της σύλληψης ή της παράδοσης του κατηγορουμένου. Αν ο τόπος αυτός δεν είναι γνωστός ή αν ο κατηγορούμενος δεν κατοίκησε ή δεν είχε ποτέ τη διαμονή του στην Ελλάδα ή δεν έχει συλληφθεί εκεί ή αν είναι δημόσιος υπάλληλος που υπηρετεί σε ελληνική υπηρεσία του εξωτερικού, αρμόδιο είναι το δικαστήριο της πρωτεύουσας. Σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις για τα εγκλήματα, που διαπράττονται στο εξωτερικό - δηλαδή, εκτός των ορίων της ελληνικής επικράτειας, που ορίζονται από το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, - είτε από ημεδαπό είτε από αλλοδαπό, για τα οποία προβλέπουν τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 Π.Κ. και τα οποία τιμωρούνται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, καθιδρύονται περισσότερες κατά τόπον αρμοδιότητες διαδοχικές και όχι συντρέχουσες. Ο διαδοχικός καθορισμός της κατά τόπον αρμοδιότητας σημαίνει, ότι η προηγούμενη προτιμάται της επόμενης υποχρεωτικά. Έτσι, αρμοδίως επιλαμβάνονται για τα παραπάνω εγκλήματα διαδοχικά οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές και το δικαστήριο: 1) Της περιφέρειας της Ελλάδας, στην οποία κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο κατηγορούμενος, όταν αρχίζει η ποινική δίωξη (βλ. και άρθρο 122§1 Κ.Π.Δ.). Κίνηση ή έναρξη της ποινικής διώξεως αποτελεί η αρχική ενέργεια του κατηγορούντος οργάνου (εισαγγελέα, δημόσιου κατηγόρου), με την οποία τίθεται σε κίνηση η δικαστική μηχανή Και δέον να διακρίνεται από την άσκηση της ποινικής διώξεως. 2) Αν ο τόπος της κατοικίας ή της προσωρινής διαμονής του κατηγορούμενου στην Ελλάδα είναι άγνωστος ή αν αυτός δεν κατοίκησε ή δε διέμενε ποτέ στην Ελλάδα ή αν διέμενε προσωρινά ή κατοίκησε στην Ελλάδα αλλά αναχώρησε από αυτή πριν την κίνηση ή την έναρξη της ποινικής δίωξης, (βλ. Συμβ. Εφ. Θεσ. 943/2003, Π.Χρ. ΜΔ', σελ. 843), αρμόδιο είναι το δικαστήριο και ο εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές της περιφέρειας της Ελλάδας, όπου αυτός παραδόθηκε ή συνελήφθη (κυρίως επί εκδόσεως). 3) Αν δεν παραδόθηκε ούτε συνελήφθη στην Ελλάδα, αρμόδιες είναι οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές και το δικαστήριο της πρωτεύουσας, (βλ. Μπουρόπουλος, Ερμ. Κ.Π.Δ., σελ. 179, Ι. Ζησιάδης, Κ.Π.Δ., α' τόμος, έκδοση 1976, σελ. 310, 621-622, Μ. Μαργαρίτης, Κ.Π.Δ., έκδοση 2008, σελ. 250, Κ. Φράγκος, Κ.Π.Δ., έκδοση 2011, σελ. 391-392 Αθ. Κονταξής, Κ.Π.Δ., τόμος πρώτος, έκδοση 2006, σελ. 973-974, Αργ. Καρράς, Ποιν. Δικ. Δ., έκδοση 1998, σελ. 178-179). III. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Χ. Κ. του Π., κάτοικος ..., εγχείρισε στις 31-7-2012 στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, την από 31-7-2012 μήνυση του προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Έδεσσας κατά του γαμπρού του Γ. Κ. του Ν. καταγγέλλοντας τον για ανθρωποκτονία από πρόθεση της σε διάσταση συζύγου του Χ. Κ. του Χ. (κόρης του μηνυτή), που έλαβε χώρα στη ..., στις 16-3-2012. Ως διεύθυνση κατοικίας του ως άνω Γ. Κ. του Ν., στην προαναφερθείσα μήνυση φέρεται να είναι το ..., ενώ ως προσωρινή διαμονή του η ... (οδός ...). Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Έδεσσας, στον οποίο διαβιβάστηκε η ως άνω μήνυση παρήγγειλε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, προκειμένου να διακριβωθεί η κατοικία ή η προσωρινή διαμονή του Γ. Ν. Κ.. Σύμφωνα με την από 30-8-2012 ένορκη κατάθεση του αστυνομικού του Α.Τ. Σκύδρας Β. Σ. του Γ., ο ως άνω Γ. Κ., όπως ο ίδιος σε τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του, του είπε και όπως τον διαβεβαίωσε και η μητέρα αυτού, διαμένει μόνιμα στην Κύπρο από το 2003 μέχρι τώρα και συγκεκριμένα στη ... . Στο ... είχε έρθει δύο ημέρες πριν από την κηδεία της συζύγου του, που απεβίωσε στις 16-3-2012, οπότε και παρέμεινε περίπου δώδεκα (12) ημέρες και έκτοτε απεχώρησε για τη ..., όπου και κατοικεί μόνιμα Συνεπώς, ο ως άνω κατηγορούμενος είχε προσωρινή διαμονή στο ... κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, πολύ πριν, δηλαδή, από την κίνηση ή την έναρξη της παρούσας ποινικής δίωξης, που έλαβε χώρα στις 31-7-2012. Μετά ταύτα ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Έδεσσας διαβίβασε την ανωτέρω ποινική δικογραφία λόγω κατά τόπον αρμοδιότητας στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών (δηλαδή, της πρωτεύουσας της Ελλάδας). Πλην, όμως, ο τελευταίος επαναδιαβίβασε την ως άνω δικογραφία στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Έδεσσας, αναφέροντας ότι είναι αναρμόδιος να επιληφθεί. Ο τελευταίος με πρόταση του προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Έδεσσας ζήτησε να κηρυχθούν αναρμόδιες οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές της περιφέρειας του Πρωτοδικείου της Έδεσσας, πλην, όμως, το Συμβούλιο αυτό με το υπ' αρ. 48/2012 βούλευμα του κήρυξε εαυτό αναρμόδιο να αποφανθεί επί της ως άνω σύγκρουσης των δύο εισαγγελικών αρχών περί της αποφατικής αρμοδιότητας τους για την υπό κρίση ποινική υπόθεση, ενόψει του ότι ανήκαν σε διαφορετικές εφετειακές περιφέρειες. Μετά ταύτα υπεβλήθη το υπό κρίση αίτημα για κανονισμό αρμοδιότητας από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Έδεσσας προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Επειδή το ως άνω καταγγελλόμενο έγκλημα τελέσθηκε στην αλλοδαπή (Κύπρο) κατά Ελληνίδας υπηκόου και τιμωρείται από τον ελληνικό ποινικό κώδικα, ο δε κατηγορούμενος δεν έχει στην Ελλάδα ούτε κατοικία, ούτε προσωρινή διαμονή μετά την κίνηση ή την έναρξη της ποινικής διώξεως στην υπό κρίση υπόθεση, ούτε παραδόθηκε στην Ελλάδα ούτε συνελήφθη σε αυτήν, οι μόνες αρμόδιες εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές, που πρέπει να επιληφθούν, είναι εκείνες του Πρωτοδικείου Αθηνών. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να κηρυχθούν κατά τόπον αρμόδιες για την ως άνω υπ' Α.Β.Μ.: Β 2012/438 (και Α.Β.Μ.: Ζ 2012/14.980) ποινική δικογραφία κατά του Γ. Κ. του Ν., κατοίκου ..., οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών. Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου-Βασιλοπούλου". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις του άρθρου 132 παρ.1 και 2 του ΚΠΔ "Αν μεταξύ πολλών δικαστηρίων εξίσου αρμοδίων που δεν υπάγονται το ένα στο άλλο ή μεταξύ ανακριτικών υπαλλήλων αμφισβητείται η αρμοδιότητα για το ίδιο έγκλημα είτε για συναφή εγκλήματα, ή αν με βουλεύματα του ίδιου η διαφορετικών συμβουλίων αποφασίστηκε η παραπομπή για το ίδιο έγκλημα στο ακροατήριο δύο ή περισσοτέρων εξίσου αρμοδίων δικαστηρίων, η αρμοδιότητα καθορίζεται ως εξής: Το συμβούλιο εφετών, στην περιφέρεια του οποίου υπάγονται τα δικαστήρια μεταξύ των οποίων δημιουργήθηκε αμφισβήτηση ή ο Άρειος Πάγος, αν υπάγονται σε διαφορετικά εφετεία ή αν ένα από τα δικαστήρια αυτά είναι το εφετείο ή αν η σύγκρουση δημιουργήθηκε μεταξύ των κοινών ποινικών δικαστηρίων και των στρατιωτικών, προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο με αίτηση του κατηγορουμένου, του πολιτικώς ενάγοντος ή του εισαγγελέα ή του επιτρόπου (ήδη, μετά το νέο Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα, Ν. 2287/1995, του Εισαγγελέα του Στρατιωτικού Δικαστηρίου). Η αίτηση πρέπει να είναι νομότυπη και να απευθύνεται στον Εισαγγελέα Εφετών ή του Αρείου Πάγου. Ο αρμόδιος Εισαγγελέας εισάγει την αίτηση στο συμβούλιο εφετών ή στον Άρειο Πάγο που συνέρχεται σε συμβούλιο". Εκ των διατάξεων του άνω άρθρου, σαφώς προκύπτει, ότι περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητος υπάρχει και όταν έχουν επιληφθεί της αυτής ή συναφούς αξιοποίνου πράξεως, περισσότερα από ένα δικαστήρια ή Συμβούλια ή ανακριτικές αρχές, τα οποία είναι εξ ίσου αρμόδια και δεν υπάγονται το ένα στο άλλο, και ή θεώρησαν ότι η πράξη αυτή υπάγεται εις την αρμοδιότητά των ή απέσχον να επιληφθούν, διότι θεώρησαν ότι δεν είχαν αρμοδιότητα. Ούτως η σύγκρουση αρμοδιότητος είναι: α) καταφατική, όταν πλείονα δικαστήρια (ή ανακριτικές αρχές) επιληφθέντα της υποθέσεως θεώρησαν εαυτά αρμόδια, οπότε δημιουργείται κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων και β) αποφατική, όταν απέσχον θεωρήσαντα εαυτά αναρμόδια, οπότε δημιουργείται κίνδυνος αρνησιδικίας. Εξάλλου κατ' άρθρο 123 παρ.1 εδ. α' και β' του ΚΠΔ, για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο εξωτερικό τιμωρούνται, όμως στην Ελλάδα, η αρμοδιότητα ορίζεται διαδοχικά από τον τόπο κατοικίας στην Ελλάδα ή της προσωρινής διαμονής ή της σύλληψης ή της παράδοσης του κατηγορουμένου. Αν ο τόπος αυτός δεν είναι γνωστός ή αν ο κατηγορούμενος δεν κατοίκησε ή δεν είχε ποτέ τη διαμονή του στην Ελλάδα ή δεν είχε συλληφθεί εκεί ή αν είναι δημόσιος υπάλληλος που υπηρετεί σε Ελληνική υπηρεσία του εξωτερικού, αρμόδιο είναι το δικαστήριο της πρωτεύουσας. Δηλαδή σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις για τα εγκλήματα που διαπράττονται στο εξωτερικό, ήτοι εκτός των ορίων της Ελληνικής επικράτειας, που ορίζονται από το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο είτε από ημεδαπό είτε από αλλοδαπό, για τα οποία προβλέπουν τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 ΠΚ και τα οποία τιμωρούνται κατά τους Ελληνικούς ποινικούς νόμους καθιδρύονται περισσότερες κατά τόπο αρμοδιότητες διαδοχικές και όχι συντρέχουσες. Ο διαδοχικός καθορισμός της κατά τόπο αρμοδιότητας σημαίνει, ότι η προηγούμενη προτιμάται από την επόμενη. Έτσι, αρμοδίως επιλαμβάνονται για τα παραπάνω εγκλήματα διαδοχικά οι εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές και το Δικαστήριο: 1) Της περιφέρειας της Ελλάδος, στην οποία κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο κατηγορούμενος, όταν αρχίζει η ποινική δίωξη (βλ. και άρθρο 122 παρ.1 ΚΠΔ). Κίνηση ή έναρξη της ποινικής δίωξης αποτελεί η αρχική ενέργεια του κατηγορούντος οργάνου (Εισαγγελέα ή Δημόσιου κατήγορου) με την οποία τίθεται σε κίνηση ή δικαστική ενέργεια η οποία διακρίνεται από την άσκηση της ποινικής δίωξης. 2) Αν ο τόπος της κατοικίας ή της προσωρινής διαμονής του κατηγορουμένου στην Ελλάδα είναι άγνωστος ή αν αυτός δεν κατοίκησε ή δε διέμενε ποτέ στην Ελλάδα ή αν διέμενε ή αναχώρησε από αυτή πριν την κίνηση την έναρξη της ποινικής δίωξης, αρμόδιο είναι το Δικαστήριο και οι Εισαγγελικές και ανακριτικές αρχές της περιφέρειας της Ελλάδας όπου αυτός παραδόθηκε ή συνελήφθη (τόπου εκδόσεως). 3) Αν δεν παραδόθηκε ούτε συνελήφθη στην Ελλάδα, αρμόδιες είναι οι Εισαγγελικές ή Ανακριτικές αρχές και το Δικαστήριο της πρωτεύουσας. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι, ο Χ. Κ. του Π., κάτοικος ..., την 31-7-2012 υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης την υπό ιδία ημεροχρονολογία μήνυσή του, κατά του γαμβρού του Γ. Κ. του Ν., κατοίκου ... προσωρινά διαμένοντος στη ..., οδός ..., καταγγέλλοντας αυτόν για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε βάρος της θυγατέρας του Χ. Κ., με την οποία ο καταγγελλόμενος τελούσε σε διάσταση, που φερόταν ότι έλαβε χώρα στη ... την 16-3-2012. Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, διαβίβασε την μήνυση αυτή στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Έδεσσας, ως κατά τόπον αρμόδιο λόγω της φερομένης στη μήνυση κατοικίας του καταγγελλόμενου στο ... . Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Έδεσσας, μόλις έλαβε γνώση της μηνύσεως παρήγγειλε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης προκειμένου να διαπιστωθεί ο τόπος της κατοικίας ή της προσωρινής διαμονής του καταγγελλομένου. Σύμφωνα, με την από 30-8-2012 ένορκη κατάθεση του αστυνομικού του Α.Τ. Σκύδρας Β. Σ. του Γ., ο οποίος επικοινώνησε με τον ίδιο, ο τελευταίος τον ενημέρωσε ότι διαμένει μόνιμα από το έτος 2003 στη ..., και στο ... ήλθε δύο ημέρες πριν από τη κηδεία της συζύγου του, Χ. Κ. του Χ., που απεβίωσε στη ... την 16-3-2012, και παρέμεινε περίπου 12 ημέρες, επέστρεψε δε στη ..., όπου κατοικεί μόνιμα. Τα ως άνω επιβεβαίωσε στον ανωτέρω αστυνομικό και η μητέρα του Γ. Κ.. Επειδή, από την ένορκη αυτή κατάθεση, προέκυπτε ότι ο τόπος κατοικίας του καταγγελλομένου είναι στη ..., στο δε ... είχε προσωρινή διαμονή από την 12η ημέρα περίπου του μηνός Μαρτίου 2012 έως την 24η ημέρα του ιδίου μηνός, δηλαδή πριν από τη κίνηση της σε βάρος του ποινικής διαδικασίας, η οποία κινήθηκε μετά την υποβολή της μηνύσεως στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Έδεσσας, θεωρήσας εαυτόν αναρμόδιο για την άσκηση της ποινικής δίωξης σε βάρος του Γ. Κ., εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 123 ΚΠΔ, διαβίβασε την ποινική αυτή δικογραφία στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ως αρμόδιο Εισαγγελέα του Πρωτοδικείου της πρωτεύουσας της Ελλάδος. Ο τελευταίος όμως διαφώνησε και επαναδιαβίβασε την δικογραφία στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Έδεσσας διότι θεώρησε ότι ο Γ. Κ., κάτοικος ..., είχε προσωρινή διαμονή στο ..., κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Μετά ταύτα ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Έδεσσας, με την υπ' αρ. 40/2012 πρότασή του, προς το αρμόδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Έδεσσας, πρότεινε να κηρυχθούν αναρμόδιες οι Εισαγγελικές και Ανακριτικές αρχές του Πρωτοδικείου Έδεσσας για να επιληφθούν της ποινικής αυτής δικογραφίας. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Έδεσσας με το υπ' αρ. 48/2012 βούλευμά του κήρυξε εαυτό αναρμόδιο να αποφανθεί επί της εισαχθείσας σ' αυτό προτάσεως. Τοιουτοτρόπως επήλθε αποφατική σύγκρουση αρμοδιότητος, εφ' όσον δε οι ανωτέρω Εισαγγελείς υπάγονται σε διαφορετικές περιφέρειες Εφετείων αρμόδιος προς κανονισμό αρμοδιότητος είναι, εν προκειμένω ο Άρειος Πάγος σε Συμβούλιο, λόγο για τον οποίο και ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Έδεσσας, με την υπ' αρ. πρωτ. 7747/21-11-2012 αίτησή του, απευθυνόμενη στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αιτείται τον κανονισμό αυτόν. Στην προκειμένη περίπτωση η καταγγελλόμενη αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, φέρεται ότι τελέσθηκε στην αλλοδαπή σε βάρος Ελληνίδας υπηκόου και τιμωρείται από τον Ελληνικό ποινικό νόμο, ο κατηγορούμενος δεν έχει στην Ελλάδα μόνιμη κατοικία ούτε είχε προσωρινή διαμονή κατά τη κίνηση της ποινικής σε βάρος του διαδικασίας ή την έναρξη της ποινικής δίωξης, αφού η μήνυση με την οποία αυτός καταγγέλλεται ότι τέλεσε στη ... την αξιόποινη αυτή πράξη σε βάρος της Ελληνίδας υπηκόου Χ. Κ. του Χ., εγχειρίσθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης την 31-7-1012 και αυτός είχε αποχωρήσει από το ..., όπου διέμεινε προσωρινά για 12 περίπου ημέρες πολύ πριν ήτοι, το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου του 2012. Επομένως πρέπει, κατά παραδοχή, της αιτήσεως του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Έδεσσας περί κανονισμού αρμοδιότητος, να προσδιορισθεί ως αρμόδιος κατά τόπο, ο Εισαγγελεύς Πρωτοδικών Αθηνών δηλαδή της πρωτεύουσας της Ελλάδος, επί της ΑΒΜ: Β2012/438 (και ΑΒΜ: Ζ2012/14980) ποινικής δικογραφίας κατά του Γ. Κ. του Ν., κατοίκου .... ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προσδιορίζει ως αρμόδιο κατά τόπο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, επί της από 31-7-2012 εγκλήσεως με ΑΒΜ Β 2012/438 (και ΑΒΜ Ζ 2012/14.980) του Χ. Κ. του Π., κατοίκου ..., κατά του Γ. Κ. του Ν., κατοίκου ..., τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και τις ανακριτικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2013. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση Εισαγγελέα Πρωτοδικών Έδεσσας για προσδιορισμό Εισαγγελέα σε περίπτωση αποφατικής συγκρούσεως αρμοδιότητας. Έγκλημα που φέρεται ότι τελέσθηκε στην αλλοδαπή σε βάρος Ελληνίδας υπηκόου και τιμωρείται κατά τους Ελληνικούς νόμους. Ο καταγγελλόμενος κατά το χρόνο κίνησης της ποινικής διαδικασίας δεν είχε κατοικία ή προσωρινή διαμονή στην Ελλάδα ούτε εκδόθηκε από την Ελλάδα. Στην περίπτωση αυτή σύμφωνα με το άρθρο 132 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 123 παρ. εδ. α' και β' ιδίου κώδικα αρμόδιος κατά τόπο Εισαγγελέας είναι ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών της πρωτεύουσας της Ελλάδος. Για τον προσδιορισμό αυτόν αποφαίνεται το Συμβούλιο Εφετών αν η σύγκρουση επήλθε μεταξύ Εισαγγελέων Δικαστηρίων που υπάγονται στην ίδια δικαστική περιφέρεια. Αν υπάγονται σε διαφορετική περιφέρεια ο Άρειος Πάγος που συνέρχεται σε συμβούλιο. Δέχεται αίτηση
Βούλευμα παραπεμπτικό
Βούλευμα παραπεμπτικό.
2
Αριθμός 735/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ν. Κ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Μανωλάκη. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. Κ. συζ. Γ., το γένος Α. Π., 2) Κ. Κ. συζ. Α., το γένος Α. Π., 3) Π. Π. του Α. και 4) Δ. Ν. του Κ., κατοίκων ... . Οι 1η, 2η και 4ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Ζαμπίτη και ο 3ος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/3/1995 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 24457/1995 μη οριστική, 18636/2008 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 2783/2009 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 19/2/2010 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 20/12/2012 έκθεσή της, με την οποία πρότεινε να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος αναίρεσης και να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την έννοια του άρθρου 576 ΚΠολΔ, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δε λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απολιπόμενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι ή αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολιπομένου διαδίκου οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ.4 εδ.3 και 4 ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατ' άρθρο 575 εδ.β' ιδίου Κώδικος, αν η συζήτηση αναβληθεί ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτή στο πινάκιο του δικαστηρίου για την μετ' αναβολή δικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δε χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου όταν ο απολιπόμενος κατά τη μετ' αναβολή δικάσιμο διάδικος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση ή είχε παραστεί νομίμως κατά τη δικάσιμο αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπ' αριθμ. 5913Δ/11-10-2010 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Θεσσαλονίκης ... την οποία επικαλείται και προσκομίζει ο αναιρεσείων, προκύπτει ότι, με εντολή του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ακριβές αντίγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως με τις κάτω απ' αυτήν πράξεις κατάθεσης και ορισμού δικασίμου με κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 5 Οκτωβρίου 2011 κατά την οποία η συζήτηση αυτής αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον τρίτο αναιρεσίβλητο Π. Π. του Α.. Επομένως, αφού ο αναιρεσίβλητος αυτός δεν εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού κατά την παρούσα δικάσιμο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε για συζήτηση με τη σειρά από το πινάκιο, ούτε έχει καταθέσει δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, πρέπει σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 576 παρ.2 και 226 παρ.4 ΚΠολΔ, να συζητηθεί η αναίρεση σαν να ήταν παρών και ο τρίτος αναιρεσίβλητος Π. Π. του Α.. Επειδή, κατά το άρθρο 798 ΑΚ, η λύση της κοινωνίας επέρχεται με διανομή, ενώ κατά το άρθρο 795 ΑΚ κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να απαιτήσει οποτεδήποτε τη λύση της κοινωνίας εφόσον το δικαίωμα αυτό δεν αποκλείεται από δικαιοπραξία ή από τον προορισμό του κοινού πράγματος για κάποιο διαρκή σκοπό. Κατά το άρθρο 799 ΑΚ, αν δεν συμφωνούν για τη διανομή όλοι οι κοινωνοί, κάθε κοινωνός μπορεί να απαιτήσει δικαστική διανομή κατά τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας, ενώ κατά το άρθρο 800 ΑΚ η διανομή γίνεται αυτουσίως αν το αντικείμενο που πρόκειται να διανεμηθεί είναι δυνατόν, χωρίς μείωση της αξίας του, να διαιρεθεί σε ομοειδή μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών. Από τις διατάξεις των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ, 1, 2 παρ.1, 3 παρ.1 4 παρ.1, 5 και 13 ν.3741/1929 προκύπτει ότι επί οριζόντιας ιδιοκτησίας δημιουργείται χωριστή κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου και αναγκαστική συγκυριότητα που αποκτάται αυτοδικαίως κατ' ανάλογη μερίδα επί του εδάφους και επί των μερών της οικοδομής που χρησιμεύουν στην κοινή χρήση όλων των οροφοκτητών. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 480 παρ.1 ΚΠολΔ, το δικαστήριο αποφασίζει την αυτουσία διανομή αν είναι δυνατή η διαίρεση του διανεμητέου σε μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών δίχως να μειώνεται η αξία του, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 480 Α ΚΠολΔ κάθε συγκύριος οικοπέδου στο οποίο υπάρχει οικοδομή ή χωριστές οικοδομές έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αυτούσια διανομή του οικοπέδου με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας κατ' ορόφου ή μέρη ορόφων ή με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του ενιαίου οικοπέδου στα οποία έχουν ανεγερθεί οι χωριστές οικοδομές με την επιφύλαξη των πολεοδομικών διατάξεων. Το δικαστήριο αποφασίζει τη διανομή με τον τρόπο αυτό αν είναι εφικτή και δεν αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυρίων. Όπως προκύπτει από την τελευταία αυτή διάταξη η κατ' αυτήν αιτουμένη από κάποιον συγκύριο αυτούσια διανομή οικοπέδου στο οποίο υπάρχει οικοδομή, τελεί υπό την προϋπόθεση ότι είναι εφικτή και δεν αντιβαίνει στο συμφέρον των λοιπών συγκυρίων. Επομένως, αν κάποια από τις προϋποθέσεις δεν υπάρχει, τότε ακολουθείται, εφόσον είναι εφικτός και συμφέρων, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 480 ΚΠολΔ και τις λοιπές συναφείς διατάξεις του ΚΠολΔ, τρόπος αυτούσιας διανομής και αν και αυτός είναι ανέφικτος ή ασύμφορος, διατάσσεται κατά το άρθρο 484 παρ.1 ιδίου Κώδικα, η πώληση του διανεμητέου οικοπέδου με την οικοδομή δια πλειστηριασμού (ΑΠ 145/1995). Περαιτέρω, κατ' άρθρο 481 εδ.1 ΚΠολΔ στις περιπτώσεις των άρθρων 480 και 480Α το δικαστήριο, δεν είναι υποχρεωμένο να διατάξει απόδειξη αν κρίνει ότι η αυτούσια διανομή είναι προδήλως δυνατή, αδύνατη ή ασύμφορη. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του δυνατού, αδυνάτου ή του ασυμφόρου της κατά τα άρθρα 480 και 480Α ΚΠολΔ αυτούσιας διανομής, τόσον όταν σχηματίζεται χωρίς αποδείξεις κατά το άρθρο 481 εδ.1 αυτού όσον και όταν σχηματίζεται κατόπιν διατάξεως αποδείξεων, ανάγεται σε πράγματα και συνεπώς δεν υπόκειται σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 του ίδιου Κώδικα στον έλεγχο του Αρείου Πάγου εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου ή υπάρχει λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αρ.19 και 20 ΚΠολΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 4 παρ.2α Γ.Ο.Κ. (ν. 1577/1985) με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων ή του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού που εκδίδεται ύστερα από αιτιολογική έκθεση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να χαρακτηρίζονται ως διατηρητέα, μεταξύ άλλων, μεμονωμένα κτίρια ή τμήματα κτιρίων ή συγκροτήματα κτιρίων και να καθορίζονται ειδικοί όροι προστασίας και περιορισμοί δόμησης και χρήσης κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του νόμου αυτού και από κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη με σκοπό τη διατήρηση και ανάδειξη της ιδιαίτερης ιστορικής πολεοδομικής, αρχιτεκτονικής, λαογραφικής, κοινωνικής και αισθητικής φυσιογνωμίας τους. Η αυτούσια διανομή χαρακτηρισμένου νομίμως ως διατηρητέου ακινήτου που χρήζει ειδικής κρατικής προστασίας, με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας κατ' ορόφους ή μέρη ορόφων δεν είναι εφικτή διότι η αυτουσία διανομή τέτοιου ακινήτου δεν συμβιβάζεται με τη φύση του που είναι διατηρητέο ως ενιαίο σύνολο και όχι μόνον κατά ένα τμήμα του και η διατήρησή του μπορεί να επιτευχθεί αν αυτό περιέλθει σε έναν μόνον ιδιοκτήτη καθόσον η ύπαρξη περισσοτέρων του ενός συγκυρίων είναι η κύρια αιτία για την εγκατάλειψη και τις αυθαίρετες επεμβάσεις που υφίσταται το διατηρητέο κτίριο. Μοναδικός τρόπος διανομής του επικοίνου διατηρητέου ακινήτου είναι η πώλησή του με πλειστηριασμό ώστε καθένας από τους συγκυρίους να λάβει από το εκπλειστηρίασμα που θα επιτευχθεί ποσό ανάλογο προς την εξ αδιαιρέτου μερίδα του επί του επικοίνου ακινήτου (ΑΠ 218/2001, ΑΠ 1047/2003, ΑΠ 235/1998). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που αυτός απαιτεί, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, το Εφετείο, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του τα εξής σχετικά με την ένδικη αγωγή διανομής κοινού ακινήτου των διαδίκων "το επίκοινο ακίνητο είναι ένα οικόπεδο, το οποίο βρίσκεται στην οδό ... αρ. 5, στον ιστορικό τόπο "..." της Θεσσαλονίκης και περιβάλλεται από τις οδούς ... (πλατεία ...) και ... και ακίνητα ιδιοκτησίας Π. και Γ.-Π., επί του οποίου ανεγέρθηκε, το έτος 1875 περίπου, διώροφο οικοδόμημα, που καλύπτει το σύνολο της έκτασης του ακινήτου και αποτελείται από ισόγειο, εμβαδού 234.90 (16,20 μ. Χ 14,50 μ.) τ.μ. και ανώγειο όροφο, ίσων διαστάσεων και εμβαδού. Ο ενάγων είναι συγκύριος του ανωτέρω ακινήτου κατά ποσοστό 2/6 εξ αδιαιρέτου, το οποίο περιήλθε σε αυτόν δυνάμει των υπ' αριθμ. .../1963 και .../1964 αγοραπωλητήριων συμβολαίων του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μιλτιάδη Τζανουδάκη, που μεταγράφηκαν στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, το μεν πρώτο στον τόμο ..., με αύξοντα αριθμό 52, το δε δεύτερο στον τόμο ..., με αύξοντα αριθμό 91. Εξ αδιαιρέτου συγκύριοι του ιδίου ακινήτου είναι και οι εναγόμενοι, κατά ιδανικό μερίδιο 1/6 κάθε ένας από αυτούς, στους τρεις πρώτους από τους οποίους περιήλθε με τη μεταγραφή στα ως άνω βιβλία μεταγραφών, στον τόμο ..., με αύξοντα αριθμό 165, της υπ' αριθμό .../1979 συμβολαιογραφικής δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Αγορίτσας Φώλια και στον τέταρτο από αυτούς, με τη μεταγραφή στα ως άνω βιβλία μεταγραφών στον τόμο ..., με αύξοντα αριθμό 262, της με αριθμό .../1978 συμβολαιογραφικής δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της ίδιας συμβολαιογράφου. Τη συγκυριότητα του εκκαλούντος-ενάγοντος στο επίδικο ακίνητο, καθώς και την ασυμφωνία των διαδίκων-συγκοινωνών για εξώδικη διανομή του, οι εφεσίβλητοι - εναγόμενο ι ρητά ομολογούν με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ενώ η άσκηση της εν λόγω αγωγής διανομής σε βάρος των εναγομένων ενέχει ομολογία του ενάγοντος για την ιδιότητα των τελευταίων ως συγκυρίων κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά (ΕΘ 10/1994 Αρμ 1994. 678). Συνεπώς, τα περιστατικά αυτά αποδεικνύονται πλήρως (άρθρα 261 και 352 §1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, το υφιστάμενο επί του ακινήτου κτίσμα, το οποίο διατηρεί τα στοιχεία και υλικά οικοδόμησης της εποχής που ανεγέρθηκε, όπως φέρουσα περιμετρική τοιχοποιία από πέτρα και οπτοπλίνθους, ανακουφιστικά τόξα από οπτοπλίνθους στη βάση της τοιχοποιίας του ισογείου και ξύλινα υποστυλώματα με κεφαλές που στηρίζουν το ξύλινο δάπεδο του ανωγείου και την κεραμοσκεπή στέγη, που επικαλύπτει το κτίριο, χαρακτηρίσθηκε ως διατηρητέο με την 5650/8.11.1994 απόφαση του Υπουργού Μακεδονίας Θράκης (ΦΕΚ 1217 Δ/22.11.1994). Ο ισόγειος όροφος αυτού είναι διαχωρισμένος με τοιχοποιία σε δυο τμήματα, κατά τρόπο ώστε να δημιουργούνται δύο καταστήματα, εμβαδού 201,58 και 33,32 τ.μ., αντίστοιχα, το πρώτο από τα οποία εκμισθωνόταν, κατά το χρόνο πρώτης συζήτησης της αγωγής, στον ενάγοντα και το δεύτερο σε τρίτο μισθωτή. Επιπλέον, στο εμβαδού 33,32 τ.μ. τμήμα του ισογείου ορόφου, έχει κατασκευασθεί μεσοπάτωμα, το οποίο συνδέεται με τον ανώγειο όροφο με ξύλινη κλίμακα πλάτους 1,20 μ. περίπου και με τον ισόγειο όροφο με φορητή κλίμακα από αλουμίνιο. Το παραπάνω ακίνητο δεν δύναται να διαιρεθεί σε πέντε αυτοτελείς ιδιοκτησίες, ανάλογες με τις μερίδες των συγκυρίων, χωρίς μείωση της αξίας του, όπως διαπιστώνει και η πραγματογνώμονας στην 5η σελίδα της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης, λόγω της αναπόφευκτης συρρίκνωσης των χώρων κύριας χρήσης, με τη δημιουργία μεγάλου αριθμού βοηθητικών χώρων (κλιμακοστασίων, χώρων υγιεινής κλπ) προς επίτευξη λειτουργικής αυτοτέλειας για κάθε ιδιοκτησία. Επιπλέον, η αυτούσια διανομή του ακινήτου με σύσταση χωριστής οριζόντιας ιδιοκτησίας επί του υπάρχοντος κτίσματος, κατά το σχετικό αίτημα των εναγομένων, ώστε ο μεν ενάγων να λάβει το εμβαδού 201,58 τ. μ. κατάστημα του ισογείου ορόφου και οι εναγόμενοι, οι οποίοι ζήτησαν να λάβουν κοινή μερίδα, το εμβαδού 33,32 τ.μ. κατάστημα του ισογείου ορόφου και τον ανώγειο όροφο, κρίνεται ασύμφορη από το Δικαστήριο, γιατί απαιτεί την καταβολή σημαντικού χρηματικού ποσού από τον ενάγοντα στους εναγόμενους (βλ. σχετ. ΑΠ 688/1991 ΕΔΠολ 1991.96). Συγκεκριμένα, κατά τον ανωτέρω τρόπο διανομής, η αντικειμενική αξία της ιδιοκτησίας που θα περιερχόταν στον ενάγοντα ανέρχεται σε 441.542,49 ευρώ, ενώ η αντικειμενική αξία της ιδιοκτησίας που θα περιερχόταν στους εναγόμενους σε 283.104,78 (90.157,20 + 192.947,58) ευρώ (βλ. 6η σελ. της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης), αφού η αντικειμενική αξία του ισογείου ορόφου υπερβαίνει σημαντικά αυτήν του ανωγείου. Με το τρόπο αυτό διανομής η αντικειμενική αξία της μερίδας, που ο ενάγων θα ελάμβανε, θα υπερέβαινε κατά πολύ την αξία του ιδανικού του μεριδίου στο όλο ακίνητο, η οποία ανέρχεται σε 241.549,09 ευρώ [ (441.542,49 + 90.157,20 + 192.947,58) = 724.647,27 : 6) = 120.774,545 Χ2] και θα απαιτείτο, προς εξίσωση των διαμορφωθέντων μερών με τις μερίδες των κοινωνών, ο ενάγων να καταβάλει στους εναγόμενους ως αποζημίωση το χρηματικό ποσό των 199.993,40 (441.542,42-241.549,09) ευρώ, το οποίο είναι δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με την αξία της μερίδας του. Επισημαίνεται ότι, όπως συνάγεται από το περιεχόμενο της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης και ιδίως από τα εκτιθέμενα στις 5η και 7η σελίδες της, η πραγματική (αγοραία) αξία του επί κοινού δεν υπερβαίνει σημαντικά την αντικειμενική αξία αυτού. Μπορεί, ωστόσο, το πιο πάνω ακίνητο να διανεμηθεί αυτουσίως με σύσταση χωριστής οριζόντιας ιδιοκτησίας επί του οικοδομήματος, με διάφορο από τον προτεινόμενο από τους εναγόμενους τρόπο, όπως εκτιμάται και από την πραγματογνώμονα. Τη δυνατότητα αυτή, δεν εμποδίζεται να εξετάσει το Δικαστήριο, επειδή με τη ρηθείσα προδικαστική απόφαση διατάχθηκε απόδειξη περί του εφικτού ή μη, της αυτούσιας διανομής με συγκεκριμένους τρόπους, οι οποίοι, σύμφωνα με όσα παραπάνω αναπτύχθηκαν, κρίνονται ανέφικτοι (βλ. ΑΠ 145/1995) και ο σχετικός αντίθετος ισχυρισμός του εκκαλούντος-ενάγοντος, που επαναφέρεται με το σχετικό σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης, πρέπει να απορριφθεί. Έτσι, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου και σύμφωνα και με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, είναι δυνατόν ο ισόγειος και ο ανώγειος όροφος να διαχωρισθούν σε δύο χώρους έκαστος, με τη κατασκευή τοιχοποιίας, πάχους 0,25 μέτρων, από μονωτικό υλικό, που θα τοποθετηθεί κάθετα στο πρόσωπο του κτίσματος στην οδό ..., σε αξονική απόσταση 5,82 μέτρων από το όριο του κτίσματος και σε όλο το βάθος αυτού. Κατά τον τρόπο αυτό δύναται να σχηματισθούν δύο αυτοτελείς ιδιοκτησίες, η μεν πρώτη από τις οποίες θα περιλαμβάνει τμήμα εμβαδού 84,39 (5,82 μ. Χ 14,50 μ.) τ.μ. από κάθε όροφο, με αντιστοιχούν ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας στο οικόπεδο και στα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη της οικοδομής 36,05% και θα έχει είσοδο από την οδό ... (υπό στοιχ. Α'), η δε δεύτερη θα περιλαμβάνει τμήμα εμβαδού 150,51 (10,38 μ. Χ 14,50 μ.) τ.μ. από κάθε όροφο, με αντιστοιχούν ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας στο οικόπεδο και στα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη της οικοδομής 63,95% (υπό στοιχ. Β1) και θα έχει τρεις εξωτερικές εισόδους, μία από την οδό ... και δύο από την οδό ..., όπως ειδικότερα οι ιδιοκτησίες αυτές αποτυπώνονται στο με αριθμό β σχεδιάγραμμα, που συνοδεύει την έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Οι αναγκαίες επεμβάσεις στους χώρους του οικοδομήματος, προκειμένου να σχηματισθούν τα ανωτέρω μέρη, όπως η κατασκευή της εσωτερικής τοιχοποιίας και η τοποθέτηση κλίμακας, που θα συνδέει το ανήκον σε κάθε ιδιοκτησία τμήμα του ισογείου ορόφου με το αντίστοιχο τμήμα του ανωγείου, αφενός δεν αλλοιώνουν τα επιμέρους αρχιτεκτονικά, διακοσμητικά και λοιπά δομικά στοιχεία του κτιρίου, αφετέρου είναι τεχνικώς δυνατόν να γίνουν από αναστρέψιμες κατασκευές κατά τα οριζόμενα από τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας για τα διατηρητέα κτίσματα Επιπλέον, οι σχετικές δαπάνες, οι οποίες κατά την έκθεση πραγματογνωμοσύνης είναι μικρής αξίας, θα επιβαρύνουν εξίσου αμφότερα τα διάδικα μέρη. Περαιτέρω, ενόψει της ανισότητας των σχηματισθέντων μερών, που αποκλείει την κλήρωση (άρθρο 486 παρ. 2 ΚΠολΔ), πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα η υπό στοιχ. Α' ιδιοκτησία και στους εναγόμενους η υπό στοιχ. Β1, καθόσον αυτοί ζήτησαν να λάβουν κοινή μερίδα επί του ακινήτου, η οποία λογίζεται ως ενιαία, στο μέρος δε που επιδικάζεται σε αυτούς συνίσταται με την απόφαση διανομής κοινωνία μεταξύ τους, κατά το λόγο των μερίδων τους, δηλαδή, συγκυριότητα κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου για κάθε έναν εναγόμενο (και όχι 1/6 που από παραδρομή αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, περί του οποίου όμως δεν υφίσταται σχετικό παράπονο, αφού οι εναγόμενοι δεν άσκησαν έφεση). Με βάση την ανωτέρω διαμόρφωση των χώρων, η αξία του μέρους που περιέρχεται στον ενάγοντα ανέρχεται σε 257.013,27 (181.503,24 + 75.510,03) ευρώ και του μέρους που περιέρχεται στους εναγόμενους σε 479.972,87 (349.071,18 + 130.901,69) ευρώ, η συνολική δε αξία του επίκοινου σε 736.986,14 (257.013,27 + 479.972,87) ευρώ (βλ. 8η σελ. της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης). Με βάση, όμως, τα ιδανικά μερίδια των διαδίκων στο επίκοινο ακίνητο, στον ενάγοντα αναλογεί τμήμα αξίας 245.662,04 ευρώ (736.986,14 € χ 2/6) και στους εναγόμενους αναλογεί τμήμα αξίας 491.324,09 ευρώ (736.986,14 € χ 4/6), σημειουμένου ότι από προφανή αναρίθμηση στην εκκαλούμενη απόφαση αναφέρεται το ποσό των 419.324,09 ευρώ. Επομένως, εφόσον η αξία του μέρους που θα λάβει ο ενάγων είναι μεγαλύτερη από αυτή που αναλογεί στο εξ αδιαιρέτου μερίδιο του κατά το ποσό των 11.351,22 ευρώ (257.013,27-245.662,04 σύμφωνα με την αξιολόγηση που έκανε ο διορισθείς πραγματογνώμων) και η αξία του μέρους που επιδικάζεται στους εναγομένους είναι μικρότερη της αξίας του κοινού μεριδίου τους (479.972,87 αντί 491.324,09), θα πρέπει να υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στους εναγόμενους το ανωτέρω ποσό προς εξίσωση της μερίδας αυτών. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος-ενάγοντος ότι η διανομή καθίσταται ανέφικτη επειδή τα διάδικα μέρη δεν δύναται να λάβουν από το επίκοινο ακριβώς το ποσοστό που τους ανήκει, πρέπει να απορριφθεί ως μη στηριζόμενος στο νόμο, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στη νομική σκέψη, καθώς η ευχέρεια του Δικαστηρίου όπως αποφασίσει την καταβολή σε κάποιον από τους κοινωνούς χρηματικού ποσού προς εξίσωση άνισων μερών επί του διανεμητέου ακινήτου, υφίσταται και στην περίπτωση που ο λαμβάνων το χρηματικό ποσό, συμμετέχει της αυτούσιας διανομής με τη λήψη ποσοστού από το επίκοινο πράγμα ελάσσονος από αυτό, που του ανήκει, όπως συμβαίνει εν προκειμένω με τους εναγόμενους, τη συμπλήρωση του οποίου έρχεται να καλύψει το χρηματικό ποσό (ΕΠατρ 906/1984 Δ 1985.428). Εξάλλου, η διανομή με τον ανωτέρω τρόπο κρίνεται συμφέρουσα για όλους τους διαδίκους, καθόσον δεν επέρχεται μείωση της αξίας του επικοίνου, όπως ο εκκαλών-ενάγων ισχυρίζεται. Το αντίθετο, μάλιστα, αφού οι χωριστές ιδιοκτησίες που θα δημιουργηθούν θα αποτελέσουν πλέον αξιοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας των εναγομένων, Α. Π., ο οποίος είναι συνταξιούχος πολιτικός μηχανικός (βλ. 6η σελ. της εισηγητικής έκθεσης). Η ορθότητα της εκτίμησης του ως άνω μάρτυρα, επιβεβαιώνεται από το ότι η αντικειμενική αξία του ακινήτου, πριν από το διαχωρισμό του σε επιμέρους ιδιοκτησίες, ανέρχεται σε 707.474,47 ευρώ (βλ. 7η σελ. της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης), δηλαδή, υπολείπεται του αθροίσματος της αντικειμενικής αξίας των επιμέρους ιδιοκτησιών (736.986,14 ευρώ). Ούτε το ότι η περιερχόμενη στον εκκαλούντα-ενάγοντα υπό στοιχείο Α ως άνω διαιρετή ιδιοκτησία έχει μόνο μία είσοδο από την οδό ... μειονεκτεί έναντι της ιδιοκτησίας που περιέρχεται στους εφεσίβλητους-εναγόμενους, αφού η αξία της ανέρχεται στο προαναφερθέν ποσό, αυξάνεται δε με τη κατά τον παραπάνω τρόπο διανομή η αξία ολόκληρου του ακινήτου, ενώ η εμπορικότητα αυτής (ιδιοκτησίας Α) προσδιορίζεται από τη θέση της στην συγκεκριμένη περιοχή (...) και δεν εξαρτάται άμεσα από το αν αυτό έχει πρόσοψη σε πλατεία, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών με το δεύτερο λόγο της έφεσης του. Συνεπώς και με βάση τα προαναφερθέντα κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού η αυτούσια διανομή του επιδίκου ακινήτου με τη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας και την απονέμηση στους εφεσίβλητους-εναγόμενους κοινής μερίδας, κατά το αίτημα τους, είναι συμφέρουσα για όλους τους διαδίκους αλλά και δεν αντιβαίνει στο συμφέρον του εκκαλούντος-ενάγοντος, καθόσον λόγω της μικρής οικονομικής επιβάρυνσης για τη δημιουργία των αυτοτελών χώρων δεν θα μειωθεί εμμέσως η αξία των μερίδων των συγκυρίων διαδίκων, αλλά αντίθετα το άθροισμα των αξιών τους μετά τη διανομή θα αποδίδει μεγαλύτερη αξία από αυτή που έχει το επίδικο αδιαίρετο και είναι επωφελέστερος για τους διαδίκους ο προαναφερθείς τρόπος αυτούσιας διανομής από την πώληση του επικοίνου με πλειστηριασμό, όπως ζητά ο εκκαλών- ενάγων. Με τον παραπάνω τρόπο διανομής συστήνεται οριζόντια ιδιοκτησία στο υφιστάμενο διατηρητέο οικοδόμημα και όχι κάθετη ιδιοκτησία, όπως εσφαλμένα αναφέρει η πραγματογνώμονας στην έκθεση της και υπολαμβάνει και ο εκκαλών-ενάγων, αφού δεν πρόκειται για δύο αυτοτελείς οικοδομές στο ίδιο οικόπεδο και το γεγονός αυτό αποκλείει την σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας σε διακεκριμένα μέρη του οικοπέδου σύμφωνα με το Ν.Δ. 1024/1971 (κάθετης ιδιοκτησίας), η οποία και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη απαιτείται στο οικόπεδο αυτό να έχουν ανεγερθεί περισσότερες της μιας (1) χωριστές οικοδομές ή κατά την παρ. 2 του αυτού άρθρου (480Α ΚΠολΔ) να πρόκειται για οικόπεδο ακάλυπτο, περιπτώσεις που δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Το γεγονός ότι οι περιερχόμενοι στους συγκυρίους δύο αυτοτελείς χώροι κατά τα προαναφερθέντα, οι οποίοι και για το λόγο ότι το οικοδόμημα έχει τις προς τούτο προϋποθέσεις ενόψει των υφιστάμενων ανοιγμάτων και της πρόσοψης αυτού σε τρεις οδούς που επιτρέπει την δημιουργία δύο αυτοτελών ιδιοκτησιών, με χωριστή για το καθένα είσοδο, δεν συνιστά εν τοις πράγμασι σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών στον τέταρτο λόγο της έφεσης του, αφού είναι σαφές ότι στο εν λόγω οικοδόμημα συνίσταται οριζόντια ιδιοκτησία, το χαρακτήρα της οποίας σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί η αυτοτέλεια των δύο ιδιοκτησιών. Εξάλλου το ότι το Δικαστήριο προκρίνει ως συμφέροντα για τους διαδίκους διαφορετικό τρόπο διανομής από τον προτεινόμενο από τους διαδίκους εναπόκειται στη διακριτική του ευχέρεια και δεν πρόκειται για περίπτωση που το δικαστήριο προέβη στην αυτούσια διανομή με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας χωρίς αίτημα των εφεσίβλητων-εναγομένων, όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών, αφού σύμφωνα με τα προεκτεθέντα ο τρόπος λύσης της κοινωνίας, δηλαδή το αν η λύση αυτής θα γίνει με αυτούσια διανομή ή με πώληση με πλειστηριασμό, δεν περιλαμβάνεται αναγκαίως στο αίτημα της αγωγής διανομής, αλλά ανήκει στις εξουσίες του δικαστηρίου. Επομένως οι συναφείς πρώτος και τέταρτος λόγοι της έφεσης, με τους οποίους ο εκκαλών-ενάγων ισχυρίζεται ότι έσφαλλε η εκκαλούμενη απόφαση διότι διέταξε τη διανομή του επιδίκου με σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας και χωρίς αντίστοιχο αίτημα των εφεσίβλητων-εναγομένων πρέπει να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμοι. Περαιτέρω το γεγονός ότι το υφιστάμενο οικοδόμημα χρήζει, λόγω της παλαιότητας του, εκτεταμένων επισκευών (αντικατάσταση στέγης, πατωμάτων κ.λ.π.), το κόστος των οποίων ο εκκαλών αναβιβάζει στο ποσό των 199.435 ευρώ και για τις οποίες δαπάνες προσκομίζει και επικαλείται το πρώτον στη παρούσα δίκη την από 17-7-2008 τεχνική έκθεση του Θ. Σ., πολιτικού μηχανικού (που προσδιορίζει τις εν λόγω δαπάνες στο ποσό των 202.035 ευρώ), η οποία παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη κατά τη διάταξη του άρθρου 529 ΚΠολΔ, εφόσον δεν συντρέχει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, περίπτωση μη προσαγωγής του στον πρώτο βαθμό από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια, αφού η εν λόγω τεχνική έκθεση διενεργήθηκε μετά τη συζήτηση στο πρώτο βαθμό και προκειμένου να αντικρούσει την κρίση της εκκαλούμενης για το ότι η διαταχθείσα αυτούσια διανομή δεν αντιβαίνει στο συμφέρον των συγκυρίων και εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε ο ενάγων να το επικαλεστεί κατά το χρόνο της συζητήσεως της ένδικης αγωγής του πρωτοδίκως, δεν καθιστά μη συμφέρουσα για τους συγκυρίους την κατά τον παραπάνω τρόπο αυτούσια διανομή του, καθόσον το ότι το κτίσμα έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο, η παλαιότητα του και οι απαιτούμενες επισκευές σαφώς επηρεάζουν αντίστοιχα την αγοραία αξία αυτού, ώστε σε περίπτωση πώλησης του με πλειστηριασμό υφίσταται ο κίνδυνος να επιτευχθεί εκπλειστηρίασμα μικρότερο της εμπορικής αξίας του διανεμητέου, δηλαδή μειωμένο ανάλογα λόγω των απαιτούμενων δαπανών για την επισκευή του. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η επικαλούμενη από τον εκκαλούντα οικονομική δυσπραγία του για την αντιμετώπιση των δαπανών για την επισκευή του κτίσματος και τον διαχωρισμό του σε δύο αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες, και αληθής υποτιθέμενη, δεν αναιρεί την συμφέρουσα για όλους τους συγκυρίους αυτούσια κατά τον παραπάνω τρόπο διανομή του καθόσον μάλιστα αυξάνεται η συνολική αξία του επιδίκου όπως προηγούμενα αναφέρθηκε αφού και μετά τη διανομή του με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, ευχερώς ο εκκαλών δύναται να εκποιήσει την περιερχομένη στην αποκλειστική του κυριότητα διαιρετή ιδιοκτησία αν δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ανταποκριθεί στο βάρος των εν λόγω δαπανών. Συνεπώς, ο τρίτος λόγος της έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι είναι μη συμφέρουσα η αυτούσια διανομή γιατί με αυτή μειώνεται η αξία των μερίδων των συγκυρίων λόγω των δαπανών για την επισκευή και το χωρισμό των αυτοτελών ιδιοκτησιών, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ότι είναι δυνατή η αυτουσία διανομή του επικοίνου ακινήτου σε δύο αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες, η μεν πρώτη από τις οποίες θα περιλαμβάνει τμήμα εμβαδού 84,39 τ.μ. από κάθε όροφο με αντιστοιχούν ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας στο οικόπεδο και στα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη της οικοδομής 36,5% και θα έχει είσοδο από τον οδό ..., η δε δεύτερη θα περιλαμβάνει τμήμα εμβαδού 150,51 τετ.μέτρων από κάθε όροφο με αντιστοιχούν ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας στο οικόπεδο και στα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη της οικοδομής 63,95% και θα έχει τρεις εξωτερικές εισόδους, μία από την οδό ... και δύο από την οδό ..., ακολούθως δε έκρινε ως κατ' ουσίαν βάσιμη την αγωγή διανομής που άσκησε ο αναιρεσείων και διέταξε κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος των αναιρεσιβλήτων την αυτούσια διανομή του επικοίνου ακινήτου με την επ' αυτού σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών απορρίπτοντας την ασκηθείσα έφεση του αναιρεσείοντος και επικυρώνοντας την πρωτοβάθμια απόφαση που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 795, 800, 1002, 1117 ΑΚ 4 παρ.2α ΓΟΚ (ν.1577/1985), 480 παρ.1, 480Α παρ.1, 2 και 3, 1, 2 παρ.1, 3 παρ.1, 4 παρ.1, 5 και 13 ν.3741/1929, εσφαλμένα εφαρμόζοντας τις διατάξεις αυτές, εφόσον αν και δέχθηκε ότι το επίκοινο ακίνητο χαρακτηρίσθηκε ως διατηρητέο με την υπ' αριθμ. 5650/8-11-1994 απόφαση του Υπουργού, Μακεδονίας - Θράκης (ΦΕΚ 1217 Δ'/22-11-1994) άρα χρήζον ειδικής κρατικής προστασίας και ως εκ της φύσεως του διατηρητέο, ως ενιαίο σύνολο, διέταξε την αυτούσια διανομή του ακινήτου αυτού με σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας ώστε να προκύψουν δύο αυτοτελείς και διηρημένες ιδιοκτησίες. Επομένως οι από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο σκέλος του και εν μέρει ο τρίτος λόγος αναιρέσεως είναι βάσιμοι. Μετά απ' αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν, την αναιρουμένη απόφαση και να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι διάδικοι, κατά το νόμιμο αίτημα του αναιρεσείοντος στη δικαστική δαπάνη αυτού (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 2783/2009 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση. Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει σε τρείς χιλιάδες (3.000) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση: άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ. Η αυτούσια διανομή διατηρητέου ακινήτου με σύσταση χωριστής ιδιοκτησίας δεν είναι εφικτή, διότι η αυτούσια διανομή του δεν συμβιβάζεται με τη φύση και το σκοπό του. Μοναδικός τρόπος διανομής του επί κοίνω διατηρητέου ακινήτου είναι η πώλησή του με πλειστηριασμό.
Σύσταση ιδιοκτησίας
Διανομή, Σύσταση ιδιοκτησίας.
0
Αριθμός 737/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ι. Α. του Λ., 2) Α. ή Α. Α. του Λ., συζ. Ε. Τ., 3) Σ. Α. του Λ., συζ. Ε. Φ., και 4) Λ. Α. του Ι., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ευαγγελία Παπαγγελή. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Σ. Σ. χήρας Γ., το γένος Γ. Μ., 2) Ι. Σ. του Γ., 3) Α. Σ. του Γ., και 4) Κ. Σ. του Γ., κατοίκων ..., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του Γ. Σ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Θεώνη Σγουράκη - Παπασπυροπούλου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/2/2005 αγωγή του αρχικού διαδίκου Γ. Σ., που κατατέθηκε στο Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 62/2007 του ίδιου Δικαστηρίου, 2586/2008 μη οριστική και 1058/2011 οριστική του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση των τελευταίων αποφάσεων ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 25/8/2011 αίτηση και τους από 28/11/2012 πρόσθετους λόγους τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 5/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης, όπως διαμορφώθηκε με τους πρόσθετους λόγους. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των πρόσθετων λόγων, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκου του στη δικαστική του δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Με την προσβαλλόμενη απόφαση και κατά παραδοχήν της εφέσεως του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων - αρχικού ενάγοντος και εκκαλούντος Γ. Σ. έγινε δεκτή η ένδικη αγωγή του τελευταίου κατά των αναιρεσειόντων και α)αναγνώστηκε ότι είναι άκυρα, ως πλαστά, αα)το από 10-3-1969 ιδιωτικό συμφωνητικό δωρεάς, με το οποίο φέρεται ότι η δικαιοπάροχος και μητέρα του αρχικού ενάγοντος Α. χήρα Ι. Σ. δώρησε στη θυγατέρα της και δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων Δ. συζ. Λ. Α. και στον πρώτο αναιρεσείοντα Ι. Α. διαιρετό τμήμα, εμβαδού 400 τ.μ., του αναφερόμενου κληροτεμαχίου της ιδιοκτησίας της, συνολικού εμβαδού 1500 τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Κατερίνης, και ββ) η υπ' αριθμ. 6328/16-6-1992 έκθεση επιδόσεως πρός την ανωτέρω Α. Σ. της υπ' αριθμ. 1068/1991 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Κατερίνης με την οποία επικυρώθηκε η προαναφερθείσα ανώμαλη δικαιοπραξία (δωρεά με ιδιωτικό συμφωνητικό τμήματος κληροτεμαχίου), περαιτέρω δε β)αναγνωρίστηκε ότι το επίδικο ακίνητο, δηλαδή το υπ' αριθμ. 11 οικόπεδο, εμβαδού 279,90 τ.μ., που βρίσκεται στο Ο.Τ. Γ479 της πόλεως της Κατερίνης και το οποίο είχε αποδοθεί στους αναιρεσείοντες ως αντικατάσταση του προρρηθέντος τμήματος κληροτεμαχίου του οποίου εφέροντο κύριοι δυνάμει της επικυρωθείσης ως άνω ανώμαλης δικαιοπραξίας και το οποίο απαλλοτριώθηκε (ρυμοτομήθηκε) καθ'ολοκληρίαν με την αναφερόμενη υπ' αριθμ. 1/2003 πράξη εφαρμογής πολεοδομικής ενότητας Εθνικού Σταδίου Κατερίνης, νομίμως μεταγραφείσης {άρθρα 1, 2, 3, 6, 7, 8, 12 και 43 του ν.1337/1983 "Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις" (ήδη άρθρα 37, 38, 39, 43, 44, 45 και 48 του π.δ.της 14/27-7-1999 "Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας"), 49 παρ.1-7 του ν.947/1979 περί οικιστικών περιοχών και 15 παρ.1 του ν.δ.3958/1959 για τις μεταβιβάσεις γεωργικών κλήρων κ.λπ.}, ανήκε στον αρχικό ενάγοντα - δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων, ως αληθή κύριο του προρρηθέντος τμήματος κληροτεμαχίου που αντικαταστάθηκε με το επίδικο οικόπεδο και το οποίο (τμήμα κληροτεμάχιο) δεν είχε εκφύγει της κυριότητας της κληρούχου - μητέρας του ενάγοντα και περιήλθε στον τελευταίο δυνάμει της αναφερόμενης δημόσιας διαθήκης της κληρούχου, της αποδοχής της κληρονομίας αυτής από τον ενάγοντα και της μεταγραφής της σχετικής πράξης, και, τέλος, γ)υποχρεώθηκαν οι αναιρεσείοντες να αποδώσουν στους αναιρεσιβλήτους, κληρονόμους του αρχικού ενάγοντος, που συνεχίζουν τη δίκη μετά τον θάνατο εκείνου, το επίδικο ως άνω ακίνητο. ΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αρ.2 περ.α του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο δεν είχε τη νόμιμη σύνθεση, μη νόμιμη δε σύνθεση του δικαστηρίου υπάρχει και όταν μετέχει σ'αυτήν δικαστής του οποίου έχει λυθεί η υπηρεσιακή σχέση κατά προβλεπόμενον από τον νόμο τρόπο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 58 παρ.1 και 4 του ν. 1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών" η υπηρεσιακή σχέση του δικαστικού λειτουργού λύεται (και) με την παραίτηση του δικαστικού λειτουργού, η λύση δε αυτή της υπηρεσιακής σχέσης επέρχεται από τη στιγμή που θα ανακοινωθεί στον παραιτηθέντα το προεδρικό διάταγμα της αποδοχής της παραίτησης του δικαστικού λειτουργού. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισημείωση της αναιρεσιβαλλομένης ότι "Κρίθηκε και αποφασίστηκε στη Θεσσαλονίκη στις 28 Ιουνίου 2010, με την ως άνω (αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης) σύνθεση", η απόφαση αυτή εκδόθηκε την προρρηθείσα ημερομηνία της 28-6-2010 από τους δικαστές που είχαν λάβει μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης κατά την δικάσιμο της 15-1-2010, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Πρόεδρος Εφετών και Πρόεδρος της συνθέσεως Αθανάσιος Σαμαρτζής, δημοσιεύτηκε δε από άλλη σύνθεση την 3-6-2011 και ενώ είχε ήδη παραιτηθεί ο ανωτέρω Πρόεδρος Εφετών. Με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου προσάπτεται η εκ του άρθρου 559 αρ.2α του ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια της μη νόμιμης σύνθεσης του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. Επειδή, όπως ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες, η παραίτηση του προαναφερθέντος Προέδρου είχε γίνει δεκτή και είχε εκδοθεί και δημοσιευθεί το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τεύχος Γ', φύλλο 512, την 15 Ιουνίου 2010, δηλαδή πριν την ημερομηνία της 28-6-2010, κατά την οποία και όπως προεκτέθηκε εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλομένη. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι προεχόντως αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος, αφού σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 58 παρ.4 του ν.1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίου και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών" η λύση της υπηρεσιακής σχέσης του παραιτηθέντος δικαστικού λειτουργού επέρχεται από τη στιγμή που θα ανακοινωθεί σ' αυτόν που παραιτήθηκε το Προεδρικό διάταγμα αποδοχής της παραίτησης, τέτοια δε ανακοίνωση του ειρημένου Προεδρικού διατάγματος στον παραιτηθέντα ως άνω Πρόεδρο Εφετών που μετείχε στη σύνθεση του δικαστηρίου δεν αναφέρουν οι αναιρεσείοντες (οι οποίοι, σημειωτέον, δεν προσκομίζουν το επικαλούμενο ως άνω φύλλο της εφημερίδας της Κυβερνήσεως). ΙΙΙ. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, ειδικότερα, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως αποδεικνυόμενα από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι: "Κατά την οριστική διανομή του έτους 1932 και ακολούθως με τον υπ' αριθμ. 15605/1988 τίτλο κυριότητας της Δ/νσης Γεωργίας Ν. Πιερίας, που μεταγράφηκε νομίμως (...) παραχωρήθηκε στη μητέρα του αρχικού ενάγοντος Α. χήρα Ι. Σ. ένας αγρός με αριθμό 189 Β' κατηγορίας, έκτασης 1500 τ.μ. που βρίσκεται στην κτηματική περιοχή του δήμου Κατερίνης (...) προς αγροτική της αποκατάσταση. Με το από 10-3-1969 ιδιωτικό συμφωνητικό δωρεάς φέρεται ότι η Α. χήρα Ι. Σ. δώρησε στη θυγατέρα της Δ. συζ. Λ. Α. και τον εγγονό της Ι. Α., κατ' ισομοιρία, διαιρετό τμήμα του ως άνω κληροτεμαχίου, εμβαδού 400 τ.μ., και στους εγγονούς της (και υιούς του ενάγοντα) Ι. Σ. του Γ. και Α. Σ. του Γ., εξ αδιαιρέτου και κατ' ισομοιρία 400 τ.μ. από το ίδιο αγροτεμάχιο. Στη συνέχεια με την υπ' αριθμ. 1068/1991 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κατερίνης (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), που εκδόθηκε επί αιτήσεως των προαναφερομένων δωρεοδόχων κατά της Α. Σ. ως καθ' ης η αίτηση, επικυρώθηκε η εν λόγω ανωμάλως καταρτισθείσα σύμβαση δωρεάς, η ως άνω δε απόφαση, που φέρεται ότι επιδόθηκε νομίμως στην καθ' ης με την υπ' αριθμ. 6328/16-6-992 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Κατερίνης ..., κατέστη τελεσίδικη και μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κατερίνης στον τόμο ... και με αριθμό 123. Μετά την επέκταση του σχεδίου πόλεως το ως άνω κληροτεμάχιο εντάχθηκε σε αυτό, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 1/2003 πράξη εφαρμογής πολεοδομικής ενότητας Εθνικού Σταδίου, που κυρώθηκε με την Τ.Π 21/468/21-1-2003 απόφαση του Νομάρχη Πιερίας και μεταγράφηκε νόμιμα, οπότε σε αντικατάσταση του παραπάνω τμήματος των 400 τ.μ εκ του άνω κληροτ εμαχίου που φέρεται ότι δωρήθηκε στον πρώτο εναγόμενο και τη μητέρα του Δ. Α., το οποίο ολικά ρυμοτομήθηκε, αποδόθηκε τελικώς ιδιοκτησία (οικόπεδο) με κωδικό κτηματογράφησης 051226 και αριθμό (οικοπέδου 11, συνολικού εμβαδού 279,90 τ.μ μετά την εισφορά του σε γη, που βρίσκεται στο Γ 479 Ο.Τ. Μετά το θάνατο της Δ. Α., στις 30-10-1993, υπεισήλθαν στην κληρονομιά αυτής, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, οι εναγόμενοι, οι τρεις πρώτοι τέκνα της και ο τέταρτος σύζυγός της, την οποία (κληρονομιά) αποδέχθηκαν με την υπ' αριθμό .../19-3-2004 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Κατερίνης Στέλλας Μπλάτζα-Κουτσοπούλου, που μεταγράφηκε νόμιμα (...). Ακολούθως, ο τέταρτος εναγόμενος με το υπ' αριθμ. .../2004 συμβόλαιο γονικής παροχής της ιδίας συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγραφέντος, μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής το εξ αδιαιρέτου ποσοστό του στην τρίτη εναγόμενη. Στη συνέχεια, οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι με την υπ' αριθμό .../29-4-2004 πράξη συνένωσης ομόρων οικοπέδων με ανταλλαγή ποσοστών, σύσταση καθέτων ιδιοκτησιών και διανομή αυτών πριν την ανέγερση, της ίδιας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, συνένωσαν το ως άνω νέο οικόπεδο εμβαδού 279,90 τ.μ, με το όμορο οικόπεδο, που είχε λάβει ως προίκα η Δ. Α. από τη μητέρα της κατά το γάμο της, αρχικού εμβαδού 316 τ.μ και μετά την ένταξη στο σχέδιο πόλης τελικού εμβαδού 277,28 τ.μ και συνέστησαν τις αυτοτελείς κάθετες ιδιοκτησίες που περιγράφονται αναλυτικώς στο προρρηθέν συμβόλαιο, έλαβε δε ο καθένας από αυτούς τις κάθετες ιδιοκτησίες, όπως ειδικότερα προσδιορίζεται σ' αυτό. Δηλαδή, το επίδικο οικόπεδο κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής κατείχαν οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι, αφού ο τέταρτος εναγόμενος είχε μεταβιβάσει το εξ αδιαιρέτου ποσοστό του στην τρίτη εναγόμενη και έτσι είχε αποξενωθεί της νομής και κατοχής αυτού. Όμως η Α. Σ., η οποία απεβίωσε στις 27-3-2002, με την υπ' αριθμ. .../13-3-1995 δημόσια διαθήκη της, που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Κατερίνης Μαρίας Χαλκίδου και δημοσιεύθηκε νόμιμα (...) μεταξύ των άλλων καταλείπει στον ενάγοντα κατά λέξη "ένα οικόπεδο εμβαδού 500 τ.μ. ή όσον εμβαδού είναι, που βρίσκεται στην Κατερίνη, επί της οδού ... (...)". Το ακίνητο αυτό, κατά την εν συνεχεία κατηγορηματική παραδοχή του Εφετείου, ταυτίζεται με το φερόμενο ως δωρηθέν στον πρώτο εναγόμενο και τη Δ. Α. διαιρετό τμήμα των 400 τ.μ. από το αρχικό κληροτεμάχιο με το ειρημένο ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο (διαιρετό τμήμα) ρυμοτομήθηκε καθ' ολοκληρίαν με την προαναφερθείσα υπ' αριθμ. 1/2003 πράξη πολεοδομικής εφαρμογής, νομίμως κυρωθείσα και μεταγραφείσα, και αντικαταστάθηκε με το επίδικο οικόπεδο των 279,90 τ.μ. "Περαιτέρω", δέχεται το Εφετείο , "και αναφορικά με το από 10-3-1969 ιδιωτικό συμφωνητικό δωρεάς, με το οποίο φέρεται ότι η Α. χήρα Ι. Σ. δώρησε στη θυγατέρα της Δ. συζ. Λ. Α. και τον εγγονό της Ι. Α., εξ αδιαιρέτου και κατ' ισομοιρία, διαιρετό τμήμα του ως άνω κληροτεμαχίου, εμβαδού 400 τ.μ, και στους εγγονούς της (και υιούς του αρχικού ενάγοντα) Ι. Σ. και Α. Σ., επίσης εξ αδιαιρέτου και κατ' ισομοιρία 400 τ.μ από το ίδιο αγροτεμάχιο, αποδείχθηκε ότι οι υπογραφές στο εν λόγω έγγραφο κάτω από την χειρόγραφη ένδειξη "Οι Συμβαλλόμενοι" δεν έχουν τεθεί (χαραχθεί) από την Α. χήρα Ι. Σ., αλλά ούτε και από τον αρχικό ενάγοντα Γ. Σ. του Ι., που φέρεται ότι συμβλήθηκε σ' αυτό εκπροσωπώντας τα δύο ανήλικα τέκνα του, αλλά πλαστογραφήθηκαν από άλλα πρόσωπα, η ταυτότητα των οποίων δεν προέκυψε από τις διεξαχθείσες αποδείξεις. Επίσης, και η υπογραφή στην υπ' αριθμ. 6328/16-6-1992 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Κατερίνης ..., με την οποία φέρεται ότι επιδόθηκε στην Α. χήρα Ι. Σ. ακριβές αντίγραφο της υπ' αριθμ. 1068/1991 απόφασης του Ειρηνοδικείου Κατερίνης (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας), με την οποία επικυρώθηκε η εν λόγω ανωμάλως καταρτισθείσα σύμβαση δωρεάς, δεν τέθηκε από την προαναφερθείσα, αλλά πλαστογραφήθηκε από άλλο πρόσωπο (...), πρόκειται δηλαδή για προχρονολογημένο ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε εν αγνοία της αρχικής κυρίας του ως άνω κληροτεμαχίου, η οποία μάλιστα πληροφορήθηκε την ύπαρξη αυτού (εγγράφου) καθώς και την εκδοθείσα με βάση αυτό απόφαση επικύρωση της ανώμαλης δικαιοπραξίας πολύ μεταγενέστερα και λίγο χρόνο πριν από τον θάνατό της, δεδομένου ότι η εν λόγω απόφαση ουδέποτε της επιδόθηκε πραγματικά, αφού, όπως αποδείχθηκε, και η απογραφή της στην ως άνω έκθεση επίδοσης είναι πλαστή (...). Συνεπώς το εν λόγω ιδιωτικό συμφωνητικό είναι άκυρο, η δε ακυρότητά του αυτή ανατρέχει στον χρόνο της σύνταξής του και αυτό θεωρείται ότι δεν έγινε ποτέ (άρθρ.180, 184 ΑΚ) και ακόμη ότι δεν παράγει καμία έννομη συνέπεια (...), η ανωτέρω (δε) απόφαση, που μεταγράφηκε νόμιμα, ενόψει της ακυρότητας του ιδιωτικού συμφωνητικού δεν επέφερε μεταβίβαση της κυριότητας του αρχικού τμήματος των 400 τ.μ. εκ του υπ' αριθμ. 189 Β' κληροτεμαχίου και ήδη επιδίκου νέου ακινήτου, που προήλθε από την πράξη εφαρμογής στους δωρεοδόχους (...). Δηλαδή το εν λόγω τμήμα παρέμεινε στην κυριότητα της Α. Σ. μέχρι τον θάνατό της, αποτέλεσε μέρος της κληρονομιαίας περιουσίας της και καταλείφθηκε με την προαναφερόμενη διαθήκη της στον αρχικό ενάγοντα (...). Επομένως το ήδη επίδικο νέο ακίνητο, που αντικατέστησε με την πράξη εφαρμογής το ως άνω τμήμα των 400 τ.μ. του αρχικού κληροτεμαχίου (...), περιήλθε στην κυριότητα του αρχικού ενάγοντος δυνάμει κληρονομικής διαδοχής και συγκεκριμένα με βάση την υπ' αριθμ. .../13-3-1995 δημόσια διαθήκη της μητέρας του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα, την κληρονομία της οποίας ο ενάγων αποδέχθηκε νόμιμα με την υπ' αριθμ. 69/2005 δήλωση αποδοχής κληρονομίας, που μεταγράφηκε νόμιμα (...)". Εν συνεχεία δέχεται το Εφετείο τα εξής: "Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι από το έτος 1970 κατέχουν, υπό τα όμματα της Α. Σ. και του ενάγοντος, το επίδικο τμήμα των 400 τ.μ. του υπ' αριθμ. 189 Β' κληροτεμαχίου έχοντας αυτό περιφραγμένο, μαζί με την όμορη έκταση, που είχε προηγούμενα παραχωρηθεί από την γιαγιά τους (Α. Σ.) στην μητέρα τους Δ. και στην οποία υπήρχε η πατρική κατοικίας τους, καλλιεργώντας εντός αυτού ζαρζαβατικά και διατηρώντας ζώα για τη φύλαξη των οποίων είχε ο πατέρας τους κατασκευάσει στάβλο, δεν αποδείχθηκε βάσιμος. Ειδικότερα προέκυψε ότι το επίδικο τμήμα, ανέκαθεν νεμόταν και κατείχε η Α. Σ., η οποία για όσο χρόνο της επέτρεπε η ηλικία της και είχε τη δυνατότητα διατηρούσε εντός αυτού κότες, ενώ με τη διαθήκη της το κατέλειπε στον αρχικό ενάγοντα και δεν το παραχώρησε άτυπα στην κόρη της Δ. και στον εγγονό της Ι. (πρώτο εναγόμενο) όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι με τις πρωτόδικες προτάσεις τους ή μόνο στη κόρη της Δ., όπως το πρώτον ισχυρίζονται με τη προσθήκη των άνω προτάσεων τους, τροποποιώντας εν μέρει τον σχετικό ισχυρισμό τους. Η τελευταία (Δ. Α.) μέχρι το θάνατό της καθώς και τα λοιπά μέλη της οικογένειας της χρησιμοποιούσαν το επίδικο τμήμα για την εξυπηρέτηση της οικίας τους, που ήταν κτισμένη στο συνεχόμενο τμήμα που της είχε παραχωρήσει προηγούμενα λόγω προίκας η μητέρα της, αλλά η χρήση αυτού, είτε για καλλιέργεια ζαρζαβατικών, είτε για το σταυλισμό των ζώων, γινόταν με την ανοχή της μητέρας της και ενόψει της συγγενικής τους σχέσης, όπως συνήθως συμβαίνει στις αγροτικές οικογένειες. Το ότι η Α. Σ. μέχρι τον επισυμβάντα την 27-3-2002 θάνατό της δεν ζήτησε την ακύρωση του προαναφερθέντος πλαστού ιδιωτικού συμφωνητικού εξηγείται από το ότι, όπως και παραπάνω αναφέρθηκε, πληροφορήθηκε την ύπαρξή του λίγο χρόνο πριν το θάνατο της, καθόσον μάλιστα η πράξη εφαρμογής εκδόθηκε και μεταγράφηκε μεταγενέστερα, οι δε εναγόμενοι μέχρι τότε δεν είχαν προβεί σε άλλες, πλην των προαναφερθεισών, εμφανείς διακατοχικές πράξεις ώστε να υποχρεωθεί αυτή να αντιδράσει, σημειουμένου σε κάθε περίπτωση ότι μόνη η αδράνεια του δικαιούχου, χωρίς άλλα περιστατικά, δεν αρκεί για να καταστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του. Οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι, μετά την ένταξη αυτού στο σχέδιο πόλης και τη ρυμοτόμησή του εξ ολοκλήρου, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 1/2003 πράξη εφαρμογής πολεοδομικής ενότητας Εθνικού Σταδίου, που κυρώθηκε με την Τ.Π 21/468/21-1-2003 απόφαση του Νομάρχη Πιερίας και μεταγράφηκε νόμιμα, τη νέα ιδιοκτησία των 279,90 τ.μ. συνένωσαν με την όμορη ιδιοκτησία τους, στην οποία υπήρχε η πατρική κατοικία, σύστησαν κάθετη ιδιοκτησία και έλαβαν οικοδομικές άδειες το έτος 2004 για ανέγερση οικοδομών, αλλά ο αρχικός ενάγων αμέσως αντέδρασε και άσκησε αρχικά, όπως και οι ίδιοι οι εναγόμενοι στις προτάσεις τους αναφέρουν, κατά τον Οκτώβριο του 2004 τριτανακοπή κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου η οποία απορρίφθηκε (δεν προσκομίζεται η απόφαση από κανένα διάδικο μέρος, αντ' αυτής προσκομίζεται από τους εναγόμενους η 634/2000 που αφορά άλλους διαδίκους), στη συνέχεια άσκησε την υπό κρίση αγωγή και συγχρόνως άσκησε την υπ' αριθμ. κατ. 971/562/2005 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά των Σ. και Α. Α. (δεύτερης και τρίτης εναγομένης) στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κατερίνης, με την οποία ζήτησε, επικαλούμενος ότι ο ίδιος είναι κύριος του επιδίκου, την απαγόρευση των οικοδομικών εργασιών στο επίδικο οικόπεδο, από το δικόγραφο της οποίας παραιτήθηκε ως προς τη δεύτερη των καθ' ων και επ' αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 831/2005 απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ' ουσία η αίτηση ως προς την πρώτη των καθ' ων. Δηλαδή αποδείχθηκε ότι ο αρχικός ενάγων δεν αδράνησε αλλά αμέσως όταν άρχισαν οι οικοδομικές εργασίες στο επίδικο οικόπεδο προέβη στις προαναφερθείσες δικαστικές ενέργειες. Τέλος πρέπει να λεχθεί ότι οι επί μέρους ισχυρισμοί των εναγομένων, που προβλήθηκαν με τις πρωτόδικες προτάσεις τους προκειμένου να στηρίξουν την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση τους: α) ότι ο ενάγων προέβη στην άσκηση της αγωγής για το λόγο ότι αυτοί αρνήθηκαν να παραχωρήσουν δίοδο για το όμορο οικόπεδό του προς την οδό ... και ότι "μεθόδευσε" τη σύνταξη της διαθήκης και β) ότι με την αγωγή "... εγείρει ανύπαρκτα δικαιώματά του στο επίδικο ..." για το λόγο ότι απέτυχε η προσπάθεια του να του μεταβιβάσουν το οικόπεδο "... αντί ποσού 50.000.000 δρχ. (καθαρά) και 10.000.000 δρχ. (μαύρα κατά τα λεγόμενα του τα οποία θα έπαιρνε κρυφά ο πρώτος Ι. Α., αν έπειθε τους λοιπούς από εμάς για την πώληση)", δεν αποδείχθηκαν βάσιμοι, καθόσον μόνη η περί αυτών κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, τόσο κατά την επανεξέταση του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, όσο και στην προαναφεθείσα ένορκη βεβαίωση του ίδιου, δεν κρίνεται πειστική, αφού δεν επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, τούτο δε ανεξάρτητα από το ότι προϋπόθεση της προβολής της εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένστασης είναι η παραδοχή της ύπαρξης του δια της αγωγής αξιούμενου δικαιώματος και όχι η από τον εναγόμενο προβαλλόμενη ανυπαρξία αυτού, όπως συμβαίνει στη προκείμενη περίπτωση που οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι δια της αγωγής ο ενάγων εγείρει ανύπαρκτα δικαιώματα του στο επίδικο ακίνητο. Επομένως, η εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση των εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσία". IV. Από τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 1337/1983 για την επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων και την οικιστική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 49 παρ.2 και 3 του ν. 947/1979 περί οικιστικών περιοχών, συνάγεται ότι με την κύρωση της πράξεως εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης οριστικοποιούνται οι αναφερόμενες σ'αυτήν εδαφικές μεταβολές σε συσχετισμό με τους φερόμενους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι από την μεταγραφή της αποκτούν πρωτοτύπως κυριότητα επί των αναγραφομένων ιδιοκτησιών, υπό την προϋπόθεση ότι είναι οι πραγματικοί κύριοι των ακινήτων που αποτέλεσαν τη βάση της διαμορφώσεώς τους (ΑΠ 261/2003). Εξάλλου, ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ορθή δε εφαρμογή του κανόνα ουσιαστικού δικαίου υπάρχει και επομένως δεν ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου 559 για παραβίαση του κανόνα όταν το δικαστήριο που εξετάζει την υπόθεση κατ' ουσίαν εφαρμόζει τον κανόνα δικαίου του οποίου ενόψει των πραγματικών παραδοχών του είναι εφαρμοστέες στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ δεν εφαρμόζει κανόνα δικαίου για τον οποίο, ενόψει των ίδιων παραδοχών, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής. Τέλος, ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι δεν δημιουργείται όταν από την απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε τα αποδεικτικά αυτά μέσα. Εν προκειμένω υπό τις προαναφερθείσες (ανωτ. υπό ΙΙΙ) παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και το επίσης προαναφερθέν (ανωτ. υπό Ι) διατακτικό του και δη τόσον ως προς την πλαστότητα των ως άνω εγγράφων (ιδιωτικού συμφωνητικού και εκθέσεως επιδόσεως), την απόκτηση της κυριότητας επί του επιδίκου από τον ενάγοντα - δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων και την μη απόκτηση της κυριότητας αυτής από τους αναιρεσείοντες, όσον και ως προς την μη συνδρομή καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του πρώτου, και οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 281 και 1041, 1042, 1045, 1051 του ΑΚ και 12 του ν. 1337/83, τις οποίες το Εφετείο δεν παραβίασε ούτε ευθέως με εσφαλμένη εφαρμογή, ούτε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τους πρώτον και εν μέρει τέταρτον, του αναιρετηρίου, και τους δύο, του δικογράφου πρόσθετων λόγων, από τους αριθμούς 1 και 19 (όχι και 8 και 10) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, προτεινόμενους λόγους αναιρέσεως, οι οποίοι κατά τα λοιπά πλήττουν απαραδέκτως, κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου περί πραγματικών γεγονότων. Περαιτέρω, από την αναφορά στην αναιρεσιβαλλομένη ότι το Εφετείο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι και τα οποία προσδιορίζονται κατ' είδος, και από το όλον περιεχόμενο της αποφάσεως προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις εξετασθέντων μαρτύρων και έγγραφα) που αναφέρονται στον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου, τα οποία είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι αναιρεσείοντες, και είναι επίσης αβάσιμα τα αντίθετα που οι τελευταίοι υποστηρίζουν με τον τρίτο, από τον αριθμό 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους. Τέλος, με τον πέμπτο λόγο του αναιρετηρίου προβάλλεται η αιτίαση ότι "η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά παράβαση του άρθρου 562 παρ.2 του ΚΠολΔ δεν έλαβε υπόψη διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, όπως είναι οι προτάσεις μας ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, αποσπάσματα των οποίων παραπάνω αυτολεξεί παραθέτω". Η αιτίαση αυτή ως λόγος αναιρέσεως όπως προβάλλεται, είναι απαράδεκτη, διότι δεν συγκροτεί κανέναν από τους λόγους αναιρέσεως που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. V. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, όπως διαμορφώθηκε με τους πρόσθετους λόγους ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το αίτημά των τελευταίων (άρθρ.176, 183, 191 παρ.2 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25-8-2011 αίτηση των Ι. Α. κ.λπ., όπως διαμορφώθηκε με τους από 28-11-2012 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1058/2011 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόκτηση κυριότητας βάσει του άρθρου 12 του ν. 1337/83 για την επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων κ.λ.π: Λύση υπηρεσιακής σχέσεως δικαστή. Αυτό πότε επέρχεται. Αναιρετικοί λόγοι από το άρθρο 559 αρ. 1, 2, 11 και 19 του ΚΠολΔ, αβάσιμοι. Επικυρώνει Εφ.Θεσσ. 1058/2011.
Σύνθεση δικαστηρίου
Κυριότητα, Σύνθεση δικαστηρίου.
0
Αριθμός 738/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσείοντων: 1)Δ. Κ. του Α., και 2) Γ. Κ. συζ. Δ., το γένος Γ. Ξ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Γκρέκο. Του αναιρεσιβλήτου: Α. Ξ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τσακαλία. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/3/1999 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 403/2000 μη οριστική, 268/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 182/2008 του Εφετείου Αθηνών (Μεταβατική έδρα Χαλκίδας). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 7/4/2009 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 5/1/2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 559 αρ.1 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να καθορίζονται, μεταξύ άλλων, η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, εφόσον δε το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η ελάσσων πρόταση του νομικού του συλλογισμού, δηλαδή τα πραγματικά γεγονότα που αυτό δέχθηκε, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, καθώς και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου (Ολ.ΑΠ 32/1996). Εν προκειμένω με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου με τον οποίο προβάλλεται η από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο, με το να απορρίψει ως αβάσιμη κατ' ουσίαν την ένσταση ιδίας κυριότητας που στηρίζεται στην έκτακτη χρησικτησία των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων και στη συνέχεια να δεχθεί ως και κατ' ουσίαν βάσιμη την ένδικη διεκδικητική κυριότητας ακινήτων αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, στηριζόμενη σε παράγωγο τρόπο (δωρητήριο συμβόλαιο από τους αληθείς κυρίους γονείς του), παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ. Ο ερευνώμενος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, αφού, μολονότι παρατίθεται σ' αυτόν η πιο πάνω διάταξη ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε και εκτίθενται, επίσης, οι απόψεις των αναιρεσειόντων σε σχέση με την έννοια της εν λόγω διατάξεως, καθώς και η καταληκτική κρίση του Εφετείου, δεν εξειδικεύεται το υπαγωγικό σφάλμα του Εφετείου, δηλαδή αν η παραβίαση της προμνημονευόμενης ουσιαστικής διάταξης οφείλεται σε ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή της και δεν διαλαμβάνονται σ' αυτόν οι κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο, υπό τα οποία και συντελέστηκε η φερόμενη ως παραβίαση του νόμου, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί αν οι αιτιάσεις που προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οδήγησαν σε εσφαλμένο διατακτικό. Κατά τα λοιπά ο ίδιος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, επειδή πλήττει και μόνον την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, την εκτίμηση δηλαδή από το Εφετείο πραγματικών γεγονότων σχετικά με τους ως άνω ισχυρισμούς των διαδίκων. ΙΙ. Το δικόγραφο της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 520 παρ.1 του ΚΠολΔ, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα απαιτούμενα κατά τα άρθρα 118-120 ΚΠολΔ στοιχεία, και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης αποτελούν παράπονα κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά η πραγματικά σφάλματα του δικαστή, και πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι να καθορίζονται δηλαδή σ' αυτούς με πληρότητα οι αιτιάσεις που αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να μπορεί ο δικαστής να κρίνει για το νόμιμο και το βάσιμό τους. Τέτοιος λόγος εφέσεως, αναγόμενος σε σφάλμα του δικαστή, είναι και η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Το σφάλμα της απόφασης ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται, αλλ' αρκεί να προβάλλεται ότι εξαιτίας του σφάλματος αυτού το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό. Και τούτο διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ), είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης μετά από καθολική εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και όχι μόνο με βάση τα μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος που συνδέονται με αυτή. Αν δεν υπάρχει στην έφεση ένας τουλάχιστον λόγος σαφής και ορισμένος, το δικόγραφό της είναι άκυρο και η έφεση απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, η κατάθεση του δικογράφου της έφεσης, η οποία αποτελεί πράξη της προδικασίας του ενδίκου μέσου, γίνεται στη γραμματεία του δικαστηρίου που έχει εκδώσει την εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ). Εξάλλου η γραμματεία του πρωτοδικείου είναι ενιαία, οι ίδιοι δε δικαστικοί υπάλληλοι εκτελούν καθήκοντα γραμματέα του Πολυμελούς και του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Συνεπώς έφεση κατ' αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου δεν είναι απαράδεκτη αν ασκήθηκε ενώπιον του γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου και αντιστρόφως (ΑΠ 599/2003). Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ, η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει σε ισχυρισμό αόριστο, μη νόμιμο ή αλυσιτελή και άρα σε ισχυρισμό που δεν έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δεν ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως (Ολ.ΑΠ 14/2004). Με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 8 περ.β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους παρακάτω ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης ισχυρισμούς τους όπως αυτοί εκτιμώνται, που πρότειναν με τις προτάσεις τους της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα ισχυρίστηκαν οι εναγόμενοι ότι το Εφετείο έπρεπε ν' απορρίψει την από 16-5-2007 έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου κατά της 268/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, που απέρριψε την ένδικη διεκδικητική αγωγή του, α)επειδή το δικόγραφο της έφεσης δεν περιέχει έναν τουλάχιστον ορισμένο λόγο εφέσεως κατά της πρωτόδικης απόφασης και σε κάθε περίπτωση, αν θεωρηθεί ότι περιέχεται σ' αυτή ο λόγος της κακής εκτίμησης των αποδείξεων, διότι δεν αναφέρονται σ' αυτό τα σφάλματα της εκκαλούμενης απόφασης που οδήγησαν σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, και β)επειδή η κατάθεση του δικογράφου της πιο πάνω έφεσης έγινε στο γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου και όχι στον γραμματέα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, το οποίο εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση. Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος αναφορικά με την πρώτη (υπό α') από τις πιο πάνω αιτιάσεις είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, εκτιμώντας ορθά το δικόγραφο της έφεσης, δέχθηκε ότι περιέχεται σ' αυτό σαφής και ορισμένος λόγος για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς, λήφθηκε υπόψη ο ως άνω ισχυρισμός των αναιρεσειόντων από το Εφετείο και απορρίφθηκε σιωπηρά. Εν πάση περιπτώσει ο λόγος αυτός αναφορικά με την ίδια αιτίαση είναι απορριπτέος και ως απαράδεκτος, διότι από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) στο παρόν στάδιο εκτίμηση του δικογράφου της έφεσης σαφώς προκύπτει ότι περιέχεται σ' αυτήν λόγος για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, στον οποίο το σφάλμα της πρωτόδικης απόφασης, σύμφωνα με την προηγηθείσα σκέψη, δεν είναι αναγκαίο να εξειδικεύεται και άρα ο σχετικός ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, ως μη νόμιμος, δεν έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο ίδιος αναιρετικός λόγος αναφορικά με τη δεύτερη (υπό β' ) από τις πιο πάνω αιτιάσεις είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού, σύμφωνα με τη σκέψη που προηγήθηκε, λόγω του ενιαίου της γραμματείας του Πρωτοδικείου, έφεση κατά της απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου δεν είναι απαράδεκτη αν ασκήθηκε ενώπιον του γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, κατά συνέπειαν δε ο σχετικός ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, ως μη νόμιμος, δεν έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Τέλος, οι επικαλούμενες στην αρχή του αναιρετηρίου αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 12 και 13 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι παντελώς αόριστες, αφού δεν εξειδικεύεται στο αναιρετήριο σε τι συνίστανται οι πλημμέλειες αυτές, δεν προσδιορίζονται δηλαδή τα σφάλματα του Εφετείου που δημιουργούν τους ανωτέρω λόγους αναιρέσεως. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (αρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 7-4-2009 αίτηση των Δ. Κ. και Γ. Κ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 182/2008 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, Μεταβατική Έδρα Χαλκίδας. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έννοια λόγων εφέσεως. Στοιχεία για να είναι ορισμένοι. Λόγος εφέσεως για κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Αρκεί να προβάλλεται ότι εξαιτίας του σφάλματος αυτού το δικαστήριο του πρώτου βαθμού κατέληξε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό. Η Γραμματεία του Πρωτοδικείου είναι ενιαία και δεν είναι απαράδεκτη η έφεση που κατατίθεται στον γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου αντί του Πολυμελούς αντί του Πολυμελούς που εξέδωσε την απόφαση και αντιστρόφως. Λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, αόριστος, και 8 εν μέρει αβάσιμος και εν μέρει απαράδεκτος. Επικυρώνει Εφ.Αθ. 182/2008/ Μεταβατική Έδρα Χαλκίδας.
Αποδείξεων εκτίμηση
Αποδείξεων εκτίμηση.
1
Αριθμός 743/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Σ. Γ. του Λ. και 2) Β. Γ. του Λ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Σαρηγιάννη. Του αναιρεσιβλήτου: Λ. Γ. του Η., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Λιούμα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/3/2009 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πρέβεζας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 22/2010 του ιδίου Δικαστηρίου και 172/2011 του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 17/10/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 19/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 138§1 του ΑΚ δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη. Εξάλλου κατά την έννοια του άρθρου 513 του ίδιου Κώδικα ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης πωλήσεως είναι το πράγμα, το τίμημα και η συμφωνία των μερών για τη μετάθεση της κυριότητας και πληρωμής του τιμήματος, η οποία προκειμένου για ακίνητο πρέπει να περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο (άρθρ. 366 ΑΚ). Παρέπεται ότι για το κύρος της καταρτισθείσης συμβάσεως πωλήσεως δεν ασκεί επιρροή το αν και πως κατέβαλε ο αγοραστής το τίμημα που συμφωνήθηκε, ούτε η μη καταβολή του τιμήματος καθιστά, αυτή και μόνη, την πώληση εικονική (ΑΠ 1534/2001, 483/2005), όπως δεν ασκεί επιρροή και το αν το συμφωνηθέν τίμημα ανταποκρινόταν ή όχι στην αγοραία αξία του πωληθέντος. Απλώς τα γεγονότα αυτά μπορεί να αποτελέσουν δικαστικά τεκμήρια για την εικονικότητα της σύμβασης κατά την έρευνα περί της συναλλακτικής προθέσεως των συμβληθέντων. Τέλος, ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο δεν εφαρμόζει κανόνα, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, όπως δεν ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών από την εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον εδώ μέρος της, τα ακόλουθα: "Με το υπ' αριθμ. .../2-2-2005 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου (...) που μεταγράφηκε νόμιμα, ο αποβιώσας στις 23-1-2009 Λ. Γ. του Γ., του οποίου οι ενάγοντες είναι κληρονόμοι, φέρεται ότι πώλησε και μεταβίβασε στον εναγόμενο εγγονό του αντί του αναγραφόμενου στο συμβόλαιο τιμήματος 100.000 ευρώ την ψιλή κυριότητα, παρακρατώντας την επικαρπία, μιας υπό ανέγερση οικοδομής με υπόγειο (ξενοδοχείο), κειμένης εντός του οικισμού στην παραλία Βράχου Δήμου Ζαλόγγου (...). Για την καταβολή του παραπάνω τιμήματος εκδόθηκε από τον αγοραστή η υπ' αριθμ. 1/15-2-2005 απόδειξη, την οποία υπέγραψε και ο πωλητής, και βάσει αυτής συντάχθηκε από την ίδια συμβολαιογράφο η υπ' αριθμ. .../23-2-2005 εξοφλητική πράξη. Περαιτέρω όμως από κανένα αποδεικτικό μέσο αποδεικνύεται κατά τρόπο αναμφίβολο ότι η πώληση αυτή είναι εικονική, δηλαδή έγινε φαινομενικά μόνο, χωρίς πρόθεση παραγωγής των σχετικών εννόμων αποτελεσμάτων, όπως ισχυρίζονται με την αγωγή τους οι ενάγοντες (...). Αντιθέτως αποδείχθηκε ότι οι συμβαλλόμενοι στην επίδικη σύμβαση είχαν τη βούληση κατάρτισης αυτής της σύμβασης πώλησης και απέβλεψαν στα έννομα αποτελέσματα αυτής. Υπήρξε δηλαδή σοβαρή και σπουδαία συναλλακτική πρόθεση των συμβληθέντων κατά την κατάρτιση της σύμβασης και με αυτήν αποσκοπούσαν ο μεν εναγόμενος να αποκτήσει την ψιλή κυριότητα του πωληθέντος ακινήτου, ο δε πωλητής να λάβει το συμφωνηθέν τίμημα, ανεξάρτητα αν αυτό ανταποκρινόταν ή όχι στην τότε αγοραία αξία του πωληθέντος ή αν αυτό καταβλήθηκε ή όχι, δοθέντος ότι τα γεγονότα αυτά δεν ασκούν έννομη επιρροή στο κύρος της σύμβασης ..." (ακολουθούν εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' ιδίαν αποδεικτικών μέσων και επιχειρήματα του δικαστηρίου υπέρ των ανωτέρω παραδοχών του). Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο δέχθηκε την έφεση του αναιρεσιβλήτου-αγοραστή κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε κρίνει αντιθέτως, και απέρριψε την ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων-κληρονόμων (τέκνων) του πωλητή, με την οποία οι τελευταίοι ζητούσαν να αναγνωρισθεί ότι η προαναφερθείσα σύμβαση πωλήσεως ήταν άκυρη, ως εικονική. Υπό τις παραδοχές αυτές του Εφετείου και σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εικονικότητας της επίδικης σύμβασης και επομένως οι προϋποθέσεις εφαρμογής της προειρημένης διάταξης του άρθρου 138§1 του ΑΚ, στην οποία στηριζόταν η αγωγή, κατά συνέπειαν δε το Εφετείο, που απέρριψε την αγωγή, δεν παραβίασε τη διάταξη αυτή με την μη εφαρμογή της, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο, μέρος πρώτο και δεύτερο, από το άρθρο 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους. Με τον δεύτερο και υπό την επίκληση του άρθρου 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προσάπτεται αιτίαση στην αναιρεσιβαλλομένη ως προς την εκτίμηση και αξιολόγηση εκ μέρους του Εφετείου των καταθέσεων των μαρτύρων Μ. Κ., Ε. Ο. και Η. Γ., πατέρα του αναιρεσιβλήτου, από τις οποίες όμως (εκτίμηση κ.λ.π.) δεν δημιουργείται λόγος αναιρέσεως και δη εκείνος του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως ο δεύτερος αυτός λόγος του αναιρετηρίου είναι απαράδεκτος. ΙΙ. Ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 11 του ΚΠολΔ ότι το δικαστήριο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδείξεις που προσκομίστηκαν είναι αβάσιμος όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Εν προκειμένω, με τον τρίτο και όπως εκτιμάται λόγο του αναιρετηρίου, από τον αριθμό 11 (όχι 8) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την υπ' αριθμ. καταθέσεως 14/24-1-2008 προγενέστερη αγωγή του πατέρα των αναιρεσειόντων-πωλητή κατά του αναιρεσιβλήτου με την οποία ο πρώτος ζητούσε να αναγνωρισθεί άκυρη, ως εικονική, η ένδικη αγοραπωλησία, και η οποία δεν επιδόθηκε στον εναγόμενο-αναιρεσίβλητο. Την αγωγή αυτή είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι αναιρεσείοντες στο Εφετείο μεταξύ των άλλων ως αποδεικτικό μέσο του αγωγικού τους ισχυρισμού περί της εικονικότητας της ένδικης δικαιοπραξίας. Και ο προβαλλόμενος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, καθ' όσον από τη βεβαίωση που περιέχεται στην αναιρεσιβαλλομένη ότι το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του αφού έλαβε υπ' όλη όλα, κατ' είδος προσδιοριζόμενα, τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα, που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, και από το όλο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και την προρρηθείσα αγωγή-έγγραφο που είχαν προσκομίσει οι αναιρεσείοντες. Με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση των αριθμών 10, 11 και 13 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προσάπτεται ουσιαστικώς ότι το Εφετείο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη την προρρηθείσα (ανωτ. υπό Ι) υπ' αριθμ. 1/15-2-2003 εξοφλητική απόδειξη χωρίς να διατάξει αποδείξεις ως προς τη γνησιότητα της υπογραφής του πωλητή, την οποία είχαν αμφισβητήσει οι αναιρεσείοντες. Και ο λόγος αυτός του αναιρετηρίου είναι αβάσιμος, αφού το δικαστήριο, όπως από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει, σχημάτισε την κρίση του για τη γνησιότητα της υπογραφής στο ανωτέρω ιδιωτικό έγγραφο από τα προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα, δεν ήταν δε υποχρεωμένο να διατάξει ιδιαίτερες αποδείξεις για το ζήτημα αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335 επ. και 457 του ΚΠολΔ, και νομίμως έλαβε υπόψη το ανωτέρω έγγραφο. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17-10-2011 αίτηση των Σ. Γ. και Β. Γ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 172/2011 απόφασης του Εφετείου Ιωαννίνων. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία συμβάσεως πωλήσεως. Για το κύρος της δεν ασκεί επιρροή αν και πως ο αγοραστής κατέβαλε το τίμημα ή αν το τίμημα που συμφωνήθηκε ανταποκρινόταν στην αγοραία αξία του πωληθέντος μόνη δε η μη καταβολή του τιμήματος δεν καθιστά τη σύμβαση εικονική. Απορρίπτει αναιρετικούς λόγους από το άρθρο 559 αρ. 1, και 19 του ΚΠολΔ. Επικυρώνει Εφ.Ιω. 172/2011.
Σύμβαση πωλήσεως
Δικαιοπραξία , Σύμβαση πωλήσεως.
2
Αριθμός 747/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας-καλούσας: Μ. Β. συζ. Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πέτρο Αγγελάκη. Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1) Ι. Α. του Δ., κατοίκου ..., 2) Ε. Α. του Β., κατοίκου ..., 3) Ά. Α. χήρας Π., κατοίκου ..., 4) Δ. Α. του Π., κατοίκου ..., 5) Π. Μ. συζ. Δ., το γένος Π. Α., κατοίκου ..., και 6) Σ. Τ. του Ι., κατοίκου ... . Η 2η ως κληρονόμος του αναιρεσιβλήτου Β. Α., οι 3η, 4ος και 5η ως κληρονόμοι του αναιρεσιβλήτου Π. Α., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, από τους οποίους παραστάθηκε η αναιρεσείουσα, όπως σημειώνεται παραπάνω, ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε στην έδρα του και δια του Προεδεύοντος απέρριψε το αίτημα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/6/1995 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 211/1996 του ίδιου Δικαστηρίου η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο λόγω αρμοδιότητας, 253/2001 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής και 1559/2002 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 24/9/2002 αίτησή της, επί την οποίας εκδόθηκε η 1362/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε τη συζήτηση απαράδεκτη. Την υπόθεση επαναφέρει προς συζήτηση η αναιρεσείουσα με την από 13/4/2011 κλήση της. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 26/11/2003 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Σπυρίδωνος Μπαρμπαστάθη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική της δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις υπ' αριθμ. 2929-2930/5-7-12, 2916-2917/4-7-12, 2918-2919/4-7-12, 2946-2947/11-7-12, 2945 και 2948/11-7-12 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκιδικής ... και τις υπ' αριθμ. 5987-5980/14-7-12 όμοιες του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης ..., τις οποίες η αναιρεσείουσα προσκομίζει και επικαλείται, προκύπτει ότι με επιμέλεια του πληρεξουσίου δικηγόρου της αναιρεσείουσας, που επισπεύδει τη δίκη, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους αντιδίκους της Ι. Α., πρώτο αναιρεσίβλητο, Ε. Α., που συνεχίζει τη δίκη ως κληρονόμος του αποβιώσαντος Β. Α., δεύτερου αναιρεσιβλήτου, Ά. Α., Δ. Α. και Π. Α., που συνεχίζουν τη δίκη ως κληρονόμοι του Π. Α., τρίτου αναιρεσιβλήτου, επίσης αποβιώσαντος, και Σ. Τ., τέταρτη αναιρεσίβλητη, α) ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 1559/2002 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, και β) ακριβές αντίγραφο της από 13-4-2011 κλήσεως της αναιρεσείουσας, με τη συνημμένη σ' αυτήν πράξη, με την οποία ορίζεται δικάσιμος προς συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως η 19-9-2012, στην οποία και καλούνται οι καθών η κλήση αναιρεσίβλητοι, μετά την υπ' αριθμ. 1362/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη προηγούμενη συζήτηση της υποθέσεως. Κατά την ορισθείσα ως άνω δικάσιμο της 19-9-2012 η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε εκ του πινακίου, με αίτηση της αναιρεσείουσας, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, η αναβολή δε αυτή και η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και εν προκειμένω των αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με το άρθρο 226§4 εδ.γ-δ του ΚΠολΔ, που ισχύει και στη δίκη ενώπιον του Αρείου Πάγου, κατά τη διάταξη του άρθρου 575 εδ.β' του ίδιου ΚΠολΔ. Επομένως και σύμφωνα με το άρθρο 576§2 του ΚΠολΔ, η συζήτηση θα προχωρήσει παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, δεν εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβαν μέρος στη συζήτηση. ΙΙ. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως από αυτήν προκύπτει, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα-ενάγουσα δεν κατέστη κυρία του επίδικου ακινήτου (αγρού), αληθούς εμβαδού 7430 τ.μ., το οποίο είχε μεταβιβάσει σ' αυτήν τμηματικά ο πατέρας της με τα υπ' αριθμ. .../1973 και .../1973 προκοσυμβόλαια του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Βασ. Λιούτα, επειδή ο δικαιοπάροχος πατέρας της δεν ήταν κύριος του ανωτέρω ακινήτου, το οποίο ανήκε στην κυριότητα των αναιρεσιβλήτων και των δικαιοπαρόχων τους, και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα ίδια, απέρριψε την ένδικη διεκδικητική του επιδίκου ως άνω ακινήτου αγωγή της αναιρεσείουσας. Από την ίδια, προσβαλλόμενη απόφαση, και ειδικότερα τη βεβαίωση ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα, τα οποία είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, και το όλο περιεχόμενό της προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το εφετείο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και το υπ' αριθμ. πρωτ. .../92/30-6-1993 έγγραφο του Δασαρχείου Αρναίας, με το συνημμένο σ' αυτό τοπογραφικό διάγραμμα, καθώς και το υπ' αριθμ. .../1984 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Άρνης Γρηγ. Μπύρου, τα οποία είχε προσκομίσει η αναιρεσείουσα. Επομένως ο μοναδικός, από το άρθρο 559 αρ. 11 του ΚΠολΔ, λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα ανωτέρω έγγραφα, είναι αβάσιμος, και πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24-9-2002 αίτηση της Μ. συζ. Κ. Β. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1559/2002 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Συζήτηση αιτήσεως αναιρέσεως παρά την απουσία των αναιρεσιβλήτων, στους οποίους έχει επιδοθεί αντίγραφο της αιτήσεως και κλήση για συζήτηση στην αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο, κατά την οποία η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε εκ του πινακίου. Αβάσιμος λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Επικυρώνει Εφ.Θεσσ. 1559/2002.
Κυριότητα
Κλήτευση , Κυριότητα.
0
Αριθμός 750/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών-καλούντων: 1) Σ. χήρας Ν. Ν., το γένος Ν. Ν., κατοίκου ..., 2) Γ.-Ά. Ν. του Ν., 3) Α. χήρας Π. Ν., το γένος Α. Π., 4) Σ. Ν. του Π. και 5) Α. Ν. του Π., κατοίκων ... . Οι 1η, 2η, 4η και 5η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στυλιανό Σταματόπουλο και η 3η απεβίωσε στις 16/4/2011, όπως αναφέρεται στην από 9/12/2011 κλήση και κληρονομήθηκε από τις 4η και 5η, οι οποίες συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Των αναιρεσίβλητων-καθών η κλήση: 1) Θ. χήρας Γ. Τ., το γένος Κ. Ν., 2) Κ. Τ. του Γ. και 3) Α. Τ. του Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αθανάσιο Κορμαλή. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/8/2003 αγωγή των αρχικών διαδίκων Ν. και Π. Ν., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ροδόπης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 9/2005, 34/2005 διορθωτική αυτής του ιδίου Δικαστηρίου και 357/2009 του Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 19/7/2010 αίτησή τους και οι αναιρεσίβλητοι ζητούν την επικύρωσή της με τους από 12/2/2013 προσθέτους λόγους - προτάσεις τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 7/11/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης και την από 6/3/2013 έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των "προσθέτων λόγων". Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και την παραδοχή των προσθέτων λόγων, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Μετά την άσκηση της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης και, ειδικότερα, στις 16.4.2011 πέθανε στην Κομοτηνή η τρίτη ενάγουσα και ήδη τρίτη αναιρεσείουσα Α. χήρα Π. Ν.. Οι εγγύτεροι συγγενείς αυτής και μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της Σ. Ν. του Π. και Α. Ν. του Π., θυγατέρες της (τέταρτη και πέμπτη αναιρεσείουσες), όπως προκύπτει από τα, με επίκληση, προσκομιζόμενα από τις ίδιες έγγραφα, με προφορική δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Στυλιανού Σταματόπουλου, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, γνωστοποίησαν νόμιμα το θάνατο της πιο πάνω άμεσης δικαιοπαρόχου τους και την εκούσια στο όνομά της επανάληψη της δίκης, που διακόπηκε βίαια, η οποία πλέον συνεχίζεται νόμιμα. ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ "Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος". Κατά την έννοια αυτής μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ' αυτού ή ότι δεν πρόκειται τούτο να ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί κατ' αρχή να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος μεταβάλλοντας τη στάση του επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που ήδη έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες αλλ' αρκεί να επέρχονται δυσμενείς απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεις. Στην περίπτωση αυτή η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (Ολ.ΑΠ 8/2001). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "... Κατά το έτος 1950 η πρώτη εναγομένη λογοδόθηκε με το μετέπειτα σύζυγό της Γ. Τ., με τον οποίο τέλεσε γάμο στις 04.11.1951 και έκτοτε εγκαταστάθηκαν μαζί με το σύζυγό της στο επίδικο, όπου διέμεναν μαζί με τον πατέρα της. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τους αρραβώνες της πρώτης εναγομένης, παρουσία και των εναγόντων, ο πατέρας των διαδίκων υποσχέθηκε να δοθεί στην κόρη του το επίδικο ως προίκα, χωρίς ωστόσο μέχρι και του χρόνου του θανάτου του να προβεί στη σύνταξη προσυμφώνου συστάσεως προικός και χωρίς ο ίδιος, ο οποίος ήταν τότε νομέας του ακινήτου, να παραδώσει με τη βούλησή του στην πρώτη εναγομένη τη νομή του επιδίκου και να αποξενωθεί από την κατοχή του πράγματος. Τα αδέλφια της (οι ενάγοντες) απομακρύνθηκαν από την πατρική οικία, ο μεν πρώτος ... το έτος 1951 ..., ο δε δεύτερος από το έτος 1952 ... . Έτσι έχουσα η κατάσταση, η πρώτη εναγομένη συνέχιζε να χρησιμοποιεί το επίδικο ως συζυγική οικία, αποκτώντας με την πάροδο του χρόνου τρία παιδιά και φροντίζοντας παράλληλα τον ηλικιωμένο πατέρα της. Κατά το χρόνο διαμονής της στο επίδικο, η πρώτη εναγομένη μετά του συζύγου της υποβλήθηκαν σε όλες τις αναγκαίες δαπάνες, προκειμένου η επίδικη οικία να συντηρηθεί, να καταστεί λειτουργική και γενικά να διατηρηθεί κατάλληλη προς εκμετάλλευση (κατήρτισαν τη σύμβαση υδροδότησης, προέβησαν σε αλλαγή συστήματος ηλεκτροδότησης κ.λπ.). Το έτος 1960, κατά τη μεγάλη πλημμύρα που έπληξε την πόλη της ..., η επίδικη οικία υπέστη μεγάλη καταστροφή. Για το λόγο αυτό ο πατέρας της έλαβε από την Εθνική Κτηματική Τράπεζα δάνειο στο όνομα του ποσού 24.000 δραχμών, προκειμένου να ανακατασκευασθεί η οικία, πράγμα που έγινε. Το έτος 1962 απεβίωσε ο υπέργηρος πατέρας τους και στη συνέχεια η πρώτη εναγομένη, που εξακολούθησε να διαμένει στο επίδικο με την οικογένειά της, ανέλαβε μαζί με το σύζυγό της, που ήταν ράφτης στο επάγγελμα, να αποπληρώνουν τις δόσεις του δανείου. Κατά το έτος 1970 η πρώτη εναγομένη υπέβαλε την από 05.10.1970 αίτηση στο τότε Κέντρο Κοινωνικής Πολιτικής Ροδόπης, προκειμένου να εκδοθεί ο οριστικός τίτλος κυριότητας (παραχωρητήριο). Πράγματι εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 1587 παραχωρητήριο που μεταγράφηκε νόμιμα, επ' ονόματι όμως και των τριών τέκνων του δικαιούχου, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του, κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Στη συνέχεια προέκυψε ότι και μετά το έτος 1970 που εκδόθηκε το σχετικό παραχωρητήριο με ενέργειες και έξοδα της πρώτης εναγομένης, αυτή συνέχιζε να κατοικεί στο επίδικο με την οικογένειά της και να ασκεί εμφανείς υλικές πράξεις νομής. Εκτός δε από τις παραπάνω αναγκαίες δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε στα πλαίσια της τακτικής διαχείρισης της ένδικης οικίας, ενήργησε δαπάνες επωφελείς που επαύξησαν την αξία της. Συγκεκριμένα με δικές της δαπάνες κατασκεύασε περίφραξη, το έτος 1974 κατασκεύασε δύο μικρού εμβαδού πετρόκτιστα κεραμοσκεπή κτίσματα, εμβαδού 10,14 και 1,189 τ.μ. στον αύλειο χώρο της επιδίκου οικίας, συνέχισε να καταβάλλει δια του συζύγου της τις δόσεις προς εξόφληση του δανείου που είχε λάβει ο πατέρας της, το έτος 1988 προέβη στην προσθήκη-επέκταση της οπίσθιας πλευράς της επιδίκου οικίας με τη δημιουργία εσωτερικής τουαλέτας και δημιουργία βεράντας, συνολικού εμβαδού της προσθήκης 8 τ.μ., εκδοθείσης επ' ονόματι του συζύγου της, της υπ' αριθμ. .../30.09.1988 άδειας της αρμόδιας Πολεοδομίας Ροδόπης, αντικατέστησε τα κουφώματα της οικίας, μετά δε το θάνατο του συζύγου της το έτος 1989, εξόφλησε ολοσχερώς την οφειλή του πατέρα της από το δάνειο, προέβη στην πλακόστρωση του αύλειου χώρου της οικίας, σε διάνοιξη παραθύρου, σε αντικατάσταση των ξύλινων ταβανιών του πρώτου ορόφου, το έτος 1997 προέβη στη σύνδεση της επιδίκου οικίας με το αποχετευτικό δίκτυο της πόλης και επισκεύασε την πεπαλαιωμένη στέγη. Γενικά, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των από τους εναγομένους επικαλούμενων και προσκομιζόμενων και στην παρούσα δίκη φωτογραφιών του επιδίκου, τη γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβήτησαν οι ενάγοντες, τόσο η εν λόγω οικία αλλά και ο χώρος που την περιβάλλει, καθόλο το παραπάνω διάστημα παραμονής της πρώτης εναγομένης αυτή μετά της οικογενείας της, ανακατασκευάσθηκε, τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά, με αποτέλεσμα να εμφανίζει σήμερα την εικόνα μιας σύγχρονης κατοικίας με όλες τις ανέσεις. Για όλες τις παραπάνω ενέργειες της πρώτης εναγομένης, συγκυρίας στο επίδικο, ήταν απόλυτα ενήμεροι οι αρχικώς ενάγοντες-αδελφοί της, υπό τα όμματα των οποίων διενεργούνταν, καθώς διαμένοντες σε κοντινές αποστάσεις, επισκέπτονταν τακτικά το επίδικο, στα πλαίσια των κοινωνικών επαφών τους με τους άμεσους συγγενείς τους (αδελφή και πατέρα τους) και ουδέποτε εκδήλωσαν την αντίρρησή τους στην εναγομένη ως προς τον παραπάνω τρόπο διαχείρισης του ακινήτου, στο οποίο και οι ίδιοι ήταν συγκύριοι κατά τα παραπάνω ποσοστά. Για πρώτη φορά οι ενάγοντες το έτος 2003, όταν πλέον η αξία του ακινήτου αυξήθηκε και υπήρχε ενδιαφέρον από τρίτους για την ανοικοδόμησή του κατά το σύστημα της αντιπαροχής, ζήτησαν από την πρώτη εναγομένη να συμπράξει με αυτούς, ώστε να αξιοποιηθεί με τον παραπάνω τρόπο το όλο ακίνητο και ενώ ήδη η τελευταία με το υπ' αριθμ. .../18.04.2003 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Κομοτηνής Μαρίας Γερμανλή που μεταγράφηκε νόμιμα προέβη στη μεταβίβαση του επιδίκου, λόγω γονικής παροχής στα παιδιά της, δεύτερο και τρίτο των εναγομένων κατ' ισομοιρία, στο οποίο εξακολουθεί να διαμένει η ίδια και ο τρίτος των εναγομένων. Αποδεικνύεται δηλαδή, ότι ναι μεν η πρώτη εναγομένη δεν γνωστοποίησε στους ενάγοντες ρητά την πρόθεσή της να νέμεται το επίδικο αποκλειστικά για δικό της λογαριασμό, πλην όμως, σύμφωνα με όσα ανωτέρω έγιναν δεκτά, οι ενάγοντες από τη δεκαετία του 1950 που αποχώρησαν από την πατρική οικία, μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής (2003), ήτοι επί 50 και πλέον έτη και 33 έτη από την έκδοση και μεταγραφή του σχετικού τίτλου κυριότητας, ενόψει και της πεποιθήσεως που είχε δημιουργηθεί από την ρητώς εκφρασθείσα επιθυμία του πατέρα τους να δοθεί το σπίτι στην αδελφή τους ως προίκα, ουδέποτε έδωσαν στην πρώτη εναγομένη την εντύπωση ότι πρόκειται να ασκήσουν το δικαίωμά τους επί του επιδίκου ακινήτου, καθόσον, ενώ αυτή ενεργούσε τις προαναφερόμενες κατασκευές, οι ενάγοντες δεν διαμαρτυρήθηκαν ποτέ γι' αυτές τις ενέργειές της, των οποίων είχαν λάβει γνώση, ούτε προέκυψε ότι συμμετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στις δαπάνες του επιδίκου και στην αποπληρωμή του δανείου του πατέρα τους, ούτε ζήτησαν ποτέ ωφελήματα για το ποσοστό συγκυριότητάς τους επ' αυτού. Η παραπάνω κρίση δεν αναιρείται από το γεγονός ότι οι ενάγοντες δήλωσαν για πρώτη φορά το ποσοστό συγκυριότητάς τους επί του επιδίκου στο έντυπο Ε9 του έτους 1997 και ενόψει της κτηματογράφησης το έτος 1999, διότι οι ανωτέρω ενέργειές τους, πέραν του ότι έλαβαν χώρα μετά την πάροδο 27 ετών από την έκδοση του σχετικού τίτλου κυριότητας, δεν αποτελούν εμφανείς πράξεις, ούτε προέκυψε ότι περιήλθαν σε γνώση της πρώτης εναγομένης, δοθέντος ότι η τελευταία κατά την υποβολή της φορολογικής της δήλωσης για το οικονομικό έτος 1997 δήλωσε την επίδικη οικία στην οποία ιδιοκατοικούσε με ποσοστό συνιδιοκτησίας 100%, ενώ στη δήλωση που υπέβαλε το έτος 1999 κατά την κτηματογράφηση της περιοχής δήλωσε ποσοστό πλήρους κυριότητας 100%, ήτοι το ποσοστό 66,66% ως αποκτηθέν δυνάμει χρησικτησίας. Υπό τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, η παραπάνω συμπεριφορά των εναγόντων, δημιούργησε στην πρώτη εναγομένη, αλλά και στους δικαιοπαρόχους της (δεύτερο και τρίτο των εναγόντων) την εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ' αυτών το με την ένδικη αγωγή αξιούμενο δικαίωμα συγκυριότητάς τους κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου στο επίδικο ακίνητο. Τούτο δε διότι, εκτός από τη μακροχρόνια, αδράνειά τους, συντρέχουν προσθέτως και τα πιο πάνω περιστατικά, που ανάγονται στο ίδιο διάστημα, σε τρόπο ώστε η επιδίωξη της ανατροπής (με τη μεταγενέστερη άσκησή του) μιας κατάστασης που έχει δημιουργηθεί υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί επί μακρύ χρόνο, να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες γι' αυτούς και να δημιουργεί έντονη εντύπωση αδικίας και προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου ...". Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διότι πράγματι υπό τα ως άνω δεδομένα η άσκηση του ένδικου δικαιώματος από μέρους των εναγόντων υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του, γι' αυτό και είναι καταχρηστική. Ενώ, περιέλαβε στην απόφασή του ως προς το ουσιώδες αυτό ζήτημα της ένστασης των εναγομένων από την ΑΚ 281, πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον έλεγχο της συνδρομής των όρων της εφαρμοσθείσας διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 του ΚΠολΔ, με τον οποίο υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. ΙΙΙ. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να σχηματίσει το αποδεικτικό του πόρισμα και να κάνει δεκτή την ένσταση των εναγομένων από την ΑΚ 281, παραμόρφωσε το περιεχόμενο της δήλωσης Ε9 της πρώτης εναγομένης για το έτος 1997, δεδομένου ότι δέχεται πως σε αυτή η πρώτη εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη είχε δηλώσει το επίδικο με ποσοστό, ιδιοκτησίας 100%, ενώ σ' αυτή αναφέρεται ποσοστό συνιδιοκτησίας 33%. Όμως, οι εναγόμενοι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) των έγγραφων προτάσεών τους της συζήτησης στο Εφετείο, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είχαν επικαλεστεί η δήλωση Ε9, όπως αυτή έχει διορθωθεί με την τροποποιητική, από 13.2.2003, πράξη "από 33% σε 100%", (βλ. τις σελίδες αυτών 52, 53, 67 και 68). Επομένως, το Εφετείο, με το να δεχθεί, ότι η πρώτη εναγομένη "κατά την υποβολή της φορολογικής της δήλωσης για το οικονομικό έτος 1997 δήλωσε την επίδικη οικία στην οποία ιδιοκατοικούσε με ποσοστό συνιδιοκτησίας 100%" δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο της δήλωσής της Ε9 και ο περί του αντιθέτου λόγος αυτός της αναίρεσης, ως ερειδόμενος επ' εσφαλμένης προϋπόθεσης, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν η δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 25/2003, 12/2000 και 3/1997), καθώς και οι λόγοι έφεσης που περιέχουν παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης (Ολ.ΑΠ 22/2005, Ολ.ΑΠ 11/1996), όχι δε και οι ισχυρισμοί που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 469/1984), έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (ΑΠ 1274/1994). Ο λόγος δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιονδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο (Ολ.ΑΠ 12/1991). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο κατά το δεύτερο μέρος του λόγο της αναίρεσης, κατ' εκτίμησή του, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 περ.β' (και όχι και από τον αριθμό 9) του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής -άρθρο 559 αρ.8 ΚΠολΔ- δηλαδή το λόγο έφεσης από την πλευρά των αναιρεσειόντων, ότι "... κατά τη φορολογική της δήλωση του έτους 1997, στο έντυπο Ε9, η ίδια (η πρώτη εναγομένη) δηλώνει συγκυριότητα του επιδίκου κατά ποσοστό 33,33%, γεγονός που αποδεικνύει την πεποίθησή της περί της συγκυριότητας και των λοιπών στο κοινό πράγμα. Στο σημείο αυτό σφάλλει εμφανώς η εκκαλουμένη, καθόσον δέχεται ότι αυτή δήλωσε "συνιδιοκτησία 100%" (βλ. αντίγραφο του Ε9 της εφεσίβλητης έτους 1997) ...". Ο λόγος αυτός της αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν προβάλλεται λόγος έφεσης από την πλευρά των αναιρεσειόντων, με τον οποίο διατυπώνονται πραγματικά επιχειρήματα προκύπτοντα από τις αποδείξεις και ειδικότερα από το περιεχόμενο του εγγράφου-έντυπου Ε9 της φορολογικής δήλωσης της πρώτης εναγομένης του έτους 1997, που δεν αποτελούν "πράγματα" με την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, άλλως ως αβάσιμος, διότι το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό αυτό και τον απέρριψε κατ' ουσίαν. Τέλος, να σημειωθεί, ότι οι με ημερομηνία 12.2.2013 προτάσεις των αναιρεσιβλήτων από προφανή παραδρομή φέρουν επικεφαλίδα "ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ-ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ", αφού ούτε σ' αυτές διαλαμβάνονται ούτε κατά νόμο (άρθρο 569 ΚΠολΔ) οι αναιρεσίβλητοι ασκούν πρόσθετους λόγους αναίρεσης. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες, οι οποίες ηττώνται, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19.7.2010 αίτηση των: 1) Σ. χήρας Ν. Ν. κ.ά. για αναίρεση της 357/2009 απόφασης του Εφετείου Θράκης. Καταδικάζει τις αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δικαιώματος κατάχρηση. Έννοα άρθρου 281 ΑΚ Περιστατικά.
Δικαιώματος κατάχρηση
Δικαιώματος κατάχρηση.
0
Αριθμός 751/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Β. Τ. του Ι., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Καλονόμο, ο οποίος δήλωσε ότι διορθώνει το επώνυμο του αναιρεσιβλήτου στο ορθό "Π." από το εσφαλμένο "Π.". Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Π. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος υπεισήλθε στη θέση του Ε. Π. ως οριστικός δικαστικός συμπαραστάτης της μητέρας του Α. Μ. του Γ., συζ. Ε. Π., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Βασιλική Τριανταφύλλου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/8/1996 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5053/1997 του ιδίου Δικαστηρίου, 1350/2003 μη οριστική και 5319/2007 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Στη συνέχεια ασκήθηκε ανακοπή ερημοδικίας και εκδόθηκε η 1576/2008 μη οριστική και η 284/2009 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση των 1) 1350/2003, 2) 1576/2008 και 3) 284/2009 αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5/5/2009 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 13/2/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξουσία του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της αναιρεσιβλήτου στο ακροατήριο, ότι επήλθε μεταβολή στο πρόσωπο του δικαστικού συμπαραστάτη της αναιρεσιβλήτου και συγκεκριμένα, ότι ο δικαστικός συμπαραστάτης της, Ε. Π. του Π. αντικαταστάθηκε με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών - Προέδρου Υπηρεσίας από τον Γ. Π. του Ε., δεν διακόπτει τη δίκη, η οποία και συνεχίζεται από το νέο δικαστικό συμπαραστάτη της. ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ, ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται και αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η συνδρομή της οποίας θεμελιώνει λόγο ανακοπής ερημοδικίας και κατά αποφάσεων του εφετείου που εκδίδονται ερήμην, νοείται κάθε τυχαίο γεγονός παρακωλυτικό της εμφάνισης του διαδίκου στο δικαστήριο και της συμμετοχής του στην εκδίκαση της υπόθεσης, το οποίο ήταν εξαιρετικό και απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί από αυτόν με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως (Ολ.ΑΠ 29/1992 ΕλλΔνη 33.1445, ΑΠ 302/2007 ΕλλΔνη 49.400). Τέτοιο γεγονός μπορεί να θεωρηθεί και η αιφνίδια ασθένεια του πληρεξούσιου δικηγόρο του διαδίκου και η αδυναμία του εξαιτίας αυτής να καταθέσει εμπροθέσμως τις προτάσεις του, όπου τούτο απαιτείται κατά νόμο πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, προκειμένου να αποτραπεί η ερημοδικία του (ΑΠ 302/2007 ό.π.), ή να ενεργήσει με άλλον δικηγόρο, έστω και με συνεργάτη του (ΑΠ 1686/1997 Δ 29.659). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη -284/2009- απόφασή του (οι άλλες δύο αποφάσεις του, 1576/2008 και 1350/2003 είναι μη οριστικές), δέχτηκε τα εξής: "Στις 18-1-2007 συζητήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 25.9.2002 έφεση της (ήδη αναιρεσίβλητης) κατά της υπ' αριθμ. 5053/1997 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η εν λόγω απόφαση είχε εκδοθεί κατά την τακτική διαδικασία ερήμην του αρχικώς εναγομένου Η. Μ., που πέθανε μετά την άσκηση της αγωγής και την άσκηση της έφεσης της ήδη ανακόπτουσας (αναιρεσίβλητης) εκπροσωπουμένης από τον οριστικό δικαστικό συμπαραστάτη της Ε. Π., που ορίστηκε με την υπ' αριθμ. 7247/2000 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως εξ αδιαθέτου συγκληρονόμος του αρχικώς εναγομένου. Η ως άνω έφεση απορρίφθηκε με την ανακοπτόμενη υπ' αριθμ. 5319/2007 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ως ανυποστήρικτη, λόγω ερημοδικίας της εκκαλούσας, με την αιτιολογία ότι αυτή δεν παρέστη προσηκόντως, διότι δεν είχε καταθέσει προτάσεις το αργότερο είκοσι ημέρες πριν από τη δικάσιμο, ήτοι το αργότερο μέχρι τις 28-12-2006, όπως ήταν υποχρεωμένη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 524 και 528, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους με τους ν. 2915/2001 και 3043/2002, αφού ο αρχικώς εναγόμενος ερημοδίκησε στον πρώτο βαθμό. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα πιθανολογήθηκε ότι η πληρεξούσια δικηγόρος της ανακόπτουσας Βασιλική Τριανταφύλλου - Γουνελά, λόγω ανωτέρας βίας, με την έννοια που αναφέρεται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε και συγκεκριμένα συνεπεία αιφνίδιας ασθένειας της δεν μπόρεσε να καταθέσει τις προτάσεις της εκκαλούσας μέχρι τις 28-12-2006, που κατά τα προαναφερθέντα έπρεπε να τις καταθέσει, ούτε να ενεργήσει η ίδια με άλλον δικηγόρο, έστω και μη συνεργάτη της, ούτε και η ανακόπτουσα. Ειδικότερα, αυτή από τις 27-12-2006 έπασχε από λοίμωξη του ανωτέρου αναπνευστικού με τραχειίτιδα - δυσφωνία και επίμονο βήχα και έπρεπε να παραμείνει εκτός εργασίας, υπό αγωγή στο σπίτι της για έξι ημέρες τουλάχιστον, όπως βεβαιώνεται στην επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από την ανακόπτουσα από 27-12-2006 βεβαίωση του ιατρού Α. Ρ., παθολόγου -πνευμονολόγου, αναπληρωτή καθηγητή πνευμονολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για το λόγο αυτό δεν μπόρεσε ούτε η ίδια να καταθέσει τις προτάσεις της ανακόπτουσας μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία, ούτε να ενεργήσει η ίδια ή η εντολέας της με άλλον δικηγόρο, συνεπεία των εορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η ήδη ανακόπτουσα δεν επικαλέστηκε την ως άνω ασθένεια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, ούτε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στις 18-1-2007, που υπέβαλε αίτημα αναβολής, λόγω μη εμπρόθεσμης κατάθεσης των προτάσεών της, ούτε στις προτάσεις της και στην προσθήκη τους, που υπέβαλε κατά τη συζήτηση της έφεσής της. Και τούτο διότι ο λόγος της αναβολής αφορούσε τη μη εμπρόθεσμη κατάθεση των προτάσεών της και όχι την ασθένειά της, η οποία ανάγονταν στην ημερομηνία κατάθεσης των προτάσεων και όχι στην ημερομηνία κατά την οποία ζητήθηκε η αναβολή. Συνεπώς, αφού πιθανολογήθηκε ότι συντρέχει ο επικαλούμενος με την υπό κρίση ανακοπή λόγος ανώτερης βίας για την ερημοδικία της εκκαλούσας, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, να εξαφανιστεί η ανακοπτομένη απόφαση και να διαταχθεί η απόδοση στην ανακόπτουσα του παραβόλου ερημοδικίας, ποσού 290 ευρώ, που όρισε η ως άνω απόφαση και κατέβαλε αυτή, με το υπ' αριθμ. 581640/2007 γραμμάτιο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων. Μετά δε την εξαφάνιση της ανακοπτόμενης απόφασης, το Δικαστήριο πρέπει να προχωρήσει στην εξέταση της έφεσης". Με βάση αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ, ενώ περιέλαβε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία που καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή της πιο πάνω διάταξης, και σωστά δεν κήρυξε απαράδεκτη την ασκηθείσα ανακοπή. Γι' αυτό, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 1, 19 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά την οποία, αν δεν επιδοθεί η απόφαση, η προθεσμία της έφεσης είναι τρία χρόνια, που αρχίζουν από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη, σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ.3 του ίδιου άρθρου, κατά την οποία, αν ο διάδικος που δικαιούταν να ασκήσει έφεση πέθανε, η προθεσμία της έφεσης αρχίζει από την επίδοση της απόφασης που περατώνει τη δίκη στους καθολικούς διαδόχους ή τους κληροδόχους, προκύπτει, ότι για τους κληρονόμους και κληροδόχους - ως προς τους οποίους η προθεσμία της έφεσης αρχίζει από την επίδοση σ' αυτούς της απόφασης που περατώνει τη δίκη - δεν εφαρμόζεται η καταχρηστική τριετής προθεσμία (ΑΠ 1017/1983 Δ 15.412). Επομένως, το Εφετείο, με το να δεχθεί με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) επισκόπηση του περιεχομένου της, ότι ο αρχικώς εναγόμενος είχε πεθάνει στις 10.10.1996 (μετά την άσκηση της αγωγής) αλλά δικάσθηκε ερήμην ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, γιατί ο θάνατός του δεν γνωστοποιήθηκε από τους κληρονόμους του, ώστε να επέλθει βίαιη διακοπή της δίκης, η εκκαλούμενη δε απόφαση επιδόθηκε στην αναιρεσίβλητη, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμο του κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στις 18.9.2002, και η έφεση ασκήθηκε από αυτήν στις 26.9.2002, εν τέλει δε να δεχθεί τυπικά την έφεση ως εμπροθέσμως ασκηθείσα, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Γι' αυτό, ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙV. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε και τα εξής: "Επίδικα είναι τα εξής ακίνητα: 1) ένας αγρός ..., 2) ένας αγρός ..., 3) ένας αγρός ..., 4) ένας αγρός ..., 5) ένας αγρός ..., 6) ένα οικόπεδο ... και 7) ένα ισόγειο κατάστημα οικοδομής που βρίσκεται στα ... ... Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε ότι ο αρχικώς εναγόμενος Η. Μ. του Σ., ο οποίος ήταν μόνιμος κάτοικος ..., το έτος 1974 δώρισε προφορικώς στην ενάγουσα, θυγατέρα της αδελφής του Δ., τα ως άνω ακίνητα και ότι αυτή έκτοτε τα νεμήθηκε μέχρι την άσκηση της αγωγής με διάνοια κυρίου και συγκεκριμένα ότι όργωνε τα αγροτικά ακίνητα, τα καλλιεργούσε με δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι), θέριζε και συνέλεγε τους καρπούς, προέβαινε στην κοπή της χορτονομής κατά τις περιόδους της αγρανάπαυσης, στη μίσθωση των αστικών ακινήτων, στην ιδιόχρηση αυτών, στη συντήρηση και επισκευή του κτίσματος, στην οριοθέτησή τους με σταθερά σημεία και στην επίβλεψή τους, όπως ισχυρίζεται με την αγωγή της. Ο μάρτυράς της Ι. Ρ., που εξετάστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, καταθέτει μεν ότι ο θείος της ενάγουσας το έτος 1974 της τα δώρισε προφορικά, όπως του είπε ο ίδιος, ότι η ενάγουσα τότε ήταν δέκα ετών και ότι έκτοτε τα καλλιεργούσαν για λογαριασμό της η μάννα της και ο πατέρας της, όμως η κατάθεσή του δεν κρίνεται αξιόπιστη. Και τούτο διότι, όσον αφορά τα έξι πρώτα επίδικα ακίνητα, στις 12-2-1993 τα αδέλφια του αρχικώς εναγομένου Γ. Σ. Μ., πατέρας της εκκαλούσας, Δ. Σ. Μ. και Δ. συζ. Ι. Τ., το γένος Σ. Μ., μητέρα της ενάγουσας, η οποία κατά την κατάθεση του ως άνω μάρτυρα καλλιεργούσε με το σύζυγό της τα επίδικα για λογαριασμό της, με την υπ' αριθμ. .../1993 συμβολαιογραφική πράξη του συμβολαιογράφου Κρωπίας Κόνωνα Λεβαντή, αναγνώρισαν ότι ο αδελφός τους και αρχικώς εναγόμενος Η. Σ. Μ. κατέχει και νέμεται με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, συνεχώς, αδιαλείπτως και αδιαταράκτως, από το έτος 1943 μέχρι σήμερα, δηλαδή μέχρι τις 12-2-1993 που συντάχθηκε το ως άνω συμβόλαιο, τα εν λόγω ακίνητα. Εάν πράγματι είχε μεταβιβάσει τη νομή τους προφορικά στην ενάγουσα και εάν αυτή τα νέμονταν έκτοτε συνεχώς, τουλάχιστον η μητέρα της δεν θα προέβαινε στην ως άνω αναγνώριση ένα έτος πριν η θυγατέρα της καταστεί κυρία αυτών με έκτακτη χρησικτησία. Όσον αφορά το έβδομο ακίνητο, αυτό αποτελεί την υπ' αριθμ. Κ-2 ισόγεια οριζόντια ιδιοκτησία (κατάστημα) τριώροφης, οικοδομής που είχε ανεγερθεί επί οικοπέδου εκτάσεως 352,80 τ.μ. που βρίσκεται στα ..., επί των οδών ... και ..., η οποία συνεστήθη με την υπ' αριθμ. .../1990 πράξη συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου Κρωπίας από τους συγκυρίους του ακινήτου, ήτοι τους: α) Δ. Μ., β) Γ. Μ., γ) τον αρχικώς εναγόμενο Η. Μ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον αδελφό του Γ. Μ., δυνάμει του αναφερομένου σ' αυτή πληρεξουσίου και δ) τη Δ. Μ., μητέρα της ενάγουσας. Ανεξαρτήτως του ότι για το εν λόγω ακίνητο ο μάρτυρας της ενάγουσας δεν κατέθεσε ότι αυτή άσκησε συγκεκριμένες πράξεις νομής, αυτό μέχρι το έτος 1990 δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έκτακτης χρησικτησίας, διότι αυτή είναι δυνατή μόνο επί συνεστημένης νομίμως οροφοκτησίας (βλ. ΑΠ 630/2006, Ελ.Δ. 47, 1068). Αλλά και μετά τη σύσταση της προαναφερθείσας οριζόντιας ιδιοκτησίας, η ίδια η μητέρα της ενάγουσας Δ. Τ., με το από 1-9-1994 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως, ενεργώντας για λογαριασμό του αδελφού της Η. Μ., δηλαδή του αρχικώς εναγομένου, εκμίσθωσε το κατάστημα αυτό στην Ε. Σ.. Επομένως, αφού δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα νεμήθηκε τα επίδικα ακίνητα, ώστε να καταστεί κυρία αυτών με έκτακτη χρησικτησία, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη". Έτσι που έκρινε το Εφετείο σωστά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, ενώ με πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία απέρριψε την αγωγή - που είχε ως βάση την απόκτηση των επίδικων ακινήτων από την αναιρεσείουσα (ενάγουσα) με έκτακτη χρησικτησία (ΑΚ 1045, 1051)-, γι' αυτό και οι λόγοι της αναίρεσης, τρίτος από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 του ΚΠολΔ και τέταρτο, κατά το τέταρτο μέρος του, από το άρθρο 559 αριθ. 19 του ίδιου Κώδικα, με τους οποίους υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. V. Με τον τέταρτο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης, κατ' ορθή εκτίμησή του, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση (όχι η από τον αριθμό 9 περ.α', αλλά) η από τον αριθμό 11 περ.γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη "ομολογία" της αναιρεσιβλήτου, ότι τα επίδικα ανήκαν στη μητέρα της αναιρεσείουσας (ενάγουσας) κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, και, έτσι, απέρριψε ολικά την ένδικη -από 26.8.1996- αναγνωριστική κυριότητας ακινήτων αγωγή της αναιρεσείουσας, ενώ έπρεπε να την δεχθεί εν μέρει κατά το προεκτεθέν ποσοστό εξ αδιαιρέτου των επίδικων ακινήτων. Όμως, ο προεκτιθέμενος ισχυρισμός δεν αποτελεί ομολογία αλλά αιτιολογημένη άρνηση της βάσης της αγωγής. Έτσι, ο αναιρετικός αυτός λόγος, ως μη ιδρυώμενος, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. VI. Με τον ίδιο, κατά το τρίτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτη την έφεση της αναιρεσιβλήτου κατά το μέρος της που αφορά στο προεκτεθέν ποσοστό εξ αδιαιρέτου των επίδικων ακινήτων, ως προς τα οποία η αναιρεσίβλητη "ομολόγησε" ότι τα επίδικα ανήκαν στη μητέρα της αναιρεσείουσας, και δέχτηκε κατά παραβίαση των άρθρων 522 και 528 ΚΠολΔ ότι η υπόθεση μεταβιβάσθηκε σ' αυτό -Εφετείο- και κατά το ποσοστό αυτό εξ αδιαιρέτου των επίδικων ακινήτων και ότι η εφεσίβλητη (αναιρεσείουσα) νομιμοποιούνταν παθητικά. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ως μη ιδρυώμενος, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, ο ίδιος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 περ.β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον ουσιώδη πραγματικό ισχυρισμό, ότι τα επίδικα ακίνητα ανήκαν κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στη μητέρα της αναιρεσείουσας, είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί, διότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν είναι αυτοτελής, δηλαδή "πράγμα" κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, αλλά αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Σε κάθε πάντως περίπτωση, ο ίδιος λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, εφόσον το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη τον εν λόγω ισχυρισμό και τον απέρριψε εκ του πράγματος κατ' ουσίαν. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, η οποία ηττάται, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5.5.2009 αίτηση της Β. Τ. του Ι. και Δ. για αναίρεση των 284/2009, 1576/2008 και 1350/2003 αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Γεγονός ανώτερης βίας μπορεί να θεωρηθεί και η αιφνίδια ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου και η αδυναμία που εξαιτίας αυτής να καταθέσει εμπροθέσμως τις προτάσεις του, όπου τούτο απαιτείται κατά νόμο πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, προκειμένου να αποτραπεί η ερημοδικία του. – Για τους κληρονόμους και κληροδόχους – ως προς τους οποίους (κατά την παρ. 3 του άρθρου 518 Κ.Πολ.Δ.) η προθεσμία της έφεσης αρχίζει από την επίδοση σ΄ αυτούς της απόφασης που περατώνει τη δίκη – δεν εφαρμόζεται η καταχρηστική τριετής προθεσμία
Προθεσμία
Βία ανώτερη, Ένδικο μέσο, Προθεσμία.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 732/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο,- Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Απριλίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Κ. Π. του Ι., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε στο Συμβούλιο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φώτιο Λεπίδα, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1314-1363/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγοντες: 1.Ν. Κ. του Η. και 2 Χ. Κ. του Η. του Π., που δεν παρέστησαν. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιανουαρίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 78/13. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή με αριθμό 77 και ημερομηνία 19.3.2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας (σε συμβούλιο), σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 513 παρ. 1 εδαφ. α Κ.Π.Δ την υπ' αριθμ. 2/2013 αίτηση αναιρέσεως του Κ. Π. του Ι., ιατρού, κατοίκου ... κατά της υπ' αριθ. 1314-1363/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Πατρών, εκθέτω τα κάτωθι: Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 476 Κ.Π.Δ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων (περί των οποίων δεν πρόκειται εν προκειμένω), εκπρόθεσμα, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν θα εμφανιστούν, απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο και καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα. Εξάλλου ορίζεται με την διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του Κ.Π.Δ ότι "όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από την δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης, η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δέκα ημερών, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημερών και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της απόφασης......". Περαιτέρω ορίζεται με την διάταξη της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου ότι "η προθεσμία για την άσκηση της αναίρεσης, αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου.....". Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει σαφώς ότι η προθεσμία άσκησης αναίρεσης από τον κατηγορούμενο κατά αποφάσεως, εκτός από την περίπτωση κατά την οποία αυτή ασκείται με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά την δεύτερη παράγραφο του ιδίου άρθρου (περί της οποίας δεν πρόκειται εν προκειμένω), είναι δεκαήμερη, αρχίζει δε από την έκδοση της αποφάσεως παρόντος του διαδίκου, άλλως από την νόμιμη επίδοση της στον δικαιούμενο σε αναίρεση, σε κάθε όμως περίπτωση η προθεσμία αυτή δεν αρχίζει, πριν την καταχώρηση της απόφασης στο ειδικό βιβλίο καθαρογραμμένων τελεσίδικων αποφάσεων της παραγράφου 3, ενώ τυχόν εκπρόθεσμη άσκηση της, τότε μόνο συγχωρείται, όταν συντρέχουν λόγοι ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, που εμποδίζουν τον δικαιούμενο στην εμπρόθεσμη άσκηση της. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να εκτίθενται στην συντασσόμενη κατά το άρθρο 474 σχετική έκθεση, με ταυτόχρονη επίκληση των αποδεικτικών μέσων που αποδεικνύουν τους λόγους αυτούς (ανωτέρας βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων άσκησε την 9-1-2013 δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Φωτίου Λεπίδα την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Πατρών, κατά της υπ' αριθμ. 1314-1363/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Πατρών, με την οποία καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία από αμέλεια σε ποινή φυλάκισης τριάντα (30) μηνών. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε παρόντος του κατηγορουμένου, και καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο τελεσίδικων αποφάσεων την 10 Δεκεμβρίου 2012, όπως αυτό πιστοποιείται από την συνημμένη στη δικογραφία από 10-1-2013 υπηρεσιακή βεβαίωση του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Πατρών. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η έναρξη της δεκαήμερης προθεσμίας για την άσκηση αναιρέσεως κατά το άρθρο 473 παρ. 1 και 3 Κ.Π.Δ. άρχιζε στην προκειμένη περίπτωση την 11-12-2012 και έληγε την 20-12-2012. Ασκηθείσα συνεπώς αυτή την 9-1-2013, χωρίς να εκτίθενται σ' αυτήν λόγοι ανωτέρας βίας που δικαιολογούν την εκπρόθεσμη άσκηση της, είναι εκπρόθεσμη και απορριπτέα για τον λόγο αυτό. Επειδή κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη ως ασκηθείσα εκπροθέσμως, πρέπει να απορριφθεί κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του Κ.Π.Δ, να καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ' αριθμ. 2/2013 αίτηση αναιρέσεως του Κ. Π. του Ι., ιατρού, κατοίκου ... κατά της υπ' αριθ. 1314-1363/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (πλημμελημάτων) Πατρών β) Να καταδικασθεί ο ανωτέρω αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 19 Μαρτίου 2013 Ο Αντεισαγγελέας του, Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο µέσο ασκήθηκε, εκπρόθεσµα, απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 474 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ προκύπτει ότι με την επιφύλαξη της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 507 παρ. 1 και 473 παρ. 1,2 ΚΠΔ, ορίζεται ότι η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, είναι δέκα ημέρες αρχόμενη από τη δημοσίευση της αποφάσεως, κατά δε την παρ. 3 του άρθρου 473, η προθεσμία για την άσκηση της ανωτέρω αναιρέσεως αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωρηθεί καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου και στο διάδικο απόκειται, όταν καταρτισθεί το σκεπτικό και γίνει η σχετική καταχώριση στο βιβλίο, να επιμεληθεί αυτός να λάβει, μέσω της γραμματείας, γνώση αυτού και αντίγραφο. (Ολ ΑΠ 4,6/2002). Όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, δεν απαιτείται προηγούμενη επίδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο εάν αυτός ήταν παρών κατά την απαγγελία της ως άνω αποφάσεως. Ως παρών θεωρείται και ο κατηγορούμενος, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, σύμφωνα με το άρθρο 340 παρ.2 και 502 παρ. 1 του ΚΠΔ. Είναι συγχωρητή όµως, η εκπρόθεσµη άσκηση, όταν στην κατά το άρθρο 474 ΚΠΔ συντασσόµενη έκθεση άσκησης του ενδίκου µέσου γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν ανώτερη βία ή ανυπέρβλητο κώλυµα που κατέστησε αδύνατη την εµπρόθεσµη άσκηση και αναφέρονται και προσαρτώνται τα αποδεικνύοντα τα περιστατικά αυτά αποδεικτικά µέσα, µε ποινή το απαράδεκτο του ενδίκου µέσου. Το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού του ενδίκου μέσου, αφού απαιτείται από τη φύση του η ρύθμισή του από το κράτος, το οποίο έχει τη διακριτική ευχέρεια, αρκεί μόνον οι τιθέμενοι περιορισμοί και προϋποθέσεις να μην περιορίζουν την πρόσβαση του διαδίκου κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό ώστε το δικαίωμα της προσφυγής στο δικαστήριο να πλήττεται στον ίδιο τον πυρήνα του. Οι επιβαλλόμενες ως άνω διατυπώσεις από τον Έλληνα νομοθέτη για το παραδεκτό της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, ενώ διασφαλίζουν την ασφάλεια δικαίου και την ορθή λειτουργία της δικαιοσύνης, κατ' ουδέν παρεμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο, με συνακόλουθο αποτέλεσμα να μην παραβιάζεται το άρθρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και τα άρθρ. 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. β του Συντάγματος. (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1474/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμενα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, με την προσβαλλομένη με αριθμ. 1314-1363/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών,που δημοσιεύθηκε στις 25-10-2012, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό για ανθρωποκτονία από αμέλεια, ενώ στο δικαστήριο παραστάθηκε ο ίδιος μετά πληρεξουσίου δικηγόρου του Φωτίου Λεπίδα. Η τελεσίδικη αυτή απόφαση, όπως προκύπτει από την από 10-1-2013 υπηρεσιακή βεβαίωση του γραμματέα του Εφετείου Πατρών, καταχωρίστηκε καθαρογραφημένη στο ειδικό βιβλίο της γραμματείας του δικαστηρίου στις 10-12-2012. Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, ασκήθηκε με δήλωση του ιδίου ως παραπάνω πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσείοντος ενώπιον του δικαστικού γραμματέως του Εφετείου Πατρών στις 9 Ιανουαρίου 2013, δηλαδή μετά την πάροδο της ανωτέρω νόμιμης δεκαήμερης προθεσμίας ασκήσεώς της. Επομένως, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί ανωτέρω, η αίτηση ασκήθηκε εκπροθέσμως και γι' αυτό είναι απαράδεκτη. Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι δεν άρχισε, με την προαναφερόμενη καταχώρηση, η δεκαήμερη προθεσμία εκ του λόγου ότι ο νομοθέτης δεν μπορεί να έχει τον καταδικασθέντα κατηγορούμενο και το δικηγόρο του σε διαρκή και απροσδιορίστου χρόνου εγρήγορση για τη γνώση του περιεχομένου της αποφάσεως και της ημέρας καταχωρήσεως, για να τηρήσει την δεκαήμερη προθεσμία αναιρέσεως και εκ τούτου παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ.1 του Συντάγματος και 5 παρ. 1 της 2 ΕΣΔΑ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως προεκτέθηκε, το δικαίωμα πρόσβασης και προσφυγής σε ανώτερο δικαστήριο δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς, οι επιβαλλόμενες ως άνω διατυπώσεις και προθεσμίες από τον Έλληνα νομοθέτη για το παραδεκτό της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, διασφαλίζουν την ασφάλεια δικαίου και την ορθή λειτουργία της δικαιοσύνης και δεν παρεμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο, με συνακόλουθο αποτέλεσμα να μην παραβιάζεται το άρθρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και τα άρθρ. 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. β του Συντάγματος. Συνεπώς, η κρινόμενη από 9-1-2013 αίτηση αναιρέσεως εφόσον ο αναιρεσείων δεν επικαλείται λόγο ανώτερης βίας, που να δικαιολογεί το εκπρόθεσμο ασκήσεώς της, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα( άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει ως απαράδεκτη τη με αριθ. εκθ. 2/9-1-2013 αίτηση αναιρέσεως του Κ. Π. του Ι. κατά της με αρ. 1314-1363/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία προσδιορίζει σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2013. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1. Απαράδεκτη η αναίρεση του καταδικασθέντος παρόντος κατ/νου, λόγω παρέλευσης της νόμιμης κατ' άρθρο 473 παρ.3 ΚΠΔ προθεσμίας των 10 ημερών από καταχώρησης της προσβαλλόμενης απόφασης στο οικείο βιβλίο του Εφετείου, χωρίς επίκληση κάποιου λόγου ανώτερης βίας. 2. Το δικαίωμα πρόσβασης και προσφυγής σε ανώτερο δικαστήριο δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς, οι επιβαλλόμενες από τον ΚΠΔ διατυπώσεις και προθεσμίες για το παραδεκτό της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, διασφαλίζουν την ασφάλεια δικαίου, και την ορθή λειτουργία της δικαιοσύνης και δεν παρεμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο, με συνακόλουθο αποτέλεσμα να μην παραβιάζεται το άρθρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και τα άρθρ. 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. β του Συντάγματος.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 729/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Δ. Ν. του Γ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Βιολάρη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 53420/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Ιανουαρίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 113/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος του κατηγορουμένου, λόγω παραγραφής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την παρ. 1 του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967, τιμωρείται με τις στη διάταξη αυτήν ποινές, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών), προς τους υπαγόμενους, στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν τις καταβάλλει στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου και νόμου τιμωρείται για υπεξαίρεση, με τις στην εν λόγω διάταξη ποινές, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων σ' αυτόν (εργατικές), με σκοπό αποδόσεώς τους στους κατά την παρ. 1 Οργανισμούς, και δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει αυτές στους Οργανισμούς αυτούς εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές. Σύμφωνα δε με το άρθρο 30 του Ν 3904/23-12-2010, που εφαρμόζεται, ως επιεικέστερος νόμος (αρθρ. 2 ΠΚ) και για τις πράξεις που τελέστηκαν και προ του νόμου αυτού (23-12-2010 άρθρο 38), για την εφαρμογή των παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967, οι εργοδοτικές και εργατικές εισφορές πρέπει να υπερβαίνουν τα ποσά των 20.000 και 10.000 ευρώ, αντίστοιχα. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 26 παρ. 1, 5 του ΑΝ 1846/1951, όπως έχει τροποποιηθεί, προκύπτει ότι για την καταβολή των εισφορών των ασφαλισμένων, επί παρεχόντων εξαρτημένη εργασία, ευθύνεται ο εργοδότης, ο οποίος υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών, που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Ως εργοδότης, κατά τις ως άνω διατάξεις και, το άρθρο 8 παρ. 5 του ίδιου ΑΝ 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων προσφέρουν την εργασία τους τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα. Κατά το άρθρο 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως του ΙΚΑ, ως χρόνος καταβολής των εισφορών ορίζεται το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ, κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951, ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο ΙΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τον χρόνο που έχει ορισθεί. Οργανισμός δε Κοινωνικής Ασφάλισης που υπάγεται στο Υπουργείο Εργασίας είναι και το Ταμείο Σύνταξης και Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Γεωργικών Συνεταιρικών Οργανώσεων (ΤΣΕΑΠΓΣΟ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 14 του ν. 2810/2000 " περί Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων", ο Αγροτικός Συνεταιρισμός εκπροσωπείται δικαστικώς ή εξωδίκως από το διοικητικό συμβούλιο αυτού, που ενεργεί συλλογικώς ή από ένα ή περισσότερα μέλη του Συμβουλίου ή άλλα πρόσωπα που κατά το καταστατικό του, δικαιούνται να εκπροσωπούν εν γένει ή σε ορισμένου μόνον είδους πράξεις το νομικό πρόσωπο και περαιτέρω το Διοικητικό Συμβούλιο του Αγροτικού Συνεταιρισμού, είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη, αφορώσα στη διοίκηση αυτού και στη διαχείριση της περιουσίας του και δύναται να ορίζει το καταστατικό του θέματα για τα οποία μπορεί να ασκείται η εξουσία του Διοικητικού Συμβουλίου ολικά ή εν μέρει από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές του συνεταιρισμού ή τρίτους. Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 130 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ Δ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Κατ' ακολουθίαν αυτών, για την πληρότητα της αιτιολογίας καταδικαστικής, για την παράβαση του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967, αποφάσεως, πρέπει να περιέχονται σ' αυτήν τα κρίσιμα περιστατικά για τη θεμελίωση των δύο ως άνω αξιοποίνων πράξεων, που είναι η κατά συγκεκριμένο χρόνο απασχόληση, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, του ασφαλισμένου στους ως άνω Οργανισμούς προσωπικού και τα χρηματικά ποσά τα οποία, με βάση τις τακτικές αποδοχές του προσωπικού, όφειλε ο κατηγορούμενος εργοδότης να καταβάλει στον Ασφαλιστικό Οργανισμό ως εργοδοτικές ή εργατικές εισφορές και, δεν κατέβαλε ή παρακράτησε (Ολ. ΑΠ 1/1996) και αναφορά, επί φυσικού προσώπου, φερομένου ως εργοδότη εκ της ασκήσεως επιχειρήσεως, των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει η θέση τούτου στην επιχείρηση αυτή, καθώς και αν πρόκειται για προσωπική ή εταιρική επιχείρηση ή συνεταιρισμό και ποία η νομική μορφή του τελευταίου και ποία η θέση του κατηγορουμένου σ' αυτόν, ώστε να ανακύπτει η από το νόμο υποχρέωσή του για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών στο δικαιούχο Οργανισμό Ασφάλισης, μη αρκούντος του απλού χαρακτηρισμού του ως εργοδότη ή ως νομίμου εκπροσώπου του Συνεταιρισμού. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθ. 53420/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος σε συνολική ποινή φυλακίσεως εννέα μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, για μη καταβολή εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στον Οργανισμό Ασφάλισης Προσωπικού Γεωργικών Συνεταιρικών Οργανώσεων (ΤΣΕΑΠΓΣΟ). Στην αιτιολογία της ανωτέρω αποφάσεως το παραπάνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων ότι αποδείχθηκαν τα εξής: "Από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο σε συνδυασμό με την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας και την εν γένει συζήτηση της υπόθεσης προέκυψε και το δικαστήριο πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος, στην Αθήνα και κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2004 έως 31-3-2005, ως νόμιμος εκπρόσωπος της Ενώσεως Αγροτικών Συνεταιρισμών Πρέβεζας, μολονότι απασχόλησε ως εργοδότης, εργαζόμενους με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή δεν κατέβαλε τις ασφαλιστικές τους εισφορές, ήτοι τις εργοδοτικές που τον βάρυναν και ανέρχονταν στο ποσό των 40.829 ευρώ και τις εργατικές που παρακράτησε προκειμένου να τις αποδώσει και ανέρχονταν στο ποσό των 23.978 ευρώ. Επομένως, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος". Ακολούθως το ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ένοχο του ότι: "Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2004 έως 31-3-2005, ως νόμιμος εκπρόσωπος του Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία "ΕΑΣ ΠΡΕΒΕΖΑΣ" που εδρεύει στον ... αν και απασχόλησε, ως εργοδότης, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, προσωπικό ασφαλισμένο στο Ταμείο Σύνταξης & Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Γεωργικών Συνεταιρικών Οργανώσεων (ΤΣΕΑΠΓΣΟ), δηλαδή σε Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης που υπάγεται στο Υπουργείο Εργασίας και όφειλε για την ασφάλιση του προσωπικού του να καταβάλει στον Οργανισμό αυτό τις παρακάτω εισφορές μέσα σε (30) ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα, μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η εργασία, εν τούτοις 1] Δεν κατέβαλε στον Οργανισμό αυτό τις ασφαλιστικές εισφορές (ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΕΣ) που τον βαρύνουν και που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 40.829 ευρώ από τότε που έγιναν απαιτητές, και αφορούν στο χρονικό διάστημα από, 1-10-2004 έως 31-3-2005. 2] Δεν κατέβαλε στον Οργανισμό αυτό τις ασφαλιστικές εισφορές (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) που τον βαρύνουν και τις οποίες παρακράτησε με σκοπό να τις αποδώσει στον Οργανισμό αυτό από τότε που έγιναν απαιτητές από τους σ' αυτόν εργαζομένους οι οποίες βαρύνουν αυτόν και που ανέρχονται δε αυτές στο συνολικό ποσό των 23.978 ευρώ και αφορούν στο χρονικό διάστημα από 1-10-2004 έως 31-3-2005. Τα παραπάνω ποσά δεν κατέθεσε υπέρ του αναφερομένου ταμείου, ως ήτο υπόχρεος καίτοι οχλήθηκε επανειλημμένα προς τούτο, όπως προκύπτει από τις υπ' αριθ. Π.Ε.Ε. 938/24-5-2004, 1357/27-10-2004, 1229/21-3-2005 και 3962/22-6-2005 πράξεις επιβολής εισφορών. Έτσι κατέστη τιμωρητέος για υπεξαίρεση". Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία, επί τη βάσει των οποίων κατέληξε στην άνω κρίση του. Ειδικότερα, δεν αναφέρονται στο αιτιολογικό της άνω αποφάσεως, ούτε στο διατακτικό της, πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η ακριβής θέση και ιδιότητα του κατηγορουμένου στην εργοδοτική επιχείρηση που είναι ΝΠΙΔ, με την επωνυμία "ΕΑΣ ΠΡΕΒΕΖΑΣ" καθόσον, δεν αρκεί ο χαρακτηρισμός αυτού ως απλού εργοδότη και νομίμου εκπροσώπου επιχείρησης, αφού, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, πρόκειται για Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών, που διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο είναι αρμόδιο να αποφασίζει για κάθε πράξη, αφορώσα στη διοίκηση αυτού και στη διαχείριση της περιουσίας του και δύναται να ορίζει το καταστατικό του τα θέματα για τα οποία μπορεί να ασκείται η εξουσία του Διοικητικού Συμβουλίου ολικά ή εν μέρει από ένα ή περισσότερα μέλη του, διευθυντές του συνεταιρισμού ή τρίτους και στη συγκεκριμένη περίπτωση το δικαστήριο, δεν διευκρινίζει ποία ακριβώς ιδιότητα είχε ο κατηγορούμενος στο παραπάνω νομικό πρόσωπο και στο Δ.Σ αυτού και αν τυχόν είχε ληφθεί σχετική απόφαση του Δ.Σ. της ΕΑΣ περί ανάθεσης της ευθύνης στον κατηγορούμενο για παρακράτηση και απόδοση των εισφορών, ώστε να ελεγχθεί αν αυτός είχε κατά νόμο και την ποινική ευθύνη για τη μη απόδοση των ανωτέρω εισφορών του απασχοληθέντος προσωπικού στον παραπάνω Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης που έπρεπε (το ΤΣΕΑΠΓΣΟ). (βλ. ΑΠ 129/2012). Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Δ του ΚΠΔ μοναδικός λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίον πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Περαιτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει του ότι, για το χρονικό διάστημα από 1/10/2004 έως 31/3/2005 που ο αναιρεσείων καταδικάστηκε, παρήλθε μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως (16-4-2013) χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας (5 + 3), το αξιόποινο των ανωτέρω δύο πλημμεληματικών πράξεων εξαλείφθηκε δια παραγραφής και πρέπει να παύσει οριστικά η σε βάρος του αναιρεσείοντος ασκηθείσα ποινική δίωξη, όπως στο διατακτικό (άρθρα 111, 112, 113, ΠΚ, 370 εδ. β' και 511 γ' ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την με αριθμ. 53420/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παύει οριστικά την σε βάρος του αναιρεσείοντος Δ. Ν. του Γ. ποινική δίωξη του ότι: "Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-2004 έως 31-3-2005, ως νόμιμος εκπρόσωπος του Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία "ΕΑΣ ΠΡΕΒΕΖΑΣ" που εδρεύει στον ... αν και απασχόλησε, ως εργοδότης, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, προσωπικό ασφαλισμένο στο Ταμείο Σύνταξης & Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Γεωργικών Συνεταιρικών Οργανώσεων (ΤΣΕΑΠΓΣΟ), δηλαδή σε Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης που υπάγεται στο Υπουργείο Εργασίας και όφειλε για την ασφάλιση του προσωπικού του να καταβάλει στον Οργανισμό αυτό τις παρακάτω εισφορές μέσα σε (30) ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα, μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η εργασία, εν τούτοις 1] Δεν κατέβαλε στον Οργανισμό αυτό τις ασφαλιστικές εισφορές (ΕΡΓΟΔΟΤΙΚΕΣ) που τον βαρύνουν και που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 40.829 ευρώ από τότε που έγιναν απαιτητές, και αφορούν στο χρονικό διάστημα από, 1-10-2004 έως 31-3-2005. 2] Δεν κατέβαλε στον Οργανισμό αυτό τις ασφαλιστικές εισφορές (ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ) που τον βαρύνουν και τις οποίες παρακράτησε με σκοπό να τις αποδώσει στον Οργανισμό αυτό από τότε που έγιναν απαιτητές από τους σ' αυτόν εργαζομένους οι οποίες βαρύνουν αυτόν και που ανέρχονται δε αυτές στο συνολικό ποσό των 23.978 ευρώ και αφορούν στο χρονικό διάστημα από 1-10-2004 έως 31-3-2005. Τα παραπάνω ποσά δεν κατέθεσε υπέρ του αναφερομένου ταμείου, ως ήτο υπόχρεος καίτοι οχλήθηκε επανειλημμένα προς τούτο, όπως προκύπτει από τις υπ' αριθ. Π.Ε.Ε. 938/24-5-2004, 1357/27-10-2004, 1229/21-3-2005 και 3962/22-6-2005 πράξεις επιβολής εισφορών. Έτσι κατέστη τιμωρητέος για υπεξαίρεση". Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Μαΐου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βάσιμος ο από το άρθρο 510 Παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για μη αναφορά στο αιτιολογικό, ούτε στο διατακτικό της ακριβούς ιδιότητας του αναιρεσείοντος, φερομένου ως απλού εργοδότη, που δεν αρκεί, και δη διότι δεν διευκρινίζει ποία ακριβώς ιδιότητα είχε ο κατηγορούμενος στο παραπάνω νομικό πρόσωπο και στο Δ.Σ. αυτού, ώστε να ελεγχθεί αν είχε κατά νόμο και την ποινική ευθύνη για τη μη απόδοση των ανωτέρω εισφορών του απασχοληθέντος προσωπικού στον Οργανισμό Κοινωνικής Ασφάλισης Συνεταιρισμού (ΤΣΕΑΠΓΣΟ).
Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών
Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 726/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη - Εισηγήτρια και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου K. I. του A., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα του Ψυχιατρείου Κρατουμένων Κορυδαλλού, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της υπ' αριθμ.317, 318/2012 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 21 Ιουνίου 2012 και 26 Σεπτεμβρίου 2012 δύο αιτήσεις του, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1206/2012. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Κολιοκώστας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή με αριθμό και ημερομηνία 56/4.3.2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγων ενώπιον του Δικαστηρίου Σας σύμφωνα με τα άρθρα 476 § 1 και 513 §1 Κ.Π.Δ. τις με αριθμούς 30/21-6-2012 και 44/26-9-2012 αιτήσεις αναιρέσεως του K. I. του A. και της Ε., κρατουμένου στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, οι οποίες στρέφονται της 317, 318/2012 αποφάσεως του Β μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, δυνάμει της οποίας ο αναιρεσείων καταδικάστηκε κατ' έφεση για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και για εμπρησμό από πρόθεση από τον οποίο μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, σε ποινή ισόβιας κάθειρξης και πρόσκαιρης κάθειρξης δέκα (10) ετών και εκθέτω τα εξής: Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 § 2, 474 § 2 ,476 § 2 και 509 § 1 Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλευμάτων και αποφάσεων, πρέπει στη έκθεση ή την επιδιδόμενη κατά το άρθρο 473§2 Κ.Π.Δ. δήλωση αναίρεσης να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί, ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα. Για το ορισμένο του αναιρετικού λόγου και εντεύθεν για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως, δεν αρκεί απλή επανάληψη των διατάξεων του άρθρου 510 του Κ.Π.Δ., χωρίς προσδιορισμό της νομικής πλημμέλειας που αποδίδεται στην απόφαση. Ειδικότερα: α) σε περίπτωση απόλυτης ή σχετικής ακυρότητας, πρέπει να αναφέρεται σε τι συνίσταται η ακυρότητα αυτή, από ποια αιτία εχώρησε, αν αυτή αναφέρεται σε διάταξη που αφορά την τήρηση των διατάξεων, που, καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, καθώς και τη άσκηση των δικαιωμάτων, που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις , που επιβάλλει ο νόμος (άρθρο 171 παρ 1 δ Κ.Π.Δ.), πρέπει να προσδιορίζεται ειδικώς σε τι συνίσταται η παραβίαση των δικαιωμάτων του αυτών και ποια η διάταξη που παραβιάστηκε (Α.Π. 208/2004 Ποιν.Χρον. ΝΔ 889), β) σε περίπτωση έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να προτείνεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της απόφασης, να διευκρινίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψη της, αναφορικά με συγκεκριμένο η συγκεκριμένα κεφάλαια της, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση (ολομ.Α.Π. (σε συμβούλιο) 19/2001 ΠοινΧρον. ΝΒ 402, ολομΑ.Π. 2/2002 ΠοινΧρον. ΝΒ 691). γ)σε περίπτωση εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να γίνεται ειδικότερος προσδιορισμός της νομικής πλημμέλειας περί την ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε (Α.Π. 1622/2001 Ποιν.Χρον. ΝΒ 401). Οι αόριστα διατυπούμενοι λόγοι αναιρέσεως, δεν μπορούν να συμπληρωθούν με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 Κ.Π.Δ, την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως (ολομ.Α.Π. 2/2002 Ποιν.Χρον. ΝΒ 691). Περαιτέρω σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 476 § 1 του Κ.Π.Δ. "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόμο για την άσκηση του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο, ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν θα εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο". Στην προκειμένη περίπτωση με την υπ' αριθμ. 317-318/2012 απόφαση του Β Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε μετά από έφεση κατά της υπ' αριθμ. 347-348/2010 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών καταδικάστηκε κατ' έφεση ο K. I. του A. και της Ε., ήδη κρατούμενος στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και για εμπρησμό από πρόθεση από τον οποίο μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, σε ποινή ισόβιας κάθειρξης και πρόσκαιρης κάθειρξης δέκα (10) ετών. Κατά της αποφάσεως αυτής ο ως άνω ο καταδικασθείς, άσκησε αυτοπροσώπως κατά τους νομίμους τύπους και εμπροθέσμως δύο αναιρέσεις, ήτοι: α) την από 21-6-2012 αναίρεση με δήλωση του ενώπιον του Διευθυντού του Ψυχιατρείου Κρατουμένων Κορυδαλλού, συντάχθηκε δε περί αυτής η σχετική με αριθμό πρωτ. 30/21-6-2012 έκθεση, η οποία έλαβε αριθμό βιβλίου ενδίκων μέσων 11/29-6-2012 του Εφετείου Αθηνών, και β) την από 26-9-2012 αναίρεση ενώπιον του ίδιου ως άνω Διευθυντού του Ψυχιατρείου Κρατουμένων, συντάχθηκε δε περί αυτής η σχετική με αριθμό πρωτ. 44/26-9-2012 έκθεση. Στην πρώτη των αιτήσεων αναιρέσεως, ο αναιρεσείων δηλώνει ότι ασκεί αναίρεση κατά της ανωτέρω με αριθμό 317-318/2012 αποφάσεως του Β Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, χωρίς να αναφέρει σ' αυτήν κάποιον αναιρετικό λόγο εκθέτοντας απλώς στην έκθεση ότι ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης γιατί "δεν εκτιμήθηκαν αρκετά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης μου και δεν λήφθηκε σοβαρά υπόψη η ψυχιατρική κατάσταση της υγείας μου", στην δεύτερη δε έκθεση αναφέρει ότι ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω "μη επαρκούς ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επιφυλασσόμενος άμα να ασκήσει εμπροθέσμως και νομοτύπως πρόσθετους λόγους αναιρέσεως". Έχουσες το ανωτέρω περιεχόμενο οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, είναι απαράδεκτες και ως τέτοιες πρέπει να απορριφθούν, να καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 §§ 1 και 2, 513 § 1 και 583 § 1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: α) να απορριφθούν ως απαράδεκτες οι με αριθμούς πρωτ. 30/21-6-2012 44/26-9-2012 αιτήσεις αναιρέσεως του K. I. του A. και της Ε., που συντάχθηκαν ενώπιον του Διευθυντού του Ψυχιατρείου Κρατουμένων Κορυδαλλού, κατά της 317, 318/2012 αποφάσεως του Β μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών και β) να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 01/Μαρτίου/2013 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής" Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 514 εδ. γ' ΚΠοινΔ, δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, προϋπόθεση για την απαγόρευση ασκήσεως δεύτερης αναιρέσεως είναι να έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Στην αντίθετη περίπτωση που η πρώτη εκκρεμεί, παραδεκτώς ασκείται εντός της νόμιμης προθεσμίας δεύτερη αναίρεση, η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης και συνεξετάζεται με αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας κατά της υπ' αριθ.317, 318/2012 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών ασκήθηκαν από τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα εμπροθέσμως: α) η με αριθμ.30/21-6-2012 αίτηση αναίρεσης (πριν καθαρογραφεί η απόφαση) και β) η 44/26-9-2012 αίτηση αναίρεσης εμπροθέσμως με δήλωση ενώπιον της Διευθύντριας του Καταστήματος του Ψυχιατρείου Κρατουμένων Κορυδαλλού Κράτησης Κωνσταντίνας Γέρου, στο οποίο αυτός κρατείται, οι οποίες και συζητήθηκαν ταυτόχρονα.. Συνεπώς, εφόσον δεν έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης αιτήσεως αναιρέσεως, η δεύτερη αίτηση επιτρεπτώς ασκείται εντός της νόμιμης προθεσμίας, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο τηρούμενο από το Εφετείο Αθηνών ειδικό προς τούτο βιβλίο στις 18-9-2012, και πρέπει οι αιτήσεις αυτές να συνεκδικασθούν. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 474 παράγραφος 2, 476 παράγραφος 1, 509 παράγραφος 1 και 510 του ΚΠΔ προκύπτει, ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ' απόφασης πρέπει στη δήλωση άσκησης της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι, για τους οποίος ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος από τους αναφερομένους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 ΚΠΔ). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διάταξης που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ούτε μπορεί ο αορίστως διατυπούμενος στην έκθεση αναιρέσεως λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση προσθέτων λόγων, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παράγραφος 2 ΚΠΔ, την ύπαρξη παραδεκτής αίτησης αναίρεσης. Από την αξίωση αυτή του νόμου, το να είναι δηλαδή σαφείς και ορισμένοι οι λόγοι αναίρεσης, δεν εξαιρείται και ο προβλεπόμενος από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγος της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ. Ειδικότερα, για το ορισμένο του λόγου αυτού, πρέπει: α) αν ελλείπει παντελώς η αιτιολογία, να προτείνεται με την αίτηση αναίρεσης η ανυπαρξία αυτής, σε σχέση με συγκεκριμένο ή συγκεκριμένα κεφάλαια της απόφασης, στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αιτίαση και β) αν υπάρχει αιτιολογία, αλλά δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, να διευκρινίζεται επιπλέον σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη, αναφορικά με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια (Ολ. ΑΠ 19/2001, 2/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, με την πρώτη των ως άνω αιτήσεων αναίρεσης, με αριθμ. 30/21-6-2012 ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης υπ'αριθμ.317, 318/2012 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, με την οποία αυτός καταδικάσθηκε σε ποινή ισόβιας κάθειρξης και πρόσκαιρης κάθειρξης δέκα (10) ετών , για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και για εμπρησμό από πρόθεση από τον οποίο μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, για τους παρακάτω λόγους αναφέροντας επί λέξει: "δεν εξετιμήθηκαν αρκετά τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης μου και δεν λήφθηκε σοβαρά υπόψη η ψυχιατρική κατάσταση της υγείας μου". Έτσι, όμως, διατυπούμενος ο προαναφερόμενος αναιρετικός λόγος, είναι, κατά τα προεκτεθέντα, αόριστος και συνεπώς απαράδεκτος. Μετά από αυτά, η ως άνω αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τα άρθρα 476 παράγραφος 1 και 513 παράγραφος 1 εδ. α του ΚΠΔ. Εξάλλου, όσον αφορά την από 44/26-9-2012 αίτηση αναίρεσης του ιδίου αναιρεσείοντος κατά της ίδιας προσβαλλόμενης απόφασης, ζητεί την αναίρεση για τους παρακάτω λόγους: "μη επαρκούς, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επιφυλασσόμενος άμα να ασκήσει εμπροθέσμως και νομοτύπως προσθέτους λόγους αναιρέσεως". Έτσι, όμως, διατυπούμενος ο προαναφερόμενος αναιρετικός λόγος στη δεύτερη κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, είναι εντελώς αόριστος και συνεπώς απαράδεκτος ως προς την επικαλούμενη έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς την ενοχή του αναιρεσείοντος Μετά από αυτά, η ως άνω αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τα άρθρα 476 παράγραφος 1 και 513 παράγραφος 1 εδ. α του ΚΠΔ. Για τις άνω απαράδεκτες αιτήσεις αναιρέσεως κλήθηκε να προσέλθει και να εκθέσει τις απόψεις του στο Συμβούλιο τούτο ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος (άρθρο 476 παρ. 1 εδ. τελευταίο του ΚΠοινΔ, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα επί του φακέλου της δικογραφίας. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν αμφότερες οι αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παράγραφος 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει τις με αριθμό πρωτ. 30/21-6-2012 και 44/26-9-2012 αιτήσεις του Κ. I. του A., κρατουμένου στο Κατάστημα του Ψυχιατρείου Κρατουμένων Κορυδαλλού για αναίρεση της υπ' αριθμ. 317, 318/2012 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών Απορρίπτει τις άνω αιτήσεις. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων πενήντα (250). Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δύο αναιρέσεις του ίδιου αναιρεσείοντος παραδεκτές αφού δεν έχει κριθεί η πρώτη. Αόριστοι λόγοι αναιρέσεων. Απορρίπτει αιτήσεις ως απαράδεκτες. Ειδοποιήθηκε ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Αναιρετική διαδικασία.
1
Αριθμός 725/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη - Εισηγήτρια και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγία Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Ν. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γκουτζιώτη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 1251/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Κωνσταντίνα Σπουρλή. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κοζάνης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Δεκεμβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 28/2013. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ.1 Ν. 5960/1933 "περί επιταγής" (κατά την αρχική του διατύπωση και προ της αντικαταστάσεως του με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972) "εκείνος που εκδίδει εν γνώσει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή ή με εκατέρα των ποινών αυτών". Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 ν.δ. 1325/1972 και ορίσθηκε ότι "εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών". Από τη διάταξη αυτή, από την οποίαν απαλείφθηκε το "εν γνώσει" της προηγουμένης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακαλύπτου επιταγής είναι τυπικό και για την στοιχειοθέτηση του απαιτείται αντικειμενικά μεν:1)έκδοση τυπικά εγκύρου επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο 2) υπογραφή του εκδότου, στη θέση υπογραφής του εκδότου, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού, ή για χρέος άλλου και εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρείας, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και 4)έλλειψη αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, τόσο κατά το χρόνο εκδόσεως όσο και κατά το χρόνο εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, της εκδόσεως δηλαδή επιταγής, που είναι ακάλυπτη. Με την νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τελέσεως της πράξεως. Με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις, και του σκοπού της διάταξης του άνω άρθρου, προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι δράστης (αυτουργός) του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής μπορεί να είναι μόνο ο "εκδίδων" επιταγή, χωρίς αντίκρισμα, δηλαδή αυτός που πραγματοποιεί την επί του τίτλου δήλωση βουλήσεως (υπογράφει το έγγραφο της επιταγής) και θέτει αυτό σε κυκλοφορία, ανεξάρτητα από το πρόσωπο για το οποίο επέρχονται οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτή. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ.3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ιδίου Κωδικός, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή ή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος γενικώς, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου αυτών. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να ορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, όλα τα αποδεικτά στοιχεία και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ' επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 1/2005). Περαιτέρω η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο κατ' αρχή να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικές συνθήκες τελέσεως του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού αιτιολογία στην κυρία αιτιολογία για την ενοχή που προκύπτει από τα περιστατικά που αναφέρονται σ' αυτή, εκτός εάν αξιώνονται από το νόμο, πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου σκοπού περαιτέρω (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Τοιαύτα στοιχεία δεν αξιώνονται πλέον από το νόμο στην περίπτωση του εγκλήματος της εκδόσεως ακαλύπτου επιταγής. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κοζάνης, με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 1251/2012 απόφαση του, με αναφορά κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη (τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο και τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και απ' όλη τη συζήτηση της υποθέσεως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα παρακάτω: "Στην Πτολεμαΐδα, στις ημερομηνίες που αναφέρονται κατωτέρω στο διατακτικό, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση, ενός και του ιδίου εγκλήματος, από πρόθεση εξέδωσε επιταγές που δεν πληρώθηκαν από πληρωτή στον οποίο δεν είχε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο έκδοσης και της πληρωμής αυτών. Ειδικότερα εξέδωσε τις υπ' αριθμ. ..., ..., ..., ... και ... επιταγές, με ημερομηνίες έκδοσης την 15-10-2009, οι δύο πρώτες εξ αυτών, την 20-10-2009, 31-10-2009 και 15-11-2009 αντίστοιχα οι λοιπές, ποσού 50.000,00 ευρώ, 48.403,20 ευρώ, 37.222,20 ευρώ, 40.805,22 ευρώ και 46.832,51 ευρώ αντίστοιχα, πληρωτέες η πρώτη στην Τράπεζα ALPHA BANK, η δεύτερη και Τρίτη στη Συνεταιριστική Τράπεζα Δυτικής Μακεδονίας και η τέταρτη και πέμπτη από αυτές στη Γενική Τράπεζα, σε διαταγή όλες αυτές της εταιρίας Π. ΕΜΠΟΡΙΚΗ Α.Ε., οι οποίες παρά το ότι εμφανίστηκαν νόμιμα προς πληρωμή στις 15-10-2009, 16-10-2009, 21-10-2009, 2-11-2009 και 16-11-2009 αντίστοιχα, δηλαδή εντός της νόμιμης οκταήμερης προθεσμίας στις πληρώτριες τράπεζες, δεν πληρώθηκαν επειδή δεν είχαν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια σε αυτές κατά το χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής, ο κατηγορούμενος δε τελούσε εν γνώσει του γεγονότος ότι στερούνταν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στις πληρώτριες τράπεζες παρά ταύτα προέβη στην έκδοση τους. Πρέπει, επομένως, πληρουμένης της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως της πράξεως του κατηγορουμένου, ήτοι της παρ. 1 του αρθρ. 79 του Ν 5960/1933 την οποία αυτός τέλεσε κατ' εξακολούθηση να κηρυχθεί ένοχος. Το Δικαστήριο όμως αναγνωρίζει ότι κινήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια, αλλά λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε κατά την περίοδο εκείνη, τα οποία επιτάθηκαν ενόψει και της οικονομικής κρίσης και αναγνωρίζει σε αυτόν το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων κατ' αρθρ. 84 παρ. 2β ΠΚ. Όσον αφορά τον προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί αναγνωρίσεως σε αυτόν και του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου, πέραν της αοριστίας που περιέχει, καθώς δεν εξειδίκευσε περαιτέρω αυτόν ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, είναι απορριπτέος σε κάθε περίπτωση, ως ουσιαστικά αβάσιμος καθόσον πέραν της γενικόλογης κατάθεσης του μάρτυρα υπεράσπισης, δεν αποδείχθηκε από άλλα στοιχεία αυτός, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότί μόνη η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου δεν αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για τον πρότερο έντιμο βίο αλλά συνεκτιμάται μαζί με τις λοιπές συνθήκες διαβίωσης και δράσης του κατηγορουμένου. Μετά ταύτα κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο με τα ελαφρυντικά του 84 παρ 2β ΠΚ του ότι στην Πτολεμαϊδα, στις ημερομηνίες που αναφέρονται παρακάτω με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος από πρόθεση εξέδωσε επιταγές που δεν πληρώθηκαν από πληρωτή στον οποίο δεν είχε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο έκδοσης και της πληρωμής και συγκεκριμένα εξέδωσε τις παρακάτω επιταγές: Αριθμός επιταγής Ημερομηνία έκδοσης Ποσού (ευρώ) Eπί της τράπεζας Ημερομηνία εμφάνισης Σε διαταγή ... 15-10-2009 50.000,00 € ALPHA BANK 15-10-2009 Π. ΕΜΠΟΡΙΚΗ Α.Ε. ... 15-10-2009 48.403,20 € Συνεταιριστική Δυτικής Μακεδονίας ΣΥΝ.ΠΕ. 16-10-2009 Π. ΕΜΠΟΡΙΚΗ Α.Ε. ... 20-10-2009 37.222,20 € Συνεταιριστική Δυτικής Μακεδονίας ΣΥΝ.ΠΕ. 21-10-2009 Π. ΕΜΠΟΡΙΚΗ Α.Ε. ... 31-10-2009 40.805,22 € Γενικής 2-11-2009 Π. ΕΜΠΟΡΙΚΗ Α.Ε. ... 15-11-2009 46.832,51 € Γενικής 16-11-2009 Π. ΕΜΠΟΡΙΚΗ Α.Ε. Οι επιταγές όμως αυτές όταν εμφανίσθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για πληρωμή στην παραπάνω πληρώτρια τράπεζα δεν πληρώθηκαν από έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εκδόσεως ακαλύπτου επιταγής, για το οποίο και καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος καθώς και τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 79 του Ν. 5960/1933 όπως ισχύει, χωρίς ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου να τις παραβιάσει με ελλιπή ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα αναφέρει, την έκδοση από τον αναιρεσείοντα, των επιδίκων επιταγών, υπογραφεισών υπ' αυτού, ως και τον χρόνο εκδόσεως τους, την εμπρόθεσμη εμφάνιση των επιταγών προς πληρωμή και την μη πληρωμή τους, λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων, τη γνώση του κατηγορουμένου ότι στερούνταν διαθεσίμων κεφαλαίων προς πληρωμή των επιταγών κατά το χρόνο εκδόσεως και της πληρωμής, ενώ δεν ήταν αναγκαία η ιδιαίτερη αιτιολογία της γνώσεως αυτού αφού για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ακάλυπτης επιταγής υποκειμενικώς αρκεί ο απλός δόλος ο οποίος εξυπακούεται ότι ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών που απαρτίζουν την αξιόποινη αυτή πράξη. Συνεπώς οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 Δ, Ε του Κ.Π.Δ. λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παράστασης πολιτικώς ενάγουσας (άρθρ.176 και 183 ΚΠολΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27-12-2012αίτηση του Ν. Ν. του Γ. κατοίκου ... περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 1251/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Μαΐου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ακάλυπτη επιταγή. Ποινική ευθύνη εκδότη. Πραγματικά περιστατικά. Έκδοση ακάλυπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση. Ποινική Δικονομία.. Λόγοι αναίρεσης: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη
Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.
0
Αριθμός 718/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Δ. Π. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο - Σέργιο Σακαλή. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕ", που εδρεύει στη Νέα Σμύρνη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Στρίμπερη, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 15-3-2013 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται. Δεν κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-5-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2238/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2642/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14-11-2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 25-10-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 648 και 651 ΑΚ, προκύπτει ότι είναι έγκυρη η συμφωνία με την οποία ο εργοδότης παραχωρεί σε άλλον εργοδότη την υπηρεσία του συνδεόμενου με αυτόν με σύμβαση εργασίας μισθωτού, κατόπιν συναίνεσης τούτου, οπότε η σχέση αυτή στηρίζεται στη βούληση των τριών μερών και ο παραχωρήσας εργοδότης, εκτός διαφορετικής ειδικής συμφωνίας, είναι και ο µόνος υπόχρεος στην καταβολή του µισθού και τη χορήγηση αδείας αναψυχής, λόγω της µη μεταβολής της σύµβασης εργασίας, ως προς τις υποχρεώσεις αυτές, έναντι του µισθωτού. Περαιτέρω, από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του α.ν. 539/ 1945, όπως η παρ. 1 του άρθρου 4 τροπ. µε το άρθρο 4 παρ. 15 του ν. 4504/1966 και 3 ν.δ. 3755/1957, που ορίζουν, η πρώτη ότι, "αι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται υπέρ των αντί µισθού απασχολουμένων εις επιχειρήσεις ή εργασίας ασκουµένας επί κέρδει, βιομηχανικής, βιοτεχνικής και εµπορικής φύσεως, διενεργείας µεταφορών ή φορτοεκφορτώσεων, ασχέτως της µορφής ή του χαρακτήρος (δηµοσίου ή ιδιωτικού) της οργανώσεώς των, ως και εις τας επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, εις νοσηλευτικά ιδρύµατα ή οργανισµούς ή οιαδήποτε άλλα έργα διεξαγόµενα διά λογαριασµόν ιδιωτών, νοµικών προσώπων, οργανισµών δηµοσίου δικαίου ή του Δηµοσίου, εις σωµατεία, συνεταιρισµούς, θεάµατα και λέσχας", η δεύτερη ότι, "1. Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται µεταξύ εργοδότου και µισθωτού, του πρώτου υποχρεουμένου να χορηγήση την αιτηθείσαν άδειαν το πολύ εντός διµήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως. Πάντως το ήµισυ τουλάχιστον των, κατ' έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουµένων αδείας δέον να ικανοποιούνται εντός του από 1ης Μαΐου µέχρι 30 Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος. Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτησις σκοπεί µόνον εις τον προσδιορισµόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις διά την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν διά την υπό του µισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν µετ' αποδοχών δικαιώµατος αυτού, του εργοδότου υποχρεουμένου, όπως, προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους, παράσχη την άδειαν έστω και εάν δεν εζητήθη αύτη υπό του µισθωτού", και η τρίτη ότι, "επιφυλασσομένων των διατάξεων της κειµένης νοµοθεσίας, εργοδότης αρνούµενος την χορήγησιν εις µισθωτόν αυτού της νοµίµου κατ' έτος αδείας του, υποχρεούται όπως, άµα τη λήξει του έτους, καθ' ο δικαιούται αδείας ο µισθωτός, και µετά προηγουµένην διαπίστωσιν της παραλείψεως ταύτης υπό οργάνου του Υπουργείου Εργασίας, καταβάλη εις αυτόν τας αντιστοίχους αποδοχάς των ηµερών αδείας, ηυξηµένας κατά 100%", προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του δικαιώµατος αδείας του µισθωτού, που απασχολείται σε επιχείρηση, εργασία κ.λπ., από τις αναφερόμενες στην πρώτη από τις πιο πάνω διατάξεις, δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης (έγγραφης ή προφορικής). Όµως, για τη θεμελίωση της αξίωσής του, προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαύξησης, που έχει το χαρακτήρα ποινής, και ισχύει χωρίς εξαίρεση για όλους τους εργοδότες και κατοχυρώνει όλους τους µισθωτούς (Ολ.ΑΠ 32/2005), απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθµό ελαφράς αµέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο µισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν τη χορήγησε. Εξάλλου, µε τη διάταξη του άρθρου 9 της από 1.1.1984 Ειδικής Κλαδικής Συλλογικής Σύµβασης Εργασίας, χορηγήθηκε ανθυγιεινό επίδοµα 12% και πρόσθετη ετήσια άδεια επτά (7) ηµερών στους χειριστές Η/Υ, χειρίστριες εισαγωγής στοιχείων (διατρήτριες), τηλεφωνήτριες και εκείνους που εργάζονται σε υπόγεια, αποθήκες και άλλους ανθυγιεινούς χώρους εργασίας. Επίσης, µε το κεφάλαιο Α' της από 23.9.2004 Ειδικής Συλλογικής Σύµβασης Εργασίας, "ειδικές ρυθµίσεις άρσης αντικινήτρων στη συνδικαλιστική δράση", ορίστηκε ότι, "οι εργαζόμενοι στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις (υπάλληλοι), οι οποίοι βρίσκονται σε συνδικαλιστική άδεια - απόσπαση (δηλαδή απαλλάσσονται από την εργασία τους στην ασφαλιστική επιχείρηση, για συνδικαλιστικούς λόγους), σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, και είναι μέλη του Εκτελεστικού ή Γενικού Συμβουλίου της ΟΑΣΕ, καθώς και ο εκάστοτε πρόεδρος του Ινστιτούτου Εργασίας της Ο.Α.Σ.Ε. διατηρούν κατά τη διάρκεια αυτής ακέραια όλα τα δικαιώματά τους, τα οποία αφορούν στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία και εξέλιξη στην επιχείρηση από την οποία έχουν αποσπασθεί. Οι υπάλληλοι αυτοί διατηρούν το σύνολο των αποδοχών (βασικός μισθός, επιδόματα, συμβατικές παροχές ή παροχές από πράξεις διοίκησης), που λάμβαναν πριν από τη συνδικαλιστική απόσπαση. Εξαιρούνται τα έξοδα περιποίησης πελατείας ανεξάρτητα από την ονομασία με την οποία δίνονται και οι παροχές που χορηγούνται σε ειδικές, κατά περίπτωση, εξειδικευμένες θέσεις εργασίας ή εποπτείας, εκτός αν αυτές χορηγούνται στους αποσπασμένους συνδικαλιστές από την εταιρεία". Τέλος, με το άρθρο 5 αριθ. 10 της από 13.5.2005 Σ.Σ.Ε. "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των υπαλλήλων ασφαλιστικών επιχειρήσεων" (ΔΕΝ 2005.698), που επαναλήφθηκε και στις επόμενες Σ.Σ.Ε. του κλάδου, ορίστηκε ότι, "έξι (6) μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΟΑΣΕ, για τη διεκπεραίωση των συνδικαλιστικών τους δραστηριοτήτων, απαλλάσσονται με υπόδειξή της, από την υπηρεσία των εταιρειών στις οποίες έκαστος παρέχει τις εργασίες του, χωρίς περιορισμό ή ανώτερο όριο απαλλαγής ανά εταιρεία και για το χρονικό διάστημα που κατέχουν το αξίωμα αυτό με πλήρεις αποδοχές και πλήρη διατήρηση των ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων. Δεν θίγονται απαλλαγές που ισχύουν με οποιονδήποτε τρόπο για συνδικαλιστικά στελέχη στα σωματεία δύναμης ΟΑΣΕ". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει σαφώς, ότι οι υπάλληλοι των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, που βρίσκονται σε συνδικαλιστική άδεια -απόσπαση στην ΟΑΣΕ, λαμβάνουν πλήρεις αποδοχές, ήτοι, βασικό μισθό και το σύνολο των επιδομάτων που λάμβαναν πριν από την απαλλαγή τους από την υπηρεσία, για να μην αποστερούνται οι συνδικαλιστές από τη δυνατότητα να ασχολούνται απερίσπαστοι και χωρίς το αντικίνητρο της περικοπής των αποδοχών τους, στην περίπτωση της απαλλαγής τους από την υπηρεσία, με τα συνδικαλιστικά θέματα των συναδέλφων τους, όχι όμως, και επιπλέον ετήσια άδεια επτά (7) ημερών, όσοι εκ των εργαζομένων τη λάμβαναν, λόγω ειδικότητας, όπως οι αναλυτές - προγραμματιστές, και τούτο διότι οι ανωτέρω διατάξεις έχουν, προφανώς, την έννοια ότι οι αποδοχές και τα επιδόματα, που συνδέονται άμεσα με την οργανική θέση των αποσπασμένων υπαλλήλων, εξαρτώμενες ευθέως από την, εκ μέρους των, πραγματική παροχή ιδιαίτερων, και πέραν των συνήθων, καθηκόντων, που δικαιολογούν στα πλαίσια του δικαίου τη χορήγηση και την καταβολή τους, δεν μπορούν να συνεχίσουν να χορηγούνται σ' αυτούς και μετά την απόσπασή τους, στο βαθμό που, μετά από αυτή, δεν πληρούται στο πρόσωπό τους η βασική και κυρίαρχη προϋπόθεση της πραγματικής παροχής από αυτούς των ιδιαίτερων καθηκόντων, που συναρτώνται άμεσα και δικαιολογούν τη χορήγηση των επιδομάτων αυτών. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων προσλήφθηκε από την εναγόμενη και ήδη αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία, στις 11.2.1985, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου, ως υπάλληλος, αναλυτής προγραμματιστής, με το βαθμό του Ασφαλιστή Α'. Στη συνέχεια, από 1.1.1987, μεταφέρθηκε, με πλήρη κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων του, στη θυγατρική της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος εταιρεία, με την επωνυμία, "Αγροτική Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία Ζωής και Υγείας" (Α.Α.Ε.Ζ.Υ.), στην οποία και υπηρέτησε μέχρι τις 31.12.2002, οπότε αυτή απορροφήθηκε από την εναγομένη, με την Κ3/12748/31.12. 2001 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, που καταχωρίστηκε στα Μητρώα Ανωνύμων Εταιρειών, στις 31.12.2002 (ΦΕΚ 12998/31.12.2002), στην οποία μεταφέρθηκε το σύνολο του προσωπικού της. Έτσι, η εναγομένη υπεισήλθε στο σύνολο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της πρώτης (Α.Α.Ε.Ζ.Υ.). Περαιτέρω, ο ενάγων, κατά τα έτη 2004, 2005, 2006, 2007 και 2008 ήταν εκλεγμένο μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Ομοσπονδίας Ασφαλιστικών Συλλόγων Ελλάδος (Ο.Α.Σ.Ε.), και με την ιδιότητά του αυτή (τη συνδικαλιστική) είχε απαλλαγεί, από το Μάιο του έτους 2004, από τα υπηρεσιακά του καθήκοντα και είχε αποσπασθεί στην Ο.Α.Σ.Ε., σύμφωνα με το άρθρο 1β του παραρτήματος Σ.Σ.Ε. 2000 των εργαζομένων στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ολόκληρης της Χώρας, που είναι θυγατρικές Τραπεζών. Η παραχώρηση (δανεισμός) των υπηρεσιών του ενάγοντος, από μέρους της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας προς την Ο.Α.Σ.Ε., έγινε χωρίς αντάλλαγμα από την τελευταία, η δε εναγομένη συνέχισε να καταβάλει σ' αυτόν το μισθό του. Καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα ο ενάγων δεν έλαβε την ετήσια άδεια αναψυχής και αυτό παρά τα σχετικά έγγραφα που απέστειλε η εναγομένη προς το Σύλλογο Εργαζομένων Αγροτικής Α.Ε.Ε.Γ.Α. και τον πρόεδρό του, αλλά και προς τον ίδιο τον ενάγοντα, ότι θα έπρεπε να εξαντλούν όλη την κανονική τους άδεια μέσα στο οικείο έτος. Και ναι μεν η εναγομένη ήταν υποχρεωμένη να χορηγήσει στον ενάγοντα την ετήσια άδεια αναψυχής των πιο πάνω ετών, πριν από τη λήξη του ημερολογιακού έτους, έστω και αν δε ζητήθηκε αυτή, πλην, όμως, η μη χορήγησή της δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά της, καθόσον δεν αποδείχτηκε ότι ο ενάγων ζήτησε την άδεια των αντίστοιχων ετών, προφορικώς ή εγγράφως, και η εναγομένη αρνήθηκε τη χορήγησή της. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, Π. Λ., αλλ' ούτε και από την …/2009 ένορκη βεβαίωση του Κ. Α. Ο ενάγων επικαλείται και προσκομίζει: 1) την από 14.12.2006 αίτησή του, προς τη Δνση Ανθρώπινου Δυναμικού της εναγομένης, και 2) τις από 12.12.2005 και από 29.06.2006 επιστολές του Γ. Σ. προς την εναγομένη. Από την, από 14.12.2006, αίτησή του δεν προκύπτει ότι αυτός ζήτησε µ' αυτήν την άδεια αναψυχής των επίδικων ετών και ότι η εναγομένη αρνήθηκε. Αντίθετα, όπως προκύπτει από το 537/7773/31.5.2001 έγγραφο της εναγομένης (Δ/νσης Ανθρώπινου Δυναμικού) προς τον πρόεδρο του Συλλόγου Εργαζομένων Αγροτικής Α.Ε.Ε.Γ.Α. Γ. Σ. και τα 1224/05. 07.2005, 2227/06.12.2005, 1711/2006 και 856/2008 έγγραφα της ίδιας Δ/νσης της εναγομένης προς τον ενάγοντα, αυτή είχε υπενθυμίσει τόσο στο Γ. Σ. όσο και στον ενάγοντα ότι έχουν υποχρέωση να λαμβάνουν την άδεια αναψυχής μέσα στο οικείο έτος και τους είχε καλέσει να λάβουν την αντίστοιχη άδεια μέσα στο έτος που αυτή αφορά. Όμως, τόσο ο Γ. Σ. όσο και ο ενάγων, εμμένουν να λαμβάνουν την άδεια αναψυχής, σύμφωνα με την αναφερόμενη στην από 12.12.2005 επιστολή του Γ. Σ. πρακτική (ήτοι, κατά το δοκούν), παρά τις αντιρρήσεις της εναγομένης και τις προσπάθειές της να λαμβάνουν αυτοί την άδειά τους μέσα στο οικείο έτος, ώστε να μην επιβαρύνεται με πρόσθετες δαπάνες για καταβολή αποζημίωσης, λόγω μη χορήγησης της ετήσιας άδειας αναψυχής. Ενόψει των ανωτέρω, και ειδικότερα του ότι ο ενάγων ουδέποτε ζήτησε άδεια ούτε εξάρτησε ποτέ αυτήν από έγκριση της εναγομένης, δικαιούται τις αποδοχές των αντίστοιχων ημερών της ετήσιας (κανονικής) άδειας αναψυχής 25 ημερών για τα έτη 2004, 2005, 2006, 2007 και 2008, χωρίς, όμως, προσαύξηση 100% και συγκεκριμένα δικαιούται: α) για το έτος 2004 το ποσό των 4.859,13 ευρώ, β) για το έτος 2005 το ποσό των 5.211 ευρώ, γ) για το έτος 2006 το ποσό των 5.735,37 ευρώ, δ) για το έτος 2007 το ποσό των 6.026,80 ευρώ και ε) για το έτος 2008 το ποσό των 6.541,98 ευρώ και συνολικά, δικαιούται το ποσό των 28.374,28 ευρώ, όχι, όµως, και αποδοχές για επιπλέον ετήσια άδεια επτά (7) ηµερών, καθόσον, ως ευρισκόμενος σε συνδικαλιστική άδεια (απόσπαση) και µη εργαζόμενος πλέον ως αναλυτής -προγραμματιστής δε δικαιούται τέτοιας αδείας. Με τις παραδοχές αυτές, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 4.859,13 ευρώ και αναγνώρισε την υποχρέωσή της να του καταβάλει και το ποσό των 23.515,15 ευρώ. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο: Α) δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 του α.ν. 539/1945 που προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ. 3755/57, 7 του ΠΔ 88/1999, 330 του ΑΚ, 9 της από 1.1.1984 Ειδικής Κλαδικής Συλλογικής Σύµβασης Εργασίας, και της από 23.9.2004 Ειδικής Συλλογικής Σύµβασης Εργασίας, "ειδικές ρυθµίσεις άρσης αντικινήτρων στη συνδικαλιστική δράση", αφού πράγματι, με τις ειδικότερες παραδοχές της απόφασής του, ότι 1) "τόσον ο Γ. Σ. , όσον και ο ενάγων, εμμένουν να λαμβάνουν την άδεια αναψυχής, σύμφωνα με την αναφερόμενη στην από 12.12.2005 επιστολή του Γ. Σ. πρακτική (ήτοι, κατά το δοκούν), παρά τις αντιρρήσεις της εναγομένης και τις προσπάθειές της να λαμβάνουν αυτοί την άδειά τους μέσα στο οικείο έτος, ώστε να μην επιβαρύνεται με πρόσθετες δαπάνες για καταβολή αποζημίωσης, λόγω μη χορήγησης της ετήσιας άδειας αναψυχής", 2) "ο ενάγων ουδέποτε ζήτησε άδεια ούτε εξάρτησε ποτέ αυτήν από έγκριση της εναγομένης" και 3) "ως ευρισκόμενος σε συνδικαλιστική άδεια (απόσπαση) και µη εργαζόμενος πλέον ως αναλυτής - προγραμματιστής δε δικαιούται τέτοιας αδείας", δεν παρέχεται δικαίωμα στον αναιρεσείοντα προς ικανοποίηση των μη επιδικασθεισών αξιώσεών του. Β) Διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, που στηρίζουν επαρκώς το αποδεικτικό πόρισμά του και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς την ορθή εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων. Επομένως είναι αβάσιμοι οι, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, ενιαίως, κρινόμενοι, πρώτος και τέταρτος, και ο από τον αρ. 19, του ίδιου άρθρου, δεύτερος, λόγοι αναίρεσης. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β' του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο, έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, ενώ ο αναιρετικός λόγος του ίδιου αριθμού 11 περ. γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ δημιουργείται αν το δικαστήριο της ουσίας παρέλειψε να λάβει υπόψη του, κατά τη διαμόρφωση της αποδεικτικής του κρίσης, αποδεικτικά μέσα που παραδεκτώς και νομίμως επικαλέσθηκαν οι διάδικοι και τα οποία ήταν χρήσιμα, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, πραγματικών γεγονότων με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος κατ' ουσίαν, όταν το δικαστήριο βεβαιώνει στην απόφασή του ότι έλαβε υπόψη τα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα για τα οποία προτείνεται ο αναιρετικός λόγος ή ότι έλαβε υπόψη όλα τα με επίκληση προσκομιζόμενα έγγραφα, έστω και χωρίς στην απόφαση να γίνεται ειδική μνεία ως χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά εκτός αν, παρά τη βεβαίωση αυτή, από το περιεχόμενο της απόφασης και, ιδίως, από τις αιτιολογίες, καταλείπονται αμφιβολίες για τη συνεκτίμηση όλων ή ορισμένων εγγράφων, οπότε είναι ουσιαστικά βάσιμος ο κρίσιμος λόγος αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με τους τρίτο και πέμπτο, από το άρθρο 559 αριθ. 11γ' του ΚΠολΔ, λόγους αναίρεσης, ο αναιρεσείων επικαλείται την πλημμέλεια, ότι ενώ, προς απόδειξη του αγωγικών ισχυρισμών του, ότι 1) η μη χορήγηση της αιτουμένης άδειας οφείλεται στην υπαιτιότητα της εναγομένης - αναιρεσίβλητης και 2) δικαιούται την πρόσθετη άδεια των επτά ημερών, προσκόμισε με επίκληση, αντίστοιχα, α) τη με αρ. 22/2006 ανακοίνωση της Διεύθυνσης Ανθρωπίνου Δυναμικού και Διοικητικής υποστήριξης της αναιρεσίβλητης και β) την από 11-12-1988 απόφαση της διοίκησης της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος και έντυπες αιτήσεις αδείας της ιδιαιτέρας γραμματέως του διευθυντή Πληροφορικής Χ. Π., το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τα έγγραφα αυτά και κατέληξε σε αντίθετο συμπέρασμα, μη δεχόμενο τους αγωγικούς ισχυρισμούς. Όμως, οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, καθόσον, όπως προκύπτει από την επισκόπησή της, με την προσβαλλόμενη απόφασή του το Εφετείο βεβαιώνει ότι, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη του και "όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι", από τη βεβαίωση δε αυτή, αλλά και από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει, χωρίς αμφιβολία, ότι έλαβε υπόψη του όλα τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο αποδεικτικά έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τα παραπάνω. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθ. 176 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό προσδιορίζονται. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 14-11-2011, αίτηση του αναιρεσείοντος, για την αναίρεση της 2642/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1100) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού, δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης. Για τη θεμελίωση της αξίωσή του, προς λήψη της κατά 100% προσαύξησης, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη. Οι υπάλληλοι των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, που βρίσκονται σε απόσπαση στην ΟΑΣΕ, λαμβάνουν πλήρεις αποδοχές, όχι όμως, και επιπλέον ετήσια άδεια επτά (7) ημερών όσοι εκ των εργαζομένων τη λάμβαναν, λόγω ειδικότητας, όπως οι αναλυτές- προγραμματιστές.
Μίσθωση εργασίας
Μίσθωση εργασίας, Άδεια μισθωτού.
1
Αριθμός 719/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Ε. Μ. του Ν., κατοίκου ... που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Κυπριωτάκη, για αναίρεση της υπ'αριθ.9442/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Δεκεμβρίου 2012 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1305/2012. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 και 2 του Ν. 4043/2012, ο οποίος ισχύει από 13-2-2012 (άρθρο 8 άνω Νόμου), 2 παρ. 1, 114 του ΠΚ και 568 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι 13-2-2012, εφόσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί, παραγράφονται και δεν εκτελούνται υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από την δημοσίευση του άνω νόμου (13-2-2012), νέα από δόλο αξιόποινη πράξη για τη οποία θα καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας, ανώτερη των έξι μηνών, ενώ οι μη εκτελεσθείσες ως άνω αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του Εισαγγελέα ή του δημόσιου κατηγόρου, κατά περίπτωση, σε οποιοδήποτε διαδικαστικό στάδιο και αν βρίσκονται. Κατά την παρ. 3 του άρθρου 2 του άνω νόμου εξαιρούνται από τις άνω ρυθμίσεις αποφάσεις που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 235, 236, 237, 242, 256, 258, 259 και 390 του ΠΚ. Είναι προφανής ο σκοπός του νομοθέτη να καταστήσει ανενεργείς τις άνω καταδικαστικές αποφάσεις οι οποίες λόγω του μικρού ύψους της επιβληθείσας ποινής, κρίνονται ότι δεν είναι σοβαρές. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 138 και 548 του ΚΠΔ προκύπτει ότι οριστικές είναι οι αποφάσεις, με τις οποίες περατώνεται η τελειωτικά δίκη (λ.χ. αυτή που κηρύσσει ένοχο ή αθώο τον κατηγορούμενο ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή κηρύσσει αναρμόδιο το δικαστήριο ή παύει υφόρον την ποινική δίωξη) και ο δικαστής απεκδύεται από κάθε εξουσία πάνω στην υπόθεση. Κατά την έννοια των διατάξεων του αρ. 548, προπαρασκευαστικές (μη οριστικές) είναι οι αποφάσεις που δεν αποφαίνονται τελειωτικώς επί της κατηγορίας, αλλά μόνο επί κάποιου ζητήματος που αναφύεται στη διαδικασία. Το δικαστήριο, όμως, μπορεί πάντοτε να ανακαλεί όχι όλες τις αποφάσεις αυτές, αλλά μόνο εκείνες, οι οποίες δεν λύουν οριστικά ζήτημα που έχει ανακύψει και σχετίζεται με την κατηγορία, αλλά προπαρασκευάζουν απλώς την τελειωτική κρίση και απόφαση, όπως αυτές με τις οποίες διατάσσονται κρείσσονες αποδείξεις, αναβάλλεται η δίκη, απορρίπτεται ένσταση παραγραφής ή ένσταση δεδικασμένου, απορρίπτονται αιτήματα αναβολής, κ.λπ, για τις οποίες δεν υπάρχει δυνατότητα προσβολής τους αυτοτελώς με κανένα ένδικο βοήθημα για να αλλοιωθεί η κρίση του εκδώσαντος την απόφαση αυτή δικαστηρίου. Τέτοια (ανακλητή) απόφαση είναι και εκείνη, με την οποία το δικαστήριο έκρινε ότι μια υπόθεση απαραδέκτως έχει εισαχθεί σ' αυτό για εκδίκαση, χωρίς, όμως, να την παραπέμπει σε άλλο δικαστήριο ή να κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη. Γιατί, στην περίπτωση αυτή, παραμένει σε εκκρεμότητα η εν λόγω υπόθεση, αφού το δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί τελειωτικά για την τύχη αυτής. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 464, 504 παρ.1 και 505 παρ.1 εδ. δ του ΚΠΔ προκύπτει ότι σε αναίρεση υπόκεινται, οι ανέκκλητες αποφάσεις των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων, από δε τις αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, όσες είναι οριστικές, με την έννοια ότι το δικαστήριο αποφαίνεται τελειωτικά για την αθώωση, την καταδίκη, την οριστική παύση της ποινικής δίωξης ή την κήρυξη αυτής ως απαράδεκτης. Άλλες αποφάσεις των δευτεροβαθμίων δικαστηρίων, δεν είναι δυνατόν να εξομοιωθούν με τις παραπάνω και να είναι δυνατή και η κατ' αυτών άσκηση αναίρεσης, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 463 του ΚΠΔ, σύμφωνα με την οποία "ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα". Έτσι, η απόφαση του δικαστηρίου με την οποία κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση έφεσης και παραπέμπει, προκειμένου ο αρμόδιος εισαγγελέας να θέσει την καταδικαστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στο αρχείο, κατ'άρθρο 2 παρ.2 του ανωτέρω ν. 4043/2012, έστω κατ'εσφαλμένη εφαρμογή του παραπάνω ν. 4043/2012, δεν αποφαίνεται τελειωτικά επί της κατηγορίας, διότι δεν απεκδύεται οριστικά της υπόθεσης και είναι δυνατή κατά το νόμο η επανεισαγωγή αυτής(της έφεσης) στο αυτό δευτεροβάθμιο δικαστήριο για ουσιαστική κρίση. Τούτο, δε διότι, στην περίπτωση αυτή, παραμένει σε εκκρεμότητα η εν λόγω υπόθεση και δη η έφεση, αφού το δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί τελειωτικά για την τύχη αυτής. Είναι, λοιπόν, στην τελευταία περίπτωση, ο αρμόδιος εισαγγελέας Εφετών, δύναται να επανεισάγει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, με το αίτημα της ανακλήσεως, της παραπέμπουσας σε αυτόν αποφάσεως και κηρύξασας το απαράδεκτο της συζητήσεως της εφέσεως και τη στη συνέχεια, οριστική εκδίκαση στην ουσία της ασκηθείσας και παραμένουσας σε εκκρεμότητα εφέσεως του κατηγορουμένου. Αν δε το δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι η ως άνω απόφαση είναι οριστική και, ως τοιαύτη, δεν υπόκειται σε ανάκληση, κρίνει ότι η επανεισαγωγή της υποθέσεως ενώπιον του δεν είναι νόμιμη, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του και ιδρύει τον από το άρθρο 510παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως((ΑΠ 114/2013, 1682/2011). Αντίθετα, αν το δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι η ως άνω απόφαση του, που κήρυξε εσφαλμένα απαράδεκτη τη συζήτηση της εφέσεως του κατηγορουμένου για να προβεί ο αρμόδιος εισαγγελέας σε παραγραφή υφόρον των ποινών, κατ' άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 4043/2012, ενώ η δικαζόμενη περίπτωση δεν υπαγόταν στη ρύθμιση του παραπάνω νόμου, κρίνει ότι δεν έχει αποφανθεί τελειωτικά για την κατηγορία και την τύχη της εφέσεως και υπόκειται σε ανάκληση και ότι η επανεισαγωγή της εφέσεως ενώπιον του είναι νόμιμη και προχωρήσει σε έρευνα της εφέσεως, δεν υπερβαίνει θετικά την εξουσία του και δεν ιδρύεται ο από το άρθρο 510παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με την υπ' αριθ. 30825/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταδικάστηκε για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, κατά συρροή και της επιβλήθηκε για κάθε μία από αυτές τις δύο πράξεις, ποινή φυλάκισης έξι μηνών και συνολικά, ποινή φυλάκισης εννέα μηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη άσκησε τη με αρ. εκθ. 1999/29-5-2012 έφεση και το Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Αθηνών, με την υπ' αριθ. 7028/2012 απόφαση του, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης και διέταξε τη διαβίβαση της δικογραφίας στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, για τις δικές του ενέργειες, δεχθέν κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 4043/2012, ότι παραγράφηκαν και δεν εκτελούνται οι παραπάνω επιβληθείσες ποινές φυλακίσεως έξι μηνών, που είχαν επιβληθεί πρωτοδίκως, καίτοι η πρωτόδικη απόφαση που επέβαλε αυτές εκδόθηκε στις 29-5-2012, ήτοι μετά την δημοσίευση και την ισχύ του Ν. 4043/2012 που έγινε στις 13-2-2012. Ακολούθως, με έγγραφο του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών η υπόθεση, επανεισήχθη στο Τριμελές Εφετείο (Πλημ/των) Αθηνών, προκειμένου αυτό να αποφασίσει, αν συντρέχει, σύμφωνα με το άρθρο 548 του ΚΠΔ, λόγος ανακλήσεως της ανωτέρω υπ' αριθ. 7028/2012, από παραδρομή, εκδοθείσας αποφάσεως του και προβεί στη συνέχεια, στην κατ' ουσία εκδίκαση της υπόθεσης επί της εφέσεως. Το ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 9442/2012 απόφαση του, παρά τον προβληθέντα αντίθετο ισχυρισμό του συνηγόρου της κατηγορουμένης - εκκαλούσας, ότι δεν είναι ανακλητέα η ως παραπάνω προγενέστερη υπ'αριθ. 7028/2012 απόφαση του, ως μη προπαρασκευαστική, ανακάλεσε αυτήν, κατ' άρθρο 548 ΚΠΔ, διότι όπως από το αιτιολογικό αυτής προκύπτει, δέχθηκε, ότι η απόφαση αυτή με το να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της εφέσεως και να παραπέμψει στον Εισαγγελέα Εφετών για να προβεί αυτός σε παραγραφή υφόρον των επιβληθεισών πρωτοδίκως ποινών, κατ' άρθρο 2 παρ.2 του Ν. 4043/2012, δεν έκρινε τελειωτικά το ζήτημα, άφησε σε εκκρεμότητα την ασκηθείσα έφεση και είναι ανακλητέα. Στη συνέχεια το Εφετείο, αφού έκρινε επί της ουσίας την έφεση της κατηγορουμένης, αποφάνθηκε ορθά ότι η επιβληθείσα στην κατηγορουμένη, δυνάμει της υπ'αριθ. 30825/2012 αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών), ποινή φυλάκισης(6 μηνών και 6 μηνών) δεν παρεγράφη, γιατί δεν υπαγόταν στο άρθρο 2 παρ.1 του ως άνω Ν. 4043/13-2-2012, αφού η πρωτόδικη αυτή απόφαση, είχε εκδοθεί στις 29-5-2012, δηλαδή μετά τη δημοσίευση και εφαρμογή του ως άνω Νόμου που έγινε στις 13-2-2012 και καταλάμβανε τις ποινές που είχαν επιβληθεί μέχρι την ημέρα δημοσίευσης αυτού, και στη συνέχεια (το Εφετείο) προέβη στην εκδίκαση της ουσίας της εφέσεως και στην καταδίκη της εκκαλούσας - αναιρεσείουσας, για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις και στην επιβολή σε αυτήν ποινής φυλάκισης τριών μηνών για κάθε πράξη και συνολικής ποινής φυλάκισης τεσσάρων μηνών, την οποία και ανέστειλε επί τριετία. Κατ' ακολουθίαν όλων των εκτεθέντων παραπάνω, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ανάκληση, κατ' άρθρο 548 του ΚΠΔ, της υπ' αριθ. 7028/2012 αποφάσεως του και ακολούθως, με την κατ'ουσία εξέταση της εκκρεμούσας σε αυτό εφέσεως της αναιρεσείουσας- κατηγορουμένης και την κήρυξη αυτής ενόχου, για τις προαναφερθείσες δύο αξιόποινες πράξεις, δεν υπερέβη την εξουσία του και συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ προβαλλόμενος μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 286/3-12-2012 αίτηση της Ε. Μ. του Ν., περί αναιρέσεως της με αρ. 9442/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. Και. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Μαΐου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι η ως άνω προγενέστερη απόφασή του, που κήρυξε εσφαλμένα απαράδεκτη τη συζήτηση της εφέσεως του κατηγορουμένου για να προβεί ο αρμόδιος εισαγγελέας σε παραγραφή υφ' όρον των ποινών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 4043/2012, ενώ η δικαζόμενη περίπτωση δεν υπαγόταν στη ρύθμιση του παραπάνω νόμου, δεν έχει αποφανθεί τελειωτικώς για την κατηγορία και την τύχη της εφέσεως, υπόκειται σε ανάκληση και κρίνει ότι η επανεισαγωγή της εφέσεως ενώπιον του είναι νόμιμη και προχωρήσει σε έρευνα της εφέσεως, δεν υπερβαίνει θετικά την εξουσία του και δεν ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως.
Παραγραφή υφ' όρο
Παραγραφή υφ' όρο.
1
Αριθμός 719/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 19 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕ", που εδρεύει στη Νέα Σμύρνη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αλέξανδρο Στρίμπερη, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 15-3-2013 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται. Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Π. του Κ., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο - Σέργιο Σακαλή. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-5-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2238/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2642/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 27-6-2011 αίτησή της και τους από 4-7-2012 πρόσθετους λόγους αυτής. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 25-10-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως και των προσθέτων λόγων αυτής. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648 και 651 του ΑΚ, συνάγεται ότι είναι επιτρεπτή συμφωνία εργοδότη και μισθωτού, βάσει της οποίας ο εργοδότης θα παραχωρήσει, με τη μορφή δανεισμού εργαζομένου, το μισθωτό σε τρίτον προς τον οποίο αυτός θα παρέχει την εργασία του. Εργοδότης παραμένει ο αρχικός, ενώ είναι δυνατή συμφωνία ότι ο τρίτος θα καταβάλει το μισθό ή μέρος του χωρίς όρους ή υπό ορισμένες προϋποθέσεις και περιορισμούς. Ο θεσμός αυτός του γνήσιου "δανεισμού" δεν προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 651 AK όπου, κατά κανόνα, στη σύμβαση εργασίας η αξίωση του εργοδότη στην εργασία του μισθωτού είναι αμεταβίβαστη, διότι από το συνδυασμό όλων των πιο πάνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι η συμφωνία αυτή είναι νόμιμη και επιτρεπτή μεταξύ εργοδότη και τρίτου, μόνον αν συναινεί ο μισθωτός. Μόνος υπόχρεος δε στην καταβολή του μισθού παραμένει ο αρχικός εργοδότης δυνάμει της σύμβασης εργασίας, αφού η σύμβαση δεν μεταβάλλεται ως προς την υποχρέωση αυτή, εκτός αν προκύψει διάφορη ειδική συμφωνία. Τέλος, η συναίνεση του εργαζομένου μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, να συνάγεται δηλαδή από τη συμπεριφορά του. Η σύμβαση δανεισμού δεν επηρεάζει τη σύμβαση εργασίας. Το διευθυντικό δικαίωμα που ανήκει στον τρίτο δεν επιτρέπεται να προσκρούει στη σύμβαση εργασίας που έχει συναφθεί με τον αρχικό εργοδότη. Ο αρχικός εργοδότης βαρύνεται κατά βάση με όλες τις υποχρεώσεις από τη σύμβαση εργασίας π.χ. καταβολή μισθού, αδείας, επιδόματος, ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ. Ενώ οι όροι της σύμβασης εργασίας που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ εργαζομένου και αρχικού εργοδότη δεσμεύουν και τον τρίτο, ο οποίος δεν επιτρέπεται να επιφέρει μονομερή βλαπτική μεταβολή. Επίσης σε καταγγελία της σύμβασης δικαιούται να προβεί μόνον ο αρχικός εργοδότης και, τέλος, υποχρεώσεις και δικαιώματα που δεν απορρέουν από την αρχική σύμβαση, αλλά προκύπτουν το πρώτον κατά τη διάρκεια του δανεισμού, δεσμεύουν μόνον τον τρίτο και τον εργαζόμενο, εφόσον δεν υφίσταται ειδικότερη συμφωνία. Περαιτέρω, από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του α.ν. 539/1945, όπως η παρ. 1 του άρθρου 4 τροπ. µε το άρθρο 4 παρ. 15 του ν. 4504/1966 και 3 ν.δ. 3755/1957, που ορίζουν, η πρώτη ότι, "αι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται υπέρ των αντί µισθού απασχολουμένων εις επιχειρήσεις ή εργασίας ασκουµένας επί κέρδει, βιομηχανικής, βιοτεχνικής και εµπορικής φύσεως, διενεργείας μεταφορών ή φορτοεκφορτώσεων, ασχέτως της µορφής ή του χαρακτήρος (δηµοσίου ή ιδιωτικού) της οργανώσεώς των, ως και εις τας επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, εις νοσηλευτικά ιδρύµατα ή οργανισµούς ή οιαδήποτε άλλα έργα διεξαγόµενα διά λογαριασµόν ιδιωτών, νοµικών προσώπων, οργανισµών δηµοσίου δικαίου ή του Δηµοσίου, εις σωµατεία, συνεταιρισµούς, θεάµατα και λέσχας", η δεύτερη ότι, "1. Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται µεταξύ εργοδότου και µισθωτού, του πρώτου υποχρεουμένου να χορηγήσει την αιτηθείσαν άδειαν το πολύ εντός διµήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως. Πάντως το ήµισυ τουλάχιστον των, κατ' έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουµένων αδείας δέον να ικανοποιούνται εντός του από 1ης Μαΐου µέχρι 30 Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος. Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτησις σκοπεί µόνον εις τον προσδιορισµόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις διά την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν διά την υπό του µισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν µετ' αποδοχών δικαιώµατος αυτού, του εργοδότου υποχρεουμένου, όπως, προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους, παράσχη την άδειαν έστω και εάν δεν εζητήθη αύτη υπό του µισθωτού", και η τρίτη ότι, "επιφυλασσομένων των διατάξεων της κειµένης νοµοθεσίας, εργοδότης αρνούµενος την χορήγησιν εις µισθωτόν αυτού της νοµίµου κατ' έτος αδείας του, υποχρεούται όπως, άµα τη λήξει του έτους, καθ' ο δικαιούται αδείας ο µισθωτός, και µετά προηγουµένην διαπίστωσιν της παραλείψεως ταύτης υπό οργάνου του Υπουργείου Εργασίας, καταβάλη εις αυτόν τας αντιστοίχους αποδοχάς των ηµερών αδείας, ηυξηµένας κατά 100%", προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του δικαιώµατος αδείας του µισθωτού που απασχολείται σε επιχείρηση, εργασία κ.λπ., από τις αναφερόμενες στην πρώτη από τις πιο πάνω διατάξεις, δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης (έγγραφης ή προφορικής). Εξάλλου, µε το κεφάλαιο Α' της από 23.09.2004 Ειδικής Συλλογικής Σύµβασης Εργασίας, "ειδικές ρυθµίσεις άρσης αντικινήτρων στη συνδικαλιστική δράση", ορίστηκε ότι, "οι εργαζόμενοι στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις (υπάλληλοι), οι οποίοι βρίσκονται σε συνδικαλιστική άδεια - απόσπαση (δηλαδή απαλλάσσονται από την εργασία τους στην ασφαλιστική επιχείρηση, για συνδικαλιστικούς λόγους), σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, και είναι μέλη του Εκτελεστικού ή Γενικού Συμβουλίου της ΟΑΣΕ, καθώς και ο εκάστοτε πρόεδρος του Ινστιτούτου Εργασίας της ΟΑΣΕ, διατηρούν κατά τη διάρκεια αυτής ακέραια όλα τα δικαιώματά τους, τα οποία αφορούν στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία και εξέλιξη στην επιχείρηση από την οποία έχουν αποσπασθεί. Οι υπάλληλοι αυτοί διατηρούν το σύνολο των αποδοχών (βασικός μισθός, επιδόματα, συμβατικές παροχές ή παροχές από πράξεις διοίκησης), που λάμβαναν πριν από τη συνδικαλιστική απόσπαση. Εξαιρούνται τα έξοδα περιποίησης πελατείας ανεξάρτητα από την ονομασία με την οποία δίνονται και οι παροχές που χορηγούνται σε ειδικές, κατά περίπτωση, εξειδικευμένες θέσεις εργασίας ή εποπτείας, εκτός αν αυτές χορηγούνται στους αποσπασμένους συνδικαλιστές από την εταιρεία". Τέλος, με το άρθρο 5 αριθ. 10 της από 13.5.2005 Σ.Σ.Ε. "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των υπαλλήλων ασφαλιστικών επιχειρήσεων", που επαναλήφθηκε και στις επόμενες Σ.Σ.Ε. του κλάδου, ορίστηκε ότι, "έξι (6) μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΟΑΣΕ, για τη διεκπεραίωση των συνδικαλιστικών τους δραστηριοτήτων, απαλλάσσονται με υπόδειξή της, από την υπηρεσία των εταιρειών στις οποίες έκαστος παρέχει τις εργασίες του, χωρίς περιορισμό ή ανώτερο όριο απαλλαγής ανά εταιρεία και για το χρονικό διάστημα που κατέχουν το αξίωμα αυτό με πλήρεις αποδοχές και πλήρη διατήρηση των ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων. Δεν θίγονται απαλλαγές που ισχύουν με οποιονδήποτε τρόπο για συνδικαλιστικά στελέχη στα σωματεία δύναμης ΟΑΣΕ". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει σαφώς, ότι οι υπάλληλοι των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, που βρίσκονται σε συνδικαλιστική άδεια - απόσπαση στην ΟΑΣΕ, λαμβάνουν πλήρεις αποδοχές, ήτοι, βασικό μισθό και το σύνολο των επιδομάτων που λάμβαναν πριν από την απαλλαγή τους από την υπηρεσία, για να μην αποστερούνται οι συνδικαλιστές από τη δυνατότητα να ασχολούνται απερίσπαστοι και χωρίς το αντικίνητρο της περικοπής των αποδοχών τους, στην περίπτωση της απαλλαγής τους από την υπηρεσία, με τα συνδικαλιστικά θέματα των συναδέλφων τους. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία, στις 11.2.1985, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου, ως υπάλληλος, αναλυτής προγραμματιστής, με το βαθμό του Ασφαλιστή Α'. Στη συνέχεια, από 1.1.1987, μεταφέρθηκε, με πλήρη κατοχύρωση των εργασιακών δικαιωμάτων του, στη θυγατρική της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος εταιρεία, με την επωνυμία, "Αγροτική Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία Ζωής και Υγείας" (Α.Α.Ε.Ζ.Υ.), στην οποία και υπηρέτησε μέχρι τις 31.12.2002, οπότε αυτή απορροφήθηκε από την εναγομένη, με την Κ3/12748/31.12.2001 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, που καταχωρίστηκε στα Μητρώα Ανωνύμων Εταιρειών, στις 31.12.2002 (ΦΕΚ 12998/31.12.2002), στην οποία μεταφέρθηκε το σύνολο του προσωπικού της δηλαδή και ο ενάγων. Έτσι, η εναγομένη υπεισήλθε στο σύνολο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της πρώτης (Α.Α.Ε.Ζ.Υ.). Περαιτέρω, ο ενάγων, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, και συγκεκριμένα, κατά τα έτη 2004, 2005, 2006, 2007 και 2008 ήταν εκλεγμένο μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Ομοσπονδίας Ασφαλιστικών Συλλόγων Ελλάδος (Ο.Α.Σ.Ε.), και με την ιδιότητά του αυτή (τη συνδικαλιστική) είχε απαλλαγεί, από το Μάιο του έτους 2004, από τα υπηρεσιακά του καθήκοντα και είχε αποσπασθεί στην Ο.Α.Σ.Ε., σύμφωνα με το άρθρο 1β του παραρτήματος Σ.Σ.Ε. 2000 των εργαζομένων στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις ολόκληρης της Χώρας, που είναι θυγατρικές Τραπεζών. Η παραχώρηση (δανεισμός) των υπηρεσιών του ενάγοντος, από μέρους της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας προς την Ο.Α.Σ.Ε., έγινε χωρίς αντάλλαγμα από την τελευταία, η δε εναγομένη συνέχισε να καταβάλει σ' αυτόν το μισθό του. Καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα ο ενάγων δεν έλαβε την ετήσια άδεια αναψυχής και αυτό παρά τα σχετικά έγγραφα που απέστειλε η εναγομένη προς το Σύλλογο Εργαζομένων Αγροτικής Α.Ε.Ε.Γ.Α. και τον πρόεδρό του, αλλά και προς τον ίδιο τον ενάγοντα, ότι θα έπρεπε να εξαντλούν όλη την κανονική τους άδεια μέσα στο οικείο έτος. Η εναγομένη ήταν υποχρεωμένη να χορηγήσει στον ενάγοντα την ετήσια άδεια αναψυχής των πιο πάνω ετών, πριν από τη λήξη εκάστου ημερολογιακού έτους, έστω και αν δε ζητήθηκε αυτή. Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται, τις αποδοχές των αντίστοιχων ημερών της ετήσιας άδειας αναψυχής 25 ημερών για τα έτη 2004, 2005, 2006, 2007 και 2008, οι οποίες ισούνται με 30/25 του μισθού του ήτοι, με ένα μηναίο μισθό συν τόσα ημερομίσθια, όσες εργάσιμες ημέρες εμπίπτουν στον επόμενο μήνα. Συγκεκριμένα ο ενάγων δικαιούται: α) για το έτος 2004 το ποσό των 4.859,13 ευρώ, β) για το έτος 2005 το ποσό των 5.211 ευρώ, γ) για το έτος 2006 το ποσό των 5.735,37 ευρώ, δ) για το έτος 2007 το ποσό των 6.026,80 ευρώ και ε) για το έτος 2008 το ποσό των 6.541,98 ευρώ, και συνολικά, δικαιούται το ποσό των 28.374,28 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αποδοχές αδείας, το ποσό των 4.859,13 ευρώ και αναγνώρισε την υποχρέωσή της να του καταβάλει και το ποσό των 23.515,15 ευρώ. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο, Α) Δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 651 ΑΚ, 5 παρ. 1 του α.ν. 539/1945 που προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν.δ. 3755/57, 17, 18 Ν. 1264/1982, 7 του ΠΔ 88/1999, 9 της από 1.1.1984 Ειδικής Κλαδικής Συλλογικής Σύµβασης Εργασίας και της, από 23.9.2004, Ειδικής Συλλογικής Σύµβασης Εργασίας, "ειδικές ρυθµίσεις άρσης αντικινήτρων στη συνδικαλιστική δράση", ούτε δίδαγμα κοινής πείρας, διότι με την ειδικότερη παραδοχή της απόφασης ότι "η παραχώρηση (δανεισμός) των υπηρεσιών του ενάγοντος, από μέρους της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας προς την Ο.Α.Σ.Ε., έγινε χωρίς αντάλλαγμα από την τελευταία, η δε εναγομένη συνέχισε να καταβάλει στον ενάγοντα το μισθό του", δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι μεταξύ της αναιρεσείουσας και της Ο.Α.Σ.Ε., καταρτίστηκε, ατύπως, επιτρεπτή συμφωνία εργοδότη και μισθωτού, βάσει της οποίας ο εργοδότης (αναιρεσείουσα) παραχώρησε, με τη μορφή δανεισμού εργαζομένου, το μισθωτό (αναιρεσίβλητο) σε τρίτο (Ο.Α.Σ.Ε.), προς τον οποίο αυτός θα παρείχε την εργασία του, την οποία και παρέσχε και συνεπώς είναι υποχρεωμένη, ως εργοδότρια, να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο αποζημίωση για τη μη λήψη της παραπάνω αδείας. Β) Διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς, σαφείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, που στηρίζουν επαρκώς το αποδεικτικό πόρισμά του και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς την ορθή εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων. Επομένως είναι αβάσιμοι οι, ενιαίως, κρινόμενοι από τον αρ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, α) πρώτος (κατά το πρώτο μέρος του), δεύτερος και τρίτος του αναιρετηρίου και πρώτος των προσθέτων και οι β) από τον αρ. 19, του ίδιου άρθρου, πρώτος και πέμπτος, του αναιρετηρίου, κατά το δεύτερο μέρος τους, λόγοι αναίρεσης. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα δηλαδή αυτοτελείς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι' αυτά. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο του αναιρετηρίου, κατά το πρώτο μέρος του, αποδίδεται η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δέχθηκε "πράγματα" χωρίς απόδειξη και ειδικότερα τα ανωτέρω αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, που αναφέρονται στην κατάρτιση σύμβασης δανεισμού, χωρίς αυτά να αποτελέσουν αντικείμενο απόδειξης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, αφού, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, στην παραδοχή (μεταξύ άλλων) του εν λόγω "πράγματος", που έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, κατέληξε ύστερα από εκτίμηση, της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος του ενάγοντος, της προσκομιζόμενης ένορκης βεβαίωσης του Κ. Α., και όλων των εγγράφων, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπάρχει όταν, από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματος έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές, ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη, ή προς τον κοινωνικό ή τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, έτσι ώστε η ενάσκηση του δικαιώματος αυτού να προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 33-34/2005). Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με ένσταση, που προβλήθηκε παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επαναφέρθηκε στο Εφετείο, με αυτοτελή λόγο έφεσης, αλλά και με τους πρόσθετους λόγους έφεσης, ισχυρίστηκε, επικουρικά, κατά λέξη ότι: "η ένδικη αγωγή και οι περιεχόμενοι σ' αυτήν ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι και ως υπερβαίνοντες προφανώς τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΑΚ 281). Τα αξιολογικά όρια αυτά δεν ανέχονται συνδικαλιστή που ισχυρίζεται ότι: Όπως εγώ ο ίδιος επιδίωξα και ουδείς με υποχρέωσε, δεν έχω εργαστεί εδώ και 15 χρόνια, γιατί απουσιάζω διαρκώς σε συνδικαλιστική απόσπαση (άδεια). Εξάλλου, παρόλο που μόνος μου κανονίζω το πότε θα λείψω από τα γραφεία της συνδικαλιστικής μου οργάνωσης, ο εργοδότης μου, που δεν με βλέπει ποτέ, ούτε και ξέρει εάν και πότε πατάω στα γραφεία του συνδικάτου και τι κάνω όταν βρίσκομαι εκεί, πρέπει να καταδικαστεί να µου πληρώσει διπλές τις άδειες που λέω ότι δεν πήρα! Α, και να µην το ξεχάσω, πληρώστε µου και µια άδεια που έχει προβλεφθεί για όσους εργάζονται σε ανθυγιεινές συνθήκες, παρόλο που δεν έχω εργαστεί εδώ και χρόνια, πόσο µάλιστα σε ανθυγιεινές συνθήκες". Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι "οι ισχυρισµοί αυτοί, χωρίς την επίκληση και άλλων περιστατικών, δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος και συνεπώς η σχετική ένσταση είναι απορριπτέα ως µη νόµιµη". Με την κρίση του αυτή δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διότι, πράγματι, τα ως άνω επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν τον ισχυρισμό της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου και συνεπώς ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι νόμιμος. Κατ' ακολουθίαν, οι, περί του αντιθέτου, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, τέταρτος του αναιρετηρίου και δεύτερος των προσθέτων, κατά το πρώτο μέρος τους, λόγοι είναι αβάσιμοι. Οι ίδιοι λόγοι, κατά το δεύτερο μέρος τους, με το οποίο προβάλλονται αιτιάσεις από τον αρ. 19 του ίδιου άρθρου, είναι απαράδεκτοι, αφού, για την απόρριψη του παραπάνω ισχυρισμού δεν εκδόθηκε αποδεικτικό πόρισμα. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθούν η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι, να καταδικασθεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου (άρθ. 176 και 183 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό προσδιορίζονται. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 27-6-2011, αίτηση της αναιρεσείουσας, για την αναίρεση της 2642/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών και τους από 4-7-2012 πρόσθετους λόγους. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο θεσμός του γνήσιου «δανεισμού» εργαζομένου δεν προσκρούει στη διάταξη του άρθρου 651 ΑΚ, διότι η σχετική συμφωνία είναι νόμιμη και επιτρεπτή μεταξύ εργοδότη και τρίτου, μόνον αν συναινεί ο μισθωτός. Μόνος υπόχρεος στην καταβολή του μισθού παραμένει ο αρχικός εργοδότης δυνάμει της σύμβασης εργασίας, αφού η σύμβαση δεν μεταβάλλεται ως προς την υποχρέωση αυτή, εκτός αν προκύψει διάφορη ειδική συμφωνία. Για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης (έγγραφης ή προφορικής).
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Μίσθωση εργασίας, Άδεια μισθωτού.
0
Αριθμός 727/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Κ. Ξ. του Π., κατοίκου ... που δεν παρέστη, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 243/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιώς, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Νοεμβρίου 2012 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1374/12. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Πλιώτας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου-Βασιλοπούλου με αριθμό 50 και ημερομηνία 27 Φεβρουαρίου 2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ' αριθ. 5/22-11-2012 αίτηση αναίρεσης του Κ. Ξ. του Π., κατοίκου ... …αρ….), κατά του υπ' αριθ. 243/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, με το οποίο απορρίφθηκε η έφεση του κατά του υπ' αριθ. 681/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς ως απαράδεκτη και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 476 Κ.Π.Δ., όπως αυτή αντικ. από το άρθρο 38 Ν. 3160/2003, η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, δηλαδή την 30/6/2003 "Κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση" Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν παρέχεται πλέον η δυνατότητα ασκήσεως αναίρεσης από τους διαδίκους κατά βουλεύματος, το οποίο απέρριψε την έφεση τους κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, ως απαράδεκτη (ΑΠ 2652/08, ΑΠ 805/08). Τέλος κατά το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ., το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο εκτός των άλλων και όταν ασκήθηκε εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πειραιώς με το υπ' αριθ. 681/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, για να δικασθεί ως υπαίτιος κακουργηματικής υπεξαίρεσης. Κατά του παραπεμπτικού αυτού βουλεύματος άσκησε την υπ' αριθ. 30/2-10-2012 έφεση του, η οποία όμως απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με το υπ' αριθ. 243/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Κατά του βουλεύματος αυτού, ο κατηγορούμενος άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, η οποία, κατά τα προαναφερθέντα, δεν προβλέπεται από το νόμο. Κατ' ακολουθίαν, η αίτηση αναίρεσης αυτή, αφού ακουσθούν οι διάδικοι, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1-583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω:Ι) Να απορριφθεί η υπ' αριθ. 5/2012 αίτηση αναίρεσης του Κ. Ξ. του Π., κατοίκου ... κατά του αριθ. 243/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς και II) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 18-2-2013 Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου-Βασιλοπούλου". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Το άρθρο 482 ΚΠΔ, το οποίο καθόριζε τις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος είχε δικαίωμα ασκήσεως αναίρεσης κατά βουλεύματος, καταργήθηκε με το άρθρο 34 εδ. γ' του ν. 3904/ 2010, που ισχύει από της δημοσιεύσεως του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως κατά το άρθρο 38 αυτού. (ΦΕΚ 218 Α/ 23-12-2010). Επομένως, από την έναρξη ισχύος του άνω νόμου (23-12-2010) και για τα βουλεύματα που εκδόθηκαν μετά την έναρξη της ισχύος του, ο κατηγορούμενος δεν έχει πλέον δικαίωμα αναίρεσης κατά οποιουδήποτε βουλεύματος. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 463 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ," ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα." Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ ,"όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται το Δικαστικό Συμβούλιο που είναι αρμόδιο να κρίνει για αυτό, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει του διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει τούτο απαράδεκτο". Στην κρινόμενη περίπτωση , η υπό κρίση αίτηση του αναιρεσείοντος Κ. Ξ. του Π., κατοίκου ... οδός … αρ…, στρέφεται κατά του υπ' αρ. 243/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς , με το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η υπ' αρ.30/2-10-2012 έφεση του, κατά του υπ'αρ.681/13-9-2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, δυνάμει του οποίου είχε παραπεμφθεί να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο με την ιδιότητα του εντολοδόχου. Το βούλευμα αυτό (243/2012) Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς ) εκδόθηκε, ως εξ αυτού προκύπτει, στις 6-11-2012 και επιδόθηκε στον κατηγορούμενο την 29-11-2012, ως προκύπτει από το αποδεικτικό επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών …. Εν όψει τούτων, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, για τη συζήτηση της οποίας ειδοποιήθηκε ο ίδιος ο αναιρεσείων που άσκησε αυτήν, κατά τη σχετική σημείωση επί του φακέλου της δικογραφίας του γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, είναι απαράδεκτη, διότι στρέφεται κατά βουλεύματος κατά του οποίου ο κατηγορούμενος δεν δικαιούται να ασκήσει αναίρεση, αφού το βούλευμα αυτό εκδόθηκε μετά την 23-12-2010. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη την υπ' αριθ.5/22-11-2012 αίτηση του Κ. Ξ. του Π., κατοίκου ... οδός …αρ…. , για αναίρεση του υπ' αρ. 243/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250)Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών που εκδόθηκε μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 3904/2010 (23-12-2010) που με το άρθρο 34 εδ. γ' αυτού καταργήθηκε το άρθρο 482 ΚΠΔ κηρύσσεται απαράδεκτη κατά τη διάταξη του άρθρου 476 ΚΠΔ. Κηρύσσει απαράδεκτη την αίτηση αναίρεσης και επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
1
Αριθμός 714/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικού διαδόχου του ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΜΟΥΣΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ" (ΔΑΜΣ), που έδρευε στην Αθήνα και εκπροσωπείτο νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Ευκλείδου. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. Μ. του Ι., εως και 47) Α. Γ. του Γ., κατοίκων …. Εκπροσωπήθηκαν όλοι, πλην του 38ου των αναιρεσιβλήτων Ν. Χ. του Χ., που δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο, από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Φωτεινή Δερμιτζάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-6-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1746/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5079/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 7-11-2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 25-10-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος υπέβαλε ένσταση, επειδή σύμφωνα με το άρθρο 90 του ν. 2362/1995 περί δημοσίου λογιστικού, σε συνδυασμό με το άρθρο 94 εδ. 3 του ιδίου νόμου και το άρθρο 276 του ν. 3463/2006 "...σε κάθε περίπτωση οι αξιώσεις των αναιρεσιβλήτων για το χρονικό διάστημα από 1-5-2005 έως και 22-7-2005 είναι παραγεγραμμένες, διότι η επίδοση της από 5-6-2007 και με αριθμ. κατάθεσης 136756/2818/2007 αγωγής τους στο τέως ΝΠΔΔ "ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΜΟΥΣΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ" έλαβε χώρα την 23-7-2007, όπως προκύπτει από την από 28-2-2013 βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …, την οποία προσκομίζουμε και επικαλούμαστε και ομολογούν οι αναιρεσίβλητοι στις προτάσεις τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αποτέλεσμα να έχει ήδη επέλθει η παραγραφή των ενδίκων απαιτήσεων για το χρονικό διάστημα από 1-5-2005 έως και 22-7-2005, ένσταση που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως και σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου (άρθρο 94 εδ. 3 Ν. 2362/1995 και άρθρο 304 ΠΔ 410/1995 και ήδη άρθρο 276 ν. 3463/2006)" και ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, η πληρεξούσια των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθεμία δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1, 2 και 3 του KΠολΔ προκύπτει ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει, αυτεπαγγέλτως, ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα, προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου, που έχει κλητευθεί. Εξάλλου, κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. 1, 3 και 4 του ΚΠολΔ, αν η συζήτηση αναβληθεί ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος, αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης, να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν, κατά τη δικάσιμο που ορίσθηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσκομιζόμενη έκθεση επίδοσης, με αρ…/5-9-2012, του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 6-11-2012, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με την επιμέλεια του αναιρεσείοντος, στον τριακοστό όγδοο αναιρεσίβλητο Ν. Χ. Χ. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής (5-3-2013), η οποία είναι νόμιμη μετά από αναβολή, από την αρχική, ο παραπάνω αναιρεσίβλητος δεν εμφανίστηκε, ούτε υπέβαλε την, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δήλωση μη παράστασης στο ακροατήριο. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία του. Η διαδικασία ενώπιον των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων και του ΑΣΕΠ δεν αποκλείει το δικαίωμα των εργαζομένων να ζητήσουν, σύμφωνα με τα άρθ. 20, 26, 94 και 95 του Συντάγματος, με αγωγή, παρακάμπτοντας τη διαδικασία αυτή, την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας τους, ότι δηλ. συνδέονται με το Δημόσιο κ.λπ. εξαρχής με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία, ως εισάγουσα διαφορά ιδιωτικού δικαίου υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (άρθ. 94 Συντ., 1 ν. 1406/1983, 1 ΚΠολΔ). Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 4 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για υπέρβαση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας (και όχι για έλλειψη καθ' ύλην αρμοδιότητας, όπως φέρεται) είναι αβάσιμος. Με τους δεύτερο και τρίτο λόγους αναίρεσης, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου των, προβάλλονται αιτιάσεις, αντίστοιχα, από τους αρ. 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι 1) το Εφετείο δεν διέλαβε στην απόφαση του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την κρίση ότι το αναιρεσείον είναι ειδικός διάδοχος του αρχικού εργοδότη των αναιρεσίβλητων και 2) παραμόρφωσε το περιεχόμενο της, από 3-6-2003, απόφασης του ΔΣ του Π.Ο.Δ.Α. Όμως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο διέλαβε σ' αυτήν, μεταξύ των άλλων και ότι "οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Πολιτισμικός Οργανισμός του Δήμου Αθηναίων" (Π.Ο.Δ.Α.) προκειμένου να εργασθούν ως μουσικοί στη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων με έγγραφες (τυπικές) συμβάσεις έργου ετήσιας διάρκειας που μετά τη λήξη τους ανανεώνονταν διαδοχικώς. Στη συνέχεια, με την από 3-6-2003 απόφαση του Δ.Σ. του Π.Ο.Δ.Α., μεταφέρθηκαν στο εναγόμενο, χωρίς να διακοπεί η ενότητα και η συνέχεια της εργασιακής τους σχέσης. Οι ως άνω συμβάσεις εξακολουθούσαν να ισχύουν, ανανεούµενες, με τη συναίνεση του εναγομένου, έως το χρόνο άσκησης της αγωγής τους, αμειβόμενοι οι ενάγοντες με δελτία παροχής υπηρεσιών". Με τις παραδοχές αυτές αιτιολογείται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, η κρίση του δικαστηρίου, ότι το αναιρεσείον είναι ειδικός διάδοχος του αρχικού εργοδότη των αναιρεσίβλητων και συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, ο τρίτος λόγος είναι απαράδεκτος, αφού με αυτόν δεν αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση διαγνωστικό σφάλμα, ως προς το αληθινό περιεχόμενο της, από 3-6-2003, απόφασης του ΔΣ του Π.Ο.Δ.Α., δηλαδή λάθος κατά την ανάγνωσή της, αλλά σφάλμα, ως προς την εκτίμηση και ερμηνεία του περιεχομένου της. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 16 εδάφ. α' ΚΠολΔ, που ορίζει ότι λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, προκύπτει, ότι ο λόγος αυτός προϋποθέτει, ότι το δικαστήριο ερεύνησε περί της συνδρομής των προϋποθέσεων του δεδικασμένου και, ακολούθως, δέχθηκε την ύπαρξη ή μη ύπαρξη αυτού. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι δεδικασμένο παράγεται από την τελεσιδικία της απόφασης, ανεξάρτητα από το είδος της παρεχόμενης έννομης προστασίας. Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό, αφού δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένη απόφαση (Ολ.ΑΠ 1/2005). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 324 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, προκύπτει, ότι το δεδικασμένο προϋποθέτει ταυτότητα αντικειμένου, στο οποίο αναφέρεται το κριθέν και υπό κρίση δικαίωμα, καθώς και ταυτότητα της ιστορικής και νομικής αιτίας. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 225 παρ. 1 και 2 και 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η μεταβίβαση του αντικειμένου της δίκης, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης αυτής, ο ειδικός δε διάδοχος του διαδίκου, που έγινε όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος της, είτε με βάση σύμβαση, είτε από το νόμο, είτε με πολιτειακή βούληση, δεν αποκτά μεν την ιδιότητα του διαδίκου, δικαιούμενος να ασκήσει παρέμβαση, δεσμεύεται όμως από το δεδικασμένο που παράγεται από την τελεσίδικη απόφαση, που εκδόθηκε στη δίκη εκείνη. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2) επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την, από 5-6-2007, αγωγή τους οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν, ότι δυνάμει διαδοχικά ανανεούμενων συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που χαρακτηρίζονταν ως συμβάσεις έργου, προσλήφθηκαν από το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Πολιτισμικός Οργανισμός του Δήμου Αθηναίων", προκειμένου να εργασθούν ως μουσικοί στη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων, στη συνέχεια δε, με την από 3-6-2003 απόφαση του Δ.Σ. του Π.Ο.Δ.Α., μεταφέρθηκαν στο εναγόμενο, χωρίς να διακοπεί η ενότητα και η συνέχεια της εργασιακής τους σχέσης, αμειβόμενοι με δελτία παροχής υπηρεσιών. Περαιτέρω, ισχυρίσθηκαν ότι η συνεχής, κατά τα άνω, κατάρτιση των εν λόγω συµβάσεών τους ως ορισµένου χρόνου, αλλά και ο προαναφερθείς χαρακτηρισµός τους ως συμβάσεων έργου, γίνονταν παράνοµα και καταχρηστικά, αφού αντιστρατεύονταν την ισχύουσα κείµενη νοµοθεσία και αποσκοπούσαν στην καταστρατήγηση, εκ μέρους του εργοδότη τους, των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, που αφορούν την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και των κάθε είδους δικαιωμάτων τους, που απορρέουν από αυτήν, όπως κρίθηκε τελεσιδίκως με αποφάσεις των δικαστηρίων, με βάση δε τα παραπάνω ζήτησαν να τους επιδικαστούν οι αναφερόμενες στην αγωγή μισθολογικές διαφορές. Με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου τούτου 1126/2007 ως προς τον τριακοστό τρίτο, 1128/2007 ως προς τους τέταρτο, έκτο, δωδέκατο, δέκατο έβδομο, δέκατο όγδοο, εικοστό έβδομο, τριακοστό έβδομο, τριακοστό όγδοο, τεσσαρακοστό πρώτο, 1129/2007 ως προς τους πρώτο, δεύτερη, ένατη, εικοστό πρώτο, εικοστή δεύτερη, εικοστό τέταρτο, εικοστό όγδοο, εικοστή ένατη, τριακοστή τέταρτη, τριακοστό έκτο, τεσσαρακοστό δεύτερο, τεσσαρακοστό τέταρτο, τεσσαρακοστή πέμπτη και 1130/2007 ως προς τους τέταρτο, πέμπτο, όγδοη, δέκατο έκτο, δέκατη ένατη, εικοστή, εικοστή τρίτη, τριακοστή και τριακοστό ένατο, κρίθηκε τελεσιδίκως, µε δύναµη δεδικασμένου, ότι οι ως άνω συµβάσεις στην πραγματικότητα υπέκρυπταν συµβάσεις εξαρτημένης εργασίας και δη αορίστου χρόνου, αφού κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου εργοδότη τους. Ειδικότερα ότι οι προαναφερόμενοι ενάγοντες παρείχαν τις υπηρεσίες τους, απασχολούμενοι διαρκώς και αδιαλείπτως, στις πραγματοποιούμενες από το εναγόμενο (Π.Ο.Δ.Α.), τακτικές και έκτακτες συναυλίες, αλλά και στην προετοιμασία τους, ως μέλη της Συμφωνικής Ορχήστρας του, η οποία δημιουργήθηκε το έτος 1996, ενώ από το 1999 διευρύνθηκε και σχηματίστηκαν πέντε συνολικά µουσικά σχήματα. Ότι στόχος της δημιουργίας των ανωτέρω µουσικών συνόλων ήταν να παράσχουν κατά τρόπο, σταθερό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό έργο, συμβάλλοντας στη βελτίωση του πολιτιστικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής των δηµοτών του Δήµου Αθηναίων. Ότι τα σύνολα αυτά είχαν σταθερή παρουσία στα µουσικά δρώµενα του Δήµου Αθηναίων, αφού πραγματοποιούσαν περισσότερες από δύο συναυλίες κάθε µήνα. Ότι ο τακτικός προγραμματισμός αυτών αποφασιζόταν από τον Πρόεδρο του εναγοµένου και τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή, οι οποίοι καθόριζαν τα προς εκτέλεση έργα ως και τον τόπο και χρόνο των συναυλιών όλων των µουσικών συνόλων. Ότι, προκειµένου οι ενάγοντες, όπως και οι άλλοι µουσικοί, να ανταπεξέρχονται στις συναυλίες που υποχρεούντο να συμμετάσχουν, πραγματοποιούσαν καθημερινές δοκιµές - πρόβες σε καθορισµένο ωράριο, που είχε ορίσει η διοίκηση του εναγοµένου και η καθημερινή τους απασχόληση ελεγχόταν µέσω τήρησης από το εναγόµενο µέσω του εφόρου της ορχήστρας σχετικού παρουσιολογίου. Οι τακτικές αυτές πρόβες ήταν απόρροια της επαγγελµατικής ετοιμότητας, που υποχρεούντο να επιδεικνύουν προς το εναγόµενο, εφόσον αυτό καθόριζε το πρόγραµµα των µουσικών εκδηλώσεων. Το γεγονός ότι για την µισθοδοσία των εκδίδονταν, από το εναγόµενο δελτία παροχής υπηρεσιών, στα οποία πολλές φορές αντιστοιχούσαν σε µισθούς δύο, τριών ή και περισσότερων µηνών, ανάλογα µε τις σχετικές πιστώσεις, που κάθε φορά εγκρίνονταν µε αποφάσεις του διοικητικού του Συµβουλίου, δεν αποτελεί κριτήριο ώστε να κριθούν οι επίδικες συµβάσεις ως συµβάσεις ανάθεσης έργου, ούτε ο χαρακτηρισµός τους από τα συμβαλλόμενα µέρη ως συµβάσεων έργου ή ανάθεσης εργασίας κατ' αποκοπήν. Ότι το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) με την 1326/18-11-2005 απόφασή του, αποφάνθηκε ότι ορθώς έκρινε το Υπηρεσιακό Συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων με το 9 πρακτικό, σε απάντηση του 235/288/04 εγγράφου του Δ.Α.Μ.Σ., ότι οι αναφερόμενοι σ' αυτό 160 υπάλληλοι (µεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες) πληρούν όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του Π.δ. 164/2004 για την κατάταξή τους σε θέσεις ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου. Ότι, σύµφωνα µε το άρθρο 1 παρ. 9 ν. 3320/2005 ο χρόνος των συµβάσεων µίσθωσης έργου, µε βάση τις οποίες οι ενάγοντες απασχολήθηκαν λογίζεται ότι έχει διανυθεί µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Συνεπώς, εφόσον το Εφετείο δέχθηκε ότι υπήρξε διαδοχή στο πρόσωπο του εργοδότη από το αναιρεσείον και στη συνέχεια, ότι αυτό δεσμεύεται, ειδικά, ως προς το χαρακτηρισμό των επίδικων συμβάσεων εργασίας, από τις παραπάνω τελεσίδικες αποφάσεις, που εκδόθηκαν επί αγωγών των εναγόντων αυτών κατά του Π.Ο.Δ.Α., του οποίου είναι ειδικός διάδοχος, δεν δέχθηκε, κατά παράβαση του νόμου, ότι υπάρχει δεδικασμένο, και ο, αληθώς, από τον αρ. 16 (και όχι 19, όπως, εσφαλμένα, επικαλείται το αναιρεσείον), τέταρτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλει, ότι, απαραδέκτως, το Εφετείο δέχθηκε ότι δεσμεύεται από το δεδικασμένο των παραπάνω αποφάσεων, είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ υπάρχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο. Επί παράλειψης κήρυξης προσωρινού απαραδέκτου, όπως είναι το απαράδεκτο της συζήτησης ή της αναβολής της ή της αναστολής της διαδικασίας, ο λόγος αυτός στοιχειοθετείται όταν το απαράδεκτο αυτό επιβάλλεται από το νόμο προς κατοχύρωση του αποτελέσματος της ακυρότητας άλλης διαδικαστικής πράξης που προηγήθηκε, όπως είναι η ακυρότητα της κλήτευσης, ή (και) προς εξασφάλιση της άσκησης δικονομικού δικαιώματος, όπως είναι πρωτίστως το θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα της υπεράσπισης (Ολ.ΑΠ 12/2000). Επομένως η παρά το νόμο παράλειψη του δικαστηρίου να αναστείλει τη διαδικασία, λόγω εκκρεμοδικίας (άρθρ. 222 ΚΠολΔ), δεν συνιστά παράλειψη κήρυξης δικονομικού απαραδέκτου, υπό την έννοια της διάταξης του αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού η αναστολή αυτή επιβάλλεται από το νόμο χάριν οικονομίας χρόνου και δαπάνης, καθώς και προς αποφυγήν έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, ενδεχόμενο όμως που αντιμετωπίζεται από το νόμο με την καθιέρωση λόγου αναψηλάφησης για την τελευταία απόφαση (άρθρα 544 παρ. 1 και 549 παρ. 2 ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια, ο πέμπτος, αληθώς από τον αρ. 14 (και όχι 1, όπως εσφαλμένα επικαλείται το αναιρεσείον) του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο, προβάλλεται ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν κήρυξε την προταθείσα ακυρότητα εκδίκασης της παραπάνω ένδικης αγωγής των εναγόντων, ενόψει της εκκρεμοδικίας που υφίστατο από την ασκηθείσα από 25-8-2004 και υπ' αριθ. 3702/2004 αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατά του αναιρεσείοντος και του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων, που έχει την ίδια ιστορική και νομική αιτία με την αγωγή του και επί της οποίας είχε εκδοθεί η υπ' αριθ. 2207/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και δεν ανέβαλε την εκδίκαση της αγωγής, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί των επικαλουμένων, με το αναιρετήριο, ειδικότερα, αγωγών είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω ο έκτος, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους παραπάνω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, από τις διατάξεις των άρθρων 222 και 249 ΚΠολΔ, περί εκκρεμοδικίας και αναβολής της εκδίκασης της αγωγής, που επαναφέρθηκαν με λόγους έφεσης, είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, το Εφετείο τους έλαβε υπόψη του αυτούς και τους αντίστοιχους λόγους έφεσης και τους απέρριψε. Με τον έβδομο λόγο της αναίρεσης, το αναιρεσείον προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη των ουσιωδών και αυτοτελών ισχυρισμών του, για την απόσβεση της απαίτησης των αναιρεσίβλητων, με συμψηφισμό και εξόφληση αυτής και ακόμη ότι δεν έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς αυτούς. Όμως, όπως προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου, τούτο, ερευνώντας τον αντίστοιχο λόγο έφεσης, δέχθηκε ότι "ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση η ένσταση περί εξοφλήσεως και συμψηφισμού των αναφερομένων χρηματικών ποσών, που επιδικάσθηκαν προσωρινώς, με την 4992/2005 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών (ασφαλιστικών µέτρων), καθόσον δεν αναφέρεται το χρονικό διάστηµα, στο οποίο αφορούν οι εν λόγω καταβολές". Εφόσον, όμως, οι σχετικές ενστάσεις, απορρίφθηκαν ως αόριστες, δίχως δηλαδή να εκδοθεί αποδεικτικό πόρισμα, ο παραπάνω λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Αβάσιμος δε είναι ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος του με το οποίο προβάλλονται αιτιάσεις από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς αυτούς και τους απέρριψε. Τέλος, κατά το υπόλοιπο μέρος του, με το οποίο προβάλλεται πλημμέλεια από τον αρ. 19 είναι απαράδεκτος, διότι, δεν προσδιορίζεται η συγκεκριμένη πλημμέλεια. Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την απόφαση και γ) ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή αποτελεί εκδήλωση της αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα πραγματικά γεγονότα και τους ισχυρισμούς που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου από τους διαδίκους και γι' αυτό ακριβώς νέοι ισχυρισμοί, έστω και επιγενόμενοι, δεν μπορούν να προταθούν, ούτε για τη θεμελίωση των λόγων αναίρεσης, ούτε για την απόκρουσή τους, αν δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες εξαιρέσεις. Εξάλλου, η έννοια της δημόσιας τάξης περιλαμβάνει τους κανόνες με τους οποίους η Ελληνική Πολιτεία προστατεύει θεμελιώδεις αξίες και αντιλήψεις του έννομου βίου, πολιτειακές, ηθικές, οικονομικές ή κοινωνικές, η προσβολή των οποίων δεν είναι ανεκτή από την κρατούσα στη Χώρα γενική περί δικαίου συνείδηση. Οι ισχυρισμοί δε, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίως και δημόσιας τάξης. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της αναίρεσης, το αναιρεσείον, ζήτησε, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, με την επίκληση, ότι η ένδικη αξίωση των αναιρεσίβλητων, παρεγράφη κατ' άρθρο 90 ν. 2362/1995, εφόσον παρήλθε διετία από τότε που γεννήθηκε μέχρι την άσκηση της αγωγής, προκειμένου δε να θεμελιώσει το παραδεκτό του, για πρώτη φορά, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προταθέντος ισχυρισμού, επικαλείται ότι ο καταλυτικός της αξίωσης των αναιρεσίβλητων ισχυρισμός του, περί παραγραφής, στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια και αφορά τη δημόσια τάξη. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός είναι απαράδεκτος, προεχόντως, διότι δεν προβλήθηκε ως λόγος αναίρεσης, με το δικόγραφο της αναίρεσης, ανεξαρτήτως του ότι, είναι μεν από εκείνους οι οποίοι, κατ' εξαίρεση, λαμβάνονται υπόψη από τα δικαστήρια της ουσίας, και χωρίς να προταθούν, όχι όμως και από τον Άρειο Πάγο, ειδικώς δε στην προκειμένη περίπτωση, ο ίδιος ισχυρισμός δεν αφορά τη δημόσια τάξη. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αναιρεσείον, ως ηττώμενο, στα δικαστικά έξοδα των παραστάντων αναιρεσίβλητων, μειωμένα, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ και 281 του ν. 3463/2006 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 7-11-2011, αίτηση του αναιρεσείοντος για την αναίρεση της 5079/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει το αναιρεσείον σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των παραστάντων αναιρεσίβλητων, το οποίο ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η διαδικασία ενώπιον των υπηρεσιακών συμβουλίων και του ΑΣΕΠ δεν αποκλείει το δικαίωμα των εργαζομένων να ζητήσουν, την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας. Ο λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος, αφού με αυτόν δεν αποδίδεται διαγνωστικό σφάλμα, ως προς το αληθινό περιεχόμενο εγγράφου, αλλά σφάλμα, ως προς την εκτίμηση και ερμηνεία του περιεχομένου του. Εφόσον το εφετείο δέχθηκε ότι υπήρξε διαδοχή στο πρόσωπο του εργοδότη από το αναιρεσείον και στη συνέχεια, ότι αυτό δεσμεύεται, ειδικά, ως προς το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας, από τις τελεσίδικες αποφάσεις, που εκδόθηκαν επί αγωγών των εναγόντων κατά του Π.Ο.Δ.Α., του οποίου είναι ειδικός διάδοχος, δεν δέχθηκε, κατά παράβαση του νόμου, ότι υπάρχει δεδικασμένο. Η παράλειψη του δικαστηρίου να αναστείλει τη διαδικασία, λόγω εκκρεμοδικίας δεν συνιστά παράλειψη κήρυξης δικονομικού απαραδέκτου. Ο ισχυρισμός περί παραγραφής αξιώσεων κατά Δήμου, είναι μεν από εκείνους που λαμβάνονται υπόψη από τα δικαστήρια της ουσίας, και χωρίς να προταθούν, όχι όμως και από τον Άρειο Πάγο.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
2
Αριθμός 713/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικού διαδόχου του ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΜΟΥΣΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ" (ΔΑΜΣ), που έδρευε στην Αθήνα και εκπροσωπείτο νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Ευκλείδου. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. Λ. του Α., 2) Κ. Ε. του Ε., 3) Κ. Χ. του Θ., 4) Κ. Σ. του Α., 5) Κ. Α. του Α., 6) Κ. Δ. του Β., 7) Κ. Δ. του Ι., 8) Κ. Κ. του Ν., 9) Κ. Χ. του Ι., 10) Κ. Π. του Θ., 11) Κ. Ν. του Α., 12) Κ. Γ. του Α., 13) Κ. Ι. του Α., 14) Κ. Ι. του Γ., 15) Κ. Γ. του Ε., 16) Κ. Ζ. του Θ., 17) Λ. Α. του Σ., 18) Λ. Β. του Δ., 19) Μ. Κ. του Π., 20) Μ. Μ. του Λ., 21) Μ. Μ. του Γ., 22) Μ. Ι. του Α., 23) Μ. Α. του Ν., 24) Μ. Μ. του Α., 25) Μ. Έ. του Ν., 26) Μ. Θ. του Ν., 27) Μ. Α. του Γ., 28) Μ. Α. του Β., 29) Μ. Ε. του Κ., 30) Μ. Α. του Κ., 31) Μ. Α. του Π., 32) Μ. Ν. του Π., 33) Μ. Κ. του Ι., 34) Μ. Σ. του Ξ., 35) Μ. Κ. του Μ., 36) Μ. Ι. του Θ., 37) Μ. Γ. του Π., 38) Ν. Α. του Γ., 39) Ν. Π. του Ι., 40) Ν. Φ. του Κ., 41) Ν. Α. του Γ., 42) Ν. Α. του Ν., 43) Ο. Σ. του Α., 44) Π. Α. του Θ., 45) Π. Γ. του Ε., 46) Π. Μ. του Ε., 47) Π. Σ. του Θ., 48) Π. Α. του Γ., 49) Π. Ε. του Π. και 50) Π. Κ. του Χ., όλων κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Φωτεινή Δερμιτζάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-6-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1747/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5078/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 7-11-2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 25-10-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος υπέβαλε ένσταση, επειδή σύμφωνα με το άρθρο 90 του ν. 2362/1995 περί δημοσίου λογιστικού, σε συνδυασμό με το άρθρο 94 εδ. 3 του ιδίου νόμου και το άρθρο 276 του ν. 3463/2006 "...σε κάθε περίπτωση οι αξιώσεις των αναιρεσιβλήτων για το χρονικό διάστημα από 1-5-2005 έως και 22-7-2005 είναι παραγεγραμμένες, διότι η επίδοση της από 5-6-2007 και με αριθμ. κατάθεσης 136752/2817/2007 αγωγής τους στο τέως ΝΠΔΔ "ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΜΟΥΣΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ" έλαβε χώρα την 23-7-2007, όπως προκύπτει από την από 28-2-2013 βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …, την οποία προσκομίζουμε και επικαλούμαστε και ομολογούν οι αναιρεσίβλητοι στις προτάσεις τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αποτέλεσμα να έχει ήδη επέλθει η παραγραφή των ενδίκων απαιτήσεων για το χρονικό διάστημα από 1-5-2005 έως και 22-7-2005, ένσταση που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως και σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου (άρθρο 94 εδ. 3 Ν. 2362/1995 και άρθρο 304 ΠΔ 410/1995 και ήδη άρθρο 276 ν. 3463/2006)" και ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθεμία δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η διαδικασία ενώπιον των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων και του ΑΣΕΠ δεν αποκλείει το δικαίωμα των εργαζομένων να ζητήσουν, σύμφωνα με τα άρθ. 20, 26, 94 και 95 του Συντάγματος, με αγωγή, παρακάμπτοντας τη διαδικασία αυτή, την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας τους, ότι δηλ. συνδέονται με το Δημόσιο κ.λπ. εξαρχής με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία, ως εισάγουσα διαφορά ιδιωτικού δικαίου υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (άρθ. 94 Συντ., 1 ν. 1406/1983, 1 ΚΠολΔ). Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της αίτησης, από τον αριθμό 4 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για υπέρβαση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας (και όχι για έλλειψη καθ' ύλην αρμοδιότητας, όπως φέρεται) είναι αβάσιμος. Με τους δεύτερο και τρίτο λόγους αναίρεσης, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου των, προβάλλονται αιτιάσεις, αντίστοιχα, από τους αρ. 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι 1) το Εφετείο δεν διέλαβε στην απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την κρίση ότι το αναιρεσείον είναι ειδικός διάδοχος του αρχικού εργοδότη των αναιρεσίβλητων και 2) παραμόρφωσε το περιεχόμενο της, από 3-6-2003, απόφασης του ΔΣ του Π.Ο.Δ.Α. Όμως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο διέλαβε σ' αυτήν, μεταξύ των άλλων και ότι "οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Πολιτισμικός Οργανισμός του Δήμου Αθηναίων", προκειμένου να εργασθούν ως μουσικοί στη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων με έγγραφες συμβάσεις έργου ετήσιας διάρκειας που μετά τη λήξη τους ανανεώνονταν διαδοχικώς. Στη συνέχεια, με την από 3-6-2003 απόφαση του Δ.Σ. του Π.Ο.Δ.Α., μεταφέρθηκαν στο εναγόμενο, χωρίς να διακοπεί η ενότητα και η συνέχεια της εργασιακής τους σχέσης. Οι ως άνω συμβάσεις εξακολουθούσαν να ισχύουν, ανανεούµενες, με τη συναίνεση του εναγομένου, έως το χρόνο άσκησης της αγωγής τους, αμειβόμενοι οι ενάγοντες με δελτία παροχής υπηρεσιών". Με τις παραδοχές αυτές αιτιολογείται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, η κρίση του δικαστηρίου, ότι το αναιρεσείον είναι ειδικός διάδοχος του αρχικού εργοδότη των αναιρεσίβλητων και συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, ο τρίτος λόγος είναι απαράδεκτος, αφού με αυτόν δεν αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση διαγνωστικό σφάλμα, ως προς το αληθινό περιεχόμενο της, από 3-6-2003, απόφασης του ΔΣ του Π.Ο.Δ.Α., δηλαδή λάθος κατά την ανάγνωσή της, αλλά σφάλμα, ως προς την εκτίμηση και ερμηνεία του περιεχομένου της. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 16 εδάφ. α' ΚΠολΔ, που ορίζει ότι λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, προκύπτει, ότι ο λόγος αυτός προϋποθέτει, ότι το δικαστήριο ερεύνησε περί της συνδρομής των προϋποθέσεων του δεδικασμένου και, ακολούθως, δέχθηκε την ύπαρξη ή μη ύπαρξη αυτού. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι δεδικασμένο παράγεται από την τελεσιδικία της απόφασης, ανεξάρτητα από το είδος της παρεχόμενης έννομης προστασίας. Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό, αφού δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένη απόφαση (Ολ.ΑΠ 1/2005). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 324 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, προκύπτει, ότι το δεδικασμένο προϋποθέτει ταυτότητα αντικειμένου, στο οποίο αναφέρεται το κριθέν και υπό κρίση δικαίωμα, καθώς και ταυτότητα της ιστορικής και νομικής αιτίας. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 225 παρ. 1 και 2 και 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η μεταβίβαση του αντικειμένου της δίκης, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης αυτής, ο ειδικός δε διάδοχος του διαδίκου, που έγινε όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος της, είτε με βάση σύμβαση, είτε από το νόμο, είτε με πολιτειακή βούληση, δεν αποκτά μεν την ιδιότητα του διαδίκου, δικαιούμενος να ασκήσει παρέμβαση, δεσμεύεται όμως από το δεδικασμένο που παράγεται από την τελεσίδικη απόφαση, που εκδόθηκε στη δίκη εκείνη. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2) επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την, από 5-6-2007, αγωγή τους οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν, ότι δυνάμει διαδοχικά ανανεούμενων συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που χαρακτηρίζονταν ως συμβάσεις έργου, προσλήφθηκαν από το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Πολιτισμικός Οργανισμός του Δήμου Αθηναίων", προκειμένου να εργασθούν ως μουσικοί στη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων, στη συνέχεια δε, με την από 3-6-2003 απόφαση του Δ.Σ. του Π.Ο.Δ.Α., μεταφέρθηκαν στο εναγόμενο χωρίς να διακοπεί η ενότητα και η συνέχεια της εργασιακής τους σχέσης, αμειβόμενοι με δελτία παροχής υπηρεσιών. Περαιτέρω, ισχυρίσθηκαν ότι η συνεχής, κατά τα άνω, κατάρτιση των εν λόγω συµβάσεών τους ως ορισµένου χρόνου, αλλά και ο προαναφερθείς χαρακτηρισµός τους ως συμβάσεων έργου, γίνονταν παράνοµα και καταχρηστικά, αφού αντιστρατεύονταν την ισχύουσα κείµενη νοµοθεσία και αποσκοπούσαν στην καταστρατήγηση, εκ μέρους του εργοδότη τους, των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, που αφορούν την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και των κάθε είδους δικαιωμάτων τους, που απορρέουν από αυτήν, όπως κρίθηκε τελεσιδίκως με αποφάσεις των δικαστηρίων, με βάση δε τα παραπάνω ζήτησαν να τους επιδικαστούν οι αναφερόμενες στην αγωγή μισθολογικές διαφορές. Με τις αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών 1128/2007 ως προς τους πρώτο, τρίτο, δέκατη πέµπτη, δέκατη έκτη, δέκατο όγδοο, εικοστή, τριακοστό, τριακοστό ένατο, τεσσαρακοστό πρώτο, τεσσαρακοστή έκτη, πεντηκοστή, 1129/2007 ως προς τους δεύτερη, πέµπτη, όγδοο, δέκατη, δωδέκατο, δέκατο τέταρτο, δέκατη έβδοµη, εικοστή πρώτη, εικοστό δεύτερο, εικοστή τέταρτη, εικοστή πέµπτη, εικοστό έκτο, εικοστή όγδοη, εικοστή ένατη, τριακοστό δεύτερο, τριακοστή τρίτη, τριακοστό έβδομο, τεσσαρακοστή δεύτερη, τεσσαρακοστή τρίτη, τεσσαρακοστή τέταρτη, τεσσαρακοστό πέµπτο, τεσσαρακοστή όγδοη, τεσσαρακοστή ένατη και 1130/2007 ως προς τους ένατο, εικοστό τρίτο, τριακοστό τέταρτο και τον τριακοστό έκτο κρίθηκε τελεσιδίκως, µε δύναµη δεδικασμένου, ότι οι ως άνω συµβάσεις στην πραγματικότητα υπέκρυπταν συµβάσεις εξαρτημένης εργασίας και δη αορίστου χρόνου, αφού κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου εργοδότη τους. Ειδικότερα ότι οι προαναφερόμενοι ενάγοντες παρείχαν τις υπηρεσίες τους, απασχολούμενοι διαρκώς και αδιαλείπτως, στις πραγματοποιούμενες από το εναγόμενο (Π.Ο.Δ.Α.), τακτικές και έκτακτες συναυλίες, αλλά και στην προετοιμασία τους, ως μέλη της Συμφωνικής Ορχήστρας του, η οποία δημιουργήθηκε το έτος 1996, ενώ από το 1999 διευρύνθηκε και σχηματίστηκαν πέντε συνολικά µουσικά σχήματα. Ότι στόχος της δημιουργίας των ανωτέρω µουσικών συνόλων ήταν να παράσχουν κατά τρόπο, σταθερό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό έργο, συμβάλλοντας στη βελτίωση του πολιτιστικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής των δηµοτών του Δήµου Αθηναίων. Ότι τα σύνολα αυτά είχαν σταθερή παρουσία στα µουσικά δρώµενα του Δήµου Αθηναίων, αφού πραγματοποιούσαν περισσότερες από δύο συναυλίες κάθε µήνα. Ότι ο τακτικός προγραμματισμός αυτών αποφασιζόταν από τον Πρόεδρο του εναγοµένου και τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή, οι οποίοι καθόριζαν τα προς εκτέλεση έργα ως και τον τόπο και χρόνο των συναυλιών όλων των µουσικών συνόλων. Ότι, προκειµένου οι ενάγοντες, όπως και οι άλλοι µουσικοί, να ανταπεξέρχονται στις συναυλίες που υποχρεούντο να συμμετάσχουν, πραγματοποιούσαν καθημερινές δοκιµές - πρόβες σε καθορισµένο ωράριο, που είχε ορίσει η διοίκηση του εναγοµένου και η καθημερινή τους απασχόληση ελεγχόταν µέσω τήρησης από το εναγόμενο, µέσω του εφόρου της ορχήστρας, σχετικού παρουσιολογίου. Ότι οι τακτικές αυτές πρόβες ήταν απόρροια της επαγγελµατικής ετοιμότητας, που υποχρεούντο να επιδεικνύουν προς το εναγόµενο, εφόσον αυτό καθόριζε το πρόγραµµα των µουσικών εκδηλώσεων. Το γεγονός ότι για την µισθοδοσία των εναγόντων εκδίδονταν, από το εναγόµενο δελτία παροχής υπηρεσιών, στα οποία πολλές φορές αντιστοιχούσαν σε µισθούς δύο, τριών ή και περισσότερων µηνών, ανάλογα µε τις σχετικές πιστώσεις, που κάθε φορά εγκρίνονταν µε αποφάσεις του διοικητικού του συμβουλίου, δεν αποτελεί κριτήριο ώστε να κριθούν οι επίδικες συµβάσεις ως συµβάσεις ανάθεσης έργου, ούτε ο χαρακτηρισµός τους από τα συμβαλλόμενε µέρη ως συµβάσεων έργου ή ανάθεσης εργασίας κατ' αποκοπήν. Ότι το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) με την 1326/18-11-2005 απόφασή του, αποφάνθηκε ότι ορθώς έκρινε το Υπηρεσιακό Συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων με το 9 πρακτικό, σε απάντηση του 235/288/04 εγγράφου του Δ.Α.Μ.Σ., ότι οι αναφερόμενοι σ' αυτό 160 υπάλληλοι (µεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες) πληρούν όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του Π.δ. 164/2004 για την κατάταξή τους σε θέσεις ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου. Και τέλος, ότι, σύµφωνα µε το άρθρο 1 παρ. 9 ν. 3320/2005, ο χρόνος των συµβάσεων µίσθωσης έργου, µε βάση τις οποίες οι ενάγοντες απασχολήθηκαν λογίζεται ότι έχει διανυθεί µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Συνεπώς, εφόσον το Εφετείο δέχθηκε ότι υπήρξε διαδοχή στο πρόσωπο του εργοδότη από το αναιρεσείον και στη συνέχεια, ότι αυτό δεσμεύεται, ειδικά, ως προς το χαρακτηρισμό των επίδικων συμβάσεων εργασίας, από τις παραπάνω τελεσίδικες αποφάσεις, που εκδόθηκαν επί αγωγών των εναγόντων αυτών κατά του Π.Ο.Δ.Α., του οποίου είναι ειδικός διάδοχος, δεν δέχθηκε, κατά παράβαση του νόμου, ότι υπάρχει δεδικασμένο, και ο, αληθώς, από τον αρ. 16 (και όχι 19, όπως, εσφαλμένα, επικαλείται το αναιρεσείον), τέταρτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλει, ότι, απαραδέκτως, το Εφετείο δέχθηκε ότι δεσμεύεται από το δεδικασμένο των παραπάνω αποφάσεων, είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ υπάρχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο. Επί παράλειψης κήρυξης προσωρινού απαραδέκτου, όπως είναι το απαράδεκτο της συζήτησης ή της αναβολής της ή της αναστολής της διαδικασίας, ο λόγος αυτός στοιχειοθετείται όταν το απαράδεκτο αυτό επιβάλλεται από το νόμο προς κατοχύρωση του αποτελέσματος της ακυρότητας άλλης διαδικαστικής πράξης που προηγήθηκε, όπως είναι η ακυρότητα της κλήτευσης, ή (και) προς εξασφάλιση της άσκησης δικονομικού δικαιώματος, όπως είναι πρωτίστως το θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα της υπεράσπισης (Ολ.ΑΠ 12/2000). Επομένως, η παρά το νόμο παράλειψη του δικαστηρίου να αναστείλει τη διαδικασία, λόγω εκκρεμοδικίας (άρθρ. 222 ΚΠολΔ), δεν συνιστά παράλειψη κήρυξης δικονομικού απαραδέκτου, με την έννοια της διάταξης του αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού η αναστολή αυτή επιβάλλεται από το νόμο χάριν οικονομίας χρόνου και δαπάνης, καθώς και προς αποφυγήν έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, ενδεχόμενο όμως που αντιμετωπίζεται από το νόμο με την καθιέρωση λόγου αναψηλάφησης για την τελευταία απόφαση (άρθρα 544 παρ. 1 και 549 παρ. 2 ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια, ο πέμπτος, αληθώς από τον αρ. 14 (και όχι 1, όπως εσφαλμένα επικαλείται το αναιρεσείον) του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο, προβάλλεται ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν κήρυξε την προταθείσα ακυρότητα εκδίκασης της παραπάνω ένδικης αγωγής των εναγόντων, ενόψει της εκκρεμοδικίας που υφίστατο από την ασκηθείσα από 25-8-2004 και με αριθ. 3702/2004 αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατά του αναιρεσείοντος και του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων, που έχει την ίδια ιστορική και νομική αιτία με την αγωγή του και επί της οποίας είχε εκδοθεί η 2207/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και δεν ανέβαλε την εκδίκαση της αγωγής, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί των επικαλουμένων, με το αναιρετήριο, ειδικότερα, αγωγών είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω ο έκτος, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους παραπάνω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, από τις διατάξεις των άρθρων 222 και 249 ΚΠολΔ, περί εκκρεμοδικίας και αναβολής της εκδίκασης της αγωγής, που επαναφέρθηκαν με λόγους έφεσης, είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, το Εφετείο έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς αυτούς και τους αντίστοιχους λόγους έφεσης και τους απέρριψε. Με τον έβδομο λόγο της αναίρεσης, το αναιρεσείον προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη των ουσιωδών και αυτοτελών ισχυρισμών του, για την απόσβεση της απαίτησης των αναιρεσίβλητων, με συμψηφισμό και εξόφληση αυτής και ακόμη ότι δεν έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς αυτούς. Όμως, όπως προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου, τούτο, ερευνώντας τον αντίστοιχο λόγο έφεσης, δέχθηκε ότι "ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση η ένσταση περί εξόφλησης και συμψηφισμού των αναφερομένων χρηματικών ποσών, που επιδικάσθηκαν προσωρινώς, με την 4992/2005 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών (ασφαλιστικών µέτρων), καθόσον δεν αναφέρεται το χρονικό διάστηµα, στο οποίο αφορούν οι εν λόγω καταβολές". Εφόσον, όμως, οι σχετικές ενστάσεις, απορρίφθηκαν ως αόριστες, δίχως δηλαδή να εκδοθεί αποδεικτικό πόρισμα, ο παραπάνω λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Αβάσιμος δε είναι ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος του με το οποίο προβάλλονται αιτιάσεις από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς αυτούς και τους απέρριψε. Τέλος, κατά το υπόλοιπο μέρος του, με το οποίο προβάλλεται πλημμέλεια από τον αρ. 19 είναι απαράδεκτος, διότι, δεν προσδιορίζεται η συγκεκριμένη πλημμέλεια. Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την απόφαση και γ) ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή αποτελεί εκδήλωση της αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα πραγματικά γεγονότα και τους ισχυρισμούς που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου από τους διαδίκους και γι' αυτό ακριβώς νέοι ισχυρισμοί, έστω και επιγενόμενοι, δεν μπορούν να προταθούν, ούτε για τη θεμελίωση των λόγων αναίρεσης, ούτε για την απόκρουσή τους, αν δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες εξαιρέσεις. Εξάλλου, η έννοια της δημόσιας τάξης περιλαμβάνει τους κανόνες με τους οποίους η Ελληνική Πολιτεία προστατεύει θεμελιώδεις αξίες και αντιλήψεις του έννομου βίου, πολιτειακές, ηθικές, οικονομικές ή κοινωνικές, η προσβολή των οποίων δεν είναι ανεκτή από την κρατούσα στη Χώρα γενική περί δικαίου συνείδηση. Οι ισχυρισμοί δε, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίως και δημόσιας τάξης. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της αναίρεσης, το αναιρεσείον, ζήτησε, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, με την επίκληση, ότι η ένδικη αξίωση των αναιρεσίβλητων, παρεγράφη κατ' άρθρο 90 ν. 2362/1995, εφόσον παρήλθε διετία από τότε που γεννήθηκε μέχρι την άσκηση της αγωγής, προκειμένου δε να θεμελιώσει το παραδεκτό του, για πρώτη φορά, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προταθέντος ισχυρισμού, επικαλείται ότι ο καταλυτικός της αξίωσης των αναιρεσίβλητων ισχυρισμός του, περί παραγραφής, στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια και αφορά τη δημόσια τάξη. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός είναι απαράδεκτος, προεχόντως, διότι δεν προβλήθηκε ως λόγος αναίρεσης, με το δικόγραφο της αναίρεσης, ανεξαρτήτως του ότι, είναι μεν από εκείνους οι οποίοι, κατ' εξαίρεση, λαμβάνονται υπόψη από τα δικαστήρια της ουσίας, και χωρίς να προταθούν, όχι όμως και από τον Άρειο Πάγο, ειδικώς δε στην προκειμένη περίπτωση, ο ίδιος ισχυρισμός δεν αφορά τη δημόσια τάξη. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αναιρεσείον, ως ηττώμενο, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, μειωμένα, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ και 281 του ν. 3463/2006 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 7-11-2011, αίτηση του αναιρεσείοντος για την αναίρεση της 5078/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει το αναιρεσείον σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, το οποίο ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η διαδικασία ενώπιον των υπηρεσιακών συμβουλίων και του ΑΣΕΠ δεν αποκλείει το δικαίωμα των εργαζομένων να ζητήσουν, την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας. Ο λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος, αφού με αυτόν δεν αποδίδεται διαγνωστικό σφάλμα, ως προς το αληθινό περιεχόμενο εγγράφου, αλλά σφάλμα, ως προς την εκτίμηση και ερμηνεία του περιεχομένου του. Εφόσον το εφετείο δέχθηκε ότι υπήρξε διαδοχή στο πρόσωπο του εργοδότη από το αναιρεσείον και στη συνέχεια, ότι αυτό δεσμεύεται, ειδικά, ως προς το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας, από τις τελεσίδικες αποφάσεις, που εκδόθηκαν επί αγωγών των εναγόντων κατά του Π.Ο.Δ.Α., του οποίου είναι ειδικός διάδοχος, δεν δέχθηκε, κατά παράβαση του νόμου, ότι υπάρχει δεδικασμένο. Η παράλειψη του δικαστηρίου να αναστείλει τη διαδικασία, λόγω εκκρεμοδικίας δεν συνιστά παράλειψη κήρυξης δικονομικού απαραδέκτου. Ο ισχυρισμός περί παραγραφής αξιώσεων κατά Δήμου, είναι μεν από εκείνους που λαμβάνονται υπόψη από τα δικαστήρια της ουσίας, και χωρίς να προταθούν, όχι όμως και από τον Άρειο Πάγο.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 712/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΔΗΜΟΥ ΑΘΗΝΑΙΩΝ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικού διαδόχου του ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΜΟΥΣΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ" (ΔΑΜΣ), που έδρευε στην Αθήνα και εκπροσωπείτο νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Ευκλείδου. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Ε. του Ι., 2) Α. Μ. του Ν., 3) Α. Α. του Π., 4) Α. Α. του Β., 5) Α. Μ. του Ν., 6) Α. Γ. του Α., 7) Α. Δ. του Π., 8) Β. Δ. του Γ., 9) Β. Κ. του Ν., 10) Β. Σ. του Χ., 11) Β. Γ. του Α., 12) Β. Μ. του Ε., 13) Β. Ν. του Ι., 14) Β. Ι. του Χ., 15) Γ. Π. του Ι., 16) Γ. Μ. του Σ., 17) Γ. Ε. του Κ., 18) Γ. Κ. - Ν. του Θ., 19) Γ. Ι. του Κ., 20) Γ. Μ. του Ν., 21) Γ. Μ. - Ι. του Κ., 22) Γ. Ι. του Μ., 23) Γ. Α. του Ν., 24) Δ. Ε. του Χ., 25) Δ. Β. του Θ., 26) Δ. Α. του Π., 27) Δ. Α. του Π., 28) Δ. Β. του Ε., 29) Ε. Μ. του Ι., 30) Ε. Ι. του Μ., 31) Ζ. Α. του Δ., 32) Ζ. Ε. του Χ., 33) Ζ. Ζ. του Κ., 34) Ζ. Ο. του Μ., 35) Ζ. Γ. του Π., 36) Ζ. Η. του Δ., 37) Η. Ά. του Χ., 38) Θ. Ά. του Γ., 39) Θ. Ε. του Κ., 40) Θ. Κ. του Δ., 41) Ί. Μ. του Γ., 42) Ι. Ν. του Α., 43) Κ. Σ. του Δ., 44) Κ. Α. του Κ., 45) Κ. Π. του Δ., 46) Κ. του Η., 47) Κ. Σ. του Ν., 48) Κ. Π. του Ι., 49) Κ. Α. του Ν. και 50) Κ. Χ. του Δ., όλων κατοίκων … οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Φωτεινή Δερμιτζάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-6-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1744/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5077/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 7-11-2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 25-10-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος υπέβαλε ένσταση, επειδή σύμφωνα με το άρθρο 90 του ν. 2362/1995 περί δημοσίου λογιστικού, σε συνδυασμό με το άρθρο 94 εδ. 3 του ιδίου νόμου και το άρθρο 276 του ν. 3463/2006 "...σε κάθε περίπτωση οι αξιώσεις των αναιρεσιβλήτων για το χρονικό διάστημα από 1-5-2005 έως και 22-7-2005 είναι παραγεγραμμένες, διότι η επίδοση της από 5-6-2007 και με αριθμ. κατάθεσης 136729/2816/2007 αγωγής τους στο τέως ΝΠΔΔ "ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΜΟΥΣΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ" έλαβε χώρα την 23-7-2007, όπως προκύπτει από την από 28-2-2013 βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών … την οποία προσκομίζουμε και επικαλούμαστε και ομολογούν οι αναιρεσίβλητοι στις προτάσεις τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αποτέλεσμα να έχει ήδη επέλθει η παραγραφή των ενδίκων απαιτήσεων για το χρονικό διάστημα από 1-5-2005 έως και 22-7-2005, ένσταση που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως και σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου (άρθρο 94 εδ. 3 Ν. 2362/1995 και άρθρο 304 ΠΔ 410/1995 και ήδη άρθρο 276 ν. 3463/2006)" και ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθεμία δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η διαδικασία ενώπιον των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων και του ΑΣΕΠ δεν αποκλείει το δικαίωμα των εργαζομένων να ζητήσουν, σύμφωνα με τα άρθ. 20, 26, 94 και 95 του Συντάγματος, με αγωγή, παρακάμπτοντας τη διαδικασία αυτή, την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας τους, ότι δηλ. συνδέονται με το Δημόσιο κ.λπ. εξαρχής με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία, ως εισάγουσα διαφορά ιδιωτικού δικαίου, υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (άρθ. 94 Συντ., 1 ν. 1406/1983, 1 ΚΠολΔ). Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 4 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για υπέρβαση της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας (και όχι για έλλειψη καθ' ύλην αρμοδιότητας, όπως φέρεται) είναι αβάσιμος. Με τους δεύτερο και τρίτο λόγους αναίρεσης, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου των, προβάλλονται αιτιάσεις, αντίστοιχα, από τους αρ. 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι 1) το Εφετείο δεν διέλαβε στην απόφασή του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την κρίση ότι το αναιρεσείον είναι ειδικός διάδοχος του αρχικού εργοδότη των αναιρεσίβλητων και 2) παραμόρφωσε το περιεχόμενο της, από 3-6-2003, απόφασης του ΔΣ του Π.Ο.Δ.Α. Όμως, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο διέλαβε σ' αυτήν, μεταξύ των άλλων και ότι "οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Πολιτισμικός Οργανισμός του Δήμου Αθηναίων" (Π.Ο.Δ.Α.), προκειμένου να εργασθούν ως μουσικοί στη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων με έγγραφες (τυπικές) συμβάσεις έργου, ετήσιας διάρκειας, που μετά τη λήξη τους ανανεώνονταν διαδοχικώς. Στη συνέχεια, με την από 3-6-2003 απόφαση του Δ.Σ. του Π.Ο.Δ.Α., μεταφέρθηκαν στο εναγόμενο, χωρίς να διακοπεί η ενότητα και η συνέχεια της εργασιακής τους σχέσης. Οι ως άνω συμβάσεις εξακολουθούσαν να ισχύουν, ανανεούµενες, με τη συναίνεση του εναγομένου, έως το χρόνο άσκησης της αγωγής τους, αμειβόμενοι οι ενάγοντες με δελτία παροχής υπηρεσιών". Με τις παραδοχές αυτές αιτιολογείται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, η κρίση του δικαστηρίου, ότι το αναιρεσείον είναι ειδικός διάδοχος του αρχικού εργοδότη των αναιρεσίβλητων και συνεπώς, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, ο τρίτος λόγος είναι απαράδεκτος, αφού με αυτόν δεν αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση διαγνωστικό σφάλμα, ως προς το αληθινό περιεχόμενο της, από 3-6-2003, απόφασης του ΔΣ του Π.Ο.Δ.Α., δηλαδή λάθος κατά την ανάγνωσή της, αλλά σφάλμα, ως προς την εκτίμηση και ερμηνεία του περιεχομένου της. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 16 εδάφ. α' ΚΠολΔ, που ορίζει ότι λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε, ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, προκύπτει, ότι ο λόγος αυτός προϋποθέτει, ότι το δικαστήριο ερεύνησε περί της συνδρομής των προϋποθέσεων του δεδικασμένου και, ακολούθως, δέχθηκε την ύπαρξη ή μη ύπαρξη αυτού. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι δεδικασμένο παράγεται από την τελεσιδικία της απόφασης, ανεξάρτητα από το είδος της παρεχόμενης έννομης προστασίας. Η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενό της ή το υπερέβη ή απομακρύνθηκε από αυτό, αφού δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένη απόφαση (Ολ.ΑΠ 1/2005). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 324 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, προκύπτει, ότι το δεδικασμένο προϋποθέτει ταυτότητα αντικειμένου, στο οποίο αναφέρεται το κριθέν και υπό κρίση δικαίωμα, καθώς και ταυτότητα της ιστορικής και νομικής αιτίας. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 225 παρ. 1 και 2 και 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η μεταβίβαση του αντικειμένου της δίκης, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης αυτής, ο ειδικός δε διάδοχος του διαδίκου, που έγινε όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος της, είτε με βάση σύμβαση, είτε από το νόμο, είτε με πολιτειακή βούληση, δεν αποκτά μεν την ιδιότητα του διαδίκου, δικαιούμενος να ασκήσει παρέμβαση, δεσμεύεται όμως από το δεδικασμένο που παράγεται από την τελεσίδικη απόφαση, που εκδόθηκε στη δίκη εκείνη. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2) επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την, από 5-6-2007, αγωγή τους οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν, ότι δυνάμει διαδοχικά ανανεούμενων συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, που χαρακτηρίζονταν ως συμβάσεις έργου, προσλήφθηκαν από το Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Πολιτισμικός Οργανισμός του Δήμου Αθηναίων", προκειμένου να εργασθούν ως μουσικοί στη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων, στη συνέχεια δε, με την από 3-6-2003 απόφαση του Δ.Σ. του Π.Ο.Δ.Α., μεταφέρθηκαν στο εναγόμενο χωρίς να διακοπεί η ενότητα και η συνέχεια της εργασιακής τους σχέσης, αμειβόμενοι με δελτία παροχής υπηρεσιών. Περαιτέρω, ισχυρίσθηκαν ότι η συνεχής, κατά τα άνω, κατάρτιση των εν λόγω συµβάσεών τους ως ορισµένου χρόνου, αλλά και ο προαναφερθείς χαρακτηρισµός τους ως συμβάσεων έργου, γίνονταν παράνοµα και καταχρηστικά, αφού αντιστρατεύονταν την ισχύουσα κείµενη νοµοθεσία και αποσκοπούσαν στην καταστρατήγηση, εκ μέρους του εργοδότη τους, των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, που αφορούν την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και των κάθε είδους δικαιωμάτων τους, που απορρέουν από αυτήν, όπως κρίθηκε τελεσιδίκως με αποφάσεις των δικαστηρίων, με βάση δε τα παραπάνω ζήτησαν να τους επιδικαστούν οι αναφερόμενες στην αγωγή μισθολογικές διαφορές. Με τις αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών 1126/2007 ως προς τους δέκατο τρίτο και τριακοστό έκτο, 1128/2007 ως προς τους τέταρτο, έβδομο, εικοστό τέταρτο, εικοστό έβδομο, τριακοστό πρώτο, τεσσαρακοστό, τεσσαρακοστή ένατη, 1129/2007 ως προς τους πρώτο, δέκατο, δωδέκατη, δέκατη τέταρτη, εικοστό, εικοστό δεύτερο, εικοστό τρίτο, εικοστό έκτο, τριακοστή τρίτη, τριακοστό τέταρτο, τριακοστή όγδοη, τεσσαρακοστή πρώτη, τεσσαρακοστό δεύτερο, τεσσαρακοστή τέταρτη, τεσσαρακοστή έκτη, τεσσαρακοστή έβδομη, τεσσαρακοστό όγδοο, πεντηκοστό, και 1130/2007 ως προς τους τρίτο, εικοστό πέμπτο, τριακοστό, τεσσαρακοστό τρίτο και τεσσαρακοστό πέμπτο κρίθηκε, τελεσιδίκως, µε δύναµη δεδικασμένου, ότι οι ως άνω συµβάσεις στην πραγματικότητα υπέκρυπταν συµβάσεις εξαρτημένης εργασίας και δη αορίστου χρόνου, αφού κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου εργοδότη τους. Ειδικότερα, ότι οι προαναφερόμενοι ενάγοντες παρείχαν τις υπηρεσίες τους, απασχολούμενοι διαρκώς και αδιαλείπτως, στις πραγματοποιούμενες από το τότε εναγόμενο (Π.Ο.Δ.Α.), τακτικές και έκτακτες συναυλίες, αλλά και στην προετοιμασία τους, ως μέλη της Συμφωνικής Ορχήστρας του, η οποία δημιουργήθηκε το έτος 1996, ενώ από το 1999 διευρύνθηκε και σχηματίστηκαν πέντε συνολικά µουσικά σχήματα. Ότι στόχος της δημιουργίας των ανωτέρω μουσικών συνόλων ήταν να παράσχουν κατά τρόπο, σταθερό, πολιτιστικό και εκπαιδευτικό έργο, συμβάλλοντας στη βελτίωση του πολιτιστικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής των δηµοτών του Δήµου Αθηναίων. Ότι τα σύνολα αυτά είχαν σταθερή παρουσία στα µουσικά δρώµενα του Δήµου Αθηναίων, αφού πραγματοποιούσαν περισσότερες από δύο συναυλίες κάθε µήνα. Ότι ο τακτικός προγραμματισμός αυτών αποφασιζόταν από τον Πρόεδρο του εναγοµένου και τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή, οι οποίοι καθόριζαν τα προς εκτέλεση έργα ως και τον τόπο και χρόνο των συναυλιών όλων των µουσικών συνόλων. Ότι, προκειµένου οι ενάγοντες, όπως και οι άλλοι µουσικοί, να ανταπεξέρχονται στις συναυλίες που υποχρεούντο να συμμετάσχουν, πραγματοποιούσαν καθημερινές δοκιµές - πρόβες σε καθορισµένο ωράριο, που είχε ορίσει η διοίκηση του εναγοµένου και η καθημερινή τους απασχόληση ελεγχόταν µέσω τήρησης από το εναγόµενο σχετικού παρουσιολογίου. Ότι οι τακτικές αυτές πρόβες ήταν απόρροια της επαγγελµατικής ετοιμότητας, που υποχρεούντο να επιδεικνύουν προς το εναγόµενο, εφόσον αυτό καθόριζε το πρόγραµµα των µουσικών εκδηλώσεων. Το γεγονός ότι για την µισθοδοσία των εναγόντων εκδίδονταν, από το εναγόµενο δελτία παροχής υπηρεσιών, στα οποία πολλές φορές αντιστοιχούσαν σε µισθούς δύο, τριών ή και περισσότερων µηνών, ανάλογα µε τις σχετικές πιστώσεις, που κάθε φορά εγκρίνονταν µε αποφάσεις του διοικητικού του συμβουλίου, δεν αποτελεί κριτήριο ώστε να κριθούν οι επίδικες συµβάσεις ως συµβάσεις ανάθεσης έργου, ούτε ο χαρακτηρισµός τους από τα συμβαλλόμενα µέρη ως συµβάσεων έργου ή ανάθεσης εργασίας κατ' αποκοπήν. Ότι το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), με την 1326/18-11-2005 απόφασή του, αποφάνθηκε ότι ορθώς έκρινε το Υπηρεσιακό Συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων με το 9 πρακτικό, σε απάντηση του 235/288/04 εγγράφου του Δ.Α.Μ.Σ., ότι οι αναφερόμενοι σ' αυτό 160 υπάλληλοι (µεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες) πληρούν όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του Π.δ. 164/2004 για την κατάταξή τους σε θέσεις ιδιωτικού δικαίου αόριστου χρόνου. Και τέλος, ότι, σύµφωνα µε το άρθρο 1 παρ. 9 ν. 3320/2005, ο χρόνος των συµβάσεων µίσθωσης έργου, µε βάση τις οποίες οι ενάγοντες απασχολήθηκαν, λογίζεται ότι έχει διανυθεί µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Συνεπώς, εφόσον το Εφετείο δέχθηκε ότι υπήρξε διαδοχή στο πρόσωπο του εργοδότη από το αναιρεσείον και στη συνέχεια, ότι αυτό δεσμεύεται, ειδικά, ως προς το χαρακτηρισμό των επίδικων συμβάσεων εργασίας, από τις παραπάνω τελεσίδικες αποφάσεις, που εκδόθηκαν επί αγωγών των εναγόντων αυτών κατά του Π.Ο.Δ.Α., του οποίου είναι ειδικός διάδοχος, δεν δέχθηκε, κατά παράβαση του νόμου, ότι υπάρχει δεδικασμένο, και ο, αληθώς, από τον αρ. 16 (και όχι 19, όπως, εσφαλμένα, επικαλείται το αναιρεσείον), τέταρτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλει, ότι, απαραδέκτως, το Εφετείο δέχθηκε ότι δεσμεύεται από το δεδικασμένο των παραπάνω αποφάσεων, είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ υπάρχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο. Επί παράλειψης κήρυξης προσωρινού απαραδέκτου, όπως είναι το απαράδεκτο της συζήτησης ή της αναβολής της ή της αναστολής της διαδικασίας, ο λόγος αυτός στοιχειοθετείται όταν το απαράδεκτο αυτό επιβάλλεται από το νόμο προς κατοχύρωση του αποτελέσματος της ακυρότητας άλλης διαδικαστικής πράξης που προηγήθηκε, όπως είναι η ακυρότητα της κλήτευσης, ή (και) προς εξασφάλιση της άσκησης δικονομικού δικαιώματος, όπως είναι πρωτίστως το θεμελιώδες δικονομικό δικαίωμα της υπεράσπισης (Ολ.ΑΠ 12/2000). Επομένως η παρά το νόμο παράλειψη του δικαστηρίου να αναστείλει τη διαδικασία, λόγω εκκρεμοδικίας (άρθρ. 222 ΚΠολΔ), δεν συνιστά παράλειψη κήρυξης δικονομικού απαραδέκτου, με την έννοια της διάταξης του αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού η αναστολή αυτή επιβάλλεται από το νόμο χάριν οικονομίας χρόνου και δαπάνης, καθώς και προς αποφυγήν έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, ενδεχόμενο όμως που αντιμετωπίζεται από το νόμο με την καθιέρωση λόγου αναψηλάφησης για την τελευταία απόφαση (άρθρα 544 παρ. 1 και 549 παρ. 2 ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια, ο πέμπτος, αληθώς από τον αρ. 14 (και όχι 1, όπως εσφαλμένα επικαλείται το αναιρεσείον) του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο, προβάλλεται ότι το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν κήρυξε την προταθείσα ακυρότητα εκδίκασης της παραπάνω ένδικης αγωγής των εναγόντων, ενόψει της εκκρεμοδικίας που υφίστατο από την ασκηθείσα από 25-8-2004 και με αριθ. 3702/2004 αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατά του αναιρεσείοντος και του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων, που έχει την ίδια ιστορική και νομική αιτία με την αγωγή του και επί της οποίας είχε εκδοθεί η 2207/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και δεν ανέβαλε την εκδίκαση της αγωγής, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση επί των επικαλουμένων, με το αναιρετήριο, ειδικότερα, αγωγών είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω ο έκτος, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους παραπάνω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, από τις διατάξεις των άρθρων 222 και 249 ΚΠολΔ, περί εκκρεμοδικίας και αναβολής της εκδίκασης της αγωγής, που επαναφέρθηκαν με λόγους έφεσης, είναι αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, το Εφετείο έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς αυτούς και τους αντίστοιχους λόγους έφεσης και τους απέρριψε. Με τον έβδομο λόγο αναίρεσης, το αναιρεσείον προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη των ουσιωδών και αυτοτελών ισχυρισμών του, για την απόσβεση της απαίτησης των αναιρεσίβλητων, με συμψηφισμό και εξόφληση αυτής και ακόμη ότι δεν έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς αυτούς. Όμως, όπως προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου, τούτο, ερευνώντας τον αντίστοιχο λόγο έφεσης, δέχθηκε ότι "ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση η ένσταση περί εξοφλήσεως και συμψηφισμού των αναφερομένων χρηματικών ποσών, που επιδικάσθηκαν προσωρινώς, με την 4992/2005 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών (ασφαλιστικών µέτρων), καθόσον δεν αναφέρεται το χρονικό διάστηµα, στο οποίο αφορούν οι εν λόγω καταβολές". Εφόσον, όμως, οι σχετικές ενστάσεις, απορρίφθηκαν ως αόριστες, δίχως δηλαδή να εκδοθεί αποδεικτικό πόρισμα, ο παραπάνω λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Αβάσιμος δε είναι ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το μέρος του με το οποίο προβάλλονται αιτιάσεις από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς αυτούς και τους απέρριψε. Τέλος, κατά το υπόλοιπο μέρος του, με το οποίο προβάλλεται πλημμέλεια από τον αρ. 19 είναι απαράδεκτος, διότι, δεν προσδιορίζεται η συγκεκριμένη πλημμέλεια. Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την απόφαση και γ) ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή αποτελεί εκδήλωση της αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση τα πραγματικά γεγονότα και τους ισχυρισμούς που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου από τους διαδίκους και γι' αυτό ακριβώς νέοι ισχυρισμοί, έστω και επιγενόμενοι, δεν μπορούν να προταθούν, ούτε για τη θεμελίωση των λόγων αναίρεσης, ούτε για την απόκρουσή τους, αν δεν συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες εξαιρέσεις. Εξάλλου, η έννοια της δημόσιας τάξης περιλαμβάνει τους κανόνες με τους οποίους η Ελληνική Πολιτεία προστατεύει θεμελιώδεις αξίες και αντιλήψεις του έννομου βίου, πολιτειακές, ηθικές, οικονομικές ή κοινωνικές, η προσβολή των οποίων δεν είναι ανεκτή από την κρατούσα στη Χώρα γενική περί δικαίου συνείδηση. Οι ισχυρισμοί δε, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίως και δημόσιας τάξης. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της αναίρεσης, το αναιρεσείον, ζήτησε, με δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, με την επίκληση, ότι η ένδικη αξίωση των αναιρεσίβλητων, παρεγράφη κατ' άρθρο 90 ν. 2362/1995, εφόσον παρήλθε διετία από τότε που γεννήθηκε μέχρι την άσκηση της αγωγής, προκειμένου δε να θεμελιώσει το παραδεκτό του, για πρώτη φορά, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προταθέντος ισχυρισμού, επικαλείται ότι ο καταλυτικός της αξίωσης των αναιρεσίβλητων ισχυρισμός του, περί παραγραφής, στη συγκεκριμένη περίπτωση, λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από τα δικαστήρια και αφορά τη δημόσια τάξη. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός είναι απαράδεκτος, προεχόντως, διότι δεν προβλήθηκε ως λόγος αναίρεσης, με το δικόγραφο της αναίρεσης, ανεξαρτήτως του ότι, είναι μεν από εκείνους οι οποίοι, κατ' εξαίρεση, λαμβάνονται υπόψη από τα δικαστήρια της ουσίας, και χωρίς να προταθούν, όχι όμως και από τον Άρειο Πάγο, ειδικώς δε στην προκειμένη περίπτωση, ο ίδιος ισχυρισμός δεν αφορά τη δημόσια τάξη. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί το αναιρεσείον, ως ηττώμενο, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, μειωμένα, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ και 281 του ν. 3463/2006 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 7-11-2011, αίτηση του αναιρεσείοντος για την αναίρεση της 5077/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει το αναιρεσείον σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, το οποίο ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η διαδικασία ενώπιον των υπηρεσιακών συμβουλίων και του ΑΣΕΠ δεν αποκλείει το δικαίωμα των εργαζομένων να ζητήσουν, την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας. Ο λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος, αφού με αυτόν δεν αποδίδεται διαγνωστικό σφάλμα, ως προς το αληθινό περιεχόμενο εγγράφου, αλλά σφάλμα, ως προς την εκτίμηση και ερμηνεία του περιεχομένου του. Εφόσον το εφετείο δέχθηκε ότι υπήρξε διαδοχή στο πρόσωπο του εργοδότη από το αναιρεσείον και στη συνέχεια, ότι αυτό δεσμεύεται, ειδικά, ως προς το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας, από τις τελεσίδικες αποφάσεις, που εκδόθηκαν επί αγωγών των εναγόντων κατά του Π.Ο.Δ.Α., του οποίου είναι ειδικός διάδοχος, δεν δέχθηκε, κατά παράβαση του νόμου, ότι υπάρχει δεδικασμένο. Η παράλειψη του δικαστηρίου να αναστείλει τη διαδικασία, λόγω εκκρεμοδικίας δεν συνιστά παράλειψη κήρυξης δικονομικού απαραδέκτου. Ο ισχυρισμός περί παραγραφής αξιώσεων κατά Δήμου, είναι μεν από εκείνους που λαμβάνονται υπόψη από τα δικαστήρια της ουσίας, και χωρίς να προταθούν, όχι όμως και από τον Άρειο Πάγο.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 691/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Δήμου Ηγουμενίτσας, που έχει έδρα την Ηγουμενίτσα και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης και Αποχέτευσης Ηγουμενίτσας" (Δ.Ε.Υ.Α.Η.) που έχει έδρα την Ηγουμενίτσα και εκπροσωπείται νόμιμα, τα οποία εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Πατρικουνάκο. Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "Σώμα Ελλήνων Προσκόπων" (ΣΕΠ) και έδρα την Αθήνα, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ιακώβου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/7/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσπρωτίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 96/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 108/2010 του Εφετείου Κέρκυρας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν τα αναιρεσείοντα νομικά πρόσωπα με την από 14/7/2010 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 8/11/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Δημάδη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ενδίκου αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά την έννοια του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλειπείς και αντιφατικές ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 12-13/1995). Για να είναι, όμως, ορισμένος και άρα παραδεκτός ο από την ανωτέρω διάταξη προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως, πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 559 αρ. 19 και 566 του ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο αναιρετήριο το ζήτημα, η επιρροή που ασκεί στην έκβαση της δίκης και οι αιτιολογίες που λείπουν, ή σε τι συνίσταται η αντιφατικότητα. Σε κάθε δε περίπτωση πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο οι ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, υπό τις οποίες και συντελέσθηκε η εκ πλαγίου παραβίαση της ουσιαστικής διατάξεως (Ολ.ΑΠ 32/1996). Στην προκείμενη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος, προβάλλεται ως αναιρετικός λόγος η εκ πλαγίου παραβίαση της ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 281 του ΑΚ, διότι το Εφετείο κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε την ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του επίδικου δικαιώματος ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως, στον οποίο δεν γίνεται καμία αναφορά, έστω και συνοπτικώς, στις πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως υπό τις οποίες συντελέστηκε η άνω παραβίαση, ούτε και σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντιφατικότητα στις αιτιολογίες, πληττομένης μόνον, υπό την επίκληση της εκ πλαγίου παραβιάσεως της εν λόγω ουσιαστικής διατάξεως της περί των πραγμάτων αναιρετικώς ανελέγκτου κρίσεως του Εφετείου, είναι απαράδεκτος και απορριπτέος. Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" δε κατά την έννοια του νόμου θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση (και συνεπώς θεμελιώνουν το αίτημα) αγωγής, ανταγωγής κυρίας παρεμβάσεως, ενστάσεως ή αντενστάσεως (Ολ.ΑΠ 3/1997). Συνεπώς δεν είναι πράγματα με την πιο πάνω έννοια, η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ανακοπής κ.λ.π. ή τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 469/1984), ενώ αντιθέτως, αποτελούν "πράγματα" οι λόγοι εφέσεως και αντεφέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως (Ολ.ΑΠ. 11/1996). Δεν στοιχειοθετείται, όμως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως εάν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό η ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ. 25/2003). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση για παραβίαση του άρθρου 559 αρ. 8 περ. β' ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τους πρωτοδίκως προταθέντες και με λόγο εφέσεως επαναφερθέντες στο Εφετείο υπό των αναιρεσειόντων εναγομένων ισχυρισμούς, α) περί ιδίας κυριότητος επί του επιδίκου, κτηθείσας με έκτακτη χρησικτησία, β) περί της εικοσαετούς παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής του αναιρεσιβλήτου. Όπως, όμως, προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε, έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς αυτούς, τους οποίους απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβασίμους. Επομένως, ο άνω λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος, πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 8 περ. β' του ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, που απέρριψε την προταθείσα από τους αναιρεσείοντες ένσταση της καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος, δεν έλαβε υπόψη του περιστατικά που αυτοί επικαλέσθηκαν προς θεμελίωση της εν λόγω ενστάσεως και ειδικότερα την μακροχρόνια αδράνεια του αναιρεσιβλήτου να ασκήσει το επίδικο δικαίωμα, και τις δαπάνες στις οποίες αυτοί υπεβλήθησαν για την ανακαίνιση του επιδίκου. Όπως, όμως, προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση το Εφετείο, κρίνοντας αποφατικώς περί της βασιμότητος της εν λόγω ενστάσεως, έλαβε υπόψη του και τα ανωτέρω στοιχεία. Επομένως, ο λόγος αυτός αναιρέσεως (δεύτερος, δεύτερο μέρος), είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες (Δήμος και Δημοτική Επιχείρηση με κοινή υπεράσπιση), λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, μειωμένα όμως κατ' άρθρο 281 παρ. 2 του Ν. 3463/2006, όπως στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 14-7-2010 αίτηση των Δήμου Ηγουμενίτσας κ.λ.π. για αναίρεση της 108/2010 αποφάσεως του Εφετείου Κερκύρας. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγος από 19 – Απορρίπτεται ως αόριστος αφού δεν αναφέρει τις ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου υπό τις οποίες συντελέστηκε η παραβίαση της ουσιαστικής διατάξεως. Ούτε αναφέρεται το κρίσιμο ζήτημα, η επιρροή που ασκεί και οι αιτιολογίες που λείπουν, ούτε σε τι συνίστανται ή αντιφατικότητα. Λόγος από 8β – Απορρίπτει αφού το Εφετείο έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς.
Κυριότητα
Αγωγή διεκδικητική, Κυριότητα.
0
Αριθμός 690/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων - καθών η κλήση: 1) Λ. Κ. χήρας Η., κατοίκου ..., 2) Ε. Ν. συζ. Γ., το γένος Η. Κ., κατοίκου ..., 3) Π. Κ. του Η., κατοίκων ..., ως κληρονόμοι του αρχικού αποβιώσαντος διαδίκου Η. Ν. Κ., 4) Λ. Κ. χήρας Κ., κατοίκου ..., 5) Π. Κ. συζ. Κ., το γένος Κ. Κ., κατοίκου ..., 6) Θ. Σ. συζ. Γ., το γένος Κ. Κ., κατοίκου ... και 7)Ε. Κ. του Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Γραμματικάκη. Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: 1) Ζ. Τ. συζ. Θ., 2) Θ. Τ. του Ν., 3) Ν. Τ. του Θ., 4) Γ. Τ. του Θ. και 5) Π. Τ. του Θ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Απόστολο Γεροντίδη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/4/2001 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σπάρτης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 231/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 509/2003 του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 20/5/2004 αίτηση και τους από 10/1/2008 πρόσθετους λόγους, επί των οποίων εκδόθηκε η 1330/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρουν οι καλούντες με την από 28/12/2009 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 6/2/2008 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Μίμη Γραμματικούδη, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι των Η. Κ., κλπ, για αναίρεση της 509/2005 απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω αντιφατικών ή ανεπαρκών αιτιολογιών, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, δεν προκύπτουν, κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά ,τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάσθηκε ή όχι ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος, στο οποίο στηρίζεται το διατακτικό της απόφασης. Ως ζητήματα δε που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, των οποίων η αιτιολόγηση κατά τρόπο αντιφατικό ή ανεπαρκή, στερεί από νόμιμη βάση την απόφαση, νοούνται οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όπως είναι και τα αναγκαία, κατά νόμο, περιστατικά, προς στήριξη της αγωγής ή κάποιας νόμιμης ένστασης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Εφετείο, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, αναφορικώς με την ένδικη αναγνωριστική και διεκδικητική κυριότητας ακινήτων αγωγή των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων, η οποία ως βάση της είχε την κτήση της κυριότητας των επίδικων ακινήτων από τους ενάγοντες, με παράγωγο τρόπο, ήτοι από κληρονομία της κατά το έτος 1945 αποβιώσασας απώτερης δικαιοπαρόχου αυτών Π. συζ. Ν. Κ., κυρίας τούτων με έκτακτη χρησικτησία, και πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ότι δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη από τους ενάγοντες συγκυριότητά τους επί των επίδικων και στην πληττόμενη απόφαση περιγραφόμενων είκοσι πέντε ακινήτων, τα πρώτα 17 των οποίων βρίσκονται στην κτηματική περιφέρεια της πρώην Κοινότητας Βαρβίτσας και ήδη Δήμου Οινούντος Λακωνίας, τα δε υπόλοιπα στην κτηματική περιφέρεια της πρώην Κοινότητας Σκούρας ήδη Δήμου Θεραπνών Λακωνίας, Ειδικότερα, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι, δεν αποδείχθηκε, όπως οι ενάγοντες με την αγωγή τους ισχυρίσθηκαν, ότι τα ακίνητα αυτά περιήλθαν κατά κυριότητα, με έκτακτη χρησικτησία, στην αποβιώσασα στις 24-1-1945 απώτερη δικαιοπάροχο αυτών Π. συζ. Ν. Κ., και, μετά τον θάνατό αυτής, στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της (απώτερους και άμεσους δικαιοπαρόχους των εναγόντων), ήτοι στον σύζυγό της Νικόλαο, κατά ποσοστό 8/32 εξ αδιαιρέτου, και στα τέκνα της Θ., Κ., Ε., Π., Ι., Μ., Χ. και Η., κατά ποσοστό 3/32 εξ αδιαιρέτου, διότι οι ενάγοντες δεν προσκόμισαν καμία πειστική απόδειξη για άσκηση από μέρους των άμεσων και απώτερων δικαιοπαρόχων τους οποιασδήποτε πράξης νομής στα επίδικα ακίνητα. Αντίθετα, δέθηκε το Εφετείο, ότι από τα επίδικα ακίνητα, τα περιγραφόμενα στην απόφαση με αριθ. 1, 2, 4, 6, 7, 8, 11, 16, 18, 19, 21 και 23 περιήλθαν κατά κυριότητα στις δικαιοπαρόχους των εναγομένων, Μ. και Χ. Ν. Κ., με το .../22-8-1969 δωρητήριο συμβόλαιο του αναφερομένου συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, από τον Α. Π., κύριο τούτων με έκτακτη χρησικτησία, διότι τα νεμήθηκε με διάνοια κυρίου, ασκώντας σ' αυτά τις αναφερόμενες στην πληττόμενη απόφαση διακατοχικές πράξεις συνεχώς επί χρόνο μεγαλύτερο της εικοσαετίας αναδρομικώς από τη σύνταξη του ως άνω δωρητηρίου συμβολαίου, τα δε υπόλοιπα ακίνητα απέκτησαν αυτές κατά συγκυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον τα νεμήθηκαν με διάνοια κυρίων συνεχώς επί χρόνο μεγαλύτερο της εικοσαετίας αναδρομικώς από τον θάνατό τους, με την άσκηση των αναφερόμενων στην απόφαση διακατοχικών πράξεων. Στους εναγομένους περιήλθαν τα ακίνητα αυτά, κατ' ισομοιρία εξ αδιαιρέτου, από κληρονομία των ανωτέρω συγκυρίων Μ. και Χ. Κ., με τις ... και .../2-4-1989 δημόσιες διαθήκες εκείνων, που δημοσιεύθηκαν νόμιμα, στις 2-9-1994 και 2-9-2000, αντίστοιχα, τις οποίες και νόμιμα αποδέχθηκαν αυτοί, οι οποίοι έκτοτε ασκούσαν συνεχώς τις επίσης αναφερόμενες στην απόφαση πράξεις νομής επ' αυτών με διάνοια κυρίων, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, έκρινε ως ουσιαστικώς αβάσιμη την ένδικη αγωγή, κατά το μέρος που αφορούσε τα ως άνω ακίνητα, απέρριψε την έφεση των εναγόντων και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που έκρινε ομοίως. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της μη άσκησης πράξεων νομής επί των επίδικων ακινήτων από την απώτερη και τους άμεσους δικαιοπαρόχους των εναγόντων, συνακόλουθα και της μη απόκτησης της κυριότητας τούτων με έκτακτη χρησικτησία, ακολούθως δε και με κληρονομική διαδοχή από τους ίδιους, όπως με την ένδικη αγωγή τους προέβαλαν, οι οποίες αιτιολογίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της μη συνδρομής των όρων των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, ήτοι των άρθρων 974, 1041, 1045, 1051, 1094, 1710, 1813επ, ΑΚ, 51 ΕισΝΑΚ, και ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14) ν. 2 Παρ. 20 Πανδ. (41.4) ν. 6 παρ. Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 (Πανδ. 18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος βυζαντορρωμαϊκού δικαίου, που ορθώς δεν εφαρμόσθηκαν από το Δικαστήριο της ουσίας. Επομένως, ο τρίτος κύριος λόγος, πρώτο μέρος, και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος, πρώτο μέρος, αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδεται έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω έλλειψης αιτιολογιών ως προς το ως άνω ουσιώδες ζήτημα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Οι ίδιοι λόγοι,, κατά το δεύτερο μέρος τους, από την ίδια ως άνω διάταξη, με τους οποίους προβάλλονται αιτιάσεις κατά της πληττόμενη απόφασης, για έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ελλειπών, ασαφών και αντιφατικών αιτιολογιών, ως προς την απόκτηση της κυριότητας των επίδικων ακινήτων από τους εναγομένους και τους ανωτέρω αναφερόμενους δικαιοπαρόχους αυτών, και συγκεκριμένα διότι δεν αναφέρεται στην απόφαση, ο χρόνος έναρξης και συμπλήρωσης του χρόνου της έκτακτης χρησικτησίας του απώτερου δικαιοπαρόχου των εναγομένων Α. Π., καθώς και των άμεσων δικαιοπαρόχων αυτών Μ. και Χ. Κ., εις βάρος ποίου συντελέσθηκε η έκτακτη χρησικτησία, αν δηλαδή συντελέσθηκαν εις βάρος των ιδίων των εναγόντων, των οποίων απώτερος δικαιοπάροχος ήταν ο Α. Π., στον οποίο ανήκαν τα ακίνητα, και, επομένως, απαιτείτο προηγούμενη γνωστοποίηση της πρόθεσής τους να νέμονται ολόκληρα τα επίδικα για δικό τους λογαριασμό, ο τίτλος κυριότητας του δωρητή Α. Π., για τον οποίο η πληττόμενη απόφαση δέχθηκε έκτακτη χρησικτησία, ενώ ο ίδιος στο .../22-8-1969 δωρητήριο συμβόλαιο αναφέρει ως τίτλο κυριότητας αυτού, κληρονομία του εξ αδιαθέτου θανόντος πατέρα του Α. Π., ο τίτλος κυριότητας των λοιπών επίδικων ακινήτων, αν δηλαδή αυτά ήταν κληρονομιαία και περιήλθαν στις ανωτέρω άμεσες δικαιοπαρόχους των εναγομένων Μ. και Χ. Κ., από άτυπη διανομή μεταξύ των πρωτεξαδέλφων συγκληρονόμων τους, πρέπει να απορριφθούν, ως αλυσιτελείς, διότι πλήττουν αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης που εκφέρεται εκ περισσού, αφού η κύρια αιτιολογία της απόφασης, η οποία στηρίζει το διατακτικό της, είναι εκείνη που αναφέρεται στο ουσιώδες ζήτημα, το οποίο ήταν θεμελιωτικό της ένδικης αγωγής, δηλαδή της μη απόκτησης της κυριότητας των επίδικων ακινήτων, με έκτακτη χρησικτησία, από την απώτερη δικαιοπάροχο των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων Π. σύζ. Ν. Κ., καθώς και, μετά τον θάνατό της, από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους αυτής (απώτερους και άμεσους δικαιοπαρόχους των εναγόντων), συνακόλουθα δε και από τους τελευταίους, ως προς το οποίο η πληττόμενη απόφαση περιέχει, όπως ήδη εκτέθηκε, πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες. Με την ίδια αιτιολογία πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 1044, 1045 ΑΚ, διότι με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι ο ανωτέρω απώτερος δικαιοπάροχος των εναγομένων Α. Π. έγινε κύριος των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία, χωρίς να προσδιορίζεται συγκεκριμένα ο χρόνος έναρξης και πέρατος της χρησικτησίας του αυτής. Ο τρίτος κύριος λόγος αναίρεσης, τρίτο μέρος, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση έλλειψη νόμιμης βάσης, διότι δέχθηκε την μη άσκηση διακατοχικών πράξεων από την ανωτέρω απώτερη δικαιοπάροχο των εναγόντων Π. συζ. Ν. Κ., παρόλο ότι, από τα αναφερόμενα στον λόγο αυτό αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι τα επίδικα ακίνητα ανήκαν στον Α. Π., πατέρα αυτής, η οποία ήταν αδελφή του Α. Π. και μητέρα των Μ. και Χ. Ν. Κ., και ότι αυτή, μετά τον θάνατο του πατέρα της, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος εκείνου, αναμείχθηκε στην κληρονομία του και απέκτησε τη νομή των κληρονομιαίων, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, διότι υπό την επίκληση των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων πλήττεται η εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας πραγματικών γεγονότων, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (άρθρ.561 παρ. 1ΚΠολΔ). Επειδή, για την ίδρυση του από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. α', β' ΚΠολΔ. προβλεπόμενου λόγου αναίρεσης, πρέπει το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο να έλαβε ή να μη έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως τέτοια δε νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όπως και οι λόγοι έφεσης. Δεν αποτελούν όμως πράγματα, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, και επομένως δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν ληφθούν ή δεν ληφθούν υπόψη, η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ανταγωγής ή ένστασης, τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση αποδείξεων. Επίσης δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης, για την παρά το νόμο μη λήψη πραγμάτων από το δικαστήριο, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τα "πράγματα" που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και τα απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, γιατί η απόρριψη αυτή σημαίνει ότι ο ισχυρισμός έχει ληφθεί υπόψη ανεξάρτητα αν δεν έγινε δεκτός. Στην κρινόμενη υπόθεση, με τον τρίτο πρόσθετο λόγο, πρώτο μέρος, αποδίδεται η πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τους αγωγικούς ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, για την απόκτηση της κυριότητας των επιδίκων ακινήτων από τους δικαιοπαρόχους τους και από τους ίδιους, για την από μέρους τους άσκηση της νομής επί των είκοσι έξι ακινήτων μέχρι το έτος 2000 και επί είκοσι ένα ακινήτων από το έτος 2000, καθώς και τον λόγο της έφεσής τους για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη όλους τους ανωτέρω ισχυρισμούς και τους λόγους αυτούς της έφεσης, τους οποίους απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Με τον ίδιο λόγο αναίρεσης, δεύτερο μέρος, από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. α' ΚΠολΔ, προβάλλεται η αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν από τους εναγομένους, ήτοι ότι ο απώτερος και οι άμεσοι δικαιοπάροχοι αυτών Α. Π. και Μ. και Χ. Κ. κατέστησαν κύριοι των ανωτέρω αναφερόμενων επίδικων ακινήτων με έκτακτη χρησικτησία. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, προεχόντως διότι οι ανωτέρω παραδοχές αποτελούν συμπεράσματα του δικαστηρίου της ουσίας από την εκτίμηση αποδείξεων και επομένως δεν συνιστούν "πράγματα" κατά την έννοια που εκτέθηκε, ώστε η λήψη αυτών από το Εφετείο να θεμελιώνει τον επικαλούμενο λόγο αναίρεσης. Επειδή, για τη θεμελίωση του από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ προβλεπόμενου λόγου αναίρεσης, αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό, πρέπει, εκτός των άλλων, αφενός το έγγραφο να αφορά την απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, δηλαδή η κρίση του δικαστηρίου για απόδειξη ή όχι του ισχυρισμού αυτού να είναι επιβλαβής για τον αναιρεσείοντα, ενώ αν το έγγραφο αφορά την απόδειξη επουσιώδους ισχυρισμού, δηλαδή ισχυρισμού που δεν ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος. αφετέρου το έγγραφο που παραμορφώθηκε να χρησιμεύει, σύμφωνα με τα άρθρα 339 και 432 επ. ΚΠολΔ ως αποδεικτικό μέσο, τέτοιο δε δεν θεωρούνται τα πρακτικά του δικαστηρίου που περιέχουν καταθέσεις μαρτύρων. Στην υπόθεση που κρίνεται, με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από την ανωτέρω διάταξη πλημμέλεια της παραμόρφωσης του περιεχομένου του ανωτέρω αναφερόμενου .../1969 δωρητηρίου συμβολαίου, ως προς την υπάρχουσα σ' αυτό δήλωση του δωρητή Α. Π., ότι τα αναφερόμενα σ' αυτό ακίνητα τα έχει, από κληρονομία εξ αδιαθέτου του προ 40 και πλέον ετών αποβιώσαντος πατέρα του Α. Π., του οποίου τυγχάνει μοναδικός κληρονόμος, και όχι, όπως έγινε δεκτό από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι αυτός απέκτησε τα ακίνητα με έκτακτη χρησικτησία. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος, προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι ο ισχυρισμός, ως προς τον τρόπο κτήσης της κυριότητας των επίδικων ακινήτων από τον ανωτέρω απώτερο δικαιοπάροχο των εναγομένων Α. Π., που, με τον λόγο αυτό, φέρεται ότι αφορά το ως άνω δωρητήριο έγγραφο, δεν είναι ουσιώδης για την έκβαση της προκείμενης δίκης, της οποίας ουσιώδες ζήτημα είναι η απόκτηση της κυριότητας των επίδικων ακινήτων, με έκτακτη χρησικτησία, από την απώτερη δικαιοπάροχο των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων Π. συζ. Ν. Κ., καθώς και, μετά τον θάνατο εκείνης, από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους αυτής (απώτερους και άμεσους δικαιοπαρόχους των εναγόντων), συνακόλουθα δε και από τους τελευταίους, και όχι ο τρόπος κτήσης της κυριότητας των επιδίκων από τον απώτερο δικαιοπάροχο των εναγομένων, που εκ περισσού αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, πρώτο μέρος, από την ίδια διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ προβάλλεται ότι το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε τα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στα οποία περιέχεται η ανώμοτη κατάθεση της πρώτης των εναγομένων Ζ. συζ. Θ. Τ., σχετικώς με τα επίδικα ακίνητα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι τα ανωτέρω πρακτικά συνεδρίασης δεν αποτελούν έγγραφα, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, και επομένως δεν ιδρύεται ο επικαλούμενος λόγος αναίρεσης. Επειδή, με τους πρώτο λόγο, δεύτερο μέρος, και τον τέταρτο λόγο, δεύτερο μέρος, αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, επικουρικώς, από το άρθρο 559 αριθ.11 γ' ΚΠολΔ αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του, τα ανωτέρω αναφερόμενα, .../22-8-1969 δωρητήριο συμβόλαιο και τα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στα οποία περιέχεται και η ανώμοτη κατάθεση της πρώτης εναγομένης Ζ. συζ. Θ. Τ.. Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθόσον από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση του Εφετείου, ότι προς σχηματισμό της κρίσης του που εκφέρθηκε με αυτήν λήφθηκαν υπόψη από αυτό, μεταξύ των άλλων, και η ανώμοτη κατάθεση της πρώτης εναγομένης που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και όλα τα έγγραφα που προσκόμισαν με επίκληση οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων ρητώς μνημονεύεται και το ανωτέρω .../22-8-1969 δωρητήριο συμβόλαιο, σε συνδυασμό και προς το όλο περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης, προκύπτει, κατά τρόπο αδιστάκτως βέβαιο, ότι λήφθηκαν υπόψη, από το δικαστήριο της ουσίας, και τα ανωτέρω έγγραφα που αναφέρονται στους λόγους αυτούς αναίρεσης. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης με τους επ' αυτής πρόσθετους λόγους και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20-5-2004 αίτηση και τους από 10-1-2008 πρόσθετους λόγους των αναιρεσειόντων Η. Κ. κ.λ.π. για αναίρεση της 509/2003 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγος από 1 και 19. Απορρίπτονται. Ορθά ερμηνεύτηκαν και εφαρμόστηκαν οι επικαλούμενες διατάξεις και δεν στερείται νόμιμης βάσης. Λόγος από 8 περ. α΄ και β΄ Απορρίπτει. Λόγος από 20 – Απορρίπτει ως απαράδεκτος. Λόγος από 11 περ.γ – Απορρίπτει ως αβάσιμος
Κυριότητα
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική, Κυριότητα.
0
Αριθμός 671/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Α. Φ. του Δ. και 2) Α. Ν. του Χ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Βρόντο, για αναίρεση της υπ' αριθ. 666/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καρδίτσας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 21 Ιανουαρίου 2013 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 150/2013. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι κρινόμενες αιτήσεις, ήτοι, 1) η υπ' αριθ. 1/21.1.2013 της Α. Φ. του Δ. και 2) η υπ' αριθ. 2/24.1.2013 του Α. Ν. του Χ., για αναίρεση της υπ' αριθ. 666/2012 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Κατά το άρθρο 79 παρ.1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται, αντικειμενικά μεν 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή, και 4) έλλειψη αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων στον πληρωτή, οπωσδήποτε κατά το χρόνο εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, δηλαδή της εκδόσεως επιταγής που είναι ακάλυπτη. Ειδικότερα αναφορικά με την υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, μετά την αντικατάσταση της διατάξεως της παρ. 1 του άνω άρθρου 79 με το άρθρο 1 του ν. του 1325/1972, εξέλιπε από αυτό η παλαιότερη πρόβλεψη, η οποία, ενόψει του ότι έκανε λόγο για έκδοση ακάλυπτης επιταγής "εν γνώσει" του δράστη, άφηνε έξω από την περιγραφή της αναγκαίας για την κατάφαση του εγκλήματος υπαιτιότητας του εκδότη τον ενδεχόμενο δόλο. Έτσι, για την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού δεν απαιτείται ο εκδότης να τελεί "εν γνώσει" της ανυπαρξίας διαθεσίμων κεφαλαίων, αλλά αρκεί προς τούτο ότι αυτός θεωρεί την έλλειψη πιθανή και την αποδέχεται. Περαιτέρω, ναι μεν η ανάληψη υποχρεώσεως από επιταγή μπορεί να γίνει και με εκπρόσωπο (άρθρο 11 του Ν. 5960/1933), ο οποίος μπορεί να υπογράψει είτε με το δικό του όνομα, για λογαριασμό όμως του αντιπροσωπευόμενου (εκδότη), οπότε πρόκειται για έμμεση αντιπροσώπευση (άρθρο 6 εδ. β του Ν. 5960/1933), επί της οποίας υποκείμενο της δημιουργούμενης σχέσεως είναι αυτός ο ίδιος ο αντιπρόσωπος, είτε να υπογράψει και με το όνομα του αντιπροσωπευόμενου μόνο ή με το δικό του όνομα και τη δήλωση ότι ενεργεί στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου (εκδότη), οπότε πρόκειται για άμεση αντιπροσώπευση (άρθρο 10 και 11 του Ν. 5960/1933), επί της οποίας υποκείμενο της ιδρυόμενης σχέσεως δεν είναι ο δικαιοπρακτών αντιπρόσωπος, αλλά ο αντιπροσωπευόμενος. Όμως, η ύπαρξη πληρεξουσιότητας προς ενέργεια από τον πληρεξούσιο εμπορικών πράξεων στο όνομα των νομίμων εκπροσώπων εταιρίας, που παρεχώρησαν την πληρεξουσιότητα αυτή, στις οποίες πράξεις περιλαμβάνεται και η έκδοση επιταγής, δεν καλύπτει την παράνομη πράξη της εκδόσεως επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, γιατί αντιπροσώπευση στην αδικοπραξία δεν είναι δυνατή. Στην περίπτωση δε που ο φερόμενος ως αντιπρόσωπος εξέδωσε ακάλυπτη επιταγή, ενέχεται ο ίδιος ως αυτουργός της παράνομης αυτής πράξεως, ο δε εντολέας του ενέχεται ως ηθικός αυτουργός ή συνεργός, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 46 ή 47 του ΠΚ. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται εκ τούτου ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008). Τέλος, η εσφαλμένη ερμηνεία μπορεί να αναφέρεται και σε άλλη διάταξη νόμου η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (Ολ.ΑΠ 3/1998). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καρδίτσας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες εκδόσεως ακαλύπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση από κοινού, πράξη που τέλεσαν με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τους καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, ανασταλείσα, τον καθένα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι: Οι κατηγορούμενοι, Α. Φ. - Κ. και Α. Ν., ήταν ομόρρυθμα μέλη και διαχειριστές της εταιρίας με την επωνυμία ΚΑΜΠΟΣ ΟΕ - Φ. Α. Ν. Α. Ο.Ε.", που είχε έδρα στην Καρδίτσα και αντικείμενο την εμπορία αγροτικών μηχανημάτων. Εν τοις πράγμασι εταίρος και de facto διαχειριστής των εταιρικών υποθέσεων υπήρξε, ωστόσο, ο σύζυγος της πρώτης και πρώτος εξάδελφος του δεύτερου των κατηγορουμένων, Τ. Τ.. Ο τελευταίος είχε τη ρητή και πάγια εντολή και εξουσιοδότηση αμφότερων των ομορρύθμων εταίρων να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της εταιρίας και να συναλλάσσεται με τρίτους για λογαριασμό της, καθώς και να προβαίνει σε έκδοση επιταγών στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρίας. Στα πλαίσια των εν λόγω δραστηριοτήτων του, ο Τ. Τ. ενεργούσε ως άμεσος αντιπρόσωπος των παραπάνω ομορρύθμων μελών της εταιρίας (ΑΚ 211§1) μέσα στα όρια της δοθείσας στον ίδιο εξουσίας αντιπροσώπευσης, αφού υπέγραφε στο όνομα και για λογαριασμό ενός εκάστου εξ αυτών, ήτοι υπέγραφε ως "Φ." ή ως "Ν." ανάλογα με την περίσταση, θέτοντας την υπογραφή του κάτω από την εταιρική σφραγίδα. Άλλωστε, η πρώτη κατηγορούμενη, στην απολογία της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφέρθηκε ξεκάθαρα στο γεγονός ότι ο ανωτέρω σύζυγός της έθετε την υπογραφή της εν γνώσει της κάτωθι της σφραγίδας της εταιρίας, καθώς και ότι με αυτόν τον τρόπο δέσμευε την εταιρία και τα ομόρρυθμα μέλη της, ο δε δεύτερος κατηγορούμενος στην απολογία του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ανέφερε ρητά ότι πολλά από τα μπλοκ επιταγών της εταιρίας τα είχε στην κατοχή του ο Τ. Τ., αφού ήταν γνωστός (ως τέως πολιτευτής) στην κοινωνία της Καρδίτσας και υπήρξε, μάλιστα, και εγγυητής στις συμβάσεις δανείου που κατάρτιζε η εταιρία αυτή με τις τράπεζες. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν το έγκλημα της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών από κοινού κατ' εξακολούθηση και, συγκεκριμένα, ότι αυτοί στην Καρδίτσα στις 28-11- 2006, στις 30-3-2007, στις 30-3-2007, στις 15-1-2007, στις 30-1-2007, στις 25-8-2006, στις 30-6-2007, στις 30-6-2007, στις 10-7-2007, στις 15-5-2007, στις 15-6-2007, στις 30-4-2007, στις 25-3-2007, στις 30-6-2007, στις 20-5-2007 και στις 30-5-2007, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, ενεργώντας από κοινού, εν γνώσει τους εξέδωσαν επιταγές, οι οποίες δεν πληρώθηκαν στους πληρωτές, στους οποίους η εν λόγω ο.ε. δεν είχε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής των επιταγών. Ειδικότερα, οι κατηγορούμενοι, ως νόμιμοι εκπρόσωποι και διαχειριστές της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "ΚΑΜΠΟΣ Ο.Ε. - Φ. Α. Ν. Α. Ο.Ε .", εν γνώσει τους ότι κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες, α) στη Συνεταιριστική Τράπεζα Καρδίτσας, β) στην Aspis Bank (υποκατάστημα Καρδίτσας), γ) στην ΑΤΕ (υποκατάστημα Καρδίτσας), δ) στην Alpha Bank (υποκατάστημα Καρδίτσας), δεν είχαν διαθέσιμα κεφάλαια προς πληρωμή εκδοθησόμενων επιταγών, εξέδωσαν στο όνομα της ως άνω εκπροσωπούμενης εταιρίας, θέτοντας είτε η πρώτη είτε ο δεύτερος αυτών την ιδιόχειρη υπογραφή του στη θέση του εκδότη και, σε κάθε περίπτωση, θέτοντας ο Τ. Τ., ως άμεσος αντιπρόσωπος, την υπογραφή του στο όνομα της πρώτης ή του δεύτερου κατηγορούμενου στη θέση του εκδότη ως άμεσος αντιπρόσωπος αυτών, τις εξής επιταγές: 1) ... και 16) ... Οι επιταγές αυτές, αν και εμφανίστηκαν εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις 29-11-2006, ... και στις 4-6-2007 αντίστοιχα, δεν εξοφλήθηκαν, διότι δεν υπήρχε στις παραπάνω Τράπεζες η αντίστοιχη για την εξόφλησή τους κάλυψη κατά την ημερομηνία της έκδοσης και της πληρωμής των εν λόγω επιταγών. Εξάλλου, ουδεμία έννομη επιρροή στην ποινική ευθύνη των κατηγορουμένων ασκεί το γεγονός ότι στο άρθρο 4 του καταστατικού της εκδότριας ομόρρυθμης εταιρίας ορίζεται ότι ... Σε κάθε περίπτωση, ο ισχυρισμός του δεύτερου κατηγορουμένου ότι, στις επιταγές με αριθμούς ... (με αρ. πιν. 9), ... και ... (με αρ. πιν. 10), ... και ... (με αρ. πιν. 11), ... (με αρ. πιν. 12), ... (με αρ. πιν. 16), ... και ... (με αρ. πιν. 17), ... (με αρ. πιν. 19), ... (20), αριθμούς ... (αρ. πιν. 21) και ... και ... (αρ. πιν. 22) υπάρχει η υπογραφή μόνον της πρώτης κατηγορουμένης, δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο, δεδομένου ότι, αφ' ενός η απολογία του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς το σημείο αυτό ήταν εντελώς αντιφατική, αφ' ετέρου ενώπιον τούτου του Δικαστηρίου αρκέσθηκε να καταθέσει ότι "όσο έλειπε" από την επιχείρηση για δουλειές ή βρισκόταν στο εξωτερικό, "δεν νομίζει να υπέγραφαν επιταγές (ενν. η πρώτη κατηγορούμενη ή ο Τ.)", ούτε ενισχύεται από κάποιο άλλο στοιχείο, λαμβανομένου υπ' όψη και του ότι, ακόμη κι αν η υπογραφή στις ως άνω επιταγές τέθηκε από την πρώτη κατηγορούμενη ή από τον Τ. Τ. ως άμεσο αντιπρόσωπο των εταίρων, τούτο έγινε κατ' εντολή του δεύτερου κατηγορούμενου στα πλαίσια της συνεργασίας τους και με τη ρητή συναίνεση του τελευταίου (...). Ακόμη, ο τελευταίος ισχυρισμός του δεύτερου κατηγορουμένου περί πλαστογράφησης της υπογραφής του στις υπ' αριθ. ... και ... (αρ. πιν. 18) επιταγές από τον Τ. Τ. είναι ουσιαστικά αβάσιμος, καθ' όσον αποδείχθηκε ότι ο τελευταίος υπέγραφε στο όνομα και για λογαριασμό του δεύτερου κατηγορούμενου (δηλαδή ως "Ν."), έχοντας την προς τούτο εντολή και συναίνεσή του, αφού ενεργούσε, όπως προαναφέρθηκε, ως άμεσος αντιπρόσωπος του κάθε ομόρρυθμου εταίρου. Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε, επίσης, ότι ο Τ. Τ. είχε "δηλώσει" εγγράφως ότι είχε πλαστογραφήσει τις επίμαχες επιταγές. Τέλος, ο ισχυρισμός της πρώτης κατηγορουμένης ότι η συμμετοχή της στην εκδότρια ομόρρυθμη εταιρία ήταν εικονική, ως μέρος απατηλού σχεδίου του συζύγου της εν αγνοία της, είναι απορριπτέος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, αφού η ίδια στην απολογία της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όπως προαναφέρθηκε, υποστήριξε ότι ο τελευταίος εν γνώσει της ασχολείτο εν τοις πράγμασι με το οικονομικό τμήμα της εταιρίας. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν όλοι οι ισχυρισμοί των κατηγορουμένων και να κηρυχθούν ένοχοι ...". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της εκδόσεως ακαλύπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση από κοινού, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, την οποία, καθώς και τις, συνδεόμενες με αυτήν, διατάξεις των άρθρων 6, 10 και 11 του ίδιου νόμου, δεν ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε ορθά, αλλά τις παραβίασε ευθέως, αλλά και εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, και αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα: α) Έκρινε, κατ' εσφαλμένη ερμηνεία των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, ότι, κατά την έκδοση των επιταγών, ο Τ. Τ. ενεργούσε ως άμεσος αντιπρόσωπος των αναιρεσειόντων, υπογράφοντας, είτε με το όνομα του ενός είτε με το όνομα του άλλου, κάτω από την εταιρική σφραγίδα και, στη συνέχεια, κήρυξε τους τελευταίους ενόχους ως αυτουργούς της πράξεως, παρά το ότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αντιπροσώπευση στην αδικοπραξία δεν είναι δυνατή και αυτουργός του εγκλήματος της εκδόσεως ακαλύπτων επιταγών είναι εκείνος που τις υπέγραψε (ο φερόμενος ως άμεσος αντιπρόσωπος των αναιρεσειόντων Τ. Τ., ο οποίος, με την πρωτόδικη υπ' αριθ. 402/2010 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας, όπως προκύπτει από την επισκόπηση αυτής, αθωώθηκε), ενώ οι εντολείς ενδεχομένως να ενέχονται ως ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί, αν συντρέχουν οι όροι του ΠΚ, πράγμα το οποίο δεν ερευνήθηκε. β) Ενώ, κατά τα προεκτεθέντα, δέχεται ότι ο Τ. Τ. υπέγραφε είτε ως "Φ." είτε ως "Ν." κάτω από την εταιρική σφραγίδα, σε άλλο σημείο του σκεπτικού δέχεται ότι οι κατηγορούμενοι εξέδωσαν τις επιταγές "θέτοντας είτε η πρώτη είτε ο δεύτερος αυτών την ιδιόχειρη υπογραφή του στη θέση του εκδότη και, σε κάθε περίπτωση, θέτοντας ο Τ. Τ., ως άμεσος αντιπρόσωπος, την υπογραφή του στο όνομα της πρώτης ή του δεύτερου κατηγορουμένου ...". γ) Ακόμη, ως προς ορισμένες επιταγές (που αναφέρονται) δέχεται ότι "ακόμη κι αν η υπογραφή στις ως άνω επιταγές τέθηκε από την πρώτη κατηγορούμενη ή από τον Τ. Τ. ως άμεσο αντιπρόσωπο των εταίρων, τούτο έγινε κατ' εντολή του δεύτερου κατηγορούμενου στα πλαίσια της συνεργασίας τους και με τη ρητή συναίνεση του τελευταίου". Όμως, η αιτιολογία στις υπό στοιχ. β και γ περιπτώσεις είναι ασαφής και ενδοιαστική, γιατί δεν διευκρινίζεται με σαφήνεια αν το Δικαστήριο δέχεται ότι όλες οι επιταγές υπογράφηκαν από τον Τ. Τ. ή αν ορισμένες και ποιες υπογράφηκαν από κάποιον από τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους, οπότε και μόνον ως προς αυτές που υπέγραψαν οι ίδιοι θα έπρεπε να καταδικασθούν ως αυτουργοί, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του άρθρου 79 του ν. 5960/1933 και να στερείται η απόφαση νόμιμης βάσεως. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, λόγοι αναιρέσεως των αιτήσεων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμοι και πρέπει, κατά παραδοχήν τους, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), παρέλκει δε, μετά ταύτα, η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθ. 666/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καρδίτσας. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Απριλίου 2013. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδικαστική απόφαση νομίμων εκπροσώπων ομόρρυθμης εταιρίας για έκδοση ακαλύπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση από κοινού. Στοιχεία εγκλήματος. Τις επιταγές φέρεται ότι υπέγραψε τρίτος ως άμεσος αντιπρόσωπος των αναιρεσειόντων. Η πληρεξουσιότητα δεν καλύπτει την παράνομη πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, γιατί αντιπροσώπευση στην αδικοπραξία δεν είναι δυνατή. Ως αυτουργός ενέχεται αυτός που υπέγραψε, ενώ οι εντολείς ενδεχομένως να ενέχονται ως ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 79 ν. 5960/1933 και των συνδεομένων με αυτή, διατάξεων των άρθρων 6, 10 και 11 του ίδιου νόμου. Η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως λόγω αντιφάσεων. Αναίρεση και παραπομπή.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη, Νομίμου βάσεως έλλειψη.
2
Αριθμός 669/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη-Εισηγήτρια και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Α. Κ. του Κ., κατοίκου ... που παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος και μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Μιχαήλ Γεωργιλά, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 902/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Χ. Π. του Ι., κάτοικο Αθηνών, που παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Δεκεμβρίου 2012 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 3/2013. Αφού άκουσε Την αυτοπροσώπως παραστάσασα αναιρεσείουσα, τον πληρεξούσιο δικηγόρο της και τον αυτοπροσώπως παραστάντα πολιτικώς ενάγοντα, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 476 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 513 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, όταν η αναίρεση ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή κατά αποφάσεως για την οποία δεν προβλέπεται, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση ως απαράδεκτη. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 504 παρ.1 ΚΠΔ όταν ο νόμος δεν ορίζει ειδικά κάτι άλλο, αίτηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο κατά της απόφασης που, όπως απαγγέλθηκε, δεν προσβάλλεται με έφεση και κατά της απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου που εκδόθηκε ύστερα από άσκηση έφεσης, αν με τις αποφάσεις αυτές το δικαστήριο αποφάνθηκε τελειωτικά για την κατηγορία ή αν έπαυσε οριστικά ή κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη (άρθρο 370). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.1 και 2 του ν.4043/2012 ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δε θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών. Σε περίπτωση νέας καταδίκης ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά, μετά την έκτιση της νέας ποινής και τη μη εκτιθείσα, και δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής της μη εκτιθείσας ποινής, ο διανυθείς χρόνος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη για τη νέα πράξη. Οι μη εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση προσβάλλεται η υπ' αριθ. 902/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της 171/2009 εφέσεως της κατηγορουμένης αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης 3053/2009 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών με την οποία είχε καταδικασθεί αυτή σε φυλάκιση 6 μηνών για συκοφαντική δυσφήμιση, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 και 2 του ν. 4043/2010. Όμως, ούτε από διάταξη του ΚΠοινΔ, ούτε από τις διατάξεις του ν. 4043/2012 ή άλλου νόμου προβλέπεται η άσκηση ενδίκου μέσου, και εν προκειμένω αναιρέσεως, κατά της αποφάσεως αυτής. Ο δε περιορισμός της άσκησης ενδίκων μέσων και προσφυγών που τίθεται προς διασφάλιση της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης, δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος και αυτές της ΕΣΔΑ (άρθρα 6 παρ. 1 και 13, Ολ. Α.Π. 28/2002). Συνεπώς, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1, 583 παρ.1 ΚΠοινΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρο 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 10 Δεκεμβρίου του 2012 αίτηση της Α. Κ. του Κ., δικηγόρου Πειραιά περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 902/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα 23 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση κατά απόφασης που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της εφέσεως κατ' άρθρο 2 παρ 1 και 2 του ν. 4043/2012.
Απαράδεκτη συζήτηση
Απαράδεκτη συζήτηση.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 666/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο,- Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση των αναιρεσειόντων -κατηγορουμένων 1. Ι. Μ. του Σ., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, 2. Π. Π. του Β., 3. Π. Π. του Π., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ασημάκη Ασημακόπουλο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 1884/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγον: Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Οργανισμός Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ)", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες -κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 20 Ιουνίου 2012, 26 Ιουνίου 2012 και 26 Ιουνίου 2012 τρεις αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1046/12. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σταύρου Μαντακιοζίδη με αριθμό 241 και ημερομηνία 15.11.2012, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω στο Συμβούλιό Σας, σύμφωνα με τα άρθρα 476.1 και 513 Κ.Π.Δ., τις υπ' αριθ. 40/20.6.2012, 45/26.6.2012 και 46/26.6.2012 αιτήσεις αναίρεσης των Ι. Μ., Π. Π. του Β. και Π. Π. του Π. κατά της υπ' αριθ. 1884/2012 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθήνας, με την οποία κηρύχθηκαν ένοχοι απάτης από κοινού κατ' εξακολούθηση σε βάρος του Δημοσίου, από την οποία η ζημία που προκλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, αφού υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ και επιβλήθηκε στον καθένα τους κάθειρξη εννέα (9) ετών και εκθέτω τα εξής: Η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή όταν σ' αυτή περιέχεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τουλάχιστον ένας από τους προβλεπόμενους λόγους αναίρεσης (άρθρο 473.2, 474.2, 476.1, 509.1 και 510 Κ.Π.Δ.). Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 του Κ.Π.Δ. λόγους αναίρεσης, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια πρέπει να απορρίπτεται σύμφωνα με το άρθρο 513 Κ.Π.Δ. (ΑΠ 1547/2008, ΑΠ 1243/2008). Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 476.1 ΚΠΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 2.18 Ν. 2408/96, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόμο για την άσκηση του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο (ΑΠ 1547/2008, ΑΠ 401/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τις πιο πάνω υπό κρίση αιτήσεις αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες επικαλούνται, ως λόγους αναίρεσης, επί λέξει τα εξής: α)ο πρώτος Ι. Μ.: "...α)έλλειψη από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλεται από το Σύνταγμα και β)εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, δηλαδή των άρθρων 510 510 παρ. 1 εδ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ ...", β)ο δεύτερος Π. Π. του Β.: "... Κατά το άρθρο 510 Κ. Ποιν. Δ. εδ. Δ') έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ΣΤ)παραβίαση δεδικασμένου Ε)εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης..." και γ)ο τρίτος Π. Π. του Π. "... Κατά άρθρο 510 510 Κ. Ποιν. Δ. εδ. Δ)έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ΣΤ) Παραβίαση δεδικασμένου Ε)εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης...".Οι προβαλλόμενοι πιο πάνω αναιρετικοί λόγοι των υπό κρίση αιτήσεων είναι παντελώς αόριστο} δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες: α)δεν αναφέρουν σε τι ακριβώς συνίσταται η έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση, β)ποιά ακριβώς ουσιαστική ποινική διάταξη δεν ερμηνεύθηκε και δεν εφαρμόσθηκε ορθά και γ) σε τι ακριβώς συνίσταται η παραβίαση του δεδικασμένου από την προσβαλλόμενη απόφαση. Θα πρέπει, συνεπώς, να απορριφθούν ως απαράδεκτες οι υπό κρίση αιτήσεις αναίρεσης και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των αναιρεσειόντων. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: α)Να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης και β)Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των αναιρεσειόντων. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Σταύρος Μαντακιοζίδης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο δικηγόρο των δεύτερου κα τρίτου των αναιρεσειόντων, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του πρώτου αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ.2, 474 παρ.2, 476 παρ.1, 509 παρ.1 και 510 του ΚΠΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Η ανυπαρξία ή η αοριστία, εξάλλου, των λόγων αναιρέσεως δεν μπορεί να συμπληρωθεί με άλλα, έξω από την έκθεση αναιρέσεως, έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠΔ, την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες στην αιτιολογία της αποφάσεως ήτοι οι αντιφατικές αιτιολογίες αυτής σε σχέση με τα προσβαλλόμενα κεφάλαιά της ή ποια αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη ή δεν εκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο της ουσίας (Ολ.ΑΠ 2/2002). Για το ορισμένο δε του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ προβλεπομένου λόγου αναίρεσης, πρέπει στη σχετική έκθεση αναίρεσης να διαλαμβάνεται συγκεκριμένα η ουσιαστική ποινική διάταξη που φέρεται ότι παραβιάσθηκε και να προσδιορίζεται ειδικότερα η νοµική πληµµέλεια περί την εφαρμογή ή την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης που αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, δηλαδή να γίνεται µνεία σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της διάταξης που εφαρμόσθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση. Αν τέλος προβάλλεται ως λόγος αναίρεσης η παραβίαση δεδικασµένου, πρέπει να αναφέρεται η αμετάκλητη απόφαση ή το βούλευµα που δημιούργησαν το δεδικασµένο. Στην προκειμένη περίπτωση, στις κρινόμενες με αριθμ. εκθ. 40/20-6-2012, 45/26-6-2012 και 46/26-6-2012 τρεις αυτοτελείς αιτήσεις αναιρέσεως των τριών καταδικασθέντων για απάτη αναιρεσειόντων, κατά της με αριθμ. 1884/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που συντάχθηκαν νόμιμα, αναφέρονται σ' αυτές, ότι ζητούν την αναίρεση, "για όσους λόγους επιφυλάσσονται να επικαλεσθούν προσθέτως και για τους λόγους που αναφέρουν και συγκεκριμένα, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για παραβίαση δεδικασμένου και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης", σημειώνεται δε και το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ . Από το παραπάνω περιεχόμενο των κρινόμενων τριών αιτήσεων αναιρέσεως, στις οποίες δεν αναφέρεται ούτε επισυνάπτεται κάποιο άλλο έγγραφο, προκύπτει ότι δεν περιέχεται στις αιτήσεις αυτές κανένας νόμιμος λόγος αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, ούτε διατυπώνεται κάποια πλημμέλεια της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι δε αναφερόμενοι ως παραπάνω λόγοι εκτίθενται παντελώς αόριστα, με μόνη επίκληση και παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως του άρθρου 510 ΚΠΔ, που προβλέπει τους ανωτέρω λόγους αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν τις αόριστα επικαλούμενες πλημμέλειες. Η άσκηση των αναιρέσεων αυτών, πριν την καταχώρηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως στο οικείο βιβλίο δημοσιεύσεων του Εφετείου Αθηνών την 16-7-2012, δε δικαιολογεί, ούτε νομιμοποιεί την αόριστη αναφορά στην έκθεση των λόγων αναιρέσεως, όπως διατείνονται οι δύο παρασταθέντες αναιρεσείοντες, με το κατατεθέν υπόμνημά τους, αφού μπορούσαν να ασκήσουν παραδεκτά και δεύτερη συμπληρωματική αναίρεση, με ορισμένους λόγους, μετά την καταχώρηση, πράγμα που δεν έπραξαν. Συνεπώς, εφόσον ειδοποιήθηκαν οι αναιρεσείοντες, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως προκύπτει από την επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα στο φάκελο της δικογραφίας, να παραστούν στο παρόν συμβούλιο κατά τη σημερινή δικάσιμο και από αυτούς δεν παρέστη ο Ι. Μ., πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες (αρθρ. 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1α του ΚΠΔ) οι κρινόμενες αιτήσεις και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει ως απαράδεκτες τις με αριθμ. εκθ. 40/20-6-2012, 45/26-6-2012 και 46/26-6-2012 αιτήσεις των Ι. Μ. του Σ., Π. Π. του Β. και Π. Π. του Π. αντίστοιχα, για αναίρεση της με αριθμ. 1884/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτες οι 3 αιτήσεις αναίρεσης, λόγω παντελούς αοριστίας των λόγων τους από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ, Ε, ΣΤ του ΚΠΔ.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αοριστία λόγου αναιρέσεως, Αναιρέσεων συνεκδίκαση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 665/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Ε. Ν. χήρας Χ. θυγ.Α. Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φώτιο Γιαννούλη, περί αναιρέσεως της 8441/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Σ. Α. του Γ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα -κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Νοεμβρίου 2012 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1238/12. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Υπαίτιος της πράξεως που προβλέπεται, από το άρθρο 229 παρ. 1 του ΠΚ, δηλαδή της ψευδούς καταμήνυσης, είναι εκείνος, που εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν. Έτσι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαία τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, αλλιώς η απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 362 του Π.Κ, "όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή. Κατά δε το άρθρο 363 ΠΚ, "Αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι αυτό είναι ψευδές, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Και κατά το άρθρο 361 ίδιου Κώδικα (εξύβριση) "όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο, ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου για κάποιον άλλον γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και ο δράστης να τελεί εν γνώσει της αναλήθειάς του και γ) δόλια προαίρεση, η οποία περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο γεγονός είναι πρόσφορο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και τη θέληση να ισχυρισθεί ή διαδώσει αυτό το βλαπτικό γεγονός. Ως γεγονός, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσης και χαρακτηρισμοί οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας. Εξάλλου, η, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόμενων πραγματικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ειδικά, όμως, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας αναφορικώς με το δόλο, να εκτίθενται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίστηκε ή διέδωσε. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η συμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας, αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη, που έχει πράγματι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης (αναγόμενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήματος), που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, με την υπ' αρ. 8441/2012 απόφαση του, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, που αλληλοσυμπληρώνονται, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, και ειδικότερα "από την ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα, την κατάθεση του μάρτυρα της υπεράσπισης που εξετάσθηκε ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά (η κατηγορουμένη δεν απολογήθηκε διότι εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο συνήγορο της) και όλη την αποδεικτική διαδικασία, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν - κατά πιστή μεταφορά -τα εξής: ... Η κατηγορουμένη υπέβαλε προς τον Πρόεδρο του Δ.Σ.Α. την από 9-12-2004 καταγγελία-αναφορά της εναντίον του εγκαλούντος, δικηγόρου Αθηνών, με σκοπό να προκαλέσει την πειθαρχική του δίωξη, ζητώντας ταυτοχρόνως να του αφαιρεθεί η άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του. Η κατηγορουμένη ως μόνη εκ διαθήκης κληρονόμος της Σ. Π. που αποβίωσε την 13-7-1995, ανέθεσε στον εγκαλούντα να τακτοποιήσει, με την ιδιότητα του δικηγόρου οποιοδήποτε θέμα σχετικό με την κληρονομία αυτή. Συμφώνησαν να πληρωθεί η αμοιβή του τελευταίου από την πώληση οποιουδήποτε κληρονομιαίου ακινήτου, υπολογιζομένη σε ποσοστό 10% επί του τιμήματος. Αφού αμφισβητήθηκε το εν λόγω κληρονομικό της δικαίωμα από συγγενείς της ανωτέρω θανούσης ο εγκαλών ανέλαβε τις προκύψασες δίκες, τις οποίες διεκπεραίωσε επιτυχώς και αυτή κατέστη με δικαστική απόφαση αδιαμφισβήτητη κληρονόμος μεγάλης ακίνητης περιουσίας (βλ. υπ' αρ. 10088/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών). Το Δεκέμβριο του 1999 η Δ.Ο.Υ. Ν. Σμύρνης προέβη σε κατασχέσεις των ακινήτων για την είσπραξη ληξιπροθέσμων χρεών της προς το Δημόσιο που ανέρχονταν εκείνο το χρόνο στο υπέρογκο ποσό των 193.536.658 δρχ. Ο εγκαλών ανέλαβε να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή και προέβη στις ενδεδειγμένες ενέργειες αποτέλεσμα των οποίων ήταν να μειωθεί καταφανώς το χρέος των φόρων από το προαναφερόμενο ποσό σε αυτό των 160.000.000 δρχ κατά τον Ιούλιο του 2004. Η ενέργεια του εγκαλούντος να υποβάλλει δήλωση φόρου μεγάλης περιουσίας δεν απέβη σε βάρος της, εφ' όσον η κληρονομιαία περιουσία υπερβαίνει κατά πολύ το όριο απαλλαγής από τέτοια υποχρέωση (βλ. διάταξη Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών από 23-10-2005) Όσα συνεπώς η κατηγορουμένη ανέφερε και κατήγγειλε με την αναφορά της προς το Δ.Σ.Α. δεν ήταν αλήθεια, είναι ψευδή και αυτή τα ανέφερε, ενώ γνώριζε την αναλήθεια τους, εφόσον αυτή παρακολουθούσε την μακροχρόνια πορεία των υποθέσεων της, πάντοτε ήλεγχε τον εγκαλούντα στις νομικές κινήσεις του και παρότι χρησιμοποιούσε και άλλους δικηγόρους στα δύσκολα κατέφευγε στον εγκαλούντα. Ο ισχυρισμός που διατυπώνεται δια του μάρτυρα υπερασπίσεως της ότι ο έφορος της είπε ότι φταίει ο δικηγόρος για το δυσμενές αποτέλεσμα, δεν αναιρεί το δόλο της, διότι ακόμη και αν αυτό συνέβη, αυτή ηθελημένα περιέλαβε στην καταγγελία της ψευδή περιστατικά με σκοπό να προκαλέσει την πειθαρχική δίωξη του εγκαλούντος, με τον οποίο τελούσε σε οικονομική εκκρεμότητα εφόσον δεν του είχε καταβάλει ακόμα τη συμφωνηθείσα αμοιβή του, όπως ο ίδιος κατέθεσε ανωμοτί στο ακροατήριο. Υπόψη ότι η παραπάνω αναφορά δεν προχώρησε στο Δ.Σ.Α. και τέθηκε στο αρχείο, ανεξαρτήτως του ότι η έκβαση αυτή δεν έχει επιρροή για τη στοιχειοθέτηση της υπόστασης των ελεγχομένων αδικημάτων του. Η κατηγορουμένη με την ίδια ως άνω συμπεριφορά της έβλαψε την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος ισχυριζόμενη τα ψεύδη στο περιβάλλον του Δ.Σ.Α., όπου έχει την ιδιότητα του μέλους ...". Στη συνέχεια το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, κήρυξε την αναιρεσείουσα -κατηγορούμενη, ένοχη των πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος του εγκαλούντος. Ειδικότερα του ότι: α) Στην Αθήνα, την 9-12-04 εν γνώσει κατεμήνυσεν άλλον ψευδώς και ανέφερε γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν. Συγκεκριμένα, με σκοπό να προκαλέσει την πειθαρχική δίωξη του Δικηγόρου Αθηνών Σ. Α. απέστειλε αναφορά προς τον Πρόεδρο του Δ.Σ.Α., το περιεχόμενο της οποίας έχει ως ακολούθως: ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΚΑΤΑ Σ. Α. ΔΙΚΗΓΟΡΟ Οδός ... τηλ. 210-... Συνέχεια της καταγγελίας αναφοράς μου κατά του Σ. Α. από 27/7/2004 με αριθ. Πρωτοκόλλου 6385. Επανέρχομαι να προσκομίσω τα απαραίτητα έγγραφα και να σας παρακαλέσω να εξετάσετε τον δικηγόρο προσεχτικά, γιατί είναι επικίνδυνος και αδίστακτο για οτιδήποτε κακό. Όπως σας έχω γνωστοποιήσει στην προηγούμενη καταγγελία αναφορά μου, η αείμνηστη μητέρα μου Σ. Π. πέθανε στις 13/Ιουλίου/1995. Έκανα, αποδοχή και δήλωση κληρονομιάς που η αξία των ακινήτων μου ανέρχεται στα 114.000.000 δρχ. Από αυτά προκύπτει ο φόρος. Όμως, ο Σ. Α. σκοπίμως έκανε λανθασμένες κινήσεις (δείτε έγγραφο προς το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά. Ζητάει αναβολή φορολογίας λάθος, ενώ έπρεπε να ζητήσει αναστολή των πανωτοκίων, προσαυξήσεων κ.τ.λ. μέχρι να τελειώσουν τα δικαστήρια). Ο δικηγόρος ευθύνεται για τις κατασχέσεις των ακινήτων, για τον πλειστηριασμό του σπιτιού μου στη ... (δείτε έγγραφο για τις δεκάδες εκατομμύρια προσαύξησες, δείτε έγγραφο Δ.Ο.Υ.). Αυτά τα δεινά που βιώσαμε και εξακολουθούμε, περιμένοντας την απόφαση της Επιτροπής του Δημοσίου Ταμείου για παραγραφή προσαυξήσεων, τα δημιούργησε ο Α. σκοπίμως για να μου ζητάει χρήματα. Ήθελε όλο και περισσότερα, αν και ήξερε τη δύσκολη οικονομική μου κατάσταση. Δεν θα ερχόταν η καταστροφή αν είχε κάνει ΑΝΑΣΤΟΛΗ. Καταγγέλλω τον Σ. Α. ακόμα γιατί με πίεζε να κάνω δήλωση μεγάλης ακίνητης περιουσίας στο Δ.Ο.Υ. ενώ εγώ δεν ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Καταγγέλλω τον δικηγόρο ξανά γιατί έχει ακόμα και τώρα που τον πήρα χαμπάρι την αναίδεια να με εκβιάζει (δείτε την Επιστολή του). Καταγγέλλω τον Σ. Α. γιατί όλα, οι κατασχέσεις, πρόγραμμα πλειστηριασμού, προσαυξήσεις έλαβαν χώρα κατά την διάρκεια των χρονών που εγώ ήμουν έξω από την κληρονομιά. Αμφισβητείται το κληρονομικό μου δικαίωμα. Παρόλα αυτά, η Δ.Ο.Υ. βρήκε ευκαιρία με τον απαθή δικηγόρο και μας πήρε αμπάριζα, δεν άφησε τίποτα όρθιο. Σας παρακαλώ θερμά να τον καλέσετε να μας δώσει απαντήσεις για την καταστροφή που μας έφερε και ασφαλώς θα υπάρξει συνέχεια. Ζητώ την παραδειγματική του τιμωρία που είναι η αφαίρεση της άδειας ασκήσεως Επαγγέλματός του. Ενώ η κατ/νη εγνώριζε ότι τα ανωτέρω ήσαν ψευδή και αποσκοπούσε στην πειθαρχική δίωξη του μηνυτού Σ.Α. (Δικηγόρου Αθηνών). β) Στην Αθήνα την 9-12-04 ενώπιον τρίτου ισχυρίσθηκε για κάποιον άλλο γεγονός το οποίο μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη αυτού αν και εγνώριζεν ότι αυτό ήταν ψευδές. Συγκεκριμένα σχετικά με τον εγκαλούντα Α. Σ., Δικηγόρο, κάτοικο ... ισχυρίσθηκε με την από 9-12-04 αναφορά της ενώπιον του Προέδρου του Δ.Σ.Α. τα υπό τα στοιχεία Α ανωτέρω γεγονότα, ενώ η κατηγορουμένη γνώριζε ότι τα ανωτέρω ήσαν ψευδή και απολύτως ικανά να βλάψουν τη τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος Σ. Α., δικηγόρου, κατοίκου Αθηνών. Ακολούθως, της επέβαλε τη συνολική ποινή των 8 μηνών την οποία ανέστειλε επί τριετία και την υποχρέωσε να καταβάλει στον εγκαλούντα το ποσό των 44 Ευρώ, ως χρηματική του ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τη σε βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 94 παρ.2, 229 παρ.1, 362, 363. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως, τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Όπως προκύπτει από τις ανωτέρω παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης, το Δικαστήριο δέχθηκε αιτιολογημένα τη συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικών και αντικειμενικών στοιχείων των πράξεων για τις οποίες κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα. Τούτο διότι, αιτιολογείται η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, σύμφωνα με την οποία όσα γεγονότα η κατηγορουμένη διέλαβε, στην κατά του εγκαλούντος υποβληθείσα αναφορά -καταγγελία της, απευθυνομένη στο Δ.Σ.Α., αλλά και διαδίδοντας αυτά μέσω της αναφοράς της σε τρίτους που έλαβαν γνώση αυτής, ήσαν ψευδή, με τη παραδοχή ότι η ίδια του ανέθεσε και τις κληρονομικές δίκες που είχαν ανοιχθεί μεταξύ της ιδίας και των συγγενών της διαθέτιδος της, οι οποίες είχαν επιτυχή έκβαση, γεγονός που σημαίνει ότι τον εμπιστευόταν και ότι αυτός ενεργούσε σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, ότι είχε υποχρέωση υποβολής φόρου ακίνητης περιουσίας, την οποία υπέβαλε πράγματι ο εγκαλών, ενέργεια που ήταν επιβεβλημένη από το νόμο και άρα δεν ενήργησε προς βλάβη των συμφερόντων της και ότι από τις ενέργειες του τελευταίου, το χρέος της προς την Εφορία μειώθηκε κατά το ποσό των 33.536.658 δρχ. Απέβλεπε δε αυτή με την ως άνω καταγγελία της, όχι μόνο να προκαλέσει την πειθαρχική του δίωξη από την αρμόδια αρχή στην οποία ο εγκαλών ως δικηγόρος υπάγεται πειθαρχικά, και να επιτύχει τη τιμωρία του με αφαίρεση της αδείας του δικηγορικού λειτουργήματος, αλλά ταυτόχρονα με τη διάδοση των όσων ψευδών γεγονότων διαλάμβανε στην καταγγελία αυτή να βλάψει τη τιμή και την υπόληψη του, αφού τον σκιαγραφούσε ως επικίνδυνο και αδίστακτο επαγγελματία ο οποίος σκοπίμως προσέφευγε σε αντίθετες με τα συμφέροντα της (εντολέως του), ενέργειες προκειμένου να της αποσπά χρήματα, παρότι γνώριζε τη δύσκολη οικονομική της κατάσταση. Αιτιολογείται επίσης ο άμεσος δόλος της αναιρεσείουσας -κατηγορουμένης και για τα δύο αδικήματα, με την παραδοχή του Δικαστηρίου της ουσίας, ότι : "Όσα συνεπώς, η κατηγορουμένη ανέφερε και κατήγγειλε με την αναφορά της στο Δ.Σ.Α. ήσαν ψευδή, ενώ γνώριζε την αναλήθεια τους εφόσον αυτή παρακολουθούσε τη μακροχρόνια πορεία των υποθέσεων της, πάντοτε ήλεγχε τον εγκαλούντα στις νομικές κινήσεις του και παρότι χρησιμοποιούσε και άλλους δικηγόρους στα δύσκολα κατέφευγε στον εγκαλούντα .Ο ισχυρισμός της, που διατυπώνεται δια του μάρτυρα υπερασπίσεως της, ότι ο έφορος της είπε ότι φταίει ο δικηγόρος για το δυσμενές αποτέλεσμα, δεν αναιρεί το δόλο της διότι ακόμη και αν αυτό συνέβη, αυτή ηθελημένα περιέλαβε στην καταγγελία της ψευδή περιστατικά με σκοπό να προκαλέσει την πειθαρχική δίωξη του εγκαλούντα με τον οποίο τελούσε σε οικονομική εκκρεμότητα εφόσον δεν του είχε καταβάλει την συμφωνηθείσα αμοιβή του όπως ο ίδιος κατέθεσε ανωμοτί". Με τη παραδοχή αυτή, σημειωτέον το Δικαστήριο της ουσίας, δέχεται με επικουρική σκέψη ότι και στη περίπτωση που ήταν αληθές το κατατεθέν από το μάρτυρα υπεράσπισης της, ότι ο έφορος την πληροφόρησε ότι έφταιγε ο εγκαλών για τη μη επιτυχή έκβαση φορολογικής της υπόθεσης και πάλι δεν αναιρείται ο δόλος της για τα όσα ψευδή κατήγγειλε για τον εγκαλούντα, δεχόμενο εμμέσως πλην σαφώς ότι σκοπίμως υπέβαλε την καταγγελία αυτή, ενόψει του ότι τελούσε σε οικονομική εκκρεμότητα μαζί του αφού ακόμα δεν του είχε καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή του, εννοώντας ότι ήθελε να διαπραγματευθεί εκ νέου αυτήν. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί, ότι η ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας -κατηγορουμένης, ότι η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι πληροφορήθηκε την ανεπιτυχή έκβαση της φορολογικής ενέργειας του εγκαλούντος από τον Έφορο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., τελεί σε αντίφαση με τη παραδοχή του άμεσου δόλου της, για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως των αδικημάτων για τα οποία καταδικάσθηκε, στηρίζεται επί αναληθούς προϋποθέσεως, διότι ως προαναφέρθηκε η παραδοχή αυτή του Δικαστηρίου της ουσίας, τέθηκε εντελώς επικουρικά με κατάληξη ότι και στην περίπτωση αυτή δεν αναιρείται ο άμεσος δόλος της . Περαιτέρω η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας για τον άμεσο δόλο της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης, προκύπτει και από τη παραδοχή της προσβαλλόμενης, ότι με ενέργειες του εγκαλούντος μειώθηκε το χρέος της αναιρεσείουσας στην αρμόδια Δ.Ο.Υ από το ποσό των 193.536.658 δρχ. στο ποσό των 160.000.000δρχ.- γεγονός που γνώριζε η αναιρεσείουσα -όπως επίσης γνώριζε ότι είχε υποχρέωση να υποβάλει δήλωση φόρου ακίνητης περιουσίας. H ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι στην καταγγελία - αναφορά της διέλαβε μόνο απλές κρίσεις και εκτιμήσεις περί του ορθού ή μη των ενεργειών του εγκαλούντος είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, διότι σ' αυτήν ισχυρίζεται γεγονότα, αντικειμενικά πρόσφορα να κινήσουν σε περίπτωση που ήταν βάσιμα την πειθαρχική δίωξη του εγκαλούντος για το αδίκημα της απιστίας δικηγόρου. Τέλος, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός ότι συντρέχουν στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας, οι προϋποθέσεις του άρθρου 367ΠΚ,σε σχέση με το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης για το οποίο καταδικάσθηκε, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι δεν προτάθηκε στο Δικαστήριο της ουσίας, πλέον του ότι η ως άνω διάταξη δεν εφαρμόζεται για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Κατά τα λοιπά, υπό την επίφαση του λόγου της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, πλήττεται απαραδέκτως, αυτή για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, καθόσον ως προς αυτή η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας είναι ανέλεγκτη. Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ! και Ε! του ΚΠΔ προβαλλόμενοι λόγοι της αιτήσεως αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη της επιβαλλόμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι πρέπει να απορριφθούν. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ. Απορρίπτει την από 15-11-2012 αίτηση της Ε. Ν. χήρα Χ. θυγ. Α. Σ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αρ. 8441/2012 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδής καταμήνυση. Συκοφαντική δυσφήμιση. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Πραγματικά περιστατικά. Κατάθεση ψευδούς καταγγελίας- αναφοράς στο Δ.Σ.Α. περί δήθεν τέλεσης από τον εγκαλούντα δικηγόρο της πράξης της απιστίας. Ποινική Δικονομία. Λόγοι αναίρεσης: α) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης απολογίας, β) Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ποινικών ουσιαστικών διατάξεων. Ορθή και απολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Ψευδής καταμήνυση
Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική.
0
Αριθμός 664/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 1006/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σύρου. Με κατηγορούμενες τις: 1) Χ. Μ. του Μ. και 2) Ε. Σ. του Φ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Κωνσταντινιά Στάμου και με πολιτικώς ενάγουσα την Ε. Α. του Ι., κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σύρου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 40/19-11-2012 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεώργιου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1235/2012. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο των κατηγορουμένων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 259 του ΠΚ, ορίζεται ότι "Υπάλληλος που με πρόθεση παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή για να βλάψει το κράτος ή κάποιον άλλο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, αν η πράξη αυτή δεν τιμωρείται με άλλη ποινική διάταξη", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 244 του ΠΚ, ορίζεται ότι "Υπάλληλος που εν γνώσει εισπράττει φόρους, δασμούς, τέλη ή άλλα φορολογήματα, δικαστικά έξοδα ή οποιαδήποτε δικαιώματα που δεν οφείλονται τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 505 παρ. 2 εδ. α' του ΚΠΔ προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε καταδικαστικής ή αθωωτικής απόφασης οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και αυτός της έλλειψης της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ειδικά όμως, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας που ιδρύει λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά περιστατικά είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά και τα οποία έλαβε υπόψη για τον σχηματισμό της κρίσης του. Περαιτέρω, ως προς την έκθεση των αποδείξεων για να θεωρηθεί η δικαστική απόφαση ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη πρέπει να προκύπτει από αυτήν ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά προκειμένου να διαμορφώσει την κρίση του. Ειδικά η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά τα άρθρα 183 επ. του ΚΠΔ από ανακριτικό υπάλληλο ή ανακριτή ή το δικαστήριο, αποτελεί ιδιαίτερο αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου και πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της απόφασης ότι λήφθηκε υπόψη, τούτο δε συμβαίνει όχι μόνο όταν μνημονεύεται ειδικά και ρηματικά μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα, από τις παραδοχές του αιτιολογικού της απόφασης, ότι συναξιολογήθηκε μαζί με όλα τα άλλα αποδεικτικά μέσα, ιδία όταν τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης έγιναν δεκτά από το δικαστήριο και σε κάθε περίπτωση δεν είναι αντίθετα με αυτά ή όταν αντικρούονται αιτιολογημένα. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αρ. 1006 /2011 απόφαση του, το δίκασαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Σύρου, που την εξέδωσε σε πρώτο βαθμό, κήρυξε αθώες τις δύο κατηγορούμενες υπαλλήλους των αποδιδόμενων σε αυτές αξιοποίνων πράξεων, ψευδούς βεβαίωσης και απόπειρας καταπίεσης. Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι το παραπάνω δικαστήριο, αφού εκτίμησε τα προσδιοριζόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, δέχτηκε στο αιτιολογικό του, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα, κατά πιστή αντιγραφή, πραγματικά περιστατικά: "Από την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, και όλη την σχετική με την απόδειξη κύρια διαδικασία, δεν αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενες τέλεσαν τις αποδιδόμενες σε αυτές κατηγορίες της ψευδούς βεβαίωσης και της καταπίεσης. Ειδικότερα, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν προέκυψε ότι οι κατηγορούμενες βεβαίωσαν ψευδώς και κατά παράβαση των καθηκόντων τους τα όσα ανέφεραν στην 23/20-8-2007 έκθεση αυτοψίας αυθαίρετης κατασκευής, κατόπιν αυτοψίας σε οικοδομή της Ε. Α. στη θέση "..." ... . Ειδικότερα, κατά την αυτοψία διαπιστώθηκε ότι δε δύναται να θεωρηθεί η άδεια για ηλεκτροδότηση της διώροφης οικοδομής διότι δεν είχαν εφαρμοστεί οι εγκεκριμένες μελέτες της 725/1990 οικοδομικής άδειας της εγκαλούσας και δεν είχαν περατωθεί με ευθύνη της τελευταίας (εγκαλούσας) και του μηχανικού της Γ. Ψ. οι απαιτούμενες οικοδομικές εργασίες κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 7 του π.δ. 8/13-7-1993. Επιπλέον, μετά την έκδοση της 79/2001 οικοδομικής άδειας τροποποιήθηκε η αρχιτεκτονική μελέτη του ισογείου με αλλαγή χρήσης του και προσθήκη κατ' επέκταση αυτού, και του περιβάλλοντος χώρους, με αποτέλεσμα νόμιμα να επιβληθεί διακοπή εργασιών έως ότου προσκομισθεί επιμέλεια της εγκαλούσας και του μηχανικού της η έγκριση της ΚΑ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και χορηγηθεί νόμιμα η αναθεώρηση της. Πέραν των ανωτέρω, διαπιστώθηκε και ορθά επισημάνθηκε στην προαναφερόμενη έκθεση αυτοψίας ότι είχαν γίνει αυθαίρετες εργασίες στο οικόπεδο. Για όλα τα παραπάνω ήταν ενήμεροι η εγκαλούσα και ο προαναφερόμενος μηχανικός, αφού είχαν λάβει κάθε σχετική πληροφορία από τη Διεύθυνση Πολεοδομίας Σύρου. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να κηρυχθούν αθώες οι κατηγορούμενες σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της απόφασης". Με τις παραδοχές της όμως αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε αθώες τις δύο κατηγορούμενες υπαλλήλους, μηχανικούς της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων και για τις δύο ως παραπάνω αξιόποινες πράξεις που κατηγορούντο, περιέλαβε ελλιπή αιτιολογία. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση: α) δεν εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν και σημειώνονται στα πρακτικά δεν επαρκούν για την κατάφαση της ενοχής των κατηγορουμένων, β) δεν αναφέρονται καθόλου πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν τη μη συνδρομή της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων, της ψευδούς βεβαίωσης και της απόπειρας καταπίεσης, που κατηγορούντο ότι διέπραξαν οι δύο υπάλληλοι μηχανικοί της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κυκλάδων, γ) στο ακροατήριο αναγνώσθηκε και η με διάταξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Σύρου διαταχθείσα και διεξαχθείσα κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ με α.α.3, αναγνωστέων εγγράφων, πραγματογνωμοσύνη του Αρχιτέκτονος Μηχανικού, μέλους του ΤΕΕ, Δ. Α., σχετικά με το αληθές ή ψευδές (αποδιδόμενο στις κατηγορούμενες) περιεχόμενο της, με αρ. .../20-8-2007 εκθέσεως αυτοψίας αυθαίρετης κατασκευής, μη προβλεπόμενων από την οικοδομική άδεια .../2001 παράνομων διαμορφώσεων οικοδομής της Ε. Α. και υπολογισμού των προστίμων ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτου, που επέβαλαν οι κατηγορούμενες υπάλληλοι, μεγαλύτερων ποσών των νομίμων, για υπερβάσεις περιοχής της οικοδομής, μεγαλύτερης της πραγματικής. Από την εν λόγω αναγνωσθείσα στο ακροατήριο έκθεση προκύπτει συνοπτικά ότι υπάρχει ισόγειο ανεξάρτητο κτίσμα στην οικοδομή που δεν προβλέπεται στα εγκεκριμένα σχέδια, πλην είναι ψευδές αυτό που οι κατηγορούμενες βεβαιώνουν στην αυτοψία τους ότι έγινε διαμόρφωση μπροστά από την μεσοτοιχία και θάπρεπε να χρεωθεί ως υπέρβαση η επέκταση της περί τα 1,30μ. και όχι σε ολόκληρο το μήκος της και επεξηγείται γιατί οι υπολογισμοί των προστίμων που επιβλήθηκαν από τις κατηγορούμενες είναι λανθασμένοι. Επίσης στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης αναφέρεται ότι η οικοδομή αυτή, με εκδοθείσα και μη ανακληθείσα άδεια, που δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί ή έπρεπε να είχε ήδη ανακληθεί, λόγω θεμάτων νομιμότητας και μη έγκρισης από την αρχαιολογική υπηρεσία, προσθέτως είχε λήξει η ισχύς της άδειας και κακώς ελέγχθηκε και έγινε αυτοψία από τις κατηγορούμενες, σε σφάλμα των οποίων οφειλόταν η ανέγερση οικοδομής σε αρχαιολογικό χώρο, και δεν είναι ορθή η επιβολή των προστίμων για ανέγερση οικοδομής σε αρχαιολογικό χώρο, ενώ δεν προέβησαν σε ανάκληση της άδειας, παρά το ότι η Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων Νέων Αυθαιρέτων της άνω Πολεοδομίας, κάνει δεκτή ένσταση της οικοπεδούχου και θέτει θέμα νομιμότητας και ανάκλησης της εν λόγω άδειας. Τις ως παραπάνω διαπιστώσεις της πραγματογνωμοσύνης, σε βάρος των κατηγορουμένων, η προσβαλλόμενη απόφαση στο προεκτεθέν αιτιολογικός της, ουδόλως αναφέρει, ούτε αντικρούει και επομένως δε συνάγεται με βεβαιότητα ότι συνεκτιμήθηκαν και λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό της αθωωτικής κρίσης του, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, και τα πορίσματα της παραπάνω εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, που συνιστά ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο και ουδόλως μνημονεύεται στο αιτιολογικό, ούτε κατ' είδος. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Μετά ταύτα, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη με αρ. εκθ. 40/2012 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη 1006/2011 απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως, (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη με αριθ. 1006/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Σύρου. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως αυτήν. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση Αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά απόφασης που κηρύσσει αθώες τις δύο κατηγορούμενες Υπαλλήλους, για Ψευδή Βεβαίωση και Απόπειρα καταπίεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ ΚΠΔ σχετικός λόγος αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την αθώωση.
Αίτηση αναίρεσης Εισαγγελέα Α.Π.
Αναιρέσεως παραδοχή, Αίτηση αναίρεσης Εισαγγελέα Α.Π..
1
Αριθμός 663/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη - Εισήγητρια και Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ν. Κ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Κακαρούνα, για αναίρεση της υπ' αριθ. 1415/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Νοεμβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1218/2012. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, με την προβλεπόμενη σ' αυτή ποινή τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι" αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι' αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της υπ' αυτής προβλεπόμενης ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 36§ του ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφετέρου, τη θέληση αυτού να ισχυρισθεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα απαιτείται ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ενώπιον αρμόδιας αρχής, τα πραγματικά περιστατικά που αυτός κατέθεσε να είναι ψευδή, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση του μάρτυρα, με την έννοια της βεβαιότητας-επίγνωσης, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή. με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός, αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Το τελευταίο συμβαίνει και στα εγκλήματα της ψευδούς καταμηνύσεως, της συκοφαντικής δυσφημήσεως και της ψευδορκίας μάρτυρα, που προβλέπονται από τα ως άνω άρθρα 229§1, 363-362 και 224§2 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως των οποίων απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής, στην πρώτη περίπτωση, και σκοπός να προκληθεί δίωξη του παθόντος, τη γνώση ότι το γεγονός είναι ψευδές, το διαδίδει και μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψη στη δεύτερη περίπτωση και τη γνώση ότι τα ενόρκως κατατεθέντα είναι επίσης ψευδή στην τρίτη περίπτωση. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου, καθώς και του σκοπού, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσεως και του σκοπού, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1415/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, σε δεύτερο βαθμό, για ψευδή καταμήνυση, συκοφαντική δυσφήμιση κατ' εξακολούθηση και ψευδορκία μάρτυρος το δικαστήριο αυτό δέχθηκε ανελέγκτως ότι, από την εκτίμηση των μνημονευομένων κατά κατηγορίες αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος τέλεσε κατά την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση τα αποδιδόμενα σ' αυτόν εγκλήματα της α) ψευδούς καταμήνυσης β) συκοφαντικής δυσφήμισης κατ' εξακολούθηση και γ) ψευδορκίας. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι στις 10-8-2005 ο κατηγορούμενος υπό την ιδιότητα του ως μοναδικού ετέρου, διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της εδρευούσης στον ... εταιρείας με την επωνυμία "Επιπλοδιευκολύνσεις Μονοπρόσωπη ΕΠΕ" υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά μήνυση σε βάρος της νυν εγκαλούσης Μ. Σ. με την οποία την κατεμήνυσε ότι τέλεσε το αδίκημα της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση και συγκεκριμένα ότι στην ... κατά το χρονικό διάστημα από 21-3-2005 έως 18-7-2005 υπεξαίρεσε από την ως άνω εταιρεία το συνολικό ποσό των 5221,45 ευρώ. Όμως η μήνυση ήταν ψευδής και ο κατηγορούμενος τελούσε εν γνώση της αναλήθειας καθόσον, η αλήθεια ήταν ότι η παραπάνω εγκαλούσα Μ. Σ. ουδέποτε τέλεσε την πράξη αυτή. Σημειώνεται εδώ ότι με την υπ' αριθμ. ΑΜ13905/2-11-2009 απόφαση του Α' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά, η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, η ως άνω εγκαλούσα αθωώθηκε για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης σε βάρος της προαναφερόμενης εταιρείας του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος στις 10-8-2005 ισχυρίσθηκε για την εγκαλούσα Μ. Σ. ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά και της γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, με την προαναφερόμενη από 9-8-2005 έγκληση του, ότι τέλεσε το έγκλημα της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση κατά το χρονικό διάστημα από 21-3-2005 έως 18-7-2005 σε βάρος της ως άνω εταιρίας. Επίσης στις 11-10-2005 ισχυρίσθηκε για την εγκαλούσα Μ. Σ. ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιά και της γραμματέα της ότι υπεξαίρεσε χρήματα από την εταιρεία "Επιπλοδιευκολύνσεις Μονοπρόσωπη ΕΠΕ". Τα ως άνω γεγονότα ήταν ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας, και ο κατηγορούμενος γνώριζε αυτό η δε αλήθεια είναι ότι η εγκαλούσα ουδέποτε τέλεσε την πράξη αυτή, για την οποία μάλιστα όπως προαναφέρθηκε αθωώθηκε αμετακλήτως. Τέλος ο κατηγορούμενος στις 11-10-2005 κατά την ένορκη εξέταση του ως μάρτυρα ενώπιον της Πταισματοδίκου Πειραιά κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα ότι η εγκαλούσα Μ. Σ. υπεξαίρεσε χρήματα από την προαναφερόμενη εταιρεία του. Πρέπει λοιπόν ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για τις πράξεις της ψευδούς καταμήνυσης, της συκοφαντικής δυσφήμισης κατ' εξακολούθηση και της ψευδορκίας. Τέλος, πρέπει να απορριφθούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων της ΠΚ 84 παρ 2 εδ α' και ε' αφού δεν γίνεται επίκληση περιστατικών από τα οποία να προκύπτει ο πρότερος έντιμος βίος και η καλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη (απλά γίνεται μνεία της σχετικής διάταξης του άρθρου 84 παρ2 εδ α' και ε', πράγμα που δεν αρκεί (ΑΠ 353/2000 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1741/2006 ΠΧρ, ΝΖ 634) και αυτά ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στο ποινικό μητρώο υπάρχουν ποινές που υπερβαίνουν συνολικά το έτος. Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι δεν διαλαμβάνονται σ' αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την υποκειμενική υπόσταση των ανωτέρω εγκλημάτων, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος. Ειδικότερα, με τις ως άνω παραδοχές της, η προσβαλλομένη δεν αναφέρει, ούτε διευκρινίζει πως γνώριζε ο κατηγορούμενος την αναλήθεια του περιεχομένου της μηνύσεως του κατά της πολιτικώς ενάγουσας επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. ΑΜ13905/2-11-2009 αθωωτική απόφαση του Α' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά και των όσων ισχυρίσθηκε στις 10-8-2005 ενώπιον του Εισαγγελέα Πειραιά και της γραμματέας της Εισαγγελίας Πειραιά και στις 11-10-2005 ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιά και της γραμματέα της για την εγκαλούσα Μ. Σ. ότι υπεξαίρεσε χρήματα από την εταιρεία "Επιπλοδιευκολύνσεις Μονοπρόσωπη ΕΠΕ", αλλά και αυτών περί των οποίων κατέθεσε (ο κατηγορούμενος) στις 11-10-2005 κατά την ένορκη εξέταση του, ως μάρτυρα ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιά, ότι η εγκαλούσα Μ. Σ. υπεξαίρεσε χρήματα από την προαναφερόμενη εταιρεία του. Μόνη δε η αναφορά στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης ότι ο κατηγορούμενος υπό την ιδιότητα του ως μοναδικού ετέρου, διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της εδρευούσης στον Πειραιά εταιρείας με την επωνυμία "Επιπλοδιευκολύνσεις Μονοπρόσωπη ΕΠΕ" υπέβαλε την μήνυση ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά σε βάρος της νυν εγκαλούσης Μ. Σ. με την οποία την κατεμήνυσε ότι τέλεσε το αδίκημα της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση, ότι ισχυρίσθηκε για την εγκαλούσα Μ. Σ. ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά και της γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά, με την προαναφερόμενη από 9-8-2005 έγκληση του, ότι τέλεσε το έγκλημα της υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθηση κατά το χρονικό διάστημα από 21-3-2005 έως 18-7-2005 σε βάρος της ως άνω εταιρίας και ότι επίσης στις 11-10-2005 ισχυρίσθηκε για την εγκαλούσα Μ. Σ. ενώπιον της Πταισματοδίκη Πειραιά και της γραμματέα της ότι υπεξαίρεσε χρήματα από την εταιρεία "Επιπλοδιευκολύνσεις Μονοπρόσωπη ΕΠΕ" και τέλος κατέθεσε ενόρκως ότι τέλεσε το αδίκημα της υπεξαίρεσης, δεν πληροί τα στοιχεία της υποκειμενικής υποστάσεως των άνω εγκλημάτων, εφόσον δεν κάνει, έστω, αναφορά ότι ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου δράστη περί υπεξαιρέσεως χρημάτων θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με την γνώση, περιστατικών. Ενόψει λοιπόν των ανωτέρω το Δικαστήριο της ουσίας, ήταν υποχρεωμένο, να παραθέσει στο σκεπτικό πραγματικά περιστατικά θεμελιωτικά της γνώσεως του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος των αληθών περιστατικών, και του ότι τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας των όσων περιέλαβε στην υποβληθείσα κατά της ήδη πολιτικώς εναγούσης ως άνω μήνυση και όσων ισχυρίσθηκε ως άνω αλλά και κατέθεσε ενόρκως, και, κατόπιν αξιολογήσεως τους, να διαλάβει πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία επί του υποκειμενικού στοιχείου του αμέσου δόλου των ως άνω πράξεων, ο οποίος, όπως λέχθηκε ανωτέρω, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς. Κατά τη διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 του Π.Κ. "όταν ο νόμος απαιτεί έγκληση για την ποινική δίωξη κάποιας αξιόποινης πράξης το αξιόποινο εξαλείφεται αν ο δικαιούχος δεν υποβάλει την έγκληση μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που έλαβε γνώση για την πράξη που τελέσθηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμέτοχους της". Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση επί εγκλήματος που διώκεται κατ' έγκληση, όπως είναι η συκοφαντική δυσφήμηση (άρθρα 362, 363, 368 ΠΚ) εφόσον η έγκληση υποβλήθηκε μετά την παρέλευση τριμήνου από την τέλεση του, πρέπει να διαλαμβάνει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο ο δικαιούμενος σε έγκληση έλαβε γνώση για την πράξη που τελέσθηκε και για το πρόσωπο που την τέλεσε ή για έναν από τους συμμέτοχους της. Εάν λείπει τέτοια αιτιολογία, αν δηλαδή στην απόφαση δεν εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην άνω διάταξη του άρθρου 117 παρ. 1 Π.Κ. ιδρύεται οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως, (ΑΠ 910/2012 και ΑΠ 1045/2012). Αν πρόκειται περί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, η προθεσμία υποβολής της έγκλησης αρχίζει από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της τελευταίας μερικότερης πράξης για το όλο έγκλημα. Αν υπήρξε γνώση για κάποια προηγούμενη μερικότερη, η οποία δεν χάνει την αυτοτέλεια της, μόνο ως προς εκείνη την πράξη αρχίζει η παραγραφή της έγκλησης (ΑΠ 311/1994).Η τρίμηνη προθεσμία λήγει, όταν παρέλθει η τελευταία ημέρα του τρίτου μήνα που αντιστοιχεί αριθμητικά με την ημέρα έναρξης (άρθρο 243 εδ β ΑΚ, ΑΠ 986/1988). Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση του κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα (εκτός των άλλων) για την επί μέρους πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως η οποία σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως τελέσθηκε στις 9-8-2005 σε βάρος της Μ. Σ., με την υποβολή της σε βάρος της υπό την ίδια ημεροχρονολογία έγκλησης του. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα ενώ δέχεται το Δικαστήριο ότι ο χρόνος τέλεσης του άνω εγκλήματος είναι η 9-8-2005 η έγκληση υπεβλήθη, όπως προκύπτει από την παραδεκτώς επισκοπούμενη έκθεση εγχειρίσεως αυτής, από την παθούσα Μ. Σ.. την 16-11-20052005, ήτοι υποβλήθηκε μετά το νόμιμο τρίμηνο, δεν εκτίθεται στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό ο χρόνος κατά τον οποίο η εγκαλούσα έλαβε γνώση του άνω εγκλήματος και του δράστη. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ Δ και Ε λόγος με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη νομίμου αιτιολογίας, άλλως νόμιμης βάσης είναι βάσιμος. Μετά ταύτα πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ακολούθως πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠοινΔ, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο που την εξέδωσε του οποίου η συγκρότηση είναι εφικτή από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθ. 1415/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιά. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδής καταμήνυση. Συκοφαντική δυσφήμιση. Ψευδορκία μάρτυρος. Έννοια. Στοιχεία στοιχειοθέτησης υποκειμενικώς και αντικειμενικώς (ΑΠ 191/2010, ΑΠ 2005/2009, ΑΠ 173/2009). Αιτιολογία πλήρης και εμπεριστατωμένη. Για την πληρότητα των στοιχείων της υποκειμενικής υποστάσεως των άνω εγκλημάτων πρέπει να αναφέρονται και ποια τα αληθινά πραγματικά περιστατικά και από πού γνώριζε ο κατηγορούμενος τα αληθινά, δηλ. ότι τελούσε σε γνώση της αναληθείας, καθώς και τα περιστατικά από τα οποία συμπέρανε τούτο το Δικαστήριο. Επί ψευδούς καταμηνύσεως πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς η γνώση του ψευδούς της καταμήνυσης (ΑΠ 962/2008, ΑΠ 806/2001). Καταδικαστική για ψευδή καταμήνυση, Συκοφαντική δυσφήμιση και ψευδορκία μάρτυρα απόφαση χωρίς να αναφέρονται τα αληθή και να αιτιολογείται, με παράθεση πραγματικών περιστατικών, η γνώση της αναληθείας από τον κατηγορούμενο, ως και η γνώση του ψευδούς της μηνύσεως, καθώς και των όσων ισχυρίσθηκε αλλά και ενόρκως κατέθεσε. Δεκτός πρώτος λόγος ελλείψεως αιτιολογίας. Απαιτείται να αιτιολογείται ο χρόνος γνώσης της συκοφαντικής δυσφήμισης προκειμένου να ελέγχεται το εμπρόθεσμο της υποβληθείσας εγκλήσεως Αναιρεί.
Ψευδορκία μάρτυρα
Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα.
0
Αριθμός 662/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Α. Κ. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φίλιππο Κοτέα, για αναίρεση της υπ' αριθ. 44312/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Νοεμβρίου 2012 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1292/2012. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παύσει οριστικά η κατά της αναιρεσείουσας ασκηθείσα ποινική δίωξη για το ότι δεν κατέβαλε στο ΙΚΑ τις εργοδοτικές και εργατικές εισφορές για το διάστημα από 1-1-2005 έως 19-3-2005 και να παραπεμφθεί κατά τα λοιπά η υπόθεση. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Α.Ν. 86/1967, όποιος υπέχει νόμιμη υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον ίδιο (εργοδοτικών) προς τους υπαγόμενους στο Υπουργείο Εργασίας κάθε φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφάλισης ή Ειδικούς Λογαριασμούς και δεν καταβάλλει αυτές εντός μηνός αφότου κατέστησαν απαιτητές προς τους ως άνω Οργανισμούς τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δρχ. Κατά την παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου, όποιος παρακρατεί ασφαλιστικές εισφορές αυτών που εργάζονται σ' αυτόν με σκοπό να τις αποδώσει στους άνω Οργανισμούς και δεν τις καταβάλει ή δεν τις αποδίδει στους Οργανισμούς αυτούς μέσα σε ένα μήνα αφότου είχαν καταστεί απαιτητές, τιμωρείται για υπεξαίρεση με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 10.000 δραχμών. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 16 του Κανονισμού Ασφαλίσεως Ι ΚΑ, ορίζεται ως χρόνος καταβολής των εισφορών, το ημερολογιακό τέλος του μηνός εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία ή υπηρεσία, ενώ, κατά το άρθρο 26 παρ. 3 του 1846/1951, ορίζεται ότι ο υπόχρεος πρέπει να καταβάλει τις εισφορές στο Ι ΚΑ μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τον χρόνο που έχει ορισθεί. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της μη έγκαιρης καταβολής των εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, απαιτείται να προσδιορίζεται η συγκεκριμένη οφειλή του εργοδότη που απασχολεί προσωπικό, για ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τον ίδιο και τους εργαζόμενους σ' αυτόν, καθώς και μη καταβολή των σχετικών ποσών εντός μηνός, αφότου κατέστησαν απαιτητά στον Ασφαλιστικό Οργανισμό, που είναι ασφαλισμένο το απασχολούμενο προσωπικό. Για την πληρότητα της αντικειμενικής υποστάσεως των εν λόγω εγκλημάτων, απαιτείται το υποκείμενο των εγκλημάτων αυτών να έχει την ιδιότητα του εργοδότη και σαν τέτοιος νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο οποίο το υπαγόμενο στην ασφάλιση προσωπικό, οφείλει να προσφέρει την υπηρεσία του. Πρόκειται συνεπώς για γνήσια εγκλήματα, παραλείψεως, τα οποία συντελούνται με την παράλειψη της εμπρόθεσμης καταβολής των παραπάνω εισφορών μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από το ημερολογιακό τέλος κάθε μήνα, που παρασχέθηκε η εργασία. Ως εργοδότης, κατά τις πιο πάνω διατάξεις και σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 5 του Α.Ν. 1846/1951, νοείται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, για λογαριασμό των οποίων, τα υπαγόμενα στην ασφάλιση πρόσωπα προσφέρουν την εργασία τους και που αυτός υποχρεούται, κατά την πληρωμή των μισθών, να παρακρατεί τα τμήματα των εισφορών που βαρύνουν τους ασφαλισμένους. Όταν εργοδότης είναι ανώνυμη εταιρία υπόχρεος για την καταβολή των παραπάνω εισφορών είναι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 του Ν. 2556/1997, όπως αντικ. από το άρθρο 61 παρ. 2 ν. 2676/1999, σε συνδυασμό με το άρθρο 115 του Ν. 2238/1994, ο διευθύνων σύμβουλος αυτής (ΑΠ 1394/2012, ΑΠ 525/2010, ΑΠ 404/2008). Προς την ίδια ουσιαστικά κατεύθυνση, κινείται και η ρύθμιση της παρ. 7 του Α.Ν. 86/1967, όπως αυτή προστέθηκε πρόσφατα με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 4075/11-4-2012, σύμφωνα με την οποία ως αυτουργοί των εγκλημάτων αυτών της μη απόδοσης ασφαλιστικών εισφορών θεωρούνται στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες είναι: α) οι πρόεδροι των Διοικητικών Συμβουλίων, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών και β) σε περίπτωση που ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι: α) για ασφαλιστικές εισφορές που έχουν γεννηθεί μέχρι τις 11-4-2012, που θεσπίστηκε η παραπάνω παρ. 7 του Α.Ν. 86/1967, και οφείλουν ανώνυμες εταιρείες υπόχρεος για την καταβολή τους είναι μόνο ο διευθύνων σύμβουλος αυτής και β) για ασφαλιστικές εισφορές που έχουν γεννηθεί μετά τις 11-4-2012, που θεσπίστηκε η παραπάνω παρ. 7 του Α.Ν. 86/1967, και οφείλουν ανώνυμες εταιρείες υπόχρεοι για την καταβολή τους είναι τα πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο αυτή (πρόεδροι των Διοικητικών Συμβουλίων, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές και γενικά κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο, είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών), ενώ τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων (αντιπρόεδροι και σύμβουλοι) ευθύνονται μόνο αν λείπουν όλα τα αμέσως παραπάνω πρόσωπα και εφόσον ασκούν πραγματικά διαρκώς ή προσωρινά τα καθήκοντα των αρχικών υπόχρεων δηλαδή η ευθύνη αυτών είναι επικουρική. Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό, της προσβαλλόμενης υπ' αρ.44312/4-10-2012 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, και κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, για παράβαση του Α.Ν. 86/1967 σε συνδυασμό με το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ, δέχτηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε ανάγνωση στο ακροατήριο καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως και κατηγορίας που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με τη συζήτηση της υπόθεσης (η κατηγορουμένη δεν απολογήθηκε διότι δικάσθηκε εκπροσωπούμενη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της), ότι αυτή έχει τελέσει τις πράξεις που της αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, διότι "στην Αθήνα στις 26-1-2006, έχοντας την ιδιότητα του εργοδότη της εταιρείας Κ. ΑΕΒΕ και έχοντας απασχολήσει κατά το χρονικό διάστημα από 1-12-2004 έως 31-5-2005 προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας δεν κατέβαλε τις εργοδοτικές και εργατικές εισφορές στο ΙΚΑ, που μέχρι και σήμερα ανέρχονται σε 25.386 και σε 12.683 Ευρώ αντίστοιχα. Η ανωτέρω εκκαλούσα όπως προκύπτει από το υπ' αρ. 9947/3-8-2004 ΦΕΚ είχε την ιδιότητα της Αντιπροέδρου της εταιρείας Κ. ΑΕΒΕ και εκπροσωπούσε νόμιμα την εταιρία σε περίπτωση κωλύματος του Προέδρου". Ακολούθως κήρυξε ένοχη αυτήν με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2εδ. δ ΠΚ του ότι: "Στην Αθήνα την 26-1-2006, τυγχάνοντας εργοδότης της επιχείρησης με την επωνυμία Κ. ΑΕΒΕ και αμε ή Αμοε ... ΑΓΜ υποκατάστημα Αθηνών, είδος επιχείρησης ΜΗΧ/ΤΑ ΟΔΟΠ/ΑΣ και έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο από 1-12-2004 έως 31-5-2005 στην επιχείρηση του προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή, που ασφαλιζόταν στο ΙΚΑ, όφειλε για την ασφάλιση του άνω προσωπικού, να καταβάλλει στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εισφορές ποσού 38.080Ευρώ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επόμενου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για τη μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αρ. ...ΠΕΕ στην οποία αναγράφονται 14 μισθωτοί με ύφος αποδοχών 127.917,58 Ευρώ συνολικά. 1. Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών (εργοδοτικών) ασφαλιστικών εισφορών (και ποσό για τον ειδικό λογαριασμό Δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα των απασχοληθέντων οικοδόμων βάση των ημερών απασχόλησης) ποσού 25.386 Ευρώ δεν κατέβαλε αυτές στον Οργανισμό μέσα στον μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές έγιναν απαιτητές.2. Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρηση του (Εργατικές) ποσού 12.693 Ευρώ, με σκοπό να αποδώσει αυτές στον άνω Οργανισμό δεν κατέβαλε σ' αυτόν μέσα στον μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές, κατέστη τιμωρητέος για υπεξαίρεση". Ακολούθως, της επέβαλε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, για κάθε μία πράξη και κατά συγχώνευση τους, συνολική ποινή φυλακίσεως εννέα (9) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, τα οποία περιέχονται και στο σχετικό κατηγορητήριο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Ειδικότερα, εν όψει του ότι πρόκειται για εργοδότρια ανώνυμη εταιρεία, για την οποία υπόχρεος κατά το νόμο για την απόδοση των ασφαλιστικών και εργοδοτικών εισφορών της στο ΙΚΑ, είναι ο Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, οι δε ασφαλιστικές εργοδοτικές και εργατικές εισφορές που οφείλει αυτή στο ΙΚΑ, έχουν γεννηθεί κατά τη παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης, το χρονικό διάστημα από 1-12-2004 έως 31-5-2005, δηλαδή, πριν την 11-4-2012, που άρχισε να ισχύει ο νόμος 4075/11-4-2012, η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ,που κατά τη παραδοχή της ανωτέρω απόφασης κηρύχθηκε ένοχη της αξιόποινης ως άνω πράξεως, "με την ιδιότητα της Αντιπροέδρου της Εταιρίας Κ. ΑΕΒΕ και εκπροσωπούσε νόμιμα την εταιρεία σε περίπτωση κωλύματος του Προέδρου αυτής "δεν υπέχει ποινική ευθύνη. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι εφαρμογή του νεότερου νόμου, (άρθρ. 25 παρ. 1 Ν. 4075/2012), σύμφωνα με τον οποίο διευρύνεται ο κύκλος των προσώπων των αυτουργών της παραβάσεως του Α. Ν. 86/67, όσο αφορά τις εργοδότριες ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται πλέον και ο Πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου, καθώς και κάθε μέλος αυτού που συμπράττει όμως ουσιαστικά στη διοίκηση της, δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι η ισχύς του άρχισε πριν τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης (ημερομηνία δημοσίευσης αποφάσεως 4-10-2012) και είναι δυσμενέστερος για τη συγκεκριμένη αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, αφού ο Πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου, τον οποίο κατά τη παραδοχή της προσβαλλόμενης, εκπροσωπούσε η αναιρεσείουσα σε περίπτωση κωλύματος του, εντάσσεται με αυτόν τον νόμο, ως υπόχρεο πρόσωπο για την καταβολή των οφειλομένων εισφορών στο Ι.Κ.Α. Επομένως, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, τρίτος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατόπιν αυτού παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και αφού δεν υπάρχει αξιόποινη πράξη τελεσθείσα από την αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, να κηρυχθεί αθώα αυτή (αρθρ. 518 παρ. 1 ΚΠΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ. Αναιρεί την υπ' αρ. 44312/4-10-2012 απόφαση του Α' Αυτοφώρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Κηρύσσει αθώα την αναιρεσείουσα Α. Κ. του Χ., κατοίκου ... του ότι: "Στην Αθήνα την 26-1-2006, τυγχάνοντας εργοδότης της επιχείρησης με την επωνυμία Κ. ΑΕΒΕ και ΑΜΕ ή ΑΜΟΕ ... ΑΓΜ υποκατάστημα Αθηνών, με είδος επιχείρησης ΜΗΧ/ΤΑ ΟΔΟΠ/ΑΣ, έχοντας απασχολήσει κατά τη χρονική περίοδο από 1-12-2004 έως 31-5-2005 στην επιχείρηση αυτή προσωπικό με σχέση εξαρτημένης εργασίας με αμοιβή , που ασφαλιζόταν στο ΙΚΑ, όφειλε για την ασφάλιση του άνω προσωπικού, να καταβάλλει στο ΙΚΑ τις κατωτέρω εισφορές ποσού 38.080 Ευρώ μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα για τις Δημόσιες Υπηρεσίες του επόμενου μήνα, εκείνου μέσα στον οποίο παρασχέθηκε η εργασία. Για τη μη καταβολή των εισφορών αυτών συντάχθηκε η με αρ. ... ΠΕΕ στην οποία αναγράφονται 14 μισθωτοί με ύψος αποδοχών 127.997,58 Ευρώ συνολικά. 1. Έχοντας νόμιμη υποχρέωση καταβολής των βαρυνουσών (εργοδοτικών) ασφαλιστικών εισφορών (και ποσό για τον ειδικό λογαριασμό Δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα των απασχοληθέντων οικοδόμων βάσει των ημερών απασχόλησης) ποσού 25386 Ευρώ, δεν κατέβαλε αυτές στον άνω οργανισμό μέσα στο μήνα κατά τον οποίο οι εισφορές ήταν απαιτητές. 2. Έχοντας παρακρατήσει τις ασφαλιστικές εισφορές των εργασθέντων στην επιχείρηση της (Εργατικές) ποσού 12.693 € με σκοπό να αποδώσει αυτές στον άνω Οργανισμό, δεν τις κατέβαλε σ' αυτόν μέσα στο μήνα κατά τον οποίο έγιναν απαιτητές και κατέστη γι αυτές τιμωρητέα για υπεξαίρεση. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 26 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη καταβολή ασφαλιστικών εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ. Ποινική ευθύνη εργοδότη. Λόγοι αναίρεσης: α) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β)εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Για τη καταβολή των ασφαλιστικών εργοδοτικών και εργατικών εισφορών στο ΙΚΑ όταν εργοδότης είναι ανώνυμη εταιρεία υπεύθυνος είναι ο διευθύνων σύμβουλος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 4 παρ. 4 ν. 2556/1997 σε συνδ. με άρθρ. 115 του ν. 2238/1994, για τις οφειλές που γεννήθηκαν μέχρι την έναρξη του ν. 4075/2012, που ισχύει από 11-4-2012 που διευρύνει τον κύκλο των ευθυνομένων φυσικών προσώπων .Δεκτός ο λόγος εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αναιρεί την προσβαλλόμενη απόφαση που κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, για οφειλές προς το ΙΚΑ που γεννήθηκαν την 1-12-2004 έως 31-5-2005, με την ιδιότητα της αναπληρώτριας του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου και κηρύσσει αυτήν αθώα.
Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών
Καθυστέρηση καταβολής ασφαλιστικών εισφορών.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 661/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαϊρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου,- Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέα Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Μ. του Δ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Φίλιππο Κωστάρα, περί αναιρέσεως της 4162/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Μ. Κ. του Γ., κάτοικο ... που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Δέσποινα Παγίδα. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Σεπτεμβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1115/12. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 314 παρ.1 εδ. α` του ΠΚ, "όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών". Από το συνδυασμό της διατάξεως αυτής προς εκείνη του άρθρου 28 του ΠΚ, κατά την οποία "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν", προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από τις ανωτέρω διατάξεις εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται αφενός μεν πρόκληση σε άλλον σωματικής κακώσεως ή βλάβης της υγείας, αφετέρου δε α) μη καταβολή από τον δράστη της επιβαλλομένης, κατ` αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές, της κοινής πείρας και λογικής και της συνήθους πορείας των πραγμάτων, β) δυνατότητα αυτού βάσει των προσωπικών του περιστάσεων, γνώσεων και δυνατοτήτων να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια), και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως ή της παραλείψεως του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμελείας, εφόσον το ένα σκέλος της ποινικής ευθύνης θεμελιούται στην μη καταβολή της προσήκουσας, κατά την προδιαληφθείσα νομική έννοια, προσοχής, δηλαδή σε μία παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη πράξη (ενέργεια ή παράλειψη), από την οποία επήλθε το αξιόποινο αποτέλεσμα, αλλά συνιστά σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε αυτού, τότε, για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος δια παραλείψεως τελουμένου, απαιτείται και η συνδρομή των ουσιαστικών όρων του άρθρου 15 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο "όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του θεωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος". Από την τελευταία διάταξη συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος που τελέστηκε με παράλειψη δεν αρκεί η ύπαρξη κάποιας γενικής νομικής υποχρεώσεως προς παροχή συνδρομής για την πρόληψη του εγκληματικού αποτελέσματος, ούτε και απλής ηθικής προς τούτο υποχρεώσεως, αλλ`απαιτείται να υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, της οποίας το περιεχόμενο συνίσταται ειδικώς στην αποτροπή του εγκληματικού αποτελέσματος δι`ιδίων ενεργειών του δράστη αμέσως επενεργουσών, ως επέχοντος, έναντι της εννόμου τάξεως, θέση εγγυητή της διαφυλάξεως του δια του άνω αποτελέσματος προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προς παρεμπόδιση της επελεύσεως του βλαπτικού για ορισμένο έννομο αγαθό αποτελέσματος, δύναται να πηγάζει κυρίως α) από ρητή, επιτακτικού χαρακτήρα, διάταξη του νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, συνδεομένων με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου προς ενέργεια, γ) από ειδική σχέση, δυναμένη να θεμελιωθεί είτε σε συμβατικό δεσμό, είτε και σε προηγουμένη ενέργεια του υπαιτίου της παραλείψεως, δια της οποίας αυτός αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον, δ) από ορισμένη προηγηθείσα συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του βλαπτικού αποτελέσματος. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ` ιδίου Κώδικος, όταν αναφέρονται σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία απoδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το Δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ` είδος γενικώς. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων ή παράλειψη αναφοράς του τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου των αποδεικτικών αυτών μέσων ως και η παράλειψη συσχετίσεως και συγκρίσεως όλων αυτών μεταξύ τoυς, διότι στις περιπτώσεις αυτές, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως, κατ' άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε! του ΚΠΔ, υπάρχει όταν δεν αναφέρονται στην απόφαση κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά, τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε , οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, προσβάλλεται η υπ` αριθμ. 4162/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου(Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, με την οποία ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, καταδικάσθηκε για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια από υπόχρεο. Ειδικότερα, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι "από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ενόρκως ενώπιον του, την ανώμοτη κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι: Στα …στις 24-10-2005 και περί ώρα 19:00 μμ ,ενώ ήταν υπόχρεος λόγω του επαγγέλματος του, ως μηχανικού ασφαλείας της τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία "ΕΡΓΩ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Α.Τ.Ε.", να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, ώστε στα εκτελούμενα απ' αυτήν οδικά έργα να εξασφαλίζεται η αποφυγή ατυχημάτων σε βάρος όσων χρησιμοποιούν τον δρόμο, στον οποίο εκτελούνταν τα έργα, από έλλειψη της προσοχής (αμέλεια) την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει κατά τις περιστάσεις, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που ήταν δυνατό να προκληθεί και τελικά προκλήθηκε , από την ελλιπή λήψη μέτρων ασφαλείας σε εκτελούμενο στην περιοχή έργο της εταιρείας, σε βάρος του Μ. Κ. του Γ., κατ. Ελληνικού Αττικής (παθόντος) ο οποίος από το ατύχημα αυτό υπέστη σωματικές κακώσεις. Ειδικότερα από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, προέκυψε ότι: ενώ η ανωτέρω εταιρεία με το από 21-7-2005, ιδιωτικό συμφωνητικό υπεργολαβίας είχε αναλάβει ως εγκεκριμένος υπεργολάβος από την αρχική εργολήπτρια και ανάδοχο του έργου κοινοπραξία με την επωνυμία " …. " την εκτέλεση εργασιών τμήματος του έργου "Συμβάσεις περιόδου έργων Δίκτυο Διανομής (Κεντρική Περιοχή -χπ)2002-2005"και ειδικότερα την πλήρη κατασκευή 600 παροχών 25 mbar και 4 mbar όλων των τύπων πελατών (Β2Β και Β 26) συμπεριλαμβανομένων και των επεκτάσεων δικτύου, που εξυπηρετούν τις περιοχές Βοτανικού, Κεραμικού, Ρούφ, Θησείου, Μακρυγιάννη, Μετς, Καλλιθέα, Παγκρατίου, 'Ανω και Κάτω Πετραλώνων, Ν. Κόσμου, Ακρόπoλις Παλ. Φαλήρου, Κουκακίου, καθώς και την πλήρη κατασκευή επεκτάσεως δικτύου 25 mbar, με όλα τα τερματικά εγκαταστάσεων και συνδέσεων προϋπολογισμού, μήκους 2197 m. διαφόρων διαμέτρων στην περιοχή του Μακρυγιάννη και Πετραλώνων, ο κατηγορούμενος ως μηχανικός ασφαλείας της ως άνω υπεργολάβου εταιρείας, δεν φρόντισε ώστε να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα για την ασφαλή διέλευση των οχημάτων με παράκαμψη των εκτελούμενων έργων επί της οδού ... και μέχρι την πλατεία Μ.Μερκούρη. Συγκεκριμένα δεν έδωσε οδηγίες, ούτε επόπτευσε, ώστε να τοποθετηθούν κατάλληλες πινακίδες σήμανσης εκτελέσεως έργων, φανοί και προειδοποιητικοί κώνοι, πινακίδες μείωσης ταχύτητος, των διερχομένων οχημάτων και εκτροπής της κυκλοφορίας για τους ερχόμενους από Κουκάκι οδηγούς προς τα αριστερά με είσοδο στο αντίθετο ρεύμα, αλλά αρκέσθηκε μόνο στην τοποθέτηση, κατά πλάτος προς την πλατεία Μερκούρη ρεύματος, ενός πλαστικού πλέγματος, μη αντανακλαστικού στο φώς, προσδεδεμένου από την πλευρά του πεζοδρομίου σε ένα δένδρο και προς την πλευρά του δρόμου σε μία μπετόβεργα μπηγμένη στο μέσο του οδοστρώματος. Αποτέλεσμα των ελλείψεων αυτών ήταν ότι ο παθών ερχόμενος με μοτοσικλέτα από το Κουκάκι, να μην αντιληφθεί έγκαιρα τα προ αυτού εκτελούμενα έργα και το ανωτέρω πλέγμα , που λειτούργησε ως παγίδα γι αυτόν, δηλαδή, πηγαίνοντας με 30 χ.λ.μ. την ώρα, δεν πρόλαβε να φρενάρει ούτε να κάνει αποφευκτικό ελιγμό αλλά επέπεσε στο ως άνω πλέγμα και ανατράπηκε, με τελική συνέπεια να τραυματισθεί και να υποστεί κάταγμα του διαϋποτροχαντηρίου του αριστερού ισχίου. Η περασμένη βραδινή ώρα 19.00μμ με έλλειψη φυσικού φωτισμού που συνεπαγόταν κατά μήνα Οκτώβριο, σε συνδυασμό με την έλλειψη τεχνητού φωτισμού επέτειναν την επικίνδυνη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί από τις παραλείψεις του κατηγορουμένου, ανεξάρτητα από το ότι ο παθών δεν κατέβαλε όλη τη δέουσα προσοχή του κατά την οδήγηση. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες υπερασπίσεως, που δε κρίνονται αξιόπιστοι, καθόσον ο μεν πρώτος ήταν εργάτης στο επίδικο έργο και όργανο εκτελέσεως των μέτρων ασφαλείας, που έπρεπε να είχαν ληφθεί, ο δε δεύτερος μάρτυρας υπεράσπισης εμπειρογνώμονας, συνήγαγε συμπεράσματα αρκετό χρόνο μετά την επέλευση του ατυχήματος, ενώ τέλος, ο 3ος μάρτυρας ήταν ο υπεύθυνος του έργου από πλευράς του φορέα του έργου "Ε.Π.Α.".Με όλα τα ανωτέρω δεδομένα, κρίνεται ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδεται, της σωματικής βλάβης από αμέλεια , η οποία προβλέπεται από τις αναφερόμενες στο διατακτικό διατάξεις και πρέπει, συνεπώς, να κηρυχθεί ένοχος αυτής. Στη συνέχεια το Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι: "Στα …την 24-10-2005 και περί ώρα 19.00 από αμέλεια του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και έτσι προξένησε σωματικές κακώσεις στον Μ. Κ. του Γ., κάτοικο ... αν και ήταν υπόχρεος λόγω του επαγγέλματος του, ως μηχανικού ασφαλείας της τεχνικής εταιρείας με την επωνυμία "ΕΡΓΩ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ Α.Τ.Ε. "να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή. Συγκεκριμένα,ενώ η παραπάνω εταιρία με το από 21-7-2005 ιδιωτικό συμφωνητικό υπεργολαβίας, είχε αναλάβει ως εγκεκριμένος υπεργολάβος από την εργολάβο και ανάδοχο κοινοπραξία με την επωνυμία " …" την εκτέλεση εργασιών τμήματος του έργου Συμβάσεις περιόδου έργων Δίκτυο διανομής ( Κεντρική περιοχή -Χ.Π.2002-2005) και ειδικότερα την πλήρη κατασκευή εξακοσίων παροχών 25mbar και 4 bar, όλων των τύπων πελατών (b2b και b2c), συμπεριλαμβανομένων και των επεκτάσεων δικτύου που εξυπηρετούν τις παροχές στις περιοχές Βοτανικού, Κεραμικού, Ρούφ, Θησείου, Μακρυγιάννη, Μέτς, Παγκρατίου, Καλλιθέας, Άνω και Κάτω Πετραλώνων, Μοσχάτου, Ν. Κόσμου, Ακρόπολης, Π. Φαλήρου, Κουκακίου, καθώς και την πλήρη κατασκευή επεκτάσεων δικτύου 25 mbar, με όλα τα τερματικά εγκαταστάσεων και συνδέσεων προϋπολογισμού, μήκους 2.195 m διαφόρων διαμέτρων, στην περιοχή Πετραλώνων και Μακρυγιάννη, ο κατηγορούμενος, ως μηχανικός ασφαλείας, της παραπάνω υπεργολάβου εταιρείας, δεν φρόντισε ώστε να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα για την ασφαλή διέλευση των οχημάτων, από το σημείο της οδού ... και της Πλατείας Μερκούρη , που εκτελούνταν τα παραπάνω έργα , και ειδικότερα δεν έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες ώστε να τοποθετηθούν οι κατάλληλες πινακίδες σήμανσης εκτέλεσης έργων, μείωσης της ταχύτητας και αλλαγής πορείας προς τα αριστερά, με αποτέλεσμα όταν ο εγκαλών ο οποίος κινούνταν με την υπ'αρ. κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτοσικλέτα επί της οδού …προς την πλατεία Μ. Μερκούρη, έφθασε στο ύψος του οικοδομικού τετραγώνου 60, να γλιστρήσει η μοτοσικλέτα που οδηγούσε και να ανατραπεί. Αποτέλεσμα του παραπάνω τροχαίου ατυχήματος, ήταν να τραυματισθεί ο εγκαλών και να υποστεί κάταγμα διαϋποτροχαντήριο του αριστερού ισχίου". Ακολούθως, του επέβαλε ποινή φυλακίσεως 3 μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία και επιδίκασε στον παρασταθέντα πολιτικώς ενάγοντα (παθόντα ) το ποσό των 44 Ευρώ, ως χρηματική του ικανοποίηση, για την ηθική του βλάβη, από την σε βάρος του τελεσθείσα αδικοπραξία. Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια παρ`υποχρέου σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, στην προσβαλλόμενη απόφαση εξειδικεύεται η στη συγκεκριμένη περίπτωση ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του αναιρεσείοντος που πηγάζει από την ιδιότητά του ως μηχανικού ασφαλείας της υπεργολάβου του έργου εταιρείας, επομένως, έχοντος, το καθήκον πρόνοιας, για τη λήψη των αναγκαίων προστατευτικών μέτρων για την αποφυγή ατυχημάτων από τους κυκλοφορούντες στην οδό που λάμβανε χώρα αυτό, όπως ορίζουν οι διατάξεις του ΚΟΚ (άρθρ. 9 και 10 αυτού) και η διαπιστωθείσα παράλειψη της υποχρεώσεως τηρήσεως αυτών, αναφορικά με το επελθόν αποτέλεσμα. Επίσης, προσδιορίζεται το είδος της αμέλειας (μη συνειδητή τοιαύτη) του κατηγορουμένου και παρατίθενται όλα τα επί μέρους περιστατικά που συγκροτούν τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς αυτού και του επελθόντος αποτελέσματος της σωματικής βλάβης του παθόντος. Επαρκώς, επίσης, αιτιολογείται, η κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ότι δεν διακόπηκε ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των παραλείψεων του κατηγορουμένου και του αποτελέσματος που επήλθε, από την αμελή συμπεριφορά του παθόντος, με την παραδοχή ότι "ανεξάρτητα από το ότι ο παθών δεν κατέβαλε όλη τη δέουσα προσοχή κατά την οδήγηση". Επομένως, οι, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ! και Ε! του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω αντιφατικών παραδοχών στο αιτιολογικό αυτής, συνεπεία των οποίων να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της, για την ορθή εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 26παρ. 1α,15, 28,314παρ. 1α, 315παρ. 1β ΠΚ, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Αντιθέτως, υπό την επίκληση του άνω λόγου, ο αναιρεσείων, παραπονείται σαφώς για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρεί διαφορετική εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, απαραδέκτως, διότι τοιουτοτρόπως, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί τα πράγματα. Μετά ταύτα, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα,η κρινομένη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρ. 583 § 1 ΚΠΔ) και να καταδικασθεί αυτός στη πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του παρασταθέντος κατά την εκφώνηση της υπόθεσης πολιτικώς ενάγοντος( άρθρ. 583παρ. 1 ΚΠΔ, 176,183Κ. Πολ. Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει, την υπ' αρ. πρωτ. 6363/ 25-9-2012 αίτηση, του Κ. Μ. του Δ., κατοίκου ... οδός …άνευ αριθμού, που επιδόθηκε με δήλωση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ' αρ. 4162/2012 απόφασης του Γ! Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων ) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντος που την ορίζει σε πεντακόσια (500) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, 26 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σωματική βλάβη εξ αμελείας οπό υπόχρεο. Έγκλημα παραλείψεως. Ιδιαίτερη νομική υποχρέωση. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Μέτρο ασφαλείας ΚΟΚ. Πραγματικά περιστατικά. Αυτοκινητικό ατύχημα. Μη τοποθέτηση μέτρων σήμανσης πριν από την ζώνη έργων και δη τόσο στη ζώνη προειδοποίησης όσο και στη ζώνη προσαρμογής εισόδου από τον υπεύθυνο ασφαλείας της υπεργολάβου του έργου Ποινική Δικονομία. Λόγοι αναίρεσης: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επαρκής αιτιολογία. Απορρίπτει αναίρεση. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα και την πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντος.
Σωματική βλάβη από αμέλεια
Σωματική βλάβη από αμέλεια, Παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 660/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την προσφυγή του αιτούντος - προσφεύγοντος Δ. Μ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαρίλαο Λαδή, κατά της 1/10-1-2013 απόφασης της Β' Μονάδας της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης. Η Β' Μονάδα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, με την ως άνω απόφασή της διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ασκεί τώρα την από 13 Φεβρουαρίου 2013 προσφυγή του κατά της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν και η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 209/2013. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή, με αριθμό 46/21.2.2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι) Με την υπ' αριθμ. 20/2012 απόφαση της Β' μονάδας της "Αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ..." [άρθρο 7 ν. 3932/2011] αποφασίστηκε η ένταξη του Δ. Μ. "στον τηρούμενο κατάλογο προσώπων σχετιζομένων με την τρομοκρατία" διότι "με βάση πληροφορίες άλλα στοιχεία που υποβλήθηκαν στην Αρχή από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, και τις δικαστικές αρχές φαίνεται να σχετίζεται με εγκληματική δράση, η οποία εντάσσεται στην έννοια της προβλεπόμενης από το άρθρο 187/Α ΠΚ εγκληματικής συμπεριφοράς". Κατά της άνω αποφάσεως άσκησε, κατ' εφαρμογή του άρθρου 49 Α § 8 ν. 3691/2008, -ο ανωτέρω- την από 10-1-2013 αίτηση, με την οποία ζητούσε την ανάκλησή της - διότι με το υπ' αριθμ. 209/2012 αμετάκλητο βούλευμα απηλλάγην της σε βάρος του κατηγορίας της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση, της συναφούς κατηγορίας της διακεκριμένης οπλοκατοχής και συνεπώς δεν μπορούσε να χωρήσει δέσμευση των αναφερομένων στην αίτηση περιουσιακών του στοιχείων. Το περιεχόμενο δηλ. της αίτησης ανάκλησης έγκειτο στο αναιτιολόγητο και αντισυνταγματικό της δέσμευσης των αναφερομένων περιουσιακών στοιχείων [ακινήτων - τραπεζικού λογαριασμού] - προφανώς κατ' αυτόν λόγω της ένταξής του στον τηρούμενο κατάλογο προσώπων σχετιζομένων με την τρομοκρατία. Την αίτηση αυτή η άνω αρχή με την 1/10-1-2013 απόφασή της απέρριψε διότι "Από τις ακριβείς πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν και από τα στοιχεία της σε βάρος του ποινικής δικογραφίας προκύπτει σχέση του με την τρομοκρατία. Ειδικότερα, στην κρινόμενη περίπτωση, εκτός των "ακριβών πληροφοριών", έχουν γίνει δεκτά και από το υπ' αριθμ. 209/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών σειρά γεγονότων, τα οποία καταδεικνύουν σαφώς την ύπαρξη σχέσεων του αιτούντα με τους λοιπούς κατηγορουμένους έστω και αν τα γεγονότα αυτά δεν στοιχειοθετούν αξιόποινη τρομοκρατική δράση. (βλ. το υπ' αριθμ. 209/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών σελίδες 59α, 63β, 73α, 74α)". Στην αυτή απόφαση ρητά αναφέρεται επίσης ότι "όσον αφορά το αίτημα για άρση της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων του αιτούντα, αλυσιτελώς προβάλλεται δεδομένου ότι τέτοια δέσμευση δεν έχει διαταχθεί με την ως άνω απόφασή μας, [δηλ. της άνω αρχής]. Η απόφαση αυτή επιδόθηκε στον αιτούντα στις 17-1-2013 [βλ. το οικείο αποδεικτικό]. Κατά της απορριπτικής αυτής απόφασης ο ρηθείς Δ. Μ. άσκησε στις 15-2-2013 δια πληρεξουσίου την από 13-2-2013 προσφυγή ενώπιον του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου (σε συμβούλιο) προβάλλων ότι η αιτιολογία της αρχής που απέρριψε την αίτηση ανάκλησης της 20/2012 απόφασης της Β' μονάδας αυτής δεν είναι επαρκής [σε σχέση με την παραπομπή στο αναφερόμενο βούλευμα] αφ' ενός και αφετέρου δεν αρκούν οι "ακριβείς πληροφορίες" αφού είναι αόριστες. Με άλλες λέξεις μετά την απαλλαγή του με το 209/2012 βούλευμα του συμβουλίου Εφετών Αθηνών δεν είναι νόμιμη η ένταξη του στον κατάλογο των προσώπων που σχετίζονται με την τρομοκρατία. II) Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 7 Α § 2 εδ. δ του ν. 3691/2008 [-που προστέθηκε με το άρθρο 2 § 2 ν. 3932/2011, ΦΕΚ 49Α/10-3-2011] "... Η μονάδα [της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης ... που ιδρύθηκε με το άρθρο 2 του αυτού νόμου =2 ν. 3932/2011] είναι επίσης αρμόδια για τον προσδιορισμό των φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων που σχετίζονται με την τρομοκρατία και τη δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 49Α" - κατά δε το άρθρο 49 Α §§1, 3 του αυτού νόμου " Η Β μονάδα της αρχής προσδιορίζει τα σχετιζόμενα με την τρομοκρατία φυσικά και νομικά πρόσωπα ή οντότητες, βασιζόμενη σε ακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία που υποβάλλονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου προστασίας του πολίτη ή τις εισαγγελικές, δικαστικές ή άλλες διωκτικές αρχές. Οι πληροφορίες και τα στοιχεία αυτά αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα ή οντότητες που διαμένουν ή εδρεύουν ή κατέχουν περιουσία, σύμφωνα με την έννοια της παρ. 6 του άρθρου 187 Α ΠΚ, στην ημεδαπή και τα οποία διέπραξαν ή διαπράττουν ή αποπειρώνται να διαπράξουν ή συμμετέχουν ή με οποιονδήποτε τρόπο διευκολύνουν την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 187Α ΠΚ, όπως ισχύει ...". Από τις άνω διατάξεις σαφώς συνάγεται ότι η σχετική απόφαση της "Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης εσόδων ..." περί υπαγωγής τινός στον κατάλογο των προσώπων που σχετίζονται με την τρομοκρατία, δεν προϋποθέτει καταδίκη αυτού για πράξη που περιλαμβάνεται στο άρθρο 187Α § 1 ΠΚ, ούτε προϋποθέτει εκκρεμή ποινική δίωξη ή προκαταρκτική εξέταση για τέτοια πράξη, αφού δεν συνιστά μέτρο κατασταλτικής ποινικής φύσεως και δεν γίνεται στα πλαίσια ποινικής διαδικασίας, αλλά συνιστά αυτοτελές μέτρο αποκλειστικά για προληπτικό ή κατασταλτικό της τρομοκρατίας που λαμβάνεται από ανεξάρτητη διοικητική αρχή στα πλαίσια της αρμοδιότητάς της ως τέτοιας και αρκεί κατά το νόμο η σχετική απόφαση να βασίζεται σε σχετικές και δη ακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία που υποβάλλονται από τις αναφερόμενες υπηρεσίες ή αρχές και αφορούν ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο διέπραξε τρομοκρατική πράξη, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 187Α ΠΚ -πρβλ και άρθρο 48 παρ. 5 ν. 3691/2008. Άλλωστε και αυτό τούτο το άρθρο 49Α ν. 3691/2008 κάνει λόγο "για επιβολή κυρώσεων κατά υπόπτων τρομοκρατίας" και για "σχετιζομένων με την τρομοκρατία φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων", [ενώ όπως είναι γνωστόν, νομικά πρόσωπα ή οντότητες δεν μπορούν να είναι κατηγορούμενοι για ποινικό αδίκημα] και για "ενδιαφερόμενο πρόσωπο" - "οποιουδήποτε προσώπου". Η άνω αρχή όθεν "δικάζει" - πολλώ μάλλον δεν "καταδικάζει". Έτσι και ο Άρειος Πάγος [βλ. ΑΠ 406/2012, ΑΠ 786/2012 κ.α] ρητά δέχεται ότι από "προαναφερόμενες διατάξεις του Ν. 3932/2011, με τις οποίες τροποποιήθηκε το άρθρο 49 του Ν. 3691/2008 και προστέθηκε το άρθρο 49Α, προκύπτει ότι η Β' Μονάδα της Αρχής, μετά την επεξεργασία των πληροφοριών που φθάνουν στην υπηρεσία της από τις αρμόδιες αρχές, εντάσσει τα προσδιοριζόμενα ως σχετιζόμενα με την τρομοκρατία πρόσωπα σε κατάλογο [και δεσμεύει τυχόν υπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία]. Τα μέτρα αυτά εντάσσονται στο πλαίσιο της διαφύλαξης της κοινωνίας από πράξεις τρομοκρατίας, αποβλέπουν στην πρόληψη και καταστολή της τρομοκρατίας και της χρηματοδότησής της. Εξάλλου, για τον προσδιορισμό ενός προσώπου ως σχετιζόμενου με την τρομοκρατία δεν προϋποθέτει καταδίκη αυτού, ούτε είναι αναγκαίο να συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την επιβολή μέτρων ή διοικητικών κυρώσεων (παρούσα εγκληματική ή άλλου είδους παράνομη δράση), αλλά αρκεί η ύπαρξη έλλογων υπονοιών, ενδείξεων ή πιθανολόγησης, που στηρίζονται σε πληροφορίες, τις οποίες η Β' Μονάδα της Αρχής κρίνει ως "ακριβείς", διότι μόνο έτσι τα παραπάνω μέτρα είναι δυνατόν να εκπληρώσουν τον προληπτικό και μερικές φορές προ-προληπτικό ρόλο τους στον τομέα της πρόληψης και καταστολής της τρομοκρατίας και της χρηματοδότησής της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 49Α του Ν. 3691/2008" και δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ποινή με τις εντεύθεν συνέπειες και δη δήθεν παράβαση άρθρου 1 ΠΚ, 7 Συντ. κλπ. Και αν μεν αυτά ισχύουν για την δέσμευση, ισχύουν κατά μείζονα λόγο για την ένταξη. Εν όψει συνεπώς του άνω σκοπού, αλλά και της φύσεως - συνθέσεως της άνω αρχής αυτή η ίδια εκτιμά τις "ακριβείς πληροφορίες" και δεν απαιτείται να αναφέρονται αυτές, αφού άλλως θα ματαιωνόταν ο άνω σκοπός. Εξ' άλλου κατά το άρθρο 49Α §14 του ν. 3691/2008 που προστέθηκε με το άρθρο 7 ν. 3932/3011, ΦΕΚ. 49Α/10-3-2011, "οι συνεδριάσεις της Μονάδας είναι μυστικές ...". Τέλος από τις διατάξεις των §§ 1, 46, 78, του αυτού νόμου σαφέστατα προκύπτει ότι υπάρχει σαφής διάκριση της ένταξης στον κατάλογο και της δέσμευσης περιουσίας. Εξ άλλου την έννοια της τρομοκρατικής πράξης ορίζει αυθεντικά πλέον το άρθρο 187 Α ΠΚ [που προστέθηκε με το άρθρο 40 §1 ν. 3251/2004, ΦΕΚ 127Α/9-7-2004], και την έννοια της εγκληματικής οργάνωσης το άρθρο 187ΠΚ [βλ. ΑΠ 1040/2011, ΑΠ 1375/2009 και τις Εισηγ. Εκθ. των ν. 3875/2010 και 3251/2004 [όπως αντικ. με το άρθρο 1 § 1 ν. 2928/2001 βλ. σχετ. ΑΠ 1413/2010]. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 49Α§8 του ν. 3691/2008 "Η μονάδα μπορεί να ανακαλέσει την απόφασή της για την ένταξη του ονόματος στο σχετικό κατάλογο [ή τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων] οποιουδήποτε προσώπου ... αν πεισθεί ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι που επέβαλαν τη λήψη της σχετικής απόφασης", κατά δε την §9 του άνω άρθρου "τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή οντότητες, των οποίων η ... αίτηση δεν έγινε δεκτή, μπορούν μέσα σε διάστημα τριάντα ημερών από την επίδοση της απορριπτικής απόφασης της μονάδας, να προσφύγουν ενώπιον του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου, που συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση ως συμβούλιο". Η άνω προσφυγή, φέρει το χαρακτήρα του ειδικού βοηθήματος ενώπιον του δικαστηρίου και σκοπεί ακριβώς αυτή τη δικαστική προστασία του θιγόμενου σύμφωνα με το άρθρο 20§1 Συντ. και 5, 6 Ευρ. ΣΔΑ. III) Από τα παραπάνω συνάγεται σαφώς ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι το μεν απαράδεκτη διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και δη ότι έχει διαταχθεί δήμευση περιουσιακών στοιχείων του προσφεύγοντος [ενώ κάτι τέτοιο δεν έχει λάβει χώρα με την αρχική απόφαση της οποίας ζητήθηκε η ανάκληση και η οποία απερρίφθη με την καθ' ης η προσφυγή 1/2013 απόφαση της Β' Μονάδας της αρχής καταπολέμησης της Νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ...] το δε είναι αβάσιμη κατά το σκέλος που στρέφεται κατά της 1/2013 απόφασης της άνω αρχής που αναφέρεται στην ένταξη του προσφεύγοντος στον τηρούμενο κατάλογο προσώπων σχετιζομένων με την τρομοκρατία. Ειδικότερα η προσβαλλόμενη απόφαση ρητά αναφέρει αφ' ενός μεν την ύπαρξη "ακριβών πληροφοριών"- για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση εμπιστευτικότητας- αφετέρου την ύπαρξη γεγονότων, που αναφέρονται στο υπ' αριθμ. 209/2012 βούλευμα του συμβουλίου Εφετών Αθηνών και δη στις σελίδες 59α, 63β, 73α, 74α. Από το άνω βούλευμα σαφώς προκύπτει ότι και κατά του προσφεύγοντος ασκήθηκε ποινική δίωξη για 1) τρομοκρατική οργάνωση, 2) προμήθεια και κατοχή εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών βομβών με σκοπό να τις χρησιμοποιήσουν για να προξενήσουν κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα και κίνδυνο για άνθρωπο, 3) διακεκριμένη περίπτωση κατοχής όπλων από κοινού, 4) τρομοκρατικές πράξεις από κοινού κλπ και διενεργήθη κύρια ανάκριση κατά τη διάρκεια της οποίας αρχικά διετάχθη η προσωρινή του κράτηση και ύστερα αντικαταστάθηκε αυτή με περιοριστικούς όρους. Ρητά γίνεται αναφορά στο άνω βούλευμα περί της τρομοκρατικής οργάνωσης "ΣΥΝΟΜΩΣΙΑ ΠΥΡΗΝΩΝ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ" - όπου και λεπτομέρειες - στην οποία συμμετείχαν και οι Γ. Τ., Κ. Σ., Α. Μ., Γ. Κ. και οι οποίοι παραπέμφθησαν στο αρμόδιο δικαστήριο, ο δε προσφεύγων είχε σχέσεις - επαφές με τους Κ. Σ., Γ. Τ., στην κατοχή δε αυτού βρέθηκαν αρχεία κειμένου και ιστοσελίδων κλπ με περιεχόμενο που σχετίζεται με την επίσης τρομοκρατική οργάνωση "17 Νοέμβρη", επίσης περίστροφο εκτόξευσης φλογών, αερίων κλπ και ποσότητα ναρκωτικών. Και ναι μεν το άνω βούλευμα απεφάνθη να μην γίνει κατηγορία κατ' αυτού για τις α, β, γ, δ πράξεις πλην όμως τούτο διότι δεν προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις και δη "καθ' όλες τις υπάρχουσες ενδείξεις ανήκει μεν στον ευρύτερο αναρχικό - αντιεξουσιαστικό χώρο, αλλά δεν προκύπτει ενεργός συμμετοχή του στην οργάνωση, με παρουσία στους χώρους εναπόθεσης - φύλαξης όπλων και εκρηκτικών και δράση στους χώρους αυτούς ..." και παραπέμφθηκε για παράνομη κατοχή όπλου και προμήθεια - κατοχή ναρκωτικής ουσίας για δική του αποκλειστική χρήση. Όπως καθίσταται φανερόν τα άνω στοιχεία δικαιολογούν πλήρως την ένταξη του προσφεύγοντος στον κατάλογο των προσώπων που σχετίζονται με την τρομοκρατία [όπως η τελευταία ορίζεται στο άρθρο 187 Α ΠΚ] και συνεπώς ορθά έκρινε η άνω απόφαση της αρχής. Άλλο το ζήτημα της μη ύπαρξης αποχρωσών ενδείξεων ενοχής και άλλο η ένταξη στον ρηθέντα κατάλογο. Η μη ύπαρξη του πρώτου δεν αναιρεί την ύπαρξη του δεύτερου, αφού άλλες είναι οι προϋποθέσεις εκάστου των ζητημάτων αυτών και δη το δεύτερο είναι και ελάσσον του πρώτου. Να σημειωθεί δε ειδικά στο σημείο αυτό ότι δεν πρόκειται περί απλών σχέσεων - επαφών αλλά περί τοιούτων "στα πλαίσια του ευρύτερου αναρχικού χώρου", ήτοι περί τοιούτων εν γνώσει της δράσης εκάστου και εν όψει αυτής. Πρέπει επομένως να απορριφθεί η υπό κρίση προσφυγή. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω όπως απορριφθεί η από 13-2-2013 προσφυγή του Δ. Μ. κατά της 1/2013 απόφασης της Β' Μονάδας της αρχής καταπολέμησης της Νομιμοποίησης εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Αθήνα 21 Φεβρουαρίου 2013. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κ. Κονταξής." Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν. 3691/2008, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν 3932/2011, συνιστάται "Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης" (εφεξής "Αρχή"). Σκοπός της αρχής είναι η λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη και καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις στ' έως και ιε' της παρ. 1 του άρθρου 3213/2003. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7Α του ίδιου νόμου 3691/2008, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3932/2011 η Αρχή απαρτίζεται από τρεις αυτοτελείς Μονάδες, με διακριτές αρμοδιότητες, προσωπικό και υποδομές, υπό κοινό Πρόεδρο. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού (7Α) με τον τίτλο Β' Μονάδα Οικονομικών Κυρώσεων κατά Υπόπτων Τρομοκρατίας, η Β' Μονάδα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και δύο μέλη, πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από επιστημονικό προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Το προσωπικό της Μονάδας συγκεντρώνει και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται στην Αρχή από τις αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές ή περιέρχονται σε αυτήν με οποιονδήποτε τρόπο και αφορούν στην τέλεση πράξης από αυτές που περιγράφονται στο άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα. Ομοίως, από φορείς της αλλοδαπής, με τους οποίους και συνεργάζεται για την παροχή κάθε δυνατής συνδρομής. Η Μονάδα είναι επίσης αρμόδια για τον προσδιορισμό των φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων που σχετίζονται με την τρομοκρατία και τη δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 49Α. Τέλος, στο άρθρο 49Α του Ν 3691/2008, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 7 του Ν 3932/2011, ορίζονται τα εξής: "1. Η Β' Μονάδα της Αρχής προσδιορίζει τα σχετιζόμενα με την τρομοκρατία φυσικά και νομικά πρόσωπα ή οντότητες, βασιζόμενη σε ακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία που υποβάλλονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη ή τις εισαγγελικές, δικαστικές ή άλλες διωκτικές αρχές. Οι πληροφορίες και τα στοιχεία αυτά αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα ή οντότητες που διαμένουν ή εδρεύουν ή κατέχουν περιουσία, σύμφωνα με την έννοια της παρ. 6 του άρθρου 187Α ΠΚ, στην ημεδαπή και τα οποία διέπραξαν ή αποπειρώνται να διαπράξουν ή συμμετέχουν ή με οποιονδήποτε τρόπο διευκολύνουν την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 187Α ΠΚ, όπως ισχύει. Ειδικότερα, στη Μονάδα υποβάλλονται τα εξής: α) τα αποδεικτικά στοιχεία ή οι πληροφορίες οποιουδήποτε είδους που προέκυψαν από τη διενέργεια ελέγχων σε βάρος νομικών προσώπων ή οντοτήτων που ανήκουν ή ελέγχονται από τρομοκράτες ή τρομοκρατικές οργανώσεις ή σε βάρος φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων που είτε βοηθούν ή παρέχουν οικονομική, υλική, τεχνολογική ή οποιαδήποτε άλλη υποστήριξη με σκοπό την υποβοήθηση τρομοκρατικών ενεργειών, είτε συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με τρομοκράτες ή τρομοκρατικές οργανώσεις, β) οι ασκηθείσες ποινικές διώξεις για τρομοκρατικές πράξεις ή χρηματοδότηση τρομοκρατών ή τρομοκρατικών οργανώσεων, γ) οι καταδικαστικές αποφάσεις για την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων και δ) οι καταδικαστικές αποφάσεις για τη χρηματοδότηση μεμονωμένων τρομοκρατών ή τρομοκρατικών οργανώσεων. Η Μονάδα συντάσσει και τηρεί κατάλογο που περιλαμβάνει τα ονόματα των προσδιοριζομένων ως σχετιζόμενων με την τρομοκρατία φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων, καταχωρίζοντας σε αυτόν επαρκή συμπληρωματικά στοιχεία που επιτρέπουν την αποτελεσματική διαπίστωση της ταυτότητάς τους, διευκολύνοντας έτσι την αποφυγή λήψης μέτρων κατά εκείνων που φέρουν το αυτό ή παρόμοιο όνομα, επωνυμία ή διακριτικό τίτλο. 2. Η μονάδα ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση όλα τα υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 5 και ζητεί επισταμένη έρευνα για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων πάσης φύσεως των αναφερόμενων φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων. Τα υπόχρεα πρόσωπα οφείλουν να παράσχουν αμελλητί τα απαιτούμενα στοιχεία. Σε διαφορετική περίπτωση, υπόκεινται στις κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 52. 3. Με την επιφύλαξη τυχόν ενεργειών των αρμόδιων εισαγγελικών αρχών, η μονάδα με απόφασή της διατάσσει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των φυσικών και νομικών προσώπων ή οντοτήτων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο, καθώς και των περιουσιακών στοιχείων που ελέγχουν μέσω παρένθετων προσώπων ή κατέχουν μαζί με άλλους, την απαγόρευση κίνησης λογαριασμών και ανοίγματος τραπεζικών θυρίδων, την απαγόρευση παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στα ανωτέρω πρόσωπα, υπό την έννοια του στοιχείου 3 του άρθρου 1 του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου, όπως ισχύει, καθώς και τη λήψη κάθε άλλου αναγκαίου μέτρου αν συντρέχουν προς τούτο σοβαροί δικαιολογητικοί λόγοι. Η δέσμευση εκτείνεται και στις προσόδους των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων. Ως δέσμευση, υπό την έννοια του παρόντος νοείται η απαγόρευση οποιασδήποτε κίνησης, μεταβίβασης, μεταβολής, χρήσης ή διαπραγμάτευσης περιουσιακών στοιχείων, η οποία θα καθιστούσε δυνατή τη χρησιμοποίησή τους, περιλαμβανομένης και της διαχείρισης χαρτοφυλακίων ... 6. Η Μονάδα προβαίνει στην εξέταση των στοιχείων και πληροφοριών που της υποβάλλονται κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 ή των αιτημάτων της παραγράφου 4 και αποφασίζει χωρίς καθυστέρηση για την ένταξη στον κατάλογο ή τη δέσμευση περιουσίας. 7. Η επίδοση της απόφασης της Μονάδας στα φυσικά και νομικά πρόσωπα ή οντότητες γίνεται κατά το άρθρο 155 παρ. 1 εδάφιο α' ΚΠΔ, αμέσως μετά την ένταξη των ονομάτων τους στον κατάλογο ή τη δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων. 8. Η Μονάδα μπορεί να ανακαλέσει την απόφασή της για την ένταξη του ονόματος στο σχετικό κατάλογο ή τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου ή οντότητας, είτε αυτεπαγγέλτως είτε ύστερα από σχετική αίτηση του προσδιοριζόμενου στην απόφαση πραγματικού δικαιούχου ή οποιουδήποτε τρίτου έχει έννομο συμφέρον, επί της οποίας αποφαίνεται εντός δέκα ημερών, αν πεισθεί ότι δεν συντρέχουν οι λόγοι που επέβαλαν τη λήψη της σχετικής απόφασης. 9. Τα φυσικά πρόσωπα ή οντότητες, των οποίων η ανωτέρω αίτηση δεν έγινε δεκτή, μπορούν σε διάστημα τριάντα ημερών από την επίδοση της απορριπτικής απόφασης της Μονάδας, να προσφύγουν ενώπιον του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου, που συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση ως συμβούλιο. 10. Το συμβούλιο του Αρείου Πάγου αποφαίνεται για την προσφυγή που ασκείται κατά την προηγούμενη παράγραφο ...". Στην προκείμενη περίπτωση, η Β' Μονάδα της Αρχής, με την 20/13-9-2012 απόφασή της, αποφάσισε την ένταξη του Δ. Μ. του Ι., ..., στον τηρούμενο κατάλογο προσώπων σχετιζομένων με την τρομοκρατία. Η κρίση της αρχής στηρίχθηκε "στις πληροφορίες αλλά και στοιχεία που υποβλήθηκαν στην Αρχή από τις αρμόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και τις δικαστικές αρχές, από τις οποίες φαίνεται να σχετίζεται με εγκληματική δράση, η οποία εντάσσεται στην έννοια της προβλεπόμενης από το άρθρο 187Α Π.Κ. εγκληματικής συμπεριφοράς". Ο ανωτέρω, με την από 21-12-2012, αίτηση ενώπιον της Αρχής, ζήτησε την ανάκληση της απόφασης για την ένταξή του στον κατάλογο, και τη δέσμευση της περιουσίας του, (καίτοι δεν είχε διαταχθεί τέτοια δέσμευση) η οποία απορρίφθηκε με την 1/10-1-2013 απόφαση της Β' Μονάδας της Αρχής. Ο προσφεύγων, με την ένδικη από 13-2-2013, προσφυγή, που κατατέθηκε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 15-2-2013, επιδιώκει την ακύρωση της ανωτέρω 1/10-1-2013, αποφάσεως της Αρχής και τη διαγραφή του από τον κατάλογο των προσώπων που σχετίζονται με την τρομοκρατία για τους λόγους που αναφέρει σ' αυτή. Η προσφυγή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 49Α παρ. 9 του Ν 3691/2008, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 7 του Ν 3932/2011 και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω. ΙΙ. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης 1/10-1-2013 απόφασης της Β' Μονάδας της Αρχής, προκύπτει ότι για την έκδοσή της λήφθηκαν υπόψη, αναλύθηκαν και αξιολογήθηκαν ως προς τα κρίσιμα σημεία τους: 1. Τα άρθρα 187 και 187Α ΠΚ όπως ισχύουν σήμερα, 2. Τα άρθρα 49 και 49Α του Ν 3691/2008, όπως τροποποιήθηκε με το Ν 3932/2011, 3. Ο Κανονισμός (ΕΚ) 2580/2001 του Συμβουλίου, 4. Η από 10-01-2000 Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών που κυρώθηκε με το Ν 3034/2002, 5. Το υπ' αριθμό 209/2012 βούλευμα του Συμβουλίου εφετών Αθηνών. Η απόφαση περιέχει τις ακόλουθες αιτιολογίες "Από τη μελέτη και αξιολόγηση των παραπάνω στοιχείων η Μονάδα κατέληξε στα εξής συμπεράσματα: Α) για τη λήψη των ειδικών περιοριστικών μέτρων που προβλέπονται από τις προαναφερθείσες διατάξεις και κυρίως αυτών του προσδιορισμού προσώπου (φυσικού ή νομικού) ως σχετιζομένου με την τρομοκρατία και της ένταξής του στον προβλεπόμενο από τις παραπάνω διατάξεις κατάλογο δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη για τρομοκρατική πράξη ούτε παραπομπή, ούτε καν ποινική δίωξη για τέτοια πράξη και αρκεί η ύπαρξη " ακριβών πληροφοριών", οι οποίες στηρίζουν έλλογη και εύλογη κρίση της Β' Μονάδας για την ύπαρξη σχέσης του προσώπου αυτού με την εν γένει τρομοκρατική δράση. Άλλωστε, μόνο έτσι τα παραπάνω μέτρα είναι δυνατό να εκπληρώσουν τον προληπτικό και ενίοτε προ-προληπτικό ρόλο τους στον τομέα της πρόληψης και καταστολής της τρομοκρατίας και της χρηματοδότησής της, όπως ο ρόλος αυτός διαγράφεται και προσδιορίζεται από τις νομικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν, αλλά και από πλήθος άλλων σχετικών διατάξεων τις οποίες η χώρα μας έχει αναλάβει την υποχρέωση να εφαρμόζει. Β. Από τις ακριβείς πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν και από τα στοιχεία της, σε βάρος του αιτούντος Μ. Δ. του Ι., ποινικής δικογραφίας προκύπτει σχέση του με την τρομοκρατία. Ειδικότερα, στην κρινόμενη περίπτωση, εκτός των "ακριβών πληροφοριών", έχουν γίνει δεκτά και από το υπ' αριθ. 209/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών σειρά γεγονότων, τα οποία καταδεικνύουν σαφώς την ύπαρξη σχέσεων του αιτούντα με τους λοιπούς κατηγορούμενους, έστω, και αν τα γεγονότα αυτά δεν στοιχειοθετούν αξιόποινη τρομοκρατική δράση. (βλ. το υπ' αριθμ. 209/2012 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών σελίδες 59α, 63β, 73α, 74α). Κατά συνέπεια, η ένταξή του στο σχετικό κατάλογο είναι σύμφωνη με τα προβλεπόμενα από το νόμο και η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα. Όσον αφορά το αίτημα για άρση της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων του αιτούντα, αλυσιτελώς προβάλλεται, δεδομένου ότι τέτοια δέσμευση δεν έχει διαταχθεί με την ως άνω απόφασή μας". ΙΙΙ. Καθόσον αφορά τον προσφεύγοντα προέκυψε ότι εις βάρος του ασκήθηκε ποινική δίωξη για τα αδικήματα α) της συγκρότησης τρομοκρατικής οργάνωσης (άρθρο 187 Α παρ.4 Π.Κ.), β) της τέλεσης τρομοκρατικών πράξεων προμήθειας κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών υλών - μηχανισμών - βομβών με σκοπό να τα χρησιμοποιήσει, για να προξενήσει κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα και κίνδυνο για άνθρωπο, από κοινού, (άρθρα 45, 187 Α παρ. Ια ι', 272 παρ.1 Π.Κ.) και γ) της τέλεσης τρομοκρατικών πράξεων διακεκριμένης κατοχής όπλων πυρομαχικών με σκοπό τον παράνομο εφοδιασμό ομάδων και οργανώσεων (άρθρα 187 Α § 1 περ. κα ' ΠΚ). Στα πλαίσια της παραπάνω δίωξης, απολογήθηκε αρχικά ενώπιον της Ανακρίτριας του 31ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών και συμπληρωματικά ενώπιον του Ειδικού Εφέτη Ανακριτή Αθηνών, ο οποίος με την 3/2011 διάταξή του, του επέβαλε, ως περιοριστικό όρο, την καταβολή του ποσού των 2.000 Ευρώ, ως εγγύηση. Κατά τη διάρκεια της εις βάρος του τακτικής ανάκρισης, η οποία διενεργήθηκε από τον ως άνω, Ειδικό Εφέτη Ανακριτή, είχαν διερευνηθεί όλα τα περιουσιακά του στοιχεία, καθώς και οι κινήσεις του τραπεζικού λογαριασμού που βρίσκεται στο όνομα του, και δεν κρίθηκαν επιλήψιμα, για το λόγο αυτό και δε διατάχθηκε η δήμευση των περιουσιακών του στοιχείων. Τέτοια δήμευση δε διατάχθηκε ούτε από την παραπάνω αρχή. Στη συνέχεια, μετά το πέρας της παραπάνω ανάκρισης, με το υπ' αριθ. 209/2012, αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, παραπέμφθηκαν να δικαστούν δέκα (10) μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης " ΣΥΝΟΜΩΣΙΑ ΠΥΡΗΝΩΝ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ", για τα αδικήματα α) της συγκρότησης τρομοκρατικής οργάνωσης (άρθρο 187 Α παρ.4 Π.Κ.), β) της κατοχής εκρηκτικών υλών - μηχανισμών - βομβών με σκοπό να τα χρησιμοποιήσουν για να προξενήσουν κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα και κίνδυνο για άνθρωπο από κοινού, (άρθρα 45, 187 Απαρ. Ια ι', 272 παρ.1 Π.Κ.) κ.λ.π. αδικήματα, ενώ ο προσφεύγων απηλλάγη των εις βάρος του, ως άνω, κατηγοριών, α) της συγκρότησης τρομοκρατικής οργάνωσης (άρθρο 187 Α παρ.4 Π.Κ.), β) της τέλεσης τρομοκρατικών πράξεων προμήθειας κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών υλών - μηχανισμών - βομβών με σκοπό να τα χρησιμοποιήσει, για να προξενήσει κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα και κίνδυνο για άνθρωπο από κοινού, (άρθρα 45, 187 Α παρ. Ια ι', 272 παρ.1 Π.Κ.) γ) της τέλεσης τρομοκρατικών πράξεων διακεκριμένης κατοχής όπλων πυρομαχικών με σκοπό τη διάθεσή τους σε τρίτους για διάπραξη κακουργήματος και τον παράνομο εφοδιασμό ομάδων και οργανώσεων (άρθρα 187 Α § 1 περ. κα' ΠΚ), δ) της πλαστογραφίας με σκοπό την προπαρασκευή του εγκλήματος της παρ. 1 του άρθρου 187Α του ΠΚ και ε) της αντιποίησης αρχής (175 παρ.1 ΠΚ), ενώ παραπέμφθηκε να δικαστεί μόνο α) για παράνομη κατοχή όπλου και β) προμήθεια και κατοχή μικροποσότητας ινδικής κάνναβης, προς ιδία αποκλειστικά χρήση. Ήδη, το Γ' Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών στο οποίο παραπέμφθηκε η ως άνω υπόθεση της "ΣΥΝΟΜΩΣΙΑΣ ΠΥΡΗΝΩΝ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ", διέταξε το διαχωρισμό της πλημμεληματικού χαρακτήρα υπόθεσής του που προαναφέρθηκε, για παράνομη κατοχή όπλου και προμήθειας και κατοχής μικροποσότητας ινδικής κάνναβης, από την κύρια υπόθεση, παραπέμποντάς τον στο αρμόδιο Μονομελές Πλημ/κείο (βλ. απόσπασμα της υπ' αρ. 7031/2012 απόφασης του Γ' Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών). Στις σκέψεις της Εισαγγελικής πρότασης του ως άνω υπ' αριθμό 209/2012 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, τις οποίες υιοθέτησε και το Συμβούλιο, αναφέρεται κατά λέξη ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις πράξεις που τους αποδίδονται, "πλην των κατηγορουμένων Χ. Π. και Δ. Μ., oι οποίοι καθ' όλες τις υπάρχουσες ενδείξεις, ανήκουν μεν στον ευρύτερο αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο, αλλά δεν προκύπτει ενεργός συμμετοχή τους στην οργάνωση, με παρουσία τους στους χώρους εναπόθεσης-φύλαξης όπλων και εκρηκτικών και δράση στους χώρους αυτούς, πέραν της απλής γνωριμίας τους με ορισμένους εκ των κατηγορουμένων στα πλαίσια του ευρύτερου αναρχικού χώρου" (βλ. 132α φύλλο βουλεύματος). Και ναι μεν στις σελίδες 59α και 63β, του παραπάνω βουλεύματος, στις οποίες παραπέμπει η προσβαλλόμενη 1/10-1-2013 απόφαση της παραπάνω Αρχής, αναφέρονται οι σχέσεις του προσφεύγοντος με κάποιους εκ των συγκατηγορουμένων του, (στις σελίδες 73α και 74α, στις οποίες παραπέμπει η παραπάνω απόφαση της Αρχής, αναφέρονται μόνο η κατοχή του όπλου και της μικροποσότητας κάνναβης), όμως, οι σχέσεις ακριβώς αυτές χαρακτηρίστηκαν από το ίδιο βούλευμα, όπως προαναφέρθηκε, ως σχέσεις στα πλαίσια του ευρύτερου αναρχικού χώρου. Ενώ δηλαδή το βούλευμα αποφάνθηκε ότι αυτές οι γνωριμίες ήταν "απλές στα πλαίσια του ευρύτερου αναρχικού χώρου ...", η Αρχή με την προσβαλλομένη απόφασή της τις ανάγει σε επαρκείς για την ένταξή του προσφεύγοντα στον κατάλογο προσώπων σχετιζομένων με την τρομοκρατία. Με τον τρόπο αυτό τίθεται εκποδών το κατά τα άνω αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και κάμπτεται το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου που απορρέει από αυτό. Εξάλλου, η αναφορά σε μεμονωμένα σημεία του βουλεύματος δε μπορεί να οδηγήσει σε αγνόηση του συμπεράσματος, στο οποίο αυτό κατέληξε αποτιμώντας αυτά ακριβώς τα στοιχεία. Είναι γεγονός, ότι στο προαναφερθέν άρθρο 49Α του Ν. 3691/2008, όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 του ν. 3932/2011 ορίζονται ότι η Β' Μονάδα της Αρχής προσδιορίζει τα σχετιζόμενα με την τρομοκρατία φυσικά και νομικά πρόσωπα ή οντότητες, βασιζόμενη σε "ακριβείς πληροφορίες" ή στοιχεία που υποβάλλονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη ή τις εισαγγελικές, δικαστικές ή άλλες διωκτικές αρχές, οι πληροφορίες και τα στοιχεία αυτά αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα ή οντότητες που διαμένουν ή εδρεύουν ή κατέχουν περιουσία, σύμφωνα με την έννοια της παρ. 6 του άρθρου 187Α του ΠΚ, στην ημεδαπή και τα οποία διέπραξαν ή διαπράττουν ή αποπειρώνται να διαπράξουν ή συμμετέχουν ή με οποιονδήποτε τρόπο διευκολύνουν την τέλεση τρομοκρατικών πράξεων. Όμως, είναι σαφές, ότι ο νόμος αρκείται στις "ακριβείς πληροφορίες", όταν ελλείπουν άλλα στοιχεία που υποβάλλονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη ή τις εισαγγελικής, δικαστικές ή άλλες διωκτικές αρχές. Αυτό συμβαίνει προφανώς, προκειμένου να μην υπεκφεύγουν της σχετικής δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων και του ελέγχου αυτών και πρόσωπα, κατά των οποίων είτε δεν ασκήθηκε ακόμα ποινική δίωξη, είτε εκκρεμεί ακόμη η ποινική δίωξη, χωρίς να έχει καταστεί αμετάκλητη σχετική δικαστική απόφαση. Δεν είναι, όμως, στο πνεύμα του νόμου, να υπερισχύουν οι άγνωστες και αόριστες "ακριβείς πληροφορίες", ενός απαλλακτικού βουλεύματος, όπως εν προκειμένω συμβαίνει, υπό την κρίση του Συμβουλίου του οποίου, αναμφισβήτητα, τέθηκαν πλείονα στοιχεία, πέραν εκείνων που στήριξαν την κρίση της Αρχής. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η καταχώρηση του προσφεύγοντος στον κατάλογο των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία προσώπων, δεν είναι δικαιολογημένη, μετά την έκδοση του παραπάνω βουλεύματος, και συνεπώς η προσβαλλόμενη, υπ' αριθ. πρωτ. 1/10-1-2013 απόφαση της Β' Μονάδας της Αρχής, η οποία έκρινε αντίθετα και απέρριψε την αίτηση του προσφεύγοντος για ανάκληση της 20/13-9-2012 απόφασής της, κατά το μέρος, που αφορά την ένταξή του στον κατάλογο των προσώπων των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία, δεν είναι δικαιολογημένη. Συνεπώς, η προσφυγή που επιδιώκει τη διαγραφή του προσφεύγοντος από ως άνω κατάλογο, πρέπει να γίνει δεκτή και να εξαφανιστεί η υπ' αριθ. πρωτ. 1/10-1-2013 απόφαση της Β' Μονάδας της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, με την οποία απορρίφθηκε η από 21-12-2012 αίτηση του προσφεύγοντα για ανάκληση της υπ' αριθ. 20/13-9-2012 απόφαση της ίδιας Αρχής, δυνάμει της οποίας ο προσφεύγων εντάχθηκε στον τηρούμενο κατάλογο προσώπων σχετιζομένων με την τρομοκρατία. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται την από 13 Φεβρουαρίου 2013 προσφυγή του Δ. Μ. του Ι., κατοίκου ..., κατά της 1/10-1- 2013 αποφάσεως της Β' Μονάδας της "Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης". Εξαφανίζει την παραπάνω 1/10-1-2013 απόφαση της Β' Μονάδας της παραπάνω Αρχής, με την οποία απορρίφθηκε η από 21-12-2012 αίτηση ανάκλησης της υπ' αριθμ. 20/13-9-2012 απόφασης της ίδιας Αρχής, δυνάμει της οποίας ο προσφεύγων εντάχθηκε στον τηρούμενο κατάλογο προσώπων σχετιζομένων με την τρομοκρατία. Και Διατάσσει τη διαγραφή του προσφεύγοντος, από τον τηρούμενο, στην ως άνω Αρχή, κατάλογο προσώπων σχετιζομένων με την τρομοκρατία. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 26 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τρομοκρατία. Απόφαση της «Β' Μονάδας της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας» δυνάμει της οποίας, ο προσφεύγων εντάχθηκε στον σχετικό κατάλογο προσώπων σχετιζομένων με την Τρομοκρατία. Αίτηση ανάκλησης της από τον αιτούντα. Απόρριψη της αίτησης από την παραπάνω Αρχή. Άσκηση Προσφυγής κατά της παραπάνω απόφασης, ενώπιον του Συμβουλίου του Α.Π. Η διαπίστωση της Αρχής, ότι ο αιτών λόγω «ακριβών πληροφοριών» προκύπτει να έχει σχέση με τρομοκρατία δεν κρίνεται αρκετή για να του προσδώσει την ιδιότητα του «σχετιζόμενου με την τρομοκρατία προσώπου», και την ένταξη του στον σχετικό κατάλογο, ενόψει του ότι έχει εκδοθεί αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, το οποίο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος του για συγκρότηση τρομοκρατικής οργάνωσης και συναφείς πράξεις. Γίνεται δεκτή η προσφυγή του αιτούντος.
Τρομοκρατία
Τρομοκρατία, Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, Προσφυγή.
0
Αριθμός 650/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Ε. Τ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Αναγνωστόπουλο, για αναίρεση της υπ' αριθ. 2122/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Σ. Κ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Τσοβόλα. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Ιανουαρίου 2013 αίτησή της αναιρέσεως όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 21 Μαρτίου 2013 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 180/2013. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΠΚ, με την προβλεπόμενη σ' αυτή ποινή τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του υπ' αυτής προβλεπόμενου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Η ανακοίνωση αρκεί να έγινε και σε απλό όργανο της Αρχής, το οποίο, όμως, είναι υποχρεωμένο να διαβιβάσει στην Αρχή τα καταγγελλόμενα. Αν δεν το πράξει, η πράξη του δράστη παραμένει στο στάδιο της απόπειρας. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου γεγονότος για κάποιον άλλον, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να προέβη ηθελημένα στην ενέργεια αυτή και να τελούσε εν γνώσει της αναληθείας του και της δυνατότητάς του να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη τού άλλου. Ως γεγονός, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. "Τιμή" δε είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία που έχει συνεπεία εκπληρώσεως απ' αυτό των ηθικών και νομικών κανόνων, ενώ "υπόληψη" είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική αξία του συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων που έχει για την εκπλήρωση των ιδιαιτέρων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται εκ τούτου ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 2122/2012 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα ψευδούς καταμηνύσεως και συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος Σ. Κ., πράξη που τέλεσε με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και την καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι: Η εγκαλούσα είναι υπάλληλος του Ταμείου Νομικών και ειδικότερα Προϊσταμένη στο Τμήμα Δικαστών και Δικαστικών υπαλλήλων. Το έτος 1999 πήρε εντολή από τον Πρόεδρο του Ταμείου Νομικών να ελέγξει την κατηγορουμένη (Συμβολαιογράφο Αθηνών) λόγω οφειλών της προς το Ταμείο Νομικών, το ύψος των οποίων έφθασε, ... στο ποσό των 180.000 Ευρώ (...). Ο έλεγχος αυτός ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο 2000 χωρίς να προκύψει κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα ... Η κατηγορουμένη, κατά τρόπο ανεξήγητο δηλ. μετά πάροδο πέντε ετών από την διενέργεια του ελέγχου και ειδικότερα τον Ιούνιο του 2005 παρέδωσε στον Αναπληρωτή Πρόεδρο του Συμ/φικού Συλλόγου Αθηνών Δ. Κ. (που) ήταν εκπρόσωπος του Συμ/φικού Συλλόγου Αθηνών στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου Νομικών μια χειρόγραφη επιστολή - αναφορά - καταγγελία - την οποία ο τελευταίος ως υπεχρεούτο εισήγαγε στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου Νομικών και παρέδωσε και στον πρόεδρο αυτού. Με την επιστολή - καταγγελία η κατηγορουμένη κατήγγειλε την εγκαλούσα για προσπάθεια χρηματικής συναλλαγής και συγκάλυψης του χρέους της μέσω παράνομων προτάσεων που δήθεν της έκανε κατά την διάρκεια του ελέγχου το έτος 2000. Ειδικότερα το περιεχόμενο της επιστολής καταγγελίας έχει ως εξής: "Πραγματικά θα ήθελα να σας αναφέρω μία προσωπική μου εμπειρία κατά τη διάρκεια ελέγχου μου από υπαλλήλους του Τ. Ν. τον Ιανουάριο του 2000, όπου ελέγχθηκα από υπαλλήλους με άριστη συμπεριφορά τόσο κατά τη διάρκεια του ελέγχου μου αυτού, όσο και κατά τη διάρκεια προηγούμενου ελέγχου, αλλά και από υπάλληλο που συνάντησα για πρώτη φορά και η οποία μου προξένησε φόβο και πίεση με τη συμπεριφορά της και τις ανήκουστες προτάσεις της να διαγράψουμε οφειλόμενα ποσά και να τα εμφανίσουμε εισπραχθέντα με μη νόμιμα γραμμάτια του Τ. Ν. πράγμα που απέκρουσα κατηγορηματικά, αλλά ταυτόχρονα έκτοτε νοιώθω απεριόριστο φόβο και έχω την εντύπωση ότι κάθε πράξη και ενέργειά μου παρακολουθείται από υπαλλήλους του Τ. Ν., χωρίς να μπορώ να κατονομάσω πόσοι και ποιοι είναι, παρά μόνον την επιθεωρήτρια Σ. Κ. (εγκαλούσα) που μου πρότεινε τα ανωτέρω. Γι' αυτό θα ήθελα να σας παρακαλέσω να είστε ιδιαίτερα προσεκτικός με την επιθεωρήτρια που σας αναφέρω και να προσπαθήσετε να εξακριβώσετε τι ακριβώς συμβαίνει ώστε να προστατεύσετε και τα συμφέροντα του Ταμείου αλλά και των Συμ/φων". Όμως από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ολόκληρο το περιεχόμενο της καταγγελίας είναι ψευδές και εν γνώσει της αναληθείας αυτών η κατηγορουμένη το παρέδωσε στα αρμόδια όργανα του Ταμείου Νομικών. Ειδικότερα δεν προέκυψε ότι η εγκαλούσα της ζήτησε χρηματικά ανταλλάγματα κατά την διάρκεια του ελέγχου προκειμένου να καλύψει μέρος του χρέους του (της). Η κατηγορουμένη κατά τη διάρκεια του ελέγχου επισκέφθηκε τον Πρόεδρο του Ταμείου Νομικών Θ. Ξ. και δεν του ανέφερε τίποτα από όσα αναφέρει στην καταγγελία που έκανε κατά της εγκαλούσας μετά από πέντε χρόνια. Τότε του παραπονέθηκε ότι η εγκαλούσα κάνει κάποια περίεργα τηλεφωνήματα και ότι αργεί να προσέλθει. Μάλιστα ο Πρόεδρος του Ταμείου την ρώτησε ευθέως όπως ο ίδιος ρητά κατέθεσε "εάν της ζήτησε χρήματα" η εγκαλούσα και εκείνη το αρνήθηκε κατηγορηματικά. Το ότι αργότερα στο Ταμείο Νομικών προέκυψαν προβλήματα με "μπλοκ" του Ταμείου τούτο δεν είχε σχέση με τον έλεγχο που έγινε στην κατηγορουμένη το έτος 1999 - 2000. Η παραπάνω καταγγελία της κατηγορουμένης κατά της εγκαλούσας είχε ως αποτέλεσμα την άσκηση πειθαρχικής και ποινικής διώξεως κατ' αυτής και τον διασυρμό της εν μέσω των συναδέλφων της. Ας σημειωθεί ότι κατόπιν ενέργειας ένορκης διοικητικής εξέτασης που διατάχθηκε από τον Πρόεδρο του Ταμείου η εγκαλούσα απηλλάγη διότι οι κατηγορίες που αναφέρονται στην καταγγελία της κατηγορουμένης κρίθηκαν αβάσιμες και κατά συνέπεια η κατηγορουμένη διέπραξε το αδίκημα της ψευδούς καταμηνύσεως. Των ανωτέρω συκοφαντικών για την εγκαλούσα περιστατικών έλαβαν γνώση ... Η κατηγορουμένη γνώριζε την αναλήθεια των διαλαμβανομένων σ' αυτήν (αναφορά - καταγγελία) σχετικά με την εγκαλούσα Σ. Κ. και εν τούτοις τα διέδωσε, ενώ γνώριζε ότι η τελευταία ενήργησε συννόμως και χωρίς καμία παρατυπία ... τον έλεγχο στο αρχείο της Συμ/φου κατηγορουμένης. Με βάση τα παραπάνω ... Ειδικότερα πληρούται τόσο η αντικειμενική, όσο και η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού άρ. 363 ΠΚ. Ως προς την πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως του ως άνω εγκλήματος υπάρχει τόσο η διάδοση ενώπιον τρίτων γεγονότων για την εγκαλούσα τα οποία ήταν ψευδή και μπορούν να βλάψουν και έβλαψαν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας, ως προς δε την υποκειμενική υπόσταση υφίσταται άμεσος δόλος της κατηγορουμένης συνιστάμενος στην ηθελημένη διάδοση ενώπιον τρίτου του ψευδούς γεγονότος εν γνώσει της κατηγορουμένης η οποία ήθελε να βλάψει με τη διάδοση αυτή την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας. Η κατηγορουμένη γνώριζε την αλήθεια του γεγονότος και το διέδωσε με σκοπό την βλάβη της εγκαλούσας η οποία κρίνονταν εκείνο το χρονικό διάστημα (2005) για προαγωγή. Άλλωστε δεν εξηγείται διαφορετικά το γεγονός της καταγγελίας της κατηγορουμένης μετά την πάροδο πέντε ετών από τον διενεργηθέντα σ' αυτήν έλεγχο από την εγκαλούσα. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης περί νομικής πλάνης δεν στοιχειοθετείται, ... Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η κατηγορουμένη είχε αμφιβολία ως προς το γεγονός, ...". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, για τα οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 229 παρ. 1 και 363 - 362 του ΠΚ. Ειδικότερα: α) Ενώ το ψευδές, κατά την κατηγορία, γεγονός, το οποίο περιεχόταν στην επίμαχη αναφορά, ήταν ότι η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη είχε προξενήσει στην εγκαλούσα φόβο και πίεση με τη συμπεριφορά της και "τις ανήκουστες προτάσεις της να διαγράψουμε οφειλόμενα ποσά ή να τα εμφανίσουμε εισπραχθέντα με μη νόμιμα γραμμάτια του Τ. Ν.", το Πενταμελές Εφετείο στήριξε την κρίση για την αναλήθειά του σε άλλο ψευδές γεγονός, άσχετο με την ως άνω αναφορά, στο ότι, δηλαδή, "δεν προέκυψε ότι η εγκαλούσα ζήτησε από την κατηγορουμένη χρηματικά ανταλλάγματα κατά την διάρκεια του ελέγχου, προκειμένου να καλύψει μέρος του χρέους της", σε περιστατικό, δηλαδή, το οποίο δεν αναφερόταν, ούτε εμμέσως, σε κανένα σημείο της αναφοράς, για να κριθεί αν αυτό ήταν αληθές ή όχι. β) Δεν αιτιολογεί γιατί η αναιρεσείουσα επεδίωκε τον πειθαρχικό και ποινικό έλεγχο της εγκαλούσας, ενόψει του ότι, υπέβαλε την επίμαχη επιστολή - αναφορά, στον Αναπληρωτή Πρόεδρο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου, πέντε έτη μετά από την ολοκλήρωση του ελέγχου. Αντιθέτως, εξετίμησε ότι η αναιρεσείουσα είχε προβάλει αυτοτελή ισχυρισμό περί νομικής πλάνης (τον οποίο απέρριψε), ενώ, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, προκύπτει ότι δεν προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμοι και πρέπει, κατά παραδοχήν τους, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων του κυρίου δικογράφου, καθώς και του δικογράφου των προσθέτων λόγων, που κατατέθηκε εμπρόθεσμα (την 21.3.2013) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθ. 2122/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Απριλίου 2013. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδικαστική απόφαση για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση. Στοιχεία εγκλημάτων. Αναίρεση λόγω ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την αναλήθεια των καταγγελθέντων από την αναιρεσείουσα περιστατικών για την εγκαλούσα και ως προς το σκοπό ασκήσεως κατ αυτής πειθαρχικής και ποινικής διώξεως και παραπομπή.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 649/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, Χ. Κ. του Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Διαμάντη, περί αναιρέσεως της 274/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Με συγκατηγορούμενη την Α. Γ. του Δ.. Με πολιτικώς ενάγουσα την Θ. Τ. του Β., κάτοικο ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χριστόφορο Σαράκη. Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Δεκεμβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 8/13. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί, να παύσει οριστικά λόγω παραγραφής η ποινική δίωξη σε βάρος του αναιρεσείοντος για τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης και ψευδορκίας μάρτυρα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις και νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για τον σχηματισμό της καταδικαστικής (ή αθωωτικής) κρίσης του, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά κατ' επιλογή, όπως επιβάλλεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κτλ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αρ.274/2012 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, που την εξέδωσε, προκειμένου να στηρίξει την καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του για τις αξιόποινες πράξεις της α)ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, β)ψευδορκίας και γ)συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση, διέλαβε στο σκεπτικό της εν λόγω απόφασης του,- κατά πιστή μεταφορά- τα εξής: Η εγκαλούσα Θ. Τ., δικηγόρος Αγρινίου, στα πλαίσια της επαγγελματικής της δραστηριότητας, δυνάμει του υπ'αρ.37182/22-12-2004 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου είχε εξουσιοδοτηθεί ρητά από τον πελάτη και εντολέα της Γ. Α., ο οποίος ήταν θείος του δεύτερου κατηγορούμενου να εισπράξει στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα το ποσό της αποζημίωσης που αναλογούσε στο μερίδιο του για ακίνητο της συνιδιοκτησίας του που είχε απαλλοτριωθεί αναγκαστικά λόγω ρυμοτομίας από το Δήμο με την υπ' αρ. 1/2002 Πράξη αναλογισμού του Πολεοδομικού Γραφείου Αγρινίου, υπόθεση την οποία εξ αρχής είχε χειρισθεί ως εντολοδόχος δικηγόρος του. Το ποσό της αποζημίωσης είχε προσδιορισθεί προσωρινά δικαστικώς δυνάμει της υπ' αρ. 120/2004 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου σε 230 Ευρώ ανά μ2, πλην όμως προς επίσπευση των διαδικασιών οι δικαιούχοι, μεταξύ των οποίων και ο ανωτέρω Γ. Α. συμβιβάσθηκαν με το Δήμο και συμφώνησαν να λάβουν το μικρότερο ποσό των 180 Ευρώ ανά μ2. Με βάση δε την τιμή αυτή η οφειλόμενη για το όλο απαλλοτριούμενο ακίνητο της συνιδιοκτησίας, του ανωτέρω Γ. Α. ανήλθε στα 140.742 Ευρώ, ενώ το τελικώς αναλογούν στο μερίδιο αυτού (6/8 αδιαίρετα) ποσό της αποζημίωσης σε (105.556,50) Ευρώ. Η εγκαλούσα δικηγόρος στις 26-12-2004, την προηγούμενη της είσπραξης (για λογαριασμό του) της ανωτέρω αποζημίωσης από το Δήμο Αγρινίου, προσήλθε απογευματινές ώρες στην οικία του ανωτέρω πελάτη της, κατόπιν τηλεφωνικής κλήσης του, για να της εγχειρίσει το βιβλιάριο καταθέσεων του τραπεζικού λογαριασμού που τηρούσε αυτός στην Αγροτική Τράπεζα, προκειμένου να προβεί σε κατάθεση της απ' ευθείας σ' αυτόν και την αστυνομική του ταυτότητα, πράγμα που έγινε και έτσι με τη συναίνεση του το εν λόγω βιβλιάριο του βρέθηκε στην κατοχή της. Παράλληλα δε συμφωνήθηκε προφορικά μεταξύ τους ότι κατά την είσπραξη της αποζημίωσης και πριν την κατάθεση του ποσού της στον ανωτέρω λογαριασμό αυτού, η εγκαλούσα θα παρακρατούσε το αναλογούν στην αμοιβή της ποσό, δεδομένου μάλιστα ότι καθ' όλη τη χρονοβόρα διαδικασία της απαλλοτρίωσης και του καθορισμού της αναλογούσας στο απαλλοτριούμενο του ως άνω πελάτη της αποζημίωσης αυτή δεν είχε λάβει για τις σχετικές ενέργειες της ως εντολοδόχος του καμία άλλη αμοιβή, το οποίο σε προγενέστερο της ανωτέρω συνάντησης τους χρόνο (με το από 18-12-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό) είχε συμφωνηθεί μεταξύ τους ότι θα ανερχόταν σε ποσοστό 10% επί της εισπραχθησομένης αποζημίωσης και το οποίο αντιστοιχούσε τελικά με βάση την ληφθείσα αποζημίωση σε 10.555,65 Ευρώ. Πράγματι η εγκαλούσα την επομένη, ήτοι στις 27-12-2004, δια του ανωτέρω συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου ανέλαβε για λογαριασμό και στο όνομα του πελάτη της Γ. Α. από το Δήμο Αγρινίου για την ανωτέρω αιτία το συνολικό ποσό των (105.556,50) Ευρώ σε ισόποση επιταγή από τον τηρούμενο στην Εμπορική Τράπεζα όπου κατέθεσε με το βιβλιάριο καταθέσεων του ανωτέρω Γ. Α. και την αστυνομική του ταυτότητα και στο όνομα του, από το ληφθέν ποσό της αποζημίωσης το ποσό των 95.550 Ευρώ, καθώς προηγουμένως κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα παρακράτησε την αναλογούσα στην αποζημίωση αμοιβή της, η οποία κατόπιν στρογγυλοποίησης του ποσοστού 10% ανήλθε στο ποσό των 10.006,5 Ευρώ. Στη συνέχεια η εγκαλούσα μετέβη την ίδια ημέρα της καταθέσεως περί ώρα 12.00 στην οικία του πελάτη της Ανδρεάδη, όπου εκεί βρισκόταν ο δεύτερος κατηγορούμενος ανιψιός του (αναιρεσείων στο παρόν Δικαστήριο), και αφού παρέδωσε στον πελάτη της την αστυνομική του ταυτότητα και το ανωτέρω βιβλιάριο καταθέσεων της ΑΤΕ, τον ενημέρωσε για την γενόμενη κατάθεση καθώς και για την παρακράτηση της αμοιβής της από την ληφθείσα αποζημίωση. Προς απόδειξη δε του ότι είχε συντελεσθεί από την εγκαλούσα για λογαριασμό του ανωτέρω πελάτη της δικαιούχου της αποζημίωσης Γ. Α., η είσπραξη ολόκληρου του ανωτέρω ποσού αυτής από το Δήμο, δηλαδή και των 105.556.50 Ευρώ, αυτή συνέταξε σχετική απόδειξη την οποία υπέγραψε επί τόπου ο ανωτέρω πελάτης της, καθώς και ως μάρτυρας της γενόμενης είσπραξης ο παρευρισκόμενος ανιψιός του και ήδη δεύτερος κατηγορούμενος. Ενώ έτσι είχαν τα πράγματα ο ανωτέρω πελάτης της εγκαλούσας, ο οποίος λίγο καιρό μετά την είσπραξη του ανωτέρω ποσού βρέθηκε να έχει μεταβάλει κατοικία από το ... όπου, διέμενε στην ... και συγκεκριμένα στην οικία του δευτέρου κατηγορουμένου, υπέβαλε την 21-3-2005 σε βάρος της εγκαλούσας δικηγόρου και του ανωτέρω Συμβολαιογράφου Αγρινίου Α. Π. μήνυση για πλαστογραφία, στην οποία μεταξύ άλλων ανέφερε ψευδώς ότι ουδέποτε αυτός είχε υπογράψει οποιοδήποτε έγγραφο ενώπιον του ανωτέρω Συμ/φου και ειδικότερα το προαναφερθέν υπ' αρ. .../2004 πληρεξούσιο συμβόλαιο, ως μάρτυρες δε προς υποστήριξη της μήνυσης του πρότεινε τους δύο κατηγορουμένους. Εξ αυτών ο δεύτερος κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν αυτός που κινούσε τις διαδικασίες καταμήνυσης της εγκαλούσας, κατά την σχετικώς δοθείσα ένορκη κατάθεση του στα πλαίσια της διενεργηθείσας προανάκρισης στις 11-4-2005 στο Α/Τ Αττικής κατέθεσε σε βάρος της ότι αυτή εξαπάτησε και αυτόν τον ίδιο διότι τον έβαλε και υπέγραψε απόδειξη ποσού 105.556,50 Ευρώ, ενώ ουδέποτε παρέλαβε αυτός αυτά τα χρήματα. Ισχυρισμοί που όμως σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν ήταν ψευδείς, πράγμα το οποίο γνώριζε καλά αυτός, καθόσον μάλιστα δεν ήταν ο ίδιος δικαιούχος του ανωτέρω ποσού, ώστε να παραδοθεί αυτό σ' αυτόν, αλλά αυτός απλώς προσυπέγραψε στην ανωτέρω απόδειξη ως μάρτυρας περί της είσπραξης των ανωτέρω χρημάτων της αποζημίωσης, μέσω της εγκαλούσας, από το δικαιούχο αυτών θείο του. Τα ανωτέρω δε ψευδή περιστατικά που περιλαμβάνονταν στην ένορκη κατάθεση του δεύτερου κατηγορουμένου, των οποίων έλαβαν γνώση οι προανακριτικοί υπάλληλοι που έλαβαν αυτή ήταν δυσφημιστικά, δηλαδή ικανά να βλάψουν τη τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας, όπως ρητά κατέθεσαν οι μάρτυρες κατηγορίας στο ακροατήριο, Μ. Ε. και Ι. Μ., δικηγόρος Αγρινίου. Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε ο δεύτερος κατηγορούμενος έπεισε με πειθώ και φορτικότητα την πρώτη κατηγορουμένη με την οποία ήταν γνωστοί και γνώριζε η ίδια τις υποθέσεις του Γ. Α. των σχετικών με την είσπραξη των ανωτέρω ποσών από το Δήμο Αγρινίου, αφού πλέον τις χειριζόταν ατύπως για λογαριασμό του αυτός (ανιψιός του) να καταθέσει ενόρκως σε βάρος της εγκαλούσας προς υποστήριξη της κατηγορίας τα κατωτέρω αναφερόμενα ψευδή περιστατικά. Αυτή στις 15-6-2005 κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του Πταισματοδίκη Αγρινίου, εν γνώσει της ψέματα και δη ότι ο Α. της γνώρισε ότι κάποιο διάστημα είχε χάσει για αρκετές ημέρες το βιβλιάριο καταθέσεων του πάνω από το τραπέζι και ότι το βρήκε όταν του το παρέδωσε η εγκαλούσα μία ημέρα που τον επισκέφθηκε και του είπε ότι πήρα τα χρήματα της αποζημίωσης που δικαιούταν και του έβαλε στο βιβλιάριο95.000 Ευρώ, όταν δε τη ρώτησε πως πήρε τα χρήματα από το Δήμο χωρίς την υπογραφή του αυτή του απάντησε ότι "έχω τον τρόπο μου εγώ πως τα πήρα". Σύμφωνα όμως με τα παραπάνω αυτό ήταν ψευδές αφού ο ίδιος είχε παραδώσει το βιβλιάριο του στην εγκαλούσα καθώς και την εξουσιοδότηση για είσπραξη της αποζημίωσης, η δε πρώτη κατηγορουμένη λόγω της σχέσης της με τον δεύτερο ήταν σε θέση να γνωρίζει το ψεύδος αυτού, ενώ το Δικαστήριο δεν πείθεται ότι αυτά τα κατέθεσε όπως τάχα της τα είχε μεταφέρει ο Γ. Α. και ότι αυτή δεν θα μπορούσε να γνωρίζει το ψεύδος αυτών, όπως η ίδια ισχυρίσθηκε απολογούμενη. Επίσης, κατόπιν της ανωτέρω προτροπής του δεύτερου κατηγορούμενου, κατέθεσε εν γνώσει της ψευδώς ότι αν και η εγκαλούσα έβαλε τον δεύτερο κατηγορούμενο να υπογράψει ως μάρτυρας ότι ο θείος του πήρε τα χρήματα στα οποία αφορούσε η απόδειξη, αυτή δεν κατέβαλε κανένα ποσό ούτε σε εκείνον ούτε στον θείο του εκείνη τη στιγμή, παρά μόνο πήρε την απόδειξη και έφυγε με το σύζυγο της εσπευσμένα και ότι αυτοί (ο δεύτερος κατηγορούμενος και ο θείος του) δέχθηκαν να υπογράψουν την απόδειξη αυτή, πιστεύοντας πλανημένα ότι τα χρήματα τα είχε μαζί της η εγκαλούσα και θα τους τα έδινε εκείνη τη στιγμή, πράγμα που ουδέποτε συνέβη, εξαπατηθέντες έτσι από αυτήν. Περαιτέρω ο δεύτερος κατηγορούμενος κατά τον Ιούλιο του 2005 στο ... στο Δημοτικό Μέγαρο ισχυρίσθηκε ενώπιον δημοτικών υπαλλήλων, του δικηγόρου Ι. Μ. και της Μ. Ε. ότι η εγκαλούσα εξαπάτησε το θείο του, του οποίου πλαστογράφησε την υπογραφή του και του έφαγε 100.000 Ευρώ από τα χρήματα της αποζημίωσης που έλαβε από το Δήμο, ότι εξαπάτησε και τον ίδιο και ότι έκλεψε το βιβλιάριο των καταθέσεων του θείου του. Όλα τα ανωτέρω, τα οποία ήταν καθ' ολοκληρία ψευδή και αυτός το γνώριζε, ήταν ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας, στην οποία πραγματικά επέφεραν κατά το χρόνο εκείνο σοβαρό πλήγμα της τιμής της ως ανθρώπου και της υπόληψης της ως επαγγελματία δικηγόρου καθόσον δημιουργούσαν την εντύπωση ότι μετερχόταν απάτες και πλαστογραφούσε υπογραφές πελατών της, αδικήματα ιδιαιτέρως ατιμωτικά γι' αυτήν". Με βάση τις παραδοχές αυτές,το δικαστήριο της ουσίας κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο των αξιοποίνων πράξεων της α) ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα,β) ψευδορκίας και γ)συκοφαντικής δυσφήμησης κατ'εξακολούθηση ως προαναφέρθηκε. Του επέβαλε δε συνολική ποινή φυλάκισης 20 μηνών την οποία ανέστειλε επί τριετία. Η αιτιολογία όμως αυτή, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη ως προς τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, αφού δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σχετικά με αυτά, έστω και κατά το είδος τους, καίτοι από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι εξετάστηκαν στο ακροατήριο εκτός από την πολιτικώς ενάγουσα Θ. Τ., άλλοι τέσσερις μάρτυρες κατηγορίας, αναγνώσθηκε η απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με τα πρακτικά της, αναγνώσθηκαν επίσης τρεις (3) εκθέσεις ενόρκων εξετάσεων μαρτύρων και άλλα δέκα (10) έγγραφα απολογήθηκε ο κατηγορούμενος καθώς και η συγκατηγορουμένη του. Η επίκληση στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, ορισμένων μόνο εγγράφων, καθώς και των καταθέσεων των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων κατηγορίας, Μ. Ε. και Ι. Μ., για την επίρρωση της καταδικαστικής κρίσης του Δικαστηρίου της ουσίας, δεν αρκεί να καλύψει την συναγωγή, ότι για την κρίση του αυτή συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα που εισφέρθηκαν ενώπιον του. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης,για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της απόφασης, όσον αφορά την λήψη υπ όψη των αποδεικτικών μέσων και ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Στο σημείο όμως αυτό, πρέπει να σημειωθεί, ότι όπως προκύπτει και πάλι από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών αυτής,μετά την περί ενοχής απόφαση του Δικαστηρίου της ουσίας, δόθηκε από τον διευθύνοντα τη συζήτηση ο λόγος στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου, να προτείνει επί της ποινής, ο οποίος πρότεινε να επιβληθεί στον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο ποινή 12 μηνών για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, 12 μηνών για την ψευδορκία, 8 μηνών για τη συκοφαντική δυσφήμηση κατ' εξακολούθηση, και συνολική ποινή 20 μηνών. Στη συνέχεια όμως, δεν δόθηκε ο λόγος απ' αυτόν, στον συνήγορο του κατηγορουμένου είτε στον ίδιο, να προτείνει τουλάχιστον επί των επί μέρους ποινών των πράξεων για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος. Από την παραβίαση και αυτής της δικονομικής επιταγής επέρχεται ως προς τον κατηγορούμενο απόλυτη ακυρότητα κατά το αρθρ. 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, λόγω μη τηρήσεως των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορούμενου και την άσκηση των δικαιωμάτων που προσήκουν σ' αυτόν και θεσπίζουν εντεύθεν απόλυτη ακυρότητα σε περίπτωση παραβιάσεώς τους και ιδρύουν επίσης τον από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως (άρθρο 511 ΚΠΔ). Άρα και εξ αυτού του λόγου είναι αναιρετέα η προσβαλλόμενη απόφαση. Συντρέχει δε μετά ταύτα, περίπτωση επεκτατικού αποτελέσματος, σύμφωνα με το άρθρο 469 ΚΠΔ της παρούσας απόφασης, και για την καταδικασθείσα και μη ασκήσασα το ένδικο μέσο της αναιρέσεως, συγκατηγορουμένη του αναιρεσείοντος, ήτοι της φερομένης ως φυσικής αυτουργού της αξιοποίνου πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρα. Κατά τα άρθρα 111,112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για τα πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β, 370 εδ. β και 511 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και στον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας την συμπλήρωση αυτής, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναίρεσης κριθεί τυπικά δεκτή και περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιμος λόγος από τους περιοριστικά φερόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αξιόποινες πράξεις α) της ψευδορκίας μάρτυρα, που φέρεται ότι τελέσθηκε την 11-4-2005 και β) οι μερικότερες πράξεις της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατ' εξακολούθηση, που φέρονται ότι τελέσθηκαν τον Μάρτιο, σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία και την 11-4-2005, για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τιμωρούνται σε βαθμό πλημμελήματος (άρθρα 12, 98, 224 παρ. 2, 362, 363 ΠΚ). Όμως, από τον ανωτέρω χρόνο τέλεσης τους, μέχρι και την συζήτηση της αναίρεσης παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον της οκταετίας και έτσι εξαλείφθηκε το αξιόποινο αυτών. Επομένως, αφού η αίτηση αναίρεσης περιέχει παραδεκτούς λόγους αναίρεσης, οι οποίοι έγιναν δεκτοί ως βάσιμοι, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντα για τις ανωτέρω πράξεις και κατά τα λοιπά δηλαδή για τις μη παραγραφείσες πράξεις, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 519 ΚΠΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ. Αναιρεί την υπ' αρ. 274/ 2-10-2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου, Χ. Κ. του Ε., κατοίκου ..., για τις αξιόποινες πράξεις α) της ψευδορκίας μάρτυρα ήτοι του ότι : Στην ... στις 11-4-2005 εξεταζόμενος ενόρκως, ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση, κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα και ειδικότερα εξεταζόμενος στον άνω τόπο και χρόνο ενόρκως ενώπιον των προανακριτικών υπαλλήλων Υ/Β Κ. Δ. και του Αρχ. (ΠΣ) Π. Α., αναφερόμενος στην εγκαλούσα Θ. Τ., κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα, τα εξής: ... Επίσης η Τ. Θ. εξαπάτησε και εμένα διότι μου έβαλε και υπέγραψα ότι παρέλαβα και απόδειξη 105.556,50 Ευρώ. Τα χρήματα των 105.556,50 Ευρώ ποτέ δεν τα παρέλαβα ...", β) των μερικοτέρων πράξεων της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση που έλαβαν χώρα τον Μάρτιο και την 11-4-2005 στην Αθήνα ήτοι του ότι: "με περισσότερες και μερικότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος ισχυρίσθηκε για άλλον ενώπιον τρίτων ψευδή γεγονότα εν γνώσει της αναληθείας τους, ικανά να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη τρίτου προσώπου και ειδικότερα στην Αθήνα ισχυρίσθηκε ενώπιον τρίτων και των ανωτέρω αστυνομικών υπαλλήλων για την εγκαλούσα τα υπό στοιχ. α' ψευδή γεγονότα". Και Παραπέμπει την υπόθεση, κατά τα λοιπά, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ηθική αυτουργία σε ψευδορκία. Ψευδορκία. Συκοφαντική δυσφήμηση. Πραγματικά περιστατικά. Ποινική Δικονομία. Λόγοι αναίρεσης: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Μέσα αποδείξεως. Δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σχετικό με αυτά, μολονότι από την επισκόπηση των πρακτικών προκύπτει ότι εξετάσθηκαν μάρτυρες κατηγορίας και αναγνώσθηκαν έγγραφα και απολογήθηκε ο κατηγορούμενος. Αναιρεί. Παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής για ψευδορκία και για μερικότερες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης κατ' εξακολούθηση και παραπέμπει για νέα συζήτηση κατά τα λοιπά.
Ψευδορκία
Ηθική αυτουργία, Ψευδορκία, Δυσφήμηση συκοφαντική.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 648/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Ε. Κ.-Μ. του Κ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Νινόπουλο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 44221/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Οκτωβρίου 2012 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1271/2012. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του και στην περίπτωση αυτή η επίδοση γίνεται, ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. α' προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η ως άνω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Τόπος δε κατοικίας νοείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του ΚΠΔ κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Τέλος, κατά τις διατάξεις, του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής απόφασης επιτρέπεται αναίρεση (παρ. 2). Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της έφεσης ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο της επίδοσης της προσβαλλομένης απόφασης και εκείνον της άσκησης του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση (Ολ.ΑΠ 6/1994 και 4/1995). Αν όμως με το ένδικο μέσο αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, όπως και η εντεύθεν αδυναμία γνώσης της επίδοσης, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απορριπτική απόφαση σχετική αιτιολογία, με αναφορά στα αποδεικτικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για τη σχετική παραδοχή, άλλως ιδρύεται ο κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγος αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 44221/2012, απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης της, η έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 96446/2006 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί, ερήμην, σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών και χρηματική ποινή 20.000 Ευρώ για παράβαση του Ν. 5960/1933, περί επιταγής. Με την έφεσή της, η οποία παραδεκτά επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο, η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη επικαλέσθηκε, ως λόγο έφεσης και το γεγονός ότι, κακώς της επιδόθηκε τόσο το κλητήριο θέσπισμα όσο και η εκκαλουμένη απόφαση, ως άγνωστης διαμονής, δοθέντος ότι ήταν γνωστής διαμονής, και συνεπώς η επίδοση είναι άκυρη. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, που εκδόθηκε ωσεί παρούσας της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, εκπροσωπηθείσας δια πληρεξουσίου δικηγόρου, ως αιτιολογία για την απόρριψη της έφεσης αυτής δέχθηκε τα ακόλουθα: "Από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα και απ' όλη την διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής: η εκκαλουμένη υπ' αριθμ. 96446/2006 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπως προκύπτει από τα από 4-2-2008 αποδεικτικό επιδόσεως του αστυνομικού ..., επιδόθηκε στην εκκαλούσα την 4-2-2008 ενώ η έφεση όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. πρωτ. 10248/28-9-2011 έκθεση εφέσεως ασκήθηκε τη 28-9-2011, ήτοι εκτός της δεκαήμερης προθεσμίας του άρθρου 473 Κ.Π.Δ. και συνεπώς είναι εκπρόθεσμη, ενώ η εκκαλούσα στην έκθεση εφέσεως αναφέρει μόνο ότι η επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως έγινε ως αγνώστου διαμονής ενώ είχε πάντα γνωστή διαμονή, όμως δεν επικαλείται στην έφεσή της και δεν αποδεικνύει ότι αυτή κατά το χρόνο επίδοσης της εκκαλουμένης κατοικούσε σε γνωστή κατοικία στην αρχή που διέταξε την επίδοση (Εισαγγελία Αθηνών) και συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος αυτός της έφεσης. Εφόσον, συνεπώς η εκκαλούσα δεν προβάλλει με την έφεση ότι είχε καταστήσει γνωστή στην Εισαγγελική Αρχή, που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως την κατά τα άνω διεύθυνση της κατοικίας που επικαλέσθηκε με αυτήν, καθώς και τον τρόπο, με τον οποίο την κατέστησε γνωστή, ούτε ότι η διεύθυνση αυτή είχε περιέλθει, κατά κάποιο άλλο τρόπο σε γνώση της εισαγγελικής αρχής, που παράγγειλε την επίδοση, νομίμως αυτή αναζητήθηκε (χωρίς αποτέλεσμα) στη γνωστή στην Εισαγγελία διεύθυνση, ως τελευταία γνωστή κατοικία, και πρέπει η κρινόμενη έφεση, μετά ταύτα, να απορριφθεί ως εκπροθέσμως ασκηθείσα. (βλ. ΑΠ (Ποιν.) 966/2011 ΝΟΜΟΣ)". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών για την απόρριψη του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας, που προέβαλε με την έφεσή της, ότι ήταν κατά το χρόνο επιδόσεως προς αυτήν της εκκαλούμενης αποφάσεως γνωστής διαμονής στην επί της οδού ..., και ότι κακώς έγινε η επίδοση της αποφάσεως αυτής ως αγνώστου διαμονής, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως γίνεται μνεία της 10248/28-9-2011 εκθέσεως εφέσεως της ήδη αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης κατά της εκκαλουμένης καταδικαστικής σε βάρος της υπ' αριθμό 96446/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών καθώς και του από 4-2-2008 αποδεικτικού επιδόσεως της τελευταίας, ως αγνώστου διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτησή της στην αναφερόμενη ως τελευταία γνωστή κατοικία της. Δεν διευκρινίζεται όμως στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι είχε προηγηθεί στην προκείμενη ποινική υπόθεση προδικασία, ώστε μέχρι να γίνει αμετάκλητη και εκτελεστή η καταδικαστική απόφαση να υποχρεούται ο κατηγορούμενος να δηλώσει σε περίπτωση μεταβολής της, την νέα κατοικία ή διαμονή του στον αρμόδιο Εισαγγελέα εγγράφως κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 273 παρ. 1 Κ.Π.Δ, ούτε αναφέρεται ότι δεν είχε εμφανισθεί αυτή ενώπιον του ανακριτή ή του εισαγγελέα ή του πταισματοδίκη ή του ειρηνοδίκη που ενεργούσε προανάκριση, για να θεωρείται ως τόπος κατοικίας της εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Επίσης δεν αναφέρεται στο σκεπτικό της αποφάσεως, ότι η επίδοση έγινε στην αναφερόμενη στη μήνυση διεύθυνση, της ήδη αναιρεσείουσας, οδός ..., η οποία ήταν η επαγγελματική κατοικία της, και ότι η διεύθυνση αυτή εξακολουθούσε να είναι ίδια και κατά την επίδοση της καταδικαστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Έτσι δεν δικαιολογείται επαρκώς ότι η τελευταία γνωστή στην Αρχή που παρήγγειλε την επίδοση, διεύθυνση κατοικίας της κατηγορουμένης, ήταν η οδός ..., στην οποία έγινε η επίδοση ως άγνωστης διαμονής, όταν μάλιστα στη μήνυση της εγκαλούσας Α.Τ.Ε. αναφέρεται διαφορετική διεύθυνση από την παραπάνω, ήτοι εκείνη της επαγγελματικής εγκατάστασης της κατηγορουμένης, οδός ... (ΑΠ 615/2012). Να σημειωθεί ότι η παραπάνω έγκληση της Α.Τ.Ε. στρεφόταν "κατά του νομίμου εκπροσώπου της εδρεύουσας στη ..., εταιρείας με την επωνυμία ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕRGO FASHION Α.Ε. που υπέγραψε την παρακάτω αναφερόμενη επιταγή", με την ιδιότητα δε αυτή, της νομίμου εκπροσώπου της ως άνω εταιρείας, καταδικάσθηκε η κατηγορουμένη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, περί έλλειψης αιτιολογίας, με τον οποίο προβάλλονται οι ελλείψεις αυτές και οι ασάφειες, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, παρελκούσης της έρευνας του ετέρου λόγου. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι δυνατή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ) και το οποίο, εάν ήθελε κρίνει παραδεκτή την ασκηθείσα έφεση [δεδομένου του ότι ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δικαιοδοσία να κρίνει επί του παραδεκτού ή όχι αυτής], θα αποφανθεί και περί της παραγραφής ή μη του αδικήματος που αποδίδεται στην αναιρεσείουσα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 44221/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι δυνατή. Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έφεση εκπρόθεσμη. Έλλειψη αιτιολογίας. Στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας η απόφαση που απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου ως εκπρόθεσμη, διότι δεν αιτιολογήθηκε ο ισχυρισμός ταυ αναιρεσείοντος που διατυπώθηκε με την έφεση ότι είχε γνωστή διαμονή.
Εφέσεως απαράδεκτο
Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 647/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Ε. Κ. - Μ. του Κ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Νινόπουλο, για αναίρεση της υπ'αριθ.44220/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Οκτωβρίου 2012 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1267/2012. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του και στην περίπτωση αυτή η επίδοση γίνεται, ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. α' προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η ως άνω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Τόπος δε κατοικίας νοείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του ΚΠΔ κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανισθεί κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Τέλος, κατά τις διατάξεις, του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής απόφασης επιτρέπεται αναίρεση (παρ. 2). Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της έφεσης ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο της επίδοσης της προσβαλλομένης απόφασης και εκείνον της άσκησης του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση (Ολ.ΑΠ 6/1994 και 4/1995). Αν όμως με το ένδικο μέσο αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, όπως και η εντεύθεν αδυναμία γνώσης της επίδοσης, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απορριπτική απόφαση σχετική αιτιολογία, με αναφορά στα αποδεικτικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για τη σχετική παραδοχή, άλλως ιδρύεται ο κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγος αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 44220/2012, απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης της, η έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 19748/2007 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί, ερήμην, σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, μετατραπείσα προς 5 ευρώ ημερησίως και χρηματική ποινή 10.000 Ευρώ για παράβαση του Ν. 5960/1933, περί επιταγής. Με την έφεσή της, η οποία παραδεκτά επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο, η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη επικαλέσθηκε, ως λόγο έφεσης και το γεγονός ότι, κακώς της επιδόθηκε τόσο το κλητήριο θέσπισμα όσο και η εκκαλουμένη απόφαση, ως άγνωστης διαμονής, δοθέντος ότι ήταν γνωστής διαμονής, και συνεπώς, η επίδοση είναι άκυρη. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση που εκδόθηκε ωσεί παρούσας της εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας, εκπροσωπηθείσας δια πληρεξουσίου δικηγόρου, ως αιτιολογία για την απόρριψη της έφεσης αυτής δέχθηκε τα ακόλουθα: "Από τα έγγραφα που αναγνώστηκαν και την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα και απ' όλη την διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής: η εκκαλουμένη υπ'αριθμ. 19748/2007 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, όπως προκύπτει από τα από 6-3-2008 αποδεικτικό επιδόσεως του αστυνομικού ..., επιδόθηκε στην εκκαλούσα την 6-3-2008 ενώ η έφεση όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. πρωτ. 10249/28-9-2011 έκθεση εφέσεως ασκήθηκε τη 28-9-2011, ήτοι εκτός της δεκαήμερης προθεσμίας του άρθρου 473 Κ.Π.Δ. και συνεπώς είναι εκπρόθεσμη, ενώ η εκκαλούσα στην έκθεση εφέσεως αναφέρει μόνο ότι η επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως έγινε ως αγνώστου διαμονής ενώ είχε πάντα γνωστή διαμονή, όμως δεν επικαλείται στην έφεσή της και δεν αποδεικνύει ότι αυτή κατά το χρόνο επίδοσης της εκκαλουμένης κατοικούσε σε γνωστή κατοικία στην αρχή που διέταξε την επίδοση (Εισαγγελία Αθηνών) και συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί και ο λόγος αυτός της έφεσης. Εφόσον, συνεπώς η εκκαλούσα δεν προβάλλει με την έφεση ότι είχε καταστήσει γνωστή στην Εισαγγελική Αρχή, που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως την κατά τα άνω διεύθυνση της κατοικίας που επικαλέσθηκε με αυτήν, καθώς και τον τρόπο, με τον οποίο την κατέστησε γνωστή, ούτε ότι η διεύθυνση αυτή είχε περιέλθει, κατά κάποιο άλλο τρόπο σε γνώση της εισαγγελικής αρχής, που παράγγειλε την επίδοση, νομίμως αυτή αναζητήθηκε (χωρίς αποτέλεσμα] στη γνωστή στην Εισαγγελία διεύθυνση, ως τελευταία γνωστή κατοικία, και πρέπει η κρινόμενη έφεση, μετά ταύτα, να απορριφθεί ως εκπροθέσμως ασκηθείσα (βλ. Α.Π. (Παν.) 966/2011 ΝΟΜΟΣ)". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών για την απόρριψη του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας, που προέβαλε με την έφεσή της, ότι ήταν κατά το χρόνο επιδόσεως προς αυτήν της εκκαλούμενης αποφάσεως γνωστής διαμονής στην επί της οδού ..., και ότι κακώς έγινε η επίδοση της αποφάσεως αυτής ως αγνώστου διαμονής, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως γίνεται μνεία της 10249/28-9-2011 εκθέσεως εφέσεως της ήδη αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης κατά της εκκαλουμένης καταδικαστικής σε βάρος της υπ' αριθμό 19748/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών καθώς και του από 6-3-2008 αποδεικτικού επιδόσεως της τελευταίας, ως αγνώστου διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτησή της στην αναφερόμενη ως τελευταία γνωστή κατοικία της. Δεν διευκρινίζεται όμως στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι είχε προηγηθεί στην προκείμενη ποινική υπόθεση προδικασία, ώστε μέχρι να γίνει αμετάκλητη και εκτελεστή η καταδικαστική απόφαση να υποχρεούται ο κατηγορούμενος να δηλώσει σε περίπτωση μεταβολής της, την νέα κατοικία ή διαμονή του στον αρμόδιο Εισαγγελέα εγγράφως κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 273 παρ. 1 Κ.Π.Δ, ούτε αναφέρεται ότι δεν είχε εμφανισθεί αυτή ενώπιον του ανακριτή ή του εισαγγελέα ή του πταισματοδίκη ή του ειρηνοδίκη που ενεργούσε προανάκριση, για να θεωρείται ως τόπος κατοικίας της εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Επίσης δεν αναφέρεται στο σκεπτικό της αποφάσεως, ότι η επίδοση έγινε, στην αναφερόμενη στη μήνυση διεύθυνση, της ήδη αναιρεσείουσας, οδός ..., η οποία ήταν η επαγγελματική κατοικία της, και ότι η διεύθυνση αυτή εξακολουθούσε να είναι ίδια και κατά την επίδοση της καταδικαστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Έτσι, δεν δικαιολογείται επαρκώς, ότι η τελευταία γνωστή στην Αρχή που παρήγγειλε την επίδοση, διεύθυνση κατοικίας της κατηγορουμένης, ήταν η οδός Α. 11, στην οποία έγινε η επίδοση ως άγνωστης διαμονής, όταν μάλιστα στη μήνυση της εγκαλούσας Α.Τ.Ε. αναφέρεται διαφορετική διεύθυνση από την παραπάνω, ήτοι εκείνη της επαγγελματικής εγκατάστασης της κατηγορουμένης, οδός ... (Α.Π. 615/2012). Να σημειωθεί ότι η παραπάνω έγκληση της ΑΤΕ στρεφόταν "κατά του νομίμου εκπροσώπου της εδρεύουσας στη ..., οδός ..., εταιρείας με την επωνυμία ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΝΔΥΜΑΤΩΝ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕRGO FASHION Α.Ε. που υπέγραψε την παρακάτω αναφερόμενη επιταγή", με την ιδιότητα δε αυτή, της νομίμου εκπροσώπου της ως άνω εταιρείας, καταδικάσθηκε η κατηγορουμένη από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, ο σχετικός πρώτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, περί έλλειψης αιτιολογίας, με τον οποίο προβάλλονται οι ελλείψεις αυτές και οι ασάφειες, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, παρελκούσης της έρευνας του ετέρου λόγου. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι δυνατή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ) και το οποίο, εάν ήθελε κρίνει παραδεκτή την ασκηθείσα έφεση [δεδομένου του ότι ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δικαιοδοσία να κρίνει επί του παραδεκτού ή όχι αυτής], θα αποφανθεί και περί της παραγραφής ή μη του αδικήματος που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 44220/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι δυνατή. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έφεση εκπρόθεσμη. Έλλειψη αιτιολογίας. Στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας η απόφαση που απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου ως εκπρόθεσμη, διότι δεν αιτιολογήθηκε ο ισχυρισμός ταυ αναιρεσείοντος που διατυπώθηκε με την έφεση ότι είχε γνωστή διαμονή.
Εφέσεως απαράδεκτο
Εφέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 646/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ. Μ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αναγνωστόπουλο, για αναίρεση της υπ' αριθ. 52545/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημ/κείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Ιουλίου 2012 αίτηση του αναιρέσεως και στους από 6 Μαρτίου 2013 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 937/2012. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ο ν. 2523/1997 "Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις" τυποποιεί ως εγκλήματα τρεις βασικές περιπτώσεις φοροδιαφυγής: α) τη μη υποβολή ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης εισοδήματος (άρθρο 17), β) τη μη απόδοση ΦΠΑ και άλλων παρακρατουμένων φόρων ή εισφορών (άρθρο 18) και γ) την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, την αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων και τη νόθευση τέτοιων στοιχείων (άρθρο 19). Ειδικότερα το άρθρο 19 παρ.1 του πιο πάνω νόμου (όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 40 παρ.1 του ν. 3220/2004), ορίζει ότι. "1. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. ... 2. Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου. 3. Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού, είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. 4. Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό νομικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής, θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής, θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος της φοροδιαφυγής, απαιτείται: α) αντικειμενικά, η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων. Εικονικό δε είναι και το φορολογικό στοιχείο, εκτός άλλων, όταν εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη, στο σύνολό της ή και για μέρος αυτής. Επίσης ρητά αναφέρεται ότι τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής ανώτερη της πραγματικής, θεωρούνται ομοίως ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας. β) υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και την αποδοχή αυτών και περαιτέρω τη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά ολικά ή εν μέρει φορολογικά στοιχεία. Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά χωριστά. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για το σχηματισμό της δικής του πεποιθήσεως και όχι μερικά από αυτά κατ' επιλογήν. Για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως, δεν αρκεί η τυπική ρηματική αναφορά των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, αλλά πρέπει να συνάγεται ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον μερικά από αυτά κατ' επιλογή. Η δε υποχρέωση για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων, επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, για την πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, κατ' εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών ετών, μετατραπείσα προς πέντε ευρώ την ημέρα, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης 52545/2011 αποφάσεώς του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί πραγμάτων κρίση του, που τη στήριξε στα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, κατά πιστή αντιγραφή, πραγματικά περιστατικά: "Από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο, καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως και κατηγορίας, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο και την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε, ότι ο κατηγορούμενος έχει τελέσει την πράξη που του αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος. Ειδικότερα διότι, από 21/2/2002 έως 7/12/2004, ως ιδιοκτήτης της επιχείρησης "Χ. Μ." προέβη στη λήψη και καταχώρηση στα φορολογικά βιβλία εικονικών φορολογικών στοιχείων (των αναφερόμενων στο κατηγορητήριο τιμολογίων - δελτίων αποστολής) αφορωσών τις σ' αυτά (κατηγορητήριο) αναφερόμενες εταιρίες, καθόσον αφορούσαν ανύπαρκτες με αυτές συναλλαγές. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για το αδίκημα της φοροδιαφυγής, για αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, κατ' εξακολούθηση". Περαιτέρω στο διατακτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σελ. 11α επομ. αυτής) γίνονται κατά λέξη δεκτά τα ακόλουθα: "Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 21-2-02 έως 7-12-04 με περισσότερες πράξεις τέλεσε περισσότερα του ενός εγκλήματα τα οποία συνιστούν εξακολούθηση ενός και ιδίου εγκλήματος, ήτοι αποδέχτηκε και καταχώρησε στα φορολογικά βιβλία εικονικά φορολογικά στοιχεία και ειδικότερα, ως ιδιοκτήτης επιχείρησης με την επωνυμία "Χ. Α. Μ." προέβη, όπως προέκυψε από την με ημερομηνία 14/2/07 (ημερομηνία θεώρησης) έκθεση ελέγχου των αρμοδίων υπαλλήλων της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων, στην λήψη και καταχώρηση στα φορολογικά βιβλία εικονικών κατά έννοια της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 4 του Ν. 2523/97 φορολογικών στοιχείων από τις επιχειρήσεις "APPLE LITE A.E. ", "IRIS ΜΟΝ/ΠΗ ΕΠΕ", "ΖΑΧΑΡΩΔΗ ΙΡΙΣ ΕΠΕ", "Γ. Μ. ΜΟΝ/ΠΗ ΕΠΕ" καθόσον διαπιστώθηκε ότι αφορούσαν στο σύνολο τους ανύπαρκτες συναλλαγές και δη: Χρήση 2002 (19 τιμολ.) από "APPLE LITE Α.Ε. " Α/Α ΑΡΙΘ. ΤΙΜ.-Δ.Α., ΗΜΕΡ. ΠΟΣΟ Φ.Π.Α. ΣΥΝΟΛΟ 1 9/21-2-2002 9.200,00 1.656,00 10.856,00 2 10/28-2-2002 3.856,70 694,20 4.550,90 3 17/11-4-2002 6.650,00 1.197,00 7.847,00 4 16/10-4-2002 9.000,00 1.620,00 10.620,00 5 40/6-5-2002 8.940,00 1.609,20 10.549,20 6 42/8-5-2002 12.000,00 2.160,00 14.160,00 7 44/13-5-2002 10.500,00 1.890,00 12.390,00 8 46/15-5-2002 9.460,00 1.702,80 11.162,80 9 74-75/7-8-2002 8.335,00 1.500,30 9.835,30 10 60/1-6-2002 11.640,00 2.095,20 13.735,20 11 61/3-6-2002 11.500,00 2.070,00 13.570,00 12 63-64/5-6-2002 10.575,00 1.903,50 12.478,50 13 65/2-7-2002 8.112,00 1.460,16 9.572,16 14 106/12-11-2002 6.118,00 1.101,24 7.219,24 15 118/2-12-2002 12.138,00 2.184,84 14.322,84 16 120/4-12-2002 11.100,00 1.998,00 13.098,00 17 122/6-12-2002 11.947,00 2.150,46 14.097,46 18 123/10-12-2002 8.220,00 1.479,60 9.699,60 19 127/19-12-2002 8.180,00 1.472,40 9.652,40 ΣΥΝΟΛΟ 177.471,70 31.944,90 209.416,60 Χρήση 2003 (7 τιμολ.) από 1) "APPLE LITE A.E. " Α/Α ΑΡΙΘ. ΤΙΜ.-Δ.Α., ΗΜΕΡ. ΚΑΘ. ΑΞΙΑ Φ.Π.Α. ΣΥΝΟΛΟ 1 132/16-1-2003 5.480,00 986,40 6.466,40 2 133/21-1-2003 9.650,00 1.737,00 11.387,00 3 135/5-2-2003 8.499,00 1.529,82 10.028,82 4 136/6-2-2003 9.086,00 1.635,48 10.721,48 5 141/4-3-2003 6.745,00 1.214,10 7.959,10 6 142/11-3-2003 1.705,00 306,90 2.011,90 7 143/14-3-2003 7.278,00 1.310,04 8.588,04 ΣΥΝΟΛΟ 48.443,00 8.719,74 57.162,74 Χρήση 2003 (9 τιμολ. + 9 τιμολ.) 2) "ΙΡΙΣ ΜΟΝ/ΠΗ ΕΠΕ" και 3) "ΖΑΧΑΡΩΔΗ ΙΡΙΣ ΕΠΕ" Α/Α ΑΡΙΘ. ΤΙΜ.-Δ.Α., ΗΜΕΡ. ΠΟΣΟ Φ.Π.Α. ΣΥΝΟΛΟ 1 7/10-4-2003 Σειρά Γ 11.130,00 2.003,40 13.133,40 2 6/3-4-2003 Σειρά Γ' 6.710,00 1.207,80 7.917,80 3 24-25/2-5-2003 Σειρά Γ 12.225,00 2.200,00 14.425,00 4 28/5-5-2003 Σειρά Γ 12.050,00 2.169,00 14.219,00 5 32/8-5-2003 Σειρά Γ 12.250,00 2.205,00 14.455,00 6 34/14-5-2003 Σειρά Γ 11.950,00 2.151,00 14.101,00 7 36/19-5-2003 Σειρά Γ 11.750,00 2.115,00 13.865,00 8 38/28-5-2003 Σειρά Γ 12.000,00 2.160,00 14.160,00 9 1/2-4-2003 τιμ.Σειρά Γ 9.400,00 1.692,00 11.092,00 ΣΥΝΟΛΟ 99.465,00 17.903,20 117.368,20 A/A ΑΡΙΘ. ΤΙΜ.-Δ.Α., ΗΜΕΡ. ΚΑΘ. ΑΞΙΑ Φ.Π.Α. ΣΥΝΟΛΟ 10 106/5-6-2003 11.900,00 2.142,00 14.042,00 11 110/11-6-2003 4.233,40 762,01 4.995,41 12 122/3-7-2003 10.620,00 1.911,60 12.531,60 13 125/9-7-2003 8.640,00 1.555,20 10.195,20 14 129/17-7-2003 7.785,00 1.401,30 9.186,30 15 35-36/4-8-2003 12.570,00 2.262,60 14.832,60 16 42/13-8-2003 11.100,00 1.998,00 13.098,00 17 43/18-8-2003 9.050,00 1.629,00 10.679,00 18 24. 67/4-11-2003 8.736,00 1.572,48 10.308,48 ΣΥΝΟΛΟ 84.634,40 15.234,19 99.868,59 "Γ. Μ." (41 τιμολ.) Α/Α ΑΡΙΘ. ΤΙΜ.-Δ.Α., ΗΜΕΡ. ΠΟΣΟ Φ.Π.Α. ΣΥΝΟΛΟ 1 43/1-10-03 11.660,00 2.098,80 13.758,80 2 44/2-10-03 11.740,00 2.113,20 13.853,20 3 45/3-10-03 11.500,00 2.070,00 13.570,00 4 46/4-10-03 11.600,00 2.088,00 13.688,00 5 47/6-10-03 12.000,00 2.160,00 14.160,00 6 48/7-10-03 12.000,00 2.160,00 14.160,00 7 49/8-10-03 11.900,00 2.142,00 14.042,00 8 51/10-10-03 11.900,00 2.142,00 14.042,00 9 50/9-10-03 12.100,00 2.178,00 14.278,00 10 52/11-10-03 9.900,00 1.782,00 11.682,00 11 53/13-10-03 12.300,00 2.214,00 14.514,00 12 55/14-10-03 12.250,00 2.205,00 14.455,00 13 56/15-10-03 12.300,00 2.214,00 14.514,00 14 57/17-10-03 11.000,00 1.980,00 12.980,00 15 58/18-10-03 11.772,00 2.118,96 13.890,96 16 59/22-10-03 12.000,00 2.160,00 14.160,00 17 60/23-10-03 12.000,00 2.160,00 14.160,00 18 61/24-10-03 12.000,00 2.160,00 14.160,00 19 62/27-10-03 11.000,00 1.980,00 12.980,00 20 63/29-10-03 12.500,00 2.250,00 14.750,00 21 64/30-10-03 10.800,00 1.944,00 12.744,00 22 65/31-10-03 9.700,00 1.746,00 11.446,00 23 66/3-10-03 12.300,00 2.214,00 14.514,00 24 67/4-11-03 11.100,00 1.998,00 13.098,00 25 68/6-11-03 Π.440,00 2.059,20 13.499,20 26 69/7-11-03 10.300,00 1.854,00 12.154,00 27 70/10-11-03 12.400,00 2.232,00 14.632,00 28 71/12-11-03 12.500,00 2.250,00 14.750,00 29 72/14-11-03 11.748,00 2.114,64 13.862,64 30 73/18-11-03 11.260,00 2.026,80 13.286,80 31 74/20-11-03 12.500,00 2.250,00 14.750,00 32 75/25-11-03 11.000,00 1.980,00 12.980,00 33 76/27-11-03 9.700,00 1.746,00 11.446,00 34 77/1-12-03 12.500,00 2.250,00 14.750,00 35 80/8-12-03 11.000,00 1.980,00 12.980,00 36 78/2-12-03 11.000,000 1.980,00 12,980,00 37 79/4-12-03 12.500,00 2.250,00 14.750,00 38 81/11-12-03 10.500,00 1.890,00 12.390,00 39 82/13-12-03 9.000,00 1.620,00 10.620,00 40 83/22-12-03 12.000,00 2.160,00 14.160,00 41 84/24-12-03 9.000,00 1.620,00 10.620,00 ΣΥΝΟΛΟ 469.670,00 84.540,60 554.210,60 και χρήση 2004 "Γ. Μ." (14 τιμολ.) Α/Α ΑΡΙΘ. ΤΙΜ.-Δ.Α., ΗΜΕΡ. ΠΟΣΟ Φ.Π.Α. ΣΥΝΟΛΟ 1 84/5-1-2004 10.300,00 1.854,00 12.154,00 2 85/7-1-2004 7.060,00 1.270,80 8.330,80 ΣΥΝΟΛΟ 17.360,00 3.124,80 20.484,80 Α/ Α ΑΡΙΘ. ΤΙΜ.-Δ.Α., ΗΜΕΡ. ΠΟΣΟ Φ.Π.Α: ΣΥΝΟΛΟ 1 1-2/1-10-2004 τιμολ. 12.300,00 2.214,00 14.514,00 2 1/2-11-2004 Α.Α.-Τψ. ΣειράΒ 8.910,00 1.603,80 10.513,80 3 2/4-11-2004 " 9.278,00 1.670,04 10.948,04 4 10/20-12-2004 " 12.050,00 2.169,00 14.219,00 5 3/1-10-2004 " 10.800,00 1.944,00 12.744,00 5 4/7-12-2004 " 8.010,00 1.441,80 9.451,80 6 1-2/1-10-2004 " 10.225,40 1.840,57 12.065,97 7 4-5/1-10-2004 " 9.627,00 1.732,86 11.359,86 8 6/2-10-2004 " 10.090,00 1.816,20 11.906,20 9 7/4-10-2004 " 9.300,00 1.674,00 10.974,00 10 8/7-10-2004 " 505,00 90,90 595,90 11 9-10/11-10-2004 " 9.791,30 1.762,43 11.553,73 1 2 Π/12-10-2004 7.880,00 1.418,40 9.298,40 ΣΥΝΟΛΟ 118.766,70 21.378,00 140.124,70 Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, η προκύπτουσα από το συνδυασμό του ανωτέρω αιτιολογικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως αιτιολογία του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, είναι η απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ'εξακολούθηση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ 1, 98 ΠΚ και 19 παρ. 1, 4 και 21 παρ. 2,10 ν. 2523/1997, όπως αντικ. με το ν. 2753/1999 και όπως τροπ. το αρ.21 με το αρ. 2 παρ.8 του ν. 2954/2001 και το αρ. 19 παρ.1β, τροπ. με το άρ.40 παρ.1 του ν. 3220/2004, τις οποίες διατάξεις ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επί μέρους αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως του αναιρεσείοντος: α) αναφέρονται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση, β) από το παραπάνω αιτιολογικό προκύπτει ότι το δικαστήριο συνεκτίμησε όλα τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου αποδεικτικού στοιχείου, γ) ως προς το δόλο του κατηγορουμένου αιτιολογείται επαρκώς η κρίση του δικαστηρίου ότι πρόκειται για εικονικότητα ως προς τη συναλλαγή όλων των αναφερομένων στο διατακτικών τιμολογίων που αποδέχθηκε ο κατηγορούμενος, ως ιδιοκτήτης ατομικής επιχείρησης και καταχώρησε στα βιβλία του, δεχθέν, όπως προκύπτει σαφώς από το σύνολο των άνω παραδοχών, ότι αυτός τελούσε σε γνώση της άνω εικονικότητας ως προς το πρόσωπο του εκδότη και ως προς το ύψος της συναλλαγής, με τις αναφερόμενες εταιρείες, αφού τα τιμολόγια αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές του με τις εταιρείες αυτές, δ) η απόφαση δέχεται ότι τα εν λόγω φορολογικά στοιχεία που αποδέχθηκε ο κατηγορούμενος ήταν εικονικά, αναλύοντας επαρκώς γιατί αυτά ήταν εικονικά, αφορώντα ανύπαρκτες συναλλαγές της επιχείρησής του με τις εταιρείες και ε) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και παραδεκτά το αιτιολογικό παραπέμπει στο διατακτικό, που περιέχει πλήρη όλα τα αναγκαία κατά το νόμο στοιχεία. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ και 6 της ΕΣΔΑ, λόγοι του δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως (πρώτος, δεύτερος και τρίτος), για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι, παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα, δικαιώματος του κατηγορουμένου, να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά, τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητα του, σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενο του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ, πιο πάνω δικαιώματα του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Εξάλλου δε δημιουργείται καμία αμφιβολία, ως προς την ταυτότητα των εγγράφων, όταν από τα πρακτικά της δίκης δεν προκύπτει ότι αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και αναφέρονται στα πρακτικά. Από τα πρακτικά της δίκης (σελ. 7), προκύπτει ότι, μεταξύ άλλων εγγράφων, στο ακροατήριο αναγνώσθηκαν χωρίς α/α και τα παρακάτω έγγραφα, "επτά (07) φωτοαντίγραφα επιταγών". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους. Με την γενόμενη δε ανάγνωση του κειμένου τους στο ακροατήριο, χωρίς να προκύπτει από τα πρακτικά ότι προβλήθηκε αντίρρηση από τους δύο παριστάμενους συνηγόρους του αναιρεσείοντος, έγινε γνωστό και σε όλους τους παράγοντες της δίκης το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, επομένως και στους συνηγόρους του αναιρεσείοντος, οπότε αυτοί είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο καθενός από τα έγγραφα αυτά, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Άλλωστε από την επισκόπηση των πρακτικών προκύπτει ότι δεν αναγνώσθηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό. Συνεπώς, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, ορθώς έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω αναγνωσθέντα έγγραφα και οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντα ότι παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, διότι το δικαστήριο της ουσίας, προς στήριξη της περί ενοχής κρίσης του, έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω έγγραφα, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους, είναι αβάσιμες. Κατ' ακολουθία, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, συναφής τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ.1 δ' ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ.1 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του Ν. 3904/21-12-2010, " αν κάποιος που δεν έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα έτος, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφαση του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην απόφαση στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων ...". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο, στην περίπτωση που επιβάλλει στερητική της ελευθερίας ποινή, η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, υποχρεούται να ελέγξει, ακόμη και χωρίς αίτημα, τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της ποινής και να δικαιολογήσει ειδικώς την τυχόν αρνητική του κρίση. Διαφορετικά, αν δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας, στην περίπτωση αυτή, δεν αιτιολογήσει ειδικά τη μη αναστολή εκτελέσεως της ποινής ή απορρίψει, χωρίς αιτιολογία, σχετικό αίτημα του καταδικαζομένου, υποπίπτει στις ελεγχόμενες από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η' του ΚΠΔ πλημμέλειες της ελλείψεως της απαιτούμενης αιτιολογίας και της αρνητικής υπερβάσεως της εξουσίας του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, μετά την απαγγελία της καταδικαστικής για τον αναιρεσείοντα απόφασης ο εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο του δικαστηρίου "πρότεινε να επιβληθεί στον (αναιρεσείοντα) κατηγορούμενο συνολική ποινή φυλακίσεως τριών ετών και να μετατραπεί προς 10 ευρώ την ημέρα". Το δικαστήριο, αφού έκρινε ότι πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο συνολική ποινή φυλακίσεως τριών ετών , στη συνέχεια μετέτρεψε αυτή σε χρηματική, προς πέντε ευρώ ημερησίως, με την αιτιολογία ότι: "από την έρευνα του χαρακτήρα του κατηγορουμένου και από τις λοιπές περιστάσεις το δικαστήριο κρίνει ότι η επιβολή της χρηματικής ποινής αρκεί για να τον αποτρέψει από το να τελέσει άλλες αξιόποινες πράξεις. Συντρέχει επομένως νόμιμη περίπτωση μετατροπής της ποινής σε χρηματική". Όμως η παραπάνω αιτιολογία δεν είναι η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού, όπως και σ` αυτήν αναφέρεται, δεν έγινε έρευνα προς διακρίβωση των αναγκαίων για τη μη χορήγηση της αναστολής στοιχείων, ώστε να προκύψουν τα προς θεμελίωση της απορριπτικής κρίσης τυχόν αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έπρεπε να μνημονεύονται στην απόφαση για να υπάρχει αιτιολογία αυτής, κατά την εκτεθείσα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, έννοια, ανεξάρτητα του ότι δεν υποβλήθηκε σχετικό αίτημα από τον κατηγορούμενο. Έτσι, όμως, το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε στις ελεγχόμενες από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Η' ΚΠΔ πλημμέλειες, της ελλείψεως δηλαδή ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της υπερβάσεως εξουσίας, και ο συναφής μοναδικός πρόσθετος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη, ως προς τη διάταξη για τη μετατροπή της επιβληθείσας στον αναιρεσείοντα ποινής φυλακίσεως σε χρηματική και να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς το σημείο αυτό, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως, (άρθρο 519 ΚΠΔ). Κατά τα λοιπά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ως αβάσιμη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει τη με αριθμό 52545/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, μόνο κατά τη διάταξη αυτής, περί μετατροπής της επιβληθείσας στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, Χ. Μ. του Α., ποινής φυλακίσεως των τριών (3) ετών σε χρηματική ποινή. Και. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση, κατά το ως άνω μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την ανωτέρω από 31-7-2012 αίτηση - δήλωση για αναίρεση της ως άνω αποφάσεως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχειών, κατ' εξακολούθηση (άρθρα 19 παρ. 1 εδ.α, β περ. α, 2, 4, 21 ν. 2523/1997,1882/1990, όπως τροπ. με άρθρο 40 παρ.1 ν. 3220/2004). 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ ΚΠΔ και 6 ΕΣΔΑ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. 2. Αβάσιμος ο αττό το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για ακυρότητα διαδικασίας, από έλλειψη ταυτότητας ορισμένων αναγνωσθέντων εγγράφων. 3. Βάσιμος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Η ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για μετατροπή της επιβληθείσας ποινής, χωρίς ειδική αιτιολόγηση της μη συνδρομής των όρων αναστολής της ποινής, κατά το άρ. 99 του ΠΚ, ακόμα και χωρίς αίτημα. Αναιρεί εν μέρει για μετατροπή ποινής (άρθρο 99 Π.Κ.).
Φοροδιαφυγή
Φοροδιαφυγή.
2
Αριθμός 645/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γ. Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη - Εισηγήτρια και Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Μ. του Γ. - Ι., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Λύτρα, για αναίρεση της υπ'αριθ.1265/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Με συγκατηγορούμενους τους: 1)Δ. Λ. του Μ. και 2)Β. Ε. του Λ. και πολιττικώς ενάγοντες τους: 1)Γ. Λ. και 2)Κ. Λ., κάτοικοι ... που δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Οκτωβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 29 Ιανουαρίου 2013 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1176/2012. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ'αυτής πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η κρινόμενη από 15-10-2012 (υπ` αριθμό πρωτ.6841/16-10-2012) αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στρεφομένη κατά της υπ` αριθμό 1265/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Πειραιά, είναι παραδεκτή (άρθρα 473 παρ. 2 και 3, 474 παρ. 2) και γι` αυτό η αίτηση αυτή, καθώς και οι επ` αυτής με χρονολογία 29-1-2013 πρόσθετοι λόγοι, που επίσης ασκήθηκαν παραδεκτά (άρθρο 509 παρ.2), πρέπει να συνεκδικαστούν, ως συναφείς. Κατά το άρθρο 302 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από το συνδυασμό της διατάξεως αυτής προς εκείνη του άρθρου 28 του ιδίου Κώδικα, κατά την οποία "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε, όμως, ότι δεν θα επερχόταν", προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του προβλεπομένου από τις ανωτέρω διατάξεις εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται: α) μη καταβολή από τον δράστη της επιβαλλομένης, κατ` αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές, της κοινής πείρας και λογικής, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, β) δυνατότητα αυτού, βάσει των προσωπικών του περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, το οποίο από έλλειψη της προαναφερομένης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε, (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δε θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια), και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως ή της παραλείψεως του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα σκέλος της ποινικής ευθύνης θεμελιώνεται στη μη καταβολή της προσήκουσας, κατά την προδιαληφθείσα νομική έννοια, προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δε συνίσταται σε ορισμένη πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) εκ της οποίας επήλθε το αξιόποινο αποτέλεσμα, αλλά συνιστά σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε αυτού, τότε, για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος δια παραλείψεως τελουμένου, απαιτείται και η συνδρομή των ουσιαστικών όρων του άρθρου 15 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο "όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος". Από την τελευταία διάταξη συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση εγκλήματος δια παραλείψεως τελεσθέντος, δεν αρκεί η ύπαρξη γενικής νομικής υποχρεώσεως προς παροχή συνδρομής για την πρόληψη του εγκληματικού αποτελέσματος, αλλ` απαιτείται να υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, της οποίας το περιεχόμενο συνίσταται ειδικώς στην αποτροπή του εγκληματικού αποτελέσματος δι` ιδίων ενεργειών του δράστη, ως υπέχοντος, έναντι της εννόμου τάξεως, θέση εγγυητή της διαφυλάξεως του δια του άνω αποτελέσματος προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προς παρεμπόδιση της επελεύσεως του βλαπτικού για ορισμένο έννομο αγαθό αποτελέσματος, μπορεί να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή, επιτακτικού χαρακτήρος, διάταξη νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, συνδεομένων με ορισμένη έννομη θέση του υποχρέου προς ενέργεια, γ) από ειδική σχέση, δυνάμενη να θεμελιωθεί είτε σε συμβατικό δεσμό, είτε σε προηγουμένη ενέργεια του υπαιτίου της παραλείψεως, δια της οποίας αυτός αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον, δ) από ορισμένη προηγηθείσα συμπεριφορά του υπαιτίου, εκ της οποίας δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του βλαπτικού αποτελέσματος. Όταν δε, το εξ αμελείας έγκλημα είναι απότοκο συνδρομής αμελείας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων, κατά το λόγο της αμέλειας που επιδείχθηκε από αυτό και εφόσον πάντως το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 12 παρ.1 του ΠΔ 70/1990: Υγιεινή και Ασφάλεια εργαζομένων σε Ναυπηγεία, "απαγορεύεται η είσοδος σε χώρους, στους οποίους μπορεί να σωρευτούν τοξικά, αδρανή, ασφυξιογόνα, εύφλεκτα, καυστικά ή άλλα επικίνδυνα αέρια ή πιθανό να υπάρχει έλλειψη οξυγόνου", κατά δε την παρ.6 του ίδιου άρθρου, "μετά τον εξαερισμό του χώρου εκδίδεται από Χημικό Ναυτιλίας πιστοποιητικό απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια για την είσοδο εργαζομένων στο χώρο και την εκτέλεση των απαιτουμένων εργασιών". Κατά το άρθρο 13 παρ.1 του αυτού ως άνω Π.Δ. "πριν την είσοδο εργαζομένων για την εκτέλεση εργασιών στις δεξαμενές και τους χώρους του άρθρου 12 απαιτείται η έκδοση πιστοποιητικού απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια (GAS FREE) από Χημικό ή Χημικό μηχανικό, (Χημικό Ναυτιλίας) που έχει την προβλεπόμενη άδεια", κατά δε την παρ.7 του ίδιου άρθρου, "εάν μετά την έκδοση πιστοποιητικού απαλλαγής από επικίνδυνα αέρια δημιουργηθεί αμφιβολία εάν και κατά πόσο μια δεξαμενή, ένας κλειστός χώρος ή ένα δίκτυο σωληνώσεων είναι ελεύθερα από αέρια, η εργασία δεν πρέπει να αρχίζει ή να συνεχιστεί πριν εκδοθεί νέο πιστοποιητικό". Κατά το άρθρο 20 παρ.1 του ίδιου ΠΔ "πριν την έναρξη εργασιών σε δεξαμενές φορτίου δεξαμενοπλοίων θα πρέπει οι δεξαμενές αυτές να καθαριστούν και να εξαεριστούν. Ο καθαρισμός πρέπει να γίνεται με εκτόξευση ζεστού νερού, ατμού ή χημικών διαλυμάτων με τη χρησιμοποίηση μηχανικών μέσων χωρίς την είσοδο εργαζομένων σ` αυτές και σε χώρο εκτός του ναυπηγείου ή της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης....", κατά δε την παρ.7 του ίδιου άρθρου, "τα επιστόμια, οι αντλίες, τα φίλτρα και άλλα συναφή εξαρτήματα που ανήκουν στα δίκτυα σωληνώσεων του πλοίου καθώς επίσης και οι σερπαντίνες προθέρμανσης (HEATING COILS), στις δεξαμενές φορτίου δεξαμενοπλοίων, πρέπει να καθαρίζονται με ατμό ή νερό ή κάποιο άλλο αποτελεσματικό μέσο". Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ειδικά δε επί εγκλήματος εξ αμελείας, που συνίσταται σε παράλειψη, πρέπει να προσδιορίζεται στην αιτιολογία της απόφασης και από πού πηγάζει η ιδιαίτερη υποχρέωση του υπαίτιου προς ενέργεια (αποτρεπτική του αποτελέσματος) και, αν πρόκειται για επιτακτικό κανόνα δικαίου και ο κανόνας αυτός. Τέλος, η αιτιολογία της απόφασης παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Λόγο αναιρέσεως της απόφασης αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του Κ.Π.Δ. και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, ενώ εσφαλμένη ερμηνεία, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια, από εκείνη που πραγματικά έχει. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα της απόφασης που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 1265/2012 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Πειραιά (Πλημ/των), που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, Αρχιμηχανικό πλοίου και τους συγκατηγορουμένους του, Πλοίαρχο και Α' Μηχανικό της πράξης, της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, το οποίο του είχε χορηγήσει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επί πλέον της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, ήτοι, την κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης, την απολογία του κατηγορουμένου και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ του παθόντος Ε. Λ. και της εγκατεστημένης στον Πειραιά εταιρίας με την επωνυμία "ESTORIC NAVIGATION LTD" η οποία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της αλλοδαπής ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία "CHELSEA SHIPMANAGEMENT COMPANY LTD" πλοιοκτήτριας του με σημεία Λιβερίας πλοίου "B. II" προσλήφθη ο πρώτος των συμβαλλομένων προκειμένου να παράσχει τις υπηρεσίες του ως εφαρμοστής στην αφαίρεση των σωληνώσεων θερμάνσεως του πλοίου από τις δεξαμενές του.....και στις 14-9-2004 ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο και άρχισε μαζί με τους άλλους (Γ. Λ., Φ. Μ., Ν. Σ., Ν. Ν.) ως εργάτης αφαίρεσης των σωληνώσεων, συνολικού μήκους 13.800 μέτρων τις οποίες συνέχισαν εν πλω, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του πλοίου από το λιμάνι Φουτζέϊρα στον Πειραϊκό κόλπο. Μέχρι και τις 27-9-2004 οι σωληνώσεις θερμάνσεως του φορτίου του πλοίου είχαν αφαιρεθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος τους (14 από τις 16). Οι σωληνώσεις αυτές διοχέτευαν ατμό και κρατούσαν προηγούμενα φορτία του πλοίου σε θερμοκρασία, ώστε να παραμένουν σε υγρή κατάσταση και να μπορούν ν' αντληθούν. Για την επομένη ημέρα απέμενε η αφαίρεση των σωληνώσεων που βρίσκονταν στις δεξαμενές Νο5 και Νο6. Το πρωϊ της 28-9-2004 και ενώ το πλοίο βρισκόταν σε διεθνή ύδατα μεταξύ Σιγκαπούρης και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ανοικτά του κόλπου του ΟΜΑΝ) ο παθών μαζί με τα λοιπά μέλη του συνεργείου απασχολούνταν στην αφαίρεση των σωληνώσεων της δεξαμενής Νο5 κατά την κοπή των σωληνώσεων της δεξαμενής αυτής (Νο5) απελευθερώθηκαν υπολείμματα επικίνδυνου υλικού και συγκεκριμένα κάποιου παραγώγου της βενζίνης που είχε εισχωρήση σε τμήμα των σωληνώσεων που είχε διαβρωθεί, εξαιτίας της απελευθέρωσης του ως άνω υλικού προκλήθηκε εντός της ως άνω δεξαμενής ανάφλεξη και εν συνεχεία πυρκαγιά από την οποία τραυματίστηκαν σοβαρά οι εργαζόμενοι εντός αυτής Ε. Λ., Γ. Λ., Φ. Μ. και Ν. Σ., από τους οποίους επέζησε μόνο ο Γ.Λ.. Οι λοιποί τρείς αποβίωσαν εξαιτίας των εγκαυμάτων που υπέστησαν και ειδικά ο Ε. Λ. (21 έτους) την 1-10-2004. Η πυρκαγιά της 28-9-2004 και ο τραυματισμός του Ε. Λ., συνεπεία του οποίου επήλθε ο θάνατος αυτού (η περίπτωση του οποίου ερευνάται εν προκειμένω) γενεσιουργό αιτία είχε την ύπαρξη στη προαναφερόμενη δεξαμενή επικίνδυνων - εύφλεκτων αερίων, διότι οι σωληνώσεις δεν είχαν καθαρισθεί (πριν την κοπή τους) με αποτέλεσμα αυτή να διαχυθούν στη δεξαμενή κατά την κοπή και αφαίρεση των σωληνώσεων και από αιτία που δεν εξακριβώθηκε αναφλέγησαν. Ειδικότερα κάποιες, από την υπό αφαίρεση σωληνώσεις θερμάνσεως, ήταν διαβρωμένες και κατά την αφαίρεση του απελευθερώθηκαν εντός της δεξαμενής υπολείμματα φορτίου (βενζίνης κ.λπ.) που είχαν διεισδύσει εντός αυτών από παλαιότερα φορτία του πλοίου και με ένα σπινθήρα ή οποιαδήποτε άλλη πηγή θερμότητας ή από στατικό ηλεκτρισμό μπορούσαν να αναφλεγούν. Τα υπολείμματα αυτά των προηγουμένων φορτίων δεν θα υπήρχαν αν οι κατηγορούμενοι είχαν μεριμνήσει για τον καθαρισμό των σωληνώσεων στη Σιγκαπούρη. Ειδικότερα έπρεπε κατά την εκεί παραμονή του πλοίου να διοχετευθεί νερό στην είσοδο των σωληνώσεων από το κατάστρωμα και το άνοιγμα εξόδου, ώστε να καθαρισθούν από υπολείμματα φορτίου και στη συνέχεια να διοχετευθεί αέρας ώστε να αδειάσουν και από το νερό. Επειδή όμως είχε παραλειφθεί ο εν λόγω καθαρισμός και ο κίνδυνος διαρροής εύφλεκτων και επικίνδυνων υλικών, από τις κομένες σωληνώσεις ήταν πολύ πιθανός, έπρεπε προς αποφυγή περαιτέρω κινδύνων, κατά τη επιτασσόμενη από το Π.Δ.70/1990, κάθε φορά που αποσυνδέαν μια σωλήνωση και προτού οι ως άνω εργαζόμενοι - τεχνίτες προχωρήσουν σε περαιτέρω εξάρμωση ή κοπή να ελέγχεται μερίμνα των κατηγορουμένων από τεχνικό ασφαλείας η ύπαρξη ή μη αιωρούμενων αερίων εντός της δεξαμενής προερχομένων από τις κομένες σωληνώσεις. Εάν δε υφίσταντο τέτοια αιωρούμενα αέρια έπρεπε να διακοπούν οι εργασίες κοπής των σωληνώσεων και να συνεχιστούν μετά τον καθαρισμό του χώρου της δεξαμενής. Οι κατηγορούμενοι όμως παρέλειψαν τα ως άνω (καθαρισμό σωληνώσεων - έλεγχο αερίων δεξαμενής) με συνέπεια από τις παραλείψεις τους αυτές να προκληθεί η ανάφλεξη και ο θάνατος, μεταξύ άλλων του Ε. Λ. Αυτοί δεν επέδειξαν την προσοχή που επιβαλλόταν από τον κύκλο των καθηκόντων του επαγγέλματος τους (τήρηση μέτρων ασφαλείας για τις προαναφερόμενες εργασίες στους εν λόγω χώρους) και έτσι δεν προέβλεψαν αν και μπορούσαν να προβλέψουν το παραπάνω αποτέλεσμα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ενόχους τους κατηγορούμενους για "ανθρωποκτονία εξ αμελείας" για τον θάνατο του Ε. Λ. δεν έσφαλε και η κρινόμενη έφεση πρέπει, επομένως ν'απορριφθεί". Ακολούθως, η προσβαλλομένη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα του ότι: "στα διεθνή ύδατα μεταξύ Σιγκαπούρης και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ανοικτά του κόλπου του ΟΜΑΝ), και εντός του υπό σημαία Λιβερίας δεξαμενοπλοίου "Β. II", την 28-9-2004 από αμέλεια τους, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη τους και προξένησαν το θάνατο άλλου προσώπου ήτοι του Ε. Λ. Συγκεκριμένα, ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν πλοίαρχος του δεξαμενόπλοιου αυτού, ο τρίτος κατηγορούμενος αρχιμηχανικός της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας με την επωνυμία "ESTORΙL NAVIGATION COMPANY L.T.D." (και επιβαίνων στο πλοίο) και ο τέταρτος κατηγορούμενος Α'μηχανικός του και παρότι ήταν υπεύθυνοι να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εκτελούνται με ασφάλεια οι εργασίες αφαίρεσης των - μήκους 13.800 μέτρων- σωληνώσεων θέρμανσης φορτίου που βρίσκονταν στις 16 δεξαμενές του προκειμένου να μην επηρεάζονται από το υλικό τους τα φορτία τα οποία θα μετέφερε στο εξής το πλοίο, επέτρεψε σε πενταμελές συνεργείο εφαρμοστών (που αποτελούνταν από τους Φ. Μ., Γ. Λ., Ε. Λ., Ν. Σ. και Αντώνιο Ν.) να εκτελεί ολόκληρο το προαναφερθέν έργο με ιδιαίτερη ταχύτητα, δηλ. στο μισό χρόνο (14 ημερών) αντί του αναγκαίου για την τήρηση των μέτρων ασφαλείας χρόνου (των 28 ημερών), χωρίς να είναι δυνατό και εξ αυτού του λόγου να τηρείται η ασφαλής διαδικασία αφαίρεσης των σωληνώσεων, ήτοι χωρίς να λύνονται οι σωληνώσεις από τις φλάντζες τους και να καθαρίζονται με την υπό πίεση διοχέτευση εντός αυτών θαλασσινού νερού για την απομάκρυνση εύφλεκτων υπολειμμάτων παλαιότερων φορτίων που είχαν εισχωρήσει στις σωληνώσεις και χωρίς να πραγματοποιείται μέτρηση για την ανίχνευση των επικίνδυνων αερίων στις δεξαμενές αμέσως μετά τον ανωτέρω καθαρισμό, με αποτέλεσμα, ενώ οι τέσσερις πρώτοι εφαρμοστές έκοβαν τους ακάθαρτους σωλήνες στην 15η κατά σειρά δεξαμενή και σε σημείο ευρισκόμενο κάτω από τις προαναφερθείσες φλάντζες, να αναφλέγουν αιφνίδια από σπινθήρα τα εντός αυτών, σημαντικής ποσότητας, εναπομείναντα εύφλεκτα υλικά και να τους προκαλέσουν σοβαρότατα εγκαύματα, που οδήγησαν αιτιακά στο θάνατο του Ε.Λ. (την 1-10-2004), εντός του Νοσοκομείου του ΟΜΑΝ, στο οποίο μεταφέρθηκαν για περίθαλψη. ΔΕΧΕΤΑΙ ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι έζησαν έως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή". Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω δικαστήριο στο σκεπτικό, όπως αυτό αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα παραπάνω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 28 και 302 του Π.Κ., που εφάρμοσε, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή με άλλο τρόπο παραβίασε. Ειδικότερα, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, εξέθεσε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, τα συγκροτούντα την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος πραγματικά περιστατικά και προσδιόρισε σαφώς την μορφή της μη συνειδητής αμέλειας, αλλά και τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες αυτός ενεργούσε και δέχθηκε ότι από έλλειψη της προσοχής, που αυτός όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η παράλειψή του, με αποτέλεσμα να επιφέρει τον θάνατο του εργαζομένου, Ε. Λ. Ακόμη, επαρκώς αιτιολογεί τον υφιστάμενο μεταξύ της επιδειχθείσας από τον αναιρεσείοντα αμελούς συμπεριφοράς και του επελθόντος αποτελέσματος, αιτιώδη σύνδεσμο, που αξιώνεται για την κατάφαση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Ειδικότερα, αναφέρεται, ότι ο κατηγορούμενος, λόγω της ιδιότητάς του, ως Αρχιμηχανικού, κατά παράβαση των διατάξεων του Π.Δ.70/1990, παρέλειψε να μεριμνήσει για τον καθαρισμό των σωληνώσεων θέρμανσης και συγκεκριμένα παρέλειψε να τηρήσει τη διαδικασία που προβλέπεται για τέτοιες εργασίες, ήτοι διοχέτευση νερού στην είσοδο των σωληνώσεων θέρμανσης ώστε να καθαρισθούν και να πλυθούν σε όλο τους το μήκος, στη συνέχεια διοχέτευση αέρα στις ίδιες σωληνώσεις και τέλος μέτρηση υπάρξεως αερίων στους χώρους των δεξαμενών φορτίου, ώστε να εκδοθεί το σχετικό πιστοποιητικό. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντα είναι αβάσιμες, αφού: α) Η προσβαλλομένη απόφαση, με την παραδοχή ότι ο αναιρεσείων από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλλει δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που επήλθε, καθίσταται βέβαιο, ότι, ως προς το επελθόν αποτέλεσμα από την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντα, δέχεται την μη συνειδητή αμέλεια. β) επαρκώς αιτιολογείται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του αναιρεσείοντα να ενεργήσει όπως παραπάνω, η οποία υποχρέωση πηγάζει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τους αναφερόμενους κανόνες δικαίου άρθρα 66, 71, 72 του Β.Δ.806/1970 και Π.Δ. 70/1990 (βλ. σελ.40 και 50 αντίστοιχα προσβαλλομένης απόφασης). Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του κατηγορουμένου, και η τήρηση των παραπάνω υποχρεώσεων, πηγάζει από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με την ιδιότητα του, ως Αρχιμηχανικού, οργάνου της πλοιοκτήτριας εταιρείας, υπεύθυνου του συνεργείου εκτέλεσης των παραπάνω εργασιών, έχοντος το καθήκον πρόνοιας προσοχής και επιμέλειας οι οποίες επιβάλλονταν από την κοινή αντίληψη και την απαιτούμενη επιμέλεια, η οποία του επέβαλε να μεριμνήσει για την εξασφάλιση συνθηκών ασφαλούς και αποτελεσματικής εργασίας στους εργατοτεχνίτες, σωληνουργούς στις δεξαμενές φορτίου του πλοίου, γ). Η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντα, ότι στην προσβαλλομένη απόφαση δεν αναφέρονται τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει η κρίση του δικαστηρίου ότι αυτός ήταν "Αρχιμηχανικός" του πλοίου, στο οποίο επισυνέβη το ένδικο ατύχημα, καίτοι αυτός προέβαλε, ότι δεν είχε την ιδιότητα του Αρχιμηχανικού, είναι απαράδεκτη, καθόσον υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. δ) για την παραπάνω κρίση του δικαστηρίου, περί της ιδιότητας του αναιρεσείοντος ως Αρχιμηχανικού, λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στο προοίμιο της προσβαλλομένης απόφασης, ήτοι η κατάθεση του μάρτυρα υπεράσπισης Ι. Γ. και τα έγγραφα, το γεγονός δε ότι η κρίση του δικαστηρίου περί της ως άνω ιδιότητας του κατηγορουμένου ως Αρχιμηχανικού, έρχεται σε αντίθεση, με την ως άνω κατάθεση του μάρτυρα και με το περιεχόμενο εγγράφων και ειδικότερα, της από 17-11-2008 βεβαίωσης του Διευθυντή και νομίμου εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας εταιρείας, και της από 16-9-2004 αναγγελίας πρόσληψης του κατηγορουμένου, όπως επικαλείται ο αναιρεσείων, δε σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και δε συνεκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα ήτοι κατάθεση του μάρτυρα και έγγραφα. Εξάλλου, η παραπάνω ιδιότητα του κατηγορουμένου, ως Αρχιμηχανικού, προκύπτει, με σαφήνεια και από την υπ` αριθμό 551/2009 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς (Ναυτικό Τμήμα), η οποία αναγνώστηκε υπό α/α, 9 των αναγνωστέων εγγράφων, και λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο, ως έγγραφο, για το σχηματισμό της κατά τα άνω κρίσης του. Επομένως, ο από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, πρώτος με στοιχεία Α, Β, Γ και Ε, λόγος του κυρίου δικογράφου αναιρέσεως, και δεύτερος των προσθέτων λόγων με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Με το άρθρο 1 του προαναφερθέντος Π.Δ/τος 70/1990, Υγιεινή και Ασφάλεια των Εργαζομένων σε ναυπηγικές εργασίες, ορίζεται ότι "οι διατάξεις αυτού του Π.Δ/τος εφαρμόζονται σε ναυπηγικές και ναυπηγοεπισκευαστικές εργασίες..." με το άρθρο 2 ορίζεται ότι για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος θεωρούνται: 1. Ναυπηγοεπισκευαστικό 'Εργο: Κάθε ναυπηγική ή ναυπηγοεπισκευαστική εργασία ορισμένης χρονικής διάρκειας, όπως νέα κατασκευή, μετασκευή, προσθήκη, επισκευή, συντήρηση, διάλυση. Με την παρ.7 του άρθρ.1 του Ν.3561/2007,ορίζεται ότι κατά την εκτέλεση των εργασιών ναυπήγησης, μετατροπής, επισκευής και συντήρησης πλοίων τηρούνται υποχρεωτικά οι διατάξεις του ν. 1568/1985 και των κατ` εξουσιοδότηση του κανονιστικών πράξεων, όπως ιδίως του π.δ. 70/1990 (ΦΕΚ 31 Α) και του π.δ. 17/1996 (ΦΕΚ 11 Α). Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, η αιτίαση, με την οποία αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια περί εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου, καθόσον το Π.Δ. 70/1990, στις διατάξεις του οποίου παραπέμπει η προσβαλλομένη απόφαση στο σκεπτικό της, αναφέρεται σε εργασίες που διενεργούνται στην Ελλάδα και εντός ναυπηγείου και όχι σε εργασίες που γίνονται εν πλω και εκτός Ελλάδας, όπως στην προκειμένη περίπτωση, είναι αβάσιμη, αφού από την προαναφερθείσα διάταξη της παρ.7 του άρθρ.1 του Ν.3561/2007, προκύπτει ότι το διάταγμα αυτό, (π.δ. 70/1990) εφαρμόζεται και σε κάθε περίπτωση επισκευής και συντήρησης πλοίου, όπως εν προκειμένω. Επομένως, ο από το άρθρο 510§1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του ως άνω Π.Δ. 70/1990, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 66 παρ.1 του Β.Δ. 806 της 30-11/16-12-1970, περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού περί εργασίας επί των ελληνικών φορτηγών πλοίων ολικής χωρητικότητος 800 κόρων και άνω, "ο Α' Μηχανικός είναι υπεύθυνος διά την συντήρησιν και καλήν λειτουργίαν των κινητηρίων μηχανών, των βοηθητικών μηχανημάτων, των λεβήτων και λοιπών μέσων παραγωγής της προσωπικής δυνάμεως, ψυκτικών μηχανών και των λοιπών εγκαταστάσεων εντός του μηχανοστασίου και λεβητοστασίου και υπέρ και υπ` αυτά, του μηχανισμού πηδαλίου και πάσης εν γένει μηχανικής και ηλεκτρικής εγκαταστάσεως ευρισκομένης οπουδήποτε του πλοίου, των παντός είδους σωληνώσεων και στεγανών θυρών του πλοίου, των εξαρτημάτων, τεμαχίων και αμοιβών εν γένει αυτών, εξαιρέσει των ραδιοτηλεγραφικών μηχανημάτων και εγκαταστάσεων, υποχρεούμενος να έχει πάντα ταύτα εις κατάστασιν αμέσου και ασφαλούς λειτουργίας". Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, είναι επίσης υπεύθυνος "διά την καλήν συντήρησιν των διαμερισμάτων μηχανοστασίου, λεβητοστασίου και αντλιοστασίου, των αποθηκών καυσίμων και υλικών μηχανής, των διπυθμένων και των σηράγγων". Κατά την παρ. 3, "Διά την επιμέλειαν της συντηρήσεως πάντων των εν τω παρόντι άρθρω αναφερομένων μηχανημάτων, διαμερισμάτων και χώρων δέον ο Α' Μηχανικός να συνεννοήται μετά του Πλοιάρχου". Κατά το άρθρο 71 παρ.1 του ίδιου Β.Δ. "ο Α' Μηχανικός είναι υπεύθυνος και οφείλει να λαμβάνη παν αναγκαίον μέτρον προς πρόληψιν διαρροής, πυρκαϊάς και αυτομάτου αναφλέξεως εις τα διαμερίσματα της δικαιοδοσίας του". Τέλος κατά το άρθρον 72 παρ.1 του ίδιου Β.Δ, "ο Α' Μηχανικός επιμελείται της εκτελέσεως εν πλω και εν όρμω πασών των επισκευών μηχανικής φύσεως των δυναμένων να εκτελεσθώσι, διά του υπ` αυτόν προσωπικού και των μέσων τα οποία διαθέτει το πλοίον...." Κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου "προκειμένου περί επισκευών, δι` ας απαιτείται η προσφυγή εις συνεργεία ή εργοστάσια ο Α' Μηχανικός οφείλει ν` αναφέρη περί τούτου εις τον πλοίαρχον, ίνα ούτος συνεννοούμενος μετά του πλοιοκτήτου ενεργήση σχετικώς. Εν τη περίπτωση ταύτη ο Α' Μηχανικός οφείλει, άμα τη ενάρξει των εργασιών της επισκευής, να παρακολουθή αυστηρώς τους εργαζομένους και να βεβαιούται ότι η εργασία εκτελείται ταχέως και συμφώνως προς τους κανόνας της τέχνης". Στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλομένη απόφαση στην παρεμπίπτουσα απόφασή της, με την οποία απέρριψε την ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, περί της οποίας στη συνέχεια θα αναφερθεί, για τη στοιχειοθέτηση της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του κατηγορουμένου παραπέμπει στις παραπάνω διατάξεις που αναλύθηκαν, των άρθρων 66,71 και 72 του άνω Β.Δ. 806/1970, οι οποίες προβλέπουν την ευθύνη του Α' Μηχανικού του πλοίου. Ο αναιρεσείων, αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου, επικαλούμενος ότι οι παραπάνω διατάξεις εσφαλμένα ερμηνεύτηκαν, καθόσον αυτές δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω, αφού προβλέπουν την ευθύνη του Α' Μηχανικού του πλοίου και δεν αναφέρονται στην ευθύνη του Αρχιμηχανικού, ιδιότητα που προσέδωσε η προσβαλλομένη απόφαση στον αναιρεσείοντα. Σε κάθε περίπτωση, προβάλλεται από τον αναιρεσείοντα, ότι ο Αρχιμηχανικός, δεν αποτελεί μέλος του πληρώματος ενός πλοίου. Η εν λόγω αιτίαση, κατά το πρώτο σκέλος της, είναι αβάσιμη, καθόσον τα ίδια καθήκοντα και υποχρεώσεις που προβλέπουν και επιβάλλουν οι παραπάνω διατάξεις για τον Α' Μηχανικό, πολύ περισσότερο, ισχύουν και για τον Αρχιμηχανικό. Η αιτίαση του αναιρεσείοντα, κατά το δεύτερο σκέλος της ότι ο Αρχιμηχανικός, δεν αποτελεί μέλος του πληρώματος ενός πλοίου, είναι αβάσιμη, καθόσον το μεν από τα διδάγματα της κοινής πείρας προκύπτει ότι είναι σύνηθες σε πλοίο να υπάρχει Αρχιμηχανικός, το δε, από την επισκόπηση της κατάθεσης του μάρτυρα υπεράσπισης στο εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, προκύπτει ότι και ο ίδιος με την ιδιότητα του Αρχιμηχανικού, εργαζόταν στο παραπάνω πλοίο. Εξάλλου, και από τη νομολογία των δικαστηρίων, αντιμετωπίζεται η ευθύνη, Αρχιμηχανικού σε πλοίο, όπως ενδεικτικά προκύπτει από τη με αριθμό 1442/1998 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, με την οποία καταδικάστηκε ο Αρχιμηχανικός πλοίου για ανθρωποκτονία από αμέλεια επιβαίνοντος σε αυτό και τη με αριθμό 1153/2000 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η αναίρεση κατά της παραπάνω απόφασης. Επομένως, ο από το άρθρο 510§1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του παραπάνω Β.Δ. 806/1970, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 της Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, που κυρώθηκε με τον ν. 2321/1995, ορίζεται ότι "Τα πλοία πλέουν με τη σημαία ενός μόνον κράτους και εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, που προβλέπονται ρητά σε Διεθνείς Συμβάσεις ή σε αυτή τη Σύμβαση, υπόκεινται στην αποκλειστική του δικαιοδοσία στην ανοικτή θάλασσα. Το πλοίο δεν μπορεί να αλλάξει τη σημαία του κατά τη διάρκεια ταξιδιού ή όταν προσεγγίσει σε λιμάνι, εκτός από την περίπτωση πραγματικής μεταβίβασης της ιδιοκτησίας ή αλλαγής νηολογίου". Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται μεν δικαίωμα της Πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο να ασκεί (εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων) αυτή και μόνη τη δημοσία εξουσία της επ` αυτού και όταν τούτο πλέει στην ανοικτή θάλασσα, θεωρουμένου τούτου και εις την περίπτωση αυτή ως μέρος του εδάφους της, και να λαμβάνει ποινικά και διοικητικά μέτρα επί του πλοίου και των επιβαινόντων αυτού, υπό την έννοια του αποκλεισμού της επεμβάσεως άλλης πολιτείας προς άσκηση εξουσίας επί του πλοίου και λήψη των μέτρων αυτών, δεν αποκλείεται όμως, το κράτος του οποίου ο δράστης είναι υπήκοος και το κράτος του οποίου το θύμα είναι υπήκοος, σύμφωνα με τις αρχές του Διεθνούς Ποινικού δικαίου που διέπουν τα ποινικά τους συστήματα να ασκήσουν συντρέχουσα δωσιδικία επί του αδικήματος που θα τελεστεί επί αλλοδαπού πλοίου στην ανοικτή θάλασσα. Κατά τη διάταξη 6 παρ.1 του Π.Κ. "Οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι εφαρμόζονται και για πράξη που χαρακτηρίζεται από αυτούς ως κακούργημα ή πλημμέλημα και που τελέστηκε στην αλλοδαπή από ημεδαπό, αν η πράξη αυτή είναι αξιόποινη και κατά τους νόμους της χώρας στην οποία τελέστηκε...". Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι καίτοι το ένδικο αδίκημα κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης φέρεται ότι τελέστηκε στην αλλοδαπή, ήτοι εντός του υπό σημαία Λιβερίας δεξαμενόπλοιου " Β. ΙΙ", στα διεθνή ύδατα μεταξύ Σιγκαπούρης και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, (ανοικτά του κόλπου Ομάν), εν τούτοις η παραπάνω απόφαση δε διαλαμβάνει ότι η παραπάνω πράξη είναι αξιόποινη και κατά τον Ποινικό Κώδικα της Λιβερίας, της οποίας τη σημαία έφερε το πλοίο και συνεπώς θεωρείται έδαφός της. Η παραπάνω αιτίαση είναι αβάσιμη, αφού από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι κατά τις παραδοχές της, που στηρίζονται στα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, η κρινόμενη πράξη, είναι αξιόποινη και από τον Π.Κ. της Λιβερίας, καθόσον στη σελίδα 56 αυτής, στην οποία γίνεται μνεία των διατάξεων που προβλέπουν και τιμωρούν την αξιόποινη πράξη για την οποία κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, γίνεται μνεία και του άρθρου 233 παρ.1 του Ποινικού Κώδικα της Λιβερίας. Επομένως, ο από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ' και Η' του Κ.Π.Δ, πρώτος λόγος με στοιχείο Δ' του κυρίου δικογράφου αναιρέσεως, και πρώτος των προσθέτων λόγων με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για, έλλειψη αιτιολογίας, με την παραπάνω αιτίαση και υπέρβαση εξουσίας, αντίστοιχα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Η επιβαλλόμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και η ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 321 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το κλητήριο θέσπισμα πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιέχει τον ακριβή καθορισμό της πράξεως για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, δηλαδή να καθορίζει το έγκλημα κατά τα πραγματικά περιστατικά που το συνιστούν και τα κατά τον νόμο συστατικά στοιχεία του. Η έλλειψη των στοιχείων αυτών συνεπάγεται ακυρότητα, η οποία, αν δεν προταθεί από τον κατηγορούμενο, καλύπτεται (άρθρα 173 παρ. 1, 174 ΚΠΔ), ενώ αν προταθεί και απορριφθεί, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ίδιου Κώδικα. Στην περίπτωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια δια παραλείψεως, όπως εν προκειμένω, για την εγκυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, με το οποίο αποδίδεται στον κατηγορούμενο το έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που τελέστηκε με παράλειψη σύμφωνα με τα άρθρα 15, 28 και 302 παρ.1 του ΠΚ, εκτός των προβλεπόμενων στο αρθρ. 321 § 1 του ΚΠΔ άλλων στοιχείων, πρέπει επί πλέον να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προσδιορίζεται η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του υπαίτιου να ενεργήσει, και σε περίπτωση που αυτή πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου να προσδιορίζεται και ο κανόνας αυτός. Η υποχρέωση να περιέχει τα πρόσθετα αυτά στοιχεία το κλητήριο θέσπισμα, επιβάλλεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 εδάφ. α της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και αποτελεί εσωτερικό δίκαιο, το οποίο ορίζει ότι "..ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορείται στη βραχύτερη προθεσμία, στη γλώσσα την οποία εννοεί και με κάθε λεπτομέρεια, τη φύση και το λόγο της εναντίον του κατηγορίας ...", παρεπομένου ότι το δικαίωμα της λεπτομερούς πληροφόρησης εμπεριέχει και τη γνώση του επιτακτικού κανόνα δικαίου από τον οποίο υποκειμενικώς και αντικειμενικώς απορρέει η υποχρέωση του να ενεργήσει. Αν δεν περιέχονται στο κλητήριο θέσπισμα και τα πρόσθετα αυτά στοιχεία, που απαιτούνται για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που τελέστηκε με παράλειψη, μολονότι ο κατηγορούμενος είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να ενεργήσει, τότε το κλητήριο θέσπισμα και μαζί με αυτό η κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, είναι άκυρα, σύμφωνα με το άρθρο 321 § 4 του ΚΠΔ. Την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, που είναι σχετική και αφορά σε πράξη προπαρασκευαστική της διαδικασίας στο ακροατήριο, αν δεν καλυφθεί, αν δηλαδή ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και προβάλλει εγκαίρως αντίρρηση για την πρόοδο της, μπορεί, εφόσον η σχετική ένσταση του απορρίφθηκε, να την προτείνει, επαναφέροντας την με λόγο εφέσεως και στη δευτεροβάθμια δίκη (173 § 1 ΚΠΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα, για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, υπέβαλε, την ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, την οποία κατέθεσε εγγράφως και την ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο, και, σχετικά με τη θεμελίωσή της επικαλέστηκε κατά λέξη τα παρακάτω: "Σύμφωνα με το άρθρο 321 παραγρ. 1 εδ. δ' ΚΠΔ, το επιδιδόμενο στον κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει. Αν δεν περιέχει όλα τα ανωτέρω στοιχεία, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγρ. 4 του ιδίου άρθρου, είναι ΑΚΥΡΟ. Επιπροσθέτως, κατ1 άρθρο 6 παρ. 3 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η οποία έχει κυρωθεί με το Ν.Δ 53/1974 και σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, έχει υπερνομοθετική ισχύ, ο κατηγορούμενος πρέπει να γνωρίζει εκ των προτέρων, λεπτομερώς, την κατηγορία που του αποδίδεται. Από τις ανωτέρω επιταγές του Νόμου συνάγεται ότι στο κλητήριο θέσπισμα, βάσει του οποίου ο κατηγορούμενος εισάγεται να δικασθεί, πρέπει να περιγράφονται κατά σαφή και ορισμένο τρόπο όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης που του αποδίδεται. Δυνάμει του επιδοθέντος σε μένα υπ' αριθ. 12455/2009 κλητήριου θεσπίσματος του κ. Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Πειραιώς κατηγορούμαι για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, που φέρεται ότι τελέσθηκε στα διεθνή ύδατα μεταξύ Σιγκαπούρης και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ανοικτά του κόλπου του ΟΜΑΝ) και εντός του υπό σημαία Λιβερίας δεξαμενόπλοιου "Β. ΙΙ", στις 28-9-2004. Ειδικότερα, σύμφωνα με το ανωτέρω κλητήριο θέσπισμα: "....Συγκεκριμένα, ενώ ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν πλοίαρχος του δεξαμενόπλοιου "Β. ΙΙ", ο δεύτερος κατηγορούμενος υποπλοίαρχος του πλοίου αυτού, ο τρίτος κατηγορούμενος αρχιμηχανικός της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρείας με την επωνυμία "ESTORIL NAVIGATION COMPANY LTD" (και επιβαίνων στο πλοίο) και ο τέταρτος κατηγορούμενος Α' μηχανικός του και παρότι όλοι ήταν υπεύθυνοι να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, ώστε να εκτελούνται με ασφάλεια οι εργασίες αφαίρεσης των - μήκους 13.800 μέτρων σωληνώσεων Θέρμανσης φορτίου που βρίσκονται στις 16 δεξαμενές του προκειμένου να μην επηρεάζονται από το υλικό τους τα φορτία, τα οποία θα μετέφερε στο εξής το πλοίο, επέτρεψαν σε πενταμελές συνεργείο εφαρμοστών (που αποτελούνταν από τους Φ. Μ., Γ. Λ., Ε. Λ., Ν. Σ. και Α. Ν.) να εκτελεί ολόκληρο το προαναφερθέν έργο με ιδιαίτερη ταχύτητα, δηλ., στο μισό χρόνο (14 ημερών), αντί του αναγκαίου χρόνου (των 28 ημερών), χωρίς να είναι δυνατόν και εξ αυτού του λόγου να τηρείται η ασφαλής διαδικασία αφαίρεσης των σωληνώσεων, ήτοι χωρίς να λύνονται οι σωληνώσεις από τις φλάντζες τους και να καθαρίζονται με την υπό πίεση διοχέτευση εντός αυτών θαλασσινού νερού για την απομάκρυνση εύφλεκτων υπολειμμάτων παλαιότερων φορτίων που είχαν εισχωρήσει στις σωληνώσεις και χωρίς να πραγματοποιείται μέτρηση για την ανίχνευση των επικίνδυνων αερίων στις δεξαμενές αμέσως μετά τον ανωτέρω καθαρισμό, με απoτέλεσμα, ενώ οι τέσσερις πρώτοι εφαρμοστές έκοβαν τους ακάθαρτους σωλήνες στην 15η κατά σειρά δεξαμενή και σε σημείο ευρισκόμενο κάτω από τις προαναφερθείσες φλάντζες, να αναφλέγουν αιφνίδια από σπινθήρα τα εντός αυτών, σημαντικής ποσότητας, εναπομείναντα εύφλεκτα υλικά και να τους προκαλέσουν σοβαρότατα που οδήγησαν αιτιακά στο θάνατο των τριών εξ αυτών, ήτοι του Ε. Λ. (την 1.10.2004), του Φ. Μ. (την 2.10.2004) και του Ν. Σ. (την 20.11.2004), εντός Νοσοκομείου του ΟΜΑΝ. στο οποίο μεταφέρθηκαν για περίθαλψη. Για παράβαση των άρθρων 1, 6. 7, 14, 26 § 1, 28. 51, 53, 61, 63, 64, 79, 94, 302 § 1 ΠΚ, 233 § 1 Ποινικού Κώδικα Λιβερίας". Συνεπώς, κατηγορούμαι ότι προκάλεσα το αποτέλεσμα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά των ανωτέρω παθόντων με σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του ανωτέρω αποτελέσματος η οποία συνίσταται κυρίως σε παραλείψεις τήρησης μέτρων ασφαλείας. Όταν η αμέλεια δεν συνίσταται απλώς σε ορισμένη παράλειψη αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση του σχετικού εγκλήματος (μη γνησίου εγκλήματος παράλειψης) από αμέλεια, απαιτείται η συνδρομή των όρων του άρθ. 15 Π.Κ., κατά το οποίο, προϋπόθεση για την ύπαρξη ποινικής ευθύνης ενός προσώπου για ορισμένο αξιόποινο αποτέλεσμα είναι να είχε το πρόσωπο αυτό ιδιαίτερη, δηλ. (ειδική και όχι γενική), νομική (και όχι ηθική ή άλλη) υποχρέωση να παρεμποδίσει με ενέργεια του την επέλευση του συγκεκριμένου αξιόποινου αποτελέσματος. Πηγές της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης, μπορεί να είναι είτε ρητή διάταξη νόμου ή σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή σύμβαση ή συγκεκριμένη προηγούμενη του αποτελέσματος άδικη πράξη του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του αξιόποινου αποτελέσματος (Νομολογία: Α.Π. 242/2010, Τρ. Νομ. Πληρ. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 317/2003, Πράξη § Λογ. Π.Δ., σελ. 198, Α.Π. 1583/87, Ποιν. Χρον. 1988, σελ. 241) Κατά παγία δε νομολογία, για την κατ' άρθ. 321 παρ. 1 εδ. δ' Κ.Π.Δ. (και άρθ. 6 παραγρ. 3, εδ. α' και β' της Ε.Σ.Δ.Α.) πληρότητα και εγκυρότητα του κλητήριου θεσπίσματος, με το οποίο αποδίδεται στον κατηγορούμενο το εγκληματικό αποτέλεσμα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, που φέρεται ότι προκλήθηκε με σύνολο συμπεριφοράς, στην οποία περιλαμβάνεται παράλειψη, πρέπει αφενός μεν να αναφέρεται η διάταξη του άρθ. 15 Π.Κ. αφετέρου δε να προσδιορίζεται ειδικά η πηγή της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης προς ενέργεια του φερομένου ως υπαιτίου και ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο αυτή πηγάζει. Αν λείπουν τα στοιχεία αυτά από το κλητήριο θέσπισμα, τότε αυτό είναι ΑΚΥΡΟ, σύμφωνα με το άρθ. 321 παρ. 4 Κ.Π.Δ. (ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ: Α.Π. 1505/2007, Ποιν. Χρον Λ/Η' σελ. 437, Α.Π. 84/2008, Ποιν. Χρον. ΝΗ' σελ. 883). Συνεπώς, στην περίπτωση που η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αμελής συμπεριφορά συνίσταται σε παράλειψη τήρησης μέτρων ασφαλείας, πρέπει υποχρεωτικά να παρατίθενται στο κλητήριο θέσπισμα και οι διατάξεις των κανόνων δικαίου που επιβάλλουν την τήρηση των συγκεκριμένων μέτρων ασφαλείας, καθώς αυτές συνιστούν την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του να μεριμνήσει για την τήρηση τους, η παράλειψη εκπλήρωσης της οποίας, εφόσον επέλθει το εγκληματικό αποτέλεσμα, ανάγεται στο σχετικό έγκλημα ενέργειας (μη γνήσιας παράλειψης, κατά το άρθ. 15 Π.Κ.). Πέραν του ότι η ανωτέρω νομολογία έχει πλέον παγιωθεί, επισημαίνεται ότι σε κάθε περίπτωση που οι προϋποθέσεις ύπαρξης αξιόποινης πράξης ορίζονται σε ειδική διάταξη κανόνα δικαίου, μη αναφερομένη στον Π.Κ., πρέπει υποχρεωτικά στο κλητήριο θέσπισμα να αναγράφεται και αυτή η διάταξη, βάσει της οποίας καθίσταται αξιόποινη η αποδιδομένη στον κατηγορούμενο πράξη. (Α.Π. 1887/1989, Ποιν. Χρον. Μ, σελ. 889, Α.Π. 309/1972, Ποιν. Χρον. KB, σελ. 524). Επομένως, σε κάθε περίπτωση που η αμελής συμπεριφορά που αποδίδεται στον κατηγορούμενο αφορά σε τήρηση μέτρων ασφαλείας, πρέπει, για την πληρότητα του κλητηριου θεσπίσματος, να αναφέρονται ειδικά σ' αυτό οι διατάξεις των κανόνων δικαίου, οι οποίοι επιτάσσουν την τήρηση τους, καθώς οι διατάξεις αυτές αποτελούν τις προϋποθέσεις, βάσει των οποίων θα κριθεί αν είναι αξιόποινη ή όχι η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο συμπεριφορά. Στην υπό κρίση υπόθεση, το προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα εντελώς αόριστα μου αποδίδει αναληθώς ότι ενώ ήμουν Αρχιμηχανικός (γεγονός το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα καθώς δεν ήμουν και δεν επέβαινα στο εν λόγω δεξαμενόπλοιο ως Αρχιμηχανικός) του υπό σημαία Λιβερίας δεξαμενόπλοιου "Β. II" και ενώ αυτό έπλεε σε διεθνή ύδατα, δήθεν επέτρεψα μαζί με τους άλλους συγκατηγορουμένους μου, στο προαναφερθέν συνεργείο εφαρμοστών να εκτελεί με ιδιαίτερη ταχύτητα τις εργασίες αφαίρεσης των σωληνώσεων θέρμανσης φορτίου που βρίσκονταν στις 16 δεξαμενές του, χωρίς να τηρείται η ασφαλής διαδικασία για την εκτέλεση του έργου αυτού, δηλ. με παράλειψη των μέτρων ασφαλείας που αναφέρει (χωρίς να λύνονται οι σωληνώσεις από τις φλάντζες τους και να καθαρίζονται με την υπό πίεση διοχέτευση εντός αυτών θαλασσινού νερού για την απομάκρυνση εύφλεκτων υπολειμμάτων παλαιότερων φορτίων που είχαν εισχωρήσει στις σωληνώσεις και χωρίς να πραγματοποιείται μέτρηση για την ανίχνευση των επικίνδυνων αερίων στις δεξαμενές αμέσως μετά τον ανωτέρω καθαρισμό). Συνεπώς, το προσβαλλόμενο κλητήριο θέσπισμα ΔΕΝ αναφέρει ούτε τους κανόνες δικαίου, βάσει των οποίων ήμουν εγώ υπεύθυνος για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την ασφαλή εκτέλεση των εργασιών, ούτε τους κανόνες δικαίου που καθορίζουν τα αναγκαία μέτρα ασφαλείας και επιτάσσουν την τήρηση τους ούτε τους κανόνες δικαίου που καθιστούν υπεύθυνο για την επίβλεψη της τήρησης τους τον Αρχιμηχανικό σε περίπτωση κατά την οποία είχα αυτήν την ιδιότητα, δηλ. ΟΥΔΟΛΩΣ προσδιορίζει τον κανόνα δικαίου βάσει του οποίου ανάγεται η αποδιδομένη σε μένα συμπεριφορά σε έγκλημα ΟΥΤΕ την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση μου νια τη λήψη και την τήρηση των ανωτέρω μέτρων ασφαλείας που φέρεται ότι παραλείφθηκαν ΟΥΤΕ τον κανόνα δικαίου από τον οποίο απορρέει αυτή η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση και ως εκ τούτου είναι ΑΚΥΡΟ, κατ' άρθ. 321 παρ. 1 και 4 Κ..Π.Δ. Ενώ τέλος δεν αναφέρει από ποιο στοιχείο προέκυπτε, ότι είχα την ιδιότητα του Αρχιμηχανικού. Επειδή με βάση τα προαναφερθέντα το κλητήριο θέσπισμα δυνάμει του οποίου παραπέμπομαι ενώπιον Σας να δικασθώ ως κατηγορούμενος είναι ΑΚΥΡΟ".Το παραπάνω δικαστήριο, απέρριψε την ένσταση αυτή, με την υπ` αριθμό 1265/2012, παρεμπίπτουσα, ταυτάριθμη με την οριστική απόφασή του, με την παρακάτω αιτιολογία: "Σύμφωνα με το άρθρο 321 ΚΠΔ η αξιόποινη πράξη για την οποία παραπέμπεται σε δίκη ο κατηγορούμενος με κλητήριο θέσπισμα πρέπει να προσδιορίζεται σ'αυτό (κλητήριο θέσπισμα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία ως προς την αποδιδόμενη σ'αυτόν κατηγορία. Τούτο δε, διότι, ο κατηγορούμενος πρέπει να λάβει σαφή και λεπτομερή γνώση της αποδιδόμενης σ'αυτόν με την άσκηση της ποινικής δίωξης κατηγορίας για να μπορέσει να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Πλέον τούτου το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιλαμβάνει και το άρθρο του ποινικού νόμου το οποίο προβλέπει την πράξη για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος. Ως άρθρο του ποινικού νόμου νοείται κάθε διάταξη που τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει την απειλούμενη ποινή. Στα άρθρα του ποινικού νόμου, που πρέπει να περιέχονται στο κλητήριο θέσπισμα, δεν περιλαμβάνονται και εκείνα που περιέχουν γενικούς ορισμούς, όπως είναι οι διατάξεις του γενικού μέρους. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28 και 302 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του προβλεπομένου από τις ως άνω διατάξεις πλημμελήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται α)να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ'αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μέτριως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει με βάση τους Ν. κανόνες, τις συνθήκες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική β)να είχε αυτός τη δυνατότητα, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερθείσας προσοχής, είτε δε προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, επίστευσε όμως ότι δεν θα επήρχετο και γ)να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 15 του ΠΚ το οποίο προβλέπει το δια παραλείψεως τελούμενο έγκλημα, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει το αποτέλεσμα η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παραλείψεως έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Πρόκειται για ειδική μορφή εγκλήματος όπου η επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος εξαιτίας της παραλείψεως ισοδυναμεί νομικώς με την δι'ενεργείας παραγωγή αυτού, εφόσον συντρέχει η προβλεπόμενη στο νόμο ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, της οποίας το περιεχόμενο συνίσταται ειδικώς στην αποτροπή του εγκληματικού αποτελέσματος, με ενέργειες του δράστη, που επενεργούν αμέσως, και ο οποίος υπέχει θέση εγγυητή της διαφυλάξεως του προσβαλλόμενου (με το ως άνω αποτέλεσμα) εννόμου αγαθού. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προς παρεμπόδιση της επελεύσεως του βλαπτικού για ορισμένο έννομο αγαθό αποτελέσματος, δύναται να πηγάζει κυρίως α)από ρητή επιτακτικού χαρακτήρα διάταξη του νόμου β)από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, συνδεομένων με ορισμένη έννομη θέση του υποχρέου προς ενέργεια γ)από ειδική σχέση, που μπορεί να θεμελιωθεί είτε σε συμβατικό δεσμό, είτε σε προηγούμενη ενέργεια του υπαιτίου της παραλείψεως, με την οποία αυτός αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον δ)από ορισμένη προηγηθείσα συμπεριφορά του υπαιτίου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του βλαπτικού αποτελέσματος. Επί του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας (ΠΚ 302) ο ποινικός νόμος διατυπώνει εξ υπαρχής την αντικειμενική υπόσταση ούτως ώστε περιλαμβάνει απευθείας σ'αυτή και την με παράλειψη τέλεση, χωρίς δηλαδή την ανάγκη συνδυασμού με το άρθρο 15 ΠΚ, το οποίο αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Στην προκειμένη περίπτωση οι κατηγορούμενοι και ήδη εκκαλούντες Δ. Λ., Κ. Μ. και Β. Ε. πλοίαρχος, αρχιμηχανικός και Α'μηχανικός του δεξαμενόπλοιου "B. II", επί του οποίου, από αποδιδόμενη σ'αυτούς αμέλεια προκλήθηκε ο θάνατος του εργαζομένου σ'αυτό, Ε.Λ. προέβαλαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, παραδεκτός, ένσταση περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος διότι δεν περιέχονταν σ'αυτό η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 15 ΠΚ καθώς και οι νομικές διατάξεις με τις οποίες προέκυπτε η ιδιαίτερη νομική υποχρέωσή τους προς αποτροπή του ως άνω εγκληματικού αποτελέσματος (θάνατος εξ αμελείας) με τη λήψη και τήρηση των ενδεδειγμένων μέτρων ασφαλείας. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση αυτή και οι κατηγορούμενοι με ειδικό λόγο των ξεχωριστών εφέσεών τους, την επαναφέρουν και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Η ένσταση αυτή ορθώς απορρίφθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (έστω και με ελλειπή αιτιολογία) διότι κατά τα προαναφερθέντα δε απαιτείτο η αναφορά του άρθρου 15 ΠΚ και όπως προκύπτει από την επισκόπηση του συγκεκριμένου κλητηρίου θεσπίσματος (Α04/4257/2004) αναφέρονταν σ'αυτό οι ιδιότητες των κατηγορουμένων (πλοίαρχος, αρχιμηχανικός, Α' μηχανικός) από την οποία και απέρρεε η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση αποτροπής του ως άνω εγκληματικού αποτελέσματος δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 4 ΒΔ 806/1970 (πλοίαρχος) 66, 71, 72 ιδίου ΒΔ (μηχανικοί) (ΑΠ 660/2011, ΑΠ 1308/2011, ΑΠ 1341/2004). Ο λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος". Η παραπάνω αιτιολογία, της απορριπτικής της ενστάσεως παρεμπίπτουσας αποφάσεως, του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου είναι πλήρως αιτιολογημένη, αφού αναφέρονται σε αυτήν οι νομικές σκέψεις και τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την κρίση του δικαστηρίου για απόρριψη της ένστασης, με τις παραδοχές ότι στο κλητήριο θέσπισμα αναφέρεται η ιδιότητα του κατηγορουμένου, η αμελής συμπεριφορά του και οι επιτακτικοί κανόνες δικαίου από τους οποίους απέρρεε η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του αποτροπής του ως άνω αποτελέσματος. Επομένως, ο από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, τρίτος λόγος των προσθέτων λόγων με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για, έλλειψη αιτιολογίας, της ως άνω παρεμπίπτουσας απόφασης, περί απόρριψης της ένστασης ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15-10-2012 υπ` αριθμό πρωτ. 6841/2012 αίτηση του Κ. Μ. του Γ. - Ι. κατοίκου ... και τους από 29-1-2013, Πρόσθετους λόγους, περί αναιρέσεως της υπ` αριθ. 1265/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία εξ αμελείας δια παραλείψεως τελούμενη σε πλοίο με Λιβεριανή σημαία που έπλεε σε ανοικτή θάλασσα Εφαρμογή κατ' αρχήν δικαίου του κράτους της σημαίας του πλοίου. Εφαρμογή Ελληνικών ποινικών Νόμων εφόσον ο κατηγορούμενος είναι ημεδαπός και η πράξη είναι αξιόποινη και κατά το Λιβεριανό ποινικό Κώδικα Αμέλεια Αρχιμηχανικού. Παράβαση του Π.Δ. 70/1990, Β.Δ. 806/1970. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης Πραγματικά περιστατικά Μη μέριμνα Αρχιμηχανικού για τον επιμελή καθαρισμό, σωληνώσεων δεξαμενών πλοίου με αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια ναυπηγοεπισκευαστικών εργασιών να προκληθεί πυρκαγιά από την οποία επήλθε ο θάνατος των εργαζομένων στη δεξαμενή. Ποινική Δικονομία Λόγοι αναίρεσης: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επιτακτικοί κανόνες δικαίου. Ιδιαίτερη νομική υποχρέωση. Έλλειψη αιτιολογίας παρεμπίπτουσας απόφασης που απέρριψε την ένσταση ακυρότητας κλητηρίου θεσπίσματος. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας
Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 644/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη-Εισηγήτρια και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέα Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Μ. Κ. του Ι., κατοίκου ... ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 511/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Το Τριμελές Εφετείο Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Δεκεμβρίου 2011 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 8/12. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Πλιώτας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη με αριθμό 41 και ημερομηνία 16 Φεβρουαρίου 2012, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 525 παρ. 1 περιπτ. 2, 527 παρ. 1, 3 και 528 Κ.Ποιν.Δ., την από 16-12-2011 αίτηση του Μ. Κ. του Ι., κατοίκου ... οδός ... με την οποία αυτός ζητάει την επανάληψη προς το συμφέρον του, της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την έκδοση της αριθμ. 511/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, με την οποία καταδικάσθηκε σε φυλάκιση έξι (6) μηνών, η οποία ανεστάλη για τρία (3) χρόνια, για πλαστογραφία (νόθευση) εγγράφου και χρήση αυτού, εκθέτω δε τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 ΚΠοινΔ η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, εκτός από τις άλλες περιπτώσεις που περιοριστικώς αναφέρονται στο ως άνω άρθρο και όταν, μετά την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία, μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, καθιστούν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής νέα γεγονότα ή αποδείξεις θεωρούνται εκείνες, οι οποίες, ασχέτως του αν υπήρχαν και πριν από την καταδίκη, δεν υποβλήθηκαν στην κρίση των δικαστών που δίκασαν και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες σ' αυτούς, την κρίση του δε αυτή το επιλαμβανόμενο της αιτήσεως επαναλήψεως διαδικασίας δικαστήριο σχηματίζει από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορούν να είναι οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία, όπως καταθέσεις μαρτύρων ή και νεώτερες των προηγουμένως εξετασθέντων, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές των όσων είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες μόνες τους ή σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, καθιστούν φανερό, δηλαδή σε σημείο που εγγίζει την βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για βαρύτερο έγκλημα από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δεν μπορούν όμως να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά, αντιθέτως, ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν, καθώς και εκείνα, με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλομένης αποφάσεως, με βάση το αποδεικτικό υλικό, αφού η επανάληψη της διαδικασίας, ως στρεφόμενη εναντίον αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία (ΑΠ 1094/2006 ΠΧ 2007, 41, ΑΠ 1139/2003 ΠΔ 2004, 132, ΑΠ 127/2001 ΠΧ ΝΑ 896, ΑΠ 1269/2001 ΠΧ ΝΒ 507). Στην κρινόμενη υπόθεση, η παραπάνω με αριθμό 511/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης είναι αμετάκλητη, αφού με την αριθμ. 2430/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε η κατ' αυτής ασκηθείσα με αριθμό 6/1-8-2008 αίτηση αναίρεσης του αιτούντος. Με την απόφαση αυτή ο αιτών την επανάληψη της διαδικασίας Μ. Κ. του Ι. καταδικάσθηκε για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη, που συνίσταται στο ότι στα Χανιά την 4η Ιουλίου 2000 αλλοίωσε έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και ακολούθως χρησιμοποίησε το έγγραφο αυτό και ειδικότερα προκειμένου να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους του Τμήματος Ασφαλείας Χανίων και της Αστυνομικής Διεύθυνσης Χανίων και να του ανανεωθεί η με αριθμό ../18-8-1997 άδεια οπλοφορίας η οποία έληξε την 18-2-2000 και του είχε χορηγηθεί ως υπαλλήλου της Διεύθυνσης Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Διοίκησης Νομού Χανίων, αλλοίωσε παλαιά βεβαίωση που είχε εκδοθεί από την υπηρεσία του και είχε το εξής περιεχόμενο: "Βεβαιώνουμε ότι ο Κ. Μ. του Ι., υπηρετεί στην Περιφερειακή Διοίκηση Χανίων, ως οδηγός και συνοδός ασφαλείας σε όλες τις μετακομίσεις μου, Γ. Γ. Γ.Π. Κ. ΑΝ ΑΠ Α. ΠΕΡΙΦ. Δ/ΝΤΗΣ -Μ. Α. και στο πάνω μέρος του εγγράφου έσβησε την παλαιά ημερομηνία και τον αριθμό πρωτοκόλλου και έθεσε ημερομηνία 4-7-2000 και αριθμό πρωτοκόλλου 7/2000 και κάτω από την ένδειξη ΑΝΑΠΛ. ΠΕΡΙΦ. Δ/ΝΤΗΣ έθεσε την υπογραφή του, μιμούμενος την υπογραφή της Διευθύντριας της Περιφέρειας Κρήτης Μ. Λ., για να παραπλανήσει κάθε καλόπιστο τρίτο ότι το περιεχόμενο είναι αληθές και ότι το έγγραφο αυτό είναι γνήσιο, ενώ από την έρευνα που διενεργήθηκε, διαπιστώθηκε ότι η ημερομηνία και ο αριθμός πρωτοκόλλου αφορούσε άλλο εξερχόμενο έγγραφο, άσχετο με το θέμα που ανέγραφε και ακολούθως χρησιμοποίησε το έγγραφο αυτό καταθέτοντας το στο Τμήμα Ασφαλείας Χανίων, ως δικαιολογητικό για την ανανέωση της άδειας οπλοφορίας του. Το Δικαστήριο στην καταδικαστική για τον αιτούντα κρίση του κατέληξε, στηριζόμενο στις καταθέσεις των μαρτύρων Μ. Λ. και Α. Π., στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, όπως αυτά λεπτομερώς περιγράφονται στα οικεία πρακτικά και στην απολογία του αιτούντος-κατηγορουμένου. Ως νέα γεγονότα και αποδείξεις για την ευδοκίμηση της κρινόμενης αιτήσεως του επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών: 1) Το αριθμ. πρωτ. 1020/4127/5-Α/24-2-2011 έγγραφο της Αστυνομικής Διεύθυνσης Χανίων, με το οποίο, απαντώντας σε σχετική αίτηση του, γνωρίζουν σ'αυτόν ότι η πρωτότυπη με αριθμό πρωτοκόλλου 7/2000 από 4-7-2000 βεβαίωση της περιφέρειας Διοίκησης Νομού Χανίων παραδόθηκε την 16-12-2002 στο πρώην Τ.Α. Χανίων, σύμφωνα με την αριθμ. 102/359α από 28-11-2002 παραγγελία του κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χανίων για τους αναφερόμενους στη συνταχθείσα έκθεση παράδοσης και κατάσχεσης λόγους, 2) το αριθμ. πρωτ. 1020/8420/5-α72-5-2011 έγγραφο της Αστυνομικής Διεύθυνσης Χανίων, Γραφείο Ασφαλείας, με το οποίο του γνωρίζουν ότι στο αρχείο της υπηρεσίας τους δεν παραμένουν πρωτότυπα έγγραφα τα οποία αποτελούν σώμα της δικογραφίας και υποβάλλονται στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Χανίων, 3) το αριθμ. πρωτ. 280/28-6-2011 έγγραφο της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Εφετείου Κρήτης, με το οποίο του γνωρίζουν ότι στην ποινική δικογραφία επί της οποίας εκδόθηκε η αριθμ. 511/8-5-2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης υπάρχει επικυρωμένο φωτοαντίγραφο εκ του πρωτοτύπου, το οποίο επεδείχθη στις 14-3-2012 στον υπαστυνόμο Γ. Α. της Αστυνομικής Διεύθυνσης Χανίων, 4) το αριθμ. 1821+1763/4-3-2010 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Περιφερείας Κρήτης, με το οποίο του γνωρίζουν ότι η κ. Μ. Λ. τοποθετήθηκε Διευθύντρια στη Δ/νση Τοπικής Αυτοδιοίκησης Ν. Χανίων της Περιφέρειας Κρήτης με την υπ'αριθμ. 4740/27-8-1997 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κρήτης και ότι αναφορικά με την χορήγηση αποσπάσματος του Εμπιστευτικού Πρωτοκόλλου της Υπηρεσίας από το οποίο να προκύπτει η καταχώριση της βεβαίωσης, ύστερα από έλεγχο που διενεργήθηκε στο πρωτόκολλο από το έτος 1995 και εντεύθεν από την εξουσιοδοτημένη, για την τήρηση του, Προϊσταμένη Γραμματείας δεν βρέθηκε καταχώριση της ζητηθείσης βεβαίωσης, 5) το αριθμ. 925/28-7-2011 έγγραφο του Τμήματος Διοικ/κού - Οικ/κού Ν. Χανίων της Διεύθυνσης Διοίκησης Κρήτης, με το οποίο του γνωρίζουν ότι κατόπιν επισταμένου ελέγχου τόσο στο ηλεκτρονικό πρωτόκολλο της Υπηρεσίας, το οποίο τηρείται από το έτος 1995 και εντεύθεν, όσο και στον βοηθητικό υπηρεσιακό του φάκελλο που τηρείται σ'αυτή δεν κατέστη δυνατόν να ευρεθούν οι αιτούμενες βεβαιώσεις βάση των στοιχείων που ανέφερε στην αίτηση του. Όλα τα παραπάνω στοιχεία που επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών δεν αποτελούν νέα στοιχεία και αποδείξεις που δικαιολογούν την επανάληψη της διαδικασίας υπέρ του. Συγκεκριμένα τις θέσεις του, που αναφέρει στην παραπάνω αίτηση του, ότι δηλαδή δεν νόθευσε καμία βεβαίωση και ότι τη βεβαίωση που κατέθεσε στο Τμήμα Ασφαλείας Χανίων, ως δικαιολογητικό για την ανανέωση της άδειας οπλοφορίας, του την έδωσε η υπηρεσία του, συντάχθηκε την ημέρα εκείνη από τον προϊστάμενο της γραμματείας της υπηρεσίας του κ. Τ. και υπογράφηκε από την ίδια την κ. Μ. Λ., τις διατύπωσε αναλυτικά απολογούμενος, (βλ. απολογία του) ερευνήθηκαν από το δικαστήριο και δεν έγιναν δεκτές. Με βάση τα δεδομένα αυτά και όσα παραπάνω εκτέθηκαν, οι θέσεις αυτές του αιτούντος δεν συνιστούν νέα γεγονότα ή αποδείξεις, που να δικαιολογούν την επανάληψη της διαδικασίας που ζητά και οδηγούν στην μετά βεβαιότητας αθώωση του και για το λόγο αυτό πρέπει η παραπάνω αίτηση του να απορριφθεί και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η από 16-12-2011 αίτηση του Μ. Κ. του Ι., κατοίκου ... οδός ..., για επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την έκδοση της αριθμ. 511/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης και Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αιτούντα Μ. Κ. Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη." Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον αιτούντα, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ. 1 Κ.Π.Δ. η ποινική διαδικασία, που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν, ύστερα από την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία, μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες, οι οποίες δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως περί επαναλήψεως της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή και νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου ή νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία, τα οποία διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο, που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Δε μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα, τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλ` αντίθετα ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν απ` αυτούς, έστω και κατ`εσφαλμένη εκτίμηση των τεθέντων υπόψη τους αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως με βάση το αποδεικτικό υλικό, το οποίο έλαβαν υπόψη τους οι εκδόσαντες αυτή δικαστές, καθόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη, από 16-12-2011 αίτηση, ο αιτών επιδιώκει την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την αμετάκλητη καταδικαστική με αριθμό 511/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης (Πλημ/των), με την οποία αυτός καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία, για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας (νόθευσης) εγγράφου και χρήσης αυτού. Ως λόγο επανάληψης της διαδικασίας, προβάλλει με την αίτηση, ότι μετά την οριστική καταδίκη του, προέκυψαν νέα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επικαλείται και αποδεικνύουν ότι, το Δικαστήριο τον καταδίκασε άδικα. Η αίτηση με το παραπάνω περιεχόμενο είναι νόμιμη, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη, παραδεκτά δε εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 527 παρ.3, και 528 παρ.1 του Κ.Π.Δ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των περιεχομένων στη δικογραφία εγγράφων προκύπτουν τα εξής: Ο αιτών, Μ. Κ. του Ι., καταδικάστηκε με την υπ' αριθ. 511/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης (Πλημ/των), σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία, για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας (νόθευσης ) εγγράφου και χρήσης αυτού. Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη, αφού με την υπ' αριθ. 2430/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως η κατ' αυτής ασκηθείσα με αριθμό 6/1-8-2008 αίτηση αναίρεσης του αιτούντος. Ειδικότερα, ο αιτών καταδικάσθηκε, για το ότι: Στα …την 4η Ιουλίου 2000, αλλοίωσε έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και ακολούθως χρησιμοποίησε το έγγραφο αυτό και ειδικότερα προκειμένου να παραπλανήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους του Τμήματος Ασφαλείας Χανίων και της Αστυνομικής Διεύθυνσης Χανίων και να του ανανεωθεί η με αριθμό …/18-8-1997 άδεια οπλοφορίας, η οποία έληξε την 18- 2-2000, και του είχε χορηγηθεί ως υπαλλήλου, της Διεύθυνσης Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Διοίκησης Νομού Χανίων, αλλοίωσε παλαιά βεβαίωση που είχε εκδοθεί από την υπηρεσία του και είχε το εξής περιεχόμενο: "Βεβαιώνουμε ότι ο Κ. Μ. του Ι., υπηρετεί στην Περιφερειακή Διοίκηση Χανίων, ως οδηγός και συνοδός ασφαλείας σε όλες τις μετακομίσεις μου, Γ.Γ.Γ.Π.Κ. ΑΝΑΠΛ. ΠΕΡΙΦ. Δ/ΝΤΗΣ - Μ. Λ." και στο πάνω μέρος του εγγράφου έσβησε την παλαιά ημερομηνία και τον αριθμό πρωτοκόλλου και έθεσε ημερομηνία 4-7-2000 και αριθμό πρωτοκόλλου 7/2000 και κάτω από την ένδειξη ΑΝΑΠΛ. ΠΕΡΙΦ. Δ/ΝΤΗΣ, έθεσε την υπογραφή του, μιμούμενος την υπογραφή της Διευθύντριας της Περιφέρειας Κρήτης, Μ. Λ., για να παραπλανήσει κάθε καλόπιστο τρίτο, ότι το περιεχόμενο είναι αληθές και ότι το έγγραφο αυτό είναι γνήσιο, ενώ από την έρευνα που διενεργήθηκε, διαπιστώθηκε ότι η ημερομηνία και ο αριθμός πρωτοκόλλου αφορούσε άλλο εξερχόμενο έγγραφο, άσχετο με το θέμα που ανέγραφε και ακολούθως χρησιμοποίησε το έγγραφο αυτό καταθέτοντας το στο Τμήμα Ασφαλείας Χανίων, ως δικαιολογητικό για την ανανέωση της άδειας οπλοφορίας του. Το δικαστήριο στην καταδικαστική για τον αιτούντα κρίση του, κατέληξε, στηριζόμενο στην κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας Μ. Λ., της μάρτυρος υπεράσπισης Α. Π., στα αναγνωσθέντα οκτώ (8 ) έγγραφα, μεταξύ των οποίων η με α/α ( 2) υπ' αριθ.7/2000 βεβαίωση της Περιφέρειας Κρήτης, η οποία φέρεται ως πλαστογραφηθείσα και στην απολογία του αιτούντα. Ως νέα γεγονότα και αποδείξεις για την ευδοκίμηση της κρινόμενης αιτήσεως του επικαλείται και προσκομίζει ο αιτών: 1) Το αριθ. πρωτ. 1020/4127/5-Α/24-2-2011 έγγραφο της Αστυνομικής Διεύθυνσης Χανίων, με το οποίο, απαντώντας σε σχετική αίτηση του, γνωστοποιεί σ1 αυτόν ότι η πρωτότυπη, με αριθμό πρωτοκόλλου 7/2000, από 4-7-2000, βεβαίωση της περιφέρειας Διοίκησης Νομού Χανίων, παραδόθηκε την 16-12- 2002 στο πρώην Τ.Α. Χανίων, σύμφωνα με την αριθ. 102/359α από 28-11-2002 παραγγελία του κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χανίων για τους αναφερόμενους στη συνταχθείσα έκθεση παράδοσης και κατάσχεσης λόγους, 2) το αριθ. πρωτ. 1020/8420/5-α' 2-5-2011 έγγραφο της Αστυνομικής Διεύθυνσης Χανίων, Γραφείο Ασφαλείας, με το οποίο του γνωστοποιείται, ότι στο αρχείο της υπηρεσίας τους δεν παραμένουν πρωτότυπα έγγραφα τα οποία αποτελούν σώμα της δικογραφίας και υποβάλλονται στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Χανίων, 3) το αριθ. πρωτ. 280/28-6-2011 έγγραφο της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Εφετείου Κρήτης, με το οποίο του γνωστοποιείται, ότι στην ποινική δικογραφία επί της οποίας εκδόθηκε η αριθ. 511/8-5-2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, υπάρχει επικυρωμένο φωτοαντίγραφο εκ του πρωτοτύπου, το οποίο επεδείχθη στις 14-3-2012 στον υπαστυνόμο Γ. Α. της Αστυνομικής Διεύθυνσης Χανίων, 4) το αριθ. 1821+ 1763/ 4-3-2010 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Περιφερείας Κρήτης, με το οποίο του γνωστοποιείται ότι η κ. Μ. Λ. τοποθετήθηκε Διευθύντρια στη Δ/νση Τοπικής Αυτοδιοίκησης Ν. Χανίων της Περιφέρειας Κρήτης με την υπ' αριθ. 4740/27-8-1997 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κρήτης και ότι αναφορικά με την χορήγηση αποσπάσματος του Εμπιστευτικού Πρωτοκόλλου της Υπηρεσίας από το οποίο να προκύπτει η καταχώριση της βεβαίωσης, ύστερα από έλεγχο που διενεργήθηκε στο πρωτόκολλο από το έτος 1995 και εντεύθεν από την εξουσιοδοτημένη, για την τήρηση του, Προϊσταμένη Γραμματείας, δε βρέθηκε καταχώριση της ζητηθείσης βεβαίωσης, 5) το αριθ. 925/28-7-2011 έγγραφο του Τμήματος Διοικ/κού - Οικ/κού Ν. Χανίων της Διεύθυνσης Διοίκησης Κρήτης, με το οποίο του γνωστοποιείται ότι κατόπιν επισταμένου ελέγχου τόσο στο ηλεκτρονικό πρωτόκολλο της Υπηρεσίας, το οποίο τηρείται από το έτος 1995 και εντεύθεν, όσο και στον βοηθητικό υπηρεσιακό του φάκελο που τηρείται σ' αυτή, δεν κατέστη δυνατόν να ευρεθούν οι αιτούμενες βεβαιώσεις βάση των στοιχείων που ανέφερε στην αίτηση του. Όμως, τα ανωτέρω επικαλούμενα από τον αιτούντα, ως νέα γεγονότα - αποδείξεις, από μόνα τους ή σε συνδυασμό με τα στοιχεία που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την ως άνω υπ' αριθ. 511/2007 απόφαση του, της οποίας ζητείται η ακύρωση με την κρινόμενη αίτηση, δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν λόγο που μπορεί να δικαιολογήσει την αιτούμενη επανάληψη της διαδικασίας. Συγκεκριμένα, οι ισχυρισμοί του αιτούντα, που αναφέρονται στην παραπάνω αίτηση του, ότι δηλαδή δε νόθευσε καμία βεβαίωση και ότι τη βεβαίωση που κατέθεσε στο Τμήμα Ασφαλείας Χανίων, ως δικαιολογητικό για την ανανέωση της άδειας οπλοφορίας, του την έδωσε η υπηρεσία του, συντάχθηκε την ημέρα εκείνη από τον προϊστάμενο της γραμματείας της υπηρεσίας του Κ. Τ. και υπογράφηκε από την ίδια την Μ. Λ., ετέθησαν υπό την κρίση του δικαστηρίου που εξέδωσε την ως άνω απόφαση, αφού τους προέβαλε αναλυτικά απολογούμενος (βλ. την απολογία του, σελίδα 4 των πρακτικών) και δεν έγιναν δεκτοί. Επομένως, τα στοιχεία αυτά δεν αποτελούν νέα άγνωστα, κατά την έννοια του άρθρου 525 παρ. 1 ΚΠΔ, γεγονότα, τα οποία, από μόνα τους ή συνεκτιμώμενα μετά των λοιπών που αξιολογήθηκαν από το Δικαστήριο, θα οδηγούσαν σε αθωωτική απόφαση. Περαιτέρω, οι αιτιάσεις του αιτούντα ότι το δικαστήριο τον καταδίκασε, με βάση επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο της φερομένης ως αλλοιωθείσας από αυτόν βεβαίωσης και όχι με βάση το πρωτότυπο έγγραφο, από το οποίο θα προέκυπτε ότι η υπογραφή επ' αυτού δεν είχε τεθεί από τον ίδιο κατ' απομίμηση της υπογραφής της Μ. Λ., αλλά από την ίδια, δε συνιστά νέο γεγονός, κατά την έννοια του άρθρου 525 παρ. 1 ΚΠΔ, αλλά αποτελεί αιτίαση εναντίον της καταδικαστικής αποφάσεως, για κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, καθόσον τυχόν σφάλματα αξιολογήσεως και εκτιμήσεως των αποδεικτικών μέσων από το Δικαστήριο ή τυχόν παραλείψεις ή πλημμέλειες δεν μπορούν, όπως προαναφέρθηκε, να αποτελέσουν παραδεκτό λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας, η οποία δε συνιστά ένδικο μέσο. Ανεξάρτητα από τα παραπάνω, δεν προέκυψε ότι η υπ' αριθ.7/2000 βεβαίωση της Περιφέρειας Κρήτης, η οποία φέρεται ως πλαστογραφηθείσα, αναγνώσθηκε σε φωτοαντίγραφο και όχι σε πρωτότυπο, ενόψει του ότι στην περιγραφή της στα αναγνωστέα έγγραφα αναφέρεται κατά λέξη "η υπ'αριθ.7/2000βεβαίωση Περιφέρειας Κρήτης" και όχι φωτοαντίγραφο αυτής, όπως θα συνέβαινε αν αυτή είχε προσκομιστεί και αναγνωστεί σε φωτοαντίγραφο. Οι λοιποί ισχυρισμοί του αιτούντος, περί μη διενέργειας γραφολογικής εξέτασης, προκειμένου να αποδειχθεί η αθωότητα του ( τέτοιο αίτημα δεν υποβλήθηκε στο εκδόν την υπ' αριθμό 511/2007 αμετάκλητη απόφαση, Τριμελές Εφετείο Κρήτης), συνιστούν αιτιάσεις κατά της καταδικαστικής αποφάσεως για κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, όσον αφορά την καταδικαστική του κρίση, και δε μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας, καθόσον τυχόν σφάλματα αξιολογήσεως και εκτιμήσεως των αποδεικτικών μέσων από το Δικαστήριο ή τυχόν παραλείψεις ή πλημμέλειες του Δικαστηρίου που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση δε μπορούν, όπως ήδη τονίσθηκε, να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως και να ερευνηθούν στο πλαίσιο της παρούσης διαδικασίας, αφού αυτή δεν αποτελεί ένδικο μέσο. Με τα δεδομένα αυτά, οι επικαλούμενοι ως άνω, λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως επαναλήψεως διαδικασίας, είναι αβάσιμοι και επομένως πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αυτή και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (583 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16-12-2011, υπ'αριθ. πρωτ. 9350/16-12-2011, αίτηση του Μ. Κ. του Ι., κατοίκου ... για επανάληψη προς το συμφέρον του, της ποινικής διαδικασίας που περατώθηκε με την έκδοση της υπ' αριθ. 511/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης ( Πλημ/των) . Και Επιβάλλει στον αιτούντα τα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επανάληψη διαδικασίας (άρθρο 525 επ. Κ.Π.Δ.). Προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης. Απαιτούνται νέα άγνωστα στοιχεία που δεν είχαν υποβληθεί στους δικαστές, που εξέδωσαν την απόφαση. Τυχόν σφάλματα αξιολογήσεως και εκτιμήσεως των αποδεικτικών, μέσων από το Δικαστήριο ή τυχόν παραλείψεις ή πλημμέλειες δεν μπορούν, να αποτελέσουν παραδεκτό λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας, η οποία δεν συνιστά ένδικο μέσο. Απορρίπτει την αίτηση.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 642/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο,- Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέα Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Π. του Ζ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μεθόδιο Ματαλιωτάκη, περί αναιρέσεως της 448/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιουνίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 918/12. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ο ν. 2523/1997 "Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις" τυποποιεί ως εγκλήματα τρεις βασικές περιπτώσεις φοροδιαφυγής: α) τη μη υποβολή ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης εισοδήματος (άρθρο 17), β) τη μη απόδοση ΦΠΑ και άλλων παρακρατουμένων φόρων ή εισφορών (άρθρο 18) και γ) την έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, την αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων και τη νόθευση τέτοιων στοιχείων (άρθρο 19). Ειδικότερα το άρθρο 19 παρ.1 του πιο πάνω νόμου (όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 40 παρ.1 του ν.3220/2004), ορίζει ότι. "1. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών. ... 2. Το αδίκημα του άρθρου αυτού είναι αυτοτελές και ανεξάρτητο από τα αδικήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται με τις λοιπές ποινικές διατάξεις του παρόντος νόμου. 3. Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτοτύπου ή αντιτύπου αυτού, είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. 4. Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του, ούτε έχει δηλώσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό νομικό πρόσωπο, για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς άσχετο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου, που υποκρύπτεται. .". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος της φοροδιαφυγής, απαιτείται: α) αντικειμενικά, η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων. Εικονικό δε είναι και το φορολογικό στοιχείο, εκτός άλλων, όταν εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη, στο σύνολό της ή και για μέρος αυτής. Επίσης ρητά αναφέρεται ότι τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής ανώτερη της πραγματικής, θεωρούνται ομοίως ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας. β) υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και την αποδοχή αυτών και περαιτέρω τη θέληση ή την αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά ολικά ή εν μέρει φορολογικά στοιχεία. Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά χωριστά. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία για το σχηματισμό της δικής του πεποιθήσεως και όχι μερικά από αυτά κατ' επιλογήν. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και καταδίκασε τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, για την πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δώδεκα μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης 448/2012 αποφάσεώς του, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί πραγμάτων κρίση του, που τη στήριξε στα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, κατά πιστή αντιγραφή, πραγματικά περιστατικά:" Ο κατηγορούμενος κατά το διάστημα από 1-1-2002 έως 31-12-2002, ήταν Πρόεδρος του Διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης "ΥΛΙΚΑ ΣΤΕΡΕΩΣΕΩΝ ΒΙΔΟΤΕΞ ΑΕ", που έχει έδρα το …και αντικείμενο εργασιών την παραγωγή βιδών πάσης φύσεως και εμπορία αυτών. Τον Φεβρουάριο του 2010 δύο ελεγκτές της ΔΟΥ Ορεστιάδας και συγκεκριμένα ο Α. Κ. (πρώτος μάρτυρας κατηγορίας και η Σ. Τ. (δεύτερη μάρτυρας κατηγορίας) διενήργησαν τακτικό έλεγχο στην ως άνω εταιρία του κατηγορουμένου. Αφορμή του ελέγχου ήταν η αποστολή στην ως άνω ΔΟΥ Ορεστιάδας του πληροφοριακού δελτίου της ΥΠΕΕ της Περιφερειακής Δ/νσης Κεντρικής Μακεδονίας με αριθμ. Πρωτ. 723/16-1-2009, σύμφωνα με το οποίο δύο φορολογικά στοιχεία, συνολικής καθαρής αξίας 26.800 ευρώ, τα οποία εκδόθηκαν στη χρήση του έτους 2002 από την εταιρεία με την επωνυμία "ΤΕΧΝΗΜΑ ΕΛΛΑΣ ΕΠΕ" και αφορούσαν την αγορά ενός μετασχηματιστή και ενός πίνακα ηλεκτρικής διανομής, ήταν εικονικά. Συγκεκριμένα τα φορολογικά αυτά στοιχεία ήταν τα τιμολόγια - δελτία αποστολής α) με αρ. 16/16-11-02 για την αγορά μετασχηματιστή με σύνολο καθαρής αξίας 12.300 ευρώ και ΦΠΑ 2.214 ευρώ και β) υπ' αριθμ. 17/18-11-2002 για την αγορά ηλεκτρικού πίνακα καθαρής αξίας 12.300 ευρώ και ΦΠΑ 2.214 ευρώ. Τούτο διαπιστώθηκε μετά από σχετικό φορολογικό έλεγχο από υπαλλήλους της ΣΔΟΕ Κεντρικής Μακεδονίας στην ως άνω εκδότρια εταιρία με την επωνυμία "ΤΕΧΝΗΜΑ ΕΛΛΑΣ", η οποία ήταν μονοπρόσωπη και φερόταν να έχει αντικείμενο εργασιών το Χονδρικό Εμπόριο Ορυκτελαίων και Λιπαντικών, στη … επί της οδού ... Συγκεκριμένα από τους ελεγκτές υπαλλήλους της ΣΔΟΕ Κεντρικής Μακεδονίας διαπιστώθηκε η έκδοση εικονικών και πλαστών - εικονικών φορολογικών στοιχείων για συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολο τους σε ένα μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων ήταν και η επιχείρηση ως άνω ανώνυμη εταιρεία ΒΙΔΟΤΕΞ ΑΕ, όπως βεβαιώνεται στο παραπάνω πληροφοριακό δελτίο της ΥΠΕΕ της Περιφερειακής Δ/νσης Κεντρικής Μακεδονίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά τον έλεγχο, που διενήργησαν οι ως άνω ελεγκτές της ΔΟΥ Ορεστιάδας στην εταιρεία του κατηγορουμένου, τους επιδείχθηκαν τα δύο ως άνω μηχανήματα, που φέρεται ότι αγόρασε η ΒΙΔΟΤΕΞ ΑΕ από την ΤΕΧΝΗΜΑ ΕΛΛΑΣ, τα οποία όμως δεν μπόρεσαν οι ελεγκτές να ταυτοποιήσουν με αυτά των δύο τιμολογίων της ΤΕΧΝΗΜΑ ΕΛΛΑΣ. Τέλος, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, με την παραπάνω ιδιότητα του γνώριζε την εικονικότητα των παραπάνω φορολογικών στοιχείων, που αποδέχθηκε και το έκανε προκειμένου να τύχει της σχετικής επιστροφής του ΦΠΑ (βλ. ένορκη κατάθεση πρώτου μάρτυρα κατηγορίας). Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την έκθεση ελέγχου, που συνέταξαν οι παραπάνω ελεγκτές της ΔΟΥ Ορεστιάδας, η οποία θεωρήθηκε στις 21-6-2010, αυτοί διαπίστωσαν ότι τα ως άνω τιμολόγια-δελτία αποστολής είχαν καταχωρηθεί στο ημερολόγιο ταμείου καθώς και στο αναλυτικό καθολικό της εταιρείας ΒΙΔΟΤΕΞ ΑΕ, της οποίας Πρόεδρος του Δ.Σ. ήταν ο κατηγορούμενος, με ημερομηνία 1-10-2002, ήτοι σε χρόνο πριν από αυτόν κατά τον οποίο εκδόθηκαν τα ως άνω τιμολόγια-δελτία αποστολής (ήτοι 16-11-2002 και 18-11-2002 αντίστοιχα). Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικό, που αποδείχθηκαν, ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, για την οποία κρίθηκε ένοχος με την εκκαλουμένη απόφαση, όπως τα πραγματικά περιστατικά που την στοιχειοθετούν υποκειμενικά και αντικειμενικά αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος αυτής." Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το δικάσαν σε δεύτερο βαθμό Τριμελές Εφετείο Θράκης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 448/2012 απόφασή του, την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ 1, 98 ΠΚ και 19 παρ. 1, 4 και 21 παρ. 2,10 ν. 2523/1997, όπως αντικ. με το ν. 2753/1999 και όπως τροπ. το αρ.21 με το αρ. 2 παρ.8 του ν. 2954/2001 και το αρ. 19 παρ.1β, τροπ. με το άρ.40 παρ.1 του ν. 3220/2004, τις οποίες διατάξεις ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επί μέρους αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως του αναιρεσείοντος: α) αναφέρονται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθορίζεται δε και ο χρόνος τελέσεως του εγκλήματος, β) από το παραπάνω αιτιολογικό προκύπτει ότι το δικαστήριο συνεκτίμησε όλα τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου αποδεικτικού στοιχείου, γ) ως προς το δόλο του κατηγορουμένου αιτιολογείται επαρκώς και εμπεριστατωμένα η κρίση του δικαστηρίου ότι πρόκειται για εικονικότητα ως προς τη συναλλαγή των δύο τιμολογίων που αποδέχθηκε ο κατηγορούμενος και καταχώρησε στα βιβλία της ΑΕ, της οποίας ήταν πρόεδρος του ΔΣ, δεχθέν, ότι αυτός τελούσε σε γνώση της άνω εικονικότητας ως προς τη συναλλαγή, ύψους ποσού 26.880 ευρώ, που αφορούσε αγορά ενός μετασχηματιστή και ενός πίνακα ηλεκτρικής διανομής από την μονοπρόσωπη εταιρεία "ΤΕΧΝΗΜΑ ΕΛΛΑΣ ΕΠΕ", της οποίας όμως το αντικείμενο εμπορίας ήταν άσχετο και δη ήταν εργασίες χονδρικού εμπορίου ορυκτελαίων και λιπαντικών και ότι ο κατηγορούμενος σκοπό είχε να επιτύχει επιστροφή από το Δημόσιο ΦΠΑ, που δεν εδικαιούτο, δ) η απόφαση δέχεται ότι τα εν λόγω δύο φορολογικά στοιχεία που αποδέχθηκε ο κατηγορούμενος ήταν εικονικά, αναλύοντας επαρκώς γιατί αυτά ήταν εικονικά, ως αφορώντα ανύπαρκτη συναλλαγή και συγκεκριμένα μάλιστα ότι οι ελεγκτές της ΔΟΥ Ορεστιάδος που ερεύνησαν την υπόθεση δεν ταυτοποίησαν τα επιδειχθέντα σε αυτούς από τον κατηγορούμενο ως δήθεν αγορασθέντα μηχανήματα με τα αναγραφόμενα στα συγκεκριμένα δύο εικονικά τιμολόγια. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, για εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων και εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων και ότιη συναλλαγή ήταν πραγματική, είναι απορριπτέες, καθόσον με αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ', Ε' του ΚΠΔ, λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου(κατ'εκτίμηση), είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 8-6-2012 αίτηση - δήλωση του Γ. Π. του Ζ., περί αναιρέσεως της με αρ. 448/23-5-2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θράκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση (άρθρα 19 παρ. 1 εδ. α, β περ. α, 2, 4, 21 Ν. 2523/1997, 1882/1990, όπως τροπ. Με άρθρο 40 παρ. 1 Ν. 3220/2004). Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
Φοροδιαφυγή
Φοροδιαφυγή.
0
Αριθμός 641/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πατρών, περί αναιρέσεως της αποφάσεως 6504/2012 του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Με κατηγορούμενο τον Ε. Λ. του Α., κάτοικο ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πατρών ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 2 και ημερομηνία 18 Ιουλίου 2012 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πατρών και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 903/2012. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την με αριθ. εκθ.2/18-7-2012 αίτησή της, η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πατρών, ζητεί την αναίρεση της υπ' αρ. 6504/2012 συγχωνευτικής απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και υπέρβαση εξουσίας. Η αίτηση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία. Κατά τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 του ΠΚ, ορίζεται: "Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που πραγματώθηκαν με δύο ή περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται μετά την επιμέτρησή τους συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές, είναι του ίδιου είδους και ίσης διαρκείας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας απ' αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μία από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι κατώτερη από: α) τέσσερις μήνες, αν η συντρέχουσα ποινή είναι ανώτερη από δύο έτη β) ένα έτος αν η ποινή αυτή είναι κάθειρξη έως δέκα έτη και γ) δύο έτη, αν η ποινή αυτή είναι κάθειρξη ανώτερη από δέκα έτη. Οπωσδήποτε όμως η επαύξηση δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 3/4 του αθροίσματος των άλλων συντρεχουσών ποινών, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να περάσει τα είκοσι πέντε έτη όταν πρόκειται για κάθειρξη, τα δέκα έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση, και τους έξι μήνες όταν πρόκειται για κράτηση". Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105, 108 και 109 του ΠΚ, αν από την απόλυση, υπό τον όρο της ανακλήσεως, του καταδικασθέντος σε στερητική της ελευθερίας ποινή, περάσει το χρονικό διάστημα της ποινής που υπολειπόταν για έκτιση, σε όσες περιπτώσεις αυτό είναι ανώτερο από τρία έτη, ή αν περάσουν τρία έτη, όταν αυτό είναι μικρότερο των τριών ετών, χωρίς να γίνει ανάκληση, η ποινή, (αν δεν πρόκειται για ισόβια κάθειρξη, οπότε απαιτείται να περάσουν δέκα έτη), θεωρείται ότι έχει εκτιθεί. Αν όμως, μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα από δόλο, για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή φυλακίσεως ανώτερη από έξι μήνες, τότε εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, το οποίο έπρεπε να εκτίσει κατά το χρόνο της προσωρινής απολύσεως και αποκλείεται η προσμέτρηση. Η απόλυση δηλαδή, υπό τον όρο της ανακλήσεως, δεν αποτελεί απαλλαγή από την ποινή, αλλά στάδιο της εκτελέσεως της, που επιδιώκει την αποτροπή της υποτροπής με τη βελτίωση του καταδίκου και την κοινωνική του αποκατάσταση (ΟλΑΠ 106/1991, 43/2012). Η άρση της απόλυσης επέρχεται αυτοδικαίως, μόλις η καταδίκη για το νέο έγκλημα γίνει αμετάκλητη, έστω και μετά τη λήξη του χρόνου δοκιμασίας, αρκεί το έγκλημα αυτό να έχει τελεσθεί εντός του χρόνου της δοκιμασίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 97 του ΠΚ, "οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 εφαρμόζονται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη, οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή". Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό και με εκείνη του άρθρου 551 παρ.1 του ΚΠΔ, που συνιστά ουσιαστική ποινική διάταξη, κατά το μέρος που αναφέρεται στον καθορισμό συνολικής ποινής και ορίζει "αν πρόκειται να εκτελεσθούν κατά του ιδίου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του ποινικού νόμου για τη συρροή", δηλαδή τα άρθρα 94 επ. αυτού και κατά τη διάταξη 3 εδαφ. τελ. του ιδίου άρθρου του ως άνω Κώδικα, κατά της απόφασης με την οποία καθορίζεται συνολική ποινή, επιτρέπεται η άσκηση αναίρεσης στον κατηγορούμενο και στον Εισαγγελέα, συνάγεται ότι, αν κατά το στάδιο της δοκιμασίας εκείνου που απολύθηκε υπό όρο, συμπέσει ποινή ανώτερη των έξι μηνών για άλλη, μία ή περισσότερες, από δόλο τελεσθείσα πράξη, παρόλο ότι η ποινή που είχε ανασταλεί και η νέα συναντώνται κατά την εκτέλεση, δεν επιτρέπεται να καταγνωσθεί μία συνολική ποινή, αποτελούμενη από τη βαρύτερη τούτων, επαυξανόμενη ανάλογα για κάθε μία από τις λοιπές που συντρέχουν, αλλά η νέα ή οι νέες ποινές αν είναι περισσότερες, θα αποτιθούν χωριστά και αθροιστικά, μετά την έκτιση ολόκληρου του υπόλοιπου της προηγούμενης ποινής που είχε ανασταλεί και έπρεπε ο κατάδικος να εκτίσει, όπως επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 108 ΠΚ, αποκλείοντας τη συγχώνευση με τη νέα ποινή, διότι επέρχεται άρση της αναστολής (ΑΠ 451/2010, 1137/2008, ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση από το δικαστήριο αυτό όλων των εγγράφων της δικογραφίας, με την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 6504/2012 συγχωνευτική απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, μετά από αίτηση του καταδίκου Ε. Λ. του Α., κατοίκου ... και τότε κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης των Φυλακών της Άμφισσας, καθορίσθηκε στον αιτούντα συνολική ποινή φυλάκισης 19 μηνών και 30 ημερών. Για τον καθορισμό της παραπάνω συνολικής ποινής στον καταδικασθέντα αιτούντα, υπολογίστηκαν από το δικαστήριο οι εξής ποινές: α) ποινή βάσης, η ποινή φυλάκισης των δέκα πέντε (15) μηνών(συνολική), που του επιβλήθηκε με την υπ' αρ. 3444/20-6-2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών β) ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών και είκοσι επτά (27)ημερών που αποτελούσε, ανασταλέν υπόλοιπο από τη ποινή των 9 μηνών που του επιβλήθηκε με την υπ' αρ. 1553/20-7-2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αμαλιάδας (για την οποία ειδικότερα θα αναφερθούμε παρακάτω) γ) συνολική ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών κατά συγχώνευση επί μέρους ποινών 10 και 6 μηνών, που του επιβλήθηκε με την υπ' αρ. 78/2008 απόφαση του Β! Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Συγκεκριμένα σε σχέση με το ανασταλέν υπόλοιπο ποινής (ως άνω στοιχ.β') όπως προκύπτει από το υπ' αρ. πρωτ. 8106/16-7-2012 έγγραφο της Δ.Φ. Άμφισσας , ο αιτών κατάδικος, αποφυλακίστηκε υφ' όρον, με βάση το υπ' αρ. 250/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου και του ανεστάλη το υπόλοιπο της ποινής, που του είχε επιβληθεί με την υπ' αρ. 1553/20-7-2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αμαλιάδος, που ανερχόταν σε 4 μήνες και 27 ημέρες. Στη συνέχεια, με το υπ' αρ. 164/2012 βούλευμα του ιδίου ως άνω Συμβουλίου, ανακλήθηκε το υπ' αρ. 250/2009 ανωτέρω βούλευμα, με το οποίο χορηγήθηκε απόλυση υπό όρους στον κατάδικο αυτόν, διότι κατά το χρόνο της δοκιμασίας του, δεν τήρησε τους επιβληθέντες όρους, της εμφανίσεως του το πρώτο πενθήμερο εκάστου μηνός στο Α/Τ της κατοικίας του, και διατάχθηκε η σύλληψη του προκειμένου να εκτίσει το ανασταλέν υπόλοιπο της ποινής. Παράλληλα, ο αιτών κατάδικος μέσα στο χρονικό διάστημα της δοκιμασίας του (9-3-2009 έως 9-3-2012) της υπό όρο διαταχθείσας απολύσεως δυνάμει του υπ' αρ. 250/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, στις 26-4-2009, τέλεσε νέες από δόλο αξιόποινες πράξεις και ειδικότερα εγκλήματα ενδοοικογενειακής απλής σωματικής βλάβης, απειλής και εξύβρισης, για τα οποία καταδικάσθηκε με την υπ' αρ. 3444/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών σε συνολική ποινή φυλακίσεως 15 μηνών (υπό στοιχ. α! ως άνω ποινή βάση). Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη, οπότε και εξ αυτού του λόγου επήλθε και αυτοδικαίως άρση της υφ' όρον απόλυσης που του είχε χορηγηθεί με το υπ' αρ. 250/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ναυπλίου, απόλυσης του, σύμφωνα με το άρθρο 108ΠΚ. Το ανασταλέν υπόλοιπο αυτό της ποινής δεν είχε αποτιθεί, όπως διατείνεται η αναιρεσείουσα Εισαγγελέας, και θα πρέπει να εκτίσει αθροιστικά το παραπάνω υπόλοιπο της ποινής του, δηλαδή ποινή που ανερχόταν σε 4 μήνες και 27 ημέρες. Παρά ταύτα το Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, συνεπιμέτρησε εσφαλμένα και το ανασταλέν υπόλοιπο της ποινής του, από τη ποινή που του είχε επιβληθεί με την υπ' αρ. 1553/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αμαλιάδας με επαύξηση της ποινής βάσης, ήτοι της φυλακίσεως των 15 μηνών κατά 30 ημέρες από το ανασταλέν υπόλοιπο των 4 μηνών και 27 ημερών, ενώ η ποινή αυτή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν μπορούσε να συγχωνευθεί, αλλά πρέπει το άνω υπόλοιπο αυτής (4 μήνες και 27 ημέρες) να εκτιθεί αθροιστικά. Έτσι όμως, όπως παραπάνω αποφάσισε το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, με την αναιρεσιβαλλόμενη υπ' αρ. 6504/2012 απόφασή του, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 108 του ΠΚ και 551 του ΚΠΔ, (που είναι ουσιαστική κατά το μέρος της που αναφέρεται στο καθορισμό συνολικής ποινής), σε συνδυασμό με το άρθρο 109 του ΠΚ και συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 108 Π Κ και 551 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, προβαίνοντας στη συγχώνευση των ως άνω ποινών του αιτούντος κατάδικου, είναι βάσιμος και ως τέτοιος, πρέπει να γίνει δεκτός. Ακολούθως πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη με αρ. εκθ. 2/2012 αναίρεση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πατρών, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για να συζητηθεί εκ νέου στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που είχε δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ), για να προβεί σε νέα επιμέτρηση των ποινών του αιτούντος καταδίκου, κατά τα παραπάνω. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αρ. 6504/2012 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση και επιμέτρηση των ποινών του κατάδικου Ε. Λ. του Α., κατοίκου ..., στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνο που είχε δικάσει προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποινική Δικονομία. Συγχώνευση ποινών. Αναίρεση Εισαγγελέως κατά συγχωνευτικής αποφάσεως. Λόγοι: Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Υφ' όρον απόλυση καταδίκου. Χρόνος δοκιμασίας. Διάπραξη ετέρου αδικήματος κατά το χρόνο δοκιμασίας. Άρση της απόλυσης. Αθροιστική έκτιση του υπολοίπου της ποινής. Απαγόρευση συγχώνευσης στην περίπτωση αυτή. Δέχεται αναίρεση Εισαγγελέως και αναιρεί την υπ' αριθμ. 6504/2012 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, αφού δεν επιτρεπόταν η συγχώνευση των ποινών κατά τα ως άνω.
Αίτηση αναίρεσης Εισαγγελέα
Ποινών συγχώνευση, Αίτηση αναίρεσης Εισαγγελέα .
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 632/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοϊνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου και Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευαγγέλου Παντιώρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα . Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 17 Απριλίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α.-Α. Τ. του Ε., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 545/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους 1. Α. Τ. του Α. -Α., 2. Α. Ο. του Γ., 3. Β. Σ. του Δ., 4. Γ. Κ. του Γ., 5. Γ. Σ. του Δ., 7. Γ. Τ. θυγ. Ε. Μ., 8. Ε. Λ. του Η., 9. Ι. Σ. του Γ., 10. Κ. Α. του Α., 11. Ν. Γ. του Ι., 12. Ν. Κ. του Α., 13. Ν.-Π. Ζ. του Κ., 14. Ο. Μ. του Γ., 15. Π. Σ. του Δ., 16. Π. Ζ. του Α., 17. Σ. Χ. του Χ., 18. Τ.-Μ. Τ. του Β. και 19. Φ. Α. του Ν.. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Μαρτίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 445/13. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευάγγελος Παντιώρας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό 105 και ημερομηνία 12 Απριλίου 2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "-Εισάγοντας ενώπιον Σας, κατά τα άρθρα 476 και 513§1α ΚΠΔ, την-ενώπιον της Διευθύντριας του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού, υπ' αριθ. 305/22-3-2013 (5/4-4-13 του Τμήματος Βουλευμάτων Εφετείου Αθηνών) -εμπροθέσμως ασκηθείσα-, αίτηση αναίρεσης του Α.-Α. Τ. του Ε., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτηση Κορυδαλλού Αττικής, κατά του υπ' αριθ. 545/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που τον παραπέμπει στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών να δικασθεί για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημιά σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου υπερβαίνει το ποσό των 150.000C, από κοινού και κατά μόνας, τελεσθείσα κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση (αρθρ. 1, 12, 13 περ. στ', 14, 26 παρ. 1 εδ. α', 27, 45, 98 ΠΚ και άρθρα 1α' περ. αιβ', αιζ'β', 2 παρ. 1 εδ. β'-α' Ν. 2331/1995, όπως ίσχυαν πριν από την τροποποίηση τους με το Ν. 3424/2005, άρθρα 1α'ιδδ', ιι, β', 2 παρ. 1β'-α' του ίδιου νόμου, όπως ίσχυσαν μετά την τροποποίηση τους με το Ν. 3424/2005 έως την κατάργηση τους με το Ν. 3691/2008, άρθρα 2 παρ. 1, 2, 3 περ. γ', ιθ', όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του με το άρθρο 8 παρ. 2 Ν.4042/2012, 45 παρ. 1γ'- α', ε', 2, 4, Ν. 3691/2008 σε συνδ. με άρθρα 235 Π.Κ., 1 παρ. 1 Ν. 1608/1950 και 1,2 Ν. 4022/2011), εκθέτουμε τα ακόλουθα: -Από τη διάταξη του άρθρου 463 του ΚΠΔ προκύπτει ότι ένδικο μέσο, όπως είναι κατ1 άρθρο 462β του ΚΠΔ, και η αίτηση αναιρέσεως, μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος, που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα. - Ήδη όμως, η διάταξη του άρθρου 482 § 1 ΚΠΔ -σύμφωνα με την οποία ο κατηγορούμενος είχε δικαίωμα να ασκήσει αναίρεση των αναφερόμενων σ' αυτή βουλευμάτων, καταργήθηκε με το άρθρο 34 στοιχ γ' του Ν. 3904/23-12-2010, προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος δεν δικαιούται πλέον να ασκήσει αναίρεση, κατά οποιουδήποτε βουλεύματος. (Α.Π. 1014/11 Π.Χρ. ΞΒ 192). -Ως εκ τούτου, θα πρέπει η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως ν' απορριφθεί ως απαράδεκτη, να επιβληθούν δε τα -εκ διακοσίων πενήντα (250) €- δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος (άρθ. 583 §1 ΚΠΔ, σε συνδ. με το αρθρ. 3 §3 του Ν. 773/1977 και την 123827/23-12-2010 Απόφαση Υπουργών Οικονομικών & Δικαιοσύνης) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνουμε: 1) Να απορριφθεί -ως απαράδεκτη- η υπ' αριθ. 305/22-3-2013 (5/4-4-13 του Τμήματος Βουλευμάτων Εφετείου Αθηνών) αίτηση αναίρεσης, του κατηγορουμένου Α. - Α. Τ. του Ε., κατά του υπ' αριθ. 545/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. 2) Να επιβληθούν τα εκ διακοσίων πενήντα (250) € δικαστικά έξοδα, σε βάρος του ως άνω αναιρεσείοντος. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 463 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠοινΔ, "ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα". Το δε άρθρο 482 του ΚΠοινΔ, το οποίο καθόριζε τις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος είχε δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος, καταργήθηκε με το άρθρο 34 εδ. γ' του ν. 3904/2010, που ισχύει από της δημοσιεύσεώς του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως κατά το άρθρο 38 αυτού (ΦΕΚ 218/Α/23-12-2010). Επομένως, από την έναρξη ισχύος του άνω νόμου (23-12-2010) και για τα βουλεύματα που εκδόθηκαν μετά την έναρξη της ισχύος του, ο κατηγορούμενος δεν έχει πλέον δικαίωμα αναιρέσεως κατά βουλεύματος, το οποίο τον παραπέμπει στο ακροατήριο. Εξάλλου, με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο "καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει". Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ενδίκου μέσου, αρκεί αυτοί και οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους να μην είναι υπέρμετροι σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο ή να αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας, πράγμα που συμβαίνει, όταν η προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την παράβαση της διατάξεως του νόμου. Η αρχή αυτή αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β' του Συντάγματος (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 18.4.2001, μετά την αναθεώρηση από τη Ζ' Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), κατά το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Ο αποκλεισμός δε, στην ανωτέρω περίπτωση, του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, στο πρόωρο αυτό στάδιο της προδικασίας, κατά του βουλεύματος, που αποφαίνεται μόνο για την παραπομπή του σε δίκη, δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, γιατί το δικαίωμα προσβάσεως του κατηγορουμένου ενώπιον του δικαστηρίου έχει πλήρως εξασφαλισθεί αφού, ακόμη και στο στάδιο της προδικασίας, παρέχεται σ' αυτόν ανεμπόδιστα η δυνατότητα να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και να υποβάλει τις αντιρρήσεις του ή τα αιτήματά του σε θέματα που ανακύπτουν στη διάρκεια της ανάκρισης ή να ζητήσει την κήρυξη ακυρότητας πράξεων της προδικασίας (άρθρα 171 παρ.1, 285 ΚΠοινΔ). Έτσι, με τη θέσπιση των διατάξεων αυτών έχει εξασφαλιστεί στο στάδιο αυτό το δικαίωμα προσβάσεως στη δικαιοσύνη, που καθιερώνεται στο πιο πάνω άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, το οποίο, όμως, δεν καθιερώνει παραλλήλως υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη για τη θέσπιση και ενδίκων μέσων υπέρ του κατηγορουμένου. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται, το δικαστικό συμβούλιο που είναι αρμόδιο να κρίνει γι' αυτό, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει τούτο απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 545/2013 βούλευμά του, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, μεταξύ άλλων, και τον αναιρεσείοντα Α. - Α. Τ. του Ε. για να δικασθεί για το έγκλημα της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία του Ελληνικού Δημοσίου υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, από κοινού και κατά μόνας, τελεσθείσα κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση (για παραβάσεις, δηλαδή, των άρθρων 13 εδ. στ, 45, 98 ΠΚ, όπως ισχύουν, 1 α περ. αιβ', αιζ', β', 2 παρ. 1 εδ. β'- α' του ν. 2331/1995, όπως ίσχυαν πριν από την τροποποίησή τους με το ν. 3424/2005, 1 α' ιδδ', ιι, β', 2 παρ. 1 β - α του ίδιου νόμου, όπως ίσχυσαν μετά την τροποποίησή τους με το ν. 3424/2005 έως την κατάργησή τους με το ν. 3691/2008, 2 παρ. 1, 2, 3 περ. γ', ιθ', όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 4042/2012, 45 παρ. 1 γ'- α', ε', 2, 4 του ν. 3691/2008 σε συνδ. με άρθρα 235 ΠΚ, 1 παρ. 1 ν. 1608/1950 και 1, 2 ν. 4022/2011). Το βούλευμα αυτό, μετά την, κατά τα ανωτέρω, κατάργηση του άρθρου 482 του ΚΠοινΔ, δεν υπόκειται (προεχόντως από αυτό το λόγο) σε αναίρεση, ο αποκλεισμός δε του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ενδίκου αυτού μέσου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ και ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, μετά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος, κατά την επί του φακέλου σχετική σημείωση της αρμοδίας γραμματέως, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. 305/22 Μαρτίου 2013 αίτηση του Α. - Α. Τ. του Ε., για αναίρεση του υπ' αριθ. 545/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 19 Απριλίου 2013. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Απριλίου 2013. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μετά την κατάργηση του άρθρου 482 ΚΠΔ με τον ν. 3904/2010, δεν επιτρέπεται άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως από τον κατηγορούμενο κατά βουλεύματος. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 6§1 της ΕΣΔΑ, ούτε στο άρθρο 20§1 του Συντάγματος ούτε είναι αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας που αναγνωρίζεται από το άρθρο 25 του Συντάγματος. Απόρριψη αιτήσεως ως απαράδεκτης.
Βούλευμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 631/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Απριλίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Π. Τ. του Α., κατοίκου ... που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της υπ' αριθμ.1260/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Φεβρουαρίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 223/2013. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σταύρου Μαντακιοζίδη με αριθμό και ημερομηνία 69/12.3.2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο Δικαστήριο Σας σε Συμβούλιο, σύμφωνα με τα άρθρα 476.1 και 513 ΚΠΔ, την υπ' αριθ. 8/2013 αίτηση αναίρεσης του Π. Α. Τ., κατοίκου ... κατά της υπ' αριθ. 1260/2012 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθήνας και εκθέτω τα εξής: Το Πενταμελές Εφετείο Αθήνας, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, απέρριψε την υπ' αριθ. 429/2010 έφεση του αναιρεσείοντα κατά της υπ' αριθ. 3779/2010 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθήνας, με την οποία είχε κηρυχθεί ένοχος συκοφαντικής δυσφήμησης και του είχε επιβληθεί φυλάκιση δέκα (10) μηνών, μετατραπείσα προς 4,4 ευρώ την ημέρα, ως απαράδεκτη (ανυποστήρικτη). Ο αιτών με την αίτηση του αυτή ζητά την αναίρεση της πιο πάνω απόφασης για τους λόγους που επικαλείται σ' αυτήν. Η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή όταν σ' αυτή περιέχεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τουλάχιστον ένας από τους προβλεπόμενους λόγους αναίρεσης (άρθρο 473.2, 474.2, 476.1, 509.1 και 510 ΚΠΔ). Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 του ΚΠΔ λόγους αναίρεσης, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια πρέπει να απορρίπτεται σύμφωνα με το άρθρο 513 ΚΠΔ (ΑΠ 1547/2008, ΑΠ 1243/2008). Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 476.1 ΚΠΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 2.18 Ν. 2408/96, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από τον νόμο για την άσκηση του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο (ΑΠ 1547/2008, ΑΠ 401/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων επικαλείται ως λόγο αναίρεσης το ότι το δικαστήριο "δεν έλαβε υπόψη του την βεβαίωση εισαγωγής σε δημόσιο νοσοκομείο", δηλαδή γεγονός ή ισχυρισμό, που δεν αποτελεί αναιρετικό λόγο από εκείνους που αναφέρονται στην διάταξη του άρθρου 510.1 ΚΠΔ. Θα πρέπει, κατά συνέπεια, το Δικαστήριο Σας, σε Συμβούλιο, σύμφωνα με τα όσα παραπάνω εκτέθηκαν και τα άρθρα 476.1, 513 και 583.1 ΚΠΔ: α) να απορρίψει την αναίρεση αυτή ως απαράδεκτη, β) να διατάξει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης και γ) να επιβάλλει στον αναιρεσειοντα τα εκ διακοσίων πενήντα (250) € δικαστικά έξοδα (άρθρα 583.1 ΚΠΔ, 3.3 Ν. 663/1977 και 123827/23.12.2010 Α.Υ Οικονομικών και Δικαιοσύνης). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: α) Να κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ' αριθ. 8/2013 αίτηση αναίρεσης του Π. Α. Τ., κατοίκου ... κατά της υπ' αριθ. 1260/2012 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθήνας, β) Να διαταχθεί η εκτέλεση της απόφασης αυτής και γ) Να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Σταύρος Μαντακιοζίδης" Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 18 του άρθρ. 2 του ν. 2408/1996, "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε ... χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, ..., το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Ο εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συμβούλιο). Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της εισαγγελίας με οποιοδήποτε μέσο (και προφορικώς και τηλεφωνικώς) στην αναγραφόμενη στο ένδικο μέσο διεύθυνση και σημειώνει τούτο στο φάκελο της δικογραφίας". Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι, για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεων, πρέπει στη δήλωση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος λόγος, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 του ΚΠοινΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια απορρίπτεται (άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα). Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πλήττεται η υπ' αριθ. 1260/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία, αφού απορρίφθηκε αίτημα αναβολής του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου, απορρίφθηκε, ως ανυποστήρικτη, η υπ` αριθ. 429/30.12.2010 έφεσή του κατά της υπ` αριθ. 3779/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία αυτός κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική. Η αναίρεση ασκήθηκε με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του αναιρεσείοντος στην αρμόδια Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών και συντάχθηκε η σχετική υπ' αριθ. 8/7-2-2013 έκθεση. Στην εν λόγω έκθεση διαλαμβάνεται, ως λόγος αναιρέσεως κατά της πιο πάνω αποφάσεως, κατά πιστή μεταφορά, ότι: "... ασκεί αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της με αριθμό 1260/12 απόφασης του Α' 5μελούς Εφετείου Αθηνών... για όσους λόγους επιφυλάσσεται να επικαλεστεί προσθέτως, αλλά και για τους παρακάτω νόμιμους και βάσιμους: Διότι δεν έλαβε υπόψη του την βεβαίωση εισαγωγής σε Δημόσιο Νοσοκομείο". Όμως, έτσι διατυπούμενος ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως, πέραν της αοριστίας του, δεν αποτελεί αναιρετικό λόγο κατ` άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠοινΔ και, επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν περιέχεται στην κρινόμενη αίτηση ούτε ένας ορισμένος και παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, από τους αναφερομένους περιοριστικά στο άρθρο 510 του ΚΠοινΔ, πρέπει, μετά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος, κατά την επί του φακέλου σχετική σημείωση της αρμοδίας Γραμματέως, να απορριφθεί αυτή ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ` αριθ. 8/7 Φεβρουαρίου 2013 αίτηση του Π. Τ. του Α. και της Α., για αναίρεση της υπ` αριθ. 1260/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Απριλίου 2013. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2013. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως ως απαράδεκτης γιατί δεν περιέχει, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ένα τουλάχιστον λόγο από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ.
Αναιρέσεως απαράδεκτο
Αναιρέσεως απαράδεκτο.
0
Αριθμός 627/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ TMHMA - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη - Εισηγήτρια και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενους τους 1. Α. Κ., Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών και 2. Ε. Π., Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, και εγκαλούντα τον Χ. Τ. του Α.. Η αίτηση αυτή με αριθμ. πρωτ. 68251/9.1.2012, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 79/2013. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη, με αριθμό 54/4.3.2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγοντας, ενώπιον Σας, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ.1 εδ.γ ΚΠΔ, την υπ' αριθ. πρωτ. 68251/9-1-2012 αίτηση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών για κανονισμό αρμοδιότητας κατά παραπομπή της κατωτέρω ποινικής υποθέσεως, σύμφωνα με τα άρθρα 136 περ. ε' και 137 ΚΠΔ, και εκθέτουμε τα εξής: 1.Ο ανωτέρω Εισαγγελέας με το προαναφερθέν έγγραφο του, μετά της συνημμένης σ' αυτό ΑΒΜ: Β2011/4299 μηνύσεως του Χ. Τ., κατοίκου ..., -που στρέφεται κατά των αναφερόμενων σ' αυτή, δικαστικών λειτουργών, που υπηρετούν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, και στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών-, ζήτησε να γίνει κανονισμός αρμοδιότητας κατά παραπομπή, καθόσον, στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών -μετά την ίδρυση του Εφετείου Χαλκίδας- δεν υπάγεται πλέον άλλο Πρωτοδικείο. 2.Το άρθρο 136 περ.ε' ΚΠΔ ορίζει ότι, "εάν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο (κατά τόπο) σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές". Σύμφωνα δε με την παράγραφο 1 του άρ.137 ΚΠΔ, "την παραπομπή μπορεί να την ζητήσει και ο Εισαγγελέας (όπως στην κρινομένη περίπτωση) αποφασίζει δε περί αυτής ο Άρειος Πάγος, που συνέρχεται σε Συμβούλιο, εφ' όσον πρόκειται για περιπτώσεις, που δεν διαλαμβάνονται στα εδάφια α' και β' της §1 του άρθ. 137 ΚΠΔ", συνεπώς και στην περίπτωση της παραπομπής από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών σε άλλον ισόβαθμο Εισαγγελέα ή από ένα Πρωτοδικείο σε άλλο, εφ' όσον δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του συγκεκριμένου Εφετείου. Επισημαίνεται ότι η Νομολογία δέχεται ότι η περίπτωση του άρθ. 136 στοιχ.ε' ΚΠΔ αποβλέπει στο αδιάβλητο της δικαστικής κρίσεως στην κοινή συνείδηση, γι' αυτό δε τον λόγο η παραπομπή μπορεί να ανακύψει και στην προδικασία (ΑΠ 1481/2009 ΑΠ 634/2008 ΑΠ 2080/2007, ΑΠ 440/2006, ΑΠ 2449/2005 ΑΠ 840/2005, ΑΠ 2050/2004, ΑΠ 733/2003). 3. Επειδή ο Χ. Τ., με τη μήνυσή του, στρέφεται κατά των: 1) Ε. Π. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών 2) Α. Κ. Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών, στους οποίους αποδίδει, την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος (259 του ΠΚ). 4. Επειδή όμως -μετά την ίδρυση του Εφετείου Χαλκίδας- στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών υπάγεται μόνο το (εδρεύον στην Αθήνα) Πρωτοδικείο Αθηνών και ως εκ τούτου, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν μπορεί να αποφασίσει την παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ομοειδές και ισόβαθμο δικαστήριο, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ' αριθ. πρωτ. 68251/9-1-2012 έγγραφό του, υπέβαλε την αναφορά-αίτησή του, στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ώστε να αποφασίσει σχετικώς το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο), που είναι, κατά τα εκτεθέντα, "σε κάθε άλλη περίπτωση" αρμόδιο. 5. Επομένως, συντρέχει νόμιμη περίπτωση, να χωρήσει από το Δικαστήριό σας (σε Συμβούλιο) κανονισμός αρμοδιότητας κατά παραπομπή, και να ορισθεί ως αρμόδιος να επιληφθεί της ανωτέρω υποθέσεως και να κρίνει, στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιά, καθώς και οι δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιά. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνουμε: Να διατάξει το Δικαστήριό Σας την παραπομπή, της εν λόγω υποθέσεως, - την οποία ζητεί, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ' αριθ. πρωτ. 68251/9-1-2012 έγγραφό του, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και τις δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών, στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, καθώς και στις δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιά, για να επιληφθούν ανάλογα με τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Κ. Μπόμπολης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 136 στοιχ ε' του ΚΠΔ, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 ΚΠΔ, δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή του σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από το δικαιολογητικό λόγο της διατάξεως αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλομένης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, στην οποία ανήκει και αυτό της ασκήσεως ποινικής δίωξης και το προ αυτής στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης και περιλαμβάνει όλους τους εμπλεκόμενους δηλαδή την υπόθεση. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ.1 στοιχ. γ' του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή στην περίπτωση αυτή μπορεί να ζητήσει ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, την αποφασίζει δε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, αν πρόκειται περί παραπομπής από ένα Πταισματοδικείο σε άλλο στις περιπτώσεις των στοιχείων α και β του άρθρου 136, το Συμβούλιο Εφετών αν ζητείται η παραπομπή από ένα Μονομελές ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο ή Δικαστήριο Ανηλίκων σε άλλο όμοιο (άρθρο 137 παρ.1 εδ.γ, ο Άρειος Πάγος, σε κάθε άλλη περίπτωση (άρθρο 137 παρ.1 εδ.γ) συνεπώς και στην περίπτωση της παραπομπής από τον αρμόδιο εισαγγελέα Πρωτοδικών σε άλλο ισόβαθμο εισαγγελέα ή από ένα Πρωτοδικείο σε άλλο εφόσον στην περιφέρεια του Εφετείου που είναι αρμόδιο να επιληφθεί του κανονισμού αρμοδιότητας Εφετείου, δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο. Στην προκειμένη περίπτωση ο Χ. Τ. κάτοικος Αθηνών υπέβαλε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών την από 21-5-2008 και με ΑΒΜ: Β 2011/4299 έγκληση κατά των Ε. Π., Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών και Α. Κ., Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών, στους οποίους αποδίδει την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών με την υπ' αριθμ. πρωτ. 68251/9-1-2012 αίτησή του προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ζήτησε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 136 εδ. ε και 137 Κ.Π.Δ τον Κανονισμό του αρμόδιου να επιληφθεί της υποθέσεως Δικαστηρίου, επειδή οι εγκαλούμενοι δικαστικοί λειτουργοί υπηρετούν στο κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν μπορεί να αποφασίσει για τη ζητούμενη παραπομπή γιατί στην Περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών μετά την ίδρυση του Εφετείου Ευβοίας, δεν υπάγεται πλέον άλλο Πρωτοδικείο εκτός εκείνου των Αθηνών. Μετά απ' αυτά σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις πρέπει να λάβει χώρα κανονισμός αρμοδιότητας, ώστε η υπόθεση η οποία αφορά τους άνω Εισαγγελέα Πρωτοδικών και Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών, αντίστοιχα, να παραπεμφθεί από τις δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών στις δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Πειραιώς. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διατάσσει την παραπομπή της υποθέσεως που αναφέρεται στο υπ' αριθμ. πρωτ. 68251/9-1-2012 έγγραφο του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και αφορά τους εγκαλούμενους, Ε. Π., Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και Α. Κ., Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και τις δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών καθώς και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιώς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 628/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ TMHMA - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη, Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενους τους 1. Ν. Μ., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά και 2. Π. Κ., Πρωτοδίκη Πειραιά και εγκαλούσα την Ε. Μ. του Κ.. Η αίτηση αυτή με αριθμ. πρωτ. 992/22.1.2013, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 156/2013. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σταύρου Μαντακιοζίδη, με αριθμό 66/8.3.2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο Συμβούλιό Σας, με την συνημμένη δικογραφία, την υπ' αριθ. 992/ 22.1.2013 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά για τον κανονισμό αρμοδιότητας κατά παραπομπή, σύμφωνα με τα άρθρα 136 περίπτωση ε' και 137 του Κ.Π.Δ. και εκθέτω τα εξής: Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 περίπτωση ε' του Κ.Π.Δ, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τ' άρθρα 122-125 του Κ.Π.Δ, δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υπόθεσης από το αρμόδιο δικαστήριο σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές. Περίπτωση τέτοιας παραπομπής συντρέχει, όχι μόνο στο στάδιο της κύριας διαδικασίας, αλλά και της προδικασίας, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης (ΑΠ 364/2006 Π.ΧΡ. ΝΣΤ 894). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την από 1.12.2011 καταγγελία της Ε. Κ. Μ., κατοίκου ..., η εν λόγω κατεμήνυσε την Π. Κ. Πρωτοδίκη Πειραιά και τον Ν. Μ. Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά για παράβαση καθήκοντος. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιά με το υπ' αριθ. 992/22.1.2013 έγγραφο του προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ζητεί από το Δικαστήριο Σας κανονισμό αρμοδιότητας δεδομένου, ότι πλέον στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά υπάγεται μόνο το (εδρεύον στον Πειραιά) Πρωτοδικείο Πειραιά και, ως εκ τούτου, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά δεν μπορεί να αποφασίσει την παραπομπή της υπόθεσης σε άλλο ομοειδές και ισόβαθμο δικαστήριο της περιφερείας του. Συντρέχει συνεπώς περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 132, 135 και 136 περίπτωση ε' ΚΠΔ για να ορισθούν ως αρμόδιες οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθήνας, προκειμένου να αποφανθούν επί της πιο πάνω καταγγελίας της Ε. Μ. κατά των προαναφερομένων δικαστικών λειτουργών. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να ορισθούν κατά παραπομπή οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθήνας ως αρμόδιες για να αποφανθούν επί της από 1.12.2011 καταγγελίας της Ε. Μ. κατά της Π. Κ., Πρωτοδίκη Πειραιά και Ν. Μ., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Σταύρος Μαντακιοζίδης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 136 περ.ε' του ΚΠΔ, όταν ο εγκαλών ή αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από το βαθμό του παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 ΚΠΔ δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως, από το κατά τα άρθρα αυτά αρμόδιο δικαστήριο σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές. Σκοπός της διατάξεως είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλόμενης στο γεγονός ότι ο εγκαλών ή αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο. Η παραπομπή αυτή σε άλλο δικαστήριο, γίνεται όχι μόνο στο στάδιο της κύριας διαδικασίας, αλλά και σε αυτό της προδικασίας που περιλαμβάνει τόσο την προκαταρκτική εξέταση όσο και την άσκηση της ποινικής διώξεως. Σύμφωνα δε με το άρθρο 137 του ιδίου Κώδικα, την παραπομπή στην πιο πάνω περίπτωση, μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε γι' αυτή το Συμβούλιο Εφετών, αν ζητείται η παραπομπή από ένα Μονομελές ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο ή Δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο όμοιο και σε κάθε περίπτωση ο Άρειος Πάγος, που συνέρχεται σε Συμβούλιο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, η Ε. Μ. του Κ., κάτοικος ..., με την από 1-12-2011 μηνυτήρια αναφορά της, καταγγέλλει τους παρακάτω Δικαστικούς Λειτουργούς α] Π. Κ. Πρωτοδίκη του Πρωτοδικείου Πειραιώς, β] Ν. Μ., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, για την αξιόποινη πράξη της παράβασης καθήκοντος. Επειδή οι εγκαλούμενοι υπηρετούν, ως προκύπτει ,από το υπ' αρ. πρωτ. 118488/21-12-2011 έγγραφο, της Προϊσταμένης του Τμήματος Λειτουργίας Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Β. Αρβανιτοπούλου, η πρώτη με το βαθμό του Πρωτοδίκη στο Πρωτοδικείο Πειραιώς και ο δεύτερος με το βαθμό του Αντεισαγγελέα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιώς. Η σχετική υπόθεση, υπάγεται κατά το στάδιο αυτό κατά τόπο στην αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς [;aρθρ. 111 παρ.7, 119 παρ. 1 και 122 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.], γι' αυτό ο Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιώς Νικόλαος Πασχάλης, απευθυνόμενος προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με το υπ' αρ. πρωτ. 186/29-1-2013 έγγραφο του, ζήτησε τον καθορισμό της αρμοδιότητος άλλου δικαστηρίου ισόβαθμου και ομοειδούς. Με τα δεδομένα αυτά, συντρέχει νόμιμη περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή, (άρθρα 136 εδ. ε' και 137 παρ. 1 εδ. β' περ. γ' του ΚΠΔ), ώστε οι περιεχόμενες στην προαναφερθείσα μηνυτήρια αναφορά της Ε. Μ. του Κ., καταγγελίες σε βάρος των ανωτέρω Δικαστικών λειτουργών, να παραπεμφθούν στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, προκειμένου να επιληφθεί αυτών, και να κρίνει στα πλαίσια της αρμοδιότητας του, καθώς και στις αρμόδιες δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών, αν ήθελε συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Ορίζει ως κατά παραπομπή αρμόδιες να αποφανθούν επί της από 1-12-2011 μηνυτήριας αναφοράς της Ε. Μ. του Κ., κατοίκου ..., κατά των α) Π. Κ., Πρωτοδίκου του Πρωτοδικείου Πειραιώς και β) Ν. Μ., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, τις Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών και εφ' όσον συντρέξει νόμιμη περίπτωση τις δικαστικές αρχές του Εφετείου Αθηνών όσο και τις αντίστοιχες της Εισαγγελίας Πρωτοδικών και Εφετών Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας (άρθρο 136 ΚΠΔ). Συντρέχει βάσιμος λόγος καθορισμού αρμοδιότητας άλλων Εισαγγελικών και λοιπών Δικαστικών Αρχών, κατόπιν υποβολής εγκλήσεως σε βάρος Δικαστικών και Εισαγγελικών λειτουργών Πρωτοδικείου Πειραιώς, ακόμη κα στο στάδιο προδικασίας [προκαταρκτικής εξετάσεως]. Καθορίζει ως αρμόδιο τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και λοιπές Δικαστικές Αρχές Πρωτοδικείου Αθηνών και Εφετείου Αθηνών.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
2
Αριθμός 626/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' Ποινικό Τμήμα-Σε Συμβούλιο Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη - Εισηγήτρια και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούσα την Π. Μ. και εγκαλουμένη την Ε. Ν., Πρωτοδίκη Αθηνών. Η αίτηση αυτή με αριθμ. πρωτ. 185396/29.10.2012, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1340/2012. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του, με αριθμό 55/4.3.2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας κατά τα άρθρα 136 περ.ε 137 παρ. 1 περ.γ Κ.Π.Δ., την υπ' αριθμ. πρωτ. 185.396/29-10-2012 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, με την οποία υποβάλλει αίτημα ορισμού αρμοδίου δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να επιληφθεί της με αριθμό βιβλίου μηνύσεων α-12/1870 ποινικής δικογραφίας, της παραπομπής δηλαδή της υποθέσεως αυτής από τις δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο, και εκθέτω τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 136 στοιχ.β Κ.Π.Δ όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122 έως 125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή από το αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα αυτά δικαστήριο σε άλλο ομοιόβαθμο και ομοειδές. Η παραπομπή αυτή της υποθέσεως νοείται όχι μόνο κατά την κυρία διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου της εγέρσεως της ποινικής αγωγής και του της διενεργείας της προκαταρκτικής εξετάσεως, αφού και στα στάδια αυτά συντρέχει ο αυτός δικαιολογητικός λόγος, δηλαδή της εξασφαλίσεως απολύτου ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και του αποκλεισμού κάθε υπόνοιας μεροληψίας εξ' αιτίας της συνυπηρετήσεως. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 137§1 Κ.Π.Δ στην ανωτέρω περίπτωση την παραπομπή μπορεί να την ζητήσει ο Εισαγγελέας ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, την αποφασίζει δε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, αν πρόκειται για παραπομπή από ένα Πταισματοδικείο σε άλλο στις περιπτώσεις των στοιχείων α και β του άρθρου 136, το Συμβούλιο Εφετών αν ζητείται η παραπομπή από ένα Μονομελές ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο ή δικαστήριο ανηλίκων σε άλλο όμοιο (άρθρο 137 παρ. 1 εδάφιο β), ο Άρειος δε Πάγος, σε κάθε άλλη περίπτωση (άρθρο 137 παρ. 1 εδάφιο γ, συνεπώς και στην περίπτωση της παραπομπής από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών σε άλλον ισόβαθμο Εισαγγελέα ή από ένα Πρωτοδικείο σε άλλο, εφ' όσον στην περιφέρεια του Εφετείου που είναι αρμόδιο να επιληφθεί του κανονισμού αρμοδιότητας Εφετείου, δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο (Α.Π. 2080/2002, Α.Π. 1417/2009). Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Την 16-5-2012 η Π. Μ., κάτοικος ..., εγχείρισε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών την υπό την αυτή ημερομηνία μήνυση της, με την οποία και για τους λόγους που εκτίθενται σ' αυτήν, καταμηνύει την Πρωτοδίκη Αθηνών Ε. Ν.. Προκειμένου να ενεργηθούν επί της ως άνω αναφοράς τα κατά το άρθρο 43 του Κ.Π.Δ. οριζόμενα, ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών με την υπ' αριθμ. πρωτ. 185.396/2012 αναφορά του προς εμάς, ζητεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 136 εδάφιο ε και 137 Κ.Π.Δ., τον κανονισμό του αρμοδίου να επιληφθεί της υποθέσεως δικαστηρίου, επειδή η μηνυόμενη Ε. Ν. υπηρετεί στο κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο, δηλαδή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, επισυνάπτοντας ταυτόχρονα και σχετική υπηρεσιακή βεβαίωση περί τούτου. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν μπορεί να αποφασίσει για την ζητούμενη παραπομπή, γιατί στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, μετά την ίδρυση του Εφετείου Χαλκίδας, δεν υπάγεται πλέον άλλο Πρωτοδικείο, εκτός εκείνου των Αθηνών. Αρμοδίως, κατά ταύτα, εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου σας (Σε Συμβούλιο) η προκειμένη αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών για να ορισθεί κατά το άρθρο 137 παρ.1γ Κ.Π.Δ. αρμόδιο κατά παραπομπή δικαστήριο, προκειμένου αυτό να επιληφθεί της εκκρεμούσης στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών με αριθμό βιβλίου μηνύσεων Α-12/1870 ποινικής δικογραφίας. Η ιδία αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να παραπεμφθεί η υπόθεση από της δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών, στις δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να παραπεμφθεί η με αριθμό βιβλίου μηνύσεων Α-12/1870 ποινική δικογραφία που εκκρεμεί στη Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, από τις δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών, στις δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Αθήνα 01/Μαρτίου/2013 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 136 στοιχ ε' του ΚΠΔ, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 ΚΠΔ, δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή του σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από το δικαιολογητικό λόγο της διατάξεως αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλομένης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, στην οποία ανήκει και αυτό της ασκήσεως ποινικής δίωξης και το προ αυτής στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης και περιλαμβάνει όλους τους εμπλεκόμενους δηλαδή την υπόθεση. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ.1 στοιχ. γ' του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή στην περίπτωση αυτή μπορεί να ζητήσει ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, την αποφασίζει δε το Συμβούλιο πλημμελειοδικών, αν πρόκειται περί παραπομπής από ένα Πταισματοδικείο σε άλλο στις περιπτώσεις των στοιχείων α και β του άρθρου 136, το Συμβούλιο Εφετών αν ζητείται η παραπομπή από ένα μονομελές ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο ή Δικαστήριο Ανηλίκων σε άλλο όμοιο (άρθρο 137 παρ. 1 εδ.γ), ο Άρειος Πάγος, σε κάθε άλλη περίπτωση (άρθρο 137 παρ.1 εδ. γ) συνεπώς και στην περίπτωση της παραπομπής από τον αρμόδιο εισαγγελέα Πρωτοδικών σε άλλο ισόβαθμο εισαγγελέα ή από ένα Πρωτοδικείο σε άλλο εφόσον στην περιφέρεια του Εφετείου που είναι αρμόδιο να επιληφθεί του κανονισμού αρμοδιότητας Εφετείου, δεν υπάγεται άλλο Πρωτοδικείο. Στην προκειμένη περίπτωση η Π. Μ. κάτοικος ... υπέβαλε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών την από 16-5-2012 μήνυση με αριθμό βιβλίου μηνύσεων Α12/1870 με την οποία και για τους εκτιθέμενους σ' αυτήν λόγους καταμηνύει την Πρωτοδίκη Αθηνών Ε. Ν.. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών με την υπ' αριθμ. πρωτ. 185396/29-10-2012 αίτησή του προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ζήτησε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 136 εδ.ε και 137 Κ.Π.Δ τον Κανονισμό του αρμόδιου να επιληφθεί της υποθέσεως Δικαστηρίου, επειδή οι εγκαλούμενοι δικαστικοί λειτουργοί υπηρετούν στο κατά τόπο αρμόδιο δικαστήριο. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δεν μπορεί να αποφασίσει για τη ζητούμενη παραπομπή γιατί στην Περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών μετά την ίδρυση του Εφετείου Ευβοίας, δεν υπάγεται πλέον άλλο Πρωτοδικείο εκτός εκείνου των Αθηνών. Μετά απ' αυτά σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις πρέπει να λάβει χώρα κανονισμός αρμοδιότητας, ώστε η υπόθεση η οποία αφορά την άνω πρωτοδίκη Αθηνών, να παραπεμφθεί από τις δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών στις δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου (και αν συντρέξει περίπτωση Εφετείου) Πειραιώς. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διατάσσει την παραπομπή της υποθέσεως που αναφέρεται στο υπ' αριθμ. πρωτ. 185396/29-10-2012 έγγραφο του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών και αφορά την εγκαλούμενη Ε. Ν. από τις δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών καθώς και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου (και αν συντρέξει περίπτωση του Εφετείου) Πειραιώς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 626/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών: 1) Α. συζ. Β. Κ., το γένος Γ. Μ., κατοίκου ..., 2) Ζ. συζ. Δ. Χ., το γένος Γ. Μ., κατοίκου ..., και 3) Ε. συζ. Ν. Μ., το γένος Γ. Μ., κατοίκου ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Παρασκευή Παπαρσενίου. Της αναιρεσίβλητης: Σ. Χ. συζ. Ε., το γένος Ν. Δ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Σοφούλη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/1/2000 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών και της Μ. Μ., η οποία δεν είναι διάδικος στην προκείμενη δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σάμου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 95/240/32ΤΜ/2001 μη οριστική, 90/2005 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 215/2007 του Εφετείου Αιγαίου (Μεταβατική έδρα Σάμου). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 22/9/2010 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 24/2/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξουσία των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθεμία δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1041, 1042, 1043 και 1044 ΑΚ προκύπτει, ότι για να αποκτήσει κάποιος κυριότητα σε ακίνητο με τακτική χρησικτησία, απαιτούνται φυσική εξουσίαση του πράγματος με διάνοια κυρίου (νομή), καλή πίστη, που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που αποκτάται η νομή, νόμιμος ή νομιζόμενος τίτλος, που πρέπει να υποβληθεί σε μεταγραφή (άρθρα 1192 περ.α' και 1198 ΑΚ), πράγμα δεκτικό χρησικτησίας και παρέλευση δεκαετίας (ΑΠ 35/2008 ΕλλΔνη 49.1089). Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Οι τρεις πρώτες ενάγουσες με το υπ' αριθμ. .../22.9.1982 συμβόλαιο δωρεάς ..., που νόμιμα μεταγράφηκε, απέκτησαν κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου η κάθε μία την ψιλή κυριότητα μιας διώροφης οικίας, η οποία αποτελείται από ένα δωμάτιο στο ανώγειο και δύο δωμάτια στο ισόγειο και από ένα παρακείμενο δωμάτιο προς το ισόγειο της οικίας εμβαδού περίπου 55 τ.μ., καθώς και της αυλής εκτάσεως 14 τ.μ. και συναπτού κήπου, ενώ η επικαρπία του παραπάνω ακινήτου παρακρατήθηκε υπέρ του δωρητή πατέρα τους και της συζύγου του, 4ης ενάγουσας ... Η εναγομένη είναι κυρία της όμορης οικίας εμβαδού 40 τ.μ., η οποία συνορεύει με ιδιοκτησίες κληρονόμων Ι. Κ., Σ. Σ., εναγουσών και αυλή της οικίας. Το επίδικο εδαφικό τμήμα είναι αυλή εμβαδού 43 τ.μ. ... Στους παραπάνω τίτλους και ειδικότερα στο υπ' αριθμ. .../22.9.1982 συμβόλαιο δωρεάς των εναγουσών με σαφήνεια αναφέρεται ότι η αυλή τους έχει εμβαδό 14 τ.μ. ... Ο ορισθείς από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμων Δ.Χ. με την υπ'αριθμ.7/2004 πραγματογνωμοσύνη του, επιβεβαιώνει ότι το επίδικο περιλαμβάνεται στους τίτλους της εναγομένης ... Επιπροσθέτως, και ο πατέρας των εναγουσών και δικαιοπάροχός τους Γ. Μ. ... αναγνώρισε ότι η επίδικη αυλή ανήκει στην ιδιοκτησία της εναγομένης και συντάχτηκε περί αυτού το υπ' αριθμ. 13/22.3.1991 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Καρλοβασίου. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετική η κατάθεση του παραπάνω, καθόσον στο υπ' αριθμ. .../1982 δωρητήριο συμβόλαιό του προς τις ενάγουσες δεν συμπεριλήφθηκε η επίδικη έκταση παρά μόνον αύλειος χώρος εμβαδού 14 τ.μ.. Απ' όλα τα παραπάνω αποδείχθηκε, ότι ο δικαιοπάροχος των εναγουσών δεν ήταν κύριος του επίδικου αύλειου χώρου και κατά συνέπεια οι ενάγουσες δεν κατέστησαν κύριες αυτού με παράγωγο τρόπο, δηλ. με το υπ' αριθμ. .../22.9.1982 σε συνδυασμό με τη διορθωτική πράξη υπ' αριθμ. .../9.8.1995, με την οποία διόρθωσαν το δωρητήριο συμβόλαιο του Γ.Μ. και όπου στο πρώτο εμφανίζονται κύριες του μεγαλύτερου τμήματος της αυλής. Ακόμη, όπως εκτέθηκε παραπάνω, ο δικαιοπάροχος των εναγουσών δεν άσκησε ποτέ πράξεις νομής με διάνοια κυρίου στο επίδικο, ώστε να μπορούν βάσιμα να ισχυρίζονται οι ενάγουσες, ότι κατέστησαν κύριες με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, αφού στο χρόνο νομής τους δεν προσμετράται ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων τους". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε κατ' ουσίαν αβάσιμη την ένδικη - από 5.1.2000 - αρνητική (από την ΑΚ 1108) αγωγή των αναιρεσειουσών, με την οποία είχαν επικαλεστεί ότι είχαν γίνει συγκύριες του επιδίκου με παράγωγο τρόπο, δυνάμει του δωρητήριου ως άνω - .../22.9.1982 - συμβολαίου, όπως αυτό διορθώθηκε με το ανωτέρω - .../2.8.1995 - συμβόλαιο, που έχουν νόμιμα μεταγραφεί, και επικουρικά με τον πρωτότυπο τρόπο της χρησικτησίας, τακτικής (ως προς την οποία και πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση με λόγο αναίρεσης) ή έκτακτης, και απέρριψε την έφεση των αναιρεσειουσών κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει όμοια κρίση. Έτσι που έκρινε το Εφετείο σωστά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του ΑΚ για την τακτική διαδικασία που επικαλούνται οι αναιρεσείουσες, εφόσον υπό τα προεκτιθέμενα δεδομένα δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής τους, ενώ περιέλαβε στην απόφασή του πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία που καθιστά εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή μη εφαρμογή τους, και, συνεπώς, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ.1 και 19 ΚΠολΔ, με τον οποίο υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες, οι οποίες ηττώνται, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22.9.2010 αίτηση των: 1) Α. συζ. Β. Κ. το γένος Γ. και Μ. Μ. κ.α., για αναίρεση της 215/2007 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου (Μεταβατικής έδρας Σάμου). Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προϋποθέσεις τακτικής χρησικτησίας
Χρησικτησία
Χρησικτησία.
0
Αριθμός 622/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Λ. Χ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τούλιο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., χωρίς να καταθέσει προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Π. Α. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Αναστασιάδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/7/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Δράμας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 44/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 212/2010 του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 29/11/2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 20/2/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 555 ΚΠολΔ, δεύτερη αναίρεση του ίδιου διαδίκου κατά της ίδιας απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται. Σε περίπτωση όμως νομότυπης παραίτησης του διαδίκου από το δικόγραφο της αναίρεσης δεν εμποδίζεται η άσκηση νέας αναίρεσης, εφόσον βεβαίως υφίσταται ακόμη η προς τούτο προθεσμία, γιατί η παραίτηση έχει, κατά τα άρθρα 295, 299 ΚΠολΔ, ως αποτέλεσμα ότι η αναίρεση θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αναίρεσης γίνεται κατ' άρθρο 297 ίδιου Κώδικα ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου. Εξάλλου, η κατά τη διάταξη του άρθρου 564 παρ.1 ΚΠολΔ τριακονθήμερη προθεσμία της αναίρεσης αρχίζει κατά την ίδια διάταξη από την επίδοση της απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την 8842 (β)/23.7.2010 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Δράμας ..., ακριβές αντίγραφο της προσβαλλόμενης 212/2010 απόφασης του Εφετείου Θράκης, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα στις 2.7.2010. Κατά της άνω - 212/2010 - απόφασης ο αναιρεσείων άσκησε την από 12.8.2010 (με αριθμό κατάθεσης 87/2010) αίτηση αναίρεσης, η συζήτηση της οποίας είχε οριστεί να γίνει κατά τη δικάσιμο της 7.12.2011. Πριν από τη συζήτηση της αίτησης αυτής αναίρεσης - η επί της οποίας έκθεση του εισηγητή Αρεοπαγίτη Χαράλαμπου Αθανασίου ήταν απορριπτική - ο αναιρεσείων άσκησε την από 29.11.2011 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 52/29.11.2011) ένδικη αίτηση αναίρεσης, ακριβές αντίγραφο της οποίας επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο στις 2.12.2011, όπως προκύπτει από την 4380B/2.12.2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Δράμας ..., ήτοι αφού είχε παρέλθει η ανωτέρω προθεσμία των τριάντα (30) ημερών, και γνωστοποιούσε στον αναιρεσίβλητο ότι παραιτείται από το δικόγραφο της προηγηθείσας από 12.8.2010 (με αριθμό κατάθεσης 87/2010) αίτησης αναίρεσης, η οποία κατά τα άνω θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Όμως, κατά τα προεκτεθέντα, η ένδικη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εκπροθέσμως. Επομένως, είναι αυτή απαράδεκτη και πρέπει, κατ' άρθρο 577 παρ.2 ΚΠολΔ, και αυτεπαγγέλτως να απορριφθεί. Ο αναιρεσείων, ο οποίος ηττάται, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29.11.2011 αίτηση του Λ. Χ. του Α. για αναίρεση της 212/2010 απόφασης του Εφετείου Θράκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άσκηση δεύτερης αναίρεσης μετά από παραίτηση από το δικόγραφο της πράξης.
Άσκηση δεύτερης αίτησης αναίρεσης
Άσκηση δεύτερης αίτησης αναίρεσης.
2
Αριθμός 619/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σταύρου Μαντακιοζίδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Σ. του Μ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Τριπόλεως, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Καπερνάρο, για αναίρεση της υπ'αριθ.285, 327, 328/2012 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Α. Ι. του Γ., κάτοικο ... που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Απόστολο Λύτρα. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Νοεμβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως όπως αυτή διαμορφώθηκε με τους από 15 Μαρτίου 2013 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1343/2012. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ'αυτής πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 142 Α παρ.1 του ΚΠοινΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν.3346/2005, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 33 παρ. 1 του ν. 4055/2012, η ισχύς του οποίου άρχισε στις 2.4.2012 (μετά την έναρξη της συνεδριάσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση), ενώπιον των δικαστηρίων που εκδικάζουν κακουργήματα, μπορεί να εφαρμοστεί και το σύστημα τήρησης πρακτικών των συζητήσεων με φωνοληψία. Από την γραμματική διατύπωση της διατάξεως αυτής προκύπτει, ότι η τήρηση πρακτικών με φωνοληψία, σε υποθέσεις κακουργηματικού χαρακτήρα, είναι δυνητική και εναπόκειται στην διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, η δε παραβίαση της διατάξεως αυτής ουδεμία δικονομική κύρωση συνεπάγεται. Περαιτέρω, το άρθρο 352Α του ΠΚ, το οποίο προστέθηκε με την παρ. 11 του άρθρου δεύτερου του ν. 3625/2007, ορίζει στην παρ. 1 ότι: "Όταν το θύμα είναι ανήλικο, ο ύποπτος ή κατηγορούμενος για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, του κεφαλαίου 19 του Ποινικού Κώδικα, υποβάλλεται σε διαγνωστική εξέταση της ψυχογενετήσιας κατάστασής του. Η εξέταση αυτή διατάσσεται μόνον εφόσον συναινεί ο καθ` ου αφορά αυτή κατά την προδικασία από τον αρμόδιο εισαγγελέα ή, αν διενεργείται τακτική ανάκριση, από τον αρμόδιο ανακριτή και κατά την κύρια διαδικασία από το δικαστήριο". Στην δε παρ. 5 ότι: "Με διάταγμα, που θα εκδοθεί κατόπιν προτάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης εντός έξι μηνών από την έκδοση του παρόντος νόμου, θα καθορισθούν οι λεπτομέρειες της διαγνωστικής εξέτασης και της θεραπείας του θύματος και του υπόπτου ή του κατηγορουμένου". Απαραίτητη, λοιπόν, προϋπόθεση της εφαρμογής της διατάξεως της παρ. 1 του άνω άρθρου είναι η προηγούμενη έκδοση του προβλεπόμενου από την παρ. 5 προεδρικού διατάγματος, η δε μη έκδοση αυτού μέσα στην οριζόμενη εξάμηνη προθεσμία δεν επάγεται καμιά έννομη συνέπεια. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει κάποιο αίτημα του κατηγορουμένου πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένο. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 285, 327, 328/2012 απόφασή του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα αποπλανήσεως παιδιού που δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη κατ` εξακολούθηση, πράξη που τέλεσε με τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου και του ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά από αυτήν, και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών. Συγκεκριμένα, η πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε αυτός, συνίσταται στο ότι: "Στο …περί τα τέλη Νοεμβρίου 2002, ..., με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος ... Ειδικότερα, κατά την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας με την ανήλικη θυγατέρα του Μ. Σ., η οποία γνώριζε ότι ήταν νεώτερη των δέκα ετών, αφού γεννήθηκε στις 28.5.1999, και επωφελούμενος της απουσίας της συζύγου του Α. Ι. του Γ., με την οποία βρισκόταν σε διάσταση, και μητέρα της ανήλικης παθούσας, προκειμένου να διεγείρει και ικανοποιήσει τη γενετήσια ορμή και επιθυμία του, προέβη σε ενέργειες, οι οποίες ανάγονται στη γενετήσια σφαίρα και προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, ήτοι έθεσε τα δάκτυλα του χεριού του εντός του αιδοίου της ανήλικης θυγατέρας του Μ. Σ., τη θώπευσε στο στήθος και στους γλουτούς της και την ανάγκασε να ενεργήσει στον ίδιο πεοθηλασμό". Όπως δε προκύπτει από τα πρακτικά της αποφάσεως, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, κατά τη διάρκεια της εξετάσεως της πολιτικώς ενάγουσας Α. Ι., υπέβαλε, δια του συνηγόρου του Βασιλείου Καπερνάρου, αίτημα α) να εφαρμοστεί το σύστημα τηρήσεως των πρακτικών των συζητήσεων με φωνοληψία, κατ` εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 142Α του ΚΠοινΔ και β) να υποβληθεί ο κατηγορούμενος, κατ` άρθρο 352Α του ΠΚ, σε διαγνωστική εξέταση της ψυχογενετήσιας καταστάσεώς του και να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη από ειδικό πραγματογνώμονα, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο αυτός είναι διεστραμμένος. Η υποβολή του δεύτερου αιτήματος επαναλήφθηκε και μετά το τέλος της απολογίας του κατηγορουμένου. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο απέρριψε τα αιτήματα αυτά με την αιτιολογία ότι: "Τα αιτήματα που υπέβαλε ο κατηγορούμενος να εφαρμοστεί το σύστημα τήρησης πρακτικών των συζητήσεων με φωνοληψία κατ` άρθρ. 142 Α ΚΠΔ και να υποβληθεί ο κατηγορούμενος σε διαγνωστική εξέταση της ψυχογενετήσιας κατάστασής του από ειδικό πραγματογνώμονα (άρθρ. 352 Α παρ. 1 του ΠΚ), πρέπει να απορριφθούν διότι κρίνεται ότι δεν αποτελούν αναγκαία μέσα για την καλύτερη και ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης". Στο δε διατακτικό, ως προς την απόρριψη του δεύτερου αιτήματος, πρόσθεσε και την επάλληλη αιτιολογία ότι "ανεξάρτητα του ότι δεν έχει εκδοθεί το Προεδρικό Διάταγμα για τους όρους και τις προϋποθέσεις της εξέτασης". Η αιτιολογία αυτή, με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε τα ως άνω αιτήματα ως αβάσιμα, είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθεται ο λόγος για τον οποίο έκρινε ότι αυτά έπρεπε να απορριφθούν (δεν αποτελούσαν αναγκαία μέσα για τη διαλεύκανση της υποθέσεως, το δε δεύτερο και γιατί δεν έχει εκδοθεί, ακόμη, το σχετικό προεδρικό διάταγμα) και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των ως άνω αιτημάτων, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Από τις διατάξεις των άρθρων 474§1, 2 και 509§1 εδ. α' του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι στην έκθεση με την οποία ασκείται το ένδικο μέσο της αναιρέσεως κατ' αποφάσεως πρέπει, εκτός των άλλων, να διατυπώνονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο αυτό μέσο και οι οποίοι πρέπει να είναι από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510§1 του ίδιου Κώδικα. Οι αόριστοι και ασαφείς αναιρετικοί λόγοι απορρίπτονται ως απαράδεκτοι. Ειδικότερα, για το ορισμένο του εκ του άρθρου 510§1 στοιχ Δ' του ΚΠοινΔ λόγου αναιρέσεως, για έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δεδομένου ότι ο λόγος αυτός δεν διαφοροποιείται ως προς το παραδεκτό του από τους άλλους λόγους αναιρέσεως, πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή, αν δηλαδή δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, ως προς όλα ή ως προς συγκεκριμένα κεφάλαια της αποφάσεως, ή αν η υπάρχουσα είναι ελλιπής και ποιές είναι, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, οι ελλείψεις ή οι ασάφειες ή οι αντιφάσεις της υπάρχουσας αιτιολογίας, ή ποιά αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ. ΑΠ 2/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τα εκτιθέμενα στην αρχή του δικογράφου των προσθέτων λόγων, που κατατέθηκε εμπρόθεσμα (την 15.3.2013) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠοινΔ), πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και κατά λέξη για "έλλειψη από την απόφαση της αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα". Έτσι, όμως, διατυπούμενος, ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι εντελώς αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού δεν προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψη της αιτιολογίας που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ή ποιες είναι οι ελλείψεις ή ασάφειες αυτής. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως είναι και η έλλειψη της ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 στοιχ. α' του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 7 του ν. 1941/1991, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό από το άρθρο 358 του ΚΠοινΔ να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με κάθε αποδεικτικό μέσο που εξετάστηκε. Ούτε, όμως, από τη διάταξη του άρθρου 358 ούτε από αυτή του άρθρου 333§2 του ΚΠοινΔ προκύπτει υποχρέωση του διευθύνοντος τη συζήτηση να δίδει το λόγο στους διαδίκους, χωρίς αίτησή τους, για να προβούν στις δηλώσεις και εξηγήσεις αυτές. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Μικτό Ορκωτό Εφετείο στέρησε από τον αναιρεσείοντα το δικαίωμα ακροάσεως, γιατί, μετά την ανάγνωση εγγράφων ή αποσπασμάτων εγγράφων (μαρτυρικών καταθέσεων, εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, πρωτοβάθμιας αποφάσεως και λοιπών), δεν δόθηκε ο λόγος ούτε σ` αυτόν ούτε στο συνήγορό του για να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά αυτά μέσα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον από τα πρακτικά της αποφάσεως δεν προκύπτει ότι ζητήθηκε η άσκηση του από το άρθρο 358 του ΚΠοινΔ δικαιώματος. Από την ως άνω διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 του ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ορίζει ότι, ακυρότητα λαμβανομένη υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο προκαλείται, εκτός των άλλων, και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος, συνάγεται ότι την έλλειψη ακροάσεως του εισαγγελέα, δεν δικαιούται να προτείνει ο κατηγορούμενος ως λόγο αναιρέσεως. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το Μικτό Ορκωτό Εφετείο απέρριψε το αίτημά του για τήρηση στενογραφημένων πρακτικών (εννοεί: με φωνοληψία - φύλλο 16 σελ. α αποφάσεως) χωρίς, προηγουμένως, να δοθεί ο λόγος στον Εισαγγελέα της έδρας για να προτείνει σχετικώς, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, προεχόντως γιατί δεν δικαιούνται να προτείνουν οι κατηγορούμενοι ως λόγο ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο την έλλειψη ακροάσεως του Εισαγγελέα κατά τα προαναφερόμενα. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση μετά των προσθέτων αυτής λόγων και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 26 Νοεμβρίου 2012 (με αριθ. πρωτ. 7833/2012) αίτηση (δήλωση) του Δ. Σ. του Μ. μετά των από 15 Μαρτίου 2013 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της υπ` αριθ. 285, 327, 328/2012 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας Α. Ι. του Γ. από πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2013. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδικαστική απόφαση για αποπλάνηση ανηλίκου νεωτέρου των δέκα ετών κατ" εξακολούθηση. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτημάτων για τήρηση πρακτικών με φωνοληψία (άρ. 142α ΚΠΔ) και διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για τη διακρίβωση της ψυχογενετήσιας καταστάσεως του κατηγορουμένου. Από τις διατάξεις των άρθρων 333 §2 και 358 του ΚΠΔ δεν προκύπτει υποχρέωση του διευθύνοντος τη συζήτηση να δίδει το λόγο στους διαδίκους, χωρίς αίτησή τους, για να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα που εξετάσθηκαν. Όχι έλλειψη ακροάσεως. Την έλλειψη ακροάσεως του εισαγγελέα δεν δικαιούται να προτείνει ο κατηγορούμενος ως λόγο αναιρέσεως. Όχι απόλυτη ακυρότητα από την μη δόση του λόγου στον εισαγγελέα για να προτείνει επί του αιτήματος για τήρηση πρακτικών με φωνοληψία. Απόρριψη αιτήσεως και προσθέτων λόγων.
Ακροάσεως έλλειψη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Αποδεικτικά μέσα, Πραγματογνωμοσύνη, Αποπλάνηση ανηλίκου, Ακροάσεως έλλειψη, Πρακτικά συνεδρίασης.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 613/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θοδώρα Γκοϊνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σταύρο Μαντακιοζίδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Ρ. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χριστόφορο Αργυρόπουλο, περί αναιρέσεως της 548/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Με πολιτικώς ενάγοντα Π. Γ. του Γ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Φεβρουαρίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 245/13. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 334 παρ. 3 του ΠΚ, "όποιος εισέρχεται παράνομα σε κατάστημα ή χώρο δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας ή παραμένει στους χώρους αυτούς, παρά τη θέληση της υπηρεσίας που τους χρησιμοποιεί, της οποίας τη θέληση του δηλώνει ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο υπάλληλός της και προκαλεί έτσι διακοπή ή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών". Πρόκειται για έγκλημα υπαλλακτικά μικτό, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγματώσεώς του, που αναφέρονται στο νόμο, η παράνομη, δηλαδή, είσοδος στους χώρους της υπηρεσίας και η παραμονή σ' αυτούς, παρά τη θέλησή της, μπορεί να εναλλαχθούν και οι πλείονες τρόποι τελέσεως συνιστούν ένα και μόνο έγκλημα. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, στοιχεία του εν λόγω εγκλήματος είναι: α) Η ιδιότητα του χώρου ως καταστήματος δημόσιας, κ.λπ. Υπηρεσίας. Τέτοιοι χώροι νοούνται αυτοί, όπου ασκούνται δραστηριότητες των Υπηρεσιών αυτών, όπως είναι και αυτοί, όπου συνεδριάζουν τα Κέντρα Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού (ΚΕΣΥΠ), τα οποία, όπως σαφώς συνάγεται από τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 2525/1997 "ενιαίο Λύκειο, πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, κ.λπ.", είναι δημόσιες Υπηρεσίες, αφού υπάγονται στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων. β) Παράνομη είσοδος ή παραμονή στους χώρους αυτούς παρά τη θέληση της Υπηρεσίας που τους χρησιμοποιεί, την οποία (θέληση) δηλώνει ο νόμιμος εκπρόσωπος της Υπηρεσίας (και επί ΚΕΣΥΠ ο υπεύθυνος της συνεδριάσεως, της οποίας έγινε η διακοπή ή διατάραξη), η οποία (είσοδος ή παραμονή) να έχει ως συνέπεια τη διακοπή ή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της Υπηρεσίας. Και γ) δόλος του δράστη, που συνίσταται στη γνώση της παράνομης εισόδου ή παραμονής και στη θέληση να προκαλέσει τη διακοπή ή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της Υπηρεσίας. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 30§1 εδ. α του ΠΚ ορίζει ότι "η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν αυτός κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που την συνιστούν". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η πραγματική πλάνη, που είναι άγνοια (πλάνη σε ευρεία έννοια), με την οποία ταυτίζεται και η εσφαλμένη αντίληψη (πλάνη σε στενή έννοια) του πράττοντος για κάποιον ουσιαστικό όρο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, αποκλείει τον καταλογισμό. Επί πραγματικής πλάνης ο δράστης αγνοεί ή εσφαλμένα αντιλαμβάνεται τι πράττει, αναφέρεται δε αυτή σε περιστατικά της εγκληματικής πράξεως και δη όχι μόνο σε γεγονότα ή πραγματικές καταστάσεις, αλλά και σε νομικές ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και είναι αδιάφορο ποια υπήρξε η πηγή της πλάνης. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται εκ τούτου ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. H ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και αυτός περί πραγματικής πλάνης από τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του ΠΚ, αφού η αποδοχή του άγει στον μη καταλογισμό της πράξεως στο δράστη και, κατά συνέπειαν, στην αθώωση αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 548/2012 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα διαταράξεως οικιακής ειρήνης, πράξη που τέλεσε με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) μηνών, ανασταλείσα. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, κατά την απολογία του, προέβαλε πλην άλλων, ότι "δεν υπήρχε σύσκεψη οργάνου, κλήθηκαν άτομα ατάκτως ερριμμένα ... είναι μία συζήτηση ... δεν θα πήγαινα ποτέ χωρίς πρόσκληση αν ήταν ένα πραγματικό όργανο ... πήγα σε μια συζήτηση. Δεν θα έκανα ποτέ τίποτα να διακόψω μια επίσημα διαδικασία. Εγώ θεώρησα τον εαυτό μου υποχρεωμένο να παρευρεθεί και να ενημερώσει αφού δεν είχε γίνει δεκτή η παραίτησή μου ... εγώ ήμουν πεπεισμένος ότι έπρεπε να παρευρεθώ ...". Τα ανωτέρω, στα οποία ενυπάρχει ισχυρισμός για εσφαλμένη αντίληψη του αναιρεσείοντος ως προς το παράνομο της εισόδου και παραμονής του στο συγκεκριμένο χώρο, ήτοι για στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της διαταράξεως οικιακής ειρήνης κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 334 παρ. 3 του ΠΚ, για το οποίο κατηγορείτο και καταδικάστηκε, συνιστούν τον αυτοτελή ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα εξής: Την 7-6-2005 ο υπεύθυνος συντονιστής του ευρωπαϊκού προγράμματος Δικτύων - "Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού" (ΣΕΠ) Σχολικών Μονάδων, καθηγητής Βθμιας Εκπαιδεύσεως, Π. Γ., μηνυτής - πολιτικώς ενάγων, συγκάλεσε σύσκεψη με τους Διευθυντές τριών Σχολείων (Γυμνασίων) (Δ., Δ., Κ.) και τον σύμβουλο του Δικτύου Γ. Π., με αντικείμενο το ως άνω πρόγραμμα και τις οικονομικές εκκρεμότητες αυτού. Η σύσκεψη είχε ορισθεί να γίνει σε χώρο που ανήκε στη Διεύθυνση Βθμιας Εκπαιδεύσεως Ν. Ιωαννίνων και ειδικότερα σε χώρο του γραφείου αυτής, εντός του οποίου εργάζονταν και υπάλληλοι της Διευθύνσεως. Ο κατηγορούμενος ήταν επίσης καθηγητής Βθμιας εκπαιδεύσεως και ήταν υπεύθυνος για την εφαρμογή του ως άνω Προγράμματος (ΓΡΑΣΕΠ) στο Γυμνάσιο .... Όμως από τη θέση αυτή ο κατηγορούμενος είχε υποβάλει την παραίτησή του την 18-5-2005, η δε παραίτησή του είχε αποσταλεί από το Γυμνάσιο αυτό στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, το οποίο επέβλεπε το πρόγραμμα, με το υπ' αριθμ. πρωτ. 452/18-5-2005 έγγραφο. Ενόψει της ως άνω παραιτήσεώς του ο κατηγορούμενος δεν είχε κληθεί από τον μηνυτή στην συνάντηση - σύσκεψη αυτή, η οποία ακριβώς είχε ως αντικείμενο την αντιμετώπιση (και) των θεμάτων που ανέκυψαν, λόγω της παραιτήσεως του κατηγορουμένου από την θέση του υπευθύνου του ως άνω προγράμματος στο Γυμνάσιο .... Γι' αυτό και είχε κληθεί να παρευρεθεί στην συνάντηση η Διευθύντρια του Γυμνασίου (Δ.). Κατά την έναρξη της συναντήσεως και ενώ είχαν προσέλθει οι κληθέντες από τον μηνυτή και είχαν λάβει θέσεις στο υπάρχον γραφείο συσκέψεων, που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί η συνάντηση - σύσκεψη, εμφανίσθηκε ο κατηγορούμενος και ζήτησε να συμμετάσχει σε αυτήν. Ο μηνυτής του γνωστοποίησε ότι δεν μπορεί να συμμετάσχει, αφού είχε μεσολαβήσει η παραίτησή του από την θέση του υπευθύνου του προγράμματος για το Γυμνάσιο ... και ότι για τον λόγο αυτό συμμετείχε η Διευθύντρια του ως άνω Γυμνασίου. Ο κατηγορούμενος επέμενε να συμμετάσχει στην συνάντηση - σύσκεψη και να εκφράσει τις απόψεις του για τα θέματα του προγράμματος. Οι παρευρισκόμενοι Διευθυντές των Σχολείων και ο σύμβουλος Γ. Π. του ζήτησαν, επίσης, να απομακρυνθεί από τον χώρο της συσκέψεως, αφού είχε παραιτηθεί από την προαναφερθείσα θέση και δεν είχε πλέον σχέση με την πορεία του προγράμματος. Παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις του μηνυτή, αλλά και των λοιπών υπηρεσιακών παραγόντων που συμμετείχαν στη σύσκεψη, να αποχωρήσει, προκειμένου να καταστεί δυνατή η πραγματοποίηση της συναντήσεως - συσκέψεως, ο κατηγορούμενος δεν συμμορφώθηκε, αλλά παρέμεινε στο χώρο παρεμποδίζοντας έτσι την λειτουργία της ως άνω συναντήσεως των αρμοδίων υπηρεσιακών παραγόντων και την δυνατότητα αυτών να ανταλλάξουν απόψεις και να λάβουν αποφάσεις σχετικά με την πορεία του προγράμματος. Τελικώς λόγω και της παρεμβάσεως της συζύγου του κατηγορουμένου Ε. Γ., καθηγήτριας επίσης δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, που εργαζόταν στο γραφείο που γινόταν η συνάντηση - σύσκεψη, τα πνεύματα οξύνθηκαν και ο μηνυτής, που πάσχει από την καρδιά του, από την σύγχυση που του προκλήθηκε από την συμπεριφορά του κατηγορουμένου, λιποθύμησε και εισήχθη εκτάκτως στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ιωαννίνων, όπου νοσηλεύθηκε στην Καρδιολογική Κλινική. Για την κατά τα ανωτέρω εξέλιξη των γεγονότων σαφείς και κατηγορηματικές είναι οι καταθέσεις των παρόντων στην σύσκεψη - συνάντηση μαρτύρων κατηγορίας Ι. Δ. και Γ. Π., οι οποίοι διέψευσαν τα κατατεθέντα από την μάρτυρα Ε. Γ. - σύζυγο του κατηγορουμένου, ότι δηλαδή οι παρευρισκόμενοι υπηρεσιακοί παράγοντες δεν είχαν αντίρρηση για την παρουσία του κατηγορουμένου στην σύσκεψη. Από τα παραπάνω σαφώς προκύπτει ότι η συμπεριφορά του κατηγορουμένου πληροί την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της διαταράξεως της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας (αρθρ. 334 παρ.3 ΠΚ). Τούτο διότι: (α) Ο χώρος που εισήλθε ο κατηγορούμενος είχε την ιδιότητα του χώρου δημόσιας υπηρεσίας και συγκεκριμένα χώρου ανήκοντος στη Διεύθυνση Βθμιας Εκπαιδεύσεως Ν. Ιωαννίνων, τούτο δε ασφαλώς το γνώριζε ο κατηγορούμενος, (β) Παρέμεινε στο χώρο αυτό παρά την θέληση του αρμοδίου υπαλλήλου, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο μηνυτής, ο οποίος ως υπεύθυνος του Προγράμματος ΣΕΠ, είχε συγκαλέσει την συνάντηση - σύσκεψη για την εξέταση των θεμάτων που αφορούσαν το Πρόγραμμα που προαναφέρθηκε. Ο μηνυτής στην συγκεκριμένη περίπτωση εξέφραζε την θέληση της υπηρεσίας και ειδικότερα των αρμοδίων υπηρεσιακών παραγόντων που είχαν κληθεί από αυτόν, ως αρμοδίου συντονιστή του Προγράμματος και είχαν προσέλθει προκειμένου να συσκεφθούν και να λάβουν αποφάσεις για τα θέματα αυτά. Το ότι η σύσκεψη θα ελάμβανε χώρα σε χώρο που υπήρχαν και άλλα γραφεία, καθώς και εργαζόμενοι στην ως άνω Υπηρεσία, δεν αναιρεί την παράνομη παραμονή του κατηγορουμένου στο χώρο που θα γινόταν η σύσκεψη, αφού ο χώρος αυτός (γραφείο συσκέψεων) ήταν διακριτός από .τον υπόλοιπο χώρο που ήταν τοποθετημένα τα άλλα γραφεία και ευρίσκοντο οι εργαζόμενοι σε αυτά. Επίσης (γ) η παραμονή αυτή του κατηγορουμένου στο χώρο της συσκέψεως είχε σαν αποτέλεσμα την διατάραξη της ομαλής λειτουργίας της υπηρεσίας, ήτοι της συσκέψεως των ως άνω αρμοδίων υπηρεσιακών παραγόντων, αφού η άρνησή του να αποχωρήσει, μετά τις σχετικές παρακλήσεις και παραινέσεις του μηνυτή αλλά και των άλλων συμμετεχόντων, είχε σαν αποτέλεσμα τελικώς να μη πραγματοποιηθεί η σύσκεψη αυτή. Τέλος (δ) ο κατηγορούμενος ενήργησε ως ανωτέρω με δόλια προαίρεση, ήτοι γνώριζε ότι εισήλθε παράνομα στο χώρο της συσκέψεως, αφού δεν ήταν πλέον, ενόψει της παραιτήσεώς του από υπεύθυνος του Προγράμματος στο Γυμνάσιο ... και ως εκ τούτου δεν είχε δικαίωμα να συμμετέχει σε σύσκεψη που είχε ως αντικείμενο την πορεία του προγράμματος. Σε κάθε δε περίπτωση δεν είχε δικαίωμα να συμμετέχει, αφού δε είχε κληθεί από τον αρμόδιο προς τούτο (μηνυτή), πολύ περισσότερο που όταν εμφανίσθηκε στο χώρο της συσκέψεως του έγινε σύσταση τόσο από τον μηνυτή, όσο και από τους λοιπούς συμμετέχοντες στην σύσκεψη, να αποχωρήσει από τον χώρο αυτό. Επίσης ο κατηγορούμενος είχε την βούληση, την οποία εκδήλωσε με τον τρόπο που αντέδρασε στην πρόσκληση του μηνυτή και των λοιπών υπηρεσιακών παραγόντων να αποχωρήσει, ήτοι με την ρητή άρνηση του στη πρόσκληση αυτή και την παράνομη παραμονή του στο χώρο της συσκέψεως, να προκαλέσει την διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της ως άνω υπηρεσίας, εφ' όσον δεν γινόταν δεκτό το μη νόμιμο αίτημά του να συμμετάσχει στην σύσκεψη. Κατά συνέπεια πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της ως άνω πράξεως, ...". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της διαταράξεως οικιακής ειρήνης, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 334 παρ. 1 του ΠΚ. Συγκεκριμένα, δεν απήντησε καθόλου στον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου περί πραγματικής πλάνης, ο οποίος είχε σαφώς προβληθεί (χωρίς να ήταν αναγκαίο να γίνει επίκληση της οικείας διατάξεως του άρθρου 30 παρ. 1εδ. α του ΠΚ), αφού δεν αιτιολογεί αν ο κατηγορούμενος πίστευε ότι επρόκειτο για συζήτηση και όχι για σύσκεψη οργάνου (δηλαδή ότι δεν επρόκειτο για δραστηριότητα δημόσιας Υπηρεσίας, αλλά για απλή άτυπη συζήτηση) και εντεύθεν ότι δεν συνέτρεχε παράνομη είσοδος και παραμονή του σε χώρο δημόσιας Υπηρεσίας. Επομένως, ο, από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχήν του, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθ. 548/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ιωαννίνων. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Απριλίου 2013. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδικαστική απόφαση για διατάραξη οικιακής ειρήνης της παρ. 3 του άρθρου 334 ΠΚ (παράνομη είσοδος και διαμονή σε χώρο συσκέψεως ΚΕΣΥΠ). Στοιχεία εγκλήματος. Αυτοτελής ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης. Έλλειψη αιτιολογίας ως προς απόρριψη ισχυρισμού. Αναίρεση και παραπομπή.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Πλάνη πραγματική, Διατάραξη οικιακής ειρήνης.
0
Αριθμός 611/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ι. Α. του Γεωργίου, κατοίκου ..., 2) Θ. Α. του Γ., κατοίκου ..., 3) Ε. Α. του Γ., συζ. Γ. Ξ. και 4) Γ. Ξ., κατοίκων ..., ως ασκούντων τη γονική μέριμνα της ανήλικης κόρης τους Δ. Ξ.. Οι 1ος, 3η και 4ος εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Γεωργία Βούλγαρη, η 2η παραστάθηκε με την ίδια ως άνω δικηγόρο. Στο σημείο αυτό η πληρεξουσία δικηγόρος δήλωσε ότι η κόρη της 3ης και του 4ου των αναιρεσειόντων Ε. Ξ. ενηλικιώθηκε, συνεχίζει ατομικά τη δίκη και εκπροσωπείται από την ίδια. Των αναιρεσιβλήτων: Α) Σ. Β., χήρας Σ., κατοίκου ..., 2)Μ. Β. του Σ., κατοίκου ..., και 3) Ε. Χ. του Θ., χήρας Δ. Β., κατοίκου ... ατομικά και ως ασκούσας τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της Σ. Β. του Δ., η τελευταία ως νόμιμος κληρονόμος του αποβιώσαντος Δ. Β. του Σ.. Όλες δεν παραστάθηκαν. Β) Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ του Σελιβείου Πτωχοκομείου - Γηροκομείου, νομίμως εκπροσωπούμενου με έδρα το ..., το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία του Εμμανουέλλα Πανοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. Γ) Δανειστών που επισπεύδουν την εκτέλεση: 1) Σελίβειου Πτωχοκομείου-Γηροκομείου, νομίμως εκπροσωπούμενου, με έδρα το ..., 2) Σ. Γ. του Β., κατοίκου ... και 3)Α. Τ., συζ. Ε., το γένος Β. Γ., κατοίκου ..., οι 2ος και 3η ως κληρονόμων του αποβιώσαντος αρχικού διαδίκου Β. Γ.. Όλοι δεν παραστάθηκαν. Δ) Καθ'ών η εκτέλεση: 1) Μ. Π., συζ. Π., κατοίκου ..., 2) Β. Α., κατοίκου ..., 3) Σ. Μ. του Δ., κατοίκου ..., 4) Α. Μ., χήρας Δ., κατοίκου ..., 5) Κ. Μ. του Δ., κατοίκου ..., 6) Κ. Μ. του Δ., κατοίκου ..., 7) Π. Μ. του Δ., συζ. Ε. Τ., κατοίκου ..., 8) Γ. Β. του Β., κατοίκου ..., 9) Ν. Β. του Β., κατοίκου ..., 10) Κ. Β. του Β., κατοίκου ..., 11) Γ. Β. του Β., κατοίκου ... και 12) Λ. Β. του Β., κατοίκου .... Οι 1η και 2η ως νόμιμοι κληρονόμοι του αποβιώσαντος αρχικού διαδίκου Κ. Μ. του Σ. και Π. Μ., συζ. Κ., οι 4η, 5ος, 6η και 7η ως νόμιμοι κληρονόμοι του μεταποβιώσαντος κληρονόμου του αρχικού διαδίκου (Κ. Μ.), Δ. Μ., οι 9ος, 10ος, 11ος και 12η ως νόμιμοι κληρονόμοι του αποβιώσαντος αρχικού διαδίκου Β. Β. του Ν.. Όλοι δεν παραστάθηκαν. Του προσθέτως παρεμβαίνοντος: Χ. Β. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Πολυζωγόπουλο. Υπέρ των ήδη (Α) αναιρεσιβλήτων και κατά των ήδη αναιρεσειόντων. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31/12/1977 διεκδικητική ανακοπή του αρχικού διαδίκου-αποβιώσαντος Σ. Β. και την από 3/4/2001 κύρια παρέμβαση των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Μεσολογγίου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 108/2001 μη οριστική, 39/2004 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, 913/2003, 726/2004, 372/2009 μη οριστικές και 368/2010 οριστική του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 1/11/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 21/12/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι των παραστάντων διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά την συζήτηση της υποθέσεως ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον οριζόμενο από τον νόμο τρόπο, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει την συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήσαν παρόντες οι διάδικοι. Αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικος του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο τον οποίον ορίζει ο νόμος διάδικος κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στην συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τις με αριθμό 7496 Β/3-7-2012, 7507 Β/10-7-2012, 7487 Β/31-7-2012, 7868 Β/8-11-2012, 7869 Β/8-11-2012, 7862 Β/8-11-2012, 7853 Β/7-11-2012, 7856 Β/7-11-2012, 7854 Β/7-11-2012, 7855 Β/7-11-2012, 7850 Β/7-11-2012, 7849 Β/7-11-2012, 7867 Β/8-11-2012, 7851 Β/7-11-2012, 7852 Β/7-11-2012 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Μεσολογγίου ..., καθώς και από τις με αριθμό 714Β/30-7-2012, 823Β/8-11-2012, 824Β/8-11-2012 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως περιέχον πράξη περί ορισμού δικασίμου και κλήση για να παραστούν κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο της 9-1-2013 επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως με φροντίδα των επισπευδόντων την συζήτηση αναιρεσειόντων στους αναιρεσίβλητους Μ. θυγ. Σ. Β., Ε. Χ. του Θ. χήρας Δ. Β. με τις ιδιότητες που παρίσταται, ΣΕΛΙΒΕΙΟ Πτωχοκομείο - Γηροκομείο, Σ. Γ. του Β., Α. σύζ. Ε. Τ., Κ. Π. του Π. ως κληρονόμο της αποβιώσασας διαδίκου μητέρας του Μ. συζ. Π. Π., Θ. Π. του Π. ως κληρονόμο της αποβιώσασας διαδίκου μητέρας της Μ. συζ. Π. Π., Β. σύζ. Κ. Α. ως κληρονόμο των αποβιωσάντων αρχικών διαδίκων Κ. Μ. και Π. συζ. Κ. Μ., Σ. Μ. του Δ., Α. χήρα Δ. Μ. ως κληρονόμο του μεταποβιώσαντος κληρονόμου του αρχικού διαδίκου (Κ. Μ.) Δ. Μ., Κ. Μ. του Δ. ως κληρονόμο του μεταποβιώσαντος κληρονόμου του αρχικού διαδίκου (Κ. Μ.) Δ. Μ., Κ. Μ. του Δ. ως κληρονόμο του μεταποβιώσαντος κληρονόμου του αρχικού διαδίκου (Κ. Μ.) Δ. Μ., Π. Μ. του Δ., Γ. Β. του Β., Ν. Β. του Β. ως κληρονόμο του αποβιώσαντος αρχικού διαδίκου Β. Β., Ι. Β. χήρα και μοναδική κληρονόμο του αποβιώσαντος διαδίκου Κ. Β., Γ. Β. του Β. ως νόμιμο κληρονόμο του αποβιώσαντος αρχικού διαδίκου Β. Β. και Λ. Β. ως νόμιμη κληρονόμο του αποβιώσαντος αρχικού διαδίκου Β. Β.. Επομένως, εφόσον οι ως άνω αναιρεσίβλητοι δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σε αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατ' αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως ως εάν ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρο 576 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ). Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 63 ΚΠολΔ όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 64 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα εκπροσωπούνται από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους. Ικανός για κάθε δικαιοπραξία, σύμφωνα με το άρθρο 127 ΑΚ, είναι όποιος έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του (ενήλικος). Άρα ο ανήλικος δεν έχει δικαίωμα να παρίσταται με το δικό του όνομα στο δικαστήριο, αλλά εκπροσωπείται σ' αυτό από τους δύο γενείς του, οι οποίοι από κοινού ασκούν τη γονική μέριμνά του (άρθρ. 1510 ΑΚ). Διάδικος όμως είναι το ανήλικο τέκνο και όχι οι γονείς του, οι οποίοι απλώς αναπληρώνουν την έλλειψη ικανότητας του τέκνου να παρίσταται το ίδιο στο δικαστήριο με το δικό του όνομα. Κατά συνέπεια, σε δίκη με διάδικο ανήλικο τέκνο που δεν έχει περατωθεί, μετά την ενηλικίωσή του, οπότε αυτό καθίσταται ικανό για κάθε δικαιοπραξία, επομένως και για να υπερασπίζεται τα δίκαιά του, παύει αυτοδικαίως η αντιπροσωπευτική εξουσία του νόμιμου αντιπροσώπου του και στο εξής, χωρίς να μεσολαβήσει διακοπή της δίκης κατά τα άρθρα 286 επ. ΚΠολΔ, συνεχίζεται πλέον η διαδικασία με τη συμμετοχή στη δίκη του τέκνου που ενηλικιώθηκε (ΑΠ 1436/2010). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, μεταξύ των διαδίκων στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκαν η προσβαλλόμενη 368/2010 απόφαση του Εφετείου Πατρών ήταν και η ανήλικη Ε. Ξ., η οποία εκπροσωπήθηκε από τους δύο γονείς της Ε. Α. σύζ. Γ. Ξ. και Γ. Ξ., που ασκούσαν τη γονική μέριμνά της. Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά της ως άνω αποφάσεως ασκήθηκε και από την προαναφερόμενη ανήλικη, εκπροσωπουμένη από τους νομίμους αντιπροσώπους της (γονείς της). Όμως, η ανωτέρω διάδικος Ε. Ξ. ενηλικιώθηκε ήδη και συνεπώς νομίμως αυτή παραστάθηκε με το δικό της όνομα κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου, αφού μετά την ενηλικίωσή της κατέστη ικανή για να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό της όνομα και έπαυσε αυτοδικαίως η αντιπροσωπευτική εξουσία των νομίμων αντιπροσώπων της. Επειδή, κατά το άρθρο 80 ΚΠολΔ, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να τον υποστηρίξει. Από την διάταξη αυτή προκύπτει, ότι πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου (ΟλΑΠ 1/1996). Περαιτέρω, από την παραπάνω διάταξη και τον συνδυασμό αυτής με την διάταξη του άρθρου 68 του ιδίου Κώδικα προκύπτει, ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση προσθέτου παρεμβάσεως, είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται στο δικόγραφο της παρεμβάσεως κατά την ρητή διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1 εδάφ. β' ΚΠολΔ. Έννομο δε συμφέρον προς παρέμβαση υφίσταται, όταν με αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία εις βάρος του νομικής υποχρεώσεως, που, είτε απειλούνται από την δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της (ΟλΑΠ 8/1998, ΑΠ 1171/2012). Εξάλλου, ως τρίτος, κατά την έννοια της ιδίας διατάξεως του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος, ο οποίος δεν έχει προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου στην αρχική δίκη, μη ταυτιζόμενος νομικώς με κάποιον από αυτούς, όπως συμβαίνει επί καθολικής ή οιονεί καθολικής διαδοχής, ενώ θεωρούνται ως τρίτοι, δικαιούμενοι να ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση, οι ειδικοί διάδοχοι των αρχικών διαδίκων, ανεξαρτήτως του χρόνου που απέκτησαν την ιδιότητα αυτή, προ ή κατά την διάρκεια της δίκης. Από τις ίδιες δε ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό και προς εκείνη του άρθρου 215 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η πρόσθετη παρέμβαση, εκκρεμούσης αναιρέσεως, ασκείται διά καταθέσεως δικογράφου, κοινοποιουμένου σε όλους τους διαδίκους και περιέχοντος τα στην παρ. 1 του άρθρου 81 οριζόμενα στοιχεία. Στην προκείμενη περίπτωση, ο Χ. Β. άσκησε το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατέθηκε στην γραμματεία του Αρείου Πάγου, στις 5-11-2012, πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των εν αρχή αναιρεσιβλήτων και κατά των αναιρεσειόντων. Έχει δε έννομο συμφέρον ο ανωτέρω να παρέμβει στην εκκρεμή κύρια δίκη, γιατί, όπως αναφέρεται στο δικόγραφο της προσθέτου παρεμβάσεως, αποδεικνύεται δε και από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο προσθέτως παρεμβάς απέκτησε την ιδιότητα του ειδικού διαδόχου επί του επίδικου ακινήτου διά της προς αυτόν από τον δικαιοπάροχο των ως άνω αναιρεσιβλήτων Σ. Β. πωλήσεως του επίδικου ακινήτου με το υπ' αριθμ. .../1989 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Μεσολογγίου Παναγιώτη Μακρυγιάννη, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ορίστηκε δε δικάσιμος για την εκδίκαση της υπόθεσης από τον Προεδρεύοντα του Γ' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου η 9-1-2013 και προθεσμία κοινοποίησης της πρόσθετης παρέμβασης 10 ημέρες πριν τη δικάσιμο, μετά από σύντμηση της σχετικής προθεσμίας των 60 ημερών. Από δε τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες με αριθμούς 7541Β/3-12-2012, 7542 Β/3-12-2012, 7543 Β/3-12-2012, 7544 Β/4-12-2012, 7547 Β/4-12-2012, 7548 Β/4-12-2012, 7549 Β/4-12-2012, 7550 Β/4-12-2012, 7551 Β/4-12-2012, 7552 Β/4-12-2012, 7553 Β/4-12-2012, 7554 Β/4-12-2012, 7555 Β/4-12-2012, 7556 Β/4-12-2012, 7557 Β/4-12-2012, 7558 Β/4-12-2012 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Μεσολογγίου ..., καθώς και με αριθμούς 11426β, 11427β, 11428β, 11429β, 11430β, 11431β/16-11-2012 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... προκύπτει ότι εμπρόθεσμα επιδόθηκε η πρόσθετη παρέμβαση σε όλους του διαδίκους. Επομένως, η άνω πρόσθετη παρέμβαση είναι παραδεκτή και νόμιμη λόγω υπάρξεως εννόμου συμφέροντος του προσθέτως παρεμβάντος από τις αντανακλαστικές, γι' αυτόν, έννομες συνέπειες της αποφάσεως που θα εκδοθεί, και αφού έχει επιδοθεί σε όλους τους διαδίκους, πρέπει να συνεκδικαστεί με την αίτηση αναιρέσεως. Επειδή, η κυρία παρέμβαση, η οποία κατά περιεχόμενο, σκοπό, συνέπειες και δύναμη εξομοιώνεται με την κυρία αγωγή, από την οποία τυπικώς διαφέρει γιατί δεν είναι εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης αλλά παρεμπίπτουσα αγωγή τρίτου κατά των αρχικών διαδίκων ή των υπεισελθόντων στη θέση τους, αποτελεί διαδικαστική πράξη με την οποία τρίτος συμμετέχει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη και έχει αυτοτέλεια έναντι της αγωγής, καθόσον ο κυρίως παρεμβαίνων υποβάλλει αίτημα παροχής έννομης προστασίας με την μορφή της διαγνώσεως ότι δικαιούχος του επίδικου αντικειμένου είναι αυτός. Η κυρία παρέμβαση στηρίζεται στο ίδιο δικαίωμα ή στην ίδια έννομη σχέση ως προς όλους τους κυρίους διαδίκους, το επικαλούμενο δε δικαίωμα είναι τέτοιο που να μπορεί να στραφεί εναντίον όλων των αρχικών διαδίκων, χωρίς να απαιτείται να στηρίζεται η αξίωση του παρεμβαίνοντος στην ίδια ιστορική και νομική αιτία που στηρίζεται και η αγωγή του κυρίου διαδίκου. Έτσι η κυρία παρέμβαση, με την οποία εισάγεται αυτοτελής έναντι της αγωγής αίτηση παροχής έννομης προστασίας για το αντικείμενο της αγωγής, αποτελεί παρεμπίπτουσα αγωγή που απλώς συνεκδικάζεται λόγω συνάφειας με την αγωγή, για την οποία δημιουργείται νέα παρεμπίπτουσα δίκη, αυτοτελής έναντι της αρχικής, με αντιδίκους του παρεμβαίνοντος τους αρχικούς διαδίκους, χωρίς την δημιουργία σχέσεως ομοδικίας απλής ή αναγκαστικής των τελευταίων έναντι του παρεμβαίνοντος (ΑΠ 1417/2010, ΑΠ 847/2007). Ο παρεμβαίνων πρέπει κατά τον χρόνο ασκήσεως της παρεμβάσεως να είναι τρίτο πρόσωπο, το οποίο δεν έχει προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου στην αρχική δίκη, ούτε να ταυτίζεται με τους αρχικούς διαδίκους και γι' αυτό αν ασκήθηκε κυρία παρέμβαση στην πρωτόδικη δίκη, αποκλείεται η άσκηση νέας παρέμβασης στην κατ' έφεση δίκη από τον πρωτοδίκως παρεμβάντα και αν ακόμη απορρίφθηκε αυτή, γιατί είχε καταστεί αυτός διάδικος. Έτσι αν απορρίφθηκε πρωτοδίκως η κυρία παρέμβαση αποκλείεται και είναι απαράδεκτη η επανάληψή της στον δεύτερο βαθμό. Χωρεί μόνον έφεση από τον έχοντα προς τούτο έννομο συμφέρον κυρίως παρεμβαίνοντα κατά της πρωτόδικης αποφάσεως που απέρριψε την κυρία παρέμβασή του. Περαιτέρω, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, που στόχο έχει τη διασφάλιση του συζητητικού συστήματος (άρθρ. 106 ΚΠολΔ), αλλά και την αρχή της ακρόασης των διαδίκων (άρθρ. 110 παρ. 2 ΚΠολΔ), ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο και εκτιμώντας προφανώς εσφαλμένα τα διαδικαστικά έγγραφα (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) είτε έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 13/1995) είτε δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν επίσης ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, νοούνται δε ως πράγματα οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 374/2012, 1225/2004), δηλαδή οι ισχυρισμοί που κατά το νόμο διαμόρφωσαν ή ανάλογα ήταν ικανοί να διαμορφώσουν το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης (ΟλΑΠ 2/1989, ΑΠ 864/2003, 1072/2005), θα πρέπει δε, αν πρόκειται για ισχυρισμούς που δεν λήφθηκαν υπόψη, ενώ έπρεπε να ληφθούν, να προτάθηκαν παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 12/2000, 2/2001) και μάλιστα από τον ήδη αναιρεσείοντα (ΑΠ 881/1988). Επομένως, δεν ιδρύει τον παραπάνω λόγο αναίρεσης η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει σε ισχυρισμό εκπρόθεσμο (ΑΠ 867/1988), αόριστο και γενικώς απαράδεκτο, μη νόμιμο ή αλυσιτελή (ΟλΑΠ 2/1989, ΑΠ 14/2004) ή σε απλώς αρνητικό ή διευκρινιστικό ισχυρισμό, δηλαδή σε ισχυρισμό που δεν καταλήγει στην επίκληση έννομης συνέπειας (ΑΠ 1058/1998) και βέβαια το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει ούτε στα πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων που αντλούν αυτοί από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, έστω και αν διατυπώνονται υπό τη μορφή λόγου έφεσης (ΑΠ 140/2006, 857/2007), ούτε στα νομικά επιχειρήματά τους, που σε αντίθεση με τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους δεν περιέχουν κρίση ως προς την επέλευση ή όχι μιας έννομης συνέπειας, αλλά προβάλλονται με σκοπό να συμβάλλουν στον καθορισμό του αληθινού νοήματος του επικαλούμενου ή αποκρουόμενου στη συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος, αν το δικαστήριο έλαβε μεν υπόψη του τον κρίσιμο ισχυρισμό, όμως τον απέρριψε, ρητά ή και σιωπηρά (ΑΠ 839/2010), για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1991, ΑΠ 448/1996, 1668/2005). Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ χωρεί αναίρεση και όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι ως απαράδεκτο, του οποίου η από το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξη ή μη κήρυξη ιδρύει λόγο αναιρέσεως, νοείται όχι το ουσιαστικό απαράδεκτο, αλλά εκείνο που είναι συνέπεια παραβιάσεως δικονομικών διατάξεων, οι οποίες θέτουν ορισμένες προϋποθέσεις ως προς τη διαδικαστική πράξη, η μη τήρηση των οποίων αποκλείει εκ των προτέρων την πράξη (ΟλΑΠ 963/1985). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει, ότι στην εκκρεμή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκη, που είχε ανοιγεί με την άσκηση της από 31-12-1977 διεκδικητικής ανακοπής του Σ. Β., άσκησαν την από 3-4-2001 κυρία παρέμβασή τους οι ήδη αναιρεσείοντες, με την οποία ζήτησαν να απορριφθεί η ως άνω διεκδικητική ανακοπή και αναγνωριστούν οι ίδιοι συγκύριοι κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου συνολικά του επίδικου ακινήτου εκτάσεως 200 στρεμμάτων, καθώς και τμήματος μείζονος ακινήτου εκτάσεως 638,68 τ.μ. στρεμμάτων, άλλως 342,50 τ.μ. στρεμμάτων αυτού. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο συνεκδίκασε την κυρία παρέμβαση με την ανακοπή και την πρόσθετη παρέμβαση που είχε ασκήσει ο Υπουργός των Οικονομικών υπέρ του πρώτου εκ των καθών η ανακοπή Σελίβειου Πτωχοκομείου - Γηροκομείου και εξέδωσε την 108/2001 οριστική του απόφαση, η οποία δέχτηκε εν μέρει την διεκδικητική ανακοπή, ενώ απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την κυρία παρέμβαση. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησαν εφέσεις οι καθών η ανακοπή Σελίβειο Πτωχοκομείο κ.λ.π. και ο προσθέτως παρεμβάς Υπουργός των Οικονομικών, οι οποίες έγιναν δεκτές με την 913/2003 απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση κατά το μέρος της που αναφέρεται στην ανακοπή και κηρύχθηκε απαράδεκτη η μετ' απόδειξη συζήτηση της ανακοπής, την οποία είχε επισπεύσει ο Χ. Β., συνεχίζοντας τη δίκη ως ειδικός διάδοχος του ανακόπτοντος Σ. Β. χωρίς όμως να ασκήσει ο ίδιος παρέμβαση στη δίκη. Ακολούθως, οι καθολικοί διάδοχοι του αρχικού ανακόπτοντος και ήδη με στοιχείο Α) αναιρεσίβλητοι, επανέφεραν με κλήση τους προς μετ' απόδειξη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο την διεκδικητική ανακοπή, το οποίο εξέδωσε την 39/2004 οριστική του απόφαση, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την διεκδικητική ανακοπή, αναγνωρίζοντας την ακυρότητα της προσβαλλόμενης εκθέσεως και την κυριότητα του αρχικώς ανακόπτοντος Σ. Β. στο επίδικο ακίνητο και διέταξε την απόδοση αυτού στους αναιρεσίβλητους καθολικούς διαδόχους του. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε έφεση το προσθέτως παρεμβάν Ελληνικό Δημόσιο, ενώ οι ασκήσαντες την απορριφθείσα πρωτοδίκως από 3-4-2001 κυρία παρέμβασή τους και ήδη αναιρεσείοντες άσκησαν εκ νέου ενώπιον του Εφετείου την από 6-10-2008 κυρία παρέμβασή τους. Εδώ ας σημειωθεί, ότι κατά της ως άνω 108/2001 πρωτόδικης απόφασης που είχε απορρίψει κατ' ουσίαν την από 3-4-2001 κυρία παρέμβαση είχαν επίσης ασκήσει οι κυρίως παρεμβάντες έφεση καθώς και το από 27-1-2004 δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η 726/2004 απόφαση του Εφετείου, η οποία εξαφάνισε την εκκαλούμενη 108/2001 πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την από 3-4-2001 κυρία παρέμβαση ως απαράδεκτη με το αιτιολογικό ότι αυτή "δεν στρέφεται και κατά του ανακόπτοντος Σ. Β., ο οποίος εξακολουθεί να είναι διάδικος, αλλά στρέφεται κατά το μη διαδίκου Χ. Β., ο οποίος μη νομίμως επέσπευσε τη συζήτηση της ανακοπής, και ότι άλλως η συζήτηση της κυρίας παρέμβασης θα ήταν επίσης απαράδεκτη, αφού παραμένει εκκρεμής η κύρια δίκη επί της ανακοπής, με την οποία συνεκδικάζεται η παρέμβαση". Στη συνέχεια, όπως προαναφέρθηκε, κατά της ανωτέρω 39/2004 απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου οι ασκήσαντες την απορριφθείσα από 3-4-2001 κυρία παρέμβασή τους και ήδη αναιρεσείοντες, άσκησαν εκ νέου ενώπιον του Εφετείου την από 6-10-2008 κυρία παρέμβασή τους κατά των καθολικών διαδόχων του αρχικού ανακόπτοντος και του προσθέτως παρεμβάντος Ελληνικού Δημοσίου και ήδη αναιρεσιβλήτων, αντιποιούμενοι το επίδικο ακίνητο και ζητώντας όσα ακριβώς ζητούσαν με το δικόγραφο της από 3-4-2001 κυρίας παρεμβάσεώς τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε ως απαράδεκτη την εκ νέου ασκηθείσα ένδικη κυρία παρέμβαση με το αιτιολογικό ότι "η επαναλαμβανόμενη ενώπιον του Εφετείου κυρία παρέμβαση με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο και αιτήματα με την απορριφθείσα κατ' ουσίαν κυρία παρέμβαση που είχε ασκηθεί στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είναι απαράδεκτη". Οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 8 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον αυτοτελή ισχυρισμό τους, που νόμιμα πρόβαλαν, ότι αυτοί είχαν ασκήσει έφεση και πρόσθετους λόγους έφεσης κατά της 108/2001 απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία είχε απορριφθεί η ενώπιον του τελευταίου ασκηθείσα από 3-4-2001 κυρία παρέμβασή τους. Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν ασκούσε ουσιώδη επίδραση στην προκείμενη περίπτωση, δεδομένου ότι το Εφετείο απέρριψε ως απαράδεκτη την ενώπιόν του εκ νέου ασκηθείσα κυρία παρέμβαση με την παραδοχή, η οποία επαρκώς στηρίζει την κρίση του και τη σχετική διάταξη του διατακτικού, ότι επαναλαμβάνεται ενώπιόν του η κυρία παρέμβαση με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο και αιτήματα με την απορριφθείσα κατ' ουσίαν κυρία παρέμβαση που είχε ασκηθεί στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επομένως, ο λόγος αυτός αναίρεσης αλυσιτελώς προβάλλεται και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, το Εφετείο με το να απορρίψει την ένδικη από 6-10-2008 κυρία παρέμβαση των αναιρεσειόντων με την προαναφερομένη αιτιολογία, ότι επαναλαμβάνεται ενώπιόν του η κυρία παρέμβαση με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο και αιτήματα με την απορριφθείσα κατ' ουσίαν κυρία παρέμβαση που είχε ασκηθεί στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο και συνακόλουθα δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ. Επομένως, ο δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Επειδή, ο λόγος αναίρεσης που προβλέπεται από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.ΠολΔ αναφέρεται στην παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή, κανόνων που ρυθμίζουν τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωμάτων και τη γένεση των υποχρεώσεων και επιβάλουν κυρώσεις, χωρίς να ενδιαφέρει σε ποιο επίπεδο εντάσσεται ο κανόνας από άποψη ιεραρχίας των πηγών του δικαίου. Άρα, ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όσον αφορά στην παραβίαση δικονομικών διατάξεων, που καθορίζουν τον τρόπο, τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας. Επομένως, ο δεύτερος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγος της αναίρεσης με τον οποίο υπό την επίκληση αναιρετικής πλημμέλειας από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 79 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η οποία ρυθμίζει την άσκηση της κυρίας παρέμβασης, επειδή το Εφετείο απέρριψε ως απαράδεκτη την ασκηθείσα ενώπιόν του από 6-10-2008 κυρία παρέμβαση, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να γίνει δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση και να καταδικαστoύν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του παρισταμένου με στοιχείο Β) αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, μειωμένα όμως κατ' άρθρο 22 του ν. 3693/1957, καθώς και του παρισταμένου προσθέτως παρεμβάντος υπέρ των αναρεσιβλήτων και κατά των αναιρεσειόντων Χ. Β. (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει την από 1-11-2011 αίτηση των αναιρεσειόντων 1) Ι. Α. κ.λ.π. για αναίρεση της 368/2010 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών με την από 5-11-2012 πρόσθετη παρέμβαση του Χ. Β. υπέρ των εν αρχή αναιρεσιβλήτων. Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης. Δέχεται την πρόσθετη παρέμβαση. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του παρισταμένου με στοιχεία (Β) αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ, και του παρισταμένου προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ των αναιρεσιβλήτων Χ. Β., τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγος από 8 περ. β' άρθρου 559 ΚΠολΔ. Απορρίπτεται ως αλυσιτελείς .Λόγος από αριθμό 14. Απορρίπτει ο λόγος από 1 για παραβίαση δικονομικών διατάξεων απορρίπτεται ως απαράδεκτος.
Αγωγή διεκδικητική
Αγωγή διεκδικητική.
0
Αριθμός 612/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Α. Π. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Θεοδωρακόπουλο, σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ.5, 3, 8 παρ.1, 9 Ν. 3226/2004 και την 7057/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων). Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. - Μ. Π. του Ι., κατοίκου ..., 2) Ν. Π. του Ι., κατοίκου ..., 3) Γ. Π. του Ι., κατοίκου ..., 4) Α. Π. του Ι., κατοίκου ..., 5) Μ. Π., συζ. Α., το γένος Ι. Π., κατοίκου ..., και 6) Δ. L. Π., κατοίκου ... . Η 1η εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μινέρβα Αντωνίου, οι 2ος, 3ος, 4ος και 5η παραστάθηκαν με την ίδια ως άνω δικηγόρο, και ο 6ος δεν παραστάθηκε. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/3/2002 αγωγή της ήδη 1ης αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7266/2002 και μετά από αποκοπή ερημοδικίας, 1016/2005 του ιδίου Δικαστηρίου, και 4690/2007 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 21/2/2008 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/9/2010 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Τσόλα, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξουσία των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1, 96 παρ.3, 104, 226 παρ.4, 568, 575 και 576 παρ.1-3 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι για να συζητηθεί η αίτηση αναιρέσεως στη δικάσιμο που ορίστηκε μετά από αναβολή εκ του πινακίου από προηγούμενη δικάσιμο, όταν ένας από τους αναιρεσιβλήτους-αναγκαίους ομοδίκους που επισπεύδουν τη συζήτηση και οι οποίοι είχαν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την προηγούμενη δικάσιμο (κατά την οποία δόθηκε η αναβολή) απουσιάζει κατά τη νέα, μετά την αναβολή δικάσιμο, πρέπει να αποδεικνύεται ότι ο δικηγόρος που επισπεύδει τη συζήτηση και παρέστη κατά την αναβολή είχε την προς τούτο πληρεξουσιότητα, με συμβολαιογραφική πράξη ή με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και του ήδη απουσιάζοντος αναιρεσιβλήτου, ή ότι ο απουσιάζων αναιρεσίβλητος έχει κλητευθεί στη νέα δικάσιμο και έχει επιδοθεί σ' αυτόν (και) αντίγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως. Αν οι προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχουν, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως και δη ως προς όλους τους διαδίκους. Εν προκειμένω, με την από 6-11-2009 κλήση των αναιρεσιβλήτων, που είναι αναγκαίοι ομόδικοι, φέρεται προς συζήτηση η από 2-2-2008 αίτηση της καθ'ης η κλήση Α. Π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4690/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, μετά τη ματαίωση της συζητήσεως κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 7-10-2009 και κατόπιν αναβολής εκ του πινακίου κατά τις δικασίμους της 22-9-2010, που είχε ορισθεί επί της ανωτέρω κλήσεως, και της 5-10-2011 (λόγω αποχής των δικηγόρων), που είχε ορισθεί μετά την (πρώτη) αναβολή. Όπως προκύπτει από τα οικεία πινάκια, κατά την προαναφερθείσα δικάσιμο της 22-9-2010 παρέστησαν όλοι οι (επισπεύδοντες) αναιρεσίβλητοι, πλην του τελευταίου (έκτου) Δ. L.-Π., ο οποίος απουσίαζε, κατά την μετ' αναβολήν δε ως άνω δικάσιμο της 5-10-2011, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε και πάλι εκ του πινακίου για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο της 23-1-2013, όλοι οι αναιρεσίβλητοι , μεταξύ των οποίων και ο προειρημένος έκτος, εκπροσωπήθηκαν από τη δικηγόρο Μινέρβα Αντωνίου, η οποία και υπογράφει την ανωτέρω κλήση. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, παρέστησαν από τους αναιρεσιβλήτους κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (παρούσα δικάσιμος της 23-1-2013) η πρώτη, Κ.-Β. Π., δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου Μινέρβας Αντωνίου, και οι λοιποί, πλην του έκτου, από αυτούς μετά της ιδίας πληρεξουσίας δικηγόρου, ενώ απουσίαζε ο έκτος αναιρεσίβλητος, που δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου. Από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται ότι α) ο ήδη απουσιάζων έκτος αναιρεσίβλητος είχε δώσει (και αυτός) πληρεξουσιότητα με έναν από τους προαναφερθέντες νόμιμους τρόπους στην ειρημένη δικηγόρο Μινέρβα Αντωνίου για να επισπεύσει και για λογαριασμό του τη συζήτηση της αναιρέσεως και να παραστεί κατά την ανωτέρω δικάσιμο της 5-10-2011, κατά την οποία, όπως προαναφέρθηκε, η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε για την παρούσα δικάσιμο, ούτε ότι β) ο απουσιάζων έκτος αναιρεσίβλητος κλήθηκε στην τελευταία αυτή δικάσιμο για τη συζήτηση της υποθέσεως και ότι γ) έχει επιδοθεί σ' αυτόν αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη η συζήτηση της υποθέσεως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, ως προς όλους τους διαδίκους. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 21-2-2008 αιτήσεως της Α. Ι. Π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4690/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για το παραδεκτό της συζήτησης αιτήσεως αναιρέσεως όταν απουσιάζει ένας από τους (αναγκαίους) ομοδίκους-αναιρεσιβλήτους που επισπεύδουν τη συζήτηση πρέπει να αποδεικνύεται ότι α) ο απουσιάζων αναιρεσίβλητος είχε δώσει και αυτός πληρεξουσιότητα στον δικηγόρο που επισπεύδει τη συζήτηση για λογαριασμό των αναιρεσιβλήτων, ή ότι β) ο απουσιάζων αναιρεσίβλητος έχει κλητευθεί στη συζήτηση και (ότι) έχει επιδοθεί σ’ αυτόν και αντίγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως. Αλλιώς η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως, και δη ως προς όλους τους διαδίκους.
Πληρεξουσιότητα
Πληρεξουσιότητα , Απαράδεκτη συζήτηση.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 608/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Γ. Κ. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Βγόντζα, περί αναιρέσεως της με αριθμό 5746/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Αυγούστου 2012 αίτησή της η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 972/2012. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης ως προς την επιμέτρηση της ποινής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια από την κατοχή άλλου, ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα παράνομα. Η αφαίρεση συνίσταται στην άρση της ξένης κατοχής, η οποία υφίσταται στο κινητό πράγμα και στη θεμελίωση νέας σ' αυτό κατοχής από το δράστη ή τρίτο με το σκοπό της παράνομης ιδιοποιήσεώς του, στην έννοια δε της κατοχής που εκφράζει εξουσίαση κάποιου προσώπου σε σχέση με ένα πράγμα περιλαμβάνεται τόσο η πραγματική εξουσία επί του πράγματος, όσο και η βούληση για την εξουσίασή του. Η αφαίρεση αυτή απαιτείται να έγινε αυτογνωμόνως και χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου του πράγματος. Το έγκλημα της κλοπής θεωρείται τετελεσμένο ευθύς ως εκείνος που αφαίρεσε το ξένο πράγμα από την κατοχή του άλλου θέσει αυτό ολοκληρωτικά στη δική του φυσική εξουσία έστω και για ελάχιστο χρόνο. Η αξία του αντικειμένου της κλοπής, δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικώς υποστάσεως της, εφόσον δεν χαρακτηρίσθηκε ως κλοπή με αντικείμενο, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη, υπ' αριθ. 5746/2012, απόφαση του Β' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημ/των), που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε, η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη για την αξιόποινη πράξη της κλοπής, σε ποινή φυλακίσεως δέκα τεσσάρων (14) μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, ήτοι την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας, τα έγγραφα και την απολογία της κατηγορουμένης, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Η κατηγορούμενη, στο ..., στις 25-11-2005, εισήλθε στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της πολυκατοικίας επί της οδού ..., ιδιοκτησίας της Μ. Α. και αφαίρεσε τα χρυσαφικά, που αναφέρονται στο διατακτικό της απόφασης αναλυτικά και δύο κινητά, συνολικής αξίας 3.500 ευρώ και το ποσό των 25 ευρώ σε μετρητά, τα οποία ιδιοποιήθηκε παράνομα. Η Αστυνομία διεπίστωσε ότι η κατηγορούμενη ήταν η δράστις της ως άνω κλοπής, δακτυλοσκοπικά, δεδομένου ότι ένα τμήμα δακτυλικού αποτυπώματος, που βρέθηκε στην εξωτερική επιφάνεια συσκευασίας σκουλαρικιών, που ήταν στο δάπεδο υπνοδωματίου του διαμερίσματος της παθούσας ταυτίζεται με το αποτύπωμα του αριστερού δείκτη της κατηγορουμένης, η οποία ήταν προσεσημασμένη. Η κατηγορούμενη αρνείται την κατηγορία και ισχυρίζεται ότι μέλη της οικογενείας του συζύγου της, οι οποίοι είναι τσιγγάνοι προσπαθούν να την ενοχοποιήσουν, καθώς επίσης και το σύζυγό της, επειδή βλέποντας ότι διαπράττουν κλοπές, τα ως άνω άτομα, έφυγαν από τον καταυλισμό και φοβούντο μήπως τους καταγγείλουν. Όμως, η κατηγορουμένη δεν μπόρεσε να δώσει μία λογική εξήγηση, πως βρέθηκε δακτυλικό της αποτύπωμα σε αντικείμενο εντός του υπνοδωματίου του διαμερίσματος της παθούσης, αν η κατηγορουμένη δεν είχε εισέλθει σ' αυτό. Δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι μπορεί τα σκουλαρίκια, που βρέθηκαν στον ως άνω χώρο να τα είχαν κλέψει κάποιοι από τον καταυλισμό, που διέμεναν, από την οικία τους και τα έβαλαν στο εν λόγω διαμέρισμα της παθούσας για να την ενοχοποιήσουν. Η κατηγορουμένη δεν περιγράφει τα σκουλαρίκια, που είχε στην οικία της, τα οποία της έλειπαν, για να διαπιστωθεί αν ήταν τα ίδια, αν κατήγγειλε αυτό το περιστατικό της κλοπής στην Αστυνομία, δεν κατονομάζει, ποίοι διέπραξαν την εν λόγω κλοπή και τοποθέτησαν αυτά στο διαμέρισμα της παθούσας. Εξάλλου, αν συγγενείς του συζύγου της ή άτομα από τον καταυλισμό, που διέμεναν, το έκαναν αυτό για να ενοχοποιήσουν την κατηγορουμένη, υπήρχε κίνδυνος να ενοχοποιηθούν και οι ίδιοι στρέφοντας τις υποψίες της Αστυνομίας προς τους τσιγγάνους του παραπάνω καταυλισμού και του κινδύνου η κατηγορουμένη να καταγγείλλει, ποίοι από τους τσιγγάνους διέπραξαν την εν λόγω κλοπή. Το γεγονός ότι η κατηγορουμένη ήταν έγκυος δεν αναιρεί τη δυνατότητά της να διαπράττει κλοπές, από τα έγγραφα, δε, που προσκόμισε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι ήταν επτά (7) μηνών έγκυος και δεν είχε προβλήματα με την εγκυμοσύνη της, όταν έλαβε χώρα η κλοπή κατά της παθούσας. Κατόπιν τούτου, η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη για την αξιόποινη πράξη, για την οποία κατηγορείται, απορριπτομένου του αιτήματός της να αναγνωρισθεί σ' αυτή το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2ε' ΠΚ ...". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα άνω, απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, της κλοπής, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1, 372 παρ. 1α ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, παρατίθεται στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης, η αφαίρεση από την κατηγορουμένη, των κινητών πραγμάτων ιδιοκτησίας της παθούσας, ήτοι χρυσαφικών, που εξειδικεύονται στο διατακτικό, το οποίο αλληλοσυμπληρώνει το σκεπτικό, καθώς επίσης παρατίθεται τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό, η αφαίρεση δύο κινητών τηλεφώνων και ποσού 25 ευρώ, καθώς επίσης παρατίθεται και ο σκοπός, της παράνομης ιδιοποίησής τους, από την κατηγορουμένη. Συνεπώς ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, 3ος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως αιτιολογίας της περί ενοχής, κύριας απόφασης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του ΚΠΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άνω άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση, που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου, περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτά και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης ο συνήγορος της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας ο οποίος παραστάθηκε στο εκδόν την προσβαλλομένη απόφαση δικαστήριο, υπέβαλε αίτημα, αναβολής, άλλως διακοπής της δίκης για κρείσσονας αποδείξεις, προκειμένου να προσκομιστεί στο δικαστήριο, έγγραφο της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών ερευνών, που να απαντά αν βρέθηκαν άλλα δακτυλικά αποτυπώματα, ανόμοια με αυτά της κατηγορουμένης, σε σταθερές επιφάνειες της οικίας της παθούσας. Το εν λόγω αίτημα, αφού αναπτύχθηκε προφορικά από το συνήγορο υπεράσπισης της κατηγορουμένης, καταχωρήθηκε γραπτώς στα πρακτικά, το περιεχόμενό του δε, έχει ως ακολούθως: "Η δικογραφία που κρίνετε και έχει σχηματισθεί σε βάρος μου ανεσύρθη από το αρχείο εκκρεμών υποθέσεων, κατόπιν αποστολής του από 15.6.2007 εγγράφου της ΔΕΕ, με το οποίο ταυτοποιήθηκε τμήμα δακτυλικού αποτυπώματός μου με δακτυλικό αποτύπωμα που βρέθηκε στην εξωτερική επιφάνεια συσκευασίας σκουλαρικιών που βρέθηκε στην οικία της παθούσας. Σύμφωνα με το ανωτέρω έγγραφο βρέθηκε τμήμα δακτυλικού μου αποτυπώματος σε εξωτερική μάλιστα επιφάνεια κινητού πράγματος σε οικία της παθούσας, το οποίο μάλιστα κινητό πράγμα δεν έχει αναγνωρίσει ότι της ανήκει! Στο σημείο αυτό, με δεδομένο ότι προέκυψε από την κατάθεση της παθούσας και μετά τις ερωτήσεις της υπεράσπισης ότι αυτός ή αυτοί που πράγματι είχαν εισβάλει στην οικία της παθούσας είχαν ερευνήσει τις ντουλάπες, τη συρταριέρα που αποτελούνται από υλικά στα οποία εντυπώνεται αποτύπωμα (ξύλο ανέφερε χαρακτηριστικά η ίδια η παθούσα) υποβάλω το αίτημα να αναβληθεί άλλως να διακοπεί η εκδίκαση της υποθέσεως και να ζητηθεί από τη ΔΕΕ έγγραφο που να απαντά, αν βρέθηκαν άλλα αποτυπώματα άλλων ατόμων ανόμοια με τα δικά μου σε αυτές τις επιφάνειες. Το αίτημά μου κατατείνει στην απόδειξη του ισχυρισμού ότι, αν πράγματι εγώ είχα διαπράξει την αξιόποινη πράξη της κλοπής πως είναι δυνατό να μη βρίσκεται αποτύπωμά μου σε σταθερή επιφάνεια της οικίας της παθούσας (στην πόρτα που παραβιάστηκε ή σε επιφάνειες επίπλων που ερευνήθηκαν σύμφωνα με την κατάθεση της παθούσας) αλλά βρέθηκε τάχα και μόνον σε επιφάνεια κινητού πράγματος και μάλιστα πράγματος που δεν γνωρίζουμε αν ανήκε στην παθούσα! Περαιτέρω, αν πράγματι έχουν βρεθεί άλλα αποτυπώματα ανόμοια με τα δικά μου τότε πρόκειται προφανώς για αστυνομική και δικαστική πλάνη, καθόσον άλλοι έχουν διαπράξει το συγκεκριμένο αδίκημα και έχουν καταστήσει εμένα "ύποπτη" και τελικώς "ένοχη"." Το δικαστήριο, μετά από εκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων στο προοίμιο της απόφασης αποδεικτικών μέσων, με την περί ενοχής απόφασή του, απέρριψε και το αίτημα αναβολής, άλλως διακοπής της δίκης με την ακόλουθη αιτιολογία: " Το αίτημα της κατηγορουμένης να αναβληθεί άλλως να διακοπεί η εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης προκειμένου να ζητηθεί έγγραφο από τη Δ.Ε.Ε., που να απαντά στο ερώτημα, αν βρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα άλλα πλην του δικού της σε σταθερές επιφάνειες του σπιτιού ή σε έπιπλα αυτού, της παθούσας, πρέπει να απορριφθεί δεδομένου ότι αν υπήρχαν και άλλα δακτυλικά αποτυπώματα, θα είχαν αναγραφεί στο έγγραφο της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας, δεν ανεγράφησαν δε, γιατί δεν βρέθηκαν". Η αιτιολογία αυτή είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, καθόσον το δικαστήριο, κατέληξε στην απόφαση απόρριψης του ως άνω αιτήματος, με το συλλογισμό ότι, αν υπήρχαν άλλα δακτυλικά αποτυπώματα, πλην αυτού της κατηγορουμένης, θα είχαν επισημανθεί στο παραπάνω έγγραφο της Δ.Ε.Ε, ο συλλογισμός δε αυτός της ως άνω αιτιολογίας, δεν αποτελεί ενδοιαστική αιτιολογία, ή υποθετικό συλλογισμό, όπως αβάσιμα διατείνεται η αναιρεσείουσα, αλλά εκτίμηση του περιεχομένου, του αναγνωσθέντος στο ακροατήριο, από 15-6-2007, εγγράφου, της Δ/νσης Εγκλημ/κών Ερευνών (Δ.Ε.Ε.), στο οποίο γινόταν επισήμανση, για το ανευρεθέν κατά τα άνω, δακτυλικό αποτύπωμα της κατηγορουμένης. Κατ' ακολουθία, δεν πάσχει η απορριπτική του αιτήματος αυτού, ως άνω, απόφαση, από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και δεν ιδρύθηκε ο από το άρθρο 510 παρ.1 Δ' ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως και συνεπώς, ο 1ος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται: 1. αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν: α) ... δ) την εμφάνιση την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και πολιτικά Δικαιώματα, όπως η περίπτωση δ' αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν 3904/2010. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) η οποία κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974, και έχει υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, "Παν πρόσωπον κατηγορούμενος επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι νομίμου αποδείξεως της ενοχής του". Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.) που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2462/1997 "Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα τεκμαίρεται ότι είναι αθώο εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί σύμφωνα με το νόμο". Από τις ως άνω διατάξεις, προκύπτει ότι, όταν πρόκειται για ποινικές υποθέσεις, στην έννοια της δίκαιης δίκης κατοχυρώνεται επί πλέον και το δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου, να θεωρείται (τεκμαίρεται) αθώος εωσότου η ενοχή του αποδειχθεί νομίμως. Η παραβίαση του ανωτέρω δικαιώματος δημιουργεί την ακυρότητα που αναφέρθηκε, η οποία είναι απόλυτη και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ Α' ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον 2ο λόγο αναίρεσης, προβάλλει την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, εκ του λόγου ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του τεκμηρίου αθωότητάς της, από τις παραδοχές στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης, ότι είναι αβάσιμοι οι ισχυρισμοί της, περί μη εμπλοκής της στην υπόθεση της κλοπής που της αποδιδόταν, λόγω αδυναμίας της να περιγράψει στο ακροατήριο, τα σκουλαρίκια, τα οποία κατά τους ισχυρισμούς της, άγνωστοι, προκειμένου να την ενοχοποιήσουν, αφαίρεσαν από την οικία της και τα τοποθέτησαν στην οικία του θύματος της κλοπής, καθώς επίσης και λόγω άρνησής της να κατονομάσει τα πρόσωπα που είχαν κάνει την ενέργεια αυτή και παράλειψης της να τους καταγγείλει στην Αστυνομία. Ο λόγος αυτός, είναι αβάσιμος, γιατί τα παραπάνω επιχειρήματα της προσβαλλομένης απόφασης, παρατίθενται στο σκεπτικό, προκειμένου να αντικρούσουν τον αβάσιμο, κατά τις παραδοχές της, ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, περί σκόπιμης ενοχοποίησής της από τρίτους και δεν συνιστούν αντιστροφή της υποχρέωσης του δικαστηρίου προς απόδειξης της ενοχής και μετακύλυση στην κατηγορούμενη του βάρους απόδειξης της αθωότητάς της, εντεύθεν δε, παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητάς της. Εξάλλου, από το σύνολο των παραδοχών του σκεπτικού, όπως αυτό προαναφέρθηκε, προκύπτει, ότι το δικαστήριο κατέληξε στην περί ενοχής κρίση, της κατηγορουμένης, γιατί από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, αποδείχθηκε η ενοχή της και όχι γιατί αυτή δεν κατόρθωσε να αποδείξει την αθωότητά της, ούτε εξάλλου, από το σύνολο των παραδοχών της προκύπτει, ότι προέκυψε αμφιβολία, ως προς την ενοχή της, η οποία, σύμφωνα με την αρχή IN DUBIO PRO REO, έπρεπε να ερμηνευθεί υπέρ της, όπως αυτή αβάσιμα διατείνεται. Επομένως, ο 2ος λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 εδ. και δ του ΚΠΔ, περί απόλυτης ακυρότητας, η οποία επήλθε λόγω παραβιάσεως του από το άρθρο 6 παρ.2 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 13/1974) τεκμηρίου αθωότητας της κατηγορουμένης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, που απαιτείται από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ, πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι κατατείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα, μη αρκούσης σχετικώς μόνης της επικλήσεως της διατάξεως νόμου, που τους προβλέπει. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 § 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί κατά την § 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το άρθρο 83 του ίδιου κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις κατά το άρθρο 84 § 2 ΠΚ θεωρούνται μεταξύ άλλων το ότι ο υπαίτιος "συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη πράξη του" (περ. ε'). Για να συντρέξει όμως, η ελαφρυντική αυτή περίσταση, ναι μεν πρέπει, η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο διάστημα και μάλιστα υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, γιατί τότε μόνο η επιλογή του αντανακλά στη γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, σε αντίθεση με τον ευρισκόμενο στη φυλακή, ο οποίος υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς, δηλαδή, στερήσεως της προσωπικής του ελευθερίας και υπακοής σε συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς επί πειθαρχική ποινή, και συνεπώς η συμπεριφορά του δεν είναι η ελεύθερη στην κοινωνία, στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης. (βλ. σχετ. αντί πολλών ομοίων, Α.Π. 2/2012, 309/2011). Όμως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως, στον ευρισκόμενο στη φυλακή κρατούμενο, από μόνο το γεγονός ότι αυτός κρατείται και ότι εξ' αυτής της καταστάσεως του, λόγω του πειθαναγκασμού του στους κανόνες λειτουργίας των σωφρονιστικών καταστημάτων, δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη η τυχόν βελτίωση της συμπεριφοράς του, η οποία (βελτίωση), κατά το διάστημα της κράτησης του προδήλως, εκδηλώνεται μόνο με θετική συμπεριφορά. Τούτο γιατί, σε διαφορετική περίπτωση και, πέραν των όποιων προνομίων που προβλέπει ο σωφρονιστικός Κώδικας και είναι ενδεχόμενο να τύχει ο κρατούμενος κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, θα οδηγούσε, όχι μόνο στην εξάλειψη, αλλά ενδεχομένως και στον περιορισμό της πιθανότητας βελτίωσης του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του καταδικασθέντος και ήδη κρατουμένου. Η παραδοχή δε της συνδρομής της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2ε του Π.Κ, αναμφιβόλως, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η συμπεριφορά του εντός του σωφρονιστικού καταστήματος, είναι προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς του κρατούμενου και η οποία συνέχεται με την εξαιρετική και οπωσδήποτε βελτίωση της συμπεριφορά του. (βλ. σχετ. Α.Π. 1073/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, η αναιρεσείουσα, κατέθεσε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της εγγράφως, μεταξύ άλλων, τον παρακάτω ισχυρισμό, για την αναγνώριση σ' αυτήν της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 § 2, ε' Π.Κ. τον οποίο ανέπτυξε και προφορικώς και ο οποίος, κατά λέξη, για τη θεμελίωσή του, έχει το ακόλουθο περιεχόμενο: "Αυτοτελής ισχυρισμός περί συνδρομής των όρων της διατάξεως του άρθρου 84 παρ.2 εδ. ε' Π.Κ. για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη. Ήδη από την 25-11-2005 που έλαβε χώρα η αξιόποινη πράξη της κλοπής για την οποία κατηγορούμαι έχει παρέλθει χρονικό διάστημα περίπου επτά ετών το οποίο κατά το γράμμα και το πνεύμα του νόμου σίγουρα μπορεί να χαρακτηριστεί μεγάλο. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα διατελώ κρατουμένη πλην περίπου οκτώ μηνών που είχα αποφυλακισθεί υπό όρους. Δυνάμει του υπ' αριθμ. 2783/2006 Βουλεύματος Συμβουλίου Εφετών Αθηνών αποφυλακίστηκα για την αιτία, για την οποία αργότερα κρίθηκα ένοχη (η απόφαση είναι οριστική και ήδη έχω ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως που αναμένεται να εκδικαστεί την 7.11.2012) και εισήλθα εκ νέου στις φυλακές την 25.4.2007. Μόνο το γεγονός ότι παρέστην αυτοπροσώπως ενώπιον του ακροατηρίου του αρμόδιου πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και έθεσα εαυτόν στη διάθεση της Δικαιοσύνης και σε εκτέλεση της άδικης πρωτόδικης απόφασης αποδεικνύει ότι συμπεριφέρθηκα καλά. Σύμφωνα με την υπ' αριθμ. πρωτοκόλλου 13191 από 16.9.2011 βεβαίωση του καταστήματος κράτησης Θήβας: "... επέδειξε άριστη διαγωγή, προθυμία, υπακοή και συνέπεια στους κανονισμούς του καταστήματος. Διατηρεί πολύ καλές σχέσεις με τις συγκρατούμενές της και το προσωπικό του καταστήματος. Αρχικά τοποθετήθηκε από το Συμβούλιο Εργασίας του καταστήματος στην αποθήκη ιματισμού και εν συνεχεία εργάζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα στο μαγειρείο και συγκεκριμένα στην διαχείριση των προμηθειών, θέση εργασίας υπεύθυνη, στην οποία και ανταποκρίνεται πλήρως στις υποχρεώσεις της. Επίσης αξιοποίησε δημιουργικά το χρόνο κράτησης της συμμετέχοντας στο πρόγραμμα "κατ' ιδίαν διδαχθέντων" του Υπουργείου παιδείας και ολοκλήρωσε την Α, Β και Γ τάξη Λυκείου τις προηγούμενες σχολικές χρονιές και με τις πανελλήνιες εξετάσεις πέρασε στο ΤΕΙ Φλώρινας, το οποίο και επιθυμεί να ολοκληρώσει συμμετέχοντας σε γραπτές εξετάσεις μετά από συνεργασία με το ΤΕΙ. Συμμετείχε επίσης σε πρόγραμμα κατάρτισης ηλεκτρονικών υπολογιστών του Υπουργείου Απασχόλησης ..." Η ως άνω βεβαίωση είχε αναγνωσθεί και στη διαδικασία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ανεγνώσθη και ενώπιον του Δικαστηρίου Σας περιλαμβάνεται δε στα πρακτικά της πρωτοβαθμίου Δίκης (αριθμός αποφάσεως 51764/2011 Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών). Από τη βεβαίωση αυτή προκύπτει ότι εργάζομαι στη φυλακή συνεισφέροντας στην εύρυθμη λειτουργία του καταστήματος κράτησης και παράλληλα προσπάθησα και επέτυχα στις πανελλήνιες εξετάσεις ούσα κρατούμενη, δηλαδή υπό δυσμενέστατες συνθήκες. Πέραν τούτου, εκ της από 16.9.2011 και με αριθμό πρωτοκόλλου 225 βεβαίωσης του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Ελεώνα Θηβών προκύπτει ότι : "... εγγράφηκε στη Γ Λυκείου στο 3° Λύκειο Θήβας τη σχολική χρονιά 2009-2010. Παρακολούθησε μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας, έδωσε εξετάσεις και εισήχθη με επιτυχία στο ΤΕΙ Φλώρινας. Δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το περιεχόμενο των σπουδών της, επικοινωνεί με τη σχολή της μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή για την πορεία των μαθημάτων της και έχει δώσει εξετάσεις τα δύο τελευταία εξάμηνα όπου σημείωσε επιτυχία. Για τη διαγωγή της και τη συμμετοχή της στα μαθήματα η σχολή την επιβράβευσε με τη δωρεά ενός φορητού ηλεκτρονικού υπολογιστή ...". Η ως άνω βεβαίωση είχε αναγνωσθεί και στη διαδικασία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και ανεγνώσθη και ενώπιον του Δικαστηρίου Σας περιλαμβάνεται δε στα πρακτικά της. πρωτοβαθμίου Δίκης (αριθμός αποφάσεως 51764/2011 Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών). Από τη βεβαίωση αυτή προκύπτει ότι προσπάθησα και επέτυχα στις πανελλήνιες εξετάσεις ούσα κρατούμενη, δηλαδή υπό δυσμενέστατες συνθήκες. Μάλιστα συναξιολογώντας και συνεκτιμώντας τις βεβαιώσεις αυτές το ίδιο το κράτος δια του ΤΕΙ Φλώρινας και του σωφρονιστικού καταστήματος βεβαιώνουν ότι πράγματι η συμπεριφορά μου υπήρξε άψογη και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της αποδιδομένης πράξης. Μάλιστα από τα έγγραφα που ζήτησε ο συνήγορός μου και επισκοπήθηκαν από το Δικαστήριο (Δημοσιεύματα του Τύπου, ειδικότερα το δημοσίευμα της εφημερίδας ΤΟ ΕΘΝΟΣ από 19.11.2010 με τίτλο "η ισοβίτισσα που πέρασε στα ΤΕΙ" και το δημοσίευμα της εφημερίδας ΤΟ ΕΘΝΟΣ από 5.11.2011 με τίτλο "δίνει εξετάσεις επανένταξης" αφιερωμένο στην προσπάθειά μου για τις σπουδές μέσα από τη φυλακή) προκύπτει ότι ο τύπος επέδειξε ενδιαφέρον για την επιτυχία μιας κρατούμενης που υπό δυσμενείς συνθήκες επέτυχε στις εξετάσεις μέσα από τη φυλακή. Μετά ταύτα ζητώ να αναγνωριστεί ότι πράγματι η συμπεριφορά μου υπήρξε καλή για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη μου αναγνωριζομένης της σχετικής ελαφρυντικής περιστάσεως, καθόσον τόσο σε καθεστώς ελευθερίας όσο και κατά τη διάρκεια της κράτησής μου επέδειξα σταθερά και με συνέπεια καλή συμπεριφορά. Το ανωτέρω Δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό με την εξής αιτιολογία: "Κατόπιν τούτου η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, για την αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγορείται, απορριπτόμενου του αιτήματός της να αναγνωριστεί σε αυτήν το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 ε ΠΚ, δεδομένου ότι αυτή, από τότε που διέπραξε την ως άνω αξιόποινη πράξη, μέχρι σήμερα ήταν στη φυλακή με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης για άλλη αξιόποινη πράξη εκτός χρονικού διαστήματος (8) μηνών που ήταν εκτός φυλακής και η συμπεριφορά που επέδειξε δεν ήταν εξ οικείας βουλήσεως αλλά λόγω εξαναγκασμένης συμμορφώσεως προς τους κανόνες της φυλακής". Η αιτιολογία όμως αυτή, δεν είναι η απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη, διότι δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και οδήγησαν το Εφετείο στην απορριπτική, του αυτοτελούς ισχυρισμού της αναιρεσείουσας, κρίση του. Τούτο γιατί, το δικαστήριο που απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό της, περιορίσθηκε στις παραδοχές, ότι η καλή συμπεριφορά της κατά τη διάρκεια της κρατήσεώς της στις φυλακές, δεν οφείλεται σε εσωτερική βελτίωση αυτής, αλλά στην κατ' ανάγκη συμμόρφωσή της στους κανόνες που διέπουν τη διαβίωση των κρατουμένων στις φυλακές, παρά το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα είχε επικαλεστεί σειρά θετικών στοιχείων, που συνηγορούσαν στην παραδοχή του ισχυρισμού της αυτού, όπως ότι υπήρξε υποδειγματική η συμπεριφορά της κατά το διάστημα του επταετούς εγκλεισμού της στο κατάστημα Κράτησης Θήβας κατά τη διάρκεια του οποίου επέδειξε άριστη διαγωγή, προθυμία υπακοή και συνέπεια στους κανονισμούς της φυλακής, εργαζόμενη στη διαχείριση των προμηθειών, συμμετείχε στο πρόγραμμα κατάρτισης Ηλεκτρονικών Υπολογιστών του Υπουργείου Απασχόλησης, συμμετείχε στο ειδικό πρόγραμμα του Υπουργείου Παιδείας και ολοκλήρωσε την Α' Β' και Γ' τάξη Λυκείου, παρακολούθησε μαθήματα ενισχυτικής διδασκαλίας έδωσε εξετάσεις και εισήχθη στο ΤΕΙ Φλώρινας, με το οποίο επικοινωνεί μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή και σημείωσε επιτυχία στα μαθήματα των δύο τελευταίων εξάμηνων. Να σημειωθεί ότι τους παραπάνω ισχυρισμούς της, η κατηγορουμένη στήριξε, σε προσκομισθέντα και αναγνωσθέντα, στο ακροατήριο του εκδόντος την προσβαλλομένη απόφαση δικαστηρίου, έγγραφα, ήτοι την υπ' αριθμό πρωτ. 13191/16-9-2011 βεβαίωση του καταστήματος κράτησης Θήβας και την υπ' αριθμό πρωτ. 225/16-9-2011, βεβαίωση του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Ελεώνα Θηβών. Κατ' ακολουθία όσων αναφέρθηκαν, προκύπτει ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτούμενης από τις προαναφερθείσες διατάξεις, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αναφορικά με την απόρριψη του πιο πάνω αυτοτελούς ισχυρισμού της αναιρεσείουσας. Επομένως, ο σχετικός, 4ος λόγος αναιρέσεως, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη της ως άνω ελαφρυντικής περιστάσεως, της καλής συμπεριφοράς για μεγάλο διάστημα μετά την τέλεση της πράξεως (άρθρο 84 παρ.2ε του Π.Κ), είναι βάσιμος και, πρέπει, κατά παραδοχή του, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την απορριπτική της εν λόγω ελαφρυντικής περίστασης διάταξης της, αναγκαίως δε και ως προς τη διάταξη της, για την επιβολή ποινής. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνον ως προς την απορριπτική της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 ε' ΠΚ διάταξη, καθώς και τη διάταξη για την ποινή (όχι για την ενοχή) και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κατά το αναιρούμενο μέρος κρίση στο ίδιο δικαστήριο, επειδή είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές. εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Ποιν.Δ). Κατά τα λοιπά πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ' αριθ. 5746/2012, απόφαση του Β' Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Πλημ/των) και συγκεκριμένα, ως προς την απορριπτική του αυτοτελούς ισχυρισμού της αναιρεσείουσας, για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84§2 εδ. ε' του ΠΚ, διάταξή της και ως προς τη διάταξή της, περί επιβολής ποινής σ' αυτήν. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κλοπή. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του ως άνω εγκλήματος. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Απόρριψη αιτήματος αναβολής για κρείσσονος αποδείξεις. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της παρεμπίπτουσας απόφασης που απέρριψε το αίτημα αναβολής και της περί ενοχής κύριας απόφασης. Απόλυτη ακυρότητα, λόγω παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας. Ισχυρισμοί αυτοτελείς. Μεταγενέστερη καλή συμπεριφορά. Αναιτιολόγητη απόρριψη του ισχυρισμού, καίτοι η κατηγορούμενης είχε επικαλεστεί και αποδείξει σειρά θετικών στοιχείων - συμπεριφορών μέσα στο κατάστημα κράτησης. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί η συνδρομή της ως άνω ελαφρυντικής περίστασης στον κρατούμενο εφόσον η συμπεριφορά του εντός του σωφρονιστικού καταστήματος είναι προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς. Αναιρεί εν μέρει, μόνο ως προς την απορριπτική του ελαφρυντικού διάταξη. Κατά τα λοιπά απορρίπτει αναίρεση.
Κλοπή
Κλοπή.
0
Αριθμός 609/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - (ΩΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε ως συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 και 16 Απριλίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος-εκζητουμένου I. P. ή P. V., Ουκρανού υπηκόου, κρατουμένου στο Γενικό Κατάστημα Κράτησης Κομοτηνής, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως δίχως δικηγόρο στο ακροατήριο, κατά της υπ' αριθμ. 2/2013 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Θράκης. Το Συμβούλιο Εφετών Θράκης με την ως άνω απόφασή του γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του ανωτέρω στις Δικαστικές Αρχές της Ουκρανίας. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με αριθμό και ημερομηνία 87/6.3.2013 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου Θράκης Ιωάννη Στεφανάκου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 314/13. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον εκζητούμενο ζήτησε όσα αναφέρονται στο σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η έφεση. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 451 παρ. 1 του ΚΠΔ, κατά της οριστικής αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών, με την οποία τούτο γνωμοδοτεί επί αιτήσεως εκδόσεως, επιτρέπεται στον εκζητούμενο και τον Εισαγγελέα, να ασκήσουν έφεση ενώπιον του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου, μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Για την έφεση συντάσσεται έκθεση από τον Γραμματέα Εφετών, στην οποία πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Επομένως, η υπό κρίση με αριθμό εκθ. 87/6-3-2013 ασκηθείσα και νομίμως και εμπροθέσμως, ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Εφετείου Θράκης έφεση, κατά της 2/6-3-2013 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Θράκης, με την οποία τούτο γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως στις Ουκρανικές Αρχές του εκζητουμένου εκκαλούντος I. P. ή P., Ουκρανού υπηκόου, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στην ουσία. Κατά το άρθρο 436 του ΚΠοινΔ, αν δεν υπάρχει σύμβαση, οι όροι και η διαδικασία της εκδόσεως αλλοδαπών εγκληματιών ρυθμίζονται από τις διατάξεις των επόμενων άρθρων (αρθρ. 437-456 ΚΠοινΔ), οι οποίες εφαρμόζονται ακόμη και αν υπάρχει σύμβαση, αν δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτή, καθώς και στα σημεία που δεν προβλέπει η σύμβαση. Εξάλλου, η από 13-12-1957 Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως, που υπογράφηκε στο Παρίσι και κυρώθηκε από την Ελλάδα την 6-5-1961 με το νόμο 4165/1961 και από την Ουκρανία στις 24-3-1997, από δε της κυρώσεως της διέπει το δίκαιο της εκδόσεως μεταξύ των πιο πάνω κρατών, ανεξαρτήτως του χρόνου τελέσεως της πράξεως για την οποία ζητείται η έκδοση, στο άρθρο 2 παρ. 1 αυτής, ορίζει ότι η έκδοση ενεργείται για πράξεις που τιμωρούνται από τους νόμους, τόσο του κράτους που ζητεί την έκδοση, όσον και του κράτους από το οποίο ζητείται αυτή, με ποινή στερητική της ελευθερίας ή με μέτρο ασφαλείας, ανωτάτου ορίου ενός τουλάχιστον έτους ή με αυστηρότερη ποινή και στο άρθρο 12 αυτής, με τον τίτλο "αιτήσεις και δικαιολογητικά στοιχεία" ορίζονται τα ακόλουθα: Η αίτηση με την οποία ζητείται η έκδοση πρέπει, αν δεν έχει συμφωνηθεί, δι' απευθείας συνεννοήσεως μεταξύ των μερών, άλλο μέσο, να διατυπωθεί εγγράφως και να υποβληθεί δια της διπλωματικής οδού και προς υποστήριξη της να προσαχθούν α) το πρωτότυπο ή επίσημο αντίγραφο, είτε εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως, είτε εντάλματος συλλήψεως ή άλλης πράξεως, που έχει την ίδια ισχύ και που έχει εκδοθεί κατά τους τύπους, που καθορίζονται από τη νομοθεσία του αιτούντος κράτους β) έκθεση των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες ζητείται η έκδοση, του τόπου και χρόνου διαπράξεως τους, του κατά νόμο χαρακτηρισμού τους και της παραπομπής στις νομοθετικές διατάξεις, που έχουν εφαρμογή, οι οποίες πρέπει να εμφανίζονται κατά το δυνατόν ακριβέστερα και γ) αντίγραφο των διατάξεων, που προβλέπουν την πράξη ή εφόσον τούτο δεν καθίσταται εφικτό, δήλωση περί του εφαρμοστέου δικαίου, καθώς και ο κατά το δυνατόν ακριβέστερος καθορισμός του προσώπου που καταζητείται και κάθε άλλη πληροφορία, που μπορεί να καθορίσει την ταυτότητα και εθνικότητα τούτου. Από τις διατάξεις αυτές, οι οποίες, από της επικυρώσεως της πιο πάνω διεθνούς συμβάσεως με το ν. 4165/1961, ενόψει και του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης ημεδαπού νόμου, προκύπτει ότι στην περίπτωση που ζητείται η έκδοση ατόμου καταδιωκόμενου για εγκλήματα, πρέπει αυτά για τα οποία ζητείται η έκδοση, να είναι αξιόποινα κατά τους νόμους του αιτούντος κράτους, αλλά και κατά του νόμους εκείνου από το οποίο ζητείται η έκδοση και να τιμωρούνται με ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον ενός έτους, δεν απαιτείται δε να επισυνάπτονται στην αίτηση για την έκδοση και τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτουν οι ενδείξεις ενοχής του εκζητουμένου, αφού δεν μνημονεύονται αυτά στο πιο πάνω άρθρο 12 της συμβάσεως και επομένως το αρμόδιο Συμβούλιο, που επιλαμβάνεται της εξετάσεως της αιτήσεως εκδόσεως, δεν μπορεί να προβεί και στην έρευνα για την ύπαρξη ή μη ενδείξεων ενοχής του εκζητουμένου. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Ελληνικού ΠΚ, "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, να παραπλανήθηκε κάποιος και να προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ)βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, όχι και εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, ζητείται η έκδοση στην Ουκρανία του συλληφθέντος στην Ελλάδα Ουκρανού υπηκόου με την από 1-3-2005 απόφαση του Δικαστηρίου Zhovtnevy της περιφέρειας Luhansk Ουκρανίας, για να δικαστεί στην Ουκρανία για την αξιόποινη πράξη της απάτης σε ιδιαίτερα μεγάλη κλίμακα. Συγκεκριμένα ο συλληφθείς στην Ελλάδα εκζητούμενος Ουκρανός υπήκοος, ζητείται με την από 1-3-2005 απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου Zhovtnevy της Luhansk, για την άσκηση κατ' αυτού ποινικής δίωξης για το αδίκημα της απάτης, που προβλέπεται και τιμωρείται από την παρ.3 του άρθρου 190 του Π.Κ. της Ουκρανίας, όπως οι περιστάσεις τέλεσης αναλύονται στην παραπάνω απόφαση, διότι ο εκζητούμενος φέρεται ότι απέκτησε δικαιώματα σε περιουσιακά στοιχεία άλλων ανθρώπων χωρίς δικαίωμα, μέσω εξαπάτησης και κατάχρησης εμπιστοσύνης των παθόντων, σε μεγάλη κλίμακα. Ήτοι η παραπάνω πράξη συνιστά το αδίκημα της απάτης σύμφωνα με το άρθρο 386 του Ελληνικού Π.Κ. Στο ακροατήριο που παραστάθηκε κατά τη σημερινή συνεδρίαση της 16/4/2013 ο εκκαλών - εκζητούμενος, δήλωσεν ότι επιθυμεί την έκδοσή του στην Ουκρανία για να δικαστεί εκεί στα δικαστήρια της Ουκρανίας, χωρίς να αμφισβητήσει ότι δεν είναι το πρόσωπο του οποίου ζητείται η έκδοση και χωρίς να προβάλει κάποιο αυτοτελή ισχυρισμό ή λόγο, που να εμποδίζει την έκδοσή του. Επομένως, συντρέχουν όλες οι θετικές προϋποθέσεις του νόμου και καμία αρνητική, για να γνωμοδοτήσει το Συμβούλιο υπέρ της έκδοσης, δεν πιθανολογείται ότι ο εκζητούμενος θα διωχθεί για άλλο αδίκημα από το παραπάνω της απάτης που ζητείται, ούτε προκύπτει ότι η έκδοση του εκκαλούντος ζητείται για πολιτικούς λόγους ή για τα πολιτικά του φρονήματα. Κατ' ακολουθίαν, το Συμβούλιο Εφετών που με την προσβαλλόμενη απόφασή του, γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του εκκαλούντος, δεν έσφαλε και γι' αυτό η κρινόμενη έφεση πρέπει ν' απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, ο δε εκκαλών καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, κατ' άρθρο 583 παρ.2 ΚΠΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ'ουσίαν τη με αρ.εκθ.87/6-3-2013 έφεση του I. P. ή P. V. και της M., υπηκόου Ουκρανίας, κατά της με αρ.2/2013 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Θράκης, με την οποίαν αυτό γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του ανωτέρω στις Ουκρανικές Δικαστικές Αρχές, για να διωχθεί για το έγκλημα της απάτης σε μεγάλη κλίμακα. Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Εκδόθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση υπηκόου Ουκρανίας σε Δικαστικές Αρχές Ουκρανίας, για να δικασθεί για εγκλήματα απάτης, με βάση Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης Δικαστηρίου Ουκρανίας. Απορρίπτει έφεση ως αβάσιμη.
Έκδοση αλλοδαπού
Έκδοση αλλοδαπού.
1
Αριθμός 609/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Σ. Τ. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Διαλυνά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Vodafon - Panafon Αν. Ετ. Τηλεπικοινωνιών" και έδρα την ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικήτα Φορτσάκη, και 2) Π. Μ. του Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ευαγγελία Θεοδοσοπούλου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/4/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανιών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 257/2008 του ιδίου Δικαστηρίου και 133/2010 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 8/6/2010 αίτηση του και τους από 17/8/2010 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 20/10/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου τούτου Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Τσόλα, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 569 παρ.2 ΚΠολΔικ, οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να αφορούν τα ίδια κεφάλαια της αποφάσεως που προβλήθηκε, καθώς και τα κεφάλαια εκείνα που αναγκαίως ενέχονται με αυτά, ασκούνται δε μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, τουλάχιστον ράντα πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως, με σύνταξη κάτω από αυτό εκθέσεως, ενώ αντίγραφό του επιδίδεται πριν από την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 111 παρ.1 και 2, 568 παρ.2, 3 και 4 και 570 παρ.3 του ΚΠολΔικ, συνάγεται ότι η άσκηση των προσθέτων λόγω αναιρέσεως ολοκληρώνεται με την κατάθεση του δικογράφου αυτών στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, τουλάχιστον τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως. Για το παραδεκτό όμως της ασκήσεώς τους απαιτείται και επίδοση του δικογράφου αυτών στην ίδια ως άνω, πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως προθεσμία. Ως ημέρα συζητήσεως της αναίρεσης, η οποία αποτελεί το όριο για την κατάθεση και κοινοποίηση του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναίρεσης νοείται, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 569, 568 παρ.3 και 571 ΚΠολΔικ εκείνη η οποία ορίζεται από τον Πρόεδρο του οικείου τμήματος του Αρείου Πάγου, όχι δε και η μεταγενέστερη που ορίζεται μετ' αναβολή από την αρχική δικάσιμο ή μετά από ματαίωση ή κήρυξη απαράδεκτης της συζήτησης (ΑΠ 939/2011, ΑΠ 890/2010). Η παράλειψη της καταθέσεως του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναιρέσεων, αλλά και της κοινοποιήσεώς τους πριν από την 30ήμερη αυτή προθεσμία σε όλους τους διαδίκους, επάγεται το απαράδεκτο αυτών λόγω έλλειψης προδικασίας, με άμεση συνέπεια την απόρριψή τους. Προς τούτο, το δικαστήριο ερευνά και αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό της ασκήσεως των προσθέτων λόγω (ΑΠ 599/2011). Στην προκειμένη περίπτωση οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως, των οποίων το δικόγραφο κατατέθηκε εμπρόθεσμα στη γραμματεία του Αρείου Πάγου και συγκεκριμένα στις 11.10.2012, ήτοι τουλάχιστον τριάντα ημέρες πριν από την αρχικά ορισθείσα, για την αναίρεση, δικάσιμο της 2-11-2011, δεν προκύπτει ότι επιδόθησαν στους αναιρεσίβλητους, καθόσον ο επισπεύσας τη συζήτηση εκείνη αναιρεσείων (κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε) δεν προσκομίζει οικείες εκθέσεις επιδόσεως. Ενόψει τούτων, κατ' αποδοχή του υποβληθέντος με τις εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις του, ήτοι 20 ημέρες πριν από τη σημερινή δικάσιμο σχετικού ισχυρισμού του δεύτερου αναιρεσίβλητου (ΑΠ 2321/2009) αλλά και αυτεπαγγέλτως, οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 10/2011, ΑΠ 191/2013). Εξάλλου ο ίδιος λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της προλαβούσης διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ., αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι εσφαλμένα δέχθηκε ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπο ου προσθέτως παρεμβάντος Π. Ε.Μ. (δεύτερου αναιρεσίβλητου) και του αμέσως δικαιοπαρόχουτου Ε. Μ. οι προϋποθέσεις για την απόκτηση της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, ενώ αν ερμήνευε τα πραγματικά περιστατικά, όπως εκτίθενται στην αγωγή και τις προτάσεις του και αποδεικνύονται από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά έγγραφα, μεταξύ του ενάγοντος-αναιρεσείοντος και του πατέρα του προσθέτως παρεμβάντος Ε. Μ., "όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβάνοντας υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη", θα κατέληγε στο ορθό συμπέρασμα, ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την κτήση της κυριότητας του επιδίκου εκ μέρους των ανωτέρω με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, δεδομένου ότι ο Ε. Μ. νεμόταν το επίδικο ως μισθωτής και όχι με διάνοια κυρίου, ενώ ο προσθέτως παρεμβάς-δεύτερος αναιρεσίβλητος δεν ήταν καλής πίστεως, αφού γνώριζε ότι ο δικαιοπάροχος πατέρας του ήταν μισθωτής του επιδίκου, το οποίο, σε κάθε περίπτωση, δεν έχει καμιά σχέση με την κληρονομιαία περιουσία που ο τελευταίος του άφησε με διαθήκη, αφού αυτή βρίσκεται σε διαφορετική θέση από εκείνη του επιδίκου. Επίσης με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της ίδιας διατάξεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι εσφαλμένα δέχθηκε ότι δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπό του αναιρεσείοντος οι προϋποθέσεις για την κτήση της κυριότητας του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, ενώ αν ερμήνευε τα πραγματικά περιστατικά, όπως εκτίθενται στην αγωγή και τις προτάσεις του και αποδεικνύονται από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά έγγραφα και ιδιαίτερα από τη μισθωτική σύμβαση μεταξύ αυτού και του Ε. Μ., "όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβάνοντας υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη" θα κατέληγε στο ορθό συμπέρασμα ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπό του οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της έκτακτης χρησικτησίας, αφού αυτός από τις 12 Ιουλίου 1973 που αγόρασε το επίδικο από τον εξάδελφό του Σ. Τ. και τουλάχιστον μέχρι τις 16 Ιανουαρίου 2005 ασκούσε σ' αυτό όλες τις πράξεις νομής και κατοχής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη. Οι αιτιάσεις όμως αυτές ανάγονται, αποκλειστικά, στη στάθμιση των αποδείξεων και στην εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων από το δικαστήριο της ουσίας που, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔικ, δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Ενόψει τούτων οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι, ενώ μόνο η επίκληση στο προεκτεθέν περιεχόμενό τους του κειμένου της ερμηνευτικής, των δικαιοπραξιών, διατάξεως, του άρθρου 200 ΑΚ, χωρίς την παράθεση αντίστοιχου πραγματικού, (ΑΠ 638/2012) όσον αφορά την ερμηνεία εγγράφων, (που δεν διευκρινίζεται αν περιείχαν δικαιοπρακτικές δηλώσεις) καθώς και της μισθωτικής σύμβασης, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του επικαλουμένου λόγου. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ. γ' του ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητα του (ΟλΑΠ 23/2008, ΑΠ 214/2012). Αν πρόκειται για αποδεικτικό μέσο που το πρώτον προσάγεται στην κατ' έφεση δίκη (άρθρ. 527 ΚΠολΔικ), η επίκληση γίνεται με τις προτάσεις της συζήτησης της δευτεροβάθμιας δίκης (ΑΠ 1621/2009). Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (ΑΠ 6/2012, ΑΠ 214/2012), ενώ ως ιδιαίτερα μεταξύ άλλων αποδεικτικά μέσα πρέπει να μνημονεύονται οι ένορκες βεβαιώσεις (ΑΠ 638/2012), σε αντίθεση με τις τεχνικές εκθέσεις και τα σχεδιαγράμματα που τις συνοδεύουν ή προσαρτώνται στα συμβόλαια, αφού τα αποδεικτικά αυτά μέσα, ως έγγραφα με ειδική ρύθμιση, κατά το 390 ΚΠολΔικ, καλύπτονται με την αναφορά της απόφασης στα "προσκομισθέντα έγγραφα" (ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 107/2010). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (ΟλΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (ΟλΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 197/2013). Εξάλλου ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔικ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1740/2012). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διάταξης του αριθμού 11γ του άρθρ. 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη της αποδεικτικά μέσα που ο αναιρεσείων νόμιμα, μεταξύ άλλων επικαλέστηκε και προσκόμισε με τις προτάσεις του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την οποία εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, από τα οποία προέκυπτε το ουσία βάσιμο της αγωγής του και ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη: 1) Το από 12-7-1973 ιδιωτικό έγγραφο "πωλητήριο", με το οποίο ο αναιρεσείων αγόρασε το εις θέση "Ιμπραήμ Κεφάλα" ή "Δραπανοκεφάλα" Δήμου Βάμου μείζον ακίνητο (βοσκότοπο), εκτάσεως 95 στρεμ. περίπου, 2) το από 1-4-1981 πρόχειρο σχεδιάγραμμα του ίδιου ακινήτου, 3) το ανωτέρω από 12-7-1973 ιδιωτικό "πωλητήριο" με το αντίστοιχο πρόχειρο σχεδιάγραμμα, αμφότερα επιβεβαιωμένα ενυπογράφως από τον ίδιο πωλητή στις 19.7.2005 στη Γιούτα των ΗΠΑ, ενώπιον του εκεί αρμοδίου Αμερικανικού συμβολαιογράφου Paul Shaw, 4) την υπ' αριθμ. 120906/9.12.2006 ένορκη βεβαίωση του Σ. Ε. Τ. ή Τ. (S. E. T.) ενώπιον του εις Salt Lake City της Πολιτείας Utach (Γιούτα) ΗΠΑ Ελληνοαμερικανικού Συμβολαιογράφου Νικολάου Ι. Κολεσίδη (Nick J. Colessides) 5) το υπ' αριθμ. .../9-5-2007 συμβόλαιο της συμβ/φου Χανίων Δήμητρας Λαμπαθάκη-Βουτσάκη, με το από Ιανουαρίου 2007 τοπογραφικό διάγραμμα του Τοπογράφου - Μηχανικού Γ. Σ., 6) την από 2.8.1973 γενομένη προς τον αναιρεσείοντα προσφορά για ενοικίαση του ως άνω ακινήτου στο εις Ακρωτήριο Χανίων " Πεδίο Βολής Κρήτης" και την υπ' αριθμ. 900/54/819/14-8-1973 αρνητική απάντησή του, 7) την από 23-5-1984 προσφορά του αναιρεσείοντα προς ενοικίαση του ακινήτου αυτού στον άλλοτε στρατιωτικό τηλεοπτικό σταθμό ΥΕΝΕΔ, που έμεινε αναπάντητη, 8) το από 1-10-1973 "ιδιωτικό συμφωνητικό ενοικιάσεως βοσκοτόπου" προς τον όμορο προς ανατολάς του επιδίκου ιδιοκτήτη-κτηνοτρόφο Ε. Μ. ή Μ. (για 1 ή 18 ή 30), 9) δεκατρείς (13) αποδείξεις καταβολής ετησίου μισθώματος του ιδίου μισθίου ακινήτου των ετών 1973, 1974, 1976, 1977, 1978, 1979, 1980, 1981, 1982, 1984, 1988, 1998 και από 10-8-2002, 10) την από 9-1-2003 αίτηση της αναιρεσίβλητης "VODAFONE-PANAFON" προς την Δ/νση Δασών Χανίων, με το συνημμένο από 5-7-2002 τοπογραφικό διάγραμμα, 11) το υπ' αριθ. πρωτ. 124/8-4-2003 απαντητικό έγγραφο της Δ/νσης Δασών Χανίων, 12) την από 19-10-2005 αίτηση του αναιρεσείοντα προς την αναιρεσίβλητη εταιρεία, 13) φωτοτυπία επισκεπτηρίου του τοπογράφου μηχ/κού της αναιρεσίβλητης εταιρείας Γ. Δ., με σημείωμα του αναιρεσείοντα περί του από 23-12-2005 τηλεφωνήματος της εταιρείας, για την πραγματοποιηθείσα από κοινού μετάβαση στο επίδικο ακίνητο και Σταθμό, 14) την από 15-5-2006 αίτηση του αναιρεσείοντα προς την Δ/νση Δασών Χανίων και το υπ αριθ. πρωτ. 2571/13-7-2006 απαντητικό έγγραφο της ιδίας Δ/νσης Δασών Χανίων, 15) το υπ' αριθ. πρωτ. 3208/15-6-2006 έγγραφο της Δ/νσης Δασών Χανίων προς τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας Κρήτης με συνημμένη σχετική απόφαση αναδάσωσης και αεροφωτογραφία της περιοχής του επιδίκου, 16) την από 16-1-2006 "Εξώδικη διαμαρτυρία, πρόσκληση και δήλωση του αναιρεσείοντα μαζί με έκθεση επιδόσεως στην αναιρεσίβλητη εταιρεία από τον δικαστικό επιμελητή, 17) την από 7-4-2006 μήνυση του αναιρεσείοντα στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Χανίων, κατά των μελών του ΔΣ της αναιρεσίβλητης εταιρείας 18) το από 22-2-2002 μισθωτήριο του επιδίκου ακινήτου προς την αναιρεσίβλητη εταιρεία από τον "εκμισθωτή" Ε. Μ., 19) την από 10-1-2007 "τεχνική έκθεση" του τοπογράφου μηχανικού Ι. Σ., μετά του από Ιανουαρίου 2007 "τοπογραφικού διαγράμματος" του ιδίου, 20) εννέα (9) φωτογραφίες των εντός του επιδίκου δρόμου και σταθμού, 21) την υπ' αριθ. .../6-10-2005 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του Ε. Μ., που έγινε από τον αναιρεσίβλητο-προσθέτως παρεμβάντα Π. Ε. Μ., ενώπιον της συμβ/φου Βάμου Αποκορώνου Ευαγγελίας Μαυρομανωλάκη-Βελεγράκη, 22) τα με αριθμούς .../14-2-1906, .../18-3-1914 και .../4-5-1921 συμβόλαια του τότε συμβ/φου Βάμου Αποκορώνου Κουκλάκη, 23) το άνευ χρονολογίας "σημείωμα" με φωτοτυπία μέρους των από Νοεμβρίου 1985 "Πρακτικών Εισηγήσεων" για τις εφαρμογές διαγραμμάτων και τίτλων ακινήτων του Συλλόγου Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών, 24) το υπ' αριθ. πρωτ. 907/25-10-2006 αντίγραφο της εις το Υποθηκοφυλακείο Βάμου μερίδας μεταγραφής ακινήτων του πατέρα του δεύτερου αναιρεσίβλητου-παρεμβάντος Ε. Μ. του Λ., 25) την από 25-8-2007 "τεχνική έκθεση" του τοπογράφου μηχανικού Ι. Σ., 26) το από 18-6-2007 κατηγορητήριο κατά των εκπροσώπων της αντιδίκου Εταιρείας, για "εγκατάσταση στο (ένδικο) ακίνητο σταθμού εκπομπής και λήψης ραδιοσήματος και κατασκευής κεραίας", χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής και τη συνημμένη σ' αυτό (κατηγορητήριο) υπ' αριθ. Α.Π. 267/46/15-11-2002 αδεία της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.), 27) δύο (2) έγχρωμες αεροφωτογραφίες της Google από δορυφόρο, με πρόχειρη επισήμανση της θέσεως του μείζονος ακινήτου του αναιρεσείοντος, 28) το αιτηθέν πρωτοδίκως από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του δεύτερου αναιρεσιβλήτου-παρεμβαίνοντος πρωτότυπο από 12-7-1973 "πωλητήριο" του μείζονος επιδίκου ακινήτου, 29) την από 12-7-1973 εξουσιοδότηση του αμερικάνου - πωλητή του ακινήτου προς τον αναιρεσείοντα, ώστε ο τελευταίος να κινεί τον εις την τότε Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα λογαριασμό του πρώτου, 30) μία φωτοτυπία από το βιβλίο "Ιστορία του χωρίου Δραπάνου Αποκορώνου", που συνέγραψε ο πατέρας του αναιρεσείοντα Σ. Τ., με ιδιόχειρη αφιέρωση του (προς σύγκριση της γραφής και υπογραφής αυτού με τα αναφερόμενα παραπάνω και συνταχθέντα από αυτόν (Σ. Τ.) υπό στοιχ. 2 και 3 πρόχειρα διαγράμματα του εις θέση "Ιμπραήμ Κεφάλα" μείζονος ακινήτου, 31) την από 3-4-1993 δακτυλογραφημένη ενυπόγραφη επιστολή του αδελφού του αναιρεσείοντα Δ. Τ., 32) την ιδιόγραφη πρόταση του αδελφού του αναιρεσείοντα Δ. Τ. για μεταξύ τους διανομή της πατρικής κληρονομιάς, 33) φωτοαντίγραφο της από 31-1-2004 ταχυδρομικής επιστολής του αναιρεσείοντα προς τον μισθωτή του μείζονος ακινήτου του (βοσκοτόπου) Ε. Μ.) 34) το από 8-10-2007 κατηγορητήριο κατά των εκπροσώπων της αναιρεσίβλητης εταιρείας, για "απρόκλητη φθορά ξένης ιδιοκτησίας από δύο", 35) την από 8-11-1984 απόδειξη καταβολής ενοικίου έτους 1984 του μείζονος βοσκοτόπου του αναιρεσείοντος από τον μισθωτή του Ε. Μ., 36) μία έγχρωμη αεροφωτογραφία από δορυφόρο της Google του μείζονος ακινήτου του αναιρεσείοντα, 37) τις υπ' αριθ. ... και .../16-10-2009 ένορκες βεβαιώσεις, που λήφθηκαν νόμιμα, ενώπιον της συμβολαιογράφου Χανίων Αικατερίνης Κνιθάκη -Πανηγυράκη, 38) το από 7-2-2006 έγγραφο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, που αποστέλλει η υπάλληλός της Σ. Κ. προς τη δικηγόρο Ευαγγελία Θεοδοσοπούλου, 39) ένα χειρόγραφο ποίημα του πατέρα του αναιρεσείοντα, 40) δύο αποδείξεις από 14-8-2001 και 23-4-2003 καταβολής ενοικίου- ένα αρνί από το μισθωτή Ε.Μ. προς τον Δ. Σ. Τ. για το 1/2 εξ αδιαιρέτου αγριάδας εις Δρανοκεφάλα, , 41) φωτογραφίες του αναιρεσείοντα μαζί με την υπερήλικη (κλινήρη και τυφλή) μητέρα του Μ. χα Σ. Τ., 42) φωτοαντίγραφο της υπ'αριθ. 9000/14-11-2003 "πράξης δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς" από τον αδελφό του αναιρεσείοντα Δ. Σ.Τ. ενώπιον της συμβ/φου Χανίων Γεωργίας Καβρουλάκη - Κακαβελάκη, 43) σημείωμα του αναιρεσείοντα με φωτογραφίες από δορυφόρο του βουνού "Ιμπραήμ Κεφάλα" του χωριού Δράπανου και της θέσης της εκκλησίας Αγίου Γεωργίου του Κόκκινου Χωριού, 44) φωτοτυπία της δηλώσεως του Ε-9 του αναιρεσείοντα. Ο λόγος αυτός που κατ' αρχάς είναι παραδεκτός γιατί όλων των παραπάνω αποδείξεων έγινε επίκληση και προσκομιδή τους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο από τον αναιρεσείοντα και δη υπό στοιχ. 34, 35, 36 και 37 το πρώτον στο Εφετείο (άρθρ. 529 παρ.1 ΚΠολΔικ) των δε λοιπών με νόμιμη, κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔικ επαναφορά (ΟλΑΠ 23/2008) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχομένη σ' αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, καθώς και οι αναφερόμενες παραπάνω (στοιχ.37) δύο ένορκες βεβαιώσεις σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, όπου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στα αποδεικτικά αυτά στοιχεία δεν γεννιέται καμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος, ότι κύριος του επιδίκου ακινήτου, επιφανείας 1700 τ.μ. κατέστη ο προσθέτως παρεμβάς και ήδη δεύτερος αναιρεσίβλητος τόσο με παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή), όσο και με τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Η αιτίαση του ερευνώμενου λόγου ότι από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση ως προς την απόκτηση κυριότητας στο διεκδικούμενο ακίνητο από τον προσθέτως παρεμβάντα δεύτερο αναιρεσίβλητο είναι απαράδεκτη, καθόσον πλήττει την, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ, ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1740/2012). Εξάλλου ο ισχυρισμός του δεύτερου αναιρεσίβλητου κατά τον οποίο ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί τα επικαλούμενα σ'αυτόν έγγραφα προσκομίσθηκαν την προτεραία της δικασίμου και όχι στην αναφερόμενη στο άρθρο 570 ΚΠολΔικ 20ήμερη πριν από τη συζήτηση της υποθέσεως προθεσμία είναι αβάσιμος, καθόσον αυτός καμία δικονομική βλάβη δεν υπέστη, αφού έλαβε γνώση των ανωτέρω εγγράφων, τα οποία σχολίασε και αντέκρουσε. Ειδικότερα από τη διάταξη της παρ.3 της προαναφερθείσας διατάξεως του άρθρου 570 ΚΠολΔικ, κατά την οποία μέσα στην προθεσμία της παρ.1 του εν λόγω άρθρου, δηλαδή είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση (που υπολογίζεται όχι με βάση την αρχική δικάσιμο, αλλά αυτή της συζήτησης) όλοι οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν στη γραμματεία του Αρείου Πάγου τα έγγραφα που χρησιμεύουν για να υποστηριχθεί ή να αποκρουσθεί η αναίρεση, η δε κατάθεση και η ημερομηνία της βεβαιώνεται επάνω στο φάκελο της δικογραφίας, προκύπτει ότι δεν δημιουργείται ακυρότητα ή απαράδεκτο από τη μη τήρηση της εν λόγω εικοσαήμερης προθεσμίας και την παράλειψη της βεβαιώσεως της κατάθεσης επί του φακέλου, αφού η τήρηση της διατάξεως αυτής δεν ορίζεται επί ποινή ακυρότητας (άρθρ. 159 παρ.1 ΚΠολΔικ). Η παραβίαση της δικονομικής αυτής διατάξεως δημιουργεί ακυρότητα ή απαράδεκτο μόνο αν προκλήθηκε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας ή της απαραδέκτου (άρθρ.159 παρ.3 ΚΠολΔικ ΑΠ 952/2005). Στην προκειμένη περίπτωση ο δεύτερος αναιρεσίβλητος με την κατατεθείσα μετά τη συζήτηση προσθήκη των προτάσεών του, ισχυρίζεται ότι δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη τα αναφερόμενα στον παραπάνω τρίτο αναιρετικό λόγο έγγραφα, γιατί αυτά δεν κατατέθηκαν στη γραμματεία του Αρείου Πάγου είκοσι τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα συζητήσεως της υποθέσεως, αλλά την προτεραία αυτής, ήτοι στις 4-12-2012 και ότι (αυτά) ως εκπροθέσμως κατατεθέντα δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη, διαφορετικά γιατί η εκπρόθεσμη αυτή κατάθεσή του προκάλεσε δικονομική βλάβη η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί διαφορετικά παρά μόνο με τη μη λήψη υπόψη των εγγράφων αυτών ως απαραδέκτων, συνισταμένης της επικαλουμένης δικονομικής του βλάβης στο ότι ο εν λόγω αναιρεσίβλητος "άσκησε τα δικονομικά του δικαιώματα υπό το κράτος ασφυκτικής χρονικής πίεσης, που εν τέλει έπληξε τη δυνατότητά του αποκρούσεως εγκαίρως και με επάρκεια των εις βάρος του ισχυρισμών του αναιρεσείοντα, δεδομένου ότι δεν μπόρεσε να αντικρούσει ένα προς ένα τα εκπροθέσμως προσκομισθένα έγγραφα". Ο λόγος αυτός, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι αβάσιμος αφού η 20ήμερη προθεσμία του άρθρου 570 παρ.3 ΚΠολΔικ. δεν έχει τεθεί επί ποινή ακυρότητας, ενώ δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη δικονομική βλάβη του αναιρεσίβλητου, αφού αυτός με την προσθήκη και αντίκρουση των εμπροθέσμως κατατεθεισών προτάσεών του σχολίασε και αντέκρουσε λεπτομερώς όλα τα προσκομισθέντα εκπροθέσμως έγγραφα των οποίων έλαβε πλήρη γνώση και που άλλωστε του ήταν γνωστά, ως κοινά αποδεικτικά μέσα, στα δικαστήρια της ουσίας και ως εκ τούτου καμιά δικονομική βλάβη δεν υπέστη. Επειδή, ο από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά, από εκείνα, που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 25/2011). Η παραμόρφωση του εγγράφου μπορεί να γίνει θετικά, με την εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου ή αρνητικά, με την παράλειψη ανάγνωσης κρισίμων για το αποδεικτέο γεγονός φράσεων αυτού δηλ. φράσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα. Δεν αρκεί για την ίδρυση του λόγου η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔικ. εγγράφου, αλλά πρέπει επί πλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλΑΠ 2/2008). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο το από 12.7.1973 ιδιωτικού συμφωνητικού "πωλητηρίου", γιατί δέχθηκε ότι ο αγοραστής του αναφερομένου σ' αυτό ακινήτου είναι ο πατέρας του αναιρεσείοντος Σ. Τ. και όχι ο ίδιος, ο οποίος έχει το ίδιο με τον πατέρα του ονοματεπώνυμο, και στον οποίο (αναιρεσείοντα) οδηγούσε η ορθή συνεκτίμηση του εγγράφου με τις επικαλούμενες αποδείξεις (διαθήκη του αδελφού του, Ε9 του ίδιου και του αδελφού του, επιστολή του αδελφού του κ.λ.π.). Ο λόγος αυτός, που αφορά σε έγγραφο που προσκομίζεται στην παρούσα αναιρετική δίκη (ΑΠ 1414/2010) και του οποίου επίκληση και προσκομιδή είχε γίνει στην κατ' έφεση δίκη (άρθρ. 562 παρ.2 ΚΠολΔικ) είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, απαράδεκτος, γιατί δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος" του εγγράφου, το οποίο ορθά αναγνώσθηκε, αλλά σε λανθασμένη εκτίμηση του περιεχομένου του, από την οποία το δικαστήριο κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Δηλαδή η επικαλουμένη αιτίαση αφορά σε παράπονο αναγόμενο στην ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων και του περιεχομένου του εγγράφου, ενώ προσέτι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος γιατί το αποδεικτικό πόρισμα της αποφάσεως δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά η κατά κύριο λόγο στο έγγραφο αυτό το περιερχόμενο του οποίου κατ' ανέλεγκτο κρίση αφορά σε ακίνητο που γειτνιάζει με εκείνο στο οποίο περιλαμβάνεται το επίδικο ακίνητο. Ενόψει τούτων δεν υφίσταται παραμόρφωση εγγράφου και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.8 εδ. β ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. " Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλΑΠ 25/2003). Ακόμη "πράγμα" είναι κάθε περιστατικό, που, αφηρημένως, λαμβανόμενο, οδηγεί, κατά νόμο, στη γέννηση ή κατάλυση του ασκουμένου με την αγωγή ή ένσταση δικαιώματος, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία είναι ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού (ΑΠ 87/2013). Ενόψει τούτων δεν αποτελούν "πράγματα" με την παραπάνω έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις, οι νομικές αναλύσεις καθώς και τα επιχειρήματα των διαδίκων, νομικά ή πραγματικά που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Επίσης δεν αποτελούν "πράγματα" τα συμπεράσματα των διαδίκων, καθώς και τα αποδεικτικά μέσα, και η ανήκουσα στην κυριαρχική και επομένως ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, εκτίμησή τους (ΑΠ 1748/2012). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη ότι δεν έλαβε υπόψη τους παρακάτω προταθέντες νόμιμα στο Εφετείο ισχυρισμούς: α) ότι το ακίνητο του αναιρεσείοντος εκτάσεως 90.931,71 τμ συνορεύει ανατολικά, επί πλευράς μήκους 350 τ.μ. με την όμορη ιδιοκτησία του Ε. Μ., κατά μήκος της οποίας ο τελευταίος (που είναι δικαιοπάροχος του δεύτερου αναιρεσιβλήτου) είχε τοποθετήσει συρματόπλεγμα από το έτος 1965, ύστερα από επιδότηση της αξίας της περιφράξεως από την ΑΤΕ, πράγμα το οποίο δεν υπήρχε λόγος να γίνει αν ο προς ανατολάς βοσκότοπος ήταν δική του ιδιοκτησία και όχι του Αμερικάνου, β) ότι ο αδελφός του αναιρεσείοντα Δ. Τ. στην από 3.8.1993 επιστολή του "ομολογεί" την ιδιοκτησία του αναιρεσείοντα στο επίδικο ακίνητο, πράγμα το οποίο αν συνδυαστεί με το ότι ο αδελφός αυτός δεν δήλωνε το εν λόγω ακίνητο στο Ε-9 του , οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ακίνητο των 90371,71 τ.μ. δεν περιλαμβανόταν στην πατρική τους κληρονομιά, γ) ότι το "δήθεν" συνταχθέν από τον Ε. Μ. και στην πραγματικότητα πλαστό ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως καταρτίστηκε στις 22.2.2002 για εννέα έτη με ετήσιο μίσθωμα 4400 Ευρώ, ενώ ο Ε. Μ. του είχε παραδώσει μεταγενέστερα απόδειξη καταβολής ετήσιου μισθώματος για το ίδιο ακίνητο με ημερομηνία 10.8.2002 και στην οποία υπάρχει γνήσια υπογραφή πανομοιότυπη με τις υπόλοιπες δώδεκα προσκομισθείσες αποδείξεις, ενώ η απόδειξη που παρουσιάζουν οι αναιρεσίβλητοι περί δήθεν εισπράξεως ενοικίου από τον αδελφό του αναιρεσείοντα φέρει πλαστή υπογραφή του Ε. Μ., αφού ο αδελφός του δεν ήταν ιδιοκτήτης και δεν είχε δικαίωμα να εισπράξει ενοίκιο, δ) ότι όλα τα αναγραφόμενα στην από 4-9-1998 ένορκη βεβαίωση της μητέρας του αναιρεσείοντα είναι αναληθή, ανυπόστατα και πέραν πάσης πραγματικότητας για τους αναφερόμενα ειδικότερα λόγους και ε) ότι δεν έλαβε υπόψη τα δύο σχεδιαγράμματα-ντοκουμέντα του 1973 και της 1-4-1981,μ που συντάχθηκαν από τον πατέρα του αναιρεσείοντα, τις φωτογραφίες, τις αεροφωτογραφίες, δύο έγκυρες λεπτομερείς εκθέσεις του τοπογράφου Σ. και τα λεπτομερή σχεδιαγράμματα τόσο της ιδιοκτησίας του αναιρεσείοντα των 90.9321,71 τμ, όσο και το ειδικό σχεδιάγραμμα του ίδιου τοπογράφου που συγκρίνει την έκταση αυτή με το συνταχθέν εντός τριημέρου σχεδιάγραμμα της τοπογράφου μηχανικού Α. Μ.. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος γιατί οι παραπάνω ισχυρισμοί δεν αποτελούν "πράγματα" με την αναφερόμενη στη νομική σκέψη έννοια, αλλά η πρώτη αιτίαση αφορά σε επιχείρημα του αναιρεσείοντα αντλούμενο από τις αποδείξεις και οι λοιπές αιτιάσεις σε αποδεικτικά μέσα που είτε δεν λήφθηκαν υπόψη (αιτιάσεις υπό στοιχεία β και ε), είτε εκτιμήθηκαν λανθασμένα (αιτίαση υπό στοιχ. δ), είτε τους δόθηκε αποδεικτική αξία διαφορετική από εκείνη που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθή (αιτίαση υπό στοιχ. γ). Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό τους, πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στην ξεχωριστή δικαστική δαπάνη κάθε αναιρεσίβλητου, αφού αυτοί είχαν διαφορετική νομική εκπροσώπηση (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔικ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 8-6-2010 αίτηση αναιρέσεως και τους από 17-8-2010 προσθέτους λόγους του Σ. Τ. του Σ., περί αναιρέσεως της υπ'αριθμ. 133/2010 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ για καθένα από αυτούς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για το παραδεκτό ασκήσεως των προσθέτων λόγων απαιτείται επίδοση. Ως ημέρα συντηρήσεως για την παραδεκτή άσκηση των προσθέτων λόγων θεωρείται η αρχικά ορισθείσα και όχι η μετ’ αναβολή. Η μη προσκομιδή εγγράφων, κατά 570 ΚΠολΔικ 20 ημέρες πριν της συζήτηση δεν τίθεται επί ποινή απαραδέκτου, απαιτείται επίκληση και απόδειξη δικονομικής βλάβης του αντιδίκου. Διεκδικητική κυριότητος πρόσθετη παρέμβαση εκμισθωτή αληθούς κυρίου 559 αρ. 1, 11γ' και β' εδ. Β άρθρου 559 ΚΠολΔικ.
Αποδεικτικά μέσα
Αγωγή διεκδικητική, Αποδεικτικά μέσα.
0
Αριθμός 610/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Δ. Π. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Νικολάου. Της αναιρεσίβλητης: Ε. Δ. συζ. Γ., το γένος Ι. Π., κατοίκου ... και προσωρινά διαμένουσας στη Φ. Α., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Παναγόπουλο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/8/1999 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης και την από 10/9/2000 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χίου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 70/2001 του ιδίου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χίου λόγω αρμοδιότητας, 161/2005 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χίου και 261/2009 του Εφετείου Αιγαίου (Μεταβατική Έδρα Χίου). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15/4/2010 αίτηση και τους από 1/9/2011 προσθέτους λόγους του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 22/9/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη, Κωνσταντίνου Τσόλα, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, κατ' αποδοχή των ανωτέρω λόγων που κρίθηκαν βάσιμοι. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1043, 1045, 1051 ΑΚ προκύπτει ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο για μια δεκαετία και με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία με τη δυνατότητα και στις δύο περιπτώσεις εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή και συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής αποτελούν όταν πρόκειται για ακίνητα οι υλικές και εμφανείς πάνω σ' αυτά πράξεις που προσιδιάζουν στην φύση και τον προορισμό του ακινήτου με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα δικό του. Δεν είναι δε αναγκαίο η νομή να ασκείται αυτοπροσώπως, αλλά μπορεί να ασκείται μέσω άλλου. Ο ενάγων που προβάλλει τη χρησικτησία ως τρόπο κτήσης της κυριότητας του ακινήτου πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή αυτού και εν ανάγκη και τη νομή του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ), καθορίζοντας ταυτόχρονα και τις μερικότερες εμφανείς υλικές διακατοχικές πράξεις στο ακίνητο από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το ακίνητο ως κύριος. Επί αναγνωριστικής δε της κυριότητας ακινήτου αγωγής η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας με την οποία αναγνωρίζεται ότι ο ενάγων έγινε κύριος του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατά το άρθρο 1045 του Αστικού Κώδικα, γιατί νεμήθηκε αυτό με διάνοια κυρίου επί είκοσι τουλάχιστον έτη, στερείται νόμιμης βάσης εάν δεν αναφέρονται στο αιτιολογικό της συγκεκριμένες πράξεις νομής αυτού ή του αντιπροσώπου του επί του επιδίκου ακινήτου ώστε να κριθεί αν αυτές είναι ικανές να προσπορίσουν στον ενάγοντα την κυριότητα του ακινήτου αυτού με έκτακτη χρησικτησία (ΑΠ 1601/2008). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως εάν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την εν λόγω διάταξη που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (ελλείψει αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνον στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνον το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δε δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση του προσκομιζομένου αντιγράφου της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτει ότι με αυτή το Εφετείο μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Το επίδικο ακίνητο, εμβαδού 345,10τ.μ., βρίσκεται στη θέση Μύλος του Δήμου Οινουσσών Χίου και συνορεύει ανατολικά επί πλευράς 16μ. με δημοτική οδό, δυτικά επί πλευράς 17,30μ. με δημοτική οδό, βόρεια επί πλευράς 20,40μ. με ιδιοκτησία Μ. Χ. και νότια επί πλευράς 20,40μ. με την υπόλοιπη ιδιοκτησία της εφεσίβλητης Ε. Δ.. Το ακίνητο αυτό αποτελεί τμήμα μείζονος ακινήτου συνολικού εμβαδού 632,619 τ.μ. και συνορεύει σύμφωνα με το από Αυγούστου 1996 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Ν. Α., βορειοανατολικά επί πλευράς 32,21 μ. με πεζοδρόμιο, βορειοδυτικά εν μέρει επί πλευράς 15,84μ. με ιδιοκτησία Μ. Μ.Χ. και νοτιοδυτικά επί πλευράς 30,30μ. με δημοτικό δρόμο. Το μείζον αυτό ακίνητο οι θείοι της εφεσίβλητης (αδέλφια της μητέρας της) Ε. Μ. Π. και Θ. Μ. Π. δυνάμει του .../19-11-1996 δωρητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Χίου Χρυσούλας Αξιωτάκη-Κακίτση, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χίου της το μεταβίβασαν κατά ποσοστό η εξ αδιαιρέτου ο καθένας με δωρεά εν ζωή, το οποίο, εξάλλου, της είχε παραχωρηθεί άτυπα από τους ως άνω θείους της από το έτος 1979. Οι ως άνω απέκτησαν την κυριότητα του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία αφού ασκούσαν επ' αυτού με διάνοια κυρίου τις προσιδιάζουσες στη φύση αυτού πράξεις εξουσιάσεώς του (επίβλεψη, διαμονή εντός αυτού) για χρονικό διάστημα πέραν της εικοσαετίας. Ειδικότερα, το ακίνητο αυτό ανήκε στον παππού της εφεσίβλητης και Π. των ως άνω δικαιοπαρόχων της Μ. Δ. Π.. Ο τελευταίος απέκτησε το επίδικο ακίνητο από άτυπη δωρεά κατά το έτος 1905 από τον Π. του Δ. Π.. Ειδικότερα ο Μ. Π. έχτισε σ' αυτό μία μεγάλη διώροφη οικία (αρχοντικό) τμήμα της οποίας κάλυπτε και το επίδικο. Στην οικία αυτή διέμενε ο ίδιος και η οικογένειά του μέχρι το έτος 1949 που συνταξιοδοτήθηκε και μετώκησε οικογενειακώς στην Αθήνα. Το έτος 1950 με άτυπη δωρεά παραχώρησε τη χρήση όλου του μείζονος ακινήτου στα δύο παιδιά του Ε. Π. και Θ. Π. ή Π. κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Αυτά μετά την άτυπη αυτή μεταβίβαση επισκέπτονταν κατά καιρούς τις Οινούσσες και διέμεναν, όπως και η ενάγουσα, στην προαναφερόμενη οικία μέχρι το έτος 1955 που ήταν κατοικήσιμη. Επί πλέον ανέθεσαν την επίβλεψη του μείζονος ακινήτου σε διάφορους επιστάτες (Σ., Φ. κλπ), οι οποίοι πληρώνονταν από την Ε. Π.. Τις πράξεις τους αυτές τα προαναφερόμενα τέκνα του Μ. Π. τις άσκησαν μέχρι το έτος 1970 οπότε κατέστησαν κύριοι με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας όλου του ακινήτου, εμβαδού των 632,619τ.μ., στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο, αφού ασκούσαν επ' αυτού φυσική εξουσία, με διάνοια κυρίου χωρίς να αποβληθούν ποτέ από τη νομή αυτού για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας της, εξακολουθώντας και μετά να ασκούν τις ίδιες πράξεις νομής μέχρι το έτος 1979 που παρέδωσαν τη νομή αυτού στην εφεσίβλητη. Η τελευταία επειδή η επί του ως άνω μείζονος ακινήτου υπάρχουσα κατοικία είχε καταστεί ερείπιο προέβη το έτος 1978 σε κατεδάφισή της, καταβάλλοντας η ίδια ατομικά τα σχετικά έξοδα. Αντίθετα, δεν προέκυψε ότι ο εκκαλών άσκησε οποιαδήποτε πράξη νομής στο επίδικο. Στις Οινούσσες δε θεωρούσαν, ότι το επίδικο αποτελούσε ιδιοκτησία των κληρονόμων του Μ. Π. και όχι της οικογένειας του εκκαλούντος, προφανώς, διότι αυτοί το επέβλεπαν. Το έτος 1988 ο σύλλογος "Φίλοι των Οινουσσών" προγραμμάτισε η δημιουργία πλατείας και παιδικής χαράς στο μείζον ακίνητο των 632,619τ.μ., στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο τμήμα και απευθύνθηκε στους κληρονόμους του Μ. Π. ή Π. προκειμένου να παραχωρήσουν αυτό (επίδικο) στο Δήμο Οινουσσών και η πλατεία που θα γινόταν θ' αποκτούσε το όνομα του προγόνου τους. Οι ως άνω αποδέχθηκαν την πρόταση αυτή και ο Δήμος Οινουσσών ως γνώστης της όλης κατάστασης και των ιδιοκτητών του ακινήτου ανέθεσε στον εργολάβο Μ. Μ. την κατασκευή της πλατείας, ο οποίος προέβη στη σύνταξη τοπογραφικού διαγράμματος στο οποίο συμπεριέλαβε το επίδικο ως τμήμα του μείζονος ακινήτου των 632,619τ.μ., πλην όμως η προσπάθεια αυτή του ως άνω Συλλόγου των Φίλων των Οινουσσών δεν ευοδώθηκε, καθόσον οι ιδιοκτήτες του ομόρου οικοπέδου αρνήθηκαν συνεχεία την παραχώρηση του για το σκοπό αυτό (δημιουργία πλατείας). Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών η εφεσίβλητη κατέστη κυρία του επιδίκου ακινήτου με παράγωγο τρόπο ήτοι με δωρεά από τους θείους της Θ. Π. και Ε. Μ. Π. δυνάμει του .../15-11-1996 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Χίου Χρυσούλας Αξιωτάκη, νόμιμα μεταγεγραμμένου, οι οποίοι εξάλλου της το είχαν μεταβιβάσει ατύπως από το έτος 1979 και είχαν καταστεί, κατά τα προαναφερθέντα, κύριοι αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας από το έτος 1970, άλλως με πρωτότυπο τρόπο έχουσα τη φυσική εξουσία αυτού με διάνοια κυρίας από το έτος 1979 και προσμετρώντας στο δικό της χρόνο χρησικτησίας και αυτό των δικαιοπαρόχων της. Περαιτέρω, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι είναι αυτός κύριος του επιδίκου ακινήτου επικαλούμενος ως τίτλους κτήσης: α) το .../31-8-1979 συμβόλαιο διανομής του συμβολαιογράφου Χίου Παναγιώτη Γανιάρη, νόμιμα μεταγεγραμμένου, β) το .../31-8-1979 συμβόλαιο δωρεάς του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου νόμιμα μεταγεγραμμένου και γ) την .../30-8-1979 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του ίδιου επίσης συμβολαιογράφου νόμιμα μεταγεγραμμένου. Η τελευταία δε (πράξη αποδοχής) αποτελεί τον αρχικό τίτλο κτήσης, με βάση την οποία επακολούθησαν τα ως άνω συμβόλαια διανομής και δωρεάς. Δυνάμει της ως άνω πράξης ο εκκαλών αποδέχθηκε την κληρονομιά του αποβιώσαντος το έτος 1947 Π. του Γ. Κ. Π., στην οποία παρελαμβανόταν και το επίδικο ακίνητο και στον οποίο (Γ. Π.) φερόταν ότι είχε περιέλθει από κληρονομιά των γονέων του. Ακολούθως, στο .../1979 συμβόλαιο διανομής που καταρτίστηκε μεταξύ των Ν. Κ. Π. του εκκαλούντος Δ. Π. της μητέρας του Ε. Π. και των αδελφών του, το επίδικο φέρεται να περιήλθε στο δικαιοπάροχο του εκκαλούντος Π. του Γ. Π. από δωρεά του Π. του και παππού αυτού (εκκαλούντος) Κ. Π. του Δ.. Κατά τα προαναφερόμενα όμως δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο ανήκε ποτέ στην κυριότητα του Κ. Π. και εν συνεχεία του Γ. Π., αλλά σ' αυτή (κυριότητα) του Μ. Π.. Αλλά και με την αντίθετη εκδοχή ότι αυτό ανήκε μέχρι το έτος 1947 στην κυριότητα του δικαιοπαρόχου του εκκαλούντος Γ. Π. το δικαίωμα κληρονόμων του, προς κτήση κυριότητας με κληρονομική διαδοχή καταλύθηκε με χρησικτησία από τους προαναφερόμενους δικαιοπαρόχους της εφεσίβλητης αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτό (επίδικο) εξουσιαζόταν συνεχώς με διάνοια κυρίου από το έτος 1950 μέχρι το έτος 1970 από αυτούς που κατέστησαν έτσι κύριοι αυτού, και το έτος 1979 παρέδωσαν τη νομή αυτού επιδίκου στην εφεσίβλητη, χωρίς αυτή να την απωλέσει μέχρι τώρα. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως κατ' ουσίαν βάσιμη την αναγνωριστική κυριότητας αγωγή της αναιρεσίβλητης, ενώ απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αντίθετη αγωγή του αναιρεσείοντος και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση του τελευταίου κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως". Ενόψει των πιο πάνω παραδοχών η προσβαλλομένη απόφαση ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου εκ μέρους της αναιρεσίβλητης με έκτακτη χρησικτησία με την προσμέτρηση της νομής των ανωτέρω δικαιοπαρόχων στη δική της νομή στερείται νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών διότι δεν εκτίθεται σε αυτή καμία συγκεκριμένη πράξη νομής της αναιρεσίβλητης επί του επιδίκου ακινήτου από το έτος 1979 που αυτό περιήλθε στη νομή της με άτυπη παραχώρηση από δικαιοπαρόχων της και έκτοτε και μέχρι την άσκηση της αγωγής της ώστε να κριθεί εάν με τέτοιες πράξεις μπορούσε να γίνει αυτή κυρία με έκτακτη χρησικτησία του ακινήτου αυτού. Επομένως ο τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης, κατά το τρίτο μέρος του, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως συμπληρώνεται με τους πρώτο, κατά το τρίτο μέρος του και τρίτο κατά το δεύτερο μέρος του λόγου του δικογράφου των προσθέτων λόγων αναίρεσης με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών είναι βάσιμος. Κατ' ακολουθίαν, πρέπει κατά παραδοχή των ανωτέρω λόγων αναίρεσης και προσθέτων λόγων αυτής να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση. Η αναιρεσίβλητη, ως ηττωμένη διάδικος, πρέπει, κατά το νόμιμο αίτημα του αναιρεσείοντος, να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη αυτού (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 261/2009 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση. Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η απόφαση, επί αναγνωριστικής της κυριότητας ακίνητης αγωγής, με την οποία αναγνωρίζεται ότι ο ενάγων έγινε κύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, στερείται νόμιμης βάσης εάν δεν αναφέρονται στο αιτιολογικό της συγκεκριμένες πράξεις νομής αυτού ή του αντιπροσώπου του. Άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ.
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 613/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Χ. Γ. συζ. Δ., το γένος Ν. Τ., κατοίκου ..., 2) Μ. χήρας Α. Τ., το γένος Α. Κ., κατοίκου ..., και 3) Ν. Τ. του Α., κατοίκου ..., (οι 2η και 3ος ως κληρονόμοι του Α. Τ.), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Εμμανουηλίδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Α. Μ. του Δ., κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκε. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/5/1999 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 77/2001 μη οριστική, 135/2005 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, 328/2008 μη οριστική και 150/2011 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση των τελευταίων αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26/9/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 11/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρ. 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αν ο μοναδικός αντίδικος εκείνου που επισπεύδει την συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, αν δε η κλήση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Επίσης, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση, όταν απολείπεται ο μοναδικός αναιρεσίβλητος και δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποιος διάδικος επέσπευσε τη συζήτησή της. Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη από 26-9-2011 αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 150/2011 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο της 23-1-2013. Κατ' αυτήν όμως, κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ο μοναδικός αναιρεσίβλητος δεν εμφανίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε κατέθεσε δήλωση σύμφωνα με τα άρθρα 573 παρ. 1, 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Προέχει, επομένως, να ερευνηθεί, αν ο απολειπόμενος μοναδικός αναιρεσίβλητος κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα ή αν έχει επισπεύσει ο ίδιος τη συζήτηση εγκύρως κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους αντιδίκους του αναιρεσείοντες. Από την έρευνα του φακέλου της δικογραφίας δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποιος διάδικος επέσπευσε τη συζήτηση της υποθέσεως, καθόσον οι φερόμενοι ως επισπεύδοντες τη συζήτηση αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται συγκεκριμένη κατ' αριθμό και ημερομηνία έκθεση επίδοσης, ούτε προσκομίζουν συγκεκριμένο αποδεικτικό επιδόσεως. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 26-9-2011 αιτήσεως των Χ. συζ. Δ. Γ. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθ. 150/2011 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διεκδικητική αγωγή ακινήτου. Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση διότι ο απολειπόμενος μοναδικός αναιρεσίβλητος δεν κλητεύθηκε και γενικά δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποιος επισπεύδει τη συζήτηση.
Απαράδεκτη συζήτηση
Αγωγή διεκδικητική, Απαράδεκτη συζήτηση.
0
Αριθμός 614/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Χ. Έ. του Σ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ζευκιλή. Του αναιρεσίβλητου: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Αθανάσιο Τσιοκάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., χωρίς να καταθέσει προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/2/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 20192/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 2677/2009 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 26/2/2010 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 10/10/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά τροποποίηση του άρθρου 17 του Συντάγματος του 1911, με την 3473 της 14.2/5.3.1923 απόφαση της Επαναστάσεως του 1922, που κυρώθηκε με το από 7.6/15.9.1924 ψήφισμα της Δ' Συντακτικής Συνελεύσεως στην Αθήνα, ορίστηκε, ότι επί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων ακινήτων προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών ή προς εγκατάσταση γενικώς προσφύγων, ομογενών ή μη, επιτρέπεται η κατάληψη των ακινήτων και πριν από την καταβολή της αποζημιώσεως. Από τις διατάξεις αυτές και από τα άρθρα 3 και 4 του από 4/9-6-1923 ν.δ. συνάγεται ότι από τη, βάσει των διατάξεων αυτών, κηρυσσομένη απαλλοτρίωση, η κυριότητα του ακινήτου που απαλλοτριώνεται μεταβιβάζεται στο Δημόσιο. Κατά το άρθρο 2 παρ. 5 του από 29/30-4-1953 β.δ. "περί κωδικοποιήσεως των κειμένων διατάξεων περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων κ.λ.π.", προσφυγικές απαλλοτριώσεις ανακαλούνται αυτοδικαίως από την 15 Απριλίου 1957, εφόσον μέχρι τη χρονολογία αυτή δεν έλαβε χώρα κατάληψη ούτε αποζημίωση. Στην έννοια του όρου "κατάληψη" περιλαμβάνεται κάθε κατά οποιοδήποτε τρόπο εξουσίαση του χώρου που απαλλοτριώθηκε από το Υπουργείο Πρόνοιας ή των περιφερειακών του υπηρεσιών. Με το άρθρο 64 παρ. 5 του β.δ. 330/1960 "περί κωδικοποιήσεως της περί αποκαταστάσεως των αστών προσφύγων νομοθεσίας, ν. 2044/1952", ορίστηκε ότι η αληθινή έννοια του όρου "κατάληψη" των α.ν. 2003/1939 και 1731/1939, όπως αυτοί συμπληρώθηκαν και τροποποιήθηκαν μεταγενεστέρως, είναι κάθε κατά οποιοδήποτε τρόπο εξουσίαση του χώρου που απαλλοτριώθηκε από το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας ή τις περιφερειακές του υπηρεσίες. Ακολούθως, με το άρθρο 7 του ν.δ. 266/21/24-1-1974 "περί τροποιήσεως και συμπληρώσεως διατάξεων της περί αποκαταστάσεως των αστών προσφύγων κειμένης νομοθεσίας" στην ανωτέρω διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 64 β.δ. 330/1960 προστέθηκε εδάφιο, κατά το οποίο, για την εφαρμογή της, προς κατάληψη της απαλλοτριωθείσας εξομοιούται και η οριοθεσία της ή η κτηματογράφηση ή η ρυμοτόμηση ή η αποτύπωση σε τοπογραφικό διάγραμμα θεωρημένο από την αρμόδια υπηρεσία ή η παραχώρηση τμήματός της προς εξυπηρέτηση γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, προς κατάληψη δε ολόκληρης της εκτάσεως που απαλλοτριώθηκε εξομοιώνεται και η κατάληψη ουσιώδους, συνεχούς ή μη, τμήματος αυτής. Για το ότι στην, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρου 2 παρ. 5 του από 29/30-4-1953 β.δ. και άρθρου 64 παρ. 5 του β.δ. 330/1960, νομική έννοια της "καταλήψεως" υπάγονται υλικές πράξεις στο απαλλοτριωθέν ακίνητο, με τις οποίες αυτό καθυποτάσσεται στην εξουσία αυτού που τις επιχειρεί, ενώ εμβαδομετρήσεις, κτηματομετρήσεις και σύνταξη ρυμοτομικών και κτηματογραφικών διαγραμμάτων δεν συνιστούν καθεαυτές "κατάληψη", εκτός αν έγιναν με εμφανείς εργασίες και ενέργειες στο ακίνητο, που ενέχουν καθυπόταξή του στην εξουσία αυτού που τις ενεργεί, και, ότι, αν η με την ανωτέρω έννοια κατάληψη μέρους του ακινήτου μπορεί να συνεπάγεται εξουσίαση ολοκλήρου, είναι ζήτημα πραγματικό, ουδεμία είχε γεννηθεί αμφισβήτηση μεταξύ των δικαστηρίων ή των νομικών μέχρι τη δημοσίευση του ν.δ. 266/1974, ώστε ένεκα αμφιβολιών να εκδοθεί ερμηνευτικός νόμος προς άρση της. Έτσι, η διάταξη του άρθρου 7 του ν.δ. 266/1974, ορίζουσα ότι προς κατάληψη της εκτάσεως που απαλλοτριώθηκε εξομοιώνεται και η οριοθεσία της ή η κτηματογράφηση ή η αποτύπωση σε τοπογραφικό διάγραμμα θεωρημένο από την αρμόδια υπηρεσία, ή η παραχώρηση τμήματός της προς εξυπηρέτηση γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, προς κατάληψη δε ολόκληρης της απαλλοτριωθείσας εκτάσεως εξομοιώνεται και η κατάληψη ουσιώδους συνεχούς ή μη τμήματός της, δεν είναι ερμηνευτική και συνεπώς δεν έχει αναδρομική δύναμη (ΟλΑΠ 389/1978). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Με τη 16314/11-2-1925 κοινή απόφαση των Υπουργών Γεωργίας, Υγιεινής Πρόνοιας και Αντιλήψεως, που δημοσιεύθηκε στο 17/1925 ΦΕΚ (τεύχος Β'), απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά, εις εφαρμογήν του από 4/9 Ιουνίου 1923 Ν. Δ/τος, έκταση 765.151 τετραγωνικών μέτρων, που βρίσκονταν στην περιφέρεια Καπουτζήδων Θεσσαλονίκης, για την αστική αποκατάσταση προσφύγων. Στην έκταση αυτή εμπίπτει το επίδικο ακίνητο. Αυτό εμπίπτει ειδικότερα σε ευρύτερη έκταση 57.075 τ.μ. φερόμενη στην από 30-1-1940 έκθεση του Ε. Σ. (Προϊστάμενου Γραφείου Τοπογραφικής Υπηρεσίας Υπουργείου Γεωργίας) και τον συνταχθέντα από αυτόν με την ίδια ημερομηνία πίνακα, με αύξοντα αριθμό 23. Σε αυτή την ευρύτερη έκταση εμπίπτουν ειδικότερα 37.520 τ.μ., που απαλλοτριώθηκαν, ενώ αυτής της τελευταίας εκτάσεως βρίσκεται το επίδικο οικόπεδο, που φέρει αριθμό 9 του τέως οικοδομικού τετραγώνου 81 και ήδη του Ο.Τ. με αριθμό 155, έχει εμβαδόν 235,77 τ.μ. και αποτυπώνεται με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Α στο από 8.12.2005 απόσπασμα του 4750/1963 τοπογραφικού διαγράμματος διανομής συνοικισμού .... Αυτό συνορεύει βορείως- βορειανατολικώς με πεζόδρομο (πάροδο οδού ...), ανατολικώς- βορειανατολικως, επί πλευράς Γ-Δ μήκους 10,17 μέτρων, με το οικόπεδο 11 του τέως οικοδομικού τετραγώνου 81 και επί πλευράς Γ-Β μήκους 12,50 μέτρων με το οικόπεδο 10 του ιδίου Ο.Τ., νοτίως- νοτιανατολικως, επί πλευράς Α-Β μήκους 10,40 μέτρων, με ανώνυμη οδό και δυτικώς-νοτιοδυτικώς, επί πλευράς Α-Ε μήκους 26,67 μέτρων, με το οικόπεδο 8 του τέως Ο.Τ. 81. Μεγαλύτερη έκταση και δη έκταση 40 στρεμμάτων, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και το ως άνω οικόπεδο, είχε περιέλθει στο Χ. Β., υιό Ο., δυνάμει του με αριθμό 33 Απριλίου 1293 (χριστιανικού 1877) τίτλου, ο οποίος εν συνεχεία μεταβίβασε το δικαίωμά του στον Α. Α. δια του με αριθμό 59 Δεκεμβρίου 1308 (χριστιανικού 1892) τίτλου. Μετά το θάνατο του Α. Α. ο αγρός αυτός περιήλθε κληρονομικώς δια του 267 Δεκεμβρίου 1320 (χριστιανικού 1904) τίτλου στις θυγατέρες του Έ. και Ά., οι οποίες με τον 323 Δεκεμβρίου 1320 τίτλο μεταβίβασαν το δικαίωμά τους στον Γ. Α.. Ο τελευταίος το μεταβίβασε στη συνέχεια δια των 367 και 418 Ιουνίου 1325 τίτλων στους Κ. Π. κατά το 1/2 και Ε. Δ. κατά το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου. Οι τελευταίοι δια του υπ' αριθμ. 676 Νοεμβρίου 1326 (χριστιανικού έτους 1910) τίτλου μεταβίβασαν τα δικαιώματά τους επί ολοκλήρου του αγρού των 40 στρεμμάτων στην Ανώνυμη Οθωμανική Εταιρία Γεωργίας και Βελτιώσεων. Κατά τον τίτλο αυτό ο αγρός συνόρευε "ανατολικά: Α. Κ. (εκτός απαλλοτριώσεως) ήδη κήπος Κ., δυτικά: λάκκος, βόρεια: δρόμος (Π.) και νότια οι κληρονόμοι Χ.". Επί του τελευταίου ως άνω τίτλου ουδεμία μεταγενέστερη μεταγραφή σημειώθηκε μέχρι την κατάλυση του Τουρκικού καθεστώτος, σύμφωνα με το 243/1938 πιστοποιητικό του Μεταφραστικού Γραφείου Θεσσαλονίκης. Περαιτέρω με την 133736/15-9-1939 απόφαση του Υπουργού Γενικού Διοικητού Μακεδονίας δόθηκε η εντολή σύνταξης σχεδιαγράμματος και κτηματολογικού πίνακα για την ανέγερση του Αστικού Προσφυγικού Συνοικισμού Τούμπας. Προς εκτέλεση της ανωτέρω απόφασης διενεργήθηκε από τον τοπογράφο μηχανικό Ε. Σ., Προϊστάμενο του Γραφείου της Τοπογραφικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Γεωργίας, κτηματογράφηση και εφαρμογή τίτλων ιδιοκτησίας όλης της απαλλοτριωθείσας έκτασης, συντάχθηκε δε σχετικώς η από 30-1-1940 έκθεση εφαρμογής τίτλων του ανωτέρω μηχανικού και το 4859/1940 διάγραμμα, όπου αποτυπώνεται, με αύξοντα αριθμό 23, η απαλλοτριωθείσα έκταση που ανήκε κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης στην Ανώνυμη Κτηματική και Γεωργική Εταιρία, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι συνεργεία του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, κατά το έτος 1939, προέβησαν σε επιτόπια εφαρμογή της παραπάνω απαλλοτριωτικής απόφασης, με οριοθετήσεις, εμβαδομετρήσεις, αποτυπώσεις, ρυμοτομικά διαγράμματα. Σε όλες αυτές τις ενέργειες προέβησαν με εμφανείς υλικές πράξεις, που είχαν λάβει τέτοια δημοσιότητα ώστε κατέστησαν ευρύτατα γνωστές στους τότε ιδιοκτήτες των απαλλοτριωθέντων. Έτσι η προαναφερόμενη έκθεση του μηχανικού Σ. είναι προϊόν τοπογραφικών εργασιών των ως άνω συνεργείων επί του εδάφους, οι οποίες ήταν αναγκαίες για την υλοποίηση των τοπογραφικών δεδομένων και τη με βάση τα δεδομένα αυτά σύνταξη της εκθέσεως και των διαγραμμάτων. Το γεγονός ότι τόσο η από 30-1-1940 έκθεση του Ε. Σ., όσο και το συνοδεύον αυτήν 4859/13-1-1940 κτηματολογικό διάγραμμα, συντάχθηκαν ύστερα από επιτόπια εργασία των ανωτέρω συνεργείων επί του εδάφους (εμβαδομέτρηση, οριοθέτηση, τοποθέτηση των σχετικών οργάνων και ορόσημων στο έδαφος κλπ) αποδεικνύεται από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης, στην οποία περιλαμβάνονται οι εξής αναφορές στις ακόλουθες σελίδες της: Στις σελίδες 10-11 "Κατά την αποτύπωση και εφαρμογή των τίτλων εξακριβώθηκε ότι οι κληρονόμοι Β. Χ. επώλησαν εκ του κτήματος τούτου οικόπεδον εκτάσεως 1.000 τ.μ. εις τον Π. όστις και κατέχει την έκταση αυτή ανεγείρας επ' αυτής μαγαζείον και οικήματα", στη σελίδα 20 "ο σήμερον υπάρχων λάκκος δεν αποτελεί το όριον του ως άνω κτήματος καθ' όλον αυτού το νότιo τμήμα. Ως όριον ελήφθη ο παλαιός λάκκος, ούτινος ίχνη σώζονται και σήμερον", στη σελίδα 26 "προς δυσμάς είναι η οδός Α., ήτις εις το μέρος τούτο δεν έχει αλλοιωθεί", στη σελίδα 37 "τα εις τον τελευταίον τούτον τίτλον αναγραφόμενα προς Ανατολάς όρια του κτήματος δεν συμφωνούν προς την πραγματικότητα", στη σελίδα 49 "πιθανόν εκ του ως άνω τμήματος να έχουν πωληθεί υπό του Β. Ε. και έτερα τμήματα εις ετέρους, των οποίων δεν υπεβλήθησαν ημίν στοιχεία και άτινα δεν ηδυνήθημεν να εξακριβώσωμεν δεδομένου ότι οι τυχόν αγορασταί δεν έχουν σήμερον κατοχήν, ούτε και ανήγειρον επ' αυτών οικήματα ... Εξίσου έχουν ανεγερθεί οικήματα και εις τα πρώτα 18 τμήματα ... Τινά των ως άνω τμημάτων μένουν ακάλυπτα", στη σελίδα 55 "εις παρακειμένην του παρόντος κτήματος έκτασιν ήτις νυν μένει ακάλυπτος", στη σελίδα 60 "ο δρόμος ... και ... Νοτίως του λάκκου, των οποίων ίχνη σώζονται και σήμερον", στη σελίδα 61 "Σημειούται ότι επί του κτήματος υπάρχει δενδροφυτεία", στη σελίδα 88 "εις παρακειμένην του παρόντος κτήματος έκταση ήτις νυν μένει ακάλυπτος", στη σελίδα 94 "Οι ως άνω ανήγειραν επί του αγρού τούτου (νυν οικόπεδον) τρεις οικίας", στη σελίδα 98 "τα σύνορα τα εν τοις τίτλοις αναφερόμενα δεν συμφωνούν προς τα πραγματικά όρια του κτήματος", στη σελίδα 102 "... παρ' ότι ο τίτλος δεν εφαρμόζει πλήρως εις το σημείον τούτο, του τρίτου εν αυτώ ορίω (Θ.) μη ευρισκομένου εις την τοποθεσίαν ταύτην. Κατά πληροφορίας μας ...", στη σελίδα 104 "... του ως άνω αμπελότοπου (νυν οικοπέδου) ... Τα σύνορα τα εν τω τίτλω αναφερόμενα δεν συμφωνούν απολύτως προς τα σύνορα του κτήματος ως τούτο υπεδείχθη ημίν. Ο λάκκος ενώ είναι βορείως του κτήματος εις τους τίτλους φέρεται ανατολικώς ...", στη σελίδα 118 "ο λάκκος αυτός δεν ήτο προ της απαλλοτριώσεως, ως απετυπώθη σήμερον ...", στη σελίδα 129 "Νυν υπάρχει λάκκος ...". Στη σελίδα 115 της ανωτέρω έκθεσης αναφέρεται ότι κατά τον επιτόπιο έλεγχο που διενήργησαν ο Ε. Σ. και τα υπ' αυτόν συνεργεία διαπιστώθηκε ότι σε ορισμένα τμήματα της απαλλοτριωθείσας έκτασης έχουν ανεγερθεί οικίες ή παραπήγματα από τους φερόμενους ως ιδιοκτήτες τους και ακολούθως μνημονεύονται οι κάτοχοι (συνολικά 64) όλων τω παραπάνω οικημάτων καθώς και τα κτήματα εντός των οποίων βρίσκονται τα εν λόγω οικήματα. Σύμφωνα με αυτά, τα αρμόδια συνεργεία διενήργησαν μάλιστα, εκτός των τοπογραφικών εργασιών επί του εδάφους, και επιτόπιο έλεγχο στο σύνολο της απαλλοτριωθείσας έκτασης, καταγράφοντας και όλα τα οικήματα που είχαν ανεγερθεί εντός αυτής. Για τις εμφανείς υλικές πράξεις εξουσιάσεως της απαλλοτριωθείσας εκτάσεως και ειδικότερα για την διενέργεια τοπογραφικών εργασιών δια συνεργείων που εργάσθηκαν επιτοπίως και επί του εδάφους της κατέθεσε με απόλυτη σαφήνεια και ο εξετασθείς μάρτυρας του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου. Ο μάρτυρας των εναγομένων και του ήδη αναιρεσείοντος δεν κατέθεσε για αντίθετα σε σχέση με τα αμέσως προπαρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά, σε τέτοια δε δεν αναφέρθηκαν ούτε οι ενόρκως βεβαιούντες στις ένορκες βεβαιώσεις τις προσκομιζόμενες από τον εκκαλούντα-αναιρεσείοντα. Επίσης, αποδείχθηκε ότι το ενάγον-αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο με τις κεντρικές και περιφερειακές του υπηρεσίες (Γενική Διοίκηση Μακεδονίας) είχε καταλάβει πολύ πριν το έτος 1957 την έκταση που απαλλοτριώθηκε με την 16314/1925 κοινή υπουργική απόφαση και είχε διαθέσει το μεγαλύτερο μέρος αυτής για την αποκατάσταση αστών προσφύγων, κατασκευάζοντας ξύλινα παραπήγματα και εκδίδοντας αρχικά παραχωρητήρια προσωρινής χρήσης και εν συνεχεία οριστικά παραχωρητήρια. Αυτό αποδεικνύεται από τα εξής έγγραφα: 1) την από 18-8-1960 εισήγηση προς το Νομαρχιακό Συμβούλιο Στεγάσεως Θεσσαλονίκης, κατόπιν της οποίας εκδόθηκε το 2398/1961 παραχωρητήριο προς τη Μ. χήρα Δ. Τ. για το όμορο του επιδίκου με αριθμό 10 οικόπεδο του Ο.Τ. 81 του Συνοικισμού ... . Στην ανωτέρω εισήγηση αναφέρεται, ότι προς την ανωτέρω δικαιούχο είχε εκδοθεί προηγουμένως το 94/20-1-1932 παραχωρητήριο προσωρινής χρήσης της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας για εκείνο το οικόπεδο, 2) το ακριβές απόσπασμα από τα πρακτικά της 980/1961 συνεδρίασης του Νομαρχιακού Συμβουλίου Στεγάσεως Θεσσαλονίκης, κατόπιν της οποίας εκδόθηκε το 3140/1961 παραχωρητήριο προς τον Α. Π. Τ. για το οικόπεδο 4 του Ο.Τ. 81 του Συνοικισμού .... Το πρακτικό αυτό αναφέρεται στην προηγηθείσα έκδοση του 459/24-9-1934 προσωρινού παραχωρητηρίου του ίδιου οικοπέδου προς τον ίδιο δικαιούχο (το οποίο, όπως αποσαφηνίζεται στο πρακτικό, είχε αρχικώς αριθμό 72 και εν συνεχεία έλαβε τον αριθμό 4 του Ο.Τ. 81), 3) ακριβές απόσπασμα από τα πρακτικά της 1006/1961 συνεδρίασης του Νομαρχιακού Συμβουλίου Στεγάσεως Θεσσαλονίκης, κατόπιν της οποίας εκδόθηκε το 6499/1964 παραχωρητήριο προς τον Γ. Κ. για το οικόπεδο 79 του Ο.Τ. 67 του Συνοικισμού ... . Στο ανωτέρω πρακτικό μνημονεύεται ρητώς ότι προηγουμένως είχε εκδοθεί το 207/1932 παραχωρητήριο προσωρινής χρήσης της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας των 79/67 και 78/67 οικοπέδων προς αυτό το δικαιούχο, 4) ακριβές απόσπασμα της 14170/5-10-1934 απόφασης του Υπουργού Γενικού Διοικητού Μακεδονίας, με την οποία εγκρίθηκε η παραχώρηση 213 οικημάτων του Συνοικισμού ... σε προσφυγικές οικογένειες. Το επίδικο εντάσσεται στην κρινόμενη περίπτωση λειτουργικά στην όλη απαλλοτριωθείσα και διατεθείσα κατά το μεγαλύτερο μέρος της έκταση, μη εμφανίζοντας οποιαδήποτε τοπογραφική ή μορφολογική αυτοτέλεια σε σχέση με αυτήν, ώστε να εκφεύγει της εξουσιάσεως του Δημοσίου. Με τις προδιαλαμβανόμενες αποδειχθείσες πράξεις των οργάνων του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου (επιτόπιες τοπογραφικές εργασίες, επιτόπιους ελέγχους κλπ), συνδυαζόμενες και με τη διάθεση του μεγαλύτερου (ουσιώδους) μέρους της απαλλοτριωθείσας περιοχής, στην οποία εντάσσεται λειτουργικώς και το ως άνω ακίνητο, για την αποκατάσταση αστών προσφύγων και για τη ρυμοτόμησή της, το επίδικο καταλήφθηκε από το αναιρεσίβλητο, υπό την προπαρατιθέμενη έννοια του όρου κατάληψη και υπό τις αυξημένες προϋποθέσεις που ίσχυαν γι' αυτήν μέχρι τις 15-4-1957, στο πλαίσιο της απαλλοτριώσεως της μείζονος περιοχής του έτους 1925 με την ενάσκηση εμφανών υλικών πράξεων εξουσιάσεως πολύ πριν το έτος 1957 και οπωσδήποτε μέχρι τα τέλη του έτους 1939, οπότε πραγματοποιήθηκαν οι ανωτέρω επιτόπιες εργασίες. Σύμφωνα δε με όσα προεκτίθενται, η ανωτέρω απαλλοτρίωση συντελέσθηκε και χωρίς την καταβολή αποζημιώσεως και το επίδικο περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, στην οποία και παραμένει έκτοτε, χωρίς να είναι δυνατό να χωρήσει χρησικτησία επ' αυτού από τους δικαιοπαρόχους του αναιρεσείοντος εις βάρος του αναιρεσιβλήτου, δεδομένου ότι, λόγω της καταλήψεώς του πολύ πριν τις 15-4-1957, η απαλλοτρίωση δεν ανακλήθηκε στις 16-4-1957, όπως ο εκκαλών-αναιρεσείων υποστηρίζει, αλλά το ως άνω ακίνητο αποτελεί κρατικό κτήμα, ως νομέας του δε θεωρείται το ενάγον-αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, ακόμη και αν εκ των υστέρων δεν ενήργησε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη επ' αυτού. Ειδικότερα ο αναιρεσείων δεν κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα δεν κατέστη κύριός του βάσει του .../22-6-2005 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Αντωνοπούλου που μεταγράφηκε νόμιμα, όπως δεν είχε καταστεί προηγουμένως κυρία αυτού και η φερόμενη ως άμεση δικαιοπάροχός του Κ. χήρα Ι. Σ. (τρίτη εναγομένη στην πρωτόδικη δίκη) βάσει της .../22-5-2005 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, εφόσον οι φερόμενοι ως απώτατοι δικαιοπάροχοι αυτών Μ. σύζυγος Α. Ν. και Ι. Σ., οι οποίοι κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος είχαν καταστεί κύριοι του επιδίκου ακινήτου δια εκτάκτου χρησικτησίας, δεν μπορούσαν να χρησιδεσπόσουν επ' αυτού". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε, ότι με τις αναφερόμενες πράξεις των οργάνων του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, συνδυαζόμενες και με τη διάθεση του μεγαλύτερου (ουσιώδους) μέρους της απαλλοτριωθείσας περιοχής, στην οποία εντάσσεται λειτουργικώς και το επίδικο ακίνητο, τούτο καταλήφθηκε οπωσδήποτε μέχρι τα τέλη του έτους 1939 από το αναιρεσίβλητο, στο οποίο και περιήλθε έκτοτε η κυριότητα του επιδίκου, και κατόπιν τούτου απέρριψε την ένσταση ιδίας κυριότητας του αναιρεσείοντος και δέχτηκε την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει όμοια. Με αυτά, που δέχτηκε, και, έτσι, που έκρινε, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τo ουσιώδες ζήτημα, της ύπαρξης κατάληψης του επίδικου ακινήτου από το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχτηκε σαφώς, ότι συνεργεία του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, κατά το έτος 1939 προέβησαν σε επιτόπια εφαρμογή της αναφερόμενης απαλλοτριωτικής απόφασης με οριοθετήσεις, εμβαδομετρήσεις, αποτυπώσεις και ρυμοτομικά διαγράμματα, ότι το αναιρεσίβλητο με τις κεντρικές και περιφερειακές του υπηρεσίες είχε καταλάβει πολύ πριν το 1957 και δη το έτος 1939 την έκταση που απαλλοτριώθηκε και είχε διαθέσει το μεγαλύτερο μέρος αυτής για την αποκατάσταση αστών προσφύγων και ότι από το 1939 το επίδικο περιήλθε στην κυριότητα του αναιρεσιβλήτου, στην οποία και παραμένει έκτοτε, χωρίς να είναι δυνατό να χωρήσει χρησικτησία επ' αυτού από τους δικαιοπαρόχους του αναιρεσείοντος σε βάρος του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου. Επομένως, ο δεύτερος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Επειδή, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο, αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β' ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον αυτοτελή ισχυρισμό του, "ότι το αναιρεσίβλητο ποτέ δεν κατέλαβε μέχρι και την 15-4-1957 αλλά ούτε και μέχρι σήμερα το επίδικο ακίνητο". Ο λόγος αυτός αναίρεσης, σύμφωνα με τα εκτεθέντα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι ο επικαλούμενος ισχυρισμός δεν έχει αυτοτελή ύπαρξη, αλλά αποτελεί άρνηση της αγωγής. Επειδή, λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ., κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (ΑΠ 2058/2009). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα ύπαρξης κατάληψης του επίδικου ακινήτου από το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα κατωτέρω έγγραφα, τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε ο αναιρεσείων, ενώπιον του Εφετείου με τις προτάσεις του της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη του ισχυρισμού του περί ιδίας κυριότητας, ήτοι 1) τον με αριθμό 676 Νοεμβρίου 1326 (χριστιανικό έτος 1910) τουρκικό τίτλο (ταπί), 2) το 4859/1940 διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Ε. Σ., 3) το .../22-6-2005 συμβόλαιο αγοραπωλησίας οικοπέδου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Αντωνοπούλου, 4) την με αριθμό 247/5/2002 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ι. Σ., 5) την .../2005 άδεια οικοδομής, 6) την .../22-6-2005 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Αντωνοπούλου, 7) την 17476/10-6-2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, 8) το με αριθμό 58/1963 κτηματολογικό διάγραμμα της Δ/νσης Πρόνοιας, 9) την .../14-6-1985 δημόσια διαθήκη του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ιωάννη Νάσλα, 10) το με αριθμό 582/22-5-1987 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης δημοσίευσης της άνω διαθήκης, 11) το 9/15-1-1995 κληρονομητήριο, 12) το .../21-12-2001 εργολαβικό συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ευδοκίας Στρογγύλη, 13) το από Αυγούστου 1995 φύλλο υπολογισμού της αντικειμενικής αξίας του οικοπέδου, 14) την .../14-10-1997 αίτηση του Ι. Σ. προς την κτηματική υπηρεσία του Δημοσίου, 15) την .../25-11-1997 αίτηση του ιδίου, 16) την 825/12-5-1998 αίτηση του ιδίου προς την Δ/νση Υγείας και Πρόνοιας Νομού Θεσσαλονίκης, 17) τις .../7-7-1999 και .../8-7-1999 ένορκες καταθέσεις-βεβαιώσεις των Μ. Α. και Π. Κ. ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Χαράλ. Μουρατίδη, 18) το με αριθμό πρωτ. 1516/23-2-2000 έγγραφο-απάντηση της ΙΣΤ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, 19) το με αριθμό πρωτ. 28614/766/4/2000 έγγραφο-απάντηση του Δήμου Θεσσαλονίκης και 20) το με αριθμό πρωτ. 1029311/2252/0010/15-4-2005 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων - Διεύθυνση Δημόσιας Περιουσίας του Υπουργείου των Οικονομίας και Οικονομικών. Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και νόμιμα επικαλούνται οι διάδικοι", δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα ανωτέρω έγγραφα, ενώ τις επικαλούμενες ως άνω ένορκες καταθέσεις-βεβαιώσεις ρητά μνημόνευσε. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, μειωμένα όμως κατ' άρθρο 22 του ν. 3693/1957, όπως στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26-2-2010 αίτηση του αναιρεσείοντος Χ. Ε. για αναίρεση της 2677/2009 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου. Αληθινή έννοια των όρων κατάληψη των α.ν. 2003/1939 και 1731/1939. Λόγος από αριθμ. 19. Αβάσιμος. Λόγος από 8 περ. β' Απαράδεκτος Δεν είναι αυτοτελής ισχυρισμός, αλλά άρνηση της αγωγής. Λόγος από 11 περ. γ' Αβάσιμος.
Αγωγή αναγνωριστική
Αγωγή αναγνωριστική.
0
Αριθμός 615/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Α.ς Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών: 1) Σ. συζ. Β. Π., 2) Μ. Μ. και 3) Α.-Σ. Π., κατοίκων ... . H 3η ατομικά και ως ειδικός διάδοχος της Α. χήρας Σ. Μ., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Βλάχο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. χήρας Ε. Κ., που δεν παραστάθηκε και 2) Λ. Π. του Ε., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Μάλλιο, ο οποίος δήλωσε ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη απεβίωσε και ο δεύτερος αναιρεσίβλητος συνεχίζει τη βιαίως διακοπείσα δίκη, ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/7/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6356/2007, 1893/2008 διορθωτικής αυτής του ιδίου Δικαστηρίου και 4980/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση των αποφάσεων αυτών ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 14/9/2008 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 10/10/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α', 287, 291 και 292 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται, αν μετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Ο θάνατος του διαδίκου, που επιφέρει τη βίαιη διακοπή της δίκης, καθώς και η εκούσια επανάληψη αυτής από τους κληρονόμους του, μπορούν να γνωστοποιηθούν διαδοχικά με ενιαία δήλωση στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης προς συζήτηση, εφόσον δεν υπάρξει αμφισβήτηση της ιδιότητάς τους ως κληρονόμων, οπότε ακολουθεί η άμεση συζήτηση της υπόθεσης. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62, 73, 286 επ. και 313 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κάποιος διάδικος αποβιώσει κατά την διάρκεια της δίκης και μέχρι το τέλος της προφορικής συζητήσεως μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση και εφόσον τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνη της γνωστοποιήσεως του θανάτου στον αντίδικο του αποβιώσαντος, επέρχεται διακοπή της δίκης και όλες οι διαδικαστικές πράξεις που επιχειρούνται μέχρι την νόμιμη επανάληψη της διαδικασίας λογίζονται άκυρες. Αν δεν γίνει η γνωστοποίηση του θανάτου δεν επέρχεται διακοπή της δίκης, η δε απόφαση που εκδίδεται είναι υποστατή και μπορεί να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της αναιρέσεως. Σε περίπτωση που ο διάδικος αποβιώσει μετά το πέρας της προφορικής συζητήσεως, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση ή πολύ περισσότερο μετά την έκδοση της τελευταίας, όταν δηλαδή δεν υφίσταται πλέον εκκρεμής δικαστικός αγών, δεν υπάρχει στάδιο εφαρμογής των διατάξεων περί διακοπής της δίκης από την περίπτωση αυτή. Σε κάθε περίπτωση τα ένδικα μέσα που ασκούνται κατά της οριστικής αποφάσεως, άρα και η αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απευθύνονται, σύμφωνα με το άρθρο 558 ΚΠολΔ κατά των καθολικών διαδόχων (κληρονόμων) του αποβιώσαντος, απευθυνόμενα δε κατ' αυτού είναι άκυρα, υπό την προϋπόθεση ότι ο αναιρεσείων διάδικος είχε λάβει γνώση του θανάτου του αντιδίκου του με οποιονδήποτε τρόπο, ώστε να διαπιστώσει τους κληρονόμους του και να απευθύνει κατ' αυτών την αναίρεση. Επομένως, η αναίρεση που απευθύνεται κατά αποβιώσαντος, χωρίς όμως να γνωρίζει τον θάνατο ο αναιρεσείων, δεν είναι άκυρη και η συζήτησή της χωρεί νομίμως με τους κληρονόμους του αποβιώσαντος, εάν αυτοί εμφανίζονται κατά την συζήτηση με την ιδιότητα αυτή, στην θέση του αποβιώσαντος αναιρεσιβλήτου και προβάλλουν υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς (Ολ.ΑΠ 27/1987, ΑΠ 103/2011). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης, και δεν αμφισβητείται από τα διάδικα μέρη, η αρχικώς διάδικος αναιρεσείουσα Α. χήρα Σ. Μ., της οποίας οριστικός δικαστικός συμπαραστάτης ήταν η πρώτη αναιρεσείουσα Σ. σύζ. Β. Π. και με την ιδιότητα αυτή είχε ασκήσει και γι' αυτήν την αίτηση αναίρεσης, απεβίωσε στις 13-8-2011 χωρίς διαθήκη και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τις δύο πρώτες αναιρεσείουσες κόρες της, ενώ από το .../28-3-2005 συμβόλαιο δωρεάς του συμβολαιογράφου Μεγάρων Θωμά Μπέη, που μεταγράφηκε νόμιμα, προκύπτει ότι το ποσοστό της αποβιώσασας επί του επίδικου ακινήτου το μεταβίβασε αυτή στην τρίτη αναιρεσείουσα Α.-Σ. Π., η οποία επίσης συνεχίζει τη δίκη και ως ειδική διάδοχος της αποβιώσασας. Περαιτέρω, από τα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης, προκύπτει ότι η αρχικώς διάδικος και πρώτη αναιρεσίβλητη Α. χήρα Ε. Κ. απεβίωσε στις 26-7-2009 και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου ως μοναδικό κληρονόμο της από τον δεύτερο των αναιρεσιβλήτων υιό της Λ. Π. του Ε.. Εξάλλου, κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα (άρθρ. 62 και 73 του ΚΠολΔ) από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι οι αναιρεσείουσες κατά την άσκηση της ένδικης με κατάθεσης 908/15-9-2010 αιτήσεως για αναίρεση της 4980/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών γνώριζαν τον θάνατο της παραπάνω αρχικής διαδίκου, που επήλθε στις 26-7-2009, δηλαδή μετά το πέρας της προφορικής επί της εφέσεως συζητήσεως που έλαβε χώρα στις 19-3-2009 και μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (31-8-2009) και πριν από την άσκηση της αναίρεσης, καθόσον από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει ότι οι αναιρεσείουσες κατά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης γνώριζαν τον θάνατό της. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης που απευθύνθηκε και κατά της αποβιώσασας πρώτης αναιρεσίβλητης, χωρίς όμως να γνωρίζουν τον θάνατο οι αναιρεσείουσες, δεν είναι άκυρη και η συζήτησή της χωρεί νομίμως με τον κληρονόμο της αποβιώσασας και δεύτερο αναιρεσίβλητο Λ. Π., ο οποίος εμφανίστηκε κατά την συζήτηση και με την ιδιότητα αυτή στην θέση της αποβιώσασας πρώτης αναιρεσιβλήτου, εκπροσωπούμενος από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ελευθέριο Μάλλιο, πρόβαλλε υπεράσπιση επί της ουσίας της διαφοράς. Επομένως, και δεδομένου ότι δεν υπάρχει αμφισβήτηση της ιδιότητας των ως άνω διαδίκων ως κληρονόμων, παραδεκτά προχωρεί η συζήτηση της υποθέσεως. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 552, 553 και 566 παρ. 2 ΚΠολΔ, με τις οποίες καθορίζεται η έκταση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, οι υποκείμενες σε αναίρεση αποφάσεις και τα της ασκήσεως αναιρέσεως κατά περισσότερων αποφάσεων, προκύπτει, ότι σε υπόθεση η οποία διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, μόνο η οριστική απόφαση που εκδόθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, εφόσον τούτο υπεισήλθε στην εξέταση της ουσίας, υπόκειται σε αναίρεση, όχι δε και η πρωτόδικη, η οποία ενσωματώνεται στην απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (Ολ.ΑΠ 40/1996). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε κατά τύπους την έφεση της πρώτης εκκαλούσας και ήδη πρώτης αναιρεσείουσας, η οποία είχε δικαστεί πρωτοδίκως ερήμην, σαν να ήταν όμως και αυτή παρούσα, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση ως προς αυτή μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση κατ' άρθρο 528 ΚΠολΔ, όπως ισχύει, και, αφού κράτησε την υπόθεση ερεύνησε ως προς αυτή τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, δέχτηκε ως προς αυτή την αγωγή, ενώ ως προς τις λοιπές εκκαλούσες και ήδη αναιρεσείουσες δέχτηκε κατά τύπους την έφεση και την απέρριψε στην ουσία. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που αυτοτελώς στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ενσωματώθηκε στην απόφαση του Εφετείου. Επειδή, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί και, μάλιστα, νομίμως, στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή εξαιρέσεις. Εξάλλου, η αοριστία της αγωγής εξετάζεται μεν και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, για να δημιουργηθεί όμως λόγος ακυρότητας του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγω της μη απόρριψης της αγωγής ως αόριστης, πρέπει ο ισχυρισμός περί αοριστίας να έχει προταθεί στο δικαστήριο κατά το άνω άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι δεν είναι από τους ισχυρισμούς εκείνους, οι οποίοι κατ' εξαίρεση λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να προταθούν στο δικαστήριο της ουσίας και ειδικώς δεν αφορά τη δημόσια τάξη. Κατ' ακολουθίαν, ο πέμπτος λόγος της αναίρεσης από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν απέρριψε ως αόριστη την αγωγή, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, εφόσον δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο, ότι ο σχετικός περί αοριστίας της αγωγής ισχυρισμός προτάθηκε παραδεκτά στο πιο πάνω Δικαστήριο από τις αναιρεσείουσες. Επειδή, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ). Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ' αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου .../3-6-1930 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Μεγάρων Περίανδρου Φιλιππόπουλου περιήλθαν στον Π. Κ. του Β., λόγω πωλήσεως από τον αληθινό κύριο Σ. Μ., εκτός των άλλων αγροτεμαχίων, και δύο συνεχόμενα αγροτεμάχια στη θέση "Άγιος Χαράλαμπος" περιοχή ..., στο πρώτο από τα οποία υπήρχαν 51 ελαιόδενδρα και στο δεύτερο 12 ελαιόδενδρα και 25 αγριελιές, συνολικής, κατά τους ισχυρισμούς των διαδίκων, εκτάσεως 8.214 τμ. Ο ανωτέρω Π. Κ. μεταβίβασε τμήμα του πιο πάνω ενιαίου ακινήτου του με την εντός αυτού παλιά αγροικία, ευρισκόμενο στο δυτικό μέρος αυτού στο Θ. Τ., το οποίο εμφανίζεται με τα αλφαβητικά στοιχεία Α Ο Ξ Ν Ρ Π Α στο από Μαρτίου 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Κ. Α., εκτάσεως 1433 τμ. Εξάλλου ο ίδιος Π. Κ. προέβη το έτος 1953 σε διανομή της ακίνητης περιουσίας του στα τέκνα του, ήτοι στις θυγατέρες του Α. σύζυγο Σ. Μ., ήδη πρώτη εναγομένη και στο γιό του Ε. Κ., δικαιοπάροχο των εναγόντων, σύζυγο της πρώτης ενάγουσας και πατέρα του δεύτερου ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου. Έτσι, με το .../1953 προικοσύμφωνο, που νόμιμα μεταγράφηκε, μεταβίβασε λόγω προίκας στη θυγατέρα του Α. τριάντα εννέα (39) ακίνητα (αγροτεμάχια), μεταξύ των οποίων και τμήμα του πιο πάνω ενιαίου αγροτεμαχίου 2.219 τμ, όπως συνομολογούν οι διάδικοι, εντός του οποίου κατά το χρόνο εκείνο υπήρχαν πέντε ελαιόδενδρα και δεκαπέντε ελαιόφυτα, ευρισκόμενο στο ανατολικό μέρος αυτού, το οποίο συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία Κ. Μ. και δυτικά με υπόλοιπη ιδιοκτησία Π. Κ. και το οποίο εμφανίζεται με τα αλφαβητικά στοιχεία Τ Η Θ Σ Τ στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα. Λόγω της παραπάνω διανομής κατά τον αυτό χρόνο (1953) ο Π. Κ. ατύπως μεταβίβασε στο γιό του την υπόλοιπη ακίνητη περιουσία του, στην οποία, μεταξύ των άλλων, ακινήτων περιλαμβανόταν και το τμήμα 4561 τμ, του πιο πάνω ενιαίου αγροτεμαχίου, που είχε απομείνει, μετά την προικοδότηση της ως άνω θυγατέρας του και τη γενομένη προς το Θ. Τ. μεταβίβαση, εντός του οποίου υπήρχε μια αγροικία (δωμάτιο και σταύλος), το οποίο εμφανίζεται με τα αλφαβητικά στοιχεία Π Γ Δ Ε Ζ Γ Σ Ι Κ Λ Μ Ρ Π στο ίδιο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα. Το εν λόγω αγροτεμάχιο συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία πρώτης εναγομένης, δυτικά με ιδιοκτησία Τ., βόρεια με ιδιοκτησία Σ. Μ. και στη συνέχεια με ιδιοκτησίες Π. Α., Δ. Μ. και αγνώστου και νότια εν μέρει με ιερό ναό Αγίου Χαραλάμπους και εν μέρει με ιδιοκτησία Ι. Μ.. Ο Ε. Κ., αφότου εγκαταστάθηκε στη νομή του ως άνω αγροτεμαχίου του (1953), άρχισε να νέμεται τούτο ασκώντας συνεχώς και αδιαλείπτως εμφανείς πράξεις φυσικής εξουσιάσεως με διάνοια κυρίου με τη θέληση δηλαδή να το έχει δικό του. Πιο συγκεκριμένα καλλιεργούσε σε αυτό ελαιόδενδρα και συνέλεγε τον ελαιόκαρπο, όργωνε τμήματα αυτού και έσπερνε σε αυτά δημητριακά, ενώ μεγάλα χρονικά διαστήματα, κατά την περίοδο συγκομιδής του ελαιοκάρπου και του θερισμού ο ίδιος και η οικογένεια του διέμεναν στην παλιά αγροικία που υπήρχε εντός αυτού εν γνώσει της πρώτης εναγομένης και του συζύγου της Σ. Μ., οι οποίοι ουδέποτε διαμαρτυρήθηκαν. Μετά το θάνατο του Ε. Κ., που συνέβη το 1967, οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του σύζυγος του, πρώτη ενάγουσα Α. Κ. και τα τέκνα του Π. Κ. και Λ. Κ., θετό τέκνο Κ. Π., δεύτερος ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, συνέχισαν κατά τον ίδιο, όπως και ο δικαιοπάροχός τους, τρόπο να νέμονται το ως άνω αγροτεμάχιο. Συγκεκριμένα καλλιεργούσαν και όργωναν αυτό, συνέλεγαν τον ελαιόκαρπο, ενώ αρκετές φορές με φιλικά τους πρόσωπα επισκέπτονταν την αγροικία, την οποία ο Π. Κ. είχε ανακαινίσει, χωρίς ποτέ να ενοχληθούν από κανένα. Μάλιστα το έτος 1970 η πρώτη ενάγουσα υπέβαλε αίτηση στο Αγρονομείο Μεγάρων και καταχωρήθηκε με τον αριθμό ... στο ευρετήριο αριθμών Μητρώου ελαιοδέντρων, έκτοτε δε ο αριθμός αυτός αναγράφηκε στον κορμό όλων των ελαιοδέντρων, που καλλιεργούσε ο δικαιοπάροχος των εναγόντων Ε. Κ. και μετά το θάνατό του οι ίδιοι. Εξάλλου, το έτος 1993 απεβίωσε σε αυτοκινητικό ατύχημα ο Π. Κ., ο οποίος μετά την αποποίηση της κληρονομιάς του από τη σύζυγό του Π. Κ. το γένος Σ. Κ., κληρονομήθηκε από τους ενάγοντες. Έτσι οι τελευταίοι κατέστησαν συγκύριοι του πιο πάνω αγροτεμαχίου κατά ποσοστό 7/16 εξ αδιαιρέτου η πρώτη και κατά ποσοστό 9/16 εξ αδιαιρέτου ο δεύτερος, αφού στο πρόσωπό τους ήδη είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας (εικοσαετία). Οι ενάγοντες και μετά το θάνατο του Π. Κ. συνέχισαν να ασκούν στο εν λόγω αγροτεμάχιο τις ίδιες πιο πάνω διακατοχικές πράξεις νομής δηλαδή να καλλιεργούν τα εντός αυτού υπάρχοντα ελαιόδενδρα ενώ από το έτος 1993 είχαν τούτο εκμισθώσει στον Α. Μ. ο οποίος καλλιεργούσε σε αυτό κηπευτικά. Αποδεικνύεται περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, ότι το πιο πάνω αγροτεμάχιο των εναγόντων, με την 3/1996 πράξη εφαρμογής περιοχής Δήμου Μεγάρων (...), που κυρώθηκε με την 6137/380/1996 απόφασης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Δυτικής Αττικής και νόμιμα μεταγράφηκε (τόμος 352 αρ. 435), εντάχθηκε στο σχέδιο πόλεως. Με την ως άνω ένταξη του εν λόγω αγροτεμαχίου στο σχέδιο πόλεως και στα πλαίσια εφαρμογής της πιο πάνω πράξεως τούτο ρυμοτομήθηκε σε τρία μικρότερα ακίνητα δηλαδή τα επίδικα και συγκεκριμένα: Α) Ένα ακίνητο εκτάσεως 1857,89 τμ, στη θέση "Άγιος Χαράλαμπος" της περιοχής ... Μεγάρων, που βρίσκεται στο ΟΤ 19 με αριθμό ιδιοκτησίας Ο1. Τούτο εμφανίζεται στο από Ιουλίου 2003 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Γ. Σ. με τα στοιχεία Α Β Γ Δ Ε Α και συνορεύει Βόρεια σε πλευρά ΑΒ μήκους 53,79 μ. με οδό πλάτους 8,50 μ και πέραν αυτής με τα αριθμ. 20 και 21 οικοδομικά τετράγωνα, Νότια σε πλευρά ΔΓ μήκους 51,28 μ. με οδό πλάτους 4,00 μέτρων και πέραν αυτής με το οικοδομικό τετράγωνο 18, Ανατολικά σε πλευρά ΒΓ μήκους 34,28 μέτρων με οδό πλάτους 5,00 μέτρων και πέραν αυτής εν μέρει με το 24 (κοινωφελές) οικοδομικό τετράγωνο και εν μέρει με το 24 ΟΤ και Δυτικά σε πλευρά ΑΔ μήκους 49,11 μ. με ιδιοκτησία Μ., Α. και Δ. Τ.. Β) Ένα ακίνητο εκτάσεως 930,56 τμ. που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Μεγάρων, στη θέση "Άγιος Χαράλαμπος" της περιοχής ... Μεγάρων και στο με αριθμό 24 Οικοδομικό Τετράγωνο με αριθμό ιδιοκτησίας 04, το οποίο εμφαίνεται στο από Ιουλίου 2003 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Γ. Σ. με τα στοιχεία Ζ.Η.Θ.Ι.Κ.Α.Μ.Ζ και συνορεύει Βόρεια σε πλευρά Ζ Η μήκους 18,40 μέτρων με οδό πλάτους 3,00 μέτρων και πέραν αυτής με το υπ' αριθμ. 24 Κοινωφελές Τετράγωνο, Νότια σε πλευρά ΜΛ μήκους 11,85 μέτρων, σε πλευρά ΑΚ μήκους 14,60 μέτρων, σε πλευρά ΚΙ μήκους 8,76 μέτρων και σε πλευρά ΙΘ μήκους 5,61 μέτρων με ιδιοκτησία αγνώστου και ιδιοκτησία Χ. Α., Χ. Ε., Χ. Κ. και Χ. Π., Ανατολικά σε πλευρά μήκους 45,55 μέτρων με ιδιοκτησία Α. χήρας Σ. Μ. και Δυτικά σε πλευρά ΜΖ μήκους 32,87 μέτρων με οδό πλάτους 5,00 μέτρων και πέραν αυτής με τα Οικοδομικά Τετράγωνα 19 και 18 και Γ) Ένα ακίνητο εκτάσεως 826,23 τ.μ. που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Μεγάρων, στη θέση "Άγιος Χαράλαμπος" της περιοχής ... Μεγάρων και στο με αριθμό 8 Οικοδομικό Τετράγωνο με αριθμό ιδιοκτησίας 10 Ν, το οποίο εμφαίνεται στο από Ιουλίου 2003 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Γ. Σ. με τα στοιχεία Α.Β.Γ.Δ.Ε.Ζ.Α. και συνορεύει Βόρεια σε πλευρά ΑΒ μήκους 6,42 μέτρων και σε πλευρά ΒΓ μήκους 13,76 μέτρων με ιδιοκτησία αγνώστου, Νότια σε πλευρά ΕΔ μήκους 19,72 μέτρων με οδό πλάτους 8,50 μέτρων, Ανατολικά σε πλευρά ΔΓ μήκους 40,09 μέτρων με ιδιοκτησίες αγνώστων και Δυτικά σε πλευρά ΕΖ μήκους 24,45 μέτρων και ΖΑ μήκους 18,16 μέτρων με ιδιοκτησία αγνώστων. Αποδεικνύεται ακόμη ότι οι ενάγοντες και μετά την ένταξη στο σχέδιο πόλεως του προαναφερόμενου αγροτεμαχίου τους, συνέχισαν να νέμονται τα τρία ως άνω επίδικα ακίνητα, που είχαν κατά τα ανωτέρω μετά την ένταξη διαμορφωθεί. Συγκεκριμένα ο Α. Μ., ο οποίος, όπως προεκτέθηκε είχε ήδη από το έτος 1993 μισθώσει το ενιαίο ακίνητο, εξακολούθησε να καλλιεργεί στα επίδικα κηπευτικά μέχρι το έτος 2002, ενώ το 2002 ο δεύτερος ενάγων με τον Ι. Μ. συνέλεξαν τον ελαιόκαρπο. Ακολούθως το έτος 2003 οι ενάγοντες μόνοι τους συνέλεξαν τον καρπό, ενώ το έτος 2004 η συλλογή του ελαιοκάρπου έγινε από τον Ι. Μ. για λογαριασμό των εναγόντων. Ο τελευταίος μάλιστα είχε κλειδί της ευρισκομένης στο πρώτο από τα επίδικα αγροικίας. Ακόμη το έτος 2004 οι ενάγοντες εκμίσθωσαν τα επίδικα στο Χ. Σ., κτηνοτρόφο που τα έσπειρε κριθάρι. Για τις πιο πάνω διακατοχικές πράξεις νομής των εναγόντων, οι οποίες προφανώς είχαν υποπέσει στην αντίληψη των εναγομένων, οι τελευταίοι ουδέποτε διαμαρτυρήθηκαν. Ωστόσο για πρώτη φορά κατά το έτος 2005, όταν ο δεύτερος ενάγων-αναιρεσίβλητος μετέβη στα επίδικα, προκειμένου να κλαδέψει τα ελαιόδενδρα μαζί με τον Ι. Μ., διαπίστωσε ότι είχε παραβιαστεί η θύρα της αγροικίας και είχε αλλαχθεί η κλειδαριά, ενώ τα φώτα ήταν αναμμένα, δεδομένου ότι η αγροικία από πολλά έτη ηλεκτροδοτείτο. Κατόπιν τούτου ο αναιρεσίβλητος κατέθεσε εναντίον της τρίτης εναγομένης και ήδη δεύτερης αναιρεσίβλητης την από 25-5-2005 έγκληση για τα αδικήματα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και αυτοδικίας. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι οι τρείς πρώτες εναγόμενες, η δεύτερη και η τρίτη από τις οποίες είναι θυγατέρες της πρώτης Α.ς χήρας Σ. Μ. το γένος Π. Κ., πρόκειται δηλαδή για την αδελφή του δικαιοπαρόχου των εναγόντων Ε. Κ., για πρώτη φορά αμφισβήτησαν την κυριότητα των εναγόντων στο προαναφερόμενο ενιαίο αγροτεμάχιό τους το 1995, όταν με την .../8-2-1995 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Μεγάρων Παρασκευής Ορφανού αποδέχθηκαν ως κληρονομιά του αποβιώσαντος άνευ διαθήκης το έτος 1978 συζύγου και πατέρα τους Σ. Μ. το εν λόγω αγροτεμάχιο. Ο δεύτερος ενάγων-αναιρεσίβλητος πληροφορηθείς το γεγονός αυτό με την από 25-5-1995 εξώδικη δήλωση - πρόσκληση και διαμαρτυρία, που επέδωσε στις ανωτέρω κληρονόμους, επικαλούμενος ότι ο ίδιος και η μητέρα του είναι αποκλειστικοί κύριοι του εν λόγω αγροτεμαχίου, ζήτησε από αυτές να ανακαλέσουν τη δήλωση αυτή, επιφυλασσόμενος σε διαφορετική περίπτωση να ενεργήσει δικαστικώς. Ωσαύτως οι ίδιες ως άνω εναγόμενες αμφισβήτησαν και πάλι την κυριότητα των εναγόντων, όταν το έτος 1996, κατά τη διαδικασία ένταξης της περιοχής ... Μεγάρων στο σχέδιο πόλεως, δήλωσαν το ως άνω αγροτεμάχιο ως ιδιοκτησία τους, ενώ το έτος 2005 η πρώτη εναγομένη με το .../28-3-2005 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Μεγάρων Θωμά Μπέη, που νόμιμα μεταγράφηκε, δώρισε κατά ψιλή κυριότητα στην τρίτη εναγομένη εγγονή της το ιδανικό μερίδιό της, κατά το οποίο κατά τους ισχυρισμούς της είναι συγκυρία στα επίδικα. Οι εναγόμενες ισχυρίζονται ότι ο φερόμενος ως απώτερος δικαιοπάροχος των εναγόντων Π. Κ., ατύπως το έτος ... πώλησε στον Α. Μ., μετέπειτα πεθερό της θυγατέρας του Α. Μ., πρώτης εναγομένης, το πιο πάνω αγροτεμάχιο των 4441,44 τμ και ότι μετά το θάνατο του Α. (1948) τούτο περιήλθε στη σύζυγό του Μ. χήρα Α. Μ. και στους γιους του Γ. και Σ. Μ. ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του. Ισχυρίζονται ακόμη ότι μετά το θάνατο του Σ. (1978) το εν λόγω αγροτεμάχιο περιήλθε στις τρείς πρώτες εναγόμενες σύζυγο και θυγατέρες του, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του και ότι συνακόλουθα αυτές έγιναν συγκυρίες τούτου δια χρησικτησίας συνυπολογίζοντας στο δικό τους χρόνο νομής και εκείνο των δικαιοπαρόχων τους (άμεσου). Σ. και (απώτερου) Α. Μ.. Ωστόσο από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδεικνύονται οι πιο πάνω ισχυρισμοί των εναγομένων και ειδικότερα δεν αποδεικνύεται ότι οι εναγόμενοι και οι δικαιοπάροχοί τους άσκησαν ποτέ στο εν λόγω αγροτεμάχιο εμφανές διακατοχικές πράξεις νομής. Ούτε εξάλλου αποδεικνύεται ότι είχε ποτέ περιέλθει το εν λόγω αγροτεμάχιο στη νομή του Α. Μ. και μετά το θάνατό του στη νομή της συζύγου και των τέκνων του (Σ. και Γ.), δεδομένου ότι οι τελευταίοι, εάν είχε αυτό συμβεί, όταν αποδέχθηκαν με την .../1970 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Γεωργίου Μαργέτη την κληρονομιά της αποβιώσασας το έτος 1965 μητέρας τους Μ. χήρας Α. Μ., θα είχαν προφανώς περιλάβει σε αυτήν και το κληρονομικό μερίδιο της τελευταίας στο εν λόγω αγροτεμάχιο. Σε κάθε δε περίπτωση οι εναγόμενες αλλά και ο θείος τους Γ. Μ. στις .../10-6-1986 και .../10-6-1986 δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς του συζύγου και πατέρα τους Σ. Μ. οι πρώτες και του πατέρα του Α. Μ. ο δεύτερος, που συνέταξε η συμβολαιογράφος Μεγάρων Αγγελική Καραγιώργου, αποδέχονται τέσσερα κληρονομιαία ακίνητα όχι όμως και το ως άνω αγροτεμάχιο. Αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα για το ποιος από τους διαδίκους ασκούσε πράξεις νομής επί του επιδίκου το ένδικο χρονικό διάστημα (1953 - 2005) η κατάθεση της μάρτυρος Α. Λ. και οι ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Μ. Γ. το γένος Σ. Μ. και Π. Χ. το γένος Γ. Μ., οι οποίες καταθέτουν ότι οι ενάγοντες και οι δικαιοπάροχοι τους ασκούσαν στα επίδικα τις πράξεις νομής που προαναφέρονται, κρίνονται αξιόπιστες, διότι είναι σαφείς, έχουν δε αυτοί άμεση γνώση για όσα καταθέτουν και δεν προσδοκούν έννομο συμφέρον από την ευνοϊκή υπέρ των εναγόντων έκβαση της δίκης. Ειδικότερα η Π. Χ., θυγατέρα του Γ. Μ. και ανιψιά του δικαιοπαρόχου των εναγομένων Σ. Μ. κατηγορηματικά καταθέτει ότι "ο Γ. και ο Σ. Μ. δεν είχαν στην κυριότητά τους οποιοδήποτε ακίνητο στην ... και στην περιοχή Αγίου Χαραλάμπους και ειδικότερα από κληρονομιά του πατέρα τους Α. Μ.". Εξάλλου, κατηγορηματικά καταθέτει και η Μ. Γ., πρώτη εξαδέλφη του Ε. Κ. και της πρώτης εναγομένης αδελφής του, ότι "οι αδελφοί Μ. δεν είχαν στην ιδιοκτησία τους ακίνητα στην περιοχή ...". Αλλά και η εξετασθείσα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μάρτυρας Α. Λ. καταθέτει ότι με την οικογένεια της, τους Λ. και Π. Κ. και τη μητέρα τους συχνά επισκέπτονταν το επίδικο και συνέτρωγαν εντός της αγροικίας, την οποία είχε διαμορφώσει ο Π. Κ., επιβεβαίωσε δε και τις σχετικές φωτογραφίες που είχαν ληφθεί σε κάποια από τις επισκέψεις. Οι καταθέσεις των μαρτύρων αυτών δεν αναιρούνται κατά τρόπο που να μπορεί να στηρίξει διαφορετική δικαστική κρίση από την έκθεση φωτοερμηνείας του τοπογράφου μηχανικού Κ. Α., σύμφωνα με την οποία το αρχικό αγροτεμάχιο των 8214 τμ εμφανίζεται στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945, 1960, 1969, 1979 και 1987 ως ενιαίος καλλιεργούμενος αγρός ούτε εξάλλου από τις καταθέσεις των μαρτύρων των εναγομένων, οι οποίοι δεν έχουν άμεση γνώση για την επικαλούμενη από τις εναγόμενες άτυπη προς τον απώτερο δικαιοπάροχό τους Α. Μ. πώληση του επιδίκου. Ειδικότερα, οι μάρτυρες Β. Π. και Σ. Β. σύζυγοι της δεύτερης και της τρίτης των εναγομένων, αντίστοιχα, όλως αόριστα καταθέτουν ότι οι εναγόμενες καλλιεργούσαν το επίδικο, ο δε εξετασθείς στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου μάρτυρας Δ. Κ. καταθέτει ότι "μετά το θάνατο του Π. Κ. δεν έβλεπε τους ενάγοντες για 4-5 χρόνια", απουσία τους όμως που ήταν λόγω του πένθους, απολύτως δικαιολογημένη αλλά και γιατί το επίδικο κατά το χρονικό αυτό διάστημα, όπως προεκτέθηκε, ήταν μισθωμένο στον Α. Μ.. Συνεπώς οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι κατέστησαν συγκύριοι του ενιαίου αγροτεμαχίου των 4561 τμ και μετά τη ρυμοτόμησή του των τριών επίδικων ακινήτων κατά ποσοστό 7/16 εξ αδιαιρέτου η πρώτη και 9/16 εξ αδιαιρέτου ο δεύτερος, με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία) με την άσκηση δηλαδή στην πιο πάνω έκταση των προαναφερόμενων πράξεων νομής από τους ίδιους και τους δικαιοπαρόχους τους για χρονικό διάστημα πολύ μεγαλύτερο της εικοσαετίας". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές, το Εφετείο έκρινε, ότι οι αναιρεσίβλητοι έγιναν συγκύριοι των επίδικων εδαφικών τμημάτων κατά τα αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου, αφού στο πρόσωπό τους ήδη είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, και ότι ουδόλως αποδείχθηκε, ότι οι αναιρεσείουσες και οι δικαιοπάροχοί τους άσκησαν ποτέ στα επίδικα εμφανείς διακατοχικές πράξεις νομής. Κατόπιν τούτου, το Εφετείο απέρριψε την ένσταση ιδίας κυριότητας των αναιρεσειουσών και δέχτηκε την ένδικη αναγνωριστική περί κυριότητας ακινήτων αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατά την ερειδόμενη στον πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία) κτήσεως της κυριότητας βάση της, κατ' αρχή επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει όμοια, ως προς τις εκκαλούσες-αναιρεσείουσες Σ. Π., Μ. Μ. και Α.-Σ. Π., ακολούθως δε, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση ως προς την πρώτη εκκαλούσα-αναιρεσείουσα Α. χήρα Σ. Μ., η οποία είχε δικαστεί πρωτοδίκως ερήμην, σαν να ήταν όμως και αυτή παρούσα, δέχτηκε και ως προς την αναιρεσείουσα αυτή την αγωγή, κατά την άνω βάση της. Με αυτά, που δέχθηκε, και έτσι, που έκρινε, το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1051 του ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της απόκτησης της κυριότητας των επίδικων ακινήτων από τους αναιρεσίβλητους με έκτακτη χρησικτησία και της μη άσκησης πράξεων νομής επί των επιδίκων από τις αναιρεσείουσες. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχτηκε, ότι ο απώτερος κοινός δικαιοπάροχος των διαδίκων Π. Κ. λόγω της αναφερόμενης διανομής το έτος 1953 μεταβίβασε ατύπως στο γιό του Ε. Κ., άμεσο δικαιοπάροχο των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων, την υπόλοιπη ακίνητη περιουσία του, στην οποία περιλαμβανόταν και το τμήμα των 4561 τ.μ. του αναφερόμενου ενιαίου αγροτεμαχίου, ο οποίος έκτοτε εγκαταστάθηκε στη νομή του και νεμόταν τούτο συνεχώς με διάνοια κυρίου μέχρι το θάνατό του το έτος 1967, οπότε οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, ήτοι η σύζυγός του και πρώτη αναιρεσίβλητη Α. Κ. και τα τέκνα του Π. Κ. και Λ. Κ., δεύτερος των αναιρεσιβλήτων, συνέχισαν να νέμονται το ακίνητο αυτό με διάνοια κυρίου, ότι ο άνω υιός του Π. Κ. αποβίωσε το έτος 1993 και κληρονομήθηκε από τους αναιρεσίβλητους, οι οποίοι έτσι έγιναν συγκύριοι του πιο πάνω αγροτεμαχίου κατά τα αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου, αφού στο πρόσωπό τους ήδη είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, ότι με την ένταξη του αγροτεμαχίου στο σχέδιο πόλεως τούτο ρυμοτομήθηκε σε τρία μικρότερα ακίνητα, δηλαδή τα επίδικα, και ότι ουδόλως αποδείχθηκε, ότι οι αναιρεσείοντες και οι δικαιοπάροχοί τους άσκησαν ποτέ στα επίδικα εμφανείς διακατοχικές πράξεις νομής. Επομένως, οι συναφείς έκτος και όγδοος, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθώς και τέταρτος, κατά το πρώτο μέρος του, από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου λόγοι αναίρεσης, με του οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Επειδή, ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Εξάλλου, κατά την σαφή έννοια του άρθρου 559 αριθ. 1 εδάφ. β' ΚΠολΔ, η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, μόνο αν αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, δηλαδή όταν το δικαστήριο χρησιμοποιεί εσφαλμένα ή παραλείπει εσφαλμένα να χρησιμοποιήσει διδάγματα της κοινής πείρας για να βρει την έννοια κάποιου κανόνα δικαίου ή να υπαγάγει σ' αυτόν τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς, όχι δε και όταν χρησιμεύουν για την εξακρίβωση από το δικαστήριο της ύπαρξης πραγματικών περιστατικών ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν, γιατί στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείουσες με τον τέταρτο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο της αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 εδάφ. β' ΚΠολΔ, προβάλλουν την αιτίαση, ότι το Εφετείο με το να δεχτεί, ότι ουδόλως αποδείχθηκε, ότι το επίδικο αγροτεμάχιο είχε ποτέ περιέλθει στη νομή του απώτερου δικαιοπαρόχου τους Α. Μ. και μετά το θάνατό του στη νομή της συζύγου του Μ. και των τέκνων του Σ., δικαιοπαρόχου των αναιρεσειουσών, και Γ., επειδή δεν περιέλαβαν και το επίδικο στη δήλωση αποδοχής της μητέρας τους Μ. χήρας Α. Μ., που πέθανε το 1965, και ότι οι αναιρεσείουσες δεν συμπεριέλαβαν το επίδικο στις ... και .../10-6-1986 δηλώσεις αποδοχής κληρονομίας του συζύγου και πατέρα τους Σ. Μ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Μεγάρων Αγγελικής Καραγιώργου, παραβίασε τα διδάγματα της κοινής πείρας, "ότι δηλαδή είθισται ιδιαιτέρως σε αγροτικά αλλά και άλλα ακίνητα να γίνονται αρχικές και συμπληρωματικές δηλώσεις αποδοχής κληρονομίας, οφειλόμενες, όπως στην περίπτωσή τους, και σε αδυναμία καταβολής ολόκληρου του αναλογούντος φόρου, όταν τα κληρονομιαία είναι πολλά και μεγάλης αξίας". Με το περιεχόμενο όμως αυτό, ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, διότι η επικαλούμενη παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας δεν αφορά την ερμηνεία κανόνα δικαίου, ή την υπαγωγή σ' αυτές αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, αλλά αφορά την εκτίμηση των αποδείξεων για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 106, 335, 338 έως 340 και 346 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, προκειμένου να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση περί της βασιμότητας ή μη των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα (αλλά και μόνον εκείνα) τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. β' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την αληθινή έννοια της διάταξης αυτής, που προκύπτει από τον συνδυασμό της με τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδάφ. 1 στοιχ. β', 346 και 453 παρ.1 ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν νοούνται και εκείνες, των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτή προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ, το οποίο, μολονότι αναφέρεται στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισμών", έχει ανάλογη εφαρμογή και στην επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμη η κατ' έφεση επίκληση εγγράφου, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις ενώπιον του εφετείου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει με τις προτάσεις του σε προηγούμενη συζήτηση της υπόθεσης, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των προτάσεών του εκείνων, που περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου ή με ενσωμάτωση των προτάσεων του εκείνων στις προτάσεις του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αναίρεση απόφαση (Ολ.ΑΠ 23/2008). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. β' ΚΠολΔ λόγο της αναίρεσης, προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη του τα αναφερόμενα στο λόγο αυτό έγγραφα και ειδικότερα 1) το .../25-7-1953 προικοσύμφωνο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Μεγάρων Θωμά Μαργέτη, 2) τις από 20-11-1969 και 7-11-1970 άδειες συλλογής ελαιοκάρπου και 3) τις από 14-11-2006 ένορκες βεβαιώσεις που περιέχουν καταθέσεις των μαρτύρων Π. Δ., Ι. Μ., Χ. Κ. και Χ. Σ. ενώπιον της Ειρηνοδίκου Μεγάρων, τα οποία εντελώς αόριστα και μη νόμιμα επικαλέστηκαν οι αναιρεσίβλητοι με τη διατύπωση: "προσκομίζουμε και επικαλούμαστε το σύνολο των εγγράφων, τα οποία είχαμε προσκομίσει ενώπιον του δικάσαντος σε πρώτο βαθμό Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (σχετ. 1 έως )", και έτσι παρά το νόμο έλαβε υπόψη έγγραφα, των οποίων δεν έγινε νόμιμη επίκληση στο Εφετείο. Από την επισκόπηση των από 19-3-2009 προτάσεων των εναγόντων και ήδη αναιρεσιβλήτων ενώπιον του Εφετείου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει, ότι πράγματι οι αναιρεσίβλητοι δεν επικαλέστηκαν νομίμως τα περισσότερα από τα έγγραφα, που είχαν επικαλεστεί νομίμως με τις πρωτόδικες προτάσεις τους, όπως όμως περαιτέρω προκύπτει από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα, αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων, αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα με επίκληση προσκομίζουν", το Εφετείο έλαβε υπόψη μόνο τα νομίμως επικαλούμενα έγγραφα και όχι και τα μη νομίμως επικαλούμενα. Τούτο προκύπτει ειδικότερα και από το γεγονός, ότι το Εφετείο, σύμφωνα με την άνω βεβαίωσή του, από τις προσκομισθείσες από τους αναιρεσίβλητους ένορκες βεβαιώσεις έλαβε υπόψη και μνημόνευσε μόνο τις με αριθμό 85 και 86/2009 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκου Μεγάρων, τις οποίες νομότυπα είχαν επικαλεστεί στις προτάσεις τους, και δεν έλαβε υπόψη τις από 14 Νοεμβρίου 2006 ένορκες βεβαιώσεις που περιέχουν καταθέσεις των μαρτύρων Π. Δ., Ι. Μ., Χ. Κ. και Χ. Σ. ενώπιον της ιδίας Ειρηνοδίκου, που οι αναιρεσίβλητοι δεν είχαν επικαλεστεί νόμιμα. Επομένως, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι το Εφετείο την κρίση του, ότι οι αναιρεσίβλητοι έγιναν συγκύριοι των επίδικων εδαφικών τμημάτων κατά τα αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου με έκτακτη χρησικτησία και ότι ουδόλως αποδείχθηκε, ότι οι αναιρεσείουσες και οι δικαιοπάροχοί τους άσκησαν ποτέ στα επίδικα εμφανείς διακατοχικές πράξεις νομής, δεν στήριξε στα ανωτέρω μη νομίμως επικαλούμενα έγγραφα, αλλά σε άλλα αποδεικτικά μέσα και κυρίως στις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και των νομίμως επικαλούμενων ένορκων βεβαιώσεων, και συνακόλουθα ο ερευνώμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, συνάγεται, ότι ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι' αυτά. Κατ' ακολουθίαν ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης από τον αριθ. 10 του ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Δικαστήριο δέχθηκε την αγωγή χωρίς απόδειξη, είναι αβάσιμος διότι όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση μνημονεύονται σ' αυτή όλα τα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρας, έγγραφα) που το Δικαστήριο έλαβε υπόψη για την συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος. Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, ιδρύεται, αν το δικαστήριο υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή, ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν, από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγματι, στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για παράπονο, αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως, θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό πόρισμά του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε ως προς το αποδεικτέο γεγονός (Ολομ.ΑΠ 2/2008). Έγγραφα, κατά τον προκείμενο λόγο αναιρέσεως, είναι τα κατά τα άρθρα 339 και 432 επ. ΚΠολΔ αναφερόμενα ως αποδεικτικά έγγραφα, τα παρέχοντα άμεση ή έμμεση απόδειξη. Υπό την έννοια αυτή, δεν αποτελούν έγγραφα εκείνα στα οποία αποτυπώνεται άλλο αποδεικτικό μέσο, όπως είναι οι γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων, οι εισηγητικές εκθέσεις και οι εκθέσεις αυτοψίας, οι ένορκες βεβαιώσεις, ή τα πρακτικά και οι αποφάσεις που περιέχουν καταθέσεις μαρτύρων. Κατ' ακολουθίαν, ο τρίτος λόγος της αναίρεσης από τον αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της παραμόρφωσης από το Εφετείο του περιεχομένου της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος Α. Λ. και τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Μ. Γ. και Π. Χ. είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι η κατάθεση μάρτυρος και οι ένορκες βεβαιώσεις, τις οποίες επικαλούνται οι αναιρεσείουσες, δεν είναι αποδεικτικά έγγραφα κατά την παραπάνω έννοια. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 περ γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση, κατά την έννοια αυτής της διάταξης, νοείται αφενός μεν κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, δηλαδή κάθε αίτηση με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή αυτής, και η οποία δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης, τέτοια δε αίτηση είναι ιδίως η της αγωγής, της ανταγωγής, της κύριας παρέμβασης, της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, κάθε ένδικου μέσου, της ανακοπής, της τριτανακοπής, όχι, όμως, και εκείνη της ένστασης, της αντένστασης και γενικά εκείνη απόφανσης πάνω σε κάθε άλλου είδους πράγματα, αφετέρου δε κάθε μη αυτοτελής αίτηση των διαδίκων στη διαδρομή του δικαστικού αγώνα, εφόσον προκαλεί ενέργεια του δικαστηρίου και έτσι συντελεί στην εξέλιξη της διαδικασίας για το σκοπό έκδοσης οριστικής απόφασης και εφόσον αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης (ΑΠ 631/2010, ΑΠ 1486/1997). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον έβδομο λόγο της αναίρεσης, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την προαναφερόμενη πλημμέλεια από τον αριθμό 9 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο άφησε αδίκαστη αίτηση, και ειδικότερα την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που κατά τους ισχυρισμούς τους υπέβαλαν. Η αίτηση αυτή, όμως, δεν εμπίπτει στην αίτηση, υπό την έννοια του αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και γι' αυτό ο λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Επειδή, κατά το άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος αποδείξεως των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα, για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποίας διώκεται η δικαστική διάγνωση. Το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει τον διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλλει με απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού, προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους αποδείξεως των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής αποφάσεως (άρθρο 14 Ι του ν. 2915/2001) και την εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 270 ΚΠολΔ σε όλες τις υποθέσεις. Αντίθετα, αντικειμενικό βάρος απόδειξης είναι ο κίνδυνος που διατρέχει ο διάδικος στη περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού, του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γέννησης της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου, στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείουσες με τον όγδοο, κατά το δεύτερο μέρος του, αλλά και τελευταίο εξεταζόμενο, λόγο της αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από την ως άνω διάταξη πλημμέλεια, ότι το Εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης, με το να δεχθεί την αγωγή, "αποδεχόμενο συνεχή και αδιάλειπτη νομή στα επίδικα ακίνητα εκ μέρους των εναγόντων-αναιρεσιβλήτων, παρά το ότι δέχτηκε την εκ μέρους αυτών (αναιρεσειουσών) αμφισβήτηση του ένδικου δικαιώματος με τη συμμετοχή τους στη διαδικασία εντάξεως στο σχέδιο πόλεως". Ο λόγος όμως αυτός της αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον από την επισκόπηση του περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, ότι το Εφετείο δέχτηκε την αγωγή, μετά την εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων, που είχαν προσκομισθεί από τους ενάγοντες-αναιρεσίβλητους, ώστε να μη τίθεται θέμα αναστροφής και παραβιάσεως του αντικειμενικού βάρους της αποδείξεως. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου Λ. Π. (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την με αριθμό κατάθεσης 908/15-9-2010 αίτηση των αναιρεσειουσών Σ. συζ. Β. Π. κ.λ.π. για αναίρεση της 4980/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα του δεύτερου αναιρεσίβλητου Λ. Π., τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή. Ο λόγος από 14 λόγω αοριστίας πρέπει να περιλαμβάνεται στο αναιρετήριο ότι είχε προταθεί στο Εφετείο. Κτήση κυριότητας με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο. Απορρίπτει λόγους αναίρεσης από 1 και 19. Διδάγματα κοινής πείρας. Απαράδεκτος ο λόγος από αριθμ.1 εδ. β' - Απορρίπτει λόγο από 11β' . Επίσης απορρίπτει λόγους από 10, 20 και 13.
Αγωγή αναγνωριστική
Αγωγή αναγνωριστική.
0
Αριθμός 616/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Β. Δ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καλλίγερο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Μ. - Σ. Τ. του Ί., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μάριο Ανδρικόπουλο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/6/1983 αγωγή του αρχικού διαδίκου Ί. Τ. του Ά. και την από 3/12/1996 κύρια παρέμβαση της εταιρείας "Μεντιτεράνιαν Μπίλντινγκ αντ Τουριστιγκ Κόμπανυ Α.Ε.", που δεν είναι διάδικος στην προκειμένη δίκη, οι οποίες κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και συνεκδικαστήκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4483/2006 του ιδίου Δικαστηρίου, 360/2008 μη οριστική και 800/2009 οριστική του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 12/1/2010 αίτηση και τους από 23/3/2011 προσθέτους λόγους του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 21/4/2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και του δικογράφου των προσθέτων λόγων. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και των προσθέτων λόγων, καθώς και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α', 287, 291 και 292 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η δίκη διακόπτεται, αν μετά την άσκηση της εφέσεως και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Εφετείου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον αντίδικο του λόγου διακοπής με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της διαδικαστικής πράξης. Η δίκη που διακόπηκε μπορεί να επαναληφθεί, είτε εκούσια με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, είτε αναγκαστικά με πρόσκληση του αντιδίκου του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, ο οποίος μπορεί να επισπεύσει την επανάληψη της δίκης, κοινοποιώντας στο διάδικο υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή δικόγραφο για επανάληψη της δίκης. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 221 ΚΠολΔ, με την άσκηση της αγωγής σύμφωνα με το άρθρο 215, η κατάθεσή της έχει ως συνέπεια και την εκκρεμοδικία, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 225 ΚΠολΔ, η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή να συστήσουν εμπράγματο δικαίωμα. Η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος ή η σύσταση εμπραγμάτου δικαιώματος δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη δίκη. Ο ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση. Εξάλλου, κανόνες ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. λόγο αναιρέσεως, είναι αυτοί που ρυθμίζουν τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση των δικαιωμάτων και τη γένεση των υποχρεώσεων, επιβάλλοντας κυρώσεις για τη μη τήρηση αυτών. Αντίθετα, ως δικονομικοί κανόνες, η παραβίαση των οποίων ελέγχεται με τον από τον αριθμό 14 του ιδίου άρθρου λόγο αναιρέσεως, θεωρούνται εκείνοι που καθορίζουν τον τρόπο (τη διαδικασία), τα όργανα και τη μορφή της ένδικης προστασίας για την πραγμάτωση των από το ουσιαστικό δίκαιο αναγνωριζομένων στα πρόσωπα δικαιωμάτων. Κατά συνέπεια, οι κανόνες που αναφέρονται στη βιαία διακοπή της δίκης και στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, όπως είναι και η έγερση της αγωγής κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και τα αποτελέσματα ασκήσεως αυτής (άρθρα 286-292 και 221, 224, 225 ΚΠολΔ) αποτελούν δικονομικούς κανόνες (ΑΠ 785/2007). Επομένως, δοθέντος, ότι λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ συνιστά η παράβαση κανόνων ουσιαστικού και όχι δικονομικού δικαίου, οι πρώτος λόγος της αναιρέσεως, καθώς και ο πρώτος πρόσθετος λόγος, με τους οποίους προβάλλεται ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 286 έως 292 και 225 ΚΠολΔ, το Εφετείο έκρινε ότι επήλθε βιαία διακοπή της δίκης από το θάνατο του αρχικού ενάγοντος και δέχθηκε επανάληψη αυτής (δίκης) από τους αναφερόμενους κληρονόμους του, και ότι οι δύο από τους συγκληρονόμους μεταβίβασαν με τα αναφερόμενα συμβόλαια κατά πλήρη κυριότητα τα επικαλούμενα από αυτούς δικαιώματα επί του επίδικου ακινήτου στον έτερο συγκληρονόμο Μ.-Σ. Τ., ήδη αναιρεσίβλητο, ο οποίος συνεχίζει νομίμως τη δίκη, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Επειδή, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 εδάφ. α' του ισχύσαντος μέχρι της εισαγωγής του ν.δ. 86/1969 από 11 Μαΐου 1929 ν.δ. "περί δασικού Κώδικος", κυρωθέντος διά του ν.δ. 4173/1929, απαγορεύεται η κατάτμηση της δασικής ιδιοκτησίας είτε δια διανομής μεταξύ των εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτητών ή κατόχων είτε δια πωλήσεως ή οιασδήποτε άλλης πράξεως άνευ προηγουμένης αδείας του Υπουργού της Γεωργίας, επί ποινή απολύτου ακυρότητας της σχετικής δικαιοπραξίας. Ο χαρακτηρισμός της δασικής ιδιοκτησίας δίδεται με το άρθρο 46 παρ. 1 του αυτού ν.δ., κατά το οποίο δασική ιδιοκτησία που μπορεί να είναι δημόσια ή και ιδιωτική συνιστούν τα δάση, τα δασικά εδάφη και οι δασικές εκτάσεις όπως η έννοιά τους προσδιορίζεται με το άρθρο 45 του αυτού ν.δ. στα οποία περιλαμβάνονται τα δάση, οι δασικές εκτάσεις ή τα δασικά εδάφη (ΑΠ 602/2004, ΑΠ 1330/2008, ΑΠ 330/2002). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1041, 1042, 1043 και 1044 ΑΚ προκύπτει, ότι για να αποκτήσει κάποιος κυριότητα σε ακίνητο με τακτική χρησικτησία, απαιτούνται φυσική εξουσίαση του πράγματος με διάνοια κυρίου (νομή), καλή πίστη, που πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο που αποκτάται η νομή, νόμιμος τίτλος, που πρέπει να υποβληθεί σε μεταγραφή (άρθρα 1192 περίπτ. α', και 1198 ΑΚ), πράγμα δεκτικό χρησικτησίας και παρέλευση δεκαετίας. Ειδικότερα, ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, αυτό συντρέχει, όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει, κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1043 παρ.1 ΑΚ, προς χρησικτησία αρκεί και νομιζόμενος τίτλος, εφόσον δικαιολογείται καλή πίστη του νομέα. Είναι δε νομιζόμενος ο τίτλος, ο οποίος, κατά την πεποίθηση του νομέα, που δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, υπολαμβάνεται απ' αυτόν ότι υπάρχει, ενώ πράγματι δεν υπήρξε καθόλου. Δεν αρκεί συνεπώς μόνη η πεποίθηση του νομέα ότι απέκτησε την κυριότητα, αλλά προσαπαιτείται και η καλή πίστη που αφορά τον τίτλο, δηλαδή η πεποίθηση στη συγκεκριμένη περίπτωση για την ύπαρξη του τίτλου. Νομιζόμενος τίτλος υπάρχει και όταν ο αγοραστής, κατά την εφαρμογή του τίτλου του, από συγγνωστή πλάνη, υπολαμβάνει ότι ο τίτλος του καταλαμβάνει έκταση μεγαλύτερη από αυτή που του πωλήθηκε ή συνεχόμενο ακίνητο. Ο επικαλούμενος τέτοιο τίτλο πρέπει να αποδείξει τα στοιχεία που τον θεμελιώνουν, γιατί αλλιώς δεν μπορεί να χρησιδεσπόσει (ΑΠ 35/2008). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με την ένδικη διεκδικητική αγωγή και την ανταγωγή, δέχτηκε τα ακόλουθα: Το έτος 1963, ο Ιταλός διπλωμάτης Ρ. Μ. (R. M.) προέβη σε συμφωνία με τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα Β. Δ., δυνάμει της οποίας ο τελευταίος ανέλαβε την υποχρέωση να αγοράσει για λογαριασμό του παραπάνω Ρ. Μ. ή τρίτου προσώπου, απ' αυτόν (Ρ. Μ.) υποδειχθησομένου, εδαφικές εκτάσεις, στην Ελλάδα και μάλιστα στα νησιά αυτής, οι αγορές δε αυτές θα συνάπτονταν επ' ονόματι του αναιρεσείοντος ή τρίτου προσώπου, που θα υποδεικνύονταν από τον Ρ. Μ.. Όσες δε αγορές θα συνάπτονταν στο όνομα του αναιρεσείοντος, ο τελευταίος ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει περαιτέρω τα αγορασθέντα ακίνητα στον Ρ. Μ. ή άλλον τρίτον, απ' αυτόν υποδειχθησόμενον, ο οποίος θα κατέβαλε και το τίμημα της αγοράς. Στα πλαίσια της ως άνω συμφωνίας και εντεύθεν της γενικής εκπροσώπησης, ο αναιρεσείων συμφώνησε και ενεργούσε πάντοτε ως εκπρόσωπος του Ρ. Μ., υπό τις εντολές και οδηγίες του και σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής, ο μεν Ρ. Μ. απέστειλε διάφορα χρηματικά ποσά στον αναιρεσείοντα, ο δε τελευταίος αγόρασε από διάφορους κτηματίες της νήσου των Κυθήρων σημαντικό αριθμό και σημαντικής έκτασης ακίνητα στη νήσο αυτή. Αυτά δε τα ακίνητα επέβλεπε από την απόκτησή τους ο αναιρεσείων, ως βοηθός νομής, ήτοι ως επιστάτης του χρηματοδότη Ρ. Μ., σημαντικός δε αριθμός εξ αυτών μεταβιβάσθηκε κατ' εντολήν του (Ρ. Μ.) σε φυσικά πρόσωπα της επιλογής του και σε νομικά πρόσωπα απ' αυτόν (Ρ.Μ.) συστηθέντα, ένα εκ των οποίων είναι και η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Μεντιτεράνιαν Μπίλντινγκ εντ Τούρινγκ Κόμπανυ ΑΕ" με νόμιμο εκπρόσωπο αυτής τον ανωτέρω Ρ. Μ., μέχρι του έτους 1991. Περαιτέρω, ένα εκ των φυσικών προσώπων, στα οποία μεταβιβάσθηκε, κατ' εντολήν του Ρ. Μ. και στο όνομα του αναιρεσείοντος, εδαφική έκταση εκ των ως άνω αγορασθέντων στη νήσο των Κυθήρων, ήταν και ο αρχικός ενάγων Ί. Τ., ομοεθνής και φίλος του ως άνω Μ., διπλωμάτης ομοίως, μετά τον θάνατο του οποίου υπεισήλθε στη δικονομική του θέση ο ήδη αναιρεσίβλητος γιός του. Ο αρχικός ενάγων, επιθυμώντας να αποκτήσει εξοχική κατοικία στη νήσο των Κυθήρων και μετά από συνεννοήσεις με τον Ρ. Μ. και υποδείξεις, αποφάσισε να οικοδομήσει αυτήν επάνω σε μία χέρσα και βραχώδη εδαφική έκταση, στη θέση ... της περιφέρειας της πόλης και κοινότητας Κυθήρων της ομώνυμης νήσου, άρχισε δε τις εργασίες κατασκευής της από το έτος 1966 και προς τούτο συντάχθηκε, στις 10-6-1966, το υπ' αριθμ. .../10-6-1966 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Νικολάου Παν. Νικηφοράκη, στο οποίο ο αναιρεσείων, ως πωλητής, μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα στον αρχικό ενάγοντα την ως άνω εδαφική έκταση, η οποία σύμφωνα με το εν λόγω συμβόλαιο, βρίσκεται στην ως άνω θέση "..." της περιφέρειας της πόλης και Κοινότητας Κυθήρων, εκτείνεται σε τρία (3) στρέμματα και ορίζεται ανατολικώς και νοτίως με αυτήν και δυτικώς και αρκτικώς με ιδιοκτησία του αναιρεσείοντος και νυν, ιδιοκτησία της κυρίως παρεμβαίνουσας εταιρείας επί πλευράς 50 μέτρων και της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Οβερσής Μερκαντάϊλ Κορπορέϊσον", εδρεύουσας στη Νέα Υόρκη Η.Π.Α. Το παραπάνω συμβόλαιο νομίμως μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Κυθήρων στον τόμο ... και αύξοντα αριθμό 404 και από το έτος αυτό (1966) ο αρχικός ενάγων άρχισε να διενεργεί πράξεις νομής επί της εδαφικής έκτασης, που αυτός αγόρασε, προσιδιάζουσες στη φύση της και ειδικότερα, επισκεπτόταν τακτικά αυτήν και την επέβλεπε, όταν βρισκόταν στην αλλοδαπή, δια του εναγομένου-αναιρεσείοντος, ο οποίος, σε κάθε περίπτωση, είχε την ιδιότητα του επιστάτη-βοηθού νομής. Εν τω μεταξύ, ο αρχικός ενάγων εξακολουθούσε τις οικοδομικές εργασίες στην παραπάνω εδαφική έκταση, αποστέλλοντας για τον σκοπό αυτό διάφορα χρηματικά ποσά στον εναγόμενο, ο οποίος επέβλεπε τις εργασίες αυτές υπό την ως άνω ιδιότητά του πάντοτε, ήτοι του επιστάτη-βοηθού νομής, οι εργασίες δε αυτές αποπερατώθηκαν το έτος 1967 και έτσι ανεγέρθηκε διώροφη κατοικία, εξ υπογείου, ισογείου και πρώτου ορόφου, επιφανείας εκάστου ορόφου 115 τ.μ., συνολικού εμβαδού 345 τ. μ., πλέον των προβόλων (βεραντών), αποτελούμενης στον μεν υπόγειον όροφο εκ τεσσάρων βοηθητικών χώρων, ήτοι αποθηκών, κελλαριών, κλιμακοστασίου, κατά τον ισόγειο όροφο εκ κλιμακοστασίου, καθιστικού (σαλονιού), τραπεζαρίας, κουζίνας, διαδρόμου, λουτρού (W.C.) και προβόλων (βεραντών) και κατά τον πρώτον όροφο υπέρ το ισόγειο εκ κλιμακοστασίου, τεσσάρων δωματίων (4) υπνοδωματίων, διαδρόμου, λουτροκαμπινέ, προθαλάμου (χωλλ) και βεραντών. Εξάλλου, από τις υπ' αριθμ. 2/1992 και 108/2003 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων, τοπογράφου-μηχανικού Ι. Κ. και τοπογράφου - μηχανικού Μ. Β. Α. αποδείχθηκε, ότι η παραπάνω επίδικη οικία, καθώς επίσης και η περιβάλλουσα αυτήν εδαφική έκταση, εμβαδού 750 ως έγγιστα τ.μ., εμφαινομένη υπό τα στοιχεία 8-9-10-11-12-13-14-15-16-17-8 στο από 13-1-1992 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Ι. Κ., σαφώς δεν περιλαμβάνεται στον ως άνω τίτλο του αρχικού ενάγοντος, ήτοι το υπ' αριθμ. .../1966 συμβόλαιο, αλλά περιλαμβάνεται κατά το μείζον τμήμα αυτής (502 ως έγγιστα τετραγωνικών μέτρων) στο υπ' αριθμ. .../19-1-1967 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Νικολάου Παν. Νικηφοράκη, που καταρτίσθηκε μεταξύ του αρχικού ενάγοντος Ί. Τ., υπό την ιδιότητα του πληρεξουσίου αντιπροσώπου της ως άνω παρεμβαίνουσας ανώνυμης εταιρείας, ως αγοράστριας και του αναιρεσείοντος Β. Δ., ως πωλητή. Ανεξαρτήτως τούτου όμως ο αρχικός ενάγων, από το έτος 1967, όπως προαναφέρθηκε, νεμόταν εκτός από την αναφερόμενη στον ως άνω τίτλο εδαφική έκταση των τριών (3) στρεμμάτων, την όμορη προς την εν λόγω εδαφική έκταση παραπάνω οικία μαζί με την περιβάλλουσα αυτήν έκταση των 750 ως έγγιστα τ.μ., με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, ότι περιλαμβάνεται στον προαναφερθέντα τίτλο (υπ' αριθμ. .../1966 συμβόλαιο)}ασκώντας τις παραπάνω πράξεις νομής και επιπροσθέτως διαμένοντας στην παραπάνω οικία μαζί με την οικογένειά του και προσκεκλημένα τρίτα πρόσωπα, το καλοκαίρι κάθε έτους συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι του έτους 1982, όταν ο εναγόμενος απέβαλε αυτόν από τη νομή της ως άνω οικίας μετά του ως άνω περιβάλλοντος αυτήν χώρου. Ειδικότερα, ο ενάγων, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, τελούσε με την πεποίθηση ότι η παραπάνω κατοικία μαζί με την περιβάλλουσα αυτήν έκταση των 750 , ως έγγιστα, τετραγωνικών μέτρων περιλαμβάνεται στην απ' αυτόν αγορασθείσα, δυνάμει του ως άνω τίτλου (υπ' αριθμ. .../1966 συμβολαίου) εδαφική έκταση, όπως αυτή αναγράφεται στο εν λόγω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο. Επίστευε δε τούτο άνευ βαρείας αμελείας του, πεπλανημένως και με καλή πίστη, καθόσον κατά την κατάρτιση του ως άνω συμβολαίου (μεταβιβαστικού τίτλου) δεν μετρήθηκε η μεταβιβασθείσα σ' αυτόν εδαφική έκταση με ειδικά όργανα, ούτε και από επιστήμονες μηχανικούς, αλλά καθορίσθηκε μόνο γεωγραφικώς, με σκοπό να ανεγερθεί σ' αυτήν η ως άνω παραθεριστική κατοικία του αρχικού ενάγοντος, δοθέντος μάλιστα και του ότι η παραπάνω εδαφική έκταση υποδείχθηκε για την αγορά της από τον ενάγοντα παρά του ανωτέρω Ρ. Μ.. Η παραπάνω δε οικία δεν αναγράφηκε στον ως άνω τίτλο, διότι κατά την κατάρτιση του παραπάνω συμβολαίου, μόλις είχαν αρχίσει, όπως προαναφέρθηκε, οι εργασίες κατασκευής αυτής και για το λόγο τούτο στο εν λόγω συμβόλαιο αναφέρεται, ότι παραχωρείται στον ενάγοντα κατά κυριότητα η ως άνω εδαφική έκταση (χέρσος αγρός) μετά τυχόν υπάρχοντος παραρτήματος και παρακολουθήματος. Επιπλέον δε, ο αρχικός ενάγων προέβη στις ως άνω πράξεις νομής, το επίδικο χρονικό διάστημα με διάνοια κυρίου, ήτοι νεμόταν και κατείχε την ως άνω οικία μαζί με τον ως άνω περιβάλλοντα αυτήν χώρο, εμβαδού 750, ως έγγιστα, τετραγωνικών μέτρων, έχοντας την εδραία πεποίθηση, ότι είναι κύριος αυτής. Επομένως, ο αρχικός ενάγων απέκτησε την κυριότητα με τακτική χρησικτησία του ως άνω επίδικου ακινήτου, ήτοι της παραπάνω οικίας μετά της ανωτέρω περιβάλλουσας αυτήν εδαφικής έκτασης των 750 ως έγγιστα τ.μ. Αντιθέτως, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε, ότι ο εναγόμενος-αναιρεσείων, από το έτος 1968, κατέλαβε το επίδικο ακίνητο, ήτοι την οικία και την περιβάλλουσα αυτήν εδαφική έκταση και ότι νεμόταν αυτήν με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μείζον της εικοσαετίας και ότι, έκτοτε είχε γνωστοποιήσει την κατάληψη αυτή στον ενάγοντα Ί. Τ. και τον Ρ. Μ., νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας Μεντιτεράνιαν, αλλά αντίθετα, αποδείχθηκε, ότι αυτός, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, υπήρξε επιστάτης (βοηθός νομής) και μόνο του ενάγοντος Ί. Τ. στο επίδικο, αλλά και των άλλων εταιρειών (Μεντιτεράνιαν και Οβερσής) στις όμορες εκτάσεις, την δε νομή του επιδίκου μέχρι το έτος 1982, είχε μόνον ο ενάγων Ί. Τ.. Πάντα τα ανωτέρω αναφερθέντα πραγματικά περιστατικά και ειδικότερα: Α) Η διάνοια κυρίου νομή του αρχικού ενάγοντος Ί. Τ., από το έτος 1966 μέχρι το έτος 1982, επί της επίδικης εδαφικής λωρίδας των 750 τ.μ. ως έγγιστα,, μετά της επ' αυτής διώροφης οικίας, εμβαδού 345 τ.μ., αποδεικνύεται: 1) Από την περιεχόμενη στην υπ' αριθμ. 660/1/ΑΣ 278/21-2-2000 έκθεση εξετάσεως μαρτύρων του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Αμβούργο σαφή και κατηγορηματική κατάθεση της μάρτυρος του ενάγοντος Μ. σύζ. Ο. Π. Μ. του Γ. και Ρ. Μ. ενώπιον του εντεταλμένου Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Αμβούργο. 2) Την περιεχόμενη στην υπ' αριθμ. 660/1/ΑΣ 278/22-2-2000 έκθεση εξετάσεως μαρτύρων του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Αμβούργο κατάθεση του μάρτυρος του αρχικού ενάγοντος Ο.-Π. Μ. του Γ. και Ρ. Μ. ενώπιον του εντεταλμένου Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Αμβούργο. 3) Την περιεχόμενη στην υπ' αριθμ. 661/ΑΣ 2732/8-12-1999 έκθεση εξετάσεως μαρτύρων του Γενικού Προξένου της Ελλάδος στο Λονδίνο σαφή κατάθεση του μετόχου της κυρίως παρεμβαίνουσας εταιρείας "Μεντιτεράνιαν Μπίλντιγκ Εντ Τούριγκ Κόμπανυ" Ρ. Μ., ο οποίος σημειωτέον καταθέτει τα ίδια και στην επικαλούμενη και νομίμως προσαγόμενη υπ' αριθμ. πρωτ. 660/ΑΣ 2746/9-12-1999 ένορκη βεβαίωση του ενώπιον του Προξένου της Ελλάδος στο Λονδίνο, στα πλαίσια της (όμοιας) δίκης μεταξύ, αφενός της ως άνω εταιρείας και αφετέρου του Β. Δ. (εναγομένου ήδη αναιρεσιβλήτου) και της θυγατέρας του Σ. Δ. και ειδικότερα επί της από 17-9-1996 αγωγής της πρώτης κατ' αυτών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. 4) Την περιεχόμενη στην υπ' αριθμ. 421/1991 Εισηγητική Έκθεση της Εισηγήτριας Δικαστού κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης Ι. Ξ. του Γ. και 5) Την περιεχόμενη στην υπ' αριθμ. 1/1992 Εισηγητική Έκθεση του Ειρηνοδίκη Κυθήρων, ως εντεταλμένου Δικαστή, κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης Ν. Σ. του Α., μονίμου κατοίκου .... Από τις ανωτέρω σαφείς, κατηγορηματικές και εμπεριστατωμένες καταθέσεις των ως άνω μαρτύρων απόδειξης, οι οποίοι έχουν άμεση, ιδία και σαφή αντίληψη των όσων καταθέτουν και για την αξιοπιστία των οποίων το Δικαστήριο δεν βρίσκει λόγους για να αμφιβάλλει, εν αντιθέσει με τους μάρτυρες του αναιρεσείοντος, των οποίων οι καταθέσεις εν πολλοίς κρίνονται αόριστες και αντιφατικές, προκύπτει, ότι ο αρχικός ενάγων Ί. Τ., πιστεύοντας ότι το επίδικο και η εντός αυτού οικία, που είχε κτισθεί βάσει των προσκομιζομένων σχεδίων του αρχιτεκτονικού γραφείου Jesinghous und Conrad, με έδρα το Αμβούργο της Γερμανίας, με χρήματα, που εκείνος είχε στείλει και σε έκταση που από κοινού με τον Ρ. Μ. είχε επιλέξει, νεμόταν και κατείχε αυτό αδιαλείπτως από τη σύνταξη (10-6-1966) και μεταγραφή (18-6-1966) του ως άνω υπ' αριθμ. .../10-6-1966 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Κυθήρων Ν. Νικηφοράκη (έχοντας μάλιστα αρχίσει τις εργασίες ανοικοδόμησης, της οικίας του πριν καν του μεταβιβασθεί το επίδικο), μέχρι και το έτος 1982, όταν παρανόμως αποβλήθηκε από τη νομή και κατοχή του από τον εναγόμενο Β. Δ.. Συγκεκριμένα, ο αρχικός ενάγων ανήγειρε την εντός αυτού οικία του με δαπάνες του, επόπτευε την ανέγερσή της, που γινόταν με επιμέλεια του αναιρεσείοντος Β. Δ., κάτω από τις οδηγίες του αρχικού ενάγοντος και με τα χρήματα, που του απέστελνε εκείνος ή του έδινε με τα ίδια τα χέρια του, το επίπλωσε με έπιπλα, που μετέφερε πολλές φορές από τη Γερμανία και την Ιταλία, το επισκεπτόταν τακτικά κάθε έτος (τόσο για παραθερισμό όσο και κατά τα χρονικά διαστήματα, που ερχόταν για την επίβλεψη των υποθέσεων των εταιρειών Μεντιτεράνιαν και Οβερσής) και διέμενε σ' αυτό εκείνος και η οικογένειά του (η σύζυγος και τα δύο τέκνα του), φιλοξενούσε σ' αυτό φιλικά του πρόσωπα (Ρ. Μ., ζεύγος Μ., ζεύγος Γ., ζεύγος Κ., Ι. Ξ. κλπ) και γενικά ενεργούσε κάθε πράξη, που προσιδιάζει σε κύριο, νομέα και κάτοχο, ενώ αντιθέτως ο αναιρεσείων Β. Δ., ο οποίος ήταν επιστάτης του, περιοριζόταν στη συντήρηση της οικίας (που παρέμενε κλειστή κατά την απουσία του αρχικού ενάγοντος) και σε βοηθητικές εργασίες, όταν ο αρχικός ενάγων, η οικογένειά του και οι φιλοξενούμενοι του βρίσκονταν σ' αυτήν. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά επιρρωνύονται και από: 1) Τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από 9-11-1966, 4-7-1967, 14-8-1969, 20-2-1969, 25-5-1974, 10-6-1975 και 20-3-1977 ιδιόχειρες επιστολές του αναιρεσείοντος Β. Δ. απευθυνόμενες προς τον αρχικό ενάγοντα Ί. Τ. στο εξωτερικό, στην ιταλική γλώσσα, γραφείσες απ' αυτόν στα Κύθηρα. Από τις επιστολές αυτές αποδεικνύεται, ότι ο αρχικός ενάγων Ί. Τ. διέμενε σχεδόν κάθε καλοκαίρι με την οικογένειά του στην επίδικη κατοικία, την οποία ο ίδιος ο αναιρεσείων αποκαλεί "σπίτι εκείνου (του Ί. Τ.)", ότι εκείνος (ενάγων) φιλοξενούσε σ' αυτήν φιλικά του πρόσωπα, ότι, όταν ο αρχικός ενάγων δεν βρισκόταν σ' αυτήν, η οικία του παρέμενε κλειστή και ότι περαιτέρω μόνον ο αρχικός ενάγων διέμενε σ' αυτό και ο αναιρεσείων ελάμβανε από εκείνον οδηγίες για το πότε και πώς θα το ετοιμάσει, ότι ο αναιρεσείων ελάμβανε οδηγίες γι' αυτό από τον αρχικό ενάγοντα και ζητούσε και χρήματα για εργασίες και ότι ουδέποτε ανέφερε ή υπαινίχθηκε ο,τιδήποτε για μίσθωμα ή για έλλειψη κυριότητας ή νομής του αρχικού ενάγοντος επ' αυτού. Αντίθετα, σ' όλες τις επιστολές του, ο τόνος του αναιρεσείοντος είναι πολύ φιλικός και μάλιστα δεν παραλείπει σε κάποιες απ' αυτές να αποστείλει μέσω του αρχικού ενάγοντος (αντιπροσώπου συγχρόνως και των εταιρειών "Μεντιτεράνιαν" και "Οβερσής") χαιρετισμούς στον μεγαλομέτοχο των ως άνω εταιρειών (των οποίων τα ακίνητα, σημειωτέον, ότι επίσης επιστατούσε ο αναιρεσείων) και προσωπικό του αρχικού ενάγοντος φίλο Ρ. Μ.. 2) Τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες ενδεικτικά από 15-1-1967, 19-1-1967, 16-5-1967, 17-7-1967 και 20-7-1967 αποδείξεις του αναιρεσείοντος, από τις οποίες πιστοποιείται η είσπραξη απ' αυτόν των ποσών των 50.000 δρχ, 100.000 δρχ, 50.000 δρχ, 50.000 δρχ και 40.000 δρχ, αντίστοιχα. Είναι προφανές, βεβαίως, ότι το ανωτέρω συνολικό ποσό των 290.000 δρχ (για το οποίο υφίστανται οι παραπάνω αποδείξεις)t δεν είναι δυνατόν να αφορούσε το μίσθωμα του έτους 1967, αλλά σε δαπάνες για την αποπεράτωση της οικίας του αρχικού ενάγοντος. Οι αποδείξεις δε αυτές πρέπει να συνδυασθούν και με την από 9-11-1966 επιστολή του αναιρεσείοντος, στην οποία αυτός αναφέρει ότι: "Τα απαραίτητα ποσά για να τελειώσει το σπίτι εντελώς είναι ... 64.000 δρχ", επιβεβαιώνει την αποστολή 230.000 δρχ και ζητά άλλες 100.000 δρχ (από τις οποίες επειγόντως θέλει να του αποστείλει ο αρχικός ενάγων 5.000$), για εργασίες (περιμετρικές εργασίες και διαμόρφωση του δρόμου μέχρι το σπίτι, δεξαμενή κλπ), αλλά και με την επιστολή του στις 4-6-1967, στην οποία αναφέρει ότι: "για την δουλειά των μαρμάρων στις σκάλες και τα πατώματα, συνολικώς επλήρωσα 78.000 και τα ρύθμισα με τους τεχνίτες από την Αθήνα." Και είναι απορίας άξιον, για ποιόν λόγο να δίνει ο αναιρεσείων Β. Δ. στον αρχικό ενάγοντα Ί. Τ. ακριβή λογαριασμό για τα ποσά, που εδαπανούντο για τις εργασίες της επίδικης οικίας (άλλωστε ούτε έκανε για λογαριασμό του, ούτε επικαλείται, ότι έκανε εργασίες σε οποιαδήποτε άλλη οικία) και να του ζητεί να τα καλύψει εκείνος, αλλά και λεπτομερή αναφορά των εργασιών, αν ο αρχικός ενάγων δεν ήταν πράγματι κύριος και νομέας αυτής και ο αναιρεσείων επιστάτης της, που ζητεί μάλιστα την επιβράβευση εκείνου. Και επίσης, ποιος ήταν ο λόγος να αποστείλει ο αρχικός ενάγων στον εναγόμενο-αναιρεσείοντα το ποσό των 520.000 δραχμών (290.000 + 230.000 δρχ για το οποίο βρέθηκαν έγγραφες αποδείξεις) τα έτη 1966-1967 και εκτός τούτου και άλλα ποσά, που ο αρχικός ενάγων του έδωσε προσωπικώς άνευ αποδείξεων κατά τις αφίξεις του στην Ελλάδα και πέραν εκείνων, που του απέστειλε μέσω φίλων του παραθεριστών και πέραν των λοιπών πάσης φύσεως εξόδων κατασκευής της οικίας του μετά των εγκαταστάσεων ηλεκτρικού ρεύματος, ύδατος και αποχέτευσης, των προς τη ΔΕΗ παροχών, μετά του μανδροτοίχου της, περιλαμβανομένων και των εξόδων διαμόρφωσης του γύρωθεν κήπου της και πάσα εν γένει δαπάνη αυτής. 3) Το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο υπ' αριθμ. .../10-6-1966 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Νικολάου Νικηφοράκη, με βάση το οποίο ο αρχικός ενάγων νεμόταν και κατείχε, από τη σύνταξη και μεταγραφή του μέχρι και το έτος 1982, το επίδικο ακίνητο και την επ' αυτού οικία και αποτελεί σε κάθε περίπτωση νομιζόμενο τίτλο. Με το εν λόγω συμβόλαιο, το οποίο έχει μεταγραφεί νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κυθήρων στον τόμο ... και με αύξ. αριθμό 98, ο αναιρεσείων πωλεί, παραχωρεί και μεταβιβάζει στον αρχικό ενάγοντα κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή "Το ανωτέρω περιγραφέν τεμάχιον αγρού χέρσου, μετά παντός τυχόν υπάρχοντος παραρτήματος και παρακολουθήματος αυτού, μετά δικαιώματος χρήσεως της παρακείμενης ιδιωτικής οδού, ως είναι και ευρίσκεται". Η αναφορά σε τυχόν υπάρχοντα παραρτήματα και στην κατάσταση του μεταβιβαζομένου ακινήτου ως είναι και ευρίσκεται έγινε προφανώς, επειδή είχε ήδη αρχίσει η ανέγερση της επίδικης οικίας του αρχικού ενάγοντος επί του ακινήτου, ενώ η μνεία της παρακείμενης (διερχόμενης δια μέσω του μετέπειτα μεταβιβασθέντος στην κυρίως παρεμβαίνουσα ομόρου ακινήτου) ιδιωτικής οδού δεν θα είχε καμμία αξία, αν το μεταβιβαζόμενο ακίνητο δεν εφάπτετο σ' αυτήν, όπως πράγματι συμβαίνει, ήτοι η ιδιωτική αυτή οδός καταλήγει στην επίδικη οικία. Β) Η καλή πίστη, δηλαδή η χωρίς βαριά αμέλεια πεποίθηση του αρχικού ενάγοντος, ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα μετά της επ' αυτής διώροφης οικίας περιλαμβάνονται στο ως άνω υπ' αριθμ. .../10-6-1966 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Ν. Νικηφοράκη, νομίμως μεταγραφέν, δυνάμει του οποίου αυτός κατέστη κύριος ενός αγρού, στη θέση "..." της Κοινότητας Κυθήρων, έκτασης 3.000 τ.μ., αποδεικνύεται από τις ως άνω αναφερόμενες ένορκες καταθέσεις των Ρ. Μ., 1 και Ι. Ξ., αλλά και από τις ανωτέρω αναφερθείσες από 9-11-1966, 4-7-1967, 14-8-1969, 20-2-1969, 25-5-1974, 10-6-1975 και 20-3-1977 ιδιόχειρες επιστολές του αναιρεσείοντος προς τον αρχικό ενάγοντα, στις οποίες αυτός αναφέρεται στο "σπίτι του Ί. Τ.", του δίνει αναφορά για διάφορες εργασίες, που εκτέλεσε σ' αυτό και του ζητεί οδηγίες και στις οποίες επιστολές ουδέποτε αμφισβήτησε ο αναιρεσείων, ότι αυτό έχει κτισθεί στο ακίνητο, που μεταβιβάσθηκε στον αρχικό ενάγοντα Ί. Τ., ούτε επικαλέσθηκε κάποια άλλη συμφωνία τους. Επομένως, αφού ο ίδιος ο αναιρεσείων δεν αμφισβητούσε, ότι ο αρχικός ενάγων νεμόταν με διάνοια κυρίου, δυνάμει του ως άνω υπ' αριθμ. .../1966 συμβολαίου, το επίδικο ακίνητο με την επ' αυτού οικία και ότι αυτή ήταν "η οικία του" (δηλ. του αρχικού ενάγοντος), δεν ήταν δυνατόν σε καμία περίπτωση να δημιουργηθούν στον αρχικό ενάγοντα αμφιβολίες (τόσο κατά την έναρξη της νομής του επ' αυτού όσο και στη συνέχεια) περί του γεγονότος, ότι αυτό του ανήκε και εντεύθεν να τον βαρύνει οποιαδήποτε αμέλεια ως προς το σχηματισμό και την διατήρηση αυτής της εδραίας καλόπιστης πεποίθησής του. Επομένως, από όλα τα αμέσως ανωτέρω αποδείχθηκε, ότι ο αρχικός ενάγων νεμόταν και κατείχε το επίδικο ακίνητο, επί του οποίου είχε κτισθεί η επίδικη οικία, με διάνοια κυρίου, ήτοι με την εδραία πεποίθηση, ότι νεμόταν αυτό βάσει του υπ' αριθμ. .../10-6-1966 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Κυθήρων Νικολάου Νικηφοράκη, νομίμως μεταγραφέντος, η πεποίθησή του δε αυτή είχε σχηματισθεί και διατηρήθηκε καθ' όλη την επίδικη χρονική περίοδο (1966-1982) καλόπιστα, ήτοι χωρίς να βαρύνεται με οποιαδήποτε αμέλεια ως προς αυτήν και σε καμία περίπτωση νομέας του επιδίκου δεν ήταν ο αναιρεσείων. Ήτοι, ο αναιρεσείων επί 16 έτη περιοριζόταν στα καθήκοντά του ως επιστάτη του αρχικού ενάγοντος Ί. Τ., κατά την ανέγερση και την συντήρηση της επίδικης οικίας επί της επίδικης εδαφικής λωρίδας, είχε άριστες φιλικές σχέσεις μαζί του, αφού δεν αμφισβητούσε την εγκυρότητα του ως άνω πωλητηρίου συμβολαίου του έτους 1966 και την κυριότητα και νομή του αρχικού ενάγοντος επί του επιδίκου, και είχε δημιουργήσει σε εκείνον (αρχικό ενάγοντα) την εντύπωση, ότι δεν θα αμφισβητούσε την πώληση αυτή και τα εξ αυτής πηγάζοντα δικαιώματα εκείνου, αφού μάλιστα δεν είχε υπάρξει καμία διαφωνία του τελευταίου με τον Ρ. Μ., ουσιαστικό ιδιοκτήτη της υπόλοιπης όμορης έκτασης και μεγαλομέτοχο της άνω εταιρείας, και την εταιρεία "Μεντιτεράνιαν", που ήταν ιδιοκτήτρια της όμορης έκτασης και είχε, μεταξύ άλλων, τον αρχικό ενάγοντα ως αντιπρόσωπο και τον εναγόμενο-αναιρεσείοντα Β. Δ., ως επιστάτη των ακινήτων της. Στο σημείο τούτο πρέπει να λεχθούν τα εξής: Ο εκκαλών-εναγόμενος με την ένδικη έφεσή του αμφισβητεί την γνησιότητα των από 20-6-1974 και 18-7-1974 επιστολών, που αντηλλάγησαν μεταξύ του εναγομένου-αναιρεσείοντος και του Ρ. Μ., υποστηρίζοντας ότι, κατά τη μετάφραση από την ιταλική στην ελληνική γλώσσα των επιστολών αυτών, δεν έγινε ακριβής μετάφραση, αλλά ανακριβής, με αλλοίωση μάλιστα, κατά προφανή τρόπο, του περιεχομένου των επιστολών αυτών και μάλιστα, ότι παραποιήθηκε σκόπιμα και με δόλιο τρόπο η έννοια και το περιεχόμενο ορισμένων, καταλυτικής σημασίας, εκφράσεων και λέξεων, παρασύροντας κατ' αυτόν τον τρόπο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένες κρίσεις και συμπεράσματα. Ο ως άνω όμως ισχυρισμός του εκκαλούντος-εναγομένου είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος και ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης. Εξάλλου, ο εναγόμενος-αναιρεσείων ισχυρίζεται, ότι εμίσθωνε το επίδικο ακίνητο, από το έτος 1971 έως το 1976 στον Σ. Α., από το 1976 έως το 1978 στον Α. Π. και από το 1978 μέχρι τουλάχιστον την άσκηση της ένδικης αγωγής στον Ν. Χ. και ότι την επίδικη οικία από την αποπεράτωσή της (1966) αρχικά τη χρησιμοποιούσε, ως κύρια κατοικία του και στη συνέχεια την εκμεταλλευόταν κατά τη θερινή περίοδο για την άσκηση σ' αυτήν επιχείρησης ενοικιαζόμενων δωματίων. Ο ως άνω, όμως, ισχυρισμός του εναγομένου είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος κατ' ουσίαν, καθόσον από τις παραπάνω αναφερόμενες μαρτυρικές καταθέσεις, αλλά και από τις ως άνω από 9-11-1966, 4-7-1967, 14-8-1969, 20-2-1969, 25-5-1974, 10-6-1975 και 20-3-1977 ιδιόγραφες επιστολές του αναιρεσείοντος απευθυνόμενες προς τον αρχικό ενάγοντα στο εξωτερικό, στην ιταλική γλώσσα αποδεικνύεται, ότι ο αρχικός ενάγων διέμενε σχεδόν κάθε καλοκαίρι με την οικογένειά του στην επίδικη οικία, την οποία ο ίδιος ο αναιρεσείων αποκαλεί "σπίτι εκείνου (του Ί. Τ.)" και δεν διέμενε σ' αυτήν ούτε ο αναιρεσείων ούτε οποιοσδήποτε άλλος μισθωτής του, ότι ο αρχικός ενάγων φιλοξενούσε σ' αυτήν φιλικά του πρόσωπα, ότι όταν ο αρχικός ενάγων δεν βρισκόταν σ' αυτήν, η οικία του παρέμενε κλειστή και ότι ο αναιρεσείων ελάμβανε από εκείνον οδηγίες για το πότε και πώς θα το ετοιμάσει, καθώς επίσης και ότι ζητούσε και χρήματα για εργασίες και ότι ουδέποτε ανέφερε ή υπαινίχθηκε ο,τιδήποτε για μίσθωμα ή για έλλειψη κυριότητας ή νομής του αρχικού ενάγοντος στην επίδικη εδαφική έκταση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε από τις παραπάνω εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων Ι. Κ. και Μ. Α., ότι η επίδικη οικία και ο περιβάλλων αυτήν χώρος των 750 τ.μ., δεν συμπεριλαμβάνονται στον τίτλο κτήσης του ενάγοντος Ί. Τ., ήτοι στο νομίμως μεταγεγραμμένο στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κυθήρων, υπ' αριθμ. .../1966 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Νικολάου Νικηφοράκη και άρα αυτός σε κάθε περίπτωση δεν κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο. Ωστόσο, ο ενάγων Ί. Τ., όπως προαναφέρθηκε, τελούσε, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1966 μέχρι το έτος 1982, με την πεποίθηση, και ήταν εύλογο να πιστεύει, με βάση τα όσα αποδεικνύονται, ότι η οικία μαζί με την περιβάλλουσα αυτήν έκταση των 750 τ.μ., ως έγγιστα, περιλαμβάνεται στην απ' αυτόν αγορασθείσα δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1966 συμβολαίου εδαφική έκταση, όπως αυτή αναγράφεται στο εν λόγω μεταβιβαστικό πωλητήριο συμβόλαιο και πίστευε αυτό χωρίς βαρεία αμέλεια, πεπλανημένως και με καλή πίστη. Ειδικότερα, ο ενάγων Ί. Τ. ήταν διπλωμάτης καριέρας, πρόξενος της Ιταλίας στο Αμβούργο της Γερμανίας και δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ποια θα έπρεπε να είναι η ακριβής διατύπωση ενός συμβολαίου, που συντάσσεται στα Ελληνικά και τι θα έπρεπε να αναφέρεται κατά λέξη σ' αυτό για να μην αμφισβητηθεί η κυριότητά του επί ενός οικήματος, που ήταν υπό κατασκευή στο ακίνητο που, όπως τότε καλόπιστα πίστευε, αγόραζε. Εμπιστεύθηκε γι' αυτό τον εναγόμενο-αναιρεσείοντα και τον τότε πληρεξούσιο δικηγόρο τόσο του ίδιου όσο και των εταιρειών "Μεντιτεράνιαν" και "Οβερσής", προσωπικό φίλο του αναιρεσείοντος και καθηγητή της Νομικής Σχολής Γ. Κ.. Άλλωστε δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος ο αρχικός ενάγων να αγοράσει ένα χέρσο ακίνητο τριών στρεμμάτων στα Κύθηρα, αν σ' αυτό δεν συμπεριλαμβανόταν και η οικία, η οποία ανεγείρετο με δαπάνες του. Εξάλλου, αν η αναφορά ή μη της επίδικης οικίας στο πωλητήριο συμβόλαιο αποτελούσε απόδειξη για το αν πράγματι ο ενάγων θεωρούσε καλόπιστα, ότι αυτή συμπεριλαμβάνεται στο μεταβιβασθέν σ' αυτόν με το υπ' αριθμ. .../1966 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Νικολάου Νικηφοράκη ακίνητο, τότε θα έπρεπε η οικία αυτή να αναφέρεται στο υπ' αριθμ. .../1967 συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, με το οποίο ο αναιρεσείων μεταβίβασε στην εταιρεία "Μεντιτεράνιαν", εκπροσωπούμενη από τον αρχικό ενάγοντα Ί. Τ., όποια έκταση είχε απομείνει στη θέση "..." μετά τις μεταβιβάσεις προς τον αυτόν και την εταιρεία "Οβερσής". Αν δηλαδή ο αρχικός ενάγων Ί. Τ. δεν θεωρούσε, ότι του μεταβιβάστηκε η επίδικη οικία με το ανωτέρω υπ' αριθμ. .../1966 συμβόλαιο και ταυτόχρονα γνώριζε, ότι πρέπει να αναφέρεται στο συμβόλαιο ρητά αυτή, τότε, κατά τη λογική ακολουθία των πραγμάτων, αυτός γνώριζε, ότι η οικία αυτή βρίσκεται εντός της μεταβιβασθείσας στην εταιρεία "Μεντιτεράνιαν" υπόλοιπης έκτασης, στη θέση "...", οπότε, λογικώς, θα έπρεπε να ζητήσει, ως εκπρόσωπος της εταιρείας "Μεντιτεράνιαν", στο υπ' αριθμ. .../1967 συμβόλαιο να αναγραφεί η οικία σ' αυτό, κάτι που δεν έκανε όμως, ακριβώς επειδή, αφενός θεωρούσε καλόπιστα, ότι η οικία βρισκόταν εντός του μεταβιβασθέντος σ' αυτόν ακινήτου και αφετέρου, ότι δεν απαιτείται η ρητή μνεία της, αλλά αρκεί η μνεία περί συμμεταβίβασης παραρτημάτων και παρακολουθημάτων. Το γεγονός, βεβαίως, ότι η ως άνω επίδικη οικία δεν ήταν αποπερατωμένη, αποδεικνύεται, όπως ήδη προαναφέρθηκε, τόσο από τις ως άνω μαρτυρικές καταθέσεις, όσο κυρίως από τις ίδιες τις επιστολές του αναιρεσείοντος προς τον αρχικό ενάγοντα Ί. Τ.. Σημειωτέον, ότι ο τότε μεγαλομέτοχος της εταιρείας "Μεντιτεράνιαν" Ρ. Μ. κατέθεσε σχετικά, ότι τόσο ο Ί. Τ. όσο και η ίδια η εταιρία και κάθε τρίτος θεωρούσαν καλόπιστα, ότι η επίδικη οικία, που νεμόταν ο αρχικός ενάγων, του ανήκει κατά κυριότητα και άρα θεωρούσαν, ότι το επίδικο ακίνητο, επί του οποίου έκτισε εκείνος την οικία του ήταν αυτό, που αγόρασε από τον αναιρεσείοντα Β. Δ. κατόπιν υπόδειξης του ιδίου, με το νομίμως μεταγεγραμμένο υπ' αριθμ. .../10-6-1966 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Ν. Νικηφοράκη. Αυτός, άλλωστε, ήταν ο λόγος που το ακίνητο αυτό αποχωρίστηκε από την υπόλοιπη έκταση, που ο εναγόμενος αγόρασε με χρήματα και καθ' υπόδειξη του Ρ. Μ., στη θέση "..." Καψαλίου Κυθήρων και μεταβιβάστηκε η υπόλοιπη έκταση στις εταιρείες συμφερόντων του Μ. "Μεντιτεράνιαν Μπίλντιγκ εντ Τούριγκ Κόμπανυ ΑΕ" και "Οβερσής Μερκαντάιλ Κορπορέισιον ΑΕ". Ενώ, δηλαδή, η υπόλοιπη έκταση προοριζόταν για τουριστική αξιοποίηση από τις ανωτέρω εταιρείες, το ακίνητο που μεταβιβάσθηκε στον αρχικό ενάγοντα ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες που προσέφερε στο φίλο του Ρ. Μ., προοριζόταν για να κτίσει σ' αυτό την οικία του, όπως και έπραξε. Είναι δε προφανές, ότι, αφού το ακίνητο, που του μεταβιβάστηκε το "είχαν διαλέξει μαζί" με τον Ρ. Μ., όπως και ο ίδιος καταθέτει και θεωρούσε και αυτός ότι ο αρχικός ενάγων έκτισε το σπίτι του στο ακίνητό του, άπαντες, και φυσικά και ο αρχικός ενάγων, ανεξάρτητα από το αν το πράγματι μεταβιβασθέν με το υπ' αριθμ. .../10-6-1966 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Ν. Νικηφοράκη ακίνητο ταυτιζόταν με αυτό, επί του οποίου έκτισε τελικά την οικία του, θεωρούσαν ότι ο αρχικός ενάγων έκτισε αυτήν στο ακίνητο, που του μεταβιβάσθηκε με το ανωτέρω συμβόλαιο και νεμόταν την έκταση αυτή με διάνοια κυρίου και καλή πίστη. Ακόμη δε και στην περίπτωση, που δεν μπορούσε να κτισθεί η έκταση, που τόσο ο αρχικός ενάγων όσο και η εταιρεία "Μεντιτεράνιαν" θεωρούσαν, ότι μεταβιβάστηκε στον πρώτο, λόγω της κλίσης του εδάφους και του βραχώδους χαρακτήρα της, ο αρχικός ενάγων θα είχε διαλέξει μία άλλη θέση, αφού ο φίλος, συμπατριώτης και συνάδελφός του Ρ. Μ. δεν είχε καμία αντίρρηση, όπως ο ίδιος κατέθεσε, να επιλέξει ο αρχικός ενάγων μία έκταση κατάλληλη για ανοικοδόμηση, εκείνος δε (ο ενάγων) ήταν που διευθέτησε τα θέματα της μεταβίβασης δια συμβολαίων και για την εταιρεία "Μεντιτεράνιαν". Ουδεμία δε βαρεία αμέλεια βάρυνε τον αρχικό ενάγοντα για την πεποίθησή του εκείνη, αφού είχε προβεί στην σύνταξη και μεταγραφή ενός συμβολαίου, που πίστευε ακράδαντα, σύμφωνα και με τις διαβεβαιώσεις του αναιρεσείοντος, στον οποίο τότε είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, ότι αφορά στο ακίνητο, επί του οποίου έκτισε την οικία του και νεμόταν αδιατάρακτα όλα τα χρόνια ήτοι, από το έτος 1966 μέχρι και το έτος 1982. Έτσι, με δεδομένο, ότι το επίδικο ακίνητο δεν ήταν αυτό, που πωλήθηκε και μεταβιβάστηκε στον ενάγοντα από τον αναιρεσείοντα με το υπ' αριθμ. .../10-6-1966 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Νικολάου Νικηφοράκη, νομίμως μεταγεγραμμένο, αλλά με εκείνο το συμβόλαιο πωλήθηκε στον αρχικό ενάγοντα και του μεταβιβάσθηκε όμορη, βραχώδης και άγονη έκταση προς νότια-νοτιοανατολικά, ο αρχικός ενάγων επικουρικά είχε καταστεί κύριος του ακινήτου αυτού με τακτική χρησικτησία, παρότι αυτό μεταβιβάστηκε στη συνέχεια από τον αναιρεσείοντα στην εταιρεία "Μεντιτερανιαν" με το υπ' αριθμ. .../19-1-1967 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Νικολάου Νικηφοράκη, που νόμιμα μεταγράφηκε, αφού εκείνος (ενάγων) το νεμόταν επί 16 έτη (1966-1982) με καλή πίστη και διάνοια κυρίου και με νομιζόμενο τίτλο. Ειδικότερα δε, καθ' όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα των 16 ετών (1966-1982) ο αρχικός ενάγων νεμόταν το επίδικο ακίνητο πιστεύοντας καλόπιστα και δικαιολογημένα, ότι το επίδικο ακίνητο, που περιήλθε στη νομή εκείνου, περιλαμβανόταν στον τίτλο, που είχε, ενώ στην πραγματικότητα και σύμφωνα με τις ως άνω σχετικές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, ο νομιζόμενος αυτός τίτλος (το νομίμως μεταγεγραμμένο υπ'αριθμ. .../10-6-1966 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Νικολάου Νικηφοράκη) αφορούσε όμορο ακίνητο και το επίδικο, που νεμόταν ο αρχικός ενάγων, είχε περιέλθει στην κυριότητα της εταιρείας "Μεντιτεράνιαν" με έτερο συμβόλαιο (το υπ' αριθμ. .../19-1-1967 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κυθήρων Νικολάου Νικηφοράκη), την οποία μάλιστα εκπροσωπούσε σε αρκετές περιπτώσεις και ο αρχικός ενάγων, χωρίς η εκπροσώπηση αυτή να εκτείνεται και στο επίδικο ακίνητο, που και η εταιρεία αυτή δια των αρμοδίων οργάνων της και του μεγαλομετόχου της Ρ. Μ. θεωρούσε ότι δεν ανήκει σ' αυτήν, αλλά στον αρχικό ενάγοντα. Τέλος, από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ουσιαστικά βάσιμος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος, κατά τον οποίο το επίδικο ακίνητο ανήκει σε ευρύτερη δασική έκταση, επειδή αυτό κατά το χρόνο της ως άνω μεταβίβασής του καλυπτόταν από πυκνή βλάστηση (σχοίνους, πρίνους, ασπαλάθους, πεύκα, θάμνους κλπ) δυνάμενα να παράγουν με δασική εκμετάλλευση δασικά προϊόντα και ότι, συνεπώς, δεν ήταν δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο μεταβίβασης, η οποία (μεταβίβαση) ήταν απολύτως άκυρη, σύμφωνα με το άρθρο 216 του Ν. 4173/1929 σε συνδυασμό με το άρθρο 29 του ίδιου νόμου, δεδομένου ότι η ως άνω αναφερόμενη πώληση είχε ως συνέπεια την κατάτμηση δασικής έκτασης, τμήμα της οποίας αποτελεί το επίδικο, χωρίς την προηγούμενη άδεια του Υπουργείου Γεωργίας. Στην κρίση αυτή καταλήγει το Εφετείο τούτο ύστερα από συνεκτίμηση όλων των πιο πάνω αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων. Η κρίση δε αυτή ενισχύεται ιδιαίτερα από την από 12-6-1973 έκθεση πραγματογνωμοσύνης των Σ. Μ. και Α. Χ., Αγρονόμων-Τοπογράφων-μηχανικών ΕΜΠ, η οποία διενεργήθηκε στα πλαίσια σχετικής ποινικής δίκης στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, το οποίο με την υπ' αριθμ. 373-374/17-9-1973 απόφασή του απήλλαξε τον εναγόμενο της κατηγορίας για απάτη σε βάρος του Δημοσίου σε βαθμό κακουργήματος. Με την πραγματογνωμοσύνη τους αυτή οι ως άνω πραγματογνώμονες αποφάνθηκαν, ότι η έκταση, που βρίσκεται το επίδικο, είναι πετρώδης, μη καλλιεργήσιμη με αραιά θαμνώδη βλάστηση και δεν δύναται να υπαχθεί σε κάποια από τις περιπτώσεις του δασικού Κώδικα. Είναι γεγονός ότι με την υπ' αριθμ. πρωτ. 7952/19-10-2000 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Πειραιώς, που εκδόθηκε κατόπιν της από 11-11-1999 αίτησης του αναιρεσείοντος, η επίδικη έκταση (ευρύτερη περιοχή "...") χαρακτηρίσθηκε ως δασική. Η απόφαση αυτή, όμως, που εκδόθηκε βάσει έκθεσης που συνέταξε ο υπάλληλος της Διεύθυνσης Δασών Πειραιώς μετά την εκ μέρους του διενεργηθείσα, το έτος 2000 αυτοψία της επίμαχης περιοχής, ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο της άσκησης της ένδικης αγωγής, αλλά και της συντέλεσης της αγοράς εκ μέρους του αρχικού ενάγοντος του επίδικου ακινήτου. Μάλιστα, ο εναγόμενος προσέβαλε την ανωτέρω πράξη χαρακτηρισμού ασκώντας ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων την από 11-6-2001 (με αριθμό πρωτοκόλλου 68/12-6-2001) ένστασή του, ενώ η ανωτέρω πράξη χαρακτηρισμού έχει προσβληθεί και από όλους τους ιδιοκτήτες της περιοχής (αρχικό ενάγοντα, Μεντιτεράνιαν και εταιρεία "ΟΒΕΡΣΗΣ"), αμέσως μόλις έλαβαν γνώση αυτής. Ειδικότερα, από τον αρχικό ενάγοντα ασκήθηκαν εντός διμήνου από την κοινοποίηση, οι από 15-3-2002 και με αριθμ. πρωτ. κατάθεσης 35/15-3-2002 αντιρρήσεις ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Νομαρχίας Πειραιώς, προκειμένου να εξαφανιστεί η ως άνω πράξη χαρακτηρισμού του Δασαρχείου Πειραιώς και ήδη κατά της υπ' αριθμ. 68/2002 απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Νομαρχίας Πειραιώς έχει ασκηθεί από τον αρχικό ενάγοντα η επικαλούμενη και προσαγόμενη από 21-2-2003 προσφυγή ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Νομαρχίας Πειραιώς, η συζήτηση της οποίας ακόμη εκκρεμεί. Περαιτέρω, με τις υπ' αριθμ. 2126/2001 και 675/2002 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και του Εφετείου Πειραιώς αντίστοιχα, αλλά και με την υπ' αριθμ. 602/2004 απόφαση του Αρείου Πάγου, που εκδόθηκαν στα πλαίσια δίκης επί της από 15-5-1991 αγωγής της εταιρείας "Οβερσής Μερκαντάιλ Κορπορέϊσον ΑΕ" κατά του αναιρεσείοντος αλλά και από τις υπ' αριθμ. 668/2008 και 669/2008 αποφάσεις του Εφετείου Πειραιώς, που εκδόθηκαν σε δίκη μεταξύ της εταιρείας "Μεντιτεράνιαν" και του εναγομένου-αναιρεσείοντος, και αφορούν άλλα ακίνητα, κρίθηκε αμετάκλητα στην πρώτη περίπτωση, ότι οι περιοχές στη θέση "...", "Άγιος Σπυρίδων" ή "Σπαραγορείου" δεν έχουν δασικό χαρακτήρα, ενώ στη δεύτερη περίπτωση κρίθηκε τελεσίδικα, ότι η περιοχή "Πίσω Γιαλός" της περιφέρειας Καψαλίου της Κοινότητας Κυθήρων δεν αποτελεί δασική έκταση". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο δέχτηκε, ότι ναι μεν το επίδικο ακίνητο δεν ήταν αυτό που πωλήθηκε και μεταβιβάστηκε στον αρχικό ενάγοντα από τον εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα με το αναφερόμενο συμβόλαιο, που μεταγράφηκε νόμιμα, αλλά με εκείνο το συμβόλαιο πωλήθηκε σ' αυτόν και του μεταβιβάστηκε όμορη, βραχώδης και άγονη έκταση προς νότια-νοτιοανατολικά, ότι ο αρχικός ενάγων καθόλο το χρονικό διάστημα των 16 ετών (1966-1982) νεμόταν το επίδικο, πιστεύοντας καλόπιστα και δικαιολογημένα, ότι το επίδικο, που περιήλθε στη νομή του, περιλαμβανόταν στον τίτλο που είχε, ενώ στην πραγματικότητα ο νομιζόμενος αυτός τίτλος αφορούσε όμορο ακίνητο και το επίδικο, που νεμόταν ο αρχικός ενάγων, είχε περιέλθει με έτερο συμβόλαιο στην κυριότητα της αναφερόμενης εταιρείας, ότι ουδεμία βαριά αμέλεια βάρυνε τον αρχικό ενάγοντα για την πεποίθησή του εκείνη, ότι ουδόλως αποδείχθηκε, ότι ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων από το 1968 κατέλαβε το επίδικο ακίνητο και νεμόταν αυτό με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας και ότι έκτοτε είχε γνωστοποιήσει την κατάληψη αυτή στον αρχικό ενάγοντα και το νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας, που ήταν κυρία αυτού, ότι ο αναιρεσείων κατά το άνω επίδικο χρονικό διάστημα υπήρξε βοηθός νομής και μόνο του αρχικού ενάγοντος και των αναφερόμενων εταιρειών στις όμορες εκτάσεις και ότι δεν αποδείχθηκε, ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει σε ευρύτερη δασική έκταση. Ακολούθως, το Εφετείο, αφού απέρριψε τις ενστάσεις του αναιρεσείοντος περί ιδίας κυριότητας και περί ακυρότητας του τίτλου κτήσης της κυριότητας του αρχικού ενάγοντος επί του επιδίκου, διότι το επίδικο ανήκει σε ευρύτερη δασική έκταση, δέχτηκε την ένδικη διεκδικητική αγωγή και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που έχει κρίνει όμοια. Με αυτά, που δέχτηκε, και, έτσι, που έκρινε, το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 216 του ν. 4173/1929, σε συνδυασμό με το άρθρο 29 του ίδιου νόμου, και των άρθρων 1041, 1042 και 1043 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ' αυτή πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της απόκτησης κυριότητας του επιδίκου από τον αρχικό ενάγοντα με τακτική χρησικτησία βάσει νομιζόμενου τίτλου, που μεταγράφηκε νόμιμα, ότι το επίδικο ακίνητο κατά το χρόνο της επίμαχης μεταβίβασης δεν ανήκει σε ευρύτερη δασική έκταση και ότι ο αναιρεσείων ουδέποτε απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία. Επομένως, οι συναφείς δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος του, τρίτος, κατά το πρώτο μέρος του, τέταρτος λόγοι της αναίρεσης, και τέταρτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθώς και δεύτερος, κατά το τέταρτο μέρος του, και τρίτος, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγοι της αναίρεσης από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Επειδή, λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ., κατά τον οποίο επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, αν αποδεικνύεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι προς απόδειξη των ισχυρισμών τους. Προς τούτο αρκεί η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, χωρίς την ανάγκη ειδικής μνείας και αξιολόγησης εκάστου και χωρίς διάκριση από ποια αποδεικτικά μέσα προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη (ΑΠ 2058/2009). Στην προκείμενη περίπτωση, με τους δεύτερο, κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο της αναίρεσης, καθώς και δεύτερο, κατά το πρώτο μέρος του, και τρίτο πρόσθετους λόγους, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περίπτ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι "δεν αποδείχθηκε ουσιαστικά βάσιμος ο ισχυρισμός του εναγομένου (ήδη αναιρεσείοντος), κατά την οποία το επίδικο ανήκει σε ευρύτερη δασική έκταση", δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις και τα κατωτέρω έγγραφα, τα οποία επικαλέστηκε και προσκόμισε ο αναιρεσείων, ενώπιον του Εφετείου με τις προτάσεις του της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προς απόδειξη του ισχυρισμού του περί ακυρότητας του τίτλου κτήσης της κυριότητας του αναιρεσείοντος επί του επιδίκου, για το λόγο ότι το επίδικο ανήκει σε ευρύτερη δασική έκταση, γιατί αυτό κατά το χρόνο της επίμαχης μεταβίβασής του καλυπτόταν από πυκνή βλάστηση, ήτοι 1) την με αριθμό Δ. 246859/5-10-1977 απόφαση του Νομάρχη Πειραιώς, 2) το με αριθμό 18182/1968 αρ. β 164 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής του Δασάρχη Αθηνών, 3) τα με αριθμούς 5943, 5944, 6176 και 6178/1968 εκδοθέντα σε βάρος του αναιρεσείοντος πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής, 4) την 3/1969 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Γυθείου και την 157/1970 απόφαση του Αρείου Πάγου, 5) την 7952/19-10-2000 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Πειραιώς, 6) την από 26-2-1974 επιστολή του τότε πληρεξούσιου δικηγόρου του Γεώργιου Κασιμάτη, που απευθυνόταν προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αρχικού ενάγοντος Παναγιώτη Παπανικολάου, 7) την από 12-3-1975 επιστολή του δικαιοπαρόχου του αναιρεσιβλήτου, που απευθυνόταν προς τον αναιρεσείοντα και 8) την 1814/1975 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία τα περιστατικά που έγιναν δεκτά από το πιο πάνω Δικαστήριο ως αποδεικνυόμενα αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων αποδείχθηκαν, μεταξύ άλλων και "από τα έγγραφα, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι", δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία, ότι το εν λόγω Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τους κρίσιμους ισχυρισμούς των διαδίκων, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα ανωτέρω έγγραφα. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται από την παραβίαση των ορισμών του νόμου αναφορικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα δύναμη αποδείξεως μικρότερη ή μεγαλύτερη από εκείνη που, δεσμευτικά για το δικαστήριο, καθορίζει ο νόμος, όχι όμως και στην περίπτωση, κατά την οποία το δικαστήριο, συνεκτιμώντας ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ, τα αποδεικτικά μέσα που κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη, αποδίδει μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε ένα από αυτά. Εξάλλου, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό ή πρόσωπο που ασκεί δημόσια υπηρεσία ή λειτουργία, αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται στο έγγραφο αυτό ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή έγιναν ενώπιόν του, αν το πρόσωπο αυτό είναι καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο να κάνει αυτή τη βεβαίωση. Κατά δε το άρθρο 440 ΚΠολΔ τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 438 αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτό, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι έγγραφα που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο αποτελούν πλήρη απόδειξη για όλους, τόσον ως προς όσα βεβαιώνονται στα έγγραφα αυτά, ότι έγιναν από πρόσωπο που συνέταξε το έγγραφο ή ότι έγιναν ενώπιόν του, όσον και ως προς όσα βεβαιώνονται σ' αυτό, την αλήθεια των οποίων όφειλε να διαπιστώσει εκείνος που έχει συντάξει το έγγραφο, και ότι στην πρώτη περίπτωση δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη, εκτός αν το έγγραφο προσβληθεί ως πλαστό, στη δεύτερη δε περίπτωση χωρεί ανταπόδειξη χωρίς τις διατυπώσεις αυτές (ΑΠ 1152/2008, ΑΠ 259/2007). Έτσι, η διαπίστωση των αρμοδίων διοικητικών οργάνων περί του δασικού χαρακτήρα ακινήτων σε παρωχημένο χρόνο, ήτοι τον κρίσιμο χρόνο της μεταβιβάσεως, ως αναγομένη σε γεγονός την αλήθεια του οποίου όφειλε να διαπιστώσει ο συντάκτης του δημοσίου εγγράφου, παράγει πλήρη απόδειξη σύμφωνα με το άρθρο 440 ΚΠολΔ, επιτρεπομένης ανταποδείξεως, χωρίς την ανάγκη προσβολής του εγγράφου ως πλαστού, αφού δεν συντρέχει περίπτωση εκ των αναφερομένων στο άρθρο 438 ΚΠολΔ, δεν προκύπτει δε δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου της ουσίας, δικάζοντας επί ιδιωτικής διαφοράς, να συμμορφωθεί προς τις διαπιστώσεις των διοικητικών οργάνων κατά το σχηματισμό της αποδεικτικής του κρίσεως περί της συνδρομής περιστατικών, προσποριστικών ιδιωτικών δικαιωμάτων (ΑΠ 602/2004). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον δεύτερο, κατά το τρίτο μέρος του λόγο της αναίρεσης, καθώς και τον δεύτερο, κατά το δεύτερο μέρος του και τελευταίο εξεταζόμενο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν απέδωσε την αποδεικτική δύναμη των δημοσίων εγγράφων 1) στην 7952/19-10-2000 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Πειραιώς και 2) στην με αριθμό Δ/246857 απόφαση του Νομάρχη Πειραιώς, που έχει δημοσιευθεί στο με αριθμό 571/31-12-1977 Τεύχος Δ' ΦΕΚ, περί κηρύξεως ως αναδασωτέων διαφόρων εκτάσεων, μεταξύ των οποίων και αυτής στη θέση "...", όπου και το επίδικο, και ότι προσέδωσε μεγαλύτερη αποδεικτική δύναμη στην από 12-6-1973 έκθεση πραγματογνωμοσύνης των αγρονόμων-τοπογράφων Σ. Μ. και Α. Χ., που διενεργήθηκε στα πλαίσια σχετικής ποινικής δίκης στο Πενταμελές Εφετείο Αθηνών και στην οποία έκθεση οι άνω πραγματογνώμονες αποφάνθηκαν, ότι η έκταση, που βρίσκεται το επίδικο, είναι πετρώδης, μη καλλιεργήσιμη, με αραιά θαμνώδη βλάστηση και δεν δύναται να υπαχθεί σε κάποια από τις περιπτώσεις του Δασικού Κώδικα. Από το περιεχόμενο, όμως, της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το Εφετείο δέχτηκε, ότι "η 7952/19-10-2000 πράξη χαρακτηρισμού του Δασάρχη Πειραιώς εκδόθηκε βάσει έκθεσης, που συνέταξε ο υπάλληλος της Διεύθυνσης Δασών Πειραιώς μετά την εκ μέρους του διενεργηθείσα το έτος 2000 αυτοψία της επίμαχης περιοχής, ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο της άσκησης της ένδικης αγωγής, αλλά και της συντέλεσης της αγοράς εκ μέρους του αρχικού ενάγοντος του επίδικου ακινήτου και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεσμευτική για το Δικαστήριο", ήτοι ότι ως προς την άνω διαπίστωση των αρμοδίων διοικητικών οργάνων περί του δασικού χαρακτήρα ακινήτων σε παρωχημένο χρόνο, ήτοι τον κρίσιμο χρόνο της μεταβιβάσεως, επιτρέπεται ανταπόδειξη, και ότι δεν προκύπτει δέσμευση του πολιτικού δικαστηρίου της ουσίας, δικάζοντας επί ιδιωτικής διαφοράς, να συμμορφωθεί προς τις διαπιστώσεις των διοικητικών οργάνων κατά το σχηματισμό της αποδεικτικής του κρίσεως περί της συνδρομής περιστατικών, προσποριστικών ιδιωτικών δικαιωμάτων. Επομένως, το Εφετείο αχθέν σε αποδεικτική κρίση αντίθετη προς το κατά τον αναιρεσείοντα περιεχόμενο των προαναφερομένων δημοσίων εγγράφων, δεν παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων και γι' αυτό οι ερευνώμενοι λόγοι από το άρθρο 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12-1-2010 αίτηση και το από 23-3-2011 δικόγραφο προσθέτων λόγων του αναιρεσείοντος Β. Δ. για αναίρεση της 800/2009 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διεκδικητική αγωγή ακινήτου. Δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης από τον αριθμ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. για παραβίαση δικονομικού δικαίου διατάξεις Λόγοι από αριθμ. 1 και 19 άρθ. 559 Κ.Πολ.Δ. Απορρίπτει. Λόγος από 11 περ. γ'. Απορρίπτει. Λόγος από αριθμό 12. Απορρίπτει.
Αγωγή διεκδικητική
Αγωγή διεκδικητική.
0
Αριθμός 618/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Μ. Π. του Σ., συζ. Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Βρέλλο, ο οποίος δήλωσε ότι διορθώνει το επώνυμο του συζύγου της στο ορθό "Τ." από το εσφαλμένο "Τ.". Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. Π. του Ι., 2) Σ. Π. του Ι. και 3) Ε. Π. του Ι., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Σπανουδάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/9/2008 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 203/2011 του ιδίου Δικαστηρίου και 42/2012 του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 26/9/2012 αίτηση και τους από 19/12/2012 προσθέτους λόγους της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 1/1/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Από τα άρθρα 974, 976, 980, 994, 1045, 1051 και 1113 του ΑΚ προκύπτει ότι όποιος νέμεται αυτοπροσώπως ή μέσω άλλον πράγμα κατά ιδανικό μέρος (συννομέας) επί μία εικοσαετία, δυνάμενος να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο νομής και τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, από καθολική ή ειδική διαδοχή, γίνεται συγκύριος του πράγματος κατά το ποσοστό της συννομής του με έκτακτη χρησικτησία. Εξάλλου από το άρθρο 1710 παρ.1 του ΑΚ, κατά το οποίο "Κατά τον θάνατο του προσώπου η περιουσία του ως σύνολο (κληρονομία) περιέρχεται από τον νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι)", προκύπτει ότι περιουσιακό στοιχείο που δεν ανήκει στον κληρονομούμενο κατά τον θάνατο του τελευταίου δεν περιέρχεται στους κληρονόμους του, έστω και αν φέρεται ότι τούτο έχει καταλειφθεί με διαθήκη σε έναν ή περισσοτέρους από αυτούς. Τέλος, ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔ για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως από αυτήν προκύπτει, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι η μητέρα του δικαιοπαρόχου και πατέρα των αναιρεσιβλήτων παραχώρησε ατύπως το έτος 1977 στον τελευταίο (πατέρα τους) το 1/2 εξ αδιαιρέτου του αναφερόμενου ακινήτου της ιδιοκτησίας της, ήτοι ενός οικοπέδου, εμβαδού 737,94 τ.μ., με τα υπάρχοντα σ' αυτό οικία και κατάστημα, που βρίσκεται στη λεωφόρο ... αρ.194 της πόλεως ..., ότι από τον ανωτέρω χρόνο της παραχώρησης μέχρι τον κατά το έτος 1994 θάνατό του ο πατέρας των αναιρεσιβλήτων ασκούσε στο ακίνητο τις αναφερόμενες πράξεις νομής, ως συννομέας κατά το ειρημένο ποσοστό, του ακινήτου, κατέχοντας διανοία συγκυρίου και χρησιμοποιώντας τον μεν ακάλυπτο χώρο του για την εναπόθεση των εργαλείων του, ως εργολάβου οικοδομών, και οικοδομικών υλικών, το δε κατάντημα αρχικά μεν ως καφενείο, για την ενίσχυση των εισοδημάτων του, μετά δε το έτος 1990 και μέχρι τον θάνατό του (1994) ως κατάστημα εμπορίας χρωμάτων ότι μετά τον θάνατο του πατέρα τους οι αναιρεσίβλητες υπεισήλθαν στη συννομή του επιδίκου κατά το προαναφερόμενο ποσοστό εξ αδιαιρέτου του πατέρα τους και συνέχισαν να νέμονται το ακίνητο μαζί με την ειρημένη μητέρα εκείνου (γιαγιά τους), η οποία εκμίσθωνε το κατάστημα (και) για λογαριασμό τους, αρχικά μεν στον Ι. Ρ. ως παντοπωλείο, εν συνεχεία δε, από την 1-8-1997, στον Ε. Φ. ως βιβλιοχαρτοπωλείο, εισπράττοντας τα μισθώματα και αποστέλλοντάς τα στην πρώτη αναιρεσίβλητη που σπούδαζε στην Αγγλία μέχρι το έτος 2002, ότι οι αναιρεσίβλητες με την ως ανωτέρω συννομή του επιδίκου επί χρόνο μεγαλύτερο της εικοσαετίας, προσμετρούμενης και της συννομής του δικαιοπαρόχου πατέρα τους, έγιναν συγκύριες του ακινήτου κατά το συνολικό ποσοστό του 1/2 εξ αδιαιρέτου με έκτακτη χρησικτησία και ότι επομένως, δέχεται το Εφετείο, η αναιρεσείουσα, αδελφή του πατέρα τους, στην οποία η γιαγιά τους που απεβίωσε το έτος 2008, με την νομίμως δημοσιευθείσα από 5-2-2002 δημόσια διαθήκη της άφησε ολόκληρο το επίδικο ακίνητο και η οποία αποδέχθηκε την κληρονομία αυτή και μετέγραψε την σχετική συμβολαιογραφική πράξη, δεν κατέστη κυρία του όλου ακινήτου και ειδικότερα του 1/2 εξ αδιαιρέτου από αυτό, το οποίο (1/2) είχε εκφύγει της κυριότητας της διαθέτιδας, κατά τα προεκτεθέντα, και δεν απετέλεσε κληρονομιαίο αντικείμενο, ανήκοντας στην κυριότητα των αναιρεσιβλήτων. Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα ίδια, αναγνώρισε τις αναιρεσίβλητες συγκυρίες κατά το ανωτέρω συνολικώς ποσοστό του 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου, όπως οι τελευταίες ζητούσαν με την ένδικη αγωγή τους. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και το κατά τα ανωτέρω διατακτικό της απόφασής του και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ειρημένων ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 974, 976, 980, 994, 1045, 1051, 1113, 1710 παρ.1 του ΑΚ, τις οποίες εφήρμοσε το Εφετείο, προσδίδοντας έτσι στην απόφασή του νόμιμη βάση είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον μοναδικό, από το άρθρο 559 αρ.19 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς της και τους, από την ίδια διάταξη, πρόσθετους λόγους αναιρέσεως με ημερομηνία 19-12-2010. ΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, όπως διαμορφώθηκε με τους από 19-12-2012 πρόσθετους λόγους, και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26-9-2012 αίτηση της Μ. Π., όπως διαμορφώθηκε με τους από 19-12-2012 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 42/2012 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
O νομέας πράγματας κατά ιδανικό μέρος (συνομέας) επί εικοσαετία γίνεται συγκύριος του πράγματος κατά το ποσοστό της συννομής. Συνυπολογισμός χρόνου χρησικτησίας δικαιοπαρόχου. Περιουσιακό στοιχείο που δεν ανήκει στον κληρονομούμενο κατά το θάνατο του τελευταίου δεν περιέχεται στους κληρονόμους του. Αβάσιμος λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομικής βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών. Πότε. (Επικυρώνει ΤρΕφΑΚρ 42/2012).
Χρησικτησία
Έλλειψη νόμιμης βάσης, Ένδικο μέσο, Κληρονομία , Νομή, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 619/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ε. Β. του Κ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Κανελλόπουλο. Του αναιρεσιβλήτου: Β. Κ. του Ν., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Λοιδώρη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/6/1991 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8282/1991 του ιδίου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λιβαδειάς, 14/1993 μη οριστική, 137/1998 μη οριστική, 101/2008 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς και 35/2008 του Εφετείου Λαμίας (Μεταβατική Έδρα Λιβαδειάς). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12/11/2008 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 2/12/2010 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Τσόλα, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Εξάλλου, ο ίδιος λόγος αναίρεσης, είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση αυτή παραβιάστηκε κανόνας δικαίου οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι πλήττει την ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρ 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ΑΠ 2095/2009). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, έκρινε, μετά από την εκτίμηση των αποδείξεων, ότι είναι απορριπτέα, ως ουσιαστικά αβάσιμη, η από 10-6-1991 αγωγή της αναιρεσείουσας με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί: Α) η ακυρότητα της συμβάσεως πωλήσεως προς τον εναγόμενο του ανήκοντος στην κυριότητά της ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου του περιγραφομένου ακινήτου, η οποία καταρτίστηκε με αυτοσύμβαση δυνάμει του αναφερομένου συμβολαίου για το λόγο ότι ο τελευταίος προχώρησε στην κατάρτιση της σύμβασης πώλησης, χωρίς προηγουμένως να τηρήσει τις υποχρεώσεις του που συμφωνήθηκαν με το από 15-5-1987 ιδιωτικό συμφωνητικό και το .../1987 προσύμφωνο πωλήσεως ακινήτου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ζαφείρας Σιμοπούλου-Ανδρέου και συγκεκριμένα: 1) χωρίς να ειδοποιηθεί, έστω και προφορικά, αυτή (ενάγουσα) να παραστεί στην κατάρτιση (δι' αυτοσυμβάσεως) του οριστικού συμβολαίου, 2) χωρίς να της έχει καταβληθεί το εκ δραχμών 3.000.000 μέρος του τιμήματος πωλήσεως του εξ αδιαιρέτου ποσοστού της επί του επιδίκου ακινήτου, 3) χωρίς ο αντίδικός της να έχει εξοφλήσει το από 6.000.000 δραχμές ενυπόθηκο δάνειο της ΕΤΒΑ προς αυτήν για την ανέγερση ξενώνα επί του επιδίκου και 4) χωρίς να υπάρξει συναίνεση της δανείστριας. τράπεζας για τη μεταβίβαση του ακινήτου. Β) ότι οι περιεχόμενες στα ανωτέρω από 15-5-1987 ιδιωτικό συμφωνητικό και .../1987 προσύμφωνο συμβόλαιο συμφωνίες, λύθηκαν λόγω υπαναχωρήσεως αυτής (ενάγουσας), λόγω της υπερημερίας του εναγομένου προς εκπλήρωση της οφειλομένης από αυτόν παροχής, και Γ) επικουρικώς, σε περίπτωση απορρίψεως των ως άνω δύο πρώτων αιτημάτων, (η ενάγουσα) ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι η περιεχόμενη στο .../1987 οριστικό συμβόλαιο σύμβαση πώλησης λύθηκε, λόγω υπαναχωρήσεώς της και ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να της αναμεταβιβάσει το 50% εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου. Με το μοναδικό λόγο αναίρεσης, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλεται, ότι το Εφετείο "εσφαλμένα έκρινε ότι, δήθεν, ο εφεσίβλητος προέβη σε πρόωρη εξόφληση όλων των χρεών μας προς τη δανείστρια τράπεζα ΕΤΒΑ, αφού από τα παραπάνω έγγραφα αποδεικνύεται ότι η οριστική εξόφληση όλων των χρεών έγινε το έτος 2004 και ότι μέχρι την ημερομηνία υπογραφής του οριστικού συμβολαίου, ήτοι μέχρι την 25-06-1987, όταν προέβη στην κατάρτιση του υπ' αριθμ. .../25-06-1987 οριστικού συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/νου Δημητρίου Υφαντή, ο εφεσίβλητος κανένα ποσό δεν είχε καταβάλει στη δανείστρια τράπεζα, αλλά κατέβαλε το ποσό των χρεών μας 14 χρόνια μετά, ήτοι την 01-02-2000 και 01-07-2001. Ότι όλοι οι ανωτέρω λόγοι της έφεσής μου ήταν νόμιμοι και αποδεικνύονταν και από την προσαγωγή στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, της υπ' αριθμ .../28-01-2000 βεβαιώσεως της δανείστριας τράπεζας ΕΤΒΑ ΒΑΝΚ, σύμφωνα με την οποία τα χρέη της επιχείρησης μας εξοφλήθηκαν την 01-01-2000 και 01-07-2001 και όχι μέχρι την 25-06-1987 (ημερομηνία υπογραφής του οριστικού συμβολαίου δια αυτοσυμβάσεως). Ότι από τα προσαγόμενα στο Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο: 1) από 04-07-1996 συμφωνητικό ρυθμίσεως χρεών μεταξύ της ΕΤΒΑ και του εφεσίβλητου, 2) την από 23-10-1992 επιταγή προς πληρωμή της ΕΤΒΑ ΑΕ, η οποία επιδόθηκε σε εμένα την 05-11-1992, αποδεικνυόταν ότι ο εφεσίβλητος έναντι του συνόλου των δανειακών μας υποχρεώσεων δεν είχε καταβάλει κανένα ποσό στη δανείστρια τράπεζα, αντίθετα συνέχιζε μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία να εκταμιεύει χρήματα από την ανωτέρω τράπεζα, παρά το γεγονός ότι η δανείστρια τράπεζα είχε αρχίσει σε βάρος μου για την είσπραξη των χρεών αυτών αναγκαστική εκτέλεση με την επίδοση σε εμένα της από 23-10-1992 επιταγής προς πληρωμή. Ότι απ' όλα τα παραπάνω έγγραφα που προσήχθησαν και στην πρωτόδικη δίκη αλλά και τις μαρτυρικές καταθέσεις αποδεικνυόταν ότι ο αναιρεσίβλητος μέχρι την ημέρα της υπογραφής του υπ' αριθμ. .../25-6-1987 οριστικού συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/νου Δ. Υφαντή δεν είχε εξοφλήσει τα ανωτέρω ενυπόθηκα δάνεια μας προς την ΕΤΒΑ Α.Ε, τα οποία οφείλονταν στο ακέραιο (άληκτο κεφάλαιο και τόκοι) κατά παράβαση των όρων του υπ' αριθμ. .../15-5-1987 προσυμφώνου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ζαφείρας συζ. Γερ. Σιμοπούλου. Η πληττόμενη απόφαση του Εφετείου Λαμίας ψευδώς ερμήνευσε το νόμο και συγκεκριμένα τη διάταξη του άρθρου 229 επ. Α.Κ., με το να απορρίψει τους ανωτέρω ισχυρισμούς μου που προβλήθηκαν με τους ανωτέρω 2° ,3° ,4° και 5° λόγους της έφεσής μου και να δεχθεί ότι ο αναιρεσίβλητος: 1) δεν απέστη κατά την κατάρτιση της οριστικής συμβάσεως των συνομολογηθέντων όρων του προσυμφώνου ως μη υποχρεούμενος βάση των εγγράφων αυτών (προσυμφώνου και ιδιωτικού συμφωνητικού) προ της καταρτίσεως της οριστικής συμβάσεως να εκπληρώσει την εξ' αυτών αναληφθείσα περί εξοφλήσεως του χρέους μου υποχρέωσή του, 2) ότι εγώ υπό την ιδιότητά μου ως πωλήτρια, σύμφωνα με τη σχετική διάταξη του άρθρου 531 του Α.Κ. σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 1033 Α.Κ., ως μεταβιβάσασα την κυριότητα του επιδίκου ποσοστού μου στον αναιρεσίβλητο και πιστώσασα το τίμημα, εστερήθην του εκ της συμβάσεως πωλήσεως δικαιώματός μου να υπαναχωρήσω από την επίδικη σύμβαση πωλήσεως, ενώ έδει να κρίνει σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 229 επ. του Α.Κ. ότι ο αναιρεσίβλητος ως αντιπρόσωπός μου ενήργησε καθ' υπέρβαση των ορίων της πληρεξουσιότητας κατά την σύναψη της αυτοσυμβάσεως, που του είχα επιτρέψει (άρθρο 235 Α.Κ.), εφόσον εγώ υπό την ιδιότητά μου ως αντιπροσωπευόμενος πληρεξουσιοδότης του δεν ενέκρινα την αυτοσύμβαση αυτή αλλά την απέκρουσα και ως εκ τούτου η τελευταία έναντί μου είναι άκυρη (ανίσχυρη)". Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, εκτιμώμενος στο σύνολό του, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού η αναιρεσείουσα, υπό την επίκληση των προαναφερομένων πλημμελειών εκ του άρθρου 559 αριθ.1 του ΚΠολΔ, πλήττει αποκλειστικά την εκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων, η οποία (εκτίμηση) δεν υπόκειται, όπως προεκτέθηκε στην νομική σκέψη που αναφέρθηκε στην αρχή, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Υπό την εκτίμηση δε ότι με το μέρος αυτό του ίδιου λόγου προβάλλεται πράγματι εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της μνημονευόμενης στο αναιρετήριο ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 229 ΑΚ, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος, αφού δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο το σφάλμα που αποδίδεται ως προς την ερμηνεία ή εφαρμογή της διάταξης αυτής και ειδικότερα δεν εκτίθεται ποίο νόημα, διαφορετικό από εκείνο το οποίο αυτή έχει, προσέδωσε στην εν λόγω διάταξη το Εφετείο, ή ποίο στοιχείο, αναγκαίο για την εφαρμογή της έλλειπε και παρά ταύτα το Εφετείο προέβη στην εφαρμογή της, παραλείπεται δε εντελώς η παράθεση των σχετικών πραγματικών παραδοχών του Εφετείου, παρότι η υπόθεση κρίθηκε κατ' ουσίαν και από την παράλειψη αυτή, σε συνδυασμό με τη γενική αιτίαση για παραβίαση του άρθρου 229 του ΑΚ, δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποία είναι η συγκεκριμένη πλημμέλεια που αποδίδει η αναιρεσείουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση και τι ακριβώς ζητεί αυτή να ελεγχθεί από τον Άρειο Πάγο, για να κριθεί εάν παραβιάσθηκε ή όχι η διάταξη αυτή.- Επομένως πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα ως ηττωμένη διάδικος, κατά το νόμιμο αίτημα του αναιρεσιβλήτου στη δικαστική δαπάνη αυτού (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔ) όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12-11-2008 αίτηση της Ε. Β. περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 35/2008 απόφασης του Εφετείου Λαμίας. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε κανόνα δικαίου αλλά στην πραγματικότητα να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.
Προσύμφωνο
Προσύμφωνο.
0
Αριθμός 620/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Σ. Π. του Ι. και 2) Γ. Π. του Ι., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο - Μάρκο Αχουζαρίδη. Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Γ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παντελή Αποστολά. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/2/1990 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου και την από 1/11/1990 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 72/1991, 116/2003, 177/2005 μη οριστικές, 261/2006 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 184/2008 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 14/7/2009 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 27/1/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Τσόλα, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, κατ' αποδοχή του πρώτου και δεύτερου λόγων αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση της υποθέσεως δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δε λάβει μέρος σ' αυτή με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς όλους τους διαδίκους. Εξάλλου με τη διάταξη του άρθρου 94 ΚΠολΔ ορίζεται ότι στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο ενώ στο άρθρο 96 παρ.1 ορίζεται ότι η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά και στο άρθρο 104 ΚΠολΔ ότι για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη πληρεξουσιότητας καθώς και την υπέρβασή της. Από το συνδυασμό όλων των παραπάνω δικονομικών διατάξεων προκύπτει ότι στην περίπτωση κατά την οποία ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος εμφανίζεται στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, αλλά δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας που αυτεπαγγέλτως εξετάζει το δικαστήριο, ο αναιρεσείων θεωρείται ως μη παριστάμενος με αποτέλεσμα να μη χωρεί εφαρμογή της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 576 παρ.1 ΚΠολΔ σύμφωνα με την οποία ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ.4 .3 και 4 ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατ' άρθρο 575 εδ. β' του ιδίου Κώδικα αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δε χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίος αυτής διάταξης η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για την μετ' αναβολή δικάσιμο, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήση του διαδίκου όταν ο απολιπόμενος κατά την μετ' αναβολή δικάσιμο είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση ή είχε παραστεί νομίμως κατά τη δικάσιμο αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, από το σχετικό πινάκιο, τα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου και τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο οι αναιρεσείοντες Σ. Π. και Γ. Π. παραστάθηκαν εκπροσωπούμενοι από τον δικηγόρο Γεώργιο-Μάρκο Αχουζαρίδη. Η συζήτηση της υποθέσεως είχε αναβληθεί από την αρχική δικάσιμο της 9-2-2010. Δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση της υποθέσεως γεγονός το οποίο δεν προσδιορίζει ούτε ο αναιρεσίβλητος. Ο δικηγόρος Γεώργιος- Μάρκος Αχουζαρίδης που παραστάθηκε στο ακροατήριο για τους αναιρεσείοντες, δεν αποδεικνύει με τους συστατικούς τρόπους που προβλέπονται στο άρθρο 96 παρ.1ΚΠολΔ την πληρεξουσιότητά του από τους αναιρεσείοντες εφόσον δεν προσκομίζεται συμβολαιογραφική πράξη και ούτε αυτοί παραστάθηκαν στο ακροατήριο για να τον διορίσουν. Τέλος και για τους δύο αναιρεσείοντες δεν προκύπτει ότι κλητεύθηκαν με επιμέλεια του αναιρεσιβλήτου. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτος ως προς όλους τους διαδίκους, η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 14-7-2009 αιτήσεως περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 184/2008 απόφασης του Εφετείου Δωδεκανήσου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, όταν ο δικηγόρος του αναιρεσείοντος δεν αποδεικνύει την πληρεξουσιότητά του, ως προς όλους τους διαδίκους.
Απαράδεκτη συζήτηση
Απαράδεκτη συζήτηση.
2
Αριθμός 623/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Δ. του Δ. και 2) Ε. Δ. του Α., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Γιαννούλη. Της αναιρεσίβλητης: Μ. Δ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Γαρδικιώτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/10/2000 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Άστρους. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 81/2001 μη οριστική, 12/2003 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, 253/2005 μη οριστική και 58/2011 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 23/6/2011 αίτηση και τους από 27/1/2013 προσθέτους λόγους τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 20/2/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και του προσθέτου λόγου της. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 1024 και 1022 ΑΚ προκύπτει, ότι με αυτές δεν ρυθμίζεται ζήτημα κυριότητας επί των πάσης φύσεως διαχωρισμάτων συνεχόμενων ακινήτων, όπως είναι και ο μεσότοιχος, αλλά η κυριότητα επ' αυτών ρυθμίζεται από τις γενικές περί κτήσεως της κυριότητας διατάξεις. Επομένως, η κυριότητα επί των πάσης φύσεως διαχωρισμάτων συνεχόμενων ακινήτων ανήκει στον κύριο του εδάφους κατά τη γενική αρχή superficies cedit solo, έτσι ώστε, αν μεν το διαχώρισμα έγινε επί εδάφους αποκλειστικώς του ενός ιδιοκτήτη ανήκει σ' αυτόν, εάν όμως έγινε επί εδάφους αμφοτέρων των ιδιοκτητών των συνεχόμενων ακινήτων, η γεωμετρική γραμμή του ορίου μεταξύ των συνεχόμενων ακινήτων κρίνει και για την κυριότητα επί του αντιστοιχούντος σ' αυτήν διαχωρίσματος και συνεπώς καθένας από τους ιδιοκτήτες των συνεχόμενων ακινήτων είναι αποκλειστικώς κύριος του αντιστοιχούντος στο έδαφος του τμήματος του διαχωρίσματος. Τα ανωτέρω ισχύουν και επί των μεσοτοίχων, επί των οποίων, εάν αποδεικνύεται ότι έγιναν αποκλειστικώς και εξ ολοκλήρου εντός του εδάφους του ενός από τα συνεχόμενα ακίνητα, δεν εφαρμόζονται οι περί αυτών ειδικές διατάξεις του άρθρου 3 του ΠΔ/τος της 14/27.7.1999 "Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας" ή οι συναφείς προϊσχύσασες διατάξεις, όπως του άρθρου 8 του ΝΔ της 9/12.4.1836 "Περί εκτελέσεως του σχεδίου Πόλεως Αθηνών", η ισχύς του οποίου επεκτάθηκε και επί των υπόλοιπων πόλεων, κωμοπόλεων και χωριών του κράτους με το ΒΔ της 5/25.6.1842 και το Ν.ΣΚΒ/1867, του άρθρου 11 παρ.6 του ΠΔ της 3/25.4.1929 "Περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του Κράτους" κ.λπ., αφού στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται περί "μεσοτοιχίας" κατά την έννοια των άνω διατάξεων, ήτοι για "εξωτερικό τοίχο κτιρίου ή τοίχο περιφράγματος, που βρίσκεται κατά μήκος και πάνω στο κοινό όριο όμορων οικοπέδων και καταλαμβάνει χώρο και από τα δύο οικόπεδα", αλλά - ενόψει και του άρθρου 55 του ΕισΝΑΚ - οι γενικές περί κυριότητας διατάξεις του ΑΚ (ΑΠ 1350/2005 ΕλλΔνη 48.1089, 1090). Εξάλλου, για την ίδρυση του από το άρθρο 560 αριθ.1α ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, πρέπει το δικαστήριο να απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή να αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, ή να προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Η (ήδη αναιρεσίβλητη) εκκαλούσα - ενάγουσα είναι συγκύρια κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου που βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Παραλίου Άστρους του Δήμου Βόρειας Κυνουρίας, το οποίο απέκτησε από κληρονομιά του πατέρα της, Κ. Δ., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1977 καταλείποντας την από 27-3-1975 ιδιόγραφη διαθήκη του που δημοσιεύθηκε με το υπ' αριθμ. 51/78 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου και την οποία κληρονομιά αποδέχθηκε αυτή νόμιμα με την υπ' αριθμ. .../1999 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Άστρους Μεταξίας Ματσακά, η οποία νομίμως μεταγράφηκε στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Άστρους στον τόμο ... και αριθμ. 36. Αρχικός κοινός δικαιοπάροχος της εκκαλούσας ήταν ο παππούς της, Α. Δ., ο οποίος απέκτησε το ως άνω ακίνητο από την Κ. Μ. δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1894 πωλητήριου συμβολαίου του Ειρηνοδίκη Άστρους Χαρ. Ζαγούρα, νομίμως μεταγραφέντος. Μετά το θάνατο του ως άνω κοινού δικαιοπαρόχου υπεισήλθαν στην κληρονομιά ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, ο δικαιοπάροχος και πατέρας της εκκαλούσας και ο αδελφός του Β. Δ.. Το ως άνω ακίνητο το οποίο είναι εμβαδού περίπου 219 τ.μ, συνορεύει νοτιοανατολικά με την οδό ..., νοτιοδυτικά με κοινοτικό δρόμο, βορειοανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Δ. Δ. και βορειοδυτικά με κοινοτικό δρομάκι, βρίσκεται δε στο υπ' αριθμ. 53 οικοδομικό τετράγωνο του τομέα Β και Γ και εντός αυτού είναι κτισμένη μια παλιά διώροφη με υπόγειο οικία, μια δεύτερη διώροφη οικία και μια ισόγεια αποθήκη. Η επίδικη εδαφική λωρίδα βρίσκεται μεταξύ των δυο όμορων ιδιοκτησιών των διαδίκων, έχει εμβαδά 3,02 τμ (μήκος 10,05 μ και πλάτος 0,30 μ), καταλαμβάνει το ήμισυ του πλάτους του τοίχου που είναι κτισμένος στο σύνορο των ιδιοκτησιών των διαδίκων (συνολικό πλάτος τοίχου 0,60μ), εμφαίνεται στο συνημμένο στην αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Ι. Δ. με τα γράμματα Ι-Κ-α-β και συνορεύει βορειοανατολικά με ιδιοκτησία εναγομένων, βορειοδυτικά με τμήμα ιδιοκτησίας συγκυριότητας της ενάγουσας το οποίο χρησιμοποιούν αποκλειστικά οι κληρονόμοι Β. Δ., νοτιοανατολικά με την οδό ... και νοτιοδυτικά με την υπόλοιπη ιδιοκτησία συγκυριότητας της ενάγουσας. Οι εναγόμενοι αμφισβήτησαν το πρώτον την κυριότητα της ενάγουσας επί του επιδίκου, το χρονικό διάστημα από 24-2-1999 μέχρι 4-4-1999, όταν στα πλαίσια ανακαίνισης της οικίας τους, στην οποία προσέθεσαν και δεύτερο όροφο, κατέστρεψαν τους υπάρχοντες διακοσμητικούς καθρέπτες που ήταν τοποθετημένοι καθ' όλο το ύψος της οικίας της ενάγουσας τους οποίους στη συνέχεια σοβάτισαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο σοβάς να φαίνεται ενιαίος με το σοβά της δικής τους οικίας και επιπλέον το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Μάιου του έτους 1999 έρριψαν οπλισμένο σκυρόδεμα στο ήμισυ του πλάτους και καθ' όλο το μήκος του βορειοανατολικού τοίχου της οικίας. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι επί του ακινήτου των εναγομένων υπήρχε από το έτος 1848 λιθόκτιστο με κεραμοσκεπή μαγαζί. Ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας ανήγειρε το έτος 1901 περίπου διώροφη οικία με υπόγειο (με πρόσοψη στην οδό ...) η οποία και συνορεύει με το ως άνω μαγαζί που υπήρχε στο ακίνητο των εναγομένων. Το έτος 1925 ο απώτερος δικαιοπάροχος των εναγομένων ανήγειρε τον πρώτο υπέρ το ισόγειο κατάστημα όροφο σε επαφή με την παραπάνω ιδιοκτησία της ενάγουσας. Οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν, αρνούμενοι την αγωγή, ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα δεν αποτελεί ιδιοκτησία της ενάγουσας αλλά ότι πρόκειται περί μεσοτοίχου και ότι οι ίδιοι τυγχάνουν συγκύριοι αυτής (εδαφικής λωρίδας) η οποία καταλαμβάνει το ήμισυ του πλάτους του ως άνω τοίχου. Σημειώνεται, ότι ο επικουρικώς προβληθείς προφορικά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και καταγραφείς στα αντίστοιχα πρακτικά ισχυρισμός των εναγομένων, περί υπάρξεως δουλείας στηρίξεως του πατώματος και της οροφής του α' ορόφου του κτιρίου τους στον τοίχο του κτιρίου της ενάγουσας και χρήσεως αυτού του τοίχου, δεν περιελήφθη στις προτάσεις τους και συνεπώς προβλήθηκε απαραδέκτως( διότι κατά τη σαφή διατύπωση της παρ. 1 του άρθρου 269 ΚΠολΔ η προβολή των μέσων επίθεσης και άμυνας, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνεται οπωσδήποτε με τις προτάσεις (ΑΠ 1253/2004 ΕλλΔ 46/119). Με τη συνεκκαλούμενη μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διετάχθη η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης σύμφωνα με το πόρισμα της οποίας ο επίδικος τοίχος τυγχάνει μεσότοιχος τον οποίο ο Α. Δ. είχε χτίσει επάνω σε προϋφιστάμενο τοίχο του καταστήματος Δ. (επεκτείνοντας δηλαδή αυτόν καθ' ύψος από την οροφή του καταστήματος Δ. και άνω). Στηριζόμενη στις παραδοχές της ως άνω πραγματογνωμοσύνης η εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου απέρριψε την αγωγή δεχόμενη ότι το επίδικο τμήμα του τοίχου (επίδικη εδαφική λωρίδα) ανήκει στην κυριότητα των εναγομένων. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την προαναφερθείσα μη οριστική του απόφαση έκρινε ότι οι παραδοχές της ως άνω πραγματογνωμοσύνης έρχονται σε αντίφαση με τα ευρήματα που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα αυτοψία στον επίδικο χώρο και διέταξε την εκ νέου διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με το πόρισμα της οποίας: "... εάν θεωρηθεί ως όριο το πεζοδρόμιο, λόγω της διαφορετικής κατασκευής αυτού, τότε φαίνεται ότι το όριο μεταξύ των κτιρίων ενάγουσας και εναγομένων είναι η μεσοτοιχία του υφιστάμενου λίθινου τοίχου και άρα ο τοίχος αυτός είναι μεσότοιχος, γεγονός που συνάδει και με τον τρόπο κατασκευής στο χρονικό διάστημα που αυτός κατασκευάσθηκε ... εάν όμως ληφθεί υπ' όψη η κατασκευαστική λεπτομέρεια του τοίχου (αρμός) στο όριο των κτιρίων στο ισόγειο, τότε, ενώ το κτίριο των εναγομένων κατασκευάσθηκε σε προηγούμενο χρόνο (1848) από το κτίριο της ενάγουσας (1901) ο επίδικος τοίχος ενσωματώθηκε στο κτίριο της ενάγουσας ως να ήταν αυτός αυτοτελής τοίχος και όχι μεσότοιχος και ο καθένας να έκανε ξεχωριστό δικό του τοίχο για το κάθε κτίριο, γεγονός όμως που δεν συνάδει με τον τρόπο κατασκευής της εποχής που κατασκευάσθηκαν ...". Κατά την κρίση του δικάζοντος Δικαστηρίου, το γεγονός ότι έμπροσθεν των ιδιοκτησιών των διαδίκων υφίσταται παλαιό πεζοδρόμιο το οποίο είναι κατασκευασμένο από λιθόπλακες, έχει κατασκευασθεί κατά διαφορετικές περιόδους και έχει διαφορετικό πλάτος μπροστά από κάθε ιδιοκτησία και το οποίο μπροστά στην ιδιοκτησία Δ. είναι 6,90 μέτρα, ενώ η καθαρή εσωτερική διάσταση της οικοδομής είναι 6,30, ήτοι εκτείνεται βόρεια και νότια κατά 0,30 εκατοστά και καταλαμβάνει το 1/2 του πάχους της κάθε μίας τοιχοποιίας, το όριο δε μεταξύ των δυο πεζοδρομίων είναι στην ίδια κατακόρυφο με την γρηπίδα του κτιρίου των εναγομένων, δεν συνιστά ασφαλές κριτήριο που να άγει στο συμπέρασμα ότι ο επίδικος τοίχος είναι μεσότοιχος, τόσο διότι δεν είναι εφικτός ο προσδιορισμός του έτους κατασκευής του πεζοδρομίου έμπροσθεν των ιδιοκτησιών των αντιδίκων (βλ σχετικά την περί αυτού παραδοχή στην σελίδα 5 της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του πολιτικού μηχανικού Γ. Δ.), όσο και διότι όπως προκύπτει από τις χρονικά προγενέστερες φωτογραφίες που νομίμως προσκομίζει μετ' επικλήσεως η ενάγουσα - εκκαλούσα και στις οποίες αποτυπώνεται η πρόσοψη των δυο κτιρίων των αντιδίκων, το προαναφερθέν πεζοδρόμιο έλαβε διάφορες μορφές κατά την πάροδο των ετών και συνεπώς δεν προκύπτει ότι η σημερινή του μορφή ταυτίζεται με αυτή που είχε κατά το χρόνο ανέγερσης των όμορων κτιρίων, ώστε εκ μόνης της κατασκευής και των διαστάσεων αυτού (πεζοδρομίου) να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο επίδικος τοίχος αποτελεί μεσοτοιχία. Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί, ότι το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στο οποίο και στηρίχθηκε η εκκαλουμένη (ότι ο επίδικος τοίχος είναι μεσότοιχος) ερείδεται αποκλειστικά στην κατασκευή και τις διαστάσεις του ως άνω πεζοδρομίου. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι υφίσταται αρμός στο όριο των κτιρίων στο ισόγειο, ο οποίος είναι συνεχιζόμενος από κάτω προς τα πάνω στην ίδια ευθεία στο εξωτερικό του τοίχου (ανατολικά της υδρορροής των εναγομένων) ο οποίος (αρμός) ξεκινά από το υπόγειο της ενάγουσας και συνεχίζεται στο ισόγειο του κτιρίου, ενώ στο κάτω μέρος του επίδικου τοίχου και δυτικά της υδρορροής των εναγομένων υπάρχει αρμός αλλά μόνο τοπικά και δεν συνεχίζεται προς τα επάνω, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο επίδικος τοίχος ενσωματώθηκε στο κτίριο της ενάγουσας ως να ήταν αυτός αυτοτελής τοίχος και όχι μεσότοιχος και ότι ο καθένας των αντιδίκων έκανε ξεχωριστό δικό του τοίχο για το κάθε κτίριο. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την ως άνω διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη που διέταξε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ο τοίχος στο κοινό όριο των δυο κτιρίων ξεκινά από το υπόγειο με τοίχο λιθοδομή 0,60 μ, συνεχίζει στο ισόγειο και στον α' όροφο με τον ίδιο τοίχο και καταλήγει στην άκρη της κορνίζας του α' ορόφου. Το κτίριο των εναγομένων, στο όριο με τον επίδικο λίθινο τοίχο, ξεκινά από το υπόγειο με τοιχίο από οπλισμένο σκυρόδεμα ποικίλου πάχους, στο ισόγειο και στον α' όροφο δεν υφίσταται καθόλου τοίχος και ως πλαϊνός τοίχος είναι ο προηγούμενος λίθινος τοίχος, έμπροσθεν δε αυτού υπάρχουν υποστυλώματα από οπλισμένο σκυρόδεμα επί των οποίων στηρίζεται το κτίριο των εναγομένων. Στο β' όροφο υπάρχει τοίχος των εναγομένων ο οποίος πατάει κατά 0,30 μ στον αρχικά αναφερόμενο λίθινο τοίχο. Προκύπτει συνεπώς από τα προεκτεθέντα ότι παρά το γεγονός ότι το κτίριο των εναγομένων κατασκευάσθηκε σε προηγούμενο χρόνο (1848) από το κτίριο της ενάγουσας (1901), έκαστο των κτιρίων είχε το δικό του τοίχο (δηλαδή ο επίδικος τοίχος δεν είναι μεσότοιχος, αντίθετα με τις κατασκευαστικές συνήθειες της εποχής), ο δε τοίχος του κτιρίου των εναγομένων (στο ισόγειο αυτού) κατεδαφίστηκε μεταγενέστερα, προκειμένου να αποκτήσει μεγαλύτερο ωφέλιμο χώρο το εσωτερικό του κτιρίου, και στηρίχθηκε το πάτωμα και η οροφή του πρώτου ορόφου του κτιρίου αυτών (εναγομένων) στον λίθινο τοίχο πλάτους 0,60 μ ο οποίος είναι κτισμένος εξ ολοκλήρου εντός της συνιδιοκτησίας της ενάγουσας. Στα ως άνω συνηγορούν τόσο η κατάθεση της μάρτυρα της ενάγουσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όσο και το γεγονός ότι σε κανένα από τους προσκομισθέντες τίτλους ιδιοκτησίας των διαδίκων δεν γίνεται λόγος για ύπαρξη μεσοτοιχίας". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην κρίση, ότι η ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα είναι συγκύρια του επίδικου ακινήτου κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου και ότι - αφού κατά τα άνω οι ήδη αναιρεσείοντες εναγόμενοι το κατέλαβαν και έκτοτε αρνούνται να το αποδώσουν κατά το προεκτεθέν ποσοστό - 1/2 - εξ αδιαιρέτου - η αγωγή είναι βάσιμη και κατ' ουσίαν και πρέπει να γίνει δεκτή και να αναγνωρισθεί η ενάγουσα συγκύρια του επίδικου ακινήτου και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της το αποδώσουν κατά το πιο πάνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Έκρινε, δηλαδή το πιο πάνω Δικαστήριο, ότι η ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα έγινε συγκύρια του επίδικου ακινήτου με τον επικαλούμενο στην αγωγή παράγωγο τρόπο, ήτοι με κληρονομική διαδοχή του αποβιώσαντος το έτος 1977 πατέρα της, δυνάμει της από 27.3.1975 ιδιόγραφης διαθήκης του, την κληρονομία του οποίου αποδέχτηκε σύμφωνα με την προμνημονευθείσα .../1999 συμβολαιογραφική πράξη, η οποία έχει νόμιμα μεταγραφεί, και ακολούθως - το πιο πάνω Δικαστήριο - έκανε δεκτή την έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, και, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έκανε, εν τέλει, δεκτή την περί διεκδικήσεως του επίδικου ακινήτου κατά το πιο πάνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης. Κρίνοντας, έτσι, το πιο πάνω Δικαστήριο, του οποίου το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις περί μεσοτοίχων που προαναφέρθηκαν, τις οποίες ορθά δεν εφάρμοσε, αφού υπό τα ως άνω δεδομένα δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής τους, και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 1α του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με τον οποίο, υπό την επίκληση της αναιρετικής αυτής πλημμέλειας υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. ΙΙ. Με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο που δίκασε ως Εφετείο, με το να δεχθεί "ότι ο επικουρικώς προβληθείς προφορικά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και καταγραφείς στα αντίστοιχα πρακτικά ισχυρισμός των εναγομένων περί υπάρξεως δουλείας στηρίξεως πατώματος και της οροφής του α' ορόφου του κτιρίου τους στον τοίχο του κτιρίου της ενάγουσας και χρήσεως αυτού του τοίχου, δεν περιελήφθη στις προτάσεις τους και συνεπώς προβλήθηκε απαραδέκτως ..." παραβίασε τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου περί δουλειών, αφού δεν τις εφάρμοσε, ενώ όφειλε να τις εφαρμόσει, δεδομένου ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους και είχαν προταθεί παραδεκτώς. Ο εξεταζόμενος αυτός αναιρετικός λόγος, που, παρά την αναφορά του στον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, στηρίζεται, κατ' ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, στην πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, εφόσον η αποδιδόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση αμέσως πιο πάνω πλημμέλεια της παρά το νόμο κήρυξης απαραδέκτου του προεκτιθέμενου ισχυρισμού των ήδη αναιρεσειόντων εναγομένων δεν εμπίπτει στην περιοριστική απαρίθμηση των λόγων της αναίρεσης κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων και που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔ. ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 262 παρ.1, 269 ΚΠολΔ και 281 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι για την πληρότητα της ένστασης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος και το παραδεκτό, σε σχέση με το χρόνο προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη στον πρώτο βαθμό συζήτηση της υπόθεσης, να προταθούν από τον ενιστάμενο τα πραγματικά περιστατικά, που αν αποδειχθούν αληθινά αποτελούν κατάχρηση, συνάμα δε να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αντικρουόμενης αξίωσης, ως ασκούμενης καταχρηστικά και επομένως παράνομα. Διαφορετικά, αν δεν υπάρχει τέτοιο αίτημα, η ένσταση απορρίπτεται ως απαράδεκτη (Ολ.ΑΠ 472/1983). Στην προκείμενη περίπτωση, με το μοναδικό πρόσθετο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση της παραβίασης από το Δικαστήριο της ουσίας της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, χωρίς όμως να αναφέρεται στο αναιρετήριο ή στο δικόγραφο πρόσθετων λόγων, ότι προβλήθηκαν και με ποιο τρόπο από τους αναιρεσείοντες ως εφεσιβλήτους στο δικαστήριο της ουσίας, τα πραγματικά περιστατικά τα θεμελιούντα τη σχετική από τη διάταξη αυτή ένσταση καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής αξίωσης της αναιρεσίβλητης και συνάμα αίτημα απόρριψής της, ως ασκούμενης καταχρηστικά και επομένως παράνομα. Κατά συνέπεια, ο πρόσθετος αυτός λόγος αναίρεσης, για τον οποίο δεν συντρέχει περίπτωση εξαίρεσής του από τον κανόνα του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως αόριστος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και ο πρόσθετος λόγος και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες οι οποίοι χάνουν τη δίκη, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23.6.2011 αίτηση των: 1) Α. Δ. του Δ. κ.α. και του πρόσθετου λόγου της για αναίρεση της 58/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, που δίκασε ως Εφετείο. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η κυριότητα επί των πάσης φύσεως διαχωρισμάτων συνεχόμενων ακινήτων ανήκει στον κύριο του εδάφους.
Κυριότητα
Κυριότητα.
1
Αριθμός 625/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Μ. Β. του Α., συζ. Π. Χ., κατοίκου ..., ως εκ διαθήκης κληρονόμου της Χ. Β., η οποία παραστάθηκε με την πληρεξουσία δικηγόρο της Χαρίκλεια Ανδρεάτου Λαμπροπούλου. Της αναιρεσίβλητης: Σ. Κ. του Θ., κατοίκου ..., που δεν παραστάθηκε. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 25/9/2002 αγωγές της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 340/2004 του ιδίου Δικαστηρίου και 78/2010 του Εφετείου Αθηνών (Μεταβατική έδρα Χαλκίδας). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 29/11/2010 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκαν μόνο η αναιρεσείουσα, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 13/2/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξουσία της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 575, 226 παρ.4 εδ.α' και γ', 568 παρ.4 και 576 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι αν η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης αναβλήθηκε με επισημείωση στο πινάκιο, είναι δε απών, κατά τη νέα μετά την αναβολή δικάσιμο, κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απών διάδικος είχε επισπεύσει την αρχική συζήτηση ή είχε κλητευθεί σ' αυτή νόμιμα και εμπρόθεσμα, αν δε συντρέχει η μία ή η άλλη από τις προϋποθέσεις αυτές, είναι περιττή νέα κλήτευση του απόντος, κατά τη νέα μετ' αναβολή, διαδίκου. Στην προκείμενη περίπτωση, από την έκθεση επίδοσης 977Β/20.12.2011 του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., στην οποία προσαρτώνται η από 20.12.2011 απόδειξη παραλαβής από τον αρμόδιο αξιωματικό του δικογράφου που θυροκολλήθηκε και η από 21.12.2011 βεβαίωση περί αποστολής της ταχυδρομικής ειδοποίησης που ορίζει το άρθρο 128 παρ.4 γ' ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι, κατόπιν έγγραφης παραγγελίας της πληρεξούσιας δικηγόρου της αναιρεσείουσας, Χαράς Ανδρεάτου - Λαμπροπούλου που επισπεύδει τη συζήτηση, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου για την αρχική δικάσιμο της 22.2.2012 και κλήση προς συζήτηση της αναίρεσης κατά την αρχική αυτή δικάσιμο, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην αναιρεσίβλητη. Κατ' αυτήν, η συζήτηση της αναίρεσης, με σχετική επισημείωση στο οικείο πινάκιο, αναβλήθηκε - μετά από αίτημα της αναιρεσείουσας λόγω αποχής της δικηγόρου της - για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης. Κατά τη νέα μετ'αναβολή δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, η αναιρεσίβλητη δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου της, κατά τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔ. Εφόσον, όμως, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν χρειαζόταν νέα κλήση, πρέπει, παρά την απουσία της, να προχωρήσει η συζήτηση της αναίρεσης (άρθρο 576 παρ.2 εδ.α' και γ'ΚΠολΔ). ΙΙ. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ.19 του ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Μετά από οριστική διανομή του έτους 1934, που κυρώθηκε με το από 10-9-1937 Διάταγμα που δημοσιεύθηκε στο Α/380/28-9-1937 ΦΕΚ, παραχωρήθηκε στο Θ. Β. του Ν. [πάππο της ενάγουσας και αδελφό της αρχικής εναγομένης Χ. συζ. Α. Β.], δυνάμει του υπ' αριθμ. 1020/19-6-1975 παραχωρητηρίου του Υπουργείου Γεωργίας, που είχε νόμιμα μεταγραφεί, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιστιαίας στον τόμο ... και ά.α. 61, ως οικογενειακός οικοπεδικός κλήρος, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, το με αρ. 315 οικόπεδο, επιφάνειας 276 Μ2, με την εντός αυτού ευρισκόμενη παλαιά ισόγεια οικία, εμβαδού 25 Μ2, το οποίο βρίσκεται στο 75 οικοδομικό τετράγωνο του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου Νέου Πύργου Ευβοίας και το οποίο συνορεύει βόρεια με πλευρά μήκους 30,25 μ. με το υπ' αριθ. 313 τεμάχιο, ανατολικά με πλευρά μήκους 11,20 μ., με αδιάνοικτο δημοτικό δρόμο, νότια με πλευρά μήκους 28,90 μ., με το υπ' αριθ. 316 τεμάχιο ιδιοκτησίας του ιδίου και δυτικά με πλευρά, μήκους 8,20 μ. με ανώνυμη δημοτική οδό. Με το υπ' αριθ. 1093/19-6-1975 παραχωρητήριο του Υπουργείου Γεωργίας, που είχε μεταγραφεί νόμιμα την 1-8-1985 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιστιαίας σε τόμο ... και ά.α. 62, παραχωρήθηκε επίσης στο Θ. Β. του Ν., ένα οικόπεδο, επιφανείας 353 Μ2, με αριθ. τεμαχίου 316, με την εντός αυτού παλαιά ισόγεια οικία, επιφάνειας 30 Μ2, το οποίο βρίσκεται στο 75 οικοδομικό τετράγωνο του εγκεκριμένου σχεδίου του ...υ Ευβοίας και το οποίο συνορεύει βόρεια, με πλευρά μήκους 28,90 μ, με το υπ' αριθ. 315 ήδη προαναφερθέν τεμάχιο, ανατολικά με πλευρά μήκους 11 μ. με αδιάνοικτο δημοτικό δρόμο, νότια με πλευρά μήκους 27,50 μ. με ανώνυμη δημοτική οδό και δυτικά με πλευρά μήκους 13,60 μ., με άλλη ανώνυμη δημοτική οδό. Στα ανωτέρω παραχωρηθέντα ακίνητα εγκαταστάθηκαν οι κληρούχοι αυτών, ήτοι στο πρώτο από αυτά τόσο ο Θ. Β., όσο και η αδελφή του [αρχική εναγομένη] Χ. Β., το γένος Ν. Β., κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος, αφού με το ίδιο προαναφερθέν παραχωρητήριο κατέστη και αυτή κληρούχος του πρώτου ακινήτου, κατά το ανωτέρω ποσοστό, στο δε δεύτερο από αυτά αποκλειστικά ο Θ. Β.. Ειδικότερα, εγκαταστάθηκαν άμεσα στους κλήρους αυτούς, από το χρόνο της προσωρινής διανομής τους, ήτοι πριν από τη μεταγραφή των οικείων παραχωρητηρίων, θεωρούμενοι κατά πλάσμα του νόμου καλόπιστοι νομείς αυτών, έως τις 23-5-1968, οπότε άρχισε να ισχύει ο ΑΝ 431/1968, απέκτησαν δε στη συνέχεια και την κυριότητα τους από τη μεταγραφή των προαναφερθέντων παραχωρητηρίων. Ο Θ. Β. εν συνεχεία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και εργαζόταν ως πωλητής στις λαϊκές αγορές, ενώ παράλληλα διατηρούσε στην οδό ... στο ... ταβέρνα-ψησταριά, ασκώντας όμως την εξουσία του επί των προαναφερθέντων ακινήτων του, τα καλοκαίρια μετέβαινε πάντοτε για διακοπές με την οικογένεια του στο ... και διέμενε στις παλαιές προσφυγικές οικίες του. Μάλιστα, κατά καιρούς φιλοξενούσε και φιλικές του οικογένειες, όπως μεταξύ των ετών 1975 έως 1992 την οικογένεια του Κ. Μ.. Όπως προκύπτει περαιτέρω από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της ενάγουσας, στις οικίες αυτές μετέβαινε για διακοπές, από την ... όπου διέμενε από το έτος 1970 και η αδελφή του Χ. [αρχικώς εναγομένη] με την οικογένεια της. Το γεγονός ότι η τελευταία διέμενε στην ... και συγκεκριμένα στα ..., στην οδό ..., προκύπτει με βεβαιότητα από το με α.π, 23033/14-12-2004 έγγραφο της ΣΤ' Δ.Ο.Υ. Αθηνών, τη δήλωση στοιχείων ακινήτων του συζύγου της Α. Β. προς την Ζ' Δ.Ο.Υ. Αθηνών, έτους 1997, αλλά και τα αναφερόμενα στις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της ενάγουσας. Έτσι, ο ισχυρισμός της αρχικώς εναγομένης ότι αγόρασε άτυπα από τον αδελφό της το έτος 1950 τα δύο επίδικα ακίνητα και έκτοτε διέμενε εκεί μόνιμα με την οικογένεια της, χωρίς ποτέ ο αδελφός της να εναντιωθεί γι' αυτό, δεν κρίνεται βάσιμος. Εξάλλου, από την υπ' α. π. 4480/22.12.2004 βεβαίωση του Δήμου Ωρεών προκύπτει, ότι το οικόπεδο 315 που βρίσκεται στο Ο.Τ. 75 στο Δ.Δ. ...υ, υδροδοτήθηκε από το έτος 1999, με αρ. υδρομέτρου ... στο όνομα του Α. Β. και όχι πριν από 40 έτη, όπως αναληθώς αναφέρεται στη με α.π. 3130/3-9-2003 βεβαίωση του ίδιου Δήμου, ενώ παράλληλα, από τη με α.π. .../22-12-04 βεβαίωση αυτού [Δ. Ωρεών] προκύπτει, ότι το με αρ. 316 οικόπεδο του Ο.Τ. 75 δεν έχει παροχή ύδρευσης έως σήμερα. Τα ανωτέρω ενισχύουν την κρίση του Δικαστηρίου ότι η αρχικώς εναγομένη με την οικογένεια της ήταν μονίμως εγκατεστημένη στην Αθήνα και όχι στα εν λόγω προσφυγικά ακίνητα, όπως αβάσιμα ισχυρίσθηκε αυτή πρωτοδίκως. Η προσκομισθείσα δε από αυτήν δήλωση ακινήτων της 1-1-1997, προς την Ζ1 Δ.Ο.Υ. Αθηνών, όπου δηλώνονται τα επίδικα ακίνητα ως ιδιόκτητα για πρώτη φορά, ενισχύει περαιτέρω την κρίση του Δικαστηρίου για την αβασιμότητα του ισχυρισμού της, αφού τα προγενέστερα έτη και όσο ζούσε ο αδελφός της δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την κυριότητα του επ' αυτών. Πέραν των ανωτέρω, λόγω της υφιστάμενης κοινωνίας των αρχικών κληρούχων επί του υπ' αρ. 315 οικοπεδικού κλήρου, ακόμα και αν η αρχικώς εναγομένη, συγκυρία αυτού κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, είχε ασκήσει για κάποιο χρονικό διάστημα πράξεις νομής επί ολοκλήρου του ακινήτου, λογίζεται ότι νεμήθηκε το κοινό ακίνητο στο όνομα και του επίσης συγκυρίου κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου αδελφού της, εφόσον δεν είχε εκδηλώσει την απόφασή της να νέμεται ολόκληρο το ακίνητο αποκλειστικά για λογαριασμό της. Ο ισχυρισμός της ότι τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείτο στην περίπτωση της, επειδή είχε προηγηθεί άτυπη μεταβίβαση του ιδανικού μεριδίου του αδελφού της προς αυτήν δεν κρίνεται βάσιμος, αφού αναιρείται πλήρως από όλα τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Εξάλλου, και η επικαλούμενη από τους εφεσίβλητους από 19-8-1963 σύμβαση παροχής ηλεκτρικής ενέργειας για ακίνητο τους [μη προσδιοριζόμενο] στο ..., ακόμα και αν αφορούσε το εξ αδιαιρέτου επίδικο ακίνητο των αρχικών κληρούχων, δεν αναιρεί την ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου, αφού η εν λόγω προσφυγική κατοικία, όσο και η ευρισκόμενη εντός του ετέρου επιδίκου επίσης παλαιά ισόγεια - οικία, εχρησιμοποιείτο για τις ανάγκες και των δύο οικογενειών κατά την περίοδο των θερινών διακοπών τους. Μάλιστα, για τις ανάγκες, αλλά και για τη διευκόλυνση τους, είχαν καθαιρέσει τμήμα της μεσοτοιχίας των δύο παλαιών κατοικιών, προκειμένου να επικοινωνούν μεταξύ τους, αφού συνήθως συγκεντρώνονταν σ' αυτές όλοι μαζί τα καλοκαίρια. Παράλληλα, πρέπει να επισημανθεί ότι από το υπ' α.π. 0944/1993 υπηρεσιακό σημείωμα της τότε Κοινότητας Ωρεών, προκύπτει ότι η μητέρα της ενάγουσας Α. Β. του Θ., κατέβαλε ως Τέλος Ακίνητης Περιουσίας, για αγροτεμάχιο της στο ... ποσό 20.120 δρχ. Ο ισχυρισμός των εφεσίβλητων ότι ο αρχικός κληρούχος είχε άτυπα μεταβιβάσει τα επίδικα ακίνητα στην ήδη αποβιώσασα αδελφή του, από το έτος 1950, χωρίς όμως να συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο, λόγω της αδυναμίας μεταβιβάσεως των κλήρων έως την 23-5-1968, οπότε άρχισε να ισχύει ο Ν 431/1968, δεν αποδεικνύεται βάσιμος, αφού εάν πράγματι ο Θ. Β. είχε την πρόθεση να τα μεταβιβάσει στην αδελφή του, όπως ισχυρίζεται αυτή, αφενός μεν είχε τη δυνατότητα, να δηλώσει εξαρχής, ήτοι από το έτος 1975 να γίνει η παραχώρηση στο όνομα της, οπότε και τα 1020/19-6-75 και 1093/19-6-75 παραχωρητήρια θα μεταγράφονταν με μόνη αυτήν κληρούχο, αφετέρου, θα μπορούσε να προβεί στη σύνταξη προσυμφώνου, όπως έγινε στην περίπτωση της μεταβίβασης άλλου ακινήτου αυτών, εκτάσεως επτά στρεμμάτων, από το Θ. Β. προς τον Φ. Ι. Γ. [βλ. .../1-10-1955 προσύμφωνο του συμβ/φου Ιστιαίας Νικολάου Ι. Παπαγιωτόπουλου]. Ως εκ τούτου ελέγχονται ως αναληθή όσα αναφέρουν στις ένορκες βεβαιώσεις τους οι μάρτυρες της εναγομένης και ειδικότερα ότι από το 1951 αυτή συνένωσε τις δύο παλαιές προσφυγικές οικίες και έκτοτε κατοικούσε μονίμως σ' αυτές με την οικογένεια της, καθώς και ότι ουδέποτε μετέβη στα επίδικα ο Θ. Β.. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν έλαβε χώρα η επικαλούμενη μεταβίβαση των άνω κληροτεμαχίων από τον Θ. Β. στην αρχική εναγόμενη αδελφή του ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο Θ. Β. από το έτος 1982 έως το έτος 1994, ένα έτος δηλαδή πριν από το θάνατο του, δήλωνε ανελλιπώς προς τη Δ.Ο.Υ. Περιστερίου τα επίδικα ακίνητα ως δευτερεύουσα εξοχική κατοικία του, ενέργεια στην οποία δεν θα προέβαινε εάν είχε λάβει χώρα η ως άνω μεταβίβαση. Από τα ανωτέρω δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία στο Δικαστήριο, ότι τα επίδικα ακίνητα ανήκαν κατά τα ανωτέρω ποσοστά στον αποβιώσαντα στις 30-3-1995 αρχικό κληρούχο Θ. Β., τα οποία αυτός νεμόταν κατά τον προαναφερθέντα τρόπο, ήτοι με συνεχείς επισκέψεις και τη διαμονή του με την οικογένεια του, κατά τις θερινές διακοπές, επιβλέποντας αυτά και δηλώνοντας τα ως περιουσιακό στοιχείο του στις δηλώσεις προς την Οικονομική Εφορία. Μετά το θάνατο του τελευταίου, η θυγατέρα του Α. συζ. Θ. Κ., αποδέχθηκε την κληρονομιά του με την υπ' αριθμ. .../10-6-1995 δήλωση της συμβολαιογράφου Περιστερίου Σταυρούλας Μογιάκη-Φουτρούνη, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ιστιαίας. Μάλιστα η τελευταία πλήρωσε τους αναλογούντες φόρους κληρονομιάς [βλ. σχετ. από 30-3-2003 έκθεση ελέγχου, την υπ' αρ. 157/2003 πράξη προσδιορισμού φόρου κληρονομιάς και την υπ' αρ. 68/2003 πράξη επιβολής προστίμου της Δ.Ο.Υ. Περιστερίου] και δήλωσε αυτά στην κοινή με το σύζυγο της δήλωση στοιχείων ακινήτων προς την Α' Δ.Ο.Υ. Περιστερίου. Εν συνεχεία η Α. Κ. - Β. μεταβίβασε στην ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα θυγατέρα της, δυνάμει του .../30-12-1999 συμβολαίου γονικής παροχής της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου Περιστερίου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, τα επίδικα ακίνητα, τα οποία αυτή συμπεριέλαβε έκτοτε στις δηλώσεις της προς την ίδια ως άνω Δ.Ο.Υ. Περιστερίου. Το έτος 2000 όμως, η αρχική εναγομένη, εκμεταλλευόμενη τη σοβαρότατη ασθένεια της ενάγουσας, θυγατέρας της ανιψιάς της, εξαιτίας της οποίας αυτή χειρουργήθηκε στη Γερμανία το έτος 1996 και λόγω των επανειλημμένων υποχρεωτικών μεταβάσεων της εκεί, ήταν αδύνατη προσωρινά η επίσκεψή της στα επίδικα ακίνητα και η χρήση αυτών, συνένωσε τις παλαιές προσφυγικές οικίες και κατασκεύασε αυθαίρετα, επί πλέον δωμάτια και ημιυπαίθριους χώρους [βλ. από 8-8-2002 σχετική έκθεση αυτοψίας του Πολεοδομικού γραφείου Ιστιαίας]. Όταν η ενάγουσα το πληροφορήθηκε, αντέδρασε άμεσα αποστέλλοντας προς αυτήν την από 9-7-2002 εξώδικη δήλωση και διαμαρτυρία της, ζητώντας την απομάκρυνση της από τα επίδικα ακίνητα, ενέργεια στην οποία βεβαίως αυτή δεν προέβη. Αντίθετα, με την από 19-8-2002 εξώδικη επίσης απάντηση της, ισχυρίσθηκε για πρώτη φορά ότι τα εν λόγω ακίνητα μεταβιβάσθηκαν ατύπως προς αυτήν από τον αδελφό της και πάππο της ενάγουσας. Με βάση τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι ουδέποτε η αρχικώς εναγομένη Χ. Α.Β., έγινε κυρία των επίδικων ακινήτων καθοιονδήποτε τρόπο, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε- ως βάσιμη κατ' ουσίαν η ένσταση της περί χρησικτησίας. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι αυτή νεμόταν τα ακίνητα αυτά επί εικοσαετία και μάλιστα από 23-5-1968 και εφεξής, αλλά προέβαινε στη χρήση των ανωτέρω παλαιών προσφυγικών κατοικιών με τη συναίνεση και ανοχή του Θ. Β., λόγω της συγγενικής τους σχέσης. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι αυτά παρέμειναν στην αποκλειστική κυριότητα του αδελφού της Θ. Β., έως και το θάνατο του και εν συνεχεία περιήλθαν στην εξ αδιαθέτου κληρονόμο του, άμεση δικαιοπάροχο της ενάγουσας, Α. Κ.-Β.". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο κατέληξε στην κρίση, ότι η ενάγουσα είναι συγκύρια κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου του με αριθμό 315 επίδικου οικοπέδου και αποκλειστική κυρία του με αριθμό 316 επίδικου επίσης οικοπέδου και ότι τη συγκυριότητα και αποκλειστική κυριότητα, αντίστοιχα, αυτών απέκτησε με τον επικαλούμενο στις ένδικες αγωγές - με αριθμό κατάθεσης 578/2.10.2002 διεκδικητική και με αριθμό κατάθεσης 577/2.10.2002 αναγνωριστική κυριότητας - παράγωγο τρόπο, ήτοι με γονική παροχή της μητέρας της προς αυτήν δυνάμει του προεκτιθέμενου (.../30.12.1999) συμβολαίου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί (άρθρα 1033, 1192 αρ.1, 1198 και 1509 ΑΚ), ακολούθως δε δέχτηκε την έφεση της ενάγουσας κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση και αφού κράτησε και δίκασε κατ' ουσίαν την υπόθεση δέχτηκε τις ένδικες ως άνω αγωγές ως βάσιμες και κατ' ουσίαν. Με βάση αυτά που δέχτηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της, αφού περιέλαβε σ' αυτή πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες τόσο καθ' όσον αφορά την παραδοχή των αγωγών, όσο και καθ' όσον αφορά την απόρριψη της άνω ένστασης, οι οποίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ που αναφέρθηκαν. Ειδικότερα, δέχτηκε με σαφήνεια, ότι συγκύριος και αποκλειστικός κύριος, αντίστοιχα, των επίδικων οικοπέδων είχε καταστεί δυνάμει των 1020/19.6.1975 και 1093/19.6.1975 παραχωρητηρίων, που έχουν νόμιμα μεταγραφεί, ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας - παππούς της - Θ. Β. και ότι μετά το θάνατο αυτού τη συγκυριότητα και αποκλειστική κυριότητα, αντίστοιχα, των επίδικων οικοπέδων απέκτησε από κληρονομία του, η θυγατέρα του Α. Θ. Κ. - μητέρα της ενάγουσας - εφόσον αποδέχτηκε την κληρονομία και μετέγραψε την περί αποδοχής της κληρονομίας αυτής προεκτιθέμενη - .../10.6.1995 - συμβολαιογραφική πράξη, ακολούθως δε η ενάγουσα δυνάμει του πιο πάνω (.../30.12.1999) συμβολαίου γονικής παροχής, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, και ότι τα επίδικα οικόπεδα νέμονταν με διάνοια συγκυρίου και αποκλειστικού κυρίου, αντίστοιχα, ο Θ. Β. από την απόκτησή τους και έκτοτε συνεχώς μέχρι το θάνατό του στις 30.3.1995, μετά δε το θάνατό του η προαναφερόμενη θυγατέρα του και στη συνέχεια η ενάγουσα συνεχώς μέχρι το έτος 2000 που η αρχική εναγομένη, Χ. συζ.Α. Β. "συνένωσε τις παλαιές προσφυγικές οικίες και κατασκεύασε αυθαίρετα (στα επίδικα) επί πλέον δωμάτια και ημιυπαίθριους χώρους" και ισχυρίστηκε για πρώτη φορά με την προεκτιθέμενη "από 19-8-2002 εξώδικη απάντησή της" ότι της είχαν μεταβιβασθεί ατύπως "από τον αδελφό της και πάππο της ενάγουσας". Επίσης, δέχτηκε με σαφήνεια, ότι, μετά την εγκατάστασή τους στα επίδικα, ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας (αναιρεσίβλητης) Θ. Β. και η αρχική εναγόμενη Χ. Β. έζησαν και οι δυο τους στην περιοχή των ... και μάλιστα ότι ο Θ. Β. δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά στην ..., αλλά ότι συνέχισαν να νέμονται - ως άνω - τα επίδικα και ότι μετέβαιναν σ' αυτά τους θερινούς μήνες. Δέχτηκε, άλλωστε, με σαφήνεια το Εφετείο, ότι οι προαναφερόμενοι απέκτησαν - ως άνω - τη νομή στα επίδικα και συνεπώς με την εγκατάστασή τους σ' αυτά η νομή τους αυτή διατηρήθηκε, έστω και αν δεν διατελούσαν συνεχώς σε σωματική επαφή με αυτά - επίδικα - ή δεν ήσαν σε συνεχή εγρήγορση και δεν είχαν διαρκώς στραμμένη τη διάνοια κυρίου προς αυτά, δεδομένου ότι αρκούσε το ότι είχαν την εποπτεία τους και μπορούσαν να ασκήσουν τη φυσική εξουσία σ' αυτά κάθε στιγμή (ΑΠ 184/2006). Τέλος - το Εφετείο - δέχτηκε με σαφήνεια, ότι οι διάδικοι "είχαν καθαιρέσει τμήμα της μεσοτοιχίας των δύο παλαιών οικιών, προκειμένου να επικοινωνούν μεταξύ τους κατά την περίοδο των θερινών διακοπών τα καλοκαίρια (που) συγκεντρώνονταν όλοι μαζί" και ότι "το έτος 2000 ... η αρχική εναγομένη, εκμεταλευόμενη τη σοβαρότατη ασθένεια της ενάγουσας ... συνένωσε τις παλαιές προσφυγικές οικίες και κατασκεύασε επί πλέον δωμάτια και ημιυπαίθριους χώρους", ενεργώντας έκτοτε στα επίδικα με διάνοια αποκλειστικής κυρίας. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙΙ. Για το παραδεκτό του λόγου αναίρεσης, κατά την έννοια του άρθρου 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., πρέπει ο ισχυρισμός επί του οποίου στηρίζεται να είχε προταθεί νόμιμα ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της πρότασης αυτής (Ολ.ΑΠ 16/2000). Επομένως, οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντα, που είχαν προταθεί στον πρώτο βαθμό, αλλά δεν επαναφέρθηκαν στο Εφετείο και, έτσι, δεν κατέστησαν αντικείμενο της κατ' έφεση δίκης, δεν μπορούν να θεμελιώσουν λόγο αναίρεσης εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Και στις περιπτώσεις όμως αυτές για να είναι παραδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός, ο οποίος προτείνεται για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου, όταν αφορά τη δημόσια τάξη ή όταν το σφάλμα προκύπτει από την ίδια την απόφαση, πρέπει τα πραγματικά γεγονότα στα οποία στηρίζεται να είχαν υποβληθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της προβολής αυτής. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, κατ' ορθή εκτίμησή του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 περ.β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τις ενστάσεις περί παραγραφής (ΑΚ 249) και καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος (ΑΚ 281), τις οποίες η αρχική εναγομένη είχε προτείνει νόμιμα με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και η ήδη αναιρεσείουσα, η οποία είχε υπεισέλθει στη θέση της και συνέχισε τη δίκη ως εκ διαθήκης κληρονόμος της, τις είχε επαναφέρει σ' αυτό - Εφετείο - με τις προτάσεις της τής συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Όμως, όπως προκύπτει από την παραδεκτή εκτίμηση (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) του περιεχομένου των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, κατά της 340/2004 απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας), το οποίο απέρριψε τις ένδικες αγωγές "ως αβάσιμες κατ' ουσία, κατά παραδοχή ως ουσιαστικά βάσιμης της ένστασης ιδίας κυριότητας της εναγομένης" η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη άσκησε έφεση, την οποία το Εφετείο δέχτηκε ως βάσιμη κατ' ουσίαν, χωρίς να ερευνήσει τις ως άνω ενστάσεις, διότι - όπως δέχτηκε - δεν είχαν επαναφερθεί νομίμως ενώπιόν του. Πράγματι, η ήδη αναιρεσείουσα, όπως προκύπτει από τις - από 3 Νοεμβρίου 2009 - προτάσεις της τής συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν επανέφερε νομίμως τις εν λόγω ενστάσεις στο Εφετείο, γι' αυτό και ο εξεταζόμενος αναιρετικός λόγος είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. IV. Κατά το άρθρο 559 αριθ.11 περ.α' του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Κατά δε το άρθρο 270 παρ.2 εδ.3 και 4, 5 εδ.1 και 7 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 28 του ν.3994/2011 και έχει στην προκείμενη περίπτωση εφαρμογή κατ' άρθρο 73 του ίδιου ν.3994/2011, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή προξένου λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις για κάθε πλευρά και μόνον αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση και, αν πρόκειται να δοθούν στην αλλοδαπή, οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτή. Για την αντίκρουση βεβαιώσεων επιτρέπεται η προσκομιδή, μέσα στις προθεσμίες της παραγράφου 3 του άρθρου 237, πρόσθετων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού προς τις αντικρουόμενες (παρ.2 εδ.3 και 4). Η συζήτηση και η διεξαγωγή της απόδειξης ολοκληρώνεται σε μία δικάσιμο (παρ.5 εδ.1). Η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο (εδ.7). Τέλος, κατά το άρθρο 562 παρ.3 του ΚΠολΔ, κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει λόγο αναίρεσης από τις δικές του πράξεις ή από πράξεις προσώπων που ενεργούν στο όνομα του, εκτός αν πρόκειται για λόγους που αφορούν τη δημόσια τάξη (Ολ.ΑΠ 27/2003). Έτσι, ο λόγος από τον αριθμό 11 περ.α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεν ιδρύεται, αν το αποδεικτικό μέσο το έχει επικαλεστεί και το έχει προσκομίσει ο ίδιος ο αναιρεσείων. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 11 περ.α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο, για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, στο οποίο στήριξε την κρίση του για την ουσιαστική βασιμότητα των ένδικων - από 25.9.2002 - αγωγών της αναιρεσίβλητης, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μαζί με τις λοιπές αποδείξεις και τις με αριθμούς ..., ..., .../29.10.2009 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον της συμβολαιογράφου Περιστερίου Σταυρούλας Μυγιάκη - Φουρτούνη, καθώς και τις με αριθμούς ..., ..., ..., ..., ..., .../22.9.2003 ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων ενώπιον της συμβολαιογράφου Ιστιαίας Κυριακής Μαύρης - Γεωργοπούλου, ήτοι πέραν των τριών (3) ένορκων βεβαιώσεων για κάθε διάδικο μέρος, οι οποίες ήταν ανεπίτρεπτο από το νόμο αποδεικτικό μέσο. Όμως, όπως δέχτηκε το Εφετείο και προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) εκτίμηση του περιεχομένου των προτάσεων της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση - από 30.10.2009 της αναιρεσίβλητης και από 3.11.2009 της αναιρεσείουσας -, τις τρεις (3) πρώτες ένορκες βεβαιώσεις προσκόμισε με επίκλησή τους ενώπιον του η αναιρεσίβλητη και τις υπόλοιπες έξι (6) η αναιρεσείουσα. Αυτό σημαίνει, ότι τις πέραν των τριών (3) ένορκες βεβαιώσεις για κάθε διάδικο μέρος προσκόμισε με επίκληση η αναιρεσείουσα, η οποία και καταμαρτυρεί ότι αποτελούσαν ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο και αιτιάται το Εφετείο που τις έλαβε υπόψη. Γι' αυτό ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος είναι απαράδεκτος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί. Δικαστικά έξοδα σε βάρος της αναιρεσείουσας, η οποία ηττάται, δεν επιδικάζονται, προεχόντως, ελλείψει σχετικού αιτήματος εκ μέρους της ερημοδικαζόμενης αναιρεσίβλητης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29.11.2010 αίτηση της Μ. Β. του Α. και της Χ. συζ. Π. Χ. για αναίρεση της 78/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για το παραδεκτό του λόγου αναίρεσης, κατά την έννοια του άρθρου 562 παρ.2 Κ.Πολ.Δ., πρέπει ο ισχυρισμός επί του οποίου στηρίζεται να είχε προταθεί νόμιμα ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνεται στο ακροατήριο επίκληση της πρότασης αυτής. Ο λόγος από τον αριθμό 11 παρά του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., κατά το άρθρο 562 παρ. 3 ίδιου Κώδικα, δεν ιδρύεται, αν το αποδεικτικό μέσο το έχει επικαλεστεί και το έχει προσκομίσει ο ίδιος ο αναιρεσείων.
Προτάσεις
Ένδικο μέσο, Προτάσεις.
2
Αριθμός 607/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 4256/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με κατηγορούμενη την S. M. του S., κάτοικο ... . Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Μπόμπολης, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 55/12 Δεκεμβρίου 2012 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Ελπινίκης Τσιφτσή και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1344/2012. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Πλιώτας, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη, με αριθμό 70/12.3.2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι. Εισάγουμε, ενώπιον Σας, σύμφωνα με την διάταξη του αρθρ. 485 ΚΠΔ , την με αριθ. 55/2012 αίτηση μας, με την οποία ζητούμε να αναιρεθεί το με αριθ. 4256/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. II. Για την βασιμότητα των λόγων για τους οποίους ασκήθηκε η υπό κρίση αναίρεση, αναφερόμαστε εξ "ολοκλήρου στο περιεχόμενο της σχετικής εκθέσεως. Για τους λόγους αυτούς Α) Να γίνει δεκτή η με αριθ. 55/2012 αίτηση αναιρέσεως την οποία ασκήσαμε κατά του με αριθ 4256/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Β) Να αναιρεθεί το ως άνω βούλευμα. Γ) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν το προσβαλλόμενο βούλευμα. Αθήνα 12 Μαρτίου 2013 Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Μπόμπολης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 483 παρ.3 ΚΠΔ, όπως η παρ.3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 25 παρ. 2 του Ν. 3904/2010, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωση στο γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 479, το δεύτερο εδάφιο της οποίας εφαρμόζεται και σ' αυτήν την περίπτωση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος είτε οριστικού, είτε προδικαστικού ή παρεμπίπτοντος (ΑΠ 879/2011). Κατ' ακολουθία, η ένδικη με αριθμ. 55/2012 αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που ασκήθηκε με δήλωση του, στη Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, την 12-12-2012, κατά του υπ' αρ. 4256/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που εκδόθηκε την 19-11-2012 και απέρριψε την από 24-9-2012 προσφυγή της κατηγορουμένης Σ. Μ. του Σ. (S. M. του S.), κατοίκου ..., κατά της υπ' αρ. 526/20-7-2012 διάταξης της ανακρίτριας του 19ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών ως εκπρόθεσμη, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (αρθρ. 168 παρ.1, 2, 483 παρ.3, ΚΠΔ) και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. Κατά τη διάταξη του άρθρου 286 παρ.2 του ΚΠΔ ορίζεται ότι: "Εκείνος που προσωρινά κρατείται ή εκείνος στον οποίο έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι, μπορεί να υποβάλλει αίτηση στον ανακριτή για την άρση των μέτρων αυτών ή για την αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης με περιοριστικούς όρους ή για την αντικατάσταση των περιοριστικών όρων με άλλους. Εναντίον της διάταξης του ανακριτή επιτρέπεται προσφυγή στο συμβούλιο μέσα σε πέντε ημέρες από τότε που κοινοποιήθηκε η ανακριτική διάταξη σ' εκείνον που υπέβαλε την αίτηση". Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 154 ΚΠΔ "1. Ο νόμος ορίζει πότε είναι απαραίτητη η κοινοποίηση κάποιου εγγράφου της ποινικής διαδικασίας και πότε η επίδοσή του. Η κοινοποίηση και η επίδοσή του συνεπάγονται τα ίδια νόμιμα αποτελέσματα. 2. Η επίδοση ή η κοινοποίηση είναι άκυρες, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις των αρθρ. 155-157, 159, 165 ΚΠΔ". Σύμφωνα, με τη διάταξη του άρθρου 165 ΚΠΔ, "Η κοινοποίηση γίνεται με ανακοίνωση του δικαστή, του εισαγγελέα ή του ανακριτικού υπαλλήλου στον παρόντα διάδικο ... Για την κοινοποίηση συντάσσεται έκθεση σύμφωνα με το άρθρο 151 του κώδικα ...". Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται με σαφήνεια ότι η κοινοποίηση υλοποιείται, με ανακοίνωση σε παρόντα διάδικο, μάρτυρα, πραγματογνώμονα, τεχνικό σύμβουλο ή αντικλήτους ή σε συνηγόρους. Συνεπώς εκείνος προς τον οποίο γίνεται ανακοίνωση η οποία συνιστά την κοινοποίηση, πρέπει να είναι παρών, είτε ο ίδιος είτε εκπρόσωπός του, δηλ. η παρουσία του ιδίου ή του εκπροσώπου του, είναι προϋπόθεση της κοινοποίησης και δεν νοείται κοινοποίηση προς απόντα διάδικο, αλλά προς αυτόν πρέπει οπωσδήποτε να γίνει επίδοση κατά τα αρθρ. 156 ΚΠΔ. Κατά τα άρθρα 93 παρ.1 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται ο από το άρθρο 484 παρ.1 εδ.δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, απαιτείται σε κάθε βούλευμα παραπεμπτικό ή απαλλακτικό ή παρεμπίπτον, ακόμη και αν η έκδοση του αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου. Ο παρών αναιρετικός λόγος ιδρύεται τόσο όταν δεν υπάρχει καθόλου αιτιολογία, όσο και όταν υπάρχει, αλλά αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, όπως, όταν απορρίπτεται η προσφυγή που ασκεί ο κατηγορούμενος κατά της διάταξης του ανακριτή, που απέρριψε την αίτηση του για αντικατάσταση περιοριστικού όρου, στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, ως απαράδεκτη, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως της, χωρίς να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως στον προσφεύγοντα της προσβαλλόμενης με την προσφυγή του διατάξεως του ανακριτή καθώς και το αποδεικτικό, από το οποίο προκύπτει η επίδοση της απορριπτικής διατάξεως σ' αυτόν λόγω της απουσίας του κατά την έκδοση της απορριπτικής διατάξεως του ανακριτή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αρ. 4256/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που αποφάνθηκε επί της από 24-9-2012 προσφυγής της S. M. του S. κατά της υπ' αρ. 526/20-7-2012 διατάξεως της ανακρίτριας του 19ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, το ανωτέρω Δικαστικό Συμβούλιο, δέχθηκε τα εξής: Κατά της προσφεύγουσας κατηγορουμένης ασκήθηκε ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της έκδοσης εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη στο σύνολο της συναλλαγή κατ' εξακολούθηση, η δε συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει τα 150.000 Ευρώ (αρθρ. 19 παρ. 1β περ. β-α Ν. 2523/97 και 98 ΠΚ) και παραγγέλθηκε η διενέργεια κύριας ανάκρισης. Μετά την απολογία της κατηγορουμένης ενώπιον της ανακρίτριας του 19ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, της επιβλήθηκε με την υπ' αρ. 34/2012 διάταξη της τελευταίας, ο περιοριστικός όρος της εγγυοδοσίας, ποσού ύψους διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) Ευρώ. Στις 21-6-2012 (ημερ. Κατάθεσης 28-6-2012) η κατηγορουμένη υπέβαλε αίτηση άρσης ή αντικατάστασης των περιοριστικών όρων κατά της υπ' αρ. 34/2012 διάταξης της Ανακρίτριας αυτής, η οποία απέρριψε την αίτηση με την υπ' αρ. 526/20-7-2012 διάταξή της, κατά της οποίας στρέφεται τώρα η προσφεύγουσα, με την υπό κρίση προσφυγή της. Αυτή όμως, δηλαδή η υπό κρίση προσφυγή ασκήθηκε εκπρόθεσμα μετά τη νόμιμη κατά το άρθρο 286 παρ.2 ΚΠΔ πενθήμερη προθεσμία και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (βλ. την από 5-10-2012 βεβαίωση του ΑΤ Εξαρχείων μετά των συνημμένων εγγράφων). Με το διατακτικό δε του βουλεύματος του αποφάνθηκε ότι: "Απορρίπτει την από 24-9-2012 προσφυγή της Σ. Μ. του Σ. (S. M. του S.), κατοίκου ... κατά της υπ' αρ. 526/20-7-2012 διάταξης της Ανακρίτριας του 19ου Τακτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ' αρ. 4256/2012 βούλευμά του, στέρησε αυτό από την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του άρθρου 93 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ,με τη παραδοχή του, ότι η προσφυγή της προσφεύγουσας ασκήθηκε εκπρόθεσμα δηλαδή μετά την παρέλευση πέντε (5) ημερών, από την κοινοποίηση της υπ' αρ. 526/20-7-2012 διάταξης της ανακρίτριας του 19ου ανακριτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών, αφού δεν εκτίθεται σ 'αυτήν με ποιο τρόπο, έλαβε γνώση της απορριπτικής αυτής διατάξεως η προσφεύγουσα δεδομένου ότι ήταν απούσα κατά την έκδοση αυτής, και κατά τα προαναφερθέντα έπρεπε να της επιδοθεί κατά τα άρθρα 156 επ. η διάταξη αυτή, αν της επιδόθηκε ή όχι και πότε έγινε η επίδοση αυτή, ώστε να κριθεί αν η προσφυγή της ήταν πράγματι εκπρόθεσμη ή όχι. Σημειώνεται ότι, από την επισκόπηση της από 5-10-2010 βεβαιώσεως του ΑΤ Εξαρχείων και τα συνημμένα αυτής έγγραφα, που επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, βεβαιώνεται από τον Υπαρχιφύλακα του Αστυνομικού Τμήματος Εξαρχείων, ότι από το τηρούμενο αρχείο της Υπηρεσίας τους το με αρ. πρωτ. 992/2012 έγγραφο του 19ου τακτικού ανακριτή Αθηνών εισήλθε στην υπηρεσία τους, την 26-7-2012, ημέρα Πέμπτη έλαβε αρ. 1016/93/1/803. Επιδόθηκε και επεστράφη την 12-9-2012 με τα ΕΛΤΑ. Επισυνάπτεται δε στα συνημμένα έγγραφα απόδειξη κατάθεσης αντικειμένων επίσημης αλληλογραφίας, στα οποία αναφέρεται μόνο υπ' αρ. πρωτ. 992/2012 έγγραφο της 19ης ανακρίτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, χωρίς να διαλαμβάνεται το σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως από το οποίο να προέκυπτε σε ποιόν επιδόθηκε το έγγραφο αυτό και πότε ώστε να κριθεί το εμπρόθεσμο ή μη της προσφυγής της προσφεύγουσας. Κατ' ακολουθία όλων των προεκτεθέντων, είναι βάσιμος, ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ' του ΚΠΔ, προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως και πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη με αριθμ. 55/2012 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ως βάσιμη κατ' ουσία, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο 4256/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, για τον εκτεθέντα λόγο και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός απ' αυτούς που έκριναν προηγουμένως (αρθρ. 485 παρ.1 και 519 ΚΠΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ. Δέχεται τυπικά και κατ' ουσία την υπ' αρ. 55/12-12-2012 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αναιρεί το υπ' αρ. 4256/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από κείνους που έκριναν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2013. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που απέρριψε την προσφυγή της προσφεύγουσας κατά της διάταξης του ανακριτή, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της, για αντικατάσταση περιοριστικού όρου ως εκπρόθεσμη. Λόγοι: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει αναίρεση και κατά παρεμπίπτοντος βουλεύματος. Κοινοποίηση σε απόντα διάδικο δεν νοείται και απαιτείται επίδοση. Δεκτή η αίτηση αναίρεσης διότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν αιτιολογείται η παραδοχή του εκπροθέσμου της ασκήσεως της προσφυγής διότι δεν εκτίθεται ο τρόπος επιδόσεως της στην προσφεύγουσα και ο χρόνος της επίδοσης της. Παραπέμπει στο ίδιο Συμβούλιο για νέα συζήτηση συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Αίτηση αναίρεσης Εισαγγελέα Α.Π.
Αίτηση αναίρεσης Εισαγγελέα Α.Π..
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 605/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου-Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Β. Μ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Φαρμακίδη-Μάρκου, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 6046/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Μαρτίου 2012 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 529/2012. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης μόνον ως προς τη μετατροπή της ποινής, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 71§3 του Ν. 998/1979 "περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας", όπως (η παρ. 3) αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46§2 Ν. 2145/1993, "όποιος εκχερσώνει παράνομα δάσος ή δασική έκταση, όποιος καλλιεργεί έκταση που έχει εκχερσωθεί παράνομα ή παραβλάπτει καθ' οιονδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση του δάσους ή δασικής εκτάσεως, καθώς και όποιος ενεργεί επί εκχερσωθείσης παράνομα εκτάσεως πράξεις διακατοχής, τιμωρείται με τις ποινές της παρ. 1 του παρόντος άρθρου (φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000 δραχμές). Κατά το άρθρο 3 παρ.1 του ιδίου ν. 998/1979, "ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας αποτελούντων, ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεων, οργανικήν ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρει προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλλει εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος" και κατά την § 2 του ίδιου άρθρου "ως δασική έκτασις νοείται πάσα έκτασις καλυπτόμενη υπό αραιάς ή πενιχρός υψηλής ή θαμνώδους, ξυλώδους βλαστήσεως και δυναμένη να εξυπηρετήσει μίαν ή περισσότερος των εν προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών". Κατά την παρ. 3 του άρθρου 3 του ως άνω νόμου "Ως δασικές εκτάσεις νοούνται και οι οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις (φρυγανώδεις) ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι που περικλείονται από δάση ή δασικές εκτάσεις, καθώς και οι υπεράνω των δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες. Κατά την παρ. δε 4 του άρθρου αυτού στις διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται και τα εντός των πόλεων και των οικιστικών περιοχών πάρκα και άλση, καθώς και οι εκτάσεις που κηρύσσονται ή έχουν κηρυχθεί με πράξη της αρμόδιας αρχής ως δασωτέες ή αναδασωτέες " Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, που προβλέπεται και τιμωρείται από την πρώτη από αυτές και που είναι υπαλλακτικώς μικτό, αφού προσδιορίζονται περισσότεροι τρόποι πραγματοποιήσεως του, απαιτείται η ύπαρξη δάσους ή δασικής εκτάσεως, όπως οι έννοιές τους, προσδιορίζονται στις παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 3 του ως άνω Ν. 998/1979, που αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 παρ. 1 του νόμου 3208/2003 και ενέργεια του υπαιτίου επί της εκτάσεως από τις ως άνω αναφερόμενες. Προκύπτει, επίσης, ότι ο νόμος διαχωρίζει εννοιολογικώς το δάσος, από τη δασική έκταση και προϋποθέτει για την ύπαρξη κάθε μορφής τη βεβαίωση ορισμένου είδους φυτών, επί της επιφανείας του εδάφους. Το Δικαστήριο, συνεπώς, που επιλαμβάνεται της κατηγορίας για παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής εκτάσεως ή της πρόκλησης βλάβης καθ' οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής έκτασης, οφείλει να ερευνήσει τη συνδρομή των ως άνω όρων, αφού, εάν ελλείπει έστω και ένας, αποκλείεται η στοιχειοθέτηση του πιο πάνω εγκλήματος, γιατί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του, είναι η παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής εκτάσεως, όπως οι έννοιες τους προσδιορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, η καλλιέργεια της εκτάσεως που εκχερσώθηκε παράνομα, η πρόκληση βλάβης καθ' οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής εκτάσεως και η ενέργεια σε εκχερσωθείσα έκταση πράξεων διακατοχής. (ΑΠ 1286/2010, ΑΠ 846/2010). Επίσης, για την πληρότητα της αιτιολογίας σχετικά με το έγκλημα της παράνομης εκχέρσωσης δάσους ή δασικής εκτάσεως ή την πρόκληση βλάβης της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής έκτασης, δεν απαιτείται να αναφέρεται στην απόφαση βάσει ποιας πράξεως ή αποφάσεως της διοικήσεως η έκταση αυτή επί της οποίας ο κατηγορούμενος προέβη στις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις έχει χαρακτηρισθεί ως δασική, γιατί οποιαδήποτε έκταση της Ελληνικής Επικράτειας που φέρει τα χαρακτηριστικά της, αποτελεί δασική έκταση (ΑΠ 721/2012). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 23§1 του α.ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.2 του άρθρου 1 του α.ν. 263/1968 "ο αυτογνωμόνως επιλαμβανόμενος οιουδήποτε δημοσίου κτήματος, ευρισκομένου αναμφισβητήτως υπό την κατοχήν του Δημοσίου, τιμωρείται, διωκόμενος αυτεπαγγέλτως, διά φυλακίσεως τουλάχιστον εξ (6) μηνών, ης δεν συγχωρείται η μετατροπή, και διά χρηματικής ποινής, τουλάχιστον, εκατόν χιλιάδων (100.000) δραχμών". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την πραγμάτωση του ανωτέρω εγκλήματος απαιτείται α) αυθαίρετη κατάληψη δημόσιου κτήματος, β) η κατάληψη να έγινε εν γνώσει του δράστη, αρκούντος και του ενδεχόμενου δόλου, ότι πρόκειται για τέτοιο κτήμα και γ) το κτήμα να τελεί υπό την αναμφισβήτητη κατοχή του Δημοσίου. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ* αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αρ. 6046/2011 απόφαση του, με συνδυασμό του σκεπτικού και διατακτικού που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, και μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, και ειδικότερα, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, τα πρακτικά και την απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν -κατά πιστή μεταφορά- τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στη δασική θέση "Σαράντα μάρτυρες" της περιφέρειας του Δήμου ..., κατά το χρονικό διάστημα από 1-11-2004 έως 14-11-2004, εντός δασικής έκτασης χωρίς δικαίωμα ανήγειρε κτίσμα. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος εντός της παραπάνω δασικής έκτασης εμβαδού 251,00 τ.μ. η οποία είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την υπ' αρ. 14278/1985 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής, παράνομα προέβη στην υπερύψωση παλαιάς μάνδρας διαστάσεων 22,00 χ 1,5 και πλάτους 0,20 μ., στη νότια πλευρά με τσιμεντόλιθους, και στη συνέχεια στο σοβάντισμα αυτής καθώς επίσης προέβη και στο σοβάντισμα της νότιας πλευράς διαστάσεων 8,00 χ 7,50 μ. και ύψους 4.00 μ., αυθαιρέτου κτίσματος που στη συνέχεια σκέπασε με κεραμίδια. Στη συνταχθείσα δε έκθεση αυτοψίας αναφέρονται συγκεκριμένα από τη συντάκτρια της γεωπόνο Κ. Π., που κατέθεσε και ως μάρτυς ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, τα εξής: "Τις 9 Νοεμβρίου του έτους 2006 έκανα αυτοψία ύστερα από την αρ. 4010/11-10-2006 διαταγή του Δασάρχη Πάρνηθας, στη θέση "Σαράντα Μάρτυρες" Αχαρνών και διαπιστώθηκε ότι ο κατηγορούμενος προέβη παράνομα και χωρίς άδεια της Δασικής Αρχής στην αλλαγή μορφής δημοτικής δασικής έκτασης συνολικού εμβαδού Ε (ΑΒΓΔΑ) - 251,00τ.μ. προβαίνοντας στη ρίψη μπετού σε έκταση διαστάσεων 11,60μ.χ 6.00 μ. εμβαδού Ε (ΒΓΗΘΒ) = 70 τ.μ. χωρίς την άδεια της Δασικής Αρχής. Οι αυθαίρετες πράξεις πραγματοποιήθηκαν την 11 Οκτωβρίου 2006 σύμφωνα με το πρωτόκολλο μηνύσεως του Δασοφύλακα Π. Γ. ... Η ανωτέρω έκταση που πραγματοποιήθηκαν οι αυθαίρετες κατασκευές έχει κηρυχθεί αναδασωτέα με σκοπό την προστασία μαζί με ευρύτερη έκταση με την με αρ. 14278/26-4-1985 απόφαση του Νομάρχη Ανατολικής Αττικής και αποτελεί τμήμα της έκτασης των 150.272 στρ. που παραχωρήθηκαν κατά πλήρη κυριότητα στο Δήμο Αχαρνών για τη δημιουργία άλσους- πάρκου. Η έκταση που πραγματοποιήθηκε η ανωτέρω παράβαση έχει έδαφος ασβεστολιθικό, μέση κλίση 5%, έκθεση δυτική και έχει αξία οικοπεδική καθ' όσον βρίσκεται στον Δήμο Αχαρνών και συνορεύει γύρωθεν σύμφωνα και με το επισυναπτόμενο τοπογραφικό σχεδιάγραμμα... Τα παραπάνω επιβεβαιώθηκαν στο παρόν Δικαστήριο από την προαναφερθείσα μάρτυρα, η οποία μεταξύ άλλων, ανέφερε και τα εξής: Είναι Δημοτική δασική έκταση, γιατί κηρύχθηκε αναδασωτέα και παραχωρήθηκε στο Δήμο Αχαρνών για τη δημιουργία άλσους. Ο Δήμος δεν τη διαχειρίσθηκε μ' αυτόν τον τρόπο και εμείς κάνουμε μηνύσεις. Σε έκταση 70 τ.μ. ο κατηγορούμενος έριξε μπετόν, από έκταση διακοσίων πενήντα ενός μέτρων και τα χρησιμοποιεί ως μάντρα αυτοκινήτων. Πως ήταν πριν δεν ξέρω... Για μας πρόκειται για δασική έκταση ακόμη και αν έχει συμβόλαια. Το 1985 κηρύχθηκε αναδασωτέα, ο ευρύτερος χώρος είναι εκατόν πενήντα στρέμματα. Τα ανωτέρω επιβεβαιώθηκαν και από τον δεύτερο μάρτυρα Γ. Α., Δασάρχη Πάρνηθας, ο οποίος μεταξύ άλλων ανέφερε. Το ακίνητο είναι στα όρια της έκτασης αλλά μέσα σ' αυτήν. Γύρω-γύρω είναι κτισμένα, αλλά όχι μέσα στην αναδασωτέα έκταση. Συνεπώς όλοι οι προβληθέντες ισχυρισμοί του κατηγορουμένου περί ιδίας κυριότητας και περί πραγματικής πλάνης ότι στο αγορασθέν από αυτόν αγροτεμάχιο δεν συμπεριλαμβάνεται καμία δασική έκταση, αφού δημόσιοι οργανισμοί, όπως ΔΕΗ και ύδρευση ηλεκτροδότησαν και ύδρευσαν τον επίδικο χώρο κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι κατ' ουσία. Συνεπώς στοιχειοθετείται πλήρως σε βάρος του κατηγορουμένου η νομοτυπική μορφή των κατωτέρω δύο αδικημάτων ως προς την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση και για αυτόν τον λόγο ο κατηγορούμενος θα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Στη συνέχεια το Δικαστήριο με την απόφαση που εξέδωσε, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα του ότι: "Στη δασική θέση "Σαράντα Μάρτυρες" του Δήμου Αχαρνών την 11-10-2006. 1) Αυτογνωμόνως επιλήφθηκε δημοσίου κτήματος το οποίο ευρίσκετο αναμφισβήτητα στην κατοχή του δημοσίου και ειδικότερα έστρωσε με μπετόν υπαίθριο χώρο εμβαδού 70 τ.μ. ο οποίος αποτελεί τμήμα ευρύτερης έκτασης εμβαδού 150.272 στρ. η οποία έχει χαρακτηρισθεί αναδασωτέα χορτολιβαδική και έχει παραχωρηθεί από το δασαρχείο της Πάρνηθας στον Δήμο Αχαρνών. 2) Χωρίς δικαίωμα εντός δασικής έκτασης πραγματοποίησε οποιασδήποτε μορφής εγκατάσταση ενώ αυτό απαγορεύεται, και ειδικότερα προέβη στην αλλαγή μορφής δημοτικής δασικής εκτάσεως συνολικού εμβαδού 251,00 τ.μ. προβαίνοντας στη ρίψη μπετόν σε έκταση διαστάσεων 11.60 χ 6,00 εμβαδού 70.00τ.μ., ενώ αυτό απαγορεύεται απολύτως". Του επέβαλε δε συνολική ποινή φυλακίσεως 18 μηνών την οποία μετέτρεψε προς 5 Ευρώ ημερησίως και συνολική χρηματική ποινή 3.000 Ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων Αθηνών), δε διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, για την κρίση του ότι, ο αναιρεσείων τέλεσε τις πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε, διότι δεν εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, καθώς και τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε τα πραγματικά αυτά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε. Ειδικότερα α) στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκτίθεται αν, ο κατηγορούμενος γνώριζε, ότι η καταληφθείσα από αυτόν έκταση, ανήκε αδιαμφισβήτητα στην κατοχή του Δήμου Αχαρνών, για τον οποίο ισχύουν οι " διατάξεις του νόμου περί καταλήψεως δημοσίων κτημάτων (ΑΠ 302/2011) ενώ, για την αιτιολογία της γνώσης του, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, απαιτείται να εκτίθενται από ποια πραγματικά περιστατικά προκύπτει αυτή, β) στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν παρατίθεται κανένα πραγματικό περιστατικό, από το οποίο να προκύπτει η φύση της επίδικης έκτασης ως δασικής, όπως ορίζεται αυτή από τη διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 998/1979 (ΑΠ 71/2009) η έλλειψη δε αυτή, δεν καλύπτεται από τη παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι η ανωτέρω έκταση είχε κηρυχθεί αναδασωτέα (ΑΠ 980/2001). Κατ' ακολουθία αυτών, είναι βάσιμος, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' λόγος της αναιρέσεως και πρέπει να γίνει δεκτός κατ' ουσία, παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων αυτής. Ακολούθως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση θα γίνει από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (αρθρ. 519ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αρ. 6046/2011 απόφαση του Ε Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση καταδικαστικής αποφάσεως. Αδικήματα: α) Αυθαίρετη κατάληψη δημόσιας δασικής έκτασης που κηρύχθηκε αναδασωτέα. β) Παράβαση του άρθρου 71 παρ. 3 Ν. 998/1979. Λόγοι αναιρέσεως α) Εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου β) Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Α. Ανεπαρκής αιτιολογία: α) αν δεν εκτίθεται ότι ο αναιρεσείων γνώριζε ότι η καταληφθείσα δασική έκταση ανήκα στην αδιαμφισβήτητη κατοχή του Δημοσίου β)αν δεν παρατίθεται κανένα περιστατικό από το οποίο να προκύπτει η φύση της επίδικης έκτασης ως δασικής. Για τον ΟΤΑ ισχύουν οι διατάξεις περί καταλήψεως Δημοσίου Κτήματος. Αναιρεί. Παραπέμπει.
Κατάληψη δημοσίου κτήματος
Δασικά αδικήματα, Κατάληψη δημοσίου κτήματος.
0
Αριθμός 603/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1) Β. Λ. του Γ., 2) Κ. Μ. του Δ., 3) Σ. Λ. του Γ., 4) Χ. Λ. του Γ., κατοίκων ..., 5) Π. Φ. του Γ., κατοίκου ..., 6) Χ. Μ. του Δ. και 7)Ε. Μ. του Δ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Θωμά, για αναίρεση της υπ' αριθ. 900/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1) Α. Α. Δ., 2) Α. Ν. Δ., 3) Β. Ν. Δ., 4) Δ. Ν. Δ. και 5) Σ. Ν. Δ. και πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Α. Α. του Ι., κάτοικο ..., 2) Ι. Α. του Α., κάτοικο ..., 3) Κ. Α., κάτοικο ..., που δεν παραστάθηκαν και 4) Ε. χα Φ. Α. κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ - Μηνά Σταύρου. Το Τριμελές Εφετείο Πατρών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Οκτωβρίου 2012 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1183/2012 Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να επεκταθεί και ως προς τους συγκατηγορουμένους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών" και κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του Π.Κ., "από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται η διαπίστωση, αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και αφετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται, στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. 'Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ. Κατά τη διάταξη αυτή, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης, απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του, τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης, είχε ιδιαίτερη (δηλαδή ειδική και όχι γενική) νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση (προς ενέργεια τείνουσα στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος), μπορεί να πηγάζει, α) από ρητή διάταξη νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου, γ) από ειδική σχέση που θεμελιώθηκε, είτε συνεπεία συμβάσεως είτε απλώς από ορισμένη προηγούμενη ενέργεια, από την οποία ο υπαίτιος της παραλείψεως αναδέχθηκε εκουσίως την αποτροπή των κινδύνων στο μέλλον, δ) από προηγούμενη πράξη ή συμπεριφορά του υπαιτίου, (ενέργεια ή παράλειψη), από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Ειδικά επί εγκλήματος εξ αμελείας, που συνίσταται σε παράλειψη, πρέπει να προσδιορίζεται στην αιτιολογία της αποφάσεως και από πού πηγάζει η ιδιαίτερη υποχρέωση του υπαίτιου προς ενέργεια (αποτρεπτική του αποτελέσματος) και αν πρόκειται για επιτακτικό κανόνα δικαίου και ο κανόνας αυτός. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθμό 900/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών, κηρύχθηκαν ένοχοι, σε δεύτερο βαθμό, οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι, ως συνιδιοκτήτες οικοδομής, για την πράξη της ανθρωποκτονίας, από μη συνειδητή αμέλεια, τελεσθείσα με παράλειψη, επιπυραγού Π.Σ., που τραυματίστηκε θανάσιμα από πτώση τμήματος της καιόμενης παλαιάς ετοιμόρροπης οικοδομής τους και καταδικάσθηκαν σε ποινή φυλακίσεως δώδεκα μηνών ο καθένας, η οποία ποινή και ανεστάλη επί τριετία. Στο αιτιολογικό του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, διαλαμβάνονται, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα: "Από την χωρίς όρκο κατάθεση των πολιτικώς εναγόντων, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία κάθε παρόντα κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι κατ/νοι στον ... την 9-8-2005 λόγω έλλειψης της προσοχής και επιμέλειας που όφειλαν ως κάθε μέσος συνετός και ευσυνείδητος ιδιοκτήτης οικοδομής που είχε κριθεί και πράγματι ήταν ετοιμόρροπη λόγω των φθορών που υπήρχαν σ'αυτήν, και μπορούσαν να καταβάλουν υπό τις σ' αυτή περιστάσεις, σύμφωνα με τις προσωπικές τους γνώσεις ιδιότητες και ικανότητες, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις επικρατούσες συνήθειες και την κοινή πείρα και λογική, παρ' ότι προέβλεψαν ως ενδεχόμενο το αξιόποινο αποτέλεσμα της παράλειψής τους, ωστόσο από αμέλειά τους πίστεψαν ότι δεν θα επερχόταν και έτσι επέφεραν δια παραλείψεως τους τον θανάσιμο τραυματισμό άλλου προσώπου. Ειδικότερα, παρότι ως συνιδιοκτήτες της επί της συμβολής των οδών ... και ... στον ... οικοδομής, η οποία ήταν εν γνώσει τους από πολλών ετών επικίνδυνα ετοιμόρροπη και εξ αυτού υπήρχε ανά πάσα στιγμή ο κίνδυνος πτώσης της κυρίως δε των ακροκεράμων της, τα οποία ήταν έτοιμα να καταπέσουν στους διερχόμενους περαστικούς, προξενώντας σοβαρό τραυματισμό ή και τον θάνατο ακόμα, παρά ταύτα και παρ'ότι είναι ιδιαίτερη νομική υποχρέωση βάσει του Π.Δ. 13.4.1929, να κατεδαφίσουν την ανωτέρω επικίνδυνη οικία τους και ότι θα ήταν υπαίτιοι (όπως γνώριζαν) για κάθε ζημία που θα προκαλείτο από την πτώση τμημάτων ή όλου του κτιρίου, δεν το έπραξαν, ούτε φρόντισαν να λάβουν μέτρα για την προστασία των διερχομένων πεζών από την πτώση των ετοιμόρροπων τμημάτων, με την τοποθέτηση προστατευτικών ικριωμάτων και πλεγμάτων που θα απέτρεπαν τραυματισμό ανθρώπων, ενώ όπως πλήρως αποδείχθηκε από τις καταθέσεις των μαρτύρων, άφησαν την οικία ανασφάλισης, αφού μία μπαλκονόπορτα από την πίσω μεριά της ήταν ανοικτή, ώστε αυτή να είναι προσβάσιμη σε ναρκομανείς και άλλα περιθωριακά άτομα, με αποτέλεσμα, από την αμέλεια τους αυτή, να ξεσπάσει εντός αυτής (οικία) πυρκαγιά, περί ώρα 4.35 της 9-9-2005 και να τραυματισθεί θανάσιμα στο κρανίο ο Επιπυραγός Α. Φ. του Ι., που προσέτρεξε να συνδράμει στην κατάσβεση της, όπως είχε υποχρέωση λόγω της υπηρεσίας του, έχοντας βεβαίως πολυετή προϋπηρεσία και εμπειρία γι' αυτό. Ο συγκεκριμένος θανών χτυπήθηκε από πτώση, προηγουμένης της πυρκαγιάς ετοιμόρροπου τμήματος της νοτιο-ανατολικής μαρκίζας του κτιρίου. Το ανωτέρω θανάσιμο αποτέλεσμα θα αποτρεπόταν αν οι κατηγορούμενοι είχαν επιδείξει την ανωτέρω κατ' αντικειμενική κρίση δέουσα επιμέλεια και προσοχή που όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν συμμορφούμενοι στην υποχρέωσή τους για την κατεδάφιση της προ πολλών ετών. Εξ αυτού του γεγονότος ως μόνη, ενεργού αιτίας και της αμελούς παραλείψεως του, παρ' ότι, προέβλεψαν ως ενδεχόμενο το αποτέλεσμα του θανάσιμου τραυματισμού διερχομένου ατόμου από πτώση του ακροκεράμου, ή του άνω ετοιμόρροπου τμήματος της οικίας τους ωστόσο από αμέλειά τους πίστεψαν ότι δεν θα επερχόταν το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι είχε σταλεί αρμοδίως έγγραφο κατεδάφισης του κτιρίου, αλλά κάποιοι των συνιδιοκτητών αντιδρούσαν, λόγω και της σχετικής οικονομικής τους επιβάρυνσης γι' αυτό. Επίσης αποδείχθηκε από τις καταθέσεις των μαρτύρων ότι στο κτίριο υπήρχε ανασφάλιστη πόρτα και ότι δια γυμνού οφθαλμού φαίνονταν ετοιμόρροπα μέρη του κτιρίου, ενώ βρισκόταν σε κεντρικό σημείο, σε κατοικημένη περιοχή. Εξ άλλου στο παρελθόν είχε σημειωθεί και πάλι πυρκαγιά σ' αυτό. Τέλος ο παθών προέκυψε ότι είχε 27ετή προϋπηρεσία και κατά τον χρόνο κατάσβεσης φορούσε κράνος που βρέθηκε δίπλα του. Τέλος πλήρως αποδείχθηκε ότι η κεραμοσκεπή και τα ακροκέραμα που έπεσαν και τραυμάτισαν θανάσιμα τον άνω παθόντα κατέπεσαν μεν εκ της άνω πυρκαγιάς, λόγω όμως της παλαιότητας τους, αφού εξαιτίας αυτού του γεγονότος δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν στη θέση τους από τα δοκάρια. Περί αυτού σαφής ήταν η κατάθεση του τελευταίου μάρτυρα του κατηγορητηρίου, ο οποίος κατέθεσε ότι όλα τα άνω γεγονότα έλαβαν χώρα μέσα σε 10 λεπτά και ότι αν το κτίριο δεν ήταν τόσο ετοιμόρροπο θα είχαν περισσότερο χρόνο στην διάθεσή τους για την μη εξάπλωση της πυρκαγιάς και της δυσμενούς ως άνω συνέπειας. Έτσι οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της πράξεως για την οποία κατηγορούνται". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δικάσαν σε δεύτερο βαθμό Τριμελές Εφετείο Πατρών, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 900/2012 απόφασή του την απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια που τελικά καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι, τις αποδείξεις οι οποίες τα θεμελίωσαν και τις σκέψεις με τις οποίες έχουν υπαχθεί τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 26, 28 και 302 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων: α) στο αιτιολογικό, αναφέρονται εμπεριστατωμένα και επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και στα οποία στηρίχθηκε το δικαστήριο για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, μη συνειδητή, που υπέπεσαν οι κατηγορούμενοι συνιδιοκτήτες ετοιμόρροπης οικοδομής, που είχεν κριθεί αρμοδίως επικίνδυνη και κατεδαφιστέα από πολλών ετών, τους είχεν μάλιστα αποσταλεί αρμοδίως και σχετικό έγγραφο κατεδάφισης, αλλά λόγω διχογνωμίας τους το αγνόησαν, παραλείψαντες την υποχρέωσή τους για κατεδάφιση και προστασία των πλησίον διερχομένων πεζών, έχοντες δυνατότητα πρόβλεψης του αποτελέσματος, ενώ δεν ήταν απαραίτητο να εξειδεικεύεται πότε και με ποίο τρόπο και με ποίο αποδεικτικό τους είχε κοινοποιηθεί το σχετικό πρωτόκολλο αυτοψίας και κατεδάφισης της οικοδομής τους από την αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία, όπως αιτιώνται οι αναιρεσείοντες, β) αναφέρονται στο 7ο φύλλο της αποφάσεως οι επιτακτικές διατάξεις των άρθρων 15 του ΠΚ και το ΠΔ 13/22-4-1929 (άρθρα 1, 2, 4, 6, 7, 9) από τις οποίες διατάξεις προκύπτει ότι λόγω της ιδιότητάς τους, ως συνιδιοκτήτων ετοιμόρροπου κατεδαφιστέου και μη ασφαλισμένου σε όλες του τις πόρτες του κτιρίου, είχαν όλοι συνευθύνη για κάθε τυχόν ζημία και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβούν στην υποδειχθείσα από την αρμόδια αρχή κατεδάφιση του ετοιμόρροπου κτιρίου τους, ότι ήταν σε γνώση τους από πολλών ετών ότι αυτό ήταν επικίνδυνα ετοιμόρροπο, αφού τους είχε σταλεί και αρμοδίως έγγραφο κατεδάφισης του κτιρίου τους, κειμένου μάλιστα στο κέντρο της πόλης του ..., με άμεσο κίνδυνο τραυματισμού και για περαστικούς πεζούς και είχαν υποχρέωση εκ τούτων να προβούν στη κατεδάφιση, γ) αναφέρονται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις οι περιστάσεις που συνέβη το εν λόγω ατύχημα, αιτιολογείται δε επαρκώς ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς των αναιρεσειόντων και του θανάτου του πυροσβέστη, χωρίς να διακοπεί αυτός από την επελθούσα πυρκαϊά, από αμέλεια τρίτου προσώπου. Για το γεγονός ότι ο παθών πυροσβέστης τραυματίστηκε θανάσιμα κατά την ενέργεια κατάσβεσης του κτιρίου, που φλεγόταν από πυρκαϊά, υπάρχει ειδική αιτιολογία ότι ο θανών κτυπήθηκε από πτώση ετοιμόρροπου τμήματος της νοτιοανατολικής μαρκίζας του κτιρίου, συνεπεία της πυρκαϊάς, αλλά τονίζεται ότι η πτώση αυτή οφείλεται και στην παλαιότητα των δοκαριών, που δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν στη θέση τους τα ακροκέραμα και την άνω κεραμοσκεπή που κατέπεσε πάνω στο σώμα του πυροσβέστη. Η πυρκαϊά αιτιολογείται προσθέτως μάλιστα ότι οφείλεται και αυτή σε αμέλειά τους, αφού είχε και παλαιότερα συμβεί πυρκαϊά, αυτοί δε άφηναν ανασφάλιστη την οικία τους και δη μία μπαλκονόπορτα στο όπισθεν μέρος, από την οποία εισήρχοντο διάφοροι άγνωστοι ναρκομανείς και άλλα περιθωριακά άτομα, από τα οποία και προκλήθηκε η πυρκαϊά, επί πλέον αιτιολογείται ότι αν το κτίριο δεν ήταν τόσον ετοιμόρροπο, δε θα κατέπιπτε η μαρκίζα μέσα σε 10 λεπτά της ώρας και οι πυροσβέστες θα είχαν περισσότερο χρόνο στη διάθεσή τους για την κατάσβεση και δε θα εξαπλωνόταν ούτε θα επερχόταν τόσο γρήγορα η πτώση του ετοιμόρροπου τμήματος της νοτιοανατολικής μαρκίζας και δε θα επερχόταν ο θανάσιμος τραυματισμός του πυροσβέστη. Επομένως, οι συναφείς, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και για εκ πλαγίου παράβαση και στέρηση νόμιμης βάσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων συνιστούν αμφισβήτηση της ουσίας των άνω παραδοχών του Εφετείου, ήτοι ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας και ως εκ τούτου είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) ως και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 29/22-10-2012 αίτηση των 1. Κ. Μ. του Δ., 2. Χ. Λ. του Γ., 3. Β. Λ. του Γ., 4. Σ. Λ. του Γ., 5. Π. συζ. Κ. Φ., 6. Ε. Μ. του Δ. και 7. Χ. συζ. Β. Μ., περί αναιρέσεως της με αρ. 900/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ τον καθένα και όλους ομού στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας Ευαγγελίας Αναγνωστοπούλου εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια συνιδιοκτήτη οικοδομής για θάνατο πυροσβέστη, καταπλακωθέντος από πτώση τμήματος φλεγόμενης ετοιμόρροπης οικοδομής τους. Έννοια άρθρων 15, 28, 302 ΠΚ. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
Ανθρωποκτονία από αμέλεια
Ανθρωποκτονία από αμέλεια.
1
Αριθμός 600/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ά. Π. του Θ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Κουκνή, για αναίρεση της υπ'αριθ.3070/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Σεπτεμβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1113/2012. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά. Η παράσταση ψευδών γεγονότων μπορεί να συνίσταται σε οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση ή ισχυρισμό στον οποίο υπάρχει ανακριβής απεικόνιση της πραγματικότητας, μπορεί δε να είναι ρητή ή να συνάγεται και συμπερασματικά από τη συμπεριφορά του δράστη και προκαλεί, διατηρεί ή ενισχύει την πλάνη. Οι ψευδείς δε παραστάσεις πρέπει να είναι πρόσφορες να παραπλανήσουν τον παθόντα. Η απλή έλλειψη της παραστάσεως ενός αληθινού γεγονότος δεν αποτελεί πλάνη, ενώ δεν παραπλανάται εκείνος που τελεί σε γνώση της αναλήθειας των παραστάσεων ή που διέγνωσε την αναλήθειά τους και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Εντεύθεν έπεται, ότι απάτη δύναται να διαπραχθεί και με παραπλάνηση, όταν ο δράστης παραλείπει να ανακοινώσει σε αυτόν αληθινά γεγονότα, τούτου συνιστώντος αθέμιτη παρασιώπηση, αν από το νόμο ή τη σύμβαση τάσσεται αντίθετη υποχρέωση ανακοινώσεως αυτών. Τέτοια υποχρέωση ανακοινώσεως μπορεί να θεμελιωθεί και στην από τις διατάξεις των άρθρων 197, 288 και 330 ΑΚ επιβαλλόμενη συμπεριφορά στον συναλλασσόμενο κατά τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, η δε εξαπάτηση αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, έγγραφο ή προφορικά, ρητά ή σιωπηρά. Εξάλλου περιουσιακό όφελος συνιστά η αύξηση της περιουσίας του ίδιου του δράστη ή και άλλου καθώς και η ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσιακής κατάστασης οιουδήποτε από αυτούς. Το περιουσιακό αυτό όφελος είναι παράνομο όταν ο δράστης ή το άλλο πρόσωπο δεν έχει νόμιμη αξίωση κατά του παθόντος. Περαιτέρω, η περιουσιακή βλάβη, που υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, θα πρέπει, ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της απάτης, να είναι άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της περιουσιακής διαθέσεως, ήτοι της πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής στην οποία προέβη εκείνος που πλανήθηκε από την απατηλή συμπεριφορά του δράστη. Θα πρέπει να υπάρχει, δηλαδή, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς και της πλάνης που προκλήθηκε από αυτή, καθώς και μεταξύ της πλάνης αυτής και της περιουσιακής βλάβης, η οποία πρέπει να είναι το άμεσο, αναγκαίο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της πλάνης και της εξ αυτής πράξεως, παραλείψεως ή ανοχής του πλανηθέντος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 3070/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, σε δεύτερο βαθμό, για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ' εξακολούθηση, σε ποινή φυλακίσεως οκτώ μηνών, με τριετή αναστολή, το δευτεροβάθμιο αυτό δικαστήριο δέχθηκε ανελέγκτως ότι, από την εκτίμηση των μνημονευομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος στα ..., με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος και άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, ενώ η ζημία που προξενήθηκε ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Συγκεκριμένα, κατά το χρονικό διάστημα από 25-4-2006 έως 28-12-2007. προσκόμισε τις παρακάτω αναφερόμενες πλαστές συνταγές, μέσω φαρμακοποιών, στο ΙΚΑ και έτσι παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στους αρμόδιους υπαλλήλους του ως άνω Ιδρύματος ότι οι εν λόγω συνταγές ήταν γνήσιες, ότι οι αναγραφόμενοι σε αυτές ασφαλισμένοι τον είχαν επισκεφθεί και είχαν λάβει τα συνταγογραφηθέντα φάρμακα, ενώ στην πραγματικότητα, την οποία γνώριζε, οι ως άνω ασφαλισμένοι δεν είχαν λάβει ποτέ τα φάρμακα που είχε συνταγογραφήσει, αφού δεν τον επισκέφθηκαν για εξέταση στο ΙΚΑ Μεγάρων. Ειδικότερα, προσκόμισε μέσω φαρμακοποιών στο ΙΚΑ τις με αριθ. 694132Α] 2/22-11-2006. 652875Α32/ 28-9-06, 652875Α33/ 28-9-06. 629798Α26/ 8-12-06. 693654Α36/ 8-1-07, 629422Α03/ 19-12-06, 623180Α08/ 26-4-06. 652161Α25/ 11-5-06, 650319Α30/ 29-9-06, 629817Α06/ 11-12-06, 692962Α07/ 20-12-06, 623270Α04/ 22-5-06, 623171Α48/ 25-4-06. 619511.429/ 23-8-07. 629817Α44/ 12-12-06, 619511Α26/ 23-8-07. 650319Α28/ 29-9-06, 694635Α09/ 27-10-06. 619511Α28/ 23-8-07, 624353Α50/ 13-9-07, 3305776Α13/ 4-10-07, 329657Α30/ 15-10-07, 3295393Α01/ 28-12-07, 3296592Α08/ 7-10-07 3290078Α07/ 26-10-07. 3305765Α01/ 2-10-07, 3293855Α24/ 8-11-07, 624385Α40/ 26-7-07, 624353Α24/ 12-9-07, 629711Α29/ 17-7-07, 619492Α22/ 4-8-07. 619492Α23/ 2-8-07, 3296581Α36/ 10-7-07, 32923 30Α20/ 26-9-07, 3296581Α141/ 17-10-07, 624385Α38/ 26-7-07. 33033400Α46/2007, 624385Α31/ 26-7-07, 3292330Α17/ 26-8-07, 3290055Α23/ 2007." 624353Α46/ 13-9-07, 3296698Α40/ 30-10-07, 305751Α36/ 11-10-07, 3305751Α26/ 11-10-07. 3296604/ 19-10-07, 329657Α29/ 15-10-07 και 3292330Α28/ 26-9-07 συνταγές του ασφαλιστικού φορέα ΙΚΑ οι οποίες ήταν πλαστογραφημένες αφού οι αναφερόμενοι σε αυτές ασφαλισμένοι του ΙΚΑ Μεγάρων, δεν τον επισκέφθηκαν στο ΙΚΑ Μεγάρων προς εξέταση τους και δεν έλαβαν ποτέ τα αναφερόμενα στις παραπάνω συνταγές φάρμακα. Με τον τρόπο αυτό έπεισε τους αρμοδίους υπαλλήλους του ΙΚΑ να καταβάλουν το συνολικό ποσό των 6.636,40 για φάρμακα που οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ ουδέποτε έλαβαν και συνακόλουθα έβλαψε την περιουσία του εν λόγω Ιδρύματος κατά το ως άνω ποσό. Προέβη δε στην πράξη αυτή με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος, αλλά και οι φαρμακοποιοί που υπέβαλαν τις πλαστές συνταγές στο ΙΚΑ παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στο ποσό των 6.626,40 ευρώ για τους φαρμακοποιούς και στο ποσό των 7.076.37 ευρώ για τον ίδιο, ποσό που αντιστοιχεί στην συνολική αξία των φαρμάκων που δεν έλαβαν οι αναγραφόμενοι στις πλαστές συνταγές ασφαλισμένοι και μεταπωλήθηκαν σε τρίτους, τα στοιχεία των οποίων δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθούν. Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να κηρυχθεί ένοχος, απορριπτόμενων των αυτοτελών του ισχυρισμών ως ουσιαστικά αβάσιμων". Με βάση τις παραδοχές αυτές, οι οποίες είναι σαφείς και πλήρεις, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την κατά την ανωτέρω έννοια απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ως παραπάνω αξιόποινης πράξεως της απάτης κατ' εξακολούθηση, αναφέρονται δε οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27, 98, 386 παρ.1 α του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και η απόφαση δε στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της κατ' εξακολούθηση τελέσεως της απάτης, από 25-4-2006 μέχρι 28-12- 2007 και δη ότι ο νυν αναιρεσείων ιατρός του ΙΚΑ στα Μέγαρα, με τις μερικότερες πράξεις της απάτης που διέπραξε, προσκομίζοντας, μέσω φαρμακοποιών, στο ΙΚΑ, ιατρικές συνταγές με συνταγογραφημένα από τον ίδιο φάρμακα, παραπλανώντας τους αρμοδίους υπαλλήλους του ΙΚΑ ότι πρόκειται για γνήσιες συνταγές και αφορούσαν δήθεν πελάτες του ασθενείς που είχαν λάβει τα φάρμακα αυτά, ενώ το αληθές ήταν ότι ουδέποτε οι αναγραφόμενοι στις συνταγές αυτές ασφαλισμένοι τον είχαν επισκεφθεί και είχαν λάβει τα αναγραφόμενα σε αυτές φάρμακα, που τελικά μεταπωλήθηκαν σε τρίτους αγνώστους, με τον τρόπο δε αυτό σκόπευε και πέτυχε να παραπλανήσει τους υπαλλήλους του ΙΚΑ και να καταβάλει το ΙΚΑ παράνομα το συνολικό ποσό των 6.626,40 ευρώ για δαπάνη φαρμάκων, ήτοι απέβλεπε στο συνολικό παράνομο περιουσιακό όφελος των 7.076,37 ευρώ για τον ίδιο και στο ποσό των 6.626,40 ευρώ για τους φαρμακοποιούς, για δαπάνη φαρμάκων. β) αιτιολογείται με σαφήνεια και πληρότητα ο δόλος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ιατρού και η ενότητα του δόλου αυτού, με την έκθεση στο αιτιολογικό των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει ότι μέσω των φαρμακοποιών προσκόμισε στο ΙΚΑ τις εν λόγω ψευδείς κατά περιεχόμενο συνταγές και ότι είχε συνταγογραφήσει φάρμακα για ασφαλισμένους ασθενείς του, οι οποίοι ουδέποτε τον είχαν επισκεφθεί, ούτε έλαβαν ποτέ τα φάρμακα, τα οποία όμως πλήρωσε το ΙΚΑ παράνομα για ασφαλισμένους του δήθεν ασθενείς, αλλά πωλήθηκαν τελικά σε αγνώστους τρίτους από τα φαρμακεία, γ) αιτιολογείται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραπάνω απατηλής συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος καταδικασθέντος και της πλάνης των υπαλλήλων του ΙΚΑ και της βλάβης του ΙΚΑ, δ) είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως όπως εδώ, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού της, ε) δεν ήταν αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να αναφέρονται τα ονόματα των φαρμακοποιών, που χρησιμοποίησε ο αναιρεσείων για την ολοκλήρωση της απάτης, ούτε τα μη αποκαλυφθέντα ονόματα των τρίτων στους οποίους μεταπωλήθηκαν τα παράνομα συνταγογραφηθέντα από τον αναιρεσείοντα ιατρό φάρμακα, για δήθεν ασθενείς του, ασφαλισμένους στο ΙΚΑ, που ουδέποτε τον επισκέφθηκαν, στ) η εκ μέρους του αναιρεσείοντος αμφισβήτηση της ουσίας των άνω παραδοχών και η αιτίαση ότι δεν πρόκειται για πλαστές επιταγές και ότι είναι μικρότερη η ζημία του ΙΚΑ και ότι δεν εκτιμήθηκαν ορθά οι αποδείξεις, συνιστά ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' του ΚΠΔ συναφείς λόγοι αναιρέσεως που υποστηρίζουν τα αντίθετα, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για έλλειψη νόμιμης βάσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν. Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.(άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11-9-2012 αίτηση - δήλωση του Ά. Π. του Θ., περί αναιρέσεως της με αρ. 3070/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα(250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη (άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ). Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
Απάτη
Απάτη.
0
Αριθμός 602/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Ι. Μ. του Ν., κατοίκου Αθηνών, 2) Ν. Μ. του Ι., κατοίκου ..., που παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Κουρουκλή και 3) Μ. Μ. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Κουρουκλή, για αναίρεση της υπ'αριθ.1427/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης. Το Τριμελές Εφετείο Κρήτης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Νοεμβρίου 2012 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1341/2012. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης για τον Ν. Μ. και να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης για τους Ι. Μ. και Μ. Μ. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ.1, 2 του ΠΚ, που ορίζει ότι "όποιος ως διάδικος σε πολιτική δίκη δίνει εν γνώση του ψευδή όρκο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια", προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος, το οποίο είναι διαζευκτικώς (ή υπαλλακτικώς) μικτό πραγματώνεται με πλείονες τρόπους στην ίδια κατάθεση (θετική ψευδής κατάθεση, απόκρυψη, άρνηση), μπορεί δηλαδή να συντελεσθεί είτε με καθένα ξεχωριστά από τους στην άνω διάταξη οριζόμενους τρόπους, είτε και με όλους μαζί οι οποίοι μπορεί να συντρέχουν, γιατί αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δράσεως, απαιτείται αφενός ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρμοδίας αρχής ψευδή γεγονότα και όχι κρίσεις και αφετέρου ο μάρτυρας να γνωρίζει την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, είναι δε αδιάφορος ο σκοπός που επεδίωκε ή αν θα μπορούσε να επέλθει βλάβη ή όφελος από την ψευδορκία αυτή. Για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή με σκοπό επελεύσεως ορισμένου εγκληματικού αποτελέσματος (υπερχειλής δόλος), η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς με παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή ή το σκοπό επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, αλλιώς υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την ύπαρξη του στοιχείου αυτού και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Έτσι, για το αξιόποινο της πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρος, όπου απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική τους υπόσταση, και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού, ή ο σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο την γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με την γνώση, περιστατικών. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τελεσμένη όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσαγωγή αναληθών αποδεικτικών στοιχείων, εκδίδεται οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη ή άλλου, σε βάρος του αντιδίκου του, απόπειρα δε αυτής συντρέχει, στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαστής δεν παραπλανάται από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ανακριβή αποδεικτικά στοιχεία και απορρίπτει, ως αβάσιμη, την αγωγή ή την αίτηση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ.1 περ.β' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται, όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 47 του ΠΚ, όποιος, εκτός από την περ. της παρ.1 στοιχ. Β του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη(άρθρο 83). Από τις αμέσως παραπάνω διατάξεις αυτές προκύπτει: 1) ότι για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται α) δόλος του άμεσου συνεργού, δηλαδή, ηθελημένη παροχή συνδρομής στον πράττοντα εν γνώσει ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης και β) παροχή άμεσης συνδρομής κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια εκτελέσεως της κύριας πράξης, συνδεόμενη προς αυτή κατά τρόπο, ώστε χωρίς τη βοηθητική ενέργεια του άμεσου συνεργού δεν θα ήταν δυνατή, με βεβαιότητα, η διάπραξη του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις που έχει διαπραχθεί και 2) ότι για τη στοιχειοθέτηση της απλής συνέργειας απαιτείται οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, που παρέχεται στον αυτουργό ορισμένης αξιοποίνου πράξεως πριν από την τέλεση αυτής ή κατά την τέλεσή της, εφόσον εκείνος που την παρέχει με θετική ή αρνητική μορφή ενεργεί από πρόθεση και ειδικότερα με τον οικείο δόλο που απαιτείται για τον αυτουργό αυτής, ήτοι με γνώση της τελέσεως από τον αυτουργό ορισμένης άδικης πράξεως και με τη βούληση ή αποδοχή του συνεργού να συμβάλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωσή της. Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ'αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 1427/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Κρήτης, με την οποία οι αναιρεσείοντες καταδικάσθηκαν, σε δεύτερο βαθμό, για ψευδορκία μάρτυρα και απάτη στο δικαστήριο ο πρώτος και για απάτη στο δικαστήριο η δεύτερη των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων και για άμεση συνέργεια στην ανωτέρω απάτη ο τρίτος Ν. Μ.. Το δευτεροβάθμιο αυτό δικαστήριο δέχθηκε ανελέγκτως ότι, από την εκτίμηση των μνημονευομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο μηνυτής Ε. Μ., πριν την 27-10-2004, ήταν κύριος ενός οικοπέδου 752 περίπου μέτρων, που βρίσκεται εντός του οικισμού ... της κτηματικής περιφέρειας ... του Δήμου ... . Το ακίνητο αυτό αποτελούσε αρχικά τμήμα μείζονος ακινήτου εμβαδού περίπου 1400 τμ, το οποίο (μείζον ακίνητο) ανήκε στην ιδιοκτησία του Ι. Μ., πατέρα του μηνυτή και του πρώτου κατηγορούμενου Ν. Μ., ο οποίος τους το είχε παραχωρήσει άτυπα το 1976. Μετά το θάνατο του πατέρα τους, οι ανωτέρω, μηνυτής και πρώτος κατηγορούμενος, το έτος 1981 διένειμαν άτυπα το εν λόγω ακίνητο, με αποτέλεσμα ο μηνυτής να λάβει το ανατολικό τμήμα αυτού, μαζί με όλα τα εντός αυτού κτίσματα, μεταξύ των οποίων και μία ισόγεια αποθήκη, και ο πρώτος κατηγορούμενος το δυτικό τμήμα αυτού. Το δυτικό τμήμα που έλαβε ο πρώτος κατηγορούμενος και εν συνεχεία παραχώρησε άτυπα στα τέκνα του Ι. Μ. και Μ. Μ. (δεύτερο και τέταρτη των κατηγορουμένων) συνορεύει προς τη δυτική του πλευρά με τις ιδιοκτησίες των Ν. Κ. και Μ. Μ., χωρίς μεταξύ των ακινήτων να υφίσταται οποιοσδήποτε διαχωρισμός, αλλά αυτά είναι όμορα, εφαπτόμενα (για το θέμα αυτό βλ. ιδίως την απολογία του Ν. Κ. στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ο οποίος παραδέχεται ότι "το σπίτι του είναι στο όριο των Μ., δεν υπάρχει δρόμος στο όριο" καθώς και την αναγνωσθείσα .../8-2-2005 ένορκη βεβαίωση του, στην οποία παραδέχεται ότι "συνορεύει" με το ακίνητο της Μ. και Ι. Μ., δεύτερο και τρίτο των κατηγορουμένων). Η, κατά την ανωτέρω μεταξύ των αδελφών άτυπη διανομή, παραχώρηση και της ισόγειας αποθήκης στο μηνυτή Ε. Μ. υπήρξε αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, Ν. Μ., πήρε ακίνητο με κτίσματα σε άλλη θέση, στη θέση "Καζάνι" (άλλως "Γκαζάνι"). Από το χρόνο της άτυπης διανομής (1981) ο μηνυτής νέμονταν το ακίνητο του μαζί με την ισόγεια αποθήκη και τον πέριξ αυτής χώρο με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, με αποτέλεσμα να καταστεί κύριος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας το έτος 2001. Ειδικότερα, στην επίδικη αποθήκη, που αρχικά είχε μία ξύλινη πόρτα, που ήταν πάντοτε κλειδωμένη και της οποίας το κλειδί είχε μόνο ο ίδιος, τοποθέτησε το 1991 μία μεταλλική πόρτα, συνεχίζοντας να έχει μόνο ο ίδιος το κλειδί αυτής, τη χρησιμοποιούσε δε, αποκλειστικά και μόνο αυτός, για την αποθήκευση διαφόρων αντικειμένων ιδιοκτησίας του, χωρίς ουδέποτε οι πρώτος, δεύτερος και τέταρτη των κατηγορουμένων να χρησιμοποιούν την αποθήκη ή να κατέχουν κλειδί αυτής. Εξάλλου, το έτος 1991 ο μηνυτής περιέφραξε το δικό του ακίνητο περιλαμβάνοντας στην περίφραξη και την αποθήκη, ενώ ήδη από το 1996 προχώρησε σε ηλεκτροδότηση τόσο της αποθήκης όσο και του έτερου κτίσματος που υπήρχε στο ακίνητο και το οποίο είχε διαμορφώσει σε κατοικία. Επίσης, ουδέποτε η αποθήκη αυτή παραχωρήθηκε προς χρήση από τους ανωτέρω πρώτο, δεύτερο και τέταρτη των κατηγορουμένων προς τον προαναφερθέντα Νικόλαο Κ. (ήταν επίσης κατηγορούμενος στην αυτή υπόθεση, αλλά αθωώθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση), αλλά οι τελευταίοι του παραχώρησαν προς χρήση μόνο το δικό τους ακίνητο. Μετά την απόκτηση της κυριότητας του ακινήτου του, στο οποίο κατά τα ανωτέρω περιλαμβάνονταν η επίμαχη ισόγεια αποθήκη με την πέριξ αυτής εδαφική λωρίδα, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ο μηνυτής μεταβίβασε αυτό στους αλλοδαπούς, Βέλγους υπηκόους, G. (Γ.) F. (Φ.) J. (Ζ.) Β. (Μ.) και S. (Σ.) P. (Π.) J. (Ζ.) Γ., δυνάμει του .../27-10-2004 πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Μοιρών Αργυρής Δροσανάκη, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μοιρών. Μετά την ανωτέρω μεταβίβαση, ο πρώτος κατηγορούμενος Ν. Μ. αφαίρεσε την περίφραξη που υπήρχε στο μεταβιβασθέν ακίνητο, προβάλλοντας ταυτόχρονα οι δεύτερος και τρίτη των κατηγορουμένων δικαίωμα κυριότητας επί της επίμαχης ισόγειας αποθήκης και του αύλιου αυτής χώρου, συνολικής έκτασης (μαζί με το κτίσμα) 56,90 τμ, για το οποίο και άσκησαν τη σχετική από 30-1-2005 και με αριθμό κατάθεσης 54/2005, αγωγή τους ενώπιον του Ειρηνοδικείου Μοιρών, στρεφόμενοι τόσο κατά του μηνυτή όσο και των ως άνω αλλοδαπών αγοραστών, η οποία και απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την 65/2006 απόφαση του, με την οποία, δεκτής γενομένης ως ουσιαστικά βάσιμης της ανταγωγής που άσκησαν οι ανωτέρω αλλοδαποί νέοι κύριοι, αναγνωρίσθηκαν οι τελευταίοι κύριοι του επίμαχου τμήματος. Στα πλαίσια της συζήτησης της έφεσης που άσκησαν οι κατηγορούμενοι Ι. και Μ. Μ. κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου αστικού δικαστηρίου, προς απόδειξη του προβαλλόμενου ισχυρισμού τους ότι είναι συγκύριοι του επίμαχου τμήματος, έχοντας αποκτήσει την κυριότητα αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, προσκόμισαν στη σχετική ενώπιον του δευτεροβάθμιου αστικού δικαστηρίου (Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου) την ήδη αναφερθείσα .../8-2-2005 ψευδή κατά περιεχόμενο ένορκη βεβαίωση των Ν. Κ. (ήδη αθωωθέντος κατηγορούμενου) και του νυν τρίτου κατηγορούμενου Ι. Μ. καθώς επίσης και το από τον Ιανουάριο του 2005 ψευδές τοπογραφικό του πολιτικού μηχανικού Μ. Χ., γνωρίζοντας το ψεύδος τόσο των καταθέσεων που περιλαμβάνονται στην ένορκη βεβαίωση όσο και το ψεύδος των όσων αποτυπώνονταν στο τοπογραφικό διάγραμμα. Ειδικότερα στην ανωτέρω ένορκη βεβαίωση Α) τα όσα ανέφερε ο Ν. Κ. και δη ότι η αποθήκη είχε μία ξύλινη πόρτα η οποία δεν έκλεινε ποτέ, ότι το 1991 του παραχωρήσανε (την αποθήκη), εννοώντας ότι του την παραχωρήσανε οι λοιποί κατηγορούμενοι, ότι το καλοκαίρι του 2004 ο Ν. Μ. την πέταξε πέρα (εννοεί την περίφραξη), ότι ο Ε. Μ. πούλησε στους Βέλγους το σπιτάκι αυτό που ήταν στο μερίδιο των Ι. και Μ. Μ. (κατηγορουμένων) και Β) τα όσα ανέφερε ο νυν τρίτος κατηγορούμενος Ι. Μ., δηλαδή "ότι το 1976 το μοίρασε ο παππούς (εννοεί το όλο ακίνητο των 1400 τμ), ότι έδωσε το δυτικό τμήμα με την ισόγεια αποθήκη στους Ι. και Μ. Μ. (δεύτερο και τρίτο των κατηγορουμένων), ότι τα δύο δωμάτια τα νοτιανατολικά τα έδωσε στον Μ. Μ. (μηνυτή), ότι στο επίδικο υπήρχε μία ξύλινη πόρτα που δεν έκλεινε ποτέ και ότι οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων (ξαδέλφια του όπως τα αναφέρει), όταν ερχόταν ή ο αντιπρόσωπος τους Ν. Μ. (πατέρας τους) άφηνε προσωρινά τα πράγματα τους ή τα φρούτα που μάζευαν", ήταν ψευδή. Επίσης στο ανωτέρω τοπογραφικό, που συντάχθηκε με επιμέλεια του πρώτου κατηγορούμενου Ν. Μ., που υπέδειξε τα όρια στο μηχανικό και στη συνέχεια το χορήγησε στα τέκνα του για να το χρησιμοποιήσουν στην ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου δίκη, όπως και αυτοί έπραξαν παρότι γνώριζαν το ψευδές περιεχόμενο του, εμφανίζεται ψευδώς το ακίνητο των ανωτέρω δεύτερου και τέταρτης των κατηγορουμένων να μην εφάπτεται στη δυτική του πλευρά με τις ιδιοκτησίες των Κ. και Μ., όπως πράγματι συμβαίνει, αλλά μεταξύ αυτών να υφίσταται ένα τμήμα με στοιχεία "10-11-12-12-14-15-16-10" που τις διαχωρίζει, παρότι δεν υπάρχει, όπως ήδη αναφέρθηκε, οποιοσδήποτε διαχωρισμός μεταξύ των ακινήτων και η ανωτέρω εδαφική λωρίδα ανήκει και συνεχίζει να ανήκει στο ακίνητο των συγκεκριμένων κατηγορουμένων. Με το τέχνασμα αυτό, το ακίνητο τους "μετατοπίζεται" ανατολικότερα κατά το εμβαδό του ως άνω τμήματος των 93,62 τμ, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ότι περιλαμβάνεται στο οικόπεδο τους και το επίδικο τμήμα της ισόγειας αποθήκης και ο πέριξ αυτής χώρος. Με τον τρόπο αυτό, δηλαδή με την εν γνώσει τους παράσταση ψευδών γεγονότων, οι συγκεκριμένοι δεύτερος και τέταρτη των κατηγορουμένων, ενάγοντες στην πολιτική δίκη, με την άμεση συνεργεία και του πατέρα τους (πρώτου κατηγορούμενου) που τους παραχώρησε το ως άνω ψευδές τοπογραφικό, έπεισαν τους δικαστές του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου και αυτοί, εξαπατηθέντες, εξέδωσαν την 349/6585/884/2007 απόφασή τους, με την οποία έκαναν δεκτή την έφεση τους κατά της 65/2006 απόφασης του Ειρηνοδικείου Μοιρών και αναγνώρισαν τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους κυρίους της επίμαχης έκτασης των 56,90 τμ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος Ι. Μ., συγκύριος κατά τους ισχυρισμούς τους της επίμαχης ισόγειας αποθήκης και του πέριξ αυτής χώρου, εξεταζόμενος ως μάρτυρας (αν και ήταν διάδικος) ενώπιον του Ειρηνοδικείου Μοιρών κατά τη δικάσιμο της 8ης Φεβρουαρίου 2005, ως καθ' ου στην αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που άσκησαν σε βάρος του (καθώς και σε βάρος της αδελφής του και του μηνυτή) οι ήδη αναφερθέντες αλλοδαποί αγοραστές), κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα, αποκρύπτοντας την αλήθεια. Ειδικότερα κατέθεσε τα όσα στο διατακτικό αναλυτικά αναφέρονται, καταθέτοντας, εν περιλήψει, ότι στο ακίνητο, κυριότητας δικής του και της αδελφής του, ανήκει η επίμαχη ισόγεια αποθήκη, ότι τη χρησιμοποιούσαν αυτή από το έτος 1976 (σημειώνεται ότι τότε ο ίδιος, ως γεννημένος το 1966, ήταν μόλις 10 ετών και η αδελφή του, ως γεννημένη το έτος 1962, ήταν 14 ετών), ότι η ξύλινη πόρτα υπήρχε δύο έτη πριν, δηλαδή μέχρι το 2003, και ότι μετά αντικαταστάθηκε με τη σιδερένια, ότι το σύνορο των δύο ακινήτων ήταν ευθεία, ότι στη θέση "Γκαζάνι" δεν έχει πάρει (προφανώς ο πατέρας του) κτίσμα, ότι την αποθήκη αυτή την εκμίσθωσαν στον Κ., ο οποίος και τη χρησιμοποιούσε, ενώ χρήση της έκαναν και αυτός και η αδελφή του. Με βάση συνεπώς το σύνολο των παραπάνω 7 αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, το Δικαστήριο κρίνει κατά πλειοψηφία των δύο μελών του, μειοψηφούσας της Προεδρεύουσας, ότι οι ανωτέρω πρώτος, δεύτερος και τέταρτη των κατηγορουμένων τέλεσαν: ο πρώτος την πράξη της άμεσης συνέργειας σε απάτη στο Δικαστήριο, ο δεύτερος τις πράξεις της ψευδορκίας μάρτυρα και της απάτης στο Δικαστήριο και η τρίτη την πράξη της απάτης στο Δικαστήριο, οπότε πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι των πράξεων αυτών. Στοιχείο κρίσιμο για την περί ενοχής των κατηγορουμένων κρίση αποτελεί, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, το γεγονός ότι οι δεύτερος και τρίτος των κατηγορουμένων, αν και, όπως ήδη αναφέρθηκε, είχαν αναγνωριστεί κύριοι της επίμαχης εδαφικής λωρίδας με την επ' αυτής ισόγεια αποθήκη δυνάμει της 349/6585/884/2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, που δημοσιεύθηκε την 17-9-2007, μετά την καταδίκη τους στο πρωτοβάθμιο ποινικό δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση που εκδόθηκε την 8-3-2010, θέλοντας προφανώς να αποφύγουν τη δημιουργία λόγου αναψηλάφησης της πολιτικής δίκης, με την προτροπή του πρώτου κατηγορούμενου - πατέρα τους, προέβησαν, με δικά τους έξοδα και χωρίς να λάβουν κανένα τίμημα, στη μεταβίβαση της κυριότητας της ίδιας αυτής εδαφικής λωρίδας προς τους ανωτέρω αλλοδαπούς αγοραστές (στους οποίους προηγουμένως και δη με το ήδη αναφερθέν .../27-10-2004 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Μοιρών Αργυρής Δροσανάκη, είχε μεταβιβαστεί από το μηνυτή, ως τμήμα του δικού του ακινήτου) με το .../13-8-2010 συμβόλαιο πώλησης της συμβολαιογράφου Μοιρών Αργυρής Δροσανάκη, ενέργεια που με σαφήνεια υποδηλώνει ότι αναγνώριζαν πλήρως την αβασιμότητα των ισχυρισμών τους περί κυριότητας τους επί της επίδικης λωρίδας και ότι κύριος αυτής ήταν αρχικώς ο μηνυτής Ε. Μ., που νομοτύπως συνακόλουθα τη μεταβίβασε το 2004 στους ανωτέρω αλλοδαπούς αγοραστές. Περαιτέρω, στους ίδιους πρώτο, δεύτερο και τέταρτη των κατηγορουμένων πρέπει να αναγνωριστεί, ομόφωνα από το Δικαστήριο, η συνδρομή στο πρόσωπο τους, μόνο όμως για την πράξη της απάτης και της άμεσης συνέργειας σ' αυτή, της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 δ του ΠΚ, εφόσον κρίνεται ότι επέδειξαν ειλικρινή μετάνοια και επιχείρησαν να άρουν τις συνέπειες των πράξεων τους αυτών, αφού, όπως ήδη αναφέρθηκε, μετά την έκδοση της 349/6585/884/2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου και την δι' αυτής αναγνώριση της κυριότητας τους στην επίμαχη εδαφική λωρίδα, που υπήρξε αποτέλεσμα της απάτης τους, προέβησαν στη μεταβίβαση της κυριότητας της ίδιας αυτής εδαφικής λωρίδας προς τους ανωτέρω αλλοδαπούς αγοραστές με το .../13-8-2010 συμβόλαιο πώλησης της συμβολαιογράφου Μοιρών Αργυρής Δροσανάκη, αποκαθιστώντας έτσι την πραγματική κατάσταση σε σχέση με την κυριότητα του συγκεκριμένου εδαφικού τμήματος. Αντίθετα, το Δικαστήριο κρίνει κατά πλειοψηφία των δύο μελών του, μειοψηφούσας της Προεδρεύουσας, ότι δεν πρέπει να αναγνωριστεί στο δεύτερο κατηγορούμενο το ίδιο ελαφρυντικό και για την πράξη της ψευδορκίας, όπως ζητά ο ίδιος, αφού το αίτημα του είναι παντελώς αόριστο, αλλά και σε κάθε περίπτωση η μεταγενέστερη ως άνω συμπεριφορά του δεν συνιστά προσπάθεια άρσης των συνεπειών της ψευδορκίας του, που προσβάλλει το έννομο αγαθό της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και όχι κάποιο ιδιωτικό έννομο αγαθό. Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει ομόφωνα ότι το αίτημα των ίδιων κατηγορουμένων για την αναγνώριση στο πρόσωπο τους της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 ε του ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως λόγω της αοριστίας του. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2, 171 παρ. 1 και 510 του Κ.Π.Δ. το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να περιλάβει οίκοθεν στην απόφαση του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς το γιατί δεν χορήγησε στον κατηγορούμενο μία ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, από εκείνες που ενδεικτικά προβλέπονται στο άρθρο 84 παρ. 2 του Π.Κ. ή θεμελιώνονται σε άλλη διάταξη νόμου. Όμως εφόσον υποβληθεί από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του ισχυρισμός περί αναγνωρίσεως σ' αυτόν ελαφρυντικής περιστάσεως, το δικαστήριο έχει την υποχρέωση να τον ερευνήσει και, αν τον απορρίψει, να αιτιολογήσει ειδικά και εμπεριστατωμένα την κρίση του. Προϋπόθεση όμως της έρευνας τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού αποτελεί η προβολή του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της επικαλούμενης ελαφρυντικής περιστάσεως. Μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση ή το χαρακτηρισμό με τον οποίο είναι γνωστή αυτή στη νομική ορολογία, καθιστά το σχετικό ισχυρισμό αόριστο (ΑΠ 289/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 807/2007 ΠοινΔ 2007.1235, ΑΠ 219/2002 ΠΧ ΝΒ 904, ΑΠ 415/2002 ΠοινΔικ 2002.959 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση ο συνήγορος των ανωτέρω κατηγορουμένων ζήτησε, σε περίπτωση ενοχής τους, να τους αναγνωριστεί, όπως επί λέξει ανέφερε, τα ελαφρυντικό "του άρθρου 84 παρ.2 δ και ε του ΠΚ". Το αίτημα όμως αυτό προβλήθηκε κατά παντελώς αόριστο τρόπο και είναι επομένως για το λόγο αυτό απορριπτέο, αφού γίνεται επίκληση μόνο του άρθρου που προβλέπει τις ελαφρυντικές περιστάσεις, χωρίς επίκληση των πραγματικών εκείνων περιστατικών στα οποία θα μπορούσαν να θεμελιώνονται τα συγκεκριμένα ελαφρυντικά. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση και ειδικώς για το ελαφρυντικό της παρ.ε του ανωτέρω άρθρου, δεν προέκυψε ότι συντρέχουν και ουσιαστικώς οι προϋποθέσεις για την παραδοχή του, αφού οι παρόντες πρώτος και δεύτερος των κατηγορουμένων και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου συνεχίζουν να υποστηρίζουν την ανυπαρξία κυριότητας του μηνυτή στην επίμαχη εδαφική λωρίδα μετά της ισόγειας αποθήκης, ενώ ουδόλως αποδείχθηκε ότι η παριστάμενη διά εξουσιοδοτήσεως τέταρτη κατηγορούμενη μετέβαλε τη στάση της επί του θέματος αυτού". Στη συνέχεια το ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κήρυξεν ενόχους τους τρεις κατηγορουμένους, κατά πλειοψηφία, του ότι: "τους: πρώτο (Ν. Μ., δεύτερο (Ι. Μ.) και τέταρτη (Μ. Μ.) των κατηγορουμένων του ότι στους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους τέλεσαν τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις : Α'. Ο δεύτερος κατηγορούμενος Ι. Μ., στις ... στις 8-2-2005 ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα, αποκρύπτοντας την αλήθεια. Συγκεκριμένα ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Μοιρών κατά τη δικάσιμο της 8-2-2005 και κατά την εκδίκαση της υπ' αριθμ. 51/2004 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων των α) Γ. Φ. Ζ. Μ. του Λ. και β) Σ. Π. Ζ. Γ. κατά των α) Ν. Μ. του Ι., και του ιδίου κατέθεσε ψευδώς τα εξής ; 1) Το ακίνητο αυτό ανήκει σε μένα και την αδελφή μου στα 700 τμ. και περιλαμβάνει και την αποθήκη, 2) Από το έτος 1976 εμείς τη χρησιμοποιούσαμε, 3) Πριν δύο χρόνια είχε μια ξύλινη πόρτα...πιστεύω ότι υπάρχει μία σιδερένια πόρτα γύρω στα 1,1/2 χρόνο, 4) Το μοιράσαμε στη μέση και το σύνορο ήταν ευθεία πάνω στο όριο των δύο ιδιοκτησιών, 5) Εμείς στη θέση Γκαζάνι δεν έχομε πάρει κτίσμα, 6) Το δώσαμε στον Κ. και έκανε Θερμοκήπιο είχε μία ξύλινη ερειπωμένη αφήνανε ότι μάζευε ο κ. Κ. το χρησιμοποιούσε παλιά μας έδινε από τα προϊόντα που έβγαζε προφανώς βάζει τα νάϋλον 7) Δεν είναι ασπρισμένη η αποθήκη, ενώ η αλήθεια είναι ότι στο ακίνητο των άνω καθών η αίτηση δεν περιλαμβάνεται η αποθήκη, ότι δεν τη χρησιμοποιούσαν ποτέ την αποθήκη, ότι η ξύλινη πόρτα υπήρχε μέχρι το έτος 1991, το σύνορο δεν ήταν ευθεία αλλά τεθλασμένη, ότι στη θέση Γκαζάνι είχε πάρει ο πατέρας του ακίνητο με κτίσμα, ότι ο Κ. δεν έκανε θερμοκήπιο αλλά θερμοσπόριο και στη συνέχεια τα μεταφύτευε. Προέβη δε ο κατηγορούμενος στην άνω ενέργεια του αν και γνώριζε ότι αυτά που κατέθεσε ήταν ψευδή αποκρύπτοντας την αλήθεια. Β'. Ο δεύτερος κατηγορούμενος Ι. Μ. και η τέταρτη κατηγορούμενη Μ. Μ. στο ... στις 18-5-2007 με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψαν ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον άλλο σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και συγκεκριμένα ενώ εκδικαζόταν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου η υπ' αριθμ 6585/ΤΟ/884/2006 έφεση τους κατά της υπ' αριθμ 65/2006 απόφασης του Ειρηνοδικείου Μοιρών με εκκαλουμένους τον εγκαλούντα Ε. Μ., Γ. Φ. Ζ. Μ. και Σ. Π. Ζ. Γ. παρέστησαν ψευδώς ενώπιον του άνω δικαστηρίου ότι είναι ιδιοκτήτες μίας εδαφικής λωρίδας 56,90 τ.μ. από κληρονομιά από τον παππού τους εντός του οικισμού ... δήμου ... και την οποία κατέλαβε ο εγκαλών και προς υποστήριξη του ψευδούς αυτού ισχυρισμού τους προσκόμισαν την άνω υπ' αριθμ. .../8-2-2005 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων Ν. Κ. και Ι. Μ. ενώπιον του Συμβολαιογράφου Μοιρών Γεωργίου Μάντζαρη, της οποίας το περιεχόμενο, όπως αναφέρεται παραπάνω στο στοιχείο Α' του διατακτικού της παρούσας ήταν ψευδές καθώς επίσης και το από Ιανουάριο του 2005 ψευδές τοπογραφικό του πολιτικού μηχανικού Μ. Χ., στο οποίο φερόταν ότι η ιδιοκτησία των εκκαλούντων είχε "μετατοπισθεί" προς ανατολικά κατά μία έκταση 93,62 τ.μ. και η οποία ενώ στην πραγματικότητα ανήκει στους εκκαλούντες, στο άνω τοπογραφικό με στοιχεία 11-12-13-14-15-16-10-11 εμφανίζεται να μην τους ανήκει, προκειμένου έτσι να θεωρηθεί ότι έκταση ανάλογη προς ανατολικά που συνορεύει με το ακίνητο του εγκαλούντα, δεν ανήκει στον τελευταίον αλλά στους ίδιους, πείθοντας έτσι τους άνω Δικαστές να κάνουν δεκτή την εν λόγω έφεση τους και να εκδώσουν την υπ' αριθμ. 349/6585/884/2007 απόφαση τους, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση τους και αναγνωρίζει αυτούς κυρίους του επιδίκου ήτοι ενός τμήματος 56,90 τ.μ εντός του οποίου υφίσταται αποθήκη 15 τ.μ. και το οποίο συνορεύει ανατολικά με το ακίνητο των εναγομένων-εφεσιβλήτων. Προέβησαν δε στην άνω ενέργεια τους οι ανωτέρω κατηγορούμενοι με σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους και με αποτέλεσμα να ζημιωθεί αντίστοιχα η περιουσία των εκκαλουμένων, η δε ζημία συνίσταται στην απώλεια της κυριότητας του άνω επιδίκου. Γ'. Ο πρώτος κατηγορούμενος Ν. Μ. στο ... και ... κατά το μήνα Ιανουάριο του 2005 και στις 18-5-2007 με πρόθεση παρείχε στους δεύτερο και τέταρτη των κατηγορουμένων άμεση συνδρομή κατά τη διάρκεια και την εκτέλεση της κύριας πράξης της απάτης επί δικαστηρίω όπως αναλυτικά περιγράφηκε ανωτέρω υπό στοιχείο Β' και συγκεκριμένα ως δικαιοπάροχος των ανωτέρω παρέστη σε στον πολιτικό μηχανικό Μ. Χ. ότι το ακίνητο που ήταν πλέον ιδιοκτησίας των τέκνων του, πρώτου και τέταρτης των κατηγορουμένων είχε τα άνω υπό στοιχείο Β' όρια και ότι η άνω εδαφική λωρίδα δεν είναι ιδιοκτησία τους, έτσι ώστε να αποτυπωθεί στο από Ιανουάριο του 2005 τοπογραφικό ψευδώς και να "μετακινείται" ουσιαστικά το ακίνητο προς ανατολικά και έτσι να φέρεται ότι το επίδικο ανήκε στη δική του ιδιοκτησία, ακολούθως δε τους παρέδωσε το άνω τοπογραφικό για να το προσκομίσουν στο δικαστήριο, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό άμεση συνδρομή στους δεύτερη και τέταρτη των κατηγορουμένων, αφού χωρίς τη συνδρομή του δεν θα ήταν δυνατή η τέλεση του άνω υπό στοιχείο Β' εγκλήματος από μέρους τους, χωρίς την προσκόμιση ενώπιον του δικαστηρίου του άνω ψευδούς αποδεικτικού μέσου". Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες είναι σαφείς και πλήρεις, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει την κατά την ανωτέρω έννοια απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως παραπάνω αξιόποινων πράξεων, όσον αφορά τους καταδικασθέντες Ι. Μ. και Μ. Μ., αναφέρονται δε οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27, 94, 224 και 386 παρ.1 α του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και η απόφαση δε στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, α) αναφέρονται τα ψευδή γεγονότα που κατέθεσε ως μάρτυρας ο Ι. Μ., ενώπιον αρμόδιας προς εξέταση αρχής, του Ειρηνοδικείου Μοιρών Ηρακλείου Κρήτης κατά την εκδίκαση ασφαλιστικών μέτρων δύο αλλοδαπών αγοραστών του επιδίκου ακινήτου εναντίον των λοιπών δύο συγκατηγορουμένων του, για διακατοχικές πράξεις επί του επιδίκου ακινήτου, διαλαμβάνονται τα αληθή γεγονότα και ότι αυτός κατά το χρόνο που κατέθεσε γνώριζε την αναλήθεια αυτών που κατέθεσε, αφού σύμφωνα με τις παραδοχές ο αναιρεσείων αυτός είχε άμεση προσωπική αντίληψη των αληθών, άρα ότι τα κατατεθέντα ήταν ψευδή και δε χρειαζόταν άλλη αιτιολόγηση για την πηγή γνώσεώς του, β) αιτιολογείται επαρκώς η πράξη της απάτης δικαστηρίου και δη ότι οι δύο πρώτοι αναιρεσείοντες - ενάγοντες- αντεναγόμενοι σε τακτική δίκη κυριότητας, που είχαν χάσει στον πρώτο βαθμό, απορριφθείσης της αγωγής τους για το ίδιο επίδικο, με την 65/2006 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Μοιρών Ηρακλείου, στα πλαίσια συζήτησης εφέσεώς τους στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου, προς απόδειξη του προβαλλόμενου ψευδούς ισχυρισμού τους ότι είναι συγκύριοι του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, προσκόμισαν στο Πρωτοδικείο ψευδή κατά περιεχόμενο αποδεικτικά στοιχεία, τη με αρ. .../2005 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα και το από Ιανουαρίου 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Μ. Χ., με σκοπό να παραπλανήσουν με τα ψευδή αυτά στοιχεία, όπως και πράγματι πέτυχαν τον σκοπό τους και παραπλάνησαν το δευτεροβάθμιο αυτό δικαστήριο και έγινε δεκτή η έφεσή τους και αναγνωρίστηκαν αυτοί συγκύριου της επίδικης εδαφικής λωρίδας, ενώ αναφέρεται στο διατακτικό ότι ζημιώθηκαν οι αντίδικοί τους εφεσίβλητοι που αντίθετα προς την αλήθεια απώλεσαν την κυριότητά τους, ενώ δεν ήταν αναγκαία για τον αναιρετικό έλεγχο η αναφορά της συγκεκριμένης αξίας του επιδίκου ακινήτου, αφού καταδικάστηκαν για απάτη στο δικαστήριο, (άρ.386 παρ.1 α ΠΚ) και όχι για κακουργηματική απάτη ή απάτη ευτελούς αξίας ή απάτη με προξενηθείσα ζημία ιδιαίτερα μεγάλης, (άρ. 386 παρ.1 β ΠΚ). Αιτιολογείται επίσης με το σύνολο των παραδοχών ότι οι καταδικασθέντες είχαν άμεσο δόλο και δη ότι τελούσαν σε γνώση της αναλήθειας όσων παρέστησαν ψευδώς στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο από προσωπική τους αντίληψη και αναφέρεται και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραπλάνησης του δικαστηρίου και της επελθούσας ζημίας στους αντιδίκους τους εφεσίβλητους, που απώλεσαν τη δίκη στο Εφετείο. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' του ΚΠΔ συναφείς λόγοι αναιρέσεως που υποστηρίζουν τα αντίθετα, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για έλλειψη νόμιμης βάσης, όσον αφορά τους αναιρεσείοντες, πρώτο και δεύτερη, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ.1 περ.β' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται, όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια αυτής πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 47 του ΠΚ, όποιος, εκτός από την περ. της παρ.1 στοιχ. β του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλέση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη(άρθρο 83). Από τις αμέσως παραπάνω διατάξεις αυτές προκύπτει: 1) ότι για τη στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας απαιτείται α) δόλος του άμεσου συνεργού, δηλαδή, ηθελημένη παροχή συνδρομής στον πράττοντα εν γνώσει ότι αυτή παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης και β) παροχή άμεσης συνδρομής κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια εκτελέσεως της κύριας πράξης, συνδεόμενη προς αυτή κατά τρόπο, ώστε χωρίς τη βοηθητική ενέργεια του άμεσου συνεργού δεν θα ήταν δυνατή, με βεβαιότητα, η διάπραξη του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις που έχει διαπραχθεί και ο χρόνος τελέσεως της άμεσης συνέργειας από το νόμο τελεί σε συνάρτηση με αυτόν της κυρίας πράξεως, αφού η άμεση συνδρομή παρέχεται αποκλειστικά κατά τη διάρκειά της. 2) ότι για τη στοιχειοθέτηση της απλής συνέργειας απαιτείται οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, που παρέχεται στον αυτουργό ορισμένης αξιοποίνου πράξεως πριν από την τέλεση αυτής ή κατά την τέλεσή της, εφόσον εκείνος που την παρέχει με θετική ή αρνητική μορφή ενεργεί από πρόθεση και ειδικότερα με τον οικείο δόλο που απαιτείται για τον αυτουργό αυτής, ήτοι με γνώση της τελέσεως από τον αυτουργό ορισμένης άδικης πράξεως και με τη βούληση ή αποδοχή του συνεργού να συμβάλει με τη συνδρομή του στην πραγμάτωσή της. Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τις προεκτεθείσες παραδοχές του αιτιολογικού και το διατακτικό της προσβαλλόμενης με αρ. 1427/2012 αποφάσεως, ο τρίτος αναιρεσείων Ν. Μ., καταδικάστηκε για άμεση συνδρομή την οποία παρείχε, στους λοιπούς δύο πρώτους αναιρεσείοντες (τέκνα του), στην παραπάνω αναφερθείσα απάτη στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου, που έγινε στις 18-5-2007, διότι "κατά το μήνα Ιανουάριο του 2005 και στις 18-5-2007 με πρόθεση παρείχε στους συγκατηγορουμένους του άμεση συνδρομή κατά τη διάρκεια και την εκτέλεση της κύριας πράξης της απάτης επί δικαστηρίου, όπως αναλυτικά περιγράφηκε ανωτέρω και συγκεκριμένα ως δικαιοπάροχος των ανωτέρω παρέστησε στον πολιτικό μηχανικό Μ. Χ. ότι το ακίνητο που ήταν πλέον ιδιοκτησίας των τέκνων του, είχε τα ως άνω όρια και ότι η άνω εδαφική λωρίδα δεν είναι ιδιοκτησία τους, έτσι ώστε να αποτυπωθεί στο από Ιανουαρίου του 2005 τοπογραφικό διάγραμμα ψευδώς και να μετακινείται ουσιαστικά το ακίνητο προς ανατολικά και έτσι να φέρεται ότι το επίδικο ανήκε στη δική του ιδιοκτησία, ακολούθως δε τους παρέδωσε το άνω τοπογραφικό για να το προσκομίσουν στο δικαστήριο, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό άμεση συνδρομή στους συγκατηγορουμένους του, αφού χωρίς τη συνδρομή του δεν θα ήταν δυνατή η τέλεση του άνω εγκλήματος από μέρους τους, χωρίς την προσκόμιση ενώπιον του δικαστηρίου του άνω ψευδούς αποδεικτικού μέσου". Η συνδρομή αυτή του τρίτου αναιρεσείοντος, είναι άμεση, γιατί αφορά συνδρομή με την παράδοση- παραχώρηση και την χρησιμοποίηση του άνω από Ιανουαρίου 2005 τοπογραφικού διαγράμματος, το οποίο δόθηκε από τον τρίτο αναιρεσείοντα πατέρα στα τέκνα του κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης της απάτης στο άνω Πρωτοδικείο Ηρακλείου που τελέστηκε στις 18-5-2007, με την προσκόμιση του ψευδούς κατά περιεχόμενο διαγράμματος αυτού, όπως απαιτεί το άρθρο 46 παρ.1 περ.β' του ΠΚ, ταυτόχρονα αναφέρεται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που συμπληρώνει παραδεκτά το αιτιολογικό, ότι, χωρίς τη βοηθητική αυτή ενέργεια του άμεσου συνεργού, ήτοι χωρίς την προσκόμιση του ψευδούς αυτού αποδεικτικού μέσου, στο οποίο εμφανίζεται ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα δεν ανήκε στην ιδιοκτησία των εφεσιβλήτων, αλλά στους εκκαλούντες, δεν θα ήταν δυνατή, η διάπραξη του εγκλήματος της απάτης στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου, ήτοι της παραπλάνησης του πολιτικού δικαστηρίου, το οποίο δέχθηκε την έφεση ως βάσιμη κατ' ουσίαν. Σημειώνεται ότι, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι χρόνος τελέσεως της ανωτέρω άμεσης συνδρομής εκ μέρους του τρίτου αναιρεσείοντος είναι μόνον η 18-5-2007, χρόνος που παραδόθηκε από αυτόν το προαναφερθέν ψευδές κατά περιεχόμενο από Ιανουαρίου 2005 Τοπογραφικό Διάγραμμα στους εκκαλούντες - τέκνα του, για να το χρησιμοποιήσουν στη δίκη, όπως και έπραξαν, η αστική δίκη στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου έγινε την 18-5-2007, ότε και διαπράχθηκε η απάτη του δικαστηρίου αυτού, για την οποία και καταδικάστηκαν οι δύο πρώτοι αναιρεσείοντες, ενώ η αναφορά στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως χρόνου τελέσεως και του Ιανουαρίου 2005, χρόνου καταρτίσεως από Ιανουαρίου 2005 του ψευδούς τοπογραφικού διαγράμματος, που καταρτίστηκε από το μηχανικό Μ. Χ. με υπόδειξη του τρίτου αναιρεσείοντος συνεργού και που συνιστά μη τιμωρητή προπαρασκευαστική πράξη, γίνεται αφηγηματικά μόνον, αφού η συνδρομή στους χρησιμοποιήσαντες αυτό το διάγραμμα συγκατηγορουμένους αυτουργούς της απάτης δικαστηρίου, δεν έγινε τον Ιανουάριο του 2005 με την υπόδειξη των ορίων από το συνεργό στο συντάξαντα μηχανικό, ούτε με τη σύνταξη του τοπογραφικού αυτού διαγράμματος τον Ιανουάριο του 2005, ώστε να έχουμε απλή συνέργεια, τελεσθείσα, προ της εκτελέσεως της κύριας πράξεως της απάτης δικαστηρίου, αλλά η συνέργεια έγινε αποκλειστικά με την παράδοση την ημέρα της δίκης του τοπογραφικού αυτού διαγράμματος στους εκκαλούντες και από αυτούς χρησιμοποίησή του στο δικάσαν την 18-5-2007 δικαστήριο. Επομένως το δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του υπήγαγε ορθά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και επαρκώς αιτιολογημένα, με τις παραπάνω παραδοχές, δέχθηκε συνδρομή άμεσης συνέργειας εκ μέρους του κατηγορουμένου Ν. Μ. στην απάτη του δικαστηρίου που έγινε από τα τέκνα του Ι. και Μ. Μ. και είναι αβάσιμος, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ συναφής πρώτος λόγος αναιρέσεως του τρίτου αναιρεσείοντος, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου. Τέλος, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρ.170 παρ.2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής. Πρέπει, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί να προβάλλονται κατά τρόπο ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί επί των ισχυρισμών αυτών (αορίστων) με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο, για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ θεωρούνται, μεταξύ άλλων, (υπό εδ. δ ') " το ότι ο δράστης έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του", και (υπό εδ. ε') "το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του". Για να στοιχειοθετηθεί δε το ελαφρυντικό 84 παρ. 2 εδ. δ' ΠΚ, απαιτείται η επίκληση περιστατικών από τα οποία να προκύπτει ότι ο δράστης έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεώς του. Για να συντρέξει δε η δεύτερη από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις του εδ. ε', κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στην γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία ως προς την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, ήτοι απαιτείται, εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, η συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής συμβίωσης του δράστη μετά την πράξη. Η καλή συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή, ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας. Περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού και οπωσδήποτε να υπάρχει βελτίωση της συμπεριφοράς του. Συνεπώς, για το ορισμένο του άνω ισχυρισμού του δράστη διαβιούντος υπό καθεστώς ελευθερίας, μη κρατούμενου σε φυλακή, δεν αρκεί η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς, και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής και μόνον, αλλά πρέπει να επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξης και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, που καταδίκασε τους ήδη αναιρεσείοντες πρώτο και δεύτερη, για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις, ο συνήγορος των αναιρεσειόντων, δεν πρόβαλε εγγράφως, αλλά κατά την αγόρευσή του επί της ουσίας της υποθέσεως, πρόβαλε προφορικά τους αυτοτελείς ισχυρισμούς της συνδρομής στο πρόσωπο των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων "των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ' και ε' ΠΚ", μη επικαλεσθείς για τη θεμελίωσή τους κανένα πραγματικό περιστατικό. Από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και από τις προεκτεθείσες παραδοχές του δικαστηρίου, προκύπτει ότι, με την αναφερόμενη σε αυτή επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, έγινε δεκτός ο ισχυρισμός αναγνωρίσεως της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2 εδ. δ' του ΠΚ και για τους τρεις αναιρεσείοντες, μόνο για την πράξη της απάτης δικαστηρίου και της άμεσης συνέργειας σε αυτή, με την αιτιολογία ότι οι κατηγορούμενοι επέδειξαν ειλικρινή μετάνοια και επιχείρησαν να άρουν τις συνέπειες των πράξεών τους, με τη μεταβίβαση της κυριότητάς τους στους αλλοδαπούς αγοραστές μετά την έκδοση υπέρ τους της 349/6585/2007 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου, όχι δε και για την πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα, όσον αφορά τον για αυτή καταδικασθέντα αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Ι. Μ., με την αιτιολογία ότι "υποβλήθηκε το αίτημα αορίστως, αλλά και διότι η μεταγενέστερη ως άνω συμπεριφορά αυτού δε συνιστά προσπάθεια άρσης των συνεπειών της ψευδορκίας του, που προσβάλλει το έννομο αγαθό της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και όχι κάποιο ιδιωτικό έννομο αγαθό". Ο ανωτέρω διαχωρισμός είναι δυνατός επί συρροής διαφορετικών αξιοποίνων πράξεων, του δικαστηρίου θεωρητικά δυναμένου να αναγνωρίσει κάποια ελαφρυντική περίσταση μόνο για τη μία πράξη και όχι για την άλλη του ίδιου προσώπου, αρκεί να υπάρχει η δέουσα ειδική και επαρκής αιτιολογία, όπως υπάρχει παραπάνω και πράγματι δικαιολογεί το διαχωρισμό αυτό του δικαστηρίου της ουσίας. Ο άλλος αυτοτελής ισχυρισμός περί συνδρομής της άνω ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε' του ΠΚ, ορθά απορρίφθηκε με την κύρια αιτιολογία ότι ήταν αόριστος, αφού, κατά τα προαναφερθέντα, μόνη η ως παραπάνω επίκληση της νομικής διάταξης που προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση, καθιστούσε το σχετικό ισχυρισμό αόριστο, στον οποίο, ως τέτοιο, δεν είχε υποχρέωση το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει ή να δικαιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Επομένως, ο συναφής από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ δεύτερος λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άνω άρθρου 84 ΠΚ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, όσον αφορά όλους τους αναιρεσείοντες, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22-11-2012 αίτηση - δήλωση των: Ι. Μ. του Ν., της Μ. Μ. του Ν. και του Ν. Μ. του Ι., για αναίρεση της με αριθμό 1427/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Κρήτης. Και. Καταδικάζει τους αιτούντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ τον καθένα Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αδικήματα: Ψευδορκία Μάρτυρα - Απάτη στο Δικαστήριο - Άμεση συνεργεία σε απάτη δικαστηρίου (άρθρα 46 παρ.1β, 224, 386 παρ.1α ΠΚ). 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όσον αφορά την ενοχή. 2. Αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, για χωρίς ειδική αιτιολογία απόρριψη, μη παραδεκτά προβληθέντος, ήτοι αορίστως, αυτοτελούς ισχυρισμού της ελαφρυντικής περιστάσεως άρ. 84 παρ. 2 εδ. δ' και ε' του ΠΚ. 3. Αβάσιμος ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' και Ε' του ΚΠΔ για την πράξη της άμεσης συνέργειας του 3ου στην απάτη των λοιπών δύο. 4. Ο διαχωρισμός αναγνώρισης ελαφρυντικής περίστασης σε ένα κατ/νο, είναι δυνατός επί συρροής διαφορετικών αξιοποίνων πράξεων, του δικαστηρίου θεωρητικά δυναμένου να αναγνωρίσει κάποια ελαφρυντική περίσταση μόνο για τη μία πράξη και όχι για την άλλη του ίδιου προσώπου, αρκεί να υπάρχει η δέουσα ειδική και επαρκής αιτιολογία.
Συνέργεια
Απάτη, Συνέργεια, Δυσφήμηση συκοφαντική.
0
Αριθμός 602/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Λ. Α. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο. Του αναιρεσιβλήτου: ΟΤΑ με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ", που εδρεύει στο Ηράκλειο Κρήτης και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρίστο Μιχαλόπουλο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-9-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 413/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 341/2011 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 23-7-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσίβλητος όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 21-2-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 94 § 1, 96 §§ 1 και 2 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθ. 7 § 2 ν. 3994/2011) και 104 ΚΠολΔ προκύπτει ότι (α) στα πολιτικά δικαστήρια και δη στον Άρειο Πάγο οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο (β) η πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρχή ή από δικηγόρο, μπορεί δε να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει (γ) για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν υπάρχει, κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως (δ) εάν ο διάδικος δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο, όπου είναι υποχρεωτική η παράστασή του, ή παρίσταται με δικηγόρο και δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ρητής πληρεξουσιότητας αυτού, η οποία απαιτείται κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και την οποία αυτεπάγγελτα ερευνά το δικαστήριο, ο διάδικος αυτός θεωρείται δικονομικά απών. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 568 παρ. 4 του ΚΠολΔ, συνάγεται, ότι αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου δεν εμφανισθεί κάποιος από τους διαδίκους, το Δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει, αν ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα ή επισπεύδει ο ίδιος, νόμιμα (δια πληρεξουσίου δικηγόρου) τη συζήτηση. Αν ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν μετέχει νομίμως στη συζήτηση, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο δικηγόρος, που υπογράφει την κλήση για συζήτηση, ήταν εφοδιασμένος με πληρεξουσιότητα και σε καταφατική περίπτωση συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, διαφορετικά κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Εξάλλου, διαδικαστική πράξη είναι η επίσπευση και κάθε κλήση διαδίκου στο πλαίσιο εκκρεμούς δίκης και συνεπώς η επίσπευση από τον αναιρεσείοντα της συζήτησης της αναίρεσης για συγκεκριμένη δικάσιμο και η επίδοση κλήσης στον αναιρεσίβλητο προς παράσταση κατ' αυτήν, αποτελεί διαδικαστική πράξη του επισπεύδοντος και επιδίδοντος διαδίκου και μάλιστα διαμορφωτική, αφού είναι, από το νόμο, αναγκαία για την εξέλιξη και την περάτωση της δίκης. Η πράξη αυτή, ρυθμίζεται, ως προς τις προϋποθέσεις και τις έννομες συνέπειές της, από το δικονομικό δίκαιο και έχει ως κύριο αντικειμενικό σκοπό τη δημιουργία, εξέλιξη και περάτωση συγκεκριμένης διαδικασίας στο πλαίσιο παροχής έννομης προστασίας. Συνεπώς, δοθέντος ότι, όπως προαναφέρθηκε, σε δίκες ενώπιον του Αρείου Πάγου, είναι αναγκαία η παράσταση του διαδίκου με δικηγόρο, δεν είναι δυνατή η επίσπευση της συζήτησης της αναίρεσης, η υπογραφή της κλήσης και η επίδοσή της στον αναιρεσίβλητο, από το διάδικο, προσωπικά, δίχως δηλαδή τη σύμπραξη δικηγόρου, με συνέπεια, τυχόν γενομένη, να είναι άκυρη και να μην επιφέρει νόμιμα αποτελέσματα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την 15897/11-1-2013 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ηρακλείου ..., μετά από έγγραφη παραγγελία του αναιρεσείοντος Λ. Α. του Γ., επιδόθηκε αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης στο Δήμαρχο του Δήμου Ηρακλείου, καθώς και της, κάτω από αυτήν, με χρονολογία 2-1-2013, κλήσης προς εμφάνιση κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (5-3-2013). Σύμφωνα με το περιεχόμενο της έκθεσης αυτής, η συζήτηση της αναίρεσης επισπεύδεται από τον αναιρεσείοντα (προσωπικά) και όχι από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ή με τη σύμπραξή του. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, που έγινε στην παραπάνω δικάσιμο, δεν εμφανίστηκε ο αναιρεσείων, ούτε εκπροσωπήθηκε δια πληρεξουσίου δικηγόρου, ενώ παραστάθηκε ο αναιρεσίβλητος. Από άλλο στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει, ότι στην επίσπευση της συζήτησης της αναίρεσης και τη σύνταξη της κλήσης, προέβη δικηγόρος στον οποίο, μάλιστα, ο αναιρεσείων είχε χορηγήσει πληρεξουσιότητα και συνεπώς η επίσπευση της συζήτησης από τον αναιρεσείοντα δεν είναι νόμιμη. Δοθέντος δε ότι δεν προκύπτει και ότι ο αναιρεσείων είχε κλητευθεί νόμιμα από τον αναιρεσίβλητο, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αναίρεσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της, από 23-7-2012, αίτησης του αναιρεσείοντος, για αναίρεση της 341/2011 απόφασης του Εφετείου Κρήτης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη η συζήτηση της αναίρεσης.
Απαράδεκτη συζήτηση
Απαράδεκτη συζήτηση.
1
Αριθμός 604/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΚΤΥΠΩΣΕΙΣ IRIS ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ελένη Καρυοφύλλη. Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Γ. του Θ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μάριο Αρμάο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-6-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θηβών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 213/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2160/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 3-9-2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ανδρέας Δουλγεράκης διάβασε την από 21-2-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Περαιτέρω, οι από 27.6.2002, 14.4.2003, 30.6.2004, 19.6.2005 και 28.4.2006 συλλογικές συµβάσεις εργασίας "Για τους όρους αµοιβής και εργασίας των εργαζοµένων Λιθογράφων στα Λιθογραφεία, τα Εργοστάσια και Εργαστήρια Γραφικών Τεχνών όλης της Χώρας", οι οποίες κηρύχθηκαν γενικά υποχρεωτικές, αντίστοιχα, µε τις ΥΑ 12014/17.7.2002, 15127/8. 7.2003, 13253/8.11.2004, 12405/29.7.2005 και 11509/25.5.2006, και ίσχυαν κατά το επίδικο χρονικό διάστηµα, ορίζουν τους όρους εργασίας και αμοιβής των εργαζομένων στα εργοστάσια και εργαστήρια γραφικών τεχνών, ατελιέ, φωτομεταφορεία, λιθογραφεία μετάλλου, λιθογραφεία χάρτου, βαθυτυπίας, μηχανογράφησης offset, χαλκογραφίας, περιστροφικών πιεστηρίων και ταχυπιεστηρίων offset και τους όρους εργασίας και αμοιβής των εργαζομένων στα εργαστήρια και εργοστάσια γραφικών τεχνών στην εκτυπωτική βιομηχανία και σε όλες τις φάσεις της παραγωγικής διαδικασίας, προεκτύπωσης, εκτύπωσης και μετεκτύπωσης και επεξεργάζονται χαρτί, πλαστικό και μέταλλο σε φύλλο ή ρολό, με ίδια ή ξένα μέσα παραγωγής, ανεξαρτήτως τεχνολογίας. Σύµφωνα µε το άρθρο 10 αυτών, τα βασικά ημερομίσθια των υπαγόµενων στο πεδίο εφαρµογής των ανωτέρω συλλογικών συµβάσεων εργασίας εργαζοµένων, προσαυξάνονται µε επίδοµα ανθυγιεινής εργασίας δέκα τοις εκατό (10%) για τους εργαζόμενους εκείνους, που απασχολούνται στα κυλινδρικά περιστροφικά πιεστήρια και κυλινδρικά περιστροφικά ταχυπιεστήρια offset, εφόσον δεν είναι κλεισµένα µέσα σε ειδικό κουβούκλιο, ώστε να µειώνει το θόρυβο - θέρµανση, αναθυµιάσεις. Συγκεκριµένα το άρθρο 10 των ανωτέρω συλλογικών συµβάσεων εργασίας ορίζει επί λέξει τα εξής: "Τα παραπάνω βασικά ημερομίσθια των εργαζοµένων, όπως ορίζουν τα άρθρα 2 έως 5 της παρούσας ΣΣΕ: α) Σε βαθυτυπίες, φλεξογραφίες (που χρησιμοποιούν διαλύτες), φούρνους µεταλλοτυπίας, και σε εργασίες επαλείψεως σκόνης µαγνησίας και µπρούτζινας, συστήµατα U.V., προσαυξάνονται µε επίδοµα ανθυγιεινής εργασίας σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) και β) Στους εργαζόμενους στα κυλινδρικά περιστροφικά πιεστήρια και κυλινδρικά περιστροφικά ταχυπιεστήρια offset (εφόσον δεν είναι κλεισµένα µέσα σε ειδικό κουβούκλιο, ώστε να μειώνει το θόρυβο - θέρμανση, αναθυμιάσεις) προσαυξάνονται με επίδομα ανθυγιεινής εργασίας σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%)". Περαιτέρω, µε το άρθρο 3 αυτών ορίζεται ότι "όλοι οι εργαζόµενοι στη σύνθεση των ταχυπιεστηρίων offset ρολού τετράχρωµης τουλάχιστον αμφίπλευρης εκτύπωσης αµείβονται µε ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά πέντε τοις εκατό (5%) επί των βασικών ηµεροµισθίων του άρθρου 2". Τέλος, µε το άρθρο 2 το ημερομίσθιο των υπαγόμενων στο πεδίο ισχύος των εργαζομένων, διαφοροποιείται ανάλογα με την ειδικότητα και ειδικότερα προβλέπεται, ότι για τον τεχνίτη υπεύθυνο μηχανής περιστροφικού ταχυπιεστηρίου και κυλινδρικού περιστροφικού πιεστηρίου offset ρολού, ημερομίσθιο μεγαλύτερο σε σχέση με τον εργαζόμενο που έχει την ειδικότητα του εκτυπωτή ή του βοηθού εκτυπωτή. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, μεταξύ των άλλων και τα παρακάτω κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Με σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, η εναγόµενη (ήδη αναιρεσείουσα), ανώνυµη εταιρία µε την επωνυµία "ΕΚΤΥΠΩΣΕΙΣ IRIS A.E.B.E.", η οποία ασκεί επιχείρηση εκτύπωσης περιοδικών και διαθέτει για το σκοπό αυτό εκτυπωτική µονάδα στα Οινόφυτα Βοιωτίας, στη θέση ..., προσέλαβε, την 25-9-2000, τον ενάγοντα (ήδη αναιρεσίβλητο), προκειµένου να εργασθεί ως χειριστής διπλωτικής µηχανής. Με την ειδικότητα αυτή, ο ενάγων, µέλος της Πανελλαδικής Ένωσης Λιθογράφων Μισθωτών Γραφικών Τεχνών - Τύπου και Συναφών Επαγγελµάτων, απασχολήθηκε στην εναγοµένη, εργαζόµενος µε το σύστηµα της πενθήμερης εργασίας και επί οκτάωρο ηµερησίως, έως την 5-2-2007, οπότε αποχώρησε, οικειοθελώς, από την εργασία του. Ειδικότερα, η εργασία του συνίστατο στο χειρισµό της διπλωτικής µηχανής, η οποία είναι ενσωματωμένη στο κυλινδρικό ταχυπιεστήριο Offset, έχοντας την ευθύνη του ορθού χειρισµού της και την παρακολούθηση της ορθής λειτουργίας της. Η απασχόλησή του στην επιχείρηση της εναγοµένης, µε την παραπάνω ειδικότητα, προκύπτει από την κατάθεση του µάρτυρος απόδειξης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου Α. Α. Κ., ο οποίος βεβαιώνει κατηγορηµατικά ότι ο ενάγων εργάστηκε ως χειριστής διπλωτικής µηχανής. Η κατάθεσή του αυτή ενισχύεται από τις, ενώπιον του συµβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Νικ. Γιαννούλα, ένορκες καταθέσεις των µαρτύρων του ενάγοντος Η. Γ. Σ. και Α. Δ. Κ., οι οποίοι επιβεβαιώνουν ότι εργάστηκε µε την παραπάνω ειδικότητα και όχι ως βοηθός εκτυπωτή, όπως αβάσιµα υποστηρίζει η εναγόµενη. Ως, εκ του αντικειμένου της απασχόλησής του, ο ενάγων υπαγόταν στις εκάστοτε, ισχύουσες κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) "Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων Λιθογράφων στα Λιθογραφεία και Εργαστήρια Γραφικών Τεχνών όλης της χώρας", στο ρυθμιστικό πεδίο των οποίων υπάγονται και οι χειριστές περιστροφικών πιεστηρίων και ταχυπιεστηρίων Offset. Ο ενάγων εργαζόταν σε κυλινδρικό περιστροφικό ταχυπιεστήριο Offset, το οποίο δεν ήταν κλεισμένο σε ειδικό κουβούκλιο, ώστε να μειώνεται ο θόρυβος, η θέρμανση και οι αναθυμιάσεις, οπότε εδικαιούτο το προβλεπόμενο από τις ανωτέρω ΣΣΕ επίδομα ταχυπιεστηρίου, ποσοστού 5% επί του ημερομισθίου, καθώς και το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, ποσοστού 10% επί του ημερομισθίου. Ο ισχυρισμός της εναγομένης, ότι δεν δικαιούται τα ανωτέρω επιδόματα, διότι η μηχανή που εργαζόταν υπολειπόταν σημαντικά σε ταχύτητα εκτύπωσης, οπότε δεν χαρακτηρίζεται ως ταχυπιεστήριο, καθώς και για το λόγο ότι είχε κατασκευασθεί διαμορφωμένος χώρος για τους εργαζομένους, από ειδικά ηχομονωτικά και θερμομονωτικά υλικά, εξοπλισμένος με αυτόνομο σύστημα εξαερισμού και κλιματισμού, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα σ' αυτούς να ρυθμίζουν μόνοι τους τον εξαερισμό και τον κλιματισμό και εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό καλύτερες συνθήκες εργασίας, εντός του οποίου είχαν εγκατασταθεί οι κονσόλες χειρισμού της κάθε εκτυπωτικής μηχανής (τηλεχειριστήριο), απομονώνοντας με τον τρόπο αυτό εντελώς τις θέσεις εργασίας από τις μηχανές και κατά συνέπεια από θόρυβο, θερμότητα και αναθυμιάσεις, δεν αποδεικνύεται βάσιμος. Στις σχετικές ΣΣΕ, όσον αφορά το επίδομα ταχυπιεστηρίου, αναφέρεται ότι το δικαιούνται οι εργαζόμενοι σε ταχυπιεστήρια Offset ρολού τετράχρωμης τουλάχιστον αμφίπλευρης εκτύπωσης, χωρίς να γίνεται διάκριση αυτών (ταχυπιεστηρίων) σε σχέση με την ταχύτητα της μηχανής, ενώ προέκυψε ότι και οι τέσσερις (4) μηχανές Offset αμφίπλευρης εκτύπωσης ρολού, που χρησιμοποιούσε για τις εκτυπώσεις περιοδικών η εναγόμενη εταιρία (Heidelberg M 600, Man Roland Lithoman IV, Man Roland RotomanN και ΚΒΑ Compacta 408), δεν διέθεταν εκ κατασκευής κανενός είδους ηχοπροστασία, ούτε στοιχεία ηχοµόνωσης ή ηχοµονωτική κάλυψη περιµετρικά αυτών, παρά µόνο η κονσόλα µε τον υπολογιστή που έδινε τις εντολές στις εν λόγω µηχανές, ήτοι τα χειριστήρια από τα οποία ελέγχεται η λειτουργία των µηχανών, βρίσκονταν εντός του άνω περιγραφόµενου ειδικά διαµορφωµένου χώρου, όπως τούτο προκύπτει από τις προσκοµιζόµενες φωτογραφίες και από το περιεχόµενο του 10/30-01-2008 Δελτίου Ελέγχου του Επιθεωρητή Εργασίας, ενώ τα υπόλοιπα τµήµατα των µηχανών ήταν ακάλυπτα. Πλην όµως, εκτός του ότι η εγκατάσταση αυτή, δηλαδή η επιλογή της εναγοµένης να τοποθετήσει εντός ειδικού κουβουκλίου το χώρο απασχόλησης των εργαζοµένων και όχι τις µηχανές, δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νοµοθεσία, δεν προστάτευε επαρκώς τους εργαζόμενους, από το θόρυβο, τη θέρµανση και τις αναθυµιάσεις, διότι κανένας από αυτούς δεν µπορούσε να εργασθεί στο διαµορφωµένο αυτό χώρο, αφού η εργασία τους ήταν κατ' εξοχήν δίπλα στις µηχανές, κυρίως δε του ενάγοντος, ο οποίος, απασχολούµενος ως χειριστής της διπλωτικής µηχανής, απαιτείτο να βρίσκεται διαρκώς πλησίον αυτής. Εξάλλου, για την παρεχόμενη εργασία του, η εναγοµένη, κατά το ένδικο χρονικό διάστηµα, του κατέβαλε αποδοχές κατώτερες από εκείνες που εδικαιούτο, ενώ δεν του κατέβαλε τα επιδόµατα ανθυγιεινής εργασίας και ταχυπιεστηρίου, ποσοστού 10% και 5%, αντίστοιχα. Με βάση τις παραδοχές αυτές δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος δικαιούται 1) το παραπάνω επίδοµα ανθυγιεινής εργασίας, 2) την στο άρθρο 3 προσαύξηση και 3) το ημερομίσθιο που αντιστοιχεί στον τεχνίτη υπεύθυνο μηχανής περιστροφικού πιεστηρίου και κυλινδρικού περιστροφικού πιεστηρίου offset ρολού και αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε, κατά ένα μέρος, την αγωγή και αναγνώρισε ότι η αναιρεσείουσα είναι υποχρεωμένη να του καταβάλει το ποσό των 26.273,56 ευρώ. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης διότι, με σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, στηρίζει το διατακτικό της απόφασής του. Ειδικότερα, με τις παραδοχές της απόφασης, ότι 1) η εργασία την οποία προσέφερε ο ενάγων συνίστατο στο χειρισµό της διπλωτικής µηχανής, η οποία είναι ενσωµατωµένη στο κυλινδρικό ταχυπιεστήριο Offset, έχοντας την ευθύνη του ορθού χειρισµού της και την παρακολούθηση της ορθής λειτουργίας της, 2) ο ενάγων εργάστηκε µε την παραπάνω ειδικότητα και όχι ως βοηθός εκτυπωτή, 3) ο ενάγων εργαζόταν σε κυλινδρικό περιστροφικό ταχυπιεστήριο Offset, το οποίο δεν ήταν κλεισμένο σε ειδικό κουβούκλιο, ώστε να μειώνεται ο θόρυβος, η θέρμανση και οι αναθυμιάσεις, 4) οι τέσσερις (4) μηχανές Offset αμφίπλευρης εκτύπωσης ρολού, που χρησιμοποιούσε για τις εκτυπώσεις περιοδικών η εναγόμενη εταιρία (HeidelbergM600, Man Roland LithomanIV, Man Roland RotomanN και ΚΒΑ Compacta 408), δεν διέθεταν εκ κατασκευής κανενός είδους ηχοπροστασία, ούτε στοιχεία ηχοµόνωσης ή ηχοµονωτική κάλυψη περιµετρικά αυτών, παρά µόνο η κονσόλα µε τον υπολογιστή, που έδινε τις εντολές στις εν λόγω µηχανές, ήτοι τα χειριστήρια από τα οποία ελέγχεται η λειτουργία των µηχανών, βρίσκονταν εντός του άνω περιγραφόµενου ειδικά διαµορφωµένου χώρου και 5) η επιλογή της εναγοµένης να τοποθετήσει εντός ειδικού κουβουκλίου το χώρο απασχόλησης των εργαζοµένων και όχι τις µηχανές, δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπει η νοµοθεσία, δεν προστάτευε επαρκώς τους εργαζοµένους, από το θόρυβο, τη θέρµανση και τις αναθυµιάσεις, διότι κανένας από αυτούς δεν µπορούσε να εργασθεί στο διαµορφωµένο αυτό χώρο, αφού η εργασία τους ήταν κατ' εξοχήν δίπλα στις µηχανές, κυρίως δε του ενάγοντος, ο οποίος, απασχολούµενος ως χειριστής της διπλωτικής µηχανής, απαιτείτο να βρίσκεται διαρκώς πλησίον αυτής, θεμελιώνεται το δικαίωμα του αναιρεσίβλητου να ασκήσει τις παραπάνω αξιώσεις του και αιτιολογείται, πλήρως και σαφώς, η επιδίκασή των. Οι ειδικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, οι οποίες προβάλλονται, αντίστοιχα, με τους πρώτο, τρίτο και τέταρτο λόγους αναίρεσης, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι στην προσβαλλόµενη απόφαση δεν περιέχονται παραδοχές α) ότι ο αναιρεσίβλητος, κατά τη διάρκεια της εργασίας του, ήταν πράγµατι εκτεθειμένος σε θόρυβο, θέρµανση, αναθυµιάσεις ώστε να δικαιολογείται η καταβολή του επιδόµατος ανθυγιεινής εργασίας, β) ότι η μηχανή στην οποία εργαζόταν είχε την ιδιότητα του ταχυπιεστηρίου, η οποία και δεν αιτιολογείται, ενόψει του ότι δεν έγινε δεκτό, ότι η ταχύτητά της ήταν άνω των 200.000 ιστοσελίδων, γ) ως προς τα ειδικότερα καθήκοντα του αναιρεσίβλητου και την ιδιότητα του ως υπεύθυνου μηχανής περιστροφικού ταχυπιεστηρίου, είναι αβάσιμες. Επομένως, οι παραπάνω λόγοι αναίρεσης, είναι αβάσιμοι. Κατά την έννοια του άρθρου 281 Α.Κ. το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, εκτός των άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της άσκησής του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τότε, δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου δεν αρκεί, αλλ' απαιτείται επιπρόσθετα να συντρέχουν περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και εκείνου που αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία γεννιέται στον τελευταίο η πεποίθηση, ότι το δικαίωμα δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ' αυτού, έτσι ώστε η, με τη μεταγενέστερη άσκηση, επιδίωξη ανατροπής της κατάστασης που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο συνέπειες (Ολ.ΑΠ 62/1990). Περαιτέρω, η μελλοντική άσκηση και από τρίτους παρόμοιων αξιώσεων, στην περίπτωση που ευδοκιμήσει η επίδικη, δεν συνιστά καθ' εαυτήν ειδική περίσταση, αφού η ενέργεια αυτή αφορά αποκλειστικά τις συνέπειες, που μπορεί να έχει για τον οφειλέτη η ικανοποίηση του ήδη ασκηθέντος δικαιώματος και δεν συνδέεται με την προηγηθείσα της άσκησης του δικαιώματος συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη. Εξάλλου, όταν η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος στηρίζεται σε περισσότερα αυτοτελή πραγματικά περιστατικά, τα οποία συνολικώς εκτιμώμενα προσδίδουν καταχρηστικό χαρακτήρα στο ενασκούμενο δικαίωμα, καθένα από τα περιστατικά αυτά αποτελεί "πράγμα", κατά την έννοια του άρθρ. 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ, επί πλέον δε, εφόσον στο σύνολό τους θεμελιώνουν τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ιδρύεται ο προβλεπόμενος από το άρθρ. 559 αρ. 1 του ίδιου κώδικα λόγος αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, ενώπιον του Εφετείου, προβλήθηκε, παραδεκτά, από την αναιρεσείουσα ο ισχυρισμός ότι οι προαναφερόµενες αξιώσεις του ενάγοντος ασκούνται κατά κατάχρηση δικαιώµατος, για τη θεμελίωση του οποίου επικαλέστηκε ότι 1) ο ενάγων αδράνησε και άφησε να διαρρεύσει µεγάλο (7 ετών) χρονικό διάστηµα, χωρίς ποτέ να διαµαρτυρηθεί και να προβάλλει οποιαδήποτε αξίωση, ακόμη και κατά την οικειοθελή αποχώρησή του από την εργασία του, δημιουργώντας, ευλόγως, σ' αυτήν, την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσει στο µέλλον τυχόν αξιώσεις εναντίον της, 2) η επιχείρησή της από το έτος 2007 είναι σταθερά ζημιογόνος, με ζημίες ανερχόμενες, κατά το έτος 2010, στο ποσό των 10.794.474,98 ευρώ και 3) για όμοιες με τις επίδικες αξιώσεις έχουν ασκηθεί αγωγές από 18 πρώην εργαζόμενους της, ενόψει δε των παραπάνω πραγματικών περιστατικών, η άσκηση των επίδικων αξιώσεων, υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Τα επικαλούμενα, όμως, πραγματικά περιστατικά και στην περίπτωση που είναι αληθινά, δεν είναι ικανά, στο σύνολο τους, να θεμελιώσουν τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, αφού α) μόνη η αδράνεια του δικαιούχου δεν αρκεί, αλλ' απαιτείται επιπρόσθετα να συντρέχουν περιστατικά, αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά, τόσο αυτού, όσο και εκείνου που αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία γεννιέται στον τελευταίο η πεποίθηση, ότι το δικαίωμα δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ' αυτού, έτσι ώστε η με τη μεταγενέστερη άσκηση επιδίωξη ανατροπής της κατάστασης που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο συνέπειες, τα οποία, όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν εκτίθενται, β) η μελλοντική άσκηση και από τρίτους παρόμοιων αξιώσεων (το ύψος και το είδος των οποίων, μάλιστα δεν προσδιορίζεται από την αναιρεσείουσα), δεν συνιστά καθ' εαυτήν ειδική περίσταση, αφού αφορά αποκλειστικά τις συνέπειες, που μπορεί να έχει για τον οφειλέτη η ικανοποίηση του ήδη ασκηθέντος δικαιώματος και δεν συνδέεται με την προηγηθείσα της άσκησης του δικαιώματος συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη και γ) το επικαλούμενο γεγονός του ζημιογόνου της επιχείρησης της αναιρεσείουσας, δίχως μάλιστα να γίνεται επίκληση του λόγου πρόκλησής του, δεν μπορεί να καταστήσει καταχρηστική την αξίωση του αναιρεσίβλητου, προφανώς ανυπαίτιου γι' αυτήν, μόνο του ή συνεκτιμώμενο με τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι, τα υπό στοιχεία 1 και 3, πραγματικά περιστατικά δε αρκούν για να καταστήσουν την άσκηση του ένδικου δικαιώματος καταχρηστική και απέρριψε τον άνω ισχυρισμό, δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρ. 281 του ΑΚ. Εξάλλου, ενόψει του ότι το υπό στοιχ. 2 περιστατικό, περί του ζημιογόνου χαρακτήρα της αναιρεσείουσας, και αληθές αν είναι, δεν μπορεί μόνο του ή συνεκτιμώμενο με τα λοιπά περιστατικά, να θεμελιώσει τον παραπάνω ισχυρισμό, δεν είχε υποχρέωση να τον ερευνήσει, κατά το αντίστοιχο μέρος του και δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Επομένως είναι αβάσιμος, ο, περί του αντιθέτου, πέμπτος λόγος της αναίρεσης, από τους αρ. 1 και 8 του ίδιου άρθρου. Από τα άρθρα 335, 338 έως 341 και 346 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του ως προς τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν, νομίμως, οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων, στις υποθέσεις που δικάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 664 επ. του ΚΠολΔ, περιλαμβάνονται και οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, που έγιναν νομοτύπως, κατά το άρθρο 671 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Οι βεβαιώσεις αυτές αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, σε σχέση με τους μάρτυρες και τα έγγραφα. Αν το Δικαστήριο δεν συνεκτιμήσει όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν οι διάδικοι ιδρύεται λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 11 γ' ΚΠολΔ, ο οποίος, όμως, είναι αβάσιμος, αν προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα επικληθέντα και προσκομισθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα. Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι το Εφετείο σχημάτισε τη δικανική πεποίθησή του, πλην των άλλων και από τις καταθέσεις των µαρτύρων των διαδίκων Α. Α. Κ. και Κ. Γ. Π., όλα τα νοµίµως προσκοµιζόµενα και επικαλούµενα έγγραφα, την .../14.2.2008 ένορκη βεβαίωση του µάρτυρα της εναγοµένης Χ. Μ. Κ., ενώπιον της Συµβολαιογράφου Αθηνών Σοφίας Αναστ. Τζοΐτη, την .../9. 5.2011 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων του ενάγοντος Η. Γ. Σ. και Α. Δ. Κ., ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Νικ. Γιαννούλα, και τις .../9-5-2011, .../9-5-2011 και .../10-5-2011 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της εναγομένης Κ. Ν. Τ., Κ. Γ. Π. και Ν. Κ. Τ., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Κορωπίου. Επομένως, έλαβε υπόψη τις αναφερόμενες από την αναιρεσείουσα, ως μη ληφθείσες υπόψη, ως άνω ένορκες βεβαιώσεις, προς απόκρουση του ισχυρισµού του αναιρεσιβλήτου περί συνδροµής στο πρόσωπό του των προϋποθέσεων καταβολής του επιδόµατος ανθυγιεινής εργασίας και ειδικότερα, την α) .../14-2-2008 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συµβολαιογράφου Αθηνών Σοφίας Αναστασίου Τζοΐτη του µάρτυρα Χ. Κ., β) .../9-5-2011 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Κορωπίου του μάρτυρα Κ. Π., γ) .../10-5-2011 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Κορωπίου του μάρτυρα Ν. Τ. και δ) .../9-5-2011 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Κορωπίου και ο, περί του αντιθέτου, δεύτερος, λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου (άρθ. 176 και 183 του ΚΠολΔ), όπως, ειδικότερα, στο διατακτικό προσδιορίζονται. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 3-9-2012, αίτηση της αναιρεσείουσας, για αναίρεση της 2160/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Τεχνίτης υπεύθυνος μηχανής περιστροφικού ταχυπιεστηρίου. Εφόσον το δικαστήριο δέχθηκε ότι η εργασία του ενάγοντος συνίστατο στο χειρισμό της διπλωματικής μηχανής, ενσωματωμένης σε κυλινδρικό περιστροφικό ταχυπιεστήριο Offset, το οποίο δεν ήταν κλεισμένο σε ειδικό κουβούκλιο, ώστε να μειώνεται ο θόρυβος, η θέρμανση και οι αναθυμιάσεις, θεμελιώνεται το δικαίωμα του να ασκήσει τις αξιώσεις του, που αναφέρονται στο επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, στην προσαύξηση του βασικού του ημερομισθίου και στο ημερομίσθιο που αντιστοιχεί στον τεχνίτη υπεύθυνο μηχανής περιστροφικού πιεστηρίου και κυλινδρικού περιστροφικού πιεστηρίου offset ρολού.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 606/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη-Εισηγήτρια και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου-Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Α. Κ. του Δ., κατοίκου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Πεπελάση, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 391/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Οικονόμου. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Ιουνίου 2012 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 803/2012. Αφού άκουσε Τους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 258 του ΠΚ, όπως η περ. γ' αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14§5 β του ν. 2721/1999, "υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι` αυτό, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: (α) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ ή (β) το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ". Από την πιο πάνω διάταξη προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ υπεξαιρέσεως με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α) Παράνομη ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο. Κατοχή δε, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, δεν είναι μόνο η σχέση φυσικής εξουσιάσεως του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούλησή του, αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών την εξουσίαση του πράγματος από το δράστη κατά τη βούλησή του. Αν πρόκειται για χρήματα, η απόκτηση της κατοχής τους, υπό την παραπάνω έννοια, δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοσή τους στο δράστη, αλλά και με τη λογιστική τους μεταφορά στον προσωπικό λογαριασμό του δράστη ή καθ` υπόδειξη του τελευταίου σε λογαριασμό τρίτου σε τράπεζα, οπότε γίνεται δικαιούχος αυτός (δράστης ή τρίτος) και αποκτά δικαίωμα αναλήψεώς τους κατά τις διατάξεις που διέπουν το τραπεζικό σύστημα. β) Ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' του ΠΚ, όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263α του ίδιου Κώδικα. Και γ) ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, αδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι` αυτό. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέλησή του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικώς απαιτείται η ύπαρξη δόλου του δράστη, ο οποίος ενέχει τη γνώση αυτού ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη βούληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Τέλος, με την υπαλληλική ιδιότητα λαμβάνει κανείς χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα, όταν μεταξύ της λήψεως και της υπαλληλικής ιδιότητας του λήπτη υπάρχει μια άμεση σχέση αιτιότητας. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρο 98 παρ. 2 Π.Κ. που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 11 του ν. 2721/1999 και άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, επί προσβολής περιουσιακών αγαθών, ο χαρακτηρισμός της αξίας του αντικειμένου της πράξεως, της περιουσιακής βλάβης και οφέλους γίνεται με βάση το αποτέλεσμα στο οποίο απέβλεπε συνολικά ο δράστης. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Στην περίπτωση της υπεξαίρεσης, εφαρμόζεται η παραπάνω διάταξη της παρ.2 του άρθρου 98 του Π.Κ, για το άθροισμα του ποσού. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 391/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε, κατά πλειοψηφία, η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη για την αξιόποινη πράξη της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, κατ` εξακολούθηση, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 α' του Π.Κ. σε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα οκτώ (18) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, ενώ η συγκατηγορούμενή της, για την ίδια πράξη, κρίθηκε αθώα, της ως άνω πράξεως. Στο σκεπτικό πλειοψηφίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, ήτοι τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης τα έγγραφα και τις απολογίες των κατηγορουμένων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Οι κατηγορούμενες ήσαν υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος. Στις 4-5-2004 και 10-5-2004 ορίσθηκαν από την ως άνω Τράπεζα να στελεχώσουν τριμελή συνεργασία καταμετρήσεως χρηματοδεμάτων (που αποστέλλονταν από άλλες Τράπεζες), τα οποία είχαν ήδη προμετρηθεί από άλλη επιτροπή-συνεργείο. Στις 4-5-2004, η πρώτη κατηγορουμένη-εκκαλούσα ανήγγειλε έλλειμμα 7 χαρτονομισμάτων των 50 ευρώ, από δεσμίδα που της είχε δοθεί για καταμέτρηση. Στις 10-5-2004 και ενώ περί ώρα 8.00 πρωϊνή είχαν παραδοθεί τα χρηματοδέματα, σε δεσμίδες των 100 χαρτονομισμάτων, στο τριμελές συνεργείο για καταμέτρηση, περί ώρα 9.30'πρωϊνή η πρώτη κατηγορούμενη (που κατά την χρονική αυτή στιγμή ήταν αρμόδια για την αποδεσμιδοποίηση) ανήγγειλε στους αρμόδιους υπαλλήλους της Τράπεζας (επιτηρητές καταμετρήσεως) ότι ένα δέμα της φαινόταν χαλαρό. Πράγματι, το δέμα αυτό αποδεσμιδοποιήθηκε και κατόπιν καταμετρήσεως βρέθηκε ελλειμματικό κατά 27 χαρτονομίσματα (των 50 ευρώ). Με δεδομένο ότι τα δύο προαναφερθέντα ελλείμματα από τα προμετρημένα χρηματοδέματα εμφανίσθηκαν-αναγγέλθηκαν από την πρώτη κατηγορούμενη που είχε παραλάβει αυτά σε δεσμίδες των 100 χαρτονομισμάτων, χωρίς να παρεμβληθεί τρίτο πρόσωπο, κρίνεται ότι αυτή ιδιοποιήθηκε παρανόμως και εξακολουθητικά τα ως άνω ποσά των 350 ευρώ, στις 4-5-2004 και των 1350 ευρώ, στις 10-5-2004. Τη κρίση αυτή ενισχύουν ειδικότερα οι καταθέσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων, Χ. Γ., που αναφέρει ότι η Κ. ήταν εκεί που άνοιγα τα (προμετρημένα) δέματα, στις 10-5-2004, τα χρήματα προφανώς κλάπηκαν από τα άτομα της μηχανής (συνεργείο), Δ. Ε., που αναφέρει ότι η Κ., έκοβε τα χρηματοδέματα, στις 10-5-2004, τον Α. Χ. που αναφέρει ότι η Κ. και στις 2 φορές (4 και 10 Μαΐου 2004) ήταν χειρίστρια στην αποδεσμιδοποίηση των χρηματοδεμάτων, όταν εμφανίσθηκα τα ελλείμματα, μετά δε τα δύο αυτά περιστατικά δεν υπήρχαν παράπονα (για ελλείμματα) από τις άλλες Τράπεζες. Περαιτέρω, καθόσον αφορά τη δεύτερη κατηγορούμενη-εκκαλούσα Γ. Λ., δεν αποδείχθηκε, πέραν της συμμετοχής της στα ως άνω συνεργεία καταμετρήσεως κατά της ημεροχρονολογίες 4 και 10 Μαΐου 2004, οιαδήποτε εμπλοκή αυτής στο έγκλημα της υπεξαιρέσεως των προαναφερθέντων χρηματικών ποσών.... Συνεπώς, κρίνεται ότι η μεν δεύτερη κατηγορούμενη πρέπει να κηρυχθεί αθώα για τις πράξεις που κατηγορείται, η δε πρώτη κατηγορούμενη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη κατά πλειοψηφία (μειοψηφούσης της Εφέτου Παυλόγιαννη Δήμητρας που έχει τη γνώμη ότι η κατηγορούμενη έπρεπε να κηρυχθεί αθώα) υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, κατ' άρθρο 258 παρ.α' ΠΚ, πλην όμως πρέπει να της αναγνωρισθεί, όπως και πρωτοδίκως, το ελαφρυντικό του άρθρου 84§2α ΠΚ". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα άνω, απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ` εξακολούθηση για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ.α' και γ', 26 παρ.1α, 27, 98, 263 Α, β 258 στοιχ. α' του Π.Κ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Ειδικότερα, παρατίθεται στην απόφαση, α. ότι η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ήταν υπάλληλος της Τράπεζας της Ελλάδος και ποια ακριβώς ιδιότητα είχε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, β. ότι η κατηγορούμενη, ενεργώντας με δόλο, ιδιοποιήθηκε παράνομα τα αναφερόμενα χρηματικά ποσά, τα οποία ανήκαν στο ως άνω νομικό πρόσωπο, είχαν δε περιέλθει στην κατοχή της, λόγω της παραπάνω υπαλληλικής της ιδιότητας, αφού μεταξύ της λήψεως των χρημάτων και της υπαλληλικής ιδιότητάς της υπήρχε μια άμεση σχέση αιτιότητας, υπό την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια γ. ότι η πράξη της υπεξαιρέσεως, τελέστηκε κατ` εξακολούθηση, ήτοι για δύο μερικότερες πράξεις, που τελέστηκαν στις 4 και 10 Μαΐου 2004, με ενιαίο δόλο, τον οποίο δεν χρειαζόταν να αιτιολογήσει ιδιαίτερα αφού για το εν λόγω αδίκημα απαιτείται απλός δόλος και δ. ότι το υλικό αντικείμενο της πράξης δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπαγάγοντας το συνολικά υπεξαιρεθέν ποσό στην περίπτωση α' του άρθρου 258Π.Κ. Εξάλλου, η έμφαση που δόθηκε στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης, σε αποσπάσματα των καταθέσεων ορισμένων μαρτύρων (Χ. Γ., Δ. Ε. και Α. Χ.), προκειμένου να ενισχυθεί η περί ενοχής κρίση του, δε σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, όπως αβάσιμα διατείνεται η αναιρεσείουσα, αφού όπως προαναφέρθηκε, στο προοίμιο της απόφασης γίνεται μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα. Περαιτέρω, οι ειδικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, α) ότι απαραδέκτως το δικαστήριο δέχθηκε ως δεδομένο ότι τα επίδικα χρηματοδέματα, και δή, αυτό της 10-5-2004, ήταν από αυτά που προμετρήθηκαν και βρέθηκαν πλήρη, καίτοι η κατηγορούμενη, απολογούμενη αρνήθηκε ότι αυτά ήταν προμετρημένα, οι δε καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, Χ. Γ. και Δ. Ε., είναι ασαφείς και αντιφατικές επί του σημείου αυτού β) ότι η κρίση του δικαστηρίου " περί μη ύπαρξης παραπόνων για ελλείμματα από τις άλλες Τράπεζες μετά τα δύο ένδικα περιστατικά", είναι λανθασμένη, αφού δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και γ) ότι το δικαστήριο υπέπεσε σε αντιφάσεις αφού απήλλαξε της κατηγορίας την συγκατηγορούμενη της αναιρεσείουσας, για την οποία είχαν προκύψει τα ίδια πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και για την κατηγορουμένη - αναιρεσείουσα, είναι αβάσιμες και απορριπτέες, γιατί υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Συνεπώς οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ, 2ος, με στοιχεία α, β, γ και δ, και 4ος λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως περί ελλείψεως αιτιολογίας της περί ενοχής απόφασης και οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ, επίσης 4ος και 3ος με στοιχείο β λόγος, περί εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ.2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου, που δεν είναι βέβαιο ότι αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ.1 περίπτωση δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι, παραβιάζεται η άσκηση του, κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα, δικαιώματος του κατηγορουμένου, να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά, τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ, πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Εξάλλου δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία, ως προς την ταυτότητα των εγγράφων, όταν από τα πρακτικά της δίκης δεν προκύπτει ότι αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, κατά τα άνω απόφασης, το Πενταμελές Εφετείο, που την εξέδωσε, στήριξε την περί ενοχής της αναιρεσείουσας κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, προσδιοριζόμενα κατ' αύξοντα αριθμό, ως εξής :1 ....3) Φωτοτυπία διαφόρων δεσμίδων της ALPHA BANK και EURO BANK. Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, άλλωστε όπως βεβαιώνεται στα πρακτικά, όλα ανεξαιρέτως αναγνώσθηκαν. Με την γενόμενη δε ανάγνωση τους, χωρίς να προκύπτει από τα πρακτικά ότι προβλήθηκε αντίρρηση από την αναιρεσείουσα, έγινε γνωστό και σε όλους τους παράγοντες της δίκης το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, επομένως και στην αναιρεσείουσα, οπότε αυτή είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο καθενός από τα έγγραφα αυτά, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Άλλωστε, από την επισκόπηση των πρακτικών προκύπτει, ότι δεν αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό, ούτε ότι υποβλήθηκε αίτημα προς ανάγνωση κάποιου άλλου εγγράφου, το οποίο δεν έγινε δεκτό. Το Πενταμελές, συνεπώς, Εφετείο ορθώς έλαβε υπόψη του τα ως άνω έγγραφα και οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας ότι παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά της δικαιώματα, διότι το Δικαστήριο της ουσίας, προς στήριξη της περί ενοχής της, κρίσης του, έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω έγγραφα που αναγνώσθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους, είναι αβάσιμες. Περαιτέρω, η αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι τα με αύξοντα αριθμό 23 έως 27 αναγνωστέα έγγραφα, ήτοι φωτοτυπία της από 13-11-2006 βεβαίωσης πειθαρχικού ελέγχου του καταστήματος κράτησης Κορυδαλλού (α/α23), φωτοτυπία δελτίου υγείας του κατηγορουμένου (α/α.24), φωτοτυπία της από 2-10-2009, Ιατρικής Γνωμάτευσης (α/α/25) φωτοτυπία εξιτηρίου (α/α. 26) και φωτοτυπία της από 15-10-2009 βεβαίωσης του ΚΕΘΕΑ (α/α 27), είναι άσχετα με την κρινόμενη υπόθεση και ότι η λήψη αυτών υπόψη από το δικαστήριο για τη διαμόρφωση της δικανικής περί ενοχής της κατηγορουμένης κρίσης του, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, είναι αβάσιμη, αφού τα έγγραφα αυτά από προφανή παραδρομή παρεισέφρυσαν στη σχετική δικογραφία και από προφανή παραδρομή αναγνώστηκαν, όμως δεν λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, όπως προκύπτει από το σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης, αφού ήταν άσχετα με την κρινόμενη υπόθεση. Άλλωστε, τα έγγραφα αυτά δεν αναγνώστηκαν και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών, για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, προκύπτει. Επομένως, δεν επήλθε καμία ακυρότητα από την ανάγνωσή τους στο ακροατήριο, όπως αβάσιμα διατείνεται η αναιρεσείουσα. Κατ' ακολουθία, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, 1ος λόγος αναιρέσεως της αίτησης της αναιρεσείουσας, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ.1 Δ' ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά την παρ. 4 του άρθρου 79 ΠΚ "στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε". Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι "κατά την επιμέτρηση της ποινής στα όρια που διαγράφει ο νόμος, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη α) τη βαρύτητα του εγκλήματος που έχει τελεσθεί και β) την προσωπικότητα του εγκληματία". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος και της προσωπικότητας του δράστη, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του για τα στοιχεία αυτά ειδικότερη αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και ειδικότερα από το σκεπτικό που αναφέρεται στην επιμέτρηση της ποινής, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, κατά την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στην αναιρεσείουσα, έλαβε υπόψη του τη βαρύτητα του εγκλήματος που διέπραξε αυτή, αλλά και την προσωπικότητά της, για την εκτίμηση, δε των στοιχείων τούτων, χρησιμοποίησε και τα κριτήρια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 79 ΠΚ, που ειδικώς μνημονεύει στην απόφαση, χωρίς να είναι αναγκαία, επιπρόσθετη αιτιολογία και αναφορά άλλων περιστατικών. Επομένως ο σχετικός 3ος με στοιχείο α' λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ περί ελλείψεως αιτιολογίας, της περί επιμέτρησης της ποινής απόφασης, και εσφαλμένης ερμηνείας της παραπάνω διάταξης είναι αβάσιμος και κατά το ανωτέρω σημείο. Κατόπιν αυτών πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176,183 Κ.Πολ.Δ.) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11-6-2012 ( υπ` αριθμό πρωτ. 4300/11-6-2012) αίτηση αναιρέσεως της Κ. Α. του Δ., κατοίκου ... ..., περί αναιρέσεως της υπ` αριθμό 391/2012 αποφάσεως του Γ' Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) Ευρώ. Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 16 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του ως άνω εγκλήματος. Πραγματικά περιστατικά. Υπάλληλος της Τράπεζας Ελλάδος υπεύθυνη για την καταμέτρηση των χρηματοδεμάτων που αποστέλλονταν στην ως άνω Τράπεζα. Παράνομη ιδιοποίηση χαρτονομισμάτων, κατά την εκτέλεση της ως άνω υπηρεσίας. Ποινική Δικονομία.. Λόγοι αναίρεσης: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Απόλυτη ακυρότητα γιατί δεν προσδιορίζεται επακριβώς η ταυτότητα αναγνωσθέντων εγγράφων. Επαρκώς προσδιορίζονται, με την ανάγνωση τους, είχε δυνατότητα η αναιρεσείουσα να προβεί σε δηλώσεις και παρατηρήσεις. Έλλειψη αιτιολογίας της περί επιμέτρησης της ποινής απόφασης. Υπάρχει πλήρης αιτιολογία. Ορθή και αιτιολογημένη η απόφαση. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 580/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο - Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη και Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Απριλίου 2013, προκειμένου να αποφανθεί για την δήλωση αποχής της Αρεοπαγίτη Ειρήνης Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, που αφορά την υπόθεση με αριθμό πινακίου 1305/2012, η οποία διαβιβάστηκε με το με αριθμό 144/21.3.13 έγγραφο της Προέδρου του Αρείου Πάγου στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με τη σχετική ποινική δικογραφία. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Σταύρου Μαντακιοζίδη με αριθμό 87/27.3.2013, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Ι. Η Αρεοπαγίτης Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη υπέβαλε στον Αντιπρόεδρο του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου την από 21/3/2013 δήλωση αποχής, η οποία διαβιβάσθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με το υπ' αριθ. 144/21.3.2013 έγγραφο της Προέδρου του Αρείου Πάγου και στην οποία (δήλωση) αναφέρει τα εξής: Κατά τη δικάσιμο της 5/3/2013, κατά τη συζήτηση της υπ' αριθ. 286/3-12-2012 αιτήσεως αναιρέσεως της Ε. Μ. του Ν., κατά της υπ' αριθ. 9442/2012 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, συμμετείχε στην σύνθεση του ως άνω δικαστηρίου (ΣΤ' Ποινικού Τμήματος) και μάλιστα ορίσθηκε ως Εισηγήτρια επί της πιο πάνω αιτήσεως αναιρέσεως. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως παραστάθηκε, δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης ο Δικηγόρος Αθηνών Ιωάννης Κυπριωτάκης, ο οποίος είχε παρασταθεί και στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ως συνήγορος υπεράσπισης της ήδη αναιρεσείουσας. Ο εν λόγω δικηγόρος, όμως, έχει ασκήσει σε βάρος της πιο πάνω Αρεοπαγίτη και των μελών της σύνθεσης που εξέδωσε την υπ' αριθ. 1668/2011 απόφαση του 14ου Τμήματος (Ενοχικού) του Εφετείου Αθηνών, την από 29/11/2012 αγωγή κακοδικίας, με την ιδιότητά της τότε, ως Προέδρου Εφετών, η οποία και εκκρεμεί ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας. Κατά συνέπεια, από λόγους ευπρεπείας, η προαναφερόμενη Αρεοπαγίτης προέβη στην πιο πάνω δήλωση και ζητά να εξαιρεθεί του χειρισμού της εν λόγω δικογραφίας. II. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 3 ΚΠΔ τα δικαστικά πρόσωπα δεν δύνανται να ασκήσουν τα δικαιοδοτικά τους καθήκοντα και όταν υπάρχει σοβαρός λόγος ευπρεπείας, δηλαδή, όταν μπορεί να τεθεί σε αμφιβολία η ελεύθερη κρίση τους (Α.Π. 2651/08, ΑΠ 1919/08), πράγμα που μπορεί να συμβεί και στην προκειμένη περίπτωση. Εν όψει των ανωτέρω και δεδομένου, ότι δεν αμφισβητείται η αλήθεια του αναφερομένου λόγου, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση δήλωση αποχής. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να γίνει δεκτή η από 21/3/2013 δήλωση αποχής της Αρεοπαγίτου Ειρήνης Κιουρκτσόγλου -Πετρουλάκη και να απόσχει της ασκήσεως των καθηκόντων της επί της υπ' αριθ. 286/3-12-2012 αιτήσεως αναιρέσεως της Ε. Ν. Μ. κατά της υπ' αριθ. 9442/2012 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Σταύρος Μαντακιοζίδης." Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η από 21-3-2013 δήλωση αποχής της Αρεοπαγίτη Ειρήνης Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, η οποία απευθύνθηκε στον Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ως Πρόεδρο του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου και η οποία διαβιβάσθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με το 144/21-3-2013 έγγραφο της Προέδρου του Αρείου Πάγου, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που συνεδριάζει ως Συμβούλιο κατά το άρθρο 23 παρ.4 του ΚΠΔ και πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσίαν. Με τη δήλωσή της αυτή η άνω Αρεοπαγίτης δηλώνει ότι κατά τη δικάσιμο της 5-3-2013 και κατά τη συζήτηση της υπ' αριθμ. 286/3-12-2012 αιτήσεως αναιρέσεως της Ε. Μ. του Ν. κατά της 9442/2012 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημμάτων Αθηνών, συμμετείχε στη σύνθεση του ΣΤ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου και ορίσθηκε μάλιστα ως Εισηγήτρια της υπόθεσης αυτής. Κατά τη μελέτη όμως της υπόθεσης αυτής διεπίστωσε ότι κατά τη συζήτηση της άνω αιτήσεως αναίρεσης παραστάθηκε δυνάμει ειδικής εξουσιοδότησης ο δικηγόρος Αθηνών Ιωάννης Κυπριωτάκης, ο οποίος είχε παρασταθεί και στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ως συνήγορος υπεράσπισης της ήδη αναιρεσείουσας. Ο δικηγόρος όμως αυτός έχει ασκήσει σε βάρος της άνω Αρεοπαγίτη και των μελών της σύνθεσης που εξέδωσε την 1668/2011 απόφαση του 14 Τμήματος του Ενοχικού Δικαίου του Εφετείου Αθηνών την από 29-11-2012 αγωγή κακοδικίας με την ιδιότητά της τότε, ως Προέδρου Εφετών η οποία και εκκρεμεί ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου Αγωγών Κακοδικίας. Ενόψει των γεγονότων τούτων, που δεν αμφισβητούνται συντρέχει ο επικαλούμενος σοβαρός λόγος αποχής της άνω Αρεοπαγίτη από την άσκηση των καθηκόντων της στην υπόθεση αυτή εκ λόγων ευπρεπείας για να μη μπορεί να τεθεί σε αμφιβολία η ελεύθερη κρίση της (ΑΠ 1614/2009, 2651/2008). Επομένως, το συμφέρον της δικαιοσύνης και η διασφάλιση του κύρους αυτής, επιβάλλουν την αποχή της δηλούσης Αρεοπαγίτη από την υπόθεση αυτή και συνεπώς η δήλωσή της πρέπει να γίνει δεκτή κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν τίθεται θέμα αναβολής της δίκης επί της συζητηθείσας ως άνω αναιρέσεως καθόσον κατά την ημέρα της συνεδρίασης (5.3.2013) η σύνθεση του Δικαστηρίου είναι εφικτή από τους λοιπούς συμμετάσχοντες στη δίκη χωρίς τη συμμετοχή της άνω δηλούσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται την από 21-3-2013 δήλωση αποχής της Αρεοπαγίτη Ειρήνης Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη. Αποφαίνεται ότι η άνω Αρεοπαγίτης δε θα συμμετάσχει στη σύνθεση του Στ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου στην εκδίκαση της 286/3-12-2012 αίτησης αναίρεσης της Ε. Ν. Μ. κατά της 9442/2012 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2013. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 11 Απριλίου 2013.- Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δήλωση αποχής της Αρεοπαγίτη Ειρήνης Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη από την άσκηση των καθηκόντων της στην υπόθεση αυτή εκ λόγων ευπρεπείας.
Αποχής δήλωση
Αποχής δήλωση.
0
Αριθμός 579/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Π. Κ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου, για αναίρεση της υπ' αριθ. 2435/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Σεπτεμβρίου 2012 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1204/2012. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 ΚΠΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης η πιο πάνω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική αρχή που έχει εκδώσει το επίδικο έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του και στην περίπτωση αυτή η επίδοση γίνεται, ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. α' προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η ως άνω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Τέλος, κατά τις διατάξεις, του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής απόφασης επιτρέπεται αναίρεση (παρ. 2). Ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσης για την απόρριψη αυτή. Ειδικότερα η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της έφεσης ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο της επίδοσης της προσβαλλομένης απόφασης και εκείνον της άσκησης του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση (Ολ.ΑΠ 6/1994 και 4/1995). Αν όμως με το ένδικο μέσο αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, όπως και η εντεύθεν αδυναμία γνώσης της επίδοσης, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απορριπτική απόφαση σχετική αιτιολογία, με αναφορά στα αποδεικτικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για τη σχετική παραδοχή, άλλως ιδρύεται ο κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Π.Δ. λόγος αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 2435/2012, απόφαση του Α' Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης της, η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 9076/18-4-2003 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε καταδικασθεί, ερήμην, σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών με τριετή αναστολή και χρηματική ποινή 2.900 Ευρώ για παράβαση των άρθρων 1, 2, 7 παρ.1 β.δ.497/1972 σε συνδ. με άρθρο 23 Ν. 248/1914, όπως αντικ. με άρθρο 13 παρ.2 ν. 2538/1997και άρθρο 15 παρ.3 Ν. 3732/1999. Με την έφεσή του, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος επικαλέσθηκε, ως λόγο έφεσης και το γεγονός ότι, κακώς του επιδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως άγνωστης διαμονής, δοθέντος ότι ήταν γνωστής διαμονής, και συνεπώς η επίδοση είναι άκυρη. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση που εκδόθηκε παρόντος του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος ως αιτιολογία για την απόρριψη της έφεσης αυτής δέχθηκε τα ακόλουθα: "Επειδή, κατά το άρθρο 476 παρ.1 του Κ.Π.Δ., όταν το ένδικο μέσο ασκηθεί εκπρόθεσμα, το Δικαστήριο (ως συμβούλιο) ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, το κηρύσσει απαράδεκτο, διατάζει να εκτελεστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και καταδικάζει εκείνον που το άσκησε να πληρώσει τα έξοδα και τα τέλη της δίκης. Στην κρινόμενη περίπτωση ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε ερήμην με την υπ' αριθμ.9076/2003 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Η απόφαση αυτή του κοινοποιήθηκε στις 15-09-2004, όπως προκύπτει από το αποδεικτικό επίδοσης που βρίσκεται στη δικογραφία. Ο κατηγορούμενος άσκησε την κρινόμενη έφεση του στις 25-04-2012, δηλαδή μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας. Επειδή από την όλη αποδεικτική διαδικασία δεν αποδείχθηκε κάποιο στοιχείο που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση της έφεσης του κατηγορουμένου και το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι ο κατηγορούμενος από ανώτερη βία άσκησε την έφεση μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας, πρέπει η έφεση αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να διαταχθεί η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης συμφωνά με τις διατάξεις του άρθρου 476 του Κ.Π.Δ.". Η αιτιολογία αυτή της απορριπτικής της εφέσεως ως εκπροθέσμου και απαραδέκτου απόφασης του δικαστηρίου, δεν είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού δε διαλαμβάνονται σ' αυτή όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν ως αναγκαία για την πληρότητά της. Ειδικότερα, δεν αναφέρονται στο αιτιολογικό της απόφασης τα στοιχεία που προσδιορίζουν το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, δηλαδή το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητα εκείνου που είχε ενεργήσει αυτήν. Και ναι μεν αναφέρεται στα πρακτικά ότι αναγνώσθηκε το από "15/9/2004, αποδεικτικό επίδοσης απόφασης κατηγορουμένου άγνωστης διαμονής", και στη συνέχεια στο πιο πάνω σκεπτικό γίνεται λόγος ότι η απόφαση κοινοποιήθηκε στον κατηγορούμενο "στις 15-9-2004, όπως προκύπτει από το αποδεικτικό επίδοσης που βρίσκεται στη δικογραφία", πλην, όμως, δεν αναφέρονται τόσο κατά την ανάγνωση του ως άνω αποδεικτικού, όσο και στο αιτιολογικό της απόφασης τα στοιχεία που προσδιορίζουν το αποδεικτικό αυτό, δηλαδή το ονοματεπώνυμο και την ιδιότητα εκείνου που είχε ενεργήσει την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ώστε η μνεία του απαραίτητου, κατά τα προεκτεθέντα, αυτού στοιχείου, (δηλαδή η αναφορά του επαρκώς προσδιορισμένου αποδεικτικού επιδόσεως της εκκαλουμένης), να αποτελέσει παραδοχή της προσβαλλομένης αποφάσεως. (Α.Π. 595/2009). Πέραν των ανωτέρω, αν και από τα πρακτικά της συνεδρίασης, που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο είχε εξετασθεί ως μάρτυρας η σύζυγος του τότε εκκαλούντος, Φ. Κ., και είχε απολογηθεί ο κατηγορούμενος προς απόδειξη του ισχυρισμού ότι η διαμονή αυτού ήταν γνωστή στην προαναφερθείσα διεύθυνση της επαγγελματικής τους στέγης, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, στην αιτιολογία που προαναφέρθηκε, παρέλειψε να αναφέρει ότι έλαβε υπ' όψη του τα αποδεικτικά αυτά μέσα, αλλά και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν προς διαμόρφωση της ουσιαστικής του κρίσης. Εφ' όσον, λοιπόν, δεν προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, δεδομένου του ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν προηγήθηκε της αιτιολογίας η στερεότυπη, γενική και κατ' είδος αναφορά σε όλα τα αποδεικτικά μέσα, ούτε κατά την παράθεση των πραγματικών περιστατικών έγινε αναφορά σε αυτά η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της επιβαλλόμενης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ΑΠ 2003/2009). Τέλος, η αιτιολογία περιορίζεται στην παραδοχή ότι δεν αποδείχθηκε η συνδρομή ανωτέρας βίας, και δεν εκτείνεται στην ακυρότητα της επίδοσης της εκκαλουμένης αποφάσεως εκ του λόγου ότι η επίδοση έγινε στον εκκαλούντα- κατηγορούμενο, ως άγνωστης διαμονής, ενώ αυτός κατά το χρόνο αυτό ήταν γνωστής διαμονής, καίτοι η ακυρότητα αυτή προβλήθηκε από τον εκκαλούντα με λόγο έφεσης, όπως ήδη προαναφέρθηκε (Α.Π. 1175/2007). Επομένως, ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, με τον οποίο προβάλλονται οι ελλείψεις αυτές, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι δυνατή (άρθρο 519 ΚΠΔ) και το οποίο, εάν ήθελε κρίνει παραδεκτή την ασκηθείσα έφεση [δεδομένου του ότι ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δικαιοδοσία να κρίνει επί του παραδεκτού ή όχι αυτής], θα αποφανθεί και περί της παραγραφής ή μη του αδικήματος που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 2435/2012 απόφαση του Α' Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι δυνατή. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έφεση εκπρόθεσμη. Έλλειψη αιτιολογίας. Στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας η απόφαση που απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου ως εκπρόθεσμη, διότι α) παρέλειψε να αναφέρει τα στοιχεία του αποδεικτικού επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης (ονοματεπώνυμο και ιδιότητα αυτού που ενήργησε την επίδοση), β) δεν προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη τα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρας που εξετάστηκε και έγγραφα) μάλιστα στην αρχή του σκεπτικού δεν εμπεριέχεται η στερεότυπη γενική και κατ' είδος αναφορά στα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα και γ) δεν αιτιολογήθηκε ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος που διατυπώθηκε με την έφεση ότι είχε γνωστή διαμονή.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Εφέσεως απαράδεκτο.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 578/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη - Εισηγήτρια και Μαρία Βασιλάκη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλείου Πλιώτα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ν. Π. του Ι., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Χατζηγιαννάκη, περί αναιρέσεως της με αριθμό 2619/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Οκτωβρίου 2012 αίτησή του η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1156/2012. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για το χρονικό διάστημα από 28.9.2004 έως 19.3.2005 και να παραπεμφθεί κατά τα λοιπά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ.1 του ν. 1882/1990, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 23 παρ.1 του ν. 2523/1997 και, στη συνέχεια, με το άρθρο 34 παρ.1 του ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από την 1-1-2004, "Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό". Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης, η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, καθόσον στην περίπτωση αυτή πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Το έγκλημα της παραβάσεως του άρθρου 25 Ν. 1882/1990 που είναι πλημμέλημα, αφού τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως (άρθρο 18 Π.Κ.), προϋποθέτει δόλο (πρόθεση), αφού δεν καθορίζεται υπό του άνω άρθρου το είδος της υπαιτιότητας. Εντεύθεν και δεν απαιτείται ειδική αιτιολογία του δόλου αφού ο δόλος εξυπακούεται ότι ενυπάρχει, στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης αυτής πράξεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 2619/2012 απόφασή του, το Α' Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, πρώην Δήμαρχο του Δήμου Άνω Λιοσίων, της πράξης, μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, κατ' εξακολούθηση, πράξη που τέλεσε, την 28-9-2004 έως 31-12-2005 και τον καταδίκασε, σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών, την οποία ανέστειλε επί τετραετία, με τους εν αυτή όρους. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων, ήτοι, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως και των εγγράφων που αναγνώστηκαν, δέχθηκε, ανελέγκτως, σε σχέση με την κατηγορία, μετά την ανάλυση του νομικού μέρους, κατά λέξη, τα εξής: " Ο κατηγορούμενος, δικηγόρος και πρώην δήμαρχος του δήμου ..., υπό την ως άνω ιδιότητά του, κατά το από 28/9/2004 έως 31/12/2005 χρονικό διάστημα, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή αυτών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής του μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει το ποσό των 120.000 Ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του, υπό την ως άνω ιδιότητά του, διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου, όπως αυτά αναφέρονται στο πίνακα χρεών που είναι συνημμένος στην υπ' αριθμ. 1477/23/2008 αίτηση ποινικής διώξεως του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Άνω Λιοσίων, αυτός από πρόθεση δεν κατέβαλε το ποσό των 102.949.725,04 Ευρώ, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη και μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο εχώρησε με βάση της υπ' αριθμ. 2571/2004, 4254/2005 και 1017/2005 τρεις καταλογιστικές αποφάσεις της Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης Αττικής, ενώ εν τω μεταξύ με την υπ' αριθμ. 668/2006 απόφαση του VII τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, διατάχθηκε η αναστολή εκτελέσεως της υπ' αριθμ. 4750/2004 τέταρτης καταλογιστικής απόφασης της ιδίας ως άνω Διευθύνσεως Οικονομικής Επιθεωρήσεως Αττικής (βλ. την αναγνωσθείσα υπ' αριθμ. 7885/2011 βεβαίωση της Δ.Ο.Υ. Άνω Λιοσίων περί αναστολής χρεών που αφορά την ασκηθείσα κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη για την ως άνω πράξη). Από το περιεχόμενο της τελευταίας ως άνω βεβαιώσεως, προκύπτει ότι τα αναφερόμενα στον πίνακα χρεών που συνοδεύει την αίτηση ποινικής δίωξης, χρηματικά ποσά, έχουν καταστεί απαιτητά με βάση τις παραπάνω τρεις καταλογιστικές αποφάσεις, ήτοι τις: α) ΑΤΒ 3836/04 για ποσό 45.000 Ευρώ, β) ΑΤΒ 1231/05 για ποσό 9.503.000 ευρώ, γ) ΑΤΒ 1231/05 για ποσό 1.787.040 ευρώ, δ) ΑΤΒ 5217/05 για ποσό 53.671.260,24 ευρώ και ε) ΑΤΒ 5217/05 για ποσό 12.368.152 ευρώ. Ο κατηγορούμενος προς απόκρουση της κατηγορίας ισχυρίζεται ότι κατά των ως άνω υπ' αριθμ. 2571/04 και 4750/04 καταλογιστικών αποφάσεων έχει αυτός ασκήσει εφέσεις και ότι με τις 2181Α/2005 και 668/2006 αποφάσεις του VII Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει ανασταλεί η εκτέλεση αυτών και επίσης ότι καίτοι με τις υπ' αριθμ. 2839/2010 και 663/2010 αποφάσεις του VII Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου απερρίφθησαν οι εφέσεις που είχε ασκήσει κατά των 4254/2005 και 1017/2005 καταλογιστικών αποφάσεων, εν τούτοις, έχει ασκήσει κατά των αποφάσεων αυτών αναιρέσεις, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ότι με τις υπ' αριθμ. 5/2011 και 16/2011 προσωρινές διαταγές του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει ανασταλεί η εκτέλεση των ως άνω αποφάσεων και συνακόλουθα των προσβαλλομένων καταλογιστικών αποφάσεων. Στη συνέχεια ισχυρίζεται ότι οι ανωτέρω σε βάρος του βεβαιωθείσες οφειλές δεν έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, εφόσον έχει ανασταλεί η εκτέλεση των ως άνω καταλογιστικών αποφάσεων με τις αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου που προαναφέρθηκαν και ως εκ τούτου εσφαλμένα ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Άνω Λιοσίων προέβη στη βεβαίωση των ως άνω χρεών και ζήτησε με την προαναφερθείσα αίτησή του την κατ' αυτού άσκηση ποινικής διώξεως, εφόσον δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης που του αποδίδεται και ως εκ τούτου ζητεί την απαλλαγή του από την αποδιδόμενη σ' αυτόν κατηγορία. Ο ισχυρισμός αυτός που συνιστά άρνηση της κατηγορίας είναι αβάσιμος στην ουσία του και πρέπει να απορριφθεί, διότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο εγκλήματος, της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και συνακόλουθα για την άσκηση σε βάρος του ποινικής διώξεως για αυτό, δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση η προηγουμένη οριστικοποίηση της φορολογικής παραβάσεως, ενώ επίσης ούτε η από μέρους του άσκηση των παραπάνω προσφυγών ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου συνιστά λόγο διακωλυτικό της ασκήσεως σε βάρος του ποινικής διώξεως για το παραπάνω έγκλημα, ώστε να καθίσταται αυτή απαράδεκτη και ούτε αποκλείει εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις, τη ποινική του ευθύνη για το έγκλημα αυτό. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία δεν επιβεβαιώθηκε κατ' ουσίαν ότι μέρος της ως άνω οφειλής του κατηγορουμένου έχει αποσβεσθεί με την εκ μέρους του δημοσίου είσπραξη του πλειστηριάσματος ακινήτου ιδιοκτησίας του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι η αναγνωσθείσα κατάθεση της μάρτυρος Α. Δ. για το ποσό των 49.761,61 ευρώ δεν ενισχύθηκε από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Με βάση τα περιστατικά αυτά ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης που του αποδίδεται. Τέλος, ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης των μη ταπεινών αιτίων (αρθρ. 84 παρ.2β ΠΚ) για το λόγο ότι στη πράξη του ωθήθηκε από αίτια μη ταπεινά και συγκεκριμένα λόγω της οικονομικής αδυναμίας στην οποία έχει περιέλθει και διότι τα χρέη του αυτά αφορούν δαπάνες του Δήμου Άνω Λιοσίων, όπως εκτίθεται στο υποβληθέν σημείωμά του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και ανέπτυξαν προφορικά οι συνήγοροί του, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι δεν αποδείχθηκε κατά τρόπο πειστικό ότι αυτός ωθήθηκε στην εν λόγω πράξη από μη ταπεινά αίτια, όπως ισχυρίζεται, αφού με την ιδιότητα του δημάρχου του ως άνω Δήμου, καίτοι είχε νόμιμη υποχρέωση, από πρόθεση απέφυγε την καταβολή των χρεών αυτών και επί μακρό χρόνο απέφυγε να προβεί στη ρύθμιση αυτών καίτοι κλήθηκε από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ." Ακολούθως, η προσβαλλομένη απόφαση, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα του ότι: "Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 28/9/2004 έως 31/12/2005, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν. 3220/04, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος του στη Δ.Ο.Υ. Άνω Λιοσίων διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου, όπως ακριβώς αναφέρονται στον συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ. (αρ.ειδ. βιβλίου 23/2008) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 112/2008 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ #102.949.725,04#, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο." Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω δικαστήριο στο σκεπτικό, όπως αυτό αλληλοσυμπληρώνεται από το διατακτικό, δεν διέλαβε την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που επιβάλουν οι προαναφερθείσες διατάξεις, αφού στο σκεπτικό, όπως αυτό αναφέρθηκε παραπάνω, υπάρχουν ασάφειες και αντιφάσεις. Ειδικότερα, α) υπάρχει ασάφεια και αντίφαση, ως προς το συνολικό ποσό των βεβαιωθέντων και μη καταβληθέντων από τον αναιρεσείοντα, προς το Δημόσιο χρεών, αφού σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης στο σκεπτικό, αλλά και στο διατακτικό της, αυτό ανέρχεται στο ποσό των 102.949.725,04 ευρώ, ποσό στο οποίο και ο πίνακας χρεών, τον οποίο επικαλείται, το αναβιβάζει. Όμως, κατά την ανάλυση των επί μέρους βεβαιωθέντων και απαιτητών ποσών στο σκεπτικό, αυτά αναβιβάζονται σε: α) 45.000 ευρώ β) 9.503.000 ευρώ γ) 1.784.040 ευρώ δ) 53.671.260, 24 ευρώ και ε) 12.368.152 ευρώ, συμποσούμενα δε τα ποσά αυτά, ανέρχονται σε 77.371.452,24 ευρώ, που υπολείπονται, του κατά τα άνω, γενόμενου δεκτού ως μη καταβληθέντος συνολικού ποσού, των 102.949.725,04 ευρώ, κατά 25.578.273 ευρώ, δημιουργουμένης έτσι αντίφασης ως προς το ύψος των πράγματι βεβαιωθέντων και μη καταβληθέντων προς το Δημόσιο, χρεών. Εξάλλου, τα αναλυθέντα στο σκεπτικό, κατά τα άνω, επί μέρους χρέη, δεν συμπίπτουν με τα επί μέρους, τρία (3) τον αριθμό, χρέη του πίνακα χρεών, τον οποίο επικαλείται η προσβαλλομένη απόφαση, ύψους 1) 20.783.244,01 ευρώ, 2) 69.798.329,06 ευρώ και 3) 12.368.152,00 ευρώ. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το βεβαιωθέν από καταλογιστική απόφαση με στοιχεία 3836/12-8-2004 χρέος (υπ' αριθμό 1 του πίνακα χρεών) στον πίνακα χρεών φέρεται ύψους συνολικά 20.783.244,01 ευρώ, ενώ στο σκεπτικό της προσβαλλομένης απόφασης το ίδιο χρέος με το στοιχείο α) Α.Τ.Β. 3836/2004 φέρεται ύψους 45.000 ευρώ και τούτο, παρά τις παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης, ότι τυχόν άσκηση προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια και αναστολή καταβολής των χρεών, δεν επηρεάζει το αδίκημα της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο. Σημειώνεται, επίσης, ότι, ενώ, στο σκεπτικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως γίνεται σχετική αναφορά σε χρέη συνολικού ύψους102.949.725,04 ευρώ, όπως αυτά εμφανίζονται στον 23/2008 πίνακα χρεών, που επισυνάπτεται στην αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ., Άνω Λιοσίων, προς άσκηση της ποινικής διώξεως, εν τούτοις, ο πίνακας αυτός στον οποίο εμφαίνονται αναλυτικά τα χρέη του κατηγορουμένου, συνολικού ύψους πράγματι 102.949.725,07 ευρώ, δεν εμπεριέχεται ούτε στο σκεπτικό, ούτε και στο διατακτικό της, ώστε να μπορεί να συμπληρωθεί από τον πίνακα αυτό η παραπάνω ασάφεια, ως προς τα επί μέρους χρέη των οποίων την καταβολή καθυστέρησε ο κατηγορούμενος. Έτσι, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη και πρέπει, κατά παραδοχή του εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, Α' με στοιχείο 1, λόγου, της ένδικης αιτήσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Πέραν των ανωτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 32 παρ. 1, 138 παρ. 2, 171 παρ. 1 στοιχ. β' και 369 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι, μετά την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας δίδεται υποχρεωτικά ο λόγος στον Εισαγγελέα, προκειμένου να ακουσθεί και να αναπτύξει τις απόψεις του για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου και έπειτα, αν συντρέχει περίπτωση, και για την ποινή. Σε διαφορετική περίπτωση, ήτοι αν δεν δοθεί ο λόγος στον Εισαγγελέα, συντρέχει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου, "η Πρόεδρος κήρυξε την λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και έδωσε τον λόγο στην Εισαγγελέα, η οποία ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε την αναστολή διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 80 Κ.Π.Δ.". Από την διατύπωση αυτή στα πρακτικά και όσα στη συνέχεια, μέχρι την επί της ενοχής απόφαση του δικαστηρίου, σε αυτά διαλαμβάνονται, σαφώς προκύπτει ότι δεν υποβλήθηκε καθόλου πρόταση της Εισαγγελέως της έδρας για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου. Έτσι, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, λόγω παράλειψης, της προηγούμενης ακροάσεως του εισαγγελέα, και πρέπει, κατά παραδοχή του εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, Β' λόγου, της ένδικης αιτήσεως, να αναιρεθεί, και εξ αυτού του λόγου, η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αυτής. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 1 και 3 και 113 παρ. 2 και 3 του ΠΚ, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία για τα πλημμελήματα είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τρία χρόνια για τα πλημμελήματα. Εξάλλου, από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β', 370 εδ. β' και 511 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και προτείνεται σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και στον Άρειο Πάγο. Ο τελευταίος, αν διαπιστώσει τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, οφείλει να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 370 εδ. β' του ΚΠΔ. Στην κρινόμενη υπόθεση, η πράξη που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, (μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο), φέρεται ότι τελέσθηκε κατ' εξακολούθηση, κατά το χρονικό διάστημα από 28-9-2004 έως 31-12-2005. Από 28-9-2004, οπότε φέρεται τελεσθείσα η μερικότερη πράξη της μη καταβολής χρεών στο δημόσιο, που αφορά το βεβαιωθέν, από καταλογιστική απόφαση, με στοιχεία 3836/12-8-2004 χρέος, ύψους 20.783.244,01 ευρώ, (υπ' αριθμό 1 του πίνακα χρεών), μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αναίρεσης (19-3-2013), πολύ μάλλον μέχρι σήμερα, ημερομηνία διάσκεψης, (2-4-2013), παρήλθε πλήρης οκταετία, όπως προκύπτει από το εν χρήσει ημερολόγιο. Έτσι, το αξιόποινο της αναφερόμενης κατά τα άνω, επί μέρους πράξης, της μη καταβολής χρεών στο δημόσιο, για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, που φέρει το χαρακτήρα πλημμελήματος, και για την παραγραφή της ισχύουν οι κοινές περί παραγραφής διατάξεις, των άρθρων 111, 112 και 113 του Π.Κ. (Ολ.Α.Π. 2/2011), εξαλείφθηκε με παραγραφή. Κατόπιν αυτών, εφόσον η κρινόμενη αίτηση είναι παραδεκτή, και περιέχει βάσιμο, κατά τα παραπάνω, λόγο αναίρεσης, κατά παραδοχή του οποίου αναιρείται η απόφαση, πρέπει να παύσει οριστικώς, λόγω παραγραφής, η ασκηθείσα κατά του κατηγορουμένου, για την ανωτέρω μερικότερη αξιόποινη πράξη, ποινική δίωξη. Μετά από αυτά, κατά τα λοιπά πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 Κ.Π.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 2619/2012 απόφαση του Α' Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Παύει οριστικά, την ποινική δίωξη, που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος, Ν. Π. του Ι., για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, για τη μερικότερη πράξη, που αφορά το βεβαιωθέν, από καταλογιστική απόφαση, με στοιχεία 3836/12-8-2004 χρέος, ύψους 20.783.244,01 ευρώ, (υπ' αριθμό 1 του πίνακα χρεών), που φέρεται ότι τελέσθηκε απ' αυτόν, στην Αθήνα, στις 28-9-2004.Και Παραπέμπει κατά τα λοιπά την υπόθεση, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη καταβολή χρεών στο δημόσιο. Έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον είναι ελλιπές το σκεπτικό, επί πλέον, υπάρχει αντίφαση μεταξύ σκεπτικού ως προς το ύψος των βεβαιωθέντων και μη καταβληθέντων στο Δημόσιο χρεών. Απόλυτη ακυρότητα λόγω έλλειψης ακρόασης του Εισαγγελέα, ως προς την ενοχή ή μη του κατηγορουμένου. Αναιρεί. Παύει οριστικά λόγω παραγραφής για μία μερικότερη πράξη. Παραπέμπει κατά τα λοιπά για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 571/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Παντιώρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων, 1. Κ. Μ. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Άγγελο Πάρσαλη, 2. Α. Λ. του Α., κατοίκου ..., 3. Ε. Κ. του Η., κατοίκου ..., 4. Μ.-Χ. Π. του Γ., κατοίκου ... και 5.Α. Σ. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Φωτεινή Κλάδη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 8495/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους 1. Α. Β. του Δ., 2. Κ. Ν. του Χ., 3. Α. Μ. του Λ., 4. Μ. Μ. του Π., 5. Ζ.-Α. Δ. του Α., 6. Σ. Κ. του Χ., 7. Π. Κ. του Ι. και 8. Ε. Φ. του Δ.. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 7 Δεκεμβρίου 2012 και 6 Δεκεμβρίου 2012 τέσσερις (4) χωριστές αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 21/2013. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι κρινόμενες πέντε (5) αιτήσεις, ήτοι 1) η από 7 Δεκεμβρίου 2012 (με αριθ. πρωτ. 8135/2012) του Κ. Μ. του Χ. και 2) οι από 6 Δεκεμβρίου 2012 (με αριθ. πρωτ. 8148, 8149, 8150 και 8151/2012) των Α. Λ. του Α., Ε. Κ. του Η., Μ. - Χ. Π. του Γ. και Α. Σ. του Ν., αντιστοίχως, για αναίρεση της υπ' αριθ. 8495/2012 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Α) Επί της αιτήσεως του Κ. Μ. Κατά το άρθρο 46 παρ. 1 περ. α' του ΠΚ, με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί ηθικής αυτουργίας πρέπει να συντρέχουν α) πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της αποφάσεως να διαπράξει ορισμένη άδικη πράξη (και επί παραβάσεως καθήκοντος του άρθρου 259 του ΠΚ πρόκληση σε υπάλληλο κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' του ΠΚ, όπως διευρύνθηκε με το άρθρο 263α του ίδιου Κώδικα, της αποφάσεως να παραβεί το υπηρεσιακό του καθήκον που επιβάλλεται σ' αυτόν από το νόμο ή έχει καθορισθεί με διοικητικές πράξεις ή απορρέει από ιδιαίτερες οδηγίες των προϊσταμένων του ή ενυπάρχει σ' αυτή την ίδια τη φύση της υπηρεσίας του), η οποία (πρόκληση) μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, όπως πειθώ, φορτικότητα, απειλή, παραινέσεις κ.α., β) διάπραξη από τον άλλο της πράξεως αυτής ή επιχείρηση πράξεως που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς της και γ) δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή πρόκληση στον άλλον αποφάσεως για τη διάπραξη ορισμένης άδικης πράξεως, με γνώση και θέληση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται εκ τούτου ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 8495/2012 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο, μεταξύ άλλων, τον αναιρεσείοντα Κ. Μ. ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος του συγκατηγορουμένου του Α. Β. (που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη), πράξη που τέλεσε με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως επτά (7) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, όσον αφορά τον ως άνω αναιρεσείοντα, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Τέλος, όσον αφορά τον δέκατο τρίτο κατηγορούμενο, Κ. Μ. του Χ., αποδείχθηκαν τα εξής: Ο κατηγορούμενος αυτός, στις 20/1/2005, εκτελούσε χρέη Ειδικού Συμβούλου (οικονομολόγου) στο πολιτικό γραφείο του τότε Υφυπουργού Ανάπτυξης Ι. Π., με τον οποίο τον συνέδεε πολυετής επαγγελματική συνεργασία, φιλία και σχέση πνευματικής συγγένειας (ο Υφυπουργός έχει βαπτίσει την κόρη του κατηγορουμένου). Την παραπάνω ημερομηνία αυτός τηλεφώνησε στο γραφείο του πρώτου κατηγορουμένου Προϊσταμένου της Δ/νσης Μετρολογίας και τον κάλεσε στο γραφείο του, όπου του δήλωσε ότι ο αναγραφόμενος στο υπ' αριθ. 144/20-1-2005 πρωτόκολλο ελέγχου Μ., εκπρόσωπος της εταιρείας "Κ. Μ. Ο.Ε" είναι φίλος του (του Κ. Μ.) και ζήτησε από τον πρώτο κατηγορούμενο να μην παραπεμφθεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα η προαναφερθείσα εταιρεία για την διαπιστωθείσα παράβαση των άρθρων 388 και 389 της ΑΔ 14/1989, και ειδικότερα επειδή διαπιστώθηκε περίσσευμα πετρελαίου ποσότητας 200 λίτρων στο υπ' αριθ. κυκλοφορίας ... βυτιοφόρο όχημα ιδιοκτησίας της με οδηγό τον Ι. Π.. Ο κατηγορούμενος Κ. Μ. επικαλέσθηκε επιπρόσθετα ότι ο ως άνω παραβάτης (Μ.) παρεπονείτο ότι η μέτρηση δεν απέδιδε την πραγματικότητα επειδή έγινε σε δρόμο με κεκλιμένο επίπεδο και ο ίδιος διαφωνούσε με το αποτέλεσμα της μέτρησης. Πρέπει να αναφερθεί ότι η θέση του κατηγορουμένου Κ. Μ., ως ειδικού συμβούλου - οικονομολόγου στο πολιτικό γραφείο του Υφυπουργού δεν βρισκόταν σε κανενός είδους υπηρεσιακή ιεραρχία ή σχέση με τον πρώτο κατηγορούμενο, που ήταν Προϊστάμενος Διευθύνσεως του Υπουργείου αλλά ούτε και είχε αυτός (Κ. Μ.) θεσμική αρμοδιότητα να δέχεται παράπονα πολιτών και δη αναφορικά με το επίμαχο θέμα του ελέγχου του βυτιοφόρου οχήματος και της διαπιστώσεως παραβάσεως ή μη. Μετά το τέλος της συνάντησης αυτής ο πρώτος κατηγορούμενος ανέβηκε στο γραφείο του και, με την παρουσία και άλλων υπαλλήλων στους οποίους και ανακοίνωσε την εντολή του Κ. Μ., ζήτησε και του προσκόμισαν το παραπάνω πρωτόκολλο ελέγχου στο οποίο και επεσύναψε ιδιόχειρη σημείωση να μην παραπεμφθεί ο παραβάτης με την ένδειξη "εντολή Κ. Μ.". ... Με τα δεδομένα αυτά ο ... κατηγορούμενος Κ. Μ. πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος που τέλεσε ο πρώτος κατηγορούμενος (Α. Β.). Ειδικότερα, ότι με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε και συγκεκριμένα, μία από τις λεπτομερώς περιγραφόμενες μερικότερες πράξεις παράβασης καθήκοντος κατ' εξακολούθηση (που τέλεσε ο πρώτος κατηγορούμενος) και συγκεκριμένα, έπεισε τον πρώτο κατηγορούμενο να μην αποστείλει στις αρμόδιες αρχές (Εισαγγελέα, Νομαρχία, Δ.Ο.Υ.), κατά παράβαση των καθηκόντων του, το υπ' αριθμό 144/ 20- 1-2005 πρωτόκολλο ελέγχου υπαλλήλων της υπηρεσίας του, με το οποίο διαπιστώθηκε, κατά παράβαση των άρθρων 388 και 389 της Α.Δ. 14/1989, περίσσευμα ποσότητας πετρελαίου 200 λίτρων στο υπ' αριθμό ... βυτιοφόρο όχημα, ιδιοκτησίας της εταιρίας "Κ.Μ. Ο.Ε.", με οδηγό τον Ι. Π., με σκοπό να προσπορίσει στους παραβάτες παράνομο όφελος, συνιστάμενο στην αποφυγή επιβολής σε βάρος τους των προβλεπομένων ποινικών και διοικητικών κυρώσεων". Κατά δε το διατακτικό, το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο με το σκεπτικό, ο ανωτέρω κηρύχθηκε ένοχος του ότι: "Στις 20-1-2005 με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση ... Ειδικότερα, έπεισε τον πρώτο κατηγορούμενο να μην αποστείλει στις αρμόδιες αρχές (Εισαγγελέα, Νομαρχία, Δ.Ο.Υ.), κατά παράβαση των καθηκόντων του, το υπ' αριθμό 144/20-1-2005 πρωτόκολλο ελέγχου ...". Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Εφετείο, όσον αφορά τον ανωτέρω αναιρεσείοντα, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν αναφέρει ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό τον τρόπο και τα μέσα, με τα οποία αυτός προκάλεσε την απόφαση στον φυσικό αυτουργό να τελέσει την αξιόποινη πράξη της παραβάσεως καθήκοντος (απειλές, πειθώ, φορτικότητα, παραινέσεις, κ.λπ.) , και δεν αρκεί η αναφορά ότι "τον έπεισε" και ότι εκείνος ενήργησε "κατ' εντολήν του". Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος του, και δεύτερος, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 46 παρ. 1 περ. α του ΠΚ, είναι βάσιμοι. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του Π.Κ., το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β', 370 εδ. β' και 511 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση αυτής, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιμος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ (Ολ.ΑΠ 7/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, η πράξη της ηθικής αυτουργίας σε παράβαση καθήκοντος, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος Κ. Μ.ς, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος (με φυλάκιση μέχρι 2 ετών - άρθρο 259 σε συνδυασμό με 46 παρ. 1 περ. α ΠΚ), από το χρόνο δε που φέρεται ότι τελέσθηκε (20.1.2005) μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως (20-3-2013) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας και εξαλείφθηκε με παραγραφή το αξιόποινο της πράξεως αυτής. Επομένως, αφού η ένδικη αίτηση περιέχει παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως (της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως), οι οποίοι κρίθηκαν και βάσιμοι, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τον ως άνω αναιρεσείοντα, παρελκούσης μετά ταύτα της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως της αιτήσεώς του, και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατ' αυτού για την άνω πράξη, λόγω παραγραφής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Β) Επί των αιτήσεων των Α. Λ., Ε. Κ., Μ. - Χ. Π. και Α. Σ.. Από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 του ΠΚ, που ορίζει ότι, υπάλληλος που στα καθήκοντά του ανάγεται η έκδοση ή σύνταξη ορισμένων δημοσίων εγγράφων, αν σε τέτοια έγγραφα βεβαιώνει με πρόθεση ψευδώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς βεβαιώσεως (διανοητικής πλαστογραφίας) απαιτείται α) ο δράστης να είναι υπάλληλος, υπό την αυτή ως άνω έννοια, αρμόδιος καθ' ύλην και κατά τόπον για τη σύνταξη ή έκδοση του εγγράφου και να ενεργεί μέσα στα πλαίσια της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, β) έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ' ΠΚ και δη δημόσιο και γ) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό ψευδών περιστατικών που μπορεί να έχουν έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνα που αφορούν στη γένεση, αλλοίωση ή απώλεια ενός δικαιώματος ή μιας έννομης σχέσεως ή καταστάσεως. Η έννοια του δημοσίου εγγράφου δεν προσδιορίζεται σε διάταξη του Ποινικού Κώδικα, γι' αυτό έχει εφαρμογή και στο ποινικό δίκαιο το άρθρο 438 του ΚΠολΔ, κατά την έννοια του οποίου δημόσιο έγγραφο είναι αυτό που συντάχθηκε από αρμόδιο καθ' ύλην και κατά τόπο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό και προορίζεται για εξωτερική κυκλοφορία προς πλήρη απόδειξη κάθε γεγονότος που βεβαιώνεται με αυτό έναντι πάντων, όχι δε και εκείνο το οποίο αφορά την εσωτερική υπηρεσία των δημοσίων Αρχών. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 386§1του Π.Κ., προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης τελείται με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει, με πράξη, παράλειψη ή ανοχή, σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον, με σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται πραγματοποίηση του σκοπού αυτού. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε, μεταξύ άλλων, ένοχες τις αναιρεσείουσες α) τις Μ. - Χ. Π., Α. Λ. και Ε. Κ. ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση κατ' εξακολούθηση και σε απάτη σε βάρος του Δημοσίου κατ' εξακολούθηση και β) την Α. Σ. ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση και σε απάτη σε βάρος του Δημοσίου απλή, πράξεις που τέλεσαν με το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά από αυτές η Α. Σ. και του εντίμου προτέρου βίου οι λοιπές, και τις καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών την Α. Σ. και δεκαπέντε (15) μηνών την καθεμιά από τις λοιπές, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ως προς τις άνω αναιρεσείουσες, αναγκαίως δε και ως προς τον αυτουργό των ενδίκων πράξεων συγκατηγορούμενό τους Α. Β., ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα εξής: Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, εκδιδόμενη ανά εξάμηνο κάθε έτους, εγκρινόταν η παροχή υπερωριακής εργασίας υπαλλήλων της κεντρικής Υπηρεσίας της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, για τη διενέργεια ελέγχων, και καθοριζόταν ο αριθμός των υπαλλήλων οι οποίοι θα εργάζονται υπερωριακά (35 υπάλληλοι), οι ώρες εντός των οποίων θα διενεργούνται οι έλεγχοι (όλες τις απογευματινές ώρες των εργασίμων ημερών από την 15η έως και την 22° ώρα), το έργο των ελεγκτών, ο αριθμός των ωρών απασχόλησης τους μηνιαίως (60 ώρες κατ' άτομο), και, τέλος, ο τρόπος πληρωμής τους. Το έτος 2005 εκδόθηκαν, κατά τα ανωτέρω, οι με αρ. Β2/3035/21-12-2004 (ΦΕΚ 1980/Β/31 -12-2004) και Β2/1414/14-6-2005 (ΦΕΚ 855/Β/17-6-05) αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης, αντιστοίχως, για το ά και β' εξάμηνο του έτους, με τις οποίες εγκρίθηκε η υπερωριακή απασχόληση 35 υπαλλήλων της Κεντρικής Υπηρεσίας της Γ.Γ.Ε, για κάθε εξάμηνο, προκειμένου να διενεργήσουν ελέγχους, μεταξύ άλλων, και στα βυτιοφόρα αυτοκίνητα μεταφοράς και διανομής πετρελαίου θέρμανσης, από τη 15η έως την 22α ώρα των εργάσιμων ημερών. Κατά τη ρητή εκφορά των προαναφερθεισών αποφάσεων του Υπουργού Ανάπτυξης, έργο των παραπάνω υπαλλήλων που θα εργαζόντουσαν υπερωριακά ήταν: α) ... β) ... και γ) ... . Περαιτέρω, με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Εμπορίου του ιδίου ως άνω Υπουργείου Ανάπτυξης, εκδιδόμενη ανά τρίμηνο, καθορίζονταν οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι από τους οποίους θα συγκροτούνταν τα αντίστοιχα συνεργεία προς διεξαγωγή των παραπάνω ελέγχων. Το έτος 2005 εκδόθηκαν, ... Ας σημειωθεί ότι αντίθετα από τα οριζόμενα στις προαναφερόμενες αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης, οι παραπάνω αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα προέβλεπαν απασχόληση των υπερωριακώς απασχοληθησομένων υπαλλήλων και τις μη εργάσιμες ημέρες. Ειδικότερα, ο έλεγχος των βυτιοφόρων γίνεται από τους ελεγκτές οι οποίοι μεταβαίνουν σε προκαθορισμένα σημεία, για τον έλεγχο των διερχόμενων βυτιοφόρων αυτοκινήτων μεταφοράς και διανομής πετρελαίου θέρμανσης και οι έλεγχοι εκτείνονται στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, εντατικοποιούμενοι κατά τους μήνες Οκτώβριο - Απρίλιο κάθε έτους, δηλαδή την περίοδο αιχμής, για τη διακίνηση και διανομή πετρελαίου θέρμανσης. ... Περαιτέρω, από το συσχετισμό των ονοματεπώνυμων των υπαλλήλων, που εμφανίζονται στα πρωτόκολλα ελέγχου, των αποφάσεων του Γ.Γ.Ε. συγκρότησης συνεργείων ελέγχων, και των καταστάσεων πληρωμής υπαλλήλων, των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2005, για συμμετοχή τους σε συνεργεία ελέγχου βυτιοφόρων αυτοκινήτων μεταφοράς και διανομής πετρελαίου θέρμανσης, τις οποίες αυτές (καταστάσεις πληρωμής) συνέτασσε και εξέδιδε ο πρώτος κατηγορούμενος Α. Β., όντας Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Μετρολογίας της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, αποδείχθηκε ότι οι 2η, 3η, 4η, 5ος, 6η, 7ος, 8η, 9η, 10η, 11ος και 12η των κατηγορουμένων (στους οποίους περιλαμβάνονται οι άνω αναιρεσείουσες), υπάλληλοι της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του ως άνω Υπουργείου (...) περιλαμβάνονται σε αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Εμπορίου, για υπερωριακή απασχόληση και έλαβαν αμοιβή για συμμετοχή τους σε συνεργεία ελέγχου βυτιοφόρων αυτοκινήτων μεταφοράς και διανομής υγρών καυσίμων, χωρίς, όμως, ουδέποτε να συμμετάσχουν σ' αυτά. Η αποζημίωση στους ανωτέρω κατηγορουμένους - υπαλλήλους παρασχέθηκε κατά παρέκκλιση των υπ' αριθ. Β2/3035/21-12-2004 και Β2/1414/14-6-2005 αποφάσεων του Υπουργού Ανάπτυξης και των υπ' αριθ. Φ2-33/7-Τ-05, Φ2-574/31-3-05, Φ2-1465/6-7-05 και Φ2-2251/5-10-05 όμοιων του Γ.Γ.Ε., με τις οποίες, αντιστοίχως, εγκρίθηκε η υπερωριακή απασχόληση υπαλλήλων της κεντρικής Υπηρεσίας της Ε.Ε.Ε., στον έλεγχο, μεταξύ άλλων, και βυτιοφόρων αυτοκινήτων μεταφοράς και διανομής πετρελαίου θέρμανσης, και καθορίστηκαν οι απασχολούμενοι στο έργο αυτό συγκεκριμένοι υπάλληλοι. Ο ισχυρισμός που προβλήθηκε από τους κατηγορουμένους ότι αυτοί εργάσθηκαν υπερωριακά πλην όμως παρέχοντας γραμματειακή υποστήριξη και παραμένοντας στα γραφεία της Υπηρεσίας για κάποιες ώρες (και πάντως όχι μέχρι την 22.00' ώρα όπως προέβλεπαν οι αποφάσεις και οι εκδοθείσες από τον πρώτο κατηγορούμενο βεβαιώσεις) αλυσιτελώς προβάλλεται αφού με τις υπ' αριθ. Β2/3035/21-12-2004 και Β2/1414/14-6-2005 αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης και τις αντίστοιχες υπ' αριθ. Φ2-33/7-Τ-05, Φ2-574/31-3-05, Φ2-1465/6-7-05 και Φ2-2251/5-10-05 όμοιες του Γ.Γ.Ε., ρητώς και ευκρινώς εγκρίθηκε η υπερωριακή απασχόληση υπαλλήλων της κεντρικής Υπηρεσίας της Ε.Ε.Ε., για τον έλεγχο, μεταξύ άλλων, και βυτιοφόρων αυτοκινήτων μεταφοράς και διανομής πετρελαίου θέρμανσης, και καθορίστηκαν οι απασχολούμενοι στο έργο αυτό συγκεκριμένοι υπάλληλοι, χωρίς να έχει προβλεφθεί εργασία και αντίστοιχη αμοιβή υπαλλήλων για γραμματειακή υποστήριξη. Σε κάθε δε περίπτωση, δεν προέκυψε ότι τα προαναφερόμενα άτομα, τα οποία, ..., εργάστηκαν - και μάλιστα υπερωριακά - στη γραμματειακή υποστήριξη των ελέγχων, ούτε η ανάγκη απασχόλησης, για το σκοπό αυτό, τόσο μεγάλου αριθμού υπαλλήλων, δεδομένου ότι το έργο της εν λόγω Διεύθυνσης συνεπικουρείτο και από άτομα που απασχολούνταν σε αυτή στο πλαίσιο προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας (stage) του ΟΑΕΔ, οι μηνυτήριες δε αναφορές, που όφειλαν να υποβάλουν οι ελεγκτές προς τις αρμόδιες διωκτικές Αρχές είναι ευσύνοπτες και συντάσσονται βάσει τυποποιημένων κειμένων. Από δε τα πρωτόκολλα, στα οποία έχει καταγραφεί η ώρα των ελέγχων, προκύπτει ότι αυτοί διενεργούνταν, κυρίως, εντός ωραρίου, κατά παρέκκλιση των προαναφερόμενων αποφάσεων του Υπουργού Ανάπτυξης και του Γ.Γ.Ε., ή λίγο μετά το πέρας αυτού και, πάντως, όχι μέχρι την 22η ώρα του εικοσιτετραώρου. Είναι δε επίσης ενδεικτικό ότι σύμφωνα με τις ως άνω καταστάσεις πληρωμής υπαλλήλων, που συνέτασσε ο πρώτος κατηγορούμενος, η αποζημίωση τους αφορούσε και σε εργασία παρασχεθείσα κατά τις ημέρες του Σαββάτου. Όλοι δε οι κατηγορούμενοι συνομολογούν ότι ουδέποτε εργάσθηκαν ημέρα Σάββατο, ο δε πρώτος τούτων επικαλείται αβλεψία του, κατά την υπογραφή των καταστάσεων, της σχετικής επισημειώσεως που είχε παραμείνει αποθηκευμένη στη μνήμη του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Εξάλλου, αβάσιμος αποδείχθηκε και ο αντίστοιχος ισχυρισμός ότι οι παραπάνω κατηγορούμενοι - υπάλληλοι παρέμεναν, μετά τη λήξη του κανονικού τους ωραρίου ήτοι μετά την 15.00' και έως κάποια βραδινή ώρα στα γραφεία της Δ/νσης Μετρολογίας, και δη καθόλη τη διάρκεια του έτους, προκειμένου να απαντούν σε τηλεφωνήματα καταναλωτών αναφορικά με απορίες τους ή καταγγελίες όσον αφορά στη διανομή πετρελαίου θέρμανσης από τα βυτιοφόρα αυτοκίνητα, αφού για τα ζητήματα αυτά μικρός αριθμός πολιτών απευθύνεται στη Δ/νση Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης και είναι ασύνηθες κάποιος πολίτης να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με μια Υπηρεσία ενός Υπουργείου κατά τις μη εργάσιμες ώρες αυτού. Συνακόλουθα τούτων, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος Α. Β., όντας υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α' ΠΚ ήτοι ενώ ήταν προϊστάμενος της Διεύθυνσης Μετρολογίας της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης και στα καθήκοντά του αναγόταν, μεταξύ άλλων, η σύνταξη των μηνιαίων καταστάσεων πληρωμής υπαλλήλων της ανωτέρω υπηρεσίας για συμμετοχή τους σε συνεργεία ελέγχου ακριβείας αντλιών πρατηρίων υγρών καυσίμων και βυτιοφόρων αυτοκινήτων μεταφοράς και διανομής πετρελαίου θέρμανσης, με υπερωριακή απασχόληση από την 15.00'έως την 22.00' ώρα των εργασίμων ημερών, στις οποίες βεβαίωνε τις ημέρες και τις ώρες απασχόλησης κάθε υπαλλήλου στα συνεργεία ελέγχου, καθώς και το ποσό αποζημίωσης που έπρεπε να καταβληθεί σ' αυτόν και τις οποίες απέστελλε στη Διεύθυνση οικονομικού της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου προς πληρωμή, συνέταξε καταστάσεις πληρωμής για την ως άνω αιτία των μηνών Ιανουαρίου έως και Απριλίου και Οκτωβρίου έως και Δεκεμβρίου 2005, τις οποίες απέστειλε στη Διεύθυνση Οικονομικού (Τμήμα Β') της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου με τα από 3/2/2005, 1/3/2005, 4/4/2005, 9/5/2005, 31/10/2005, 2/12/2005 και 3-1-2006 αντίστοιχα υπηρεσιακά σημειώματα και στις οποίες με πρόθεση βεβαίωσε ψευδώς ότι οι δεύτερη έως και δωδέκατη κατηγορούμενοι, ..., απασχολήθηκαν στα προαναφερόμενα συνεργεία ελέγχου πέραν του κανονικού ωραρίου απασχόλησης τους κατά τους συγκεκριμένους μήνες και συνεπώς, δικαιούνται αποζημίωσης για τις αναφερόμενες ώρες, ενώ στην πραγματικότητα αυτοί δεν είχαν συμμετάσχει στα συνεργεία και δεν είχαν απασχοληθεί πέραν του κανονικού ωραρίου. Συγκεκριμένα, βεβαίωσε εν γνώσει του ψευδώς τα ακόλουθα: 1) Κατάσταση πληρωμής Ιανουαρίου 2005: α) Μ.-Χ. Π.: 60 ώρες, καθαρές αποδοχές 304,12 ευρώ ... ε) Ε. Κ.: 60 ώρες, καθαρές αποδοχές 233,70 ευρώ. 2) Κατάσταση πληρωμής Φεβρουαρίου 2005: α) Μ. -Χ. Π.: 60 ώρες, καθαρές αποδοχές 226,97 ευρώ ... ε) Ε. Κ.: 60 ώρες, καθαρές αποδοχές 233,70 ευρώ. 3) Κατάσταση πληρωμής Μαρτίου 2005 α) Μ.-Χ. Π.: 60 ώρες, καθαρές αποδοχές 226,97 ευρώ ... ε) Ε. Κ.: 60 ώρες, καθαρές αποδοχές 233,70 ευρώ. 4) Κατάσταση πληρωμής Απριλίου 2005: α) Α. Σ.: 40 ώρες, καθαρές αποδοχές 142,64 ευρώ .... 5) Κατάσταση πληρωμής Οκτωβρίου 2005 α) Α. Λ.: 60 ώρες, καθαρές αποδοχές 189,74 ευρώ ... 6) Κατάσταση πληρωμής Νοεμβρίου 2005: α) Α. Λ.: 60 ώρες, καθαρές αποδοχές 189,74 ευρώ ... 7) Κατάσταση πληρωμής Δεκεμβρίου 2005: α) Α. Λ.: 60 ώρες, καθαρές αποδοχές 189,74 ευρώ ... Επομένως, ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την παραπάνω πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο παραπάνω πρώτος κατηγορούμενος και υπό την προαναφερθείσα ιδιότητα του ήτοι του Προϊσταμένου της Δ/νσης Μετρολογίας της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος οι συγκατηγορούμενοί του 2η έως και 12η, έβλαψε την περιουσία του Δημοσίου, πείθοντας τον αρμόδιο υπάλληλο της Δ/νσης Οικονομικού της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης να καταβάλει σ' αυτούς τα προαναφερθέντα ποσά. Ειδικότερα, απέστειλε τις προαναφερόμενες μηνιαίες καταστάσεις πληρωμής, με τα αντίστοιχα από 3/2/2005, 1/3/2005, 4/4/2005, 9/5/2005,31/10/2005,2/12/2005 και 3/1/2006 υπηρεσιακά σημειώματα, προς τη Διεύθυνση Οικονομικού (Τμήμα Β') της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, παριστώντας εν γνώσει του ψευδώς ότι οι αναφερόμενοι σ' αυτές υπάλληλοι, δεύτερη έως και δωδέκατη κατηγορούμενοι, είχαν συμμετάσχει σε συνεργεία ελέγχου ακριβείας αντλιών πρατηρίων υγρών καυσίμων και βυτιοφόρων οχημάτων μεταφοράς και διανομής υγρών καυσίμων κατά τις αναφερόμενες ώρες κάθε μήνα και απασχολήθηκαν πέραν του κανονικού ωραρίου απασχόλησης, και ότι έπρεπε να λάβουν ως αποζημίωση τα αναφερόμενα στις καταστάσεις ποσά, ανερχόμενα συνολικά σε 5.162,23 ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα οι εν λόγω υπάλληλοι δεν είχαν συμμετάσχει στα συνεργεία αυτά και δεν είχαν απασχοληθεί πέραν του κανονικού ωραρίου απασχόλησης. Έτσι έπεισε τον αρμόδιο υπάλληλο της ανωτέρω υπηρεσίας να καταβάλει σ' αυτούς το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, κατά το οποίο υπέστη περιουσιακή βλάβη το Δημόσιο, με παράνομο περιουσιακό όφελος των ανωτέρω, συνιστάμενο στο επί μέρους χρηματικό ποσό που έλαβε καθένας απ' αυτούς, στο οποίο εξ αρχής αποσκοπούσε ο πρώτος κατηγορούμενος. Επομένως, ο πρώτος κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την παραπάνω πράξη της απάτης σε βάρος του Δημοσίου κατ' εξακολούθηση. ... Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι κατηγορούμενοι από 2η έως και 12η, υπάλληλοι που αναφέρονταν στις προαναφερθείσες καταστάσεις πληρωμής των μηνών Ιανουαρίου έως και Απριλίου και Οκτωβρίου έως και Δεκεμβρίου 2005, με πρόθεση προκάλεσαν στον πρώτο κατηγορούμενο την απόφαση να εκτελέσει τις άδικες πράξεις που αυτός διέπραξε ήτοι της ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση και της απάτης σε βάρος του Δημοσίου κατ' εξακολούθηση. Ειδικότερα με παραινέσεις και φορτικότητα προκάλεσαν στον πρώτο κατηγορούμενο την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της ψευδούς βεβαιώσεως κατ' εξακολούθηση και της απλής τοιαύτης για τους 3η (Α. Σ.) ... ήτοι να συντάξει τις ήδη αναφερθείσες μηνιαίες καταστάσεις (μηνών Ιανουαρίου έως και Απριλίου και Οκτωβρίου έως και Δεκεμβρίου 2005), πληρωμής υπαλλήλων της Δ/νσης Μετρολογίας της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, της οποίας Δ/νσεως αυτός ήταν Προϊστάμενος, για συμμετοχή τους σε συνεργεία ελέγχου ακριβείας αντλιών πρατηρίων υγρών καυσίμων και βυτιοφόρων αυτοκινήτων μεταφοράς και διανομής πετρελαίου θέρμανσης, με υπερωριακή απασχόληση από την 15.00'έως την 22.00' ώρα των εργασίμων ημερών, στις οποίες βεβαίωνε ψευδώς τις ημέρες και τις ώρες απασχόλησης κάθε υπαλλήλου στα συνεργεία ελέγχου, καθώς και το ποσό αποζημίωσης που έπρεπε να καταβληθεί σ' αυτόν και τις οποίες απέστελλε στη Διεύθυνση Οικονομικού (Τμήμα Β') της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου με τα από 3/2/2005, 1/3/2005, 4/4/2005, 9/5/2005, 31/10/2005, 2/12/2005 και 3-1-2006 αντίστοιχα υπηρεσιακά σημειώματα και στις οποίες με πρόθεση βεβαίωσε ψευδώς ότι οι δεύτερη έως και δωδέκατη κατηγορούμενοι, απασχολήθηκαν στα προαναφερόμενα συνεργεία ελέγχου πέραν του κανονικού ωραρίου απασχόλησης τους κατά τους συγκεκριμένους μήνες και συνεπώς, δικαιούνται αποζημίωσης για τις αναφερόμενες ώρες, ενώ στην πραγματικότητα αυτοί δεν είχαν συμμετάσχει στα συνεργεία και δεν είχαν απασχοληθεί πέραν του κανονικού ωραρίου. Περαιτέρω, με παραινέσεις και φορτικότητα προκάλεσαν στον πρώτο κατηγορούμενο την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της απάτης σε βάρος του Δημοσίου κατ' εξακολούθηση και της απλής τοιαύτης για τους 3η (Α. Σ.) ... και δη ο πρώτος κατηγορούμενος, με σκοπό να αποκομίσουν οι προαναφερθέντες υπάλληλοι - συγκατηγορούμενοί του (2η έως και 12η) παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε την περιουσία του Δημοσίου, πείθοντας τον αρμόδιο υπάλληλο της Δ/νσης Οικονομικού της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης να καταβάλει σ' αυτούς τα προαναφερθέντα ποσά. Ειδικότερα, απέστειλε τις προαναφερόμενες μηνιαίες καταστάσεις πληρωμής με τα αντίστοιχα από 3/2/2005, 1/3/2005, 4/4/2005, 9/5/2005, 31/10/2005, 2/12/2005 και 3/1/2006 υπηρεσιακά σημειώματα, προς τη Διεύθυνση Οικονομικού (Τμήμα Β') της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης, παριστώντας εν γνώσει του ψευδώς ότι οι αναφερόμενοι σ' αυτές υπάλληλοι, (δεύτερη έως και δωδέκατη κατηγορούμενοι), είχαν συμμετάσχει σε συνεργεία ελέγχου ακριβείας αντλιών πρατηρίων υγρών καυσίμων και βυτιοφόρων οχημάτων μεταφοράς και διανομής υγρών καυσίμων κατά τις αναφερόμενες ώρες κάθε μήνα και απασχολήθηκαν πέραν του κανονικού ωραρίου απασχόλησης, και ότι έπρεπε να λάβουν ως αποζημίωση τα αναφερόμενα στις καταστάσεις ποσά, ανερχόμενα συνολικά σε 5.162,23 ευρώ, ενώ στην πραγματικότητα οι εν λόγω υπάλληλοι δεν είχαν συμμετάσχει στα συνεργεία αυτά και δεν είχαν απασχοληθεί πέραν του κανονικού ωραρίου απασχόλησης. Έτσι έπεισε τον αρμόδιο υπάλληλο της ανωτέρω υπηρεσίας να καταβάλει σ' αυτούς το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, κατά το οποίο υπέστη περιουσιακή βλάβη το Δημόσιο, με παράνομο περιουσιακό όφελος των ανωτέρω, συνιστάμενο στο επί μέρους χρηματικό ποσό που έλαβε καθένας απ' αυτούς, στο οποίο εξ αρχής αποσκοπούσε ο πρώτος κατηγορούμενος. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι για τα προαναφερθέντα ζητήματα διενεργήθηκε επιθεώρηση από το Σώμα Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης και συντάχθηκε η από Ιουνίου 2006 σχετική έκθεση, η οποία βεβαίωνε τα παραπάνω και συνακόλουθα διενεργήθηκε σε βάρος των παραπάνω υπαλλήλων (πλην του πρώτου κατηγορουμένου ο οποίος υπέβαλε, την 27-2-2006, αίτηση παραιτήσεως η οποία έγινε αποδεκτή από την Υπηρεσία του) πειθαρχικός έλεγχος για παράβαση του άρθρου 106 παρ.2 Ν. 2683/1999, ο οποίος με την υπ' αριθ. πρωτ. 3589/23-10-2006 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης κατέληξε στην απαλλαγή τους, ερειδόμενος κατά βάση στο υπ' αριθ. Φ2-611/18-4-2006 έγγραφο της Δ/νσης Μετρολογίας, υπογραφόμενο από τον αναπληρούντα στα καθήκοντα του παραιτηθέντος πρώτου κατηγορουμένου Δ/ντή της παραπάνω Δ/νσεως, της οποίας υπάλληλοι και ο παραιτηθείς Δ/ντής ήσαν ήδη ελεγχόμενοι, στο οποίο αναφερόταν ότι οι παραπάνω κατηγορούμενοι - υπάλληλοι "δεν εμφανίζονται στα πρωτόκολλα ελέγχου αλλά χρησιμοποιήθηκαν σε άλλες παρεμφερείς με τον έλεγχο υπηρεσίες (γραμματειακή υποστήριξη)". Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι ...". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή βεβαίωση και απάτη, για τα οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείουσες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 242 παρ.1, 386 παρ.1 εδ.α, 98 και 46 παρ.1 περ.α του ΠΚ. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειουσών είναι αβάσιμες, αφού: α) Προσδιορίζονται τα μέσα και ο τρόπος, με τον οποίο αυτές προκάλεσαν στον αυτουργό Α. Β. την απόφαση να τελέσει τις ένδικες αξιόποινες πράξεις (παραινέσεις και φορτικότητα), δεν απαιτείτο δε, για την πληρότητα της αιτιολογίας, η παράθεση περαιτέρω περιστατικών. β) Δεν είχε υποχρέωση το Δικαστήριο να προβεί σε αξιολόγηση και συγκριτική στάθμιση των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους ούτε να αιτιολογήσει γιατί η υπ' αριθ. πρωτ. 3589/23.10.2006 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης και το υπ' αριθ. Φ2-611/18.4.2006 έγγραφο της Διευθύνσεως Μετρολογίας, που αναγνώσθηκαν και μνημονεύονται ρητώς στο σκεπτικό, δεν βάρυναν στην κρίση του, τυχόν δε εσφαλμένη αξιολόγησή τους δεν αποτελεί παραδεκτό λόγο αναιρέσεως, γιατί πλήττει την, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. γ) Η παραδοχή ότι "σε κάθε περίπτωση δεν προέκυψε ότι οι αναιρεσείουσες εργάστηκαν, και μάλιστα υπερωριακά, στη γραμματειακή υποστήριξη των ελέγχων" δεν ενέχει καμιά ασάφεια ή έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον έγινε δεκτό αφενός ότι με τις αναφερόμενες αποφάσεις του Υπουργού Αναπτύξεως και του Γενικού Γραμματέα Εμπορίου δεν είχε προβλεφθεί εργασία και αντίστοιχη αμοιβή υπαλλήλων για γραμματειακή υποστήριξη και αφετέρου ότι δεν αποδείχθηκε η ανάγκη απασχολήσεως, για το σκοπό αυτό, τόσο μεγάλου αριθμού υπαλλήλων. δ) Δεν απαιτείτο να αναφέρεται αν τα άτομα που απασχολούντο στο πλαίσιο προγράμματος αποκτήσεως εργασιακής εμπειρίας του ΟΑΕΔ είχαν αποκτήσει τη σχετική εμπειρία για την παροχή γραμματειακής υποστηρίξεως, ούτε πόσα ήταν αυτά τα άτομα ούτε αν αυτά εργάζονταν και υπερωριακώς, ενόψει και της ως άνω παραδοχής ότι δεν είχε προβλεφθεί τέτοια υποστήριξη. ε) Το Δικαστήριο δέχεται ότι οι μηνυτήριες αναφορές, που όφειλαν να υποβάλουν οι ελεγκτές προς τις αρμόδιες διωκτικές Αρχές ήταν ευσύνοπτες και συντάσσονταν βάσει τυποποιημένων κειμένων και όχι ότι υποβλήθηκαν τέτοιες μηνύσεις, οπότε δεν απαιτείτο να αναφέρεται πόσες μηνυτήριες αναφορές και με ποιο περιεχόμενο είχαν υποβληθεί, δεδομένου ότι αυτό δεν θα ασκούσε καμιά έννομη επιρροή. στ) Ο ισχυρισμός των αναιρεσειουσών ότι παρέμεναν στην Υπηρεσία και μετά τη λήξη του ωραρίου τους για να απαντούν σε τηλεφωνήματα καταναλωτών είναι αρνητικός της κατηγορίας και, ως εκ περισσού, απαντήθηκε και απορρίφθηκε ως αβάσιμος. ζ) Το Δικαστήριο δεν εξετίμησε επιλεκτικά ορισμένα μόνο αποδεικτικά μέσα και δη την από Ιουνίου 2006 έκθεση Επιθεώρησης - Ελέγχου του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημοσίας Διοίκησης, το ότι δε, ενδεχομένως, ορισμένες παραδοχές της εκθέσεως αυτής περιέλαβε στην απόφασή του δεν προσκρούει σε καμιά νομική διάταξη ούτε έχει την έννοια ότι δεν έλαβε υπόψη και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι των αιτήσεων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠοινΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Στα πρακτικά της αποφάσεως δεν είναι απαραίτητο να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, είναι, όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώστηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το συγκεκριμένο έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητα του εγγράφου, υπάρχει η ίδια ως άνω ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικάσαν Εφετείο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής των αναιρεσειουσών, περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα, με τους αντίστοιχους αύξοντες αριθμούς: "7. Έκθεση ένορκης διοικητικής εξέτασης, 9. ένα έγχρωμο προσπέκτους με οδηγίες χρήσης του Υπουργείου Ανάπτυξης". Με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών, ενόψει και της αριθμήσεώς τους, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού αυτών, αφού με την ανάγνωσή τους κατέστησαν γνωστά κατά το περιεχόμενό τους στις αναιρεσείουσες, οπότε αυτές, οι οποίες, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης, δεν πρόβαλαν, δια του συνηγόρου τους που τις εκπροσωπούσε, καμιά αντίρρηση για την ανάγνωση των εγγράφων αυτών, είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο αυτών, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης. Ως εκ τούτου, το Τριμελές Εφετείο ορθώς έλαβε υπόψη του και τα πιο πάνω αποδεικτικά μέσα και οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, πέμπτος και έκτος λόγοι των αιτήσεων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνισταμένη στο ότι δεν προσδιορίζεται η ταυτότητα των ως άνω εγγράφων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Περαιτέρω, η, περιεχόμενη στον τρίτο λόγο των αιτήσεων, αιτίαση ότι λήφθηκαν υπόψη οι μηνυτήριες αναφορές χωρίς να αναγνωσθούν είναι αβάσιμη, γιατί, όπως εκτέθηκε και στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας, το Δικαστήριο δέχθηκε, διηγηματικά, όχι ότι υποβλήθηκαν μηνυτήριες αναφορές, αλλά ότι "οι μηνυτήριες αναφορές που όφειλαν να υποβάλουν ...". Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι κρινόμενες αιτήσεις και να καταδικασθούν οι αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθ. 8495/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών ως προς τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο Κ. Μ. του Χ.. ΠΑΥΕΙ ΟΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ, λόγω παραγραφής, για το ότι: Ο κατηγορούμενος Κ. Μ. του Χ. στις 20-1-2005 με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη της παραβάσεως καθήκοντος που διέπραξε. Ειδικότερα, έπεισε τον συγκατηγορούμενό του Α. Β. του Δ. να μην αποστείλει στις αρμόδιες αρχές (Εισαγγελέα, Νομαρχία, Δ.Ο.Υ.), κατά παράβαση των καθηκόντων του, το υπ' αριθμό 144/20-1-2005 πρωτόκολλο ελέγχου υπαλλήλων της υπηρεσίας του, με το οποίο διαπιστώθηκε, κατά παράβαση των άρθρων 388 και 389 της Α.Δ. 14/1989, περίσσευμα ποσότητας πετρελαίου 200 λίτρων στο υπ' αριθμό ... βυτιοφόρο όχημα, ιδιοκτησίας της εταιρίας "Κ. Μ. Ο.Ε.", με οδηγό τον Ι. Π., με σκοπό να προσπορίσει στους παραβάτες παράνομο όφελος, συνιστάμενο στην αποφυγή επιβολής σε βάρος τους των προβλεπομένων ποινικών και διοικητικών κυρώσεων. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις από 6 Δεκεμβρίου 2012 (με αριθ. πρωτ. 8148, 8149, 8150 και 8151/2012) των Α. Λ. του Α., Ε. Κ. του Η., Μ. - Χ. Π. του Γ. και Α. Σ. του Ν., αντιστοίχως, για αναίρεση, ως προς αυτές, της υπ' αριθ. 8495/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις άνω αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ για την καθεμιά. Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Απριλίου 2013. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για υπεξαίρεση από κοινού, η οποία, κατόπιν νομοθετικής μεταβολής μετά την παραπομπή (ν. 4055/2012), έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα. Στοιχεία εγκλήματος. Όχι αναγκαία οι αναφορά των επί μέρους πράξεων, με τις οποίες κάθε κατηγορούμενος συνέπραξε στην τέλεση αυτού. Θεμελίωση αρμοδιότητας δικαστηρίου μόνο στο γεγονός ότι η υπόθεση εισήχθη στο κατά την εισαγωγή της αρμόδιο δικαστήριο, ανεξαρτήτως μεταγενέστερου, κατόπιν νομοθετικής μεταβολής, διαφορετικού χαρακτηρισμού της πράξης από το νομοθέτη (ΟλΑΠ 10/2005). Ορθώς επιλήφθηκε το τριμελές εφετείο της υπεξαιρέσεως που αποδιδόταν στους αναιρεσείοντες, στο οποίο είχε παραπεμφθεί η υπόθεση από το τότε αναρμόδιο τριμελές πλημμελειοδικείο, παρά το ότι, λόγω νομοθετικής μεταβολής, αυτή χαρακτηριζόταν πλέον ως πλημμέλημα. Κλητήριο θέσπισμα. Για να αρχίσει η επιφέρουσα την αναστολή της παραγραφής κύρια διαδικασία, αρκεί το επιδιδόμενο στον κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα ή κλήση να περιέχει πλην άλλων και προσδιορισμό του δικαστηρίου στο οποίο καλείται αυτός να εμφανισθεί. Δεν είναι αναγκαίο το αναγραφόμενο δικαστήριο να είναι πράγματι το αρμόδιο (ΟλΑΠ 2/1997). Η κλήση ενώπιον του αναρμοδίου τριμελούς πλημμελειοδικείου επέφερε αναστολή της παραγραφής. Όχι απόλυτη ακυρότητα από το ότι η υπόθεση εκδικάστηκε χωρίς να έχει προηγηθεί ανάκριση για κακούργημα και από το ότι οι αναιρεσείοντες στερήθηκαν το δικαίωμα να ασκήσουν έφεση κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, λόγω του αυξημένου ορίου της ποινής για το επιτρεπτό της ασκήσεως εφέσεως κατά αποφάσεων τριμελών εφετείων, όταν καταδικάζουν για πλημμέλημα. Απόρριψη αιτήσεων και προσθέτων λόγων.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Έγγραφα, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Ηθική αυτουργία, Παράβαση καθήκοντος, Ψευδής βεβαίωση.
0
Αριθμός 570/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Φ. Κ. του Σ., 2) Σ. Κ. του Χ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Λεωνίδα Υφαντή, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ι. Μ. του Θ., 2) Ν. Μ. του Θ., 3) Ε. Μ. του Θ., συζ. Δ. Ζ., 4) Κ. Μ. του Θ., και 5) Κ. Ζ. του Δ., κατοίκων ..., εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Μπόνη. Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων που παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε μυστικά επί της έδρας και δια του Προεδεύοντος απέρριψε το αίτημα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/4/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Μεσολογγίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 9/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 47/2010 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12/4/2010 αίτησή τους. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 11/12/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Κατά το άρθρο 1108 του ΑΚ αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Εξάλλου, ο λόγος αναιρέσεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας εφαρμόζει κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την εφαρμογή του οποίου συνέτρεχαν, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου οι προϋποθέσεις, καθώς και όταν το δικαστήριο δεν εφαρμόζει κανόνα δικαίου του οπίου, ενόψει των ίδιων παραδοχών, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής. Ο δε αναιρετικός λόγος του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου 559 δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του κανόνα δικαίου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα: "Από κληρονομία του αποβιώσαντος το έτος 1948 πατέρα τους Ν. Γ. Μ. περιήλθε στους Θ. Ν.Μ. και την αδελφή του Δ. συζ. Π. Μ. η κυριότητα κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, δι' αναμείξεως στην κληρονομιαία περιουσία, ενός οικοπέδου εμβαδού 502,8 τ.μ., με την επ' αυτού υπάρχουσα ανώγεια οικοδομή, αποτελούμενη από ισόγειο εκ δύο διαμερισμάτων (δωματίων) και πρώτον υπέρ το ισόγειο όροφο, αποτελούμενον εκ πέντε δωματίων που βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Δήμου Αστακού και συνορεύει (...) Δυνάμει του .../11-6-1951 διανεμητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αστακού Αλεξάνδρου Μακρή, νομίμως μεταγραφέντος (...), οι ως άνω κληρονόμοι διένειμαν την κληρονομιαία περιουσία, μεταξύ δε των άλλων, στον Θ. Μ. [άμεσο δικαιοπάροχο της πέμπτης των εναγομένων] περιήλθε κατ' αποκλειστική κυριότητα, το ανατολικό τμήμα της ως άνω ενιαίας οικοδομής, προορισμένο εκ κατασκευής να αποτελεί, όπως αναγράφεται στο ως άνω διανεμητήριο συμβόλαιο, αυτοτελή και ανεξάρτητη κατοικία σε σχέση με το άλλο ήμισυ [δυτικό τμήμα] αυτής, εκ κατασκευής προορισμένο και αυτό να αποτελεί ιδία και ανεξάρτητη κατοικία, μετά του ενός διαμερίσματος [δωματίου] του ισογείου, αντιστοίχου στο άνω ανατολικό τμήμα του ανωγείου μετά του αναλογούντος σ' αυτό αύλειου χώρου, στην δε αδελφή του και συγκληρονόμο Δ. συζ. Π. Μ., το γένος Ν. Μ., το έτερο δυτικό τμήμα του ανωγείου, εκ κατασκευής και αυτό προορισμένο να αποτελεί ανεξάρτητη και αυτοτελή κατοικία , μετά του ετέρου ισογείου διαμερίσματος - δωματίου αντιστοιχούντος σ' αυτό και του αναλογούντος αύλειου χώρου. Για την πρόσβαση στις αυτοτελείς ως άνω ανεξάρτητες ιδιοκτησίες, πολύ πριν από την κατάρτιση του ως άνω διανεμητηρίου συμβολαίου δεδομένου ότι στην ενιαία ως άνω ανώγεια οικοδομή στεγάζονταν ήδη τα Δημοτικά Σχολεία Αστακού, όπως αναφέρεται στο άνω συμβόλαιο, χρησιμοποιείτο η κεντρική είσοδος επί της προς βορρά επαρχιακής οδού Αγρινίου - Αστακού, ο μετά αυτήν διάδρομος [χώλ] πλάτους τριών [3] μέτρων και μήκους δέκα [10] μέτρων και εμβαδού 30 τ.μ., [για την κυριότητα του οποίου ερίζουν οι διάδικοι] καθώς η αρχικά ξύλινη και εν συνεχεία τσιμεντένια εσωτερική κεντρική κλίμακα, η οποία οδηγούσε από το ισόγειο στο ανώγειο, η οποία ήταν και ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας με αυτό. Επίσης, στην νότια πλευρά της όλης οικοδομής υπήρχε βοηθητική είσοδος, η οποία χρησιμοποιείτο για την πρόσβαση στον προς νότο αύλειο χώρο. Σημειώνεται ότι με το ως άνω διανεμητήριο συμβόλαιο δεν συνεστήθη, όπως μη νόμιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, οροφοκτησία (...). Στην συνέχεια, δυνάμει του με αρ. .../26.9.1975 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμ/φου Ξηρομέρου Ζώη Μπόνη, νομίμως μεταγραφέντος στα οικεία βιβλία μεταγραφών, η Δ. συζ. Π.Μ. το γένος Ν. Μ., μεταβίβασε την κυριότητα του ως άνω δυτικού τμήματος του ανωγείου μετά του αντιστοιχούντος σ' αυτό διαμερίσματος [δωματίου] του ισογείου και του ανάλογου προαυλείου χώρου , στον πρώτο ενάγοντα και τον Χ. Σ. Κ., κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα . Στο εν λόγω συμβόλαιο αναφέρεται ότι το πωλούμενο περιλαμβάνει όλη ... "την κεντρική προς βορρά, οδόν Αστακού-Αγρινίου, είσοδον, όλην την εκ ταύτης, εντός της οικοδομής, ξυλίνην κλίμακα, τον προς Δυσμάς ταύτας ανάλογον χώρο του "χώλλ"...". Ακολούθως, μετά τον επελθόντα το έτος 1983 θάνατο του Χ. Κ., το ιδανικό μερίδιο [ 1/2 εξ αδιαιρέτου] αυτού επί του δυτικού τμήματος του ανωγείου μετά του διαμερίσματος του ισογείου και του αναλόγου αυλείου χώρου, περιήλθε στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, Π. χα Χ. Κ., Σ. Χ.Κ., Γ. Κ., Π. Κ. και Α. Κ., κατά το εξ αδιαθέτου κληρονομικό μερίδιο εκάστου, [4/32 εξ αδιαιρέτου στην πρώτη - σύζυγο και ανά 3/32 εξ αδιαιρέτου στον καθένα από τους λοιπούς- τέκνα], οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ' αυτούς κληρονομιά του, δυνάμει της με αρ. .../16.6.2000 πράξης αποδοχής κληρονομιάς του συμ/φου Αστακού Δημ. Παναγιωτοπούλου, νομίμως μεταγραφείσας στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αστακού, και στην συνέχεια δυνάμει του με αρ. .../16.6.2000 συμβολαίου γονικής παροχής και δωρεάς εν ζωή του ίδιου ως άνω συμ/φου, νομίμως μεταγραφέντος στα ίδια βιβλία μεταγραφών, οι ως άνω συγκληρονόμοι μεταβίβασαν τα ανήκοντα σ' αυτούς ποσοστά εξ αδιαιρέτου στον δεύτερο ενάγοντα και έτσι αυτός κατέστη συγκύριος κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου. Τέλος, δυνάμει του με αρ. .../2002 συμβολαίου συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας και δωρεάς εν ζωή, του συμ/φου Ξηρομέρου Δημ. Παναγιωτοπούλου, νομίμως μεταγραφέντος στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αστακού, ο Θ. Μ., υπήγαγε την ανήκουσα σ' αυτόν αυτοτελή ιδιοκτησία [ανατολικό τμήμα του ανωγείου μετά του διαμερίσματος - δωματίου του ισογείου] στις διατάξεις του Ν. 3741/1929, 1002 και 1117 ΑΚ,, συνέστησε δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες στο ισόγειο και στο ανώγειο [ανατολικό τμήμα] και συμπεριέλαβε στους κοινοχρήστους χώρους των άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών καθώς και της αυτοτελούς ιδιοκτησίας των εναγόντων, την κλίμακα [κεντρική εσωτερική σκάλα] και συγχρόνως μεταβίβασε,λόγω δωρεάς εν ζωή, στην πέμπτη εναγομένη αυτές [οριζόντιες ιδιοκτησίες]. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση εμβαδού 30 τ.μ., στην οποία περιλαμβάνεται η βόρεια προς την πλευρά της επαρχιακής οδού Αγρινίου - Αστακού κεντρική είσοδος, της ανώγειας οικοδομής , ο εν συνεχεία διάδρομος [χώλ] και η τσιμεντένια κλίμακα [σκάλα], το πλατύσκαλο αυτής και ο διάδρομος [χώλ] του πρώτου ορόφου, που οδηγούν στα ανεξάρτητα και αυτοτελή [ανατολικό και δυτικό τμήματα του ανωγείου, από κατασκευής της οικοδομής, ήταν προορισμένα για κοινή χρήση και εξυπηρέτηση των δύο αυτοτελών ανεξάρτητων ιδιοκτησιών. Τόσον ο δικαιοπάροχος της πέμπτης των εναγομένων Θ. Μ., όσον και ο πρώτος ενάγων κατείχαν κλειδιά της κεντρικής εισόδου για να εισέρχονται στις ανωτέρω αυτοτελείς ιδιοκτησίες, δηλαδή στο ισόγειο και στον πρώτο υπέρ το ισόγειο όροφο. Όλη η οικοδομή ενιαίως είχε εκμισθωθεί στο Ελληνικό Δημόσιο ήδη προ του έτους 1951 για την στέγαση των δημοτικών σχολείων Αστακού, στην συνέχεια, δυνάμει του από 10/12/1971 συμβολαιογραφικού εγγράφου, για την στέγαση τμημάτων του Γυμνασίου Αστακού και τέλος, δια του από 11/11/1983 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως για την στέγαση του Αστυνομικού Τμήματος Αστακού. Η τελευταία μίσθωση διήρκησε μέχρι το έτος 1999, οπότε έληξε και ο Διοικητής του εν λόγω Τμήματος κάλεσε και παρέδωσε τα κλειδιά του μισθίου στον πρώτο ενάγοντα και στον Θ. Μ. [άμεσο δικαιοπάροχο της πέμπτης εναγομένης]. Καθόλη δε την διάρκεια των άνω διαδοχικών μισθώσεων η επίδικη κεντρική είσοδος, ο εν συνεχεία αυτής διάδρομος [χώλ] μήκους δέκα [10] μέτρων, πλάτους τριών [3] μέτρων, η προς νότο βοηθητική είσοδος, η οποία χρησιμοποιείτο, μέχρι την εκμίσθωση της ανώγειας οικοδομής για την στέγαση του Αστυνομικού Τμήματος Αστακού, οπότε κλείσθηκε προσωρινά προκειμένου να κατασκευαστεί τουαλέτα και κρατητήριο, για την επικοινωνία των μαθητών με τον αύλειο χώρο της οικοδομής, η αρχικά ξύλινη και εν συνεχεία τσιμεντένια εσωτερική κλίμακα για την πρόσβαση στα αυτοτελή και ανεξάρτητα τμήματα του ανωγείου, χρησιμοποιούνταν από τον ως άνω μισθωτή [Ελληνικό Δημόσιο] δια μέσου του οποίου, αρχικά η άμεση δικαιοπάροχος των εναγόντων και ο άμεσος δικαιοπάροχος της πέμπτης εναγομένης και στην συνέχεια οι ίδιοι νέμονταν συνεχώς και αδιαλείπτως με διάνοια συγκυρίων και καλή πίστη, επί χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας, γενόμενη συγκύριοι παραγώγως και πρωτοτύπως, με τακτική και έκτακτη χρησικτησία [1041, 1043 και 1045 ΑΚ], επί των προδιαληφθέντων επικοίνων πραγμάτων, προορισμένων εκ κατασκευής για την εξυπηρέτηση και την πρόσβαση στις προαναφερόμενες αυτοτελείς και ανεξάρτητες ιδιοκτησίες τους, συμμετέχοντες από κοινού στις εκάστοτε δαπάνες επισκευής τους ή μετατροπής τους (...) Το γεγονός ότι δυνάμει του προδιαληφθέντος με αρ. .../1975 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμ/φου Ξηρομέρου Ζώη Μπόνη, δια του οποίου μεταβιβάστηκε στον πρώτο ενάγοντα και στον αδελφό του Χ. Κ. από την Δ. Μ., το ανήκον σ' αυτήν- κατά αποκλειστική κυριότητα δυτικό τμήμα της όλης οικοδομής και η αποκλειστική κυριότητα των επιδίκων επικοίνων πραγμάτων, ουδεμία νομική επιρροή ασκεί στην προκειμένη δίκη, καθόσον ο έτερος συννομέας και συγκύριος Θ. Μ. [άμεσος δικαιοπάροχος της πέμπτης εναγομένης] ουδέποτε απώλεσε το δικαίωμα συγκυριότητας επ1 αυτών, ώστε να το αποκτήσει η πωλήτρια Δ. Μ., δεδομένου ότι ο συγκύριος ακινήτου θεωρείται ότι κατέχει το πράγμα και εν ονόματι των λοιπών συγκυρίων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατά αυτών έκτακτη χρησικτησία, πριν εκδηλώσει την απόφαση του να νέμεται εφεξής το πράγμα αποκλειστικά για τον εαυτόν του και προτού λάβουν γνώση της απόφασης αυτής και οι άλλοι συγκύριοι (...) γεγονός που δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον ουδέποτε ο πρώτος ενάγων και ο έτερος συγκύριος αδελφός του Χ. Κ. και στην συνέχεια οι δικαιοδόχοι του τελευταίου εξεδήλωσαν, με εμφανείς υλικές πράξεις, την βούληση τους να νέμονται τα επίκοινα ως άνω πράγματα αποκλειστικά για τον εαυτόν τους, παρά το γεγονός ότι στο ως άνω πωλητήριο συμβόλαιο συμπεριελήφθησαν και τα επίκοινα ως μεταβιβαζόμενα σ' αυτούς κατά αποκλειστική κυριότητα , ούτε ποτέ ο Θ. Μ. [άμεσος δικαιοπάροχος της 5ης εναγομένης] μέχρι τα τέλη του έτους 1999 - οπότε επιστρέφοντας από τις διακοπές Χριστουγέννων διαπίστωσε ότι ο πρώτος ενάγων προέβη σε αλλαγή της κλειδαριάς της κεντρικής εισόδου της ανώγειας οικοδομής, προκειμένου να τον εμποδίσει να εισέλθει σ' αυτήν, για να μεταβεί στην ανεξάρτητη ιδιοκτησία του, εξ αιτίας της οποίας συμπεριφοράς του πρώτου ενάγοντος, ζήτησε την λήψη ασφαλιστικών μέτρων με την από 6.6.2000 αίτηση του, η οποία έγινε δεκτή με την με αρ. 13/2000 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ξηρομέρου - έλαβε γνώση οποιασδήποτε απόφασης αυτών [πρώτου ενάγοντος και Χ. Κ.-δικαιοπαρόχου του δεύτερου ενάγοντος] να νέμονται αποκλειστικά για τον εαυτόν τους τα επίδικα επίκοινα. Άλλωστε, όπως συνομολογείται από τους ενάγοντες, η πρόσβαση στην ανώγεια ιδιοκτησία της πέμπτης εναγομένης δεν είναι εφικτή , παρά μόνον δια της κεντρικής εισόδου και της εσωτερικής τσιμεντένιας κλίμακας. Συνεπώς η αγωγή είναι απορριπτέα ως κατ' ουσίαν αβάσιμη ως προς την 5η εναγομένη, καθόσον απεδείχθη, ότι νομίμως βάσει του δικαιώματος συγκυριότητας επί των επιδίκων επικοίνων [1/2 ή 2/4 εξ αδιαιρέτου ] νέμεται και κατέχει αυτά, ενώ, προς τους λοιπούς εναγομένους καθόσον ουδόλως αποδείχθηκε ότι καθ' οιονδήποτε τρόπο διατάραξαν, είτε εμπράκτως, είτε προφορικώς αντιποιηθέντες το δικαίωμα συγκυριότητας [ 1/4 εξ αδιαιρέτου εκάστου] των εναγόντων επί των επιδίκων επικοίνων". Και βάσει των πραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, απέρριψε την ένδικη αρνητική αγωγή των αναιρεσειόντων, με την οποία οι τελευταίοι ζητούσαν να αναγνωρισθούν οι ίδιοι αποκλειστικοί συγκύριοι κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας του επίδικου ως άνω τμήματος της αναφερόμενης οικοδομής (διαδρόμου, εμβαδού 30 τ.μ.) και να υποχρεωθούν οι αναιρεσίβλητοι να μη διέρχονται στο μέλλον από το επίδικο αυτό τμήμα. Ενόψει των ανωτέρω παραδοχών του Εφετείου ότι, ειδικότερα, α) η άμεση δικαιοπάροχος των εναγόντων και ο άμεσος δικαιοπάροχος της πέμπτης εναγομένης- αναιρεσίβλητης και εν συνεχεδία οι ίδιοι οι διάδικοι αυτοί ενέμονταν το επίδικο τμήμα με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας και έγιναν συγκύριοι του επιδίκου παραγώγως, βάσει των αναφερόμενων ως ανωτέρω τίτλων, αλλά και πρωτοτύπως, με χρησικτησία, τακτική και έκτακτη, αφού για πρώτη φορά η αντιποίηση της συννομής του άμεσου δικαιοπαρόχου της πέμπτης εναγομένης εκ μέρους του πρώτου ενάγοντος έλαβε χώραν κατά το τέλος του έτους 1999, οπότε και αποκρούστηκε επιτυχώς με τα προαναφερθέντα ασφαλιστικά μέτρα, και ότι β) οι λοιποί εναγόμενοι-αναιρεσίβλητοι ουδέποτε προσέβαλαν την συγκυριότητα των αναιρεσειόντων επί του επιδίκου, ορθώς το Εφετείο εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 1033, 1041, 1045, 974, 994, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ ως προς το δικαίωμα της συγκυριότητας επί του επιδίκου της πέμπτης εναγομένης-αναιρεσίβλητης και της εντεύθεν μη αποκλειστικής συγκυριότητας των εναγόντων-αναιρεσειόντων, οι οποίες διατάξεις και ήταν εφαρμοστέες ενόψει των ειρημένων παραδοχών, ενώ δεν ήταν εφαρμοστέα, ελλείψει των προϋποθέσεων εφαρμογής της, η προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 1108 του ΑΚ, στην οποία οι αναιρεσείοντες στήριζαν την αγωγή τους και την οποία ορθώς δεν εφήρμοσε το Εφετείο. Επομένως το Εφετείο δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, και τα αντίθετα που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο, από τη διάταξη αυτή, λόγο της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα. Περαιτέρω, από τις προπαρατεθείσες παραδοχές του Εφετείου προκύπτει ότι το δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής και της μη εφαρμογής, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, των ειρημένων ουσιαστικών διατάξεων, είναι δε επίσης αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον ίδιο, τρίτο, και από τον αριθμό 19 του άρθρου 509 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους. ΙΙ. Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ότι το δικαστήριο παρά τον νόμο δέχθηκε ουσιώδη πράγματα χωρίς απόδειξη είναι αβάσιμος όταν το δικαστήριο κατέληξε στην κρίση του αφού έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 368 παρ.2 του ΚΠολΔ το δικαστήριο τότε μόνο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει ότι χρειάζονται ειδικές (ιδιάζουσες) γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο κατέληξε στην κρίση του για τους ουσιώδεις ισχυρισμούς των διαδίκων, μεταξύ των οποίων και εκείνος της συγκυριότητας των εναγομένων επί του επιδίκου (μη αποκλειστική συγκυριότητα των εναγόντων), βάσει των αναφερομένων στην απόφαση αποδεικτικών μέσων, ενόψει δε της μη παραδοχής του ότι απαιτούνται εν προκειμένω ειδικές (ιδιάζουσες) γνώσεις επιστήμης ή τέχνης νομίμως το Εφετείο δεν διέταξε για το ανωτέρω ζήτημα διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, την οποία είχαν ζητήσει οι ενάγοντες και για την οποία δεν είχε υποχρέωση το Εφετείο, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Επομένως οι πρώτος και δεύτερος, από το άρθρο 559 αρ.10 του ΚΠολΔ, λόγοι του αναιρετηρίου, με τους οποίους υποστηρίζεται ότι το Εφετείο παρά τον νόμο δέχθηκε τον ανωτέρω ουσιώδη ισχυρισμό, για τον οποίο και δεν διέταξε πραγματογνωμοσύνη, όπως είχαν ζητήσει οι αναιρεσείοντες, χωρίς απόδειξη, είναι αβάσιμα. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12-4-2010 αίτηση των Φ. Κ. και Σ. Κ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 47/2010 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 1 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 1, 10 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αβάσιμοι Επικυρώνει Εφ.Πατρών 47/2010.
Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου
Αποδεικτικά μέσα, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου.
0
Αριθμός 571/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ν. Φ. ή Φ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο Πελέκη. Της αναιρεσίβλητης: Ε. Φ. ή Φ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Άγγελο Καμηνάρη. Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε μυστικά επί της έδρας και δια του Προεδεύοντος απέρριψε το αίτημα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/9/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 182/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 343/2010 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 6/7/2011 αίτησή του. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 5/12/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. - Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής στην συγκεκριμένη περίπτωση, όπως δεν ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου 559 για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφαση του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του κανόνα δικαίου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι τα επίδικα ακίνητα και ειδικότερα α) ένα οικόπεδο, εμβαδού 200 τ.μ. περίπου, με την βρισκόμενη σ' αυτό παλαιά ισόγεια οικία, εμβαδού 90 τ.μ., που βρίσκεται στον οικισμό ..., και β) τρεις αγροί, εμβαδού, αντίστοιχα, έξι (6), δύο (2) και μισού (1/2) στρεμμάτων, που βρίσκονται στις θέσεις "..." ο πρώτος και "..." οι λοιποί, του ως άνω Δήμου, περιήλθαν στην κυριότητα της αναιρεσίβλητης-εναγομένης με το υπ' αριθμ. .../29-6-2006 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Σητείας Δέσποινας Μανουσάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα, από τον πατέρα της αναιρεσίβλητης, ο οποίος είχε γίνει και ήταν κύριος των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία, έχοντας τα επίδικα στην διανοία κυρίου κατοχή του (νομή) επί χρόνο μεγαλύτερο της εικοσαετίας, μετά από άτυπη αγορά τους από τους αναφερόμενους ιδιοκτήτες τους κατά το έτος 1955 του πρώτου ακινήτου και το έτος 1965 των λοιπών και την έκτοτε και μέχρι την κατά τα ανωτέρω μεταβίβασή τους στην αναιρεσίβλητη άσκηση στα επίδικα των επίσης στην απόφαση αναφερομένων ειδικότερων πράξεων νομής που προσιδιάζουν στο κάθε ακίνητο (ανέγερση της προαναφερόμενης οικίας στο πρώτο και οίκηση σ' αυτήν, καλλιέργεια και εκμετάλλευση των λοιπών), ότι ο αναιρεσείων-ενάγων δεν άσκησε ποτέ, από το έτος 1970, όπως ισχυριζόταν , πράξεις νομής επί των επίδικων ως άνω τριών αγροτικών ακινήτων, των οποίων και δεν έγινε κύριος με χρησικτησία, ότι, επίσης, η μητέρα των διαδίκων (αδελφών) δεν είχε αποκτήσει με χρησικτησία την κυριότητα του πρώτου επίδικου ακινήτου (οικοπέδου και οικίας), το οποίο δεν είχε παραχωρήσει σ' αυτήν ατύπως ο πατέρας της το έτος 1960 και στο οποίο η τελευταία δεν είχε ασκήσει πράξεις νομής (για λογαριασμό της), όπως επίσης είχε ισχυρισθεί ο αναιρεσείων, και ότι επομένως (δέχεται το Εφετείο ) ο αναιρεσείων δεν έγινε κύριος του πρώτου επιδίκου (οικοπέδου) κατά τα 3/8 εξ αδιαιρέτου από την κληρονομία της μητέρας των διαδίκων που πέθανε χωρίς διαθήκη το έτος 1998 και την κληρονομία της οποίας ως προς το επίδικο αυτό αποδέχθηκε ο αναιρεσείων με την υπ' αριθμ. .../2-8-2007 συμπληρωματική δήλωση αποδοχής της συμβολαιογράφου Σητείας Βικτωρίας Κουνελάκη που μεταγράφηκε νόμιμα, όπως επίσης ισχυριζόταν ο αναιρεσείων στην αγωγή του. Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, απέρριψε την ένδικη αναγνωριστική αγωγή του αναιρεσείοντος, με την οποία, ειδικότερα, ο τελευταίος ζητούσε να αναγνωρισθεί συγκύριος του πρώτου επιδίκου (οικοπέδου και οικίας) κατά ποσό 3/8 εξ αδιαιρέτου και αποκλειστικός κύριος των λοιπών τριών επιδίκων (αγρών). Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο ορθώς εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 947, 974, 1033, 1045 του ΑΚ., οι οποίες, ενόψει των παραδοχών του δικαστηρίου, ήταν εφαρμοστέες και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως, με σφαλμένη εφαρμογή, ενώ δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες παραδοχές του, το Εφετείο διέλαβε στην απόφαση του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής, ως ανωτέρω, εφαρμογής των ειρημένων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον πρώτο, όπως εκτιμάται, από τον αριθμό 1 (όχι και 8), και τον τελευταίο, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς του είναι αβάσιμα. ΙΙ. Ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ότι το δικαστήριο πατά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη ουσιώδη ισχυρισμό ("πράγμα") που προτάθηκε δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 11γ' του ίδιου άρθρου 559 δεν ιδρύεται επίσης όταν από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και απέρριψε τον δεύτερο λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως ουσιώδες πράγμα, κατέληξε δε στην προαναφερθείσα κρίση του και την απόρριψη της αγωγής αφού έλαβε επίσης υπόψη και συνεκτίμησε κατά νόμον όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, επομένως δε και τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο αποδεικτικά μέσα. Τα αντέθετα, συνεπώς, που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους λοιπούς και υπό την επίκληση των αριθμών 8 και 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγους του αναιρετηρίου, με τους οποίους κατά τα λοιπά απαραδέκτως προσβάλλει την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ), είναι επίσης αβάσιμα. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας ( άρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 6-7-2011 αίτηση του Ν. Φ. ή Φ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 343/2010 απόφασης του Εφετείου Κρήτης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 1 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 1,8,11 περ. γ', 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αβάσιμοι. Επικυρώνει Εφ.Κρ. 343/2010.
Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου
Έλλειψη νόμιμης βάσης, Παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, Αποδείξεων εκτίμηση.
0
Αριθμός 566/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστάσιου Κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1) Δ. Λ. του Α., κατοίκου ... και 2) Σ. Σ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Ζευκιλή, για αναίρεση της υπ' αριθ. 2420/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΚΥΠΡΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Ταταράκη. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 7 Σεπτεμβρίου 2012 δύο αιτήσεις τους αναιρέσεως, όπως αυτές διαμορφώθηκαν με τους από 22 Φεβρουαρίου 2013 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 30/2013. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά η κατά των αναιρεσειόντων ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι κρινόμενες, με αριθμούς εκθέσεων 3 και 4/7 Δεκεμβρίου 2012 αιτήσεις των Δ. Λ. του Α. και Σ. Σ. του Δ., αντιστοίχως, μετά των από 22.2.2013 προσθέτων αυτών λόγων, που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα (την 22.2.2013) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ), για αναίρεση της υπ' αριθ. 2420/2012 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Κατά τη διάταξη του άρθρου 119 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, την αρμοδιότητα σύμφωνα με τα άρθρα 109-115 (αρμοδιότητα καθ' ύλην) την προσδιορίζει ο χαρακτηρισμός της πράξεως από τον Ποινικό Κώδικα ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος, που βασίζεται στα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιέχονται στην κλήση του εισαγγελέα (συνεπεία της απευθείας εισαγωγής της υποθέσεως) ή στο παραπεμπτικό βούλευμα, με το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, εξομοιώνεται και η απόφαση του δικαστηρίου, με την οποία αυτό, όταν κρίνει ότι είναι καθ' ύλην αναρμόδιο να δικάσει την υπόθεση, παραπέμπει αυτήν στο αρμόδιο δικαστήριο, ενεργώντας στην περίπτωση αυτή ό,τι και το συμβούλιο όταν παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο. Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του άρθρου 119 του ΚΠοινΔ, το δικαστήριο είναι αρμόδιο να δικάσει και σ' εκείνες τις περιπτώσεις, όπου προκύπτει από τη συζήτηση ότι το έγκλημα ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου. Από τις διατάξεις αυτές, συνάγεται ότι η εξουσία του δικαστηρίου προς εκδίκαση υποθέσεως στηρίζεται αποκλειστικώς και μόνο στο γεγονός ότι αυτή έχει εισαχθεί στο κατά την εισαγωγή της αρμόδιο δικαστήριο και δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι, μεταγενεστέρως, η πράξη, η οποία, κατά την εισαγωγή της, ήταν κακούργημα, χαρακτηρίστηκε από το νομοθέτη πλημμέλημα και θα υπαγόταν, πλέον, στην καθ' ύλην αρμοδιότητα κατωτέρου δικαστηρίου. Επομένως, στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο έχει εξουσία προς εκδίκαση της υποθέσεως, εφόσον αυτή αρμοδίως εισήχθη, σύμφωνα με τα ισχύοντα κατά το χρόνο εισαγωγής της, σ' αυτό, τυχόν δε αντιθέτως κρίνον υπερβαίνει αρνητικώς την εξουσία του (ΟλΑΠ 10/2005). Εξάλλου, όταν το δικαστήριο δίκασε υπόθεση που δεν υπαγόταν στην καθ' ύλην αρμοδιότητά του, ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ζ του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, ενώ όταν είναι καθ' ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο και κηρύξει εαυτό αναρμόδιο υπερβαίνει την εξουσία του και ιδρύεται ο από το στοιχ. Η λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 2420/2012 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες υπεξαιρέσεως αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από κοινού, η συνολική αξία της οποίας υπερέβαινε το ποσό των 75.000 ευρώ, σε βάρος της εταιρίας με την επωνυμία "ΚΥΠΡΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ Α.Ε." και τους καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαοκτώ (18) μηνών τον καθένα, μετατραπείσα σε χρηματική ως προς τον αναιρεσείοντα Σ. Σ. και ανασταλείσα ως προς τον αναιρεσείοντα Δ. Λ.. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, οι αναιρεσείοντες, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, πρότειναν, δια της συνηγόρου τους, ένσταση αναρμοδιότητας του Τριμελούς Εφετείου και ζήτησαν την παραπομπή της υποθέσεως στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, για το λόγο ότι, με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1ιγ του ν. 4055/2012, το προβλεπόμενο από τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 375 του ΠΚ ποσό των 73.000 ευρώ αναπροσαρμόστηκε στο ποσό των 120.000 ευρώ και, επομένως, η πράξη που τους αποδίδεται, με αντικείμενο 88.040 ευρώ, είχε, πλέον, καταστεί πλημμέλημα. Το Τριμελές Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την αιτιολογία ότι εξακολουθούσε να είναι το ίδιο αρμόδιο για την εκδίκαση της υποθέσεως, γιατί η ένδικη πράξη υπαγόταν, πλέον, στην καθ' ύλην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου (του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου). Σύμφωνα δε με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης είχε αρμοδιότητα να δικάσει την προκειμένη υπόθεση, αφού η παραπομπή αυτής σ' αυτό, ως κακουργήματος, είχε γίνει πριν από την τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 375 του ΠΚ, σύμφωνα με τα τότε ισχύοντα. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ζ του ΚΠοινΔ, πρώτος, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγος του κυρίου δικογράφου των αιτήσεων (τον οποίο οι αναιρεσείοντες στηρίζουν στο στοιχ. Η), με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως, παρά το ότι, λόγω νομοθετικής μεταβολής, είχε καταστεί καθ' ύλην αναρμόδιο και έπρεπε να την παραπέμψει στο τριμελές πλημμελειοδικείο, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ. 2 του ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ.6 του Ν. 2408/1996, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε (5) έτη και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν άλλως ορίζεται (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997), αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από τρία έτη. Η κυρία διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 επ., 314, 320-321, 339-340 και 343 του ΚΠοινΔ, αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 320§2 εδ. α και 321§§1 εδ. α στοιχ. β και 4 του ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 120§2 και 121 εδ. α του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι, για να αρχίσει η επιφέρουσα την αναστολή της παραγραφής κύρια διαδικασία, αρκεί το επιδιδόμενο στον κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα (ή η κλήση) να περιέχει, πλην άλλων, και προσδιορισμό του δικαστηρίου, στο οποίο καλείται αυτός να εμφανιστεί, δεν είναι δε αναγκαίο το αναγραφόμενο δικαστήριο να είναι πράγματι το αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση. Η τυχόν αναγραφή στο επιδιδόμενο έγγραφο άλλου, από το αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση, δικαστηρίου, δεν καθιστά αυτό άκυρο και ανενεργό ως προς τις έννομες συνέπειές του, δηλαδή και ως προς την αναστολή της παραγραφής, η οποία επήλθε με αυτό (Ολ ΑΠ 2/1997). Εξάλλου, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση υπάρχει όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, όπως, π.χ., όταν προχώρησε στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως και σε καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση, ενώ έπρεπε να παύσει οριστικά την κατ' αυτού ποινική δίωξη λόγω παραγραφής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, η ένδικη υπόθεση είχε εισαχθεί, αρχικώς, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο, με την υπ' αριθ. 19066/2010 απόφασή του, την παρέπεμψε στο καθ' ύλην αρμόδιο Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, γιατί τότε, πριν, δηλαδή, από την ως άνω νομοθετική μεταβολή, είχε αυτή κακουργηματικό χαρακτήρα. Οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι είχαν ήδη κληθεί για να παραστούν ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου και μάλιστα κατά την αρχική δικάσιμο της 29.5.2009, από την οποία αναβλήθηκε, χωρίς κλήτευσή τους, η υπόθεση για μεταγενέστερη δικάσιμο, πριν παρέλθει πενταετία από το χρόνο τελέσεως της ένδικης πράξεως (19.1.2005). Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η αναστολή της παραγραφής επήλθε έστω και αν οι αναιρεσείοντες κλητεύθηκαν σε καθ' ύλην αναρμόδιο δικαστήριο, το δε Τριμελές Εφετείο, το οποίο προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως χωρίς να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, δεδομένου ότι μέχρι την έκδοση της αποφάσεώς του (27.9.2012) δεν είχε παρέλθει οκταετία, δεν υπερέβη την εξουσία του και οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, πρώτος, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγος του κυρίου δικογράφου και πρώτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται α) ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται κατά το αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιοδήποτε τρόπο, είτε κατόπιν συμβατικής σχέσεως είτε εξ αιτίας άλλων τυχαίων περιστατικών και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν από το νόμο και δ) δολία προαίρεση του δράστη, που περιλαμβάνει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. Το έγκλημα αυτό θεωρείται τετελεσμένο αφότου ο δράστης επεχείρησε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη οφειλομένης ενεργείας, με την οποία εξωτερίκευσε τη θέλησή του να ιδιοποιηθεί το ξένο πράγμα παράνομα. Κατά δε το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνη του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στη δικαστική απόφαση και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής για υπεξαίρεση αποφάσεως δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Στην προκειμένη περίπτωση, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν ια ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της εδρεύουσας στην ... ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΚΥΠΡΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ Α.Ε." και της εδρεύουσας στη Θεσσαλονίκη ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΜΕΚΑΝΕΡ Α.Ε. Τεχνική και Εμπορική Εταιρία Μελετών - Κατασκευών", που εκπροσωπούνταν από τον πρώτο κατηγορούμενο Σ. Δ. Σ. με την ιδιότητά του ως προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνοντος συμβούλου αυτής καταρτίσθηκε σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, την οποία εγγυήθηκαν τόσο ο εν λόγω Σ. Σ. όσο και ο Δ. Α. Λ. με την ιδιότητά του ως αντιπρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος της ίδιας εταιρίας. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής οι κατηγορούμενοι ενεργώντας για λογαριασμό της εκπροσωπούμενης από αυτούς εταιρίας έλαβαν στην κατοχή τους μόνο κατά χρήση κινητό εξοπλισμό της ως λόγω μισθώτριας εταιρίας, δηλαδή δύο μεταχειρισμένα φορτηγά αυτοκίνητα συνολικής αξίας 84.040 ευρώ. Τα εν λόγω κινητά πράγματα, των οποίων η αξία είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι δεν απέδωσαν στη μισθώτρια εταιρία, όταν προσκλήθηκαν προς τούτο με την από 11-1-2005 εξώδικη δήλωση - καταγγελία της σύμβασης, με την οποία καταγγέλθηκε η σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης λόγω υπερημερίας περί την καταβολή των μισθωμάτων, αλλά την 19-1-2005 με πρόθεση παρακράτησαν αυτά παρανόμως και τα ενσωμάτωσαν στην περιουσία τους. Επομένως πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι του εγκλήματος της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας σε μορφή πλημμελήματος, αφού η συνολική αξία του είναι μικρότερη των 120.000 ευρώ απορριπτόμενου του ισχυρισμού τους περί μερικής εξάλειψης του αξιοποίνου της πράξης τους. ...". Με αυτά που δέχθηκε, το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που επιβάλλουν οι ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος (άρθρο 93 παρ. 3) και του ΚΠοινΔ (άρθρο 139), αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της πράξεως για την οποία καταδικάσθηκαν οι κατηγορούμενοι, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1 και 45 του ΠΚ. Ειδικότερα και σε σχέση με τις μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων λεκτέα τα εξής: α) Το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως αποτελεί μεν επανάληψη του διατακτικού της (το οποίο αποτελεί επανάληψη του κατηγορητηρίου), πλην, ενόψει της πληρότητας του τελευταίου, πληρούται, με την επανάληψή του στο ως άνω σκεπτικό, η απαίτηση αιτιολογήσεως της αποφάσεως. β) Οι αναιρεσείοντες, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, πρόβαλαν τον ισχυρισμό περί μερικής εξαλείψεως του αξιοποίνου, συνιστάμενο στο ότι η μισθώτρια εταιρία είχε καταβάλει στην εκμισθώτρια, για μισθώματα, έξοδα, κ.λπ., το συνολικό ποσό των 43.584,97 ευρώ, στο οποίο περιλαμβανόταν, κατά συμφωνία τους, και τμηματική εξαγορά των φερομένων ως υπεξαιρεθέντων φορτηγών. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αρνητικός της κατηγορίας και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. γ) Σαφώς εκτίθεται στην απόφαση ότι οι αναιρεσείοντες προσκλήθηκαν, με την εξώδικη καταγγελία της συμβάσεως, από την εγκαλούσα εταιρία να αποδώσουν τα φορτηγά, πλην αυτοί τα παρακράτησαν και τα ενσωμάτωσαν στην περιουσία τους, με τον τρόπο δε αυτό τέλεσαν υπεξαίρεση των φορτηγών. δ) Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρονται οι επί μέρους πράξεις, με τις οποίες ο κάθε κατηγορούμενος συνέπραξε στην τέλεση της υπεξαιρέσεως, ενώ αναφέρεται η ιδιότητα του καθενός, με την οποία εκπροσωπούσε τη μισθώτρια εταιρία. ε) Σαφώς αναφέρεται και η αξία των φορτηγών, η οποία χαρακτηρίζεται ως ιδιαιτέρως μεγάλη. στ) Δεν ήταν απαραίτητη η στάθμιση και συγκριτική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος του κυρίου δικογράφου των αιτήσεων και δεύτερος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Η, εμπεριεχόμενη στους ίδιους λόγους, αιτίαση περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (υπ' αριθ. 3538/2005 διαταγής πληρωμής, 282/2007 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, από 13.1.2005 έγγραφα - με μισθώματα παραρτήματος, ανάλυση παγίων παραρτήματος, καρτέλα πελάτη -, μαρτυρικές καταθέσεις) είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 περ. δ του ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και τον Άρειο Πάγο ακόμη και ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ, επιφέρει και η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, τρίτο (τελευταίο) λόγο των αιτήσεών τους, πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο, συνισταμένη στο ότι α) το Τριμελές Εφετείο επιλήφθηκε της εκδικάσεως της υποθέσεως, η οποία παραπέμφθηκε ενώπιόν του ως κακουργηματική υπεξαίρεση, χωρίς να έχει, προηγουμένως, ασκηθεί ποινική δίωξη για την πράξη αυτή σε βαθμό κακουργήματος και χωρίς να έχουν απολογηθεί αυτοί ενώπιον Ανακριτή στα πλαίσια τακτικής ανακρίσεως, β) στερήθηκαν του φυσικού δικαστή τους, γιατί η υπόθεση δικάσθηκε από το καθ' ύλην αναρμόδιο Τριμελές Εφετείο, αντί του αρμοδίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, γ) η εκδίκαση της υποθέσεως από το Τριμελές Εφετείο κατέστησε τη θέση τους χειρότερη από αυτή άλλων κατηγορουμένων για το ίδιο έγκλημα, αφού στερήθηκαν το δικαίωμα να ασκήσουν έφεση κατά της αποφάσεως λόγω το αυξημένου ορίου της ποινής για το επιτρεπτό της ασκήσεως εφέσεως κατά αποφάσεων τριμελών εφετείων, όταν καταδικάζουν για πλημμέλημα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί, πέραν των εκτιθεμένων στην πρώτη σκέψη της παρούσας: α) Όπως αναφέρθηκε, η απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, με την οποία η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Τριμελές Εφετείο, επέχει θέση παραπεμπτικού βουλεύματος και οι αναιρεσείοντες μπορούσαν να ασκήσουν κατ' αυτής έφεση (άρθρο 487 ΚΠοινΔ), την οποία δεν άσκησαν, παρακάμπτεται δε, στην περίπτωση αυτή, το στάδιο της ανακρίσεως έστω και αν πρόκειται για κακούργημα. β) Η αρχή του νόμιμου ή φυσικού δικαστή, που προβλέπεται από το άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος δεν αναφέρεται στο δικαστήριο, ως όργανο, αλλά στο δικαστή, ως άτομο. γ) Με δεδομένο ότι ορθώς, κατά τα προεκτεθέντα, η ένδικη υπόθεση κρίθηκε από το Τριμελές Εφετείο, ότι, κατά το άρθρο 79 του ΠΚ, η επιμέτρηση της ποινής μέσα στα όρια, τα οποία διαγράφει ο νόμος, ανήκει στην αποκλειστική και κυριαρχική κρίση του δικάζοντος δικαστηρίου και δεν αποτελεί δικαίωμα του κατηγορουμένου, που του παρέχει ο νόμος, να ζητήσει την επιβολή εφέσιμης ποινής και ότι οι περιορισμοί του νομοθέτη ως προς τα ένδικα μέσα δεν προσκρούουν στα άρθρα 20 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι καταδικάσθηκαν σε μη εφέσιμη ποινή για πλημμέλημα δεν χειροτερεύει τη θέση τους έναντι άλλων που θα καταδικάζονταν στην ίδια ποινή, από κατώτερο, όμως, δικαστήριο, η οποία, επομένως θα υπέκειτο σε έφεση. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι κρινόμενες αιτήσεις και οι πρόσθετοι λόγοι αυτών και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις με αριθμούς εκθέσεων 3 και 4/7 Δεκεμβρίου 2012 αιτήσεις των Δ. Λ. του Α. και Σ. Σ. του Δ., αντιστοίχως, μετά των από 22.2.2013 προσθέτων αυτών λόγων, για αναίρεση της υπ' αριθ. 2420/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία "ΚΥΠΡΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΕΣ ΜΙΣΘΩΣΕΙΣ Α.Ε." από πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Απριλίου 2013. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για υπεξαίρεση από κοινού, η οποία, κατόπιν νομοθετικής μεταβολής μετά την παραπομπή (ν. 4055/2012), έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα. Στοιχεία εγκλήματος. Όχι αναγκαία οι αναφορά των επί μέρους πράξεων, με τις οποίες κάθε κατηγορούμενος συνέπραξε στην τέλεση αυτού. Θεμελίωση αρμοδιότητας δικαστηρίου μόνο στο γεγονός ότι η υπόθεση εισήχθη στο κατά την εισαγωγή της αρμόδιο δικαστήριο, ανεξαρτήτως μεταγενέστερου, κατόπιν νομοθετικής μεταβολής, διαφορετικού χαρακτηρισμού της πράξης από το νομοθέτη (ΟλΑΠ 10/2005). Ορθώς επιλήφθηκε το τριμελές εφετείο της υπεξαιρέσεως που αποδιδόταν στους αναιρεσείοντες, στο οποίο είχε παραπεμφθεί η υπόθεση από το τότε αναρμόδιο τριμελές πλημμελειοδικείο, παρά το ότι, λόγω νομοθετικής μεταβολής, αυτή χαρακτηριζόταν πλέον ως πλημμέλημα. Κλητήριο θέσπισμα. Για να αρχίσει η επιφέρουσα την αναστολή της παραγραφής κύρια διαδικασία, αρκεί το επιδιδόμενο στον κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα ή κλήση να περιέχει πλην άλλων και προσδιορισμό του δικαστηρίου στο οποίο καλείται αυτός να εμφανισθεί. Δεν είναι αναγκαίο το αναγραφόμενο δικαστήριο να είναι πράγματι το αρμόδιο (ΟλΑΠ 2/1997). Η κλήση ενώπιον του αναρμοδίου τριμελούς πλημμελειοδικείου επέφερε αναστολή της παραγραφής. Όχι απόλυτη ακυρότητα από το ότι η υπόθεση εκδικάστηκε χωρίς να έχει προηγηθεί ανάκριση για κακούργημα και από το ότι οι αναιρεσείοντες στερήθηκαν το δικαίωμα να ασκήσουν έφεση κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, λόγω του αυξημένου ορίου της ποινής για το επιτρεπτό της ασκήσεως εφέσεως κατά αποφάσεων τριμελών εφετείων, όταν καταδικάζουν για πλημμέλημα. Απόρριψη αιτήσεων και προσθέτων λόγων.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Παραγραφή, Αναιρέσεων συνεκδίκαση, Συναυτουργία, Υπεξαίρεση, Κλητήριο θέσπισμα, Αρμοδιότητα καθ'ύλη.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 557/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Ε. Σ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ζαχαράκη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 511/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκιδικής, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Σεπτεμβρίου 2012 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1005/2012. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως η προθεσμία είναι, επίσης, δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει, σε κάθε περίπτωση, από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 156 του ίδιου Κώδικα, αν το πρόσωπο, στο οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση, απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και είναι άγνωστη η διαμονή του, η επίδοση γίνεται, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη αυτή προσώπων, στο δήμαρχο της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του ή στο δημοτικό υπάλληλο που ορίζει ο δήμαρχος γι' αυτό το σκοπό. Η μη τήρηση των διατυπώσεων αυτών συνεπάγεται κατά το άρθρο 154 παρ. 2 του ΚΠοινΔ την ακυρότητα της επιδόσεως και δεν αρχίζει η ανωτέρω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Ως άγνωστης διαμονής θεωρείται, κατά τις διατάξεις των ως άνω άρθρων 154 και 156, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη για τη Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και η Αστυνομική Αρχή. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται εκείνος, τον οποίο έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλωθεί στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως επιτρέπεται αναίρεση, ο έλεγχος, όμως, του Αρείου Πάγου στην περίπτωση αυτή περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 511/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής, όπως από αυτή προκύπτει, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η έφεση με αριθμό εκθέσεως 26/11.7.2011 της ήδη αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, που εκπροσωπήθηκε στη δίκη από τη συνήγορό της, κατά της υπ' αριθ. 299/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ν. Μουδανιών Χαλκιδικής, με την οποία είχε καταδικασθεί αυτή, ερήμην, για φοροδιαφυγή για μη απόδοση Φ.Π.Α., σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, μετατραπείσα σε χρηματική. Από την ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα του παραδεκτού και βασίμου των λόγων της αναιρέσεως, προκύπτει ότι η ήδη αναιρεσείουσα, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της ασκήσεώς της, είχε προβάλει ότι: "Το πρώτον έλαβε γνώση ότι σε βάρος της εκκρεμεί η ως άνω απόφαση προχθές, 8-7-2011 ημέρα Παρασκευή από τη δικηγόρο της, που αιτήθηκε ποινικό μητρώο από την Εισαγγελία Θεσ/κης γιατί της ζητήθηκε αυτό από την εργοδότρια εταιρία, όπου ήθελε να εργασθεί ως security. Για λόγους ανωτέρας βίας ασκεί την παρούσα έκθεση εκπρόθεσμα, αφού ουδέποτε της γνωστοποιήθηκε η ύπαρξη αυτής της αποφάσεως. Η απόφαση επιδόθηκε ως αγνώστου διαμονής, ενώ αυτή ήδη είναι γνωστής διαμονής, αφού από 1-5-2008 διαμένει στη ..., επί της οδού ... 224, που ήταν σε γνώση της Εισαγγελίας". Κατά τη συζήτηση δε, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, η εκκαλούσα - κατηγορουμένη, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, είχε προσκομίσει, δια της συνηγόρου της, προς απόδειξη του ως άνω ισχυρισμού της που εμπεριέχεται στην έφεση, μάρτυρα και έγγραφα. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτόν και, στη συνέχεια, απέρριψε την έφεση ως εκπρόθεσμη, με την αιτιολογία ότι: "... όπως προκύπτει ..., η εκκαλούσα - κατηγορουμένη Ε. Σ. του Γ., καταδικάσθηκε, ερήμην, με τη με αριθμό 299/27-4-2009 απόφαση ... Η παραπάνω απόφαση επιδόθηκε στην κατηγορούμενη, ως αγνώστου διαμονής, την 2.2.2010 [...]. Στη συνέχεια η κατηγορούμενη, την 11.7.2011, άσκησε, ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα Ν. Μουδανιών Χαλκιδικής έφεση ... . Η έφεση αυτή, που ασκήθηκε την 11.7.2011, είναι εκπρόθεσμη, κατ' άρθρο 473 παρ. 1 ΚΠοινΔ, ως ασκηθείσα μετά την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως στην κατηγορούμενη, ως αγνώστου διαμονής, επίδοση που έλαβε χώρα, κατά τα παραπάνω, την 2.2.2010. Από τη σχετική υπ' αριθ. 26/11.7.2011 έκθεση εφέσεως προκύπτει ότι η εκκαλούσα, φερόμενη στην έφεση ως κάτοικος ..., ... 224, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της ασκήσεως της, με την οποία(έκθεση εφέσεως) ζητά να της συγχωρεθεί το εκπρόθεσμο, προέβαλε επί λέξει ότι "...". Όμως στην έφεσή της δεν επικαλείται λόγο ανώτερης βίας δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης άσκησης της έφεσής της, ούτε ο ισχυρισμός περί ακυρότητας της επίδοσης ως αγνώστου διαμονής, αφού ήταν γνωστής διαμονής εμπίπτει στην έννοια της ανώτερης βίας, επίσης δεν αναφέρει, αν την φερόμενη ως τελευταία γνωστή κατοικία της, είχε δηλώσει καθοιονδήποτε τρόπο στην Εισαγγελική Αρχή Χαλκιδικής που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως. Ούτε φυσικά εκθέτει ονομαστικά και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προκύπτει ότι είχε δηλώσει την επικαλούμενη αυτή διεύθυνση κατοικίας στην Εισαγγελική αρχή πριν την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Όπως αποδεικνύεται από το από 2.2.2010 αποδεικτικό επίδοσης σε άγνωστη διαμονή του Αστυφ. του ΑΤ Σταυρούπολης ... η εκκαλουμένη με αριθμό 299/2009 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ν. Μουδανιών Χαλκιδικής, επιδόθηκε στην κατηγορουμένη Ε. Σ. του Γ. στην οδό ... 6, ως τελευταία γνωστή κατοικία της στις Εισαγγελικές αρχές του τόπου της επίδοσης (Εισαγγελία Πρωτοδικών Χαλκιδικής), σύμφωνα και με σχετική βεβαίωση του ίδιου Αστυφύλακα, η οποία (διεύθυνση) προέκυπτε από τα στοιχεία της δικογραφίας (από τους ελεγκτές του ΣΔΟΕ καθώς η κατηγορία σε βάρος της εκκαλούσας αφορούσε αδίκημα φοροδιαφυγής). Η εκκαλούσα όπως προαναφέρθηκε δεν προέβαλε με την έφεσή της ότι είχε καταστήσει η ίδια γνωστή την κατοικία της αυτή στην Εισαγγελική Αρχή της Χαλκιδικής (που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως) πριν την επίδοση της εκκαλουμένης, ούτε και ανέφερε τον τρόπο με τον οποίο κατέστησε γνωστή την επί της οδού ... 224 διεύθυνση κατοικίας της, όπως δεν ανέφερε και τα αποδεικτικά μέσα, ούτε φυσικά αποδεικνύεται ότι ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Χαλκιδικής η κατοικία της αυτή, αφού δεν προσκομίζεται σχετική έγγραφη δήλωσή της προς την Εισαγγελία Χαλκιδικής, αναφορικά με την επικαλούμενη διεύθυνση κατοικίας της, πριν την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Η προσκόμιση στο δικαστήριο αυτό κατά την συζήτηση της κρινόμενης έφεσης σε φωτοτυπίες δύο κλήσεων (...) από την Εισαγγελία Χαλκιδικής προς την εκκαλούσα και προς υποστήριξη των εφέσεων που είχε ασκήσει κατά των αναφερόμενων στις κλήσεις αυτές αποφάσεων του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, δεν αποδεικνύει ότι η εκκαλούσα είχε καταστήσει γνωστή στην Εισαγγελική Αρχή της Χαλκιδικής την ως άνω διεύθυνσή της, αλλά αντίθετα η εκκαλούσα αν και γνώριζε από το ΣΔΟΕ την εμπλοκή της στις υποθέσεις αυτές, και είχε μάλιστα και άλλες ποινικές υποθέσεις που εκδικάζονταν από τα δικαστήρια Χαλκιδικής, όπως εμφαίνεται από τις προαναφερόμενες κλήσεις, δεν φρόντισε να γνωστοποιήσει με δήλωσή της προς την Εισαγγελία Χαλκιδικής (άρθρο 273 παρ1 γ ΚΠΔ ) την επικαλούμενη από αυτήν ως άνω διεύθυνση κατοικία της ...". Από τα ανωτέρω, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για να καταλήξει στην απόρριψη της εφέσεως ως απαράδεκτης λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως, εξέτασε το νομότυπο της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως στην αναιρεσείουσα ως άγνωστης διαμονής και ορθά, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, έκρινε ότι αυτή ήταν άγνωστης διαμονής, αφού η τελευταία γνωστή διεύθυνσή της προέκυπτε από τα στοιχεία της δικογραφίας, ότι νομίμως της επιδόθηκε η εκκαλουμένη και ότι αυτή δεν άσκησε έφεση μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Εφόσον δε η εκκαλούσα δεν προέβαλε με την έφεση ότι είχε καταστήσει γνωστή και στην Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο κατέστησε γνωστή τη διεύθυνση της κατοικίας της στη ... και επί της οδού ... αριθ. 224, νομίμως αναζητήθηκε (χωρίς αποτέλεσμα) στη διεύθυνση της κατοικίας της που αναφέρεται στη μήνυση ως τελευταία γνωστή κατοικία της και δεν ήταν απαραίτητο να διαλάβει το Δικαστήριο αιτιολογία σε σχέση με το αν αυτή διέμενε ή όχι στην ως άνω διεύθυνση (... 224), εκ περισσού δε εξετάσθηκε για το ζήτημα αυτό και μάρτυρας στο ακροατήριο, για τον οποίο λόγο και δεν ήταν αναγκαίο να μνημονεύεται και η κατάθεση αυτού μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη για το σχηματισμό της απορριπτικής κρίσεως του Δικαστηρίου. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και συγκεκριμένα γιατί το Δικαστήριο δέχθηκε ως έγκυρη την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής, ενώ η αναιρεσείουσα είχε γνωστή διαμονή, χωρίς να συνεκτιμήσει και τα αποδεικτικά μέσα που είχε προσκομίσει και μάλιστα την κατάθεση του μάρτυρα, αλλά και περιέπεσε σε αντίφαση, αφού δέχθηκε ότι αυτή, πέραν της τελευταίας γνωστής κατοικίας της, όπου έγινε η επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, είχε και άλλη διαμονή γνωστή στις Αρχές, όπου γίνονταν άλλες επιδόσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. 3/7 Σεπτεμβρίου 2012 αίτηση της Ε. Σ. του Γ., για αναίρεση της υπ' αριθ. 511/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Απριλίου 2013. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόφαση με την οποία η έφεση απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη. Ποιος θεωρείται άγνωστης διαμονής. Ποιος θεωρείται τόπος κατοικίας του κατηγορουμένου. Τι πρέπει να διαλαμβάνει η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη για να είναι αιτιολογημένη. Στην έννοια της ανώτερης βίας δεν εμπίπτει ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επίδοσης ως άγνωστης διαμονής. Υποχρέωση δηλώσεως στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή της μεταβολής κατοικίας. Εκ περισσού εξέταση μάρτυρα. Απόρριψη αιτήσεως.
Εφέσεως απαράδεκτο
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Εφέσεως απαράδεκτο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 556/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Ανδρέα Ξένο και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Κολιοκώστα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Ε. Σ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ζαχαράκη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 510/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκιδικής, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 7 Σεπτεμβρίου 2012 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 999/2012. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως η προθεσμία είναι, επίσης, δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει, σε κάθε περίπτωση, από την επίδοση της αποφάσεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 156 του ίδιου Κώδικα, αν το πρόσωπο, στο οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση, απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και είναι άγνωστη η διαμονή του, η επίδοση γίνεται, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη αυτή προσώπων, στο δήμαρχο της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του ή στο δημοτικό υπάλληλο που ορίζει ο δήμαρχος γι' αυτό το σκοπό. Η μη τήρηση των διατυπώσεων αυτών συνεπάγεται κατά το άρθρο 154 παρ. 2 του ΚΠοινΔ την ακυρότητα της επιδόσεως και δεν αρχίζει η ανωτέρω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Ως άγνωστης διαμονής θεωρείται, κατά τις διατάξεις των ως άνω άρθρων 154 και 156, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη για τη Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοσή του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και η Αστυνομική Αρχή. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται εκείνος, τον οποίο έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλωθεί στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή στην έγκληση. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 και 2 του ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά δε της σχετικής αποφάσεως επιτρέπεται αναίρεση, ο έλεγχος, όμως, του Αρείου Πάγου στην περίπτωση αυτή περιορίζεται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 510/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής, όπως από αυτή προκύπτει, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της, η έφεση με αριθμό εκθέσεως 25/11.7.2011 της ήδη αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης, που εκπροσωπήθηκε στη δίκη από τη συνήγορό της, κατά της υπ' αριθ. 298/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ν. Μουδανιών Χαλκιδικής, με την οποία είχε καταδικασθεί αυτή, ερήμην, για φοροδιαφυγή για μη απόδοση Φ.Π.Α., σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, μετατραπείσα σε χρηματική. Από την ανωτέρω έφεση, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα του παραδεκτού και βασίμου των λόγων της αναιρέσεως, προκύπτει ότι η ήδη αναιρεσείουσα, προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της ασκήσεώς της, είχε προβάλει ότι: "Το πρώτον έλαβε γνώση ότι εις βάρος της εκκρεμεί η ως άνω απόφαση προχθές, 8-7-2011 ημέρα Παρασκευή από τη δικηγόρο της, που αιτήθηκε ποινικό μητρώο από την Εισαγγελία Θεσ/κης καθώς που είχε ζητηθεί αυτό από την εργοδότρια εταιρία, όπου ήθελε να εργασθεί ως security. Για λόγους ανωτέρας βίας ασκεί την παρούσα έκθεση εκπρόθεσμα, αφού ουδέποτε της γνωστοποιήθηκε η ύπαρξη αυτής της αποφάσεως. Η απόφαση επιδόθηκε ως αγνώστου διαμονής την 2-2-2010, ενώ αυτή ήδη από την 1-5-2008 ήταν γνωστής διαμονής, αφού διέμενε στη ... επί της οδού ..., που ήταν σε γνώση της Εισαγγελίας". Κατά τη συζήτηση δε, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, η εκκαλούσα - κατηγορουμένη, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, είχε προσκομίσει, δια της συνηγόρου της, προς απόδειξη του ως άνω ισχυρισμού της που εμπεριέχεται στην έφεση, μάρτυρα και έγγραφα. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό του και, στη συνέχεια, έκρινε την έφεση εκπρόθεσμη, με την αιτιολογία ότι: "... όπως προκύπτει ..., η εκκαλούσα- κατηγορουμένη Ε. Σ. του Γ., καταδικάσθηκε, ερήμην, με τη με αριθμό 298/27-4-2009 απόφαση ... Η παραπάνω απόφαση επιδόθηκε στην κατηγορούμενη, ως αγνώστου διαμονής, την 2.2.2010 [...]. Στη συνέχεια η κατηγορούμενη, την 11.7.2011, άσκησε, ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέα Ν. Μουδανιών Χαλκιδικής έφεση ... Η έφεση αυτή, που ασκήθηκε την 11.7.2011, είναι εκπρόθεσμη, κατ' άρθρο 473 παρ. 1 ΚΠοινΔ, ως ασκηθείσα μετά την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως στην κατηγορούμενη, ως αγνώστου διαμονής, επίδοση που έλαβε χώρα, κατά τα παραπάνω, την 2.2.2010. Από τη σχετική υπ' αριθ. 25/11.7.2011 έκθεση εφέσεως προκύπτει ότι η εκκαλούσα , φερόμενη στην έφεση ως κάτοικος Θεσσαλονίκης ..., προκειμένου να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της ασκήσεως της, με την οποία(έκθεση εφέσεως) ζητά να της συγχωρεθεί το εκπρόθεσμο, προέβαλε επί λέξει ότι "...". Όμως στην έφεσή της δεν επικαλείται λόγο ανώτερης βίας δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης άσκησης της έφεσής της, ούτε ο ισχυρισμός περί ακυρότητας της επίδοσης ως αγνώστου διαμονής, αφού ήταν γνωστής διαμονής εμπίπτει στην έννοια της ανώτερη βίας, επίσης δεν αναφέρει, αν την φερόμενη ως τελευταία γνωστή κατοικία της, είχε δηλώσει καθοιονδήποτε τρόπο στην Εισαγγελική Αρχή Χαλκιδικής που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως. Ούτε φυσικά εκθέτει ονομαστικά και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προκύπτει ότι είχε δηλώσει την επικαλούμενη αυτή διεύθυνση κατοικίας στην Εισαγγελική αρχή πριν την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Όπως αποδεικνύεται από το, από 2.2.2010 αποδεικτικό επίδοσης σε άγνωστη διαμονή του Αστυφ. του ΑΤ Σταυρούπολης ... η εκκαλουμένη με αριθμό 298/2009 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ν. Μουδανιών Χαλκιδικής, επιδόθηκε στην κατηγορουμένη Ε. Σ. του Γ. στην οδό ..., ως τελευταία γνωστή κατοικία της στις Εισαγγελικές αρχές του τόπου της επίδοσης (Εισαγγελία Πρωτοδικών Χαλκιδικής), σύμφωνα και με σχετική βεβαίωση του ίδιου Αστυφύλακα, η οποία (διεύθυνση) προέκυπτε από τα στοιχεία της δικογραφίας (από τους ελεγκτές του ΣΔΟΕ καθώς η κατηγορία σε βάρος της εκκαλούσας αφορούσε αδίκημα φοροδιαφυγής). Η εκκαλούσα όπως προαναφέρθηκε δεν προέβαλε με την έφεσή της ότι είχε καταστήσει η ίδια γνωστή την κατοικία της αυτή στην Εισαγγελική Αρχή της Χαλκιδικής (που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως) πριν την επίδοση της εκκαλουμένης, ούτε και ανέφερε τον τρόπο με τον οποίο κατέστησε γνωστή την επί της οδού ... διεύθυνση κατοικίας της, όπως δεν ανέφερε και τα αποδεικτικά μέσα, ούτε φυσικά αποδεικνύεται ότι ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Χαλκιδικής η κατοικία της αυτή, αφού δεν προσκομίζεται σχετική έγγραφη δήλωσή της προς την Εισαγγελία Χαλκιδικής, αναφορικά με την επικαλούμενη διεύθυνση κατοικίας της, πριν την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Η προσκόμιση στο δικαστήριο αυτό κατά την συζήτηση της κρινόμενης έφεσης σε φωτοτυπίες δύο κλήσεων (...) από την Εισαγγελία Χαλκιδικής προς την εκκαλούσα και προς υποστήριξη των εφέσεων που είχε ασκήσει κατά των αναφερόμενων στις κλήσεις αυτές αποφάσεων του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, δεν αποδεικνύει ότι η εκκαλούσα είχε καταστήσει γνωστή στην Εισαγγελική Αρχή της Χαλκιδικής την ως άνω διεύθυνσή της, αλλά αντίθετα η εκκαλούσα αν και γνώριζε από το ΣΔΟΕ την εμπλοκή της στις υποθέσεις αυτές, και είχε μάλιστα και άλλες ποινικές υποθέσεις που εκδικάζονταν από τα δικαστήρια Χαλκιδικής, όπως εμφαίνεται από τις προαναφερόμενες κλήσεις, δεν φρόντισε να γνωστοποιήσει με δήλωσή της προς την Εισαγγελία Χαλκιδικής (άρθρο 273 παρ1 γ ΚΠΔ ) την επικαλούμενη από αυτήν ως άνω διεύθυνση κατοικία της ...". Από τα ανωτέρω, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για να καταλήξει στην απόρριψη της εφέσεως ως απαράδεκτης λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως, εξέτασε το νομότυπο της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως στην αναιρεσείουσα ως άγνωστης διαμονής και ορθά, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, έκρινε ότι αυτή ήταν άγνωστης διαμονής, αφού η τελευταία γνωστή διεύθυνσή της προέκυπτε από τα στοιχεία της δικογραφίας, ότι νομίμως της επιδόθηκε η εκκαλουμένη και ότι αυτή δεν άσκησε έφεση μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Εφόσον δε η εκκαλούσα δεν προέβαλε με την έφεση ότι είχε καταστήσει γνωστή και στην Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο κατέστησε γνωστή τη διεύθυνση της κατοικίας της στη ... και επί της οδού ... αριθ. 224, νομίμως αναζητήθηκε (χωρίς αποτέλεσμα) στη διεύθυνση της κατοικίας της που αναφέρεται στη μήνυση ως τελευταία γνωστή κατοικία της και δεν ήταν απαραίτητο να διαλάβει το Δικαστήριο αιτιολογία σε σχέση με το αν αυτή διέμενε ή όχι στην ως άνω διεύθυνση (...), εκ περισσού δε εξετάσθηκε για το ζήτημα αυτό και μάρτυρας στο ακροατήριο, για τον οποίο λόγο και δεν ήταν αναγκαίο να μνημονεύεται και η κατάθεση αυτού μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη για το σχηματισμό της απορριπτικής κρίσεως του Δικαστηρίου. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και συγκεκριμένα γιατί το Δικαστήριο δέχθηκε ως έγκυρη την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής, ενώ η αναιρεσείουσα είχε γνωστή διαμονή, χωρίς να συνεκτιμήσει και τα αποδεικτικά μέσα που είχε προσκομίσει και μάλιστα την κατάθεση του μάρτυρα, αλλά και περιέπεσε σε αντίφαση, αφού δέχθηκε ότι αυτή, πέραν της τελευταίας γνωστής κατοικίας της, όπου έγινε η επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, είχε και άλλη διαμονή γνωστή στις Αρχές, όπου γίνονταν άλλες επιδόσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. 2/7 Σεπτεμβρίου 2012 αίτηση της Ε. Σ. του Γ., για αναίρεση της υπ' αριθ. 510/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκιδικής. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Απριλίου 2013. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόφαση με την οποία η έφεση απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη. Ποιος θεωρείται άγνωστης διαμονής. Ποιος θεωρείται τόπος κατοικίας του κατηγορουμένου. Τι πρέπει να διαλαμβάνει η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη για να είναι αιτιολογημένη. Στην έννοια της ανώτερης βίας δεν εμπίπτει ο ισχυρισμός για ακυρότητα της επίδοσης ως άγνωστης διαμονής. Υποχρέωση δηλώσεως στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή της μεταβολής κατοικίας. Εκ περισσού εξέταση μάρτυρα. Απόρριψη αιτήσεως.
Εφέσεως απαράδεκτο
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Εφέσεως απαράδεκτο.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 554/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Νικόλαο Ζαΐρη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Γεώργιο Αδαμόπουλο, Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη και Μαρία Βασιλάκη-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευάγγελου Παντιώρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Α. Λ. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Φακιδάρη, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 3378/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Ν. Δ. του Σ.. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Μαΐου 2012 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 760/2012. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 288 παρ 1 του Π.Κ. όποιος με πρόθεση ματαιώνει ή δυσχεραίνει την ενέργεια που είναι αναγκαία για να αποτραπεί ή να κατασταλεί ένας κοινός κίνδυνος που υπάρχει ή που επίκειται τιμωρείται με φυλάκιση, αν δεν συντρέχει περίπτωση αυστηρότερης τιμώρησης σύμφωνα με άλλη διάταξη. Το έγκλημα αυτό προβλέπει την παρακώλυση της αναγκαίας ενεργείας προς αποτροπή ή καταστολή υφισταμένου ή εγγύς επικειμένου κοινού κινδύνου, έχει επικουρικό χαρακτήρα όπως φαίνεται από την ρήτρα σχετικής επικουρικότητας στο κυρωτικό τμήμα αυτού, για δε τον προσδιορισμό της ενεργείας του υπαιτίου (παρακώλυση) χρησιμοποιεί ο νομοθέτης τους όρους ματαίωση ή δυσχέρανση στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού. Ειδικότερα ως ματαίωση νοείται η υπό του υποκειμένου τελέσεως οριστική αποτροπή της αναγκαίας ενεργείας τρίτου ενώ ως δυσχέρανση νοείται η απλή παρεμπόδιση αυτής η οποία μπορεί να γίνει με οιοδήποτε τρόπο. Σύμφωνα με τα παραπάνω λογικά προϋποτίθεται ότι προϋφίσταται της ματαιώσεως ή δυσχεράνσεως η ενέργεια τρίτου τινός είτε ως ενεστώσα είτε ως δυναμένη να επέλθει προς αποτροπή του κινδύνου την οποίαν ακριβώς θέλει να καταστήσει ανενεργή κατά τα αποτελέσματα της ο δράστης, ο οποίος μπορεί να είναι όχι μόνο εκείνος που προκάλεσε τον κοινό κίνδυνο ή την εμφάνιση εγγύς επικειμένου τέτοιου αλλά ο καθένας, Ως αναγκαία ενέργεια νοείται κάθε ανεξαιρέτως ανθρώπινη ενέργεια (πράξη ή παράλειψη κατά τα άρθρα 14 και 15 Π.Κ.) η οποία βάσει των εκάστοτε ειδικών συνθηκών είναι επιβεβλημένη για να κατασταλεί ή αποτραπεί ο υφιστάμενος ή εγγύς επερχόμενος κοινός κίνδυνος. Έτσι για την πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εξεταζομένου εγκλήματος απαιτείται πλην του υφισταμένου ή εγγύς επικειμένου κοινού κινδύνου να έχει αρχίσει και να προβλέπεται από τον υπαίτιο ενέργεια τρίτου η οποία είναι αναγκαία για την καταστολή ή αποτροπή του κοινού κινδύνου κατά της οποίας ενέργειας στρέφεται ο δράστης για τη ματαίωση ή δυσχέρανση αυτής. Αυτό μπορεί να γίνει όταν ο υπαίτιος ευθέως παρεμποδίζει τα προτιθέμενα να παράσχουν βοήθεια πρόσωπα προς αποτροπή του κοινού κινδύνου ή καθιστά ελαττωματικά ή ανεπίδεκτα χρησιμοποιήσεως τα μέσα τα οποία ο τρίτος προτίθεται να χρησιμοποιήσει για την αποτροπή του υφισταμένου ή εγγύς επικειμένου κοινού κινδύνου. Η ως άνω εκ της δομής της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού συναγόμενη αντίθετη παρεμβατική προσπάθεια του δράστη, προς την αρξαμένη ή την απ' αυτόν προβλεπομένη ενέργεια τρίτου προς αποτροπή του κοινού κινδύνου, συνάγεται και από τη φύση του εγκλήματος ως διακινδυνεύσεως καθ' όσο δεν απαιτείται για την πλήρωση της αντικειμενικής υποστάσεως να μη έλαβε χώρα από οποιαδήποτε μεταγενέστερα η αναγκαία ενέργεια η τείνουσα προς περιστολή ή καταστολή του κοινού κινδύνου γι' αυτό το έγκλημα αυτό έχει τελεσθεί ευθύς ως ο υπαίτιος ματαίωσε η δυσχέρανε την προς αποτροπή ή καταστολή του υφισταμένου ή εγγύς επικειμένου κοινού κινδύνου αναγκαία ενέργεια εκείνου που επεχείρησε αυτή. Εξ υποκειμένου απαιτείται πρόθεση δηλαδή δόλος ο οποίος συνίσταται στην γνώση ότι υφίσταται ή εγγύς επίκειται κοινός κίνδυνος και στη θέληση της ματαιώσεως ή της δυσχεράνσεως της προς αποτροπή ή καταστολή αυτού ενεργείας. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί. Εξάλλου, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε, ενώ, ως προς τα αποδεικτικά μέσα για την πληρότητα της, αρκεί ο προσδιορισμός τους γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης του σε συνδυασμό με το διατακτικό της, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι "ο πρώτος κατηγορούμενος, στις 4-9-2004 στο Γέρακα Αττικής από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει εργαζόμενος ως υπάλληλος στο πρατήριο υγρών καυσίμων επί της Λ. Μαραθώνος 150 προξένησε πυρκαγιά από την οποία μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος σε άνθρωπο και δη κατά τη διαδικασία ξεμπλοκαρίσματος αντλίας να διαφύγει ποσότητα υγραερίου σε χώρο του πορτ μπαγκάζ και της καμπίνας των επιβατών ... αυτοκινήτου ιδιοκτησίας του Α. Μ. στο οποίο επέβαινε και η Έ. P.. Συγκεκριμένα ο ιδιοκτήτης του άνω αυτοκινήτου μετέβη στο άνω πρατήριο μεταφέροντας στο αυτοκίνητο του κενή φιάλη υγραερίου προκειμένου να τη γεμίσει με υγραέριο. Ο πρώτος κατηγορούμενος δεν τη μετέφερε εκτός του πορτ μπαγκάζ αυτοκινήτου προκειμένου να τη γεμίσει σε ανοικτό χώρο και ενώ δεν επιτρεπόταν το γέμισμα, τη γέμισε εντός του πορτ μπαγκάζ, έτσι ώστε να διαφύγει υγραέριο εντός του χώρου του πορτ μπαγκάζ και της καμπίνας. Όταν δε ο ιδιοκτήτης και οδηγός του αυτοκινήτου το έθεσε σε κίνηση και αφού απομακρύνθηκε από το άνω πρατήριο επιχείρησε να ανάψει τσιγάρο με αποτέλεσμα να αναφλέγει η καμπίνα και να προκληθεί πυρκαγιά από την οποία προέκυψε κίνδυνος για τους επιβαίνοντας στο αυτ/το, οι οποίοι και τραυματίσθηκαν και δη ο Α. Μ. υπέστη θερμικό έγκαυμα στο πρόσωπο, τράχηλο και άνω άκρο η δε συνεπιβάτης θερμικά εγκαύματα στο πρόσωπο και στα άνω άκρα. Η αμελής δε αυτή συμπεριφορά προκάλεσε αφενός μεν την πυρκαγιά, αφετέρου τις άνω σωματικές βλάβες. Ομοίως αποδείχθηκε ότι ο β' κατηγορούμενος ως διαχειριστής της εταιρίας Κ. Π. - Α. Λ. η οποία εκμεταλλεύεται το άνω πρατήριο επέτρεπε παγίως τον ανεφοδιασμό με υγραέριο αυτοκινήτων καθώς και την εμφιάλωση υγραερίου για οικιακή και βιομηχανική χρήση, ενώ αυτό απαγορεύεται σύμφωνα με την χορηγηθείσα σ' αυτόν άδεια". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και. συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος για τα οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων, 26 παρ. 1α, 28 και 288 ΠΚ τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Επίσης αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος με την ιδιότητα του διαχειριστή της εταιρείας Κ. Π. - Α. Λ. η οποία εκμεταλλεύεται το άνω πρατήριο επέτρεπε παγίως τον ανεφοδιασμό με υγραέριο αυτοκινήτων καθώς και την εμφιάλωση υγραερίου για οικιακή και βιομηχανική χρήση, ενώ αυτό απαγορεύεται σύμφωνα με την χορηγηθείσα σ' αυτόν άδεια". Το γεγονός αυτό του παράνομου ανεφοδιασμού από μόνο του δημιουργούσε καθημερινά κοινό επικείμενο κίνδυνο, διότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα εκ μέρους του νυν κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, στον ενεργούντα τον ανεφοδιασμό, τα μέσα προς αποτροπή του και ο κατηγορούμενος, ενώ γνώριζε ότι από την παράνομη αυτή πράξη του ενδέχεται να παραχθεί ο κοινός κίνδυνος το αποδεχόταν. Εξάλλου η αιτίαση ότι "το καταδικαστικό σκεπτικό αποτελεί αντιγραφή του καταδικαστικού διατακτικού και ουδέν πλέον τούτου", είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον και όταν τούτο συμβαίνει η τοιαύτη αντιγραφή δεν συνιστά λόγο αναίρεσης, με την προϋπόθεση ότι καλύπτεται η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, όπως προκύπτει από την αντιπαραβολή του σκεπτικού με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης ότι συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, της ελλείψεως νόμιμης βάσης και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά ταύτα και μη υπάρχοντος ετέρου λόγου προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολο της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό (583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30-5-2012 αίτηση του Α. Λ. του Ν. κατοίκου ..., για αναίρεση της 3378/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Απριλίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα. Παρακώλυση της αναγκαίας ενέργειας προς αποτροπή ή καταστολή υφισταμένου ή εγγύς επικειμένου κοινού κινδύνου (άρθρο 288 ΠΚ). Καταδίκη κατηγορουμένου για τέλεση του αδικήματος.
Παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας
Παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.
0
Αριθμός 567/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. Κ. του Θ., κατοίκου ..., 2) Α. Χ. συζ. Α., το γένος Θ. Κ., κατοίκου ..., και 3)Α. Χ. συζ. Α., το γένος Θ. Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Δέσποινα Καλογήρου. Της αναιρεσίβλητης: Θ. Τ. συζ. Μ., το γένος Π. Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Μαθιουδάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/11/2001 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Τρίπολης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 53/2005 του ιδίου Δικαστηρίου και 201/2007 του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 6/11/2008 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 21/9/2011 έκθεσή του κωλυομένου να συμμετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου τούτου Αρεοπαγίτη Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 6/11/2008 αίτησης για αναίρεση της υπ' αρ. 201/2007 απόφασης του Εφετείου Ναυπλίου. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.19 του ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της (ΑΠ 197/2013). Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (ΟλΑΠ 24/1992, ΑΠ 1750/2012). Τα επιχειρήματα δηλαδή αυτά δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε να επιδέχεται αυτή, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔικ., μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 92/2013). Δηλαδή μόνο τις αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 197/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση με τους πρώτο και έκτο, δεύτερο μέρος του δεύτερου και του πέμπτου λόγου και το τρίτο μέρος του τρίτου λόγου η πλημμέλεια ότι η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών σχετικά με το ζήτημα της απόκτησης από τους αναιρεσείοντες της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου είτε παραγώγως με κληρονομική διαδοχή, είτε πρωτοτύπως με έκτακτη χρησικτησία. Ειδικότερα ότι η απόφαση α) παραλείπει να αναφερθεί στην μεταβίβαση στους αναιρεσείοντες της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου από κληρονομική διαδοχική λόγω αποδοχής της κληρονομιάς της μητέρας τους Β. Κ. με την υπ' αριθμ. .../1999 πράξη αποδοχής κληρονομίας του συμβ/φου Αθηνών Δημητρίου Μητρέλη (πρώτος λόγος), β) δεν αιτιολογεί την παραδοχή της ότι η αναιρεσίβλητη το 1968 προέβη στο βορειοδυτικό τμήμα του επιδίκου στην κατασκευή υποχρεωτικού αγωγού (σωληνώσεις) διοχέτευσης των λυμάτων του βόθρου της παρακείμενης οικίας της (δεύτερο μέρος του δεύτερου λόγου), γ) δεν αιτιολογεί την παραδοχή της ότι η αναιρεσίβλητη το 1970 προέβη σε καθαρισμό και στη φύτευση δέντρων στο επίδικο και δη ενός πεύκου και τεσσάρων κυπαρισσιών (τρίτο μέρος του τρίτου λόγου), δ) δεν αιτιολογεί την παραδοχή της κατά την οποία δεν προκύπτει ότι λειτούργησε η επικαλούμενη από τους αναιρεσείοντες εκμίσθωση του επιδίκου ως βοσκοτόπου από τη δικαιοπάροχό τους Β. Κ. προς τη Φ. Ν. (δεύτερο μέρος του πέμπτου λόγου) και ε) δεν αιτιολογεί την παραδοχή της ότι ο αναιρεσείοντες δεν προέβησαν σε κάποια σοβαρή υλική πράξη στο επίδικο, καθώς και την αντιφατική στη συνέχεια παραδοχή της ότι οι πράξεις νομής των αναιρεσειόντων και των δικαιοπαρόχων τους είναι μεμονωμένες και δεν αρκούν για να διακόψουν και να αναιρέσουν τη συνεχή νομή της εναγομένης-αναιρεσίβλητης (έκτος λόγος). Ο πρώτος από τους λόγους αυτούς είναι μη νόμιμος ως αιτίαση από την ερευνώμενη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, καθόσον αντικείμενο ελέγχου της διατάξεως αυτής είναι τα όσα εκτίθενται στην απόφαση και όχι εκείνα για τα οποία δεν εκφέρεται κρίση. Ενδεχόμενα η επικαλούμενη παράλειψη και υπό την προϋπόθεση ότι ο επικαλούμενος ισχυρισμός συνιστά "πράγμα", να συγκροτεί το λόγο αναιρέσεως του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 1740/2012). Οι λοιποί από τους παραπάνω λόγους και υπό τα εκτιθέμενο περιεχόμενό τους δεν αναφέρονται σε ισχυρισμούς με αυτοτελή ύπαρξη που να τείνουν στην κατάλυση του ασκηθέντος με την αγωγή δικαιώματος, αφορούν σε αιτιάσεις που ανάγονται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και σε πραγματικά επιχειρήματα της αποφάσεως και συνέχονται με την εκτίμηση των αποδείξεων αυτών και συνακόλουθα πλήττουν την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, η οποία κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ, δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Ακόμη με τις αιτιάσεις των λόγων αυτών, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν εκθέτει το γιατί αποδείχθηκαν τα επικαλούμενα περιστατικά, πράγμα το οποίο όμως δεν συνιστά ανεπαρκή αιτιολογία, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τούτο δε γιατί ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό, όπως στην προκειμένη περίπτωση, διατυπώνεται σαφώς δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (ΑΠ 92/2013, ΑΠ 197/2013). Ενόψει τούτων και του ότι παρά την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, καμμιά αναφορά δεν γίνεται και μάλιστα ενάριθμα στον κανόνα δικαίου που παραβιάστηκε (ΑΠ 844/2011), ο οποίος δεν μπορεί αυτεπάγγελτα και βάσει της αρχής ZURA NOVIT CURIA να προσδιορισθεί (ΟλΑΠ 20/2005) οι λόγοι αυτοί κατά το εκτιθέμενο μέρος τους, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. Επειδή, η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, τα οποία πρέπει να καθορίζονται ιδρύει τον από τον αριθμό 1 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγο αναίρεσης, μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή τω πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Ο λόγος αυτός πάντως δεν ιδρύεται όταν τα διδάγματα της κοινής πείρας χρησίμευαν προς έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και όταν χρησιμοποιούνται για την υπό του δικαστηρίου εξακρίβωση της ύπαρξης πραγματικά περιστατικών, γιατί στην περίπτωση αυτή πρόκειται για εκτίμηση πραγμάτων, εκφεύγουσα του αναιρετικού ελέγχου, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ (ΟλΑΠ 9-13/2005, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 92/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο μέρος του τρίτου λόγου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατά κατάφωτη παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη φύτευσε στο επίδικο ένα πεύκο και τέσσερα κυπαρίσσια, όταν είναι παγκοίνως γνωστό, όπως βεβαίωσε και ο μάρτυρας των αναιρεσειόντων ότι τα δένδρα αυτά είναι αυτοφυή, ήτοι έχουν την ικανότητα να φυτρώνουν και να αναπτύσσονται μόνα τους και δεν συνηθίζεται να τα φυτεύουν οι άνθρωποι. Ο λόγος αυτός αιτιώμενος τη μη χρησιμοποίηση των κατά την γνώση των αναιρεσειόντων διδαγμάτων της κοινής πείρας για τη διαπίστωση της βασιμότητας πραγματικών περιστατικών και όχι για την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς (στους κανόνες δικαίου) πραγματικών περιστατικών είναι απαράδεκτος (ΟλΑΠ 13-15/2005). Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.10 ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης "αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης χωρίς απόδειξη". Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου με το άρθρο 106 ΚΠολΔικ συστήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί. Ειδικότερα ο λόγος αυτός ιδρύεται ότι το δικαστήριο δέχθηκε "πράγματα", ήτοι αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει έστω και γενικά από ποια μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 1738/2012). Δεν απαιτείται να αξιολογεί η απόφαση τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξατομικεύει τα έγγραφα, ούτε να αναφέρει ποια έγγραφα λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη (ΑΠ 87/2013, ΑΠ 292/2011). Στην προκειμένη περίπτωση με τους δεύτερο, τρίτο και πέμπτο, κατά το πρώτο μέρος τους, λόγους της αναιρέσεως και με την επίκληση της προλαβούσας διατάξεως του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δέχθηκε χωρίς απόδειξη α) ότι η αναιρεσίβλητη-εναγομένη από το 1968 "είχε αρχίσει την άσκηση πράξεων φυσικού εξουσιασμού διανοία κυρίου επί του επιδίκου". Ότι αυτή "συγκεκριμένα το 1968 προέβη στο βορειοδυτικό τμήμα του στην κατασκευή υποχρεωτικού αγωγού (σωληνώσεις) διοχέτευσης των λυμάτων του βόθρου της παρακείμενης οικίας της" (πρώτο μέρος του δεύτερου λόγου), β) ότι αυτή (αναιρεσίβλητη) "το 1970 προχώρησε σε καθαρισμό του επιδίκου, φύτευσε δε και ένα δένδρο, ενώ αργότερα και τέσσερα κυπαρίσσια" (πρώτο μέρος του τρίτου λόγου), γ) ότι δεν λειτούργησε η επικαλούμενη από τους αναιρεσείοντες-ενάγοντες εκμίσθωση του επιδίκου ως βοσκοτόπου από τη δικαιοπάροχό τους Β. Κ. προς τη Φ. Ν. πρώτο μέρος του πέμπτου λόγου). Οι επικαλούμενες πλημμέλειες ως προς τον τρίτο και πέμπτο λόγο είναι απαράδεκτες, γιατί όπως έχει ήδη αναφερθεί δεν αφορούν σε ισχυρισμούς του συνιστούν "πράγματα" υπό την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια, ήτοι σε αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στην κατάλυση του καταχθέντος σε δίκη δικαιώματος, ενώ όσο αφορά το δεύτερο λόγο είναι αβάσιμες, καθόσον στην προσβαλλομένη απόφαση προσδιορίζονται αναλυτικά τα αποδεικτικά μέσα που με επίκληση προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους, από τη συνεκτίμηση των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, ενώ κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν χρειαζόταν να αξιολογεί κάθε επί μέρους αποδεικτικό μέσο. Ενόψει τούτων οι λόγοι αυτοί, κατά το εκτιθέμενο μέρος τους πρέπει να απορριφθούν. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔικ, ως έγγραφα η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων ιδρύει λόγο αναίρεσης θεωρούνται τα αναφερόμενα στα άρθρα 339 και 432επ του ιδίου κώδικα ως αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 909/2008).Οι κατά τα άρθρα 270 παρ.2 και 671 παρ.1 ΚΠολΔικ. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ξεχωριστό των κατά τις παραπάνω διατάξεις εγγράφων και γι' αυτό η τυχόν παραμόρφωση του περιεχομένου τους δεν ιδρύει τον εκ του άρθρου 559 αρ.20 αναιρετικό λόγο (ΑΠ 25/2011). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της παραμορφώσεως του περιεχομένου της ληφθείσας ενώπιον του Ειρηνοδίκη Τριπόλεως, με επιμέλεια της αναιρεσίβλητης -εναγομένης, ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα Π. Κ.. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, η κατά το άρθρο 272 παρ.2 ΚΠολΔικ, ληφθείσα ένορκη βεβαίωση, δεν είναι, ως αποδεικτικό μέσο, έγγραφο με την έννοια των άρθρων 339 και 432 επ. ΚΠολΔικ. και ως εκ τούτου δεν πλήττεται με τον ερευνώμενο, από το άρθρο 559 αρ 20 ΚΠολΔικ λόγο. Τούτο ανεξάρτητα από το ότι πρόκειται για αποδεικτικό μέσο των αναιρεσιβλήτων, ως προς το οποίο δεν αναφέρεται, ότι τούτο αφού κατέστη κοινό (άρθρο 340 ΚΠολΔικ) έγινε νόμιμη επίκλησή του στο Εφετείο από τους αναιρεσείοντες προς απόδειξη δικού τους ισχυρισμού ή ανταπόδειξη ισχυρισμού της αναιρεσίβλητης (ΑΠ 1212/2009, ΑΠ 1967/2009), και ως εκ τούτου, απαράδεκτα γίνεται επίκληση του στον Άρειο Πάγο. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔικ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 6.11.2008 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 201/2007 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 1 Απριλίου 2013 . Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ. Ζητήματα κατά τη διάταξη θεωρούνται οι ισχυρισμοί με αυτοτελή ύπαρξη τα επιχειρήματα των διαδίκων δεν συνιστούν « αιτιολογία» της απόφασης. Δεν συνιστούν «ανεπαρκείς» αιτιολογίες οι ελλείψεις που ανάγονται στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων. Διδάγματα κοινής πείρας. Μόνο για ερμηνεία κανόνων δικαίου ή για την υπαγωγή σ’ αυτούς πραγματικών περιστατικών. Απαράδεκτος ο λόγος που αιτιάται τη μη χρησιμοποίησή τους για τη διαπίστωση πραγματικών περιστατικών. Οι ένορκες βεβαιώσεις δεν πλήττονται με τον αναιρετικό λόγο της παραμορφώσεως εγγράφου του αρ. 20 του άρθρου 559. Ο λόγος του αρ. 10 του ίδιου άρθρου αφορά σε «πράγματα», δηλ. ισχυρισμούς με αυτοτελή ύπαρξη.
Έλλειψη αιτιολογίας
Αγωγή διεκδικητική, Έλλειψη αιτιολογίας.
2
Αριθμός 568/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 5 Δεκεμβρίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: C. M. (Κ. Μ.) του M. (Μ.), κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Ελένη Πανοπούλου -Λιακάκου. Του αναιρεσιβλήτου: J. S. (Γ. Σ.) του Φ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Μαρία Ροντήρη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 25/5/2004 αγωγές της ήδη αναιρεσείουσας και την από 21/9/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Νάξου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5/2007 του ιδίου Δικαστηρίου και 132/2009 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση των αποφάσεων αυτών ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25/11/2009 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 2/2/2012 έκθεση του κωλυομένου να συμμετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Xαράλαμπου Δημάδη, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή των πρώτου, δεύτερου και τέταρτου λόγων της ένδικου αιτήσεως αναιρέσεως και την απόρριψη του τρίτου. Η πληρεξουσία της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξουσία του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 552 και 553 του ΚΠολΔικ, αν η πρωτόδικη απόφαση προσβλήθηκε με έφεση και αυτή έγινε τυπικά δεκτή, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η οριστική απόφαση του Εφετείου, που ερεύνησε την ουσία της υπόθεσης, αφού αν μεν έγινε δεκτή κατ' ουσίαν η έφεση, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίστηκε και έπαυσε να υπάρχει, ενώ αν η έφεση απορρίφθηκε κατ' ουσίαν η πρωτόδικη απόφαση ενσωματώθηκε πλέον στην εφετειακή απόφαση (ΟλΑΠ 40/1996, ΑΠ 1103/2011). Εξάλλου, κατά το άρθρο 566 παρ.2 ΚΠολΔικ, αν με το ίδιο δικόγραφο προσβάλλονται αποφάσεις πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η κατάθεσή τους πρέπει να γίνεται στο καθένα από τα δικαστήρια αυτά. Η παράβαση της εν λόγω διατάξεως, η οποία συμπληρώνει τη γενική διάταξη του άρθρου 495 παρ.1 ΚΠολΔικ, που ρυθμίζει τον τρόπο της άσκησης των ενδίκων μέσων, επάγεται την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης ως απαράδεκτης, κατά το μέρος που αυτή στρέφεται κατά της απόφασης ως προς την οποία το δικόγραφό της δεν κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου που την εξέδωσε. Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη αναίρεση στρέφεται τόσο κατά της υπ' αριθμ. 5/2009 αποφάσεως του σε πρώτο βαθμό δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Νάξου, όσο και κατά της υπ' αριθμ. 132/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή η έφεση της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου, κατά της ως άνω πρωτόδικης αποφάσεως και το Εφετείο μετά την τυπική παραδοχή της εν λόγω εφέσεως, την απέρριψε κατ' ουσίαν. Επομένως η αναίρεση κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης, η οποία ενσωματώθηκε στην απόφαση του Εφετείου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη (άρθρο 577 παρ.1 ΚΠολΔικ). Εξάλλου η αναίρεση κατά το μέρος αυτό (ήτοι κατά το μέρος που αυτοτελώς στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης) είναι προσέτι απορριπτέα ως απαράδεκτη και για το λόγο ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση (άρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔικ) του προσκομιζομένου αντιγράφου της, με την κάτω από αυτήν πράξη κατάθεσης, το δικόγραφό της κατατέθηκε μόνο στη γραμματεία του Εφετείου Αιγαίου και δεν κατατέθηκε στη γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Νάξου, δηλαδή του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη πρωτόδικη απόφαση. Επειδή, με το άρθρο μόνο του Π.Δ/τος της 22/24 Ιουνίου 1927 "περί συμπληρώσεως του ν. 3250/1924 περί κυρώσεως του από 3/9/1924 ν. Δ/τος περί απαγορεύσεως δικαιοπραξιών επί ακινήτων κλπ" ορίσθηκαν τα εξής:1) στο εδάφιο 1 αυτού ότι "ως παραμεθόριοι επαρχίαι του κράτους θεωρούνται αι ήδη δια διαταγμάτων ούτω χαρακτηρισθείσαι ή και πάσα άλλη εν τω μέλλοντι ως παραμεθόριος χαρακτηρισθησομένη δια διατάγματος εκδιδομένου μετ' απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, 2) στο εδάφιο2 "Η παρ' αλλοδαπών φυσικών ή νομικών προσώπων απόκτησις κυριότητος ή ετέρου εμπραγμάτου δικαιώματος, πλην υποθήκης, επί ακινήτων κτημάτων κειμένων εις παραμεθορίους περιοχάς του Κράτους, απαγορεύεται επί ποινή απολύτου ακυρότητος της σχετικής δικαιοπραξίας και επί ταις εν εδαφίω 7 του παρόντος αναγραφομέναις ποιναίς. Από το περιεχόμενο των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι με την καθιερουμένη ρύθμιση απαγορεύεται η με οποιοδήποτε τρόπο απόκτηση από αλλοδαπό κυριότητος επί ακινήτου σε παραμεθόριες περιοχές, ότι μόνο με δικαιοπραξία, όπως ρητώς προβλέπεται στις άνω διατάξεις, αλλά για την ταυτότητα του νομικού λόγου και με χρησικτησία, τακτική ή έκτακτη, αφού και αυτή επίσης άγει στην απόκτηση κυριότητος και τούτο γιατί υπό την αντίθετη εκδοχή, θα μπορούσε να ματαιωθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός του νομοθέτη, που συνίσταται στη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας της Χώρας. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 11 του ν. 1940/1985 "την ακυρότητα δικαιοπραξιών που καταρτίσθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού, κατά παράβαση του άρθρου 2 παρ.4 του ν. 3250/1924, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το ΠΔ 22/24 Ιουνίου 1927, καθώς και του άρθρου 1 του Α.Ν. 1366/1938, μπορεί να επικαλεσθεί μόνο το Δημόσιο. Η επίκληση της ακυρότητος γίνεται αποκλειστικά με έγερση αγωγής εναντίον του αγοραστού ή των ειδικών ή καθολικών διαδόχων του", ενώ κατά το άρθρο 12 παρ.3 του ίδιου νόμου οι διατάξεις των άρθρων 11 και 12 εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικα δικαστική απόφαση. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ρύθμιση αφορά όλες τις δικαιοπραξίες που καταρτίσθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού, κατά παράβαση του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 3250/1924, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το π.δ. 22/24 Ιουνίου 1927, καθώς και του άρθρου 1 ΑΝ 1366/1938, που αναφέρεται στο πιο πάνω αναφερόμενο ΠΔ 22/24.6.1927 και όχι μόνο τη δικαιοπραξία της μεταβιβάσεως, με αιτία την πώληση, στην οποία αναφέρεται το εδ.β της ίδιας παραγράφου και η παρ.2 επ, γιατί ο νομοθέτης θέλησε να ρυθμίσει ειδικότερα την τύχη του ακινήτου και του τιμήματος. Περαιτέρω, η ρύθμιση αυτή αφορά και την απαγόρευση αποκτήσεως κυριότητος επί ακινήτου από αλλοδαπό, κειμένου σε παραμεθόριο περιοχή με χρησικτησία, εφόσον και σε αυτήν την περίπτωση, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δεν ενδείκνυται ευλόγως η γενική και αδιάκριτη επέλευση της ακυρότητας, αλλά όσον αφορά μόνο τις χρησικτησίες που είχαν ήδη συμπληρωθεί κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (1985) για τις οποίες το Δημόσιο μπορεί να επικαλεσθεί την ακυρότητα (σχετική ακυρότητα) όταν συντρέχει προς τούτο επαρκής λόγος. Επομένως η παρ.1 του άρθρου 11 του ν. 1540/1985, που έτρεψε αναδρομικώς την ακυρότητα από απόλυτη, που ήταν πριν από το νόμο αυτό σε σχετική μόνο υπέρ του Δημοσίου εφαρμόζεται και για την χρησικτησία, εφόσον όμως αυτή είχε συμπληρωθεί μέχρι τη δημοσίευση του ν. 1540/1985 (10.4.1985). Αντίθετα δεν εφαρμόζεται για τις χρησικτησίες που δεν είχαν συμπληρωθεί μέχρι τον ανωτέρω χρόνο, αφού ο ίδιος ο νόμος (άρθρα 30 και 31 παρ.2) για τον μετέπειτα χρόνο καθιερώνει απόλυτη ακυρότητα (ΟλΑΠ 9/2001). Εξάλλου, τα άρθρα 24 παρ.1 , 25 παρ.1, 26 παρ.1 και 30 του ν. 1892/1990 " Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη", που περιλαμβάνονται στο Κεφάλαιο Β' με τίτλο "Δικαιοπραξίες στις παραμεθόριες περιοχής" ορίζονται τα εξής: α) η νήσος Θήρα ... (άρθρο 24). Απαγορεύεται κάθε δικαιοπραξία εν ζωή με την οποία συνιστάται υπέρ φυσικών ή νομικών προσώπων οποιοδήποτε εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα, που αφορά ακίνητα, κείμενα στις παραμεθόριες περιοχές, καθώς και η μεταβίβαση μετοχών ή εταιρικών μεριδίων ή η μεταβολή του προσώπου εταίρων ή εταιρειών οποιασδήποτε μορφής που έχουν στην κυριότητά τους ακίνητα στις περιοχές αυτές. Από την απαγόρευση αυτή εξαιρούνται οι συμβάσεις γονικής παροχής, μισθώσεις μέχρι έξη έτη, κανονισμός ορίων διανομής κοινού και οι συμβάσεις μεταβιβάσεως ποσοστού εξ αδιαιρέτου μεταξύ συγκυρίων (άρθρ. 25 παρ.1). Φυσικά ή νομικά πρόσωπα Ελληνικής Ιθαγένειας και ομογενείς στους οποίους περιλαμβάνονται και οι Κύπριοι, καθώς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν την Ιθαγένεια ενός των κρατών Μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, μπορούν να ζητήσουν την άρση της απαγόρευσης της παρ.1 του προηγούμενου άρθρου με αίτησή τους, στην οποία πρέπει να φέρεται και ο σκοπός για τον οποίο θα χρησιμοποιηθεί το ακίνητο (άρθρ.26 παρ.1). Η αίτηση αυτή υποβάλλεται σε επιτροπή που συνιστάται ... σε κάθε νομό με απόφαση του Νομάρχη (άρθρο 26 παρ.1β). Η απαγόρευση αίρεται με απόφαση της Επιτροπής ... (άρθρ. 26 παρ.1γ) Δικαιοπραξίες του συνάπτονται κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού είναι απολύτως άκυρες (άρθρ.30 εδ.α). Από την ισχύ του νόμου αυτού καταργείται ο α.ν.1366/1938 (άρθρ.31 παρ.1). Από τις διατάξεις αυτές συνάγονται και τα ακόλουθα: Κατ' αρχήν, δικαιοπραξία εν ζωή, είτε μονομερής, είτε σύμβαση, είτε ενοχική, είτε εμπράγματη που έχει ως αντικείμενο τη σύσταση υπέρ φυσικών ή νομικών προσώπων, ημεδαπών ή αλλοδαπών, οποιουδήποτε εμπραγμάτου ή ενοχικού δικαιώματος επί ακινήτου, κειμένου σε παραμεθόριες περιοχές, μεταξύ των οπίων και η νήσος Θήρα, απαγορεύεται, εκτός από τις εξαιρούμενες δικαιοπραξίες, περί των οποίων, στην κρινόμενη υπόθεση, δεν πρόκειται. Όμως για φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν Ελληνική Ιθαγένεια ή Ιθαγένεια ενός των κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και για ομογενείς αίρεται η απαγόρευση και είναι δυνατή η απόκτηση εμπραγμάτων ή ενοχικών δικαιωμάτων επί ακινήτων κειμένων σε παραμεθόριες περιοχές με απόφαση της προβλεπομένης αρμοδίας Διοικητικής Επιτροπής, που εκδίδεται κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου προσώπου στην οποία πρέπει να αναφέρεται και ο σκοπός για τον οποίο θα χρησιμοποιηθεί το ακίνητο. Έτσι με το ν. 1892/1990 δεν διευκολύνθηκε η κτήση κυριότητας στις παραμεθόριες περιοχές, ούτε κατά βάση άλλαξε το νομοθετικό πλαίσιο που ίσχυε για τις παραμεθόριες περιοχές, καθόσον υπό το καθεστώς του αρχικού νόμου (ΠΔ 22/24-6-1927) η απαγόρευση αφορούσε αλλοδαπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα, στη συνέχεια ο ν. 1366/1928 επεξέτεινε την απαγόρευση με την έκδοση ειδικής άδειας (άρθρο 2.2), δηλαδή στην πράξη η απαγόρευση ίσχυε για τους αλλοδαπούς (για τους οποίους προβλεπόταν άλλος- δυσχερέστερος- τρόπος άρσης της απαγόρευσης), ενώ με το ν. 1890 διευρύνθηκε ο κύκλος των προσώπων που μπορούν να ζητήσουν την άρση των απαγορεύσεων, έτσι ώστε- κατά προσαρμογή προς τις υποχρεώσεις της χώρας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση- πρόσωπα που έχουν την ιθαγένεια κράτους-μέλους της εξομοιώθηκαν προς τους ημεδαπούς. Ωστόσο το καθεστώς ελέγχου στις παραμεθόριες περιοχές παραμένει το ίδιο (ελεγχόμενη απόκτηση κυριότητας και λοιπών εμπραγμάτων δικαιωμάτων). Δηλαδή και υπό το καθεστώς του ν. 1892/1990 ημεδαποί και πολίτες Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας δεν μπορούν να απαιτήσουν κυριότητα (ούτε με δικαιοπραξία, ούτε με τακτική, ούτε με έκτακτη χρησικτησία) σε παραμεθόριες περιοχές, εκτός αν επιτραπεί από την αρμόδια επιτροπή με τη χορήγηση άδειας. Δικαιοπραξία που συνάπτεται χωρίς την προηγούμενη άρση της απαγορεύσεως θεωρείται ότι έγινε κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού και είναι απολύτως άκυρη, ως σύμβαση απαγορευμένη, της οποίας το περιεχόμενο αντίκειται σε κανόνες δημοσίας τάξεως, όπως είναι οι εν λόγω διατάξεις του ν. 1892/1990 των οποίων, όπως και των προϊσχυσασών, σκοπός είναι η προστασία των εθνικών συνόρων και της εδαφικής ακεραιότητας της Χώρας που "δυνάμει" απειλείται από την μη ελεγχόμενη εγκατάσταση σε παραμεθόριες περιοχές. Δηλαδή ο σκοπός της νομοθεσίας είναι η διαφύλαξη της κρατικής εθνικής ασφάλειας. Η απόλυτη ακυρότητα πλήττει όχι μόνο την εκποιητική δικαιοπραξία του 1033 ΑΚ, αλλά και την υποσχετική δικαιοπραξία (της πωλήσεως, προσύμφωνα κ.λ.π.), ώστε και η ανάληψη υποχρεώσεως για μεταβίβαση παραμεθόριου ακινήτου να είναι άκυρη, ήτοι η ακυρότητα πλήττει όλη τη δικαιοπραξία και όχι μόνο την παροχή. Η απαγόρευση αυτή για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ισχύει και υπό το καθεστώς του ν. 1892/1990, για την κτήση κυριότητας επί των άνω ακινήτων με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, καθόσον ο πρωτότυπος αυτός τρόπος κτήσεως κυριότητος προϋποθέτει εκτός από την πάροδο του χρόνου και την ιδιότητα του πράγματος ως δεκτικού χρησικτησίας, την οποία δεν έχουν τα ακίνητα αυτά (παραμεθόρια) χωρίς την παραπάνω άδεια, μολονότι δε η νομή δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των ρητά απαγορευμένων στο νόμο δικαιοπραξιών, αφού αυτή (νομή) δεν είναι ούτε εμπράγματο, ούτε ενοχικό δικαίωμα, ωστόσο κατά το σκοπό του νόμου - που είναι η απαγόρευση όχι μόνο κάθε δικαιοπραξίας, αλλά και κάθε πράξης νομικά κρίσιμης για την κτήση κυριότητας- περιλαμβάνεται και αυτή, αφού η μεταβίβασή της εγκυμονεί τους ίδιους κινδύνους για την εθνική ασφάλεια με την μεταβιβαστική εμπραγμάτου ή ενοχικού δικαιώματος δικαιοπραξία. Εξάλλου ο σκοπός της νομοθεσίας για τον έλεγχο της κτήσης εμπραγμάτων δικαιωμάτων στις παραμεθόριες περιοχές, που όπως προαναφέρθηκε είναι η διαφύλαξη της κρατικής εθνικής ασφάλειας, είναι υπέρτερος του σκοπού των διατάξεων για την χρησικτησία, ειδικά την έκτακτη που αποβλέπει στην οικονομική αξιοποίηση του ακινήτου και στην επιβράβευση της μακροχρόνιας εκμετάλλευσής του. Η ύπαρξη της ανωτέρω αδείας πρέπει να υπάρχει κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, αφού για την έκδοσή της η αρμόδια Επιτροπή σταθμίζει τις κατά τον κρίσιμο αυτό χρόνο υπάρχουσες περιστάσεις, από την άποψη της προστασίας των συμφερόντων της Εθνικής Ασφάλειας της Χώρας, για την χορήγησή της η μη στον ενδιαφερόμενο. Η μετά την κατάρτιση της (ακύρου) δικαιοπραξίας έκδοση της αδείας δεν επάγεται και την αναδρομική επικύρωσή της. Η αναδρομική επικύρωση των ακύρων δικαιοπραξιών περιορίστηκε, κατά την περί τούτου βούληση του νομοθέτη, αποκλειστικώς στις δικαιοπραξίες που αναφέρονται στο άρθρο 8 του νόμου 1898/1990 (17/17.9.1990) ήτοι σε εκείνες που καταρτίστηκαν χωρίς άδεια της Επιτροπής από την έναρξη ισχύος του ν. 1890 (31.7.1990) μέχρι 31.8.1990, οι οποίες καθίστανται έγκυρες, εφόσον μεταγενεστέρως αποκτηθεί η άδεια αυτή. Τα ανωτέρω ισχύουν, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και στην περίπτωση της χρησικτησίας. Τούτο σημαίνει ότι η κτητική παραγραφή δεν αρχίζει εάν ο χρησιδεσπόζων επί ακινήτου κειμένου σε παραμεθόρια περιοχή δεν έχει εφοδιασθεί με την παραπάνω άδεια. Περαιτέρω η άδεια, ως διοικητική πράξη, δεν έχει αναδρομική ισχύ. Τούτο δε γιατί οι διοικητικές πράξεις ισχύουν για το μέλλον, εκτός αν ειδικά επιτρέπεται να ανατρέχει η ισχύς τους στο παρελθόν, όπως έγινε με το προαναφερθέν άρθρο 8 του ν. 1898/1990 για τις δικαιοπραξίες που έγιναν χωρίς άδεια της Επιτροπής από 31.7.1990 μέχρι 31.8.1990. Για τις διοικητικές πράξεις ισχύει η αρχή της μη αναδρομικότητας. Κατά την έννοια της αρχής αυτής, κάθε διοικητική πράξη ισχύει για τον εφεξής, από της εκδόσεώς της χρόνο και δεν έχει αναδρομική "ανατρέχουσα" ισχύ. Δηλαδή τα έννομα αποτελέσματά της δεν μπορούν να ανατρέξουν σε χρόνο προγενέστερο από την έκδοσή της ή την κοινοποίησή της, εκτός αν ο νόμος, κατ' εξουσιοδότηση του οποίου εκδίδεται η διοικητική πράξη το επιτρέπει. Ενόψει τούτων με τη λήψη της παραπάνω άδειας του άρθρου 26 του ν. 1892/1990 ο κάτοχος της άδειας δεν μπορεί να προσμετρήσει τον χρόνο που διήνυσε στη νομή του ακινήτου πριν από την έκδοση της άδειας, ώστε να συμπληρώσει τον χρόνο χρησικτησίας. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται, ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 191/2013, ΑΠ 1738/2012). Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) -ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 197/2013-. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων σ' αυτό αποδεικτικών στοιχείων δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτο κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ' αριθμ. .../28-11-1966 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Θήρας Εμμανουήλ Μητροπία που νόμιμα μεταγράφηκε, περιήλθε στην κυριότητα της ενάγουσας - εναγομένης Κ. Κ. Μ., λόγω αγοράς από την Κ. συζ. Ι. Σ., το επίδικο ακίνητο που βρίσκεται στη θέση "Περίβολος" της Κοινότητας Οίας Κυκλάδων και περιγράφεται στο ως άνω συμβόλαιο ως οικία με παλιά οιναποθήκη, αποτελούμενη από τρία δωμάτια, αυλή και δεξαμενή, μαζί με πεζούλες, οικόπεδο, μάντρα και σπηλιά που συνορεύει με ακίνητα Π. Μ., Κ. Ν., Π. Α. και δημόσια οδό. Το επίδικο ακίνητο με τη σημερινή του μορφή αποτυπώνεται ειδικότερα, στο από Μάιο 1996 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Γ. Κ. που ενσωματώθηκε στην από 21-9-2005 αγωγή του ενάγοντος - εναγομένου Γ. - Σ. και αποτελεί μέρος αυτής, και αποτελείται σήμερα μετά από ανακαινίσεις και τροποποιήσεις που έγιναν σ' αυτό, από πέντε υπόσκαφες κατοικίες με αυλές, δύο υπόσκαφες σπηλιές, δύο στέρνες, W.C. βρίσκεται σε οικόπεδο συνολικής επιφάνειας 452,86 τ.μ., και συνορεύει με τις αναφερόμενες στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα ιδιοκτησίες. Τα χρήματα για την αγορά του εν λόγω ακινήτου, το τίμημα του οποίου ανήλθε σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, στο ποσό των 12.000 δρχ., απέστειλε στην ενάγουσα (C. C.) ο πατέρας της Μ. Κ., καθώς αυτό προοριζόταν ως εξοχική κατοικία όλων των μελών της οικογένειας Κ., η δε τελευταία συνέβαλε μαζί με το σύζυγο της υπό την ιδιότητα τους ως αρχιτεκτόνων στην απαραίτητη λόγω της παλαιότητας της ανακαίνιση της οικίας. Ωστόσο παρά το γεγονός ότι τα χρήματα για την απόκτηση του ακινήτου καταβλήθηκαν από τον Μ. Κ., και η πρόθεση του ήταν το ακίνητο να γραφτεί στο όνομα του το συμβόλαιο αγοράς του επιδίκου καταρτίστηκε στο όνομα της ενάγουσας Κ. C., και τούτο διότι, αυτή διέμενε κατά το χρόνο αγοράς του, μαζί με το σύζυγο της στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τον πατέρα της, που διέμενε στο εξωτερικό. Μετά την αγορά του επιδίκου η ενάγουσα Κ. C., το επισκεπτόταν τακτικά μέχρι το έτος 1970, κατά το οποίο εγκαταστάθηκε μόνιμα με το σύζυγο και τα τέκνα της στις Η.Π.Α. Έκτοτε, και μέχρι το έτος 1980, επισκέφθηκε το ακίνητο με την οικογένεια της μόνο δύο φορές, τα έτη 1972 και 1974. Κατά τη δεκαετία 1970 - 1980 τα πρόσωπα που επισκέπτονταν το επίδικο τακτικά ήταν οι γονείς της Μ. και Μ. C., οι οποίοι και το συντηρούσαν κατά τη διάρκεια των θερινών τους διακοπών. Ωστόσο περί το έτος 1980 ο Μ. Κ. αποφάσισε να πωλήσει το επίδικο, το οποίο παρά το γεγονός ότι αγοράστηκε στο όνομα της κόρης του, το θεωρούσε ουσιαστικά δικό του, καθώς όπως προαναφέρθηκε, αυτό είχε αγοραστεί με δικά του χρήματα και με σκοπό να αποτελέσει εξοχική κατοικία όλων των μελών της οικογένειας του και όχι να περιέλθει στην αποκλειστική κυριότητα της ενάγουσας, γεγονός το οποίον αυτήν εγνώριζε. Έτσι ο πατέρας της ενάγουσας Μ. Κ. ξεκίνησε την αναζήτηση αγοραστή στη Θήρα. Η αιτία της απόφασης του να μεταβιβαστεί το επίδικο σε τρίτο, αναγόταν στην έλλειψη χρόνου, αλλά και ενδιαφέροντος των μελών της οικογένειας Κ. να επισκέπτονται τακτικά τη Θήρα, έστω και για τις θερινές τους διακοπές, λόγω των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων και της διαμονής τους σε διαφορετικά κάθε φορά μέρη (Ινδίες, Αγγλία, Η.Π.Α), με αποτέλεσμα η διατήρηση απλώς της κυριότητας του επιδίκου να συνεπάγεται για τον ίδιο την καταβολή αρκετών χρημάτων για τις δαπάνες συντήρησης του, οι οποίες όμως χωρίς την τακτική παρουσία της οικογένειας Κ. στη Θήρα δεν θα είχαν αντίΚ.μα. Τόσο κατά την αναζήτηση αγοραστή για το επίδικο στη Θήρα, όσο και καθ' όλο το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1970 - 1980 ο Μ. Κ. συμπεριφερόταν ως κύριος του ακινήτου και τέτοια εντύπωση έδινε και στους τρίτους, αφού μάλιστα η κόρη Κ. (ενάγουσα) εμφανιζόταν σπάνια στη Θήρα από το έτος 1974 και εφεξής. Ο ενάγων -εναγόμενος Γ. Σ., Δανός υπήκοος, επισκεπτόταν συχνά τη Θήρα για διακοπές, φιλοξενούμενος από το Γερμανό φίλο του Ζωγράφο, Μ. Λ. και το έτος 1980 γνωρίστηκε με τον πατέρα της ενάγουσας Μ. Κ.. Μόλις έμαθε από το Μ. Κ. ότι αυτός σκεπτόταν να μεταβιβάσει το επίδικο ακίνητο, εξέφρασε την επιθυμία να το αγοράσει ο ίδιος, αφού και αυτός ενδιαφερόταν για την απόκτηση ακινήτου στη Θήρα, που ήταν ο αγαπημένος του τόπος διακοπών. Ο Μ. Κ. και ο ενάγων - εναγόμενος Γ. Σ. συμφώνησαν, λοιπόν προφορικά το θέρος του 1980 για την πώληση του επιδίκου στο δεύτερο, με την προϋπόθεση ότι τα μέλη της οικογένειας Κ. θα μπορούν να διαμένουν εφεξής στο επίδικο επί ένα μήνα κατ' έτος, ύστερα από συνεννόηση για τις ακριβείς ημερομηνίες παραμονής τους στο επίδικο με τον αγοραστή (βλ. την από 2-10-1995 επιστολή του Γ. Σ. προς την Κ. Κ. στην οποία κάνει σαφή αναφορά στην παραπάνω συμφωνία) ενώ, περαιτέρω, μεταξύ τους αναπτύχθηκε και στενή φιλία, εξαιτίας και των κοινών ενδιαφερόντων τους (ο Μ. Κ. ήταν χημικός και δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά σε διάφορα μέρη του κόσμου, και ο Γ. Σ. ήταν αρχιτέκτονας εσωτερικών χώρων και δραστηριοποιούνταν στον τομέα της κατασκευής και εμπορίας οικιακών ειδών και αξεσουάρ) με συνέπεια να περνούν κοινές θερινές διακοπές στη Θήρα. Ο Μ. Κ. διαβεβαίωσε τον αγοραστή ότι το ακίνητο είχε αγοραστεί αποκλειστικά με δικά του χρήματα, αλλά στο όνομα της κόρης του Κ. Κ., η οποία την περίοδο της αγοράς του ακινήτου (έτος 1966) βρισκόταν στην Ελλάδα και υπέγραψε για το λόγο αυτό το συμβόλαιο αγοράς του, και ότι αυτή συναίνεσε ασφαλώς και θα συνέπραττε στην πώληση, όταν αυτή ολοκληρωνόταν τυπικά, καθώς ουσιαστικά αυτός ήταν που είχε την εξουσία διάθεσης του επιδίκου. Μάλιστα, κατά το έτος 1982, ο Γ. Σ., κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στις Ινδίες, όπου βρισκόταν ο Μ. Κ., που την εποχή εκείνη επόπτευε εγκαταστάσεις μιας αμερικανικής επιχείρησης κατασκευής πλαστικών υλών στις Ινδίες, του κατέβαλε το ποσό των 50.000 δολαρίων Η.Π.Α, που είχε συμφωνηθεί ως τίμημα του ακινήτου και ανταποκρινόταν στην κατά το χρόνο αυτό αγοραία αξία του, δεδομένου, ότι κατά τους εμπεριεχόμενους στα δικόγραφα ισχυρισμούς αμφοτέρων των διαδίκων, η αξία του επιδίκου ανέρχεται, κατά το χρόνο άσκησης των συνεκδικαζόμενων αγωγών (έτη 2004 - 2005), δηλαδή είκοσι δύο έτη μετά στο ποσό των 90.000 ευρώ, λαμβανομένης υπόψη και της αλματώδους αύξησης της αξίας των ακινήτων στη Θήρα μεταξύ των ετών 1982 και 2004. Ωστόσο, παρά την καταβολή του τιμήματος, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν προχώρησαν στην ολοκλήρωση της μεταβίβασης του επιδίκου με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή, καθώς αυτό βρίσκεται σε περιοχή (Θήρα) που είναι χαρακτηρισμένη ως παραμεθόριος, και δεν ήταν δυνατή η απόκτηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων από αλλοδαπό, χωρίς την προηγούμενη άρση της απαγόρευσης από τη διοίκηση. Παρόλα αυτά, ο Μ. Κ. και ο Γ. Σ., έχοντας εμπιστοσύνη στις εκατέρωθεν δεσμεύσεις που ανέλαβαν αρκέστηκαν στην προφορική συμφωνία τους, αναμένοντας την ολοκλήρωση των διαδικασιών για την άρση της ως άνω απαγόρευσης για τον τελευταίο, κάτι που ωστόσο αποδείχθηκε, ως ιδιαίτερα δυσχερές ζήτημα, δεδομένου ότι, κατά τη δεκαετία του 1980, η Ελληνική διοίκηση ήταν ιδιαίτερα φειδωλή για τη χορήγηση σε αλλοδαπούς άδειας απόκτησης ακινήτων σε χαρακτηριζόμενες ως παραμεθόριες περιοχές. Τελικά οι προσπάθειες του (άτυπου) αγοραστή του επιδίκου, Γ. Σ. να επιτύχει την άρση της απαγόρευσης ευοδώθηκαν το πρώτον στις 18-9-1997 (βλ. την υπ' αριθμ. 3457/18-9-1997 απόφαση της επιτροπής του ν. 1892/1990), όταν όμως ο Μ. Κ. είχε ήδη αποβιώσει (28-4-1996), και αφού είχε ήδη απορριφθεί παρόμοια αίτηση του στις 23-10-1992. Καθ' όλο δε το χρονικό διάστημα από το έτος 1980 έως το θάνατο του Μ. Κ., τόσο αυτός, όσο και ο Γ. Σ. αναζητούσαν τρόπους προκειμένου να παρακάμψουν το δυσχερές ζήτημα της εκ του νόμου απαγόρευσης της κτήσης του επιδίκου από αλλοδαπό. Αρχικά επιχειρήθηκε να ξεπεραστεί η απαγόρευση με την απόκτηση του επιδίκου, όχι από τον ίδιο τον αγοραστή, αλλά από την εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "Σόνταλ Ελλάς-Ε.Π.Ε.", που ο ίδιος ίδρυσε με έδρα την Ελλάδα, για το σκοπό αυτό, με το υπ' αριθμ. .../17-3-1982 συμβολαιογραφικό έγγραφο της συμβολαιογράφου Αθηνών Θεοπέμπτης Χρυσάκη (βλ. το 573/22-3-1982 Φ.Ε.Κ. τεύχος ΑΕ και Ε.Π.Ε.). Ωστόσο, η κατ' αυτόν τον τρόπο προσπάθεια μεταβίβασης του ακινήτου δεν ευοδώθηκε, και κατόπιν αυτού ο Μ. Κ., πρότεινε στο Γ. Σ., προς κατοχύρωση των δικαιωμάτων του, η συμφωνία των μερών για μεταβίβαση του ακινήτου να περιβληθεί τον νομικό μανδύα μιας σύμβασης μακρόχρονης μίσθωσης (99 ετών) που αποτελεί, άλλωστε, συνηθισμένο τύπο σύμβασης για μεταβίβαση ιδιοκτησιών (για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) στο αγγλοσαξονικό δίκαιο. Τα μέρη, ωστόσο, δεν προχώρησαν ούτε στην κατάρτιση τέτοιας σύμβασης. Η προσπάθεια των μερών να βρεθεί μια λύση σχετικά με την τυπική ολοκλήρωση της μεταβίβασης του ακινήτου διαφαίνεται και από τις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα - εναγόμενο Γ. Σ., επιστολές του Μ. Κ. προς αυτόν, με αντικείμενο την αναζήτηση τρόπου κατοχύρωσης των συμφερόντων του Γ. Σ., είτε με τη σύσταση εταιρίας συμφερόντων του αγοραστή με έδρα την Ελλάδα, είτε με την κατάρτιση μακροχρόνιας μίσθωσης (βλ. χαρακτηριστικά την από 8-5-1985 επιστολή του Μ. Κ., όπου αυτός αναφέρει κατά λέξη "θα είμαστε ευχαριστημένοι να ολοκληρώσουμε τη συμφωνία οποτεδήποτε... είμαστε δύο πολύ καλοί φίλοι, που έχουμε εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο" και την από 18-9-1990 επιστολή του, όπου αυτός αναφέρει ότι "ήταν το 1982 όταν συνάψαμε τη σύμβαση πώλησης... υπήρξες γενναιόδωρος με το να δεχθείς να συνάψεις τη συμφωνία μαζί μου και θέλω το μέλλον σου στο σπίτι να προστατευθεί". Ο Μ. Κ., δε προέκρινε τη λύση της σύμβασης μακροχρόνιας μίσθωσης, όπως φαίνεται και από την 20-1-1990 επιστολή του. Ο Γ. Σ., από την άλλη πλευρά, πρόκρινε την καθαρή λύση της οριστικής μεταβίβασης του ακινήτου σε αυτόν, και δεν δέχθηκε να συμπράξει στις συμβάσεις μακροχρόνιας μίσθωσης, και συνέχισε τις προσπάθειες του να λάβει την έγΚ.η της επιτροπής του άρθρου 26 του ν. 1892/1990. Κατά τη διάρκεια πάντως των επαφών μεταξύ του Μ. Κ. και του Γ. Σ. σχετικά με την ανεύρεση τρόπου να παρακαμφθεί η απαγόρευση απόκτησης του επιδίκου από τον τελευταίο, καμία αναφορά δεν γίνεται σε εκπεφρασμένη ή έστω διαφαινομένη άρνηση της κόρης του Μ. Κ., Κ., να συμπράξει στην τυπική μεταβίβαση του επιδίκου στον Γ. Σ.. Για πρώτη φορά ο Μ. Κ. αναφέρεται στις αντιρρήσεις της κόρης του για την πώληση του ακινήτου, λόγω της μεγάλης αύξησης της αξίας των ακινήτων στη Θήρα, στην από 30-12-1995 επιστολή προς τον Γ. Σ., όπου αναφέρει ότι "Η Κ. μας λέει ότι δεν έπρεπε να σου πουλήσουμε το σπίτι... είπε ότι αν δεν το πουλούσαμε θα ήταν επικερδές να το νοικιάζουμε". Ωστόσο στην ίδια επιστολή αναφέρει ότι τελικά αυτή συμφώνησε να υπογράψει τα συμβόλαια, όταν θα ξεπεραστεί το πρόβλημα της παραμεθορίου, ενώ για μια ακόμη φορά θεωρεί την υπόθεση αυτή ως αποκλειστικά δική του και όχι της κόρης του, αφού η τελευταία δεν έχει συνεισφέρει κανένα χρηματικό ποσό, για την αγορά, και την ανακαίνιση του επιδίκου (βλ. και την από 10-7-1991 επιστολή του, όπου αναφερόμενος στην κόρη του εκθέτει ότι "έκανε την αγορά με χρήματα, τα οποία έστειλα από την Ινδία, όπου διέμενα εκείνο τον καιρό" και αναγνωρίζει περαιτέρω ότι από το έτος 1981 η συντήρηση και η ανακαίνιση του επιδίκου έγιναν από τον Γ. Σ.). Εξάλλου, η νομή και κατοχή του επιδίκου είχε ήδη παραδοθεί από το θέρος του έτους 1980 στον Γ. Σ. από τον Μ. Κ., ο οποίος όχι μόνο εμφανιζόταν πλέον στη Θήρα ως κύριος του, αλλά αναγνωριζόταν ως τέτοιος τόσο από την τοπική κοινωνία της Οίας, όσο και από τα ίδια τα μέλη της οικογένειας του Μ. Κ.. Συγκεκριμένα, από το θέρος του έτους 1980, ο Γ. Σ. παρέλαβε τα κλειδιά του επιδίκου, ανέλαβε τα έξοδα της συντήρησης του και προέβη σε εκτεταμένες επισκευές του. Οι πραγματοποιηθείσες από αυτόν εργασίες επισκευής και ανακαίνισης του επιδίκου συνίστανται στην κατά το έτος 1983 πλήρη ανακαίνιση της οικίας, τη δημιουργία προστατευτικών πρεβαζιών, την ανανέωση της ηλεκτρικής υδατοδεξαμενής, στην κατά τα έτη 1984 και 1985 εσωτερική σύνδεση των υπόσκαφων χώρων της οικίας που βρισκόταν σε διαφορετικό επίπεδο, και στην κατά τα έτη 1986 έως και 1990 διαμόρφωση των υπολοίπων χώρων του επιδίκου (δημιουργία μανδρότοιχου, ξύλινης εξωτερικής εισόδου, επισκευή ταράτσας). Κατά το έτος δε 1986, ο Γ. Σ. μερίμνησε για την αναστύλωση υπόσκαφου τμήματος του επιδίκου, που δημιουργούσε πρόβλημα στατικότητας για τον άνωθεν αυτού δρόμο, ύστερα από πρόσκληση των τοπικών αρχών. Περαιτέρω, και μετά το έτος 1990 λάμβαναν χώρα με επιμέλεια του Γ. Σ. οι απαραίτητες και συνήθεις για τη συντήρηση του επιδίκου εργασίες. Δεδομένου μάλιστα ότι ο Γ. Σ. απουσίαζε το μεγαλύτερο .διάστημα του χρόνου από τη Θήρα είχε αναθέσει την επίβλεψη και το συντονισμό των εργασιών στο επίδικο, αλλά και την εν γένει συντήρηση του, στο φίλο και συνεργάτη του στην Ελλάδα Σ. Κ. Π., τον οποίο μάλιστα είχε ορίσει και ως διαχειριστή της προαναφερόμενης Ε.Π.Ε., που είχε συστήσει για να παρακάμψει την απαγόρευση απόκτησης του επιδίκου ακινήτου λόγω της παραμεθορίου. Ο Σ. Π. είχε τα κλειδιά του επιδίκου, όσο ο Γ. Σ. απουσίαζε από την Ελλάδα, συνεννοούνταν με τους τεχνίτες και τα συνεργεία (βλ. τις προσκομιζόμενες αποδείξεις είσπραξης των Γ. Λ., τεχνίτη και Η. Φ. εργολάβου και Γ. Ρ., υδραυλικού) και απέδιδε λογαριασμό στο Γ. Σ. (βλ. τον προσκομιζόμενο πρόχειρο πίνακα δαπανών που συνέταξε ο ίδιος). Εξάλλου ο Γ. Σ. ανέλαβε εξ ολοκλήρου και τις δαπάνες που βάρυναν το ακίνητο, όπως την εξόφληση των λογαριασμών της Δ.Ε.Η., που έως το έτος 1989 επιμελούνταν για λογαριασμό του ο Θ. Κ., κάτοικος Οίας, στο όνομα του οποίου και αποστέλλονταν οι σχετικές ειδοποιήσεις. Μάλιστα ο Θ. Κ. στην από 27-3-1989 επιστολή του προς το Σ. Π., ανέφερε ότι δεν είναι σε θέση πλέον να τους εξυπηρετεί για την εξόφληση των λογαριασμών, εκφράζοντας και παράπονα για την έλλειψη αμοιβής του για τις εξυπηρετήσεις, που προσέφερε, από τότε που το επίδικο ακίνητο ανέλαβε ο Γ. Σ.. Στη συνέχεια, από το έτος 1989 και εφεξής οι λογαριασμοί της Δ.Ε.Η., που αφορούσαν στο επίδικο ακίνητο, αποστέλλονταν στο Σ. Π., και μάλιστα στη διεύθυνση, που είχε δηλωθεί ως έδρα της εταιρίας ΣΟΝΤΑΠ Ε.Π.Ε. (βλ. τα προσκομιζόμενα αντίγραφα των λογαριασμών της Δ.Ε.Η. του επιδίκου για τη χρονική περίοδο 1980-1996). Στο γεγονός της συντήρησης και ανακαίνισης του επιδίκου από το Γ. Σ. αναφέρεται μάλιστα και ο Μ. Κ. στην από 30-12-1995 επιστολή προς αυτόν, το εν λόγω δε γεγονός δεν αμφισβήτησε και ο εξετασθείς ως μάρτυρας της ενάγουσας στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, Κ. Κ., αδελφός της ενάγουσας. Εξάλλου, καθ' όλο το χρονικό διάστημα από το θέρος του έτους 1981 έως και την άσκηση της εναντίον της αγωγής, ο Γ. Σ. και τα μέλη της οικογένειας του επισκέπτονταν τακτικά τη Θήρα και κατοικούσαν στο επίδικο, ενώ τα μέλη της οικογένειας Μ. Κ. επισκέπτονταν το επίδικο ύστερα από συνεννόηση με το Γ. Σ., και διέμεναν σε αυτό, δεδομένου ότι μέχρι το θάνατο του Μ. Κ. οι σχέσεις των διαδίκων ήταν αρμονικές, και τηρούνταν η παραπάνω συμφωνία να μπορούν να κάνουν χρήση του επιδίκου, και τα μέλη της οικογένειας Μ. Κ.. Συγκεκριμένα, ο αδελφός της Κ. Κ., Κ. Κ. επισκέφθηκε και διέμεινε στο επίδικο κατά τα έτη 1981, 1983, 1986, και 1989, ο γιος της Τ. το έτος 1993, ο γιος της Μ. τα έτη 1981 και 1993, ενώ η ίδια η ενάγουσα και η κόρη της Μ., διέμειναν στο επίδικο το έτος 1995. Μάλιστα ενόψει του ότι κλειδιά του επιδίκου είχε ο συνεργάτης και φίλος του Γ. Σ., Σ. Π. που κατοικούσε στην Αθήνα, όσοι επισκέπτονταν το επίδικο στη Θήρα, πλην της Κ. Κ., λάμβαναν τα κλειδιά από αυτόν (βλ. την κατάθεση του Κ. Κ., που αναφέρει ότι όταν ο ίδιος επιθυμούσε να επισκεφθεί το επίδικο συναντούσε το Σ. Π. στην Αθήνα, για να παραλάβει τα κλειδιά). Περαιτέρω, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, ο Γ. Σ. αναγνωριζόταν ως κύριος του επιδίκου ακινήτου, τόσο από τους εργάτες που απασχολήθηκαν στην ανακαίνιση του επιδίκου, και τους κατοίκους της Οίας, όσο και από τα μέλη της οικογένειας Μ. Κ.. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντιμετώπισης του Γ. Σ. από τους τρίτους ως κυρίου του επιδίκου είναι η περίπτωση της αναφερόμενης πιο πάνω, κατά το έτος 1985, υποχώρησης του εδάφους του οδοστρώματος σε σημείο ακριβώς πάνω από το υπόσκαφο τμήμα του επιδίκου, για την αποκατάσταση της οποίας οι αρμόδιες υπηρεσίες της Θήρας απευθύνθηκαν στο Γ. Σ. ως κύριο αυτού προκειμένου να προβεί στις απαραίτητες εργασίες αναστήλωσης του υπόσκαφου, πράγμα που ο τελευταίος έκανε. Αλλά και , τα μέλη της οικογένειας Κ. δεν παρέλειπαν να εκφράσουν τις ευχαριστίες τους, μέσω των επιστολών του Μ. Κ., για τη φιλοξενία τους στο επίδικο από το Γ. Σ. (βλ. την από 20-1-1990 επιστολή του Μ. Κ., στην οποία αναφέρει ότι "ο C. (γιος του Μ. Κ.) άνευ άλλου, εκτιμά την ευγένεια σου, που φρόντισες να καθορίσεις ημερομηνίες, που αυτός, η A., και η μικρή G. μπόρεσαν και πήγαν εκεί τον προηγούμενο χρόνο", την από 27-7-1999 επιστολή του ιδίου, στην οποία αναφέρει ότι "ο C. εκτιμά την άδεια σας να μείνει στο σπίτι στη Σαντορίνη. Σας ευχαριστώ και πάλι για λογαριασμό του". Μάλιστα, ακόμη και η ίδια η ενάγουσα, αναγνώριζε με την στάση της το Γ. Σ. ως κύριο και νομέα του επιδίκου. Τούτο προκύπτει από την από 12-10-1995 επιστολή της προς αυτόν, κατά την προσπάθεια της να αρθεί παρεξήγηση, που δημιουργήθηκε μεταξύ του Γ. Σ. και της κόρης της Μ., ως προς τον ακριβή χρόνο χρήσης του επιδίκου από την τελευταία, στην οποία (επιστολή) του ζητά την άδεια να παραμείνει η κόρη της στο επίδικο και να αποθηκεύσει εκεί προσωπικά της είδη για όσο καιρό θα απουσίαζε σε ταξείδι που είχε σχεδιάσει στην Τυνησία και το Ισραήλ. Μετά το θάνατο του Μ. Κ. (28-4-1996) οι επαφές των διαδίκων σταμάτησαν και παρά την απόφαση της επιτροπής του άρθρου 26 του ν. 1892/1990 περί άρσης της απαγόρευσης απόκτησης ακινήτου από τον Γ. Σ., το συμβολαιογραφικό έγγραφο οριστικής μεταβίβασης του ακινήτου δεν καταρτίστηκε ποτέ. Μάλιστα η Κ. Κ. με επιστολή της που εστάλη στο Γ. Σ., στις 10-6-1997, τον κάλεσε να εγκαταλείψει το επίδικο, ισχυριζόμενη ότι η παραμονή του τα προηγούμενα χρόνια σ' αυτό είχε το χαρακτήρα "φιλοξενίας", λόγω της φιλικής σχέσης με τον πατέρα της. Ακολούθως επισκέφθηκε τη Θήρα τον Αύγουστο του έτους 1999 και προσπάθησε να εισέλθει στο επίδικο, ενόσω σ' αυτό διέμενε η οικογένεια Σ., αλλά συνάντησε την άρνηση του Γ. Σ.. Κατόπιν αυτού προσέφυγε προς συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς στην Ειρηνοδίκη Θήρας που κάλεσε τους διαδίκους να εμφανιστούν ενώπιον της στις 11-8-1999, ωστόσο οι διαφορές των μερών δεν επιλύθηκαν, ούτε με την παρέμβαση της Ειρηνοδίκη. Έκτοτε και μέχρι την άσκηση των κρινόμενων αγωγών, η Κ. Κ. δεν προέβη σε καμία άλλη ενέργεια (δικαστική ή εξώδικη) κατά του Γ. Σ. μέχρι την άσκηση των κρινόμενων αγωγών, ενώ ούτε η ίδια, ούτε κάποιο μέλος της οικογένειας Κ. επισκέφθηκε ξανά το επίδικο. Τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά κατατέθηκαν με σαφήνεια και ακρίβεια από το μάρτυρα Θ. Π., του οποίου η κατάθεση ενισχύεται από όλα τα επικαλούμενα και νομίμως προσκομιζόμενα από τους διαδίκους δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα, χωρίς να παραλείπεται κανένα απολύτως από αυτά, ιδίως δε από τις επιστολές του Μ. Κ., αλλά και της Κ. Κ. προς τον Γ. Σ.. Η κατάθεση του ως άνω μάρτυρα δεν είναι δυνατόν να αναιρεθεί από εκείνη του μάρτυρα Κ. Κ., η οποία είναι ασαφής και αόριστη, ενόψει μάλιστα του ότι αυτός επισκέφθηκε ελάχιστες φορές το επίδικο, και είχε λίγες επαφές με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του και ιδίως με τον πατέρα του Μ. Κ.. Εξάλλου, και όσα κατέθεσε στην υπ' αριθμ. 33/2005 ένορκη βεβαίωση ο Μ. Κ. του Θ., ότι δηλαδή ο Γ. Σ. φιλοξενούνταν απλώς στο επίδικο, και ότι ο πατέρας του Θ. Κ. επέβλεπε και συντηρούσε για λογαριασμό της Κ. Κ., και ότι ο Γ. Σ. παραλάμβανε τα κλειδιά του επιδίκου από τον πατέρα του, έρχονται σε αντίθεση με την προαναφερόμενη επιστολή του ίδιου του πατέρα του Θ. Κ., προς τον Σ. Π., αλλά και την κατάθεση του Κ. Κ., ότι ο ίδιος λάμβανε τα κλειδιά του επιδίκου από το Σ. Π., συνεργάτη του Γ. Σ., και όχι από τον Θ. Κ.. Όσον δε αφορά τις προσκομιζόμενες επιστολές του Μ. Κ. προς τον Γ. Σ. ο περιλαμβανόμενος στις προτάσεις της ενάγουσας ισχυρισμός περί γενικής άρνησης της ύπαρξης και του περιεχομένου τους, δεν συνιστά την τασσόμενη από το νόμο σαφή και ρητή άρνηση της γνησιότητας τους (ΑΠ 551/1995 Ελλ. Δνη 1987, 87. Εφ.Αθην. 436/1994 Ε.Εμπ.Δ. 1994.602) ενώ περαιτέρω και ο μάρτυρας της ενάγουσας, γιος του Μ. Κ. δεν αμφισβήτησε τη γνησιότητα των επιστολών του πατέρα του, αναφερόμενος απλώς στο ότι ο πατέρας του δεν είχε την εξουσία να διαπραγματεύεται με τρίτους σχετικά με την τύχη του επιδίκου. Από όσα εκτέθηκαν παραπάνω, προκύπτει ότι από το έτος του 1982, που κατέβαλε το τίμημα αγοράς του επιδίκου ακινήτου έως και την άσκηση των εναντίον του Γ. Σ. κρινόμενων αγωγών (2004), αλλά και την άσκηση της δικής του αγωγής, εναντίον της Κ. Κ., αυτός ασκούσε τις αναλυτικά εκτιθέμενες παραπάνω διακατοχικές πράξεις διάνοια κυρίου, καθώς θεωρούσε ότι έκτοτε το επίδικο ουσιαστικά του ανήκει. Η πεποίθηση, εξάλλου του τελευταίου να κατέχει το επίδικο ως κύριος επιβεβαιώνεται και από το πλήθος των εργασιών συντήρησης και ανακαίνισης του επιδίκου , στις οποίες προέβη, και τις δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε γ' αυτό, που δεν θα δικαιολογούνταν χωρίς αυτή, καθώς δεν αρμόζουν σε πρόσωπο, που απλώς φιλοξενείται σε ένα ακίνητο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η Κ. Κ.. Άλλωστε, και στις σχέσεις του με την οικογένεια Μ. Κ., συμπεριφερόταν ως κύριος του επιδίκου, για το λόγο δε αυτό τα μέλη της συνεννοούνταν με αυτόν για τις ημερομηνίες, που θα μπορούσαν να επισκέπτονται και να διαμένουν στο επίδικο. Συνεπώς, με την άσκηση εικοσαετούς νομής από το έτος 1982 έως το έτος 2004 ο εναγόμενος - ενάγων Γ. Σ. κατέστη κύριος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον μάλιστα αυτή δεν διακόπηκε για κάποιο νόμιμο λόγο (απώλεια της νομής ή έγερση διεκδικητικής αγωγής εναντίον του αρθρ. 1048 και 1049 ΑΚ) μέχρι το έτος 2002, κατά το οποίο συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια νομής για τον τελευταίο, καθώς η εναντίον του διεκδικητική αγωγή ασκήθηκε το πρώτον το έτος 2004. Το γεγονός δε ότι αυτός μέχρι το έτος 1997 δεν είχε λάβει την απαιτούμενη άδεια απόκτησης ακινήτου σε παραμεθόριες περιοχές, δεν ασκεί, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, έννομη επιρροή στην απόκτηση του επιδίκου από αυτόν με έκτακτη χρησικτησία, αφού είναι υπήκοος χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης πολύ περισσότερο, εφόσον πριν τη συμπλήρωση του χρόνου χρησικτησίας, ήρθησαν ως προς αυτόν οι απαγορεύσεις του ν. 1892/1990 για την απόκτηση του επιδίκου ακόμη και με παράγωγο τρόπο. Άλλωστε, ούτε η έλλειψη της άδειας της αρμόδιας επιτροπής του άρθρου 26 του ν. 1892/1990 μέχρι το έτος 1997, ούτε η γνώση του Γ. Σ., ότι κυρία του ακινήτου, του οποίου την απόκτηση συμφώνησε με τον Μ. Κ., ήταν η κόρη του Κ. Κ., αναιρούν το γεγονός ότι αυτός από το έτος 1982, όχι απλώς ασκούσε διακατοχικές πράξεις επί του επιδίκου, αλλά είχε και διάνοια κυρίου ως προς αυτό, δηλαδή τη θέληση να το εξουσιάζει ως κύριος". Ακολούθως το Εφετείο, μετά από επικύρωση της πρωτόδικης αποφάσεως που είχε κρίνει ομοίως, έκανε δεκτή την από 21.9.2004 αναγνωριστική αγωγή κυριότητος ακινήτου του αναιρεσιβλήτου και απέρριψε τις από 25-5-2004 δύο αγωγές της αναιρεσείουσας περί διεκδικήσεως του ίδιου ακινήτου και περί αποζημιώσεως, λόγω παράνομης κατάληψης της νομής του, αντίστοιχα. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις των άρθρων 11 παρ.1, 30 και 31 παρ.2 ν. 1540/1985, 26 παρ.1 του ν. 1892/1990 και 8 του Ν 1898/1990. Τούτο δε γιατί ενώ δέχεται ότι ο αναιρεσίβλητος δεν είχε συμπληρώσει μέχρι τις 10.4.1985 που τέθηκε σε ισχύ ο ν. 1540/1985 τον χρόνο της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς και ότι δεν είχε εφοδιασθεί με την προβλεπόμενη από το άρθρο 26 του ν. 1892/1990 άδεια, ώστε να μπορέσει να αποκτήσει κατ' εξαίρεση, ως έχων την ιθαγένεια χώρας-μέλους των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτου που βρίσκεται σε παραμεθόρια περιοχή, καθώς και τη νομή του, παρά μόνο το έτος 1997, αφότου και θα ήταν δυνατή, λόγω κτήσεως της νομής, η έναρξη του χρόνου της κτητικής παραγραφής, στη συνέχεια έκρινε καταφατικά περί συμπληρώσεως του χρόνου της έκτακτης χρησικτησίας, προσμετρώντας στο χρόνο αυτής και το χρονικό διάστημα πριν από την απόκτηση της άδειας, ήτοι από του έτους 1982, κατά το οποίο όμως ο εναγόμενος, ως στερούμενος της σχετικής άδειας δεν μπορούσε να ασκεί νομή AD USU CAPIONEM, ενώ ο χρόνος που μεσολαβεί από τότε που αποκτήθηκε η μη έχουσα αναδρομική ισχύ άδεια (1997) μέχρι του χρόνου ασκήσεως της αγωγής του (2004) δεν αρκεί για τη συμπλήρωσή του, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, χρόνου έκτακτης χρησικτησίας. Ενόψει τούτων οι, από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, δύο πρώτοι λόγοι της αναιρέσεως, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές πλην των πρότερων δικασάντων. Ο αναιρεσίβλητος, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμό 132/2009 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αιγαίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση. Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 1 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση ασκείται κατά της δευτεροβάθμιας απόφασης, που είτε εξαφανίζει την πρωτόδικη, είτε την ενσωματώνει. Απαράδεκτη η αναίρεση κατά της πρωτόδικης. Απόκτηση Νομής σε παραμεθόριο περιοχή. Δεν επάγεται έννομες χωρίς την άδεια του άρθρου 26 του ν. 1892/1990. Ανάλυση διατάξεων για απόκτηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων σε παραμεθόρια ακίνητα. Η άδεια του άρθρου 26 του ν. 1892/90 ως διοικητική πράξη δεν έχει αναδρομική δύναμη. Με το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 1940/85 η ενίοτε απόλυτη ακυρότητα των μεταβιβάσεων σε αλλοδαπούς κατέστη υπέρ του Δημοσίου και έκτοτε και πάλι απόλυτη. Με το ν.1892/90 άδεια απαιτείται για ημεδαπούς ομογενείς και πολίτες Κρατών-Μελών ΕΕ χωρίς άδεια δεν άρχεται νομή.
Παραμεθόριες περιοχές
Νομή, Παραμεθόριες περιοχές.
1
Αριθμός 569/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. Κ. του Π., ο οποίος δεν παραστάθηκε, 2) Σ. Κ. του Ε., 3) Π. Κ. του Ε., κατοίκων ..., και 4) Ε. Κ. του Ε. συζ. Ε. Τ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Αθανασία Κωνσταντίνου. Η πληρεξουσία δικηγόρος δήλωσε ότι ο 1ος των αναιρεσειόντων απεβίωσε στις 9/11/2007 (όπως προκύπτει από τη με αριθμό 45/2007 ληξιαρχική πράξη θανάτου) και κληρονομήθηκε από τους 2ο, 3ο και 4η των αναιρεσειόντων, οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από την ίδια. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Επιτροπή Εγχωρίου Περιουσίας Κυθήρων Αντικυθήρων" με έδρα την Χώρα Κυθήρων που εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "Νομαρχιακό Γενικό Νοσοκομείο Κέντρο Υγείας Κυθήρων Τριφύλλειο Ν.Π.Δ.Δ." με έδρα τον Ποταμό Κυθήρων που εκπροσωπείται νόμιμα, τα οποία εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους Σταματία Στρατηγού με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., και 3)Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που εκπροσωπείται νόμιμα και δεν παραστάθηκε. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/12/1995 αγωγή των ήδη 1ου και 2ου των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 9471/1996, 5145/2001 μη οριστικές, 3144/2007 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 6905/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 6/4/2010 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 21/9/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου τούτου Αρεοπαγίτη Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 6/4/2010 αίτησης για αναίρεση της 6905/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Η πληρεξουσία των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά το άρθρο 558 ΚΠολΔικ "η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων τους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η αίτηση αναίρεσης του καθού η πρόσθετη παρέμβαση, δεν απευθύνεται κατά του προσθέτως παρεμβάντος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, εκτός αν κατά τη δίκη εκείνη, ανέλαβε τον δικαστικό αγώνα, οπότε κατέστη κύριος διάδικος ή η αναίρεση αφορά την πρόσθετη παρέμβαση, σε κάθε όμως περίπτωση ο προσθέτως παρεμβαίνων καλείται στη συζήτηση της αναίρεσης, άλλως αυτή (συζήτηση) κηρύσσεται απαράδεκτη, τούτο δε λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 1049/2010, ΑΠ 243/2009, ΑΠ 652/2009). Πάντως αν η αναίρεση του καθού η παρέμβαση απευθυνθεί και κατά του προσθέτως παρεμβάντος δεν ιδρύει απαράδεκτο (ΑΠ 8809/2003) και εκτιμάται ως κλήση κατά τη συζήτηση της αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση η αίτηση αναίρεσης απευθύνεται και κατά του προσθέτως, στα δικαστήρια της ουσίας, παρεμβάντος υπέρ των εναγόντων αναιρεσιβλήτων Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος κλήθηκε από τα επισπεύδοντα τη συζήτηση αναιρεσίβλητα Ν.Π.Δ.Δ. τόσο κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 5-10-2011 όσο και κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως (βλ. υπ' αριθμ. 4950Ε/8-9-2011 και 52353Ε'/24-10-2011 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Πειραιά ...). Ενόψει της κλητεύσεως αυτής παραδεκτά συζητείται η υπόθεση παρά την απουσία του κληθέντος και μη παραστάντος προσθέτως παρεμβάντος, η κατά του οποίου απεύθυνση της αναιρέσεως εκτιμάται ως κλήση κατά τη συζήτηση αυτής. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 του ΑΚ προκύπτει ότι κατά την ερμηνεία της διαθήκης αναζητείται μόνο η αληθινή βούληση του διαθέτη, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρου 200 ΑΚ, αφού αυτά αναφέρονται όχι σε μονομερείς δικαιοπραξίες, αλλά σε συμβάσεις (ΑΠ 1710/2009). Σκοπείται δηλαδή, η ανεύρεση της υποκειμενικής άποψης του διαθέτη, χωρίς να ερευνάται η αντικειμενική έννοια, υπό την οποία θα αντιλαμβάνονταν τη βούλησή του οι τρίτοι, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη. Προσφυγή σε ερμηνεία της διαθήκης συγχωρείται μόνο εάν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώσει, έστω και εμμέσως κενό ή ασάφεια στο περιεχόμενο της διαθήκης. Τόσο η κρίση του δικαστηρίου για την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δήλωση του διαθέτη, όσο και η, μετά τη διαπίστωση αυτή, κρίση για την αληθινή βούληση του διαθέτη, ως κρίσεις αναγόμενες σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκεινται, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Αντίθετα, ιδρύεται ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔικ. λόγος αναίρεσης για παραβίαση των ανωτέρω ερμηνευτικών κανόνων, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρότι αμέσως ή εμμέσως διαπίστωσε κενό ή ασάφεια στη διαθήκη δεν προσέφυγε σε ερμηνεία της ή, αν και προσέφυγε σε ερμηνεία της, δεν αναζήτησε, ακόμη και λαμβάνοντας στοιχεία εκτός της διαθήκης, την αληθινή βούληση του διαθέτη, κατά την υποκειμενική αυτού άποψη, αλλά ερμήνευσε τη βούληση αυτού όπως αντικειμενικά, κατά την συναλλακτική καλή πίστη την εκλαμβάνουν οι τρίτοι (ΑΠ 225/2009, ΑΠ 1647/2009, ΑΠ 1710/2009). Στην προκειμένη περίπτωση με τον μοναδικό λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, με το πρώτο μέρος του λόγου αυτού, η πλημμέλεια της ευθείας παραβιάσεως των ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ, καθόσον καίτοι η από 23.7.1964 ιδιόγραφη διαθήκη και η κάτω από αυτήν από 17-1-1066 συμπληρωματική διάταξή της, του αποβιώσαντος στις 4-5-1983 Θ. Κ. δεν είχε ανάγκη ερμηνείας, ενόψει του ότι ήταν σαφής κατά το περιεχόμενό της, προέβη σε ερμηνεία αυτής, η οποία όμως ερμηνεία δεν αντιπροσωπεύει την αληθινή βούληση του διαθέτη, ο οποίος με έμφαση όρισε ότι εκτός από το επί της οδού ... κατάστημα-καφέ μπαρ και τα εις ρευστό χρήματά του, που περιέρχονται κατά κυριότητα στα τετιμημένα με τη διαθήκη του πρόσωπα, τα λοιπά περιουσιακά του στοιχεία περιέχονται μόνο κατά τα εισοδήματά τους ήτοι μόνο κατ' επικαρπία στα πρόσωπα αυτά (τετιμημένα) και ότι συνακόλουθα η δοθείσα από την προσβαλλομένη απόφαση ερμηνεία ότι ο διαθέτης ήθελε να εγκαταστήσει ως κληρονόμους του ισομερώς τα αναιρεσίβλητα ΝΠΔΔ και στην κυριότητα του επιδίκου είναι εσφαλμένη και αναιρετέα για ευθεία παραβίαση των παραπάνω κανόνων. Με το δεύτερο μέρος του ίδιου λόγου ζητείται η αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως γιατί "στερείται νομίμου βάσεως, λόγω ανεπαρκειών αιτιολογιών σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Ο λόγος αυτός ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ είναι απαράδεκτος, καθόσον οι αποδιδόμενες στην προσβαλλομένη απόφαση πλημμέλειες αφορούν στην κρίση του δικαστηρίου περί συνδρομής λόγου ερμηνείας της διαθήκης καις την μετά τη διαπίστωση αυτή κρίση περί της αληθινής βούλησης του διαθέτη, οι οποίες όμως κρίσεις, ως αναγόμενες, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκεινται, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔικ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Αιτίαση ότι η ερμηνεία της διαθήκης έγινε αντικειμενικά, όπως οι τρίτοι, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη την εκλαμβάνουν και όχι υποκειμενικά, ώστε να στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔικ λόγος, δεν υφίσταται (ΑΠ 225, 1647, 1710/2009). Περαιτέρω, ο ίδιος λόγος, κατά το δεύτερο μέρος του, με το οποίο, μόνο με την επίκληση της διατυπώσεως της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ και χωρίς την παράθεση αντίστοιχου πραγματικού, ζητείται η αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως για εκ πλαγίου παραβίαση των ίδιων διατάξεων, ήτοι των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ, είναι απορριπτέος ως αόριστος. Οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των εχόντων κοινή δικαστική εκπροσώπηση αναιρεσιβλήτων ΝΠΔΔ, των οποίων η νομική υπηρεσία δεν διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ( άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 6-4-2010 αίτηση των Ε. Π. Κ., Σ. Ε.Κ. κλπ. για αναίρεση της υπ' αριθμό 6905/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων Ν.Π.Δ.Δ., την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2013. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 1 Απριλίου 2013. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η αναίρεση δεν απευθύνεται κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, η δε τυχόν κατ’ αυτού απεύθυνση της αναίρεσης δεν δημιουργεί απαράδεκτο και εκτιμάται ως κλήση για τη συζήτηση της αναίρεσης. Η μη κλήση κατά τη συζήτησης της αναίρεσης. Η μη κλήση κατά τη συζήτηση της αναίρεσης του προσθέτως παρεμβούντος, καθιστά αυτή (συζήτηση) απαράδεκτη. Ερμηνεία διαθήκης γίνεται κατά τα άρθρα 1781 και 173 ΑΚ και αναζητείται, χωρίς προσήλωση στις λέξεις η υποκειμενική άποψη του διαθέτη. Η κρίσεις περί ανάγκης ερμηνείας της διαθήκης και η ερμηνεία αυτής δεν ελέγχονται αναιρετικά εκτός αν υπάρχει αιτίαση ότι η ερμηνεία έγινε αντικειμενική και όπως εκλαμβάνουν τη βούληση του διαθέτη οι τρίτοι, κατά την συναλλακτικοί καλή πίστη.
Κλήτευση προσθέτως παρεμβαίνοντα
Ερμηνεία βούλησης διαθέτη, Κλήτευση προσθέτως παρεμβαίνοντα.
2