text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringlengths
4
57
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
Αριθμός 2226/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 14η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Γ. Δ. του Δ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ. 2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Αντωνίου Ρουπακιώτη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Π. Χ. του Γ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ. 2) του πληρεξούσιου δικηγόρου Βασιλείου Σαξώνη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-12-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 4870/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 831/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7-3-2014 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 23-9-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 9 περ. β' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται "αν το δικαστήριο επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης "αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου, που δεν εφαρμόστηκε. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ. 1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς στην προσβαλλόμενη απόφαση (ΑΠ 1102/2003). Και, τέλος, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για "παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου", για να είναι ορισμένος, πρέπει να αναφέρει με σαφήνεια τη διάταξη που φέρεται ότι παραβιάστηκε, τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, καθώς και το νομικό σφάλμα της αποφάσεως κατά την ερμηνεία ή εφαρμογή του νόμου (ΑΠ 1544/2002). 2. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του εισαγωγικού δικογράφου (ΚΠολΔ 561 παρ. 2), ο ενάγων, εκκαλών και ήδη αναιρεσίβλητος, με την ένδικη, από 29-12-2008 αγωγή, εκθέτει ότι, την 1-5-2003, προσλήφθηκε από την εναγομένη, εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσείουσα, που διατηρεί ατομική επιχείρηση μονώσεων πάσης φύσεως, επιστρώσεως δαπέδων και εμπορίας μονωτικών υλικών, με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να απασχοληθεί ως τεχνίτης μονωτής στα έργα, που η επιχείρηση αυτή αναλαμβάνει. Ότι έκτοτε και μέχρι την 3-4-2008, οπότε αποχώρησε οικειοθελώς, πρόσφερε εργασία κατά κύριο λόγο σε μονώσεις πλοίων, στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη (Ν/Ζ) Πειραιώς και, σπανίως, σε μονώσεις κτιρίων. Ότι σε όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του, η εναγομένη, κατά τον υπολογισμό των αποδοχών του, παρέλειψε να εφαρμόσει τις ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται στη Ν/Ζ Πειραιώς. Ότι αυτό είχε ως αποτέλεσμα για τον ενάγοντα αφ' ενός να λαμβάνει ημερομίσθιο μικρότερο από το προσήκον και αφ' ετέρου να υπολογίζονται επί έλαττον τα δώρα εορτών, οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας. Ότι, πέραν αυτών, ο ενάγων πρόσφερε καθημερινά τρεις ώρες υπερωριακής απασχόλησης, για την οποία ουδέν έλαβε. Σύμφωνα με το ιστορικό αυτό, ο ενάγων προσδιόρισε, κατά χρονικά διαστήματα και σε ετήσια βάση, από την πρόσληψη μέχρι την αποχώρησή του, τη διαφορά μεταξύ του καταβαλλόμενου και του προσήκοντος ημερομισθίου σύμφωνα με τις ΣΣΕ της Ν/Ζ Πειραιώς και, με βάση τη διαφορά αυτή, προχώρησε στον υπολογισμό των αιτημάτων του για δεδουλευμένα ημερομίσθια, για αναλογία δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα, για αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας και για αποζημίωση υπερωριακής εργασίας, εμμένοντας στο βασικό ισχυρισμό ότι είχε, καθημερινά, υπερωριακή απασχόληση και έπρεπε, πάντοτε, να αμείβεται σύμφωνα με τις ΣΣΕ της Ν/Ζ Πειραιώς. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του (ΚΠολΔ 561 παρ. 1) και πέραν των ως άνω αναφερομένων σχετικά με το αντικείμενο της επιχείρησης της εναγομένης, την ειδικότητα, το χρόνο πρόσληψης και αποχώρησης του ενάγοντος και το, πράγματι, καταβαλλόμενο ημερομίσθιο, περιστατικά τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν, τα ακόλουθα ουσιώδη: Ότι ο ενάγων, κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας με την εναγομένη, απασχολήθηκε τόσο σε μονώσεις κτιρίων όσο και σε μονώσεις πλοίων. Ότι ο ισχυρισμός του ότι εργάσθηκε κυρίως σε μονώσεις πλοίων ελέγχεται ως ανακριβής, διότι η συμμετοχή του σε συνεργεία της επιχείρησης της εναγομένης, τα οποία διενεργούσαν μονώσεις κτιρίων, υπήρξε ποσοτικά αξιόλογη και όχι περιστασιακή. Ότι, αν και επί του ζητήματος αυτού οι καταθέσεις των εκατέρωθεν μαρτύρων είναι αντίθετες, το δικαστήριο [ήτοι το Μονομελές Εφετείο] οδηγείται στην ως άνω κρίση συνεκτιμώντας αφ' ενός τα έγγραφα, τα οποία είχαν συνταχθεί σε ανύποπτο χρόνο και προσκομίσθηκαν από την εναγομένη (τιμολόγια για την παροχή υπηρεσιών προς πελάτες χερσαίων εργασιών, πίνακες προσωπικού, καταστάσεις ταμείων, άδειες εκτελέσεως εργασιών χειριστή με χρήση φλόγας) και αφ' ετέρου το πασίδηλο για την περιοχή του Πειραιά γεγονός ότι, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, ο κύκλος εργασιών στη Ν/Ζ ήταν περιορισμένος. Ότι ο ενάγων απασχολήθηκε σε επισκευές πλοίων κατά το έτος 2003 επί 70 ημέρες, κατά το έτος 2004 επί 94 ημέρες, κατά το έτος 2005 επί 143 ημέρες, κατά το έτος 2006 επί 115 ημέρες, κατά το έτος 2007 επί 138 ημέρες και κατά το έτος 2008 επί 44 ημέρες, χωρίς να αμειφθεί σύμφωνα με τους όρους των ΣΣΕ για τους απασχολούμενους στη Ν/Ζ Πειραιώς. Ότι κατά την παροχή εργασίας σε μονώσεις πλοίων χρειάσθηκε να απασχοληθεί πέραν του νομίμου ωραρίου επί 2 ώρες ημερησίως, κρίση που στηρίζεται στο, επίσης, πασίδηλο γεγονός ότι οι επισκευές πλοίων πρέπει, συνήθως, να περατώνονται σε σύντομο χρονικό διάστημα, πράγμα που επιβάλλει την επί πλέον απασχόληση των εργαζομένων. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας υπολόγισε την αμοιβή, που οφειλόταν στον ενάγοντα για τις ως άνω ημέρες εργασίας κατά τους όρους των ΣΣΕ για τους απασχολούμενους στη Ν/Ζ Πειραιώς (δεδουλευμένα ημερομίσθια, επιδόματα εορτών, αποδοχές και επίδομα αδείας), αφαίρεσε από τα αναλογούντα ποσά, τις αμοιβές που είχαν καταβληθεί αντιστοίχως, ήτοι για τις ίδιες ημέρες εργασίας και πρόσθεσε την αποζημίωση, που οφειλόταν για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τις ίδιες ημέρες, μόνο σε μονώσεις πλοίων. Τελικώς, εξαφάνισε την τότε εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία η αγωγή είχε απορριφθεί στο σύνολό της και επιδίκασε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 39.246,03 ευρώ. 3. Με την κρίση αυτή, το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς, με συνοπτική μεν, αλλά πλήρη και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογία, επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο διαφορές αποδοχών και αποζημίωση υπερωριακής απασχόλησης μόνο στην έκταση, κατά την οποία έκρινε βάσιμους τους ισχυρισμούς του για παροχή εργασίας σε μονώσεις πλοίων, καθώς και εργασίας επί πλέον του νομίμου ωραρίου, ήτοι σε έκταση πολύ μικρότερη από την αναφερόμενη στην αγωγή, με την οποία ζητείται υπολογισμός του συνόλου των δεδουλευμένων αμοιβών αυτού σύμφωνα με τις ΣΣΕ για τους απασχολούμενους στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Πειραιώς και αποζημίωση για υπερωριακή απασχόληση τριών ωρών ημερησίως, για όλη τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας. Από το γεγονός δε ότι το δικαστήριο της ουσίας έκανε τους σχετικούς υπολογισμούς με διαφορετική μέθοδο (ήτοι, ημέρες εργασίας επί ημερομίσθιο σύμφωνα με τις ΣΣΕ για τους απασχολούμενους στη Ν/Ζ Πειραιώς μείον καταβληθέντα καθ' ομολογία του ενάγοντος και χωρίς ειδική αμφισβήτηση εκ μέρους της εναγομένης σύμφωνα με τις ΣΣΕ για τους απασχολούμενους σε οικοδομικές εργασίες), σε σχέση με εκείνη, την οποία ο ενάγων παραθέτει στην αγωγή (ημέρες εργασίας επί διαφορά μεταξύ ημερομισθίου σύμφωνα με τις ΣΣΕ της Ν/Ζ Πειραιώς και ημερομισθίου που καταβλήθηκε), δεν υποδηλώνει επιδίκαση απαιτήσεων περισσοτέρων από εκείνες, που είχαν ζητηθεί. Επομένως, οι πρώτος, τρίτος και τέταρτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, ήτοι ότι το δικαστήριο της ουσίας επιδίκασε περισσότερα από τα αιτηθέντα και διέλαβε ανεπαρκή αιτιολογία ως προς την κατανομή του χρόνου εργασίας αφ' ενός σε μονώσεις πλοίων στη Ν/Ζ Πειραιά και αφ' ετέρου σε μονώσεις κτιρίων, καθώς και ως προς την παροχή υπερωριακής εργασίας και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 9 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Ακόμη, οι ίδιοι λόγοι, κατά το μέρος με το οποίο προβάλλεται η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτοι, αφ' ενός διότι δεν προσδιορίζονται οι διατάξεις που φέρονται ως παραβιασθείσες και σε τι συνίσταται η παραβίαση και αφ' ετέρου διότι πλήττονται συγκαλυμμένα οι ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου (ΚΠολΔ 561 παρ. 1). Ειδικότερα, ως προς την αποδιδόμενη παραβίαση του άρθρου 416 ΑΚ, η οποία φέρεται επελθούσα κατά την εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας αφαίρεση, από τις νόμιμες αποδοχές, εκείνων που αντιστοίχως είχαν καταβληθεί σύμφωνα με τις ΣΣΕ για τους απασχολούμενους σε οικοδομικές εργασίες, παρατηρείται ότι δεν επρόκειτο περί ισχυρισμού, προβληθέντος εκ μέρους των διαδίκων, αλλά περί αυτεπαγγέλτου ενεργείας του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο υπολόγισε και αφαίρεσε οίκοθεν τα αντιστοίχως καταβληθέντα, προκειμένου να ανεύρει το αληθές ύψος των διαφορών, τις οποίες ζητούσε ο αναιρεσίβλητος και οι οποίες αποτελούσαν αντικείμενο της ουσιαστικής του έρευνας. 4. Επειδή, με το δεύτερο από τους λόγους της αιτήσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ή 19 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το δικαστήριο της ουσίας επιδίκασε το συνολικό ποσό των 39.246,03 ευρώ με το νόμιμο τόκο "από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα εντός του οποίου κάθε επί μέρους του ανωτέρω συνολικού ποσού ήταν καταβλητέο", αν και τα κονδύλια για διαφορές δεδουλευμένων ημερομισθίων και αποζημίωση λόγω υπερωριακής απασχόλησης είχαν υπολογισθεί σε ετήσια βάση. Παρατηρείται, όμως, ότι η διατύπωση αυτή, κατά το μέρος που, πράγματι, θα μπορούσε να δυσχεράνει την εκτέλεση της προσβαλλομένης αποφάσεως (κάτι που δεν συμβαίνει για τις διαφορές για δώρα εορτών, αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας, ήτοι για παροχές, για τις οποίες καθορίζεται εκ του νόμου το χρονικώς απώτατο σημείο καταβολής), δεν αποτελεί ζήτημα αναιρετικού ελέγχου, αλλά συμπληρώσεως ή ερμηνείας [όχι διορθώσεως] της εκδοθείσας απόφασης κατά τη διαδικασία των άρθρων 315 επ. ΚΠολΔ. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. 5. Επειδή, με τον πέμπτο από τους λόγους της αιτήσεως αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 14 ή 11 περ. γ' ΚΠολΔ, συνιστάμενες στο ότι το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο τον πρώτο από τους λόγους της έφεσης του ενάγοντος, με τον οποίο επιχειρείτο μεταβολή της βάσεως της αγωγής ή, άλλως, παρέλειψε να λάβει υπ' όψη την ομολογία του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος στην αγωγή ανέφερε το μέρος του ημερομισθίου που είχε λάβει και ζητούσε την επιδίκαση μόνο της διαφοράς. Παρατηρείται, όμως, ότι με τον πρώτο λόγο της έφεσης αναπτυσσόταν επιχειρηματολογία ως προς τον τρόπο υπολογισμού των διαφορών, που αποτελούσαν αντικείμενο της αγωγής, προς αντίκρουση των παραδοχών του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δια των οποίων, όπως ήδη αναφέρθηκε, είχε απορριφθεί η αγωγή στο σύνολό της. Και περαιτέρω, σύμφωνα με τις ήδη εκτεθείσες παραδοχές του Μονομελούς Εφετείου (βλ. παραπάνω, αρ. 2), κατά τον υπολογισμό των διαφορών που επιδικάσθηκαν στον αναιρεσίβλητο αφαιρέθηκαν από τις νόμιμες αποδοχές εκείνες που, πράγματι, είχαν καταβληθεί προς αυτόν κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, σύμφωνα με τις συλλογικές κανονιστικές ρυθμίσεις για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων σε οικοδομικές εργασίες και με τα όσα αυτός, ως ενάγων, είχε παραθέσει στην αγωγή. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. 6. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ. 2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 7-3-2014 αίτηση περί αναιρέσεως της 831/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 25η Νοεμβρίου 2014.. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 15η Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διαφορές αποδοχών για παροχή εργασίας (εφαρμογή μονώσεων) εν μέρει σε πλοία (εφαρμογή ΣΣΕ για απασχολούμενους στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Πειραιώς) και εν μέρει σε κτίρια, χωρίς η μία μορφή απασχόλησης να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κυρία έναντι της άλλης. Αναιρετικοί λόγοι για επιδίκαση πλέον του αιτηθέντος, παραβίαση ουσιαστικής διάταξης, μη λήψη υπόψη δικαστικής ομολογίας, μη κήρυξη απαραδέκτου και ανεπαρκή αιτιολογία (ΚΠολΔ 559 αρ.1, 9, 11, 14 και 19). Αβάσιμοι.
Αποδοχές μισθωτού
Αποδοχές μισθωτού.
1
Αριθμός 2225/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Ασπασία Καρέλλου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ε. Σ. του Β. κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Δήμητρα Κουφογιάννη. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία, "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ" ΑΕ (Ο.Τ.Ε.) που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευγενία Σουμπάση. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13-12-2004 αγωγή του αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκε η απόφαση: 1456/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 5468/2008 του Εφετείου Αθηνών, 321/2010 του Αρείου Πάγου Β1 Τμήματος με την οποία αναιρέθηκε η τελευταία και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο. Εκδόθηκε η απόφαση 5393/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 31-10-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 11-9-2014 έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν οι λοιποί πλην του πρώτου, λόγοι της από 31-10-2013 αίτησης του Σ. Ε. του Β. κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία, "Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος Α.Ε."περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 5393/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της αίτησης αυτής και να αναιρεθεί η ως άνω απόφαση. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών 5393/2012 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ` επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων. Ο αναιρεσείων, με την ένδικη, από 13.12.2004 και με ημερομηνία καταθέσεως 16.12.2004 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ιστορώντας σ' αυτή ότι συνδέεται με την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και ότι η τελευταία κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του ΓΚΠ/ΟΤΕ καθώς και των οικείων Ε.Σ.Σ.Ε από 14.3.1985 και 21.3.1989, που υπεγράφησαν μεταξύ Ο.Τ.Ε και Ο.Μ.Ε - ΟΤΕ, δεν τον κατέταξε, με βάση το συνολικό χρόνο υπηρεσίας του, στα μισθολογικά κλιμάκια που έπρεπε, (τα οποία προσδιορίζονται), αλλά σε μικρότερο και υπολόγισε έτσι εσφαλμένα το καταβαλλόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 12 Γ1 του ΓΚΠ/ΟΤΕ, χρονοεπίδομα, ζήτησε, μετά σχετικό περιορισμό του αιτήματος κατά ένα μέρος σε αναγνωριστικό, να καταδικασθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 9.949 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι του οφείλει ακόμη 8.032 ευρώ, ως διαφορές αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 23.4.1999 έως 31.12.2004. Επί της αγωγής, εκδόθηκε η 1456/2007 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που την έκανε δεκτή. Κατά της αποφάσεως αυτής του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η αναιρεσίβλητη άσκησε την από 25.7.2007 έφεση και ο αναιρεσείων με τις προτάσεις του αντέφεση, επί των οποίων, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων η 5468/2008 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Με αυτήν, απορρίφθηκε η αντέφεση, έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση και δικάσθηκε η αγωγή, η οποία, εκτιμήθηκε ότι αφορά αξίωση από αδικοπραξία και απορρίφθηκε ως μη νόμιμη. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως ο αναιρεσείων άσκησε αίτηση αναίρεσης, η οποία έγινε δεκτή, κατά τον από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο της, με την 321/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε νόμιμη η αγωγή, στηριζόμενη στη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση εργασίας και παρέπεμψε την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο. Μετά τη νέα συζήτηση της εφέσεως, εκδόθηκε η 5393/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε η αντέφεση, έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση και δικάσθηκε η αγωγή, η οποία απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Κατά της ως άνω αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ο εφεσίβλητος ενάγων άσκησε την υπό κρίση, από 31.10.2013 αίτηση αναιρέσεως, κατατεθείσα την 8.11.2013. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566§1, 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ). Ο λόγος αναίρεσης του αριθ. 8 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης η αντένστασης, ή λόγου έφεσης (AΠ 698/2014). "Πράγμα" κατά την ως άνω έννοια, η μη λήψη υπόψη του οποίου ιδρύει τον εκ του άρθρου τούτου λόγο αναίρεσης, αποτελεί και η ένσταση περί υπάρξεως δεδικασμένου (ΑΠ 89/2013), ακόμη και όταν προτάθηκε εμμέσως αλλά σαφώς στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 14427/2002). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δεν έλαβε υπόψη ισχυρισμό που πρότεινε ο αναιρεσείων περί δεδικασμένου. Ειδικότερα με το λόγο αυτό ισχυρίζεται ο αναιρεσείων ότι με την κρινομένη αγωγή του ισχυρίσθηκε ότι κατόπιν της επιτυχούς συμμετοχής του στον προκηρυχθέντα με απόφαση του ΔΣ της εναγομένης και διενεργηθέντα στις 17 και 18.3.1990 διαγωνισμό για την πρόσληψη, τεχνιτών Δικτύου, καταρτίστηκε μεταξύ αυτών σχετική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας δυνάμει της οποίας προσλήφθηκε ως έκτακτος τεχνίτης δικτύου, ότι η κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως εργασίας, την οποία αμφισβητούσε η αναιρεσίβλητη, αναγνωρίστηκε, μετά από προσφυγή του στα πολιτικά δικαστήρια αμετακλήτως με την υπ' αριθ. 8133/1998 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, το οποίο έκρινε με δύναμη δεδικασμένου, ότι μεταξύ αυτού και της αναιρεσίβλητης υφίσταται σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου από 1.8.1994, ότι αν και ακολούθησε και η κατάρτιση πρακτικού συμβιβασμού, με το οποίο η αναιρεσίβλητη αναγνώρισε την ύπαρξη συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου από 1.8.1994, αυτή δεν συμμορφώθηκε προς την ως άνω αμετάκλητη δικαστική απόφαση και τον επακολουθήσαντα συμβιβασμό αλλά προσέλαβε αυτόν στις 16.6.1999 και ότι, ενώ κατά τις σχετικές διατάξεις του ΓΚΠ/ΟΤΕ καθώς και των οικείων Ε.Σ.Σ.Ε από 14.3.1985 και 21.3.1989, που υπεγράφησαν μεταξύ ΟΤΕ και Ο.Μ.Ε. - ΟΤΕ, έπρεπε αυτή να τον κατατάξει διαδοχικά στα οικεία μισθολογικά κλιμάκια (τα οποία προσδιορίζονται) και να υπολογίσει το καταβαλλόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 12 Γ1 του ΓΚΠ/ΟΤΕ, χρονοεπίδομα με εναρκτήριο χρονικό σημείο την 1.8.1994, που θεωρείται ως συντελεσθείσα η πρόσληψή του, τον κατέταξε σε μικρότερο μισθολογικό κλιμάκιο και υπολόγισε εσφαλμένα το χρονοεπίδομα, λαμβάνοντας υπόψη ως χρόνο προσλήψεως αυτού την 1.1.1999 και όχι, όπως έπρεπε, την 1.8.1994, ζήτησε δε , μετά σχετικό περιορισμό του αιτήματος κατά ένα μέρος σε αναγνωριστικό, να καταδικασθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 9.949 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι του οφείλει ακόμη 8.032 ευρώ, ως διαφορά αποδοχών που προκύπτει από τη μη ένταξή του στα οικεία μισθολογικά κλιμάκια και τον μη ορθό υπολογισμό του χρονοεπιδόματος του χρονικού διαστήματος από 23.4.1999 έως 31.12.2004. Τον προταθέντα με την αγωγή του ισχυρισμό περί δεδικασμένου πηγάζοντος από την ως άνω 8133/1998 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, ως προς το χρόνο καταρτίσεως της συμβάσεως, που αποτελεί βάση για την ένταξη στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο και τον υπολογισμό του χρονοεπιδόματος, που έγινε δεκτός από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο δέχθηκε την αγωγή, επανέφερε, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, στο Εφετείο ο ενάγων, ως εφεσίβλητος, εμμέσως αλλά σαφώς με τις προτάσεις του κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, στις οποίες προτάσεις του ισχυρίσθηκε ότι "ο αντίδικος σύμφωνα με την υπ' αριθ. 8133/1998 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (προσκομιζόμενη ως σχετικό 1), που κατέστη αμετάκλητη, είχε υποχρέωση να με προσλάβει με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου από 1.8.1994" και ότι "την απόφαση αυτή του Εφετείου αποδέχθηκε η εναγομένη και υπέγραψε το υπό ημερομηνία 22.4.1999 πρακτικό συμβιβασμού (προσκομιζόμενο ως σχετικό 2), με το οποίο αποδέχθηκε ότι θα με προσλάβει από 1.8.1994". Το Εφετείο όμως με την προσβαλλομένη απόφασή του παρέλειψε να λάβει υπόψη του τον προταθέντα αυτόν ουσιώδη ισχυρισμό και αφού δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και κρίνοντας στη συνέχεια την αγωγή την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, αφού δέχθηκε ότι η μεταξύ αναιρεσείοντος και αναιρεσίβλητης σύμβαση εργασία καταρτίσθηκε την 2.6.1999 και όχι την 1.8.1994. Επομένως ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 πρώτος λόγος της αίτησης αναιρέσεως είναι βάσιμος. Κατόπιν αυτών και χωρίς να ερευνηθούν οι λοιποί λόγοι της, των οποίων παρέλκει η έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και να αναιρεθεί στο σύνολο της η προσβαλλόμενη απόφαση. Από τις συνδυασμένες διατάξεις, του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 4 του ν. 4055/2012 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4139/2013 και ορίζει, ότι αν αναιρεθεί η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση μετά από πρώτη αναίρεση, δεν γίνεται δεύτερη παραπομπή, αλλά ο Άρειος Πάγος δικάζει την ουσία της υπόθεσης, της παραγράφου 2 του άρθρου 570 ΚΠολΔ, κατά την οποία νέοι ισχυρισμοί των διαδίκων και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο μετά την αναίρεση υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τα δικαστήρια της ουσίας και της παρ. 2 του άρθρου 581 του ίδιου Κώδικα, σύμφωνα με την οποία η υπόθεση συζητείται στο δικαστήριο της παραπομπής μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις, κατά το άρθρο 237, προκύπτουν τα εξής: Σε περίπτωση δεύτερης αναιρετικής απόφασης για την ίδια υπόθεση, ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δυνατότητα εκ νέου παραπομπής στο δικαστήριο της ουσίας, αλλά οφείλει να κρατήσει και να δικάσει ο ίδιος την υπόθεση κατ' ουσία, λειτουργώντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Δεν προχωρεί όμως αμέσως μετά την αναίρεση της απόφασης στην ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, έστω και αν οι διάδικοι, ενόψει της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης και υπό την προϋπόθεση παραδοχής αυτής, έχουν καταθέσει προτάσεις και για την ουσία της υπόθεσης, αφού δεν υφίσταται και δεν νοείται, υπό την ισχύ των προαναφερόμενων διατάξεων, ενοποιημένο στάδιο συζήτησης της αίτησης αναίρεσης και της ουσίας της υπόθεσης. Το αναιρετικό τμήμα, το οποίο, όταν δικάζει κατ' ουσία την υπόθεση, οφείλει να τηρεί και τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 581 παρ. 2 και 570 παρ. 2 του ΚΠολΔ, συζητεί την υπόθεση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, αφού όμως κατατεθούν προτάσεις, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 237 ΚΠολΔ και αφού μετά την αναίρεση παρασχεθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να υποβάλουν νέους ισχυρισμούς και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με τις ισχύουσες για τα δικαστήρια της ουσίας διατάξεις. Μπορεί, δηλαδή, να προβληθούν από τους διαδίκους στον Άρειο Πάγο, με κρίσιμη χρονική αφετηρία τη, μετά την αναίρεση συζήτηση της υπόθεσης, κατ' ουσία νέοι ισχυρισμοί, υπό τους περιορισμούς των άρθρων 527 και 269 παρ. 2 ΚΠολΔ., ή και να ασκηθούν από τον εκκαλούντα πρόσθετοι λόγοι έφεσης υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 520 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ενδεχόμενη ταυτόχρονη εξέταση, ύστερα από μια ενιαία συζήτηση, τόσο της αίτησης αναίρεσης, όσο και της ουσίας της υπόθεσης, στην περίπτωση βέβαια που η πρώτη γίνει δεκτή, συνεπάγεται τη δυσχέρανση ή και τη ματαίωση ουσιαστικά της άσκησης εκ μέρους των διαδίκων των πιο πάνω ευχερειών και παράλληλα επιβάλλει σ' αυτούς, κατά παραγνώριση της αρχής της οικονομίας της δίκης, το υπέρμετρο και συχνά περιττό δικονομικό βάρος της κατάθεσης προτάσεων για την ουσία της υπόθεσης σε όλη τη δυνατή έκταση, αφού αυτοί δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν εκ των προτέρων αν θα αναιρεθεί και σε ποια έκταση η προσβαλλόμενη απόφαση και συνακόλουθα ποια είναι τα όρια της εκδίκασης της υπόθεσης στην ουσία. Έτσι, για την εκπλήρωση της επιβαλλόμενης στον Άρειο Πάγο, από τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, υποχρέωσης για εκδίκαση, μετά από δεύτερη αναίρεση, της υπόθεσης κατ' ουσία, θα πρέπει να λάβει χώρα νέα συζήτηση της υπόθεσης, μετά την έκδοση της αναιρετικής απόφασης, ενώπιον του αναιρετικού τμήματος, το οποίο δικάζει πλέον ως δικαστήριο ουσίας, ύστερα από κλήση του επιμελεστέρου από τους διαδίκους, σύμφωνα με τις προβλέψεις της διάταξης του άρθρου 581 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή. Εφόσον λοιπόν, στην κρινόμενη υπόθεση αναιρείται, η απόφαση του δικαστηρίου, που δίκασε μετά από αναίρεση προηγούμενης απόφασής του, πρέπει η υπόθεση να διακρατηθεί και να δικασθεί, από το Τμήμα τούτο, σε νέα συζήτηση, που θα λάβει χώρα μετά από κλήση του επιμελεστέρου των διαδίκων. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ. 2) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί, την 5393/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Κρατεί την υπόθεση, προς ουσιαστική εκδίκαση σε νέα συζήτηση, μετά από επίσπευση του επιμελέστερου των διαδίκων. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρετικός λόγος από τον αρ 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Πράγμα κατά την έννοια αυτού και ο ισχυρισμός περί δεδικασμένου ακόμη και όταν προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας εμμέσως αλλά σαφώς. (Αναιρεί την 5193/2012 ΕφΑθ).
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Αποδοχές μισθωτού, Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
1
Αριθμός 2200/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 14η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Π. Χ. του Γ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξούσιου δικηγόρου Βασιλείου Σαξώνη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Γ. Δ. του Δ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Αντωνίου Ρουπακιώτη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-12-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 4870/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 831/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 27-2-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 23-9-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.9 περ. γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται "αν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη". Ως "αίτηση", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοείται κάθε αυτοτελές αίτημα των διαδίκων, με το οποίο ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή και το οποίο δημιουργεί αντίστοιχη εκκρεμότητα δίκης. Τέτοια αίτηση συνιστά, ιδίως, η αγωγή, η ανταγωγή, η κυρία παρέμβαση, η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, η ανακοπή, η τριτανακοπή και κάθε ένδικο μέσο (ΑΠ 1143/ 2003). Για τη θεμελίωση του ως άνω λόγου αναιρέσεως απαιτείται όπως η παντελής σιωπή του δικαστηρίου της ουσίας σε αυτοτελή αίτηση των διαδίκων υπάρχει τόσο στο αιτιολογικό όσο και στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως (ΑΠ 1741/2012). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως "αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου, που δεν εφαρμόστηκε. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ.1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς στην προσβαλλόμενη απόφαση (ΑΠ 1102/2003). 2. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του εισαγωγικού δικογράφου (ΚΠολΔ 561 παρ.2), ο ενάγων, εκκαλών και ήδη αναιρεσείων, με την ένδικη, από 29-12-2008 αγωγή, εκθέτει ότι την 1-5-2003 προσλήφθηκε από την εναγομένη, εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσίβλητη, που διατηρεί ατομική επιχείρηση μονώσεων πάσης φύσεως, επιστρώσεως δαπέδων και εμπορίας μονωτικών υλικών, με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να απασχοληθεί ως τεχνίτης μονωτής στα έργα, που η επιχείρηση αυτή αναλαμβάνει. Ότι έκτοτε και μέχρι την 3-4-2008, οπότε αποχώρησε οικειοθελώς, πρόσφερε εργασία κατά κύριο λόγο σε μονώσεις πλοίων, στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη (Ν/Ζ) Πειραιώς και, σπανίως, σε μονώσεις κτιρίων. Ότι, σε όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής του, η εναγομένη, κατά τον υπολογισμό των αποδοχών του, παρέλειψε να εφαρμόσει τις ΣΣΕ για τους όρους αμοιβή και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων που απασχολούνται στη Ν/Ζ Πειραιώς. Ότι αυτό είχε ως αποτέλεσμα αφ' ενός να λαμβάνει ημερομίσθιο μικρότερο από το προσήκον και αφ' ετέρου να υπολογίζονται επί έλαττον τα δώρα εορτών, οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας. Ότι, πέραν αυτών, πρόσφερε καθημερινά τρεις ώρες υπερωριακής απασχόλησης, για την οποία ουδέν έλαβε. Σύμφωνα με το ιστορικό αυτό, ο ενάγων προσδιόρισε, κατά χρονικά διαστήματα, από την πρόσληψη μέχρι την αποχώρησή του, τη διαφορά μεταξύ του καταβαλλόμενου και του προσήκοντος ημερομισθίου σύμφωνα με τις ΣΣΕ της Ν/Ζ Πειραιώς και, με βάση τη διαφορά αυτή, προχώρησε στον υπολογισμό των αιτημάτων του για δεδουλευμένα ημερομίσθια, για αναλογία δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα, για αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας και για αποζημίωση υπερωριακής εργασίας, εμμένοντας στο βασικό ισχυρισμό ότι είχε, καθημερινά, υπερωριακή απασχόληση και έπρεπε, πάντοτε, να αμείβεται σύμφωνα με τις ΣΣΕ της Ν/Ζ Πειραιώς. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του (ΚΠολΔ 561 παρ.1) και πέραν των ως άνω αναφερομένων σχετικά με το αντικείμενο της επιχείρησης της εναγομένης, την ειδικότητα, το χρόνο πρόσληψης και αποχώρησης του ενάγοντος και το, πράγματι, καταβαλλόμενο ημερομίσθιο, περιστατικά τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν, τα ακόλουθα ουσιώδη: Ότι ο ενάγων, κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας με την εναγομένη, απασχολήθηκε τόσο σε μονώσεις κτιρίων όσο και σε μονώσεις πλοίων. Ότι ο ισχυρισμός του ότι εργάσθηκε κυρίως σε μονώσεις πλοίων ελέγχεται ως ανακριβής, διότι η συμμετοχή του σε συνεργεία της επιχείρησης της εναγομένης, τα οποία διενεργούσαν μονώσεις κτιρίων, υπήρξε ποσοτικά αξιόλογη και όχι περιστασιακή. Ότι, αν και επί του ζητήματος αυτού οι καταθέσεις των εκατέρωθεν μαρτύρων είναι αντίθετες, το δικαστήριο [ήτοι το Μονομελές Εφετείο] οδηγείται στην ως άνω κρίση συνεκτιμώντας αφ' ενός τα έγγραφα, τα οποία είχαν συνταχθεί σε ανύποπτο χρόνο και προσκομίσθηκαν από την εναγομένη (τιμολόγια για την παροχή υπηρεσιών προς πελάτες χερσαίων εργασιών, πίνακες προσωπικού, καταστάσεις ταμείων, άδειες εκτελέσεως εργασιών χειριστή με χρήση φλόγας) και αφ' ετέρου το πασίδηλο για την περιοχή του Πειραιά γεγονός ότι, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, ο κύκλος εργασιών στη Ν/Ζ ήταν περιορισμένος. Ότι ο ενάγων απασχολήθηκε σε επισκευές πλοίων κατά το έτος 2003 επί 70 ημέρες, κατά το έτος 2004 επί 94 ημέρες, κατά το έτος 2005 επί 143 ημέρες, κατά το έτος 2006 επί 115 ημέρες, κατά το έτος 2007 επί 138 ημέρες και κατά το έτος 2008 επί 44 ημέρες, χωρίς να αμειφθεί σύμφωνα με τους όρους των ΣΣΕ για τους απασχολούμενους στη Ν/Ζ Πειραιώς. Ότι κατά την παροχή εργασίας σε μονώσεις πλοίων χρειάσθηκε να απασχοληθεί πέραν του νομίμου ωραρίου επί 2 ώρες ημερησίως, κρίση που στηρίζεται στο, επίσης, πασίδηλο γεγονός ότι οι επισκευές πλοίων πρέπει, συνήθως, να περατώνονται σε σύντομο χρονικό διάστημα, πράγμα που επιβάλλει την επί πλέον απασχόληση των εργαζομένων. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας υπολόγισε την αμοιβή, που οφειλόταν στον ενάγοντα για τις ως άνω ημέρες εργασίας κατά τους όρους των ΣΣΕ για τους απασχολούμενους στη Ν/Ζ Πειραιώς (δεδουλευμένα ημερομίσθια, επιδόματα εορτών, αποδοχές και επίδομα αδείας), αφαίρεσε από τα αντίστοιχα ποσά, τις αμοιβές που είχαν καταβληθεί αντιστοίχως, ήτοι για τις ίδιες ημέρες εργασίας και πρόσθεσε την αποζημίωση, που οφειλόταν για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τις ίδιες ημέρες, μόνο στη Ν/Ζ Πειραιώς. Τελικώς, εξαφάνισε την τότε εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία η αγωγή είχε απορριφθεί στο σύνολό της και επιδίκασε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 39.246,03 ευρώ. 3. Επειδή, με την κρίση αυτή, το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς, με συνοπτική μεν, αλλά πλήρη και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογία, απάντησε επί του συνόλου των αιτημάτων του ενάγοντος και επιδίκασε διαφορές αποδοχών και αποζημίωση υπερωριακής απασχόλησης μόνο στην έκταση, κατά την οποία έκρινε βάσιμους τους ισχυρισμούς του για παροχή εργασίας στη Ν/Ζ Πειραιώς, καθώς και εργασίας επί πλέον του νομίμου ωραρίου. Περαιτέρω, για την απασχόληση του ενάγοντος σε μονώσεις κτιρίων, η οποία, σύμφωνα με τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας και εξ αντιδιαστολής, εκτεινόταν σε όλες τις υπόλοιπες εργάσιμες ημέρες του ενδίκου χρονικού διαστήματος, χωρίς την παροχή υπερωριακής απασχόλησης, δεν υπήρχε αίτημα επιδίκασης μισθολογικών διαφορών άλλων, εκτός από τις προκύπτουσες με εφαρμογή των όρων αμοιβής και εργασίας των ΣΣΕ της Ν/Ζ Πειραιώς, η οποία, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Μονομελούς Εφετείου, δεν ήταν δικαιολογημένη σε ευρύτερη έκταση. Επομένως, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, ήτοι ότι το δικαστήριο της ουσίας άφησε αδίκαστο το αίτημά του για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα και διέλαβε ανεπαρκή αιτιολογία ως προς την κατανομή του χρόνου εργασίας σε πλοία και σε κτίρια και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.9 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. 4. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27-2-2014 αίτηση περί αναιρέσεως της 831/ 2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 25η Νοεμβρίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 9η Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διαφορές αποδοχών για παροχή εργασίας (εφαρμογή μονώσεων) εν μέρει στη Ν/Ζ Πειραιώς και εν μέρει σε κτίρια, χωρίς η μία μορφή απασχόλησης να μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κυρία έναντι της άλλης. Αναιρετικοί λόγοι για αδίκαστο αίτημα και ανεπαρκή αιτιολογία (ΚΠολΔ 559 αρ.9 και 19). Αβάσιμοι.
Αποδοχές μισθωτού
Αποδοχές μισθωτού.
0
Αριθμός 2196/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 14η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Α. Γ. του Γ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Σωτηρίου Καλαμίτση, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "ΕΥΡΩΣΤΑΡ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΚΑΤΑ ΖΗΜΙΩΝ", που τελεί υπό ασφαλιστική εκκαθάριση, εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Θεόφιλου Ρουμελιώτη, Γεράσιμου Χαλιώτη και Δημητρίου Προδρομίτη, οι οποίοι ανακάλεσαν την κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ δήλωση και κατέθεσαν προτάσεις και 2) Νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία "ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ", που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Αργυρώς Γρατσία - Πλατή, η οποία κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-5-2012 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 1453/2013 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18-2-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 23-9-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσίβλητων την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, όπως συνομολογείται μεταξύ των διαδίκων, η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επιδόθηκε την 2-1-2014, χωρίς κανένας από αυτούς να ασκήσει έφεση μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Επομένως, η υπό κρίση, από 18-2-2014 αίτηση αναιρέσεως, που ασκείται από ηττηθέντα διάδικο και στρέφεται κατά αποφάσεως πρωτοβαθμίου μεν δικαστηρίου, η οποία, όμως, δεν υπόκειται ούτε σε ανακοπή ερημοδικίας, λόγω του ότι εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, ούτε σε έφεση, λόγω παρόδου της σχετικής προθεσμίας (ΚΠολΔ 552, 553 παρ.1, 556 παρ.1, 564 παρ.3), πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή. 2. Επειδή, στο άρθρο 10 παρ.1 υποπαρ. γ' του ν.δ. 400/1970 "περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως", όπως προστέθηκε με το άρθρο 11 παρ.2 του ν. 3557/2007, ορίζεται ότι "Οι απαιτήσεις από σχέση εξαρτημένης εργασίας, εκτός των απαιτήσεων προσώπων που ασκούν τη διοίκηση και διαχείριση της ασφαλιστικής επιχείρησης, έχουν προνόμιο επί του συνόλου της περιουσίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, εξαιρουμένων των εξόδων εκκαθάρισης και των μαθηματικών αποθεμάτων που υπάγονται στην κατηγορία τεχνικών αποθεμάτων ασφαλίσεων ζωής [...]. Οι απαιτήσεις του προηγουμένου εδαφίου προηγούνται των απαιτήσεων των δικαιούχων ασφάλισης αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς και των απαιτήσεων των λοιπών ασφαλίσεων κατά ζημιών. [...]". Περαιτέρω, στο άρθρο 12α παρ.1, 5 και 10 του ν.δ. 400/1970, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του π.δ. 332/2003, ορίζεται ότι "Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, καθώς και σε κάθε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο ασφαλιστικής εκκαθάρισης" (παρ.1, υποπαρ. α'), ότι "Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της ασφαλίσεως αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται σε ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης" (παρ.5) και ότι "Ύστερα από αίτηση των μετόχων ή εταίρων που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από πενήντα εκατοστά (50%) του κεφαλαίου ασφαλιστικής επιχείρησης, του εκκαθαριστή ή του επόπτη, η ΕΠΕΙΑ μπορεί, εφ' όσον έχει, σύμφωνα με βεβαίωση του επόπτη και του εκκαθαριστή, περατωθεί η εκκαθάριση του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου, να κηρύξει τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. [...] Μετά τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, η εκκαθάριση δοσοληψιών εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου συνεχίζεται κατά τις διατάξεις που διέπουν την εκκαθάριση του νομικού προσώπου της επιχείρησης (κοινή εκκαθάριση) [...]" (παρ.10, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 30 του ν. 3775/2009). Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 179 του Πτωχευτικού Κώδικα (ν. 3588/2007, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4013/2011, στο εξής: ΠτΚ), οι διατάξεις του εφαρμόζονται συμπληρωματικά και στις περιπτώσεις εξυγίανσης και εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Στο άρθρο 25 εδ.α' του ΠτΚ ορίζεται ότι "Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη, προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους". Στο άρθρο 26 παρ.2 του ΠτΚ ορίζεται ότι "Με την επιφύλαξη των αναφερομένων στις παρ.3 έως 6, η αναστολή των ατομικών διώξεων δεν ισχύει ως προς τους ενέγγυους πιστωτές, σχετικά με τα [...] υπέγγυα στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας". Τέλος, στο άρθρο 34 παρ.4 του ΠτΚ ορίζεται ότι "Οι απαιτήσεις των μισθωτών από μισθούς και λοιπές παροχές, που γεννήθηκαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, καθώς και κάθε συναρτώμενη με την καταγγελία απαίτησή τους, όπως, ιδίως, αποζημίωση εκ του νόμου, αποτελούν πτωχευτικές απαιτήσεις, για τις οποίες οι μισθωτοί ικανοποιούνται ως πτωχευτικοί πιστωτές [...]". Από το σύνολο των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι, σε περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης, οι απαιτήσεις των εργαζομένων, οι οποίες έχουν γεννηθεί έναντι της ασφαλιστικής επιχείρησης και μέχρι την περιαγωγή αυτής σε ασφαλιστική εκκαθάριση, έχουν μεν γενικό προνόμιο ως προς την ικανοποίησή τους, δεν εξαιρούνται, όμως, από την υπαγωγή τους στην αναστολή των ατομικών διώξεων. Ως εκ τούτου, οι δικαιούχοι εργατικών αξιώσεων, όπως και οι υπόλοιποι πιστωτές της ασφαλιστικής επιχείρησης, περιορίζονται στη δυνατότητα να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους στον επόπτη εκκαθάρισης, τηρώντας, αναλογικά, τη διαδικασία του άρθρου 10 παρ.3 του ν.δ. 400/1970 και, σε περίπτωση διαφωνίας τους προς την εκ μέρους των οργάνων της ασφαλιστικής εκκαθάρισης επαλήθευση των εν λόγω απαιτήσεων, ασκώντας αντιρρήσεις. Οι αντιρρήσεις αυτές, σύμφωνα, πάντοτε, με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 παρ.3 του ν.δ. 400/1970, μπορούν να ασκηθούν με ανακοπή, ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου της έδρας της ασφαλιστικής επιχείρησης, μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση της ανακοίνωσης για την καταχώρηση της κατάστασης με τους αναγγελθέντες πιστωτές στο μητρώο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Για όσο χρόνο, όμως, διαρκεί η ασφαλιστική εκκαθάριση οι εργατικές αξιώσεις, παρά το γενικό προνόμιο που απολαμβάνουν, δεν είναι παραδεκτό να καταχθούν σε δίκη με την άσκηση τακτικής αγωγής (πρβλ. ΑΠ 688/2005). Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος, που προβλέπει το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, διότι η αναστολή των ατομικών διώξεων, τόσο στην πτώχευση όσο και στην ασφαλιστική εκκαθάριση, είναι μέτρο γενικής ισχύος που αποβλέπει στην, κατ' εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ.1 και 2 του Συντάγματος), ορθολογική και σύμμετρη ικανοποίηση των μη εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο εξασφαλισμένων πιστωτών. 3. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων, με την ένδικη, από 18-5-2012, αγωγή, εκθέτει ότι η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία τον είχε προσλάβει την 22-10-1990, με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως υπάλληλο προγραμματιστή. Ότι η αρμόδια αρχή, την 3-5-2011, ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας της εναγομένης. Ότι με τον τρόπο αυτό η εναγομένη τέθηκε σε ασφαλιστική εκκαθάριση. Ότι ο ορισθείς επόπτης εκκαθάρισης κατήγγειλε αυθημερόν τη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος. Ότι ο ενάγων, την 31-10-2011, ανήγγειλε τις εκ της συμβάσεως εργασίας απαιτήσεις του, από δεδουλευμένες αποδοχές και αποζημίωση απολύσεως, ανερχόμενες στο συνολικό ποσό των 162.078,59 ευρώ. Ότι, τέλος, ο προσωρινός εκκαθαριστής της εναγομένης, την 11-4-2012, του κατέβαλε για τις αναγγελθείσες απαιτήσεις το συνολικό ποσό των 67.517,42 ευρώ. Σύμφωνα με το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει τη διαφορά μεταξύ του ποσού, που κατά τη γνώμη του δικαιούται και αυτού που καταβλήθηκε, υπολογιζόμενη στην αγωγή σε 94.847,04 ευρώ. Το Μονομελές Πρωτοδικείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του και κατά παραδοχή της πρόσθετης παρέμβασης, που είχε ασκήσει υπέρ της εναγομένης το "Επικουρικό Κεφάλαιο", απέρριψε την ένδικη αγωγή ως απαράδεκτη, διότι δέχθηκε ότι, υπό τα ιστορούμενα σε αυτήν πραγματικά περιστατικά, αφ' ενός η εναγομένη εξακολουθεί να βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση και αφ' ετέρου οι απαιτήσεις του ενάγοντος, αν και γενικώς προνομιούχες, ως προερχόμενες από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, καταλαμβάνονται από την αναστολή των ατομικών διώξεων, η οποία κατ' άρθρο 12α παρ.5 του ν.δ. 400/1970 προβλέπεται για όλες τις μη εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια απαιτήσεις των πιστωτών της ασφαλιστικής επιχείρησης, μέχρι τη λήξη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Με αυτά που δέχθηκε, το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθώς τις ουσιαστικές διατάξεις που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας και στοιχούμενο προς αυτές κήρυξε το απαράδεκτο της αγωγής, η οποία δεν μπορούσε να εκτιμηθεί ως ένδικο βοήθημα αντιρρήσεων κατά της εκ μέρους του επόπτη εκκαθάρισης επαλήθευσης των απαιτήσεων του ενάγοντος και να εκδικασθεί ως τέτοιο. Επομένως, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 14 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. 4. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του καθενός από τους αναιρεσίβλητους, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 18-2-2014 αίτηση περί αναιρέσεως της 1453/ 2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του καθενός από τους αναιρεσίβλητους. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 11η Νοεμβρίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 9η Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανάκληση άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης και θέση αυτής σε ασφαλιστική εκκαθάριση. Οι αξιώσεις του προσωπικού της από τις συμβάσεις εργασίας έχουν γενικό προνόμιο κατά την ικανοποίησή τους, αλλά καταλαμβάνονται από την αναστολή των ατομικών διώξεων, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ασφαλιστική εκκαθάριση. Αβάσιμοι οι αναιρετικοί λόγοι για κακή εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του ν.δ. 400/1970 για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και του ν. 3588/2007 για τον πτωχευτικό κώδικα και για παρά το νόμο κήρυξη απαραδέκτου της αγωγής.
Εκκαθάριση εταιρίας
Αποδοχές μισθωτού, Αποζημίωση μισθωτού, Εκκαθάριση εταιρίας.
1
Αριθμός 2195/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 14η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθας ΑΕ", όπως νόμιμα εκπροσωπείται, που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Αντωνίου Δημητρίου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ν. Ρ. του Κ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικολάου Αναγνωστόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 26-10-2009 και 9-2-2010 (δύο) αγωγές του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Επί των αγωγών εκδόθηκε η 300/2012 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 4705/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 6-12-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 7-2014 διορθωτική έκθεση, με την οποία αποκατέστησε προφανή παραδρομή στην κατάληξη της από 30-4-2014 έκθεσής του και εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, στο άρθρο 4 παρ.1, 4 και 5 του ν. 1568/1985 "υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων", ορίζεται ότι "Στις επιχειρήσεις που απασχολούν κατά ετήσιο μέσο όρο πάνω από πενήντα (50) εργαζομένους, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες τεχνικού ασφάλειας και γιατρού εργασίας", ότι "Η σύμβαση πρόσληψης του τεχνικού ασφάλειας και του γιατρού εργασίας γίνεται εγγράφως και αντίγραφό της κοινοποιείται από τον εργοδότη στην τοπική επιθεώρηση εργασίας" και ότι "Ο εργοδότης, για την αποτελεσματικότερη άσκηση των καθηκόντων του τεχνικού ασφάλειας και του γιατρού εργασίας, θέτει στη διάθεση τους το αναγκαίο βοηθητικό προσωπικό, χώρους, εγκαταστάσεις, συσκευές και γενικά τα απαραίτητα μέσα και βαρύνεται με όλες τις σχετικές δαπάνες". Περαιτέρω, στο άρθρο 9 παρ.1 και 2 του ν. 1568/1985, ορίζεται ότι "Ο γιατρός εργασίας παρέχει υποδείξεις και συμβουλές στον εργοδότη, στους εργαζόμενους και στους εκπροσώπους τους, γραπτά ή προφορικά, σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται για τη σωματική και ψυχική υγεία των εργαζομένων. Τις γραπτές υποδείξεις ο γιατρός εργασίας καταχωρεί στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 6 του νόμου αυτού. Ο εργοδότης λαμβάνει γνώση ενυπογράφως των υποδείξεων που καταχωρούνται σ' αυτό το βιβλίο" και ότι "Ειδικότερα, ο γιατρός εργασίας συμβουλεύει σε θέματα: α) σχεδιασμού, προγραμματισμού, τροποποίησης της παραγωγικής διαδικασίας, κατασκευής και συντήρησης εγκαταστάσεων, σύμφωνα με τους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας, β) λήψης μέτρων προστασίας, κατά την εισαγωγή και χρήση υλών και προμήθειας μέσων εξοπλισμού, γ) φυσιολογίας και ψυχολογίας της εργασίας, εργονομίας και υγιεινής της εργασίας, της διευθέτησης και διαμόρφωσης των θέσεων και του περιβάλλοντος της εργασίας και της οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας, δ) οργάνωσης υπηρεσίας παροχής πρώτων βοηθειών, ε) αρχικής τοποθέτησης και αλλαγής θέσης εργασίας για λόγους υγείας, προσωρινά ή μόνιμα, καθώς και ένταξης ή επανένταξης μειονεκτούντων ατόμων, στην παραγωγική διαδικασία, ακόμη και με υπόδειξη αναμόρφωσης της θέσης εργασίας και στ) δεν επιτρέπεται ο γιατρός εργασίας να χρησιμοποιείται, για να επαληθεύει το δικαιολογημένο ή μη, λόγω νόσου, απουσίας εργαζομένου". Ακόμη, στο άρθρο 10 παρ.1, 2, 4 και 5 του ν. 1568/1985, ορίζεται ότι "Ο γιατρός εργασίας προβαίνει σε ιατρικό έλεγχο των εργαζομένων σχετικό με τη θέση εργασίας τους (...). Μεριμνά για τη διενέργεια ιατρικών εξετάσεων και μετρήσεων παραγόντων του εργασιακού περιβάλλοντος, σε εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά. Εκτιμά την καταλληλότητα των εργαζομένων για τη συγκεκριμένη εργασία (...)", ότι "Επιβλέπει την εφαρμογή των μέτρων προστασίας της υγείας των εργαζομένων και πρόληψης των ατυχημάτων. Για το σκοπό αυτόν: α) επιθεωρεί τακτικά τις θέσεις εργασίας και αναφέρει οποιαδήποτε παράλειψη, προτείνει μέτρα αντιμετώπισης των παραλείψεων και επιβλέπει την εφαρμογή τους, (...), γ) ερευνά τις αιτίες των ασθενειών που οφείλονται στην εργασία, αναλύει και αξιολογεί τα αποτελέσματα των ερευνών και προτείνει μέτρα για την πρόληψη των ασθενειών αυτών, δ) επιβλέπει τη συμμόρφωση των εργαζομένων στους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας, ενημερώνει τους εργαζομένους για τους κινδύνους που προέρχονται από την εργασία τους, καθώς και για τους τρόπους πρόληψής τους, (...)", ότι "Ο γιατρός εργασίας αναγγέλλει μέσω της επιχείρησης στην επιθεώρηση εργασίας ασθένειες των εργαζομένων που οφείλονται στην εργασία" και ότι "Ο γιατρός εργασίας πρέπει να ενημερώνεται από τον εργοδότη και τους εργαζομένους για οποιοδήποτε παράγοντα, στο χώρο εργασίας, που έχει επίπτωση στην υγεία". Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ.4 και 10 παρ.7 του ν. 1568/1985, "Ο γιατρός εργασίας [όπως και ο τεχνικός ασφάλειας] έχει, κατά την άσκηση του έργου του, ηθική ανεξαρτησία απέναντι στον εργοδότη και στους εργαζόμενους. Τυχόν διαφωνία του με τον εργοδότη, για θέματα της αρμοδιότητάς του, δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο καταγγελίας της σύμβασής του. Σε κάθε περίπτωση, η απόλυσή του πρέπει να είναι αιτιολογημένη". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο ιατρός εργασίας, αν και προσλαμβάνεται από το φορέα μιας επιχείρησης, συνδεόμενος με αυτόν με σχέση παροχής εξαρτημένης εργασίας, στην πραγματικότητα εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον με την παροχή συμβουλών, την υποβολή προτάσεων και την εποπτεία της εφαρμογής των ενδεδειγμένων μέτρων για την προστασία της υγείας των εργαζομένων και των πελατών της επιχείρησης και για το λόγο αυτό είναι ανεξάρτητος έναντι του εργοδότη σε ζητήματα που συνδέονται με την άσκηση των αρμοδιοτήτων του. Κατ' επέκταση, η τυχόν διαφωνία του με τον εργοδότη για τα ζητήματα αυτά δεν μπορεί να αιτιολογήσει την καταγγελία της συμβάσεώς του, η οποία, τυχόν γενομένη αποκλειστικά λόγω μιας τέτοιας διαφωνίας, θα είναι άκυρη, ως καταχρηστική. 2. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ.1 του ν. 1568/1985 "υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ.1 του ν. 3144/2003, "Ο ιατρός εργασίας πρέπει να κατέχει και να ασκεί την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας, όπως πιστοποιείται από τον οικείο ιατρικό σύλλογο. Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται ο όρος "ιατρός εργασίας" νοείται εφεξής ο ιατρός που διαθέτει την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας". Περαιτέρω, με το άρθρο 9 παρ.2 του ν. 3144/2003, ορίσθηκε ότι "Κατ' εξαίρεση, τα καθήκοντα του ιατρού εργασίας, όπως αυτά προβλέπονται στο ν. 1568/1985 (...) έχουν δικαίωμα να ασκούν: α) Οι ιατροί χωρίς ειδικότητα, οι οποίοι κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχουν συνάψει συμβάσεις παροχής υπηρεσιών ιατρού εργασίας με επιχειρήσεις και αποδεικνύουν την άσκηση των καθηκόντων αυτών συνεχώς επί επτά τουλάχιστον έτη. β) Οι ιατροί, οι οποίοι κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου εκτελούν καθήκοντα ιατρού εργασίας χωρίς να κατέχουν ή να ασκούν τον τίτλο της ειδικότητας της ιατρικής της εργασίας, αλλά τίτλο άλλης ειδικότητας. Οι ιατροί των περιπτώσεων α' και β' θα πρέπει μέσα σε πέντε (5) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου να αποκτήσουν τον τίτλο ειδικότητας της ιατρικής της εργασίας, αφού ολοκληρώσουν τον κύκλο της εκπαίδευσής τους με βάση τις διατάξεις (...) για την απόκτηση του τίτλου της ειδικότητας της ιατρικής της εργασίας. (...) Οι ιατροί των περιπτώσεων α' και β' υποχρεούνται να καταθέσουν αίτηση για εκπαίδευση προς απόκτηση της ειδικότητας μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Μετά την πάροδο της πενταετίας δεν επιτρέπεται σε ιατρό, που δεν κατέχει τον τίτλο της ειδικότητας της ιατρικής της εργασίας και δεν την ασκεί, να εργάζεται και να προσφέρει υπηρεσίες ως ιατρός εργασίας". Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 174, 180, 181 και 648 ΑΚ, συνάγεται ότι για την έγκυρη κατάρτιση συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας ιατρού σε επιχείρηση, προκειμένου να εκτελέσει τα καθήκοντα του ιατρού εργασίας, πρέπει ο προσλαμβανόμενος να έχει αποκτήσει και να ασκεί νομίμως την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας. Και μόνο κατ' εξαίρεση και για μια πενταετία από τη δημοσίευση του ν. 3144/2003, ήταν νομικώς ανεκτό να παρέχονται υπηρεσίες με την εν λόγω ιδιότητα από ιατρούς, οι οποίοι δεν είχαν μεν την ειδικότητα του ιατρού εργασίας, συνέβαινε, όμως, κατά την έναρξη της ισχύος του ν. 3144/2003, να έχουν ήδη ενεργή σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου με την ιδιότητα αυτή στην επιχείρηση, για την οποία πρόκειται και είτε να έχουν τίτλο άλλης ιατρικής ειδικότητας είτε, αν δεν έχουν ουδεμία ειδικότητα, να αποδεικνύουν, τουλάχιστον, προηγούμενη άσκηση τέτοιων καθηκόντων, ήτοι ιατρού εργασίας με σχέση ιδιωτικού δικαίου, επί επταετία. 3. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 174, 180, 281, 288, 349, 350, 361, 648, 652, 656, 669 ΑΚ και 7 εδ.α' του ν. 2112/1920, συνάγεται ότι η καταγγελία συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και γι' αυτό δεν είναι απαραίτητο να δικαιολογείται από τον καταγγέλλοντα (με την επιφύλαξη των οριζόμενων για την καταγγελία της συμβάσεως ιατρού εργασίας, βλ. παραπάνω, αρ.1). Αποτελεί, όμως, άσκηση δικαιώματος και, κατά συνέπεια, είναι απαγορευμένη όταν γίνεται καταχρηστικά, δηλαδή υπό περιστάσεις, οι οποίες στοιχειοθετούν προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Σε μια τέτοια περίπτωση, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε, οπότε ο εργοδότης, αρνούμενος να δεχθεί τις υπηρεσίες του εργαζόμενου, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται στην καταβολή του συμφωνημένου ή του νόμιμου μισθού προς αυτόν. Η καταγγελία είναι καταχρηστική και όταν γίνεται εκ λόγων εκδικήσεως ή εχθρότητας, ως συνέπεια προηγούμενης συμπεριφοράς του εργαζόμενου νόμιμης μεν, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη. Αντίθετα, η καταγγελία δεν θεωρείται καταχρηστική, όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζόμενου ή την από πλευράς αυτού παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων (ΑΠ 315/2014), μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η με υπαιτιότητα αυτού καταστροφή του κλίματος εμπιστοσύνης και καλής συνεργασίας, που πρέπει να επικρατεί, γενικώς, στο χώρο μιας επιχείρησης και, ειδικότερα, μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου (ΑΠ 247/2012). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Και κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, πράγμα που συμβαίνει όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. 4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Μονομελές Εφετείο δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι ο ενάγων (εκεί εφεσίβλητος και ήδη αναιρεσίβλητος) είναι απόφοιτος της Σχολής Ενωμοταρχών - Ανθυπομοιράρχων της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛΑΣ) και πτυχιούχος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, έχοντας αποκτήσει νομίμως άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος ιατρού, γενικώς, χωρίς να έχει λάβει κάποια ιατρική ειδικότητα. Ότι με τα προσόντα αυτά, ο ενάγων, ήδη από το έτος 1994, παρείχε τις υπηρεσίες του στην ΕΛΑΣ, ως αξιωματικός υγειονομικού, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 584/1985. Ότι, ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 28 του εν λόγω π.δ., στο οποίο περιγράφονται τα καθήκοντα του γιατρού - προϊσταμένου περιφερειακού ιατρείου, ο ενάγων παρείχε υπηρεσίες ιατρού εργασίας στην ΕΛΑΣ. Ότι, παράλληλα προς την εν λόγω υπηρεσία και σε χρόνο που δεν διαπιστώθηκε ακριβώς, αλλά, πάντως, τοποθετείται πριν από την 26-1-2004, ο ενάγων, χωρίς να εγκαταλείψει τη δημόσια θέση, είχε προσληφθεί από την εναγομένη (εκεί εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα), με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως γενικός ιατρός στην επιχείρηση Καζίνο, που η ίδια διατηρεί νομίμως. Ότι κατά την ως άνω ημερομηνία [26-1-2004], με συμπληρωματική σύμβαση που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, ανατέθηκαν στον ενάγοντα και τα καθήκοντα του ιατρού εργασίας στην επιχείρηση της εναγομένης, τα οποία όφειλε να ασκεί τουλάχιστον επί 10 ώρες εβδομαδιαίως, χωρίς να λαμβάνει πρόσθετη αμοιβή. Ότι με τον τρόπο αυτό, ο ενάγων συνδέθηκε με την εναγομένη με μία, ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, σε εκπλήρωση της οποίας ασκούσε καθήκοντα αφ' ενός γενικού ιατρού και αφ' ετέρου ιατρού εργασίας, με μικτές αποδοχές που διαμορφώθηκαν, από 29-11-2006, στο ποσό των 4.480 ευρώ μηνιαίως. Ότι, την 18-8-2009, η εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας, με την αιτιολογία ότι "η διακοπή της συνεργασίας μας έχει καταστεί αντικείμενο δεδηλωμένης επιδίωξής σας" και πρόσφερε στον ενάγοντα, ως αποζημίωση, το ποσό των 15.680 ευρώ, που ήταν μικρότερο από εκείνο, το οποίο δικαιούταν. Ότι ο ενάγων αντέδρασε με την άσκηση της πρώτης, από 26-10-2009, ένδικης αγωγής, οπότε η εναγομένη, την 12-11-2009, επανέλαβε την έγγραφη καταγγελία και πρόσφερε στον ενάγοντα το ποσό των 36.586,70 ευρώ (μικτά), ως νόμιμο συμπλήρωμα της αποζημίωσης, που είχε ήδη προσφερθεί. Ότι με το περιεχόμενο και τις διατυπώσεις αυτές, η [από 12-11-2009] καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αφ' ενός ήταν αιτιολογημένη, κατά τα άρθρα 7 παρ.4 και 10 παρ.7 του ν. 1568/1985 (βλ. παραπάνω, αρ.1) και αφ' ετέρου πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ.3 εδ. α' του ν. 3198/1955 (τήρηση εγγράφου τύπου και πραγματική προσφορά της νόμιμης αποζημίωσης). Ότι, παρά ταύτα, η καταγγελία [αμφότερες] ήταν άκυρη, ως καταχρηστική, διότι έγινε από αισθήματα εκδίκησης των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης έναντι του ενάγοντος, ο οποίος είχε καταστεί δυσάρεστος σ' αυτούς, επειδή επέμενε στη λήψη μέτρων, που απέβλεπαν στην προστασία της υγείας των εργαζομένων και των πελατών της επιχείρησης (πρόσληψη ιατρών καρδιολόγων, προς επάνδρωση του λειτουργούντος ιατρείου για αντιμετώπιση επειγόντων περιστατικών, προμήθεια και τοποθέτηση ειδικών συσκευών έκπλυσης και απολύμανσης πραγμάτων, εγκαταστάσεων ή μηχανημάτων, που χρησιμοποιούνται από μεγάλο αριθμό προσώπων και, κατά το θέρος 2009, ενοχοποιούνταν για τη μετάδοση του ιού ενδημούσας γρίπης κλπ), αλλά ήσαν ενοχλητικά για την εναγομένη. Ότι, αν και η πρόταση για λήψη των μέτρων αυτών ενέπιπτε στην άσκηση των καθηκόντων του ενάγοντος ως ιατρού εργασίας, η εναγομένη επιθυμούσε την εφαρμογή εναλλακτικής πρότασης, που είχε υποβληθεί από τη διευθύντρια του τμήματος διαχείρισης κρίσεων. Ότι, για το λόγο αυτό, η εναγομένη είχε ζητήσει από τον ενάγοντα να ευθυγραμμισθεί προς τις δικές της επιλογές και αποφάσεις, αλλά ο τελευταίος είχε αρνηθεί. Ότι, μετά την άρνηση αυτή, η εναγομένη είχε συστήσει στον ενάγοντα να αποχωρήσει οικειοθελώς από την υπηρεσία της, αλλά ο τελευταίος, την 14-8-2009, κατήγγειλε στην αρμόδια επιθεώρηση εργασίας ότι παρακωλύεται από τους νομίμους εκπροσώπους της πρώτης στην άσκηση των εκ του νόμου καθηκόντων του, ως ιατρού εργασίας. Ότι παρά τη διένεξη αυτή, ο ενάγων επιθυμούσε να διατηρήσει τη θέση του, ως ιατρός εργασίας, στην υπηρεσία της εναγομένης, περιστατικό που συνάγεται από το ότι αυτός, την 29-7-2009, είχε υποβάλει στην αρμόδια διεύθυνση της εναγομένης, με μακροσκελή ηλεκτρονική επιστολή, συγκεκριμένες προτάσεις για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία του ιατρείου της επιχείρησης. Ότι, ως εκ τούτου, η από 28-7-2009 [ήτοι, της προηγούμενης ημέρας] ηλεκτρονική επιστολή του ενάγοντος προς το διευθυντή προσωπικού της εναγομένης, στην οποία αναφέρεται ότι "Σε συνέχεια της, πραγματικά, πολύ ειλικρινούς συζήτησης που είχαμε μεταξύ μας, σήμερα το μεσημέρι στο γραφείο σας, για τους όρους και προϋποθέσεις διακοπής της συνεργασίας μας, σας παρακαλώ, με την επιφύλαξη των όσων συμφωνήσαμε, από σήμερα και μέχρι 10-9-2009 το αργότερο, να μεριμνήσετε για τη στελέχωση της επιχείρησης με το ανάλογο ιατρικό περιστατικό. Πιστεύουμε ότι οι 45 περίπου επόμενες ημέρες είναι ένα πολύ εύλογο χρονικό διάστημα για τον παραπάνω σκοπό", ερμηνευόμενη όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα χρηστά, συναλλακτικά ήθη, δεν υποδηλώνει διάθεση ή συνομολόγηση οικειοθελούς αποχώρησης, αλλά εντάσσεται στη διαρκή προσπάθεια του ενάγοντος για προσήκουσα άσκηση των καθηκόντων του ως ιατρού εργασίας. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε άκυρη, ως καταχρηστική, την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, δέχθηκε την εντεύθεν υπερημερία της εναγομένης ως προς την αποδοχή των, προσηκόντως, προσφερόμενων υπηρεσιών του και επικύρωσε την τότε προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοδικείου, που είχε επιδικάσει τις αιτούμενες αποδοχές υπερημερίας, μετά την αφαίρεση, συμψηφιστικώς, των ποσών που είχαν καταβληθεί σ' αυτόν ως αποζημίωση απολύσεως. 5. Επειδή, με την κρίση αυτή και σύμφωνα με τις σκέψεις που προηγήθηκαν, το Μονομελές Εφετείο εφάρμοσε εσφαλμένα τις διατάξεις που καθορίζουν τις προϋποθέσεις για έγκυρη πρόληψη ιατρού εργασίας (βλ. παραπάνω, αρ.2), γενικώς μεν, διότι ο αναιρεσίβλητος (ενάγων) ουδέποτε είχε αποκτήσει την ειδικότητα του ιατρού εργασίας (άρθρο 8 παρ.1 του ν. 1568/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ.1 του ν. 3144/2003), κατ' εξαίρεση δε, διότι η άνευ ουδεμιάς ιατρικής ειδικότητας παροχή υπηρεσιών ιατρού εργασίας προϋπέθετε (σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 9 παρ.2 περ. α' του ν. 3144/2003, που ίσχυε την 26-1-2004, όταν έγινε η πρόσληψη του αναιρεσίβλητου στην υπηρεσία της αναιρεσείουσας και ως ιατρού εργασίας) την ύπαρξη και λειτουργία ενεργούς συμβάσεως εργασίας με την ιδιότητα αυτή κατά την έναρξη εφαρμογής της εξαιρέσεως και, επί πλέον, προηγούμενη άσκηση τέτοιων καθηκόντων επί επταετία. Ο αναιρεσίβλητος, όμως, τέτοια καθήκοντα δεν ασκούσε στην υπηρεσία της αναιρεσείουσας κατά την έναρξη της ισχύος του ν. 3144/2003, αλλά είχε ενεργή σύμβαση ως γενικός γιατρός χωρίς ειδικότητα. Και πέραν αυτού, η προϋπηρεσία του στην ΕΛΑΣ, ως αξιωματικού υγειονομικού, ήτοι με σχέση δημοσίου δικαίου, ακόμη και αν μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως παροχή υπηρεσιών ιατρού εργασίας (πράγμα που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας), δεν ήταν νομικώς αξιόλογη εν προκειμένω, διότι δεν είχε διανυθεί σε επιχείρηση με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, σύμφωνα με το εξαιρετικό δίκαιο του άρθρου 9 παρ.2 του ν. 3144/2003, που πρέπει να ερμηνευθεί στενά. Ως εκ τούτου, ο αναιρεσίβλητος δεν μπορούσε να προσληφθεί, νομίμως, ως ιατρός εργασίας στην υπηρεσία της αναιρεσείουσας ούτε να ασκήσει, εγκύρως, τέτοια καθήκοντα. Αυτό, για τη σχέση που λειτούργησε μεταξύ των διαδίκων, είχε ως αποτέλεσμα το ότι ο αναιρεσίβλητος ενεργούσε πάντοτε ως γενικός γιατρός και δεν απολάμβανε τις εγγυήσεις, οι οποίες προβλέπονται για τον ιατρό εργασίας (βλ. παραπάνω, αρ.1). Κατά συνέπεια, δεν είχε την ευχέρεια να μη συμμορφώνεται προς τις υποδείξεις των διευθυντικών οργάνων της αναιρεσείουσας και η εκ μέρους αυτών καταγγελία της συμβάσεως εργασίας γενικού γιατρού, που ήταν η μόνη έγκυρη, λόγω της παρατεταμένης άρνησης του αναιρεσίβλητου να συμμορφωθεί προς τις εντολές τους, δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί καταχρηστική, μετά τον αποκλεισμό συνδρομής της ιδιότητας του ιατρού εργασίας. Τέλος, σε αναφορά προς τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι ο αναιρεσίβλητος επιδίωκε αυτός ο ίδιος την αποχώρησή του από την υπηρεσία της, παρατηρείται ότι στις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης εμφιλοχωρεί ασάφεια από τις παραδοχές αφ' ενός ότι η καταγγελία ήταν αιτιολογημένη, διότι ο αναιρεσίβλητος επιδίωκε αυτός ο ίδιος τη διακοπή της συνεργασίας του με την αναιρεσείουσα και αφ' ετέρου ότι αυτός επιθυμούσε να διατηρήσει τη θέση της εργασίας του, παρά το γεγονός ότι λίγες ημέρες πριν είχε συζητήσει διεξοδικά με το διευθυντή προσωπικού τους όρους και τις προϋποθέσεις διακοπής της συνεργασίας τους. Επομένως, οι πρώτος, δεύτερος και τέταρτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους επισημαίνονται τα σφάλματα αυτά και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι. 6. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση καθ' ο μέρος έκρινε άκυρη την καταγγελία, αρχική και επαναληπτική, της συμβάσεως εργασίας του αναιρεσιβλήτου, ως γενομένη από λόγους εκδικήσεως και καθ' υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ. Κατόπιν αυτού, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα των υπολοίπων λόγων αναιρέσεως αποβαίνει περιττή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 4705/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλο δικαστή είναι εφικτή.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο να πληρώσει στην αναιρεσείουσα δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 25η Νοεμβρίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 9η Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ιατροί εργασίας. Για την έγκυρη πρόσληψή τους με την ιδιότητα αυτή απαιτείται η κατοχή τίτλου ειδικότητας ιατρικής της εργασίας. Κατ’ εξαίρεση και για μια πενταετία από τη δημοσίευση του ν. 3144/2003, ήταν νομικώς ανεκτό να παρέχονται υπηρεσίες με την εν λόγω ιδιότητα από ιατρούς, οι οποίοι δεν είχαν μεν την ειδικότητα του ιατρού εργασίας, συνέβαινε, όμως, κατά την έναρξη της ισχύος του ν. 3144/2003, να έχουν ήδη ενεργή σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου με την ιδιότητα αυτή στην επιχείρηση, για την οποία πρόκειται και είτε να έχουν τίτλο άλλης ιατρικής ειδικότητας είτε, αν δεν έχουν ουδεμία ειδικότητα, να αποδεικνύουν, τουλάχιστον, προηγούμενη άσκηση τέτοιων καθηκόντων, ήτοι ιατρού εργασίας με σχέση ιδιωτικού δικαίου, επί επταετία. Αναιρεί για ευθεία παραβίαση των διατάξεων αυτών. Επίσης, για έλλειψη αιτιολογίας ως προς το αν η απόλυση του αναιρεσίβλητου μπορούσε να θεωρηθεί καταχρηστική, μετά τον αποκλεισμό της ιδιότητάς του ως ιατρού εργασίας και των εγγυήσεων που του πρόσφερε η ιδιότητα αυτή έναντι του εργοδότη.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Ιατροί, Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 2193/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ζ. Β., δικηγόρου Λεβαδείας κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Μαυροειδή, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ERGASIAS" πρώην "Τράπεζα EFG EUROBANK ERGASIAS Ανώνυμη Εταιρεία", η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γιάννη Μπόμπο και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-9-2008 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λεβαδείας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 19/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 13/2013 του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15-1-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης, ανέγνωσε την από 25-9-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1) Kανόνας δικαίου παραβιάζεται, κατ' άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή και 2) Με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ ελέγχεται η ορθότητα της ελάσσονος πρότασης του νομικού συλλογισμού, από την άποψη αν οι παραδοχές της απόφασης πληρούν το πραγματικό του κανόνα δικαίου που το δικαστήριο εφάρμοσε. Η ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία υπάρχει και όταν από το αιτιολογικό της απόφασης δεν προκύπτουν, κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία στηρίζουν τη διάπλαση ή διάγνωση που έλαβε χώρα. Ελλείψεις ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων ή την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, όταν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δε συνιστούν ανεπαρκή ή ασαφή αιτιολογία. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που έχει έντονο το χαρακτήρα δημοσίας τάξεως, εφαρμόζεται και επί δικαιωμάτων που απορρέουν από άλλες, επίσης δημοσίας τάξεως διατάξεις, όπως είναι οι αξιώσεις των δικηγόρων προς καταβολή της ελαχίστης αμοιβής τους για την παροχή των νομικών υπηρεσιών τους, που ορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 92 παρ. 1 , 98, 100 επ. του ΝΔ 3026/1954 "περί Κώδικος των Δικηγόρων". Ειδικότερα (α) κατ' αρθ. 91 παρ.1 του ως άνω Κώδικος ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, πλην της δικαστηριακής ή άλλης δαπάνης, την οποία κατέβαλε εξ ιδίων και αμοιβή για κάθε εργασία του δικαστική ή εξώδικη, (β) κατ' άρθ. 92 παρ.1 του ίδιου Κώδικος (όπως ισχύει μετά την προσθήκη του εδ. β αυτής με το άρθ. 5 παρ. 3 του ν.δ. 4272/1962 και την αντικατάστασή του με το άρθρο 8 ν. 1093/ 1980), η δικηγορική αμοιβή κανονίζεται με συμφωνία του δικηγόρου και του εντολέα ή αντιπροσώπου του, η οποία περιλαμβάνει είτε όλη τη διεξαγωγή της δίκης είτε μέρος της είτε μεμονωμένες πράξεις ή άλλης φύσεως εργασίες, σε καμία περίπτωση, όμως, δεν επιτρέπεται να υπολείπεται των ελαχίστων ορίων που καθορίζονται από τα άρθρα 98 επ. του ως άνω Κώδικος, κάθε δε συμφωνία για λήψη κατώτερης αμοιβής από τα ως άνω καθοριζόμενα όρια είναι άκυρη, ανεξάρτητα από τον χρόνο σύναψης της. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, οι οποίες αποσκοπούν όχι μόνο στην προστασία του δικηγόρου ως εργαζομένου αλλά και στην κατοχύρωση του κύρους του δικηγόρου ως θεράποντος του δημοσίου συμφέροντος, συνάγεται, ότι η συμφωνία μεταξύ του εντολέως και του δικηγόρου για την λήψη αμοιβής κατώτερης των ελαχίστων ορίων που καθορίζονται στα άρθρα 98 επ. του Κώδικος των Δικηγόρων, ανεξάρτητα από το χρόνο σύναψης της (πριν ή μετά την εκτέλεση της συμφωνημένης εργασίας) και τη μορφή με την οποία συνάπτεται, όπως άφεση χρέους του άρθρου 456 ΑΚ ή άλλη συμφωνία, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενομένη (άρθρ. 174, 180 ΑΚ). Ο δικηγόρος, παρά την συμφωνία αυτή, δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη, τα από το νόμο οριζόμενα ελάχιστα όρια αμοιβής, ο δε εντολέας του δεν μπορεί ν' αντιτάξει κατά της απαίτησης του προς καταβολή της εν λόγω απαίτησης του, ότι είχε συμφωνηθεί μικρότερη αμοιβή, αφού η συμφωνία αυτή είναι άκυρη. Όμως, η αφορμή ή οι συνθήκες, με τις οποίες έγινε η παραίτηση του δικηγόρου από κάθε απαίτησή του για δικηγορική αμοιβή, το περιεχόμενο της έγγραφης παραίτησης του κ.λ.π. μπορούν να ασκήσουν επιρροή για την εκτίμηση της αντίθεσης της συμπεριφοράς του στην καλή πίστη, αφού, ανεξάρτητα από την ακυρότητα της παραίτησης, η αβίαστη παραίτηση του δικηγόρου από την καταβολή της επιπλέον αμοιβής καθιστά κακόπιστη την εν συνεχεία διεκδίκησή της. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 98 του Ν.Δ. 3026/1954 "περί του Κώδικα των Δικηγόρων", ελλείψει ειδικής συμφωνίας μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέα του, το ποσό της αμοιβής του πρώτου ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων του Κώδικα αυτού, κατά δε το άρθρο 100 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, το ελάχιστο όριο της αμοιβής για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου αυτής, ενώ, επί αγωγών από συναλλαγματικές και γραμμάτια σε διαταγή κατά την έκτακτη διαδικασία αυτών το ανωτέρω ποσοστό μειώνεται στο ήμισυ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 114 παρ. 3α του ανωτέρω Κώδικα, για τη σύνταξη κάθε άλλης αίτησης, που δεν κατονομάζεται στον Κώδικα αυτό, το ελάχιστο όριο της αμοιβής του δικηγόρου, ενώπιον του Προέδρου, είναι 30 δρχ. Από τις εν λόγω διατάξεις συνάγεται, με σαφήνεια, ότι εκείνη του άρθρου 100 παρ. 1β του Κώδικα των Δικηγόρων εφαρμόζεται και επί αιτήσεων προς έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση συναλλαγματικές και γραμμάτια σε διαταγή, αλλά, για την ταυτότητα του λόγου, και με βάση οποιαδήποτε άλλα έγγραφα, αφού και στην περίπτωση αυτή τηρείται η ίδια διαδικασία. Συνεπώς, εφόσον η αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τους, ως άνω, πιστωτικούς τίτλους και τα άλλα έγγραφα περιλαμβάνεται στη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1β του Κώδικα των Δικηγόρων, μολονότι δεν κατονομάζεται ρητώς σ' αυτή, η αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη της εν λόγω αίτησης ορίζεται σε ποσοστό 1% επί της αξίας του αντικειμένου της. Κατά την έννοια, όμως, των παραπάνω διατάξεων, στις οποίες γίνεται λόγος "για τη σύνταξη", το δικαίωμα του δικηγόρου να απαιτήσει την προβλεπόμενη από τις εν λόγω διατάξεις αμοιβή προϋποθέτει ολοκληρωμένη την ενέργεια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, για την οποία προβλέπεται η εν λόγω αξίωσή του και ειδικότερα διατύπωση από το δικηγόρο του περιεχομένου του οικείου διαδικαστικού εγγράφου και υπογραφή του από τον ίδιο. Η νομική αυτή παραδοχή δεν αναιρείται από το άρθρο 173 του ιδίου Κώδικα, κατά τους ορισμούς του οποίου "Η υπογραφή εγγράφου παρά δικηγόρου χορηγεί αυτώ το δικαίωμα της κατά τον παρόντα νόμον πλήρους δια την σύνταξιν του εγγράφου αμοιβή". Με το άρθρο αυτό ορίζεται, ως επιπρόσθετη προϋπόθεση, για να δικαιούται ο δικηγόρος της απόληψης της προβλεπομένης αμοιβής, η υπογραφή του δικογράφου της αγωγής, το περιεχόμενο της οποίας εκείνος έχει διατυπώσει, με την οποία και ολοκληρώνεται η σύνταξή της. Μόνο η σύνταξη του κειμένου αυτής ή η υπογραφή της δεν αρκεί. Με τη ρύθμιση αυτή γίνεται αντιδιαστολή προς εκείνη των προηγουμένων άρθρων 160 και 161, με τα οποία προβλέπεται αμοιβή για τη σύνταξη έκθεσης για τον έλεγχο τίτλων ιδιοκτησίας ακινήτου (άρθρο 160) ή ιδιωτικών εγγράφων ή σχεδίων δημοσίων εγγράφων για κάθε είδους δικαιοπραξίες (άρθρο 161) χωρίς να απαιτείται στις περιπτώσεις αυτές και η υπογραφή του δικηγόρου για τη λήψη της αμοιβής του. Προς την ακολουθούμενη ερμηνεία του άρθρου 173 του Κώδικα Περί Δικηγόρων συμπορεύεται και το άρθρο 51 §§ 1,3 του ιδίου Κώδικα, με το οποίο τιμωρείται πειθαρχικώς, τουλάχιστον με πρόστιμο, ο δικηγόρος που υπογράφει γνωμοδοτήσεις, δικόγραφα ή άλλα έγγραφα, τα οποία δεν έχουν συνταχθεί από εκείνον ή για τα οποία δεν διασκέφτηκε με τον συντάκτη τους. Η απόληψη αμοιβής για πειθαρχικώς ελεγχόμενη δικαστική ενέργεια δεν ανταποκρίνεται στη νομοθετική βούληση και δεν δικαιολογείται(ολ ΑΠ, 9/2008).Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση του, το Μονομελές Εφετείο Λαμίας δέχθηκε, μεταξύ των άλλων και τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, που είναι δικηγόρος, διορισμένη στο Δικηγορικό Σύλλογο Λιβαδειάς και διατηρεί γραφείο στην πόλη της Λιβαδειάς, παρείχε στην εναγομένη τις νομικές της υπηρεσίες, από τις αρχές του έτους 2000 μέχρι το έτος 2006, αμειβόμενη με βάση το εκάστοτε ισχύον για όλους του συνεργαζόμενους δικηγόρους αμοιβολόγιο (Πίνακα αμοιβών), που τηρούσε η εναγομένη, αναπροσαρμοζόμενο κατά διαστήματα. Σύμφωνα με το αμοιβολόγιο αυτό και εφόσον το προβλεπόμενο γραμμάτιο προείσπραξης δεν ήταν ανώτερο προβλέπονταν οι εξής αμοιβές: 1) για την έκδοση Διαταγής πληρωμής αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου και για ποσό από 60.000 ευρώ έως 150.000 ευρώ, 700 ευρώ ως αμοιβή και για ποσό άνω των 150.000 ευρώ, 900 ευρώ, ως αμοιβή, 2) για τη σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή, ποσό 75 ευρώ, 3) για την παράσταση και συζήτηση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου και για ποσό από 30.000 ευρώ και άνω, ποσό 550 ευρώ, ενώ για αρμοδιότητα Πολυμελούς Πρωτοδικείου για μεν ποσά από 60.001 ευρώ έως 150.000 ευρώ, ποσό 600 ευρώ και για ποσά από 150.001 και άνω, ποσό 800 ευρώ και 4) για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης με βάση διαταγή πληρωμής ποσό 180 ευρώ. Στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, κατόπιν εντολής της εναγομένης, η ενάγουσα υπέγραψε την από 2-3-2004 αίτηση της προς έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Π. Λ. Α.Β.Ε.Ε." και των εγγυητών αυτής, για απαίτηση 6.000.000 ευρώ από αλληλόχρεο λογαριασμό και την κατέθεσε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς στις 2-3-2004, η οποία έγινε δεκτή και εκδόθηκε η 16/2004 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς. Στη συνέχεια συνέταξε και τη σχετική επιταγή προς πληρωμή την οποία και επέδωσε προς τους ως άνω οφειλέτες. Στη συνέχεια η ενάγουσα υπέγραψε το δικόγραφο των από 30-9-2004 προτάσεων, καθώς και την από 4-10-2004 προσθήκη αντίκρουση, επί της από 23-3-2006 και με αριθμό 47/26-3-2004 ανακοπής που άσκησαν η ως άνω ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Π. Λ. Α.Β.Ε.Ε.", καθώς και οι εγγυητές κατά της ήδη εναγομένης και της 16/2004 διαταγής πληρωμής, συζήτηση της οποίας ορίσθηκε δικάσιμος το πρώτον η 21-10-2004, κατά την οποία η συζήτηση της αναβλήθηκε για την 3-2-2005 και στη συνέχεια για την 19-5-2005. Τα ως άνω δικόγραφα τα κατέθεσε στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, το μεν δικόγραφο των από 30-9-2004 προτάσεων στις 30-9-2004, την δε από 4-10-2004 προσθήκη αντίκρουση, στις 5-10-2004. Οι ανακόπτοντες, με το από 25-1-2005 αυτοτελές δικόγραφο, υπέβαλαν πρόσθετους λόγους ανακοπής, για τη συζήτηση των οποίων δικάσιμος ορίσθηκε η 3-2-2005, οπότε και η συζήτηση της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής αναβλήθηκε για τη δικάσιµο της 19-5-2005. Η ενάγουσα, για την αντίκρουση των πρόσθετων λόγων ανακοπής, υπέγραψε τις από 27-4-2005 προτάσεις, τις οποίες κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου, στις 28-4-2005. Η συζήτηση της ανακοπής έλαβε χώρα στις 19-5-2005 και εκδόθηκε η 139/2005 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου µε την οποία απορρίφθηκαν η ανακοπή, και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής. Όπως, όµως, προέκυψε η ενάγουσα πέραν του ότι υπέγραψε και κατέθεσε τα πιο πάνω δικόγραφα, δεν συνέταξε επί πλέον αυτά. Τούτο προκύπτει από τη σαφή και κατηγορηµατική κατάθεση της µάρτυρας της εναγοµένης, Ό. Κ., Δικηγόρου του Δ.Σ. Αθηνών. Προϋπόθεση, όµως, για να δικαιούται η ενάγουσα την απόληψη της προβλεπόµενης από τον Κώδικα περί Δικηγόρων, ελάχιστης νόµιµης αµοιβής είναι η υπογραφή του δικογράφου της αίτησης ή των προτάσεων, το περιεχόµενο που εκείνη έχει διατυπώσει, µε την οποία και ολοκληρώνεται η σύνταξή τους. Μόνο η υπογραφή αυτών δεν αρκεί. Στην προκειµένη δε περίπτωση αποδείχθηκε ότι εκ των ανωτέρω δικογράφων την µεν αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωµής συνέταξε, κατόπιν εντολής της εναγοµένης, η δικηγόρος Αθηνών, Ό. Κ., η οποία στη συνέχεια µε τηλεομοιοτυπία (FAX) και µε µορφή σχεδίου το απέστειλε στην ενάγουσα. Η τελευταία στη συνέχεια αντέγραψε το σχέδιο αυτό του πιο πάνω δικογράφου στον υπολογιστή της, το εκτύπωσε, το υπέγραψε και το κατέθεσε στο Μονοµελές Πρωτοδικείο Λιβαδειάς. Επίσης, από την κατάθεση της ίδιας ως άνω µάρτυρας αποδείχθηκε ότι τις από 30-9-2004 προτάσεις για απόκρουση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωµής, την από 4-10-2004 προσθήκη αντίκρουση και τις από 27-4-2005 προτάσεις προς απόκρουση των πρόσθετων λόγων της ανακοπής, τις διατύπωσε η δικηγόρος επί παγία αντιμισθία της εναγοµένης, Ε. Κ., που στη συνέχεια τις απέστειλε στην ενάγουσα µε την εντολή, αφού τις σφραγίσει και υπογράψει να τις καταθέσει στο Δικαστήριο, όπου και εκκρεμούσε η υπόθεση. Η ενάγουσα ουδεµία πνευματική εργασία κατέβαλε για τη διατύπωση των ανωτέρω δικογράφων, αφού πνευματικά καταπονήθηκαν για τη σύνταξη αυτών η δικηγόρος Ό. Κ. και η δικηγόρος Ε. Κ.. Η ενάγουσα παρέλαβε σε µορφή τηλεομοιοτυπίας (FΑΧ) από τα ανωτέρω δικόγραφα, την αίτηση προς έκδοση της διαταγής πληρωµής, την από 4-10-2004 προσθήκη αντίκρουση και τις από 27-4-2005 προτάσεις επί των προσθέτων λόγων της ανακοπής, ενώ τις από 30-9-2004 προτάσεις, (για τις οποίες άλλωστε θα πρέπει να σηµειωθεί ότι η ενάγουσα ουδόλως ισχυρίζεται µε την αγωγή της ότι συνέταξε αυτές και κατόπιν τούτου δεν ζητεί αµοιβή για τη σύνταξή τους, αφού αυτή στην αγωγή της, κάνει λόγο µόνο για τις από 4-10-2004 προτάσεις, που όµως δεν αφορούν σε κύριες προτάσεις, αλλά σε προσθήκη-αντίκρουση), µε ταχυδρομική εταιρία έτοιµα και το µόνο που έκανε ήταν να τα υπογράψει και να τα καταθέσει αυτούσια, στη γραµµατεία του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, χωρίς να καταβάλει κάποια πνευµατική προσπάθεια σύνταξης αυτών, που είναι βέβαια και το κρίσιµο στοιχείο, προκειµένου να ζητηθεί αµοιβή για την σύνταξη των. Ένα πρόσθετο στοιχείο που ενισχύει την κρίση του Δικαστηρίου ότι η ενάγουσα δεν διατύπωσε την από 4-10-2004 προσθήκη αντίκρουση είναι και το γεγονός ότι η προσθήκη-αντίκρουση φέρεται να συντάχθηκε στην Αθήνα στις 4-10-2004 και όχι στη Λιβαδειά. Αν όµως η ενάγουσα είχε συντάξει η ίδια την προσθήκη-αντίκρουση θα έφερε ως τόπο σύνταξης αυτής την Λιβαδειά και όχι την Αθήνα. Κατόπιν τούτου τα κονδύλια της αγωγής, µε τα οποία η ενάγουσα ζητεί αµοιβή για τα ανωτέρω δικόγραφα, έπρεπε να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιµα. Περαιτέρω, το Εφετείο δέχθηκε ότι η ενάγουσα, συνέταξε και υπέγραψε: Α) την από 68/22-4-2004 αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωµής της εναγοµένης σε βάρος της ανώνυµης εταιρίας µε την επωνυµία "ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΒΑΜΒΑΚΟΣ Α.Ε." και της ανώνυµης εταιρίας µε την επωνυµία "Π. Λ. Α.Β.Ε.Ε.", για απαίτηση 60.000 ευρώ από επιταγή, την κατέθεσε στην Γραµµατεία του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς και επ' αυτής εκδόθηκε η 46/2004 διαταγή πληρωµής, συνέταξε δε και τη σχετική επιταγή προς πληρωµή, την οποία και επέδωσε στους ως άνω οφειλέτες, Β) την από 99/8-5-2004 αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωµής της εναγοµένης σε βάρος της ανώνυµης εταιρίας µε την επωνυµία "ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΒΑΜΒΑΚΟΣ Α.Ε." για απαίτηση 70.000 ευρώ από επιταγή και την κατέθεσε στη Γραµµατεία του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς και επ' αυτής εκδόθηκε η 62/2004 διαταγή πληρωµής, συνέταξε δε και τη σχετική επιταγή προς πληρωµή, την οποία και επέδωσε στον ως άνω οφειλέτη, Γ) την από 180/3-9-2004 αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής της εναγομένης σε βάρος της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΒΑΜΒΑΚΟΣ Α.Ε." για απαίτηση 80.000 ευρώ από επιταγή και την κατέθεσε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς και επ' αυτής εκδόθηκε η 103/2004 διαταγή πληρωμής, συνέταξε δε και τη σχετική επιταγή προς πληρωμή την οποία και επέδωσε στον ως άνω οφειλέτη και Δ) τις από 8-3-2006 προτάσεις επί της από 21-10-2004 ανακοπής που άσκησε η ως άνω ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΒΑΜΒΑΚΟΣ Α.Ε." κατά της εναγομένης και της 103/2004 διαταγής πληρωμής, στις 8-6-2006 στην Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς. Με βάση τις ενέργειες αυτές, δικαιούται ως αμοιβή, τα κάτωθι ποσά: 1) για την αίτηση έκδοσης της 16/2004 διαταγής πληρωμής, δεν δικαιούται τα ελάχιστα όρια της νόμιμης αμοιβής, που προβλέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, αφού δεν διατυπώθηκε από την ίδια το περιεχόμενο της σχετικής αίτησης προς έκδοση της διαταγής πληρωμής, εφόσον δε η ενάγουσα δεν αναφέρει κάποιο διαφορετικό τρόπο αµοιβής δικαιούται ως αµοιβή, σύµφωνα µε τον πίνακα αµοιβών της εναγοµένης, το ποσό των 900 ευρώ για την υπογραφή της αίτησης προς έκδοση της διαταγής πληρωµής και το ποσό των 75 ευρώ για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση, πραγµατοποίησε δε έξοδα ποσού 0,50 ευρώ για τέλος απογράφου ποσού 0,50 ευρώ για αγορά µεγαροσήµου, ποσού 41,09 ευρώ για αντιγραφικά δικαιώµατα, ποσού 10,35 ευρώ για επικυρώσιµα, ποσού 27 ευρώ για αγορά ενσήµων Ταµείου Προνοίας Δικηγόρων Λιβαδειάς και ποσού 68,20 ευρώ για την κατάθεση της ως άνω αίτησης ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, δηλαδή συνολικό ποσό 1122,64 ευρώ. Επίσης δικαιούται και το ποσό των 800 ευρώ για την παράσταση της στο ακροατήριο. Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι η υπό κρίση περίπτωση δεν αφορά παραίτηση της ενάγουσας από τα ελάχιστα νόµιµα όρια αµοιβής της, η οποία (παραίτηση) είναι άκυρη και έτσι θα µπορούσε να διεκδικήσει τα ελάχιστα αυτά νόµιµα όρια αµοιβής, αφού προϋπόθεση προς τούτο είναι η σύνταξη της αίτησης από την ίδια την ενάγουσα, πράγµα που δεν συντρέχει στην συγκεκριµένη περίπτωση, αφού το κρίσιµο δικόγραφο δεν διατυπώθηκε από αυτή (ενάγουσα) και εφόσον η ενάγουσα δεν επικαλείται διαφορετικό τρόπο αµοιβής της η αµοιβή της θα καθορισθεί σύµφωνα µε τον πίνακα αµοιβών της εναγοµένης. 2) Για την σύνταξη της αίτησης έκδοσης της 46/2004 διαταγής πληρωµής η ενάγουσα δικαιούται ως αµοιβή σύµφωνα µε τα ελάχιστα νόµιµα όρια του κώδικα περί δικηγόρων, το ποσό των 600 ευρώ και το ποσό των 75 ευρώ για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση, πραγµατοποίησε δε έξοδα ποσού 9,50 ευρώ για τέλος απογράφου, ποσού 0,50 ευρώ για αγορά µεγαροσήµου, ποσού 4,93 ευρώ για αντιγραφικά δικαιώµατα, ποσού 2,30 ευρώ για επικυρώσιµα, ποσού 6 ευρώ για αγορά ενσήµων Ταµείου Προνοίας Δικηγόρων Λιβαδειάς και ποσού 27,50 ευρώ για την κατάθεση της ως άνω αίτησης ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς δηλαδή συνολικά 725,73 ευρώ.3) Για τη σύνταξη της αίτησης έκδοσης της 62/2004 διαταγής πληρωµής δικαιούται, ως αµοιβή, σύµφωνα µε τα ελάχιστα νόµιµα όρια του κώδικα περί δικηγόρων, το ποσό των 700 ευρώ και το ποσό των 75 ευρώ για την σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση, πραγµατοποίησε δε και έξοδα ποσού 21,60 ευρώ για τέλος απογράφου, ποσού 0,50 ευρώ για αγορά µεγαροσήµου, ποσού 3,29 ευρώ για αντιγραφικά δικαιώµατα, ποσού 1,15 ευρώ για επικυρώσιµα, ποσού 3 ευρώ για αγορά ενσήµων Ταµείου Προνοίας Δικηγόρων Λιβαδειάς και ποσού 41,80 ευρώ για την κατάθεση της ως άνω αίτησης ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, δηλαδή συνολικά 846,34 ευρώ. 4) Για τη σύνταξη της αίτησης έκδοσης της 103/2004 διαταγής πληρωµής δικαιούται, ως αµοιβή, σύµφωνα µε τα ελάχιστα νόµιµα όρια του κώδικα περί δικηγόρων, το ποσό των 800 ευρώ, που είναι ανώτερο του προβλεπομένου από το αμοιβολόγιο των 700 ευρώ, καθώς και το ποσό των 75 ευρώ για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση, πραγματοποίησε δε έξοδα ποσού 60 ευρώ για τέλος απογράφου, ποσού 0,50 ευρώ για αγορά μεγαροσήμου, ποσού 3,29 ευρώ για αντιγραφικά δικαιώματα, ποσού 1,15 ευρώ για επικυρώσιμα, ποσού 3 ευρώ για αγορά ενσήμων Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Λιβαδειάς και ποσού 41,80 ευρώ για την κατάθεση της ως άνω αίτησης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λιβαδειάς, δηλαδή συνολικό ποσό 984,74 ευρώ. Επίσης δικαιούται, ως αμοιβή, το ποσό των 800 ευρώ, για την σύνταξη των προτάσεων για την απόκρουση της ανακοπής, που είναι ανώτερο από το προβλεπόμενο για την ίδια εργασία, από το αμοιβολόγιο της εναγομένης, των 550 ευρώ και συνολικά η ενάγουσα δικαιούται να λάβει από την εναγομένη ως αμοιβή και έξοδα για τις ανωτέρω ενέργειές της το συνολικό ποσό των 5.279,45 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές, απέρριψε την αγωγή καθόσον αφορά τα ανωτέρω κονδύλια της υπό κρίση αγωγής, µε τα οποία η ενάγουσα ζητούσε ως αµοιβή για την σύνταξη της αίτησης έκδοσης της 16/2004 διαταγής πληρωµής, το ποσό των 60.000 ευρώ, και το ποσό των 120.000 ευρώ για τη σύνταξη της από 4-10-2004 προσθήκης-αντίκρουσης και των από 27-4-2005 προτάσεων επί των πρόσθετων λόγων της ανακοπής, για απόκρουση της πιο πάνω ανακοπής. Με την κρίση του αυτή δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν, διέλαβε δε στην απόφαση του, σαφείς, πλήρεις και δίχως αντιφάσεις, αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή αυτών, ειδικότερα, ως προς την απόρριψη κατ' ουσίαν, ως αβάσιμων των αξιώσεων της αναιρεσείουσας, ποσού 60.000 και 120.000 ευρώ, για οφειλόμενη σ' αυτήν, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δικηγορική αμοιβή από τη σύνταξη των παραπάνω δικογράφων.Η ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας, που προβάλλεται με τους πρώτο και τρίτο λόγους αναίρεσης, ότι το Εφετείο παραβίασε, τις παραπάνω διατάξεις, εφόσον δεν δέχθηκε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, θεμελιώνεται η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, με τη συνδρομή και μόνο της οποίας (κατά την αιτίαση) ήταν απορριπτέες οι παραπάνω αξιώσεις της, είναι αβάσιμη, ενόψει του ότι, το εφετείο, σωστά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, δέχθηκε ότι οι αξιώσεις της αυτές δεν είναι νόμιμες, ανεξάρτητα από τη θεμελίωση ή μη της παραπάνω διάταξης. Περαιτέρω και η αιτίαση ότι το εφετείο δεν αιτιολογεί, ειδικώς, τη μη εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων του Κώδικα Δικηγόρων για τις παραπάνω αξιώσεις, είναι αβάσιμη, διότι με την παραδοχή ότι "η ενάγουσα ουδεµία πνευματική εργασία κατέβαλε για τη διατύπωση των ανωτέρω δικογράφων...", επαρκώς αιτιολογεί την κρίση του για τη μη εφαρμογή αυτών. Τέλος, αβάσιμη είναι και η αιτίαση ότι η απόφαση περιέχει αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς τον τρόπο υπολογισμού της αμοιβής της, για τις παραπάνω δικηγορικές ενέργειες, ενόψει του ότι, όπως σαφώς προκύπτει από την απόφαση, για τις ενέργειες που το εφετείο δέχεται ότι έγιναν από αυτήν (δηλαδή, με τη διατύπωση του περιεχομένου του οικείου διαδικαστικού εγγράφου και υπογραφή του από την ίδια), της επιδικάζει αμοιβές σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα δικηγόρων και για τις άλλες, σύμφωνα με τον πίνακα αμοιβών της αναιρεσίβλητης. Επομένως, οι, ενιαίως κρινόμενοι, λόγοι αναίρεσης, πρώτος και τρίτος, από τον αρ. 1 και οι δεύτερος και τέταρτος από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρο 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 15-1-2013, αίτηση αναίρεσης της 13/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2014. Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατά την έννοια των διατάξεων του Κώδικα Δικηγόρων, στις οποίες γίνεται λόγος «για τη σύνταξη», το δικαίωμα του δικηγόρου να απαιτήσει την προβλεπόμενη από τις εν λόγω διατάξεις αμοιβή, προϋποθέτει ολοκληρωμένη την ενέργεια σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, για την οποία προβλέπεται η εν λόγω αξίωση του, και ειδικότερα διατύπωση από το δικηγόρο του περιεχομένου του οικείου διαδικαστικού εγγράφου και υπογραφή του από τον ίδιο.
Δικηγορική αμοιβή
Δικηγορική αμοιβή.
0
Αριθμός 2187/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενο,το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Πάρεδρο του ΝΣΚ Χρυσούλα Τσιαβού, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλήτου: Μ. Χ. του Ν., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Παυλόπουλο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-5-2009 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 585/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 482/2014 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 5-3-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης ανέγνωσε την από 23-10-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως και να απορριφθεί ο πρώτος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8(Α) παρ. 1 περ. β' του ν. 3205/2003 "Εκτός από το βασικό μισθό του κάθε μισθολογικού κλιμακίου, όπως αυτός ορίζεται στο προηγούμενο άρθρο, χορηγούνται και τα εξής επιδόματα, κατά μήνα : Α.1.Μεταπτυχιακών σπουδών, οριζόμενο ως εξής: α. (...). β. Για κατόχους μεταπτυχιακού διπλώματος ετήσιας τουλάχιστον, φοίτησης, σε σαράντα πέντε ευρώ. Το επίδομα αυτό παρέχεται για τίτλους που έχουν χορηγηθεί με ξεχωριστές σπουδές, μετά τη λήψη του πτυχίου ανώτατης εκπαίδευσης... Το επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών χορηγείται μόνο στην περίπτωση που το περιεχόμενο των μεταπτυχιακών σπουδών είναι συναφές με το αντικείμενο απασχόλησης του υπαλλήλου, όπως προκύπτει από την προκήρυξη της θέσεως κατά την πλήρωση και την περιγραφή της εργασίας, από τον οργανισμό της Υπηρεσίας. Για τη συνδρομή ή μη της προϋπόθεσης αυτής αποφαίνεται το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο. Η καταβολή του επιδόματος ανατρέχει στο χρόνο κατάθεσης των σχετικών τίτλων στον αρμόδιο όργανο για την αναγνώριση ή συνάφεια τους". Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση για τη χορήγηση του επιδίκου επιδόµατος µεταπτυχιακών σπουδών είναι η συνάφεια του περιεχοµένου του µεταπτυχιακού τίτλου µε το αντικείµενο της απασχόλησης του υπαλλήλου. Στην προκειμένη περίπτωση το, ως Εφετείο, δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση του, ότι, δυνάµει της 416/7.2.2007 απόφασης του Υπουργού ανάπτυξης, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη προσλήφθηκε από 12 Φεβρουαρίου 2007 ως βοηθός ειδικός επιστήμονας στην ανεξάρτητη αρχή "Συνήγορος του Καταναλωτή", µε σύµβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Εν συνεχεία, στις 20 Απριλίου 2007, κατέθεσε στην υπηρεσία της, την 916/20.4.2007 αίτησή της, ζητώντας να της καταβληθεί το επίδοµα µεταπτυχιακών σπουδών του άρθρου 8 του νόµου 3205/2003, εκ σαράντα πέντε ευρώ µηνιαίως, προσκομίζοντας επικυρωμένο αντίγραφο του µεταπτυχιακού διπλώματος ειδίκευσης, που έλαβε από το γενικό τµήµα δικαίου του Παντείου Πανεπιστημίου κοινωνικών και πολιτικών επιστηµών, µε τίτλο "Δίκαιο και Ευρωπαϊκή Ενοποίηση" και θέµα διπλωματικής εργασίας "Η ευρωπαϊκή προστασία των καταναλωτών στη δικτυακή τραπεζική και στην εξ αποστάσεως εµπορία χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών", λόγω συνάφειας αυτού µε το αντικείµενο απασχόλησής της. Ο εν λόγω τίτλος σπουδών χορηγήθηκε στην ενάγουσα µε ξεχωριστές σπουδές διετούς διάρκειας φοίτησης, το δε ττεριεχόµενο των µεταπτυχιακών της σπουδών είναι απολύτως συναφές µε το αντικείµενο της απασχόλησής της, όπως προκύπτει τόσο από την 2/2006 προκήρυξη της θέσης εργασίας της, την 416/7.2.2007 απόφαση του Υπουργού ανάπτυξης κατά την πλήρωση και την περιγραφή της εργασίας από την εν λόγω ανεξάρτητη αρχή, την 25/7.1.2009 απόφαση του Συνηγόρου του Καταναλωτή, σε συνδυασµό µε τα διδασκόμενα µαθήµατα στο εν λόγω Π.Μ.Σ. και τη διπλωματική της εργασία. Κατά συνέπεια και δεδοµένου ότι το εναγόµενο αρνείται να της καταβάλει το επίδικο επίδοµα πρέπει να υποχρεωθεί να της καταβάλει οκτώ επιδόµατα για το έτος 2007, δώδεκα επιδόµατα για το έτος 2008 και δώδεκα επιδόµατα για το έτος 2009 και συνολικά το χρηµατικό ποσό των χιλίων τετρακοσίων σαράντα ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές απέρριψε τον αντίστοιχο λόγο έφεσης, κατά της πρωτόδικης απόφασης, που τα ίδια δέχθηκε. Με την κρίση του αυτή το δικαστήριο της ουσίας δεν παραβίασε τις παραπάνω, ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, εφόσον, πράγματι, με βάση τις παραδοχές της απόφασης του, το περιεχόµενο των µεταπτυχιακών σπουδών της αναιρεσίβλητης είναι συναφές µε το αντικείµενο απασχόλησης της. Η ειδικότερη αιτίαση του αναιρεσείοντος, ότι το δικαστήριο, με το να επιδικάσει το επίδομα, δίχως να δεχθεί ότι υφίσταται και η προβλεπόμενη από το νόµο απόφαση του οικείου Υπηρεσιακού Συµβουλίου, για την ύπαρξη ή µη συνάφειας του περιεχοµένου του µεταπτυχιακού της τίτλου µε το αντικείµενο της απασχόλησής της στην ως άνω Ανεξάρτητη Αρχή, παραβίασε αυτές, είναι δίχως έννομη επιρροή, ενόψει και της παραδοχής της απόφασης, ότι η αναιρεσείουσα υπέβαλε τη σχετική αίτηση προκειμένου να της χορηγηθεί το σχετικό επίδομα. Επομένως, είναι αβάσιμος ο, περί του αντιθέτου, από τον αρ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, πρώτος λόγος αναίρεσης. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (διάταγμα της 26-6/10-7-1944), το οποίο εξακολουθεί να ισχύει σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 109 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα "Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται σε 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη διά συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής". Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής, για την έναρξη της τοκογονίας των οφειλών του Δημοσίου απαιτείται (και αρκεί) η δημιουργία της επιδικίας, από την οποία λαμβάνει επίσημο χαρακτήρα η αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη ή μη της απαίτησης για χρηματική παροχή έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. Η επιδικία αρχίζει με την επίδοση της αγωγής και, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, ως αγωγή νοείται όχι μόνο η καταψηφιστική, αλλά και η αναγνωριστική (ΑΕΔ 7/2011). Δεν είναι, όμως, δυνατή η έναρξη της τοκογονίας από προγενέστερο χρονικό σημείο, διότι, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, αυτό ρητώς έχει αποκλεισθεί, χωρίς ο αποκλεισμός να εισάγει δυσμενή διάκριση, αφού προστατεύει τη διαχείριση της δημόσιας περιουσίας προς όφελος όλων των πολιτών, ως τοιούτων νοουμένων όχι μόνο αυτών που επιδιώκουν ικανοποίηση από συγκεκριμένη επιδικία, αλλά και όσων προσδοκούν την απόλαυση κοινωνικών αγαθών από την κρατική οικονομική ευρωστία. Για την ίδια αιτία, η εν λόγω υπέρ του Δημοσίου εξαίρεση και δεν βρίσκεται σε αντίθεση ούτε με τις διατάξεις του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, που αποβλέπουν στην προστασία της περιουσίας παντός φυσικού ή νομικού προσώπου, όταν αυτή δεν είναι αντίθετη προς το γενικότερο κοινωνικό ή δημόσιο συμφέρον (πρβλ. Ολ. ΑΠ 3/2006), ούτε στις διατάξεις της 95 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας, που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, κατά μείζονα δε λόγο στις διατάξεις των άρθ. 341, 345, 648, 649 και 655 ΑΚ. Στην προκείμενη περίπτωση, το, ως Εφετείο, δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, δέχθηκε ότι το αναιρεσείον είναι υποχρεωμένο να καταβάλει τις γενόμενες δεκτές αξιώσεις της αναιρεσίβλητης, με ποσοστό τόκου 6%, από το τέλος κάθε μήνα εντός του οποίου γεννήθηκαν και κατέστησαν απαιτητές και όχι από την επίδοση της ένδικης αγωγής. Με την κρίση του αυτή το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τις ως άνω διατάξεις και επομένως είναι βάσιμος ο, περί του αντιθέτου, από τον αρ.1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το παραπάνω μέρος της, που αναφέρεται στην επιδίκαση τόκων από το τέλος κάθε μήνα εντός του οποίου κατέστησαν απαιτητές οι αξιώσεις της αναιρεσίβλητης και εκείνο που αναφέρεται στην επιδίκαση δικαστικών εξόδων. Κατά το άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4139/2013 "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, µπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ασχοληθεί µε την εκδίκασή της, ιδίως αν, κατά την κρίση του, δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η αγωγή δεν είναι νόμιμη, κατά το παραπάνω αίτημα της και η υπόθεση δεν απαιτεί περαιτέρω έρευνα. Επομένως, µετά την αναίρεση της προσβαλλομένης απόφασης, πρέπει ο Άρειος Πάγος να κρατήσει την υπόθεση και να ασχοληθεί με την εκδίκαση της. Στην προκειμένη περίπτωση με την, από 20-5-2009 αγωγή της, η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλλει τα αναφερόμενα σ' αυτήν χρηματικά ποσά, το πρώτο ως επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών και το δεύτερο ως κίνητρο απόδοσης, με το νόμιμο τόκο από τότε που κατέστησαν απαιτητά. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την 585/2011 απόφασή του, την δέχθηκε κατά ένα μέρος, επιδίκασε στην ενάγουσα το ποσό των 1440 ευρώ, ως επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών με τόκο 6%, από τότε που κάθε επιμέρους ποσό ήταν απαιτητό και την απέρριψε κατά τα λοιπά. Κατ' αυτής άσκησε έφεση το αναιρεσείον, προβάλλοντας, μεταξύ των άλλων και πλημμέλεια της εκκαλούμενης απόφασης, αναφερόμενη στην επιδίκαση τόκων από τότε που οι απαιτήσεις της ενάγουσας κατέστησαν απαιτητές, επικαλούμενο ότι τόκοι οφείλονται μόνο από την επίδοση της αγωγής, η οποία είναι βάσιμη. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή, κατά το παραπάνω αίτημα της. Εξάλλου, για την ενότητα της εκτέλεσης της απόφασης, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και κατά τις διατάξεις της που αναφέρονται στην επιδίκαση του ποσού των 1440 ευρώ. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν, ολικά, μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας καθενός από αυτούς και ενόψει του ότι αναιρεσείον εκκαλούν-εναγόμενο είναι το Ελληνικό Δημόσιο (άρθρο 22 Ν. 3693/1957). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί, την 482/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το µέρος της, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Κρατεί την υπόθεση. Δέχεται, κατ' ουσίαν, την από 30-9-2011 έφεση του αναιρεσείοντος. Εξαφανίζει την 585/2011 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. Δέχεται, κατά ένα μέρος, την αγωγή. Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων τετρακοσίων σαράντα (1440) ευρώ, με τόκο 6% από την επίδοση της αγωγής. Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων του δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας και της αναιρετικής δίκης. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών χορηγείται μόνο στην περίπτωση που το περιεχόμενο των μεταπτυχιακών σπουδών είναι συναφές με το αντικείμενο απασχόλησης του υπαλλήλου, όπως προκύπτει από την προκήρυξη της θέσεως κατά την πλήρωση και την περιγραφή της εργασίας, από τον οργανισμό της Υπηρεσίας.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, Επίδομα μεταπτυχιακών σπουδών.
1
Αριθμός 2186/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Αθλητικού Σωματείου με την επωνυμία "Όμιλος Αντισφαιρίσεως Αθηνών", όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Πίκουλα, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων: 1. Ε. Χ. του Χ., κατοίκου ... και 2. Σ. Ν., κατοίκου ..., αμφότεροι οι ανωτέρω δεν παραστάθηκαν και δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1-12-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:2425/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3769/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21-10-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης ανέγνωσε την από 23-10-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως και να απορριφθούν οι λοιποί. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1, 2 και 3 του KΠολΔ. προκύπτει ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει, αυτεπαγγέλτως, ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος διάδικος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κλητεύθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά τη σημερινή (4-11-2014) δικάσιμο, συζητήθηκε η από 21-10-2013 αίτηση του αναιρεσείοντος, για αναίρεση της 3769/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου προκύπτει, ότι, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, δεν εμφανίστηκαν οι αναιρεσίβλητοι, ούτε εκπροσωπήθηκαν δια πληρεξουσίου δικηγόρου. Ο παραστάς αναιρεσείων επικαλείται και προσκομίζει τις 3058/27-6-2014 και 3117/14-7-2014 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., από τις οποίες προκύπτει, ότι αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης με την κάτω από αυτήν πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου και της κλήσης προς συζήτηση, για την παραπάνω δικάσιμο, επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα στους αναιρεσίβλητους με την επιμέλεια του πληρεξουσίου δικηγόρου της αναιρεσείουσας. Επομένως, εφόσον οι αναιρεσίβλητοι είχαν νομίμως κλητευθεί πρέπει, να προχωρήσει η συζήτηση της αναίρεσης. Οι λόγοι των αριθμών 1 εδ. α' και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύονται, ο μεν πρώτος, αν το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε εσφαλμένη ή μη υπαγωγή των πραγματικών διαπιστώσεων του στο εννοιολογικό περιεχόμενο του εν λόγω κανόνα, ο δε δεύτερος, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης δεν προκύπτουν, κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου, που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο εκτίθεται σαφώς. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648, 669 ΑΚ, 1 και 3 του ν. 2112/1920,1,2 παρ.,1, 5 του β.δ. από 16.7.1920 και 5 του ν 3198/1955, συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, που αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη το οποίο ασκείται με τη μορφή της μονομερούς αναιτιώδους δικαιοπραξίας, θεωρείται έγκυρη όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί πλήρης η νόμιμη αποζημίωση. Η ακυρότητα της καταγγελίας μπορεί να οφείλεται είτε στη μη τήρηση των ως άνω προϋποθέσεων, είτε στην καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη (άρθρο 281 ΑΚ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. Α.Κ. και 6 του Ν. 765/1943,που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ.(άρθρο 38 ΕισΝΑΚ) συνάγεται, ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και ν' ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεων του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη. Αντίθετα, σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνο από τη συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ' αυτή εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνηθείσα αμοιβή, προκύπτει ότι, κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύμβασης έργου είναι ότι με αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και όχι σ' αυτή καθεαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου, η ολοκλήρωση και παράδοση του οποίου επιφέρει τη λύση της σύμβασης. Αντικείμενο δε της σύμβασης αυτής μπορεί να είναι και έργο μη αυτοτελές αλλά επαναλαμβανόμενο σε ορισμένη ή αόριστη χρονική διάρκεια. Σε κάθε όμως περίπτωση, τη μίσθωση έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξάρτησης από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτέλεσης του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς να υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχο του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 37 παρ.1 του ν. 75/1975 "το επάγγελμα του προπονητή δύνανται να ασκούν μόνο κεκτημένοι παρά της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού σχετικής άδειας, ως και οι απόφοιτοι της Εθνικής Ακαδημίας Σωματικής Αγωγής, δια τα αθλήματα άτινα εδιδάχθησαν ...". Επακολούθησε ο Ν. 2725/1999, που δημοσιεύτηκε στις 17-6-1999 "περί ερασιτεχνικού και επαγγελματικού αθλητισμού και άλλων διατάξεων", ο οποίος όρισε στο άρθρο 31 παρ. 6, όπως η παρ. αυτή συµπληρώθηκε µε το άρθρο 75 παρ.2 του Ν. 3057/2002 ότι "κάθε προπονητής συμβάλλεται υποχρεωτικά, εγγράφως, µε τον αθλητικό φορέα στον οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του µε πλήρη, µερική ή περιοδική απασχόληση εξαρτηµένης εργασίας ή παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Η σχετική σύµβαση για να είναι έγκυρη απαιτείται να κατατεθεί και να θεωρηθεί από την αρµόδια Δ.Ο.Υ.". Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι υπό το προ του Ν. 2725/1999 νοµικό καθεστώς, η σύµβαση παροχής υπηρεσιών από προπονητή εγκύρως καταρτιζόταν ατύπως, βάσει δε των συγκεκριµένων πραγµατικών περιστατικών της κρινόταν κάθε περίπτωση, αν δηλαδή ήταν σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας ή παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Από την ισχύ (17-6-1999) όµως του Ν. 2725Ι1999 καθιερώθηκε, ως συστατικός, ο έγγραφος τύπος κατάρτισης της. Ο εν λόγω νόµος δεν έχει αναδρομική ισχύ και εφαρμόζεται από την ισχύ του για τις εφεξής συναπτόμενες συμβάσεις. Για αυτές τις συμβάσεις απαραίτητος όρος για την εγκυρότητα, και μεταξύ των συμβαλλομένων, της σύμβασης παροχής αθλητικών υπηρεσιών από προπονητή προς αθλητικό φορέα, είναι η κατάθεσή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. και η θεώρησή της απ' αυτήν, διαφορετικά είναι άκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ, διότι είναι αντίθετη σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Ακόμη, στο άρθρο 31 παρ.1 και 2 του ίδιου ως άνω νόμου 2725/1999 ορίζεται ότι η άσκηση του επαγγέλματος του προπονητή (οιουδήποτε προφανώς αθλήματος) επιτρέπεται μόνο στον κάτοχο αδείας που χορηγείται από τη ΓΓΑ με τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο τούτο. Ακολούθως, στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι προπονητή έχουν υποχρέωση να απασχολούν μεταξύ των άλλων και τα αθλητικά σωματεία που καλλιεργούν ατομικό άθλημα και έχουν αθλητές στη δύναμη τους, ηλικίας κάτω των 18 ετών. Εξάλλου, με την παρ. 5 του άρθρου 136 του ίδιου νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 14 του άρθρου 77 του ν. 3057/2002, ορίζεται ότι "Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου α' της παραγράφου 2 του άρθρου 31 του Ν. 2725/1999, οι πτυχιούχοι Ε.Α.Σ.Α. ή Τ.Ε.Φ.Α.Α. χωρίς δίπλωμα ειδικότητας μπορούν να λάβουν άδεια άσκησης επαγγέλματος σε άθλημα που εδιδάχθησαν, με την προϋπόθεση ότι ασκούσαν το επάγγελμα του προπονητή στο αντίστοιχο άθλημα για ένα χρόνο τουλάχιστον πριν από τη δημοσίευση του Ν. 2725/1999 σε αθλητική ομοσπονδία ή αθλητική ένωση ή αθλητικό σωματείο, που αποδεικνύεται με βεβαίωση αυτών. Για αθλήματα τα οποία τα Τ.Ε.Φ.Α.Α. δεν χορηγούν αντίστοιχη ειδικότητα, άδειας άσκησης του επαγγέλματος του προπονητή χορηγούνται σε πτυχιούχους Τ.Ε.Φ.Α.Α., εφόσον έχουν διδαχθεί το σχετικό άθλημα ή έχουν εμπειρία σε αυτό, που βεβαιώνεται από την οικεία αθλητική ομοσπονδία". Κατά συνέπεια, η σύναψη σύμβασης εργασίας είτε ορισμένου είτε αορίστου χρόνου, με εργαζόμενους προπονητές που υπάγονται στις προαναφερόμενες διατάξεις και στερούνται άδειας άσκησης επαγγέλματος είναι άκυρη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 του ΑΚ, διότι είναι αντίθετη σε απαγορευτική διάταξη νόμου. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 2, 5 παρ. 3, 6 παρ. 1, 8 και 9.παρ. 1 του Ν 3198/1955, σαφώς συνάγεται ότι σε απλή σχέση εργασίας, που προκύπτει από άκυρη σύμβαση εργασίας, ο εργοδότης μπορεί να παύσει να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και δεν καθίσταται υπερήμερος και υπόχρεος για την καταβολή μισθών υπερημερίας για τον εφεξής χρόνο, αν δε αποφασίσει να παύσει να δέχεται την εργασία, που προσφέρεται σ' αυτόν από τον εργαζόμενο, πρέπει να καταγγείλει τη σχέση αυτή της εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του νόμου αυτού, δηλαδή εγγράφως και με την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, η οποία θα υπολογισθεί ανάλογα με τη διάρκεια της σχέσης. Η μη τήρηση όμως των διατυπώσεων αυτών δε συνεπάγεται ακυρότητα της καταγγελίας, την οποία θεσπίζει το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν 3198/1955, μόνο για την έγκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά ο εργαζόμενος έχει αξίωση προς λήψη της νόμιμης αποζημίωσης (ΑΠ 1667/2010). Εξάλλου και σε περίπτωση άκυρης σύμβασης εργασίας, ο εργαζόμενος δικαιούται ευθέως εκ του νόμου (και όχι εκ των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού)τις αποδοχές και το επίδομα αδείας, καθώς και τα επιδόματα εορτών. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 4 του ν. 3514/1928, όπως το άρθρο 4 τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του Ν 765/1943, προκύπτει ότι η στράτευση του μισθωτού δεν αποτελεί λόγο λύσης της σύμβασης εργασίας, αλλά αναστολής αυτής κατά τη διάρκεια της οποίας ο μισθωτός απαλλάσσεται από την υποχρέωση παροχής εργασίας και ο εργοδότης από την υποχρέωση καταβολής μισθού και ότι, μετά την απόλυση του μισθωτού από το στρατό δικαιούται να επαναλάβει την εργασία του, με τους ίδιους όρους, με τους οποίους την παρείχε και πριν από την στράτευση του, εφόσον εμφανιστεί μέσα σε ένα μήνα από την απόλυση του και δηλώσει στον εργοδότη του, με οποιονδήποτε τρόπο, την πρόθεση του αυτή και προσέλθει για την επανάληψη της εργασίας του μέσα σε 15 ημέρες από τη δήλωση του άλλως λύνεται η εργασιακή του σχέση. Σε περίπτωση, δε, που ο εργοδότης αρνηθεί να επαναπασχολήσει τον απολυθέντα από τις τάξεις του στρατεύματος μισθωτό του περιέρχεται σε υπερημερία και οφείλει μισθούς υπερημερίας εκτός αν καταγγείλει έγκυρα τη σύμβαση οπότε οφείλει τη νόμιμη αποζημίωση και επιπλέον αποζημίωση ύψους 6 µηνών. Οι ως άνω όμως προστατευτικές για το στρατευθέντα μισθωτό διατάξεις (του ν. 3514/1928) δεν εφαρμόζονται στις άκυρες συμβάσεις εργασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με την αγωγή των οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι προσλήφθηκαν από τον εναγόμενο αθλητικό όμιλο ο πρώτος από την 1-9-1998 και ο δεύτερος από την 1-9-2005 και με προφορικές συμβάσεις εργασίας που εικονικά και κατ' επίφαση ονομάστηκαν συμβάσεις έργου που ανανεώνονταν ετησίως και ότι απασχολήθηκαν στις εγκαταστάσεις του εναγομένου ο πρώτος ως υπεύθυνος προπονητής και ο δεύτερος ως προπονητής. Ότι οι όροι εργασίας τους, όπως ίσχυσαν εξυπαρχής, στη συνέχεια αποτυπώθηκαν και εγγράφως στην από 1-9-2008 έγγραφη σύμβαση που υπέγραψαν, η οποία και αυτή ονομάσθηκε ως σύμβαση έργου. Ότι από την πρόσληψη των ήταν υποχρεωμένοι να τηρούν ημερήσιο ωράριο εργαζόμενοι επί 6 ημέρες την εβδομάδα και παρείχαν την εργασία τους σε τρία χωμάτινα γήπεδα που διατίθενται για τις προπονήσεις των αθλητών. Ότι, επιπρόσθετα, ήταν υποχρεωμένοι να απασχολούνται και πέραν του ημερησίου ωραρίου τους για τη συνοδεία και παρακολούθηση των αθλητών του εναγομένου στο εξωτερικό και στην Ελλάδα και ότι τους είχε απαγορευθεί να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε άλλο σωματείο ή αθλητή άλλου ομίλου χωρίς την άδεια του. Ότι συμφωνήθηκε να λαμβάνουν άδεια με αποδοχές. Ότι ο αληθής χαρακτήρας της σύμβασης που συνέδεε τον καθένα από αυτούς με το εναγόμενο ήταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, αφού αμφότεροι εργάζονταν με ωράριο εργασίας, υπόκειντο στις οδηγίες και εντολές του εναγομένου για την παροχή εργασίας τους και απαγορευόταν η παροχή εργασίας προς άλλους. Ότι η καταγγελία της σύμβασης του δεύτερου από αυτούς είναι άκυρη γιατί έγινε καθό χρόνο υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία και του πρώτου γιατί δεν του καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση και ότι για το λόγο αυτό το εναγόμενο του οφείλει για μισθούς υπερημερίας, λόγω μη αποδοχής των υπηρεσιών του για το διάστημα από 31-8-2009 έως 31-1-2011 το ποσό των 3.497,50 ευρώ το μήνα και συνολικά το ποσό των 59.457,50 ευρώ, και σε περίπτωση που ήθελε γίνει δεκτό ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ήταν έγκυρη του οφείλει αποζηµίωση απόλυσης που ανέρχεται, µε βάση το χρόνο εργασίας του στο εναγόµενο (11 ετών), στο ποσό των 28.560 ευρώ. Ότι, λόγω της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του πρώτου από αυτούς από το εναγόμενο, υπέστη ηθική βλάβη και πρέπει να του επιδικασθεί χρηµατική ικανοποίηση ύψους .15.000 ευρώ. Ότι η εναγόµενη οφείλει στον πρώτο από αυτούς για επιδόµατα εορτών και αδείας των ετών 2004 έως 2009 το ποσό των 36.082,35 ευρώ και στο δεύτερο από αυτούς για επιδόµατα εορτών και αδείας των ετών 2005 έως 2009 το ποσό των 12.177,52 ευρώ. Ζήτησαν να αναγνωρισθεί : 1)ότι συνδέονται µε τον εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, 2)η ακυρότητα της από 31-8-2009 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του πρώτου από αυτούς και 3) ότι έχει ανασταλεί η σύµβαση εργασίας του δεύτερου από αυτούς από 17-8-2009 λόγω της στράτευσης του και να υποχρεωθεί το εναγόµενο να καταβάλει στον πρώτο από αυτούς: α) το ποσό των 59.457,50 ευρώ για µισθούς υπερηµερίας, άλλως το ποσό των 28.560 ευρώ για αποζηµίωση απόλυσης, β)το ποσό των 36.082,35 ευρώ για αµοιβές επιδοµάτων εορτών και αδείας, να αναγνωρισθεί ότι το εναγόµενο υποχρεούται να καταβάλει στον πρώτο από αυτούς το ποσό των 15.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στο δεύτερο από αυτούς το ποσό των 12.177,52 ευρώ για αμοιβές επιδομάτων εορτών και αδείας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, με την αιτιολογία ότι οι ενάγοντες τελούσαν με το εναγόμενο σε σχέση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών και όχι σε σχέση εξαρτημένης εργασίας και οι ενάγοντες άσκησαν έφεση κατά της απόφασης του. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης πραγματικά περιστατικά : Ο πρώτος ενάγων συμφώνησε προφορικά με το εναγόμενο να παρέχει τις υπηρεσίες του από 1-9-1998 και για ένα έτος ως υπεύθυνος προπονητής στο άθλημα της αντισφαίρισης. Επίσης ο δεύτερος ενάγων συμφώνησε προφορικά με το εναγόμενο να παρέχει τις υπηρεσίες του από 1-9-2005 και για ένα έτος στο εναγόμενο αθλητικό σωματείο ως προπονητής στο άθλημα της αντισφαίρισης. Οι ως άνω συμβάσεις ετήσιας διάρκειας μετά τη λήξη τους ανανεώνονταν για ένα έτος, με προφορική συμφωνία των διαδίκων μερών και για πρώτη φορά διατυπώθηκαν εγγράφως οι όροι συνεργασίας τους στις από 1-9-2008 συμβάσεις που υπέγραψαν οι ενάγοντες με το εναγόμενο. Με την ως άνω από 1-9-2008 σύμβαση με τίτλο "σύμβαση έργου" ο πρώτος ενάγων και το εναγόμενο συμφώνησαν, μεταξύ των άλλων ότι: α) ο πρώτος ενάγων θα έχει την ευθύνη της αγωνιστικής ομάδας και των σχολών εκμάθησης, θα είναι αρμόδιος για την κατάρτιση του ετησίου προγράμματος, την εισήγηση πρόσληψης Προπονητών, την οργάνωση και επίβλεψη των προπονητών αναλόγως των αναγκών του προγράμματος, την τακτική ενημέρωση του Δ/Σ για την πορεία και τις ανάγκες της αθλητικής ομάδας, β) θα παρέχει τις υπηρεσίες τους τις εγκαταστάσεις του Ομίλου και συγκεκριμένα στα 3 γήπεδα green set και στα χωμάτινα γήπεδα της κεντρικής πλατείας, γ) θα εργάζεται πέντε ημέρες την εβδομάδα επί πέντε ώρες την ημέρα και θα είναι διαθέσιμος, πέραν του ωραρίου του, να αναλαμβάνει τη συνοδεία και την παρακολούθηση των αθλητών του ομίλου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, με βάση τον αγωνιστικό σχεδιασμό, με μέγιστο όριο τα 10 πρωταθλήματα ανά έτος εκτός Αθηνών, δ)θα παρακολουθεί ικανό αριθμό αγώνων και σε κάθε περίπτωση με την παρουσία του, τουλάχιστον σε ποσοστό 50% των πρωταθλημάτων, θα έχει την παρακολούθηση των αθλητών σε αγώνες εντός Αθηνών, δικαιούμενος, βάσει νομίμων παραστατικών, των εξόδων κίνησης-μεταφοράς, διαμονής και διατροφής, ε) η μηνιαία αμοιβή του θα ανέρχεται στο ποσό των 2.500 ευρώ, πλέον της μηνιαίας εισφοράς του ΤΕΒΕ, εκδίδοντας κάθε μήνα απόδειξη παροχής υπηρεσιών με προσαύξηση του ποσού αυτού, λόγω παρακράτησης φόρου 20%, στ) δεν θα έχει δυνατότητα να παρέχει υπηρεσίες προς οποιοδήποτε άλλο σωματείο αντισφαίρισης ή οποιοδήποτε αθλητή αντισφαίρισης άλλου ομίλου χωρίς την έγγραφη άδεια του εναγομένου, ζ) θα του χορηγείται άδεια 30 ημερών εντός των ορίων της σύμβασης, η) θα του καταβάλλονται κανονικά οι απολαβές για το χρονικό διάστημα νοσηλείας του εντός νοσοκομείου, θ) η διάρκεια αυτής αρχίζει από 1-9-2008 έως 31-8-2009 και ότι σε περίπτωση που το Δ/Σ δεν επιθυμεί την ανανέωση της σύμβασης θα πρέπει να ενημερώσει τον ενάγοντα μέχρι 31-5-2009, διαφορετικά θα του καταβάλει αποζημίωση ίση με τις αποδοχές ενός έτους. Εξάλλου, με την ως άνω από 19-2008 σύμβαση με τίτλο "σύμβαση έργου" ο δεύτερος ενάγων και το εναγόμενο συμφώνησαν, μεταξύ των άλλων ότι : α) ο δεύτερος ενάγων θα αναλάβει την προπόνηση των αθλητών της αγωνιστικής ομάδας σύμφωνα με τις υποδείξεις του υπεύθυνου προπονητή (πρώτου εναγοµένου), β) θα παρέχει τις υπηρεσίες τους στις εγκαταστάσεις του Οµίλου και συγκεκριµένα στα 3 γήπεδα green set και στα χωµάτινα γήπεδα της κεντρικής πλατείας, γ)θα εργάζεται έξι ηµέρες την εβδοµάδα επί έξι ώρες την ηµέρα και θα είναι διαθέσιµος, πέραν του ωραρίου του, να αναλαµβάνει τη συνοδεία και την παρακολούθηση των αθλητών του οµίλου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, µε βάση τον αγωνιστικό σχεδιασµό, µε µέγιστο όριο τα 12 πρωταθλήματα ανά έτος εκτός Αθηνών, δ) θα παρακολουθεί ικανό αριθµό αγώνων και σε κάθε περίπτωση θα έχει την παρακολούθηση τουλάχιστον σε ποσοστό 50% των πρωταθληµάτων, των αθλητών σε αγώνες εντός Αθηνών, δικαιούμενος, βάσει νοµίµων παραστατικών, των εξόδων κίνησης-µεταφοράς, διαµονής και διατροφής και σε περίπτωση αγώνων Σάββατο ή Κυριακή θα δικαιούται σε συνεννόηση µε τον υπεύθυνο προπονητή µια ηµέρα άδειας εντός της εβδομάδας προς αναπλήρωση της χαµένης αργίας, ε) η µηνιαία αµοιβή του θα ανέρχεται, στο ποσό των 1.321,92 ευρώ, πλέον της µηνιαίας εισφοράς του ΤΕΒΕ, εκδίδοντας κάθε µήνα απόδειξη παροχής υπηρεσιών µε προσαύξηση του ποσού αυτού, λόγω παρακράτησης φόρου 20%, στ) δεν θα έχει δυνατότητα να παρέχει υπηρεσίες προς οποιοδήποτε άλλο σωµατείο αντισφαίρισης ή οποιοδήποτε αθλητή αντισφαίρισης άλλου οµίλου χωρίς την έγγραφη άδεια του εναγοµένου, ζ) θα χορηγείται άδεια 30 ηµερών εντός των ορίων της σύµβασης, η)θα καταβάλλονται κανονικά οι απολαβές για το χρονικό διάστημα νοσηλείας του εντός νοσοκομείου, θ)η διάρκεια αυτής αρχίζει από 1-9-2008 έως 31-8- 2009 και ότι σε περίπτωση που το Δ/Σ δεν επιθυμεί την ανανέωση της σύμβασης θα πρέπει να ενημερώσει τον ενάγοντα μέχρι 31-5-2009 και να του καταβάλει αποζημίωση ίση με αποδοχές τριών μηνών, διαφορετικά θα του καταβάλει αποζημίωση ίση με τις αποδοχές ενός έτους. Το εναγόμενο με τα 576/26-5-2009 και 579/26-5-2009 έγγραφά του, προς τον πρώτο και δεύτερο ενάγοντα, αντίστοιχα, γνωστοποίησε σ' αυτούς ότι το Διοικητικό Συμβούλιο με την από 19-5-2009 απόφασή του αποφάσισε τη μη ανανέωση της συνεργασίας τους που θα λήξει στις 31-8-2009 σύμφωνα με τους όρους της από 1-9-2008 σύμβασης τους. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι παρείχαν εξυπαρχής στο εναγόμενο τις υπηρεσίες τους βάσει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που κατ' επίφαση χαρακτηρίζονταν συμβάσεις έργου, ενώ το εναγόμενο αρνείται ότι η σχέση που το συνέδεε με τους ενάγοντες ήταν σχέση εξαρτημένης εργασίας. Ο μάρτυρας των εναγόντων Δ. Π., κατέθεσε ότι ανήκε στην ομάδα προπονητών που προπονούσαν παιδιά, ότι η έφορος του εναγομένου έδινε τις σχετικές εντολές στους προπονητές, ότι υπήρχε σχέση συνεργασίας και εργασίας, ότι ήταν ασφαλισμένοι στο ΤΕΒΕ, όπως ζητήθηκε να γίνει από το εναγόμενο, ότι απηλλάγησαν από την καταβολή ΦΠΑ καθότι η σχέση τους ήταν εξαρτημένης εργασίας, ότι ελάμβαναν κανονικά την ετήσια άδεια τους όλα τα χρόνια, ότι δεν καταβαλλόταν επιδόματα εορτών και αδείας, ότι ο πρώτος ενάγων ήταν ο συντονιστής των προπονητών και έπαιρνε έγγραφες εντολές από τον εναγόμενο και ότι δεν είχαν ελαστικότητα στις συνθήκες εργασίας. Οι παρακάτω μάρτυρες των εναγόντων στις ένορκες βεβαιώσεις τους κατέθεσαν, μεταξύ των άλλων και τα εξής: Ο Η. Γ., ότι το πρόγραμμα των προπονήσεων ήταν σταθερό όλη τη χρονιά, περιελάμβανε προπόνηση τένις και γυμναστική, ότι ήταν υποχρεωτική η καθημερινή παρουσία των προπονητών και ότι υπήρχαν υπεύθυνοι του εναγομένου για τα αθλητικά θέματα, στους οποίους απευθύνονταν να δοθούν λύσεις σε προβλήματα που προέκυπταν, η Α. Π., ότι οι προπονητές εργάζονταν με σταθερό πρόγραμμα και με μηνιαίες καταβολές, ότι αυτή σε συνεργασία με τον πρώτο ενάγοντα, που ήταν συντονιστής των, προπονητών, κατάρτιζαν το πρόγραμμα προπονήσεων, που κατέθεταν στην γραμματεία, ότι ήταν παρόντες στη διάρκεια των προπονήσεων, ότι τους προπονητές του ομίλου τους επέβλεπε κυρίως ο έφορος του ομίλου, αλλά και άλλα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που ήταν παρόντα στις προπονήσεις, και ότι ασκούνταν σταθερός και λεπτομερής έλεγχος του προγράμματος και σε ορισμένες περιπτώσεις και του τρόπου προπονήσεως, η Δ. Χ., ότι ο πρώτος ενάγων ήταν συντονιστής προπονητής του αθλητικού τμήματος, ότι έπαιρναν εντολές που έπρεπε να εκτελούν και ότι ελέγχονταν από τον υπεύθυνο για τα αθλητικά θέματα του εναγομένου ομίλου σε θέματα ωραρίου, κατανομής των αθλητών και των ομάδων, ότι οι ενάγοντες είχαν σταθερό ωράριο εργασίας στις εγκαταστάσεις του εναγομένου με καθημερινή φυσική παρουσία και με σταθερές μηνιαίες αποδοχές, ότι έπαιρναν άδεια με αποδοχές κάθε χρόνο, ότι ο πρώτος ενάγων ήταν ο συνδετικός κρίκος μεταξύ του εναγομένου και των προπονητών, μεταφέροντας τις εντολές του υπευθύνου ή του Δ/Σ και ότι σε θέματα που δεν ήταν της αρμοδιότητάς τους(μισθούς, όροι εργασίας κλπ) οι προπονητές συνεννοούνταν με το υπεύθυνο του αθλητικού τμήματος ή με το Δ/Σ του εναγομένου, η Θ. Κ. ότι οι προπονητές αν και πληρώνονταν με μπλοκάκι στην πραγματικότητα πληρώνονταν όπως και οι άλλοι εργαζόμενοι μέσω τραπέζης λαμβάνοντας ένα μήνα αδείας με αποδοχές, έχοντας σταθερό πρόγραμμα εργασίας-προπονήσεων κάθε απόγευμα στις εγκαταστάσεις του ομίλου, που το κατέθεταν στην αρχή κάθε περιόδου στη γραμματεία του συλλόγου, ο Ι. Φ., ότι τα παιδιά του προπονούνταν με το εναγόμενο, ότι οι προπονήσεις ήταν καθημερινές σε σταθερό εβδομαδιαίο πρόγραμμα, ότι όταν προέκυπτε κάποιο πρόβλημα που δεν μπορούσαν να λύσουν οι προπονητές το ανέφεραν στον έφορο ή στα μέλη του Δ/Σ, ότι γινόταν συγκεντρώσεις γονέων με τους προπονητές και τον έφορο για θέματα που τους απασχολούσαν, ο Π. Α., ότι ύστερα από παρατήρηση του ορκωτού λογιστή, προχώρησαν στη σύναψη εγγράφων συµβάσεων µε τους ενάγοντες και τους άλλους προπονητές, ότι µέχρι τη σύναψη των εγγράφων συµβάσεων οι προπονητές παρείχαν τις υπηρεσίες τους µε προφορικές συνεννοήσεις, ότι οι συµβάσεις κατέγραφαν τις υποχρεώσεις των µερών, όπως περίπου είχαν διαμορφωθεί από την πρακτική του Οµίλου, ότι στον πρώτο ενάγοντα είχε χορηγηθεί µια ουσιαστική αύξηση των αποδοχών του, και ότι συνοµολογήθηκε και µια δεύτερη σύµβαση που προέβλεπε χορήγηση ποσοστών επί των εσόδων που θα προσκόμιζε στον Όµιλο που όµως δεν ενεργοποιήθηκε, ο Φ. Γ. ότι υπήρχε εβδοµαδιαίο πρόγραµµα προπονήσεων στις εγκαταστάσεις του Ομίλου τις απογευματινές ώρες, ότι ο έφορος του συλλόγου σε συνεργασία µε τους προπονητές παρουσίαζε στην αρχή της περιόδου το πρόγραµµα, ότι γινόταν συγκεντρώσεις των γονέων µε τους προπονητές και τον έφορο, που είχε συχνή παρουσία στους χώρους του οµίλου και ασκούσε καθημερινή εποπτεία της λειτουργίας των οµάδων. Περαιτέρω, οι µάρτυρες του εναγοµένου, στις ένορκες βεβαιώσεις τους, κατέθεσαν, µεταξύ των άλλων και τα εξής: Ο Π. Κ., ότι τον εναγόµενο εκπροσωπεί ο πρόεδρος του Δ/Σ, ότι ορίζεται από το Δ/Σ έφορος για τα αθλητικά θέµατα, ότι η οργάνωση και διοίκηση των αθλητικών οµάδων ανήκει στην εκάστοτε προπονητική οµάδα, ότι έως τον Αύγουστο του έτους 2009 υπεύθυνος για τη δηµιουργία, οργάνωση και λειτουργία των οµάδων ήταν ο πρώτος ενάγων, οι δε προπονητές ήταν της επιλογής και εγκρίσεώς του, ότι οι προπονητές καθόριζαν τα γκρουπ των αθλητών και των παιδιών που ήθελαν να γραφούν σε οµάδες του συλλόγου, ότι δεν καθόριζε ο έφορος ή η γραµµατεία τις ώρες των προπονήσεων, ότι οι προπονητές άλλαζαν τις ώρες των µαθηµάτων και των γκρουπ, αν το υπαγόρευαν οι ανάγκες των προπονήσεων αθλητών, όπως τις καθόριζαν οι ίδιοι, ότι ο αθλητικός όµιλος δεν επενέβαινε ποτέ στο έργο των προπονητών, ότι οι προπονητές επέλεγαν τον προπονητή που θα συνόδευε αθλητές σε αγώνες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και ότι απλώς ο όµιλος ήθελε να έχουν οι αθλητές του καλά αποτελέσµατα, ο A. B., ότι ο εναγόµενος όµιλος δεν επενέβαινε στη δηµιουργία των γκρουπ, την αποκλειστική ευθύνη είχε ο πρώτος ενάγων, που αποφάσισε µε την προπονητική οµάδα για τους προπονητές που θα προπονούσαν τα γκρουπ, τις ηµέρες και τις ώρες προπόνησης, ότι ο δεύτερος ενάγων ανήκε στην προπονητική οµάδα του πρώτου ενάγοντα και έπαιρνε από αυτόν οδηγίες, ότι ο πρώτος ενάγων αποφάσισε για τους αγώνες που θα ελάµβαναν µέρος τα παιδιά, εισηγήθηκε να µην πληρώνουν δίδακτρα τα παιδιά που θα ήταν µέσα στην πρώτη οκτάδα των αγώνων, ότι κανένας από το εναγόµενο δεν έλεγχε την παρουσία των προπονητών και το µόνο που ζητούσε ήταν να υπάρχουν αποτελέσµατα και να µην υπάρχουν υπερβάσεις στον προϋπολογισµό και ο Θ. Π., ότι η οργάνωση και διοίκηση των αθλητικών οµάδων ανήκει στους προπονητές, µε τους οποίους αυτός συνεργάζεται σε τεχνικά θέµατα (γήπεδα, εξοπλισµός), ότι αποκλειστικά υπεύθυνος για την οργάνωση και προπόνηση των οµάδων ήταν ο πρώτος ενάγων, µε συνεργάτες προπονητές της επιλογής του, που αποφάσιζαν για την οµαδοποίηση των αθλητών σε γκρουπ, για τις ώρες και τη διάρκεια των προπονήσεων, ότι δεν υπήρχε ωράριο για τους προπονητές που είχαν την ευθύνη και τον έλεγχο συµµετοχής των αθλητών και τη συνοδεία τους σε αγώνες και της αναπλήρωσης των προπονητών που απουσίαζαν µε άλλους προπονητές. Από το 3697/24-9-2005 έγγραφο της υπεύθυνης του αθλητικού τµήµατος του εναγοµένου Α. Κ. προκύπτει ότι αυτή, µε την ως άνω ιδιότητά της, ζητούσε από τον πρώτο ενάγοντα να λειτουργήσει τα γκρουπ των σχολών µέχρι 15 Οκτωβρίου µε την απασχόληση τριών προπονητών στα κάτω γήπεδα από 3.30 µµ έως 5.30 µµ, µε την απασχόληση του δευτέρου ενάγοντα ή της Δ. Χ. από τις 5.30 µµ έως τις 9.30 µµ στις σχολές των κεντρικών πλατειών, µε την απασχόληση του πρώτου ενάγοντα και του Δ. Π. από 5.30 µµ έως 9.30 µµ στις κάτω πλατείες και ότι από 15 Οκτωβρίου που θα έχουν ολοκληρωθεί οι εγγραφές των αθλητών το Διοικητικό Συμβούλιο θα αποφασίσει για την πρόσληψη άλλων προπονητών. Το εναγόµενο προσκομίζει τα 3079/12-1-2005, 293/8-10-2007 και 516/4-3-2008 έγγραφα του πρώτου ενάγοντα προς αυτό, με το πρώτο των οποίων ο ενάγων ανέφερε τους αθλητές που βρισκόταν στην πρώτη οκτάδα της κατηγορίας τους και απαλλάσσονταν από τα δίδακτρα και προέβαινε σε παρατηρήσεις επί προγράμματος προπονήσεων, με το δεύτερο πρότεινε πρόσληψη προπονητών και με το τρίτο πρότεινε σχεδίαση προγράμματος αγώνων στο εξωτερικό. Οι ενάγοντες κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους εξέδιδαν αποδείξεις παροχής υπηρεσιών προς το εναγόμενο, ήταν ασφαλισμένοι στο ΤΕΒΕ, ενώ δεν αναγράφονταν ως μισθωτοί στις καταστάσεις προσωπικού του εναγομένου. Ο πρώτος ενάγων από 1-1-1998 και ο δεύτερος από 1-9-2005 απασχολούνταν στο εναγόμενο, εργαζόμενοι ο πρώτος με πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία και με ωράριο 5 ωρών την ημέρα και ο δεύτερος με εξαήμερη εβδομαδιαία εργασία και με ωράριο έξι ημερών την ημέρα και επιπρόσθετα απασχολούνταν με την ως άνω ιδιότητά τους πέραν του ωραρίου και σε αποστολές αθλητών του εναγομένου στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και σε παρακολουθήσεις αγώνων τένις ακολουθώντας τις οδηγίες και εντολές των υπευθύνων του αθλητικού τομέα του εναγομένου ως προς τον τόπο, το χρόνο και την έκταση της παροχής της εργασίας τους, χωρίς να αποσκοπούν στην επίτευξη οποιουδήποτε έργου. Ελάμβαναν ετήσια άδεια μετά αποδοχών και τους καταβάλλονταν αποδοχές αν δεν μπορούσαν να εργασθούν λόγω νοσηλείας σε νοσοκομείο, περιστατικά που προσιδιάζουν στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και δεν εφαρμόζονται στη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών ενώ απαγορευόταν σ' αυτούς η παροχή υπηρεσιών σε άλλο σωματείο αντισφαίρισης ή προς οποιοδήποτε αθλητή χωρίς την έγγραφη άδεια του εναγομένου. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται εκ του ότι οι ενάγοντες είχαν ελευθερία πρωτοβουλίας ως προς τον τρόπο προπόνησης των αθλητών του εναγομένου, συμμετείχαν στην κατάρτιση των προγραμμάτων προπόνησης, στην τοποθέτηση των αθλητών και λοιπών αθλουμένων παιδιών σε κατηγορίες (γκρουπ) ανάλογα με τις επιδόσεις τους, ο πρώτος, ως υπεύθυνος των λοιπών προπονητών, προέβαινε σε προτάσεις προς τη διοίκηση για πρόσληψη προπονητών και για συμμετοχή αθλητών σε αγώνες, διότι οι ως άνω αρμοδιότητες ήταν σύμφυτες με την ιδιότητά τους ως προπονητών με ειδικές γνώσεις και ικανότητες στο άθλημα του τένις για τις οποίες και είχαν επιλεγεί από το εναγόμενο αλλά ούτε και από το ότι το εναγόμενο δεν είχε καταβάλει στους ενάγοντες δώρα εορτών και επιδόματα αδείας, οι ενάγοντες ήταν ασφαλισμένοι στο ΤΕΒΕ και εξέδιδαν αποδείξεις παροχής υπηρεσιών ως ελεύθεροι επαγγελματίες, διότι τα παραπάνω δεν αποτελούν στοιχεία ικανά που να αναιρέσουν τα παραπάνω, που αποδεικνύουν την ύπαρξη σχέσης εξαρτημένης εργασίας. Οι ως άνω επίδικες διαδοχικές συμβάσεις, αν και χαρακτηρίσθηκαν από τα διάδικα μέρη ως "συμβάσεις έργου", υπέκρυπταν στην πραγματικότητα σχέσεις εξαρτημένης εργασίας και κατ' επίφαση χαρακτηρίσθηκαν ως συμβάσεις έργου, αφού με αυτές οι διάδικοι απέβλεπαν στην εργασία των εναγόντων. Επίσης ο χρονικός περιορισμός, ανά έτος, της διάρκειας καθεμιάς των, ως άνω, διαδοχικών σχέσεων εργασίας των εναγόντων, δεν δικαιολογείται από λόγους αντικειμενικούς και συγκεκριμένα από την εποχικότητα του έργου του εναγομένου, ούτε από τη φύση των υπηρεσιών, που παρείχαν οι ενάγοντες, ούτε από τη φύση, το είδος των καλυπτόμενων από την εργασία τους αναγκών του εναγομένου ή από κάποιο άλλο ειδικό λόγο αναγόμενο στις συνθήκες των υπηρεσιών αυτού. Επομένως, οι σχέσεις εργασίας των εναγόντων με το εναγόμενο, είχαν προσλάβει ήδη ενιαία κατά το χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση αυτών, το χαρακτήρα της σχέσης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, εφόσον από τη φύση τους κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. Με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο δέχθηκε το λόγο έφεσης των εναγόντων και εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι συνδέονταν με το εναγόμενο με σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Στη συνέχεια (το Εφετείο) δέχθηκε και ότι η σύμβαση εργασίας του πρώτου ενάγοντα καταρτίσθηκε στις 1-9-1998, πριν από την έναρξη ισχύος της διάταξης του άρθρου του άρθρου 31 παρ.6 του ν. 2725/1999, που καθιέρωσε τον έγγραφο τύπο ως συστατικό στοιχείο της κατάρτισης της σύμβασης παροχής υπηρεσιών προπονητή σε αθλητικό φορέα και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του. Αντίθετα, ως προς το δεύτερο ενάγοντα, που προσλήφθηκε στις 1-9-2005, η σύμβαση εργασίας του ήταν άκυρη γιατί καταρτίσθηκε προφορικά και όχι εγγράφως και επιπρόσθετα η σύναψη για πρώτη φορά εγγράφως στις 1-9-2008 σύμβασης έργου και πάλι πάσχει ακυρότητα, αφού δεν κατατέθηκε αντίγραφο της στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Εφορία. Οι ενάγοντες καθόλη τη διάρκεια της εργασιακής τους σχέσης με το εναγόμενο δεν κατείχαν άδεια άσκησης επαγγέλματος προπονητή του αθλήματος της αντισφαίρισης από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού (άρθρο 31 παρ. 2 του ν. 2725/1999), ούτε συνέτρεχαν στο πρόσωπο τους οι προϋποθέσεις του άρθρου 136 παρ.5 του ν. 2725/1999 (ότι δηλαδή ήταν πτυχιούχοι Ε.Α.Σ.Α. ή Τ.Ε.Φ.Α.Α. και είχαν τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις που καθόριζε η διάταξη αυτή για τη χορήγηση άδειας προπονητή). Επομένως, η σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου των εναγόντων ήταν άκυρη, λόγω δε της ακυρότητας της η μη τήρηση από το εναγόμενο των νομίμων διατυπώσεων κατά την καταγγελία στις 31-8-2009 της σύμβασης εργασίας των εναγόντων, δε συνεπάγεται ακυρότητα της καταγγελίας, την οποία θεσπίζει το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν 3198/1955 μόνο για την έγκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά οι ενάγοντες έχουν αξίωση προς λήψη της νόμιμης αποζημίωσης. Τα ίδια ισχύουν και για το δεύτερο ενάγοντα που ισχυρίζεται ότι στρατεύθηκε στις 17-8-2009, διότι, ακόμα και αν αληθεύει ο ισχυρισμός του περί στράτευσης, οι προστατευτικές για τους μισθωτούς που στρατεύονται διατάξεις του ν. 3514/1928, δεν εφαρμόζονται για αυτόν διότι αυτός τελούσε σε απλή σχέση εργασίας με το δεύτερο εναγόμενο, λόγω της ακυρότητας της σύμβασης εργασίας του. Το εναγόμενο μη αποδεχόμενο από τις 31-8-2009 τις υπηρεσίες του πρώτου ενάγοντα δεν περιήλθε σε υπερημερία. Οι µηνιαίες αποδοχές του πρώτου ενάγοντα τα έτη 2004 και 2005 ανερχόταν στο ποσό των 2.156,93 ευρώ, το έτος 2006 στο ποσό των 2.452,66 ευρώ, το έτος 2007 στο ποσό των 2.458,08 ευρώ και τα έτη 2008 και 2009 στο ποσό των 2.500 ευρώ, του δε δεύτερου τα έτη 2005 και 2006 ανερχόταν στο ποσό των 867,35 ευρώ, το έτος 2007 στο ποσό των 1.042,08 ευρώ και τα έτη 2008 και 2009 στο ποσό των 1.321,92 ευρώ. Συνακόλουθα ο πρώτος ενάγων δικαιούται µε βάση το χρόνο εργασίας του στο εναγόµενο (11 έτη) αποζηµίωση απόλυσης το ποσό των 20.416,62 ευρώ. Επιπρόσθετα δικαιούται: 1)για δώρο Πάσχα 2004 το ποσό των 1.078,46 ευρώ 2) για επίδομα αδείας 2004 το ποσό των 1.078,46 ευρώ, 3) για δώρο Χριστουγέννων 2004 το ποσό των 2.156,93 ευρώ, 4) για δώρο Πάσχα 2005 το ποσό των 1.078,46 ευρώ, 5) για επίδομα αδείας 2005 το ποσό των 1.078,46 ευρώ, 6) για δώρο Χριστουγέννων 2005 το ποσό των 2.156,93 ευρώ, 7) για δώρο Πάσχα 2006 το ποσό των 1.226,33 ευρώ, 8) για επίδομα αδείας 2006 το ποσό των 1.226,33 ευρώ, 9) για δώρο Χριστουγέννων 2006 το ποσό των 2.452,66 ευρώ, 10) για δώρο Πάσχα 2007 το ποσό των 1.229,04 ευρώ 11) για επίδομα αδείας 2007 το ποσό των 1.229,04 ευρώ, 12) για δώρο Χριστουγέννων 2007 το ποσό των 2.458,08 ευρώ, 13) για δώρο Πάσχα 2008 το ποσό των 1.250 ευρώ, 14) για επίδομα αδείας 2008 το ποσό των 1.250 ευρώ 15) για δώρο Χριστουγέννων 2008 το ποσό των 2.500 ευρώ, 16)για δώρο Πάσχα 2009 το ποσό των 1.250 ευρώ 17) για επίδομα αδείας 2009 το ποσό των 1.250 ευρώ,18) για δώρο Χριστουγέννων 2009 το ποσό των 1.250 ευρώ και συνολικά δικαιούται το ποσό των 47.615,80 ευρώ. Ο δεύτερος ενάγων δικαιούται 1) για αναλογία επιδόματος αδείας 2005 (για το διάστημα από 1-9-2005 έως 31-12-2005) το ποσό των το ποσό των 277,55 ευρώ, πλην όµως πρέπει να επιδικασθεί το µικρότερο αιτούµενο ποσό των 216,83 ευρώ, 2) για δώρο Χριστουγέννων 2005 το ποσό των το ποσό των 433,67 ευρώ, 3)για δώρο Πάσχα 2006 το ποσό των 433,67 ευρώ 4) για επίδοµα αδείας 2006 το ποσό των 433,67 ευρώ 5) για δώρο Χριστουγέννων 2006 το ποσό των 867,35 ευρώ, 6)για δώρο Πάσχα 2007 το ποσό των 521,04 ευρώ 7) για επίδοµα αδείας 2007 το ποσό των 521,04 ευρώ, 8) για δώρο Χριστουγέννων 2007 το ποσό των 1.042,08 ευρώ, 9)για δώρο Πάσχα 2008 το ποσό των 660,96 ευρώ 10) για επίδοµα αδείας 2008 το ποσό των 660,96 ευρώ 11)για δώρο Χριστουγέννων 2008 το ποσό των 1.321,92 ευρώ, 12)για δώρο Πάσχα 2009 το ποσό των 660,96 ευρώ 13) για επίδοµα αδείας 2009 το ποσό των 660,96 ευρώ 14) για δώρο Χριστουγέννων 2009 το ποσό των 660,96 ευρώ και συνολικά δικαιούται το ποσό των 9.096,07 ευρώ. Στη συνέχεια δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, κράτησε την υπόθεση, δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή, αναγνώρισε ότι οι ενάγοντες συνδέονταν με το εναγόμενο με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο πρώτος για το χρονικό διάστημα από 1-9-1998 έως 31-8-2009 και ο δεύτερος για το χρονικό διάστημα από 1-9-2005 έως 31-8-2009, υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 47.615,80 ευρώ και στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 9.096,07 ευρώ με το νόμιμο τόκο. Με την κρίση του αυτή το εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν και διέλαβε στην απόφαση του, επαρκείς, σαφείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της απόφασης, ως προς την ορθή εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, διότι, με βάση τις παραπάνω παραδοχές της απόφασης, οι οποίες στηρίζουν σαφώς και επαρκώς το αποδεικτικό πόρισμα του, οι ως άνω επίδικες διαδοχικές συμβάσεις, αν και χαρακτηρίσθηκαν από τα διάδικα μέρη ως "συμβάσεις έργου", υπέκρυπταν, πράγματι, σχέσεις εξαρτημένης εργασίας οι οποίες, κατ' επίφαση, χαρακτηρίσθηκαν ως συμβάσεις έργου και συνεπώς, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, οι ενάγοντες, πράγματι, συνδέονταν με το εναγόμενο με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, από τους αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια, ότι το εφετείο, με το να δεχθεί, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ότι οι αναιρεσίβλητοι συνδέονται με τον αναιρεσείοντα με σχέση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, παραβίασε, ευθέως και εκ πλαγίου, τις διατάξεις των άρθρων 648 ΑΚ,6 του ν.765/1943 και 681 ΑΚ, και στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση, είναι αβάσιμος. Όπως προαναφέρθηκε, σε απλή σχέση εργασίας, που προκύπτει από άκυρη σύμβαση εργασίας, ο εργοδότης μπορεί να παύσει να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και δεν καθίσταται υπερήμερος και υπόχρεος για την καταβολή μισθών υπερημερίας για τον εφεξής χρόνο, αν δε αποφασίσει να παύσει να δέχεται την εργασία, που προσφέρεται σ' αυτόν από τον εργαζόμενο, πρέπει να καταγγείλει τη σχέση αυτή της εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του νόμου αυτού, δηλαδή εγγράφως και με την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, η οποία θα υπολογισθεί ανάλογα με τη διάρκεια της σχέσης. Η μη τήρηση όμως των διατυπώσεων αυτών δε συνεπάγεται ακυρότητα της καταγγελίας, την οποία θεσπίζει το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν 3198/1955, μόνο για την έγκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά ο εργαζόμενος έχει αξίωση προς λήψη της νόμιμης αποζημίωσης. Επομένως, το δικαστήριο, επιδικάζοντας τα παραπάνω χρηματικά ποσά, που αφορούν την αποζημίωση απόλυσης, τα επιδόματα δώρων εορτών και αδείας, αν και δέχεται ότι οι επίδικες συμβάσεις είναι άκυρες, δεν παραβίασε τις παραπάνω διατάξεις, μεταξύ των οποίων και εκείνες των άρθρων 1 παρ.2,5 παρ.3, 6 παρ.1,8 και 9 παρ.1 του ν. 3198/1955, διέλαβε δε στην απόφαση του σαφείς, επαρκείς και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς την ορθή εφαρμογή αυτών. Ειδικά για την αποζημίωση απόλυσης, το εφετείο, δεχόμενο ότι "το εναγόμενο με τα 576/26-5-2009 και 579/26-5-2009 έγγραφά του, προς τον πρώτο και δεύτερο ενάγοντα, αντίστοιχα, γνωστοποίησε σ' αυτούς ότι το Διοικητικό Συμβούλιο με την από 19-5-2009 απόφασή του αποφάσισε τη μη ανανέωση της συνεργασίας τους που θα λήξει στις 31-8-2009 σύμφωνα με τους όρους της από 1-9-2008 σύμβασης τους, μη αποδεχόμενο από τις 31-8-2009 τις υπηρεσίες του πρώτου ενάγοντα", με επαρκή σαφή και δίχως αντιφάσεις αιτιολογία, ορθώς, δέχεται ότι με την συμπεριφορά του αυτή θεμελιώνεται πράγματι, η (άκυρη) καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον αναιρεσείοντα, εξ αιτίας της οποίας οφείλεται η αποζημίωση απόλυσης. Επομένως, ο, περί του αντιθέτου, δεύτερος λόγος αναίρεσης, από τους αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται ότι το εφετείο, με το να δεχθεί ότι η απλή παύση της αποδοχής των υπηρεσιών του πρώτου αναιρεσίβλητου συνιστά καταγγελία της σύμβασης εργασίας και να επιδικάσει αποζημίωση απόλυσης, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις παραπάνω διατάξεις, είναι αβάσιμος. Τέλος, αβάσιμος είναι ο τρίτος λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, προβάλλεται η πλημμέλεια ότι το εφετείο επιδίκασε στον πρώτο αναιρεσίβλητο την αποζημίωση απόλυσης, δεχόμενο επικουρική βάση της αγωγής, που δεν περιεχόταν σ' αυτήν, διότι, όπως προκύπτει από το παραπάνω περιεχόμενο της απόφασης, το εφετείο επιδίκασε την αποζημίωση με βάση τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν οι οποίες θεμελιώνουν την κυρία βάση της αγωγής και όχι δεχόμενο επικουρική βάση αυτής, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται γιατί οι αναιρεσίβλητοι δεν παραστάθηκαν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 21-10-2013,αίτηση αναίρεσης της 3769/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η σύναψη σύμβασης εργασίας είτε ορισμένου χρόνου είτε αορίστου χρόνου, με εργαζόμενους προπονητές που στερούνται άδειας άσκησης επαγγέλματος είναι άκυρη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174, 180 ΑΚ. Η μη τήρηση των διατυπώσεων για την καταγγελία άκυρης σύμβασης εργασίας δεν συνεπάγεται ακυρότητα της καταγγελίας, την οποία θεσπίζει το άρθρο 5 παρ. 3 Ν. 3198/1995, μόνο για την έγκυρη σύμβαση εργασίας, αλλά ο εργαζόμενος έχει αξίωση προς λήψη της νόμιμης αποζημίωσης.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 2183/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΜΕΤΑΛΛΙΚΑΙ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΙ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Μπακόπουλο και κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων: 1. Βασιλείου Καλαντζή του Γεωργίου, 2. Κωνσταντίνου Βογιατζή του Γεωργίου και 3. Αλέξη Παυλίδη του Χρήστου, κατοίκων Βόλου, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον Αντώνη Ρουπακιώτη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την με αριθ. Πρωτ. 21/10-3-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και την πρόσθετη παρέμβαση προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα υπόθεση, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:15/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 272/2012 μη οριστική και 322/2013 οριστική απόφαση του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20-12-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης ανέγνωσε την από 23-10-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 14§4 του ν. 1264/1982, είναι άκυρη η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης για νόµιµη συνδικαλιστική δράση. Για την εφαρµογή της διάταξης αυτής, απαιτείται νόµιµη συνδικαλιστική δράση και αιτιώδης σύνδεσµος µεταξύ αυτής και της καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης. Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης και εκείνης του άρθρου 23 του Συντάγµατος, νόµιµη συνδικαλιστική δράση είναι κάθε δραστηριότητα που γίνεται µε σκοπό τη διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, οικονοµικών ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων και δικαιωµάτων των εργαζοµένων, εφόσον από αυτή δεν επηρεάζεται (άµεσα η έµµεσα) ο ρυθµός της εκτελούμενης εργασίας. Μορφές συνδικαλιστικής δράσης αποτελούν η συλλογική δραστηριοποίηση για την ίδρυση επαγγελματικού σωµατείου εργαζοµένων, η υποβολή υποψηφιότητας για εκλογή ως µέλους διοικητικών οργάνων του σωµατείου, η εκλογή και δραστηριοποίηση µέσα στα όργανα αυτά, συλλογικές πρωτοβουλίες ενεργοποίησης σωματειακών διαδικασιών ανάδειξης νέας διοίκησης του σωµατείου προς επιδίωξη και υλοποίηση συγκεκριµένων εργασιακών ή οικονοµικών στόχων, η συμμετοχή σε απεργίες ή άλλες αγωνιστικές κινητοποιήσεις του σωµατείου- εργαζοµένων για την επίτευξη κοινών συνδικαλιστικών στόχων κ.λ.π. Εφόσον υπάρχει νόµιµη συνδικαλιστική δράση και αιτιώδης σύνδεσµος αυτής µε την καταγγελία της σύµβασης, τότε η καταγγελία είναι (ευθέως από το νόµο) άκυρη, ανεξάρτητα από το αν η συνδικαλιστική δράση προκάλεσε ή όχι προσωπική διένεξη η αντιπαράθεση µισθωτού και εργοδότη. Επίσης, για την ακυρότητα της προαναφερόµενης καταγγελίας, δεν απαιτείται η συνδικαλιστική δράση του µισθωτού να υπήρξε αποκλειστικά η κύρια αιτία της καταγγελίας, αλλά αρκεί να συνέτεινε αιτιωδώς ως απλή συντρέχουσα αιτία σ' αυτή, με την έννοια ότι ο εργοδότης δεν θα έφθανε στην απόλυση του μισθωτού, χωρίς τη συνδικαλιστική δράση του τελευταίου. Εξάλλου, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, όταν γίνεται αποκλειστικά από εκδίκηση ή εχθρότητα του εργοδότη προς το πρόσωπο του μισθωτού οφειλόμενη σε προηγούμενη συνδικαλιστική δράση του τελευταίου, υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, είναι δε άκυρη ως καταχρηστική σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 281,174 και 180 Α.Κ. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά : Η πρώτη εναγομένη (ήδη αναιρεσείουσα) δραστηριοποιείται στο χώρο της κατασκευής και ανέγερσης μεταλλικών κατασκευών και της ανάληψης τεχνικών έργων, τα τελευταία δε έτη έχει επίσης ως αντικείμενο την κατασκευή έργων αμυντικής τεχνολογίας και εξοπλισμού. Για τις ανάγκες της λειτουργίας της στη βιομηχανική εγκατάσταση που διατηρεί στη Ν. Ιωνία Μαγνησίας προσέλαβε τους ενάγοντες,(ήδη αναιρεσίβλητους) με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, και συγκεκριμένα, προσέλαβε τον πρώτο ενάγοντα την 19.7.1999, το δεύτερο την 6.6.2005 και τον τρίτο την 1.3.2005, προκειμένου να εργαστούν ως εργατοτεχνίτες-σιδηρουργοί-συναρμολογητές, προέβη δε σε αναγγελία των προσλήψεων αυτών στον ΟΑΕΔ. Οι τελευταίοι παρείχαν τις υπηρεσίες τους έως την 12.2.2010, οπότε η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως τις συμβάσεις εργασίας τους και προέβη αυθημερόν στην κοινοποίηση αυτών προς τους ίδιους, προσφέροντας ταυτόχρονα στον καθέναν εξ αυτών και το αντίστοιχο ποσό της αποζημίωσης απόλυσης, το οποίο ενσωματώθηκε σε τραπεζικές επιταγές και συγκεκριμένα, στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 9.600€,στο δεύτερο το ποσό των 2.000€ και στον τρίτο το ποσό των 2.000€. Οι ενάγοντες αρνήθηκαν να παραλάβουν τις ανωτέρω επιταγές και για το λόγο αυτό, η πρώτη εναγομένη προέβη σε δημόσια κατάθεση των σχετικών ποσών, συντάχθηκαν δε προς τούτο τα με αριθμούς 86359, 68360 και 66361/18.2.2010 γραμμάτια σύστασης παρακαταθήκης, τα οποία κατατέθηκαν στη Συμβολαιογράφο Βόλου Σουζάνα Ψαρογιώρου και ακολούθως αντίγραφα αυτών των πράξεων κατάθεσης επιδόθηκαν στους ενάγοντες. Στις 18.2.2010 οι ενάγοντες προσέφυγαν στην Επιθεώρηση Εργασίας, επικαλούμενοι, ότι η πρώτη εναγομένη προέβη στην απόλυσή τους από λόγους εμπάθειας και εκδίκησης προς το πρόσωπο τους για τη νόμιμη συνδικαλιστική τους δράση που κορυφώθηκε στις εκλογές της 23.10.2009. Στο εργοστάσιο της εναγομένης στη Ν. Ιωνία του νομού Μαγνησίας, λειτουργεί η πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία "Σύλλογος Προσωπικού Εργοστασίου ΜΕΤΚΑ Α.Ε. Βόλου", η οποία συστήθηκε το έτος 1972. Στις 23.10.2009 διενεργήθηκαν εκλογές για την ανάδειξη Διοικητικού Συμβουλίου, Εξελεγκτικής Επιτροπής και άλλων οργάνων του σωματείου αυτού. Στις εκλογές αυτές συμμετείχαν τρεις συνδυασμοί, η "Δημοκρατική Συνδικαλιστική Κίνηση Εργαζομένων", η "Δημοκρατική Ανεξάρτητη Κίνηση Εργαζομένων" και η νεοσύστατη "Μαζική Ενωτική Κίνηση Αλλαγής". Υποψήφιος με τον τελευταίο συνδυασμό ήταν και ο τρίτος ενάγων, ο οποίος έλαβε 39 ψήφους για την εκλογή του στο ΔΣ και αναδείχθηκε πρώτος αναπληρωματικός. Με το από 19.10.2009 έγγραφό τους οι ενάγοντες, που υποστήριζαν φανερό τον τελευταίο συνδυασμό, στον οποίο ήταν υποψήφιος ο τρίτος από αυτούς, κάλεσαν τους συναδέλφους τους να υπερψηφίσουν κατά τις εκλογές το συνδυασμό αυτό. Προηγουμένως, την 1.9.2009, οι ενάγοντες είχαν εκλεγεί στο προεδρείο της εργοστασιακής επιτροπής της ΜΕΤΚΑ του συνδικάτου Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου Ν. Μαγνησίας-ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΡΗΓΑΣ", το οποίο αποτελεί κλαδική πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση. Προκειμένου να γνωστοποιήσουν την εκλογή τους, του μεν πρώτου ως Προέδρου, του δεύτερου ως Αντιπροέδρου και του τρίτου εξ αυτών ως μέλους, στην πρώτη εναγομένη, συντάχθηκε το 72/11.9.2009 έγγραφο του προαναφερόμενου συνδικάτου. Οι ενάγοντες είχαν ενεργό συμμετοχή τόσο στο "Συνδικάτο Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου Ν. Μαγνησίας -ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΡΗΓΑΣ" όσο και στο νεοσύστατο συνδυασμό με την επωνυμία "Μαζική Ενωτική Κίνηση Αλλαγής" που ως στόχο είχε τη μέγιστη συμμετοχή του στο Δ.Σ. του Σωματείου με την επωνυμία "Σύλλογος Προσωπικού Εργοστασίου Μεταλλικών Κατασκευών Ελλάδος (ΜΕΤ-ΚΑ) Βόλου)", πέτυχε δε την εκλογή του σε δύο έδρες. Η ως άνω συμμετοχή τους στις εκλογές και ιδίως η ιδιότητα με την οποία μετείχαν στην εργοστασιακή επιτροπή της ΜΕΤΚΑ του "Συνδικάτου Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου Ν. Μαγνησίας- ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΡΗΓΑΣ" ναι μεν δεν απολαμβάνει της προστασίας του άρθρου 14 παρ.5 του ν. 1264/1982, σύμφωνα με το οποίο είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας: α) των μελών της διοίκησης, σύμφωνα με το άρθρο 92 Α.Κ., της συνδικαλιστικής οργάνωσης, β) των μελών της προσωρινής σύμφωνα με το άρθρο 79 Α.Κ. διοίκησης συνδικαλιστικής οργάνωσης που διορίζει το δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 69 του Αστικού Κώδικα και γ) των μελών της διοίκησης που εκλέγονται προσωρινά κατά την ίδρυση συνδικαλιστικής οργάνωσης, όμως, συνιστούν σαφώς την έννοια της νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης του άρθρου 14§4 του ν. 1264/1982. Στη νόμιμη αυτή συνδικαλιστική δράση και σε άλλες συνδικαλιστικές δράσεις των οφείλεται η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων, η οποία υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ και είναι άκυρη ως καταχρηστική, διότι οφείλεται σε εκδίκηση συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στην εργοδότρια συμπεριφοράς των εργαζομένων, η οποία εκδηλώθηκε κυρίως τον Οκτώβριο του 2009, όπως προεκτέθηκε. Πιο συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι οφείλεται σε λόγους εμπάθειας και αποτελεί αντίδραση της πρώτης εναγομένης στην προστατευόμενη από το άρθρο 23 του Συντάγματος συνδικαλιστική δράση των εναγόντων, η οποία, συνίστατο στην υποβολή υποψηφιότητας του τρίτου εξ αυτών για την εκλογή του ως μέλους των διοικητικών οργάνων του προαναφερόμενου σωματείου στις εκλογές της 23.10.2009 και στην ανάμειξη όλων στις διαδικασίες για την ανάδειξη νέας διοίκησης στο σωματείο αυτό με τη συμμετοχή τους σε συνελεύσεις, με την διακίνηση έντυπου υλικού αναφορικά με τους στόχους του ανωτέρω συνδυασμού και την προφορική ανάπτυξη επιχειρημάτων υπέρ αυτού, εντός του χώρου του εργοστασίου και ενώπιον των λοιπών συναδέλφων τους. Η ως άνω συνδικαλιστική τους δράση σκοπούσε στη διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων και δικαιωμάτων των εργαζομένων και είχε περιέλθει σε γνώση των νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης ενώ δεν αποδείχθηκε ότι από αυτήν επηρεάστηκε (άμεσα η έμμεσα) ο ρυθμός της εκτελούμενης εργασίας ούτε ότι οι σχέσεις των εργαζομένων και της εταιρίας ήταν τεταμένες. Μεταξύ δε αυτής και της καταγγελίας καθεμιάς εκ των συμβάσεων εργασίας υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η εργοδότρια δεν θα έφθανε στην απόλυση των μισθωτών, τους οποίους απασχολούσε το μεν πρώτο από το έτος 1999, τους δε λοιπούς από το έτος 2005, χωρίς τη συνδικαλιστική δράση αυτών που εκδηλώθηκε κυρίως με αφορμή τις εκλογές της 23ης Οκτωβρίου 2009. Όλα τα ανωτέρω προκύπτουν και από την κατάθεση του μάρτυρα Κων/νου Στεργίου, ο οποίος είναι συνάδελφος των εναγόντων και γενικός γραμματέας στο συνδικάτο εργατοϋπαλλήλων μετάλλου Ν. Μαγνησίας με την επωνυμία "ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΡΗΓΑΣ" και μεταξύ άλλων, κατέθεσε ότι οι ενάγοντες είχαν αναπτύξει συνδικαλιστική δράση, και συγκεκριμένα, ότι έρχονταν σε επαφή με τους άλλους εργαζόμενους, ότι η δράση τους αναδείκνυε τα προβλήματα υγιεινής και μισθοδοσίας, ότι οι δυο πρώτοι εξ αυτών μιλούσαν στις συνελεύσεις και ότι ο τρίτος ήταν υποψήφιος στις εκλογές του σωματείου εργαζομένων στη ΜΕΤΚΑ και μέλος του συνδικάτου μετάλλων "ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΡΗΓΑΣ". Επίσης, και ο μάρτυρας της πρώτης προσθέτως παρεμβαίνουσας Γεώργιος Κίτσιος, ο οποίος είχε διατελέσει από το έτος 2003 έως και τον Ιούνιο του 2010 γενικός γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Βόλου κατέθεσε ότι ο πρώτος ενάγων συμμετείχε σε συνελεύσεις και απεργίες, στη διακίνηση υλικού και σε συλλαλητήριο, ότι έπαιρνε το λόγο και μιλούσε. Επίσης, κατέθεσε ότι το Εργατικό Κέντρο Βόλου είχε συνεργασία με την πρώτη εναγομένη και ότι ήταν καλό το κλίμα, διότι υπήρχαν δεσμεύσεις της εταιρίας ότι δε θα έκανε απολύσεις. Αυτές οι καταθέσεις δεν αναιρούνται ως προς τα ανωτέρω σημεία τους από εκείνη του μάρτυρα ανταποδείξεως Δημητρίου Καρβούνη, ο οποίος είναι προϊστάμενος παραγωγής στην πρώτη εναγομένη και αρχικά κατέθεσε ότι οι ενάγοντες απολύθηκαν βάσει του βιβλίου αξιολόγησης, ότι οι δυο από αυτούς δεν ήταν συνδικαλιστές, αλλά παρουσιάστηκαν ως τέτοιοι σε μια επιτροπή την οποία δε γνώριζε η εταιρία, δεν κατόρθωσε όμως να εξηγήσει πειστικά για ποιο λόγο η εταιρία δεν είχε εξαρχής επισημάνει τη μειωμένη απόδοση των εναγόντων, στη συνέχεια δε κατέθεσε αυτολεξεί ότι "δεν προσλαμβάνουν συνδικαλιστές" και αναφερόμενος στον προηγούμενο μάρτυρα, (κατέθεσε) ότι "εάν το γνώριζαν ότι (εννοεί το Στεργίου) είχε συνδικαλιστική δράση δεν θα τον προσλαμβάνανε το 2005". Η κρίση περί της ύπαρξης συνδικαλιστικής δράσης εκ µέρους των εναγόντων δεν αναιρείται από τα ακόλουθα έγγραφα ήτοι: 1)την από 8.3.2010 ανακοίνωση του Σωματείου με την επωνυμία "Σύλλογος Προσωπικού Εργοστασίου Μεταλλικών Κατασκευών Ελλάδος (ΜΕΤ¬ΚΑ) Βόλου)", όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι από τους απολυθέντες δεν είναι κανένας συνδικαλιστής και οι δύο δεν ήταν καν υποψήφιοι, 2) το από 16.3.2010 υπόμνημα του ανωτέρω σωματείου προς το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, από το οποίο προκύπτει ότι το σωματείο ζήτησε από τη Διοίκηση της εταιρίας και την Επιθεώρηση Εργασίας να εξετασθεί το ενδεχόμενο ανάκλησης των απολύσεων και να επαναπροσληφθούν οι απολυθέντες ενάγοντες, παρότι δεν ήταν συνδικαλιστές. Από τα έγγραφα αυτά συνάγεται ότι οι ενάγοντες δεν τυγχάνουν προστασίας με βάση τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 14 του ν. 1264/1982, όπως άλλωστε βάσιμα ισχυρίζονται και οι εναγόμενοι, αμφισβητώντας ειδικώς το γεγονός ότι είχε περιέλθει σε γνώση τους η συμμετοχή των εναγόντων στο προεδρείο της Εργοστασιακής επιτροπής του συνδικάτου εργατοϋπαλλήλων μετάλλου Ν. Μαγνησίας, με την επωνυμία "ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΡΗΓΑΣ". Ωστόσο, οι ενάγοντες ανέπτυξαν νόμιμη συνδικαλιστική δράση, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, την οποία γνώριζαν οι νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρίας. Άλλωστε, η συνδικαλιστική δράση των εναγόντων που γίνονταν μέσα στο χώρο του εργοστασίου, ήταν τόσο φανερή και με τέτοια ένταση και αντιπαράθεση, που αποτελούσε το θέμα συζήτησης στο χώρο του εργοστασίου και γίνονταν άμεσα αντιληπτή από τους νόμιμους εκπρόσωπους της εναγομένης. Συνεπώς, καταλήγει το Εφετείο, οι προαναφερόμενες καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων είναι άκυρες κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, γιατί υπερβαίνουν προφανώς το όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη καθώς και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του συναφούς δικαιώματος της εργοδότριας, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών συνθηκών, και συγκεκριμένα, ότι ο πρώτος ενάγων είναι γεννημένος στις 10.5.1957 (ήδη 56 ετών), είναι έγγαμος και πατέρας δύο ανηλίκων τέκνων, ο δεύτερος ενάγων είναι γεννημένος στις 21.5.1962 (ήδη 51 ετών), είναι έγγαμος και πατέρας δύο ανηλίκων τέκνων και ο τρίτος ενάγων είναι γεννημένος στις 9.1.1978 (ήδη 35 ετών) και είναι άγαμος. Με τις παραδοχές αυτές απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία και εκείνο είχε δεχθεί ότι οι επίδικες καταγγελίες ήταν παράνομες και καταχρηστικές και ακόμη επιδίκασε στους αναιρεσίβλητους μισθούς υπερημερίας. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν, διέλαβε δε στην απόφαση του, σαφείς, πλήρεις και δίχως αντιφάσεις, αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν, επαρκώς, το αποδεικτικό πόρισμα του και καθιστούν εφικτό τον έλεγχο της, ως προς την ορθή εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων και τούτο διότι, με βάση τις παραδοχές της απόφασης, η ως άνω συμμετοχή των αναιρεσίβλήτων στις εκλογές και η ιδιότητα με την οποία μετείχαν στην εργοστασιακή επιτροπή της ΜΕΤΚΑ του "Συνδικάτου Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου Ν. Μαγνησίας- ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΡΗΓΑΣ" ναι μεν δεν απολαμβάνει, πράγματι, της προστασίας του άρθρου 14 παρ.5 του ν. 1264/1982, όμως, συνιστούν, σαφώς, την έννοια της νόμιμης συνδικαλιστικής δράσης του άρθρου 14§4 του ν. 1264/1982, στη νόμιμη δε αυτή συνδικαλιστική δράση και σε άλλες αναφερόμενες, παραπάνω, στην απόφαση, συνδικαλιστικές δράσεις των οφείλεται η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων, η οποία, πράγματι, υπερβαίνει,προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ και είναι άκυρη ως καταχρηστική, διότι οφείλεται σε εκδίκηση συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στην εργοδότρια συμπεριφοράς των εργαζομένων. Η ειδικότερη αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι το Εφετείο δεν αιτιολογεί ειδικότερα τη γνώση του νομίμου εκπροσώπου της, ως προς την εκλογή των αναιρεσίβλήτων στο προεδρείο της εργοστασιακής επιτροπής της ΜΕΤΚΑ του "Συνδικάτου Εργατουπαλλήλων Μετάλλου Ν Μαγνησίας-ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΡΗΓΑΣ", και τη συνδικαλιστική των δράση, είναι αβάσιμη, αφού, με τις παραδοχές της απόφασης "Οι ενάγοντες είχαν ενεργό συμμετοχή τόσο στο Συνδικάτο Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου Ν. Μαγνησίας -ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΡΗΓΑΣ όσο και στο νεοσύστατο συνδυασμό με την επωνυμία Μαζική Ενωτική Κίνηση Αλλαγής, που ως στόχο είχε τη μέγιστη συμμετοχή του στο Δ.Σ. του Σωματείου με την επωνυμία Σύλλογος Προσωπικού Εργοστασίου Μεταλλικών Κατασκευών Ελλάδος (ΜΕΤ-ΚΑ) Βόλου), πέτυχε δε την εκλογή του σε δύο έδρες" και "Οι ενάγοντες ανέπτυξαν νόμιμη συνδικαλιστική δράση, όπως περιγράφηκε ανωτέρω, την οποία γνώριζαν οι νόμιμοι εκπρόσωποι της εταιρίας. Άλλωστε, η συνδικαλιστική δράση των εναγόντων, που γίνονταν μέσα στο χώρο του εργοστασίου, ήταν τόσο φανερή και με τέτοια ένταση και αντιπαράθεση, που αποτελούσε το θέμα συζήτησης στο χώρο του εργοστασίου και γίνονταν άμεσα αντιληπτή από τους νόμιμους εκπρόσωπους της εναγομένης", αιτιολογείται επαρκώς η γνώση του νομίμου εκπροσώπου της αναιρεσείουσας. Επομένως, οι, περί του αντιθέτου, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αντίστοιχα, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, σύμφωνα με το άρθρο 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 20-12-2013, αίτηση αναίρεσης της 322/2013 απόφασης του Εφετείου Λάρισας. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Σελίδα 2 της 2183/2014 πολιτικής απόφασης του Αρείου Πάγου Ε.Κ.
Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, όταν γίνεται αποκλειστικά από εκδίκηση ή εχθρότητα του εργοδότη προς το πρόσωπο του μισθωτού, οφειλομένη σε προηγούμενη συνδικαλιστική δράση του τελευταίου, υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, είναι δε άκυρη ως καταχρηστική σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 281, 174 και 180 ΑΚ.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 2180/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ο. Τ. του Α., συζ. Π. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χαρίλαο Κοψαχείλη. Της αναιρεσίβλητης: Κ. Τ. του Α., κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/12/2004 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 283/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 124/2009 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 28/2/2012 αίτησή της και τους από 30/4/2014 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 30/9/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, και την καταδίκη της αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 7395Δ/3.4.2014 ΚΑΙ 7720Δ/13.5.2014 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Λάρισας Ν. Χ. Κ., ακριβές αντίγραφο της από 28.2.2012 αιτήσεως αναιρέσεως και των από 30.4.2014 προσθέτων λόγων καθώς και κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσίβλητη. Συνεπώς, εφόσον αυτή δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνησή της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία της (άρθρ. 576 παρ. 2 ΚΠολΔικ). Επειδή η ποιοτική η ποσοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής, υπάρχει αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η σχετική παράβαση ελέγχεται αναιρετικά, με τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, καθόσον το δικαστήριο, κατά παράβαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔικ, παραλείπει να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου, ενώ η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με την εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρμοσθεί, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ, αν το δικαστήριο για την κρίση του ως προς το νόμω βάσιμο της αγωγής, είτε αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί, είτε αρκέστηκε σε λιγότερα. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1831 παρ. 2 και 1835 ΑΚ προκύπτει ότι στην περίπτωση που δεν υπάρχει κανένα περιουσιακό στοιχείο στην ομάδα της κληρονομιάς, απαραίτητο στοιχείο της αγωγής μέμψεως άστοργης δωρεάς είναι μεταξύ άλλων και η αξία που είχε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που δώρισε ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο που έγινε η δωρεά. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, κατά τον οποίο το δικόγραφο θα έπρεπε να κηρυχθεί άκυρο, όπως είχε ζητηθεί και στα δικαστήρια της ουσίας, κατά την περί μέμψεως αστόργου δωρεάς βάση του, γιατί δεν προσδιορίζεται το ποσό κατά το οποίο περιορίζεται η αξία του επιδίκου ακινήτου από το δικαίωμα της συνοίκησης που παρακράτησε για τον εαυτό της η συστήσασα την προς την εναγομένη γονική παροχή, η οποία (γονική παροχή) κατά την αγωγή συνιστούσε δωρεά, άλλως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 1 του ίδιου άρθρου πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο για το ορισμένο της αγωγής αρκέστηκε σε λιγότερα από όσα απαιτούνται από το άρθρο 1831 παρ. 2, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1142 και 1187 ΑΚ, καθόσον δέχθηκε ότι η αγωγή κατά την επίμαχη βάση της είναι ορισμένη αφού προσδιοριζόταν η συνολική αξία του ακινήτου. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον η αναφερόμενη στην αγωγή αξία του ακινήτου κατά το χρόνο της παροχής προσδιορίζεται με την επιβάρυνση της περιορισμένης προσωπικής δουλειάς της συνοίκησης και επομένως επαρκώς προσδιορίζεται το στοιχείο αυτό του πραγματικού της αγωγής, μη στοιχειοθετουμένων των επικαλουμένων λόγων. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 1509 ΑΚ, όπως ισχύει μετά το Ν. 1329/1983, η παροχή περιουσίας προς το τέκνο από οποιονδήποτε γονέα, είτε για την δημιουργία ή τη διατήρηση οικονομικής ή οικογενειακής αυτοτέλειας, είτε για την έναρξη ή την εξακολούθηση επαγγέλματος, αποτελεί δωρεά, μόνο ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις. Ως επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο θεωρείται το ανάλογο προς την οικονομική κατάσταση, την κοινωνική θέση του γονέα, κατά τη σύσταση της παροχής και την οικογενειακή του κατάσταση, δηλαδή τον αριθμό των τέκνων του και της ηλικίας τους και τις ανάγκες του συγκεκριμένου τέκνου. Απορία του τέκνου δεν απαιτείται για τη σύσταση της γονικής παροχής, αλλά μόνον η συνδρομή ανάγκης υπό τις ανωτέρω προϋποθέσεις του άρθρου 1509 Α.Κ. Αν δεν συντρέχει περίπτωση ανάγκης, τότε η παροχή έχει την έννοια της δωρεάς. Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1825 και 1835 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι η γονική παροχή, κατά το μέτρο που θεωρείται ως δωρεά και προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα αναγκαίου κληρονόμου, υπόκειται σε μέμψη. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1831 παρ. 2 και 1835 του ΑΚ, όπως ισχύουν μετά το Ν. 1329/1983, προκύπτει ότι σε μέμψη υπόκεινται κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου προς το μεριδιούχο, η οποία προστίθεται στην κληρονομιά με την αξία που είχε κατά το χρόνο της παροχής (εκτός αν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά όταν έγινε η παροχή), εάν η κληρονομιά που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου, δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα του ενάγοντος μεριδιούχου. Αίτημα της αγωγής είναι να ανατραπεί η δωρεά, κατά το μέρος που απαιτείται για να ικανοποιηθεί η νόμιμη μοίρα του μεριδιούχου και να υποχρεωθεί ο δωρεοδόχος να αντικαταστήσει, δηλαδή να μεταβιβάσει κατά κυριότητα και νομή στο μεριδιούχο, τόσο μέρος από τα στοιχεία που δωρήθηκαν, όσο απαιτείται για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει κανένα περιουσιακό στοιχείο στην πραγματική ομάδα της κληρονομίας και ενάγει ο νόμιμος μεριδιούχος , με αίτημα να ανατραπεί η άστοργη δωρεά, απαιτείται να προσδιορίζεται στην αγωγή η αξία που είχε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που δώρησε ο κληρονομούμενος, κατά το χρόνο που έγινε η δωρεά αυτού, ώστε, επί της αξίας αυτής, να υπολογισθεί το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του ενάγοντος και η σ' αυτό (ποσοστό νόμιμης μοίρας) αντιστοιχούσα αξία του δωρηθέντος. Περαιτέρω από τα άρθρα 1825 και 1831 - 1834, σε συνδυασμό και με τα άρθρα 1813 περ. 1 εδ. α' και 1820 εδ. α' ΑΚ, συνάγεται ότι τα τέκνα του κληρονομουμένου και ο τυχόν συντρέχων με εκείνα επιζών αυτού σύζυγος, έχουν δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία αυτού καθ' ορισμένο ιδανικό ποσοστό, κατά το εν λόγω δε ποσοστό καθένας εξ εκείνων μετέχει της κληρονομίας αυτού ως κληρονόμος. Το εν λόγω δε ποσοστό, που αποτελεί τη νόμιμη μοίρα καθενός εξ εκείνων, είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας, η οποία εξ αδιαθέτου μερίδα, σε περίπτωση που τα τέκνα είναι δύο, ανέρχονται για μεν τον επιζώντα σύζυγο στο 1/4 ή στα 4/16, για καθένα δε των τέκνων στα 6/16. Αυτή η εύρεση της νόμιμης μοίρας αποκαλείται συνήθως ποσοστιαίος προσδιορισμός της εν λόγω μοίρας και τίποτε δεν αποκλείει να ικανοποιεί απόλυτα κάποιον των μεριδιούχων, ώστε να αντιτάσσει την με αυτόν τον προσδιορισμό καθοριζόμενη νόμιμη μοίρα του, κατ' άλλου. Τίποτε ωστόσο δεν αποκλείει σ' αυτόν τον τελευταίο να καταφύγει στον συνήθως αποκαλούμενο λογιστικό προσδιορισμό της νόμιμης μοίρας, του και προβλεπόμενο στα άρθρα 1831-1834 ΑΚ, με ενδεχόμενη συνέπεια τον περιορισμό ή και μηδενισμό της νόμιμης μοίρας εκείνου, ο οποίος περιορισμός ή μηδενισμός και τελικά θα ισχύσει στις έννομες σχέσεις του τελευταίου με εκείνον του μεριδιούχου. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ολ ΑΠ 20/2011). Εξάλλου ο ίδιος λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για παραβίαση κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, γιατί πλήττει, την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Εξ ετέρου κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔικ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή είναι αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1001/2014). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό προσκομισθέντων και επικληθέντων αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς τις σωρευόμενες και κριθείσες νομικά βάσιμες, αγωγικές βάσεις περί αναγνωρίσεως του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας-αναιρεσίβλητης στην κληρονομιά της μητέρας της και αποδόσεως του αναλογούντος ποσοστού αυτής, καθώς και περί ανατροπής της έχουσας χαρακτήρα δωρεάς γονικής παροχής της μητέρας της ενάγουσας-αναιρεσίβλητης προς την εναγομένη-αναιρεσείουσα αδελφή της. "Στις 12-4-2001 απεβίωσε στη Λάρισα η Ε. Τ., η οποία είχε πλησιέστερες συγγενείς της και νομίμους μεριδούχους τις θυγατέρες της Κ. και Ο. Τ., δηλαδή τις διαδίκους Η αποβιώσασα κατά το χρόνο του θανάτου της δεν είχε περιουσία, αφού το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που διέθετε είχε μεταβιβάσει με παροχή εν ζωή, κατά το έτος 1992, στην εναγομένη θυγατέρα της Ο.. Συγκεκριμένα με το υπ' αριθμ. .../1992 συμβόλαιο, που συνέταξε ο συμβολαιογράφος Λάρισας Αθανάσιος Τζίκας και μεταγράφηκε νόμιμα, η αποβιώσασα μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής στην εναγομένη θυγατέρα της την κυριότητα ενός οικοπέδου εμβαδού 183 τ.μ. μετά της επ' αυτού παλαιάς ισόγειας οικίας εμβαδού 90 τ.μ. περίπου, διατήρησε δε η παρέχουσα δικαίωμα συνοικήσεως σ' αυτό εφ' όρου ζωής της. Το μεταβιβασθέν ακίνητο κείται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλεως Λαρίσης του ομώνυμου Δήμου στη συνοικία Σουφλαρίων, στο τέρμα της οδού Ν. και ήδη επί της οδού Α. αριθμ. 15 και συνορεύει νότια σε πλευρά μήκους 8,50 γ.μ. με την οδό Α., δυτικά σε πλευρά μήκους 22 γ.μ. με ιδιοκτησία Γ. Μ. βόρεια σε πλευρά τεθλασμένη, που αποτελείται από δύο ευθείες μήκους 4,90 γ.μ. η μία και 3,60 γ.μ. η άλλη, με ιδιοκτησία κληρονόμων Ε. Ζ. και ανατολικά σε πλευρά μήκους 21 γ.μ. με ιδιοκτησία Α. Μ. και με ιδιοκτησία κληρονόμων Μ. Κ., αντικειμενικής αξίας κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο της παροχής 4.434.888 δρχ. Επί του ακινήτου αυτού υφίστατο κατά το χρόνο της παροχής παλαιά οικία εμβαδού 90 τ.μ. περίπου, η οποία αποτελούσε συστατικό του προπεριγραφομένου ακινήτου και η άνω αξία του υπολογίζεται ενιαία ήδη δε η οικία αυτή έχει κατεδαφισθεί από την εναγομένη και έχει αυτή ανεγείρει νέα οικία. Η παρέχουσα, όπως προαναφέρεται, είχε μόνους πλησιέστερους συγγενείς της τις διαδίκους θυγατέρες της, η ίδια ήταν συνταξιούχος του ΙΚΑ και ελάμβανε σύνταξη χηρείας από το έτος 1979 που απεβίωσε ο σύζυγος, ύψους κατά τον χρόνο της παροχής 71.475 δρχ. μηνιαίως, δεν βαρυνόταν με δαπάνες στεγάσεως, αφού διέμεινε στην ανήκουσα στην κυριότητα της άνω οικία, είχε δε ικανό εισόδημα από την σύνταξη της για να αντιμετωπίσει τις βιοτικές της ανάγκες και οι δαπάνες για την ιατροφαρμακευτική της περίθαλψη καλυπτόταν από τον ασφαλιστικό της φορέα. Η ενάγουσα σε ηλικία 17 ετών κατά το έτος 1973 τέλεσε νόμιμο γάμο με τον Κ. Τ. και από τον γάμο της αυτό απέκτησε δύο τέκνα τον Δ. και τον Α. που γεννήθηκαν το έτος 1974 και 1977 αντίστοιχα, ήδη δε ο γάμος της αυτός έχει λυθεί από το έτος 1996. Αυτή μετά την τέλεση του γάμου της εγκαταστάθηκε με τον σύζυγο της στην κατοικία των γονέων της, στην συνέχεια μέχρι το έτος 1982 διέμεινε στην κατοικία του πεθερού της και ήδη έκτοτε διαμένει σε μισθωμένη οικία. Η εναγομένη αρχικά δεν εργαζόταν, από το έτος όμως 1991 εργαζόταν στην επιχείρηση στεγνοκαθαριστηρίου που διατηρούσε ο πεθερός της στην πόλη της Λάρισας και από το έτος 1996,ήτοι μετά τη λύση του γάμου της, ασκεί την επιχείρηση αυτή ατομικά. Η εναγομένη το έτος 1986 σε ηλικία 23 ετών τέλεσε νόμιμο γάμο με τον Κ. Π. και από το γάμο της αυτό απέκτησε δύο τέκνα τον Θ. και την Ε., που γεννήθηκαν το έτος 1986 και 1992 αντίστοιχα. Μετά την τέλεση του γάμου της αυτή εγκαταστάθηκε στην κατοικία της μητέρας της, όπου διέμεινε με την οικογένεια της, η ίδια δε εργαζόταν ως γαζώτρια σε βιοτεχνία ετοίμων ενδυμάτων και ο σύζυγος της ασκούσε το επάγγελμα του επιπλοποιού. Το έτος 1992 η Ε. Τ. μεταβίβασε στην εναγομένη θυγατέρα της το άνω μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο λόγω γονικής παροχής, πλην όμως η γονική παροχή αυτή στο σύνολο της έχει την έννοια της δωρεάς, αφού υπερβαίνει το μέτρο το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις, αν ληφθεί υπ' όψη η προαναφερόμενη οικονομική κατάσταση της παρέχουσας, η κοινωνική της θέση κατά την σύσταση της παροχής, καθώς και το γεγονός ότι η άνω οικία αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό της στοιχείο, όπως επίσης η οικονομική και οικογενειακή κατάσταση των δύο τέκνων της. Ειδικότερα, όπως προαναφέρεται, η ενάγουσα μέχρι το έτος 1990 δεν εργαζόταν διέμεινε σε μισθωμένη κατοικία και είχε αποκτήσει από το γάμο της δύο τέκνα, αντίθετα η εναγομένη δεν βαρυνόταν με δαπάνες στεγάσεως αφού διέμεινε με την μητέρα της στην άνω οικία και εργαζόταν τόσο η ίδια όσο και ο σύζυγος της. Συνεπώς, αφού η άνω γονική παροχή έχει στο σύνολο της την έννοια της δωρεάς, ως δωρεά είναι άστοργη, γιατί προσβάλλεται το δικαίωμα της νομίμου μοίρας της ενάγουσας, δοθέντος ότι δεν υπάρχει κληρονομιαία περιουσία για την κάλυψη της, και έτσι αυτή υπόκειται σε μέμψη. Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε, ότι η αντικειμενική αξία του άνω οικοπέδου μετά της επ' αυτού παλαιάς οικίας ανήρχετο κατά τον κρίσιμο χρόνο συστάσεως της παροχής σε 4.434.888 δρχ. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η κληρονομουμένη όσο ζούσε προέβη στις άνω παροχές στην ενάγουσα, οι οποίες πρέπει να προστεθούν για την υπολογισμό της νόμιμης μοίρας της τελευταίας, από τα ίδια όμως ως άνω αποδεικτικά μέσα ουδόλως αποδείχθηκε ότι η κληρονομουμένη προέβη στις εν λόγω παροχές προς την άνω θυγατέρα της, γι' αυτό και ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω από τα αυτά αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε, ότι η εναγομένη κατέβαλε για έξοδα κηδείας της μητέρας της το ποσό των 450.000 δρχ. και για έξοδα ανανέωσης του χρόνου ταφής το ποσό των 52.475 δρχ. ήτοι συνολικά 502.475 δρχ. και το ποσό αυτό θα αφαιρεθεί από την αξία της παροχής κατά τον χρόνο που έγινε, για την εξεύρεση της νομίμου μοίρας της ενάγουσας ,αφού δεν υπάρχει πραγματική κληρονομική ομάδα. Μετ' αφαίρεση των εξόδων κηδείας η αξία της πλασματικής ομάδος της κληρονομιάς ανέρχεται σε 3.932.241 δρχ., αν δε στην κληρονομιά της άνω αποβιωσάσης χωρούσε η εξ αδιαθέτου διαδοχή, δοθέντος ότι η ενάγουσα συνέτρεχε μόνο με την εναγομένη αδελφή της θα καλείτο στην πρώτη τάξη και η εξ αδιαθέτου μερίδα της θα ανήρχετο σε 1/2, ως νόμιμη μεριδιούχος δε της μητέρας της έχει δικαίωμα νομίμου μοίρας στην κληρονομιά αυτής που ανέρχεται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδος της ήτοι σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου. Συνεπώς η αξία της νομίμου μοίρας της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των ( 3.932.413Χ 1/4 =) 983.103,25 δρχ. Επειδή όμως δεν καταλήφθηκε περιουσία που να καλύπτει την νόμιμη μοίρα της ενάγουσας, η προς την εναγομένη γενόμενη δωρεά εν ζωή εκ μέρους της κληρονομουμένης ήταν άστοργη, αφού μ' αυτή προσβάλλεται το εν λόγω δικαίωμα της. Κατ' ακολουθία για να λάβει η ενάγουσα την νόμιμη μοίρα που της αναλογεί στην κληρονομιά της μητέρας της, πρέπει να ανατραπεί η άνω δωρεά, με την οποία μεταβιβάσθηκε στην εναγομένη η κυριότητα του προπεριγραφομένου ακινήτου. Για την εξεύρεση του αναλογούντος στην ενάγουσα ποσοστού της νομίμου μοίρας, θα σχηματισθεί ένα κλάσμα με αριθμητή την αξία της νόμιμης μοίρας της και με παρονομαστή την αξία της άνω δωρεάς, το εξαγόμενο δε αποτέλεσμα της διαίρεσης αντιστοιχεί στο ποσοστό της αυτό ήτοι 983.103/3.932.414=0,205, ήτοι σε ποσοστό 20,5%, το οποίο και καλύπτει την νόμιμη μοίρα της κατά το ποσοστό δε αυτό πρέπει να ανατραπεί και η άνω δωρεά. Επομένως η ενάγουσα νόμιμη μεριδούχος διατηρεί σε βάρος της εναγομένης δωρεοδόχου ενοχική απαίτηση προς απόδοση σ" αυτήν του δωρηθέντος ακινήτου κατά το ποσοστό αυτό (20,5%)." Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε τους αφορώντες τα ζητήματα αυτά (νόμιμη μοίρα και μέμψη αστόργου δωρεάς) οικείους λόγους της εφέσεως (2ο και 3ο) και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη, που είχε κρίνει διαφορετικά, αναγνώρισε ότι η ενάγουσα-αναιρεσίβλητη έχει δικαίωμα νόμιμης μοίρας σε ποσοστό 20,5% στην ακίνητη περιουσία της μητέρας της, ότι η γονική παροχή της τελευταίας προς την αναιρεσείουσα εναγομένη έχει τον χαρακτήρα δωρεάς, την οποία ανέτρεψε κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας, υποχρεώνοντας την τελευταία να αποδώσει στην ενάγουσα το ένδικο ακίνητο κατά το εξ αδιαιρέτου ποσοστό της νόμιμης μοίρας. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις των άρθρων 1509, 1831 παρ. 2 και1835 ΑΚ, αφού υπό τα ως άνω, ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Περαιτέρω, έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού εξέθεσε σ' αυτήν, χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα και που ήταν αναγκαία για την εφαρμογή των προδιαληφθεισών ουσιαστικών διατάξεων. Ειδικότερα αναφέρεται στην απόφαση η οικονομική κατάσταση της μητέρας των διαδίκων, καθώς και των ιδίων, που εφόσον κρίθηκαν ισοδύναμες, δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο της εναγομένης η κατά το άρθρο 1509 ΑΚ ανάγκη και η προς αυτήν γονική παροχή είναι στο σύνολό της δωρεά, η οποία υπόκειται σε ανατροπή, καθόσον αφορά στο μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της μητέρας της και προσβάλλει το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας της ενάγουσας-αδελφής της στη δε συνέχεια με βάση την κατάσταση και την αξία του μοναδικού στοιχείου της κληρονομιάς κατά τον χρόνο της παροχής και αφού έγινε καταλογισμός των καταβληθέντων από την εναγομένη εξόδων κηδείας της κληρονομουμένης, προσδιορίστηκε το επί του ενδίκου ακινήτου, εξ αδιαιρέτου, ποσοστό της νόμιμης μοίρας και διατάχθηκε η απόδοση του. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ τρίτος λόγος του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω οι αιτιάσεις των δυο πρώτων λόγων του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως κατά της οποίες το Εφετείο, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1509 και 496 ΑΚ και παρά το ότι από τις αποδείξεις προέκυπτε το αντίθετο δέχθηκε α) " ότι η οικονομική κατάσταση των διαδίκων ήταν ισοδύναμη και ότι μη συντρεχούσης ανάγκης για γονική παροχή, αυτή (γονική παροχή) αποτελεί στο σύνολό της δωρεά" και β) ότι έλαβε χώρα δωρεά, ενώ τούτο δεν συνέβη, αφού η παροχή έγινε με αντάλλαγμα και ειδικότερα " με τη συμφωνία της αντιπαροχής από την εναγομένη υπηρεσιών και φροντίδων προς τη μητέρα της και την οίκηση της τελευταίας στην οικία, που η εναγομένη θα ανήγειρε με δαπάνες της στο παρεχόμενο ακίνητο, μετά από κατεδάφιση της υπάρχουσας σ' αυτό παλαιάς οικίας" είναι απαράδεκτες, γιατί υπό την επίφαση της παραβιάσεως των επικαλουμένων διατάξεων, αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττουν την περί τα πράγματα ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης για τον ίδιο λόγο είναι απορριπτέοι οι τρίτος και τέταρτος από τους λόγους του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, κατά τις αιτιάσεις των οποίων αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το Εφετείο ενόψει των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αποδειχθέντων, θα έπρεπε να κρίνει ότι η αναιρεσίβλητη απώλεσε το προς μέμψη αστόργου δωρεάς δικαίωμα της του άρθρου 1835 ΑΚ λόγω παραιτήσεως της από αυτό (τρίτος λόγος) καθώς και ότι εσφαλμένα δέχθηκε ότι είναι δυνατή η αυτούσια απόδοση του κληρονομιαίου ακινήτου, ενώ τούτο δεν ήταν δυνατό, υφισταμένης μόνο της κατά το άρθρο 1873 ΑΚ αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού (τέταρτος λόγος). Με τον πέμπτο λόγο του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση, ότι κατά παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 1836 παρ. 2 ΑΚ, δεν απέρριψε την αγωγή λόγω συμπληρώσεως της αναφερομένης στη διάταξη αυτή διετίας από τον χρόνο θανάτου της κληρονομουμένης, άλλως λόγω παρόδου της 2ετίας αυτής εν επιδικία, η διαδρομή της οποίας παραγραφής εν επιδικία, θα έπρεπε να ερευνηθεί και να ληφθεί υπόψη αυτεπάγγελτα από το Εφετείο. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος γιατί αφορά σε ισχυρισμό που προβάλλεται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, χωρίς να συντρέχει καμμιά από τις προϋποθέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔικ. Τούτο ανεξάρτητα από το ότι ο πρώτος από τους ισχυρισμούς αυτούς είναι και ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) στο πρώτο βαθμό υποβλήθηκε από την εναγόμενη-αναιρεσείουσα, η από το άρθρο 281 ΑΚ, απορριφθείσα ως μη νόμιμη, με μη εκκληθέν κεφάλαιο της πρωτόδικης αποφάσεως, ένσταση, για τη θεμελίωση της οποίας, μεταξύ άλλων έγινε και η επίκληση του περιστατικού της ασκήσεως της επίμαχης (από μέμψη αστόργου δωρεάς) αγωγής "εννέα ημέρες" πριν από τη συμπλήρωση διετίας, πράγμα το οποίο προκύπτει και από τα διαδικαστικά έγγραφα, αφού η αγωγή αυτή κατατέθηκε στις 3.4.2003 και επιδόθηκε στις 7.4.2003, ενώ ο θάνατος της κληρονομουμένης είχε συμβεί στις 12.4.2001 ήτοι εννέα και πέντε ημέρες, αντίστοιχα, πριν από την κατάθεση και την άσκηση της αγωγής. Όσο αφορά τον δεύτερο από τους ισχυρισμούς αυτούς η παραγραφή έχει θεσπιστεί για την προστασία του ιδιωτικού συμφέροντος και δεν αφορά τη δημόσια τάξη, ώστε να λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, ανεξάρτητα από το ότι και για ισχυρισμούς που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, τα πραγματικά περιστατικά που τους στηρίζουν θα πρέπει να έχουν προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται επίκληση της υποβολής αυτής (Ολ ΑΠ 15/2000), πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει για τον επίμαχο ισχυρισμό, που το πρώτον υποβάλλεται στο Άρειο Πάγο και μάλιστα ατελώς και με την υπόμνηση ότι τα υπόλοιπα περιστατικά που στηρίζουν τον ισχυρισμό θα πρέπει αυτεπαγγέλτως να συμπληρωθούν από τον Άρειο Πάγο. Ενόψει τούτων οι παραπάνω ερευνηθέντες αναιρετικοί λόγοι (3ος του προσθέτου δικογράφου και 1ος 2ος 3ος 4ος και 5ος του κυρίου δικογράφου) πρέπει να απορριφθούν. Επειδή κατά το άρθρο 1831 παρ. 2 ΑΚ για τον υπολογισμό της νόμιμης μοίρας, προστίθενται στην κληρονομιά με την αξία που είχαν κατά το χρόνο της παροχής, οτιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε, χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε με άλλο τρόπο και επίσης οποιαδήποτε δωρεά που ο κληρονομούμενος έκανε (εννοείται σε τρίτο) στα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το θάνατό του, εκτός αν την επέβαλλαν λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο νομικό καθήκον. Στη συνέχεια, στο άρθρο 1833 ΑΚ του ίδιου κώδικα, ορίζεται ότι στη νόμιμη μοίρα καταλογίζονται οι παροχές σε μεριδιούχο, με την αξία που είχαν όταν έγιναν, εφόσον προστίθενται στην κληρονομία, σύμφωνα με το άρθρο 1831, εκτός αν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά όταν έδωσε την παροχή. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται, ότι στη νόμιμη μοίρα κάθε μεριδούχου, καταλογίζεται κάθε παροχή από ελευθεριότητα που έγινε από τον κληρονομούμενο στο μεριδούχο, αφού μετά το ν. 1329/1983, αυτή είναι κατά νόμο καταλογιστέα, εκτός αν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά. Η εξαίρεση δηλαδή του μη καταλογισμού προβλέπεται μόνο για τις καταλογιστέες στη νόμιμη μοίρα παροχές (άρθρο 1833 παρ. 1) και όχι για τις συνυπολογιστέες στην κληρονομία (άρθρο 1831 παρ. 2). Συνεπώς όταν δεν υπάρχει διαφορετική βούληση του κληρονομούμενου στη νόμιμη μοίρα καταλογίζεται και η δωρεά προς τον μεριδούχο που έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρεπείας, αφού και αυτή δεν παύει να είναι παροχή από ελευθεριότητα, που δόθηκε δηλαδή από τον κληρονομούμενο χωρίς νομική υποχρέωση. Ενόψει τούτων, στις προστιθέμενες κατά το άρθρο 1831 παρ. 2 ΑΚ στην κληρονομία παροχές του κληρονομουμένου προς τους μεριδούχους, περιλαμβάνονται οι χωρίς αντάλλαγμα γενόμενες προς αυτούς παροχές, έστω και αν έγιναν από λόγους ευπρέπειας ή από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον, όπως επίσης και οι δωρεές προς τρίτους, εφόσον οι τελευταίες αυτές έγιναν στα τελευταία δέκα χρόνια πριν πεθάνει ο κληρονομούμενος, αν δεν αποδείξει ο τρίτος δωρεοδόχος ότι αυτές έγιναν από λόγους ευπρέπειας ή από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο κατά παραβίαση της προαναφερθείσας διάταξης του 1831 παρ. 2 και 1835 ΑΚ απέρριψε την ένσταση της αναιρεσείουσας εναγομένης, κατά την οποία η ένδικη παροχή έγινε προς αυτήν από τη μητέρα της από ιδιαίτερο καθήκον και λόγους ευπρεπείας και ότι γι' αυτό δεν υπολογίζεται στη νόμιμη μοίρα και δεν υπόκεινται σε μέμψη άστοργης δωρεάς, με την αιτιολογία ότι " ο ισχυρισμός αυτός είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί αφού οι προς τους νομίμους μεριδούχους γενόμενες δωρεές και ακόμη έγιναν από ιδιαίτερο καθήκον υπολογίζονται για την εξεύρεση της νόμιμης μοίρας και συνακόλουθα υπόκεινται σε μέμψη. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις επικαλούμενες διατάξεις, καθώς και την αυτεπαγγέλτως προστιθέμενη διάταξη του άρθρου 1833 ΑΚ (άρθρ. 562 παρ. 4 ΚΠολΔικ) τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε ως προς το νόμω βάσιμο της επίμαχης ενστάσεως και ο υποστηρίζων τα αντίθετα ερευνώμενος λόγος (2ος πρόσθετος) πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 9 εδ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο άφησε αδίκαστη αίτηση. Ως "αίτηση" νοείται και κάθε μη αυτοτελής αίτηση στη διαδρομή του δικαστικού αγώνα, εφόσον προκαλεί την ενέργεια του δικαστηρίου και συντελεί έτσι στην εξέλιξη της διαδικασίας για τον σκοπό έκδοσης οριστικής αποφάσεως, εφόσον αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης, όχι όμως και εκείνη της ένστασης και αντένστασης και γενικά εκείνη που αναφέρεται σε κάθε είδους "πράγματα", δηλαδή ο παρών λόγος δεν ιδρύεται, αν αφέθηκε αδίκαστη ένσταση ή αντένσταση ουσιαστική ή δικονομική του διαδίκου, αλλά τότε ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 8 του ίδιου άρθρου, εκτός αν πρόκειται περί γνησίας ενστάσεως, ήτοι περί ενστάσεως, που στηρίζεται σε αυτοτελές δικαίωμα το οποίο μπορεί να ασκηθεί και με αγωγή. Εξάλλου κατά το άρθρο 1836 ΑΚ, την αγωγή μέμψης άστοργης δωρεάς ασκούν ο μεριδούχος ή οι διάδοχοί του μόνο κατά του δωρεοδόχου ή την κληρονόμων του, για να ανατραπεί η δδωρεά κατά το μέρος που λείπει από τη νόμιμη μοίρα. Ο δωρεοδόχος μπορεί να αποφύγει την ανατροπή καταβάλλοντας το ισάξιο εκείνου που λείπει. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο εναγόμενος δωρεοδόχος μπορεί να αποφύγει την ανατροπή της δωρεάς, προτείνοντας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά και στο Εφετείο, υπό τους περιορισμούς των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔικ και καταβάλλοντας ή προσφέροντας σε ευρώ την αξία της νόμιμης μοίρας ή του μέρους της που λείπει, είτε συντρέχει περίπτωση έρημου κλήρου, είτε όχι, γιατί υπάρχουν και άλλα περιουσιακά στοιχεία στην κληρονομία, οπότε ( ο εναγόμενος-δωρεοδόχος) καταδικάζεται διαζευκτικά στην αυτούσια απόδοση του αντιστοιχούντος στο μέρος της νόμιμης μοίρας που λείπει ποσοστού του αντικειμένου της δωρεάς ή στην καταβολή της αξίας της νόμιμης μοίρας ή του μέρους που λείπει. Όταν ο δωρεοδόχος ασκήσει το νόμιμο αυτό δικαίωμα του με παραδεκτή, νόμιμη και κατ' ουσία βάσιμη ένστασή του, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να ικανοποιήσει το σχετικό αίτημά του και όχι απλή προς τούτο ευχέρεια. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 9 εδ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο άσκησε αδίκαστο το από το άρθρο 1836 εδ. β' ΑΚ αίτημα της εναγομένης-αναιρεσείουσας, περί καταβολής, από αυτήν, στην αναιρεσίβλητη του ισαξίου, σε χρήμα, ποσοστού της νόμιμης μοίρας της, ώστε να αποφύγει την ανατροπή της δωρεάς, όπως τούτο είχε ζητήσει με τον τρίτο λόγο της εφέσεώς της. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, προεχόντως ως αιτίαση από την επικαλούμενη διάταξη του αριθμού 9 εδ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, καθόσον ο επίμαχος ισχυρισμός δεν αποτελεί μη αυτοτελή αίτηση υπό την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, αλλά ένσταση που περιείχετο, κατά τα εκτιθέμενα, σε λόγο εφέσεως και συνακόλουθα δεν ιδρύει τον ερευνώμενο λόγο, αλλά εκείνον του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου, που και πάλι ως λόγος από τη διάταξη αυτή είναι απαράδεκτος, γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η ένσταση αυτή υποβλήθηκε, πράγμα το οποίο όμως δεν συνέβη, όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση τόσο των πρωτοδίκων προτάσεων, όσο και του εφετηρίου (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) στον τρίτο λόγο του οποίου υφίσταται νομική ανάλυση του άρθρου 1836 ΑΚ και αιτίαση ως προς το νόμιμο της τοκοφορίας του κατά τη διάταξη αυτή επιδικασθέντος πρωτοδίκως ποσού, κατά παραδοχή οικείου αγωγικού αιτήματος, που κρίθηκε μη νόμιμο με την προσβαλλομένη απόφαση, αλλά όχι υποβολή οικείου αιτήματος της εναγομένης αναιρεσείουσας. Ενόψει τούτων και ο λόγοςαυτός, καθώς και η αναίρεση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, στο σύνολό τους, πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔικ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28.2.2012 αίτηση και τους από 30.4.2014 πρόσθετους λόγους της Ο. Τ. του Α. κατά της Κ. Τ. του Α. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 124/2009 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας. Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μέμψη αστόργου δωρεάς. Συμπλήρωση νόμιμης μοίρας. Ποιοτική και νομική αοριστία της αγωγής. Στοιχείο αγωγής μέμψεως αστόργου δωρεάς, όταν το δωρηθέν ήταν το μοναδικό στοιχείο της κληρονομιάς, είναι η κατά το χρόνο της δωρεάς αξία του. Άρθρο 1509 ΑΚ. Η γονική παροχή αποτελεί δωρεά μόνο ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις. Ποιο το επιβαλλόμενο μέτρο κατά το μέρος που η γονική παροχή θεωρείται δωρεά υπόκειται σε μέμψη. Άρθρο 1831 παρ. 2 ΑΚ. Ποιες δωρεές υπόκεινται σε μέμψη. Αίτημα της αγωγής είναι να ανατραπεί η δωρεά κατά το μέρος που προσβάλλει τη νόμιμη μοίρα. Πως υπολογίζεται η νόμιμη μοίρα. Ποιοι είναι οι νόμιμοι μεριδούχοι. Άρθρο 559 αρ. 1 και 19: Προϋποθέσεις. Απαράδεκτος ο λόγος που υπό την επίφαση της παραβιάσεως κανόνα δικαίου πλήττει την περί την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Απαράδεκτος ο λόγος που για πρώτη φορά υποβάλλεται στον Άρειο Πάγο, όπως είναι η διετής παραγραφή του άρθρου 1836 παρ 2 ΑΚ και η εν επιδικία παραγραφή, τα στοιχεία της οποίας δεν μπορεί να ληφθούν υπόψη αυτεπάγγελτα. Άρθρο 1836 παρ 2 ΑΚ. Αν ασκηθεί το από τη διάταξη αυτή δικαίωμα με νόμω και ουσία βάσιμη ένσταση, το δικαστήριο έχει υποχρέωση, και όχι απλώς ευχέρεια, να ικανοποιήσει το σχετικό αίτημα. Αρ. 9 εδ. γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ: ως μη αυτοτελής αίτηση δεν θεωρείται η ένσταση, εκτός αν πρόκειται περί γνησίας ενστάσεως, που στηρίζεται σε αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο μπορεί να ασκηθεί με αγωγή.
Νόμιμη μοίρα
Αοριστία αγωγής, Δωρεά, Νόμιμη μοίρα.
0
Αριθμός 2179/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "CORAL (ΚΟΡΑΛ) ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ", όπως τροποποιήθηκε από "SHELL HELLAS (ΣΕΛΛ ΕΛΛΑΣ) ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ", που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Απόστολο Φανό, ο οποίος δήλωσε ότι διορθώνει την ημερομηνία της αίτησης αναίρεσης από το εσφαλμένο "27.1.2013" στο ορθό "27.1.2014". Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "Γ. Φ. ΥΙΟΙ Ο.Ε." που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και 2)ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Φ. ΔΟΜΙΚΑ ΕΡΓΑ Α.Ε." που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Αντωνιάδη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/1/2010 ανακοπή της ήδη 1ης αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 35642/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 1640/2013 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 27/1/2014 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 30/9/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της αναίρεσης και να απορριφθούν οι δεύτερος και τρίτος. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της παραστάσας αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από την υπ'αριθμ. από την υπ'αριθμ. 4125ΣΤ/9.4.2014 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Θεσσαλονίκης Π. Χ. και των συνημμένων σ'αυτήν απόδειξης παραλαβής δικογράφου και βεβαίωσης αποστολής συστημένης επιστολής (άρθρ. 128 § 4 ΚΠολΔικ), ακριβές αντίγραφο της από 27.1.2013 αιτήσεως αναιρέσεως, καθώς και κλήση για συζήτηση για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στην πρώτη αναιρεσίβλητη "Γ. Φ. και ΥΙΟΙ ΟΕ". Συνεπώς, εφόσον αυτή δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ'αυτό, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242§2 και 573§1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία της (άρθρ. 576 § 2 ΚΠολΔικ). Επειδή επί αναγκαστικής ομοδικίας, η οποία συντρέχει κατά τη διάταξη του άρθρου 76 § 1 ΚΠολΔικ και επί ανακοπής του άρθρου 936 ΚΠολΔικ, στην οποία υφίσταται υποχρεωτική κοινή νομιμοποίηση, καθόσον οι ομόδικοι μόνον από κοινού μπορούν να εναγάγουν ή να εναχθούν, η οριστική απόφαση προσβάλλεται, παραδεκτώς, μόνον όταν αυτή καταστεί τελεσίδικη για όλους τους ομοδίκους (ΟλΑΠ 18/2001). Εάν κάτοικος από τους αναγκαίους αυτούς ομοδίκους ασκήσει αναίρεση θεωρείται εκ του νόμου ότι άσκησαν αυτό και οι ομόδικοί του, παρόλο που αδράνησαν. Ως εκ τούτου, αυτοί πρέπει να καλούνται κατ'άρθρο 110 ΚΠολΔικ στη συζήτηση της αναίρεσης, καθόσον, χωρίς την κλήτευση αυτή, παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και εντεύθεν δημιουργείται απαράδεκτο της συζητήσεως της αναιρέσεως, το οποίο, ως αναφερόμενο στην προδικασία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον 'Αρειο Πάγο. Πάντως αν η αναίρεση του ομοδίκου, απευθυνθεί και κατά του αναγκαίου ομοδίκου του, δεν ιδρύεται απαράδεκτο και εκτιμάται ως κλήση κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως, όπως συμβαίνει και επί αναιρέσεως κατά του προσθέτως παρεμβάντος. Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλομένη απόφαση έχει εκδοθεί επί διεκδικητικής ανακοπής του άρθρου 936 ΚΠολΔικ, από δε τους με αυτήν συνδεομένους με αναγκαστική ομοδικία καθής η εκτέλεση (Εταιρεία Φ. Δομικά 'Εργα ΑΕ) και επισπεύδουσας εταιρείας (CORAL AE) αναίρεση ασκεί μόνο η επισπεύδουσα εταιρεία (CORAL AE), την οποία στρέφει τόσο κατά της αντιδίκου της εταιρείας (Γ. Φ. και Υιοί ΟΕ), όσο και κατά της αναγκαίας ομοδίκου της (Εταιρεία Φ. Δομικά 'Εργα). Η αναίρεση όμως αυτή της αναγκαίας ομοδίκου δεν είναι απαράδεκτη, αλλά, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, ισχύει ως κλήτευση της εν λόγω ομοδίκου, καθόσον η ερήμην ως προς αυτήν εκδοθείσα προσβαλλομένη απόφαση, έχει καταστεί τελεσίδικη, αφού από την οικεία στις 7.2.2011 επίδοση, έχει παρέλθει, νόμιμη προς άσκηση ανακοπής ερημοδικίας προθεσμία (άρθρ. 503 και 533 § 1 ΚΠολΔικ - βλ. υπ'αριθμ. 10352Ε/7.2.2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Θεσσαλονίκης Π. Χ.-). Επειδή κατά το άρθρο 936 ΚΠολΔικ τρίτος έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως, αν προσβάλλεται δικαίωμα του πάνω στο αντικείμενο της εκτέλεσης, το οποίο δικαιούται να αντιτάξει, σε εκείνον κατά του οποίου έχει στραφεί η εκτέλεση και ιδίως α) δικαίωμα εμπράγματο που αποκλείει ή περιορίζει το δικαίωμα εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και β) απαγόρευση διάθεσης, που έχει ταχθεί υπέρ αυτού και συνεπάγεται, σύμφωνα με το νόμο την ακυρότητα της διάθεσης. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι βάση της ανακοπής είναι το δικαίωμα του τρίτου και η προσβολή του δικαιώματος αυτού, που έγινε με την εκτέλεση. Ο τρίτος εφόσον επικαλεσθεί και αποδείξει το δικαίωμά του, στοιχείο που αφορά τη νομιμοποίησή του καθιστά ανενεργό την εκτέλεση. Η εν λόγω ανακοπή περιέχει δύο αιτήματα, ήτοι την αναγνώριση ή καταψήφιση του δικαιώματος του τρίτου και τη διάπλαση της ανενέργειας της εκτέλεσης. Απευθύνεται δε κατά του δανειστή και του οφειλέτη, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με το θεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. 'Ελλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της ή όταν από τις παραδοχές της απόφασης, δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθά ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 § 2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο, αφού λόγω της ερημοδικίας στον πρώτο βαθμό της εκκαλούσας - ανακόπτουσας, δέχθηκε, κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔικ την έφεση τυπικά, αλλά και ουσιαστικά, δίκασε εκ νέου και μέσα στα καθοριζόμενα από την έφεση όρια, την ανακοπή του άρθρου 936 ΚΠολΔικ και τους προσθέτους αυτής λόγους, που είχαν ασκήσει η πρώτη αναιρεσίβλητη κατά της αναιρεσείουσας και της θεωρουμένης, κατά τα αναφερόμενα παραπάνω, ως καλουμένης στη δίκη δεύτερης αναιρεσίβλητης, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς τους αποτελούντες αντικείμενο της αναιρέσεως μοναδικό λόγο της ανακοπής και πρώτο πρόσθετο λόγο, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ'αριθμ. .../27.09.1973 οριστικού συμβολαίου του συμβ/φου Θεσσαλονίκης, Αλέξανδρου Ιωαννίδη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης (τομ. …, αριθ. 447) η ανακόπτουσα έγινε κυρία, νομέας και. κάτοχος ενός οικοπέδου (πρώην αγρού Γ' κατηγορίας), εκτάσεως, κατά τον τίτλο κτήσεως, 5.300 τ.μ, πού βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Νέου Κορδελιού και συνορεύει γύρωθεν, κατά τον τίτλο κτήσεως, με δημόσια οδό Θεσσαλονίκης - Βέροιας, με οδό (πρώην "συμμαχική οδό" άγουσα προς Κορδελιό) και με αγρό Α. Π.. Σήμερα το ανωτέρω οικόπεδο- μετά την εν μέρει απαλλοτρίωση του για τη διάνοιξη της Περιφερειακής Οδού Θεσσαλονίκης, έχει εμβαδόν 2.236 τ.μ. και συνορεύει γύρωθεν (σύμφωνα με το τυπογραφικό διάγραμμα, που συντάχθηκε τον Οκτώβριο του 2008 από τον τοπογράφο μηχανικό Ι. Α.) με Εσωτερική Περιφερειακή Οδό, σε τεθλασμένη πλευρά Β-Δ-Γ-7, μήκους 38,09 + 2,75 + 74,89 γρ.μ., με ιδιοκτησία της 1ης των καθ' ων σε τεθλασμένη πλευρά 7-11-12, μήκους 18,42 + 52 γρ. μ, με άλλη ιδιοκτησία μου σε πλευρά 12-1, μήκους 70,64 γρ.μ. και με την οδό Μοναστηρίου σε πλευρά 2-Β, μήκους 22,17 γρ.μ. Στο ανωτέρω οικόπεδο η ανακόπτουσα κατασκεύασε διαδοχικά, δυνάμει νομίμων αδειών της Πολεοδομίας Θεσσαλονίκης, δύο συνεχόμενα διώροφα κτήρια γραφείων (αποτελούμενα από ισόγειο και πρώτο όροφο), το πρώτο με πρόσοψη επί της οδού Μοναστηρίου και το δεύτερο όπισθεν και συνεχόμενο αυτού, εμβαδού 294 τ.μ. και 141 τ.μ, το καθένα αντίστοιχα. Στην κατοχή των ως άνω κτηρίων γραφείων βρίσκεται από το έτος 1975, δυνάμει μισθωτικής σχέσης, η καθ' ης η εκτέλεση (1η των καθ' ών η ανακοπή), προς την οποία εκμισθώθηκε από την ανακόπτουσα, η δε εμπορική αξία του ως άνω ακινήτου (οικοπέδου με κτήρια γραφείων) υπερβαίνει το ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων ευρώ (4.000.000,00 €) και ειδικότερα, η αξία των κτηριακών εγκαταστάσεων ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (450.000,00 €), ενώ η αξία του οικοπέδου στο ποσό των τεσσάρων εκατομμυρίων ευρώ (4.000.000, 00 €). Με τις προσβαλλόμενες πράξεις εκτέλεσης περιλήφθηκε στην πλειστηριαζόμενη ακίνητη περιουσία της καθ' ης, χωρίς όμως να ανήκει πράγματι στην κυριότητα της τελευταίας, και το άνω κτήριο γραφείων, που έχει ανεγερθεί στο προαναφερόμενο οικόπεδο, κυριότητας της ανακόπτουσας, όπως και από την δεύτερη των καθ' ών (επισπεύδουσα) με τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αλλά και με τις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προτάσεις της ομολογείται. Υπό τις ανωτέρω συνθήκες, ο πλειστηριασμός, που είχε ορισθεί με τις αναφερόμενες στο δικόγραφο πράξεις αναγκαστικής εκτελέσεως για την 13.1.2010 ματαιώθηκε. Στη συνέχεια, με επίσπευση της δεύτερης των καθ' ών, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 3948/19.01.2010 "Β' επαναληπτική περίληψη δήλωσης συνέχισης μη γενόμενου πλειστηριασμού" του δικαστικού επιμελητή, Π. Χ., με την οποία ορίστηκε πλειστηριασμός για την 17.3.2010 και η οποία περιελάμβανε και πάλι στα πλειστηριαζόμενα ακίνητα και το προαναφερθέν ακίνητο, ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας. Ακολούθως, η επισπεύδουσα την εκτέλεση - δεύτερη των καθ' 'ων πριν την ως άνω νέα ημερομηνία πλειστηριασμού, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, την υπ' αριθ. κατ. 8212/25.2.2010 ανακοπή του άρθρου 954 § 4 ΚΠολΔ προς διόρθωση α) της υπ' αριθ. 312/30.05.2005 κατασχετήριας έκθεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, Μαργαρίτας Γκουντρουμπή - Γαλάνη και β) της υπ' αριθ. 3948/19.01.2010 "Β' επαναληπτικής περίληψης δήλωσης συνέχισης μη γενόμενου πλειστηριασμού", με την οποία ζήτησε, μεταξύ άλλων, να διαγραφεί από το περιεχόμενο των πράξεων αυτών η περιγραφή του κτηρίου γραφείων, που βρίσκεται στο ως άνω οικόπεδο, ιδιοκτησίας της ανακόπτουσας. Επί της ανακοπής αυτής, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 9414/15.03.2010 απόφαση του• ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε την ανακοπή και διέταξε να διορθωθούν οι προσβληθείσες κατά τα άνω από την επισπεύδουσα πράξεις εκτέλεσης ως εξής: "1) Να περιληφθεί σ' αυτές ότι τα γραμματικά στοιχεία που περικλείουν περιμετρικά το κατασχεθέν ακίνητο, είναι τα "α, δ, ε, η, θ, σ, τ, υ, ρ, γ', δ', α', β', κ, β, α"; ενώ η γραμματική επισήμανση των παρακάτω και στο ιστορικό αναφερομένων πλευρών είναι: "α) βορειοδυτικά ... και εν μέρει σε πλευρά α', β', με το υπ' αριθ. 3 οικόπεδο αγνώστου ιδιοκτήτη, μήκους 52 γραμμικών μέτρων, β) βορειοανατολικά ...και εν μέρει σε πλευρά σ,τ, μήκους 12 γραμμικών μέτρων, με αγροτική οδό, γ) νοτιοανατολικά σε πλευρά γ'δ', μήκους 69 γραμματικών μέτρων με ιδιοκτησία Γ. Φ. Υιοί Ο.Ε. δ) νοτιοδυτικά εν μέρει σε πλευρά υ', ρ', γ', με ιδιοκτησία Γ. Φ. Υιοί Ο.Ε και εν μέρει σε πλευρά α', δ', μήκους 56 γραμμικών μέτρων", 2) να απαλειφθεί απ' αυτές αναφορικά με τις κτηριακές εγκαταστάσεις ότι υφίσταται "και κτίριο στην είσοδο των γηπεδικών εγκαταστάσεων, αποτελούμενο από ισόγειο και ανώγειο όροφο, που χρησιμοποιείται για την στέγαση των γραφείων της Διοικήσεως, εμβαδού 80 τ. μ. κατά επίπεδο", 3) να περιληφθούν σ' αυτές τα ορθά στοιχεία του τίτλου κτήσης που είναι: ".../1976 συμβόλαιο του συμβ/φου Θεσσαλονίκης, Βασιλείου I. Ζαφειριάδου". Η ως άνω απόφαση όρισε νέα ημερομηνία πλειστηριασμού την 21η-4-2010, ώστε να πραγματοποιηθεί η προδικασία του με την νέα ορθή περιγραφή των πλειστηριαζομένων ακινήτων και έτσι να εξαιρεθεί σαφώς από αυτά το παραπάνω ακίνητο της ανακόπτουσας, κατόπιν δε τούτων και ο πλειστηριασμός που είχε οριστεί για την 17η-3-2010 ματαιώθηκε. Ακολούθως, η δεύτερη των καθ' ών επέσπευσε τρεις (3) ακόμη φορές πλειστηριασμό σε βάρος της 1ης των καθ' ων, ορίζοντας ως ημερομηνίες για την διενέργεια αυτού, την 21η-4-2010, την 26η-5-2010 και την 30η-6-2010, εκδόθηκαν δε αντίστοιχα οι υπ' αριθ. .../18.03.2010 ("Γ' Επαναληπτική"), .../21.04.2010 ("Δ' Επαναληπτική") και .../26.05.2010 ("Ε' Επαναληπτική") "Περιλήψεις Δήλωσης συνέχισης μη γενόμενου πλειστηριασμού" του αυτού ως άνω δικαστικού επιμελητή. Ο πλειστηριασμός της 26ης-5-2010 ματαιώθηκε, λόγω αναστολής εργασιών στο Δικαστικό Μέγαρο Θεσσαλονίκης (βομβιστική επίθεση της 14ης-5-2010), ενώ οι πλειστηριασμοί, που είχαν οριστεί για 21.4.2010 και την 30.6.2010 ματαιώθηκαν και εγκαταλείφθηκαν από την επισπεύδουσα. Μετά την εγκατάλειψη του πλειστηριασμού της 30ης-6-2010, εκδόθηκε η υπ' αριθ. .../23.06.2010 "ΣΤ' Επαναληπτική Περίληψη Δήλωσης συνέχισης μη γενόμενου πλειστηριασμού" του ίδιου δικαστικού επιμελητή, κατόπιν της από 23.06.2010 γραπτής εντολής του Δημ. Πετρά, πληρεξούσιου δικηγόρου της δεύτερης των καθ' ών - επισπεύδουσας και σε συνέχεια της υπ' αριθ. .../09.10.2009 δήλωσης επίσπευσης πλειστηριασμού της συμβ/φου Θεσσαλονίκης, Ευδοκίας Στρογγυλή, με την οποία ορίσθηκε νέα ημερομηνία πλειστηριασμού, η 28.7.2010. Απόσπασμα δε αυτής, συνταχθέν από τον ίδιο δικαστικό επιμελητή, την 9.7.2010, δημοσιεύθηκε, την 10η-7-2010, στην εφημερίδα "Τύπος της Θεσσαλονίκης". Ενόψει της προαναφερόμενης περιγραφής του πλειστηριαζομένου ακινήτου, στο οποίο περιλαμβάνεται και το κτήριο των γραφείων της διοίκησης, πού, κατά τα προαναφερθέντα, έχει αναγερθεί σε οικόπεδο κυριότητας της ανακόπτουσας, αλλά και του ότι στις πράξεις εκτελέσεως πού ακολούθησαν την έκδοση της υπ' αριθ. 9414/15.3.2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και ειδικότερα τόσο στην υπ' αριθ. .../23.06.2010 "ΣΤ' Επαναληπτική Περίληψη Δήλωσης συνέχισης μη γενόμενου πλειστηριασμού" όσο και στο από 9-7-2010 δημοσιευθέν απόσπασμα της άνω περιλήψεως στο τέλος της περιγραφής της πλειστηριαζόμενης ακίνητης περιουσίας της πρώτης των καθ' ων προστίθεται μεν η φράση "όπως με κάθε λεπτομέρεια περιγράφονται στην κατασχετήρια έκθεση", χωρίς όμως να μνημονεύεται η υπ' αριθ. 9414/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, πού διέταξε την διόρθωση της άνω κατασχετήριας έκθεσης, είναι προφανές ότι προσβάλλεται το δικαίωμα κυριότητας της ανακόπτουσας επί των προαναφερόμενων κτηρίων γραφείων και οικοπέδου, των οποίων η πλειστηρίαση θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη σ' αυτήν, αφού θα απωλέσει ένα σημαντικής αξίας περιουσιακό της στοιχείο, χωρίς να είναι οφειλέτρια της δεύτερης των καθ' ών επισπεύδουσας και επομένως ακύρως, κατά τα άνω, επισπεύδεται πλειστηριασμός και σε βάρος της προαναφερόμενης ακίνητης περιουσίας της". Με βάση τις παραδοχές αυτές στο Εφετείο (και αφού απέρριψε ως αόριστο, τον μη αποτελούντα αντικείμενο της αναιρέσεως δεύτερο πρόσθετο λόγο της ανακοπής) δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμο τον μοναδικό λόγο της ανακοπής, καθώς και τον συναπτόμενο με αυτόν πρώτο πρόσθετο λόγο και στη συνέχεια, αφού δέχθηκε ότι με την επισπευδομένη εις βάρος της δεύτερης αναιρεσίβλητης - καθής η ανακοπή εκτέλεση, προσβάλλεται το επί του επιδίκου ακινήτου δικαίωμα κυριότητας της ανακόπτουσας - πρώτης αναιρεσίβλητης, ήτοι οικοπέδου μετά των επ'αυτού κτιρίων, που αποτελούνται από ισόγειο και ανώγειο και χρησιμοποιούνται για τη στέγαση των γραφείων της διοικήσεως, κήρυξε ανενεργό ως προς αυτήν την εκτέλεση. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, ως προς την προσβολή του δικαιώματος κυριότητας της ανακόπτουσας - πρώτης αναιρεσίβλητης επί του επιδίκου, αφού καταλείπονται αμφιβολίες για το αν η περιγραφή του εκτιθεμένου σε πλειστηριασμό με την Στ'Επαναληπτική Περίληψη ακινήτου περιλαμβάνει και το επίδικο ακίνητο, ή είναι σύμφωνη με τα επιτασσόμενα με την κατά το άρθρο 954 § 4 ΚΠολΔικ εκδοθείσα διορθωτική υπ'αριθμ. 9414/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Ειδικότερα ενώ στην απόφαση αναφέρεται ολόκληρο το διατακτικό της προαναφερθείσας διορθωτικής απόφασης, στη συνέχεια δεν διευκρινίζεται αν οι συνταχθείσες μετά την έκδοση της απόφασης αυτής Γ, Δ'και Ε'επαναληπτικές περιλήψεις και ιδιαίτερα η Στ', είναι σύμφωνες ή όχι με το διατακτικό της απόφασης αυτής, ή έχουν συνταχθεί όπως οι πριν από την διόρθωση συνταχθείσες Επαναληπτικές Περιλήψεις που περιελάμβαναν και το επίδικο, ενώ προσέτι δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν η παραπομπή τόσο της επίμαχης Στ' Επαναληπτικής Περίληψης, όσο και του δημοσιευθέντος αποσπάσματός της στην κατασχετήρια έκθεση αφορά στην περιγραφή όλων των κτιριακών εγκαταστάσεων που αναφέρονται στην αρχική κατασχετήρια έκθεση ή των λοιπών πλήν εκείνων που είναι ανεγερμένα επί του επιδίκου, ήτοι των κτιρίων γραφείων, κατά τα επιτασσόμενα με την διορθωτική απόφαση. Όμως οι ασαφείς, ανεπαρκείς και καταλείπουσες αμφιβολίες εν λόγω αιτιολογίες, δεν επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, για την ορθή ή όχι εφαρμογή της προπαρατεθείσας, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεως του άρθρου 936 ΚΠολΔικ και γι'αυτό ο πρώτος και από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμος. Κατ'ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, πλην των πρότερον δικασάντων (άρθρ. 580 § 3 ΚΠολΔικ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου (άρθρ. 495 § 4 ΚΠολΔικ). Η πρώτη αναιρεσίβλητη, ως ηττώμενη διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ'αριθμ. 1640/2013 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Θεσσαλονίκης, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Διατάσσει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα, του κατατεθέντος, από αυτήν, παραβόλου. Καταδικάζει την πρώτη αναιρεσίβλητη (Γ. Φ. και Υιοί ΟΕ) στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 3 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανακοπή τρίτου (936 ΚΠολΔ). Αναγκαστική Ομοδικία. Η απεύθυνση της αναιρέσεως κατά του αναγκαστικού ομοδίκου ισχύει ως κλήτευση, εφόσον έχει και ως προς αυτόν τελεσιδικήσει η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ: να μην καταλείπονται αμφιβολίες από τις παραδοχές της απόφασης. Αναιρείται η απόφαση λόγω δημιουργουσών αμφιβολίες αιτιολογιών.
Έλλειψη αιτιολογίας
Ανακοπή αναγκαστικής εκτέλεσης, Έλλειψη αιτιολογίας.
0
Αριθμός 2177/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών - καθών η κλήση: 1) Α. χήρας Β. Β., το γένος Π. Β., κατοίκου ..., και 2) Μ. Ν. Π., κατοίκου ..., οι οποίες δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Του αναιρεσιβλήτου - καλούντος: Β. Β. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαγδαληνή Καρανικόλα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-6-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 37ΤΜ/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 115/2011 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείουσες με την από 4-7-2011 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 41/2014 του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρει ο καλών με την από 6/2/2014 κλήση του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσίβλητος, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 24-10-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιός επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικος του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει νόμος διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, οι αναιρεσείουσες δεν εμφανίσθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση αυτής σύμφωνα με το άρθρο 242§2 και 573§1 ΚΠολΔ. Από τις 82988γ/6-5-2014 και 83000γ/6-5-2014 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Κ. Δ., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει ο αναιρεσίβλητος, που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης μετά την κήρυξη απαράδεκτης της συζήτησής της με την 41/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου με την από 6-2-2014 κλήση του, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 6-2-2014 κλήσης με την κάτω από αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση της αίτησης αυτής για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα στις απολειπόμενες αναιρεσείουσες. Επομένως παρά την απουσία τους, η συζήτηση της υπόθεσης πρέπει να προχωρήσει. Από το συνδυασμό των άρθρων 1710 § 2, 1825 έως 1827, 1829, 1846 έως 1851 και 1857 του ΑΚ, σαφώς προκύπτει ότι η από την παράβαση του δίκαιου της νόμιμης μοίρας ακυρότητα της διαθήκης είναι σχετική, έχοντας ταχθεί μόνο υπέρ του μεριδούχου, ο οποίος, αν παραβιάστηκε με τη διαθήκη η νόμιμη μοίρα του, με την ολοσχερή παράλειψη του ή την κατάλειψη σ' αυτόν μέρους μόνο αυτής, ή με την κατάλειψη ολόκληρης ή μέρους της νόμιμης μοίρας του αλλά υπό περιορισμούς, δικαιούται, ακόμη και μετά την πάροδο της προς αποποίηση της κληρονομιάς προθεσμίας, οπότε θεωρείται ότι αμετακλήτως αποδέχτηκε την κληρονομιά ως προς το καταλειφθέν, να παραιτηθεί από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του ως προς ολόκληρο ή το μέρος που λείπει, εκτός αν εκδήλωσε προηγουμένως αντίθετη βούληση, και να λάβει έτσι, αντί του θεσπιζόμενου με το νόμο, μόνον, ότι καταλείφθηκε σ' αυτόν με τη διαθήκη, έτσι ώστε να παραμένει ισχυρή η με αυτήν εγκατάσταση του, παρά το ότι με αυτήν προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα του. Η παραίτηση αυτή, η οποία δεν συνιστά αποποίηση της κληρονομιάς, υπό την έννοια του άρθρου 1847 ΑΚ, ή εκποίηση αυτής αλλά αποτελεί παραίτηση από το δικαίωμα προς επίκληση της σχετικής ακυρότητας της διαθήκης, δηλαδή νομικό γεγονός που επάγεται απώλεια του δικαιώματος τούτου, μπορεί να γίνει, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά και με άτυπη, μονομερή, μη απευθυντέα προς άλλον δήλωση βουλήσεως, είτε ρητή είτε σιωπηρή, συναγόμενη δηλαδή συμπερασματικώς από πράξεις που εμφαίνουν βούληση παραιτήσεως και αν ακόμη περιλαμβάνονται στην κληρονομιά εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων, η σύμβαση μεταβιβάσεως των οποίων απαιτείται να γίνεται ενώπιον συμβολαιογράφου (ΟλΑΠ 935/1975, ΑΠ 1017/2009). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, αντιστοίχως δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού κανόνα δικαίου για την επέλευση της απαγγελθείσας έννομης συνέπειας ή την άρνησή της. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείουσες, που είχαν ερημοδικαστεί πρωτοδίκως, ισχυρίστηκαν με τον πρώτο λόγο έφεσης τους ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ενώ είχε λάβει γνώση τόσο της δημοσίευσης της επίμαχης διαθήκης, που έγινε στις 3-8-2005 καθώς και της εκ μέρους της πρώτης εξ αυτών μεταβίβασης της ψιλής κυριότητας του κληρονομιαίου ακινήτου στη δεύτερη εξ αυτών, που έγινε στις 25-5-2006, εν τούτοις άσκησε την ένδικη αγωγή στις 16-6-2006 και προέβη σε αποδοχή της νόμιμης μοίρας του μόλις στις 9-5-2007 χωρίς μέχρι την άσκηση της αγωγής να έχει με οιονδήποτε τρόπο αμφισβητήσει το κύρος της διαθήκης καθό μέρος τον έθιγε και έτσι ο αναιρεσίβλητος παραιτήθηκε του δικαιώματος επίκλησης της ακυρότητας της επίμαχης διαθήκης κατά το μέρος που θίγεται η νόμιμη μοίρα του. Τα ως πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν αρκούν για να συναχθεί παραίτηση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου από το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας του και επομένως ο εξεταζόμενος ισχυρισμός των αναιρεσειουσών είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Κρίνοντας έτσι και το Εφετείο, δεν παρεβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και επομένως ο σχετικός πρώτος λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος. Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, "η άσκηση δικαιώματος απαγορεύεται, εάν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κανονισμός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή και των δικαιοπαρόχων του ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά τα οποία χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του κατά τις περί δικαίου τις ηθικές αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ.ΑΠ 17/1995, Ολ.ΑΠ 7/2002). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια του νόμου, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση (και συνεπώς θεμελιώνουν το αίτημα) αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως (Ολ.ΑΠ 3/1997). Συνεπώς, δεν είναι πράγματα, με την πιο πάνω έννοια, η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ανακοπής κλπ ή τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 469/1984). Περαιτέρω, επί ενστάσεως καταχρήσεως δικαιώματος, κάθε ένα από τα πραγματικά περιστατικά που συνθέτουν την έννοια της καταχρηστικής άσκησης, αποτελεί αυτοτελή πραγματικό ισχυρισμό, η δε παράλειψη της έρευνας των περιστατικών αυτών θεμελιώνει τον λόγο αυτόν αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η από το άρθρο 559 αριθ. 8 περιπτ. β' Κ.Πολ.Δ., πλημμέλεια της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του όλα τα περιστατικά της ένστασης καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, που πρόβαλαν οι αναιρεσείουσες με τον 2ο λόγο έφεσης τους προς απόκρουση της ένδικης ανταγωγής και τα οποία είναι τα εξής: "1.- Τα πραγματικά περιστατικά που μνημονεύονται στον πρώτο λόγο της έφεσής μας δημιούργησαν την εύλογη πεποίθηση ότι ο αντίδικος δεν θα ασκήσει το αγωγικό του δικαίωμα. 2.- Περαιτέρω, η άσκηση του δικαιώματος αυτού προξενεί εξαιρετικά επαχθή αποτελέσματα στην κληρονόμο, πρώτη από εμάς και κατ' ακολουθίαν και στην δεύτερη (αποκτήσασα με σύμβαση από την πρώτη). Συγκεκριμένα, το κληρονομιαίο ακίνητο αγοράσθηκε το 1978 δυνάμει του υπ' αρ. .../78 συμβολαίου του συμ/φου Σύρου Μάξιμου Ταλασλή αντί συνολικού τιμήματος 40.000 δρχ. Το ακίνητο ήταν αγροτικό, εκτάσεως 1.150 τ.μ. και είχε επ' αυτού ερείπια ισογείου κατοικίας και σταύλου. Επ' αυτού κατά το χρονικό διάστημα από 1980 έως 1985 εκτίσθησαν 153 τ.μ. οικίας (53 τ.μ. υπογείου γκαρσονιέρας και 100 τ.μ. ισογείου) συνολικού τότε κόστους κατασκευής ύψους δρχ. 150.000 περίπου. Όλα τα χρήματα για την απόκτηση του ακινήτου αλλά και για την κατασκευή της επ' αυτού οικοδομής τα συνεισέφερε στο κοινό οικογενειακό ταμείο η πρώτη από εμάς. Πράγματι ο αποβιώσας δεν έλαβε το πτυχίο του αρχιτέκτονα αλλ' ήταν τεχνικός συνεργάτης διαφόρων μηχανικών και αρχιτεκτόνων, εργαζόμενος περιστασιακά και αμειβόμενος κατ' αποκοπήν. Έτσι δεν είχε σταθερό εισόδημα και αρκετό χρόνο ήταν άνεργος. Αντίθετα, η πρώτη από εμάς είχε σταθερό εισόδημα από ακίνητα. (Όλα τα παραπάνω προκύπτουν άλλωστε και από τις φορολογικές δηλώσεις του ζεύγους). Επομένως, καταλείποντας το ακίνητο αυτό ο διαθέτης στην πρώτη από εμάς σύζυγο του (στο οποίο αυτή σήμερα κατοικεί) στην ουσία θέλησε να διαφυλάξει τα πραγματικά δικαιώματα της επ' αυτού, ενώ ταυτόχρονα έλαβε την προσήκουσα πρόνοια υπέρ του αντιδίκου, (εγγονού του) με την κατάληψη της προαναφερθείσας κληροδοσίας, λαμβανομένης υπ' όψη και της ελλείψεως οποιουδήποτε συνδέσμου μεταξύ του τελευταίου και του εν λόγω ακινήτου. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η προσπάθεια ανατροπής της υφισταμένης καταστάσεως με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής ύστερα από την προαναφερθείσα συμπεριφορά του αντιδίκου (που μας δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει τα αγωγικά δικαιώματα) και εν όψει των προαναφερθέντων εξαιρετικά επαχθών αποτελεσμάτων σε βάρος της πρώτης από εμάς (η οποία θα αποκτήσει συγκύριο στο σπίτι που κατασκευάσθηκε με δικά της χρήματα όπου έμενε μαζί με τον διαθέτη) αλλά και της έλλειψης ουσιαστικού συνδέσμου μεταξύ του κληρονομιαίου ακινήτου και του αντιδίκου, παρίσταται αδικαιολόγητη, διότι συνιστά υπέρβαση των ακραίων ορίων που επιτρέπουν τα χρηστά ήθη, ήτοι η περί δικαίου πεποίθηση του μέσου συνετού κοινωνικού ανθρώπου, (δημιουργούμενου εντόνου του αισθήματος της αδικίας σε βάρος της πρώτης από εμάς) εξού και πρέπει να απαγορευθεί ως ασκούμενη καταχρηστικά, απορριπτόμενης της αγωγής". Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης το Εφετείο δέχτηκε ότι στην προκείμενη περίπτωση, εκτός από τον ισχυρισμό των εκκαλουσών ότι το κληρονομιαίο ακίνητο αποκτήθηκε αλλά και κατασκευάστηκε η επ' αυτού οικοδομή με χρήματα που συνεισέφερε αποκλειστικά η πρώτη απ' αυτές, καθόσον ο διαθέτης δεν είχε σταθερό εισόδημα και ήταν άνεργος, ο οποίος δεν ασκεί καμία επιρροή στην έκβαση της προκείμενης δίκης, οι εκκαλούσες δεν επικαλούνται κάποια πραγματικά περιστατικά συμπεριφοράς του εφεσίβλητου, από τα οποία να προκύπτει ότι δημιουργήθηκε σ' αυτές η πεποίθηση ότι αυτός δεν θα ασκήσει το ένδικο δικαίωμα του, για να θεμελιωθεί η ένσταση για κατάχρηση δικαιώματος (281 ΑΚ) και για το λόγο αυτό ο σχετικός λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αόριστος. Όμως με τη θεώρηση δε των λοιπών επικαλουμένων περιστατικών η άσκηση του ενδίκου δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ. Συνεπώς το Εφετείο και αν δεν έλαβε υπόψη του τα ανωτέρω επί πλέον περιστατικά δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8β ΚΠολΔ και κατ' ακολουθία ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης, πρέπει οι ηττηθείσες αναιρεσείουσες να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρο 176 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 4-7-2011 αίτηση των Α. Β. κλπ για αναίρεση της 115/2011 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραίτηση από νόμιμη μοίρα. Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Απορρίπτονται οι λόγοι αναίρεσης από αρ. 1 και 8 άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Νόμιμη μοίρα
Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Νόμιμη μοίρα.
0
Αριθμός 2175/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Δ. Π. του Π., 2) Γ. Ξ., το γένος Δ. Π., 3)Θ. Π. του Δ., 4)Π. συζ. Κ. Τ., το γένος Κ. Λ., κατοίκων ..., και 5)Μ. συζ. Β. Κ., το γένος Α. Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Λαμπράκη, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Α. Β. - Χ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-5-2008 αγωγή των 4ης και 5ης των ήδη αναιρεσειόντων και της αρχικής διαδίκου Ε. συζ. Δ. Π., δικαιοπαρόχου των 1ου, 2ης και 3ης των ήδη αιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αρναίας Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 37/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 128/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26-7-2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 28-1-2014 έκθεση του Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ρουμπή, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 518Β/18.12.2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Χαλκιδικής Δ. Κ., ακριβές αντίγραφα της από 26.7.2012 αιτήσεως αναιρέσεως, καθώς και κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο της 19.2.2014, κατά την οποία νόμιμα αναβλήθηκε η συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στον αναιρεσίβλητο. Νέα κλήτευση για την μετ' αναβολή δικάσιμο δεν χρειαζόταν, η δε αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρ. 575 και 224 παρ. 4 εδ. γ' ΚΠολΔικ). Συνεπώς εφόσον ο αναιρεσίβλητος δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία αυτού (άρθρ. 576 παρ. 2 ΚΠολΔικ). Επειδή κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατ' αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο από τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔικ. Οι λόγοι αυτοί, που είναι περιοριστικοί - NUMERUS CLAUSUS - είναι τέσσερεις και αντιστοιχούν προς τους λόγους των αριθμών 1, 2, 4, 5 και 7 του άρθρου 559, με τους οποίους όμως δεν ταυτίζονται απολύτως και συνεπώς είναι απαράδεκτοι οι άλλοι λόγοι αναιρέσεως που αναφέρονται στο άρθρο 559. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 του ΚΠολΔικ αναίρεση κατά των προαναφερθεισών αποφάσεων επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 11/2011). Στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο περιλαμβάνονται, όπως προεκτέθηκε και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τους οποίους ορίζεται ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθής βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, καθώς επίσης ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Το δικαστήριο παραβιάζει τους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες όταν, αν και ανελέγκτως διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στη δήλωση βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων και εντεύθεν την ανάγκη συμπληρώσεως ή ερμηνείας τους, παραλείπει να προσφύγει για τη συμπλήρωση ή ερμηνεία τους, στις διατάξεις των πιο πάνω άρθρων ή προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και τη συμπλήρωση ή την ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι, δέχεται, επίσης ανελέγκτως, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, ακόμη δε και όταν προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, οπότε ο αναιρετικός έλεγχος καταλαμβάνει και την ορθότητα της κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας, αναφορικά με την ερμηνεία της δικαιοπρακτικής βουλήσεως των μερών, αφού πρόκειται για εφαρμογή διατάξεων ουσιαστικού δικαίου (Ολ ΑΠ 26/2004). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ), το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του, νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την ένδικη διεκδικητική αγωγή της τέταρτης και πέμπτης των αναιρεσειόντων, καθώς και της Ε. συζ. Δ. Π., στη θέση της οποίας, λόγω του θανάτου, υπεισήλθαν οι τρείς πρώτοι αναιρεσείοντες - σύζυγος και θυγατέρες της - ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της. "Ο Κ. Λ. του Ν., πατέρας των δύο πρώτων εναγουσών και παππούς της τρίτης ενάγουσας, ήταν κύριος από τα χρόνια της τουρκοκρατίας ενός αγροτικού ακινήτου, εμβαδού 10.000 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "…" της κτηματικής περιφέρειας του δ.δ. Βαρβάρας του Δήμου Αρναίας και συνορεύει ανατολικά επί πλευράς 45,95 γρ.μ. με αγρό φερόμενο ως αποτερματισμένο με αριθμό … (δημόσια δασική έκταση), δυτικά επί τεθλασμένης πλευράς συνολικού μήκους 59,80 γρ.μ. με δημόσια δασική έκταση, βόρεια επί τεθλασμένης πλευράς συνολικού μήκους 188,88 γρ.μ. με δημόσια δασική έκταση και νότια επί τεθλασμένης πλευράς συνολικού μήκους 197,91 γρ.μ. με επαρχιακή οδό Βαρβάρας - Μαδύτου. Ο προαναφερόμενος συγγενής των εναγουσών απεβίωσε στις 30.1.1939 στη Βαρβάρα Χαλκιδικής και άφησε ως πλησιέστερους συγγενείς του τη σύζυγο του Α., και τα επτά τέκνα του, δηλαδή την Ε. σύζυγο Δ. Π. (πρώτη ενάγουσα), την Π. σύζυγο Κ. Τ. (δεύτερη ενάγουσα), την Ε. χήρα Α. Κ. (μητέρα της τρίτης ενάγουσας), τον Γ. Λ. (σύζυγο της θετής μητέρας του εναγομένου), και τους μη διαδίκους στην παρούσα δίκη Ν. Λ., Ε. σύζυγο Δ. Σ. και Δ. σύζυγο Β. Ι.. Ο άνω αποβιώσας δεν είχε συντάξει διαθήκη, είχε όμως εκφράσει ρητά τη βούληση του σχετικά με την περιουσία του, όσο ήταν ακόμη εν ζωή. Ειδικότερα, είχε ορίσει ώστε η ακίνητη περιουσία του να περιέλθει στα άρρενα τέκνα του, ενώ τις κόρες του είχε προικίσει, κατά τις συνήθειες της εποχής, με χρήματα και ζώα. Στα πλαίσια της άνω θέλησης του, που είχε γνωστοποιήσει στη σύζυγο και στα τέκνα του, το επίδικο ακίνητο έπρεπε να περιέλθει, μεταξύ άλλων, στο γιο του Γ. Λ.. Τη βούληση του Κ. Λ. ανέλαβε να υλοποιήσει, όπως συνηθιζόταν, η σύζυγος του, Α.. Έτσι, ενώ όλα τα τέκνα του γνώριζαν καλά τι τους αναλογούσε από την περιουσία του πατέρα τους, η σύζυγος του ήταν αυτή που τη διαχειριζόταν, δηλαδή απέδιδε στα τέκνα της το μερίδιο τους ενόψει του γάμου τους, ώστε να τα νέμονται πλέον τα ίδια, αλλά όσο ζούσε εξακολουθούσε να επιβλέπει την πιστή τήρηση της βούλησης του συζύγου της, ουσιαστικά δε να νέμεται κάθε ακίνητο για λογαριασμό του τέκνου στο οποίο θα περιερχόταν. Με βάση τα ανωτέρω, ο Γ. Λ. άρχισε ο ίδιος να νέμεται το επίδικο, αφού η μητέρα του του παραχώρησε τη νομή του ενόψει του δικού του γάμου, δηλαδή το έτος 1952 και όλοι οι άλλοι κληρονόμοι του αποβιώσαντος πατέρα του γνώριζαν από τότε και αποδέχονταν ότι το νέμεται αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό. Με τον τρόπο αυτό ο ανωτέρω κατέστη κύριος ολοκλήρου του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας ήδη από το έτος 1972, αφού καθ' όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα ασκούσε επ' αυτού τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής, δηλαδή το καλλιεργούσε με σιτηρά και το όργωνε ο ίδιος ή το εκμίσθωνε σε τρίτους. Συνεπώς, τα αντίθετα υποστηριζόμενα με την αγωγή, ότι δηλαδή το επίδικο απέκτησαν όλοι οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Κ. Λ. μετά το θάνατο του, με ενεργή ανάμειξη στην κληρονομιά του και κατά τα αναφερόμενα σ' αυτήν ποσοστά εξ αδιαιρέτου, και με τις αναφερόμενες σ' αυτήν δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς, πρέπει ν' απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Το ότι το επίδικο ανήκε στην κυριότητα του Γ. Λ. ήταν επίσης γνωστό στους κατοίκους της Βαρβάρας Χαλκιδικής, μεταξύ των οποίων και οι Α. Α. του Δ. και Γ. Χ. του Κ., που βεβαίωσαν ενόρκως ενώπιον του συμβολαιογράφου Αρναίας Γρηγορίου Μπύρου, συνταγείσης προς τούτο της υπ' αριθμ. .../6.6.1995 ένορκης βεβαίωσης, ότι το επίδικο περιήλθε στον Γ. Λ. από την κληρονομιά του πατέρα του και την εντεύθεν άτυπη διανομή μεταξύ των κληρονόμων, που έλαβε χώρα το έτος 1952. Το Δικαστήριο σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση περί του ότι ακριβώς έτσι μεταβιβάστηκε η νομή του επιδίκου στον Γ. Λ., με τη διαφορά ότι η άτυπη διανομή δεν αποτελούσε προϊόν απόφασης των κληρονόμων, αλλά υλοποιούσε την ήδη εκφρασμένη βούληση του κληρονομουμένου. Η λήψη εξάλλου της παραπάνω ένορκης βεβαίωσης δεν έγινε στα πλαίσια κάποιας δίκης μεταξύ των κληρονόμων ή των διαδόχων τους, αλλά λόγω της έλλειψης νομίμου τίτλου στο όνομα του Γ. Λ., όσον αφορά στο επίδικο, και της επιθυμίας του τελευταίου να έχει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο για αυτό το ακίνητο της περιουσίας του. Τον ίδιο σκοπό είχε και η σύνταξη από τις δύο πρώτες ενάγουσες και τη μητέρα της τρίτης ενάγουσας, Ε. Κ., των από 2.1.1998 υπευθύνων δηλώσεων σε έντυπο του ν. 1599/1986, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε από τις ενάγουσες, στις οποίες οι παραπάνω αναφέρουν με πανομοιότυπες εκφράσεις ότι δωρίζουν το μερίδιο τους από την κληρονομιά του πατέρα τους, Κ. Λ., και της μητέρας τους, Α. Λ., που ήδη είχε αποβιώσει (26.1.1963), στους αδελφούς τους Ν. και Γ.. Με τις δηλώσεις αυτές, που αποτελούν εξώδικη ομολογία των δύο πρώτων εναγουσών και υπεύθυνη δήλωση τρίτου - της μητέρας της τρίτης ενάγουσας, η οποία λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο ως δικαστικό τεκμήριο, διότι δεν δόθηκε για να χρησιμοποιηθεί στην προκείμενη δίκη, οι άνω κόρες του Κ. Λ. ναι μεν φέρονται να δωρίζουν άτυπα όλο το κληρονομικό τους μερίδιο στους αδελφούς τους, στην πραγματικότητα όμως ουσιαστικά επιβεβαιώνουν αυτό που ήδη είχε συμβεί στο παρελθόν, δηλαδή την υλοποίηση της βούλησης του πατέρα τους να περιέλθει η ακίνητη περιουσία του στα άρρενα τέκνα του, και τούτο ελλείψει τίτλων μετεγγραμμένων στο Υποθηκοφυλακείο και με σκοπό την κατά κάποιο τρόπο κατοχύρωση των τελευταίων έναντι οιουδήποτε τυχόν αμφισβητούσε το εμπράγματο δικαίωμα τους. Το γεγονός ότι η Α. σύζυγος Κ. Λ. ζήτησε από το Δασαρχείο Αρναίας και έλαβε τις υπ' αριθμ. 564/2.11.1959 και 2581/19.9.1960 άδειες υλοτομίας του επιδίκου (βλ. την υπ' αριθμ. πρωτ. 2021/30.4.2009 βεβαίωση της υπηρεσίας αυτής), και ειδικότερα των ατόμων δρυός που βρίσκονταν περιμετρικά των ορίων του, δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου. Και τούτο διότι, όπως προειπώθηκε, η σύζυγος του κληρονομουμένου μέχρι το θάνατο της μεριμνούσε για την περιουσία του αποβιώσαντος και για την ορθή κατανομή της μεταξύ των τέκνων του, παρά δε το γεγονός ότι είχε ήδη παραχωρήσει στο Γ. Λ. τη νομή του επιδίκου, υπέβαλε για λογαριασμό του αίτηση υλοτομίας στο Δασαρχείο Αρναίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο Γ. Λ. απεβίωσε στις 30.1.2004, έχοντας συντάξει την υπ' αριθμ. .../9.1.1976 δημόσια διαθήκη του ενώπιον του συμβολαιογράφου Αρναίας Γρηγορίου Μπύρου, με την οποία κατέλιπε, μεταξύ άλλων, το επίδικο στη σύζυγο του, Ι., το γένος Ι. και Α. Β.. Η τελευταία αποδέχθηκε την επαχθείσα σ' αυτήν κληρονομιά δυνάμει της υπ' αριθμ. .../3.8.2004 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αρναίας, στον τόμο 184 με αριθμό …. Στη δήλωση αποδοχής αναγράφεται μεν ορθά ότι στον κληρονομούμενο περιήλθε η κυριότητα των ακινήτων που απάρτιζαν την κληρονομιά του με έκτακτη χρησικτησία, αλλά αναφέρεται εσφαλμένα ότι τη νομή των ακινήτων απέκτησε το έτος 1951 με άτυπη δωρεά του πατέρα του, Κ. Λ., ο οποίος τότε δεν βρισκόταν στη ζωή. Δεδομένου όμως ότι η Ι. Λ., το γένος Βατάλη, ασφαλώς γνώριζε ότι ο πεθερός της δεν απεβίωσε το 1951, αλλά πολύ πριν αυτή παντρευτεί το γιο του Γεώργιο, δηλαδή το έτος 1939, η δήλωση της αυτή έχει την έννοια ότι τα ακίνητα του τελευταίου προέρχονταν από την περιουσία του πατέρα του, ο οποίος ήθελε μετά το θάνατο του να περιέλθουν στο γιο του και σύζυγο της, όπως και έγινε. Ακολούθως, δυνάμει του υπ' αριθμ. .../22.4.2005 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πολυγύρου Ανέττας Σαμαρά - Κατσιάνου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αρναίας, στον τόμο 188 με αριθμό …, η Ι. χήρα Γ. Λ., το γένος Ι. Β., μεταβίβασε κατά κυριότητα το επίδικο, λόγω γονικής παροχής, στον εναγόμενο, ο οποίος είναι θετός γιος της με βάση την υπ' αριθμ. 1/2005 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που εκδόθηκε με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Με τον τρόπο αυτό ο εναγόμενος κατέστη αποκλειστικός κύριος του επιδίκου, δεκτής γενομένης ως κατ' ουσίαν βάσιμης της ένστασης ιδίας κυριότητας που αυτός προέβαλε με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρει με την έφεση του. Οι ενάγουσες για πρώτη φορά αμφισβήτησαν το δικαίωμα αποκλειστικής κυριότητας του Γ. Λ. στο επίδικο, αφού έμαθαν ότι αυτό τελικά περιήλθε στον εναγόμενο, ο οποίος ήταν θετό τέκνο της Ι. Λ. και όχι συγγενής τους εξ αίματος και προέβησαν οι μεν δύο πρώτες στην αποδοχή των κληρονομιών του πατέρα τους και της μητέρας τους, και η τρίτη στην αποδοχή των κληρονομιών των ανωτέρω, αλλά και της μητέρας της, δυνάμει των υπ' αριθμ. … και …/11.4.2008 πράξεων αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Αρναίας Ευσεβίας Καμπούρη, αντίστοιχα, που μεταγράφηκαν νόμιμα. Με βάση όμως τα όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, οι ενάγουσες δεν απέκτησαν συγκυριότητα στο επίδικο, εφόσον αυτό δεν ανήκε στην κληρονομιά των αμέσων δικαιοπαρόχων τους, αλλά αποκτήθηκε κατά αποκλειστική κυριότητα στον εναγόμενο κατά τον προεκτεθέντα τρόπο.". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση του εναγομένου - αναιρεσίβλητου και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει αντιθέτως, δίκασε εκ νέου την αγωγή και την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεχθέν την περί ιδίας κυριότητας ένσταση του εναγομένου. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε, το ως Εφετείο δικάσαν Πολυμελές Πρωτοδικείο, δεν παραβίασε τις εφαρμοσθείσες, από αυτό, ουσιαστικού δικαίου, περί παραγώγου από κληρονομικά και περί πρωτοτύπου από έκτακτη χρησικτησία, διατάξεις, ενώ κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δεν διαπίστωσε, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις περιεχόμενες στις από 2.1.1998 υπεύθυνες δηλώσεις των δυο πρώτων εναγουσών - αναιρεσειουσών και της δικαιοπαρόχου της τρίτης δηλώσεις βουλήσεως, με τις οποίες αυτές δωρίζουν άτυπα στα αδέλφια τους και στην ουσία επιβεβαιώνουν αυτό που από χρόνια είχε άτυπα οριστεί από τον αποβιώσαντα το 1939 πατέρα τους ως προς την ακίνητη περιουσία του και συνεπώς δεν συνέτρεξε, (ενόψει του ότι πρόκειται περί μονομερών δηλώσεων) λόγος προσφυγής στον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 173 ΑΚ. Ενόψει τούτων οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του μοναδικού λόγους της αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, ενώ οι αιτιάσεις του ίδιου πρώτου σκέλους κατά τις οποίες το δικαστήριο δεν προσέφυγε στις προπαρατεθείσες στη νομική σκέψη ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, ως προς την ερμηνεία του περιεχομένου των αιτήσεων υλοτομίας, αναφορικά με το επίδικο του υπέβαλε η μητέρα των δυο πρώτων εναγουσών και γιαγιά της τρίτης Α. Λ. και των οικείων αδειών που το 1959 και το 1960 της χορηγήθηκαν, καθώς και ως προς τη συμπεριφορά της τελευταίας από το 1952 και επέκεινα, είναι απαράδεκτες, καθόσον τα επικαλούμενα αποδεικτικά στοιχεία(αιτήσεις προς τις Αρχές, άδειες των Αρχών, συμπεριφορά δικαιοπάροχου) δεν περιέχουν δικαιοπρακτικές δηλώσεις, ώστε να τίθεται θέμα εφαρμογής ερμηνευτικών διατάξεων. Το ίδιο ισχύει και για την αιτίαση του δευτέρου σκέλους του ίδιου λόγου, κατά το οποίο και κατ' εκτίμησή του, κατά εσφαλμένη ερμηνεία του εθιμικού δικαίου ως προς τη σύσταση προίκας στις κόρες των οικογενειών, το οποίο προέβλεπε την παροχή ακίνητης και μόνο περιουσίας ενόψει του γάμου τους, με τη σύσταση του σχετικού δικαιώματος στο όνομα του γαμπρού και υπέρ των θυγατέρων, δέχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος των διαδίκων Κ. Λ., που πέθανε το 1939 αδιάθετος "είχε εκφράσει ρητά τη βούλησή του σχετικά με την περιουσία του, ώστε η ακίνητη περιουσία του να περιέλθει στα άρρενα τέκνα του, ενώ τις κόρες της είχε προικίσει, κατά τις συνήθεις της εποχής με χρήματα και ζώα", καθόσον η βούληση αυτή δεν ήταν δικαιοπρακτική, ούτε περιεχόταν σε έγγραφο με έννομες συνέπειες, όπως π.χ. διάταξη τελευταίας βουλήσεως, ώστε να απαιτείται καταφυγή στις επίμαχες ερμηνευτικές διατάξεις, ενώ οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου ότι με την παραδοχή της προσβαλλομένης περί χορηγήσεως προικός σε χρήματα και ζώα σε χρόνο πολύ προγενέστερο εκείνου που οι εν λόγω θυγατέρες παντρεύτηκαν, παραβιάζεται τοπικό έθιμο και το παραγόμενο από αυτό δίκαιο, καθώς κα τα διδάγματα της κοινής πείρας είναι επίσης απαράδεκτες, λόγω αοριστίας και δη ως προς το έθιμο γιατί δεν αναφέρονται τα στοιχεία που απαιτούνται για τη δημιουργία αυτού, ήτοι μακρά και ομορφότερη άσκηση και κοινή συνείδηση της τοπικής κοινωνίας για την αναγκαιότητα του, ως κανόνα δικαίου, ως προς δε τα διδάγματα της κοινής πείρας, καθόσον ούτε αυτά κατονομάζονται, ούτε και σε τι συνίσταται η παραβίασή τους προσδιορίζεται. Περαιτέρω η αιτίασή του ίδιου λόγου κατά την οποία η προαναφερθείσα από 2.1.1998 υπεύθυνη δήλωση της δικαιοπαρόχου της τρίτης ενάγουσας (πέμπτης αναιρεσείουσας) ήτοι της Ε. Λ., σε συνδυασμό με την ιδιόγραφη διαθήκη της αποδίδουν διαφορετικό συμπέρασμα από το εξαχθέν ως προς τα επί του επιδίκου ακινήτου δικαιώματα της εν λόγω δικαιοπαρόχου, αφορά σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττει την, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, ανέλεγκτη αναιρετικά, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ενώ οι αιτιάσεις περί ελλιπών και αντιφατικών αιτιολογιών αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση, την έλλειψη νομίμου βάσεως, ήτοι πλημμέλειες του αναιρετικού λόγου του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, με τον οποίο (λόγο) κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν πλήττονται αποφάσεις, που όπως η ένδικη, έχουν εκδοθεί επί εφέσεων κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείου. Ενόψει τούτων η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 494 παρ. 4 του ΚΠολΔικ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν.4055/2012. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26.7.2012 αίτηση των Δ. Π. του Παν., Γ. Ξ., το γένος Δ. Π. κ.λπ κατά του Α. Β. - Χ. του Γ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 128/2011 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής. Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Οκτωβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διεκδικητική αγωγή. Αναιρετικοί λόγοι κατ’ αποφάσεων Ειρηνοδικείου (άρθρο 560 αρ. 1 ΚΠολΔ). Ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Πότε ιδρύεται λόγος αναίρεσης. Απαιτείται δικαιοπρακτική δήλωση περιεχόμενη σε έγγραφο με έννομες συνέπειες. Δηλώσεις περιεχόμενες σε μη δικαιοπρακτικά έγγραφα δεν έχουν ανάγκη ερμηνείας και προσφυγής στις διατάξεις αυτές. Οι αιτιάσεις που αποδίδουν στην απόφαση έλλειψη νόμιμης βάσης και πλήττον την περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απαράδεκτες.
Χρησικτησία
Αγωγή διεκδικητική, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 2176/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ε. χήρας Ν. Κ., 2) Γ. Κ. του Ν., 3) Γ. Κ. του Ν., 4) Α. Κ. του Ν., ως κληρονόμων του Ν. Κ., 5) Φ. ή Φ. Κ. του Γ., 6)Α. Κ. του Γ., όλων κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Κυρτάτα. Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Λ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παρασκευά Λιάρτη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-1-2003 αγωγή των 5ου και 6ου των ήδη αναιρεσειόντων και του Ν. Κ., δικαιοπαρόχου των 1ης, 2ου, 3ου και 4ου των ήδη αναιρεσειόντων, καθώς και την από 16-2-2003 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κω (Μεταβατική έδρα Καλύμνου) και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: Κ7/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 278/2006 του Εφετείου Δωδεκανήσου (Μεταβατική Έδρα Κω). Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε αναίρεση, επί της οποίας εκδόθηκε η 2024/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την 278/2006 απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την απόφαση που αναιρέθηκε. Στην συνέχεια εκδόθηκε η 83/2013 απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου (Μεταβατική έδρα Κω), την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 24-9-2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε από 10-8-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση ως απαράδεκτη, εν πάση δε περιπτώσει ως αβάσιμη. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 559 αρ. 17 του ΚΠολΔ δημιουργείται λόγος αναιρέσεως αν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Τέτοιες αντιφατικές διατάξεις προφανώς δεν περιέχει η απόφαση του Εφετείου με την οποία κατά παραδοχήν εφέσεως του ενάγοντος, του οποίου η αγωγή απορρίφθηκε πρωτοδίκως ως μη νόμιμη, γίνεται δεκτή η αγωγή ως νόμιμη, και εν συνεχεία, μετά την κατ' ουσίαν εξέτασή της, απορρίπτεται ως αναπόδεικτη (κατ' ουσίαν αβάσιμη): Εξ άλλου ο αναιρετικός λόγος από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου 559 ΚΠολΔ δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη προταθέντα ουσιώδη ισχυρισμό ("πράγμα"), όπως είναι και ο λόγος εφέσεως που περιέχει παράπονα κατά της πρωτοβάθμιας κρίσης τα οποία αφορούν αυτοτελείς (ουσιώδεις) ισχυρισμούς (ΑΠ 2024/2009), και τον απορρίπτει για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 11 του ίδιου άρθρου 559 δεν ιδρύεται επίσης όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε εν μέρει την έφεση των αναιρεσειόντων, εναγόντων και εναγομένων με αντίθετη αγωγή του αναιρεσιβλήτου, κατά της πρωτόδικης υπ' αριθμ. Κ7/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, με την οποία, εκτός των άλλων, είχε απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη η ένδικη αναγνωριστική αγωγή των αναιρεσειόντων, έκρινε (το Εφετείο) νόμιμη την αγωγή αυτή, και εν συνεχεία, μετά την εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητάς της, την απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Οι διατάξεις αυτές της αναιρεσιβαλλομένης δεν είναι, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, αντιφατικές, όπως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο, από το άρθρο 559 αρ. 17 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους, ο οποίος επομένως και είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, όπως επίσης προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο έλαβε υπόψη και εξέτασε την εκ του άρθρου 281 του ΑΚ ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος που οι αναιρεσείοντες ως εναγόμενοι - εκκαλούντες είχαν προτείνει κατά της αγωγής του αναιρεσιβλήτου και την οποία (το Εφετείο) απέρριψε ως αβάσιμη, από την ίδια δε απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, ειδικότερα δε οι αναιρεσείοντες, (καταθέσεις μαρτύρων, ένορκες βεβαιώσεις κ.λπ.). Επομένως τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν, αντιστοίχως, με τον δεύτερο, στοιχ. α-β', από τον αρ. 8, και στοιχ. γ-δ', από τον αρ. 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα, ενώ απαράδεκτος κατά τα λοιπά στρέφονται κατά της ουσιαστικής κρίσεως (εκτίμηση αποδείξεων) του δικαστηρίου, που είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ),και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24-9-2013 αίτηση των Ε. Κ. κ.λπ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 83/2013 απόφασης του Εφετείου Δωδεκανήσου / Μεταβατική Έδρα Κώ. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δυο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναίρεσης από τους αρ 8, 11, 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αβάσιμοι. (Επικυρώνει ΕφΔωδ/ΜετΕδρΚω 83/2013).
Ανέλεγκτη η ουσιαστική εκτίμηση
Αγωγή αναγνωριστική, Ανέλεγκτη η ουσιαστική εκτίμηση.
2
Αριθμός 2173/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Γ. Σ. Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Τζιάννη. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/12/1987 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4/1989 μη οριστική, 604/1997 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 184/2002 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 29/10/2003 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/2/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 51 και ΕισΝΑΚ συνάγεται ότι για την κτήση κυριότητας μέχρι της ισχύος του Αστικού Κώδικα (23.2.1946) είχαν εφαρμογή οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Από καμμιά όμως διάταξη του δικαίου αυτού ή άλλου νεωτέρου νόμου, από αυτές που ίσχυσαν μέχρι της 26.11.1926, οπότε τέθηκε σε ισχύ το ΝΔ της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", συνάγεται ότι τα δημόσια κτήματα και οι δημόσιες γενικά δασικές εκτάσεις ήταν ανεπίδεκτα χρησικτησίας, ούτε ότι το Δημόσιο εθεωρείτο, κατά πλάσμα του νόμου ότι διατηρεί σ' αυτά νομή, παρά την υλική εξουσίασή τους από τρίτα πρόσωπα, (πράγμα το οποίο συνέβαινε για τις εθνικές βοσκήσιμες εκτάσεις, εφόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις των άρθρων 2, 3 επ του Ν. ΝΘ/1864 και 3 του Ν ΨΠΖ/1882). Αντίθετα από τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ήτοι των ν.8 παρ. 1 κωδ. 7.39, ν 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν.2 παρ. 2 Πανδ (41-4), ν6 πρ. Πανδ. (44.3), ν.76 παρ. 1 (18.1), ν.7 παρ. 3 Πανδ (23.3), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 18, 21 του Ν 21-6/6.3.1837 "περί διακρίσεως των δημοσίων κτημάτων", συνάγεται ότι στα δημόσια κτήματα, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, ήταν επιτρεπτή η από, ιδιώτη κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, δηλαδή μετά από άσκηση νομής με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος αυτός (ιδιώτης) δεν προσβάλλει κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.20 παρ. 12 Πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1), 10, 17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), καθώς και με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία (ν 18, 24 παρ. 1 (41.3), παρ. 9 Εισ. (2-9) ν2 Κωδ. (7.30) Βασ 50.10). Όμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 21 του ΝΔ της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης" τα επί των ακινήτων δικαιώματα του Δημοσίου δεν υπόκεινται εφεξής σε καμμιά παραγραφή, η δε παραγραφή που άρχισε δεν έχει καμμιά συνέπεια, εάν μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού δεν συμπληρώθηκε η 30ετής κατά τους προϊσχύσαντες νόμους παραγραφή. Με τη διάταξη αυτή αποκλείστηκε έκτοτε για την ταυτότητα του νομικού λόγου και η κτητική παραγραφή, δηλαδή η έκτακτη χρησικτησία, λαμβανομένου δε υπόψη ότι η λήξη κάθε παραγραφής δικαιώματος του αστικού δικαίου ανεστάλει με τα διατάγματα που εκδόθηκαν σε εκτέλεση του Ν ΔΞΗ/1912 μέχρι της χρονολογίας εκδόσεως του ανωτέρω ΝΔ, έπεται ότι η απόκτηση κυριότητας σε δημόσιο κτήμα με έκτακτη χρησικτησία πρέπει να έχει συμπληρωθεί μέχρι της 12.9.1915. Οι πράξεις νομής επί δημοσίου κτήματος μετά την ημερομηνία αυτή δεν είχαν καμμιά αξία για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία, εάν δε η 30ετία δεν έχει συμπληρωθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί στον μετέπειτα χρόνο. Περαιτέρω προκειμένου περί των κειμένων στη Θεσσαλία δασών, επί Τουρκοκρατίας η κυριότητά τους ανήκε στο Τούρκικο Δημόσιο, όπως τούτο συνάγεται από τις διατάξεις του άρθρου 3 του από 7 Ραμαζάν 1274 (1834) Τουρκικού Νόμου περί Γαιών, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 των Οδηγιών της 13 Μουχαρέμ περί εξελέγξεως τίτλων δασών. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας, κατά το έτος 1881, στο Ελληνικό Κράτος, με τη σύμβαση της 20 Ιουνίου (2 Ιουλίου 1881) μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, που κυρώθηκε με τον Ν. ΠΛΖ της 11/13 Μαρτίου 1882, η κυριότητά τους περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο, από του χρόνου όμως αυτού τα εν λόγω δάση υπόκεινται σε έκτακτη χρησικτησία εφόσον μέχρι τις 12-9-1915 έχει συμπληρωθεί καλόπιστη 30ετής νομή. Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1 του Ν. ΑΞΝ/1888 "Περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών", που περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στον Ν 3077/1924 "περί Δασικού Κώδικος", ως δάσος θεωρείται κάθε έκταση, η οποία μερικώς ή εξ ολοκλήρου καλύπτεται από άγρια ξυλώδη φυτά οποιονδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή άλλων δασικών προϊόντων, ενώ δασικά εδάφη θεωρούνται οι εντός των δασών ασκεπείς εκτάσεις, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο και συστατικό τους μέρος. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων 45, 46 του Ν 4178/1929, 1 του ΑΝ 86/1969 και 3 του Ν.998/1979, που ίσχυσαν μεταγενέστερα, στην έννοια του δάσους και των δασικών εκτάσεων περιλαμβάνονται και οι εκτάσεις, που καλύπτονται από αραιή ή πενιχρή, υψηλή ή θαμνώδη, ξυλώδη βλάστηση οποιασδήποτε δασικής διάπλασης, καθώς και οι εντός των εκτάσεων αυτών οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις χορτολιβαδικής ή μη. Εξ εταίρου από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι ο λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ολ ΑΠ 10/2011) Εξετέρου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Τέλος οι ίδιοι λόγοι αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση γιατί ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, από το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναιρέσεως θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων, σ' αυτό, αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την διεκδικητική δασικών εδαφοτεμαχίων αγωγή του αναιρεσιβλήτου Δημοσίου, από την οποία το απέβαλε ο αναιρεσείων-εναγόμενος: " Τα επίδικα ακίνητα ευρίσκονται εις την δασικήν θέση "Σπάντια" του οικισμού Δολιανών της Κοινότητος Κρανιάς Ασπροποτάμου Καλαμπάκας, είναι πραγματικής εκτάσεως 511,35 και 420,90 m2 και συνορεύουν γύρωθεν. το πρώτον τούτων (εμβαδού 511,35 m2) ανατολικώς με έκταση καταληφθείσαν από τον μη διάδικον Μ. Ν. και χορτολιβαδικήν έκταση πέραν της οποίας διέρχεται ο δασικός δρόμος που οδηγεί εις τον οικισμόν Δολιανών, βορείως, δυτικώς και νοτίως με χορτολιβαδικήν έκταση, όπως αυτό αποτυπώνεται υπό τα στοιχεία 17-18-19-24-25-26-27-28-17 εις το από 29-10-1991, υπό κλίμακα 1:500, τοπογραφικόν διάγραμμα του πραγματογνώμονος Ε. Τ. που συνοδεύει την υπ' αριθμ. 47/1991 έκθεση πραγματογνωμοσύνης αυτού (και υπό τα στοιχεία 27-28-29-35-112-113-114-130-131-27 εις το από 18-2-1986, υπό κλίμακα: 1: 500, τοπογραφικόν διάγραμμα του δασολόγου Α. Γ. που προσκομίζει το ενάγον και επικα¬λείται διά της αγωγής του) και το δεύτερον τούτων (εμβαδόν 420,90 m2) απ' όλες τις πλευρές του με χορτολιβαδικήν έκταση, πέραν της οποίας, προς βορράν, διέρχεται ο αυτός, ως άνω, δασικός δρόμος, όπως αυτό αποτυπώνεται, υπό τα στοιχεία 12-3-4-5-6-7-8-9-10-11-12, εις το αυτό, ως άνω, τοπογραφικόν διάγραμμα του πραγματογνώμονας Ε. Τ. (και υπό τα στοιχεία 133-134-135-136-137-138-139-140-162-169-133 εις το αυτό, ως άνω, τοπογραφικόν διάγραμμα του δασολόγου Α. Γ.). Ειδικότερον αυτά, είναι ηπίας κλίσεως, με γόνιμον και βαθύ έδαφος, επιδεκτικόν ως τοιούτον καλλιέργειας και, συμφώνως προς την προαναφερομένην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, αποτελούν τμήμα ακαλύπτου χορτολιβαδικής εκτάσεως 35.000m2 περίπου, η οποία ευρίσκεται εντός του 5ου συμπλέγματος του δημοσίου δάσους Δολιανών, το οποίον εκτείνεται εις απόσταση 250 περίπου μέτρων από αυτήν και του οποίου αποτελεί αναποσπαστον τμήμα, ως συστατικόν του. Κατά τον χρόνον της προσαρτήσεως της Θεσσαλίας εις το Εληνικόν Κράτος και της εισαγωγής της Ελληνικής Νομοθεσίας στις Θεσσαλικές επαρχίες (διά τον Ν.ΠΜ/19-20 Μαρτίου 1882), αυτά είχαν και έκτοτε μέχρι σήμερον έχουν τον χαρακτήρα της δασικής εκτάσεως, ως τμήματα της, ως άνω, ασκεπούς χορτολιβαδικής εκτάσεως, η οποία αποτελεί οργανικήν ενότητα με το συνεχόμενον δημόσιον δάσος Δολιανών, που αποτελείται από άγρια ξυλώδη φυτά, εις πυκνήν μορφήν, και ειδικότερον άτομα ελάτης. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί του χα-ρακτήρος των επιδίκων, κατά τον, ως άνω, χρόνον μέχρι σήμερον, ως δασικών εκτάσεων συνάγεται τόσον από την προαναφερομένην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, συμφώνως προς την οποίαν αυτά ευρίσκονται εντός χορτολιβαδικής εκτάσεως συνεχόμενης του δάσους Δολιανών, "η οποία εχρησιμοπόιέίτο ως βοσκότοπος και δι' υπαίθριον σταυλισμόν των ζώων", γεγονός το οποίον βεβαιώνεται από την "ύπαρξη πλήθους μονοπατιών και διαβάσεων διά την ελευθέραν διέλευση ζώων και ανθρώπων", όσον και από τις καταθέσεις των προταθέντων από το ενάγον και εξετασθέντων ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου μαρτύρων, Ν. Γ. και Α. Ζ., εκ των οποίων ο πρώτος υπήρξε επιστάτης και δασοφύλακας εις την περιοχήν από του έτους 1965 και ο δεύτερος είναι δασοπόνος, υπεύθυνος του συμπλέγματος Ασπροποτάμου και κατά τους οποίους η τοποθεσία "Σπάντια" όπου τα επίδικα, ευρίσκεται "μέσα στο δάσος Δολιανών" και ήταν πάντοτε δημόσια χορτολιβαδική έκταση εις υψόμετρον 1200 μέτρων. Λόγω του τοιούτου χαρακτήρος των, κατά τον ανωτέρω χρόνον, αυτά περιήλθαν εις την κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ως διαδόχου του τουρκικού (Δημοσίου), εις το οποίον ανήκαν κατά κυριότητα μέχρι του αυτού χρόνου (της προσαρτίσεως της Θεσσαλίας εις το Ελληνικόν Κράτος), εφ'όσον, κατά το Οθωμανικόν Δίκαιον, δεν ανεγνωριζετο η κτήση κυριότητος ακινήτου διά χρησικτησίας. Συμφώνως δε προς τις διατάξεις των άρθρων 3,9,19,20,30,68 του Νόμου "Περί γαιών", της 7 Ραμαζάν 1274 (καθ'ημάς 1856) και του άρθρου 13 του Νόμου περί ταπίων, προκειμένου περί δασών και δασικών εκτάσεων, ως περιλαμβανομένων στις δημόσιες γαίες, ήτο δυνατή μόνον η διά "ταπίου" παραχώρηση εις τους ιδιώτες δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), αντικείμενον της οποίας ήτο η αναφερομένη εις αυτό ωρισμένη και ανεπίδεκτος μετατροπής χρήση του εδάφους, της κυριότητος ανηκούσης εις το Τουρκικόν Δημόσιον. Μετά τον ανωτέρω χρόνον, συμφώνως προς όσα εκτίθενται εις την μείζονα σκέψη, ήτο δυνατή η κτήση κυριότητος επ' αυτών, ως τμημάτων της ανωτέρω εκτάσεως, διά της συμπληρώσεως 30ετούς νομής, καλοπίστως και με διάνοιαν κυρίου, μέχρι την 12-9-1915. Ο εναγόμενος, διά των εγγράφων προτάσεων του της πρώτης συζητήσεως ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου, ισχυρίσθη ότι ο ίδιος κατέστη συγκύριος των επιδίκων ακινήτων, ως τμημάτων μείζονος εκτάσεως, εμβαδού 10 στρεμμάτων περίπου, εφ' όσον αρχικώς ο απώτερος και άμεσος δικαιοπάροχος του (Θ. και Σ. Ν.) και ακολούθως ο ίδιος και οι λοιποί κληρονόμοι του τελευταίου, Μ. Ν. και Ν. Σ. Ν., ήσκουν διακατοχικές πράξεις επ' αυτών, καλοπίστως και με διάνοιαν κυρίου, από της απελευθερώσεως της Θεσσαλίας. Όμως, από τα αυτά, ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδεικνύεται, ότι, κατά τον κρίσιμον χρόνον που προανεφέρθη, ο απώτερος δικαιοπάροχος του εναγομένου, πάππος αυτού, Θ. Ν., κατείχε και ενέμετο καλοπίστως και με διάνοιαν κυρίου τα επίδικα ακίνητα, ως τμήματα μεγαλύτερος εκτάσεως δέκα στρεμμάτων. Ειδικότερον, δεν αποδεικνύεται ότι αυτός εκαλλιέργει αυτά με σιτάρι και αραβόσιτον, έκοβε το χόρτον διετήρει ποιμνιοστάσιον και εφύτευε οπωροφόρα δένδρα επ' αυτών μέχρι του κατ' έτος 1910 επισυμβάντος θανάτου του και ότι τις αυτές πράξεις συνέχισε ο κληρονόμος αυτού υιός του, Σ. Ν. καλοπίστως και με την πεποίθηση ότι είναι κύριος, ώστε να δύναται να λεχθή ότι ο τελευταίος, διά της προσμετρήσεως και της προηγηθείσης νομής του δικαιοπαρόχου του, απέκτησε κυριότητα επ' αυτών έναντι του Δημοσίου δι' εκτάκτου χρησικτησίας, η οποία μετά τον κατ' έτος 1954 επισύροντα θάνατον αυτού περιήλθε εις τα τέκνα του Μ. και Ν. Ν. και τον εναγόμενον, ως μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους αυτού, που συνέχισαν τις αυτές διακατοχικές πράξεις. Οι καταθέσεις εις το σημείον αυτό των προταθέντων από τον εναγόμενον και εξετασθέντων, ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου, μαρτύρων, Ι. Ζ., γεννηθέντος εις Κρανιά Καλαμπάκας το έτος 1913 και Σ. Χ., γεννηθέντος εις Πολυθέα Τρικάλων το έτος 1927, που εχρημάτισε "τσοπάνος στους Ν. από το 1941 μέχρι το έτος 1943", συμφώνως προς τις οποίες "στην έκταση αυτή (των 10 στρεμμάτων) ήταν ο Σ. Ν. και πριν από αυτόν ο πατέρας του Θ. Ν.", ο οποίος καλλιεργούσε αυτήν με σιτηρά και είχε αλώνια και καλύβες επ' αυτής, δεν κρίνονται πειστικές και επαρκείς διά τον σχηματισμόν πλήρους πεποιθήσεως, περί της ασκήσεως, από τους ανωτέρω Θ. Ν. και Σ. Ν., διακατοχικών πράξεων επί της μείζονος εκτάσεως και των επιδίκων, ως τμημάτων αυτής, καλοπίστως και με διάνοιαν κυρίου, κατά το προαναφερόμενον χρονικόν διάστημα. Οι ανωτέρω μάρτυρες, ως εκ της ηλικίας των, κατά το κρίσιμον χρονικόν διάστημα, δεν είχαν ιδίαν αντίληψη περί των τοιούτων πράξεων, ενώ οι καταθέσεις των δεν ενισχύονται από κανένα άλλο αποδεικτικόν στοιχείον. Άλλωστε, η έκταση αυτή και λόγω του υψομέτρου της αλλά και λόγω του ότι εκαλύπτετο διά πολλούς μήνες εκάστου έτους από χιόνια, δεν ήτο επιδεκτική καλλιέργειας με σιτηρά και αραβόσιτον, ενώ από την ερμηνείαν των αεροφωτογραφιών της περιοχής, που ελήφθησαν κατά το έτος 1945, δεν διεπιστώθη η ύπαρξη ιχνών καλλιέργειας ούτε προ πέντε ετών από της λήψεως αυτών, όπως δεν διεπιστώθη και η ύπαρξη οποιουδήποτε είδους δένδρου (βλ. και ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, εις την οποίαν γίνεται μνεία περί αυτού). Η ελευθέρα δε βοσκή και ο υπαίθριος σταυλισμός των ζώων τούτων εις την, ως άνω, έκταση, κατά τις καλοκαιρινές κτηνοτροφικές περιόδους, εις την οποίαν προέβαιναν και άλλοι κτηνοτρόφοι της περιοχής, δεν αποδεικνύεται ότι εγένετο από αυτούς καλοπίστως και με διάνοιαν κυρίου και δεν είναι ικανή να οδηγήσει εις κτήση κυριότητος διά χρησικτησίας. Η κρίση του Δικαστηρίου, περί της μη κτήσεως δικαιώματος κυριότητος, διά χρησικτησίας, επί της μείζονος εκτάσεως και των επιδίκων ως τμημάτων αυτής από τους προαναφερομένους, άμεσον και απώτερον, δικαιοπαρόχους, του εναγομένου και επομένως περί μη περιελεύσεως αυτής, διά κληρονομικής διαδοχής εις τον εναγόμενον και τους συγκληρονόμους αυτού, ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο εκ των κληρονόμων του Μ. Ν. (υιού του ανωτέρω αναφερομένου αμέσου δικαιοπαρόχου του εναγομένου), Α. Ν., διά της από 28-4-1964 αιτήσεως του προς τον Δασάρχην Προτύπου Δασαρχείου Δασοπονίας Καλαμπάκας, εζήτησε την παραχώρηση εις αυτόν εκτάσεως μέχρι ενός στρέμματος, συμφώνως προς τις διατάξεις του Ν. 857/1937, όπως ετροποποιήθη διά του Ν.Δ 501/1953, από την προαναφερομένην έκταση των δέκα στρεμμάτων, την οποίαν ήδη ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι κατείχε με τα προσόντα της εκτάκτου χρησικτησίας από της απελευθερώσεως της Θεσσαλίας ο πάππος αυτού (και προπάππος του ρηθέντος Α. Ν.) και ακολούθως ο Σ. Ν. και οι κληρονόμοι του και της οποίας τμήμα αποτελούν τα επίδικα. Διά της αιτήσεως του αυτής, ο ίδιος (εις τον οποίον, κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου, περιήλθε η ανωτέρω έκταση, ως κληρονόμον του Μ. Ν.), συνομολογεί, σαφώς, ότι η έκταση αυτή είναι δημοσία δασική "χωρίς όμως σημασίαν από απόψεως δασοπονικής, αλλά κατάλληλος διά την ανέγερση κατοικιών".Διά της υπ' αριθμ. 39/1967 αποφάσεως της, κατ' άρθρου 71 του Αγροτικού Κωδικός, Επιτροπής Απαλλοτριώσεως Τρικάλων, παρεχωρήθη πράγματι εις αυτόν έκταση 300 m2, από την, ως άνω, "δημοσίαν δασικήν έκτασιν, η οποία είναι γυμνή δασικής βλαστήσως", αντί συμβολικού τιμήματος 1000 δραχμών ανά στρέμμα. Είναι προφανές ότι εις την αίτηση αυτή, περί παραχωρήσεως εις αυτόν της ανωτέρω εκτάσεως (και μάλιστα ζώντος του δικαιοπαρόχου του Μ. Ν., συγκληρονόμου του εναγομένου και συγκατόχου της αυτής εκτάσεως, κατά τους ισχυρισμούς τούτου), ο ίδιος δεν θα προέβαινε, εάν ετέλει με την πεποίθηση ότι ανήκε κατά κυριότητα εις τους κληρονόμους του Σ. Ν., μεταξύ των οποίων ο εναγόμενος και ο πατέρας του, Μ. Ν.. Εις την υποβολήν δε ομοίων αιτήσεων, προς το Δασαρχείον Καλαμπάκας προέβησαν, την 2-8-1982, και οι μη διάδικοι, κάτοικοι της Κρανέας Καλαμπάκας, Σ., Α., Χ. και Ν. Κ., διά των οποίων αυτοί, επικαλούμενοι ότι είναι κτηνοτρόφοι, κάτοχοι προβατοποιμνίων, τα οποία βόσκουν ανελλιπώς, κατά τις θερινές κτηνοτροφικές περιόδους, στις λιβαδικές εκτάσεις του Δημοσίου δάσους Δολιανων", στις οποίες υπάγεται και αυτή υπό το όνομα "Σπάντια"...συνορεύουσα πανταχόθεν με δημοσίαν δασικήν έκτασιν...", εζήτησαν την παραχώρηση εις έκαστον τούτων τμήματος της εκτάσεως αυτής, εμβαδού 500m2, διά την εγκατάσταση των ποιμνιοστασίων των και την κατασκευήν ποιμενικής καλύβας, προς επωφελεστέραν εκμετάλλευση των προβατοποιμνίων των, χάριν των ιδίων και της εθνικής οικονομίας (βλ. τις ανωτέρω αιτήσεις που προσκομίζει και επικαλείται το ενάγον). Από το περιεχόμενον των αιτήσεων αυτών, εις ανύποπτον χρόνον, αναιρείται ο ισχυρισμός του εναγομένου, περί ιδίας κυριότητος επί των επιδίκων ακινήτων, ως τμημάτων της ανωτέρω εκτάσεως και βεβαιώνεται ο χαρακτήρας αυτών, ως δημοσίων δασικών εκτάσεων. Περαιτέρω, από τα αυτά αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι η επίδικες εκτάσεις, ως τμήματα της μείζονος χορτολιβαδικής εκτάσεως, εις θέση "Σπάντια" του Δημοσίου δάσους Δολιανων, διεχειριζοντο από το Ελληνικόν Δημόσιον, διά των αρμοδίων υπηρεσιών αυτού και ειδικότερον μέχρι μεν του έτους 1928 διά της οικονομικής Εφορίας Τρικάλων, ακολούθως διά του ιδρυθέντος Δασαρχείου Καλαμπάκας, το οποίον περιελάμβανε την έκταση αυτή στις διαχειριστικές του μελέτες, εφύλασσε και επέβλεπε αυτήν διά των αρμοδίων οργάνων του, ως περιλαμβανομένην εις το 5ον σύμπλεγμα του Δήμου δάσους Δολιανων. Κατά τον μήνα Ιούλιον 1981, ο εναγόμενος κατέλαβε το πρώτον τις επίδικες εκτάσεις, τις οποίες περιέφραξε με ακροσανίδες και εις μεν την πρώτην τούτων κατεσκεύασε πρόχειρον κτίσμα, το οποίον χρησιμοποιεί ως πα-ραθεριστικήν κατοικίαν, εις δε την δευτέραν εφύτευσε οπωροφόρα δένδρα και χρησιμοποιεί αυτήν ως κήπον και βοηθητικόν χώρον (βλ. κατάθεση του μάρτυρος Ν. Γ. και ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, εις την οποίαν γίνεται αναφορά περί της υπάρξεως οπωροφόρων δένδρων, ηλικίας, κατά τον χρόνον της συντάξεως αυτής, 6-15 ετών). Διά την κατάληψη αυτή των επιδίκων εκτάσεων, εξεδόθη το υπ' αριθμ. 4/1981 Πρωτόκολλον διοικητικής αποβολής του Δασάρχου Καλαμπάκας, διά του οποίον ο εναγόμενος απεβλήθη από αυτές. Και είναι μεν αληθές ότι το πρωτόκολλον αυτό, κατόπιν ασκηθείσης κατ' αυτού ανακοπής, ενώ επεκυρωθη διά της υπ' αριθμ. 22/1982 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας, ηκυρώθη διά της υπ' αριθμ. 608/1983 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, ως δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου. Τούτο, όμως, δεν αποτελεί δεδικασμένον εις την προκειμένην περίπτωση και δεν εμποδίζει την επιδίωξη των εκατέρωθεν δικαιωμάτων κατά την τακτικήν διαδικασίαν. Επί τη βάσει τούτων, πρέπει η προταθείσα από τον εναγόμενον ένσταση περί ιδίας κυριότητος τούτου επί των επιδίκων εκτάσεων, να απορριφθή, ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Ωσαύτως, πρέπει να απορριφθή και η προταθείσα από αυτόν ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής από το ενάγον, η οποία ερείδεται επί των αυτών πραγματικών περιστατικών, τα οποία επικαλέσθη αυτός, διά την στοιχειοθέτηση της ενστάσεως περί της ιδίας κυριότητος τούτου, διά των εγγράφων προτάσεων του της πρώτης συζητήσεως, ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Επομένως, πρέπει η ένδικος αγωγή να γίνη δεκτή και ως κατ' ουσίαν βάσιμος, να αναγνωρισθή το ενάγον κύριον των επιδίκων εκτάσεων και να διαταχθή η απόδοση τούτων εις αυτό." Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή του αναιρεσίβλητου περί της κυριότητάς του στα επίδικα δασικά εδαφικά τμήματα και της υποχρεώσεώς του αναιρεσείοντος - εναγομένου, του οποίου τις ενστάσεις περί ιδίας κυριότητας και καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενδίκου δικαιώματος του ενάγοντος κρίθηκαν απορριπτέες, να τα αποδώσει και στη συνέχεια, αφού δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση του ενάγοντος- αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο είχε κρίνει αντιθέτως και αφού δίκασε εκ νέου την αγωγή, την δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις περί κυριότητος του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, (στα κείμενα στη θέση "Σπάντα" του οικισμού Δολιανών της Κοινότητας Κρανιάς Ασπροποτάμου Καλαμπάκας Θεσσαλία και έχοντα δασικό χαρακτήρα επίδικα ακίνητα) ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου, αλλά ούτε και τις περί χρησικτησίας διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, του οποίου οι νόμιμες προϋποθέσεις, για την αποδοχή της περί ιδίας κυριότητας ενστάσεως του εναγομένου, δεν συνέτρεξαν. Επομένως, ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού εξέθεσε σ' αυτήν χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά γεγονότα που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα και που ήταν αναγκαία για την ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης αγωγής του αναιρεσίβλητου περί κυριότητάς του, ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου, στα επίδικα εδαφοτεμάχια, που από της προσαρτήσεως της Θεσσαλίας στην Ελλάδα (1881) μέχρι σήμερα, είναι δασικά, ως τμήματα μεγαλύτερης επιφανείας 35.000 τμ ασκεπούς χορτολιβαδικής εκτάσεως, η οποία αποτελεί οργανική ενότητα με το συνεχόμενο δημόσιο δάσος Δολιανών, ενώ αντίστοιχα δέχθηκε ότι η κυριότητα αυτή δεν καταλύθηκε από έκτακτη χρησικτησία των δικαιοπαρόχων του εναγομένου, καθόσον δεν αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούσαν την ιστορική βάση της οικείας περί ιδίας κυριότητας ενστάσεως, οι δε παραδοχές αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή ή μη εφαρμογή αντίστοιχα των προδιαληφθεισών διατάξεων. Συνεπώς ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η έλλειψη νόμιμης βάσης, πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του πρώτου λόγου κατά τις οποίες το Εφετείο εσφαλμένα απέρριψε την ένστασης ίδιας κυριότητας του εναγομένου, ενώ αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που την συγκροτούν, τα οποία ο αναιρεσείων επαναλαμβάνει και που είναι αντίθετα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι απαράδεκτες, γιατί υπό την επίφαση της παραβιάσεως των περί έκτακτης χρησικτησίας διατάξεων του ΒΡΔ και της προσμέτρησης στη νομή του αναιρεσείοντος εκείνης των δικαιοπαρόχων του, πλήττει την περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, η οποία, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔικ είναι ανέλεγκτη. Επίσης για την ίδια αιτία είναι απαράδεκτες και οι αιτιάσεις του τρίτου λόγου, κατά τις οποίες η κρίση του Εφετείου περί του χαρακτήρα ως δασικών των επιδίκων εδαφοτεμαχίων είναι εσφαλμένη, ενώ περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες οι παραδοχές της αποφάσεως, περί του δασικού χαρακτήρα των επιδίκων, έρχονται σε αντίθεση και παραβίαζαν το λαμβανόμενο, υπόψη, αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρο 336 ΚΠολΔικ "πασίδηλο", κατά το οποίο λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στον ορεινό όγκο της Πίνδου, που από τα μέσα Απριλίου μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου κάθε έτους, εκατοικείτο από τους ορεινούς πληθυσμούς, που ζούσαν στα χωριά της ως ελεύθεροι πολίτες και ότι συνακόλουθα η ευρύτερη περιοχή, στην οποία ανήκουν και τα επίδικα, ήταν δεκτική εξουσιάσεως, ως δυναμένη να καλλιεργηθεί και να κατοικηθεί και ότι συνεπώς δεν ήταν "Δημόσια Γαία", ώστε να επέλθει ως προς αυτήν διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου, είναι προσεχόντως απαράδεκτες, γιατί προτείνονται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, χωρίς την επίκληση της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔικ, αλλά και γιατί ως αναφερόμενες σε παραβίαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 336 παρ. 1 ΚΠολΔικ δεν ιδρύουν τον επικαλούμενο από την διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναιρετικό λόγο, ο οποίος αφορά σε εκ πλαγίου παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου. Τούτο ανεξάρτητα από το ότι η παραβίαση των "πασιδήλων", για την περίπτωση που ευσταθούν, (πράγμα το οποίο, λόγω αοριστίας δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, αφού δεν γίνεται επίκληση των προϋποθέσεων του άρθρου 78 του Ν "περί Γαιών" και των οικείων νόμων που ίσχυσαν ως προς τα ακίνητα ελεύθερης ιδιοκτησίας (τεσσαρούφ) μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα), δεν ιδρύει κάποιο αναιρετικό λόγο και ειδικότερα τους λόγους των διατάξεων των αριθμών 12 ή 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, καθόσον δεν περιλαμβάνονται στα κατά το άρθρο 339 του ΚΠολΔικ αποδεικτικά μέσα (ΟΛ. Απ 8/2005). Ενόψει τούτων οι ερευνώμενοι πρώτος και τρίτος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν. Επειδή από τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς, διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο. Ως έγγραφα, η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων θεμελιώνει τον παραπάνω λόγο αναιρέσεως, νοούνται αυτά που προβλέπονται, ως αποδεικτικά μέσα, από τα άρθρα 339 και 432 του ΚΠολΔικ. Η κατά το άρθρο 383 ΚΠολΔικ γνωμοδότηση των ορισθέντων με δικαστική απόφαση πραγματογνωμόνων, καθώς και η κατά το άρθρο 360 του ίδιου κώδικα έκθεση αυτοψίας, αποτελούν αποδεικτικά μέσα διαφορετικά από εκείνα των εγγράφων. Έτσι η τυχόν παραμόρφωση του περιεχομένου τους, ως μη αφορούσα σε έγγραφα κατά των παραπάνω έννοια δεν ιδρύει τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των παρακάτω εγγράφων από τα οποία προέκυπτε η μορφή των επιδίκων ακινήτων και δη α) την υπ' αριθμ. 47/1991 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ορισθέντα, με την υπ' αριθμ. 329/1990 παρεμπίπτουσα απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ως πραγματογνώμονα, δασολόγων Ε. Τ. και β) την υπ' αριθμ. 94/1991 έκθεση αυτοψίας, που σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 4/1989 Πράξη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου διενήργησε ο έμμισθος Πάρεδρος Νικόλαος Παυλάκης. Ο λόγος αυτός, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη είναι απαράδεκτος, καθόσον δεν αφορά σε "έγγραφα" κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 339 και 432 επ του ΚΠολΔικ, αλλά σε άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία δεν πλήττονται με τον ερευνώμενο λόγο. Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, να απορριφθούν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29.10.2013 αίτηση του Γ. Σ. Ν. κατά του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 184/2002 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Οκτωβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μέχρι ισχύος ΑΚ για την έκτακτη χρησικτησία εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΒΡΔ και επί δασών που ανήκαν στο Δημόσιο. Η χρησικτησία έπρεπε να είχε συμπληρωθεί μέχρι 12-9-1915. Μετά την ημερομηνία αυτή τα ακίνητα του Δημοσίου είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας. Τι ισχύει στη Θεσσαλία μετά την προσάρτησή της το 1881 στο Ελληνικό Κράτος. Δάσος: Έννοια κατά προϊσχύσαντες και ισχύοντες νόμους. Με τους αρ. 1 και 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ προσβάλλονται μόνο τα έγγραφα και όχι τα άλλα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 339 ΚΠολΔ.
Χρησικτησία
Αγωγή διεκδικητική, Αποδεικτικά μέσα, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Δάση, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 2172/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη, και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Μ. Φ. του Γ. και 2) Μ. συζ. Μ. Φ., το γένος Ν. Ν., κατοίκου .... Ο πρώτος δεν παραστάθηκε, η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Τζιάννη, ο οποίος δήλωσε ότι ο πρώτος απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους: α)Μ. χήρα Μ. Φ., το γένος Ν. Ν., β)Α.-Σ. Μ. Φ., γ)Β. Μ. Φ. και δ)Γ. Μ. Φ., ..., οι οποίοι συνεχίζουν την βιαίως διακοπείσα δίκη, εκπροσωπούνται από τον ίδιο και δηλώνουν ότι παραιτούνται από τον δικόγραφό της εν λόγω αίτησης αναίρεσης ως προς τον πρώτο αναιρεσείοντα. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του αρθρ. 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-12-1987 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Τρικάλων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 661/1997 του ίδιου Δικαστηρίου και 183/2002 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η δεύτερη αναιρεσείουσα με την από 29-10-2003 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5-2-2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αναιρεσιβλήτου τους στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 294, 296, 297 και 299 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 573 § 1 του ίδιου κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για αναίρεση, προκύπτει ότι η παραίτηση, ολική ή μερική από το δικόγραφο του ενδίκου μέσου που έχει ασκηθεί, όπως είναι και η αναίρεση (άρθρ. 495 § 1 ΚΠολΔικ), γίνεται με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου και επιφέρει, αναδρομικά, την κατάργηση της δίκης επί του ενδίκου μέσου. Με τις διατάξεις αυτές ορίζονται αποκλειστικά οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να γίνει η παραίτηση από το δικόγραφο της αναίρεσης (ΟλΑΠ 1187/1981). Στην προκειμένη περίπτωση οι υπεισελθόντες στη θέση του πρώτου αναιρεσείοντος Μ. Γ. Φ. και συνεχίζοντες την βιαίως, ένεκα του θανάτου του διακοπείσα δίκη, με δήλωση στο ακροατήριο του έχοντος ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα δικηγόρου τους Βασιλείου Τζιαννή (βλ. υπ'αριθμ. .../1.9.2014 πληρεξούσιο του συμβ/φου Καλαμπάκας Νικολάου Αδάμου - άρθρο 98 εδ β ΚΠολΔικ-) και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της από 29.10.2003 αιτήσεως για αναίρεση της υπ'αριθμ. 183/2002 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας. Η παραίτηση αυτή, που έγινε σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 573 § 1, 299, 294, 296 και 297 ΚΠολΔικ είναι νόμιμη, και συνακόλουθα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 295 § 1 εδ. α του ίδιου κώδικα, η αίτηση αναίρεσης, πρέπει, ως προς τους υπεισελθόντες στη θέση του πρώτου αναιρεσείοντα, να θεωρηθεί ότι δεν έχει ασκηθεί. Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 51 και ΕισΝΑΚ συνάγεται ότι για την κτήση κυριότητας μέχρι της ισχύος του Αστικού Κώδικα (23.2.1946) έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του προϊσχύοντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Από καμμιά όμως διάταξη του δικαίου αυτού ή άλλου νεωτέρου νόμου, από αυτές που ίσχυσαν μέχρι τις 26.11.1926, οπότε τέθηκε σε ισχύ το ΝΔ της 22-4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης" συνάγεται ότι τα δημόσια κτήματα και οι δημόσιες γενικά, δασικές εκτάσεις ήταν ανεπίδεκτα χρησικτησίας, ούτε ότι το Δημόσιο εθεωρείτο, κατά πλάσμα του νόμου ότι διατηρεί σ'αυτά νομή, παρά την υλική εξουσίασή τους από τρίτα πρόσωπα (πράγμα το οποίο συνέβαινε για τις εθνικές βοσκήσιμες εκτάσεις, εφόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις των άρθρων 2, 3 επ. του Ν. ΝΘ/1864 και 3 του Ν ΨΠΖ/1882). Αντίθετα από τις διατάξεις του προϊσχύοντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ήτοι των ν. 8 §1 κωδ. 7.39, ν.9 §1 Πανδ (50.14), ν. 2 §2 Πανδ (41-4),.... πρ. Πανδ (44.3), ν. 76§1 (18.1), ν. 7§3 Πανδ. (23.3), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 18, 21 του Ν. 21-6/6.3.1937 "περί διακρίσεως των δημοσίων κτημάτων", συνάγεται ότι στα δημόσια κτήματα, στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, ήταν επιτρεπτή η από ιδιώτη κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, δηλαδή μετά από άσκηση νομής με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του πράγματος αυτός (ιδιώτης) δεν προσβάλλει, κατ'ουσίαν, το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20§12 Πανδ (5.8), 27 Πανδ (18.1), 10, 17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ (50.16), καθώς και με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιάς συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία (ν. 18, 24 παρ.1 (41.3) παρ. 9 Εισ. (2-9) ν. 2 Κωδ. (7.30) Βασ 50.10). Όμως κατά τις διατάξεις του άρθρου 21 του ΝΔ της 22-4 /16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", τα επί των ακινήτων δικαιώματα του Δημοσίου δεν υπόκεινται, εφεξής, σε καμμιά παραγραφή, η δε παραγραφή που άρχισε δεν έχει καμμιά συνέπεια, εάν μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού δεν συμπληρώθηκε η 30ετής, κατά τους προϊσχύοντες νόμους, παραγραφή. Με τη διάταξη αυτή αποκλείστηκε έκτοτε για την ταυτότητα του νομικού λόγου και η κτητική παραγραφή, δηλαδή η έκτακτη χρησικτησία, λαμβανομένου δε υπόψη ότι η λήξη κάθε παραγραφής δικαιώματος του αστικού δικαίου ανεστάλει με τα διατάγματα που εκδόθηκαν σε εκτέλεση του Ν. ΔΞΗ/1912 μέχρι της χρονολογίας εκδόσεως του ανωτέρω ΝΔ, έπεται ότι η απόκτηση κυριότητας σε δημόσιο κτήμα με έκτακτη χρησικτησία πρέπει να έχει συμπληρωθεί μέχρι τις 12.9.1915. Οι πράξεις νομής επί δημοσίου κτήματος μετά την ημερομηνία αυτή δεν έχουν καμμιά αξία για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία, εφόσον εάν δεί η 30ετία δεν έχει συμπληρωθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή, δεν μπορεί να συμπληρωθεί στον μετέπειτα χρόνο. Περαιτέρω προκειμένου περί των κειμένων στη Θεσσαλία δασών, επί Τουρκοκρατίας η κυριότητά τους ανήκε στο Τουρκικό Δημόσιο, όπως τούτο συνάγεται από τις διατάξεις του άρθρου 3 του από από 7 Ραμαζάν 1274 (1834) Τουρκικού Νόμου περί Γαιών, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 των Οδηγιών της 13 Μουχαρέμ περί εξελέγξεως τίτλων δασών. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας, κατά το έτος 1881, στο Ελληνικό Κράτος, με τη σύμβαση της 20 Ιουνίου (2 Ιουλίου 1881) μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, που κυρώθηκε με τον Ν. ΠΛΖ της 11/13 Μαρτίου 1882, η κυριότητάς τους περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο, από του χρόνου όμως αυτού τα εν λόγω δάση υπόκεινται σε έκτακτη χρησικτησία, εφόσον μέχρι τις 12-9-1915 έχει συμπληρωθεί καλόπιστη 30ετής νομή (ΑΠ 2192/2013). Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 1 του Ν. ΑΞΝ/1888 "Περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών", που περιελήφθηκε ως άρθρο 57 στον Ν. 3077/1924 "περί Δασικού Κώδικος", ως δάσος θεωρείται κάθε έκταση, η οποία μερικώς ή εξ ολοκλήρου καλύπτεται από άγρια ξυλώδη φυτά, οποιονδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή άλλων δασικών προϊόντων, ενώ δασικά εδάφη θεωρούνται οι εντός των δασών ασκεπείς εκτάσεις, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο και συστατικό τους μέρος. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των άρθρων 45, 46 του Ν. 4178/1929, 1 του ΑΝ 86/1969 και 3 του Ν. 998/1979, που ίσχυσαν μεταγενέστερα στην έννοια του δάσους και των δασικών εκτάσεων περιλαμβάνονται και οι εκτάσεις, που καλύπτονται από αραιή ή πενιχρή, υψηλή ή θαμνώδη ξυλώδη βλάστηση οποιασδήποτε δασικής διάπλασης, καθώς και οι εντός των εκτάσεων αυτών οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις χορτολιβαδικές ή μη (ΑΠ 1477/2014). Εξ ετέρου από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι ο λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 10/2011). Περαιτέρω κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεων ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Τέλος οι ίδιοι λόγοι αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση γιατί ευθέως ή εκ πλαγίου παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναιρέσεως θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων, σ'αυτό, αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την διεκδικητική, δασικού εδαφοτεμαχίου αγωγή, του αναιρεσίβλητου Δημοσίου, από την οποία το απέβαλε η αναιρεσείουσα - εναγομένη (καθώς και ο συνεναγόμενός της Μ. Φ., που, κατά τα προεκτεθέντα, οι υπεισελθόντες στη θέση του, λόγω του θανάτου του, κληρονόμοι του παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της αναίρεσης) "To επίδικον ακίνητον κείται εις την δασικήν θέση "Σπάντια" του οικισμού Δολιανών της Κοινότητος Κρανιάς της επαρχίας Καλαμπάκας, είναι εκτάσεως 762,95 m2 και συνορεύει γύρωθεν: ανατολικώς και δυτικώς με χορτολιβαδικές εκτάσεις που κατελήφθησαν από τους εναγομένους και τον Α. Ν., αντιστοίχως, βορείως με χορτολιβαδικήν έκταση που κατελήφθη από τον Μ. Ν. και νοτίως με χορτολιβαδικήν έκταση, όπως αποτυπώνεται, υπό τα στοιχεία 1-2-10-11-12-13-14-15-1, εις το από 27-10-1991 υπό κλίμακα 1:1500 τοπογραφικόν διάγραμμα του πραγματογνώμονος Ε. Τ., που συνοδεύει την υπ' αριθμ. 49/1991 έκθεση πραγματογνωμοσύνης αυτού (και υπό τα στοιχεία 41-170-171-172- 173-174-175-55-56,41 εις το από 18-2-1986, υπό κλίμακα 1: 500, τοπογραφικόν διάγραμμα του δασολόγου Α. Γ., που προσκομίζει το ενάγον και επικαλείται διά της αγωγής του). Ειδικότερον, αυτό είναι ηπίας κλίσεως, με γόνιμον και βαθύ έδαφος, επιδεκτικόν ως τοιούτον καλλιεργείας και, συμφώνως προς την προαναφερομένην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, αποτελεί τμήμα ακαλύπτου χορτολιβαδι- κής εκτάσεως 35.000 m2 περίπου, η οποία ευρίσκεται εντός του 5ου συμπλέγματος του δημοσίου δάσους Δολιανών, το οποίον εκτείνεται εις απόσταση 250 περίπου μέτρων από αυτήν και του οποίου αποτελεί αναπόσπαστον τμήμα ως συστατικόν του. Κατά τον χρόνον της προσαρτίσεως της Θεσσαλίας εις το Ελληνικόν Κράτος και της Εισαγωγής της Ελληνικής Νομοθεσίας στις Θεσσαλικές επαρχίες (διά του Ν.ΠΜ/19- 20/3-1882), αυτό είχε και έκτοτε μέχρι σήμερον έχει τον χαρακτήρα της δασικής εκτάσεως, ως τμήμα της, ως άνω, ασκεπούς χορτολιβαδικής εκτάσεως, η οποία αποτελεί οργανικήν ενότητα με το συνεχόμενον Δημόσιον δάσος Δολιανών, που αποτελείται από άγρια ξυλώδη φυτά, εις πυκνήν μορφήν, και ειδικότερον άτομα ελάτης. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί του χαρακτήρος του επιδίκου, κατά τον, ως άνω, χρόνον μέχρι σήμερον, ως δασικής εκτάσεως, συνάγεται τόσον από την προαναφερομένην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, συμφώνως προς την οποίαν αυτό ευρίσκεται εντός χορτολιβαδικής εκτάσεως συνεχομένης του δάσους Δολιανών, "η οποία εχρησιμοποιείτο ως βοσκότοπος και δι' υπαίθριον σταυλισμόν των ζώων>>, γεγονός το οποίον βεβαιώνεται από την <<ύπαρξη πλήθους μονοπατιών και διαβάσεων διά την ελευθέραν διέλευση ζώων και ανθρώπων", όσον και από τις καταθέσεις των προταθέντων από το ενάγον και εξετασθέντων ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου μαρτύρων, Ν. Γ. και Α. Ζ., εκ των οποίων ο πρώτος υπήρξε επιστάτης και δασοφύλακας εις την περιοχήν από του έτους 1965 και ο δεύτερος είναι δασοπόνος, υπεύθυνος του συμπλέγματος Ασπροποτάμου και κατά τους οποίους η τοποθεσία "Σπάντια" όπου το επίδικο, ευρίσκεται "μέσα στο δάσος Δολιανών>> και ήταν πάντοτε δημόσια χορτολιβαδική έκταση εις υψόμετρον 1200 μέτρων. Λόγω του τοιούτου χαρακτήρος του, κατά τον ανωτέρω χρόνον, αυτό περιήλθε εις την κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, ως διαδόχου του τουρκικού (Δημοσίου), εις το οποίον ανήκε κατά κυριότητα μέχρι του αυτού χρόνου (της προσαρτίσεως της Θεσσαλίας εις το Ελληνικόν Κράτος), εφ' όσον, κατά το Οθωμανικόν Δίκαιον, δεν αναγνωρίζετο η κτήση κυριότητος ακινήτου διά χρησικτησίας. Συμφώνως δε προς τις διατάξεις των άρθρων 3, 9, 19, 20, 30, 68 του Νόμου "Περί Γαιών", της 7 Ραμαζάν 1274 (καθ'ημάς 1856) και του άρθρου 13 του Νόμου περί ταπίων, προκειμένου περί δασών και δασικών εκτάσεων, ως περιλαμβανομένων στις δημόσιες γαίες, ήτο δυνατή μόνον η διά "ταπίου" παραχώρηση εις τους ιδιώτες δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), αντικείμενον της οποίας ήτο η αναφερομένη εις αυτό ωρισμένη και ανεπίδεκτος μετατροπής χρήση του εδάφους, της κυριότητος ανηκούσης εις το Τουρκικόν Δημόσιον, (βλ. και ΑΠ 107/1964 ΝοΒ 12,534 και Γιάννη Καραγιάννη "Νομικά Προβλήματα από την Δασική νομοθεσία", όπου ανωτ.). Μετά τον ανωτέρω χρόνον, συμφώνως προς όσα εκτίθενται εις την μείζονα σκέψη, ήτο δυνατή η κτήση κυριότητος επ' αυτού, ως τμήματος της ανωτέρω εκτάσεως, διά της συμπληρώσεως 30ετούς νομής, καλοπίστως και με διάνοιαν κυρίου, μέχρι την 12-9-1915. Οι εναγόμενοι, διά των εγγράφων προτάσεών των της πρώτης συζητήσεως ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου, ισχυρίσθησαν ότι οι ίδιοι κατέστησαν συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου, ως τμήματος μείζονος εκτάσεως εμβαδού 10 στρεμμάτων περίπου, εφ' όσον αρχικώς οι απώτεροι δικαιοπάροχοι αυτών, ήτοι οι Θ. και Σ. Ν., και ακολούθως οι κληρονόμοι του τελευταίου, Γ. Ν., Μ. Ν. και Ν. Ν. (άμεσος δικαιοπάροχος των ιδίων) και οι ίδιοι ήσκουν διακατοχικές πράξεις επ' αυτού, συνεχώς και αδιαλείπτως, καλοπίστως (μέχρι την 23-2-1946) και με διάνοιαν κυρίου, από της απελευθερώσεως της Θεσσαλίας. Όμως, από τα αυτά, ως άνω, αποδεικτικά μέσα, δεν αποδεικνύεται, ότι, κατά τον κρίσιμον χρόνον που προανεφέρθη, ο απώτερος δικαιοπάροχος των εναγομένων, προπάππος της δευτέρας τούτων, Θ. Ν., κατείχε και ενέμετο καλοπίστως και με διάνοιαν κυρίου το επίδικον ακίνητον, ως τμήμα μεγαλυτέρας εκτάσεως δέκα στρεμμάτων. Ειδικότερον, δεν αποδεικνύεται ότι αυτός εκκαλιέργει αυτό με σιτάρι και αραβόσιτον, έκοβε το χόρτον, διετήρει ποιμνιοστάσιον και εφύτευε δένδρα επ' αυτού, μέχρι του κατ' έτος 1910 επισυμβάντος θανάτου του και ότι τις αυτές πράξεις συνέχισε και ο κληρονόμος αυτού, υιός του, Σ. Ν., καλοπίστως και με διάνοιαν κυρίου, ώστε να δύναται να λεχθή ότι ο τελευταίος, διά της προσμετρήσεως και της προηγηθείσης νομής του δικαιοπαρόχου του, απέκτησε κυριότητα επ' αυτού, έναντι του Δημοσίου, δι' εκτάκτου χρησικτησίας, η οποία, μετά τον κατ' έτος 1954 επισυμβάντα θάνατον αυτού, περιήλθε εις τα τέκνα του Μ. Ν., Γ. Ν. και Ν. Ν., ως μόνους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, οι οποίοι συνέχισαν τις αυτές διακατοχικές πράξεις μέχρι το έτος 1966, ότε απεβίωσε ο ανωτέρω Ν. Ν. και αφήκε μόνην εξ αδιαθέτου κληρονόμον του την δευτέραν εναγομένην, θυγατέρα αυτού, η οποία συνέχισε τις αυτές διακατοχικές πράξεις μετά του πρώτου εναγομένου. Οι καταθέσεις εις το σημείον αυτό των προταθέντων από τους εναγομένους και εξετασθέντων, ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου μαρτύρων, Ι. Ζ., γεννηθέντος εις Κρανιά Καλαμπάκας το έτος 1913 και Σ. Χ., γεννηθέντος εις Πολυθέα Τρικάλων το έτος 1927, που εχρημάτισε "τσοπάνος στους Ν.-ους από το 1941 μέχρι το έτος 1943", συμφώνως προς τις οποίες "στην έκταση αυτή (των δέκα στρεμμάτων) ήταν ο Σ. Ν. και πριν από αυτόν ο πατέρας του Θ. Ν.", ο οποίος καλλιεργούσε αυτή με σιτηρά και είχε αλώνια και καλύβες επ' αυτής, δεν κρίνονται πειστικές και επαρκείς διά τον σχηματισμόν πλήρους πεποιθήσεως, περί της ασκήσεως, από τους ανωτέρω Θ. Ν. και Σ. Ν., διακατοχικών πράξεων επί της μείζονος εκτάσεως και του επιδίκου, ως τμήματος αυτής, καλοπίστως και με διάνοιαν κυρίου, κατά το προαναφερόμενον χρονικόν διάστημα. Οι ανωτέρω μάρτυρες, ως εκ της ηλικίας των, κατά το κρίσιμον χρονικόν διάστημα, δεν είχαν ιδίαν αντίληψη περί των τοιούτων πράξεων, ενώ οι καταθέσεις των δεν ενισχύονται από κανένα άλλο αποδεικτικόν στοιχείον. Άλλωστε, η έκταση αυτή και λόγω του υψομέτρου της (1200 μέτρα) αλλά και λόγω του ότι εκαλύπτετο διά πολλούς μήνες εκάστου έτους από χιόνια, δεν ήτο επιδεκτική καλλιεργείας με σιτηρά και αραβόσιτον, ενώ από την ερμηνείαν των αεροφωτογραφιών της περιοχής, που ελήφθησαν κατά το έτος 1945, δεν διεπιστώθη η ύπαρξη ιχνών καλλιεργείας ούτε προ πέντε ετών από της λήψεως αυτών, όπως δεν διεπιστώθη και η ύπαρξη οποιουδήποτε είδους δένδρου (βλ. και ανωτέρω έκθεση πραγματογνωμοσύνης, εις την οποίαν γίνεται μνεία περί αυτού). Η ελευθέρα δε βοσκή και ο υπαίθριος σταυλισμός των ζώων τούτων εις την, ως άνω, έκταση, κατά τις καλοκαιρινές κτηνοτροφικές περιόδους, εις την οποίαν προέβαιναν και άλλοι κτηνοτρόφοι της περιοχής, δεν αποδεικνύεται ότι εγένετο από αυτούς καλοπίστως και με διάνοιαν κυρίου και δεν είναι ικανή να οδηγήσει εις κτήση κυριότητος διά χρησικτησίας. Η κρίση του Δικαστηρίου, περί της μη κτήσεως δικαιώματος κυριότητος, διά χρησικτησίας, επί της μείζονος εκτάσεως και του επιδίκου, ως τμήματος αυτής, από τους προαναφερομένους άμεσον και απωτέρους δικαιοπαρόχους της β' εναγομένης και επομένως περί μη περιελεύσεως αυτής, διά κληρονομικής διαδοχής, εις την τελευταίαν, η οποία κατέχει αυτό μετά του α' εναγομένου, ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο εκ των κληρονόμων του Μ. Ν. (υιού και κληρονόμου του ανωτέρω αναφερομένου απωτέρου δικαιοπαρόχου της β' εναγομένης Σ. Ν.), Α. Ν., διά της από 28-4-1964 αιτήσεώς του προς τον Δασάρχην Προτύπου Δασαρχείου Δασοπονίας Καλαμπάκας, εζήτησε την παραχώρηση εις αυτόν εκτάσεως μέχρι ενός στρέμματος, συμφώνως προς τις διατάξεις του Ν.857/1937, όπως ετροποποιήθη διά του Ν.Δ 501/1953, από την προαναφερομένην έκταση των δέκα στρεμμάτων, την οποίαν ήδη οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι κατείχε, με τα προσόντα της εκτάκτου χρησικτησίας, από της απελευθερώσεως της Θεσσαλίας, ο προπάππος της δευτέρας(και προπάππος του ρηθέντος Α. Ν.),Θ. Ν. και ακολούθως ο Σ. Ν. και οι ανωτέρω αναφερόμενοι κληρονόμοι του και της οποίας τμήμα αποτελεί το επίδικον. Διά της αιτήσεώς του αυτής, ο ίδιος (εις τον οποίον, κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων περιήλθε η ανωτέρω έκταση, ως κληρονόμον του Μ. Ν.), συνομολογεί σαφώς ότι η έκταση αυτή είναι δημοσία δασική "χωρίς όμως σημασίαν από απόψεως δασοπονικής αλλά κατάλληλος διά την ανέγερση κατοικιών". Διά της υπ' αριθμ. 39/1967 αποφάσεως της, κατ' άρθρον 71 του Αγροτικού Κώδικος, Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Τρικάλων, παρεχωρήθη πράγματι εις αυτόν έκταση 300 m2, από την, ως άνω, "δημοσίαν δασικήν έκτασιν, η οποία είναι γυμνή δασικής βλαστήσεως", αντί συμβολικού τιμήματος 1000 δραχμών ανά στρέμμα. Είναι προφανές ότι εις την αίτηση αυτή, περί παραχωρήσεως εις αυτόν της ανωτέρω εκτάσεως (και μάλιστα ζώντος του δικαιοπαρόχου του Μ. Ν., συγκληρονόμου του αμέσου δικαιοπαρόχου της β' εναγομένης, Ν. Ν. και συγκατόχου της αυτής εκτάσεως, κατά τους ισχυρισμούς των εναγομένων), ο ίδιος δεν θα προέβαινε, εάν ετέλει με την πεποίθηση ότι ανήκε κατά κυριότητα εις τους κληρονόμους του Σ. Ν., μεταξύ των οποίων ο Ν. Ν. και ο πατέρας του, Μ. Ν.. Εις την υποβολήν δε ομοίων αιτήσεων, προς το Δασαρχείον Καλαμπάκας, προέβησαν, την 2-8-1982 και οι μη διάδικοι, κάτοικοι ..., Σ., Α., Χ. και Ν. Κ., διά των οποίων, αυτοί, επικαλούμενοι ότι είναι κτηνοτρόφοι, κάτοχοι προβατοποιμνίων, τα οποία βόσκουν ανελλιπώς, κατά τις θερινές κτηνοτροφικές περιόδους, στις λιβαδικές εκτάσεις του Δημοσίου δάσους Δολιανών στις οποίες υπάγεται και αυτή υπό το όνομα "Σπάντια"...συνορεύουσα πανταχόθεν με δημοσίαν δασικήν έκτα- σιν...", εζήτησαν την παραχώρηση εις έκαστον τούτων τμήματος της εκτάσεως αυτής, εμβαδού 500 m2, διά την εγκατάσταση των ποιμνιοστασίων των και την κατασκευήν ποιμενικής καλύβας, προς επωφελεστέραν εκμετάλλευση των προβατοποιμνίων των, χάριν των ιδίων και της εθνικής οικονομίας (βλ. τις ανωτέρω αιτήσεις που προσκομίζει και επικαλείται το ενάγον). Από το περιεχόμενον των αιτήσεων αυτών, εις ανύποπτον χρόνον, αναιρείται ο ισχυρισμός των εναγομένων, περί ιδίας κυριότητος επί του επιδίκου ακινήτου, ως τμήματος της ανωτέρω εκτάσεως και βεβαιώνεται ο χαρακτήρας αυτού, ως δημοσίας δασικής εκτάσεως. Περαιτέρω, από τα αυτά αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι η επίδικος έκταση, ως τμήμα της μείζονος χορτολιβαδικής εκτάσεως, εις θέση "Σπάντια" του Δημοσίου δάσους Δολιανών, διεχειρίζετο από το Ελληνικόν Δημόσιον, διά των αρμοδίων υπηρεσιών αυτού και ειδικότερον μέχρι μεν του έτους 1928 διά της οικονομικής Εφορίας Τρικάλων, ακολούθως δε διά του ιδρυθέντος Δασαρχείου Καλαμπάκας, το οποίον περιελάμβανε την έκταση αυτή στις διαχειριστικές του μελέτες, εφύλασσε και επέβλεπε αυτήν διά των αρμοδίων οργάνων του, ως περιλαμβανομένην εις το 5ον σύμπλεγμα του δημοσίου δάσους Δολιανών. Όμως, κατά τον μήνα Απρίλιον του έτους 1980, οι εναγόμενοι κατέλαβαν το πρώτον, με πρόθεση κτήσεως δικαιωμάτων, την επίδικον έκταση, την οποίαν περιέφραξαν με ακροσανίδες, και εις μέρος αυτής κατεσκεύασαν κτίσμα από τσιμεντόλιθους, το οποίον χρησιμοποιούν ως εξοχικήν κατοικίαν, ενώ εις την υπόλοιπον εφύτευσαν δώδεκα οπωροφόρα δένδρα, κατεσκεύασαν φούρνο και βρύση και την χρησιμοποιούν ως κήπον και αυλήν. (βλ. και κατάθεση του μάρτυρος Ν. Γ. ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου, κατά την οποίαν "...από το έτος 1965.. που το γνωρίζω μέχρι τότε που το κατέλαβαν ήταν ανοικτή χορτολιβαδική έκταση.. χωρίς περιφράξεις ούτε καλλιέργειες ούτε κάτι άλλο που να δείχνει ότι κάποιος τρίτος είχε επέμβει...", αλλά και από 17-9-1981 ομοίαν αυτού, καθώς και ανωτέρω έκθεση αυτοψίας και πραγματογνωμοσύνης). Διά την ανωτέρω αναφερομένην κατάληψη της επιδίκου εκτάσεως εξεδόθη το υπ' αριθμ. 5/1981 πρωτόκολλον διοικητικής αποβολής του Δασάρχου Καλαμπάκας (δι' έκταση 745 m2), διά του οποίου ο α' εναγόμενος απεβλήθη από αυτήν. Και είναι μεν αληθές ότι το πρωτόκολλον αυτό, κατόπιν ασκηθείσης κατ' αυτού ανακοπής από τους εναγομένους, ενώ επεκυρώθη αρχικώς διά της υπ' αριθμ. 23/1982 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Καλαμπάκας, ηκυρώθη ακολούθως διά της υπ' αριθμ. 610/1983 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Τούτο, όμως δεν αποτελεί δεδικασμένον, εις την προκειμένην περίπτωση, όμως διατείνονται οι εναγόμενοι, και δεν εμποδίζει την επιδίωξη των εκατέρωθεν δικαιωμάτων, κατά την τακτικήν διαδικασίαν . Επί τη βάσει τούτων, πρέπει η προταθείσα από τους εναγομένους ένσταση ιδίας κυριότητος αυτών επί της επιδίκου εκτάσεως, να απορριφθή, ως κατ' ουσίαν αβάσιμος. Ακόμη, πρέπει να απορριφθή και η προταθείσα από αυτούς ενώπιον του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου, ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής από το ενάγον, η οποία ερείδεται επί των αυτών πραγματικών περιστατικών, τα οποία αυτοί επεκαλέσθησαν, διά την στοιχειοθέτηση της ενστάσεως περί ιδίας κυριότητος τούτων. Και τούτο διότι δεν αποδεικνύεται η επικαλουμένη, επί μακρόν χρόνον, άσκηση διακατοχικών πράξεων, επί της επιδίκου εκτάσεως, από τους ιδίους και τους δικαιοπαρόχους των, υπό τα όμματα των αρμοδίων οργάνων του ενάγοντος, Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ηδράνησαν και έτσι εδημιουργήθη εις αυτούς η πεποίθηση ότι τούτο δεν θα ασκήσει τα δικαιώματά του. Αντιθέτως, επί τη βάσει όσων προεξετέθησαν, η κατάληψη της επιδίκου εκτάσεως από αυτούς, με πρόθεση κτήσεως δικαιωμάτων επ' αυτής, εγένετο κατά τον μήνα Απρίλιον 1981. Ευθύς δε ως τούτο υπέπεσε εις την αντίληψη των αρμοδίων οργάνων του ενάγοντος, τούτο προέβη στις δέουσες νόμιμες ενέργειες προς αποβολήν των από αυτήν, ώστε δεν δύναται να υποστηριχθή ότι η άσκηση της ενδίκου αγωγής από αυτό υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς τα όρια τα οποία επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Επομένως πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει δεκτή ως και κατ'ουσίαν βάσιμος, να αναγνωρισθεί το ενάγον κύριον της επιδίκου εκτάσεως και να διαταχθεί η απόδοση αυτής εις τούτο". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή του αναιρεσιβλήτου περί της κυριότητάς του στο επίδικο δασικό εδαφοτεμάχιο και της υποχρεώσεως της εναγομένης - αναιρεσείουσας, της οποίας οι ενστάσεις περί ιδίας κυριότητας και περί καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος του ενάγοντος κρίθηκαν απορριπτέες, να το αποδώσει και στη συνέχεια αφού δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση του ενάγοντος- αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, το οποίο είχε κρίνει αντιθέτως και αφού δίκασε εκ νέου την αγωγή, την δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις περί κυριότητος του ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου (στο κείμενο στη θέση "Σπάντια) του οικισμού Δολιανών της Κοινότητας Κρανιάς Καλαμπάκας - Θεσσαλία - και έχοντα δασικό χαρακτήρα επίδικο ακίνητο) ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου αλλά ούτε τις περί χρησικτησίας διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, του οποίου οι νόμιμες προϋποθέσεις, για την αποδοχή της περί ιδίας κυριότητας, ενστάσεως της εναγομένης δεν συνέτρεξαν. Επομένως ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού εξέθεσε σ' αυτήν χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά γεγονότα που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα και που ήταν αναγκαία για την ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης αγωγής του αναιρεσιβλήτου περί κυριότητάς του, ως διαδόχου του Τουρκικού Δημοσίου στο επίδικο εδαφοτεμάχιο, που από τότε που προσαρτήθηκε η Θεσσαλία στην Ελλάδα (1881) μέχρι σήμερα είναι δασικό, ως τμήμα μεγαλύτερης επιφανείας 35000 τμ ασκεπούς χορτολιβαδικής εκτάσεως, η οποία αποτελεί οργανική ενότητα με το συνεχόμενο δημόσιο δάσος Δολιανών και το οποίο (επίδικο) μαζί με την μεγαλύτερη έκτακτη διαχειριζόταν έκτοτε το αναιρεσίβλητο με τα αρμόδια όργανά του (οικονομική εφορία Τρικάλων μέχρι το 1928 και έκτοτε Δασαρχείο Καλαμπάκας) μέχρι το 1980 που αποβλήθηκε από αυτό (επίδικο) από τους εναγομένους, οι οποίοι δεν κατέλυσαν με έκτακτη χρησικτησία την κυριότητά του, καθόσον δεν αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούσαν την ιστορική βάση της οικείας περί ιδίας κυριότητας ενστάσεώς τους, ενώ κρίθηκε απορριπτέα και η βασιζόμενη στα ίδια πραγματικά περιστατικά ένσταση καταχρήσεως. Οι προπεριγραφείσες παραδοχές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή ή μη εφαρμογή αντίστοιχα των προδιαληφθεισών διατάξεων. Συνεπώς ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η έλλειψη νόμιμης βάσης πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του πρώτου λόγου κατά τις οποίες το Εφετείο εσφαλμένα απέρριψε την ένσταση ιδίας κυριότητας της εναγομένης - αναιρεσείουσας, ενώ αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που την συγκροτούσαν, τα οποία η αναιρεσείουσα επαναλαμβάνει και που είναι αντίθετα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης, είναι απαράδεκτες, γιατί υπό την επίφαση της παραβιάσεως των περί έκτακτης χρησικτησίας διατάξεων του ΒΡΔ και της προσμέτρησης της νομής των δικαιοπαρόχων της αναιρεσείουσας στη δική της νομή (1045, 1051 ΑΚ) πλήττει την περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, η οποία, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔικ είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Επίσης για την ίδια αιτία είναι απαράδεκτες και οι αιτιάσεις του τρίτου λόγου, κατά τις οποίες η κρίση του εφετείου περί του χαρακτήρα ως δασικού του επιδίκου εδαφοτεμαχίου είναι εσφαλμένη, ενώ περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες οι παραδοχές της αποφάσεως περί του δασικού χαρακτήρα των επιδίκων, έρχονται σε αντίθεση και παραβιάζουν το λαμβανόμενο υπόψη αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρο 336 ΚΠολΔικ "πασίδηλο", κατά το οποίο λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στον ορεινό όγκο της Πίνδου, που από τα μέσα Απριλίου μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου κάθε έτους, εκατοικείτο από τους ορεινούς πληθυσμούς που ζούσαν στα χωριά της ως ελεύθεροι πολίτες και ότι συνακόλουθα η ευρύτερη περιοχή, στην οποία ανήκει και το επίδικο ήταν δεκτική εξουσιάσεως, ως δυναμένη να καλλιεργηθεί και να κατοικηθεί και ότι συνεπώς δεν ήταν "δημόσια γαία", ώστε να επέλθει ως προς αυτήν διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου, είναι προεχόντως απαράδεκτες γιατί προτείνονται για πρώτη φορά στον Άρειο Πάγο, χωρίς την συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔικ, αλλά και γιατί ως αναφερόμενες σε παραβίαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 336 παρ.1 ΚΠολΔικ, δεν ιδρύουν τον επικαλούμενο από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναιρετικό λόγο, ο οποίος αφορά σε εκ πλαγίου παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου.Τούτο ανεξάρτητα από το ότι η παραβίαση "των πασιδήλων", δεν ιδρύει κάποιο αναιρετικό λόγο και ειδικότερα τους λόγους των διατάξεων των αριθμών 12 ή 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, καθόσον δεν περιλαμβάνονται στα κατά το άρθρο 339 ΚΠολΔικ αποδεικτικά μέσα (ΟλΑΠ 8/2005). Ενόψει τούτων οι ερευνώμενοι πρώτος και τρίτος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν. Επειδή ο από τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο. Ως έγγραφα, η παραμόρφωση του περιεχομένου των οποίων θεμελιώνει τον παραπάνω λόγο αναιρέσεως, νοούνται αυτά που προβλέπονται ως αποδεικτικά μέσα μέσα στα άρθρα 339 και 432 του ΚΠολΔικ. Η κατά το άρθρο 383 ΚΠολΔικ γνωμοδότηση των ορισθέντων με δικαστική απόφαση πραγματογνωμόνων, καθώς και η κατά το άρθρο 360 του ίδιου κώδικα έκθεση αυτοψίας αποτελούν αποδεικτικά μέσα διαφορετικά από εκείνα των εγγράφων. 'Ετσι η τυχόν παραμόρφωση του περιεχομένου τους, ως μη αφορώσα σε έγγραφα κατά την παραπάνω έννοια δεν ιδρύει τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο, παραμόρφωσε το περιεχόμενο των παρακάτω εγγράφων, από τα οποία προέκυπτε η μορφή του επιδίκου ακινήτου και δη α) την υπ' αριθμ. 49/1991 έκθεση πραγ/νης του ορισθέντα, με την υπ' αριθμ. 303/1990 παρεμπίπτουσα απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως πραγ/να, δασολόγου Ε. Τ. και β) την υπ' αριθμ. 98/1991 έκθεση αυτοψίας, που σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 13/1989 Πράξη του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου διενήργησε η Πρωτοδίκης Μαρία Τζέρμπου. Ο λόγος αυτός, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη είναι απαράδεκτος, καθόσον δεν αφορά σε "έγγραφα", κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 339 και 432 επ του ΚΠολΔικ αλλά σε άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία δεν πλήττονται με τον ερευνώμενο λόγο. Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, να απορριφθούν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Θεωρεί ως μη ασκηθείσα την από 29.10.2003 αίτηση του Μ. Φ. του Γ. για αναίρεση της υπ'αριθμ. 183/2002 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας, λόγω παραιτήσεως από το δικόγραφο των υπεισελθόντων στη θέση του ένεκα του θανάτου του α)Μ. χήρα Μ. - Φ., το γένος Ν. Ν., β)Α. - Σ. Μ. Φ. γ) Β. Μ. Φ. και δ) Γ.Υ. Μ. Φ.. Απορρίπτει την από 29.10.2003 αίτηση της Μ. συζ. Μ. Φ., το γένος Ν. Ν. κατά του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ'αριθμ. 183/2002 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 3 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραίτηση από το δικόγραφο της αναίρεσης. Μέχρι ισχύος ΑΚ για την έκτακτη χρησικτησία εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΒΡΔ και επί των δασών που ανήκουν στο Δημόσιο. Η χρησικτησία έπρεπε να είχε συμπληρωθεί μέχρι 12.9.1915. Μετά την ημερομηνία αυτή τα ακίνητα του Δημοσίου είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας Τι ισχύει στη Θεσσαλία μετά την προσάρτησή της το 1881 στο Ελληνικό Κράτος. Δάσος: Έννοια κατά προϊσχύσαντες και ισχύοντες νόμους. Με τους αρ. 1 και 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ προσβάλλονται μόνο τα έγγραφα και όχι τα άλλα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 339 ΚΠολΔ.
Χρησικτησία
Αγωγή διεκδικητική, Αποδεικτικά μέσα, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Δάση, Παραίτηση από δικόγραφο, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 2170/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Ε. συζ. Σ. Β., το γένος Γ. Π. και 2)Ι. Ζ. του Δ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Γιασεμώ Καραγιάννη. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ά. χήρας Π. Σ., το γένος Ε. Κ. και 2)Ε. συζ. Μ. Φ., το γένος Π. Σ., κατοίκων .... Η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Καραγκούνη και η 2η εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος ανακάλεσε την από 30/9/2014 δήλωσή του κατ' άρθρο 242 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/6/2002 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 225/2006 και μετά από άσκηση ανακοπής ερημοδικίας 109/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 189/2013 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 27/1/2014 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 17/9/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1,2 και 3 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο αντίδικος του απολιπομένου ή μη παρισταμένου με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, τότε ερευνάται αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εξάλλου κατά το άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔικ στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά το άρθρο 96 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, η πληρεξουσιότητα με προφορική δήλωση του καταχωρίζεται στα πρακτικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 104, για τη συζήτηση στο ακροατήριο, απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Τις κλητεύσεις επικαλούνται και αποδεικνύουν οι παριστάμενοι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση, από το σχετικό πινάκιο, τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου και τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη (Ά. χα Π. Σ., το γένος Ε. Κ.) παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ιωάννη Καραγκούνη, ο οποίος όμως δεν έχει την απαιτούμενη, κατά το άρθρο 104 ΚΠολΔικ, ρητή προς τούτο πληρεξουσιότητα (το προσκομιζόμενο σε πρωτότυπο και αντίγραφο υπ' αριθ. .../25.9.2014 πληρεξούσιο της συμ/φου Σύμης Ευτυχίας Λ. Μαυρουδή αφορά τη δεύτερη και μόνο αναιρεσίβλητη). Επομένως η εν λόγω πρώτη αναιρεσίβλητη δεν παρίσταται νόμιμα και γιαυτό πρέπει να ερευνηθεί αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, πράγμα το οποίο αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από τους επισπεύδοντες τη συζήτηση αναιρεσείοντες, από 22-7-2014 έκθεση επιδόσεως της Γραμματέως του Δήμου Σύμης (που ορίστηκε ως όργανο επιδόσεως από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Ρόδου -άρθρο 122 παρ. 3 ΚΠολΔικ-), από την οποία προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 27.1.2014 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο επιδόθηκε, σ' αυτήν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Ενόψει τούτου η συζήτηση θα προχωρήσει, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔικ, παρά την απουσία αυτής. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 974, 976 εδ.α', 1041, 1042 και 1051 ΑΚ, προκύπτει ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία, απαιτούνται φυσική εξουσίαση του πράγματος, με διάνοια κυρίου, ήτοι νομή αυτού, καλή πίστη, που πρέπει να υπάρχει κατά την κτήση της νομής, νόμιμος τίτλος, πράγμα δεκτικό χρησικτησίας και παρέλευση δεκαετίας. Ειδικότερα, το στοιχείο της καλής πίστης υπάρχει όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, είχε κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση ότι απέκτησε κυριότητα, πράγμα που αποκλείεται όταν γνώριζε ή από βαριά αμέλεια αγνοούσε ότι ο κτητικός τίτλος του έχει ελαττώματα που εμποδίζουν την κτήση της κυριότητας. Ο νομέας έχει τη δυνατότητα να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του χρησικτησίας το χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του, άσκηση δε νομής όταν πρόκειται για ακίνητα, αποτελούν οι υλικές και εμφανείς πάνω, σ' αυτά πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό τους, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να είναι το πράγμα δικό του. Τέτοιες πράξεις είναι, μεταξύ άλλων, η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η δενδροφύτευση η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περίφραξη καθώς και η δήλωσή του στο Εθνικό Κτηματολόγιο. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 976 εδ. α ΑΚ, για την απόκτηση της νομής πράγματος, που βρίσκεται στη νομή άλλου, απαιτείται παράδοση του πράγματος στον αποκτώντα, η οποία γίνεται με τη βούληση του έως τώρα νομέα. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 558 αρ. 1 ΚΠολΔικ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 20/2011). Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης, ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Εξάλλου το κατά νόμω αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Τέλος οι παραπάνω, από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγοι, είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναιρέσεως θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ.), το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων σ' αυτό, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατ' ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά ως προς το επικληθέν κεφάλαιο της εκκαλουμένης για αναγνώριση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία, κατά το οποίο (κεφάλαιο) και μόνο οι εκκαλούντες-αναιρεσίβλητοι ήταν ηττώμενοι διάδικοι (άρθρ. 516 παρ. 1 ΚΠολΔικ), ενώ επανέλαβε, ως εκ περισσού τις παραδοχές της πρωτόδικης αποφάσεως κατά τα κεφάλαιά της για αναγνώριση κυριότητας ακινήτου με παράγωγο τρόπο, ήτοι με αγοραπωλησία, καθώς και με έκτακτη χρησικτησία, τα οποία δεν είχαν εκκληθεί με έφεση των ως προς αυτά ηττηθέντων εφεσιβλήτων-αναιρεσειόντων. "Δυνάμει του νόμιμα μεταγραφέντος υπ' αριθμ. .../3.11.1987 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Ρόδου Αριστέας Ηρακλείδου-Περίδου, οι ενάγοντες αγόρασαν ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, του επιδίκου ακινήτου, ήτοι μιας ερειπωμένης διώροφης οικίας με θόλο στο ισόγειο, κείμενης στη νήσο Σύμη Δωδεκανήσου στη συνοικία "ΕΙΣΟΔΙΑ", με όλα τα παραρτήματα και παρακολουθήματα, συνολικής επιφάνειας 250,06 τμ εκ των οποίων τα 48,06τμ καλυμμένης επιφάνειας και τα 202 τμ ακάλυπτης, η οποία συνορεύει ανατολικά με δημοτικό δρόμο, νότια με δημοτικό δρόμο, δυτικά με έκταση Δημοσίου και βόρεια με οικία της πρώτης εναγόμενης όπως απεικονίζεται με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-Ν-Α, στο επισυνημμένο στην προαναφερόμενη αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα που συνέταξε ο εμπειροτέχνης-εργοδηγός Κ. Κ. το Μάιο του 1983. Το προπεριγραφέν συμβόλαιο, μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σύμης, στον τόμο 18, με αύξοντα αρ. 40, στις 15.12.1987. Πωλητές του εν λόγω ακινήτου υπήρξαν οι Β. και Ε. Κ., οι οποίοι το είχαν αγοράσει νωρίτερα, δυνάμει του νόμιμα μεταγραφέντος στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σύμης με αριθμό .../3/3/1987 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Μαρίας Ζωίδου Πέρου από την Α. σύζυγο του Γ. Μ., το γένος Ι. Ο., ενώ προηγουμένως είχε συνταχθεί το έτος 1979 το υπ' αριθμ. .../6.11.1979 συμβόλαιο δωρεάς της συμβολαιογράφου Ρόδου Μαρίας Πρώτου, όπως αυτό διορθώθηκε με την υπ' αριθμ. .../15.10.1984 διορθωτική πράξη της ίδιας συμβολαιογράφου, κατά το οποίο η Σ. χήρα Ι. Ο., το γένος Η. Μ., μεταβίβασε λόγω δωρεάς το επίδικο ακίνητο στην Α. σύζυγο Γ. Μ., το γένος Ι. Ο.. Ειδικότερα, με την προαναφερόμενη διορθωτική συμβολαιογραφική πράξη, διορθώθηκε η έκταση του δωρηθέντος ακινήτου, από την έκταση των 20τμ, σε αυτήν των 250,06τμ, ενώ δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς από αποδεικτικό στοιχείο, ο λόγος για τον οποίο το συμβόλαιο δωρεάς έχρηζε διόρθωσης, πολύ δε περισσότερο η τεράστια απόκλιση του παρατηρήθηκε μεταξύ των δύο συμβολαίων, ως προς την έκταση. Η εξήγηση που περιέχεται στη διορθωτική πράξη, ότι αυτή έλαβε χώρα ενόψει της απουσίας τοπογραφικού σχεδιαγράμματος, θα ήταν ίσως πειστική, εάν όμως η διόρθωση αφορούσε σε μια απόκλιση που θα δικαιολογούνταν και θα βρισκόταν εντός των κοινών αποδεκτών ορίων ενός σφάλματος που ενδεχομένως εμφιλοχωρούσε σε μια καταμέτρηση. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκαν, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, οι εξιστορούμενες στην αγωγή πράξεις νομής της απώτατης δικαιοπαρόχου των εναγόντων, Σ. χήρας Ι. Ο., το γένος Η. Μ., ήτοι ότι από το έτος 1935 και εντεύθεν, είχε περιφράξει το ακίνητο με ξύλινους πασσάλους, το καθάριζε, το επισκεπτόταν και το επέβλεπε, καθόσον ουδέν αναφέρθηκε για τέτοιες πράξεις κατά την εξέταση των μαρτύρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, κατά τις προαναφερόμενες συνεδριάσεις αυτού, ήτοι αυτής κατά την οποία, έγινε δεκτή η αγωγή, ερήμην των εναγομένων εκκαλουσών και αυτής μετά την άσκηση της ανακοπής ερημοδικίας από τις τελευταίες. Από την άλλη, στην με αριθμό .../2001 ένορκη βεβαίωση της Ζ. χήρας Ε. Κ., μητέρας της πρώτης εναγομένης, που λήφθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, μετά νομίμου κλητεύσεως των αντιδίκων, και αφορούσε τη συζήτηση ματαιωθείσας αγωγής, και η οποία λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο, γίνεται αναφορά στη χρήση του θόλου, όπως αποκαλείται η ερημωμένη οικία, από την πλευρά του Φ. Κ., πατέρα του συζύγου της Ε.. Πιο συγκεκριμένα, ότι ο θόλος αυτός βρισκόταν όπισθεν της προπολεμικής κατοικίας του Φ. Κ., ο οποίος μάλιστα τον χρησιμοποιούσε ως τόπο δικής του κατοικίας, μετά τον γάμο της ίδιας με το γιο του και ακολούθως, μετά τον πόλεμο ότι χρησιμοποιούνταν από την ίδια ως αυλή και ως χώρος βοηθητικών εργασιών, όπως το άπλωμα των ρούχων, πλυσταριό φύλαξη κατοικίδιων ζώων, άπλωμα φύλλων καπνού και τουαλέτα. Εν συνεχεία, ότι από το έτος 1965 η θυγατέρα της, πρώτη εναγομένη, που κατοικούσε πλέον στην παραπάνω οικία το χρησιμοποιούσε με τον ίδιο τρόπο, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '70, οπότε και η χρήση του περιορίστηκε ως αυλή και για το άπλωμα των ρούχων. Τέλος, αναφέρει ότι το έτος 1987 η θυγατέρα της, μεταβίβασε στη δεύτερη εναγομένη (εγγονή της βεβαιούσας), τον θόλο και ένα οικόπεδο προς ανατολάς (δυνάμει του με αριθμ. .../16.11.1987 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Ρόδου Χρυσάνθης Μητσού). Από την εκτίμηση λοιπόν των παραπάνω αποδεικτικών μέσων, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί πλήρης δικανική πεποίθηση, ούτε για τον πρωτότυπο ούτε για τον παράγωγο, με έκτακτη χρησικτησία, τρόπο κτήσης της κυριότητας του επιδίκου από τους ενάγοντες. Τούτο ισχύει αναφορικά με τον παράγωγο τρόπο, με δεδομένο ότι δεν αποδείχθηκε η δια χρησικτησίας απόκτηση της κυριότητας από την Σ. Ο., γεγονός που με τη σειρά του, συνεπάγεται ότι όλες οι επακολουθήσασες μεταβιβάσεις έγιναν από μη κύριο. Σε ότι δε αφορά τον πρωτότυπο δι' έκτακτης χρησικτησίας τρόπο, ομοίως δεν αποδείχθηκε ότι ασκήθηκαν από τους ενάγοντες ή τους δικαιοπαρόχους τους πράξεις νομής για διάστημα είκοσι ετών, αφού δεν αποδείχθηκε για τους παραπάνω λόγους η νομή της Σ. Ο. έως το μήνα Νοέμβριο του έτους 1979 (όταν και κατάρτισε το συμβόλαιο δωρεάς) ούτε και η νομή των δικαιοπαρόχων των εναγόντων, δηλαδή της Α.ς συζύγου Γ. Μ., το γένος Ι. Ο., (η οποία μεταβίβασε το επίδικο ακίνητο στους πωλητές των εναγόντων το έτος 1987 και δεν αποδείχθηκε ότι, ούσα μόνιμη κάτοικος Ρόδου από το έτος 1970, άσκησε οποιεσδήποτε πράξεις νομής επί του επιδίκου) και των ιδίων των εναγόντων συνεχώς για διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών. Ακολούθως, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι κατά το χρόνο που συντάχθηκε το υπ' αριθμ. .../3.11.1987 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αριστέας Ηρακλείδου-Περίδου, δυνάμει του από τους ενάγοντες, η οποία ακολουθήθηκε από την απουσία τους και αποχή τους από οποιαδήποτε υλική πράξη επί του επιδίκου, για όλα τα επόμενα χρόνια μέχρι το έτος 1999 δεν είναι δυνατόν να τους προσδώσει το στοιχείο της άσκησης δεκαετούς νομής επί αυτού και να τους καταστήσει κυρίους του ακινήτου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, έστω και αν συντρέχει στο πρόσωπό τους το στοιχείο της καλής πίστης κατά το χρόνο της σύνταξης του προαναφερόμενου πωλητηρίου συμβολαίου". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ουσιαστικά αβάσιμη την αγωγή των αναιρεσειόντων κατά την από τακτική χρησικτησία, αναγνώριση κυριότητας ακινήτου, βάση της και στη συνέχεια, αφού δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την έφεση των εναγομένων-αναιρεσιβλήτων εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά το εκκληθέν μέρος της, που είχε κρίνει αντιθέτως και αφού δίκασε εκ νέου την αγωγή την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, τόσο κατά το εκ νέου δικαζόμενο μέρος της, όσο κατά εκείνο που δεν εξεκαλλείτο, ως προς το οποίο, όπως έχει ήδη αναφερθεί επανέλαβε ως εκ περισσού τις μη εκκληθείσες παραδοχές της πρωτοβάθμιας απόφασης. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες διατάξεις των άρθρων 974, 976 εδ.α, 1041, 1042 και 1051 ΑΚ. τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, καθόσον υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των, ανελέγκτως, γενομένων δεκτών ως αποδεικνυομένων πραγματικών περιστατικών και του συμπεράσματος του νομικού του συλλογισμού. Επομένως ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως, που υποστηρίζει τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος λόγος γιατί το Εφετείο έκρινε ότι οι πράξεις της περίφραξης του επιδίκου και της δηλώσεώς του στο Εθνικό Κτηματολόγιο δεν συνιστούν πράξεις δηλωτικές εξουσιάσεως του επιδίκου, είναι απαράδεκτες, γιατί στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι υφίστανται τέτοιες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, πράγμα το οποίο όμως δεν συμβαίνει, όπως τούτο προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενό της, στο οποίο καμιά αναφορά δεν γίνεται σε τέτοιες πράξεις για την αποτελούσα αντικείμενο της εφέσεως βάση της τακτικής χρησικτησίας, ενώ ως προς την περίφραξη και για τις αφορώσες ως λοιπές βάσεις παραδοχές της αποφάσεως, αναφέρεται (σελ. 6) ότι δεν αποδείχθηκε ότι η απώτερη δικαιοπάροχος των εναγόντων-αναιρεσειόντων Σ. χα Ι. Ο. είχε περιφράξει το επίδικο. Περαιτέρω έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο ως προς την προαναφερθείσα βάση της αγωγής δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της μη αποκτήσεως από τους ενάγοντες-αναιρεσείοντες της κυριότητας του επιδίκου με τακτική χρησικτησία, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των παραπάνω, μνημονευθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των οποίων το πραγματικό καλύπτουν. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι οι ενάγοντες-αναιρεσείοντες δεν απέκτησαν την κυριότητα του επιδίκου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί, από τότε που απέκτησαν για το επίδικο νόμιμα μεταγεγραμμένο (σελ. 5) τίτλο (1987) και αν ακόμη ήταν κατά το χρόνο αυτό καλόπιστοι, άσκησαν στο ακίνητο, μέχρι της επικαλούμενης προσβολής του δικαιώματος το 1999, οποιαδήποτε πράξη νομής. Ενόψει τούτων ο από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί, ενώ οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες το Εφετείο δέχθηκε διαφορετικά πράγματα από εκείνα που κατέθεσε ο μάρτυρας Ε. Κ. είναι απαράδεκτες, γιατί υπό την επίφαση της εκ πλαγίου παραβιάσεως των επικαλουμένων διατάξεων, πλήττουν την απόφαση κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Επίσης απορριπτέες είναι και οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες υφίσταται έλλειψη νόμιμης βάσης γιατί ενώ έγινε δεκτό ότι οι ενάγοντες περιέφραξαν το επίδικο δεν ερευνήθηκε αν αυτοί είχαν τη δυνατότητα φυσικής εξουσιάσεώς του, έστω και αν κατοικούσαν σε διαφορετικό μέρος, αφενός μεν γιατί, όπως αναφέρθηκε παραπάνω στον πρώτο αναιρετικό λόγο, δεν υφίσταται παραδοχή της αποφάσεως για περίφραξη του επιδίκου, αφετέρου δε γιατί αντικείμενο του ερευνώμενου αναιρετικού λόγου είναι εκείνα που έγιναν δεκτά και όχι εκείνα που δεν λήφθηκαν υπόψη και που ενδεχόμενα, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων, να ιδρύουν τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (ΟΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη, τα νομίμως προσκομισθέντα είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών. Εξάλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ και δ του ΚΠολΔικ, όπως ισχύουν μετά το Ν.2915/2001 (αλλά και το Ν3994/2011) και εφαρμόζονται κατά το άρθρο 524 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔικ και στην κατ' έφεση δίκη, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη, το πολύ μέχρι τρεις για κάθε πλευρά και μόνον, αν έχουν δοθεί ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου, δύο τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη βεβαίωση. Με τη διάταξη αυτή εισήχθη στην τακτική διαδικασία και του Πολυμελούς, καθόσον κατά το άρθρο 11 του Ν 1478/1984 είχαν ήδη εισαχθεί στη διαδικασία του Μονομελούς καθώς και κάθε δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η χρήση, από τους διαδίκους, ενόρκων βεβαιώσεων, ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβ/φου, ως ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου (ενώ πλέον κατά το άρθρο 36 του Ν.3994/13.7.2011 περιλαμβάνονται στα κατά το άρθρο 339 ΚΠολΔικ περιοριστικά αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα), εφόσον βέβαια για το αποδεικτικό θέμα επιτρέπονται μάρτυρες. Εφόσον όμως, κατά τα προεκτεθέντα, οι ένορκες βεβαιώσεις αποτελούν ξεχωριστά αποδεικτικά μέσα, μη περιλαμβανόμενες στα κατά τα άρθρα 339 και 432επ ΚΠολΔικ έγγραφα, πρέπει να γίνεται ειδική μνεία στην απόφαση, η οποία (μνεία) αν δεν γίνεται, ούτε προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, ότι αυτές ένορκες βεβαιώσεις) λήφθηκαν υπόψη, ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ 11 περ. γ του ΚΠολΔικ. Εξ ετέρου οι ένορκες βεβαιώσεις που έχουν ληφθεί για άλλη προγενέστερη δίκη θεωρούνται απλά έγγραφα, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, που περιέχουν μαρτυρία τρίτου και όχι έγγραφα με ειδική ρύθμιση (άρθρ. 11 Ν1478/1984 και 7Ν 2915/2001) ή μετά την ισχύ του Ν3994/2011, αποδεικτικά μέσα. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η πλημμέλεια της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τις επικληθείσες από τους ενάγοντες φωτογραφίες, με την αιτιολογία ότι αυτές δεν είχαν προσκομισθεί, πράγμα το οποίο ήταν ανακριβές, καθώς και τις υπ' αριθμ. ... και .../7.11.2005 ένορκες βεβαιώσεις, που είχαν ληφθεί ενώπιον της συμβ/φου Ρόδου Κων/νας Δενδρινού-Κουτσούκου, με την αιτιολογία ότι δεν είχε τηρηθεί η προδικασία της νόμιμης κλήτευσης των αντιδίκων, πράγμα που επίσης ήταν ανακριβές, αφού από τις 2.11.2005 εκθέσεις επιδόσεως του Γραμματέα του Δήμου Σύμης προκύπτει η τήρηση της εν λόγω προδικασίας. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και για τα τρία αυτά αποδεικτικά μέσα, καθόσον η κρίση του δικαστηρίου, τόσο περί μη προσκομιδής στο Εφετείο των φωτογραφιών, όσο και περί μη κλητεύσεως των αντιδίκων κατά τη λήψη των επίμαχων δύο ενόρκων βεβαιώσεων, αφορά στην περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (τρίτος), καθώς και ο επόμενος (τέταρτος) κατά το δεύτερο σκέλος του, που αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση για τη μη λήψη υπόψη των ίδιων ενόρκων βεβαιώσεων, πρέπει να απορριφθούν Περαιτέρω με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το πρώτο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο και συγκεκριμένα ότι έλαβε υπόψη του και εξετίμησε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, την υπ' αριθμ. .../2001 ένορκη βεβαίωση, που δόθηκε στον Ειρηνοδίκη Πειραιά από τη μητέρα της πρώτης εναγομένης-αναιρεσίβλητης Ζ. συζ. Ε. Κ., για άλλη προγενέστερη μεταξύ των διαδίκων δίκη, για τη λήψη της οποίας δεν είχε τηρηθεί η αναφερόμενη παραπάνω νόμιμη προδικασία. Ο λόγος αυτός, που υπάγεται στο πραγματικό της διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ και όχι της επικαλούμενης από τους αναιρεσείοντες διατάξεως του αριθμού 12 του ίδιου άρθρου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, καθόσον, ανεξάρτητα από το ότι από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι, έχει γίνει δεκτό, κατ' ανέλεγκτη κρίση, ότι ως προς το εν λόγω αποδεικτικό μέσο έχει τηρηθεί η επίμαχη προδικασία, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, οι ένορκες βεβαιώσεις που έχουν δοθεί για άλλη δίκη, μεταξύ των διαδίκων, έχουν ως αποδεικτικά μέσα την ιδιότητα του εγγράφου και όχι της ένορκης βεβαίωσης και εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ανεξάρτητα από το αν έχει ή όχι τηρηθεί η αναφερόμενη στη μείζονα σκέψη προδικασία του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ του ΚΠολΔικ. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός κατά το ερευνώμενο μέρος του καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔικ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ 2 Ν4055/2012. Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της παρασταθείσας δεύτερης αναιρεσίβλητης (αρθρ. 176, 180 παρ 1 και 183 ΚΠολΔικ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27.1.2014 αίτηση των Ε. συζ. Σ. Β., το γένος Γ. Π. και Ι. Ζ. του Δ. κατά των Άννας χας Π. Σ., το γένος Ε. Κ. και Ε. συζ. Μ. Φ., το γένος Π. Σ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 189/2013 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου. ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της δεύτερης αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 14 Οκτωβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 3 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ερήμην αναιρεσίβλητης που παραστάθηκε χωρίς δικηγόρο αλλά είχε νόμιμα κλητευθεί. Αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία. Άρθρα 974, 976 εδ 2, 1041,1042 και 1051 ΑΚ. Αρ. 1 και 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ: Δεν ιδρύονται οι λόγοι αυτοί όταν υπό την επίφαση της ευθείας ή εκ πλαγίου παραβιάσεως κανόνων ουσιαστικού δικαίου πλήττεται η περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Αρ. 11γ αρθρο 559 ΚΠολΔ: Η κρίση του δικαστηρίου περί του ότι δεν προσκομίσθηκε κάποιο αποδεικτικό μέσο ή περί του ότι δεν τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία για τη λήψη ενόρκων βεβαιώσεων, ανήκει στην ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Βεβαίωση ένορκη, Επίδοση εγγράφου , Ερημοδικία , Χρησικτησία.
1
Αριθμός 2169/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Κ. Α. Μ., κατοίκου ..., και 2)Δ. Α. Μ., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Γραβιά. Της αναιρεσίβλητης: Α. Γ. Σ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Σωτηρόπουλο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/6/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3536/2009 μη οριστική, 3170/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5387/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 27/12/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 17/9/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή η ποιοτική ή ποσοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής, υπάρχει αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή, η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η σχετική παράβαση ελέγχεται αναιρετικά, με τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, καθόσον το δικαστήριο, κατά παράβαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔικ, παραλείπει να κηρύξει ακυρότητα δικογράφου. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1719 αρ. 3 ΑΚ, όπως ήδη ισχύει μετά την τροποποίηση της με τη διάταξη του άρθρου 30 του Ν. 2447/1996 και 216 ΚΠολΔικ, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της αγωγής για ακύρωση διαθήκης, λόγω ανικανότητας, κατά το χρόνο της συντάξεώς της, του διαθέτη λόγω μη συνείδησης των πραττομένων ή ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, είναι ο θάνατος του διαθέτη σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, η ύπαρξη της διαθήκης νόμιμα δημοσιευμένης, τα στοιχεία εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος, η ανικανότητα του διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης και ο λόγος της ανικανότητάς του για σύνταξη διαθήκης, ήτοι έλλειψη συνείδησης των πράξεων και ψυχική ή διανοητική διαταραχή, καθώς και τα αίτια που την προκάλεσαν, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αναφορά συγκεκριμένης νόσου, η οποία μπορεί να είναι οποιαδήποτε και αδιάγνωστη ακόμη, γιατί επιρροή ασκεί το καθοριζόμενο αποτέλεσμα και της στερήσεως της συνειδήσεως των πράξεών του και της βουλήσεώς του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της, περί ακυρότητας ιδιογράφου διαθήκης, αγωγής, λόγω συνδρομής και των δύο περιπτώσεων της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 1719 αρ. 3 ΑΚ (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.), συνύπαρξη των οποίων στο πρόσωπο του διαθέτη δεν αποκλείεται, περιέχει επαρκώς όλα τα προαναφερθέντα και απαραίτητα για το ορισμένο της στοιχεία, ενώ το αν η άνοια ή ο καρκίνος αποτελούν ασθένειες που επιφέρουν τις συνέπειες της επικαλουμένης διατάξεως, είναι αντικείμενο αποδείξεως και όχι στοιχείο του ορισμένου της αγωγής, για το οποίο όπως αναφέρεται στη νομική σκέψη, αρκεί το αναφερόμενο στην επίμαχη διάταξη αποτέλεσμα, χωρίς τον προσδιορισμό συγκεκριμένης νόσου. Ενόψει τούτων ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, που με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της μη κηρύξεως του δικογράφου της αγωγής, ως απαραδέκτου, λόγω αοριστίας, όπως τούτο είχε ζητηθεί πρωτόδικα και με λόγο εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 218 παρ.1 ΚΠολΔικ. στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής μπορούν να ενωθούν περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου, οι οποίες πηγάζουν από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν το ίδιο ή διαφορετικό αντικείμενο και στηρίζονται στον ίδιο ή διαφορετικό λόγο, εφόσον συντρέχουν οι αναφερόμενες στο ίδιο άρθρο προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων είναι η μη αντιφατικότητα των αγωγών, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν ενωθούν περισσότερες αιτήσεις χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1, διατάσσεται, ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως, ο χωρισμός και στην περίπτωση καθ'ύλην ή κατά τόπον αναρμοδιότητας, εφαρμόζονται τα άρθρα 46 και 47. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει σαφώς, ότι αν στο ίδιο δικόγραφο αγωγής ενωθούν περισσότερες αιτήσεις, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1, του άρθρου 218 ΚΠολΔικ, η τοιαύτη σώρευση αγωγών δεν επάγεται απαράδεκτο ή ακυρότητα, αλλά απλώς διατάσσεται ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως ο χωρισμός και εάν το δικαστήριο είναι καθ'ύλην ή κατά τόπον αναρμόδιο, παραπέμπει την ή τις αγωγές στο καθ'ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο δικαστήριο, χωρίς σε καμία περίπτωση, να απορρίπτει την αγωγή ως άκυρη ή απαράδεκτη. Επομένως, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση των πιο πάνω διατάξεων, διατάξει ή όχι τον χωρισμό των περισσοτέρων αυτών αιτήσεων, δεν παρέχεται λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔικ. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της προαναφερθείσας διατάξεως, του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, γιατί το Εφετείο δεν κήρυξε απαράδεκτο το δικόγραφο της αγωγής, αφού σωρεύονταν σ'αυτό δύο αυτοτελείς και αντιφατικές μεταξύ τους βάσεις, του άρθρου 1719 αρ.3 ΑΚ και δη εκείνες της έλλειψης συνειδήσεως και της πνευματικής ή ψυχικής διαταραχής. Ο λόγος αυτός, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν επιφέρει την επικαλούμενη κύρωση, αφού η οριζόμενη από το νόμο συνέπεια είναι ο χωρισμός των τυχόν αντιφατικών αγωγών, ανεξάρτητα από το ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχει αντίφαση, καθόσον, όπως αναλυτικότερα αναφέρεται στον επόμενο αναιρετικό λόγο, δεν αποκλείεται η συνύπαρξη στο πρόσωπο του διαθέτη και των δύο περιπτώσεων ανικανότητας, που προβλέπονται στην επίμαχη διάταξη του άρθρου 1719 ΑΚ. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 1718 ΑΚ, διαθήκη για την οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 3 του ίδιου κώδικα, όπως ήδη ισχύει μετά την τροποποίησή της με τη διάταξη του άρθρου 30 του ν. 2447/1996, ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι ... όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Στην αμέσως πιο πάνω διάταξη προβλέπονται δύο περιπτώσεις ανικανότητας προς σύνταξη διαθήκης, δηλαδή α) η έλλειψη συνείδησης των πράξεων, η οποία υπάρχει όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη (όπως λ.χ. μέθη, ύπνωση κλπ) δεν έχει τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεων της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρης έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου ή πλήρης έλλειψη λειτουργίας του νου και β) η ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη. Σε αντίθεση δηλαδή, με την αρχική διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 4 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με τη διάταξη του άρθρου 30 του Ν. 2447/1996, που προπαρατέθηκε, η οποία, ως ανικανότητα προς σύνταξη διαθήκης, απαιτούσε επίσης, τη στέρηση της χρήσης του λογικού από πνευματική ασθένεια δηλαδή, διανοητική ή ψυχική διαταραχή οφειλόμενη σε ασθένεια, επιφέρουσα, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αδυναμία λογικής στάθμισης και ελεύθερου προσδιορισμού της βούλησης του διαθέτη, ο οποίος μπορούσε μεν να έχει επαρκή αντίληψη για το τι έπραττε συντάσσοντας τη διαθήκη του, αλλά εξαιτίας ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής δεν ήταν η βούλησή του ελεύθερη, στο βαθμό που είναι του ομαλά ψυχικά ανθρώπου, δηλαδή δεν μπορούσε αυτός να προσδιορίσει με λογικούς υπολογισμούς, ελεύθερα, τη βούλησή του και να αντισταθεί, έτσι, σε υποβολή προερχόμενη από άλλους, η ήδη ισχύουσα διάταξη απαιτεί απλά ψυχική ή διανοητική διαταραχή περιορίζουσα αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη, εξαιτίας προφανώς του ότι η στέρηση της χρήσης του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας αποτελεί νομικό όρο που δεν χρησιμοποιείται στην ιατρική, δηλαδή όρο, ο οποίος με δυσχέρεια μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αφού ως πνευματική ασθένεια δεν νοείται μόνο η πάθηση της νόησης του πνεύματος, αλλά γενικά κάθε ψυχική διαταραχή. Ως ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη, νοείται, ειδικότερα, κάθε διαταραχή που μειώνει σημαντικά την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν, δηλαδή εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Οι ασθένειες που μπορούν να οδηγήσουν στην πιο πάνω διαταραχή είναι οι ίδιες, οι οποίες σύμφωνα με τη ρύθμιση της προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου 1719 αρ. 4 ΑΚ, προκαλούσαν έλλειψη της χρήσης του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας, δηλαδή, οι γνήσιες ψυχώσεις, όπως λ.χ. η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και οργανικοψυχικές παθήσεις, όπως λ.χ. η γεροντική άνοια όταν από αυτή προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του και, σε βαθμό που αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης, η ολιγοφρένεια κ.ά. Η διακρίβωση πότε σε συγκεκριμένη περίπτωση αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, είναι έργο ιδιαίτερα λεπτό και δυσχερές, ενόψει και του ότι μια εξελικτική οργανική ασθένεια του εγκεφάλου καθιστά, κατά την εξέλιξή της, ανίκανο τον πάσχοντα για σύνταξη διαθήκης. Παρέπεται ότι δεν αποκλείεται, κατά νόμο, η συνύπαρξη στο πρόσωπο του διαθέτη και των δύο περιπτώσεων ανικανότητας, που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 1719 αριθμ. 3 ΑΚ τόσο της έλλειψης συνείδησης των πράξεών του, όσο και της ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής του, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Τέλος, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 3 ΑΚ, προς σύνταξη έγκυρης διαθήκης ο διαθέτης πρέπει να έχει ικανότητα προς τούτο, υπάρχουσα κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης και καθόλη τη διάρκειά της. Αν όμως πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη ή για βαρειά ψυχική ή διανοητική διαταραχή του διαθέτη, τότε δεν είναι αναγκαίο η απόδειξή της κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αφού αυτή, τεκμαίρεται, λόγω της διάρκειάς της. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης υπάρχει, όταν ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 20/2011). Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης, ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Εξάλλου το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 467/2013, ΑΠ 568/2013, ΑΠ 1258/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο από τη συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων, σ'αυτό αποδεικτικών στοιχείων δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, ως προς την κύρια βάση της αγωγής για ακύρωση της ένδικης ιδιόγραφης διαθήκης λόγω συνδρομής των περιπτώσεων της διατάξεως 1719 αρ. 3 ΑΚ, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Η Μ. χήρα Σ. Α. Α., το γένος Κ. και Π. Μ., πέθανε στο Νοσοκομείο "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ", όπου νοσηλευόταν, σε ηλικία 81 ετών (έτος γέννησης 1925). 'Ηταν κάτοικος, όσο ζούσε, Κολωνακίου Αθηνών, …. Ο θάνατος της, σύμφωνα με το από 26-12-2006 πιστοποιητικό θανάτου, το οποίο συνέταξε ο γιατρός του παραπάνω Π. Φ., οφειλόταν "σε γενικευμένο CA Ορθού". Από το γάμο της με τον Σ. Α., ο οποίος είχε ήδη αποβιώσει το έτος 1988, η θανούσα δεν απέκτησε τέκνα και πλησιέστερους, κατά το χρόνο του θανάτου της, συγγενείς της είχε τους δύο εναγομένους - ανεψιούς της, τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού της Α. Μ.. Η αποβιώσασα είχε συντάξει τη, νομίμως δημοσιευθείσα με το 989/9-2-2007 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρυχθείσα, κύρια με την 420/9-2-2007 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, από 17-5-1999 ιδιόγραφη διαθήκη της, το περιεχόμενο της οποίας έχει ως ακολούθως: "Αθήνα 17-5- 1999. Η Διαθήκη μου. Η υπογεγραμμένη Μ. Σ. Α., το γένος Κ. και Π. Μ., θέλω να κανονίσω τα της περιουσίας μου μετά το θάνατο μου. Ορίζω τα εξής: Αφήνω όλη μου την περιουσία, κινητή και ακίνητη, στην Α. Σ., που πιστά με υπηρετεί τριάντα χρόνια με αγάπη και αφοσίωση. Αθήναι 17-5-1999. Η διαθέτις Μ. Α.. Υπογραφή". Με την εν λόγω διαθήκη της η αποβιώσασα εγκαθιστά μοναδική κληρονόμο της, σε ολόκληρη την περιουσία της, κινητή και ακίνητη, την ενάγουσα, προσδιορίζοντας, με λιτή και σαφή διατύπωση, το λόγο που την ώθησε στη σύνταξή της. Η χρονολογία σύνταξης της διαθήκης αναγράφεται δύο φορές, στην αρχή και στο τέλος του κειμένου της, ενώ δύο φορές αναγράφεται και το ονοματεπώνυμο της διαθέτιδος, στην αρχή και στο τέλος του κειμένου της-επίσης πάνω ακριβώς από την υπογραφή της - στοιχεία από τα οποία εμφαίνεται η πρόθεση της διαθέτιδος να προσδώσει ιδιαίτερο κύρος στην από αυτή επιχειρούμενη πράξη. Μεταξύ της ενάγουσας και της διαθέτιδος υπήρχε επί 37,5 και πλέον έτη οιονεί οικογενειακή σχέση, παρόμοια με τη σχέση μητέρας και κόρης. Η ενάγουσα διέμενε στην οικία της διαθέτιδος από μικρή ηλικία και είχε περιποιηθεί και φροντίσει διαδοχικά τη μητέρα της και το σύζυγο της, μετά δε το θάνατο τους φρόντιζε και περιποιούνταν την ίδια μέχρι την ημέρα που αυτή απεβίωσε. Ενδεικτικό της ιδιαίτερης αυτής σχέσης τους είναι το γεγονός ότι η διαθέτις είχε καταστήσει την ενάγουσα συνδικαιούχο των τραπεζικών λογαριασμών της και πληρεξούσια να ασκεί τα δικαιώματά της στη μισθωμένη θυρίδα της στην τράπεζα "ALPHA BANK". Μέχρι τον Οκτώβριο του έτους 2006, η Μ. Α. δεν αντιμετώπιζε ιδιαίτερα προβλήματα υγείας. Όταν υποβλήθηκε, όμως, στις 31-10-2006, σε ιατρικές εξετάσεις στην "Κεντρική Κλινική Αθηνών", στην οποία επειγόντως εισήχθη με έντονο άλγος στην κοιλιακή χώρα, διαπιστώθηκε η ύπαρξη καρκίνου του ορθού. Για το λόγο αυτό, στις 6-11-2006 εισήχθη, με επιμέλεια της ενάγουσας, στην Β' Χειρουργική Κλινική του Νοσοκομείου "ΚΑΤ", όπου σύμφωνα με την 1797/28-3-2007 ιατρική γνωμάτευση του θεράποντος γιατρού της Π. Β., διαγνώστηκε ατελής αποφρακτικός ειλεός, συνεπεία ευμεγέθους ανεγχείρητου αδενοκαρκινώματος του ορθού", από δε τον κλινικοεργαστηριακό έλεγχο, διαπιστώθηκαν πολλαπλές ηπατικές μεταστάσεις. Λόγω της γενικευμένης καρκινομάτωσης κοιλίας, η ασθενής υποβλήθηκε σε παρηγορητική σιγμοειδοστομία, δίκην δικάνου όπλου", για την αντιμετώπιση της εντερικής απόφραξης. Συστήθηκε από τους θεράποντες γιατρούς της συντηρητική αγωγή και εξήλθε από το Νοσοκομείο την 1-12-2006. Στις 13-12- 2006, η ασθενής, αφού επιδεινώθηκε στο μεταξύ η κατάσταση της υγείας της, εισήχθη, με επιμέλεια των εναγομένων αυτή τη φορά, οι οποίοι είχαν εκδιώξει την ενάγουσα από την, επί της οδού … στο Κολωνάκι, οικία της, στην Ε' Παθολογική κλινική του νοσοκομείου "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ", όπου διαγνώσθηκε και πάλι γενικευμένος καρκίνος του ορθού με πολλαπλές ηπατικές μεταστάσεις, υπεζωκοτική συλλογή, ενδοκοιλιακή συλλογή και λεμφαδενικές διογκώσεις πύλης ήπατος", αποφασίστηκε δε από τους θεράποντες γιατρούς η μη υποβολή της ασθενούς σε χημειοθεραπεία αλλά σε υποστηρικτική αγωγή, αφορώσα κυρίως τη θρέψη. Προοδευτικά η τελευταία εγκατέστησε ηπατική εγκεφαλοπάθεια και κατέληξε στις 26-12-2006, όπως όλα τα παραπάνω προκύπτουν από το 1722/18-4-2006 πιστοποιητικό νοσηλείας της παραπάνω κλινικής. Στις 4- 12-2006, η ασθενής φέρεται να έχει συντάξει τη, δημοσιευθείσα με τα 990/9-2-2007 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρυχθείσα κυρία με την 421/2007 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου, ιδιόγραφη διαθήκη της, σύμφωνα με την οποία ανακαλεί την προγενέστερη από 17-5-1999, διαθήκη και ορίζει μοναδικούς κληρονόμους της σε όλη την, κινητή και ακίνητη, περιουσία της τους εναγομένους - ανεψιούς της. Απ' όλα τα ιατρικά έγγραφα, τα σχετικά με την ασθένεια και τη νοσηλεία της διαθέτιδος, αποδεικνύεται ότι η κατάσταση της υγείας της κατά το χρονικό διάστημα, από 6-11-2006 μέχρι και 26-12-2006, ήταν ιδιαίτερα επιβαρυμένη. Κατά την περίοδο αυτή υπήρχε βαριά συνολική κλινική εικόνα της ασθενούς, εξαιτίας του ογκολογικού νοσήματος [αδενοκαρκίνωμα του ορθού με γενικευμένη καρκινωμάτωση κοιλίας και μεταστάσεις στο ήπαρ και τους πνεύμονές], που επιδεινωνόταν προοδευτικά και των συνοδών σωματικών - παθολογικών διαταραχών [υποσιτισμός - υπεραμμωναιμία - ηπατική εγκεφαλοπάθεια]. Κατά την εισαγωγή της στο νοσοκομείο Κ.Α.Τ, στις 6-11-2006, η ασθενής εμφάνιζε εικόνα έκπτωσης των ψυχικών - νοητικών της λειτουργιών, που οφειλόταν στην ανάπτυξη οργανικού ψυχοσυνδρόμου, λόγω του υποκείμενου νοσήματος και των συνοδών παθολογικών διαταραχών. Ειδικότερα, έπασχε από ψυχική διανοητική διαταραχή και συγκεκριμένα από οργανικό ψυχοσύνδρομο [delirium] με διαταραχές του επιπέδου συνείδησης, κατάσταση νοητικής σύγχυσης, μειωμένη ικανότητα να εστιάσει και να διατηρήσει την προσοχή της, διαταραχές του χωροχρονικού προσανατολισμού, έκπτωση των γνωστικών λειτουργιών, με κυμαινόμενη πορεία και εναλλαγές ανάμεσα σε διέγερση και καταστολή. Χρειαζόταν να της χορηγούνται ψυχότροπα φάρμακα καθ' όλη τη διάρκεια της νοσηλείας της δηλαδή "aloperidin" και μάλιστα σε ενέσιμη μορφή, διότι δεν υπήρχε καμία συνεργασία με την ασθενή, για να λάβει αυτά από το στόμα. Η κλινική αυτή εικόνα έκπτωσης των ψυχικών και νοητικών λειτουργιών της, εξαιτίας της σωρευτικής δυσμενούς επίδρασης της νόσου της, συνεχίστηκε και μετά την έξοδό της από το παραπάνω νοσοκομείο και την ολιγοήμερη παραμονή στην οικία της, όταν δε, στις 13-12- 2006, εισήχθη επειγόντως στο Νοσοκομείο "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ", διαπιστώθηκε ότι είχε ήδη αναπτύξει, λόγω των πολλαπλών ηπατικών μεταστάσεων, υπεραμμωναιμία, και ηπατική εγκεφαλοπάθεια. Συνεπώς, όπως αποδείχθηκε, η σωματική ασθένεια, από την οποία έπασχε η διαθέτις, πριν από το χρόνο κατάρτισης της επίμαχης διαθήκης, αλλά και κατά τον κρίσιμο αυτόν χρόνο [4-12-2006], προκάλεσε σε αυτήν τέτοια θόλωση της διάνοιάς της, εξαιτίας της οποίας, χωρίς να έχει πλήρη έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου, δεν είχε τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία του περιεχομένου της διαθήκης που συνέταξε και να συλλάβει τη σημασία των ιδιαίτερων διατάξεών της και των συνεπειών που απέρρεαν απ' αυτή. Με την κρίση αυτή του Δικαστηρίου συμπορεύονται οι δικαστικοί πραγματογνώμονες Ε. Τ., νευρολόγος - ψυχίατρος και Ι. Δ., ειδικός δικαστικός γραφολόγος, στις σχετικές εκθέσεις τους. Ειδικότερα, ο μεν πρώτος αναφέρει χαρακτηριστικά στο πόρισμά του, ότι καθόλο το χρονικό διάστημα, από 6- 11-2006 μέχρι 26-12-2006, η κατάσταση της υγείας της Μ. Α. ήταν ιδιαίτερα επιβαρυμένη λόγω του ογκολογικού νοσήματος που έβαινε προοδευτικά επιδεινούμενο και των συνοδών σωματικών - παθολογικών διαταραχών [υποσιτιμός, υπεραμμωναιμία - ηπατική εγκεφαλοπάθεια] και της χορηγούμενης φαρμακευτικής αγωγής, καθώς και της ψυχικής - διανοητικής διαταραχής, εξαιτίας των οποίων η λειτουργία της βούλησής της και η δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης, που συνέταξε στις 4-12-2006, πρέπει να περιοριζόταν αποφασιστικά, ο δε δεύτερος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη, από 4-12-2006, ιδιόγραφη διαθήκη, χαράχθηκε και, κατά τα χειρόγραφα στοιχεία της, χρονολογήθηκε και υπογράφηκε από την θανούσα Μ. Α., η οποία, όμως, κατά το χρόνο χάραξης της διαθήκης, παρουσίαζε μειωμένη φυσική κατάσταση και συμπτώματα αδυναμίας. Στο ίδιο συμπέρασμα επίσης, ότι, δηλαδή, η διαθέτις, κατά το χρόνο σύνταξης της προσβαλλόμενης διαθήκης, δεν είχε πλήρη συνείδηση των πραττομένων και βρισκόταν σε μειωμένη και διαταραγμένη πνευματική κατάσταση, καταλήγουν οι Γ. Α., καθηγητής της Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, σύμφωνα με την από 3-1-2008 γνωμοδότηση του, που συντάχθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας, με βάση τα πιστοποιητικά νοσηλείας της διαθέτιδος στα πιο πάνω νοσοκομεία "ΚΑΤ" και "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ", ο ειδικός δικαστικός γραφολόγος Π. Κ., ο οποίος στην, από 17-1-2008, έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης αναφέρει ότι τα γραφικά στοιχεία στην προσβαλλόμενη διαθήκη υποδεικνύουν έκπτωση των πνευματικών λειτουργιών της θανούσας, γεγονός που είναι πασιφανές και αυταπόδεικτο μόνο και μόνο από την έλλειψη της λογικής συνοχής στη διάρθρωση του κειμένου και η τεχνική σύμβουλος της ενάγουσας Β. Σ., ειδική δικαστική γραφολόγος - γραφοψυχολόγος, η οποία επισημαίνει στην από 18-1- 008 έκθεσή της ότι η γραφή και υπογραφή στην επίμαχη διαθήκη εκφέρονται με κοπιώδη και παθολογική χάραξη λόγω των δυσμενών συνθηκών χάραξης [κακή βιολογική, κακή ψυχική και πνευματική κατάσταση υγείας, μη επαρκής ικανότητα συγκράτησης της γραφίδας]. Το αντίθετο συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε στη σχετική έκθεσή του ο τεχνικός σύμβουλος των εναγομένων Δ. Κ., σύμφωνα με το οποίο η εικόνα της από 4-12-2006 διαθήκης της Μ. Α., είναι μεν εικόνα γραφής από πρόσωπο που υποφέρει από κινητική αδυναμία, η οποία οδηγεί σε ελλείψεις της γραμματικής αρτιότητας των χαρασσόμενων λέξεων, αλλά τα νοήματά της διατυπώνονται ολοκληρωμένα και, συνεπώς, δεν τίθεται θέμα έκπτωσης πνευματικών λειτουργιών της γραφέως της, δεν κρίνεται πειστικό, ενόψει των όσων έχουν προεκτεθεί. Περαιτέρω, όλα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν, σχετικά με την κατάσταση της υγείας της Μ. Α., κατά το χρόνο σύνταξης της επίμαχης διαθήκης, επιβεβαιώνει ο μάρτυρας της ενάγουσας Π. Β., που ήταν ο θεράπων γιατρός της θανούσας και είχε καθημερινή επαφή μαζί της καθόλο το χρονικό διάστημα [6-11-2006 έως 1-12-2006] της νοσηλείας της στο νοσοκομείο "ΚΑΤ", ο οποίος συνέστησε και τη συντηρητική αγωγή της μετά την έξοδό της απ' αυτό και μέχρι την εισαγωγή της στον "ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ" [13-12-2006]. Έχοντας δε άμεση γνώση της κατάστασης της υγείας της, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, κατά το οποίο μάλιστα επισημαίνει ότι δεν ήταν δυνατή η επικοινωνία μαζί της, διότι η ασθενής ήταν "συγχυτική", με πλήρη διαταραχή του προσανατολισμού και συχνά διεγερτική και οποιεσδήποτε πληροφορίες για το ιστορικό, τα συμπτώματά της και γενικά τις αντιδράσεις της, λάμβανε από την ενάγουσα που ήταν συνεχώς δίπλα της και φρόντιζε, εκτός των άλλων, και για την ελάχιστη σίτισή της, καταθέτει ότι, με δεδομένη τη σωματική και διανοητική κατάστασή της, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στο παραπάνω νοσοκομείο, πιστεύει ακράδαντα, ότι και όταν εξήλθε από αυτό, κατά το επίμαχο, δηλαδή, χρονικό διάστημα σύνταξης της από 4-12-2006 ιδιόγραφης διαθήκης, δεν υπήρξε καμία βελτίωση της υγείας της, αλλά αντίθετα επιδείνωση. Τα ίδια αναφέρουν οι μάρτυρες Α. - Α. Τ. πρώτη εξαδέλφη της θανούσας, και Ε. Ρ., στενή φίλη της, στις πιο πάνω ... και ..., από 31-7-2007 ένορκες βεβαιώσεις τους, έχοντας άμεση γνώση της κατάστασης της υγείας της Μ. Α., κατά το κρίσιμο διάστημα σύνταξης της επίμαχης διαθήκης. Η δε μάρτυρας Α. Κ. στην ..., από 23-9-2008 ένορκη βεβαίωση, αναφέρει ότι, μεταξύ της αποβιώσασας και της ενάγουσας, η οποία επί 37,5 χρόνια έμεινε πιστή δίπλα της, είχε αναπτυχθεί δυνατή συναισθηματική σχέση, όπως μεταξύ μάνας και κόρης και το αντίστροφο, και δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν, 20 ημέρες πριν από το θάνατο της, με την τόσο επιβαρυμένη κατάσταση της υγείας της, να ανακαλέσει την προηγούμενη διαθήκη της και να συντάξει την επίμαχη, εγκαθιστώντας μοναδικούς κληρονόμους, σε όλη την περιουσία της. τους εναγομένους - ανεψιούς της, με τους οποίους ουδέποτε είχε καλές σχέσεις, οι ίδιοι δεν είχαν επιδείξει κανένα ενδιαφέρον γι' αυτή και μόνο, όταν πληροφορήθηκαν την περιπέτεια της υγείας της, εμφανίστηκαν τυπικά στο νοσοκομείο, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της, με σκοπό να σφετεριστούν την περιουσία της. Οι μαρτυρίες αυτές δεν αναιρούνται από την κατάθεση της μάρτυρος των εναγομένων Μ. Κ., συζύγου του δεύτερου από αυτούς, αλλ' ούτε και από τις ... και .../2008 ένορκες βεβαιώσεις των Α. Φ. και Π. Ρ., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι οποίοι δεν έχουν άμεση γνώση και αντίληψη των κρίσιμων περιστατικών και, συνακόλουθα, οι μαρτυρίες τους δεν κρίνονται πειστικές, ούτε από τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα [έγγραφα] που επικαλούνται και προσκομίζουν οι εναγόμενοι. Πειστική, επίσης, δεν κρίνεται και η μαρτυρία, στην .../21-1-2008 ένορκη βεβαίωση, της Ε. Ν., αποκλειστικής νοσοκόμου, η οποία, αγνοώντας τα ιατρικά πιστοποιητικά, τις εκθέσεις των πραγματογνωμόνων και τις γνωμοδοτήσεις ειδικών γιατρών και δικαστικών γραφολόγων, βεβαιώνει ότι η διαθέτις, λίγες ημέρες πριν αποβιώσει, είχε πλήρη διαύγεια πνεύματος, πολύ καλή μνήμη και απόλυτη επαφή με το περιβάλλον. Συνεπώς, με βάση τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω, κατά το χρόνο σύνταξης της από 4-12-2006 επίμαχης διαθήκης, η ανωτέρω διαθέτις ήταν ανίκανη για τη σύνταξή της και ως εκ τούτου η διαθήκη αυτή είναι άκυρη, κατ' άρθρα 1718 και 1719 αριθμ. 3 εδ.α ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 του Ν. 2447/1996 και αναπτύχθηκε ήδη στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επομένως, απορριπτέοι είναι οι ισχυρισμοί των εναγομένων που περιέχονται στους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγους της έφεσής τους". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. 'Ετσι όπως έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις, του άρθρου 1719 αρ. 3 ΑΚ, ενόψει του ότι υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτό και υπήχθησαν στην παραπάνω διάταξη, όπως η έννοια αυτής αναλύθηκε στη νομική σκέψη και του συμπεράσματος του νομικού του συλλογισμού. Επομένως, οι από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτιάσεις του τρίτου λόγου της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Περαιτέρω, έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο ως προς την παραπάνω κύρια και από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 3 ΑΚ βάση της αγωγής, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ'αυτήν πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες ως προς τα ζητήματα ελλείψεως συνειδήσεως της διαθέτιδος και της ψυχικής και διανοητικής διαταραχής από την οποία, λόγω έκπτωσης των ψυχικών και νοητικών λειτουργειών της, λόγω της ασθενείας της έπασχε, κατά το χρόνο συντάξεως της διαθήκης, η οποία (διαταραχή) περιόρισε αποφασιστικά τη λειτουργία της βουλήσεώς της. Ειδικότερα, αναφέρεται στην απόφαση ότι η διαθέτις πριν από το χρόνο κατάρτισης της επίμαχης διαθήκης, αλλά και κατά τον κρίσιμο αυτό χρόνο (4.12.2006), έπασχε από ψυχική και διανοητική διαταραχή και συγκεκριμένα από οργανικό ψυχοσύνδρομο (delirium), που προκάλεσε έκπτωση των νοητικών της λειτουργιών, εξαιτίας της σωρευτικής επίδρασης της νόσου της (αδενοκαρκίνωμα του ορθού με γενικευμένη καρκινωμάτωση κοιλίας και μεταστάσεις στο ήπαρ και τους πνεύμονες), η οποία (διαταραχή) προκάλεσε σ'αυτήν θόλωση της διάνοιάς της, εξαιτίας της οποίας, χωρίς να έχει πλήρη έλλειψη συνείδησης του εξωτερικού κόσμου, δεν είχε τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία του περιεχομένου της διαθήκης που συνέταξε και να συλλάβει τη σημασία των ιδιαίτερων διατάξεών της και των συνεπειών που απέρρεαν από αυτή. Ενόψει τούτων οι από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτιάσεις, του ίδιου τρίτου λόγου της αναιρέσεως περί ελλείψεως νομίμου βάσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, ενώ οι λοιπές αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες το οργανικό ψυχοσύνδρομο (delirium), από το οποίο έπασχε η διαθέτις, έχει παροδικό χαρακτήρα και δεν εντάσσεται στο πραγματικό των ψυχικών - διανοητικών διαταραχών του άρθρου 1719 αρ. 3 ΑΚ, είναι απαράδεκτες, γιατί υπό την επίφαση της ευθείας και εκ πλαγίου παραβιάσεως της εφαρμοσθείσας διάταξης πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Επειδή, από τη διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε "πράγματα", δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει έστω και γενικά από ποια μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση με αιτιάσεις του ίδιου τρίτου λόγου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της παραπάνω διατάξεως, του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, κατά την οποία το Εφετείο δέχθηκε, χωρίς τούτο να προκύπτει από τις αποδείξεις, ούτε να επιβεβαιώνεται από πουθενά "ότι κατά τη συγκεκριμένη ημέρα της σύνταξης της επίδικης διαθήκης συνέτρεχε θόλωση της διανοίας της διαθέτιδος εξαιτίας οργανικού ψυχοσυνδρόμου - delirium". Όπως όμως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο στην παραδοχή του για την ουσιαστική βασιμότητα του ως άνω ισχυρισμού της αναιρεσίβλητης, κατέληξε ύστερα από εκτίμηση, όπως βεβαιώνει, των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων κλπ καθώς επίσης των ενόρκων βεβαιώσεων, των εκθέσεων πραγ/νης των γνωμοδοτήσεων και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, τα οποία με επίκληση προσκόμισαν οι διάδικοι. Έτσι στην εν λόγω παραδοχή του το Εφετείο δεν κατέληξε χωρίς απόδειξη και γι'αυτό πρέπει οι παραπάνω αιτιάσεις του ερευνώμενου (τρίτου) λόγω να απορριφθούν ως αβάσιμες. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ. του ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο (ΟλΑΠ 2/2008). Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Καμία ωστόσο διάταξη, δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση, καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (έγγραφα, μάρτυρες, πραγ/νη, ένορκες βεβαιώσεις κλπ). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ ΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Εξ ετέρου οι γνωμοδοτήσεις προσώπων με ειδικές γνώσεις (ΚΠολΔικ 390), όπως είναι οι εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων και οι γνωματεύσεις και ο σχολιασμός των εκθέσεων πραγ/νης, δεν είναι ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα αλλά έγγραφα με ειδική ρύθμιση που εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο (ως δικαστικά τεκμήρια), χωρίς να απαιτείται η αντιδιαστολή τους από τα άλλα έγγραφα και η ειδική μνεία τους. Επομένως η μνεία της απόφασης ότι "λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα" καλύπτει και αυτές και συνεπώς η παράλειψη μνείας τους στην απόφαση δεν ιδρύει τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο από το άρθρο 559 αρ. 11 (Ολ ΑΠ 8/2005, Ολ ΑΠ 12/2005). Στην προκειμένη περίπτωση με αιτιάσεις του ίδιου τρίτου λόγου της αναίρεσης, καθώς και με τον τέταρτο λόγο, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο κατά τον σχηματισμό του δικανικού του πορίσματος, ως προς τη διανοητική και δικαιοπρακτική ικανότητα της διαθέτιδος της ένδικης διαθήκης, δεν έλαβε υπόψη την έκθεση πραγ/νης του δικαστικού πραγ/να Ε. Τ., καθώς και τις εκθέσεις του τεχνικού συμβούλου των αναιρεσειόντων Ι. Κ. (τρίτος λόγος) τις από 3.11.2008 "παρατηρήσεις" του Ι. Κ. (αναπληρωτή καθηγητή ψυχιατρικής) επί της από 3.1.2008 γνωμοδότησης του ψυχιάτρου Γ. Α., καθώς και τις από 23.5.2012 γνωματεύσεις των ιατρών Β. Β. και Γ. Α., για την πνευματική και ψυχική κατάσταση της διαθέτιδος (τέταρτος λόγος). Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, καθόσον από την αναφορά της απόφασης στην έκθεση του διορισθέντα με δικαστική επιταγή, πραγματογνώμονα, Ε. Τ. (φύλλο 5β), σε συνδυασμό με το περιεχόμενό της, όπου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην έκθεση αυτή (φύλλο 9α) δεν γεννιέται καμμιά απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη το ως άνω αποδεικτικό μέσο και το συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις για την στήριξη του προαναφερθέντος αποδεικτικού του πορίσματος. Το ίδιο ισχύει και για τις επίμαχες γνωμοδοτήσεις και γνωματεύσεις, καθόσον η αναφορά της απόφασης "σε όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι" (φύλλο 6α) καλύπτει και αυτές, που αναμφίβολα, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης λήφθηκαν υπόψη και δεν χρειαζόταν ειδική και χωριστή αξιολόγηση καθεμιάς τους (ΑΠ 1025/2014). Ενόψει τούτων οι ερευνώμενοι λόγοι (4ος και αιτιάσεις του 3ου) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 και 7 παρ.2γ του Ν.2472/1997 "περί προστασίας του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", προκύπτει ότι για το "ευαίσθητο δεδομένο" της υγείας επιτρέπεται η συλλογή και επεξεργασία αν "αφορά αποκλειστικά δεδομένα του υποκειμένου, τα οποία δημοσιοποιεί ή του είναι αναγκαία για την αναγνώριση ή άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματός του ενώπιον του δικαστηρίου". Εξάλλου, κατά το άρθρο 443 αρ. 3 του ΚΠολΔικ, ιδιωτικά έγγραφα, μεταξύ άλλων, θεωρούνται και οι μηχανικές απεικονίσεις και συνακόλουθα οι οπτικοακουστικοί δίσκοι (DVD). Εξάλλου κατά τα άρθρα 2 παρ.1, 9 παρ1 εδ. β, 9Α και 19 παρ.1 και 3 του Συντάγματος, ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας. Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη. Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση των προσωπικών του δεδομένων. Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων, που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του απορρήτου της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας. Τέλος κατά το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκές Συμβάσεως για τα δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του Συντ. "κάθε πρόσωπο δικαιούται στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας και της αλληλογραφίας του. Δεν επιτρέπεται επέμβαση δημοσίας αρχής στην άσκηση του δικαιώματος αυτού, παρά μόνο στο μέτρο που αυτή η επέμβαση προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρο το οποίο, σε μια δημοκρατική κοινωνία, είναι αναγκαίο δια την εθνική ασφάλεια, τη δημοσία ασφάλεια, την οικονομική ευημερία της Χώρας, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών αδικημάτων, την προστασία της υγείας ή της ηθικής ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων". Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση του ετέρου των συνομιλητών βιντεοσκόπηση ιδιωτικής συνομιλίας, αποτελεί δέσμευση και περιορισμό στην ελεύθερη άσκηση της επικοινωνίας. Γι' αυτό ασχέτως του χώρου όπου έγινε η βιντεοσκόπηση, στην οποία χωρίς τη συναίνεση του δευτέρου των βιντεοσκοπηθέντων αποτυπώθηκε είναι συνταγματικά απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί εναντίον του σε πολιτική δίκη, ανεξαρτήτως προσώπου που επιχείρησε τη βιντεοσκόπηση, δηλ. έστω και αν πρόκειται για πρόσωπο που μετέσχε στη βιντεοσκόπηση. Εξ άλλου χωρίς την ανωτέρω κύρωση (απαράδεκτο του αποδεικτικού μέσου), η προπαρατεθείσα συνταγματικής ισχύος ρύθμιση θα είχε περιορισμένη αποτελεσματικότητα, παρά την απειλή, κατά του παραβάτη ποινικής κυρώσεως (ποινής φυλακίσεως) που προβλεπόταν κατά τον ένδικο χρόνο λήψεως της ένδικης βιντεοσκόπησης (χρόνος νοσηλείας στο ΚΑΤ 6-11-2006 έως 26-12-2006) από το άρθρο 370Α παρ.2 του ΠΚ, κατά το οποίο "όποιος αθέμιτα μαγνητοσκοπεί μη δημόσιες πράξεις, μεταξύ αυτού και τρίτου, χωρίς τη συναίνεση του τελευταίου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους (Ολ ΑΠ 1/2001). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες των διατάξεων των αριθμών 1 και 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, κατά τις οποίες το Εφετείο, κατά παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 2 και 7 παρ.2γ του Ν. 2472/1997, δέχθηκε ότι ο οπτικοακουστικός δίσκος (DVD) που οι αναιρεσείοντες προσκόμισαν νόμιμα στο Εφετείο (και που η λήψη του ήταν αναγκαία για την προάσπιση της μνήμης του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, ήτοι της διαθέτιδος θείας τους, ενώπιον του δικαστηρίου, για την αντίκρουση του ψευδούς ισχυρισμού της αναιρεσίβλητης ότι η διαθέτις έπασχε από οργανικό ψυχοσύνδρομο και ότι συνακόλουθα η διαθήκη της είναι άκυρη) ήταν ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο γιατί λήφθηκε χωρίς τη συναίνεση της διαθέτιδος. Οι αιτιάσεις αυτές δεν ιδρύουν τους επικαλούμενους λόγους, τούτο δε γιατί εφόσον το Εφετείο δέχθηκε, ανέλεγκτα, ότι δεν υφίστατο συναίνεση της διαθέτιδος για την επίμαχη βιντεοσκόπηση, δεν υφίσταται παραβίαση των επικαλουμένων διατάξεων του Ν. 2472/1997, το δε επίμαχο αποδεικτικό μέσο ήταν ανεπίτρεπτο και ορθά δεν λήφθηκε υπόψη. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες και υπό την επίκληση των διατάξεων 10 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ , αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες ότι δέχθηκε, χωρίς τούτο να προκύπτει από τις αποδείξεις ότι δεν υφίστατο συναίνεση της διαθέτιδος για τη βιντεοσκόπηση, καθώς και ότι δεν αιτιολογεί γιατί δεν υπήρχε η συναίνεση αυτή, είναι αβάσιμες και μάλιστα ο λόγος του 559 αρ. 10 γιατί αφορά σε εκτίμηση των αποδείξεων και ο λόγος του 559 αρ. 19 γιατί αφορά σε αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, που δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, αφού μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε πρέπει να εκτίθεται πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε (Ολ ΑΠ 15/2006). Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πέμπτος λόγος ως προς όλες τις αιτιάσεις τους, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 ΚΠολΔικ. Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27.12.2012 αίτηση των Κ. Α. Μ. και Δ. Α. Μ. κατά της Α. θυγ. Γ. Σ., για αναίρεση της υπ'αριθμ. 5387/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 3 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ακύρωση της διαθήκης λόγω ανικανότητας του διαθέτη κατά το χρόνο σύνταξής της, λόγω μη συνείδησης των πραττομένων ή ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Στοιχεία του ορισμένου της αγωγής. Η παραβίαση του άρθρου 210 παρ. 1 ΚΠολΔ δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης. Άρθρο 1719 αρ. 3 ΑΚQ: προϋποθέσεις κλπ Αρ. 1 και 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ: Απαράδεκτες οι αιτιάσεις που πλήττουν την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Αρ. 10 άρθρο 559, 11 περ άρθρο 559. Οι γνωμοδοτήσεις του 390 ΚΠολΔ είναι έγγραφα και ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα. Προσωπικά δεδομένα Ν 2472/1997. Βιντεοκασέτα που λήφθηκε χωρίς τη συναίνεση του συνομιλητή είναι ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο. Η παραδοχή της απόφασης περί μη συναίνεσης του βιντεοσκοπουμένου είναι ανέλεγκτη ως αναγομένη στην εκτίμηση πραγμάτων. Παραβίαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της επικοινωνίας του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Διαθήκης ακύρωση
Αγωγή αναγνωριστική, Διαθήκη, Διαθήκης ακύρωση.
0
Αριθμός 2168/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Τ. χήρας Δ. Γ., το γένος Γ. Κ., 2)Κ. Γ. του Δ., 3)Δ. συζύγου Κ. Κ., το γένος Δ. Γ., κατοίκου ..., 4)Κ. συζύγου Ν. Π., το γένος Δ. Γ., κατοίκου ..., και 5)Ε. Γ. του Δ., κατοίκου .... Η 1η δεν παραστάθηκε, και οι 2ος, 3η, 4η και 5η εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Χαρούλα Απαλαγάκη, η οποία δήλωσε ότι η 1η απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους λοιπούς, οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από την ίδια. Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Σ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Μουζακιάρη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-2-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 152/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 1485/2012 Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι ήδη αναιρεσείοντες με την από 18-4-2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 16-1-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324, 330 και 331 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ιδίων προσώπων που παρίστανται με την ίδια ιδιότητα για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ως ιστορική αιτία νοείται το σύνολο των περιστατικών που δέχθηκε το δικαστήριο ότι υπήρξαν ή ότι δεν υπήρξαν, ως ιστορικό συμβάν, και τα οποία είναι, σύμφωνα με το νόμο, αναγκαία για να θεμελιώσουν το διατακτικό της απόφασης, δηλαδή την έννομη συνέπεια που γίνεται δεκτή ως υπάρχουσα ή μη υπάρχουσα, με αποτέλεσμα να είναι απαράδεκτος λόγω δεδικασμένου κάθε μεταγενέστερος ισχυρισμός με τον οποίο επιδιώκεται διαφορετική ανάπλαση ή αξιολόγηση της κρίσιμης για την ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού εμπειρικής πραγματικότητας. Ως νομική δε αιτία που επίσης καλύπτεται από το δεδικασμένο νοείται ο νομικός κανόνας που διέπει την έννομη σχέση από την οποία απορρέει το προβαλλόμενο (και επιδικασθέν) δικαίωμα, υπάρχει δε ταυτότητα νομικής αιτίας όταν και η νέα αγωγή στηρίζεται στον ίδιο νομικό κανόνα, ενώ δεν υπάρχει τέτοια ταυτότητα στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή η νέα αγωγή δεν στηρίζεται στον ίδιο νομικό κανόνα. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει περαιτέρω ότι το δεδικασμένο καλύπτει και το προδικαστικό ζήτημα που κρίθηκε, το ζήτημα δηλαδή που κρίθηκε παρεμπιπτόντως και αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ'ύλην αρμόδιο να αποφασίσει για το παρεμπίπτον αυτό ζήτημα, καθώς και (καλύπτει το δεδικασμένο) τις ενστάσεις που προτάθηκαν, όπως και εκείνες που δεν προτάθηκαν ενώ μπορούσαν να προταθούν και οι οποίες δεν στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα και δεν μπορούν ως εκ τούτου να ασκηθούν με κύρια αγωγή. Τουναντίον το δεδικασμένο δεν καλύπτει τις μη προταθείσες ενστάσεις (ή προταθείσες που απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες) οι οποίες στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα που μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Πρόκειται για τις χαρακτηριζόμενες στην επιστήμη ως γνήσιες μη αυθύπαρκτες ενστάσεις (ως στηριζόμενες σε άλλο, διαφορετικό δικαίωμα, για το οποίο μπορεί να ασκηθεί κύρια αγωγή), είναι δε τέτοιες ενστάσεις εκείνες του συμψηφισμού, της επίσχεσης, του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (μη εκπλήρωσης της σύμβασης), καθώς και το δικαίωμα του πωλητή να του επιστραφεί το πράγμα αν ο αγοραστής ασκήσει δικαίωμα υπαναχώρησης λόγω ελαττωμάτων (δικαίωμα αναστροφής κατά το προηγούμενο δίκαιο) του πράγματος και η σχετική αγωγή του γίνει τελεσιδίκως δεκτή. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, μεταξύ των στοιχείων του πραγματικού του κανόνα δικαίου στον οποίο θεμελιώνεται η ένσταση περιλαμβάνεται και ένα διαφορετικό, "αυτοτελές" δικαίωμα, όπως π.χ.η "ανταπαίτηση" στην ένσταση του συμψηφισμού (ΑΚ 440 επ.), η "συναφής αξίωση" στην ένσταση επισχέσεως (ΑΚ 325) κ.ο.κ. Το δικαίωμα τούτο βαίνει παραλλήλως προς το δικαίωμα που ασκήθηκε με την κριθείσα αγωγή και δεν εξαρτάται από αυτό, ούτε τούτο εξαρτάται από εκείνο, δυνάμενο, όπως προαναφέρθηκε, να ασκηθεί και με κύρια αγωγή και να κριθεί σε άλλη δίκη, η κατά την οποία παραδοχή του δεν αντιστρατεύεται (δεν αναιρεί ή αντιφάσκει προς) το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση που επιδικάζει την παροχή και με το οποίο προφανώς και είναι συμβατή. Εν κατακλείδι, εκτός από την αμέσως προαναφερθείσα κατηγορία των μη αυθύπαρκτων ενστάσεων που δεν προτάθηκαν, όλες οι λοιπές ενστάσεις, είτε προτάθηκαν είτε δεν προτάθηκαν ενώ μπορούσαν να προταθούν και αφορούν το "δικαίωμα που κρίθηκε", δηλαδή την έννομη σχέση ή συνέπεια που διαγνώστηκε με την τελεσίδικη απόφαση ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει, μαζί με το αντικείμενό της, είτε είναι υλικό είτε όχι, καλύπτονται από το δεδικασμένο της τελεσίδικης απόφασης και δεν μπορούν να προβληθούν σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ίδιων προσώπων για το ίδιο αντικείμενο, προσκρούοντας στην ανέκαθεν ισχύουσα και ενυπάρχουσα στο δεδικασμένο από την ίδια τη φύση του απαγορευτική τής επαναπροβολής τους δικαιϊκή αρχή non bis in idem (ουχί δις επί τω αυτώ) ή bis de eadem re ne sit actio (δεν δίδεται αγωγή δύο φορές για το ίδιο αντικείμενο). Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 70 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή, ως έννομη σχέση - αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής νοείται η βιοτική σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα η οποία ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο, όπως είναι και το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας, η έννομη δε αυτή σχέση πρέπει να είναι υπαρκτή και ενεστώσα κατά τον χρόνο της ασκήσεως της αναγνωριστικής αγωγής, ενώ αντικείμενο τέτοιας αγωγής δεν μπορεί να καταστούν προδικαστικά της έννομης σχέσης ζητήματα, όπως, κατ'άρχην, και παρωχημένες έννομες σχέσεις, παρελθούσες δηλ. έννομες σχέσεις οι εκ των οποίων έννομες συνέπειες έχουν παύσει να ισχύουν και για τη διάγνωση των οποίων δεν δικαιολογείται έννομο συμφέρον, ως βασική προϋπόθεση της ασκήσεως αναγνωριστικής αγωγής. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ.16 του ΚΠολΔ δημιουργείται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, παρεπομένου ότι ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται και προβαλλόμενος είναι αβάσιμος όταν το δικαστήριο δέχεται δεδικασμένο το οποίο και πράγματι υπάρχει στην συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τον νόμο. ΙΙ. Όπως προκύπτει από το δικόγραφο της ένδικης αγωγής των αναιρεσειόντων κατά του αναιρεσιβλήτου, οι ενάγοντες εξέθεταν σ'αυτήν ότι οι δικαιοπάροχοι του εναγομένου Κ. και Β. Κ. αγόρασαν από τον δικαιοπάροχό τους (των αναιρεσειόντων) και αρχικό κληρούχο Δ. Γ. το υπ' αριθμ., προσωρινής διανομής, 53, και οριστικής τοιαύτης 1481, κληροτεμάχιο, εκτάσεως 16.688 τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιοχή Ν. Φώκαιας Χαλκιδικής, όπως αυτό ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή, δυνάμει του από 22-12-1967 ιδιωτικού συμφωνητικού, με αναγραφόμενο τίμημα αυτό των 330.000 δρχ., αλλά με πραγματικό (συμφωνηθέν) τίμημα αυτό των 735.000 δρχ., έναντι του οποίου οι αδελφοί Κ. τού κατέβαλαν το ποσό των 230.000 δρχ. με την συμφωνία το υπόλοιπο ποσό των 505.000 δρχ. να καταβληθεί την ημέρα κατά την οποία ο πωλητής Δ. Γ. θα συμφωνούσε και θα υπέγραφε το ανωτέρω έγγραφο ως βεβαίας χρονολογίας. Ότι η πραγματική ημερομηνία συντάξεως του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού πωλήσεως ήταν η 10-1-1972 και ότι την επόμενη ημέρα, ήτοι την 11-1-1972, ο Δ. Γ. υπέγραψε ενώπιον του συμ/φου Θεσσαλονίκης Ιωάννου Νάσλα την υπ' αοθμ..../1972 πράξη περί κτήσεως του προαναφερομένου από 22-12-1967 ιδιωτικού συμφωνητικού, ως εγγράφου βεβαίας χρονολογίας, καθώς και τα υπ' αρθμ. ... και .../11-1-1972 συμβολαιογραφικά πληρεξούσια προς τους αδερφούς Κ.. Ότι παρά τα ανωτέρω συμφωνηθέντα οι αγοραστές Κ. και Β. Κ. δεν κατέβαλαν στον δικαιοπάροχό τους το υπόλοιπο τίμημα των 505.000 δρχ., παρά τις επανειλημμένες προς τούτο οχλήσεις του, και έτσι ο τελευταίος τούς επέδωσε την από 8-10-1972 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία τους έτασσε προθεσμία 10 ημερών προκειμένου να του καταβάλουν το υπόλοιπο τίμημα, άλλως δήλωνε ότι υπαναχωρεί από την σύμβαση πωλήσεως και ότι ανακαλεί και τα προς αυτούς συμβολαιογραφικά πληρεξούσια αν οι αγοραστές αδερφοί Κ. δεν κατέβαλαν το υπόλοιπο ποσό του συμφωνηθέντος τιμήματος των 505.000 δρχ. εντός της ταχθείσης δεκαήμερης προθεσμίας. Ότι οι αγοραστές δεν κατέβαλαν το υπόλοιπο του τιμήματος εντός της ταχθείσης προθεσμίας και έτσι αποδέχθηκαν την υπαναχώρηση του πωλητού Δ. Γ. από την σύμβαση πωλήσεως, ο οποίος μετά ταύτα ουδέποτε τους παρέδωσε την νομή και κατοχή του επίδικου κληροτεμαχίου. Ότι οι αδελφοί Κ. δύο σχεδόν έτη μετά την υπαναχώρηση του δικαιοπαρόχου τους από την σύμβαση πωλήσεως του επίδικου ακινήτου, αφού παρακατέθεσαν το υπόλοιπο αναγραφέν στο ιδιωτικό συμφωνητικό ποσό των 100.000 δρχ., κατέθεσαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ν. Μουδανιών την υπ' αριθμ. καταθ. 85/3-6-1974 αίτηση επικυρώσεως ανωμάλου δικαιοπραξίας, με την οποία ζητούσαν, βάσει του α.ν. 431/1968, την επικύρωση του από 22-12-1967 ιδιωτικού συμφωνητικού, η οποία και απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 49/1975 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ν. Μουδανιών, που κατέστη τελεσίδικη, μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. 25/1978 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής. Ότι μετά την έκδοση των ανωτέρω αποφάσεων, καθώς και την έκδοση του ν. 666/1977, οι αδερφοί Κ., αφού παρακατέθεσαν το ποσό των 405.000 δρχ., κατέθεσαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας την υπ' αριθμ. καταθ. 10/3-3-1980 αίτηση επικύρωσης ανωμάλου δικαιοπραξίας, με την οποία ζητούσαν πλέον την επικύρωση του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, ως εγγράφου βεβαίας χρονολογίας. Ότι επί της αιτήσεως αυτής το Ειρηνοδικείο Κασσάνδρας εξέδωσε την υπ' αριθμ. 10/1981 απόφασή του, με την οποία επικύρωσε το από 10-1-1972 βεβαίας χρονολογίας ιδιωτικό συμφωνητικό και η οποία κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 122/1986 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής και μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας την 11-7-1986. Ότι ο εναγόμενος, στον οποίο οι αδελφοί Κ. δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ' αριθμ. .../1988 συμβολαίου του συμ/φου Θεσσαλονίκης Ιωάννη Νάσλα μεταβίβασαν το επίδικο κληροτεμάχιο, δεν είναι κύριος του τελευταίου, διότι αυτό ουδέποτε περιήλθε στην κυριότητα των προαναφερομένων δικαιοπαρόχων του, αφού η ως άνω υπ' αριθμ. 10/1981 τελεσίδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας, στην οποία ο εναγόμενος στηρίζει την κυριότητα των δικαιοπαρόχων του, είναι παράνομη και ανυπόστατη, καθόσον παρανόμως επικύρωσε την προαναφερθείσα ανώμαλη δικαιοπραξία πωλήσεως, ενόψει του ότι α) αυτή (πώληση) δεν υφίστατο πλέον, μετά την υπαναχώρηση που είχε ασκήσει νόμιμα ο δικαιοπάροχός τους πωλητής και την συνεπεία της υπαναχώρησης αυτής αναδρομική διάλυσή της, β)άλλως, διότι η μεταξύ του δικαιοπαρόχου τους και των δικαιοπαρόχων του εναγομένου δικαιοπραξία πώλησης είχε συναφθεί υπό την διαλυτική αίρεση της μη μεταγραφής του οριστικού συμβολαίου και της μη μεταγραφής της αποφάσεως της επικύρωσης της ανωμάλου δικαιοπραξίας σε περίπτωση που ο πωλητής Δ. Γ. δεν λάβει προηγουμένως όλο το συμφωνηθέν τίμημα της πωλήσεως, η οποία (διαλυτική αίρεση) πληρώθηκε με την μη προγενέστερη εξόφληση του τιμήματος, με αποτέλεσμα την ανατροπή της πωλήσεως (...). Βάσει του ανωτέρω ιστορικού και των επιπρόσθετων ισχυρισμών ότι ο δικαιοπάροχός τους Δ. Γ. ουδέποτε παρέδωσε στους δικαιοπαρόχους του εναγομένου ή στον ίδιο την νομή και κατοχή του επίδικου ακινήτου, στην οποία βρισκόταν αυτός συνεχώς μέχρι τον χρόνο του θανάτου του, ήτοι το έτος 1988, μετά δε και αφού αποδέχθηκαν την κληρονομία, με την νομίμως μεταγραφείσα υπ' αριθμ. .../1989 δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμ/φου Κασσάνδρας Αναστασίας Σαφράλη-Μαρμαρίδη, συνέχισαν οι ίδιοι (ενάγοντες) να βρίσκονται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του στην νομή και κατοχή του επιδίκου, με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο (ανωτέρω αποδοχή κληρονομία ς), καλλιεργώντας σ' αυτό δημητριακά, μέχρι την 28-1-2004, οπότε ο εναγόμενος τους απέβαλε παράνομα δυνάμει της υπ' αριθμ. 9/28-1-2004 έκθεσης βίαιας αποβολής και εγκαταστάσεως του δικαστικού επιμελητού Κ. Β., βάσει της υπ' αριθμ. 103/1999 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, ζήτησαν α) να αναγνωριστεί ότι οι δικαιοπάροχοι του εναγομένου ουδέποτε απέκτησαν την κυριότητα του επίδικου κληροτεμαχίου για τους ανωτέρω λόγους και ότι επομένως ούτε ο εναγόμενος έγινε κύριος του επίδικου, αφού απέκτησε παρά μη κυρίου, β)να αναγνωρισθεί ότι οι ενάγοντες είναι συγκύριοι του επίδικου κληροτεμαχίου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αρχικού κληρούχου Δ. Γ. κατά ποσοστό 4/16 εξ αδιαιρέτου η πρώτη ενάγουσα και κατά ποσοστό 3/16 εξ αδιαιρέτου ο καθένας από τους λοιπούς ενάγοντες, και γ)να διαταχθεί η αποβολή του εναγομένου από το επίδικο ακίνητο και η εγκατάστασή τους σ'αυτό (απόδοση). Ο εναγόμενος, όπως προκύπτει από τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αρνήθηκε την αγωγή, και επιπλέον ισχυρίστηκε ότι η αγωγή είναι απαράδεκτη και απορριπτέα διότι προσκρούει στο δεδικασμένο που απορρέει αφενός από την υπ' αριθμ. 97/1990 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, που εκδόθηκε επί αναγνωριστικής αγωγής της κυριότητας που άσκησαν οι ενάγοντες κατά του εναγομένου και κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 1674/1993 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης και αμετάκλητη με την υπ' αριθμ. 464/1996 απόφαση του Αρείου Πάγου, και αφετέρου από την υπ' αριθμ. 103/1999 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, που εκδόθηκε επί διεκδικητικής αγωγής του εναγομένου κατά των εναγόντων και η οποία κατέστη τελεσίδικη με την υπ' αριθμ. 3070/2003 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης και αμετάκλητη με την υπ' αριθμ. 1204/2006 απόφαση του Aρείου Πάγου, όπως ειδικότερα τα ανωτέρω περιστατικά αναφέρονται στις προτάσεις του. ΙΙΙ. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ως αποδειχθέντα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει της υπ' αριθμ. 988/1961 απόφασης της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Χαλκιδικής παραχωρήθηκε προσωρινά στον Δ. Γ., σύζυγο της πρώτης εφεσίβλητης-ενάγουσας και πατέρα των λοιπών εφεσιβλήτων-εναγόντων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 36 του ν.δ. 3958/1959, ως εκχερσωθείσα από αυτόν και καλλιεργούμενη, κοινόχρηστη δασική έκταση, εμβαδού 17.250 τ.μ., λαβούσα τον αριθμό 53. Δυνάμει της υπ' αριθμ. Γγ/43623/29-8-1972 απόφασης του Νομάρχη Χαλκιδικής αναθεωρήθηκε μεταξύ άλλων αποφάσεων της Ε.Α.Χ. και η ανωτέρω απόφαση της τελευταίας, αναφορικά με την έκταση της παραχωρηθείσας έκτασης και τον αριθμό αυτής. Κατόπιν των ανωτέρω εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 2587/13-10-1972 απόφαση της Ε.Α.Χ., σύμφωνα με την οποία, κατά την οριστική διανομή του αγροκτήματος Ν. Φώκαιας Χαλκιδικής του έτους 1971, κυρωθείσα με το ν.δ. 1189/1972 (ΦΕΚ 99/7-11-1973), παραχωρήθηκε οριστικά στον προαναφερόμενο κληρούχο, μεταξύ άλλων τεμαχίων και το με αριθμό 1481 κληροτεμάχιο, εκτάσεως 16.688 τ. μ. (επίδικο), που βρίσκεται στην εποικισθείσα περιοχή του αγροκτήματος Ν. Φώκαιας Χαλκιδικής (...). Μετά την ως άνω οριστική παραχώρηση εκδόθηκε στο όνομα του ανωτέρω κληρούχου ο υπ' αρθμ..../1-2-1974 οριστικός τίτλος κυριότητας της Δ/νσης Γεωργίας Χαλκιδικής, που μεταγράφηκε νόμιμα (...). Στις 10-1-1972, ο κληρούχος Δ. Γ. και οι Β. Κ. και Κ. Κ., υπέγραψαν το προχρονολογημένο από 22-12-1967 ιδιωτικό συμφωνητικό πωλήσεως για το επίδικο κληροτεμάχιο. Στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό αναγράφηκε ως συμφωνηθέν τίμημα αυτό των 330.000 δρχ., από το οποίο ο Δ. Γ. έλαβε την ημέρα συντάξεως αυτού (10-1-1972) το ποσό των 230.000 δρχ., ενώ το υπόλοιπο του τιμήματος συμφωνήθηκε ότι θα καταβληθεί την ημέρα συντάξεως του οριστικού συμβολαιογραφικού συμβολαίου, σε περίπτωση δε που ο τελευταίος (Δ. Γ.) δεν λάβει προηγουμένως ολόκληρο το ποσό του συμφωνηθέντος τιμήματος (εξόφληση), δεν υποχρεούται να συντάξει οριστικό συμβόλαιο για το πωληθέν ακίνητο ή να συμφωνήσει στην μεταγραφή της απόφασης περί επικύρωσης ανωμάλου δικαιοπραξίας. Επίσης στο ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό αναγράφηκε ότι ο κληρούχος, κατά την ημέρα υπογραφής του, παρέδωσε στους αγοραστές, αδερφούς Κ., την νομή και κατοχή του ακινήτου, προκειμένου οι τελευταίοι να ενεργήσουν επ' αυτού (ακινήτου) όλες τις αναγκαίες τοπογραφικές, χωματουργικές και γεωτρητικές εργασίες και να μεριμνήσουν με έξοδά τους για την περίφραξη αυτού. Παρά τα όσα αναγράφηκαν στο προαναφερόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό, το πραγματικά μεταξύ των συμβαλλομένων συμφωνηθέν τίμημα ανήλθε στο ποσό των 735.000 δρχ. και συνεπώς το υπόλοιπο του τιμήματος, μετά την καταβολή του ποσού των 230.000 δρχ., (ανέρχεται) στο ποσό των 505.000 δρχ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι την επομένη της υπογραφής του ανωτέρω συμφωνητικού, ήτοι την 11-1-1972, ο Δ. Γ. προσήλθε ενώπιον του συμ/φου Θεσσαλονίκης Ιωάννη Νάσλα, όπου υπέγραψε την υπ' αριθμ. .../11-1-1972 πράξη κατάθεσης του προαναφερομένου από 22-12-1967 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο τοιουτοτρόπως κατέστη έγγραφο βεβαίας χρονολογίας, ταυτόχρονα δε υπέγραψε και το υπ' αριθμ. .../11-1-1972 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο προς τους αδερφούς Κ. και τον δικηγόρο Βασίλειο Τρωϊάνο και το υπ' αριθμ. .../11-1-1972 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο προς τους αδερφούς Κ., με τα οποία τους εξουσιοδοτούσε να μεριμνήσουν για την τέλεση της οριστικής συμβάσεως πωλήσεως. Μετά τα ανωτέρω, ο Δ. Γ. όχλησε επανειλημμένα τους αγοραστές αδερφούς Κ., οι οποίοι όμως δεν του κατέβαλαν το υπόλοιπο ποσό του συμφωνηθέντος τιμήματος των 505.000 δρχ. Έτσι ο ανωτέρω κληρούχος, στις 5-10-1972, δυνάμει της υπ' αρθμ..../5-10-1972 πράξης του συμ/φου Θεσσαλονίκης Δημητρίου Παπαδόπουλου ανακάλεσε τα προαναφερθέντα συμ/κά πληρεξούσια προς τους αδερφούς Κ. και τον δικηγόρο Βασίλειο Τρωϊάνο και στις 9-10-1972 επέδωσε προς τον συμ/φο Ιωάννη Νάσλα, τον δικηγόρο Βασίλειο Τρωϊάνο, τον Β. Κ. και τον Κ. Κ. την από 8-10-1972 εξώδικη δήλωσή του, στην οποία αφενός κατήγγειλε το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό ως προχρονολογημένο και άρα άκυρο και δήλωνε ότι προέβη στην ανάκληση των ανωτέρω συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων, και αφετέρου έτασσε προθεσμία 10 ημερών προς τους αγοραστές αδερφούς Κ. προκειμένου να του καταβάλουν το υπόλοιπο συμφωνηθέν τίμημα, άλλως δήλωνε, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα όρο του ιδιωτικού συμφωνητικού, ότι με την άπρακτη παρέλευση της τασσομένης προθεσμίας περί εξόφλησης του συμφωνηθέντος τιμήματος θεωρούσε την σύμβαση πωλήσεως ματαιωθείσα από υπαιτιότητα των ιδίων (αγοραστών) και υπαναχωρούσε από αυτήν. Οι αγοραστές αδερφοί Κ. δεν κατέβαλαν στον πωλητή, εντός της 10ήμερης προθεσμίας, το υπόλοιπο ποσό του τιμήματος των 505.000 δρχ, αλλά, δύο έτη μετά την ανωτέρω εξώδικη δήλωση του πωλητή περί υπαναχώρησης από την σύμβαση πώλησης, αφού προέβησαν στην παρακατάθεση στο ΤΠΚ Δανείων Κασσάνδρας, υπέρ του Δ. Γ., του αναγραφομένου στο ιδιωτικό συμφωνητικό υπολοίπου ποσού του τιμήματος των 100.000 δρχ. (330.000-230.000), κατέθεσαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ν. Μουδανιών την από 5-7-1974 και με αριθμό κατάθεσης 85/9-8-1974 αίτηση περί επικύρωσης ανωμάλου δικαιοπραξίας, με την οποία ζητούσαν, βάσει του άρθρου 3 του α.ν. 431/1968 και του άρθρου 15 παρ. 2 του ν.δ. 3958/1959, να επικυρωθεί το από 22-12-1967 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο ο Δ. Γ. τους πώλησε το επίδικο κληροτεμάχιο, ισχυριζόμενοι ότι εξόφλησαν ολοσχερώς το συμφωνηθέν τίμημα των 330.000 δρχ. και ότι από την κατάρτιση της επίδικης συμβάσεως εγκαταστάθηκαν στην νομή και κατοχή του ακινήτου. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 49/1975 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ν. Μουδανιών, η οποία δεχόμενη αφενός ότι το ανωτέρω ιδιωτικό συμφωνητικό ήτο προχρονολογημένο, με πραγματική ημερομηνία συντάξεως την 10-1-1972, και αφετέρου ότι οι αιτούντες δεν εξόφλησαν το υπόλοιπο του τιμήματος εκ δρχ. 405.000 και δεν άσκησαν μέχρι τις 23-5-1968 καμία διακατοχική πράξη επί του επιδίκου ακινήτου, απέρριψε την αίτηση 0ι αδερφοί Κ. άσκησαν κατά της ανωτέρω απόφασης την από 3-6-1976 και με αριθμό 6/8-6-1976 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 25/1978 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής η οποία την απέρριψε κατ' ουσίαν. Μετά ταύτα οι αδερφοί Κ. παρακατάθεσαν στο ΤΠΚ Δανείων Κασσάνδρας, υπέρ του Δ. Γ., το υπόλοιπο ποσό του τιμήματος των 405.000 δρχ. (735.000 - 230.000 = 505.000 - 100.000 = 405.000) και κατέθεσαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας την από 20-1-1979 και με αριθμό κατάθεσης 5/28-2-1979 αίτηση περί επικύρωσης ανώμαλης δικαιοπραξίας, με την οποία ζητούσαν, βάσει του άρθρου 2 του ν. 666/1977, να επικυρωθεί το από 22-12-1967 ιδιωτικό συμφωνητικό, ως έγγραφο βεβαίας χρονολογίας, ισχυριζόμενοι ότι εξόφλησαν το, κατόπιν νέας συμφωνίας, υπόλοιπο τιμήματος των 405.000 δρχ. και ότι από την κατάρτιση του από 22-12-1967 ιδιωτικού συμφωνητικού έχουν εγκατασταθεί στην νομή και κατοχή του ακινήτου. Επί της δεύτερης αυτής αιτήσεως εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 10/1981 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας, η οποία, αφού απέρριψε την προταθείσα υπό του καθ' ου η αίτηση Δ. Γ. ένσταση δεδικασμένου, απορρέουσα από την ήδη τελεσίδικη υπ' αριθμ. 49/1975 απόφαση του Ειρηνοδικείου Ν. Μουδανιών, διότι δεν υφίστατο ταυτότητα νομικής αιτίας, επικύρωσε την από 11-1-1972 δια ιδιωτικού συμφωνητικού βεβαίας χρονολογίας γενόμενη πώληση μεταξύ των διαδίκων, αφορώσα το επίδικο κληροτεμάχιο, απόφαση η οποία, κατόπιν απόρριψης της ασκηθείσας εφέσεως από τον Δ. Γ. με την υπ' αριθμ. 122/1986 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, κατέστη τελεσίδικη. Οι Β. και Κ. Κ., μετά την τελεσιδικία της ως άνω υπ' αριθμ. 10/1981 απόφασης του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας, μετέγραψαν αυτή στις 11-7-1986 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας στον τόμο … με αριθμό 49, και ακολούθως μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως το επίδικο ακίνητο στον εναγόμενο, δυνάμει του υπ' αριθμ. .../16-8-1988 συμβολαίου του συμ/φου Θεσσαλονίκης Ιωάννη Νάσλα, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας, στις 18-8-1988, στον τόμο … με αριθμό 92. Στις 26-8-1988 απεβίωσε άνευ διαθήκης ο κληρούχος Δ. Γ., ο οποίος κατά τον χρόνο του θανάτου του κατέλειπε ως πλησιέστερους συγγενείς την σύζυγό του Τ. Γ. (πρώτη ενάγουσα) και τα τέσσερα τέκνα του, Κ. Γ. (δεύτερο ενάγοντα), Δ. Γ. συζ. Κ. Κ. (τρίτη ενάγουσα), Κ. Γ. συζ. Ν. Π. (τέταρτη ενάγουσα) και Ε. Γ. (πέμπτη ενάγουσα), οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομία του θανόντος συζύγου και πατρός τους, αντίστοιχα, συμπεριλαμβανομένου και του επίδικου ακίνητου, δυνάμει της υπ' αριθμ. .../1989 δηλώσεως αποδοχής κληρονομίας της συμ/φου Κασσάνδρας Αναστασίας Σάφραλη - Μαρμαρίδου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κασσάνδρας, στις 17-2-1989, στον τόμο 279 με αριθμό 11, ενώ, αντίστοιχα, συνέχισαν να νέμονται και να κατέχουν το επίδικο κληροτεμάχιο, όπως και ο δικαιοπάροχός τους. Τον Ιούλιο του 1989 οι ενάγοντες κατέθεσαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής την από 26-7-1989 και με αριθμό κατάθεσης 829-362/1989 αναγνωριστική αγωγή κατά του εναγομένου, με την οποία ζητούσαν να αναγνωριστούν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου κατά ποσοστό 4/16 εξ αδιαιρέτου η πρώτη ενάγουσα και κατά ποσοστό 3/16 εξ αδιαιρέτου ο καθένας από τους λοιπούς ενάγοντες, βάσει παραγώγου (κληρονομικής εξ αδιαθέτου διαδοχής) τρόπου και πρωτοτύπου (βάσει έκτακτης χρησικτησίας) τρόπου. Ειδικότερα οι ενάγοντες στην ανωτέρω αγωγή ισχυρίζονταν ότι στον δικαιοπάροχό τους Δ. Γ. είχε παραχωρηθεί, δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1972 τίτλου κυριότητας της Νομαρχίας Χαλκιδικής, που μεταγράφηκε νόμιμα, το επίδικο κληροτεμάχιο, το οποίο ο κληρούχος ενέμετο και κατείχε από το 1948, καλλιεργώντας το με δημητριακά, μέχρι τις 26-8-1988 που πέθανε άνευ διαθήκης, οπότε οι ενάγοντες, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, συνέχισαν να νέμονται και να κατέχουν αυτοί το επίδικο κληροτεμάχιο κατά το εξ αδιαθέτου κληρονομικό ποσοστό του ο καθένας, ενώ προέβησαν και στην αποδοχή της κληρονομίας, βάσει συμβολαιογραφικής δηλώσεως αποδοχής που μεταγράφηκε νόμιμα. Ο εναγόμενος αρνήθηκε την αγωγή και προέβαλλε ένσταση ιδίας κυριότητας στο ακίνητο, ισχυριζόμενος ότι αυτό περιήλθε στην κυριότητά του δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ' αριθμ. .../16-8-1988 συμβολαίου του συμ/φου Θεσσαλονίκης Ιωάννη Νάσλα από αγορά από τους αδερφούς Κ., οι οποίοι απέκτησαν το μεταβιβαζόμενο ακίνητο κατόπιν αγοράς το έτος 1967, με ιδιωτικό συμφωνητικό, από τον δικαιοπάροχο των εναγόντων Δ. Γ., αγοραπωλησία που επικυρώθηκε με την υπ' αριθμ. 10/1981 τελεσίδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας, που μεταγράφηκε νόμιμα. Επί της ως άνω αγωγής των εναγόντων εκδόθηκε η υπ' αριθμ.97/1990 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, η οποία, δεχόμενη την προαναφερόμενη ένσταση ιδίας κυριότητας του εναγομένου, απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη. Κατά της ανωτέρω απόφασης οι ενάγοντες άσκησαν την από 27-12-1990 και με αριθμό καταθ. 1/1990 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1674/1993 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία απέρριψε την έφεση στο σύνολό της κατ' ουσίαν. Οι ενάγοντες άσκησαν κατά της προαναφερόμενης απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης την από 22-2-1994 και με αριθμό καταθ. 51/1-3-1994 αναίρεση, στην οποία, επαναλαμβάνοντας όλους τους απορριφθέντες λόγους της έφεσής τους, ζητούσαν την αναίρεσή της, και επί αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 464/1996 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία απέρριψε την ασκηθείσα αναίρεση στο σύνολό της. Μετά ταύτα ο εναγόμενος άσκησε την από 15-12-1996 και με αριθμό καταθ. 52Π/10-2-1997 διεκδικητική αγωγή του κατά των εναγόντων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί κύριος του επίδικου ακινήτου, βάσει παραγώγου τρόπου, και να υποχρεωθούν οι ενάγοντες, που το κατέχουν παράνομα, να του το αποδώσουν. Επί της ως άνω διεκδικητικής αγωγής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 103/1999 απόφαση του ίδιου πιο πάνω Δικαστηρίου, η οποία, δεχόμενη ότι υφίσταται δεδικασμένο από την υπ' αριθμ. 97/1990 αμετάκλητη απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου περί της κυριότητας του ενάγοντος στο επίδικο, δέχθηκε την αγωγή ως κατ' ουσία βάσιμη (...). Κατά της ανωτέρω απόφασης οι εκεί εναγόμενοι (νυν ενάγοντες) άσκησαν την από 26-10-1999 και με αριθμό καταθ. 103/1999 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1826/2000 προδικαστική απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία έταξε συμπληρωματικές αποδείξεις (...), μετά δε την διεξαγωγή αυτών εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 1490/2001 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία, δεχόμενη τον ισχυρισμό των εκκαλούντων περί απόκτησης κυριότητας επί του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, προσμετρώντας στον χρόνο νομής τους τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου τους κληρούχου Δ. Γ. από το 1972 έως τον χρόνο του θανάτου του στις 26-8-1988, εξαφάνισε την υπ' αριθμ. 103/1999 απόφαση, που είχε δεχθεί τα αντίθετα, και δικάζοντας την αγωγή την απέρριψε κατ' ουσίαν. Ο στην δίκη εκείνη ενάγων και νυν εναγόμενος άσκησε κατά της ανωτέρω απόφασης την από 26-7-2001 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 13/2003 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την προαναφερομένη απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης (...), παρέπεμψε δε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Θεσσαλονίκης. Κατόπιν των ανωτέρω, η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση με την από 27-2-2003 κλήση του εκεί ενάγοντος και νυν εναγομένου και συζητήθηκε ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης στις 18-4-2003, εκδόθηκε δε η υπ' αριθμ. 3070/2003 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία δέχτηκε, μεταξύ άλλων, ότι παρήχθη δεδικασμένο από την τελεσίδικη απόφαση υπ' αριθμ. 97/1980 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρ. 321, 322 παρ.1 και 324 ΚΠολΔ για το με αυτήν κριθέν ουσιαστικό ζήτημα της ελλείψεως κυριότητας των τότε εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων επί του επίδικου αγροτεμαχίου και της ενστάσεως του τότε εναγομένου ήδη εκκαλούντος περί ιδίας κυριότητας αυτού επί του αυτού ακινήτου και απορρίφθηκε η έφεση κατά της η υπ' αριθμ. 103/1999 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής. Κατά της απόφασης αυτής του Εφετείου Θεσσαλονίκης οι τότε εναγόμενοι-εκκαλούντες άσκησαν την από 12-2-2004 και με αριθμό καταθ. 42/17-2-2004 αίτηση αναίρεσης, η οποία και απορρίφθηκε στο σύνολό της με την υπ' αριθμ. 1204/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου. Στην εν λόγω αναίρεση για πρώτη φορά με τον δεύτερο λόγο αυτής οι τότε εναγόμενοι-εκκαλούντες (ήδη εφεσίβλητοι - ενάγοντες) επικαλέστηκαν ότι ο δικαιοπάροχός τους, αρχικός κληρούχος και πωλητής Δ. Γ. στην ένδικη ανώμαλη δικαιοπραξία (πώληση), είχε υπαναχωρήσει από την πώληση του επίδικου αγροτεμαχίου στους δικαιοπαρόχους τού ήδη εκκαλούντος-εναγομένου πριν από την επικύρωσή της και συγκεκριμένα την 8-10-1972, πριν την υποβολή από τους αδερφούς Κ. (δικαιοπαρόχους του νυν εκκαλούντος - εναγομένου) των αιτήσεων επικύρωσης ανωμάλου δικαιοπραξίας τού από 22-12-1967 ιδιωτικού συμφωνητικού αγοραπωλησίας του επίδικου ακινήτου και την έκδοση της υπ' αριθμ. 49/1975 τελεσίδικης απόφασης του Ειρηνοδικείου Ν. Μουδανιών και της υπ' αριθμ. 10/1981 τελεσίδικης απόφασης του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας, που αποτελεί και τον τίτλο κυριότητας των τελευταίων, υπαναχώρηση την οποία οι πωλητές αποδέχθηκαν και συνεπώς η μεταξύ τους πώληση είχε ανατραπεί, γεγονός που δεν εκρίθη από την υπ' αριθμ. 10/1981 τελεσίδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου Κασσάνδρας, μη έχοντος τοιαύτη εξουσία. Με την άνω απόφαση ο λόγος αυτός αναίρεσης απορρίφθηκε ως απαράδεκτος διότι δεν αναφέρεται σ' αυτόν ότι ο ως πράγμα θεωρούμενος και σ' αυτόν αναφερόμενος πραγματικός ισχυρισμός προτάθηκε ενώπιον του Εφετείου. Μετά την έκδοση της παραπάνω απόφασης οι εφεσίβλητοι άσκησαν την αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία ζήτησαν να αναγνωριστεί ότι οι δικαιοπάροχοι του εναγομένου ουδέποτε απέκτησαν την κυριότητα του επίδικου κληροτεμαχίου και επομένως ότι ούτε ο εναγόμενος έγινε κύριος αυτού, αφού απέκτησε παρά μη κυρίου, και να αναγνωρισθεί ότι οι ενάγοντες είναι συγκύριοι του επίδικου κληροτεμαχίου, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αρχικού κληρούχου Δ. Γ. κατά ποσοστό 4/16 εξ αδιαιρέτου η πρώτη ενάγουσα και κατά ποσοστό 3/16 εξ αδιαιρέτου ο καθένας από τους λοιπούς ενάγοντες, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να τους το αποδώσει". Και βάσει των παραδοχών αυτών και της εφέσεως του αναιρεσιβλήτου το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου που απορρέει από τις προρρηθείσες υπ'αριθμ.97/1990 και 103/1999 τελεσίδικες (και αμετάκλητες) αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, εξαφανίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα αντίθετα και την αγωγή των αναιρεσειόντων. IV. Από το ανωτέρω, υπό ΙΙ, περιεχόμενο και αίτημα της αγωγής των αναιρεσειόντων, τις προαναφερθείσες, υπό ΙΙΙ, παραδοχές του Εφετείου και τις αναφερόμενες σ'αυτήν, ως άνω υπ'αριθμ.97/1990 και 103/1999 τελεσίδικες αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής προκύπτουν τα ακόλουθα: Αντικείμενο της αγωγής των αναιρεσειόντων ήταν το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας επί του επιδίκου και η διάγνωση, κατά το πρώτο από το άρθρο 70 του ΚΠολΔ, σκέλος της (αρνητική αναγνωριστική αγωγή), ότι τούτο (δικαίωμα) δεν ανήκει στον αναιρεσίβλητο, αλλ'ότι, αντιθέτως, κατά το δεύτερο, από την ίδια διάταξη και εκείνην του άρθρου 1094 του ΑΚ (διεκδικητική αγωγή), σκέλος της, ανήκει στους αναιρεσείοντες, οι οποίοι και το διεκδικούσαν. Αναφέρεται δε η αγωγή στην ενεστώσα, κατά την άσκησή της, έννομη αυτή σχέση, σύμφωνα άλλωστε και με την έννοια του άρθρου 70 του ΚΠολΔ που προαναφέρθηκε (ανωτ. υπό Ι, στο τέλος), επιδιώκοντας (η αγωγή) την άρση της αβεβαιότητας ως προς αυτήν (ενεστώσα έννομη σχέση), την οποία προκαλεί η αμφισβήτησή της από τον αναιρεσίβλητο, που υποστηρίζει ότι το επίδικο του ανήκει. Ιστορική αιτία της αγωγής είναι, αντιστοίχως προς τα ανωτέρω, ότι ο αναιρεσίβλητος δεν απέκτησε το επίδικο από κύριο (το απέκτησε "παρά μη κυρίου"), αφού οι φερόμενοι ως δικαιοπάροχοί του αδελφοί Κ. δεν είχαν αποκτήσει την κυριότητά του από τον αρχικό κύριο του επιδίκου - κληρούχο Δ.Γ. δυνάμει του προαναφερθέντος από 10-1-1972 ιδιωτικού συμφωνητικού και της επικύρωσης, με την υπ'αριθμ.10/1981 απόφαση του Ειρηνοδικείου Μουδανιών, της ανώμαλης αυτής δικαιοπραξίας κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα, λόγω της αναφερόμενης υπαναχώρησης του πωλητή από την πώληση αυτή πριν την επικύρωσή της από το Ειρηνοδικείο, αλλά και λόγω της πληρώσεως της διαλυτικής αίρεσης της μη καταβολής εμπροθέσμως ολόκληρου του συμφωνηθέντος τιμήματος, υπό την οποία τελούσε η σύμβαση, και ότι, αντιθέτως, οι αναιρεσείοντες έγιναν κύριοι του επιδίκου με κληρονομική διαδοχή, και ειδικότερα με την αποδοχή της κληρονομίας του αρχικού κυρίου του επιδίκου - κληρούχου πατέρα τους Δ.Γ., που απεβίωσε την 26-8-1988, και τη μεταγραφή της σχετικής δήλωσης αποδοχής. Νομική δε αιτία τής υπό αναγνώριση, αρνητικώς και θετικώς, έννομης σχέσης είναι οι αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 1033, 1192 περ.1, 1193, 1199, 1710 παρ.2, 1813 του ΑΚ που διέπουν την έννομη αυτή σχέση (επίδικο δικαίωμα κυριότητας). Το δικαίωμα αυτό της κυριότητας επί του επιδίκου έχει κριθεί με τις προρρηθείσες υπ'αριθμ.97/1990 και 103/1999 τελεσίδικες (και αμετάκλητες) αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής ότι ανήκει στον αναιρεσίβλητο, που το απέκτησε με αγορά, δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου υπ'αριθμ..../1988 συμβολαίου, από τους ανωτέρω αδελφούς Κ., που ήταν κύριοι του επιδίκου, όχι δε και στους αναιρεσείοντες, ο φερόμενος ως δικαιοπάροχος των οποίων - πατέρας τους δεν ήταν κύριος του επιδίκου κατά τον ως ανωτέρω χρόνο του θανάτου του, έχοντας πωλήσει το επίδικο στους δικαιοπαρόχους του αναιρεσιβλήτου με την επικυρωθείσα ως άνω ανώμαλη δικαιοπραξία. Ενόψει τούτων, από τα οποία καθίσταται προφανές ότι πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, ως προς το δικαίωμα που κρίθηκε (κυριότητα επιδίκου), μεταξύ δε των ίδιων προσώπων υπό την αυτήν ιδιότητα παρισταμένων, από τις προρρηθείσες τελεσίδικες αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής παράγεται δεδικασμένο στην παρούσα δίκη ότι το επίδικο ανήκει στην κυριότητα του αναιρεσιβλήτου, όχι δε στην κυριότητα των αναιρεσειόντων, όπως οι τελευταίοι ισχυρίζονται με την κριθείσα ένδικη αγωγή τους. Ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων ότι ο δικαιοπάροχος πατέρας τους είχε υπαναχωρήσει, ως ανωτέρω, από την επικυρωθείσα με την απόφαση του Ειρηνοδικείου μεταβίβαση του επιδίκου στους δικαιοπαρόχους του αναιρεσιβλήτου, οι οποίοι επομένως και δεν απέκτησαν την κυριότητα με την επικύρωση αυτή, ισχυρισμός ο οποίος πράγματι προβλήθηκε το πρώτον με την ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων, δεν προσδίδει στην αγωγή αυτή νέα, διαφορετική από την κατά τα ανωτέρω τελεσιδίκως κριθείσα, ιστορική και νομική αιτία ούτε συνιστά άλλο αντικείμενο δίκης ή μη αυθύπαρκτη (δυνάμενη να ασκηθεί και με κύρια αγωγή) ένσταση που δεν προτάθηκε, ώστε να μην καλύπτεται από το προαναφερθέν δεδικασμένο. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί απλώς και μόνον επίκληση ελαττωματικότητας που είχε εμφιλοχωρήσει στην εν έτει 1972 μεταβίβαση της κυριότητας με ιδιωτικό συμφωνητικό στους δικαιοπαρόχους του αναιρεσιβλήτου και στην εν έτει 1981 επικύρωση από το Ειρηνοδικείο της ανώμαλης αυτής δικαιοπραξίας, που είχε ως αποτέλεσμα κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων - εναγόντων, να μην μεταβιβασθεί το επίδικο στους δικαιοπαρόχους του αναιρεσιβλήτου - αγοραστές, η ελαττωματικότητα όμως αυτή, ως έλλειψη κυριότητας των τελευταίων στο επίδικο, έπρεπε να προβληθεί στις προαναφερθείσες δίκες στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής είτε ως αντένσταση στην πρώτη, είτε ως ένσταση στη δεύτερη, κατά της προβαλλόμενης από τον αναιρεσίβλητο δικής του κυριότητας στο επίδικο, της οποίας προϋπόθεση αποτελεί κατά νόμον (άρθρ.1033 ΑΚ) η κυριότητα των δικαιοπαρόχων του. Επομένως και σύμφωνα με τις διατάξεις περί δεδικασμένου που προαναφέρθηκαν (ανωτ.υπό Ι) ο ανωτέρω ισχυρισμός και κατ'επέκτασιν η κυριότητα του αναιρεσιβλήτου στο επίδικο, ως αγοράσαντος από κύριο, και η ανυπαρξία κυριότητας των αναιρεσειόντων σ'αυτό, καλύπτονται από το δεδικασμένο που παράγεται από τις ειρημένες τελεσίδικες αποφάσεις, όπως ήδη έχει αναφερθεί και όπως κατ'ορθήν ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων ως άνω διατάξεων το Εφετείο, που απέρριψε για τον λόγο αυτόν (δεδικασμένο) ως απαράδεκτη την κριθείσα αγωγή των αναιρεσειόντων, δέχθηκε την ύπαρξη δεδικασμένου στην ένδικη περίπτωση, είναι δε αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον πρώτο, από τον αρ.16 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αλλά και με τον δεύτερο, κατά το νοηματικό του περιεχόμενο, από την ίδια διάταξη (και όχι εκείνην του αρ.19 του ίδιου άρθρου, που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες), λόγους της αιτήσεώς τους. Η αναφορά, τέλος, του Εφετείου στην κατά τα προεκτεθέντα υπαναχώρηση του απώτερου δικαιοπαρόχου του αναιρεσιβλήτου και πατέρα των αναιρεσειόντων - αρχικού κληρούχου από την πώληση του επίδικου κληροτεμαχίου με ιδιωτικό συμφωνητικό στους άμεσους δικαιοπαρόχους του αναιρεσιβλήτου, αφενός, και η παραδοχή του (Εφετείου) ότι η ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων είναι απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου, κατά τα επίσης προεκτεθέντα, αφ'ετέρου, προφανώς και δεν συνιστούν αντιφατικές διατάξεις της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, όπως αβασίμως υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με το επικουρικό δεύτερο σκέλος, από τον αρ.17 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, του ίδιου δεύτερου λόγου της αιτήσεώς τους. V. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ.495 παρ.4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρ.176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18-4-2013 αίτηση των Τ. Γ. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ'αριθμ.1485/2012 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έννοια δεδικασμένου. Προϋποθέσεις. Ειδικότερα έννοια ιστορικής και νομικής αιτίας. Τι καλύπτει το δεδικασμένο, ιδίως επί ενστάσεων. Αναγνωριστική αγωγή. Αβάσιμος ο από το αρ. 16 άρθρ. 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. (Επικυρώνει ΕφΘεσσ. 1485/2012).
Δεδικασμένο
Αγωγή αναγνωριστική, Δεδικασμένο.
0
Αριθμός 2166/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Εμμανουήλ Μουστάκη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ρ. χήρας Ν. Κ., 2)Α. Κ. του Ν., 3)Β. Κ. του Ν., κατοίκου ..., 4)Μ. συζ. Γ. Δ., 5)Α. συζ. Γ. Γ., κατοίκων ..., 6)Κ. Γ. του Γ., κατοίκου ..., 7)Π. χήρας Β. Β., κατοίκου ..., 8)Ι. Γ. του Γ., κατοίκου ..., 9)Α. Γ. του Γ., κατοίκου ..., 10)Ε. Γ. του Γ., κατοίκου ... και 11)Μ. - Π. χήρας Θ. Γ., κατοίκου .... Όλοι πλην της 2ης εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Ιωαννίδη, ο οποίος ανακάλεσε την από 8/9/2014 δήλωσή του κατ' άρθρο 242 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε αυτοπροσώπως και δήλωσε ότι η 2η απεβίωσε και κληρονομήθηκε από την 1η και τον 3ο, οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/10/2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σερρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 954/2013 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 10/10/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 17/9/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του Ν.3127/2003 για την "τροποποίηση και συμπλήρωση των νόμων 2308/1995 και 2644/1998 για τη κτηματογράφηση και το Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις", σε ακίνητο που βρίσκεται μέσα σε σχέδιο πόλεως ή μέσα σε οικισμό που προϋφίσταται του έτους 1923 ή μέσα σε οικισμό κάτω των 2000 κατοίκων που έχει οριοθετηθεί, ο νομέας θεωρείται κύριος έναντι του Δημοσίου, εφόσον α) νέμεται μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (17-3-2003) αδιαταράκτως για δέκα έτη το ακίνητο, με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία, υπέρ του ιδίου ή του δικαιοπαρόχου του, που έχει καταρτισθεί και μεταγραφεί μετά την 23-2-1945, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη ή β) νέμεται, μέχρι της έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, ακίνητο αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα 30 ετών, εκτός εάν κατά την κτήση της νομής βρισκόταν σε κακή πίστη. Στον χρόνο νομής που ορίζεται στις περιπτώσεις α' και β' προσμετράται και ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων που διανύθηκε με τις ίδιες προϋποθέσεις. Σε κακή πίστη βρίσκεται ο νομέας, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1042 ΑΚ. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για ακίνητο μέχρι 2000 τ.μ. Για ενιαίο ακίνητο εμβαδού μεγαλυτέρου των 2000 τμ, οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εφαρμόζονται, μόνον εφόσον στο ακίνητο υφίσταται, κατά την 31-12-2002, κτίσμα που καλύπτει ποσοστό τουλάχιστον 30% του ισχύοντος συντελεστή δόμησης στην περιοχή. Περαιτέρω κατά το άρθρο 1042 ΑΚ, ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη, όταν χωρίς βαρειά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι για να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου που ανήκει στο Δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του Ν.3127/2003, πρέπει ο νομέας μεταξύ άλλων, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, να έχει την πεποίθηση, χωρίς να τον βαρύνει βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα του ακινήτου και η πεποίθησή του αυτή πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο κτήσης της νομής του ακινήτου (ΑΠ 1023/2013). Ο νομέας θεωρείται κακής πίστεως μόνο αν γνωρίζει ότι δεν έγινε κύριος ή αγνοεί τούτο από βαριά αμέλεια. Αν μεσολάβησε διαδοχή στη νομή, ο χρόνος νομής που διανύθηκε, με τις ίδιες προϋποθέσεις, στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου, συνυπολογίζεται στο χρόνο νομής του διαδόχου (ΑΠ 40/2014). Εξάλλου με τον μεταγενέστερο Ν.3147/2003 "Ρύθμιση ζητημάτων αποκατασταθέντων και αποκαθιστάμενων κτηνοτρόφων και άλλες διατάξεις" και ειδικότερα με το άρθρο 5 αυτού, υπό τον τίτλο "Παραχώρηση κατεχόμενων εκτάσεων" ορίζονται τα ακόλουθα: "1. Αυθαίρετοι κάτοχοι δημοσίας εποικιστικής έκτασης, κοινόχρηστης ή διαθέσιμης, η οποία δεν έχει τη μορφή δάσους ή δασικής έκτασης, ή δεν έχει κηρυχθεί αναδασωτέα, δικαιούνται να υποβάλουν στην αρμόδια Υπηρεσία Γεωργίας μέσα σε ένα έτος από την έναρξη ισχύος του παρόντος αίτηση για την εξαγορά της έκτασης εφόσον καλλιεργούν αυτή με συστηματική φυτεία αμπέλου, ελαίων ή οπωροφόρων δένδρων που έχουν ηλικία μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος τουλάχιστον δέκα ετών ή έχουν οικοδομήσει επ' αυτής κτίσματα τουλάχιστον πριν από μία δεκαετία .... Η παραχωρούμενη έκταση εφόσον βρίσκεται εντός ρυμοτομικού σχεδίου ή ορίων οικισμού, δεν μπορεί να υπερβαίνει το εμβαδόν ενός αρτίου οικοπέδου, εκτός εάν η τυχόν ύπαρξη κτίσματος προϋποθέτει μεγαλύτερο εμβαδόν οικοπέδου κατά τους ισχύοντες όρους δόμησης, οπότε είναι δυνατή η παραχώρηση της επιπλέον αναγκαίας έκτασης. Εάν η παραχωρούμενη έκταση βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως ή ορίων οικισμού δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δέκα στρέμματα. 2. ..... 3. Για την εξαγορά της έκτασης οφείλεται τίμημα το οποίο ισούται με την αντικειμενική της αξία. 'Οπου δεν έχει καθορισθεί αντικειμενική αξία, η εξαγορά γίνεται με την αγοραία αξία της έκτασης .... Η εξαγορά έκτασης σε κάθε περίπτωση είναι δυνητική για το Δημόσιο, το οποίο μπορεί να την αρνηθεί αν κρίνει ότι η έκταση είναι απαραίτητη για λόγους δημοσίου συμφέροντος .....". Από την αντιπαράθεση των δύο αυτών διατάξεων προκύπτει ότι ο Ν. 3127/2003 έχει θεσπισθεί προκειμένου να ικανοποιηθούν αιτήματα ιδιωτών που επικαλούνται κυριότητα επί δημοσίων ακινήτων που διαχειρίζεται το Ελληνικό Δημόσιο, είτε δια του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, είτε δια του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, την οποία στηρίζουν σε 10ετή νομή με νόμιμο τίτλο ή σε 30ετή νομή χωρίς νόμιμο τίτλο και στις δύο όμως περιπτώσεις με καλή πίστη κατά την κτήση της νομής. Αντίθετα ο Ν.3147/2003 προσδίδει κυριότητα στον κάτοχο μόνο με εξαγορά, με λιγότερες προϋποθέσεις και ειδικότερα με 10ετή καλλιέργεια ή με ανοικοδόμηση πριν από μία δεκαετία ανεξαρτήτως καλής ή κακής πίστεως. Με τις διατάξεις του Ν.3127 αναγνωρίζεται πλέον σε ιδιώτες το δικαίωμα, να επικαλεσθούν ως τρόπο κτήσης κυριότητας, την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία βάρος του Δημοσίου, από τους ειδικούς όρους των προαναφερθεισών διατάξεων του άρθρου 4, κατ' απόκλιση της γενικής αρχής ότι δεν χωρεί χρησικτησία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, αφορά δε δημόσια κτήματα, χωρίς να εξαιρεί εκείνα της εποικιστικής νομοθεσίας, ούτε εξάλλου από καμμιά διάταξη του Ν.3147 προκύπτει ότι η συνδρομή των προϋποθέσεων του αποκλείει την εφαρμογή του Ν.3127, δεδομένου ότι ο σκοπός των νομοθετημάτων αυτών είναι διαφορετικός και δη ο Ν. 3127 απέβλεψε στην άρση των αμφισβητήσεων που είχαν προκύψει κατά τη σύνταξη του κτηματολογίου μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των ιδιωτών σε ακίνητα που κατείχαν από πολλών ετών, ενώ ο Ν. 3147 απέβλεψε στην αποκατάσταση, με εξαγορά, των κατεχομένων εκτάσεων της εποικιστικής νομοθεσίας, ώστε και το Δημόσιο να εισπράξει έσοδα από την εξαγορά και οι κάτοχοι να αποκατασταθούν αιρομένης της υφισταμένης εκκρεμότητας, οι μεν αυθαιρετήσαντες, ανεξάρτητα της καλής ή κακής τους πίστεως να μη νομιμοποιούνται για αναγνώριση κυριότητας, αλλά και να μην απομακρύνονται από τις εκτάσεις, το δε Δημόσιο να βρίσκεται σε συνεχή σύγκρουση μαζί τους. Συναφή σκοπό με τον 3147/2003 έχει και ο μεταγενέστερος Ν.4061/22-3-2012 περί "Διαχείρησης και Προστασίας ακινήτων Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων", που τροποποιεί τον Ν.3247 και ο οποίος αντί για εξαγορά, μεταξύ άλλων και των εποικιστικών εκτάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 5 του ν.3147/2003, προβλέπει μόνο τη δυνατότητα χρήσης αυτών, έναντι τιμήματος κατόπιν δημοπρασίας ή δωρεάν για κοινωφελείς σκοπούς, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο άρθρο 4 αυτού, ώστε αφενός μεν να μην ελαττώνεται η δημόσια περιουσία, όπως συνέβαινε με την αντί τιμήματος παραχώρηση του Ν.3147, αφετέρου δε το Δημόσιο να εξασφαλίζει έσοδα ή ωφέλειες. Τέλος κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμόσθηκε εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 20/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατ' ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας αγωγή, κατ' άρθρο 4 παρ. 1 περ. β' του Ν.3127/2003 και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το έτος 1936 περιήλθε, μεταξύ άλλων, στο Θ. Κ. του Σ., παππού των 2ης,3ου, 4ης, 5ης, 6ου, 7ης 8ου, 9ης και 10ου των εναγόντων (πατέρα του πατέρα των 2ου και 3ου και της μητέρας των λοιπών) και παππού των δικαιοπαρόχων- συζύγων της 1ης και 11ης, το με αριθμό ... οικόπεδο του ... ΟΤ, εμβαδού 2.500 τμ, το οποίο βρίσκεται στο συνοικισμό "40 Μάρτυρες-Σφαγγεία", στην πόλη των Σερρών. Ειδικότερα κατά τη διανομή των γαιών του αγροκτήματος Σερρών, που έλαβε χώρα το έτος 1936, παραχωρήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο στον προαναφερθέντα Θ. Κ., ως πρόσφυγα, γεωργικός κλήρος, αποτελούμενος από 5 αγρούς, συνολικής έκτασης 15.528 τμ, εκδόθηκε δε για το λόγο αυτό και ο υπ' αριθμ. .../1957 οριστικός τίτλος κυριότητας. Παράλληλα, ο πιο πάνω κληρούχος, λόγω της ιδιότητας του, ως παλαιού κληρούχου δικαιούνταν και ένα οικόπεδο ως παρακολούθημα του γεωργικού κλήρου, έκτασης 2.500 τμ στο συνοικισμό Σαράντα Μαρτύρων-Σφαγεία της πόλης των Σερρών (βλ υπ' αριθμ 5604/24-9-2007 βεβαίωση του τμήματος εποικισμού-αναδασμού της δ/νσης πολιτικής γης της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Σερρών). Έτσι παράλληλα με τον γεωργικό κλήρο, παραχωρήθηκε στον πιο πάνω, το με αριθμό ... αρχικά οικόπεδο και μετά την επικύρωση της πράξης εφαρμογής 04, που συνορεύει βόρεια με την οδό ..., νότια και νοτιοανατολικά με την οδό ..., ανατολικά με τη συμβολή των οδών ... και ... και δυτικά με κοινόχρηστη έκταση και ιδιοκτησία Χ. Ν.. Για το ακίνητο αυτό δεν εκδόθηκε τίτλος κυριότητας, διότι στο συνοικισμό στον οποίο κείται, δεν έγινε ακόμη η οριστική διανομή και ρυμοτομία. Ο Θ. Κ. του Σ., ο οποίος είχε εγκατασταθεί στο ακίνητο αυτό με την οικογένεια του, με το από 17-4-1961 ιδιωτικό συμφωνητικό, το μεταβίβασε άτυπα, λόγω δωρεάς, στα τέκνα του, Ν., Χ. συζ. Γ. Γ. και Α. συζ. Γ. Γ., κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου τον καθένα, η πιο πάνω δε ανωμάλως συσταθείσα μεταβιβαστική δικαιοπραξία, επικυρώθηκε με την υπ' αριθμ 166/2008 απόφαση του Ειρηνοδικείου Σερρών. Ο Ν. Κ., απεβίωσε την 20-1-1989 και κληρονομήθηκε από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, τη σύζυγο του Ρ. χα Ν. Κ., και τα τέκνα του Α. Κ. και Β. Κ., στις 30-7-1989 απεβίωσε η Α. χα Γ. Γ. και κληρονομήθηκε από τους εξ αδιαθέτου κληρονόμους της, τα τέκνα της, Μ. συζ. Γ. Δ., Α. συζ. Γ. Γ., Κ. Γ. και Π. χήρα Β. Β. και τέλος στις 24-10-1998 απεβίωσε η Χ. χήρα Γ. Γ. και κληρονομήθηκε από τα τέκνα της, Ι. Γ., Α. Γ. και Ε. Γ., καθώς και τη σύζυγο του προαποβιώσαντος υιού της Θ., Μ.-Π. Β.. Όλοι οι πιο πάνω κληρονόμοι των τέκνων του αρχικού κυρίου του επιδίκου ακινήτου, προέβησαν ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Σερρών, σε δήλωση αποδοχής κληρονομίας της καταληφθείσας σ' αυτούς κληρονομίας και συντάχθηκαν οι υπ' αριθμ. ..., ... και .../19-6-2008 δηλώσεις αποδοχής κληρονομίας, με τις πιο πάνω δε δηλώσεις αποδέχθηκαν μεταξύ των άλλων και το επίδικο ακίνητο κατά ποσοστό 12,50% εξ αδιαιρέτου καθένας από τους δεύτερη και τρίτο των εναγόντων και κατά ποσοστό 8,33% εξ αδιαιρέτου, καθένας από τους υπολοίπους ενάγοντες. Εντός του οικοπέδου αυτού, υπήρχε δυόροφη οικία και ισόγεια αποθήκη, κτίσματα που είχαν ανεγερθεί από τον Ν. Κ., ο οποίος διέμενε σ' αυτά με την οικογένεια του μέχρι του θανάτου του το έτος 1962, εν συνεχεία τόσο οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων όσο και οι ίδιοι οι ενάγοντες, μετά το θάνατο των δικαιοπαρόχων τους, κατείχαν και νεμόνταν το επίδικο, φροντίζοντας το και επιβλέποντας το, με αποτέλεσμα να έχουν αποκτήσει την κυριότητα του ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά καθένας απ' αυτούς, ασκώντας από τον ανωτέρω χρόνο επ' αυτού καλόπιστα πράξεις νομής με διάνοια κυρίου, όπως ασκούσε στο προηγούμενο διάστημα, από την εγκατάσταση του προαναφερόμενου αρχικού κληρούχου, καθένας από τους δικαιοπαρόχους τους, ήτοι οικήσεως, καλλιέργειας, περιποίησης και επίβλεψης. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε όχλησε τους εφεσίβλητους-ενάγοντες στην, κατά τα ανωτέρω, άσκηση της νομής τους στο επίδικο οικόπεδο, ούτε άσκησε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη σ' αυτό. Τέτοια όχληση ή άσκηση οποιασδήποτε διακατοχικής πράξεως στο επίδικο δεν επικαλείται ούτε το ίδιο το Ελληνικό Δημόσιο, απλώς ισχυρίζεται ότι κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Α.Ν. 1539/1938 επί των δημοσίων κτημάτων νομέας θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν ουδεμία ενήργησε επ' αυτών πράξη νομής. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον στην υπό κρίση υπόθεση ερευνητέον τυγχάνει εάν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις κτήσεως κυριότητος έναντι του Δημοσίου ακινήτων που βρίσκονται μέσα σε οικισμό προϋφιστάμενο του έτους 2003, σύμφωνα με τις διατάξεις του εφαρμοζομένου Ν. 3127/2003 (άρθρο 4 παρ. 1 και 2). Άλλωστε στο υπ' αριθμ. 1154/1990 πρωτόκολλο αυτοψίας επικίνδυνης οικοδομής του τμήματος πολεοδομίας της νομαρχίας Σερρών, φερόμενοι ιδιοκτήτες της διόροφης οικοδομής και ισόγειας αποθήκης στην οδό ... 21 στην πόλη των Σερρών, είναι οι κληρονόμοι Ν. Κ.. Εφόσον λοιπόν η ως άνω Υπηρεσία βεβαιώνει, ότι φερόμενοι ιδιοκτήτες του επιδίκου οικοπέδου είναι οι κληρονόμοι του Ν. Κ., δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι οι αιτούντες από βαριά αμέλεια είχαν την πεποίθηση ότι είναι συγκύριοι αυτού, ενόψει του ότι, κατά τα προαναφερόμενα, ουδέποτε οχλήθηκαν στην άσκηση της νομής τους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πενήντα (50) ετών. Κατά συνέπεια οι αιτούντες έγιναν συγκύριοι του επιδίκου οικοπέδου πρωτοτύπως με χρησικτησία, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 και 2 του Ν. 3127/2003, αφού αποδείχθηκε ότι νεμόταν αυτό μέχρι την έναρξη ισχύος του άνω νόμου αδιαταράκτως για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, τελούσαν δε σε καλή πίστη, έχοντας την πεποίθηση, χωρίς να τους βαρύνει βαριά αμέλεια, ότι απέκτησαν την κυριότητα του άνω ακινήτου, της πεποιθήσεώς τους αυτής υφισταμένης κατά τον χρόνο κτήσεως της νομής αυτού, λόγο για τον οποίο άλλωστε προέβησαν και σε δηλώσεις αποδοχής της κληρονομίας, ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Σερρών και την επικύρωση της ανωμάλως συσταθείσας μεταβιβαστικής στους δικαιοπαρόχους τους δικαιοπραξίας. Οι επικαλούμενες από το εκκαλούν με τον σχετικό λόγο εφέσεώς του διατάξεις του άρθρου 21 του από 22-4-16-5-1926 ΝΔ "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της αεροπορικής αμύνης" δεν έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, καθόσον η ένδικη αίτηση στηρίζεται στο άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Ν. 3127/2003, οι ευνοϊκές για τον ιδιώτη αυτές διατάξεις περί 30ετούς νομής και, βάσει αυτής, κτήσης κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας επί δημόσιων κτημάτων, αφορούν, όπως αναφέρθηκε και στη μείζονα νομική σκέψη τα ακίνητα του Ελληνικού Δημοσίου. Με την άνω ρύθμιση εισάγεται μια σημαντική τομή στις διατάξεις για την προστασία των δημοσίων κτημάτων, καθώς υπό τους εκεί ειδικά προβλεπόμενους όρους θεσπίζεται είδος χρησικτησίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου σε αστικά ακίνητα. Οι παραπάνω διατάξεις τέθηκαν κατά τροποποίηση των Ν. 2308/1995 και 2664/1998 προκειμένου να αρθούν οι αμφισβητήσεις που είχαν προκύψει κατά τη σύνταξη του κτηματολογίου των διαφορών κυριότητας μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των ιδιωτών σε ακίνητα που κατείχαν από πολλών ετών και αμφισβητούσε την κυριότητά τους το Ελληνικό Δημόσιο και με αυτές αναγνωρίζεται πλέον σε ιδιώτες το δικαίωμα να επικαλεστούν ως τρόπο κτήσης κυριότητας την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του Δημοσίου, υπό τους ειδικούς όρους του εν λόγω άρθρου, κατ' απόκλιση της γενικής αρχής ότι δεν χωρεί χρησικτησία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου. Κατ' ακολουθία, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης με τον οποίο το εκκαλούν υποστηρίζει τα αντίθετα. Περαιτέρω, το ως άνω ακίνητο καταχωρήθηκε στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σερρών με ΚΑΕΚ ... ως γεωτεμάχιο εμβαδού 625 τ.μ. και με αναγραφόμενο δικαιούχο κυριότητας το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, εγγραφή η οποία, κατά τα ανωτέρω, είναι ανακριβής, διότι οι ενάγοντες κατά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου στην περιοχή των Σερρών, ήταν ήδη αποκλειστικοί κύριοι αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, χωρίς μάλιστα μέχρι τότε να αμφισβητηθεί η κυριότητά τους από το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο ούτε και με τις υποβληθείσες προτάσεις του ουσιαστικά αμφισβητεί αυτή κατ' ουσίαν. Κατόπιν, όλων των προαναφερομένων, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατά την ουσία της, να αναγνωρισθεί (ήδη από την έναρξη ισχύος του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή Σερρών) το δικαίωμα της κυριότητας των εναγόντων επί του ακινήτου που προσβάλλεται με την ανακριβή ως άνω πρώτη εγγραφή και να διορθωθεί αυτή, ώστε στην ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ... να αναγραφούν οι ενάγοντες συγκύριοι αυτού, κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά καθένας απ' αυτούς, αντί του εναγόμενου, με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. 'Ετσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 περ. β του Ν.3127/2003, στις οποίες στηριζόταν η ένδικη αγωγή (που την εφαρμογή τους δεν απέκλειε το άρθρο 5 του Ν.3147/1983 ούτε ο μεταγενέστερος Ν.4061/2012 δεδομένου του ότι το επίδικο ήταν εποικιστική έκταση) ενόψει του ότι υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτό και υπήχθησαν στην παραπάνω διάταξη, όπως η έννοια αυτής αναλύθηκε στη νομική σκέψη και του συμπεράσματος του νομικού της συλλογισμού. Ενόψει τούτων ο περί του αντιθέτου και εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ μοναδικός λόγος της αναιρέσεως, κατά τον οποίο επί του επιδίκου ακινήτου ως εποικιστικού αποκλειόταν η εφαρμογή του Ν.3127/2003, ενόψει της ειδικής ρυθμίσεως του Ν.3147/1983 πρέπει, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν.3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ' αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β' 11/20-1-1993) που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-10-2013 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 954/2013 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Οκτωβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αρθρ. 4 παρ 1 και 2 Ν. 3127/2003 προϋποθέσεις Απαιτείται κυριότητα επί δημοσίων ακινήτων που βρίσκονται μέσα σε σχέδιο πόλεως κλπ με 10ετή νομή με νόμιμο τίτλο, μεταγραμμένο και μεταγενέστερο της 23-2-1945, και με 30ετή νομή και καλή πίστη για ακίνητα μέχρι 2000 τμ, ενώ για μεγαλύτερα μόνο εφόσον στο ακίνητο υφίσταται κατά την 31-12-2002 κτίσμα καλύπτον το 30% του ισχύοντος συντελεστή δόμησης. Οι προϋποθέσεις του Ν. 2147/2003 που ορίζουν την αντί τιμήματος αγορά ακινήτου της εποικιστικής νομοθεσίας δεν εμπόδιζαν την εφαρμογή του Ν. 2147/2003, αφού ο σκοπός και οι προϋποθέσεις κάθε νομοθετήματος είναι διαφορετικές.
Δημόσιο
Αγωγή αναγνωριστική, Δημόσια κτήματα, Δημόσιο .
0
Αριθμός 2165/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Σ. Λ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ν. Κ. του Ε., κατοίκου ... και 2) Κ. συζ. Η. Α., το γένος Ε. Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Φραγκούλη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21/3/2001 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8424/2001, 6852/2008 μη οριστικές, 780/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5460/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από την 6/2/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 2/8/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568 παρ. 4 και 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν ο αναιρεσείων που απουσιάζει κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως έχει κλητευθεί νομίμως και εμπροθέσμως σ' αυτήν από τον αναιρεσίβλητο που επισπεύδει τη συζήτηση, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσείοντος. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, ο αναιρεσείων δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερομένη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από την υπ' αριθμ. 4054/14-2-2014 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Χ. Μ., την οποία οι αναιρεσίβλητοι προσκομίζουν και επικαλούνται, οι τελευταίοι έχουν καλέσει τον αναιρεσείοντα, νόμιμα και εμπρόθεσμα, να παραστεί στη συζήτηση της υποθέσεως κατά την ορισθείσα με επιμέλειά τους ως ανωτέρω δικάσιμο, με επίδοση της σχετικής κλήσης κάτωθι του δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως, με την πράξη ορισμού της ειρημένης δικασίμου και με κλήση για να παραστεί κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της αιτήσεως παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσείοντος. ΙΙ. Κατά το άρθρο 1721 του ΑΚ η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν, κατά δε τα άρθρα 1842 και 1843 του ίδιου ΑΚ ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει τον σύζυγό του αν κατά τον χρόνο του θανάτου του είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο αναγόμενου σε υπαιτιότητα του συζύγου του, ο λόγος δε της αποκλήρωσης πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης και να αναφέρεται σ' αυτήν. Εξάλλου ο λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα δικαίου, ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου 559 ΚΠολΔ δεν ιδρύεται επίσης όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη προταθέντα ουσιώδη ισχυρισμό, όπως είναι και ο λόγος εφέσεως, και τον απορρίπτει για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό. Τέλος, και ο αναιρετικός λόγος από τον αρ. 11 περ. γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι αβάσιμος όταν από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι α) η επίδικη από 15-6-2000 ιδιόγραφη διαθήκη της συζύγου του αναιρεσείοντος, η οποία απεβίωσε την 14-11-2000, ήταν έγκυρη, αφού είχε γραφεί εξ ολοκλήρου με το χέρι της διαθέτιδας, και είχε χρονολογηθεί και υπογραφεί από αυτήν, η οποία (διαθέτιδα) είχε συνείδηση των πράξεών της κατά το χρόνο συντάξεως της διαθήκης και δεν βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που να περιόριζε τη λειτουργία της βούλησής της, και ότι β) η περιεχόμενη στην ανωτέρω διαθήκη αποκλήρωση του αναιρεσείοντος εκ μέρους της συζύγου του ήταν επίσης έγκυρη, αφού η διαθέτιδα κατά τον χρόνο του θανάτου της είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο που συνάγεται σε υπαιτιότητα του συζύγου της- αναιρεσείοντος, ο οποίος αδιαφορούσε πλήρως γι' αυτήν, ακόμη και κατά το διάστημα της ασθενείας της (καρκίνος), την εξύβριζε με τις αναφερόμενες προσβλητικές λέξεις και την απειλούσε ότι "θα την μακελέψει" αν τυχόν ζητούσε διαζύγιο, από τη συμπεριφορά δε αυτή του αναιρεσείοντος οι μεταξύ τους σχέσεις είχαν κλονιστεί τόσο ισχυρά, ώστε η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να είναι αφόρητη για τη διαθέτιδα (λόγος διαζυγίου από το άρθρο 1439 παρ. 1 του ΑΚ). Και βάσει των παροχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, απέρριψε την ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος, με την οποία ο τελευταίος ζητούσε να αναγνωρισθεί άκυρη η επίδικη διαθήκη και η περιεχόμενη σ' αυτήν ως άνω αποκλήρωσή του. Υπό τις προαναφερθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες (και) ως προς το ουσιώδες ζήτημα της εγκυρότητας της αποκλήρωσης του αναιρεσείοντος που περιέχεται στην επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ειρημένων ουσιαστικών διατάξεων. Από την ίδια δε απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και τον δεύτερο λόγο της έφεσης του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, με τον οποίο ο αναιρεσείων ισχυριζόταν ότι η διαθέτιδα επηρεάστηκε, λόγω και της ασθενείας της, στην εξειδίκευση και στη διαμόρφωση της βούλησής της (περιεχόμενο διαθήκης) από τρίτο πρόσωπο. Επομένως τα αντίθετα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει με τον δεύτερο, μέρος πρώτο και δεύτερο, αντίστοιχα, από τους αρ. 19 και 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμα. Τέλος, από την αναφορά στην αναιρεσιβαλλόμενη ότι τα περιστατικά που δέχθηκε το δικαστήριο αποδείχθηκαν από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι και το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου (καταθέσεις μαρτύρων κ.λ.π., τα οποία και αναλύει ο αναιρεσείων) και τα οποία είχε προσκομίσει και επικαλεστεί ο αναιρεσείων, και τα αντίθετα που ο τελευταίος υποστηρίζει με τους πρώτο, όπως εκτιμάται, και τρίτον από τον αρ. 11γ'του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους του αναιρετηρίου είναι αβάσιμα ενώ απαραδέκτως κατά τα λοιπά στρέφεται ο αναιρεσείων με τους ίδιους λόγους, κατά της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου που εξήχθη από τις αποδείξεις (αρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (αρθ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (αρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 6-2-2013 αίτηση του Σ. Λ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 5460/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 18 Νοεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, 3 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κύρος ιδιόγραφης διαθήκης. Αποκλήρωση συζύγου διαθέτιδος λόγω υπάρξεως βάσιμου λόγου διαζυγίου αναγόμενου σε υπαιτιότητα του συζύγου. Αβάσιμοι οι λόγοι από τους αρ. 8, 11, 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (Επικυρώνει ΕφΑθ 5460/2012).
Διαθήκη
Διαθήκη.
0
Αριθμός 2164/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Χ. Δ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Μπότσαρη. Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Τ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ιωάννα Βοζίκη, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/6/2004 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και την από 12/1/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Ειρηνοδικείο Βασιλικών Θεσσαλονίκης και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 18/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 8935/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 16/7/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10-12-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική του δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τα άρθρα 1 παρ. 1 και 2 παρ. 1 β' του α.ν. 431/1968 προκύπτει ότι από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού (23-5-1968) ο κληρούχος παύει να λογίζεται κατά πλάσμα νομέας του κλήρου και αν δεν τον κατέχει πραγματικά, όπως συνέβαινε υπό την ισχύ του άρθρου 79 παρ. 2 του Αγροτικού Κώδικα, και είναι δυνατή η χωρίς τη θέλησή του (κληρούχου) κτήση της νομής και εντεύθεν η χρησικτησία ολόκληρου του κληροτεμαχίου, υπό τον περιορισμό δηλαδή της μη κατατμήσεώς του, ο οποίος (περιορισμός) και αποτελεί γενική αρχή που εφαρμόζεται στη μεταβίβαση της κυριότητας του κλήρου. Ο ίδιος αυτός περιορισμός δεν αναφέρεται μόνο στον κατά κυριότητα τεμαχισμό του κληροτεμαχίου, αλλά και στον κατά νομήν τεμαχισμό, αφού διαφορετικά η κατάτμηση θα επιτυγχανόταν ισοδυνάμως με την απόκτηση της νομής του τμήματος του κληροτεμαχίου και την έκτοτε διαρκή προστασία της έναντι των τρίτων, κατά συνέπειαν δε, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, είναι ανεπίτρεπτη (και) η δια χρησικτησίας κτήση κυριότητας από τρίτον εις βάρος τού κληρούχου ή των καθολικών ή ειδικών διαδόχων του επί τμήματος του κληροτεμαχίου (Ολομ. ΑΠ 15/2004). Κατ' εξαίρεση ο ανωτέρω περιορισμός δεν ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2 του α.ν. 431/1968, όπως αντικ. με το άρθρο 1 του ν. 666/77, εκτός των άλλων περιπτώσεων και επί μεταβιβάσεων κλήρων που βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα ρυμοτομικά σχέδια πόλεων ή χωριών, υπό την προϋπόθεση ότι τόσο τα μεταβιβαζόμενα όσο και τα απομένοντα τεμάχια κλήρων πληρούν τα ελάχιστα, κατά τις οικείες διατάξεις, όρια εμβαδού και διαστάσεων. Εξάλλου ο κατά το άρθρο 560 αρ. 1 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ή (και) όταν το δικαστήριο δεν εφαρμόζει κανόνα, του οποίου, ενόψει των ίδιων παραδοχών, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής. Τέλος, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση ή για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης που την εξέδωσε, δικάζοντας ως Εφετείο, δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος είναι κύριος του υπ' αριθμ. … οικοπέδου, εμβαδού 293 τ.μ., που βρίσκεται στο δ.δ. Αγ. Παρασκευής του Δήμου Βασιλικών Ν. Θεσσαλονίκης, το οποίο είχε περιέλθει στην κυριότητα του αρχικού δικαιοπαρόχου-πατέρα του με παραχώρηση από το ελληνικό δημόσιο (Επιτροπή Απαλλοτριώσεων) δυνάμει του υπ' αριθμ. .../31-10-1979 τίτλου (παραχωρητηρίου) που μεταγράφηκε νόμιμα, ότι ο δικαιοπάροχος και πατέρας του αναιρεσείοντος ήταν κύριος του ομόρου προς το ανωτέρω υπ' αριθμ. … οικοπέδου, εμβαδού 728 τ.μ., που παραχωρήθηκε σ' αυτόν με το υπ' αριθμ. .../31-10-1979 παραχωρητήριο του Ελληνικού δημοσίου και τμήμα του οποίου, υπό τα στοιχεία …, εκτάσεως 418 τ.μ., άρτιο δε και οικοδομήσιμο, περιήλθε στην κυριότητα του αναιρεσείοντος με το υπ' αριθμ. .../1985 συμβόλαιο γονικής παροχής που μεταγράφηκε νόμιμα, ότι το έτος 1959 και ενώ είχε ήδη αποβιώσει ο πατέρας του αναιρεσιβλήτου, ο Κ. Τ., αδελφός του τελευταίου και ένας από τους κληρονόμους του πατέρα τους, μεταξύ των οποίων και ο αναιρεσίβλητος, κατέλαβε αυθαίρετα, ενεργώντας για λογαριασμό όλης της οικογενείας του (κληρονόμοι του πατέρα του), την υπάρχουσα από το έτος 1950 λιθόκτιστη κεραμοσκεπή αποθήκη, εμβαδού 40,77 τ.μ., του οικοπέδου του αναιρεσείοντος, ο ανατολικός τοίχος της οποίας εφάπτονταν στο ανατολικό όριο του οικοπέδου, επί της νοητής ευθείας του συνόρου του, με το υπ' αριθμ. … οικόπεδο, που ανήκε ήδη στους ως άνω κληρονόμους του αρχικού κληρούχου-πατέρα του αναιρεσιβλήτου, καθώς (κατέλαβε) και ακάλυπτο τμήμα, εμβαδού 8,74 τ.μ., του οικοπέδου του αναιρεσείοντος νότια και συνεχομένως της αποθήκης, ότι την ανωτέρω καταληφθείσα αποθήκη ο ειρημένος αδελφός του αναιρεσιβλήτου συνένωσε με την όμορη αποθήκη, εμβαδού 20 τ.μ., του δικού τους οικοπέδου (…) και δημιούργησε έτσι μία ενιαία αποθήκη, εμβαδού 60,77 τ.μ., την οποία επισκεύασε, ότι έκτοτε (1959) και μέχρι το έτος 2001 οι αδελφοί Τσαλιάνη (αναιρεσίβλητος και λοιποί πέντε αδελφοί του) νέμονταν συνεχώς την καταληφθείσα αποθήκη και το ανωτέρω τμήμα του ακαλύπτου, εμβαδού 8,74 τ.μ., με τις αναφερόμενες διανοία κυρίου διακατοχικές πράξεις, χωρίς να ενοχληθούν από κανέναν και ειδικότερα από τον αναιρεσείοντα ή τον δικαιοπάροχο πατέρα του, οι οποίοι και καμία πράξη νομής δεν πραγματοποίησαν σ' αυτά καθ' όλο το ειρημένο χρονικό διάστημα, ότι έτσι οι αδελφοί Τσαλιάνη έγιναν συγκύριοι κατά ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου ο καθένας των ανωτέρω συνεχόμενων τμημάτων (αποθήκης, εμβαδού 40,77 τ.μ., και ακαλύπτου, εμβαδού 8,74 τ.μ.) με έκτακτη χρησικτησία (υπερεικοσαετής, από το έτος 1959 μέχρι το έτος 2001, συννομή των επιδίκων αυτών τμημάτων) και ότι κατόπιν και των υπ' αριθμ. .../1996 συμβολαίου διανομής ακινήτων και .../2002 συμβολαίου δωρεάς που μεταγράφηκαν νόμιμα ο αναιρεσίβλητος έγινε κύριος των ανωτέρω τμημάτων, συγκυριότητας, όπως προαναφέρθηκε, του ιδίου και των αδελφών του, της αποθήκης δε, ειδικότερα, ως τμήματος της προρρηθείσης ενιαίας αποθήκης, εμβαδού 60,77 τ.μ., μαζί με το αρχικό υπ' αριθμ. … οικόπεδο. Με τον πρώτο, από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, λόγο του αναιρετηρίου προβάλλεται η αιτίαση ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο με το να δεχθεί, ως ανωτέρω, ότι ο αναιρεσίβλητος απέκτησε κυριότητα με χρησικτησία σε τμήμα του οικοπέδου του αναιρεσείοντος, εμβαδού 50 τ.μ. (αποθήκης και ακάλυπτου χώρου, 8,74 τ.μ.), "που δεν είναι ούτε μπορεί να είναι άρτιο και οικοδομήσιμο", παραβίασε, με εσφαλμένη εφαρμογή, τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 1045 του ΑΚ και 1 του ν.666/1977, κατά τη δεύτερη από τις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, επιτρέπεται μεν η κατάτμηση κλήρων που βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως ή χωριού, υπό την προϋπόθεση όμως της μη δημιουργίας, με την κατάτμηση αυτή, μη άρτιων και οικοδομήσιμων τμημάτων. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, σύμφωνα με την προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αφού, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, ο αναιρεσείων δεν είχε προβάλει ούτε ισχυρίζεται ότι είχε προβάλει τον ανωτέρω ισχυρισμό στα δικαστήρια της ουσίας, ενώ δεν συντρέχει καμία από προμνησθείσες εξαιρέσεις της διάταξης αυτής. Ο ισχυρισμός δε του αναιρεσιβλήτου, ως ενάγοντος, ότι τα επίδικα ως άνω τμήματα τα είχε αγοράσει ατύπως ο πατέρας του το έτος 1951 από τον πατέρα του αναιρεσείοντος, ο οποίος ισχυρισμός δεν έγινε δεκτός από το δικαστήριο, δεν ασκεί καμιά επιρροή εν προκειμένω, αφού ο χρόνος νομής του αναιρεσιβλήτου και των δικαιοπαρόχων του-αδελφών του επί των επιδίκων που δέχθηκε το δικαστήριο (1959-2001) υπερβαίνει τον κατά νόμον (άρθρ. 1045 ΑΚ) χρόνο νομής για την απόκτηση της κυριότητας με χρησικτησία, την οποία και δέχθηκε το δικαστήριο. Επομένως ο ίδιος ως άνω πρώτος λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλομένη η αναιρετική πλημμέλεια της παραβιάσεως του άρθρου 1045 του ΑΚ (με επίκληση και της διατάξεως του άρθρου 116 του ΚΠολΔ) ως προς την νομή και χρησικτησία του απώτερου δικαιοπαρόχου του αναιρεσιβλήτου-πατέρα του τελευταίου, είναι αβάσιμος, στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Εφετείο δεν δέχθηκε τέτοια νομή, κατά τα προεκτεθέντα, προβαλλόμενος άλλωστε (ο λόγος αυτός της αναίρεσης) και αλυσιτελώς, αφού ο ανωτέρω ισχυρισμός του αναιρεσιβλήτου δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, όπως επίσης προεκτέθηκε. Για τους αμέσως ανωτέρω λόγους είναι απορριπτέος και ο όμοιος, κατά το νοηματικό του περιεχόμενο, δεύτερος λόγος του αναιρετηρίου, από τον ίδιο αρ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16-7-2012 αίτηση του Χ. Δ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 8935/2012 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Χρησικτησία κληροτεμαχίου. Ο περιορισμός της μη κατατμήσεως του κλήρου ισχύει και επί χρησικτησίας μέρους του κλήρου που οδηγεί στην κατάτμησή του. Εξαίρεση επί κλήρων που βρίσκονται σε εγκεκριμένα ρυμοτομικά σχέδια, υπό την προϋπόθεση ότι τα προκύπτοντα τεμάχια κλήρων πληρούν τα ελάχιστα κατά νόμον όρια εμβαδού και διαστάσεων. Αβάσιμος o λόγος αναίρεσης από τον αρ 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ. Απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως κατ’ άρθρον 562 παρ. 2 ΚΠολΔ (Επικυρώνει ΠολΠρΘεσσ. 8935/2012).
Χρησικτησία
Αγροτική Νομοθεσία, Χρησικτησία, Αγροτικός κλήρος.
0
Αριθμός 2162/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Β. Γ. του Κ., 2)Χ. Γ. του Κ., 3)Α. χας Π. Γ., το γένος Δ. Μ., 4)Κ. Γ. του Π. και 5)Δ. Γ. του Π., κατοίκων απάντων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Ζέρβα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Γ. Ζ. του Κ., κατοίκου ..., 2)Ε. χας Α. Ζ., 3)Κ. Ζ. του Α., κατοίκου .... Ο 1ος δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, η 2η, όπως προκύπτει από τις από 11-9-2014 προτάσεις του δικηγόρου Βασιλείου Νίκου, απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τον 3ο, ο οποίος, ατομικά και ως καθολικός διάδοχός της, εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Νίκου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-3-2000 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 60/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 236/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29-11-2012 αίτησή τους και τους από 20-6-2013 πρόσθετους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 1-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων της. Ο πληρεξούσιος του παραστάντος αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και των προσθέτων λόγων, καθώς και την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568§4 και 576§2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο αναιρεσίβλητος και ο αναιρεσείων που επισπεύδει τη συζήτηση έχει επιδώσει σ' αυτόν αντίγραφο του κατατεθέντος δικογράφου της αιτήσεως με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσιβλήτου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, ο πρώτος αναιρεσίβλητος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, η οποία ορίστηκε μετά από αναβολή εκ του πινακίου από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 4-12-2013, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 4657/21-3-2013 και 5448/2-7-2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Χαλκιδικής Α. Π., τις οποίες οι αναιρεσείοντες προσκομίζουν και επικαλούνται, οι τελευταίοι επέδωσαν στον ως άνω αναιρεσίβλητο, νόμιμα και εμπρόθεσμα, αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως και του από 20-6-2013 δικογράφου πρόσθετων λόγων, με τις κάτω από αυτά πράξεις με τις οποίες ορίζεται η ανωτέρω αρχική δικάσιμος προς συζήτησή τους και με κλήση για να παραστεί κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, και αφού η αναβολή εκ του πινακίου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρ. 226 παρ. 4 εδ. γ'-δ' και 575 εδ. β' ΚΠολΔ), το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία του κλητευθέντος ως ανωτέρω πρώτου αναιρεσιβλήτου. ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του α.ν. 431/1968, από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού (23-5-1968) επιτρέπεται στους κατά την εποικιστική νομοθεσία κληρούχους η εκποίηση ή οπωσδήποτε διάθεση με δικαιοπραξίες εν ζωή των πάσης φύσεως κλήρων τους, με τον μοναδικό περιορισμό της μη κατατμήσεως των τεμαχίων της οριστικής διανομής, ο οποίος ισχύει και για κάθε περαιτέρω μεταβίβαση, κατά δε το άρθρο 2 παρ. 1 β' του ίδιου α.ν. 431/68, σε περίπτωση κατάσχεσης ή πλειστηριασμού του κλήρου με επίσπευση του ενυπόθηκου δανειστή τηρείται μόνον ο περιορισμός της μη κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η απαγόρευση της κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής αποτελεί γενική αρχή που εφαρμόζεται στην επιτρεπόμενη ήδη εν ζωή μεταβίβαση της κυριότητας του κλήρου, και ότι, κατά συνέπειαν, από την ισχύ του α.ν. 431/68 ο κληρούχος παύει να λογίζεται κατά πλάσμα νομέα του κλήρου και αν δεν τον κατέχει πραγματικά, όπως συνέβαινε μέχρι τότε υπό την ισχύ του άρθρου 79 παρ. 2 του Αγροτικού Κώδικα, και είναι δυνατή πλέον η χωρίς τη θέληση του κληρούχου κτήση της νομής ολόκληρου του κληροτεμαχίου και η εντεύθεν απόκτηση της κυριότητας σ' αυτό από τρίτον με χρησικτησία, όχι όμως και τμήματος του κληροτεμαχίου, αφού στην περίπτωση αυτή επέρχεται κατάτμησή του (Ολομ. ΑΠ 15/2004). Η απαγόρευση όμως της νομής και της απόκτησης κυριότητας με χρησικτησία επί διαιρετού τμήματος κληροτεμαχίου δεν ισχύει και επί ποσοστού εξ αδιαιρέτου, διότι η νομή και η κυριότητα αυτή δεν οδηγεί αναγκαίως στην κατάτμηση του κληροτεμαχίου, του οποίου, σε περίπτωση διανομής του, ως κοινού, και αφού απαγορεύεται η κατάτμηση και δεν είναι κατά νόμον δυνατή η αυτούσια διανομή, θα διαταχθεί η πώληση με πλειστηριασμό κατά το άρθρο 484 του ΚΠολΔ (ΑΠ 267/2007). Παρέπεται ότι αγωγή αναγνωρίσεως συγκυριότητας περισσοτέρων επί κληροτεμαχίου, την οποία στηρίζουν σε εικοσαετή και πλέον νομή τους κατ' ιδανικά μέρη (συννομή) επί του κληροτεμαχίου και εντεύθεν σε κτήση της συγκυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι νόμιμη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 994, 1045 του ΑΚ και 1 παρ. 1 και 2 παρ. 1 β' του α.ν. 431/1968. Εξάλλου ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο της ουσίας εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει του περιεχομένου της αγωγής ή των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής. Ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 8 του ίδιου άρθρου 559 ΚΠολΔ δεν δημιουργείται επίσης όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και εξετάζει προταθέντα από διάδικο ουσιώδη ισχυρισμό. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων, οι τελευταίοι εξέθεταν σ' αυτήν ότι στον Κ. Ζ., πατέρα του πρώτου, πενθερό της δεύτερης και παππού του τρίτου από αυτούς, ο οποίος συνεχίζει τη δίκη και ως (μοναδικός) κληρονόμος της δεύτερης αναιρεσίβλητης-μητέρας του, που έχει ήδη αποβιώσει, παραχωρήθηκε από το Ελληνικό δημόσιο προς αγροτική του αποκατάσταση το λεπτομερώς περιγραφόμενο κληροτεμάχιο, για το οποίο εκδόθηκε το νομίμως μεταγεγραμμένο υπ' αριθμόν .../1959 παραχωρητήριο, ότι με άτυπη γονική παροχή που συνέστησε ο παραπάνω κληρούχος υπέρ των τέκνων του Γ. (πρώτου ενάγοντος), Α. (ο οποίος απεβίωσε το έτος 1966 και κληρονομήθηκε από τη δεύτερη ενάγουσα - σύζυγό του και τον τρίτο ενάγοντα - γιό του) και Γ. και κατόπιν άτυπης συμφωνίας μεταξύ των τέκνων αυτών, που έλαβαν χώρα το έτος 1961, περιήλθε το ειρημένο κληροτεμάχιο στη συννομή τους, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσοστά εξ αδιαιρέτου, ότι έκτοτε ο πρώτος ενάγων και οι υπόλοιποι ενάγοντες από τον θάνατο του δικαιοπαρόχου τους Α. (1966) κατείχαν και νέμονταν με διάνοια συγκυρίων το όλον ακίνητο, κατά τα δικά τους ποσοστά εξ αδιαιρέτου ο καθένας και συγκεκριμένα κατά 54% ο πρώτος, 5,75% η δεύτερη και 17,25% ο τρίτος, ασκώντας σ' αυτό τις αναφερόμενες αναλυτικά πράξεις νομής, εν γνώσει και με τη θέληση του κληρούχου Κ. Ζ. του Γ., σε κάθε δε περίπτωση από 23-5-1968, ημερομηνία έναρξης ισχύος του α.ν. 431/1968, έως το έτος 1992, με συνέπεια να καταστούν συγκύριοι του κληροτεμαχίου με έκτακτη χρησικτησία, και ότι ο τρίτος συννομέας του επίδικου ακινήτου Γ. Ζ., κάνοντας χρήση του υπ' αριθμ. .../1992 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου, που απέσπασε με δόλια μέσα από τον κληρούχο πατέρα του, προέβη με το υπ' αριθμ. .../1992 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ηλία Ματθαίου, στην πώληση του ανήκοντος πλέον στους ενάγοντες ποσοστού εξ αδιαιρέτου επί του όλου ακινήτου στους πρώτο και δεύτερο εναγομένους και στον Π. Γ., δικαιοπάροχο των λοιπών εναγομένων. Κατόπιν τούτων και λόγω της διεκδίκησης του επιδίκου από τους εναγομένους αγοραστές του, οι αναιρεσίβλητοι-ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωριστεί η συγκυριότητά τους σ' αυτό κατά τα προαναφερόμενα επί μέρους ποσοστά εξ αδιαιρέτου του καθενός. Υπό το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή των αναιρεσιβλήτων ήταν νόμιμη, σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη και τις εκεί αναφερόμενες ουσιαστικές διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 974, 976, 999, 1113 του ΑΚ και 70 του ΚΠολΔ, των οποίων διατάξεων συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, η εικοσαετής δηλαδή συννομή του επίδικου κληροτεμαχίου εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων από την έναρξη της ισχύος του α.ν. 431/68 (23-5-1968), και τις οποίες επομένως (διατάξεις) δεν παραβίασε το Εφετείο με εσφαλμένη εφαρμογή, κρίνοντας νόμιμη την αγωγή, είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον πρώτο, από το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους. Η εικοσαετής αυτή συννομή των αναιρεσιβλήτων επί του επιδίκου από την έναρξη της ισχύος του α.ν. 431/68, ειδικότερα, εκτός του ότι περιέχεται στην ιστορικώς αναφερομένη στην αγωγή "συννομή" τους από το έτος 1961 και εφεξής μέχρι το έτος 1992, αναφέρεται ειδικώς και αυτοτελώς στην αγωγή, ως τρόπος κτήσεως της επικαλούμενης συγκυριότητας (χρησικτησία) των αναιρεσιβλήτων. Επομένως το Εφετείο που έλαβε υπόψη τον σχετικό με τη συννομή αυτή ισχυρισμό των αναιρεσιβλήτων και έκρινε έτσι νόμω βάσιμη την αγωγή, περαιτέρω δε, δεχόμενο ως αποδειχθέντα τον ισχυρισμό αυτόν, και κατ' ουσίαν βάσιμη, δεν έλαβε υπόψη ουσιώδη πράγματα που δεν είχαν προταθεί από τους αναιρεσιβλήτους, και είναι επίσης αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον δεύτερο, από τον αρ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο του αναιρετηρίου. ΙΙΙ. Ο κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα: "Δυνάμει της οριστικής διανομής του αγροκτήματος Πολυχρόνου Χαλκιδικής έτους 1932 που κυρώθηκε με το ΝΔ 3784/1957 και στη συνέχεια εκδόθηκε ο υπ' αριθμ. 155852/10-7-1959 οριστικός τίτλος κυριότητας της Διεύθυνσης Εποικισμού - Νομαρχίας Χαλκιδικής, που μεταγράφηκε νόμιμα, παραχωρήθηκε μεταξύ άλλων στον Κ. Ζ. ή Τ. του Γ., πατέρα του πρώτου εφεσιβλήτου, πεθερό της δεύτερης εφεσίβλητης και παππού του τρίτου εφεσιβλήτου (σημ: ήδη αναιρεσιβλήτων), προς αγροτική του αποκατάσταση, το με αριθμό 133 κληροτεμάχιο, που βρίσκεται στη θέση "Μετόχι Μονής Ξηροποτάμου" της κοινότητας Πολυχρόνου Χαλκιδικής, εκτάσεως 17.500 τ.μ. και συνορεύει (...). Το έτος 1961 ο ως άνω κληρούχος, προκειμένου να ενισχύσει οικονομικά τα τρία άρρενα τέκνα του, Γ., Α., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1966 και κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του και τον γιό του Κ. (2η και 3ος εφεσίβλητοι), και Γ., παραχώρησε άτυπα τη νομή και κατοχή του ως άνω κληροτεμαχίου, κατά ποσοστό 68% εξ αδιαιρέτου στον πρώτο εξ αυτών και στους άλλους δύο γιούς του κατά ποσοστό 16% εξ αδιαιρέτου στον καθένα από αυτούς (...). Αμέσως, μετά την ως άνω άτυπη παραχώρηση, τα τέκνα του κληρούχου αναδιένειμαν τα εξ αδιαιρέτου ποσοστά του παραπάνω κληροτεμαχίου, προκειμένου να αποκτήσουν ο Α. και ο Γ. μεγαλύτερα ποσοστά εξ αδιαιρέτου στο κληροτεμάχιο, με την προοπτική, στην περίπτωση που επιτρεπόταν η κατάτμηση του κληροτεμαχίου, να προχωρήσουν, μελλοντικά, στη λύση της συγκυριότητάς τους επί του κληροτεμαχίου και δημιουργήσουν αυτοτελή για τον καθένα τμήματα, και αξιοποιήσουν αυτά ως άρτια και οικοδομήσιμα, και έλαβε στη συννομή του (ο Γ.) ποσοστό 54% εξ αδιαιρέτου, ο δικαιοπάροχος των λοιπών εφεσιβλήτων Α. Ζ. ποσοστό 23% εξ αδιαιρέτου, και ο μικρότερος αδελφός τους Γ.ς ποσοστό 23% εξ αδιαιρέτου του όλου κληροτεμαχίου. Το ίδιο έτος (1961) τα παραπάνω αδέλφια ρύθμισαν, ταυτόχρονα, τη χρήση του κληροτεμαχίου και άρχισαν να εκτελούν πράξεις συννομής κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά εξ αδιαιρέτου. Συγκεκριμένα ο πρώτος εφεσίβλητος έκανε χρήση 9.500 τ.μ. από το όλο κληροτεμάχιο που αντιστοιχεί στο 54% περίπου, και ο καθένας από τους άλλους δύο αδελφούς, Α. και Γ., έκανε χρήση 4.000 τ.μ. που αντιστοιχεί 23% περίπου του όλου κληροτεμαχίου. Η ρύθμιση της ως άνω χρήσης έλαβε χώρα προκειμένου να καταστεί ευχερής η επιμελής καλλιέργεια του κληροτεμαχίου από τον καθένα. Έκτοτε οι τρεις γιοί του αρχικού κληρούχου, που ήταν μόνιμοι κάτοικοι Πολυχρόνου Χαλκιδικής, και μετά τον θάνατο του Α. Ζ. το έτος 1966, οι β' και γ' των εφεσιβλήτων (σύζυγος και γιός του), ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του κατά ποσοστό 5,75% και 17,25% εξ αδιαιρέτου, αντίστοιχα, ασκούσαν τις προσιδιάζουσες σ' αυτό πράξεις συννομής με διάνοια συγκυρίων, κατά τα ως άνω ποσοστά εξ αδιαιρέτου, και συγκεκριμένα καλλιεργούσαν στο επίδικο σιτηρά, δημητριακά, ψυχανθή και ελαιόδενδρα, εισπράττοντας ως δικαιούχοι, από το έτος 1987, την εξισωτική αποζημίωση για τον ελαιόκαρπο των ελαιοδένδρων που βρίσκονται στο επίδικο. Από την 23-5-1968 μέχρι και την 23-5-1988 οι εφεσίβλητοι και ο Γ. Ζ., εν γνώσει του κληρούχου Κ. Ζ. και με τη θέλησή του, ασκούσαν τις πράξεις συννομής, κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά εξ αδιαιρέτου, προσωπικώς και δια της μητέρας του ο τρίτος εφεσίβλητος, τα δε έσοδα της καλλιέργειας χρησιμοποιούσαν οι εφεσίβλητοι για τη συντήρηση της οικογένειάς τους (...). Ασκώντας λοιπόν πράξεις συννομής οι εφεσίβλητοι και ο Γ. Ζ., κατά τα προαναφερθέντα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ο καθένας, από 23-5-1968, ημερομηνία έναρξης ισχύος του A.Ν.431/1968, για χρόνο περισσότερο από είκοσι (20) έτη, κατέστησαν συγκύριοι εξ αδιαιρέτου, κατά ποσοστά 54% εξ αδιαιρέτου ο πρώτος εφεσίβλητος, 17,25% εξ αδιαιρέτου η δεύτερη εφεσίβλητη και 5,75% εξ αδιαιρέτου ο τρίτος εφεσίβλητος, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας (άρθρα 1045 ΑΚ και 79 του α.ν. 431/1968). Ο Κ. Ζ. του Γ. - αρχικός κληρούχος, από την 23-5-1968 μέχρι την 23-5-1988, ήτοι επί μία εικοσαετία, αποξενώθηκε από το επίδικο με τη θέλησή του, όπως και από τα άλλα κληροτεμάχια που είχε παραχωρήσει κατά τον ίδιο τρόπο στα παιδιά του, γνωρίζοντας ότι τα τέκνα του Γ. και Γ., καθώς και οι κληρονόμοι του τρίτου τέκνου του Α. (β' και γ' εφεσίβλητοι), νέμονταν τούτο με διάνοια συγκυρίων κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά, μάλιστα δε με τη συναίνεσή του (...). Πρέπει να σημειωθεί ότι το χρονικό διάστημα από το έτος 1961 μέχρι 23-5-1968 δεν υπολογίζεται για την απόκτηση της κυριότητας του επιδίκου από τους εφεσίβλητους και το Γ. Ζ., με έκτακτη χρησικτησία, διότι μέχρι την 23-5-1968 το επίδικο ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας. Οι εφεσίβλητοι και μετά την 23-5-1988 συνέχισαν να νέμονται και να κατέχουν το επίδικο κληροτεμάχιο κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ο καθένας, καλλιεργώντας αυτό με διάφορα δημητριακά προϊόντα ή εκμισθώνοντας τούτο σε τρίτους, εισπράττοντας για δικό τους λογαριασμό τα μισθώματα (...). Το έτος 1992 ο Γ. Ζ. αποφάσισε να πωλήσει το ποσοστό συγκυριότητας που απέκτησε, με έκτακτη χρησικτησία, στο επίδικο ακίνητο. Επειδή όμως δεν είχε έγγραφο τίτλο, μεταγεγραμμένο για την κυριότητά του, ο πατέρας του Κ. Ζ. παρέσχε σ' αυτόν πληρεξουσιότητα, με την εντολή, μεταξύ των άλλων, την πώληση σε τρίτον του 23% εξ αδιαιρέτου του ως άνω κληροτεμαχίου, με το υπ' αριθμ. .../24-1-1992 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πολυγύρου Αναστασίας Κουγιώνη Χατζηπαζαρλή. Με βάση το ειδικό αυτό πληρεξούσιο ο Γ. Ζ., με το υπ' αριθμ. .../3-4-1992 οριστικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας ποσοστού εξ αδιαιρέτου αγροτεμαχίου του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ηλία Ματθαίου που μεταγράφηκε νόμιμα, ενεργώντας, σύμφωνα με το προαναφερθέν .../1992 ειδικό πληρεξούσιο, ως πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος του πατέρα του Κ. Ζ. του Γ., μεταβίβασε την κυριότητα, νομή και κατοχή ποσοστού 23% εξ αδιαιρέτου του υπ' αριθμ. 133 επιδίκου κληροτεμαχίου, που αντιστοιχούσε στο παραχωρηθέν ο' αυτόν ποσοστό και το οποίο νεμόταν εξ αδιαιρέτου μέχρι τότε (1992) με διάνοια συγκυρίου, στους αδελφούς Γ., αντί αναγραφέντος τιμήματος 3.000.000 δρχ. Ο ίδιος, Γ. Ζ., λίγους μήνες αργότερα, με το υπ' αριθμ. .../3-7-1992 οριστικό συμβόλαιο αγοραπωλησίας ποσοστού εξ αδιαιρέτου αγροτεμαχίου του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, ενεργώντας, με το με αριθμό .../8-6-1992 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πολυγύρου Αναστασίου Κουγιώνη - Χατζηπαζαρλή, και πάλι ως πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος του πατέρα του Κ. Ζ., προχώρησε εν αγνοία των εφεσιβλήτων στη μεταβίβαση της κυριότητας, νομής, κατοχής και του υπολοίπου ποσοστού 77% εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω κληροτεμαχίου στους δύο πρώτους εκκαλούντες, Β. και Χ. Γ., και στο δικαιοπάροχο των γ', δ' και ε' των εκκαλούντων, Π. Γ., αντί αναγραφέντος τιμήματος 10.170.000 δρχ. Όμως από την 23-5-1968 και εντεύθεν, δηλαδή μετά την ισχύ του α.ν. 431/1968, που επιτράπηκε η διάθεση των κλήρων, οι εφεσίβλητοι νέμονταν με διάνοια συγκυρίου εν γνώσει και με τη θέληση του κληρούχου Κ. Ζ., σύμφωνα με τα παραπάνω, τα ως άνω ποσοστά εξ αδιαιρέτου, για χρονικό διάστημα πλέον των είκοσι (20) ετών και, συνεπώς, κατέστησαν συγκύριοι αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ο μεν πρώτος εφεσίβλητος κατά ποσοστό 54% εξ αδιαιρέτου, η δε δεύτερη εφεσίβλητη κατά ποσοστό 5,75% εξ αδιαιρέτου και ο τρίτος εφεσίβλητος κατά ποσοστό 17,25% εξ αδιαιρέτου, και κατά το χρόνο σύνταξης του ως άνω με αριθμό .../8-6-1992 συμβολαίου μεταβίβασης κυριότητας, το ποσοστό αυτό είχε εκφύγει από την κυριότητα του Κ. Ζ., αρχικού κληρούχου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από το μήνα Μάιο του έτους 1992 ανέκυψαν διαφωνίες στην ευρύτερη οικογένεια του κληρούχου Κ. Ζ., ο οποίος τότε διήγε το 87° έτος της ηλικίας του, και ειδικότερα, μεταξύ των εφεσιβλήτων και του Γ. Ζ., ως προς τη φροντίδα του Κ. Ζ., ο οποίος απεβίωσε στις 13-11-1994, και με την ευκαιρία αυτή ανακινήθηκαν περιουσιακά ζητήματα. Οι εφεσίβλητοι δεν είχαν λόγο να διαμαρτυρηθούν για την πώληση του επιδίκου κληροτεμαχίου από τον Γ. Ζ. στους ως άνω αγοραστές, του ποσοστού 23% εξ αδιαιρέτου της συγκυριότητάς του σ' αυτό, έστω και με τον τρόπο που επέλεξε ο τελευταίος, εφόσον δεν είχε έγγραφο τίτλο κυριότητας, γι' αυτό, εξάλλου, δεν διαμαρτυρήθηκαν. Ούτε είναι τυχαίο το ποσοστό 23% εξ αδιαιρέτου που μεταβιβάσθηκε κατά κυριότητα στους αγοραστές. Το ποσοστό 23% εξ αδιαιρέτου είναι αυτό που είχε λάβει ο Γ. Ζ. κατά την ως άνω διανομή του επιδίκου μεταξύ των τριών αδελφών (Γ., Α., Γ.) και στη συνεχεία απέκτησε συγκυριότητα σ' αυτό με τα στοιχεία της έκτακτης χρησικτησίας κατά το προαναφερόμενο ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Στη συνέχεια όμως οι εφεσίβλητοι μόλις πληροφορήθηκαν τη μεταβίβαση του 77% εξ αδιαιρέτου διαμαρτυρήθηκαν, τόσο προς τον Γ. Ζ., όσο και προς τον κληρούχο πατέρα του πρώτου εφεσιβλήτου, πεθερό της δεύτερης εφεσίβλητης και παππού του τρίτου εφεσιβλήτου, Κ. Ζ. του Γ.. Ο τελευταίος κατά τον χρόνο που τον φρόντιζε ο πρώτος εφεσίβλητος, γιός του, προέβη σε σύνταξη της με αριθμό 1814/9-11-1992 δημόσιας διαθήκης ενώπιον της συμβολαιογράφου Νέων Μουδανιών, με την οποία αναγνώρισε ότι από το έτος 1961 είχε προβεί σε άτυπη παραχώρηση του 77% εξ αδιαιρέτου, με τον προαναφερθέντα τρόπο, στον πρώτο εφεσίβλητο και στον δικαιοπάροχο των λοιπών εφεσιβλήτων Α. Ζ.. Επίσης, αναγνώρισε με αυτήν την άσκηση πράξεων συννομής από τους εφεσίβλητους και επικαλέσθηκε ότι ο Γ. Ζ. απέσπασε το ως άνω με αριθμό .../3-6-1992 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Πολυγύρου Αναστασίας Κουγιώνη Χατζηπαζαρλή, με το οποίο μεταβίβασε στους πρώτο και δεύτερο των εκκαλούντων και στον δικαιοπάροχο της τρίτης, του τετάρτου και του πέμπτου των εκκαλούντων, με δόλιο τρόπο. Στη συνέχεια τον επόμενο μήνα, Δεκέμβριο, του ιδίου έτους (1992), χορήγησε την από 28-12-1992 υπεύθυνη δήλωσή του, με την οποία ανέφερε ότι τα χρήματα από την πώληση του με αριθμό 133 κληροτεμαχίου έδωσε στον Γ. Ζ., γιατί τον αδίκησε κατά τη διάθεση της περιουσίας του στα τέκνα του. Ακολούθησε η από 9-2-1993 επιστολή του Κ. Ζ., την περίοδο που τον φρόντιζε ο γιός του Γ., με την οποία αναγνώρισε, εμμέσως, ως έγκυρο το ως άνω ειδικό πληρεξούσιό του, με βάση το οποίο συντάχθηκε το προαναφερθέν με αριθμό .../3-7-1992 οριστικό συμβόλαιο, επικαλούμενος ότι τα χρήματα από την πώληση του με αριθμό 133 κληροτεμαχίου δώρισε στον γιό του Γ. Ζ., ως αντιστάθμιση για μείωση αξίας ακινήτου του τελευταίου από την ανέγερση διόροφης οικοδομής του τρίτου εφεσιβλήτου μπροστά από την οικοδομή του Γ. Ζ.. Ανεξάρτητα από τους λόγους και την αιτία χορήγησης του ως άνω με αριθμό .../8-6-1992 πληρεξουσίου και τις αιτίες των διενέξεων της ευρύτερης οικογένειας Κ. Ζ. του Γ., ο τελευταίος στις 9-11-1992 που συνέταξε τη διαθήκη του και στη συνέχεια ακολούθησαν οι προαναφερόμενες επιστολές του, αλλά και η υπ' αριθμ. 5058/31-5-1994 ένορκη βεβαίωσή του, που δόθηκε στα πλαίσια άλλης αγωγής (αριθμ. κατάθ. 334/110Π/16-3-1994), στην οποία αυτός ήταν ένας από τους εναγόμενους, δεν ήταν κύριος του ως άνω μεταβιβασθέντος ποσοστού 77% εξ αδιαιρέτου, κατά το οποίο συγκύριοι είχαν γίνει οι εφεσίβλητοι, κατά τα προαναφερθέντα. Τέλος αποδείχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι άσκησαν αναγνωριστική αγωγή κυριότητας στο προαναφερθέν ποσοστό συγκυριότητας του κληροτεμαχίου, επικαλούμενοι, όμως, διαφορετικά περιστατικά, η οποία απορρίφθηκε τελεσίδικα, ενώ η αναφορά στην ως άνω αγωγή ότι καλλιεργούσαν διαιρετά τμήματα του κληροτεμαχίου και στη συνέχεια ζητούσαν την αναγνώριση συγκυριότητας δε συνιστά εξώδικη ομολογία των εναγόντων ότι είχαν προβεί σε απαγορευόμενη από το νόμο κατάτμηση, αλλά ότι είχαν ρυθμίσει τη χρήση του όλου κληροτεμαχίου με τη διαίρεσή του σε τμήματα για να καταστεί ευχερής η επιμελής καλλιέργεια του κληροτεμαχίου από τον καθένα". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 60/2007 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής, η οποία είχε κρίνει ομοίως και με την οποία είχε γίνει δεκτή η ένδικη αναγνωριστική της συγκυριότητάς τους στο επίδικο κληροτεμάχιο αγωγή των αναιρεσιβλήτων. Υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της συννομής των αναιρεσιβλήτων επί του επίδικου κληροτεμαχίου, δεχόμενο, ειδικότερα, ότι οι αναιρεσείοντες άσκησαν τη συννομή τους αυτή κατά τα αναφερόμενα ποσοστά ο καθένας και συνολικά κατά τα 77% εξ αδιαιρέτου από την έναρξη της ισχύος του α.ν. 431/68 (25-5-1968) μέχρι το έτος 1992, ήτοι επί χρόνο περισσότερο της εικοσαετίας, χωρίς κατόπιν τούτου να ασκεί έννομη επιρροή και να έχει ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης η προ του χρόνου αυτού, από το έτος 1961, αναφερόμενη στην αγωγή και στην απόφαση "νομή" των αναιρεσιβλήτων επί του επιδίκου, τον χρόνο της οποίας και ανεξαρτήτως της ακριβούς ενάρξεώς του ρητώς δεν λαμβάνει υπόψη το Εφετείο για τη χρησικτησία των τελευταίων, η οποία και δεν ήταν κατά νόμον δυνατή, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Οι αιτιολογίες αυτές στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα του Εφετείου και το διατακτικό της απόφασής του και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ειρημένων (ανωτ. υπό ΙΙ) ουσιαστικών διατάξεων, προσδίδοντας έτσι στην προσβαλλόμενη απόφαση νόμιμη βάση. Επομένως τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τους τρίτον, του αναιρετηρίου, και τρίτον, επίσης, του πρόσθετου δικογράφου, λόγους αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Η αναφερόμενη δε στην ίδια απόφαση ρύθμιση της χρήσης κατά διαιρετά τμήματα του επιδίκου μεταξύ των αναιρεσιβλήτων συννομέων προς τον σκοπό της αποτελεσματικότερης εκμετάλλευσής του δεν οδηγεί σε απαγορευμένη κατάτμηση του κληροτεμαχίου, αφού το Εφετείο δέχεται τη συννομή των αναιρεσιβλήτων κατ' ιδανικά μέρη επί ολοκλήρου του ακινήτου, που, κατά τα προεκτεθέντα, είναι νόμιμη και οδηγεί στην απόκτηση της συγκυριότητας επί του κληροτεμαχίου, την αναγνώριση της οποίας ζήτησαν οι αναιρεσίβλητοι με την αγωγή τους. Επομένως το Εφετείο δεν παραβίασε με τις παραδοχές του αυτές τις ειρημένες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 994, 1113, 1045 του ΑΚ και 1 παρ. 1 του α.ν. 431/68, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 788 και 789 του ΑΚ για τη διοίκηση του κοινού πράγματος, τις οποίες επικαλούνται οι αναιρεσείοντες, και τα αντίθετα που οι τελευταίοι υποστηρίζουν με τον πέμπτο και υπό την επίκληση του αρ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο της αιτήσεώς τους είναι επίσης αβάσιμα και απορριπτέα. IV. O κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ' του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως δεν ιδρύεται όταν από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, μεταξύ δε των αποδεικτικών αυτών μέσων είναι και η ομολογία του διαδίκου (άρθρ. 339 του ΚΠολΔ), η οποία, όταν γίνεται εξωδίκως, όχι δηλαδή ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή του εντεταλμένου δικαστή, εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο (άρθρ. 352 παρ. 1-2 του ΚΠολΔ). Εξάλλου κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αρ. 20 του ίδιου ΚΠολΔ, παραμόρφωση αποδεικτικού, κατά τα άρθρα 339 και 432 επ. του ΚΠολΔ, εγγράφου, που δημιουργεί τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο από εσφαλμένη ανάγνωση του εγγράφου δέχθηκε ως περιεχόμενό του κάτι διαφορετικό από το πραγματικό, υπό την προϋπόθεση ότι το περιστατικό που δέχθηκε ήταν κρίσιμο για τη διάγνωση της διαφοράς (Ολομ. ΑΠ 2/2008). Εν προκειμένω προβάλλεται με τον πρώτο, από τον αρ. 11 γ' (όχι και 12) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, πρόσθετο λόγο αναιρέσεως ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την εξώδικη ομολογία των αναιρεσιβλήτων ότι νέμονταν διακεκριμένα τμήματα του επιδίκου κληροτεμαχίου και όχι ποσοστά εξ αδιαιρέτου, η οποία ομολογία περιέχεται στις αναφερόμενες τρεις προηγούμενες αγωγές των αναιρεσιβλήτων κατά των αναιρεσειόντων για το ίδιο κληροτεμάχιο τις οποίες είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι αναιρεσείοντες και από τις δύο πρώτες των οποίων είχαν παραιτηθεί οι αναιρεσίβλητοι ενώ η τρίτη είχε απορριφθεί ως μη νόμιμη με την υπ' αριθμ. 2668/1999 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. 'Όπως όμως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, όπου (σελ. 12) βεβαιώνεται ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο αποδεικνύονται από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων "και τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν (...), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς", και όπου (σελ. 24) γίνεται ειδική μνεία της τελευταίας από τις ανωτέρω αγωγές, προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τις προαναφερθείσες αγωγές, ως έγγραφα από άλλες δίκες, και τους περιεχόμενους σ' αυτές ως άνω ισχυρισμούς των αναιρεσιβλήτων, φερομένους ως εξώδικη ομολογία για μη νόμιμη κατάτμηση κατά νομήν του επιδίκου, τους οποίους το Εφετείο και εκτίμησε ελευθέρως, παρά την αναφορά του (Εφετείου) ότι δεν συνιστούν εξώδικη ομολογία, ως αναφερομένους στη ρύθμιση της χρήσεως του όλου κληροτεμαχίου με τη διαίρεσή του σε τμήματα για να καταστεί ευχερής η επιμελής καλλιέργεια του κληροτεμαχίου από τον καθένα. Επομένως ο εξεταζόμενος πρώτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Αβάσιμος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, είναι και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο και υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 12 του ΚΠολΔ οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι το Εφετείο δεν προσέδωσε την αποδεικτική δύναμη δημοσίου εγγράφου στην προρρηθείσα υπ' αριθμ. 2668/1999 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου στην οποία υπάρχει παραδοχή ότι οι αναιρεσίβλητοι στην κριθείσα τότε, τρίτη από τις προαναφερθείσες, αγωγή τους ιστορούσαν ότι νεμήθηκαν διαιρετά τμήματα κληροτεμαχίου και δεν μπορούν να ζητούν την αναγνώριση της συγκυριότητάς τους εξ αδιαιρέτου στο κληροτεμάχιο, λόγος για τον οποίο και απορρίφθηκε ως μη νόμιμη εκείνη η αγωγή. Και τούτο, ότι δηλ. ο δεύτερος αυτός πρόσθετος λόγος είναι αβάσιμος, διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη, όπως προαναφέρθηκε, το κατά τα ανωτέρω περιεχόμενο της απορριφθείσης (τρίτης) αγωγής των αναιρεσιβλήτων και το εκτίμησε ως ανωτέρω. Τέλος, με τον τέταρτο και υπό την επίκληση του αρ. 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο του αναιρετηρίου προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της υπ' αριθμ. 1814/9-11-1992 δημόσιας διαθήκης του αρχικού δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων Κ. Ζ., ως εγγράφου, ως προς τον αναφερόμενο σ' αυτήν τρόπο της άτυπης διανομής του επίδικου κληροτεμαχίου που έλαβε χώραν το έτος 1961 και την έκτοτε καλλιέργεια διακεκριμένου τμήματος του επιδίκου από τον καθένα από τους αναιρεσιβλήτους. Εκτός όμως του ότι, όπως κατά τα προεκτεθέντα δέχεται η αναιρεσιβαλλομένη, τα τρία τέκνα του αρχικού κληρούχου Κων/νου Ζ. αναδιένειμαν μεταξύ τους το επίδικο αμέσως μετά την παραχώρησή του σ' αυτά με την ως άνω άτυπη διανομή του πατέρα τους, οπότε δεν ίσχυσε μεταξύ τους η προηγηθείσα άτυπη διανομή ως προς την ακρίβεια των παραχωρηθέντων τμημάτων, το Εφετείο, όπως επίσης προαναφέρθηκε, δεν έλαβε υπόψη, ως μη νόμιμη, τη νομή των αναιρεσιβλήτων στο επίδικο από την άτυπη αυτή διανομή (1961), αλλά μόνον την συννομή τους από την έναρξη της ισχύος του α.ν. 431/68 μέχρι το έτος 1992, η οποία και μόνον ασκούσε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Επομένως ο εξεταζόμενος τέταρτος λόγος του αναιρετηρίου είναι απαράδεκτος, αφού τα περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο ως περιεχόμενο του ανωτέρω εγγράφου (διαθήκης) δεν ήταν κρίσιμα για τη διάγνωση της ένδικης διαφοράς. V. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, όπως διαμορφώθηκε με τους πρόσθετους λόγους, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του παρισταμένου αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29-11-2012 αίτηση των Β. Γ. κ.λ.π., όπως διαμορφώθηκε με τους πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 236/2012 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του παρισταμένου αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αγροτικός κλήρος. Απόκτηση συγκυριότητας από τρίτους, μη κληρούχους, με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν εικοσαετούς συννομής τους στον κλήρο. Δυνατή μετά τον α.ν. 431/1968, αφού η συννομή και η εντεύθεν απόκτηση της συγκυριότητας με χρησικτησία δεν οδηγεί αναγκαίως στην κατάτμηση του κλήρου. Λόγοι αναίρεσης από τους αρ 1, 8, 11γ, 12, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ: αβάσιμοι (Επικυρώνει ΕφΘεσσ. 236/2012).
Χρησικτησία
Αγροτική Νομοθεσία, Χρησικτησία, Αγροτικός κλήρος.
0
Αριθμός 2160/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Τ. Κ. του Κ., 2)Ε. Κ. του Κ., 3)Τ. Ψ. του Σ. και 4)Α. Ψ. του Σ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπυρίδωνα Αρώνη. Της αναιρεσίβλητης: Ε. Σ. του Α. - Ε. - Α., χήρας Ε. Ψ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Γεώργιο Γιαννακόπουλο και Δημήτριο Βουκελάτο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/12/2010 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 863/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 4071/2013 του Πολυμελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 8/1/2014 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 30/3/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 4071/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1721 παρ.1 εδ.α - β'και 3 του ΑΚ "Η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται από αυτόν. Από τη χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης", κατά δε το άρθρο 1718 του ΑΚ "Διαθήκη, για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά". Σκοπός των διατάξεων αυτών είναι η παροχή της δυνατότητας ελέγχου της δικαιοπρακτικής (και προς σύνταξη διαθήκης) ικανότητας του διαθέτη κατά τον χρόνο συντάξεως της διαθήκης, της αληθούς βουλήσεώς του για τη σύνταξη της διαθήκης (animus testandi) και των τυχόν ελαττωμάτων της, καθώς και της δυνατότητας καθορισμού της ισχύος της ιδιόγραφης διαθήκης έναντι άλλων διαθηκών που υπάρχουν κ.λπ. (ΑΠ 1752/1980 ΝοΒ 29.1229). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι η επίδικη νομίμως δημοσιευθείσα ιδιόγραφη διαθήκη του θανόντος συζύγου της αναιρεσίβλητης Ε. Ψ., με την οποία ο τελευταίος εγκατέστησε κληρονόμους του τους αναιρεσείοντες ανεψιούς του, είναι άκυρη, λόγω ελλειπούς χρονολογήσεώς της, αφού από την αναφερόμενη στη διαθήκη χρονολογία συντάξεώς της "Δεκέμβρης'91" λείπει η ημέρα του αναφερομένου μηνός, η οποία και δεν μπορεί, κατά τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου, να αναπληρωθεί από το περιεχόμενο της διαθήκης ούτε και από στοιχεία εκτός του περιεχομένου αυτού που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για την αποσαφήνιση των διαλαμβανομένων στη διαθήκη και από τα οποία να πιθανολογείται η ημέρα της συντάξεως της διαθήκης και δέχθηκε, μετά ταύτα (το Εφετείο), με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, την ένδικη από 28-1-2010 αγωγή της αναιρεσίβλητης, με την οποία η τελευταία ζητούσε να αναγνωρισθεί άκυρη η επίδικη διαθήκη λόγω της ελλειπούς, ως ανωτέρω, χρονολογήσεώς της. Με τους τρείς, από τους αρ.1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους του αναιρετηρίου, όπως συμπληρώθηκαν, κατ'άρθρον 562 παρ.4 του ΚΠολΔ, με την από 30-3-2014 έκθεση του ορισθέντος εισηγητή, τίθεται το γενικότερον ενδιαφέροντος ζήτημα αν ενόψει του προρρηθέντος σκοπού των διατάξεων των άρθρων 1721 παρ.1 εδ.α' - β' και 3, και 1718 του ΑΚ και με ανάλογη, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εφαρμογή της εξ αυτών διατάξεως του άρθρου 1721 παρ.3 του ΑΚ, κατά την οποία όπως προαναφέρθηκε "ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της την ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης", τέτοια (ιδιόγραφη) διαθήκη, από (στην) οποία λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία της χρονολογίας της, όπως η ημέρα του αναφερόμενου μήνα και έτους, δεν είναι άκυρη όχι μόνο όταν το ελλείπον στοιχείο της χρονολογίας της μπορεί να αναπληρωθεί από το περιεχόμενο της διαθήκης, λαμβανομένων υπόψη και στοιχείων εκτός του περιεχομένου αυτού, με σκοπό την αποσαφήνιση των διαλαμβανομένων στη διαθήκη, από τα οποία πιθανολογείται η χρονολογία της συντάξεώς της (Ολομ.ΑΠ 1234/1982 ΝοΒ 31.1171, Ολομ.ΑΠ 97/1979 ΝοΒ 27.1085, ΑΠ 1752/1989 ΝοΒ 29.1229, 993/2012, 1866/2011, 1811/2009) αλλά και αν στην περίπτωση που το ελλείπον στοιχείο της χρονολογίας της ιδιόγραφης διαθήκης δεν μπορεί να αναπληρωθεί ως ανωτέρω, η ακυρότητα της διαθήκης θα επέλθει όχι από αυτήν (μόνη) την έλλειψη, παρά μόνο εάν ήθελε διαπιστωθεί, μετά από έρευνα σχετικού ισχυρισμού του ενδιαφερομένου ότι με την έλλειψη αυτή καλύπτεται ελάττωμα της διαθήκης που επάγεται αυτό πλέον την ακυρότητα (ΑΠ 1752/1980). Ενόψει των προεκτεθέντων, αλλά και για την ενότητα της νομολογίας συντρέχει νόμιμη περίπτωση να παραπεμφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και ως προς τους τρείς ως ανωτέρω λόγους της στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ.1 και 2β' του ΚΠολΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου την από 8-1-2014 αίτηση των Τ. Κ. κ.λπ. για αναίρεση της υπ'αριθμ.4071/2013 απόφαση του Πολυμελούς Εφετείου Αθηνών. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραπέμπει στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου το γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα αλλά και για την ενότητα της νομολογίας σχετικά με το κύρος ιδιόγραφης διαθήκης από την οποία λείπει ένα στοιχείο της χρονολογήσεώς της (εδώ η ημέρα του αναφερόμενου στη διαθήκη μηνός και έτους).
Παραπομπή στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου
Διαθήκη, Παραπομπή στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
0
Αριθμός 2157/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Β. Κ. (V. K.) του V., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βενετία-Βασιλική Παπαχρήστου Των αναιρεσίβλητων: 1) Θ. Μ. του Σ., κατοίκου ... και 2) Γ. Μ. του Σ., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αλέξανδρο Ιωάννου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23-7-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 57/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 68/2013 του Εφετείου Κέρκυρας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5-11-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 8-9-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικά από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Κατά τη σαφή έννοια του αριθμού 1 παράγρ. 2 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η παραβίαση των διδαγμάτων αυτών ιδρύει λόγο αναιρέσεως μόνο εάν αυτά χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένα από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών. Έτσι αποκλείεται η αναίρεση για εσφαλμένη χρησιμοποίησή τους προς έμμεση απόδειξη ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν. Στην προκειμένη περίπτωση με το μοναδικό λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 1 παρ. 2 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβάσεως των διδαγμάτων της κοινής πείρας με το να δεχθεί το Εφετείο ότι όχι η διαθέτιδα αλλά η αναιρεσείουσα ήταν η κινούσα αρχή όλων των προϋποθέσεων σύνταξης μιας καθόλα έγκυρης και απρόσβλητης διαθήκης και ακολούθως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ένδικη διαθήκη είναι άκυρη λόγω της κατά το χρόνο σύνταξης της κατά το άρθρο 1719 παρ. 3 ΑΚ ανικανότητας της διαθέτιδας προς σύνταξη της, παραβιάζοντας έτσι τα ακόλουθα διδάγματα της κοινής πείρας: α) Ο μέσος σκεπτόμενος άνθρωπος, όντας μόνος (χωρίς δηλ. εγγύτερους συγγενείς: σύζυγο - τέκνα), είναι αναγκασμένος να προνοεί αυτόβουλα για την πορεία της ζωής του, με την έννοια της μέριμνας για την επιμέλεια του προσώπου του και την μακροημέρευση του κατά το δυνατόν πιο άνετα και παράλληλα για τη συντήρηση της περιουσίας του, αν, βέβαια, είναι κύριος ορισμένων περιουσιακών στοιχείων και όχι "ανέστιος και πένης", Ι, β) Η φροντίδα και σχετικά η ανησυχία (ή έγνοια, όπως λέει ο λαός μας) για την επίτευξη των πιο πάνω στόχων επιτείνεται για ένα άτομο το οποίο, εκτός από τη μεγάλη ηλικία του, είναι και παραπληγικό, έχοντας παράλυτα το δεξί χέρι και τα δυο κάτω άκρα του ΙΙΙ, γ) Η περιποίηση ενός προσώπου (και δη γυναίκας με τις επιμέρους ιδιαιτερότητες της) πολύ μεγάλης ηλικίας και συνάμα βαριά παραπληγικού από τρίτο πρόσωπο, άσχετο συγγένειας, απαιτεί από μέρους του προσώπου το οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του, αμειβόμενο γι' αυτές με βάση τη σχετική εργασιακή σύμβαση, ασκητική διάθεση και αφοσίωση για την παροχή των όχι συνηθισμένων μισθωτικών υπηρεσιών (οι οποίες εκτείνονται, αρκετές φορές, και σε έργα νοσηλεύτριας) και για την ακρίβεια υπηρεσιών "αδελφής του ελέους" - για τις οποίες η αμοιβή είναι μόνον ηθικής φύσης και δ) Πολλοί διαθέτες, έχοντας συγγενείς με τους οποίους δεν διατηρούν παρά μόνον δεσμό αίματος, προτιμούν να διαθέτουν την περιουσία τους, κατά μικρό ή μεγαλύτερο μέρος - ανάλογα με το μέγεθος της - σε συνεργάτες ή οικιακές βοηθούς τους αλλά και για "τη σωτηρία της ψυχής τους", οι περισσότεροι ευσεβείς σε κοινωφελή ή φιλανθρωπικά πρόσωπα (π.χ. "Χαμόγελο του παιδιού", "Άσυλο Ανιάτων" κ.λ.π.). Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος αφού τα ανωτέρω αναφερόμενα ως διδάγματα κοινής πείρας δεν έχουν το χαρακτήρα αυτόν, ούτε άλλωστε χρησιμοποιήθηκαν κατά την ερμηνεία κανόνος δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτόν πραγματικών περιστατικών. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει η ηττηθείσα αναιρεσείουσα να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρο 176 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5-11-2013 αίτηση της Β. Κ. για αναίρεση της 68/2013 απόφασης του Εφετείου Κέρκυρας. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 4η Νοεμβρίου 2014. Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παραβίαση διδαγμάτων κοινής πείρας.
Παράβαση διδαγμάτων κοινής πείρας
Παράβαση διδαγμάτων κοινής πείρας.
0
Αριθμός 2156/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Α. Π. του Η., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Καλλέ. Του αναιρεσίβλητου: Ι. Σ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Δημηνίκο, με δήλωση του αρθρ. 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-3-2005 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 319/2005 μη οριστική, 23/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 335/2013 του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 30-10-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 2-9-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προβλήθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή αποτελεί εκδήλωση της αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση τη νομική και πραγματική κατάσταση, που όφειλε να λάβει υπόψη που ο ουσιαστικός δικαστής και καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο, όπου πρέπει να αναφέρεται ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο της αναίρεσης είχε προταθεί νομίμως στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Συνεπώς οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος και αν ακόμη είχαν προταθεί στον πρώτο βαθμό, αλλά δεν επαναφέρθηκαν νόμιμα στο Εφετείο και έτσι δεν έγιναν αντικείμενο έρευνας της κατ' έφεση δίκης, δεν μπορούν να θεμελιώσουν λόγο αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, επειδή το Εφετείο δεν κήρυξε αυτεπαγγέλτως την αγωγή ως αόριστη δεδομένου ότι δεν συνοδευόταν με σχεδιάγραμμα στο οποίο απεικονιζόταν η μείζονα έκταση, η επίδικη λωρίδα και η ιδιοκτησία του αναιρεσείοντος. Ο εξεταζόμενος λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος κατ' άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, αφού ο σχετικός ισχυρισμός της αοριστίας της αγωγής δεν προτάθηκε στο Εφετείο όπως προκύπτει από την επισκόπηση του εφετηρίου και των προτάσεων του αναιρεσείοντος στο Εφετείο. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 566 παρ. και 118-120 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στο αναιρετήριο πρέπει να αναφέρονται με σαφήνεια και κατά τρόπο ορισμένο οι πλημμέλειες της προσβαλλομένης απόφασης που πληρούν το πραγματικό κάποια από τους λόγους αναίρεσης που αναφέρονται περιοριστικά στα άρθρα 559 και 560 ΚΠολΔ, διαφορετικά η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται λόγω αοριστίας των λόγων της. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που δεν εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που εφαρμόσθηκε (Ολ. ΑΠ 24/92). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο: α) οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης ή η μνεία ότι αυτή στερείται παντελώς αιτιολογίας, β) ο ισχυρισμός (αγωγικός ή ένσταση κ.λ.π.) και τα περιστατικά που προτάθηκαν προς θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο παρουσιάζεται η έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντίφαση, καθώς και η σύνδεσή του με το διατακτικό αν δεν είναι αυτονόητη, γ) εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας μνεία μόνο της ελλείψεως, αν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη του νομικού χαρακτηρισμού και αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες, ποιες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από πού προκύπτει (Ολ. ΑΠ 32/96). Εξάλλου κατά το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει ν' αναφέρεται στο αναιρετήριο: ποια ήταν τα πράγματα αυτά και ποια επίδραση άσκησαν ή θα ασκούσαν στην έκβαση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτίαση από τους αριθ. 8 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, επειδή η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση στις αιτιολογίες της δέχεται, ότι το 505 αγροτεμάχιο είναι εμβαδού σύμφωνα με την επιτροπή απαλλοτριώσεων 5.437 τ.μ. στη συνέχεια δε δέχεται ότι "Ο ως άνω απώτερος δικαιοπάροχος του εφεσίβλητου τα δύο όμορα κληροτεμάχια καλλιεργούσε ως ένα ενιαίο ακίνητο, εμβαδού 10.249,5 τ.μ." τα οποία παραχώρησε στη θυγατέρα του Α. Σ. και η τελευταία στον αντίδικο Γ. Σ.. Αν αφαιρέσουμε από τα 10.249,50 τ.μ. τα 5.437 τ.μ. σημαίνει ότι το 506 αγροτεμάχιο έχει εμβαδόν (10.249-5.437 τ.μ.) 4.812 τ.μ. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι η ιδιοκτησία του αναιρεσιβλήτου ήταν και είναι 418,48 τ.μ. μεγαλύτερη της διεκδικουμένης. Η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση με καταφανώς ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες και έωλους υπολογισμούς λαμβάνοντας υπόψη της πράγματα που δεν προτάθηκαν και μη λαμβάνοντας υπόψη πράγματα που προτάθηκαν απέρριψε την έφεση. Ο εξεταζόμενος λόγος είναι προφανώς αόριστος ελλείψει του κατά τα ανωτέρω πραγματικού και πρέπει ν' απορριφθεί. Αφού απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης πρέπει ο ηττηθείς αναιρεσείων να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρο 176 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30-10-2013 αίτηση του Α. Π. για αναίρεση της 335/2013 απόφασης του Εφετείου Λάρισας. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 4η Νοεμβρίου 2014 Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Δεκεμβρίου 2014 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διεκδικητική αγωγή. Λόγοι από αρ. 14, 8 και 19 άρθρ. 559 ΚΠολΔ.
Αγωγή διεκδικητική
Αγωγή διεκδικητική.
0
Αριθμός 2110/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 14η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "Δήμος Αμαρουσίου", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο Αμαρούσιο Αττικής και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξούσιας δικηγόρου Αλεξάνδρας Ζηνέλη, η οποία δεν κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Χ. - Κ. Β. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) με την ιδιότητά του ως δικηγόρος και δεν κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-12-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 234/2007 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 145/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζήτησε ο ήδη αναιρεσίβλητος με την από 2-9-2010 αίτησή του. Επ' αυτής εκδόθηκε η 1027/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, που αναίρεσε την τότε προσβαλλόμενη απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Επακολούθησε νέα συζήτηση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, μετά την οποία εκδόθηκε η 7301/2013 απόφαση αυτού. Κατά της τελευταίας, μετ' αναίρεση, απόφασης ο αναιρεσείων άσκησε την από 27-2-2014 αίτησή του με την οποία ζητεί την ακύρωσή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 25-9-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 111 παρ.2 περ. ι' του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (π.δ. 410/1995), που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο για την παρούσα υπόθεση, η δημαρχιακή επιτροπή, μεταξύ άλλων, αποφασίζει για την πρόσληψη πληρεξουσίου δικηγόρου και για την ανάκληση της πληρεξουσιότητάς του, σε όσους δήμους είτε δεν έχουν προσληφθεί δικηγόροι, με μηνιαία αμοιβή είτε, αυτοί που έχουν προσληφθεί, δεν έχουν δικαίωμα να παρίστανται σε ανώτατα δικαστήρια. Και περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 114 παρ.1 περ. α' και β' και παρ.2 του π.δ. 410/1995, ο δήμαρχος εκπροσωπεί το δήμο στα δικαστήρια και σε κάθε δημόσια αρχή και εκτελεί τις αποφάσεις του δημοτικού συμβουλίου και της δημαρχιακής επιτροπής, επί πλέον δε και κατ' εξαίρεση, σε περίπτωση που δημιουργείται προφανής κίνδυνος ή ζημία των δημοτικών συμφερόντων από την αναβολή, ο δήμαρχος μπορεί να λάβει μέτρα για θέματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα της δημαρχιακής επιτροπής, οφείλει, όμως, να υποβάλει αμέσως τις ενέργειές του στην έγκρισή της. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι χωρίς απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής ή, υπό προϋποθέσεις, χωρίς επιγενόμενη έγκριση εκ μέρους της δεν είναι δυνατό να υπάρξει, εγκύρως, παροχή πληρεξουσιότητας προς δικηγόρο, για να εκπροσωπήσει τον οικείο ΟΤΑ σε δικαστήριο. Και, αντιστρόφως, η ύπαρξη σχετικής αποφάσεως της δημαρχιακής επιτροπής και η, δυνάμει αυτής, παράσταση δικηγόρου στο αρμόδιο δικαστήριο, ως εντολοδόχου του οικείου ΟΤΑ, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα πρακτικά της συνεδρίασης, υποδηλώνει την ύπαρξη δικαστικής πληρεξουσιότητας και τη διενέργεια διαδικαστικής πράξεως σύμφωνα με αυτή. Η δυνάμει πληρεξουσιότητας παράσταση στο ακροατήριο ισχυροποιεί και τις προπαρασκευαστικές πράξεις, εάν κατά την προηγηθείσα επιχείρησή τους δεν είχε δοθεί ακόμη η πληρεξουσιότητα (ΚΠολΔ 104). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ.1 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης κατά αποφάσεως του δικαστηρίου τη παραπομπής, εφ' όσον με το λόγο αυτό προσβάλλεται η απόφαση κατά το μέρος εκείνο, με το οποίο συμμορφώθηκε προς την αναιρετική. Ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προβλήθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας. 2. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 7301/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα: Ότι ο εναγόμενος (ήδη αναιρεσείων) Δήμος Αμαρουσίου Αττικής, με την 86/8-5-2001 απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής, είχε αναθέσει στον ενάγοντα (ήδη αναιρεσίβλητο), που είναι δικηγόρος Αθηνών, την εντολή και πληρεξουσιότητα για παράσταση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 18-5-2001 ή μετ' αναβολή, προς υποστήριξη της από 10-1-2001 αιτήσεως του Δήμου για καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδος αποζημιώσεως λόγω αναγκαστικής απαλλοτριώσεως των εκεί αναφερομένων ακινήτων. Ότι η εν λόγω αίτηση είχε συνταχθεί και κατατεθεί ενώπιον εκείνου του δικαστηρίου, την 12-1-2001, από άλλο δικηγόρο και συγκεκριμένα το Σ. Β., αδελφό του ενάγοντος. Ότι αργότερα, με την 60/24-4-2002 απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής, ο εναγόμενος ανέθεσε και πάλι στον ενάγοντα την εντολή και πληρεξουσιότητα για παράσταση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, κατά τη δικάσιμο της 26-3-2002 ή μετ' αναβολή, προς υποστήριξη της από 5-12-2001 αιτήσεως του Δήμου για καθορισμό οριστικής τιμής μονάδος αποζημιώσεως για την ίδια απαλλοτρίωση. Ότι επί της αιτήσεως (και επί των αντιθέτων αιτήσεων των αντιδίκων του Δήμου) εκδόθηκε η 4855/2002 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία καθορίσθηκε ως αποζημίωση για τις απαλλοτριωμένες εκτάσεις μετά των επικειμένων το συνολικό ποσό των 23.348.812,20 ευρώ και ως αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων των δικαιούχων της αποζημίωσης (ήτοι των αντιδίκων του Δήμου) το συνολικό ποσό των 638.936,58 ευρώ. Ότι ο ενάγων εκτέλεσε τις ως άνω εντολές και εκπλήρωσε όλες τις συναφείς προς αυτές υποχρεώσεις, οπότε και δικαιούται (κατ' αρχήν) την αμοιβή εκ ποσοστού 1% επί του συνολικού ποσού της αποζημιώσεως, η οποία ήδη επιδικάσθηκε με αμετάκλητη διάταξη της [τότε] εκκαλουμένης 234/2007 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ότι ο ενάγων δεν δικαιούται αμοιβή για σύνταξη και κατάθεση της αιτήσεως του Δήμου προς καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδος αποζημιώσεως, διότι αυτή, όπως αναφέρθηκε, έγινε από άλλο δικηγόρο. Ότι, παρά ταύτα, ο ενάγων συνέταξε και κατέθεσε την από 5-12-2001 αίτηση του Δήμου για καθορισμό οριστικής τιμής μονάδος αποζημιώσεως. Ότι ναι μεν για την ενέργεια αυτή δεν είχε χορηγηθεί, εγκύρως και πριν από την επιχείρησή της, εντολή και πληρεξουσιότητα στον ενάγοντα, πλην, όμως, η εν λόγω ενέργειά του εγκρίθηκε, εκ των υστέρων και σιωπηρώς, με την προς αυτόν, εκ μέρους της αρμόδιας δημαρχιακής επιτροπής και δια της 60/24-4-2002 αποφάσεως αυτής, παροχής της εντολής και πληρεξουσιότητας προς υποστήριξη της από 5-12-2001 αιτήσεως για καθορισμό οριστικής τιμής μονάδος αποζημιώσεως ενώπιον του Εφετείου Αθηνών. Ότι μετά την έγκριση αυτή, η οποία, κατ' άρθρο 104 ΚΠολΔ και σύμφωνα με όσα είχαν γίνει δεκτά με την 1027/2012 αναιρετική απόφαση, ισχυροποίησε ως διαδικαστική πράξη την υποβολή της αιτήσεως, οφείλεται αμοιβή 2% επί του συνολικού ποσού της αποζημιώσεως και για την ενέργεια αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 99, 100 παρ.1, 103, 107, 110 και 114 του Κώδικα των Δικηγόρων (του τότε ισχύοντος ν. 3026/1954). Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι η αναλογική αμοιβή του ενάγοντος για τη σύνταξη της αιτήσεως θα έπρεπε να είναι 466.976,24 ευρώ, αλλ' ότι, κατά παραδοχή του σχετικού, εν μέρει καταλυτικού ισχυρισμού του εναγομένου εκ του άρθρου 281 του ήδη ισχύοντος Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006), που είχε προταθεί παραδεκτώς, πρέπει να επιδικασθεί μειωμένη κατά 50%, λόγω της δυσμενούς οικονομικής καταστάσεως του εναγομένου ΟΤΑ. Γι' αυτό και επιδίκασε 233.488,12 ευρώ. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά τις διατάξεις που αναφέρθηκαν και αποφάνθηκε με επαρκή αιτιολογία, στοιχούμενο προς την αναιρετική απόφαση. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προβάλλονται οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, οι ίδιοι λόγοι, κατά το μέρος με το οποίο είτε πλήττεται η συμμόρφωση του δικαστηρίου της ουσίας προς την αναιρετική απόφαση είτε αμφισβητείται οψίμως το κύρος της αποφάσεως της δημαρχιακής επιτροπής, που χορήγησε στον ενάγοντα την εντολή και πληρεξουσιότητα για δικαστική εκπροσώπηση του εναγομένου, είναι απαράδεκτοι. 3. Επειδή, η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με την ερμηνευτική προσέγγιση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του, ως προς τη νομική επάρκεια της αγωγής, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη γέννηση και θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκέστηκε σε λιγότερα. Η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία, η οποία υπάρχει όταν δεν συγκεκριμενοποιούνται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά το νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχεται με τους αναιρετικούς λόγους από το άρθρο 559 αρ.8 ή 14 ΚΠολΔ. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ, για να δημιουργηθεί λόγος αναιρέσεως, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι από εκείνους, οι οποίοι, κατ' εξαίρεση, λαμβάνονται υπ' όψη και χωρίς να προταθούν στο δικαστήριο της ουσίας και, ειδικώς, δεν αφορά στη δημόσια τάξη. Συνεπώς, αν προσβάλλεται απόφαση δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και αναιρεσείων είναι ο εφεσίβλητος, ο οποίος, ως εναγόμενος, είχε νικήσει πρωτοδίκως ως προς το συγκεκριμένο, απορριφθέν κεφάλαιο της αγωγής, πρέπει ο περί αοριστίας ισχυρισμός, στον οποίο στηρίζεται ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως, να είχε προταθεί από τον αναιρεσείοντα στο πρωτοδικείο, με προφορική δήλωση στο ακροατήριο και καταχώρηση στα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου, όταν δίκασε σύμφωνα με ειδική διαδικασία (ΟλΑΠ 2/2005) ή, έστω, στο εφετείο, αλλά μόνο εφ' όσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ. 4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων ΟΤΑ (εφεσίβλητος και εναγόμενος), με τους τρίτο και τέταρτο από τους λόγους της αιτήσεως, ισχυρίζεται ότι η ένδικη, από 21-12-2006 αγωγή, με την οποία ο αναιρεσίβλητος δικηγόρος (εκκαλών και ενάγων) ζητεί την επιδίκαση αμοιβής για την παροχή νομικών υπηρεσιών, είναι αόριστη και για το λόγο αυτό θα έπρεπε να έχει απορριφθεί, πράγμα που προέβαλε με τις προτάσεις του ενώπιον του εφετείου. Ειδικότερα, ο αναιρεσείων ΟΤΑ προβάλλει ότι στην αγωγή, αν και αναφέρεται ότι με την 60/24-4-2002 απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής αυτού είχε αποφασισθεί, σύμφωνα με το άρθρο 111 παρ.2 περ. ι' του τότε ισχύοντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (π.δ. 410/1995), η παροχή πληρεξουσιότητας προς τον ενάγοντα για να εκπροσωπήσει, ως δικηγόρος, το Δήμο ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, κατά τη συζήτηση αιτήσεως καθορισμού οριστικής τιμής μονάδος σε αναγκαστική απαλλοτρίωση, αντιθέτως, ουδέν αναφέρεται περί του εάν η εν λόγω απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής αφ' ενός δημοσιεύθηκε νομίμως και αφ' ετέρου υποβλήθηκε εμπροθέσμως στο Διευθυντή της οικείας Περιφέρειας προς έλεγχο νομιμότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 177 και 180 του π.δ. 410/1995. Όπως προκύπτει, όμως, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά την ενώπιον εκείνου συζήτηση, ο αναιρεσείων ΟΤΑ, ως εναγόμενος, είχε περιορισθεί να ζητήσει την κατ' άρθρο 281 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (ν. 3463/2006, που ίσχυε κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου) κατά 50% μείωση της αμοιβής, που τυχόν οφείλεται στον αναιρεσίβλητο, ως ενάγοντα, αλλά ουδέν είχε ισχυρισθεί σχετικά με το κύρος της ως άνω αποφάσεως της δημαρχιακής επιτροπής και, ειδικότερα, με το ζήτημα της δημοσίευσης και του διοικητικού ελέγχου αυτής. Και πέραν τούτου, ουδεμία από τις προϋποθέσεις της κατ' έφεση, όψιμης προβολής του σχετικού ισχυρισμού επικαλείται. Επομένως, οι εξεταζόμενοι λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες από το άρθρο 559 αρ.8 και 14 ΚΠολΔ, είναι προεχόντως απαράδεκτοι. 5. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση. Δικαστική δαπάνη δεν θα επιδικασθεί υπέρ του νικήσαντος αναιρεσιβλήτου, ελλείψει αιτήματος αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 27-2-2014 αίτηση περί αναιρέσεως της 7301/ 2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 11η Νοεμβρίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 21η Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αμοιβή δικηγόρου έναντι ΟΤΑ, από αναγκαστική απαλλοτρίωση. Για την παροχή πληρεξουσιότητας αρκεί η απόφαση της δημαρχιακής επιτροπής. Αβάσιμοι αναιρετικοί λόγοι για κακή εφαρμογή των σχετικών διατάξεων και ελλιπή αιτιολογία. Απαράδεκτοι αναιρετικοί λόγοι που συνδέονται με τη συμμόρφωση του δικαστηρίου της παραπομπής στην αναιρετική απόφαση ή που ερείδονται σε ισχυρισμούς που δεν προτάθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας. Απορρίπτει την αίτηση.
Δικηγορική αμοιβή
Δήμοι, Δικηγορική αμοιβή, Δημαρχιακή επιτροπή.
0
Αριθμός 2108/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Ασπασία Καρέλλου και Απόστολο Παπαγεωργίου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 23η Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΥ ΧΩΡΩΝ" (πρώην ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΙ ΑΕΕ) με διακριτικό τίτλο "ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΑΕ", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στον Πειραιά και παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Χαράλαμπου Ζησιμάτου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Λ. (L.) Β. (V.) του Χ. (H.), 2) Ί. (I.) Δ. (D.) του Μ. (B.), κατοίκων ..., 3) Α. Κ. του Ε., κατοίκου ..., 4) Μ. (M.) Λ. (L.) του Μ. (M.), κατοίκου ... και 5) Σ. Σ. του Α., κατοίκου ..., εκ των οποίων παραστάθηκαν οι 1η, 3η, 4η, 5η δια και η 2η μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου Ιωάννη Γρετσίστα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-12-2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την 22-12-2010. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 4668/2011 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1061/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 22-1-2014 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 8-9-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και δήλωσε ότι παραιτείται του δικογράφου ως προς το δεύτερο και τρίτο λόγο αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Και κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, πράγμα που συμβαίνει όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου, που δεν εφαρμόστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο από τους λόγους της αιτήσεως αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι ως άνω αναιρετικές πλημμέλειες, συνιστάμενες στο ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να προβεί στον υπολογισμό της αποζημίωσης, που έπρεπε να καταβληθεί στις ενάγουσες και ήδη αναιρεσίβλητες λόγω απολύσεως και κατόπιν αυτού να κρίνει εάν αυτή ήταν η προσήκουσα και εάν, κατ' επέκταση, η απόλυση μιας εκάστης είχε συντελεσθεί εγκύρως α) εφάρμοσε εσφαλμένα αφ' ενός τη ΔΑ 11/2008, η ισχύς της οποίας είχε λήξει ήδη από 1-8-2008 μετά την πάροδο εξαμήνου από την καταγγελία της (1-2-2008) εκ μέρους του συνδικαλιστικού φορέα των εργαζομένων και αφ' ετέρου την ΔΑ 51/2010, η οποία είχε εκδοθεί (πράξη καταθέσεως 27/23-11-2010) μετά τις προσβαλλόμενες απολύσεις, που είχαν συντελεσθεί εντός των μηνών Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2010, χωρίς να έχει κηρυχθεί, αρμοδίως, υποχρεωτική και β) δέχθηκε με αντιφατική αιτιολογία ότι οι ενάγουσες, αν και εργάζονταν μόνο επί 6 ώρες και 40 λεπτά ημερησίως, παρείχαν την εργασία τους με πλήρη απασχόληση και δικαιούνταν πλήρεις αποδοχές. 2. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το εφετείο, επί των ζητημάτων αυτών, δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι οι ενάγουσες και ήδη αναιρεσίβλητες είχαν προσληφθεί από την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, που διατηρεί οργανωμένη επιχείρηση, στην οποία απασχολεί περί τους 2000 εργαζόμενους και με την οποία αναλαμβάνει, εργολαβικά, τον καθαρισμό δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων, προκειμένου να εργασθούν ως καθαρίστριες με πλήρη απασχόληση. Ότι, κατά την πρόσληψη μιας εκάστης, η εναγομένη είχε ενημερωθεί από αυτήν για την προϋπηρεσία και την οικογενειακή της κατάσταση. Ότι, σύμφωνα με την ατομική σύμβαση εργασίας εκάστης ενάγουσας, αυτή είχε την υποχρέωση να απασχολείται με κυλιόμενο ωράριο, επί 6 ώρες και 40 λεπτά για έξι ημέρες την εβδομάδα (ήτοι, 40 ώρες εβδομαδιαίως). Ότι, σύμφωνα με τις ίδιες συμβάσεις, για τους όρους αμοιβής και εργασίας έπρεπε να έχουν εφαρμογή οι συλλογικές ρυθμίσεις που εκάστοτε ίσχυαν για τους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών (μεταξύ των οποίων και οι καθαρίστριες, που απασχολούνται σε συνεργεία καθαρισμού). Ότι κατά το χρονικό διάστημα των μηνών Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2010, μέσα στο οποίο έλαβε χώρα η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των εναγουσών, επί των αποδοχών τους είχε εφαρμογή η ΔΑ 11/2008, η οποία είχε κηρυχθεί υποχρεωτική από 6-6-2008 (ΥΑ 51871/2440 ΦΕΚ Β' 1448/23-7-2008), σε συνδυασμό με τη ΔΑ 51/2010 (πράξη καταθέσεως 27/23-11-2010). Ότι, τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις των εν λόγω διαιτητικών αποφάσεων, η αποζημίωση, την οποία η εναγομένη κατέβαλε στην καθεμιά από τις ενάγουσες κατά την απόλυσή της, ήταν μικρότερη από την προσήκουσα (στην προσβαλλόμενη απόφαση παρατίθενται οι λεπτομερείς υπολογισμοί και γίνονται οι αναγκαίες συγκρίσεις). Κατόπιν αυτών, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι οι απολύσεις ήσαν άκυρες, λόγω μη καταβολής πλήρους της κατά νόμον αποζημιώσεως. Με την κρίση αυτή, το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς εφάρμοσε τις προσήκουσες διατάξεις και διέλαβε ως προς το ζήτημα που εξετάζεται επαρκή αιτιολογία. Ειδικότερα, είναι μεν αληθές ότι η ισχύς της ΔΑ 11/2008, είχε λήξει ήδη από 1-8-2008 μετά την πάροδο εξαμήνου από την καταγγελία της (1-2-2008) εκ μέρους της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος (ΟΙΥΕ), αλλά στις διατάξεις αυτής παρέπεμπε ρητώς η ΔΑ 51/2010, η οποία είχε εφαρμογή εν προκειμένω, διότι οι μεν ενάγουσες ήσαν μέλη συνδικαλιστικής οργάνωσης που μετείχε στην ΟΙΥΕ, η δε εναγομένη, ανεξάρτητα προς το αν ήταν μέλος αντίστοιχης οργάνωσης που εκπροσωπούσε τους εργοδότες, είχε δεσμευθεί συμβατικά να εφαρμόζει τις συλλογικές ρυθμίσεις για τους εργαζομένους στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, όπως δέχθηκε ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας. Και ναι μεν η ΔΑ 51/2010 είχε εκδοθεί μετά τις απολύσεις των εναγουσών, με ρητό όρο αυτής, όμως, είχε αναδρομική εφαρμογή από την 1-1-2010. Τέλος, ως προς τον ημερήσιο χρόνο εργασίας, δεν ανατρέπεται η παραδοχή ότι οι ενάγουσες είχαν προσληφθεί για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με πλήρη απασχόληση, ήτοι με εργασία 40 ωρών την εβδομάδα για την οποία οφείλονται πλήρεις οι νόμιμες αποδοχές, από την ετέρα παραδοχή ότι η εργασία αυτή είχε συμφωνηθεί να παρέχεται με κυλιόμενο πρόγραμμα επί έξι ημέρες την εβδομάδα, το οποίο έδινε ημερήσια απασχόληση (40/6=) 6 ώρες και 40 λεπτά. Επομένως, ο εξεταζόμενος πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, καθ' ο μέρος δεν πλήττει απαραδέκτως τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας (ΚΠολΔ 561 παρ.1), είναι αβάσιμος. 3. Επειδή, κατά το άρθρο 5 παρ.3 εδ. α' του ν. 3198/1955, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και των άρθρων 1 και 3 του ν. 2112/1920 και 669 ΑΚ, θεωρείται έγκυρη εφ' όσον καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση (πέραν της τηρήσεως του εγγράφου τύπου και της προηγουμένης καταχωρήσεως της απασχόλησης στα μισθολόγια, που τηρούνται για το ΙΚΑ ή της ασφάλισης του απολυόμενου, κατά το ν. 2556/1997). Η μη καταβολή πλήρους της κατά νόμον αποζημιώσεως παρέχει στον εργαζόμενο το δικαίωμα είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και, εμμένοντας στη σύμβαση, να αξιώσει μισθούς υπερημερίας είτε να ζητήσει την καταβολή ή τη συμπλήρωση της αποζημίωσης, παραιτούμενος από το δικαίωμα προβολής της ακυρότητας της καταγγελίας. Η παραίτηση μπορεί να είναι είτε ρητή είτε σιωπηρή, συναγόμενη, συμπερασματικά, από συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις του δικαιούχου, που υποδηλώνουν χωρίς αμφιβολία τη βούλησή του να αποδεχθεί τις συνέπειες της καταγγελίας. Τέτοια βούληση συνάγεται και από την άσκηση του δικαιώματος για καταβολή ή συμπλήρωση της αποζημίωσης. Προκειμένου, όμως, να συναχθεί σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα προβολής της ακυρότητας της καταγγελίας, η άσκηση του δικαιώματος για καταβολή ή συμπλήρωση της αποζημίωσης πρέπει να έχει προηγηθεί. 4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο από τους λόγους της αιτήσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, συνιστάμενη στο ότι το δικαστήριο της ουσίας με ανεπαρκή αιτιολογία απέρριψε ως αβάσιμο τον καταλυτικό ισχυρισμό της εναγομένης περί του ότι οι ενάγουσες, πλην της δεύτερης από αυτές, είχαν παραιτηθεί, σιωπηρώς, από το δικαίωμα να προβάλουν ακυρότητα της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της καθεμιάς, με την παράλληλη άσκηση άλλων αγωγών, δια των οποίων, μεταξύ άλλων αξιώσεων, διεκδικούν και τη συμπλήρωση της καταβληθείσας αποζημίωσης απολύσεως, η οποία προϋποθέτει αποδοχή της γενομένης καταγγελίας ως ισχυρής. Κατά την ουσιαστική έρευνα του ισχυρισμού αυτού, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το εφετείο δέχθηκε ότι από την άσκηση των άλλων αγωγών, στις οποίες οι ενάγουσες, κατά περίπτωση, ομοδικούν με άλλους εργαζόμενους και προβάλλουν πλείονες αξιώσεις, δεν μπορεί να συναχθεί σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα προβολής της ακυρότητας της καταγγελίας λόγω καταβολής ελλιπούς αποζημιώσεως, διότι αυτό, με την ένδικη αγωγή, είχε ασκηθεί σε χρόνο (23-12-2010) προηγούμενο από το χρόνο (30-12-2010) άσκησης της αξίωσης για συμπλήρωση της αποζημιώσεως. Η αιτιολογία αυτή, αν και συνοπτική, είναι πλήρης, διότι από το περιεχόμενό της διαφαίνεται εναργώς ότι το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι, εφ' όσον δεν είχε επακολουθήσει ρητή παραίτηση από το ασκηθέν δικαίωμα αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, δεν ήταν δυνατό να συναχθεί σιωπηρή παραίτηση από αυτό με την άσκηση και μόνο της αξίωσης για συμπλήρωση της αποζημίωσης, εφ' όσον ήταν ενδεχόμενο είτε να ματαιωθεί η συζήτηση των νέων αγωγών είτε, κατ' αυτή, να παραιτηθούν οι ενάγουσες από το αίτημα συμπλήρωσης της αποζημίωσης. Επομένως, ο εξεταζόμενος τέταρτος από τους λόγους της αιτήσεως είναι αβάσιμος. 5. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, διότι η αναιρεσείουσα παραιτήθηκε από το δεύτερο και τρίτο λόγο του δικογράφου, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση. Η αναιρεσείουσα, που ηττάται, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 22-1-2014 αίτηση περί αναιρέσεως της 1061/ 2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 11η Νοεμβρίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 21η Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναγνώριση ακυρότητας καταγγελίας σε βάρος καθαριστριών, λόγω καταβολής ελλιπούς αποζημιώσεως. Εφαρμογή διατάξεων διαιτητικών αποφάσεων για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών (ΟΙΥΕ - Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδος). Σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα προβολής της ακυρότητας δεν είναι δυνατό να συναχθεί από μεταγενέστερη άσκηση αγωγής για συμπλήρωση της αποζημίωσης. Αναιρετικοί λόγοι 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ αβάσιμοι. Απορρίπτει αίτηση.
Καταγγελία σχέσης εργασίας
Αποδοχές μισθωτού, Αποζημίωση, Καταγγελία σχέσης εργασίας.
0
Αριθμός 2099/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ανδρέα Δουλγεράκη, κωλυομένου του Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου Νικόλαο Λεοντή, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα, Χρήστο Βρυνιώτη, και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Δέσποινας Χατζηκυριάκου του Παντελή, δικηγόρου Θεσσαλονίκης η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της ιδιότητός της ως δικηγόρος και κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων:1. Χ. Χ. του Χ., 2. Της με επωνυμία "Χ. Χ. -Μ. Χ. Ο.Ε." εργολαβικής εταιρείας, η οποία εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα, 3. Χ. Χ. του Χ., κατοίκου…, ως ομόρρυθμου μέλους της με επωνυμία "Χ. Χ. -Μ. Χ. Ο.Ε." και ήδη "Χ. Χ. -Γ. Χ. Ο.Ε.", 4. Μ. Χ. του Γ., ως ομόρρυθμου μέλους της υπό την επωνυμία "Χ. Χ. -Μ. Χ. Ο.Ε." και ήδη "Χ. Χ. -Γ. Χ. Ο.Ε.", οι οποίοι ανωτέρω εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Αλεξιάδη, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις. Στο σημείο αυτό της δίκης, το ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ", εκπροσωπούμενο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αναστάσιο Ταρπινίδη, ο οποίος αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο ζήτησε και έκανε προφορική παρέμβαση υπέρ της αναιρεσείουσας. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-7-2008 και αρ. καταθ. 33330/4-8-2008 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 22305/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1968/2010 μη οριστική και 1738/2011 οριστική του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 6-12-2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης ανέγνωσε την από 9-10-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Η αναιρεσείουσα ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από την προσκομιζόμενη, με αριθμό ..., έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσ/νίκης, Δ. Μ., προκύπτει ότι, με επιμέλεια της αναιρεσείουσας, που επισπεύδει τη συζήτηση, κεκυρωμένο αντίγραφο της κρινομένης, από 6-12-2011, αίτησης αναίρεσης και της κλήσης προς εμφάνιση και συζήτηση κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, της 21-10-2014, επιδόθηκε, με θυροκόλληση, νόμιμα και εμπρόθεσμα, στον παρεμβάντα ενώπιον του εφετείου ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ (Σ.Ο.Ε.Β.Ε.). Ο τελευταίος όμως, όπως προκύπτει από τα οικεία πρακτικά, δεν εμφανίσθηκε, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατά το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από την σειρά του πινακίου. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση, παρά την απουσία του. Κατά τη διάταξη του άρθρου 669 παρ.2 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και επί αναίρεσης (άρθρο 675Α ΚΠολΔ) "Αναγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων ή εργοδοτών, αναγνωρισμένες ενώσεις τους ή επιμελητήρια, έχουν το δικαίωμα "να παρέμβουν υπέρ διαδίκου, εφόσον είναι μέλος τους ή μέλος κάποιας από τις οργανώσεις που αποτελούν την ένωση". Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 81 ΚΠολΔ, η κύρια και η πρόσθετη παρέμβαση, ανεξάρτητα από το αν γίνεται εκούσια ή ύστερα από προσεπίκληση ή ανακοίνωση, ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους. Στην προκειμένη περίπτωση ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, άσκησε πρόσθετη παρέμβαση. Επομένως η κρινόμενη παρέμβαση δεν ασκήθηκε παραδεκτά και πρέπει να απορριφθεί. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 160 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 του Ν. 723/2977, για τον έλεγχο τίτλων ιδιοκτησίας ακινήτου και τη σύνταξη σχετικής έκθεσης, εάν επακολουθήσει η κατά το επόμενο άρθρο 161 σύνταξη από το δικηγόρο εγγράφου ή σχεδίου, η οφειλόμενη σε αυτόν αμοιβή ορίζεται σε 1 1/2 % επί της αξίας του ακινήτου. Στην αμοιβή αυτή περιλαμβάνεται και εκείνη που προβλέπεται από το άρθρο 161 του ίδιου Κώδικα. Εάν δεν επακολουθήσει σύνταξη εγγράφου ή σχεδίου, η οφειλόμενη στο δικηγόρο αμοιβή ορίζεται στο 1/3 της ανωτέρω οριζόμενης. Κατά δε το άρθρο 164 παρ. 1 του ίδιου κώδικα για την έρευνα στα βιβλία μεταγραφών, υποθηκών ή κατασχέσεων προς διαπίστωση της ακίνητης περιουσίας προσώπου και των βαρών αυτής το ελάχιστο όριο της αμοιβής είναι συνολικά δραχμές 60. Εάν όμως η εργασία αυτή είναι συναφής με τον έλεγχο τίτλων ή σύνταξη εγγράφου, ουδεμία οφείλεται αμοιβή. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει, ότι προβλέπονται αμοιβές για δύο διαφορετικές δικηγορικές πράξεις, ήτοι α) για απλή έρευνα στα βιβλία μεταγραφών, υποθηκών, κατασχέσεων και διεκδικήσεων προς διαπίστωση ότι κάποιο πρόσωπο φέρεται ως ιδιοκτήτης συγκεκριμένου ακινήτου και εάν αυτό έχει ή όχι βάρη. Η έρευνα αυτή είναι απλή και δεν απαιτεί χρόνο και ειδικές επιστημονικές γνώσεις και η αμοιβή για την εργασία αυτή είναι μικρή και ορίζεται στο πάγιο ποσό των 60 δρχ, και β) για τον έλεγχο των πάσης φύσεως τίτλων και όχι μόνο την έρευνα των βιβλίων μεταγραφών, δηλαδή και των μη μεταγεγραμμένων δικαστικών αποφάσεων, ιδιωτικών εγγράφων κλπ, και τη βάσει της μελέτης αυτών διατύπωση υπεύθυνης γνώμης, ότι το πρόσωπο έχει δικαίωμα ιδιοκτησίας επί συγκεκριμένου ακινήτου και θα είναι έγκυρη η διάθεση αυτού. Η εργασία αυτή είναι επίπονη, χρονοβόρα και απαιτεί ειδικές επιστημονικές γνώσεις, γι' αυτό και η δικηγορική αμοιβή ορίζεται σε μεγαλύτερο ποσό, ανάλογο με την αξία του ακινήτου, για τη λήψη δε της αμοιβής αυτής δεν απαιτείται η σύνταξη από το δικηγόρο έκθεσης για το γενόμενο τίτλο ιδιοκτησίας. Ακόμη, ως σύνταξη σχεδίου της υπό κατάρτιση δικαιοπραξίας, θεωρείται η, από το δικηγόρο, μελέτη και επεξεργασία των στοιχείων και η τελική διαμόρφωση του σχεδίου της σύμβασης, προκειμένου αυτή να αποτελεί έργο του. Συνεπώς, δεν αποτελεί σύνταξη σχεδίου τέτοιας δικαιοπραξίας η τελική διαμόρφωση από το δικηγόρο, κατά τα επουσιώδη μέρη του, του τεθέντος υπόψη του και συνταγέντος από το συμβολαιογράφο έτοιμου σχεδίου της δικαιοπραξίας, είτε με την ολοκληρωτική αντιγραφή του σχεδίου, είτε με την αντιγραφή κατά το μεγαλύτερο μέρος του των ουσιωδών στοιχείων της δικαιοπραξίας. Εξάλλου, η μικτή σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ εργολάβου και κυρίου του οικοπέδου με την οποία ο πρώτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να ανεγείρει με δαπάνες του πολυώροφη οικοδομή σε οικόπεδο του δευτέρου, από την οποία ορισμένα διαμερίσματα θα µεταβιβάσει κατ' αποκλειστική κυριότητα σ' αυτόν (οικοπεδούχο), που υποχρεούται αντιστοίχως να µεταβιβάσει στον εργολάβο ορισµένο ποσοστό του οικοπέδου, φέρει το χαρακτήρα της σύμβασης έργου, εφόσον οι συµβαλλόµενοι απέβλεψαν στην κατασκευή των ανωτέρω διαµερισµάτων από τον εργολάβο, την αµοιβή του οποίου αποτελεί η µεταβίβαση σ' αυτόν ποσοστού του οικοπέδου. Εποµένως, ο δικηγόρος, ο οποίος, κατ' εντολή του εργολάβου, προέβη στην εξέλεγξη των τίτλων ιδιοκτησίας του κυρίου του οικοπέδου και διαβεβαίωσε τον εργολάβο ότι µπορεί να προχωρήσει στην ανοικοδόμηση του οικοπέδου, δικαιούται την αµοιβή που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 160 του Κώδικα Δικηγόρων, η οποία υπολογίζεται επί της αξίας των διαµερισµάτων, που περιέρχονται στον εργολάβο ως εργολαβικό αντάλλαγµα. Ως αξία του ακινήτου, επί της οποίας υπολογίζεται το ανωτέρω ποσοστό της δικηγορικής αµοιβής, κατά τη διάταξη του άρθρου 160 του κώδικα περί Δικηγόρων, νοείται, προφανώς, η αγοραία και όχι η "αντικειμενική" αξία, η οποία προκύπτει από τον αντικειµενικό τρόπο καθορισµού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων που μεταβιβάζονται με αντάλλαγμα ή αιτία θανάτου, δωρεάς και γονικής παροχής. Με το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού, που θεσπίσθηκε με το άρθ.41 του Ν.1249/1982, επιβάλλεται απλώς στον φορολογούμενο η υποχρέωση να αναγράψει στην οικεία φορολογική δήλωση την "αντικειμενική αξία" του ακινήτου, όπως αυτή διαμορφώνεται τελικά από τις προκαθορισμένες τιμές εκκίνησης και τους συντελεστές αυξομείωσης της, με βάση την οποία βεβαιώνεται ο φόρος που αναλογεί (παρ. 6 του άρθρου 41 του άρθ. 14 του Ν. 1473/1984). Επομένως, ο νομοθέτης, με τη θέσπιση του αντικειμενικού τρόπου καθορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων, απέβλεψε μόνο σε φορολογικούς σκοπούς και δεν επεδίωξε την τροποποίηση του άρθρου 160 του Κώδικα περί Δικηγόρων ή οποιασδήποτε άλλης διάταξης, που αναφέρεται στην αξία των ακινήτων, με γενική καθιέρωση της έννοιας της "αντικειμενικής αξίας", αντί της αγοραίας (πραγματικής) αξίας, πολύ περισσότερο μάλιστα αφού είναι κοινώς γνωστό ότι η τελευταία αυτή αξία είναι, σχεδόν πάντοτε, μεγαλύτερη από την "αντικειμενική". Στην προκειµένη περίπτωση, το εφετείο δέχθηκε, ανελέγκτως, τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά : O πρώτος εναγόμενος ασκεί το επάγγελμα του εργολάβου οικοδομών τόσο ατομικά όσο και ως μέλος της δεύτερης εναγόμενης ομόρρυθμης εργολαβικής - κατασκευαστικής εταιρίας, της οποίας μέλος είναι επίσης και ο τέταρτος εναγόμενος. Η ενάγoυσα είναι δικηγόρος Θεσσαλονίκης και πρώτη εξαδέλφη του πρώτου εναγομένου. Από την έναρξη της ως άνω επαγγελματικής του δραστηριότητας ο πρώτος εναγόμενος ανέθεσε στην ενάγουσα προφορικά την εντολή χειρισμού των νομικών του υποθέσεων, κυρίως επαγγελματικών αλλά και προσωπικών, μετά δε τη σύσταση της δεύτερης εναγομένης εταιρίας η ενάγουσα ανέλαβε δυνάμει αντίστοιχης προφορικής σύμβασης εντολής, συναφθείσας μεταξύ αυτής και του πρώτου εναγομένου, ως εκπροσώπου της εταιρίας, το χειρισμό και των δικών της, σχετιζόμενων με την ανωτέρω επιχειρηματική της δραστηριότητα, υποθέσεων. Κατά το περιεχόμενο των συμβάσεων αυτών το κύριο αντικείµενο απασχόλησης της ενάγουσας αφορούσε τον έλεγχο των τίτλων ιδιοκτησίας των ακινήτων που επρόκειτο να ανοικοδομηθούν από τους πρώτο και δεύτερη των εναγοµένων και η παροχή σε αυτούς υπεύθυνης γνώµης εκ µέρους της σχετικά µε το δικαίωµα ιδιοκτησίας των οικοπεδούχων, ώστε να επακολουθήσει η υπογραφή της αντίστοιχης εργολαβικής σύµβασης (εργολαβικού προσυμφώνου) και κατόπιν αυτής η ανέγερση της οικοδοµής και η υπογραφή των οριστικών συµβολαίων µεταβίβασης των διαιρετών ιδιοκτησιών. Σε εκτέλεση των ως άνω εντολών η ενάγουσα, µεταξύ άλλων ενεργειών προς διεκπεραίωση υποθέσεων του πρώτου κυρίως αλλά και της δεύτερης των εναγοµένων, προέβη κατά τα έτη 2000-2007 στην προετοιµασία της υπογραφής των ..., ...,..., ... και ... εργολαβικών συµβάσεων της συµβ/φου Θεσσαλονίκης Όλγας Καρανίκα-Βαϊνά, στις οποίες συµβαλλόµενοι εργολάβοι ήταν στις ..., 4.910/2004 και ... συµβάσεις η δεύτερη εναγοµένη και στις ... και ... ο πρώτος εναγόµενος. Ειδικότερα: Α) µε το ... προσύμφωνο µεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικό συμβόλαιο της συµβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Όλγας Καρανίκα - Βαϊνά η δεύτερη των εναγομένων ανέλαβε να ανοικοδομήσει µε δικές της δαπάνες και φροντίδες σε ένα οικόπεδο εμβαδού 1.533 τ.µ., συνιδιοκτησίας των Μ. Ο., Ε. Ο., Δ. συζ. Α. Κ., Γ. Κ., Ι. Κ., Ε. Κ. και Α. Ο., κείμενο στο συνοικισµό Μετεώρων του Δήµου Πολίχνης Θεσσαλονίκης, συγκρότηµα από πέντε κτίρια, ονοµαζόµενα κτίριο Α, κτίριο Β, κτίριο Γ, κτίριο Δ και κτίριο Ε. Σύµφωνα µε τους όρους του εργολαβικού το κτίριο Α θα αποτελούνταν από τέσσερις διώροφες κατοικίες µε υπόγειο η κάθε µία, το κτίριο Β από τρεις διώροφες κατοικίες (μεζονέτες) µε υπόγειο η κάθε µία, το κτίριο Γ θα αποτελούνταν από δύο διώροφες κατοικίες µε υπόγειο η κάθε µία, εφαπτόμενες µεταξύ τους το κτίριο Δ από δύο ισόγεια, καταστήµατα µε υπόγειο και έναν όροφο πάνω από τα καταστήµατα και το κτίριο Ε από δύο ισόγεια καταστήµατα. Σε αντάλλαγµα της υποχρέωσης της εναγοµένης οι οικοπεδούχοι ανέλαβαν την υποχρέωση να µεταβιβάσουν σ' αυτήν ή σε υπ' αυτής υποδεικνυόμενα τρίτα πρόσωπα ποσοστό 445,94/1000 εξ αδιαιρέτου του άνω οικοπέδου τους, παρακρατώντας για τον εαυτό τους τα υπόλοιπα ποσοστά των 554,06/1000. Β) µε το ... προσύμφωνο µεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικό συµβόλαιο της ίδιας συµβολαιογράφου η εναγοµένη ανέλαβε να ανοικοδομήσει σε ένα οικόπεδο εμβαδού 879,70 τ. µ.συνιδιοκτησίας των Ε. συζ. Γ. Μ., Δ. Ο., Α. Ο. και Μ. Ο., κείμενο στο συνοικισμό Μετεώρων του Δήµου Πολίχνης Θεσσαλονίκης, µία πολυώροφη οικοδοµή, αποτελούμενη από υπόγειο, ισόγειο κατάστηµα, έναν όροφο και τα νόµιµα κτίσµατα του δώµατος. Σύµφωνα µε τους όρους του ως άνω εργολαβικού το υπόγειο της οικοδομής θα περιλάμβανε το λεβητοστάσιο, το κλιμακοστάσιο και ένα αποθηκευτικό χώρο, το ισόγειο θα περιλάμβανε ένα κατάστημα και δύο εισόδους και ο όροφος πάνω από το κατάστημα θα περιλάμβανε τέσσερα διαμερίσματα, οι δε οικοπεδούχοι, σε αντάλλαγμα της υποχρέωσης της εναγομένης, ανέλαβαν την υποχρέωση να µεταβιβάσουν σ' αυτήν ή σε τρίτα υπ' αυτής υποδεικνυόμενα πρόσωπα ποσοστό 370,66/1000 εξ αδιαιρέτου του άνω οικοπέδου τους, παρακρατώντας για τον εαυτό τους τα υπόλοιπα ποσοστά των 629,34/1000. Γ) Με το ... προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικό συµβόλαιο της ίδιας συµβολαιογράφου ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε να ανοικοδομήσει µε δικές του δαπάνες και φροντίδες σε ένα οικόπεδο, εμβαδού 180,12 τμ, συνιδιοκτησίας των Ρ. χήρας Θ. Π., Ι. συζ. Μ. Π., Α. συζ. Δ. Θ. και Α. Π. του Θ., κείμενο στην κτηματική περιοχή του Δήμου Πολίχνης Θεσσαλονίκης, μία πολυώροφη οικοδομή, που θα αποτελούνταν από υπόγειο, το οποίο θα περιλάμβανε το μηχανοστάσιο, το λεβητοστάσιο, και αποθηκευτικό χώρο, πυλωτή, τέσσερις κυρίους ορόφους και τα νόμιμα κτίσματα του δώματος. Σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες του άνω εργολαβικού οι οικοπεδούχοι, σε αντάλλαγμα της υποχρέωσης του πρώτου εναγομένου, ανέλαβαν την υποχρέωση να μεταβιβάσουν σ' αυτόν ή σε τρίτα υπ' αυτού υποδεικνυόμενα πρόσωπα ποσοστό 495/1000 εξ αδιαιρέτου του άνω οικοπέδου τους, παρακρατώντας για τον εαυτό τους τα υπόλοιπα ποσοστά των 505/1000. Δ)με το ... προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικό συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου η δεύτερη εναγομένη ανέλαβε να ανοικοδομήσει σε ένα οικόπεδο εμβαδού 908,90 τ.μ., συνιδιοκτησίας των Ζ. Σ., Ε. Ρ., Δ. Μ., Κ. Π., Ι. Σ. και Θ. Κ., κείμενο στο συνοικισµό Μετεώρων του Δήµου Πολίχνης Θεσσαλονίκης, δύο πολυώροφες οικοδομές, ονοµαζόµενες οικοδοµή ή κτίριο Α και οικοδοµή ή κτίριο Β. Σύµφωνα µε τους όρους του άνω εργολαβικού η οικοδοµή Α θα αποτελούνταν από υπόγειο, πυλωτή, έξι ορόφους πάνω από την πυλωτή και τα νόµιµα κτίσµατα του δώµατος, η δε οικοδοµή Β από υπόγειο, πυλωτή, πέντε ορόφους πάνω από την πυλωτή και τα νόµιµα κτίσµατα του δώµατος. Σε αντάλλαγµα της υποχρέωσης της δεύτερης εναγοµένης οι οικοπεδούχοι ανέλαβαν την υποχρέωση να μεταβιβάσουν σ' αυτήν ή σε τρίτα υπ' αυτής υποδεικνυόμενα πρόσωπα ποσοστό 553,04/1000 εξ αδιαιρέτου του άνω οικοπέδου τους παρακρατώντας για τον εαυτό τους τα υπόλοιπα ποσοστά των 446,96/1000. Ε) µε το ... προσύμφωνο µεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικό συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε να ανοικοδομήσει σε ένα οικόπεδο, εμβαδού 264,17 τ.μ., συνιδιοκτησίας των Π. Τ., Σ. Π. και Ι. Δ., κείμενο στο Δήμο Νεάπολης Θεσσαλονίκης, μία πολυώροφη οικοδομή, που θα αποτελούνταν από υπόγειο, το οποίο περιλάμβανε το λεβητοστάσιο, το μηχανοστάσιο, το κλιμακοστάσιο και τρεις αποθηκευτικούς χώρους και χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων, ισόγειο πέντε κυρίους ορόφους και τα νόμιμα κτίσματα του δώματος. Σύμφωνα με τους όρους του άνω εργολαβικού οι οικοπεδούχοι, σε αντάλλαγμα της υποχρέωσης του πρώτου εναγομένου, ανέλαβαν την υποχρέωση να μεταβιβάσουν σ' αυτόν ή σε τρίτα υπ' αυτού υποδεικνυόμενα πρόσωπα ποσοστό 460,97/1000 εξ αδιαιρέτου του άνω οικοπέδου τους, παρακρατώντας για τον εαυτό τους τα υπόλοιπα ποσοστά των 539,03/1000. Για τις ενέργειες στις οποίες προέβη η ενάγουσα για την υπογραφή των εν λόγω εργολαβικών συμβάσεων δεν έλαβε κάποια αμοιβή, λόγω δε των σχετικών, ιδίως από τα τέλη του έτους 2007,οχλήσεων της προς τους εναγομένους, οι τελευταίοι διέκοψαν στις αρχές Μαΐου τη συνεργασία τους. Κατόπιν αυτού η ενάγουσα, με την από 15.5.2008 εξώδικη δήλωση, πρόσκληση και διαμαρτυρία κάλεσε τους εναγομένους να προσέλθουν την 20.5.2008 στο γραφείο της και να τακτοποιήσουν τις υφιστάμενες εκκρεμείς οικονομικές τους οφειλές και να παραλάβουν τους φακέλους των υποθέσεων τους. Ο πρώτος και η δεύτερη απάντησαν στην ενάγουσα με την από 23.5.2008 εξώδικη δήλωση, με την οποία αρνούνταν ότι της οφείλουν οποιοδήποτε ποσό από τη μεταξύ τους συνεργασία, στη συνέχεια δε καταλόγιζαν στην ενάγουσα ότι δεν ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις της και δήλωναν ότι θα αναγκαστούν να διακόψουν τη μεταξύ τους συνεργασία, αν αυτή δεν προσέλθει την 29.5.2008 στο συμβολαιογραφείο της παραπάνω συμβολαιογράφου για την υπογραφή ενός συμβολαίου. Η ενάγουσα, με την από 27.5.2008 εξώδικη δήλωση, κάλεσε τους εναγομένους να τακτοποιήσουν άμεσα τις εκκρεμείς οικονομικές οφειλές τους, δήλωνε δε ότι δεν πρόκειται να παραστεί στο συμβόλαιο πώλησης για το οποίο την καλούσαν εάν δεν τακτοποιήσουν προηγουμένως τις οφειλές τους και γενικότερα ότι δεν είναι διατεθειμένη να ξαναρχίσει τη συνεργασία μαζί τους εφόσον υφίστανται οικονομικές οφειλές τους. Οι εναγόμενοι δεν απάντησαν στη νέα αυτή εξώδικο της ενάγουσας και η τελευταία προέβη στην άσκηση της ένδικης αγωγής της. Η προετοιμασία της κατάρτισης των εργολαβικών συμβάσεων περιλάμβανε την έρευνα στα Υποθηκοφυλακεία των τίτλων ιδιοκτησίας των οικοπεδούχων, προς διακρίβωση των δικαιωμάτων τους επί των ακινήτων και της ύπαρξης τυχόν βαρών, τη σύνταξη της σχετικής έκθεσης και σε κάθε περίπτωση την παροχή διαβεβαίωσης για τα στοιχεία αυτά στον εκ των εναγομένων συμβαλλόμενο κάθε φορά ως εργολάβο, προκειμένου να προχωρήσει στην κατάρτιση της σύμβασης. Από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι η ενάγουσα συνέταξε σε οποιαδήποτε από τις επίδικες περιπτώσεις το σχέδιο της υπογραφείσας εργολαβικής σύμβασης, το οποίο και για τις πέντε συμβάσεις είχε συνταχθεί από την προαναφερόμενη συμβολαιογράφο, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των συμβαλλομένων, μεταξύ των οποίων η ενάγουσα, για λογαριασμό των εναγομένων εργολάβων, επέφεραν απλώς τροποποιήσεις σε όποια σημεία υπήρχαν διαφωνίες. Η αμοιβή της ενάγουσας είχε γενικώς συμφωνηθεί εξαρχής μεταξύ αυτής και των ως άνω εντολέων της, ότι θα καταβάλλεται, κατ' αποκοπήν, ιδιαιτέρως δηλαδή για κάθε επί μέρους ενέργεια, από δε τη συμφωνία αυτή δεν εξαιρούνταν οι ανωτέρω ενέργειες που αφορούσαν την προετοιμασία υπογραφής των εργολαβικών συμβάσεων για τις οποίες ομοίως συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα θα ελάμβανε ως αμοιβή την προβλεπόμενη για αυτές άπό τον Κώδικα Δικηγόρων. Εφόσον η ενάγουσα, κατ' εντολή των εναγομένων, προέβη στην εξέλεγξη των τίτλων ιδιοκτησίας των κυρίων των άνω οικοπέδων και τους διαβεβαίωσε ότι μπορούν να προχωρήσουν στην ανοικοδόμηση των οικοπέδων, δικαιούται την αμοιβή που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 160 εδ. γ' του Κώδικα Δικηγόρων και δη το 1/3 της αμοιβής του εδ. α' του ίδιου άρθρου του Κώδικα Δικηγόρων, που ανέρχεται στο 1,5% επί του ποσού της αξίας του εργολαβικού ανταλλάγματος, καθόσον η ενάγουσα δεν προέβη και στη σύνταξη του σχεδίου των άνω εργολαβικών συμβάσεων. Τα ακίνητα που έλαβαν ως εργολαβικά ανταλλάγματα οι πρώτος και δεύτερη των εναγοµένων είναι τα ακόλουθα, µε τη σημείωση ότι στο συνολικό εµβαδό κάθε ακινήτου δεν συνυπολογίζεται η έκταση των ηµιυπαιθρίων χώρων : Α) Με βάση το ... εργολαβικό συµβόλαιο η δεύτερη εναγοµένη έλαβε α: 1) από το κτίριο Α τρεις διώροφες κατοικίες µε υπόγειο η κάθε µία και συγκεκριµένα: α) τη Μ1 διώροφη κατοικία-μεζονέτα, αποτελούμενη από υπόγειο ενιαίο αποθηκευτικό χώρο εμβαδού 51,27 τ.µ., από ισόγειο-ανώγειο όροφο εµβαδού 38,61 τ. μ. που αποτελείται από σαλόνι, κουζίνα, W.C, και από πρώτο όροφο εµβαδού 45,69 τ.µ. που αποτελείται από τρία δωµάτια, χωλ, αποθήκη και λουτρό- αποχωρητήριο. Στην κατοικία αυτή, συνολικού εµβαδού 133,57 τ.µ., αντιστοιχεί ποσοστό 55/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόχρηστους χώρους, υφίσταται δε και δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης ως κήπου ενός μέρους του οικοπέδου, εμβαδού 28,72 τ.μ. β) τη Μ2 διώροφη κατοικία-μεζονέτα, αποτελούμενη από υπόγειο ενιαίο αποθηκευτικό χώρο εμβαδού 59,40 τ.μ., από ισόγειο-ανώγειο όροφο εμβαδού 51,40 τ.μ. που αποτελείται από σαλόνι, κουζίνα, W. C, και από πρώτο όροφο εμβαδού 51,57 τ.μ. που αποτελείται από τρία δωμάτια, χωλ, αποθήκη λουτροαποχωρητήριο. Σ' αυτή, συνολικού εμβαδού 162,37 τ.μ., αντιστοιχεί ποσοστό 67,19/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους, υφίσταται δε και δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης ως κήπου ενός μέρους του οικοπέδου, εμβαδού 33,87 τ.μ. γ) τη Μ3 διώροφη κατοικία-μεζονέτα, αποτελούμενη από ενιαίο υπόγειο αποθηκευτικό χώρο εμβαδού 59,40 τ.μ., από ισόγειο- ανώγειο όροφο εμβαδού 51,28 τ.μ. που αποτελείται από σαλόνι, κουζίνα, W.C, και από πρώτο όροφο εμβαδού 51,52 τ.μ. που αποτελείται από τρία δωμάτια, χωλ, αποθήκη και λουτροαποχωρητήριο. Σ' αυτή, εµβαδού συνολικού 162,20 τ.µ., αντιστοιχεί ποσοστό 67,08/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους, υφίσταται δε και δικαίωµα αποκλειστικής χρήσης ως κήπου ενός µέρους του οικοπέδου, εµβαδού 33,29 τ.µ. 2) από το κτίριο Β δύο διώροφες κατοικίες µε υπόγειο η κάθε µία και συγκεκριµένα: α) τη Μ5 διώροφη κατοικία- µεζονέτα, αποτελούμενη από υπόγειο ενιαίο αποθηκευτικό χώρο εµβαδού 59,19 τ.µ., από ισόγειο- ανώγειο όροφο εµβαδού 50,60 τ.µ. που αποτελείται από σαλόνι, κουζίνα, W.C, και από πρώτο όροφο εµβαδού 51,38 τ. µ. που αποτελείται από τρία δωµάτια, χωλ, αποθήκη και λουτροαποχωρητήριο. Σ' αυτή, συνολικού εµβαδού 161,17 τ.µ., αντιστοιχεί ποσοστό 66,54/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, υφίσταται δε και δικαίωµα αποκλειστικής χρήσης ως κήπου ενός µέρους του οικοπέδου, εµβαδού 54,69 τ.µ. β) τη Μ6 διώροφη κατοικία-μεζονέτα, αποτελούμενη από υπόγειο ενιαίο αποθηκευτικό χώρο εµβαδού 56,07 τ.µ., από σαλόνι, κουζίνα, W.C, και πρώτο όροφο εμβαδού 48,87 τ.μ. που αποτελείται από ισόγειο-ανώγειο όροφο εμβαδού 48 τ.μ. που αποτελείται από σαλόνι, κουζίνα, W.C, και από τρία δωμάτια, χωλ, αποθήκη και λουτροαποχωρητήριο. Σ' αυτή, συνολικού εμβαδού 152,94 τ.μ., αντιστοιχεί ποσοστό 63,21/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, υφίσταται δε και δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης ως κήπου ενός μέρους του οικοπέδου, εμβαδού 33,66 τ.μ. και της με στοιχ. 1 θέσης στάθμευσης εμβαδού 11,25 τ.μ. στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου. 3) από το κτίριο Δ δύο ισόγεια καταστήματα με υπόγειο και ένα διαμέρισμα στον όροφο πάνω από τα καταστήματα και συγκεκριμένα: α)το Κ1 κατάστημα, εμβαδού 52,24 τμ., με παρακολούθημα τον Α1 αποθηκευτικό χώρο, εμβαδού 67,49 τμ, που βρίσκεται στο υπόγειο της οικοδομής. Σ' αυτό αντιστοιχεί ποσοστό 37,44/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, β) το Κ2 κατάστημα, εμβαδού 51,21 τ.μ., με παρακολούθημα τον Α2 αποθηκευτικό χώρο, εμβαδού 63,94 τ.μ., που βρίσκεται στο υπόγειο της οικοδομής. Σ' αυτό αντιστοιχεί ποσοστό 33,50/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους και γ) το Δ1 διαμέρισμα του ορόφου πάνω από τα καταστήματα, εμβαδού μικτού 90,57 τ.μ., αποτελούμενο από τρία δωμάτια, σαλοκουζίνα και λουτρό- αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 59,25/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, υφίσταται δε και δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της υπό στοιχ. 4 θέσης στάθμευσης στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου. Β)Με βάση το ... εργολαβικό συμβόλαιο η δεύτερη εναγομένη έλαβε : 1) Στο υπόγειο δύο αποθήκες και συγκεκριμένα: α) την Α1 αποθήκη, εμβαδού 217,95 τ.μ., με ποσοστό εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του συγκροτήματος 27/1000, και β) την Α2 αποθήκη, εμβαδού 105,89 τ.μ., με ποσοστό εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος 13/1000. 2) Στο ισόγειο δύο καταστήµατα και συγκεκριµένα: α) το Κ1 κατάστηµα εµβαδού 233,55 τ.µ., µε ποσοστό 225,22/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος, και β) το Κ2 κατάστηµα, εµβαδού 98,97 τ.µ µε ποσοστό 95,44/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος, µε την αποκλειστική χρήση του αύλειου χώρου µπροστά από το κατάστηµα εµβαδού 23,11 τ.µ. Γ) Με βάση το ... εργολαβικό συµβόλαιο ο πρώτος εναγόµενος έλαβε 1)Στο υπόγειο έξι αποθηκευτικούς χώρους και συγκεκριμένα α)την με στοιχ. 1 αποθήκη, εμβαδού 4,90 τμ, β)την υπό στοιχ.2 αποθήκη, εμβαδού 9,97 τ.μ. 3)την υπό στοιχ.3 αποθήκη, εμβαδού 10,97 τ.μ.4)την υπό στοιχ.4 αποθήκη, εμβαδού 7,63 τ.μ ε) την υπό στοιχ.5 αποθήκη, εμβαδού 6,66 τ.μ και στ) την υπό στοιχ.6 αποθήκη, εμβαδού 6,46 τ.μ. 2) Στον πρώτο όροφο το Δ1 διαμέρισμα, εμβαδού 35,40 τ.μ., αποτελούμενο από ένα δωμάτιο, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 81,76/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος. 3) Στον τρίτο όροφο το Δ1 διαμέρισμα, εμβαδού 89,47 τ.μ., αποτελούμενο από δύο δωμάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 206,62/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος. 4) Στον τέταρτο όροφο το Δ1 διαμέρισμα, εμβαδού 89,47 τ.μ., αποτελούμενο από δύο δωμάτια σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό αποχωρητήριο. Δ)Με βάση το ... εργολαβικό συμβόλαιο η δεύτερη εναγομένη έλαβε : Aπό την οικοδομή Α: 1) στο υπόγειο χώρο μία αποθήκη εμβαδού 150,94 τ.μ., 2) Στην πυλωτή: α) το ΚΓ1 κλειστό γκαράζ, εμβαδού 21,30 τ.µ., β) το ΚΓ2 κλειστό γκαράζ, εμβαδού 25,55 τ.µ., γ) το ΚΓ3 κλειστό γκαράζ, εμβαδού 21,20 τ.µ. 3) στον πρώτο όροφο: α) το Δ1 διαμέρισμα, εμβαδού 59,20 τ.µ., αποτελούμενο από δύο δωμάτια και σαλοκουζίνα, χωλ, λουτρό αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 26,40/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθμευσης. β) το Δ2 διαμέρισμα, εμβαδού 21,58 τ.µ., αποτελούμενο από σαλοκουζίνα και λουτρό- αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 9,62/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος, με δικαίωμα αποκλειστικής xρήσης μιας θέσης στάθμευσης. γ) το Δ3 διαμέρισμα, εμβαδού 37,32 τ.µ., αποτελούμενο από ένα δωμάτιο, σαλοκουζίνα και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό εξ αδιαιρέτου 16,64/1000 στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθμευσης. δ) το Δ4 διαµέρισµά, εµβαδού 58,12 τ.µ., αποτελούµενο από δύο δωµάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 25,92/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος, µε δικαίωµα χρήσης µιας θέσης αποκλειστικής στάθμευσης. 4) στο δεύτερο όροφο: α) Δ1 διαµέρισµά, εµβαδού 59,20 τ.µ., αποτελούµενο από δύο δωµάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό - αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 26,40/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος, µε δικαίωµα αποκλειστικής χρήσης µιας θέσης στάθμευσης. β) το Δ2 διαµέρισµα, εµβαδού 21,58 τ.µ., αποτελούµενο από σαλοκουζίνα και λουτρο αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 9,62/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους του όλου και συγκροτήµατος, µε δικαίωµα αποκλειστικής χρήσης µιας θέσης στάθµευσης. γ) το Δ3 διαµέρισµα, εµβαδού 37,32 τ.µ., αποτελούµενο από ένα δωµάτιο, σαλοκουζίνα και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 16,64/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθμευσης. δ) το Δ4 διαμέρισμα, εμβαδού 58,12τ.μ., αποτελούμενο από δύο δωμάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 25,92/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθμευσης. 5) στον τέταρτο όροφο το Δ2 διαμέρισμα, εμβαδού 87,14 τ.μ., αποτελούμενο από τρία δωμάτια, σαλοκουζίνα, χωλ, και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 38,86/1000, εξ αδιαιρέτου, στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθμευσης. 6) στον πέμπτο όροφο: α) το Δ1 διαμέρισμα, εμβαδού 92,94 τ.μ., αποτελούμενο από τρία δωμάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 41,45/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθμευσης. β) το Δ2 διαμέρισμα, εμβαδού 87,14 τ.μ., αποτελούμενο από τρία δωμάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 38,86/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους xώρoυς του όλου συγκροτήματος, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθμευσης. 7) στον έκτο όροφο: α) το Δ1 διαμέρισμα, εμβαδού 92,94 τ.μ., αποτελούμενο από τρία δωμάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό- αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 41,45/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόκτητους και κοινόχρηστους xώρoυς του όλου συγκροτήματος, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθμευσης. β) το Δ2 διαμέρισμα, εμβαδού 87,14 τ.μ., αποτελούμενο από τρία δωμάτια, σαλοκουζίνα, χωλ, και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 38,86/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους xώρoυς του όλου συγκροτήματος, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθμευσης. Από την οικοδομή Β: 1) στο υπόγειο xώρo μία αποθήκη εμβαδού 126,11 τ.μ., 2) στον πρώτο όροφο: ποσοστό 28,80% του Δ1 διαµερίσµατος, εµβαδού 75,32 τµ., αποτελούµενο από σαλοκουζίνα, δύο δωµάτια, χωλ και λουτρό- αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 33,63/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος, µε δικαίωµα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθµευσης. 3) στον τέταρτο όροφο το Δ1 διαµέρισµα, εµβαδού 78,59 τ.µ., αποτελούµενο από δύο δωµάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό, αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 35,05/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος, µε δικαίωµα αποκλειστικής χρήσης µιας θέσης στάθµευσης στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου. 4) στον πέµπτο όροφο: α) το Δ1 διαµέρισµα, εµβαδού 51,04 τ.µ., αποτελούµενο από ένα δωµάτιο, σαλοκουζίνα και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 22,76/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος. β)το Δ2 διαµέρισµα, εµβαδού 53,60 τ.µ., αποτελούµενο από ένα δωµάτιο, σαλοκουζίνα και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό εξ αδιαιρέτου 23,91/1000 στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος. Ε )Με βάση 6227/2007 εργολαβικό συμβόλαιο ο πρώτος εναγόμενος έλαβε: 1) Στο υπόγειο τρία κλειστά γκαράζ και δη τα Ρ1, Ρ2 και Ρ3 εμβαδού 11,25 τ.μ. 2) Στον πρώτο όροφο ποσοστό 86,87% εξ αδιαιρέτου του Δ1 διαμερίσματος, εμβαδού 60,08 τ.μ., αποτελούμενου από δύο δωμάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 79,79/1000, εξ αδιαιρέτου, στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος, με παρακολούθημα την Α1 υπόγεια αποθήκη, εμβαδού 3,95 τ.μ. 3) Στον τρίτο όροφο: α)το Δ1 διαμέρισμα, εμβαδού 68, 62 τ.μ., αποτελούμενο από δύο δωμάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό-αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 90,75/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος. β)το Δ2 διαµέρισµα, εµβαδού 53,60 τ.µ., αποτελούµενο από δύο δωµάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό- αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 74,97/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος. 4) Στον τέταρτο όροφο: α) το Δ1 διαµέρισµα, εµβαδού 29,81 τ.µ, αποτελούµενο από δύο δωμάτια σαλοκουζίνα, χωλ και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 39,31/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος. β) το Δ2 διαµέρισµα, εµβαδού 53,60 τµ., αποτελούµενο από δύο δωµάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό-αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 86,08/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος. 4) Στον πέµπτο όροφο: α) το Δ1 διαµέρισµα, εµβαδού 29,81 τ.µ., αποτελούµενο από σαλοκουζίνα και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 39,31/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος. β) το Δ2 διαµέρισµα, εµβαδού 35,57 τ.µ., αποτελούµενο από δύο δωμάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό- αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 50,50/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος. Η πραγματική αξία των ανωτέρω ακινήτων κατά το χρόνο υπογραφής των εργολαβικών συµβάσεων, ανεξαρτήτως του αν πωλήθηκαν µεταγενέστερα µε µεγαλύτερο ή µικρότερο τίµηµα ή αν δεν πωλήθηκαν καθόλου, ανερχόταν, µε βάση τη θέση και το είδος του καθενός, στα ακόλουθα ποσά: α) για τα ακίνητα του ... εργολαβικού συµβολαίου στα ποσά των 1.800 ευρώ για τις μεζονέτες, 1.600 ευρώ για τα καταστήµατα, 1.250 ευρώ για τις υπόγειες αποθήκες, 1.700 ευρώ για το διαµέρισµα, β) για τα ακίνητα του 4.910/2004 εργολαβικού συµβολαίου στα ποσά των 1.100 ευρώ για τις υπόγειες αποθήκες και 1.400 ευρώ για τα καταστήματα, γ) για τα ακίνητα του ... εργολαβικού συμβολαίου, στα ποσά των 1.800 ευρώ κατά μέσο όρο για τα διαμερίσματα και 800 ευρώ για τις υπόγειες αποθήκες, δ) για τα ακίνητα του ... εργολαβικού συμβολαίου στα ποσά των 2.200 ευρώ κατά μέσο όρο για τα διαμερίσματα και 1500 ευρώ για τις υπόγειες αποθήκες και τα κλειστά γκαράζ στην πυλωτή και ε) για τα ακίνητα του ... εργολαβικού συμβολαίου στα ποσά των 2.400 κατά μέσο όρο για τα διαμερίσματα και 1.700 για τα υπόγεια κλειστά γκαράζ. Με βάση τις τιμές αυτές η αξία του εργολαβικού ανταλλάγματος από τις παραπάνω συμβάσεις έργου ανερχόταν : Α. Για τη δεύτερη εναγομένη: α) από το ... εργολαβικό: 1) για τις μεζονέτες στο ποσό των 1.390.050 ευρώ, 2) για τα καταστήματα στο ποσό των 165.520 ευρώ, 3)για τις αποθήκες τους στο ποσό των 164.287,50 ευρώ, και 4) για το διαμέρισμα στο ποσό των 153.969 ευρώ, δηλαδή συνολικά στο ποσό των 1.873.826,50 ευρώ. β) από το 4.910/2004 εργολαβικό: 1) για τις υπόγειες αποθήκες στο ποσό των 356.224 ευρώ, και 2) για τα καταστήματα στο ποσό των 465.528 ευρώ, δηλαδή συνολικά στο ποσό των 821.752 ευρώ. γ) από το ... εργολαβικό: 1) για τις αποθήκες και τα κλειστά γκαράζ στο ποσό των 517.650 ευρώ, και 2) για τα διαμερίσματα στο ποσό των (982,97 συνολικά τ .μ. πλην του Δ1 διαμερίσματος του 1ου ορόφου του Κτιρίου Β Χ 2.200 ανά τμ + 47,722,75 ευρώ το ποσοστό 28,80% της συνολικής αξίας του Δ1 διαμερίσματος του 1ου ορόφου του Κτιρίου Β) των 2.210.256,75 ευρώ, δηλαδή συνολικά στο ποσό των 2.727.906,75 ευρώ. Συνολικά η αξία του εργολαβικού ανταλλάγματος της δεύτερης εναγομένης ανέρχεται στο ποσό των 5.423.485,20 ευρώ. Συνεπώς η αμοιβή της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των 27.117,42 ευρώ. Από την αμοιβή αυτή πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 2.500 ευρώ που της κατέβαλε συνολικά η δεύτερη εναγομένη ως μέρος της αμοιβής της για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες της για το πρώτο εργολαβικό, και συνεπώς απομένει υπόλοιπο 24.617,42 ευρώ, το οποίο οφείλει η τελευταία να της καταβάλει. Β) Για τον πρώτο εναγόμενο: α) από το ... εργολαβικό: 1) για τις αποθήκες στο ποσό των 37.272 ευρώ για τις αποθήκες, και 2) για τα διαμερίσματα στο ποσό των 385.812 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 423.084 ευρώ. β)από το ... εργολαβικό: 1) για τα υπόγεια κλειστά γκαράζ στο ποσό των 57.375 ευρώ και 2)για τα διαμερίσματα στο ποσό των (287,65 συνολικά τ.μ. πλην του Δ1 διαμερίσματος του 1ου ορόφου χ 2.400 ευρώ/τ.μ. + 125.129,81 ευρώ το ποσοστό 86,78% της συνολικής αξίας του Δ1 διαμερίσματος του 1ου ορόφου) 815.489,81 ευρώ. Συνολικά η αξία του εργολαβικού ανταλλάγματος του πρώτου εναγομένου ανέρχεται στο ποσό των 1.295.948,80 ευρώ. Συνεπώς η αμοιβή της ενάγουσας για τις ανωτέρω ενέργειές της ανέρχεται στο ποσό των 6.479,74 ευρώ, το οποίο οφείλει να της καταβάλει ατομικά ο πρώτος εναγόμενος. Δέχθηκε ακόμη το Εφετείο, ότι η ενάγουσα, στα πλαίσια της δοθείσας προς αυτήν εντολής από τον πρώτο εναγόμενο, προέβη στη σύνταξη και κατάθεση για λογαριασμό του της 2631/20.2.2007 αγωγής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης κατά των Φ.- Α. Ν., συζ. Α. Μ. και Α. Μ. με αίτημα την ικανοποίηση χρηματικής του απαίτησης εναντίον τους, ποσού 3.090,75 ευρώ και των 50310/13.11.2006 και 40465/14.9.2006 αγωγών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά των ίδιων, ως άνω, προσώπων με αίτημα την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων του εναντίον τους, ποσών 18.735 και 35.216 ευρώ, αντίστοιχα, καθώς και προτάσεων για τις δύο τελευταίες αγωγές. Η αμοιβή της, για τη σύνταξη και κατάθεση των ανωτέρω αγωγών και των προτάσεων, ανέρχεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 1 και 107 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων σε ποσοστό 2% για την αγωγή και 1% για τις προτάσεις υπολογιζόμενα επί του αντικειμένου της κάθε αγωγής. Έτσι η ενάγουσα δικαιούται ως αμοιβή α) για τη σύνταξη της 2631/2007 αγωγής το ποσό των 61,81 ευρώ, β)για τη σύνταξη της 50310/2006 αγωγής και των προτάσεων επ' αυτής το ποσό των 562,05 ευρώ, και γ) για τη σύνταξη της 40465/2006 αγωγής και των προτάσεων επ' αυτής το ποσό των 1.056,48 ευρώ. Επίσης για τις ίδιες υποθέσεις η ενάγουσα δαπάνησε τα εξής ποσά: α) για την 50310/2006 αγωγή το ποσό των 4,87 ευρώ για ένσημα προτάσεων, το ποσό των 74,84 ευρώ για έξοδα γραμματίου προείσπραξης και το ποσό των 105,30 ευρώ για δικαστικό δηλαδή συνολικά το ποσό των 185,01 ευρώ, και β) για την 40465/2006 αγωγή το ποσό των 4,87 ευρώ για ένσημα προτάσεων, το ποσό των 74,84 ευρώ για έξοδα γραμματίου προείσπραξης και το ποσό των 197,92 ευρώ για δικαστικό ένσημο δηλαδή συνολικά το ποσό των 277,63 ευρώ, ενώ δεν προέκυψε ότι υπεβλήθη στα λοιπά επικαλούμενα έξοδα. Με βάση τα παραπάνω ο πρώτος εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα για τις άνω υποθέσεις του το συνολικό ποσό των 2.142,98 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την έφεση των εναγομένων και ήδη αναιρεσίβλητων, δέχθηκε την έφεση της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και στη συνέχεια δέχθηκε, κατά ένα μέρος, την αγωγή και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλλουν σ' αυτήν, εις ολόκληρον καθένας, το ποσό των 24.617,42 ευρώ και επιπλέον τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει και το ποσό των 8.622,64 ευρώ. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, που προαναφέρθηκαν, μεταξύ των οποίων και εκείνες των άρθρων 160 εδ. α,160 εδ.γ,175 παρ. και 178 του Κώδικα Δικηγόρων, διέλαβε δε στην απόφαση του, σαφείς επαρκείς και δίχως αντιφάσεις, αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν επαρκώς το αποδεικτικό πόρισμα του και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της, ως προς την ορθή εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων. Και τούτο διότι, με την παραδοχή ότι "από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι η ενάγουσα συνέταξε σε οποιαδήποτε από τις επίδικες περιπτώσεις το σχέδιο της υπογραφείσας εργολαβικής σύμβασης, το οποίο και για τις πέντε συμβάσεις είχε συνταχθεί από την προαναφερόμενη συμβολαιογράφο, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των συμβαλλομένων, μεταξύ των οποίων η ενάγουσα για λογαριασμό των εναγομένων εργολάβων, επέφεραν απλώς τροποποιήσεις σε όποια σημεία υπήρχαν διαφωνίες", με την οποία, εμμέσως πλήν σαφώς, το Εφετείο, δέχεται ότι η συμμετοχή της αναιρεσείουσας στην κατάρτιση των συμβάσεων αφορά μόνο επουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων, δικαιολογείται, επαρκώς, η μη επιδίκαση της αιτούμενης από την αναιρεσείουσα παραπάνω αμοιβής. Επομένως, οι, περί του αντιθέτου, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, αντίστοιχα, από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 6-12-2011, αίτηση αναίρεσης της 1738/2011 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης και την πρόσθετη παρέμβαση που ασκήθηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου τούτου. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των παραστάντων αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 3 Νοεμβρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 19 Νοεμβρίου 2014. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ως σύνταξη σχεδίου της υπό κατάρτιση δικαιοπραξίας, θεωρείται η από το δικηγόρο μελέτη και επεξεργασία των στοιχείων και η τελική διαμόρφωση του σχεδίου της σύμβασης, προκειμένου αυτή να αποτελεί έργο του. Συνεπώς δεν αποτελεί σύνταξη σχεδίου τέτοιας δικαιοπραξίας η τελική διαμόρφωση από το δικηγόρο, κατά τα επουσιώδη μέρη του, του τεθέντος υπόψη του και συνταγέντος από το συμβολαιογράφο έτοιμου σχεδίου, είτε με την αντιγραφή κατά το μεγαλύτερο μέρος του των ουσιωδών στοιχείων της δικαιοπραξίας.
Δικηγορική αμοιβή
Δικηγορική αμοιβή.
0
Αριθμός 2098/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ανδρέα Δουλγεράκη, κωλυομένου του Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου Νικόλαο Λεοντή, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα, Χρήστο Βρυνιώτη, και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1. Χ. Χ. του Χ., κατοίκου ..., ατομικά και ως ομόρρυθμο μέλος της ομόρρυθμης εταιρείας με επωνυμία "Χ. Χ. - Μ.Χ. Ο.Ε." και ήδη "Χ.Χ -Γ.Χ. Ο.Ε.", 2. Της με επωνυμία "Χ.Χ. -Μ.Χ. Ο.Ε." και ήδη "Χ.Χ. -Γ.Χ. Ο.Ε.", εργολαβικής εταιρείας, η οποία εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα από τους διαχειριστές της, 3. Μ. Χ. του Γ., ως ομόρρυθμο μέλος της υπό την επωνυμία "Χ.Χ. -Μ.Χ. Ο.Ε." και ήδη "Χ.Χ. -Γ.Χ. Ο.Ε.", οι οποίοι ανωτέρω εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Αλεξιάδη, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Δ. Χ. του Π., δικηγόρου ... η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της ιδιότητός της ως δικηγόρος και κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΩΝ: 1. ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ", το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αναστάσιο Ταρπινίδη και κατέθεσε προτάσεις, 2. Του ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ (Σ.Ο.Ε.Β.Ε.) που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-7-2008 και αρ.καταθ.33330/4-8-2008 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:22305/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1968/2010 μη οριστική και 1738/2011 οριστική του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 9-12-2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης ανέγνωσε την από 9-10-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Η αναιρεσίβλητη και ο πληρεξούσιος του 1ου προσθέτως παρεμβαίνοντος ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από την προσκομιζόμενη, με αριθμό ..., έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσ/νίκης,Γ. Δ., που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες,προκύπτει ότι κεκυρωμένο αντίγραφο της κρινομένης, από 9-12-2011, αίτησης αναίρεσης και της κλήσης προς εμφάνιση και συζήτηση κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, της 21-10-2014, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον παρεμβάντα ενώπιον του εφετείου-αναιρεσίβλητο ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΑΣ (Σ.Ο.Ε.Β.Ε.). Ο τελευταίος όμως, όπως προκύπτει από τα οικεία πρακτικά, δεν εμφανίσθηκε, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατά το άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ, κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από την σειρά του πινακίου. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση, παρά την απουσία του. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 KΠολΔ, για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έκρινε ορισμένη ή αόριστη αγωγή, διότι αρκέστηκε στην πρώτη περίπτωση σε λιγότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος και απαίτησε στη δεύτερη περισσότερα. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1,38,39,46,49,63,91 παρ.1 και 92 παρ.1 και 2,92 Α' παρ. 1, 4 και 5,94,156 και 158 του Kώδικα δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), συνάγεται ότι ο δικηγόρος κατά κανόνα είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός, αφού ενεργεί ελεύθερα έναντι του πελάτη του και δεν βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης προς αυτόν. Η σχέση του δε αυτή με τον πελάτη του χαρακτηρίζεται ως αμειβόμενη εντολή, με βάση την οποία δικαιούται να λάβει από τον πελάτη του, πλην της δικαστηριακής ή άλλης δαπάνης, την οποία κατέβαλε εξ ιδίων, αμοιβή για κάθε εργασία, η οποία καθορίζεται με συμφωνία του δικηγόρου και του εντολέα ή του αντιπροσώπου του, σε καμιά όμως περίπτωση δεν μπορεί να είναι μικρότερη των κατωτάτων ορίων που καθορίζονται από τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων. Αν δεν καταρτίστηκε συμφωνία για την αμοιβή, ο δικηγόρος δικαιούται ως αμοιβή τα ελάχιστα όρια αυτής, που ορίζονται από τα άρθρα 98 και επ. του Kώδικα περί Δικηγόρων. Τέλος, για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία ο δικηγόρος ζητεί την επιδίκαση της αμοιβής του για δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες, συναφείς με το δικηγορικό επάγγελμα μετά την εκτέλεση τούτων, αρκεί στο δικόγραφο αυτής να μνημονεύονται: α) η συμφωνία περί εντολής και το ύψος της αµοιβής και β) η εκτέλεση της εντολής αυτής µε την ενέργεια των αναγκαίων για τη διεκπεραίωση της ανατεθείσας υπόθεσης δικαστικών και εξώδικων πράξεων. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της από 31.7.2008 αγωγή της, προκύπτει ότι η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη δικηγόρος εκθέτει σ' αυτήν ότι δυνάμει συμβάσεων εντολής παρείχε στον πρώτο εναγόμενο, ήδη αναιρεσείοντα, ο οποίος είναι εργολάβος οικοδομών και παράλληλα ασκεί το επάγγελμα του εισαγωγέα χημικών αναλώσιμων και εργαλείων ειδών αυτοκινήτων και στη δεύτερη εναγομένη ήδη αναιρεσείουσα, ομόρρυθμη εργολαβική εταιρία, της οποίας ομόρρυθμα μέλη είναι οι πρώτος, και τρίτος των αναιρεσειόντων, τις νομικές συμβουλές και υπηρεσίες της στις υποθέσεις τους, αμειβόμενη πάντοτε, κατ' αποκοπή, για κάθε επί μέρους υπόθεση που της ανέθεταν. Ότι δυνάμει των εντολών αυτών παρείχε τις υπηρεσίες της στους εναγομένους ευδόκιμα και αποδοτικά, απασχολούμενη κυρίως στον έλεγχο των τίτλων των ακινήτων τα οποία επρόκειτο να αγοράσουν για τις ανάγκες της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας ή των οποίων επρόκειτο να αναλάβουν την ανοικοδόμηση δυνάμει συναπτόμενων με τους οικοπεδούχους εργολαβικών συμβάσεων, τη σύνταξη σχεδίων των συμβάσεων αυτών, αλλά και άλλες επαγγελματικές και προσωπικές τους υποθέσεις, δικαστικές και εξώδικες, πλην όμως οι εναγόμενοι, εκμεταλλευόμενοι τη συγγενική της σχέση με τον πρώτο εξ αυτών, απέφευγαν συστηματικά την καταβολή των νομίμων αμοιβών της για τις παρεχόμενες υπηρεσίες της. Ότι, μεταξύ άλλων ενεργειών, σε εκτέλεση των παραπάνω συμβάσεων εντολής, προέβη στον έλεγχο των τίτλων ιδιοκτησίας και τη διαβεβαίωση των εναγομένων ότι μπορούν να προχωρήσουν στην ανοικοδόμηση με το σύστημα της αντιπαροχής των αναφερομένων στην αγωγή πέντε ακινήτων, καθώς επίσης και στη σύνταξη σχεδίου βάσει του οποίου καταρτίστηκαν, στη συνέχεια, οι αντίστοιχες με αριθμούς ... και ..., ..., ... και ... εργολαβικές συμβάσεις της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Όλγας Καρανίκα - Βαϊνά μεταξύ της δεύτερης εναγομένης ως εργολάβου και των οικοπεδούχων οι τρεις πρώτες και μεταξύ του πρώτου εναγομένου ατομικά ως εργολάβου και των οικοπεδούχων οι δύο τελευταίες. Ότι η αµοιβή της για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες της, κατά την κατάρτιση των ανωτέρω εργολαβικών συµβάσεων υπολογιζόμενη, κατ' άρθρα 160 και 161 του Κώδικα Δικηγόρων, βάσει της αξίας των ακινήτων που συνιστούσαν την εργολαβική αµοιβή των πρώτου και δεύτερης των εναγοµένων, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις, όπως αναλυτικά η αµοιβή αυτή εκτίθεται στην αγωγή για κάθε επί µέρους εργολαβική σύµβαση, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 106.568,94 ευρώ όσον αφορά τη δεύτερη εναγοµένη και των 26.396,51 ευρώ, όσον αφορά τον πρώτο. Ότι προέβη ακόμη και στις αναλυτικά αναφερόµενες δικαστικές ενέργειες προς διεκπεραίωση αντίστοιχων υποθέσεων του πρώτου εναγομένου για αμοιβή των οποίων και πραγματοποιηθείσες σχετικά δαπάνες δικαιούται από αυτόν τα αναλυτικά εκτιθέµενα για κάθε επί µέρους ενέργεια ποσά και συνολικά το ποσό των 2.184,24 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθούν η δεύτερη εναγόµενη εντολέας της και τα οµόρρυθµα µέλη αυτής, να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 106.568,94 και επιπλέον ο πρώτος εναγόμενος εντολέας ατομικά και το ποσό των 28.580,75 ευρώ. Με το περιεχόμενο αυτό η ένδικη αγωγή είναι πλήρως ορισµένη, καθόσον η ενάγουσα ρητά επικαλείται, για τη θεµελίωσή της, ότι δυνάµει αντιστοίχων συµβάσεων εντολής παρείχε στον πρώτο εναγόµενο και στη δεύτερη εναγοµένη, τις νοµικές συμβουλές και υπηρεσίες της στις διάφορες υποθέσεις τους, αµειβόµενη πάντοτε κατ' αποκοπή για κάθε επί µέρους υπόθεση που της ανέθεταν και ότι σε εκτέλεση των εντολών αυτών προέβη στις αναλυτικά αναφερόμενες ενέργειες, ζητεί δε να της καταβληθούν τα κατώτερα όρια αμοιβών για κάθε ενέργεια, µε συνέπεια να µην απαιτείται να διαλαμβάνεται σ' αυτήν αφενός µεν το συµφωνηθέν για κάθε επί µέρους εργασία ποσό, αφού η ενάγουσα ζητά τα ελάχιστα όρια αµοιβών, αφετέρου δε επικαλείται ότι η αµοιβή της συµφωνήθηκε να ορίζεται από τον Κώδικα Δικηγόρων. Εποµένως, το εφετείο που με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχθηκε ότι η αγωγή είναι ορισμένη και απέρριψε το σχετικό λόγο της έφεσης των αναιρεσειόντων, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, που προαναφέρθηκαν, διότι δεν αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από όσα προβλέπουν οι διατάξεις αυτές. Έτσι, ο πρώτος λόγος του δικογράφου της αναίρεσης είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώµατος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής καταχρηστική άσκηση του δικαιώµατος υπάρχει όταν από την προηγούµενη συµπεριφορά του δικαιούχου ή την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώµατος έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και την εντιµότητα που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές ή προς τα επιβαλλόµενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, έτσι ώστε η ενάσκηση του δικαιώματος αυτού να προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η µακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόµη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωµα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη µεταγενέστερη άσκηση του, αλλ' απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συµπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οίων και της αδράνειας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώµατος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί µακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται µε τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της πιο πάνω κατάστασης δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάσταχτες συνέπειες για τον οφειλέτη και να θέτει έτσι σε κίνδυνο την οικονοµική υπόσταση της επιχείρησής του, αλλ' αρκεί να έχει δυσµενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του (βλ. Ολ ΑΠ 8/2001).Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, οι εναγόμενοι με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταxωρήθηκε συνοπτικά στα πρακτικά συνεδρίασης του, αλλά και αναλυτικά, με τις κατατεθείσες επί της έδρας προτάσεις τους, προέβαλαν την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας, ισχυριζόμενοι ότι η τελευταία άφησε να περάσει χρονικό διάστημα άνω των 10 ετών για να απαιτήσει τις, κατ' αυτήν, δήθεν αμοιβές της. Με το περιεχόμενο αυτό η παραπάνω ένσταση δεν είναι νόμιμη, αφού μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματός του. Συνεπώς, το Εφετείο, ενώπιον του οποίου επαναφέρθηκε νομότυπα ο ίδιος ισχυρισμός, απορρίπτοντας τον ως μη νόμιμο, δεν παραβίασε την παραπάνω διάταξη και είναι αβάσιμος ο, περί του αντιθέτου, δεύτερος λόγος αναίρεσης. Κατά το άρθρο 671 παρ. ΚΠολΔ "το δικαστήριο δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 Επ ΚΠολΔ λαμβάνει υπόψη του αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Οι μάρτυρες εξετάζονται κατά τη δικάσιμο. Το δικαστήριο μπορεί να ορίσει, κατά τη δικάσιμο, αν το κρίνει αναγκαίο, άλλη ημέρα και ώρα για την εξέταση των μαρτύρων ενώπιόν του, με προφορική ανακοίνωσή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά, χωρίς να απαιτείται κλήση των διαδίκων και των μαρτύρων να εμφανιστούν κατά την εξέταση. Ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη μόνο αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από εικοσιτέσσερις τουλάχιστον ώρες". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι σε υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, οι μαρτυρίες τρίτων δίδονται είτε με εξέταση αυτών ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο, είτε με ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή Συμβολαιογράφου και ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου πριν από εικοσιτέσσερις τουλάχιστον ώρες. Μαρτυρία που δόθηκε με άλλο τρόπο δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, ήτοι ούτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Αυτό ισχύει και για τις δηλώσεις ή βεβαιώσεις τρίτων που αποτελούν μαρτυρίες αυτών, εφόσον έγιναν για να χρησιμοποιηθούν κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως αποδεικτικά μέσα στην ορισμένη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη χωρίς να τηρηθούν οι άνω δικονομικές διατάξεις, έστω και αν τηρήθηκε γι' αυτές ο τόπος του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 (Ολ ΑΠ 8/1987). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόµενοι επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν και ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου τις από 30.9.2008 δηλώσεις των συμβολαιογράφων Θεσσαλονίκης Πανάγιως Γίδαρη και Όλγας Καρανίκα, οι οποίες όµως, δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη, καθόσον, όπως δέχθηκε το εφετείο, δόθηκαν για να χρησιµεύσουν ως αποδεικτικά µέσα ειδικά στη δίκη που ανοίχθηκε µε την ένδικη αγωγή της ενάγουσας, δεδοµένου ότι δόθηκαν µετά την άσκηση και ενόψει της αρχικά ορισθείσης δικασίµου, της 4.11.2008, µε συνέπεια να αποτελούν ανυπόστατα αποδεικτικά µέσα και να µη µπορούν να ληφθούν υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του για τον σχηµατισµό της κρίσης του και τις άνω δηλώσεις. Με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, αληθώς, από τον αριθμό 11(και όχι 8 όπως, εσφαλμένα επικαλούνται) του άρθρου 559 ΚΠολΔ οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια αυτή, διότι δεν έλαβε υπόψη του τις παραπάνω δηλώσεις. Με το να μη λάβει όμως, υπόψη του το ως άνω απαγορευμένο αποδεικτικό μέσο δεν υπέπεσε στη σχετική πλημμέλεια και είναι αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 160 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 του Ν. 723/2977, για τον έλεγχο τίτλων ιδιοκτησίας ακινήτου και τη σύνταξη σχετικής έκθεσης, εάν επακολουθήσει η κατά το επόμενο άρθρο 161 σύνταξη από το δικηγόρο εγγράφου ή σχεδίου, η οφειλόμενη σε αυτόν αμοιβή ορίζεται σε 1 1/2 % επί της αξίας του ακινήτου. Στην αμοιβή αυτή περιλαμβάνεται και εκείνη που προβλέπεται από το άρθρο 161 του ίδιου Κώδικα. Εάν δεν επακολουθήσει σύνταξη εγγράφου ή σχεδίου, η οφειλόμενη στο δικηγόρο αμοιβή ορίζεται στο 1/3 της ανωτέρω οριζόμενης. Κατά δε το άρθρο 164 παρ. 1 του ίδιου κώδικα για την έρευνα στα βιβλία μεταγραφών, υποθηκών ή κατασχέσεων προς διαπίστωση της ακίνητης περιουσίας προσώπου και των βαρών αυτής το ελάχιστο όριο της αμοιβής είναι συνολικά δραχμές 60. Εάν όμως η εργασία αυτή είναι συναφής με τον έλεγχο τίτλων ή σύνταξη εγγράφου, ουδεμία οφείλεται αμοιβή. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι προβλέπονται αμοιβές για δύο διαφορετικές δικηγορικές πράξεις, ήτοι α) για απλή έρευνα στα βιβλία μεταγραφών, υποθηκών, κατασχέσεων και διεκδικήσεων προς διαπίστωση ότι κάποιο πρόσωπο φέρεται ως ιδιοκτήτης συγκεκριμένου ακινήτου και εάν αυτό έχει ή όχι βάρη. Η έρευνα αυτή είναι απλή και δεν απαιτεί χρόνο και ειδικές επιστημονικές γνώσεις και η αμοιβή για την εργασία αυτή είναι μικρή και ορίζεται στο πάγιο ποσό των 60 δρχ, και β)για τον έλεγχο των πάσης φύσεως τίτλων και όχι μόνο την έρευνα των βιβλίων μεταγραφών, δηλαδή και των μη μεταγεγραμμένων δικαστικών αποφάσεων, ιδιωτικών εγγράφων κλπ, και τη βάσει της μελέτης αυτών διατύπωση υπεύθυνης γνώμης ότι το πρόσωπο έχει δικαίωμα ιδιοκτησίας επί συγκεκριμένου ακινήτου και θα είναι έγκυρη η διάθεση αυτού. Η εργασία αυτή είναι επίπονη, χρονοβόρα και απαιτεί ειδικές επιστημονικές γνώσεις, γι' αυτό και η δικηγορική αμοιβή ορίζεται σε μεγαλύτερο ποσό ανάλογο με την αξία του ακινήτου (ΑΠ. 444/2009),για τη λήψη δε της αμοιβής αυτής δεν απαιτείται η σύνταξη από το δικηγόρο έκθεσης για το γενόμενο τίτλο ιδιοκτησίας. Εξάλλου, η μικτή σύμβαση που καταρτίζεται μεταξύ εργολάβου και κυρίου του οικοπέδου με την οποία ο πρώτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να ανεγείρει με δαπάνες του πολυώροφη οικοδομή σε οικόπεδο του δευτέρου, από την οποία ορισμένα διαμερίσματα θα µεταβιβάσει κατ' αποκλειστική κυριότητα σ' αυτόν (οικοπεδούχο), που υποχρεούται αντιστοίχως να µεταβιβάσει στον εργολάβο ορισµένο ποσοστό του οικοπέδου, φέρει το χαρακτήρα της σύμβασης έργου, εφόσον οι συµβαλλόµενοι απέβλεψαν στην κατασκευή των ανωτέρω διαµερισµάτων από τον εργολάβο, την αµοιβή του οποίου αποτελεί η µεταβίβαση σ' αυτόν ποσοστού του οικοπέδου. Εποµένως ο δικηγόρος, ο οποίος, κατ' εντολή του εργολάβου, προέβη στην εξέλεγξη των τίτλων ιδιοκτησίας του κυρίου του οικοπέδου και διαβεβαίωσε τον εργολάβο ότι µπορεί να προχωρήσει στην ανοικοδόμηση του οικοπέδου, δικαιούται την αµοιβή που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 160 του Κώδικα Δικηγόρων, η οποία υπολογίζεται επί της αξίας των διαµερισµάτων, που περιέρχονται στον εργολάβο ως εργολαβικό αντάλλαγµα (ΑΠ1681/2006).Ως αξία του ακινήτου, επί της οποίας υπολογίζεται το ανωτέρω ποσοστό της δικηγορικής αµοιβής, κατά τη διάταξη του άρθρου 160 του κώδικα περί Δικηγόρων, νοείται, προφανώς, η αγοραία και όχι η "αντικειμενική" αξία, η οποία προκύπτει από τον αντικειµενικό τρόπο καθορισµού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων που μεταβιβάζονται με αντάλλαγμα ή αιτία θανάτου, δωρεάς και γονικής παροχής. Με το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού, που θεσπίσθηκε με το άρθ.41 του Ν.1249/1982, επιβάλλεται απλώς στον φορολογούμενο η υποχρέωση ν αναγράψει στην οικεία φορολογική δήλωση την "αντικειμενική αξία" του ακινήτου, όπως αυτή διαμορφώνεται τελικά από τις προκαθορισμένες τιμές εκκίνησης και τους συντελεστές αυξομείωσης της, με βάση την οποία βεβαιώνεται ο φόρος που αναλογεί ( παρ. 6 του άρθρου 41 του άρθ. 14 του Ν. 1473/1984). Επομένως ο νομοθέτης, με τη θέσπιση του αντικειμενικού τρόπου καθορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων, απέβλεψε μόνο σε φορολογικούς σκοπούς και δεν επεδίωξε την τροποποίηση του άρθρου 160 του Κώδικα περί Δικηγόρων ή οποιασδήποτε άλλης διάταξης, που αναφέρεται στην αξία των ακινήτων, με γενική καθιέρωση της έννοιας της "αντικειμενικής αξίας", αντί της αγοραίας (πραγματικής) αξίας, πολύ περισσότερο μάλιστα αφού είναι κοινώς γνωστό ότι η τελευταία αυτή αξία είναι, σχεδόν πάντοτε, μεγαλύτερη από την "αντικειμενική". Εκτός όµως από τον ανωτέρω, προφανή, σκοπό του νοµοθέτη, σε αντίθετη εκδοχή δεν οδηγεί ούτε η γραµµατική διατύπωση της παρ. 6 του άρθ. 41 του Ν. 1249/1982, αφού, και στην περίπτωση ακόµη της βεβαίωσης του αναλογούντος φόρου µεταβίβασης, ο νοµοθέτης αποµακρύνεται εντελώς από την έννοια της αγοραίας αξίας του ακινήτου, ορίζοντας, στην προαναφερόµενη διάταξη, ότι αν ο φορολογούμενος θεωρεί την προκαθορισμένη αξία µεγαλύτερη από την αγοραία, έχει το δικαίωµα να ζητήσει τον προσδιορισµό της αγοραίας αξίας από το αρµόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο. Στην προκειµένη περίπτωση, το εφετείο δέχθηκε, ανελέγκτως, τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά : O πρώτος εναγόμενος ασκεί το επάγγελμα του εργολάβου οικοδομών τόσο ατομικά όσο και ως μέλος της δεύτερης εναγόμενης ομόρρυθμης εργολαβικής - κατασκευαστικής εταιρίας, της οποίας μέλος είναι επίσης και ο τέταρτος εναγόμενος. Η ενάγoυσα είναι δικηγόρος Θεσσαλονίκης και πρώτη εξαδέλφη του πρώτου εναγομένου. Από την έναρξη της ως άνω επαγγελματικής του δραστηριότητας ο πρώτος εναγόμενος ανέθεσε στην ενάγουσα προφορικά την εντολή χειρισμού των νομικών του υποθέσεων, κυρίως επαγγελματικών αλλά και προσωπικών, μετά δε τη σύσταση της δεύτερης εναγομένης εταιρίας η ενάγουσα ανέλαβε δυνάμει αντίστοιχης προφορικής σύμβασης εντολής, συναφθείσας μεταξύ αυτής και του πρώτου εναγομένου, ως εκπροσώπου της εταιρίας, το χειρισμό και των δικών της, σχετιζόμενων με την ανωτέρω επιχειρηματική της δραστηριότητα, υποθέσεων. Κατά το περιεχόμενο των συμβάσεων αυτών το κύριο αντικείµενο απασχόλησης της ενάγουσας αφορούσε τον έλεγχο των τίτλων ιδιοκτησίας των ακινήτων που επρόκειτο να ανοικοδομηθούν από τους πρώτο και δεύτερη των εναγοµένων και η παροχή σε αυτούς υπεύθυνης γνώµης εκ µέρους της σχετικά µε το δικαίωµα ιδιοκτησίας των οικοπεδούχων, ώστε να επακολουθήσει η υπογραφή της αντίστοιχης εργολαβικής σύµβασης (εργολαβικού προσυμφώνου) και κατόπιν αυτής η ανέγερση της οικοδοµής και η υπογραφή των οριστικών συµβολαίων µεταβίβασης των διαιρετών ιδιοκτησιών. Σε εκτέλεση των ως άνω εντολών η ενάγουσα, µεταξύ άλλων ενεργειών προς διεκπεραίωση υποθέσεων του πρώτου κυρίως αλλά και της δεύτερης των εναγοµένων, προέβη κατά τα έτη 2000-2007 στην προετοιµασία της υπογραφής των ..., ..., ... και ... εργολαβικών συµβάσεων της συµβ/φου Θεσσαλονίκης Όλγας Καρανίκα- Βαϊνά, στις οποίες συµβαλλόµενοι εργολάβοι ήταν στις …, ... και ... συµβάσεις η δεύτερη εναγοµένη και στις ... και ... ο πρώτος εναγόµενος. Ειδικότερα: Α) µε το ... προσύμφωνο µεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικό συμβόλαιο της συµβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Όλγας Καρανίκα -Βαϊνά η δεύτερη των εναγομένων ανέλαβε να ανοικοδομήσει µε δικές της δαπάνες και φροντίδες σε ένα οικόπεδο εμβαδού 1.533 τ.µ., συνιδιοκτησίας των Μ. Ο., Ε. Ο., Δ. συζ. Α. Κ., Γ. Κ., Ι. Κ., Ε. Κ. και Α. Ο., κείμενο στο συνοικισµό Μετεώρων του Δήµου Πολίχνης Θεσσαλονίκης, συγκρότηµα από πέντε κτίρια, ονοµαζόµενα κτίριο Α, κτίριο Β, κτίριο Γ, κτίριο Δ και κτίριο Ε. Σύµφωνα µε τους όρους του εργολαβικού το κτίριο Α θα αποτελούνταν από τέσσερις διώροφες κατοικίες µε υπόγειο η κάθε µία, το κτίριο Β από τρεις διώροφες κατοικίες (μεζονέτες) µε υπόγειο η κάθε µία, το κτίριο Γ θα αποτελούνταν από δύο διώροφες κατοικίες µε υπόγειο η κάθε µία, εφαπτόμενες µεταξύ τους το κτίριο Δ από δύο ισόγεια, καταστήµατα µε υπόγειο και έναν όροφο πάνω από τα καταστήµατα και το κτίριο Ε από δύο ισόγεια καταστήµατα. Σε αντάλλαγµα της υποχρέωσης της εναγοµένης οι οικοπεδούχοι ανέλαβαν την υποχρέωση να µεταβιβάσουν σ' αυτήν ή σε υπ' αυτής υποδεικνυόμενα τρίτα πρόσωπα ποσοστό 445,94/1000 εξ αδιαιρέτου του άνω οικοπέδου τους, παρακρατώντας για τον εαυτό τους τα υπόλοιπα ποσοστά των 554,06/1000. Β) µε το ... προσύμφωνο µεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικό συµβόλαιο της ίδιας συµβολαιογράφου η εναγοµένη ανέλαβε να ανοικοδομήσει σε ένα οικόπεδο εμβαδού 879,70 τ. µ.συνιδιοκτησίας των Ε. συζ. Γ. Μ., Δ. Ο., Α. Ο. και Μ. Ο., κείμενο στο συνοικισμό Μετεώρων του Δήµου Πολίχνης Θεσσαλονίκης, µία πολυώροφη οικοδοµή, αποτελούμενη από υπόγειο, ισόγειο κατάστηµα, έναν όροφο και τα νόµιµα κτίσµατα του δώµατος. Σύµφωνα µε τους όρους του ως άνω εργολαβικού το υπόγειο της οικοδομής θα περιλάμβανε το λεβητοστάσιο, το κλιμακοστάσιο και ένα αποθηκευτικό χώρο, το ισόγειο θα περιλάμβανε ένα κατάστημα και δύο εισόδους και ο όροφος πάνω από το κατάστημα θα περιλάμβανε τέσσερα διαμερίσματα, οι δε οικοπεδούχοι, σε αντάλλαγμα της υποχρέωσης της εναγομένης, ανέλαβαν την υποχρέωση να µεταβιβάσουν σ' αυτήν ή σε τρίτα υπ' αυτής υποδεικνυόμενα πρόσωπα ποσοστό 370,66/1000 εξ αδιαιρέτου του άνω οικοπέδου τους, παρακρατώντας για τον εαυτό τους τα υπόλοιπα ποσοστά των 629,34/1000. Γ) Με το ... προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικό συµβόλαιο της ίδιας συµβολαιογράφου ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε να ανοικοδομήσει µε δικές του δαπάνες και φροντίδες σε ένα οικόπεδο, εμβαδού 180,12 τμ, συνιδιοκτησίας των Ρ. χήρας Θ. Π., Ι. συζ. Μ. Π., Α. συζ. Δ. Θ. και Α. Π. του Θ., κείμενο στην κτηματική περιοχή του Δήμου Πολίχνης Θεσσαλονίκης, μία πολυώροφη οικοδομή, που θα αποτελούνταν από υπόγειο, το οποίο θα περιλάμβανε το μηχανοστάσιο, το λεβητοστάσιο, και αποθηκευτικό χώρο, πυλωτή, τέσσερις κυρίους ορόφους και τα νόμιμα κτίσματα του δώματος. Σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες του άνω εργολαβικού οι οικοπεδούχοι, σε αντάλλαγμα της υποχρέωσης του πρώτου εναγομένου, ανέλαβαν την υποχρέωση να μεταβιβάσουν σ' αυτόν ή σε τρίτα υπ' αυτού υποδεικνυόμενα πρόσωπα ποσοστό 495/1000 εξ αδιαιρέτου του άνω οικοπέδου τους, παρακρατώντας για τον εαυτό τους τα υπόλοιπα ποσοστά των 505/1000. Δ)με το ... προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικό συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου η δεύτερη εναγομένη ανέλαβε να ανοικοδομήσει σε ένα οικόπεδο εμβαδού 908,90 τ.μ., συνιδιοκτησίας των Ζ. Σ., Ε. Ρ., Δ. Μ., Κ. Π., Ι. Σ. και Θ. Κ., κείμενο στο συνοικισµό Μετεώρων του Δήµου Πολίχνης Θεσσαλονίκης, δύο πολυώροφες οικοδομές, ονοµαζόµενες οικοδοµή ή κτίριο Α και οικοδοµή ή κτίριο Β. Σύµφωνα µε τους όρους του άνω εργολαβικού η οικοδοµή Α θα αποτελούνταν από υπόγειο, πυλωτή, έξι ορόφους πάνω από την πυλωτή και τα νόµιµα κτίσµατα του δώµατος, η δε οικοδοµή Β από υπόγειο, πυλωτή, πέντε ορόφους πάνω από την πυλωτή και τα νόµιµα κτίσµατα του δώµατος. Σε αντάλλαγµα της υποχρέωσης της δεύτερης εναγοµένης οι οικοπεδούχοι ανέλαβαν την υποχρέωση να μεταβιβάσουν σ' αυτήν ή σε τρίτα υπ' αυτής υποδεικνυόμενα πρόσωπα ποσοστό 553,04/1000 εξ αδιαιρέτου του άνω οικοπέδου τους παρακρατώντας για τον εαυτό τους τα υπόλοιπα ποσοστά των 446,96/1000. Ε) µε το ... προσύμφωνο µεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικό συμβόλαιο της ίδιας συμβολαιογράφου ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε να ανοικοδομήσει σε ένα οικόπεδο, εμβαδού 264,17 τ.μ., συνιδιοκτησίας των Π. Τ., Σ. Π. και Ι. Δ., κείμενο στο Δήμο Νεάπολης Θεσσαλονικης, μία πολυώροφη οικοδομή, που θα αποτελούνταν από υπόγειο, το οποίο περιλάμβανε το λεβητοστάσιο, το μηχανοστάσιο, το κλιμακοστάσιο και τρεις αποθηκευτικούς χώρους και χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων, ισόγειο πέντε κυρίους ορόφους και τα νόμιμα κτίσματα του δώματος. Σύμφωνα με τους όρους του άνω εργολαβικού οι οικοπεδούχοι, σε αντάλλαγμα της υποχρέωσης του πρώτου εναγομένου, ανέλαβαν την υποχρέωση να μεταβιβάσουν σ' αυτόν ή σε τρίτα υπ' αυτού υποδεικνυόμενα πρόσωπα ποσοστό 460,97/1000 εξ αδιαιρέτου του άνω οικοπέδου τους, παρακρατώντας για τον εαυτό τους τα υπόλοιπα ποσοστά των 539,03/1000. Για τις ενέργειες στις οποίες προέβη η ενάγουσα για την υπογραφή των εν λόγω εργολαβικών συμβάσεων (έλεγχο των τίτλων ιδιοκτησίας των ακινήτων που επρόκειτο να ανοικοδομηθούν από τους πρώτο και δεύτερη των εναγομένων και παροχή σ' αυτούς υπεύθυνης γνώμης εκ μέρους της, σχετικά με το δικαίωμα ιδιοκτησίας των οικοπεδούχων) δεν έλαβε κάποια αμοιβή, λόγω δε των σχετικών, ιδίως από τα τέλη του έτους 2007,οχλήσεων της προς τους εναγομένους, οι τελευταίοι διέκοψαν στις αρχές Μαΐου τη συνεργασία τους. Κατόπιν αυτού η ενάγουσα, με την από 15.5.2008 εξώδικη δήλωση, πρόσκληση και διαμαρτυρία κάλεσε τους εναγομένους να προσέλθουν την 20.5.2008 στο γραφείο της και να τακτοποιήσουν τις υφιστάμενες εκκρεμείς οικονομικές τους οφειλές και να παραλάβουν τους φακέλους των υποθέσεων τους. Ο πρώτος και η δεύτερη απάντησαν στην ενάγουσα με την από 23.5.2008 εξώδικη δήλωση, με την οποία αρνούνταν ότι της οφείλουν οποιοδήποτε ποσό από τη μεταξύ τους συνεργασία, στη συνέχεια δε καταλόγιζαν στην ενάγουσα ότι δεν ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις της και δήλωναν ότι θα αναγκαστούν να διακόψουν τη μεταξύ τους συνεργασία, αν αυτή δεν προσέλθει την 29.5.2008 στο συμβολαιογραφείο της παραπάνω συμβολαιογράφου για την υπογραφή ενός συμβολαίου. Η ενάγουσα με την από 27.5.2008 εξώδικη δήλωση κάλεσε τους εναγομένους να τακτοποιήσουν άμεσα τις εκκρεμείς οικονομικές οφειλές τους, δήλωνε δε ότι δεν πρόκειται να παραστεί στο συμβόλαιο πώλησης για το οποίο την καλούσαν εάν δεν τακτοποιήσουν προηγουμένως τις οφειλές τους και γενικότερα ότι δεν είναι διατεθειμένη να ξαναρχίσει τη συνεργασία μαζί τους εφόσον υφίστανται οικονομικές οφειλές τους. Οι εναγόμενοι δεν απάντησαν στη νέα αυτή εξώδικο της ενάγουσας και η τελευταία προέβη στην άσκηση της ένδικης αγωγής της. Η προετοιμασία της κατάρτισης των εργολαβικών συμβάσεων περιλάμβανε την έρευνα στα Υποθηκοφυλακεία των τίτλων ιδιοκτησίας των οικοπεδούχων, προς διακρίβωση των δικαιωμάτων τους επί των ακινήτων και της ύπαρξης τυχόν βαρών, τη σύνταξη της σχετικής έκθεσης και σε κάθε περίπτωση την παροχή διαβεβαίωσης για τα στοιχεία αυτά στον εκ των εναγομένων συμβαλλόμενο κάθε φορά ως εργολάβο, προκειμένου να προχωρήσει στην κατάρτιση της σύμβασης. Από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι η ενάγουσα συνέταξε σε οποιαδήποτε από τις επίδικες περιπτώσεις το σχέδιο της υπογραφείσας εργολαβικής σύμβασης, το οποίο και για τις πέντε συμβάσεις είχε συνταχθεί από την προαναφερόμενη συμβολαιογράφο, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των συμβαλλομένων, μεταξύ των οποίων η ενάγουσα για λογαριασμό των εναγομένων εργολάβων, επέφεραν απλώς τροποποιήσεις σε όποια σημεία υπήρχαν διαφωνίες. Η αμοιβή της ενάγουσας είχε γενικώς συμφωνηθεί εξαρχής μεταξύ αυτής και των ως άνω εντολέων της ότι θα καταβάλλεται, κατ' αποκοπήν, ιδιαιτέρως δηλαδή για κάθε επί μέρους ενέργεια, από δε τη συμφωνία αυτή δεν εξαιρούνταν οι ανωτέρω ενέργειες που αφορούσαν την προετοιμασία υπογραφής των εργολαβικών συμβάσεων για τις οποίες ομοίως συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα θα ελάμβανε ως αμοιβή την προβλεπόμενη για αυτές άπό τον Κώδικα Δικηγόρων. Εφόσον η ενάγουσα, κατ' εντολή των εναγομένων, προέβη στην εξέλεγξη των τίτλων ιδιοκτησίας των κυρίων των άνω οικοπέδων και τους διαβεβαίωσε ότι μπορούν να προχωρήσουν στην ανοικοδόμηση των οικοπέδων, δικαιούται την αμοιβή που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 160 εδ. γ' του Κώδικα Δικηγόρων και δη το 1/3 της αμοιβής του εδ. α' του ίδιου άρθρου του Κώδικα Δικηγόρων, που ανέρχεται στο 1,5% επί του ποσού της αξίας του εργολαβικού ανταλλάγματος, καθόσον η ενάγουσα δεν προέβη και στη σύνταξη του σχεδίου των άνω εργολαβικών συμβάσεων, ακόμη και υπό την υποστηριζόμενη από τους εναγομένους εκδοχή της μη σύνταξης σχετικής έκθεσης από την ενάγουσα, αφού, για τη λήψη της εν λόγω αμοιβής δεν απαιτείται η σύνταξη από το δικηγόρο τέτοιας έκθεσης. Τα ακίνητα που έλαβαν ως εργολαβικά ανταλλάγματα οι πρώτος και δεύτερη των εναγοµένων από τις εργολαβικές συµβάσεις είναι τα ακόλουθα, µε τη σημείωση ότι στο συνολικό εµβαδό κάθε ακινήτου δεν συνυπολογίζεται η έκταση των ηµιυπαιθρίων χώρων : Α) Με βάση το ... εργολαβικό συµβόλαιο η δεύτερη εναγοµένη έλαβε α: 1) από το κτίριο Α τρεις διώροφες κατοικίες µε υπόγειο η κάθε µία και συγκεκριµένα: α) τη Μ1 διώροφη κατοικία-μεζονέτα, αποτελούμενη από υπόγειο ενιαίο αποθηκευτικό χώρο εμβαδού 51,27 τ.µ., από ισόγειο-ανώγειο όροφο εµβαδού 38,61 τ. μ. που αποτελείται από σαλόνι, κουζίνα, W.C, και από πρώτο όροφο εµβαδού 45,69 τ.µ. που αποτελείται από τρία δωµάτια, χωλ, αποθήκη και λουτρό- αποχωρητήριο. Στην κατοικία αυτή, συνολικού εµβαδού 133,57 τ.µ., αντιστοιχεί ποσοστό 55/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόχρηστους χώρους, υφίσταται δε και δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης ως κήπου ενός μέρους του οικοπέδου, εμβαδού 28,72 τ.μ. β) τη Μ2 διώροφη κατοικία-μεζονέτα, αποτελούμενη από υπόγειο ενιαίο αποθηκευτικό χώρο εμβαδού 59,40 τ.μ., από ισόγειο-ανώγειο όροφο εμβαδού 51,40 τ.μ. που αποτελείται από σαλόνι, κουζίνα, W. C, και από πρώτο όροφο εμβαδού 51,57 τ.μ. που αποτελείται από τρία δωμάτια, χωλ, αποθήκη λουτροαποχωρητήριο. Σ' αυτή, συνολικού εμβαδού 162,37 τ.μ., αντιστοιχεί ποσοστό 67,19/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους, υφίσταται δε και δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης ως κήπου ενός μέρους του οικοπέδου, εμβαδού 33,87 τ.μ. γ) τη Μ3 διώροφη κατοικία-μεζονέτα, αποτελούμενη από ενιαίο υπόγειο αποθηκευτικό χώρο εμβαδού 59,40 τ.μ., από ισόγειο- ανώγειο όροφο εμβαδού 51,28 τ.μ. που αποτελείται από σαλόνι, κουζίνα, W.C, και από πρώτο όροφο εμβαδού 51,52 τ.μ. που αποτελείται από τρία δωμάτια, χωλ, αποθήκη και λουτροαποχωρητήριο. Σ' αυτή, εµβαδού συνολικού 162,20 τ.µ., αντιστοιχεί ποσοστό 67,08/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους, υφίσταται δε και δικαίωµα αποκλειστικής χρήσης ως κήπου ενός µέρους του οικοπέδου, εµβαδού 33,29 τ.µ. 2) από το κτίριο Β δύο διώροφες κατοικίες µε υπόγειο η κάθε µία και συγκεκριµένα: α) τη Μ5 διώροφη κατοικία - µεζονέτα, αποτελούμενη από υπόγειο ενιαίο αποθηκευτικό χώρο εµβαδού 59,19 τ.µ., από ισόγειο- ανώγειο όροφο εµβαδού 50,60 τ.µ. που αποτελείται από σαλόνι, κουζίνα, W.C, και από πρώτο όροφο εµβαδού 51,38 τ. µ. που αποτελείται από τρία δωµάτια, χωλ, αποθήκη και λουτροαποχωρητήριο. Σ' αυτή, συνολικού εµβαδού 161,17 τ.µ., αντιστοιχεί ποσοστό 66,54/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, υφίσταται δε και δικαίωµα αποκλειστικής χρήσης ως κήπου ενός µέρους του οικοπέδου, εµβαδού 54,69 τ.µ. β) τη Μ6 διώροφη κατοικία-μεζονέτα, αποτελούμενη από υπόγειο ενιαίο αποθηκευτικό χώρο εµβαδού 56,07 τ.µ., από σαλόνι, κουζίνα, W.C, και πρώτο όροφο εμβαδού 48,87 τ.μ. που αποτελείται από ισόγειο-ανώγειο όροφο εμβαδού 48 τ.μ. που αποτελείται από σαλόνι, κουζίνα, W.C, και από τρία δωμάτια, χωλ, αποθήκη και λουτροαποχωρητήριο. Σ' αυτή, συνολικού εμβαδού 152,94 τ.μ., αντιστοιχεί ποσοστό 63,21/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, υφίσταται δε και δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης ως κήπου ενός μέρους του οικοπέδου, εμβαδού 33,66 τ.μ. και της με στοιχ. 1 θέσης στάθμευσης εμβαδού 11,25 τ.μ. στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου. 3) από το κτίριο Δ δύο ισόγεια καταστήματα με υπόγειο και ένα διαμέρισμα στον όροφο πάνω από τα καταστήματα και συγκεκριμένα: α)το Κ1 κατάστημα, εμβαδού 52,24 τμ., με παρακολούθημα τον Α1 αποθηκευτικό χώρο, εμβαδού 67,49 τμ, που βρίσκεται στο υπόγειο της οικοδομής. Σ' αυτό αντιστοιχεί ποσοστό 37,44/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, β) το Κ2 κατάστημα, εμβαδού 51,21 τ.μ., με παρακολούθημα τον Α2 αποθηκευτικό χώρο, εμβαδού 63,94 τ.μ., που βρίσκεται στο υπόγειο της οικοδομής. Σ' αυτό αντιστοιχεί ποσοστό 33,50/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους και γ) το Δ1 διαμέρισμα του ορόφου πάνω από τα καταστήματα, εμβαδού μικτού 90,57 τ.μ., αποτελούμενο από τρία δωμάτια, σαλοκουζίνα και λουτρό- αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 59,25/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους, υφίσταται δε και δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της υπό στοιχ. 4 θέσης στάθμευσης στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου. Β)Με βάση το ... εργολαβικό συμβόλαιο η δεύτερη εναγομένη έλαβε : 1) Στο υπόγειο δύο αποθήκες και συγκεκριμένα: α) την Α1 αποθήκη, εμβαδού 217,95 τ.μ., με ποσοστό εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του συγκροτήματος 27/1000, και β) την Α2 αποθήκη, εμβαδού 105,89 τ.μ., με ποσοστό εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος 13/1000. 2) Στο ισόγειο δύο καταστήµατα και συγκεκριµένα: α) το Κ1 κατάστηµα εµβαδού 233,55 τ.µ., µε ποσοστό 225,22/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος, και β) το Κ2 κατάστηµα, εµβαδού 98,97 τ.µ µε ποσοστό 95,44/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος, µε την αποκλειστική χρήση του αύλειου χώρου µπροστά από το κατάστηµα εµβαδού 23,11 τ.µ. Γ) Με βάση το ... εργολαβικό συµβόλαιο ο πρώτος εναγόµενος έλαβε 1)Στο υπόγειο έξι αποθηκευτικούς χώρους και συγκεκριμένα α)την με στοιχ. 1 αποθήκη, εμβαδού 4,90 τμ, β)την υπό στοιχ.2 αποθήκη, εμβαδού 9,97 τ.μ. 3)την υπό στοιχ.3 αποθήκη, εμβαδού 10,97 τ.μ.4)την υπό στοιχ.4 αποθήκη, εμβαδού 7,63 τ.μ ε) την υπό στοιχ.5 αποθήκη, εμβαδού 6,66 τ.μ και στ) την υπό στοιχ.6 αποθήκη, εμβαδού 6,46 τ.μ. 2) Στον πρώτο όροφο το Δ1 διαμέρισμα, εμβαδού 35,40 τ.μ., αποτελούμενο από ένα δωμάτιο, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 81,76/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος. 3) Στον τρίτο όροφο το Δ1 διαμέρισμα, εμβαδού 89,47 τ.μ., αποτελούμενο από δύο δωμάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 206,62/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος. 4) Στον τέταρτο όροφο το Δ1 διαμέρισμα, εμβαδού 89,47 τ.μ., αποτελούμενο από δύο δωμάτια σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό αποχωρητήριο. Δ)Με βάση το ... εργολαβικό συμβόλαιο η δεύτερη εναγομένη έλαβε : Aπό την οικοδομή Α: 1) στο υπόγειο χώρο μία αποθήκη εμβαδού 150,94 τ.μ., 2) Στην πυλωτή: α) το ΚΓ1 κλειστό γκαράζ, εμβαδού 21,30 τ.µ., β) το ΚΓ2 κλειστό γκαράζ, εμβαδού 25,55 τ.µ., γ) το ΚΓ3 κλειστό γκαράζ, εμβαδού 21,20 τ.µ. 3) στον πρώτο όροφο: α) το Δ1 διαμέρισμα, εμβαδού 59,20 τ.µ., αποτελούμενο από δύο δωμάτια και σαλοκουζίνα, χωλ, λουτρό αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 26,40/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθμευσης. β) το Δ2 διαμέρισμα, εμβαδού 21,58 τ.µ., αποτελούμενο από σαλοκουζίνα και λουτρό- αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 9,62/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος, με δικαίωμα αποκλειστικής xρήσης μιας θέσης στάθμευσης. γ) το Δ3 διαμέρισμα, εμβαδού 37,32 τ.µ., αποτελούμενο από ένα δωμάτιο, σαλοκουζίνα και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό εξ αδιαιρέτου 16,64/1000 στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθμευσης. δ) το Δ4 διαµέρισµά, εµβαδού 58,12 τ.µ., αποτελούµενο από δύο δωµάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 25,92/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος, µε δικαίωµα χρήσης µιας θέσης αποκλειστικής στάθμευσης. 4) στο δεύτερο όροφο: α) Δ1 διαµέρισµά, εµβαδού 59,20 τ.µ., αποτελούµενο από δύο δωµάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό - αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 26,40/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος, µε δικαίωµα αποκλειστικής χρήσης µιας θέσης στάθμευσης. β) το Δ2 διαµέρισµα, εµβαδού 21,58 τ.µ., αποτελούµενο από σαλοκουζίνα και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 9,62/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους του όλου και συγκροτήµατος, µε δικαίωµα αποκλειστικής χρήσης µιας θέσης στάθµευσης. γ) το Δ3 διαµέρισµα, εµβαδού 37,32 τ.µ., αποτελούµενο από ένα δωµάτιο, σαλοκουζίνα και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 16,64/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθμευσης. δ) το Δ4 διαμέρισμα, εμβαδού 58,12τ.μ., αποτελούμενο από δύο δωμάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 25,92/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθμευσης. 5) στον τέταρτο όροφο το Δ2 διαμέρισμα, εμβαδού 87,14 τ.μ., αποτελούμενο από τρία δωμάτια, σαλοκουζίνα, χωλ, και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 38,86/1000, εξ αδιαιρέτου, στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθμευσης. 6) στον πέμπτο όροφο: α) το Δ1 διαμέρισμα, εμβαδού 92,94 τ.μ., αποτελούμενο από τρία δωμάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 41,45/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθμευσης. β) το Δ2 διαμέρισμα, εμβαδού 87,14 τ.μ., αποτελούμενο από τρία δωμάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 38,86/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους xώρoυς του όλου συγκροτήματος, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθμευσης. 7) στον έκτο όροφο: α) το Δ1 διαμέρισμα, εμβαδού 92,94 τ.μ., αποτελούμενο από τρία δωμάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό- αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 41,45/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόκτητους και κοινόχρηστους xώρoυς του όλου συγκροτήματος, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθμευσης. β) το Δ2 διαμέρισμα, εμβαδού 87,14 τ.μ., αποτελούμενο από τρία δωμάτια, σαλοκουζίνα, χωλ, και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 38,86/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους xώρoυς του όλου συγκροτήματος, με δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθμευσης. Από την οικοδομή Β: 1) στο υπόγειο xώρo μία αποθήκη εμβαδού 126,11 τ.μ., 2) στον πρώτο όροφο: ποσοστό 28,80% του Δ1 διαµερίσµατος, εµβαδού 75,32 τµ., αποτελούµενο από σαλοκουζίνα, δύο δωµάτια, χωλ και λουτρό- αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 33,63/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος, µε δικαίωµα αποκλειστικής χρήσης μιας θέσης στάθµευσης. 3) στον τέταρτο όροφο το Δ1 διαµέρισµα, εµβαδού 78,59 τ.µ., αποτελούµενο από δύο δωµάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό, αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 35,05/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος, µε δικαίωµα αποκλειστικής χρήσης µιας θέσης στάθµευσης στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου. 4) στον πέµπτο όροφο: α) το Δ1 διαµέρισµα, εµβαδού 51,04 τ.µ., αποτελούµενο από ένα δωµάτιο, σαλοκουζίνα και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 22,76/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος. β)το Δ2 διαµέρισµα, εµβαδού 53,60 τ.µ., αποτελούµενο από ένα δωµάτιο, σαλοκουζίνα και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό εξ αδιαιρέτου 23,91/1000 στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος. Ε) Με βάση 6227/2007 εργολαβικό συμβόλαιο ο πρώτος εναγόμενος έλαβε: 1) Στο υπόγειο τρία κλειστά γκαράζ και δη τα Ρ1, Ρ2 και Ρ3 εμβαδού 11,25 τ.μ. 2) Στον πρώτο όροφο ποσοστό 86,87% εξ αδιαιρέτου του Δ1 διαμερίσματος, εμβαδού 60,08 τ.μ., αποτελούμενου από δύο δωμάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 79,79/1000, εξ αδιαιρέτου, στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος, με παρακολούθημα την Α1 υπόγεια αποθήκη, εμβαδού 3,95 τ.μ. 3)Στον τρίτο όροφο: α)το Δ1 διαμέρισμα, εμβαδού 68, 62 τ.μ., αποτελούμενο από δύο δωμάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό- αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 90,75/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήματος. β)το Δ2 διαµέρισµα, εµβαδού 53,60 τ.µ., αποτελούµενο από δύο δωµάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό- αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 74,97/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος. 4) Στον τέταρτο όροφο: α) το Δ1 διαµέρισµα, εµβαδού 29,81 τ.µ, αποτελούµενο από δύο δωμάτια σαλοκουζίνα, χωλ και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 39,31/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος. β)το Δ2 διαµέρισµα, εµβαδού 53,60 τµ., αποτελούµενο από δύο δωµάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό- αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 86,08/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος. 4) Στον πέµπτο όροφο: α) το Δ1 διαµέρισµα, εµβαδού 29,81 τ.µ., αποτελούµενο από σαλοκουζίνα και λουτροαποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 39,31/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος. β) το Δ2 διαµέρισµα, εµβαδού 35,57 τ.µ., αποτελούµενο από δύο δωμάτια, σαλοκουζίνα, χωλ και λουτρό- αποχωρητήριο, στο οποίο αντιστοιχεί ποσοστό 50,50/1000 εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο και στους λοιπούς κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους του όλου συγκροτήµατος. Η πραγματική αξία των ανωτέρω ακινήτων κατά το χρόνο υπογραφής των εργολαβικών συµβάσεων, ανεξαρτήτως του αν πωλήθηκαν µεταγενέστερα µε µεγαλύτερο ή µικρότερο τίµηµα ή αν δεν πωλήθηκαν καθόλου, ανερχόταν, µε βάση τη θέση και το είδος του καθενός, στα ακόλουθα ποσά: α) για τα ακίνητα του … εργολαβικού συµβολαίου στα ποσά των 1.800 ευρώ για τις μεζονέτες, 1.600 ευρώ για τα καταστήµατα, 1.250 ευρώ για τις υπόγειες αποθήκες, 1.700 ευρώ για το διαµέρισµα, β) για τα ακίνητα του ... εργολαβικού συµβολαίου στα ποσά των 1.100 ευρώ για τις υπόγειες αποθήκες και 1.400 ευρώ για τα καταστήματα, γ)για τα ακίνητα του ... εργολαβικού συμβολαίου, στα ποσά των 1.800 ευρώ κατά μέσο όρο για τα διαμερίσματα και 800 ευρώ για τις υπόγειες αποθήκες, δ) για τα ακίνητα του ... εργολαβικού συμβολαίου στα ποσά των 2.200 ευρώ κατά μέσο όρο για τα διαμερίσματα και 1500 ευρώ για τις υπόγειες αποθήκες και τα κλειστά γκαράζ στην πυλωτή και ε) για τα ακίνητα του ... εργολαβικού συμβολαίου στα ποσά των 2.400 κατά μέσο όρο για τα διαμερίσματα και 1.700 για τα υπόγεια κλειστά γκαράζ. Με βάση τις τιμές αυτές η αξία του εργολαβικού ανταλλάγματος από τις παραπάνω συμβάσεις έργου ανερχόταν : Α. Για τη δεύτερη εναγομένη: α) από το …εργολαβικό: 1) για τις μεζονέτες στο ποσό των 1.390.050 ευρώ, 2) για τα καταστήματα στο ποσό των 165.520 ευρώ, 3)για τις αποθήκες τους στο ποσό των 164.287,50 ευρώ, και 4) για το διαμέρισμα στο ποσό των 153.969 ευρώ, δηλαδή συνολικά στο ποσό των 1.873.826,50 ευρώ. β) από το ... εργολαβικό: 1) για τις υπόγειες αποθήκες στο ποσό των 356.224 ευρώ, και 2) για τα καταστήματα στο ποσό των 465.528 ευρώ, δηλαδή συνολικά στο ποσό των 821.752 ευρώ. γ) από το ... εργολαβικό: 1) για τις αποθήκες και τα κλειστά γκαράζ στο ποσό των 517.650 ευρώ, και 2) για τα διαμερίσματα στο ποσό των (982,97 συνολικά τ .μ. πλην του Δ1 διαμερίσματος του 1ου ορόφου του Κτιρίου Β Χ 2.200 ανά τμ + 47,722,75 ευρώ το ποσοστό 28,80% της συνολικής αξίας του Δ1 διαμερίσματος του 1ου ορόφου του Κτιρίου Β) των 2.210.256,75 ευρώ, δηλαδή συνολικά στο ποσό των 2.727.906,75 ευρώ. Συνολικά η αξία του εργολαβικού ανταλλάγματος της δεύτερης εναγομένης ανέρχεται στο ποσό των 5.423.485,20 ευρώ. Συνεπώς η αμοιβή της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των 27.117,42 ευρώ. Από την αμοιβή αυτή πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 2.500 ευρώ που της κατέβαλε συνολικά η δεύτερη εναγομένη ως μέρος της αμοιβής της για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες της για το πρώτο εργολαβικό, και συνεπώς απομένει υπόλοιπο 24.617,42 ευρώ, το οποίο οφείλει η τελευταία να της καταβάλει. Β) Για τον πρώτο εναγόμενο: α) από το ... εργολαβικό: 1) για τις αποθήκες στο ποσό των 37.272 ευρώ για τις αποθήκες, και 2) για τα διαμερίσματα στο ποσό των 385.812 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 423.084 ευρώ. β)από το ... εργολαβικό: 1) για τα υπόγεια κλειστά γκαράζ στο ποσό των 57.375 ευρώ και 2)για τα διαμερίσματα στο ποσό των (287,65 συνολικά τ.μ. πλην του Δ1 διαμερίσματος του 1ου ορόφου χ 2.400 ευρώ/τ.μ. + 125.129,81 ευρώ το ποσοστό 86,78% της συνολικής αξίας του Δ1 διαμερίσματος του 1ου ορόφου) 815.489,81 ευρώ. Συνολικά η αξία του εργολαβικού ανταλλάγματος του πρώτου εναγομένου ανέρχεται στο ποσό των 1.295.948,80 ευρώ. Συνεπώς η αμοιβή της ενάγουσας για τις ανωτέρω ενέργειές της ανέρχεται στο ποσό των 6.479,74 ευρώ, το οποίο οφείλει να της καταβάλει ατομικά ο πρώτος εναγόμενος. Ανεξαρτήτως του αν τα επίδικα εργολαβικά έγιναν σε εκτέλεση των ..., ... και 3... υποσχετικών προσυμφώνων της ίδιας, ως άνω, συμβολαιογράφου, δεν προέκυψε ότι οι ανωτέρω υπηρεσίες της ενάγουσας παρασχέθηκαν κατά τα έτη αυτά, αλλά αντιθέτως ότι οι σχετικές έρευνες των τίτλων και δικαιωμάτων ιδιοκτησίας έλαβαν χώρα κατά το χρόνο υπογραφής τους, ήτοι από το έτος 2004 και μετά και συνεπώς έκτοτε και μέχρι το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής δεν είχε παρέλθει το διάστημα της πενταετούς παραγραφής των ενδίκων αξιώσεως της. Δέχθηκε ακόμη το Εφετείο, ότι η ενάγουσα, στα πλαίσια της δοθείσας προς αυτήν εντολής από τον πρώτο εναγόμενο, προέβη στη σύνταξη και κατάθεση για λογαριασμό του της 2631/20.2.2007 αγωγής ενώπιον του Ειρηνοδικείου .Θεσσαλονίκης κατά των Φ.- Α. Ν., συζ. Α. Μ. και Α. Μ. με αίτημα την ικανοποίηση χρηματικής του απαίτησης εναντίον τους, ποσού 3.090,75 ευρώ και των 50310/13.11.2006 και 40465/14.9.2006 αγωγών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά των ίδιων, ως άνω, προσώπων με αίτημα την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων του εναντίον τους, ποσών 18.735 και 35.216 ευρώ, αντίστοιχα, καθώς και προτάσεων για τις δύο τελευταίες αγωγές. Η αμοιβή της, για τη σύνταξη και κατάθεση των ανωτέρω αγωγών και των προτάσεων, ανέρχεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 1 και 107 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων σε ποσοστό 2% για την αγωγή και 1% για τις προτάσεις υπολογιζόμενα επί του αντικειμένου της κάθε αγωγής. Έτσι η ενάγουσα δικαιούται ως αμοιβή α) για τη σύνταξη της 2631/2007 αγωγής το ποσό των 61,81 ευρώ, β)για τη σύνταξη της 50310/2006 αγωγής και των προτάσεων επ' αυτής το ποσό των 562,05 ευρώ, και γ) για τη σύνταξη της 40465/2006 αγωγής και των προτάσεων επ' αυτής το ποσό των 1.056,48 ευρώ. Επίσης για τις ίδιες υποθέσεις η ενάγουσα δαπάνησε τα εξής ποσά: α) για την 50310/2006 αγωγή το ποσό των 4,87 ευρώ για ένσημα προτάσεων, το ποσό των 74,84 ευρώ για έξοδα γραμματίου προείσπραξης και το ποσό των 105,30 ευρώ για δικαστικό δηλαδή συνολικά το ποσό των 185,01 ευρώ, και β) για την 40465/2006 αγωγή το ποσό των 4,87 ευρώ για ένσημα προτάσεων, το ποσό των 74,84 ευρώ για έξοδα γραμματίου προείσπραξης και το ποσό των 197,92 ευρώ για δικαστικό ένσημο δηλαδή συνολικά το ποσό των 277,63 ευρώ, ενώ δεν προέκυψε ότι υπεβλήθη στα λοιπά επικαλούμενα έξοδα (δακτυλογράφησης προτάσεων και φωτοτυπίας, σχετικών). Με βάση τα παραπάνω ο πρώτος εναγόμενος οφείλει στην ενάγουσα για τις άνω υποθέσεις του το συνολικό ποσό των (61,81 + ,562,05 + 185,01 + 1.056,48 + 277,63) 2.142,98 ευρώ. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι έχει εξοφλήσει τα ανωτέρω ποσά, πλην όμως τέτοια εξόφληση δεν προκύπτει από την προσκομιζόμενη έγγραφη κατάσταση εξόδων για σειρά ενεργειών στις οποίες φέρεται ότι προέβη η ενάγουσα για διάφορες υποθέσεις του, μεταξύ των οποίων και οι προαναφερόμενες, και το ιδιόχειρο σημείωμα όπου αναγράφονται ποσά που η τελευταία έλαβε και ποσά που δαπάνησε, καθόσον το μεν πρώτο έγγραφο προέρχεται από ηλεκτρονικό υπολογιστή και δεν φέρει την υπογραφή της ενάγουσας, ενώ οι επ' αυτού ιδιόχειρες σημειώσεις προέρχονται από τον πρώτο εναγόμενο, στο δε ως άνω ιδιόχειρο σημείωμα η ενάγουσα αναγράφει μόνον ποσά που πήρε και που έδωσε χωρίς καμία επεξήγηση για τις υποθέσεις που αυτά αφορούν, ενώ το όνομα "Μ." παραπλεύρως ορισμένων εκ των ποσών αυτών δεν έχει αναγραφεί από την ίδια αλλά από τον πρώτο εναγόμενο. Από κανένα, εξάλλου, από τα λοιπά προσκομιζόμενα στοιχεία δεν προέκυψε η εξόφληση των παραπάνω αμοιβών και εξόδων της ενάγουσας και συνεπώς η προβληθείσα εκ μέρους του ένσταση εξόφλησης είναι αβάσιμη. Με τις παραδοχές αυτές, μεταξύ των οποίων και εκείνη που προαναφέρθηκε και αναφέρεται στην παραγραφή της αξίωσης της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με την οποία, ανελέγκτως, δέχθηκε ότι "ανεξαρτήτως του αν τα επίδικα εργολαβικά έγιναν σε εκτέλεση των ..., ... και 3... υποσχετικών προσυμφώνων της ίδιας, ως άνω, συμβολαιογράφου, δεν προέκυψε ότι οι ανωτέρω υπηρεσίες της ενάγουσας παρασχέθηκαν κατά τα έτη αυτά, αλλά αντιθέτως ότι οι σχετικές έρευνες των τίτλων και δικαιωμάτων ιδιοκτησίας έλαβαν χώρα κατά το χρόνο υπογραφής τους, ήτοι από το έτος 2004 και μετά και συνεπώς έκτοτε και μέχρι το χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής δεν είχε παρέλθει το διάστημα της πενταετούς παραγραφής των ενδίκων αξιώσεως της", το Εφετείο απέρριψε την έφεση των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων, δέχθηκε την έφεση της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και στη συνέχεια δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλλουν σ' αυτήν, εις ολόκληρον καθένας, το ποσό των 24.617,42 ευρώ και επιπλέον τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει και το ποσό των 8.622,64 ευρώ. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν, ούτε εκείνες των άρθρων 247 επόμ. και 416 επόμ. Α.Κ., διέλαβε δε στην απόφαση του, σαφείς επαρκείς και δίχως αντιφάσεις, αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν επαρκώς το αποδεικτικό πόρισμα του και καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο της, ως προς την ορθή εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων. Επομένως, οι, περί του αντιθέτου, τέταρτος, πέμπτος και έκτος λόγοι αναίρεσης, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου των από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Τέλος αβάσιμος είναι ο έκτος λόγος αναίρεσης και κατά του μέρος του, αληθώς από τον αρ. 11 και όχι 8, (όπως εσφαλμένα οι ίδιοι επικαλούνται), με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση ότι το εφετείο, για τη διαμόρφωση της κρίσης του, δεν έλαβε υπόψη του την κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε με την επιμέλεια των, τις προσκομισθείσες ένορκες βεβαιώσεις (..., ..., ...), το ..., πιστοποιητικό και το ... έγγραφο συναίνεσης για εξάλειψη υποθήκης, διότι, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, το εφετείο έλαβε υπόψη του, μεταξύ των άλλων και τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, συνεκτίμησε δε το περιεχόμενο των, δίχως να προκύπτει το αντίθετο εκ του ότι απέδωσε σ' αυτά διαφορετική αποδεικτική αξία από εκείνη που προσδίδουν οι αναιρεσείοντες. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστούν δε οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι, στα δικαστικά έξοδα των παραστάντων αναιρεσίβλητων, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 9-12-2011,αίτηση αναίρεσης της 1738/2011 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των παραστάντων αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 3 Νοεμβρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 19 Νοεμβρίου 2014. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ως σύνταξη σχεδίου της υπό κατάρτιση δικαιοπραξίας, θεωρείται η από το δικηγόρο μελέτη και επεξεργασία των στοιχείων και η τελική διαμόρφωση του σχεδίου της σύμβασης, προκειμένου αυτή να αποτελεί έργο του. Συνεπώς δεν αποτελεί σύνταξη σχεδίου τέτοιας δικαιοπραξίας η τελική διαμόρφωση από το δικηγόρο, κατά τα επουσιώδη μέρη του, του τεθέντος υπόψη του και συνταγέντος από το συμβολαιογράφο έτοιμου σχεδίου, είτε με την αντιγραφή κατά το μεγαλύτερο μέρος του των ουσιωδών στοιχείων της δικαιοπραξίας.
Δικηγορική αμοιβή
Δικηγορική αμοιβή.
0
Αριθμός 2093/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ανδρέα Δουλγεράκη, κωλυομένου του Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου Νικόλαο Λεοντή, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα, Χρήστο Βρυνιώτη, και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΠΟΡΤΟ ΚΑΡΡΑΣ ΑΕ" που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Νίκη Παπαδονικολάκη και κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Μ. του Γ., κατοίκου ...,ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Χρυσάνθης Υφαντή και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 35/26-11-2009 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:17/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2118/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 26-2-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης ανέγνωσε την από 9-10-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Περαιτέρω, από τα άρθρα 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζόμενου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ. Εξάλλου, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη είναι άκυρη, ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του εργαζομένου, ή όταν γίνεται για οικονομικοτεχνικούς λόγους, δηλαδή για την αναδιοργάνωση της επιχείρησης του εργοδότη που καθιστά αναγκαία τη μείωση του προσωπικού, εφόσον οι λόγοι αυτοί είναι προσχηματικοί και υποκρύπτουν πράγματι μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία ή όταν είναι πραγματικοί, αλλά δεν έγινε επιλογή των απολυομένων με αντικειμενικά κριτήρια (υπηρεσιακά ή κοινωνικά). Δεν συντρέχει, όμως, περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι' αυτή κάποια αιτία, αφού, ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής καθ' υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι' αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους - που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος - εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281. Περαιτέρω, αν στον κανονισμό εργασίας του εργοδότη προβλέπονται πειθαρχικά παραπτώματα και αντίστοιχες ποινές, τότε ναι μεν ο εργοδότης δεν υποχρεούται να επιλέξει, αντί της έκτακτης καταγγελίας, την επιβολή πειθαρχικής ποινής, λόγω της διαφορετικής λειτουργίας τους, αφού με την πρώτη απομακρύνεται ο εργαζόμενος, διότι η εργασιακή σχέση δεν μπορεί να συνεχιστεί ως επαχθής για τον εργοδότη, ενώ με τη δεύτερη επιδιώκεται η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της επιχείρησης, όμως, η προσφυγή του εργοδότη στην έκτακτη καταγγελία ελέγχεται κατά το άρθρο 281 ΑΚ από το δικαστήριο, το οποίο, επίσης, ερευνά αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστης και στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, το δικαστήριο, κατόπιν σχετικού ισχυρισμού, εξετάζει αν υπάρχουν άλλα ηπιότερα από την καταγγελία μέτρα, εξίσου πρόσφορα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτή σκοπού, δηλαδή αν η καταγγελία είναι όχι μόνο πρόσφορο αλλά και αναγκαίο μέσο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων του εργοδότη. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση, τα παρακάτω, κρίσιμα για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Την 20.2.2004 ο ενάγων (ήδη αναιρεσίβλητος) προσελήφθη από την εναγόμενη(ήδη αναιρεσείουσα), με σύμβαση εργασίας, προκειμένου να εργαστεί με την ειδικότητα του τεχνικού τραπέζης επιτραπέζιων παιγνίων (Dealer), στο καζίνο, ιδιοκτησίας της, που διατηρούσε στο Νέο Μαρμαρά Χαλκιδικής. Έκτοτε προσέφερε τις υπηρεσίες του με την ως άνω ειδικότητα, ενώ στη συνέχεια προήχθη σε υπεύθυνο τραπέζης παιγνίων (Dealer inspector), δηλαδή σε θέση επιθεωρητή υπευθύνων τραπέζης επιτραπέζιων παιγνίων, απασχολούμενος επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, με κυλιόμενο ωράριο, αφού η επιχείρηση καζίνο είναι συνεχούς λειτουργίας. Την 31.8.2009 η εναγόμενη, δια του νομίμου εκπροσώπου της, κατήγγειλε εγγράφως τη παραπάνω σύμβαση εργασίας, καθορίζοντας το ποσό της αποζημίωσης σε 5.318,22 ευρώ, χωρίς αναφορά στο σχετικό έγγραφο του λόγου της καταγγελίας, μη έχοντας άλλωστε και τέτοια υποχρέωση, καταγγελία την οποία επέδωσε στον ενάγοντα, με δικαστικό επιμελητή την 2.9.2009 στην πατρική του οικία στην ... και ενώ αυτός βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια, από τα ξημερώματα της 31-8-2009, λόγω έντονου πόνου στη μέση του, οφειλόμενου σε χρόνιο πρόβλημα που αντιμετώπιζε, γεγονός για το οποίο είχε ενημερώσει την εναγομένη, παραδίδοντας και σχετικό έγγραφο σημείωμα, αλλά και τηλεφωνικά. Της καταγγελίας αυτής είχε προηγηθεί το από 31.8.2009 έγγραφο του Σ. Τ., Δ/νσης Ανθρωπίνων Πόρων της εναγόμενης, προς τον Διευθύνοντα Σύμβουλό της Β. Β., με θέμα την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της απόλυσης στον ενάγοντα και στον επίσης εργαζόμενο στο καζίνο, ως dealer, Ν. Π., για περιστατικό που συνέβη στο καζίνο, κατά τη διάρκεια της βάρδιας τους, την 9-7-2009 και την ίδια ημέρα (31-8-2009) επιβλήθηκε η ποινή της απόλυσης από τον Κ. Β. Β.. Κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης, το περιστατικό που οδήγησε στην ως άνω απόφασή της για την απόλυση του ενάγοντος ήταν ότι περί ώρα 21.08 της 9-7-2009 και ενώ ο ενάγων εργαζόταν ως επιθεωρητής (inspector) στη με αριθ. AR 3 ρουλέτα στην οποία εκτελούσε καθήκοντα dealer ο υφιστάμενος συνάδελφός του Ν. Π., με συμμετέχουσα μόνο μία παίκτρια, ελληνικής καταγωγής, η οποία πόνταρε στο νούμερο 10, ο ως άνω dealer Ν. Π. έριξε τη μπίλια στη ρουλέτα, η οποία πράγματι "κάθισε" στο αριθμό 10 και συνεπώς προσέφερε στην ελληνικής καταγωγής παίκτρια το ποσό που στοιχημάτισε. Αμέσως μετά στο ίδιο τραπέζι και στην ίδια ρουλέτα ήλθε για να παίξει και ο αυστριακός υπήκοος P. P. Ο τελευταίος πόνταρε σε διάφορα νούμερα, στα οποία δεν περιλαμβάνονταν ο αριθμός 10 και περίμενε τον ως άνω dealer Ν. Π. να ρίξει εκ νέου την μπίλια στη ρουλέτα, πλην όμως, ο, τελευταίος, αντί να ρίξει την μπίλια, ανακοίνωσε "όχι άλλα στοιχήματα" και τοποθέτησε το dolly ξανά στο νούμερο 10, που ήταν το νούμερο που είχε "καθίσει" η μπίλια από το προηγούμενο γύρισμα της ρουλέτας, πληρώνοντας για δεύτερη φορά την λόγω Ελληνίδα παίκτρια, παραλαμβάνοντας το ποσό του στοιχήματος του αυστριακού παίκτη ως χαμένο. Στην ανωτέρω διαδικασία ο ενάγων, ως επιθεωρητής (inspector), δεν παρενέβη, αλλά θεώρησε τις ενέργειες του ως άνω dealer Ν. Π. απολύτως ορθές και επικύρωσε τη διπλή καταβολή του ποσού του στοιχήματος στην ελληνίδα παίκτρια και την απώλεια του ποσού του στοιχήματος από τον αυστριακό παίκτη, με αποτέλεσμα ο αυστριακός παίκτης να διαμαρτυρηθεί, έντονα, χαρακτηρίζοντας με τα χειρότερα λόγια την επιχείρηση καζίνου της εναγομένης. Την επόμενη ημέρα (10-7-2009) ο διευθυντής καζίνο Σ. Λ., με σχετικό έγγραφό του προς τον Σ. Τ., διευθυντή προσωπικού της εναγομένης, θεωρώντας ότι το περιστατικό έθιγε τη φήμη και την αξιοπιστία της εναγομένης, εισηγήθηκε την απόλυση τόσο του ενάγοντος, όσο και του ως άνω υφισταμένου του, Ν. Π., ενώ σε βάρος του ενάγοντος κινήθηκε και πειθαρχική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.4β του εσωτερικού κανονισμού εργασίας του καζίνο της εναγομένης. Ο ενάγων, απολογούμενος με σχετικό έγγραφο που επιδόθηκε στην εναγοµένη µε δικαστικό επιµελητή, ισχυρίστηκε ότι είχε στραµµένη την προσοχή του στη ρουλέτα AR 1 και εποµένως δεν µπορούσε να εκφράσει προσωπική άποψη για το συµβάν. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι κλήθηκε να αντιμετωπίσει µία συγκεχυμένη κατάσταση μεταξύ των πελατών του καζίνο και γιαυτό το λόγο, ενημέρωσε, όπως όφειλε, τον προϊστάμενο βάρδιας Ν. Β. και ότι σε κάθε περίπτωση πρόκειται για περιστατικό που συμβαίνει σε καθημερινή βάση σ' όλα τα καζίνο παγκοσμίως. Μετά και τις ως άνω εξηγήσεις του ενάγοντος, με απόφαση του πειθαρχικού Συμβουλίου, επιβλήθηκε σ' αυτόν η πειθαρχική ποινή της υποχρεωτικής αποχής από την εργασία του, για δέκα (10) ημερολογιακές ημέρες, απόφαση που του κοινοποιήθηκε την 30-7-2009, πλην, όμως, η επιβληθείσα ποινή ουδέποτε εκτελέστηκε, όπως ομολογεί και η εναγόμενη. Η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας έγινε για οικονομοτεχνικούς λόγους, που δημιούργησαν την ανάγκη μείωσης του απασχολούμενου από αυτήν προσωπικού, και κατά την επιλογή της επιλέχθηκε ο ενάγων, λόγω τόσο των ιδιοτήτων του (άγαμος), σημειουμένου ότι ο ενάγων είναι διαζευγμένος και πατέρας ενός ανηλίκου τέκνου και η εναγόμενη του κατέβαλε επίδομα γάμου και τέκνου όσο και λόγω της μειωμένης απόδοσης του. Από κανένα, όμως, στοιχείο δεν προέκυψε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας έγινε για οικονομοτεχνικούς λόγους που δημιούργησαν την ανάγκη μείωσης του απασχολούμενου από την εναγόμενη προσωπικού. Μάλιστα, όπως προκύπτει από το μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενο με αριθμό 100/2009 δελτίο εργατικής διαφοράς, της Επιθεώρησης Εργασίας Χαλκιδικής, κατά την ορισθείσα ημερομηνία, της 23-9-2009, προς συζήτηση της, από 15-9-2009 προσφυγής του ενάγοντος, ο εκπρόσωπος της εναγόμενης δήλωσε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος υπαγορεύτηκε από λόγους πλημμελούς και αντισυμβατικής συμπεριφοράς κατά την εκτέλεση των εργασιακών του καθηκόντων. Η καταγγελία της επίδικης σύμβασης εργασίας έγινε μεν για το ως άνω πειθαρχικό παράπτωμα του ενάγοντος, το οποίο, όμως, δεν είναι τέτοιας βαρύτητας που δεν δικαιολογεί την απόλυση του, ο οποίος επί μία πενταετία και πλέον πρόσφερε συνεχώς τις υπηρεσίες του, χωρίς σοβαρό παράπονο εκ μέρους της εναγόμενης εργοδότριας εταιρείας, δεδομένου ότι οι εκπρόσωποί της είχαν επιβάλει στον ενάγοντα, όπως προαναφέρθηκε, για το παράπτωμα αυτό, την πειθαρχική ποινή της υποχρεωτικής αποχής από την εργασία του για δέκα ημερολογιακές ημέρες, η οποία μάλιστα ουδέποτε εκτελέστηκε. Έτσι όμως με την άσκηση από την εναγόμενη του δικαιώματος απόλυσης παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, η οποία (αρχή) αποτελεί εκδήλωση της καλής πίστης και της αρχής της μη κατάχρησης των δικαιωμάτων και απορρέει από τη συνταγματική αρχή του Κράτους Δικαίου, έχει δε ήδη καθιερωθεί στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Εξάλλου η καλή πίστη επιβάλλει στα μέρη μίας έννομης σχέσης την αμοιβαία υποχρέωση να λαμβάνουν υπόψη κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τους και κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους και η εναγομένη όφειλε να λάβει υπόψη της και τα συμφέροντα που συνδέει ο εργαζόμενος με τη διατήρηση της θέσης εργασίας και να αποφύγει την αδικαιολόγητη προσβολή της. Με τις παραδοχές αυτές κατέληξε στην κρίση ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του αναιρεσιβλήτου προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας και είναι άκυρη ως καταχρηστική και στη συνέχεια απέρριψε τους σχετικούς λόγους της έφεσης της αναιρεσείουσας. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις ως άνω διατάξεις, διέλαβε δε στην απόφαση του σαφείς, επαρκείς, και δίχως αντιφάσεις αιτιολογίες σχετικά με την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του αναιρεσιβλήτου, με αποτέλεσμα να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, ως προς το αν συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ. Οι ειδικότερες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, ότι το εφετείο 1) με το να δεχθεί ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι αιτιώδης, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 ΑΚ,1 Ν. 2112/20 και 1,5 Ν. 3198/1955 και 2) η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας, αφού δεν αναφέρει το συγκεκριμένο κατάλληλο και πρόσφορο μέσο αντιμετώπισης της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του αναιρεσίβλητου, είναι αβάσιμες διότι, όπως προκύπτει από το παραπάνω περιεχόμενο της απόφασης, α) το δικαστήριο αποδέχεται το χαρακτήρα της καταγγελίας ως αναιτιώδους και 2)στην απόφαση του αναφέρεται, εμμέσως πλην σαφώς, ότι το κατάλληλο και πρόσφορο μέσο ήταν εκείνο που του επιβλήθηκε με την παραπάνω απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου. Επομένως, οι, περί του αντιθέτου, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης, αντίστοιχα, από τους αρ.1 και 19, του άρθρου 559 του KΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 26-2-2013, αίτηση αναίρεσης της 2118/2012 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 3 Νοεμβρίου 2014 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 19 Νοεμβρίου 2014. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Εφετείο δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 ΑΚ, 1 Ν. 2112/20 και 1, 5 Ν. 3198/1955, διέλαβε δε στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες σχετικά με την ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του αναιρεσίβλητου, με αποτέλεσμα να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος, ως προς τον εάν συντρέχει στην συγκεκριμένη περίπτωση υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 2092/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ανδρέα Δουλγεράκη, κωλυομένου του Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου Νικόλαο Λεοντή, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα, Χρήστο Βρυνιώτη, και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθος Α.Ε." που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Αντωνίου, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλήτου: Β. Κ. του Ι., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Κούλα και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-3-2010 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 950/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6716/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 26-2-2014 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης ανέγνωσε την από 9-10-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 281 Α.Κ., το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, εκτός των άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της άσκησής του και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τότε, δεν δικαιολογούν επαρκώς τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Μόνη η αδράνεια του δικαιούχου δεν αρκεί, αλλ' απαιτείται επιπρόσθετα να συντρέχουν περιστατικά αναγόμενα στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά τόσο αυτού, όσο και εκείνου που αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία γεννιέται στον τελευταίο η πεποίθηση, ότι το δικαίωμα δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ' αυτού, έτσι ώστε η, με τη μεταγενέστερη άσκηση, επιδίωξη ανατροπής της κατάστασης που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο συνέπειες (Ολ. ΑΠ 62/1990). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτει, ότι η εναγομένη πρότεινε παραδεκτά, πρωτοδίκως και επανέφερε ενώπιον του Εφετείου, την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας, για καταβολή συμπληρωματικής αποζημίωσης απόλυσης, επικαλούμενη για τη θεμελίωση της ότι 1) η ενάγουσα, αν και είχε προσκληθεί επανειλημμένα από τα μέσα του έτους 2009 να προσκομίσει στοιχεία για τον ακριβή αριθμό των ενσήμων της, ώστε να προσδιορισθεί ο χρόνος θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στην άνω πρόσκληση, 2) ότι η ίδια προσκλήθηκε και εγγράφως πριν την απόλυσή της να γνωστοποιήσει τον αριθμό των ενσήμων της, αλλά αρνήθηκε και πάλι να το πράξει, 3) ότι μετά την ένδικη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της με την από 3-3-2010 εξώδικη δήλωση της, κλήθηκε και πάλι να προσκομίσει βεβαίωση του ΙΚΑ, για τον ακριβή αριθμό των ενσήμων της, προκειμένου να την επαναπασχολήσει μέχρι τη συμπλήρωση του απαιτούμενου αριθμού ενσήμων, αλλά η ενάγουσα αγνόησε την πρόσκληση αυτή 4) ότι η ενάγουσα αν και γνώριζε την πρόθεση της να καταγγείλει, λόγω συνταξιοδότησης, τη σύμβαση εργασίας της, με μειωμένη αποζημίωση, εν τούτοις ουδέποτε γνωστοποίησε, ούτε και διέψευσε την εκτίμηση της για το χρόνο συμπλήρωσης του αριθμού αυτών των ενσήμων, αλλά αντίθετα την ενίσχυσε με την παρελκυστική της συμπεριφορά, 5) ότι η ενάγουσα με τη συμπεριφορά της και την πρωτοφανή αδράνειά της να ενημερώσει την εργοδότρια της περί τον ακριβή χρόνο θεμελίωσης του συνταξιοδοτικού της δικαιώματος, δημιούργησε σ' αυτήν την εύλογη πεποίθηση ότι είχε, κατά το χρόνο της ένδικης καταγγελίας, δικαίωμα πλήρους συνταξιοδότησής της 6) ότι η ενάγουσα, γνωρίζοντας την πρόθεση της να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας της με μειωμένη αποζημίωση, με την παρελκυστική συμπεριφορά της επεδίωκε είτε την παράταση της παραμονής της στην εργασία της, είτε τη θεμελίωση αξιώσεων από τη μη συμπλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης της, 7) ότι αν η ενάγουσα είχε ενημερώσει επακριβώς την εναγομένη για τον αριθμό των ενσήμων της, η τελευταία θα συνέχιζε να την απασχολεί μέχρι τη συμπλήρωσή τους, χωρίς να κινδυνεύει από την έγερση των ενδίκων υπέρογκων απαιτήσεων της, 8) ότι η ενάγουσα λίγο μετά την ένδικη καταγγελία συνταξιοδοτήθηκε και 9) ότι η ικανοποίηση των ένδικων απαιτήσεων της θα έχει ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις για την ίδια, που πλήττεται από την παρατεινόμενη οικονομική κρίση. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε ότι όλα τα παραπάνω περιστατικά, ακόμα και αν θεωρηθούν αληθινά, δεν επαρκούν για να καταστήσουν την άσκηση του ένδικου αγωγικού δικαιώματος της ενάγουσας καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 281 του Α.Κ, ως υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος και συνεπώς η ένσταση αυτή της εναγομένης είναι απορριπτέα, ως μη νόμιμη. Περαιτέρω, δέχθηκε, ότι, σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω ένσταση είναι απορριπτέα και ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον ουδόλως αποδείχθηκε ότι η άσκηση του αγωγικού δικαιώματος της ενάγουσας, αλλά και η ως άνω συνολική συμπεριφορά της υπερβαίνουν προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και οι κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος της, αφού, αποδείχθηκε, ότι η ενάγουσα κατά την πρώτη συζήτηση τον Ιούλιο του 2009 με τους αρμοδίους υπαλλήλους της εναγομένης, σχετικά με την αποχώρησή της, λόγω συνταξιοδότησης, δεν επιβεβαίωσε ούτε διέψευσε ότι συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις για τη λήψη πλήρους σύνταξης γήρατος, καθόσον απαιτείτο ακριβής καταμέτρηση των ενσήμων της από τον ασφαλιστικό της φορέα και δη το ΙΚΑ, η οποία κατά το χρόνο εκείνο δεν είχε πραγματοποιηθεί, ακολούθως κατά τη γενόμενη συζήτηση το Δεκέμβριο του ίδιου έτους 2009, ούτε αρνήθηκε να αναφέρει τον ακριβή αριθμό των ενσήμων της, ούτε παραπλάνησε την εναγομένη περί του πραγματικού αριθμού αυτών, αλλά αντίθετα ανέφερε στο Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού της εναγομένης, το αληθές γεγονός ότι δεν είναι βέβαιη για τον ακριβή αριθμό των ενσήμων της, καθόσον απαιτείτο προς τούτο ασφαλής καταμέτρηση τους από το ΙΚΑ, οπότε τότε της ζητήθηκε η σχετική βεβαίωση του εν λόγω ασφαλιστικού της οργανισμού, την οποία επίσης δεν αρνήθηκε, αλλά αντίθετα υποσχέθηκε να την προσκομίσει, στη συνέχεια μετά τη, σε σύντομο χρονικό διάστημα από την αμέσως προαναφερόμενη συζήτηση, επίδοση σ' αυτήν της από 26-1-2010 έγγραφης επιστολής της εναγομένης, η ενάγουσα και πάλι ούτε αρνήθηκε, ούτε αγνόησε, ούτε αδιαφόρησε, αλλά ενημέρωσε και πάλι την εναγομένη ότι δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία καταμέτρησης των ενσήμων της στο ΙΚΑ και αυτό δεν μπόρεσε να γίνει μέσα στην ταχθείσα προθεσμία των 15 ημερών, χωρίς δική της υπαιτιότητα, αλλά γιατί η σχετική διαδικασία είναι πολύμηνη και χρονοβόρα, ενώ και πριν την υπογραφή της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της η ενάγουσα τηρώντας τις αρχές της καλής πίστης και της υποχρέωσης ενημέρωσης της εργοδότριας της, ανέφερε και ενημέρωσε την τελευταία ότι δεν έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις πλήρους σύνταξης γήρατος (γεγονός που πράγματι ήταν αληθές), πλην όμως η εναγομένη αγνόησε πλήρως τους αληθινούς ισχυρισμούς της αυτούς και τις σχετικές διαμαρτυρίες της για την πρόωρη απόλυσή της και προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας της χωρίς να αναμένει τη σχετική βεβαίωση του ΙΚΑ, ούτε να ζητήσει η ίδια τέτοια βεβαίωση για vα έχει έγκυρη και ασφαλή γνώση περί του εάν η ενάγουσα πληρούσε τις ανωτέρω προϋποθέσεις, αλλά στηριζόμενη μόνο στο όχι ασφαλές κριτήριο του συνολικού χρόνου εργασίας της ενάγουσας και παρά, όπως προαναφέρθηκε, την αντίθετη προειδοποίηση της τελευταίας ότι δεν πληρούσε κατά το χρονικό εκείνο σημείο τις εν λόγω προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης επέμεινε στην απόλυσή της. Κατ' ακολουθίαν η ενάγουσα, ούτε αγνόησε τις ως άνω προσκλήσεις της εναγομένης, ούτε αρνήθηκε να προσκομίσει τη σχετική βεβαίωση του ΙΚΑ περί του ακριβούς αριθμού των ενσήμων της και του χρόνου συμπλήρωσης των προϋποθέσεων λήψης πλήρους σύνταξης, γήρατος, ούτε ενήργησε παρελκυστικά και παραπλανητικά, αλλά και πριν την απόλυσή της προέβη σε καλοπροαίρετη ενημέρωση της εναγομένης ότι δεν πληρούσε κατά το χρονικό εκείνο σημείο (11-2-2010) τις προϋποθέσεις λήψης πλήρους σύνταξης γήρατος, χωρίς όμως αποτέλεσμα, αφού η εναγομένη επέμενε και τελικά προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, ενώ εξάλλου η ενάγουσα, ουδόλως αποδείχθηκε ότι δημιούργησε την πεποίθηση στην εναγομένη ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το ένδικο αγωγικό της δικαίωμα, αφού και αμέσως πριν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας της διαμαρτυρήθηκε γι' αυτή και προειδοποίησε την εναγομένη ότι η απόλυσή της είναι πρόωρη, γιατί δεν πληροί τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και υπόγραψε το έγγραφο της εν λόγω καταγγελίας με επιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος της και μετά την απόλυση της, με την από 22-2-2010 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία της, επίσης επιφυλάχθηκε κάθε νομίμου δικαιώματος της από την εν λόγω πρόωρη απόλυσή της. Συνεπώς, όλα τα παραπάνω, με στοιχεία 1,2,3,4,5,6 και 7 επικαλούμενα περιστατικά είναι κατ' ουσίαν αβάσιμα, ενώ τα υπόλοιπα υπό στοιχεία 8 και 9 περιστατικά και δη ότι η ενάγουσα λίγο μετά την ένδικη καταγγελία συνταξιοδοτήθηκε και ότι η ικανοποίηση της ένδικης απαίτησή της θα έχει ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες για την εναγομένη, δεν αρκούν από μόνα τους να θεμελιώσουν καταχρηστική άσκηση του αγωγικού δικαιώματος της ενάγουσας. Επομένως, καταλήγει το Εφετείο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε το αγωγικό αίτημά της ενάγουσας, για καταβολή συμπληρωτικής αποζημίωσης απόλυσης, επειδή έκρινε αυτό ως καταχρηστικώς ασκούμενο, έσφαλε και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως και κατ' ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά τη διάταξή της με την οποία απορρίφθηκε το αγωγικό αίτημα για καταβολή συμπληρωματικής αποζημίωσης απόλυσης της ενάγουσας. Ακολούθως, πρέπει α) να υποχρεωθεί η εναγοµένη να καταβάλει στην ενάγουσα το-ποσό των 12.000 ευρώ και β) να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να της καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των 78.720 ευρώ για την προαναφερόµενη αιτία. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος και επιδίκασε στην ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη τα παραπάνω ποσά. Με την κρίση του αυτή δεν παραβίασε την παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη, διότι, τα επικαλούμενα, ως άνω, πραγματικά περιστατικά, στο σύνολο τους, δεν θεμελιώνουν, πράγματι, τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. και δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας. Επομένως είναι αβάσιμος ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης από τον αρ. 19 του ίδιου άρθρου, είναι απαράδεκτος, εφόσον, με την κυρία παραδοχή της απόφασης, η οποία στηρίζει αυτοτελώς και επαρκώς την απόρριψη του, ο ίδιος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη νόμιμος, δεν ήταν δε αναγκαία και η κατ' ουσίαν έρευνα του, στην οποία, εκ περισσού, προέβη το δικαστήριο. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 26-2-2014,αίτηση αναίρεσης της 6716/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 3 Νοεμβρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 19 Νοεμβρίου 2014. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Με την κρίση του το Δικαστήριο δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διότι τα επικαλούμενα, πραγματικά περιστατικά στο σύνολό τους δεν θεμελιώνουν πράγματι τη διάταξη αυτή και δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της ενάγουσας.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 2086/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων - καλούντων: 1) Χ. Γ. συζ. Δ., το γένος Ν. Τ., 2) Μ. χήρας Α. Τ., το γένος Α. Κ., κατοίκου ..., και 3) Ν. Τ. Α., κατοίκου ..., (των 2ης και 3ου ως κληρονόμων του Α. Τ.). Οι 2η και 3ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Εμμανουηλίδη, ο οποίος δήλωσε ότι η πρώτη απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τον τρίτο. Του αναιρεσιβλήτου: Α. Μ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ελευθέριο Κρέμερ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/5/1999 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 77/2001 μη οριστική, 135/2005 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, 328/2008 μη οριστική και 150/2011 οριστική του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση των τελευταίων αποφάσεως ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 26/9/2011 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 613/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρουν οι καλούντες με την από 27/5/2013 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 11/1/2013 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Κατά τα άρθρα 1033, 369 και 1192 ΑΚ, για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατ' άρθρον 1051 ΑΚ. Ασκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ' αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Εξάλλου, το ορισμένο ή όχι του δικογράφου της αγωγής, ως προς την έκθεση πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της, εκτιμάται κυριαρχικώς από το δικαστήριο της ουσίας. Εξαίρεση ισχύει στην περίπτωση που το δικαστήριο αξιώνει στοιχεία περισσότερα από όσα πράγματι απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του δικαιώματος ή αρκείται σε λιγότερα ή διαφορετικά από αυτά. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα, μη διαλαμβανόμενα στο αγωγικό δικόγραφο και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, μολονότι διαλαμβάνονταν στην αγωγή, τότε ιδρύεται ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 8 του ίδιου άρθρου λόγος αναίρεσης, ενώ, αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, θεώρησε επαρκή τα εκτιθέμενα για την περαιτέρω εξειδίκευση του κανόνα δικαίου πραγματικά γεγονότα, τότε ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 14 του ανωτέρω άρθρου 559. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1094 ΑΚ, 70, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής είναι, εκτός των άλλων, η κυριότητα του ενάγοντος επί του επίδικου ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του, αν δε αυτό φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο προσδιορισμός της θέσης του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο και των ορίων του. Στην περίπτωση που η αγωγή αυτή θεμελιώνεται σε παράγωγη κτήση, πρέπει να προβάλλονται στο δικόγραφο της όσα περιστατικά απαιτούνται για τη μεταβίβαση του δικαιώματος της κυριότητας επί του επιδίκου στον ενάγοντα, ο δε τρόπος κτήσεως της κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου από τον δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής. Μόνον αν ο εναγόμενος με τις προτάσεις του κατά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος και των πριν από αυτόν κτητόρων του ακινήτου, πρέπει, για το ορισμένο της αγωγής, να καθορίσει ο ενάγων, είτε με την αγωγή, καθ' υποφοράν. είτε με τις προτάσεις του της ίδιας συζητήσεως της αγωγής, κατ' επιτρεπτή συμπλήρωση της τελευταίας (άρθρο 224 ΚΠολΔ), και τον τρόπο κτήσεως από τα πρόσωπα αυτά της κυριότητας επί του επιδίκου μέχρις εκείνου που απέκτησε το δικαίωμα κατά τρόπο πρωτότυπο, τον οποίο αποτελεί και ο με χρησικτησία. Αν η αγωγή αυτή στηρίζεται σε χρησικτησία, πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφό της τα αναγκαία για την κτήση της κυριότητας με τον τρόπο αυτό περιστατικά (ΑΠ 443/2011, ΑΠ 1648/2009). Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος με την ένδικη από 6-5-1999 αγωγή του, την οποία εκτιμά, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ως διαδικαστικό έγγραφο ο Άρειος Πάγος, ισχυρίστηκε, ότι είναι κύριος του λεπτομερώς περιγραφόμενου κατά θέση, έκταση και όρια οικοπέδου, που βρίσκεται στην κοινότητα ... Νομού Μαγνησίας, κυριότητα που απέκτησε με παράγωγο τρόπο και ειδικότερα με τις αναφερόμενες συμβολαιογραφικώς συνταχθείσες πράξεις, που μεταγράφηκαν νόμιμα, επικουρικά δε με έκτακτη χρησικτησία, επειδή νεμόταν αυτό αρχικά ο δικαιοπάροχος του από το έτος 1974 μέχρι το έτος 1994 και μετέπειτα ο ίδιος μέχρι την άσκηση της αγωγής (7-5-1999) συνεχώς, ενεργώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής και κατοχής που ταίριαζαν στην φύση και τον προορισμό του ως οικοπέδου με παρακείμενη οικία, με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών, και ότι οι αρχικοί εναγόμενοι, ήτοι η ήδη πρώτη αναιρεσείουσα και ο Α. Τ., μετά το θάνατο του οποίου υπεισήλθαν στη δικονομική του θέση ως μοναδικοί του κληρονόμοι οι δεύτερη και τρίτος των αναιρεσειόντων, περί τα τέλη του έτους 1998 αυθαίρετα κατέλαβαν τμήμα εμβαδού 192,84 τ.μ. από το ακίνητο αυτό και το ενσωμάτωσαν στην παρακείμενη ιδιοκτησία τους. Ζήτησε δε να αναγνωριστεί κύριος του ως άνω επίδικου τμήματος ακινήτου και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι στην απόδοση του. Με το πιο πάνω περιεχόμενο η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, επειδή περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται για την πληρότητά της, και ειδικότερα εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο μετάγουν την κτήση της κυριότητας του επιδίκου στο πρόσωπο του ενάγοντος και του προκατόχου του και την προσβολή της από τους αρχικούς εναγομένους, οι οποίοι, όπως προκύπτει από τις από 23-10-2000 προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ισχυρίσθηκαν ότι η αγωγή είναι αόριστη "γιατί δεν καθορίζει τις πράξεις νομής και κατοχής, που διατείνεται ότι ασκούσε ο ενάγων και ο δικαιοπάροχός του Ι. Κ. επί του επιδίκου" και έτσι δεν αμφισβήτησαν την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος στο επίδικο ακίνητο και, συνεπώς, δεν ήταν αναγκαίο, για την πληρότητα της αγωγής, να καθορισθεί (με τις προτάσεις του ενάγοντος) και ο πρωτότυπος τρόπος (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία) με την οποία ο δικαιοπάροχός του έγινε κύριος του επίδικου ακινήτου. Ενόψει των ανωτέρω, η ένδικη αγωγή δεν έπασχε από (επιγενόμενη) νομική ή ποσοτική αοριστία και το Εφετείο, που έκρινε, ότι η αγωγή είναι ορισμένη δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1, 8 και 14 ΚΠολΔ. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης από τους αριθμούς 1, 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Εφετείο την αιτίαση, ότι παρά το νόμο δεν απέρριψε την ένδικη διεκδικητική αγωγή ως αόριστη, για το λόγο ότι, παρά την εκ μέρους των αρχικών εναγομένων άρνηση της κυριότητας του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του, ο τελευταίος δεν προέβη στην, κατ' άρθρο 224 ΚΠολΔ, συμπλήρωση της έως ότου φθάσει σε δικαιοπάροχο που έγινε κύριος με πρωτότυπο τρόπο κτήσεως της κυριότητας, είναι αβάσιμος ως προς όλα τα μέρη του. II.- Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχτηκε, ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ. ΑΠ 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχτηκε τα ακόλουθα: " Δυνάμει του αριθμ. ... πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Βόλου Δημ. Παπαδόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα(...),ο μη διάδικος στην παρούσα δίκη Ι. Κ. απέκτησε κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου την κυριότητα ενός ακινήτου, το οποίο περιγράφεται ως "ερειπωμένος οικίσκος μετά του υπ' αυτόν και μη οικοπέδου, εκτάσεως ημίσεως περίπου στρέμματος ή όσης εκτάσεως και αν είναι πλέον ή έλαττον, κείμενος εντός του χωρίου ..., συνορευόμενος γύρωθεν με δημόσιον δρόμον Βόλου-..., με κοινοτικήν οδό, με κοινοτικό ρεύμα και με οικίαν και αυλήν Ν. Τ.", με αγορά από τις μέχρι τότε κύριες αυτού Σ. χήρα Σ. ή Σ. Α., Α. και Α. Α. του Σ. ή Σ.. Οι τελευταίες είχαν αποκτήσει την κυριότητα του ανωτέρω ακινήτου από κληρονομιά του αποβιώσαντος την 8-11-1973 συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών Σ. ή Σ. Α., την οποία αποδέχθηκαν με την αριθμ. ... δήλωση αποδοχής ενώπιον του συμβολαιογράφου Βόλου Δημ. Παπαδόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα (...).Ο ως άνω δικαιοπάροχός τους Σ. ή Σ. Α. είχε καταστεί κύριος του ιδίου πιο πάνω ακινήτου ως εξής: α) κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου δυνάμει του αριθμ. ... πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Βόλου Απ. Τσικρίκη, που μεταγράφηκε νόμιμα(...),από αγορά από τους μέχρι τότε κυρίους αυτού Φ. και Ν. Κ. του Γ., που ήταν συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου έκαστος, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά, β) κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου δυνάμει του αριθμ. ... πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Βόλου Δημ. Παπαδόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα (...), από αγορά από τον αδελφό του Σ. Α.., ο οποίος είχε καταστεί κύριος του άνω ποσοστού με το ίδιο ανωτέρω αριθμ. ... πωλητήριο συμβόλαιο. Ο προαναφερόμενος Ι. Κ. από τότε που έλαβε στην κυριότητα και κατοχή του το ως άνω ακίνητο (23-12-1974), ασκούσε με διάνοια κυρίου επ' αυτού πράξεις νομής και κατοχής, ήτοι το επισκεπτόταν συχνά και το επέβλεπε, συνεχώς μέχρι την 29-9-1984. Τότε, αφού προέβη σε καταμέτρησή του, από την οποία προέκυψε ότι αυτό είχε εμβαδόν 600 τ.μ., δυνάμει του αριθμ. ... πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Κων. Γιαννούλα, που μεταγράφηκε νόμιμα (...), μεταβίβασε την κυριότητα του εν λόγω ακινήτου στον ενάγοντα Α. Μ. του Δ. και τη σύζυγό του Γ. συζ. Α. Μ., κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Ακολούθως, η τελευταία, δυνάμει του αριθμ. ... πωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Αντωνίας Τσολάκου, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε την κυριότητα του ανωτέρω ποσοστού της, στον ενάγοντα σύζυγο της, ο οποίος έγινε αποκλειστικά κύριος του εν λόγω ακινήτου με παράγωγο τρόπο, με αγορά από αληθείς κυρίους, δυνάμει των ως άνω συμβολαίων και μεταγραφή αυτών. Περαιτέρω, από τις ίδιες πιο πάνω αποδείξεις αποδείχθηκε, ότι από το χρόνο που το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε στην κατοχή του ενάγοντος και της συζύγου του Γ. Μ. (21-9-1984), αυτοί ασκούσαν από κοινού επ' αυτού με διάνοια κυρίου πράξεις νομής και κατοχής. Λόγω του ότι κατοικούσαν στην Αθήνα, επισκέπτονταν το ακίνητο, το επέβλεπαν και κατά τους θερινούς μήνες διέμεναν στην υπάρχουσα εντός αυτού, στο βόρειο τμήμα του, ανακαινισμένη οικία, συνεχώς μέχρι την 15-12-1994. Έκτοτε, τις ίδιες πράξεις νομής και κατοχής ασκούσε αποκλειστικά ο ενάγων συνεχώς μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής (7-5-1999), με έννομη συνέπεια να καταστεί αποκλειστικά κύριος και με έκτακτη χρησικτησία, με το συνυπολογισμό του δικού του χρόνου χρησικτησίας, στο χρόνο χρησικτησίας των άνω δικαιοπαρόχων του Ι. Κ. και Γ. Μ., που υπερβαίνουν την εικοσαετία. Και ενώ έτσι είχε διαμορφωθεί η πραγματική κατάσταση, περί το μήνα Δεκέμβριο του έτους 1998, οι εναγόμενοι Χ. συζ. Δ. Γ. και Α. Ν. Τ. (ο οποίος στις 18-2-2004 απεβίωσε και τη βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζουν για εκείνον οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Μ. χήρα Α. Τ. σύζυγος του και Ν. Ν. Τ. γιος του), αυθαίρετα κατέλαβαν τμήμα του πιο πάνω ακινήτου, το οποίο βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του, έχει εμβαδόν 192,84 τ.μ. και απεικονίζεται στο συνημμένο στην ένδικη αγωγή από Νοέμβριο 1998 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Β. Ν. υπό στοιχεία Λ,Μ,Ν,Ξ,Ο,Π,Ρ,Ψ,Ω,Λ, φύτεψαν δύο ροδακινιές, αμφισβητώντας την κυριότητα του ενάγοντος επ' αυτού. Το ότι όντως το άνω επίδικο εδαφικό τμήμα αποτελεί τμήμα του προαναφερομένου ακινήτου εμβαδού 600 τ.μ., αποδεικνύεται ιδίως και από τα εξής στοιχεία: α) Σε όλα τα προαναφερόμενα συμβολαιογραφικά έγγραφα ως (νότιο) όριο του όλου ακινήτου αναφέρεται η κοινοτική οδός Βόλου-.... Από την επισκόπηση δε του ως άνω διαγράμματος προκύπτει, ότι και το επίδικο έχει ως νότιο όριο την εν λόγω οδό Βόλου-.... Είναι βέβαια αλήθεια, ότι στο άνω αριθμ. ... πωλητήριο συμβόλαιο, δυνάμει του οποίου ο Ι. Κ. μεταβίβασε κατά συγκυριότητα στον ενάγοντα και τη σύζυγο του, το ανωτέρω όλο ακίνητο, αναφέρεται ότι αυτό συνορεύει νοτίως με ιδιοκτησία αγνώστων. Τούτο όμως έγινε προφανώς από παραδρομή, εφόσον βούληση των συμβαλλομένων ήταν η μεταβίβαση της κυριότητας ολοκλήρου του ακινήτου εμβαδού 600 τ.μ., το οποίο σύμφωνα με τους μεταγενέστερους τίτλους-συμβόλαια μεταβίβασης της κυριότητας είχε ως νότιο όριο τον κοινοτικό δρόμο Βόλου-.... Γι' αυτό και με την αριθμ. ... πράξη διόρθωσης συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Κων. Γιαννούλα οι συμβαλλόμενοι δήλωσαν, ότι "εκ παραδρομής σημειώθηκε (στο ... συμβόλαιο) ότι το πωληθέν οικόπεδο συνορεύει με ιδιοκτησία αγνώστου, ενώ το αληθές και ορθό είναι ότι προς την πλευρά αυτή συνορεύει με κοινοτική οδό", β) το εμβαδόν του όλου οικοπέδου που μεταβιβάσθηκε κατά κυριότητα σε ανύποπτο χρόνο (21-9-1984) ανέρχεται σε 600 τ.μ. Εάν αφαιρεθεί το επίδικο τμήμα απομένει έκταση εμβαδού (600-192,84=) 407,16 τ.μ., ήτοι κατά πολύ μικρότερη της μεταβιβασθείσας. γ) στα προαναφερόμενα αριθμ. ... και ... συμβολαιογραφικά έγγραφα ως όριο του άνω όλου ακινήτου αναφέρεται ένα κοινοτικό ρέμα. Το ρέμα αυτό υπήρχε το έτος 1974, γι' αυτό και όπως διαπιστώθηκε από τον ως άνω πραγματογνώμονα, υπάρχει μια μεγάλη τρύπα στην υφισταμένη εντός του επιδίκου στο νότιο άκρο του με αριθμό 4 πεζούλα. Αυτό δε το όριο "κοινοτικό ρέμα", σημειώνεται και στο σκαρίφημα του όλου ακινήτου που συντάχθηκε και συνοδεύει τη σχετική δήλωση προς την αρμόδια Οικονομική Εφορία για την καταβολή του αναλογούντος φόρου μεταβίβασης που έγινε με το άνω αριθμ. ... πωλητήριο συμβόλαιο, δ) κατά τα έτη 1975 και 1996, όπως προκύπτει από την ανάλυση των σχετικών αεροφωτογραφιών που έγινε από τον διορισθέντα με την 328/2008 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου πραγματογνώμονα Ν. Β. και αποτυπώνεται στη σχετική έκθεση του, το επίδικο ακίνητο αποτελούσε μια ακαλλιέργητη έκταση, καλυμμένη από ξερά χόρτα και φυσική άγρια βλάστηση. Την ίδια δε μορφή παρουσίαζε και η υπόλοιπη έκταση του άνω όλου ακινήτου. Περαιτέρω, το γεγονός ότι στο βορειοανατολικό άκρο της επίδικης έκτασης, υφίσταται πεζούλα ύψους 3 μ. περίπου (που αποτυπώνεται στο από Ιούλιο 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του άνω πραγματογνώμονα Ν. Β. υπό στοιχεία Α65-Α21), η οποία κατασκευάστηκε περί το έτος 1994 με δαπάνες του ενάγοντος και απέκοψε με την κατασκευή της την επικοινωνία του επιδίκου με την κείμενη βορειοανατολικά υπόλοιπη ιδιοκτησία του τελευταίου, δεν οδηγεί χωρίς άλλο στο συμπέρασμα, ότι το επίδικο δεν αποτελεί τμήμα του ανωτέρω όλου ακινήτου των 600 τ.μ. και ότι από της κατασκευής της ο ενάγων αδυνατούσε να ασκήσει επ' αυτού (επιδίκου) πράξεις νομής. Η κατασκευή της πεζούλας αυτής με τη συγκεκριμένη μορφή ήταν αναγκαία, λόγω του ότι η προϋφισταμένη αυτής, που είχε μικρότερο ύψος και ως εκ τούτου επέτρεπε την επικοινωνία του επιδίκου με την υπόλοιπη ιδιοκτησία του ενάγοντος, ήταν στατικώς ανεπαρκής και είχε καταστραφεί, έτσι ώστε να αντιμετωπισθεί το υφιστάμενο στην περιοχή πρόβλημα κατολισθήσεων. Και μετά την κατασκευή αυτής ο ενάγων συνέχισε να ασκεί επί του επιδίκου πράξεις νομής, με το να το επισκέπτεται συχνά και να το επιβλέπει. Ενόψει αυτών, η άνω αριθμ. ... έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Η. Μ., τοπογράφου μηχανικού, κατά την οποία η επίδικη έκταση ανήκει στον τίτλο ιδιοκτησίας των εναγομένων, δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα. Όσον αφορά δε τον επικαλούμενο από τους εναγομένους τίτλο κυριότητας του επιδίκου, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Με το αριθμ. ... πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Βόλου Απ. Τσικρίκη, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο Ν. Α. Τ., πατέρας των εναγομένων, απέκτησε κατά κυριότητα "μιαν ανώγειον οικίαν μετ' αυλής και περιοχής, κήπου, παραρτημάτων και παρακολουθημάτων, κειμένων εις συνοικίαν Α. Α. ... του ομωνύμου τέως Δήμου, συνορευομένων εκ δύο μερών με Γ. Κ., με Γ. Π. και με δρόμον". Μετά το θάνατο του ανωτέρω Ν ι κ. Τζοάνου στις 17-7-1973 οι εναγόμενοι, ως μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, αποδέχθηκαν την κληρονομιά του, δυνάμει της αριθμ. ... δήλωσης αποδοχής ενώπιον της συμβολαιογράφου Βόλου Mαρ. Καζακίδη, που μεταγράφηκε νόμιμα, στην οποία συμπεριλαμβανόταν και το άνω ακίνητο, το οποίο προσδιορίζεται ως "μια παλαιά ουχί αντισεισμική λιθόκτιστη και πλακοσκεπής ανώγειος οικία, αποτελούμενη εκ τεσσάρων δωματίων και υπογείου, μετά μικράς αυλής και μικράς περιοχής, συνολικής οικοπεδικής εκτάσεως μέτρων τετραγωνικών (200) διακοσίων περίπου, πλέον ή έλαττον, κειμένης εντός της κοινότητας ..., εις την ενορίαν Α. Α., αποτελούμενης εκ τεσσάρων δωματίων και συνορευομένης γύρωθεν με ιδιοκτησίαν Κ. Μ., Φ. Κ., Σ. Α. και κοινοτικήν οδόν". Εάν στην άνω οικοπεδική έκταση εμβαδού 200 τ.μ. συμπεριληφθεί η επίδικη έκταση εμβαδού 192,84 τ.μ., τότε το συνολικό εμβαδόν αυτής ανέρχεται σε 392,84 τ.μ., ήτοι σχεδόν διπλάσιο των 200 τ.μ. που προσδιορίσθηκε στην ανωτέρω δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, οπότε λογικά ο προσδιορισμός σ' αυτή του εμβαδού σε 200 τ.μ., δεν μπορεί να οφείλεται σε λανθασμένη καταμέτρηση. Ως εκ τούτου εκτιμάται, ότι αποδίδει την πραγματική κατάσταση και το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στην ως άνω δήλωση αποδοχής κληρονομίας. Περαιτέρω, εάν όντως οι εναγόμενοι ασκούσαν επί του επιδίκου πράξεις νομής και κατοχής από το έτος 1973 και μετά, συνεχώς μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής με την καλλιέργεια κηπευτικών, όπως ισχυρίζονται, τότε αυτό δεν θα καλυπτόταν όπως προαναφέρθηκε, από ξερά χόρτα και φυσική άγρια βλάστηση, σε αντίθεση με τον όμορο του επιδίκου κήπο των εναγομένων που καλύπτεται από πυκνή βλάστηση και μορφολογικά διαφέρει τελείως από το επίδικο τουλάχιστον από το έτος 1975, που λογικά σημαίνει, ότι οι εναγόμενοι δεν άσκησαν τις επικαλούμενες άνω πράξεις νομής και κατοχής, καθόσον για να έχει την προεκτεθείσα μορφή από το έτος 1975, παρέμεινε ακαλλιέργητο τουλάχιστον από τις αρχές του έτους 1973. Ενόψει τούτων, ο ισχυρισμός των αρχικών εναγομένων, ότι οι ίδιοι κατέστησαν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου παραγώγως, ήτοι από κληρονομιά του αποβιώσαντος στις 17-7-1973 πατέρα τους Ν. Τ., την οποία αποδέχθηκαν και μετέγραψαν τη σχετική συμβολαιογραφική δήλωση αποδοχής, αλλά και με τακτική άλλως έκτακτη χρησικτησία, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε, ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος έγινε αποκλειστικά κύριος του επίδικου εδαφικού τμήματος τόσο με παράγωγο τρόπο όσο και με πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία) και ότι οι αρχικοί εναγόμενοι και οι ήδη αναιρεσείοντες ουδέποτε κατέστησαν συγκύριοι του επίδικου εδαφικού τμήματος με παράγωγο τρόπο ούτε με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, και κατόπιν τούτου αφού δέχτηκε την έφεση και εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, στη συνέχεια δέχτηκε την αγωγή, αναγνώρισε τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο κύριο του επίδικου τμήματος και υποχρέωσε τους ήδη αναιρεσείοντες να αποδώσουν στον αναιρεσίβλητο το επίδικο ακίνητο. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 974, 976, 982, 1045 και 1051 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και δεν στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και μη αντιφάσκουσες μεταξύ τους αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα, της απόκτησης της κυριότητας του επίδικου ακινήτου από τον αναιρεσίβλητο τόσο με παράγωγο όσο και με πρωτότυπο τρόπο και της μη απόδειξης ότι οι αναιρεσείοντες κατέστησαν ποτέ συγκύριοι του επιδίκου με οποιοδήποτε τρόπο, παράγωγο ή πρωτότυπο. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σαφείς παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο δέχτηκε, ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου Ι. Κ. κατέστη κύριος του ως άνω περιγραφόμενου ακινήτου με συμβόλαιο αγοράς το έτος 1974, το οποίο μετά από καταμέτρηση προέκυψε ότι έχει εμβαδόν 600 τ.μ., ότι ο ανωτέρω από τότε που έλαβε στην κυριότητα και κατοχή του το εν λόγω ακίνητο, ασκούσε επ' αυτού πράξεις νομής μέχρι το Σεπτέμβριο του 1984, οπότε με πωλητήριο συμβόλαιο μεταβίβασε την κυριότητα του στον αναιρεσίβλητο και τη σύζυγο του τελευταίου κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, ότι η τελευταία τον Δεκέμβριο του 1994 με πωλητήριο συμβόλαιο μεταβίβασε την κυριότητα του ποσοστού της στον αναιρεσίβλητο σύζυγο της, ο οποίος έγινε αποκλειστικά κύριος του ακινήτου με παράγωγο τρόπο, αλλά και με έκτακτη χρησικτησία, αφού άσκησε συνεχώς πράξεις νομής επ' αυτού με διάνοια κυρίου μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής (7-5-1999) με προσμέτρηση του δικού του χρόνου χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων του, που υπερβαίνουν την εικοσαετία. Ότι οι αρχικοί εναγόμενοι, ήτοι η ήδη πρώτη αναιρεσείουσα και ο Α. Τ., μετά το θάνατο του οποίου υπεισήλθαν στη δικονομική του θέση ως μοναδικοί του κληρονόμοι οι δεύτερη και τρίτος των αναιρεσειόντων, τον Δεκέμβριο του 1998 κατέλαβαν αυθαίρετα τμήμα του ως άνω ακινήτου εμβαδού 192,84 τ.μ., ότι οι αρχικοί εναγόμενοι με δήλωση αποδοχής τον Οκτώβριο του 1983 αποδέχθηκαν την κληρονομιά του δικαιοπαρόχου τους συνολικής οικοπεδικής έκτασης 200 τ.μ. περίπου και όχι 392,84 τ.μ. και ότι οι τελευταίοι ουδόλως άσκησαν πράξεις νομής με διάνοια κυρίων στο επίδικο εδαφικό τμήμα των 192,84 τ.μ. από το έτος 1973. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, κατά το πρώτο και δεύτερο μέρος του από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, και κατά το τέταρτο και πέμπτο μέρος του από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, αντίστοιχα, με τον οποίο κατά τα ως άνω μέρη του οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. III.-Κατά τους ορισμούς του άρθρου 352 ΚΠολΔ δικαστική ομολογία είναι μόνον η γενόμενη προφορικώς ή εγγράφως ενώπιον του δικαστηρίου που δίκασε ή του εντεταλμένου δικαστή, αποτελεί δε πλήρη απόδειξη κατά του ομολογήσαντος διαδίκου, ενώ οι γενόμενες ενώπιον άλλου δικαστηρίου καθώς και εκείνες που περιέχονται σε άλλα έγγραφα που εκδίδονται από το διάδικο αποτελούν ομολογίες εξώδικες οι οποίες εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο. Εξάλλου, η μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο επικληθέντων και προσκομισθέντων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και η ομολογία, δικαστική ή εξώδικη (αρθρ. 339, 352 ΚΠολΔ), ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' του ΚΠολΔ, όχι δε και του αριθμού 8 περ. β' του ίδιου άρθρου. Εξάλλου η ύπαρξη της ομολογίας κρίνεται αντικειμενικά και δεν αποτελεί προϋπόθεση της η πρόθεση προς ομολογία (ΑΠ 1946/2008, ΑΠ 2225/2007). Περαιτέρω, ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται μόνον αν το δικαστήριο προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αυξημένη αποδεικτική δύναμη, την οποία δεν έχει κατά νόμο, ή δεν του προσέδωσε τέτοια δύναμη, μολονότι την είχε κατά νόμο, και όχι αν έκρινε περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστο ένα από τα πολλά ισοδύναμα κατά νόμον αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 75/2008, ΑΠ 329/2007). Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον δεύτερο, κατά το δεύτερο μέρος του λόγο αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, ότι πράξεις νομής επί του επίδικου εδαφικού τμήματος ασκούσε ο αναιρεσίβλητος και ότι οι αρχικοί ενάγοντες δεν ασκούσαν πράξεις νομής στο επίδικο με την καλλιέργεια κηπευτικών από το έτος 1973, αφού αυτό παρέμεινε ακαλλιέργητο τουλάχιστον από τις αρχές του έτους 1973, δεν έλαβε υπόψη "α) την περιεχόμενη στην αγωγή δικαστική ομολογία του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου ότι για το χρονικό διάστημα από το 1994 μέχρι και το 1998 ο αναιρεσείων επέτρεψε στους αρχικούς ενάγοντες να καλλιεργούν την επίδικη εδαφική λωρίδα κατά τους καλοκαιρινούς μήνες με ντομάτες και άλλα λαχανικά, αν και με την προσθήκη των από 24-10-2010 προτάσεων του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο ενάγων-αναιρεσίβλητος ισχυρίστηκε τα εντελώς αντίθετα και δη ότι δεν καλλιεργούσε το επίδικο ακίνητο, διότι ήταν χέρσο, δεν καλλιεργούσαν ποτέ το επίδικο και τίποτε δεν ήταν φυτεμένο εκεί", και "β) δεν έλαβε υπόψη ούτε την εξώδικη ομολογία του αναιρεσιβλήτου, στην οποία προέβη με την από 28-4-1998 εξώδικη δήλωση του, στην οποία δήλωσε ότι αυτός τοποθέτησε συρμοτόπλεγμα ανάμεσα στο επίδικο και την ιδιοκτησία των αναιρεσειόντων, για να τους αποκόψει τη δίοδο στο επίδικο τμήμα από την ιδιοκτησία τους". Όσον αφορά όμως την επικαλούμενη δικαστική ομολογία, όπως προκύπτει από την ως άνω περικοπή της αγωγής του αναιρεσιβλήτου και το πιο πάνω απόσπασμα των πρωτόδικων προτάσεων αυτού, καθώς και από το σύνολο της αγωγής και των προτάσεων του αναιρεσιβλήτου δεν συνάγεται δικαστική ομολογία αυτού, αφού οι περικοπές αυτές δεν συνιστούν δικαστική ομολογία του, καθόσον δεν αποτελούν επιβλαβές για τον φερόμενο ως ομολογούντα αναιρεσίβλητο γεγονός, ως προς το ζήτημα της νομής και της κτήσης εν τέλει από μέρους αυτού του επίδικου εδαφικού τμήματος με έκτακτη χρησικτησία, καθώς και ως προς το ότι οι αρχικοί ενάγοντες δεν ασκούσαν επί του επιδίκου πράξεις νομής και κατοχής από το έτος 1973 και μετά συνεχώς με την καλλιέργεια κηπευτικών, όπως ισχυρίστηκαν οι αρχικοί ενάγοντες με την ένσταση τους ιδίας κυριότητας. Περαιτέρω, όσον αφορά την επικαλούμενη εξώδικη ομολογία, από την υπάρχουσα, στην προσβαλλόμενη απόφαση ρητή διαβεβαίωση, κατά την οποία το δικαστήριο έλαβε υπόψη "και όλα τα έγγραφα τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν με τις προτάσεις τους" και από όλο το πιο πάνω περιεχόμενο της απόφασης αυτής, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη για τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος και συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και την παραπάνω από 28-4-1998 εξώδικη δήλωση του αναιρεσιβλήτου, στην οποία κατά τους αναιρεσείοντες περιέχεται η ως άνω εξώδικη ομολογία. Επομένως, ο λόγος αυτός αναίρεσης και ως προς τα δύο σκέλη του (δικαστική και εξώδικη ομολογία) από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Επίσης, ο δεύτερος, κατά το τρίτο μέρος του, λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της παραβιάσεως του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα ότι δεν προσέδωσε στην επικαλούμενη δικαστική ομολογία την αυξημένη αποδεικτική δύναμη που έχει κατά νόμο, είναι αβάσιμος, γιατί οι ως άνω περικοπές δεν συνιστούν δικαστική ομολογία. Τέλος, ο ίδιος δεύτερος λόγος της αναίρεσης, κατά το πρώτο μέρος του από τον αριθμό 8 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι η παρά το νόμο μη λήψη υπόψη ενός αποδεικτικού μέσου, όπως η ομολογία, ελέγχεται αναιρετικώς με το άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολΔ. IV.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα, που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα, που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα, κατά την ανωτέρω διάταξη, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκούμενου με την αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 3/1997). Δεν αποτελούν δε πράγματα, κατά την πιο πάνω έννοια, και συνεπώς δεν ιδρύεται ο από την παραπάνω διάταξη λόγος αναιρέσεως, μεταξύ άλλων, και η αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ανταγωγής ή ενστάσεως, τα επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά ή συμπεράσματα τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι εφέσεως, οι νομικοί ισχυρισμοί και η νομική επιχειρηματολογία των διαδίκων, οι αλυσιτελείς ισχυρισμοί, περιστατικά επουσιώδη, που δεν θεμελιώνουν αυτοτελή ισχυρισμό ή περιστατικά, που εκτίθενται εκ περισσού. Για τη βασιμότητα δε του ανωτέρω λόγου αναιρέσεως επισκοπείται και το δικόγραφο της αγωγής ή της εφέσεως. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψη του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ.ΑΠ 11/1996). Εξάλλου, τέτοιοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, επί κτήσεως κυριότητας επί ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, είναι και εκείνοι που αναφέρονται σε εμφανείς υλικές πράξεις νομής επί του πράγματος. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, δεν θεωρούνται ως "πράγματα" κατά την παραπάνω διάταξη πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις και τείνουν σε ενίσχυση ή αποδυνάμωση της βάσεως της αγωγής ή της ένστασης. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο, κατά το τρίτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης και υπό την επίκληση πλημμελειών από τον αριθμό 8 περίπτ. α' και β', αντίστοιχα, του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες ψέγουν την προσβαλλόμενη απόφαση, αφενός γιατί το Εφετείο έλαβε υπόψη πράγματα μη προταθέντα, και δη πράξεις νομής που ο ενάγων-αναιρεσίβλητος "δεν επικαλέστηκε ούτε με την αγωγή του ούτε με τις προτάσεις του κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής, παρά μόνον με την προσθήκη των προτάσεων του ισχυρίστηκε ότι χρησιμοποιούσε μόνο την οικία και την αυλή αυτός και η σύζυγός του, ενώ δεν επικαλέστηκε καθόλου άλλες πράξεις, όπως επίβλεψη, κατασκευή πεζούλας, που έλαβε υπόψη το Εφετείο, χωρίς να προταθούν", και αφετέρου ότι δεν έλαβε υπόψη τον αυτοτελή ισχυρισμό των αρχικών εναγομένων ότι κατέστησαν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου με τακτική χρησικτησία, καθόσον από το 1983 συνέχισαν να νέμονται το επίδικο με διάνοια κυρίων, καλή πίστη και με νόμιμο τίτλο την ... δήλωση αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Βόλου Μαρίνας Καζακίδη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας. Σύμφωνα, όμως, με τα εκτεθέντα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, ο λόγος αυτός αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του από τον αριθμό 8 περ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τον οποίο προβάλλεται αναιρετική πλημμέλεια της λήψης υπόψη πραγμάτων μη προταθέντων, επειδή για την θεμελίωση της παραδοχής ότι ο αναιρεσίβλητος κατέστη κύριος του επιδίκου και με έκτακτη χρησικτησία, το Εφετείο, εκτός από τα περιστατικά που επικαλέσθηκε ο τελευταίος, έλαβε υπόψη και άλλα περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Περαιτέρω, ο εξεταζόμενος λόγος κατά το δεύτερο σκέλος του από τον αριθμό 8 περ. β' για μη λήψη υπόψη προταθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον πιο πάνω αυτοτελή ισχυρισμό των αναιρεσειόντων και τον απέρριψε. V.- Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πρέπει δε την παραπάνω επιζήμια κρίση του για τον αναιρεσείοντα να σχημάτισε το δικαστήριο αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο που φέρεται ως παραμορφωμένο, προϋπόθεση, η οποία δεν συντρέχει, όταν το εν λόγω έγγραφο εκτιμήθηκε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται η σημασία του σε σχέση με το πόρισμα για την αλήθεια ή αναλήθεια του γεγονότος που αποδείχθηκε, γιατί στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι δυνατή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του. Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης οι αναιρεσείοντες ψέγουν την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, με το να δεχθεί, ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα περιλαμβάνεται στον τίτλο του ενάγοντος-αναιρεσιβλήτου, ήτοι το ... πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Γιαννούλα, και ότι η αγορασθείσα με το συμβόλαιο αυτό έκταση έχει εμβαδό 600 τ.μ. και ότι προς τη νότια πλευρά συνορεύει με κοινοτική οδό, παραμόρφωσε το περιεχόμενο του ως άνω συμβολαίου, στο οποίο αναγράφεται ότι το πωληθέν ακίνητο είχε έκταση ημίσεως περίπου στρέμματος ή όσης εκτάσεως και αν είναι πλέον ή έλαττον και ότι συνορεύει με ιδιοκτησία αγνώστων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι η ως άνω παραδοχή του Εφετείου δεν οφείλεται σε διαγνωστικό λάθος, αλλά αποτελεί εκτίμηση του περιεχομένου των ανωτέρω εγγράφων, που συνεκτιμήθηκε με τα υπόλοιπα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, και δη την ... πράξη διόρθωσης συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Γιαννούλα, την ... πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Βόλου Δημητρίου Παπαδόπουλου, το ... πωλητήριο συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου και την με αριθμό 30/6-7-2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος πραγματογνώμονα Νικολάου Βλασταρίδη, πολιτικού-τοπογράφου μηχανικού, η οποία εκτίμηση, όμως, κατά τα προεκτιθέμενα, δεν ιδρύει τον παρόντα λόγο αναιρέσεως. VI.-Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου ( άρθρο 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26-9-2011 αίτησή της Χ. Γ. κ.λπ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 150/2011 αποφάσεως του Εφετείου Λαρίσης. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αγωγή διεκδικητική ακινήτου. Απόκτηση κυριότητας με σύμβαση και με χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής. Ανάκριση. Λόγοι από τους αριθμούς 1, 8, 11, 14, 19 και 20. Πότε δημιουργούνται. Ειδικότερα αναιρετικός έλεγχος της νομικής και της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της αγωγής (Επικυρώνει ΕφΛαρ 150/2011).
Κυριότητα
Αγωγή διεκδικητική, Κυριότητα.
1
Αριθμός 2083/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Μ. συζ. Ι. Π., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Καρακώστα. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Γ. συζ. Χ. Χ., το γένος Δ. Γ., κατοίκου ..., 2) Β. Γ. του Δ., κατοίκου ..., 3) Κ. συζ. Δ. Γ., το γένος Δ. Γ., κατοίκου ... Η.Π.Α., 4) Σ. συζ. Δ. Σ., το γένος Δ. Γ., κατοίκου ..., 5) Β. Γ. του Δ., 6) Ν. Γ. του Δ., κατοίκων ..., 7) Β. Γ. του Α., συζ. Σ. Α., κατοίκου ..., 8) Δ. Γ. του Α., και 9) Μ. Γ. του Α.., συζ. Ι. Κ., κατοίκων .... Ο 6ος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και οι λοιποί εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Τσακίρη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/4/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 165/2009 του ιδίου Δικαστηρίου και 530/2011 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 30/3/2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 1/1/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την αναίρεση της απόφασης κατά παραδοχήν του πρώτου λόγου της αιτήσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568§4 και 576§2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο αναιρεσίβλητος και ο αναιρεσείων που επισπεύδει τη συζήτηση έχει επιδώσει σ' αυτόν αντίγραφο του κατατεθέντος δικογράφου της αιτήσεως με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσιβλήτου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, ο έκτος αναιρεσίβλητος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από την υπ' αριθμ. ... έκθεση επιδόσεως της, δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Λαρίσης Ε. Π., την οποία η αναιρεσείουσα προσκομίζει και επικαλείται, η τελευταία επέδωσε στον ανωτέρω αναιρεσίβλητο, νόμιμα και εμπρόθεσμα, αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη με την οποία ορίζεται δικάσιμος προς συζήτηση της η 5-2-2014 και με κλήση για να παραστεί κατά τη δικάσιμο αυτή. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο η συζήτησή της υποθέσεως αναβλήθηκε εκ του πινακίου για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης, κατά συνέπειαν δε και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, και αφού η αναβολή εκ του πινακίου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη μετ' αναβολήν δικάσιμο, για την οποία δεν απαιτείται νέα κλήση (άρθρ. 226 παρ. 4 εδ. γ'- δ', 575 ΚΠολΔ), το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία του κλητευθέντος, ως ανωτέρω, πέμπτου αναιρεσιβλήτου. II.- Κατά το άρθρο 1561 παρ. 1 του Α.Κ., όπως ισχύει μετά τον ν.2447/1996, με τον οποίο και από την έναρξη της ισχύος του (30-12-1996) καταργήθηκε το κεφάλαιο του Α.Κ. για την υιοθεσία και στη θέση του τέθηκε νέο, δέκατο τρίτο, κεφάλαιο (άρθρα 1542-1588), "Με την υιοθεσία διακόπτεται κάθε δεσμός του ανηλίκου με τη φυσική του οικογένεια (...) και ο ανήλικος εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα του. Έναντι του θετού γονέα και των συγγενών του ο ανήλικος έχει όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τέκνου γεννημένου σε γάμο. Το ίδιο ισχύει και για τους κατιόντες του θετού τέκνου (...)". Με τη διάταξη αυτή, με την οποία, όπως και στην Εισηγητική Έκθεση του κυρωθέντος σχεδίου νόμου αναφέρεται, επέρχεται διακοπή κάθε δεσμού του ανηλίκου με τη φυσική του οικογένεια και πλήρης ένταξή του στην οικογένεια των θετών γονέων, δημιουργείται σχέση τεχνητής συγγένειας μεταξύ του υιοθετούντος και των συγγενών του αφενός και του υιοθετουμένου αφ' ετέρου, και αναγνωρίζεται βάσει της σχέσεως αυτής αμοιβαίο εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα μεταξύ τους (Α.Π. 2035/2009), το οποίο δεν υπήρχε υπό το προϊσχύον δίκαιο της υιοθεσίας (παλαιά άρθρα 1579, 1583 του Α.Κ., αρθρ. 1 εδ. α' και 13 παρ. 1 ν.δ. 610/1970), κατ' αποκλεισμόν δε του προϋφισταμένου (ίδιες διατάξεις 1579, 1583 του Α.Κ.) κληρονομικού δικαιώματος του ανηλίκου έναντι της φυσικής του οικογένειας. Εξάλλου κατά το άρθρο 57 παρ. 1 του ίδιου ν.2447/1996, που αποτελεί μεταβατική διάταξη, παρόμοια με εκείνη του άρθρου 88 παρ. 1 του Εισ.Ν Α.Κ., "Με εξαίρεση τις ρυθμίσεις που ακολουθούν, υιοθεσίες που έγιναν πριν από την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου διέπονται ως προς το κύρος τους και τα έννομα αποτελέσματα από το έως τώρα δίκαιο (...)", κατά δε το ίδιο άρθρο 57 παρ. 3 του ν.2447/1996 "Στις περιπτώσεις υιοθεσιών ανηλίκων που έγιναν πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, ο θετός γονέας έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο, με αίτησή του που δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, την πλήρη ένταξη του τέκνου στην οικογένειά του, σύμφωνα με τα άρθρα 1561 έως 1566 του Α.Κ. (...)". Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι επί υιοθεσιών ανηλίκων που τελέστηκαν πριν από τον ν.2447/1996 η πλήρης ένταξη του υιοθετημένου στην οικογένεια του υιοθετήσαντος αφέθηκε, ενόψει και των συνεπειών της, στην βούληση (πρωτοβουλία) του τελευταίου, συντελείται δε με την υποβολή από αυτόν της σχετικής ως άνω αίτησης και την έκδοση επ' αυτής αποφάσεως του δικαστηρίου, από την οποία και γεννάται το προαναφερθέν αμοιβαίο, μεταξύ θετού τέκνου και υιοθετήσαντος, κληρονομικό δικαίωμα, με αντίστοιχη κατάργηση του (προϋφισταμένου) κληρονομικού δικαιώματος του ανηλίκου έναντι της φυσικής του οικογένειας. Επομένως πριν (χωρίς) την ένταξη αυτή δεν καταλύεται το κληρονομικό δικαίωμα του υιοθετηθέντος προ της ισχύος του ν.2447/1996 ανηλίκου έναντι των φυσικών συγγενών του που απεβίωσαν μετά την έναρξη της ισχύος του ν.2447/1996 (Α.Π. 451/201, 391/2013), σημειουμένου ότι η προρρηθείσα μεταβατικού δικαίου διάταξη του άρθρου 57 παρ. 3 του ν.2447/1996, ως ειδική, σχετικά με τις δημιουργούμενες ως ανωτέρω κληρονομικές σχέσεις, κατισχύει εκείνης του άρθρου 92 εδ. α' του Εισ.Ν. Α.Κ., κατά την οποία "οι σχέσεις του κληρονομικού δικαίου, αν ο κληρονομούμενος πέθανε πριν από την Εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κρίνονται και στο εξής κατά το έως τώρα δίκαιο" και από την οποία εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι οι σχέσεις του κληρονομικού δικαίου, αν ο κληρονομούμενος πέθανε μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κρίνονται κατά τον κώδικα αυτόν, και αποκλείει (η μεταβατική διάταξη του άρθρου 57 παρ. 3 του ν.2447/1996) την αναλογική εφαρμογή της ειρημένης διάταξης του άρθρου 92 εδ. α' του Εισ.Ν Α.Κ. στις ανωτέρω περιπτώσεις (υιοθεσία προ του ν.2447/1996 και θάνατος κληρονομουμένου φυσικού συγγενούς μετά τον νόμο αυτό). Υπό την αντίθετη εκδοχή θα εδημιουργείτο εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα μεταξύ προσώπων που δεν έχουν την κατά νόμον, ως προϋπόθεση (θεμέλιο) τεθειμένη για το δικαίωμα αυτό, συγγένεια (άρθρα 1813 επ. (Α.Κ), την οποία άλλωστε (συγγένεια) προϋποθέτει υπάρχουσα (δεδομένη) και η προρρηθείσα μεταβατική διάταξη του άρθρου 92 εδ. α' του Εισ.Ν. Α.Κ. και η οποία δεν υφίσταται στην εξεταζόμενη περίπτωση υιοθεσίας χωρίς την κατά τα προεκτεθέντα πλήρη ένταξη του υιοθετημένου στην οικογένεια του υιοθετήσαντος (άρθρ. 57 παρ. 3 ν. 2447/1996). Τα ανωτέρω ισχύουν, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, και όταν ο θετός γονέας απεβίωσε προ της ισχύος του ν. 2447/1996 και επομένως δεν ήταν δυνατή η εκ μέρους του υποβολή αιτήσεως για την πλήρη ένταξη του υιοθετηθέντος ανηλίκου στην οικογένειά του (θετού γονέα) κατά την προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 57 παρ. 3 του ν. 2447/1996, αφού κρίσιμο εν προκειμένω είναι η κατά τη διάταξη αυτή ένταξη του ανηλίκου στη θετή του οικογένεια και όχι ο λόγος της μη εντάξεώς του. Τέλος, ο κατά τα άρθρα 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δημιουργείται αν το δικαστήριο της ουσίας δεν εφήρμοσε τέτοιον κανόνα ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφήρμοσε τον κανόνα ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθή (Α.Π. 635/2011). III. Με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 530/2011 απόφαση του Εφετείου Λαρίσης έγινε δεκτό ότι η αναιρεσειουσα δεν είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος, κατά το άρθρο 1814 του Α.Κ., του φυσικού αδελφού της Δ. Γ., που πέθανε χωρίς διαθήκη στη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ την 20-1-2006, ήτοι μετά την ισχύ του ν.2447/1996, για τον λόγο ότι η αναιρεσειουσα με την υπ' αριθμ. 12166/1956 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών είχε υιοθετηθεί προ της ισχύος του ν.2447/1996 από τον Π. Ζ. και επομένως, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, οι κληρονομικές της σχέσεις διέπονται από τις ήδη (κατά τον θάνατο του κληρονομουμένου) ισχύουσες διατάξεις, σύμφωνα με τα άρθρα 57 παρ. 1 του ν.2447/1996 και 88 παρ. 1 και 92 εδ. β' του Εισ.Ν. Α.Κ. που προαναφέρθηκαν (ανωτ. υπό II), με αποτέλεσμα να έχει κληρονομικό δικαίωμα μόνο έναντι της θετής της οικογένειας. Στην αναιρεσιβαλλομένη δεν υπάρχει παραδοχή ούτε είχε προβληθεί τέτοιος ισχυρισμός, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, ότι η αναιρεσείουσα είχε ενταχθεί πλήρως στην θετή της οικογένεια με αίτηση του θετού της πατέρα και έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης σύμφωνα με την προρρηθείσα μεταβατική διάταξη του άρθρου 57 παρ. 3 του ν.2447/1996. Επομένως δε και σύμφωνα με την προηγηθείσα (ανωτ. υπό II) μείζονα σκέψη, η αναιρεσείουσα δεν είχε ενταχθεί πλήρως στη θετή της οικογένεια, έναντι της οποίας και δεν είχε αποκτήσει αμοιβαίο εξ αδιαθέτου κληρονομικό δικαίωμα κατά τις ισχύουσες ήδη ως ανωτέρω (νέες) διατάξεις των άρθρων 1561 επ. του Α.Κ. και 57 παρ. 1 του ν.2447/1996, 88 παρ. 1 και 92 εδ. α' του Εισ.Ν. Α.Κ., τις οποίες εφήρμοσε το Εφετείο, και εξακολουθεί (η αναιρεσείουσα) να έχει κληρονομικό εξ αδιαθέτου δικαίωμα έναντι της φυσικής της οικογένειας και εν προκειμένω έναντι του θανόντος ως άνω φυσικού αδελφού της, σύμφωνα με τις προρρηθείσες διατάξεις των άρθρων 1814, 1579 και 1583 του Α.Κ., όπως οι τελευταίες ίσχυαν πριν τον ν.2447/1996 και εφαρμόζονται εδώ σύμφωνα με το άρθρ. 57 παρ.3 του ν.2447/1996,αφού δεν συντρέχουν οι τιθέμενες από το άρθρο αυτό (μεταβατική διάταξη) ως άνω προϋποθέσεις για την εφαρμογή του νέου άρθρου 1561 του Α.Κ. (πλήρης ένταξη της αναιρεσείουσας στη θετή της οικογένεια και αποξένωσή της από τη φυσική, με συνέπεια και την απώλεια του κληρονομικού της δικαιώματος έναντι της τελευταίας - φυσικής - οικογένειας). Έτσι το Εφετείο, που βάσει των ανωτέρω παραδοχών του απέρριψε την ένδικη αγωγή της αναιρεσείουσας, με την οποία η τελευταία ζητούσε, επικαλούμενη το εξ αδιαθέτου κληρονομικό της δικαίωμα επί της κληρονομίας του θανόντος ως άνω φυσικού αδελφού της, την αποδοχή της κληρονομίας αυτής και την μεταγραφή της σχετικής συμβολαιογραφικής δήλωσης, να αναγνωρισθεί συγκυρία κατά το 1/8 εξ αδιαιρέτου τού επίδικου κληρονομιαίου ακινήτου (οικοπέδου), που βρίσκεται στη Ν. Ιωνία Βόλου, με την βρισκόμενη σ' αυτό οικία, δικαίωμα το οποίο αμφισβητούν οι αναιρεσίβλητοι - εναγόμενοι, αδελφοί και τέκνα προαποβιώσαντος αδελφού τού θανόντος, εμφανιζόμενοι ως μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του τελευταίου, παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις εφαρμοσθείσες ως άνω ουσιαστικές διατάξεις, οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες, ενώ δεν εφήρμοσε εκείνες των άρθρων 57 παρ. 3 του ν.2447/1 996, σε συνδυασμό με (νέο) άρθρο 1561 του Α.Κ., και (παλαιών) 1579 και 1583 του Α.Κ., που έπρεπε να εφαρμοσθούν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, και τις οποίες παραβίασε με τη μη εφαρμογή τους. Επομένως ο σχετικός πρώτος, από το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., λόγος του αναιρετηρίου είναι βάσιμος.- IV.-Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω και κατά παραδοχήν του ανωτέρω βάσιμου λόγου, μετά την οποία και παρέλκει η έρευνα των λοιπών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη αυτή απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρο 580§3 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητοι στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρο 176 και 183 του ΚΠολΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ.530/2011 απόφαση του Εφετείου Λαρίσης. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Οκτωβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Ν0εμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υιοθεσία ανήλικου πριν από τον ν. 2447/1996 και θάνατος κληρονομούμενου φυσικού πατέρα ή αδελφού μετά τον ν. 2447/1996. Εφόσον δεν έγινε πλήρης ένταξη του τέκνου στη θετή οικογένεια κατόπιν αιτήσεως του θετού πατέρα, το τέκνο διατηρεί το κληρονομικό του δικαίωμα έναντι των φυσικών του συγγενών Σχετικές διατάξεις. Αναίρεση. Πότε ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ (Αναιρεί ΕφΛαρ 530/2011).
Υιοθεσία
Κληρονομία , Υιοθεσία.
0
Αριθμός 2080/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Παναγιώτη Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ι. Μ. του Ι., 2) Ι. Μ. του Ι., 3) Γ. Χ. του Α., κατοίκων ..., 4) Α. Χ. του Α., 5)Ι . Χ. του Α., κατοίκου ..., και 6) Α. Χ. του Α., κατοίκου .... Οι 1ος, 2ος, 3ος, 5ος και 6ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βαρσάμη Γιοβανούδα, ο οποίος δήλωσε ότι ο 4ος απεβίωσε και τη βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζουν η Σ. χήρα Α. Χ. και ο Θ. Χ. του Α., οι οποίοι εκπροσωπούνται από τον ίδιο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/10/1980 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 114/1981 μη οριστική, 31/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 3057/2007, 1824/2011 μη οριστικές και 2147/2013 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 11/12/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 1/8/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" τις 7 Ραμαζάν 1274, του οποίου οι διατάξεις, που ρυθμίζουν τα δικαιώματα ιδιωτικής φύσεως, διατηρήθηκαν σε ισχύ στις Νέες χώρες με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.4 του ν. 147/1914, η κυριότητα των αγρών ανήκει στο δημόσιο, η παραχώρηση τους δε στους ιδιώτες γίνεται με τη χορήγηση τίτλου (ταπίου), με το οποίο παρέχεται σε αυτούς δικαίωμα όχι κυριότητας, αλλά διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ). Από δε το άρθρο 78 του ιδίου νόμου "περί γαιών", σε συνδυασμό προς το άρθρο 8 των οδηγιών "περί εγγράφων ταπίων" της 7 Σαμπάν 1276, συνάγεται, ότι για την κτήση του δικαιώματος εξουσιάσεως αρκεί μόνη η πραγματική κατάσταση της κατοχής και καλλιέργειας του αγρού από εκείνον που εξουσιάζει αυτόν για χρονικό διάστημα δέκα ετών, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση και χωρίς να απαιτείται και η έκδοση, επ' ονόματι αυτού, τίτλου (ταπίου), ο οποίος είναι απλώς αποδεικτικό μέσο και όχι συστατικό στοιχείο. Την κτήση αυτή του δικαιώματος, εξουσιάσεως με δεκαετή κατοχή του αγρού, αναγνώρισε και το υπ' αριθ. 2468 διάταγμα της προσωρινής κυβερνήσεως Θεσσαλονίκης (άρθρο 2 αυτού), το οποίο κυρώθηκε με το ν.1072/1917 και ο ν.2052/1920 (άρθρο 50), εφόσον η 10ετία έχει συμπληρωθεί μέχρι 20 Μαΐου 1917. Από τις προεκτεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 8, 9, 24, 30, 61 και 71 του αυτού ως άνω νόμου "περί γαιών" προκύπτει, ότι το προμνησθέν άρθρο 78 έχει εφαρμογή μόνο επί καλλιεργησίμων γαιών και όχι επί βοσκοτόπων και δασών, τα οποία εξουσιάζονται μόνον με ταπί. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 49 παρ.1 του ν.2052/1920 σ' αυτούς που είχαν το παραπάνω δικαίωμα συνεχούς εξουσιάσεως παραχωρήθηκε κατά τα 4/5 εξ αδιαιρέτου το δικαίωμα κυριότητας που ανήκε εξολοκλήρου στο δημόσιο και μάλιστα από 20-5-1917 αυτοδικαίως αποκτήθηκε το δικαίωμα αυτό, στη συνέχεια δε με τα άρθρ 101-114 του Δ/τος της 11/12-11-1929, που εκδόθηκε μετά από εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του ν. 4226/1929, παραχωρήθηκε σ' αυτούς και το υπόλοιπο 1/5 εξ αδιαιρέτου και έτσι αυτοί που είχαν αποκτήσει δικαίωμα συνεχούς εξουσιάσεως από μία δεκαετία μέχρι 20-5-1917, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, έγιναν καθολοκληρία κύριοι του ακινήτου. Εξάλλου ο αναιρετικός λόγος από τον αρ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο εφαρμόζει κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία το Εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα ίδια, απέρριψε την ένδικη διεκδικητική αγωγή του αναιρεσείοντος ελληνικού δημοσίου, το δικαστήριο δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον εδώ μέρος της απόφασης, τα ακόλουθα: "Ο Ι. Χ., πατέρας του αρχικά εναγόμενου, κάτοικος ..., όπως και ο τελευταίος, επί Τουρκοκρατίας και επί 20 περίπου έτη πριν την 20-5-1917 και μέχρι το θάνατό του, που συνέβη την 29-2-1920, κατείχε και καλλιεργούσε χωρίς δικαστική ή άλλη αμφισβήτηση, απ' οποιονδήποτε, έναν ενιαίο καλλιεργήσιμο αγρό, εμβαδού 12.500 τ.μ., περίπου, που βρίσκεται στη θέση "...", της Κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας ..., τμήμα της οποίας αποτελεί η επίδικη εδαφική έκταση, εμβαδού 4.410 τ.μ. και συγκεκριμένα, καλλιεργούσε τον αγρό αυτό, με σιτηρά, μέχρι το θάνατό του και έτσι απέκτησε επί του εν λόγω αγρού, που ανήκε στην κατηγορία των δημοσίων καλλιεργήσιμων γαιών, υπό την εκτιθέμενη στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας έννοια, δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ). Το δικαίωμά του αυτό μετατράπηκε, σύμφωνα με όσα επίσης, εκτίθενται σχετικά στην παραπάνω νομική σκέψη, σε δικαίωμα πλήρους και αμετάκλητης κυριότητας, αρχικά, κατά τα 4/5, κατά το άρθρο 49 του Ν. 2052/1920 και ακολούθως και κατά το υπόλοιπο 1/5, δυνάμει των άρθρων 101-104 του Δ/τος της 11/12-11-1929, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του Ν. 4229/1929 και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 17, 18 και 19 του ν.1540/1938, αυτοδικαίως και χωρίς να απαιτείται εγγραφή στα βιβλία μεταγραφών". Ενόψει της ανωτέρω παραδοχής του Εφετείου ότι το επίδικο ανέκαθεν αποτελούσε καλλιεργήσιμον αγρό, ουδέποτε δε και δασική έκταση, ορθώς το Εφετείο δέχθηκε ότι ο πατέρας του εναγομένου και δικαιοπάροχός του, που καλλιεργούσε τον αγρό αυτό επί είκοσι περίπου έτη προ της 20-5-1917, ήτοι πλέον της 10ετίας μέχρι την ημερομηνία αυτή, απέκτησε επί του εν λόγω αγρού - δημόσιας καλλιεργήσιμης γαίας δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), που εν συνεχεία μετατράπηκε σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας, σύμφωνα με τις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσης ουσιαστικές διατάξεις του άρθρου 3 του Οθωμ. ΝπΓ κ.λ.π. οι οποίες διατάξεις και ήταν εφαρμοστέες εν προκειμένω. Επομένως το Εφετείο δεν παραβίασε με την εφαρμογή τους τις διατάξεις αυτές και τα αντίθετα που το αναιρεσείον υποστηρίζει με τον μοναδικό, από το άρ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς του είναι αβάσιμα. Και πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να καταδικαστεί δε το αναιρεσείον στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 22 ν.3693/1957).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11-12-2013 αίτηση του Ελληνικού δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2147/2013 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Οκτωβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καλλιεργήσιμοι αγροί επί τουρκοκρατίας. Απόκτηση δικαιώματος εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) από ιδιώτη. Μετατροπή του σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας. Σχετικές διατάξεις (Επικυρώνει ΕφΘεσσ 2147/2013).
Οθωμανικό δίκαιο
Αγωγή διεκδικητική, Γαίες, Οθωμανικό δίκαιο.
0
Αριθμός 2079/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Β. Τ. του Α., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευφημίας Παπαϊωάννου. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Κ. χήρας Μ. Τ., 2) Σ. Τ. του Μ., 3) Κ. Τ. του Μ. και 4) Β. Τ. του Μ., κατοίκων ..., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του πατρός τους Μ. Τ. του Σ. που απεβίωσε στις 7-12-2011, 5) Ε. Τ. του Σ., συζ. Ν. Λ., 6) Γ. Τ. του Σ. συζ. Γ. Ζ., 7) Χ. Τ. του Θ., 8) Θ. Τ. του Χ., 9 ) Α. Τ. του Χ., και 10) Β. Τ. του Χ., κατοίκων ..., των τεσσάρων τελευταίων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της Ε. Τ. του Σ.. Οι μεν 1η,2ος,3ος,4η,6η,7ος και 8ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Θεοφύλακτο, με δήλωση του αρθρ. 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., οι δε 5η, 9η και 10η δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-10-2008 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κοζάνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 142/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 185/2012 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10-12-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5-9-2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις υπ'αριθμ...., ... και ... εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικού επιμελήτριας Κοζάνης Β. Τ. - Κ., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 10.12.2013 αιτήσεως αναιρέσεως, μαζί με κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την επισπεύδουσα τη συζήτηση αναιρεσείουσα προς την πέμπτη (Ε. Τ. του Σ.), ένατη (Α. Τ. του Χ.) και δέκατη (Β. Τ.) των αναιρεσιβλήτων. Συνεπώς εφόσον οι εν λόγω διάδικες, (που συνδέονται με τους λοιπούς με τον δεσμό της απλής ομοδικίας, ως αφορώσας της ένδικης διαφοράς σε σωρευόμενες κυριότητας ακινήτου αγωγές - αναγνωριστική και αρνητική -) δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία αυτών (αρθρ.576 παρ.2 και 3 ΚΠολΔ). Επειδή κατά το άρθρο 1045 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί μία εικοσαετία. Νομέας κατά το άρθρο 974 του ίδιου κώδικα είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο ακίνητο, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Άσκηση της νομής επί ακινήτου, που οδηγεί στην κτήση της κυριότητας αυτού με χρησικτησία, αποτελούν οι υλικές και εμφανείς πάνω σ' αυτό πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του και κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη είναι δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, δηλαδή με τη βούληση του νομέα να εξουσιάζει το πράγμα ως δικό του. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η φύλαξη, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περίφραξη, η δενδροφύτευση κ.α. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 976 εδ.α ΑΚ, για την απόκτηση της νομής πράγματος, που βρίσκεται στη νομή άλλου, απαιτείται παράδοση του πράγματος στον αποκτώντα, η οποία γίνεται με τη βούληση του έως τώρα νομέα. Εξάλλου κατά την έννοιά της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Εξάλλου ο ίδιος λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, για εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ.561 παρ.α ΚΠολΔ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα: "Ο Σ. Τ. του Χ., παππούς της ενάγουσας και των τέταρτου, πέμπτης, έκτης και έβδομης των εναγομένων, καθώς και πατέρας των τριών πρώτων εναγομένων, απεβίωσε στις 25-6-1983.Όσο ζούσε ήταν κύριος μεταξύ άλλων, και του εκτάσεως 40.830 τ.μ επίδικου αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στη θέση "...", της κτηματικής περιοχής Κοζάνης, όπως το ακίνητο αυτό αποτυπώνεται με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Μ-ΙΜ-Ξ-Ο-Π-Ρ-Σ-Τα-Ύ-Φ-Α, από το Φεβρουάριο 1990 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Γ. Χ., το οποίο (ακίνητο) είχε αγοράσει από τον Χ. Β., δυνάμει του με αριθμό ... συμβόλαιο του άλλοτε συμβολαιογράφου Κοζάνης Εμμανουήλ Γκατζιούρα, που μεταγράφηκε στις 7-3-1958 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κοζάνης, στον τόμο … και αριθμό .... Το επίδικο αυτό ακίνητο συνορεύει βόρεια σε πλευρά Α-Β-Γ-Δ-Ε μήκους 61,40 μ με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Τ., βορειοανατολικά σε πλευρά Ε-Ζ-Η μήκους 31,20 μ με ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Τ., νότια σε πλευρά Λ-Μ-Ν-Ξ-Ο-Π-Ρ μήκους 97 μ, με ιδιοκτησία Β. Α., ανατολικά σε πλευρά Η-Θ-Ι-Κ-Λ μήκους 97μ με ιδιοκτησίες αδελφών Α. και Β. Α. και δυτικά σε πλευρά Ρ-Σ-Τα-Υ-Φ-Α μήκους 120,90μ με αγροτικό δρόμο.... Κύρια απασχόληση του Σ. Τ. ήταν αγροτικές καλλιέργειες, τις οποίες από το έτος 1960 ανέλαβε κυρίως ο υιός του Α. Τ., πατέρας της ενάγουσας, ο οποίος ήταν ο μόνος από τα πέντε τέκνα του Σ. Τ. που ασχολήθηκε με τη γεωργία. Ο Α. Τ. μετά το γάμο του, που τελέστηκε το έτος 1960 διέμενε με την οικογένεια του στην πατρική κατοικία μαζί με τον πατέρα του Σ. και τη μητέρα του Β. Τ... Στην ίδια κατοικία διέμεναν μέχρι τον γάμο τους, τόσο, ο πρώτος εναγόμενος, όσο και οι αδερφές του Α. Τ.., ήτοι η δεύτερη και τρίτη των εναγομένων καθώς και η Ε. Τ.. Εξ' αιτίας του γεγονότος ότι ο Α. Τ., εκμεταλλεύονταν ήδη από το έτος 1960 το σύνολο των αγροτεμαχίων της οικογένειας με αγροτικές εργασίες που αποτελούσαν της μοναδική πηγή εσόδων της οικογένειας του Σ. Τ., έδινε για τον λόγο αυτό το ποσό των 500 δρχ. το μήνα ως ενοίκιο στον πατέρα του, Σ. Τ. που ακόμα είχε ανύπαντρες τις θυγατέρες του, ενώ παράλληλα πλήρωνε τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος της πατρικής κατοικίας και πρόσφερε ημερησίως γάλα σε όλα τα μέλη της οικογένειας. Επίσης αποδείχθηκε ότι όταν παντρεύτηκε ο Α. Τ. έλαβε ως προίκα από τον πεθερό του το ποσό των 65 χρυσών λιρών, από τις οποίες τις πενήντα πέντε (55) έδωσε στον πατέρα του για οικονομική βοήθεια και με τις υπόλοιπες δέκα (10) λίρες αγόρασε την κρεβατοκάμαρα του. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από την κατάθεση της συζύγου του Α., που περιλαμβάνεται στα με αριθμό ... πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης και λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο. Ως αντάλλαγμα για την οικονομική βοήθεια που του προσέφερε ο υιός του, Α., ο Σ. Τ. μεταβίβασε ατύπως προς αυτόν ένα αγρό, εκτάσεως 3.360 τ.μ που βρίσκεται στη θέση "...", της κτηματικής περιοχής Κοζάνης, του οποίου ο πατέρας της ενάγουσας κατέστη έκτοτε κύριος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, νεμόμενος αυτόν με διάνοια κυρίου, ασκώντας όλες τις προσιδιάζουσες στην ιδιότητα του ως κυρίου διακατοχικές πράξεις και συγκεκριμένα, καλλιεργώντας τον με σιτηρά, καθαρίζοντας και επιβλέποντας τον. Τούτο το γεγονός άλλωστε κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου, από τη με αριθμό 14/1993 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Ωστόσο το ποσό των 55 χρυσών λιρών που πρόσφερε ο Α. Τ. στον πατέρα του για την κάλυψη αδήριτων οικονομικών του υποχρεώσεων τον καιρό εκείνο, δεν αποδείχθηκε ότι αγόρασε σε αντάλλαγμα άτυπα κατά το έτος 1960 και τον επίδικο αγρό. Το γεγονός αυτό συνάγεται από την οικονομική σύγκριση του ακινήτου των 3.360 τ.μ που αγόρασε άτυπα, προς την αξία της κρεβατοκάμαρας, που αγόρασε την εποχή εκείνη αντί 10 χρυσών λιρών, από την οποία (σύγκριση) συνάγεται ότι η αξία του επίδικου ακινήτου ,που είναι σε έκταση τριπλάσιος από εκείνον που αγοράστηκε άτυπα, έχει εύλογα αξία υπέρτερη του ποσού των 55 χρυσών λιρών με τις οποίες αγοράστηκε ο αγρός των 3.306 τ.μ. Ας σημειωθεί ότι τόσο ο αγρός των 3.306 τ.μ όσο και ο επίδικος αγρός ταυτίζονται ως προς την ιδιότητα τους, δεδομένου ότι πρόκειται για καλλιεργήσιμους με μονοετείς καλλιέργειες αγρούς, και βρίσκονται στην ίδια ευρύτερη περιοχή, αφού ο ένας απέχει από τον άλλο περίπου 1.500 με 2.000 μέτρα, όπως συνάγεται από την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο Α. Τ. μέχρι και τον θάνατο του πατέρα του συνέχισε να εκμεταλλεύεται τον επίδικο αγρό, χωρίς να καταστήσει γνωστό στα αδέρφια του ή τον πατέρα του ότι νέμεται αυτόν ο ίδιος για τον εαυτό του αποκλειστικά με διάνοια κυρίου. Έτσι, μετά το θάνατο του Σ. Τ., το επίδικο ακίνητο κληρονομήθηκε από τους εξ' αδιαθέτου κληρονόμους του, ήτοι τη σύζυγο του Β. Τ.. και τα πέντε τέκνα του, οι οποίοι έκτοτε κατέστησαν εξ' αδιαιρέτου συγκύριοι του επίδικου ακινήτου. Μάλιστα η προ του θανάτου του κληρονομούμενου πραγματική κατάσταση ως προς τον επίδικο αγρό συνεχίστηκε από τους κληρονόμους του, καθόσον ο Α. Τ., ως αγρότης συνέχισε την αγροτική εκμετάλλευση του επίδικου ακινήτου, χωρίς ποτέ να γνωστοποιήσει προς τους λοιπούς συγκύριους του ακινήτου τη βούληση του, ότι νέμεται ολόκληρο το ακίνητο ως αποκλειστικός κύριος. Το γεγονός δε ότι έπαυσε να καταβάλει ενοίκιο στα αδέρφια του για την εκμετάλλευση του επίδικου αγρού μετά το θάνατο του πατέρα τους δεν αναιρεί το γεγονός ότι εξακολουθούσε να κατέχει και εκμεταλλεύεται το επίδικο ακίνητο επ' ονόματι και για λογαριασμό των λοιπών συγκυρίων. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται από το γεγονός ότι ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας το Φεβρουάριο του 1990 που τοπογράφησε με επιμέλεια του το επίδικο ακίνητο, εμφάνισε αυτό, ως ιδιοκτησία κληρονόμων Σ. Τ., δηλαδή ότι ανήκει στην εξ' αδιαιρέτου κυριότητα αυτού, της μητέρας και των αδελφών του. Ο Σ. Τ. κατέλειπε κατά το χρόνο του θανάτου του τη με αριθμό ... δημόσια διαθήκη της Συμβολαιογράφου Κοζάνης Ελένη Σαρβάνη, που δημοσιεύτηκε νόμιμα, στην οποία όμως, δεν γίνεται μνεία αναφορικά με το επίδικο ακίνητο. Το γεγονός αυτό ωστόσο δεν αποδεικνύει ότι το επίδικο ακίνητο είχε ατύπως πωληθεί από τον κληρονομούμενο κατά το έτος 1960, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα. Συγκεκριμένα σύμφωνα με το περιεχόμενο της διαθήκης, ο διαθέτης περιορίζεται μόνο στην απαρίθμηση των περιουσιακών στοιχείων που καταλείπει στην σύζυγο του και τις τρεις θυγατέρες του, χωρίς να κάνει μνεία στον πατέρα της ενάγουσας και τον πρώτο εναγόμενο. Όσον αφορά τον πατέρα της ενάγουσας, όμως, αποδεικνύεται ότι, με τα υπ'αριθμ.... και ... πωλητήρια συμβόλαια των συμβολαιογράφων Κοζάνης Ιωάννη Γκιουλέκα και Κωνσταντίνου Πήττα, μεταβίβασε σ' αυτόν λόγω πώλησης δύο αγροτεμάχια εκτάσεως 12 στρεμμάτων και 4 στρεμμάτων αντίστοιχα, καθώς και την πατρική κατοικία γεγονός που κατέθεσε στο ακροατήριο ο μάρτυρας της ενάγουσας. Αντιθέτως όσον αφορά τον πρώτο εναγόμενο, δεν αποδείχθηκε ότι ο πατέρας μεταβίβασε σ' αυτόν όσο ζούσε, λόγω πώλησης, περιουσιακά στοιχεία αντίστοιχης αξίας με τον πατέρα της ενάγουσας. Επομένως το επίδικο ακίνητο εν γνώσει του κληρονομούμενου δεν περιλήφθηκε στην ανωτέρω διαθήκη, προκειμένου τούτο να υπεισέλθει στους κληρονόμους του κατά τις περί εξ' αδιαθέτου διαδοχής διατάξεις. Οι τρεις πρώτοι εναγόμενοι, η μητέρα τους και η αδελφή τους Ε. Τ., συζ. Χ Τ., αποδέχθηκαν την επαχθείσα προς αυτούς κληρονομιά ως προς το επίδικο ακίνητο, δυνάμει των με αριθμό ... και ... δηλώσεων αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Κοζάνης Ζωής Βαβίτσα - Μάλαμα, που μεταγράφηκαν νόμιμα στις 25-1-1989 και στις 27-3-1989 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κοζάνης στους τόμους ... και ... και αριθμούς … και … αντίστοιχα και έτσι κατέστησαν εξ' αδιαιρέτου συγκύριοι του επίδικου ακινήτου κατά 25% η Β. Σ. Τ. και κατά ποσοστό 85% τα προαναφερόμενα τέκνα, ενώ νομέας του επιδίκου ακινήτου κατά ποσοστό 15% μετά την επαγωγή της κληρονομιάς, ήταν ο πατέρας της ενάγουσας Α. Τ., ο οποίος όσο ζούσε, δεν προέβη σε δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ως προς το ανωτέρω κληρονομιαίο ακίνητο. Ακολούθως η Β. Σ. Τ., δυνάμει του υπ' αριθμ.... αγορά-πωλητήριου συμβολαίου της αυτής ως άνω συμβολαιογράφου Κοζάνης, που μεταγράφηκε νόμιμα στις 26-1-1989 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κοζάνης στον τόμο ... και αριθμό …, μεταβίβασε στον πρώτο εναγόμενο, αιτία πωλήσεως, το ανωτέρω εξ' αδιαιρέτου ποσοστό των 25% επί του επίδικου ακινήτου, που περιήλθε σ' αυτήν ως εξ' αδιαθέτου κληρονόμος του αποβιώσαντος συζύγου της. Ομοίως και η δεύτερη εναγόμενη με το υπ'αριθμ.... συμβόλαιο δωρεάς της αυτής ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στις 26-1-1989 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κοζάνης^ στον τόμο 651 και αριθμό 86, μεταβίβασε στον πρώτο εναγόμενο, αιτία δωρεάς, το εξ' αδιαιρέτου ποσοστό των 15% επί του επιδίκου ακινήτου που περιήλθε σ' αυτήν ως εξ' αδιαθέτου κληρονόμος του αποβιώσαντος πατέρα της. Με το αυτό ως άνω συμβόλαιο και η αδερφή του πρώτου εναγόμενου Ε., , Χ. Τ., μεταβίβασε στον τελευταίο αιτία δωρεάς, το εξ' αδιαιρέτου ποσοστό των 7,5 % επί του επιδίκου ακινήτου. Τέλος ο πρώτος εναγόμενος δυνάμει του υπ'αριθμ.... συμβόλαιο δωρεάς της αυτής ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στις 29-1-1989 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κοζάνης στον τόμο 651 και αριθμό 87,μεταβίβασε στην Τρίτη εναγόμενη, αιτία δωρεάς, το εξ' αδιαιρέτου ποσοστό των 2,10% επί του επιδίκου ακινήτου από το συνολικό εξ' αδιαιρέτου ποσοστό του οποίου ήταν κύριος μέχρι τότε. Έτσι, μετά τις ως άνω μεταβιβάσεις ο πρώτος εναγόμενος κατέχει επί του επιδίκου ακινήτου εξ' αδιαιρέτου ποσοστό 60,40%, η Τρίτη εναγόμενη ποσοστό 17,10%, και Ε. συζ. Χ. Τ., στη θέση της οποίας υπεισήλθαν οι τέταρτος, πέμπτος, έκτη και έβδομη εναγόμενοι ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, το ποσοστό 7,5% εξ' αδιαιρέτου, και πλέον έκαστος εξ' αυτών (τέταρτου, πέμπτου, έκτης και έβδομης των εναγομένων) ποσοστό 1,875% εξ' αδιαιρέτου. Ο πατέρας της ενάγουσας, Α. Τ., νομέας του εξ' αδιαιρέτου ποσοστού των 15% επί του επιδίκου ακινήτου, είναι βέβαιο ότι έλαβε γνώση των ως άνω δηλώσεων αποδοχής κληρονομιάς και μεταβιβαστικών συμβολαίων τουλάχιστον το έτος 1991, οπότε και συζητήθηκε σε πρώτο βαθμό η από 19-11-1990 αγωγή της δεύτερης εναγόμενης εναντίον του, με την οποία αυτή ζητούσε να αναγνωριστεί κύρια κατά ποσοστό 85% εξ αδιαιρέτου ενός ακινήτου εκτάσεως 3.360 τ.μ, το οποίο ομοίως δεν είχε περιληφθεί στη με αριθμό ... δημόσια διαθήκη του Σ. Τ.. Παρά το γεγονός, όμως, ότι τα αδέλφια του και η μητέρα του με τα ως άνω αναφερόμενα συμβόλαια αμφισβητούσαν την αποκλειστική κυριότητα που διατείνονταν ότι είχε επί του επιδίκου ακινήτου, ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας ουδέποτε άσκησε οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ενώπιον αρμοδίων Δικαστηρίων σχετικά με το ακίνητο αυτό. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι απορρέει δεδικασμένο από τη με αριθμό 14/1993 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου ακινήτου είναι νομικά αβάσιμος, καθόσον το επίδικο ακίνητο δεν αποτέλεσε την ιστορική βάση της κρινόμενης με την ανωτέρω απόφαση αγωγής, ούτε και η ως άνω τελεσίδικη απόφαση κάνει οποιαδήποτε ειδική μνεία στο επίδικο ακίνητο, αλλά αναφέρεται γενικόλογα σε άτυπες μεταβιβάσεις ακινήτων. Μετά την έκδοση της παραπάνω τελεσίδικης απόφασης, που δημοσιεύθηκε στις 22-6-1993, ο πατέρας της ενάγουσας ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κοζάνης που εκδίκαζε στις 29-6-1993 ποινική υπόθεση με κατηγορούμενο τον ίδιο που φέρονταν ότι τέλεσε στον όμορο προς τον επίδικο αγρό, αποδέχθηκε δήλωση που έκανε ο πρώτος εναγόμενος στο Δικαστήριο προκειμένου να ανακαλέσουν αυτός και η αδελφή του Ε. Σ. Χ. Τ. την από 10-6-1989 έγκληση τους κατ' αυτού, σύμφωνα με το περιεχόμενο της οποίας ο Α. Τ. θα επανέφερε στην πρότερα κατάσταση την περίφραξη, που είχε χαλάσει από τον όμορα προς τον επίδικο αγρό, ενώ θα μπορούσε να πάρει το 1/6 εξ' αδιαιρέτου από ένα αγροτεμάχιο 7 στρεμμάτων από όποιο σημείο ήθελε. Ωστόσο τα μόνα αγροτεμάχια που κατέλειπε ο Σ. Τ.αι δεν περιλαμβάνονταν στη διαθήκη ήταν το επίδικο και εκείνο των 3.360 τ.μ, ως προς το οποίο είχε κριθεί κατά χρόνο της παραπάνω δήλωσης τελεσίδικα ότι ανήκει στην κυριότητα του δικαιοπάροχου της ενάγουσας. Συνακόλουθα, η παραπάνω δήλωση, αν και με εσφαλμένη μνεία ως προς την έκταση, αναφέρεται στο επίδικο ακίνητο, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας αποδέχθηκε, στα πλαίσια της ποινικής δίκης, ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει στην εξ' αδιαιρέτου κυριότητα αυτού, της μητέρας του, και των αδελφών του, όπως άλλωστε, είχε πράξει και το έτος 1990 με τη σύνταξη του από Φεβρουάριο 1990 τοπογραφικού διαγράμματος. Όσον αφορά το γεγονός ότι στην παραπάνω δήλωση γίνεται μνεία περί του δικαιώματος του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας να λάβει το 1/6 που του αναλογεί, τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι το σύνολο των εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος Σ. Τ., ήταν έξι, ήτοι η σύζυγος του και τα πέντε τέκνα του. Μετά τη δήλωση αυτή και την επίλυση της ποινικής και αστικής αντιδικίας που είχε ο Α. Τ. με τα αδέλφια του, συνέχισε να καλλιεργεί το επίδικο ακίνητο μέχρι και τα τέλη του έτους 1998 με διάνοια συγκυρίου, οπότε ο πρώτος εναγόμενος μετέφερε και εναπέθεσε στο επίδικο ακίνητο 100 περίπου φορτηγά χώμα, προκειμένου ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας να παύσει να καλλιεργεί αυτό, ένεκα διαφωνιών που προέκυψαν μεταξύ τους σε σχέση με τον τρόπο καλλιέργειας του επιδίκου. Στην ενέργεια αυτή του πρώτου εναγόμενου, την οποία ενέκριναν και εξ' αδιαιρέτου συγκύριες αδελφές του, ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας Α. Τ., που στο μεταξύ είχε ασθενήσει, δεν προέβαλε οποιαδήποτε αντίρρηση, ούτε και προσέφυγε στα δικαστήρια με αίτημα να αναγνωριστεί η κυριότητα του επί του επίδικου. Ούτε, άλλωστε ,και η ενάγουσα μετά το θάνατο του πατέρα της αντέδρασε σε σχέση με το επίδικο ακίνητο, μέχρι και την ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κοζάνης της από 16-10-2008 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων νομής και της υπό κρίση αγωγής, μετά από ισοπέδωση, στις 8-10-2008 κατ' εντολή των εναγομένων, τμήματος του επιδίκου ακινήτου, εκτάσεως 2 περίπου στρεμμάτων στην νότια πλευρά του και την τοποθέτηση σ' αυτό 100 περίπου κυψελών μελισσών, καθώς και την εναποθέτηση ποσότητας χώματος από δύο φορτηγά, σε έκταση 20 περίπου τ.μ; στην ανατολική πλευρά του επιδίκου ακινήτου. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πλήρως αποδεικνύεται ότι ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας δεν κατέστη κύριος του όλου ακινήτου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η τελευταία. Συνακόλουθα η ενάγουσα, που αποδέχθηκε δυνάμει της με αριθμό ... δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς την επαχθείσα προς αυτήν κληρονομιαία περιουσία του θανόντος κατά την 20-10-2001 πατέρα της, ο οποίος κατέλειπε την από 15-2-2001 ιδιόγραφη διαθήκη που δημοσιεύθηκε με το υπ' αριθμ.225/19-9-2002 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης και κηρύχθηκε κυρία δυνάμει της με αριθμό 271/2002 απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, δεν κατέστη παραγώγως, δυνάμει κληρονομικής διαδοχής, κυρία ολόκληρου του επιδίκου ακινήτου, καθόσον ο κληρονομούμενος ουδέποτε κατέστη παραγώγως ή πρωτοτύπως κύριος αυτού και συνακόλουθα δεν μπορούσε να επάγει τούτο στην κληρονόμο του, σύμφωνα με τη βασική αρχή του εμπράγματου δικαίου "ουδείς μετάγει πλέον ου έχει δικαιώματος". Ωστόσο η ενάγουσα είναι σε κάθε περίπτωση κυρία ποσοστού 15% εξ αδιαιρέτου του επιδίκου ακινήτου, το οποίο (ποσοστό) άνηκε στον δικαιοπάροχο πατέρα της, ως εξ' αδιαθέτου κληρονόμου του Σ. Τ. και απέκτησε αυτό πρωτοτύπως με τη νομή του επιδίκου ακινήτου με διάνοια συγκυρίας για το χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των είκοσι ετών συνυπολογιζομένου και του χρόνου νομής του διακαιοπαρόχου της. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι οι ίδιο είναι συγκύριοι του όλου ακινήτου, ήτοι και κατά το παραπάνω ποσοστό των 15% εξ' αδιαιρέτου, τυγχάνει αβάσιμος κατ' ουσίαν, καθόσον, αφενός δεν επικαλούνται, ούτε και μέχρι τα τέλη του έτους 1998, οπότε και ο πρώτος εναγόμενος εναπέθεσε μεγάλη ποσότητα χώματος στο επίδικο ακίνητο και αφετέρου δεν ισχυρίζονται ότι προέβησαν σε πράξεις νομής με διάνοια συγκυρίων εν γνώσει του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας ή της ίδιας ότι νέμονται το ανωτέρω εξ' αδιαιρέτου ποσοστό αποκλειστικά για λογαριασμό τους (ΑΠ 1905/2006, ΕλλΔνη 2009, 787). Επομένως, εφόσον οι εναγόμενοι αμφισβητούν το δικαίωμα συγκυριότητας της ενάγουσας επί του επιδίκου ακινήτου, πρέπει αυτή να αναγνωριστεί συγκυρία του ακινήτου αυτού κατά ποσοστό 15% εξ' αδιαιρέτου. Σύμφωνα με την αρχή ότι στο μείζον περιλαμβάνεται και το έλασσον, ήτοι το δικαίωμα συγκυριότητας. Περαιτέρω οι εναγόμενοι ως συγκύριοι του ακινήτου και έχοντας προς τούτο δικαίωμα τακτικής εκμετάλλευσης του κατά τα ως άνω αναφερόμενα εξ' αδιαιρέτου ποσοστά που αναλογούν στον καθένα από αυτούς, προέβησαν στις 8-10-2008 στην απομάκρυνση μπάζων και την τοποθέτηση κυψελών και ως εκ τούτου δεν προσέβαλαν τη συγκυριότητα της ενάγουσας, ενόψει και του γεγονότος ότι κατέχουν την πλειοψηφία στη μεταξύ τους κοινωνία δικαιώματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 788 και 789 ΑΚ". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε, κατά ένα μέρος, ως ουσιαστικά βάσιμη την αποτελούσα αντικείμενο της αναιρέσεως αναγνωριστική κυριότητας αγωγή της αναιρεσείουσας και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης αποφάσεως που είχε κρίνει ομοίως (ενώ απέρριψε και την έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά τον μοναδικό και αφορώντα την επιφάνεια του επιδίκου και μόνο λόγο). Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού εξέθεσε σ'αυτήν χωρίς αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα και που ήταν αναγκαία για την κατά ένα μέρος ουσιαστική βασιμότητα της ένδικης αγωγής και συνακόλουθα για την εφαρμογή των προδιαληφθεισών ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 974, 976 και 1045 ΑΚ, τις οποίες και εφάρμοσε. Ειδικότερα αναφέρεται στην απόφαση ότι ο πατέρας της ενάγουσας από το 1960 κατείχε το επίδικο ακίνητο, μαζί με τα υπόλοιπα ακίνητα της πατρικής του οικογένειας και τα εκμεταλλευόταν αντί μισθώματος, το οποίο (μίσθωμα) σταμάτησε μεν να καταβάλει μετά το θάνατο (25-6-1983) του πατέρα του, πλήν όμως ουδέποτε γνωστοποίησε στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τελευταίου ότι νέμεται το επίδικο για δικό του λογαριασμό, ενώ από τον χρόνο του εν λόγω θανάτου παρέλαβε τη νομή του αναλογούντος στην εξ αδιαθέτου κληρονομιά του πατέρα του ποσοστού του επιδίκου, ήτοι 15% εξ αδιαιρέτου, τη συγκυριότητα του οποίου και απέκτησε με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού μέχρι το χρόνο του θανάτου του (20.10.2001) και με την προσμέτρηση της νομής του δικαιοπαρόχου του στη δική του νομή συμπληρώθηκε η απαιτούμενη 20ετία, το ποσοστό δε αυτό και μόνο μεταβίβασε με τη νόμιμα δημοσιευθείσα διαθήκη του στην ενάγουσα και όχι το όλο ακίνητο που συμπεριέλαβε στη διαθήκη αυτή. Επομένως οι περί του αντιθέτου από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτιάσεις του πρώτου λόγου της αναιρέσεως και κατά το δεύτερο μέρος του πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, ενώ οι αιτιάσεις του ίδιου δεύτερου μέρους του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες το Εφετείο, θα έπρεπε εφαρμόζοντας τις επίμαχες διατάξεις των άρθρων 974, 976 και 1045 ΑΚ να δεχθεί ότι ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας είχε παραλάβει από τον πατέρα του το 1960 με άτυπη αγορά τη νομή του επιδίκου και ότι είχε απαιτήσει την κυριότητα του με έκτακτη χρησικτησία, είναι απαράδεκτες, γιατί υπό την επίφαση της παραβιάσεως των παραπάνω διατάξεων, πλήττουν την περί τα πράγματα, ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ.8 περ.β του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται και όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι ασκούντες ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, δηαδή κάθε περιστατικό το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο οδηγεί κατά νόμο, στη γέννηση ή στην κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή ή την ένσταση ή την αντένσταση δικαιώματος, ανεξάρτητα από τη βασιμότητά του, η οποία αποτελεί ζητούμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι προϋπόθεση αυτοτέλειας του ισχυρισμού (ΑΠ 284/2014, ΑΠ 177/2014). Ο από τη διάταξη αυτή λόγος αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψη δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ.ΑΠ 25/2003, ΑΠ 502/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με τον ίδιο πρώτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το πρώτο μέρος του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 558 αρ.8 περ.β του ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του θεμελιωτικό της αγωγής ισχυρισμό ότι "η νομή του επιδίκου είχε παραδοθεί στον πατέρα της ενάγουσας Α. Τ. από τον πατέρα του (παππού της) Σ. Τ., το 1960 και ότι αυτός πρό του θανάτου του τελευταίου, στις 25.6.1983, είχε καταστεί κύριος με έκτακτη χρησικτησία λόγω παρόδου της απαιτουμένης εικοσαετίας". Από τις προεκτεθείσες όμως παραδοχές της αποφάσεως όπου κατ'επανάληψη αναφέρεται ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο Α. Τ., ήτοι ο πατέρας της ενάγουσας αγόρασε άτυπα, από τον πατέρα του Σ. Τ., το 1960 τον επίδικο αγρό (σελ.9 και 10 της αποφάσεως), καθώς και ότι αυτός δεν ασκούσε στο επίδικο πράξεις νομής αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό (σελ.8, 10 και 13 της αποφάσεως), προκύπτει ότι το Εφετείο εξέτασε και απέρριψε τον παραπάνω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας και συνακόλουθα τον έλαβε υπόψη. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός κατά το ερευνώμενο μέρος του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο. Ο λόγος αυτός απορρίπτεται, αν ο αναιρεσείων δεν προσκομίσει όλα τα αναγκαία έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η βασιμότητα της αιτίασης και ειδικότερα την απόφαση από το περιεχόμενο της οποίας προκύπτει η ύπαρξη και η έκταση του δεδικασμένου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια της παραπάνω διατάξεως, του άρθρου 559 αρ.16 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο δέχθηκε ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο από την τελεσίδικη, υπ'αριθμ.... απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, σε παρεμπίπτον ζήτημα και συγκεκριμένα στην παραδοχή "ότι η μη αναφορά του επιδίκου αγρού στην υπ'αρ.454/22.11.1976 δημόσια διαθήκη του Σ. Τ. συνιστά απόδειξη περί του ότι είχε αποξενωθεί από τη νομή του". Ο λόγος αυτός, πρέπει να απορριφθεί ως αναπόδεικτος, καθόσον η αναιρεσείουσα δεν προσκομίζει την απόφαση από την οποία προκύπτει το επικαλούμενο δεδικασμένο, ώστε από την επισκόπηση της να ελεγχθεί η σχετική παραδοχή της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός καθώς και η αναίρεση στο σύνολο πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου κατά το άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν.4055/2012. Η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων αναιρεσιβλήτων (αρθρ.176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10.12.2013 αίτηση της Β. Τ. του Α. κατά των Κ. χας Μ. Τ. κ.λπ. για αναίρεση της υπ'αριθμ.185/2012 αποφάσεως του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Οκτωβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας από έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις απόκτησης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία άρθρα 1045, 974, 976, άρθ. 559 αρ. 19 αν υπό την επίφαση παραβίασης κανόνων δικαίου πλήττεται η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου δεν γεννιέται ο λόγος εκ του άρθρου 559 αρ. 8 εδ .β’. Δε γεννιέται ο λόγος αν ο ισχυρισμός λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε 559 αρ. 16 απορρίπτεται ως αναπόδεικτος ο λόγος γιατί δεν προσκομίζεται η απόφαση από την οποία προκύπτει το δεδικασμένο.
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Δεδικασμένο, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 2077/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ι. Π. του Ε., κατοίκων ... και 2) Κ. Π. του Ε., κατοίκου .... Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Ηλιόκαυτο και ο 2ος παραστάθηκε με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Σ. συζ. Μ. Σ., το γένος Ε. Φ., κατοίκου ...., 2) Ε. Φ. του Β., κατοίκου ... και 3) Δήμου Καρπάθου, που εδρεύει στην Κάρπαθο και εκπροσωπείται νόμιμα. Οι 1η και 2ος εκπροσωπήθηκαν από τον δικηγόρο τους Αντώνιο Κασιμάτη και ο 3ος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/6/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου (Μεταβατική έδρα Καρπάθου). Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5/2005 του ίδιου Δικαστηρίου που παρέπεμψε την υπόθεση στο καθ' ύλην αρμόδιο Ειρηνοδικείο Καρπάθου, 60/2006, 74/2007 μη οριστικές, 31/2009 οριστική του Ειρηνοδικείου Καρπάθου και 305/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 27/10/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 11/3/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ.1, 2 και 3 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο αντίδικος του απολιπομένου ή μη παρισταμένου, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, τότε ερευνάται αν αυτός κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εξάλλου κατά το άρθρο 94 §1 ΚΠολΔικ στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά το άρθρο 96 §1 του ίδιου κώδικα, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 104, για τη συζήτηση στο ακροατήριο, απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Τις κλητεύσεις επικαλούνται και αποδεικνύουν οι παριστάμενοι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση από το σχετικό πινάκιο, τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου και τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι οι δύο πρώτοι αναιρεσίβλητοι παραστάθηκαν κατά τη σημερινή δικάσιμο δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Αντωνίου Κασιμάτη, όπως είχαν παρασταθεί και κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 20.3.2013, καθώς και κατά την μετ'αναβολή της 8.1.2014. Πλην όμως ο εν λόγω δικηγόρος δεν έχει την απαιτουμένη κατά το άρθρο 104 ΚΠολΔικ πληρεξουσιότητα. Επομένως οι εν λόγω αναιρεσίβλητοι, εφόσον έχουν κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα για την προαναφερθείσα και αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 20.3.2013 (μη απαιτουμένης νέας κλητεύσεως για τις μετ'αναβολή δικασίμους - άρθρα 575 και 226 § 4 εδγ ΚΠολΔικ - ), όπως τούτο προκύπτει από τις από 3-2-2012 εκθέσεις επιδόσεως του Δήμου Καρπάθου, που διενήργησε τις επιδόσεις μετά από παραγγελία του οικείου Ειρηνοδίκη και του έχοντος προς τούτο πληρεξουσιότητα και παραστάντος στο ακροατήριο πληρεξουσίου δικηγόρου των αναιρεσειόντων (άρθρ. 122 §3 ΚΠολΔικ) δεν παρίστανται νόμιμα και ενόψει τούτου θα δικασθούν ως να ήταν παρόντες και η συζήτηση της υποθέσεως θα προχωρήσει, σύμφωνα με το άρθρο 576 §2 ΚΠολΔικ παρά την απουσία αυτών. Επειδή κατά το άρθρο 558 ΚΠολΔικ "η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων, οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση ή των καθολικών διαδίκων ή των κληρονόμων τους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η αίτηση αναίρεσης του καθού η πρόσθεση παρέμβαση, δεν απευθύνεται κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, εκτός αν κατά τη δίκη εκείνη, ανέλαβε τον δικαστικό αγώνα οπότε κατέστη κύριος διάδικος ή η αναίρεση αφορά την πρόσθετη παρέμβαση, σε κάθε όμως περίπτωση ο προσθέτως παρεμβάς καλείται στη συζήτηση της αναίρεσης, άλλως αυτή (συζήτηση) κηρύσσεται απαράδεκτη, τούτο δε λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο. Πάντως αν η αναίρεση του καθού η παρέμβαση απευθυνθεί και κατά του προσθέτως παρεμβάντος δεν ιδρύει απαράδεκτο και εκτιμάται ως κλήση κατά τη συζήτησης της αναίρεσης. Στην προκειμένη περίπτωση η αίτηση αναίρεσης απευθύνεται και κατά του προσθέτως, στα δικαστήρια της ουσίας παρεμβάντος υπερ των εναγομένων - αναιρεσιβλήτων Δήμου Καρπάθου, ο οποίος κλήθηκε από τους επισπεύδοντες τη συζήτηση αναιρεσείοντες κατά την αρχικά ορισθείσα δικάσιμο της 20.3.2013, όπως τούτο προκύπτει από την από 2.2.2012 έκθεση επιδόσεως του γραμματέα του Δήμου Καρπάθου Ιωάννη Πολεμικού. Ενόψει της κλητεύσεως αυτής - μη απαιτουμένης κλητεύσεως για τις μετ'αναβολή δικασίμους - παραδεκτά συζητείται η υπόθεση παρά την απουσία του κληθέντος και μη παραστάντος προσθέτως παρεμβαίνοντος, η κατά του οποίου απεύθυνση της αναιρέσεως εκτιμάται ως κλήση κατά τη συζήτηση αυτής. Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων 369, 966, 967, 968, 972, 1033 και 1192 §1 ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 55 ΕισΝΑΚ, προκειμένου να κριθεί μετά την εισαγωγή του ΑΚ η ιδιότητα ενός πράγματος ως εκτός συναλλαγής ή κοινοχρήστου, προκύπτει ότι μεταξύ των κοινοχρήστων πραγμάτων περιλαμβάνονται και οι οδοί αδιακρίτως, κοινόχρηστα δε πράγματα είναι τα προοριζόμενα για εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, τα οποία χρησιμοποιεί ευρύτερος, αόριστος, αλλά όχι κατ'ανάγκη απεριόριστος αριθμός προσώπων. Οι οδοί, με βάση το άρθρο 1 του Π.Δ. της 25/28-11-1929 "περί κωδικοποιήσεως των κειμένων διατάξεων για την κατασκευή και συντήρηση οδών", διακρίνονται σε εθνικές, επαρχιακές, δημοτικές και κοινοτικές. Οι διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του ίδιου Προεδρικού Διατάγματος καθορίζουν τη διαδικασία η οποία απαιτείται να τηρηθεί για να χαρακτηρισθεί μία οδός ως εθνική ή επαρχιακή. Η απόκτηση όμως του ιδιαίτερου γνωρίσματος μιας οδού ως δημοτικής ή κοινοτικής, συνιστά, σύμφωνα με το άρθρο 4 του αυτού Προεδρικού Διατάγματος, ζήτημα πραγματικό, γιατί ο νόμος δεν προβλέπει ειδική διαδικασία, η οποία να προσδίδει στην οδό την ανωτέρω ιδιότητα. 'Ετσι η οδός χαρακτηρίζεται ως δημοτική ή κοινοτική, εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 3155/1955 "περί κατασκευής και συντηρήσεως οδών" εξυπηρετεί τις ανάγκες ενός δήμου ή μιάς κοινότητας, που δημιουργούνται μέσα στα διοικητικά όρια αυτών. Από καμμιά διάταξη της κειμένης νομοθεσίας και ιδιαίτερα του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα εν καθορίζεται ειδική διοικητική διαδικασία για τον χαρακτηρισμό οδών ως δημοτικών οι κοινοτικών και δεν παρέχεται στα όργανα των Δήμων και Κοινοτήτων αρμοδιότητα για τον χαρακτηρισμό τέτοιων οδών, η δε τυχόν εκδιδόμενη από το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο πράξη χαρακτηρισμού μιάς οδού ως δημοτικής ή κοινοτικής, δεν έχει καμμιά νομική συνέπεια, γιατί δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Επί του ζητήματος του χαρακτήρα μιάς οδού ως δημοτικής ή κοινοτικής αποφαίνονται τα πολιτικά δικαστήρια. Περαιτέρω οι δημοτικές ή κοινοτικές οδού και οι πλατείες αποκτούν την ιδιότητα του κοινόχρηστου πράγματος α) από το νόμο, ήτοι με το χαρακτηρισμό τους ως οδών ή πλατειών από το εγκεκριμένο ρυμοτομικό διάγραμμα του Σχεδίου Πόλεως, β) από τη βούληση των ιδιοκτητών, η οποία πρέπει να γίνει με νομότυπη δικαιοπραξία (διαθήκη ή δωρεά) ή και με παραίτηση από την κυριότητα, για την οποία όμως (παραίτηση) απαιτείται ο συμβολαιογραφικός τύπος και η μεταγραφή και γ) με την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα (VETUSTAS), την οποία προέβλεπε το προϊσχύσαν του ΑΚ Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (Ν. 3 πανδ. 43 7 ν. 2 § 8 πανδ. 39 3, ν. 28 πανδ. 22 3) και που δεν υιοθετήθηκε από τον ΑΚ πλην όμως διατηρήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 51 ΕισΝ ΑΚ, η δυνάμει αυτής ιδιότητα που απέκτησε το πράγμα ως κοινής χρήσης, εφόσον, πριν από την εισαγωγή του ΑΚ (23.2.1946), δύο συνεχόμενες γενεές ανθρώπων, η κάθε μία των οποίων εκτείνεται σε σαράντα χρόνια δεν γνώρισαν διαφορετική κατάσταση του πράγματος από την κοινοχρησία. Ο θεσμός αυτός δεν ήταν κτητικός κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος, αλλά κυρωτικός της μέχρι τώρα υφισταμένης κατάστασης, της οποίας η γένεση εξαφανιζόταν στα βάθη του παρελθόντος. Δεν επρόκειτο όμως για γενικό τρόπο κυρώσεως οποιασδήποτε πραγματικής κατάστασης, αλλά για ειδικό χρόνο που ίσχυε επί ορισμένων μόνο ειδικών θεμάτων, που αναφέρονται στις πηγές, δηλαδή επί των δημοτικών οδών, των ανθρωπίνων έργων που χρησιμεύουν για τη διευθέτηση των ομβρίων υδάτων και των υδραγωγείων. Στα Δωδεκάνησα όμως δεν ίσχυε το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο και συνακόλουθα δεν εφαρμόζεται σ'αυτά ο από το δίκαιο αυτό αναγνωριζόμενος παραπάνω θεσμός. Εφαρμόζεται όμως η αναγνωριζομένη ομοία κατάσταση που προβλεπόταν από τον Οθωμανικό Νόμο περί Γαιών, ο οποίος ίσχυε στα Δωδεκάνησα πριν από την Ιταλική κατοχή, ενώ οι περί διακρίσεως των γαιών διατάξεις του διατηρήθηκαν τόσο κατά τη διάρκεια της Ιταλικής Κατοχής από τον ισχύοντα από το 1929 Κτηματολογικό Κανονισμό Δωδεκανήσου, όσο και μετά την προσάρτηση των νησιών αυτών, στην Ελλάδα, αφού ο Κτηματολογικός Κανονισμός διατηρήθηκε σε ισχύ ως πολιτικό δίκαιο. Ειδικότερα στα Δωδεκάνησα υπό την Ιταλική κατοχή ίσχυε μεταξύ άλλων ο κυρωθείς με το υπ'αριθμ. 132/1929 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη Κτηματολογικός Κανονισμός Δωδεκανήσου και από 1.1.1932 ο Ιταλικός Αστικός Κώδικας (200/1931 Διάταγμα), ενώ μετά την προσάρτηση τους στην Ελλάδα εισήχθη σ'αυτά η Ελληνική Νομοθεσία και ειδικότερα από 30.12.1947 ο Αστικός Κώδικας και ο Εισαγωγικός αυτού Νόμος (άρθρ. 2 §2 στοιχ. α του Ν. 510/1947 και ΝΔ 7/10.5.1945), ο δε Κτηματολογικός Κανονισμός διατηρήθηκε σε ισχύ ως τοπικό δίκαιο (άρθρ. 8 §2 Ν. 510/1947) ΑΠ 1209/2014. Εξάλλου κατά το άρθρο 1 του προαναφερθέντος Οθωμανικού Νόμου της 17ης Ραμαζάν 1274 (1856), σε συνδυασμό με τα άρθρα 2,3,4,5, 91-102 και 103-105 του ίδιου νόμου, η ακίνητη περιουσία διακρίνεται σε πέντε κατηγορίες, μία από τις οποίες ήταν οι εγκαταλελειμένες σε Κοινότητες γαίες (μετρουκέ), οι οποίες (γαίες) ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο, ενώ απαγορευόταν η με οποιοδήποτε τρόπο εξουσίασή τους από ιδιώτη και αυτές παρεχωρούντο, είτε και απλώς, κατ'ανοχή του τουρκικού κράτους, στην αποκλειστική κοινή χρήση της ολότητας των κατοίκων ενός ή περισσοτέρων χωριών ή κωμοπόλεων, το δικαίωμα των οποίων είχε κατοχυρωθεί ως απαράγραπτο (άρθρ. 1 §4, 5 §2 και 91-102 Ν. περί Γαιών). Από το πνεύμα, αλλά και τη γραμματική διατύπωση των προπαρατεθεισών διατάξεων του νόμου αυτού (περί Γαιών), οι οποίες ως προς το χαρακτηρισμό των γαιών ως αφιερωμένων στην κοινή χρήση χρησιμοποιούν τον όρο "εκπαλαι" ή "ανέκαθεν", προκύπτει ότι στην ειδική κατηγορία των γαιών αυτών ανήκουν και οι οδοί, οι οποίες από αμνημονεύτου χρόνου είχαν αφεθεί στην κοινή χρήση της ολότητας των κατοίκων ενός ή περισσοτέρων χωριών ή κωμοπόλεων, σε τρόπο ώστε η κοινή αυτή χρήση να αποτελεί τη μόνη γνωστή μορφή συλλογικής εξουσιάσεως του είδους αυτού των γαιών, διαμορφωμένη κατά την κυριαρχία του Οθωμανικού κράτους. Δηλονότι επί των "αφιερωμένων εις την κοινήν χρήσιν γαιών" υπήρχε κατάσταση αντίστοιχη προς την Αμνημονεύτου Χρόνου Αρχαιότητα του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου ως λόγος απαιτήσεως της ιδιότητας του κοινοχρήστου (και όχι ως λόγος αποκτήσεως κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος) και στις οδούς η χρήση των οποίων προστατεύεται από εκείνον που τις χρησιμοποιεί, εναντίον εκείνου που αποκλείει ή διαταράσσει την κοινή τους χρήση. Παρόμοια κατάσταση αναγνωριζόταν και από τον Οθωμανικό Αστικό Κώδικα, όπως τούτο συνάγεται από τα άρθρα 6, 7 και 166 αυτού, κατά το άρθρο 6 του οποίου "το αρχαίον αφήνεται κατά την αρχαιότητά του" ενώ κατά το άρθρο 166 "αρχαίον είναι εκείνο το πράγμα, το προηγούμενον του οποίου ουδείς γιγνώσκει (ΑΠ 164/2014, ΑΠ 238/1992). Τέλος κατά την έννοια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔικ παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει στον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει μεταξύ άλλων και όταν ο κανόνας δικαίου εφαρμόσθηκε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα. Συνεπώς η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό, εκδηλώνεται και στην περίπτωση της εσφαλμένης υπαγωγής σ'αυτόν των περιστατικών της συγκεκριμένης διαφοράς. Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας εκτός των άλλων και κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων). Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 578 ΚΠολΔικ, αν ο Άρειος Πάγος διαπιστώσει ότι το διατακτικό της απόφασης είναι ορθό, αλλά υπάρχει σφάλμα στις αιτιολογίες απορρίπτει την αναίρεση χωρίς να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες, οι οποίες όμως στην ουσία αντικαθίστανται με αυτές της αναιρετικής (Ολ. ΑΠ 8/1993, ΑΠ 1624/2008), εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον προς αντικατάσταση των αιτιολογικών όπως, όταν μεταβάλλεται η έκταση και η ισχύς του δεδικασμένου, η δε ρητή ή εκ των πραγμάτων αντικατάσταση των αιτιολογιών συνίσταται μόνο στην υπαγωγή των περιστατικών που δέχεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση σε άλλο κανόνα δικαίου, δηλαδή αν η υπαγωγή αυτή απολήγει σε πόρισμα που είναι σύνδρομο με το παραμένον διατακτικό της απόφασης (Ολ ΑΠ 30/1998, Ολ ΑΠ 37/1996). Αν η αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ έπρεπε να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη ή το αντίθετο, η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος κρίνεται κατά περίπτωση (Ολ ΑΠ 37/1996). Στην προκειμένη περίπτωση στην ένδικη, από 23-6-2004 αγωγή, εκτίθεται ότι οι ενάγοντες και η πρώτη εναγομένη, είναι κύριοι ομόρων ιδιοκτησιών στην περιοχή "Άγιος Νικόλαος" του δημοτικού διαμερίσματος ... και ότι οι εναγόμενοι, που είναι κόρη και πατέρας, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2002 ανήγειραν περιμετρικά και από τις τρείς πλευρές της έμπροσθεν της ιδιοκτησίας της πρώτης εναγομένης και παρακειμένης της ιδιοκτησίας των εναγόντων δημοτικής οδού, τοιχείο από τσιμέντο, με αποτέλεσμα να αποκλείεται η πρόσβαση των τελευταίων στον πρώτο όροφο και το δώμα της ιδιοκτησίας τους, καθώς και η από το παράθυρό τους θέα και συνακόλουθα να προσβάλλεται η προσωπικότητά τους, λόγω της στερήσεως της χρήσεως κοινοχρήστου δημοτικής οδού, η οποία είναι συνέχεια εδαφικού τμήματος μήκους 8 μέτρων και πλάτους 60 εκατ. που παραχωρήθηκε από τον πρώτο ενάγοντα στην κοινή χρήση με νόμιμα μεταγραφείσα συμβολαιογραφική πράξη παραχωρήσεως και έχει (η δημοτική οδός) καταστεί κοινόχρηστη λόγω της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας, καθόσον έχει τεθεί στην κοινή χρήση από τους κοινούς δικαιοπαρόχους των διαδίκων Σ. Φ., Κ. Π. και Σ. συζ. Κ. Π. πριν από το 1900, ενώ γίνεται χρήση της τόσο από τους ενάγοντες και του δικαιοπαρόχους τους άμεσους και απώτερους, όσο και από τους περιοίκους και περαστικούς. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες ζήτησαν την άρση της προσβολής, την παράλειψή της στο μέλλον καθώς και χρηματική ικανοποίηση, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν, από την προσβολή της προσωπικότητάς τους, λόγω της στερήσεως της χρήσεως κοινοχρήστου πράγματος. 'Εχοντας όμως το περιεχόμενο αυτό η αγωγή είναι νομικά αβάσιμη, καθόσον αναφέρεται σε στέρηση χρήσεως κοινοτικής οδού, που κατέστη κοινόχρηστη με τον μη εφαρμοζόμενο στην Κάρπαθο Δωδεκανήσου θεσμό της Αμνημονεύτου Χρόνου Αρχαιότητας για τον προσδιορισμό του οποίου, ως νομικού όρου εύχρηστου στην πράξη, δεν απαιτείτο η έκθεση στοιχείων περισσοτέρων από όσα αναφέρονται ενώ τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν πληρούν το πραγματικό των διατάξεων του Οθωμανικού Νόμου περί Γαιών (που κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη ίσχυε στην Κάρπαθο τόσο υπό την Οθωμανική κυριαρχία, όσο και υπό την Ιταλική ως περιεχόμενο του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου, αλλά και μετά την προσάρτηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα ως περιεχόμενο του ίδιου Κτηματολογικού Κανονισμού που διατηρήθηκε ως τοπικό δίκαιο) ώστε σε συνδυασμό με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ να θεωρηθεί ως νομικά βάσιμη η αγωγή κατά το δίκαιο αυτό. Ενόψει τούτων η προσβαλλομένη απόφαση με το να δεχθεί την αγωγή ως νομικά βάσιμη και να την απορρίψει στην ουσία της, ορθά κατ'αποτέλεσμα έκρινε και γι' αυτό πρέπει ο από τη διάταξη του αριθμού 1 και άρθρου 560 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναίρεσης, κατά δύο πρώτα μέρη του, να απορριφθεί. Ρητή αντικατάσταση των αντικαθισταμένων στην ουσία, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, αιτιολογικών δεν υφίσταται, αφού οι ενάγοντες δεν έχουν προς τούτο έννομο συμφέρον, καθόσον η απόρριψη στην προκειμένη περίπτωση ως νόμω αβασίμου της αγωγής, αντί ουσία αβασίμου, δεν επιδρά στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, ενώ αντίστοιχα θα υφίστατο έννομο συμφέρον αν την αναίρεση ασκούσαν οι νικήσαντες εναγόμενοι (Ολ ΑΠ 32/2002). Συνακόλουθα ο ίδιος λόγος της αναιρέσεως, κατά το τρίτο μέρος του που πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, καθόσον αφορά στην ουσία της υπόθεσης, η οποία μετά την απόρριψη ως νόμω αβασίμου της αγωγής, δεν αποτελεί αντικείμενο του αναιρετικού ελέγχου. Ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης κατά τον οποίο και με την επίκληση της ίδιας διατάξεως του αριθμού 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτη, προεχόντως γιατί η επικαλουμένη αιτίαση δεν αφορά σε παραβίαση της επικαλουμένης διατάξεως, αλλά σε παραβίαση της διατάξεως του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ με την οποία δεν πλήττονται οι αποφάσεις, που όπως η προσβαλλομένη έχουν εκδοθεί επί εφέσεως κατά αποφάσεως Ειρηνοδικείου, αλλά σε κάθε περίπτωση γιατί η έρευνα του λόγου αυτού προϋποθέτει ουσιαστική εξέταση της διαφοράς, που, ενόψει της απορρίψεως της ένδικης αγωγής ως νομικά αβασίμου, δεν γίνεται. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27-10-2011 αίτηση των Ι. Π. του Ε. Κ. Π. του Ε. κατά της Σ. συζ. Μ. Σ. κλπ για αναίρεση της υπ'αριθμ. 305/2011 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 19 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προσβολή προσωπικότητας από στέρηση χρήσεως κοινοχρήστου δρόμου. Αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα. Κοινοχρησία οδών. Στα Δωδεκάνησα δεν ίσχυσε το ΒΡΔ - Ποιο δίκαιο ίσχυσε. Απόρριψη αναίρεσης κατά άρθρο 578 ΚΠολΔ Πότε αντικαθίστανται οι αιτιολογίες. Οι λόγοι από παράβαση διδαγμάτων κοινής πείρας και παραβίασης κοινής πείρας και παραβίαση δύναμης αποδεικτικών μέσων προϋποθέτουν ουσιαστική έρευνα της διαφοράς. Απορρίπτεται η αναίρεση λόγω ορθού διατακτικού και εσφαλμένης παραδοχής της αγωγής ως νομικά βάσιμης.
Γαίες
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Γαίες.
0
Αριθμός 2076/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Χ. Σ. του Α. και 2) Δ. Σ. του Α., κατοίκων Μεθάνων, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Μιχαλόπουλο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Β. συζ. Η. Α. και 2) Μ. συζ. Γ. Π., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Πρασινάκη, ο οποίος ανακάλεσε την από 12/8/2014 δήλωσή του κατ' άρθρο 242 Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/7/2002 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 374/2005 μη οριστική, 4632/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 100/2013 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 10/9/2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 5/9/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ.1 στοιχ. β, 346 και 453 §1 ΚΠολΔικ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση, με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά, δια των προτάσεων αυτών, σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔικ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βέβαια στον τρόπο επαναφοράς "ισχυρισμών", έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμη στην κατ'έφεση δίκη, η επίκληση του αποδεικτικού μέσου προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ισχυρισμού, που κατά το άρθρο 335 ΚΠολΔικ έχει ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όταν στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα αποδεικτικά μέσα που ο διάδικος είχε επικαλεσθεί και προσκομίσει πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλομένων πρωτόδικων προτάσεων, που περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου ή με ενσωμάτωση των προτάσεων προηγούμενων συζητήσεως (στις οποίες γίνεται επίκληση των αποδεικτικών μέσων) στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης (Ολ ΑΠ 23/2008, 14/2005, 9/2000, ΑΠ 504/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως και κατά το δεύτερο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η, από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τις νόμιμα ληφθείσες ενώπιον της συμβολαιογράφου Καλαυρίας Φ. Μανιάτη - Κυπριωτάκη ένορκες βεβαιώσεις, με αριθμούς ..., ..., ..., ... και ... στις οποίες οι εξετασθέντες μάρτυρες περιγράφουν την κατάσταση και τη δυνατότητα διανομής των υπ'αριθμ. 1, 3, 4 και 7 ενδίκων διανεμητέων ακινήτων, με την αιτιολογία ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα που ειδικά αναφέρονται στην προσβαλλομένη απόφαση (φύλλο 4β) δεν είχαν επαναφερθεί νόμιμα στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με τις ενώπιόν του κατατεθείσες από 17.1.2013 προτάσεις των εκκαλουσών - αναιρεσειουσών και δη με παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβληθεισών, πρωτοδίκων προτάσεων. Πλην όμως όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των επίμαχων προτάσεων, σ'αυτές αναφέρεται ότι οι αναιρεσείουσες - εκκαλούσες προσκομίζουν και επικαλούνται όλα τα αποδεικτικά μέσα, που στις πρωτόδικες προτάσεις, φέρουν τον αριθμό 1 έως και 20. Η παραπομπή αυτή ως προς τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα, που στις επανυποβαλλόμενες προτάσεις φέρουν τους αριθμούς 1 έως και 20 και στα οποία περιλαμβάνονται και οι παραπάνω ένορκες βεβαιώσεις καλύπτουν τις, κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ, προϋποθέσεις της νόμιμης, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, επαναφοράς. Ενόψει τούτων ως προς τις εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις και ειδικότερα τις τρείς πρότερον χρονολογικά ληφθείσες (άρθρο 270 § 2 εδ. γ) στοιχειοθετείται ο ερευνώμενος, από τη διάταξη του άρθρου 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, ο οποίος και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ενώ ως προς τον αριθμητικό περιορισμό των ενόρκων βεβαιώσεων που θα ληφθούν υπόψη, πρέπει να λεχθεί ότι οι αναφερόμενες στο πρώτο μέρος του ίδιου λόγου υπ'αριθμ. 2801/2010 και 1211/2011 ένορκες βεβαιώσεις, που λήφθηκαν στον Ειρηνοδίκη Αθηνών και Πειραιά αντίστοιχα, είναι ως αποδεικτικά μέσα, έγγραφα και όχι ένορκες βεβαιώσεις, καθόσον δεν είχαν ληφθεί για την ένδικη υπόθεση, αλλά για άλλες, μεταξύ των διαδίκων αγωγές (ΑΠ 504/2014). Κατ'ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, πλην των πρότερων δικασάντων (άρθρο 580 § 3 ΚΠολΔικ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στις αναιρεσείουσες του κατατεθέντος από αυτές παραβόλου (άρθρ. 495 § 4 ΚΠολΔικ). Οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειουσών (άρθρ. 176, 180 § 1 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 100/2013 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Πειραιώς, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Διατάσσει την επιστροφή στους αναιρεσείοντες του κατατεθέντος από αυτές, παραβόλου. Καταδικάζει τις αναιρεσίβλητες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Οκτωβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διανομή κληρονομιαίων ακινήτων, αναγνωριστική κληρονομικού δικαιώματος και υποχρέωσης συνεισφοράς. Επαναφορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο των επικληθέντων και προσκομισθέντων στο πρωτοβάθμιο αποδεικτικών μέσων. Δεν καλύπτονται οι προϋποθέσεις του άρθρου 240 ΚΠολΔ, με γενική αναφορά ή προσάρτηση πρωτοδίκων προτάσεων, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλομένων προτάσεων. Αναιρείται η απόφαση διότι η αναφορά των προτάσεων στα υπ’ αριθμ. 1 έως και 20 έγγραφα των πρωτοδίκων προτάσεων καλύπτει τις προϋποθέσεις του νόμου.
Κληρονομία
Αγωγή αναγνωριστική, Αποδεικτικά μέσα, Διανομή, Κληρονομία .
1
Αριθμός 2075/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ι. Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Β. Σ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο Πρωτόπαπα. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. χήρας Ι. Σ., ..., 2)Κ. Σ. του Ι. και 3)Ε. Σ. του Ι., κατοίκων ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ειρήνη Μαρούπα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22/8/1991 αγωγή του αρχικού διαδίκου Ι. Σουράδου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο .... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ... του ίδιου Δικαστηρίου, που παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο ... λόγω αρμοδιότητας, 60/2004 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., 40/2005 διορθωτική της πρώτης και 115/2009 του Εφετείου Πατρών. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 1176/2011 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που την αναίρεσε, και παρέπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 383/2013 απόφαση του Εφετείου Πατρών, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 11/12/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 26/7/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 1094 του ΑΚ ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από τον νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητάς του και την απόδοση του πράγματος, κατά δε το άρθρο 1045 του ίδιου ΑΚ για την απόκτηση της κυριότητας πράγματος, κινητού ή ακινήτου, με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται εικοσαετής νομή, φυσική δηλαδή εξουσία (κατοχή) με διάνοια κυρίου (αρθρ.974 ΑΚ), του χρησιδεσπόζοντος επί του πράγματος. Εξάλλου ο κατά το άρθρο 559 αρ.1 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ενώ δεν εφαρμόζει κανόνα, του οποίου, ενόψει των ίδιων παραδοχών, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αρ.19 του ίδιου άρθρου 559 ΚΠολΔ δεν ιδρύεται επίσης όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Τέλος, και ο κατά το ίδιο άρθρο 559 αρ.11 περ.γ'του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως δεν ιδρύεται όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. ΙΙ. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα, βάσει των οποίων και έκανε δεκτή, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, την ένδικη διεκδικητική αγωγή Ι. Σ., δικαιοπαρόχου των ήδη αναιρεσιβλήτων - κληρονόμων του: "Το επίδικο είναι ένα οικόπεδο εκτάσεως 750 τ.μ. ευρισκόμενο εντός του χωριού ... νομού ..., το οποίο συνορεύει γύρωθεν ανατολικά με ιδιοκτησίες ..., δυτικά με παλαιά οικία Β. Σ. (εναγομένου), νότια με ιδιοκτησία Π. Σ. και βόρεια με κοινοτικό δρόμο εντός του οποίου υπάρχει ισόγεια οικία. Ο αρχικός ενάγων κατέστη κύριος του ως άνω επιδίκου δυνάμει της υπ'αριθμ. ... δημόσιας διαθήκης του αποβιώσαντος το έτος 1967 πατρός του Κ. Σ. που συντάχθηκε ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πύργου Π. Νικολάου Δημητρακόπουλου και δημοσιεύθηκε νόμιμα με τα ... πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του Πρωτοδικείου ..., την οποία αποδέχτηκε νόμιμα με την υπ'αριθμ. ... πράξη του Συμβολαιογράφου Πύργου Π. Ιωάννου Πάσχου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στον τόμο ... και αριθμό ... του Βιβλίου Μεταγραφών του τέως Δήμου Ολυμπίων. Ειδικότερα, ο διαθέτης Κ. Σ. του Ι., πατέρας των διαδίκων, κάτοικος εν ζωή της κοινότητας ... νομού ..., ο οποίος απεβίωσε στις 4-4-1967, ήταν κύριος ενός οικοπέδου μετά των επ' αυτού δύο οικιών, μίας ερειπωμένης και μίας νεόδμητης, ευρισκομένου εντός του χωριού ... νομού ..., εκτάσεως 2112,85 τ.μ., και συνορευομένου βόρεια με κοινοτικό δρόμο, ανατολικά με ιδιοκτησία ..., δυτικά με ιδιοκτησία Κ. Π. και νότια με ιδιοκτησία Γ.. Του ως άνω οικοπέδου, τμήμα του οποίου είναι το επίδικο, ο Κ. Σ. κατέστη κύριος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας ασκώντας σ'αυτό τις στη φύση και τον προορισμό του διακατοχικές πράξεις νομής, διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα 30 ετών χωρίς να ενοχληθεί ποτέ από κανένα. Στην ως άνω διαθήκη ο ως άνω Κ. Σ. όρισε μεταξύ άλλων τον υιόν του Ι. -(αρχικό ενάγοντα, μετά το θάνατο του οποίου συνεχίζουν τη δίκη ως νόμιμοι κληρονόμοι του οι εφεσίβλητοι)-εγκαθιστά κληρονόμο του επί του ημίσεως διαιρετώς και προς το βορειοανατολικόν μέρος του όλου εκ του ανατολικώς της οικίας μου κειμένου εξ ενός και ημίσεως περίπου στρέμματος οικοπέδου μου", ήτοι επί του ως άνω επιδίκου ακινήτου. Τον υιόν του Π. -(ο οποίος δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη)- εγκαθιστά κληρονόμον του "επί του ετέρου ημίσεως οικοπέδου μου του απομένοντος μετά την μερίδαν του υιού μου Ι. και όπερ φθάνει νοτίως μέχρι του κρημνού". Τον υιόν του Β. (εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα) και τη σύζυγο του (κληρονομουμένου) Δ. εγκαθιστά ως κληρονόμους του "επί της λοιπής πάσης κινητής και ακινήτου περιουσίας μου και απαγορεύω στη σύζυγο μου να διαθέσει την εκ του ακινήτου μερίδαν της, ως αύτη περιέλθει μετά τον θάνατόν της εις τον υιόν μου Β.. Κατά το χρόνο σύνταξης της πιο πάνω διαθήκης, στις 31-1-1964, επί του παραπάνω ακινήτου ήταν κτισμένη μία διώροφος οικία στο βορειοδυτικό μέρος του όλου, στην οποία κατοικούσε ο διαθέτης με τη σύζυγό του και με τον εναγόμενο υιό του. Η οικία αυτή που αναφέρεται στη εν λόγω διαθήκη, μετά τη σύνταξη της διαθήκης, κατά το έτος 1965, καταστράφηκε λόγω σεισμού, που έλαβε χώρα στην περιοχή, και παρέμειναν μόνο οι τοίχοι του. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στο τμήμα του οικοπέδου όπου σύμφωνα με την παραπάνω διαθήκη θα εγκαθίστατο ως κληρονόμος ο αρχικώς ενάγων, κατασκευάστηκε από το διαθέτη, ο οποίος έλαβε δάνειο με ευνοϊκούς όρους λόγω του σεισμού ύψους 25.000 δρχ. από την Εθνική Τράπεζα (σεισμοδάνειο), νέα ισόγεια οικία, η οποία υφίσταται έως σήμερα. Στη νέα οικία διέμενε μέχρι το χρόνο του θανάτου του στις 4-4-1965 ο διαθέτης πατέρας των διαδίκων με τη σύζυγό του και τον εναγόμενο υιό τους και την οικογένεια του. Ακολούθως μετά το θάνατό του εξακολουθούσε να διαμένει σ' αυτό η μητέρα των διαδίκων μαζί με τον εναγόμενο και την οικογένειά του μέχρι το 1970 όπου και απεβίωσε. Η σύζυγος του διαθέτη και ο εναγόμενος το έτος 1968 έλαβαν δύο δάνεια από κοινού 15.000 και 5.000 από την Αγροτική Τράπεζα αντίστοιχα και αποπεράτωσαν την οικία και δη κατασκεύασαν κουζίνα, ενώ ο έτος 1990 ο εναγόμενος κατασκεύασε προσθήκη βεράντας στη νέα οικία. Στην ως άνω οικία διαμένει μέχρι σήμερα με την οικογένειά του ο εναγόμενος. Η ως άνω οικία σύμφωνα με τα ανωτέρω κατασκευάστηκε στο οικόπεδο που κληρονόμησε ο αρχικός ενάγων όπως προκύπτει από όλα τα αποδεικτικά μέσα και από το προαναφερόμενο σαφές περιεχόμενο της ως άνω δημόσιας διαθήκης, επί του οποίου δεν καταλείπεται αμφιβολία ούτε ως προς τα όρια ούτε ως προς την έκταση. Περαιτέρω δε η κυριότητα του αρχικού ενάγοντος επί του ως άνω επιδίκου οικοπέδου δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από τον εναγόμενο, ούτε ζήτησε ποτέ την ακύρωση της διαθήκης, η δε οικία αυτή ουδέποτε έπαψε να ανήκει, ως συστατικό του οικοπέδου επί του οποίου ήταν κτισμένη, στον αρχικό ενάγοντα από την επαγωγή σ'αυτόν της κληρονομίας στην οποία εμπεριείχετο. Ο αρχικός ενάγων Ι. Σ ως κύριος της εν λόγω οικίας μάλιστα τοποθέτησε και επίπλωση εντός αυτής ενώ έκανε χρήση αυτής με την οικογένειά του στις διακοπές Χριστουγέννων, Πάσχα και στους θερινούς μήνες, καθόσον η κύρια κατοικία αυτού και της οικογενείας του ήταν στον Πειραιά, Το γεγονός ότι ο κύριος του ακινήτου και της επ' αυτού οικίας Ι. Σ ανεχόταν να κατοικεί εντός της οικίας που ανήκε σ'αυτόν, ο εναγόμενος, δεν καθιστά τov τελευταίο κύριο του ακινήτου δια εκτάκτου χρησικτησίας. Ειδικότερα ο εναγόμενος διέμενε στην ως άνω οικία καθόσον ήταν η οικία του πατρός των διαδίκων με τον οποίο μετά της οικογενείας του συγκατοικούσε ενόσω ζούσε, μετά δε τον θάνατο των γονέων των διαδίκων διέμενε εκεί με την ανοχή του κυρίου - αρχικού ενάγοντος. Ο ισχυρισμός του εναγομένου με τις προτάσεις του ότι ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου δεν ήταν νομέας τμήματος 296,80 τ.μ, του όλου οικοπέδου του που καταλαμβάνει η ως άνω οικία μετά του πέριξ αυτής δυτικά και βόρεια χώρου για το λόγο ότι το έτος 1965 αυτός μεταβίβασε άτυπα το εν λόγω τμήμα λόγω δωρεάς στον εναγόμενο υιό του δεν αποδείχτηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο. Ειδικότερα δεν προέκυψε από κανένα αποδεικτικό μέσο, ούτε κανένας από τους μάρτυρες (απόδειξης και ανταπόδειξης) καταθέτει ότι υπήρξε άτυπη δωρεά αυτού (του τμήματος αυτού με την οικία) προς τον εναγόμενο, ενώ ο κληρονομούμενος Κ. Σ. αν επιθυμούσε κάτι τέτοιο είχε τη δυνατότητα να προβεί σε αλλαγή της δημόσιας διαθήκης του που συνέταξε στις 31-1-1964. Όμως ο κληρονομούμενος δεν προέβη σε αλλαγή της διαθήκης μέχρι το χρόνο του θανάτου του στις 4-4-1967 από το έτος 1965 που ο εναγόμενος αναφέρει αβασίμως ότι έγινε άτυπη διανομή και δωρεά. Επομένως κύριος του επιδίκου ήταν ο αρχικώς ενάγων Ι. Σ, ο οποίος απεβίωσε αδιάθετος στις 10-1-1995. Μεταξύ των κληρονομιαίων στοιχείων του αρχικώς ενάγοντος συμπεριλαμβανόταν και το επίδικο ακίνητο, οι ως άνω εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού αποδέχθηκαν την επαχθείσα σ'αυτούς κληρονομία με την υπ' αριθμόν ... δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Ν. Ερυθραίας Αικατερίνης Ζαχαρία-Μπασούκου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του τέως Δήμου Ολυμπίων στον τόμο ... και αριθμό .... Με τον τρόπο αυτό οι ως άνω εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αρχικού ενάγοντος στη θέση του οποίου υπεισήλθαν και συνεχίζουν τη δίκη κατέστησαν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου από το χρόνο θανάτου του αρχικώς ενάγοντος η μεν πρώτη κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου οι δε λοιποί κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαίρετου έκαστος και ο εναγόμενος πρέπει να αποδώσει την νομή του ως άνω ακινήτου σ'αυτούς (...)". ΙΙΙ. Υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο α)δεν παραβίασε, με εσφαλμένη εφαρμογή, την ειρημένη διάταξη του άρθρου 1094 του ΑΚ, αφού δέχεται ότι ο αναιρεσείων - εναγόμενος διαμένει "μέχρι σήμερα" με την οικογένειά του στην επίδικη οικία, πράγμα που σημαίνει ότι ο αναιρεσείων είναι κάτοχος της επίδικης οικίας (ο ίδιος άλλωστε υποστηρίζει ότι είναι νομέας της οικίας) και νομιμοποιείται ως εκ τούτου παθητικώς στην άσκηση της αγωγής, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 1094 του ΑΚ, β)διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της ταυτότητας του επιδίκου και της μη περιελεύσεώς του στον αναιρεσείοντα - εναγόμενο με έκτακτη χρησικτησία, ο οποίος, κατά τις ίδιες παραδοχές, διέμενε στο επίδικο κατ'ανοχήν του ενάγοντος - αδελφού του, κυρίου του επιδίκου, και δεν το κατείχε διανοία κυρίου, οι αιτιολογίες δε αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των προαναφερθεισών (ανωτ.υπό Ι) ουσιαστικών διατάξεων, τις οποίες το Εφετείο δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, ενώ, τέλος, γ)από την περιεχόμενη στην αναιρεσιβαλλομένη διαβεβαίωση του Εφετείου ότι τα πραγματικά γεγονότα του δέχθηκε αποδείχθηκαν από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και όλα τα έγγραφα, τα οποία προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με το όλον περιεχόμενο της απόφασης, προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τα αναφερόμενα στον πέμπτο λόγο του αναιρετηρίου έγγραφα που είχε προσκομίσει και επικαλεστεί ο αναιρεσείων, ήτοι τα υπ'αριθμ.... πρακτικά συζητήσεως της αγωγής στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πύργου, στο οποίο είχε αναρμοδίως εισαχθεί η αγωγή και το οποίο την παρέπεμψε στο αρμόδιο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πύργου, και το έντυπο δηλώσεως Ε9 του αναιρεσείοντος. Επομένως οι αντίστοιχοι προς τα ανωτέρω πρώτος, από τον αριθμό 1, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος, από τον αριθμό 19, και πέμπτος από τον αριθμό 11γ'του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. IV. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (αρθρ.495 παρ.4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ.176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11-12-2013 αίτηση του Β. Σ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 383/2013 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αγωγή διεκδικητική ακινήτου. Στρέφεται κατά του νομέα ή κατόχου. Απόκτηση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Λόγοι από τους αριθμούς 1, 19 και 11γ ΚΠολΔ, αβάσιμοι (Επικυρώνει ΕφΠατρ 383/2019).
Χρησικτησία
Αγωγή διεκδικητική, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 2073/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Συνεταιρισμού με την επωνυμία "Παραθεριστικός Οικοδομικός Συνεταιρισμός Υποτροφών ΣΕΚΕ-Συνεταιρισμός Περιορισμένης Ευθύνης" που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Μπέη. Των αναιρεσιβλήτων: 1.Α. χήρας Θ. Π., το γένος Μ. Σ., 2.Π. Π. του Ν. και 3.Θ. Π. του Ν., κατοίκων .... Οι πρώτη και τρίτος παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Ζαμπίτη και ο δεύτερος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-1-2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκιδικής. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 25/2007 του ίδιου Δικαστηρίου, 1132/2009 μη οριστική και 2109/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά ο αναιρεσείων με την από 29-7-2013 αίτησή του και τους από 11-8-2014 πρόσθετους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας (άρθρ. 561§2 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι το όνομα του αποβιώσαντος συζύγου της πρώτης αναιρεσίβλητης καθής ο πρόσθετος λόγος είναι Ν. και όχι Θ. που αναγράφεται στο αναιρετήριο, πρέπει τούτο να διορθωθεί, καθόσον με τη διόρθωση αυτή καμμία αμφιβολία δεν γεννιέται ως προς την ταυτότητα της εν λόγω αναιρεσίβλητης. Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση από την υπ'αριθμ. ... έκθεση επιδόσεως της δικαστικού επιμελήτριας Θεσσαλονίκης Δ. Κ. του Σ., προκύπτει ότι επισπεύδοντες της συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, είναι οι αναιρεσίβλητοι, με εντολή των οποίων επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα Συνεταιρισμό ακριβές αντίγραφο της από 29.7.2013 αιτήσεως αναιρέσεως μαζί με κλήση για συζήτηση. Επομένως ο δεύτερος αναιρεσίβλητος (Π. Π. του Ν.), στον οποίο νόμιμα και εμπρόθεσμα έχει προσέτι επιδοθεί από τον αναιρεσείοντα ο από 11.8.2014 πρόσθετος λόγος, (όπως τούτο προκύπτει από την υπ'αριθμ. ... έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Θεσσαλονίκης Π. Π. - άρθρ. 569§2 και 147§7 ΚΠολΔικ-), εφόσον δεν παραστάθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ'αυτό, ούτε κατέθεσε δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 § 2 και 573 §1 ΚΠολΔικ, πρέπει να δικασθεί ως να ήταν και αυτός παρών και να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως, παρά την απουσία του. Επειδή η ποιοτική ή ποσοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής, υπάρχει αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η σχετική παράβαση ελέγχεται αναιρετικά, με τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, καθόσον το δικαστήριο, κατά παράβαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔικ, παραλείπει να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου. Περαιτέρω για το ορισμένο αγωγής, αναγνωριστικής ή διεκδικητικής κυριότητας ακινήτου, απαιτείται από απόψεως ακριβούς περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς (άρθρ. 216 §1 ΚΠολΔικ) ο καθορισμός, κατά τρόπο λεπτομερή και σαφή, της θέσεως, στην οποία κείται το ακίνητο και οπωσδήποτε των ορίων και της έκτασής του, ώστε να μη γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητά του, όταν δε πρόκειται για τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου, υφίσταται υποχρέωση εκτός από την έκταση του διεκδικουμένου τμήματος, να προσδιορίζεται και η θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ενώ όταν πρόκειται για κληρονομιαίο από έκτακτη χρησικτησία ακίνητο, για το ορισμένο της αγωγής, αρκεί η αναφορά της μεταβίβασης με κληρονομική διαδοχή της νομής, χωρίς να απαιτείται η αναφορά της αποδοχής της κληρονομιάς και η μεταγραφή της, καθόσον από τις διατάξεις των άρθρων 974, 983, 1045 και 1051 ΑΚ συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 249, 271, 976, 1193 και 1198 του ίδιου κώδικα συνάγεται, ότι στην έκτακτη χρησικτησία για τον συνυπολογισμό της νομής των προκτητόρων του χρησιδεσπόζοντος πράγμα κινητό ή ακίνητο, δεν απαιτείται ειδική ή καθολική διαδοχή στο δικαίωμα της κυριότητας, αλλά αρκεί ειδική ή καθολική διαδοχή στη νομή. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον μοναδικό λόγο του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο, παρά το νόμο, δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, όπως είχε ζητηθεί πρωτοδίκως και με λόγο εφέσεως, καθόσον δεν περιγράφεται επαρκώς το επίδικο ακίνητο, ούτε αναφέρεται ότι οι ενάγοντες αποδέχθηκαν και μετέγραψαν την κληρονομιά του δικαιοπαρόχου συζύγου και πατέρα τους ως προς το εν λόγω από έκτακτη χρησικτησία αποκτηθέν επίδικο. Οι αιτιάσεις αυτές είναι απορριπτέες, καθόσον, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής (άρθρ. 561§2 ΚΠολΔικ), σ'αυτήν περιέχεται ακριβής περιγραφή του επιδίκου τμήματος του ακινήτου κατά θέση, έκταση και όρια, καθώς και ο προσδιορισμός του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ώστε καμμία αμφιβολία να μη γεννιέται για την ταυτότητά του, καθώς και ο νόμιμος τρόπο κτήσεως της κυριότητας του με έκτακτη χρησικτησία με την προσμέτρηση στο χρόνο νομής των εναγόντων του χρόνου νομής του κληρονομουμένου δικαιοπαρόχου τους και ειδικότερα αναφέρονται αναλυτικά α) τα στοιχεία της φυσικής εξουσίασης του πράγματος, με την άσκηση πράξεων που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, β) η διάνοια κυρίου, η πρόθεση, δηλαδή για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και γ) η εκ μέρους του κληρονομουμένου, συζύγου και πατέρα τους, νομή του επιδίκου κατά το χρόνο του θανάτου του, η ιδιότητα των εναγόντων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του και η μεταβίβαση σ' αυτούς, με κληρονομική διαδοχή, της νομής του δικαιοπαρόχου τους, ενώ κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, δεν απαιτείτο για το ορισμένο της αγωγής η αναφορά της αποδοχής και της μεταγραφής της νομής, αφού αυτή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα, (άρθρ. 983 ΑΚ) οι οποίοι μπορούν να συνυπολογίσουν στον δικό τους χρόνο χρησικτησίας τον χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου τους. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος μοναδικός λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος, αν το δικαστήριο αξιολόγησε το αποδεικτικό μέσο διαφορετικά από ότι ο αναιρεσείων υποστηρίζει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561§1 του ΚΠολΔικ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω ο αναιρετικός λόγος της διάταξης του αριθμού 12 του ίδιου άρθρου, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, τα οποία, κατά κανόνα, ενόψει του συστήματος της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων που ισχύει στον ΚΠολΔικ (άρθρ. 340 ΚΠολΔικ) είναι ισοδύναμα και εξαιρετικά μόνο προσδίδεται σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αυξημένη αποδεικτική δύναμη, όπως η δικαστική ομολογία (ΚΠολΔικ 352) και τα έγγραφα, που παράγουν πλήρη απόδειξη (ΚΠολΔικ 438 επ., 441, 445), η δε απόδοση σε ένα από τα ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα μεγαλύτερης ή μικρότερης βαρύτητας ή αξιοπιστίας δεν ιδρύει το λόγο αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση με τον μοναδικό λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως και κατ'εκτίμηση των αναφερομένων σ'αυτόν αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση, υπό την επίκληση των παραπάνω διατάξεων των αριθμών 11γ και 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, οι αιτιάσεις ότι το Εφετείο, για την κατάστρωση του αποδεικτικού του πορίσματος, ως προς την απόκτηση της κυριότητας του επιδίκου από τους αναιρεσίβλητους - ενάγοντες με έκτακτη χρησικτησία, δέχθηκε, ως προς την άσκηση από αυτούς πράξεων νομής επί του επιδίκου καθώς και ως προς τη μορφολογία του πραγματικά περιστατικά διαφορετικά από εκείνα που προέκυπταν από το περιεχόμενο α) της υπ'αριθμ. ... εκθέσεως πραγ/νης του πραγ/να Γ. Α. και της από 10-5-2011 τεχνικής έκθεσης του αγρονόμου τοπογράφου - μηχανικού Κ. Π. και β) του προσωρινού κτηματολογικού δασικού χάρτη της Επιθεώρησης Δασών Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας και των προσκομισθεισών φωτογραφιών και αεροφωτογραφιών. Επίσης ότι, παρά το νόμο, προσέδωσε μεγαλύτερη αποδεικτική βαρύτητα στην ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων - αναιρεσιβλήτων Σ. Σ. από ότι στην έχουσα ισοδύναμη αποδεικτική αξία ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του αναιρεσείοντος - εναγομένου Γ. Α.. Οι αιτιάσεις αυτές δεν στοιχειοθετούν τους επικαλούμενους αναιρετικούς λόγους και κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, καθόσον η αιτίαση ότι από τα επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα συνάγεται αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που έγινε δεκτό πλήττει την, κατά το άρθρο 561§1 ΚΠολΔικ, ανέλεγκτη αναιρετικά αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, ενώ η απόδοση σε ένα από τα ισοδύναμα, όπως είναι οι μαρτυρικές καταθέσεις, αποδεικτικά μέσα, μεγαλύτερης βαρύτητας και αξιοπιστίας από ότι σε ένα άλλο, ανήκει στην κυριαρχική και ανέλεγκτη εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας, όπως τούτο συνάγεται από την καθιερώνουσα την αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων διάταξη του άρθρου 340 ΚΠολΔικ (Ολ.ΑΠ 907/2006 ΑΠ 1031/2014). Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πρόσθετος λόγος, κατά τις προπαρατεθείσες αιτιάσεις τους πρέπει να απορριφθεί, ενώ η αριθμητική και μόνο αναφορά των διατάξεων των αριθμών 13 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, χωρίς την παράθεση αντίστοιχου πραγματικού δεν ιδρύει τους αναφερόμενους στις διατάξεις αυτές αναιρετικούς λόγους. Ενόψει τούτων πρέπει τόσο η αναίρεση, όσο και ο πρόσθετος λόγος να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου κατά το άρθρο 495§1 του ΚΠολΔικ που προστέθηκε με το άρθρο 12§2 του Ν. 4055/2012. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διορθώνει το όνομα της πρώτης αναιρεσίβλητης καθής ο πρόσθετος λόγος από το λανθασμένο Α. χα Θ. Π., το γένος Μ. Σ. στο ορθό Α. χα Ν. Π., το γένος Μ. Σ.. Απορρίπτει την από 29.7.2013 αίτηση και τον από 11.8.2014 πρόσθετο λόγο του "Παραθεριστικού Οικοδομικού Συνεταιρισμού Υποτρόφων ΣΕΚΕ - Συν. Περ. Ευθ." κατά των Α. χας Ν. Π. κλπ για αναίρεση της υπ'αριθμ. 2109/2012 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων αναιρεσιβλήτων (πρώτης και τρίτου) την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 19 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στοιχεία ορισμένου αναγνωριστικής ή διεκδικητικής κυριότητας αγωγής, όταν πρόκειται για κληρονομιαίο από έκτακτη χρησικτησία ακινήτου δεν απαιτείται (για το ορισμένο), η αναφορά της αποδοχής και μεταγραφής της κληρονομιάς, αφού κατά 983 ΑΚ, η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα 559 αρ 11γ ΚΠολΔ. Δεν ιδρύεται ο λόγος αν το αποδεικτικό μέσο εκτιμήθηκε διαφορετικά από ότι ο αναιρεσείων υποστηρίζει 559 αρ 12 ΚΠολΔ. Δεν ιδρύεται επί αποδόσεως μεγαλύτερης αξιοπιστίας ή αποδεικτικής αξίας σε κάποιο από τα ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα. Αρχή ελεύθερης εκτίμησης αποδείξεων κατά 340. Μόνο από την αριθμητική επίκληση της διατάξεως του αναιρετικού λόγου χωρίς αντίστοιχα πραγματικό δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως.
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική, Αοριστία αγωγής, Άσκηση πρόσθετων λόγων, Χρησικτησία.
1
Αριθμός 2074/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Φ. Τ. του Μ. και 2) Ι. Τ. του Φ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Καλαϊτζίδη, με δήλωση του άρθρ. 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Θ. Τ. του Μ., κατοίκου ... ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από το πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-7-2009 αγωγή τού ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Θεσπρωτίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 35/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 47/2013 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 30-9-2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες, όπως σημειώνεται πιο πάνω. O Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 25-7-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568§4 και 576§2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο αναιρεσίβλητος και ο αναιρεσείων που επισπεύδει τη συζήτηση έχει επιδώσει σ' αυτόν αντίγραφο του κατατεθέντος δικογράφου της αιτήσεως με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσιβλήτου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, ο αναιρεσίβλητος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από την υπ' αριθμ. ... έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσπρωτίας Ά. Μ., την οποία οι αναιρεσείοντες προσκομίζουν και επικαλούνται, οι τελευταίοι επέδωσαν στον αναιρεσίβλητο, νόμιμα και εμπρόθεσμα, αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη με την οποία ορίζεται η ανωτέρω δικάσιμος προς συζήτησή της και με κλήση για να παραστεί κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία του κλητευθέντος, ως ανωτέρω, αναιρεσιβλήτου. II.Από τις διατάξεις των άρθρων 1118 έως 1121 και 1132 του ΑΚ προκύπτει ότι οι πραγματικές δουλείες, μεταξύ των οποίων και η δουλεία οδού (διόδου), συνιστώνται με δικαιοπραξία ή με χρησικτησία, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων για τη χρησικτησία ακινήτων και για τη μεταβίβασή τους με συμφωνία, σε περίπτωση δε προσβολής του δικαιώματος της πραγματικής δουλείας ο δικαιούχος μπορεί να απαιτήσει από τον προσβολέα την αναγνώριση της δουλείας και την άρση της προσβολής, καθώς και την παράλειψή της στο μέλλον. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο που την εξέδωσε, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε, μεταξύ των άλλων που δεν ενδιαφέρουν εδώ, ότι ο αναιρεσίβλητος είναι οιονεί νομέας πραγματικής δουλείας διόδου επί της περιγραφόμενης εδαφικής λωρίδας μήκους 12,70 μ. και πλάτους 2,20 μ. που βρίσκεται μεταξύ των παρακείμενων ιδιοκτησιών των διαδίκων, ότι τη δίοδο αυτή χρησιμοποιούν οι διάδικοι και οι δικαιοπάροχοί τους, ειδικότερα δε ο αναιρεσίβλητος από το έτος 1987 και προ αυτού ο δικαιοπάροχος πατέρας του για να μεταβαίνουν στην οικία τους(πίσω αυλή) από τον κοινόχρηστο δρόμο, στον οποίο καταλήγει η δίοδος και προς τον οποίο δεν είχαν άλλη δίοδο, καθώς και στην εκκλησία της Παναγίας, δυτικά της ιδιοκτησίας τους, και ότι οι αναιρεσείοντες τον Απρίλιο του έτους 2008 περιέφραξαν την επίδικη αυτή δίοδο και την ενσωμάτωσαν στην παρακείμενη ιδιοκτησία τους. Και βάσει των παραδοχών αυτών το Πολυμελές Πρωτοδικείο δέχθηκε την αγωγή του αναιρεσιβλήτου και αναγνώρισε τον τελευταίο οιονεί νομέα δουλείας διόδου επί της ανωτέρω εδαφικής λωρίδας, διαλαμβάνοντας μετά ταύτα στο διατακτικό της απόφασης του "ΑΠΟΒΑΛΛΕΙ τους εναγομένους από το παραπάνω εδαφικό τμήμα".Με τις παραδοχές του αυτές και αφού ληφθεί υπόψη ότι η ανωτέρω διάταξη της αναιρεσιβαλλομένης για αποβολή των αναιρεσειόντων - εναγομένων από την επίδικη εδαφική λωρίδα έχει την προφανή έννοια της άρσης της προσβολής (περίφραξης) της δουλείας, την οποία άλλωστε ζητούσε ο αναιρεσίβλητος με την αγωγή του, το Πολυμελές Πρωτοδικείο δεν παραβίασε, με εσφαλμένη εφαρμογή, τις ειρημένες διατάξεις για την σύσταση της πραγματικής δουλείας με χρησικτησία και την προστασία της δουλείας σε περίπτωση προσβολής, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα τα οποία υποστηρίζουν με τον μοναδικό, από το άρθρο 560 αρ. 1 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους οι αναιρεσείοντες, σημειουμένου ότι πλημμέλειες της αποφάσεως ως προς την αιτιολογία της δεν ελέγχονται αναιρετικώς, σύμφωνα με το άρθρο 560 του ΚΠολΔ. Επομένως πρέπει να απορριφθεί η αίτηση, και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ.4 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30-9-2013 αίτηση των Φ. Τ. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 47/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Οκτωβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δουλεία διόδου. Συνιστάται με δικαιοπραξία ή με χρησικτησία. Προστασία σε περίπτωση προσβολής. (Επικυρώνει ΠολΠρΘεσπρ 47/2013).
Δίοδος
Δίοδος.
1
Αριθμός 2065/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ Α.Ε." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Πήτα, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων: 1. Α. Γ. του Μ., κατοίκου ..., 2. Α. Μ. του Ν., κατοίκου ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κων/νο Βερβεσό και δεν κατέθεσαν προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-11-2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2396/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2139/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 14-3-2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης ανέγνωσε την από 4-11-2011 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Βασιλείου Λυκούδη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος ων αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652 Α.Κ. και 6 του Ν. 763/1943, που κυρώθηκε µε την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ µετά την εισαγωγή του Α.Κ. µε το άρθρο 38 του Εισ.Ν.ΑΚ, προκύπτει ότι σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας υπάρχει όταν αυτός που παρέχει την εργασία του µε µισθό, αδιαφόρως του τρόπου που καθορίζεται και καταβάλλεται, τελεί κατά την εκτέλεσή της σε νοµική εξάρτηση από τον εργοδότη, εκδηλούμενη µε το δικαίωµα του τελευταίου να ασκεί εποπτεία και έλεγχο της παρεχόμενης εργασίας και να παρέχει οδηγίες ως προς το χρόνο, τόπο και τρόπο παροχής της, κατά τρόπο δεσµευτικό για το µισθωτό. Ο χαρακτηρισµός της σχέσης γίνεται µετά από εκτίµηση όλων των περιστάσεων για να κριθεί σε ποια σχέση βρίσκεται ο µισθωτός έναντι του εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νοµικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συµβαλλόµενα µέρη στη συµβατική τους σχέση. Είναι όµως δυνατό ο µισθωτός να συνδέεται µε τον εργοδότη του και µε άλλες, εκτός της σύμβασης εργασίας, συµβάσεις, όπως µε σύµβαση µεσιτείας, σύµβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, σύµβαση έργου. Ειδικότερα ο υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρίας µπορεί να συμφωνήσει µε αυτήν τη λήψη αµοιβής για τη µεσολάβησή του προς σύναψη ασφαλιστικών συµβάσεων µεταξύ της εταιρίας αυτής και τρίτων, αν οι συµβάσεις αυτές ήθελαν καταρτισθεί κατόπιν της µεσολάβησης του. Αν ο υπάλληλος της ασφαλιστικής εταιρίας υποχρεούται, κατά τη συµφωνία µε την εργοδότριά του, στην κατά τα ανωτέρω µεσολάβησή του, τότε η συµφωνία αυτή έχει χαρακτήρα σύμβασης εργασίας και µπορεί να αποτελεί µέρος της ευρύτερης σύμβασης εργασίας του εν λόγω υπαλλήλου. Αν, όµως, συµφωνήθηκε µεταξύ της ασφαλιστικής εταιρίας και του υπαλλήλου της ότι αυτός έχει απλώς την ευχέρεια και όχι υποχρέωση για την κατά τα ανωτέρω µεσολάβηση, τότε πρόκειται για διαφορετική σύµβαση, ήτοι, κατά περίπτωση, εκείνη της σύμβασης έργου ή µεσιτείας κατά το άρθρο 703 Α.Κ., η οποία συνάπτεται παράλληλα προς τη σύµβαση εργασίας, που συνδέει τον εν λόγω υπάλληλο µε την εργοδότριά του ασφαλιστική εταιρία. Διαφορετικές από τις ανωτέρω ρυθµίσεις δεν εισήχθησαν µε το ν.δ. 400/1970 "περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως", διότι ο νόµος αυτός µε το να επιτρέπει µε το άρθρο 27 παρ. 4 στους υπαλλήλους των ασφαλιστικών εταιριών να µεσολαβούν έναντι αµοιβής για τη σύναψη ασφαλιστικών συµβάσεων µόνο µεταξύ των εταιριών ή των πρακτορείων, όπου υπηρετούν, και τρίτων, ακόµη και αν δεν πληρούν τις από τις παρ. 1-3 του ίδιου άρθρου 27 απαιτούμενες προϋποθέσεις για την άσκηση του ανεξάρτητου επαγγέλµατος, δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε χαρακτηρισµό της για τη µεσολάβηση αυτή συµφωνίας του υπαλλήλου µε την ασφαλιστική εταιρία, στην οποία εργάζεται, αλλ' αφήνει στα µέρη να διαμορφώσουν ελεύθερα τη συµφωνία αυτή και µάλιστα να συμφωνήσουν ότι ο υπάλληλος της ασφαλιστικής εταιρίας θα έχει υποχρέωση ή µόνο ευχέρεια για την ανωτέρω µεσολάβηση. (ΑΠ 325/2001). Τα ανωτέρω ισχύουν αναλόγως και µετά το Ν. 2170/1993 "Τροποποίηση του Ν.Δ. 400/1970 περί ιδιωτικής επιχειρήσεως ασφαλίσεως και άλλες διατάξεις" (Α 150), ο οποίος, επίσης, µε το άρθρο 14, µε το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 19 του Ν. 1569/1985, επιτρέπει σε υπάλληλο ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων ασφαλιστικής πρακτόρευσης ή εταιριών µεσιτείας ασφαλίσεων να ασκούν διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλίσεων για λογαριασµό των επιχειρήσεων στις οποίες εργάζονται ή άλλων συνδεομένων µε αυτές, µετά από έγκριση του εργοδότη του, χωρίς τις προϋποθέσεις του άρθρου 17. Η σχέση του ασφαλιστικού υπαλλήλου µε τις προαναφερόµενες επιχειρήσεις, για λογαριασµό των οποίων διαµεσολαβεί κατά τα ανωτέρω, είναι σύµβαση έργου και ανεξάρτητη από την σύµβαση εργασίας. Ο ασφαλιστικός σύµβουλος, που είναι φυσικό ή νοµικό πρόσωπο, κατά το άρθρο 16 ν. 1569, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 13 ν. 2170/1993, µελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών µε ασφαλιστικές συµβάσεις για λογαριασµό ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτορείων ή µεσιτών, µε βάση σύµβαση, έναντι προµήθειας, για την πρόσκτηση εργασιών. Ο ασφαλιστικός σύµβουλος δεν έχει δικαίωµα υπογραφής ασφαλιστηρίων. Η ιδιότητα του ασφαλιστικού υπαλλήλου (κατ' άρθρο 19 παρ. 3 ν. 1569/1985 όπως αντικ. µε το άρθρο 14 ν. 2170/1993) είναι ασυµβίβαστη µε την ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου. Η αµέσως παραπάνω διάταξη δεν απαγγέλλει ρητώς ακυρότητα της σύμβασης εξαρτηµένης εργασίας που καταρτίζεται µεταξύ µιάς ασφαλιστικής εταιρίας και του µισθωτού της, ο οποίος παραλλήλως έχει την ιδιότητα του ασφαλιστικού συµβούλου, ούτε δε από τον συναγόµενο εκ της ερμηνείας προστατευτικό σκοπό της εν λόγω διάταξης, που συνίσταται στην αποφυγή σύγχυσης των καταναλωτών, µπορεί να εξαγχθεί συµπέρασµα ότι η εν λόγω ρύθµιση αποβλέπει στην επαγωγή ακυρότητας της σύμβασης εργασίας, πράγµα άλλωστε που θα ήταν αντίθετο µε το συνταγµατικώς προστατευόμενο δικαίωµα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της συµµετοχής στην οικονοµική ζωή της χώρας (άρθρ. 5 παρ. 1 του Συντάγµατος- ΑΠ 1590/2010,ΑΠ 1040/2007). Εξάλλου, ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, κατ' άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρµογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλµένα. Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερµηνεία είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, µε την προσβαλλόµενη απόφασή του, όπως από αυτή προκύπτει, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Οι ενάγουσες την 1-4-1995 και 1-9-2000 αντίστοιχα, συνήψαν µε την εταιρία ΑΓΡΟTlΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ, η οποία από 31-12-2002 συγχωνεύτηκε µε απορρόφηση από την εναγοµένη, έγγραφη σύµβαση διορισµού παραγωγού ασφαλίσεων, σύµφωνα µε την οποία ανέλαβαν την ευχέρεια (κατά την κρίση τους) µεσολάβησης µεταξύ της εταιρίας και του κοινού για τη σύναψη ασφαλίσεων ζωής, έναντι αµοιβής ποσοστού επί των συµβάσεων που ήθελαν καταρτισθεί κατόπιν της µεσολάβησης τους Τη δε 1-1-1996 και 1-9-2000 αντίστοιχα, συνήψαν εγγράφως νέα σύµβαση που επιγράφεται "παράρτημα-ειδικός όρος σύµβασης έργου", µε την οποία συμφωνήθηκαν τα ακόλουθα: "Συμφωνείται ότι η ασφαλιστική σύµβουλος (ενν. οι ενάγουσες) πέραν των αναφερομένων στους λοιπούς όρους της προαναφερθείσας σύµβασης έργου, καθηκόντων και υποχρεώσεων της αναλαµβάνει επιπρόσθετα και το ακόλουθο έργο, που αποσκοπεί στην ποιοτική και ποσοτική ανάπτυξη των ασφαλιστικών εργασιών της εταιρίας Το πρόσθετο αυτό έργο συµφωνείται ρητά ως παρεπόµενο σε σχέση µε το κύριο, που είναι η διαµεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συµβάσεων ζωής α) την παροχή κάθε εξυπηρέτησης ασφαλιστικής φύσεως προς τους συμβαλλομένους και ασφαλισµένους της εταιρίας καθώς και την εξυπηρέτηση των ασφαλιστηρίων που αποτελούν το χαρτοφυλάκιο παραγωγής του γραφείου στο οποίο ανήκει ως ασφαλιστική σύµβουλος, ήτοι την ενηµέρωση για τη λειτουργία των ασφαλιστηρίων, παροχή διευκρινήσεων και πληροφοριών για τους ασφαλισµένους κινδύνους και τις παρεχόμενες καλύψεις ή βελτιώσεις καλύψεων, παρακολούθηση εφαρµογής της διαδικασίας εµπρόθεσµης καταβολής των ασφαλίστρων, άµεση προώθηση αναγγελίας ζηµιών και γενικά συνεννόηση µε πελάτες και την εταιρία για την υλοποίηση των όρων των ασφαλιστηρίων, την ταχεία καταβολή των αποζηµιώσεων, την ενηµέρωση πελατών για νέα προϊόντα, άµεση πληροφόρηση της εταιρείας για τυχόν υποδείξεις ή παράπονα των πελατών κλπ. β) Σε συνεργασία µε τον επικεφαλή συντονιστή - υπεύθυνο του γραφείου στο οποίο ιεραρχικά υπάγεται (Εννοεί οι ενάγουσες), να φροντίζει ενδεικτικά για την ενηµέρωση των ασφαλιστικών συνεργατών του γραφείου στα νέα προϊόντα, τη βελτίωση του παρεχόμενου στους πελάτες service, την εξυπηρέτηση πελατών κλπ. Και γ) Κάθε γενικά άλλη πράξη ή ενέργεια προς βελτίωση και ανάπτυξη, ποιοτική και ποσοτική, του χαρτοφυλακίου παραγωγής του γραφείου, στο οποίο ανήκει (ενν. οι ενάγουσες). Το παραπάνω έργο θα εκτελείται από την αντισυμβαλλόμενη (ενν. οι ενάγουσες) χωρίς αυτή να υπόκειται κατά την εκτέλεση του σε συγκεκριµένο ωράριο ή άλλες δεσµεύσεις, αλλά κατά την κρίση της, µε σκοπό να επιτυγχάνεται το µεγαλύτερο (ποιοτικά και ποσοτικά) κάθε φορά αποτέλεσµα. Ειδικά και αποκλειστικά για το παραπάνω παρεχόµενο πρόσθετο παρεπόµενο έργο, η ασφαλιστική σύµβουλος θα αµείβεται ως ακολούθως: . ........ Στα πλαίσια των άνω συµβάσεων τους, οι ενάγουσες κυρίως και πρωτευόντως προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στην εναγοµένη, ασκώντας τα ως άνω αναφερόµενα στη δεύτερη σύµβαση (παράρτημα) καθήκοντα, ενώ η σχέση της ασφαλιστικής παραγωγού είχε εντελώς παρακολουθηµατικό και δευτερεύοντα χαρακτήρα σε σχέση µε την κύρια εργασία τους. Συγκεκριµένα, τοποθετήθηκαν στο Υποκατάστηµα κλάδου ζωής της εναγοµένης στον Πειραιά, χάριν δε του επιδιωκόµενου από την εναγοµένη επιχειρηματικού σκοπού της βελτίωσης και ανάπτυξης ποιοτικής και ποσοτικής του χαρτοφυλακίου παραγωγής του γραφείου στο οποίο ανήκαν, εκτελούσαν τα καθήκοντα του τηλεφωνικού κέντρου, φρόντιζαν για την αλληλογραφία, είχαν την επικοινωνία µε τα άλλα γραφεία, ενημέρωναν για τα τρέχοντα ζητήµατα τους ασφαλιστές, εξυπηρετούσαν τους πελάτες ασφαλισµένους, είχαν την ευθύνη οργάνωσης των εγγράφων του γραφείου (αρχειοθέτηση κλπ), τη διεκπεραίωση των εγγράφων (φωτοτυπίες), τηρούσαν πρωτόκολλο και καταστάσεις εισπραττομένων και ανείσπρακτων ασφαλίστρων, έκαναν τις εξωτερικές εργασίες µε τις Τράπεζες, τηρούσαν κατάσταση µε τα έξοδα του γραφείου και γενικά ήταν επιφορτισμένες µε τη γραµµατειακή υποστήριξη του γραφείου. Την εργασία τους αυτή παρείχαν υπό τις εντολές και τις οδηγίες του εκάστοτε διευθυντή (συντονιστή) του υποκαταστήματος Πειραιά της εναγοµένης και συγκεκριµένα τους Γεώργιο Μαυρέλη και στη συνέχεια Νικόλαο Τσορµπατσίδη, αλλά και υπό την εποπτεία της κεντρικής υπηρεσίας της εναγοµένης, σε συγκεκριµένο 8ωρο ηµερησίως ήτοι τις ώρες λειτουργίας του γραφείου, που ήταν από 9.00' πµ έως 2.00' µµ και από 5.30' µµ έως 8.30' µµ, καθηµερινά από Δευτέρα έως Παρασκευή. Ειδικότερα οι άνω διευθυντές της εναγοµένης, οι οποίοι ήταν µόνιµοι υπάλληλοι αυτής, είχαν το δικαίωµα να δίνουν εντολές και οδηγίες στις ενάγουσες αναφορικά µε τα συγκεκριµένα καθήκοντα που θα ασκεί έκαστη και τον τρόπο άσκησης τους, τον τόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών τους (ήτοι στο κατάστηµα Πειραιά και καθόλες τις ώρες λειτουργίας του) και οι τελευταίες υποχρεούνταν να συμμορφώνονται µε αυτές, καθώς και να ασκούν εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συµµόρφωσης αυτών προς τις οδηγίες τους. Η αµοιβή τους δε για την εργασία τους αυτή συνίστατο σε ορισµένο και σταθερό ποσό, µηνιαίως, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος της εργασίας τους. Υπό τα δεδοµένα αυτά, η περιγραφόμενη παροχή υπηρεσιών των εναγουσών προς την εναγοµένη έχει τη µορφή σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία είναι ανεξάρτητη και διάφορη της αρχικής σύµβασης του ασφαλιστικού πράκτορα και εποµένως επ' αυτής έχουν εφαρµογή οι διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας". Ακολούθως το Εφετείο µε την προσβαλλόµενη απόφασή του έκρινε ότι οι ενάγουσες αναιρεσίβλητες δικαιούνται από την πιο πάνω εργασιακή τους σχέση µε την αναιρεσείουσα τα ποσά που τους επιδίκασε Με τον πρώτο, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα εταιρεία προβάλλει ότι το Εφετείο, µε το να δεχθεί µε την προσβαλλόµενη απόφασή του ότι οι αναιρεσίβλητες συνδέονταν µαζί της µε έγκυρη σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας, παρότι κατά το άρθρο 19 παρ. 3 ν. 1569/1985, είναι ασυµβίβαστη η ιδιότητα του ασφαλιστικού υπαλλήλου µε την ιδιότητα του ασφαλιστικού συµβούλου, δεχόµενη ότι η διάταξη αυτή δεν απαγγέλει ρητώς ακυρότητα της µεταξύ αυτών σύμβασης εξαρτηµένης εργασίας, εσφαλµένα ερµήνευσε και εφάρµοσε τις διατάξεις του άρθ.19 παρ. 3 ν. 1569/1985, όπως αντικ. µε άρθρο 14 περ. 1 ν. 2170/1993, καθώς και των άρθρων 648 επ. ΑΚ, και 5 του Συντάγµατος. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιµος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον οι παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως δικαιολογούσαν τον χαρακτηρισμό της συνδέουσας τους διαδίκους συμβάσεως ως συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας χωρίς περαιτέρω η παραπάνω διάταξη να επάγεται ακυρότητα της σύμβασης εργασίας που καταρτίστηκε µεταξύ των διαδίκων, σύµφωνα µε όσα προαναφέρθηκαν. Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ. είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισµό ο οποίος δεν προτάθηκε νόµιµα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν εµπίπτει στις αναφερόµενες υπό στοιχ. α, β, γ εξαιρέσεις. Στην προκείµενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα µε το δεύτερο, από το άρθρο 559. αρ.1 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης, προβάλλει ότι, ως θυγατρική εταιρεία της Α.Τ.Ε, που κατείχε την πλειοψηφία του εταιρικού της κεφαλαίου, υπάγεται στις διατάξεις περί ευρύτερου δηµόσιου τοµέα, όπως οριοθετήθηκε µε το αρ. 1 § 6 ν. 1256/1982, και υπόκειται σε περιορισµούς αναφορικά µε την πρόσληψη προσωπικού και την διαδικασία. Συνεπώς, η κατ' αυτής αγωγή των αναιρεσιβλήτων έπρεπε να απορριφθεί ως µη νόµιµη, διότι, όπως κατά λέξη αναφέρει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 103 του Συντάγµατος και 14 του ν. 2190/1994, "απαγορευόταν και απαγορεύεται να συσταθεί νόµιµα εργασιακή σχέση οποιασδήποτε µορφής στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα στον οποίον ανήκαν, ως θυγατρικές της ΑΤΕ, της οποίας µοναδικός µέτοχος µέχρι το Δεκέµβριο του έτους 2000 ήταν το Ελληνικό Δηµόσιο, τόσο η "ΑΓΡΟTlΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΥΓΕΙΑΣ- ΑΓΡΟTlΚΗ Α.Α.Ε.Ζ. Υ." (στο µετοχικό κεφάλαιο της οποίας συµµετείχε η ΑΤΕ κατά τα έτη 1994-1998 κατά ποσοστό 76% και σήµερα κατά 100%), όσο και η καθολική διάδοχος της- εναγοµένη "ΑΓΡΟTlΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" (στο µετοχικό κεφάλαιο της οποίας συµµετείχε η ΑΤΕ κατά το ίδιο χρονικό διάστηµα κατά ποσοστό 83,5% και σήµερα στη ενιαία εταιρεία 100%), χωρίς να τηρηθούν οι διαδικασίες που ορίζει ο νόµος". Όµως η αναιρεσείουσα δεν αναφέρει στην αναίρεσή της ότι πρόβαλε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας το σχετικό ως άνω ισχυρισµό. Και, ναι µεν η νοµική βασιμότητα της αγωγής εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, για να δημιουργηθεί όµως λόγος αναίρεσης, πρέπει, εφόσον για την εφαρµογή του νόµου, που κατά την αναιρεσείουσα παραβιάστηκε, απαιτείται η προβολή εκ µέρους της ισχυρισµού προς αντίκρουση της νοµικής βασιµότητας της αγωγής, να προτείνεται ο ισχυρισµός αυτός στο Εφετείο και να αναφέρεται τούτο στο αναιρετήριο. Στην προκειµένη δε περίπτωση η αναιρεσείουσα δεν αναφέρει στην αναίρεσή της ότι πρόβαλε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας το σχετικό ως άνω ισχυρισµό, που θα µπορούσε να προβάλει. Ανεξαρτήτως τούτων παραβίαση της διάταξης του άρ. 103 παρ.7 του Συντάγµατος δεν υπήρξε, αφού 1)οι επίµαχες συµβάσεις είχαν ήδη καταρτισθεί πριν από την έναρξη ισχύος της (17/4/01, ΑΠ ολ 7/11), και 2) η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισµού από το δικαστήριο της έννοµης σχέσης ως σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δηµόσιου και του ευρύτερου δηµόσιου τοµέα (πρβλ Ολ ΑΠ 7/2011,ΟλΑΠ 18/2006). Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώµατος και το παραδεκτό της, από την άποψη του χρόνου προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθµό, να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώµατος, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος, ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώµατος και να διατυπώνεται αίτηµα απόρριψης της αγωγής, µε την οποία ασκείται το δικαίωµα, για την αιτία αυτή(Ολ ΑΠ 47/1983, ΑΠ 823/2010.) Για να είναι όµως παραδεκτός ο λόγος αυτός αναίρεσης θα πρέπει η ένσταση αυτή, εκτός από τη νόµιµη και παραδεκτή πρόταση αυτής στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται τούτο στο αναιρετήριο. Στην προκειµένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα µε τον τρίτο, από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης προβάλλει την αιτίαση ότι υπό τα εκτιθέµενα στο αναιρετήριο πραγµατικά περιστατικά η προσπάθεια των αναιρεσιβλήτων να εµφανίσουν την διευκόλυνση που αυτή τους παρείχε µε την κατάρτιση σύµβασης ασφαλιστικού συµβούλου, ως υπαγωγή τους σε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας, είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, την καλή πίστη και τον κοινωνικό και οικονοµικό σκοπό του δικαιώµατος και συνιστά απόλυτη καταχρηστική συμπεριφορά. Κατά τις αιτιάσεις δε της αναιρεσείουσας, η προσβαλλόμενη απόφαση, που αναγνώρισε ότι οι ενάγουσες συνδέονταν με αυτήν με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, ότι οι συμβάσεις αυτές ήσαν έγκυρες και ότι οι αξιώσεις των αναιρεσιβλήτων δεν ασκούνται καταχρηστικά, παραβίασε τις διατάξεις των διατάξεων των άρθρων 648 ΑΚ επ. αρθ. 19 ν. 1569/1985, αρθ. 174 ΑΚ, 281 ΑΚ, άρθ.14 επ. ν. 2190/1994 και 103 Συντάγµατος. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού το Εφετείο ούτε ερµήνευσε ούτε εφάρµοσε τις διατάξεις αυτές, αφού δεν ερεύνησε ένσταση κατάχρησης δικαιώµατος. Ως λόγος δε από το άρθρο 559 αρ.8 εκτιμώμενος, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, αφού η αναιρεσείουσα δεν επικαλείται ότι είχε προτείνει νοµίµως την ένσταση αυτή στηριζόμενη στα εκτιθέµενα στο αναιρετήριο πραγµατικά περιστατικά. Κατά τα λοιπά, οι εκτιθέμενες στον αυτό λόγο αναίρεσης αιτιάσεις (ότι υπό τα εκτιθέµενα στο αναιρετήριο περιστατικά δεν καταρτίστηκε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας κλπ), απαραδέκτως προβάλλονται, αφού πλήττουν την ανέλεγκτη περί των πραγµάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, σύμφωνα με τα άρθρο 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 14-3-2011,αίτηση αναίρεσης της 2139/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό στις 18 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η διάταξη του άρθρου 19 παρ 3 ν. 1569/1985 κατά την οποία είναι ασυμβίβαστη η ιδιότητα του ασφαλιστικού υπαλλήλου με την ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου, δεν επάγεται ακυρότητα της σύμβασης εργασίας που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων. Παραβίαση της διάταξης του αρθ. 103 παρ 7 του Συντάγματος δεν υπήρξε, αφού 1) οι επίμαχες συμβάσεις είχαν ήδη καταρτισθεί πριν από την έναρξη ισχύος της και 2) η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης εξηρτημένης εργασίας, δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
1
Αριθμός 2061/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Μ. Π. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Σταθακόπουλου και δεν κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Κ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αριστείδη Κυβέλο και δεν κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την 26-2-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:4338/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 586/2013 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 30-9-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης ανέγνωσε την από 6-3-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340, 341 και 346 του ΚΠολΔ συνάγεται, ότι ο δικαστής, για να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλως η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 γ του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, εφόσον από την απόφαση αποδεικνύεται, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που προσκόμισαν οι διάδικοι με επίκληση. Αρκεί προς τούτο η γενική αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης καθενός και χωρίς διάκριση από ποια από αυτά προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη, αν από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν καταλείπεται αμφιβολία περί του ότι λήφθηκε υπόψη συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και ιδίως έγγραφο. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 8 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι τείνουν στη θεμελίωση ή κατάλυση ασκηθέντος ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, είτε ως επιθετικού, είτε ως αμυντικού. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο, κατά το πρώτο μέρος του από τον αρ. 11 και κατά το δεύτερο από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο της αναίρεσης ο αναιρεσείων προβάλλει, αντίστοιχα, ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, δεν έλαβε υπόψη του α) την από 14-9-2011 αναφορά-αίτηση του αναιρεσείοντος προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για την άσκηση αναίρεσης κατά των αθωωτικών διατάξεων της 526α, 540, 541/2011 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς και τα ταυτάριθμα με τις 4876/2003 και 4370/2008 αποφάσεις πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και β)τον ισχυρισμό, ότι ο αναιρεσίβλητος, με την παραπάνω αίτηση του, συνομολόγησε ότι "είναι πραγματικά αδιανόητο στην Ελλάδα του 2011,να μην μαγνητοφωνείται η προφορική διαδικασία στο ακροατήριο...οι άνθρωποι πηγαίνουν στο φεγγάρι, ο Έλληνας Πρωθυπουργός μαζί με τα κορυφαία στελέχη των ηγεσιών της χώρας (πολιτικής, στρατιωτικής, αστυνομικής κλπ) μαγνητοφωνούνταν συστηματικά κατά τις συνδιαλέξεις τους ...και εμείς δεν βρίσκουμε τρόπο να καταγράφουμε αδιάβλητα ότι ειπώθηκε...". Ο λόγος αυτός κρίνεται, κατά το πρώτο μέρος του αβάσιμος, διότι με την απόφαση βεβαιώνεται, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα, που προσκόμισαν οι διάδικοι με επίκληση, από τη βεβαίωση δε αυτή, σε συνδυασμό με την αιτιολογία της προσβαλλομένης απόφασης, δεν καταλείπεται αμφιβολία περί του ότι λήφθηκαν υπόψη και τα συγκεκριμένα έγγραφα και κατά το δεύτερο απαράδεκτος, διότι τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά, δεν συνιστούν αυτοτελή ισχυρισμό. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης επιτρέπεται και αν το δικαστήριο, κατά παράβαση του νόμου, δεν δέχθηκε, ότι υπάρχει δεδικασμένο. Κατά το άρθρο 321 ΚΠολΔ δεδικασμένο το οποίο, κατά το άρθρο 332 ΚΠολΔ, λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζει δε το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, χάριν του δημόσιου συμφέροντος και προς αποφυγήν έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ των ίδιων διαδίκων, δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες. Κατά δε το άρθρο 324 ΚΠολΔ το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα παρισταμένων, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά που συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη αγωγή. Ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα) που αφορά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων σε σχέση με όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και σε καταφατική περίπτωση αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα που του προσέδωσε η απόφαση, ενώ διαφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, ως κρίση περί τα πράγματα, η συνδρομή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς και των διαδίκων. Αν η κρίση περί δεδικασμένου στηρίζεται μόνον επί διαδικαστικών εγγράφων, προς διακρίβωση της βασιμότητας ή μη του λόγου ελέγχεται και η εκτίμηση του περιεχομένου τους, ενώ επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο και η απόφαση από όπου απορρέει το δεδικασμένο και ελέγχει με βάση αυτή τη σχετική παραδοχή του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση το εφετείο δέχθηκε, μεταξύ των άλλων και τα παρακάτω, κρίσιμα, για την έρευνα των λόγων αναίρεσης, πραγματικά περιστατικά: Κατά το έτος 1996 ο εναγόμενος (ήδη αναιρεσίβλητος) ανέθεσε στον ενάγοντα (ήδη αναιρεσείοντα) τη διεκπεραίωση εκκρεμών υποθέσεών του. Ο ενάγων διεξήγαγε υποθέσεις μεταξύ των οποίων η υπόθεση Σ. και Γ. Κ., για τις οποίες με την 4876/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς επιδικάσθηκε στον ενάγοντα απαίτησή του για αμοιβή, σχετικά με το χειρισμό των ανωτέρω υποθέσεων. Με την ίδια απόφαση είχε επιδικασθεί και απαίτηση του για την υπόθεση "κληρονόμων Α.". Κατά της 4876/2003 απόφασης οι διάδικοι άσκησαν εφέσεις οι οποίες απορρίφθηκαν με την 788/2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. Μετά από άσκηση αναίρεσης, η απόφαση αυτή αναιρέθηκε με την 880/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου, μόνο ως προς το κεφάλαιό της, που αφορούσε στην υπόθεση "κληρονόμων Α.". Μετά την αναπομπή της το εφετείο με την 103/2008 απόφασή του εξαφάνισε την 4876/2003 απόφαση, ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο και απέρριψε την αγωγή, ως αόριστη. Με βάση αυτά το εφετείο δέχθηκε ότι η 788/2005 απόφαση, κατά το μέρος που αφορά στην υπόθεση "κληρονόμων Α." δεν παράγει δεδικασμένο, ως προς αυτήν. Στη συνέχεια δέχθηκε ότι ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την 2222/2008 νέα αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η 4338/2011, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή. Μια από τις υποθέσεις που ο εναγόµενος είχε αναθέσει στον ενάγοντα ήταν και αυτή των "κληρονόμων Α.". Την υπόθεση αυτή ο πατέρας του εναγοµένου είχε αναθέσει στους δικηγόρους Ν. Καµπά και Φ. Δηµητρακόπουλο, µε επιµέλεια των οποίων είχε ασκηθεί σχετική αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η 3453/1990 προδικαστική απόφαση του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ο εναγόµενος, κατά το Φεβρουάριο του έτους 2000, ανέθεσε τη διεκπεραίωση της στον ενάγοντα αντί αµοιβής σε ποσοστό 20% επί του αντικειµένου της υπόθεσης, σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης της δίκης. Με την επιµέλειά του ενάγοντος εκδόθηκε η 44/2001 απόφαση ασφαλιστικών µέτρων του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ο ενάγων άσκησε και παρεµπίπτουσα αγωγή, η οποία συνεκδικάσθηκε µε την κυρία αγωγή και εκδόθηκε η 10543/2001 οριστική απόφαση του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, µε την οποία απορρίφθηκε η παρεµπίπτουσα αγωγή και έγινε δεκτή η κύρια, ασκήθηκαν δε εφέσεις από τους τότε διαδίκους. Κατά το χρόνο που οι εφέσεις εκκρεμούσαν, οι σχέσεις των διαδίκων διαταράχθηκαν και ο εναγόµενος ανακάλεσε την πληρεξουσιότητα που είχε χορηγήσει στον ενάγοντα, κατά συνέπεια και την εντολή. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η ανάκληση αυτή ήταν αδικαιολόγητη και έγινε προκειµένου να αποφύγει ο εναγόµενος την καταβολή της συµφωνηθείσας αµοιβής του, ενώ ο εναγόµενος υποστηρίζει ότι η ανάκληση ήταν δικαιολογημένη λόγω του κλονισµού της εµπιστοσύνης του στο πρόσωπα του ενάγοντος, ο οποίος προκλήθηκε από την άρνηση του τελευταίου να του επιστρέψει δάνειο ποσού 20.000.000 δραχµών, που του είχε χορηγήσει και ήταν αποδοτέο στις 28-12-2002, καθώς και από τις προσπάθειές του να συµψηφίσει το ποσό του δανείου µε διογκωμένες αµοιβές για υπηρεσίες που δεν είχε προσφέρει. Ο εναγόµενος, πράγµατι, στις 7-11-2000, κατάρτισε µε τον ενάγοντα έγγραφη σύµβαση δανείου ποσού 20.000.000 δραχµών (ή 58.694,06 ευρώ) αποδοτέου στις 31-12-2002 µε ετήσιο τόκο 1.000.000 δραχµών (ή 2.934,70 ευρώ) το οποίο δόθηκε στον ενάγοντα µε την είσπραξη από αυτόν ισόποσης τραπεζικής επιταγής, έκδοσης του εναγομένου. Τα ανωτέρω (περί δανείου) έχουν κριθεί με δύναμη δεδικασμένου από την 833/2010 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, κατά της οποίας δεν προκύπτει ότι έγινε δεκτή η ασκηθείσα αναίρεση. Τρεις ημέρες πριν από τη δήλη ημέρα απόδοσης του δανείου, δηλαδή στις 28-12-2002, επήλθε οριστική ρήξη στις μεταξύ τους σχέσεις καθώς ο εναγόμενος δεν αποδέχθηκε συμβιβαστική πρόταση του ενάγοντος να μην του επιστρέψει το ποσό του δανείου, αλλά να του παραδώσει χάριν καταβολής τέσσερις επιταγές, τις οποίες θα μπορούσε να αντικαταστήσει, σε περίπτωση μη πληρωμής τους. Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα ο ενάγων διαπραγματευόταν με το δικηγόρο και παιδικό φίλο του εναγομένου Δ. Κ., στον οποίο υποσχόταν ότι θα επιστρέψει σύντομα το δάνειο των 20.000.000 δρχ, χωρίς να καταλήξουν όμως σε συμφωνία. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κλονισθεί η εμπιστοσύνη του εναγομένου προς τον ενάγοντα, πράγμα που οδήγησε στην προαναφερόμενη ανάκληση της εντολής, η οποία παρίσταται δικαιολογημένη και όχι αδικαιολόγητη. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος ότι από την 788/2005 απόφαση, κατά το μη αναιρεθέν από την ΑΠ 880/2007 μέρος της, πηγάζει δεδικασμένο περί της μη ύπαρξης δανείου αφενός και περί του ότι το καταβληθέν σε αυτόν από τον εναγόμενο ποσό των 20.000.000 δρχ στις 7-11-2000 αποτελούσε προκαταβολή της συμφωνηθείσης εργολαβικής αμοιβής του για μέλλουσες ενέργειές του, δεν είναι βάσιμος. Ειδικότερα, η εν λόγω απόφαση δεν έκρινε επί της βασιμότητας ή μη του ανωτέρω ζητήματος, διότι, ο ίδιος ο ενάγων, με την αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η παραπάνω απόφαση είχε αφαιρέσει από το ποσό που ζητούσε ως αμοιβή του, το ανωτέρω ποσό των 20.000.000 δρχ., που έλαβε στις 7-11-2000 χαρακτηρίζοντας το ποσό αυτό ως "προκαταβολή" της αμοιβής του. Ειδικότερα, η 788/2005 απόφαση δέχθηκε ότι ο ενάγων δικαιούται συνολικό ποσό 91.286,48 από το οποίο, όπως ρητώς αναφέρεται στο όγδοο φύλλο αυτής, "πρέπει να αφαιρεθεί ποσό σε ευρώ ισάξιο 20.000.000 δραχμών (58.694,06 ευρώ), το οποίο ο ενάγων αφαιρεί, δεχόμενος ότι το έλαβε από τον εναγόμενο και δεν το συμπεριλαμβάνει στο αίτημα της αγωγής", με αποτέλεσμα να μη δικαιούται το Δικαστήριο να το ερευνήσει καθ' οιονδήποτε τρόπο ούτε βεβαίως να το επιδικάσει. Η δε 880/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου δεν έκρινε επί της βασιμότητας ή μη του ισχυρισμού της καταβολής του εν λόγω ποσού εν είδει προκαταβολής αμοιβής ή εν είδει δανείου αλλά μόνο επί της νομικής ορθότητας της κρίσης περί του ότι η προκαταβολή ποσού έναντι συμφωνηθείσας εργολαβικής αμοιβής δεν επιφέρει κατάργηση της εργολαβίας. Περαιτέρω, συνεχίζει το εφετείο, αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι οι σχέσεις του με τον εναγόμενο κλονίσθηκαν από υπαιτιότητα του τελευταίου και ειδικότερα εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου, συνιστάμενης σε παράνομες μαγνητοφωνήσεις των προφορικών και τηλεφωνικών συνομιλιών τους που εκδηλώθηκαν από τα τέλη Μαρτίου 2002 έως τις 28-12-2002. Ωστόσο ο εναγόμενος έχει αθωωθεί αμετακλήτως για τις εν λόγω πράξεις με την 103/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, σχετική δε με τις πράξεις αυτές αγωγή του ενάγοντος για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που ισχυρίστηκε ότι του προκάλεσε η ανωτέρω συμπεριφορά, απορρίφθηκε τελεσιδίκως, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, με την 634/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, κατά της οποίας εκκρεμεί αναίρεση. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, καταλήγει το εφετείο, αποδεικνύεται ότι η προαναφερόμενη ανάκληση της εντολής ήταν δικαιολογημένη και δεν οφείλει ο εναγόμενος στον ενάγοντα εργολαβική αμοιβή από την υπόθεση "κληρονόμων Α.". Με το δεύτερο (στοιχ. α και β), λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων επικαλείται πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης, από τον αρ.16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το εφετείο, κατά παράβαση του νόμου, δεν δέχθηκε ότι παράγεται δεδικασμένο από την 788/2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, η οποία δέχεται ότι αιτία της διατάραξης των σχέσεων των διαδίκων υπήρξε η καχυποψία του αναιρεσίβλητου και ότι η ανάκληση της εντολής ήταν αδικαιολόγητη, ειδικότερα δε έγινε προκειµένου αυτός να αποφύγει την καταβολή της αµοιβής. Όμως, εφόσον η απόφαση αναιρέθηκε, ως προς την ένδικη υπόθεση "κληρονόμων Α.", όπως επικαλείται και ο αναιρεσείων, είναι αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης από τον αρ. 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού, ως προς την υπόθεση αυτή, αναιρέθηκε στο σύνολο της και δεν παράγει δεδικασμένο. Περαιτέρω και κατά το μέρος που δεν αναιρέθηκε δεν παράγει δεδικασμένο, για την ένδικη διαφορά, αφού δεν υπάρχει ταυτότητα της ιστορικής βάσης εκείνης που κρίθηκε και της ένδικης. Επομένως, είναι αβάσιμος ο παραπάνω λόγος αναίρεσης. Από τη διάταξη του άρθρου 321 του ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι όσες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο, προκύπτει ότι οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων δεν αποτελούν δεδικασμένο στην πολιτική δίκη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το εφετείο δέχθηκε και ότι "είναι αβάσιμος και ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι οι σχέσεις του με τον εναγόμενο κλονίσθηκαν από υπαιτιότητα του τελευταίου και ειδικότερα εξαιτίας της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου έναντι του ενάγοντος συνιστάμενης σε παράνομες μαγνητοφωνήσεις των προφορικών και τηλεφωνικών συνομιλιών τους που εκδηλώθηκαν από τα τέλη Μαρτίου 2002 έως τις 28-12-2002". Όπως προκύπτει από την απόφαση του, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, έλαβε υπόψη του ότι "ο εναγόμενος έχει αθωωθεί αμετακλήτως για τις εν λόγω πράξεις με την 103/2008 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, σχετική δε με τις πράξεις αυτές αγωγή του ενάγοντος για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που ισχυρίστηκε ότι του προκάλεσε η ανωτέρω συμπεριφορά, απορρίφθηκε τελεσιδίκως, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, με την 634/2012 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, κατά της οποίας εκκρεμεί αναίρεση" με βάση δε τα παραπάνω δέχθηκε ότι η ανάκληση της εντολής ήταν δικαιολογημένη και δεν οφείλει ο εναγόμενος στον ενάγοντα εργολαβική αμοιβή από την υπόθεση "κληρονόμων Α.". Συνεπώς, από την απόφαση προκύπτει ότι το εφετείο κατέληξε στην παραπάνω κρίση του, όχι με βάση δεδικασμένο, που προκλήθηκε από την 103/2008 απόφαση, αλλά συνεκτιμώντας το περιεχόμενο της απόφασης αυτής και εκείνο των λοιπών αποδεικτικών μέσων. Κατ' ακολουθίαν δεν υπέπεσε στην παραπάνω πλημμέλεια και ο, περί του αντιθέτου, τρίτος (στοιχ β), λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ.16 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, ιδρύεται, όταν το Δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε λάθος, αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου, με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα, διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πάντως, για να θεμελιωθεί ο παραπάνω λόγος, θα πρέπει το Δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει συνεκτιμήσει απλώς με άλλα αποδεικτικά μέσα, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτικού γεγονότος. Περαιτέρω, έγγραφο νοείται το αποδεικτικό έγγραφο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 339 και 442 ΚΠολΔ. Τέτοιο είναι και το έγγραφο της απόφασης, επί άλλης δίκης, κατά το μέτρο που προσκομίζεται, προς απόδειξη γεγονότων, περί των οποίων έχει κατά το νόμο, δεσμευτική αποδεικτική δύναμη. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, προβάλλει, ότι το Εφετείο, με το να δεχθεί ότι "η 880/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου δεν έκρινε επί της βασιμότητας ή μη του ισχυρισμού της καταβολής του εν λόγω ποσού εν είδει προκαταβολής αμοιβής ή εν είδει δανείου αλλά μόνο επί της νομικής ορθότητας της κρίσεως περί του ότι η προκαταβολή ποσού έναντι συμφωνηθείσας εργολαβικής αμοιβής δεν επιφέρει κατάργηση της εργολαβίας", παραμόρφωσε το περιεχόμενο της 880/2007 απόφασης του Αρείου Πάγου. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος, γιατί, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, το Εφετείο δεν υπέπεσε σε λάθος, αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου αυτού, αλλά το ανέγνωσε σωστά. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, σύμφωνα με το άρθρο 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. Στα έξοδα του αναιρεσίβλητου δεν θα υπολογιστεί αμοιβή για την κατάθεση προτάσεων, διότι, όπως προκύπτει από την επ' αυτών επισημείωση της γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, αυτές κατατέθηκαν από τον ίδιο τον αναιρεσίβλητο, δεν φέρουν την υπογραφή του νομοτύπως παραστάντος κατά τη συζήτηση δικηγόρου του και συνεπώς είναι απαράδεκτες. Σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/1912 και ισχύει από 2-4-2012, εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο της έφεσης, της αναίρεσης και της αναψηλάφησης υποχρεούται να καταθέσει παράβολο ποσού 200, 300 και 400 ευρώ αντίστοιχα, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας. Σε περίπτωση που δεν κατατεθεί το παράβολο, το ένδικο μέσο απορρίπτεται από το δικαστήριο ως απαράδεκτο. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει, μεταξύ άλλων, και για τις διαφορές του άρθρου 677 ΚΠολΔ (διαφορές από αμοιβές δικηγόρων). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων, αν και δεν είχε υποχρέωση, από προφανή παραδρομή, κατέθεσε, για το παραδεκτό της ασκηθείσας από αυτόν ένδικης αναίρεσης, παράβολο ποσού 300 ευρώ, όπως προκύπτει από την βεβαίωση της αρμόδιας γραμματέα στην σχετική έκθεση κατάθεσης του ένδικου αυτού μέσου, που συνέταξε. Επομένως, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στον αναιρεσείοντα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 30-9-2013, αίτηση αναίρεσης της 586/2013 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ. Διατάσσει την επιστροφή στον αναιρεσείοντα του παραβόλου ποσού 300 ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 18 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εφόσον η απόφαση αναιρέθηκε ως προς την ένδικη υπόθεση, όπως επικαλείται και ο αναιρεσείων, είναι αβάσιμος ο λόγος αναίρεσης από τον αρ. 16 αρθ, 559 ΚΠολΔ, αφού ως προς την υπόθεση αυτή, αναιρέθηκε στο σύνολό της και δεν παράγει δεδικασμένο Περαιτέρω και κατά το μέρος που δεν αναιρέθηκε, δεν παράγει δεδικασμένο για την ένδικη διαφορά, αφού δεν υπάρχει ταυτότητα της ιστορικής βάσης εκείνης που κρίθηκε και της ένδικης.
Δικηγορική αμοιβή
Δικηγορική αμοιβή.
2
Αριθμός 2060/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Της ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ Α.Ε. που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρίδωνα Ροΐδη και κατέθεσε προτάσεις με τις οποίες υπέβαλε το αίτημα της επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση. Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Κ. του Β., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χαρίδημο Βεργούλη, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την με αρ.κατάθ. 35128/2006 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 22985/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2195/2010 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 1-8-2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης ανέγνωσε την από 25-9-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως του καθώς και του αιτήματος επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 9 του KΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από αυτά που ζητήθηκαν. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αποτελεί κύρωση της διαθετικής αρχής (KΠολΔ 106), σύµφωνα µε την οποία το δικαστήριο ενεργεί ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει µε βάση τους πραγματικούς ισχυρισµούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι. Ως αίτηση, κατά την έννοια του αριθµού 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, θεωρείται η αίτηση που αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και προκαλεί εκκρεμοδικία. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε, μεταξύ των άλλων και τα ακόλουθα: " Ο ενάγων (ήδη εκκαλών) στην από 27.7.2006 αγωγή του ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης εξέθετε ότι την 1.7.1999 προσλήφθηκε από την εναγόµενη εταιρία, που εκδίδει στη Θεσσαλονίκη την ηµερήσια εφημερίδα "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ", µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειµένου να εργαστεί ως εσωτερικός συντάκτης στο τµήµα των αθλητικών ειδήσεων της εφημερίδας της, ότι µε την ειδικότητα αυτή παρέσχε τις υπηρεσίες του στην εναγοµένη κατά τις αναφερόµενες σ' αυτήν (αγωγή) ηµέρες και ώρες, αµειβόµενος µε αποδοχές κατώτερες των προβλεπόµενων από τις οικείες ΣΣΕ, ενώ δεν του καταβάλλονταν ούτε αµοιβές για την πέραν του νόµιµου ωραρίου εργασία του και για την εργασία του κατά τις Κυριακές και τις νύχτες ούτε άδεια και επιδόµατα άδειας και εορτών. Βάσει αυτών, και επικαλούμενος, περαιτέρω, ότι για το χρονικό διάστηµα από 1.7.1999 έως 15.7.2002 η εναγοµένη αµφισβητεί τη σχέση τους ως απορρέουσα από σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αόριστου χρόνου, ζήτησε, αφενός να αναγνωριστεί ότι κατά το χρονικό αυτό διάστηµα (1.7.1999 έως 15.7.2002) εργαζόταν µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας και αφετέρου να υποχρεωθεί η εναγοµένη, κυρίως µε βάση τη σύµβαση και επικουρικά κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισµού, να του καταβάλει για την εργασία του από 1.1.2011- 20.7.2006 το ποσό των 58.334,49 ευρώ για τις παραπάνω αιτίες και αναλυτικά: 1) 24.857,66 Ευρώ για διαφορές νόµιµων και καταβληθεισών αποδοχών, 2) 3.886,68 Ευρώ για επιδόµατα εορτών, 3) 2.258,10 Ευρώ για επιδόµατα άδειας, 4) 7.820,29 Ευρώ για την εργασία πέραν του νόµιµου ωραρίου (υπερεργασία κλπ) 5) 6.037,21 Ευρώ για εργασία τις Κυριακές, 6) 852,88 Ευρώ για νυχτερινή εργασία και 7) 12.621,67 Ευρώ για πρόσθετη εργασία. Το πρωτοβάθµιο Δικαστήριο, µε την εκκαλούµενη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή ως αβάσιµη, κατ' ουσίαν, κρίνοντας ότι για µεν το χρονικό διάστηµα 1.7.1999 έως 15.7.2002 οι διάδικοι δε συνδέονταν µεταξύ τους µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αλλά µε σύµβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, για δε το χρονικό διάστηµα 16.7.2002 έως 20.7.2006 ο ενάγων, εργαζόµενος ως εξωτερικός συντάκτης και βάσει του χρόνου της παρεχόμενης εργασίας του, ελάµβανε κανονικά τις αποδοχές του. Στην συνέχεια, (το Εφετείο) δέχθηκε και ότι "ο ενάγων απασχολείτο στην εφημερίδα της εναγοµένης από ώρα 14.30' έως 21.30' τις ηµέρες Δευτέρα έως Παρασκευή και από ώρα 15.00' έως 22.00' τις Κυριακές, ώστε δε δικαιούται αµοιβή για εργασία πέραν του νόµιµου ωραρίου των 40 ωρών ανά εβδοµάδα και για εργασία κατά τη νύχτα και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιµη η αγωγή κατά σχετικά τα αιτήµατά της (αµοιβή για υπερεργασία, υπερωριακή εργασία και απασχόληση κατά τη νύχτα). Όµως, υπό το καθεστώς της πενθήµερης εργασίας, που καθιερώθηκε µε την από 10.4.2002 συµφωνία µεταξύ της 'Ενωσης Ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών και της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, η οποία, κατ' άρθρο 3 παρ. 5 εδ. Β' του ΝΔ 1346/1973, εφαρµόζεται και για τους συντάκτες των ημερήσιων εφημερίδων Θεσσαλονίκης από 1.1.2002, ο ενάγων για την επτάωρη εργασία του κατά την Κυριακή, ως έκτη ημέρα, δικαιούται εκτός από την προσαύξηση του 75% επί του νόμιμου μισθού του και το 1/25 του μισθού αυτού, καθόσον δεν ελάμβανε αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας. Συνεπώς, για την εργασία του αυτή (Κυριακών), με βάση τις αποδοχές του εσωτερικού συντάκτη εφημερίδας, ο ενάγων δικαιούται να λάβει το ποσό των 11.654,37 Ευρώ. Το ποσό αυτό το Εφετείο επιδίκασε στον ενάγοντα. Έτσι, όμως, που έκρινε επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος εργαζόταν κατά τις Κυριακές και συνεπώς, υπό το καθεστώς της πενθήμερης εργασίας, ο αναιρεσίβλητος για την επτάωρη εργασία του κατά την Κυριακή δικαιούται εκτός από την προσαύξηση 75% επί του νόμιμου μισθού του και το 1/25 του μισθού αυτού, καθόσον δεν ελάμβανε αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας. Ωστόσο, από την επισκόπηση της αγωγής του αναιρεσίβλητου, δεν προκύπτει ότι αυτός ζήτησε την επιδίκαση της προσαύξησης 75% επί του νόμιμου μισθού του, καθώς και το 1/25 του ημερομίσθιου του για την εργασία του κατά τις Κυριακές και ακόμη ότι επικαλείται, ότι δεν ελάμβανε αναπληρωματική ημέρα ανάπαυσης. Πρέπει να σημειωθεί, ότι το αίτημα της αγωγής, με αρίθμηση (VII) και τίτλο " ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ", αφορά μόνο τις αξιώσεις του ενάγοντος- αναιρεσίβλητου, για την αμοιβή της εργασίας που παρείχε επί 1,33 ώρες υπερεργασιακά και 1 ώρα κατά τη νύχτα, κατά τις Κυριακές, οι οποίες μάλιστα απορρίφθηκαν στην ουσία διότι κρίθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος δεν εργάσθηκε πέραν του νομίμου ωραρίου, ούτε κατά τη νύχτα. Συνεπώς, το Εφετείο, δεχόμενο ότι οφείλονται οι παραπάνω αμοιβές, για την εργασία κατά τις Κυριακές, τις οποίες και επιδίκασε, υπέπεσε στην πλημμέλεια που επικαλείται η αναιρεσείουσα και είναι βάσιμος ο μοναδικός, από τον αρ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αναίρεσης. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το παραπάνω μέρος της και εκείνο που αναφέρεται στην επιδίκαση δικαστικών εξόδων. Σύµφωνα µε το άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν.4139/2013 "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, µπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να ασχοληθεί µε την εκδίκασή της, ιδίως αν, κατά την κρίση του, δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, με την αγωγή δεν υποβλήθηκε το παραπάνω αίτημα και γιαυτό η υπόθεση δεν απαιτεί περαιτέρω έρευνα. Επομένως, µετά την αναίρεση της προσβαλλομένης απόφασης, πρέπει ο Άρειος Πάγος να κρατήσει την υπόθεση, να μην ασχοληθεί όμως με την εκδίκαση της αγωγής, ενόψει και του ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε απορρίψει αυτήν. Ο αναιρεσίβλητος- ενάγων πρέπει να καταδικαστεί, ως ηττώμενος, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας-εναγομένης, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ. Κατά τη διάταξη του άρθ. 579 § 2 ΚΠολΔ, εάν αποδεικνύεται προαποδεικτικά εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση µε το αναιρετήριο ή µε τις προτάσεις ή µε αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στην γραµµατεία του Αρείου Πάγου ως την παραµονή της συζήτησης, διατάσσει µε την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγµάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Στην προκειµένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα µε τις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις της, που κατέθεσε, κατά την επ' αυτών σηµείωση του αρµόδιου γραµµατέα, την 7-10-2014, δηλ. κατά την ημέρα συζήτησης της υπόθεσης, υπέβαλε αίτηση επαναφοράς των πραγµάτων στην προτέρα κατάσταση, ζητώντας να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος σε επιστροφή των ποσών που κατέβαλε σ' αυτόν σε εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Εφόσον όμως οι προτάσεις δεν κατατέθηκαν ως την παραμονή της συζήτησης, η υποβληθείσα με αυτές αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων είναι απαράδεκτη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί, την 2195/2010 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος της, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Απορρίπτει την αίτηση της αναιρεσείουσας, περί επαναφοράς των πραγµάτων στην προτέρα κατάσταση. Καταδικάζει τον ενάγοντα-αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας-εναγομένης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2014 Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 18 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Εφετείο δεχόμενο ότι οφείλονται αμοιβές, για την εργασία κατά τις Κυριακές, τις οποίες και επιδίκασε, δίχως να υποβληθεί με την αγωγή αντίστοιχο αίτημα και είναι βάσιμος ο, από τον αρ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αναίρεσης.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 2059/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ε. Α. του Π., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Πετρόπουλο και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ΠΑΣΙΦΙΚ ΤΑΞΕΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ και δ.τ. PACIFIC TRAVEL SERVICES PACIFIC LTD TRAVEL TOURISM και στα ελληνικά ΠΑΣΙΦΙΚ ΕΠΕ ΤΑΞΕΙΔΙΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-7-2006 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις:712/2008 μη οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4852/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα και επί της οποίας εκδόθηκε η 313/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου. Παράλληλα κατέθεσε η ήδη αναιρεσείουσα την από 24-4-2008 αγωγή της στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1991/2010 του ιδίου Δικαστηρίου και 3978/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η ήδη αναιρεσείουσα με την από 5-2-2014 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης ανέγνωσε την από 25-9-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1, 2 και 3 του KΠολΔ. προκύπτει ότι, αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει, αυτεπαγγέλτως, ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολειπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολειπόμενος διάδικος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά τη σημερινή (7-10-2014) δικάσιμο, συζητήθηκε η από 5-2-2014 αίτηση της αναιρεσείουσας, για αναίρεση της 3978/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου προκύπτει, ότι, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, δεν εμφανίστηκε η αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "PACIFIC TRAVEL SERVICES ΑE", ούτε εκπροσωπήθηκε δια πληρεξουσίου δικηγόρου. Η παραστάσα αναιρεσείουσα επικαλείται και προσκομίζει την 3551Γ'/17-3-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Χ. Μ., από την οποία προκύπτει ότι αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης με την κάτω από αυτήν πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου και της κλήσης προς συζήτηση, για την παραπάνω δικάσιμο, επιδόθηκε, νόμιμα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσίβλητη, με την επιμέλεια του πληρεξουσίου δικηγόρου της αναιρεσείουσας. Επομένως, εφόσον η αναιρεσίβλητη είχε νομίμως κλητευθεί πρέπει, παρά την απουσία της, να προχωρήσει η συζήτηση της αναίρεσης. Το δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας, κατά το άρθρο 656 ΑΚ, λόγω άκυρης καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης, υπόκειται, όπως κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Τέτοια υπέρβαση υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παραμένει θεληματικά άνεργος, αποφεύγοντας αδικαιολόγητα και κακόβουλα να επιδιώξει την εξεύρεση άλλης εργασίας, την οποία μπορεί να ανεύρει και να παράσχει ευχερώς, κατά το διάστημα της υπερημερίας του εργοδότη του, για να εισπράττει από αυτόν, χωρίς να εργάζεται, τους μισθούς υπερημερίας. Για να θεωρηθεί δηλαδή καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος του εργαζομένου να ζητήσει μισθούς υπερημερίας, απαιτείται δόλια και κακόβουλη αποφυγή της απασχόλησης του, και δεν αρκεί ότι δεν βρήκε άλλη εργασία από αμέλεια. Για να είναι όμως ορισμένη η σχετική ένσταση του εργοδότη πρέπει αυτός να αναφέρει την εργασία, την οποία ο μισθωτός μπορούσε να εκτελέσει, χωρίς να είναι απαραίτητο να προσδιορίζεται συγκεκριμένη επιχείρηση και τους λόγους για τους οποίους είναι κακόβουλη η μη απασχόλησή του αλλού, καθώς και την ωφέλεια που θα αποκόμιζε. Τα ίδια στοιχεία πρέπει να αναφέρονται και στην απόφαση του δικαστηρίου, για να είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση τα εξής : Η ενάγουσα προσελήφθη από την εναγομένη εταιρία, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στις 11-7-2001, ως υπάλληλος γραφείου και απασχολήθηκε έκτοτε στο υπ' αυτής διατηρούμενο στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών στα Σπάτα Αττικής γραφείο φύλαξης των αποσκευών των πελατών της (τουριστική επιχείρηση), με αντικείμενο εργασίας την παραλαβή και τον έλεγχο των αποσκευών, την έκδοση δελτίων παραλαβής-αποδείξεων, παράδοση και την είσπραξη του αντιτίμου, μέχρι την 21-6-2006, κατά την οποία η εργοδότριά της την κάλεσε να αναλάβει υπηρεσία στα κεντρικά γραφεία αυτής επί της οδού … στην περιοχή Πλατείας Συντάγματος Αθηνών. Με την 4852/2009 απόφαση του ίδιου Εφετείου, που εκδόθηκε επί της από 24-7-2006 προηγούμενης αγωγής της αυτής ενάγουσας κατά της αυτής εναγομένης, και κατέστη αμετάκλητη μετά την έκδοση της 313/2011 απόφασης του Αρείου Πάγου, έγινε δεκτό ότι η ανωτέρω από 21-6-2006 μετακίνηση της ενάγουσας από το γραφείο του Διεθνούς Αερολιμένα στα κεντρικά γραφεία της Πλατείας Συντάγματος συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής της σύμβασης και γι' αυτό υποχρεώθηκε η εναγομένη, η οποία, μετά τη δήλωση της ενάγουσας ότι δεν δέχεται την άνω μεταβολή, κρίθηκε υπερήμερη, να της καταβάλει το ποσό των 7.152,52 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας του από 1-7-2006 έως 31-12-2006 διαστήματος. Από την ανωτέρω αμετάκλητη απόφαση απορρέει δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη υπερημερίας της εναγομένης για τις οφειλόμενες στην ενάγουσα αποδοχές, κατά το προηγούμενο ως άνω χρονικό διάστημα, που δεσμεύει το δικαστήριο στο πλαίσιο και της παρούσας δίκης, αφού ναι μεν το αντικείμενό της δεν ταυτίζεται με εκείνο της πρώτης δίκης, πλην όμως έχει ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη. Μάλιστα το δεδικασμένο καλύπτει και το ύψος του μηνιαίου μισθού της ενάγουσας για το επίδικο από 1-1-2007 έως 24-2-2008 χρονικό διάστημα, αφού το ύψος αυτού, ανερχόμενο σε 953,67 ευρώ, αποτέλεσε στην προηγούμενη δίκη την αναγκαία βάση για την επιδίκαση στην ενάγουσα αποδοχών υπερημερίας και έκτοτε δεν υπήρξε μεταβολή από την οποία να επηρεάζεται. Περαιτέρω, η ενάγουσα, από την άνω βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής της σύμβασης και καθόλο το μετέπειτα χρονικό διάστημα μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, οπωσδήποτε όμως μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος, για το οποίο είχε ζητήσει μισθούς υπερημερίας με την προηγούμενη αγωγή της, ήτοι μετά την 1-1-2007,θα μπορούσε εύκολα να εργασθεί στα κεντρικά γραφεία της εναγομένης στην Πλατεία Συντάγματος, όπου είχε μετακινηθεί, επιφυλασσόμενη των επιδίκων αξιώσεών της απέναντι στην εργοδότριά της, και μάλιστα χωρίς να επηρεάζεται από την απόσταση του τόπου εργασίας σε σχέση με την κατοικία της στα …, αφού, όπως και η επιμελεία της ιδίας εξετασθείσα μάρτυρας Α. Μ. καταθέτει, προκειμένου να εργασθεί (η ενάγουσα) κατά το επίδικο διάστημα, αναζήτησε εργασία ακόμα και στην Κρήτη. Αντίθετα όμως από ηθελημένη οκνηρία και κακοβουλία, ήτοι με πρόθεση να αποκομίσει, χωρίς δικαιολογητικό λόγο, ωφέλεια με ζημία της εργοδότιδας, εισπράττοντας τους αξιούμενους μισθούς υπερημερίας, χωρίς να εργάζεται, συνέχισε να εμμένει στην ανωτέρω τακτική, επιμένοντας να αρνείται να προσφέρει τις υπηρεσίες στα κεντρικά γραφεία της εναγομένης και να ζητεί να απασχολείται στο γραφείο του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών, εισπράττοντας, παράλληλα, μειωμένη σύνταξη γήρατος από το ΙΚΑ, ποσού 289 ευρώ μηνιαίως, αντί της κατωτάτης ποσού 445,37 ευρώ, καθόσον δήλωσε στο ΙΚΑ ότι η σύμβασή της με την εναγομένη είναι ενεργή. Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι το δικαίωμα της αναιρεσείουσας να απαιτήσει μισθούς υπερημερίας και για το χρονικό διάστημα από 1-1-2007 έως 22-4-2008 ασκείται καταχρηστικά και έτσι απορρίφθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η έφεση της κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την οποία είχε απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή. Με όσα δέχθηκε το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, για ζητήματα, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να είναι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, ως προς την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, δέχεται ότι 1)και μετά την 1-1-2007 η αναιρεσίβλητη εξακολουθούσε να τελεί σε υπερημερία, δίχως να υπάρξει κάποιο διακοπτικό γεγονός συνεπαγόμενο την άρση της και 2) η ενάγουσα καταχρηστικά δεν ανέλαβε εργασία στην παραπάνω θέση και μάλιστα από ηθελημένη οκνηρία και κακοβουλία. Από το περιεχόμενο, όμως, της απόφασης, προκύπτει ότι δεν αιτιολογεί, επαρκώς, την παραδοχή, ότι μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος, για το οποίο είχε ζητήσει μισθούς υπερημερίας με την προηγούμενη αγωγή της, ήτοι μετά την 1-1-2007, θα μπορούσε εύκολα να εργασθεί στα κεντρικά γραφεία της εναγομένης στην Πλατεία Συντάγματος, όπου είχε μετακινηθεί, επιφυλασσόμενη των επιδίκων αξιώσεών της απέναντι στην εργοδότριά της, και μάλιστα χωρίς να επηρεάζεται από την απόσταση του τόπου εργασίας σε σχέση με την κατοικία της στα ..., αφού δεν παραθέτει συγκεκριμένα, μεταγενέστερα, πραγματικά περιστατικά, τα οποία να θεμελιώνουν την αντίστοιχη παραδοχή, ενόψει και της αντίθεσης με εκείνη ότι, κατά το προηγούμενο διάστημα, δεν είχε υποχρέωση να παρέχει την εργασία της στο κατάστημα της πλατείας Συντάγματος. Περαιτέρω, δεν αιτιολογεί, με την παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, αν υπήρχε δυνατότητα η ενάγουσα να προσφέρει εργασία, την οποία μπορούσε να εκτελέσει, σε άλλη επιχείρηση, όμοια ή παρεμφερή, με εκείνη της αναιρεσίβλητης, δίχως μάλιστα να διαλαμβάνει στην απόφαση, αν αρνήθηκε να δεχθεί να παράσχει εργασία σε τέτοια θέση. Εξάλλου, οι αιτιολογίες "αναζήτησε εργασία ακόμη και στην Κρήτη", ως προς την οποία μάλιστα δεν υπάρχει παραδοχή αν βρήκε εργασία και αν αποδέχθηκε αυτήν και "με πρόθεση να αποκομίσει, χωρίς δικαιολογητικό λόγο, ωφέλεια με ζημία της εργοδότιδας, εισπράττοντας τους αξιούμενους μισθούς υπερημερίας, χωρίς να εργάζεται" είναι, ασαφείς και αντιφατικές και δεν μπορούν να στηρίξουν επαρκώς την παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης, περί ηθελημένης οκνηρίας και κακοβουλίας της ενάγουσας. Επομένως, ο μοναδικός, λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 KΠολΔ., με τον οποίο προβάλλεται η έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεµφθεί η υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους, από εκείνους που την εξέδωσαν (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει µετά την αντικατάστασή του µε το άρθρο 65 παρ.1 Ν.4139/2013) και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας (άρθρο 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό προσδιορίζονται. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί, την 3978/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέµπει την υπόθεση, προς περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2014. Δηµοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δηµόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 18 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο μοναδικός λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι βάσιμος.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 2041/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ" που εδρεύει στη Λαμία και εκπροσωπείται νόμιμα, αυτοδικαίως υπεισερχομένου στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της καταργούμενης "ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΦΘΙΩΤΙΔΑΣ" (δυνάμει του άρθρου 283 παρ.2 εδ.3 του Ν.3852/2010), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευθύμιο Καραΐσκο με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΡΕΥΝΩΝ" που εδρεύει στο Βόλο και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Μπρούζο και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/4/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και την από 22/12/2004 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαμίας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 11/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 180/2011 του Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 2/1/2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Μαγγίνας ανέγνωσε την από 15/9/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 94, 96, 104 και 105 ΚΠολΔ, όπως οι δύο πρώτες αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 7 του ν. 3994/2011, προκύπτει, ότι οι διάδικοι είναι υποχρεωμένοι ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, εκτός από τα ειρηνοδικεία, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς δεν υπερβαίνει το ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ, στα ασφαλιστικά μέτρα και για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, να έχουν πληρεξούσιο δικηγόρο, του οποίου ο διορισμός γίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση είτε με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή εκείνου που παρέχει την πληρεξουσιότητα βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο. Η πληρεξουσιότητα μπορεί να αφορά ορισμένες ή όλες τις δίκες εκείνου που την παρέχει και πρέπει να αναγράφει τα ονόματα των πληρεξουσίων. Η πληρεξουσιότητα μιας αρχής μπορεί να δοθεί σε δικηγόρο και με έγγραφό της, που περιέχει τα στοιχεία που αναγράφονται παραπάνω. Έτσι με τον παραπάνω νόμο [ν.3994/2011] αντικαταστάθηκαν όλες οι διατάξεις του άρθρου 96 ΚΠολΔ ως προς τον τύπο χορήγησης της πληρεξουσιότητας. Με τη νέα ρύθμιση αφ' ενός απλοποιήθηκε η διαδικασία χορήγησης της πληρεξουσιότητας και αφ' ετέρου επεκτάθηκε σε όλα τα δικαστήρια και σε όλες τις διαδικασίες η δυνατότητα χορήγησης της πληρεξουσιότητας με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή του χορηγήσαντος την πληρεξουσιότητα διαδίκου βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο, ρύθμιση η οποία ίσχυε ήδη στον ΚΠοινΔ (άρθρο 96 παράγραφος 2 εδ. β' και 42 παράγραφος 2 εδ. γ', 465 παράγραφος 1) αλλά και στον ΚΔιοικΔ (άρθρο 30 παράγραφο 2 εδ' β'). Εντούτοις με την τρίτη παράγραφο του άρθρου 96 του ΚΠολΔ, όπου, μετά την αντικατάστασή της με την παράγραφο 3 του άρθρου 7 του παραπάνω νόμου, ορίζεται, ότι "Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου και στις περιπτώσεις του άρθρου 98 η πληρεξουσιότητα δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή την έκθεση", εισάγεται εξαίρεση για τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου, όπου λόγω της σοβαρότητας του εκδικαζόμενου ή διατιθέμενου αντικειμένου επιβάλλεται πανηγυρικότητα στον τύπο χορήγησης της πληρεξουσιότητας και αποκλείεται εντεύθεν η χορήγησή της με ιδιωτικό έγγραφο. Μάλιστα το τελευταίο επιτάσσεται αδιαστίκτως, χωρίς να εξαιρείται από τη ρύθμιση ακόμη και η περίπτωση, που η πληρεξουσιότητα παρέχεται από αρχή. Αν ο συστατικός αυτός τύπος δεν τηρηθεί, δεν υπάρχει δικαστική πληρεξουσιότητα και δεν είναι δυνατό να γίνει λόγος για απόδειξή της με άλλο αποδεικτικό μέσο. Μόνον όσον αφορά την εκπροσώπηση του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., όταν αυτή γίνεται από τα μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3086/2002, τα τελευταία "έχουν από τη θέση τους και χωρίς άλλο αποδεικτικό στοιχείο την πληρεξουσιότητα που απαιτείται από το νόμο, για την παράσταση και υπεράσπιση, ενώπιον όλων των Δικαστηρίων και Αρχών, του Δημοσίου και των οργάνων που το εκπροσωπούν κατά περίπτωση, καθώς και των Νομικών προσώπων και των Ανεξάρτητων Διοικητικών Αρχών, των οποίων η νομική υπηρεσία, σύμφωνα με ειδικές διατάξεις, διεξάγεται από το Ν.Σ.Κ. ή από μέλος του". Σύμφωνα με το άρθρο 104 ΚΠολΔ θεωρείται, ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και κλήσεις μέχρι την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, αλλά σε αυτή απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα, της οποίας η ύπαρξη εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και της οποίας η έλλειψη έχει ως αποτέλεσμα να μη γίνεται δεκτός ο εμφανιζόμενος ως δικαστικός πληρεξούσιος και ο διάδικος, που φέρεται ως εκπροσωπούμενος από αυτόν να θεωρείται δικονομικώς απών, με όλες τις συνέπειες τέτοιας απουσίας. Επομένως, αν δεν αποδεικνύεται η παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας, με τον προαναφερόμενο συστατικό τύπο, στους δικηγόρους, που εμφανίζονται ως δικαστικοί πληρεξούσιοι όλων των διαδίκων, αυτοί θεωρούνται δικονομικώς απόντες και η συζήτηση ματαιώνεται, όπως ορίζεται με το άρθρο 260 ΚΠολΔ, ή αν η έλλειψη της πληρεξουσιότητας και η δικονομική από αυτήν απουσία δεν έγινε αντιληπτή κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, αλλά διαπιστώθηκε αργότερα κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη, η ματαίωση της συζήτησης γίνεται με απόφαση του δικαστηρίου, το οποίο δεν μπορεί να προχωρήσει σε κήρυξη της ακυρότητας των μέχρι τότε διαδικαστικών πράξεων κατά τη διάταξη του πρώτου εδαφίου του άρθρου 104, γιατί η εφαρμογή της διάταξης αυτής προϋποθέτει προσήκουσα δικονομική παράσταση του ενός διαδίκου μέρους. Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθμό 180/2011 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Λαμίας, με την οποία έγινε δεκτή τυπικά και κατ' ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος, εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση κατά τα εκεί κεφάλαια και διατάξεις και αφού κρατήθηκε η υπόθεση και δικάσθηκαν κατ' ουσίαν οι εκεί αγωγές των διαδίκων, η μεν αγωγή του αναιρεσείοντος απορρίφθηκε, η δε αγωγή του αναιρεσιβλήτου έγινε δεκτή και υποχρεώθηκε το αναιρεσείον να καταβάλει στο πρώτο το εκεί χρηματικό ποσό. Όμως, ενώπιον του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου κατά τη συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης οι δικηγόροι, που εμφανίστηκαν ως δικαστικοί πληρεξούσιοι των διαδίκων, που είναι το μεν αναιρεσείον το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία "Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Φθιώτιδας", στη θέση του οποίου υπεισήλθε το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία "Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας", το δε αναιρεσίβλητο το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία "Παν/μιο Θεσσαλίας - Επιτροπή Ερευνών", δεν αποδεικνύουν την παροχή σε αυτούς πληρεξουσιότητας από τις παραπάνω αρχές και μάλιστα με τον τύπο που ορίζεται στο άρθρο 96 ΚΠολΔ, ούτε επικαλούνται συμβολαιογραφικά πληρεξούσια έγγραφα. Επομένως, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, οι διάδικοι θεωρούνται δικονομικώς απόντες και πρέπει να κηρυχθεί ματαιωμένη η συζήτηση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει ματαιωμένη τη συζήτηση. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Νοεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Με το Ν. 3994/2011 αντικαταστάθηκαν όλες οι διατάξεις του άρθρου 96 ΚΠολΔ ως προς τον τύπο χορήγησης της πληρεξουσιότητας και επεκτάθηκε σε όλα τα δικαστήρια και σε όλες τις διαδικασίες η δυνατότητα χορήγησης της πληρεξουσιότητας με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή του χορηγήσαντος την πληρεξουσιότητα διαδίκου βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο, εντούτοις εισάγεται εξαίρεση για τη διαδικασία ενώπιον του Αρείου Πάγου και στις περιπτώσεις του άρθρου 98 ΚΠολΔ, όπου η πληρεξουσιότητα δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή την έκθεση, χωρίς να εξαιρείται από τη ρύθμιση ακόμη και η περίπτωση, που η πληρεξουσιότητα παρέχεται από Αρχή. Αν ο συστατικός αυτός τύπος δεν τηρηθεί και δεν αποδειχθεί, δεν υπάρχει δικαστική πληρεξουσιότητα και δεν είναι δυνατόν να γίνει λόγος για απόδειξή της με άλλο αποδεικτικό μέσο και οι δικηγόροι, που εμφανίζονται ως δικαστικοί πληρεξούσιοι όλων των διαδίκων, θεωρούνται δικονομικώς απόντες και η συζήτηση ματαιώνεται κατά την ΚΠολΔ 260.
Πληρεξουσιότητα
Πληρεξουσιότητα .
0
Αριθμός 2040/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ν. Γ. του Σ., 2) Δ. Γ. του Σ., 3) Ε. συζύγου Ι. Δ.., θυγατέρας Σ. Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αχμέτ-Κεχαγιά Ιχσάν και κατέθεσαν προτάσεις. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Δ. Γ. του Ι., κατοίκου ..., 2) Σ. Δ. του Γ., κατοίκου ..., 3) Ν. Δ. του Γ., κατοίκου ..., 4) Α. Δ. του Γ., κατοίκου ..., 5) Κ. Δ. του Γ., κατοίκου ..., 6) Α. Δ. του Γ., ..., κατοίκου ..., 7) Ε. συζύγου Ν. Τ., θυγατέρας Γ. Δ., κατοίκου ..., 8) Ζ. συζύγου Π. Μ., θυγατέρας Γ. Δ., κατοίκου ..., 9) Β. χήρας Σ. Π., θυγατέρας Π. Κ., 10) Α. Π. του Σ., 11) Κ. Π. του Σ., 12) Σ. Τ. του Γ., 13) Ν. Τ. του Γ., κατοίκων ..., 14) Δ. χήρας Δ. Γ., Θ. Μ., 15) Ν. Γ. του Δ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Νικολόπουλο και κατέθεσαν προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 14/9/2012, 17/9/2012 και 11/3/2013 τριτανακοπές των ήδη αναιρεσειόντων και προσώπου που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκαν στο Τριμελές Εφετείο Θράκης. Εκδόθηκε η 244/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 14/10/2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Μαγγίνας ανέγνωσε την από 8/7/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 739, 748 παρ. 2 και 782 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι οι υποθέσεις, που αφορούν διόρθωση ληξιαρχικής πράξης, υπάγονται στην ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και ότι στις υποθέσεις αυτές πρέπει αντίγραφο της αίτησης, με τη σημείωση για τον προσδιορισμό της δικασίμου, να κοινοποιείται στον εισαγγελέα πρωτοδικών της περιφέρειας του δικαστηρίου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 760 ΚΠολΔ, το άρθρο 748 εφαρμόζεται και στα ένδικα μέσα. Αντί για τον εισαγγελέα, που αναφέρεται στην παρ. 2 του άρθρου αυτού, καλείται ο εισαγγελέας του δικαστηρίου, που δικάζει το ένδικο μέσο. Από τον συνδυασμό όλων των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει, ότι επί αναίρεσης κατά απόφασης, που εκδόθηκε σε υπόθεση διόρθωσης ληξιαρχικής πράξης (άρθρο 782 παρ. 3 ΚΠολΔ), πρέπει αντίγραφο της αναίρεσης, μαζί με την πράξη του ορισμού δικασίμου, να κοινοποιηθεί στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αν δεν έχει γίνει η κοινοποίηση αυτή και ο Εισαγγελέας δεν παραστεί, κηρύσσεται αυτεπαγγέλτως απαράδεκτη η συζήτηση της αναίρεσης για έλλειψη τήρησης προδικασίας σύμφωνα με τα άρθρα 111 παρ. 2, 748 παρ. 2 και 760 ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 14/10/2013 αίτηση των αναιρεσειόντων για αναίρεση της υπ' αριθμό 244/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, που εκδόθηκε επί συνεκδικασθεισών τριών τριτανακοπών, από τις οποίες η 1η και η 3η στρέφονταν κατά αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, με τις οποίες βεβαιούνταν γεγονότα με σκοπό τη σύνταξη ληξιαρχικών πράξεων γέννησης και γάμου. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με τη σειρά της από το πινάκιο δεν εμφανίστηκε και δεν παραστάθηκε καθόλου ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει, ότι αντίγραφο της αίτησης μαζί με τη πράξη του προσδιορισμού της δικασίμου επιδόθηκε στον ίδιο για την παρουσία του κατά τη σημερινή δικάσιμο. Συνεπώς, πρέπει η προκείμενη συζήτηση να κηρυχθεί απαράδεκτη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ - Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 14/10/2013 αίτησης των 1) Ν. Γ. του Σ., 2) Δ. Κ. του Σ. και 3) Ε. συζύγου Ι. Δ.. για αναίρεση της υπ' αριθμό 244/2013 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. -ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Οκτωβρίου 2014. -ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επί αναίρεσης κατά απόφασης, που εκδόθηκε σε υπόθεση διόρθωσης ληξιαρχικής πράξης πρέπει αντίγραφο της αναίρεσης, μαζί με την πράξη του ορισμού δικασίμου, να κοινοποιηθεί στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Αν δεν έχει γίνει η κοινοποίηση αυτή και ο Εισαγγελέας δεν παραστεί, κηρύσσεται αυτεπαγγέλτως απαράδεκτη η συζήτηση της αναίρεσης για έλλειψη τήρησης προδικασίας
Κλήτευση
Κλήτευση , Απαράδεκτη συζήτηση.
0
Αριθμός 2039/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας Γενικών Ασφαλίσεων με την επωνυμία "ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΙΣΤΗ Α.Ε.Γ.Α.", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Τσιλιμίγκρα και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλήτου: Δ. Μ. του Α., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόφιλο Ρουμελιώτη και δεν κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/7/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1643/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2797/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 9/10/2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Μαγγίνας ανέγνωσε την από 20/9/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του δευτέρου και την απόρριψη των λοιπών λόγων αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι] Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ` αριθμό 2797/2012 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε την έφεση της αναιρεσίβλητης τυπικά και κατ' ουσίαν, εξαφάνισε την υπ' αριθμό 1643/2010 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κράτησε την υπόθεση και δίκασε επί της από 19-7-2007 αγωγής της αναιρεσείουσας, την οποία απέρριψε κατ' ουσίαν. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 §1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ). - ΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται αναιρετικός λόγος, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται με το να μην εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή με το να εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, ή με το να εφαρμοσθεί εσφαλμένα (ΟλΑΠ 36/88, ΑΠ 1299/2009, 1218, 1854/2007). Η παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με την κακή εφαρμογή, δηλ. εσφαλμένη υπαγωγή. Προς εξεύρεση της παραβίασης ελέγχεται ο δικανικός συλλογισμός, που διατυπώνεται, έστω και ατελώς, στην απόφαση και που συγκροτείται από την μείζονα πρόταση (νομική διάταξη), την ελάσσονα πρόταση (πραγματικές παραδοχές) και το συμπέρασμα (διατακτικό) [ΑΠ 1011/2007]. Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε, αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως την αγωγή ως νόμιμη ή ως μη στηριζόμενη στο νόμο. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 του ΚΠολΔ. Σε κάθε όμως περίπτωση η αοριστία του δικογράφου της αγωγής πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας για να δημιουργηθεί λόγος αναίρεσης σύμφωνα με το άρθ. 562 παρ. 2 ΚΠΔ, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι από εκείνους, οι οποίοι, κατ' εξαίρεση, λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να προταθούν στο δικαστήριο της ουσίας και ειδικώς αυτός δεν αφορά την δημοσία τάξη [ΑΠ 77/2014, 13/2014, 104/2014, αλλά και ΟλΑΠ 1/1987, ΑΠ 1316/1987]. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρο 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για να υπάρχει αδικοπραξία και συνεπώς υποχρέωση του δράστη να αποζημιώσει τον παθόντα απαιτούνται : α) ζημία κάποιου, β) η ζημία αυτή να προξενήθηκε από το δράστη παρανόμως, γ) ο ζημιώσας να βρίσκεται σε υπαιτιότητα, δ) η παράνομη συμπεριφορά του υπαιτίου να οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη αυτού και ε) να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου πράξης ή παράλειψης και της ζημίας που επήλθε. Η κατά το άρθρο 914 ΑΚ παράνομη συμπεριφορά, που αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις αποζημίωσης από αδικοπραξία, μπορεί να συνίσταται σε υπαίτια πράξη ή παράλειψη από δόλο ή αμέλεια του δράστη κατά την έννοια του 330 ΑΚ. Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψης υφίσταται, όταν η πράξη αυτή, καθ' όν χρόνο και υφ' όρους έλαβε χώρα, ήταν ικανή κατά την ανθρώπινη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων να επιφέρει την προσγενόμενη ζημία. Η υποχρέωση για αποζημίωση από αδικοπραξία υφίσταται και στην περίπτωση κατά την οποία, ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπόκειται σε ποινικές κυρώσεις για την παρ' αυτού τελεσθείσα ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη, υπό την προϋπόθεση, ότι η κατ' αυτόν τον τρόπο παραβιασθείσα διάταξη έχει τεθεί για προστασία όχι μόνο του γενικού, αλλά και του ατομικού συμφέροντος, όπως είναι η αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 719 ΑΚ προκύπτει, ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα κάθε τι που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων τα οποία αποκτά από την εκτέλεση της εντολής, είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά, είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές, είτε με κατάθεση σε προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό. Γι` αυτό σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής διαπράττει το αδίκημα της υπεξαίρεσης του αρ. 375 ΠΚ. Όμως δεν συνιστά υπεξαίρεση και γενικότερα αδικοπραξία η μη απόδοση χρημάτων, τα οποία δεν εισπράχθηκαν από τον εναγόμενο και τα οποία ο υπόχρεος όφειλε να τα εισπράξει, ακόμη και αν κατά τη συμφωνία των μερών ενέχεται να καταβάλει τα μη εισπραχθέντα εξ ιδίων, διότι αυτά δεν υπήρξαν "οπωσδήποτε περιελθόντα" σ' αυτόν και συνεπώς δεν τα ιδιοποιήθηκε. Τέλος, ο ασφαλιστικός σύμβουλος, που είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, κατά το άρθρο 16 του Ν. 1569/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2170/1993, μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτορείων ή μεσιτών, με βάση σύμβαση, έναντι προμηθείας, για την πρόσκτηση εργασιών. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων. Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με την ασφαλιστική επιχείρηση ή τον ασφαλιστικό πράκτορα ή το μεσίτη ασφαλίσεων είναι σύμβαση έργου [ΑΠ 905/2012, 290/2011]. Εν προκειμένω η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται από το παρόν δικαστήριο, απέρριψε, μετά από εφαρμογή και ερμηνεία των προπαρατεθεισών διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω νομικής αοριστίας δεχόμενη τα ακόλουθα: "Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία, προκειμένου να θεμελιώσει την αξίωση της κατά της εναγομένης ασφαλιστικής της συμβούλου και δη την αξίωση αποζημιώσεως από την επικαλούμενη εις βάρος της τελεσθείσα αδικοπραξία (υπεξαίρεση ασφαλίστρων), ενσωματώνει στο αγωγικό δικόγραφο για το επίδικο χρονικό διάστημα, δηλαδή από 1-2-2014 έως 31-7-2006 : α) ακριβή αντίγραφα των πινακίων παραγωγής και ακυρώσεων κατά πράκτορα και β) πολυσέλιδη αναλυτική καρτέλα λογαριασμού ασφαλιστικού πράκτορα. Στα πινάκια παραγωγής - ακυρώσεων ασφαλίσεων, που αφορούν στην εναγομένη, Δ. Μ., της οποίας ο κωδικός αριθμός ασφαλίστριας είναι "...", παρατίθενται κατά στήλες : Ο αριθμός των παραχθέντων από αυτή συμβολαίων, η ημεροχρονολογία έκδοσής τους, ο αριθμός αποδείξεως, που εκδόθηκε για έκαστο συμβόλαιο, το είδος της ασφάλισης που συνήφθη, το ονοματεπώνυμο του ασφαλισμένου πελάτη, η διάρκεια της ασφάλισής του, και τέλος τα αντιστοιχούντα σε κάθε πραγματοποιούμενη ασφάλιση, μικτά και καθαρά ασφάλιστρα. Στα πινάκια αυτά εμφανίζεται ως αξία του συνόλου παραγωγής ασφαλίσεων (ασφαλίστρων) εκ μέρους της εναγομένης, για το επίδικο χρονικό διάστημα, δηλαδή από 1.2.2004 έως 31.7.2006, μετά από αφαίρεση των επί μέρους ακυρώσεων, και στην κατηγορία "μικτά", (δηλαδή χωρίς αφαίρεση της αντιστοιχούσας σε κάθε παραγωγή προμηθείας της), το ποσό των 71.809,79 ευρώ. Κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, το συνολικό χρηματικό ποσό που φέρεται, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, να "ιδιοποιήθηκε παρανόμως", αλλά και να μην εισέπραξε πλην να όφειλε να εισπράξει η εναγομένη, δεν αφορά στο συνολικό ποσό ασφαλίστρων (71.809,79 ευρώ) του επιδίκου χρονικού διαστήματος, αλλά ανέρχεται σε μικρότερο ποσό, και δη στο αιτούμενο προς επιδίκαση ποσό των 15.673,83 ευρώ. Ενόψει του ότι τούτο αναγκαίως σημαίνει ότι ασφάλιστρα ύψους (71.809,79 - 15.673,83=) 56.135,96 ευρώ, είτε αφορούν συναλλαγές της εναγομένης με πελάτες της ενάγουσας, το προϊόν των οποίων αποδόθηκε στην τελευταία κατά την συμβατική τους πρόβλεψη, είτε αφορούν συναλλαγές για τις οποίες δεν έγινε είσπραξη ασφαλίστρων, ή τέλος, συναλλαγές οι οποίες πραγματοποιήθηκαν, αλλά το προϊόν τους (εισπραχθέντα ασφάλιστρα) δεν αποδόθηκε στην ενάγουσα, δεν γίνεται ειδικότερος προσδιορισμός στο αγωγικό δικόγραφο των πράγματι εισπραχθέντων από την εναγομένη ποσών ασφαλίστρων εκ του συνόλου των στα άνω πινάκια παρατιθεμένων κατά χρονολογική σειρά και ονοματεπώνυμο πελάτη, τα οποία αυτή σύμφωνα με τα ενσωματωμένα στην αγωγή πινάκια, φέρεται ότι εισέπραξε ή όφειλε να εισπράξει και τελικώς δεν απέδωσε στην ενάγουσα, λαμβανομένου υπόψη του ότι, όπως αναλυτικά προεκτέθηκε, η εναγομένη ενέχεται εξ αδικοπραξίας μόνον για τα εισπραχθέντα και μη αποδοθέντα από αυτή ποσά και όχι για όσα όφειλε να εισπράξει, πλην όμως δεν εισέπραξε. Εξ αιτίας της άνω ελλείψεως το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ελέγξει ποιες από τις παραγωγές ασφαλίστρων συνολικής αξίας 71.809,79 ευρώ όντως εισπράχθηκαν, ανεξαρτήτως επί εισπραχθέντων και μόνον, το ποίας παραγωγής το προϊόν (ασφάλιστρα) αποδόθηκε στην ενάγουσα από την υπόχρεη προς τούτο εναγομένη, ακόμη περισσότερο, αφού η εναγομένη ρητώς αρνείται την κατάρτιση ορισμένων παραγωγών (ασφαλιστικών συμβολαίων). Τα παραπάνω ελλείποντα στοιχεία δεν αναπληρώνονται ούτε από την ενσωματωθείσα στο αγωγικό δικόγραφο "αναλυτική καρτέλα λογαριασμού πράκτορα", στην οποία κατά στήλες διαλαμβάνονται η ημερομηνία, η περιγραφή αιτίας κίνησης, η αιτιολογία κίνησης, η χρέωση, η πίστωση, το προοδευτικό υπόλοιπο και τελικά το χρεωστικό εις βάρος της εναγομένης κατάλοιπο από 15.673,83 ευρώ. Τούτο, διότι από τις λογιστικές εγγραφές στην καρτέλα αυτή προκύπτουν μεν οι χρεώσεις, που πραγματοποιήθηκαν σε βάρος της εναγομένης, οι οποίες συμφωνούν με την κίνηση παραγωγής της στα πινάκια παραγωγής, όμως λόγω της μη παραθέσεως των πράγματι εισπραχθέντων από τους πελάτες ποσών και ανεξαρτήτως της εγγραφής στην στήλη των πιστώσεων, χρηματικών ποσών μικρότερων κάθε φορά από τις εκάστοτε χρεώσεις, δεν είναι δυνατό να διακριβωθεί ποια είναι τα όντως εισπραχθέντα ασφάλιστρα από την εναγομένη. Τούτο ανεξαρτήτως και πέραν του ότι παραλείπεται στην αγωγή η αναφορά του ακριβούς ποσοστού προμηθείας της εναγομένης για έκαστο είδος ασφάλισης (ζωής, περιουσίας, αυτοκινήτων) ώστε να μην είναι δυνατό να υπολογισθεί επακριβώς το χρηματικό ποσό που αποτελούσε την προμήθεια της επί εκάστου όντως εισπραχθέντος ασφαλίστρου και ακολούθως το χρηματικό ποσό που όφειλε να αποδώσει η εναγομένη στην ενάγουσα από έκαστη συναλλαγή της με ασφαλιζόμενο πελάτη της τελευταίας, το οποίο όμως, ας σημειωθεί, ως προς την βάση εκ της αδικοπραξίας, είναι δυνατόν να προσδιορισθεί από τις αποδείξεις. Συνεπώς προς τα ανωτέρω, και εξ αιτίας της εκ των άνω ελλείψεων, υφίσταται αδυναμία ελέγχου από το Δικαστήριο του μέρους της αγωγής ως προς το οποίο αυτή είναι νόμω βάσιμος κατ' αντιδιαστολή ως προς το μέρος αυτής που είναι νόμω αβάσιμος, ώστε πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως προς την βάση της αδικοπραξίας ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, αφού δεν παρέχεται η δυνατότητα ούτε στην εναγομένη να αμυνθεί κατά της αγωγής, ούτε στο Δικαστήριο να ερευνήσει, ενόψει μάλιστα της αμφισβητήσεως, το κρίσιμο θέμα απόδειξης". Με τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά κατέληξε η προσβαλλομένη, ότι η πρωτόδικη απόφαση, η οποία έκρινε την αγωγή ορισμένη, έσφαλε και έπρεπε να εξαφανισθεί κατά παραδοχή του σχετικού λόγου έφεσης. Μετά από αυτά, ενόψει των ιστορούμενων στην ένδικη αγωγή της αναιρεσείουσας και με δεδομένη την υπάρχουσα σ' αυτή αναφορά, ότι η αναιρεσίβλητη - εναγομένη είχε την υποχρέωση, σε περίπτωση καθυστέρησης ή άρνησης πληρωμής ασφαλίστρων από τον ασφαλισμένο, μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία της οφειλής, να επιστρέψει στην εταιρεία τη σχετική απόδειξη ή και το συμβόλαιο για ακύρωση και ότι μετά την παρέλευση της προθεσμίας τα ασφάλιστρα λογίζονταν ως εισπραχθέντα και χρεώνονταν στην εναγομένη, αλλά και όσων νομικών εκτιμήσεων έγιναν στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου για το σχηματισμό της κρίσης του εφετείου περί της νομικής επάρκειας της αγωγής, δεν προέκυψε, ότι το τελευταίο αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος προς θεμελίωση του δικαιώματος και η κρίση του περί νομικής αοριστίας της αγωγής ως προς την αδικοπρακτική της βάση δεν είναι πλημμελής. Είναι πρόδηλο, ότι δεν προσδιορίζονται και δεν διαχωρίζονται στο αγωγικό δικόγραφο από το σύνολο των παρατιθέμενων στα πινάκια ασφαλίστρων ποία από αυτά πράγματι εισπράχθηκαν και δεν αποδόθηκαν και ποία η αναιρεσείουσα όφειλε να εισπράξει αλλά δεν εισέπραξε και τελικώς δεν απέδωσε, λαμβανομένου υπόψη, ότι η αναιρεσίβλητη ενέχεται από αδικοπραξία [εν προκειμένω υπεξαίρεση] μόνο για τα εισπραχθέντα και μη αποδοθέντα από αυτή χρηματικά ποσά και όχι για όσα όφειλε να εισπράξει και δεν εισέπραξε. Κατά συνέπεια δεν πληρούται το πραγματικό του από τον αριθμό 1 λόγου του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ο σχετικός πρώτος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, η αναιρεσείουσα με τον τρίτο λόγο της ένδικης αναίρεσης αποδίδει την πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, ενώ η δικαιοπραξία στην οποία στηρίζεται η απαίτησή της κατά της αναιρεσίβλητης φέρει τα τυπικά χαρακτηριστικά της ρυθμιζόμενης στο νόμο σύμβασης έργου [ΑΚ 681 επ.] και ως τέτοια έπρεπε να αντιμετωπισθεί από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το τελευταίο δεν ερεύνησε αυτεπάγγελτα τον νομικό χαρακτηρισμό της κρινόμενης διαφοράς και δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των παραπάνω άρθρων [681 επ. του ΑΚ], οι οποίες ήταν πράγματι εφαρμοστέες στη συγκεκριμένη περίπτωση, οπότε υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. `Ετσι έχοντας ο λόγος αυτός περί λανθασμένης εφαρμογής ή μη εφαρμογής των παραπάνω ουσιαστικών διατάξεων [ΑΚ 681 επ.] είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον προϋπέθεσε εσφαλμένα, ότι είχε εξετασθεί η δεύτερη κύρια βάσης της αγωγής, που στηριζόταν στη σύμβαση έργου, κάτι, όμως, που είχε παραλείψει να πράξει το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το Εφετείο, όταν μετά την παραδοχή βασίμου λόγου έφεσης κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση, υποκαθιστά το πρωτοδικείο και καθίσταται αρμόδιο να εξετάσει όλα τα ζητήματα, που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως και είναι αναγκαία για την οριστική διάγνωση της διαφοράς. Αν η αγωγή έχει περισσότερες βάσεις, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες είχαν προσβληθεί με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στις βάσεις της αγωγής, που δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η αγωγή. Η παράλειψη του εφετείου να ερευνήσει τις βάσεις αυτές, συνιστά την από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ πλημμέλεια της μη λήψης υπόψη πραγμάτων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης [ΑΠ 1513/2001]. Έτσι, αν γίνει δεκτή πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) αγωγή ως προς την κύρια βάση της και δεν ερευνήθηκε ως προς άλλη κύρια ή επικουρική, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης και την απόρριψη της αγωγής ως προς την μία από τις κύριες βάσεις της, είναι υποχρεωμένο, αν κρατήσει το ίδιο την υπόθεση, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε έρευνα της άλλης κύριας αλλά και της επικουρικής βάσης. Η έρευνα των μη εξετασθεισών πρωτοδίκως βάσεων γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, διότι τούτο υποκαθίσταται κατά τον νόμο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και γι` αυτό δεν απαιτείται για την ενέργεια αυτή έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ενάγοντος. Παραδεκτά δε προτείνεται ο λόγος αυτός στον Άρειο Πάγο, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 2 εδ. α` του ιδίου Κώδικα, διότι το ελάττωμα της απόφασης, δεν υπήρχε στον χρόνο της τελευταίας συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού τότε που δικαζόταν η έφεση της εναγομένης, δεν είχε ακόμη εξαφανισθεί η πρωτόδικη και η ενάγουσα δεν μπορούσε να γνωρίζει το αποτέλεσμα της δίκης και να ζητήσει από το δικαστήριο να προβεί σε ενέργειες, που το ίδιο ήταν υποχρεωμένο να πράξει και να εξετάσει αίτηση που νόμιμα είχε υποβάλει με την αγωγή της. Εάν, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις επικουρικές βάσεις και δέχθηκε την αγωγή κατά κάποια από τις κύριες βάσεις της, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει την έφεση της εναγομένης, η οποία παραπονείται, γιατί έγινε δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή κατά την κύρια βάση της, δεν μπορεί να ερευνήσει τις επικουρικές βάσεις της αγωγής, δίχως έφεση ή αντέφεση της ενάγουσας [ΑΠ 1887/2008, 834/2008, 124/2007]. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα και παραδεκτώς επισκοπούμενα, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, διαδικαστικά έγγραφα και ιδία αυτά της αγωγής, της πρωτόδικης αλλά και της προσβαλλόμενης απόφασης, η αναιρεσείουσα (ενάγουσα) με την ένδικη αγωγή της ζήτησε να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη (εναγομένη) να της καταβάλει το χρηματικό ποσό των 15.673,83 € ως υπόχρεη από την επίδικη σύμβαση πρακτόρευσης, τους όρους της οποίας είχε αθετήσει [πρώτη κύρια βάση], αλλά και ως αποζημίωση λόγω της τελεσθείσας αδικοπραξίας (δεύτερη κύρια βάση), άλλως, επικουρικώς, την πληρωμή του ποσού αυτού με βάση τον τηρηθέντα μεταξύ τους αλληλόχρεο λογαριασμό [πρώτη επικουρική βάση] και τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού [δεύτερη επικουρική βάση]. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την απόφασή του [Μον.Πρωτ. Αθ. 1643/2010] έκανε δεκτή κατ' ουσίαν την αγωγή κατά τη βάση της από την αδικοπραξία παραλείποντας την εξέταση της βάσης από τη σύμβαση πρακτόρευσης και απέρριψε αμφότερες τις, ως άνω, επικουρικές βάσεις ως μη νόμιμες. Το Εφετείο ενώπιον του οποίου ήχθη η υπόθεση, μετά από έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας αναιρεσίβλητης, η οποία παραπονούνταν για την παραδοχή της αγωγής κατά την ερειδόμενη στην αδικοπραξία κυρία βάση της, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση και απέρριψε την αγωγή κατά την παραπάνω βάση της ως αόριστη. Το Εφετείο, που έπραξε έτσι και δεν προχώρησε, μετά την απόρριψη της αγωγής κατά την ερειδόμενη στην αδικοπραξία κύρια βάση της, στην έρευνα της άλλης κύριας βάσης από τη σύμβαση πρακτόρευσης, που δεν είχε ερευνηθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ούτε είχε απορριφθεί σιωπηρά, υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, που υποστηρίζει τα ίδια είναι βάσιμος. Σημειωτέον, ότι για την εκ νέου κρίση των ρητά απορριφθεισών πρωτοβαθμίως επικουρικών βάσεων από το δευτεροβάθμιο πλέον δικαστήριο έπρεπε να έχει ασκηθεί επικουρική έφεση ή αντέφεση εκ μέρους της αναιρεσείουσας. Με βάση όσα παραπάνω αναφέρθηκαν, κατά παραδοχή του δευτέρου λόγου της αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά ένα μέρος και συγκεκριμένα όσον αφορά την ερειδόμενη στη σύμβαση της πρακτορείας κύρια βάση της ένδικης αγωγής, η οποία δεν ερευνήθηκε και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το μέρος αυτό στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που εξέδωσαν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (ΚΠολΔ 580 παρ. 3). Η αναιρεσίβλητη ως εν μέρει ηττηθείσα θα καταδικασθεί στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της αναιρεσείουσας κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ - Αναιρεί εν μέρει κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό την υπ' αριθμό 2797/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει σε χίλια (1.000) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Οκτωβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η νομική αοριστία της αγωγής στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. - Μη πλημμελής κρίση περί νομικής αοριστίας της αγωγής ως προς την αδικοπρακτική της βάση. - Η αοριστία του δικογράφου της αγωγής πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας για να δημιουργηθεί λόγος αναίρεσης σύμφωνα με το άρθ. 562 παρ. 2 ΚΠολΔ. - Αδικοπραξία - Υπεξαίρεση - Δεν συνιστά υπεξαίρεση και γενικότερα αδικοπραξία η μη απόδοση χρημάτων, τα οποία δεν εισπράχθηκαν από τον εναγόμενο και τα οποία ο υπόχρεος όφειλε να τα εισπράξει, ακόμη και αν κατά τη συμφωνία των μερών ενέχεται να καταβάλει τα μη εισπραχθέντα εξ ιδίων, διότι αυτά δεν υπήρξαν «οπωσδήποτε περιελθόντα» σ' αυτόν και συνεπώς δεν τα ιδιοποιήθηκε.- Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με την ασφαλιστική επιχείρηση ή τον ασφαλιστικό πράκτορα ή το μεσίτη ασφαλίσεων είναι σύμβαση έργου. - Λόγος αναίρεσης περί λανθασμένης εφαρμογής ή μη εφαρμογής των ουσιαστικών διατάξεων ΑΚ 681 επ. είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον προϋπέθεσε εσφαλμένα, ότι είχε εξετασθεί η δεύτερη κύρια βάση της αγωγής, που στηριζόταν στη σύμβαση έργου, κάτι, όμως, που είχε παραλείψει να πράξει το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.- Αν γίνει δεκτή πρωτοδίκως (εν όλω ή εν μέρει) αγωγή ως προς την κύρια βάση της και δεν ερευνήθηκε ως προς άλλη κύρια ή επικουρική, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της απόφασης και την απόρριψη της αγωγής ως προς την μία από τις κύριες βάσεις της, είναι υποχρεωμένο, αν κρατήσει το ίδιο την υπόθεση, να προβεί αυτεπαγγέλτως σε έρευνα της άλλης κύριας αλλά και της επικουρικής βάσης. Η έρευνα των μη εξετασθεισών πρωτοδίκως βάσεων γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, διότι τούτο υποκαθίσταται κατά τον νόμο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και γι` αυτό δεν απαιτείται για την ενέργεια αυτή έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ενάγοντος. Παραδεκτά δε προτείνεται ο λόγος αυτός στον Άρειο Πάγο, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 2 εδ. α` του ιδίου Κώδικα, διότι το ελάττωμα της απόφασης, δεν υπήρχε στον χρόνο της τελευταίας συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού τότε που δικαζόταν η έφεση της εναγομένης, δεν είχε ακόμη εξαφανισθεί η πρωτόδικη και η ενάγουσα δεν μπορούσε να γνωρίζει το αποτέλεσμα της δίκης και να ζητήσει από το δικαστήριο να προβεί σε ενέργειες, που το ίδιο ήταν υποχρεωμένο να πράξει και να εξετάσει αίτηση που νόμιμα είχε υποβάλει με την αγωγή της. Εάν, όμως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τις επικουρικές βάσεις και δέχθηκε την αγωγή κατά κάποια από τις κύριες βάσεις της, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δικάζει την έφεση της εναγομένης, η οποία παραπονείται, γιατί έγινε δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση η αγωγή κατά την κύρια βάση της, δεν μπορεί να ερευνήσει τις επικουρικές βάσεις της αγωγής, δίχως έφεση ή αντέφεση της ενάγουσας για την εκ νέου κρίση των απορριφθεισών πρωτοβαθμίως επικουρικών βάσεων.
Σύμβαση πρακτόρευσης
Αδικοπραξία , Ασφαλιστικός σύμβουλος, Σύμβαση πρακτόρευσης.
2
Αριθμός 2038/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειουσών: 1) Δ. συζύγου Β. Κ., κατοίκου ..., 2) Μ. Κ. του Β., κατοίκου ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους Διονύσιο Πελέκη και Νικόλαο Σκουλή και κατέθεσαν προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Π. του Θ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μυταλούλη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/2/2009 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 16/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 321/2013 του Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 3/12/2013 αίτησή τους και τους από 28/7/2014 πρόσθετους λόγους αυτής. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Μαγγίνας ανέγνωσε την από 8/9/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 3/12/2013 αίτησης για αναίρεση της υπ' αριθμό 321/2013 απόφασης του Εφετείου Θράκης . Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειουσών ζήτησαν την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι] Με τα κρινόμενα αίτηση αναίρεσης και δικόγραφο προσθέτων λόγων αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ` αριθμό 321/2013 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Θράκης, η οποία δέχθηκε τυπικά και εν μέρει κατ' ουσίαν την έφεση του αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την απορριπτική της αγωγής υπ' αριθμό 16/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης μόνον ως προς το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και, αφού διακράτησε την υπόθεση σε σχέση με αυτό και δίκασε ως προς αυτό την αγωγή κατ' ουσίαν, δέχθηκε αυτήν εν μέρει ως προς αυτό και υποχρέωσε τις αναιρεσείουσες, εις ολόκληρον καθεμία, να καταβάλουν στον αναιρεσίβλητο το χρηματικό ποσό των είκοσι χιλιάδων [20.000,00] ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η αίτηση αναίρεσης και το δικόγραφο των προσθέτων λόγων ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα [άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1, 569 παρ. 2 ΚΠολΔ], είναι συνεπώς παραδεκτά [άρθρ. 577 παρ. 1, 569 παρ. 1 ΚΠολΔ] και πρέπει να ερευνηθούν ως προς τους λόγους τους [άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ]. ΙΙ] Ο προβλεπόμενος από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εσωτερικού ή διεθνούς, ιδρύεται όταν, με βάση τις ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης, ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, παρότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή όταν εφαρμόζεται χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, καθώς και όταν εφαρμόζεται εσφαλμένα, η δε σχετική παραβίαση εκδηλώνεται είτε με εσφαλμένη ερμηνεία είτε με εσφαλμένη εφαρμογή αυτού, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή [Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005, 36/1988]. Με αυτόν τον λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων και τα νομικά σφάλματα κατά την ουσιαστική διερεύνηση της επίδικης διαφοράς, δηλαδή ελέγχεται, αν η αγωγή και κάθε ισχυρισμός, που ασκεί έννομη επιρροή στη διαγνωστέα έννομη σχέση ή έννομη συνέπεια [ένσταση, αντένσταση κλπ.], απορρίφθηκαν ορθά ως μη νόμιμοι ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, η αγωγή ή η ένσταση κτλ. έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν [ΟλΑΠ 27-28/1998]. Αν το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που έγιναν ανελέγκτως δεκτά από το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής τους στο νόμο και αυτός ο λόγος αναίρεσης δημιουργείται, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση [ΑΠ 1299/2009, 1704/2008, 625/2008]. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι "όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει", προκύπτει ότι, κύριο γνώρισμα της προβλεπόμενης από αυτήν αυτοτελούς αδικοπραξίας, που επεκτείνει την αδικοπρακτική ευθύνη, όταν δεν υφίσταται προσβολή ορισμένου δικαιώματος ή έννομα προστατευόμενου συμφέροντος, ούτε παραβίαση διάταξης νόμου, αλλά το περί δικαίου και ηθικής αίσθημα απαιτεί αποκατάσταση της ζημίας, είναι η προσβολή των χρηστών ηθών από την πράξη του υπαιτίου, η οποία επιχειρήθηκε από πρόθεση ή και από παράλειψη αυτού [ΟλΑΠ 10/1991]. Όσον αφορά την πρόθεση δεν απαιτείται το πρόσωπο να ενήργησε τη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη προς τον αποκλειστικό σκοπό της βλάβης τρίτου, αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, δηλαδή είναι επαρκές ότι τελούσε σε γνώση περί του ότι η εκδηλωθείσα συμπεριφορά του ήταν δυνατόν να προκαλέσει τη ζημία και παρόλα αυτά δεν απέσχε της πράξης ή παράλειψης από την οποία επήλθε η ζημία. Περαιτέρω, από την ίδια διάταξη προκύπτει, ότι η από πρόθεση πρόκληση ζημίας σε άλλον, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, είναι πράξη παράνομη και δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς επίσης και προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης [άρθρο 932 ΑΚ]. Η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ ορισμένης ενέργειας ή παράλειψης και ορισμένου επιζήμιου αποτελέσματος, που κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 του ΑΚ, εξαρτάται από το αν η πράξη ή η παράλειψη, αφενός μεν αποτέλεσε έναν από τους αναγκαίους όρους του αποτελέσματος, που αν αυτός έλειπε δεν θα επερχόταν, αφετέρου δε μόνη της και αντικειμενικά λαμβανόμενη, αν ήταν ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και με τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το ως άνω αποτέλεσμα. Συνεκτιμάται δε συνολικά για τη διαπίστωση της αντίθεσης στα χρηστά ήθη η συμπεριφορά του δράστη σε συνδυασμό με τους σκοπούς, τα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη, όχι μεμονωμένα τα αίτια που τον οδήγησαν στη συγκεκριμένη ενέργειά του, αλλά το σύνολο των περιστάσεων, υπό τις οποίες εκδηλώθηκε, ολόκληρη η συμπεριφορά του και αξιολογείται γενικά η διαγωγή του, σε συνδυασμό και με την διαγωγή του αντισυμβαλλομένου για να κριθεί το εάν οι δύο συμπεριφορές τελούν μεταξύ τους προφανώς σε καταφατική ή αποφατική αναλογική σχέση [ΑΠ 43/2013, 1652/2006, 55/2003, 2/2009, 900/2011]. Τέλος, ο από το άρθρο 559 αρ. 1 β` ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, για παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ιδρύεται μόνον, αν αυτά χρησιμοποιήθηκαν από το δικαστήριο για την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σε αυτούς των πραγματικών γεγονότων, που αποτέλεσαν τις παραδοχές του Εφετείου και όχι όταν χρησιμεύουν για τη διαπίστωση αυτών, δηλαδή προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτίμηση αποδείξεων ή ερμηνεία δικαιοπραξίας [ΑΠ 1299/2009], ενώ τα συναλλακτικά ήθη και οι συνήθειες, που αποτελούν τρόπους συμπεριφοράς, οι οποίοι επικρατούν στις συναλλαγές, δεν περιέχουν κανόνες δικαίου και ως εκ τούτου η παραβίασή τους δεν ιδρύει τον από τον άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, εκτός αν η εφαρμογή τους επιβάλλεται από κανόνα δικαίου. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 321/2013 απόφαση του Εφετείου Θράκης έγιναν δεκτά κατά την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Από τη συνένωση δύο όμορων οικοπέδων, εμβαδού 374,54 και 335,82 τ.μ. αντίστοιχα, προέκυψε ένα ενιαίο οικόπεδο εμβαδού 710,39 τ.μ., που βρίσκεται στην ..., στη συμβολή των οδών ... και ..., ποσοστό 23,636% εξ αδιαιρέτου του οποίου ανήκει κατ' επικαρπία στην Ε. συζ. Κ. Π. και κατά το ίδιο ποσοστό κατά ψιλή κυριότητα στον ενάγοντα, κατά ποσοστό 23,636% εξ αδιαιρέτου στην Σ. Β., κατά ποσοστό 52,727% εξ αδιαιρέτου κατ' επικαρπία στην πρώτη εναγομένη (Δ. Κ.), κατά ποσοστό 42,36% εξ αδιαιρέτου κατά ψιλή κυριότητα στη δεύτερη εναγομένη (Μ. Κ.) και κατά ποσοστό 10,366% εξ αδιαιρέτου κατά ψιλή κυριότητα στον Χ. Κ.. Με το με αριθμό ... προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου - εργολαβικό της συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Αναστασίας Παπαδοπούλου - Αστρίδου, ανατέθηκε από τους παραπάνω συγκυρίους του οικοπέδου αυτού, η ανοικοδόμησή του με το σύστημα της αντιπαροχής στην Κοινοπραξία με την επωνυμία "Δ. Χ. Π. Κ.", μέλη της οποίας είναι ο ενάγων, Κ. Π. και ο Χ. Δ.. Η παραπάνω κοινοπραξία, που εμφανίσθηκε στις συναλλαγές με επωνυμία αποτελούμενη από τα ονόματα των δύο μελών της και ανέλαβε την εκτέλεση τεχνικού έργου, το οποίο κατά τα ουσιώδη στοιχεία του αποτελούσε επιχείρηση χειροτεχνίας και επομένως αντικειμενικά εμπορική πράξη, είχε τον χαρακτήρα ομόρρυθμης εμπορικής εταιρείας. Με δεδομένο δε ότι δεν υποβλήθηκε στις διατυπώσεις δημοσιότητας, που προβλέπει το άρθρο 42 του ΕμπΝ για τις ομόρρυθμες εταιρίες, λειτουργούσε ως ομόρρυθμη εταιρεία "εν τοις πράγμασι" και συνεπώς τα μέλη της, ένα εκ των οποίων είναι και ο ενάγων, ευθύνονται για τις υποχρεώσεις αυτής έναντι τρίτων εις ολόκληρον, κατά τη διάταξη του άρθρου 22 ΕμπΝ. Στο από 6-5-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό σύστασης της παραπάνω κοινοπραξίας, ορίσθηκε (άρθρο 4) ότι τα δύο μέλη της κοινοπραξίας θα συμμετέχουν στα κέρδη και ζημίες αυτής κατά το ποσοστό συμμετοχής τους σ' αυτήν, που συμφωνήθηκε σε ποσοστό 20% για τον Χ. Δ. και ποσοστό 80% για τον ενάγοντα, ορίσθηκε επίσης ότι εκπρόσωποι και διαχειριστές της κοινοπραξίας θα ήταν και οι δύο, ενεργούντες από κοινού ή ο καθένας μόνος του (άρθρο 5). Περαιτέρω, με το από 16-2-2004 έγγραφο τροποποίησης ιδιωτικού συμφωνητικού, που υπογράφηκε μεταξύ των παραπάνω μελών της κοινοπραξίας, ορίσθηκε, ότι οι οικονομικές απαιτήσεις τρίτων [προμηθευτών, εργατών, ΙΚΑ κ.τ.λ.], που θα προκύψουν από την υπογραφή αυτού μέχρι την πλήρη αποπεράτωση και παράδοση του έργου, θα καλυφθούν από τον ενάγοντα, η δε οικονομική εκκαθάριση και ο επιμερισμός των κερδών και ζημιών θα παραμείνουν ως έχουν. Συμφωνήθηκε, επίσης, ότι με πληρεξούσιο που θα συνταχθεί, ο Χ. Δ. θα εξουσιοδοτούσε τον ενάγοντα να εισπράττει το προϊόν πώλησης των διαμερισμάτων της κοινοπραξίας και εν συνεχεία να καλύπτει τις αναληφθείσες από αυτόν υποχρεώσεις. Με το ως άνω εργολαβικό συμβόλαιο συμφωνήθηκε ως εργολαβικό αντάλλαγμα της εργολήπτριας κοινοπραξίας για την από μέρους της ανάληψη υποχρέωσης ανέγερσης της οικοδομής ποσοστό 511,67%ο εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, που θα κατανεμηθεί στις οριζόντιες ιδιοκτησίες, που θα περιέλθουν στην εργολήπτρια ή σε τρίτα πρόσωπα, που θα υποδειχθούν από αυτήν (άρθρο 7), ενώ το υπόλοιπο ποσοστό 488,33%ο εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου, που θα αντιστοιχούσε στις αναφερόμενες στο συμβόλαιο ιδιοκτησίες του τρίτου και τέταρτου ορόφου της οικοδομής θα περιερχόταν στους οικοπεδούχους (άρθρο 8). Συμφωνήθηκε, ακόμη, με τους όρους του ιδίου εργολαβικού συμβολαίου (άρθρο 9), ότι η μεταβίβαση των παραπάνω ποσοστών εξ αδιαιρέτου προς την εργολήπτρια, που αντιστοιχούν στις οριζόντιες ιδιοκτησίες του εργολαβικού της ανταλλάγματος, με την αναλογία στους κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους, θα γίνεται σταδιακά με την αποπεράτωση τμημάτων της οικοδομής και ειδικότερα, ποσοστό 253,17%ο εξ αδιαιρέτου μετά την έκδοση της οικοδομικής άδειας, ποσοστό 107,61%ο εξ αδιαιρέτου με το πέρας της κατασκευής του φέροντος οργανισμού, ποσοστό 60,23%ο εξ αδιαιρέτου με την τοποθέτηση των δαπέδων και ποσοστό 90,66%ο εξ αδιαιρέτου με την ολοσχερή αποπεράτωση της οικοδομής. Χορηγήθηκε δε στους εκπροσώπους της εργολήπτριας εταιρίας (άρθρο 10) το δικαίωμα να προβαίνουν σε μονομερή πράξη μεταβίβασης της κυριότητας με αυτοσύμβαση, έχοντας γι' αυτό την ανέκκλητη εντολή και πληρεξουσιότητα, των ως άνω ποσοστών επί του οικοπέδου και της οικοδομής προς τους ίδιους ή τρίτα πρόσωπα, εφόσον υπάρχει αδικαιολόγητη άρνηση των οικοπεδούχων να συμπράξουν στην κατάρτιση των πωλητηρίων συμβολαίων και έχουν οχληθεί προς τούτο με σχετική εξώδικη πρόσκληση τουλάχιστον προ πέντε (5) ημερών και με τον όρο, ότι η εργολήπτρια εταιρεία έχει εκτελέσει τις αντίστοιχες υποχρεώσεις της για την προσήκουσα, με βάση τους συμβατικούς όρους, κατασκευή και αποπεράτωση της οικοδομής και των οριζοντίων ιδιοκτησιών αυτής. Καταληκτικός χρόνος αποπεράτωσης της οικοδομής και παράδοσης των οριζόντιων ιδιοκτησιών πλήρως αποπερατωμένων ορίστηκε το διάστημα είκοσι (20) μηνών από την έκδοση της οικοδομικής άδειας. Όπως αποδείχθηκε η κοινοπραξία ξεκίνησε κανονικά την εκτέλεση του ανατεθέντος σ' αυτήν έργου μετά την έκδοση της οικοδομικής άδειας, την 23-9-2003 και επομένως με βάση τα παραπάνω συμφωνηθέντα, καταληκτική ημερομηνία αποπεράτωσης της οικοδομής και παράδοσης των ιδιοκτησιών των οικοπεδούχων ήταν η 23-7-2005. Κατά την πρόοδο των εργασιών, οι εναγόμενες όχλησαν με την αποστολή των από 15-4-2004 αρχικά και στη συνέχεια από 30-5-2005 εξωδίκων προς τους κοινοπρακτούντες ζητώντας από αυτούς να κατασκευάσουν, επιπλέον των συμφωνηθέντων, που περιλαμβάνονται στην έγγραφη συγγραφή υποχρεώσεων, στις οριζόντιες ιδιοκτησίες τους, τζάκια, εντοιχισμένες ντουλάπες και οροφές με γυψοσανίδες στο χώρο των W.C επικαλούμενοι γι' αυτό σχετική προφορική συμφωνία που είχαν καταρτίσει με τον έτερο των κοινοπρακτούντων Χ. Δ., με τον οποίο διατηρούσαν φιλικές σχέσεις. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ουδέποτε υπήρξε τέτοια συμφωνία, αντιθέτως οι εναγόμενες αντισυμβατικά και καταχρηστικά προέβαλαν αξιώσεις για την εκτέλεση πρόσθετων εργασιών στα διαμερίσματα χωρίς επιπλέον αμοιβή. Περί τις αρχές του μηνός Ιουλίου 2005 οι εναγόμενες κλήθηκαν προφορικά από τους κοινοπρακτούντες, προκειμένου να παραλάβουν τις με αριθμούς Γ-1, Γ-2 και Γ-3 οριζόντιες ιδιοκτησίες τους, του τρίτου ορόφου της οικοδομής, συντάχθηκε δε προς τούτο το από 29-7-2005 πρωτόκολλο παράδοσης - παραλαβής, με το οποίο οι εναγόμενες δήλωσαν, ότι παραλαμβάνουν τις ως άνω ιδιοκτησίες τους, με τη ρητή επιφύλαξη να ζητήσουν την αποκατάσταση των παραλείψεων, ατελειών και ελλιπών κατασκευών, που εκθέτουν αναλυτικά για κάθε ένα από τα τρία διαμερίσματα, ορίζοντας στην κοινοπραξία προθεσμία 25 ημερών, προκειμένου να αποκαταστήσει τις ατέλειες αυτές. Συγκεκριμένα οι ατέλειες, που διαπίστωσαν και διατύπωσαν στο σχετικό έγγραφο, είναι οι εξής: Διαμέρισμα Γ-1: ... , Διαμέρισμα Γ-3: ... Διαμέρισμα Γ-2: .... . Τέλος, με την από 13-12-2005 εξώδικη δήλωση, που απέστειλαν οι εναγόμενες προς την συμβολαιογράφο Αλεξανδρούπολης Αναστασία Παπαδοπούλου - Αστρίδου, της γνωστοποίησαν, ότι, επειδή η κοινοπραξία δεν εκπλήρωσε τις συμβατικές της υποχρεώσεις, οι ίδιες αρνούνται την υπογραφή οποιουδήποτε συμβολαίου και επίσης δήλωσαν, ότι σε αντίθετη περίπτωση θα ασκήσουν ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων αγωγές ακύρωσης των υπογραφέντων παρά τη μη σύμπραξή τους συμβολαίων. Έτσι, οι εναγόμενες δεν προσήλθαν στο συμβολαιογραφείο της συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Σμαρώς Καρυωτάκη, ώστε να συμπράξουν στην κατάρτιση του πωλητηρίου συμβολαίου της οριζόντιας ιδιοκτησίας Β-1 προς την αγοράστρια Π. Γ., συντασσόμενης γι' αυτό της υπ' αριθμ. ... πράξης εμφάνισης αλλά άρνησης υπογραφής συμβολαίου. Δεν προσήλθαν ακόμη, στην ως άνω συμβολαιογράφο να συμπράξουν για τους ίδιους λόγους στην πώληση του διαμερίσματος με αρίθμηση Α-1 στους υποψήφιους αγοραστές Γ. Β. και Α. Κ. και συντάχθηκε προς τούτο η υπ' αριθμό ... πράξη εμφάνισης και άρνησης υπογραφής της ίδιας συμβολαιογράφου. Ενόψει της εκπεφρασμένης άρνησης των εναγομένων να συμπράξουν στην κατάρτιση των πωλητηρίων συμβολαίων ο ενάγων, ως εκπρόσωπος και διαχειριστής της κοινοπραξίας, κάνοντας χρήση του δικαιώματος να προβαίνει η κοινοπραξία σε μεταβίβαση της κυριότητας των διαμερισμάτων με αυτοσύμβαση, που απέρρεε από το εργολαβικό συμβόλαιο (άρθρο 10), εφόσον υπήρχε άρνηση των οικοπεδούχων, προχώρησε σε πώληση των διαμερισμάτων σε συγγενικά του πρόσωπα και ειδικότερα: 1) του διαμερίσματος με αρίθμηση Β-3 του δευτέρου ορόφου, εμβαδού καθαρού 34,60 τ.μ. και μικτού 40,48 τμ, δυνάμει του με αριθμό ... συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Αναστασίας συζ. Παναγιώτη Αστρίδη, κατά ψιλή κυριότητα στον Θ. Π. και κατ' επικαρπία στον Σ. Κ., αντί αναγραφόμενου τιμήματος ποσού 43.372,69 ευρώ, 2) του διαμερίσματος με αρίθμηση Α-3 του πρώτου ορόφου, εμβαδού καθαρού 25,60 τ.μ. και μικτού 26,52 τ.μ. δυνάμει του με αριθμό ... συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Αναστασίας συζ. Παναγιώτη Αστρίδη, κατά ψιλή κυριότητα στον Σ. Π. και κατ' επικαρπία στην Θ. Κ., συζ. Α. Π., αντί αναγραφόμενου τιμήματος ποσού 90.081,31 ευρώ, 3) του διαμερίσματος με αρίθμηση Α-2 του πρώτου ορόφου, εμβαδού καθαρού 72,35 τ.μ. και μικτού 84,64 τ.μ. δυνάμει του με αριθμό ... συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Αναστασίας συζ. Παναγιώτη Αστρίδη, κατά ψιλή κυριότητα στον Σ. Π. και κατ' επικαρπία στην Θ. Κ., συζ. Α. Π., αντί αναγραφόμενου τιμήματος ποσού 75.575,81 ευρώ και 4) του διαμερίσματος με αρίθμηση Β-1 του δευτέρου ορόφου, εμβαδού καθαρού 85,87 τ.μ. και μικτού 100,46 τ.μ. δυνάμει του με αριθμό ... συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Αλεξανδρούπολης Αναστασίας συζ. Παναγιώτη Αστρίδη, κατά πλήρη κυριότητα στον Θ. Π., αντί αναγραφόμενου τιμήματος ποσού 87.488,35 ευρώ. Καθ' όλων των παραπάνω συμβολαίων καθώς και αυτού με αριθμό ..., που συντάχθηκε από τη συμβολαιογράφο Αλεξανδρούπολης Αναστασία συζ. Παναγιώτη Αστρίδη, με το οποίο μεταβιβάσθηκε, κατ' ισομοιρία, στους αγοραστές Β. Γ. και Κ. Α., το με αρίθμηση Α-1 διαμέρισμα, οι εναγόμενες άσκησαν αγωγές ακυρότητας για το λόγο, ότι δεν συμβλήθηκαν σ' αυτές ως συνιδιοκτήτριες του οικοπέδου και συγκεκριμένα τις: α) από 27-10-2005 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ... (αγωγή) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης προσβάλλοντας το με αριθμό ... συμβόλαιο, που αφορά το διαμέρισμα με αρίθμηση Α-1, β) από 13-6-2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1692/Τ.Π/117/2006 (αγωγή) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης προσβάλλοντας το με αριθμό ... συμβόλαιο, που αφορά το διαμέρισμα με αρίθμηση Β-1, γ) από 19-1-2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 291/Τ.Μ/18/2006 (αγωγή) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης προσβάλλοντας το με αριθμό ... οριστικό συμβόλαιο, που αφορά το διαμέρισμα με αρίθμηση Β-3, δ) από 11-6-2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1697/Τ.Μ/117/2006 (αγωγή) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης προσβάλλοντας το με αριθμό ... συμβόλαιο, που αφορά το διαμέρισμα με αρίθμηση Β-3, ε) από 13-6-2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1698/Τ.Μ/118/2006 (αγωγή) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης προσβάλλοντας το με αριθμό ... συμβόλαιο, που αφορά το διαμέρισμα με αρίθμηση Α-2, στ) από 11-6-2006 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1693/Τ.Π/118/2006 (αγωγή) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης προσβάλλοντας το με αριθμό ... συμβόλαιο, που αφορά το διαμέρισμα με αρίθμηση Α-3. Οι ανωτέρω αγωγές ενεγράφησαν στα βιβλία διεκδικήσεων του οικείου Υποθηκοφυλακείου και κατόπιν σχετικών αιτήσεων των αγοραστών ζητήθηκε από την Υποθηκοφύλακα Αλεξανδρούπολης η διαγραφή τους για το λόγο ότι αυτές είχαν χαρακτήρα ενοχικό και ως εκ τούτου δεν απαιτείτο η εγγραφή τους στα βιβλία διεκδικήσεων (βλ. σχετικές από 15-1-2007 αιτήσεις των αγοραστών των με στοιχεία Α-2, Β-1 και Α-3 διαμερισμάτων καθώς και από 5-12-2005 και με αριθμ. πρωτ. 2672/5-12-2005 αίτηση των αγοραστών της υπό στοιχείο Α-1 ιδιοκτησίας). Επί των αιτήσεων αυτών η Υποθηκοφύλακας Αλεξανδρούπολης απάντησε αρνητικά (βλ. αρ. πρωτ. 104, 105 και 106/22-1-2007 έγγραφα της). Κατόπιν τούτου, οι αγοραστές της υπό στοιχείο Α-1 ιδιοκτησίας, άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης την από 14-12-2005 αίτησή τους, με την οποία ζήτησαν να υποχρεωθεί η Υποθηκοφύλακας να διαγράψει την εν λόγω αγωγή από τα βιβλία διεκδικήσεων. Επί της αίτησης αυτής εξεδόθη η υπ' αριθμό 109/2006 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η διαγραφή από τα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Αλεξανδρούπολης της από 17-10-2005 και με αριθμό κατάθεσης 2542/Τ.Μ./160/31-10-2005 αγωγής ως ενοχικής. Κατά της εν λόγω απόφασης οι ήδη εναγόμενες άσκησαν ενώπιον του Εφετείου Θράκης την υπ' αριθμό κατάθεσης 51/15-5-2006 έφεση, η οποία μέχρι και σήμερα εκκρεμεί καθώς δεν προσδιορίσθηκε ποτέ. Οι προαναφερθείσες αγωγές ουδέποτε συζητήθηκαν κατ' ουσίαν, καθώς, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα μετ' επικλήσεως από τον εκκαλούντα έγγραφα, κατά τη συζήτηση των με αριθμούς κατάθεσης 1692/Τ.Π/117/2006 και 1693/Τ.Π/118/2006 αγωγών ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης και της με αριθμό κατάθεσης ... αγωγής ενώπιον του ιδίου ως άνω δικαστηρίου, παρουσιάσθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εναγουσών και ήδη εναγομένων και δήλωσε, ότι παραιτείται από τα δικόγραφα των εν λόγω αγωγών (βλ. αριθμ. ... και ... πρακτικά συνεδρίασης της δικασίμου 13-5-2009 και αριθμ. 38/2009 πρακτικά συνεδρίασης της δικασίμου 25-2-2009), ενώ για τις έτερες ασκηθείσες ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης αγωγές με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης 291/Τ.Μ/18/2006, 1697/Τ.Μ/117/2006 και 1698/Τ.Μ/118/2006, δεν προκύπτει η πορεία τους και πάντως εφόσον δεν αρνούνται ρητά οι εναγόμενες συνάγεται ομολογία τους (άρθρ. 261 ΚΠολΔ) περί της παραδοχής, ότι δεν συζητήθηκαν ποτέ. Η άσκηση των ως άνω αγωγών και η εγγραφή τους στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων λειτούργησε αποτρεπτικά για τους υποψήφιους αγοραστές των διαμερισμάτων της εργολαβικής αντιπαροχής του ενάγοντος. Χαρακτηριστικά αναφέρεται η περίπτωση του υποψήφιου αγοραστή της υπό στοιχείο Β-1 ιδιοκτησίας, Π. Π., ο οποίος είχε προσυμφωνήσει με τον ενάγοντα την αγορά του διαμερίσματος έναντι τιμήματος 160.000 ευρώ και με την από 8-5-2006 επιστολή, που του απηύθυνε (προς τον ενάγοντα), της οποίας τη γνησιότητα δεν αμφισβητούν οι εναγόμενες, υπαναχώρησε, δηλώνοντάς του ότι λόγω της αβεβαιότητας, που δημιουργήθηκε από την άσκηση εκ μέρους των εναγομένων αγωγής για την υπό στοιχείο Α-1 ιδιοκτησία και της δήλωσης των τελευταίων, ότι δεν θα συμπράξουν σε κανένα συμβόλαιο παρά θα το προσβάλλουν με αγωγές που θ' ασκήσουν στα αρμόδια δικαστήρια, δεν επιθυμεί πλέον να προβεί στην αγορά του διαμερίσματος και ζήτησε την επιστροφή της προκαταβολής των 5.000 ευρώ, που του έδωσε, όπως και πράγματι έγινε ... . Οι εναγόμενες επικαλούνται, ότι διατηρούν αξιώσεις έναντι της κοινοπραξίας και του ενάγοντος από ελλείψεις στις παραδοθείσες ιδιοκτησίες τους και ότι προέβησαν στις ως άνω ενέργειες, προκειμένου να διασφαλίσουν τα δικαιώματά τους, που απέρρεαν από την εργολαβική σύμβαση. Οι ίδιες άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αλεξανδρούπολης την από 21-4-2009 και με αριθμ. έκθ. κατάθεσης 89/2009 αγωγή τους, με την οποία ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη κοινοπραξία στην καταβολή προς αυτές ποσού 35.964,25 ευρώ ως αποζημίωση λόγω των ελλείψεων, που παρουσίαζαν οι ιδιοκτησίες τους. Η αγωγή αυτή, αφού συνεκδικάσθηκε με έτερη (αγωγή) της κοινοπραξίας ασκηθείσα εναντίον των ήδη εναγομένων, παραπέμφθηκε λόγω αναρμοδιότητας με την υπ' αριθμό 343/2010 απόφαση του προαναφερθέντος δικαστηρίου, προκειμένου να δικασθεί από το καθ' ύλην αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης, χωρίς έκτοτε να προκύπτει η πορεία της υπόθεσης. Από την αξιολόγηση των παραπάνω στοιχείων προκύπτει, ότι οι εναγόμενες ενήργησαν αντίθετα με την καλή πίστη και τα κρατούντα χρηστά ήθη, με την πιο πάνω έννοια τους και παραβίασαν την αρχή της ίσης μεταχείρισης και την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου, ότι παρότι, κατά τα προαναφερθέντα, για τις ένδικες αξιώσεις τους άσκησαν το σχετικό ένδικο βοήθημα, που παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 690 επ. ΑΚ, δεν επέλεξαν να συνεχίσουν την εκδίκαση στο αρμόδιο δικαστήριο της εν λόγω αγωγής τους και να προκαλέσουν την ουσιαστική διερεύνηση της αξίωσης τους ικανοποιώντας ενδεχομένως το σχετικό δικαίωμα τους, παρά επέλεξαν την άσκηση των αγωγών ακύρωσης των συμβολαίων μεταβίβασης των ιδιοκτησιών του εργολαβικού ανταλλάγματος και κυρίως της εγγραφής τους στα βιβλία διεκδικήσεων του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου, προκειμένου να προκαλέσουν σημαντικότερη ζημία στην κοινοπραξία, όπως και έγινε καθώς οι κοινοπρακτούντες αναγκάσθηκαν να μεταβιβάσουν τα διαμερίσματα της αντιπαροχής τους σε συγγενικά τους πρόσωπα αντί τιμήματος χαμηλότερου αυτού που θα πετύχαιναν υπό συνθήκες ελεύθερης αγοράς. Οι εν λόγω ενέργειες των εναγομένων ενείχαν πρόθεση επαγωγής ζημίας στον ενάγοντα ως μέλος της κοινοπραξίας και δημιούργησαν κατάφωρη ασυμμετρία μεταξύ του χρησιμοποιηθέντος μέσου [άσκηση αγωγών και εγγραφή τους στα βιβλία διεκδικήσεων του οικείου Υποθηκοφυλακείου] και του επιδιωχθέντος σκοπού [επικαλούμενη ικανοποίηση αξίωσης από την εργολαβική σύμβαση]. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, η συμπεριφορά των εναγομένων που τελέσθηκε κατά τρόπο δόλιο, που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη κλπ., έτσι, ώστε να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 919 ΑΚ, συνιστά αδικοπραξία [919 ΑΚ], που δημιουργεί υποχρέωσή τους προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης". Με τις συγκεκριμένες ως άνω πραγματικές παραδοχές το εφετείο κατέληξε, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζοντας εσφαλμένα το νόμο και εκτιμώντας λανθασμένα τις αποδείξεις έκρινε ως αβάσιμο κατ' ουσίαν το περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αγωγικό κονδύλιο και δέχθηκε το σχετικό λόγο της έφεσης του αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε μετά από αυτά την εκκαλούμενη απόφαση ως προς το τελευταίο κεφάλαιο, που αφορά τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που είναι διαφορετικό από αυτό της αποζημίωσης και υποχρέωσε τις αναιρεσίβλητες να καταβάλουν στον αναιρεσίβλητο, εις ολόκληρον η καθεμία από αυτές, το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Υπό τις εκτεθείσες ουσιαστικές παραδοχές το εφετείο προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών - που αναιρετικώς ανέλεγκτα έκρινε ως αποδεδειγμένα - στις εφαρμοσθείσες διατάξεις των άρθρων 297, 298, 919 και 932 ΑΚ, τις οποίες παραβίασε με λανθασμένη εφαρμογή, όσον αφορά τη βασιμότητα του μόνου κεφαλαίου, που έκρινε η προσβαλλόμενη απόφαση, που ήταν η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης υπέρ του αναιρεσιβλήτου και εις βάρος των αναιρεσειουσών λόγω της αντιβαίνουσας στα χρηστά ήθη συμπεριφοράς αυτών, δεδομένου, ότι μετά την απόρριψη ως αορίστων όλων των κεφαλαίων της αγωγής, με τα οποία ζητούνταν η καταβολή όλων των θετικών και αποθετικών ζημιών, ως προϋπόθεσης της θεμελίωσης και ευδοκίμησης της ένδικης αγωγής στις διατάξεις των άρθρων 914, 919 ΑΚ η περαιτέρω θεμελίωση και ευδοκίμηση της συναφούς αξίωσης από τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ απέβαινε άνευ αντικειμένου, αφού πλέον δεν θεμελιωνόταν λυσιτελώς και συγκεκριμένα η επέλευση οποιασδήποτε ζημίας στον αναιρεσίβλητο πραγματικής και ηθελημένης από της πλευράς των αναιρεσειουσών - εναγομένων, η οποία κατά την αγωγή συνδέεται αιτιωδώς και με την προβληθείσα ηθική βλάβη στο πρόσωπο του αναιρεσιβλήτου - ενάγοντος. Κατά συνέπεια, τα υποστηριζόμενα από τις αναιρεσείουσες με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ κατά το οικείο σκέλος του περί παραβίασης των παραπάνω κανόνων ουσιαστικού δικαίου είναι βάσιμα και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός αναιρετικός λόγος. Μετά από αυτά, ενόψει του ότι παρέλκει η εξέταση των λοιπών αναιρετικών λόγων, καθόσον η παραδοχή του προαναφερθέντος ως βασίμου άγει στην αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης μόνον κατά το μέρος της που αφορά την παραδοχή του κονδυλίου χρηματικής ικανοποίησης της αγωγής του αναιρεσιβλήτου και εκείνου της δικαστικής δαπάνης, πρέπει η υπόθεση ως προς την έφεση του αναιρεσιβλήτου να κρατηθεί, να δικασθεί από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρ. 580§3 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος αυτή ήδη αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 65 του ν. 4139/2013, αφού δεν χρειάζεται οποιαδήποτε περαιτέρω διευκρίνιση, να γίνει δεκτή η έφεση τυπικά και να απορριφθεί κατ' ουσίαν η αγωγή κατά το αντίστοιχο αγωγικό κεφάλαιο από τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ. Το υποβαλλόμενο από τις αναιρεσείουσες αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, εφόσον δεν αποδεικνύεται, ότι επιχειρήθηκε εκτέλεση εις βάρος τους, καθώς και πότε, από ποίον και προς ποίον καταβλήθηκε το ποσό των 30.464,91 € και μάλιστα, ενώ με την υπ' αριθμό 14/2014 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου [Τμήμα 1ο ως Συμβούλιο] ανεστάλη ως προς τη δεύτερη των αναιρεσειουσών η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι την έκδοση απόφασης του Αρείου Πάγου επί της ένδικης αίτησης αναίρεσης. Τέλος, ο αναιρεσίβλητος, που ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα σχετικά με την αναιρετική και την κατ` έφεση δίκη δικαστικά έξοδα των αναιρεσειουσών, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημά τους (άρθρ. 176, 183, 189§1, 191§2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ - Αναιρεί την υπ' αριθμό 321/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης κατά το εις το σκεπτικό μέρος της. Κρατεί και δικάζει την έφεση του αναιρεσιβλήτου κατά τον αντίστοιχο λόγο της, που αφορά το εις το σκεπτικό αγωγικό κεφάλαιο. Δέχεται αυτήν τυπικά και απορρίπτει κατ' ουσίαν. Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειουσών, τα οποία ορίζει συνολικά για την αναιρετική και την κατ' έφεση δίκη στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων [4.500,00] ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Οκτωβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προσβολή χρηστών ηθών, αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέληση – Αποζημίωση - Αιτιώδης σύνδεσμος - Διδάγματα της κοινής πείρας - Η απόρριψη ως αορίστων όλων των θεμελιωμένων στις διατάξεις των άρθρων 914, 919 ΑΚ κεφαλαίων της αγωγής, με τα οποία ζητείται η καταβολή όλων των θετικών και αποθετικών ζημιών, απαγορεύει την περαιτέρω θεμελίωση και ευδοκίμηση της συναφούς αξίωσης από τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, που βαίνει χωρίς αντικείμενο και καθίσταται αλυσιτελής η επέλευση από τον ένα διάδικο εις βάρος του άλλου διαδίκου οποιασδήποτε πραγματικής και ηθελημένης ζημίας, η οποία κατά την αγωγή συνδέεται αιτιωδώς και με την προβληθείσα ηθική βλάβη – Παραδοχή αναιρετικού λόγου ως προς το μόνο κεφάλαιο που έκρινε βάσιμο η προσβαλλόμενη απόφαση - Κρατεί και δικάζει την έφεση κατά τον αντίστοιχο λόγο - Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν -Καταδικάζει στα δικαστικά έξοδα συνολικά για την αναιρετική και την κατ` έφεση δίκη. - Απορρίπτει αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων.
Παράβαση διδαγμάτων κοινής πείρας
Αδικοπραξία , Αποζημίωση, Επαναφορά πραγμάτων, Κοινοπραξία, Παράβαση διδαγμάτων κοινής πείρας, Εκδίκαση υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο.
0
Αριθμός 2037/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Λαδά και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλήτου: Π. Λ. του Δ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Παπασωτηρίου με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/5/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 971/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 378/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 27/7/2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Μαγγίνας ανέγνωσε την από 8/9/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή των λόγων της από 22-7-2013 αίτησης και την αναίρεση της υπ' αριθμό 378/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, υπό την προϋπόθεση, ότι θα κριθούν οι λόγοι αυτοί ορισμένοι. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι] Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθμό 378/2013 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριψε την από 9-6-2011 έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθμό 971/2011 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την από 5-5-2007 αγωγή της αναιρεσίβλητης και αναγνώρισε αφενός την ακυρότητα του γενικού όρου συναλλαγών υπ' αρ. (1), που περιέχεται στο κεφάλαιο "επιβαρύνσεις υποχρεώσεις κατόχων" της από 16-11-2004 και με αριθμό ... έντυπης αίτησης και της εντεύθεν καταρτισθείσας με την αναιρεσείουσα σύμβασης σχετικά με το ύψος του επιτοκίου, από την εκ μέρους της αναιρεσίβλητης χρήση της πιστωτικής κάρτας, σε ποσοστό 15,90% επί του εκεί κεφαλαίου των 900,00 € και αφετέρου την οφειλή της αναιρεσείουσας να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη το χρηματικό ποσό των 1044,64 € με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα [άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 § 1 ΚΠολΔ], είναι συνεπώς παραδεκτή [άρθρ. 577§1 ΚΠολΔ] και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της [άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ]. ΙΙ] Κατά το άρθρο 559 παρ. 1 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν το δικαστήριο δεν εφάρμοσε τέτοιο κανόνα, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του, ή αν εφάρμοσε αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και, αν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή [ΟλΑΠ 36/1988, ΑΠ 1186/2009, ΑΠ 1126/2009]. Στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται, ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ο σχετικός λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν προφανή την παραβίαση. Η παραβίαση δηλαδή του κανόνα ουσιαστικού δικαίου πρέπει να προκύπτει από τη διατυπωθείσα προς στήριξη του διατακτικού της απόφασης ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δηλαδή από τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης επί των ζητημάτων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και με βάση τις οποίες το δικαστήριο, ως αναγκαίες, κατέληξε στην κρίση περί παραδοχής ή απόρριψης της αγωγής, της ένστασης ή αντένστασης [ΑΠ 236/2009, ΑΠ 12/2009]. Εξάλλου, είναι γνωστό, ότι το επιτόκιο, δηλαδή το ποσοστό με βάση το οποίο προσδιορίζεται συνήθως το ύψος του οφειλόμενου τόκου, προσδιορίζεται είτε με δικαιοπραξία ["δικαιοπρακτικό επιτόκιο"] είτε από το νόμο ["νόμιμο επιτόκιο"]. Ως νόμιμο επιτόκιο νοείται τόσο το εν στενή εννοία νόμιμο επιτόκιο [ΑΚ 301, 529, 547, 665 κ.τ.λ.] όσο και το επιτόκιο υπερημερίας [ΑΚ 345], καθώς και το επιτόκιο των τόκων επιδικίας [ΑΚ 346]. Εκτός όμως από την παραπάνω διάκριση στις συναλλαγές έχει επικρατήσει και η διάκριση σε "τραπεζικά " και "εξωτραπεζικά " επιτόκια. Ως "τραπεζικά" επιτόκια χαρακτηρίζονται τα πάσης μορφής επιτόκια που συνομολογούνται ή προέρχονται από τραπεζικές συμβάσεις ή τραπεζικές συναλλαγές. Σύμφωνα και με τα άρθρα 293-295 ΑΚ για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ισχύει παγίως ο διοικητικός προσδιορισμός ενός ανώτατου ορίου επιτοκίων "όπως ο νόμος ορίζει". Ο προσδιορισμός αυτός αρχικά με νομοθετική εξουσιοδότηση, που παρασχέθηκε με το άρθρο 109 παρ. 1 Εισ.Ν.ΑΚ γινόταν κάθε φορά με βασιλικό διάταγμα εκδιδόμενο ύστερα από πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας. Στη συνέχεια, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 5 του Ν. 876/1979 τα "εξωτραπεζικά" επιτόκια (δικαιοπρακτικά και υπερημερίας) καθορίζονται κάθε φορά με Πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ), ύστερα από πρόταση της Νομισματικής Επιτροπής. Σε εφαρμογή των διατάξεων αυτών με το β.δ. 21/21.8.1946 το ανώτατο από δικαιοπραξία επιτόκιο ορίστηκε σε 10% ετησίως και το νόμιμο και από υπερημερία επιτόκιο ορίστηκε σε 12% ετησίως. Τα ποσοστά αυτά ίσχυσαν μέχρι το έτος 1979, οπότε από εκεί και πέρα, τα εξωτραπεζικά επιτόκια αναπροσαρμόζονται κάθε φορά με τις εκδιδόμενες ΠΥΣ ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες. Στις ΠΥΣ αυτές γίνεται και ρητή μνεία, ότι "... η εφαρμογή τους εκτείνεται μόνο στα εξωτραπεζικά επιτόκια". Αρχικά και με βάση την εξουσιοδότηση που παρασχέθηκε με το ν.δ/μα 588/48 "περί ελέγχου πίστεως" τα "τραπεζικά επιτόκια" καθορίζονταν κάθε φορά με αποφάσεις της Νομισματικής Επιτροπής (ΝΕ). Μετά την κατάργηση της Νομισματικής Επιτροπής με το άρθρο 1 του Ν. 1266/1982 οι αρμοδιότητές της περιήλθαν αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της (ΠΔ/ΤΕ). `Εκτοτε λοιπόν και μέχρι σήμερα τα "τραπεζικά" επιτόκια καθορίζονται με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ). Αναλυτικά ως προς τα "τραπεζικά" επιτόκια το ιστορικό του καθορισμού τους μέχρι σήμερα έχει ως εξής: α. Βασικό νομοθέτημα καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων αποτελεί το ν.δ. 588/1948 "περί ελέγχου πίστεως", όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. Με την παρ. 3 του αρθρ. 2 του διατάγματος αυτού (588/48) εξουσιοδοτήθηκε η Νομισματική Επιτροπή να καθορίζει με αποφάσεις της το επιτόκιο (συμβατικό και υπερημερίας) και την προμήθεια των τραπεζικών πιστώσεων (αλλά και των καταθέσεων κ.τ.λ.) ακόμα και "κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις". Η ως άνω διάταξη τροποποιήθηκε με το αρθρ. 1 ν.δ. 3760/57, άρθρο 4 παρ. 2 Ν. 128/75 και τέλος με το άρθρο 2 Ν. 1046/80 και έκτοτε έχει ως εξής: "Δια των αποφάσεων τούτων δύναται να καθορίζεται και να μεταβάλληται εκάστοτε το ύψος του τόκου και των λοιπών επιβαρύνσεων εκ των προς οιονδήποτε σκοπόν υπό τραπεζών ή ετέρων πιστωτικών οργανισμών παρεχομένων ή παρασχεθεισών πιστώσεων ή δανείων ή εκδοθέντων ομολογιακών δανείων ή τραπεζικών ομολόγων, το επιτόκιο των καταθέσεων πάσης φύσεως, ως και το ύψος και το είδος πάσης φύσεως επιβαρύνσεως εισπραττομένης υπό των τραπεζών και ετέρων πιστωτικών οργανισμών δια τας παρεχομένας υπ' αυτών πάσης φύσεως υπηρεσίας. Αι αποφάσεις αύται δύνανται να λαμβάνονται κατά παρέκκλισιν από πάσης γενικής ή ειδικής διατάξεως περί του ύψους του τόκου και των λοιπών επιβαρύνσεων, δύνανται δε να ορίζουν ότι τα δι' αυτών καθοριζόμενα εκάστοτε επιτόκια ή όρια επιτοκίων και λοιπών επιβαρύνσεων ισχύουν και επί υφισταμένων τοιούτων συμβάσεων δανείων ή πιστώσεων, καταθέσεων, ομολογιακών δανείων ή τραπεζικών ομολόγων ανεξαρτήτως του κατά περίπτωσιν επιλεγέντος υπό των δικαιοπρακτούντων τρόπου καθορισμού του επιτοκίου και των λοιπών επιβαρύνσεων υποκείμεναι εις την περίπτωσιν ταύτην εις την έγκρισιν του Υπουργικού Συμβουλίου". Με βάση τα ανωτέρω από την ισχύ του παραπάνω ν.δ/τος (588/1948), η Νομισματική Επιτροπή και από του έτους 1982 συνεχώς ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος καθόριζε, τόσο το ελάχιστο όσο και το ανώτατο ύψος των τραπεζικών επιτοκίων και οι τράπεζες ήσαν υποχρεωμένες να προσδιορίζουν τα επιτόκια των διαφόρων μορφών χορηγήσεων ή καταθέσεων μέχρι του ύψους αυτού. Τα οριζόμενα με βάση τις παραπάνω διατάξεις τραπεζικά επιτόκια μπορεί να ήσαν (και πολλές φορές συνέβαινε αυτό) ανώτερα των εξωτραπεζικών ("δικαιοπρακτικών") επιτοκίων, αφού ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να λειτουργεί, σύμφωνα με την παραπάνω ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση και "... κατά παρέκκλιση από πάσης γενικής ή ειδικής διατάξεως περί του ύψους του τόκου ...". Συνεπώς τα "τραπεζικά" επιτόκια αποτελούσαν πάντοτε ξεχωριστή κατηγορία επιτοκίων μη επικαλυπτόμενη από άποψη πεδίου εφαρμογής από εκείνη των εξωτραπεζικών επιτοκίων, αφού κάθε μία κατηγορία ρυθμιζόταν από διαφορετικά όργανα με βάση δύο σαφώς διαφορετικές νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1987 τα τραπεζικά επιτόκια τόσο ως προς το ανώτατο όσο και ως προς το κατώτατο ύψος τους υπάγονταν σε αυστηρό διοικητικό προσδιορισμό από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και οι τράπεζες δεν είχαν το δικαίωμα να ορίζουν μικρότερα ή μεγαλύτερα επιτόκια, αλλά σύμφωνα και με ρητή διάταξη του άρθρου 6 του ν.δ/τος 548/48 τα οριζόμενα αυτά επιτόκια ήσαν υποχρεωτικά και για τις τράπεζες και για τους δανειζόμενους. β. Με την υπ' αριθμό 1087/29.6.87 ΠΔ/ΤΕ άρχισε η μερική απελευθέρωση του τρόπου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων στις βραχυπρόθεσμες αρχικά χορηγήσεις και καθορίσθηκε για πρώτη φορά με την εν λόγω Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος μόνο το ελάχιστο όριο των επιτοκίων αυτών (τραπεζικών). Η πράξη αυτή τροποποιήθηκε με διάφορες άλλες, που καθόρισαν το ελάχιστο (τραπεζικό) επιτόκιο σε διάφορες μορφές χορηγήσεων, καθώς και το επιτόκιο υπερημερίας [1088/29.6.87, 1108/21.7.87, 1143/87, 1183/87, 1574/89, 1715/90, 1969/91, 2007/91, 1976/91, 2091/92]. γ. Στη συνέχεια με την υπ' αριθμό 2326/94 ΠΔ/ΤΕ καταργήθηκαν και τα ελάχιστα όρια όλων σχεδόν των "τραπεζικών" επιτοκίων χορηγήσεων, ενώ με την υπ' αριθμό 2393/96 ΠΔ/ΤΕ καθορίσθηκε "πλαφόν" προς τα άνω μόνο για το επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο δεν μπορούσε να ήταν μεγαλύτερο του 2,5% του συμφωνηθέντος (συμβατικού) επιτοκίου. Με προηγούμενη πράξη του (1574/89) ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος είχε ορίσει, ότι το επιτόκιο υπερημερίας για τις χορηγήσεις σε δραχμές του πιστωτικού ιδρύματος δεν έπρεπε να υπολείπεται κατά κατώτατο όριο του προβλεπόμενου ελαχίστου ορίου του επιτοκίου των δανείων που χορηγούνται για κεφάλαια κίνησης προσαυξημένο κατά τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες. δ. Τέλος στην υπ' αριθμό 2286/28.1.94 ΠΔ/ΤΕ σχετικά με την καταναλωτική πίστη, τη χορήγηση δανείων σε φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη προσωπικών αναγκών καθώς και για τις αγορές μέσω πιστωτικών καρτών κ.τ.λ., πλην των άλλων, ως προς το ύψος των επιτοκίων ορίζονται τα εξής: "... Με την προϋπόθεση της τήρησης του ενώπιον συνολικού κατ' άτομο ορίου των δρχ. οκτώ εκατομμυρίων και των ειδικότερων ορίων των παρ. β. και γ., το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν". Η εν λόγω πράξη του Διοικητή κάνει λόγο για επιφύλαξη "επιτοκίων χορηγήσεων", πράγμα που παραπέμπει σαφώς στις τραπεζικές χορηγήσεις και όχι τις εξωτραπεζικές δικαιοπραξίες, αφού στις τελευταίες δεν τίθεται θέμα "χορηγήσεων" αλλά συμβάσεων, καθόσον η λέξη "χορηγήσεις" υποδηλώνει σαφώς τις κατ' εξοχήν τραπεζικές συναλλαγές. Μετά τις ανωτέρω πράξεις επήλθε πλήρης απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων [πλην του ανώτατου ορίου του επιτοκίου υπερημερίας και ελαχίστων άλλων κατηγοριών χορηγήσεων], τα οποία πλέον θα μπορούσαν να καθορίζουν ελεύθερα οι τράπεζες. Στόχος της απελευθέρωσης αυτής ήταν η, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Ο ανταγωνισμός λειτούργησε προς αυτή την κατεύθυνση και λόγω και των οικονομικών συνθηκών άρχισε από το έτος 1994 η μείωσή τους. Εξαίρεση αποτελούν τα επιτόκια που ισχύουν στις χορηγήσεις της καταναλωτικής πίστης [κάρτες, καταναλωτικά δάνεια, κ.τ.λ.], τα οποία λόγω της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζουν αυτά τα δάνεια [χορήγηση χωρίς πρόσθετες εξασφαλίσεις, μεγάλες επισφάλειες, απασχόληση μεγάλου αριθμού υπαλλήλων κ.λπ.], διαμορφώθηκαν από όλες τις τράπεζες σε ύψος μεγαλύτερο από τα εξωτραπεζικά (δικαιοπρακτικά) επιτόκια. Επομένως, μετά την επελθούσα απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων, δεν ήταν αναγκαίο ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος να ασκεί τη ρυθμιστική του αρμοδιότητα, εάν δεν συνέτρεχαν σοβαροί λόγοι και να καθορίζει κάθε φορά το ύψος των επιτοκίων αυτών (τραπεζικών), όπως συνέβαινε και συμβαίνει με τα εξωτραπεζικά επιτόκια. Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως είχε δικαίωμα, κατ' εξουσιοδότηση νόμου, ρητά και ηθελημένα απελευθέρωνε τα τραπεζικά επιτόκια και επέτρεπε στις τράπεζες την ελεύθερη διαμόρφωσή τους. Ρητή αναφορά στην απελευθέρωση των "τραπεζικών" επιτοκίων γίνεται στην ΠΔ/ΤΕ υπ' αριθμό 2007/17.12.1991 - 13.1.1992 (εγκριθείσα με την ΠΥΣ με αριθμό 4/8.1.92), με την οποία αναπροσαρμόστηκε το επιτόκιο των υφισταμένων κατά την 1.2.92 υπολοίπων των δανείων εκείνων στα οποία "... δεν ισχύει ρήτρα αναπροσαρμογής επιτοκίου, γιατί εξαρτά την αναπροσαρμογή του επιτοκίου από τη μεταβολή διοικητικά καθοριζομένου σταθερού επιτοκίου, που ήδη έχει απελευθερωθεί ...". Περαιτέρω, η απελευθέρωση ειδικώς των τραπεζικών επιτοκίων έγινε και προς εναρμονισμό με τα ισχύοντα αντίστοιχα στις χώρες της Ενωμένης Ευρώπης. Επίσης η απελευθέρωση αυτή δικαιολογείται και από το γεγονός ότι ο τραπεζικός τόκος δεν είναι μόνο μέσο πιστωτικής πολιτικής, αλλά και νομισματικής πολιτικής, η οποία ασκείται από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και έχει ως στόχο την προστασία της αξίας του ενιαίου νομίσματος των χωρών της Ευρωζώνης και ως εκ τούτου ένα εθνικά καθοριζόμενο ποσοστό ανώτατου ορίου τραπεζικού επιτοκίου θα ήταν ασυμβίβαστο προς τις αρχές αυτές. Κατόπιν των ανωτέρω γίνεται σαφές, ότι παγίως και σταθερώς και με βάση ρητό νομικό καθεστώς ισχύουν ανέκαθεν δύο παράλληλες ανεξάρτητες και διακριτές μεταξύ τους ρυθμίσεις, που αναφέρονται η μεν μία στα επιτόκια των τραπεζικών συναλλαγών (τραπεζικά επιτόκια) με αρμόδιο για τη ρύθμιση τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (και παλαιότερα τη Νομισματική Επιτροπή), η δε άλλη αναφέρεται στα επιτόκια όλων των άλλων, πλην των τραπεζικών, συναλλαγών (εξωτραπεζικά επιτόκια), με αρμόδιο για τη ρύθμιση το Υπουργικό Συμβούλιο. Για το λόγο αυτό άλλωστε στις περισσότερες ΠΥΣ ορίζεται, ότι η εφαρμογή τους εκτείνεται μόνο στα "εξωτραπεζικά" επιτόκια. Ούτε σύγχυση αρμοδιοτήτων υπήρξε ποτέ, ούτε πολύ περισσότερο επικάλυψη ή συμπλήρωση ρύθμισης της πρώτης κατηγορίας από τη δεύτερη. Αρχικώς και μέχρι τις αρχές του έτους 1987 ο Διοικητής ρύθμιζε και καθόριζε τα τραπεζικά επιτόκια τόσο ως προς το κατώτερο όσο και ως προς το ανώτατο όριο τους. Μετά το 1987 η Τράπεζα της Ελλάδος, με τις ανωτέρω Πράξεις του Διοικητή της, προώθησε ηθελημένα τη σταδιακή απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων χορηγήσεων, η οποία ολοκληρώθηκε το έτος 1993, οπότε καθιερώθηκε και έκτοτε ισχύει η πλήρης απελευθέρωση καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων χορηγήσεων με εξαίρεση τα επιτόκια υπερημερίας και ελαχίστων άλλων κατηγοριών χορηγήσεων. Μετά την απελευθέρωση αυτή οι τράπεζες καθορίζουν πλέον οι ίδιες τα συμβατικά επιτόκια χορηγήσεων, χωρίς να δεσμεύονται από το ύψος των εξωτραπεζικών επιτοκίων και δεν βρίσκει έρεισμα στις ισχύουσες διατάξεις η άποψη ότι, σε περίπτωση κατά την οποία ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος παραλείψει να ορίσει το ύψος των τραπεζικών επιτοκίων, προκαλείται "κενό" και πρέπει να ισχύουν αναλογικώς και επί των τραπεζικών συναλλαγών τα υπό του Υπουργικού Συμβουλίου οριζόμενα εξωτραπεζικά επιτόκια. Η παράλειψη αυτή της Τράπεζας της Ελλάδος δεν δημιουργεί (νομοθετικό) κενό, ανυπαρξία δηλαδή ύψους και ποσοστού επιτοκίων για να ισχύει η αναλογική εφαρμογή, αλλά ηθελημένη άσκηση νόμιμης εξουσίας και αρμοδιότητας, η οποία συνίσταται στη ρητή απόφαση του να καθορίζουν οι τράπεζες ελεύθερα τα επιτόκια χορηγήσεων. Ιδιαίτερα δε ως προς τα δάνεια της καταναλωτικής πίστης και τις κάρτες υπάρχει σαφής και ρητή διάταξη στην πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (2286/1999) σύμφωνα με την οποία "... το επιτόκιο καθορίζεται από τη δανείστρια τράπεζα ...". Στο άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου με αριθμό 4, Για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που προβλέπονται στο άρθρο 129 παρ. 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής 'Ενωσης, ορίζεται ως στόχος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, σύμφωνα με τα άρθρα 127 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή 'Ενωση και 282 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Με την επιφύλαξη του στόχου της σταθερότητας των τιμών, το ΕΣΚΤ στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Ένωση, προκειμένου να συμβάλλει στην υλοποίηση των στόχων της Ένωσης, που ορίζονται στο άρθρο 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, μεταξύ των οποίων η εγκαθίδρυση καθεστώτος ανόθευτου ανταγωνισμού, ο συντονισμός της οικονομικής πολιτικής των Κρατών μελών, η προσέγγιση των νομοθεσιών κτλ. Το ΕΣΚΤ ενεργεί σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, που ευνοεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων και σύμφωνα με τις αρχές που εξαγγέλλονται στο άρθρο 119 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μετά την επελθούσα πλήρη απελευθέρωση ορισμού των τραπεζικών επιτοκίων προκαλείται ρήγμα στο καθεστώς ισχύος των γενικών για τον τόκο νομοθετικών κανόνων, οι οποίοι λαμβάνονται ως βάση στο διοικητικό καθορισμό ανώτατου ορίου τόκου. Ειδικότερα δεν έχουν πλέον νόημα ούτε εφαρμογή υπό το ισχύον πλέον καθεστώς ελεύθερου διαπραγματεύσιμου επιτοκίου οι παρακάτω γενικοί κανόνες του Αστικού και του Ποινικού Δικαίου: α. Η διάταξη της παρ. 1 εδ. α' του άρθρου 293 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι "το ανώτατο όριο του οφειλόμενου τόκου από δικαιοπραξία προσδιορίζεται όπως ορίζει ο νόμος". β. Η διάταξη της παρ. 2 του ίδιου αυτού άρθρου, η οποία ορίζει ότι "το ποσοστό του οφειλόμενου από το νόμο ή από υπερημερία τόκου προσδιορίζεται όπως ορίζει ο νόμος". γ. Η διάταξη του άρθρου 294 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι "κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το επιπλέον", άρα και η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 404 Π.Κ. για την τοκογλυφία. δ. Η διάταξη του άρθρου 295 παρ. 1 ΑΚ, η οποία ορίζει, ότι "αν οφείλεται τόκος από δικαιοπραξία, χωρίς να ορίζεται το ποσοστό του, ισχύει ο νόμιμος τόκος". ε. Η διάταξη του άρθρου 345 ΑΚ, στο σημείο της ειδικά, όπου ορίζεται, ότι σε υπερημερία χρηματικής οφειλής, ο δανειστής δικαιούται να απαιτήσει "τον από το νόμο οριζόμενο" τόκο υπερημερίας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 "περί προστασίας των καταναλωτών", όπως είχε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχείο β' του ν. 2741/1999, οι γενικοί όροι των συναλλαγών, δηλαδή οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο αυτή, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους, χορηγεί, εκτός των άλλων, καταναλωτικά, ή στεγαστικά δάνεια. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται. Ο περιέχων τη διάταξη αυτή νόμος 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 "σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές". Στο άρθρο 3 παρ. 1 της εν λόγω οδηγίας ορίζεται, ότι "ρήτρα σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση". Η ρύθμιση της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 του ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Η ανωτέρω παράγραφος στην αρχική της διατύπωση χρησιμοποιούσε τον όρο "υπέρμετρη διατάραξη" της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, αποκλίνοντας έτσι φραστικά από τη διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της ανωτέρω Οδηγίας, η οποία ομιλεί για "σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών". Στενή γραμματική ερμηνεία του όρου "υπέρμετρη διατάραξη" θα οδηγούσε σε σημαντικό περιορισμό της δυνατότητας ελέγχου του περιεχομένου των γενικών όρων των συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.) και συνεπώς σε μειωμένη προστασία του καταναλωτή έναντι εκείνης της Οδηγίας. Η ανάγκη της σύμφωνης με την Οδηγία ερμηνείας του εθνικού δικαίου, επιβάλλει, ο όρος "υπέρμετρη διατάραξη" να εκληφθεί, διασταλτικά ερμηνευόμενος, ότι σημαίνει "ουσιώδη ή σημαντική" διατάραξη. Η ανάγκη αυτή εναρμονισμένης δηλαδή προς την οδηγία ερμηνείας, επιβάλλει να δοθεί η ίδια έννοια μέσω τελολογικής συστολής, στον όρο "διατάραξη" και μετά την απάλειψη του όρου "υπέρμετρη" στην οποία προέβη ο νεότερος νομοθέτης με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχείο β' του ν. 2741/1999 και συνεπώς και μετά την τροποποίηση αυτή, προϋπόθεση της καταχρηστικότητας κάποιου Γ.Ο.Σ. είναι, η με αυτόν "ουσιώδης ή σημαντική" διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (ΟλΑΠ 6/2006). Περαιτέρω, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ. που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παράγραφο 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικώς και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται κατ' αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Η σωρευτική, εφαρμογή από το δικαστήριο των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, επιβάλλεται δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου "της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή" είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επί μέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου. Επιπλέον, και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές περιπτώσεις, κατ` αμάχητο τεκμήριο, καταχρηστικότητας, αποτελούν δείκτες που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και συγκεκριμένα της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις είναι και η αρχή της διαφάνειας, η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επί μέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της εκ των προτέρων, χωρίς σπουδαίο λόγο, δέσμευσης του καταναλωτή, να μην ασκήσει κατά την λειτουργία και εξέλιξη της σύμβασης, νόμιμα δικαιώματά του έναντι του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας, οι Γ.Ο.Σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, ενώ καταρχήν δε λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου Γ.Ο.Σ., εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας, ελέγχεται εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν δηλαδή έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας. Επιπροσθέτως, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α` του ίδιου πιο πάνω ν. 2251/1994, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ.5 ν. 3587/2007, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Κατά την ίδια διάταξη, όπως ισχύει μετά την κατά τ` ανωτέρω αντικατάστασή της, ως καταναλωτής νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων, χωρίς νομική προσωπικότητα, για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους [ΑΠ 1332/2012, ΑΠ 7/2011]. Περαιτέρω, η υπ' αριθμό 178/19-7-2004 [ΦΕΚ 1872/Α/26-27.12.2006] απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος [ΕΤΠΘ/ΤΕ], διευκρινίζοντας τις Πράξεις Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος [ΠΔ/ΤΕ] 1087/1987, 1216/1987, 1955/1991, 2286/1994, 2326/1994 και 2501/2002, που αφορούν την διαμόρφωση των επιτοκίων και την ενημέρωση των συναλλασσομένων εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων, αφού έλαβε υπ' όψη: α] τις διατάξεις του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος και ειδικότερα των άρθρων 2 και 55Α, όπως ισχύουν, β] τις διατάξεις του ν.δ. 588/1948 περί ελέγχου της πίστεως, όπως ισχύουν, γ] τα άρθρα 13 παράγρ. 5 και 18 παράγρ. 5 εδ. πρώτο του ν. 2076/1992 "Ανάληψη και άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλες συναφείς διατάξεις", όπως ισχύουν, δ] τις διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική που ασκείται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, ε] την ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, σε συνδυασμό με την ΠΔ/ΤΕ 1216/1987, καθώς και τις ΠΔ/ΤΕ 1955/1991, 2286/1994 και 2326/1994 που αφορούν, μεταξύ άλλων, στην ελεύθερη διαμόρφωση των επιτοκίων εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων, στ] την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 σχετικά με την ενημέρωση των συναλλασσομένων εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους, ζ] το γεγονός ότι τα τραπεζικά και τα εξωτραπεζικά επιτόκια αποτελούν κατηγορίες επιτοκίων εκάστη των οποίων εξαρτάται από διαφορετικούς παράγοντες και διαμορφώνεται με βάση διαφορετικά κριτήρια, υποκείμενες, για το λόγο αυτό, σε απολύτως διακριτές, μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις (άρθρο 2 παρ. 3 ν.δ. 588/48 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 ν.1266/82, όπως ισχύει και το άρθρο 15 παρ. 5 ν.876/1979, αντιστοίχως), η] το γεγονός ότι κατά τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί εντός του πλαισίου της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, βάσει των άρθρων 2, 4 και 105.1 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και 2 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, θ] την ανάγκη διευκρίνισης ορισμένων διατάξεων των προαναφερόμενων ΠΔ/ΤΕ ώστε να διασφαλισθεί η ορθή και ενιαία εφαρμογή τους, χάριν της ευχερέστερης επίτευξης των σκοπών τους, ι] το έγγραφο της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών 865/23.6.2004 με αίτημα την ερμηνεία των σχετικών με τη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων διατάξεων, ια] το από 23.5.2002 έγγραφο του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προς την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, επί αναλόγου αιτήματός της, με το οποίο επεξηγήθηκε αναλυτικά, με αντίστοιχη νομική θεμελίωση, το ως άνω ζήτημα, αποφάσισε να διευκρινίσει τις σχετικές διατάξεις των ΠΔ/ΤΕ 1087/1987, 1216/1987, 1955/1991, 2286/1994 και 2326/1994, καθώς και τις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 Κεφ. Α, τελευταίο εδάφιο, Κεφ. Β, παρ. 1 εδ. στ, παρ. 2 εδ. α (iv), (vi), παρ. 3, Κεφ. Γ παρ. 1 εδ.ε', παρ. 2 και Κεφ. ΣΤ, ως εξής: 1. Δεν είναι συμβατός προς τις αναφερόμενες ανωτέρω, υπό στοιχεία (ζ) και (η), αρχές, ο διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια, ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο και ότι το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόμενο και το σκοπό του, στους παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται ελεύθερα ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Κατά συνέπεια οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων [ΠΔ/ΤΕ 1087/1987 κτλ.] συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό. Εν προκειμένω η αναιρεσείουσα μέμφεται την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για τις ακολουθούσες πλημμέλειες, που παρουσιάζονται στο σκεπτικό της και με τις οποίες παραβιάσθηκαν οι εκεί διατάξεις κανόνων ουσιαστικού δικαίου και πληρώθηκε το πραγματικό του αναιρετικού λόγου από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και ειδικότερα, εφαρμόσθηκαν πλημμελώς οι διατάξεις των άρθρων: i] 2 του ν. 1046/1980, 1 περ. Β' της ΠΔ/ΤΕ 1955/1991, που αφορά τους κανόνες χορήγησης δανείων από πιστωτικά ιδρύματα και της ΠΔ/ΤΕ 2286/1994, ii] 281, 288 και 914 ΑΚ, 2 παρ. 7 περ. ια' του ν. 2251/1994 σε συνδυασμό προς το άρθρο 2 παρ. 1, 3 10 αυτού και 25 του Συντάγματος, iii] 281 ΑΚ και iv] η έχουσα κανονιστική ισχύ υπ' αρ.178/19-7-2004 απόφαση της ΕΤΠΘ/ΤΕ. Προς διερεύνηση της βασιμότητας των ως άνω παραδεκτών λόγων επισκοπούνται, παραδεκτώς, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, από τα διαδικαστικά έγγραφα το δικόγραφο της αγωγής και η προσβαλλόμενη απόφαση προς διάγνωση της αλήθειας των διαλαμβανόμενων σ' αυτούς και αποδιδόμενων στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτιάσεων. Από το παραδεκτά επισκοπούμενο δικόγραφο της αγωγής προκύπτει, ότι σ' αυτό εκτίθενται, ότι η αναιρεσίβλητη στις 16-11-2004 μέσω της επιχείρησης αισθητικής, που είχε τον διακριτικό τίτλο "lipogen" και ήταν συμβεβλημένη με την αναιρεσείουσα υπέβαλε προς την τελευταία έντυπη αίτηση για την έκδοση πιστωτικής κάρτας, την οποία αυτή εξέδωσε συμβαλλόμενη μαζί της, ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης δεν απετέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης το ύψος του ετήσιου τραπεζικού επιτοκίου για την προς αυτή χρηματική χορήγηση, ότι, ενώ το νόμιμο, δικαιοπρακτικό, τραπεζικό επιτόκιο, όπως είχε καθορισθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το σχετικό νόμο, ανερχόταν στο χρόνο της σύμβασης [16-11-2004] σε ποσοστό 8% ετησίως, η αναιρεσείουσα αξίωσε ετήσιο επιτόκιο, που ανερχόταν σε ποσοστό 15.90%, το οποίο εισέπραξε, ότι τόσο στην έντυπη αίτηση, την οποία η αναιρεσείουσα είχε προσχεδιάσει ως απευθυνόμενη σε αόριστο αριθμό καταναλωτών, που ενδιαφέρονταν για την απόκτηση και χρήση πιστωτικής κάρτας, όσο και στον έντυπο, έχοντα τον αριθμό 1, γενικό όρο συναλλαγών (Γ.Ο.Σ), που, ομοίως, απευθυνόταν σε αόριστο αριθμό υποψηφίων καταναλωτών, αναγραφόταν, ότι το ετήσιο τραπεζικό (συμβατικό) επιτόκιο ανερχόταν στο ύψος του 15,90% επί του εκάστοτε άληκτου πιστωθέντος κεφαλαίου, δηλ. του υπολοίπου, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται σ' αυτό και η προβλεπόμενη εισφορά του ν. 128/1975, με την άθροιση της οποίας το συνολικό ετήσιο επιτόκιο ανέβαινε σε ποσοστό 16,50%, ότι στην αναιρεσείουσα απευθύνθηκε η αναιρεσίβλητη, γιατί αποτελεί κορυφαίο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στην Ελλάδα και είχε διαφημιστεί το όλο πρόγραμμα από τα Μ.Μ.Ε. και τα διαφημιστικά φυλλάδια των συμβεβλημένων μαζί της εμπορικών εταιρειών, μεταξύ των οποίων και η αντισυμβαλλόμενη εταιρεία "lipogen", ότι διαψεύστηκε η εμπιστοσύνη, που επέδειξε η αναιρεσίβλητη προς την αναιρεσείουσα με την επιλογή και απόκτηση της κάρτας της αναιρεσείουσας, παραβλέποντας κάρτες άλλων τραπεζών, διότι, τελικώς, διαπίστωσε, ότι η τελευταία της απέκρυψε υπαιτίως το απολύτως ενδιαφέρον για την αναιρεσίβλητη γεγονός, ότι, ενώ το ανώτατο επιτρεπόμενο συμβατικό (τραπεζικό) επιτόκιο για την απόκτηση και χρήση της πιστωτικής κάρτας ανερχόταν σε 8%, αυτή δέχθηκε να πληρώσει συμβατικό, τραπεζικό, επιτόκιο 15,90%, που ήταν πολύ μεγαλύτερο από το οικείο εξωτραπεζικό και ότι με την επιβολή από την αναιρεσείουσα του τελευταίου [15,90%] μη νομίμου επιτοκίου αντί του, κατά τις 16-11-2004, νομίμου, που ήταν 8% ετησίως, αναγκάστηκε να εξοφλήσει μέχρι και τις 27-5-2005 την αναιρεσείουσα καταβάλλοντας εκτός από το ποσό των 900 €, που ενσωμάτωνε το κεφάλαιο και άλλο ποσό 81,92 €, που εξέφραζε τους τόκους και έτσι άκυρα, καταχρηστικά και μη νόμιμα επιβαρύνθηκε η αναιρεσίβλητη με μεγαλύτερο ποσοστό τόκου και υπέστη αυτή τελικά συνολική περιουσιακή ζημία 44,64 €. Με αυτά τα πραγματικά περιστατικά ζητούσε η αναιρεσίβλητη ν' αναγνωρισθεί και στη συνέχεια να απαγγελθεί η ακυρότητα του έχοντος αριθμό 1 Γ.Ο.Σ στην παραπάνω έντυπη αίτηση και στην εντεύθεν καταρτισθείσα μεταξύ αυτής και της αναιρεσείουσας ένδικης σύμβασης, όπου το ύψος του επιτοκίου από τη χρήση της πιστωτικής κάρτας εκ μέρους της αναιρεσίβλητης καθοριζόταν σε 15,90% επί ποσού κεφαλαίου 900,00 €. Από την παραδεκτή επισκόπηση της αναιρετικά προσβαλλόμενης απόφασης, πρώτον κατά το μέρος της νομικής υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών της αγωγής, που γίνεται σ' αυτήν και δεύτερον κατά το μέρος της παράθεσης των ουσιαστικών διαπιστώσεων στην ελάσσονα πρότασή της, ώστε με την περαιτέρω υπαγωγή αυτών στις διατάξεις του ουσιαστικού νόμου να κριθεί, αν, στο δεύτερο βαθμό, υπήρξε λανθασμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, προέκυψε, ότι έγιναν δεκτά από αυτή τα ακόλουθα: Σύμφωνα με την ΠΔ/ΤΕ υπ' αριθμ. 2286/28.1.1994, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του ν. 1266/1982, σχετικώς με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δανείων, τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα, με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί ελαχίστων επιτοκίων χορηγήσεων που τυχόν ισχύουν. Η επέμβαση του νομοθέτη στην περίπτωση αυτή περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών μόνο επιτοκίων. Τα εξωτραπεζικά επιτόκια παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνική και οικονομική σημασία και να αφορούν και αυτά τις σχετικές προς τούτο τραπεζικές συμβατικές σχέσεις - συναλλαγές, ότι ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεσή τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών και με την έννοια αυτή η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο, δηλαδή, από το άρθρο 281 ΑΚ σε συνδυασμό και με τα άρθρα 288, ΑΚ 4 § 1, 2 και 25 § 3 του Συντάγματος. Ενόψει των ανωτέρω γενικός όρος που επιτρέπει στην τραπεζική ανώνυμη εταιρεία να καθορίζει εκάστοτε συμβατικό τόκο με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη - καταναλωτή στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων, με καταβολές δόσεων, όπως, ομοίως συμβαίνει και στις χορηγούμενες από τις Τράπεζες πιστωτικές κάρτες είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος λόγω της αντίθεσής του προς το άρθρο 2 § 7 περίπτ. ια' του ν. 2251/94 σε συνδυασμό και με το άρθρο 2 § 1, 3, 10 του ίδιου ως άνω νόμου. Το τραπεζικό επιτόκιο υπερέβη το εξωτραπεζικό, κάτι που δεν είναι επιτρεπτό και καθιστά καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος από την τράπεζα. Το ανώτατο νόμιμο ετήσιο δικαιοπρακτικό επιτόκιο του 8% είχε καθορισθεί και ίσχυε κατά το χρόνο της σύμβασης βάσει της από 5-6-2003 απόφασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δυνάμει του άρθρου 3 παρ.2 ν. 2842/2000 (Π.Υ.Σ 1/14-1-2000), που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 207/27-9-2000 και εφαρμοζόταν και στην ένδικη σύμβαση, όπου ρητά είχε συμφωνηθεί επιτόκιο 15,60%, το οποίο όμως δε μεταβλήθηκε καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασης. Ο εν λόγω όρος είναι καταχρηστικός με βάση το γενικό κριτήριο του νόμου, δηλαδή, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 ν. 2251/94 όπως το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 που είχε αυτή αντικ. από την παρ. 24 του άρθρου 10 του ν. 2741/1999 αντικ. από την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3587/2007. Στις ακολουθούσες ουσιαστικές διαπιστώσεις της ελάσσονος πρότασης γίνονταν δεκτά, ότι στις 16-11-2004 μέσω της επιχείρησης αισθητικής "LIPOGEN" η αναιρεσίβλητη υπέβαλε προς την αναιρεσείουσα Τράπεζα την υπ' αριθμό ... έντυπη αίτηση για έκδοση πιστωτικής κάρτας. Με βάση αυτήν η αναιρεσίβλητη συμβλήθηκε με την αναιρεσείουσα και η τελευταία εξέδωσε την ... πιστωτική κάρτα VISA ELECTRON. Η έννομη σχέση που είχε συναφθεί μεταξύ των διαδίκων έφερε το χαρακτήρα έμμισθης εντολής στη διάρκεια της οποίας η αναιρεσείουσα ανέλαβε έναντι πληρωμής συνδρομής προς αυτήν από την αναιρεσίβλητη ύψους 25 ευρώ να εξοφλεί τις ανειλημμένες υποχρεώσεις της τελευταίας έναντι του κέντρου αισθητικής, ώστε η αναιρεσίβλητη να παρακολουθήσει πρόγραμμα αισθητικής του προσώπου της αλλά και να μπορεί να συμβάλλεται με όλες γενικά τις συμβεβλημένες με την αναιρεσείουσα επιχειρήσεις προς απόκτηση εκ μέρους της καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών μέσα στο συμφωνημένο όριο του πιστωθέντος χρηματικού ποσού των 1500 €. Μεταξύ των γενικών όρων συναλλαγών, που περιλαμβάνονταν στην εν λόγω έντυπη αίτηση, ήταν και ο υπ' αριθμό (1) γενικός όρος συναλλαγών (ΓΟΣ) κατά τον οποίο το βασικό επιτόκιο για τη χρήση της πιστωτικής κάρτας VISA ELECTRON προβλέφθηκε ν' ανέλθει σε 15,90% επί του εκάστοτε άληκτου πιστωθέντος κεφαλαίου (υπολοίπου), χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η προβλεπόμενη εισφορά του ν. 128/1975, με την άθροιση της οποίας το συνολικό ετήσιο επιτόκιο ανερχόταν σε 16,50%. Το εν λόγω επιτόκιο υπερέβαινε το ανώτατο νόμιμο ετήσιο δικαιοπρακτικό επιτόκιο του 8%, όπως αυτό είχε καθορισθεί και ίσχυε κατά το χρόνο της σύμβασης με βάση την από 5-6-2003 απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δυνάμει του άρθρου 3 παρ. 2. ν. 2842/2000 (Π.Υ.Σ. 1/14-1-2000), .... . Στις 22.11.2004 η αναιρεσίβλητη χρησιμοποίησε την επίδικη πιστωτική κάρτα για να παρακολουθήσει στο υποκατάστημα της "LIPOGEN" στη ... πρόγραμμα αισθητικής προσώπου αξίας 900 ευρώ και επιβαρύνθηκε για χρήση της κάρτας με το προαναφερθέν επιτόκιο 15,90% επί του ποσού των 900 ευρώ πλέον της προβλεπόμενης εισφοράς του ν.128/1975 από 0,60%, που προσαύξανε το ένδικο επιτόκιο, και, με την άθροιση της οποίας το ετήσιο επιτόκιο ανερχόταν πλέον σε 16,50% επί του πιστωθέντος ποσού των 900 ευρώ. Την εν λόγω οφειλή της προς την αναιρεσείουσα εξόφλησε πλήρως η αναιρεσίβλητη, καίτοι η "LIPOGEN" έκλεισε λίγες ημέρες μετά την έκδοση της πιστωτικής κάρτας, καταβάλλοντας σταδιακώς στο χρονικό διάστημα από 22-11-2004 έως 27-5-2005, δηλαδή για χρονικό διάστημα 189 ημερών, το ποσό των 900 ευρώ για κεφάλαιο και 81,92 ευρώ για τόκους. Με την καταβολή από την αναιρεσίβλητη και την είσπραξη από την αναιρεσείουσα από τα αρμόδια όργανά της, για λογαριασμό της, ποσού 81,92 € για τόκους, με βασικό επιτόκιο 15,90% αντί του ανώτατου κατά την αντίστοιχη χρονική περίοδο εξωτραπεζικού δικαιοπρακτικού τόκου 8%, επήλθε μη νόμιμος εκτοκισμός, γεγονός, που είχε ως αποτέλεσμα η αναιρεσίβλητη να υποστεί ζημία στην περιουσία της 44,64 €, καθόσον στο χρονικό διάστημα 22.11.2004 έως 27.5.2005 έπρεπε να είχαν εισπραχθεί ως τόκοι ποσό 37,28 €. Επομένως, παράνομα, είχε χρεώσει η πιστώτρια αναιρεσείουσα το λογαριασμό εξυπηρέτησης της κάρτας με το παραπάνω κονδύλιο τόκων και επιβάρυνε έτσι με "υπέρμετρους" τόκους τη νόμιμη οφειλή της αναιρεσίβλητης από τη χρήση της κάρτας. Το παρανόμως εκτοκισθέν ποσό των 44,64 € ενσωματώθηκε επίσης παράνομα στο συνολικό πληρωτέο ποσό των 981,92 € λόγω του παράνομου επιτοκίου των 15,90 €, ενώ έπρεπε να υπολογισθεί μόνο με το νόμιμο επιτόκιο του 8%. Με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής ουδέποτε δέχθηκε η αναιρεσείουσα ο ως άνω σχετικός με το επιτόκιο Γ.Ο.Σ. να αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και έτσι η παράνομη επιβολή του επιτοκίου των 15,90% από την ίδια έγινε κατά παράβαση των διατάξεων περί ανωτάτων ορίων του νόμιμου (δικαιοπρακτικού) τόκου και προξένησε περιουσιακή ζημία στην αναιρεσίβλητη. Εκτός αυτού ο ίδιος Γ.Ο.Σ. είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική και ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων, που προέρχονταν από τη σύμβαση με βλάβη της αναιρεσίβλητης. Επίσης, η αναιρεσείουσα υπαιτίως παρά τις γενόμενες από την ίδια πολλαπλές διαφημίσεις του προϊόντος της, στις οποίες έδωσε αμέριστη πίστη η αναιρεσίβλητη, επέβαλε επιτόκιο εις βάρος της τελευταίας το οποίο ανερχόταν σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από το ισχύον τότε νόμιμο δικαιοπρακτικό επιτόκιο, δηλαδή σε ποσοστό 15,90% ετησίως τουλάχιστον, ενώ το νόμιμο δικαιοπρακτικό επιτόκιο, που ίσχυε στο ίδιο χρονικό διάστημα, ήταν 8% ετησίως. Επιπροσθέτως, η αναιρεσίβλητη υπέστη ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει να της επιδικασθεί ανάλογη χρηματική ικανοποίηση, η οποία, ενόψει της έντασης και του είδους της προσβολής, του βαθμού και του είδους της υπαιτιότητας των προστηθέντων οργάνων της αναιρεσείουσας, της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης αμφοτέρων των διαδίκων και όλων των συνθηκών γενικά, ανέρχεται στο εύλογο ποσό των 1000 ευρώ. Με αυτές τις πραγματικές διαπιστώσεις η προσβαλλόμενη απόφαση κατέληξε, ότι η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη και ν' αναγνωρισθεί: α] η ακυρότητα του υπ' αρ. [1] γενικού όρου συναλλαγών, που περιέχεται στο κεφάλαιο των επιβαρύνσεων και υποχρεώσεων κατόχων της πιο πάνω από 16-11-2004 και με αριθμό ... έντυπης αίτησης και της εντεύθεν καταρτισθείσας με την αναιρεσείουσα σύμβασης σχετικά με το ανερχόμενο σε 15,90% ύψος του επιτοκίου σε κεφάλαιο 900 € από τη χρήση της πιστωτικής κάρτας εκ μέρους της αναιρεσίβλητης, β) οφειλή της αναιρεσείουσας προς καταβολή στην αναιρεσίβλητη 1044,64 ευρώ [44,64+1000 €], με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και στη συνέχεια με τις εκεί σκέψεις απέρριψε την έφεση κατ' ουσίαν. Όμως υπό τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε παραπάνω το εφετείο συντελέσθηκε η παραβίαση των προπαρατεθέντων ουσιαστικών κανόνων δικαίου, καθόσον ο προσδιορισμός και η συμφωνία για τραπεζικό επιτόκιο, που υπερβαίνει το εξωτραπεζικό δεν καθιστά αυτό παράνομο και ως εκ τούτου άκυρο, ενώ ο διατυπωμένος στην προσβαλλόμενη εφετειακή απόφαση δικανικός συλλογισμός υπήρξε εσφαλμένος τόσο στη μείζονα πρόταση [νομική διάταξη] όσο και στην ελάσσονα πρόταση [πραγματικές παραδοχές] με συνέπεια την παραγωγή λανθασμένου διατακτικού. Περαιτέρω, οι νομικές παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης είναι λανθασμένες, καθόσον εδράζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση και συγκεκριμένα, ότι το όριο των επιτοκίων όλων ανεξαιρέτως των τραπεζικών συναλλαγών ανακύπτει με βάση το νομοθετικά καθοριζόμενο επιτόκιο για τις εξωτραπεζικές συναλλαγές. Το δικαιοπρακτικό επιτόκιο και τα τραπεζικά επιτόκια αποτελούσαν ανέκαθεν δύο διακριτά μεταξύ τους και μάλιστα μη συγκρίσιμα μεγέθη, που δεν επικαλύπτονταν από άποψη πεδίου εφαρμογής, υποκείμενα σε απολύτως μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις [άρθρο 2 παρ. 3 ν.δ. 588/1948, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ν 1266/1982, όπως ισχύει και το άρθρο 15 παρ. 5 του ν. 876/1979], αφού καθεμία κατηγορία ρυθμιζόταν από διαφορετικά όργανα με διαφορετικές νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις, τα δε ονομαστικά επιτόκια των πιστωτικών καρτών και γενικότερα τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονταν ελεύθερα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό και τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας [άρθρα 2, 4, 105 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας], ενώ, στη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων χορηγήσεων, πέραν του κόστους του χρήματος, ιδιαίτερη σημασία ανέπτυσσαν ο πιστωτικός κίνδυνος και το λειτουργικό κόστος. Η απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων στόχευσε στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών και τούτο είχε ως αποτέλεσμα να καθορίζουν πλέον οι ίδιες οι τράπεζες τα συμβατικά επιτόκια χορηγήσεων, χωρίς να δεσμεύονται από το ύψος των εξωτραπεζικών επιτοκίων. Ενόψει του ότι δεν είναι παράνομο το επιτόκιο δεν είναι άκυρος ο όρος και η σύμβαση που κατάρτισαν οι διάδικοι, ενώ δεν υπάρχει το στοιχείο του παρανόμου για να θεμελιωθεί αξίωση από τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, ούτε από τις διατάξεις του ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή και ο επίδικος ενσωματωμένος στη σύμβαση Γ.Ο.Σ δεν έχει καταχρηστικό χαρακτήρα, λαμβανομένων υπόψη, επί τη βάσει των πραγματικών διαπιστώσεων της προσβαλλόμενης απόφασης, της φύσεως των αγαθών και υπηρεσιών, τις οποίες αφορά η σύμβαση, του σκοπού της, του συνόλου των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και της απουσίας άλλων ρητρών στην ίδια σύμβαση από τις οποίες αυτός να εξαρτάται, καθώς και του ότι δεν έχει αυτός ως αποτέλεσμα τη σημαντική και ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβληθέντων διαδίκων, ούτε την επιβάρυνση της αναιρεσίβλητης. Επιπλέον, δεν παραβιάσθηκε η θεμελιώδης αρχή της προστασίας του καταναλωτή, που είναι η διαφάνεια, η οποία διέπει το δίκαιο των Γ.Ο.Σ. και είναι ενσωματωμένη στην ημεδαπή έννομη τάξη με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 έως 3, 6, 7 περ. ε', ζ', η' ια' και άρ. 5 ν. 2251/1994 και επιτάσσει τη σαφήνεια και το κατανοητό του κάθε όρου. Εν προκειμένω οι νομικές συνέπειες του όρου για την αναιρεσίβλητη είναι σαφείς και δεν διαπιστώνεται ασάφεια προς ενίσχυση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της αναιρεσείουσας, ούτε για την προβολή από την πλευρά της φαινομενικών αξιώσεων. Οι οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις από τον όρο είναι ευκρινείς για την αναιρεσίβλητη, υπό την έννοια, ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από αυτήν ως μέση καταναλώτρια, η οποία δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές και οικονομικές γνώσεις. Η διατύπωση του όρου υπήρξε σαφής και κατανοητή, το περιεχόμενο αυτού ορισμένο και η εξέλιξη του προβλέψιμη. Ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου ήταν για την αναιρεσίβλητη σαφώς περιγεγραμμένος και προσδιορισμένος και η αναιρεσίβλητη, καταναλώτρια, μπορούσε να αντιληφθεί με πλήρη σαφήνεια την αναλαμβανόμενη υποχρέωση ως προς το ύψος του επιτοκίου του δανείου της. Τούτο ήταν εκ των προτέρων εναργές και σαφές και προσδιοριζόταν εξ αρχής πριν την κατάρτιση της συμφωνίας, χωρίς απόκρυψη άλλων κριτηρίων, που θα διέψευδαν τις τυπικές και δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη ως προς την εξέλιξη της συναλλακτικής του σχέσης με την τράπεζα. Από την επισκόπηση των προαναφερθέντων διαδικαστικών εγγράφων προς διερεύνηση της αλήθειας των συγκεκριμένων αιτιάσεων, που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση με τους προαναφερθέντες τέσσερις αναιρετικούς λόγους, διαγιγνώσκεται, ότι, η προσβαλλομένη παραβίασε ευθέως τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και υπέπεσε στις από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες και επομένως, οι τελευταίοι αναιρετικοί λόγοι είναι βάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, πλην εκείνων που δίκασαν προηγουμένως [άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ]. Η αναιρεσίβλητη, ως ηττηθείσα διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας [άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ], όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ - Αναιρεί την υπ' αριθμό 378/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία καθορίζει στο χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων [3.000] ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Οκτωβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανέκαθεν ίσχυσαν νομικώς δύο παράλληλες ανεξάρτητες και δια¬κριτές μεταξύ τους ρυθμίσεις, που αναφέρονται η μεν μία στα επιτόκια των τραπεζικών συναλλαγών (τρα¬πεζικά επιτόκια) με αρμόδιο για τη ρύθμιση τον Δι¬οικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (και παλαιότερα τη Νομισματική Επιτροπή), η δε άλλη στα επιτόκια όλων των άλλων, πλην των τραπεζικών, συναλλαγών (εξωτραπεζικά επιτόκια), με αρμόδιο για τη ρύθμιση το Υπουργικό Συμβούλιο. Η εφαρμογή των Π.Υ.Σ. εκτείνεται μόνο στα "εξωτραπεζικά" επιτόκια. Οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό. Η παράλειψη της Τρά¬πεζας της Ελλάδος δεν δημιουργεί (νομοθετικό) κενό, αλλά ηθελημένη άσκηση νόμιμης εξουσίας και αρμοδιότητας, η οποία συνίσταται στη ρητή απόφαση του να καθορίζουν οι τράπεζες ελεύθερα τα επιτόκια χορηγήσεων. Το δικαιοπρακτικό επιτόκιο και τα τραπεζικά επιτόκια αποτελούσαν ανέκαθεν δύο διακριτά μεταξύ τους και μάλιστα μη συγκρίσιμα μεγέθη, που δεν επικαλύπτονταν από άποψη πεδίου εφαρμογής, υποκείμενα σε απολύτως μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις, αφού καθεμία κατηγορία ρυθμιζόταν από διαφορετικά όργανα με διαφορετικές νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις, τα δε ονομαστικά επιτόκια των πιστωτικών καρτών και γενικότερα τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονταν ελεύθερα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό και τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας. Η απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων στόχευσε στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών και τούτο είχε ως αποτέλεσμα να καθορίζουν πλέον οι ίδιες οι τράπεζες τα συμβατικά επιτόκια χορηγήσεων, χωρίς να δεσμεύονται από το ύψος των εξωτραπεζικών επιτοκίων. Ενόψει του ότι δεν είναι παράνομο το επιτόκιο δεν είναι άκυρος ο όρος και η σύμβαση που κατάρτισαν οι διάδικοι, ενώ δεν υπάρχει το στοιχείο του παρανόμου για να θεμελιωθεί αξίωση από τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, ούτε από τις διατάξεις του ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή και ο επίδικος ενσωματωμένος στη σύμβαση Γ.Ο.Σ δεν έχει καταχρηστικό χαρακτήρα.
Τραπεζικό επιτόκιο
Τραπεζικό επιτόκιο.
0
Αριθμός 2025/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Ασπασία Καρέλλου και Απόστολο Παπαγεωργίου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 23η Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Α. Τ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Καρύδα, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 3226/2004 και μετά την 2269/ 2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και δεν κατέθεσε προτάσεις. ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξούσιου δικηγόρου Πάνου Σαραντόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-4-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών την 17-4-2008. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 828/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 5627/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 17-2-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 8-9-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, στον όρο 11 της από 30-6-1988 ειδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας (ΕΣΣΕ) των τραπεζοϋπαλλήλων, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 21 του ν. 1837/1989 και απέκτησε, ως προς το κανονιστικό περιεχόμενό της, ισχύ ουσιαστικού νόμου, ορίζονται τα εξής: "Όσοι έχουν απολυθεί για σπουδαίο λόγο και έχει υποβληθεί μήνυση για τις πράξεις και ενέργειές τους, εφ' όσον εκδοθεί απαλλακτικό βούλευμα ή απαλλακτική απόφαση, επανέρχονται αυτοδίκαια στην τράπεζα, ανεξάρτητα αν κρίθηκε τελεσίδικα έγκυρη η καταγγελία της συμβάσεώς τους. [...]". Η διάταξη αυτή είχε μεταβατικό χαρακτήρα και καταλάμβανε τις περιπτώσεις απολύσεων που είχαν πραγματοποιηθεί μέχρι τον χρόνο έναρξης της ισχύος τής από 30-6-1988 ΕΣΣΕ, ήτοι μέχρι την 1-1-1988 (όρος 13), όχι, όμως, και τις μεταγενέστερες. Αυτό συνάγεται, σαφώς, από τη χρήση ιστορικού χρόνου στη διατύπωσή της ("όσοι έχουν απολυθεί", "έχει υποβληθεί μήνυση"), αλλά και από το σκοπό της θεσπίσεώς της, που υπήρξε η επίλυση κάποιων, τότε (1-1-1988), εκκρεμών υποθέσεων καταγγελίας με μακροχρόνια δικαστική διαμάχη (ΑΠ 1731/1995). Παρά τις παλινωδίες που επακολούθησαν, ο όρος 11 της από 30-6-1988 ΕΣΣΕ επανήλθε σε ισχύ με το άρθρο 6α της από 25-5-1994 ΣΕΕ Τραπεζών και ΟΤΟΕ, όπως ακριβώς ίσχυε και προηγουμένως, δηλαδή με ισχύ μόνο επί των απολύσεων που είχαν γίνει μέχρι την έναρξη της ισχύος του (1-1-1988), αλλά όχι επί των μεταγενέστερων. Αν τα μέρη της από 25-5-1994 ΣΕΕ ήθελαν ο ως άνω όρος 11, μετά την επαναφορά του, να ισχύει, εφ' εξής, και για τις μεταγενέστερες απολύσεις τραπεζοϋπαλλήλων, εν όψει του ότι είχαν ήδη δημιουργηθεί δικαστικές διενέξεις ως προς την αληθινή έννοιά του, θα είχαν ορίσει, ρητώς, τη δική τους, διαφορετική από την τότε νομολογιακή, άποψη (ΑΠ 270/2000). Πράγμα, το οποίο ουδόλως έπραξαν. Περαιτέρω, η διάταξη του όρου 11 της από 30-6-1988 ΕΣΣΕ είναι γενική, ισχύει για όλες τις τράπεζες και αφορά σε όλους τους τραπεζοϋπαλλήλους, που είχαν απολυθεί μέχρι την 1-1-1988. Ο καθορισμός του εν λόγω χρονικού σημείου δεν υπήρξε αυθαίρετος ή τυχαίος, αλλά έγινε στο πλαίσιο της συνειδητής προσπάθειας των συμβληθέντων, αρχικώς, και του νομοθέτη, στη συνέχεια, να ρυθμισθούν οι μέχρι τότε διενέξεις μεταξύ τραπεζών και τραπεζοϋπαλλήλων από εκκρεμείς καταγγελίες, τις οποίες είχαν υπ' όψη και επιθυμούσαν να διευθετήσουν. Η ρύθμιση αυτή ούτε την εκ του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας παραβιάζει (ΑΠ 270/2000) ούτε νομοθετικό κενό δημιουργεί για τις τυχόν μετά την ως άνω ημερομηνία απολύσεις, οι οποίες, εάν, πράγματι, αξιολογούνταν ως πρόβλημα από τους ενδιαφερόμενους, θα μπορούσαν να έχουν τύχει νέας, αυτοτελούς ρυθμίσεως, με μεταγενέστερη συλλογική συμφωνία. Πράγμα, το οποίο, επίσης, δεν συνέβη. 2. Επειδή, εν προκειμένω, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη 5627/2012 απόφασή του και με τις ως άνω νομικές σκέψεις, απέρριψε την έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος τραπεζοϋπαλλήλου, κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε κριθεί ότι δεν εφαρμόζεται ο όρος 11 της από 30-6-1988 ΕΣΣΕ στην απόλυσή του, διότι η σε βάρος του καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, λόγω καταδίκης του για απάτη, είχε γίνει την 10-7-2001, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της 1-1-1988. Γι' αυτό και είχε απορριφθεί, ως μη νόμιμη, η από 17-4-2008 αγωγή, με την οποία ο απολυθείς ενάγων ζητούσε την καταβολή αποδοχών υπερημερίας μετά την αμετάκλητη, σε δεύτερο βαθμό, απαλλαγή του από την ποινική κατηγορία για ουσιαστικό λόγο και την επακολουθήσασα άρνηση της εναγομένης να τον προσλάβει εκ νέου στην υπηρεσία της. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο δεν παραβίασε καμιά από τις πιο πάνω διατάξεις. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, υπό την έννοια ότι το Εφετείο θα έπρεπε να έχει συμπληρώσει το, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος υφιστάμενο, νομοθετικό κενό από το χρονικό περιορισμό της ισχύος του όρου 11 από 30-6-1988 ΕΣΣΕ με αναλογική εφαρμογή αυτού και στις μεταγενέστερες της 1-1-1988 καταγγελίες της συμβάσεως εργασίας τραπεζοϋπαλλήλων λόγω ποινικής καταδίκης, είναι αβάσιμος. 3. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 17-2-2014 αίτηση περί αναιρέσεως της 5627/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 14η Οκτωβρίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 7η Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αποδοχές υπερημερίας από μη επαναπρόσληψη. Καταγγελία της συμβάσεως εργασίας υπαλλήλου Τράπεζας, λόγω ποινικής καταδίκης για απάτη. Η διάταξη του άρθρου 11 της από 30-6-1988 ΕΣΣΕ (άρθρο 21 ν. 1837/1989), που προβλέπει αυτοδίκαιη επάνοδο στην υπηρεσία σε περίπτωση αμετάκλητης απαλλαγής του υπαλλήλου, έχει μεταβατική ισχύ και εφαρμόζεται μόνο επί απολυθέντων πριν από την 1-1-1988. Απορρίπτει την αίτηση.
Καταγγελία σχέσης εργασίας
Καταγγελία σχέσης εργασίας, Αποδοχές υπερημερίας.
0
Αριθμός 2024/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Ασπασία Καρέλλου και Απόστολο Παπαγεωργίου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 23η Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΓΕΩΡΓΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ(ΟΓΑ)", όπως εκπροσωπείται νομίμως από το Διοικητή αυτού, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της Παρέδρου ΝΣΚ Αικατερίνης Κανελλοπούλου, η οποία κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Β. Ν. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-12-2006 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής, κατόπιν παραπομπής αυτής στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, εκδόθηκε η 1188/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 2307/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 14-10-2010 αίτησή του. Παρεμπιπτόντως, εκδόθηκε η 1679/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, που κήρυξε τη συζήτηση απαράδεκτη. Η υπόθεση επανήλθε προς συζήτηση με την από 19-2-2014 κλήση του αναιρεσείοντος. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο το αναιρεσείον, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 4-1-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, κατά το άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ` αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την 8613β/9-4-2014 έκθεση επιδόσεως του Κ. Δ., δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ακριβές αντίγραφο της από 19-2-2014 κλήσεως του αναιρεσείοντος, με την οποία επισπεύδεται η συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με την πράξη ορισμού δικασίμου και με πρόσκληση προς τον αναιρεσίβλητο για να παραστεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως σ' αυτόν (ΚΠολΔ 568 παρ.4). Ο αναιρεσίβλητος, όμως, δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου της εν λόγω δικασίμου ούτε κατέθεσε κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ δήλωση μη παραστάσεως σ' αυτή. Επομένως, η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει παρά τη δικονομική απουσία αυτού. 2. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ.5 του ν. 4169/1961 "περί Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων" η νομική υπηρεσία του ΟΓΑ έχει ανατεθεί στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (ΝΣΚ) και διεξάγεται από το κύριο προσωπικό αυτού. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ.1 του ν. 3086/2002, τα μέλη του κυρίου προσωπικού του ΝΣΚ έχουν, από τη θέση τους και χωρίς άλλο αποδεικτικό στοιχείο, την πληρεξουσιότητα που απαιτείται από το νόμο για την παράσταση και υπεράσπιση, ενώπιον όλων των δικαστηρίων και αρχών, του Δημοσίου και των οργάνων, που κατά περίπτωση το εκπροσωπούν, καθώς και των νομικών προσώπων και ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, των οποίων η νομική υπηρεσία, σύμφωνα με ειδικές διατάξεις, διεξάγεται από το ΝΣΚ ή από μέλος αυτού. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της από 25-9-2012 συνεδρίασης αυτού του δικαστηρίου, κατά την τότε συζήτηση της υποθέσεως το αναιρεσείον ΝΠΔΔ είχε εκπροσωπηθεί μεν από την πάρεδρο του ΝΣΚ Α. Κ., η οποία, όμως, υπελήφθη ως έχουσα την ιδιότητα του δικηγόρου. Κατά την ίδια συζήτηση, φαινόταν μεν ότι ο αναιρεσίβλητος επισπεύδει τη συζήτηση, λόγω, όμως, του ότι αυτός δεν είχε εμφανισθεί, ανέκυψε ζήτημα πληρεξουσιότητας της δικηγόρου, που είχε υπογράψει την κλήση προς συζήτηση, η οποία δεν αποδεικνυόταν. Κατόπιν αυτού, το δικαστήριο, με την παρεμπίπτουσα 1679/2012 απόφασή του, κήρυξε απαράδεκτη την τότε διεξαχθείσα συζήτηση, αφ' ενός για έλλειψη πληρεξουσιότητας της δικηγόρου του επισπεύδοντος τη συζήτηση, που απολειπόταν και αφ' ετέρου για έλλειψη παροχής πληρεξουσιότητας εκ μέρους του ΟΓΑ προς την Α. Κ., περί της οποίας, επίσης, δεν προσκομιζόταν κάποια γραπτή πιστοποίηση. Κατά το εν λόγω δεύτερο σκέλος της, όμως, η κρίση του δικαστηρίου υπήρξε εσφαλμένη, αφού η Α. Κ. ανήκε, πράγματι, στο κύριο προσωπικό του ΝΣΚ και είχε εκ του νόμου πληρεξουσιότητα να παριστά τον ΟΓΑ ενώπιον των δικαστηρίων, χωρίς περί αυτού να απαιτείται γραπτή πιστοποίηση. Επομένως, ως προς το μέρος αυτό, η 1679/2012 παρεμπίπτουσα απόφαση πρέπει να ανακληθεί (ΚΠολΔ 309). 3. Επειδή, με το άρθρο 51 του ν. 1892/1990 προσδιορίσθηκαν εκ νέου τα όρια του δημόσιου τομέα και καθορίσθηκε ότι αυτός περιλαμβάνει, πλην άλλων, "β. Τα κάθε είδους ΝΠΔΔ (πλην συγκεκριμένων εξαιρέσεων, για τις οποίες δεν πρόκειται ενταύθα), είτε αυτά αποτελούν οργανισμούς κατά τόπο είτε καθ' ύλη αυτοδιοίκησης" και "γ. Τις κάθε είδους κρατικές ή δημόσιες και παραχωρηθείσες επιχειρήσεις και οργανισμούς, καθώς και νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου δημόσιου χαρακτήρα, που επιδιώκουν κοινωφελείς ή άλλους δημόσιους σκοπούς" (όπως η περ. γ' συμπληρώθηκε με το άρθρο 4 παρ.6 του ν. 1943/1991). Σύμφωνα με τα άρθρα 1, 2 και 12 του ν. 4169/1961 (όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 2 του α. ν. 29/1967) προβλέφθηκε η εκ μέρους ενός αυτονόμου ασφαλιστικού οργανισμού κοινωφελούς χαρακτήρα παροχή ασφάλισης γήρατος, ασθενείας και αποζημίωσης σε όλα τα πρόσωπα, τα οποία απασχολούνται στην Ελλάδα με την αγροτική οικονομία και αντλούν το βιοπορισμό τους από αυτήν, ως κύριο επάγγελμα. Για το σκοπό αυτό δημιουργήθηκε ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ), ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) που εδρεύει στην Αθήνα και τελεί υπό την εποπτεία του Κράτους, ασκούμενη από τον Υπουργό Γεωργίας. Με τέτοια μορφή και σκοπό, ο ΟΓΑ υπάγεται στο δημόσιο τομέα. Εξ άλλου, στο άρθρο 2 του ν. 799/1978 (όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 7 του ν. 826/1978 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 9 του ν. 2297/1995), ορίσθηκε ότι οι εν γένει διατάξεις της νομοθεσίας για τον ΟΓΑ, ως ειδικές, κατισχύουν πάσης άλλης διατάξεως, με επιφύλαξη αυτών για τις προσλήψεις στο δημόσιο τομέα, του ν. 2190/1994, όπως ισχύει. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.3 της 177647/1961 κοινής υπουργικής απόφασης (ΚΥΑ) των υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών (ΦΕΚ Β' 320) "περί του Κανονισμού Καταστάσεως Προσωπικού ΟΓΑ", το προσωπικό του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων συνδέεται με αυτόν με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Με τις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού, μεταξύ άλλων, ρυθμίζονται τα ζητήματα της κατάταξης του προσωπικού σε κατηγορίες και κλάδους και της αμοιβής αυτού για την παρεχόμενη εργασία. Ειδικότερα, με το άρθρο 14 παρ.6 εδ. δ' του Κανονισμού, όπως το εδάφιο αυτό είχε προστεθεί με την παρ. Γ' της 178040/7429/1966 ΚΥΑ των ίδιων υπουργών (ΦΕΚ Β' 620), ορίσθηκε ότι "Εις τους υπαλλήλους του Κλάδου Αναλυτών και Προγραμματιστών χορηγείται ειδικόν επίδομα ίσον προς 25%, εις τους χειριστάς ηλεκτρονικών υπολογιστών (Η/Υ) και εις τους χειριστάς λοιπών εν γένει μηχανημάτων ίσον προς 20% και εις τας χειριστρίας διατρητικών ή επαληθευτικών μηχανών ίσον προς 15% του βασικού μηνιαίου μισθού των". 4. Επειδή, με το άρθρο 8 παρ.8 του Μέρους Α' του ν. 3205/2003, ο οποίος αναφέρεται σε "μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ κλπ" και με τον οποίο καταργήθηκαν οι προϊσχύσασες, ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 8 παρ.11 του ν. 2470/1997 για το "ενιαίο μισθολόγιο του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης", ορίσθηκαν τα εξής: "Εκτός από το βασικό μισθό του κάθε μισθολογικού κλιμακίου, όπως αυτός ορίζεται στο προηγούμενο άρθρο, χορηγούνται και τα εξής επιδόματα κατά μήνα: [...] πληροφορικής, για τους ειδικευμένους υπαλλήλους που ανήκουν οργανικά σε κλάδους πληροφορικής, υπηρετούν σε νομοθετημένες υπηρεσίες, κέντρα, διευθύνσεις ή τμήματα πληροφορικής και κατέχουν τα προσόντα που ορίζονται στο π.δ. 50/2001 (ΦΕΚ 39 Α), [...], οριζόμενο κατά ειδικότητα ως εξής (όπως τα σχετικά ποσά αναπροσαρμόστηκαν από 1-8-2007 με το άρθρο 88 παρ.1 του ν. 3606/2007): α. αναλυτές προγραμματιστές, ηλεκτρονικοί μηχανικοί σε εκατόν είκοσι (120) ευρώ, β. χειριστές - χειρίστριες ηλεκτρονικών υπολογιστών (Η/Υ), διατρητικών μηχανών και εισαγωγής στοιχείων σε εκατόν τέσσερα (104) ευρώ, [...]. Σε περίπτωση που ανατίθεται, με απόφαση του οικείου προϊσταμένου διεύθυνσης, η αναπλήρωση των καθηκόντων των προαναφερομένων θέσεων και ειδικοτήτων σε υπαλλήλους αντίστοιχης εξειδίκευσης άλλων κατηγοριών, το ανωτέρω επίδομα καταβάλλεται στους υπαλλήλους αυτούς με απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου. Το επίδομα αυτό καταβάλλεται μόνον εφ' όσον και για όσο διάστημα οι δικαιούχοι εργάζονται στις προαναφερόμενες ειδικότητες, με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στις υπηρεσίες που έχει προβλεφθεί η ειδική θέση. Για τη σωρευτική συνδρομή όλων των ανωτέρω προϋποθέσεων εκδίδεται, κάθε μήνα, βεβαίωση του οικείου προϊσταμένου, η οποία συνοδεύει τη μισθοδοτική κατάσταση. Πλην των ανωτέρω, περιοριστικά αναφερόμενων περιπτώσεων, το επίδομα πληροφορικής δεν καταβάλλεται σε άλλες ειδικότητες, όπως σε δακτυλογράφους, χρήστες Η/Υ ή προσωπικών υπολογιστών, ούτε και σε εκπαιδευτικούς κλάδων πληροφορικής. Στους δικαιούχους του ανωτέρω επιδόματος δεν καταβάλλονται παράλληλα και τα προβλεπόμενα από την παράγραφο 11 του παρόντος άρθρου επιδόματα ειδικών συνθηκών εργασίας". Τέλος, κατά το άρθρο 28 παρ.9 του ν. 3205/2003, "Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται: [...] Κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη κατά το μέρος που αντίκειται στις διατάξεις του Μέρους Α' του νόμου αυτού ή κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από αυτό". 5. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος, που ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών και, συνεπώς, δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, ώστε να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις ή κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων είτε διαφοροποιεί την κατηγορία των προσώπων ή των πραγμάτων στα οποία αφορά είτε καθιστά καταχρηστική και άρα αντίθετη στο άρθρο 25 παρ.3 του Συντάγματος την άσκηση του εκ της ισονομίας ατομικού δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εξ αυτών έπεται ότι, αν γίνει με νόμο ειδική, ευνοϊκή ρύθμιση για μια κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί με αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση από τη ρύθμιση αυτή μια άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ευνοϊκής μεταχείρισης, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή διάκριση είναι ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική. Και ότι, προς αποκατάσταση της συνταγματικά επιβαλλόμενης ισότητας, η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία προσώπων υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική, ευνοϊκή ρύθμιση πρέπει να εφαρμοσθεί και σε εκείνη την κατηγορία προσώπων, σε βάρος της οποίας έγινε η δυσμενής διάκριση, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό αίρεται η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την παραβίαση της ανωτέρω αρχής. 6. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι, μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3205/2003 (1-4-2004), το επίδομα πληροφορικής καταβάλλεται στο προσωπικό του δημόσιου τομέα που εμπίπτει στην εφαρμογή του, όπως οι υπάλληλοι των ΝΠΔΔ, υπό διαφορετικές και αυστηρότερες προϋποθέσεις, σε σχέση με εκείνες που ίσχυαν προηγουμένως. Ειδικότερα, δικαιούχοι του επιδόματος είναι μόνο ειδικευμένοι υπάλληλοι που ανήκουν οργανικά σε κλάδους πληροφορικής, υπηρετούν κατά πλήρες ωράριο εργασίας σε νομοθετημένες υπηρεσίες, διευθύνσεις, τμήματα ή κέντρα πληροφορικής και κατέχουν τα προσόντα που ορίζονται στο π.δ. 50/2001, ενώ προβλέπεται ρητά ότι τούτο δεν καταβάλλεται σε άλλες ειδικότητες, όπως στους υπαλλήλους που είναι απλοί χρήστες Η/Υ (ΑΠ 594/2011, 554/2010, 557/2007). Η θέσπιση των ως άνω προϋποθέσεων για τη χορήγηση του επιδόματος πληροφορικής δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας με διαφορετική μεταχείριση ομοίων καταστάσεων, διότι, αντιθέτως, διακρίνει αφ' ενός μεταξύ των υπαλλήλων, οι οποίοι έχουν ειδικά τυπικά προσόντα και κατέχουν οργανική θέση σε νομοθετημένη υπηρεσία πληροφορικής, προς τους οποίους προβλέπεται η χορήγηση του επιδόματος και αφ' ετέρου μεταξύ εκείνων, οι οποίοι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές, αλλά απλώς, λόγω της τεχνολογικής προόδου, χρησιμοποιούν Η/Υ κατά την παροχή της εργασίας τους σε θέση άσκησης διοικητικών ή οικονομικών καθηκόντων, όπως παλαιότερα χρησιμοποιούσαν τη γραφομηχανή ή την αριθμομηχανή, προς τους οποίους απαγορεύεται η χορήγηση του επιδόματος. Η διάκριση αυτή, που αναφέρεται σε ανόμοιες περιπτώσεις, βρίσκεται μέσα στα συνταγματικά όρια διαμόρφωσης της πολιτικής περί τους όρους εργασίας και αμοιβής των απασχολουμένων στο δημόσιο τομέα και δικαιολογεί την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 8 παρ.8 του ν. 3205/2003 και τη με βάση αυτές ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 14 παρ.6 εδ. δ' του Κανονισμού Καταστάσεως Προσωπικού του ΟΓΑ, ως προς τις προϋποθέσεις καθορισμού των δικαιούχων του επιδόματος πληροφορικής μεταξύ των υπαλλήλων της υπηρεσίας του. 7. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 559 αρ.16 περ. α' ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν προτάσεως κάποιου από τους διαδίκους, δέχτηκε κατά παράβαση του νόμου ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο. Στον αναιρετικό έλεγχο υπόκειται η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας τόσο ως προς το αν τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου με την έκταση και τα αποτελέσματα, τα οποία προσέδωσε σε αυτό η προσβαλλομένη απόφαση, όσο και ως προς τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων του δεδικασμένου σε συγκεκριμένη περίπτωση. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ, από τελεσίδικη δικαστική απόφαση παράγεται δεδικασμένο και όταν το αντικείμενο της νέας δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ίδιων προσώπων, είναι μεν διαφορετικό από εκείνο της προηγούμενης, έχει, όμως, ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη. Αυτό κατ' αρχήν συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογητική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτά που κρίθηκαν στην προηγούμενη δίκη. Παρά ταύτα, το δεδικασμένο δεν αφορά ούτε περιλαμβάνει τη γνώμη του δικαστηρίου ως προς την έννοια ή την ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν. Πολύ περισσότερο, δεδικασμένο δεν υφίσταται όταν το δικαστήριο, κατά τον προσδιορισμό της νομικής αιτίας, η οποία αποτέλεσε τη βάση της αιτιολογίας της απόφασης που προβάλλεται ως παραγωγική δεδικασμένου, αγνόησε τις διατάξεις ουσιαστικού νόμου, οι οποίες είναι μεταγενέστερες εκείνων που εφάρμοσε και σύμφωνα με τις οποίες προσήκει διαφορετική κρίση ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία του δικαιώματος που είχε αποτελέσει τότε και αποτελεί εκ νέου αντικείμενο της δικαστικής διάγνωσης. 8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο ενάγων (ήδη αναιρεσίβλητος), με την ένδικη, από 28-12-2006 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή, επικαλέσθηκε την ιδιότητά του ως υπαλλήλου του εναγομένου Οργανισμού (ήδη αναιρεσείοντος), την απασχόλησή του στον κλάδο διεθνών ασφαλιστικών σχέσεων της Β' κατηγορίας διοικητικών υπαλλήλων και την παροχή εργασίας συνισταμένης στην εισαγωγή στοιχείων σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Σύμφωνα με το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζήτησε να επιδικασθεί σ' αυτόν, για το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 23-10-2004 μέχρι 28-2-2007, το ειδικό επίδομα 20% επί του βασικού του μισθού (επίδομα πληροφορικής), το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 14 παρ.6 εδ. δ' του Κανονισμού Καταστάσεως Προσωπικού ΟΓΑ και καταβάλλεται προς τους χειριστές ηλεκτρονικών υπολογιστών, επικαλούμενος, κυρίως, την ευθεία εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως του Κανονισμού και, επικουρικώς, την εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Για την ευόδωση της αγωγής, ο ενάγων επικαλέσθηκε την ύπαρξη δεδικασμένου, απορρέοντος από την 1064/2004 τελεσίδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε επιδικασθεί στον ίδιο (όπως, τότε, και σε άλλους υπαλλήλους) το αυτό επίδομα, κατ' εφαρμογή της αυτής διατάξεως του Κανονισμού, για το προηγούμενο χρονικό διάστημα από 17-9-2002 μέχρι 22-10-2004. Το Εφετείο Αθηνών, δικάζοντας κατόπιν εφέσεως του εναγομένου κατά της 1188/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί της ενδίκου αγωγής, με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι με την επικαλούμενη απόφαση του Ειρηνοδικείου είχε κριθεί τελεσίδικα "ότι δικαιολογητικός λόγος της χορήγησης του επιδόματος υπήρξε η πραγματική ενασχόληση των υπαλλήλων με το χειρισμό ηλεκτρονικών υπολογιστών, χωρίς ιδιαίτερα κριτήρια ή προϋποθέσεις, όπως κάποιο τυπικό προσόν, ότι κριτήριο δεν αποτελούσε η ειδικότητα των υπαλλήλων, αλλά το αντικείμενο της πραγματικά παρεχόμενης εργασίας τους, ότι ο ενάγων είχε παρακολουθήσει σεμινάριο, που διοργανώθηκε από τον εναγόμενο και με τον τρόπο αυτό είχε αποκτήσει ιδιαίτερες γνώσεις και εμπειρία ως προς την εισαγωγή στοιχείων σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και ότι η χορήγηση του επιδόματος μόνο στους υπαλλήλους του κλάδου αναλυτών και προγραμματιστών και όχι στον ενάγοντα, παρά το γεγονός ότι αυτός είχε τα ίδια προσόντα και πρόσφερε την ίδια εργασία με εκείνους, αποτελούσε αδικαιολόγητη, διαφορετική μεταχείριση και δυσμενή διάκριση, για την άρση της οποίας έπρεπε να καταβληθεί το επίδομα πληροφορικής και στον ενάγοντα, για το τότε ένδικο χρονικό διάστημα". Κατόπιν αυτού, το Εφετείο δέχθηκε την απόρροια δεδικασμένου από την 1064/2004 τελεσίδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών "δεδομένου του ότι υφίσταται ταυτότητα διαδίκων, της ιδιότητας αυτών, του κρινόμενου δικαιώματος και της ιστορικής και νομικής αιτίας" και απέρριψε την έφεση κατά της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως, με την οποία είχε επιδικασθεί το αιτούμενο επίδομα και για το ήδη κρίσιμο χρονικό διάστημα από 23-10-2004 μέχρι 28-2-2007. Με την κρίση αυτή, το Δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δέχθηκε την ύπαρξη δεδικασμένου, διότι η άποψη του Ειρηνοδικείου ως προς τις κατά νόμο προϋποθέσεις καταβολής του επιδόματος πληροφορικής, συναγόμενες από τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.6 εδ. δ' του Κανονισμού Καταστάσεως Προσωπικού ΟΓΑ, χωρίς, μάλιστα, να έχει ληφθεί υπ' όψη η μεταγενέστερη, αρχικώς δια του άρθρου 8 παρ.11 του ν. 2470/1997 και στη συνέχεια δια του άρθρου 8 παρ.8 του ν. 3205/2003, αποσαφήνιση των προϋποθέσεων αυτών, που περιόριζε τη χορήγησή του στο προσωπικό του δημόσιου τομέα, δεν ενέπιπτε στην έννοια του δεδικασμένου. Ως εκ τούτου, το Εφετείο είχε την υποχρέωση να αποφανθεί αυτοτελώς ως προς την αληθινή έννοια της διατάξεως του άρθρου 14 παρ.6 εδ. δ' του Κανονισμού περί των προϋποθέσεων καταβολής του επιδόματος πληροφορικής, υπό το φως των νεότερων νομοθετικών εξελίξεων, οι οποίες είχαν αγνοηθεί κατά την προηγούμενη δίκη και να μη δεχθεί δεδικασμένο ως προς το ζήτημα αυτό. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται παραδεκτώς η παράβαση αυτή, διότι τα στοιχεία που τη συνιστούν είχαν προβληθεί ενώπιον του Εφετείου με λόγο έφεσης και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.16 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 9. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Η έρευνα του δευτέρου από τους λόγους της αιτήσεως, για κακή εφαρμογή των διατάξεων ως προς την έναρξη της τοκογονίας των, κατά την αγωγή, οφειλόμενων διαφορών αποδοχών και ως προς το επιτόκιο υπερημερίας σε βάρος του ΟΓΑ, αποβαίνει περιττή. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 εδ.α' ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α' 74/20-3-2013), "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση". Εν προκειμένω, μετά την αναίρεση αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της εφέσεως. Στο εφετείο, κατόπιν εφέσεως του εναγομένου, εκεί εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος ΝΠΔΔ, είχε μεταβιβασθεί η υπόθεση στο σύνολό της, διότι η αγωγή είχε γίνει δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και το εκκαλούν επιδίωκε την απόρριψή της. Από τις αιτιολογίες, που αναφέρθηκαν κατά την έρευνα του λόγου αναιρέσεως, που ευδοκίμησε, προκύπτει ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη. Επομένως, δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο, να γίνει δεκτή η έφεση κατά παραδοχή του λόγου που αναφέρεται στη νομική βασιμότητα της αγωγής, να εξαφανισθεί η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και να απορριφθεί η αγωγή. Τέλος, τα εν γένει δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω των ιδιαιτέρων ερμηνευτικών δυσχερειών ως προς την αληθινή έννοια των εφαρμοστέων διατάξεων, η οποία, μάλιστα, είχε οδηγήσει στην έκδοση διαφορετικού περιεχομένου τελεσιδίκων αποφάσεων (ΚΠολΔ 179). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΚΑΛΕΙ την 1679/2012 παρεμπίπτουσα απόφαση αυτού του δικαστηρίου κατά το μέρος, που προσδιορίζεται στη σκέψη αρ.2 των αιτιολογιών της παρούσας. ΑΝΑΙΡΕΙ την 2307/20102 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. ΚΡΑΤΩΝΤΑΣ την υπόθεση. ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ επί της εφέσεως και ΔΕΧΟΜΕΝΟ αυτήν. ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 1188/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ένδικη, από 28-12-2006 αγωγή.- Και ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ μεταξύ των διαδίκων, στο σύνολό τους, τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 14η Οκτωβρίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 7η Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επίδομα χρήσεως ηλεκτρονικού υπολογιστή. ΟΓΑ, διεξαγωγή νομικής υπηρεσίας από ΝΣΚ. Παρέλκει η εκάστοτε χορήγηση ειδικής πληρεξουσιότητας. Προϋποθέσεις καταβολής επιδόματος πληροφορικής. Το δικαιούνται μόνο οι ειδικευμένοι υπάλληλοι που ανήκουν οργανικά σε κλάδους πληροφορικής και υπηρετούν κατά πλήρες ωράριο εργασίας σε νομοθετημένες θέσεις πληροφορικής. Το δεδικασμένο δεν περιλαμβάνει τη γνώμη του δικαστηρίου ως προς την έννοια ή την ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν. Ανακαλεί εν μέρει παρεμπίπτουσα απόφαση για κήρυξη απαραδέκτου και αναιρεί για κατά παράβαση του νόμου παραδοχή δεδικασμένου.
Επίδομα πληροφορικής
Επίδομα πληροφορικής.
0
Αριθμός 2012/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Μ. Μ. του Δ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παντελή Γαγάνη, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Ε. Ζ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Βλαχογιάννη και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-4-2008 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ορεστιάδος. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 31/677/32/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 353/2011 του Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 28-3-2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης ανέγνωσε την από 20-12-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ο προβλεπόμενος, από το άρθρο 559 αριθμ. 20, λόγος αναίρεσης της παραμόρφωσης εγγράφου, ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, υποπίπτον σε σφάλμα περί την ανάγνωση, αποδίδει στο έγγραφο περιεχόμενο καταδήλως διαφορετικό από το αληθινό και καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Για να θεμελιωθεί αυτός ο λόγος αναίρεσης, θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν προέβη στην ερμηνεία του περιεχομένου του ή το έχει συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα. Περαιτέρω, έγγραφο νοείται το αποδεικτικό έγγραφο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 339 και 442 ΚΠολΔ. Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης της, προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο, προκειμένου να καταλήξει στην παραδοχή της ένστασης εξόφλησης, που προτάθηκε από τον αναιρεσίβλητο, παραμόρφωσε το περιεχόμενο των αναλυτικών περιοδικών δηλώσεων του εναγομένου προς το ΙΚΑ, που αναφέρονται στο χρονικό διάστημα από 1-1-2003 έως και 2007. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, μεταξύ των άλλων, σε σχετική περικοπή της, διαλαμβάνονται και τα εξής: "Σύμφωνα με τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εναγόμενο αναλυτικές περιοδικές δηλώσεις προς το ΙΚΑ, δηλώσεις οι οποίες είναι αντίστοιχες με τις προσκομιζόμενες αναλυτικές αποδείξεις μισθοδοσίας των μηνών Φεβρουαρίου, Μαρτίου και Απριλίου του έτους 2005 και με τα αποσπάσματα του ατομικού λογαριασμού ασφαλίσεως της εναγούσης, τα οποία τηρούνται στο ΙΚΑ και ως εκ τούτου δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ο εναγόμενος κατέβαλε...". Από τη διαβεβαίωση αυτή, σαφώς, προκύπτει ότι το Εφετείο στην κρίση του, ως προς τη βασιμότητα της ένστασης εξόφλησης, κατέληξε ύστερα από εκτίμηση του περιεχομένου όλων των παραπάνω εγγράφων και όχι αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το περιεχόμενο των αναλυτικών περιοδικών δηλώσεων του εναγομένου προς το ΙΚΑ. Επομένως ο, περί του αντιθέτου, παραπάνω λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Για τον ίδιο λόγο, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, είναι απαράδεκτος και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατ' εκτίμηση του περιεχομένου του, από τον αρ. 20 (και όχι 19,όπως εσφαλμένα επικαλείται η αναιρεσείουσα) του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Και διατείνεται η αναιρεσείουσα, με τις προτάσεις της, ότι από προφανή παραδρομή αναφέρεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ.19 αντί του ορθού 559 αρ.9 ΚΠολΔ, με την έννοια ότι στην προβληθείσα με το σχετικό λόγο έφεσης από τον αναιρεσίβλητο ένσταση εξόφλησης δεν περιλαμβανόταν και η καταβολή από εκείνον της βαρύνουσας την αναιρεσείουσα ασφαλιστικής εισφοράς,πλημμέλεια στην οποία προσήκει ο αναιρετικός λόγος από το άρθρο 559 αρ.8 ΚΠολΔ, πλην, από την επιτρεπτή,κατά το άρθρο 561&2 ΚΠολΔ,επισκόπηση του δικογράφου της έφεσης, ο θεμελιωτικός της εν λόγω αναιρετικής απόφασης ισχυρισμός ελέγχεται ως αβάσιμος. Ο προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ, της παραβίασης των ορισμών του νόμου, σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσδίδει σε αποδεικτικό μέσο μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη που προσδίδει σ' αυτό ο νόμος, ενώ δεν δημιουργείται ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο, συνεκτιμώντας ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα, κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ, αποδίδει μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα σ' ένα από αυτά. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, ότι το Εφετείο, προκειμένου να δεχθεί την ένσταση εξόφλησης από τον αναιρεσίβλητο των απαιτήσεων της, παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με την αποδεικτική δύναμη των, με επίκληση, προσαχθέντων εγγράφων και ειδικότερα, των παραπάνω αναφερομένων Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων, προσδίδοντας σ' αυτές αυξημένη αποδεικτική δύναμη, την οποία δεν είχαν, κατά νόμο, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη του αυτές ως μοναδικό αποδεικτικό μέσο. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, σ' αυτήν διαλαμβάνεται, όπως προαναφέρθηκε, ότι "Σύμφωνα με τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εναγόμενο αναλυτικές περιοδικές δηλώσεις προς το ΙΚΑ, δηλώσεις οι οποίες είναι αντίστοιχες με τις προσκομιζόμενες αναλυτικές αποδείξεις μισθοδοσίας των μηνών Φεβρουαρίου, Μαρτίου και Απριλίου του έτους 2005 και με τα αποσπάσματα του ατομικού λογαριασμού ασφαλίσεως της εναγούσης, τα οποία τηρούνται στο ΙΚΑ και ως εκ τούτου δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ο εναγόμενος κατέβαλε...". Επομένως σαφώς προκύπτει, ότι το δικαστήριο κατέληξε στη σχετική κρίση του, συνεκτιμώντας, ελεύθερα, εκτός από το περιεχόμενο των παραπάνω καταστάσεων και εκείνο των λοιπών εγγράφων. Κατ' ακολουθίαν, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης, να καταδικαστεί δε η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, σύμφωνα με το άρθρο 183 ΚΠολΔ, όπως, ειδικότερα, ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την, από 28-3-2012,αίτηση αναίρεσης της 353/2011 απόφασης του Εφετείου Θράκης. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε, στην Αθήνα, στις 7 Οκτωβρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Το Εφετείο στην κρίση του ύστερα από την εκτίμηση του περιεχομένου όλων των εγγράφων και όχι αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από το περιεχόμενο των αναλυτικών περιοδικών δηλώσεων του εναγομένου προς το ΙΚΑ, Επομένως οι, από τους αρ. 12 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης είναι απαράδεκτοι.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 2011/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Λεοντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Μιχαήλ Αυγουλέα και Χρήστο Βρυνιώτη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1. Ε. Π. του Γ., 2. Γ. Χ. του Α. και 3. Α. Ζ. του Α., κατοίκων ..., εκ των οποίων ο 2ος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνο Ρήγο και οι 1ος και 3ος εκπροσωπήθηκαν από τον ανωτέρω πληρεξούσιο και δεν κατέθεσαν προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου: Του ΟΤΑ Α' Βαθμού με την επωνυμία "Δήμος Πάργας", που παρίσταται ως καθολικός διάδοχος της Δημοτικής Επιχείρησης με την επωνυμία "Αναπτυξιακή Δημοτική Επιχείρηση Πάργας", έχων ως έδρα την Πάργα Πρεβέζης και η οποία εκπροσωπείται νόμιμα, και ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του, Γρηγόριο Γερασίμου και Ανδρέα Τάσση, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-6-2003 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πρέβεζας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 886/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 233/2005 του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 20-2-2007 αίτησή τους. Εκδόθηκε η 123/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρεί την ανωτέρω απόφαση και παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο για περαιτέρω εκδίκαση. Εκδόθηκε η 143/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 18-12-2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Ανδρέας Δουλγεράκης ανέγνωσε την από 3-9-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της, από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής αρκεί για το παραδεκτό της αγωγής να εκτίθενται στο δικόγραφο της τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένης νομικής διάταξης, στην οποία και θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή αίτημα. Ακόμη, κατά το άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου υπόκειται και η εκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας του περιεχομένου διαδικαστικών εγγράφων, στα οποία περιλαμβάνεται και η αγωγή, για την οποία η εσφαλμένη, ως προς τη νομιμότητα και την εν γένει θεμελίωσή της, κρίση ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, γιατί ανάγεται στη μη προσήκουσα εφαρμογή και ερμηνεία του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Η νομική δε αοριστία της αγωγής, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το ουσιαστικό δικαστήριο, ελέγχεται αναιρετικά, ως παραβίαση από τον αριθ. 1 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια και πληρότητα της αγωγής και τη νομική βασιμότητά της, σε αναφορά με συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ορίζει ο κανόνας αυτός για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή αντιθέτως αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία ή διάφορα από αυτά. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του KΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών (αρθ. 173 και 200 του Α.Κ.). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξάλλου, το άρ. 656 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε µε το άρ. 61 του ν. 4139/13, ορίζει ότι: "Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζόµενος έχει δικαίωµα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το µισθό για το διάστηµα που δεν απασχολήθηκε. Δικαίωµα να απαιτήσει το µισθό έχει ο εργαζόµενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόµενος δεν είναι υποχρεωµένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όµως, έχει δικαίωµα να αφαιρέσει, από το µισθό καθετί που ο εργαζόµενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού". Από την ως άνω διάταξη, σαφώς προκύπτει ότι, σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας σύµβασης εργασίας εργαζοµένου, το δικαστήριο, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτηµα, διατάσσει την πραγματική απασχόληση του, στη θέση την οποία κατείχε πριν την άκυρη καταγγελία, χωρίς να έχει την ευχέρεια να απορρίψει το σχετικό αίτηµα ή να αξιώσει περισσότερα στοιχεία, για τη θεμελίωση του. Πρέπει να σημειωθεί ότι με την ως άνω διάταξη τροποποιήθηκε εκείνη του άρθρου 656 Α.Κ. η οποία όριζε ότι : "Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ή αν η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που τον αφορούν και δεν οφείλεται σε ανωτέρα βία, ο εργαζόµενος έχει δικαίωµα να απαιτήσει το µισθό ..... ". Με αυτή τη διατύπωση ο νοµοθέτης, σε περίπτωση ακύρωσης της καταγγελίας σύµβασης εργασίας και περιέλευσης του εργοδότη σε καθεστώς υπερηµερίας, προέβλεπε ότι ο εργαζόµενος µπορεί να αξιώσει µόνον το µισθό του. Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που υποβαλλόταν αίτημα για την πραγματική απασχόληση του εργαζομένου, προκειμένου να θεμελιωθεί η αξίωση αυτή, ήταν αναγκαία η επίκληση με την αγωγή πραγματικών περιστατικών, με βάση τα οποία η μη πραγματική απασχόληση του από τον εργοδότη θεμελίωναν προσβολή της προσωπικότητας του ή καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη. Περαιτέρω, κατά το άρ. 98 του παραπάνω νόµου, οι διατάξεις του άρ. 61, μεταξύ των οποίων και του τροποποιημένου 656 ΑΚ, "καταλαμβάνουν και τις εκκρεµείς υποθέσεις". Τέλος, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 533 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που ίσχυε όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση, έχει την έννοια ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εφαρμόζει το νόμο που διείπε την έννομη σχέση ή το δικαίωμα που αποτελούσε αντικείμενο της δίκης και συνεπώς ήταν εφαρμοστέος όταν δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση και όχι τον τυχόν ισχύοντα νεώτερο νόμο με αντίθετο ή άλλο περιεχόμενο, που όμως δεν έχει αναδρομική δύναμη. Συνεπώς, αν αυτός έχει αναδρομική δύναμη τότε εφαρμόζει τον τελευταίο. Στην προκειμένη περίπτωση, το εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, αφού δέχθηκε ότι η καταγγελία των επίδικων συμβάσεων εργασίας είναι άκυρη, στη συνέχεια δέχθηκε μεταξύ των άλλων και ότι το αίτημα της αγωγής να υποχρεωθεί η εναγομένη να επαναπροσλάβει τους ενάγοντες και να απασχολεί αυτούς, δεν είναι νόμιμο καθόσον και στην περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, ο εργοδότης δεν έχει κατ' αρχήν υποχρέωση να απασχολεί το μισθωτό και η μη αποδοχή των προσφερόμενων υπηρεσιών του τελευταίου δεν έχει άλλες συνέπειες εκτός από εκείνες που επέρχονται με την υπερημερία του, εκτός εάν η άρνηση αυτή είναι παράνομη, όπως όταν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέροντα του εργαζόμενου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητάς του κατά τα άρθρα 59, 914 και 932 του ΑΚ, περιστάσεις που πρέπει να συντρέχουν ακόμη και στην περίπτωση που σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του ν. 1264/1982, επιβάλλεται στον εργοδότη, με απειλή ποινικών κυρώσεων η υποχρέωση πραγματικής απασχόλησης του μισθωτού, διάταξη που αναφέρεται στην εξαιρετική περίπτωση που ο εργαζόμενος απολύθηκε και η απόλυσή του κρίθηκε άκυρη με δικαστική απόφαση, καθόσον η υποχρέωση του εργοδότη για αποδοχή των υπηρεσιών του δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, αλλά με τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων, οπότε για να είναι νόμιμη η αγωγή ως προς το αίτημα της αποδοχής των υπηρεσιών του μισθωτού, θα πρέπει να εκτίθεται στο δικόγραφο περιστατικά με τα οποία η άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί τις προσφερόμενες υπηρεσίες εκ μέρους του εργαζόμενου γίνεται κάτω από περιστάσεις οι οποίες υπερβαίνουν προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ ή συνιστούν παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του ή ότι εκ προθέσεως ζημιώνεται κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή ότι υπαιτίως προσβάλλεται το δικαίωμά του στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και της συμμετοχής του στην οικονομική ζωή, με την παραδοχή δε ότι στην αγωγή τους οι ενάγοντες δεν περιέχουν τα απαραίτητα για τη νομική θεμελίωση αυτού του αιτήματος πραγματικά περιστατικά απέρριψε το σχετικό αίτημα, ως μη νόμιμο. Όμως, εφόσον προκύπτει ότι η υπόθεση ήταν εκκρεµής, ενώπιον του, κατά τη δηµοσίευσή του ν.4139/2013 (ΦΕΚ Α' 20-3-2013), αφού συζητήθηκε την 6-3-2013, και δημοσιεύτηκε στις 30-5-2013, έπρεπε να εφαρμόσει το νόμο αυτό και να δεχθεί ότι το παραπάνω αίτημα είναι νόμιμο. Συνεπώς, παραβίασε την παραπάνω διάταξη, αφού για τη νομική επάρκεια και πληρότητα της αγωγής, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ορίζει ο κανόνας αυτός και είναι βάσιμος ο μοναδικός λόγος της αναίρεσης, από τον αρ.1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το παραπάνω μέρος της και εκείνο που αναφέρεται στην επιδίκαση δικαστικών εξόδων. Από τις συνδυασµένες διατάξεις, του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 580 Κ.Πολ.Δ., το οποίο προστέθηκε µε το άρθρο 12 παρ. 4 του ν. 4055/2012 και ορίζει ότι, αν αναιρεθεί η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, στο οποίο παραπέµφθηκε η υπόθεση για παραπέρα εκδίκαση µετά από πρώτη αναίρεση, δεν γίνεται δεύτερη παραποµπή, αλλά ο Άρειος Πάγος δικάζει την ουσία της υπόθεσης, της παραγράφου 2 του άρθρου 570 ΚΠολΔ, κατά την οποία νέοι ισχυρισµοί των διαδίκων και νέα αποδεικτικά µέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης από τον Άρειο Πάγο µετά την αναίρεση υποβάλλονται σύµφωνα µε τις διατάξεις που ισχύουν για τα δικαστήρια της ουσίας και της παρ. 2 του άρθρου 581 του ίδιου Κώδικα, σύµφωνα µε την οποία η υπόθεση συζητείται στο δικαστήριο της παραποµπής µέσα στα όρια που διαγράφονται µε την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις, κατά το άρθρο 237, προκύπτουν τα εξής: Σε περίπτωση δεύτερης αναιρετικής απόφασης για την ίδια υπόθεση, ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δυνατότητα εκ νέου παραποµπής στο δικαστήριο της ουσίας, αλλά οφείλει να κρατήσει και να δικάσει ο ίδιος την υπόθεση κατ' ουσία, λειτουργώντας ως δευτεροβάθµιο δικαστήριο. Δεν προχωρεί όµως αµέσως µετά την αναίρεση της απόφασης στην ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, έστω και αν οι διάδικοι, ενόψει της συζήτησης της αίτησης αναίρεσης και υπό την προϋπόθεση παραδοχής αυτής, έχουν καταθέσει προτάσεις και για την ουσία της υπόθεσης, αφού δεν υφίσταται και δεν νοείται, υπό την ισχύ των προαναφερόµενων διατάξεων, ενοποιηµένο στάδιο συζήτησης της αίτησης αναίρεσης και της ουσίας της υπόθεσης. Το αναιρετικό τµήµα, το οποίο, όταν δικάζει κατ' ουσία την υπόθεση, οφείλει να τηρεί και τις προαναφερόµενες διατάξεις των άρθρων 581 παρ. 2 και 570 παρ. 2 του ΚΠολΔ, συζητεί την υπόθεση µέσα στα όρια που διαγράφονται µε την αναιρετική απόφαση, αφού όµως κατατεθούν προτάσεις, σύµφωνα µε τις προβλέψεις του άρθρου 237 ΚΠολΔ και αφού µετά την αναίρεση παρασχεθεί η δυνατότητα στους διαδίκους να υποβάλουν νέους ισχυρισµούς και νέα αποδεικτικά µέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, σύµφωνα µε τις ισχύουσες για τα δικαστήρια της ουσίας διατάξεις. Μπορεί, δηλαδή, να προβληθούν από τους διαδίκους στον Άρειο Πάγο, µε κρίσιµη χρονική αφετηρία τη, µετά την αναίρεση, συζήτηση της υπόθεσης, κατ' ουσία νέοι ισχυρισµοί, υπό τους περιορισµούς των άρθρων 527 και 269 παρ. 2 ΚΠολΔ, ή και να ασκηθούν από τον εκκαλούντα πρόσθετοι λόγοι έφεσης με τις προϋποθέσεις του άρθρου 520 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ενδεχόµενη ταυτόχρονη εξέταση, ύστερα από µια ενιαία συζήτηση, τόσο της αίτησης αναίρεσης, όσο και της ουσίας της υπόθεσης, στην περίπτωση βέβαια που η πρώτη γίνει δεκτή, συνεπάγεται τη δυσχέρανση ή και τη µαταίωση ουσιαστικά της άσκησης εκ µέρους των διαδίκων των πιο πάνω ευχερειών και παράλληλα επιβάλλει σ' αυτούς, κατά παραγνώριση της αρχής της οικονοµίας της δίκης, το υπέρµετρο και συχνά περιττό δικονοµικό βάρος της κατάθεσης προτάσεων για την ουσία της υπόθεσης σε όλη τη δυνατή έκταση, αφού αυτοί δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν εκ των προτέρων αν θα αναιρεθεί και σε ποια έκταση η προσβαλλόµενη απόφαση και συνακόλουθα ποια είναι τα όρια της εκδίκασης της υπόθεσης στην ουσία. Έτσι, για την εκπλήρωση της επιβαλλόµενης στον Άρειο Πάγο, από τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ, υποχρέωσης για εκδίκαση, µετά από δεύτερη αναίρεση, της υπόθεσης κατ' ουσία, θα πρέπει να λάβει χώρα νέα συζήτηση της υπόθεσης, µετά την έκδοση της αναιρετικής απόφασης, ενώπιον του αναιρετικού τµήµατος, το οποίο δικάζει πλέον ως δικαστήριο ουσίας, ύστερα από κλήση του επιµελεστέρου από τους διαδίκους, σύµφωνα µε τις προβλέψεις της διάταξης του άρθρου 581 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η οποία εφαρµόζεται και στην περίπτωση αυτή. Εφόσον, λοιπόν, στην κρινόµενη υπόθεση αναιρείται η απόφαση του δικαστηρίου, που δίκασε µετά από αναίρεση προηγούµενης απόφασής του, ως προς το κύριο αίτημα της αγωγής, να υποχρεωθεί η εναγομένη να επαναπροσλάβει τους ενάγοντες και να απασχολεί αυτούς, κατ' νάγκη δε και το παρεπόμενο περί απειλής σε βάρος της χρηματικής ποινής, για την περίπτωση μη συμμόρφωσης της, πρέπει η υπόθεση να διακρατηθεί και να δικασθεί, κατά το µέρος αυτό, από το Τµήµα τούτο, σε νέα συζήτηση, που θα λάβει χώρα µετά από κλήση του επιµελεστέρου των διαδίκων. Τέλος, πρέπει, να καταδικαστεί ο αναιρεσίβλητος (καθολικός διάδοχος της εναγομένης), στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων μειωμένα, σύμφωνα με τα άρθρα 183 ΚΠολΔ και 281 του ν. 3463/2006 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί, την 143/2013 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων, κατά το μέρος της, που αναφέρεται στο σκεπτικό. Κρατεί την υπόθεση, κατά το αναιρούµενο µέρος της, προς ουσιαστική εκδίκαση σε νέα συζήτηση, µετά από επίσπευση του επιµελέστερου των διαδίκων. Και Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Οκτωβρίου 2014. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Νοεμβρίου 2014. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Οκτωβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Νοεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εφόσον προκύπτει ότι η υπόθεση ήταν εκκρεμής ενώπιον του Εφετείου κατά τη δημοσίευση του ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α΄ 20-3-2013), αφού συζητήθηκε την 6-3-2013, και δημοσιεύθηκε στις 30-5-2013, έπρεπε να εφαρμόσει το νόμο αυτό και να δεχθεί ότι το παραπάνω αίτημα είναι νόμιμο. Κατά την άποψη που επικράτησε στο δικαστήριο, παραβίασε την παραπάνω διάταξη.
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας
Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
0
Αριθμός 1934/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A1' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Χρυσικού), Πηνελόπη Ζωντανού, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Αλτάνα Κοκκοβού και Δημήτριο Γεώργα Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των Αρεοπαγιτών Αντωνίου Ζευγώλη και Αθανασίου Καγκάνη). ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη προκειμένου να αποφανθεί για την αυτεπάγγελτη διόρθωση της 931/2014 απόφασης του Α1' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την υπ' αριθμό 89/2014 πράξη του Προέδρου του Α1' Τμήματος του Αρείου Πάγου, που κοινοποιήθηκε με επιμέλεια της Γραμματείας του Αρείου Πάγου και στα διάδικα μέρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Ι. Μ. του Δ., 2) Δ. Μ. του Ι., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Γ. του Σ., 2) Γ. Γ. του Α., δικηγόρου, κατοίκων ..., οι οποίοι παραστάθηκαν αυτοπροσώπως λόγω της δικηγορικής τους ιδιότητας. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω, εισηγητής δε ορίστηκε ο Αρεοπαγίτης Δημήτριος Γεώργας. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 315, 317 και 318 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για τη συζήτηση στο ακροατήριο αιτήσεως διορθώσεως μιας αποφάσεως, που μπορεί να προκληθεί αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση των διαδίκων πρέπει όλοι οι διάδικοι που αναφέρονται σ' αυτή να κληθούν οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση και ότι οι απόντες κατά την εκφώνηση της υποθέσεως κλητεύθηκαν νόμιμα, τότε η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες. Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγεται για συζήτηση αίτηση διορθώσεως της 931/2014 απόφασης του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου κατόπιν της 89/24-6-2014 πράξεως του αρμοδίου προέδρου του Τμήματος του Αρείου Πάγου δηλαδή αυτεπαγγέλτως. Από τις υπάρχουσες στο φάκελο της δικογραφίας από 9-9-2014 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς Τ. Ε. προς τους αναιρεσείοντες Ι. Μ. του Δ. και Δ. Μ. του Ι., ακριβές αντίγραφο της 580/28-8-2014 κλήσεως περί διορθώσεως της ως άνω αποφάσεως με την πράξη κατάθεσης και ορισμού δικασίμου για συζήτηση κατά τη δικάσιμο που σημειώνεται στην αρχή της παρούσας. (22-9-2014). Επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα με την επιμέλεια του Δικαστηρίου στους αναιρεσείοντες. Συνεπώς, αφού οι τελευταίοι δεν εμφανίστηκαν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, η συζήτηση θα προχωρήσει παρά την απουσία τους, σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Κατά το άρθρο 315 ΚΠολΔ, που σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, εφαρμόζεται και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, ορίζεται ότι αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το Δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να την διορθώσει με νέα απόφασή του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι αντικείμενο διόρθωσης δεν αποτελούν διαγνωστικά σφάλματα του Δικαστηρίου αλλά μόνο ακούσιες πλημμέλειες που παρεισφρύουν κατά την σύνταξη ή την καθαρογραφή της αποφάσεως (ΑΠ 1595/2003, 1572/2012, 562/2012). Τα ως άνω σφάλματα πρέπει να είναι πρόδηλα, δηλαδή να προκύπτουν από το κείμενο της απόφασης και των στοιχείων που ορίζουν το περιεχόμενο αυτής ή από τα πρακτικά ή από τις προτάσεις ή τα δικόγραφα των διαδίκων, έτσι ώστε να αποκλείεται η διόρθωση με βάση νέα στοιχεία (ΑΠ 251/2004). Η αιτία της παραδρομής είναι αδιάφορη, μπορεί να οφείλεται σε αμέλεια του Δικαστηρίου ή των διαδίκων, ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους. Διόρθωση μπορεί να γίνει, μεταξύ άλλων και σφαλμάτων που περιέχονται στο προεισαγωγικό τμήμα της αποφάσεως και συνεπώς μπορεί να διορθωθεί η απόφαση ως προς τα ονόματα ή τα λοιπά στοιχεία ταυτότητας των διαδίκων, των τυχόν νομίμων αντιπροσώπων τους ή των πληρεξουσίων δικηγόρων (ΑΠ 251/2004, ΑΠ 1856/99) ή ως προς το αντικείμενο ή τον αριθμό του τμήματος που εξέδωσε την προς διόρθωση απόφαση, εφόσον τα στοιχεία αυτά αναγράφηκαν κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβή. Στην προκειμένη περίπτωση από παραδρομή κατά τη σύνταξη της 931/2014 αποφάσεως του Αρείου Πάγου (Α1 Τμήμα) και του αντίστοιχου πρακτικού αυτής ανεγράφη ο πρώτος αναιρεσίβλητος Α. Γ., ως κάτοικος ... αντί του ορθού "κατοίκου ..." και ο δεύτερος αναιρεσίβλητος ανεγράφη ως Ι. Γ., κάτοικος ..., αντί του ορθού "Γ. Γ., κατοίκου ...". Επομένως, συντρέχει νόμιμη περίπτωση να διορθωθεί αντιστοίχως η υπ' αριθ. 931/2014 απόφαση και τα πρακτικά αυτής, από τα εσφαλμένα ως άνω στοιχεία των αναιρεσιβλήτων, στα ορθά, όπως στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διορθώνει την υπ' αριθ. 931/2014 απόφαση του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου και τα αντίστοιχα αυτής πρακτικά, ως προς το εισαγωγικό μέρος της απόφασης και των πρακτικών από το αναγραφέν εσφαλμένως, Α. Γ. ως κάτοικος ... στο ορθό "κατοίκου ..." και του δευτέρου αναιρεσιβλήτου από το εσφαλμένως αναγραφέν Ι. Γ., κάτοικος ... στο ορθό "Γ. Γ. κατοίκου ...". ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Οκτωβρίου 2014. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Οκτωβρίου 2014. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διόρθωση πρακτικού και αποφάσεως του Αρείου Πάγου ως προς το ότι ο αναιρεσίβλητος είχε καταθέσει προτάσεις και είχε υποβάλει αίτημα επιδίκασης δικαστικής δαπάνης δι’ αυτών. Ως προς τη διόρθωση του πρακτικού εφαρμόζονται αναλογικώς οι διατάξεις των ΚΠολΔ 315 επ.
Διόρθωση απόφασης
Διόρθωση απόφασης.
1
Αριθμός 1771/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη και Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ε. χήρας Π. Α., το γένος Ζ. Β., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Βασιλάκι. Των αναιρεσιβλήτων: 1. Α. θυγ. Κ. Β. του Ν., 2. Ε. Κ. Β. του Ν., 3.Β. συζ. Κ. Γ. το γένος Δ. Β., και 4. Κ. Β. του Δ., κατοίκων .... Η πρώτη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Γιαννόπουλο, οι δε 2η, 3η και 4ος εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αναστασία Αϊδαρίνη Αμπελιώτη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-11-1990 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και με τις ανταγωγές δια των προτάσεων που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 22148/2002 του ίδιου Δικαστηρίου και 2647/2006 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 25-9-2009 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χρυσόστομος Ευαγγέλου, ανέγνωσε την από 11-3-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 250 παρ. 17 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι σε πενταετή παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις των κάθε είδους μισθών, των καθυστερουμένων προσόδων, συντάξεων, διατροφής και κάθε άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά, προκύπτει ότι, λόγω της γενικότητας των όρων "καθυστερουμένων προσόδων" και "κάθε άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά" περιλαμβάνονται σ' αυτούς οι καρποί, φυσικοί ή πολιτικοί, και τα ωφελήματα, τα οποία η χρησιμοποίηση του πράγματος περιοδικώς παρέχει και συνακόλουθα στην προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή πενταετή παραγραφή υπόκεινται και οι αξιώσεις από το άρθρο 1096 ΑΚ του κυρίου του πράγματος κατά του νομέα για τα ωφελήματα που αποκόμισε ο τελευταίος από το πράγμα ( Α.Π. 2267/2013, Α.Π. 440/2000, Α.Π. 150/2009 ). Στην ίδια βραχυπρόθεσμη παραγραφή υπόκεινται και οι αξιώσεις του δικαιουμένου από ορισμένη έννομη σχέση να απαιτήσει την απόδοση πράγματος για τα ωφελήματα που αποκόμισε ο κακόπιστος νομέας του πράγματος ( άρθρα 348, 1096, 1098 Α.Κ.). Εξάλλου, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, που τείνουν στην θεμελίωση ή παρακώλυση του ασκούμενου με αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, καθώς και οι κύριοι ή πρόσθετοι λόγοι εφέσεως που αφορούν σε αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς ή σε άρνηση τέτοιων ισχυρισμών. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, κατ' ορθή υπαγωγή, λόγο του αναιρετηρίου προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Εφετείο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη του και δεν ερεύνησε τον λόγο της έφεσης της αναιρεσείουσας, ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εφάρμοσε το άρθρο 250 αριθ. 17 Α.Κ. και δέχθηκε ότι οι ένδικες αξιώσεις της για απόδοση ωφελημάτων υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή, σε συνέπεια δε της κρίσεώς του αυτής δέχθηκε ως βάσιμη την ένσταση των εναγομένων ότι οι αξιώσεις της για απόδοση ωφελημάτων που αφορούν το χρονικό διάστημα από το έτος 1963 έως 31-12-1984 έχουν παραγραφεί, ενώ οι αξιώσεις της υπάγονται στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 Α.Κ., το οποίο και ήταν εφαρμοστέο. Ο λόγος αυτός αλυσιτελώς προβάλλεται, αφού, κατά τα αναφερόμενα στην μείζονα πρόταση, οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας υπόκεινται στη βραχυπρόθεσμη παραγραφή του άρθρου 250 αριθ.17 Α.Κ, όπως είχε δεχθεί και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ ιδρύεται, αν το δικαστήριο παρά τον νόμο κήρυξε ή δεν ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, ενώ ο αναιρετικός λόγος από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται (και) όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Εξάλλου, κατά τα άρθρο 261 και 263 ΑΚ, την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή, που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό, αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Κάθε παραγραφή, που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής, θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή. Από τις διατάξεις αυτές του ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 221 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., σαφώς προκύπτει, ότι ως επανέγερση της αγωγής νοείται η έγερση νέας αγωγής με τους ίδιους διαδίκους και με την ίδια ιστορική και νομική αιτία ( Α.Π. 997/1999 ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο απέρριψε ως αόριστο τον πρώτο κατά το δεύτερο μέρος του λόγο της έφεσης της αναιρεσείουσας, με τον οποίο αυτή προέβαλε ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την προβληθείσα απ' αυτήν αντένσταση διακοπής της παραγραφής της αξίωσής της για καταβολή αποζημίωσης για ωφελήματα που οι εναγόμενοι εισέπραξαν ή παρέλειψαν, αν και μπορούσαν, να εισπράξουν. Η διακοπή φέρεται ότι επήλθε από της επιδόσεως, στις 17-11-1986, της προγενέστερης από 12-8-1986 αγωγής της αναιρεσείουσας που είχε απορριφθεί τελεσίδικα ως αόριστη με την υπ' αριθ. 2037/ 23-5-1990 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η δε ένδικη από 17-11-1990 αγωγή της επιδόθηκε στις 22-11-1990 και επομένως, λόγω ασκήσεως της δευτέρας εντός εξαμήνου από την τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης αγωγής, η παραγραφή θεωρείται ότι διακόπηκε από της επιδόσεως της προηγούμενης αγωγής. Ο λόγος αυτός της εφέσεως ήταν πράγματι αόριστος, διότι η αναιρεσείουσα δεν επικαλέσθηκε με την έφεσή της, όπως προκύπτει από αυτήν, ότι είχε προβάλει πρωτοδίκως ορισμένως την εν λόγω αντένσταση, με επίκληση και του αναγκαίου για την πληρότητά της στοιχείου, ότι και η προηγούμενη αγωγή της είχε την αυτή με την ένδικη αγωγή νομική βάση, στοιχείο το οποίο, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προτάσεών της στον πρώτο βαθμό, δεν είχε επικαλεσθεί και το οποίο, άλλωστε, δεν συντρέχει, αφού από την επισκόπηση της από 12-8-1986 αγωγής προκύπτει ότι αυτή είχε ως μόνη βάση τη σχέση κοινωνίας- συγκυριότητας μεταξύ των διαδίκων (άρθρα 785 επ. Α.Κ.), για την ύπαρξη της οποίας δεν παρέθετε τα αναγκαία κατά νόμον περιστατικά, ήτοι μεταγραφή των δηλώσεων βουλήσεως των δικαιοπαρόχων των εναγομένων περί μεταβιβάσεως στον δικαιοπάροχο της ενάγουσας του ανήκοντος σ' αυτόν ποσοστού συγκυριότητας επί των ακινήτων, όπως, άλλωστε, έχει κριθεί τελεσίδικα με την υπ' αριθ. 2296/1988 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που επικυρώθηκε με την υπ' αριθ. 2037/1990 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, ενώ η ένδικη αγωγή βάση έχει τις διατάξεις των άρθρων 348, 1096, 1098 Α.Κ. Επομένως, το Εφετείο που απέρριψε ως αόριστο τον ανωτέρω λόγο έφεσης δεν κήρυξε παρά τον νόμο απαράδεκτο και σε ορθό αποτέλεσμα κατέληξε, δεν παρέλειψε δε να λάβει υπόψη πράγματα που προτάθηκαν. Συνεπώς, ο πρώτος από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, η επίδοση της άνω προγενέστερης αγωγής, δεν αποτελεί όχληση, γιατί είχε διαφορετική νομική βάση και δεν επιφέρει τοκογονία, σύμφωνα με τα άρθρα 340 Α.Κ. και 221 παρ. 1 γ' ΚΠολΔ (Α.Π. 923/2009, 1789/2009, 1002/2001). Επίσης, δεν αποτελεί όχληση η από 8-4-1942 ασκηθείσα αγωγή του δικαιοπαρόχου της αναιρεσείουσας, διότι εκείνη είχε αίτημα καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως για μεταβίβαση ποσοστού συγκυριότητας ακινήτων και όχι καταβολής αποζημίωσης για εξαχθέντα και μη ωφελήματα των ακινήτων. Επομένως, το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα επιδίκασης τόκων επί των οφειλομένων ωφελημάτων από της επιδόσεως των ως άνω αγωγών, δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 340 και 345 Α.Κ. και ο τέταρτος από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, κατ' ορθή υπαγωγή, λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης, ιδρύεται όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά εκείνα γεγονότα που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κατάλληλου κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή αν έγινε ή όχι ορθός νομικός χαρακτηρισμός των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ως αποδειχθέντα τα εξής αναφορικά με το κεφάλαιο της αγωγής για απόδοση ωφελημάτων που οι εναγόμενοι από υπαιτιότητά τους δεν εισέπραξαν, ενώ σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης μπορούσαν να εισπράξουν από την εκμετάλλευση του επί των οδών ... της Θεσσαλονίκης ακινήτου : " ... Περαιτέρω, η επί της οδού ... οικοδομή αποτελείται από ισόγειο και τέσσερις ύπερθεν αυτού ορόφους. Η οικοδομή αυτή ανεγέρθηκε το έτος 1906 και όλοι οι όροφοι μέχρι το έτος 1978 είχαν μισθωθεί στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης για της ανάγκες (αναγκαίες) εργασίες της Οδοντιατρικής Σχολής. Το έτος 1985 οι τέσσερις όροφοι του ακινήτου αυτού παρέμειναν κενοί, αφού, λόγω της παλαιότητάς τους, έχρηζαν εκτεταμένων επισκευών και δεν ήταν ευχερής η εκμίσθωσή τους ή η χρησιμοποίησή τους, μετά δε την έκδοση της άνω αποφάσεως του Αρείου Πάγου (691/1985 ) και τον ορισμό διαχειριστή της κοινωνίας οι τέσσερις όροφοι της οικοδομής αυτής εκμισθώθηκαν και ο μισθωτής ανέλαβε την δαπάνη επισκευής τους, το ύψος της οποίας ανήλθε στο ποσό των 80.000.000 δρχ. περίπου. Συνεπώς, η μη είσπραξη ωφελημάτων από τους άνω ορόφους του προαναφερόμενου ακινήτου, δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα των εναγομένων, οι οποίοι λόγω της καταστάσεως που είχαν περιέλθει οι όροφοι αυτοί, δεν θα μπορούσαν να εισπράξουν ωφελήματα κατά τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης. Γι' αυτό και το σχετικό αγωγικό κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί..". Έτσι που έκρινε, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διαλαμβάνει σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο και καταφάσκουν την ορθή εφαρμογή των διατάξεων ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 348, 1096, 1098 του Α.Κ. Επομένως, ο τρίτος από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατά το μέρος δε που ο ίδιος λόγος πλήττει την ανεπίδεκτη αναιρετικού ελέγχου εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), προβάλλεται απαραδέκτως. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, από τους οποίους η πρώτη έχει χωριστή υπεράσπιση, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 25-9-2009 αίτηση της Ε. Α., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθ. 2647/2006 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700 ) ευρώ για την πρώτη αναιρεσίβλητη και στο ίδιο ποσό για τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους από κοινού. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Ιουλίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 3 Σεπτεμβρίου 2014. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αξίωση απόδοσης ακινήτου με βάση ορισμένη έννομη σχέση (348 Α.Κ.) Οφείλονται ωφελήματα κατά τις διατάξεις περί διεκδικήσεως πράγματος (1096, 1098 ΑΚ). Η αξίωση αυτή υπόκειται σε πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 άρθρ ΑΚ. Αντένσταση διακοπής της παραγραφής από της επιδόσεως προγενέστερης αγωγής, η οποία απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους και επανεγέρθηκε εντός εξαμήνου. Για το ορισμένο της αντενστάσεως απαιτείται επίκληση και απόδειξη ταυτότητας ιστορικής και νομικής αιτίας. Αβάσιμοι αναιρετικοί λόγοι από το άρθρο 559 αριθ. 1, 14, 19 ΚΠολΔ. (Επικυρώνει 2467/2006 αποφ. ΕφΘεσσαλονίκης).
Παραγραφή αξιώσεων
Παραγραφή αξιώσεων.
2
Αριθμός 1743/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη και Γεώργιο Κοντό, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 24 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ν. Μ. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μαλταμπέ. Των αναιρεσιβλήτων: 1.Π. Κ., κατοίκου ..., 2. Ι. Κ. του Π., κατοίκου ..., 3.Χ. συζ. Ν. Ο., το γένος Ι. Κ., κατοίκου ... και 4. Μ. συζ. Ν. Μ., το γένος Ι. Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κάππο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-9-2002 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 102/2006 μη οριστική, 683/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 469/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά ο αναιρεσείων με την από 20-6-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χρυσόστομος Ευαγγέλου, ανέγνωσε την από 31-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι από το άρθρο 559 αριθ. 8 α και 11 α Κ.Πολ.Δ τρίτος του κύριου αναιρετηρίου και πρώτος του δικογράφου προσθέτων λόγων αναιρετικοί λόγοι και οι από το άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ δεύτερος και τρίτος πρόσθετοι λόγοι και να απορριφθούν οι λοιποί. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Η προσβαλλομένη απόφαση είναι αποτέλεσμα της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής: Ο αναιρεσείων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 3-9-2002 αγωγή του, με την οποία, επικαλούμενος ότι είχε συμφωνήσει, με ιδιωτικό έγγραφο, να αγοράσει από τον δικαιοπάροχο των εναγομένων ένα αγρόκτημα αντί τιμήματος 6.000.000 δρχ., ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ως κληρονόμοι του πωλητή, να του αποδώσουν κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, λόγω ακυρότητας της συμβάσεως, το ποσό των 6.000.000 δρχ., το οποίο είχε προκαταβάλει ως τίμημα. Η αγωγή έγινε δεκτή με την υπ' αριθ. 683/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατ' αυτής άσκησαν έφεση οι εναγόμενοι, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, η οποία δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν την αγωγή. Με την προσβαλλομένη απόφαση το Εφετείο δέχθηκε τα εξής : "Ο ενάγων διατηρεί επιχείρηση super market στο … της νήσου Άνδρου, ενώ παράλληλα ασχολείται και με αγοραπωλησίες ακινήτων. Ο δικαιοπάροχος των εναγομένων Ι. Κ., ο οποίος αποβίωσε στις 18/1/1996, με την από 24/2/1991 δημόσια διαθήκη του, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα... εγκατέστησε κληρονόμους του τους εναγόμενους. Με την κρινόμενη αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι συμφώνησε, το έτος 1994, με τον Ι. Κ. να του μεταβιβάσει ο τελευταίος έναν αγρό ιδιοκτησίας του που βρισκόταν στη θέση Μάρμαρα της περιοχής Χάρακα της κτηματικής περιφέρειας της πρώην Κοινότητας Γαυρίου Άνδρου Κυκλάδων, συνολικής έκτασης 14.805 τ. μ. Ισχυρίστηκε επίσης ότι το τίμημα για την ανωτέρω μεταβίβαση συμφωνήθηκε στο ποσό των 6.000.000 δρχ., το οποίο και κατέβαλε εξ ολοκλήρου στον Ι. Κ. στις 30/6/1994. Προς απόδειξη της καταβολής αυτής ο ενάγων επικαλέστηκε και προσκόμισε την από 30/6/1994 εξοφλητική απόδειξη που του παρέδωσε ο Ι. Κ. και στην οποία αναφέρονται κατά λέξη (και με την ορθογραφία του κειμένου) τα ακόλουθα : "Ο κάτοθι υπογεγραμένος Ι. Κ. έλαβε παρά του Ν. Μ. το ποσόν του 6.000.000 εκση εκατομίρια για το χτιμα που έχει στο Χάρακα Μαρμαρά το πουλισε στο Ν. Μ. κε εξοφλίθη όλο το ποσόν. Εν Γαυριο 30-6-1994 Ο Λαβών (υπογραφή) Ι. Κ.". Η απόδειξη αυτή προσκομίσθηκε σε φωτοτυπία αφού, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, είχε απολεσθεί το πρωτότυπο. Οι εκ των εναγομένων πρώτος, τρίτη και τέταρτη προέβαλαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ένσταση πλαστότητας της ανωτέρω απόδειξης, τόσο ως προς το κείμενο, όσο και ως προς την υπογραφή, ενώ ο ίδιος ισχυρισμός του δεύτερου εναγόμενου κρίθηκε, λόγω μη παροχής της απαιτούμενης εκ του νόμου (άρθρο 98 περ. β Κ.Πολ.Δ.) ειδικής πληρεξουσιότητας στον παραστάντα δικηγόρο, ως άρνηση της γνησιότητας της υπογραφής του Ι. Κ.. Κατόπιν αυτού και προς διερεύνηση των ως άνω θεμάτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διέταξε την διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και διόρισε πραγματογνώμονα τη Β. Α. προκειμένου να αποφανθεί αν "το περιεχόμενο του ως άνω εγγράφου έχει γραφεί με το χέρι του Ι. Κ. και αν η τιθέμενη στο ανωτέρω έγγραφο υπογραφή τέθηκε από τον Ι. Κ.", Η εν λόγω πραγματογνώμονας.., κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "το περιεχόμενο δηλαδή η γραφή που εμφανίζεται στην από 30/06/1994 ιδιόγραφη απόδειξη ΔΕΝ έχει γραφεί με το χέρι του Ι. Κ. ... η τιθέμενη στο ανωτέρω έγγραφο υπογραφή έχει τεθεί από το χέρι του Ι. Κ.". Ο ενάγων μετά την αμφισβήτηση από τους εναγόμενους της γραφής του κειμένου της ως άνω απόδειξης από τον δικαιοπάροχό τους και της επιβεβαίωσης των ισχυρισμών αυτών από την ως άνω δικαστική γραφολόγο-πραγματογνώμονα, έσπευσε να δηλώσει ότι ουδέποτε ισχυρίσθηκε ότι το κείμενο της απόδειξης είχε γραφεί από τον αποβιώσαντα και ότι εξ αρχής ανέφερε στην αγωγή του, ότι μόνο η υπογραφή ανήκε στον αποβιώσαντα, ενώ το κείμενο είχε γραφεί από τον ίδιο (ενάγοντα). Τούτο όμως δεν ευσταθεί αφού στην αγωγή του ανέφερε επί λέξει: "Σε πιστοποίηση της ανωτέρω καταβολής εκ μέρους μου του ποσού των έξι εκατομμυρίων (6.000.000) δραχμών ο Ι. Κ. υπέγραψε και μου παρέδωσε την από 30/6/1994 ιδιόγραφη απόδειξη ... ". Είναι σαφές δε ότι η λέξη ιδιόγραφη σημαίνει ότι ένα κείμενο έχει γραφεί με το χέρι εκείνου που το υπογράφει. Με βάση επομένως τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι, το μεν κείμενο της επίδικης απόδειξης γράφηκε από τον ενάγοντα, η δε υπογραφή τέθηκε από τον Ι. Κ.. Με βάση τα ανωτέρω, αποδείχθηκε η γνησιότητα της εν λόγω απόδειξης και συνεπώς αυτή, προσκομιζόμενη σε φωτοτυπία, λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο... Ωστόσο το περιεχόμενο της απόδειξης αυτής έρχεται σε πλήρη αντίθεση και αντικρούεται από το περιεχόμενο της δεύτερης απόδειξης, αυτής δηλαδή που προσκόμισαν εναγόμενοι για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου. Ειδικότερα η τελευταία αυτή απόδειξη έχει το ακόλουθο περιεχόμενο (διατηρείται η ορθογραφία του κειμένου): "ο κατοθι υπογεγραμένος Ι. Κ. έλαβε 500.000 χιλιάδες παρά του Ν. Μ. έναντι του συφωνιθέντος χτίματος που έχει στο Χάρακα Μάρμαρα συνολικού ποσού ένα εκατομίριο. Εν Γαυριο 5/4/1994. Ο Λαβών (υπογραφή)". Από την επισκόπηση δε του εγγράφου της απόδειξης αυτής, η οποία επίσης προσκομίζεται σε φωτοτυπία και λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο, εφόσον η γνησιότητά της δεν αμφισβητήθηκε από τον ενάγοντα ο οποίος μόνο στην όψιμη προσαγωγή της αντιτάχθηκε, είναι φανερό ότι το κείμενό της έχει επίσης γραφεί από το χέρι του ενάγοντος ενώ η υπογραφή είναι του Ι. Κ.. Το έγγραφο αυτό ανατρέπει τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, ότι δηλαδή συμφώνησε με τον αποβιώσαντα να του μεταβιβάσει το ακίνητο στον Χάρακα έναντι τιμήματος 6.000.000 δρχ., καθώς δεν είναι λογικό δύο μόλις μήνες πριν από την επίδικη συμφωνία να είχε προηγηθεί άλλη συμφωνία μεταξύ των αυτών συμβαλλομένων για το ίδιο ακίνητο με τίμημα μόλις 1.000.000 δρχ.... Με βάση τα όσα έγιναν δεκτά παραπάνω, δεν αποδεικνύεται ότι ο ενάγων σύναψε με τον αποβιώσαντα Ι. Κ. συμφωνία με το αναφερόμενο στην αγωγή του περιεχόμενο, ούτε ότι του κατέβαλε το ποσό των 6.000.000". Κατά το άρθρο 457 ΚΠολΔ: "Τη γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου, εφόσον αμφισβητείται, πρέπει να την αποδείξει εκείνος που το επικαλείται και το προσάγει, εκτός αν είναι τόσο φανερά αλλαγμένο ώστε το δικαστήριο να μπορεί να διαπιστώσει αμέσως και ασφαλώς ότι δεν είναι γνήσιο (παρ.1). Εκείνος κατά του οποίου προσάγεται ιδιωτικό έγγραφο οφείλει να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής, διαφορετικά το έγγραφο θεωρείται αναγνωρισμένο (παρ.2). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η επίκληση και προσκομιδή ιδιωτικού εγγράφου, προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, εμπεριέχει τον ισχυρισμό του διαδίκου περί της γνησιότητάς του (Α.Π. 1/2011, Α.Π. 1254/2010), ο δε αντίδικος αυτού έχει το βάρος της δήλωσης περί άρνησης της γνησιότητας, ενώ ο πρώτος της απόδειξης αυτής, εάν αμφισβητηθεί. Η απόδειξη της γνησιότητας ιδιωτικού εγγράφου είναι απαραίτητη και αν ακόμη το έγγραφο έχει προσαχθεί για να στηρίξει δικαστικό τεκμήριο (Α.Π. 470/1972, Α.Π. 144/1970). Αν ο διάδικος που προσκομίζει το ιδιωτικό έγγραφο δηλώσει ότι αυτό είναι πλαστό, τότε ο αντίδικος του δεν έχει υποχρέωση να δηλώσει αν αναγνωρίζει ή αμφισβητεί τη γνησιότητα του εγγράφου και το δικαστήριο δεν μπορεί να αναγνωρίσει ως γνήσιο το έγγραφο. Εξ' άλλου, ο λόγος αναίρεσης από τον αριθ. 8 α' του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή λόγου έφεσης. Ο λόγος αυτός ιδρύεται και όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχεται ότι ο διάδικος κατά του οποίου προσκομίζεται ορισμένο έγγραφο δεν αμφισβητεί (συνομολογεί) τη γνησιότητά του, ενώ αυτός την αμφισβητούσε (Α.Π. 180/1998), καθώς και όταν ο διάδικος κατά του οποίου προσάγεται το έγγραφο δεν έχει υποχρέωση να δηλώσει αν αναγνωρίζει ή αμφισβητεί την γνησιότητα της υπογραφής, το οποίο συμβαίνει όταν ο διάδικος που προσκομίζει το έγγραφο δηλώσει ότι τούτο είναι πλαστό. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο, κατά το πρώτο σκέλος του, από το άρθρο 559 αριθ.8 α' ΚΠολΔ λόγο του αναιρετηρίου προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε ότι ο ενάγων, ως εφεσίβλητος, δεν αμφισβήτησε τη γνησιότητα της από 5-4-1994 έγγραφης απόδειξης, την οποία επικαλέσθηκαν το πρώτον ενώπιον του Εφετείου οι εναγόμενοι, ενώ ο ενάγων με τις προτάσεις του είχε αμφισβητήσει τη γνησιότητα της απόδειξης. Όπως προκύπτει από τις από 16-11-2011 έγγραφες προτάσεις του ενάγοντος ενώπιον του Εφετείου, αυτός ναι μεν αντέλεξε μόνο στη λήψη υπόψη της ως άνω απόδειξης, ως απαράδεκτος προσκομισθείσας το πρώτον ενώπιον του Εφετείου και δεν αμφισβήτησε ειδικά τη γνησιότητά της, πλην όμως, ο αναιρεσείων δεν είχε υποχρέωση να δηλώσει αν αναγνωρίζει τη γνησιότητα του εν λόγω εγγράφου, αφού οι αναιρεσίβλητοι που το επικαλέσθηκαν ισχυρίστηκαν ότι τούτο είναι πλαστό. Επομένως, το Εφετείο που δέχθηκε ότι ο ενάγων δεν αμφισβήτησε τη γνησιότητα του εν λόγω εγγράφου, το οποίο έλαβε υπόψη ως γνήσιο, έλαβε υπόψη ισχυρισμό που δεν προβλήθηκε και ο ερευνώμενος λόγος του αναιρετηρίου είναι βάσιμος. Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 11α' ΚΠολΔ παρέχεται, αν το δικαστήριο της ουσίας σχημάτισε την αποδεικτική του κρίση λαμβάνοντας υπόψη αποδεικτικά μέσα τα οποία ο νόμος δεν επιτρέπει, όπως είναι τα πλαστά ή μη γνήσια και συνεπώς ανύπαρκτα έγγραφα, διότι δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών μέσων (Ολ, ΑΠ 15/03, Α.Π. 1850/2009, Α.Π. 992/1993). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο του κύριου αναιρετηρίου και τον πρώτο του δικογράφου προσθέτων λόγων, όπως αυτοί εκτιμώνται κατά το νοηματικό τους περιεχόμενο, προβάλλεται η από το άρθρο 559 αριθ. 11α' του ΚΠολΔ αιτίαση ότι το Εφετείο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι το Εφετείο για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος ότι δεν καταρτίστηκε μεταξύ του ενάγοντος και του δικαιοπαρόχου των εναγομένων το επικαλούμενο στην αγωγή από 30-6-1994 ιδιωτικό προσύμφωνο μεταβίβασης ακινήτου έναντι τιμήματος 6.000.000 δρχ. έλαβε υπόψη του και την για πρώτη φορά ενώπιον του επικληθείσα και προσκομισθείσα από τους εναγομένους-εκκαλούντες από 5-4-1994 έγγραφη απόδειξη, με την οποία φέρεται ότι ο ενάγων κατέβαλε στον δικαιοπάροχο των εναγομένων το ποσό των 500.000 δρχ. για την αγορά του ίδιου ακινήτου αντί συμφωνηθέντος τιμήματος 1.000.000 δρχ., παρά το ότι οι ίδιοι οι εκκαλούντες επικαλέσθηκαν ότι πρόκειται για μη γνήσιο και πλαστό κατά την υπογραφή του εκδότη δικαιοπαρόχου τους έγγραφο, όπως και η από 30-6-1994 απόδειξη, δηλαδή οι εκκαλούντες επικαλέσθηκαν και το δικαστήριο έλαβε υπόψη ανύπαρκτο αποδεικτικό μέσο. Όπως προκύπτει από το δικόγραφο της έφεσης των εναγομένων και τις από 16-11-2011 έγγραφες προτάσεις των ιδίων, αυτοί ισχυρίστηκαν ότι "....ο ίδιος ο εφεσίβλητος, μετά τον θάνατο του Ι. Κ., εμφάνισε και παρέδωσε στην τέταρτη εξ ημών "απόδειξη" δρχ. 500.000 έναντι συμφωνηθείσης τιμής δρχ. 1.000.000 δια το ίδιο χωράφι, την οποία απόδειξη είχα απολέσει η 4η εξ ημών και κατόπιν ανεύρον και μου ζήτησε να του καταβάλλω το ποσό των δρχ. 500.000 που είχε δήθεν καταβάλει στον Ι. Κ.. Η 4η εξ ημών διαπίστωσα ότι η "απόδειξη" αυτή, την οποία προσκομίζουμε και η οποία έφερε ημερομηνία 5-4-1994, δεν έφερε τη γνησίαν γραφήν και υπογραφήν του πατρός μου και ηρνήθην να του καταβάλλω το ποσόν αυτό.... Την απόδειξη αυτή αρνηθήκαμε να αποδεχθούμε αφού και σ' αυτήν εφέρετο πλαστογραφημένη η υπογραφή του Ι. Κ. ", δηλαδή οι εκκαλούντες για την αντίκρουση της αγωγής και την απόδειξη της βασιμότητας του ισχυρισμού τους περί πλαστότητας του από 30-6-1994 ιδιωτικού εγγράφου, με το οποίο φέρεται ότι ο δικαιοπάροχός τους υποσχέθηκε να μεταβιβάσει στον ενάγοντα ένα αγρόκτημα, αντί τιμήματος 6.000.000 δρχ,, το οποίο και έλαβε προκαταβολικά, επικαλέσθηκαν ότι ο ενάγων πλαστογραφεί και εμφανίζει κάθε φορά διαφορετική απόδειξη, όπως είναι και από 5-4-1994 πλαστή απόδειξη. Το Εφετείο παρά ταύτα για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος ότι δεν καταρτίστηκε σύμβαση πώλησης του ακινήτου και μάλιστα με το αναφερόμενο στην αγωγή περιεχόμενο έλαβε υπόψη του το επικαλούμενο ως πλαστό και μη γνήσιο έγγραφο, το θεώρησε γνήσιο τόσο κατά την υπογραφή όσο και κατά το περιεχόμενό του, λόγω μη δήθεν αμφισβητήσεως της γνησιότητάς του από τον ενάγοντα και απέρριψε ως αβάσιμη την αγωγή, δεχόμενο ότι ουδέποτε καταρτίστηκε προσύμφωνο μεταβίβασης του ακινήτου, ούτε καταβλήθηκε το ποσό των 6.000.000 δρχ. Επομένως, ο ερευνώμενος αναιρετικός λόγος είναι βάσιμος. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης, ιδρύεται όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχονται καθόλου ή δεν αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά εκείνα γεγονότα που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κατάλληλου κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή αν έγινε ή όχι ορθός νομικός χαρακτηρισμός των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, ενώ δέχεται ότι η από 5-4-1994 απόδειξη, με την οποία φέρεται ότι ο ενάγων συμφώνησε με τον δικαιοπάροχο των εναγομένων τη μεταβίβαση, λόγω πωλήσεως, του ακινήτου αντί τιμήματος 1.000.000 δρχ., είναι γνήσια κατά την υπογραφή του λαβόντος εκ προσυμφώνου πωλητή και ότι εντεύθεν είναι γνήσιο και το περιεχόμενό της, στη συνέχεια δέχεται, αντιφατικά, ότι δεν καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων συμφωνία για μεταβίβαση του εν λόγω ακινήτου. Επομένως, οι δεύτερος και τρίτος από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ πρόσθετοι λόγοι, με τους οποίους προβάλλεται η ως άνω πλημμέλεια, είναι βάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και παρελκούσης της έρευνας των λοιπών αναιρετικών λόγων, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου από άλλους δικαστές είναι εφικτή (άρθρο 580 παρ.3 ΚΠολΔ). Το παράβολο που κατέθεσε ο αναιρεσείων πρέπει να του επιστραφεί, αφού η αίτησή του γίνεται δεκτή ( άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του ν. 4055/2012 ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται την αίτηση. Αναιρεί την υπ' αριθ. 469/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου. Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Μαΐου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Αυγούστου 2014. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πώληση ακινήτου με ιδιωτικό έγγραφο. Ακυρότητα αδικοπραξίας και υποχρέωση επιστροφής καταβληθέντος τιμήματος. Αποδεικτικά έγγραφα. Επίκληση από εναγόμενο πλαστού ιδιωτικού εγγράφου για την ανταπόδειξη της αγωγής. Δεν υφίσταται υποχρέωση του ενάγοντος να δηλώσει αν αμφισβητεί ή όχι την γνησιότητα τέτοιου εγγράφου και το δικαστήριο δεν μπορεί να θεωρήσει τούτο γνήσιο και να το λάβει υπόψη. Αναιρετικοί λόγοι από το άρθρο 559 αρ. 8α, 11α, 19 ΚΠολΔ. (Αναιρεί 469/2012 απόφαση Εφετείου Αθηνών).
Αποδείξεων εκτίμηση
Αποδείξεων εκτίμηση, Ακύρωση δικαιοπραξίας.
2
Αριθμός 1480/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Mαΐου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Α. Μ. του Β., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παντελή Αποστολά, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων - προς ούς η κοινοποίηση της κλήσης: 1)Δ. Ι. του Σ., ο οποίος, όπως αναφέρεται στην από 31/10/2013 κλήση, απεβίωσε και κληρονομήθηκε από την κόρη του Ρ. Ν., κάτοικο ..., και 2)Ε. χήρας Ν. Τ. του Σ. Ι., πρώην κατοίκου ..., και ήδη αγνώστου διαμονής. Η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Γιαννόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., και η 2η δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Των προσθέτως παρεμβαινόντων υπέρ των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: 1)Τ. Μ. του Μ. και 2)Η. Μ. του Μ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Γιαννόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/7/1983 αγωγή του αρχικού διαδίκου Δαυίδ Ισραέλ, της ήδη 2ης αναιρεσίβλητης και λοιπών προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην προκείμενη δίκη, η οποία κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου και συνεκδικάστηκε με την δια των προτάσεων ασκηθείσα ανταγωγή του ήδη αναιρεσείοντος. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 508/1984 μη οριστική, 449/1987 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 221/1989 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 663/1995 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία την αναίρεσε και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Δωδεκανήσου. Το ως άνω Δικαστήριο εξέδωσε την 95/1996 απόφαση, κατά της οποίας ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 1004/1998 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία την αναίρεσε και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Δωδεκανήσου. Το ως άνω Δικαστήριο εξέδωσε την 335/2001 απόφαση, την αναίρεση της οποίας ζήτησε ο ήδη αναιρεσείων με την από 21/2/2002 αίτησή του, οι δε προσθέτως παρεμβαίνοντες με την από 19/4/2002 παρέμβασή τους ζήτησαν την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Εκδόθηκε η 727/2004 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Στη συνέχεια οι προσθέτως παρεμβαίνοντες - καλούντες επανέφεραν προς συζήτηση την υπόθεση με την από 20/5/2012 κλήση τους και εκδόθηκε η 1433/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία κηρύχθηκε και πάλι απαράδεκτη η συζήτηση. Ήδη οι προσθέτως παρεμβαίνοντες - καλούντες με την από 31/10/2013 κλήση τους επανέφεραν εκ νέου την υπόθεση προς συζήτηση. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/10/2003 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Σπυρίδωνα Μπαρμπαστάθη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις του άρθρου 576 §§ 1 και 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν ο διάδικος που δεν επισπεύσει τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως και δεν παραστάθηκε κατ'αυτήν έχει κλητευθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, η συζήτηση προχωρεί παρά την απουσία του κλητευθέντος αυτού διαδίκου. Εν προκειμένω, με την από 31-10-2013 κλήση των Τ. Μ. και Η. Μ., οι οποίοι με το από 19-4-2002 ιδιαίτερο δικόγραφό τους έχουν ασκήσει ενώπιον του Αρείου Πάγου πρόσθεση παρέμβαση υπέρ των αναιρεσιβλήτων Δ. Ι. και Ε. Ι. Τ., έχοντας έννομο προς τούτο συμφέρον, ως μεταγενέστεροι ειδικοί διάδοχοί τους, φέρονται προς συζήτηση η από 21-2-2002 αίτηση του Α. Μ. για αναίρεση της υπ'αριθμ. 335/2001 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου και η προαναφερθείσα πρόσθετη υπέρ των αναιρεσιβλήτων παρέμβαση των καλούντων, μετά την έκδοση των υπ'αριθμ. 1433/2013 και 727/2004 αποφάσεων του δικαστηρίου τούτου, με τις οποίες κηρύχθηκαν απαράδεκτες οι αντίστοιχες προηγούμενες συζητήσεις της υποθέσεως. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, η δεύτερη από τους αναιρεσιβλήτους Ε. Ι. - Τ. δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από τις υπ'αριθμ. 289 Β' και 290 Β'/27-11-2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Β. Κ. και τα από 3-12-2013 φύλλα των εφημερίδων ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ και ΗΧΩ ΤΩΝ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΩΝ που ορίστηκαν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με πράξη του κάτωθι των ανωτέρω εκθέσεων επιδόσεως, τα οποία οι καλούντες - παρεμβαίνοντες προσκομίζουν και επικαλούνται, οι τελευταίοι επέδωσαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 135 § 1, 136 § 1 και 568 § 4 του ΚΠολΔ, στην αγνώστου διαμονής ως άνω αναιρεσίβλητη αφ'ενός μεν αντίγραφο της παρέμβασής τους, αφ'ετέρου δε αντίγραφο της προαναφερθείσης κλήσεως με την κάτω από αυτήν πράξη περί ορισμού της ανωτέρω, αναφερόμενης στην αρχή της παρούσης δικασίμου, στην οποία και κάλεσαν την αναιρεσίβλητη να παραστεί. Επομένως και σύμφωνα με την νομική σκέψη που προηγήθηκε, η συζήτηση της υποθέσεως θα προχωρήσει σαν να ήταν παρούσα και η ανωτέρω κληθείσα αναιρεσίβλητη. ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 7 του κτηματολογικού κανονισμού Δωδεκανήσου, κυρωθέντος δια του υπ' αριθ. 132/1929 δ/τος του Ιταλού Κυβερνήτου Δωδεκανήσου και διατηρηθέντος σε ισχύ και μετά την περιέλευση της Δωδεκανήσου στην Ελληνική Επικράτεια δυνάμει του άρθρου 2 του ν. 510/1947 "περί της εν Δωδεκανήσου εφαρμοστέας Νομοθεσίας", με τις οποίες διατηρήθηκαν σε ισχύ οι καθορίζουσες τις διακρίσεις των γαιών σε κατηγορίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι αφιερωμένες (βακούφ), και από εκείνες των άρθρων 63 παρ. προτελευταία, 68 και 72 του ίδιου κτηματολογικού κανονισμού, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3, 4 παρ. 2, και 78 του περί γαιών νόμου της 7 Ραμαζάν 1274 (1856) του Οθωμανικού Κράτους, συνάγεται ότι μόνον τα μη γνήσια βακούφια είναι δεκτικά δεκαετούς κτητικής παραγραφής, όχι όμως και τα γνήσια βακούφια (ΑΠ 940/1983). Εξάλλου με το άρθρο 1660 του κώδικα αυτού ορίζεται ότι "Αγωγαί αι μη αφορώσαι το κοινόν, οίον περί χρέους, παρακαταθήκης, ακινήτων κτημάτων τελείας κυριότητος, κληρονομίας και αι μη αποβλέπουσαι εις το βακούφιον, οίον εν τοις βακουφικοίς [αφιερωμένοις ακινήτοις κτήμασι περί κατοχής δια κανόνος (μουκαταά) ή επί διτελεία, περί επιστασίας (τεβληγέτ) και προσόδου (γαλλέ), των αφιερωμάτων (μερουτά)], δεν ακούονται αφού εγκαταλειφθώσιν επί δέκα πέντε έτη", και κατά το άρθρο 1661 του ίδιου Κώδικα ότι: "Αι αυτό το βακούφιον (αφιέρωμα) αφορώσαι αγωγαί του επιστάτου (μουτεβελή) και υποτρόφου (του βακουφίου - μουρτεζικά) ακούονται μέχρι τριάκοντα εξ ετών. Αλλά μετά παρέλευσιν τριάκοντα εξ ετών δεν ακούονται πλέον". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στην παραγραφή των τριάντα εξ ετών (σεληνιακών) υπόκεινται μόνον οι αγωγές που αφορούν καθεαυτό το βακούφιο, ήτοι το έδαφος του βακουφικού κτήματος, και όχι οι αγωγές τού επί καταβολή απλού τελέσματος (μουκαταλή) ή διπλού τοιούτου (ιδζαρετινλού) εξουσιάζοντος τα επί του εδάφους του βακουφίου κτίσματα, δένδρα ή φυτείες, οι οποίες υπόκεινται στην γενική παραγραφή των δέκα πέντε ετών (ΑΠ 915/73, ΑΠ 940/83). Επομένως, και με το δεδομένο ότι η ψιλή κυριότητα του βακουφικού κτήματος παραμένει στο βακουφικό ίδρυμα, αγωγές αφορώσες την ωφέλιμη κυριότητα (τεσσαρούφ) του εν λόγω κτήματος υπόκεινται στην τελευταία αυτή παραγραφή των τριάντα έξι ετών. Η εν λόγω παραγραφή, κατά το νοηματικό περιεχόμενο που δεσμευτικώς, κατ' άρθρον 580 παρ. 4 ΚΠολΔ, απέδωσε στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 1661 του Οθωμανικού ΑΚ η πρώτη εκδοθείσα επί της προκειμένης διαφοράς υπ' αριθ. 663/1995 αναιρετική απόφαση του δικαστηρίου τούτου, είναι κτητική (δηλαδή προσποριστική του δικαιώματος της ωφέλιμης κυριότητας) και προϋποθέτει συνεχή νομή του ακινήτου από τον υπερ ου αυτή, επέρχεται δε διακοπή της πρωτίστως συνεπεία απώλειας της νομής, σύμφωνα με το άρθρο 1048 ΑΚ, ενώ το επί των γνησίων βακουφίων δικαίωμα ωφέλιμης κυριότητας υπόκειται μόνον στην όμοια παραγραφή των τριάντα έξι σεληνιακών ετών (ΑΠ 600/1981). Γι' αυτό, ενόψει της αποκλειστικότητας της ρυθμίσεως, η ως άνω διάταξη του άρθρου 1661 του Οθωμανικού ΑΚ κατισχύει, ως ειδική, των γενικών περί παραγραφής διατάξεων του ημεδαπού ΑΚ, και ειδικότερα εκείνης του άρθρου 249, κατά την οποία εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά οι αξιώσεις παραγράφονται μετά είκοσι έτη. Εκ τρίτου, από τις διατάξεις των παραγράφων 2, 3, 4, 5, 6 και 8 του άρθρου 34 του α.ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων" συνάγεται ότι σε περίπτωση καταλήψεως από το Δημόσιο ακινήτου ως εγκαταλελειμμένου από τους ιδιοκτήτες του, η οποία γίνεται διοικητικώς δια πρωτοκόλλου, περίληψη του οποίου μεταγράφεται και καταχωρείται στη μερίδα του ιδιοκτήτη, η μεταγραφή αποτελεί πλήρη απόδειξη περί της κατοχής του ακινήτου υπό του Δημοσίου ως διοικητή αλλότριων, η ιδιότητα όμως αυτή του Δημοσίου αφορά τις σχέσεις μεταξύ αυτού και του ιδιοκτήτη του ακινήτου και όχι εκείνες του Δημοσίου με τον τυχόν νεμηθέντα το ακίνητο μέχρι την κατάληψη με τα προσόντα της χρησικτησίας (ΑΠ 663/1995). Επομένως, όπως άλλωστε έχει κριθεί με την υπ' αριθμ. 1004/1998 αναιρετική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, μόνη η έκδοση και μεταγραφή του πρωτοκόλλου δεν καθιστά δεδομένη την διακοπή της χρησικτησίας, αλλ' αυτή επέρχεται μόνον αν το περιστατικό της καταλήψεως καθεαυτό επάγεται στην πραγματικότητα την απώλεια της νομής. ΙΙΙ. Εν προκειμένω, επί της ένδικης διεκδικητικής ακινήτου αγωγής των αναιρεσιβλήτων (και άλλων, μη διαδίκων ήδη, ομοδίκων τους), καθώς και επί της συνεκδικασθείσης, αναγνωριστικής δικαιώματος ωφέλιμης κυριότητας (τεσσαρούφ), ανταγωγής του αναιρεσείοντος, το δικάσαν (κατόπιν παραπομπής δυνάμει της υπ'αριθμ. 1604/1998 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου) Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως ότι το επίδικο ακίνητο, ήτοι οικόπεδο εμβαδού 820 τ.μ., κείμενο στην Ρόδο, είναι, κατά τα προκύπτοντα εκ της αρχικής (θεμελιώδους) εγγραφής στα κτηματολογικά στοιχεία, "βακούφ διτελές μεθ'απλής επαγωγής" εγγεγραμμένο στο όνομα Σ. Ι. Ι., απωτέρου δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων, ότι μετά την κατά το έτος 1944 αναχώρηση από την Ρόδο των εναγόντων (εγγεγραμμένων τιτλούχων του ακινήτου), προς αποφυγή των κατ'αυτών διώξεων των κατοχικών δυνάμεων, ο αναιρεσείων, άγων τότε το 15ο έτος της ηλικίας του, εγκατέλειψε την πατρική του οικία διότι δεν μπορούσε να μένει εκεί εξαιτίας της μητριάς του και ήρχισε να το κατέχει, κατεσκεύασε δε σ'αυτό αποθήκη, αποχωρητήριο και πρόχειρον ξύλινο οικίσκο ενός δωματίου (παράγκα), όπου διέμενε μέχρι το έτος 1952, οπότε νυμφεύθηκε την θυγατέρα τής Β. Λ., μισθώτριας της συνεχόμενης οικίας, και φύτευσε διάφορα δένδρα, πλην όμως, δέχεται το Εφετείο, δεν απεδείχθη πως ο αναιρεσείων άσκησε τις διακατοχικές του πράξεις στο επίδικο με διάνοια κυρίου από την έναρξη της κατοχής του επιδίκου, αλλ'απέκτησε τέτοια διάνοια το έτος 1966, και περαιτέρω ότι το Ελληνικό Δημόσιο με το από 2.11.1971 πρωτόκολλο κατέλαβε το επίδικο ως εγκαταλελειμμένο κατά τις διατάξεις του άρθρου 34 του α.ν. 1539/1938 και ότι με την 402/1980 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου διατάχθηκε η απόδοση του επιδίκου στον αναιρεσείοντα, πλην όμως, συνεχίζει το Εφετείο, η κατά τον τρόπο αυτόν επανάκτηση εκ μέρους του της νομής δεν επήλθε συνεπεία αγωγής ασκηθείσης εντός έτους από την απώλεια της νομής (με την κατάληψή του από το Δημόσιο). Βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο ήχθη στην κρίση ότι δεν μπορούν να συνυπολογισθούν στην απαιτούμενη τριακονταεξαετή παραγραφή τα χρονικά διαστήματα από το έτος 1945 μέχρι το έτος 1966 και από της 2.11.1971 μέχρι το έτος 1980, με συνέπεια να μη συμπληρώνεται η παραγραφή αυτή μέχρι την κατά το έτος 1983 άσκηση της ένδικης αγωγής των αναιρεσιβλήτων, και ότι συνακολούθως είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος (που αποτελεί συγχρόνως ένσταση κατά της αγωγής και βάση της ανταγωγής) περί συμπληρώσεως κτητικής παραγραφής στο πρόσωπό του, καθώς και η ένστασή του περί παραγραφής της αγωγής των αναιρεσιβλήτων, που είναι και αυτή τριακονταεξαετής και ερείδεται στα αυτά πραγματικά περιστατικά. Ενόψει των αναπτυχθέντων στη μείζονα σκέψη και των ανωτέρω παραδοχών του Εφετείου, το δικαστήριο, με το να δεχθεί, κατά συμμόρφωση προς τις αναιρετικές αποφάσεις 663/1995 και 1004/1998, ότι η ένδικη διεκδικητική αγωγή των αναιρεσιβλήτων υπάγεται στην 36ετή παραγραφή και όχι σε άλλη βραχύτερη δεν παρεβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 1, 7 και 63 του προαναφερθέντος Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου, ή των άρθρων 1 και 4 του Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" της 7 Ραμαζάν 1274, σε συνδυασμό προς το άρθρο 8 "περί εγγράφων ταπίων" της 7 Σαμπάν 1276, ούτε των άρθρων 1660, 1661, 1663, 1664 του Οθωμανικού ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 1094 και 1095 του (ημεδαπού) ΑΚ και 18, 51, 64, 65 του Εισ. Ν.ΑΚ. και περαιτέρω με το να απορρίψει την περί (αποσβεστικής) παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής των αναιρεσιβλήτων ένσταση του αναιρεσείοντος, καίτοι με άλλη αιτιολογία, δεν παρεβίασε, δια της μη εφαρμογής τους, τις - μη εφαρμοστέες - διατάξεις των άρθρων 249, 251, 272, 277 του ΑΚ. Επομένως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το πρώτο σκέλος του, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που περιέχει αιτιάσεις περί των αντιθέτων, αφού δεν συμπληρώνεται διάρκεια νομής 36 ετών (σεληνιακών, που ισοδυναμούν με 31 ηλιακά έτη) έστω και από την έναρξη της κατοχής του επιδίκου από τον αναιρεσείοντα (έτος 1945). Εξάλλου, με τις παραδοχές του Εφετείου αφενός ότι το επίδικο είναι εγγεγραμμένο ως νομικής φύσεως "βακούφ διτελές μεθ'απλής επαγωγής" και αφετέρου ότι με την υπ'αριθ. 940/1983 απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε ότι το επίδικο είναι γνήσιο βακούφ (προδήλως νοουμένου εντεύθεν ότι υπάρχει δέσμευση κατά τις περί δεδικασμένου διατάξεις), το Εφετείο διέλαβε σαφείς και πλήρεις αιτιολογίες που στηρίζουν την κρίση του για την εφαρμογή επί του επιδίκου της 36ετούς (κτητικής) παραγραφής του άρθρου 1661 του Οθωμανικού ΑΚ, κατ'αποκλεισμόν της βραχύτερης παραγραφής του άρθρου 1660 του ίδιου ΑΚ, και είναι αβάσιμος ο προκείμενος λόγος και κατά το δεύτερο σκέλος του, από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ο δε δεύτερος λόγω αναιρέσεως, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τον οποίο το Εφετείο ώφειλε να δεχθεί ότι η απώλεια της νομής δεν διακόπτει την αποσβεστική παραγραφή ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι, όπως εκτίθεται ανωτέρω, η 36ετής παραγραφή του άρθρου 1661 του Οθωμανικού ΑΚ δεν είναι αποσβεστική αλλά κτητική, και αφ'ετέρου οι κοινές περί παραγραφής των αξιώσεων διατάξεις του (ημεδαπού) ΑΚ δεν έχουν εν προκειμένω εφαρμογή. Περαιτέρω, από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι το επίδικο κατελήφθη από το Δημόσιο το έτος 1971 ως εγκαταλελειμμένο και ότι ο αναιρεσείων επανέκτησε την απωλεσθείσα δια της καταλήψεως νομή του επ'αυτού όχι συνεπεία αγωγής ασκηθείσης εντός έτους, και με το να αχθεί εντεύθεν στην κρίση ότι η χρησικτησία του αναιρεσείοντος διεκόπη συνεπεία του περιστατικού αυτού, ούτε παρεβίασε κάποια από τις επί μέρους διατάξεις του άρθρου 34 του α.ν. 1539/1938 ή εκείνες των άρθρων 1, 63 και 7 του Κτηματολογικού Κανονισμού Δωδεκανήσου, ή των άρθρων 1 και 4 του Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" της 7 Ραμαζάν 1274 (1856) σε συνδυασμό προς το άρθρο 8 των οδηγιών "περί εγγράφων ταπίων" της 7 Σαμπάν 1276, ή των άρθρων 258 έως 272 και 1094 του (ημεδαπού) ΑΚ, ούτε εστέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση σχετικά με την εφαρμογή των ίδιων ως άνω διατάξεων, αφού το ανελέγκτως γενόμενο δεκτό περιστατικό της απωλείας της φυσικής εξουσίας εξαιτίας της καταλήψεως αρκεί για την κρίση περί διακοπής της χρησικτησίας, μη απαιτουμένων άλλων επί πλέον στοιχείων, ενώ, κατά τα προεκτεθέντα, δεν τίθεται ζήτημα (αποσβεστικής) παραγραφής, προσέτι δε το Εφετείο με την κρίση του αυτή συμμορφώθηκε προς την υπ'αριθμ. 1004/1998 αναιρετική απόφαση, διότι δεν θεώρησε δεδομένη την διακοπή της χρησικτησίας του αναιρεσείοντος αλλά διέλαβε δική του παραδοχή για την απώλεια της νομής, την οποία συνήγαγε εκ του πράγματος. Επομένως ο περί των αντιθέτων έκτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, και κατά τα τρία από τους αριθμούς 1, 19 και 18 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, σκέλη του. ΙV. Όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, με την υπ'αριθ. 221/1989 απόφαση του Εφετείου, εκδοθείσα επι εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης υπ'αριθ. 449/1987 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, απερρίφθη, μετ'εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, η ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων και έγινε δεκτή η ανταγωγή του αναιρεσείοντος, η δε ασκηθείσα κατ'αυτής αίτηση αναιρέσεως των ήδη αναιρεσιβλήτων, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της, πλήττει την εφετειακή απόφαση κατ'αμφότερα τα κεφάλαιά της, ήτοι τόσο το κεφάλαιο της ανταγωγής όσο και εκείνο της αγωγής, αφού οι προβληθέντες λόγοι αναιρέσεως αφορούν το ζήτημα της χρησικτησίας που αποτελεί ταυτοχρόνως ένσταση κατά της αγωγής και βάση της ανταγωγής, ενώ με την επί της αιτήσεως αυτής εκδοθείσα υπ'αριθ. 663/1995 απόφαση του Αρείου Πάγου η προσβληθείσα ως άνω εφετειακή απόφαση αναιρέθηκε στο σύνολό της. Επομένως αβασίμως ισχυρίζεται ο αναιρεσείων ότι υπάρχει ως προς την αγωγή των αναιρεσιβλήτων απορριπτικό δεδικασμένο εκ της εφετειακής αυτής αποφάσεως, ως δήθεν μη πληγείσης ως προς την αντίστοιχη διάταξή της με την αίτηση αναιρέσεως, ούτε αναιρεθείσης κατά τούτο με την αναιρετική απόφαση, ενώ το Εφετείο, ομοίως αποφανθέν με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεν υπέπεσε στην εκ του αριθμού 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια που του αποδίδεται με τον σχετικό τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος συνακολούθως είναι απορριπτέος. Περαιτέρω, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια της παραλείψεως του δικαστηρίου να κηρύξει απαράδεκτο, ειδικώτερα δε ο αναιρεσείων διατείνεται ότι η ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων ήταν απαράδεκτη ως ενεργητικώς ανομιμοποίητη, διότι κατ'αυτόν αγωγή με το υποβληθέν αίτημα της αναγνωρίσεως κυριότητας κ.λ.π. μπορούσε να ασκήσει μόνον ο έχων πλήρη κυριότητα και ότι επομένως οι αναιρεσίβλητοι, ως έχοντες μόνον δικαίωμα τεσσαρούφ, ήτοι ωφέλιμης κυριότητας, δεν νομιμοποιούνται ενεργητικώς. Όμως, κατ'ορθή εκτίμηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής των αναιρεσιβλήτων, που παραδεκτώς επισκοπείται, προκύπτει, και το εφετείο δέχεται, ότι οι αναιρεσίβλητοι εζήτησαν με αυτήν την αναγνώριση της κυριότητάς τους επί του επιδίκου κατά τα ιδανικά μερίδια που τους αναλογούν και κατά την ωφέλιμη κυριότητα (τεσσαρούφ), καθώς και να διαταχθεί η απόδοση του επιδίκου κατά τα ίδια μερίδια της ωφέλιμης κυριότητας. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι επομένως αβάσιμος, τούτο δε πέραν του απαραδέκτου, κατ'άρθρον 562 § 2 ΚΠολΔ της προβολής του, αφού ο αναιρεσείων ομολογεί στο αναιρετήριο ρητώς ότι δεν προέβαλε στο δικαστήριο της ουσίας ισχυρισμό περί ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως, δεν προκύπτει δε η προτεινόμενη πλημμέλεια από την ίδια την απόφαση. V. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 525 § 1, 527 αριθ. 1, 534, 535 § και 536 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το Εφετείο, κατά την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της εφέσεως, μπορεί να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες της εκκληθείσης αποφάσεως εάν κρίνει πως το διατακτικό της είναι ορθό, υπό τον περιορισμό ότι δεν μπορεί να χειροτερεύσει, ως προς την ισχύ της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, την θέση του εκκαλούντος, διότι δεν έχει εξουσία να υπερβεί τα όρια των αιτήσεων των διαδίκων. Το ζήτημα αν επέρχεται με την δευτεροβάθμια απόφαση χειροτέρευση της θέσεως του εκκαλούντος επιλύεται βάσει των αρχών του δεδικασμένου, υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπεται η αντικατάσταση των αιτιολογιών όταν άγει σε διάφορο κατ'αποτέλεσμα διατακτικό που καθιστά το δεδικασμένο εκ της αποφάσεως δυσμενέστερο για τον εκκαλούντα διάδικο, είτε ως προς την έκταση είτε ως προς το περιεχόμενο. Τέτοια όμως μεταβολή του δεδικασμένου δεν επέρχεται όταν οι λόγοι απορρίψεως της αγωγής ή της ενστάσεως, τους οποίους δέχεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, και εκείνοι στους οποίους στηρίζει το διατακτικό του το πρωτόδικο ανάγονται ομοίως στην ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, διότι τότε παράγουν ισοδύναμο δεδικασμένο, ειδικώτερα δε σε περίπτωση απορρίψεως της αγωγής ή της ενστάσεως ως αναπόδεικτης κατά το ένα από τα πλείονα αναγκαία για την ευδοκίμησή της περιστατικά δεν κωλύεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να θεωρήσει ως αναπόδεικτα και άλλα αναγκαία περιστατικά ή και το ίδιο σε μεγαλύτερη έκταση, αφού επί απορριπτικής αποφάσεως η κατάφαση μέρους της ιστορικής αιτίας δεν δημιουργεί δεδικασμένο υπέρ του ηττηθέντος διαδίκου, διότι δεν στηρίζει το διατακτικό της. Στην προκειμένη περίπτωση, το κατά παραπομπή δικάσαν εφετείο επελήφθη εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης υπ'αριθ. 449/1987 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου. Με την έφεση αυτή ο αναιρεσείων παρεπονείτο πως με πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων απέρριψε το πρωτόδικο δικαστήριο την ένδικη ανταγωγή του περί κτήσεως του επιδίκου κατά την ωφέλιμη κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία (κτητική παραγραφή) και την ομοίου περιεχομένου καταργητική ένστασή του κατά της ένδικης αγωγής των αναιρεσιβλήτων, δεχθέν έναρξη της νομής του με διάνοια κυρίου από το έτος 1952, μη συμπληρωθείσα μέχρι την άσκηση της ένδικης διεκδικητικής αγωγής των αναιρεσιβλήτων, ενώ ώφειλε να δεχθεί κατ'ορθήν εκτίμηση πως η νομή του με διάνοια κυρίου άρχισε το έτος 1945. 'Ηδη αυτός διατείνεται με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως ότι το δικάσαν Εφετείο, δεχθέν ότι η νομή του επί του επιδίκου με διάνοια κυρίου άρχισε μόλις το έτος 1966 και επί πλέον διεκόπη το έτος 1971 - ενώ το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν είχε δεχθεί διακοπή της χρησικτησίας - και ακολούθως αχθέν στην κατ'ουσίαν απόρριψη της εφέσεώς του, χωρίς να έχει ασκηθεί από τους αναιρεσιβλήτους αντίθετη έφεση ή αντέφεση, κατέστησε χειρότερη την θέση του ως εκκαλούντος και υπέπεσε στην εκ του αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια της λήψεως υπόψη πραγμάτων μη προταθέντων. Σύμφωνα με τα αναπτυχθέντα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, το δικάσαν Εφετείο, με τις αιτιολογίες του αυτές, με τις οποίες αντικατέστησε εκείνες του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν κατέστησε χειρότερη την θέση του εκκαλούντος, αφού δεν μετέβαλε επί το δυσμενέστερο γι'αυτόν το εκ της πρωτόδικης αποφάσεως απορρέον δεδικασμένο, ώστε να απαιτείται προς τούτο αντίθετη έφεση ή αντέφεση των εφεσιβλήτων, και δεν υπέπεσε έτσι στην αποδιδομένη ως άνω αναιρετική πλημμέλεια, ο δε προκείμενος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. VI. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αντιδίκων, του που παρίστανται ενιαίως, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21-2-2002 αίτηση του Α. Μ. για αναίρεση της υπ'αριθμ. 335/2001 απόφασης του Εφετείου Δωδεκανήσου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αντιδίκων του, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κτητική παραγραφή (χρησικτησία) και αποσβεστική παραγραφή κατά το Οθωμανικό Δίκαιο. Διακρίσεις. Διακοπή της παραγραφής. Αβάσιμοι οι λόγοι από τους αρ. 1, 8, 14, 16 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (Επικυρώνει 335/2001).
Χρησικτησία
Παραγραφή αξιώσεων, Χρησικτησία, Οθωμανικό δίκαιο.
0
Αριθμός 1481/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε Δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Τoυ αναιρεσείοντος: Χ. Σ. Κ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ι. Γ. Χ., 2)Ζ. συζ. Δ. Σ., το γένος Γ. Χ., 3)Σ. χήρας Χ. Τ., το γένος Γ. Χ., 4)α)Μ. χήρας Α. Χ., το γένος Γ. Γ., β)Γ. Α. Χ. και γ)Σ. Α. Χ., κατοίκων .... Οι 1ος, 2η, 4η, 5ος και 6η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Κατοχιανό και η 3η δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/9/1984 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Μεσολογγίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 187/1985, μετ' ανακοπή 5/1988 μη οριστική, 35/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 345/2010 οριστική του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 26/3/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 27/8/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Aπο τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση ή ο αντίδικός του, ο οποίος έχει κληθεί νομίμως, η συζήτηση προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως που έλαβε χώρα στην αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο, ορισθείσα μετά από αναβολή εκ του πινακίου από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 18-9-2013, απουσίαζαν ο αναιρεσείων, που επισπεύδει τη συζήτηση δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Θωμά Σταμούλη βάσει του υπ'αριθμ. ... πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αιγίου Αναστ. Τριανταφυλλοπούλου, και η τρίτη αναιρεσίβλητη Σ. Τ., η οποία έχει κληθεί νομίμως από τον αναιρεσείοντα, με επίδοση αντιγράφου της αιτήσεως αναιρέσεως και της κάτω από αυτήν πράξεως περί ορισμού της αρχικής ως άνω δικασίμου της 18-9-2013, στην οποία και κλήθηκε να παραστεί, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ'αριθμ. ... έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Μεσολογγίου Δ.. Φ.. Επομένως και αφού η αναβολή εκ του πινακίου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (άρθρ. 575, 226 § 4 εδ. γ'και δ'ΚΠολΔ), η συζήτηση της υποθέσεως θα προχωρήσει σαν να ήταν παρόντες όλοι διάδικοι. ΙΙ. Ο αναιρετικός λόγος από τον αρ. 11 περ. γ'του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που νομίμως είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, ο δε αναιρετικός λόγος από τον αρ. 12 του ίδιου άρθρου 559 δεν ιδρύεται επίσης όταν το δικαστήριο, κατά την ελεύθερη, σύμφωνα με το άρθρο 340 του ΚΠολΔ, κρίση του για τα αποδεικτικά μέσα και την κατά συνείδηση απόφασή του για τη βασιμότητα των ισχυρισμών, δέχεται ένα αποδεικτικό μέσο ως περισσότερο αξιόπιστο από τα άλλα, ίσης, κατά νόμον, αποδεικτικής ισχύος. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο, εμβαδού 17228,00 τμ., που βρίσκεται στη θέση "...ι" της κτηματικής περιφέρειας Μεσολογγίου, ως τμήμα του περιγραφόμενου μείζονος αγροτικού ακινήτου, εμβαδού 150 περίπου στρεμμάτων, ανήκει στη συγκυριότητα των αναιρεσιβλήτων, στους οποίους περιήλθε κατά συννομήν το έτος 1941, μετά τον κατά το έτος αυτό θάνατο του δικαιοπαρόχου τους Γ. Χ., στον οποίον είχε περιέλθει με άτυπη διανομή το έτος 1921, σε μείζονα έκταση μεταξύ των κατονομαζομένων απώτερων δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι το είχαν αποκτήσει με αγορά από τον Ι. Μ. δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ'αριθμ. ... συμβολαίου, ο τελευταίος δε το είχε αποκτήσει με αγορά δυνάμει του επίσης νομίμως μεταγραφέντος υπ'αριθμ. ... συμβολαίου από τον Χ.. Τ., στον οποίο είχε περιέλθει, σε μείζονα έκταση 600 στρεμμάτων, δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ'αριθμ. ... συμβολαίου από τον αρχικό κύριο του μείζονος ακινήτου Δήμο Μεσολογγίου, τόσον δε οι αναιρεσίβλητοι, όσον και οι αναφερόμενοι δικαιοπάροχοί τους, από την κατά τα ανωτέρω περιέλευση στον καθένα του ακινήτου ασκούσαν σ' αυτό - και στο επίδικο ήδη τμήμα του των 17228 τμ - τις λεπτομερώς αναφερόμενες στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πράξεις νομής (εμφανείς τακτικές επισκέψεις στο ακίνητο και εποπτεία της εκτάσεως και των ορίων του, εκμίσθωση σε τρίτους κ.λ.π.), και με καλή δε πίστη μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ, και έγιναν έτσι, οι αναιρεσίβλητοι, κύριοι του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, όπως είχαν ισχυριστεί με την ένδικη αναγνωστική αγωγή τους, που έγινε δεκτή πρωτοδίκως και κατ'έφεση, με απόρριψη της εφέσεως του αναιρεσείοντος - εναγομένου κατά της πρωτόδικης απόφασης. Από την αναφορά του Εφετείου ότι έλαβε υπόψη μεταξύ των άλλων και τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με όλο το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης, προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο κατέληξε στην ανωτέρω κρίση του και στο ότι, περαιτέρω, ούτε ο αναιρεσείων - εναγόμενος ούτε οι αναφερόμενοι δικαιοπάροχοί του είχαν ποτέ στη νομή τους το επίδικο, αφού έλαβε υπόψη και τα έγγραφα που είχε προσκομίσει και επικαλεστεί ο αναιρεσείων, μεταξύ δε αυτών και την υπ'αριθμ. ... Δημόσια διαθήκη του φερομένου ως απωτέρου δικαιοπαρόχου του αναιρεσείοντος, την υπ'αριθμ. ... δήλωση αποδοχής κληρονομίας του ιδίου (αναιρεσείοντος), το υπ'αριθμ. ... αγοραπωλητήριο συμβόλαιο και την υπ'αριθμ. ... δήλωση αποδοχής κληρονομίας, που, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, αφορούν το επίδικο ακίνητο και τα οποία όμως μόνον ως πράξεις δηλωτικές νομής επί του επιδίκου μπορούσαν να ληφθούν υπ'όψη και ελήφθησαν υπόψη από το εφετείο, αφού ο αναιρεσείων δεν στήριξε επί των εγγράφων αυτών, όπως προκύπτει από την έφεσή του, παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας του επιδίκου. Επομένως ο πρώτος λόγος του αναιρετηρίου, κατά το πρώτο σκέλος του, από τον αρ. 11γ'του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα ειρημένα έγγραφα, ως αποδεικτικά μέσα, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, με τον ίδιο πρώτο λόγο, κατά το δεύτερο σκέλος του, προσάπτεται η αιτίαση εκ του άρθρου 559 αρ. 12 του ΚΠολΔ ότι το Εφετείο, με την αναφορά του ότι "τα παραπάνω προκύπτουν ιδία τόσο από τη σαφή κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων Ι. Τ., ο οποίος έχει καλή γνώση των πραγμάτων (...), όσον και από τα προσκομισθέντα από αυτόν συμβόλαια, καθώς και από τις (αναφερόμενες δικαστικές) αποφάσεις που εκδόθηκαν επί άλλων υποθέσεων με διαδίκους τον πατέρα του αντενάγοντος (σημ. αναιρεσείοντος) ή τον ίδιο (...), ενώ δεν αναιρούνται από άλλα αποδεικτικά μέσα, ούτε από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του εναγομένου, η οποία, ως ερχόμενη σε πλήρη αντίθεση προς τα ως άνω έγγραφα στοιχεία, κρίνεται μη πειστική" παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ενόψει του ότι τα προσαχθέντα από τους διαδίκους αποδεικτικά μέσα για τον πρωτότυπο τρόπο κτήσεως κυριότητας (χρησικτησία) επί του επιδίκου που είχαν επικαλεστεί τα διάδικα μέρη είχαν την ίδια αποδεικτική δύναμη, η κατά τα ανωτέρω, αιτιολογημένη μάλιστα, αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων των αναιρεσιβλήτων ως περισσότερο πειστικών έναντι εκείνων του αναιρεσείοντος, δεν συνιστά, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, παραβίαση των ορισμών του νόμου ως προς την αποδεικτική δύναμη των αποδεικτικών αυτών μέσων, και τα αντίθετα, ως ανωτέρω, που ο αναιρεσείων υποστηρίζει με τον εξεταζόμενο πρώτο, σκέλος δεύτερο, από το άρθρο 559 αρ. 12 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς του είναι αβάσιμα. ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 2 του ν. 587/1914 "περί λατομείων" που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 56 του ΕισΝΑΚ, "Το δικαίωμα τής, κατά τους κειμένους νόμους, εκμεταλλεύσεως των λατομείων ανήκει εις τον ιδιοκτήτη του εδάφους. Δια συμβάσεως, συντασσομένης δια συμβολαιογραφικού εγγράφου, δύναται ο κύριος του εδάφους να συστήσει πραγματικήν δουλείαν λατομίας υπερ τρίτου (...). Η δουλεία λατομίας είναι δεκτική μεταβιβάσεως και υποθηκεύσεως". Εξάλλου, ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι αβάσιμος όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, το Εφετείο δέχθηκε περαιτέρω ότι ο αρχικός δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων Δήμος Μεσολογγίου, με το προρρηθέν (ανωτ. υπο ΙΙ) υπ'αριθμ. ... αγοραπωλητήριο συμβόλαιο και κατόπιν συμφωνίας των μερών, συνέστησε δουλεία λατομίας εις βάρος του πωληθέντος μείζονος ακινήτου προς τον αγοραστή Χ.. Τ. και υπέρ όλων των Δημοτών και κατοίκων του δήμου Μεσολογγίου, επί όλων δε των λατομείων πέτρας που υπήρχαν στο πωληθέν ακίνητο, από τα οποία οι δουλειούχοι είχαν δικαίωμα ελεύθερης εξαγωγής πέτρας, ότι βάσει της συμφωνίας αυτής ο δικαιοπάροχος του αναιρεσείοντος και ο ίδιος ο αναιρεσείων από το έτος 1955 έως το έτος 1983, οπότε ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του λατομείου και καταργήθηκε η σχετική δουλεία, εκμεταλλεύονταν λατομείο που υπήρχε στο επίδικο, προβαίνοντας στην εξόρυξη πέτρας από αυτό και εκμισθώνοντας το ανωτέρω δικαίωμά τους προς τρίτους, χωρίς ποτέ να ασκήσουν πράξεις νομής, διακατοχικές δηλαδή πράξεις διανοία κυρίων, επί του επιδίκου, το οποίο άλλωστε (επίδικο τμήμα) δεν ήταν αντικείμενο της κληρονομίας του πατέρα του αναιρεσείοντος. Υπο τις παραδοχές αυτές το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα ότι ο αναιρεσείων και ο δικαιοπάροχός του με τις προρρηθείσες ενέργειές τους (εκμετάλλευση λατομείου) ασκούσαν το δικαίωμά τους που απέρρεε από την ως άνω δουλεία εξαγωγής πέτρας από το επίδικο, όχι δε και πράξεις νομής για λογαριασμό τους, και ότι επομένως ο αναιρεσείων δεν απέκτησε κυριότητα επί του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, την οποία και μόνον, κατά τα προεκτεθέντα άλλωστε (ανωτ. υπο ΙΙ), είχε επικαλεστεί, οι αιτιολογίες δε αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής της ειρημένης ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 2 του ν. 587/1914 "περί λατομείων", σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 974 επ., 1045 του ΑΚ. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον δεύτερο και τελευταίο, από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς του, είναι αβάσιμα. IV. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των παρισταμένων αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26-3-2012 αίτηση του Χ. Κ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 345/2010 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε Δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αβάσιμοι οι λόγοι από τους αριθμ. 11, 12 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. (Επικυρώνει Εφ. Πατρ. 345/2010).
Νομή
Κλήτευση , Νομή, Επίσπευση συζήτησης.
0
Αριθμός 1479/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ε. Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Mαΐου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Α. Π. του Ι., 2)Κ. Π. του Ι., 3)Δ. Π. και 4)Ν. Π. του Ι., κατοίκων .... Του 1ου ατομικά και ως κληρονόμου του Ι. Π. και των λοιπών ως κληρονόμων του Ι. Π.. Οι 1ος και 4ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Πάρι Αναστασάκο, ο οποίος δήλωσε ότι ο 2ος παραιτείται από το δικόγραφο και το δικαίωμα της ένδικης αίτησης αναίρεσης, δυνάμει του 9080/16-9-2013 ειδικού πληρεξουσίου, και ο 3ος απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους: α) Ι. Π. του Α., β)Ι. Π. του Κ., γ)Δ. Π. του Κ., ..., και δ) Ι. Π. του Κ., κάτοικο ..., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Π., χήρας Ν., το γένος Ν. Π., 2)Κ. Π. του Ν., 3)Ε. Π. του Ν. και της 4)Ά. Π. του Ν., όλων κατοίκων ..., ως κληρονόμων του Ν. Π. του Κ.. Οι 3η παραστάθηκε αυτοπροσώπως επειδή είναι δικηγόρος και οι 1η , 2ος και 4η εκπροσωπήθηκαν από την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο τους (Ε. Π.), με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7/11/2002 αγωγή του ήδη 1ου αναιρεσείοντος και την από 2/7/2003 αγωγή του αρχικού διαδίκου Ν. Π., που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κοζάνης και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 171/2004 του ίδιου Δικαστηρίου και 160/2009 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 2/8/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 30/8/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Λόγοι αναιρέσεως που στηρίζονται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, προσβάλλοντας μη πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, είναι αβάσιμοι. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, δέχθηκε την από 2-7-2003 διεκδικητική αγωγή του Ν. Π., δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων, απέρριψε την από 7-11-2002 αντίθετη αγωγή του Α. Π. πρώτου αναιρεσείοντος, και αναγνώρισε τον πρώτο (Ν.Π.) κύριο κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου του επίδικου αγρού, εμβαδού 4620,92 τ.μ., που βρίσκεται στην επαρχιακή οδό …, ο οποίος είχε περιέλθει σ'αυτόν κατά το ανωτέρω ποσοστό με έκτακτη χρησικτησία και τον οποίο υποχρέωσε τους εναγομένους - αναιρεσείοντες να αποδώσουν στον ενάγοντα. Στην ως άνω απόφασή του κατέληξε το Εφετείο αφού δέχθηκε ως αποδειχθέντα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. "Ο Ι. Π. (...) ήταν κύριος ενός αγρού, εμβαδού 4576 τ.μ., που βρίσκεται στο 2ο χιλιόμετρο της επαρχικής οδού … (...).Το έτος 1958 ο Ι.Π. με άτυπη δωρεά μεταβίβασε στον Ν.Π., το 1/2 εξ αδιαιρέτου του άνω αγροτεμαχίου προκειμένου να λειτουργήσουν εντός του αγροτεμαχίου κοινή επιχείρηση γεωργικής και κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης. Έκτοτε αμφότεροι οι εν λόγω διάδικοι προέβησαν από κοινού σε πράξεις σύννομης επί του επιδίκου με διάνοια κυρίου, σε κάθε περίπτωση ο εφεσίβλητος (σημ.:δικαιοπάροχος αναιρεσιβλήτων), τελών εν τη πεποιθήσει ότι οποιαδήποτε ενέργειά του επί του επιδίκου αποτελούσε εκδήλωση της ανηκούσης κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου σ'αυτόν κυριότητας, ως εκ της προηγηθείσης άτυπης δωρεάς προς αυτόν του εκκαλούντος Ι. Π.. Έτσι με δάνεια που αμφότεροι οι διάδικοι έλαβαν από την Αγροτική Τράπεζα κατασκεύασαν εντός του επιδίκου μία πέτρινη αποθήκη - σταύλο εμβαδού 32,40 τ.μ., δύο συνεχόμενες δεξαμενές νερού, εμβαδού 126,50 τ.μ., ένα αντλιοστάσιο εμβαδού 7,20 τ.μ., μία δεύτερη αποθήκη - σταύλο, εμβαδού 116,72 τ.μ., και ένα αχυρώνα εμβαδού 98,68 τ.μ., ήτοι κατασκευές εκτεταμένες, που η υλοποίησή τους αποτελεί σαφή ένδειξη της πεποίθησης του εφεσιβλήτου περί ιδίας αυτού κυριότητας επί του επιδίκου. Περαιτέρω στη νότια πλευρά του ακινήτου διαμόρφωσαν οι ανωτέρω αύλειον χώρο εμβαδού 594,79 τ.μ., καθώς και δύο δρόμους. Στα πλαίσια της άνω κατάστασης συνέχισαν αυτοί την από κοινού άσκηση της επιχείρησής τους μέχρι του έτους 1979, ενώ έκτοτε ο εφεσίβλητος, παρά τον χωρισμό της μέχρι τότε κοινής επιχείρησής του με τον Ι. Π., συνέχισε να νέμεται με την προεκτεθείσα διάνοια κυρίου το 1/2 εξ αδιαιρέτου του αγρού, κάνοντας χρήση των αποθηκών, σταύλων, δεξαμενών, αντλιοστασίου, αχυρώνα και του αύλειου χώρου, αντλώντας νερό, αποθηκεύοντας ζωοτροφές και καρπούς και φυλάσσοντας τα αγροτικά του μηχανήματα. Εξάλλου το έτος 1981 σε ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίστηκε για λογαριασμό των άνω διαδίκων με τον Δ. Β., περί (άτυπης) μεταβίβασης σ'αυτούς από τον τελευταίο λωρίδας γης εμβαδού 44 τ.μ, αντί τιμήματος 15.000 δρχ., εφαπτόμενης του επιδίκου, το επίδικο προσδιορίζεται ως ανήκον στην ιδιοκτησία τόσο του Ι. Π. όσο και του Ν. Π.. Με την υπ'αριθμό 506/1999 εξάλλου απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, που έχει καταστεί τελεσίδικη ο εφεσίβλητος αναγνωρίστηκε συννομέας του επιδίκου αγρού κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου από το έτος 1958 μέχρι τις 30-9-1996, γεγονός, που λειτουργεί στα πλαίσια και της προκειμένης δίκης, τουλάχιστον ως τεκμήριο, ότι κατά τον ανωτέρω χρόνο ο εφεσίβλητος ασκούσε (με διάνοια κυρίου) συννομή κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου αγρού. Υπό τις ως άνω αποδεικτικές παραδοχές, ο εφεσίβλητος έχει αποκτήσει συγκυριότητα κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου ακινήτου (...). Η έφεση, συνεπώς και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν". Υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του Εφετείου είναι προφανές ότι: α)το δικαστήριο δέχεται ότι ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων ασκούσε τις αναφερόμενες πράξεις συννομής εφ'ολοκλήρου του επιδίκου και όχι επί των συστατικών του κτισμάτων, η οποία δεν μπορεί κατά νόμον να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας του όλου ακινήτου ή των συστατικών με έκτακτη χρησικτησία, β)το Εφετείο δεν δέχθηκε την ύπαρξη δεδικασμένου ως προς τη συννομή του ανωτέρω επί του επιδίκου από το έτος 1958 μέχρι την 30-9-1996 που απορρέει από την μνημονευόμενη υπ'αριθμ.506/1999 τελεσίδικη περί νομής απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, την οποία όπως ρητώς αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλομένη, το δικαστήριο έλαβε υπόψη ως τεκμήριο, ενώ γ)το ίδιο Εφετείο έλαβε υπόψη και απέρριψε (και) τους πρόσθετους λόγους της εφέσεως των αναιρεσειόντων, (που περιείχαν αίτημα επαναλήψεως της συζητήσεως). Επομένως οι πρώτος, τρίτος και τέταρτος λόγοι του αναιρετηρίου, με τους οποίους και υπό την επίκληση των αριθμών 1, 16 και 9, αντίστοιχα, του άρθρου 559 του ΚΠολΔ υποστηρίζεται ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι αα)ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων ασκούσε πράξεις νομής μόνο επί των συστατικών και έγινε έτσι συγκύριος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, ββ)ότι υπάρχει δεδικασμένο από την προμνησθείσα απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, ενώ γγ)άφησε αδίκαστους τους πρόσθετους λόγους της εφέσεώς τους, με το ανωτέρω αίτημα, υπέπεσε στις αντίστοιχες, ως άνω, αναιρετικές πλημμέλειες, είναι (οι ανωτέρω λόγοι) αβάσιμοι, στηριζόμενοι, ειδικότερα, οι δύο πρώτοι από αυτούς, σε εσφαλμένη ο καθένας προϋπόθεση. ΙΙ. Κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου ή αν υπάρχει λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αρ.19 και 20. Εν προκειμένω, με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση του αρ.19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προσβάλλεται αληθώς η ουσιαστική και μόνον κρίση του Εφετείου ως προς την κατά τα ανωτέρω, υπό Ι, συννομή του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων στο επίδικο που δέχεται το δικαστήριο, καθώς και η εκτίμηση (αξιολόγηση) των αποδεικτικών μέσων από το Εφετείο. Επομένως και αφού δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, ο εξεταζόμενος αυτός δεύτερος λόγος του αναιρετηρίου είναι, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, απαράδεκτος. Για τον ίδιο λόγο, ότι δηλαδή αναφέρεται στην ουσιαστική κρίση του Εφετείου και την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ιδίως δε των εγγράφων, είναι απαράδεκτος και ο πέμπτος και τελευταίος λόγος του αναιρετηρίου τον οποίο οι αναιρεσείοντες επιχειρούν να θεμελιώσουν στους αρ.8, 10, 11 και 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. ΙΙΙ. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως προς όλους τους διαδίκους, πλην του δεύτερου αναιρεσείοντος Κ. Π., ως προς τον οποίο η δίκη καταργήθηκε μετά τη νόμιμη παραίτησή του από το δικόγραφο της αιτήσεως (βλ. ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά), να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (αρθρ.495 παρ.4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ.176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 2-8-2012 αίτηση των Α. Π. κ.λπ. για αναίρεση της υπ'αριθμ.160/11-8-2009 απόφασης του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναίρεσης με τους οποίους προσβάλλονται μη πραγματικές παραδοχές του Εφετείου ελέγχονται ως αβάσιμοι, στηριζόμενοι σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Ανέλεγκτη η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, κατ΄ άρθρον 561 § 1 ΚΠολΔ. (Επικυρώνει Εφ.Δυτ.Μακ. 160/2009).
Παραίτηση από δικόγραφο
Παραίτηση από δικόγραφο, Ανέλεγκτη η ουσιαστική εκτίμηση.
1
Αριθμός 1478/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Ιερού ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου (ΝΠΔΔ), που εδρεύει στα Καλάβρυτα και εκπροσωπείται νόμιμα, 2)Καλλιμανοπούλειου Εκκλησιαστικού Διακονικού Κέντρου (Γηροκομείο), που εδρεύει στα Καλάβρυτα και εκπροσωπείται νόμιμα, τα οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ε. συζ. Η. Γ. και 2)Α. συζ. Ι. Μ., το γένος Η. Γ., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μενέλαο Καρπαθάκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-6-2004 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 435/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 148/2010 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 17-1-2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητες, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 15-1-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 577 § § 1 και 2 του ΚΠολΔ το δικαστήριο του Αρείου Πάγου πρώτα συζητεί για το παραδεκτό της αναίρεσης, και αν η αναίρεση δεν ασκήθηκε νόμιμα ή αν λείπει κάποια προϋπόθεση για να είναι παραδεκτή την απορρίπτει και αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου προϋπόθεση για το παραδεκτό της αναίρεσης αποτελεί και η άσκησή της στην οριζόμενη από τον νόμο προθεσμία, είναι δε η προθεσμία αυτή σύμφωνα με το άρθρο 564 § § 1 και 3 του ίδιου ΚΠολΔ, αν ο αναιρεσείων διαμένει στην Ελλάδα, τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης, και σε περίπτωση μη επιδόσεώς της, τρία χρόνια από τη δημοσίευση της απόφασης. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 1285 και 1286/20-5-2010 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Καλαβρύτων Παναγιώτας Κωνσταντινάκου, τις οποίες οι αναιρεσίβλητες προσκομίζουν και επικαλούνται, ακριβές αντίγραφο της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 148/2010 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών επιδόθηκε στο καθένα από τα εδρεύοντα στα Καλάβρυτα αναιρεσείοντα νομικά πρόσωπα, που, σημειωτέον, επισπεύδουν τη συζήτηση αλλά δεν παρέστησαν κατ' αυτήν, την 20-5-2010, όπως δε προκύπτει από την οικεία, κάτωθι του δικογράφου της αναιρέσεως, πράξη της αρμόδιας γραμματέως του Εφετείου Πατρών, η αίτηση αυτή κατατέθηκε στη γραμματεία του Εφετείου που εξέδωσε την απόφαση την 17-1-2013, ήτοι κατά πολύ μετά την πάροδο της ανωτέρω νόμιμης προθεσμίας των τριάντα ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, κατά παραδοχήν δε και της σχετικής, νομίμως προταθείσης, κατ' άρθρον 570 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ενστάσεως των αναιρεσιβλήτων, αν και το απαράδεκτο της αιτήσεως λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη, κατά τα προεκτεθέντα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως απαράδεκτη, να καταδικαστούν δε οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Προθεσμία για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως, κατ΄ άρθρ 564 Κ.Πολ.Δ. Απορρίπτεται ως απαράδεκτη αίτηση λόγω της εκπρόθεσμης άσκησης της.
Εκπρόθεσμη άσκηση ενδίκου μέσου
Εκπρόθεσμη άσκηση ενδίκου μέσου.
0
Αριθμός 1477/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Βαρδακαστάνη, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Χ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Γκούμα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31-1-2005 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3013/2007 7973/2007 μη οριστικές, 3299/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5390/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 26-2-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 19-3-2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του ΒΔ της 17/29-11-1836 "περί ιδιωτικών δασών" αναγνωρίσθηκε η κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στις εκτάσεως που αποτελούν δάση, εκτός από εκείνες οι οποίες πριν από τον αγώνα της ανεξαρτησίας κατέχοντας νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι "εξουσιάσεως" θα αναγνωρίζονταν από την Γραμματεία και Οικονομικών, κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος που είχε ισχύ νόμου. Ο ορισμός της έννοιας του δάσους, κατά το Ελληνικό δίκαιο, διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 1 του ν. ΑΧΝ'/1888 "περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών (ήτοι εδαφική έκταση, καλυπτόμενη εν όλω ή εν μέρει από άγρια ξυλώδη φυτά, οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, η οποία προορίζεται για την παραγωγή ξυλείας ή άλλων προϊόντων ) και επαναλήφθηκε έκτοτε σε όλους τους μεταγενέστερους σχετικούς νόμους, διευρυνθείς ως προς τον δασικό χαρακτήρα των εδαφικών και τις επικαλούμενες από αυτά λειτουργίες (ήτοι προσθήκη πέραν της οικονομικής και της οικολογικής λειτουργίας τους), ειδικότερα δε από τις διατάξεις των άρθρων 57 του ν. 3077/1924, 45 του ν. 4173/1929 (όπως τροπ. με τα άρθρα 9 του αν 3/1935 και 1 του αν 857/1937) 1 του νδ 69/1969 και 3 του ν. 998/1979. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΒΔ της 17/29-11-1836 συνάγεται ότι για τα δάση που δεν αναγνωρίσθηκαν, κατά την διαγραφόμενη ειδικότερα στο άρθρο 3 του ίδιου β.δ/τος διαδικασία, ως ιδιωτικά, δημιουργείται νόμιμο τεκμήριο ότι ανήκουν στο Ελληνικό Δημόσιο. Τα δάση, για τα οποία δεν υποβλήθηκαν τίτλοι με την υπόψη διαδικασία και κατέχονταν από ιδιώτες, δήμους ή κοινότητες και μοναστήρια, χαρακτηρίζονταν ως "διακατεχόμενα". Ο διακάτοχος αντιστοιχεί, ως όρος, στον κατά το ΑΚ νομέα. Σε τέτοια, δημόσια μεν, αλλά διακατεχόμενα δάση ήταν δυνατόν να αποκτηθεί από τους διακατόχους -νομείς αυτών ιδιώτες ή αναγνωρισμένες νομικές οντότητες, όπως δήμοι, μοναστήρια κλπ, όπως και σε κάθε άλλο δημόσιο αγροτικό ή αστικό κτήμα, σύμφωνα με το ισχύσαν μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ β.ρ. δίκαιο με έκτακτη χρησικτησία. Οι προϋποθέσεις αυτής ήταν η άσκηση νομής, έστω και χωρίς νόμιμο τίτλο, επί τριάντα τουλάχιστον χρόνια, με καλή πίστη. Ως καλή πίστη εννοείτο η ειλικρινής πεποίθηση ότι με την άσκηση της νομής δεν παραβλάπτονται τα δικαιώματα κυριότητας άλλων (ν. 8 παρ 1/8 κωδ (7.3) ν. 9 παρ 1 πανδ (50.14), ν. 2 παρ 20 πανδ (41.4), ν. 6 παρ 1 πανδ (44.3) ν. 76 παρ 1 πανδ (18.1) και ν. 7 παρ 3 πανδ (23.3) ν. 20 παρ 12 πανδ (5.8) ν. 27 πανδ (18.1) 10,15 παρ 3, 17 και 48 πανδ (41.3), 11 πανδ (51.4), 3 και 5 παρ 1 (41.10) και 109 πανδ (50.16) και 2 παρ 7, 4 παρ 1 πανδ (51.4). Την ύπαρξη της καλής πίστης, ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής συμπερασματικώς, από τα περιστατικά που δέχτηκε ως αποδειχθέντα. Η ύπαρξη ταπίου ή άλλου τίτλου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος ή η υποβολή των τίτλων αυτών, χωρίς αποτέλεσμα, στη διαδικασία του άρθρου 3 του β. δ. της 17/29-11-1836 δεν αποτελεί προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστης, αλλά έχει σημασία για την κρίση ότι η νομή ήταν ανεπίληπτη κατά τη συνείδηση του νομέα. Ο τριακονταετής χρόνος της χρησικτησίας θα πρέπει να έχει συμπληρωθεί το αργότερο μέχρι και την 11-9-1915 όπως συνάγεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. 21.6/3-7-1837 " περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων" καθώς και από τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ'/1912 " περί δικαιοστασίου", σε συνδυασμό με τα εκτελεστικά αυτού διατάγματα και με το άρθρο 21 του ν. δ της 22.4/16-5-1926 " περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης". Μετά την κατά τα ανωτέρω συμπλήρωση μέχρι και την 11-9-1915 έκτακτης χρησικτησίας επί δασικής εκτάσεως, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν νόμιμη επιρροή επί της κυριότητας που αποκτήθηκε κατ' αυτόν τον τρόπο, οι μεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 117 του ν 3077/1924 " περί δασικού κώδικος" και του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν από το άρθρο 37 του αν 1539/1938 και το άρθρο 16 του αν 192/1946 και επαναλήφθηκαν στο άρθρο 58 του ν.δ. 86/1969 " περί Δασικού Κώδικος", με τις οποίες ορίζεται ότι, επί των δημοσίων εν γένει δασών , θεωρείται νομέας το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε επ' αυτών καμία πράξη νομής, ότι μόνη η βοσκή επί δημοσίων δασών κλπ ουδέποτε θεωρείται ως πράξη νομής ή οιονεί νομής, ότι το Ελληνικό Δημόσιο τυγχάνει κύριος όλων των δασών της χώρας, τα οποία δεν έχουν αναγνωρισθεί νόμιμα ως ιδιωτικά και ότι μόνη η ύπαρξη οιουδήποτε τίτλου δεν θεωρείται καθ' εαυτή ως διακατοχική πράξη. Εξ αντιδιαστολής βέβαια συνάγεται ότι, οι από της 11-9-1915 και εφεξής πράξεις νομής επί δημοσίου κτήματος, δεν έχουν καμία αξία ως προς την δια έκτακτης χρησικτησίας κτήση κυριότητας, εφόσον, εάν δεν έχει επέλθει αυτή μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία (11-9-1915) δεν δύναται να συμπληρωθεί ο προς χρησικτησία χρόνος και να αποκτηθεί κυριότητα κατά τον μετέπειτα χρόνο. Περαιτέρω ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ 1 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος παραβιάζεται αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 10/2011). Εξ ετέρου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, ο λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που είναι αναγκαία, για να κριθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών , τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Οι παραπάνω από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγοι είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλομένη απόφαση, γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναίρεσης θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ 1 ΚΠολΔικ, γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση με τους τρεις λόγους της αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση, οι από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλειες, κατά τις οποίες το Εφετείο με ευθεία και εκ πλαγίου εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και με ανεπαρκείς αιτιολογίες δέχθηκε ότι ο ενάγων-αναιρεσίβλητος και οι δικαιοπάροχοι του κατέστησαν κύριοι της επίδικης εκτάσεως με παράγωγο τρόπο και δη με τα αναγνωρισθέντα έγγραφα ιδιοκτησίας, με αντίστοιχες αποφάσεις της Εξεταστικής Επιτροπής επί των πωλήσεων ων Οθωμανικών Ιδιοκτησιών, καθώς και με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμηθέντες τα επίδικα με καλή πίστη για χρόνο μεγαλύτερο των 30 ετών πριν τις 11-9-1915, ενώ εάν έκρινε ορθά θα δεχόταν ότι οι απώτατοι δικαιοπάροχοι του ενάγοντα Α. Λ. και Ι. Π., ουδέποτε απέκτησαν την κυριότητα του μείζονος ακινήτου, στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο με παράγωγο τρόπο, γιατί δεν τήρησαν την οριζόμενη στο ΒΔ της 17ης /29ης Νοεμβρίου 1836 "περί ιδιωτικών δασών" διαδικασία για την αναγνώριση τυχόν δικαιωμάτων τους επί του ακινήτου αυτού, ούτε συνέτρεξε καλόπιστη νομή τους στο ακίνητο αυτό για την απαιτούμενη κατά το ΒΡΔ 30ετία της έκτακτης χρησικτησίας. Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ 561 παρ 2 ΚΠολΔικ) προκύπτει ότι το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων σ' αυτό, από τους διαδίκους, αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, ως προς τα αποτελούντα αντικείμενο των αναιρετικών λόγων παραπάνω ζητήματα, αναφορικά με τους απώτατους δικαιοπαρόχους του ενάγοντα τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : "Στις 24-8-1973 απεβίωσε η μητέρα του ενάγοντος -εφεσίβλητου Φ. σύζυγος Γ. Χ., το γένος Θ. Η., η οποία με την από 30-4-1971 ιδιόγραφη διαθήκη της που δημοσιεύθηκε με το πρακτικό δημόσιας συνεδριάσεως υπ'αριθ 1771/4-10-1973 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχθηκε κυρία με την υπ' αριθ. 647/1973 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, κατέλειπε, μεταξύ άλλων, στον κληρονόμο γιο της και ένα ακίνητο, (δασοτεμάχιο), εκτάσεως 4.210 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "Φυλάκειον", εντός της περιφερειακής ζώνης οικισμού της Κοινότητας Εκάλης Αττικής, όπως αυτό εμφαίνεται υπό τα στοιχεία Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Η στο από Ιανουαρίου 1952 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Γ. Σ., που προσαρτάται στο υπ' αριθ. 35.269/1952 συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών Κων/νου Ασπρομάλλη. Ειδικότερα, σύμφωνα με το εν λόγω σχεδιάγραμμα, το επίδικο συνορεύει ανατολικώς, επί πλευράς 109,80 μέτρων, με αγροτικό δρόμο, πλάτους τριών μέτρων και πέραν αυτού με ιδιοκτησία πρώην Η. Η. και ήδη Ι. Δ. και Κ. Τ., δυτικώς, επί τεθλασμένης πλευράς 15 +95 μέτρων, με ιδιοκτησία Μ. - Μ. θυγατρός Γ. Χ., βορείως, επί πλευράς 42,30 μέτρων, με ιδιοκτησία πρώην Η. Η. και ήδη Μ. και νοτίως, επί προσώπου 40 μέτρων, με ιδιωτική οδό, πλάτους 10 μέτρων, αφεθείσα δυνάμει του υπ' αριθ. …/1950 διανεμητηρίου συμβολαίου του Συμβ/φου Αθηνών Κων/νου Ασπρομάλλη, για την εξυπηρέτηση των ακινήτων που προέκυψαν από τη διανομή αυτή, ήδη οδό …, (αριθ. 3). Την ανωτέρω κληρονομιά της μητέρας του αποδέχθηκε ο ενάγων - εφεσίβλητος με την υπ' αριθ. 5447/20-3-1975 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του Συμβ/φου Αθηνών Κων/νου Θεοδώρου Λιακάκου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αμαρουσίου, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 256. Στην κληρονομηθείσα Φ. Χ. το ανωτέρω ακίνητο είχε περιέλθει με αγορά από τον Χ. Δ. Σ., με το υπ' αριθ. …/15-4-1964 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο- του Συμβ/φου Αθηνών Κων/νου Κανακάρη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μαραθώνος, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 579. Στον Χ. Σ. το ανωτέρω ακίνητο είχε περιέλθει με αγορά από την Ε. σύζυγο Ε. Η., το γένος Θ. Λ., δυνάμει του υπ' αριθ. …/20-6-1961 αγοραπωλητήριου συμβολαίου του Συμβ/φου Αθηνών Ιωάννου Παναγή Παπαγιάννη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνος, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 226, σε συνδυασμό με την υπ' αριθ. 24668/11-4-1964 πράξη εξοφλήσεως του ίδιου Συμβ/φου, που έχει επίσης μεταγραφεί στα βιβλία, μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνος, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 578. Στην Ε. σύζυγο Ε. Η. το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε με αγορά από τον Η. Α. Η., δυνάμει του υπ' αριθ. …/7-3-1952 αγοραπωλητήριου συμβολαίου του Συμβ/φου Αθηνών Κων/νου Θεοχάρους Ασπρομάλλη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνος, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 87. Ο ανωτέρω Η. Η. και ο αδελφός του Θ. Η., είχαν λάβει, από κοινού και εξ αδιαιρέτου κατά το 1/2 ο καθένας, κατά παραχώρηση από τον πατέρα τους Α. Η., με το συμβόλαιο υπ' αριθ. …/18-10-1903 του Συμβ/φου Αθηνών Τάσου Ν. Οικονόμου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνος, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 14, με τη νομική μορφή της νέμησης ανιόντος, μία ευρύτερη έκταση στην γεωγραφική περιοχή του ανωτέρω επιδίκου, με αναφερόμενο συνολικό εμβαδόν 80.000 στρεμμάτων, που αποτελούσε ενιαίο δασόκτημα με την ονομασία "Σταμάτα - Διόνυσος", το οποίο είχε σχηματισθεί με τη συνένωση δύο πρώην ανεξάρτητων όμορων κτημάτων, του ονομαζόμενου "Άνω και Κάτω Σταμάτα" και του ονομαζόμενου "Άνω και Κάτω Διόνυσος", (βλ. κατωτέρω). Το δασόκτημα αυτό προσδιορίσθηκε ακριβέστερα, ως προς τα όρια του, με την από 15-10-1982 έκθεση πραγματογνωμοσύνης των μηχανικών - πραγματογνωμόνων Ν. Σ., Χ. Π. και Δ. Β., που ενεργήθηκε κατά παραγγελία της υπ' αριθ. 8514/1979 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε επ' ευκαιρία αντιδικίας για άλλο ακίνητο της ίδιας με το ήδη επίδικο ευρύτερης περιοχής. Στην έκθεση αυτή το ανωτέρω μείζον δασόκτημα βρέθηκε να έχει συνολική έκταση 50.900,230 στρεμμάτων. Την έκταση αυτή άρχισαν αμέσως να νέμονται οι δύο αδελφοί, ως ιδιοκτήτες, με καλή πίστη, διαφυλάσσοντας τα όρια της από καταπατήσεις τρίτων, συντηρώντας και εκμισθώνοντας αυτήν, εν γένει και καθ' όλη την έκταση της, σε επιτόπιους ποιμένες για τη βοσκή αιγοπροβάτων, σε υλοτόμους για την ξύλευση των δέντρων και την εμπορία της ξυλείας, σε ανθρακείς για την ανθράκευση των λοιπών προϊόντων της υλοτομίας, καθώς και σε ρητινοσυλλέκτες για τη συλλογή της ρητίνης των πεύκων. Επίσης, εκμίσθωναν κατά διαστήματα σε διάφορους τρίτους, ( (μεταξύ αυτών και η εταιρεία "Στάινερ"), συγκεκριμένες μαρμαροφόρες περιοχές για την λατόμευση μαρμάρων και ειδικές αγροτικές διαδρομές προς την Κηφισιά και την Αθήνα για τη μεταφορά των εξορυσσόμενων μαρμάρων. Τις εκμισθώσεις αυτές, αλλά και την εν γένει φύλαξη και επίβλεψη του δασοκτήματος, ενεργούσε για λογαριασμό των ανωτέρω ιδιοκτητών, ως πληρεξούσιος αυτών, ο θείος τους Γ. Η. κτηματίας και κάτοικος ..., μέχρι το 1915, καθόσον οι δύο αδελφοί Η., Θ. και Η., κατοικούσαν τότε μόνιμα στις Κυδωνιές της Μικράς Ασίας, (Αϊβαλί). Το 1950 ο Η. Η. και οι κληρονόμοι του εντωμεταξύ αποβιώσαντος αδελφού του Θ. Η., ήτοι οι Χ. Θ. Η., Α. Θ. Η., Σ. συζ. Ι. Π., Κ. Θ. Η. και Φ. συζ. Γ. Χ. προέβησαν σε διανομή του όλου δασοκτήματος με το υπ' αριθ. …/2-12-1950 διανεμητήριο συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών Κων/νου Θεοχάρους Ασπρομάλλη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνας, στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 37. Η κατάτμηση, που έγινε με την εν λόγω διανομή, είχε επιτραπεί με την υπ' αριθ. 119.721/23-12-1941 Υ.Α. του Υπουργού Γεωργίας. Σύμφωνα με το προσαρτημένο στο διανεμητήριο συμβόλαιο, από 25-4-1950, τοπογραφικό διάγραμμα του μηχ/κού Γ. Σ., ο Η. Η. έλαβε από τη διανομή αυτή, ως μερίδιο αποκλειστικά ανήκον στον ίδιο, το εμφαινόμενο υπό στοιχεία ΑΕΔΘΗΖΑ και με λατινικό αριθμό III εδαφοτεμάχιο, με συνολική έκταση 24.000 τ.μ. Σύμφωνα δε με την υπ' αριθ. 254/7-4-2009 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα πολιτικού μηχανικού Α. Ζ., που ενεργήθηκε κατόπιν παραγγελίας της υπ' αριθ. 3013/2007 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς στον πρώτο βαθμό, το επίδικο ακίνητο, το οποίο πουλήθηκε το 1952 από τον Η. Η. στην Ε. συζ. Ε. Η. και, εν συνεχεία, από αυτήν στον Χ. Σ. και από αυτόν στην Φ. Χ., που κληρονομήθηκε από τον ενάγοντα ως προς το ίδιο ακίνητο, περιλαμβάνεται τόσο στην έκταση των 24.000 τμ. που περιήλθε με την ανωτέρω διανομή στον Η. Η. το 1950, όσο και στην έκταση του ευρύτερου δασοκτήματος των 50.900,230 στρεμμάτων, που μεταβιβάσθηκε το 1903 από τον Α. Η. προς τους γιους του Η. και Θ.. Η ταύτιση αυτή προκύπτει, όχι μόνο από την προαναφερθείσα πραγματογνωμοσύνη, αλλά και από την σαφή και αξιόπιστη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, που εξετάσθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, κατά την πρώτη συζήτηση της ένδικης αγωγής, από τις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις των πολ. μηχανικών Κ. Μ. και Δ. Μ., από τις υπό ημερομηνίες 20-11-2006 και Οκτωβρίου του 2004 τεχνικές εκθέσεις του τεχνικού συμβούλου του ενάγοντος μηχ/κού Δ. Ν., καθώς και από την υπό ημερομηνία 6-4-2004 τεχνική έκθεση του μηχ/κού της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου, ( Ανατολικής Αττικής ), Π. Κ.. Ο ανωτέρω δικαιοπάροχος των αδελφών Η. και Θ. Η., πατέρας τους, Α. Η. ενεργούσε στο όλο δασόκτημα, μέρος του οποίου αποτελούσε και το επίδικο δασοτεμάχιο, όλες τις προαναφερθείσες πράξεις νομής, καθώς και υποθηκεύσεις, είτε ο ίδιος αυτοπροσώπως, είτε μέσω του αδελφού του Γ. Η., ως πληρεξουσίου του, με συνείδηση κυρίου και καλή πίστη, ότι δεν παραβιάζει δικαιώματα τρίτων και μάλιστα του Δημοσίου, μέχρι το 1903, οπότε προέβη στην ως άνω μεταβίβαση στους δύο γιους του. Ο Α. Η. ανέλαβε τη νομή του δασοκτήματος Σταμάτας - Διονύσου, το 1883, όταν αγόρασε αυτό με το υπ' αριθ. …/1-3-1883 συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών Γεωργίου Γρυπάρη, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνος στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 13, από τους κληρονόμους της Ε. Ι. Β. Μ., που εκπροσωπήθηκαν κατά τη σύνταξη του συμβολαίου από τον πληρεξούσιο τους Δημήτριο Ράλλη, τότε Υπουργό Δικαιοσύνης. Ο ίδιος Α. Η. εξόφλησε ολοσχερώς το τίμημα της ανωτέρω πωλήσεως, δυνάμει της υπ' αριθ. …/1897 πράξης εξόφλησης του Συμβ/φου Αθηνών Τάσου Ν. Οικονόμου, που έχει επίσης νόμιμα μεταγραφεί, με καταβολή προς τον ίδιο πληρεξούσιο των πωλητών Δημήτριο Ράλλη, που ήταν τότε Πρόεδρος της Κυβερνήσεως και Υπουργός Ναυτικών. Το Ελληνικό Δημόσιο αμφισβητεί την εγκυρότητα της πωλήσεως αυτής, στηριζόμενο σε μαρτυρία, μετά από ιστορική έρευνα, του Ε. Φ., του οποίου μάλιστα προσκομίζει και σχετική έκθεση γενεαλογικής έρευνας και τίτλων, ότι οι εμφανιζόμενοι ως κληρονόμοι της Ε. Μ. και εντολείς του Δημητρίου Ράλλη ήταν ανύπαρκτα πρόσωπα. Όμως, η μαρτυρία αυτή δεν κρίνεται αξιόπιστη, διότι ο Ε. Φ. έχει καταδικασθεί, σε σχέση με κτηματικές διαφορές στην ίδια περιοχή, για ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση με την υπ' αριθ. 73609/1995 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Άλλωστε η καλή πίστη του Α. Η., όταν αποκτούσε το ευρύτερο δασόκτημα Σταμάτας -Διονύσου, ότι οι δικαιοπάροχοι του ήταν υπαρκτά πρόσωπα και κύριοι του πωλούμενου ακινήτου, αποδεικνύεται αναμφισβήτητα και από το γεγονός ότι ως πληρεξούσιος τους εμφανιζόταν, τότε αλλά και κατά την εξόφληση του τιμήματος, πρόσωπο ιδιαίτερου κύρους και αξιοπιστίας, δηλαδή ο ίδιος ο Υπουργός Δικαιοσύνης και μετέπειτα Πρόεδρος της Κυβερνήσεως και Υπουργός Δημήτριος Ράλλης. Στο εν λόγω δασόκτημα είχε εγείρει απαιτήσεις, ως προς την κυριότητα και τη νομή επί του 1/3 εξ αδιαιρέτου του τμήματος, που προέρχεται από το κάποτε αυτοτελές κτήμα "Άνω και Κάτω Διόνυσος", η Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη, στηριζόμενη στο υπ' αριθ. …/18-2-1852 συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών Κων. Πιτάρη, με το οποίο ο απώτερος κύριος αυτού Ι. Π. φέρεται ότι προέβη σε αντίστοιχη μεταβίβαση προς τη Μονή αυτή. Η αντιδικία αυτή έληξε συμβιβαστικά με το υπ' αριθ. …/19-4-1893 συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών Τάσου Οικονόμου, με το οποίο η μεν Μονή αναγνώρισε την αποκλειστική κυριότητα του Α. Η. σε όλο το δασόκτημα του Διονύσου με το Καστρί και το Ασπρόχωμα, ενώ ο τελευταίος αναγνώρισε αντίστοιχα τη Μονή ως αποκλειστικά κυρία του κτήματος του Αγίου Γεωργίου Βρανά. Τη νομή, όμως, επί του όλου δασοκτήματος του Διονύσου, ασκούσε πάντα με καλή πίστη, όπως προαναφέρθηκε, ο Α. Η. και προηγουμένως οι δικαιοπάροχοι αυτού, ( βλ. κατωτέρω ), εφόσον η Μονή είχε εγείρει σχετική αγωγή, διεκδικητική της κυριότητας, που αποσύρθηκε λόγω του προαναφερθέντος συμβιβασμού, ενώ πριν από αυτήν είχε ασκήσει άλλη αγωγή περί νομής, η οποία δεν ευδοκίμησε, καθόσον ο απώτερος "δικαιοπάροχος" του Α. Η. Δ. Σ. δέχθηκε να δώσει σχετικό επαχθέντα όρκο. Οι κληρονόμοι της Ε. Ι.Β. Μ., που μεταβίβασαν το 1883, κατά τα ανωτέρω, το επίμαχο δασόκτημα στον Α. Η., (ήτοι οι Σ. Ι.Β. Μ., Δ. Ι.Β. Μ., Α. Ι.Β. Μ., Μ. Ι.Β. Μ.,Α. συζ. Ο. Β. το γένος Ι.Β. Μ.,Κ. συζ. Δ. Ρ., το γένος Ι.Β. Μ., Λ. συζ. Δ.Ρ. το γένος Ι.Β. Μ. και Α. χήρα Ι.Β. Μ.), κληρονόμησαν αυτό εξ αδιαιρέτου, μαζί με την όλη περιουσία της κληρονομουμένης, το 1877 κατά το θάνατο της, με την υπεισέλευση και ανάμειξη τους στην κληρονομιά της, κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι και ανέλαβαν τη νομή του ενεργώντας τις ίδιες ως άνω πράξεις νομής με καλή πίστη, μέχρι τη μεταβίβαση προς τον Α. Η., ( 1883 ). Η κληρονομηθείσα κατά τα ανωτέρω Ε. συζ. Δ. Σ., το γένος Ι.Β. Μ., είχε αγοράσει το όλο δασόκτημα από τον τραπεζίτη Κ. Β., λίγους μήνες πριν από τον θάνατο της, μέσω του συζύγου της Δ. Σ., που εμφανίσθηκε ως πληρεξούσιος αυτής, με το υπ' αριθ. …/16-6-1877 συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών Γεωργίου Γρυπάρη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνας στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 144, αλλά καταχωρίσθηκε από παραδρομή όχι στην δική της μερίδα, αλλά σε εκείνη του πληρεξουσίου και συζύγου της Δ. Σ., έτσι ώστε προς τους τρίτους εμφανιζόταν ως κύριος ο τελευταίος. Και η Ε. συζ. Δ. Σ., το γένος Ι.Β. Μ., μέσω του πληρεξουσίου της Δ. Σ., άσκησε μέχρι το θάνατο της τις ίδιες ως άνω πράξεις νομής, με καλή πίστη, ενόψει και της ιδιαίτερης φερεγγυότητας του πωλητή, ως τραπεζίτη και σημαντικού οικονομικού παράγοντα στο τότε ελληνικό κράτος, σε συνδυασμό με την έλλειψη αμφισβητήσεων εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου. Ο Κ. Β. είχε αγοράσει από την κτηματία Λ., χήρα Α. Λ. ένα τμήμα από το ανωτέρω ενιαίο δασόκτημα "Σταμάτας - Διονύσου", δηλαδή το πρώην 'αυτοτελές δασόκτημα και πρώην οθωμανικό τσιφλίκι, της "Άνω και Κάτω Σταμάτας", με το υπ' αριθ. …/31-8-1872 συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών Στέφανου Ταβανάκη, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνας στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 471. Επίσης, ο ίδιος είχε αγοράσει από τον τότε Γενικό Σύμβουλο της Επικρατείας στη Ρωσία Ι. Π. και το δεύτερο τμήμα από το ανωτέρω ενιαίο δασόκτημα "Σταμάτας - Διονύσου", δηλαδή το πρώην αυτοτελές δασόκτημα και πρώην οθωμανικό τσιφλίκι, του "Άνω και Κάτω Διονύσου", με το υπ' αριθ. …/28-10-1872 συμβόλαιο του ίδιου αμέσως ανωτέρω Συμβ/φου, το οποίο επίσης μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνας στον τόμο … και με αύξοντα αριθμό 507. Ο Κ. Β. ανέλαβε τη νομή και επί των δύο αγορασθέντων δασοκτημάτων από τη σύναψη των αμέσως ανωτέρω συμβολαίων, (1872), και, αφού συνένωσε τα ακίνητα αυτά σε ένα μείζον δασόκτημα με την ονομασία "Σταμάτα -Διόνυσος", ασκούσε στο ενιαίο πλέον ακίνητο, στο σύνολο του, μέχρι τη μεταβίβαση του προς την Ε. Ι.Β. Μ., μέσω του πληρεξουσίου της Δ. Σ., (1877), όλες τις πράξεις νομής που προαναφέρθηκαν, με καλή πίστη, που δικαιολογείται από τη φερεγγυότητα των δικαιοπαρόχων του και την έλλειψη αμφισβητήσεων εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου, σε συνδυασμό με τα έγγραφα ιδιοκτησίας που του εγχειρίσθηκαν από την πρώτη πωλήτρια, ( βλ. κατωτέρω ). Περαιτέρω, ως προς το αρχικό δασόκτημα "Άνω και Κάτω Σταμάτα", αποδεικνύεται ότι αυτό νεμόταν, από το 1850 μέχρι το 1872, με τις ίδιες πράξεις νομής η Λ. χήρα Α. Λ., αρχικά ως επίτροπος του ανήλικου γιου της Θ. Λ., μοναδικού κληρονόμου του πατέρα του, από το θάνατο του συζύγου της το 1850 μέχρι το θάνατο του ανήλικου γιου της το 1855 και έκτοτε ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του τελευταίου, αυτοπροσώπως αλλά και μέσω του πληρεξουσίου της Ε. Λ., με καλή πίστη, καθόσον γνώριζε την αγορά αυτού από τον σύζυγο της από τους πριν από την ελληνική ανεξαρτησία Οθωμανούς κυρίους του, ( βλ. κατωτέρω ), καθώς και την έλλειψη αμφισβητήσεων εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου. Μεταξύ των άλλων πράξεων νομής, όπως προαναφέρθηκαν, αποδεικνύεται ειδικότερα ότι η Λ. Λ. είχε υποθηκεύσει το εν λόγω δασόκτημα προς τον Θ. Κ., με τα συμβόλαια υπ' αριθμούς …/11-12-1869 και …/31-7-1868 του Συμβ/φου Αθηνών Γεράσιμου Αφεντάκη. Ο σύζυγος και δικαιοπάροχος της Λ. Λ. Α. Λ., που είχε διατελέσει πληρεξούσιος της Ελλάδας στο Λονδίνο, είχε αγοράσει το δασόκτημα - τσιφλίκι της Σταμάτας, μέσω του πληρεξουσίου του Κ. Ζ., από τους πρώην Οθωμανούς κυρίους του : α) Μ. Α., γιο τουΔ. Μ., β) Τ. Α., γιο του Μ. Ε., γ) Μ., γιο του Η. Μ., δ) Μ. Α., γιο του Μ. Χ. Ε. και ε) Ο., γιο του ίδιου Μ. Χ. Ε.. Το συνταχθέν για την αγοραπωλησία αυτή έγγραφο συμβόλαιο, κατά τους οθωμανικούς τύπους, ( χοτζέτι ), έχει απολεσθεί, πλην, όμως, προκύπτει η σύνταξη τους από, (1) την υπ' αριθ. …/25/28.1.1834 έγγραφη δήλωση του Κ. Ζ. που έχει κατατεθεί στην υπ' αριθ. …/1858 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Βελισσαρίου, (2) το από 20-10-1830 αντίγραφο πρωτοκόλλου καταθέσεων μαρτυριών περί των του ανωτέρω κτήματος, εξαχθέν από το βιβλίο πρακτικών της Εξεταστικής Επιτροπής επί των Πωλήσεων Τουρκικών Κτημάτων, που έχει κατατεθεί στο Αρχείο του Υπουργείου Οικονομικών και μνημονεύεται ως επιδειχθέν στον αγοραστή στο υπ' αριθ. …/31-8-1872 συμβόλαιο του Συμβ/φου Αθηνών Στέφανου Ταβανάκη, (Λ. Λ. προς Κ. Β.), (3) το από 12-12-1830 ιδιωτικό συμφωνητικό πωλήσεως του δασοκτήματος, που μνημονεύεται στο ίδιο συμβόλαιο, (4) το από 10ης της σελήνης Τζεμαζιούλ Εββέλ του οθωμανικού έτους 1246 χοτζέτιο, που μνημονεύεται ομοίως και (5) την υπ' αριθ. …/13-2-1842 απόφαση επικυρώσεως αγοραπωλησίας της Εξεταστικής Επιτροπής επί των Πωλήσεων Οθωμανικών Ιδιοκτησιών του άρθρου 3 του Β.Δ. της 17/29-11-1836 περί ιδιωτικών δασών, που μνημονεύεται ομοίως και ήδη προσκομίζεται. Ο Α. Λ. από το 1830 μέχρι το θάνατο του το 1850 ασκούσε όλες τις προαναφερθείσες πράξεις νομής στο ανωτέρω δασόκτημα, είτε ο ίδιος είτε μέσω του πληρεξουσίου του Κ. Ζ., με καλή πίστη, που δικαιολογείτο από το γεγονός ότι με την τελευταία απόφαση το Ελληνικό Δημόσιο είχε αναγνωρίσει το επίμαχο ως ιδιωτικό δάσος που ανήκε στον ίδιο, έκτοτε δε καμία σχετική αμφισβήτηση δεν είχε εγείρει. Την εν λόγω νομή ο Α. Λ. ουδέποτε απώλεσε έστω και πρόσκαιρα. Το Δημόσιο ισχυρίζεται ότι με το υπ' αριθ. …/7-8-1841 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/νου Δασκαλόπουλου, το οποίο προσκομίζει το ίδιο, ο Α. Λ. πώλησε το δασόκτημα της Σταμάτας, μαζί με άλλο στους Τράχωνες, στον Θ. Κ.. Δεν αποδεικνύεται, όμως, ότι ο εν λόγω "αγοραστής", είτε οι διάδοχοι του, επελήφθησαν ποτέ της νομής του δασοκτήματος της Σταμάτας μετά την ανωτέρω "αγοραπωλησία" στις 7-8-1841. Αντίθετα, αποδεικνύεται ότι αργότερα, εντός των ετών 1868 - 1869, η χήρα του Α. Λ., Λ. Λ., παραχώρησε υποθήκες επί του δασοκτήματος αυτού προς τον ίδιο Θ. Κ., που φερόταν ότι είχε αγοράσει προηγουμένως το ίδιο ακίνητο από τον σύζυγο της, όταν ήταν εν ζωή, (βλ. τα ήδη αναφερθέντα ως άνω συμβόλαια παραχωρήσεως υποθήκης υπ' αριθμούς …/11-12-1869 και …/31-7-1868 του Συμβ/φου Αθηνών Γεράσιμου Αφεντάκη ). Συνάγεται, επομένως, ότι το επικαλούμενο από το Ελληνικό Δημόσιο, ως άνω, συμβόλαιο "πωλήσεως" του δασοκτήματος Σταμάτας, από τον Α. Λ. προς τον Θ. Κ., υπέκρυπτε στην πραγματικότητα εμπράγματη εξασφάλιση απαιτήσεως δίκην υποθήκης. Αφετέρου, ως προς το έτερο δασόκτημα, το οποίο από κοινού με το προηγούμενο συναποτέλεσαν το ευρύτερο ενιαίο δασόκτημα Σταμάτας - Διονύσου, δηλαδή το πρώην τσιφλίκι "Άνω και Κάτω Διονύσου", αποδεικνύεται ότι αυτό πωλήθηκε από τον προ της ελληνικής ανεξαρτησίας Οθωμανό κύριο του Σ. Α., γιό του Δ. Α., μέσω του πληρεξουσίου του Ι. Κ. Ε., προς τον Ι. Π., Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στη Ρωσία, δυνάμει χοτζετίου, που έχει μεν απολεσθεί, όμως η σύνταξη του αποδεικνύεται από την ήδη προσκομιζόμενη απόφαση υπ' αριθ. …/11-12-1836 της Εξεταστικής Επιτροπής επί των Πωλήσεων Οθωμανικών Ιδιοκτησιών, με την οποία το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει τον αγοραστή ως νόμιμο κύριο του δασοκτήματος - τέως τσιφλικιού του Διονύσου και η οποία κηρυχθεί εκτελεστή με την από 19-12-1836 πράξη των Γραμματειών ( Υπουργείων ) Εξωτερικών και Οικονομικών, συμφώνα με τις μνημονευόμενες στην ίδια απόφαση διαταγές 9573-9574 της 12-11-1835 των ίδιων Γραμματειών. Ο ανωτέρω αγοραστής Ι. Π. ανέλαβε την κατοχή του κτήματος το 1836 και, από τότε μέχρι τη μεταβίβαση προς τον Κ. Β. το 1872, εξακολούθησε να ασκεί τις ίδιες ως άνω πράξεις νομής, (φύλαξη, συντήρηση, εκμισθώσεις, υποθηκεύσεις κλπ. ), σε όλη την έκταση αυτού, με καλή πίστη, λόγω της αναγνωρίσεως της κυριότητας του από το Ελληνικό Δημόσιο, με την ανωτέρω απόφαση της αρμόδιας, για την αναγνώριση ιδιωτικών δασών, Επιτροπής και λόγω της έλλειψης αμφισβητήσεων έκτοτε εκ μέρους του Δημοσίου. Ο ίδιος ουδέποτε απώλεσε τη νομή επί του κτήματος αυτού, έστω και εν μέρει, καθόσον, μετά την κατάρτιση του συμβολαίου υπ' αριθ. …/18-2-1852 του Συμβ/φου Αθηνών Κ. Πιτάρη, με το οποίο φέρεται να παραχωρεί στην Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη το 1/3 εξ αδιαιρέτου του κτήματος αυτού, δεν αποδεικνύεται ότι έχει ασκήσει η "αγοράστρια" Μονή πράξεις νομής στο ακίνητο αυτό κατά το φερόμενο ως πωληθέν ιδανικό μερίδιο. Το γεγονός ότι αργότερα η Μονή αναγνώρισε τον απώτερο διάδοχο του Ι. Π. Α. Η. ως αποκλειστικό κύριο του Διονύσου, ( βλ. ανωτέρω ), μαρτυρά ότι και αυτή η "πώληση" υπέκρυπτε εξασφάλιση απαιτήσεως. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η επιγενόμενη νομή χρησικτησίας που άσκησαν στο όλο κτήμα Σταμάτας - Διονύσου, με δικαιολογημένη καλή πίστη, από το 1872 μέχρι το 1903 επί τριάντα (30) και πλέον έτη, οι διάδοχοι του Ι. Π., δηλαδή ο Κ. Β., η Ε. Μ. συζ. Δ. Σ., οι κληρονόμοι της τελευταίας και ο Α. Η., κατέλυσε οποιοδήποτε δικαίωμα της Μονής στο 1/3 εξ αδιαιρέτου επί εκείνου του τμήματος του ενιαίου μείζονος δασοκτήματος Σταμάτας - Διονύσου, που αποτελούσε το αρχικά ανεξάρτητο έλασσον δασόκτημα Διονύσου. Με τα ανωτέρω δεδομένα αποδεικνύεται ότι ο ενάγων - εφεσίβλητος έχει καταστεί κύριος του ήδη επίδικου δασοτεμαχίου επί της οδού … αριθ. 3 στην Εκάλη, προεχόντως με παράγωγο τρόπο κτήσης, δηλαδή με αδιάκοπη διαδοχή μεταβιβάσεων δυνάμει νόμιμων τίτλων και, σε κάθε περίπτωση, με πρωτότυπο τρόπο κτήσης, δηλαδή με έκτακτη χρησικτησία, από τα έτη 1830 - 1836 έως την άσκηση της αγωγής, όπως προεκτέθηκε......" Από τις προεκτεθείσες παραδοχές της παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, που ως προς τα ζητήματα αυτά επικύρωσε την ομοίως κρίνουσα πρωτόδικη απόφαση, μετά από απόρριψη της ασκηθείσας από το αναιρεσείον έφεση, προκύπτει ότι το Εφετείο έχει κρίνει ανέλεγκτα ότι ως προς το μεγαλύτερο ακίνητο των δικαιοπαρόχων του ενάγοντα, που περιλαμβάνει και το επίδικο ακίνητο, έχει τηρηθεί η διαδικασία του έχοντος ισχύ ουσιαστικού νόμου ΒΔ της 17ης /29ης Νοεμβρίου 1836 και έχουν αναγνωρισθεί τα προσκομισθέντα έγγραφα ιδιοκτησίας και συνακόλουθα ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως , να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ενώ προσέτι είναι απαράδεκτος και γιατί υπό την επίφαση της παραβιάσεως του προαναφερθέντος ΒΔ πλήττει την ορθότητα της εκτιμήσεως των αποδείξεων και την περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, η οποία, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ 1 ΚΠολΔικ είναι ανέλεγκτη. Άλλωστε, και ανεξαρτήτως των ανωτέρω, ο ως άνω λόγος είναι απορριπτέος, και αλυσιτελής καθ' όσον με αυτόν πλήττεται η επάλληλη αιτιολογία που στηρίζει την κυριότητα των δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων στον παράγωγο τρόπο, πλην όμως δεν τελεσφορεί, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, η επάλληλη αιτιολογία της κτήσεως της κυριότητας του ενάγοντος- αναιρεσιβλήτου με έκτακτη χρησικτησία, η οποία στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Περαιτέρω με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της ασκήσεως από τους απώτερους δικαιοπαρόχους του ενάγοντα πράξεων νομής με καλή πίστη στο περιλαμβάνον και το επίδικο μεγαλύτερο ακίνητο, για τον απαιτούμενο κατά τις διατάξεις του ΒΡΔ χρόνο χρησικτησίας οι οποίες πράξεις επαρκώς δικαιολογούν την άσκηση νομής και στο επίδικο και οι από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559ΚΠολΔικ δεύτερος και τρίτος από τους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Προσέτι, οι αιτιάσεις του δεύτερου λόγου, κατά τις οποίες η προσβαλλομένη απόφαση στερείται νομίμου βάσεως, γιατί το Εφετείο κατά παράβαση του αναφερομένου στον πρώτο λόγο ΒΔ δέχθηκε ότι η καλή πίστη των προαναφερθέντων απώτατων δικαιοπαρόχων του ενάγοντα δικαιολογείται από το ότι η κυριότητά τους αναγνωρίστηκε με απόφαση της Εξεταστικής Επιτροπής επί των πωλήσεων Οθωμανικών Ιδιοκτησιών, ενώ η Επιτροπή αυτή δεν ήταν αρμόδια να κρίνει, είναι απορριπτέος, γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το Εφετείο, προκειμένου να συναγάγει την κρίση του για την ύπαρξη της καλής πίστεως των δικαιοπαρόχων του αναιρεσιβλήτου, στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνο στην ως άνω απόφαση της Εξεταστικής Επιτροπής, ενώ την ύπαρξη καλής πίστεως το Εφετείο συνήγαγε από το σύνολο των προσκομισθέντων, μετ' επικλήσεως τίτλων κυριότητας και των λοιπών περιστατικών που δέχθηκε ως αποδειχθέντα. Ενόψει τούτων η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθεί. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο λόγω της ήττας του (άρθρ 173 και 183ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ 18 του ΕισΝ ΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ' αριθμ 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β'11/20-1-1993), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ 12 του Ν. 1738/1987. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26-2-2013 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά του Ι. Χ. του Γ., για αναίρεση της υπ' αριθμό 5390/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300)ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Β.Δ. 17/29.11.1836 περί ιδιωτικών δασών. Κατά τα άρθρα 1, 2 και 3 αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου στα δάση, εκτός από εκείνα που αναγνωρίσθηκαν ιδιωτικά κατά την οριζόμενη σ΄ αυτά διαδικασία. Τι είναι δάσος. Τα δάση για τα οποία δεν υποβλήθηκαν τίτλοι χαρακτηρίζονται διακατεχόμενα και μπορεί επ΄ αυτών με έκτακτη χρησικτησία να αποκτηθεί κυριότητα έως τις 11.9.1915. Προϋποθέσεις έκτακτης χρησικτησίας κατά Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο. Άρθρο 559 αρ. 1 και 19. Απαράδεκτοι οι λόγοι που υπό την επίφαση της ευθείας ή εκ πλαγίου παραβιάσεως κανόνων ουσιαστικού δικαίου πλήττουν ουσιαστική κρίση δικαστηρίου. Έξοδα Δημοσίου.
Χρησικτησία
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Δάση, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 1475/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Γ. Τ. του Δ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ακριβή Δεπούντη. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Μ. συζ. Γ. Σ., το γένος Π. Π., κατοίκου ..., 2) Α. Σ. του Π. και 3) Π. Σ. του Α., κατοίκων ... . Η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ανδρέα Κοντογιάννη και οι 2ος και 3ος δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, ο πληρεξούσιος της 1ης αναιρεσίβλητης ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης λόγω κωλύματος του δικηγόρου που χειρίζεται την υπόθεση. Για το ζήτημα της αναβολής έλαβε το λόγο η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας, η οποία δεν συναίνεσε. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε επί της έδρας και δια του Προέδρου του απέρριψε το αίτημα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/1/2004 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 92/2005 μη οριστική, 82/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 531/2010 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12/10/2010 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 9/9/2013 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Γεωργίου Κριμπά, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της παραστάσας αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568§4 και 576§2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο αναιρεσίβλητος και ο αναιρεσείων που επισπεύδει τη συζήτηση έχει επιδώσει σ' αυτόν αντίγραφο του κατατεθέντος δικογράφου της αιτήσεως με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσιβλήτου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, οι δεύτερος και τρίτος από τους αναιρεσιβλήτους δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβαν μέρος στη συζήτηση. 'Όπως δε προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 2345 και 2346/20-1-2014 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας ..., τις οποίες η αναιρεσείουσα προσκομίζει και επικαλείται, η τελευταία επέδωσε στους ως άνω αναιρεσιβλήτους, νόμιμα και εμπρόθεσμα αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, με κλήση για να παραστούν στη συζήτησή της κατά την ανωτέρω δικάσιμο. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία των κλητευθέντων, ως ανωτέρω αναιρεσιβλήτων. ΙΙ. Από τα άρθρα 1710 παρ. 1, 1846, 1193, 1195, 1198 του ΑΚ και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν η αγωγή που αφορά ακίνητο στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητος και ειδικότερα σε κληρονομική διαδοχή, πρέπει ο ενάγων να περιλάβει σ' αυτή τα απαιτούμενα από τα άρθρα 1846, 1193 και 1198 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας περιστατικά, δηλαδή το γεγονός ότι αποδέχθηκε την κληρονομία και μετέγραψε την πράξη της αποδοχής. Αν όμως ο εναγόμενος αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος, αυτός υποχρεούται, κατ' επιτρεπτήν, σύμφωνα με το άρθρο 224 ΚΠολΔ, συμπλήρωση της αγωγής, να καθορίσει με τις προτάσεις του της πρώτης συζητήσεως τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας του άμεσου δικαιοπαρόχου του, και αν είναι αναγκαίο, και των απωτέρων δικαιοπαρόχων του μέχρις εκείνου που απέκτησε την κυριότητα με πρωτότυπο τρόπο. Η παράλειψη της συμπληρώσεως της αγωγής κατ' αυτόν τον τρόπο επιφέρει την απόρριψή της ως αόριστης (ΑΠ 1776/2011), η αοριστία δε της αγωγής λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου, ο αναιρετικός λόγος από τον αρ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ότι το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη ουσιώδη πράγματα που δεν είχαν προταθεί δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ουσιώδεις ισχυρισμούς που προτάθηκαν από τον διάδικο ή λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως ισχυρισμό (πράγμα) ο οποίος λαμβάνεται κατά νόμον και αυτεπαγγέλτως υπόψη, όταν τα πραγματικά περιστατικά που τον συγκροτούν έχουν τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου. Εν προκειμένω, οι εναγόμενοι και ήδη αναιρεσίβλητοι με τις προτάσεις τους της πρώτης συζητήσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αμφισβήτησαν την κυριότητα της ενάγουσας και ήδη αναιρεσείουσας και του δικαιοπαρόχου της επί των επιδίκων ακινήτων και ειδικότερα προέβαλαν την ένσταση αοριστίας της ένδικης αγωγής ως προς τον τρόπο κτήσεως της επικαλουμένης από αυτήν κυριότητας επί του ποσοστού των 2/4 εξ αδιαιρέτου των επιδίκων, αφού εκθέτει ότι ο δικαιοπάροχος πατέρας της κατέστη κύριος των 2/4 εξ αδιαιρέτου με παράγωγο τρόπο (κληρονομικές διαδοχές), χωρίς να εκθέτει με ποιον τρόπο κατέστη κύριος των ετέρων 2/4. Η ενάγουσα δεν συμπλήρωσε την αγωγή με τις προτάσεις της πρώτης συζητήσεως ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την επίκληση των κατά νόμον απαιτουμένων στοιχείων για την κτήση της κυριότητας επί των 2/4 εξ αδιαιρέτου των επίδικων ακινήτων, με παράγωγο ή πρωτότυπο τρόπο. Έτσι η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο είναι αόριστη, και το Εφετείο που απέρριψε ως αόριστη και αυτεπαγγέλτως δεν υπέπεσε στην προαναφερθείσα αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ, ούτε σε εκείνην του αρ. 1 ή (και) 19 του ίδιου άρθρου, που επιπλέον επικαλείται η αναιρεσείουσα, και τα αντίθετα που η τελευταία υποστηρίζει με τους δύο λόγους της αιτήσεώς της είναι αβάσιμα. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της παρισταμένης πρώτης αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176 και 183 του ΚΠολΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12-10-2010 αίτηση της Γ. Τ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 531/2010 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της παρισταμένης πρώτης αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.- ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διεκδικητική αγωγή ακινήτου που περιήλθε στον ενάγοντα με κληρονομική διαδοχή. Αν ο εναγόμενος αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του ενάγοντος στο επίδικο, πρέπει ο τελευταίος να συμπληρώσει την αγωγή με τις προτάσεις μέχρι κτήσεως της κυριότητας με πρωτότυπο τρόπο. Αλλιώς η αγωγή είναι αόριστη, πράγμα που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Αβάσιμος ο λόγος από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ. (Επικυρώνει ΕφΠατρ 531/2010).
Προτάσεις
Αγωγή διεκδικητική, Αοριστία αγωγής, Προτάσεις.
0
Αριθμός 1474/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Π. Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Π. Ρ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ειρήνη Δαρούσου. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ν. Ν. του Π., 2) Μ. Ρ. του Ε., 3)Ν. Ρ. του Ε., 4) Κ. Ρ. του Ε., 5) Σ. Ρ. του Ε., 6) Β. Ρ. του Ε., και 7) Χ. Ρ. του Ε., κατοίκων .... Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Γεωργά και οι λοιποί δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/7/2004 αγωγή χρησικτησίας του ήδη αναιρεσείοντος και με την από 15/6/2005 τριτανακοπή - αγωγή χρησικτησίας του ήδη 1ου αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 178/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 46/2011 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 25/1/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκα όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 27/8/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του παραστάντος αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 576 παρ.3 εδ.α'και β'του ΚΠολΔ, από τα οποία (εδάφια) το δεύτερο προστέθηκε με το άρθρο 62 του ν.4139/20-3-2013, καταλαμβάνοντας και τις εκκρεμείς υποθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 98 του ίδιου ν.4139/2013, "Αν μετέχουν περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύτηκε κάποιος από αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους. Σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν συντρέχει περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας (άρθρ.76 ΚΠολΔ) και ένας ή περισσότεροι από τους αναγκαίους ομοδίκους που απουσιάζουν δεν έχουν κλητευθεί στη συζήτηση της υποθέσεως, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς όλους. Περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας υπάρχει και επί τριτανακοπής κατά δικαστικής αποφάσεως υπό τους όρους των άρθρων 586 επ. του ΚΠολΔ, η οποία (τριτανακοπή) απευθύνεται υποχρεωτικώς κατά νόμον (άρθρ. 588 ΚΠολΔ) κατά όλων των διαδίκων μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (εκτός αν ασκείται μετά την εκτέλεσή της, οπότε μπορεί να απευθυνθεί μόνο κατά του διαδίκου που νίκησε), για την ταυτότητα δε του νομικού λόγου, και επί ανακοπής που υπό τους όρους των άρθρων 583 επ. του ΚΠολΔ ασκείται κατά του πρακτικού συμβιβασμού (εξώδικης επίλυσης της διαφοράς) το οποίο συντάσσεται κατά το άρθρο 214 Α του ΚΠολΔ μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας μεταξύ των διαδίκων και το οποίο επικυρώνεται από τον δικαστή ή τον Πρόεδρο του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί η αγωγή ή το ένδικο μέσο, επερχομένης καταργήσεως, μετά την επικύρωση αυτή, της δίκης. Εν προκειμένω από τα διαδικαστικά έγγραφα της παρούσης δίκης και εκείνων ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας σχετικά με την ένδικη υπόθεση προκύπτουν τα ακόλουθα. Ο αναιρεσείων Π. Ρ. άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου την από 2-7-2004 αγωγή του κατά των υπ'αριθμ.2 έως και 7 αναιρεσιβλήτων, με την οποία και ζήτησε να αναγνωρισθεί κύριος του επίδικου ακινήτου, ήτοι ενός οικοπέδου, εμβαδού 130 τ.μ., νομικής φύσεως "...", που βρίσκεται στη Ρόδο. Επί της αγωγής αυτής και στα πλαίσια της συμβιβαστικής (εξώδικης) επίλυσης της διαφοράς κατά το άρθρο 214 Α του ΚΠολΔ υπεγράφη το από 16-7-2004 πρακτικό συμβιβαστού, με το οποίο οι εναγόμενοι συνομολόγησαν και αναγνώρισαν ότι το επίδικο περιήλθε στην κυριότητα του ενάγοντος λόγω συμπληρώσεως χρόνου δεκαπενταετούς κτητικής παραγραφής στο πρόσωπό του, το πρακτικό δε αυτό επικυρώθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με το υπ'αριθμ.162/26-7-2004 πρακτικό επικύρωσης και μετεγράφη νομίμως στα οικεία κτηματολογικά βιβλία. Κατά του ανωτέρω πρακτικού και επικαλούμενος ότι αυτός είναι κύριος του επιδίκου ο ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος Ν. Ν. άσκησε την από 15-6-2005 ανακοπή του (άρθρ. 583 επ. ΚΠολΔ) με την οποία και ζήτησε την ακύρωση του πρακτικού και την αναγνώριση του ιδίου ως κυρίου του επιδίκου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ' αριθμ. 178/2007 απόφασή του απέρριψε την ανακοπή, το Εφετείο όμως Δωδεκανήσου, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του και κατά παραδοχήν της εφέσεως του ανακόπτοντος - πρώτου αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, ως εσφαλμένη, δέχθηκε την ανακοπή, ακύρωσε το προσβαλλόμενο πρακτικό συμβιβασμού και αναγνώρισε τον ανακόπτοντα κύριο του επιδίκου, ως νεμόμενον το ακίνητο αυτό διανοία κυρίου από το έτος 1979 μέχρι το έτος 2005, οπότε ο αναιρεσείων - αρχικός ενάγων - πρώτος από τους καθ'ων η ανακοπή προέβαλε για πρώτη φορά δικαίωμα κυριότητας σ'αυτό. Σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη οι καθ'ων η ανακοπή - αρχικοί διάδικοι ενάγων και ήδη αναιρεσείων Π.Ρ. και εναγόμενοι και ήδη 2η έως και 7η αναιρεσίβλητοι Μ.Ρ. κ.λπ. τελούσαν μεταξύ τους σε σχέση αναγκαστικής ομοδικίας, κατά συνέπειαν δε και αφού, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, οι τελευταίοι αυτοί αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι αυτοί επισπεύδουν τη συζήτηση ούτε ότι έχουν κλητευθεί στην παρούσα ή στην αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 18-9-2013, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε για την παρούσα, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υποθέσεως ως προς όλους τους διαδίκους. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 25-1-2012 αιτήσεως του Π. Ρ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 46/2011 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 18η Ιουνίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 26η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Οι καθ’ ων η τριτανακοπή (άρθρο 586 επ. ΚΠολΔ) τελούν μεταξύ τους σε σχέση αναγκαστικής ομοδικίας. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, τελούν σε σχέση αναγκαστικής ομοδικίας και οι καθ’ ων η ανακοπή (άρθρο 583 επ. ΚΠολΔ), που ασκείται κατά πρακτικού συμβιβασμού (εξώδικης επίλυσης διαφοράς) το οποίο συντάσσεται μεταξύ των διαδίκων μετά την επέλευση εκκρεμοδιίας και επικυρώνεται από τον δικαστή ή τον πρόεδρο του δικαστηρίου όπου εκκρεμεί η αγωγή, κατ’ άρθρον 214-Α ΚΠολΔ. Απαράδεκτη η συζήτηση όταν απουσιάζει ένας ή περισσότεροι από τους αναγκαίους ομοδίκους και δεν προκύπτει ότι αυτός επισπεύδει τη συζήτηση ούτε ότι έχει κλητευθεί από άλλον διάδικο.
Τριτανακοπή
Ομοδικία, Τριτανακοπή , Απαράδεκτη συζήτηση.
0
Αριθμός 1470/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Α. Α. του Ι. και 2)Π. Α. του Ι., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ι. Λ. του Χ., και 2)Ρ. συζ. Ι. Λ., το γένος Β. Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Άγγελο Στεργιόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/11/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 366/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 357/2012 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29/11/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 1/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Από τις διατάξεις των άρθρων 568§4 και 576§2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο αναιρεσείων και ο αναιρεσίβλητος που επισπεύδει τη συζήτηση έχει καλέσει τον αναιρεσείοντα, νόμιμα και εμπρόθεσμα, προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσείοντος. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, oι αναιρεσείοντες δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, που ορίστηκε μετά από αναβολή εκ του πινακίου από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 16-10-2013, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβαν μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από τις υπ' αριθμ. … και …/11-2-2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πατρών Ν. Φ., με τις συνημμένες σ' αυτές εκθέσεις εγχειρίσεως και παραλαβής και βεβαιώσεις αποστολής και παραλαβής, οι αναιρεσίβλητοι επέδωσαν στους αναιρεσείοντες, νόμιμα και εμπρόθεσμα αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεώς τους με την κάτω από αυτήν πράξη, με την οποία ορίζεται η ανωτέρω δικάσιμος της 16-10-2013 προς συζήτησή της, και με κλήση για να παραστούν κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη και αφού η αναβολή εκ του πινακίου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για την μετ' αναβολήν δικάσιμο (άρθρ. 575, 226 παρ. 4 ΚΠολΔ), το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία των κλητευθέντων ως ανωτέρω, αναιρεσειόντων. ΙΙ.- Κατά το άρθρο 178 του ΑΚ δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη, κατά δε το άρθρο 179 του ίδιου ΑΚ άκυρη, ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, είναι και η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτον, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα που κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για να θεωρηθεί μια δικαιοπραξία, ενοχική ή εμπράγματη, ως αισχροκερδής (ή καταπλεονεκτική) κα ως τέτοια άκυρη πρέπει να συντρέχουν αθροιστικώς οι εξής προϋποθέσεις: 1) η ύπαρξη φανερής, υπό την έννοια της προφανούς, του αρχικού κειμένου (προ της μεταγλωττίσεως) του άρθρου 179, δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, που αναφέρεται στην αντικειμενικώς εκτιμώμενη οικονομική τους αξία κατά τον χρόνο της κατάρτισης της δικαιοπραξίας, 2) η συνδρομή ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου και 3) η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μίας ή περισσοτέρων από τις ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου, που ήταν γνωστές σ'αυτόν, η οποία συντρέχει όταν επωφελείται κάποιος της κατάστασης αυτής και με τον κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή. Ως ανάγκη νοείται, εκτός άλλων και η οικονομική, η οποία έχει χαρακτήρα επιτακτικό και ανεπίδεκτο αναβολής, ανεξαρτήτως αν είναι φύσεως παροδικής ή μόνιμης. Φανερή (προφανής) δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου με ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία δε των παροχών κρίνεται με βάση τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας. Αν λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατά το άρθρο 179 ΑΚ, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλομένου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σ' αυτόν ως, άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλομένου (ΑΠ 1186, 1118, 890/2011). Εξάλλου, ο κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών δεν ιδρύεται όταν η απόφαση διαλαμβάνει επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου, λόγος δε αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται αιτιολογία της απόφασης που δεν στηρίζει το διατακτικό της είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού και υπό την εκδοχή της τυχόν βασιμότητάς του δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της προσβαλλόμενη απόφασης. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενης απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες (σημ. αναιρεσείοντες) είναι τέκνα του Ι. Α., που απεβίωσε στις 7-11-2002 στο …, κατοίκου εν ζωή …, από το νόμιμο γάμο του με τη Χ. Β., ο οποίος γάμος λύθηκε με διαζύγιο το έτος 1998. Ο Ι. Α. ήταν κύριος του με τα στοιχεία Κ-1 καταστήματος, εμβαδού 19,60 τ.μ., που βρίσκεται στο ισόγειο της επί της οδού ... αρ. 130 πολυκατοικίας και του με τα στοιχεία Κ-2 καταστήματος, εμβαδού 19 τ.μ., που βρίσκεται στο ισόγειο της ίδιας πολυκατοικίας. Τον Ιανουάριο του έτους 2001 ο Ι. Α. συμφώνησε προφορικά με τους εναγομένους και ήδη εφεσιβλήτους, με τους οποίους τον συνέδεε μακροχρόνια φιλική σχέση, να τους μεταβιβάσει κατά κυριότητα τα προαναφερόμενα καταστήματα. Προς τούτο συντάχτηκε η από 18-1-2001 υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986, με την οποία ο Ι. Α., το γνήσιο της υπογραφής του οποίου σ' αυτήν βεβαιώθηκε αρμοδίως, δήλωνε τα εξής: "α) μέχρι 30-11-2001 θα μεταβιβάσω στο ζεύγος ... δύο καταστήματά μου στην ... 130 και δύο κλειστά γκαράζ στην ... για τα οποία έχω εξοφληθεί ολοσχερώς, β) μέχρι 30-1-2002 θα επιστρέψω στον κ. ... το ποσό των 5.400.000 δρχ. που μου έδωσε με μορφή δανείου και μέχρι 30-4-2004 θα εξοφλήσω το αυτοκίνητο που αγοράζει σήμερα ο κ. ... για μένα όπως και οποιαδήποτε χρηματική εκκρεμότητα έχει δημιουργηθεί μέχρι τότε και θα μου μετ/σει το αυτοκίνητο.". Ο Ι. Α. περί τα μέσα του έτους 2001 προσβλήθηκε από καρκίνο στον πνεύμονα και τελικά απεβίωσε στις 7-11-2002, όπως προαναφέρθηκε, από εγκεφαλική αιμορραγία -γενικευμένη καρκινωμάτωση, σε ηλικία 54 ετών. Αυτός νοσηλεύτηκε κατά διαστήματα από 14-9-2001 έως 10-1-2002 στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών, ως πάσχων από μη μικροκυτταρικό Ca πνεύμονος με δευτεροπαθείς οστικές εντοπίσεις και παράλληλα για αντιμετώπιση της ασθένειάς του υποβλήθηκε σε χημειοθεραπεία με το συνδυασμό των φαρμάκων Carboplatin / Epinlar (...) και επίσης σε θεραπεία με Aredia. Σ' επικύρωση της ως άνω συμφωνίας μεταξύ του Ι. Α. και των εναγομένων συντάχτηκε το υπ' αριθμ. …/19-9-2001 προσύμφωνο του Συμβολαιογράφου Πατρών Παναγιώτη Κόκκαλη, δυνάμει του οποίου προσυμφώνου ο Ι. Α. συμφώνησε με τους εναγομένους να τους πωλήσει και να τους μεταβιβάσει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή και κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα τους τα προαναφερόμενα καταστήματα, αντί τιμήματος 17.000.000 δρχ., το οποίο τίμημα, κατά το ίδιο προσύμφωνο, το είχαν καταβάλει οι εναγόμενοι κατ' ισομοιρία προηγουμένως και τμηματικώς και είχε λάβει ο Ι. Α., δηλώνοντας ότι εξοφλείται ολοσχερώς. Επίσης με το ίδιο προσύμφωνο συμφώνησαν οι ανωτέρω ότι το οριστικό συμβόλαιο θα συνταχθεί σε ημέρα και ώρα που θα καθορίσουν οι εναγόμενοι κατά την κρίση τους και γι' αυτό ο Ι. Α. τους παρέσχε ανέκκλητη εντολή, πληρεξουσιότητα και το δικαίωμα να υπογράψουν οι ίδιοι με αυτοσύμβαση το οριστικό συμβόλαιο, σύμφωνα με το άρθρο 235 ΑΚ (...). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η αντικειμενική αξία των επιδίκων ακινήτων ανερχόταν το έτος 2003 σε 52.300 ευρώ, ενώ η εμπορική τους αξία κατά τον χρόνο σύνταξης του ως άνω προσυμφώνου ανερχόταν και κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου στο συνολικό ποσό των 38.000.000 δρχ. και όχι σε εκείνο των 85.187.500 δρχ. (250.000 ευρώ), όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες ή σε εκείνο των 76.000.000 δρχ., όπως αναφέρεται στην προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους ίδιους έκθεση εκτίμησης της μεσίτριας αστικών συμβάσεων Α. Φ., καθόσον πρόκειται μεν για καταστήματα που βρίσκονται σε κεντρικό σημείο της Πάτρας, πλην όμως έχουν πολύ μικρό εμβαδόν και είχαν τότε παλαιότητα σαράντα ετών περίπου. Πλην όμως η δυσαναλογία αυτή μεταξύ του τιμήματος που κατέβαλαν οι εναγόμενοι και της εμπορικής αξίας των ακινήτων, δικαιολογείται λόγω των στενών φιλικών σχέσεων που είχε ο Ι. Α. με τους εναγομένους, οι οποίοι μάλιστα έγιναν και κουμπάροι του στον τρίτο του γάμο με τη Ρωσίδα υπήκοο F. Ι.. Ανεξάρτητα όμως από την ανωτέρω δυσαναλογία, δεν αποδείχτηκε ότι ο Ι. Α. αντιμετώπιζε κατά τον επίδικο χρόνο επιτακτική οικονομική ανάγκη, η οποία τον οδήγησε στην εκποίηση των επίδικων ακινήτων με χαμηλό τίμημα και την οποία εκμεταλλεύτηκαν οι εναγόμενοι. Αντίθετα αποδείχτηκε ότι αυτός ήταν κάτοχος σημαντικής ακίνητης περιουσίας (οικιών, διαμερισμάτων, καταστημάτων) στην Πάτρα και επιπλέον το Μάρτιο του έτους 2001 είχε λάβει ως τίμημα από πώληση ακινήτου του στη Νέα Μάκρη Αττικής το ποσό των 26.623.080 δρχ., σύμφωνα με το συμβόλαιο πώλησης του ακινήτου αυτού και των 80.000.000 δρχ. κατά τη μάρτυρα των εναγόντων. Η τελευταία μάλιστα κατέθεσε ότι ποτέ δεν της είχε αναφέρει ο Ι. Α. ότι είχε οικονομικό πρόβλημα και ότι κατά το χρόνο σύναψης του προσυμφώνου δεν είχε αυτός ανάγκη χρημάτων, γιατί είχε ήδη πωλήσει το ακίνητό του στη Νέα Μάκρη. Ούτε αποδείχτηκε ότι οι εναγόμενοι εκμεταλλεύτηκαν τη συναισθηματική ή ψυχολογική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο Ι. Α. λόγω της ασθένειάς του και λόγω του ότι βρισκόταν σε διάσταση με την τρίτη σύζυγό του F. Ι., αφού, όπως προαναφέρθηκε, αυτός είχε υποσχεθεί στους εναγομένους ότι θα τους μεταβιβάσει τα παραπάνω ακίνητα ήδη από τον Ιανουάριο του έτους 2001. Εξάλλου μετά την εκδήλωση της ασθένειας τους είχαν προστρέξει κοντά του τόσο οι ενάγοντες, όσο και η μητέρα τους. Τέλος από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι οι εναγόμενοι δεν κατέβαλαν καθόλου τίμημα για την αγορά των ως άνω ακινήτων, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, απέρριψε την ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων κατά την πρώτη επικουρική της βάση, με την οποία ζητούσαν να αναγνωρισθεί άκυρο το προειρημένο προσύμφωνο πωλήσεως, κατά τα άρθρα 178 και 179 του ΑΚ. Υπό τις προεκτεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες εν προκειμένω ζήτημα της υπάρξεως ή μη ανάγκης (οικονομικής ή άλλης) στον δικαιοπάροχό των αναιρεσιβλήτων κατά τον χρόνο υπογραφής του προσβαλλόμενου προσυμφώνου και της εκμεταλλεύσεως ή μη της ανάγκης αυτής εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων προκειμένου να επιτύχουν την υπογραφή του προσυμφώνου, τις οποίες (ανάγκη και εκμετάλλευσή της) δεν δέχθηκε ως αποδεχθείσες το Εφετείο, οι αιτιολογίες δε αυτές στηρίζουν το σχετικό αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, της ορθής (μη) εφαρμογής των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 178 και 179 του ΑΚ. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον πέμπτο, από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα. Με τους πρώτον και δεύτερο, από τους αριθμούς, αντίστοιχα, 8 και 19, και 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους της ίδιας αίτησης οι αναιρεσείοντες πλήττουν την κρίση του Εφετείου ως προς την ύπαρξη ή μη προφανούς δυσαναλογίας μεταξύ της παροχής του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων (πωληθέντα καταστήματα) και της αντιπαροχής των τελευταίων (καταβληθέν τίμημα), την οποία (δυσαναλογία) είχαν επικαλεστεί οι αναιρεσείοντες ως στοιχείο της αισχροκερδούς κατά την αγωγή επίδικης δικαιοπραξίας (προσβαλλόμενο ως άκυρο προσύμφωνο πωλήσεως) και ως προς την οποία το Εφετείο δέχεται, ως ανωτέρω, ότι "... η δυσαναλογία αυτή μεταξύ του τιμήματος που κατέβαλαν οι εναγόμενοι και της εμπορικής αξίας των ακινήτων δικαιολογείται λόγω των στενών φιλικών σχέσεων που είχε ο Ι. Α. με τους εναγομένους ...". Ενόψει του ότι α) σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε για να θεωρηθεί η δικαιοπραξία αισχροκερδής πρέπει να συντρέχουν αθροιστικώς οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, ήτοι ύπαρξη ανάγκης του συμβαλλομένου και εκμετάλλευσή της από τον αντισυμβαλλόμενο αφ' ενός, και συνομολόγηση ή λήψη προφανώς δυσαναλογία αντιπαροχής από αυτόν έναντι της παροχής του πρώτου, με αποτέλεσμα αν λείπει μία από τις προϋποθέσεις αυτές να μην μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατά τα άρθρα 178 και 179 του ΑΚ, και του ότι β) η κατά τα προεκτεθέντα παραδοχή του Εφετείου ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω το στοιχείο της ανάγκης του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων και της εκμεταλλεύσεώς της από αυτούς δεν προσβάλλεται επιτυχώς με λόγον αναιρέσεως (απορριπτέος, ως ανωτέρω, πέμπτος λόγος του αναιρετηρίου), οι εξεταζόμενοι ήδη πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως προβάλλονται αλυσιτελώς και είναι απορριπτέοι, αφού μόνη η προσβαλλόμενη με αυτούς ως άνω παραδοχή του Εφετείου ως προς την δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής της επίδικης δικαιοπραξίας δεν στηρίζει το διατακτικό της απόφασης και η τυχόν βασιμότητα των υπόψη λόγων δεν οδηγεί στην αναίρεσή της (απόφασης), αφού απαιτείται προς τούτο και για τον χαρακτηρισμό της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς και η συνδρομή του στοιχείου της εκμεταλλεύσεως υπάρχουσας ανάγκης του συμβαλλομένου, η οποία και δεν υπάρχει εν προκειμένω, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. ΙΙΙ.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 131 του ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 16 του ν.2447/1996, " Η δήλωση της βούλησης είναι άκυρη αν κατά τον χρόνο που έγινε το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Οι κληρονόμοι μπορούν, μέσα σε μια πενταετία από την επαγωγή, να προσβάλουν για έναν από τους λόγους της προηγούμενης παραγράφου τις μη χαριστικές δικαιοπραξίες που έγιναν από τον κληρονομούμενο ή προς αυτόν τότε μόνο: 1. αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας εκκρεμούσε διαδικασία για την υποβολή του κληρονομουμένου σε δικαστική συμπαράσταση λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί ή αν μετά την κατάρτιση ο κληρονομούμενος υποβλήθηκε σε δικαστική συμπαράσταση για την παραπάνω αιτία 2. αν η δικαιοπραξία καταρτίστηκε ενόσω αυτός βρισκόταν έγκλειστος σε ειδική για την κατάστασή του μονάδα ψυχικής υγείας 3. αν η κατάσταση που επικαλούνται οι κληρονόμοι προκύπτει από την ίδια την δικαιοπραξία που προσβάλλεται.". Η αντίστοιχη διάταξη του ίδιου άρθρου 131 ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άνω άρθρο 16 του ν. 2447/1996, όριζε : "Η δήλωση βούλησης είναι άκυρη, αν κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή δεν είχε τη χρήση του λογικού επειδή έπασχε από πνευματική ασθένεια". Στην ανωτέρω λεκτική μεταβολή ο νομοθέτης προέβη (όπως και στην αντίστοιχη νέα διάταξη του άρθρου 1666 ΑΚ για τη δικαστική συμπαράσταση) με το σκοπό χρήσης της ορθής ορολογίας "ψυχική ή διανοητική διαταραχή", αντί της "πνευματικής ασθένειας" και "περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του", αντί της "δεν είχε τη χρήση του λογικού", έτσι ώστε να είναι κατανοητό το κείμενο του νόμου από τους μη ειδικούς, συγχρόνως όμως να εκφράζουν οι νέοι όροι όλες τις καταστάσεις που στο προϊσχύσαν δίκαιο αποδίδονταν με τους ανωτέρω όρους (βλ. εισηγητική έκθεση Υπουργού Δικαιοσύνης σ. 24, 25, 29). Από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 131 εδ. α' ΑΚ συνάγεται ότι η δήλωση είναι άκυρη, αν κατά το χρόνο που έγινε, ο δηλών από τις άνω αιτίες δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που είναι δυνατόν να συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο, εφόσον ο νόμος δεν το αποκλείει, δηλαδή δεν είχε έλλογη κρίση, που να του επιτρέπει να προσδιορίζει ελεύθερα τη βούλησή του με λογικούς υπολογισμούς και βρισκόταν σε αδυναμία να διαγνώσει το περιεχόμενο και την oυσία της δικαιοπραξίας που επιχειρεί και τις συνέπειες που θα προκύψουν από αυτή. Η ρύθμιση αναφέρεται στην ανικανότητα κατά την στιγμή της δήλωσης βούλησης για τη συγκεκριμένη δικαιοπραξία που προσβάλλεται εκάστοτε. Κατά την ως άνω διάταξη αρκεί η ύπαρξη ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, που να αποκλείει τον ελεύθερο προσδιορισμό της βούλησης με λογικούς υπολογισμούς κατά τον κρίσιμο χρόνο, χωρίς να είναι απαραίτητο ο δικαιοπρακτών να έχει κηρυχθεί σε κατάσταση δικαστικής συμπαράστασης. Η ακυρότητα δε των δικαιοπραξιών του κατά τα παραπάνω ανικάνου λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής είναι απόλυτη, ώστε οποιοσδήποτε έχων έννομο συμφέρον προς τούτο δύναται να την προσβάλλει. Για το ορισμένο δε της αγωγής με την οποία ζητείται η αναγνώριση ακυρότητας λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, δεν είναι απαραίτητη η αναφορά της νόσου ειδικώς, η οποία μπορεί να είναι οιαδήποτε και αδιάγνωστη ακόμη, γιατί επιρροή ασκεί, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, το καθοριζόμενο αποτέλεσμα και δη της στέρησης της συνείδησης των πράξεων του δηλούντος και της βούλησής του. Ο ισχυριζόμενος την ακυρότητα οφείλει να αποδείξει τα συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει η έλλειψη συνείδησης των πράξεων και η ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά την λειτουργία της βούλησης κατά το χρόνο της δήλωσης. Το δε δικαστήριο κρίνει περί της εννοίας της έλλειψης της συνείδησης των πράξεων και του περιορισμού αποφασιστικά της λειτουργίας της βούλησης, με βάση τις προσκομιζόμενες αποδείξεις, κάνοντας χρήση κατά την εκτίμηση αυτών και συναγωγή του εντεύθεν πορίσματος και των κοινών γνώσεων και των εν γένει κανόνων της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας, που κάθε νουνεχής άνθρωπος και επομένως και ο δικαστής κατέχει (ΑΠ 48/2009, 223/2008, 12/2005). Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα ακόλουθα: " Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι κατά χρόνο που συντάχτηκε το προαναφερόμενο προσύμφωνο (δηλ. 19-9-2001) ο Ι. Α., εξαιτίας της ασθένειας από την οποία έπασχε και της λήψης ισχυρών φαρμάκων κατά τη διάρκεια των χημειοθεραπειών στις οποίες υποβαλλόταν για την αντιμετώπισή της, δεν είχε συνείδηση των πράξεών του και ότι βρισκόταν σε ψυχική και διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Ωστόσο οι ενάγοντες που έχουν και το βάρος απόδειξης, δεν απέδειξαν τον ισχυρισμό τους αυτό, ούτε προκύπτουν τ' ανωτέρω από το προσβαλλόμενο προσύμφωνο. Η μάρτυράς τους δε και μητέρα τους, εξεταζόμενη στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ουδόλως επιβεβαιώνει τούτο, καταθέτοντας μόνο αόριστα ότι ο Ι. Α. αφότου πληροφορήθηκε ότι πάσχει από καρκίνο ήταν "αφημένος" και "παρατημένος" και ότι κατά τις περιόδους που υποβαλλόταν σε χημειοθεραπεία δεν μπορούσε να έχει κρίση για οτιδήποτε. Τα δε επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους ενάγοντες αποσπάσματα ιατρικών συγγραμμάτων, σύμφωνα με τα οποία μεταξύ των παρενεργειών του φαρμάκου Carboplatin είναι και η περιφερική νευροπάθεια, που εκδηλώνεται κυρίως με παραισθήσεις και μάλιστα σε μικρό ποσοστό ασθενών και με μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης αυτής σε ασθενείς άνω των 65 ετών, λόγω της γενικότητας αυτών, δεν οδηγούν σε αντίθετο συμπέρασμα. Ούτε μπορεί να συνηγορήσει υπέρ του ισχυρισμού των εναγόντων ότι δεν αναγράφονται στο ως άνω προσύμφωνο οι ακριβείς ημερομηνίες των τμηματικών καταβολών του τιμήματος εκ μέρους των εναγομένων, ούτε το ότι συντάχτηκε προσύμφωνο αντί οριστικού συμβολαίου, καίτοι φερόταν ως. καταβληθέν το τίμημα, ούτε τέλος ότι ο Ι. Α. είχε συμφωνήσει το Δεκέμβριο του έτους 2000 με τον Ι. Λ., μισθωτή ενός εκ των ανωτέρω καταστημάτων, να του πωλήσει το κατάστημα αυτό. Εξάλλου ότι ο Ι. Α. είχε κατά τον επίδικο χρόνο συνείδηση των πράξεών του και δεν βρισκόταν σε ψυχική και διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, δηλαδή είχε έλλογη κρίση που του επέτρεπε να προσδιορίζει ελεύθερα τη βούλησή του με λογικούς υπολογισμούς και δεν βρισκόταν σε αδυναμία να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της δικαιοπραξίας που επιχείρησε και τις συνέπειες που θα προέκυπταν απ' αυτή, συνάγεται αβίαστα και από το ότι αυτός ήδη από τον Ιανουάριο του έτους 2001, δηλαδή αρκετό χρόνο πριν εκδηλωθεί η ασθένειά του, είχε υποσχεθεί στους εναγομένους ότι θα τους μεταβιβάσει τα παραπάνω ακίνητα. Ενισχυτικό δε της άνω κρίσης είναι το ότι καίτοι ο Ι. Α. στις 29-7-2002, δηλαδή κατά χρόνο που ήταν ασθενής και 3 1/2 μόλις μήνες προ του θανάτου του, προέβη δυνάμει του υπ' αριθμ. 26037/29-7-2002 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πατρών Βασιλικής Ρούσσου σε μεταβίβαση ακινήτου του, ήτοι καταστήματος στην ίδια οικοδομή με τα επίδικα, στον Ι. Λ., οι ενάγοντες ουδόλως προσέβαλαν ως άκυρο το συμβόλαιο αυτό". Βάσει δε των παραδοχών αυτών το Εφετείο απέρριψε, με την επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, την ένδικη αγωγή των αναιρεσειόντων κατά την κύρια, εκ του άρθρου 131 του ΑΚ, βάση της. Με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση των άρθρων 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ υποστηρίζεται ότι το Εφετείο με την κατά τα ανωτέρω παραδοχή του ότι δεν αποδείχθηκε η επικαλούμενη από τους αναιρεσείοντες-ενάγοντες έλλειψη της συνειδήσεως πραττομένων του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων κατά τον χρόνο καταρτίσεως του επίδικου προσυμφώνου πωλήσεως παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου ως άνω διατάξεις των άρθρων 131 και 179 του ΑΚ, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες εν προκειμένω. Ενόψει της προειρημένης και μη προσβαλλόμενης κατηγορηματικής παραδοχής του Εφετείου ότι τα ανωτέρω υποστηριζόμενα από τους ενάγοντες, ότι δηλ. ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων Ι. Α. κατά τον χρόνο που συντάχθηκε το επίδικο προσύμφωνο, λόγω της αναφερόμενης κακής κατάστασης της υγείας του, δεν είχε συνείδηση των πράξεών του και ότι βρισκόταν σε ψυχική και διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, δεν προκύπτουν (πάντως) από το προσβαλλόμενη προσύμφωνο, και (ενόψει) του ότι η παραδοχή αυτή στηρίζει αυτοτελώς την απορριπτική κρίση του δικαστηρίου ως προς την αγωγή των αναιρεσειόντων-κληρονόμων του δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με την προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 131 παρ. 2 του ΑΚ, ο εξεταζόμενος ήδη τρίτος λόγος αναιρέσεως προβάλλεται αλυσιτελώς και είναι απορριπτέες, σύμφωνα με την σχετική νοητική σκέψη της προηγούμενης παραγράφου της παρούσης. IV. Κατά το άρθρο 1033 του ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Τέτοια νόμιμη αιτία είναι μεν η πώληση, όχι όμως και η εξασφάλιση απαίτησης εκείνου προς τον οποίο γίνεται η μεταβίβαση, η οποία δεν αναγνωρίζεται υπό του νόμου ως justa causa μεταβιβαστική κυριότητος και για το λόγο αυτό η για την τελευταία αυτή αιτία γενομένη σύμβαση μεταβίβασης ακινήτου είναι άκυρη κατά τη διάταξη του άρθρου 174 ΑΚ, ως αντικειμένη στην από λόγους γενικότερου συμφέροντος υπαγορευθείσα επιτακτική διάταξη του άρθρου 1033 ΑΚ, σε συνδυασμό και προς το άρθρο 1239 ΑΚ (ΑΠ 1340/2008). Εν προκειμένω, το Εφετείο δέχθηκε ακόμη τα εξής, ως προς την απορριφθείσα επίσης δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, ήτοι: "Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι το ως άνω προσύμφωνο είναι άκυρο ως καταπιστευτικό, για το λόγο ότι έγινε προς το σκοπό της εξασφάλισης απαίτησης των εναγομένων για την απόδοση ισόποσων δανείων που είχαν χορηγήσει στον Ι. Α., όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες. Ειδικότερα ο πρώτος των εναγομένων κατά καιρούς δάνειζε πράγματι χρήματα στον Ι. Α., πλην όμως δεν αποδείχτηκε η σύναψη μεταξύ τους δανείου ύψους ανάλογου με το τίμημα των επίδικων καταστημάτων. Ούτε συνάγεται το αντίθετο από την υπ' αριθμ. …/2-6-2006 ένορκη βεβαίωση ως μάρτυρα της δεύτερης των εναγομένων ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών Σαπφώς Παπαγιαβή, που λήφθηκε στα πλαίσια συζήτησης αγωγής που είχε ασκήσει ο πρώτος των εναγομένων κατά των ήδη εναγόντων και της F. Ι., για την καταβολή σ' αυτόν του συνολικού ποσού των 30.992 ευρώ (10.560.524 δρχ.), το οποίο του όφειλε ο Ι. Α., αφού τα ποσά που αναφέρει η δεύτερη των εναγομένων ότι είχε δανειστεί ο Ι. Α. (7.055.000 δρχ.) υπολείπονται κατά πολύ από το τίμημα για την πώληση των επίδικων ακινήτων". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του ουσιαστικού κανόνα δικαίου (ανωτέρω άρθρα 174 και 1033 του ΑΚ), τον οποίο δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, και τα αντίθετα που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον τέταρτο, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους της αιτήσεώς τους, είναι αβάσιμα. V. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29-11-2012 αίτηση των Α. Α. και Π. Α. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 357/2012 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ακυρότητα δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς. Προϋποθέσεις. Ακυρότητα δηλώσεως βουλήσεως λόγω ελλείψεως των πληττομένων. Έννοια σχετικών διατάξεων 131 ΑΚ. Καταπιστευτική μεταβίβαση ακινήτου. Άκυρη κατά 174 και 1033 ΑΚ. Αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης από τους αρ. 1 και 19 άρθρ. 559 ΚΠολΔ. Λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται παραδοχή του δικαστηρίου που δεν στηρίζει το διατακτικό της απόφασης ελέγχεται ως αλυσιτελής (Επικυρώνει Εφ.Πατρ. 357/2012).
Ακύρωση δικαιοπραξίας
Ακύρωση δικαιοπραξίας.
0
Αριθμός 1469/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Γ. Κ. του Κ. και 2)Δ. Κ. του Κ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Βγόντζα. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Π. Σ. του Γ., 2)Ε. συζ. Π. Σ. και 3)Γ. Σ. του Π., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6/2/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 112/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 151/2012 του Εφετείου Βορείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 23/11/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 2/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Από τις διατάξεις των άρθρων 568§4 και 576§2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο αναιρεσίβλητος και ο αναιρεσείων που επισπεύδει τη συζήτηση έχει επιδώσει σ' αυτόν αντίγραφο του κατατεθέντος δικογράφου της αιτήσεως με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσιβλήτου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, οι αναιρεσίβλητοι δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, η οποία είχε οριστεί μετά από αναβολή εκ του πινακίου από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 16-10-2013, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβαν μέρος στη συζήτηση. 'Όπως δε προκύπτει από τις υπ' αριθμ. .../1-2-2013 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Μυτιλήνης Β. Δ., τις οποίες οι αναιρεσείοντες προσκομίζουν και επικαλούνται οι τελευταίοι επέδωσαν στους αναιρεσιβλήτους, νόμιμα και εμπρόθεσμα, αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως με την κάτω από αυτήν πράξη, με την οποία ορίζεται η ανωτέρω δικάσιμος της 16-10-2013 προς συζήτησή της, και με κλήση για να παραστούν κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη αφού δε η αναβολή εκ του πινακίου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη μετ' αναβολήν δικάσιμο (άρθρ. 575, 226 παρ. 4 εδ. γ' και δ' ΚΠολΔ), το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία των κλητευθέντων ως ανωτέρω, αναιρεσιβλήτων. ΙΙ.- Κατά το άρθρο 939 του ΑΚ οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν κατά τους όρους των επόμενων άρθρων τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους, κατά δε το άρθρο 943 του ΑΚ το αποτέλεσμα της διάρρηξης είναι ότι ο τρίτος έχει την υποχρέωση να αποκαταστήσει τα πράγματα στην κατάσταση που ήταν. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε ότι ο πρώτος των αναιρεσειόντων-εναγομένων, με σκοπό να ματαιώσει την ικανοποίηση αξιώσεως των αναιρεσιβλήτων εναντίον του από οφειλόμενα μισθώματα, ύψους 50.890 ευρώ, μεταβίβασε λόγω πωλήσεως στον δεύτερο αναιρεσείοντα, αδελφό του, το ιδανικό του μερίδιο (1/2 εξ αδιαιρέτου) των αναφερόμενων ακινήτων αντί τιμήματος 26.732,92 ευρώ, όση και η αντικειμενική αξία των μεταβιβασθέντων αυτών μεριδίων, των οποίων η εμπορική αξία ανέρχεται στα ποσά των 80.000 και 3.000 ευρώ, αντίστοιχα, και συνολικά στο ποσό των 83.000 ευρώ, και ότι η υπόλοιπη περιουσία του πρώτου αναιρεσείοντος δεν αρκεί για την ικανοποίηση των αναιρεσιβλήτων, βάσει δε των παραδοχών αυτών και με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, δέχθηκε την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων και διέταξε τη διάρρηξη των ως άνω μεταβιβαστικών δικαιοπραξιών, ως καταδολιευτικών. Οι αναιρεσείοντες είχαν προτείνει μεταξύ των άλλων ότι ο πρώτος από αυτούς ήταν ιδιοκτήτης ολόκληρου του κινητού εξοπλισμού της επιχείρησης καφετέριας-μπαρ που λειτουργούσε στο μίσθιο κατάστημα των αναιρεσιβλήτων-εκμισθωτών και το οποίο απέδωσε στους τελευταίους, αποτελουμένου (του εξοπλισμού) από "πέργολα, μπαρ, κλιματιστικό με κανάλια, τεπόζιτα, κουζίνα, ηλεκτρικές συσκευές, έπιπλα κ.λ.π.", συνολικής δε αξίας 60.000 ευρώ, αρκετής για την ικανοποίηση της αξίωσης των αναιρεσιβλήτων (50.890 ευρώ), τον ισχυρισμό δε αυτόν των αναιρεσειόντων απέρριψε το Εφετείο με την αιτιολογία ότι "δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κινητών (εξοπλισμού του καταστήματος), αξίας 60.000 €, τα οποία κατέλειπε εντός του αποδοθέντος μισθίου (ο πρώτος των εναγομένων-αναιρεσειόντων) στους ενάγοντες, δεδομένου ότι τα είδη και οι κατασκευές οι οποίες παρέμειναν στο μίσθιο κατάστημα και τα οποία αποτελούν πλέον συστατικά του ακινήτου, μη δυνάμενα να αποχωριστούν από αυτό και να αξιοποιηθούν ή να ρευστοποιηθούν (πέργκολα, ψευδοροφή, συρόμενες πόρτες, πατάρια, παρκέ, κλιματιστικό, ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, τεπόζιτα, προθάλαμος και κουζίνα), περιελήφθησαν και αναφέρονται διεξοδικά στο από 2-2-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό παραλαβής του μισθίου και παράδοση κλειδιών, χωρίς άλλη αναφορά στην αξία τους ή μνεία για τυχόν συμψηφισμό της αξίας τους με οφειλόμενα μισθώματα". Οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο της αιτήσεώς τους και υπό την επίκληση του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ υποστηρίζουν ότι το Εφετείο με την ως ανωτέρω παραδοχή του ως προς την επικαλούμενη κυριότητα του πρώτου από αυτούς στα ειρημένα κινητά πράγματα και την εντεύθεν φερεγγυότητά του (ύπαρξη περιουσίας για την ικανοποίηση των αναιρεσιβλήτων) παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 939 σε συνδυασμό με εκείνην του άρθρου 953 (έννοια συστατικών) του ΑΚ. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ως στρεφόμενος κατά της ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου ότι ο αναιρεσείων δεν είναι κύριος των υπόψη πραγμάτων, τα οποία, ως συστατικά του μισθίου καταστήματος, παραδόθηκαν στους αναιρεσιβλήτους-εκμισθωτές μαζί με το μίσθιο κατάστημα, χωρίς άλλωστε καμμιά επιφύλαξη του πρώτου αναιρεσείοντος για τυχόν δικαιώματά του επί των πραγμάτων αυτών. Εν πάση δε περιπτώσει ο ίδιος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, αφού το Εφετείο, υπό τις προαναφερθείσες παραδοχές, ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ειρημένες διατάξεις των άρθρων 939 και 953 του ΑΚ, και δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ. Με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση των αριθμών 11 και 12 του άρθρου 559 αρ. του ΚΠολΔ προσβάλλεται η παραδοχή του Εφετείου ότι από την (μη υφιστάμενη, κατά τους αναιρεσείοντες) ομολογία των εναγομένων (αναιρεσειόντων) προκύπτει η απαίτηση των εναγόντων και το ύψος της, καθώς και η γενόμενη απαλλοτρίωση (μεταβιβαστικές δικαιοπραξίες) και η αξία των μεταβιβασθέντων ιδανικών μεριδίων του πρώτου αναιρεσείοντος. Ο προβαλλόμενος αυτός λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αφού, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της έφεσης των αναιρεσειόντων, οι τελευταίοι δεν είχαν εκφράσει παράπονα στο Εφετείο σχετικά με τις ίδιες, ως προς τα ανωτέρω ζητήματα, παραδοχές του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και τα ζητήματα αυτά δεν ήχθησαν προς κρίση στο Εφετείο, το οποίο επομένως ως εκ περισσού αναφέρει την ανωτέρω ομολογία των αναιρεσειόντων ως αποδεικτικό μέσο των ως άνω πραγματικών περιστατικών. ΙΙΙ.- Λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προσβάλλεται μη πραγματική παραδοχή του Εφετείου είναι αβάσιμος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διέρρηξε την ένδικη απαλλοτρίωση μέχρι του ποσού των 50.890 ευρώ, όση η απαίτηση των αναιρεσιβλήτων κατά του πρώτου αναιρεσείοντος, το δε Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση στο σύνολό της, επομένως και κατά την προαναφερθείσα διάταξή της ως προς το ύψος της διαταχθείσης διαρρήξεως, κεφάλαιο άλλωστε το οποίο δεν είχε αχθεί ενώπιόν του. Επομένως ο τρίτος και τελευταίος λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο και υπό την επίκληση του αρ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ υποστηρίζεται ότι το Εφετείο με το να διατάξει τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης και των δύο ως άνω ακινήτων, αξίας, όπως προαναφέρθηκε, 80.000 και 3.000 ευρώ, αντίστοιχα, και συνολικά 83.000 ευρώ, έναντι της προρρηθείσης οφειλής των 50.890 ευρώ, παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 939 και 943 του ΑΚ (ανωτ. υπό ΙΙ), είναι αβάσιμος, στηριζόμενος στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το Εφετείο διέταξε τη διάρρηξη των ανωτέρω δικαιοπραξιών μέχρι του ποσού της αξίας των απαλλοτριωθέντων ακινήτων (83.000 €). IV.- Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23-11-2012 αίτηση των Γ. Κ. και Δ. Κ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 151/2012 απόφασης του Εφετείου Βορείου Αιγαίου. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου.- ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διάρρηξη καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης κατά 939 επ ΑΚ. Απαράδεκτοι λόγοι αναίρεσης κατά 561 παρ 1 και 562 παρ 2 ΚΠολΔ Λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προσβάλλεται μη πραγματική παραδοχή του εφετείου είναι αβάσιμος στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση (Επικυρώνει 151/2012 απόφαση Βορείου Αιγαίου). Οι καθ’ ων η τριτανακοπή (586 επ. ΚΠολΔ τελούν μεταξύ τους σε σχέση αναγκαστικής ομοδικίας Για την ταυτότητα του νομικού λόγου τελούν σε σχέση αναγκαστικής ομοδικίας και οι καθ’ ων η ανακοπή (583 επ ΚΠολΔ) που ασκείται κατά πρακτικού συμβιβασμού (εξώδικης λύσης της διαφοράς), το οποίο συντάσσεται μεταξύ των διαδίκων μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας και επικυρώνεται από τον δικαστή ή τον πρόεδρο του δικαστηρίου όπου εκκρεμεί η αγωγή, κατ’ αρθ. 214 Α ΚΠολΔ. Απαράδεκτη η συζήτηση όταν απουσιάζει ένας ή περισσότεροι από τους αναγκαίους ομοδίκους και δεν προκύπτει ότι αυτός επισπεύδει τη συζήτηση ούτε ότι έχει κλητευθεί από άλλον διάδικο.
Συμβιβασμός
Καταδολίευση δανειστών, Ομοδικία, Συμβιβασμός, Απαράδεκτη συζήτηση.
0
Αριθμός 1467/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα, Στυλιανή Γιαννούκου και Μιχαήλ Αυγουλέα, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των Αρεοπαγιτών Δημητρίου Μουστάκα και Ασπασίας Καρέλλου). ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 13η Μαΐου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ" (ΕΟΠΥΥ), όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, ως καθολικού διαδόχου του αρχικά αναιρεσείοντος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ - ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ)", το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Λούβρη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: Από 1) Σ. Μ. του Ι., κατοίκου ..., έως και 178) Α. Λ. του Χ., κατοίκου ..., που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου - Ελευθερίου Τάγαρη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και διευκρίνισε ότι ο υπό στοιχείο 43 αναιρεσίβλητος Χ. Γ. απεβίωσε και την παρούσα δίκη συνεχίζει η εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτού Β. Μ. του Α., χήρα Χ. Γ., ατομικά και ως έχουσα την γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου της. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20-4-2005 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 1241/2006 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3454/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζήτησε το αναιρεσείον με την από 29-11-2007 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 746/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου που κήρυξε την συζήτηση απαράδεκτη. Την υπόθεση επαναφέρουν προς συζήτηση οι αναιρεσίβλητοι με την από 6-9-2013 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 20-1-2009 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου, τότε Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Αντωνίου Αθηναίου, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του μοναδικού λόγου της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, με το ν. 2470/1997 "Αναμόρφωση Μισθολογίου Προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης κλπ" ρυθμίσθηκαν τα ζητήματα των νομίμων αποδοχών των υπαλλήλων του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ). Αν και, με ρητή διάταξη του νόμου αυτού (άρθρο 1 παρ.2 περ. δ' του ν. 2470/1997), εξαιρέθηκαν από τις μισθολογικές ρυθμίσεις, που ο εν λόγω νόμος επέφερε, οι γιατροί του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), αυτός, μέχρι την από 1-1-2004 κατάργησή του με το άρθρο 28 του ν. 3205/2003, είχε εφαρμογή στους μη ανήκοντες στο ΕΣΥ ιατρούς, οι οποίοι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο ή σε ΝΠΔΔ. Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.7 του ν. 2470/1997, πέρα από το βασικό μισθό του κάθε μισθολογικού κλιμακίου, χορηγήθηκε μηνιαίο επίδομα, που χαρακτηρίσθηκε "νοσοκομειακό", στο προσωπικό των νοσοκομείων και θεραπευτηρίων της χώρας, καθώς και του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας (ΕΚΑΒ). Με το άρθρο 25 παρ.1 του ν. 2716/1999, η χορήγηση του νοσοκομειακού επιδόματος επεκτάθηκε και στο προσωπικό των Κέντρων Υγείας και των Κέντρων Ψυχικής Υγείας. Η καταβολή του επιδόματος διατηρήθηκε και μετά τη δημοσίευση του ν. 3205/2003 "Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, ΝΠΔΔ κλπ" (που, όπως αναφέρθηκε, κατάργησε το ν. 2470/1997), σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.5 του οποίου χορηγήθηκε επίδομα, που χαρακτηρίσθηκε "νοσοκομειακό και τροφής", στο προσωπικό των Νοσοκομείων, των Μονάδων Κοινωνικής Φροντίδας της χώρας, του ΕΚΑΒ, των Κέντρων Υγείας, των ΝΠΔΔ του Τομέα Πρόνοιας και των Κέντρων Ψυχικής Υγείας. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η χορήγηση του νοσοκομειακού επιδόματος προβλέφθηκε όχι μόνο για το νοσηλευτικό ή το πάσης φύσεως βοηθητικό προσωπικό, αλλά και για το ιατρικό προσωπικό των ως άνω μονάδων υγείας, ως προς το οποίο δεν διατυπώθηκε εξαίρεση. Και, ακόμη, συνάγεται ότι, αν και, αρχικά, το νοσοκομειακό επίδομα προβλέφθηκε μόνο για το προσωπικό των μονάδων υγείας στις οποίες παρέχεται δευτεροβάθμια, ήτοι κλειστή (με δυνατότητα εισαγωγής και νοσηλείας) περίθαλψη, σύντομα η χορήγησή του επεκτάθηκε και στους εργαζόμενους σε μονάδες πρωτοβάθμιας, ήτοι ανοικτής (χωρίς την ως άνω δυνατότητα) περίθαλψης ή εν γένει φροντίδας των πασχόντων πολιτών. Σε κάθε περίπτωση, για την καταβολή του επιδόματος έπρεπε να επισυνάπτεται στις μισθοδοτικές καταστάσεις βεβαίωση του προϊσταμένου του υπαλλήλου, σύμφωνα με την οποία αυτός, κατά το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρεται η μισθοδοσία, παρέσχε τις υπηρεσίες του με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση. 2. Επειδή, κατά το άρθρο 18 παρ.1 εδ. α' του ν. 2150/1993, "οι υπηρετούντες στο ΙΚΑ ιατροί με σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή με ειδική σύμβαση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εξομοιώνονται μισθολογικά με τους μόνιμους θεραπευτές ιατρούς του Ιδρύματος". Με την 2043269/ 6792/0022 από 1/15-7-1997 κοινή υπουργική απόφαση (ΚΥΑ) των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β' 587), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 24 του ν. 2470/1997 και του ν. 119/1975 και αντικαταστάθηκε με την 2052675/5630/0022 από 10-8/2-9-1998 ΚΥΑ των ιδίων Υπουργών (ΦΕΚ Β' 944), επεκτάθηκαν από 1-1-1997, στο σύνολό τους, οι διατάξεις του ν. 2470/1997 "Αναμόρφωση Μισθολογίου Προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης κλπ", αφ' ενός στους μόνιμους ιατρούς του ΙΚΑ, των οποίων οι αποδοχές καθορίζονταν από τους ν. 1505/1984 και ν. 1810/1988 και αφ' ετέρου στους με σύμβαση ιατρούς του Ιδρύματος, οι οποίοι είχαν εξομοιωθεί μισθολογικά με τους μόνιμους ιατρούς με το ν. 2150/1993. Ακολούθως, με το άρθρο 13 παρ.3 του ν. 2703/1999 ορίσθηκε ότι στους ιατρούς των νοσοκομείων του ΙΚΑ, που μισθοδοτούνται με τις διατάξεις του ν. 2470/1997, καταβάλλεται το νοσοκομειακό επίδομα της περίπτωσης α' της παρ.7 του άρθρου 8 του ν. 2470/1997. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι από την καταβολή του νοσοκομειακού επιδόματος εξαιρέθηκαν οι ιατροί του ΙΚΑ, οι οποίοι απασχολούνταν σε νομαρχιακές ή τοπικές μονάδες υγείας του Ιδρύματος (άρθρο 3 παρ.1 του π.δ. 266/1989 "Οργάνωση του ΙΚΑ"), που παρέχουν πρωτοβάθμια περίθαλψη (δηλαδή, όχι σε νοσοκομεία του ΙΚΑ). 3. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι "οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου", καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι αυτών. Ως εκ τούτου, δεσμεύει και υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη, όταν πρόκειται να ρυθμίσει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες προσώπων, να μη μεταχειρίζεται κατά τρόπο ανόμοιο τις περιπτώσεις αυτές, εισάγοντας εξαιρέσεις ή κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, εν όψει της κατά το άρθρο 93 παρ.4 του Συντάγματος εξουσίας των δικαστηρίων να μην εφαρμόζουν νόμο, του οποίου το περιεχόμενο είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα. Συνεπώς, αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί από τη ρύθμιση αυτή, κατ' αδικαιολόγητη, δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος, που επέβαλε την ειδική εκείνη μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή μεταχείριση πρέπει να παραμείνει ανεφάρμοστη, ως αντισυνταγματική. Στην περίπτωση αυτή, ως μόνος τρόπος αποκατάστασης της συνταγματικής αρχής της ισότητας απομένει το να επεκταθεί υπέρ εκείνων, σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση, ακόμη και αν αυτή αφορά μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο και γενικώς μισθωτό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι με την επέκταση αυτή παραβιάζεται από τη δικαστική εξουσία η αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρα 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος, ΟλΑΠ 14/2004, 28/1992). 4. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις που προηγήθηκαν, η διάταξη του άρθρου 13 παρ.3 του ν. 2703/1999, κατά το μέρος αυτής με το οποίο, σιωπηρώς, εξαιρούνται από την καταβολή του νοσοκομειακού επιδόματος οι ιατροί, οι οποίοι εργάζονται σε νομαρχιακές ή τοπικές μονάδες υγείας του Ιδρύματος, που παρέχουν πρωτοβάθμια περίθαλψη, παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας, διότι το επίδομα αυτό, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2470/1997, όπως συμπληρώθηκαν, καταβάλλεται όχι μόνο σε ιατρούς που προσφέρουν υπηρεσίες σε μονάδες δευτεροβάθμιας περίθαλψης, όπως τα νοσοκομεία, αλλά και σε μονάδες πρωτοβάθμιας περίθαλψης, όπως τα κέντρα υγείας, με μοναδική προϋπόθεση την προσφορά της υπηρεσίας αυτής με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση. Εξ αυτού έπεται ότι, για την αποκατάσταση της ισότητας μεταξύ αφ' ενός των ιατρών των κέντρων υγείας του λοιπού δημόσιου τομέα, που λαμβάνουν το νοσοκομειακό επίδομα αν και δεν απασχολούνται σε νοσοκομεία και αφ' ετέρου των ιατρών των τοπικών μονάδων υγείας του ΙΚΑ, που δεν το λαμβάνουν, αν και, ως εκ του σκοπού και των συνθηκών λειτουργίας των μονάδων αυτών συνάγεται, εργάζονται κάτω από ουσιωδώς όμοιες συνθήκες, πρέπει η διάταξη του άρθρου 13 παρ.3 του ν. 2703/1999, που επεξέτεινε τη χορήγηση του επιδόματος μόνο στους ιατρούς των νοσοκομείων του ΙΚΑ, να έχει εφαρμογή και για τους ιατρούς των τοπικών μονάδων υγείας του Ιδρύματος (ΑΠ 967/2014, ΑΠ 438/2014). 5. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.1 εδ. β', σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του ν. 3235/2004, από την 18-2-2004, κατά την οποία άρχισε η ισχύς του, η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας παρέχεται και από τις μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ), που μετονομάζονται σε Κέντρα Υγείας του οικείου ΟΚΑ. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι οι νομαρχιακές ή τοπικές μονάδες υγείας του ΙΚΑ, μετά την ως άνω ημερομηνία, εξομοιώνονται με τα κέντρα υγείας. Κατά συνέπεια, τα ισχύοντα ως προς τη μισθολογική μεταχείριση των εργαζομένων στα κέντρα υγείας του λοιπού δημόσιου τομέα, σύμφωνα με τους νόμους 2740/1997 και 3205/2003, έχουν, πλέον, ευθεία εφαρμογή και στους εργαζόμενους των κέντρων υγείας του ΙΚΑ (ΑΠ 967/2014, ΑΠ 438/2014). 6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ' άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ, επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, με την από 20-4-2005 αγωγή τους στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, επικαλούμενοι ότι συνδέονται με το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ - ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ" (ΙΚΑ - ΕΤΑΜ), στη θέση του οποίου υπεισήλθε νομίμως, ως καθολικός διάδοχος, ο ήδη παριστάμενος "ΕΘΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΥΓΕΙΑΣ" (ΕΟΠΥΥ), με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ότι απασχολούνται σε τοπικές μονάδες υγείας του τελευταίου, ως ιατροί, ασκούντες τα συναρτώμενα με τον κλάδο και την ειδικότητα του καθενός καθήκοντα και, τέλος, ότι συνεπεία της ως άνω εργασίας των δικαιούνται το προβλεπόμενο από το άρθρο 8 παρ.7 περ. α' του ν. 2470/1997 και του άρθρου 8 παρ. 5 περ. α' του ν. 3205/2003 νοσοκομειακό επίδομα, το οποίο, παρά ταύτα, αρνείται να τους καταβάλει το εναγόμενο, ζήτησαν, κυρίως μεν επί τη βάσει της ως άνω συνδεούσης αυτούς με το εναγόμενο συμβάσεως εργασίας, επικουρικώς δε με βάση την αρχή της ισότητας που καθιερώνει το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος: α) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στον καθένα εξ αυτών το ποσό των 11.141,23 ευρώ για μισθολογικές διαφορές λόγω μη συνυπολογισμού στις αποδοχές τους του νοσοκομειακού επιδόματος, κατά το χρονικό διάστημα από 15-9-2000 έως 30-4-2006, νομιμοτόκως και β) να αναγνωριστεί ότι άπαντες είναι δικαιούχοι του ως άνω επιδόματος και ότι το εναγόμενο οφείλει να το εντάξει στις τακτικές αποδοχές τους και να καταβάλει για την αιτία αυτή στον καθένα το ποσό των 240 ευρώ μηνιαίως, από 1-5-2006 και εφεξής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την 1241/2006 οριστική του απόφαση δέχτηκε ως νόμιμη και κατ' ουσία βάσιμη την αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής, το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον άσκησε έφεση. Το Εφετείο Αθηνών, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά από εκτίμηση των με επίκληση προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχτηκε, ανελέγκτως, ότι οι ενάγοντες υπηρετούσαν, ως ιατροί - υπάλληλοι, με τις αναφερόμενες σ' αυτήν ειδικότητες και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, καθ' όλο το ένδικο χρονικό διάστημα, με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, σε υγειονομικούς σχηματισμούς πρωτοβάθμιας περίθαλψης του εναγομένου ΝΠΔΔ, στην περιφέρεια του Νομού Αττικής. Ότι, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα (15-9-2000 έως 30-4-2006), παρείχαν στους ασφαλισμένους του εναγομένου, με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, στους οικείους χώρους και στις αντίστοιχες ειδικότητες, ιατρικές φροντίδες (προληπτικές, διαγνωστικές, θεραπευτικές). Ότι οι συνθήκες εργασίας των εναγόντων, ήσαν το ίδιο δυσμενείς με τις συνθήκες εργασίας των ιατρών που υπηρετούν σε κέντρα υγείας ή κέντρα ψυχικής υγιεινής ή άλλες μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και προλήψεως του δημόσιου τομέα. Με βάση τις παραδοχές αυτές, κατέληξε ότι το διεκδικούμενο νοσοκομειακό επίδομα, που δεν καταβαλλόταν στους ενάγοντες κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, το δικαιούνται και αυτοί αφ' ενός μέχρι την 17-2-2004 με βάση τη συνταγματική αρχή της ισότητας και αφ' ετέρου μετά την 18-2-2004, ευθέως, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1 εδ. β' του ν. 3235/2004 και 8 παρ.5 του ν. 3205/2003. Στη συνέχεια, απέρριψε ως αβάσιμη την έφεση κατά της τότε εκκαλουμένης αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που είχε κρίνει ομοίως. Με την κρίση αυτή, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθώς τις προδιαληφθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, αφού αυτές, κατά τα αναφερόμενα στις νομικές σκέψεις της παρούσας, εφαρμόζονται και ισχύουν και επί των αναιρεσιβλήτων ιατρών, που υπηρετούσαν, με τις αντιστοίχως αναφερόμενες ειδικότητες, στις μονάδες πρωτοβάθμιας περίθαλψης του αναιρεσείοντος. Εξ άλλου, το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς το είδος των παρεχομένων, εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων, υπηρεσιών και ως προς τις συνθήκες, υπό τις οποίες προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, στις κατά τόπους οργανωμένες μονάδες περίθαλψης του αναιρεσείοντος, όμοιες με εκείνες των λοιπών ιατρών που απασχολούνται στις μονάδες πρωτοβάθμιας περίθαλψης του δημόσιου το τομέα. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 7. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση. Ως προς το ύψος των αποδοτέων δικαστικών εξόδων, παρατηρητέα τα ακόλουθα: Σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους διατάξεων", σε συνδυασμό με την παρ.2 της υπ' αριθ. 134423, από 8-12-1992/20-1-1993 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β' 11/20-1-1993), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του ν. 1738/1987, στις δίκες με το Δημόσιο, η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου, που αποδίδεται από το δικαστήριο στο νικώντα διάδικο, δεν δύναται να είναι μεγαλύτερη από 100.000 δραχμές και ήδη, με μικρή στρογγυλοποίηση, από 300 ευρώ. Η ρύθμιση αυτή εφαρμόζεται και υπέρ των νομικών προσώπων, των οποίων η νομική υπηρεσία διεξάγεται δια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (άρθρο 22 παρ.3 του ν. 3693/1957). Τέλος, σύμφωνα τα άρθρα 7 και 9 του ν.δ. 2698/1953, η νομική υπηρεσία του ΙΚΑ διεξάγεται προεχόντως δια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και, επομένως, η ως άνω διάταξη του άρθρου 22 του ν. 3693/1957 εφαρμόζεται και σε δίκες, στις οποίες διάδικος είναι το ΙΚΑ (ΑΠ 675/2009, ΑΠ 317/2007). Επομένως, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν μειωμένα, όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-11-2007 αίτηση περί αναιρέσεως της 3454/ 2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον στην πληρωμή τριακοσίων (300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 12η Ιουνίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 26η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ιατροί σε τοπικές μονάδες υγείας του ΙΚΑ. Αν και σε αυτές παρέχεται πρωτοβάθμια περίθαλψη, οι ιατροί, που υπηρετούν με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση δικαιούνται το νοσοκομειακό επίδομα, που παρέχεται στους αντίστοιχους ιατρούς των κέντρων υγείας του λοιπού δημόσιου τομέα, μέχρι την 17-2-2004 σύμφωνα με τη συνταγματική αρχή της ισότητας και έκτοτε ευθέως εκ του νόμου, λόγω της εξομοίωσης των τοπικών μονάδων υγείας των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης με τα κέντρα υγείας του λοιπού δημόσιου τομέα. Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
Επίδομα νοσοκομειακό και τροφής
Επίδομα νοσοκομειακό και τροφής.
2
Αριθμός 1432/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Α. Ι. Κ., συζ. Κ. Γ., 2)Π. Ι. Κ. και 3)Α. Ι. Κ., κατοίκων ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Του αναιρεσιβλήτου: Ν. Ι. Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μάντεση - Θανάσουλα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/3/2000 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 10252/2000 μη οριστική, 3907/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1388/2009 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες την από 25/6/2009 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσίβλητος, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Ρουμπής ανέγνωσε την από 9/9/2013 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Γεώργιο Κριμπά, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 3, 97 παρ. 1 και 104 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο δικηγόρος που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, υπογράφοντας την απαιτούμενη κλήση και την παραγγελία προς το δικαστικό επιμελητή για την επίδοση, καθώς και εκείνος που εκπροσωπεί το διάδικο κατά τη συζήτησή της στον Άρειο Πάγο, πρέπει να είναι εφοδιασμένος με σχετική πληρεξουσιότητα, η οποία παρέχεται από τον εκπροσωπούμενο διάδικο είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση. Η έλλειψη της πληρεξουσιότητας, εξεταζομένη και αυτεπαγγέλτως, έχει ως συνέπεια την ακυρότητα των ως άνω πράξεων της προδικασίας και τη μη προσήκουσα παράσταση του διαδίκου κατά τη συζήτηση. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 576 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανιστεί ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κάποιος από τους διαδίκους ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόμενος διάδικος επέσπευσε τη συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι ή αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειπομένου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν ο τελευταίος κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως. Στην περίπτωση που η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς όλους τους διαδίκους. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. γ' και δ' του ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατ' άρθρο 575 εδ. β' του ίδιου κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραμματέας οφείλει αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που θα συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προϋπόθεση όμως της εγκυρότητας της κλήτευσης αυτής, συνεπεία της αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο, είναι ότι ο απολειπόμενος ή ο μη νομίμως παραστάς κατά τη μετ' αναβολή συζήτηση διάδικος είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή είχε νομίμως και εμπροθέσμως κλητευθεί να παραστεί στη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υπόθεσης ή είχε παραστεί νομίμως κατά την πρώτη αυτή δικάσιμο και επομένως με τη νόμιμη παράσταση και τη μη εναντίωση του καλύφθηκε η ακυρότητα της κλήτευσης αυτού κατά την αρχική δικάσιμο. Αντιθέτως, αν κατά την αρχική δικάσιμο ο απολειπόμενος ή μη νομίμως παραστάς κατά τη μετ' αναβολή συζήτηση διάδικος δεν επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση ή δεν είχε κλητευθεί νομίμως να παραστεί, κατά την αρχική δε αυτή δικάσιμο δεν παραστάθηκε νομίμως, ήτοι μετά ή δια του έχοντος ρητή πληρεξουσιότητα δικηγόρου του, η αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο για τη νέα μετ' αναβολή δικάσιμο δεν ισχύει ως κλήτευσή του για τη δικάσιμο αυτή, αφού η μη νομιμότητα ή η έλλειψη της επίσπευσης ή της κλήτευσής του κατά την αρχική δικάσιμο δεν καλύφθηκε λόγω της μη νόμιμης παράστασης του κατ' αυτήν (ΑΠ 47/2013 και ΑΠ 314/2010). Στην προκειμένη περίπτωση με την από 9-2-2012 κλήση των αναιρεσειόντων (Α. Ι. Κ., Π. Ι. Κ. και Α. Ι. Κ.) φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 25-6-2009 αίτησή τους για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1388/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, μετά τη ματαίωση της συζήτησης αυτής κατά τη δικάσιμο της 3-11-2009 λόγω των τότε διενεργηθεισών βουλευτικών εκλογών. Νέα δικάσιμος για τη συζήτηση της ως άνω ένδικης αίτησης ορίστηκε με επιμέλεια των αναιρεσειόντων η 18-9-2013, όταν αναβλήθηκε η συζήτηση αυτής και πάλι, με αίτημα του αναιρεσιβλήτου, λόγω της αποχής των δικηγόρων, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, χωρίς την παρουσία των αναιρεσειόντων, όπως αυτό προκύπτει από το απόσπασμα του πινακίου των αναιρετικών υποθέσεων της δικασίμου εκείνης (18-9-2013). Κατά την τελευταία όμως ως άνω δικάσιμο (2-4-2014) και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου όλοι οι αναιρεσείοντες δεν εμφανίστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου, ούτε κατέθεσαν έγγραφη δήλωση περί μη εμφάνισής τους σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (άρθρο 573 παρ. 1 ΚΠολΔ). Από τα έγγραφα του φακέλου της υπόθεσης προκύπτει ότι στην άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης προέβησαν και τη συζήτηση αυτής επισπεύδουν οι απολειπόμενοι αναιρεσείοντες με τον φερόμενο ως πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Δ. Γρηγορίου, ο οποίος δεν εμφανίστηκε ούτε κατά τη δικάσιμο της 18-9-2013 ούτε κατά τη δικάσιμο της 2-4-2014. Από κανένα όμως αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι ο ανωτέρω δικηγόρος που φερόνταν ως πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων είχε πράγματι την πληρεξουσιότητα των τελευταίων ούτε ότι αυτοί (αναιρεσείοντες) κλητεύθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως να παραστούν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Επομένως πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα, να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 25-6-2009 αίτησης των: 1) Α. Ι. Κ., 2) Π. Ι. Κ. και 3) Α. Ι. Κ. για αναίρεση της υπ' αρ. 1388/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ερήμην αναιρεσιβλήτων. Ακύρωση ιδιόγραφης διαθήκης με αρνητική αναγνωριστική αγωγή. Βάρος αποδείξεως εγκυρότητας της διαθήκης έχει στην περίπτωση αυτή ο εναγόμενος. Άρθρο 559 αρ. 19. Ελλείψεις ως προς την αιτιολόγηση του πορίσματος των αποδείξεων δεν στοιχειοθετούν τον λόγο. Άρθρο 559 11γ. Αβάσιμος ο λόγος γιατί τα έγγραφα λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις.
Διαθήκης ακύρωση
Αγωγή αναγνωριστική, Διαθήκης ακύρωση, Αποδείξεων εκτίμηση.
2
Αριθμός 1431/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Κ. Μ. του Γ., 2)Ε. συζ. Κ. Μ. και 3)Γ. Μ. του Κ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Ζέρβα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Μαριέττα Βλαχοπάνου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/9/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Χαλκίδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 61/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 255/2011 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 23/2/2012 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 26/8/2010 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι λόγοι αναιρέσεως κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων και των πρωτοδικείων που εκδίδονται επί εφέσεων κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων αναφέρονται, περιοριστικά στο άρθρο 560 παρ. 1 του ΚΠολΔ, μεταξύ δε αυτών δεν περιλαμβάνονται και λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών και της μη λήψης υπόψη από το δικαστήριο αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, αντίστοιχοι των λόγων αναιρέσεως του άρθρου 559 αρ. 19 και 11 του ΚΠολΔ. Παρέπεται ότι προτεινόμενοι τέτοιοι λόγοι κατά αποφάσεων των ανωτέρω ουσιαστικών δικαστηρίων είναι απαράδεκτοι. Εν προκειμένω, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 255/2011 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, που δίκασε ως Εφετείο και απέρριψε την ένδικη αναγνωριστική αγωγή κυριότητας των αναιρεσειόντων κατά του αναιρεσιβλήτου ελληνικού δημοσίου, προβάλλονται οι από το άρθρο 559 αρ. 19 και 11 λόγοι αναιρέσεως, ότι δηλαδή το Πολυμελές Πρωτοδικείο στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση διαλαμβάνοντας σ' αυτήν ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες και δεν έλαβε υπόψη τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα (έγγραφα) που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι αναιρεσείοντες - ενάγοντες. Οι λόγοι αυτοί του αναιρετηρίου είναι, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, απαράδεκτοι, η δε αίτηση αναιρέσεως, μετά ταύτα, απορριπτέα ως αβάσιμη. Οι αναιρεσείοντες πρέπει να καταδικαστούν στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 22 ν. 3693/57). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23-2-2012 αίτηση των Κ. Μ. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 255/2011 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού δημοσίου, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Οι λόγοι κατά αποφάσεων των πρωτοδικείων επί εφέσεων κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων αναφέρονται περιοριστικώς στο νόμο (560 ΚΠολΔ). Απαράδεκτοι οι λοιποί.(Επικυρώνει ΠολΠρΧαλκ 255/2011).
Αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης ειρηνοδικείου/πρωτοδικείου
Αγωγή αναγνωριστική, Αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης ειρηνοδικείου/πρωτοδικείου.
0
Αριθμός 1430/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1. Σ. Φ. του Γ., κατοίκου ..., 2. Ι. Λ. του Α., και 3. Μ. συζ. Σ. Φ., το γένος Ι. Λ., κατοίκου ... . Ο πρώτος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Γαλούνη, ο δεύτερος δεν παραστάθηκε και η τρίτη εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος δήλωσε ότι ο δεύτερος απεβίωσε και τη βιαίως διακοπείσα δίκη συνεχίζουν οι πρώτος και τρίτη. Της αναιρεσίβλητης: Έ. συζ. Ά. Μ., το γένος Ι. Φ., κατοίκου ... και προσωρινώς διαμένουσας στο ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Βασιλική Ζεγγίνη-Βογιατζή. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-3-2003 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, και την από 3-6-2004 κύρια παρέμβαση προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1452/2005 του ίδιου Δικαστηρίου, 3697/2007 μη οριστική και 3658/2010 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26-10-2010 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 23-3-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ένδικης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 62 εδ. α', 73, 159§2, 160§1 και 556§1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι αναίρεση η οποία ασκήθηκε επ' ονόματι προσώπου που είχε αποβιώσει κατά το χρόνο της άσκησής της είναι απορριπτέα ως άκυρη για έλλειψη απαραίτητης διαδικαστικής προϋπόθεσης, η ακυρότητα δε αυτή λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Στην προκείμενη περίπτωση, ο φερόμενος ως αναιρεσείων Ι. Λ. του Α. δεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο κατά το χρόνο της άσκησης της αίτησης αναίρεσης (1.11.2010), γιατί αυτός είχε αποβιώσει στις 23.5.2007, όπως αποδεικνύεται από την 213/24.5.2007 Ληξιαρχική Πράξη του Ληξίαρχου Αχαρνών Αττικής και πρέπει επομένως η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί ως προς αυτόν λόγω της ακυρότητας του δικογράφου της. ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 118 εδαφ. 4, 216 του ΚΠολΔ, 974, 976, 1045 και 1094 του ΑΚ προκύπτει ότι για το ορισμένο του δικογράφου διεκδικητικής ακινήτου αγωγής, η οποία έχει ως βάση της την έκτακτη χρησικτησία, αρκεί να αναφέρεται σ' αυτό ότι ο ενάγων είχε στη νομή του το επίδικο ακίνητο για μία εικοσαετία, ασκώντας συγκεκριμένες υλικές πράξεις σ' αυτό, οι οποίες είναι δηλωτικές της βούλησής του να το έχει ως κύριος και ότι ο εναγόμενος είναι νομέας ή κάτοχος αυτού κατά το χρόνο της ασκήσεώς της (ΑΠ 1799/2005, ΑΠ 1948/2008), ΑΠ 1520/2009). Στην προκείμενη περίπτωση, με την ένδικη από 28-3-2003 - αγωγή της η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι έχει γίνει κυρία με έκτακτη χρησικτησία του περιγραφόμενου αγροκτήματος, εκτάσεως 7.573,60 τ.μ., στη θέση "Βελανιδιά" της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Αχαρνών Αττικής, δεδομένου ότι νεμόταν και κατείχε με διάνοια κυρίου το αγρόκτημα αυτό, ενεργώντας επ' αυτού, είτε η ίδια αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπων, τις μνημονευόμενες και προσιδιάζουσες διακατοχικές πράξεις, συνεχώς από το έτος 1966, που ατύπως της το δώρισε και της παραχώρησε τη νομή του ο πατέρας της Ι. Φ., στον οποίο είχε περιέλθει μετά από άτυπη διανομή μεγαλύτερης έκτασης, της οποίας ήταν συγκύριος, μέχρι και την 9-5-2001, που οι εναγόμενοι κατέλαβαν το περιγραφόμενο εδαφικό τμήμα, εκτάσεως 3.000 τ.μ. περίπου, του άνω αγροκτήματος της, το οποίο και κατέχουν έκτοτε. Ζήτησε δε η ενάγουσα και ήδη αναιρεσήβλητη να αναγνωρισθεί η κυριότητα της επί του καταληφθέντος πιο πάνω τμήματος και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της το αποδώσουν. Με το προεκτιθέμενο περιεχόμενο, η ένδικη αγωγή, που έχει ως βάση της την έκτακτη χρησικτησία, περιέχει άπαντα τα απαιτούμενα, κατά τα άνω, για τη θεμελίωση της στοιχεία και επομένως είναι πλήρως ορισμένη, δεν χρειαζόταν δε για την πληρότητα αυτής και επίκληση των τίτλων και γενικά του τρόπου κτήσης της κυριότητας του επιδίκου από το δικαιοπάροχο της ενάγουσας, ως και του χρόνου και του τρόπου με τον οποίο έγινε η αναφερόμενη σ'αυτήν άτυπη διανομή, τα οποία δεν αποτελούν στοιχεία της βάσης της αγωγής. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο απέρριψε με την προσβαλλόμενη απόφασή του την ένσταση αοριστίας των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να κηρύξει ακυρότητα της αγωγής αυτής, λόγω αοριστίας, γι'αυτό και ο πρώτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, με τον οποίο, υπο την επίκληση της αναιρετικής αυτής πλημμέλειας, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙΙ. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επι ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Ο πατέρας της ενάγουσας (και ήδη αναιρεσίβλητης) Ι. Φ. ήταν συγκύριος με τον Π. Φ. ενός αγροκτήματος, εκτάσεως 137.154 τ.μ., στη θέση Βαρυμπόμπη της κτηματικής περιφέρειας της τέως Κοινότητας και ήδη Δήμου Αχαρνών Αττικής, κατόπιν αγοράς ποσοστών εξ αδιαιρέτου αυτού, δυνάμει νομίμως μεταγεγραμμένων αγοραπωλητήριων συμβολαίων, που καταρτίσθηκαν διαδοχικά από το έτος 1943 έως και το έτος 1966. Στο αγρόκτημα αυτό συμπεριλαμβάνονταν και οι καλλιεργήσιμοι αγροί στη θέση "Βελανιδιά". Μετά από άτυπη διανομή τμημάτων του άνω αγροκτήματος, που έγινε το έτος 1966 μεταξύ των συγκυρίων, ο Ι. Φ. έλαβε στην αποκλειστική νομή και κατοχή του, πλην άλλων, και ένα αγροτεμάχιο, εκτάσεως 7.573,60 τ.μ., που ,βρίσκεται στη θέση "Βελανιδιά" Βαρυμπόμπης και εμφαίνεται στο από Μαρτίου 1995 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Ε. Π. με τα αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ι-Κ-Λ-Ν-Μ-Α. Το αγροτεμάχιο αυτό συνορεύει, σύμφωνα με το πιο πάνω τοπογραφικό διάγραμμα, βόρεια επί πλευράς Α-Μ μέτρων 106,73 με ιδιοκτησία κληρονόμων Ι. Φ. και ήδη Φ., νότια επί πλευράς Δ-Ι μέτρων 78 με ιδιοκτησία κληρονόμων Α. Μ., ανατολικά επί πλευράς Α-Ξ-Β μέτρων 63,80 εν μέρει με αγροτική οδό και εν μέρει με την οδό ..., νοτιοανατολικά επί τεθλασμένης πλευράς Β-Γ-Δ μέτρων 9,58 συν μέτρων 9,87 και συνολικού μήκους μέτρων 19,45 με την οδό ..., νοτιοδυτικά επί τεθλασμένης πλευράς Ι-Κ-Λ μέτρων 9,67 συν 19 με την ίδια οδό ... και δυτικά επί πλευράς Λ-Ν-Μ μέτρων 53 με την ίδια επίσης οδό .... Μετά τη γενόμενη το έτος 1966 άτυπη διανομή, ο Ι. Φ. δώρισε στη συνέχεια, κατά το ίδιο έτος (1966), ατύπως το παραπάνω περιγραφόμενο αγροτεμάχιο στην ενάγουσα θυγατέρα του, η οποία κατοικούσε μόνιμα στην Ιταλία, και παρέδωσε τη νομή του σ' αυτήν. Η ενάγουσα αφότου παρέλαβε τη νομή του άνω αγροτεμαχίου άσκησε έκτοτε επ' αυτού με διάνοια κυρίου όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του διακατοχικές πράξεις, είτε η ίδια αυτοπροσώπως, κατά τις επισκέψεις της στην Ελλάδα, αλλά κυρίως, λόγω της απουσίας της από την Ελλάδα, μέσω αντιπροσώπου και συγκεκριμένα μέσω του Σ. Λ. ως αντιπροσώπου της. Ο τελευταίος είχε προσληφθεί το έτος 1955 ως φύλακας από τον πατέρα της ενάγουσας Ι. Φ. και απασχολείτο έκτοτε για τη φύλαξη και την εν γένει εποπτεία και επίβλεψη του μεγαλύτερου πιο πάνω αγροκτήματος των 137.154 τ,μ., καθώς και για την καλλιέργεια τμημάτων αυτού. Συγχρόνως αυτός, ενεργώντας ως αντιπρόσωπος της ενάγουσας, από το έτος 1966 μέχρι και το έτος 1994 καλλιεργούσε ανελλιπώς στο όνομα και για λογαριασμό της ενάγουσας ολόκληρο το παραπάνω αγροτεμάχιο με δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι, βρώμη), καθάριζε αυτό, το επέβλεπε και εν γένει μεριμνούσε για την αποτροπή καταπατήσεων του από τρίτους. Η ίδια δε η ενάγουσα, καθ' όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα, κατά τις επισκέψεις της στην Ελλάδα, δύο με τρεις φορές το χρόνο, επέβλεπε το εν λόγω αγροτεμάχιο με επιτόπιες επισκέψεις της σ' αυτό, καθιστώντας εμφανή στους τρίτους την επ' αυτού εξουσίασή της, χωρίς ουδέποτε να ενοχληθεί κατά το διάστημα αυτό είτε η ίδια είτε ο παραπάνω αντιπρόσωπος της από οποιοδήποτε. Συνεπώς η ενάγουσα, εφόσον νεμήθηκε με διάνοια κυρίου το παραπάνω αγροτεμάχιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας και μάλιστα για είκοσι οκτώ (28) συνεχή έτη, κατέστη κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Κατά το έτος 1995 οι εναγόμενοι, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι ο ως άνω αντιπρόσωπος της ενάγουσας σταμάτησε να καλλιεργεί το παραπάνω αγροτεμάχιο της, ως και το γεγονός της απουσίας της ενάγουσας από την Ελλάδα, κατέλαβαν από το αγροτεμάχιο της αυτό εδαφικό τμήμα, εκτάσεως 3.000 τ.μ. περίπου, το οποίο εμφαίνεται στο προαναφερόμενο από Μαρτίου 1995 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Ε. Π. με τα αλφαβητικά στοιχεία Ξ-Β-Β'-Λ-Ν-Ξ και συνορεύει, σύμφωνα με το τοπογραφικό αυτό διάγραμμα, βόρεια επί πλευράς Ξ-Ν μέτρων 106 με υπόλοιπη ιδιοκτησία της ενάγουσας, νότια επί πλευράς Β-Β'-Λ μέτρων 100 με υπόλοιπη επίσης ιδιοκτησία της ενάγουσας, ανατολικά επί πλευράς Ξ-Β μέτρων 32 με την οδό ... και δυτικά επί πλευράς Λ-Ν μέτρων 26,50 με την ίδια επίσης οδό .... Το επίδικο πιο πάνω εδαφικό τμήμα, από του παραπάνω χρόνου της καταλήψεως του, κατέχουν από κοινού όλοι οι εναγόμενοι και εξακολούθησαν να το κατέχουν από κοινού και κατά το χρόνο ασκήσεως της ένδικης αγωγής το έτος 2003 και συνεχώς έκτοτε, και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός των δύο πρώτων εναγομένων περί απαραδέκτου της ένδικης αγωγής για έλλειψη παθητικής νομιμοποίησης εναντίον τους, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Συγκεκριμένα οι εναγόμενοι από το έτος 1995 που κατέλαβαν το επίδικο, το καλλιεργούσαν με δημητριακά και το όργωναν, ενώ στις αρχές Μαΐου του 2001 ο πρώτος εναγόμενος Σ. Φ. τοποθέτησε πέριξ αυτού σιδερένιους πασσάλους, προκειμένου να το περιφράξει. Τους πασσάλους αυτούς αφαίρεσε η ενάγουσα, αμέσως σχεδόν μετά την τοποθέτησή τους, και τους απομάκρυνε από το επίδικο. Για την αφαίρεση των πασσάλων ο παραπάνω εναγόμενος Σ. Φ. υπέβαλε στις 24-5-2001 μήνυση κατ* αγνώστων στο Αστυνομικό Τμήμα Αχαρνών, εμφανισθείς κατά την υποβολή της μηνύσεώς του αυτής, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, ως ιδιοκτήτης του επιδίκου. Προηγουμένως η ενάγουσα είχε ασκήσει εναντίον του εναγομένου αυτού ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αχαρνών την από 14-5-2001 αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων νομής, επικαλούμενη διατάραξη της νομής της από αυτόν. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 212/2001 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την αιτιολογία ότι δεν πιθανολογήθηκε ότι η τώρα ενάγουσα και τότε αιτούσα ήταν νομέας του επιδίκου κατά το χρόνο της επικαλούμενης διατάραξης της νομής της. Πριν από τη συζήτηση της παραπάνω αιτήσεως ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, ο δεύτερος των εναγομένων Ι. Λ., με το υπ' αριθμ. .../20-6-2001 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αχαρνών Ελένης Τζεμπετζή, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, το επίδικο εδαφικό τμήμα, στην τρίτη των εναγομένων θυγατέρα του Μ. Φ., σύζυγο του πρώτου από αυτούς Σ. Φ., δηλώσας στο συμβόλαιο ότι είχε αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, που άρχισε προ του έτους 1930, που το παραχώρησε σ' αυτόν άτυπα ο πατέρας του Α. Λ.. Πρωτοδίκως δε οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν, ισχυρίζονται δε και ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού με τις προτάσεις τους, σε αντίθεση με όσα αναφέρονται στο παραπάνω συμβόλαιο, ότι ο δεύτερος από αυτούς έλαβε το επίδικο στη νομή και κατοχή του, μετά από άτυπη διανομή της κληρονομιαίας περιουσίας του πατέρα του, που έγινε με τους συγκληρονόμους αδελφούς του Ά. Σ. και Δ. Λ. κατά την περίοδο της κατοχής, και έκτοτε ενέμετο αυτό με διάνοια κυρίου, είτε ο ίδιος είτε μέσω αντιπροσώπων, μέχρι και το έτος 1980, που το δώρισε ατύπως στην τρίτη από αυτούς θυγατέρα του, η οποία συνέχισε να το νέμεται με τα ίδια προσόντα μέχρι και την 20-6-2001 που της το μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, με το προαναφερόμενο συμβόλαιο, γενόμενη έτσι η τελευταία κυρία τούτου με παράγωγο τρόπο, αλλά και με έκτακτη χρησικτησία. Όμως, από τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία, δεν αποδείχθηκε ότι οι ως άνω εναγόμενοι άσκησαν, είτε οι ίδιοι είτε μέσω αντιπροσώπων, πράξεις νομής στο επίδικο με διάνοια κυρίου πριν από το έτος 1995 που το κατέλαβαν, αφού αντίθετα αποδείχθηκε ότι πράξεις νομής στο επίδικο ασκούσε συνεχώς από το έτος 1966 μέχρι και του παραπάνω χρόνου της καταλήψεως του η ενάγουσα, προηγουμένως δε ο δικαιοπάροχος της Ι. Φ., ο οποίος το ενέμετο ως τμήμα του μεγαλύτερου πιο πάνω αγροκτήματος. Η κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου μάρτυρος των εναγομένων Γ. Κ. περί άσκησης πράξεων νομής στο επίδικο από το δεύτερο των εναγομένων Ι. Λ. από το έτος 160 και εφεξής και περί οριοθέτησης του από τον τελευταίο ήδη από το έτος 1978 με πασσάλους, δεν κρίνεται αξιόπιστη, αφού δεν ενισχύεται και από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Οι προσαγόμενες δε και επικαλούμενες από τους εναγομένους φωτογραφίες του επιδίκου, στις οποίες απεικονίζονται οι πάσσαλοι που αναφέρει ο παραπάνω μάρτυρας, δεν παρέχουν αξιοπιστία, αφού αυτές δεν φέρουν χρονολογία και άρα δεν προκύπτει ότι τοποθετήθηκαν το έτος 1978. Συνεπώς ο δεύτερος των εναγομένων Ι. Λ. δεν απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία και ως εκ τούτου η τρίτη των εναγομένων θυγατέρα του δεν απέκτησε, δυνάμει του προαναφερθέντος συμβολαίου γονικής παροχής, δικαίωμα κυριότητας στο επίδικο, αφού απέκτησε παρά μη κυρίου. Αλλά ούτε με πρωτότυπο τρόπο απέκτησε κυριότητα στο επίδικο η παραπάνω εναγομένη, αφού ο χρόνος νομής αυτής, από το έτος 1995 μέχρι και την άσκηση της ένδικης αγωγής το έτος 2003, δεν επαρκεί για την κτήση της κυριότητας επί του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, αφού δεν συμπληρώνεται εικοσαετία. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω, αφού αποδείχθηκε η πρωτοτύπως, με έκτακτη χρησικτησία, κτηθείσα κυριότητα της ενάγουσας στο επίδικο εδαφικό τμήμα, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν και, ειδικότερα να αναγνωρισθεί η κυριότητα της ενάγουσας στο επίδικο εδαφικό τμήμα και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να το αποδώσουν στην ενάγουσα". Έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 1045 ΑΚ περί έκτακτης χρησικτησίας που επικαλούνται οι αναιρεσείοντες και αποτελεί τη βάση της αγωγής, γι' αυτό και ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπο την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασης τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού η δικονομικού δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 25/2003), όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 469/1984). Ο λόγος δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιονδήποτε τυπικό η ουσιαστικό λόγο (Ολ. ΑΠ 12/1991). Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο και κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 περίπτ. β' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ουσιώδη ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, ότι η ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα δεν απέκτησε κυριότητα επι αυτοτελούς τμήματος του άνω αγροκτήματος, στη θέση Βαρυμπόμπη, 137.154 τ.μ. - και επομένως και επι του επιδίκου, εμβαδού 3000 τ.μ. - αφού ο δικαιοπάροχος πατέρας της Ι. Φ. κατείχε και νεμόταν τα 798/7568 εξ αδιαιρέτου του εν λόγω αγροκτήματος, δηλαδή το 10% του κτήματος τούτου, επι του ποσοστού δε αυτού - και όχι επί αυτοτελούς τμήματος - η ενάγουσα απέκτησε κυριότητα στα 7/23 παραγώγως, δηλαδή από κληρονομική διαδοχή του προαναφερόμενου πατέρα της δυνάμει της από 15.10.1981 δημόσιας διαθήκης του που αποδέχτηκε και μετάγραψε τη σχετική για την αποδοχή της κληρονομίας - .../31.3.1986 - πράξη συμβολαιογράφου Πειραιώς Ασπασίας συζ. Αχιλέως Μαρτίνη (τα άλλα 11/23 και 5/23 τα απέκτησαν από κληρονομική επίσης διαδοχή του Ι. Φ. οι εγγονές του Ν. - Μ. και Ι., αντίστοιχα). Και τούτο, με το να δεχθεί - το Εφετείο - ότι το έτος 1966 έλαβε χώρα άτυπη διανομή του προεκτιθέμενου αγροκτήματος - των 127.154 τ.μ. - μεταξύ των συγκυρίων Ι. Φ. και Π. Φ. και ότι συνεπεία της άτυπης αυτής διανομής ο Ι. Φ. έλαβε στην αποκλειστική νομή και κατοχή του, πλην άλλων, και ενός αγροτεμαχίου εκτάσεως 7.573,60 τ.μ. - τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο των 3000 τ.μ. - το οποίο και παραχώρησε άτυπα κατά το ίδιο έτος (1966) στην ήδη αναιρεσίβλητη θυγατέρα του. Όμως τα περιστατικά αυτά αποτελούν απλά επιχειρήματα για την απόκρουση της αγωγής. Κατά συνέπεια δεν συνιστούν "πράγμα" με την έννοια που προαναφέρθηκε, και, επομένως, ο ερευνώμενος λόγος, που αναφέρεται στην πιο πάνω πλημμέλεια είναι απαράδεκτος και πρέπει ως τέτοιος να απορριφθεί. IV. Κατά το άρθρ. 559 αριθ. 11γ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339 και 340 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση ή έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, από δε την αναφορά στην απόφαση μερικών από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, γιατί έχουν ιδιαίτερη σημασία, δεν συνάγεται αναγκαστικά ότι δεν εκτιμήθηκαν και τα μη αναφερόμενα. Στην υπόθεση που κρίνεται, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία, τα περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά από το Εφετείο, αναφορικά με τους ισχυρισμούς των διαδίκων, αποδείχθηκαν, εκτός των άλλων, και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της απόφασης, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία ότι το Εφετείο, έλαβε υπόψη και εκτίμησε, προς συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματός του σχετικά με το ότι το έτος 1966 έλαβε χώρα η προεκτιθέμενη διανομή τμημάτων του αγροκτήματος των 137.154 τ.μ. στο πλαίσιο της οποίας ο Ι. Φ., έλαβε, πλην άλλων, και το αγροτεμάχιο των 7573,60 τ.μ., το οποίο το ίδιο έτος (1966) παραχώρησε άτυπα στην ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη θυγατέρα του - τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο, εμβαδού 3000 τ.μ. - α) την ανωτέρω, από 15.10.1981 δημόσια διαθήκη στη συμβολαιογράφο Πειραιώς Ασπασία συζ. Αχιλλέως Μαρτίνη αυτού - Ι. Φ., ο οποίος αποβίωσε στην Αθήνα στις 23.8.1984 και η οποία -δημόσια αυτή διαθήκη, δημοσιεύτηκε στις 31.10.1984 με το 5221/31.10.1984 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, β) την .../31.3.1986 πράξη αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της αυτής ως άνω συμβολαιογράφου εκ μέρους της ενάγουσας και της Ν. - Μ. θυγατέρας Α. και Ε. Μ. και γ) την …/25.5.1995 πράξη αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Κωνσταντίνας Παναγ. Παπακωστόπουλου εκ μέρους των Ι. Ζ. του Π., Ε. Ζ. του Π., Ν. Ζ., οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομία τόσο του Ι. Φ., που άφηκε με την ως άνω διαθήκη του κληρονόμο του και την εγγονή του Ι. συζ. Π. Ζ. σε ποσοστό 5/23, όσο και την κληρονομία της τελευταίας - Ι. - η οποία αποβίωσε στο … στις 9.10.1985 και ήταν σύζυγος και μητέρα των ως άνω αποδεξάμενων την κληρονομία της. Επομένως, ο δεύτερος κατά το δεύτερο μέρος του λόγος της αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ'ΚΠολΔ, με τον οποίο ψέγεται το Δικαστήριο της ουσίας ότι δεν έλαβε υπόψη τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. V. Ο προβλεπόμενος από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της απόδοσης από το δικαστήριο της ουσίας σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένα, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεώρησε ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο, κατά το τρίτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης οι αναιρεσείοντες ψέγονται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο, με το να δεχθεί ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος της ενάγουσας πατέρας της Ι. Φ. της άφησε με την εν λόγω διαθήκη του το επίδικο ως αυτοτελές τμήμα της μείζονος ως άνω έκτασης των 137.154 τ.μ. μετά τη γενόμενη δήθεν άτυπη διανομή του έτους 1966, ενώ από τα αναφερόμενα στην προηγούμενη με τα στοιχεία IV σκέψη έγγραφα, όλα μεταγενέστερα του έτους 1966, προκύπτει ότι ο εν λόγω άμεσος δικαιοπάροχός της της άφηκε μόνο 7/23 εξ αδιαιρέτου ποσοστών επι του 10% της ως άνω μείζονος έκτασης, παραμόρφωσε το περιεχόμενο των προμνημονευόμενων εγγράφων. Όμως, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των παραπάνω εγγράφων. Απεναντίας, προκύπτει ότι έλαβε αυτά υπόψη κατά το αληθινό περιεχόμενό τους και τα συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά στοιχεία (μάρτυρες κλπ), από τη συνεκτίμηση δε αυτή σχημάτισε την κρίση του για την άνω - του έτους 1966 - διανομή τμημάτων του αγροκτήματος των 137.154 τ.μ. και στην άτυπη παραχώρηση το ίδιο έτος (1966) στην ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη από τον πατέρα της του αγροκτήματος των 7573,60 τ.μ. - τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο εμβαδού 3000 τ.μ. - εν τέλει δε στην απόκτησή του από αυτή με έκτακτη χρησικτησία και στην παραδοχή, ως άνω, της αγωγής, δηλαδή σε συμπέρασμα διαφορετικό εκείνου που θεωρούν ορθό οι αναιρεσείοντες. Γι' αυτό ο ερευνώμενος αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26.10.2010 αίτηση των 1) Σ. Γ. Φ. κ.α. για αναίρεση της 3658/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 24 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ερήμην αναιρεσείοντος. Άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ: ορισμένο λόγου. Δεν αρκούν γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια, ή η επίκληση μόνο της νομικής διατάξεως χωρίς παράθεση αντίστοιχου πραγματικού. Άρθρο 559 αρ. 10: ιδρύεται ο οικείος λόγος όταν το δικαστήριο δέχθηκε ως αληθινά «πράγματα» χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε γι’ αυτά απόδειξη, ήτοι δεν εξέδωσε προδικαστική περί αποδείξεων απόφαση, που ως εκ του χρόνου ασκήσεως της αγωγής (1980) προβλεπόταν από το άρθρο 341 ΚΠολΔ. Άρθρο 559 αρ. 11: Απαράδεκτος ο λόγος όταν οι αναιρέσεις δεν αφορούν στο ότι δεν λήφθηκαν υπόψη προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, αλλά στο ότι δεν έγιναν δεκτά. Διδάγματα κοινής πείρας. Η εκτίμηση των αποδείξεων είναι αναιρετικά ανέλεγκτη.
null
null
1
Αριθμός 1421/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Mαΐου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ά. Κ. του Λ., χήρας Χ. Π. (C. P.), κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Σπαϊδιώτη. Του αναιρεσιβλήτου: Σ. Κ. του Λ., κατοίκου ...., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Κωνσταντίνο Ρούσσο και Δημήτριο Τσικρίκα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/7/2007 ανταγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1391/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 4184/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 29/9/2011 αίτησή της και τους από 2/4/2013 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 7/5/2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε α)να γίνουν δεκτοί ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως κατά το πρώτο τμήμα του, ο πρώτος πρόσθετος λόγος κατά το πρώτο τμήμα του και ο δεύτερος πρόσθετος λόγος και β)να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, οι πληρεξούσιοι του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή η ποιοτική - ποσοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής υπάρχει αν ο ενάγων δεν να φέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στο οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην προκειμένη αυτή η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η σχετική παράβαση ελέγχεται, αναιρετικά, με τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, καθόσον το δικαστήριο, κατά παράβαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔικ, παραλείπει να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου. Εξάλλου αναγκαία στοιχεία της αναγνωριστικής του κληρονομικού δικαιώματος αγωγής, είναι ο θάνατος του κληρονομουμένου, το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντος, λόγω συγγενικής σχέσης με τον κληρονομούμενο ή από διαθήκη, το δικαίωμα του κληρονομουμένου στα κληρονομιαία κατά το χρόνο του θανάτου του, που μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε κυριότητα, αλλά και σε νομή, καθώς και η εκ μέρους του εναγομένου αδικαιολόγητη κατοχή των κληρονομιαίων ή και η απλή αμφισβήτηση του κληρονομικού δικαιώματος του ενάγοντος. Δεν αποτελούν στοιχείο της ιστορικής βάσης της αγωγής η αποδοχή και μεταγραφή της κληρονομίας, εφόσον η αγωγή αυτή δεν περιέχει διεκδίκηση. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν κήρυξε άκυρο το δικόγραφο της ανταγωγής λόγω αοριστίας, όπως τούτο είχε ζητηθεί πρωτοδίκως και με λόγο εφέσεως καθόσον, δεν αναφερόταν η αξία των μετοχών, που προσδιόριζε την αξία του επίδικου αντικειμένου, η αποδοχή της κληρονομίας, καθώς και η ιδιότητα του αντενάγοντος ως κληροδόχου και όχι ως κληρονόμου. Ως προς το πρώτο από τα ζητήματα αυτά (αξία μετοχών) το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: " Η αξία του αντικειμένου της διαφοράς σε σχέση με την ένδικη ανταγωγή δεν έχει εν προκειμένω οποιαδήποτε δικονομική σημασία, δεδομένου ότι αυτή αφενός μεν είναι αναγνωριστική και δεν οφείλεται τέλος δικαστικού ενσήμου, δυνάμει δε του άρθρου 34 ΚΠολΔικ, υπάγεται στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της κυρίας, από 10.10.2005 αγωγής της αντεναγομένης κατά του αντενάγοντος, η οποία ματαιώθηκε.........". Ως προς το ζήτημα της αποδοχής το Εφετείο αναφέρει ότι τούτο δεν αποτελεί στοιχείο της βάσεως της αγωγής, για την άσκηση της οποίας αρκεί η επίκληση της ιδιότητας του κληρονόμου, ως φορέα του αξιουμένου δικαιώματος. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, ορθά έκρινε ως έγκυρο και ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής και ερευνώμενος από τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ τέταρτος αναιρετικός λόγος πρέπει να απορριφθεί, ενώ το ζήτημα του, με διαθήκη τιμωμένου ως κληροδόχου ή κληρονόμου είναι θέμα της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής και, σε περίπτωση αμφιβολίας, της υπαγωγής των περιστατικών που θα προκύψουν από τις αποδείξεις στη διάταξη του άρθρου 1800 ΑΚ και όχι του ορισμένου της αγωγής, η οποία εφόσον, φέρει τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη στοιχεία είναι ορισμένη, ανεξάρτητα, από την ιδιότητα, που ο ενάγων ως φορέας του καταγομένου σε δίκη δικαιώματος, αποδίδει στον εαυτό του, ως κληρονόμου ή κληροδόχου. Εξάλλου η αιτίαση του ίδιου λόγου κατά την οποία αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο " εσφαλμένα εφήρμοσε τις περί κληροδοσίας και κληρονομίας διατάξεις και εσφαλμένα αναγνώρισε ως κληρονόμο, αντί κληροδόχο, του αντενάγοντα " είναι αόριστη, γιατί δεν συνοδεύεται από αντίστοιχο πραγματικό που να προσδιορίζει σε τι συνίστανται οι πλημμέλειες, μη αρκούσης της νομικής μόνο διατάξεως ή μόνη της αποδιδομένης από το νόμο ιδιότητας. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (4ος) πρέπει, ως προς όλες τις αιτιάσεις του να απορριφθεί. Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 28 ΑΚ, οι κληρονομικές σχέσεις διέπονται από το δίκαιο της ιθαγένειας, που είχε ο κληρονομούμενος, όταν πέθανε. Η εν λόγω διάταξη που υιοθετεί την αρχή της ενότητας της κληρονομίας, ορίζει εφαρμοστέο επί της κληρονομίας κινητών και ακινήτων, οποιαδήποτε και αν αυτά κείνται, καθώς και για όλες τις δημιουργούμενες από την κληρονομιά αυτή σχέσεις, το δίκαιο της κατά το χρόνο του θανάτου, ιθαγένειας του κληρονομουμένου. Μεταξύ των δημιουργουμένων από την κληρονομιά σχέσεων είναι και το κληρονομητό ή μη των κεφαλαιουχικών εταιρειών, όπου λόγω του μη προσωποπαγούς χαρακτήρα της έννομης σχέσης, όπως συμβαίνει, κατά το άρθρο 773 ΑΚ επί προσωπικών εταιρειών, ισχύει το κληρονομητό, οπότε σε περίπτωση αλλοδαπής εταιρείας, με το δίκαιο της ιθαγένειας του κληρονομουμένου θα κριθεί αν, σε ποιον και με ποιους όρους μεταβιβάζεται το περιουσιακό τους στοιχείο, δηλαδή τα κληρονομικά μερίδια ή οι μετοχές της εταιρείας οι οποίες (μετοχές) ενσωματώνουν σε αξιόγραφο (τίτλο) σταθερό ποσοστό του κεφαλαίου της εταιρείας και σαν πράγμα είναι αντικείμενο κυριότητας και κληρονομίας. Έτσι σε περίπτωση ναυτιλιακών εταιρειών του άρθρου 1 του Ν. 791/78, σύμφωνα με το οποίο και κατ' απόκλιση του κανόνα του άρθρου 10 ΑΚ, κατά το οποίο η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του, ορίζεται ότι εφόσον η σύστασή τους έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας και ήταν ή είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίου υπό Ελληνική σημαία ( με εξαίρεση αυτές που είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες σκαφών αναψυχής) διέπονται ως προς τη σύσταση ή ικανότητα δικαίου, από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται η καταστατική τους έδρα, ανεξαρτήτως του τόπου στον οποίο διευθύνονται εξ ολοκλήρου οι υποθέσεις τους, το κληρονομητό ή όχι των μετοχών τους θα κριθεί κατά το δίκαιο της κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου ιθαγενείας του. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, ή δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/2006). Στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει ον από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενο λόγο περιλαμβάνονται, όπως προεκτέθηκε και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τους οποίους ορίζεται ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, καθώς επίσης ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη και οι οποίοι εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει κενό στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για τη δήλωση βουλήσεως. Μέσα από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών θα ανευρεθεί και θα κατανοηθεί το πραγματικό περιεχόμενο μιας δικαιοπραξίας κατά τρόπο ώστε τούτο να ανταποκρίνεται στην πραγματική θέληση των δικαιοπρακτούντων. Η προσφυγή στις διατάξεις αυτές προϋποθέτει την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία, που διαπιστώνεται ανελέγκτως από το δικαστήριο, έστω και έμμεσα, οπότε σε περίπτωση μη αναζήτησης του αληθινού περιεχομένου της δικαιοπραξίας βάσει των διατάξεων αυτών ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης. Τέλος κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και αν η απόφαση δεν είναι νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, 'όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ ) μετά από συνεκτίμηση των νομίμως προσκομισθέντων σ' αυτό από τους διαδίκους, με επίκληση αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 13-1-2003 απεβίωσε στο … η αδελφή των διαδίκων, Α. χήρα Η. Η., το γένος Λ. Κ., κάτοικος στη ζωή …, η οποία ήταν μέτοχος της Λιβεριανής εταιρείας με την επωνυμία "SEA TRADE "MARITIME CORP.", πλοιοκτήτριας του φορτηγού πλοίου "Α." , το οποίο φέρει την ελληνική σημαία και έχει αριθμό νηολογίου Πειραιώς … και διεθνές διακριτικό σήμα …. Στην από 2-8-1999 ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία δημοσιεύθηκε με το από 29-6-2007 και με αριθμό 4330 πρακτικό δημοσίευσης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχθηκε κυρία με την υπ' αριθμ 1828/2007 απόφαση του ιδίου, ως άνω Δικαστηρίου, η διαθέτης αναφέρει: Είμαι κάτοχος πεντακοσίων [500] μετοχών της εταιρείας [ήτοι του συνόλου] της "SEA TRADE MARITIME CORPORATION" της Λιβερίας. Μετά θάνατον αφήνω το 50% των ως άνω μετοχών δηλ. τις 250 μετοχές στην αδελφή μου Ά. Π. ή στους απογόνους της - τις δε υπόλοιπες 250 μετοχές [δηλ το 50%] στον αδελφό μου Σ. Λ. Κ. ή στους απογόνους του. Στις 14 Σεπτεμβρίου του έτους 2000, η παραπάνω θανούσα συνέταξε την δεύτερη ιδιόγραφη διαθήκη της, η οποία επίσης αποτελεί τη βάση της ένδικης ανταγωγής, που δημοσιεύθηκε με το από 29/6/2007 και με αριθμό 4331 πρακτικό δημοσίευσης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και κηρύχθηκε κυρία με την προαναφερθείσα υπ' αριθμ. 1828/2007 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, κατά την αυτή ως άνω συνεδρίαση. Το κείμενο της εν λόγω ιδιόγραφης διαθήκης έχει ως εξής: Οι εσώκλειστες μετοχές No 9 δηλ.250 [δηλ50%] ανήκουν σε μένα Α. Η. και μετά τον θάνατον μου θα ανήκουν στον αδελφό μου Σ. Λ. Κ. ή στους απογόνους του. Οι δε εσώκλειστες μετοχές No 10 δηλ. 50 ανήκουν σε μένα Α. Η. και μετά θάνατον μου θα ανήκουν στην αδελφή μου Ά. Π. ή στους απογόνους της [δηλαδή 10%]. Οι εσώκλειστες αναφερόμενες μετοχές ανήκουν στην Εταιρεία Sea Trade Maritime Corp. της Λιβερίας, η οποία είναι η νόμιμος και αποκλειστική ιδιοκτήτρια του υπό Ελληνική σημαία δηζελοκίνητου πλοίου "Α.", νεκρού βάρους περίπου 61.500 τόνων. Από τις ανωτέρω δύο [2] διαθήκες προκύπτει αναμφίβολα η ρητή βούληση της θανούσας, να καταστεί ο ενάγων και οι απόγονοι του κληρονόμοι 250 μετοχών ήτοι του 50% του μετοχικού κεφαλαίου της Sea Trade προαναφερθείσας Λιβεριανής εταιρείας. Τη βούληση και την απόφαση της αυτή η θανούσα, αδελφή των διαδίκων, ουδέποτε μετέβαλε μέχρι τον θάνατο της, στις 13-1-2003. Μετά τον θάνατο της αδελφής τους, τον Ιανουάριο του έτους 2003, οι διάδικοι μετέβησαν στην οικία αυτής - διαθέτιδας στην οδό … αριθμ 11, άνοιξαν το χρηματοκιβώτιο, μέσα στο οποίο βρήκαν το πρωτότυπο, της από 14-9-2000 ιδιόγραφης διαθήκης της και τα υπ' αριθμ 9 και 10 πιστοποιητικά μετοχών της Sea Trade, τα οποία πράγματι ενσωμάτωναν 250 και 50 μετοχές, αντίστοιχα. Με βάση την κατά τα ανωτέρω σαφή και γνωστή στην αντεναγομένη, βούληση της εκλιπούσας αδελφής των διαδίκων, η αντεναγομένη, κράτησε για τον εαυτό της, το υπ' αριθμ 10 πιστοποιητικό μετοχών και παρέδωσε στον αντενάγοντα το υπ' αριθμ 9 τέτοιο. Το περιεχόμενο των διαθηκών και το, με βάση αυτό, κληρονομικό δικαίωμα του αντενάγοντος, όσον αφορά τις 250 μετοχές της Λιβεριανής ως άνω εταιρείας, δεν αμφισβητείται από την αντεναγομένη, η οποία με τον πρώτο λόγο της εφέσεως, ισχυρίζεται ότι ο εφεσίβλητος δεν δύναται να γίνει μέτοχος στην εταιρεία "SEA TRADE MARITIME CORP", ανεξαρτήτως αν είναι κληρονόμος των 250 μετοχών της Α. Η., μετόχου εν ζωή της εν λόγω εταιρείας, διότι σύμφωνα με ρητό όρο του καταστατικού της, ουδείς μέτοχος της εταιρείας θα έχει το δικαίωμα ή την εξουσία να πωλήσει, εκχωρήσει, μεταβιβάσει ή άλλως πως διαθέσει, το σύνολο ή μέρος των μετοχών του στην εταιρεία, σε πρόσωπο που δεν είναι ήδη μέτοχος, χωρίς να έχει λάβει προηγουμένως την ομόφωνη έγγραφη συναίνεση όλων των άλλων μετόχων της εταιρείας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, διότι ο επίμαχος όρος D του καταστατικού της "SEA TRADE", ερμηνευόμενος, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δεν αναφέρεται και δεν καταλαμβάνει τις αιτία θανάτου μεταβιβάσεις ήτοι τις περιπτώσεις κληρονομικής διαδοχής τόσο εκ διαθήκης όσο και εξ αδιαθέτου αλλά αφορά μόνο τις εν ζωή μεταβιβάσεις. Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή ενισχύεται από το γεγονός, ότι η βούληση της διαθέτιδας Α. Η. και του συζύγου της Η. Η., ήταν η εν γένει περιουσία τους να μην περιέλθει στα χέρια τρίτων, παρά να παραμένει σε πρόσωπα του στενού συγγενικού και φιλικού τους περιβάλλοντος. Για το λόγο αυτό άλλωστε η θανούσα, με άλλη ιδιόγραφη διαθήκη της και συγκεκριμένα την από 15-7-1999, η οποία δημοσιεύθηκε με το 1850/28-3-2003 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατέλειπε άλλα περιουσιακά της στοιχεία και συγκεκριμένα την εταιρική της μερίδα στην εταιρεία "ΜΥΛΟΙ ΣΟΓΙΑ ΑΕ" αλλά και τα ποσοστό συγκυριότητας που είχε σε ακίνητα στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη, στην Μ. Ο.-Γ., η οποία ήταν μέτοχος της εταιρείας αυτής και συγκυρία των ακινήτων, ενώ κληροδότησε την οικογενειακή της κατοικία, στην θυγατέρα του αντενάγοντα Φ., υπό τον όρο, της μη μεταβίβασης της απ' αυτή, σε τρίτο. Με τα δεδομένα αυτά, η πρόβλεψη του καταστατικού της παραπάνω Λιβεριανής εταιρείας Sea Trade, αποσκοπούσε στον περιορισμό των εν ζωή μεταβιβάσεων από την διαθέτιδα Α. Η. και από τους κληρονόμους της, αν δηλ επρόκειτο να μετάσχει κάποιος τρίτος ως εταίρος σ' αυτή [εταιρεία], αυτός θα έπρεπε να είναι της αποδοχής όλων των μετόχων της. Για το λόγο αυτό εξάλλου και δεν τέθηκε ζήτημα συναίνεσης, όταν η διαθέτης Α. Η., κληρονόμησε τις μετοχές της παραπάνω εταιρείας που ανήκαν στο σύζυγό της Η. Η.".Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο και έτσι που έκρινε δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 28, 173 και 200 ΑΚ, αφού υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους, καθόσον το κληρονομητό των επίδικων μετοχών κεφαλαιουχικής εταιρείας του άρθρου 1 του Ν.791/78 που έχει την καταστατική της έδρα στη Λιβερία και είναι πλοιοκτήτρια πλοίου υπό Ελληνική σημαία, και επί της οποίας δεν εφαρμόζεται το άρθρο 10 ΑΚ διέπεται, κατά τα στη μείζονα σκέψη αναφερόμενα, από το Ελληνικό δίκαιο, κατά το οποίο και ερμηνεύθηκε ο αφορών στη μεταβίβαση των μετοχών αυτών όρος του καταστατικού. Επομένως οι από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρώτος λόγος της αναιρέσεως και ο δεύτερος κατά το δεύτερο μέρος του, καθώς και ο πρώτος λόγος του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως με τους οποίους η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα είναι αβάσιμοι. Περαιτέρω έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση ως προς την ερμηνεία του επίμαχου όρου του καταστατικού, για τον οποίο, έμμεσα και ανέλεγκτα, δέχθηκε ότι χρήζει ερμηνείας ως προς τις δηλώσεις των συμβληθέντων στον όρο αυτό, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 173 και 200 ΑΚ. Οι παραδοχές της απόφασης ως προς τη βούληση της διαθέτιδος, αφορούν σε επιχειρήματα του δικαστηρίου ως προς την παροχική της, με τη διαθήκη, διάθεση και όχι σε ερμηνεία του επίμαχου όρου, στον οποίο αυτή δεν ήταν αντισυμβληθείσα, τα δε επιχειρήματα αυτά δεν συνιστούν παραδοχές επί της βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν αιτιολογία της απόφασης, ώστε να επιδέχονται μομφή για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα. Ενόψει των προεκτεθέντων είναι απορριπτέοι και οι από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ δεύτερος λόγος της αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος του και ο δεύτερος λόγος του προσθέτου δικογράφου. Επειδή ο από τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει πόρισμα, διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (Ολ ΑΠ 2/2008). Στην προκειμένη περίπτωση με το τρίτο μέρος του δεύτερου λόγου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της αναφερομένης παραπάνω ρήτρας του καταστατικού της εταιρείας "SEA TRADE", με το να υιοθετήσει " ερμηνείες απολύτως ξένες και αντίθετες με την καθαρή έγγραφη διατύπωσή της". Η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη γιατί δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος" του εγγράφου, το οποίο ορθά αναγνώσθηκε, αλλά σε λανθασμένη, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, εκτίμηση του περιεχομένου του, από την οποία το δικαστήριο κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό, από εκείνο που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό: Δηλαδή η επικαλούμενη πλημμέλεια αφορά σε παραπάνω αναγόμενο στην, ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων και του περιεχομένου του έγγραφου. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος δεύτερος λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, κατά το τρίτο μέρος του, που μάλιστα αυτοαναιρείται από τα εκτιθέμενα στο πρώτο μέρος του, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Επειδή ο από τη διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται " αν το δικαστήριο δέχθηκε πράγματα που είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, χωρίς απόδειξη". Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου με το άρθρο 106 ΚΠολΔικ συστήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί: Ειδικότερα ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε "πράγματα", ήτοι αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει έστω και γενικά από ποια μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. Δεν απαιτείται να αξιολογεί η απόφαση τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξατομικεύει τα έγγραφα, ούτε να αναφέρει ποια έγγραφα λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο δέχθηκε, χωρίς τούτο να προκύπτει από κάποιο αποδεικτικό μέσο, ήτοι ότι δέχθηκε χωρίς απόδειξη " ότι δεν δόθηκε συναίνεση όταν η Α. Η., εισήλθε ως μέτοχος στην εταιρεία". Η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη και δεν στοιχειοθετεί την επικαλούμενη πλημμέλεια, γιατί αφορά σε ισχυρισμό που δεν συνιστά "πράγμα" υπό την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια, ήτοι" σε αυτοτελή ισχυρισμό που να τείνει στη θεμελίωση του καταχθέντος σε δίκη δικαιώματος", αλλά αφορά σε επιχείρημα του δικαστηρίου, ενώ περαιτέρω η αιτίαση αυτή είναι και αβάσιμη, καθόσον στην προσβαλλομένη απόφαση προσδιορίζονται αναλυτικά τα αποδεικτικά μέσα, που με επίκληση προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους, από την συνεκτίμηση των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, ενώ κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν χρειαζόταν να αξιολογεί κάθε επί μέρους αποδεικτικό μέσο. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (τούτος) πρέπει να απορριφθεί. Επειδή με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως και με τον πρώτο πρόσθετο λόγο, κατά το τρίτο μέρος του, αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλειες κατά τις οποίες ενώ η πρωτόδικη απόφαση είχε κρίνει άκυρη την επίμαχη ρήτρα "D" του καταστατικού, με την αιτιολογία ότι αυτή συνιστούσε απαγορευμένη κληρονομική σύμβαση κατά το άρθρο 368 ΑΚ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η ρήτρα αυτή είναι έγκυρη, αλλά κατά ορθή ερμηνεία της, κατά τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν καταλαμβάνει της αιτία θανάτου μεταβιβάσεις και ότι η αιτιολογία αυτή που αντιφάσκει με εκείνη της πρωτόδικης απόφασης δημιουργεί σύγχυση ως προς την εγκυρότητα ή μη της ρήτρας, αφού η απόφαση του Εφετείου απορρίπτει τον αφορώντα τη ρήτρα οικείο λόγο εφέσεως αναφέροντας ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, χωρίς να κάνει λόγο για αντικατάσταση αιτιολογιών. Οι αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες, καθόσον με την κατ' ουσίαν απόρριψη της εφέσεως η εκκαλουμένη απόφαση ενσωματώθηκε σε εκείνη του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, οι αιτιολογίες της οποίας επι του παραπάνω ζητήματος αντικατέστησαν κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔικ εκείνες της εκκαλουμένης (Ολ ΑΠ40/1996 ). Εξάλλου το πραγματικό της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αφορά στις αιτιολογίες της ίδιας της προσβαλλομένης αποφάσεως και όχι στην τυχόν αντίφαση των αιτιολογιών της σε σχέση με άλλη απόφαση . Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 8 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγμα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής αποτελεί και ο λόγος εφέσεως, με τον οποίο εκφέρεται παράπονο σχετικά με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με ισχυρισμό αρνητικό της αγωγής (Ολ ΑΠ 3/2008). Το παράπονο για μη λήψη υπόψη λόγου εφέσεως απορρίπτεται αν ρητώς ή "εκ των πραγμάτων" προκύπτει ότι το Εφετείο εξέτασε το λόγο αυτό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό" (Ολ ΑΠ 25/2003, ΑΠ 502/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο μέρος του πρώτου λόγου του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν ερεύνησε το πρώτο τμήμα του πρώτου λόγου της εφέσεως της αναιρεσείουσας, με τον οποίο αποδιδόταν στην εκκαλουμένη απόφαση ότι κατ' εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου έκρινε ότι ο επίμαχος όρος "D" του καταστατικού ήταν άκυρος, ως συνιστών απαγορευμένη, κατά το άρθρο 368 ΑΚ, κληρονομική σύμβαση. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον όπως αναφέρεται στους αμέσως προηγούμενους λόγους (5ος και 3ο μέρος του πρώτου πρόσθετου) το Εφετείο εκ των πραγμάτων, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της απόφασης, εξέτασε τον λόγο αυτό της εφέσεως και κατά το πρώτο μέρος του και αφού αντικατέστησε, τις ως προς αυτόν αιτιολογίες του, τον έκρινε ουσιαστικά αβάσιμο. Εφόσον λοιπόν ο λόγος αυτός εξετάστηκε δεν στοιχειοθετείται ο επικαλούμενος αναιρετικός λόγος, ενώ η αντικατάσταση των αιτιολογιών αυτών προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης και δεν ασκεί έννομη επιρροή η μη αναφορά της διατάξεως του άρθρου 534 ΚΠολΔικ. Ενόψει τούτων και εφόσον δεν υφίσταται προς έρευνα άλλος αναιρετικός λόγος η αναίρεση στο σύνολό της, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι πρέπει να απορριφθούν. Η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου (άρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29.9.2011 αίτηση της Ά. Κ. του Λ. κατά του Σ. Κ. του Λ. και τους από 2.4.2013 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4184/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε δυο χιλιάδες επτακόσια (2700) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Μαΐου 2014 ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ποιοτική-ποσοτική αοριστία αγωγής αναγνωριστικής κληρονομικού δικαιώματος. Κατά το άρθρο 28 ΑΚ οι κληρονομικές σχέσεις διέπονται από το δίκαιο της ιθαγένειας που είχε ο κληρονομούμενος όταν πέθανε. Με το δίκαιο αυτό κρίνεται και το κληρονομικό των μετοχών αλλοδαπής εταιρείας, όπως είναι η ναυτιλιακή εταιρεία του άρθρου 1 του Ν. 731/78 που έχει καταστατική έδρα στην αλλοδαπή και είναι διαχειρίστρια ή πλοιοκτήτρια πλοίου υπό Ελληνική σημαία. Με το ίδιο δίκαιο ερμηνεύονται και οι όροι του καταστατικού για τις δημιουργούμενες από την κληρονομία σχέσεις. Άρθρο 559 αρ. 20 δεν ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος, όταν η πλημμέλεια αφορά σε εκτιμητικό και όχι σε διαγνωστικό λάθος. Άρθρο 559 αρ. 10, δεν ιδρύεται όταν δεν αφορά σε αυτοτελή ισχυρισμό, ενώ όταν προσδιορίζονται τα αποδεικτικά μέσα, ο λόγος είναι αβάσιμος. Αν απορριφθεί κατ’ ουσίαν η έφεση η πρωτόδικη απόφαση ενσωματώνεται στην απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Άρθρο 559 αρ. 8 εδ. β’, αν ο λόγος έφεσης, που αποτελεί πράγμα κατά την έννοια της διατάξεως αυτής εξετάστηκε και απορρίφθηκε, δεν ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος.
Ναυτικές διαφορές
Αγωγή αναγνωριστική, Αοριστία αγωγής, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Ναυτικές διαφορές.
2
Αριθμός 1385/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1.Μ. Γ. του Κ., 2.Ε. Γ. του Κ., κατοίκων ..., 3.Α. συζ. Κ. Μ., το γένος Θ. Κ., 4.Κ. Κ. συζ. Θ. Ρ., το γένος Θ. Κ., κατοίκων ..., 5.Σ. Κ. του Ι., κατοίκου ..., 6.Ζ. Κ. του Ι., 7.Α.- Ε. Κ. του Σ., κατοίκων ..., 8.Α. Ν. του Ι. Σ. Κ., η οποία ενεργεί στην προκειμένη περίπτωση: α)για τον εαυτό της ατομικά και β)ως ασκούσα την γονική μέριμνα και ως νόμιμος εκπρόσωπος των ανήλικων τέκνων της: 9.Λ. Κ. του Σ., 10.Η. Κ. του Σ., κατοίκων ..., και 11.Α. Α. του Α., κατοίκου .... Οι 1η έως 10η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Τίγκα και η 11η δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Της αναιρεσίβλητης: Α. χήρας Γ. Ψ., το γένος Γ. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Φωτεινή Ευσταθίου, η οποία ανακάλεσε την από 1-4-2014 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-11-1995 αγωγή των 1ης, 3ης και 4ης των ήδη αναιρεσείουσων και λοιπών αρχικών διαδίκων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Τρικάλων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 123/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 202/2011 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 11-7-2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 2-9-2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ 1 και 2 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση ως να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Εξάλλου κατά το άρθρο 94 παρ 1 ΚΠολΔικ, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά το άρθρο 96 του ίδιου κώδικα η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά , κατά δε τη διάταξη του άρθρου 104, για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Τις κλητεύσεις επικαλούνται και αποδεικνύουν οι παριστάμενοι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση από το σχετικό πινάκιο, τα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου και τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής : Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι αναιρεσείοντες πλην της ενδεκάτης και η αναιρεσίβλητη, εκπροσωπήθηκαν από τους ειδικώς προς ταύτα εξουσιοδοτηθέντες πληρεξούσιους δικηγόρους τους Αντώνιο Τίγκα και Φωτεινή Ευσταθίου, αντίστοιχα. Η ενδέκατη αναιρεσείουσα (Α. Α. του Α.) εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον ίδιο όπως και οι λοιποί αναιρεσείοντες δικηγόρο (Αντώνιο Τίγκα) χωρίς όμως αυτός να έχει ειδικώς προς τούτο εξουσιοδοτηθεί από την εν λόγω αναιρεσείουσα, η οποία δεν προσκομίζει το απαραίτητο προς τούτο πληρεξούσιο. Όμως αυτή κλητεύθηκε από τους ομοδίκους της αναιρεσείοντες, με την επίδοση σ' αυτήν αντιγράφου της αναιρέσεως και κλήσεως για συζήτηση για την σημερινή δικάσιμο (βλ υπ' αριθμ.3981 Γ/11-7-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Θεσπρωτίας Θ. Κ. ) και συνεπώς πρέπει η υπόθεση να δικασθεί ως να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ήτοι και η μη νομίμως παραστάσα αναιρεσείουσα. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα. προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του (ΟλΑΠ 23/2008). Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (ΟλΑΠ 8/2005). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (ΟλΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφαση αδιστάκτως βέβαιο (ΟλΑΠ 14/2005), ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ 2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο, μετά από τη συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων, σ' αυτό, αποδεικτικών στοιχείων δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, σε σχέση με την ένδικη διεκδικητική συγκυριότητος αγωγή των δικαιοπαρόχων των αναιρεσειόντων αρχικών εναγουσών, στη θέση των οποίων λόγω του θανάτου τους υπεισήλθαν οι αναιρεσείοντες τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : "Επίδικα στην παρούσα αγωγή είναι τα ακόλουθα ακίνητα και συγκεκριμένα τα 2/5 εξ αδιαιρέτου αυτών : α) ... β) ... γ) ... δ) ... ε) ... στ) ... ζ) ... η) ... Τα ακίνητα αυτά, εκτός από το υπό στοιχείο δ νεμόταν ο Γ. Ψ., πατέρας του Ν. Ψ., από τα έτη 1884-1886 που περιήλθαν σε αυτόν έως το θάνατο του που επισυνέβη το έτος 1890. [Μετά το θάνατο του Γ. Ψ., χωρίς να αφήσει διαθήκη, η κληρονομιά του περιήλθε στα πέντε τέκνα του, δηλαδή στο Ν. Ψ. (πατέρα των τριών πρώτων αρχικώς εναγουσών Α. Κ., Ε. Γ. και Μ. Γ. και του συζύγου της εναγομένης Γ. Ψ. και παππού της τέταρτης και πέμπτης των αρχικώς εναγουσών Α. Μ. και Κ. Κ. Ρ.-θυγατέρων της ήδη αποβιώσασας κόρης του Ν. Ψ., Ε. Κ.), στην Κ. σύζυγο Δ. Π., στη Χ. σύζυγο Β. Μ., στην Π., σύζυγο Γ. Μ. και στο Σ. Ψ., κατά το 1/5 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο, οι οποίοι υπεισήλθαν και αναμείχθηκαν στην κληρονομιά του με πρόθεση κληρονόμου. Το 1924 απεβίωσε ο Σ. Ψ., ο οποίος με την υπ' αριθμ. .../20.5.1924 δημόσια διαθήκη του ενώπιον του συμβολαιογράφου Τρικάλων Μ. Ντουλόπουλου, η οποία δημοσιεύθηκε με τα υπ' αριθμ. 38/11.6.1924 πρακτικά συνεδριάσεως του Πρωτοδικείου Τρικάλων, κατέλειπε την ακίνητη περιουσία του στον αδερφό του Ν. Ψ. (στην οποία περιλαμβανόταν το 1/5 εξ αδιαιρέτου της κληρονομιάς του Γ. Ψ.), ο οποίος την αποδέχθηκε αναμειχθείς σε αυτή. Έτσι στο Ν. Ψ. περιήλθαν τα 2/5 εξ αδιαιρέτου της κληρονομιάς του Γ. Ψ.. Το 1929 ο Ν. Ψ. παρέσχε στη δανείστρια του ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "αδερφοί Δ. Π." δικαίωμα εγγραφής υποθήκης επί ολόκληρου του προαναφερόμενου υπό 2 ευρισκόμενου στα Τρίκαλα ακινήτου (που εμφαίνεται ως τμήμα Β στο από 2.2005 τοπογραφικό διάγραμμα, σχέδιο 1) (υπ' αριθμ. .../1929 δανειστικό συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Τρικάλων Γ. Χατζηγώγου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία κατασχέσεων του υποθηκοφυλακείου Τρικάλων στον τόμο … και με αριθμό 3255). Στη συνέχεια με δεύτερο δανειστικό συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου παρέσχε στο δανειστή αυτού Γ. Σ. δικαίωμα εγγραφής υποθήκης επί ολόκληρων των υπό 1 και 2 ευρισκόμενων στα Τρίκαλα ακινήτων (που εμφαίνονται ως τμήμα Β και Γ στο ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα) (καθώς και επί τρίτου ακινήτου που βρισκόταν στην ίδια περιοχή και το οποίο δεν είναι επίδικο, εμφαίνεται δε ως τμήμα Α στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα, υπ' αριθμ. .../1930 δανειστικό συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Τρικάλων Γ. Χατζηγώγου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα τ 48, αρ 5676). Ο Γ. Σ. επίσπευσε στη συνέχεια αναγκαστική κατάσχεση επί των ως άνω ακινήτων (υπ' αριθμ. 139/1932 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή Γ. Α.). Προκειμένου να διασφαλίσουν τα δικαιώματα τους (3/5 εξ αδιαιρέτου) στα ακίνητα αυτά από τους δανειστές του Ν. Ψ., οι συγκληρονόμοι του τελευταίου, ήτοι η Κ. σύζυγος Δ. Π. και οι κληρονόμοι της Χ. συζύγου Β. Μ. και της Π. συζύγου Γ. Μ., οι οποίες είχαν εν τω μεταξύ αποβιώσει, άσκησαν την από 20.1.1932 αγωγή τους κατά του Ν. Ψ. και των ως άνω δανειστών αυτού, με την οποία ζητούσαν να εξαλειφθούν ως προς τα δικά τους μερίδια (3/5) οι εγγραφείσες υποθήκες. Περαιτέρω αφενός η Κ. σύζυγος Δ. Π. και αφετέρου οι κληρονόμοι της Χ. συζύγου Β. Μ. και της Π. συζύγου Γ. Μ., άσκησαν τις από 5.12.1932 και 14.12.1932 διεκδικητικές ανακοπές κατά του Ν. Ψ. και του Γ. Σ. με τις οποίες ζητούσαν να αναγνωρισθεί το εξ αδιαθέτου κληρονομικό τους δικαίωμα επί της κληρονομιάς του πατρός τους Γ. Ψ. και να ακυρωθεί η επιβληθείσα κατάσχεση κατά το μέρος που αφορούσε το μερίδιο τους (1/5 για κάθε μία). Επί της πρώτης ανακοπής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 148/1934 απόφαση του Πρωτοδικείου Τρικάλων, με την οποία έγινε δεκτή η ανακοπή. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με την υπ' αριθμ. 119/1938 απόφαση του Εφετείου Λάρισας. Μετά ταύτα και χωρίς να εκδικαστούν τα λοιπά ένδικα βοηθήματα, η κατάσχεση περιορίστηκε στα 2/5 εξ αδιαιρέτου των ως άνω ακινήτων, τα οποία κατόπιν πλειστηριασμού περιήλθαν στον Γ. Σ., ως υπερθεματιστή, δυνάμει της υπ' αριθμ. .../1935 κατακυρωτικής περίληψης του συμβολαιογράφου Τρικάλων Αν. Κυριακού, που μεταγράφηκε νόμιμα (τ …, αρ 13492). Το 1945 ο Ι. Π., κληρονόμος της Κ. Π., άσκησε κατά του Ν. Ψ. την από 30.5.1945 διεκδικητική αγωγή με την οποία ζητούσε να του αποδοθεί το ποσοστό συγκυριότητας του (1/5) στα ως άνω ακίνητα. Ενόψει της δίκης αυτής και επειδή η διεκδικητική ανακοπή της μητέρας του ενάγοντος είχε γίνει ήδη τελεσιδίκως δεκτή (προαναφερόμενη υπ' αριθμ. 148/1934 απόφαση του Εφετείου Λάρισας) με συνέπεια να θεωρείται σφόδρα πιθανή η επιτυχής έκβαση και της δίκης αυτής, ο Ν. Ψ. προέτρεψε τον υιό του Γ. Ψ. να έρθει σε συμφωνία με τον Ι. Π. αλλά και με τους κληρονόμους της Χ. συζύγου Β. Μ. και της Π., συζύγου Γ. Μ., ώστε να επιλυθούν συμβιβαστικά οι μεταξύ τους διαφορές. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής και προκειμένου να αποφευχθεί η συζήτηση της αγωγής που επίκειτο ο Ι. Π. μεταβίβασε στο Γ. Ψ. με το υπ' αριθμ. .../1946 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κοζάνης Φ. Τσικρίκη, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα (τ … αρ. 15.731), το 1/5 εξ αδιαιρέτου επί των ακινήτων στα Τρίκαλα στα οποία είχε αναγνωρισθεί η μητέρα του ως συγκληρονόμος. Με τους κληρονόμους της Χ. Μ. και της Π. Μ. δεν συνετάγησαν έγγραφα, προφανώς προς αποφυγή των εξόδων και διότι δεν είχε εκδοθεί επί των ενδίκων βοηθημάτων τους απόφαση, αλλά, έναντι καταβολής σε αυτούς των δικαστικών τους εξόδων, παρέδωσαν ατύπως τη νομή των ακινήτων κατά τα 2/5 στο Ν. Ψ.. Στη συνέχεια το 1948 ο Ν. Ψ. ανέκτησε δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1948 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Τρικάλων Αλ. Κλείδωνα, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, τα υπόλοιπα 2/5 εξ αδιαιρέτου των ακινήτων που βρίσκονταν στα Τρίκαλα από τον αποκτήσαντα αυτά με τον προαναφερόμενο πλειστηριασμό Γ. Σ.. Τότε ο Ν. Ψ. με άτυπη δωρεά παρέδωσε τη νομή όλων των ανηκόντων σε αυτόν ακινήτων, δηλαδή των ακινήτων στην Κρανιά και στο Παλαιοχώρι Καλαμπάκας (εκτός από το υπό 4 ακίνητο) και των 4/5 εξ αδιαιρέτου των ευρισκόμενων στα Τρίκαλα ακινήτων (υπό 1, 2) στο Γ. Ψ., μοναδικό άρρεν τέκνο του, αναγνωρίζοντας την προσπάθεια που ο τελευταίος κατέβαλε και τα έξοδα στα οποία υπεβλήθη για να περιέλθουν και πάλι σε αυτόν (Ν. Ψ.) τα ανωτέρω ποσοστά εξ αδιαιρέτου των ως άνω ακινήτων. Η δωρεά συνοδευόταν από συμφωνία μεταξύ του γέροντα πατέρα (76 ετών τότε) και του Γ. Ψ. να φροντίσει ο τελευταίος τις αδερφές του Ε. και Μ., που δεν είχαν ακόμη παντρευτεί και να βοηθήσει στην αποκατάσταση τους, όπως είχε πράξει και με τις άλλες δύο αδερφές του. Την άτυπη δωρεά γνώριζαν και αποδέχονταν τόσο η σύζυγος του Ν. Ψ., Ε., όσο και οι κόρες του, αδερφές του Γ. Ψ., Α., Ε., Μ. (τρεις πρώτες αρχικώς ενάγουσες) και η Ε. (μητέρα των δύο τελευταίων αρχικώς εναγουσών). Έκτοτε, δηλαδή από το 1946 (με βάση το προαναφερόμενο υπ' αριθμ. .../1946 συμβόλαιο) όσον αφορά το 1/5 εξ αδιαιρέτου των υπό 1 και 2 ακινήτων που βρίσκονται στα Τρίκαλα και από το 1948 (με βάση την προαναφερόμενη άτυπη δωρεά) όσον αφορά τα 4/5 εξ αδιαιρέτου των ακινήτων αυτών καθώς και τα υπόλοιπα ακίνητα στην Κρανιά και στο Παλαιοχώρι Καλαμπάκας (υπό 3, 5, 6, 7 και 8), ο Γ. Ψ. νεμόταν ως αποκλειστικός νομέας τα επίδικα. Στη συνέχεια απεβίωσε στις 21.1.1950 ο Ν. Ψ. χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλείποντας ως πλησιέστερους συγγενείς τη σύζυγο του Ε., η οποία απεβίωσε στις 9.10.1963 και τα πέντε παιδιά τους, το Γ., την Ε., που απεβίωσε στις 9.7.1950, την Α., την Ε. και τη Μ.. Την κληρονομιά του Ν. Ψ. αποδέχθηκαν οι τρεις τελευταίες με την υπ' αριθμ. …/1989 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Τρικάλων Ι. Παπαμιχαήλ, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα (τ. …, αρ 458, 459, υποθηκοφυλακείο Τρικάλων, τ. …, αρ 36042 υποθηκοφυλακείο Καλαμπάκας), ενώ την κληρονομιά της μετέπειτα αποβιωσάσης μητέρας τους αποδέχθηκαν με την υπ' αριθμ …/1989 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του ίδιου συμβολαιογράφου, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα (τ. …, αρ 460, 461 υποθηκοφυλακείο Τρικάλων, τ. …, αρ 36043 υποθηκοφυλακείο Καλαμπάκας). Οι δε κόρες της Ε. αποδέχθηκαν την κληρονομιά της καθώς και για λογαριασμό της την κληρονομιά του Ν. Ψ. με την υπ' αριθμ. …/1989 αποδοχή κληρονομιάς του ίδιου συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα (τ …, αρ 36040 υποθηκοφυλακείο Καλαμπάκας και τ …, αρ 454, 455 υποθηκοφυλακείο Τρικάλων), ενώ την κληρονομιά της γιαγιάς τους Ε. Ψ. αποδέχθηκαν με την υπ' αριθμ. …/1989 αποδοχή κληρονομιάς του ίδιου συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα (τ …, αρ 36041 υποθηκοφυλακείο Καλαμπάκας και τ …, αρ 456, 457 υποθηκοφυλακείο Τρικάλων). Εντούτοις ήδη από τα έτη 1946 και 1948 (κατά τη διάκριση που γίνεται παραπάνω) ο Γ. Ψ. νεμόταν ως αποκλειστικός νομέας τα επίδικα, νομή την οποία συνέχισε και μετά το θάνατο του πατέρα του έως το θάνατο του ίδιου το 1992. Να σημειωθεί ότι επίδικα στην παρούσα δίκη είναι μόνα τα 2/5 εξ αδιαιρέτου των ακινήτων (ενώ ως προς τα υπόλοιπα 3/5 η αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη). Επειδή όμως δεν διαφοροποιείται η τύχη των επιδίκων 2/5 από τα υπόλοιπα 3/5, στο εξής και προς απλούστευση στη διατύπωση θα γίνεται λόγος για ολόκληρα τα ακίνητα. Πιο συγκεκριμένα όσον αφορά τις πράξεις νομής, ο Γ. Ψ. διέμενε στην οικία που βρισκόταν στο υπ' αριθμ. 2 ακίνητο, με τη μητέρα του (Ε.), τις ανύπαντρες αδερφές του (δεύτερη και τρίτη των αρχικώς εναγουσών), τις οποίες φιλοξενούσε και τις ανήλικες κόρες της αποβιώσασας το 1950 αδερφής του Ε. (τέταρτη και πέμπτη των αρχικώς εναγουσών), τις οποίες φρόντιζε. Όλες τις ανωτέρω συντηρούσε ο Γ. Ψ. ο οποίος ήταν και ο μόνος από την οικογένεια που εργαζόταν, εκμεταλλευόμενος φορτηγά και επιβατικά αυτοκίνητα. Μετά το γάμο τους οι αδερφές του Γ. Ψ., οι οποίες προικίστηκαν από αυτόν, και οι ανεψιές του αποχώρησαν από την ως άνω οικία και διέμεναν πλέον με τους συζύγους τους σε διαφορετικές οικίες, χωρίς ουδέποτε να επιστρέψουν ή να ενδιαφερθούν γι' αυτή. Μόνον η Α. Κ. επέστρεψε με την οικογένεια της (προσωρινά και εξ ανάγκης), διότι το δικό της σπίτι είχε υποστεί καταστροφές, και φιλοξενήθηκε εκ νέου από το Γ. Ψ. για δύο χρόνια (1959-1960). Ο τελευταίος συνέχισε να διαμένει στην οικία με την εναγομένη - σύζυγο του (από το 1960) έως το 1977, οπότε, λόγω της παλαιότητας της, την εγκατέλειψαν και εγκαταστάθηκαν σε διαμέρισμα. Στο υπό 1 ακίνητο ο Γ. Ψ. καλλιεργούσε αρχικώς τριφύλλι, ως τροφή του ποιμνίου που παράλληλα με τις άλλες κύριες επαγγελματικές του δραστηριότητες διατηρούσε. Το ότι ο Γ. Ψ. νεμόταν τα ως άνω υπό 1 και 2 ακίνητα ως αποκλειστικός κύριος επιβεβαιώνεται από τα ακόλουθα: 1)Κατά το χρονικό διάστημα 1969-1971 προέβη σε πωλήσεις διαιρετών τμημάτων του υπό 1 ακινήτου καθώς και άλλου ακινήτου στην ίδια περιοχή που εμφαίνεται στο σχέδιο 1 του πραγματογνώμονα ως τμήμα Α, τα οποία είχαν αποκτήσει εν τω μεταξύ σημαντική οικοπεδική αξία, εν γνώσει των αδερφών του, οι οποίες καμία αντίρρηση δεν προέβαλαν ούτε αμφισβήτησαν το δικαίωμα του να προβεί στις ως άνω πωλήσεις. Συγκεκριμένα με τα υπ' αριθμ. …/1969, …/1970, …/1970, …/1971, …/1971 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Τρικάλων Β. Πουλιανίτη, τα οποία μεταγράφηκαν νόμιμα, ο Γ. Ψ. πώλησε στους Σ. Κ., Χ. Ο., Χ. Τ. και Γ. Σ., Χ. Κ. και Γ. Ο. και στον Ε. Κ. αντίστοιχα, διαιρετά οικοπεδικά τμήματα έκτασης 252, 20 τμ, 290 τμ, 240,84 τμ, 456,40 τμ, 306,10 τμ αντίστοιχα, στα τέσσερα πρώτα από τα οποία οι αγοραστές ανήγειραν από ετών πολυώροφες οικοδομές. Οι τρεις πρώτες πωλήσεις αφορούν το εμφαινόμενο ως τμήμα Α στο σχέδιο 1 του πραγματογνώμονα ακίνητο, το οποίο δεν είναι επίδικο στην παρούσα δίκη, αν και ανήκε και αυτό στο δικαιοπάροχο των διαδίκων Ν. Ψ., διότι με τις ως άνω πωλήσεις και τη διάνοιξη της οδού … εξαντλήθηκε η έκταση του. Οι δύο τελευταίες πωλήσεις αφορούν τμήματα του υπό 1 επίδικου ακινήτου (το οποίο εμφαίνεται ως τμήμα Γ στο σχέδιο 1 του πραγματογνώμονα, ενώ τα πωληθέντα τμήματα σημειώνονται με τους αριθμούς 4 και 5 στο ως άνω σχέδιο). Στα πωλητήρια συμβόλαια αναγράφεται ο πωλητής Γ. Ψ. ως αποκλειστικός κύριος των πωλούμενων τμημάτων. Τις πωλήσεις αυτές γνώριζαν οι αρχικώς ενάγουσες, όπως καταθέτουν σαφώς οι μάρτυρες τους, και δεν αντιτάχθηκαν σε αυτές ούτε κατά τη σύναψη τους ούτε μεταγενέστερα. Ο ισχυρισμός τους ότι προηγήθηκε συναίνεση τους στις ως άνω πωλήσεις, ότι έλαβαν μέρος του τιμήματος και ότι συγκατατέθηκαν σε αυτές προκειμένου να βοηθήσουν το στενό συγγενή τους Γ. Ψ., ο οποίος εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε έντονα οικονομικά προβλήματα δεν κρίνεται αληθής. Αν τούτο ίσχυε θα συμμετείχαν και αυτές στη σύνταξη των συμβολαίων προκειμένου να δηλώσουν και τυπικώς τη συναίνεση τους και κυρίως να διασφαλίσουν τα δικαιώματα τους έναντι των δανειστών του Γ. Ψ. στα εναπομένοντα τμήματα. Επίσης δεν είναι αληθή τα κατατιθέμενα, εντελώς αόριστα, από το μάρτυρα των εναγόντων αλλά και από τις ενόρκως βεβαιούσες, που εν τέλει κατέστησαν διάδικοι, ότι καταβλήθηκε στις αδερφές και ανεψιές του Γ. Ψ. μέρος του τιμήματος. Οι καταθέσεις αυτές έρχονται σε ευθεία αντίθεση τόσο με την κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως όσο και με τα προαναφερόμενα πωλητήρια συμβόλαια. Κανένας από τους μάρτυρες αυτούς δεν μπόρεσε να προσδιορίσει σε τι ποσό αντιστοιχούσε το καταβληθέν τίμημα και πότε έλαβε χώρα η καταβολή αυτού, μολονότι βεβαίως θα επρόκειτο για σημαντικά ποσά και λόγω της στενής συγγενικής τους σχέσης θα έπρεπε, αν είχαν λάβει χώρα καταβολές, να μπορούν έστω κατά προσέγγιση να καθορίσουν το ύψος τους. Επιβεβαιώνεται έτσι η είσπραξη του ποσού αποκλειστικώς από τον πωλητή Γ. Ψ., όπως ρητώς καταθέτει ο μάρτυρας της εναγομένης και αναφέρεται στα πωλητήρια συμβόλαια. Τέλος και ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι οι αδερφές και ανεψιές του Γ. Ψ. επέτρεψαν τις ως άνω πωλήσεις θεωρώντας ότι ο τελευταίος ως συγκληρονόμος μεταβίβαζε το μερίδιο που του αναλογούσε δεν είναι βάσιμος. Οι αδερφές και ανεψιές του Γ. Ψ. γνώριζαν ότι αυτός μεταβιβάζει διαιρετά τμήματα, τα οποία συνολικά υπερέβαιναν το 1/5 που κατ' αυτές του αναλογούσε και ήταν τα πλέον προνομιούχα, λόγω του σχήματος τους και ως μη αποτελούντα ή δυνάμενα να αποτελέσουν ρυμοτομούμενη έκταση. Αν επομένως θεωρούσαν ότι έχουν δικαιώματα επί των ως άνω οικοπέδων θα φρόντιζαν να διασφαλίσουν αυτά με κάποιο τρόπο, έστω στα μη πωληθέντα τμήματα. Μετά τις ως άνω πωλήσεις ο Γ. Ψ. εξακολουθούσε να νέμεται το υπό 2 ακίνητο (τμήμα Β στο σχέδιο 1 του πραγματογνώμονα) και τμήμα του αρχικού υπό 1 ακινήτου (τμήμα Γ), όπως το τμήμα αυτό εμφαίνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα (σχέδιο 1) του πραγματογνώμονα Η. Μ. με τα στοιχεία 37-38-39-40-41-42-43-44-45-46-47-48-49-50-51-52-53-54-55- 56 -57 -58 -59 -60 -61 -62 -63 -64-65-66-67-67α-37α-37, έκτασης (3546,99 αρχική έκταση - 456,40 πωληθέν τμήμα - 306,10 πωληθέν τμήμα) 2.784,49 τμ, ενώ τα πωληθέντα τμήματα νέμονται από της αγοράς τους οι αγοραστές αυτών. 2) Με το από 2.8.1937 Β. Διάταγμα, όπως τροποποιήθηκε με το από 10.1.1969 Β.Δ., εγκρίθηκε το σχέδιο ρυμοτομίας της πόλης των Τρικάλων. Σημαντικά τμήματα των υπό 1 και 2 ακινήτων επρόκειτο να ρυμοτομηθούν για τη διάνοιξη των οδών …, …, … και ανώνυμης οδού. Για την εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδιασμού συνετάγησαν 5 πράξεις τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης (2/1963, 10/1975, 6/1976, 3/1978 και 1/1980, εκ των οποίων κυρώθηκαν μόνο οι 10/1975 και 6/1976, ενώ οι υπόλοιπες ακυρώθηκαν). Στη μακροχρόνια σχετική διοικητική διαδικασία /συμμετείχε αποκλειστικά ο Γ. Ψ.. Συγκεκριμένα, σε αυτόν κοινοποιούνταν τα υπηρεσιακά έγγραφα, τα οποία τον ανέφεραν ως ιδιοκτήτη (προσκλήσεις προς υπόδειξη ορίων, πράξεις τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημιώσεως, απαντήσεις επί ενστάσεων), αυτός συμμετείχε στις αναγκαίες για τη σύνταξη των ως άνω πράξεων αυτοψίες προκειμένου να υποδείξει τα όρια των ακινήτων, αυτός αναφερόταν ως ιδιοκτήτης των επιδίκων στις πράξεις τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημιώσεως και στα συνοδευτικά τοπογραφικά διαγράμματα, αυτός υπέβαλε ενστάσεις προκειμένου να διασφαλιστούν κατά τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του κατά την ως άνω διαδικασία (υπ' αριθμ. Ε 9197/1976, Ε 1553/1978, Ε1041/1980 έγγραφα της διεύθυνσης τεχνικών υπηρεσιών της Νομαρχίας Τρικάλων με το συνημμένο πίνακα διανομής, υπ' αριθμ. Ε2021/1978 απόφαση του Νομάρχη Τρικάλων με την οποία γίνεται δεκτή ένσταση του Γ. Ψ. και ακυρώνεται η υπ' αριθμ. 3/1978 πράξη τακτοποίησης λόγω μη κλήτευσης του για την υπόδειξη των ορίων της ιδιοκτησίας του προκειμένου να συνταγεί η πράξη αυτή, υπ' αριθμ. Πρωτ. 2784/1980 ένσταση κατά της υπ' αριθμ. 1/1980 πράξης τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης και υπ' αριθμ. 3192/1980 έγγραφο της νομαρχίας Τρικάλων με το οποίο γίνεται δεκτή η ένσταση του και ακυρώνεται η υπ' αριθμ. 1/1980 πράξη, υπ' αριθμ. 1785/1988 αίτηση του Γ. Ψ. και το υπ' αριθμ. 352/1989 έγγραφο της δ/νσης τεχνικών υπηρεσιών του Δήμου Τρικαίων με το οποίο απορρίπτεται). Μάλιστα όταν ο Δήμος προέβη στην εκτέλεση εργασιών προς διάνοιξη των οδών … και …, χωρίς να έχει καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση, ο Γ. Ψ., διαμαρτυρόμενος, έριξε όγκους χωμάτων σε διανοιγέντα τμήματα της οδού, όπως σαφώς καταθέτει ο μάρτυρας της εναγομένης, ο οποίος προέβη στην ως άνω πράξη κατ' εντολή του Γ. Ψ. . Οι ανιψιές του Γ. Ψ. (τρίτη και τέταρτη ενάγουσα) και οι αδερφές του Γ. Ψ. - δικαιοπάροχοι των λοιπών εναγόντων, για πρώτη φορά το έτος 1989, επιχείρησαν να λάβουν μέρος στις σχετικές διαδικασίες επικαλούμενες, αβάσιμα σύμφωνα με τα εκτιθέμενα παραπάνω, κληρονομικά δικαιώματα τους επί των επιδίκων (υπ' αριθμ. 352/1989 έγγραφο του Δήμου Τρικκαίων). 3)Με την υπ' αριθμ. …/1970 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Τρικάλων Β. Γ. κατασχέθηκε αναγκαστικά με επίσπευση της εταιρίας ΒΙΑΜΑΞ, δανείστριας του Γ. Ψ., ένα από τα επίδικα στη Βουβή. Στην έκθεση το ακίνητο φέρεται ως ανήκον αποκλειστικά στο Γ. Ψ.. Σε δίκη (ασφαλιστικά μέτρα) το 1989 με όμορο γείτονα στη Βουβή συμμετείχε μόνο ο Γ. Ψ. ως αποκλειστικός νομέας του ακινήτου (βλ. υπ' αριθμ. 998/1989 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, δικάζοντος σε δεύτερο βαθμό επί της υπ' αριθμ. 285/1989 αίτησης του Γ. Ψ.). Περαιτέρω και τα υπόλοιπα ακίνητα στην Κρανιά και στο Παλαιοχώρι Καλαμπάκας νεμόταν ο Γ. Ψ. ως αποκλειστικός νομέας από της περιελεύσεώς τους σε αυτόν το 1948 μέχρι το θάνατο του το 1992, εκτός από το υπ' αριθμ. 4 ακίνητο στην Κρανιά, έκτασης 5.000 τμ, το οποίο αποτελεί δημόσια δασική έκταση και ουδέποτε άσκησαν πράξεις νομής επ' αυτού οι διάδικοι ή οι δικαιοπάροχοι τους. Όσον αφορά τα υπόλοιπα ακίνητα: ο Γ. Ψ. επισκεπτόταν κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και φρόντιζε το υπό 3 οικόπεδο στην Κρανιά Καλαμπάκας στο οποίο υπήρχε ερειπωμένη οικία. Τοποθέτησε δε σε αυτό παράπηγμα από λαμαρίνες με WC. Επιπροσθέτως, παραχώρησε ατύπως στην Κοινότητα Κρανιάς έκταση 200 τμ προκειμένου να διανοιχθεί κοινοτικός δρόμος, έργο το οποίο δεν έχει υλοποιηθεί μέχρι σήμερα. Ο Γ. Ψ. χρησιμοποιούσε τη λιθόκτιστη οικία που βρίσκεται στο υπ' αριθμ. 5 οικόπεδο στο Παλαιοχώρι Καλαμπάκας ως παραθεριστική κατοικία. Διέμενε σε αυτή κατά τους καλοκαιρινούς μήνες με τα μέλη της οικογένειας του που φιλοξενούσε (μητέρα, ανύπαντρες αδερφές και ανιψιές του) και μετά το γάμο του με τη σύζυγο του. Επισκεύασε την οικία αυτή (αντικαθιστώντας τη σκεπή και κατασκευάζοντας νέο WC), φρόνησε για την υδροδότηση και ηλεκτροδότηση της, έβαλε σε αυτή τηλέφωνο και πλήρωνε τα κοινοτικά τέλη γι αυτή. Οι αρχικώς ενάγουσες μετά το γάμο τους έπαψαν να διαμένουν στην οικία αυτή και παραθέριζαν πλέον με τους συζύγους τους σε άλλα μέρη, ενώ ουδέποτε επέδειξαν ενδιαφέρον γι αυτή ή συμμετείχαν στα έξοδα της. Τα υπ' αριθμ. 6 και 7 ακίνητα χρησιμοποιούσε ο Γ. Ψ. για την καλλιέργεια τριφυλλιού ως τροφή για το ποίμνιο του που διατηρούσε έως το 1980 και στη συνέχεια προς πώληση. Στο πρώτο από αυτά είχε κατασκευάσει μαντρί για το σταυλισμό του ποιμνίου του. Τέλος, το υπ' αριθμ. 8 ακίνητο χρησιμοποιούσε αρχικώς προς βόσκηση του ποιμνίου του και στη συνέχεια (μετά το 1980) το εκμίσθωνε σε τρίτους. Να σημειωθεί δε ότι στα υπό 7 και 8 ακίνητα στο Παλαιοχώρι εγγράφηκε το 1974 από την Αγροτική Τράπεζα υποθήκη σε βάρος του Γ. Ψ., οφειλέτη της ΑΤΕ (τ …, αρ 3716). Στα σχετικά δε έγγραφα τα ακίνητα φέρονται ως ανήκοντα αποκλειστικώς στο Γ. Ψ.. Οι αρχικώς ενάγουσες ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν για τα ως άνω ακίνητα στα Τρίκαλα, την Κρανιά και το Παλαιοχώρι Καλαμπάκας, δεν άσκησαν επ' αυτών πράξεις νομής, ούτε αμφισβήτησαν το δικαίωμα του Γ. Ψ. να τα νέμεται ως αποκλειστικός νομέας. Ο ισχυρισμός τους ότι επέτρεψαν απλώς τη διαχείριση των ως άνω ακινήτων στο Γ. Ψ. ως συγκληρονόμο τους, στο πλαίσιο λειτουργίας μιας πατριαρχικής οικογένειας, δεν αποδεικνύεται βάσιμος. Όπως και παραπάνω αναφέρθηκε γνώριζαν και αποδέχονταν την παράδοση της νομής των ακινήτων στο Γ. Ψ. από τον πατέρα τους Ν. Ψ. το 1948 και την εν συνεχεία άσκηση από αυτόν πράξεων νομής ως αποκλειστικό νομέα (πώληση διαιρετών τμημάτων των οικοπέδων στα Τρίκαλα, παραχώρηση δικαιώματος εγγραφής υποθήκης σε ακίνητα στα Τρίκαλα και στο Παλαιοχώρι, συμμετοχή σε διαδικασίες διοικητικές και δικαστικές που αφορούσαν τα ως άνω ακίνητα ως αποκλειστικός κύριος) χωρίς οι ενάγουσες να αντιδράσουν, τουλάχιστον μέχρι το έτος 1989, που για πρώτη φορά αυτές εκδήλωσαν την πρόθεση τους να λάβουν μέρος στη διαδικασία των πράξεων αναλογισμού και τακτοποίησης των οικοπέδων στη θέση "Βουβή" του Δήμου Τρικκαίων. Ενόψει όλων των ανωτέρω ο Γ. Ψ. κατέστη κύριος κατά παράγωγο τρόπο (δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1946 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Κοζάνης Φ.; Τσικρίκη, που μεταγράφηκε νόμιμα) του 1/5 εξ αδιαιρέτου των υπό 1και 2 ακινήτων, ενώ κατά το υπόλοιπο (επίδικο) ποσοστό του 1/5 εξ αδιαιρέτου των υπό 1 και 2 ακινήτων και των 2/5 εξ αδιαιρέτου των υπό 3, 5, 6, 7 και 8 με έκτακτη χρησικτησία, εκτός από το υπ' αριθμ. 4 ακίνητο στην Κρανιά Καλαμπάκας που κατά τα ανωτέρω ανήκει στο Δημόσιο. Να σημειωθεί ότι τα ρυμοτομούμενα τμήματα των υπό 1 και 2 ακινήτων δεν είχαν κατά το χρόνο του θανάτου του εκφύγει της κυριότητας και της νομής του Γ. Ψ., αφού δεν είχε καταβληθεί από το Δήμο Τρικκαίων η νόμιμη αποζημίωση και επομένως αποτελούσαν αντικείμενο της κληρονομιάς. Μετά το θάνατο του Γ. Ψ., στις 29.5.1992, η περιουσία του περιήλθε στην πρώτη εναγομένη, μοναδική κληρονόμο αυτού δυνάμει της υπ' αριθμ. …/1990 δημόσιας διαθήκης, που δημοσιεύθηκε με τα υπ' αριθμ. 116/1992 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων. Την κληρονομιά αποδέχθηκε η πρώτη εναγομένη με την υπ' αριθμ. …/1996 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον του συμβολαιογράφου Τρικάλων Φ. Αθανάτου, που μεταγράφηκε νόμιμα (τ …, αρ 264 στο υποθηκοφυλακείο Τρικάλων, τ. …, αρ 48179 στο υποθηκοφυλακείο Καλαμπάκας), συνέχισε δε να ασκεί, όπως ακριβώς και ο δικαιοπάροχος της πράξεις νομής, επί των υπό 1, 2, 3, 5, 6, 7 και 8 ακινήτων. Ειδικότερα όσον αφορά τα επίδικα στα Τρίκαλα, επιβλέπει και φροντίζει αυτά συνέχισε δε τις διαπραγματεύσεις με το Δήμο Τρικκαίων όσον αφορά την τύχη των ρυμοτομούμενων τμημάτων αυτών (βλ υπ' αριθμ. 3663/1998 και 434/1994 αιτήσεις της) και αντάλλαξε δύο τμήματα ρυμοτομούμενων εκτάσεων συνολικής έκτασης 389,25 τμ, που αποτελούν τμήμα των επιδίκων, με ακίνητο σε άλλη περιοχή ιδιοκτησίας του Δήμου Τρικκαίων, με το υπ' αριθμ. …/2004 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Τρικάλων Γ. Αθανάτου, που μεταγράφηκε νόμιμα (τ. …, αρ. 339, 340). Όσον αφορά τα υπόλοιπα εκτός Τρικάλων επίδικα η εναγομένη επισκέπτεται το υπό 3 ακίνητο στην Κρανιά, χρησιμοποιεί ως παραθεριστική οικία τη λιθόκτιστη οικοδομή στο υπό 5 ακίνητο, συγκομίζει τους καρπούς από τα δένδρα που βρίσκονται στο υπό 6 ακίνητο, έλαβε δε από τον ΕΛΓΑ και αποζημίωση για καταστροφή που υπέστη η παραγωγή το 1998 λόγω παγετού και εκμισθώνει σε τρίτους τα υπό 7 και 8 αγροτικά ακίνητα. Αντίθετα, οι ήδη εκκαλούντες, οι οποίοι υπεισήλθαν στη δίκη με τον αναφερόμενο στο κεφάλαιο 3 της παρούσας τρόπο και συνεχίζουν τη δίκη των αρχικώς εναγουσών, δεν απέκτησαν δικαιώματα συγκυριότητας επί των επίδικων ακινήτων, όπως αβάσιμα αυτοί υποστηρίζουν με την ένδικη αγωγή τους και με το εφετήριό τους. Ενόψει των ανωτέρω έπρεπε, δεκτής καθισταμένης της ενστάσεως ιδίας κυριότητας που πρότεινε νομίμως η εναγομένη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η υπό κρίση αγωγή που αφορά τα 2/5 εξ αδιαιρέτου όλων των ακινήτων". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με τους πρώτο, δεύτερο και τέταρτο από τους λόγους της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα νομίμως επαναφερθέντα στο δεύτερο βαθμό, κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔικ, με επίκληση παρακάτω έγγραφα, από τα οποία προέκυπτε η ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής των αναιρεσειόντων και συγκεκριμένα η κυριότητα του δικαιοπαρόχου τους Ν. Ψ. επί των επιδίκων ακινήτων και ο τρόπος κατοχής αυτών από τον κληρονομηθέντα από την αναιρεσίβλητη σύζυγό της Γ. Ν. Ψ. και ότι ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη α) την ασκηθείσα ενώπιον του Ειρηνοδικείου Τρικάλων από τον προαναφερθέντα Γ. Ν.Ψ., υπ' αριθμ καταθ 285/18-4-1989 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (πρώτος λόγος), β) τα υπ' αριθμ …/1969, …/1970, …/1970, …/1971 και …/1971 αγοραπωλητήρια συμβόλαια του συμβ/φου Τρικάλων Β. Πουλιανίτη (δεύτερος λόγος)και γ) τα υπ' αριθμ .../19-11-1929, …/23-11-1929, …/27-11-1929 και …/30-5-1930 πιστοποιητικά του Οικονομικού Εφόρου Τρικάλων Μιχ. Ντουλόπουλου, περί εκχωρήσεως απαίτησης μισθωμάτων και περί εκμισθώσεως, αντίστοιχα, των ευρισκομένων στα Τρίκαλα επιδίκων ακινήτων από τον Ν. Ψ. (τέταρτος λόγος). Οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχομένη σ' αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη "όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται" (σελίδα 5), σε συνδυασμό με το προεκτεθέν περιεχόμενο της απόφασης και την ιδιαίτερη μάλιστα αναφορά στα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία του πρώτου (σελίδες 15-16) και του δεύτερου λόγου (σελίδα 12), δεν γεννιέται καμία απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος. Οι αιτιάσεις των ερευνωμένων λόγων κατά τις οποίες η διαφορετική εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών μέσων, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως, για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ 1 ΚΠολΔικ. Εξάλλου η παράθεση στους ίδιους δύο πρώτους λόγους του περιεχομένου των διατάξεων των αριθμών 12 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, χωρίς και την παράθεση αντίστοιχα πραγματικού δεν αρκεί για την στοιχειοθέτηση των προβλεπομένων, από τις διατάξεις αυτές, αναιρετικών λόγων. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ 8 εδ β του ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν αίτημα της αγωγής ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου εφέσεως, όχι δε και οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι , αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (ΟλΑΠ 14/2004), "Πράγμα" αποτελεί και ο λόγος εφέσεως, με τον οποίο εκφέρεται παράπονο σχετικό με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με ισχυρισμό αρνητικό της αγωγής ή με αλυσιτελή ισχυρισμό (ΟλΑΠ 2/2008), ενώ αντίστοιχα δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιαδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ 9 εδ γ ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" αφεθείσα αδίκαστη νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή της, που προκαλεί αντίστοιχη εκκρεμοδικία, ήτοι εκείνη που αναφέρεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης, τέτοια δε αίτηση είναι ιδίως αυτή της αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ανακοπής τριτανακοπής και κάθε ενδίκου ( ΟλΑΠ 25/2003). Έτσι δεν νοείται " αίτηση" με την έννοια του παρόντος άρθρου, ο λόγος εφέσεως ή ένσταση ή αντένσταση και γενικά εκείνη που αναφέρεται σε κάθε είδους "πράγματα" με την έννοια του αριθμού 8. Εξάλλου κατά το β.ρ. δίκαιο (ν. 3 Εισ (3.1), 14 πανδ (11.28), 20πανδ (29.2) βας 17 (35.14), 7 Εισ (2.19),1 και 2 Εισ (2.19), καθώς και (3.1).14 πανδ (38.16), 11 πανδ (28.2), 3 κωδ(6.30) και ΕισΝΑΚ 92 η κτήση κληρονομίας, για μεν τους οικείους, δηλαδή τα πρόσωπα που τελούσαν υπό την άμεση πατρική εξουσία του αποβιώσαντα κατά το χρόνο του θανάτου του, τόσο από διαθήκη όσο και από κληρονομική διαδοχή (εξ αδιαιρέτου) γινόταν αυτοδικαίως, από το νόμο, χωρίς τη γνώση ή βούληση αυτών, ενώ για τους εξωτικούς εκτός από την επαγωγή, χρειαζόταν και υπεισέλευση, δηλαδή ρητή ή σιωπηρή από αυτούς αποδοχή της κληρονομίας. Στην προκειμένη περίπτωση με τρίτο λόγο της αναιρέσεως και κατ' εκτίμηση των όσων αναφέρονται σ' αυτόν, αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι από τις παραπάνω διατάξεις των αριθμών 8 εδ β και 9 εδ γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλειες κατά τις οποίες το Εφετείο δεν εξέτασε τον περιεχόμενο στον δεύτερο λόγο της εφέσεως ισχυρισμό κατά τον οποίο " η άσκηση της από 14-12-1932 διεκδικητικής ανακοπής των κληρονόμων της Π. Μ. και της Χ. Μ. δεν αποτελούσε πράξη αναμείξεως για λογαριασμό τους και σε χρόνο που αυτές είχαν ήδη αποβιώσει στην κληρονομιά του αποβιώσαντος το 1890 πατέρα τους Γ. Στ Ψ., αφού η ανάμειξη ήταν δικαίωμα προσωπικό με αποτέλεσμα αυτές που δεν είχαν αναμειχθεί στην κληρονομιά του πατέρα τους και εν συνεχεία οι κληρονόμοι να θεωρηθεί ότι είχαν δικαιώματα στην κληρονομιά του Γ. Στ. Ψ., πράγμα το οποίο άσκησε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης". Ο λόγος αυτός ως αφορών, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα σε αλυσιτελή ισχυρισμό είναι απαράδεκτος και το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει σ' αυτόν, αφού όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της απόφασης. (σελ 6) έγινε δεκτό ότι μετά το θάνατο το 1890 του Γ. Στ. Ψ., η εξ αδιαιρέτου κληρονομιά του περιήλθε στα πέντε τέκνα του δηλαδή στις προαναφερθείσες Π. Μ. και Χ. Μ. και τα τρία αδέλφια τους (Κ. Π., Ν. Ψ. και Σ. Ψ.), που υπεισήλθαν (και οι 5) και αναμείχθηκαν (από το 1890 ) στην κληρονομιά με πρόθεση κληρονόμου και επομένως οι ασκήσαντες την επίμαχη ανακοπή είχαν ίδιο δικαίωμα αναμείξεως και όχι για λογαριασμό των δικαιοπαρόχων τους. Επίσης ο ίδιος λόγος ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 9 εδ γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ είναι επίσης απαράδεκτος αφού ο επικαλούμενος και περιεχόμενος σε λόγο εφέσεως ισχυρισμός δεν συνιστά "αίτηση" υπό την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, ως μη αφορών σε ιδιαίτερο κεφάλαιο, το οποίο να προκαλεί εκκρεμοδικία. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος τρίτος λόγος της αναιρέσεως και κατά τις δύο αιτιάσεις του πρέπει να απορριφθεί. Επειδή όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ 4, 566 παρ 1 και 577 παρ 3 ΚΠολΔικ, για την πληρότητα του λόγου αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται έλλειψη νόμιμης βάσης στην προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρ 559 αρ 19 ΚΠολΔικ) πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο, εκτός των άλλων, με πληρότητα και σαφήνεια οι ουσιαστικές παραδοχές με τις οποίες το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε, κατά τον αναιρεσείοντα, στις πλημμέλειες που συγκροτούν το λόγο αυτό αναίρεσης, γιατί διαφορετικά είναι απολύτως ανέφικτος ο ζητούμενος αναιρετικός έλεγχος. Η αποσπασματική και επιλεκτική επιλογή των παραδοχών καθιστά τον λόγο αόριστο, η δε αοριστία αυτή που επάγεται τη απόρριψη του λόγου ως απαραδέκτου (άρθρο 577 παρ 1, 2 ΚΠολΔικ) δεν μπορεί όπως άλλωστε και κάθε αοριστία οιουδήποτε εισαγωγικού δικογράφου δίκης, να αναπληρωθεί από στοιχεία που βρίσκονται εκτός αναιρετηρίου, ούτε ειδικότερα από την υπάρχουσα στη δικογραφία απόφαση που προσβάλλεται με την αναίρεση. Εξ ετέρου κατά το άρθρο 559 αρ 10 ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης " αν το δικαστήριο, παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση της δίκης χωρίς απόδειξη". Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου με το άρθρο 106 ΚΠολΔικ συστήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που είχαν προταθεί και αποδειχθεί. Ειδικότερα ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε " πράγματα", ήτοι αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει έστω και γενικά από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. Δεν απαιτείται να αξιολογεί το δικαστήριο τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξατομικεύει τα έγγραφα, ούτε να αναφέρει ποια έγγραφα λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθμούς 10 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ κατά τις οποίες το Εφετείο δέχθηκε ότι οι θυγατέρες του αποβιώσαντος το 1890 Γ. Σ.. Ψ. υπεισήλθαν και αναμείχθηκαν στην κληρονομιά του, αφενός μεν χωρίς να διευκρινίζει τον τρόπο, αν δηλαδή ενόψει του ισχύοντος, κατά το χρόνο της υπεισελεύσεως Β Ρωμαϊκού δικαίου έλαβε χώρα ρητή δήλωση υπεισέλευσης ή πράξεις που φανερώνουν την αποδοχή και αφετέρου ότι δέχθηκε ότι έγινε υπεισέλευση και ανάμειξη χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη αόριστος, γιατί περιορίζεται αποσπασματικά και επιλεκτικά σε μία παραδοχή της απόφασης, χωρίς να προσδιορίζει αν η παραδοχή αυτή (εν όψει του ότι το Εφετείο απέρριψε την αγωγή των αναιρεσειόντων κατ' αποδοχή της ενστάσεως ιδίας κυριότητας της αναιρεσίβλητης επί των επιδίκων και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και της διενέργειας πράξεων νομής επ' αυτών από τα έτη 1946 και 1948 με διάνοια κυρίου μέχρι της εξεγέρσεως της αγωγής το έτος 1995), συνδέεται με το διατακτικό, ενώ ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 10 του ίδιου άρθρου είναι αβάσιμος, καθόσον ανεξάρτητα από το αν η παραδοχή αυτή αφορά σε αυτοτελή ισχυρισμό στην προσβαλλομένη απόφαση προσδιορίζονται αναλυτικά τα αποδεικτικά μέσα που, με επίκληση προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους, από τη συνεκτίμηση των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στην επικαλούμενη παραδοχή ενώ, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, το δικαστήριο δεν χρειαζόταν να αξιολογεί κάθε επί μέρους αποδεικτικό μέσο. Ενόψει τούτου και ο λόγος αυτός (πέμπτος) και κατά τις δύο αιτιάσεις του, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Οι αναιρεσείοντες λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της παρισταμένης πρώτης αναιρεσίβλητης (άρθρ 176, 180 παρ 1 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11-7-2011 αίτηση της Μ. Γ. του Κ. κλπ για αναίρεση της υπ' αριθμ 202/2011 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, στην οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο διάδικος δεν παρίσταται νομίμως, αν δεν εκπροσωπείται με ειδικά προς τούτο εξουσιοδοτημένο πληρεξούσιο δικηγόρο (άρθρ. 94 παρ 1, 96 και 104 ΚΠολΔ). Άρθρο 559 αρ. 11γ. Ο λόγος στοιχειοθετείται μόνο αν δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκαν υπόψη τα αποδεικτικά μέσα. Άρθρο 559 αρ. 8. Πράγμα αποτελεί και ο λόγος εφέσεως που αφορά σε αυτοτελή και όχι σε αλυσιτελή ισχυρισμό στον οποίο το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει. Κτήση κληρονομιάς κατά ΒΡΔ. Η αποσπασματική και επιλεκτική επιλογή των παραδοχών της απόφασης καθιστά αόριστο το λόγο του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, ενώ ο λόγος του αρ. 10 του ιδίου άρθρου αναφέρεται σε «πράγματα», ήτοι σε αυτοτελείς ισχυρισμούς που έγιναν δεκτοί χωρίς να έχει προσκομισθεί απόδειξη. Άρθρο 559 αρ. 9, ως αίτηση αφεθείσα αδίκαστη νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση που προκαλεί αντίστοιχη εκκρεμοδικία.
Πληρεξουσιότητα
Αγωγή διεκδικητική, Αποδεικτικά μέσα, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Πληρεξουσιότητα .
0
Αριθμός 1384/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1.Μ. Γ. του Κ., 2.Ε. Γ. του Κ., κατοίκων ..., 3.Α. συζ. Κ. Μ., το γένος Θ. Κ., 4.Κ. Κ. συζ. Θ. Ρ., το γένος Θ. Κ., κατοίκων ..., 5.Σ. Κ. του Ι., κατοίκου ..., 6.Ζ. Κ. του Ι., 7.Α.- Ε. Κ. του Σ., κατοίκων ..., 8.Α. Ν. του Ι. χήρας Σ. Κ., η οποία ενεργεί στην προκειμένη περίπτωση: α)για τον εαυτό της ατομικά και β)ως ασκούσα την γονική μέριμνα και ως νόμιμος εκπρόσωπος των ανήλικων τέκνων της: 9.Λ. Κ. του Σ., 10.Η. Κ. του Σ., κατοίκων ..., και 11.Α. Α. του Α., κατοίκου .... Οι 1η έως 10η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Τίγκα και η 11η δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Των αναιρεσιβλήτων: 1.Α. χήρας Γ. Ψ., το γένος Γ. Κ., κατοίκου ... και 2.Δήμου Τρικκαίων, που εκπροσωπείται από τον Δήμαρχο. Η 1η εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Φωτεινή Ευσταθίου, η οποία ανακάλεσε την από 1-4-2014 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως. Ο 2ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπασίμο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-11-2008 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Τρικάλων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 124/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 201/2011 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 11-7-2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 2-9-2013 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της 1ης αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ 1 και 2 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύσει ο απολιπόμενος διάδικος η υπόθεση συζητείται ως να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, διάδικος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, ενώ σε αποφατική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Εξάλλου κατά το άρθρο 94 παρ 1 ΚΠολΔικ, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι είναι υποχρεωμένοι να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά το άρθρο 96 του ίδιου κώδικα η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 104, για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες, όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Τις κλητεύσεις επικαλούνται και αποδεικνύουν οι παριστάμενοι διάδικοι. Περαιτέρω κατά το άρθρο 72 παρ 1 εδ ιε του Μ. 3852/2010 "με απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου, είναι δυνατή, κατ' εξαίρεση η ανάθεση σε δικηγόρο, εξωδίκου ή δικαστικού χειρισμού, ανά υπόθεση ζητημάτων τα οποία έχουν ιδιαίτερη σημασία για τα συμφέροντα του Δήμου και απαιτούν εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία". Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες διατάξεις του ΚΠολΔικ (94 παρ 1, 96 και 104 ), καθώς και εκείνη του άρθρου 58 παρ 1α του ίδιου νόμου (3852/2010) κατά την οποία " ο Δήμαρχος εκπροσωπεί το Δήμο στα δικαστήρια και σε κάθε δημόσια αρχή", προκύπτει ότι σε περίπτωση συνδρομής της προϋποθέσεως της πρώτης από τις παραπάνω διατάξεις, ο Δήμαρχος, εξουσιοδοτείται από την Οικονομική Επιτροπή του Δήμου να διορίσει πληρεξούσιο δικηγόρο για δικαστικό χειρισμό της υπόθεσης, με τους προβλεπόμενους από τον ΚΠολΔικ τρόπους. Στην προκειμένη περίπτωση από το σχετικό πινάκιο, τα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου και τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής : Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο οι αναιρεσείοντες, πλην της ενδέκατης, και η πρώτη αναιρεσίβλητη, εκπροσωπήθηκαν από τους, ειδικώς προς τούτο, εξουσιοδοτηθέντες πληρεξούσιους δικηγόρους τους, Αντώνιο Τίγγα και Φωτεινή Ευσταθίου, αντίστοιχα. Η ενδέκατη αναιρεσείουσα (Α. Α. του Α.) εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον ίδιο όπως και οι λοιποί αναιρεσείοντες δικηγόρο (Αντώνιο Τίγγα) ενώ ο δεύτερος αναιρεσίβλητος Δήμος Τρικκαίων κατέθεσε δια του δικηγόρου Αθηνών Γεωργίου Παπασίμου του Χρήστου, δήλωση ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ 2 και 573 παρ 1 ΚΠολΔικ πλην όμως ούτε ο δικηγόρος της ενδέκατης αναιρεσείουσας, η οποία δεν προσκομίζει το απαραίτητο προς τούτο πληρεξούσιο, έχει ειδικώς προς τούτο εξουσιοδοτηθεί, ούτε ο δικηγόρος του αναιρεσιβλήτου Δήμου, που αρκείται στην προσκομιδή της υπ' αριθμ 240/31-3-2014 αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής για την ανάθεση της ένδικης υπόθεσης σε εξωτερικό δικηγόρο (ήτοι σε άλλον από εκείνον της νομικής του υπηρεσίας), προσκομίζει και το απαραίτητο προς αυτόν, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔικ συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο (ΑΠ 1784/2013). Ενόψει τούτων οι εν λόγω διάδικοι δεν παρίστανται νομίμως, εφόσον δε οι αναιρεσείοντες είναι οι επισπεύδοντες τη συζήτηση, που έχουν νομίμως κλητεύσει τον Δήμο, όπως τούτο προκύπτει από την υπ' αριθμ. 9015β/4-7-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Τρικάλων Β. Ν., με την επίδοση σ' αυτόν τόσο της αναίρεσης, όσο και της κλήσεως για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, πρέπει η υπόθεση να δικασθεί ως να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ήτοι και ο μη νομίμως παραστάς αναιρεσίβλητος Δήμος και η επίσης μη νομίμως παραστάσα ενδέκατη αναιρεσείουσα η οποία κλητεύθηκε από τους ομαδικούς της αναιρεσείοντες, με την επίδοση σ' αυτήν αντιγράφου της αναιρέσεως και κλήσεως για συζήτηση για τη σημερινή δικάσιμο (βλ υπ' αριθμ. 3982δ/11-7-2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Θεσπρωτίας Θ. Κ.). Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 11 περ γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή , συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας , προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης( ΟλΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη , είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου όταν είναι ειδική και από αυτών προκύπτει η ταυτότητά του (ΟλΑΠ23/2008), καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και την χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη (ΟλΑΠ 8/2005). Μόνο αν από τη γενική και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (ΟλΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφαση αδιστάκτως βέβαιο (ΟλΑΠ 14/2005), ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως ( άρθρ. 561 παρ 2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο, μετά από τη συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων, σ' αυτό, αποδεικτικών στοιχείων δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, σε σχέση με την ένδικη διεκδικητική συγκυριότητος αγωγή των δικαιοπαρόχων των αναιρεσειόντων αρχικών εναγουσών, στη θέση των οποίων λόγω του θανάτου τους υπεισήλθαν οι αναιρεσείοντες τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : "Επίδικα στην παρούσα αγωγή είναι τα ακόλουθα ακίνητα και συγκεκριμένα τα 2/5 εξ αδιαιρέτου αυτών : α)..... β)..... γ)..... δ)..... ε)..... στ)..... ζ)..... η )...... Τα υπό 2, 3, 5, 6, 1, 8 ακίνητα καθώς και το υπό 1 ακίνητο, στην αρχική του μορφή, μείζονος έκτασης, όπως αυτό εμφανίζεται ως τμήμα Γ στο από 2.2005 τοπογραφικό διάγραμμα του Η. Μ., νεμόταν ο Γ. Σ. Ψ. από τα έτη 1884-1886, που περιήλθαν σ' αυτόν, έως και το θάνατο του που επισυνέβη το έτος 1890. Μετά το θάνατο του Γ. Σ. Ψ., χωρίς να αφήσει διαθήκη, η κληρονομιά του περιήλθε στα πέντε τέκνα του, δηλαδή στο Ν. Ψ. (απώτατο δικαιοπάροχο των διαδίκων), στην Κ. σύζυγο Δ. Π., στη Χ. σύζυγο Β. Μ., στην Π., σύζυγο Γ. Μ. και στο Σ. Ψ., κατά το 1/5 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο, οι οποίοι υπεισήλθαν και αναμείχθηκαν στην κληρονομιά του με πρόθεση κληρονόμου. Το 1924 απεβίωσε ο Σ. Ψ., ο οποίος με την υπ' αριθμ. .../20.5.1924 δημόσια διαθήκη του ενώπιον του συμβολαιογράφου Τρικάλων Μ. Ντουλόπουλου, η οποία δημοσιεύθηκε με τα υπ' αριθμ. 38/11.6.1924 πρακτικά συνεδριάσεως του ΠρωτοδικείοιιΤρικάλων, κατέλειπε την ακίνητη περιουσία του στον αδερφό του Ν. Ψ. (στην οποία περιλαμβανόταν το 1/5 εξ αδιαιρέτου της κληρονομιάς του Γ. Ψ.), ο οποίος την αποδέχθηκε αναμειχθείς σε αυτή. Έτσι στο Ν. Ψ. περιήλθαν •:/ τα 2/5 εξ αδιαιρέτου της κληρονομιάς του Γ. Ψ.. Το 1929 ο Ν. Ψ. παρέσχε στη δανείστρια του ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "αδερφοί Δ. Π." δικαίωμα εγγραφής υποθήκης επί ολόκληρου του προαναφερόμενου υπό 2 ευρισκόμενου στα Τρίκαλα ακινήτου (που εμφαίνεται ως τμήμα Β στο από 2.2005 τοπογραφικό διάγραμμα, σχέδιο 1) (υπ' αριθμ. .../1929 δανειστικό συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Τρικάλων Γ. Χατζηγώγου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία υποθηκών του υποθηκοφυλακείου Τρικάλων στον τ. 30 και με αρ 3255). Στη συνέχεια με δεύτερο δανειστικό συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου παρέσχε στο δανειστή αυτού Γ. Σ. δικαίωμα εγγραφής υποθήκης επί των υπό 1 (στην αρχική του μορφή) και 2 ευρισκόμενων στα Τρίκαλα ακινήτων (που εμφαίνονται ως τμήμα Β και Γ στο ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα) (καθώς και επί τρίτου ακινήτου που βρισκόταν στην ίδια περιοχή και το οποίο δεν είναι επίδικο, εμφαίνεται δε ως τμήμα Α στο από 2.2005 τοπογραφικό διάγραμμα, υπ' αριθμ. .../1930 δανειστικό συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Τρικάλων Γ. Χατζηγώγου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία υποθηκών του υποθηκοφυλακείου Τρικάλων στον τ. 48 και με αρ. 5676). Ο Γ. Σ. επίσπευσε στη συνέχεια αναγκαστική κατάσχεση επί των ως άνω ακινήτων (βλ. υπ' αριθμ. 139/1932 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή Γ. Α.). Προκειμένου να διασφαλίσουν τα δικαιώματα τους (3/5 εξ αδιαιρέτου) στα ακίνητα αυτά από τους δανειστές του Ν. Ψ., οι συγκληρονόμοι του τελευταίου, ήτοι η Κ. σύζυγος Δ. Π. και οι κληρονόμοι της Χ. συζύγου Β. Μ. και της Π., συζύγου Γ. Μ., οι οποίες είχαν εν τω μεταξύ αποβιώσει, άσκησαν την από 20.1.1932 αγωγή τους κατά του Ν. Ψ. και των ως άνω δανειστών αυτού, με την οποία ζητούσαν να εξαλειφθούν ως προς τα δικά τους μερίδια (3/5) οι εγγραφείσες υποθήκες. Περαιτέρω αφενός η Κ. σύζυγος Δ. Π. και αφετέρου οι κληρονόμοι της Χ. συζύγου Β. Μ. και της Π. συζύγου Γ. Μ., άσκησαν τις από 5.12.1932 και 14.12.1932 διεκδικητικές ανακοπές κατά του Ν. Ψ. και του Γ. Σ. με τις οποίες ζητούσαν να αναγνωρισθεί το εξ αδιαθέτου κληρονομικό τους δικαίωμα επί της κληρονομιάς του πατρός τους Γ. Ψ. και να ακυρωθεί η επιβληθείσα κατάσχεση κατά το μέρος που αφορούσε το μερίδιο τους (1/5 για κάθε μία). Επί της πρώτης ανακοπής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 148/1934 απόφαση του Πρωτοδικείου Τρικάλων, με την οποία έγινε δεκτή η ανακοπή. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με την υπ' αριθμ. 119/1938 απόφαση του Εφετείου Λάρισας. Μετά ταύτα και χωρίς να εκδικαστούν τα λοιπά ένδικα βοηθήματα, η κατάσχεση περιορίστηκε στα 2/5 εξ αδιαιρέτου των ως άνω ακινήτων, τα οποία κατόπιν πλειστηριασμού περιήλθαν στον Γ. Σ., ως υπερθεματιστή, δυνάμει της υπ' αριθμ. .../1935 κατακυρωτικής περίληψης του συμβολαιογράφου Τρικάλων Αν. Κυριακού, που μεταγράφηκε νόμιμα (τ 59, αρ 13492). Το 1945 ο Ι. Π., κληρονόμος της Κ. Π., άσκησε κατά του Ν. Ψ. την από 30.5.1945 διεκδικητική αγωγή με την οποία ζητούσε να του αποδοθεί το ποσοστό συγκυριότητας του (1/5) στα ως άνω ακίνητα. Ενόψει της δίκης αυτής και επειδή η διεκδικητική ανακοπή της μητέρας του τότε ενάγοντος είχε γίνει ήδη τελεσιδίκως δεκτή (προαναφερόμενη υπ' αριθμ. 148/1934 απόφαση του Εφετείου Λάρισας) με συνέπεια να θεωρείται σφόδρα πιθανή η επιτυχής έκβαση και της δίκης αυτής, ο Ν. Ψ. προέτρεψε τον υιό του Γ. Ψ. (σύζυγο της πρώτης εναγομένης) να έρθει σε συμφωνία με τον Ι. Π. αλλά και με τους κληρονόμους της Χ. συζύγου Β. Μ. και της Π., συζύγου Γ. Μ., ώστε να επιλυθούν συμβιβαστικά οι μεταξύ τους διαφορές. Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής και προκειμένου να αποφευχθεί η συζήτηση της αγωγής που επίκειτο, ο Ι. Π. μεταβίβασε στο Γ. Ψ. με το υπ' αριθμ. .../1946 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κοζάνης Φ. Τσικρίκη, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα (τ 63 αρ. 15.731), το 1/5 εξ αδιαιρέτου επί των ακινήτων στα Τρίκαλα στα οποία είχε αναγνωρισθεί η μητέρα του ως συγκληρονόμος. Με τους κληρονόμους της Χ. Μ. και της Π. Μ. δεν συνετάγησαν έγγραφα, προφανώς προς αποφυγή των εξόδων και διότι δεν είχε εκδοθεί επί των ενδίκων βοηθημάτων τους απόφαση, αλλά, έναντι καταβολής σε αυτούς των δικαστικών τους εξόδων, παρέδωσαν ατύπως τη νομή των ακινήτων κατά τα 2/5 στο Ν. Ψ.. Στη συνέχεια το 1948 ο Ν. Ψ. ανέκτησε δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1948 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Τρικάλων Αλ. Κλείδωνα, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, τα υπόλοιπα 2/5 εξ αδιαιρέτου των ακινήτων που βρίσκονταν στα Τρίκαλα από τον αποκτήσαντα αυτά με τον προαναφερόμενο πλειστηριασμό Γ. Σ.. Τότε ο Ν. Ψ. με άτυπη δωρεά παρέδωσε τη νομή όλων των ανηκόντων σε αυτόν ακινήτων, δηλαδή των ακινήτων στην Κρανιά και στο Παλαιοχώρι Καλαμπάκας (εκτός από το υπό 4 ακίνητο) και των 4/5 εξ αδιαιρέτου των ευρισκόμενων στα Τρίκαλα ακινήτων (τμήμα Β και Γ του από 2.2005 τοπογραφικού διαγράμματος) στο Γ. Ψ., μοναδικό άρρεν τέκνο του, αναγνωρίζοντας την προσπάθεια που ο τελευταίος κατέβαλε και τα έξοδα στα οποία υπεβλήθη για να περιέλθουν και πάλι σε αυτόν (Ν. Ψ.) τα ανωτέρω ποσοστά εξ αδιαιρέτου των ως άνω ακινήτων. Η δωρεά συνοδευόταν από συμφωνία μεταξύ του γέροντα πατέρα (76 ετών τότε) και του Γ. Ψ. να φροντίσει ο τελευταίος τις αδερφές του Ε. και Μ., που δεν είχαν ακόμη παντρευτεί και να βοηθήσει στην αποκατάσταση τους, όπως είχε πράξει και-με τις άλλες δύο αδερφές του. Την άτυπη δωρεά γνώριζαν και αποδέχονταν τόσο η σύζυγος του Ν. Ψ., Ε., όσο και οι κόρες του, αδερφές του Γ. Ψ., Α. (μητέρα του πέμπτου και της έκτης των εναγόντων και απώτερης δικαιοπαρόχου της έβδομης, όγδοης, ένατου και δέκατης των εναγόντων, σύζυγο και τέκνα αντίστοιχα του αποβιώσαντος υιού της Σ. Κ.), Ε. (απώτερης δικαιοπαρόχου της ενδέκατης των εναγόντων), Μ. (μητέρα της πρώτης και δεύτερης ενάγουσας) και η Ε. (μητέρα τρίτης και τέταρτης ενάγουσας). Έκτοτε, δηλαδή από το 1946 (με βάση το προαναφερόμενο υπ' αριθμ. .../1946 συμβόλαιο) όσον αφορά το 1/5 εξ αδιαιρέτου των ευρισκόμενων στα Τρίκαλα υπό 2 ακινήτου και του τμήματος Γ στο από 2.2005 τοπογραφικό διάγραμμα ακινήτου (τμήμα του οποίου αποτελεί το υπό 1 ακίνητο) και από το 1948 (με βάση την προαναφερόμενη άτυπη δωρεά) όσον αφορά τα 4/5 εξ αδιαιρέτου των ακινήτων αυτών καθώς και τα υπόλοιπα ακίνητα στην Κρανιά και στο Παλαιοχώρι Καλαμπάκας (υπό 3, 5, 6, 7 και 8), ο Γ. Ψ. νεμόταν ως αποκλειστικός νομέας τα επίδικα. Στη συνέχεια απεβίωσε στις 21.1.1950 ο Ν. Ψ., χωρίς να αφήσει διαθήκη, καταλείποντας ως πλησιέστερους συγγενείς τη σύζυγο του Ε., η οποία απεβίωσε στις 9.10.1963 και τα πέντε παιδιά τους, το Γ., την Ε., που απεβίωσε στις 9.7.1950, την Α., την Ε. και τη Μ.. Την κληρονομιά του Ν. Ψ. αποδέχθηκαν οι τρεις τελευταίες με την υπ' αριθμ. .../1989 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Τρικάλων Ι. Παπαμιχαήλ, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα (τ. 398, αρ 458, 459, υποθηκοφυλακείο Τρικάλων, τ.346, αρ 36042 υποθηκοφυλακείο Καλαμπάκας), ενώ την κληρονομιά της μετέπειτα αποβιωσάσης μητέρας τους αποδέχθηκαν με την υπ' αριθμ .../1989 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του ίδιου συμβολαιογράφου, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα (τ. 398, αρ ..., 461 υποθηκοφυλακείο Τρικάλων, τ. 346, αρ ... υποθηκοφυλακείο Καλαμπάκας). Οι δε κόρες της Ε. αποδέχθηκαν την κληρονομιά της καθώς και για λογαριασμό της την κληρονομιά του Ν. Ψ. με την υπ' αριθμ. .../1989 αποδοχή κληρονομιάς του ίδιου συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα (τ 346, αρ ... υποθηκοφυλακείο Καλαμπάκας και τ 398, αρ ... υποθηκοφυλακείο Τρικάλων), ενώ την κληρονομιά της γιαγιάς τους Ε. Ψ. αποδέχθηκαν με την υπ' αριθμ. .../1989 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του ίδιου συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα (τ 346, αρ ... υποθηκοφυλακείο Καλαμπάκας και τ 398, αρ ... υποθηκοφυλακείο Τρικάλων). Εντούτοις ήδη από τα έτη 1946 - 1948 (κατά τη διάκριση που γίνεται παραπάνω) ο Γ. Ψ. νεμόταν ως αποκλειστικός νομέας τα επίδικα, νομή την οποία συνέχισε και μετά το θάνατο του πατέρα του έως το θάνατο του ίδιου το 1992. Να σημειωθεί ότι επίδικα στην παρούσα δίκη είναι μόνα τα 3/5 εξ αδιαιρέτου των ακινήτων (ενώ τα υπόλοιπα 2/5 αποτελούν αντικείμενο άλλης δίκης που εκκρεμεί ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου). Επειδή όμως δεν διαφοροποιείται η τύχη των επιδίκων 3/5 από τα υπόλοιπα 2/5, στο εξής και προς απλούστευση στη διατύπωση θα γίνεται λόγος για ολόκληρα τα ακίνητα. Πιο συγκεκριμένα όσον αφορά τις πράξεις νομής, ο Γ. Ψ. διέμενε στην οικία που βρισκόταν στο υπ' αριθμ. 2 ακίνητο, με τη μητέρα του (Ε.), τις ανύπαντρες αδερφές του, Ε. και Μ., τις οποίες φιλοξενούσε και τις ανήλικες κόρες της αποβιώσασας το 1950 αδερφής του Ε. (τρίτη και τέταρτη ενάγουσα), τις οποίες φρόντιζε. Όλες τις ανωτέρω συντηρούσε ο Γ. Ψ. ο οποίος ήταν και ο μόνος από την οικογένεια που εργαζόταν, εκμεταλλευόμενος φορτηγά και επιβατηγά αυτοκίνητα. Μετά το γάμο τους οι αδερφές του Γ. Ψ., οι οποίες προικίστηκαν από αυτόν, και οι ανεψιές του αποχώρησαν από την ως άνω οικία και διέμεναν πλέον με τους συζύγους τους σε διαφορετικές οικίες, χωρίς ουδέποτε να επιστρέψουν ή να ενδιαφερθούν γι' αυτή. Μόνον η Α. Κ. επέστρεψε με την οικογένεια της (προσωρινά και εξ ανάγκης), διότι το δικό της σπίτι είχε υποστεί καταστροφές, και φιλοξενήθηκε εκ νέου από το Γ. Ψ. για δύο χρόνια (1959-1960). Ο τελευταίος συνέχισε να διαμένει στην οικία με την πρώτη εναγομένη σύζυγο του (από το 1960) έως το 1977, οπότε, λόγω της παλαιότητας της, την εγκατέλειψαν και εγκαταστάθηκαν σε διαμέρισμα. Στο υπό 1 ακίνητο ο Γ. Ψ. καλλιεργούσε αρχικώς τριφύλλι, ως τροφή του ποιμνίου που παράλληλα με τις άλλες κύριες επαγγελματικές του δραστηριότητες διατηρούσε. Το ότι ο Γ. Ψ. νεμόταν τα ως άνω υπό 1 και 2 ακίνητα ως αποκλειστικός νομέας επιβεβαιώνεται από τα ακόλουθα: 1) Κατά το χρονικό διάστημα 1969-1971 προέβη σε πωλήσεις διαιρετών τμημάτων των ευρισκόμενων στα Τρίκαλα ακινήτων που ανήκαν στην κληρονομιά του Ν. Ψ. και είχαν αποκτήσει εν τω μεταξύ σημαντική οικοπεδική αξία, εν γνώσει των αδερφών του, οι οποίες καμία αντίρρηση δεν προέβαλαν ούτε αμφισβήτησαν το δικαίωμα του να προβεί στις ως άνω πωλήσεις. Συγκεκριμένα με τα υπ' αριθμ. .../1969, .../1970, .../1970, .../1971, .../1971 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Τρικάλων Β. Πουλιανίτη, τα οποία μεταγράφηκαν νόμιμα, ο Γ. Ψ. πώλησε στους Σ. Κ., Χ. Ο., Χ. Τ. και Γ. Σ., Χ. Κ. και Γ. Ο. και Ε. Κ. αντίστοιχα, διαιρετά οικοπεδικά τμήματα έκτασης 252,20 τμ, 290 τμ, 240,84 τμ, 456,40 τμ, 306,10 τμ αντίστοιχα, στα τέσσερα πρώτα από τα οποία οι αγοραστές ανήγειραν από ετών πολυώροφες οικοδομές. Οι τρεις πρώτες πωλήσεις αφορούν το εμφαινόμενο ως τμήμα Α στο από 2.2005 τοπογραφικό διάγραμμα (σχέδιο 1) ακίνητο, το οποίο δεν είναι επίδικο στην παρούσα δίκη, αν και ανήκε και αυτό στον απώτατο δικαιοπάροχο των διαδίκων Ν. Ψ., διότι με τις ως άνω πωλήσεις και τη διάνοιξη της οδού ... εξαντλήθηκε η έκταση του ακινήτου αυτού. Οι δύο τελευταίες πωλήσεις αφορούν τμήματα (μη επίδικα) συνεχόμενα του υπό 1 επίδικου ακινήτου και αποτελούντα με αυτό ενιαίο ακίνητο, δηλαδή το ακίνητο που εμφαίνεται ως τμήμα Γ στο από 2.2005 τοπογραφικό διάγραμμα (σχέδιο 1), ενώ τα πωληθέντα τμήματα σημειώνονται στο σχέδιο 1 με τους αριθμούς 4 και 5. Το ενιαίο αυτό ακίνητο, μείζον του επιδίκου, αναφέρουν οι αποδοχές κληρονομιάς των δικαιοπαρόχων των εναγόντων και της τρίτης και τέταρτης ενάγουσας που μνημονεύονται ανωτέρω. Σε όλα τα πωλητήρια συμβόλαια αναγράφεται ο πωλητής Γ. Ψ. ως αποκλειστικός κύριος των πωλούμενων τμημάτων. Τις πωλήσεις αυτές γνώριζαν η τρίτη και τέταρτη ενάγουσα, ανεψιές του Γ. Ψ. και οι δικαιοπάροχοι των υπολοίπων εναγόντων - αδερφές του Γ. Ψ. και δεν αντιτάχθηκαν σε αυτές ούτε κατά τη σύναψη τους ούτε μεταγενέστερα, όπως καταθέτει σαφώς ο μάρτυρας των εναγόντων. Ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι προηγήθηκε συναίνεση των αδερφών και ανεψιών του Γ. Ψ. στις ως άνω πωλήσεις, ότι έλαβαν μέρος του τιμήματος και ότι συγκατατέθηκαν σε αυτές προκειμένου να βοηθήσουν το στενό συγγενή τους Γ. Ψ., ο οποίος εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε έντονα οικονομικά προβλήματα δεν κρίνεται αληθής. Αν τούτο ίσχυε θα συμμετείχαν και αυτές στη σύνταξη των συμβολαίων προκειμένου να δηλώσουν και τυπικώς τη συναίνεση τους και κυρίως να διασφαλίσουν τα δικαιώματα τους έναντι των δανειστών του Γ. Ψ. στα εναπομένοντα τμήματα. Επίσης δεν είναι αληθή τα κατατιθέμενα, εντελώς αόριστα, από το μάρτυρα των εναγόντων αλλά και από τις ενόρκως βεβαιούσες, που εν τέλει κατέστησαν διάδικοι, ότι καταβλήθηκε στις αδερφές και ανεψιές του Γ. Ψ. μέρος του τιμήματος. Οι καταθέσεις αυτές έρχονται σε ευθεία αντίθεση τόσο με την κατάθεση του μάρτυρα ανταποδείξεως όσο και με τα προαναφερόμενα πωλητήρια συμβόλαια. Κανένας από τους μάρτυρες αυτούς δεν μπόρεσε να προσδιορίσει σε τι ποσό αντιστοιχούσε το καταβληθέν τίμημα και πότε έλαβε χώρα η καταβολή αυτού, μολονότι βεβαίως θα επρόκειτο για σημαντικά ποσά και λόγω της στενής συγγενικής τους σχέσης θα έπρεπε, αν είχαν λάβει χώρα καταβολές, να μπορούν έστω κατά προσέγγιση να καθορίσουν το ύψος τους. Επιβεβαιώνεται έτσι η είσπραξη του ποσού αποκλειστικώς από τον πωλητή Γ. Ψ., όπως ρητώς καταθέτει ο μάρτυρας της εναγομένης και αναφέρεται στα πωλητήρια συμβόλαια. Τέλος και ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι οι αδερφές και ανεψιές του Γ. Ψ. επέτρεψαν τις ως άνω πωλήσεις θεωρώντας ότι ο τελευταίος ως συγκληρονόμος μεταβίβαζε το μερίδιο που του αναλογούσε δεν είναι βάσιμος. Οι αδερφές και ανεψιές του Γ. Ψ. γνώριζαν ότι αυτός μεταβιβάζει διαιρετά τμήματα, τα οποία συνολικά υπερέβαιναν το 1/5 που κατ' αυτές του αναλογούσε και ήταν τα πλέον προνομιούχα, λόγω του σχήματος τους και ως μη αποτελούντα ή δυνάμενα να αποτελέσουν ρυμοτομούμενη έκταση. Αν επομένως θεωρούσαν ότι έχουν δικαιώματα επί των ως άνω οικοπέδων θα φρόντιζαν να διασφαλίσουν αυτά με κάποιο τρόπο, έστω στα μη πωληθέντα τμήματα. Μετά τις ως άνω πωλήσεις ο Γ. Ψ. εξακολουθούσε να νέμεται το υπό 2 ακίνητο (τμήμα Β στα από 2.2005 και 2007 τοπογραφικά διαγράμματα) και το υπό 1 ακίνητο (τμήμα Γ στο από 2.2007 τοπογραφικό διάγραμμα). 2) Με το από 2.8.1937 Β. Διάταγμα, όπως τροποποιήθηκε με το από 10.1.1969 Β. διάταγμα, εγκρίθηκε το σχέδιο ρυμοτομίας της πόλης των Τρικάλων. Σημαντικά τμήματα των υπό 1 και 2 ακινήτων επρόκειτο να ρυμοτομηθούν για τη διάνοιξη των οδών ..., Χ. Τ., Ψ. και ανώνυμης οδού. Για την εφαρμογή του πολεοδομικού σχεδιασμού συνετάγησαν 5 πράξεις τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης (2/1963, 10/1975, 6/1976, 3/1978 και 1/1980, εκ των οποίων κυρώθηκαν μόνο οι 10/1975 και 6/1976, ενώ οι υπόλοιπες ακυρώθηκαν). Στη μακροχρόνια σχετική διοικητική διαδικασία συμμετείχε αποκλειστικά ο Γ. Ψ.. Συγκεκριμένα, σε αυτόν κοινοποιούνταν τα υπηρεσιακά έγγραφα, τα οποία τον ανέφεραν ως ιδιοκτήτη (προσκλήσεις προς υπόδειξη ορίων, πράξεις τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημιώσεως, απαντήσεις επί ενστάσεων), αυτός συμμετείχε στις αναγκαίες για τη σύνταξη των ως άνω πράξεων αυτοψίες προκειμένου να υποδείξει τα όρια των ακινήτων, αυτός αναφερόταν ως ιδιοκτήτης των επιδίκων στις πράξεις τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημιώσεως και στα συνοδευτικά τοπογραφικά διαγράμματα, αυτός υπέβαλε ενστάσεις προκείμενου να διασφαλιστούν κατά τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του κατά την ως άνω διαδικασία (βλ. υπ' αριθμ. Ε 9197/1976, Ε 1553/1978, E1041/1980 έγγραφα της διεύθυνσης τεχνικών υπηρεσιών της Νομαρχίας Τρικάλων με το συνημμένο πίνακα διανομής, υπ' αριθμ. Ε2021/1978 απόφαση του Νομάρχη Τρικάλων με την οποία γίνεται δεκτή ένσταση του Γ. Ψ. και ακυρώνεται η υπ' αριθμ. 3/1978 πράξη τακτοποίησης λόγω μη κλήτευσης του για την υπόδειξη των ορίων της ιδιοκτησίας του προκειμένου να συνταγεί η πράξη αυτή, υπ' αριθμ. πρωτ 2784/1980 ένσταση κατά της υπ' αριθμ. 1/1980 πράξης τακτοποίησης και αναλογισμού αποζημίωσης και υπ' αριθμ. 3192/1980 έγγραφο της νομαρχίας Τρικάλων με το οποίο γίνεται δεκτή η ένσταση του και ακυρώνεται η υπ' αριθμ. 1/1980 πράξη, υπ' αριθμ. 1785/1988 αίτηση του Γ. Ψ. και το υπ' αριθμ. 352/1989 έγγραφο της δ/νσης τεχνικών υπηρεσιών του Δήμου Τρικκαίων με το οποίο αυτή απορρίπτεται). Μάλιστα όταν ο Δήμος προέβη στην εκτέλεση εργασιών προς διάνοιξη των οδών Τ. και ..., χωρίς να έχει καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση, ο Γ. Ψ., διαμαρτυρόμενος, έριξε όγκους χωμάτων σε διανοιγέντα τμήματα της οδού, όπως σαφώς καταθέτει ο μάρτυρας των εναγομένων, ο οποίος προέβη στην ως άνω πράξη κατ' εντολή του Γ. Ψ.. Οι ανεψιές του Γ. Ψ. (τρίτη και τέταρτη ενάγουσα) και οι αδερφές του Γ. Ψ. - δικαιοπάροχοι των λοιπών εναγόντων, για πρώτη φορά το έτος 1989, επιχείρησαν να λάβουν μέρος στις σχετικές διαδικασίες επικαλούμενες, αβάσιμα σύμφωνα με τα εκτιθέμενα παραπάνω, κληρονομικά δικαιώματα τους επί των επιδίκων (υπ' αριθμ. 352/1989 έγγραφο του Δήμου Τρικκαίων). 3)Με την υπ' αριθμ. 762/1970 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Τρικάλων Β. Γ. κατασχέθηκε αναγκαστικά με επίσπευση της εταιρίας ΒΙΑΜΑΞ, δανείστριας του Γ. Ψ., ένα από τα επίδικα ακίνητα στη θέση "..." του Δήμου Τρικκαίων. Στην έκθεση κατασχέσεως το ακίνητο φέρεται ως ανήκον αποκλειστικά στο Γ. Ψ.. Σε δίκη (ασφαλιστικά μέτρα) το 1989 με όμορο γείτονα στη ... συμμετείχε μόνο ο Γ. Ψ. ως αποκλειστικός νομέας του ακινήτου (υπ' αριθμ. 998/1989 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, δικάζοντος σε δεύτερο βαθμό επί της υπ' αριθμ. 285/1989 αίτησης του Γ.υ Ψ.). Περαιτέρω και τα υπόλοιπα ακίνητα στην Κρανιά και στο Παλαιοχώρι Καλαμπάκας νεμόταν ο Γ.ς Ψ.ς ως αποκλειστικός νομέας από της περιελεύσεώς τους σε αυτόν το 1948 μέχρι το θάνατο του το 1992, εκτός από το υπ' αριθμ. 4 ακίνητο στην Κρανιά, έκτασης 5.000 τμ, το οποίο αποτελεί δημόσια δασική έκταση και ουδέποτε άσκησε πράξεις νομής επ' αυτού οποιοσδήποτε από τους διαδίκους ή κάποιος από τους δικαιοπαρόχους τους. Όσον αφορά τα υπόλοιπα ακίνητα: ο Γ. Ψ. επισκεπτόταν κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και φρόντιζε το υπό 3 οικόπεδο στην Κρανιά Καλαμπάκας στο οποίο υπήρχε ερειπωμένη οικία. Τοποθέτησε δε σε αυτό παράπηγμα από λαμαρίνες με WC. Επιπροσθέτως, παραχώρησε ατύπως στην Κοινότητα Κρανιάς έκταση 200 τμ προκειμένου να διανοιχθεί κοινοτικός δρόμος, έργο το οποίο δεν έχει υλοποιηθεί μέχρι σήμερα. Ο Γ. Ψ. χρησιμοποιούσε τη λιθόκτιστη οικία που βρίσκεται στο υπ' αριθμ. 5 οικόπεδο στο Παλαιοχώρι Καλαμπάκας ως παραθεριστική κατοικία. Διέμενε σε αυτή κατά τους καλοκαιρινούς μήνες με τα μέλη της οικογένειας του που φιλοξενούσε (μητέρα, ανύπαντρες αδερφές και ανιψιές του) και μετά το γάμο του με τη σύζυγο του. Επισκεύασε την οικία αυτή (αντικαθιστώντας τη σκεπή και κατασκευάζοντας νέο WC), φρόντισε για την υδροδότηση και ηλεκτροδότηση της, έβαλε σε αυτή τηλέφωνο και πλήρωνε τα αντίστοιχα δημοτικά τέλη. Οι αδερφές και οι ανεψιές του Γ. Ψ. μετά το γάμο τους έπαψαν να διαμένουν στην οικία αυτή και παραθέριζαν πλέον με τους συζύγους τους σε άλλα μέρη, ενώ ουδέποτε επέδειξαν ενδιαφέρον γι' αυτή ή συμμετείχαν στα έξοδα της. Τα υπ' αριθμ. 6 και 7 ακίνητα χρησιμοποιούσε ο Γ. Ψ. για την καλλιέργεια τριφυλλιού ως τροφή για το ποίμνιο του που διατηρούσε έως το 1980 και στη συνέχεια προς πώληση. .Στο πρώτο από αυτά είχε κατασκευάσει μαντρί για το σταυλισμό του ποιμνίου του. Τέλος, το υπ' αριθμ. 8 ακίνητο χρησιμοποιούσε αρχικώς προς βόσκηση του ποιμνίου του και στη συνέχεια (μετά το 1980) το εκμίσθωνε σε τρίτους. Να σημειωθεί δε ότι στα υπό 7 και 8 ακίνητα στο Παλαιοχώρι εγγράφηκε το 1974 από την Αγροτική Τράπεζα υποθήκη σε βάρος του Γ. Ψ. (τ 17, αρ …). Στα σχετικά έγγραφα τα ακίνητα φέρονται ως ανήκοντα αποκλειστικώς στο Γ. Ψ.. Οι ανεψιές του Γ. Ψ. και οι αδερφές του Γ. Ψ. και στη συνέχεια οι κληρονόμοι τους ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν για τα ως άνω ακίνητα στα Τρίκαλα, την Κρανιά και το Παλαιοχώρι Καλαμπάκας, δεν άσκησαν επ' αυτών πράξεις νομής, ούτε αμφισβήτησαν το δικαίωμα του Γ. Ψ. να τα νέμεται ως αποκλειστικός νομέας. Ο ισχυρισμός τους ότι επέτρεψαν απλώς τη διαχείριση των ως άνω ακινήτων στο Γ. Ψ. ως συγκληρονόμο τους, στο πλαίσιο λειτουργίας μιας πατριαρχικής οικογένειας, δεν αποδεικνύεται βάσιμος. Όπως και παραπάνω αναφέρθηκε γνώριζαν και αποδέχονταν την παράδοση της νομής των ακινήτων στο Γ. Ψ. από τον πατέρα τους Ν. Ψ. το 1948 και την εν συνεχεία άσκηση από αυτόν πράξεων νομής ως αποκλειστικό νομέα (πώληση διαιρετών τμημάτων των οικοπέδων στα Τρίκαλα, παραχώρηση δικαιώματος εγγραφής υποθήκης σε ακίνητα στα Τρίκαλα και στο Παλαιοχώρι, συμμετοχή σε διαδικασίες διοικητικές και δικαστικές που αφορούσαν τα ως άνω ακίνητα ως αποκλειστικός κύριος) χωρίς οι ενάγουσες να αντιδράσουν, τουλάχιστον μέχρι το έτος 1989, που για πρώτη φορά αυτές εκδήλωσαν την πρόθεση τους να λάβουν μέρος στη διαδικασία των πράξεων αναλογισμού και τακτοποίησης των οικοπέδων στη θέση "..." του Δήμου Τρικκαίων. Ενόψει όλων των ανωτέρω ο Γ. Ψ. κατέστη κύριος κατά παράγωγο τρόπο (δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1946 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Κοζάνης Φ. Τσικρίκη, που μεταγράφηκε νόμιμα) του 1/5 εξ αδιαιρέτου των υπό 1 και 2 ακινήτων, ενώ κατά το υπόλοιπο (επίδικο) ποσοστό των 2/5 εξ αδιαιρέτου των υπό 1 και 2 ακινήτων και των 3/5 εξ αδιαιρέτου των υπό 3, 5, 6, 7 και 8 με πρωτότυπο τρόπο ήτοι με έκτακτη χρησικτησία, εκτός από το υπ' αριθμ. 4 ακίνητο στην Κρανιά Καλαμπάκας που κατά τα ανωτέρω ανήκει στο Δημόσιο. Να σημειωθεί ότι τα ρυμοτομούμενα τμήματα των υπό 1 και 2 ακινήτων δεν είχα κατά το χρόνο του θανάτου του εκφύγει της κυριότητας και της νομής του Γ. Ψ., αφού δεν είχε καταβληθεί από το Δήμο Τρικκαίων η νόμιμη αποζημίωση και επομένως αποτελούσαν αντικείμενο της κληρονομιάς. Μετά το θάνατο του Γ. Ψ., στις 29.5.1992, η περιουσία του περιήλθε στην πρώτη εναγομένη, μοναδική κληρονόμο αυτού δυνάμει της υπ' αριθμ. .../1990 δημόσιας διαθήκης, που δημοσιεύθηκε με τα υπ' αριθμ. 116/1992 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων. Την κληρονομιά αποδέχθηκε η πρώτη εναγομένη με την υπ' αριθμ. .../1996 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον του συμβολαιογράφου Τρικάλων Φ. Αθανάτου, που μεταγράφηκε νόμιμα (τ. 470, αρ. … στο υποθηκοφυλακείο Τρικάλων, τ. 467, αρ … στο υποθηκοφυλακείο Καλαμπάκας), συνέχισε δε να ασκεί, όπως ακριβώς και ο δικαιοπάροχος της πράξεις νομής, επί των υπό 1, 2, 3, 5, 6, 7 και 8 ακινήτων. Ειδικότερα όσον αφορά τα επίδικα στα Τρίκαλα, επιβλέπει και φροντίζει αυτά συνέχισε δε τις διαπραγματεύσεις με το Δήμο Τρικκαίων όσον αφορά την τύχη των ρυμοτομούμενων τμημάτων αυτών (βλ υπ' αριθμ. 3663/1998 και 434/1994 αιτήσεις της) και αντάλλαξε δύο τμήματα ρυμοτομούμενων εκτάσεων συνολικής έκτασης 389,25 τμ, που αποτελούν τμήμα των επιδίκων, με ακίνητο σε άλλη περιοχή ιδιοκτησίας του δεύτερου εναγομένου με το υπ' αριθμ. …/2004 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Τρικάλων Γ. Αθανάτου, που μεταγράφηκε νόμιμα (τ. 539, αρ. …). Όσον αφορά τα υπόλοιπα εκτός Τρικάλων επίδικα η πρώτη επισκέπτεται το υπό 3 ακίνητο στην Κρανιά, χρησιμοποιεί ως παραθεριστική οικία τη λιθόκτιστη οικοδομή στο υπό 5 ακίνητο, συγκομίζει τους καρπούς από τα δένδρα που βρίσκονται στο υπό 6 ακίνητο, έλαβε δε από τον ΕΛΓΑ και αποζημίωση για καταστροφή που υπέστη η παραγωγή το 1998 λόγω παγετού και εκμισθώνει σε τρίτους τα υπό 7 και 8 αγροτικά ακίνητα. Αντίθετα, η τρίτη και τέταρτη ενάγουσα (κόρες της αποβιώσασας αδερφής του Γ. Ψ., Ε. Κ.), η πρώτη και δεύτερη ενάγουσα (κόρες της αδερφής του Γ. Ψ., Α., και μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, την κληρονομιά της οποίας αποδέχθηκαν με την υπ' αριθμ. …/2008 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Τρικάλων Μ. Διβάνη, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στο κτηματολογικό γραφείο Τρικάλων με αριθμ. καταχώρισης 4397/2008 και στο υποθηκοφυλακείο Καλαμπάκας στον τ. 744, με αριθ. …), ο πέμπτος, η έκτη, η έβδομη, η ογδόη, ο ένατος και η δέκατη ενάγουσα, όπως οι τρεις τελευταίοι εκπροσωπούνται από την ασκούσα τη γονική μέριμνα έβδομη ενάγουσα [άμεσοι και απώτεροι κληρονόμοι της Α. Κ., αδερφής του Γ. Ψ., η οποία μετά το θάνατο της κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τέκνα της, πέμπτο, έκτη ενάγουσα και Σ. Κ. καθώς και από το σύζυγο της Ι. Κ. κατά το 1/4 από τον καθένα, ο δε Ι. Κ. μετά το θάνατο του κληρονομήθηκε δυνάμει της υπ' αριθμ. …/1995 δημόσιας διαθήκης ενώπιον του συμβολαιογράφου Τρικάλων Δ. Αρβανίτη, που δημοσιεύθηκε νόμιμα (υπ' αριθμ. 99/2005 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων) από τον πέμπτο ενάγοντα, εκδοθέντος του υπ' αριθμ. 1/2006 πιστοποιητικού κληρονομητηρίου του Πρωτοδικείου Τρικάλων που μεταγράφηκε νόμιμα (45130-4794/2007 πιστοποιητικό καταχώρισης στο κτηματολογικό γραφείο Τρικάλων και τ. 718, αρ … του υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας), μετά δε το θάνατο του ο Σ. Κ. κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από την έβδομη ενάγουσα, σύζυγο του και τα τέκνα τους, όγδοη, ένατο και δέκατη των εναγόντων, κληρονομιά την οποία αποδέχθηκαν με την υπ' αριθμ. …/2008 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Τρικάλων Μ. Φώτη που μεταγράφηκε νόμιμα (4205/2008 πιστοποιητικό καταχώρισης του κτηματολογικού γραφείου Τρικάλων και τ, 744, αρ … του υποθηκοφυλακείου Καλαμπάκας) και η ενδέκατη ενάγουσα (απώτερη κληρονόμος της . Ε. Γ., η οποία μετά το θάνατο της κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από το θετό υιό της Ι. Γ. και το σύζυγο της Α. Γ., μετά το θάνατο του τελευταίου χωρίς να αφήσει διαθήκη, η κληρονομιά περιήλθε στο Ι. Γ., μετά δε το θάνατο και αυτού χωρίς να αφήσει διαθήκη, η κληρονομιά περιήλθε στην φυσική μητέρα του ενδέκατη ενάγουσα, εκδοθέντος του υπ' αριθμ. 1289/2004 πιστοποιητικού κληρονομητηρίου του Πρωτοδικείου Τρικάλων, που καταχωρήθηκε νόμιμα στο κτηματολογικό γραφείο Τρικάλων (υπ' αριθμ. 45130/2007 πιστοποιητικό) και μεταγράφηκε στο υποθηκοφυλακείο Καλαμπάκας (τ. 718, αρ …) δεν απέκτησαν δικαιώματα συγκυριότητας επί των επίδικων ακινήτων, όπως αβάσιμα αυτοί υποστηρίζουν με την ένδικη αγωγή τους. Ενόψει των ανωτέρω έπρεπε, δεκτής καθισταμένης της ενστάσεως ιδίας κυριότητας που πρότεινε νομίμως η εναγομένη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η υπό κρίση αγωγή που αφορά τα 3/5 όλων των ακινήτων." Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με το πρώτο, δεύτερο και τέταρτο από τους λόγους της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα νομίμως επαναφερθέντα στο δεύτερο βαθμό, κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔικ, με επίκληση παρακάτω έγγραφα, από τα οποία προέκυπτε η ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής των αναιρεσειόντων και συγκεκριμένα η κυριότητα του δικαιοπαρόχου τους Ν. Ψ. επί των επιδίκων ακινήτων και ο τρόπος κατοχής αυτών από τον κληρονομηθέντα από την αναιρεσίβλητη σύζυγό της Γ. Ν. Ψ. και ότι ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη α) την ασκηθείσα ενώπιον του Ειρηνοδικείου Τρικάλων από τον προαναφερθέντα Γ. Ν. Ψ., υπ' αριθμ. καταθ. 285/18-4-1989 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (πρώτος λόγος), β) τα υπ' αριθμ .../1969, .../1970, .../1970, .../1971 και .../1971 αγοραπωλητήρια συμβόλαια του συμβ/φου Τρικάλων Β. Πουλιανίτη (δεύτερος λόγος) και γ) τα υπ' αριθμ 5834/19-11-1929, 5839/23-11-1929, 6008/27-11-1929 και 2745/30-5-1930 πιστοποιητικά του Οικονομικού Εφόρου Τρικάλων, καθώς και τις υπ' αριθμ. 16490/4-12-1932 και 17518/15-10-1934 πράξεις του συμβ/φου Τρικάλων Μιχ. Ντουλόπουλου, περί εκχωρήσεως απαίτησης μισθωμάτων και περί εκμισθώσεως, αντίστοιχα, των ευρισκομένων στα Τρίκαλα επίδικων ακινήτων από τον Ν. Ψ. (τέταρτος λόγος). Οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχομένη σ' αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη "όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται" (σελίδα 4) , σε συνδυασμό με το προεκτεθέν περιεχόμενο της απόφασης και την ιδιαίτερη μάλιστα αναφορά στα επίμαχα αποδεικτικά στοιχεία του πρώτου (σελίδες 15-16), και του δεύτερου λόγου (σελίδα 12), δεν γεννιέται καμμία απολύτως αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπες αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος. Οι αιτιάσεις των ερευνωμένων λόγων κατά τις οποίες η διαφορετική εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών μέσων, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις, θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως, για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ 1 ΚΠολΔικ. Εξάλλου η παράθεση στους ίδιους δύο πρώτους λόγους του περιεχομένου των διατάξεων των αριθμών 12 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, χωρίς και την παράθεση αντίστοιχου πραγματικού δεν αρκεί για την στοιχειοθέτηση των προβλεπομένων, από τις διατάξεις αυτές, αναιρετικών λόγων. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ 8 εδ β του ΚΠολΔικ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής ένστασης, αντένστασης ή λόγου εφέσεως, όχι δε και οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (ΟλΑΠ 14/2004) "Πράγμα" αποτελεί και ο λόγος εφέσεως, με τον οποίο εκφέρεται παράπονο σχετικό με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με ισχυρισμό αρνητικό της αγωγής ή με αλυσιτελή ισχυρισμό (ΟλΑΠ 2/2008), ενώ αντίστοιχα δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ 9 εδ γ' ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως "αίτηση" αφεθείσα αδίκαστη νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση των διαδίκων, με την οποία ζητείται η παροχή έννομης προστασίας, υπό οποιαδήποτε νόμιμη μορφή της, που προκαλεί αντίστοιχη εκκρεμοδικία, ήτοι εκείνη που αναφέρεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης, τέτοια δε αίτηση είναι ιδίως αυτή της αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης, αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ανακοπής τριτανακοπής και κάθε ενδίκου (ΟλΑΠ 25/2003). Έτσι δεν νοείται "αίτηση" με την έννοια του παρόντος άρθρου ο λόγος εφέσεως ή ένσταση ή αντένσταση και γενικά εκείνη που αναφέρεται σε κάθε είδους " πράγματα" με την έννοια του αριθμού 8. Εξάλλου κατά το β.ρ. δίκαιο (ν. 3 Εις (3.1), 14 πανδ (11.28), 20πανδ (29.2) βας 17 (35.14), 7 Εις (2.19),1 και 2 Εισ (2.19), καθώς και (3.1).14 πανδ (38.16), 11 πανδ (28.2), 3 κωδ(6.30) και ΕισΝΑΚ 92 η κτήση κληρονομίας, για μεν τους οικείους, δηλαδή τα πρόσωπα που τελούσαν υπό την άμεση πατρική εξουσία του αποβιώσαντα κατά το χρόνο του θανάτου του, τόσο από διαθήκη όσο και από κληρονομική διαδοχή (εξ αδιαιρέτου) γινόταν αυτοδικαίως, από το νόμο, χωρίς τη γνώση ή βούληση αυτών, ενώ για τους εξωτικούς εκτός από την επαγωγή, χρειαζόταν και υπεισέλευση, δηλαδή ρητή ή σιωπηρή από αυτούς αποδοχή της κληρονομίας. Στην προκειμένη περίπτωση με τρίτο λόγο της αναιρέσεως και κατ' εκτίμηση των όσων αναφέρονται σ' αυτόν, αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι από τις παραπάνω διατάξεις των αριθμών 8 εδ β και 9 εδ γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλειας κατά τις οποίες το Εφετείο δεν εξέτασε τον περιεχόμενο στον δεύτερο λόγο της εφέσεως ισχυρισμό κατά τον οποίο " η άσκηση της από 14-12-1932 διεκδικητικής ανακοπής των κληρονόμων της Π. Μ. και της Χ. Μ. δεν αποτελούσε πράξη αναμείξεως για λογαριασμό τους και σε χρόνο που αυτές είχαν ήδη αποβιώσει στην κληρονομιά του αποβιώσαντος το 1890 πατέρα τους Γ. Σ. Ψ., αφού η ανάμειξη ήταν δικαίωμα προσωπικό με αποτέλεσμα αυτές που δεν είχαν αναμειχθεί στην κληρονομιά του πατέρα τους και εν συνεχεία οι κληρονόμοι να θεωρηθεί ότι είχαν δικαιώματα στην κληρονομιά του Γ. Σ. Ψ., πράγμα το οποίο άσκησε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης". Ο λόγος αυτός ως αφορών σε αλυσιτελή, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, ισχυρισμό είναι απαράδεκτος και το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει σ' αυτόν, αφού όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της απόφασης. (σελ 6) έγινε δεκτό ότι μετά το θάνατο το 1890 του Γ. Σ. Ψ., η εξ αδιαιρέτου κληρονομιά του περιήλθε στα πέντε τέκνα του δηλαδή στις προαναφερθείσες Π. Μ. και Χ. Μ. και τα τρία αδέλφια τους (Κ. Π., Ν. Ψ. και Σ. Ψ.), που υπεισήλθαν (και οι 5) και αναμείχθηκαν (από το 1890 ) στην κληρονομιά με πρόθεση κληρονόμου και επομένως οι ασκήσαντες την επίμαχη ανακοπή είχαν ίδιο δικαίωμα αναμείξεως και όχι για λογαριασμό των δικαιοπαρόχων τους. Επίσης ο ίδιος λόγος ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 9 εδ γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ είναι επίσης απαράδεκτος, αφού ο επικαλούμενος και περιεχόμενος σε λόγο εφέσεως ισχυρισμός δεν συνιστά "αίτηση" υπό την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, ως μη αφορών σε ιδιαίτερο κεφάλαιο, το οποίο να προκαλεί εκκρεμοδικία. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος τρίτος λόγος της αναιρέσεως και κατά τις δύο αιτιάσεις του πρέπει να απορριφθεί. Επειδή όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ 4, 566 παρ 1 και 577 παρ 3 ΚΠολΔικ, για την πληρότητα του λόγου αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται έλλειψη νόμιμης βάσης στην προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρ 559 αρ 19 ΚΠολΔικ) πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο, εκτός των άλλων, με πληρότητα και σαφήνεια οι ουσιαστικές παραδοχές με τις οποίες το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε, κατά τον αναιρεσείοντα, στις πλημμέλειες που συγκροτούν το λόγο αυτό αναίρεσης, γιατί διαφορετικά είναι απολύτως ανέφικτος ο ζητούμενος αναιρετικός έλεγχος. Η αποσπασματική και επιλεκτική επιλογή των παραδοχών καθιστά τον λόγο αόριστο, η δε αοριστία αυτή που επάγεται τη απόρριψη του λόγου ως απαραδέκτου (άρθρο 577 παρ 1, 2 ΚΠολΔικ) δεν μπορεί όπως άλλωστε και κάθε αοριστία οιουδήποτε εισαγωγικού δικογράφου δίκης, να αναπληρωθεί από στοιχεία που βρίσκονται εκτός αναιρετηρίου, ούτε ειδικότερα από την υπάρχουσα στη δικογραφία απόφαση που προσβάλλεται με την αναίρεση. Εξ ετέρου κατά το άρθρο 559 αρ 10 ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης " αν το δικαστήριο, παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση της δίκης χωρίς απόδειξη". Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου με το άρθρο 106 ΚΠολΔικ συστήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που είχαν προταθεί και αποδειχθεί. Ειδικότερα ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε " πράγματα", ήτοι αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει έστω και γενικά από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. Δεν απαιτείται να αξιολογεί το δικαστήριο τα επί μέρους αποδεικτικά μέσα ή να εξατομικεύει τα έγγραφα, ούτε να αναφέρει ποια έγγραφα λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποια για έμμεση απόδειξη. Στην προκειμένη με τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες από τους αριθμούς 10και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ κατά τις οποίες το Εφετείο δέχθηκε ότι οι θυγατέρες του αποβιώσαντος το 1890 Γ. Σ. Ψ. υπεισήλθαν και αναμείχθηκαν στην κληρονομιά του, αφενός μεν χωρίς να διευκρινίζει τον τρόπο, αν δηλαδή ενόψει του ισχύοντος, κατά το χρόνο της υπεισελεύσεως Β Ρωμαϊκού δικαίου έλαβε χώρα ρητή δήλωση υπεισέλευσης ή πράξεις που φανερώνουν την αποδοχή και αφετέρου ότι δέχθηκε ότι έγινε υπεισέλευση και ανάμειξη χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη αόριστος, γιατί περιορίζεται αποσπασματικά και επιλεκτικά σε μία παραδοχή της απόφασης, χωρίς να προσδιορίζει αν η παραδοχή αυτή εν όψει του ότι το Εφετείο απέρριψε την αγωγή των αναιρεσειόντων κατ' αποδοχή της ενστάσεως ιδίας κυριότητας της αναιρεσίβλητης επί των επιδίκων και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και της διενέργειας πράξεων νομής επ' αυτών από τα έτη 1946 και 1948 με διάνοια κυρίου μέχρι της εγέρσεως της αγωγής το έτος 1995, συνδέεται με το διατακτικό, ενώ ως αιτίαση από τη διάταξη του αριθμού 10 του ίδιου άρθρου είναι αβάσιμος, καθόσον ανεξάρτητα από το αν η παραδοχή αυτή αφορά σε αυτοτελή ισχυρισμό στην προσβαλλομένη απόφαση προσδιορίζονται αναλυτικά τα αποδεικτικά μέσα που, με επίκληση προσκομίσθηκαν από τους διαδίκους, από τη συνεκτίμηση των οποίων το δικαστήριο κατέληξε στην επικαλούμενη παραδοχή ενώ, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, το δικαστήριο δεν χρειαζόταν να αξιολογεί κάθε επί μέρους αποδεικτικό μέσο. Ενόψει τούτου και ο λόγος αυτός (πέμπτος) και κατά τις δύο αιτιάσεις του, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Οι αναιρεσείοντες λόγω της ήττας τους, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της παρισταμένης πρώτης αναιρεσίβλητης (άρθρ 176, 180 παρ 1 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 11-7-2011 αίτηση της Μ. Γ. του Κ. για αναίρεση της υπ' αριθμ 201/2011 αποφάσεως του Εφετείου Λάρισας Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της παρισταμένης πρώτης αναιρεσίβλητης, στην οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700)ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο διάδικος δεν παρίσταται νομίμως, αν δεν εκπροσωπείται με ειδικά προς τούτο εξουσιοδοτημένο πληρεξούσιο δικηγόρο (άρθρ. 94 παρ 1, 96 και 104 ΚΠολΔ). Για την εκπροσώπηση του Δήμου από εξωτερικό δικηγόρο, ήτοι από δικηγόρο που δεν ανήκει στη νομική υπηρεσία του, απαιτείται εκτός από απόφαση της οικονομικής επιτροπής και συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο. Άρθρο 559 αρ. 11γ. Ο λόγος στοιχειοθετείται μόνο αν δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκαν υπόψη τα αποδεικτικά μέσα. Άρθρο 559 αρ 8. Πράγμα αποτελεί και ο λόγος εφέσεως που αφορά σε αυτοτελή και όχι σε αλυσιτελή ισχυρισμό στον οποίο το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει. Κτήση κληρονομιάς κατά ΒΡΔ, Η αποσπασματική και επιλεκτική επιλογή των παραδοχών της απόφασης καθιστά αόριστο το λόγο του αρ. 19 του 559 ΚΠολΔ, ενώ ο λόγος του αρ10 του ιδίου άρθρου αναφέρεται σε «πράγματα», ήτοι σε αυτοτελείς ισχυρισμούς που έγιναν δεκτοί χωρίς να έχει προσκομισθεί απόδειξη. Άρθρο 559 αρ 9 ως αίτηση αφεθείσα αδίκαστη νοείται κάθε αυτοτελής αίτηση που προκαλεί αντίστοιχη εκκρεμοδικία.
Πληρεξουσιότητα
Αγωγή διεκδικητική, Αποδεικτικά μέσα, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Πληρεξουσιότητα .
0
Αριθμός 1383/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Μ. χήρας Ν. Κ., το γένος Μ. Μ., η οποία δεν παραστάθηκε. Στο αυτό ο δικηγόρος Λάμπρος Θεοτοκάτος δήλωσε ότι η αναιρεσείουσα απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους 1)Γ. Κ. και 2)Π. - Γ. Κ. του Ν., συζ. Γ. Κ., ..., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διοκοπείσα δίκη και παρίστανται με τον ίδιο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Μ. συζ. Σ. Μ., το γένος Α. Μ. και 2) Σ. Μ. του Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεράσιμο Θεοδωράτο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/4/2006 αγωγή της αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1111/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 597/2011 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 28/2/2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 9/9/2013 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Γεώργιου Κριμπά, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και δε την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1846, 1193, 1195, 1198 και 1199 ΑΚ προκύπτει ότι παράγωγο τρόπο μεταβιβάσεως επί ακινήτου, αποτελεί και η καθολική διαδοχή από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, εφόσον ο κληρονομούμενος ήταν κύριος του ακινήτου κατά το χρόνο του θανάτου του και ο κληρονόμος αποδέχθηκε την επαχθείσα σ' αυτόν κληρονομιά, με συμβολαιογραφικό έγγραφο, το οποίο μεταγράφτηκε, νόμιμα, στα οικεία βιβλία μεταγραφών, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1199 του ίδιου κώδικα, με την κατά το άρθρο 1193 μεταγραφή, η κυριότητα του ακινήτου θεωρείται ότι περιήλθε στον κληρονόμο από τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1043 και 1051 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι για την κτήση κυριότητας, με τακτική μεν χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής, με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, για μία δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία, άσκηση νομής, επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα και στις δύο περιπτώσεις, του νομέα να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του χρησικτησίας και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής αποτελούν, όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς, πάνω σ'αυτά πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό τους, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να είναι το πράγμα δικό του. Εξάλλου επί διεκδικητικής αγωγής πρέπει, κατά τα άρθρα 1094 ΑΚ και 338 ΚΠολΔ, ο ενάγων να αποδείξει το δικαίωμα της κυριότητάς του πάνω σε αυτό (ακίνητο) και ότι ο εναγόμενος το νέμεται ή το κατέχει. Αν όμως απορριφθεί η αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη, για το λόγο ότι δεν αποδείχθηκε η κυριότητα του ενάγοντος, καθίσταται περιττή η έρευνα της ένστασης ιδίας κυριότητας του εναγομένου, αφού η απόρριψη της αγωγής που επιδίωξε ο εναγόμενος με την ένστασή του έγινε, γιατί ο ενάγων δεν απέδειξε τα πραγματικά περιστατικά που την θεμελιώνουν. Εξάλλου κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στην συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης, δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.1 ΚΠολΔ), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό προσκομισθέντων και επικληθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Ο αποβιώσας στις 27.11.1980 Μ. Μ. του Η., πατέρας της ενάγουσας, με την υπ'αριθμ..../9.12.1977 δημόσια διαθήκη του που δημοσιεύτηκε νόμιμα, με το 69/22.9.1981 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, εγκατέστησε κληρονόμο την ενάγουσα σε δήλα πράγματα και συγκεκριμένα μεταξύ άλλων κατέλιπε στην τελευταία ένα άγονο αγρό, έκτασης 30 στρεμμάτων που βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Χαβριάτων Κεφαλληνίας και ο οποίος συνορεύει ανατολικά με καλύβα Μ. και Λ. Μ., βόρεια με δρόμο Ιεράς Μονής Κηπουραίων, δυτικά με τη ρίζα Μερσίνας και υδραγωγείο και νότια με ιδιοκτησία Α. Μ.. Με την υπ' αριθμ. .../2001 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της Συμ/φου Αθηνών Σταυρούλας Ζυγούρη που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Ληξουρίου, στον τόμο 203 και αριθμό 33, η ενάγουσα αποδέχθηκε ένα ενιαίο αγρό τριάντα στρεμμάτων, παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει στην υπό κρίση αγωγή της, ο αγροτικός δρόμος για την κατασκευή του οποίου ο δικαιοπάροχος πατέρας της είχε παραχωρήσει άτυπα έκταση ενός περίπου στρέμματος στην Κοινότητα Χαβριάτων, είχε αποκόψει το ενιαίο ακίνητο σε δύο τμήματα ήδη από το 1967. Περαιτέρω με την υπ' αριθμ. …/22.9.2003 πράξη αποδοχής της Συμ/φου Ληξουρίου Αθανασίας Καρακούση -Θεοτοκάτου που μεταγράφηκε στα ίδια ως άνω βιβλία μεταγραφών στο τόμο 221 και αριθμό … διορθώθηκε η προηγούμενη, αναφορικά με την έκταση και τα όρια του προπεριγραφομένου κληρονομιαίου ακινήτου και συγκεκριμένα το ως άνω κληρονομιαίο ακίνητο των τριάντα περίπου στρεμμάτων, περιγράφεται πλέον ως δύο ακίνητα συνολικής έκτασης 64.000 τ.μ. εκ των οποίων το πρώτο είναι έκτασης 55.000,82 τ.μ. και συνορεύει ανατολικά με ακίνητο ιδιοκτησίας Σ. Μ., νοτιοανατολικά με ακίνητο ιδιοκτησίας Ν., ανατολικά εν μέρει με ακίνητο Μ. και εν μέρει με ακίνητο ιδιοκτησίας Λ. Μ., βόρεια με μονοπάτι προς Ιερά Μονή Κηπουραίων, δυτικά με αγροτική οδό, πλάτους τεσσάρων μέτρων και νότια με αγροτική οδό και πέραν αυτής με ιδιοκτησία ενάγουσας, ενώ το δεύτερο ακίνητο εμφανίζεται να έχει έκταση 9.030 τ.μ. και να συνορεύει νοτιοανατολικά με ακίνητο ιδιοκτησίας κληρονόμων Ι. Μ., νοτιοδυτικά με ακίνητο ιδιοκτησίας Κ. και βόρεια με αγροτική οδό πλάτους τεσσάρων μέτρων προς κεντρικό δρόμο, όπως τα δύο αυτά ακίνητα εμφαίνονται στο από Απριλίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα, του πολιτικού μηχανικού Π. Α.. Το επίδικο εδαφικό τμήμα, στο οποίο κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, εισήλθαν οι εναγόμενοι το Μαΐο του 2005 έχει έκταση 11.165,82 τ.μ. και συνορεύει βορείως με μονοπάτι που οδηγεί στην Ιερά Μονή Κηπουραίων, νοτίως και δυτικώς με ιδιοκτησία ενάγουσας και ανατολικά με ιδιοκτησία Λ. Μ., όπως το τμήμα αυτό εμφαίνεται υπό στοιχ. Κ-Λ-Μ-1-6-7-Κ στο από Απριλίου 2006 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Π. Α.. Περαιτέρω δεν αποδείχτηκε ότι η επίδικη εδαφική έκταση, την οποία η ενάγουσα εντάσσει στο βορειοανατολικό τμήμα του πρώτου περιγραφέντος ανωτέρω ακινήτου περιλαμβάνεται στο ακίνητο των 30 στρεμμάτων, που κατέλιπε σ’ αυτήν ο δικαιοπάροχος της Μ. Μ. και την οποία η ίδια με τη διορθωτική πράξη αποδοχής κληρονομιάς εμφάνιζε ως έχουσα διπλασία έκταση. Η αναφερόμενη στη δημόσια διαθήκη ως καλύβα "Λ. Μ.", με την οποία ορίζεται στην ανατολική του πλευρά το ακίνητο, δεν αποδεικνύεται ότι βρίσκεται στο σημείο 6 του τοπογραφικού διαγράμματος του Π. Α., στο οποίο σημειωτέον δεν αναφέρεται ως καλύβα "Λ. Μ.", αλλά ως καλύβα "Ν.". Άλλωστε κατά την τοπογράφηση το έτος 2001 της όλης έκτασης των 64.000 τ.μ. από τον Π. Α. δεν υπήρχε η ως άνω καλύβα, απλά αποτυπώθηκε στο τοπογραφικό με βάση τις υποδείξεις από τα τέκνα της ενάγουσας και του αδελφού της ίδιας Σ. Μ., καίτοι στην επίδικη περιοχή υπήρχαν και άλλες καλύβες και ερείπια καλυβών, όπως τούτο προκύπτει από την έκθεση φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών των ετών 1960 και 1972. Επιπλέον ο πραγματογνώμονας Β. Π., κατά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε σε υπόθεση μεταξύ της ενάγουσας και του Δήμου Παλλικής, ενώ αποφαίνεται ότι είναι αδύνατη η εφαρμογή ακινήτου 30 στρεμμάτων, όπως αναφέρεται στην .../1977 δημόσια διαθήκη, διότι τα προσδιοριστικά στοιχεία των ορίων δεν συμφωνούν, εντούτοις εντελώς αντιφατικά και αυθαίρετα, επικαλούμενος μαρτυρίες τρίτων τους οποίους και δεν κατονομάζει, αποτυπώνει την καλύβα "Λ. Μ." στη θέση Β του τοπογραφικού διαγράμματος, που συνοδεύει την υπ' αριθμ. 66/2007 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, διευρύνοντας με αυτό τον τρόπο το ακίνητο της ενάγουσας από την ανατολική πλευρά . Περαιτέρω ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι ο δικαιοπάροχος της άσκησε πράξεις νομής στο επίδικο από το έτος 1930 που περιήλθε σ’ αυτόν από άτυπη δωρεά του πατέρα του Η. Μ. μέχρι το θάνατο του (27.11. 1980) και ότι στη νομή του τον διαδέχθηκε η ίδια δεν αποδείχτηκε. Οι μάρτυρες αυτής, Μ. Δ., Η. Ζ. και Π. Κ., ουδέν καταθέτουν περί πράξεων νομής της ίδιας και του δικαιοπαρόχου της στην επίδικη έκταση περιοριζόμενοι κυρίως να βεβαιώσουν για την ύπαρξη καλύβας εντός του επιδίκου και την ονομασία αυτής. Η κατάθεση δε του γιου της δεν κρίνεται πειστική και ανταποκρινόμενη στην αλήθεια, αφού δεν επιβεβαιώνεται από άλλο αποδεικτικό μέσο. Αντίθετα ο Η. Μ. ανιψιός της ενάγουσας καταθέτει ότι όσο ζούσε ο Μ. Μ. (δικαιοπάροχος της ενάγουσας) ο πατέρας του Σ. βοσκούσε το ποίμνιο του στο ακίνητο του τελευταίου, στο οποίο όμως δεν συμπεριλαμβανόταν η επίδικη εδαφική έκταση και ότι "εδώ και 4-5 χρόνια η θεία του (ενάγουσα) συνέταξε ένα τοπογραφικό (για το χωράφι στη θέση "..." δείχνοντας σε αυτό ότι το χωράφι της έχει έκταση 65 στρέμματα, επεκτείνοντας δηλαδή αυτό σε βάρος των διπλανών ακινήτων που κατέχονται από τη Μ. Μ. και το Δήμο Παλλικής. Περαιτέρω από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η προπεριγραφείσα αυτή επίδικη εδαφική έκταση, αποτελεί τμήμα μείζονος ακινήτου 27.000,64 τ. μ. . Στο ακίνητο αυτό ο Γ. Η. Μ. πεθερός της α' εναγομένης; που πέθανε στις 24.4.1994; με την από 10.4.1989 ιδιόγραφη διαθήκη του εγκατέστησε κληρονόμο του την πρώτη εναγομένη, η οποία αποδέχτηκε την κληρονομιά με την …/9. 8.1995 δήλωση της . ενώπιον της συμ/φου Ληξουρίου Αγλαΐας Λουκάτου, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα. Ο δικαιοπάροχος της πρώτης εναγομένης ήταν γεωργοκτηνοτρόφος, καλλιεργούσε το επίδικο με βρώμη και αγριοκόκι και έβοσκε το ποίμνιο του περισσότερο από 30 χρόνια πριν το θάνατο του. Από το έτος 1980 μεταβίβασε την νομή του στην εναγομένη η οποία είναι κτηνοτρόφος , διατηρούσε ποίμνιο 250 προβάτων, έβοσκε σ' αυτό τα ζώα της πότε η ίδια και πότε δια του αντιπροσώπου συζύγου της δευτέρου εναγομένου και συνέχισε την ίδια νομή μετά την κτήση της κληρονομιάς μέχρι και την άσκηση της αγωγής. Ακόμη η πρώτη εναγομένη υπέβαλε στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ Ληξουρίου δήλωση φόρου κληρονομιάς για το ίδιο ακίνητο και το περιέλαβε στη φορολογική δήλωση του εντύπου Ε9. Τέλος με την 9/17.2.1999 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων μετά από προσφυγή της το παραπάνω ακίνητο χαρακτηρίστηκε ως αγροτική έκταση και έλαβε την 31/2000 οικοδομική άδεια ανέγερσης ισόγειας αγροτικής αποθήκης. Τα ανωτέρω αποδεικνύονται από τις εξ ιδίας αντιλήψεως καταθέσεις των μαρτύρων Σ. Μ., Α. Λ., Δ. - Γ. Μ. του Σ.. Οι καταθέσεις αυτές χωρίς να αναιρούνται από αντίθετο αποδεικτικό μέσο; επιβεβαιώνονται πλήρως και από αυτές των μαρτύρων Α. Μ., Π. Μ. του Ν., Θ. Μ., Γ. Μ. του Σ., Α. Μ. και Κ. -Α. Κ. - Τ. του Ε., οι οποίες λήφθηκαν στα πλαίσια της από 15.9.2001 αγωγής της πρώτης εναγομένης κατά του Δήμου Παλλικής και εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια. Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω η ενάγουσα δεν κατέστη κυρία του επιδίκου ούτε με παράγωγο τρόπο αφού το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στον τίτλο της , ούτε ο δικαιοπάροχος της κατά το χρόνο του θανάτου του ήταν κύριος αυτού, αλλά ούτε με τακτική και έκτακτη χρησικτησία και η αγωγή πρέπει ν' απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας, περί πλαστότητας της από 10.4.1989 ιδιόγραφης διαθήκης του πενθερού της α' εναγομένης και το συναφές αίτημα περί γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης για τη διαπίστωση της αλυσιτελώς προβάλλεται αφού η αγωγή απορρίφθηκε, επειδή η ενάγουσα δεν απέδειξε την ιστορική βάση της αγωγής της και όχι κατά παραδοχή της ένστασης ιδίας κυριότητας που πρόβαλε η πρώτη εναγομένη. Για τον ίδιο λόγο απορριπτέο είναι και το αίτημα διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης με περιεχόμενο εάν στην με αριθμό .../1995 πράξη αποδοχής κληρονομίας της πρώτης εναγομένης περιελήφθη το επίδικο ακίνητο. Αλλά και το αίτημα για διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, είναι απορριπτέο κατ' ουσίαν διότι το δικαστήριο σχημάτισε ασφαλή κρίση ως προς τα αποδεικτέα πραγματικά περιστατικά, από τα αποδεικτικά μέσα τα οποία προαναφέρθηκαν". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι η ένδικη, από 3.4.2006 διεκδικητική αγωγή της αναιρεσείουσας, για το επίδικο, επιφανείας 11.165,82 τ.μ., ακίνητο, στη θέση ... της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Χαβριάτων Κεφαλληνίας, από το οποίο την απέβαλαν οι εναγόμενοι και που είχε ως βάση τον παράγωγο τρόπο κτήσεως κυριότητας από επαχθείσα σ'αυτήν, εκ διαθήκης, κληρονομιά του πατέρα της, την οποία αποδέχθηκε και μετέγραψε, άλλως τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, προσμετρουμένου και του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου πατέρα της από το 1930, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και ακολούθως απέρριψε την έφεση της ιδίας (αναιρεσείουσας) κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως. Ειδικότερα το Εφετείο δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο δεν περιλαμβάνεται στο μεγαλύτερο ακίνητο που η αναιρεσείουσα απέκτησε, με νόμιμα αποδεχθείσα και μεταγραφείσα, εκ διαθήκης, κληρονομιά του πατέρα της, ο οποίος δεν αποδείχθηκε ότι είχε αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, αφού δεν προέκυψε η ενέργεια πράξεων νομής από αυτόν και συνεπώς ούτε διαδοχή της αναιρεσείουσας στη νομή αυτή έλαβε χώρα και ότι συνακόλουθα αυτή δεν έχει αποκτήσει κυριότητα ούτε παραγώγως από κληρονομιά, αλλά ούτε και πρωτοτύπως με τακτική, άλλως, έκτακτη χρησικτησία. Επομένως το Εφετείο με τις κρίσεις του αυτές, στις οποίες στήριξε την απόρριψη της ένδικης αγωγής, δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού περιέλαβε σαφείς, πλήρεις (αν και συνοπτικές) και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, για την ορθή ή μη των αναφερομένων στη νομική σκέψη ουσιαστικών διατάξεων και επομένως ο υποστηρίζων τα αντίθετα πέμπτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες το Εφετείο προσέδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα σε ορισμένα προσαχθέντα από τους αναιρεσιβλήτους - εφεσιβλήτους έγγραφα, έναντι άλλων προσαχθέντων από την αναιρεσείουσα - εκκαλούσα και ότι με ανεπαρκή αιτιολογία και παρά τα αντιθέτως προκύπτοντα από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία (τοπογραφικό διάγραμμα, αεροφωτογραφίες περιγραφή στη διαθήκη του πατέρα της αναιρεσείουσας του καταλιπομένου με αυτήν μεγαλυτέρου ακινήτου) δέχθηκε ότι το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στον τίτλο της αναιρεσείουσας, είναι απαράδεκτες, γιατί απροκάλυπτα και χωρίς επιφάσεις, πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, ως προς την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και ως προς τη στάθμιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και την αιτιολόγηση του πορίσματος που εξήχθη από αυτά. Οι αιτιάσεις κατά τις οποίες το Εφετείο με ανεπαρκείς αιτιολογίες δέχθηκε ότι το επίδικο περιήλθε στην πρώτη αναιρεσίβλητη από εκ διαθήκης κληρονομιά του πεθερού της, ο οποίος είχε καταστεί κύριος από έκτακτη χρησικτησία, λόγω ασκήσεως σ' αυτό (επίδικο) πράξεων νομής για περισσότερο από τριάντα χρόνια και ότι η παραδοχή αυτή αντιφάσκει προς την παραδοχή ότι η έρευνα της γνησιότητας της διαθήκης αυτής δεν ασκεί επιρροή στην έκβαση της δίκης, είναι απαράδεκτες γιατί αφορούν σε πλεοναστικές αιτιολογίες ως προς την εξέταση της ένστασης ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου της πρώτης αναιρεσίβλητης, οι οποίες δεν στηρίζουν το διατακτικό, ούτε δημιουργούν δεδικασμένο αφού η απορριπτική κρίση του Εφετείου στηρίχθηκε στην μη απόδειξη της ιστορικής βάσεως της αγωγής και κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη η έρευνα της ενστάσεως ιδίας κυριότητας ήταν περιττή. Η αιτίαση κατά την οποία το Εφετείο δεν αιτιολογεί την απορριπτική κρίση του περί μη διενέργειας της αιτηθείσας από την αναιρεσείουσα πραγ/νης ως προς τη θέση του επιδίκου, προεχόντως είναι απαράδεκτη, αφού το δικαστήριο δεν υποχρεούται να αιτιολογεί την κρίση του αυτή, καθόσον το σχετικό αίτημα δεν αποτελεί "ζήτημα" κατά την έννοια της ερευνώμενης διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αλλά προσέτι είναι και αβάσιμη, καθόσον όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, η απορριπτική αυτή κρίση (ως εκ περισσού) αιτιολογείται. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (πέμπτος) πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (Ολ.ΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του (Ολ.ΑΠ 23/2008). Καμμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ'είδος, κατά το άρθρο 339 ΚΠολΔ αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη, ενώ ως ιδιαίτερα μεταξύ άλλων αποδεικτικά μέσα πρέπει να μνημονεύονται οι ένορκες βεβαιώσεις και οι εκθέσεις πραγ/νης (ΑΠ 609/2013), σε αντίθεση με τις τεχνικές εκθέσεις και τα σχεδιαγράμματα που τις συνοδεύουν ή προσαρτώνται στα συμβόλαια, αφού τα αποδεικτικά αυτά μέσα, ως έγγραφα με ειδική ρύθμιση, κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔ, καλύπτονται από την αναφορά της απόφασης στα "προσκομισθέντα έγγραφα" (Ολ.ΑΠ 8/2005). Μόνο αν από τη γενική η και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Εξάλλου ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο τη βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που η αναιρεσείουσα επικαλέσθηκε και προσκόμισε, από τα οποία προέκυπτε τόσο η ένταξη του επιδίκου στο μεγαλύτερο ακίνητο που αυτή κληρονόμησε από τον πατέρα της, όσο και η διενέργεια πράξεων νομής στο επίδικο και συνακόλουθα το ουσία βάσιμο της αγωγής, τόσο κατά την κύρια όσο και κατά τις επικουρικές βάσεις της και ειδικότερα ότι δεν έλαβε υπόψη α)την νόμιμα ληφθείσα υπ'αριθμ.2064/4.2.2008 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της αναιρεσείουσας Η. Ζ. του Α., β)τα από Νοεμβρίου 2001 και Απριλίου 2006 τοπογραφικά διαγράμματα του πολιτικού μηχανικού Π. Α., γ)την από Φεβρουαρίου 2007 έκθεση πραγ/νης του τοπογράφου - μηχανικού Β. Π. και το από Οκτωβρίου 2006 τοπογραφικό που την συνοδεύει, δ)την από 28.7.2007 έκθεση φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών των ετών 1960, 1972, 1966 και 1992, του τοπογράφου - μηχανικού Φ. Κ.. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχομένη σ'αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκε υπόψη η επίμαχη ένορκη βεβαίωση, καθώς και όλα τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, όπου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στα αποδεικτικά αυτά μέσα (φύλλο 3β, φύλλο 4β για τοπογρ.Α.Α. φύλλλο Αβ για πραγ/νη Β.Π., φύλλο 5β για κατάθεση Η. Ζ.), δεν γεννιέται καμμιά απολύτως, αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε, με τις υπόλοιπες αποδείξεις, για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος, ως προς το ουσία αβάσιμο της αγωγής. Οι αιτιάσεις του ερευνώμενου λόγου ότι από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, είναι απαράδεκτες, καθόσον πλήττουν την, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πρώτος λόγος πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης "αν το δικαστήριο, παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης χωρίς απόδειξη". Ο λόγος αυτός στηρίζεται στην παράβαση του καθιερωμένου, με το άρθρο 106 ΚΠολΔ, συστήματος συζητήσεως, κατά το οποίο ο δικαστής αποφασίζει με βάση αυτά που έχουν προταθεί και αποδειχθεί. Ειδικότερα ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχθηκε "πράγματα", ήτοι αυτοτελείς ισχυρισμούς που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά ή όταν δεν εκθέτει, έστω και γενικά, από ποια μέσα άντλησε την απόδειξη αυτή. Εξάλλου η συμπλήρωση των αποδείξεων με την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο εκτιμά ελευθέρως την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγμ/σύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται "ιδιάζουσες" γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγμ/να ή πραγμ/νες. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο χωρίς απόδειξη και χωρίς να διαταχθεί ως προς τη θέση του επιδίκου η αιτηθείσα πραγμ/νη φωτοερμηνείας, δέχθηκε ότι τούτο (επίδικο) ήταν τμήμα ευρύτερου ακινήτου, που περιήλθε κατά κυριότητα στην πρώτη αναιρεσίβλητη με κληρονομική διαδοχή από διαθήκη του πεθερού της. Ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής για την ίδια αιτία που αναφέρεται παραπάνω στον αναιρετικό λόγο του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ήτοι γιατί αφορά σε ισχυρισμούς που δεν είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα γιατί αφορά σε πλεοναστική παραδοχή της απόφασης που δεν στηρίζει το διατακτικό της, το οποίο προέκυψε από την μη απόδειξη της ιστορικής βάσεως της αγωγής και όχι από την ως εκ περισσού εξέταση της ενστάσεως ιδίας κυριότητας της εν λόγω πρώτης αναιρεσίβλητης, ενώ η αιτίαση περί απορρίψεως του αιτήματος διενεργείας πραγ/νης είναι απαράδεκτη, καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, η οικεία απορριπτική, ρητή ή σιωπηρή, κρίση του δικαστηρίου δεν ελέγχεται αναιρετικά, το δε Εφετείο στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της απόφασης έκρινε ανέλεγκτα ότι "δεν απαιτείται πραγμ/νη, καθόσον τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα ήταν επαρκή για τον σχηματισμό ασφαλούς κρίσεως ως προς τα αποτελούντα αντικείμενο αποδείξεως πραγματικά περιστατικά". Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (δεύτερος) πρέπει να απορριφθεί. Επειδή ο από τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει. Το έγγραφο πρέπει να αφορά στην απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, ήτοι ισχυρισμού επιβλαβούς για τον αναιρεσείοντα που να ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, δηλαδή να επιδρά στο διατακτικό της αποφάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο παραμορφώνοντας το περιεχόμενο τριών εγγράφων δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο περιλαμβάνεται στα έγγραφα αυτά και ότι ανήκει στην πρώτη αναιρεσίβλητη, είναι δε τα έγγραφα αυτά α)η υπ'αριθμ..../1995 πράξη αποδοχής της από 10.4.1989 ιδιόγραφης διαθήκης του αποβιώσαντος το 1994 πεθερού της πρώτης αναιρεσίβλητης, β)η υπ'αριθμ.9/17.2.1999 απόφαση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Δασικών Αμφισβητήσεων και γ)η υπ'αριθμ.31/2000 οικοδομική άδεια της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κεφαλονιάς και Ιθάκης (τμήμα Ληξουρίου). Ο λόγος αυτός όπως και οι προαναφερθέντες από τις διατάξεις των αριθμών 10 και 19 του άρθρου 559 λόγοι είναι αλυσιτελής γιατί αφορά σε έγγραφα που χρησίμευσαν στην απόδειξη της ενστάσεως ιδίας κυριότητας της πρώτης αναιρεσίβλητης, η οποία όμως ήταν περιττή και δεν άσκησε επιρροή στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως. Για την ίδια αιτία, ήτοι ως αφορών σε ισχυρισμούς που δεν άσκησαν επιρροή στην έκβαση της δίκης και δη σε λήψη υπόψη ισχυρισμού που συγκροτούσε την ιστορική βάση της εν λόγω ενστάσεως ιδίας κυριότητας είναι και ο επόμενος (τέταρτος) αναιρετικός λόγος, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δέχθηκε χωρίς τούτο να έχει προταθεί, ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη, είτε ίδια είτε δια του αντιπροσώπου συζύγου της, ήτοι του δευτέρου αναιρεσιβλήτου, ασκούσε στο επίδικο πράξεις νομής από το 1980 που η νομή αυτή της παραδόθηκε από τον πεθερό της. Ενόψει τούτων και οι λόγοι αυτοί (τρίτος και τέταρτος), καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Οι υπεισελθόντες στη θέση της αρχικής αναιρεσείουσας και συνεχίζοντες τη δίκη, εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, πρέπει, ως ηττώμενοι διάδικοι, να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρ.176, 180 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28.2.2012 αίτηση της Μ. Χας Ν. Κ., το γένος Μ. Μ., στη θέση της οποίας υπεισήλθαν ο Γ. Κ. και η Π. - Γ. Κ. του Ν. σύζυγος Γ. Κ., για αναίρεση της υπ'αριθμ.597/2011 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών. Καταδικάζει τους υπεισελθόντες στη θέση της αρχικής αναιρεσείουσας στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μεταβίβαση κυριότητας παραγώγως (με κληρονομική διαδοχή) και πρωτοτύπως (τακτική και έκτακτη χρησικτησία) Αν η αγωγή απορριφθεί γιατί ο ενάγων δεν απέδειξε την κυριότητά του, παρέλκει η εξέταση της ενστάσεως ιδίας κυριότητας του εναγομένου αφού η απόρριψη της αγωγής που με την ένστασή του επιδίωξε έγινε γιατί ο ενάγων δεν απέδειξε τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουναρ19 άρθρου 559. Πότε ιδρύεται Οι πλεοναστικές παραδοχές δεν στηρίζουν το διατακτικό ούτε δημιουργούν δεδικασμένο και δεν υπόκεινται αυτοτελώς σε αναίρεση Οι αναιρετικοί λόγοι των αριθμών 10, 11γ και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αλυσιτελείς γιατί πλήττουν τις πλεοναστικές παραδοχές της απόφασης ως προς την ένσταση ιδίας κυριότητας, η εξέταση της οποίας ήταν περιττή, αφού η αγωγή απορρίφθηκε γιατί δεν αποδείχθηκε η ιστορική της βάση. Η αποδοχή του αιτήματος πραγματογνωμοσύνης, εφόσον δεν υφίσταται κρίση του δικαστηρίου περί του ότι απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, ανήκει στην διακριτική και ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου, η δε τυχόν αποδοχή ή σιωπηρή απόρριψη δε χρειάζεται να αιτιολογείται γιατί δεν αποτελεί ζήτημα κατά το άρθρο 559 αρ 19 ούτε υπόκειται σε κάποιο λόγο αναίρεσης
Αγωγή διεκδικητική
Αγωγή διεκδικητική.
1
Αριθμός 1382/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Ξ. Π. του Σ. και 2)Γ. Π. του Σ., κατοίκων ..., ατομικά και ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της αποβιώσασας μητέρας τους Β. χήρας Σ. Π., το γένος Σ. Κ.. Η 1η δεν παραστάθηκε διότι έχει παραιτηθεί από την ένδικη αίτηση αναίρεσης, όπως προκύπτει από την 21/3/2013 δήλωση παραίτησης που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και ο 2ος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αριστείδη Τσαβδαρίδη. Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Δ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Α. Δ. - Oρτεντζάτου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 1/8/2000 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 401/2003 του ίδιου Δικαστηρίου και 1179/2007 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 14/2/2008 αίτησή τους και ο 2ος αναιρεσείων και με τους από 11/7/2013 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 2/9/2012 έκθεσή της, με την οποία θεωρεί ως μη ασκηθείσα την αναίρεση της πρώτης αναιρεσείουσας και εισηγείται να απορριφθεί η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι ως προς τον δεύτερο αναιρεσείοντα. Ο πληρεξούσιος του δεύτερου αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 294, 296, 297 και 299 ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ.1 του ίδιου κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για αναίρεση, προκύπτει ότι η παραίτηση, ολική ή μερική από το δικόγραφο του ενδίκου μέσου που έχει ασκηθεί, όπως είναι και η αναίρεση (αρθρ.495 παρ.1 ΚΠολΔ), γίνεται με δήλωση και καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου και επιφέρει αναδρομικά την κατάργηση της δίκης επί του ενδίκου μέσου. Με τις διατάξεις αυτές ορίζονται αποκλειστικά οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να γίνει η παραίτηση από το δικόγραφο της αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 1187/1981). Στην προκειμένη περίπτωση, η πρώτη αναιρεσείουσα Ξ. Π. του Σ., με την από 21.3.2013 δήλωση, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Αρείου Πάγου στις 2.4.2013 από την έχουσα προς τούτο ειδική πληρεξουσιότητα δικηγόρο Πειραιά Μαρία Σφαλαγκάκου και επιδόθηκε στον αναιρεσίβλητο, παραιτείται από το δικόγραφο της απ'14.2.2008 αιτήσεως αναιρέσεως κατά του τελευταίου (Γ. Δ.) και της υπ'αριθμ.1179/2007 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών. (βλ.υπ'αριθμ…./12.2.2013 πληρεξούσιο της συμβ/φου Νικαίας Αλεξάνδρας Φυτακίδου-Ευδαίμονος - άρθρο 98 ΚΠολΔ - και την υπ'αριθμ.598Γ/11.4.2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού Κεφαλληνίας Α. Β.). Η παραίτηση αυτή, που έγινε σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 573 παρ.1, 299, 294, 296 και 297 ΚΠολΔ είναι νόμιμη και συνακόλουθα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 295 παρ.1 εδ.1 του ίδιου κώδικα η αίτηση αναιρέσεως πρέπει, ως προς την παραιτηθείσα πρώτη αναιρεσείουσα, να θεωρηθεί ότι δεν έχει ασκηθεί. Περαιτέρω ο έτερος αναιρεσείων Γ. Π. του Σ., στον οποίο στις 8.4.2013 είχε κοινοποιηθεί από την ομόδικο αδελφή του Ξ. Π. του Σ., η παραπάνω από 21.3.2013 δήλωση παραιτήσεως, από την από κοινού, με αυτόν, ασκηθείσα ένδικη αναίρεση (βλ.υπ'αριθμ.11234Γ/8.4.2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Πειραιά Α. Π.), παραδεκτά, τους ασκηθέντες από αυτόν, νομίμως και εμπροθέσμως, από 11.7.2013 προσθέτους λόγους (αρθ.569 ΚΠολΔ - ΑΠ 609/2013-), τους απηύθυνε μόνο κατά του αντιδίκου του στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση και όχι και κατά της ομοδίκου του κατά τη δίκη εκείνη και συνδεόμενη μαζί του με το δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας, καθόσον η ένδικη διαφορά αφορά σε ζήτημα που επιδέχεται .....μόνο ρύθμιση, ήτοι σε αναγνώριση πραγματικής δουλείας επί δουλεύοντος επικοίνου ακινήτου (αρθρ.1122, 1130, 1131, 1192 και 76 παρ.1 ΚΠολΔ). Είναι δε παραδεκτή η απεύθυνση αυτή, γιατί από την παρ.4 του άρθρου 76 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αν κάποιος αναγκαίος ομόδικος άσκησε ένδικο μέσο, θεωρούνται από το νόμο ως ασκούντες αυτό και οι ομόδικοί του, μολονότι αδράνησαν παρέπεται ότι δεν απαιτείται από το νόμο η ασκούμενη από έναν από τους αναγκαίους ομοδίκους αναίρεση να απευθύνεται, με ποινή το απαράδεκτο και κατά των ομοδίκων του, αφού και εκείνοι έχουν έννομο συμφέρον να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και μόνο ως ομόδικοι του αναιρεσείοντες μπορούν να συμμετάσχουν στην αναιρετική δίκη (είτε με την άσκηση δικής τους αναίρεσης, είτε εμφανιζόμενοι στον Άρειο Πάγο ως διάδικοι), κατ'εξαίρεση δε η αναίρεση απευθύνεται κατά πάντων, ακόμη και των ομοδίκων του αναιρεσείοντος, αν λόγω της φύσης της δίκης, μπορεί να δημιουργηθεί αντιδικία και μεταξύ των ομοδίκων, όπως στη δίκη διανομής (Ολ.ΑΠ 15/1996, Ολ.ΑΠ 16/1996, Ολ.ΑΠ 63/1981) ή και στη δίκη ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ των μετά την κατακύρωση αναγκαίων ομοδίκων, υπερθεματιστή και επισπεύδοντα. Ενόψει τούτων η υποβληθείσα από τον αναιρεσίβλητο, με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις του (αρθρ.570 ΚΠολΔ) ένσταση του απαραδέκτου της αναίρεσης και των προσθέτων λόγων, γιατί δεν στρέφονται και κατά της αναγκαίας ομοδίκου του αναιρεσείοντος, στην ένδικη περί αναγνωρίσεως δικαιώματος πραγματικής δουλείας διόδου διαφοράς, η οποία δεν υπάγεται στην αναφερομένη στην προηγηθείσα νομική σκέψη εξαίρεση πρέπει να απορριφθεί καθόσον η αναγκαία ομόδικος του αναιρεσείοντος, στην επιδεχομένη ενιαία μόνο ρύθμιση ένδικη διαφορά, μόνο ως ομόδικος του μπορούσε να συμμετάσχει στη δίκη και όχι ως αντίδικός του και μάλιστα ενόψει της προαναφερθείσας παραιτήσεώς της δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον για εμφάνισή της στη δίκη (αρθρ.80 ΚΠολΔ) δεδομένου του ότι οι πρόσθετοι λόγοι μαζί με κλήση για συζήτηση της έχουν κοινοποιηθεί (βλ.υπ'αριθμ.3036β/16.7.2013 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Πειραιά Θ. Α.). Επειδή η ποιοτική ή ποσοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής, υπάρχει αν ο ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στο οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής. Στην περίπτωση αυτή η αγωγή απορρίπτεται ως αόριστη και η σχετική παράβαση ελέγχεται αναιρετικά με τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθόσον το δικαστήριο, κατά παράβαση της δικονομικής διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, παραλείπει να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου. Η αοριστία του δικογράφου της αγωγής πρέπει κατ'αρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ, για το παραδεκτό της προβολής του, επειδή δεν αφορά τη δημόσια τάξη να προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται μνεία περί τούτου στο αναιρετήριο, διαφορετικά ο λόγος είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1118, 1119, 1120, 1121 και 1125 ΑΚ προκύπτει ότι στοιχεία της βάσεως της αγωγής περί αναγνωρίσεως πραγματικής δουλείας επί ακινήτου είναι α)το δικαίωμα της πραγματικής δουλείας, δηλαδή η κυριότητα του ενάγοντος στο δεσπόζον ακίνητο, το οποίο πρέπει να περιγράφεται με σαφήνεια και ο τρόπος κτήσεως της δουλείας, β)η προσβολή κατά την άσκηση της δουλείας καθολική ή μερική, η οποία μπορεί να προέρχεται από τον κύριο του δουλεύοντος ακινήτου ή από τρίτο, ανεξάρτητα από το αν αυτός έχει στη νομή του το δουλεύον. Η περιγραφή του δεσπόζοντος και της δουλείας πρέπει να γίνεται κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητα τους. Τέτοια περιγραφή του δεσπόζοντος και της δουλείας μπορεί να γίνεται και με αποτύπωση σε τυπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, που ενσωματώνεται στην αγωγή. Δεν είναι όμως αόριστο το δικόγραφο της αγωγής, στο οποίο δεν ενσωματώνεται τέτοιο τοπογραφικό διάγραμμα ή δεν αναφέρονται ακριβώς η έκταση του δεσπόζοντος οι πλευρικές του διαστάσεις ή δεν κατονομάζονται οι γείτονές του, εφόσον και χωρίς τα στοιχεία αυτά δεν δημιουργείται αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής (αρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ), διαλαμβάνονται σ'αυτήν όλα τα απαιτούμενα κατά νόμο, για το ορισμένο της στοιχεία και συγκεκριμένα η κυριότητα του ενάγοντος επί του δεσπόζοντος ακινήτου και η επίδικη δίοδος που περιγράφονται κατά τρόπο επαρκή και μη δημιουργούντα αμφιβολία για την ταυτότητά τους, ο τρόπος κτήσεως εκ μέρους του ενάγοντος του δικαιώματος της οιονεί νομής επί της επίδικης διόδου, καθώς και η υπό του εναγομένου - αναιρεσείοντος αμφισβήτηση του δικαιώματος τούτου, ενώ γίνεται και επίκληση "του από Αυγούστου 1998 τοπογραφικού διαγράμματος του πολιτικού μηχανικού Ε. Δ., στο οποίο εμφαίνονται τα δεσπόζον ακίνητα και η δουλειά διόδου", χωρίς το διάγραμμα αυτό να προσαρτάται στην αγωγή. Πλην όμως από τη μη προσάρτηση αυτή καμία αμφιβολία δεν γεννιέται ως προς την ταυτότητα του δεσπόζοντος ακινήτου και της δουλείας διόδου, αφού αυτά επακριβώς προσδιορίζονται από την όλη περιγραφή. Επομένως η αγωγή ως προς την περιγραφή του δεσπόζοντος ακινήτου και της δουλείας περιείχε τα κατά το άρθρο 216 παρ.1 εδ.β του ΚΠολΔ στοιχεία και ήταν ορισμένη, παρά την μη προσάρτηση στο σώμα του δικογράφου του ως εκ περισσού επικαλουμένου τοπογραφικού διαγράμματος. Ενόψει τούτων ο πρώτος λόγος του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν κήρυξε άκυρο το δικόγραφο της αγωγής, λόγω αοριστίας, γιατί το επικαλούμενο σ'αυτήν τοπογραφικό διάγραμμα δεν προσαρτήθηκε στο δικόγραφό της, ούτε συγκοινοποιήθηκε μαζί της, όπως τούτο είχε ζητηθεί πρωτοδίκως και με λόγο εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί. Επειδή από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1045, 1118, 1119, 1120, 1121, 1124 και 1125 ΑΚ συνάγεται ότι, το εμπράγματο δικαίωμα της πραγματικής δουλείας, περιεχόμενο έχει την παροχή ωφέλειας υπέρ του εκάστοτε κυρίου του δεσπόζοντος ακινήτου εις βάρος του δουλεύοντος, μπορεί δε να συσταθεί και με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον σύμφωνα με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 1045 επ. ΑΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 974, 975 του ίδιου κώδικα επί του δουλεύοντος ακινήτου, ασκήθηκε, υπέρ του δεσπόζοντος από τον κύριο αυτού επί συνεχή εικοσαετία, μερική φυσική εξουσία, η οποία περιλαμβάνει μια ή περισσότερες χρησιμότητες του πράγματος, οι οποίες αποτελούν περιεχόμενο τέτοιας δουλείας, με διάνοια δικαιούχου (οιονεί νομή). Μεταξύ των πραγματικών δουλειών καταλέγεται και η δουλεία διόδου, ήτοι το δικαίωμα του κυρίου του δεσπόζοντος να διέρχεται από το δουλεύον ακίνητο, το περιεχόμενο της οποίας, δηλαδή το τμήμα επί του οποίου αυτή ασκείται, το εύρος της λωρίδας και ο τρόπος διελεύσεως, προσδιορίζεται κατ'αρχήν από τη συστατική της πράξη. Σ' αυτήν όπως και σε όλες τις δουλείες, έχει εφαρμογή ο αναγκαστικού δικαίου ρυθμιστικός κανόνας του εδαφ.α του ως άνω άρθρου 1124, κατά τον οποίο το δικαίωμα της δουλείας εκτείνεται μόνο έως την εξυπηρετούμενη ανάγκη του δεσπόζοντος, το μέγεθος της οποίας κρίνεται αντικειμενικώς, με κρίσιμο χρόνο εκείνον της συστάσεώς της, επί κτήσεως δε της δουλείας με έκτακτη χρησικτησία, ως χρόνος συστάσεως νοείται ο χρόνος ενάρξεως της οιονεί νομής, με διάνοια δικαιούχου. Πραγματική δουλεία δεν μπορεί να υπάρξει επί (ή υπέρ) ιδανικού μέρους τμήματος ακινήτου. Αν διαιρεθεί το δεσπόζον ακίνητο, η δουλεία εξακολουθεί να υπάρχει στο ακέραιο για καθένα από τα τμήματος που προέκυψαν από την διαίρεση (αρθρ.1130 ΑΚ). Η ρύθμιση αυτή απορρέει από τον χαρακτήρα της πραγματικής δουλείας ως αδιαιρέτου δικαιώματος και συνεπάγεται την υποχρέωση του κυρίου του δουλεύοντος να ανέχεται την άσκηση της δουλείας στο ακέραιο, από κάθε κύριο των επί μέρους τμημάτων, στα οποία διαιρέθηκε το δεσπόζον. Ως προσβολή του ρηθέντος δικαιώματος νοείται κάθε πράξη αντιτιθέμενη στην απαιτούμενη για την άσκηση αυτού πραγματική κατάσταση, δηλαδή κάθε πράξη περιέχουσα διατάραξη ή αφαίρεση της οιονεί νομής του δικαιούχου, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1132 ΑΚ "αυτός που έχει δικαίωμα πραγματικής δουλείας και όταν υπάρχουν περισσότεροι δικαιούχοι ο καθένας από αυτούς, έχει δικαίωμα, σε περίπτωση προσβολής να απαιτήσει από τον προσβολέα την αναγνώριση της δουλείας και την άρση της προσβολής, καθώς και την παράλειψή της στο μέλλον". Εξάλλου από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία (Ολ.ΑΠ 10/2011). Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία, για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992). Οι παραπάνω από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγοι είναι δυνατόν να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάστηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναίρεσης θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ), μετά από συνεκτίμηση των νομίμως, σ'αυτό, προσκομισθέντων, με επίκληση από τους διαδίκους, αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ'ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει του υπ'αριθμ…./3.11.1956 συμβολαίου του τότε συμ/φου Σαμαίων Ιωάννη Μεταξά, νομίμως μεταγραφέντος, ο Δ. Π. του Γ. μεταβίβασε, λόγω πωλήσεως στη μητέρα του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου, Α. χήρα Γ. Δ., αγροτεμάχιο, εκτάσεων 1.500 τ.μ. και συγκεκριμένα το προς βορρά τμήμα μείζονος ιδιοκτησίας του, στη θέση "…" της τότε κοινότητας Ποταμιανάτων. με νότια όρια τις ιδιοκτησίες Γ. Μ., Σ. Π. και το υπόλοιπο τμήμα της ιδιοκτησίας του πωλητή. Το ανωτέρω πωληθέν ακίνητο ήταν περίκλειστο με μοναδική διέξοδο προς τον υφιστάμενο κοινοτικό δρόμο δίοδο, μέσω της ομόρου ιδιοκτησίας των εναγομένων, την οποία και χρησιμοποιούσε ο προαναφερθείς πωλητής. Για το λόγο αυτό στο ως άνω αγοραπωλητήριο συμβόλαιο ρητά μνημονεύεται ότι μετά του προπεριγραφέντος αγροτεμαχίου πωλήθηκε στη δικαιοπάροχο του ενάγοντος-εφεσιβλήτου και το δικαίωμα δουλείας του ανωτέρω πωλητή (Δ. Π.) επί διόδου διερχόμενης "διαμέσου του κείμενου κτήματος του κληρονομιάς Σ. Π. (συζύγου της πρώτης των εναγομένων, η οποία έχει ήδη αποβιώσει και πατέρα των λοιπών εναγομένων και ήδη εκκαλούντων) προς τη δημόσια οδό". Το έτος 1957, η Α. Δ. μεταβίβασε ατύπως, το ως άνω ακίνητο, λόγω δωρεάς, στους δύο ανήλικους τότε υιούς της, ήτοι τον ενάγοντα-εφεσίβλητο και το Σ. Δ., κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από την ένορκη κατάθεση της εξετασθείσας πρωτοδίκως μάρτυρος αποδείξεως. Α. Δ., θυγατέρας του ενάγοντος-εφεσιβλήτου, η οποία δεν κλονίζεται από την ένορκη κατάθεση του επίσης πρωτοδίκως εςετασθέντος μάρτυρος ανταπόδειξης, αφού αυτός ουδέν περί του αντιθέτου κατέθεσε. Έκτοτε, τόσον ο ενάγων όσον και ο αδελφός του έχοντας τη φυσική εξουσίαση του ως άνω ακινήτου, προέβαιναν ακωλύτως, μέχρι της ενηλικιώσεώς του δια της μητέρας τους, η οποία είχε τη γονική τους μέριμνα, λόγω θανάτου του πατέρα τους, στη συνέχεια δε οι ίδιοι, με καλή πίστη και με διάνοια συγκυρίων, σε όλες τις υλικές και εμφανείς πράξεις νομής που ανταποκρίνονται στη φύση και τον προορισμό του και συγκεκριμένα είχαν την άμεση εποπτεία και διαχείριση του, καθαρίζοντας το συστηματικά και ασχολούμενοι με τη συντήρηση και επισκευή των εντός τούτου δύο ισογείων κατοικιών. Το έτος 1977. οι δύο αδελφοί, ως συγκύριοι του ως άνω ακινήτου, μετά από προφορική μεταξύ τους συμφωνία, προέβησαν άτυπα στη σύσταση καθέτων επ' αυτού ιδιοκτησιών, χωρίζοντας το σε δύο διακεκριμένα μεταξύ τους τμήματα, από τα οποία ο ενάγων-εφεσίβλητος έλαβε τμήμα, εκτάσεως 741.08 τ.μ. με την εντός αυτού ευρισκομένη ισόγεια οικία, επιφανείας 63,88 τ.μ. και όρια νοτιοανατολικά την ιδιοκτησία των εναγομένων-εκκαλούντων, νοτιοδυτικά την ιδιοκτησία Γ. Π., βορειοδυτικά ακίνητο του ιδίου και βορειοανατολικά την ετέρα διακεκριμένη ιδιοκτησία του αδελφού του Σ. Δ., Έκτοτε, ο ενάγων και ο αδελφός του συνέχιζαν να νέμονται διάνοια συγκυρίων και καλή πίστη το ενιαίο ακίνητο, έκαστος δε εξ αυτών νεμόταν το δικό του εδαφικό τμήμα με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, προβαίνοντας επ' αυτού ανενόχλητα στις ίδιες ως άνω διακατοχικές πράξεις. Η ως άνω συμφωνία του ενάγοντος και του αδελφού του επικυρώθηκε με το υπ' αριθμ. …/4-12-1990 συμβολαιογραφικό έγγραφο του Συμβολαιογράφου Σαμαίων Βασιλείου Δρακουλόγκωνα, που μεταγράφηκε νόμιμα, περί διανομής όλης της κοινής ακίνητης περιουσίας τους, στην οποία περιλαμβανόταν και το ανωτέρω ακίνητο, εκτάσεως 1.504 τ.μ., μετά νεότερη καταμέτρηση του από τον πολιτικό μηχανικό Μ. Κ., που συνέταξε και το από Σεπτέμβριο 1990 τοπογραφικό διάγραμμα, το οποίο και προσαρτήθηκε στο εν λόγω συμβόλαιο. Ειδικότερα, με το ως άνω συμβόλαιο συμφωνήθηκε η σύσταση επί του εν λόγω ακινήτου δύο διαιρεμένων, διακεκριμένων, αυτοτελών και ανεξαρτήτων καθέτων ιδιοκτησιών, που κατανεμήθηκαν στους συμβληθέντες, σύμφωνα με τα όσα ήδη προφορικά είχαν συμφωνήσει, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1002, 1117 του Α.Κ., του ν. 3741/1929 και του ν.δ. 1024/1971, με ποσοστό συγκυριότητας επί του ενιαίου ακινήτου. Οι αρχικοί εναγόμενοι ήσαν συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι ακινήτου, το οποίο συνορεύει περιμετρικά με το προπεριγραφέν ακίνητο συγκυριότητας του ενάγοντος και του αδελφού του και με τα ακίνητα, ιδιοκτησίας των κληρονόμων Γ. Μ., Μ. Α., Γ. Π. και κοινοτική οδό και αποτυπώνεται στο από τον Αύγουστο 1998 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ε. Δ. το οποίο προσκομίζει μετ' επικλήσεως ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος. Ήδη, μετά δε τον επισυμβάντα στις 4-4-2002 θάνατο της πρώτης των εναγομένων, μητέρας των λοιπών, οι τελευταίοι (δεύτερη και τρίτος εξ αυτών και ήδη εκκαλούντες), κατέστησαν πλέον μοναδικοί συγκύριοι του ως άνω ακινήτου, έκαστος κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, ως μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, αποδεχθέντες νομίμως την κληρονομιά με την υπ' αριθμ. …/11-8-2003 πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς του Συμβολαιογράφου Σαμαίων Βασιλείου Δρακουλόγκωνα, που μεταγράφηκε νόμιμα. Περαιτέρω, όπως ήδη προαναφέρθηκε το περιγραφέν ακίνητο συγκυριότητας του ενάγοντος-εφεσιβλήτου και του αδελφού του ήταν εξ αρχής περίκλειστο. Η μοναδική δίοδος που το συνδέει με την κοινοτική οδό, την οποία (δίοδο) τόσον ο ενάγων και η οικογένεια του όσον και οι δικαιοπάροχοι του χρησιμοποιούσαν για την εξυπηρέτηση των αναγκών του ακινήτου, είτε πεζή είτε με οχήματα, πλάτους 4 μ. και μήκους 38.40 μ., αρχίζει από την ως άνω κοινοτική οδό που οδηγεί από Φ. προς Μ., διασχίζει το ακίνητο των εναγομένων με κατεύθυνση από νότο προς βορρά και φθάνει, με ελαφρά προς αριστερά κάμψη, στο νότιο άκρο της ιδιοκτησίας του ενάγοντος, πλησίον της οικίας του, αποτυπώνεται δε με ακρίβεια στο από το Σεπτέμβριο 1990 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Μ. Κ., αλλά και στο από τον Αύγουστο 1998 τοιούτο του πολιτικού μηχανικού Ε. Δ.. Στο τελευταίο αυτό τοπογραφικό διάγραμμα αποτυπώνεται επιπλέον και η διακλάδωση της διόδου αυτής που οδηγεί στην κάθετη ιδιοκτησία του Σ. Δ.. Η επίδικη δίοδος απεικονίζεται, εξάλλου και στις υπό του ενάγοντος-εφεσιβλήτου επικαλούμενες και προσκομιζόμενες φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε από τους εναγομένους-εκκαλούντες. Επιπροσθέτως, περί το έτος 1980, μέσω της επίδικης διόδου, η οποία είχε καθαριστεί από τον ενάγοντα-εφεσίβλητο, διήλθαν τα οχήματα που χρησιμοποιήθηκαν για τις εργασίες επισκευών και βελτιώσεων της οικίας του, ενώ ο ίδιος μερίμνησε, με σχετική αίτησή του προς τη ΔΕΗ, για την επ' αυτής (διόδου) και πλησίον της οικίας του τοποθέτηση κολώνας ηλεκτροφωτισμού, που εξυπηρετεί αποκλειστικά τον ίδιο, χωρίς η ενέργεια αυτή να προκαλέσει την παραμικρή διαμαρτυρία των εναγομένων-εκκαλούντων. Το γεγονός ότι οι τελευταίοι, ως μόνιμοι κάτοικοι Πειραιώς, αγνοούσαν, όπως ισχυρίζονται, τη σύνταξη των ανωτέρω τοπογραφικών διαγραμμάτων, αλλά και την εκ μέρους του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του άσκηση της οιονεί νομής επί της επίδικης διόδου, ουδεμία έννομη συνέπεια ασκεί. Οι τελευταίοι ισχυρίζονται, επίσης, όπως και πρωτοδίκως, ότι την πρόσβαση και την επικοινωνία του ακινήτου του ενάγοντος με την κοινοτική οδό εξυπηρετούσε ανέκαθεν δίοδος μέσω του επίσης ομόρου ακινήτου, ιδιοκτησίας του αρχικού δικαιοπαρόχου του, την οποία (δίοδο) όμως ο ίδιος (ο ενάγων) απέκοψε αυθαιρέτους, το έτος 1998, με την κατασκευή μάνδρας, χωρίς μάλιστα να είναι εφοδιασμένος με τη σχετική οικοδομική άδεια. Ο ισχυρισμός αυτός απορριπτέος τυγχάνει ως ουσία αβάσιμος. Και τούτο διότι, πλέον των όσων ήδη προαναφέρθηκαν, αφενός στο όριο των δύο ως άνω ακινήτων (ενάγοντος και Δ. Π.) υπήρχε ανέκαθεν υψομετρική διαφορά τουλάχιστον μισού μέτρου και ένα κυπαρίσσι, ήδη από το 1955, αφετέρου δε κατά μήκος της διόδου αυτής υπάρχει βλάστηση, με συνέπεια να καθίσταται βεβαίως αδύνατη η διέλευση δι' αυτής των οχημάτων. Εξάλλου. κατά της έκθεσης αυτοψίας που χαρακτήρισε το ως άνω κτίσμα (μάνδρα) ως αυθαίρετο, ο ενάγων προσέφυγε με την από 18-12-2001 ένσταση του προς την Επιτροπή Εκδικάσεως Αυθαιρέτων Κατασκευών Πολεοδομίας Αργοστολίου, ισχυριζόμενος ότι η περίφραξη αυτή κατασκευάστηκε το έτος 1955. Η εν λόγω ένσταση έγινε δεκτή, όπως αποδεικνύεται από το υπ' αριθμ. 1/9-1-2002 πρακτικό της ανωτέρω Επιτροπής. Περαιτέρω, η υπό των εναγομένων επικαλούμενη δίοδος, προκειμένου να καταλήξει στην κοινοτική οδό, διέρχεται, σχηματίζοντας σχήμα "Γ" και μέσω άλλου ακινήτου, ιδιοκτησίας του Ιερού Ναού του Αγίου Αθανασίου, ο οποίος όμως ουδέποτε επέτρεψε τη μέσω ακινήτου διέλευση των ιδιοκτητών των ομόρων ακινήτων. Τέλος, εξ ουδενός στοιχείου αποδείχθηκε ότι η επίδικη δίοδος προκαλεί υπέρμετρη βλάβη στο δουλεύον ακίνητο, παρεμποδίζοντας την ανοικοδόμηση του, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι-εκκαλούντες. Με τα δεδομένα αυτά, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, ο οποίος έχει καταστεί συγκύριος του ενιαίου ακινήτου, με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμόμενος τούτο διανοία συγκυρίου και καλή πίστη, από το έτος 1957 μέχρι το 1977 και κύριος της επ' αυτού προπεριγραφείσας χωριστής κάθετης ιδιοκτησίας, με παράγωγο τρόπο, όπως ήδη προαναφέρθηκε, κατέστη οιονεί νομέας της επίδικης διόδου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ως νεμόμενος αυτήν ο ίδιος από το 1977 και επί μία εικοσαετία τουλάχιστον με διάνοια οιονεί νομέα και με καλή πίστη, δικαίωμα το οποίο αυθαίρετα αμφισβήτησαν οι εναγόμενοι-εκκαλούντες, το πρώτον το έτος 1998." Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις μνημονευθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1045, 1118, 1119, 1120, 1121, 1124 και 1132 ΑΚ καθώς και εκείνες των άρθρων 1002, 1117, 369, 1192 ΑΚ και 1, 14 Ν.3741/1929 και 1 ΝΔ 1024/1971, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις όλα τα κτητικά πραγματικά περιστατικά, τόσο της αποκτήσεως του δικαιώματος συγκυριότητας του ενάγοντος επί του περικλείστου ενιαίου οικοπέδου, όσο και της χωριστής κάθετης επί του οικοπέδου αυτού ιδιοκτησίας του καθώς και της ασκήσεως οιονεί νομής της επίδικης δουλείας, που εξακολούθησε να υπάρχει στο ακέραιο για το τμήμα του ενιαίου ακινήτου, που προέκυψε μετά τη σύσταση της κάθετης ιδιοκτησίας. Ειδικότερα διαλαμβάνονται στην απόφαση όλα τα περιστατικά της αποκτήσεως της κυριότητας του περικλείστου και έχοντος διέξοδο προς τον κοινοτικό δρόμο δια μέσου της ιδιοκτησίας των εναγομένων ενιαίου οικοπέδου από τον ενάγοντα με έκτακτη χρησικτησία, αφού αυτός εξουσίασε τούτο με διάνοια συγκυρίου από το 1957 μέχρι το 1977 και δη μέχρι της ενηλικιώσεως του δια της μητέρας του και έκτοτε αυτοπροσώπως, της δε κάθε της ιδιοκτησίας παραγώγως και δυνάμει του νόμιμα μεταγεγραμμένου υπ'αριθμ…./4.12.1990 συμβολαιογραφικού συστατικού εγγράφου του συμβολαιογράφου Σαμαίων Βασιλείου Δρακουλόγκωνα και της οιονεί νομής δουλείας της επίδικης διόδου, με έκτακτη χρησικτησία ως νεμηθείς αυτήν ο ίδιος από το 1977 και επί είκοσι τουλάχιστον έτη, με διάνοια οιονεί νομέα. Επομένως οι περί του αντιθέτου από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτιάσεις που περιέχονται στους τέταρτο, έκτο, ένατο και ενδέκατο από τους προσθέτους λόγους της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, ενώ το περιεχόμενο της αντιπροσωπευτικής εξουσίας που είχε η μητέρα του ανηλίκου και ορφανού πατρός ενάγοντος για την άσκηση των ενδίκων υλικών πράξεων νομής ήταν το ίδιο, είτε αυτή είχε για το πριν της 18.2.1983 διάστημα την επιτροπεία του ανηλίκου, είτε είχε την γονική του μέριμνα για το επέκεινα διάστημα και δεν υφίσταται παραβίαση του νόμου και δή του άρθρου 1510 ΑΚ από το ότι αναφέρεται ότι η εν λόγω μητέρα είχε γονική μέριμνα για χρόνο προγενέστερο της καθιερώσεως του όρου αυτού, αφού και ως επίτροπος είχε την ίδια εξουσία για την άσκηση υλικών πράξεων για λογαριασμό του ανηλίκου και δεν απαιτούντο για την άσκηση αυτή οι απαιτούμενες, κατά το προγενέστερο δίκαιο, διατυπώσεις και περαιτέρω, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, η επί του δεσπόζοντος ενιαίου ακινήτου αρξαμένη το 1977 άσκηση οιονεί νομής δουλείας εξακολούθησε να υπάρχει, στο ακέραιο, για καθένα από τα τμήματα του ενιαίου οικοπέδου, που προέκυψαν μετά την άτυπη διαίρεσή του και τη νομότυπη σύσταση κατά το 1990 χωριστής κάθετης ιδιοκτησίας. Ενόψει τούτων οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του έκτου και ενδέκατου από τους πρόσθετους λόγους είναι αβάσιμες. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του δεύτερου πρόσθετου λόγου, κατά τις οποίες από τον διαφορετικό στην πρωτόδικη απόφαση προσδιορισμό της εκτάσεως του δεσπόζοντος ενιαίου ακινήτου και της συσταθείσας χωριστής ιδιοκτησίας από ότι στην προσβαλλομένη, δημιουργείται αντίφαση αιτιολογιών και ιδρύεται ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος είναι αβάσιμος, γιατί δεν αφορούν σε παραδοχές της ίδιας της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά σε παραδοχές αυτής σε σχέση με άλλη απόφαση και δη την πρωτόδικη, η οποία, νομικά, μετά την απόρριψη της κατ'αυτής εφέσεως έπαυσε να υφίσταται, ενσωματωθείσα στην απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ενώ οι τυχόν διαφορετικές αιτιολογίες της αντικαταστάθηκαν με εκείνες, του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (Ολ.ΑΠ 40/1996). Ενόψει τούτων ο δεύτερος πρόσθετος λόγος πρέπει να απορριφθεί. Επίσης απορριπτέος είναι και ο έβδομος πρόσθετος λόγος, κατά το τρίτο και τέταρτο μέρος του, που αποδίδει ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των περί αποκτήσεως του δικαιώματος δουλείας διατάξεων ως προς την απόκτηση του δικαιώματος αυτού από τον απώτερο δικαιοπάροχο του ενάγοντος - αναιρεσίβλητου Δ. Π.. Καθόσον δεν αφορά σε "ζήτημα" κατά την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια, αφού το αποκτηθέν από τον ενάγοντα δικαίωμα δουλείας στηρίζεται εκτός των άλλων και σε έκτακτη χρησικτησία, που άρχισε και συμπληρώθηκε, αυτόνομα, στο πρόσωπο το δικό του (1957 και επέκεινα). Περαιτέρω ο δέκατος πρόσθετος λόγος κατά τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο δέχθηκε ότι η αποτύπωση της εδαφικής λωρίδος της επίδικης δουλείας διόδου στα δύο επικαλούμενα τοπογραφικά είναι ακριβής, μολονότι αυτή είναι αντιφατική, καθώς και ο μοναδικός λόγος του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως κατά τις αιτιάσεις του από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 19, καθώς και εκείνων του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά τις οποίες η προσβαλλομένη απόφαση, κατά παραβίαση των προαναφερθεισών διατάξεων περί πραγματικής δουλείας και έκτακτης χρησικτησίας διατάξεων, δέχθηκε τους αγωγικούς ισχυρισμούς του ενάγοντα, ενώ αν λάμβανε υπόψη τους επικαλούμενους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντα θα κατέληγε σε αντίθετο πόρισμα, είναι απαράδεκτοι και δή ο δέκατος πρόσθετος λόγος γιατί αφορά αποκλειστικά στην εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και συνακόλουθα πλήττει την αναιρετικά ανέλεγκτη, ως προς την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου και ο λόγος του κυρίου δικογράφου, γιατί υπό την επίφαση της εσφαλμένης εφαρμογής των επικαλουμένων διατάξεων, υπό την έννοια της εσφαλμένης υπαγωγής σ'αυτές των γενομένων δεκτών πραγματικών περιστατικών, πλήττει την ορθότητα της εκτιμήσεως των αποδείξεων και την περί τα πράγματα, ανέλεγκτη, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου (αρθρ. 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Επειδή στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τους οποίους ορίζεται ότι κατά την ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως αναζητείται η αληθής βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, καθώς επίσης ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Το δικαστήριο παραβιάζει τους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες όταν, αν και ανελέγκτως διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων και εντεύθεν την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας τους, παραλείπει να προσφύγει για τη συμπλήρωση ή ερμηνεία τους, στις διατάξεις των πιο πάνω άρθρων ή προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και τη συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι δέχεται, επίσης ανελέγκτως, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας. Στην προκειμένη περίπτωση με το πρώτο μέρος του έβδομου προσθέτου λόγου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το εφετείο, ενώ διαπίστωσε την ύπαρξη κενού και ασάφειας στις δηλώσεις βουλήσεως των συμβληθέντων στον τίτλο κυριότητας της δικαιοπαρόχου του ενάγοντος μητέρας του, ήτοι στο υπ'αριθμ…./3.11.1956 συμβόλαιο του συμβ/φου Σαμαίων Ιωάννη Μεταξά, εν τούτοις δεν προσέφυγε για την ερμηνεία των εν λόγω δηλώσεων βουλήσεως, στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ), το περιεχόμενο της οποίας εκτίθεται παραπάνω, το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη, αναιρετικά, κρίση του, δεν διαπίστωσε, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις βουλήσεως των συμβληθέντων στο επίμαχο συμβόλαιο, με το οποίο μεταβιβάστηκε στη δικαιοπάροχο του ενάγοντος - αναιρεσιβλήτου μητέρα του Α. Δ. από τον Δ. Π. το ένδικο ενιαίο δεσπόζον ακίνητο "μετά του δικαιώματος δουλείας διόδου...." και συνεπώς δεν συνέτρεξε λόγος προσφυγής στους πιο πάνω ερμηνευτικούς κανόνες. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός, κατά το ερευνώμενο μέρος του (7ος - πρώτο μέρος) με τον οποίο πλήττεται η επάλληλη αιτιολογία που στηρίζει την κτήση δικαιώματος δουλείας με παράγωγο τρόπο χωρίς να έχει τελεσφορήσει η επάλληλη αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως της κτήσεως δουλείας διόδου με έκτακτη χρησικτησία πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού η δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό (Ολ.ΑΠ 25/2003). Ενόψει τούτων δεν αποτελούν "πράγματα" με την παραπάνω έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις, οι νομικές αναλύσεις καθώς και τα επιχειρήματα ή τα συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.ΑΠ 14/2004). Ως "πράγματα" νοούνται και οι λόγοι εφέσεως με τους οποίους εκφέρεται παράπονο σχετικό με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με ισχυρισμό μη νόμιμο ή αλυσιτελή στον οποίο το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει (Ολ.ΑΠ 25/2003). Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό ούτε αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη περιστατικά προκύψαντα από τις αποδείξεις, όπως από τις καταθέσεις των μαρτύρων, μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δεν επέρχεται μεταβολή της, ούτε αν εκθέτει περιστατικά εκ περισσού και όχι προς στήριξη του διατακτικού του. Στην προκειμένη περίπτωση με αιτιάσεις του μοναδικού λόγου του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντα, που επαναφέρθηκαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με λόγο εφέσεως που δεν έγινε δεκτός και με τις προτάσεις τους κατά τους οποίους ο ενάγων - αναιρεσίβλητος δεν απέκτησε, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, την κυριότητα του δεσπόζοντος ακινήτου, καθώς και της ένδικης δουλείας, καθόσον δεν συμπληρώθηκε στο πρόσωπό του ο απαιτούμενος χρόνος εικοσαετούς νομής, αφού αυτός "γεννήθηκε το 1943 και τουλάχιστον μέχρι της ενηλικιώσεώς του το έτος 1964 (κατ'άρθρο 127 του τότε ισχύοντος ΑΚ) δεν ήταν σε θέση να ασκεί νομή, λόγω της μικρής του ηλικίας και της τεκμαιρομένης από τα διδάγματα της κοινής πείρας ανωριμότητάς του και άγνοιας να ασκεί νομή επι του φερομένου ως χρησιδεσπόζοντος ακινήτου, ώστε μετά από 20 έτη συνεχούς άσκησης νομής διανοία κυρίου να έχει αποκτήσει σ'αυτό πρωτοτύπως κυριότητα (συγκυριότητα), ώστε ως κύριος (συγκύριος) πλέον του δεσπόζοντος, μετά από 20 χρόνια συνεχούς άσκησης οιονεί νομής, διανοία δικαιούχου να αποκτήσει πρωτοτύπως το δικαίωμα της επίδικης δουλείας διόδου". Οι αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες και δεν στοιχειοθετούν την επικαλούμενη αναιρετική πλημμέλεια, αφενός μεν γιατί δεν αφορούν σε "πράγματα" υπό την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια, αλλά σε αρνητικούς της αγωγής ισχυρισμούς και σε επιχειρήματα του αναιρεσείοντα, αφετέρου δε γιατί οι ισχυρισμοί αυτοί περιείχοντο σε λόγο εφέσεως που εξετάσθηκε και απορρίφθηκε. Με τους τρίτο, πέμπτο και έβδομο (κατά το δεύτερο μέρος του) από τους πρόσθετους λόγους της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο έλαβε υπόψη "πράγματα" που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα κατά τον τρίτο λόγο το δικαστήριο δέχθηκε, χωρίς τούτο να έχει προταθεί από τον ενάγοντα ότι η κάθετη ιδιοκτησία του έχει έκταση 741,08 τ.μ., ότι αυτή αποτελεί τμήμα μείζονος ακινήτου, εκτάσεως 1504 τ.μ. που απέκτησε με αγορά η μητέρα του Α. Δ., καθώς και ότι η κάθετη αυτή ιδιοκτησία και η επίδικη δίοδος αποτυπώνονται στο από Σεπτεμβρίου 1970 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Μ. Κ.. Κατά τον πέμπτο λόγο το δικαστήριο δέχθηκε, χωρίς τούτο να έχει προταθεί, ότι η μητέρα του ενάγοντα ασκούσε για λογαριασμό του, στο δεσπόζον ενιαίο ακίνητο, από τότε που αυτό άτυπα του μεταβιβάστηκε μέχρι της ενηλικιώσεώς του τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του πράξεις νομής. Κατά τον έβδομο λόγο και κατά το δεύτερο μέρος του, το δικαστήριο δέχθηκε, χωρίς τούτο να έχει προταθεί, ότι ο απώτερος δικαιοπάροχος του ενάγοντα χρησιμοποιούσε την επίδικη δουλεία διόδου. Οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι, γιατί δεν αφορούν σε "πράγματα" υπό την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια, αλλά σε περιστατικά, που προέκυψαν από τις αποδείξεις, ενώ το μη αναφερόμενο στην ιστορική βάση της αγωγής και προκύψαν από τις αποδείξεις περιστατικό, περί ασκήσεως νομής μέσω άλλου, δεν επιφέρει μεταβολή της βάσεως αυτής και δεν ιδρύει τον επικαλούμενο λόγο. Ενόψει τούτων οι παραπάνω λόγοι (1ος κύριος και 3ος, 5ος και 7ος - 2ο μέρος πρόσθετοι) πρέπει να απορριφθούν. Επειδή ο από τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει, ως προς το έγγραφο, σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα, διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου (Ολ.ΑΠ 2/2008). Πάντως, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως, θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να το εξαίρει αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΑΠ 42/2014). Εξάλλου τα τοπογραφικά διαγράμματα, που συντάσσονται μετά από αίτηση του διαδίκου, φέρουν τον χαρακτήρα γνωμοδοτήσεως του άρθρου 390 ΚΠολΔ και δεν υπόκεινται σε παραμόρφωση με την έννοια της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και επομένως δεν ιδρύεται ως προς αυτά ο από την εν λόγω διάταξη προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με τον όγδοο πρόσθετο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του υπ'αριθμ..../4.12.1990 διανεμητηρίου συμβολαίου του συμ/φου Σαμαίων Βασιλείου Δρακολόγιωνα και το από Σεπτεμβρίου 1990 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Μ. Κ., με το να δεχθεί ότι η ένδικος δίοδος βρίσκεται στο νότιο τμήμα ή νοτιοανατολικά της κάθετης ιδιοκτησίας, ενώ από τα έγγραφα αυτά προέκυπτε ότι η δίοδος αυτή βρίσκεται ανατολικά - βορειοανατολικά της κάθετης αυτής ιδιοκτησίας. Ο λόγος αυτός είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτος και μάλιστα όσο αφορά το δεύτερο έγγραφο, γιατί τα "τοπογραφικά" δεν πλήττονται με τον ερευνώμενο λόγο και όσο αφορά το πρώτο, γιατί η αποδιδομένη αιτίαση δεν αφορά σε "διαγνωστικό λάθος" του εγγράφου, το οποίο ορθά αναγνώσθηκε, αλλά σε λανθάσμένη εκτίμηση του περιεχομένου του, από την οποία το δικαστήριο κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό ως προς τη θέση της επίδικης διόδου. Δηλαδή η αποδιδόμενη πλημμέλεια αφορά σε παράπονο αναγόμενο στην ανέλεγκτη αναιρετικά εκτίμηση των αποδείξεων και του περιεχομένου του επίμαχου εγγράφου, ενώ προσέτι η αιτίαση ως προς το εν λόγω έγγραφο είναι απαράδεκτη και γιατί το αποδεικτικό πόρισμα της αποφάσεως, ως προς τη θέση της ένδικης διόδου, δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο αυτό, αλλά όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή της το Εφετείο το συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, όπως "το από τον Αύγουστο του 1998 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ε. Δ." και "τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες φωτογραφίες...." (φύλλο 5α της αποφάσεως). Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, ενώ για τις αποδιδόμενες στην πρωτόδικη απόφαση πλημμέλειες ισχύουν τα όσα παραπάνω, για τον δεύτερο πρόσθετο λόγο, αναφέρθηκαν ως προς την ισχύ της αποφάσεως αυτής. Ύστερα από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλο λόγος η αναίρεση και οι πρόσθετοι λόγοι, στο σύνολό τους, πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (αρθρ.176 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Θεωρεί ως μη ασκηθείσα την από 14.2.2008 αίτηση της Ξ. Π. του Σ. κατά του Γ. Δ. του Α., για αναίρεση της υπ'αριθμ.1179/2007 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών. Απορρίπτει την από 14.2.2008 αίτηση και τους από 11.7.2003 πρόσθετους λόγους του Γ. Π. του Σ. κατά του Γ. Δ. του Α., για αναίρεση της υπ'αριθμ.1179/2007 αποφάσεως του Εφετείου Πατρών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα (Γ. Π. του Σ.) στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Μαΐου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επί αναγκαστικής ομοδικίας η αναίρεση απευθύνεται και κατά των αναγκαίων ομοδίκων μόνο αν λόγω της φύσης της δίκης μπορεί να δημιουργηθεί αντιδικία και μεταξύ των ομοδίκων όπως στην δίκη διανομής η στην ανακοπή του 933 των μετά την κατακύρωση αναγκαίων ομοδίκων υπερθεματιστή και επισπεύδοντα. Παραίτηση από το δικόγραφο και το δικαίωμα της αναίρεσης. Ποιοτική, ποσοτική αοριστία. Στοιχεία ορισμένου πραγματικής δουλείας. Απόκτηση πραγματικής δουλείας με έκτακτη χρησικτησία 1 και 19 άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ζητήματα κατά το άρθρο 559 αρ. 19. Απαράδεκτοι οι λόγοι που υπό την επίφαση της ευθείας ή εκ πλαγίου παραβίασης κανόνων δικαίου πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Δεν ασκεί έννομη επιρροή η απόδοση στην αντιπροσωπευτική ως προς το ανήλικο εξουσία της ο όρος της γονικής μέριμνας για χρόνο προγενέστερο της καθιερώσεως του όρου. Η πρωτόδικη απόφαση, όταν η κατ’ αυτής έφεση απορρίπτεται, ενσωματώνεται στην απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Η κρίση του δικαστηρίου περί μη ανάγκης προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 είναι ανέλεγκτη. Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ. 8 δε γεννιέται για αρνητικούς ισχυρισμούς, περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις και αν ακόμη δεν περιλαμβάνονται στην ιστορική βάση της αγωγής, εφόσον δε μεταβάλλεται η βάση της. Ο λόγος του άρθρου 559 αρ. 20 δεν ιδρύεται επί τοπογραφικών διαγραμμάτων.
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Ανήλικος, Αοριστία αγωγής, Δίοδος, Έγγραφα, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Παραίτηση από δικόγραφο, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 1380/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος - καλούντος: Σ. Τ. του Ε., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Λάλα. Του αναιρεσιβλήτου - καθού η κλήση: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Κοινοποιούμενης της αίτησης προς: 1)Δήμο Κέρκυρας, που εδρεύει στην Κέρκυρα και εκπροσωπείται νόμιμα από το Δήμαρχό του, ως διάδοχο του πρώην Δήμου Αχιλλείων Κέρκυρας, και 2)Περιφερειακή Ένωση Δήμων Ιονίων Νήσων, που εδρεύει στην Κέρκυρα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διάδοχο της Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Κέρκυρας, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αντώνιο Βγόντζα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις: 1)από 5/9/2002 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, 2)από 14/5/2003 πρόσθετη παρέμβαση της "Τοπικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Νομού Κέρκυρας", 3) από 14/5/2003 πρόσθετη παρέμβαση του "Δήμου Αχιλλείων νομού Κερκύρας" και 4)την από 15/5/2003 πρόσθετη παρέμβαση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κέρκυρας, οι οποίες κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κέρκυρας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 67/2004 του ιδίου Δικαστηρίου και 221/2007 του Εφετείου Κέρκυρας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 7/7/2008 αίτησή του, επί της οποίας εκδόθηκε η 1128/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επαναφέρει ο καλών με την από 7/11/2013 κλήση του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 24/1/2011 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 7/7/2008 αίτησης για αναίρεση της 221/2007 απόφασης του Εφετείου Κέρκυρας. Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος πριν από την εισαγωγή του ΑΚ κρίνεται κατά το δίκαιο που ίσχυε όταν έγιναν τα πραγματικά γεγονότα για την απόκτησή τους. Εξάλλου, στη νήσο της Κέρκυρας, μετά την κατάληψή της το έτος 1386 από την Ενετική Δημοκρατία, εφαρμόστηκε η ενετική αστική νομοθεσία, η οποία αποτελείτο από θέσμια ("Statuta"), τα οποία, έχοντας ως περιεχόμενο τοπικά έθιμα και κανόνες του ρωμαϊκού δικαίου, κατά το έτος 1729 συμπεριελήφθησαν στην εκδοθείσα το χρόνο εκείνο συλλογή με την ονομασία "Novissimum Statutorum At Venetarum Legum Volumen", στην οποία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η γενική διάταξη της Ενετικής Συγκλήτου της 29.9.1655, κατά την οποία ήταν άκυρες και ανύπαρκτες οι οποιουδήποτε είδους συμβάσεις που αφορούσαν κοινόχρηστα πράγματα, τα οποία αποτελούν περιουσία του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένων επομένως και εκείνων που προϋπήρχαν του χρόνου της έκδοσής της, προφανώς για λόγους που αφορούσαν περιπτώσεις υπέρβασης εξουσίας τοπικών περιφερειακών αρχόντων. Επίσης από την 1/12.5.1841 στη νήσο της Κέρκυρας, η οποία ήδη από το έτος 1797, όταν και καταλύθηκε η ενετική κυριαρχία, περιήλθε υπό την προστασία της Αγγλίας, άρχισε να ισχύει ο Ιόνιος Αστικός Κώδικας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 423 του κώδικα αυτού "όλαι αι εις βάρος του δημοσίου οδοί, οι ποταμοί, οι χείμαροι και αι όχθαι, αν δεν ανήκωσιν εις τους ιδιώτας, ή δεν απαλλοτριώθησαν εις αυτούς νομίμως, οι τόποι, όσους αφίνει η θάλασσα αποσυρομένη, οι λιμένες, οι κόλποι, οι αιγιαλοί, και εν γένει όλα εκείνα τα μέρη της επικρατείας, τα οποία δεν δύναται να γενώσιν ιδιοκτησία ιδιωτική, θεωρούνται ως ανήκοντα εις το δημόσιον". Μετά την ένωση των επτανήσων ο Ιόνιος Αστικός Κώδικας διατηρήθηκε σε ισχύ δυνάμει του νόμου ΡΝ/1866 και καταργήθηκε μετά την εισαγωγή (23-12-1946) του Αστικού Κώδικα (άρθρο 5 αρ.2 ΕισΝΑΚ). Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 423 του ΙονΑΚ στη δεύτερη κατηγορία των αναφερομένων πραγμάτων (τόποι που αφήνει η θάλασσα όταν αποσύρεται, λιμένες, κόλποι, αιγιαλοί κ.λ.π.) ανήκουν και οι λιμνοθάλασσες, γνωστές από τα αρχαία χρόνια ως αβαθείς θαλάσσιες αποκλεισμένες από φυσικά εμπόδια περιοχές που επικοινωνούν με τη θάλασσα , οι οποίες επομένως θεωρούνται κατά τη διάταξη αυτή ότι ανήκουν στο δημόσιο. Αλλά και υπό τον Αστικό Κώδικα, στο άρθρο 967 του οποίου ενδεικτικώς ("ιδίως") αναφέρονται ως πράγματα κοινής χρήσεως (κοινόχρηστα) τα νερά με ελεύθερη και αέναη ροή, οι δρόμοι, οι πλατείες, οι αιγιαλοί, τα λιμάνια και οι όρμοι, οι όχθες των πλεύσιμων ποταμών, οι μεγάλες λίμνες και οι όχθες τους, στα κοινόχρηστα πράγματα ανήκουν και οι λιμνοθάλασσες, κατά συνέπεια δε και σύμφωνα με τα άρθρα 966 και 968 του ίδιου ΑΚ και αυτές είναι πράγματα εκτός συναλλαγής και εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανήκουν στο δημόσιο. Τέλος, οι κατά το άρθρο 559 αρ 1και 19 του ΚΠολΔ λόγοι αναιρέσεως ελέγχονται αβάσιμοι όταν, αντίστοιχα, το δικαστήριο εφαρμόζει κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής και όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα : "Στην πόλη της νήσου Κέρκυρας και στη νοτιοδυτική πλευρά της, μεταξύ της χερσονήσου "Κανόνι" και της ακτής του "Περάματος", είναι γεωφυσικά διαμορφωμένη μια θαλάσσια εσοχή, έκτασης 1.750 στρεμμάτων περίπου, με την ονομασία "Λίμνη Χαλικιοπούλου". Από τους ομηρικούς έως και τους ελληνιστικούς χρόνους ο θαλάσσιος αυτός χώρος ήταν λιμάνι της αρχαίας πόλης της Κέρκυρας, με την ονομασία "Υλλαϊκός Λιμήν", είχε πλεύσιμο βάθος και χρησίμευε ως λιμενικό αγκυροβόλιο των πλοίων ανοικτής θάλασσας. Με την πάροδο, όμως, των αιώνων το βάθος της θαλάσσιας αυτής εσοχής σμικρύνθηκε εξαιτίας επιχώσεων και εναπόθεσης φερτών χωμάτινων υλών, οι οποίες μεταφερόταν από τους εκβάλλοντες από διάφορες κατευθύνσεις μικρούς ποταμούς και χειμάρους της περιοχής. Έτσι το άλλοτε βαθύ και πλεύσιμο "υλλαϊκό λιμάνι" μετατράπηκε σε μια αβαθή λιμνοθάλασσα, η οποία επικοινωνούσε μόνιμα, συνεχώς και ελεύθερα με την ανοικτή θάλασσα με την αέναη ροή του θαλασσινού νερού προς αυτήν (λιμνοθάλασσα), με αποτέλεσμα το νερό της να είναι αλμυρό, όπως της ανοικτής θάλασσας, και τα ψάρια της να είναι ίδια με εκείνα της ανοικτής θάλασσας. Η γεωφυσική μορφή της λιμνοθάλασσας δεν μεταβλήθηκε όταν το έτος 1935 ο Δήμος Κερκυραίων κατασκεύασε πεζογέφυρα, στην πλευρά προς την ανοικτή θάλασσα και τη λιμνοθάλασσα, προκειμένου να τοποθετήσει τους υδραγωγούς της πόλης της Κέρκυρας για τη μεταφορά νερού από τις Μπενίτσες και η οποία (πεζογέφυρα) ένωσε την χερσόνησο του Κανονιού με την απέναντι ακτή του Περάματος. Η κατασκευή της πεζογέφυρας αυτής έγινε με τέτοιο τεχνικό τρόπο ώστε να μην αποκλειστεί η φυσική θαλάσσια εσοχή (λιμνοθάλασσα) από την συνεχόμενη ανοικτή θάλασσα και έτσι να μην αλλοιωθεί η φύση και ο χαρακτήρας της εσοχής αυτής ως λιμνοθάλασσας, δεδομένου ότι προβλέφθηκαν πέντε μεγάλα ανοίγματα (μπούκες) ενδιάμεσα της πεζογέφυρας, από τα οποία αυτή επικοινωνούσε με την ανοικτή θάλασσα και εξασφαλιζόταν η συνεχής, μόνιμη και αέναη ροή του θαλασσινού νερού προς αυτήν. Μετά την ανωτέρω γεωφυσική αλλαγή και την εγκατάλειψη της χρήσης της θαλάσσιας αυτής εσοχής, ως λιμένος, σ' αυτή χρησίμευσε, λόγω της πλούσιας ιχθυοπαραγωγής της, ως τόπος αλιείας των εκάστοτε κατοίκων πέριξ αυτής, οι οποίοι δημιούργησαν ιχθυοτροφικές εγκαταστάσεις και εξασφάλιζαν το εισόδημά τους (...) Απ' όλα τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι η ανωτέρω θαλάσσια εσοχή από την αρχαιότητα έως και σήμερα αποτέλεσε αρχικά λιμάνι και εν συνεχεία, κατόπιν γεωφυσικών αλλαγών, λιμνοθάλασσα, γεγονός που αποτυπώνεται σε πίνακες και χάρτες, ενώ ουδέποτε υπήρξε λίμνη και μάλιστα τεχνητή, ήτοι κατασκευασμένη από τους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος, επί υφιστάμενης εδαφικής έκτασης κυριότητάς τους (όπως αυτός ισχυρίζεται στην αγωγή του), ότι από έτος 1386 και εντεύθεν, ανεξαρτήτως του φορέα της κρατικής κυριαρχίας επί της νήσου της Κέρκυρας (ενετοκρατία - αγγλοκρατία - ελληνικό κράτος) και του εφαρμοστέου κάθε φορά δικαίου, ως λιμνοθάλασσα είχε την ιδιότητα του κοινοχρήστου (...). Με την πάροδο του χρόνου στην λιμνοθάλασσα που διαμορφώθηκε, κατά τα ανωτέρω, οι κάτοικοι της περιοχής δημιούργησαν ιχθυοτροφικές εγκαταστάσεις με ικανοποιητική ιχθυοπαραγωγική απόδοση, χάρη στην καταλληλότητα και προσφορότητα του χώρου, δηλαδή στα αβαθή και αλμυρά νερά του, και συνέχισαν να την εκμεταλλεύονται και μετά την εισαγωγή του αστικού κώδικα στα Ιόνια νησιά (23.2.1946) με την ανοχή του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο, όμως, ουδέποτε τους παραχώρησε ιδιαίτερα εμπράγματα δικαιώματα κατά τους όρους του νόμου (άρθρο 970 ΑΚ). Η χρήση και η εκμετάλλευση της λιμνοθάλασσας από τους ιχθυοτρόφους γινόταν με βάση τα ποσοστά συμμετοχής καθενός στην όλη παραγωγή αλιευμάτων, τα δε ποσοστά συμμετοχής αντιστοιχούσαν σε μερίδια εκμετάλλευσης (μετοχές), τα οποία προσδιοριζόταν με τον ιδιαίτερο συναλλακτικό όρο "καράτα". Παρά την ανοχή όμως του Ελληνικού Δημοσίου για την αλιευτική χρήση και εκμετάλλευση της λιμνοθάλασσας, τόσον ο ενάγων όσον και άλλοι αλιείς το έτος 1993 προέβαλαν δικαιώματα συγκυριότητας επ' αυτής ως ακινήτου πράγματος, ισχυριζόμενοι ότι δεν έχουν μόνον δικαιώματα ιχθυοτροφικής και αλιευματικής εκμετάλλευσης της λιμνοθάλασσας, αλλά και εμπράγματα δικαιώματα κυριότητος. Συγκεκριμένα ο ενάγων, προς απόδειξη της συγκυριότητας του, επικαλείται και προσκομίζει το υπ' αριθμ. …/27.8.1993 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Κέρκυρας Μαρέττας Κασσίμη-Σαββανή από το οποίο προκύπτει ότι η πωλήτρια Α. χήρα Σ. Β.-Α. δηλώνει ότι από κληρονομία του αποβιώσαντος στις 15.5.1981 συζύγου της δυνάμει της από 29.7.1981 ιδιόγραφης διαθήκης του έγινε αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος, μεταξύ άλλων, και του παρακάτω ακινήτου (λιμνοθάλασσας), ήτοι ποσοστού 6,875/30 εξ αδιαιρέτου το οποίο αφορά είτε μετοχές είτε καράτα από τα 30 συνολικά καράτα τής εις την θέση "Κανόνι" του Δήμου Κερκυραίων ευρισκομένης λίμνης Χαλικιοπούλου-Κόλλα, στη συνέχεια δε δηλώνει ότι "με το παρόν συμβόλαιο το ποσοστό 6,875 εξ αδιαιρέτου του όλου ακινήτου (μετοχές ή καράτα εκ των 30 συνολικών μετοχών-καράτων) πωλεί, μεταβιβάζει και παραδίδει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στον Σ. Τ. (ενάγοντα)...." με τους ειδικότερους όρους που αναγράφονται στο συμβόλαιο. Από την φραστική διατύπωση, όμως, του όλου περιεχομένου του ανωτέρω συμβολαίου σαφώς προκύπτει ότι, ενώ το συμβόλαιο αυτό έχει ως αντικείμενο τη μεταβίβαση ποσοστών συνεκμετάλλευσης (μετοχές - καράτα), εντούτοις αναγράφεται σ' αυτό ότι η πωλήτρια πωλεί και μεταβιβάζει τα αντίστοιχα προς τις μετοχές ποσοστά "ακινήτου", δηλαδή ποσοστά κυριότητας επί της λιμνοθάλασσας, με πρόδηλο σκοπό μια σκόπιμη και ηθελημένη σύγχυση μεταξύ μετοχών εκμετάλλευσης και ποσοστών "ακινήτου", προκειμένου να δημιουργηθούν με τη μεθόδευση αυτή "τίτλοι" ιδιοκτησίας, αφού επιχειρήθηκε η μετατροπή των ποσοστιαίων δικαιωμάτων της συνεκμετάλλευσης σε ποσοστιαία δικαιώματα συγκυριότητας επί της επίδικης λιμνοθάλασσας. Επομένως, το ανωτέρω συμβόλαιο αγοραπωλησίας με το οποίο ο ενάγων επικαλείται δικαίωμα συγκυριότητας επί της επίδικης λιμνοθάλασσας, ανεξαρτήτως της ανωτέρω μεθόδευσης του περιεχομένου του, διαλαμβάνει άκυρη δικαιοπραξία, κατά τους όρους των άρθρων 967 και 968 ΑΚ. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι το εναγόμενο κατά το παρελθόν προέβη σε απαλλοτρίωση τμημάτων του επίδικου ακινήτου για την κατασκευή του αερολιμένα και του αεροδιαδρόμου της Κέρκυρας, ουδεμία επιρροή ασκεί στην παρούσα δίκη, διότι οι αιτήσεις προσδιορισμού προσωρινής ή οριστικής τιμής μονάδος απαλλοτριωμένου ακινήτου και αναγνώρισης δικαιούχων προς αποζημίωση δεν αποτελούν, εκ της φύσης και της διαδικασίας με την οποία δικάζονται, αναγνωριστικές εμπραγμάτου δικαιώματος αγωγές, αλλά τείνουν στον καθορισμό της σχετικής αποζημίωσης και στην αναγνώριση των ενδιαφερόμενων ως δικαιούχων αυτής (βλ. άρθρα 13 επ. ν. 2882/2001, καθώς και των προηγούμενων αυτού νομοθετημάτων Ν.Δ. 797/1971 και ΑΝ 1731/1939), ενώ οι σχετικές επ' αυτών δικαστικές αποφάσεις δεν παράγουν δεδικασμένο στην παρούσα δίκη (...). Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά προκύπτουν με σαφήνεια τόσον από τις καταθέσεις των μαρτύρων του εναγόμενου και των προσθέτως παρεμβαινόντων ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου όσον και από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από αυτούς έγγραφα και ιδιαίτερα από τις 4594/11.6.1982 και 330/29.3.2001 Γνωμοδοτήσεις του ΝΣΚ, την από 20.7.1982 Έκθεση του Επιθεωρητή Γ. Τσαγκαράκη, το 30/2000 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κέρκυρας και τις 6/96 και 1/97 αποφάσεις των Εισαγγελέων Πλημμελειοδικών και Εφετών, αντίστοιχα. Ενόψει όλων των ανωτέρω αποδειχθέντων, πρέπει, αφού γίνει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη η ένσταση του εναγόμενου ότι η επίδικη λιμνοθάλασσα αποτελεί πράγμα εκτός συναλλαγής, ήτοι ανεπίδεκτο ιδιωτικού εμπραγμάτου δικαιώματος και ιδιωτικής συναλλαγής και μεταβίβασης, λόγω της ιδιότητάς της ως κοινόχρηστης, να απορριφθεί η αγωγή ως αβάσιμη κατ' ουσίαν." Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως και κατ' ουσίαν βάσιμη την ένσταση του εναγομένου, εφεσιβλήτου και ήδη αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί πράγμα εκτός συναλλαγής και, ακολούθως, απέρριψε την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή του ενάγοντος -εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος, ως ουσιαστικά αβάσιμη, επικυρώνοντας, έτσι, την εκκαλούμενη απόφαση, που, ως προς την εν λόγω αγωγή, είχε εκφέρει ομοία κρίση, Με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο, με το να δεχθεί ότι οι δικαιοπάροχοί του δεν είχαν αποκτήσει το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας στο επίδικο ακίνητο παραβίασε, ερμηνεύοντας ψευδώς, τη διάταξη της Ενετικής Συγκλήτου της 29-9-1655, τη διάταξη του άρθρου 423 του ΙονΑΚ και τις διατάξεις των άρθρων 966,967,968 του ΑΚ και 51 του ΕισΝΑΚ. Ενόψει των προπαρατεθεισών ουσιαστικών παραδοχών του Εφετείου, και ειδικότερα ότι το επίδικο αποτελεί λιμνοθάλασσα (τη λιμνοθάλασσα " Χαλικιόπουλου" Κερκύρας), όχι δε μικρή λίμνη κατασκευασθείσα από τους απώτατους δικαιοπαρόχους του αναιρεσείοντος και δεκτική κυριότητας τρίτου (άρθρ 967 του ΑΚ ), η οποία (λιμνοθάλασσα)και είναι πράγματι κοινόχρηστη και εκτός συναλλαγής πράγμα, ανήκουσα στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τις ειρημένες διατάξεις, το δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις, που ήταν εφαρμοστέες, ενόψει των ως άνω παραδοχών, και δεν τις παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον εξεταζόμενο πρώτο λόγο της αιτήσεώς του. Υπό τις ίδιες δε παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής, ως ανωτέρω, εφαρμογής των διατάξεων αυτών, και είναι επίσης αβάσιμα τα αντίθετα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει με τον δεύτερο, από τον αρ 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς του. ΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αρ 11 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν ή έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν. Εν προκειμένω, από την αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο αποδείχθηκαν από την εκτίμηση, εκτός των άλλων, και "όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται προκειμένου να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων", και το όλον περιεχόμενο της αποφάσεως προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο για το σχηματισμό της κρίσεώς του έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα αναφερόμενα στον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου εξήντα πέντε ( 65) έγγραφα, καθώς και την αναφερόμενη στον τέταρτο λόγο από Νοε. 2006 ιδιωτική γνωμοδότηση, κατ' άρθρον 390 ΚΠολΔ, της Κ. Π. σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επίδικης λιμνοθάλασσας, τα οποία είχε προσκομίσει και επικαλεστεί ο αναιρεσείων. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους τρίτο και τέταρτο, αντίστοιχα, από τον αρ 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους της αιτήσεώς του, είναι αβάσιμα. Με τον πέμπτο, τέλος, από τον αρ. 10 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς του ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Εφετείο κατέληξε στην κατά τα ανωτέρω κρίση του για την απ' αρχής μορφή, ως λιμνοθάλασσας και πράγματος εκτός συναλλαγής, του επιδίκου χωρίς απόδειξη, με τον δε έκτο και τελευταίο, από τον αρ. 11 του ίδιου άρθρου 559, λόγο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και την αναφερόμενη απόφαση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών, καθώς και την υπ' αριθμ. 4594/11-6-82 γνωμοδότηση του ΝΣΚ, τα οποία δεν είχαν προσκομίσει νομίμως οι αναιρεσίβλητοι. Και οι λόγοι αυτοί της αναίρεσης είναι αβάσιμοι, ο πρώτος επειδή η αναιρεσιβαλλομένη κατέληξε στην κρίση της στηριζόμενη στα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται σ' αυτήν, ο δε δεύτερος προεχόντως επειδή τα αναφερόμενα σ' αυτόν ως άνω δύο έγγραφα αναφέρονται, όπως προκύπτει από τον ίδιο λόγο αναιρέσεως, σε νομικά θέματα και όχι σε αποδεικτέα πραγματικά γεγονότα, και δεν αποτελούν επομένως τα έγγραφα αυτά αποδεικτικά κατά νόμον (άρθρ 335, 339, 432 επ του ΚΠολΔ) μέσα, των οποίων η λήψη υπόψη αν δεν προσκομισθούν νομίμως κα δημιουργεί λόγον αναιρέσεως κατ' άρθρον 559 αρ 11 του ΚΠολΔ. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ 176, 183, 191 παρ 2 ΚΠολΔ, 22 Ν. 3693/57,281 παρ 2 ν. 3463/06). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 7 -7 -2008 αίτηση του Σ. Τ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 221/2007 απόφασης του Εφετείου Κερκύρας . Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ για το πρώτο (Ελληνικό δημόσιο) και των εξακοσίων (600)ευρώ για τους λοιπούς. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Στα κοινής χρήσεως πράγματα ανήκουν και οι λιμνοθάλασσες. Νομικό καθεστώς, ειδικότερα της λιμνοθάλασσας Χαλικιόπουλου Κέρκυρας. Αβάσιμοι οι λόγοι από του αρ. 1 και 19, 10 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. [Επικυρώνει ΕφΚερκ 221/2007].
Πράγματα κοινόχρηστα
Πράγματα κοινόχρηστα.
0
Αριθμός 1376/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Μ. συζ. Ε. Ν., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Χριστόπουλο. Της αναιρεσίβλητης: Π. συζ. Χ. Π., το γένος Ε. Π., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Αλεξία Δεληγιάννη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/12/1999 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6067/2000 μη οριστική, 5846/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 335/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20/9/2010 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 1/11/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική του δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την έννοια των άρθρων 974, 980, 981 και 1044 του ΑΚ άσκηση νομής σε ακίνητο, η οποία, με τη συμπλήρωση και του νόμιμου χρόνου (εικοσαετία), οδηγεί στην κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, αποτελούν οι υλικές και εμφανείς ενέργειες στο ακίνητο με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του προσώπου να εξουσιάζει το πράγμα, είναι δε τέτοιες πράξεις η οριοθέτηση, η περίφραξη, η καλλιέργεια, η είσπραξη μισθωμάτων, η τοποθέτηση στο ακίνητο διαφόρων υλικών κ.λπ. Εν προκειμένω από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα - εναγομένη, προς απόκρουση της ένδικης αναγνωριστικής αγωγής της αναιρεσίβλητης, στηριζομένης στην απόκτηση της κυριότητας του επιδίκου με παράγωγο και με πρωτότυπο τρόπο, ισχυρίστηκε ότι το επίδικο ακίνητο, ήτοι οικόπεδο, εμβαδού 150 τ.μ., που βρίσκεται επί της οδού ..., στη θέση "..." ή "..." του Δήμου Αθηναίων, περιήλθε στην ίδια (αναιρεσείουσα) ως τμήμα μείζονος ακινήτου, εμβαδού 325,98 τ.μ., δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ'αριθμ.... προκοσυμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Χαρ.Σαρακηνού, αλλά και με χρησικτησία, αφού τόσον η ίδια όσον και προ αυτής ο δικαιοπάροχος πατέρας της νέμονταν το όλον (μείζον) ακίνητο, επιβλέποντάς το και καταβάλλοντας γι'αυτό (μείζον ακίνητο) από το έτος 1963 μέχρι το έτος 1997 φόρο ακάλυπτων χώρων στον Δήμο Αθηναίων. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε ότι το επίδικο, εμβαδού, όπως προαναφέρθηκε, 150 τ.μ., περιήλθε στην κυριότητα της ενάγουσας - αναιρεσίβλητης με αγορά δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ'αριθμ.... συμβολαίου από τον μέχρι τότε κύριο του ακινήτου Α.Δ., αλλά και με έκτακτη χρησικτησία, έχοντας στη νομή της αυτή (αναιρεσίβλητη) και πριν από αυτήν οι αναφερόμενοι δικαιοπάροχοί της το επίδικο από το έτος 1945 συνεχώς μέχρι την άσκηση της αγωγής (Δεκ.1999), ενώ, δέχεται το Εφετείο, το επίδικο δεν εμπίπτει στον προαναφερθέντα τίτλο της αναιρεσείουσας (προικοσυμβόλαιο), ως τμήμα του ειρημένου μείζονος ακινήτου που περιήλθε σ'αυτήν με τον ανωτέρω τίτλο, ούτε δε η αναιρεσείουσα ούτε ο φερόμενος ως δικαιοπάροχός της άσκησαν οποιαδήποτε πράξη νομής στο επίδικο, η δε καταβολή φόρου ακάλυπτων χώρων για το όλον ακίνητο δεν αποτελεί εμφανή πράξη φυσικής εξουσίασης του επιδίκου με διάνοια κυρίου και συνεπώς δεν αποτελεί από μόνη της πράξη νομής του ακινήτου. Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο δέχθηκε την αγωγή της αναιρεσίβλητης, την οποία και αναγνώρισε κυρία του επιδίκου, απορρίπτοντας την ένσταση ιδίας κυριότητας, την οποία είχε προβάλει δημόσια η αναιρεσείουσα. Η κατά τα προεκτεθέντα και κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας καταβολή από αυτήν και τον δικαιοπάροχό της φόρου ακάλυπτων χώρων του μείζονος ακινήτου, εμβαδού 325,98 τ.μ., στο οποίο η ίδια περιελάμβανε και το επίδικο εμβαδόν 150 τ.μ., ακίνητο, δεν αποτελεί πράγματι, άνευ ετέρου, υλική και εμφανή πράξη φυσικής εξουσίασης της αναιρεσείουσας επί του επιδίκου και επομένως νομή της τελευταίας που να οδηγεί στην κτήση κυριότητας επί του ακινήτου με χρησικτησία, και το Εφετείο που έκρινε ομοίως ορθώς εφήρμοσε τις ειρημένες ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 974, 980, 981 και 1044 του ΑΚ, τις οποίες και δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή, είναι αβάσιμα τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον δεύτερο, από το άρθρο 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεως της. Με τον πρώτο, από τον αρ.11γ'του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεως η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Εφετείο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη τα αναφερόμενα δημόσια έγγραφα τα οποία η ίδια είχε προσκομίσει και επικαλεστεί για την απόδειξη του ανωτέρω ισχυρισμού της περί καταβολής φόρου ακάλυπτων χώρων για το επίδικο. Παρεκτός του ότι από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και τα έγγραφα αυτά, ο εξεταζόμενος πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος και ως αλυσιτελής, αφού σύμφωνα με τα προεκτεθέντα ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας για την απόδειξη του οποίου η τελευταία τον είχε προσκομίσει (καταβολή φόρου ως πράξεις νομής) δεν ήταν νόμιμος. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημά της τελευταίας (αρθρ.176 και 183 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29-9-2010 αίτηση της Μ. Π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 335/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 3η Ιουνίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 18η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άσκηση νομής επί ακινήτου. Έννοια πράξεων νομής. Καταβολή φόρου ακάλυπτων χώρων μείζονος ακινήτου (οικοπέδου), στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο ακίνητο, που ανήκει σε άλλον. Δεν αποτελεί από μόνη της υλική και εμφανή ενέργεια που να δηλώνει βούληση του καταβάλλοντος να εξουσιάζει το επίδικο (νομή). Αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως από τους αρ. 1 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. [Επικυρώνει ΕφΑθ 335/2010].
Χρησικτησία
Νομή, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 1375/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας - καθής η κλήση: Θ. Κ. του Φ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Καραλή, ο οποίος ανακάλεσε την από 26/2/2014 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε αυτοπροσώπως και δήλωσε ότι διορθώνει το επώνυμο του 2ου αναιρεσιβλήτου στο ορθό "Μ." από το εσφαλμένο "Μ.". Της αναιρεσίβλητης - καλούσας: Α. Β. του Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φραγκίσκο Κοτσώνη. Του καθού η κλήση: Δήμου Χανίων Κρήτης, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Δήμαρχό του που εδρεύει στα Χανιά, ως ειδικού διαδόχου - κληρονόμου εκ διαθήκης του ήδη αποβιώσαντος αναιρεσιβλήτου Σ. Μ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αγγελική Χατζάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/4/2001 αγωγή του Ι. Β., που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή, και την από 10/4/2002 αγωγή των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 232/2006 του ίδιου Δικαστηρίου και 87/2009 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 31/7/2009 αίτησή της, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 21ης/11/2012, οπότε ματαιώθηκε. Την υπόθεση επαναφέρει η καλούσα με την από 5/9/2013 κλήση της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 5/11/2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 505 του ΑΚ ο δωρητής έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά αν ο δωρεοδόχος φάνηκε με βαρύ του παράπτωμα αχάριστος απέναντι στον δωρητή ή στον σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέφει τον δωρητή, η ανάκληση δε αυτή γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 509 εδ. α'του ΑΚ, με δήλωση προς τον δωρητή, που δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο και μπορεί να γίνει και με την άσκηση της σχετικής αγωγής (ΑΠ 982/2004). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 του ΑΚ η ανάκληση αποκλείεται αν ο δωρητής έδωσε συγγνώμη στον δωρεοδόχο ή αν πέρασε ένα έτος αφότου ο δωρητής, έχοντας δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, πληροφορήθηκε τον λόγο της ανάκλησης. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, η τιθέμενη με αυτήν ετήσια αποκλειστική προθεσμία προς ανάκληση της δωρεάς δεν αρχίζει εφόσον τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τον λόγο της αχαριστίας είναι εξακολουθητικά και φθάνουν μέχρι την πράξη της ανάκλησης, αφού στην περίπτωση αυτή τα ανωτέρω περιστατικά θεωρούνται και λαμβάνονται υπόψη ως ενιαίο σύνολο, και η προθεσμία προς ανάκληση αρχίζει από την τέλεση του τελευταίου παραπτώματος (ΑΠ 1043/2000, 982/2004). Εξάλλου, ο κατά το άρθρο 559 αρ. 1 εδ. α'του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, εσωτερικού ή διεθνούς. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα (Ολομ ΑΠ 4/2005), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολομ7-8/2006). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι η αναιρεσείουσα μετά τον Μάιο του 1999 έδειξε αχαριστία προς τον τότε σύζυγό της Ι. Β., εγκαταλείποντάς τον ολοκληρωτικά και αδιαφορώντας πλήρως γι' αυτόν, σε περίοδο μάλιστα που ο τελευταίος είχε απόλυτη ανάγκη τη βοήθειά της, λόγω της προχωρημένης ηλικίας του (82 ετών) και των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε (υπέρταση, αρθρίτιδα κάτω άκρων, νεφρική ανεπάρκεια κ.λ.π.), η αδιαφορία δε αυτή διήρκεσε εξακολουθητικά μέχρι την άσκηση εκ μέρους του συζύγου της τής ένδικης από 5-4-2001 αγωγής περί ανακλήσεως, λόγω αχαριστίας, της αναφερομένης δωρεάς εν ζωή του πρώτου προς την αναιρεσείουσα, ήτοι της ψιλής κυριότητας ενός αγροτεμαχίου εκτάσεως 6654,85 τ.μ. που βρίσκεται στο χωριό Περιβόλια Κυδωνίας του Ν. Χανίων με την εντός αυτού κεραμοσκεπή οικία εμβαδού 59,75τ.μ. Βάσει των παραδοχών αυτών και αφού απέρριψε την ένσταση-λόγο εφέσεως της αναιρεσείουσας ότι το δικαίωμα ανακλήσεως αποκλείεται εν προκειμένω λόγω παρελεύσεως της ειρημένης ενιαύσιας αποκλειστικής προθεσμίας που θέτει το άρθρο 510 του ΑΚ για την άσκησή του, το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, δέχθηκε την αγωγή του δωρητή-συζύγου της αναιρεσείουσας, στου οποίου, θανόντος ήδη, τη θέση έχουν υπεισέλθει οι αναιρεσίβλητοι-κληρονόμοι του, και αναγνώρισε ως έγκυρη και ισχυρή την περιεχόμενη στην αγωγή αυτή δήλωση περί ανακλήσεως της ανωτέρω δωρεάς εν ζωή προς την αναιρεσείουσα. Ενόψει του ότι, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες παραδοχές του Εφετείου, η συμπεριφορά της αναιρεσείουσας-δωρεοδόχου που συνιστούσε τον λόγο της ανάκλησης της δωρεάς (αχαριστία) εξακολουθούσε μέχρι την άσκηση της αγωγής, η ανωτέρω αποκλειστική προθεσμία για την ανάκληση δεν είχε, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, αρχίσει όταν ασκήθηκε η αγωγή, και κατά συνέπειαν δεν τίθεται ζήτημα συμπληρώσεώς της εν προκειμένω. Επομένως, το Εφετείο, που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε, ως ανωτέρω, τη σχετική ένσταση της αναιρεσείουσας, ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε την ως άνω διάταξη του άρθρου 510 του ΑΚ και δεν υπέπεσε, με εσφαλμένη εφαρμογή της, στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον πρώτο λόγο της αιτήσεώς της. ΙΙ. Κατά το άρθρο 1842 του ΑΚ ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει τον σύζυγό του αν κατά τον χρόνο του θανάτου του είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο λόγο, αναγόμενο σε υπαιτιότητα του συζύγου του, κατά δε το άρθρο 1483 του ΑΚ ο λόγος της αποκλήρωσης πρέπει να υπάρχει κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης και να αναφέρεται σ' αυτήν, και εκείνος που επικαλείται την αποκλήρωση οφείλει να αποδείξει τον λόγο της. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 1781 του ΑΚ κατά την ερμηνεία της διαθήκης, στην οποία οφείλει να προσφύγει το δικαστήριο όταν η δήλωση της βούλησης του διαθέτη όπως διατυπώθηκε είναι ασαφής ή εμφανίζει κενά, αναζητείται η αληθής βούληση του διαθέτη χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ενώ δεν έχουν εφαρμογή, στην ερμηνεία αυτή, τα κριτήρια του άρθρου 200 του ΑΚ, τα οποία αναφέρονται όχι σε μονομερείς δικαιοπραξίες, όπως και η διαθήκη, αλλά σε συμβάσεις (ΑΠ 627, 1225/2005). Τέλος, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη διαθήκη ως προς τη βούληση του διαθέτη, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγμάτων, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 627/2005), όπως ανέλεγκτη είναι, για τον ίδιο λόγο, και η κρίση του δικαστηρίου για την αληθή βούληση του διαθέτη, στην οποία (κρίση) καταλήγει το δικαστήριο μετά την προσφυγή του στις ανωτέρω διατάξεις και την ερμηνεία της διαθήκης σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές. Εν προκειμένω, όπως επίσης προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε και τα εξής: "Ο διαθέτης είχε κατά τον χρόνο του θανάτου του λόγο διαζυγίου, βάσιμο και ενεργό, κατά της συζύγου του που του έδινε το δικαίωμα να ασκήσει εναντίον της αγωγή διαζυγίου. Ο λόγος αυτός, ο οποίος συνίσταται στην εγκατάλειψή του από τη σύζυγό του και στην αδιαφορία που αυτή επέδειξε απέναντί του, κατά τα προαναφερθέντα, αναφέρεται και στην ανωτέρω (από 18-12-2000 μυστική) διαθήκη του, έστω και όχι αμέσως, αλλά εμμέσως, πλην όμως σαφώς. Ειδικότερα ο διαθέτης τοποθετεί μεν τον ανωτέρω λόγο στην παράγραφο της διαθήκης στην οποία αναφέρει ότι προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμά του για ανάκληση της δωρεάς στην οποία είχε προβεί προς την σύζυγό του, πλην όμως, ερμηνευομένου του ασαφούς αυτού σημείου με βάση το όλο περιεχόμενο της διαθήκης, αλλά και την εικαζόμενη βούλησή του, όπως αυτή προκύπτει από το σύνολο των τεθέντων υπόψη του δικαστηρίου και προαναφερθέντων αποδεικτικών στοιχείων, είναι πλέον ή βέβαιον ότι ο διαθέτης θεωρούσε και την εγκατάλειψή του από τη σύζυγό του ως λόγο που δικαιολογούσε την αποκλήρωσή της". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, επικυρώνοντας και κατά τούτο την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα ίδια, δέχθηκε την συνεκδικασθείσα από 10-4-2002 αγωγή των αναιρεσιβλήτων-κληρονόμων του θανόντος συζύγου της αναιρεσείουσας και αναγνώρισε έγκυρη την αποκλήρωση της τελευταίας από τον σύζυγό της για τον ανωτέρω λόγο (βάσιμος λόγος διαζυγίου κατά τον χρόνο του θανάτου του, αναγόμενος "σε υπαιτιότητα" της συζύγου), ο οποίος αναφερόταν στην διαθήκη. Από τις προπαρατεθείσες παραδοχές του Εφετείου προκύπτει ότι το δικαστήριο διαπίστωσε ασάφεια στην ειρημένη διαθήκη του συζύγου της αναιρεσείουσας - δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων ως προς τον λόγο της αποκλήρωσης της πρώτης που περιείχετο στη διαθήκη, προσφεύγοντας δε κατόπιν τούτου στην ερμηνεία της διαθήκης το Εφετείο κατέληξε στην ανωτέρω κρίση ότι ο λόγος της αποκλήρωσης ήταν εκείνος που προαναφέρθηκε (ύπαρξη λόγου διαζυγίου κ.λ.π.). Σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη η κρίση του δικαστηρίου τόσον ως προς την ύπαρξη κενού ή (και) ασάφειας στη διαθήκη όσον και ως προς την αληθή βούληση του διαθέτη που δέχεται το δικαστήριο μετά την ερμηνεία της διαθήκης δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Επομένως, ο δεύτερος λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο και υπό την επίκληση των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι με το να δεχθεί το Εφετείο την ύπαρξη ασάφειας στη διαθήκη, ενώ τέτοια ασάφεια, εντεύθεν δε και ανάγκη προσφυγής στην ερμηνεία της διαθήκης, δεν υφίστατο, αφ' ενός, και (με το να δεχθεί) τα ανωτέρω (ύπαρξη λόγου διαζυγίου, ως λόγου αποκληρώσεως) ως την αληθή βούληση του διαθέτη, μετά την ερμηνεία της διαθήκης, αφ' ετέρου, υπέπεσε στις αντίστοιχες αναιρετικές πλημμέλειες της ευθείας και εκ πλαγίου παραβιάσεως των διατάξεων των άρθρων 173 και 1781 του ΑΚ (τα κριτήρια του άρθρου 200 του ΑΚ, το οποίο επίσης επικαλείται η αναιρεσείουσα ως παραβιασθέν, δεν ισχύουν επί ερμηνείας των διαθηκών, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα), είναι (ο ανωτέρω λόγος) απαράδεκτος. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθ. 176, 183, 191παρ. 2 ΚΠολΔ, 281παρ. 2 ν. 3463/2006). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 31-7-2009 αίτηση της Θ. Κ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 87/2009 απόφασης του Εφετείου Κρήτης. ΚΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ για την πρώτη, και στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ για τον δεύτερο (Δήμο Χανίων). ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 28 Μαΐου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, 18 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανάκληση δωρεά λόγω αχαριστίας. Μπορεί να γίνει και με την άσκηση της αγωγής. Πενταετής αποκλειστική προθεσμία ασκήσεως. Έναρξη προθεσμίας επί εξακολουθητικής συμπεριφοράς που συνιστά την αχαριστία. Αποκλήρωση συζύγου με διαθήκη για ύπαρξη λόγου διαζυγίου. Πότε ερμηνεία διαθήκης κατ’ άρθρ. 173 (όχι και 200) και 1781 ΑΚ. Ανέλεγκτη η κρίση του δικαστηρίου για ύπαρξη κενού ή (και) ασάφειας στη διαθήκη και για την προκύπτουσα από την ερμηνεία αληθή βούληση του διαθέτη. Πότε ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος κατ’ αρθρ 559 αρ 1 ΚΠολΔ. (Επικυρώνει ΕφΚρ 87/2009).
Κληρονομία
Διαθήκη, Δωρεά, Κληρονομία .
0
Αριθμός 1374/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Π. Τ. του Ι., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σταμάτη Γρύλλη. Του αναιρεσιβλήτου: Κ. Γ. του Π., κατοίκου ... και προσωρινά Γυθείου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Νικολόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/8/2005 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γυθείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 18/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 144/2010 του Εφετείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 12/1/2011 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 19/2/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1142, 1144, 1166 και 1259 του ΑΚ συνάγεται ότι η προσωπική δουλεία της επικαρπίας συνίσταται στο περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα του επικαρπωτή να χρησιμοποιεί και να καρπώνεται ξένο πράγμα, διατηρώντας όμως ακέραιη την ουσία του. Η επικαρπία συνιστάται με δικαιοπραξία ή με χρησικτησία (άρθρο 1143 ΑΚ). Οι αντίστοιχες περί κτήσεως κυριότητας διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως. Ο κύριος ακινήτου μεταβιβάζοντας αυτό για νόμιμη αιτία σε άλλον, με συμβολαιογραφικό έγγραφο που μεταγράφεται, μπορεί να παρακρατήσει την επ' αυτού επικαρπία, είτε υπέρ του εαυτού του, είτε υπέρ τρίτου, είτε υπέρ του εαυτού του και τρίτου. Εξάλλου κατά τα άρθρα 1167 και 1168 του ΑΚ, η απόσβεση της επικαρπίας για κάποιον από τους λόγους του αναφέρονται στο νόμο έχει ως συνέπεια ότι η επικαρπία επιστρέφει αυτοδικαίως στην κυριότητα από την οποία αποσπάσθηκε, χωρίς να απαιτείται να οριστεί αυτό κατά τη σύσταση, δηλαδή επιστρέφει σε εκείνον στον οποίο βρίσκεται ήδη η κυριότητα, αφού η επιστροφή αναφέρεται στην κυριότητα που υπάρχει κατά το χρόνο της αποσβέσεως της επικαρπίας. Περαιτέρω από το συνδυασμό των άρθρων 1142, 1143, 1166 και 1167 παρ.2 του ΑΚ, συνάγεται ότι εγκύρως μπορεί να συμφωνηθεί, ότι η επικαρπία επί ακινήτου του, κατ' αρχήν συμφωνήθηκε εφόρου ζωής του επικαρπωτή, δεν θα αποσβεσθεί με το θάνατο του τελευταίου, αλλά ότι θα μεταβιβασθεί στη συνέχεια σε τρίτο πρόσωπο. Έτσι επιτρεπτή είναι η συμφωνία ότι μεταβιβάζεται η επικαρπία σε τρίτου, υπό την αναβλητική προθεσμία του θανάτου του τωρινού επικαρπωτή, εφόσον, κατά τα λοιπά, τηρηθούν αναλόγως οι νόμιμες διατυπώσεις περί μεταβιβάσεως της κυριότητας επί ακινήτων. Η περί της συστάσεως η μεταβιβάσεως εμπραγμάτου δικαιώματος (σύσταση επικαρπίας - μεταβίβαση κυριότητας) συμφωνία μπορεί να καταρτισθεί και υπέρ τρίτου (άρθρ.410 επ.ΑΚ), οπότε ο τρίτος θα αποκτήσει το δικαίωμα από τη στιγμή που θα μεταγραφεί στο όνομά το η εμπράγματη σύμβαση υπέρ τρίτου, επιφυλασσομένων των περί αναβλητικής αιρέσεως ή προθεσμίας διατάξεων. Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 1166 ΑΚ συνάγεται ότι, η μεταβίβαση της επικαρπίας με βάση τη συμφωνία των μερών με τη συστατική πράξη δεν θα πρέπει να είναι απεριόριστη, με την έννοια του επιτρεπτού των διαδοχικών μεταβιβάσεων. Με συσταλτική ερμηνεία του εδαφίου α' της ανωτέρω διάταξης θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η μεταβίβαση είναι επιτρεπτή μια φορά σε τρίτο, οπότε μετά το θάνατό του πρέπει να αποσβήνεται. Η ελευθερία απεριόριστης μεταβίβασης θα είχε ως συνέπεια την απογύμνωση της κυριότητας, η οποία όμως είναι αντίθετη στο σκοπό του νομοθέτη. Έτσι μπορεί να συμφωνηθεί να έχει αυτήν και ο επικαρπωτής και ο κληρονόμος του ή να συμφωνηθεί ότι θα δικαιούται ο επικαρπωτής να κληροδοτήσει αυτήν στον κληρονόμο αυτού, οπότε έχει την κληρονομία και ο κληρονόμος του επικαρπωτή. Αλλά σύσταση επικαρπίας, που θα μεταβαίνει σε όλους, επ' άπειρον, τους κληρονόμους του επικαρπωτή, δεν είναι δυνατή. Με τη συστατική της επικαρπίας πράξη είναι δυνατόν επίσης να ορισθεί ότι ο επικαρπωτής μπορεί να μεταβιβάσει εν ζωή το εμπράγματο δικαίωμα της επικαρπίας σε άλλον. Με τη μεταβίβαση στον τελευταίο της επικαρπίας, αυτός καθίσταται επικαρπωτής η δε επικαρπία αποσβήνεται με το θάνατο τούτου και όχι του αρχικού επικαρπωτή. Δεν είναι δυνατό όμως να ορισθεί με τη συστατική της επικαρπίας πράξη, ότι η επικαρπία θα είναι περαιτέρω μεταβιβαστή και από αυτόν στον οποίο είχε μεταβιβαστεί από τον αρχικό επικαρπωτή και ούτω καθ' εξής επ' άπειρον, γιατί τούτο θα είχε ως συνέπεια την οριστική και μόνιμη πλέον απόσχιση των ωφελειών του πράγματος από τον κύριο, του οποίου η κυριότητα θα παρέμενε στο διηνεκές ως ψιλή κυριότητα, καθόσον έτσι θα απογυμνωνόταν εσαεί από τα κυριότερα ωφελήματά της, πράγμα το οποίο θα αντέβαινε στην έννοια της κυριότητας, ως καθολικής εξουσίας επί του πράγματος (αρθρ. 1000 ΑΚ), σύμφωνα με την οποία ο κύριος δικαιούται να απολαύσει όλες τις ωφέλειες του πράγματος. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.ΑΠ 7/2006). Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ), προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως επικληθέντων και προσκομισθέντων σ' αυτό, από τους διαδίκους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, κατ' ανέλεγκτη κρίση ως προς την ουσία της υποθέσεως και την αποτελούσα αντικείμενο του πρώτου αναιρετικού λόγου επιτρεπτή μεταβίβαση της επικαρπίας του επιδίκου ακινήτου στην εναγομένη - αναιρεσείουσα, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει του υπ' αριθμ. .../20-12-1982 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβ/φου Αθηνών Κωνσταντίνου Θ. Λιακάκου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθ/κείου Γυθείου (τόμ. 43 και αυξ. αριθ. ...) περιήλθε στον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα, κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας μια ισόγεια οικία με το οικόπεδο της, εκτάσεως 106,375 τ.μ. και κατά νεώτερη καταμέτρηση 106,38 τ.μ. και συνορευόμενη γύρωθεν Βορείως με την οδό ... πλάτους 8,00 μέτρων, Νοτίως με οικία Λ. Γ., Ανατολικώς με ιδιοκτησία κληρονόμων Δ. Τ. και Δυτικώς με την οδό ..., πλάτους 8 μέτρων (ΚΑΕΚ γεωτεμαχίου ...), που βρίσκεται εντός της πόλεως Γυθείου, του ομωνύμου Δήμου, στη συνοικία Νεαπόλεως και επί των οδών ... και ..., πλην της ισοβίου επικαρπίας της ημίσειας οικίας (αποθήκης και ήδη καταστήματος με τα στοιχεία Κ- 2) διαιρετώς, της προς νότο κειμένης και συνορευομένης με Λ. Γ.. Η επικαρπία αυτή είχε συσταθεί, όπως θα αναφερθεί παρακάτω, από τον αρχικό κύριο του όλου ακινήτου, Δ. Τ. Τ., υπέρ του πατρός της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητου Ι. Δ. Τ.. Το ανωτέρω ακίνητο ο ενάγων αγόρασε με τον προαναφερόμενο περιορισμό της επικαρπίας μέρους αυτού, από τους α) Π. Κ. Γ. και β) Β. συζ. Π. Γ., στους δε δικαιοπαρόχους του είχε περιέλθει αυτό δυνάμει του υπ' αριθμ. .../2-10-1946 προικοσυμφώνου συμβολαίου του Συμβ/φου Γυθείου Θεοδώρου Κων. Λιακάκου, που είχε μεταγραφεί νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθ/κείου Γυθείου (τόμ. 31 και αριθ. ...), ως αδιατίμητη προίκα στον μεν πρώτο ως σύζυγο κατά διοίκηση και επικαρπία, στην δε δεύτερη κατά ψιλή κυριότητα κατά τις ισχύουσες τότε διατάξεις περί προίκας από τον πατέρα της (προικοδότη) Δ. Τ. Τ.. Ακολούθως, επί του ανωτέρω ακινήτου με βάση τις υπ' αριθμ. .../1982 και .../1989 αντίστοιχα οικοδομικές άδειες του Πολεοδομικού Γραφείου Γυθείου, ο ενάγων αφού κατεδάφισε το πεπαλαιωμένο κτίσμα της ισόγειας οικίας που είχε αγοράσει, προέβη σταδιακά και με δικές του δαπάνες στη θέση αυτής, στην ανέγερση του ισογείου και του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου και στη συνέχεια του δευτέρου ορόφου και έτσι κατέστη αποκλειστικός κύριος τριώροφης οικοδομής. Στη συνέχεια δε, δυνάμει της υπ' αριθμ. .../26-10-2004 πράξεως της Συμβ/φου Γυθείου Μαρίας Σταθάκη - Βάρλα, νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθ/κείου Γυθείου (τόμ. 66 και αριθ. ...) συνέστησε μονομερώς επί του ανωτέρω ακινήτου (τριώροφης οικοδομής) ως κύριος αυτού, αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3741/29. Μεταξύ των ως άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών είναι και η επίδικη, ήτοι το κατάστημα (αποθήκη) του ισογείου ορόφου της ανωτέρω τριώροφης οικοδομής, με τα στοιχεία Κ-2, που έλαβε ΚΑΕΚ ..., η οποία αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, πατάρι και τουαλέτα και συνορεύει Βόρεια με το (Κ-1) κατάστημα του ισογείου ορόφου, Νότια με ιδιοκτησία Λ. Γ., Ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Δ. Τ. και Δυτικά με οδό ..., με καθαρό εμβαδόν 50,16 τ.μ., επιφάνεια παταριού 29,70 τ.μ., αναλογία επί του οικοπέδου διακόσια τριάντα δύο χιλιοστά (232/000) εξ αδιαιρέτου, που αναλογούν στο οικόπεδο σε 24,69 τ.μ. και δαπάνες κοινοχρήστων 313/000. Ειδικότερα με το ανωτέρω υπ' αριθμ. .../2-10-1946 προικοσύμφωνο συμβόλαιο του Συμβ/φου Γυθείου Θεοδώρου Κων. Λιακάκου, που καταρτίστηκε μεταξύ του ως άνω αρχικού κυρίου της παλιάς ισόγειας οικίας και απώτερου δικαιοπαρόχου των διαδίκων Δ. Τ. Τ. και των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος α) Π. Κ. Γ. και β) Β. συζ. Π. Γ., ορίστηκε ρητά ότι "Η επικαρπία της ως άνω οικίας, ήτοι του ισογείου θα παραμένει μέχρι το χρόνο του θανάτου του προικοδότου εις τον ήδη προικοδότη Δ. Τ. Τ., μετά τον θάνατο του θα περιέρχεται η μεν επικαρπία της ημισείας οικίας (αποθήκης) διαιρετώς της προς Βορρά κειμένης προς τον συμβαλλόμενο γαμβρό του Π. Γ., η δε επικαρπία της ετέρας ημισείας οικίας (αποθήκης) διαιρετώς της προς τον Νότο κειμένης και συνορευομένης με Λ. Γ. προς τον υιό μου Ι. Δ. Τ., ισοβίως, μετά δε τον θάνατο τούτου αύτη η επικαρπία θα περιέρχεται εις τους κληρονόμους του και ούτω καθ' εξής επ' άπειρον ...". Με την ανωτέρω δηλαδή διάταξη του προικοσυμβολαίου, όπως από το περιεχόμενο της προκύπτει, ο αρχικός κύριος του ακινήτου συνέστησε αρχικά επικαρπία επί της υπάρχουσας παλιάς ισόγειας οικίας υπέρ του ιδίου (κυρίου) εφ' όρου ζωής του. Περαιτέρω μετά το θάνατο του όρισε ότι η ισόγεια οικία θα χωριστεί σε δύο αυτοτελή και ανεξάρτητα τμήματα και επ' αυτών συνέστησε δύο επικαρπίες επί των ως άνω διαιρετών τμημάτων και συγκεκριμένα: 1) μια στο τμήμα αυτής που βρίσκεται προς Βορράν υπέρ του συμπράξαντος τότε γαμβρού του προικολήπτου από τον οποίο και τη σύζυγο του (ψιλή κυρία) αγόρασε το όλο ακίνητο (οικόπεδο μετά της επ' αυτού ισόγειας οικίας) ο ενάγων και ήδη εκκαλών και 2) μια στο τμήμα της οικίας (αποθήκης) που βρίσκεται προς το Νότο και συνορεύει με ιδιοκτησία Λ. Γ. (επίδικο) υπέρ του υιού του Ι. Δ. Τ., πατέρα της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης ισοβίως. Ακολούθως, όρισε ότι μετά του θάνατο του τελευταίου αυτού επικαρπωτή (γιου του) θα περιέρχεται το δικαίωμα της επικαρπίας επί του εν λόγω τμήματος (αποθήκης και ήδη καταστήματος) επ' άπειρον στους κληρονόμους του. Η πρώτη μεταβίβαση του δικαιώματος επικαρπίας επί του διαιρετού αυτού τμήματος με την ως άνω δικαιοπραξία, η οποία συνιστά σύμβαση υπέρ τρίτου (μετέπειτα κληρονόμου), σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, καθόσον μεν αφορά τον γιό του αρχικού επικαρπωτή Ι. Τ. (τρίτο) υπό την αναβλητική προθεσμία του θανάτου αυτού (αρχικού επικαρπωτή και κυρίου) είναι επιτρεπτή και έγκυρη, την οποία άλλωστε άσκησε αυτός ανεμπόδιστα μέχρι του θανάτου του (1987). Καθόσον όμως αφορά την περαιτέρω απεριόριστη μεταβίβαση στους κληρονόμους του τελευταίου επ' άπειρον και συνεπώς και στην εναγομένη κόρη του, εφόσον κατά την κρατούσα στη θεωρία άποψη, ερμηνευομένου συσταλτικά του εδαφίου α' του άρθρου 1166 ΑΚ, με την οποία και το παρόν Δικαστήριο συντάσσεται, η μεταβίβαση της επικαρπίας είναι επιτρεπτή μία φορά σε τρίτο, οπότε μετά το θάνατο του πρέπει να αποσβήνεται, ως αντίθετη στο σκοπό του νομοθέτη (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη ό.π.) η ανωτέρω διάταξη του προικοσυμβολαίου είναι άκυρη και δεν επέφερε αποτελέσματα (άρθ. 174, 180 ΑΚ). Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, μετά το θάνατο του επικαρπωτή Ι. Τ. το δικαίωμα επικαρπίας επί της επίδικης αποθήκης αποσβέστηκε και συνενώθηκε με την ψιλή κυριότητα, την οποία έχει ο ενάγων - εκκαλών. Η εξακολούθηση της μεταβίβασης της επικαρπίας αυτής στους κληρονόμους του Ι. Τ. στο διηνεκές, όπως προεκτέθηκε θα είχε ως συνέπεια την απογύμνωση του δικαιώματος κυριότητας, που είναι απόλυτο και παρέχει στον δικαιούχο καθολική εξουσία επί του πράγματος, από όλα τα ωφελήματα αυτής. Ενόψει των ανωτέρω, από του θανάτου του Ι. Τ., το επίδικο κατάστημα υπό στοιχεία Κ-2 ανήκει κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας αποκλειστικά στον εκκαλούντα - ενάγοντα. Η εκκαλουμένη που έκρινε αντιθέτως ότι η εναγομένη - εφεσίβλητη απέκτησε το δικαίωμα της επικαρπίας επί του επιδίκου καταστήματος με βάση την άκυρη διάταξη του ανωτέρω προικοσυμβολαίου και απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 1166 και 1167 του ΑΚ, όπως αναλυτικά αναφέρθηκαν στην πρώτη μείζονα σκέψη που απαγορεύουν την περαιτέρω μεταβίβαση του δικαιώματος επικαρπίας και από αυτόν στον οποίο είχε μεταβιβασθεί από τον αρχικό επικαρπωτή επ' άπειρον και πρέπει ο σχετικός λόγος της έφεσης να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ' ουσία". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως βάσιμο, κατ' ουσίαν, τον αφορώντα στη μεταβίβαση της επικαρπίας δεύτερο λόγο της εφέσεως (καθώς και τον αφορώντα στην αποδοχή της εκ του άρθρου 281 ΑΚ ενστάσεως πρώτο λόγο της εφέσεως, που όμως δεν αποτελεί αντικείμενο του ερευνωμένου πρώτου αναιρετικού λόγου) και στη συνέχεια αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη, που είχε απορρίψει την αγωγή (δεχθέν επάλληλα ως βάσιμη και την εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένσταση) δίκασε εκ νέου την υπόθεση και αφού έκανε δεκτή την αγωγή, αναγνώρισε τον ενάγοντα - αναιρεσίβλητο αποκλειστικό κύριο του επιδίκου ακινήτου γιατί η εναγόμενη - αναιρεσείουσα δεν απέκτησε, αιτία κληρονομίας δικαίωμα επικαρπίας σ' αυτό, καθόσον με τον θάνατο του κληρονομηθέντος από αυτήν επικαρπωτή - πατέρα της, στον οποίο είχε μεταβιβαστεί η επικαρπία από τον προηγούμενο επικαρπωτή, αποσβέστηκε το σχετικό δικαίωμά του και η επικαρπία συνενώθηκε με την ψιλή κυριότητα, την οποία είχε ο ενάγων. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε την προδιαληφθείσα διάταξη του άρθρου 1166 ΑΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, αφού υπό τα ως άνω, ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, η μεταβίβαση της επικαρπίας από τον επικαρπωτή, με μεταβιβαστική πράξη είναι δυνατή για μία μόνο φορά και όχι επ' άπειρον, αφού τέτοια εκδοχή απογυμνώνει το δικαίωμα της κυριότητας και την απόλαυση των ωφελειών και πράγματος. Ειδικότερα ο προικοδότης Δ. Τ. Τ., με το αναφερόμενο στην απόφαση προικοσυμβόλαιο, έγκυρα παρακράτησε υπέρ του ιδίου και εφόρου ζωής του, την επικαρπία του επιδίκου ακινήτου, η οποία έγκυρα όρισε να μεταβιβασθεί, μετά το θάνατό του, στο γυιό του και δικαιοπάροχο - πατέρα της εναγομένης Ι. Δ. Τ. εφόρου ζωής του, η δε επικαρπία αυτή μετά το θάνατο του εν λόγω επικαρπωτή επανήλθε αυτοδίκαια στον ψιλό κύριο ενάγοντα - αναιρεσίβλητο, καθόσον η διάταξη του προικοσυμφώνου περί περιελεύσεως της παρακρατηθείσας από τον προικοδότη Δ. Τ. Τ. επικαρπίας του επιδίκου στον Ι. Δ. Τ. είναι άκυρη, κατά το μέρος που αναφέρει ότι η επικαρπία αυτή θα μεταβιβάζεται επ' άπειρον στους κληρονόμους του τελευταίου, μη επιφέρουσα αποτελέσματα. Επομένως ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ερευνώμενος πρώτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα υποστηρίζει τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 εδ.β του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου εφέσεως, όχι δε και οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν ή αντικρούουν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11 περ.γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της (Ολ.ΑΠ 2/2008) οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών. Περαιτέρω κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (Ολομ.ΑΠ 17/1995). Ειδικότερα στην περίπτωση της μακράς αδράνειας του δικαιούχου υπάρχει τέτοια κατάχρηση, εφόσον συντρέχουν επί πλέον και περιστατικά που ανάγονται στον ίδιο χρόνο και στην όλη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, από τα οποία γεννάται στον υπόχρεο η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του, η μεταγενέστερη δε επιδίωξη από αυτόν ανατροπής της καταστάσεως που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς επιπτώσεις για τον υπόχρεο. Επίσης πρέπει οι πράξεις του υπόχρεου και η κατάσταση πραγμάτων που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού κατά τους κανόνες της καλής πίστης, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 62/1990). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο απέρριψε την ένσταση της αναιρεσείουσας για την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου - εναγομένου, ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι " ... από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η εφεσίβλητη (εναγομένη) μετά το θάνατο του πατέρα της Ι. Τ., με την υπ' αριθμ. .../18-7-2002 δήλωση της ενώπιον της Συμβ/φου Αθηνών Μαρίνας Φλώρου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθ/κείου Γυθείου (τομ. 62 και αριθ. ...) προέβη, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτού, σε αποδοχή της κληρονομιάς του, στην οποία, κατά τη δήλωση της, περιλαμβανόταν με βάση και το προαναφερόμενο του έτους 1946 προικοσυμβόλαιο του απώτερου δικαιοπαρόχου του εκκαλούντος (παππού της) και το δικαίωμα επικαρπίας επί του επιδίκου καταστήματος (αποθήκης κατά το προικοσυμβόλαιο). Εξάλλου, να σημειωθεί ότι είχε εκμισθώσει το επίδικο νεοανεγερθέν κατάστημα το πρώτον η ίδια (εφεσίβλητη) στις 22-4-1987 (βλ. σχετ. ιδιωτικό συμφωνητικό) στους Π. και Κ. Δ., για εμπορία λαχανικών - φρούτων (μανάβικο), ενώ το τμήμα της παλαιάς ισόγειας οικίας που είχε συσταθεί η επικαρπία είχε εκμισθώσει αρχικά ο επικαρπωτής πατέρας της Ι. Τ. από το έτος 1974. Ο εκκαλών (ενάγων), ο οποίος να σημειωθεί ήταν δημόσιος υπάλληλος και ήδη συνταξιούχος, απουσίαζε συνεχώς και για πολλά χρόνια από το Γύθειο λόγω του επαγγέλματος του και κατά το χρονικό διάστημα από 2-9-1992 μέχρι 4-10-94 είχε αποσπαστεί στο Εξωτερικό (βλ. την με αριθ. πρωτ. 479.4/517 από 24/9/2008 βεβαίωση της Υπηρεσίας 1020-16 -Δ/νση Προσωπικού του Υπουργείου Εσωτερικών), αφότου πληροφορήθηκε τον θάνατο του πατέρα της εφεσίβλητου Ι. Τ., θείου του, που συνέβη στις 26-3-1987, άρχισε να ενοχλεί προφορικά την αντίδικο του να του επιστρέψει την επικαρπία του επιδίκου ακινήτου. Όπως καταθέτει ενόρκως ο Π. Δ. στην .../08 ένορκη βεβαίωση του, από το έτος 1990 ο εκκαλών - ενάγων παρουσιάστηκε στο κατάστημα και τον ενημέρωσε ότι αυτό ανήκει στην ιδιοκτησία του, αξίωσε δε να καταβάλει τα μισθώματα αυτού στον ίδιο. Αλλά και τα επόμενα χρόνια ο εκκαλών συνέχιζε να διαμαρτύρεται και να ενοχλεί προφορικά τους μισθωτές. Τούτο επιβεβαιώνει με την .../08 ένορκη βεβαίωση του, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Γυθείου, ο μάρτυρας Γ. Π., ο οποίος είναι μισθωτής του όμορου καταστήματος που βρίσκεται προς Βορράν της ίδιας οικοδομής και το οποίο ανήκε εξ αρχής κατά πλήρη κυριότητα στον εκκαλούντα. Ο τελευταίος καταθέτει συγκεκριμένα "Έχω νοικιάσει από το έτος 1998 ... λίγο καιρό αφότου μπήκα στο μαγαζί αυτό με επισκέφθηκε η Π. Τ. ... και μου είπε επί λέξει: Να πείτε στον ξάδελφο μου να σταματήσει να ενοχλεί τους ενοικιαστές μου" εννοώντας τον κ. Γ. και μιλώντας για το κατάστημα που είχε νοικιάσει στον Δ." και περαιτέρω "... Δεν βαρέθηκε τόσα χρόνια να με ενοχλεί ...". Το έτος μάλιστα 2000 ο εκκαλών απέστειλε στους μισθωτές του επιδίκου την από 17-8-2000 εξώδικη δήλωσή του, την οποία κοινοποίησε νομοτύπως (βλ. την υπ' αριθμ. 7821/21-8-2000 έκθεση επίδοσης του Δικ. Επιμελητή ...) και με την οποία τους πληροφορούσε ότι είχε επέλθει απόσβεση της επικαρπίας του Ι. Τ. και ότι ως αποκλειστικός πλέον κύριος του μισθίου ακινήτου δικαιούνταν να λάβει ο ίδιος το συμφωνηθέν μίσθωμα μέχρι της λήξεως της μίσθωσης. Εξάλλου, λόγω της συγγενικής σχέσης των διαδίκων (πρώτα ξαδέλφια από την μητρική γραμμή) ο εκκαλών προσπαθούσε με την διαμεσολάβηση και άλλων συγγενικών τους προσώπων να λύσουν τη διαφορά τους συμβιβαστικά πριν καταλήξουν στον ένδικο δικαστικό αγώνα. Λόγω όμως της άρνησης της εναγομένης να αποδώσει το ακίνητο του, άσκησε αρχικώς την από 18-4-2001 (αριθ. εκθ. καταθ. 31/01) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Γυθείου, μετά τη συζήτηση της οποίας στη δικάσιμο της 14-11-2001, παραιτήθηκε, με σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στη Γραμματεία του ως άνω Δικαστηρίου, από την έκδοση αποφάσεως της, ήδη δε την κρινομένη (από 8-8-05) επί της οποίας η προσβαλλομένη απόφαση. Επίσης, ο εκκαλών κατά την κατάρτιση του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή του Γυθείου δήλωσε το επίδικο, όπως και ολόκληρη την τριώροφη οικοδομή επί της οποίας βρίσκεται αυτό στο Κτηματολογικό Γραφείο Γυθείου ως ανήκον σ' αυτόν κατά πλήρη κυριότητα και έτσι στο απόσπασμα προσωρινών κτηματολογικών στοιχείων της Α' αλλά και της Β' ανάρτησης με ημερομηνία 9-6-1999 φέρεται ως ανήκον στον ίδιο κατά 100%. Στη συνέχεια όμως, ενόψει της σχετικής δηλώσεως της εφεσίβλητης (εναγομένης) στο ίδιο ως άνω Κτηματολογικό Γραφείο το επίδικο κατάστημα φέρεται στην αρχική εγγραφή βεβαρημένο με ισόβια δουλεία επικαρπίας υπέρ αυτής. Ο αντίθετος ισχυρισμός της εφεσίβλητου, περί κτήσεως του δικαιώματος επικαρπίας επί του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ' ουσίαν, καθόσον δεν προέκυψε ότι νεμόταν αυτό με διάνοια δικαιούχου και καλή πίστη επί δεκαετία μετά το θάνατο του πατρός της (1987- 1997). Εξάλλου, προσαύξηση χρόνου χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου (1051, 1052 ΑΚ) δεν είναι δυνατή στη χρησικτησία επικαρπίας, καθόσον διαδοχή, καθολική ή ειδική στην επικαρπία δεν είναι επιτρεπτή (άρθ. 1166 ΑΚ) και συνεπώς ούτε καλή πίστη μπορεί να αναγνωριστεί σε τέτοιο διάδοχο. Τέλος, δεν μπορεί να γίνει λόγος και για κτήση δικαιώματος επικαρπίας με έκτακτη χρησικτησία, δοθέντος ότι από το έτος 1987 που απεβίωσε ο επικαρπωτής (πατέρας της) μέχρι την άσκηση της πρώτης (2001) αλλά και της κρινόμενης (2005) αγωγής δεν συμπληρώθηκε εικοσαετία. Ενόψει των ανωτέρω ο εκκαλών παρά την πάροδο αρκετών πράγματι χρόνων από τον θάνατο του επικαρπωτή - πατέρα της εφεσίβλητου και της επιστροφής (υποστροφής) κατά τα προεκτεθέντα της επικαρπίας του επιδίκου ακινήτου στον ίδιο ως ψιλό κύριο, δεν αδράνησε, αλλά αντίθετα διεκδίκησε εξωδίκως τα δικαιώματα του σ1 αυτό και δεν δημιούργησε στην αντίδικο του την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να το ασκήσει. Στην κρίση του αυτή οδηγήθηκε κυρίως το δικαστήριο τόσο από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος αποδείξεως, συζύγου του εκκαλούντος - ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσο και από τις ένορκες βεβαιώσεις των προαναφερόμενων μαρτύρων, οι οποίες κρίνονται περισσότερο πειστικές από αυτές της μάρτυρος ανταποδείξεως και των ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων που προσάγονται από την εφεσίβλητη, δοθέντος ότι έχουν ιδία αντίληψη των όσων καταθέτουν, οι δε τελευταίοι είναι τρίτοι και κανένα συμφέρον δεν αποσκοπούν από τη δίκη αυτή. Κατ' ακολουθίαν, μόνη η αδράνεια του επί αρκετά χρόνια να διεκδικήσει το επίδικο δικαίωμα του δικαστικώς, δεν αρκεί ώστε η άσκηση του με την υπό κρίση αγωγή να υπερβαίνει τα διαγραφόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ όρια της καλής πίστης, του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού αυτού. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου σχετικός ισχυρισμός της εφεσίβλητης, που συνιστά νόμιμη ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του (άρθρο 281 ΑΚ), που προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ' ουσίαν. Η αναιρεσείουσα με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως της υποστηρίζει ότι το Εφετείο παρέλειψε να λάβει υπόψη του και άλλα περιστατικά που επικαλέστηκε για τη θεμελίωση του περί καταχρήσεως δικαιώματος ισχυρισμού της και ότι αν λάμβανε υπόψη του τα περιστατικά αυτά θα οδηγείτο σε αντίθετη ως προς το ουσία βάσιμο του ισχυρισμού της κρίση. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι δεν έλαβε υπόψη τα στηρίζοντα, την εκ μέρους αυτής υποβληθείσα ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος, αυτοτελή περιστατικά, σχετικά με την διενέργεια, κατά το έτος 1987, δαπανών επί του επιδίκου, συνολικού ποσού 950.000 δρχ, εισπράττοντας κανονικά τα ενοίκια από τους μισθωτές της και ανανεώνοντας διαδοχικά το, από το έτος 1987, αρχικό μισθωτήριο, χωρίς ουδεμία ενόχληση, διαμαρτυρία μέχρι του έτους 2005, οπότε ο ενάγων άσκησε την υπό κρίση αγωγή. Όμως ακόμη και αν ληφθεί υπόψη το περιστατικό αυτό, μαζί με όσα αναφέρει το Εφετείο, πάλι η άσκηση της αγωγής εκ μέρους του ενάγοντος δεν καθίσταται καταχρηστική. Και αν δηλαδή υποτεθούν αληθινά τα περιστατικά που διαλαμβάνονται στον δεύτερο λόγο αναιρέσεως πάλι η άσκηση με την αγωγή του δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου προς διεκδίκηση του επιδίκου ακινήτου δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Και τούτο διότι με αυτό το περιεχόμενο η ένσταση καταχρήσεως δεν είναι νόμιμη, διότι τα εκτιθέμενα περιστατικά δεν καθιστούν, και αληθή υποτιθέμενα, καταχρηστική την άσκηση του επίδικου δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου, καθ1 όσον τα επικαλούμενα, πέρα του ότι διέδραμε μεγάλος χρόνος, πραγματικά περιστατικά, μαρτυρούν κατάληψη και εκμετάλλευση του επιδίκου, με χαμηλές δαπάνες, που είναι μικρότερες και των κατά την διάρκεια της μισθώσεως που καταβάλλονται για εκμετάλλευση παρομοίων ακινήτων, χωρίς να επέλθει προφανής εκ των περιστατικών αυτών ουσιώδης μεταβολή του καταλειμμένου ακινήτου και διαμόρφωση νέας καταστάσεως, τέτοιας που η ανατροπή της να έχει δυσβάστακτα αποτελέσματα για τον εναγόμενο κάτοχο, πέραν δηλαδή των συνηθισμένων που έχουν οι λύσεις, συμβάσεως μακροχρόνου μισθώσεως προς εκμετάλλευση ακινήτων. Άλλωστε, και ανεξάρτητα από αυτά, η εναγόμενη δεν εκθέτει τα περιστατικά εκείνα από τα οποία δημιουργήθηκε σ' αυτήν η πεποίθηση ότι ο αναιρεσίβλητος δεν θα διεκδικούσε ποτέ το επίδικο ή ακόμη ότι κατά τον διαδραμόντα χρόνο της κατοχής του έδωσε με ενέργειες του, εκτός ενδεχομένως της αδράνειας και ανοχής, την εντύπωση ότι απαλλοτριώνει υπέρ αυτής τα ιδιοκτησιακά δικαιώματά του επί του επιδίκου. Συνεπώς η μη λήψη υπόψη των διαλαμβανομένων στον δεύτερο λόγο αναιρέσεως περιστατικών, που δεν είναι ουσιώδη, δεν μπορεί να θεμελιώσει τον λόγο αναίρεσης του αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ., αλλά ούτε και τον λόγο αναιρέσεως του αριθ. 11 του ιδίου άρθρου, λόγω της μη λήψεως υπόψη από το Εφετείο του μετ' επίκληση προσκομισθέντος εκ μέρους της αναιρεσίβλητης από 4.2.1987 ιδιωτικού συμφωνητικού του εργολάβου Κ. Τ., με τις αποδείξεις που το συνοδεύουν, προς απόδειξη του ισχυρισμού αυτής για την διενέργεια των ως άνω δαπανών, συνολικού ποσού 950.000 δρχ, αφού ο ισχυρισμός προς απόδειξη του οποίου προσκομίστηκαν μετ' επικλήσεως τα έγγραφα αυτά δεν ήταν, όπως προαναφέρεται, νόμιμος. Πρέπει συνεπώς ο δεύτερος λόγος αναίρεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος, ως προς τις αποδιδόμενες με αυτόν στην απόφαση ως άνω πλημμέλειες. Η διαλαμβανόμενη στον ίδιο λόγο αιτίαση, σχετικά με το ότι το Εφετείο δέχθηκε ως όχληση την προς τους μισθωτές αποστολή εξωδίκου και όχι προς την ίδια την αναιρεσείουσα, δεν καθιδρύει τον επικαλούμενο, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, ως πλήττουσα την επιχειρηματολογία του δικαστηρίου προς ενίσχυση των παραδοχών αυτού, σχετικά με τις προφορικές διαμαρτυρίες του αναιρεσιβλήτου για την μη παράδοση του επιδίκου από την αναιρεσείουσα, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός ως προς όλες τις αιτιάσεις του, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (αρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 12.1.2011 αίτηση της Π. Τ. του Ι., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 144/2010 αποφάσεως του Εφετείου Καλαμάτας. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μεταβίβαση επικαρπίας κατά συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 1166 ΑΚ . Η μεταβίβασή της σε τρίτο είναι επιτρεπτή μόνο μια φορά οπότε μετά το θάνατό του(του τρίτου) αποσβήνεται και επανέρχεται στον ψιλό κύριο. Άκυρη η διάταξη της μεταβιβαστικής πράξης για απ’ άπειρον μεταβιβάσεις γιατί τούτο θα είχε ως συνέπεια την οριστική και μόνιμη απόσχιση των ωφελειών του πράγματος. Τι είναι επικαρπία και πως μεταβιβάζεται (άρθρο 1033, 1142, 1143, 1144 ,1166, 1295 ΑΚ). Άρθρο 559 αρ. 8. Δε συνιστούν πράγματα τα επιχειρήματα των διαδίκων, που παραδεκτά το πρώτον υποβάλλονται στο Εφετείο προς αντίκρουση των λόγων της εφέσεως (527 παρ.1 ΚΠολΔ). Δεν ιδρύεται ο λόγος του 559 αρ. 11γ αν τα αποδεικτικά μέσα αφορούν σε ισχυρισμό που δεν ασκεί επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος του 559 αρ.1 αφορά σε όσα έγιναν δεκτά και όχι σε εκείνα για τα οποία το δικαστήριο δεν αποφάνθηκε. Απαράδεκτη η αίτηση που υπό την επίφαση παράβασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου πλήττει την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου.
Επικαρπία
Αγωγή αναγνωριστική, Αποδεικτικά μέσα, Δικαιώματος κατάχρηση, Επικαρπία.
0
Αριθμός 1373/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Β. Φ. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Σωτηρόπουλο. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "Χαρκιν Λιμιτεντ" (HARKIN LIMITED), που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Παπανικολάου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/4/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 579/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 203/2012 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 12/7/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/2/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 1020 του ΚΠολΔ αγωγή διεκδικήσεως ακινήτου που πλειστηριάστηκε πρέπει να ασκηθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε ετών από τότε που μεταγράφηκε η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης (Ολομ.ΑΠ 25/1993). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η καθιερούμενη ως άνω αποκλειστική προθεσμία αρχίζει όχι απλώς από τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, αλλά και την εγκατάσταση του υπερθεματιστή στο ακίνητο, οπότε είναι δυνατή η άσκηση της διεκδικητικής, κατ' άρθρο 1094 του ΑΚ. αγωγής κατά του υπερθεματιστή (ΑΠ 512/1992), καλύπτει δε η ίδια αυτή αποκλειστική προθεσμία όχι μόνο τη διεκδικητική, αλλά και την αντίστοιχη αναγνωριστική αγωγή, η οποία και είναι απορριπτέα για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος τρίτου, εφόσον αποσβέστηκε η διεκδικητική αγωγή του λόγω παρελεύσεως της ανωτέρω προθεσμίας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφου δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου ή αν υπάρχει λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αρ. 19 και 20. Αναιρετικώς ανέλεγκτη κατά τη διάταξη αυτή, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγμάτων, είναι και η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή ή όχι στο πρόσωπο εξετασθέντος μάρτυρα περιπτώσεως συμφέροντος που τον καθιστά εξαιρετέο, σύμφωνα με τα άρθρα 400 περ. 3 και 403 παρ. 4 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1821/2008, 162/1996). Ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ που προαναφέρθηκε δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου που εφάρμοσε το δικαστήριο. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι την 27-7-1994 εκπλειστηριάστηκε αναγκαστικώς το επίδικο ακίνητο, ήτοι ένα αγρόκτημα συνολικής εκτάσεως 541 στρεμμάτων που βρίσκεται στη θέση "..." ή "..." του δ.δ. ... Δήμου Λαρισού Ν. Αχαΐας και το οποίο ανήκε στην κυριότητα του καθ' ου η εκτέλεση-οφειλέτη Μ. Κ., ότι το ακίνητο αυτό κατακυρώθηκε στην αναιρεσίβλητη-εναγομένη εταιρεία, που εδρεύει στο ... της Ιρλανδίας και η οποία μετέγραψε νομίμως στις 13-3-1998 την οικεία υπ' αριθμ. 2/11-3-1998 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, ότι η αναιρεσίβλητη αλλοδαπή εταιρεία, επιδιώκοντας να αξιοποιήσει τουριστικώς το επίδικο, λόγω της γειτνιάσεώς του με τη θάλασσα, εγκαταστάθηκε στο ακίνητο αμέσως μετά την διενέργεια του πλειστηριασμού (θέρος 1994), πριν δηλαδή τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης, κατόπιν εξουσίας, εκ μέρους του κυρίου και νομέα του πλειστηριασθέντος ακινήτου Μ. Κ. παράδοσης της νομής, προβαίνοντας έκτοτε στις αναφερόμενες στην απόφαση ενέργειες για την κατά τα ανωτέρω αξιοποίηση του επιδίκου (τακτικές, δια των ανθρώπων της εμπιστοσύνης της, επισκέψεις και επίβλεψη του ακινήτου, εκπόνηση τοπογραφικών διαγραμμάτων, υποβολή των οικείων φορολογικών δηλώσεων των επομένων ετών κ.λ.π.), ότι ο αναιρεσείων-ενάγων, στον οποίο η αναιρεσίβλητη είχε παραχωρήσει με σύμβαση χρησιδανείου και κατόπιν παρακλήσεώς του μέρος του επιδίκου για καλλιέργεια και τη βόσκηση του ποιμνίου του, ουδέποτε είχε τη νομή και την κυριότητα του (μείζονος) ακινήτου μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, η οποία έλαβε χώραν την 27-4-2007, ήτοι κατά πολύ μετά την μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης (13-3-1998) και την εγκατάσταση της αναιρεσίβλητης στο ακίνητο που είχε προηγηθεί (1994). Και βάσει των παραδοχών αυτών και της σχετικής ένστασης της αναιρεσίβλητης, με επικύρωση δε της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αγωγή του αναιρεσείοντος ως απαράδεκτη, κατά μεν το διεκδικητικό της μέρος, που αφορούσε τμήμα του όλου επιδίκου, εκτάσεως 107 στρεμμάτων, λόγω της ασκήσεώς της μετά την παρέλευση της αποκλειστικής ως άνω πενταετούς προθεσμίας του άρθρου 1020 του ΚΠολΔ, κατά δε το αναγνωριστικό της μέρος, που αφορούσε το όλον ακίνητο, λόγω αποσβέσεως της διεκδικητικής αγωγής μετά τη συμπλήρωση της ειρημένης αποκλειστικής προθεσμίας. Με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου, από τους αρ. 1 και 19 (όχι και 17) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, υποστηρίζεται ότι το Εφετείο εσφαλμένα απέρριψε την ένσταση του αναιρεσείοντος περί μη εξετάσεως του μάρτυρα Δ. Ζ., δεχόμενο (το Εφετείο) ότι ο μάρτυρας αυτός δεν προσδοκά συμφέρον από την έκβαση της δίκης, όπως είχε ισχυρισθεί ο αναιρεσείων. Σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, η σχετική αυτή κρίση του δικαστηρίου, περί μη υπάρξεως δηλ. συμφέροντος του μάρτυρα, είναι ανέλεγκτη, ως αναγόμενη σε εκτίμηση πραγμάτων, κατά συνέπειαν δε ο εξεταζόμενος πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, σύμφωνα με την προαναφερθείσα επίσης διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Με τους λοιπούς, δεύτερο και τρίτο λόγους του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση των αρ. 1, 17 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ υποστηρίζεται ότι το Εφετείο εσφαλμένα δέχθηκε ότι η εγκατάσταση της αναιρεσίβλητης στο επίδικο έγινε το έτος 1994, ενώ αποδεικνυόταν ότι η εγκατάσταση αυτή έγινε μόλις το έτος 2006, εκτιμώντας (το Εφετείο) εσφαλμένα τα προσαχθέντα αποδεικτικά μέσα, ιδίως δε τις μαρτυρικές καταθέσεις, ως προς τον χρόνο της εγκαταστάσεως της αναιρεσίβλητης και την παραχώρηση στον αναιρεσείοντα (και στον αδελφό του Α.) του προειρημένου τμήματος του επιδίκου λόγω χρησιδανείου. Ενόψει του περιεχομένου αυτού των ανωτέρω λόγων αναιρέσεως είναι προφανές ότι προσβάλλεται με αυτούς η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου σχετικά με το ως άνω ζήτημα της εγκατάστασης της αναιρεσίβλητης στο επίδικο, επομένως δε και αφού από τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής της οικείας ως άνω διατάξεως του άρθρου 1020 του ΚΠολΔ (σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1094 του ΑΚ και 70 του ΚΠολΔ), και οι προβαλλόμενοι αυτοί λόγοι είναι, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Κατ' ακολουθίαν πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12-7-2012 αίτηση του Β. Φ. για αναίρεση της υπ' αριθ. 203/2012 απόφασης του Εφετείου Πατρών. ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 28 Μαΐου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, 18 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διεκδίκηση ακινήτου που πλειστηριάστηκε (άρθρο 1020 ΚΠολΔ). Πενταετής αποκλειστική προθεσμία ασκήσεως. Χρόνος ενάρξεως. Ισχύει εμμέσως και για την αναγκαστική αγωγή αφού μετά την παρέλευση αποκλειστικής προθεσμίας δεν είναι δυνατή η διεκδίκηση του ακινήτου και ελλείπει το έννομο συμφέρον για την αναγνωριστική. Ανέλεγκτη η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Τέτοια κρίση είναι και εκείνη για την ύπαρξη ή μη συμφέροντος και εντεύθεν την εξαίρεση εξετασθέντος μάρτυρα. (Επικύρωση ΕφΠατρ 203/2012).
Πλειστηριασμός
Αγωγή διεκδικητική, Πλειστηριασμός .
0
Αριθμός 1372/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Γ. του Ι. και 2) Ζ. συζ. Ι. Γ., κατοίκων ..., οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Μανανά. Της αναιρεσίβλητης: Ζ. (Ζ.) χήρας Θ. Τ., το γένος Ζ. Μ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ουρανία Παπαγεωργίου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7/1/2010 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1935/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 2784/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 16/9/2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 19/2/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 1094 ΑΚ ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή τον κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητάς του και την απόδοση του πράγματος, κατά δε το άρθρο 1097 ΑΚ του ίδιου κώδικα, ο νομέας από την επίδοση της αγωγής ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου αν από υπαιτιότητά του το πράγμα χειροτέρεψε ή καταστράφηκε η δεν μπορεί να αποδοθεί για κάποιο άλλο λόγο, κατά δε το άρθρο 1098 εδ.α ΑΚ, αν ο νομέας ήταν κακόπιστος κατά το χρόνο που κατέλαβε το πράγμα ή αν έμαθε αργότερα ότι δεν έχει δικαίωμα νομής, υπέχει από τότε, ως προς το πράγμα και τα ωφελήματα του πράγματος, την ίδια ευθύνη που έχει και για το χρόνο μετά την επίδοση της αγωγής και κατά το άρθρο 1099 του ιδίου κώδικα αν ο νομέας απέκτησε τη νομή του πράγματος με παράνομη πράξη, ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητας αυτού και την απόδοση του πράγματος και μόνο αν συντρέχουν οι όροι του 1097 ΑΚ, μεταξύ των οποίων είναι και η αδυναμία προς απόδοση του πράγματος, αποζημίωση ίση με την αξία αυτού (πράγματος) . Η παραγραφή της αξίωσης για αποζημίωση λόγω αδυναμίας για απόδοση του πράγματος, αρχίζει από τότε που γεννιέται η αξίωση αυτή, δηλαδή από τότε που βεβαιώνεται από την απόφαση ότι δεν είναι δυνατή η αυτούσια απόδοση του διεκδικουμένου πράγματος. Οι αξιώσεις από τα άρθρα 1096-1100 ΑΚ υπόκεινται στη συνηθισμένη εικοσαετή παραγραφή της διάταξη του άρθρου 249 ΑΚ και μόνο κατ’ εξαίρεση η από το άρθρο 1099 ΑΚ αξίωση από αδικοπραξία υπόκειται στην πενταετή παραγραφή της διάταξης του άρθρου 937 ΑΚ. Εξάλλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου, απαιτείται συμφωνία μεταξύ κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση με τον παράγωγο αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβαση της εξ ετέρου από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1051 ΑΚ του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα του νομέα να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής αποτελούν, όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς πάνω σ’ αυτά πράξεις, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Ως ζητήματα των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό, στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως. Τα επιχειρήματα δηλαδή αυτά, δεν συνιστούν παραδοχές της αποφάσεως, επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε να επιδέχεται αυτή, στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, οπότε ο σχετικός λόγος απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των ενώπιόν του, με επίκληση, νομίμως προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με το .../5-11-88 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αχαρνών Δημητρίου Γιαννάκη, το οποίο έχει νομίμως μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αχαρνών, στον τόμο ... και με αριθμό 88, σε συνδυασμό και προς την .../15-3-1968 εξοφλητική απόδειξη του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία μεταγραφών, στον τόμο ... και με αριθμό 85, η ενάγουσα αγόρασε από την Φ. χήρα Γ. Κ. ένα αγροτεμάχιο, που βρίσκεται στη θέση 11η στάση Λεωφόρου Μενιδίου-Αθηνών, της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Αχαρνών, έκτασης 112,50 τμ, που συνορεύει, σύμφωνα με τον παραπάνω τίτλο, ανατολικά με οδό πρώην ... και ήδη αγνώστου ιδιοκτήτη, σε πλευρά εννέα [9] μέτρων, δυτικά με ιδιοκτησία Κ., σε πλευρά εννέα [9] μέτρων, βόρεια με ιδιωτική οδό, που αφέθηκε από την δικαιοπάροχο της ενάγουσας Φ. χήρα Γ. Κ., για την εξυπηρέτηση του κτήματος, σε πλευρά δώδεκα και ήμισυ [12,50] μέτρων και νότια με ιδιοκτησία Ι. Κ., σε πλευρά δώδεκα και ήμισυ [12,50] μέτρων. Το εν λόγω ακίνητο εμφαίνεται στο από Ιουνίου του έτους 2009, συνημμένο στην ένδικη αγωγή, τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Ν. Κ., με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α και συνορεύει ανατολικά σε πλευρά Β-Γ, μήκους εννέα [9] μέτρων με το όμορο οικόπεδο ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης, Ζ. Γ.-Τ., δυτικά σε πλευρά Α-Δ, μήκους εννέα [9] μέτρων, με ιδιοκτησία αγνώστου, βόρεια σε πλευρά Α-Β, μήκους δώδεκα και ήμισυ [12,50] μέτρων, με ιδιωτική οδό, πλάτους τριών [3] μέτρων και νότια σε πλευρά Δ-Γ, μήκους δώδεκα και ήμισυ [12,50] μέτρων, με ιδιοκτησία αγνώστου. Στην δικαιοπάροχο της ενάγουσας είχε περιέλθει το παραπάνω ακίνητο, σε μείζονα έκταση, από κληρονομιά της αποβιώσασας, χωρίς διαθήκη, το έτος 1942, μητέρα της Ι. συζύγου Χ. Π., η οποία υπεισήλθε και αναμείχθηκε στην κληρονομιά από τον παραπάνω χρόνο, με πρόθεση κληρονόμου, νεμόμενη αυτό συνεχώς και αδιαλείπτως, με διάνοια κυρίας και καλή πίστη, μέχρι τις 23-2-1945 και, έκτοτε, με διάνοια κυρίου, μέχρι το χρόνο της μεταβίβασης του στην ενάγουσα. Από το έτος 1964, οπότε η τελευταία κατέστη κυρία του παραπάνω ακινήτου, νεμόταν αυτό συνεχώς και αδιαλείπτως, με διάνοια κυρίου, σε συνάφεια με τον παραπάνω τίτλο της, ασκώντας πράξεις νομής που προσιδιάζουν στον κύριο αυτού. Ειδικότερα είχε περιφράξει το επίδικο ακίνητο με συρματόπλεγμα και τοποθετήσει στην είσοδό του σιδερένια πόρτα, την οποία διατηρούσε πάντα κλειδωμένη, επέβλεπε και επιτηρούσε αυτό, στο οποίο μάλιστα είχε φυτεύσει και δένδρα, και το δήλωνε στο έντυπο του Ε9, που υπέβαλλε στην αρμόδια ΔΟΥ. Συνεπώς, η ενάγουσα είχε καταστεί κυρία του παραπάνω ακινήτου, εκτός από τον παράγωγο και με πρωτότυπο τρόπο [τακτική και έκτακτη χρησικτησία], νεμόμενη αυτό για χρονικό διάστημα πέραν της δεκαετίας αλλά και της εικοσαετίας, το δικαίωμα της δε ουδέποτε είχε αμφισβητηθεί από οποιονδήποτε. Στις 7-10-2008, ο γιός της ενάγουσας, Ζ. Τ., ενεργώντας κατ’ εντολή και για λογαριασμό της, μετέβη στο κτηματολογικό γραφείο του Δήμου Αχαρνών, προκειμένου να υποβάλει δήλωση ιδιοκτησίας του Ν. 2308/1995 σχετικά με το επίδικο ακίνητο, μέσα στην προθεσμία που είχε ορισθεί από το υπουργείο εξωτερικών για τους ιδιοκτήτες ακινήτων στις υπό κτηματογράφηση περιοχές της Χώρας, στα πλαίσια δημιουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου, και στη συνέχεια επισκέφθηκε το οικόπεδο της μητέρας του, όπου έκπληκτος διεπίστωσε ότι αυτό είχε καταπατηθεί, και συγκεκριμένα ότι η συρμάτινη περίφραξη είχε αποξηλωθεί και μέσα στο χώρο του βρισκόταν, υπό ανέγερση, στο στάδιο του μπετόν, τριώροφη οικοδομή. Αμέσως ενημέρωσε την ενάγουσα και, από την έρευνα που αυτή διενήργησε στην αρμόδια Διεύθυνση Πολεοδομίας και στις σχετικές υπηρεσίες του Δήμου Αχαρνών, διεπίστωσε ότι "καταπατητής" αυτός δηλαδή, που ανήγειρε στ’ όνομα του την τριώροφη οικοδομή μέσα στο ακίνητό της, ήταν ο πρώτος εναγόμενος Π. Γ., ο οποίος κατοικεί με την οικογένεια του σε ισόγεια οικία, που βρίσκεται σε όμορο οικόπεδο, ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης - μητέρας του Ζ. συζύγου Χ. Γ., με το οποίο συνορεύει ανατολικά, σε πλευρά Β-Γ, το επίδικο, σύμφωνα με το από Ιουνίου 2009, συνημμένο στην αγωγή, τοπογραφικό διάγραμμα. Μετά τις έντονες διαμαρτυρίες της ενάγουσας για την αυθαίρετη κατάληψη του ακινήτου της και την προκληθείσα σ’ αυτό ζημία, περί τα τέλη Οκτωβρίου του 2008, πραγματοποιήθηκε συνάντηση των διαδίκων με τους νομικούς παραστάτες τους, στο δικηγορικό γραφείο του Π. Σ., προκειμένου να βρεθεί μια δίκαιη λύση, κατά δε τη συνάντηση ο πρώτος εναγόμενος ομολόγησε την αυθαίρετη απ’ αυτόν κατάληψη του οικοπέδου της ενάγουσας και την παράνομη ανέγερση της οικοδομής σ’ αυτό, υποσχόμενος την άρση και αποκατάσταση της ζημίας της, πλην όμως στη συνέχεια αδιαφόρησε παντελώς και, αφού παρήλθε ικανό χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο όφειλε ο τελευταίος να επικοινωνήσει με την ενάγουσα και το νομικό παραστάτη της, γνωρίζοντας τις προθέσεις του, η τελευταία του κοινοποίησε, στις 30-12-2008, την από 15-12-2008 εξώδικη-δήλωση-όχληση-διαμαρτυρία και πρόσκληση, με την οποία διαμαρτυρόταν για την αυθαίρετη κατάληψη του ακινήτου της και τον κάλεσε να προβεί άμεσα στην κατεδάφιση της οικοδομής της και στην απόδοση του οικοπέδου της, αλλιώς στην πλήρη αποκατάσταση κάθε ζημιάς από την παράνομη, αυθαίρετη και υπαίτια κατάληψη και καταπάτηση του ακινήτου της, δηλώνοντας του ότι θα προβεί σε κάθε νόμιμη ενέργεια για την προστασία και ικανοποίηση του δικαιώματος της. Στο παραπάνω εξώδικο ουδεμία απάντηση έλαβε από τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος εξακολουθεί μέχρι σήμερα να κωφεύει στα δίκαια αιτήματά της για την απόδοση του ακινήτου της και την αποκατάσταση της προκληθείσας σε αυτό ζημίας, συνεχίζοντας την αποπεράτωση της παράνομης οικοδομής μέσα σε αυτό. Σε αντίκρουση της αγωγής, ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίζεται ότι έχει καταστεί κύριος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, και συγκεκριμένα ότι το μεταβίβασε σε αυτόν, κατά πλήρη κυριότητα, λόγω γονικής παροχής, η δεύτερη εναγομένη-μητέρα του, με το .../20-6-2006 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αχαρνών Ελένης Τζεμπετζή, σε συνδυασμό με την .../2006 πράξη διόρθωσης και συμπλήρωσης της ίδιας συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκαν νόμιμα, στην οποία [δικαιοπάροχό του], είχε περιέλθει από κληρονομιά του αποβιώσαντος, το έτος 1973, πατέρα της και παππού του, Δ. Τ., την οποία αυτή αποδέχθηκε νόμιμα με την .../2004 πράξη αποδοχής κληρονομιάς, σε συνδυασμό με το .../1-8-2005 συμβόλαιο αγοραπωλησίας προσκυρούμενου τμήματος γειτονικής ιδιοκτησίας, λόγω ρυμοτομίας, της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Βρεττού, που μεταγράφηκαν νόμιμα, καθώς και ότι στον απώτερο δικαιοπάροχο του είχε περιέλθει το επίδικο από το έτος 1940 με άτυπη δωρεά της μητέρας του Ζ. χήρας Ι. Τ.. Ότι τόσο ο απώτερος, όσο και η άμεση δικαιοπάροχος του και συνεναγομένη του Ζ. σύζυγος Ι. Γ. και στη συνέχεια ο ίδιος, νέμονταν το επίδικο, ως τμήμα της μεγαλύτερης έκτασης των 350,47τ.μ., συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι το τέλος του έτους 2008, που για πρώτη φορά η ενάγουσα αμφισβήτησε την κυριότητα σε τμήμα αυτού. εμβαδού 112,50 τ.μ. και έτσι έχει καταστεί κύριος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, προσμετρουμένου και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων του. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση ιδίας κυριότητας του πρώτου εναγομένου και δεν αποδείχθηκε από κανένα στοιχείο. Ειδικότερα, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι τόσο ο Δ. Τ. από το έτος 1940 μέχρι το χρόνο του θανάτου του [25-9-1973], όσο και η θυγατέρα του - δεύτερη εναγομένη, άσκησαν ποτέ πράξεις νομής στο επίδικο Μάρτυρα για το θέμα αυτό δεν εξέτασαν οι εναγόμενοι στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και το μόνο αποδεικτικό στοιχείο που προσκόμισαν είναι η από Ιανουαρίου του έτους 2010 τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας της αγρονόμου - τοπογράφου - μηχανικού Α. Κ., που συντάχθηκε με εντολή του πρώτου εναγομένου και στην οποία ρητώς αναφέρεται ότι η θέση των ακινήτων της ενάγουσας και της δεύτερης εναγομένης υποδείχθηκε από αυτόν [εντολέα] πάνω στην αεροφωτογραφία έτους λήψης 1999 και με βάση το από Σεπτεμβρίου του 2006 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονα μηχανικού Σ. Δ., συνταχθέν επίσης με επιμέλεια των εναγομένων, στην οποία (έκθεση) χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι, σε αεροφωτογραφία του έτους 1962, μεταξύ των όμορων ακινήτων του πρώτου εναγομένου, που απεικονίζεται με τα στοιχεία Η-Θ-Δ-Ε και της δεύτερης εναγομένης, το οποίο απεικονίζεται με τα στοιχεία Θ-Ι-Γ-Δ, στο παραπάνω τοπογραφικό διάγραμμα, υπάρχει συρματοπερίφραξη επί της κοινής πλευράς τους Θ-Δ, καθώς και ότι ίχνη καλλιέργειας ή δένδρα δεν διακρίνονται στο ακίνητο του πρώτου εναγομένου. Τα δένδρα που απεικονίζονται στις αεροφωτογραφίες των ετών 1988 και 1990 φύονται στο επίδικο και φυτεύθηκαν από την ενάγουσα, σύμφωνα με τη σαφή κατάθεση της μάρτυρα απόδειξης. Η ύπαρξη, όμως, της συρμάτινης περίφραξης μεταξύ των δύο ακινήτων, κατά το χρόνο σύνταξης [έτος 1962], της παραπάνω αεροφωτογραφίας και η αντικατάσταση αυτής ακολούθως από τη δεύτερη εναγομένη, με μαντρότοιχο, ανεγερθέντα στο κοινό όριο των δύο ιδιοκτησιών, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες αεροφωτογραφίες των ετών 1988, 1990, 1999 και 2002, ανατρέπει τον ισχυρισμό του πρώτου εναγομένου ότι τα παραπάνω ακίνητα, ως ένα ενιαίο, ανήκαν στον παππού του Δ. Τ., ο οποίος το νεμόταν ήδη από το έτος 1944 και είχε καταστεί κύριος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο παππούς της δεύτερης εναγομένης Δ. Τ. απέκτησε με αγορά [και όχι με άτυπη δωρεά το έτος 1940, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενοι], με το .../1961 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Αθηνών Αθανασίου Ανδρίτσου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αχαρνών, στον τόμο ... και με αριθμό 14, ένα αγροτεμάχιο έκτασης 291,40 τ.μ, ή 518,10 τεκτονικούς πήχεις, στο οποίο (συμβόλαιο), ρητώς αναφέρεται ότι το ακίνητο αυτό συνορεύει δυτικώς με την ιδιοκτησία της Φ. χήρας Γ. Κ. [δικαιοπαρόχου της ενάγουσας]. Το έτος 1969, ο Δ. Τ., με το .../1969 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Αχαρνών Βασιλείου Αποστολάκη, που έχει μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αχαρνών, στον τόμο ... με αριθμό 422, μεταβίβασε το διαιρετό προς ανατολάς τμήμα του παραπάνω ακινήτου, εμβαδού 250 πήχεων, στη σύζυγο του Α. Τ., ενώ, το προς δυσμάς διαιρετό τμήμα, εμβαδού επίσης 250 πήχεων, παρέμεινε στην κυριότητα του. Στο μεταξύ το έτος 1972, ο Δ. Τ. συνέταξε ιδιόγραφη διαθήκη, με την οποία άφησε στην κόρη του Ζ. Τ., δηλαδή στη δεύτερη εναγομένη, το ως άνω εναπομείναν ακίνητο του, εμβαδού 250 πήχεων και, τον ίδιο χρόνο, οι Δημήτριος και Α. Τ., γονείς της δεύτερης εναγομένης, με το .../28-4-1972 προικοσύμφωνο του συμβολαιογράφου Αχαρνών Βασιλείου Αποστολάκη, συνέστησαν προίκα υπέρ της τελευταίας [ως ψιλής κυρίας], με προικολήπτη το γαμπρό τους Ι. Κ., με την οποία μεταβίβασαν, ο καθένας απ’ αυτούς, το διαιρετό του τμήμα, εμβαδού 250 πήχεων καθενός και συνολικού 518 πήχεων, ενώ, μετά τη λύση του γάμου της προικολήπτριας - δεύτερης εναγομένης με τον Ι. Κ., η ως άνω προίκα επέστρεψε σ’ αυτήν, η οποία κατέστη πλέον κυρία του παραπάνω ακινήτου. Συνεπώς, το έτος 2004, η δεύτερη εναγομένη δεν κληρονόμησε κάποιο ακίνητο από τον πατέρα της. Το ακίνητο που αυτή ισχυρίζεται ότι κληρονόμησε και για οποίο έκανε αποδοχή κληρονομιάς είναι αυτό που ήδη έχει στην κυριότητα της από την προίκα. Πρέπει να τονισθεί ότι τόσο στο .../1969 συμβόλαιο πώλησης, όσο και στο .../28-4-1972 προικοσύμφωνο, αναφέρεται ότι το ως άνω ακίνητο [ως όλον], δυτικά συνορεύει με την ιδιοκτησία της Φ. χήρας Γ. Κ. [δικαιοπαρόχου της ενάγουσας], ενώ, αν πράγματι, κύριος αυτού ήταν ο Δ. Τ., όπως διατείνονται οι εναγόμενοι, θα έπρεπε στα ως άνω συμβόλαια να αναφέρεται ότι το προικώο ακίνητο της δεύτερης εναγομένης συνορεύει με ιδιοκτησία του ιδίου [Δ. Τ.]. Εξάλλου, με βάση την 2/2000 πράξη προσκύρωσης και αναλογισμού, η δεύτερη εναγομένη έλαβε 85,40 τ.μ, με αγορά από τον όμορο ιδιοκτήτη Ι. B., δυνάμει του .../2004 συμβολαίου. Με τα δεδομένα αυτά αποδεικνύεται, ότι οι επικαλούμενοι από τους εναγομένους τίτλοι ιδιοκτησίας δεν απεικονίζουν την πραγματική κατάσταση, αλλά κατασκευάστηκαν από αυτούς προκειμένου να πετύχουν την έκδοση της άδειας οικοδομής και την αναθεώρηση της, αφού πρώτα, εκμεταλλευόμενοι την επί μακρόν απουσία της ενάγουσας από το επίδικο, καθαίρεσαν την περίφραξη του και άρχισαν να οικοδομούν μέσα σε αυτό, χωρίς να έχουν λάβει νόμιμη άδεια, πιστεύοντας ότι δεν θα γίνουν αντιληπτοί. Τούτο προκύπτει από το με αριθμό πρωτοκόλλου 425/16-1-2007 έγγραφο του Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Βορείου Τομέα της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής, στο οποίο βεβαιώνεται ότι η δεύτερη εναγομένη, μητέρα του πρώτου, ξεκίνησε την αυθαίρετη κατασκευή στο οικόπεδο της ενάγουσας, καταληφθείσα από τους υπαλλήλους της αρμόδιας Πολεοδομίας, από την οποία και διατάχθηκε η άμεση διακοπή των οικοδομικών εργασιών, σύμφωνα με την συνταχθείσα 2056/2005 έκθεση αυτοψίας. Στη συνέχεια, οι εναγόμενοι, αφού προσκόμισαν στην Πολεοδομία το .../20-6-2006 συμβόλαιο γονικής παροχής, σύμφωνα με το οποίο η δεύτερη φερόταν να έχει μεταβιβάσει στον πρώτο - γυιό της, λόγω γονικής παροχής, το επίδικο, ως τμήμα μεγαλύτερου, ανύπαρκτου όμως ακινήτου, πέτυχαν την έκδοση της .../2006 οικοδομικής άδειας, στο όνομα του πρώτου απ’ αυτούς, με επιβλέπουσα μηχανικό την αρχιτέκτονα Σ. Δ., η οποία (άδεια) στη συνέχεια αναθεωρήθηκε με την .../2007 άδεια οικοδομής της ίδιας υπηρεσίας, και συνέχισε την ανέγερση στο επίδικο της τριώροφης οικοδομής με υπόγειο και δώμα, την κατασκευή της οποίας πληροφορήθηκε η ενάγουσα, όπως προαναφέρθηκε, τον Οκτώβριο του έτους 2008. Για την περιγραφόμενη παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων, η ενάγουσα υπέβαλε εναντίον τους, την με Α.Β.Μ. Δ 2011/2734 μήνυση, με βάση την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος τους για το αδίκημα της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης κατ’ εξακολούθηση και, με την 112382/2012 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταδικάστηκαν αυτοί σε φυλάκιση οκτώ [8] μηνών ο καθένας. Μετά την, κατά τα άνω, παράνομη αλλά και υπαίτια εκ μέρους του πρώτου εναγομένου αποβολή της από τη νομή του επίδικου ακινήτου, μέσα στο οποίο υπάρχει οικοδομή, που καταλαμβάνει ολόκληρη σχεδόν την επιφάνεια του, με συνέπεια να έχει αυτό, από οικονομική άποψη, καταστραφεί, η ενάγουσα δικαιούται αποζημίωση ανερχόμενη στην εμπορική αξία του ακινήτου της κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι πρόκειται για οικόπεδο που δεν είναι άρτιο και οικοδομήσιμο και η αντικειμενική του αξία ανέρχεται στο ποσό των 33.075 ευρώ, η εμπορική του προσδιορίζεται με βάση τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία, στο ποσό των 45.000 ευρώ [400 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο], το οποίο πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα ο πρώτος εναγόμενος με το νόμιμο τόκο όχι από την επίδοση της από 15-12-2008 εξώδικης δήλωσης σε αυτόν, καθώς δεν ζητείται με αυτήν συγκεκριμένο ποσό για την ανωτέρω αιτία, αλλά από την επίδοση της προηγούμενης από 24-9-2009 και με αριθμό κατάθεσης 8445/2009 αγωγής της ενάγουσας κατά του πρώτου εναγομένου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με όμοιο περιεχόμενο και αίτημα, από το δικόγραφο της οποίας η ενάγουσα παραιτήθηκε με την κρινόμενη αγωγή [ΑΠ 1266/2010 Δνη 2011.979, ΑΠ 1126/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ]. Τέλος, εξαιτίας της παραπάνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, που είχε ως αποτέλεσμα την αχρήστευση του επιδίκου ακινήτου της, η ενάγουσα δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, η οποία, ενόψει του είδους της αδικοπραξίας, της αποκλειστικής υπαιτιότητας κάθε εναγομένου και των λοιπών περιστάσεων, καθώς και της κοινωνικής και περιουσιακής κατάστασης των διαδίκων, πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των 5000 Ευρώ, στο οποίο δεν περιλαμβάνεται το ποσό των 44 Ευρώ για το οποίο η ενάγουσα επιφυλάχθηκε να ασκήσει την αξίωσή της στην ποινική δίκη έναντι κάθε εναγομένου. Περαιτέρω ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την προβληθείσα από τους εναγομένους ένσταση παραγραφής της αξίωσης αποζημίωσης της ενάγουσας καθόσον από το χρόνο τέλεσης της αδικοπραξίας, κατάληψης δηλαδή του επιδίκου (έτος 2006) μέχρι τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής (έτος 2010) δεν παρήλθε εικοσαετία, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα πρόταση. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της έφεσης, με τον οποίο οι εναγόμενοι ισχυρίζονται τα αντίθετα είναι απορριπτέος... Τέλος το υποβαλλόμενο από τους εναγομένους αίτημα διενέργειας πραγματογνωμοσύνης είναι απορριπτέο, καθόσον, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού δεν καταλείφθηκαν στο δικαστήριο κενά ή αμφιβολίες ώστε να είναι αναγκαία η διεξαγωγή πραγμ/νης". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ως κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη την από 7.1.2010 αγωγή της αναιρεσίβλητης περί αναγνωρίσεως της κυριότητάς της επί του επιδίκου επιφανείας 112,50 τ.μ. και κειμένου στο Δήμο Αχαρνών και της καταβολής σ’ αυτήν ισόποσης με την αξία του αποζημιώσεως, λόγω αδυναμίας αποδόσεώς του από τον καταλαβόντα τη νομή του και ανεγέρσεως σ’ αυτό από τον πρώτο αναιρεσείοντα οικοδομής καθώς και περί αναγνωρίσεως των αναιρεσειόντων προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ένεκα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς τους κατά την κατάληψη του ακινήτου. Ακόμη το Εφετείο έκρινε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις υποβληθείσες από τους αναιρεσείοντες ενστάσεις και δη την ένσταση ιδίας κυριότητας του πρώτου από γονική παροχή και από έκτακτη χρησικτησία και την ένσταση παραγραφής και των δύο της αξίωσης αποζημίωσης της αναιρεσείουσας. Ειδικότερα ως προς τις ενστάσεις των αναιρεσειόντων που αποτελούν και το αντικείμενο της αναιρέσεως το Εφετείο έκρινε ότι ο πρώτος αναιρεσείων δεν απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου παραγώγου ήτοι ως τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου επιφανείας 350,47 τ.μ., που του μεταβίβασε η μητέρα του δεύτερη αναιρεσείουσα με γονική παροχή, καθόσον αυτή δεν ήταν κυρία του επιδίκου, αφού ούτε η ίδια από το 1973, ούτε ο δικαιοπάροχος πατέρας της Δ.Τ. από το 1940 είχαν ασκήσει πράξεις νομής στο επίδικο, ούτε διαδοχή στη νομή από τον πρώτο αναιρεσείοντα επήλθε, ο οποίος μέχρι το 2006 που το κατέλαβε παράνομα ανεγείροντας οικοδομή καμιά πράξη νομής δεν είχε διενεργήσει σ’ αυτό και ότι η αξίωση της ενάγουσας για αποζημίωση λόγω της αδυναμίας αποδόσεως του επιδίκου δεν έχει παραγραφεί, αφού από του χρόνου καταλήψεως του επιδίκου (2006) μέχρι του χρόνου ασκήσεως της αγωγής (2010) δεν συμπληρώθηκε ο χρόνος παραγραφής. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε σ’ αυτήν σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των αναφερομένων στη νομική σκέψη διατάξεων περί παραγώγου και πρωτοτύπου τρόπου απαιτήσεως κυριότητας και περί παραγραφής και αξιώσεων αποζημιώσεως του κυρίου λόγω της αδυναμίας αποδόσεως του ακινήτου του και επομένως ο υποστηρίζων τα αντίθετα και κατά τις αιτιάσεις του από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρίτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες το Εφετείο με ανεπαρκείς αιτιολογίες, που προσέτι είναι εσφαλμένες και αυθαίρετες, δέχθηκε ότι ο ισχυρισμός του πρώτου αναιρεσείοντα - εναγομένου "περί του ότι το επίδικο ακίνητο και το προς ανατολάς όμορο του ανήκαν στον απώτερο δικαιοπάροχό του και παππού του Δ.Τ." ανατρέπεται από το ότι "η συρμάτινη περίφραξη μεταξύ των δύο αυτών ακινήτων, που αποτυπώνεται στην αεροφωτογραφία του 1962, αντικαταστάθηκε με μαντρότοιχο από τη δεύτερη εναγομένη - αναιρεσείουσα, όπως τούτο προκύπτει από τις αποτυπώσεις των αεροφωτογραφιών των ετών 1988, 1990, 1999 και 2002", είναι απαράδεκτες γιατί αφορούν σε παραδοχές της αποφάσεως που περιέχουν πραγματικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση, στάθμιση και εκτίμηση των αποδείξεων και δεν αποτελούν, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη "αιτιολογία" της αποφάσεως, ώστε αυτή στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ να επιδέχεται μομφή για ανεπάρκεια. Προσέτι οι αιτιάσεις περί του ότι οι εκτεθείσες παραδοχές είναι "εσφαλμένες και αυθαίρετες" είναι απαράδεκτες, καθόσον αφορούν σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττουν την κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, αναιρετικά ανέλεγκτη, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της αποφάσεως (Ολ.ΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφώς και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη (μάρτυρες, έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις κ.λπ.), ενώ δεν απαιτείται η ειδική μνεία των κατά το άρθρο 444 παρ.3 ΚΠολΔ φωτογραφικών απεικονίσεων και των κατά το άρθρο 390 του ίδιου κώδικα γνωμοδοτήσεων, καθόσον αυτές δεν είναι ξεχωριστό αποδεικτικό μέσο και περιλαμβάνονται στα έγγραφα (Ολ.ΑΠ 8/2005) . Εξάλλου η απόδοση σε κάποιο αποδεικτικό μέσο, από το δικαστήριο, μεγαλύτερης βαρύτητας από ότι σε κάποιο άλλο ισοδύναμο με αυτό, ανήκει στην ανέλεγκτη ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κρίση του δικαστηρίου. Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμα αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ή κατ’ άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο, ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα για τη συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος ως προς το ουσία βάσιμο ή μη της περί ιδίας κυριότητας, επί του επιδίκου, ενστάσεως του πρώτου αναιρεσείοντα τα παρακάτω έγγραφα αφού δεν κάνει αναφορά σε καθένα από αυτά και δεν προσδιορίζει την αποδεικτική δύναμη που σε καθένα από αυτά προσέδωσε. Ειδικότερα αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω έγγραφα α) την αεροφωτογραφία λήψεως έτους 1962 με αριθμ.92-161, β) την αεροφωτογραφία λήψεως του 1982, με αριθμό 142329, γ) την αεροφωτογραφία λήψεως έτους 1988 με αριθμό 185753, δ) την αεροφωτογραφία λήψεως έτους 1990, ε) τις φωτογραφίες έτους 1998, στ) τις φωτογραφίες ετών 2005-2006. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) όπου ρητά αναφέρει (φύλλο 3β) ότι λήφθηκαν υπόψη "όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων", σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, όπου γίνεται ρητή αναφορά των επίμαχων αεροφωτογραφιών ως "αναφερομένων" εγγράφων στην από Ιανουαρίου 2010 τεχνική έκθεση της τοπογράφου - μηχανικού Α. Κ. καθώς και των επίμαχων φωτογραφιών (φύλλα 5β και 6α), δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα (έγγραφα) λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για την στήριξη του αποδεικτικού πορίσματος και την απόρριψη της προαναφερθείσας ενστάσεως του πρώτου αναιρεσείοντος. Ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα έγγραφα αυτά δεν χρειαζόταν και αρκούσε η γενική μνεία περί εγγράφων, μολονότι, όπως προαναφέρθηκε γίνεται και ειδική αναφορά σε όλα τα αναφερόμενα στο λόγο αυτό έγγραφα. Η άποψη των αναιρεσειόντων ότι η διαφορετική εκτίμηση των επίμαχων αποδεικτικών μέσων, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (1ος) πρέπει να απορριφθεί. Επειδή ο αναιρετικός λόγος της διατάξεως του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Στον ΚΠολΔ, κατά κανόνα, ισχύει το σύστημα της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων (340 ΚΠολΔ) και εξαιρετικά μόνο προσδίδεται σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αυξημένη αποδεικτική δύναμη, όπως η δικαστική ομολογία (αρθρ. 352) και τα έγγραφα, που παράγουν πλήρη απόδειξη (αρθρ. 438 επ., 441, 445) . Για τα αποδεικτικά μέσα, που κατά το νόμο είναι ισοδύναμα εναπόκειται στο δικαστήριο να κρίνει την αποδεικτική βαρύτητα του καθενός, αφού αυτά, κατ’ άρθρο 340, εκτιμηθούν "ελεύθερα". Ο παραπάνω λόγος ιδρύεται μόνο αν το δικαστήριο προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο αυξημένη αποδεικτική δύναμη, που δεν την είχε κατά το νόμο και όχι αν απέδωσε μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε ένα από τα ισοδύναμα αυτά αποδεικτικά μέσα, αφού τούτο ανήκει στην ανέλεγκτη, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του. Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια κατά την οποία αν το Εφετείο απέδιδε στα επικαλούμενα έγγραφα την αποδεικτική δύναμη που αυτά είχαν, θα κατέληγε σε διαφορετικό πόρισμα ως προς την ένσταση ιδίας κυριότητος επί του επιδίκου του πρώτου αναιρεσείοντος και ειδικότερα θα δεχόταν ως βάσιμη την ένσταση αυτή και δεν θα την απέρριπτε όπως εσφαλμένα έπραξε, είναι δε τα έγγραφα αυτά η από Ιανουαρίου 2010 τεχνική έκθεση φωτοερμηνείας της αγρονόμου - τοπογράφου μηχανικού Α. Κ., που αφορά τις αεροφωτογραφίες των ετών 1962, 1982, 1988, 1990, 1999, 2002, 2005 και 2006, καθώς και τις φωτογραφίες των ετών 1998, 2005 και 2006. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος γιατί δεν αφορά στην παραβίαση της αποδεικτικής δύναμης των επικαλουμένων εγγράφων, που άλλωστε είναι ισοδύναμη, αλλά στο ότι δεν αποδόθηκε στα έγγραφα αυτά η αποδεικτική δύναμη που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι αυτά έχουν. Δηλαδή οι επικαλούμενες αιτιάσεις πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου ως προς την αξιολόγηση εγγράφων με την ίδια αποδεικτική δύναμη, αφού όλα εκτιμώνται ελεύθερα και κανένα από αυτά δεν είναι δημόσιο έγγραφο, με την κατά το άρθρο 441 ΚΠολΔ αυξημένη αποδεικτική δύναμη. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (2ος) πρέπει να απορριφθεί. Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα, προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά, από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου. Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο, στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να το εξαίρει αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με αιτιάσεις από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της από Ιανουαρίου 2010 τεχνικής έκθεσης φωτοερμηνείας της αγρονόμου - τοπογράφου μηχανικού Α.Κ., που αφορά στην αεροφωτογραφία του έτους 1962 στην οποία ενώ αναφέρεται ότι κατά τον χρόνο εκείνο (1962) το όμορο του επιδίκου ακίνητο του πρώτου αναιρεσείοντα είναι στο σύνολό του συρματοπεριφραγμένο, η προσβαλλομένη δέχεται ότι υπάρχει περίφραξη μόνο επί της κοινής πλευράς των προπεριγραφέντων ακινήτων. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος γιατί όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ) το αποδεικτικό πόρισμα ως προς το ουσία αβάσιμο της ένστασης ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου του πρώτου αναιρεσείοντος δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο αυτό (390 ΚΠολΔ), αλλά απλώς το δικάσαν Εφετείο, το συνεκτίμησε, χωρίς να το εξαίρει με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα τις αεροφωτογραφίες των ετών 1988, 1990, 1999 και 2002 και το υπ’ αριθμ..../1961 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβ/φου Αθηνών Αθανασίου Ανδρίτσου καθώς και τα λοιπά αναφερόμενα συμβόλαια. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (3ος - 1ο σκέλος) πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 εδ.β του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένσταση, αντένστασης ή λόγου εφέσεως, όχι δε και οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίο δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει. "Πράγμα" αποτελεί και ο λόγος εφέσεως, με τον οποίο εκφέρεται παράπονο σχετικό με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με ισχυρισμό αρνητικό της αγωγής ή με αλυσιτελή ισχυρισμό (Ολ.ΑΠ 2/2008), ενώ αντίστοιχα δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και κατά τα δύο πρώτα σκέλη του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο απέρριψε τον πρώτο λόγο της εφέσεως των αναιρεσειόντων - εκκαλούντων γιατί δεν έλαβε υπόψη τους προς υποστήριξη του λόγου αυτού προταθέντες ισχυρισμούς και τα προς απόδειξη των ισχυρισμών αυτών αποδεικτικά μέσα, από τα οποία και σε αντίθεση από όσα έγιναν δεκτά προέκυπτε ότι ο πρώτος που από το 1962 είχε περιφράξει το μεγαλύτερο ακίνητο του στο οποίο περιλαμβανόταν και το επίδικο και διενεργούσε σ’ αυτό έκτοτε πράξεις νομής, όπως καλλιέργεια και φύτευση δένδρων και πριν από αυτόν από το 1973 η άμεση δικαιοπάροχός του δεύτερη αναιρεσείουσα και μητέρα του και πριν από αυτήν ο απώτερος δικαιοπάροχός του και παππούς του Δ.Τ. από το 1940, ενώ η αναιρεσίβλητη τουλάχιστον επί 45 χρόνια, πριν από την άσκηση της αγωγής, δεν διενήργησε καμία πράξη νομής επί του επιδίκου και ιδιαίτερα δεν το περιέφραξε με συρματόπλεγμα, ούτε τοποθέτησε σ’ αυτό και στη νότια πλευρά του σιδερένια πόρτα, που ήταν πάντα κλειδωμένη, όπως έγινε δεκτό, γιατί αν τούτο ήταν αληθές, τόσο η περίφραξη, όσο και η πόρτα θα εμφανιζόντουσαν στις αεροφωτογραφίες του 1982, ενώ προσέτι από τις αεροφωτογραφίες του 1999 προκύπτει ότι η συρματοπερίφραξη του επιδίκου δεν ήταν σε άριστη κατάσταση, όπως έγινε δεκτό, αλλά είχε καταστραφεί και υφίστατο μόνο στη βόρεια πλευρά του περιλαμβάνοντος και το επίδικο μεγαλύτερου ακινήτου του πρώτου αναιρεσείοντος. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος γιατί αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση κακή εκτίμηση των αποδείξεων και αιτιούται το Εφετείο για το ότι δεν έκανε δεκτό τον επίμαχο λόγο της εφέσεως και όχι γιατί δεν το εξέτασε. Ενόψει τούτων και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη ο λόγος αυτός (4ος κατά τα 2 πρώτα σκέλη του) πρέπει να απορριφθεί. Επειδή η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο εκτιμά ελευθέρως την ανάγκη της χρησιμοποιήσεως του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση της διατάξεως του άρθρου 368 παρ.2 ΚΠολΔ, κατά την οποία το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγ/να ή πραγ/νες, αν κάποιος από τους διάδικους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγμ/νης και τούτο (δικαστήριο) κρίνει ότι πρόκειται περί ζητήματος που απαιτεί "ιδιάζουσες" γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Επομένως εάν δεν υπάρχει τέτοια παραδοχή του δικαστηρίου, η ρητή ή σιωπηρή απόρριψη του οικείου αιτήματος του διαδίκου δεν δημιουργεί κάποιον από τους λόγους αναιρέσεως του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το τρίτο σκέλος του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την διάταξη του αριθμού 8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο απέρριψε το περιεχόμενο στον τέταρτο λόγο της εφέσεως ισχυρισμό των αναιρεσειόντων περί της ανάγκης διενέργειας τοπογραφικής πραγ/νης, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι τμήμα του επιδίκου επιφανείας 90 τ.μ. εμπίπτει στον τίτλο της όμορης ιδιοκτήτριας Σ. Κ.. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος αφενός μεν γιατί αφορά σε λόγο εφέσεως που εξετάστηκε και απορρίφθηκε, αφετέρου δε γιατί αφορά σε περιεχόμενο σε λόγο εφέσεως ισχυρισμό, που ανεξάρτητα από το ότι δεν συνιστά "πράγμα" κατά την έννοια της ερευνώμενης διάταξης του αριθ.8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η ρητή ή σιωπηρή απόρριψη του, δεν δημιουργεί, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη λόγο αναίρεσης, η δε προσβαλλομένη απόφαση πλεοναστικά και χωρίς τούτο να είναι απαραίτητο δικαιολογεί την απορριπτική της κρίση, όπως τούτο προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της απόφασης αναφέροντας ότι το οικείο αίτημα πρέπει να απορριφθεί "καθόσον από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού δεν καταλείφθηκαν στο δικαστήριο κενά ή αμφίβολα σημεία ώστε να είναι αναγκαία η διεξαγωγή πραγμ/νης". Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (4ος - 3ο σκέλος) καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο ταμείο, του κατατεθέντος παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 του Ν. 4055/2012. Οι αναιρεσείοντες, λόγω της ήττας τους πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (αρθρ.176, 180 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16.9.2013 αίτηση των Π. Γ. του Ι. και Ζ. συζ. Ι. Γ. κατά της Ζ. (Ζ.) χήρας Θ. Τ., το γένος Ζ. Μ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2784/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 18η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διεκδικητική αγωγή για αναγνώριση κυριότητας και καταβολής της αξίας του πράγματος λόγω αδυναμίας αποδόσεως ένεκα της καταλείψεως του από ανεγερθείσα οικοδομή. Άρθρα 1094, 1098 εδ α, 1099 ΑΚ. Η οικεία περί αποζημιώσεως αξίωση υπόκειται σε 20ετή παραγραφή, ενώ η από το 1099 αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για την περίπτωση που συντρέχει περίπτωση αδικοπραξίας στην παραγραφή του 937 ΑΚ. Ένσταση ιδίας κυριότητας από παράγωγο (γονική παροχή) και πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία). Άρθρο 559 αρ. 11. Η απόδοση σε κάποιο αποδεικτικό μέσο μεγαλύτερης αξίας από ότι σε κάποιο άλλο ανήκει στην ανέλεγκτη ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του δικαστηρίου. Ο αναιρετικός λόγος του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο απέδωσε μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία σε ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα. Ο αναιρετικός λόγος του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο επικαλούμενο έγγραφο, αλλά το συνεκτίμησε με άλλα αποδεικτικά μέσα. Ο αναιρετικός λόγος του αρ. 8 εδ. β’ άρθρου 559 ΚΠολΔ δεν ιδρύεται αν ο λόγος εφέσεως ερευνήθηκε και απορρίφθηκε. Η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης ανήκει στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας εκτός από την περίπτωση του άρθρου 368 παρ 2 ΚΠολΔ που το δικαστήριο υποχρεούται να διατάξει πραγματογνωμοσύνη αν το ζήτησε ο διάδικος και το δικαστήριο κρίνει ότι για το ζήτημα απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης και τέχνης.
Έλλειψη νόμιμης βάσης
Αγωγή διεκδικητική, Αποδεικτικά μέσα, Αποζημίωση, Έλλειψη νόμιμης βάσης.
2
Αριθμός 1371/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Γ. Κ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Κανελλοπούλου. Της αναιρεσίβλητης: Σ. Γ. Α., συζ. Ι. Τ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Κούτη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/4/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Παμίσου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 9/2009 του ίδιου Δικαστηρίου που κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας, 127/2011 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας και 11/2013 Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 4/9/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 19/2/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1800 παρ. 2 ΑΚ, αν έχουν αφεθεί μόνο ειδικά αντικείμενα στον τιμώμενο, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται κληροδόχος, ακόμη και αν ονομάσθηκε κληρονόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι ισχυρή η εγκατάσταση κληρονόμου επί δήλου πράγματος, δηλαδή επί ειδικά καθοριζόμενου στοιχείου της κληρονομιάς, η οποία υπάρχει αν συνάγεται από τη διαθήκη, με τη μνεία του δήλου, να εγκαταστήσει τον τιμώμενο ως κληρονόμο, ως άμεσο δηλαδή καθολικό του διάδοχο σε όλη τη κληρονομιά ή σε ποσοστό της. Μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας αν δηλαδή δεν προκύπτει θέληση του διαθέτη για εγκατάσταση του τιμώμενου ως κληρονόμου, αυτός που τιμήθηκε με το δήλον πράγμα θεωρείται κληροδόχος. Αναγκαία έννομη συνέπεια του χαρακτηρισμού ως κληρονόμου, αυτού που μόνος ή μαζί με άλλους εγκαταστάθηκε επί ειδικού αντικειμένου είναι αφενός ότι η μνεία του δήλου έχει την έννοια του προσδιορισμού του ποσοστού (κλάσματος) της κληρονομιάς, στο οποίο αυτός καλείται και το οποίο προσδιορίζεται κατά το λόγο της αξίας του δήλου σε σχέση προς την αξία της όλης κληρονομιάς και αποτελεί συνάμα (άρθρο 1890 ΑΚ) διάταξη του διαθέτη να περιληφθεί το δήλον στην κατά ποσοστό μερίδα του τιμωμένου (διανεμητική) και αφετέρου ότι, αν πρόκειται για τέτοια εγκατάσταση, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1801 παρ. 2 και 1802 ΑΚ. Οι διατάξεις αυτές ορίζουν ότι αν έχουν εγκατασταθεί περισσότεροι κληρονόμοι, καθένας από τους οποίους έχει περιοριστεί σε ποσοστό και τα ποσοστά δεν εξαντλούν τον κλήρο, ως προς το υπόλοιπο μέρος επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Αν όμως σύμφωνα με τη θέληση του διαθέτη οι εγκατάστατοι γράφηκαν ως οι μόνοι κληρονόμοι και καθένας απ’ αυτούς εγκαταστάθηκε σε ποσοστό και τα ποσοστά δεν εξαντλούν τον κλήρο, επέρχεται ανάλογη αύξηση των ποσοστών. Για να επέλθει δηλαδή παράλληλα και η εξ αδιαθέτου διαδοχή, απαιτούνται δύο προϋποθέσεις, πρώτον ότι ο διαθέτης διέθεσε μόνο ένα μέρος από τον κλήρο, έτσι ώστε αν τα ποσοστά τον εξαντλούν, δεν υπάρχει λόγος για εξ αδιαθέτου διαδοχή και δεύτερον ότι ο διαθέτης εξέφρασε τη θέληση (ή ότι προκύπτει η θέληση) το κληρονομικό δικαίωμα των εγκαταστάτων να περιοριστεί στο ποσοστό. Εφόσον γι’ αυτά είναι σαφής η διαθήκη, εφόσον δηλαδή οι λέξεις που έχει χρησιμοποιήσει ο διαθέτης, μόνες τους και χωρίς άλλο αποδίδουν τη βούλησή του, δεν υπάρχει έδαφος για ερμηνεία της διαθήκης. Διαφορετικά, θα πρέπει να ανευρεθεί η αληθής βούλησή του, η οποία αναζητείται με την ερμηνεία της διαθήκης, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και κατά την υποκειμενική άποψη του διαθέτη, σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 1781 ΑΚ, λαμβάνονται δε υπόψη και περιστατικά που βρίσκονται εκτός της διαθήκης, μεταξύ των οποίων και η σπουδαιότητα των αντικειμένων που έχουν καταληφθεί με τη διαθήκη, σε σχέση με την όλη κληρονομιά, καθώς και οι προσωπικές σχέσεις του διαθέτη. Πιο συγκεκριμένα κατά τον Αστικό Κώδικα, σε αντίθεση με το προϊσχύσαν δίκαιο, είναι δυνατή κληρονομική διαδοχή εν μέρει από διαθήκη και εν μέρει εξ αδιαθέτου. Τούτο προκύπτει από το άρθρο 1710 παρ. 2 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο η κληρονομική διαδοχή από το νόμο επέρχεται όταν δεν υπάρχει διαθήκη ή όταν η διαδοχή από διαθήκη ματαιωθεί ολικά ή μερικά, αλλά συνάγεται και από το άρθρο 1801 ΑΚ του ίδιου κώδικα, το οποίο ρητά ορίζει ότι, αν έχει εγκατασταθεί ένας μόνο κληρονόμος και έχει περιοριστεί σε ποσοστό της κληρονομιάς, ως προς το υπόλοιπο μέρος επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Μπορεί όμως η θέληση αυτή του διαθέτη να προκύπτει σιωπηρά ή έμμεσα. Το τελευταίο ισχύει στις περιπτώσεις του άρθρου 1801 ΑΚ, όταν δηλαδή ο διαθέτης με την διαθήκη του διέθεσε υπέρ ενός ή περισσοτέρων κληρονόμων, περιοριστικώς, ορισμένο μέρος από την περιουσία του, οπότε γι’ αυτό ειδικώς χωρεί η διαδοχή από διαθήκη, ενώ για το υπόλοιπο μέρος χωρεί η διαδοχή εξ αδιαθέτου. Εξάλλου ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο αναιρετικός αυτός λόγος αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006). Εξ ετέρου, κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται όταν η απόφαση του δικαστηρίου περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στην συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας του. Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι, μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και ότι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔικ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάζονται με αυτά κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναιρέσεως, από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε λόγος αναίρεσης από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμιά από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατ’ ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ένδικη διεκδικητική κυριότητας ακινήτου με κληρονομική διαδοχή, άλλως με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία αγωγή του αναιρεσείοντος, η οποία και αποτελεί αντικείμενο της αναιρετικής δίκης (καθόσον η σωρευθείσα περί κλήρου έχει απορριφθεί με την πρωτόδικη με μη εκκληθέν κεφάλαιο) τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο Γ. Δ. Κ. (θείος του ενάγοντος) απεβίωσε στην Καλαμάτα, στις 7-3-1986. Μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς άφησε την τότε επιζώσα σύζυγο του, Σ. χήρα Γ. Κ. και τον αδελφό του Χ. Δ. Κ.. Ο ως άνω κληρονομούμενος άφησε την από 23-3-1981 ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθμ. 121/15-5-1986 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας. Με βάση αυτή ο διαθέτης εγκαθιστούσε στα αναφερόμενα σε αυτήν περιουσιακά στοιχεία, τα οποία κατά τα αναφερόμενα στο κείμενο της εξαντλούσαν τον κλήρο, τη σύζυγό του, Σ. χήρα Γ. Κ. και δη στην επικαρπία τους, ορίζοντας συγχρόνως ότι μετά το θάνατό της αυτά θα περιέλθουν στον ανιψιό του και ήδη ενάγοντα. Πιο συγκεκριμένα ο άνω διαθέτης ανέφερε ότι με την διαθήκη του αυτή τακτοποιούσε τα της περιουσίας του μετά τον θάνατό του και διέτασσε τα κάτωθι: "η επικαρπία ολοκλήρου της ακινήτου και κινητής περιουσίας του, να περιέρχεται εις την σύζυγό του, Σ. Γ. Κ.. 1) Ελαιοτεμάχιον στη θέση Νέα Κορώνη, συνορεύει κληρονόμων Β. και Γ. και οικία Β. Κ. και Σ. Π., περίπου 5 στρεμμάτων, 2) ελαιοτεμάχιον Μάνδρα, συνορεύει Σ. Φ., οικία Ρ., 3) Θέση Μαυρολιά ρίζες 15, περίπου 2 στρέμματα, 4) Ποτιστικόν συνορεύει με αύλακα με Θ. Κ., 5) Ποτιστικόν συνορεύει Λεμονιές συνορεύει με Δημόσιο Δρόμο και Γ. Μ. και κληρονόμου Χ., 6) 25 % Λεωφορείου ενταγμένου στο 4° ΚΤΕΛ Μεσσηνίας, 7) οικία εις Καλαμάτα, ... Ράχη, 8) Διαμέρισμα διάρι, Αθήνα Παγκράτι, οδός ... 28-30. Και όλα τα ανωτέρω, ανέφερε ο διαθέτης, μετά τον θάνατο της συζύγου μου να περιέρχονται στον αναδεξιμιό μου, Γ. Κ.". Αναφορικά με αυτά τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία ο διαθέτης περιέλαβε στην διαθήκη του, καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για εγκατάσταση περί δήλου κληρονόμου της συζύγου του, την οποία επιθυμούσε ως καθολική διάδοχο, όπως προκύπτει από τη φράση "όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία μου", διότι η εγκατάσταση εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή εξαντλούσε τον κλήρο, ενώ είναι αδιάφορο, εάν μεταγενέστερα απέκτησε άλλη περιουσία, είτε δεν έκανε λόγο για άλλα περιουσιακά στοιχεία, είτε επειδή τα λησμόνησε, τη στιγμή εκείνη. Από δε την εκτίμηση του περιεχομένου της διαθήκης συνάγεται ότι ο διαθέτης ήθελε τους τετιμημένους με αυτήν ως καθολικούς διαδόχους και αυτό προκύπτει από την φράση της διαθήκης ότι όλα τα ανωτέρω, μετά το θάνατο της συζύγου μου να περιέρχονται στον αναδεξιμιό μου. Ειδικότερα δε πρόκειται για εγκατάσταση επί δήλου πράγματος της κληρονομιάς, δηλαδή στην επικαρπία των προαναφερομένων και ειδικώς μνημονευομένων περιουσιακών στοιχείων, στην ουσία επρόκειτο για εγκατάσταση του τετιμημένου με τη διαθήκη στην πλήρη κυριότητα, βεβαρημένου όμως με καταπίστευμα, δηλαδή με απαγόρευση διάθεσης, υπέρ εκείνου, χάριν του οποίου έγινε ο περιορισμός στην επικαρπία. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1923 § 1 ΑΚ ο διαθέτης μπορεί να υποχρεώσει τον κληρονόμο να παραδώσει έπειτα από ορισμένο γεγονός ή χρονικό σημείο την κληρονομίαν που απέκτησε ή ποσοστό της σε άλλο (καταπιστευματοδόχο). Για τη σύσταση του καταπιστεύματος, όπως προκύπτει από την εν λόγω διάταξη, δεν είναι ανάγκη να γίνει χρήση πανηγυρικών φράσεων ούτε καν της λέξεως "καταπίστευμα", μπορεί όμως να γίνει και με έμμεση δήλωση του διαθέτη, αρκεί πάντως να προκύπτει από τη διαθήκη η θέληση του διαθέτη να γίνει κάποιος κληρονόμος του, μόνο για ορισμένο διάστημα και μετέπειτα να γίνει κληρονόμος αυτού άλλος. Εγκατάσταση όμως καταπιστευματοδόχου υπάρχει όταν ο τελευταίος εγκαθίσταται στην κληρονομιά ως άμεσος καθολικός διάδοχος του κληρονομουμένου σε αντίθεση με τον κληροδόχο, που εγκαθίσταται ως ειδικός διάδοχος του κληρονομουμένου με ενοχικό κατά κανόνα δικαίωμα. Πάντως καταπίστευμα δεύτερο, τρίτο κλπ. βαθμού δηλαδή διαδοχικό καταπίστευμα απαγορεύεται, αντίθετη δε τυχόν διάταξη του διαθέτη είναι ανίσχυρη και άκυρη. Εξάλλου όπως προκύπτει από το άρθρο 1967 ΑΚ βεβαρημένος με κληροδοσία μπορεί να είναι, εκτός από τον κληρονόμο, και ο καταπιστευματοδόχος για τον μετά την επαγωγή του καταπιστεύματος χρόνο. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 1800 § 2,1801,1923, 1929,1930 και 1935 ΑΚ, αν ο διαθέτης εγκατέστησε κάποιον στην επικαρπία ολόκληρης της περιουσίας του, τούτο αποτελεί κατάλειψη ειδικού αντικειμένου, δηλαδή δήλου πράγματος, γιατί την έννοια αυτή έχει η πρόσκαιρη κάρπωση όλων των περιουσιακών στοιχείων του διαθέτη, σε σχέση με το πλήρες δικαίωμα κυριότητας επί όλης της περιουσίας του. Τότε είναι ζήτημα ερμηνείας, κατά το άρθρο 173 ΑΚ, της διαθήκης, κατά πόσον ο διαθέτης ήθελε με τη μνεία μόνο της επικαρπίας, να συντρέξει και εξ αδιαθέτου διαδοχή ως προς την ψιλή κυριότητα, ή αν σκοπούσε εγκατάσταση μεν του τετιμημένου, ως ειδικού κληρονόμου, βεβαρημένου όμως με καθολικό καταπίστευμα υπέρ εκείνου χάριν του οποίου έγινε ο περιορισμός του τετιμημένου στην επικαρπία. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, κατά την αληθή βούλησή του, ο διαθέτης ήθελε η μεν σύζυγός του να είναι επικαρπώτρια των προαναφερομένων αντικειμένων για όλη τη μετέπειτα ζωή της, βεβαρημένη όμως με καθολικό καταπίστευμα υπέρ του αναδεξιμιού του (ενάγοντος), ο οποίος μετά το θάνατό της θα αποκτούσε τα στη διαθήκη διαλαμβανόμενα περιουσιακά στοιχεία, κατά πλήρη κυριότητα, διατηρώντας ταυτοχρόνως δικαίωμα προσδοκίας, ενώ τυχόν διάθεση της επικαρπίας αυτής μέχρι το θάνατό της (χρόνο επαγωγής του καταπιστεύματος), καθίσταται άκυρη. Περαιτέρω όμως αποδείχθηκε ότι ο διαθέτης Γ. Δ. Κ. άφησε εκτός από τα ακίνητα της ιδιόγραφης διαθήκης του και άλλα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία αφορούν τα επίδικα ακίνητα, όπως περιγράφονται στην αρχή της παρούσας απόφασης, οπότε ανέκυψε το ζήτημα αν για αυτά χωρεί η εκ διαθήκης ή η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή και άρα ως κληρονόμοι του θα εκκαλούντο στη β’ τάξη ο αδελφός του, Χ. Κ. και η επιζώσα σύζυγός του, Σ. ή μήπως ο διαθέτης θέλησε να αποκλείσει την εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή και τα εκτός διαθήκης ακίνητα να περιέλθουν στον ενάγοντα, ως αποκλειστικό κληρονόμο. Ο αδελφός του διαθέτη, Χ. Κ., θεωρώντας ότι ως προς τα μη περιλαμβανόμενα στη διαθήκη του θανόντος ακίνητα, επέρχεται η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή προέβη σε δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, ως προς το 1/2 των επιδίκων, ενώπιον του συμβολαιογράφου Καλαμάτας Παν. Κορκολιάκου, που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο ... και με αύξοντα αριθμό 28. Ακολούθως, η Σ. χήρα Γ. Κ., θεωρώντας και αυτή ότι ως προς τα μη αναφερόμενα στη διαθήκη ακίνητα επέρχεται η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή, προέβη το έτος 1994 σε συμβολαιογραφική αποδοχή κληρονομιάς, ως προς το 1/2 εξ αδιαιρέτου μερίδιό της, δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../2-11-1994 συμβολαιογραφικού εγγράφου της συμβολαιογράφου Καλαμάτας Ελένης Φωτεινοπούλου, που μεταγράφηκε νόμιμα στο τόμο ..., με αύξοντα αριθμό 10 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κορώνης. Εν συνεχεία η Σ. Κ. θεωρώντας ότι είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος στη β’ τάξη (ως επιζώσα σύζυγος) και συγκυρία κατά το ποσοστό του 1/2, με το υπ’ αριθμ. .../7-7-1999 δωρητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Παμίσου Ιφιγένειας Ρουσσάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα στο τόμο 303 και με αριθμούς 36 και 37, μεταβίβασε στη 1η εναγομένη Σ. Α., λόγω δωρεάς την (ψιλή) κυριότητα κατά το 1/2 των επιδίκων ακινήτων, παρακρατώντας για τον εαυτό της την επικαρπία εφόρου ζωής, η οποία απεσβέσθη με το θάνατό της, το 2004. Από το άλλο μέρος ο ενάγων, θεωρώντας, ακόμη και για τα μη αναφερόμενα στη διαθήκη περιουσιακά στοιχεία, κατ’ άρθρο 1802 ΑΚ ότι εγκαταστάθηκε σε όλη την κληρονομιά, ως εκ διαθήκης κληρονόμος προέβη το 2006 σε αποδοχή κληρονομιάς και για αυτά, συνταχθείσης της με αριθμ. .../15-3-2006 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον της συμβολαιογράφου Καλαμάτας Σταυρούλας Μαυρομιχάλη, που μεταγράφηκε νόμιμα στο τόμο ..., με αριθμό 44. Στη συνέχεια δια της από 2-4-2007 αγωγής, ο ενάγων στρέφεται και κατά της πρώτης εναγομένης, ζητώντας από αυτήν να αποδώσει τα ακίνητα τα οποία έλαβε, για το λόγο ότι τα απέκτησε παρά μη κυρίου, εφόσον κύριος ήταν ο ίδιος, δυνάμει της άνω διαθήκης, πράγμα που σημαίνει ότι η Σ. Κ., με το να μεταβιβάσει λόγω δωρεάς στην 1η εναγομένη την ψιλή κυριότητα των επιδίκων ακινήτων, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, παραβίασε τον όρο της διαθήκης, σύμφωνα με τον οποίο δεν έπρεπε να προβεί σε καμία μεταβίβαση, αλλά μετά το θάνατό της η περιουσία να περιέλθει στον ενάγοντα. Επομένως μετά την επαγωγή του καταπιστεύματος η προηγηθείσα διάθεση (μεταβίβαση), λόγω δωρεάς καθίσταται άκυρη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1937 παρ. 2 ΑΚ. Κατά συνέπεια ο ενάγων, λόγω της ακυρότητας της μεταβίβασης θα είναι αποκλειστικός κύριος. Όμως για το άνω ζήτημα, δηλαδή ως προς το εάν η δικαιοπάροχος της 1ης εναγομένης ήταν εξ αδιαθέτου συγκληρονόμος του Γ. Κ., ή ως προς τα μη αναφερόμενα στη διαθήκη ακίνητα επήλθε η εκ διαθήκης κληρονομική διαδοχή έχει κρίνει τελεσίδικα η με αριθμ. 40/1997 απόφαση του Ειρηνοδικείου Παμίσου. Πιο συγκεκριμένα με την εν λόγω τελεσίδικη απόφαση αναγνωρίστηκε σε αντιδικία Σ. Κ. και Χ. Κ., που εκδόθηκε ερήμην του τελευταίου, ότι οι τελευταίοι είναι συγκύριοι σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου των επιδίκων ακινήτων, τα οποία περιήλθαν σε αυτούς, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του συζύγου και αδελφού τους Γ. Κ.. Μάλιστα με την άνω απόφαση καταδικάστηκε ο Χ. Κ. σε δήλωση βουλήσεως, με την οποία δηλώνει ότι τα ακίνητα τα οποία περιέχονται στην υπ’ αριθμ. .../3-11-1986 πράξη αποδοχής κληρονομιάς, ενώπιον του συμ/φου Αβίας Παναγιώτη Κορκολιάκου, προέρχονται εξ αδιαθέτου διαδοχής του αδελφού του και συζύγου της Σ., Γ. Κ. και όχι δυνάμει της από 23-3-1981 ιδιόγραφης διαθήκης του ανωτέρω κληρονομουμένου. Επομένως έχει αναγνωριστεί σαφώς ότι η δικαιοπάροχος της 1ης εναγομένης είναι εξ αδιαθέτου συγκληρονόμος-συγκυρία σε ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου από την κληρονομιά του Γ. Κ. και συνάγεται ευθέως ότι ως προς τα ακίνητα, τα οποία δεν περιλαμβάνονται στην άνω αναφερομένη ιδιόγραφη διαθήκη επέρχεται η εξ αδιαθέτου κληρονομική διαδοχή και όχι η εκ διαθήκης. Εξάλλου, σύμφωνα με τα όσα ήδη ελέχθησαν, στον ΑΚ, εν αντιθέσει προς το προϊσχύσαν δίκαιο, υπάρχει η δυνατότητα να κληρονομηθεί κάποιος εν μέρει εκ διαθήκης και εν μέρει εξ αδιαθέτου. Ακολούθως, η ως άνω απόφαση του Ειρηνοδικείου Παμίσου, επιδόθηκε στον Χ. Κ. (στη σύνοικο νύφη του), στις 24-9-1997, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 4487/24-9-1997 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Καλαμάτας ... . Έκτοτε κανένα ένδικο μέσον δεν ασκήθηκε εναντίον της απόφασης αυτής, σύμφωνα με το υπ’ αριθμ. 8/28-11-1997 πιστοποιητικό του Ειρηνοδικείου Παμίσου. Από δε το δεδικασμένο της απόφασης αυτής, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται πιο πάνω δεσμεύονται, κατά τη διάταξη του άρθρου 325 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ όχι μόνο οι αρχικοί διάδικοι, αλλά και οι μετέπειτα καθολικοί και ειδικοί διάδοχοί τους. Επίσης θα πρέπει να λεχθεί ότι η Σ. χήρα Γ. Κ., παρά το γεγονός ότι με την υπ’ αριθμ. .../2-11-1994 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς είχε αποδεχθεί την επαχθείσα σε αυτήν κληρονομιά, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του Γ. Κ., στην οποία μάλιστα δήλωση ανέφερε ότι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του άνω θανόντος είναι η ίδια και ο αδελφός του Χ., εντούτοις μετά την έκδοση της άνω αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Παμίσου και σε εφαρμογή της, προέβη σε διόρθωση της υπ’ αριθμ. .../5-11-1986 πράξης αποδοχής κληρονομιάς, με την οποία εφέρετο ο θανών Γ. Κ. να κληρονομείται μόνο δυνάμει της ιδιόγραφης διαθήκης, κατά την οποία ο ενάγων είχε εγκατασταθεί ως καταπιστευματοδόχος, δυνάμει της υπ’ αριθμ. .../10-3-1998 πράξης της συμβολαιογράφου Καλαμάτας Ελένης Φωτεινοπούλου. Με την άνω διορθωτική πράξη η Σ. Κ., ενεργούσα για τον εαυτό της, αλλά και για λογαριασμό του αδελφού του θανόντος Χ. Κ., ανέφερε ότι τα κληρονομιαία ακίνητα τα οποία περιέχονται στην υπ’ αριθμ. .../5-11-1986 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αβίας Κορκολιάκου προέρχονται εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής του Γ. Κ.. Μετά δε την ολοκλήρωση όλων των διαδικασιών αυτών, η Σ. Κ. προέβη στη μεταβίβαση της ψιλής κυριότητας των ακινήτων, λόγω δωρεάς, το έτος 1999, δυνάμει του άνω δωρητηρίου συμβολαίου, χωρίς να παραβιάζεται ο σχετικός όρος της διαθήκης, περί μη μεταβίβασης της βεβαρημένης με το καταπίστευμα κληρονομιάς, εφόσον όπως ήδη ελέχθη ο θανών έχει κληρονομηθεί εν μέρει εκ διαθήκης και εν μέρει εξ αδιαθέτου και τα περιουσιακά αντικείμενα, τα οποία κληρονόμησε η Σ., είναι εκτός καταπιστεύματος. Αυτό συνάγεται αβίαστα και από την ερμηνεία της διαθήκης, στην οποία αναφέρεται ρητώς ότι όλα τα ανωτέρω ακίνητα μετά το θάνατο της συζύγου του θανόντος να περιέρχονται στον αναδεξιμιό του, χωρίς να γίνεται κανένας λόγος για το εάν υπάρχουν άλλα ακίνητα εκτός διαθήκης, ούτε να καθορίζεται η τύχη αυτών. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε κατ’ αυτό τον τρόπο ορθά το νόμο εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και αβάσιμα παραπονείται ο εκκαλών με το σχετικό λόγο της έφεσής του, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων άσκησε φυσική εξουσία διάνοια κυρίου, επί των εκτός διαθήκης αναφερομένων πραγμάτων, από το χρόνο του θανάτου του θείου του (έτος 1986) μέχρι το 2006 (θάνατος του πατρός του Χ. Κ.). Αντίθετα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απέκτησε, λόγω εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής από τον πατέρα του, Χ. Κ. (στην α’ τάξη), το 1/3 ιδανικό μερίδιο της ισόγειας αποθήκης, εμβαδού 70 τμ, τα 4/8 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, εμβαδού 120 τμ και τα 4/8 ενός οικοπέδου, συνολικής επιφανείας 630 τμ, όπως ακριβώς προσδιορίζονται στο διατακτικό της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ, για πρώτη φορά δήλωσε συμπεριφορά κυρίου, λόγω κληρονομικής διαδοχής (εκ διαθήκης) το έτος 2006, παρά το γεγονός ότι όπως είναι ήδη γνωστό η διαθήκη του θανόντος δημοσιεύθηκε το έτος 1986, με το υπ’ αριθμ. 121/1986 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας. Το ίδιο έτος ο ενάγων, ενεργώντας ως πληρεξούσιος του πατέρα του Χ. Κ. αποδέχθηκε για λογαριασμό του, την εξ αδιαθέτου κληρονομιά του Γ. Κ., αναγνωρίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο έστω και έμμεσα ότι ο πατέρας του Χ. είναι συγκληρονόμος- με τη θεία του Σ., κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας. Εξάλλου κατά το ως άνω χρονικό διάστημα 1986-2006 από κανένα αποδεικτικό μέσον δεν προέκυψε ότι ο ενάγων ενεργούσε, ως αποκλειστικός κύριος των επιδίκων ακινήτων. Μόνο η μάρτυράς του, Κ. Κ., σύζυγός του, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Παμίσου, επί της οποίας εκδόθηκε η παραπεμπτική απόφαση, ανέφερε ότι είχε κλειδί για το σπίτι, χωρίς όμως να προσδιορίζει, δυνάμει ποιας εννόμου σχέσεως κατείχε το κλειδί, ώστε να συναχθεί, αν ήταν κάτοχος, δυνάμει αυτής της εννόμου σχέσεως, ή αντιπρόσωπος του θείου του ή ακόμη και της θείας του Σ.. Ειδικότερα, η άνω μάρτυρας ανέφερε ότι η αποθήκη ανήκε στα τρία αδέλφια, τα οποία όμως είχαν συμφωνήσει να την πάρει ο σύζυγός της. Εξάλλου όπως αποδείχθηκε από τα έγγραφα, ούτε ο Χ. Κ. απέκτησε ποτέ την αποκλειστική κυριότητα επί των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία, συμπληρουμένης της 20ετίας, εφόσον αποδείχθηκε ότι νεμόταν τα επίδικα διάνοια συγκυρίου-συγκληρονόμου (ως προς το 1/2) και ουδέποτε αντιποιήθηκε το εξ αδιαθέτου ποσοστό της Σ. Κ., ώστε ο ενάγων στη συνέχεια να αποκτήσει, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του πατέρα του, την αποκλειστική κυριότητα των επιδίκων ή να προσμετρηθεί ο χρόνος χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του στο δικό του χρόνο χρησικτησίας. Αντίθετα η Σ. Κ. προέβη το έτος 1986 σε δήλωση φόρου κληρονομιάς, ακολούθως το 1994 αποδέχθηκε την κληρονομιά του θανόντος συζύγου της, ενώ στη συνέχεια προέβη και στην ήδη γνωστή διαδικασία ενώπιον του Ειρηνοδικείου Παμίσου, προκειμένου να αναγνωριστούν η ίδια και ο Χ. Κ., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Γ. Κ. και συγκύριοι, κατά το 1/2 ιδανικό μερίδιο ο καθένας, των ακινήτων εκτός διαθήκης, να καταδικαστεί ο εναγόμενος σε δήλωση βουλήσεως και μάλιστα να διορθώσει την υπ’ αριθμ. .../5-11-1986 πράξη αποδοχής κληρονομιάς και να δηλώσει ότι τα ακίνητα, που αναφέρονται σε αυτήν τα κληρονόμησε, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος από τον αδελφό του, Γ., κατά το άνω ποσοστό (1/2 εξ αδιαιρέτου) από κοινού με τη νύφη του Σ.. Σε κάθε περίπτωση, από το έτος 2006, κατά το οποίο ο ενάγων εκδήλωσε την πρόθεσή του να νέμεται τα επίδικα, με διάνοια αποκλειστικού κυρίου, μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής (2-4-2007) δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της 10ετούς ή της 20ετούς νομής και δη δια γνωστοποιήσεως προς την ειδική διάδοχο της Σ. Κ., 1η εναγομένη και τους λοιπούς συνεναγομένους της (συγκληρονόμους του Χ. Κ.), ότι νέμεται τα επίδικα αποκλειστικά για λογαριασμό του". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις επικαλούμενες διατάξεις των άρθρων 1802 και 173 ΑΚ, ούτε και τις αυτεπαγγέλτως προστιθέμενες (άρθρ. 564 παρ. 4 ΚΠολΔικ) διατάξεις των άρθρων 1801 παρ. 2, 1923, 1937 παρ. 2, 1041, 1045 και 1051 ΑΚ), αφού υπό τα ως άνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις αποκτήσεως από τον αναιρεσείοντα της κυριότητας των επιδίκων ακινήτων με κληρονομική διαδοχή, αλλά ούτε και με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία. Επομένως οι περιεχόμενες στους τρεις λόγους της αναιρέσεως από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτιάσεις, με τις οποίες υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες (ενώ η επίκληση των διατάξεων των άρθρων 1871, 200 και 281 ΑΚ, προφανώς οφείλεται σε παραδρομή). Περαιτέρω έτσι όπως παραπάνω έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού τα πραγματικά περιστατικά που με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις δέχθηκε, ως αποδεικνυόμενα, δεν ήταν αρκετά για την πλήρωση του πραγματικού των προδιαληφθεισών ουσιαστικών διατάξεων και συνακόλουθα για την εφαρμογή τους. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι ως προς τα μη αναφερόμενα στην ένδικη διαθήκη ακίνητα, ήτοι για τα επίδικα ακίνητα, έχει χωρήσει η εξ αδιαθέτου διαδοχή του κληρονομουμένου Γ. Δ. Κ., πράγμα το οποίο, με επάλληλες αιτιολογίες, συνάγεται και από το περιεχόμενο της διαθήκης και ότι η σύζυγος του διαθέτη, νόμιμα μεταβίβασε κατά το ποσοστό της εξ αδιαθέτου διαδοχής της, με δωρητήριο συμβόλαιο, τα επίδικα στην εναγομένη-αναιρεσίβλητη, ως προς τα οποία και κατά το ποσοστό αυτό δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του ενάγοντα-αναιρεσείοντα, ούτε οι προϋποθέσεις της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας. Ενόψει τούτων οι περιεχόμενοι στους ίδιους τρεις πρώτους λόγους, από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτιάσεις για έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών είναι αβάσιμες. Περαιτέρω οι ίδιοι λόγοι αναιρέσεως κατά το μέρος, που με αυτούς ο αναιρεσείων προβάλλει αιτιάσεις για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, για τον συσχετισμό και την ανάλυση των αποδείξεων, για τη μη αιτιολόγηση ή μη της αποδοχής ή μη των αποδεικτικών μέσων και δη των μαρτυρικών καταθέσεων και εγγράφων, καθώς και για την επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτοι γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και περί την αποδοχή πραγματικών περιστατικών ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 8 εδ. β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο και συνακόλουθα στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου εφέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με αιτίαση περιεχόμενη στον πρώτο λόγο της αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8 εδ. β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη ότι ο αναιρεσείων «με το υπ’ αριθμ. .../7.2.1997 συμβόλαιο γονικής παροχής του συμβ/φου Καλαμάτας Γεωργίου Κων. Μουζάκη, απέκτησε από τον πατέρα του Χ. το 1/3 εξ αδιαιρέτου της ένδικης ισόγειας αποθήκης, μετά του οικοπέδου της και ότι 1/3 ακόμη εξ αδιαιρέτου του ίδιου οικοπέδου απέκτησε, με αγορά, από τη Φ. χα Π. Κ., με το υπ’ αριθμ. 19019/17.1.1997 πωλητήριο συμβόλαιο του ίδιου συμβ/φου». Η αιτίαση αυτή δεν αφορά σε ισχυρισμό που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και συνακόλουθα δεν αποτελεί "πράγμα" υπό την έννοια της επικαλουμένης διατάξεως, τον αναιρετικό λόγο της οποίας δεν στοιχειοθετεί, καθόσον τα επικαλούμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου του ακινήτου, που απέκτησε παραγώγως ο αναιρεσείων δεν είναι επίδικα, αλλά επίδικο είναι το 1/2 εξ αδιαιρέτου του 1/3 του υπολοίπου του ακινήτου αυτού, που κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά από την προσβαλλομένη, με δωρητήριο συμβόλαιο μεταβιβάστηκε στην εναγομένη-αναιρεσίβλητη. Ενόψει τούτων η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Επειδή, για το ορισμένο του αναιρετικού λόγου του αριθμού 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, πρέπει να αναφέρεται με σαφήνεια στο αναιρετήριο, το αντικείμενο της προηγηθείσας δίκης, από την οποία η επίκληση του δεδικασμένου, τα ζητήματα που κρίθηκαν σ’ αυτή με δύναμη δεδικασμένου, αναφορικά με το αντικείμενο της παρούσας δίκης, οι παραδοχές του Εφετείου και τα πραγματικά περιστατικά που προσδιορίζουν την πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης (εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της κρίσιμης διάταξης). Επίσης πρέπει να αναφέρεται ρητά στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός περί δεδικασμένου έχει προταθεί νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας. Με αιτίαση περιεχόμενη στον ίδιο πρώτο λόγο της αναίρεσης, που κατ’ εκτίμηση των αναφερομένων σ’ αυτήν αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, το Εφετείο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων-ενάγων δεσμεύεται από το δεδικασμένο της υπ’ αριθμ. 40/1997 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πύλου, αφού αυτός δεν συμμετείχε ως διάδικος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση. Η αιτίαση αυτή είναι αόριστη και δεν στοιχειοθετεί την επικαλούμενη πλημμέλεια, αφού δεν αναφέρει τα απαραίτητα για το ορισμένο της και προσδιοριζόμενα στη νομική σκέψη στοιχεία, ούτε αναφέρεται ότι ο εν λόγω ισχυρισμός προτάθηκε στο Εφετείο με λόγο εφέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που είχε δεχθεί την ύπαρξη δεδικασμένου μεταξύ των διαδίκων από την προαναφερομένη 40/1997 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πύλου και γι’ αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Επειδή ο από τη διάταξη του αριθμού 11 περ. γ’ του ΚΠολΔικ, λόγος αναιρέσεως δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔικ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Εξάλλου η παράβαση της κατά τη διάταξη αυτή υποχρεώσεως του δικαστηρίου να λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, τελεί υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (ΟλΑΠ 14/2005), πλην όμως η μη λήψη υπόψη των περιοριστικά αναφερομένων στο άρθρο 339 ΚΠολΔικ αποδεικτικών μέσων δεν ιδρύει και τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 8 εδ. β’ του άρθρου 559, καθόσον τα αποδεικτικά μέσα πρέπει μεν να αναφέρονται σε απόδειξη ισχυρισμών, αλλά δεν αποτελούν ισχυρισμούς, ήτοι "πράγματα" κατά την απαιτουμένη κατά την εν λόγω διάταξη έννοια. Στην προκειμένη περίπτωση με αιτιάσεις περιεχόμενες στους δεύτερο και τρίτο, από τους λόγους της αναιρέσεως και υπό την επίκληση των παραπάνω διατάξεων τω αριθμών 11γ’ και 8 εδ. β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι εάν λάμβανε υπόψη και δεν εκτιμούσε πλημμελώς τα ακόλουθα έγγραφα, που συνιστούν και "πράγματα" κατά την έννοια της δεύτερης από τις προεκτεθείσες διατάξεις θα κατέληγε σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα ως προς την συγκυριότητα επί των επιδίκων της δικαιοπαρόχου της εναγομένης-αναιρεσίβλητης, ήτοι της Σ. Κ., είναι δε τα αποδεικτικά αυτά μέσα α)η κατάθεση της μάρτυρος του ενάγοντος-αναιρεσείοντος, τα μισθωτήρια της επίδικης αποθήκης, όπου συμβαλλόταν ως εκμισθωτής και η δήλωση εισοδήματος του μισθώματος (αιτιάσεις δεύτερου λόγου) και β)η φορολογική δήλωση του 2006 και το Ε9 που περιείχαν δήλωση των επιδίκων ακινήτων (αιτιάσεις τρίτου λόγου). Οι αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες, αφενός μεν γιατί αφορούν στο ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα δεν εξετιμήθηκαν όπως ο αναιρεσείων υπολαμβάνει, αφετέρου δε, γιατί κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, τα έγγραφα αυτά ως αποδεικτικά μέσα, αναφέρονται σε απόδειξη ισχυρισμών, αλλά δεν αποτελούν ισχυρισμούς ήτοι "πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Εξάλλου η αιτίαση του τρίτου λόγου, κατά την οποία και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια, ότι δέχθηκε χωρίς τούτο να έχει ζητηθεί, ότι "ο πατέρας του αναιρεσείοντα δεν απέκτησε ποτέ την κυριότητα των επιδίκων με έκτακτη χρησικτησία, γιατί τα νεμόταν διανοία συγκυρίου-συγκληρονόμου και ότι ουδέποτε αντιποιήθηκε το ποσοστό της συγκυρίας-συγκληρονόμου Σ. Κ., ώστε στη συνέχεια ο ενάγων ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του να αποκτήσει την κυριότητα των επιδίκων ή να μπορεί να προσμετρήσει τη νομή του στον δικό του χρόνο χρησικτησίας" δεν ιδρύει τον επικαλούμενο λόγο, καθόσον οι επίμαχες παραδοχές αφορούν σε επιχειρήματα της αποφάσεως και όχι σε "αίτηση" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ήτοι σε αυτοτελή αίτηση του ενάγοντα για την παροχή έννομης προστασίας, που να αναφέρεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης και να προκαλεί αντίστοιχη εκκρεμοδικία. Ενόψει τούτων και η αιτίαση αυτή, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, κατά το άρθρο 495 παρ. 1 του ΚΠολΔικ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν.4055/2012. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔικ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4.9.2013 αίτηση του Γ. Κ. του Χ. κατά της Σ. Γ. Α., συζ. Ι. Τ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 11/2013 αποφάσεως του Εφετείου Καλαμάτας. Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 30η Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 18η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Από τη διαθήκη μπορεί να συνάγεται ότι η εγκατάσταση επί δήλου, είναι εγκατάσταση κληρονόμου και μόνο σε περίπτωση αμφιβολίας κατά το άρθρο 1800 παρ 2 ΑΚ θεωρείται κληροδοσία. Από τις διατάξεις του άρθρου 1801 παρ 2 και 1802 ΑΚ προκύπτει ότι αν ο διαθέτης εγκατέστησε περισσότερους κληρονόμους καθένας από τους οποίους έχει περιοριστεί σε ποσοστό και τα ποσοστά δεν εξαντλούν τον κλήρο, ως προς το υπόλοιπο μέρος επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή. Μπορεί όμως να προκύπτει από τη διαθήκη θέληση του διαθέτη για ανάλογη αύξηση των ποσοστών. Πότε υπάρχει ανάγκη ερμηνείας της διαθήκης κατά τα άρθρα 173 και 1781 ΑΚ. Από τις διατάξεις 1710 παρ 2 και 1801 ΑΚ προκύπτει ότι κατά τον ΑΚ, σε αντίθεση με το προϊσχύσαν δίκαιο είναι δυνατή η κληρονομική διαδοχή εν μέρει από διαθήκη και εν μέρει εξ αδιαθέτου. Άρθρο 559 αρ. 8 εδ. β’. Οι ισχυρισμοί που δεν αφορούν στα επίδικα δεν ασκούν επιρροή στην έκβαση της δίκης και δεν είναι «πράγματα». Πότε είναι ορισμένος ο λόγος του άρθρου 559 αρ 16. Ο λόγος της παρ. 11 περ. β' δεν στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στα αποδεικτικά μέσα τη βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτά έχουν. Τα αποδεικτικά μέσα αναφέρονται σε απόδειξη ισχυρισμών, αλλά δεν είναι ισχυρισμοί, ήτοι πράγματα, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ 8. Ως αίτηση κατά το άρθρο 559 αρ. 9 θεωρείται η αυτοτελής αίτηση για παροχή έννομης προστασίας που να αναφέρεται σε ιδιαίτερο κεφάλαιο δίκης και να προκαλεί εκκρεμοδικία.
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Δεδικασμένο, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Κληρονομία , Χρησικτησία.
0
Αριθμός 1369/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Θ. χήρας Γ. Μ., το γένος Α. Κ., 2) Α. Γ. Μ., και 3) Μ. θυγ. Γ. Μ., απάντων κατοίκων ... . Οι 1η και 2ος παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Νίκα και η 3η εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Της αναιρεσίβλητης: Β. χηρ. Ι. Μ., το γένος Μ. Ν., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Φυτίλη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/2/2009 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαμίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 102/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 33/2013 του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 16/7/2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 15/2/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Οι διατάξεις των άρθρων 106 του ν.δ. 118/1973 και 106 του ν.2961/2001 επιδιώκουν φορολογικούς σκοπούς που δεν επιδρούν στην έκβαση της δίκης και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, και κατά συνέπειαν η μη τήρησή τους δεν δημιουργεί απαράδεκτο και εντεύθεν τον κατά το άρθρο 559 αρ. 14 (ή άλλον) λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 207/2011, 473/2010). Επομένως το Εφετείο με το να μην απορρίψει ως απαράδεκτη την ένδικη αγωγή περί κλήρου της αναιρεσίβλητης επειδή κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων-εναγομένων η ενάγουσα δεν είχε προσκομίσει πιστοποιητικό φόρου κληρονομίας και πιστοποιητικό του αρμόδιου οικονομικού Εφόρου ότι έχει υποβληθεί δήλωση φόρου κληρονομίας σχετικά με τα επίδικα κληρονομιαία ακίνητα σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, αντίστοιχα, δεν υπέπεσε στην ανωτέρω αναιρετική πλημμέλεια του αρ. 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ή σε άλλην, από το ίδιο άρθρο 559, και τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον πρώτο και υπό την επίκληση του αρ. 1 (αντί 14) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο της αιτήσεώς του είναι αβάσιμα. ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1α' του ΚΠολΔ που ορίζει ότι επιτρέπεται αναίρεση και αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου προκύπτει ότι ο λόγος αυτός της αναίρεσης δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο εφαρμόζει κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου, ενόψει του περιεχομένου της αγωγής ή της ένστασης, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, κρίνοντας νόμιμη και ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, καθώς και όταν το δικαστήριο δεν εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει του ανωτέρω περιεχομένου, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής. Ο ίδιος αυτός λόγος αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο απορρίπτει ισχυρισμό ως μη νόμιμο ή αόριστο ενώ ο ισχυρισμός αυτός κατά τον αναιρεσείοντα, που δεν προσβάλλει την απόφαση για την παραδοχή (κρίση) της αυτή, είχε αποδειχθεί από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. Εξάλλου από τα άρθρα 1710, 1712, 1825, 1829, 1830, 1831, 1832, 1871 του ΑΚ και 216 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι για το ορισμένο της αγωγής περί κλήρου με την οποία ο μεριδούχος ζητεί να αναγνωρισθεί το κληρονομικό του δικαίωμα που συνίσταται στο ποσοστό της νόμιμης μοίρας του επί της κληρονομίας, το οποίο περιορίζεται με διαθήκη, και να του αποδοθεί το αντίστοιχο μέρος της κληρονομίας ο ενάγων οφείλει να επικαλεσθεί τον θάνατο του κληρονομουμένου, το κληρονομικό του δικαίωμα, αναφέροντας τη συγγενική σχέση που τον συνδέει με τον κληρονομούμενο και στην οποία στηρίζει την κλήση του στην κληρονομία ως μεριδούχου, την ιδιότητα των επιδίκων ως κληρονομιαίων αντικειμένων, την κατοχή και την κατακράτησή τους από τον εναγόμενο ως κληρονόμο του διαθέτη (ΑΠ 788/2005, 1374/2000) και την κατά τους νόμιμους τύπους σύσταση διαθήκης με την οποία προσεβλήθη η νόμιμη μοίρα του (ΑΠ 1440/2010, 865/2006). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την ένδικη αγωγή περί κλήρου της αναιρεσίβλητης, η τελευταία εξέθετε σ' αυτήν ότι την 15-5-2008 απεβίωσε ο σύζυγός της Ι. Μ., ο οποίος κατά τον χρόνο του θανάτου του είχε στην κυριότητά του τα αναφερόμενα στην αγωγή οκτώ (8) ακίνητα, ότι με την υπ' αριθμ. .../9-3-1990 δημόσια διαθήκη του που δημοσιεύθηκε νόμιμα ο αποθανών κατέλιπε στην ίδια την επικαρπία των δύο πρώτων ακινήτων, στον δε αδελφό του Γ. Μ. - πρώτον εναγόμενο και δικαιοπάροχο των ήδη αναιρεσειόντων και τη σύζυγο του τελευταίου Θ. Μ., δεύτερη εναγομένη-αναιρεσείουσα, και κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα την ψιλή κυριότητα των προαναφερθέντων δύο ακινήτων και την πλήρη κυριότητα των λοιπών έξι κληρονομιαίων ακινήτων, ότι η εγκατάσταση αυτή της ενάγουσας, που ως σύζυγος του θανόντος χωρίς τέκνα συζύγου της τυγχάνει νόμιμη μεριδούχος κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου επί της κληρονομίας του, σε μόνη την επικαρπία των ειρημένων δύο ακινήτων συνιστά περιορισμό της νόμιμης μοίρας της που θεωρείται ως μη γεγραμμένος κατά το μέρος που βαρύνει τη νόμιμη αυτή μοίρα της, και ότι οι εναγόμενοι κατέχουν και κατακρατούν τα ακίνητα της κληρονομίας ως αποκλειστικοί, βάσει της ανωτέρω διαθήκης, κληρονόμοι. Ζήτησε δε με την αγωγή να αναγνωρισθεί το κληρονομικό της δικαίωμα επί των ως άνω κληρονομιαίων ακινήτων και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να αποδώσουν σ' αυτήν (ενάγουσα) τα επίδικα κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου, που αντιστοιχεί στη νόμιμη μοίρα της επί των ακινήτων αυτών. Με αυτό το περιεχόμενο και το αίτημα η ένδικη αγωγή περί κλήρου είναι νόμιμη και ορισμένη, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, περιέχοντας όλα τα κατά τις διατάξεις αυτές απαιτούμενα για το ορισμένο της στοιχεία που προαναφέρθηκαν, και το Εφετείο που έκρινε ομοίως, απορρίπτοντας και την περί αοριστίας της αγωγής ένσταση των αναιρεσειόντων-εναγομένων, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αρ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον δεύτερο, από τη διάταξη αυτή, λόγο της αιτήσεώς τους. Περαιτέρω όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο απέρριψε επίσης ως μη νόμιμες τις ενστάσεις καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της ενάγουσας και της παραιτήσεώς της από το δικαίωμα στη νόμιμη μοίρα του συζύγου της για το πριν τον θάνατο του κληρονομουμένου χρονικό διάστημα που είχαν προτείνει οι εναγόμενοι, με την αιτιολογία ως προς μεν την πρώτη ότι "οι εναγόμενοι εκθέτουν τις υπηρεσίες που προσέφεραν στον κληρονομούμενο και την ενάγουσα, αλλά δεν εκθέτουν περιστατικά που καθιστούν μη συνεκτή την άσκηση του δικαιώματος κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου", ως προς δε τη δεύτερη ότι "αποποίηση γίνεται μόνο με δήλωση στον γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας (1848 ΑΚ), όπως δεν έγινε εν προκειμένω, και παραίτηση πριν την επαγωγή της κληρονομίας για δικαίωμα που δεν έχει γεννηθεί δεν νοείται (1851 ΑΚ). 'Ηδη οι αναιρεσείοντες, χωρίς να προβάλλουν τις (νομικές αυτές) παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης, υποστηρίζουν με τους τρίτον και τέταρτο λόγους του αναιρετηρίου ότι το Εφετείο με το να απορρίψει τις ανωτέρω ενστάσεις τους υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αρ.1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αφού οι ενστάσεις αυτές αποδεικνύονται από τις παρατιθέμενες στο ακροατήριο μαρτυρικές καταθέσεις και ένορκες βεβαιώσεις που είχαν επικαλεστεί οι ίδιοι στο δικαστήριο και οι λόγοι αυτοί της αναίρεσης είναι αβάσιμοι σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού οι επικαλούμενες πλημμέλειες δεν συνιστούν λόγον αναιρέσεως από τον αρ. 1 (ή άλλον) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, κατά τα προεκτεθέντα. ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 1871, 1874, 1875, 1876, 1877, 962, 1101, 1102 του ΑΚ προκύπτει ότι ο εναγόμενος με την περί κλήρου αγωγή ως νομέας της κληρονομίας έχει ανταπαίτηση κατά του ενάγοντος κληρονόμου και παρεπομένως και ένσταση επισχέσεως του κληρονομιαίου αντικειμένου για δαπάνες που πραγματοποίησε σ' αυτό, το περιεχόμενο της οποίας, εξαρτάται από την καλή πίστη του εναγομένου και τον χρόνο της πραγματοποιήσεως των δαπανών, πριν ή μετά την επίδοση της αγωγής. Η ανταπαίτηση αυτή και η ένσταση επισχέσεως του κληρονομιαίου αντικειμένου δεν μπορούν να εξετασθούν και να γίνουν δεκτές όταν το δικαστήριο δεν δέχεται την περί κλήρου αγωγή ως προς το αντικείμενο αυτό, επί του οποίου οι δαπάνες, και δεν δημιουργείται ο κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, ότι δηλ. το δικαστήριο παρά τον νόμο δεν έλαβε υπόψη προταθέντα ουσιώδη ισχυρισμό ("πράγματα"), όταν το δικαστήριο στην ανωτέρω περίπτωση δεν εξετάζει την προβληθείσα ανταπαίτηση και την ένσταση επισχέσεως. Ο ίδιος αυτός λόγος αναιρέσεως δεν ιδρύεται επίσης όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη προταθέντα ουσιώδη ισχυρισμό και τον απορρίπτει για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δεν εξέτασε την αγωγή ως προς το υπό στοιχείο Η' κληρονομιαίο ακίνητο, με την υπάρχουσα σ' αυτό οικία, ως προς το οποίο είχε παραλείψει να αποφανθεί το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ως προς το οποίο η αναιρεσίβλητη-ενάγουσα δεν είχε ασκήσει έφεση, παρεπομένως δε δεν εξέτασε (το Εφετείο) και την ένσταση επισχέσεως του ακινήτου αυτού που είχαν ασκήσει οι εναγόμενοι επικαλούμενοι ανταπαίτησή τους για δαπάνες που είχαν πραγματοποιήσει στο κληρονομιαίο αυτό ακίνητο. Σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη ορθώς το Εφετείο δεν εξέτασε, ενόψει των ανωτέρω, την προταθείσα ένσταση επισχέσεως, την οποία και δεν μπορούσε, άλλωστε, να εξετάσει, και δεν υπέπεσε έτσι στην αναιρετική πλημμέλεια του αρ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον πέμπτο λόγο της αιτήσεώς τους. Από την ίδια αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει επίσης ότι το Εφετείο εξέτασε και απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων περί αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης στην αναιρεσίβλητη του κληρονομικού της μεριδίου κατά το άρθρο 1873 του ΑΚ, και ο έκτος και τελευταίος λόγος του αναιρετηρίου, από τον ίδιο αρ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι επίσης αβάσιμος. IV. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 16-7-2013 αίτηση των Θ. Γ. Μ. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 33/2013 απόφασης του Εφετείου Λαμίας. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 28η Μαΐου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 18η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αγωγή περί κλήρου νομίμου μεριδούχου επί προσβολής της νόμιμης μοίρας με διαθήκη. Στοιχεία αγωγής. Ανταπαίτηση του νομέα της κληρονομίας για δαπάνες σε κληρον0μιαίο αντικείμενο και ένσταση επίσχεσης. Προϋποθέτει εξέταση και παραδοχή της αγωγής ως προς το συγκεκριμένο αντικείμενο. Η μη τήρηση των φορολογικών διατάξεων των άρθρων 106 ν.δ. 118/73 και 106 ν. 2961/2001 δεν δημιουργεί λόγο αναιρέσεως. Λόγοι από τους αρ. 1 και 8 του αρθ. 559 ΚΠολΔ αβάσιμοι. (Επικυρώνει ΕφΛαμ 33/2013).
Νόμιμη μοίρα
Αγωγή περί κλήρου , Επίσχεση , Κληρονομία , Νόμιμη μοίρα.
0
Αριθμός 1368/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Χ. - Ε. Φ. ή Ι. του Ν., κατοίκου ..., 2)Φ. Φ. ή Ι. του Ν., κατοίκου ..., και 3)Φ. συζ. Δ. Φ., το γένος Ν. Φ. Ι., κατοίκου .... Οι 1η και 2ος παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Δήμα και η 3η εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Της αναιρεσίβλητης: Φ. συζ. Π. Μ., το γένος Α. Χ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κυριάκο Τσέλιο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από: α)19/7/1999 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, β)13/4/2000 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και γ)30/5/2001 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 386/2001 του ίδιου Δικαστηρίου, 180/2005 μη οριστική και 137/2009 οριστική του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15/6/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/9/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Ο λόγος αναιρέσεως από τον αρ.14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ότι το δικαστήριο παρά τον νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο είναι αβάσιμος όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κήρυξε απαράδεκτο που δεν υπήρχε στη συγκεκριμένη περίπτωση, τέτοιο δε απαράδεκτο δεν υπάρχει όταν επί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής αποδεικνύεται ότι η αγωγή αυτή έχει εγγραφεί κατά το άρθρο 220 παρ.1 του ΚΠολΔ στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, καθώς και όταν η αγωγή, στην οποία αναφέρονται εκτός των άλλων και η θέση, η έκταση και τα όρια του επίδικου ακινήτου, που είναι αναγκαία για το κατά τα άρθρα 1094 του ΑΚ και 216 παρ.1 του ΚΠολΔ ορισμένο της δεν απορρίπτεται ως ποσοτικώς ή ποιοτικώς αόριστη. Τέλος, ο αναιρετικός λόγος από τον αρ.9 του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας επιδικάζει ό,τι ζητήθηκε με την αγωγή που κρίθηκε κατ'ουσίαν βάσιμη. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, η αναιρεσίβλητη ζήτησε με την από 19-7-1999 αγωγή της κατά των αναιρεσειόντων να αναγνωριστεί κυρία ενός αγρού, εκτάσεως 113.000 τ.μ. περίπου, που βρίσκεται στη θέση "..." ... και συνορεύει "ανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Χ. Σ., νότια με κρημνά (βράχια), δυτικά με ιδιοκτησία Α. Π. και βόρεια με παραλία της θάλασσας" και το οποίο περιήλθε σ'αυτήν με τους αναφερόμενους νόμιμους, παράγωγο και πρωτότυπο, τρόπους, για τον λόγο ότι οι αναιρεσείοντες αμφισβητούν την κυριότητά της αυτή στο ανωτέρω ακίνητο, ισχυριζόμενοι ότι τούτο ανήκει σ'αυτούς, η αγωγή δε αυτή έγινε δεκτή με την προσβαλλόμενη υπ'αριθμ.137/2009 απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου, με την οποία και αναγνωρίστηκε ότι το επίδικο ως άνω ακίνητο ανήκει κατά κυριότητα στην αναιρεσίβλητη-ενάγουσα. Η αγωγή αυτή, όπως βεβαιώνεται στην πρωτόδικη υπ' αριθμ. 386/2001 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, που την είχε απορρίψει για άλλον λόγο, προκύπτει δε και από το προσκομιζόμενο νόμιμο αντίγραφό της, με τη σχετική επισημείωση του αρμόδιου υποθηκοφύλακα Καρπάθου, ως αναγνωριστική κυριότητας αγωγή είχε εγγραφεί στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων του Δήμου Καρπάθου, κατ'άρθρον 220 παρ.1 του ΚΠολΔ στον τόμο Ξ' 2012 και με ημερομηνία 1-9-1999, κατά συνέπειαν δε ορθώς το Εφετείο δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω μη εγγραφής της στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, και τα αντίθετα που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο, από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα. Περαιτέρω, υπό τον προπαρατεθέντα προσδιορισμό κατά θέση, έκταση και όρια του επιδίκου που διαλαμβάνεται στην αγωγή, η αγωγή αυτή είναι πλήρως ορισμένη, κατά την έννοια του άρθρου 216 παρ.1 στοιχ.β'του ΚΠολΔ, ως προς την ταυτότητα του επιδίκου (αντικείμενο της διαφοράς), ως προς την οποία και δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, το δε Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ορισμένη την αγωγή, δεν υπέπεσε στην ειρημένη αναιρετική πλημμέλεια της παρά τον νόμο μη κηρύξεως απαραδέκτου, κατ'άρθρον 559 αρ.14 του ΚΠολΔ, όπως επίσης αβάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο της αιτήσεώς τους. Τέλος, ενόψει της αναγνωρίσεως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, της αναιρεσίβλητης κυρίας του επίδικου ακινήτου, εκτάσεως 113.000 τ.μ., όπως ζητούσε με την αγωγή της, είναι προφανές ότι το Εφετείο δεν επεδίκασε πλέον του αιτηθέντος, και είναι ωσαύτως αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον δεύτερο και υπό την επίκληση του αριθμού 9 του ίδιου άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο της αιτήσεώς τους. ΙΙ. Λόγος αναιρέσεως που πλήττει αιτιολογία ή παραδοχή της απόφασης η οποία δεν στηρίζει το διατακτικό της είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού και υπό την εκδοχή της τυχόν βασιμότητάς του δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της προσβαλλόμενης απόφασης. Εξάλλου ο λόγος αναιρέσεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι αβάσιμος όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, ειδικότερα, τα εξής: "Το επίδικο ακίνητο, ήτοι αγρόν έκτασης 113.000 τ.μ. (...), τον μεταβίβασε ο αληθής κύριος αυτού Φ. Φ. του Ι. λόγω προίκας στην κόρη του Σ. (...) δυνάμει του από 29-7-1939 ιδιωτικού προικοσυμφώνου, το οποίο συντάχθηκε κατά το ισχύον τότε βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Στον προικοδότη Φ.Φ., ο οποίος απεβίωσε την 7-9-1962, είχε περιέλθει κατά κυριότητα λόγω αγοράς από τον Ι.Σ. δυνάμει του από 5-6-1927 ιδιωτικού πωλητηρίου, που καταρτίστηκε κατά τα τότε ισχύοντα στην Κάρπαθο, για τις μεταβιβάσεις ακινήτων. Το ανωτέρω επίδικο αγροτεμάχιο από 29.7.1939 το νεμήθηκε με διάνοια κυρίου, συνεχώς και αδιαλείπτως, η Σ. συζ. Μ. Α., το γένος Φ. Φ., ασκώντας επ' αυτού τις στη φύση του και τον προορισμό του ως καλλιεργήσιμου αγρού διακατοχικές πράξεις νομής, και συγκεκριμένα το καθάριζε από τα άγρια χόρτα και τους θάμνους, το καλλιεργούσε με δημητριακά, σιτάρι, κριθάρι, βρώμη και συγκόμιζε τους καρπούς του μέχρι την 26.6.1979, που το μεταβίβασε κατά κυριότητα στην κόρη τής αδελφής της Ε., ενάγουσα, δυνάμει του υπ' αριθμ. ... προικοσυμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Ρόδου Ηλία Λαδή, νόμιμα μεταγραμμένου (...), η οποία ενάγουσα (Φ. συζ. Π. Μ., το γένος Α. Χ.) περιποιήθηκε στα γηρατειά της την θεία της Σ.Ι. χήρα Μ. Α., το γένος Φ. Φ., γεννηθείσα την 4.12.1904, μέχρι τον κατά την 28.9.1989 θάνατό της. Έκτοτε η ενάγουσα από την 27.6.1979 άρχισε να νέμεται με διάνοια κυρίου συνεχώς και αδιαλείπτως το επίδικο ακίνητο, ασκώντας επ' αυτού όλες τις διακατοχικές πράξεις νομής και κατοχής που αρμόζουν στον κύριο. Ειδικότερα το καθάριζε από τους θάμνους, φρόντιζε τα σύνορά του και γενικά το επέβλεπε ως ιδιοκτήτρια, μέχρι τον Φεβρουάριο του 1993 που το Ελληνικό Δημόσιο, με την υπ' αριθμ. 1004491/315/0010/3.2.1993 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και Μεταφορών-Επικοινωνιών, απαλλοτρίωσε για λόγους δημόσιας ωφέλειας και ειδικότερα για την ανάπτυξη του Κρατικού Αερολιμένα Καρπάθου, ακίνητα έκτασης 450.583 τ.μ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται τμήμα του ανωτέρω επιδίκου ακινήτου, έκτασης 65.499 τ.μ., εμφαινόμενο με αριθμό 144α στον οικείο κτηματολογικό διάγραμμα-πίνακα. Μετά τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης σε 1500 δραχμές ανά τ.μ. με την υπ' αριθ. 164/1997 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η ενάγουσα ζήτησε με αίτησή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου να αναγνωριστεί δικαιούχος της αποζημίωσης, όμως στη δίκη αυτή άσκησαν κυρία παρέμβαση οι ενάγοντες στη δεύτερη αγωγή (αναιρεσείοντες), οι οποίοι ζητούσαν να αναγνωριστούν αυτοί δικαιούχοι της αποζημίωσης, ισχυριζόμενοι ότι ήταν κύριοι του απαλλοτριωμένου ακινήτου, αμφισβητώντας έτσι την κυριότητα της ενάγουσας, με αποτέλεσμα το ανωτέρω Δικαστήριο, εφόσον αμφισβητήθηκε το δικαίωμα μεταξύ περισσοτέρων υποτιθεμένων δικαιούχων, εξέδωσε την υπ' αριθμ. 37/1999 παρεμπίπτουσα απόφαση του, με την οποία απείχε να εκδώσει οριστική απόφαση περί αναγνώρισης δικαιούχου. Μετά την παραπάνω απαλλοτρίωση η ενάγουσα συνέχισε να νέμεται με διάνοια κυρίου το υπόλοιπο εκ του όλου επιδίκου ακινήτου έκτασης 47.501 τ.μ. (ήτοι 113.000 τ.μ. το όλο ακίνητο μείον 65.499 τ.μ. το απαλλοτριούμενο τμήμα αυτού ίσον 47.501 τ.μ), ασκώντας τις προαναφερόμενες διακατοχικές πράξεις νομής και κατοχής που αρμόζουν στον κύριο, μέχρι και το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής (2.8.1999). Μετά από αυτά κυρία του όλου επίδικου ακινήτου έκτασης 113.000 τ.μ. είναι η ενάγουσα, γενομένη τέτοια με παράγωγο τρόπο δυνάμει του προμνημονευομένου υπ' αριθμ. ... προικοσυμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Ρόδου Ηλία Λαδή, νόμιμα μεταγεγραμμένου, και με πρωτότυπο τρόπο και δη με έκτακτη χρησικτησία, αφού κατά τα προαναφερθέντα το νεμήθηκε με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας, προσμετρώντας στο χρόνο νομής της το συνεχή και αδιάλειπτο χρόνο νομής τής ως άνω άμεσης δικαιοπαρόχου της από 27.9.1939 μέχρι το Φεβρουάριο του 1993 στο απαλλοτριωμένο τμήμα έκτασης 65.499 του όλου επιδίκου ακινήτου και στο υπόλοιπο τμήμα έκτασης 47.501 τ.μ. από 27.9.1939 μέχρι και το χρόνο άσκησης της αγωγής 2.8.1999. Ο ισχυρισμός των εναγόντων στη δεύτερη αγωγή (αναιρεσείοντες) ότι το όλο επίδικο ακίνητο έκτασης 113.000 τ.μ., ο αληθής κύριος αυτού Φ. Φ. του Ι. το μεταβίβασε λόγω άτυπης δωρεάς το 1950 στον γυιό του Ν. Φ. ή Ι. του Φ., πατέρα τους, αδελφό της άμεσης δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, ο οποίος το νεμήθηκε με διάνοια κυρίου και συγκεκριμένα το καθάριζε από τους θάμνους και το επέβλεπε μέχρι και τον κατά την 30.12.1991 θάνατό του, γενόμενος έτσι κύριος του όλου επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, τον οποίο κληρονόμησαν εξ αδιαθέτου ως τέκνα του αυτοί (ενάγοντες) και η πρόσφατα μεταποβιωσάσα αδελφή τους Μ. Π., το γένος Ν. Φ. Ι., κατά ποσοστά 1/4 εξ αδιαιρέτου έκαστος, οι οποίοι συνέχισαν να το νέμονται, ασκώντας επ' αυτού τις ως άνω διακατοχικές πράξεις νομής του άμεσου δικαιοπαρόχου τους, κρίνεται απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, καθόσον ο πατέρας των εναγόντων Ν. Φ. ή Ι. του Φ. γεννηθείς την 24.2.1912 στην Κάρπαθο, λατόμος στο επάγγελμα, τέλεσε νόμιμο γάμο το 1946 με την εξετασθείσα μάρτυρα των εναγόντων Σ. τέως συζ. Ν. Φ. Ι. το γένος Ε. Δ. (ο γάμος των οποίων λύθηκε με διαζύγιο το 1982), έφυγε οικογενειακώς το 1952 από την Κάρπαθο και διέμενε μόνιμα στην Αθήνα, εργαζόμενος ως λατόμος αρχικά στην Πεντέλη και μετά στα Μελίσσια Αττικής, ο οποίος και μετά την συνταξιοδότηση συνέχισε να διαμένει μόνιμα στην Αθήνα ..., μέχρι και τον κατά την 3.12.1991 θάνατό του, αυτός ποτέ δεν νεμήθηκε με διάνοια κυρίου το επίδικο ακίνητο από το 1950 μέχρι και το χρόνο θανάτου του 30.12.1991, δεδομένου ότι τη νομή με διάνοια κυρίου επί του επιδίκου ακινήτου, κατά τα προαναφερθέντα, την ασκούσαν η αδελφή του Σ. συζ. Μ. Α. το γένος Φ. Φ. από 29.7.1934 μέχρι 26.6.1979 και η ενάγουσα από 27.6.1979 μέχρι το Φεβρουάριο του 1993 στο απαλλοτριωμένο τμήμα έκτασης 65.499 τ.μ. και στο υπόλοιπο τμήμα έκτασης 47.501 τ.μ. από 27.6.1979 μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής 2.8.1999 και ως εκ τούτου οι ενάγοντες στη δεύτερη αγωγή δεν απέκτησαν κυριότητα στο επίδικο ακίνητο που ισχυρίζονται ότι κληρονόμησαν εξ αδιαθέτου από τον κατά την 30.12.1991 αποβιώσαντα πατέρα τους Ν. Φ. ή Ι. του Φ., αφού ο αποβιώσας πατέρας τους δεν είχε αποκτήσει κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία επ' αυτού (...)". Από τα ανωτέρω προκύπτει σαφώς ότι το Εφετείο δέχεται ότι το επίδικο ακίνητο, εκτάσεως 113.000 τ.μ., περιήλθε στην κυριότητα της αναιρεσίβλητης με το υπ'αριθμ.... προικοσυμβόλαιο που μεταγράφηκε νόμιμα, αλλά και με έκτακτη χρησικτησία, με την κατά τα αναφερόμενα στην απόφαση νομή του επιδίκου από την αναιρεσίβλητη, ολόκληρου μεν από την κατά τα ανωτέρω μεταβίβασή του σ'αυτήν (1979) μέχρι την απαλλοτρίωση του επίσης αναφερόμενου τμήματός του, εμβαδού 65499 τ.μ., τον μήνα Φεβρουάριο του 1993, του υπόλοιπου δε, μη απαλλοτριωθέντος, τμήματος, εμβαδού 47501 τ.μ., μέχρι την άσκηση της αγωγής (2-8-1999), προσμετρώντας (η αναιρεσίβλητη) στον δικό της ως άνω χρόνο χρησικτησίας και τον χρόνο χρησικτησίας, δια της επίσης αναφερόμενης νομής, της δικαιοπαρόχου της-προικοδότριας Σ.ς Αγγέλου από το έτος 1939 μέχρι την ως ανωτέρω μεταβίβασή του στην αναιρεσίβλητη (1979), και ότι (δέχεται το Εφετείο) οι αναιρεσείοντες και οι φερόμενοι ως δικαιοπάροχοί τους δεν άσκησαν ποτέ πράξεις νομής επί του επιδίκου. Με τους τέταρτο και πέμπτο λόγους του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση των αριθμών, αντίστοιχα, 8 και 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, προβάλλονται ελαττώματα (έλλειψη υπογραφής και θεωρήσεως προσκομισθέντος αντιγράφου) ως προς την εγκυρότητα και εντεύθεν την αποδεικτική δύναμη του προρρηθέντος, στις αιτιολογίες της απόφασης, από 29-7-1939 ιδιωτικού προικοσυμφώνου, δυνάμει του οποίου, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, το επίδικο ακίνητο είχε περιέλθει στη δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης Σ. συζ. Μ. Α. από τον πατέρα της, κύριο του ακινήτου, Φ. Φ. του Ι.. Ενόψει των προπαρατεθεισών παραδοχών του Εφετείου, στις οποίες το δικαστήριο στήριξε το διατακτικό του (ανωτ.υπό Ι), είναι προφανές ότι το ειρημένο από 29-7-1939 ιδιωτικό προικοσύμφωνο δεν άσκησε καμμία επιρροή στην κρίση του δικαστηρίου για την κυριότητα του επιδίκου και δεν στήριξε το διατακτικό της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, αναφερόμενο ιστορικώς για τον τρόπο περιελεύσεως του επιδίκου στην δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης, η οποία και έγινε κυρία του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, κατά συνέπειαν δε και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη οι λόγοι αυτοί της αναίρεσης προβάλλονται αλυσιτελώς και είναι απορριπτέοι. Υπό τις ίδιες, ως ανωτέρω, παραδοχές του Εφετείου, το δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 974, 1045 και 1051 του ΑΚ ως προς το ουσιώδες ζήτημα του χρόνου χρησικτησίας επί του επιδίκου εκ μέρους της αναιρεσίβλητης, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον έκτο και τελευταίο, από το άρθρο 559 αρ.19 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν του ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15-6-2011 αίτηση των Χ. - Ε. Φ. κ.λπ. για αναίρεση της υπ'αριθμ.137/2009 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι από τους αριθμ. 9, 14 και 19 αβάσιμοι. Αλυσιτελής ο λόγος αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται αιτιολογία ή παραδοχή της απόφασης που δεν στηρίζει το διατακτικό της. (Επικυρώνει ΕιρΔωδ 137/2009).
Αγωγή διεκδικητική
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική.
1
Αριθμός 1367/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Μαρτίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων - καθών η κλήση: 1) Π. - Ε. Α. του Α., κατοίκου ..., 2) Ι. Ν. του Γ., κατοίκου ..., 3) Ε. Μ. του Ν., κατοίκου ..., 4) Μ. συζ. Α. Β., το γένος Γ. Λ., κατοίκου ..., 5) Α. Σ. του Α., κατοίκου ..., και 6) Ε. Τ. του Χ., κατοίκου ... . Ο 1ος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αντωνία Μαυρογεώργη - Πριονά και οι λοιποί δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Του αναιρεσιβλήτου - καλούντος: Ν. Β. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Σακελλαριάδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30/8/1999 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2/2001 μη οριστική, 124/2004 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 274/2010 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 8/4/2011 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 1667/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση. Την υπόθεση επανέφερε ο καλών με την από 25/2/2013 κλήση του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 15/10/2012 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του 1ου αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή όπως προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 33/8.5.2013, 34/ 8.5.2013, 33α/8.5.2013, 34α/8.5.2013, 33β/8.5.2013, 34β/8.5. 2013, 33γ/8.5.2013, 34γ/8.5.2013, 33δ/8.5.2013 και 34δ/8.5.2013 εκθέσεις επιδόσεως της δικαστικού επιμελητού Μήλου Μ. Κ., ακριβές αντίγραφο της από 8.4.2011 αιτήσεως αναιρέσεως, καθώς και της από 25.2.2013 κλήσεως για συζήτηση, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση αναιρεσίβλητο, προς τους δεύτερο, τρίτο, τέταρτη, πέμπτη και έκτο από τους αναιρεσείοντες. Συνεπώς, εφόσον οι εν λόγω αναιρεσείοντες δεν παραστάθηκαν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο και κατά τη σειρά εγγραφής της σ' αυτό, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση αυτής, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία αυτών (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔικ). Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση με τον παράγωγο αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1041, 1045, 1051 και 974 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι για τη κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική μεν χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μία δεκαετία, με έκτακτη δε χρησικτησία άσκηση νομής, επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα και στις δύο περιπτώσεις του νομέα, να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας, στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του, νομή δε συνιστούν οι εμφανείς υλικές πράξεις επάνω στο ακίνητο που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να έχει δικό του το ακίνητο, ως τέτοιες δε πράξεις μεταξύ άλλων θεωρούνται η καλλιέργεια, η χρήση του ακινήτου, η παραχώρησή του σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περιτοίχηση, η ανάθεση σύνταξης τοπογραφικών διαγραμμάτων κ.α. Εξάλλου, από τις διατάξεις των Ν. 3 Πανδ. (43.7), Ν. 2 παρ. 8 Πανδ. (39.3), Ν. 28 Πανδ (22.3), που έχουν, κατ' άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, εφαρμογή και μετά την ισχύ του ΑΚ, ως ιδιωτική οδός, στην έννοια της οποίας εμπίπτει και η κοινοτική - αγροτική οδός, χαρακτηρίζεται και εκείνη, η οποία έχει τεθεί στην κοινή χρήση των κατοίκων της κοινότητας από αμνημονεύτων ετών, δηλαδή για τόσο χρονικό διάστημα, ώστε η κατά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23.2.1946) ζώσα γενεά και εκείνη που προηγήθηκε από αυτή, ήτοι δύο γενεές (συνολικά 80 έτη), να μην έχουν σαφή ανάμνηση του χρόνου, κατά τον οποίο άρχισε η κοινή χρήση. Περαιτέρω κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόστηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση ή στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής των όρων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας της. Δηλαδή μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 να επιδέχεται αυτή (απόφαση) μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, ούτε εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό προσκομισθέντων και επικληθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την ένδικη περί αναγνωριστικής κυριότητας δύο εδαφικών λωρίδων αγωγή του αναιρεσίβλητου και τον αρνητικό, της αγωγής αυτής ισχυρισμό των εναγομένων περί κοινοχρησίας των εδαφικών αυτών λωρίδων ως δημοτικών οδών, λόγω της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας: «Ο ενάγων είναι κύριος ενός αγροτεμαχίου, εκτάσεως 15.100,15 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας της πρώην Κοινότητας Αδάμαντα Μήλου και ήδη του Δήμου Μήλου και περιήλθε σ' αυτόν ύστερα από αγορά από την Α. χήρα Ι. Μ. με το υπ' αριθμ. 2/23-6-1992 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Μήλου Ιωάννη Νοστράκη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μήλου. Στην πιο πάνω δικαιοπάροχό του το ακίνητο αυτό είχε περιέλθει κατά μεν ποσοστό 96/120 εξ αδιαιρέτου με αγορά από τους Ε. Π. και Α. Π. δυνάμει του υπ' αριθμ. .../22-5-1957 αγοραπωλητήριου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Μαρινάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Μήλου, κατά δε το υπόλοιπο (24/120) από κληρονομιά του συζύγου της Ι. Μ., που πέθανε στις 20-10-1938 χωρίς να αφήσει διαθήκη, κληρονομία στην οποία αυτή υπεισήλθε με ανάμειξή της σ' αυτήν. Το παραπάνω ακίνητο λοιπόν στις πλευρές του, που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, και συγκεκριμένα στη βόρεια πλευρά του συνορεύει κατά ένα τμήμα με την ιδιοκτησία κληρονόμων Α. Β. και κατά το υπόλοιπο με τη συνιδιοκτησία υιών Ν. Μ., στη βορειοδυτική με την ιδιοκτησία Ν. και τέλος στην ανατολική κατά ένα τμήμα με την ιδιοκτησία Μ. Β. και κατά το υπόλοιπο με την ιδιοκτησία Π. - Ε. Α.. Επίδικες στην προκείμενη δίκη είναι οι δύο εδαφικές λωρίδες που παρεμβάλλονται μεταξύ των προαναφερόμενων πλευρών της ιδιοκτησίας του ενάγοντος και των ιδιοκτησιών που επίσης αναφέρονται παραπάνω και ανήκουν στους πιο πάνω εναγομένους. Οι επίδικες εδαφικές λωρίδες απεικονίζονται στο συνημμένο στην αγωγή από Οκτωβρίου 1998 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Ε. Ζ. η μία με το στοιχείο Α και περιμετρικά με τα στοιχεία Δ1-Δ2-Π25-Δ3-Π27-Π28-Π29-Π30-Π32-Δ4-Δ5-Δ6-Δ7-Δ8-Δ1 και η άλλη με το στοιχείο Β και περιμετρικά με τα στοιχεία Π16-Π17-Π18-Π19-Π20-Δ1-Δ8-Δ9-Δ10-Δ11-Δ12-Π16. Από αυτές η μεν πρώτη, πλάτους 4 μ. περίπου και εμβαδού 356 τ.μ., αρχίζει από την επαρχιακή οδό Αδάμαντα - Πολλωνίων, εκτείνεται βόρεια του ακινήτου του ενάγοντος σε μήκος 88,50 μέτρων και καταλήγει στο νοτιοανατολικό άκρο της ιδιοκτησίας Ν., η δε δεύτερη, με κυμαινόμενο πλάτος από 5,62 μ. έως 4 μ. και εμβαδόν 384 τ.μ., αρχίζει από το τμήμα Δ8-Δ1 της πρώτης και με κατεύθυνση από βορρά προς νότο, εκτείνεται δυτικά του ακινήτου του ενάγοντος σε μήκος 94,36 μ. και καταλήγει στο νοτιοδυτικό άκρο του ακινήτου του δευτέρου από τους εναγομένους. Η ένδικη διαφορά ανέκυψε εξαιτίας του γεγονότος ότι, όταν ο ενάγων επιχείρησε να περιφράξει το πιο πάνω ακίνητό του, ενσωμάτωσε σ' αυτό και τις επίδικες εδαφικές λωρίδες, αποκόπτοντας έτσι την πρόσβαση των εναγομένων στις ιδιοκτησίες τους που βρίσκονται στην περιοχή. Οι τρίτος, τέταρτος και πέμπτη των εναγομένων, καθώς και τρίτοι, που δεν συμμετέχουν στην παρούσα δίκη, αντιδρώντας στην παραπάνω ενέργεια του ενάγοντος, υπέβαλαν το από 25-2-1998 υπόμνημά τους στην τότε Κοινότητα Αδάμαντα Μήλου και ισχυριζόμενοι ότι η εδαφική λωρίδα, η οποία διέρχεται μεταξύ των ιδιοκτησιών Ν. Β. (ενάγοντος) και Β., αποτελεί κοινόχρηστο αγροτικό δρόμο, ζήτησαν από την Κοινότητα να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες, ώστε η προαναφερόμενη οδός να παραμείνει κοινόχρηστη. Παρόμοιες καταγγελίες έγιναν από τους ενδιαφερόμενους ιδιοκτήτες και προς το Επαρχείο Μήλου, το οποίο με το υπ' αριθμ. 18/21-1-1998 έγγραφό του, που απευθυνόταν στην Κοινότητα Αδάμαντα, ζήτησε απ' αυτήν να τις ερευνήσει. Η Κοινότητα Αδάμαντα προέβη πράγματι σε σχετική αυτοψία και διαπίστωσε την ενσωμάτωση αγροτικών δρόμων από τον ενάγοντα στην ιδιοκτησία του. Για το λόγο αυτό, απευθυνόμενη στο Πολεοδομικό Γραφείο Μήλου (βλ. υπ' αριθμ. 280/4-3-1998 έγγραφό της), ζήτησε τη διακοπή των εργασιών περιτοιχίσεως της ιδιοκτησίας του ενάγοντος που γίνονταν βάσει της υπ' αριθμ. .../1997 οικοδομικής άδειας, οι οποίες και διακόπηκαν. Έτσι οι εναγόμενοι διέρχονται έκτοτε ανενόχλητοι από τις επίδικες εδαφικές λωρίδες ισχυριζόμενοι ότι αυτές αποτελούν κοινόχρηστους αγροτικούς δρόμους. Από τα προαναφερόμενα, όμως, αποδεικτικά στοιχεία δεν προέκυψε κάτι τέτοιο. Ειδικότερα, ναι μεν αποδείχθηκε ότι κατά τη δεκαετία του 1970 άρχισε να χρησιμοποιείται για πρώτη φορά από τους προς βορρά όμορους ιδιοκτήτες του ακινήτου του ενάγοντος μία εδαφική λωρίδα, πλάτους 2 μ. περίπου, που ταυτίζεται κατά βάση ως προς τη θέση και την κατεύθυνση με την πρώτη από τις επίδικες, η χρήση όμως αυτή δεν αρκεί να της προσδώσει την ιδιότητα του κοινοχρήστου με βάση την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, την οποία προέβλεπε το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (ν. 3 παρ. 2 Πανδ. 43.7), όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες. Και τούτο διότι ο εν λόγω θεσμός προϋποθέτει ότι από τις επίδικες εδαφικές λωρίδες περνούσαν ελεύθερα οι κατά καιρούς δημότες του Δήμου Μήλου για να επικοινωνήσουν με τις ιδιοκτησίες τους για συνεχόμενο χρονικό διάστημα τουλάχιστον 80 ετών, που πρέπει μάλιστα να έχει συμπληρωθεί πριν από την εισαγωγή του Α.Κ. (23-2-1946), ενόψει του ότι ο τελευταίος δεν αναγνωρίζει το θεσμό της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας και κατά συνέπεια η χρήση της λωρίδας αυτής κατά τα τελευταία έτη, έστω και από αόριστο αριθμό προσώπων, δεν αρκεί για να της προσδώσει το χαρακτήρα του κοινοχρήστου. Η προϋπόθεση αυτή πολύ περισσότερο δεν συντρέχει για τη δεύτερη επίδικη λωρίδα, που διανοίχτηκε τα τελευταία έτη, δεδομένου ότι για πρώτη φορά απεικονίζεται στις αεροφωτογραφίες του έτους 1998, ενώ είναι ανύπαρκτη στις αμέσως προηγούμενες του έτους 1983, όπως και σ' αυτές των ετών 1972 και 1960. Άλλωστε και η γνώση του μάρτυρα Ν. Τ., που εξετάστηκε με επιμέλεια των εναγομένων, ανάγεται στα έτη 1982 - 1985 και συνεπώς σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να αναχθεί στον προαναφερόμενο κρίσιμο χρόνο, δηλαδή δύο συνεχόμενες γενεές (80 έτη) πριν από την εισαγωγή του Α.Κ. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι οι επίδικες εδαφικές λωρίδες εμπίπτουν στους τίτλους ιδιοκτησίας του ενάγοντος, δεδομένου ότι όπως προκύπτει από τους τίτλους ιδιοκτησίας των κυρίων των γειτονικών ακινήτων ως όμορη ιδιοκτήτρια αναφέρεται η δικαιοπάροχος του ενάγοντος Α. Μ., πράγμα που δεν θα συνέβαινε αν μεσολαβούσε δρόμος μεταξύ των ακινήτων αυτών (βλ. τα υπ' αριθμ. .../1942, .../1981, .../ 1979, .../1979, .../1980, .../1980, .../1990, .../1990, .../1988, .../1989 και .../1996 συμβόλαια των συμβολαιογράφων Μήλου Αγησιλάου Νοστράκη το πρώτο και Ιωάννη Νοστράκη τα υπόλοιπα). Από τα παραπάνω συμβόλαια τα δύο πρώτα αφορούν την ιδιοκτησία Ε. και Ν. Μ., τα επόμενα έξι την ιδιοκτησία Μ. Β., το επόμενο την ιδιοκτησία Ν. Β. και τα υπόλοιπα την ιδιοκτησία Ν.. Και ναι μεν είναι αληθές ότι στο υπ' αριθμ. .../22-5-1957 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Μαρινάκη το ακίνητο του ενάγοντος περιγράφεται ως "αγρός ακαλλιέργητος, κοινώς απλάγιο, εκτάσεως μιας ζευγαριάς μετά συνεχομένης αμπέλου διαχωριζομένης δια ξηροτοίχου, εκτάσεως και ταύτης τριών εργατικών ημερομισθίων σκαφής ...". Δεδομένου δε ότι μια ζευγαριά αντιστοιχεί σε 3.500 τ.μ. περίπου και ένα ημερομίσθιο σκαφής σε 500 τ.μ. περίπου, θα έπρεπε η έκταση του ακινήτου να είναι περίπου 5.000 τ.μ. και όχι 15.100,15 τ.μ. Τούτο, όμως, είναι σύνηθες σε παλιούς τίτλους ιδιοκτησίας όταν δηλώνεται έκταση ακαλλιέργητης ιδιοκτησίας "απλάγιο" δηλ. βοσκότοπος με ζευγαριές, να έχουμε διαφορά με την πραγματική έκταση, μερικές φορές και δεκαπλάσια, πιθανόν επειδή ποτέ δεν είχε καλλιεργηθεί και δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν την έκτασή της ή επειδή ως μη καλλιεργήσιμη και άρα μη προσοδοφόρα και οικονομικά ενδιαφέρουσα έκταση προσδιοριζόταν τυχαία ή κατά προσέγγιση. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι το όλο ακίνητο συμπεριλαμβανομένων και των επίδικων εδαφικών λωρίδων νέμονταν οι προαναφερόμενοι δικαιοπάροχοι του ενάγοντος. Συγκεκριμένα, η παραπάνω Α. Μ. από κοινού με τους συγκληρονόμους της, απώτερος δικαιοπάροχος των οποίων ήταν ο Ε. Μ., ο οποίος πέθανε το έτος 1912 χωρίς να αφήσει διαθήκη και κληρονομήθηκε από τη σύζυγο και τα τέκνα του, ανέθεταν σε τρίτους την καλλιέργεια της αμπέλου που υπήρχε σ' αυτό και τη σπορά με ζωοτροφές του υπόλοιπου τμήματος για να βόσκουν τα ζώα. Ακολούθως από το έτος 1945 περίπου και μετά, όταν πλέον είχαν αποβιώσει η σύζυγος και τα τέκνα του απώτερου δικαιοπαρόχου Ε. Μ., μεταξύ των οποίων και ο σύζυγος της Α. Μ., Ι., η τελευταία είχε τη διοίκηση του όλου ακινήτου και για λογαριασμό των δύο άλλων εναπομεινάντων συγκυρίων της Α. Π. και Ε. Π., μοναδικών εγγονών του παραπάνω απώτερου δικαιοπαρόχου. Από το παραπάνω έτος περίπου η Α. Μ. πωλούσε το χώμα του επιδίκου με το οποίο "χωμάτιζαν" τις στέγες των σπιτιών, καθόσον είχε παρόμοιες ιδιότητες με το ορυκτό μπετονίτης και χρησίμευε για να προστατεύει τα σπίτια από την υγρασία. Στη συνέχεια από το 1980 έως το 1989 και όταν ήδη από του έτους 1957 η παραπάνω είχε γίνει αποκλειστική κυρία του μείζονος ακινήτου, αγοράζοντας, όπως σημειώθηκε, τις ιδανικές μερίδες των συγκυρίων της σ' αυτό, η αδελφή της Σ. Σ. εκμίσθωνε για λογαριασμό της το επίδικο στην εταιρεία "ΥΙΟΙ Ρ. Ο.Ε.", προκειμένου η τελευταία να εναποθέτει σ' αυτό μπετονίτη (βλ. σχετ. τα από 12-6-1980, 1-7-1981 και 12-6-1984 ιδιωτικά συμφωνητικά και τα εντάλματα πληρωμής μέσω της Εμπορικής Τράπεζας). Κατά τη διάρκεια μάλιστα της εν λόγω μισθώσεως η υπό το στοιχείο Α επίδικη δίοδος διαμορφώθηκε στο πλάτος που έχει σήμερα, διότι χρησιμοποιείτο για τη διέλευση των φορτηγών αυτοκινήτων της μισθώτριας εταιρείας και την πρόσβασή τους στο ακίνητο ιδιοκτησίας Ν., που είχε και αυτό εκμισθωθεί στην ίδια εταιρεία. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι από την υπ' αριθμ. πρωτ. 2328/2-10-1996 αίτηση του ενάγοντος προς την Κοινότητα Αδάμαντα για διάνοιξη της εν μέρει υπάρχουσας αγροτικής οδού μέχρι την ιδιοκτησία του δευτέρου από τους εναγομένους δεν συνάγεται ότι πρόκειται για κάποια από τις επίδικες εδαφικές λωρίδες, δεδομένου ότι με βάση τις με όμοιο περιεχόμενο αιτήσεις των Ε. Τ. (ογδόου των εναγομένων), Ε. Β., Γ. Γ. και Μ. Τ., που έχουν ιδιοκτησίες στην ίδια περιοχή, και οι οποίες υποβλήθηκαν την ίδια χρονική περίοδο με την αίτηση του ενάγοντος (Αύγουστος 1996), πρόκειται για τον αγροτικό δρόμο που αρχίζει από την οικία Ν. Ξ. και κατευθύνεται προς βορρά. Εξάλλου θα ήταν αντίθετο στους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας να ζητείται από τον ενάγοντα η διαπλάτυνση δρόμου σε βάρος του ακινήτου του, δεδομένου ότι αυτό εξυπηρετείται πλήρως μέσω της επαρχιακής οδού Αδάμαντα - Πολλωνίων, με την οποία εφάπτεται στην ανατολική του πλευρά σε μήκος εκατό και πλέον μέτρων. Η παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται άλλωστε ούτε από τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο πραγματογνώμονας πολιτικός μηχανικός Μ. Σ., ότι δηλαδή "οι επίδικες εδαφικές λωρίδες αποτελούν αγροτικούς δρόμους, όπως αυτοί νοούνταν από αμνημονεύτων χρόνων και με τη σημερινή τους μορφή και έκταση τα τελευταία 30-40 χρόνια". Και τούτο διότι, πέραν του ότι δεν εξηγεί πώς αντιλαμβάνεται την έννοια "από αμνημονεύτων χρόνων", το περιεχόμενο της οποίας είναι μόνο αυτό που αναφέρθηκε παραπάνω, ενώ δέχεται ότι στους παλαιότερους τίτλους των όμορων του ενάγοντος ιδιοκτητών, που ο πιο παλιός από αυτούς ανάγεται στο έτος 1942, δεν αναφέρεται ως μεταξύ τους όριο δρόμος, οδηγείται αυθαίρετα στο συμπέρασμα ότι όπου στους νεότερους τίτλους (που ανάγονται στα έτη 1979 και εφεξής) αναγράφεται ως όριο δρόμος θα υπήρχε και στους παλαιότερους, από τους οποίους, σύμφωνα πάντα με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης, συνηθιζόταν να παραλείπεται η αναφορά των παρεμβαλλόμενων δρόμων ή στη θέση τους να αναγράφεται η ένδειξη άγνωστος. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, ο ενάγων έγινε κύριος των επίδικων εδαφικών λωρίδων με παράγωγο τρόπο (αγορά από την αληθινή κυρία Α. Μ. και μεταγραφή της οικείας συμβολαιογραφικής πράξεως). Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, ο ενάγων έγινε κύριος των πιο πάνω εδαφικών λωρίδων με πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία), αφού από το έτος 1912 και εφεξής αρχικά οι κατονομαζόμενοι πιο πάνω δικαιοπάροχοί του και στη συνέχεια ο ίδιος νέμονται με καλή πίστη και με βάση τους νόμιμους τίτλους, που αναφέρονται πιο πάνω, το όλο ακίνητο, ασκώντας σ' αυτό τις περιγραφόμενες πιο πάνω πράξεις νομής>>. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από το προαναφερθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της αποκτήσεως από τον ενάγοντα - αναιρεσίβλητο της κυριότητας των επιδίκων εδαφικών λωρίδων, ως τμημάτων μεγαλυτέρου ακινήτου, που είχε αποκτήσει με παράγωγο τρόπο (αγοραπωλησία), αλλά και με πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία) ως νεμηθείς ο ίδιος και οι κατονομαζόμενοι δικαιοπάροχοί του, η χρησικτησία των οποίων προσμετράται στη δική του, τις επίδικες εδαφικές λωρίδες με τα οικεία νόμιμα προσόντα από το 1912 και επέκεινα και ότι η κυριότητα αυτή δεν επηρεάστηκε από το ότι η μία από τις εδαφικές αυτές λωρίδες εχρησιμοποιείτο ως αγροτικός δρόμος από το 1970 και η δεύτερη κατά τα τελευταία πριν, από την άσκηση της αγωγής (1999) έτη, καθόσον το πρώτον αυτή εμφαίνεται στις αεροφωτογραφίες του 1998, αφού η χρήση αυτή έστω και από αόριστο αριθμό προσώπων δεν μπορεί να προσδώσει την ιδιότητα της κοινοχρησίας λόγω της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητας, η οποία απαιτεί κοινή χρήση για 80 χρόνια πριν από την ισχύ του Αστικού Κώδικα (23.2.1946). Οι αιτιολογίες αυτές επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο των παραπάνω μνημονευθεισών ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Είναι συνεπώς αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την αιτίαση της έλλειψης νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών και αντιφατικών αιτιολογιών. Περαιτέρω με τον ίδιο λόγο και υπό την επίκληση της έλλειψης νόμιμης βάσης, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση: α) ότι το αποδεικτικό της πόρισμα έρχεται σε αντίθεση με τα συμπεράσματα της εκθέσεως πραγ/νης και της εκθέσεως φωτοερμηνείας, β) ότι η παραδοχή ότι ο ενάγων έχει στην κυριότητά του έκταση επιφανείας 15.100 τ.μ. μολονότι ο τίτλος του δικαιολογεί την απόκτηση μόνο 5.000 τ.μ. με την αιτιολογία ότι είναι σύνηθες στους παλαιούς τίτλους ιδιοκτησίας όταν δηλώνεται έκταση ακαλλιέργητης ιδιοκτησίας "απλάγιο" να έχουμε έως και δεκαπλάσια διαφορά με την πραγματική είναι αυθαίρετη και γ) ότι δεν εξηγεί, αναφερόμενη στις πράξεις νομής του ενάγοντα - αναιρεσίβλητου και των δικαιοπαρόχων του, που εξικνούνται μέχρι το 1912, γιατί ενώ αρχικά αναφέρεται σε ακαλλιέργητη έκταση, στη συνέχεια αναφέρεται σε καλλιεργημένο τμήμα του ακινήτου, χωρίς να προσδιορίζει που ήταν η άμπελος ή το ακαλλιέργητο τμήμα που έσπερναν για ζωοτροφή, ενώ καταλήγει αυθαίρετα στο συμπέρασμα ότι η έκταση που ανήκει στη δικαιοπάροχο του αναιρεσιβλήτου ήταν 15.100 τ.μ. Οι αιτιάσεις αυτές, υπό το εκτιθέμενο περιεχόμενό τους, είναι απαράδεκτες, γιατί αφορούν σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, σε μη αιτιολόγηση της αποδοχής ή μη των αποδεικτικών μέσων και δη της εκθέσεως πραγ/νης και των μαρτυρικών καταθέσεων και στη μη επάρκεια και πειστικότητα των επιχειρημάτων, με βάση τα οποία το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, και συνακόλουθα πλήττουν την μη υποκείμενη στον έλεγχο του Αρείου Πάγου ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. γ' του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση του εγγράφου, όταν από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Η εν λόγω επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του αποδεικτικού μέσου (ΟλΑΠ 23/2008). Καμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (ΟλΑΠ 2/2008) η κατ' άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (ΟλΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Εξάλλου, ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο τη βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔικ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων των αναιρεσειόντων -εναγομένων και δη της 90χρονης Τ. Α. και του Ν. Τ., καθώς και την από Φεβρουαρίου του 2009 "Έκθεση Φωτοερμηνευτικής Έρευνας" του αγρονόμου - τοπογράφου μηχανικού Χ. Ι., από τα οποία αποδεικτικά μέσα προέκυπτε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα, τόσο ως προς τη χρονική διάρκεια της χρήσεως του ενός επίδικου δρόμου, που είναι μεγαλύτερη των 80 ετών πριν από την ισχύ του Αστικού Κώδικα, όσο και ως προς την απεικόνιση στις α/φ του δεύτερου δρόμου, που εμφαίνεται και σε εκείνες των ετών 1983, 1972 και 1960, πέραν των όσων έχουν γίνει δεκτά για την απεικόνισή του στην α/φ του 1998. Ο λόγος αυτός, από το προεκτεθέν περιεχόμενό του είναι απαράδεκτος, καθόσον οι αιτιάσεις του αφορούν, στο ότι το δικαστήριο δεν συνήγαγε από τα επίμαχα αποδεικτικά μέσα, το κατά την άποψη των αναιρεσειόντων αποδεικτικό πόρισμα και συνακόλουθα πλήττει την, κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως και κατά το δεύτερο σκέλος της δεύτερης αιτίασης, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την ίδια διάταξη αιτίαση, γιατί το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του κατά τον σχηματισμό του πορίσματός του ως προς τη μορφή των επιδίκων εδαφικών λωρίδων, τα υπ' αριθμ. .../21.7.1988 και .../5.2.2.1979 συμβόλαια γονικής παροχής και πωλήσεως αντίστοιχα του συμβολαιογράφου Μήλου Ιωάννη Νοστράκη, καθώς και το υπ' αριθμ. .../18.7.1996 συμβόλαιο της συμβ/φου Μήλου Σεβαστής Κυράνη. Ο λόγος αυτός κατά το ερευνώμενο μέρος του, είναι απαράδεκτος γιατί δεν έχει γίνει σαφής και ορισμένη επίκληση των αποδεικτικών αυτών μέσων και ειδικότερα όσον αφορά το υπ' αριθμ. .../18.7.1996 συμβόλαιο δεν έχει γίνει καμιά επίκλησή του στο Εφετείο, ενώ όσον αφορά τα δύο άλλα συμβόλαια δεν έχει γίνει νόμιμη, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, επίκλησή τους (στο Εφετείο) με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των πρωτοδίκων προτάσεων, οι οποίες είχαν συρραφεί στις προτάσεις του Εφετείου, πράγμα το οποίο δεν καλύπτει τις απαιτήσεις του νόμου και δη των διατάξεων των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β', 346 και 453 του ΚΠολΔ για σαφή και ορισμένη επίκληση του εγγράφου (ΟλΑΠ 23/2008, ΟλΑΠ 14-15-16/2005, ΟλΑΠ 9/2000). Ενόψει τούτων οι παραπάνω λόγοι (πρώτος και τέταρτος - 2η αιτίαση - 2ο σκέλος) πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι. Επειδή κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔικ είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α)για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση των λόγων της αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης, να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και χρόνος πρότασης ή επαναφοράς του στο Εφετείο. Εξάλλου η κατά το άρθρο 281 ΑΚ ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος ως αφορώσα στην προστασία ιδιωτικών δικαιωμάτων είναι στην εξυπηρέτηση του ιδιωτικού συμφέροντος και όχι άλλου ανώτερου κοινωνικού σκοπού (ΟλΑΠ 1520/2010), δεν πληροί το πραγματικό της διατάξεως του άρθρου 562 παρ. 2γ ΚΠολΔικ, ώστε να μπορεί να ληφθεί υπόψη αυτεπάγγελτα. Περαιτέρω η ένσταση αυτή αποτελεί "πράγμα" κατά την έννοια της διατάξεως του αρ. 8 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ και η μη εξέτασή της ιδρύει τον από την εν λόγω διάταξη αναιρετικό λόγο, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής της (ΟλΑΠ 2/2001). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως και με αιτιάσεις από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ και όχι από την επικαλουμένη διάταξη του αριθμού 1 του ίδιου άρθρου, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε αυτεπάγγελτα υπόψη την από το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστική άσκηση του καταχθέντος σε δίκη δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου ενάγοντος "καθόσον οι επίδικοι δρόμοι δεν υπήρχαν μεν στην ίδια κατεύθυνση και στην ίδια θέση από αμνημονεύτων ετών, πλην όμως οι επίδικοι αυτοί χώροι είχαν αφεθεί για να χρησιμεύσουν ως κοινοτικοί δρόμοι μακροχρόνια με την ανοχή ή πολύ περισσότερο με τη επιθυμία του αναιρεσίβλητου, με αποτέλεσμα να καταστούν κοινόχρηστοι και το ασκούμενο δικαίωμα που τείνει στην ανατροπή της καταστάσεως που έχει δημιουργηθεί και που συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τους αναιρεσείοντες να ενέχει κατάχρηση". Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσον ούτε στο αναιρετήριο αναφέρεται, ούτε από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως και των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) ότι είχε γίνει νόμιμη επίκληση της επίμαχης ενστάσεως και των περιστατικών που την στηρίζουν στα δικαστήρια της ουσίας (υποβολή στο πρωτοβάθμιο και νόμιμη επαναφορά της στο δευτεροβάθμιο - ΟλΑΠ 14-15-16/2005) και δεν συντρέχει, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, καμμιά, από τις προβλεπόμενες στην παρ. 2 του άρθρου 562 ΚΠολΔικ εξαιρετική περίπτωση. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός (τρίτος) πρέπει να απορριφθεί. Επειδή ο από τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στη ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά, από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου. Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να το εξαίρει αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος (ΟλΑΠ 2/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια ότι το Εφετείο α) "δεν απέδωσε στην από 2.10.1996 αίτηση του αναιρεσίβλητου προς την τότε Κοινότητα Αδάμαντα, τη νομική αξία και τη σημασία που της άρμοζε, αλλά αντίθετα της απέδωσε αυθαίρετα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που πραγματικά είχε" θεωρώντας ότι η αίτηση αυτή αφορούσε διαφορετικό δρόμο από τους επίδικους, ενώ από το συνδυασμό της αιτήσεως με τις αιτήσεις που έχουν υποβάλει άλλοι, κατονομαζόμενοι στην απόφαση ιδιοκτήτες και με την έκθεση της φωτοερμηνευτικής έρευνας του Χ. Ι., προκύπτει ότι αυτή (αίτηση) αφορά τους επίδικους δρόμους, β) ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο των υπ' αριθμ. .../1942, .../1981, .../1979, .../1979, .../ 1980, .../1980, .../1990, .../1990, .../1988, .../1989 και 2960/1996 συμβολαίων των συμβ/φων Μήλου Αναστασίου Νοστράκη το πρώτο και Ιωάννη Νοστράκη τα υπόλοιπα, που αφορούν σε τίτλους ιδιοκτησίας των ομόρων με τα επίδικα ακινήτων, με το να δεχθεί ότι εφόσον στα συμβόλαια αυτά φέρεται ως όμορη ιδιοκτήτρια η άμεση δικαιοπάροχος του αναιρεσίβλητου Α. Μ., συνάγεται ότι οι επίδικες εδαφικές λωρίδες δεν είχαν την μορφή δρόμου, καθόσον στην περίπτωση αυτή ως όριο θα αναφερόταν ο δρόμος. Ο λόγος αυτός αφορά σε εκτιμητικά και όχι σε διαγνωστικά λάθη και είναι απαράδεκτος και κατά τις δύο αιτιάσεις του και δη κατά την πρώτη γιατί αυτή αφορά στην αξιολόγηση της επίμαχης αιτήσεως και στο συμπέρασμα που προέκυψε από τη συνεκτίμησή της με τα λοιπά κατονομαζόμενα αποδεικτικά μέσα και κατά τη δεύτερη γιατί αφορά στην εκτίμηση του περιεχομένου των συμβολαίων και του εξαχθέντος από την εκτίμηση αυτή συμπεράσματος. Προσέτι οι αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες και γιατί το δικαστήριο, κατά τη διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος, συνεκτίμησε τα έγγραφα αυτά από κοινού με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα και δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο σ' αυτά. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (άρθρα 176, 180 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔικ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 8.4.2011 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 274/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μεταβίβαση ακινήτου παραγώγως(αγορά) και πρωτοτύπως (τακτική και έκτακτη χρησικτησία) 1033, 1041, 1045, 1051, 974 ΑΚ. Κοινοχρησία δρόμου κατά ΒΡΔ. Ο αναιρετικός λόγος του αρθρ559 αρ 19 δεν ιδρύεται αν οι αιτιάσεις αφορούν σε κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, στη μη αιτιολόγηση των αποδειχθέντων και στην επάρκεια και αξιολόγηση των επιχειρημάτων. Άρθρο 559 αρ. 11. Δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο δεν απέδωσε στα αποδεικτικά μέσα τη βαρύτητα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτά έχουν. Η ένσταση καταχρήσεως δεν προβάλλεται το πρώτον στον Άρειο Πάγο. Αφορά στην προστασία ιδιωτικών δικαιωμάτων και στην εξυπηρέτηση του ιδιωτικού συμφέροντος και όχι στη δημόσια τάξη. Άρθρο 559 αρ. 20. για την ίδρυση του λόγου πρέπει να υφίσταται διαγνωστικό και όχι εκτιμητικό λάθος ενώ προσέτι το δικαστήριο πρέπει να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά και κατά κύριο λόγο στο έγγραφο που φέρεται ότι παραμορφώθηκε όχι δε και όταν απλώς το συνεκτίμησε μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα χωρίς να το εξαίρει για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος.
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Αποδεικτικά μέσα, Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 1366/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Κ. συζ. Ι. Μ., το γένος Σ. Μ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Ποντίκα. Του αναιρεσιβλήτου: Γ. Ζ. του Ζ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μελπομένη Κουτσοδόντη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/12/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Γρεβενών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 45/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 200/2011 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα την από 20/11/2012 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 5/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ O κατά το άρθρο 559 αρ. 11 περ. 11 γ' του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ότι το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν δεν ιδρύεται και προβαλλόμενος είναι αβάσιμος όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Εξάλλου, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του ίδιου ΚΠολΔ η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν ελέγχεται από τον 'Αρειο Πάγο, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή αν υπάρχει λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 559 αρ. 19 και 20. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο, ήτοι οικόπεδο εμβαδού 209,07 τ.μ. που βρίσκεται στον οικισμό της Σαμαρίνας Ν. Γρεβενών, περιήλθε στην κυριότητα του αναιρεσιβλήτου με έκτακτη χρησικτησία, αφού τουλάχιστον από το έτος 1950 ενέμοντο το ακίνητο αυτό, με τις αναφερόμενες πράξεις νομής (φυσικής εξουσίας διανοία κυρίων), ο πατέρας του αναιρεσιβλήτου Ζ. Ζ. και η αδελφή του Κ. Ζ. μέχρι το έτος 1970, οπότε παραχώρησαν ατύπως το επίδικο στον αναιρεσίβλητο, έκτοτε δε ενέμετο τούτο με τις ίδιες πράξεις νομής ο αναιρεσίβλητος μέχρι την άσκηση της αγωγής (2007), ήτοι επί χρόνο περισσότερο της εικοσαετίας, προσμετρώντας ως εκ περισσού στον δικό του χρόνο χρησικτησίας και τον χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων του (άρθρ. 974, 1045, 1051 ΑΚ), ενώ, δέχεται το Εφετείο, η αναιρεσείουσα και οι δικαιοπάροχοί της ουδέποτε άσκησαν πράξεις νομής στο επίδικο και η πρώτη δεν έγινε κυρία του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, όπως ισχυριζόταν με την αγωγή της, η οποία και απορρίφθηκε από το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που την είχε απορρίψει ομοίως. Από την ίδια, προσβαλλόμενη, απόφαση και δη από τη διαβεβαίωση που περιέχεται σ' αυτήν ότι οι κατά τα ανωτέρω πραγματικές παραδοχές του Εφετείου αποδεικνύονται από τα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες και επικαλούμενες φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, και από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τις φωτογραφίες που είχε προσκομίσει και επικαλεστεί η αναιρεσείουσα-ενάγουσα για την απόδειξη του ισχυρισμού της ότι αυτή νεμόταν και χρησιδέσποζε το επίδικο. Τα αντίθετα επομένως που υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον πρώτο από το αρ. 11 γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγω της αιτήσεώς της είναι αβάσιμα. Με τον δεύτερο, φερόμενο ως επικουρικό, και υπό την επίκληση του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο της αιτήσεώς της η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι αν θεωρηθεί ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τις προαναφερθείσες φωτογραφίες, τότε έπρεπε να αναφέρει στην αιτιολογία της ότι και η ίδια (αναιρεσείουσα) προέβη στην κατασκευή ή περίφραξη στο επίδικο, που είναι ορατή στις εν λόγω φωτογραφίες, ότι η περίφραξη αυτή κατασκευάστηκε το έτος 1988, ότι στη συνέχεια ο αναιρεσίβλητος αφαίρεσε τη δική της περίφραξη και επανεκατέλαβε τη νομή του επιδίκου, από την οποία η αναιρεσείουσα τον είχε αποβάλει όταν περιέφραξε (αυτή) το επίδικο, και ότι έτσι, υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, με το να μην αναφέρει δηλαδή το Εφετείο τα ανωτέρω περιστατικά, στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών, σχετικών με το ουσιώδες ζήτημα της νομής και χρησικτησίας επί του επιδίκου. Υπό το περιεχόμενο αυτό του δεύτερου τούτου λόγου αναιρέσεως είναι προφανές ότι προσβάλλεται με αυτόν και μόνον η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου και ειδικότερα η εκτίμηση από το Εφετείο των ειρημένων φωτογραφιών που είχε προσκομίσει η αναιρεσείουσα, ως αποδεικτικών εγγράφων (άρθρ. 339, 444 παρ. 1 γ' ΚΠολΔ), επομένως δε και αφού δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρέσεις του άρθρου 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ ο εξεταζόμενος αυτός λόγος είναι απαράδεκτος, σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη και την προηγηθείσα νομική σκέψη. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20-11-2012 αίτηση της Κ. συζ. Ι. Μ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 200/2011 απόφασης του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανέλεγκτη η ουσιαστική κρίση (εκτίμηση αποδείξεων) του δικαστηρίου. Λόγος από τον αρ 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αβάσιμος. (Επικυρώνει ΕφΔυτΜακ 200/2011).
Ανέλεγκτη η ουσιαστική εκτίμηση
Ανέλεγκτη η ουσιαστική εκτίμηση.
1
Αριθμός 1364/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Μαριέττα Βλαχοπάνου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσίβλητης: Ε. Κ. του Κ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο της Ευδοξία Τζοβλά. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/10/2007 αίτηση της ήδη αναιρεσίβλητης και την από 18/11/2007 κύρια παρέμβαση του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 79/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 2/2010 του Εφετείου Αθηνών (Μεταβατική έδρα Χαλκίδας). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 6/12/2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 15/1/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τα άρθρα 1 παρ.1α και 3, 6 παρ.1-3, και 7, 9, 13,15 του ν.2664/1998, όπως ισχύουν μετά τους ν.3127/2003, 3481/2006 και 3559/2007, προκύπτει ότι όταν πρόκειται για ακίνητο το οποίο στα κτηματολογικά βιβλία και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές φέρεται ως "αγνώστου ιδιοκτήτη", ο ισχυριζόμενος ότι είναι κύριος του ακινήτου αυτού ή δικαιούχος οποιουδήποτε άλλου εγγραπτέου στο Κτηματολόγιο δικαιώματος επί του ακινήτου, και επιπλέον, κατ' αναλογική εφαρμογή της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου (6 του ν. 2664/1998), και όποιος έχει έννομο συμφέρον (π.χ. δανειστής του πραγματικού κυρίου), μπορεί, προκειμένου να διορθώσει την ανακριβή αυτή εγγραφή, να υποβάλει αίτηση ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου, δικάζοντος κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με την οποία θα ζητεί τη διόρθωση του οικείου κτηματολογικού φύλλου, ώστε αντί "άγνωστος" να αναγράφεται ο πραγματικός κύριος. Σύμφωνα δε με την παράγραφο 3 του άρθρου 6 του ίδιου νόμου, η ρυθμιστέα έννομη σχέση που επιτρέπει ο νομοθέτης να εξεταστεί κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι η ορθότητα ή μη της πρώτης εγγραφής στις σχετικές κτηματολογικές εγγραφές οι οποίες αφορούν εγγραφή που έχει καταχωρηθεί σε "άγνωστο ιδιοκτήτη" και εξετάζεται υπό την προϋπόθεση ότι ο αιτών έχει εγγραπτέο στο κτηματολόγιο δικαίωμα, το οποίο ελέγχεται παρεμπιπτόντως, αφού αποτελεί προϋπόθεση για τη ζητούμενη διόρθωση, χωρίς όμως το ζήτημα αυτό, δηλαδή η ύπαρξη ή μη του εν λόγω δικαιώματος, να καλύπτεται από την απόφαση που εκδίδεται επί της εν λόγω αίτησης με ισχύ δεδικασμένου. Τα αυτά ισχύουν και για την κύρια παρέμβαση και, συνεπώς, όποιος έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης οφείλει αφενός μεν να εκθέτει ότι έχει εγγραπτέο στο κτηματολόγιο δικαίωμα και αφετέρου να ζητεί την εγγραφή αυτού του δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία. Σύμφωνα με τα παραπάνω, δηλαδή, αντικείμενο της δίκης αυτής είναι η διαπίστωση της ύπαρξης εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής σύμφωνα με αυτή την διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητουμένου δικαιώματος, αφού η εγγραφή "αγνώστου ιδιοκτήτη" δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση αλλά ακριβώς την έλλειψη διαπίστωσης του υπάρχοντος δικαιώματος. Συνέπεια των προαναφερθέντων είναι: α) το ότι ο νόμος δεν προβλέπει την απεύθυνση της αίτησης εναντίον οποιουδήποτε, όπως του Ελληνικού Δημοσίου, του Ο.Κ.Χ.Ε. ή του Προϊσταμένου του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου ή άλλου, εάν δε τυχόν η αίτηση απευθυνθεί εναντίον τρίτου, δεν καθίσταται ο τελευταίος διάδικος από το γεγονός και μόνο τούτο, και β) το ότι δεν απαιτείται να ζητηθεί με την εν λόγω αίτηση η αναγνώριση δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, ούτε να περιληφθεί αντίστοιχη διάταξη στην απόφαση που θα εκδοθεί, καθώς αντικείμενο της δίκης που ανοίγεται δεν είναι η αυθεντική διάγνωση δικαιώματος που αμφισβητείται, ανεξαρτήτως του ότι ελέγχεται ως προϋπόθεση η ύπαρξη συγκεκριμένου δικαιώματος για την ζητούμενη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Γι' αυτό άλλωστε η διάταξη του άρθρου 6 παρ.3 του ν. 2664/1998, όπως αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.2 του ν. 3481/2006, αναφέρεται μόνο στη διόρθωση της πρώτης εγγραφής και όχι και στην αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την εγγραφή αυτή όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 του ν.2664/1998 στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Εξάλλου ο κατά το άρθρο 559 αρ. 1 εδ. α' του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, εσωτερικού ή διεθνούς. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα (Ολομ. ΑΠ 4/2005), η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολομ. 7-8/2006). Εν προκειμένω η αναιρεσίβλητη άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδος την από 11-10-2007 αίτησή της με την οποία ζήτησε να διορθωθεί η πρώτη εγγραφή στο Κτηματολογικό Γραφείο Χαλκίδας, όπου φέρεται υπό τον Κωδικό Αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) … ως αγνώστου ιδιοκτήτη, του αναφερόμενου στην αίτηση οικοπέδου, εμβαδού 693,10 τ.μ., που βρίσκεται στο Δ.Δ. Αγ. Νικολάου του Δήμου Ληλαντίων Χαλκίδος και το οποίο είχε περιέλθει σ'αυτήν με το υπ' αριθμ. .../22-6-1995 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, νομίμως μεταγεγραμμένο. Στη δίκη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που διεξήχθη κατά την εκουσία δικαιοδοσία, το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την από 18-11-2007 κύρια παρέμβασή του, με την οποία, ισχυριζόμενο ότι το εγγραπτέο ακίνητο ανήκει στο ίδιο (Ελληνικό Δημόσιο), ως βρισκόμενο εντός των εκβολών του ποταμού Λήλαντα και έχον επομένως τον χαρακτήρα δημοσίου κτήματος, ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση της αναιρεσείουσας και να διορθωθεί η προαναφερθείσα πρώτη εγγραφή του επιδίκου ως αγνώστου ιδιοκτήτη ώστε να αναγραφεί τούτο ως ιδιοκτησία του παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου. Από το περιεχόμενο και το ανωτέρω αίτημα της κύριας παρέμβασης του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου προκύπτει ότι πρόκειται για κύρια παρέμβαση του ασκήθηκε στα πλαίσια της εκούσιας δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις προρρηθείσες διατάξεις, κατά την οποία (εκούσια δικαιοδοσία) είχε εισαχθεί η αίτηση της αναιρεσίβλητης, και δεν εισήγαγε (η παρέμβαση) διαγνωστική δίκη. Κατά συνέπειαν η κύρια αυτή παρέμβαση είναι νόμιμη, σύμφωνα με τις ίδιες (προρρηθείσες) διατάξεις, οι οποίες και ήταν εφαρμοστέες εν προκειμένω (και) ως προς την κύρια παρέμβαση του αναιρεσείοντος, και το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ως μη νόμιμη την κύρια παρέμβαση και την απέρριψε γι'αυτόν τον λόγο, παραβίασε τις ανωτέρω διατάξεις και υπέπεσε έτσι στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 του ΚΠολΔ, όπως βάσιμα το αναιρεσείον υποστηρίζει με τον πρώτο, από τη διάταξη αυτή, λόγο της αιτήσεώς του. Και πρέπει, κατά παραδοχήν αυτού του λόγου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη αυτή απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρο 580§3 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, κατά το νόμιμο αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 22 ν.3693/57). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 2/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών (Μεταβατική Έδρα Χαλκίδας). Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση για διόρθωση πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία ακινήτου που φέρεται ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας. Παρέμβαση του Ελληνικού Δημοσίου για διόρθωση της πρώτης εγγραφής, ώστε το ακίνητο να γραφεί ως ανήκον στο δημόσιο(κοίτη ποταμού.) Νόμιμη η παρέμβαση. Πότε δημιουργείται ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμ 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (Αναιρεί ΕφΑθ/ΜεταβΕδραΧαλκ 2/2010).
Παρέμβαση
Παρέμβαση, Διόρθωση εγγραφής σε κτηματολογικό βιβλίο.
0
Αριθμός 1363/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Δ. Τ. του Λ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Χατζηκωνσταντή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Γ. Σ. του Κ., κατοίκου ..., 2)Π. Σ. του Κ., κατοίκου ..., και 3)Ά. Σ. του Κ., κατοίκου .... Η 3η παραστάθηκε αυτοπροσώπως με την ιδιότητά της ως δικηγόρου και οι 1ος και 2ος εκπροσωπήθηκαν από την ίδια ως άνω πληρεξούσια δικηγόρο τους. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3/6/1999 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Σάμου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 193/2000 μη οριστική, 54/2007 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 83/2012 του Εφετείου Αιγαίου (Μεταβατική έδρα Σάμου). Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21/2/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 6/1/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η 3η αναιρεσίβλητη ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική της δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους πλήττεται παραδοχή ή αιτιολογία της απόφασης η οποία δεν στηρίζει το διατακτικό της απορρίπτονται ως αλυσιτελείς, αφού και υπό την εκδοχή της τυχόν βασιμότητάς τους δεν οδηγούν στην ανατροπή (αναίρεσης) της απόφασης. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων, που εισήλθε για πρώτη φορά την 30-9-1994 στα επίδικα δύο τμήματα πρώην ενιαίου ακινήτου, που βρίσκονται στον οικισμό "Φάρος" Ικαρίας και των οποίων (τμημάτων) τη νομή είχαν η δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων-εναγομένη, μητέρα τους, και η μητέρα εκείνης από το έτος 1960, δυνάμει κληρονομικής διαδοχής, μέχρι τον θάνατό της, από την οποία (νομή) την απέβαλε ο (αναιρεσείων), που όμως την ανέκτησαν αμέσως με την αναφερόμενη τελεσίδικη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, ουδέποτε άσκησε (ο αναιρεσείων) πράξεις νομής στα τμήματα αυτά μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής του (1994) και δεν έγινε έτσι κύριος των επιδίκων με πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή με χρησικτησία, ούτε με παράγωγο, μη έχοντας τίτλον κυριότητας για τα επίδικα. Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο απέρριψε την ένδικη αναγνωριστική της κυριότητας επί των επιδίκων αγωγή του αναιρεσείοντος ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η αγωγή ως αναπόδεικτη, επειδή δηλ. δεν αποδείχθηκε ότι ο αναιρεσείων απέκτησε την κυριότητα επί των επιδίκων με τους αναφερόμενους στην αγωγή τρόπους, όχι δε κατά παραδοχήν ενστάσεως ιδίας κυριότητας της εναγομένης, η οποία άλλωστε (παραδοχή ενστάσεως) προϋποθέτει κατάφαση (παραδοχή) προϋπάρχουσας κυριότητας του ενάγοντος που καταλύθηκε μεταγενεστέρως (ένσταση ιδίας κυριότητας). Η περαιτέρω αναφορά του Εφετείου ότι τουναντίον την κυριότητα των επιδίκων απέκτησε η δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων-εναγομένη με παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή), αλλά και με πρωτότυπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία), προφανώς και δεν στηρίζει, ως παραδοχή (αιτιολογία), το κατά τα ανωτέρω απορριπτικό διατακτικό τής αναιρεσιβαλλομένης, ώστε να μπορεί λυσιτελώς (αποτελεσματικά) να προβληθεί με λόγον αναιρέσεως. Επομένως οι δύο λόγοι της υπό κρίση αιτήσεως, με τους οποίους και υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 1 και 19, αντίστοιχα, του ΚΠολΔ προσάπτονται στην αναιρεσιβαλλομένη οι αναιρετικές πλημμέλειες ότι με τις προαναφερθείσες παραδοχές της για την κυριότητα της εναγομένης αφ' ενός παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1041 του ΑΚ που ορίζει τις προϋποθέσεις της τακτικής χρησικτησίας, αφ' ετέρου διέλαβε ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τον παράγωγο, αλλά και τον πρωτότυπο τρόπο κτήσεως της κυριότητας από την εναγομένη στα επίδικα, είναι (οι ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως), σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, απορριπτέοι ως αλυσιτελείς. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21-2-2013 αίτηση του Δ. Τ. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 83/2012 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου Μεταβατική έδρα Σάμου. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.- ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Μαΐου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι που πλήττουν παραδοχές της αναιρεσιβαλομένης, οι οποίες δεν στηρίζουν το διατακτικό της, απορρίπτονται ως αλυσιτελείς. (Επικυρώνει ΕφΑιγ/ΜετΕδρΣάμου 83/2012).
Χρησικτησία
Κληρονομία , Χρησικτησία.
2
Αριθμός 1362/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Δ. Χ. του Αποστόλου, κατοίκου Δ.Δ. Αλιστράτης Δήμου Νέας Ζίχνης Νομού Σερρών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Πεχλιβάνη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοικήσεως (Ο.Τ.Α.) με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΝΕΑΣ ΖΙΧΝΗΣ" και έδρα τη Νέα Ζίχνη Νομού Σερρών, νόμιμα εκπροσωπούμενου, με την ιδιότητά του ως οιονεί καθολικού διαδόχου του πρώην ΔΗΜΟΥ ΑΛΙΣΤΡΑΤΗΣ Νομού Σερρών, ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13/8/2009 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Δράμας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 46/2010 του ίδιου Δικαστηρίου, 36/2011 μη οριστική και 15/2013 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Δράμας. Την αναίρεση των τελευταίων αποφάσεων ζητεί ο αναιρεσείων με την από 10/6/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 15/1/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 568§4 και 576§2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως απουσιάζει ο αναιρεσιβλητος και ο αναιρεσείων που επισπεύδει τη συζήτηση έχει επιδώσει σ' αυτόν αντίγραφο του κατατεθέντος δικογράφου της αιτήσεως με κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο που έχει οριστεί, ο Άρειος Πάγος προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία του κλητευθέντος αναιρεσίβλήτου. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, ο αναιρεσίβλητος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Όπως δε προκύπτει από την υπ' αριθμ. 11372/29-10-2013 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Σερρών Ελένης Αγοραστού, την οποία ο αναιρεσείων προσκομίζει και επικαλείται, ο τελευταίος επέδωσε στον αναιρεσίβλητο, νόμιμα και εμπρόθεσμα, αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη, με την οποία ορίζεται η ανωτέρω δικάσιμος προς συζήτησή της, και με κλήση για να παραστεί κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία του κλητευθέντος, ως ανωτέρω, αναιρεσιβλήτου. ΙΙ. Κατά το άρθρο 28 του ν. 1337/1983 "Επέκταση πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη, κλπ.", "Ιδιωτικοί δρόμοι, πλατείες και λοιποί χώροι κοινής χρήσεως που έχουν σχηματισθεί με οποιοδήποτε τρόπο έστω και κατά παράβαση των κειμένων πολεοδομικών διατάξεων και που βρίσκονται μέσα σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεων, θεωρούνται ως κοινόχρηστοι χώροι και ανήκουν στον οικείο Δήμο ή Κοινότητα. Για τους χώρους αυτούς δεν οφείλεται καμία αποζημίωση λόγω ρυμοτομίας. Σε περίπτωση όμως που οι χώροι αυτοί καταργούνται με το σχέδιο πόλεως, προσκυρώνονται κατά τις κείμενες διατάξεις". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ιδιωτικά ακίνητα αποκτούν την ιδιότητα του κοινοχρήστου χωρίς την καταβολή αποζημίωσης, εφόσον : α) προβλέπονται από το εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως ως κοινόχρηστοι χώροι και β) η κοινοχρησία είναι αποτέλεσμα της βούλησης του ιδιοκτήτη (ρητής ή συναγόμενης εμμέσως από τις ενέργειες του) ή προκύπτει από πραγματική κατάσταση που διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, κατ' ανοχή του ιδιοκτήτη. Έτσι, για τη μετάθεση της κυριότητας ακινήτων υπέρ του οικείου Ο.Τ.Α. δεν αρκεί οποιαδήποτε ενέργεια διάθεσης του ακινήτου στην κοινή χρήση, αλλά πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται παρεμπιπτόντως από τη Διοίκηση και κρίνεται οριστικώς από τα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια. Συνεπώς, εφόσον συντρέχουν οι άνω προϋποθέσεις του άρθρου 28 του ν. 1337/1983 επέρχεται μετάθεση της κυριότητος υπέρ του οικείου Δήμου ή Κοινότητας, αδιαφόρως αν το ακίνητο είχε τεθεί σε κοινή χρήση πριν ή μετά την έγκριση του ρυμοτομικού σχεδίου, δεδομένου ότι τέτοια διάκριση δεν συνάγεται από την ανωτέρω διάταξη, αλλά αντιθέτως ο δικαιολογητικός λόγος που οδήγησε τον νομοθέτη να εισαγάγει αυτήν την ρύθμιση συντρέχει σε αμφότερες τις περιπτώσεις (ΑΠ 483/2010, 1151/2010, 157/2009). Εξάλλου οι κατά τα άρθρα 559 αρ.1 και 560 αρ.1 του ΚΠολΔ λόγοι αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου και των διδαγμάτων της κοινής πείρας δεν ιδρύονται, αντίστοιχα, όταν το δικαστήριο εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, η (και) όταν δεν εφαρμόζει κανόνα, του οποίου, ενόψει των ίδιων παραδοχών, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, και όταν τα διδάγματα της κοινής πείρας που φέρεται ότι παραβιάστηκαν αναφέρονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και δεν αφορούν την εφαρμογή των κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ'αυτούς. Τέλος, οι λόγοι αναιρέσεως που προβλέπονται κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων και των πρωτοδικείων που εκδίδονται επί εφέσεων κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων αναφέρονται περιοριστικώς στο άρθρο 560 του ΚΠολΔ, μεταξύ δε των λόγων αυτών δεν περιλαμβάνονται και αν προβληθούν είναι απαράδεκτοι, αντίστοιχα, εκείνοι του άρθρου 559 αρ.10, 11, 12, 13 και 19 του ΚΠολΔ. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ'αριθμ.15/2013 οριστική, και την συμπροσβαλλόμενη υπ'αριθμ.36/2011 παρεμπίπτουσα απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Δράμας, που εκδόθηκαν επί εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της υπ'αριθμ.46/2010 απόφασης του Ειρηνοδικείου Δράμας, το δικαστήριο που τις εξέδωσε δέχθηκε ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα υπό τα στοιχεία Ε2 του αναφερόμενου τοπογραφικού διαγράμματος, πλάτους 2,38 μ. και συνολικού εμβαδού 82,83 τ.μ., αποτελεί τμήμα του υπ'αριθμ. … αγροτεμαχίου του αγροκτήματος Αλιστράτης Σερρών, εκτάσεως (του αγροτεμαχίου) 6750 τ.μ., που ανήκει κατά τα 5/20 εξ αδιαιρέτου στον αναιρεσείοντα, ότι η εδαφική αυτή λωρίδα - ιδιωτικός δρόμος, με την οποία συνορεύει το αναφερόμενο διαιρετό τμήμα, εμβαδού 1053,77 τ.μ., του αγροτεμαχίου, που περιήλθε (το τμήμα) κατά νομήν και κατοχή στον αναιρεσείοντα μετά από άτυπη διανομή του όλου αγροτεμαχίου το έτος 1972, χαρακτηρίστηκε από το ρυμοτομικό σχέδιο του οικισμού Αλιστράτης του έτους 1971, εντός των ορίων του οποίου βρίσκεται, ως δημοτική οδός, χωρίς να έχει καταργηθεί μέχρι σήμερα, όπως προκύπτει από το απόσπασμα διαγράμματος ρυμοτομίας και διανομής του συνοικισμού Αλιστράτης του έτους 1971, που κυρώθηκε με το ν.δ.1189/1972, με αποτέλεσμα να αποτελεί δημοτική οδό ήδη από το έτος 1971, προορισμένη να εξυπηρετεί τους κυρίους των υπ'αριθμ. …, … και … όμορων οικοπέδων και προκειμένου να κατατμηθούν το καθένα από αυτά σε δύο μικρότερα οικόπεδα με πρόσοψη σε δημοτική οδό, και ότι κατά συνέπειαν, δέχεται το δικαστήριο, η ειρημένη υπό τα στοιχεία Ε2 εδαφική λωρίδα περιήλθε στην κυριότητα του αναιρεσιβλήτου Ο.Τ.Α., έχοντας αποκτήσει (η επίδικη εδαφική λωρίδα) την ιδιότητα του κοινόχρηστου χώρου κατά την προρρηθείσα διάταξη του άρθρου 28 του ν.1337/1983, χωρίς να απαιτείται προς τούτο καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης. Και βάσει των παραδοχών αυτών το Πολυμελές Πρωτοδικείο Δράμας, με επικύρωση κατά τούτο της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, απέρριψε ως προς την ανωτέρω επίδικη εδαφική λωρίδα την ένδικη διεκδικητική αγωγή του αναιρεσείοντος κατά του αναιρεσιβλήτου Ο.Τ.Α. Ενόψει των ιδίων αυτών παραδοχών του δικαστηρίου της ουσίας συνέτρεχαν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 28 του ν.3337/1983 για την απόκτηση της ιδιότητας κοινόχρηστου χώρου της επίδικης εδαφικής λωρίδας και την περιέλευσή της στον αναιρεσίβλητο Δήμο χωρίς καταβολή αποζημιώσεως, την οποία διάταξη επομένως και δεν παραβίασε το δικαστήριο με την εφαρμογή της, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των οικείων περί αποζημιώσεως λόγω ρυμοτομίας διατάξεων του ισχύοντος τότε ν.δ. 797/1971 (μετέπειτα ν.2882/2001) περί αναγκαστικών απαλλοτριώσεων σε συνδυασμό με το ν.δ. της 17.7/16.8.1923, τις οποίες και δεν παραβίασε το δικαστήριο με την μη εφαρμογή τους. Κατά συνέπειαν τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον πρώτο, αλλά και εν μέρει με τον πέμπτο, μέρος δεύτερο, από τον αριθμ.1 του άρθρου 559 (αληθώς 560) του ΚΠολΔ λόγο της αιτήσεώς του, είναι αβάσιμα, ενώ κατά τα λοιπά ο τελευταίος αυτός λόγος, από τον αριθμ.1β'του άρθρου 559 (560) του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος, αφού τα φερόμενα με τον λόγο αυτόν ως παραβιασθέντα διδάγματα της κοινής πείρας αναφέρονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και δεν αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ούτε την υπαγωγή πραγματικών γεγονότων σ'αυτούς. Με τους λοιπούς λόγους του αναιρετηρίου προσάπτονται στην αναιρεσιβαλλομένη αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 10, 11, 12, 13 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, οι οποίοι ή αντίστοιχοι των οποίων δεν προβλέπονται, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, για τις αποφάσεις των ειρηνοδικείων και των πρωτοδικείων, ως εφετείων, κατά συνεπείαν δε οι λόγοι αυτοί είναι απαράδεκτοι. Κατ'ακολουθίαν πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη, και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (αρθρ.495 παρ.4 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-6-2013 αίτηση του Δ. Χ. για αναίρεση των υπ'αριθμ.15/2013, οριστικής, και 36/2011, παρεμπίπτουσας, αποφάσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Δράμας. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείου του κατατεθέντος παραβόλου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 6η Μαΐου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 18η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κοινόχρηστα πράγματα κατά το άρθρο 28 ν. 1337/1983 - προϋποθέσεις. Λόγος αναιρέσεως αυτού του αρ. 1 του αρθρ 560 ΚΠολΔ αβάσιμος. (Επικυρώνει ΠολΠρΔρ 15/2013).
Πράγματα κοινόχρηστα
Πράγματα κοινόχρηστα.
0
Αριθμός 1360/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1) Η. Φ. του Α., κατοίκου ... και 2) Θ. Φ. του Α., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Εμμανουηλίδη. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Π. Ρ. του Γ., κατοίκου ..., 2) Γ. Μ. του Σ., κατοίκου ... και 3) Ι. Β. του Α., κατοίκου .... Οι 1ος και 2ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Σουρή και ο 3ος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, με την ιδιότητά του ως δικηγόρου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-12-1990 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και την από 14-10-1991 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων και του Η. Β., που δεν είναι διάδικος στη δίκη αυτή, οι οποίες κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Νάξου και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 39/1994 μη οριστική, 7/1997 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 168/1988, 268/2002 μη οριστικές, 315/2005 οριστική και 144/2006 διορθωτική αυτής του Εφετείου Αιγαίου. Κατά των αποφάσεων αυτών ασκήθηκε αναίρεση και εκδόθηκε η 773/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε ως προς τους ήδη αναιρεσίβλητους την 315/2005 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου, όπως διορθώθηκε με την 144/2006 απόφαση του ίδιου δικαστηρίου και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την απόφαση που αναιρέθηκε. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 337/2010 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου, η οποία διορθώθηκε με την 187/2011 απόφαση του ιδίου ως άνω δικαστηρίου. Την αναίρεση των αποφάσεων αυτών ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 27-9-2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 24-1-2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων και ο 3ος αναιρεσίβλητος την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με την εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρμοσθεί, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο για την κρίση του ως προς το νόμω βάσιμο της αγωγής είτε αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί, είτε αρκέστηκε σε λιγότερα, ενώ αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση του αιτήματος, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αρ.8 και 14 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω από το άρθρο 1094 ΑΚ συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής, είναι μεταξύ άλλων, ο ενάγων να αναφέρει ότι κατέστη κύριος για ορισμένη αιτία, παράγωγη η πρωτότυπη και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχός του, ήταν κύριος του ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό κατά θέση, έκταση και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Αν η αγωγή έχει ως βάση την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία για την πληρότητα του δικογράφου, πρέπει ο ενάγων, εκτός από τα παραπάνω στοιχεία να αναφέρει τις πράξεις νομής στο ακίνητο του ίδιου και αν συντρέχει περίπτωση προσμέτρησης νομής και εκείνες των δικαιοπαρόχων του, χωρίς να απαιτείται ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της συνεκδικασθείσας με αναγνωριστική αγωγή των αναιρεσειόντων διεκδικητικής αγωγής των αναιρεσιβλήτων (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ) διαλαμβάνεται σ’ αυτήν ότι οι ενάγοντες έχουν γίνει συγκύριοι, κατά τα αναφερόμενα σ’ αυτή για καθένα τους, ποσοστά εξ αδιαιρέτου του λεπτομερώς περιγραφομένου και κειμένου στη θέση "Άγιος Ανδρέας" ή "Τούρκος" της Κοινότητας Πύργου νήσου Θήρας ακινήτου με παράγωγο τρόπο και δη αγορά από κύριο, καθώς και με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, αφού ο ίδιος όπως και οι άμεση και η απώτερη δικαιοπάροχός τους το είχαν αποκτήσει το 1926 και 1915, αντίστοιχα, με νόμιμα μεταγεγραμμένους τίτλους, ενώ προσδιορίζονται και οι πράξεις νομής μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (συνεισφορά σε εταιρεία το 1926, χρησιδάνειο το 1975). Επομένως η αγωγή, τόσο κατά τον τρόπο κτήσεως της συγκυριότητας των εναγόντων, όσο και των δικαιοπαρόχων τους, καθώς και ως προς την απόκτηση της κυριότητάς της άμεσης και απώτερης δικαιοπαρόχου τους, περιείχε τα κατά νόμο στοιχεία και ήταν ορισμένη. Ενόψει τούτων το Εφετείο δεν αρκέστηκε σε λιγότερα από όσα στη νομική σκέψη και στις οικείες περί χρησικτησίας διατάξεις απαιτούνται, για το ορισμένο της διεκδικητικής, με πρωτότυπο τρόπο κτήσεως κυριότητας αγωγής, τα οποία επαρκώς και κατά το πραγματικό τους μέρος προσδιοριζόντουσαν στην αγωγή και γι’ αυτό οι ερευνώμενες από τις διατάξεις των αριθμών 1 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αιτιάσεις πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, ενώ περαιτέρω δεν στοιχειοθετείται ούτε και η από τη διάταξη του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου επικαλούμενη αιτίαση, αφού ο επικληθείς περί αοριστίας από τους εκκαλούντες - αναιρεσείοντες ισχυρισμός, που επαναφέρθηκε στο Εφετείο με λόγο εφέσεως λήφθηκε υπόψη και ως εκ του πράγματος απορρίφθηκε. Ενόψει τούτων ο πρώτος λόγος της αναιρέσεως, με την επικεφαλίδα "Κεφάλαιο Α" πρέπει να απορριφθεί, καθώς και η ταυτόσημη υπό στοιχ.9 αιτίαση του όγδοου λόγου (Κεφάλαιο Η) . Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα, για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση με τον παράγωγο αυτό τρόπο της κυριότητας του ακινήτου, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της. Εξ ετέρου από τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045 και 1051 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με δυνατότητα του νομέα να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής αποτελούν, όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς πάνω σ’ αυτά πράξεις, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του, τέτοιες δε πράξεις μεταξύ άλλων είναι η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η παραχώρηση σε άλλον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη κ.α., χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. Εξάλλου κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ.1 Κωδ. (7.39), 9 παρ.1 βας. (50.14), 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ.3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες, κατά το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για τον πριν από την εισαγωγή του ΑΚ χρόνο, μπορούσε να αποκτηθεί κυριότητα επί ακινήτου και με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν ασκήσεως επ’ αυτού νομής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί συνεχή τριακονταετία, εκείνος δε που χρησιδέσποσε, μπορούσε να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ.με εσφαλμένη υπαγωγή. Τέλος κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Εξάλλου το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται "διατυπώνεται" με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση της συνδρομής του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας του. Εξάλλου οι ίδιοι λόγοι αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρονται ότι πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττουν την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε οι λόγοι αναίρεσης θα απορριφθούν ως απαράδεκτοι, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ), το Εφετείο μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, ως προς τις συνεκδικασθείσες περί κυριότητος αναγνωριστική και διεκδικητική για το ίδιο ακίνητο, αντίστοιχα, αγωγές των αναιρεσειόντων και αναιρεσιβλήτων, με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία) τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο ακίνητο είναι ένας αμπελώνας, συνολικής εκτάσεως 13.594,14 τ.μ, το οποίο βρίσκεται στη θέση "Άγιος Ανδρέας" ή "Τούρκος" ή "Πόστα" ή "Μεγάλη Πόστα" της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας Πύργου Θήρας και συνορεύει βόρεια με διερχόμενη δημόσια παλαιό δρόμο Φηρών-Πύργου και δημόσια γκρεμνά Αγίας Ειρήνης, νότια με την ιδιοκτησία πλέον Γεωργικού Συνεταιρισμού Θήρας, ανατολικά με διερχόμενη δημοτική οδό και δυτικά με "δημόσια γκρεμνά" και πέραν αυτών με εκτεινόμενη παραλία όπως ειδικότερα αυτό απεικονίζεται στο από Ιουνίου 2003 τοπογραφικό διάγραμμα του πραγματογνώμονα Γ. Κ.. Το ακίνητο αυτό αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, η οποία αρχικά ανήκε στον Κ. Ν. Μ., κάτοικο στη ζωή Πύργου Θήρας, ο οποίος απεβίωσε το έτος 1875 και κληρονομήθηκε από τις θυγατέρες του, Μ. συζ. Ν. Α. και Δ. συζ. Γ. Λ., ως μοναδικές εξ αδιαθέτου κληρονόμους του. Αυτές διένειμαν στη συνέχεια την επαχθείσα κληρονομιαία περιουσία τους, με το υπ’ αριθμ. .../1878 διανεμητήριο συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Καλλίστης Χρήστου Παπαδόπουλου, νόμιμα έκτοτε μεταγεγραμμένο. Με τη διανομή αυτή η μεν Δ. συζ. Γ. Λ. έλαβε το εμπρόσθιο προς νότο τμήμα του όλου ακινήτου που βρίσκεται σήμερα προς τη μεριά της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Θήρας, η δε Μ. συζ. Ν. Α. το υπόλοιπο προς βορρά τμήμα, δηλαδή αυτό το οποίο βρίσκεται προς την κατεύθυνση της πόλης των Φηρών. Στη συνέχεια η Μ. συζ. Ν. Α. μεταβίβασε κατά το έτος 1915 το ακίνητο της που έλαβε από την διανομή, στην ετερόρρυθμη εμπορική εταιρεία με την επωνυμία "Τεχνική εταιρεία Α. Ζ. και ΣΙΑ" που είχε την έδρα της στην Αθήνα, δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../1915 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Αθηνών Αλεξάνδρου Ζαφειροπούλου, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ακολούθως η παραπάνω εταιρεία με το υπ’ αριθμ. .../1926 συμβόλαιο του τότε συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Νίκα που νόμιμα μεταγράφηκε, μεταβίβασε το επίδικο ακίνητο με τη μορφή της εισφοράς στην Ανώνυμη Μεταλλευτική και Βιομηχανική εταιρεία "ΗΦΑΙΣΤΟΣ", με έδρα την Αθήνα, η οποία (εταιρεία) συστάθηκε το έτος 1926, δυνάμει του προαναφερθέντος συμβολαιογραφικού εγγράφου, τηρηθεισών και των λοιπών προϋποθέσεων δημοσιότητας της. Έκτοτε η εν λόγω εταιρεία νεμήθηκε συνεχώς και αδιαλείπτως το επίδικο,στο οποίο υπήρχε και αμπελώνας, δια των νομίμων εκπροσώπων της διανοία κυρίου και με καλή πίστη, ασκώντας επ’ αυτού τις προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου διακατοχικές πράξεις και ειδικότερα το επέβλεπε για τυχόν καταπάτησή του από τρίτους, αλλά επίσης το επέβλεπε και δια του αντιπροσώπου της Ν. Δ., τον οποίον όρισε ως επιστάτη και αντιπρόσωπο της στην περιοχή που βρίσκεται το επίδικο. Κατά το έτος 1975, επειδή η ως άνω ιδιοκτήτρια εταιρεία δεν είχε προβεί μέχρι τότε, εντός αυτού σε εξορύξεις, ο πατέρας των εκκαλούντων Α. Η.Φ. επέδειξε ενδιαφέρον προς τον επιστάτη Ν. Δ., να του παραχωρηθεί το επίδικο για να το καλλιεργεί ως αμπέλι. Ενόψει αυτού ο εν λόγω επιστάτης ήλθε σε επικοινωνία με τον πρόεδρο και νόμιμα εκπρόσωπο της εν λόγω εταιρείας Ν. Π., ο οποίος αποδεχόμενος την πρόταση πήγε στη Θήρα συνοδευόμενος από το νομικό του σύμβουλο Α. Β., όπου συνάντησε τον ενδιαφερόμενο Α. Η. Φ.. Κατά τη συνάντηση τους, στην οποία παρίστατο και ο Ν. Δ. συμφωνήθηκε να παραχωρηθεί η χρήση του επιδίκου στον δικαιοπάροχο των εκκαλούντων για να το καλλιεργεί, χωρίς κανένα αντάλλαγμα για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών. Η εν λόγω σύμβαση χρησιδανείου, κατ’ αρχήν καταρτίστηκε προφορικά και ακολούθως και εγγράφως δυνάμει του από 28-5-1975 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίον υπέγραψε ο δικαιοπάροχος των εκκαλούντων Α. Η. Φ., όσο και ο προαναφερθείς εκπρόσωπος της ως άνω ιδιοκτήτριας εταιρείας. Από τότε (1975) ο Α. Η. Φ., με βάση την ως άνω σύμβαση χρησιδανείου καλλιεργούσε, το επίδικο, αναγνωρίζοντας ως κυρία, νομέα, και κάτοχο του επιδίκου την προαναφερθείσα εταιρεία. Μετά τη λήξη του ως άνω συμβατικού χρόνου της σύμβασης χρησιδανείου, ο δικαιοπάροχος των εκκαλούντων συνέχισε με την συναίνεση των εκπροσώπων της εν λόγω εταιρείας να χρησιμοποιεί το επίδικο, και έτσι η σύμβαση κατέστη αορίστου χρόνου. Κατά το έτος όμως 1985 αυτός αντιποιούμενος τη νομή της εταιρείας, αυθαίρετα και παράνομα μεταβίβασε το επίδικο με τα υπ’ αριθμ. .../1985 και .../1985 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Θήρας Αθανασίου Καραθανάση που νόμιμα μεταγράφηκαν στους εκκαλούντες παιδιά του, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, τα οποία γνώριζαν ότι το επίδικο δεν ανήκει κατά κυριότητα στον πατέρα τους. Η μεταβίβαση όμως αυτή δεν προσπόρισε στους εκκαλούντες την κυριότητα του επιδίκου διότι αυτοί απέκτησαν παρά μη κυρίου. Κατά το έτος 1989 η παραπάνω ιδιοκτήτρια εταιρεία του επιδίκου, που μέχρι τότε αγνοούσε την αντιποίηση της νομής της επ’ αυτού, και τη μεταβίβαση της κυριότητας του επιδίκου από τον χρησάμενο Α. Η. Φ. στα παιδιά του, το μεταβίβασε αιτία πωλήσεως εξ αδιαιρέτου στους ενάγοντες-εφεσιβλήτους δυνάμει του υπ αριθμ. .../1989 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Καλλιόπης• Βαχαβιόλου, που νόμιμα μεταγράφηκε, κατά ποσοστό 50/100 στον πρώτο, στο δεύτερο κατά ποσοστό 20/100 και στους τρίτο και τέταρτο κατά ποσοστό 15/100 στον καθένα και παρέδωσε σ’ αυτούς τη νομή και κατοχή του επιδίκου. Πριν από τη σύνταξη του ως άνω υπ’ αριθμ. .../1982 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, της συμβολαιογράφου Αθηνών Καλλιόπης Βαχαβιόλου, προηγήθηκε το υπ’ αριθμ. .../1988 προσύμφωνο πωλήσεως του επιδίκου της συμβολαιογράφου Αθηνών Αικατερίνης Γκίκα, στη σελίδα 7 στο οποίο γίνεται ρητή αναφορά για την ύπαρξη της συμβάσεως του ως άνω χρησιδανείου. Η εσφαλμένη δε, από πρόδηλη παραδρομή αναγραφή στο προσύμφωνο, ως ημεροχρονολογία καταρτίσεως της ως άνω συμβάσεως χρησιδανείου η 8η-5-1985 αντί του ορθού 28-5-1975 δεν ασκεί καμία επιρροή, την οποίαν (παραδρομή) εκμεταλλευόμενοι οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι δεν καταρτίστηκε σύμβαση χρησιδανείου του επιδίκου δυνάμει του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού. Για να επιτύχουν μάλιστα τη σύνταξη των εν λόγω αγοραπωλητηρίων συμβολαίων (.../1985 και .../1985), ο Α. Η. Φ. και οι εκκαλούντες παιδιά του προσκόμισαν στο συμβολαιογράφο την υπ’ αριθμ. .../1985 ένορκη βεβαίωση με την οποία πιστοποιούνταν δήθεν η κυριότητα του Α. Η. Φ. στο επίδικο, ως κτηθείσα με έκτακτη χρησικτησία, διότι αυτός εστερείτο οποιονδήποτε άλλον τίτλο κτήσεως της κυριότητας του. Για την παραπάνω πράξη τους υπεβλήθη εναντίον τους μήνυση και καταδικάστηκαν ο μεν πατέρας (Α. Η. Φ.) για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, οι δε εκκαλούντες γιοι του για άμεση συνεργεία σε απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας σε ποινή φυλακίσεως 8 μηνών ο καθένας, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 89/1993 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου, που κατέστη αμετάκλητη. Η αναφορά δε της εκκαλουμένης στην πιο πάνω ποινική καταδικαστική απόφαση, έγινε μέσα στα πλαίσια της αναπτύξεως και της παράλληλης ποινικής διαδικασίας, που αφορούσε την αστική υπόθεση, χωρίς βεβαίως να προσδίδεται σ’ αυτήν μείζων αποδεικτική δύναμη, ούτε ισχύ δεδικασμένου, το οποίο άλλωστε δεν ισχύει στα πλαίσια της πολιτικής δίκης (ΑΠ 1161/1980 Νοβ 29.534, ΑΠ 746/1977 Αρχ.Ν. 29.98), λαμβανομένης υπόψη αυτής μόνο ως δικαστικό τεκμήριο. Επομένως ο σχετικός λόγος της εφέσεως, με τον οποίον οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο μνημονεύοντας στην εκκαλούμενη απόφαση του την ως άνω καταδικαστική σε βάρος τους απόφαση, απέδωσε σε αυτή εσφαλμένα δύναμη δεδικασμένου για την πολιτική δίκη της διεκδικητικής αγωγής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Εν προκειμένω οι εκκαλούντες-ενάγοντες με ένστασή τους που προβλήθηκε πρωτοδίκως και απορρίφθηκε, που επαναφέρουν με σχετικό λόγο εφέσεως, ισχυρίζονται ότι, το από 28-5-1975 ιδιωτικό συμφωνητικό χρησιδανείου του επιδίκου ακινήτου που προσκομίζουν και επικαλούνται οι εφεσίβλητοι δεν είναι γνήσιο, και ότι αμφισβητούν τη γνησιότητα της υπογραφής του δικαιοπαρόχου πατέρα του επί του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού. Επί της παραπάνω ενστάσεως που το πρωτόδικο δικαστήριο παρέλειψε να διατάξει αποδείξεις και ειδικότερα γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, διέταξε αυτήν (γραφολογική πραγματογνωμοσύνη), τελικά το δικαστήριο τούτος με την υπ’ αριθμ. 52/2009 ως άνω παρεμπίπτουσα απόφαση του, η οποία όπως προαναφέρθηκε, διενεργήθηκε από την διορισθείσα ως πραγματογνώμονα ειδική δικαστική γραφολόγο Χ. Τ.. Η εν λόγω πραγματογνώμονας στην από 10 Απριλίου έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε, καταλήγει στο συμπέρασμα αφού προηγουμένως έλαβε δειγματικό υλικό με γνήσιες υπογραφές του Α. Η.Φ. ότι "Στο από 28-5-1975 ιδιωτικό συμφωνητικό οι φερόμενες ως υπογραφές του Α. Η. Φ. η μία στην α’ σελίδα και οι άλλες δύο στην β’ σελίδα κάτω από την ένδειξη οι συμβαλλόμενοι και κάτω από την χειρόγραφη παραπομπή, προέρχονται από τον ίδιο (Α. Φ.) και είναι γνήσιες". Στο ίδιο δε συμπέρασμα καταλήγει και ο ειδικός δικαστικός γραφολόγος Γ. Τ. στην από 25-2-1993 τεχνική έκθεση του, τεχνικός σύμβουλος των εφεσιβλήτων-εναγόντων. Η διορισθείσα δε από τους εκκαλούντες ως τεχνική σύμβουλος τους γραφολόγος Μ. Ε. στην από 10.2010 τεχνική έκθεση της δεν καταλήγει σε κανένα συμπέρασμα αναφέροντας στην ως άνω έκθεση της ότι δεν μπορεί να διενεργήσει γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, επί του αντιγράφου του εν λόγω συμφωνητικού. Με βάση τα παραπάνω, κατά την κρίση του δικαστηρίου, αποδεικνύεται η γνησιότητα της υπογραφής του δικαιοπαρόχου πατέρα των εκκαλούντων επί του εν λόγω ιδιωτικού συμφωνητικού, και συνακόλουθα τούτου η γνησιότητα του περιεχομένου αυτού, ότι δηλαδή μεταξύ του δικαιοπαρόχου πατέρα των εκκαλούντων Α. Η. Φ. και του νομίμου εκπροσώπου της Ανώνυμης εταιρείας "ΗΦΑΙΣΤΟΣ", καταρτίστηκε σύμβαση χρησιδανείου του επιδίκου ακινήτου. Περί του ότι καταρτίστηκε η επίμαχη σύμβαση χρησιδανείου του επιδίκου ακινήτου, αποδεικνύεται, εκτός από το προαναφερθέν ιδιωτικό συμφωνητικό και από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν με επιμέλεια των εναγόντων-εφεσιβλήτων ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά και τις καταθέσεις των μαρτύρων των οποίων η εξέταση διατάχθηκε με την υπ’ αριθμ. 52/2009 παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου τούτου, οι οποίες κρίνονται αξιόπιστες, οι οποίοι κατέθεσαν για την κατάρτιση της επίμαχης σύμβασης χρησιδανείου του επιδίκου. Μάλιστα δε ο μάρτυρας Ν. Δ. κατέθεσε ότι κατά την υπογραφή του ανωτέρω συμφωνητικού ήταν παρών. Οι καταθέσεις δε αυτές, δεν αναιρούνται από όσα αντίθετα1^ μάρτυρες που εξετάστηκαν με επιμέλεια των εκκαλούντων-εναγόντων/είναι ασαφείς και αόριστες και δεν κρίνονται πειστικές. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε τα ίδια, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις που τέθηκαν υπόψη του, και γι’ αυτό όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τους σχετικούς λόγους εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Περαιτέρω οι εκκαλούντες με αίτηση τους που υπέβαλαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και απορρίφθηκε και επαναφέρουν με σχετικό λόγο της εφέσεως τους, ζητούν να υποχρεωθούν οι εφεσίβλητοι από το δικαστήριο τούτο σε επίδειξη του πρωτοτύπου του από 28-5-1975 ιδιωτικού εγγράφου, στο οποίο όπως προαναφέρθηκε αμφισβήτησαν την υπογραφή του δικαιοπαρόχου πατέρα τους. Το εν λόγω όμως αίτημα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί και πρέπει να απορριφθεί διότι όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, το πρωτότυπο του εν λόγω ιδιωτικού εγγράφου προσκομίστηκε και αποτέλεσε στοιχείο της ποινικής δικογραφίας που σχηματίστηκε σε βάρος των εκκαλούντων και του δικαιοπαρόχου πατέρας τους, επί της οποίας εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθμ. 286/91 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Νάξου και ακολούθως η παραπάνω υπ’ αριθμ. 89/1993 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου. Το έγγραφο αυτό (πρωτότυπο) φυλάσσεται στο Αρχείο του εν λόγω Δικαστηρίου, και έτσι τούτο δεν βρίσκεται στην κατοχή των εφεσίβλητων που είναι απαραίτητη προϋπόθεση (κατοχή εγγράφου από διάδικο ή τρίτο) για να διαταχθεί η επίδειξη εγγράφου (ΑΠ 177/88 Ε.Ε.Ν. 1989,850, ΑΠ 1494/87 Ε.Ε.Ν. 1988.814). Εξάλλου όπως αποδείχθηκε οι εκκαλούντες ζήτησαν και έλαβαν από το Γραμματέα του Τριμελούς Εφετείου Αιγαίου Κωνσταντίνο Πετρίδη, στις 3-12-1997 ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο εκ του πρωτοτύπου του από 28-5-1975 ιδιωτικού συμφωνητικού που βρισκόταν στην προαναφερθείσα ποινική δικογραφία (βλ. την από 3-12-1977 βεβαίωση του Γραμματέα Κωνσταντίνου Πετρίδη, που συντάχθηκε στο πίσω μέρος του ανωτέρω εγγράφου, το οποίον (αντίγραφο) επισυνάπτεται στην από 10-1-2010 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της γραφολόγου Μ. Ε. τεχνικού συμβούλου των εκκαλούντων). Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες-ενάγοντες με την αγωγή τους, ότι το επίδικο το ενέμετο διάνοια κυρίου και με καλή πίστη αρχικά ο παππούς τους Η. Φ. πριν το έτος 1956 πάνω από τριάντα χρόνια, ασκώντας επ’ αυτού τις αρμόζουσες στη φύση του ακινήτου διακατοχικές πράξεις, και ειδικότερα ότι το καλλιεργούσε και ελάμβανε τους καρπούς του, και ότι μετά τον θάνατον του το έτος 1959 περιήλθε κατόπιν άτυπης διανομής των κληρονόμων του στον δικαιοπάροχο πατέρα τους, ο οποίος έκτοτε συνέχισε τις ίδιες ως άνω πράξεις νομής και κατοχής συνεχώς μέχρι το έτος 1985, οπότε τους το μεταβίβασε εξ αδιαιρέτου και ότι από τότε και οι ίδιοι συνέχισαν τις ως άνω πράξεις νομής και κατοχής διάνοια κυρίου μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής. Αντίθετα αποδείχθηκε, όπως παραπάνω προαναφέρθηκε, ότι πράξεις νομής και κατοχής διάνοια κυρίου και με καλή πίστη επί του επιδίκου άσκησαν τουλάχιστον από του έτους 1915, συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι το έτος 1989;που μεταβιβάστηκε στους εφεσίβλητους, οι προαναφερθέντες απώτερος και άμεση δικαιοπάροχος τους (ΦΑΙΣΤΟΣ A.M.Β.Ε). Με βάση τα παραπάνω πραγματικά που αποδείχθηκαν, οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι έγιναν συγκύριοι του επιδίκου με παράγωγο τρόπο δυνάμει του ανωτέρω νομίμου τίτλου κυριότητας τους που νόμιμα μεταγράφηκε, αλλά και πρωτοτύπως με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας συνυπολογιζομένου στο δικό τους χρόνο νομής επί του επιδίκου και του χρόνου νομής της δικαιοπαρόχου του. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή των εκκαλούντων ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ενώ έκανε δεκτή την αγωγή των εφεσίβλητων ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και αναγνώρισε τους πρώτο, τρίτο και τέταρτο των εφεσίβλητων ως προς τους οποίους εκδικάζεται η κρινόμενη έφεση, συγκυρίους εξ αδιαιρέτου του επιδίκου, στο μεν πρώτο κατά ποσοστό 50/100, στους τρίτο και τέταρτο κατά ποσοστό 15/100 τον καθένα, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις που τέθηκαν υπόψη του, και όσα αντίθετα υποστηρίζονται με τους σχετικούς λόγους εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Περαιτέρω όμως, όπως αποδείχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις ως προς την ακριβή έκταση και όρια του επιδίκου ακινήτου. Συγκεκριμένα εσφαλμένα δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο έχει έκταση 15 στρέμματα, αντί του ορθού 13.594 τετραγ. μέτρα και αναγνώρισε τους ενάγοντες ως άνω εφεσίβλητους συγκυρίους κατά τα εν λόγω ποσοστά, και επίσης δέχθηκε ότι το επίδικο συνορεύει δυτικά με θάλασσα, ενώ το αληθές είναι δυτικώς τούτο συνορεύει με "δημόσια γκρεμνά" και πέραν αυτών με εκτεινόμενη παραλία βλέπε (επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από 17-5-2004 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πολ. μηχανικού Γ. Κ. ο οποίος διορίστηκε ως πραγματογνώμονας με την υπ’ αριθμ. 268/2002 παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου τούτου). Επομένως δεκτού γενομένου του σχετικού λόγου εφέσεως, πρέπει να εξαφανισθεί εν μέρει η εκκαλούμενη κατά το ως άνω σημείο της. Ακολούθως δε πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (αρθρ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) το οποίο δικάζοντας επί της από 14-10-1991 αγωγής των εναγόντων-εφεσιβλήτων, πρέπει αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη. Και να αναγνωρισθούν οι πρώτος, τρίτος και τέταρτος των εναγόντων-εφεσιβλήτων συγκύριοι κατά τα πιο πάνω εξ αδιαιρέτου ποσοστά του επιδίκου ακινήτου, συνολικής εκτάσεως 13.594,14 τ.μ., το οποίον βρίσκεται στη θέση "Άγιος Ανδρέας" ή "Τούρκος" ή "Πόστα" ή "Μεγάλη πόστα" όπως ειδικότερα το ακίνητο αυτό απεικονίζεται στο τοπογραφικό διάγραμμα που συνέταξε, ο παραπάνω πραγματογνώμονας πολιτικός μηχανικός Κ. Γ. (και θα προσδιορισθεί επακριβώς στο διατακτικό) και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι-εκκαλούντες να το αποδώσουν στους παραπάνω ενάγοντες-εφεσιβλήτους, κατά τα προαναφερόμενα εξ αδιαιρέτου ποσοστά στον καθένα. Στη συνέχεια με την υπ’ αριθμ. 187/2011 απόφαση διορθώθηκαν τα ποσοστά συγκυριότητας των αναιρεσιβλήτων και δη σε 20% εξ αδιαιρέτου του πρώτου (Π. Ρ. του Γ.), 50% του δεύτερου (Γ. Μ. του Σ.) και 15% του τρίτου (Ι. Β. του Α.). Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες περί παραγώγου και πρωτοτύπου τρόπου αποκτήσεως κυριότητας διατάξεις (άρθρο 1033, 1192 παρ.1, 1045, 1051 ΑΚ και διατάξεις του ΒΡΔ), ενόψει του ότι στην απόφαση υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτή και υπήχθηκαν στις εν λόγω διατάξεις, όπως η έννοια αυτών αναλύθηκε στις προαναφερθείσες σχετικές νομικές σκέψεις και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού. Επομένως οι από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, υπό στοιχεία 1, 2, 3, 4 και 5 αιτιάσεις του όγδοου λόγου (Κεφάλαιο 4) της αναιρέσεως, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμες. Περαιτέρω με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ’ αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της μη αποκτήσεως της κυριότητας του επιδίκου από τον αναιρεσείοντα και της αποκτήσεώς της από τους αναιρεσίβλητους με τους επικαλούμενους παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των επικαλουμένων παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι το επίδικο ακίνητο, που ταυτίζεται με το περιγραφόμενο στους τίτλους των αναιρεσιβλήτων, όπως και από την διεξαχθείσα πραγ/νη προέκυψε, περιήλθε σ’ αυτούς παραγώγως από αγοραπωλησία, ενώ στους δικαιοπαρόχους τους, ήτοι την "ΗΦΑΙΣΤΟΣ ΑΜΒΕΕ", την ετερόρρυθμη εμπορική εταιρεία "Τεχνική Εταιρεία Α. Ζ. και Σία" και Μ. Ν.Α. είχε περιέλθει παραγώγως με τους αναφερόμενους τίτλους, ενώ η άμεση δικαιοπάροχός τους "ΗΦΑΙΣΤΟΣ ΑΜΒΕΕ" από το 1926, που το απέκτησε με αγορά, μέχρι το 1989, που το πούλησε στους αναιρεσίβλητους, άσκησε σ’ αυτό τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής και με καλή πίστη για το διάστημα που αυτή απαιτείτο (πριν την ισχύ του ΑΚ) και έτσι οι τελευταίοι, καθώς και ο Η. Β. (ενάγων - εναγόμενος) απέκτησαν την συγκυριότητα του επιδίκου κατά τα αναφερόμενα ποσοστά, ως αποκτήσαντες παρά κυρίου, ενώ οι αναιρεσείοντες, στους οποίους μεταβιβάστηκε το επίδικο από τον πατέρα τους το 1989, με τα επικαλούμενα συμβόλαια δεν απέκτησαν κυριότητα, αφού ούτε ο παππούς τους για 30 χρόνια πριν από το 1956, ούτε ο πατέρας τους από το 1959 μέχρι το 1989 που τους το μεταβίβασε, άσκησαν νομή στο επίδικο, ώστε να αποκτήσουν με έκτακτη χρησικτησία την κυριότητά του, ο δε πατέρας του είχε την κατοχή του επιδίκου, από το 1975 μέχρι το 1989, που τους το μεταβίβασε, αντιποιούμενος τη νομή του, δυνάμει συμβάσεως χρησιδανείου, που αρχικά καταρτίσθηκε προφορικά και στη συνέχεια με το από 28.5.1975 ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτού, του οποίου την υπογραφή φέρει, όπως προέκυψε από τις επικαλούμενες αποδείξεις και την διεξαχθείσα γραφολογική πράγ/νη και του νομίμου, κατά το χρόνο εκείνο, εκπροσώπου της ιδιοκτήτριας και δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων εταιρείας. Ενόψει τούτων ο όγδοος λόγος της αναιρέσεως (Κεφάλαιο Η), κατά τις υπ’ αριθμ. 5, 11, 12, 13, 14, 15 και 16 αιτιάσεις του, με τις οποίες αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ έλλειψη νόμιμης βάσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Εξάλλου απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως, κατά το μέρος, που με αυτόν αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του αγωγικό ισχυρισμό των αναιρεσειόντων ότι ο παππούς τους ενέμετο το επίδικο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας πριν από το έτος 1956, καθόσον το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του έλαβε υπόψη τον ως άνω ισχυρισμό και τον απέρριψε, κατά τα προεκτεθέντα. Επειδή με τον δεύτερο λόγο της αναιρέσεως (ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ ) αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν κήρυξε απαράδεκτη τη μεταβολή της βάσεως της αγωγής, ως προς την περιγραφή της τοποθεσίας και των ορίων του αποτελούντος το αντικείμενο της ένδικης διαφοράς διεκδικουμένου ακινήτου, η οποία έγινε με ενώπιόν του της μετ’ αναίρεση δίκης, από 9.12.2008 προτάσεις των αναιρεσιβλήτων, κατά τη συζήτηση της 5.12.2008, μετά την οποία εκδόθηκε η συμπροσβαλλομένη με την αναίρεση, παρεμπίπτουσα, περί διεξαγωγής πραγ/νης υπ’ αριθμ. 52/2009 απόφαση του Εφετείου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος γιατί, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των επίμαχων προτάσεων, αυτές αναφέρονται στο επίδικο ακίνητο και στην περιγραφή του στους τίτλους των δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων και δεν επιχειρείται να καταστεί αντικείμενο της διαφοράς ακίνητο διαφορετικό από το περιγραφόμενο στην αγωγή των αναιρεσιβλήτων. Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 10 περ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, όπως αυτή ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 17 παρ.2 του Ν. 2915/2001, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 341 του ίδιου κώδικα και όπως τούτο ίσχυε πριν από την κατάργησή του με το άρθρο 14 παρ.1 του προαναφερθέντος νόμου 2915/2001, προέκυπτε ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων και η διεξαγωγή νέων, με παρεμπίπτουσα απόφαση, ανήκε στην αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως αναγομένη σε εκτίμηση πραγμάτων. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι από τις διατάξεις των αριθμών 8, 9 και 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες κατά τις οποίες το Εφετείο α) δεν διέταξε συμπληρωματική απόδειξη για το παραλειφθέν από την παρεμπίπτουσα υπ’ αριθμ. 39/1994 περί αποδείξεων απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, "ζήτημα της χρησικτησίας επί του επιδίκου του απώτερου δικαιοπαρόχου των αναιρεσειόντων Ηλία Φύτρου, για το χρονικό διάστημα από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα μέχρι το 1959 που με άτυπη διανομή περιήλθε στον άμεσο δικαιοπάροχο τους - πατέρα τους" και β) ότι προσέτι δέχθηκε ως αληθινό χωρίς να διαταχθεί γι’ αυτό απόδειξη ότι η άμεση δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων "Ηφαιστος ΑΜΒΕΕ" απέκτησε το επίδικο με έκτακτη χρησικτησία, ως νεμηθείσα τούτο από το 1926 μέχρι το 1989 που με πώληση το μεταβίβασε σ’ αυτούς (αρθρ. 559 αρ.8 και 10 ΚΠολΔ) γ) δέχθηκε ότι αντικείμενο αποδείξεως της προαναφερθείσας πρωτόδικης απόφασης ήταν το περιγραφόμενο στην αγωγή των αναιρεσειόντων ακίνητο και όχι το ακίνητο που αναφέρεται στη συνεκδικασθείσα αγωγή των αναιρεσιβλήτων, που εσφαλμένα έγινε δεκτό ότι ταυτίζεται με εκείνο της αγωγής των αναιρεσειόντων και ότι ενόψει του εσφαλμένου αυτού, ως προς το επίδικο ακίνητο θέματος αποδείξεως αα) το Εφετείο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν (559 αρ.8), ββ) επιδίκασε στους αναιρεσίβλητους ακίνητο που δεν ζητήθηκε (559 αρ.9) και γγ) δέχθηκε, χωρίς απόδειξη, ότι το ακίνητο, που αναφέρεται στην αγωγή των αναιρεσειόντων, ανήκει κατά κυριότητα στους αναιρεσίβλητους. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως προς όλες τις αιτιάσεις του και δη α) ως προς το ζήτημα της διεξαγωγής συμπληρωματικών - νέων αποδείξεων, γιατί τούτο, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, ανήκει εν όψει του ότι δεν προβλήθηκε με λόγο εφέσεως ενδεχομένη πλημμέλεια της προδικαστικής αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς το ταχθέν θέμα αποδείξεως, στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (απαράδεκτη η αιτίαση), β) ως προς την απόκτηση κυριότητας με χρησικτησία της "Ηφαιστος ΑΜΒΕΕ", γιατί ως προς το ζήτημα αυτό έχει τεθεί θέμα αποδείξεως, όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της επικαλούμενης παρεμπίπτουσας υπ’ αριθμ. 39/1994 αποφάσεως (αβάσιμη η αιτίαση) και γ) ως προς το επίδικο ακίνητο, που αναφέρεται στις συνεκδικασθείσες αγωγές των διαδίκων, γιατί κρίθηκε ανέλεγκτα ότι είναι το ίδιο ακίνητο, για το οποίο και τέθηκαν θέματα αποδείξεως, διαταχθείσης μάλιστα και πραγ/νης με τις υπ’ αριθμ. 168/1998 και 268/2002 παρεμπίπτουσες αποφάσεις του Εφετείου. Ενόψει τούτων ούτε πράγματα που δεν προτάθηκαν λήφθηκαν υπόψη και ούτε επιδικάσθηκε κάτι που δεν ζητήθηκε, χωρίς μάλιστα να έχει, γι’ αυτό, διαταχθεί απόδειξη (αρθρ.559 αρ.8, 9 και 10) και ο ερευνώμενος λόγος (τρίτος - Κεφάλαιο Γ’ ) ως προς όλες του τις αιτιάσεις, πρέπει να απορριφθεί. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (Ολ.ΑΠ 23/2008) οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Καμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, που λήφθηκαν υπόψη (μάρτυρες, έγγραφα, ένορκες βεβαιώσεις κ.λπ), για δε τις τεχνικές εκθέσεις και τα σχεδιαγράμματα που τις συνοδεύουν ή προσαρτώνται στα συμβόλαια δεν απαιτείται ειδική μνεία, αφού τα αποδεικτικά αυτά μέσα, ως έγγραφα με ειδική ρύθμιση, κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔ καλύπτονται από την αναφορά της απόφασης στα "προσκομισθέντα έγγραφα" (Ολ.ΑΠ 8/2005). Εξάλλου από το ότι γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε κάποιο αποδεικτικό μέσο, δεν συνάγεται, χωρίς άλλο, ότι τα λοιπά δεν λήφθηκαν υπόψη, αφού η απόδοση σε κάποιο αποδεικτικό μέσο, από το δικαστήριο, μεγαλύτερης βαρύτητας από το ότι σε κάποιο άλλο ισοδύναμο με αυτό, ανήκει στην ανέλεγκτη, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κρίση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ. Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμα αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ή κατ’ άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο, ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Εξάλλου η κρίση του δικαστηρίου περί του ότι κάποιο αποδεικτικό μέσο λήφθηκε υπόψη, πριν ή κατά τη διάρκεια της δίκης, επίτηδες για να χρησιμεύσει σ’ αυτήν (δίκη) ως αποδεικτικό μέσο είναι ανέλεγκτη, όπως επίσης ανέλεγκτη είναι και η κρίση περί συναγωγής από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα σε συνδυασμό με τους ισχυρισμούς των διαδίκων, κατ’ αρθρ.261 ΚΠολΔ ομολογίας. Περαιτέρω κατά τις διατάξεις των αριθμών 12 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύονται, αντίστοιχα, λόγοι αναιρέσεως αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων, καθώς αν παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως (Κεφάλαιο Δ) και με την επίκληση των παραπάνω διατάξεων των αριθμών 11γ, 12 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη ή κήρυξε άκυρα αποδεικτικά μέσα, που οι αναιρεσείοντες επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν ή δεν έδωσε σ’ αυτά την αποδεικτική δύναμη που έχουν και τα οποία αποδείκνυαν τη βασιμότητα του ισχυρισμού των αναιρεσειόντων περί του ότι το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους των αναιρεσιβλήτων και ότι σ’ αυτό πράξεις νομής ενεργούσαν οι αναιρεσείοντες και οι δικαιοπάροχοί τους και ειδικότερα ότι δεν έλαβε υπόψη 1) την 25.8.2000 έκθεση της τεχνικής συμβούλου των αναιρεσειόντων πολιτικής μηχανικού Μ. Λ., 2) τις υπεύθυνες, από 29-9-1990 δηλώσεις των Ε. Φ., Ν. Σ. Ά. Κ. Ε. Χ. και Μ. Λ., 3) την υπ’ αριθμ. .../1985 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμβολαιογράφου Θήρας Αθανασίου Καραθανάση, 4) την υπ’ αριθμ. .../1.10.1990 βεβαίωση του Προέδρου της Κοινότητας Πύργου Καλλίστης Γ. Χ., με την αιτιολογία ότι λήφθηκε επίτηδες πριν από τη δίκη για να χρησιμοποιηθεί σ’ αυτήν (δίκη) ως αποδεικτικό μέσο, 5) την υπ’ αριθμ. 56/23.4.1996 βεβαίωση του Προέδρου της ίδιας Κοινότητας (Πύργου Καλλίστης), με την αιτιολογία ότι λήφθηκε επίτηδες, κατά την διάρκεια της δίκης, για να χρησιμεύσει σ’ αυτήν ως αποδεικτικό μέσο, 6) την από 25.8.2000 έκθεση - γνωμοδότηση της τεχνικής συμβούλου των αναιρεσειόντων Μ. Λ., 7) τη βιντεοταινία, 8) την αεροφωτογραφία του έτους 1988 του Γ.Υ.Σ, 9) τις φωτογραφίες, 10) το υπ’ αριθμ. πρωτοκόλλου 12578/12.8.1985 έγγραφο της Διεύθυνσης Εσωτερικών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης της Νομαρχίας Κυκλάδων προς το Τμήμα Υγιεινής, με κοινοποίηση στην Κοινότητα Πύργου Καλλίστης και την από 10.6.1985 απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου της Κοινότητας Πύργου Καλλίστης Θήρας, περί εκμίσθωσης από τον δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων σ’ αυτή μέρους του επιδίκου ακινήτου για την κατασκευή βόθρου, 11) τις από 11.11.1996 και με αριθμό πρωτ.252 και 284 δύο δηλώσεις των αναιρεσειόντων του ν. 2308/95 προς το Κτηματολόγιο της Κοινότητας Πύργου Θήρας, το υπ’ αριθμ. πρωτ. 252/11.11.1999 απόσπασμα του προσωρινού κτηματολογικού πίνακα της πρώτης ανάρτησης, το υπ’ αριθμ. πρωτ. 1535/12.2.1996 έγγραφο του Αναπτυξιακού Συνδέσμου Θήρας, τον Κτηματολογικό πίνακα με τις ενδείξεις στο όνομα Κληρονόμοι Φ., τις υπ’ αριθμ. πρωτ. 367/1.10.1990, 503/16.9.1991, 258/23.5.1995 βεβαιώσεις της "Ένωσης Συνεταιρισμών Θηραϊκών Προϊόντων ΣΥΝ Π.Ε. Φύρα Σαντορίνης", την σιωπηρή ομολογία, από τους αναιρεσίβλητους, των ισχυρισμών των αναιρεσειόντων ως προς τη βασιμότητα της αγωγής και την επί του επιδίκου κυριότητα του δικαιοπαρόχου τους, η οποία προέκυπτε από την μη ειδική αμφισβήτηση των ισχυρισμών τους, καθώς και την υπ’ αριθμ. πρωτ. 17/13.3.1992 βεβαίωση του Προέδρου της Κοινότητας Πύργου Καλλίστης Α. Δ. 12) την υπ’ αριθμ. .../9.10.1972 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του συμβ/φου Αθηνών Ελευθερίου Πέγκου, το υπ’ αριθμ. .../3.11.1972 δωρητήριο συμβόλαιο του ίδιου συμβ/φου, το υπ’ αριθμ. .../27.6.1974 δωρητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Αγησιλάου Θεοχάρη, την υπ’ αριθμ. .../15.7.1974 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του ίδιου συμβ/φου την υπ’ αριθμ. .../26.11.1987 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών Χαράλαμπου Παπαγγελή, το υπ’ αριθμ. .../21.11.1998 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Αθανασίου Καραθανάση 13) την υπ’ αριθμ. .../14.6.1996 βεβαίωση του Προέδρου της Κοινότητας Μεσσαριάς Ε. Λ., ως προς τα διοικητικά όρια της Κοινότητάς του, που κατά δικαστικό τεκμήριο αποδεικνύει ότι τα αναφερόμενα στους τίτλους των αναιρεσιβλήτων γκρημνά, βρίσκονται στην Κοινότητα Μεσσαριάς και όχι στην όμορη Κοινότητα του Πύργου, όπου βρίσκονται τα επίδικα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος και ως προς τις 13 αιτιάσεις του, καθώς και ως προς τις ταυτόσημες υπο στοιχ.3, 4 και 5 αιτιάσεις του έβδομου λόγου (Κεφάλαιο Ζ) και υπό στοιχ.8α αιτίαση του όγδοου λόγου (Κεφάλαιο Η). Ειδικότερα ως προς τις αιτιάσεις 1 και 6 ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί η έκθεση της τεχνικής συμβούλου Μ. Λ. λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα για τη συναγωγή του αποδεικτικού πορίσματος, όπως τούτο προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης και την ειδική αναφορά στο αποδεικτικό αυτό μέσο, πράγμα το οποίο, όπως αναφέρεται στη νομική σκέψη δεν ήταν απαραίτητο, αφού η έκθεση αυτή, ως έγγραφο, με ειδική, κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔ ρύθμιση, καλύπτεται από την αναφορά της απόφασης "στα έγγραφα που λήφθηκαν υπόψη". Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 341, 396-398, 406-410 ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν πριν από το Ν. 2915/2001, μαρτυρίες που έχουν ληφθεί, χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων του νόμου στερούνται απολύτως κύρους θεωρούνται ανύπαρκτες και στην τακτική διαδικασία, δεν μπορούν να εκτιμηθούν ούτε για έμμεση απόδειξη, ήτοι για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Ενόψει τούτων και του ότι η ένδικη διαφορά αφορά σε αγωγή της τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς, που ασκήθηκε το 1990, οι αναφερόμενες στην αιτίαση 2 υπεύθυνες δηλώσεις και στην αιτίαση 3 ένορκη βεβαίωση, ορθά, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη δεν λήφθηκαν υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και συνακόλουθα οι ερευνώμενες αιτιάσεις είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Επίσης αβάσιμες είναι και οι υπ’ αριθμ. 4 και 5 αιτιάσεις γιατί η κρίση του δικαστηρίου για μη λήψη υπόψη των επίμαχων βεβαιώσεων του Προέδρου της Κοινότητας (Πύργου Καλλίστης) γιατί λήφθηκαν επίτηδες πριν ή κατά τη διάρκεια της δίκης, για να χρησιμεύσουν σ’ αυτήν ως αποδεικτικά μέσα, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ενώ για τον ίδιο λόγο είναι απορριπτέα και η επί μέρους πλημμέλεια της υπ’ αριθμ. 11 αιτίασης περί μη συναγωγής κατά το άρθρο 261 ΚΠολΔ ομολογίας από τους ισχυρισμούς των αναιρεσιβλήτων. Προσέτι αβάσιμες είναι και οι υπ’ αριθμ. 7-8-9-10-11-12 και 13 αιτιάσεις, γιατί από την προσβαλλομένη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχομένη σ’ αυτήν βεβαίωση ότι "λήφθηκαν υπόψη όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι", σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν γεννιέται καμία απολύτως αμφιβολία, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε με τις υπόλοιπές αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος, ως προς τη βασιμότητα της αγωγής των αναιρεσιβλήτων και την ταυτότητα του επιδίκου, καθώς και ως προς το ουσία αβάσιμο της αγωγής των αναιρεσειόντων και την μη απόδειξη διενέργειας πράξεων νομής από τους δικαιοπαρόχους τους. Οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου ότι δεν γίνεται ιδιαίτερη αναφορά σε καθένα από τα επικαλούμενα έγγραφα και χωριστή αξιολόγησή τους, είναι απαράδεκτος, γιατί όπως αναφέρεται στη νομική σκέψη, τούτο δεν επιβάλλεται από καμία νομική διάταξη και η αναφορά της απόφασης στα προσκομισθέντα έγγραφα είναι αρκετή, εφόσον, όπως στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται περί εγγράφων με ισοδύναμη αποδεικτική αξία (αρθρ. 340, 390 ΚΠολΔ) ενώ η ιδιαίτερη αναφορά της απόφασης στο προσκομισθέν από τους αναιρεσίβλητους "ιδιωτικό συμφωνητικό χρησιδανείου" δεν μαρτυρεί, όπως αβάσιμα υπολαμβάνουν οι αναιρεσείοντες, ότι τα λοιπά αποδεικτικά μέσα δεν λήφθηκαν υπόψη, αφού η ιδιαίτερη επίκληση κάποιου αποδεικτικού μέσου και η παροχή σ’ αυτό μεγαλύτερης αξιοπιστίας από ότι σε κάποιο άλλο ισοδύναμο ανήκει στην ανέλεγκτη αναιρετικά, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η άποψη των αναιρεσειόντων ότι η διαφορετική εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών μέσων, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν, οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υποθέσεως, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (4ος - Κεφάλαιο Δ’ ) πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω απορριπτέες είναι και οι 10 αιτιάσεις του πέμπτου λόγου (Κεφάλαιο Ε’ ) της αναιρέσεως. Ειδικότερα με την υπ’ αριθμ. 1 αιτίαση του ερευνώμενου λόγου αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι από τις διατάξεις των αριθμών 11α και 14 του άρθρου 539 ΚΠολΔ πλημμέλειες, κατά τις οποίες το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη και δεν κήρυξε άκυρο το από 28.5.1975 "ιδιωτικό συμφωνητικό χρησιδανείου", ως προς τη γνησιότητα του οποίου διατάχθηκε πραγ/νη, με την υπ’ αριθμ. 52/2009 παρεμπίπτουσα απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, καθόσον τούτο δεν προσκομίστηκε σε πρωτότυπο στη διενεργήσασα την πραγ/νη γραφολόγο Χ. Τ., με αποτέλεσμα η πραγ/νη της, που στηρίχθηκε σε φωτοτυπία του εγγράφου αυτού, να είναι άκυρη. Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη, αφού κατά τα επιτασσόμενα με την εν λόγω παρεμπίπτουσα απόφαση, η πραγ/νη επιτρεπόταν να διενεργηθεί και επί αντιγράφου, ενώ η οικεία έκθεση και αν ακόμη περιέχει ανακρίβειες, σφάλματα, ατέλειες ή εσφαλμένες κρίσεις δεν είναι άκυρη και εναπόκειται στο δικαστήριο να προσδώσει σ’ αυτήν την προσήκουσα αποδεικτική δύναμη, που είναι ισοδύναμη με εκείνη των λοιπών αποδεικτικών μέσων και εκτιμώντας την με τις λοιπές αποδείξεις, να δεχθεί ως βάσιμη ακόμη και αντίθετη άποψη από εκείνη υπέρ της οποίας γνωμοδότησε ο πραγματογνώμονας. Ενόψει τούτων δεν στοιχειοθετούνται οι πλημμέλειες της αιτίασης αυτής. Με τη δεύτερη αιτίαση αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 10, 11 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ότι το Εφετείο, αφού έλαβε υπόψη του το αναφερόμενο και στην πρώτη αιτίαση "από 28.5.1975 ιδιωτικό συμφωνητικό χρησιδανείου", το οποίο μολονότι ήταν άκυρο γιατί δεν είχε επικυρωθεί νομίμως το δέχθηκε ως έγκυρο, καθώς και την αναξιόπιστη κατάθεση στον Εισηγητή δικαστή Κων/νο Γκόφα, του μάρτυρα Ν. Δ., δέχθηκε εσφαλμένα και χωρίς η μαρτυρική αυτή κατάθεση να είναι επαρκής ότι "η δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων "Ηφαιστος ΑΜΒΕΕ" νεμήθηκε το επίδικο ακίνητο δια του Ν. Δ. ως αντιπροσώπου της, προς απόδειξη της κυριότητάς της, με έκτακτη χρησικτησία. Η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη καθόσον αφορά σε εσφαλμένη και πλημμελή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, που κατ’ ανέλεγκτη κρίση έγινε δεκτό ότι ήταν αξιόπιστα (η μαρτυρική κατάθεση) και γνήσια -επικυρωμένο αντίγραφο- (το ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, φυλάσσεται στο ποινικό αρχείο του Εφετείου Αιγαίου) . Με την τρίτη αιτίαση και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 19, 11 και 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση έλλειψη αιτιολογίας των αποδειχθέντων και πλημμέλειες ως προς τη στάθμιση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και των γενομένων δεκτών ως προκυψασών από τις αποδείξεις "πραγμάτων". Πλην όμως οι πλημμέλειες αυτές δεν στοιχειοθετούν τους επικαλούμενους λόγους. Επίσης απορριπτέα είναι και η υπό στοιχ.2β αιτίαση του εβδόμου λόγου (Κεφάλαιο Ζ) γιατί αναφέρεται σε προκύψαντα από τις αποδείξεις περιστατικά, τα οποία δεν θεωρούνται "πράγματα" υπό την έννοια του αρ.8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ενώ η υπό στοιχ.2α αιτίαση του ίδιου λόγου ως αναφερομένη στη μη λήψη υπόψη αποδεικτικού μέσου και όχι "πράγματος" δεν ιδρύει τον λόγο αυτό. Επίσης απορριπτέα είναι η από την ίδια διάταξη υπό στοιχ.7 αιτίαση του όγδοου λόγου (Κεφάλαιο Η’ ), γιατί αναφέρεται σε "πράγματα" που προέκυψαν από τις αποδείξεις και δεν περιείχοντο στην ιστορική βάση της αγωγής, αφού δεν ιδρύεται ο ερευνώμενος λόγος για τα πράγματα αυτά, εφόσον δεν μεταβάλλεται, όπως στην προκειμένη περίπτωση η ιστορική βάση της αγωγής, ενώ προσέτι απορριπτέα είναι και η υπό στοιχ.6 αιτίαση του ίδιου λόγου γιατί αφορά σε λόγο εφέσεως που εξετάστηκε και απορρίφθηκε. Με την τέταρτη αιτίαση και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 11α και 18 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν διέταξε νέες αποδείξεις συμπληρωματικές εκείνων που διέταξε η υπ’ αριθμ. 52/2009 παρεμπίπτουσα απόφασή του και ότι προσέτι δεν συμμορφώθηκε με τα επιτασσόμενα από την υπ’ αριθμ. 773/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου (που ανήρεσε την προεκδοθείσα υπ’ αριθμ. 315/2005 απόφαση του Εφετείου), ώστε να διατάξει την επίδειξη του πρωτοτύπου του από 28-5-1975 συμφωνητικού χρησιδανείου. Η αιτίαση αυτή ως προς την πρώτη της πλημμέλεια είναι απαράδεκτη, καθόσον η κρίση του δικαστηρίου περί διεξαγωγής νέων (συμπληρωματικών) αποδείξεων, ανήκει στην μη ελεγχόμενη αναιρετικά ευχέρειά του, ενώ η προσβαλλομένη απόφαση, κατά τα επιτασσόμενα με την προεκδοθείσα αναιρετική απόφαση εξεδίκασε το επίμαχο αίτημα επιδείξεως του πρωτοτύπου του από 28-5-1975 συμφωνητικού χρησιδανείου. Με την πέμπτη αιτίαση και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 8, 11, 14 και 18 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες ότι: α) δεν έλαβε υπόψη "πράγματα" και δη την ένσταση ακυρότητας διεξαγωγής των αποδείξεων, β) έλαβε υπόψη ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, δηλαδή το ανεπικύρωτο αντίγραφο του ιδιωτικού χρησιδανείου γ) δεν κήρυξε άκυρο το αντίγραφο αυτό και δ) δεν συμμορφώθηκε, ως προς την επίδειξη εγγράφου, με τα επιτασσόμενα με την αναιρετική, υπ’ αριθμ. 773/2008 απόφαση. Οι πλημμέλειες αυτές δεν στοιχειοθετούν τους επικαλούμενους λόγους, καθόσον όπως έχει ήδη αναφερθεί από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το αντίγραφο του επίμαχου ιδιωτικού συμφωνητικού ήταν "επικυρωμένο αντίγραφο από το πρωτότυπο" και νομίμως λήφθηκε υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 449 ΚΠολΔ, ενώ ως προς τα επιτασσόμενα με την αναιρετική απόφαση ισχύουν τα όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη (τέταρτη) αιτίαση. Με την έκτη και την έβδομη αιτίαση και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 8, 11 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση, πλημμέλειες που περιέχονται και προκύπτουν από την υπ’ αριθμ. 11/23.6.2009 Εισηγητική έκθεση του δικαστή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Νάξου Κων/νου Γκόφα, η οποία όμως δεν προσκομίζεται και ως εκ τούτου οι αιτιάσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν ως αναπόδεικτες. Με την όγδοη αιτίαση και με την επίκληση της διατάξεων του αριθμού 11 περ.α του ίδιου άρθρου αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη την περιεχομένη στην υπ’ αριθμ. 146/1995 εισηγητική έκθεση της Εντεταλμένης Δικαστού Ειρηνοδίκη Αθηνών μαρτυρική κατάθεση του Ν. Δ. του Α., μολονότι βεβαιώνει ότι η κατάθεση αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη, γιατί ο εν λόγω μάρτυρας δεν είχε νόμιμα γνωστοποιηθεί. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον η μαρτυρική αυτή κατάθεση, ως προς τα αποδεικτέα θέματα της υπ’ αριθμ. 39/1994 πράξεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δεν λήφθηκε υπόψη, όπως βεβαιώνεται στην προσβαλλομένη απόφαση, αλλά και προκύπτει από το περιεχόμενό της. Η αναφορά της προσβαλλομένης στην κατάθεση του μάρτυρα αυτού, αφορά στην εξέτασή του για το θέμα της γνησιότητας του "από 28.5.1975 ιδιωτικού συμφωνητικού χρησιδανείου", που διατάχθηκε με την υπ’ αριθμ. 52/2009 απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου και περιέχεται σε άλλη Εισηγητική έκθεση, ήτοι την 11/23.6.2009 και όχι την 146/1995. Ενόψει τούτων η αιτίαση αυτή (8η) πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Με την ένατη αιτίαση και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 8, 11 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η αιτίαση ότι εξέτασε στο Εφετείο "νέο μάρτυρα", χωρίς να αποφανθεί, κατά το άρθρο 529 ΚΠολΔ, ότι τούτο επιβάλλεται. Η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα ως στηριζόμενη σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον στο Εφετείο δεν εξετάστηκε "νέος μάρτυρας" για ζητήματα για τα οποία είχαν εξετασθεί μάρτυρες στην πρωτοβάθμια δίκη, αλλά εξετάστηκαν μάρτυρες για τα θέματα αποδείξεως που τέθηκαν με την υπ’ αριθμ. 52/2009 παρεμπίπτουσα απόφαση του Εφετείου, που εκδόθηκε, κατά τα επιτασσόμενα με την υπ’ αριθμ. 773/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου και αφορούσε ζήτημα, για το οποίο στην πρωτοβάθμια δίκη δεν είχε τεθεί θέμα αποδείξεως και δεν είχαν εξετασθεί μάρτυρες. Με τη δέκατη αιτίαση και με την επίκληση των διατάξεων των αριθμών 11 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι έλαβε υπόψη τις καταθέσεις των μαρτύρων Γ. Γ. και Ν. Δ., που εξετάσθηκαν για το ταχθέν με την υπ’ αριθμ. 52/2009 παρεμπίπτουσα απόφαση θέμα αποδείξεως και κατά το μέρος που οι εν λόγω καταθέσεις ήταν εκτός του θέματος αυτού, ενώ δεν θα έπρεπε να λάβει υπόψη τα εκτός θέματος κατατεθέντα και να κηρύξει άκυρες τις καταθέσεις κατά το μέρος αυτό. Η αιτίαση αυτή δεν στοιχειοθετεί τους επικαλούμενους αναιρετικούς λόγους, αφού οι μαρτυρικές καταθέσεις εκτιμώνται ελεύθερα στο σύνολό τους ως προς το θέμα που αφορούν, ενώ τα τυχόν αναφερόμενα σ’ αυτές, τα οποία δεν έχουν σχέση με το αποδεικτέο θέμα δεν είναι άκυρα, αλλά ως εκ περισσού κατατεθέντα και μη αφορώντα το αντικείμενο της αποδείξεως δεν λαμβάνονται υπόψη, ως μη ασκούντα επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ενόψει των προεκτεθέντων ο ερευνώμενος πέμπτος λόγος (Κεφάλαιο Ε’ ) είναι απορριπτέος ως προς όλες τις αιτιάσεις του, όπως επίσης απορριπτέος είναι και ο έβδομος λόγος (Κεφάλαιο Ζ’ ) κατά τις 2α και 2β αιτιάσεις του, καθώς και ο όγδοος (Κεφάλαιο Η’ ) κατά την υπό στοιχ.7 αιτίασή του. Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης"), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά, από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα, διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου. Η παραμόρφωση πρέπει να είναι προφανής, ενώ για την ίδρυση του λόγου αυτού, δεν αρκεί η εσφαλμένη ανάγνωση του αποδεικτικού, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ εγγράφου, αλλά πρέπει επιπλέον το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα, αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να το εξαίρει αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε, για την ύπαρξη ή μη του αποδεικτέου γεγονότος. Στην προκειμένη περίπτωση με τον έκτο λόγο (Κεφάλαιο ΣΤ’ ) της αναιρέσεως και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο των επικληθέντων και προσκομισθέντων από τους αναιρεσίβλητους μεταβιβαστικών τίτλων του επιδίκου, με αποτέλεσμα να δεχθεί ότι οι αναιρεσίβλητοι και οι δικαιοπάροχοί τους χρησιδέσποσαν στο επίδικο ακίνητο και ειδικότερα ότι α) παραμόρφωσε το περιεχόμενο του υπ’ αριθμ. .../3.2.1915 συμβολαίου του συμβ/φου Αθηνών Αλεξάνδρου Ζαχαροπούλου, από το οποίο συνάγεται ότι το επίδικο δεν πουλήθηκε από την Μ. Α. προς την φερόμενη ως απώτερη δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων "Τεχνική Εταιρεία Α. Ζ. και Σία", αλλά ότι με αυτό (συμβόλαιο) συστήθηκε δουλεία λατομίας, αφού εάν επρόκειτο περί πωλήσεως δεν θα αναφερόταν στο συμβόλαιο ότι σκοπός της αγοράς του κτήματος "είναι η εξόρυξης και αποκόμισης εξ αυτού θηραϊκής γης ή άλλων οιωνδήποτε υλών, τα οποία ήθελε κρίνη ως εξορυκτέα και εν γένει η εκμετάλλευσης ή εκποίηση των εξ αυτού εξορυσσομένων υλών", β) παραμόρφωσε το περιεχόμενο του παραπάνω συμβολαίου (.../3.2.1915), καθώς και των εν συνεχεία επικληθέντων από τους αναιρεσίβλητους τίτλων, ήτοι του υπ’ αριθμ. .../24.4.1926 συμβολαίου σύστασης της φερομένης ως αμέσου δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων ανώνυμης εταιρείας "Ηφαιστος ΑΜΒΕΕ" του συμβ/φου Αθηνών Κων/νου Νίκα, του υπ’ αριθμ. .../3.10.1988 προσυμφώνου της συμβ/φου Αθηνών Καλλιόπης Βαχαβιόλου και του υπ’ αριθμ. .../2.1.1989 συμβολαίου της ίδιας συμ/φου, με το να δεχθεί ότι το αναφερόμενο στους τίτλους αυτούς ακίνητο ως προς τα όρια του ταυτίζεται με το ακίνητο που επιδικάστηκε στους αναιρεσίβλητους. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και κατά τις δύο αιτιάσεις του και δη κατά την πρώτη γιατί αναφέρεται σε εκτιμητικό και όχι σε διαγνωστικό λάθος του εγγράφου και κατά τη δεύτερη, γιατί όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δεν στήριξε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο, το αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τα όρια του επιδίκου ακινήτου στα επίμαχα συμβόλαια, αλλά συνεκτίμησε τα έγγραφα αυτά με τις λοιπές αποδείξεις και ιδιαίτερα τις από 2.11.1999 και 17.5.2004 εκθέσεις πραγ/νης, που διενεργήθηκαν κατ’ επιταγή των υπ’ αριθμ. 168/1998 και 268/2002 παρεμπιπτουσών αποφάσεων του Εφετείου και την από 25.8.2000 έκθεση της τεχνικής συμβούλου των εκκαλούντων - αναιρεσειόντων πολιτικού μηχανικού Μ. Λ.. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί, καθώς και η ταυτόσημη υπό στοιχ.17 αιτίαση του όγδοου λόγου (Κεφάλαιο Η’). Επειδή από τη διάταξη του αριθμού 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η ίδια απόφαση περιέχει αντιφατικές διατάξεις. Η αντίφαση των διατάξεων πρέπει να εντοπίζεται στο διατακτικό της ίδιας απόφασης και δεν αρκεί η ύπαρξη αντιφάσεως στο αιτιολογικό της αποφάσεως αυτής ή μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού. Ειδικότερα η αντίφαση στο διατακτικό δημιουργεί τον προαναφερόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν προκαλείται τέτοια αοριστία, ώστε να εμποδίζεται η δημιουργία εκτελεστότητας της αποφάσεως ή η πρόκληση της απαιτούμενης διάπλασης ή η ύπαρξη βεβαιότητας στις σχέσεις των διαδίκων με το δεδικασμένο. Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό στοιχ.10 αιτίαση του όγδοου αναιρετικού λόγου (Κεφάλαιο Η’ ) και με την επίκληση της παραπάνω διατάξεως του αριθμού 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς το δυτικό και βόρειο όριο του επιδικαζομένου ακινήτου περιέχει αοριστίες και αντιφάσεις και δεν μπορεί να εκτελεσθεί "αφού υποχρεώνει τους αναιρεσείοντες να παραδώσουν ξένες ιδιοκτησίες προς την παραλία (τα ενδιάμεσα δημόσια γκρεμνά) και προς τα γκρεμνά της Αγίας Ειρήνης (τέσσερεις ενδιάμεσες κτισμένες ιδιοκτησίες). Ο λόγος αυτός δεν αφορά σε αντιφατική διάταξη του διατακτικού, που δεν νοείται όταν αυτό, όπως στην προκειμένη περίπτωση έχει μόνο μία διάταξη, αλλά αφορά στα όρια του επιδίκου ακινήτου ως προσδιοριστικά της ταυτότητάς του και συνακόλουθα υπό την επίφαση της παραβιάσεως της ερευνώμενης διάταξης του αριθμού 17 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλήττει την, περί τα πράγματα αναιρετικά ανέλεγκτη, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ενόψει τούτων η αιτίαση αυτή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Επειδή κατά το άρθρο 562 παρ.2 του ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, που αφορά εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος, ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων της αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος πρότασης και επαναφοράς του στο Εφετείο. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον υπό στοιχείο Κεφάλαιο Η’ (δεύτερο μέρος) λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση ότι δεν έλαβε υπόψη την ένσταση παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής των αναιρεσιβλήτων, που περιεχόταν στον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων περί αποκτήσεων της κυριότητας του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, αφού αυτοί νεμόντουσαν το επίδικο επί 20ετία πριν από την άσκηση, στις 14.10.91, της αγωγής των αναιρεσιβλήτων. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί ο επικαλούμενος περί παραγραφής ισχυρισμός δεν προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και το πρώτον προτεινόμενος στον Άρειο Πάγο, εφόσον δεν συντρέχει καμία, από τις περιπτώσεις του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ενώ υπό την εκδοχή ότι περιεχόταν στον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων περί αποκτήσεως από αυτούς της κυριότητας του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε παρείλκε η εξέταση του περί παραγραφής ισχυρισμού. Περαιτέρω ο αναφερόμενος στη διορθωτική απόφαση λόγος, κατά τον οποίο δεν αιτιολογείται γιατί διορθώνονται και γιατί προσδιορίζονται με τον διορθωτέο τρόπο τα ποσοστά συγκυριότητος των αναιρεσιβλήτων επί του επιδίκου, είναι απαράδεκτος, λόγω ελλείψεως εννόμου, κατά τα άρθρα 68 και 577 ΚΠολΔ, συμφέροντος, καθόσον τα ποσοστά συγκυριότητος των αναιρεσιβλήτων επί του επιδίκου δεν αφορούν τους αναιρεσείοντες και από τον προσδιορισμό τους, αυτοί, σε σχέση με τους αντιδίκους τους, δεν υφίστανται βλάβη. Για τον ίδιο λόγο είναι απαράδεκτη και η αποδιδόμενη στην προσβαλλομένη απόφαση από τη διάταξη του αριθμού 1 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια κατά την οποία, παραβιάστηκε το έθιμο που προσδιορίζει σε τρία στρέμματα τη μία ζευγαριά, καθόσον το Εφετείο δέχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο έχει έκταση 13.594,14 τ.μ., αντί της αναφερομένης στην αγωγή εκτάσεως των 15.000 τ.μ.. Ενόψει τούτων και οι λόγοι αυτοί, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν. Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθρο 176, 180 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 27-9-2011 αίτηση των Η. Φ. του Α. και Θ. Φ. του Α., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 337/2010 αποφάσεως του Εφετείου Αιγαίου και της υπ’ αριθμ. 187/2011 συμπροσβαλλομένης διορθωτικής αποφάσεως του ίδιου Εφετείου. Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Απριλίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 18η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Νομική και ποσοτική αοριστία της αγωγής. Παράγωγος και πρωτότυπος (από έκτακτη χρησικτησία) τρόπος απόκτησης κυριότητας. Χρησικτησία έκτακτη κατά ΒΡΔ. Η διεξαγωγή νέων αποδείξεων ανήκει στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας 559 αρθρ 1 και 19. Η αιτίαση ότι από τα αποδεικτικά μέσα προκύπτει πόρισμα αντίθετο πλήττει την περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση Άρθρα 335 ΚΠολΔ, 559 αρ.11 περ γ, 20, και 17. Προϋποθέσεις 562 παρ 20 περί παραγραφής ισχυρισμός απαράδεκτος εφόσον δεν προβλήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας. Δεν απαιτείται η αιτιολόγηση των ποσοστών συγκυριότητας αφού μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε πρέπει να εκτίθεται στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχθηκε.
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική, Αοριστία αγωγής, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 1358/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ’ Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία "ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΣΥΡΟΥ", που εδρεύει στην Ερμούπολη Σύρου και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Χατζηαποστόλου. Του αναιρεσιβλήτου: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΕΡΜΟΥΠΟΛΕΩΣ", που εδρεύει στην Ερμούπολη Σύρου και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Βιτάλη, ο οποίος ανακάλεσε την από 10/6/2013 δήλωσή του κατ’ άρθρο 242 του Κ.Πολ.Δ. και παραστάθηκε αυτοπροσώπως. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/1/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 48/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 1/2012 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα Ιερά Μητρόπολις Σύρου με την από 5/3/2012 αίτηση και τους από 5/9/2012 προσθέτους λόγους της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 11/3/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος Ν.Π.Δ.Δ. ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 974 και 1045 ΑΚ και ν. 8 § 1, κωδ. [7.39], 9 § 1 Βασ. [50.14], 1 κωδ. [7.31], 7 § 1 και 2 κωδ. [7.39] και 14 κωδ. [11.61] του προϊσχύσαντος Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου, που εφαρμόζονται, σύμφωνα με τα άρθρα 64 και 65 ΕισΝΑΚ, στην έκτακτη χρησικτησία όταν αυτή συμπληρώνεται πριν την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα ή και μετά την εισαγωγή του, πριν όμως συμπληρωθεί εικοσαετία, προκύπτει ότι υπό την ισχύ του Αστικού Κώδικα εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα ακίνητο γίνεται κύριος του ακινήτου, υπό δε την ισχύ του προϊσχύσαντος ΒΡΔ κύριος ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία γίνεται αυτός που το έχει στην καλόπιστη νομή του για μια τριακονταετία, ενώ δεν αποκλείεται στον νομέα να προσμετρήσει στον δικό του χρόνο εκείνον (χρόνο) του προκατόχου - δικαιοπαρόχου του για να συμπληρωθεί ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας και να γίνει κύριος του πράγματος. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 810, 816 και 817 ΑΚ προκύπτει ότι η σύμβαση χρησιδανείου, που φέρει ενοχικό χαρακτήρα και μπορεί να καταρτιστεί άτυπα, έστω και αν αφορά ακίνητο, έχει ως περιεχόμενο την από μέρους του χρήστη παραχώρηση της χρήσης κινητού ή ακινήτου πράγματος χωρίς αντάλλαγμα στον χρησάμενο, ο οποίος υποχρεούται να αποδώσει το πράγμα στον χρήστη μετά τη λήξη της σύμβασης, που μπορεί να συναφθεί είτε για αόριστο, είτε για ορισμένο χρόνο. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 810, 980 και 982 του ΑΚ, ο χρησάμενος δεν αποκτά νομή επί του πράγματος, αλλά μόνο την κατοχή του, και ασκεί τη νομή, η οποία παραμένει στον χρήστη, στο όνομα του τελευταίου, με αποτέλεσμα, όσο διαρκεί η σύμβαση του χρησιδανείου, να μην μπορεί ο χρησάμενος να χρησιδεσπόσει του πράγματος. Μετά τη λήξη ή λύση της σύμβασης χρησιδανείου, αν ο χρήστης είναι κύριος του πράγματος που χρησιδανείστηκε, μπορεί να αναζητήσει αυτό είτε με την αγωγή από το χρησιδάνειο, είτε με διεκδικητική, που βασίζεται στο δικαίωμα κυριότητας, ενώ, αν είναι νομέας, μπορεί να προστατευθεί και με την αγωγή αποβολής από τη νομή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 810, 816 επ., 980, 982, 984 § 1, 987 και 998 ΑΚ, σε περίπτωση άρνησης του χρησαμένου ν’ αποδώσει το πράγμα στον χρήστη - παραχωρητή κατά τη λήξη του χρησιδανείου ή όταν αντιποιείται τη νομή του. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 1094 του ΑΚ και 216 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι για το ορισμένο της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου πρέπει ο ενάγων εκτός των άλλων να προσδιορίζει κατά θέση, έκταση και όρια το επίδικο, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία για την ταυτότητά του, και να καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο έγινε κύριος του ακινήτου, ειδικότερα δε επί κτήσεως κυριότητας με χρησικτησία να αναφέρει τις συγκεκριμένες πράξεις νομής που ασκούσε στο επίδικο, αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου, επί ορισμένον χρόνο. Εξάλλου οι λόγοι αναιρέσεως από τους αρ.1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ελέγχονται ως αβάσιμοι όταν, αντίστοιχα, το δικαστήριο εφαρμόζει κανόνα ουσιαστικού δικαίου που ήταν εφαρμοστέος, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, και όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα δικαίου. Η δε έλλειψη στο δικόγραφο της αγωγής ενός ή περισσοτέρων από τα ανωτέρω στοιχεία που απαιτούνται (εκτός των άλλων) για το ορισμένο της, αναγόμενη σε ποσοτική ή ποιοτική αοριστία, ελέγχεται αναιρετικά με τους αρ.8 και 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Τέλος, ο λόγος αναιρέσεως του αρ.8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αβάσιμος όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ουσιώδη ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αρ.11 περ.γ’ του ίδιου άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι επίσης αβάσιμος όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. ΙΙ. Εν προκειμένω όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα: "Το επίδικο ακίνητο είναι ένα οικόπεδο εμβαδού 550 τ.μ., μετά της εντός αυτού διώροφης οικοδομής, που αποτελεί την μητροπολιτική κατοικία, το οποίο βρίσκεται στη θέση "Μεταμόρφωση" στην Ερμούπολη Σύρου και επί της οδού Ομήρου (...), όπως απεικονίζεται στο (...) και συνορεύει περιμετρικά με (...). Το επίδικο οικόπεδο περιήλθε στη νομή της Δημογεροντίας του τότε νεοσύστατου οικισμού της Ερμούπολης Σύρου, αποκαλούμενη έκτοτε "Δημογεροντία Σύρας", το έτος 1827, μετά από άτυπη αγοραπωλησία με χρήματα των Δημογερόντων της Σύρου. Κατά το ίδιο έτος (1827) η Δημογεροντία Σύρας ανήγειρε στο επίδικο οικόπεδο μια οικία με έξοδα των Δημογερόντων της Σύρου, προκειμένου να χρησιμοποιείται αυτή από τον εκάστοτε Επίσκοπο(τότε) Σύρου και Τήνου, Την εν λόγω οικία, της οποίας η κατασκευή αρχικά ήταν πρόχειρη και λιτή, κατά τα έτη 1868-1874 κατεδάφισε πλήρως ο ενάγων, ο οποίος από το έτος 1833 διαδέχθηκε τη Δημογεροντία, μετά την κατάργηση του θεσμού των δημογερόντων δυνάμει του από 27-12-1833 Διατάγματος της τότε αντιβασιλείας (βλ. σχετ. Ανδρέα Φραγκίδη, Ιστορία της νήσου Σύρου έκδοση 1975, σελ. 456), και στη θέση της ανήγειρε νέα διώροφη οικοδομή που καλύπτει πλέον το μεγαλύτερο τμήμα του επίδικου οικοπέδου. Συγκεκριμένα, ο τότε Δήμαρχος Ερμούπολης Δ. Β., ως νόμιμος εκπρόσωπος του ενάγοντος, έδωσε εντολή για την οικοδόμηση της νέας διώροφης οικοδομής, με δαπάνες του ενάγοντος και στη βάση προϋπολογισμού που είχε συντάξει ο δημοτικός αρχιτέκτονας Β., και, αφού διενεργήθηκε μειοδοτικός διαγωνισμός από τον ενάγοντα, κατακυρώθηκε το έργο στον αρχιτέκτονα εργολάβο Α. Β. και στον ασβεστοποιό Θεόδωρο Περατικό, συνταγέντος προς τούτο του υπ’ αριθ. .../137-1873 συμβολαιογραφικού συμφωνητικού του συμβολαιογράφου Ερμούπολης Ιωάννη Αθανασίου. Η δαπάνη εκτέλεσης του έργου αυτού ανήλθε σε 26.628δραχμές, από τις οποίες τις 16.628 δραχμές κατέβαλε ο ενάγων από δικά του χρήματα, ενώ το υπόλοιπο ποσό των 10.000 δραχμών κατέβαλαν οι τέσσερις Ιεροί Ναοί και συγκεκριμένα 3.500 δραχμές ο Ιερός Ναός της Μεταμόρφωσης, 2.000 δραχμές ο Ιερός ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, 3.500 δραχμές ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου και 1.000 δραχμές ο Ιερός Ναός του Αγίου Γεωργίου. Τα παραπάνω περιστατικά της εκ νέου ανοικοδόμησης της υπάρχουσας εντός του επίδικου ακινήτου Μητροπολιτικής κατοικίας αποδεικνύονται, μεταξύ άλλων και από τα ακόλουθα έγγραφα: (αναφέρονται 21 αποδεικτικά έγγραφα, με το αντικείμενό τους). To παραπάνω επίδικο ακίνητο ο ενάγων παραχώρησε από την αρχή της απόκτησης του, κατά χρήση στην εναγομένη, κατόπιν παράκλησης της προκειμένου να χρησιμοποιείται ως κατοικία του εκάστοτε αρχιεπισκόπου Σύρου συναφθείσας, έτσι, άτυπης παρακλητικής σύμβασης του ισχύοντος τότε βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, με βάση την οποία η εναγομένη έκαμε αποκλειστική χρήση του επιδίκου, του παραχωρούντος ενάγοντος παραμένοντος νομέα αυτού. Η συμβατική αυτή σχέση των διαδίκων, η οποία συνεχίστηκε μέχρι και την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23-2-1946), μετετράπη έκτοτε σε σύμβαση χρησιδανείου, διεπόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 810 επ. ΑΚ, διήρκεσε δε αυτή μέχρι την άσκηση της αγωγής. Καθ’ όλο, δηλαδή, το χρονικό διάστημα από το έτος 1833 τουλάχιστον, που συνεστήθη ο ενάγων, μέχρι την άσκηση της αγωγής, ο τελευταίος, με καλή πίστη, δηλαδή με την πεποίθηση ότι δεν παραβλάπτει δικαιώματα άλλων, μέχρι και το έτος 1946 και έκτοτε χωρίς καλή πίστη, νεμόταν συνεχώς το επίδικο δια των νομίμων οργάνων της εναγομένης με τη χρήση του επιδίκου ως κατοικίας του εκάστοτε Μητροπολίτη που ασκούσε για λογαριασμό του (ενάγοντος) τις πράξεις νομής και κατοχής. Η κατοικία μάλιστα αυτή από το έτος 1833, οπότε η Σύρος αποτέλεσε ίδια επισκοπή με την Τήνο, μετά την απόσπαση της εκκλησιαστικώς από την Άνδρο, στην επισκοπή της οποίας υπαγόταν μέχρι τότε (βλ. Ανδρέα Φραγκίδη, Ιστορία της Νήσου Σύρου έκδοση 1975 σελ. 451-452), έγινε η μόνιμη κατοικία του εκάστοτε επισκόπου και όχι προσωρινή, δηλαδή, για τις ημέρες μόνο που επισκεπτόταν τη Σύρο, γενόμενη έτσι γνωστή ως "μητροπολιτική" ή "επισκοπική" κατοικία. Επιπλέον ο ενάγων (εκτός από την παραχώρηση του επιδίκου στην εναγομένη για τη χρήση που προαναφέρθηκε), προέβη και στις ακόλουθες πράξεις νομής σ’ αυτό: α) ασφάλιζε το επίδικο σε διάφορες ασφαλιστικές εταιρείες, για τον κίνδυνο πυρκαγιάς, προβαίνοντας στη σύναψη σχετικών συμβάσεων ασφάλισης κατ’ έτος κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του έτους 1930 μέχρι και το έτος 1975, οπότε το δημοτικό συμβούλιο έκρινε ότι, ενόψει της οικονομικής δυσπραγίας του δήμου, δεν έπρεπε να ανανεώσει πλέον την ασφάλεια, μεταξύ άλλων, και του επιδίκου, αλλά να περιορίσει αυτές μόνο για τα δημοτικά ακίνητα που χρησιμοποιούνταν από τις υπηρεσίες του Δήμου και όχι και για αυτά που είχαν μισθωθεί ή παραχωρηθεί χωρίς αντάλλαγμα σε τρίτους, όπως και το επίδικο (...) β) το έτος 1972 παραχώρησε το δικαίωμα εγγραφής υποθήκης στο επίδικο ακίνητο, προς εξασφάλιση τοκοχρεωλυτικού δανείου ποσού 3.000.000 δραχμών που είχε λάβει από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων για την κατασκευή εσωτερικού δικτύου ύδρευσης του Δήμου, κατόπιν της υπ’ αριθ. 4 από 14-1-1972 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου, χωρίς, όμως, τελικά να εγγραφεί η υποθήκη, καθόσον το παραπάνω πιστωτικό ίδρυμα αρκέστηκε στην ενεχύραση των τακτικών και έκτακτων εσόδων του Δήμου, γ) περιλάμβανε σε σχετικά εκδοθέντα Ψηφίσματα του Δημοτικού Συμβουλίου το επίδικο ακίνητο ως δημοτικό (αναφέροντα 24 ψηφίσαντα των ετών 1955 έως 1982), δ) καταχώρησε το επίδικο ακίνητο ως εξής: α) στο τηρούμενο από το έτος 1959 και μέχρι την άσκηση της αγωγής "Βιβλίο Κτηματικής Περιουσίας του Δήμου Ερμουπόλεως" θεωρημένο με ημερομηνία 14-9-1959, μετά από την εγκύκλια διαταγή της Νομαρχίας Κυκλάδων από την αρμόδια δικαστική Αρχή (Ειρηνοδίκη Ερμουπόλεως) με την επισημείωση "Μητροπολιτικό Μέγαρο ... χρησιμοποιείται ως κατοικία Μητροπολίτου, έχει παραχωρηθεί δωρεάν η χρήσις του", β) στον "Πίνακα των Ακινήτων του Δήμου Ερμουπόλεως" με την ίδια ως άνω επισημείωση, αντίγραφο του οποίου βρίσκεται στο Ιστορικό Αρχείο Δήμου Ερμουπόλεως, γ) στο "Βιβλίο Δημοτικής Περιουσίας" και στο "Βιβλίο της ακινήτου περιουσίας του Δήμου Ερμουπόλεως" της Νομικής Υπηρεσίας του ενάγοντος, με την ίδια ως άνω επισημείωση, ενώ, επίσης, ήταν καταγραμμένη, ως δημοτική ιδιοκτησία, στον "Οδηγό Δημοτικού Αρχείου Ερμούπολης 1821-1949" των Χρήστου Λούκου και Πόπης Πολέμη, έκδοσης της "εταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού", έτους 1987 (βλ. σχετικό αντίγραφο σελ. 66, όπου το επίδικο ακίνητο αναφέρεται ως δημοτικό με αναφορά "Επισκοπικός Οίκος") και ε) με σειρά αποφάσεων του και με τελευταίο το 7β/4-1-1965 Ψήφισμα του Δημοτικού Συμβουλίου Ερμούπολης, που λήφθηκαν κατόπιν του υπ’ αριθ. 44798/1964 εγγράφου του Νομάρχη Κυκλάδων, προς εφαρμογή των σχετικών διατάξεων περί χρησιδανείων και μισθώσεων του Δημοτικού Κώδικα και λόγω οικονομικής δυσπραγίας του, αποφάσισε και κήρυξε λήξασα, από 1-1-1965, την προς την εναγομένη δωρεάν παραχώρηση της χρήσης του επίδικου ακινήτου (μητροπολιτικής κατοικίας), επιτρέποντας, εφεξής, τη χρήση του με την καταβολή μισθώματος, που ορίστηκε στο ποσό των 3.000 δραχμών, χωρίς, ωστόσο, να εφαρμοστεί η απόφαση αυτή, αλλά, κατόπιν διαβουλεύσεων των διαδίκων, συνεχίστηκε το προηγούμενο μεταξύ τους συμβατικό καθεστώς (χρησιδάνειο) και, γενικά, έπραττε ως προς το επίδικο ακίνητο, ό,τι έπραττε και για τα υπόλοιπα ακίνητα ιδιοκτησίας του, στο πλαίσιο της προβλεπόμενης τακτικής διαχείρισης αυτών. Τις παραπάνω πράξεις νομής ο ενάγων ασκούσε διανοία κυρίου και όχι στα πλαίσια της διευρυμένης διοικητικής και διαχειριστικής του ευθύνης που είχε και επί της εκκλησιαστικής περιουσίας των Ναών, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εναγομένη. Με βάση όλα τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων είχε καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, ήδη κατά τις διατάξεις του, προϊσχύσαντος του ΑΚ, βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, νεμόμενος τούτο συνεχώς με καλή πίστη από το έτος 1833 μέχρι το έτος 1946, συνέχισε δε να νέμεται αυτό ασκώντας τις ίδιες πράξεις νομής και μετά την ισχύ του ΑΚ μέχρι την άσκηση της αγωγής. Περί του ότι ο ενάγων κατέστη κύριος με τον αμέσως παραπάνω τρόπο και ότι καταρτίστηκε η επίμαχη σύμβαση χρησιδανείου του επίδικου ακινήτου προκύπτουν τόσο από τα σχετικά έγγραφα που προαναφέρθηκαν, όσο και από την σαφή και πειστική κατάθεση του μάρτυρος απόδειξης Ε. Π., ο οποίος, λόγω του ότι διετέλεσε δήμαρχος Ερμούπολης κατά το χρονικό διάστημα από 1983-1990, αλλά και πολιτικός προϊστάμενος στο Δήμου και γραμματέας αυτού από το έτος 1976 έως το 1978, καταθέτει με λόγο πλήρους γνώσης περί της ιδιότητας του επιδίκου ως δημοτικού ακινήτου και περί της παραχώρησης αυτού στην εναγομένη για την προαναφερόμενη χρήση. Η κατάθεση αυτή δεν αναιρείται από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο ούτε και από τις καταθέσεις των μαρτύρων που περιέχονται στις προσκομιζόμενες από την εναγομένη ένορκες βεβαιώσεις, καθόσον, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, οι καταθέσεις αυτές δεν κρίνονται ικανές να ανατρέψουν τα ως άνω αποδειχθέντα. Τα παραπάνω, εξάλλου, επιβεβαιώνονται και από το υπ’ αριθ. 2374 με αριθ. διεκπεραίωσης 2224 από 15-12-1913 έγγραφο του τότε Δημάρχου Ι. Π. που απηύθυνε προς τον τότε Νομάρχη Κυκλάδων σε απάντηση του υπ’ αριθ. 9292/3-12-1913 εγγράφου του τελευταίου, με το οποίο ο τότε δήμαρχος πληροφορεί τον Νομάρχη Κυκλάδων σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου, αναφέροντας ότι αυτό ανήκει στον Δήμο Ερμούπολης από το έτος 1827, ότι εξαρχής παραχωρήθηκε στην Μητρόπολη Σύρου για να χρησιμοποιηθεί ως μητροπολιτική κατοικία, καθώς και ότι κατασκευάστηκε εκ νέου το έτος 1868-1874 από τον Δήμο Ερμούπολης με έξοδα του Δήμου και με συνεισφορά ποσού 10.000 δραχμών των τεσσάρων ως άνω Ιερών Ναών, που αυτοβούλως προσέφεραν το ποσό αυτό, σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον ποιμενάρχη τους. Επίσης η παραπάνω κρίση ενισχύεται και από το γεγονός ότι και η ίδια η εναγομένη δια των παρακάτω μητροπολιτών της αναγνώριζε την ιδιότητα του επιδίκου ως δημοτικού ακινήτου. Συγκεκριμένα α) στα πλαίσια εκτέλεσης του έργου της εκ νέου ανοικοδόμησης της υπάρχουσας εντός του επιδίκου οικίας κατά τα έτη 1868-1874, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Σύρου και Τήνου Α. με το υπ’ αριθ. 266/6-11-1868 έγγραφό του, που απηύθυνε προς τον τότε Δήμαρχο Ερμούπολης Δ. Β., αναφέρει χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων "... Το έργον τούτο (η ανέγερση δηλαδή της επίδικης οικίας) Κύριε Δήμαρχε, αφορών τον ωραϊσμόν της Αρχιεπισκοπής, ούσης δημοτικής ιδιοκτησίας, πεποίθαμεν ότι θέλετε επιδιώξει δραστηρίως, το μεν διότι κατά τον δημοτικόν Νόμον ο ωραϊσμός της πόλεως και των δημοτικών καταστημάτων θεωρείται εκ των σπουδαίων του Δήμου καθηκόντων...", β) στην προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. .../9-3-1979 πράξη του συμβολαιογράφου Ερμούπολης Μάξιμου Ταλασλή, για την οποία θα γίνει λόγος παρακάτω, ο τότε Μητροπολίτης Σύρου, Τήνου, Ανδρου, Κέας και Μήλου, Δ. Α. Σ., δήλωσε μεταξύ άλλων ότι, το επίδικο ακίνητο μέχρι το έτος 1874 ανήκε στον Δήμο Ερμούπολης, η οποία έκτοτε του το παραχώρησε για να ανεγερθεί επ’ αυτού η Μητροπολιτική κατοικία. Δηλαδή και οι δύο αυτοί Μητροπολίτες σε ανύποπτο χρόνο αναγνώριζαν ρητά ότι το επίδικο ακίνητο ανήκε (μέχρι το έτος 1874 τουλάχιστον) στην κυριότητα του ενάγοντος Δήμου, χαρακτηρίζοντας το δημοτική ιδιοκτησία. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το έτος 2003 κατά τη διαδικασία του Εθνικού Κτηματολογίου η εναγομένη προέβη στη δήλωση του επίδικου ακινήτου ως τμήματος μείζονος ακινήτου εκτάσεως 744 τ.μ. ως ανήκον στην ιδιοκτησία της, που περιήλθε σ’ αυτήν με αιτία τη χρησικτησία και έλαβε αριθμό ΚΑΕΚ ... (βλ. το από 14-1-2008 απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος του ακινήτου), γεγονός το οποίο πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ο ενάγων το ίδιο έτος (2003), όταν το διαπίστωσε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του (ενάγοντος) κατά τη διάρκεια έρευνας της ακίνητης περιουσίας του τελευταίου, για να προβεί στις αναγκαίες πράξεις καταχώρησης της στο Κτηματολόγιο. Με τον τρόπο αυτό η εναγομένη αμφισβητώντας το δικαίωμα κυριότητας του ενάγοντος στο επίδικο ακίνητο απέβαλε αυτόν από τη νομή του. Η τελευταία ισχυρίζεται ότι είναι αυτή κυρία του επίδικου ακινήτου, του οποίου απέκτησε την κυριότητα με πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή έκτακτη χρησικτησία, καθόσον νεμήθηκε τούτο από το έτος 1827,όταν αγόρασε αυτό άτυπα, από τους αδελφούς Σ., ομάδα προσφύγων της Ερμούπολης, για να χρησιμοποιηθεί για την κατοικία του εκάστοτε Μητροπολίτη. Ο ισχυρισμός αυτός περί ιδίας κυριότητας είναι ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί διότι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η εναγομένη βρισκόταν μεν στην κατοχή του επιδίκου χρησιμοποιώντας αυτό ως μητροπολιτική κατοικία, η χρήση όμως αυτή επιτράπηκε από τον κύριο και νομέα του επιδίκου (ενάγοντα), δυνάμει παρακλητικής σχέσης αρχικά και χρησιδανείου μετέπειτα και έτσι όσο διήρκεσε η σχέση αυτή, η οποία κατά τα προαναφερθέντα, συνεχίστηκε μέχρι την άσκηση της αγωγής, νομέας εξακολουθούσε να είναι ο ενάγων, για λογαριασμό του οποίου ήταν στην κατοχή του η εναγομένη. Άλλωστε, όπως προαναφέρθηκε, η εναγομένη επανειλημμένα, δια των ως άνω Μητροπολιτών της, είχε αναγνωρίσει ότι το επίδικο αποτελούσε δημοτική ιδιοκτησία και ως εκ τούτου αυτή είχε μόνο τη κατοχή του. Εξάλλου, εάν η εναγομένη θεωρούσε ότι το επίδικο ακίνητο, δεν ανήκε στον ενάγοντα, αλλά είχε περιέλθει εξαρχής στη νομή και κατοχή της, δεν θα είχε προβεί, ο ως άνω Μητροπολίτης Δ. Σ., το έτος 1979, στην περιεχόμενη στην υπ’ αριθ. .../1979 συμβολαιογραφική πράξη, δήλωση του κατ’ άρθρο 62 του ν. 590/1997, η οποία προϋπέθετε, ότι κάποιο άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο φερόταν ως κύριος του ακινήτου, του οποίου επιχειρείτο η μεταβίβαση με βάση την εν λόγω διάταξη. Σε κάθε δε περίπτωση, όταν το έτος 1965 με Ψήφισμα του το Δημοτικό Συμβούλιο του ενάγοντος αποφάσισε τη λήξη της σύμβασης χρησιδανείου και την παραχώρηση του επιδίκου με σύμβαση μίσθωσης, γεγονός το οποίο πληροφορήθηκε η εναγομένη, όπως συνομολογείται από την ίδια, εάν αυτή θεωρούσε ότι το επίδικο είχε περιέλθει στην κυριότητά της, θα έπρεπε να ζητήσει από τον ενάγοντα να αναγνωρίσει επίσημα το δικαίωμα της αυτό και σε περίπτωση άρνησης του να το επιδιώξει δικαστικά, πράγμα όμως το οποίο δεν συνέβη. Περαιτέρω, η εναγομένη προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το επίδικο ακίνητο είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας, διότι, συμφωνά με το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (ν. 23Κ (2.3) Νεαράς ΡΙΑ κεφ. Α και ΡΛΑ κεφ.62) που ίσχυε κατ’ άρθρο 51 Εισ.Ν.ΑΚ μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ, δεν υπόκεινται σε χρησικτησία τα ακίνητα των εκκλησιών και των ευαγών οίκων, όπως είναι το επίδικο ακίνητο και έτσι ο ενάγων δεν μπορούσε να αποκτήσει την κυριότητα αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Η επίκληση όμως από την εναγομένη της περιεχόμενης στις ως άνω διατάξεις προστασίας ελέγχεται ως στηριζόμενη επί αναληθούς από ουσιαστική άποψη προϋπόθεσης, αφού για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων απαιτείται τα ακίνητα να ανήκουν οπωσδήποτε στην κυριότητα των εκκλησιών ή των ευαγών οίκων, στην προκείμενη όμως περίπτωση, δεν συνέτρεχε η προϋπόθεση αυτή, αφού, σύμφωνα με όσα αποδείχθηκαν παραπάνω, το επίδικο ακίνητο δεν ανήκε στην κυριότητα της εναγομένης, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να τύχουν εφαρμογής οι ως άνω διατάξεις. Επίσης η εναγομένη προβάλλει και τον ισχυρισμό ότι το επίδικο ακίνητο κατέστη πράγμα εκτός συναλλαγής κατ’ άρθρο 966 ΑΚ και συνεπώς ανεπίδεκτο χρησικτησίας, διότι προορίζεται για την εξυπηρέτηση θρησκευτικών σκοπών, καθόσον αποτελεί με τον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως Ερμούπολης μια ενιαία και αδιάσπαστη λειτουργική και τοπική ενότητα, ώστε ο ενάγων να μην μπορούσε να αποκτήσει δικαίωμα κυριότητας επ’ αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος είναι νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 966, 1054 ΑΚ, είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον το επίδικο ακίνητο που αδιαμφισβήτητα χρησιμοποιείται ως μητροπολιτική κατοικία και ένα τμήμα αυτού ως εκκλησιαστικό μουσείο δεν είναι πράγμα που έχει αφιερωθεί στην άσκηση της θείας λατρείας, αλλά ούτε και αποδείχθηκε ότι βρίσκεται με τον Ιερό Ναό της Μεταμόρφωσης σε τοπική και λειτουργική σχέση εξάρτησης τέτοια, ώστε να αποτελεί με αυτόν ένα ενιαίο οργανικό σύνολο ούτως ώστε να εξυπηρετεί θρησκευτικό σκοπό, αλλά αντίθετα αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο είναι ένα αυτοτελές και ανεξάρτητο από τον παρακείμενο Ιερό Ναό της Μεταμόρφωσης ακίνητο που επιτελεί εντελώς διαφορετική λειτουργία από αυτόν, με τον οποίο δεν τελεί σε καμιά σχέση εξάρτησης. Πρέπει, ακόμη, να σημειωθεί εδώ ότι ο Μητροπολίτης Σύρου, Τήνου, Άνδρου, Κέας και Μήλου, Δ. Α. Σ., στις 9-3-1979 προέβη, με την ιδιότητα του αυτή, ενώπιον του συμβολαιογράφου Ερμούπολης Μάξιμου Ταλασλή, σε μονομερή δήλωση κυριότητας στο επίδικο ακίνητο και συντάχθηκε σχετικά υπ’ αριθ. .../1979 πράξη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Ερμούπολης στον τόμο 540 και με αύξ. αριθ. 94, στην οποία αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: "Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σύρου-Τήνου-Άνδρου, Κέας και Μήλου κ. Δ. Α. Σ.... και ηττήσατο ούτος υπό την άνω ιδιότητα του, ως Μητροπολίτης Σύρου ... (νομικόν Πρόσωπον Ιδιωτικού Δικαίου) την σύνταξιν της παρούσης δηλώσεως και εξέθηκεν τα ακόλουθα: Ότι η Ιερά Μητρόπολις Σύρου Τήνου-Άνδρου Κέας και Μήλου είναι απόλυτος κυρία νομεύς και κάτοχος ενός αστικού ακινήτου κτήματος-Μεγάρου- κειμένου εν τη πόλει και τω Δήμω Ερμουπόλεως και άνωθεν του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, εκτισμένου επί οικοπέδου ανήκοντος πρότερον, ήτοι προ του έτους 1874 εις τον Δήμον Ερμουπόλεως και παραχωρηθέντος εν έτει 1874 προκειμένου να αναγερθεί επ’ αυτού (του οικοπέδου) το σήμερον υφιστάμενον Μητροπολιτικόν Μέγαρον, προορισθέν έκτοτε και χρησιμοποιούμενον μέχρι και σήμερον, ως Εκκλησιαστικόν Κτίριον, δια την κατοικίαν των εκάστοτε Μητροπολιτών της Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου, Τήνου κλπ, ... Επί του άνω λεπτομερώς καθοριζομένου οικοπέδου, εν έτει 1874, δι’ εισφορών των τεσσάρων (4) Ορθοδόξων Ιερών Ναών της πόλεως της Ερμουπόλεως, ήτοι του Ιερού Ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Ιερού Ναού της Κοιμήσεως Θεοτόκου, Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου και Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου και εισφορών θεοσεβών πολιτών, ανηγέρθη το Μητροπολιτικόν Μέγαρον, συγκείμενον εκ δύο ορόφων μεθ’ υπογείου μετά του παρακειμένου και συνεχόμενου τω Μεγάρω κτίσματος της παλαιάς Μητροπόλεως ... Του προπεριγραφέντος αστικού ακινήτου κτήματος η Ιερά Μητρόπολις Σύρου, Τήνου κλπ κατέστη κυρία νομεύς και κάτοχος ως κατέχουσα και νεμόμενη τούτο συνεχώς και αδιακόπως από του έτους 1874 μέχρι σήμερον καλοπίστως και με την πεποίθησιν κυρίου, εν συνδυασμώ και με την παράγραφον Ι του άρθρου 62 του Νόμου 590/21-5-1977 "Περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδας". Η παραπάνω νόμιμα μεταγραφείσα δήλωση του Μητροπολίτη Δ. Α. Σ. ως εκπροσώπου της εναγομένης, κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι γίνεται με αυτήν επίκληση από την εναγομένη ιδιαίτερου τρόπου κτήσης κυριότητας του επιδίκου, δεν μπορεί να παράξει έννομες συνέπειες και, συγκεκριμένα, να οδηγήσει στη σύσταση ή τη μετάθεση της κυριότητας στο επίδικο ακίνητο, καθόσον α) (...), και β) διότι δεν συντρέχει η απαιτούμενη από την παραπάνω διάταξη (62 του ν. 590/1977) προϋπόθεση της ανέγερσης του επίδικου ακινήτου δια εισφορών Μονών και Ναών, αφού, σύμφωνα με όσα αποδείχθηκαν και εκτέθηκαν παραπάνω, η εν λόγω Μητροπολιτική κατοικία ανηγέρθη από τον ενάγοντα Δήμο, ο οποίος κάλυψε το μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης και όχι αποκλειστικά με εισφορές των τεσσάρων Ιερών Ναών που αναφέρεται στη δήλωση. Περαιτέρω η εναγομένη προβάλλει, επικουρικά, τον ισχυρισμό ότι μετά την αντιποίηση της νομής του επιδίκου που έγινε από αυτήν αρχικά κατά το έτος 1841 με την ανέγερση, στη θέση της υπάρχουσας στο επίδικο παλαιάς οικίας, νέου οικήματος από τον τότε Μητροπολίτη Α., άλλως το έτος 1869 όταν έγινε εκ νέου ολική ανακαίνιση του οικίας με την ανέγερση διώροφης οικοδομής και όλως επικουρικά κατά το έτος 1913 όταν ο τότε Νομάρχης Κυκλάδων με το υπ’ αριθ. 9292/1913 έγγραφο του προς τον Δήμαρχο Ερμούπολης ζητούσε ενημέρωση για το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου, νεμήθηκε αυτό με διάνοια κυρίου και καλή πίστη τουλάχιστον από το έτος 1913 μέχρι την άσκηση της αγωγής και έτσι κατέστη κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Ο ισχυρισμός όμως αυτός της εναγομένης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Και τούτο διότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι έγινε αντιποίηση της νομής εκ μέρους της εναγομένης κατά τους ως άνω χρόνους. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι κατά την νέα ανακαίνιση του επιδίκου που έγινε κατά τα έτη 1999-2000 βρέθηκε μαρμάρινη επιγραφή, όπου αναγράφεται "ΔΕΔΜΗΤΑΙ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟΝ ΤΟΔΕ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΚΛΑΔΩΝ Α. ΤΟΥ Κ. ΤΟΥ ΕΞ ΗΛΙΟΥΠΟΛΕΩΣ ΔΙ ΙΔΙΩΝ ΕΞΟΔΩΝ ΤΗ 20 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1841 ΕΝ ΕΡΜΟΥΠΟΛΕΙ ΣΥΡΟΥ". Ωστόσο, από το γεγονός και μόνο αυτό, ότι, δηλαδή, το έτος 1841 ο τότε Μητροπολίτης Ά. ανήγειρε με δική του δαπάνη ένα δωμάτιο στη θέση, όπου βρισκόταν το αρχικό οίκημα, όπως τούτο προκύπτει από την ανωτέρω επιγραφή, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η εναγομένη δια της ως άνω ενέργειας του τότε μητροπολίτη της αντιποιήθηκε τη νομή του επιδίκου. Επίσης, σε άλλη μαρμάρινη επιγραφή που κατασκευάστηκε, ενόψει της ανοικοδόμησης της επίδικης κατοικίας το έτος 1869-1874, και βρίσκεται εντός του επιδίκου, αναγράφεται επί λέξει ότι "Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΣ ΟΥΤΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΕΝ ΕΤΕΙ ΣΩΤΗΡΙΩ ΑΩΟΔ ΑΞΙΩΣΕΙ ΜΕΝ ΠΑΤΡΙΚΗ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΥΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝΟΥ Α. ΤΟΥ Λ. ΠΡΟΘΥΜΩ ΔΕ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΕΝΤΙΜΟΤΑΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΕΡΜΟΥΠΟΛΕΩΣ Δ. Β. ΚΑΙ ΦΙΛΟΤΙΜΩ ΔΑΠΑΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΙΕΡΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΤΑΥΤΗΣ ΝΑΩΝ". Και από αυτήν όμως την επιγραφή δεν συνάγεται αντιποίηση της νομής εκ μέρους της εναγομένης κατά τη χρονική εκείνη περίοδο (έτος 1869), αφού, αφενός μεν, όπως προαναφέρθηκε, ο τότε Μητροπολίτης Α. ρητά με το υπ’ αριθ. 266/6-11-1868 έγγραφο του προς τον Δήμαρχο Ερμούπολης αναγνώριζε ότι το επίδικο είναι δημοτική ιδιοκτησία, αφετέρου η αναφορά ότι η ανέγερση του επιδίκου έγινε τη προθύμω ενεργεία του Δημάρχου και τη φιλοτιμώ δαπάνη του Δήμου, δεν σημαίνει ότι ο ενάγων προέβη απλά σε δωρεά προς την εναγομένη με τη συμβολή του στη δαπάνη ανέγερσης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα αποδείχθηκαν παραπάνω, η ανοικοδόμηση της επίδικης κατοικίας έγινε με πρωτοβουλία του Δήμου, μετά από σχετική δημοπρασία και γενικά την τήρηση των διαδικασιών που απαιτούνται για την ανακαίνιση ή ανοικοδόμηση δημοτικών ακινήτων. Τέλος, αναφορικά με την επικαλούμενη αντιποίηση της νομής κατά το έτος 1913 δεν προκύπτει, ούτε, εξάλλου, η εναγομένη επικαλείται ότι το ως άνω έγγραφο του Νομάρχη Κυκλάδων προς τον Δήμαρχο Ερμούπολης, σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου, απεστάλη μετά από αμφισβήτηση της εναγομένης του δικαιώματος του Δήμου στο επίδικο. Εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα φερόταν και η εναγομένη ως εμπλεκόμενη στην αλληλογραφία εκείνη, ενώ στο ανωτέρω έγγραφο του Νομάρχη Κυκλάδων γίνεται λόγος για αμφισβήτηση από τους τέσσερις Ιερούς ναούς και όχι από την εναγομένη. Άλλωστε, εάν η εναγομένη είχε αντιποιηθεί τη νομή του επιδίκου κατά τη χρονική εκείνη περίοδο, μετά την απάντηση του Δημάρχου περί αποκλειστικής κυριότητας του Δήμου στο επίδικο, θα έπρεπε η εναγομένη να αντιδράσει και να μεριμνήσει για την άρση της αμφιβολίας αυτής με την έγερση σχετικής αγωγής, πράγμα όμως το οποίο δεν έπραξε. Αλλά και σε κάθε περίπτωση από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη γνωστοποίησε ή ο ενάγων έλαβε με οποιοδήποτε τρόπο γνώση της αντιποίησης της νομής του από την εναγομένη, αφού διαφορετικά, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην νομική σκέψη της παρούσας, δεν μπορεί να αρχίσει να χρησιδεσπόζει ο κατέχων δυνάμει συμβάσεως χρησιδανείου το χρησιδανεισθέν πράγμα, προτού αυτός εκδηλώσει την πρόθεση να νέμεται το ακίνητο με διάνοια κυρίου και λάβει γνώση του γεγονότος αυτού ο χρήστης (...)". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, αφού απέρριψε και την εκ του άρθρου 281 του ΑΚ ένσταση της αναιρεσείουσας Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου, για την οποία (ένσταση) γίνεται λόγος στην παράγραφο IV της παρούσης, δέχθηκε την ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου Δήμου Ερμουπόλεως, ανεγνώρισε τον αναιρεσίβλητο το Δήμο κύριο του επιδίκου και υποχρέωσε την αναιρεσείουσα να αποδώσει σ’ αυτόν το επίδικο. ΙΙΙ. Υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων ως άνω (υπό Ι) ουσιαστικών διατάξεων ως προς α)την απόκτηση της κυριότητας του επιδίκου εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου - ενάγοντος Δήμου Ερμουπόλεως με έκτακτη χρησικτησία, δια της νομής του επί του επιδίκου (λεπτομερώς αναφερόμενες πράξεις νομής) από την κατά το έτος 1827 άτυπη αγορά του ακινήτου και με καλή πίστη μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ (Φεβρ. 1946) και εν συνεχεία, χωρίς να απαιτείται και καλή πίστη, μέχρι την αντιποίηση της νομής αυτής εκ μέρους της αναιρεσείουσας - εναγομένης Ιεράς Μητροπόλεως Σύρου κατά το έτος 2003, την ιδιότητα του επιδίκου ως δεκτικού χρησικτησίας και την αντιποίηση της νομής εκ μέρους της αναιρεσείουσας, στην οποία, κατά τις ίδιες παραδοχές, ο αναιρεσίβλητος Δήμος είχε παραχωρήσει το επίδικο με παρακλητική σύμβαση και από την εισαγωγή του ΑΚ με σύμβαση χρησιδανείου, κατά τα λεπτομερώς επίσης αναφερόμενα στην απόφαση, τις οποίες διατάξεις (προϊσχύσασες διατάξεις του β.ζ.ρ. δικαίου για την απαίτηση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, άρθρα 64, 65 ΕισΝΑΚ, 974, 1045 ΑΚ, 810 επ. του ΑΚ). Το Εφετείο δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, και τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τους πρώτον, τρίτο και τέταρτο του αναιρετηρίου, και εν μέρει δεύτερο, του δικογράφου προσθέτων λόγων, από το άρθρο 559 αρ.1 και 19 του ΚΠολΔ, λόγους αναιρέσεως είναι αβάσιμα. "Τα ανωτέρω περιστατικά ως προς τις πράξεις νομής επί του επιδίκου από τον αναιρεσίβλητο Δήμο, δια των οργάνων του αλλά και μέσω της αναιρεσείουσας Ι. Μητροπόλεως, ως χρησαμένης, αναφέρονται λεπτομερώς στην ένδικη αγωγή του πρώτου, όπως αναφέρεται σ’ αυτήν και περιγράφεται με σαφή και αναλυτικό τρόπο το επίδικο κατά θέση, έκταση και όρια, αποτυπούμενο μάλιστα και σε τοπογραφικό διάγραμμα που ενσωματώνεται στο δικόγραφο της αγωγής, ώστε να μην καταλείπεται καμία αμφιβολία για την ταυτότητά του (επιδίκου), ενώ δεν προσαπαιτείται να συνοδεύεται η αγωγή από σκαρίφημα γεωμετρικών μεταβολών, δηλαδή τοπογραφικό διάγραμμα εντεταγμένο στο κρατικό σύστημα αναφοράς ΕΓΣΑ 87, με πίνακα συντεταγμένων των κορυφών των ορίων του επιδίκου. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα (ανωτ. υπό Ι) νομική σκέψη η αγωγή ήταν πλήρως ορισμένη ως προς τα ανωτέρω στοιχεία, και το Εφετείο τον έκρινε ομοίως και απέρριψε την σχετική (περί αοριστίας) ένσταση της αναιρεσείουσας δεν υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες των αρ. 8 και 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι δε αβάσιμα και απορριπτέα τα αντίθετα που η τελευταία υποστηρίζει με τους έβδομον, του αναιρετηρίου, και πρώτον και εν μέρει δεύτερον, του δικογράφου προσθέτων λόγων, από τις διατάξεις αυτές (όχι και του αρ.1), προτεινόμενους λόγους αναιρέσεως. Ιιι.Τέλος, από τις ίδιες ως άνω παραδοχές του Εφετείου είναι προφανές ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και απέρριψε, ρητώς δε, κατ’ ουσίαν και τον ισχυρισμό (ένσταση) της αναιρεσείουσας - εναγομένης για δική του κυριότητα κτηθείσα με χρησικτησία, επί του επιδίκου, κατέληξε δε στην κρίση του, όπως αναμφιβόλως από την αναιρεσιβαλλομένη προκύπτει, αφού έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι, επομένως και τα αναφερόμενα στο αναιρετήριο τρία έγγραφα που είχε προσκομίσει και επικαλεστεί η αναιρεσείουσα. Τα αντίθετα, επομένως, που υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τους δεύτερο και έκτο αντίστοιχα, από τους αριθμούς 8 και 11 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους του αναιρετηρίου, είναι επίσης αβάσιμα και απορριπτέα. IV. Κατά το άρθρο 281 του ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της άσκησης του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, εις τρόπον ώστε η μεταγενέστερη άσκηση του, που θα έχει επαχθείς για τον οφειλέτη συνέπειες, να μη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη τη πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από τον δικαιούχο ανατροπή της πιο πάνω κατάστασης δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάσταχτες συνέπειες για τον οφειλέτη και να θέτει έτσι σε κίνδυνο την οικονομική του κατάσταση, αλλ’ αρκεί να έχει δυσμενείς απλώς επιπτώσεις στα συμφέροντά του. Εν προκειμένω η αναιρεσείουσα - εναγομένη προέβαλε επικουρικά τον ισχυρισμό ότι το δικαίωμα του ενάγοντος ασκείται κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, επικαλούμενη: α) την μακρόχρονη αδράνεια του ενάγοντος να ασκήσει το δικαίωμα του, β) την άσκηση εκ μέρους της (εναγομένης) εμφανών πράξεων νομής επί του επιδίκου υπό τα όμματα των οργάνων του ενάγοντος, γ) την εκτεταμένη ανάπλαση του Μητροπολιτικού Μεγάρου κατά το χρονικό διάστημα 1999-2000, με αποκλειστικά δικές της δαπάνες ύψους 100.000.000 δραχμών, δ) την μη εναντίωση του εναγομένου στις παραπάνω εργασίες, μετά την ολοκλήρωση των οποίων και στην τελετή των εγκαινίων που έγινε το έτος 2000 παραβρέθηκε μεταξύ άλλων και ο Δήμαρχος Ερμούπολης, ε) την έκδοση εκ μέρους του ενάγοντος Δήμου το έτος 1965 Ψηφίσματος για την καταβολή μισθώματος εκ μέρους της εναγομένης για τη χρήση του επιδίκου, το οποίο όμως μετά από αντίδραση της τελευταίας δεν εφαρμόστηκε ποτέ, στ) την δημιουργία σ’ αυτήν της εύλογης πεποίθησης ότι δεν θα ασκηθεί οποιοδήποτε δικαίωμα διεκδίκησης του ακινήτου αυτού από τον ενάγοντα και ζ) την ανατροπή με την άσκηση της αγωγής, της δημιουργηθείσης και επί μακρόν χρόνο διατηρηθείσης καταστάσεως, επάγουσα επαχθείς συνέπειες για την ίδια, η οποία, σε περίπτωση παραδοχής της αγωγής, θα αναγκασθεί να αποδώσει το επίδικο, που το κατέχει περίπου επί 180 χρόνια. Σχετικά με την ένσταση αυτή το Εφετείο, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Η ένσταση της εναγομένης, αν και νόμιμη (άρθρο 281 ΑΚ), είναι ουσιαστικά αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί, για τους εξής λόγους: Όπως προαναφέρθηκε, η κατάληψη του επιδίκου έγινε από την εναγομένη αυθαίρετα και χωρίς τη θέληση του ενάγοντος το έτος 2003, εν γνώσει της μάλιστα ότι κανένα δικαίωμα κυριότητας δεν είχε επ’ αυτού. Ο ενάγων όμως δεν αδράνησε και μάλιστα επί μακρόν να ασκήσει το δικαίωμα του, αλλά, αντίθετα, αμέσως μόλις πληροφορήθηκε κατά το ίδιο έτος (2003) την αμφισβήτηση του δικαιώματος του εκ μέρους της εναγομένης και την αποβολή του από το επίδικο αντέδρασε με την άσκηση της ένδικης αγωγής. Επίσης αποδείχθηκε ότι πράγματι η εναγομένη, κατά τη χρονική περίοδο 1999-2000,προέβη σε ολική ανακαίνιση της μητροπολιτικής κατοικίας με δική της δαπάνη, εν γνώσει του ενάγοντος και χωρίς αντίρρησή του, το ύψος της οποίας (δαπάνης) ανήλθε σε 105.000.000 δραχμές περίπου. Σημειωτέον ότι στην ανακαίνιση αυτή περιλαμβάνεται και το οίκημα όπου στεγάζεται το εκκλησιαστικό μουσείο, όπως τούτο αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από την εναγομένη σχετικά με την ανακαίνιση έγγραφα, στα οποία αναφέρεται ως εμβαδόν του εκτελεσθέντος έργου 550 τμ, όσο δηλαδή είναι το εμβαδόν ολόκληρου του εντός του επιδίκου ευρισκόμενου διώροφου οικήματος του αποτελούντος τη μητροπολιτική κατοικία και το εκκλησιαστικό μουσείο, απορριπτόμενων όσων αντίθετα ισχυρίζεται η εναγομένη, ότι δηλαδή το τελευταίο οίκημα κατασκευάστηκε εξ αρχής το έτος 1984 με δαπάνες της εναγομένης, χωρίς εναντίωση του ενάγοντος. Το γεγονός όμως της πολυδάπανης ανακαίνισης της επίδικης κατοικίας δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο ενάγων με το να επιτρέψει την ανακαίνιση αυτή αναγνώριζε δικαίωμα κυριότητας της εναγομένης στο επίδικο και γι’ αυτό δεν αντέδρασε, αφού η ενέργεια αυτή δεν μπορούσε να εκληφθεί, οπωσδήποτε, ως πράξη νομής από την εναγομένη, δεδομένου ότι δικαιολογείτο να προβεί η τελευταία σε μια τέτοια ενέργεια λόγω της πολύχρονης και χωρίς αντάλλαγμα χρήσης του επιδίκου. Επίσης και το επικαλούμενο από την εναγομένη γεγονός ότι δεν εφαρμόστηκε το Ψήφισμα του έτους 1965 για μετατροπή της σύμβασης χρησιδανείου σε σύμβαση μίσθωσης, μετά από την αντίδραση της εναγομένης, δεν μπορεί να εκληφθεί ως αδράνεια του Δήμου να ασκήσει το δικαίωμα του, αφού με το εν λόγω Ψήφισμα δεν εξεδήλωσε την πρόθεση να αποβάλει την εναγομένη από το επίδικο, αλλά μόνο να αλλάξει τη μορφή της παραχώρησης, στην οποία δεν προχώρησε προφανώς υποχωρώντας στην απαίτηση της εναγομένης και εμμένοντας στην ισχύουσα μέχρι τότε σύμβαση χρησιδανείου. Επίσης καμία άλλη συμπεριφορά δεν εκδηλώθηκε από τα αρμόδια όργανα του ενάγοντος πριν από την άσκηση της αγωγής, που να είναι ικανή να δημιουργήσει στην εναγομένη την εύλογη πεποίθηση ότι απεμπολεί και εγκαταλείπει τα από την κυριότητα δικαιώματα του. Δεν συντρέχουν λοιπόν εν προκειμένω ειδικές περιστάσεις που να έχουν αιτιώδη σχέση με τη συμπεριφορά του δικαιούχου του δικαιώματος που ασκείται, ώστε να μη δικαιολογείται η μεταγενέστερη άσκηση του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Και ναι μεν η εναγομένη θα υποστεί δυσμενείς περιουσιακές συνέπειες από την ένδικη, διεκδίκηση, πλήν όμως αυτές είναι απότοκες αποκλειστικά και μόνο των δικών της επιλογών και ενεργειών. Ενεργώντας την εκ βάθρων ανακαίνιση τα έτη 1999-2000 και εν συνεχεία την κατάληψη του επιδίκου γνώριζε το αβάσιμο του "τίτλου" κυριότητας αυτής και αποδέχθηκε τον κίνδυνο μιας πιθανής διεκδίκησης, προσδοκώντας ωστόσο ότι ο ενάγων δεν θα αντιδράσει έγκαιρα ή καθόλου. Γι’ αυτό, με βάση τα περιστατικά που αποδείχθηκαν, η άσκηση της ένδικης αγωγής δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφει το άρθρο 281 του ΑΚ". Υπό τα προπαρατεθέντα περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του δικαστηρίου, καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ που προαναφέρθηκε, άσκηση του δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου να διεκδικήσει το επίδικο ακίνητο, η οποία (άσκηση του δικαιώματος) δεν υπερβαίνει και μάλιστα προφανώς τα τιθέμενα από τη διάταξη αυτή ως άνω όρια, και τα αντίθετα που υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον πέμπτο, από τους αρ.1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς της είναι αβάσιμα. Κατά τη γνώμη όμως δύο μελών του δικαστηρίου, και ειδικότερα του Προέδρου του Τμήματος Ιωάννη Σίδερη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, και του μέλους Παναγιώτη Ρουμπή, Αρεοπαγίτη, υπό τα ανωτέρω περιστατικά και εν όψει της, κατά το άρθρο 62 του ν. 590/1977, μονομερούς δηλώσεως κυριότητας του επιδίκου, που έγινε από τον Μητροπολίτη Σύρου Δ. Α. Σ. στις 9.3.1979, με την νομίμως μεταγραφείσα .../1979 συμβολαιογραφική πράξη του συμβολαιογράφου Ερμούπολης Μαξίμου Ταλασλή, συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου - ενάγοντος Δήμου Ερμουπόλεως και έπρεπε να αναιρεθεί κατά την απορριπτική της ένσταση αυτής διάταξή της η προσβαλλόμενη απόφαση λόγω και των ανεπαρκών και αντιφατικών της αιτιολογιών σχετικά, με τον χρόνο της εκ μέρους της αναιρεσείουσας αμφισβητήσεως του δικαιώματος κυριότητας του αναιρεσιβλήτου, ως και της γνώσεως του "αβασίμου του τίτλου" του οποίου εγένετο επίκληση από την αναιρεσείουσα, κατά τις προεκτεθείσες διατάξεις του ν. 590/1977 κατά παραδοχήν ως βασίμου του ανωτέρω πέμπτου λόγου της κρινόμενης αίτησης. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, αφού δηλαδή η απορριπτική του λόγου αυτού της αναίρεσης και κατ’ επέκταση της ειρημένης ενστάσεως της αναιρεσείουσας απόφασης λαμβάνεται με διαφορά μιάς ψήφου, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ.2 στοιχ.β’ εδ.γ’ του ΚΠολΔ, το Τμήμα να παραπέμψει τον ανωτέρω πέμπτο λόγο του αναιρετηρίου στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, για να δικαστεί από αυτήν. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τον πέμπτο, από τους αρ.1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της κρινόμενης αίτησης, όπως αυτός αναφέρεται στο σκεπτικό. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 3η Ιουνίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 18η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Χρησικτησία ακινήτου υπό το Βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο και τον Α.Κ. Προϋποθέσεις, στοιχεία. Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Πότε υπάρχει. Αναίρεση. Λόγοι από τους αριθμ. 1, 8, 11, 19, αβάσιμοι. Λήψη απόφασης με διαφορά μιας ψήφου. Παραπομπή στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου
Χρησικτησία
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Χρησικτησία.
2
Αριθμός 1335/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα, Στυλιανή Γιαννούκου και Μιχαήλ Αυγουλέα, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των Αρεοπαγιτών Δημητρίου Μουστάκα και Ασπασίας Καρέλλου). ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 13η Μαΐου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ" (Ο.Α.Ε.Ε.), όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Χαράλαμπου Μαραβέλια. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Θ. Γ., 2) Ι. Γ., 3) Κ. Ξ., 4) Ά. Κ., 5) Ε. Π., 6) Η. Κ., 7) Ε. Τ., 8) Ε. Τ., 9) Α. Κ., 10) Χ. Κ., 11) Β. Γ., 12) Α. Ρ., 13) Α. Ε., 14) Χ. Μ., 15) Ά. Τ. Τ., 16) Κ. Γ., 17) Μ. Π., 18) Ν. Τ., 19) Κ. Π., 20) Γ. Κ., 21) Σ. Τ., 22) Μ. Δ., 23) Φ. Σ., 24) Κ. Μ., 25) Ε. Ν., 26) Γ. Γ., 27) Ε. Μ., 28) Ε. Ρ., 29) Α. Α. και 30) Π. Π., κατοίκων .... Οι υπό στοιχεία 1 έως 3, 5 έως 26 και 28 έως 30 αναιρεσίβλητοι παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Αντωνίου Ρουπακιώτη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Ο υπό στοιχείο 27 αναιρεσίβλητος Ε. Μ. απεβίωσε την 21-3-2009, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με αριθμό 194/Α/2009 ληξιαρχική πράξη θανάτου της ληξιάρχου του Δήμου Λαρισαίων και την παρούσα δίκη συνεχίζουν οι μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού α) Π. Ο. χήρα Ε. Μ., κάτοικος ... και β) Β. Μ. του Ε., κάτοικος ... οι οποίες παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του ως άνω δικηγόρου Αντωνίου Ρουπακιώτη. Η υπό στοιχείο 4 αναιρεσίβλητη δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-12-2002 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών την 23-12-2002. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 808/2003 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1410/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 19-7-2011 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 8-4-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, κατά τα άρθρα 94 παρ.1 και 104 ΚΠολΔ, οι διάδικοι στα πολιτικά δικαστήρια έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν αυτή δεν αποδεικνύεται κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες, που έγιναν προηγουμένως. Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, με εκείνες των άρθρων 568 παρ.4 και 576 παρ.1 και παρ.3 ΚΠολΔ, όπως το δεύτερο εδάφιο της παρ.3 προστέθηκε με το άρθρο 62 του ν. 4139/2013, προκύπτει ότι αν ενώπιον του Αρείου Πάγου απολείπεται ο διάδικος, που φέρεται ότι επισπεύδει τη συζήτηση της υποθέσεως, ερευνάται αυτεπάγγελτα το έγκυρο της επισπεύσεως αυτής εκ μέρους του απολειπομένου και από απόψεως πληρεξουσιότητας. Σε περίπτωση, κατά την οποία δεν προκύπτει πληρεξουσιότητα του δικηγόρου, που επισπεύδει τη συζήτηση για λογαριασμό του απολειπομένου διαδίκου, επέρχεται η ακυρότητα της γενομένης κλήσεως ως προς αυτόν και, συνακόλουθα, το απαράδεκτο της συζητήσεως, εφ' όσον, βεβαίως, αυτός δεν κλητεύθηκε, από τον αντίδικό του ή κάποιον από τους τυχόν ομοδίκους του για να παραστεί στη συζήτηση. Σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως, αλλά κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς διαδίκους. Στην προκειμένη περίπτωση, τη συζήτηση της υπό κρίση, από 19-7-2011, αιτήσεως αναιρέσεως κατά της 1410/2011 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επισπεύδουν οι αναιρεσίβλητοι (βλ. την .../28-2-2014 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …), μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Ά. Κ. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεν εμφανίσθηκε η εν λόγω 4η από τους αναιρεσίβλητους, ούτε και πήρε νομίμως μέρος στη συζήτηση. Εν όψει, λοιπόν, του ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αναιρεσιβλήτων δεν αποδεικνύει πληρεξουσιότητα και εκ μέρους της απολειπομένης εξ αυτών, πρέπει η υπόθεση να χωριστεί ως προς τη διάδικο αυτή και η συζήτηση να προχωρήσει μεν ως προς άπαντες τους λοιπούς, που μετέχουν νομίμως στη διαδικασία, να κηρυχθεί, όμως, απαράδεκτη ως προς την ως άνω απολειπομένη από τους αναιρεσίβλητους. 2. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652 ΑΚ και 6 του α.ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι για το χαρακτηρισμό της εργασίας ως εξαρτημένης απαιτείται αυτός, που την παρέχει, να τελεί, κατά την εκτέλεσή της, κάτω από τις οδηγίες και τον έλεγχο του εργοδότη, ο οποίος ρυθμίζει τον τόπο, το χρόνο και την έκταση της παροχής, μέσα στα συμβατικά ή νόμιμα όρια, κατά τρόπο δεσμευτικό για το μισθωτό, ενώ ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να υπακούει και να ακολουθεί τις οδηγίες του εργοδότη (ΟλΑΠ 28/ 2005). Ο νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης εργασίας ή ως σύμβασης έργου γίνεται από το δικαστήριο, ύστερα από αξιολόγηση όλων των περιστάσεων υπό τις οποίες αυτή καταρτίσθηκε και λειτούργησε, ανεξάρτητα από την ονομασία, την οποία προσέδωσαν σ' αυτήν οι ενδιαφερόμενοι, ακόμη και με τυπική εφαρμογή κάποιας διάταξης νόμου, την οποία, ουσιαστικώς, καταστρατήγησαν. Η δυνατότητα τού εκ μέρους του δικαστηρίου ορθού νομικού χαρακτηρισμού μιας έννομης σχέσης ως συμβάσεως έργου ή εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, ισχύει και για τις εργασιακές σχέσεις που αναπτύσσονται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (ΟλΑΠ 18/2006). Εξ άλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ.16 του ν. 4504/1966 και 1 παρ.3 του ν. 4547/1966, όλοι οι μισθωτοί, εφ' όσον απασχολούνται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας σε οποιονδήποτε εργοδότη, δικαιούνται να λάβουν, κατά την έναρξη της κανονικής τους άδειας και το επίδομα αδείας. Για τη λήψη του επιδόματος αδείας πρέπει ο μισθωτός αφ' ενός να υπάγεται στις διατάξεις του α.ν. 539/1945 ή σε άλλες διατάξεις που προβλέπουν τη χορήγηση κανονικής άδειας και αφ' ετέρου να δικαιούται, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, κανονική άδεια με αποδοχές. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1 του ν. 1082/1980 και 1 παρ. 1 και 2 της 19040/1981 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, σε όλους τους μισθωτούς, οι οποίοι απασχολούνται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας σε οποιονδήποτε εργοδότη, καταβάλλεται επίδομα (δώρο) εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, όπως ορίζεται ειδικότερα στην απόφαση αυτή. Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι, εφ' όσον μια ενοχική σχέση χαρακτηρισθεί από το αρμόδιο δικαστήριο ως παροχή εξαρτημένης εργασίας, ο εργαζόμενος δικαιούται να αξιώσει την καταβολή των επιδομάτων εορτών και αδείας, ακόμη και αν, για οποιοδήποτε λόγο, η σχέση αυτή δεν συνιστά έγκυρη σύμβαση εργασίας. 3. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 89 του ν. 2084/1992 επιτράπηκε στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης να αναθέτουν σε ιδιώτες την είσπραξη των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών, αντί αμοιβής που συνίσταται σε ποσοστό επί των εκάστοτε εισπράξεων. Με τις ίδιες διατάξεις καθορίσθηκε ότι η ανάθεση της είσπραξης γίνεται υποχρεωτικά με συμβάσεις μισθώσεως έργου, των οποίων οι λεπτομέρειες ρυθμίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με συμπληρωματική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 681 επ. ΑΚ και 15 παρ.1 εδ. β', 2 και 3 του ν. 1735/1987. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές και προκειμένου να διασφαλισθεί ότι δεν υποκρύπτεται παροχή εξαρτημένης εργασίας, ορίσθηκε ότι ο ανάδοχος θα εισπράττει την αμοιβή του εκδίδοντας δελτίο παροχής υπηρεσιών και ότι η εκτέλεση του έργου δεν θα συνδέεται με το ωράριο εργασίας της ωφελούμενης υπηρεσίας. Ακόμη, ορίσθηκε ότι απαγορεύεται η απασχόληση του αναδόχου σε έργα ή καθήκοντα, άσχετα με εκείνα που προβλέπονται στη σύμβαση ή ξένα προς την ειδικότητά του. Στη συνέχεια, μεταβλήθηκε το ως άνω νομικό καθεστώς και με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2527/1997 ορίσθηκε ότι για τη σύναψη συμβάσεων μισθώσεως έργου από υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα με φυσικά πρόσωπα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 681 επ. ΑΚ ή με άλλες, ειδικές διατάξεις, απαιτείται προηγούμενη έκδοση ΚΥΑ των εκεί αναφερομένων υπουργών, στην οποία, πλην άλλων, πρέπει να καθορίζεται το συγκεκριμένο έργο που θα εκτελεσθεί, το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ολική ή τμηματική παράδοση του έργου και το συνολικό ποσό της αμοιβής του αναδόχου. Ακόμη, ορίσθηκε ότι για τη σύναψη συμβάσεως μισθώσεως έργου απαιτείται βεβαίωση της νομικής υπηρεσίας του νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα ότι πρόκειται για "γνήσια" σύμβαση έργου, ήτοι τέτοια που δεν υποκρύπτει εξαρτημένη εργασία και ότι σύμβαση, που κατ' επίφαση χαρακτηρίζεται ως μίσθωση έργου, ενώ, πράγματι, καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του νομικού προσώπου, είναι αυτοδικαίως και καθ' ολοκληρίαν άκυρη. Επίσης, ορίσθηκε ότι ανανέωση ή παράταση της συμβάσεως μισθώσεως έργου απαγορεύεται και είναι αυτοδικαίως άκυρη και ότι ρήτρα καταβολής της εργολαβικής αμοιβής τμηματικώς, κατά μήνα ή άλλο χρονικό όριο, χωρίς συνάρτηση με την πρόοδο του έργου, είναι αυτοδικαίως άκυρη. Ακολούθησε νέα νομοθετική μεταβολή και με το άρθρο 78 του ν. 2676/1999 ορίσθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2527/1997 δεν έχουν εφαρμογή για την ανάθεση της είσπραξης των ασφαλιστικών εισφορών των φορέων κοινωνικής ασφάλισης σε ιδιώτες, η οποία εξακολουθεί να ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 89 του ν. 2084/1992 και να διενεργείται με την κατάρτιση συμβάσεων μισθώσεως έργου. Από αυτό, όμως, και σε συνέπεια προς το ότι ο ακριβής νομικός χαρακτηρισμός της ενοχικής σχέσης γίνεται πάντοτε από το δικαστήριο (βλ. παραπάνω, αρ.2), δεν αποκλείεται σε συγκεκριμένη περίπτωση, εφ' όσον αποδεικνύεται ότι συντρέχουν τα γνωρίσματα της παροχής εξαρτημένης εργασίας, να διαγνωσθεί δικαστικώς ότι οι συμβαλλόμενοι χαρακτήρισαν, κατ' επίφαση, τη μεταξύ τους σχέση ως σύμβαση έργου, ενώ, στην πραγματικότητα, πρόκειται για σχέση εξαρτημένης εργασίας, η οποία απέβλεπε στην εξυπηρέτηση παγίων και διαρκών αναγκών του ωφελούμενου νομικού προσώπου και η οποία, λόγω των ως άνω νομοθετικών περιορισμών, καταρτίσθηκε και λειτούργησε ακύρως, οπωσδήποτε, πάντως, πριν από τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001 (ΟλΑΠ 7 και 8/2011). 4. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ.1 του ν. 2839/2000, "Προσωπικό το οποίο υπηρετεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ή υπηρέτησε, μέσα στο χρονικό διάστημα από 1-8-1999 μέχρι 31-3-2000, στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ α' και β' βαθμίδας και στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου πλήρους απασχόλησης ή με σύμβαση μίσθωσης έργου, κατατάσσεται σε οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του φορέα της τελευταίας απασχόλησης, εφ' όσον κατά την 31-3-2000: (α) Είχε συνολική παροχή υπηρεσίας στο φορέα, με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή με συμβάσεις μίσθωσης έργου, τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών. (β) Δεν είχε μεσολαβήσει, προκειμένου για προσωπικό που απασχολήθηκε με περισσότερες της μιας συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, χρονικό διάστημα διακοπής μεταξύ των συμβάσεων, μεγαλύτερο των δύο (2) μηνών. (γ) Η απαιτούμενη κατά το εδάφιο α' συνολική παροχή υπηρεσίας, προκειμένου για προσωπικό που απασχολήθηκε με συμβάσεις μίσθωσης έργου, έχει παρασχεθεί από 1-1-1995 και εφεξής. (δ) Κατά την πρόσληψη ή την κατάρτιση των συμβάσεων δεν παραβιάσθηκαν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας που διέπει την πρόσληψη ή την κατάρτιση της συμβάσεως, των ΠΥΣ 236/94 (ΦΕΚ 115 Α') και 55/98 (ΦΕΚ 292 Α'), καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 2190/1994 [που ορίζουν τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία πρόσληψης προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών] και του άρθρου 6 του ν. 2527/1997 [που απαγορεύουν την κατάρτιση συμβάσεων έργου για την αντιμετώπιση παγίων και διαρκών αναγκών]. (ε) Πρόκειται εφεξής να καλύψει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα, σε θέσεις του οποίου κατατάσσεται". Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ.4 του ν. 2839/2000, "Προσωπικό το οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του σε φορείς κοινωνικής ασφάλισης με σύμβαση μίσθωσης έργου κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 89 του ν. 2084/1992, υπάγεται στις ρυθμίσεις της παρ.1 υπό την προϋπόθεση ότι έχει συνολική παροχή υπηρεσίας στο φορέα, κατά την 31-3-2000, είκοσι τέσσερις (24) τουλάχιστον μήνες, επιφυλασσομένων των προϋποθέσεων των εδαφίων γ', δ' και ε' της παρ.1 του παρόντος άρθρου. Καθήκοντα των υπαγομένων στην παρούσα παράγραφο είναι η συνέχιση κάθε εσωτερικής ή εξωτερικής υπηρεσίας που θα τους ανατεθεί αρμοδίως, συμπεριλαμβανομένης και της είσπραξης των ασφαλιστικών εισφορών με ένσημα. Οι κατατασσόμενοι λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις περί μισθοδοσίας προσωπικού ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου διατάξεις, πλην αυτών που ασχολούνται, μέχρι την ολοκλήρωση της μηχανογράφησης, με την είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών με ένσημα (εξωτερικές εισπράξεις) που εξακολουθούν να αμείβονται με ποσοστά επί των εισπράξεων". Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ.6 και 7 του ν. 2839/2000, "Οι κατατασσόμενοι εντάσσονται σε υφιστάμενες θέσεις αντίστοιχης ή παρεμφερούς ειδικότητας και αν δεν υπάρχουν, σε προσωρινές θέσεις αντίστοιχης ειδικότητας, που συνιστώνται με την απόφαση κατάταξης" και "Η κατάταξη γίνεται με απόφαση του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου, ύστερα από γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου ως προς τη συνδρομή της προϋπόθεσης που ορίζεται στο εδάφιο ε' της παρ.1 και ως προς την παρεμφερή ειδικότητα της προηγούμενης παραγράφου, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως των διατάξεων των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 10 και των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 11 του Ν. 2266/1994". Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ.8 του ν. 2839/2000, "Οι κατατασσόμενοι λαμβάνουν τις αποδοχές της νέας θέσης τους, από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξής τους. Ο χρόνος των συμβάσεων μίσθωσης έργου του εδ.α' της παρ.1 λογίζεται για όλες τις συνέπειες ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου". Από τις διατάξεις αυτές συνάγονται τα ακόλουθα: Το δικαίωμα του εργαζόμενου για τη χορήγηση επιδόματος αδείας και δώρων εορτών προϋποθέτει την παροχή εξαρτημένης εργασίας. Κατά συνέπεια, δικαίωμα για τη χορήγηση των εν λόγω παροχών δεν γεννάται εάν μεταξύ των ενδιαφερομένων λειτουργεί σύμβαση έργου. Υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 17 παρ.1 του ν. 2839/2000 επιτράπηκε [μεταξύ άλλων και] στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου να κατατάξουν το προσωπικό που απασχολούσαν [είτε με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είτε] με σύμβαση μίσθωσης έργου σε ήδη υφιστάμενες οργανικές θέσεις ή σε προσωρινώς συνιστώμενες, προσωποπαγείς θέσεις, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Στις προϋποθέσεις αυτές συγκαταλεγόταν, υπό στοιχείο (δ) και το να μην απέβλεπε η πρόσληψη τού προς κατάταξη προσωπικού, κατά το χρόνο που είχε γίνει, στην αντιμετώπιση παγίων και διαρκών αναγκών της υπηρεσίας του φορέα πρόσληψης. Να ήταν, δηλαδή, "γνήσια" σύμβαση έργου και να μην υπέκρυπτε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Παρά ταύτα, η συντέλεση της κατάταξης, η οποία αποτελεί μια εσωτερική, διοικητική διαδικασία του φορέα πρόσληψης, δεν υποδηλώνει άνευ ετέρου το αντίθετο. Ως εκ τούτου, διατηρείται πάντοτε η δυνατότητα δικαστικής διάγνωσης του ότι, παρά την κατάταξη, οι υπηρεσίες, που είχαν παρασχεθεί πριν από αυτήν, απέβλεπαν στην εξυπηρέτηση παγίων και διαρκών αναγκών και προσφέρθηκαν στο πλαίσιο άκυρης σχέσης εξαρτημένης εργασίας. Οπότε, η παροχή τους δημιούργησε για τους εργαζόμενους αντίστοιχο δικαίωμα λήψεως επιδομάτων εορτών και αδείας (ΑΠ 1165/2012). 5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι προσλήφθηκαν από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ΝΠΔΔ μεταξύ των ετών 1991 και 1996, με συμβάσεις που χαρακτηρίσθηκαν από το εναγόμενο ως συμβάσεις έργου με διάρκεια ενός έτους, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως επιμελητές εισπράξεων ασφαλιστικών εισφορών και απογραφείς μη ασφαλισμένων επαγγελματιών και βιοτεχνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 89 του ν. 2084/1992 και αντί αμοιβής, συνιστάμενης σε ποσοστό 2% επί του ύψους των πραγματοποιούμενων εισπράξεων και 10% επί της εισφοράς εγγραφής για κάθε νέο ασφαλιζόμενο. Ότι, έκτοτε, οι συμβάσεις αυτές ανανεώθηκαν κατ' επανάληψη μέχρι την κατά τα έτος 2000 κατάταξη των εναγόντων σε οργανικές ή προσωποπαγείς θέσεις της υπηρεσίας του εναγομένου, με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 2839/2000. Ότι οι ένδικες συμβάσεις, στην πραγματικότητα, ήσαν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, διότι οι ενάγοντες τελούσαν υπό καθεστώς εξάρτησης από άποψη τόπου, τρόπου και χρόνου παροχής των υπηρεσιών τους, υποκείμενοι στον έλεγχο των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου. Ότι, ειδικότερα, η εξάρτηση αυτή προκύπτει από το ότι α) απέδιδαν καθημερινά στην αρμόδια υπηρεσία του εναγομένου τις εισπράξεις της προηγούμενης ημέρας και αγόραζαν ένσημα ίσης αξίας, β) παρέδιδαν ονομαστική κατάσταση αυτών που κατέβαλαν τις εισφορές τους, δελτίο εισπράξεως εισφορών και δελτίο αγοράς ενσήμων, με συμπληρωμένες τις σχετικές ενδείξεις, γ) τηρούσαν κατάσταση με τις ημερομηνίες, κατά τις οποίες διέρχονταν από τα καταστήματα των ασφαλισμένων και εκείνων που αρνούνταν την καταβολή των εισφορών, δ) υποχρεώνονταν να παρίστανται στο εκάστοτε αρμόδιο δικαστήριο ως μάρτυρες, όταν εκδικάζονταν υποθέσεις καθυστέρησης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών υπέρ του εναγομένου, ε) ενημερώνονταν διαρκώς επί των εγκυκλίων διαταγών της υπηρεσίας, παρείχαν στους ασφαλισμένους πληροφορίες για τις συνταξιοδοτικές παροχές του εναγομένου, έκαναν εξακριβώσεις, διαγραφές, επανεγγραφές και εγγραφές νέων ασφαλισμένων και καταχωρούσαν τις εισφορές τους στις καρτέλες των ασφαλισμένων. Ότι για την παροχή των υπηρεσιών αυτών ήσαν υποχρεωμένοι να προσέρχονται κάθε πρωί στα γραφεία του εναγομένου, όπου υπέγραφαν σε παρουσιολόγιο, εκτελούσαν εργασίες γραφείου επί δύο έως δυόμισι ώρες και, ακολούθως, αναχωρούσαν για τον τομέα ευθύνης τους, απασχολούμενοι καθ' όλη τη διάρκεια του πρωινού ωραρίου των καταστημάτων με την είσπραξη εισφορών, την επικόλληση σχετικών ενσήμων, τη χρονολόγηση και την υπογραφή τους από αυτούς και τους ασφαλισμένους σε ειδική στήλη, καθώς και με την τήρηση των προαναφερομένων καταστάσεων. Ότι οι ενάγοντες ακολουθούσαν τις εγκύκλιες οδηγίες του εναγομένου, δέχονταν οποτεδήποτε και αποφασιστικά τον έλεγχο των οργάνων του, που απαιτούσαν συνεχή και αυξημένη επιμέλεια στην εργασία τους και υπόκειντο σε πειθαρχικό έλεγχο σε περίπτωση αδικαιολόγητης βραδύτητας περί την εκτέλεση της υπηρεσίας, με εντονότερη συνέπεια την εκ μέρους του εναγομένου δυνατότητα καταγγελίας της υφιστάμενης σύμβασης, αναποζημιώτως. Ότι οι ενάγοντες, οι οποίοι ήσαν ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ και στο ΤΕΑΠΟΚΑ, είχαν τις ίδιες υποχρεώσεις, τις οποίες είχε και το μόνιμο προσωπικό του εναγομένου. Ότι από το έτος 1997, οπότε άλλαξε ο τρόπος εισπράξεως των ασφαλιστικών εισφορών (γινόταν πλέον μηχανογραφικά, με επιταγές μέσω των ΕΛΤΑ), οι ενάγοντες τοποθετήθηκαν στην εσωτερική υπηρεσία του εναγομένου, στα μηχανογραφικά τμήματα και παρείχαν, όπως και οι μόνιμοι υπάλληλοι, την ίδια με αυτούς υπηρεσία, τηρούντες το ίδιο ωράριο και ελεγχόμενοι ως προς αυτό με την υπογραφή του βιβλίου παρουσίας και αποχώρησης. Ότι, τέλος, οι ενάγοντες κατατάχθηκαν ήδη, με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και δυνάμει σχετικών αποφάσεων του Διοικητή του εναγομένου, σε οργανικές ή προσωποπαγείς θέσεις της υπηρεσίας του. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το Πολυμελές Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι ο συνολικός χρόνος των συμβάσεων έργου των εναγόντων έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και ότι, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι δεν καταρτίσθηκαν έγκυρες συμβάσεις εργασίας, υπήρχε απλή σχέση εργασίας, συνεπεία της οποίας οι ενάγοντες δικαιούνται και πάλι, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του α.ν. 539/1945, του ν. 4504/1966, του ν. 1082/1980 και της ΥΑ 19040/1981, να λάβουν ως δώρα εορτών, επίδομα και αποδοχές άδειας για τα έτη 1999 και 2000 το συνολικό ποσό των 5.282,48 ευρώ, που είχε ζητηθεί με την ένδικη αγωγή. Κατόπιν αυτού, το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την έφεση του εναγομένου κατά της πρωτόδικης απόφασης του Ειρηνοδικείου, που είχε δεχθεί τα ίδια. Με την κρίση αυτή, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, διότι, σύμφωνα με σκέψεις που προηγήθηκαν, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης ως συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ή έργου ανήκει στο δικαστήριο, μετά από αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην αγωγή και εφ' όσον αυτά προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω και αν ο νόμος χαρακτηρίζει ορισμένη έννομη σχέση διαφορετικά. Επομένως, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. 6. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΚΗΡΥΣΣΕΙ τη συζήτηση απαράδεκτη ως προς την απολειπομένη 4η από τους αναιρεσίβλητους, Ά. Κ. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως προς τους λοιπούς διαδίκους την από 19-7-2011 αίτηση περί αναιρέσεως της 1410/2011 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον στην πληρωμή χιλίων εκατό (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Ιουνίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 17η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απασχολούμενοι με συμβάσεις έργου για την κάλυψη παγίων αναγκών σε ΝΠΔΔ, οι οποίοι, κατόπιν, κατατάχθηκαν σε οργανικές θέσεις με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Οι συμβάσεις έργου, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, είχαν ως αντικείμενο την παροχή εξαρτημένης εργασίας. Δικαιούνται δώρα εορτών και επίδομα αδείας για το χρονικό διάστημα πριν από την κατάταξή τους. Απορρίπτει την αίτηση.
Σύμβαση έργου
Σύμβαση έργου, Επίδομα εορτών, Επίδομα αδείας.
1
Αριθμός 1336/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα, Στυλιανή Γιαννούκου και Μιχαήλ Αυγουλέα, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των Αρεοπαγιτών Δημητρίου Μουστάκα και Ασπασίας Καρέλλου). ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 13η Μαΐου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ" (Ο.Α.Ε.Ε.), όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Χαράλαμπου Μαραβέλια. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Α. Δ., 2) Π. Α., 3) Α. Α., 4) Π. Μ., 5) Μ. Ξ., 6) Β. Π., 7) Α. Κ., 8) Ι. Κ., 9) Α. Λ., 10) Χ. Λ., 11) Π. Τ., 12) Α. Γ., 13) Ε. Α., 14) Ε. Μ., 15) Γ. Κ., 16) Α. Γ., 17) Ε. Κ., 18) Σ. Κ., 19) Γ. Κ., 20) Κ. Κ., 21) Γ. Μ., 22) Κ. Β., 23) Σ. Σ., 24) Μ. Μ., 25) Α. Τ. και 26) Γ. Α., κατοίκων .... Οι υπό στοιχεία 1-25 αναιρεσίβλητοι παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξουσίου δικηγόρου Αντωνίου Ρουπακιώτη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Ο υπό στοιχείο 26 αναιρεσίβλητος Γ. Α. απεβίωσε την 9-12-2006, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ' αριθμό 39/5/2006 ληξιαρχική πράξη θανάτου της ληξιάρχου του Δήμου Αμαρουσίου και την παρούσα δίκη συνεχίζει η μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος αυτού Μ.-Σ. Δ., χήρα Γ. Α., ατομικά για τον εαυτό της και για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων της Δ. και Α. Α., οι οποίοι παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του ως άνω δικηγόρου Αντωνίου Ρουπακιώτη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-12-2002 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών την 17-12-2002. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 304/2003 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1180/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 2-1-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 8-4-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652 ΑΚ και 6 του α.ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι για το χαρακτηρισμό της εργασίας ως εξαρτημένης απαιτείται αυτός, που την παρέχει, να τελεί, κατά την εκτέλεσή της, κάτω από τις οδηγίες και τον έλεγχο του εργοδότη, ο οποίος ρυθμίζει τον τόπο, το χρόνο και την έκταση της παροχής, μέσα στα συμβατικά ή νόμιμα όρια, κατά τρόπο δεσμευτικό για το μισθωτό, ενώ ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να υπακούει και να ακολουθεί τις οδηγίες του εργοδότη (ΟλΑΠ 28/ 2005). Ο νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης εργασίας ή ως σύμβασης έργου γίνεται από το δικαστήριο, ύστερα από αξιολόγηση όλων των περιστάσεων υπό τις οποίες αυτή καταρτίσθηκε και λειτούργησε, ανεξάρτητα από την ονομασία, την οποία προσέδωσαν σ' αυτήν οι ενδιαφερόμενοι, ακόμη και με τυπική εφαρμογή κάποιας διάταξης νόμου, την οποία, ουσιαστικώς, καταστρατήγησαν. Η δυνατότητα τού εκ μέρους του δικαστηρίου ορθού νομικού χαρακτηρισμού μιας έννομης σχέσης ως συμβάσεως έργου ή εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, ισχύει και για τις εργασιακές σχέσεις που αναπτύσσονται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (ΟλΑΠ 18/2006). Εξ άλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ.16 του ν. 4504/1966 και 1 παρ.3 του ν. 4547/1966, όλοι οι μισθωτοί, εφ' όσον απασχολούνται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας σε οποιονδήποτε εργοδότη, δικαιούνται να λάβουν, κατά την έναρξη της κανονικής τους άδειας και το επίδομα αδείας. Για τη λήψη του επιδόματος αδείας πρέπει ο μισθωτός αφ' ενός να υπάγεται στις διατάξεις του α.ν. 539/1945 ή σε άλλες διατάξεις που προβλέπουν τη χορήγηση κανονικής άδειας και αφ' ετέρου να δικαιούται, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, κανονική άδεια με αποδοχές. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1 του ν. 1082/1980 και 1 παρ. 1 και 2 της 19040/1981 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, σε όλους τους μισθωτούς, οι οποίοι απασχολούνται με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας σε οποιονδήποτε εργοδότη, καταβάλλεται επίδομα (δώρο) εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, όπως ορίζεται ειδικότερα στην απόφαση αυτή. Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι, εφ' όσον μια ενοχική σχέση χαρακτηρισθεί από το αρμόδιο δικαστήριο ως παροχή εξαρτημένης εργασίας, ο εργαζόμενος δικαιούται να αξιώσει την καταβολή των επιδομάτων εορτών και αδείας, ακόμη και αν, για οποιοδήποτε λόγο, η σχέση αυτή δεν συνιστά έγκυρη σύμβαση εργασίας. 2. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 89 του ν. 2084/1992 επιτράπηκε στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης να αναθέτουν σε ιδιώτες την είσπραξη των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών, αντί αμοιβής που συνίσταται σε ποσοστό επί των εκάστοτε εισπράξεων. Με τις ίδιες διατάξεις καθορίσθηκε ότι η ανάθεση της είσπραξης γίνεται υποχρεωτικά με συμβάσεις μισθώσεως έργου, των οποίων οι λεπτομέρειες ρυθμίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με συμπληρωματική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 681 επ. ΑΚ και 15 παρ.1 εδ. β', 2 και 3 του ν. 1735/1987. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές και προκειμένου να διασφαλισθεί ότι δεν υποκρύπτεται παροχή εξαρτημένης εργασίας, ορίσθηκε ότι ο ανάδοχος θα εισπράττει την αμοιβή του εκδίδοντας δελτίο παροχής υπηρεσιών και ότι η εκτέλεση του έργου δεν θα συνδέεται με το ωράριο εργασίας της ωφελούμενης υπηρεσίας. Ακόμη, ορίσθηκε ότι απαγορεύεται η απασχόληση του αναδόχου σε έργα ή καθήκοντα, άσχετα με εκείνα που προβλέπονται στη σύμβαση ή ξένα προς την ειδικότητά του. Στη συνέχεια, μεταβλήθηκε το ως άνω νομικό καθεστώς και με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2527/1997 ορίσθηκε ότι για τη σύναψη συμβάσεων μισθώσεως έργου από υπηρεσίες και νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα με φυσικά πρόσωπα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 681 επ. ΑΚ ή με άλλες, ειδικές διατάξεις, απαιτείται προηγούμενη έκδοση ΚΥΑ των εκεί αναφερομένων υπουργών, στην οποία, πλην άλλων, πρέπει να καθορίζεται το συγκεκριμένο έργο που θα εκτελεσθεί, το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ολική ή τμηματική παράδοση του έργου και το συνολικό ποσό της αμοιβής του αναδόχου. Ακόμη, ορίσθηκε ότι για τη σύναψη συμβάσεως μισθώσεως έργου απαιτείται βεβαίωση της νομικής υπηρεσίας του νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα ότι πρόκειται για "γνήσια" σύμβαση έργου, ήτοι τέτοια που δεν υποκρύπτει εξαρτημένη εργασία και ότι σύμβαση, που κατ' επίφαση χαρακτηρίζεται ως μίσθωση έργου, ενώ, πράγματι, καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του νομικού προσώπου, είναι αυτοδικαίως και καθ' ολοκληρίαν άκυρη. Επίσης, ορίσθηκε ότι ανανέωση ή παράταση της συμβάσεως μισθώσεως έργου απαγορεύεται και είναι αυτοδικαίως άκυρη και ότι ρήτρα καταβολής της εργολαβικής αμοιβής τμηματικώς, κατά μήνα ή άλλο χρονικό όριο, χωρίς συνάρτηση με την πρόοδο του έργου, είναι αυτοδικαίως άκυρη. Ακολούθησε νέα νομοθετική μεταβολή και με το άρθρο 78 του ν. 2676/1999 ορίσθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2527/1997 δεν έχουν εφαρμογή για την ανάθεση της είσπραξης των ασφαλιστικών εισφορών των φορέων κοινωνικής ασφάλισης σε ιδιώτες, η οποία εξακολουθεί να ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 89 του ν. 2084/1992 και να διενεργείται με την κατάρτιση συμβάσεων μισθώσεως έργου. Από αυτό, όμως, και σε συνέπεια προς το ότι ο ακριβής νομικός χαρακτηρισμός της ενοχικής σχέσης γίνεται πάντοτε από το δικαστήριο (βλ. παραπάνω, αρ.2), δεν αποκλείεται σε συγκεκριμένη περίπτωση, εφ' όσον αποδεικνύεται ότι συντρέχουν τα γνωρίσματα της παροχής εξαρτημένης εργασίας, να διαγνωσθεί δικαστικώς ότι οι συμβαλλόμενοι χαρακτήρισαν, κατ' επίφαση, τη μεταξύ τους σχέση ως σύμβαση έργου, ενώ, στην πραγματικότητα, πρόκειται για σχέση εξαρτημένης εργασίας, η οποία απέβλεπε στην εξυπηρέτηση παγίων και διαρκών αναγκών του ωφελούμενου νομικού προσώπου και η οποία, λόγω των ως άνω νομοθετικών περιορισμών, καταρτίσθηκε και λειτούργησε ακύρως, οπωσδήποτε, πάντως, πριν από τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001 (ΟλΑΠ 7 και 8/2011). 3. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ.1 του ν. 2839/2000, "Προσωπικό το οποίο υπηρετεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ή υπηρέτησε, μέσα στο χρονικό διάστημα από 1-8-1999 μέχρι 31-3-2000, στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ α' και β' βαθμίδας και στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου πλήρους απασχόλησης ή με σύμβαση μίσθωσης έργου, κατατάσσεται σε οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του φορέα της τελευταίας απασχόλησης, εφ' όσον κατά την 31-3-2000: (α) Είχε συνολική παροχή υπηρεσίας στο φορέα, με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή με συμβάσεις μίσθωσης έργου, τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών. (β) Δεν είχε μεσολαβήσει, προκειμένου για προσωπικό που απασχολήθηκε με περισσότερες της μιας συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, χρονικό διάστημα διακοπής μεταξύ των συμβάσεων, μεγαλύτερο των δύο (2) μηνών. (γ) Η απαιτούμενη κατά το εδάφιο α' συνολική παροχή υπηρεσίας, προκειμένου για προσωπικό που απασχολήθηκε με συμβάσεις μίσθωσης έργου, έχει παρασχεθεί από 1-1-1995 και εφεξής. (δ) Κατά την πρόσληψη ή την κατάρτιση των συμβάσεων δεν παραβιάσθηκαν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας που διέπει την πρόσληψη ή την κατάρτιση της συμβάσεως, των ΠΥΣ 236/94 (ΦΕΚ 115 Α') και 55/98 (ΦΕΚ 292 Α'), καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 2190/1994 [που ορίζουν τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία πρόσληψης προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών] και του άρθρου 6 του ν. 2527/1997 [που απαγορεύουν την κατάρτιση συμβάσεων έργου για την αντιμετώπιση παγίων και διαρκών αναγκών]. (ε) Πρόκειται εφεξής να καλύψει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα, σε θέσεις του οποίου κατατάσσεται". Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ.4 του ν. 2839/2000, "Προσωπικό το οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του σε φορείς κοινωνικής ασφάλισης με σύμβαση μίσθωσης έργου κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 89 του ν. 2084/1992, υπάγεται στις ρυθμίσεις της παρ.1 υπό την προϋπόθεση ότι έχει συνολική παροχή υπηρεσίας στο φορέα, κατά την 31-3-2000, είκοσι τέσσερις (24) τουλάχιστον μήνες, επιφυλασσομένων των προϋποθέσεων των εδαφίων γ', δ' και ε' της παρ.1 του παρόντος άρθρου. Καθήκοντα των υπαγομένων στην παρούσα παράγραφο είναι η συνέχιση κάθε εσωτερικής ή εξωτερικής υπηρεσίας που θα τους ανατεθεί αρμοδίως, συμπεριλαμβανομένης και της είσπραξης των ασφαλιστικών εισφορών με ένσημα. Οι κατατασσόμενοι λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις περί μισθοδοσίας προσωπικού ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου διατάξεις, πλην αυτών που ασχολούνται, μέχρι την ολοκλήρωση της μηχανογράφησης, με την είσπραξη των ασφαλιστικών εισφορών με ένσημα (εξωτερικές εισπράξεις) που εξακολουθούν να αμείβονται με ποσοστά επί των εισπράξεων". Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ.6 και 7 του ν. 2839/2000, "Οι κατατασσόμενοι εντάσσονται σε υφιστάμενες θέσεις αντίστοιχης ή παρεμφερούς ειδικότητας και αν δεν υπάρχουν, σε προσωρινές θέσεις αντίστοιχης ειδικότητας, που συνιστώνται με την απόφαση κατάταξης" και "Η κατάταξη γίνεται με απόφαση του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου, ύστερα από γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου ως προς τη συνδρομή της προϋπόθεσης που ορίζεται στο εδάφιο ε' της παρ.1 και ως προς την παρεμφερή ειδικότητα της προηγούμενης παραγράφου, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως των διατάξεων των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 10 και των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 11 του Ν. 2266/1994". Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ.8 του ν. 2839/2000, "Οι κατατασσόμενοι λαμβάνουν τις αποδοχές της νέας θέσης τους, από την ημερομηνία έκδοσης της πράξης κατάταξής τους. Ο χρόνος των συμβάσεων μίσθωσης έργου του εδ.α' της παρ.1 λογίζεται για όλες τις συνέπειες ότι έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου". Από τις διατάξεις αυτές συνάγονται τα ακόλουθα: Το δικαίωμα του εργαζόμενου για τη χορήγηση επιδόματος αδείας και δώρων εορτών προϋποθέτει την παροχή εξαρτημένης εργασίας. Κατά συνέπεια, δικαίωμα για τη χορήγηση των εν λόγω παροχών δεν γεννάται εάν μεταξύ των ενδιαφερομένων λειτουργεί σύμβαση έργου. Υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 17 παρ.1 του ν. 2839/2000 επιτράπηκε [μεταξύ άλλων και] στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου να κατατάξουν το προσωπικό που απασχολούσαν [είτε με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου είτε] με σύμβαση μίσθωσης έργου σε ήδη υφιστάμενες οργανικές θέσεις ή σε προσωρινώς συνιστώμενες, προσωποπαγείς θέσεις, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Στις προϋποθέσεις αυτές συγκαταλεγόταν, υπό στοιχείο (δ) και το να μην απέβλεπε η πρόσληψη τού προς κατάταξη προσωπικού, κατά το χρόνο που είχε γίνει, στην αντιμετώπιση παγίων και διαρκών αναγκών της υπηρεσίας του φορέα πρόσληψης. Να ήταν, δηλαδή, "γνήσια" σύμβαση έργου και να μην υπέκρυπτε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Παρά ταύτα, η συντέλεση της κατάταξης, η οποία αποτελεί μια εσωτερική, διοικητική διαδικασία του φορέα πρόσληψης, δεν υποδηλώνει άνευ ετέρου το αντίθετο. Ως εκ τούτου, διατηρείται πάντοτε η δυνατότητα δικαστικής διάγνωσης του ότι, παρά την κατάταξη, οι υπηρεσίες, που είχαν παρασχεθεί πριν από αυτήν, απέβλεπαν στην εξυπηρέτηση παγίων και διαρκών αναγκών και προσφέρθηκαν στο πλαίσιο άκυρης σχέσης εξαρτημένης εργασίας. Οπότε, η παροχή τους δημιούργησε για τους εργαζόμενους αντίστοιχο δικαίωμα λήψεως επιδομάτων εορτών και αδείας (ΑΠ 1165/2012). 4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι προσλήφθηκαν από το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον ΝΠΔΔ μεταξύ των ετών 1991 και 1996, με συμβάσεις που χαρακτηρίσθηκαν από το εναγόμενο ως συμβάσεις έργου με διάρκεια ενός έτους, προκειμένου να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ως επιμελητές εισπράξεων ασφαλιστικών εισφορών και απογραφείς μη ασφαλισμένων επαγγελματιών και βιοτεχνών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 89 του ν. 2084/1992 και αντί αμοιβής, συνιστάμενης σε ποσοστό 2% επί του ύψους των πραγματοποιούμενων εισπράξεων και 10% επί της εισφοράς εγγραφής για κάθε νέο ασφαλιζόμενο. Ότι, έκτοτε, οι συμβάσεις αυτές ανανεώθηκαν κατ' επανάληψη μέχρι την κατά τα έτος 2000 κατάταξη των εναγόντων σε οργανικές ή προσωποπαγείς θέσεις της υπηρεσίας του εναγομένου, με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του ν. 2839/2000. Ότι οι ένδικες συμβάσεις, στην πραγματικότητα, ήσαν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, διότι οι ενάγοντες τελούσαν υπό καθεστώς εξάρτησης από άποψη τόπου, τρόπου και χρόνου παροχής των υπηρεσιών τους, υποκείμενοι στον έλεγχο των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου. Ότι, ειδικότερα, η εξάρτηση αυτή προκύπτει από το ότι α) απέδιδαν καθημερινά στην αρμόδια υπηρεσία του εναγομένου τις εισπράξεις της προηγούμενης ημέρας και αγόραζαν ένσημα ίσης αξίας, β) παρέδιδαν ονομαστική κατάσταση αυτών που κατέβαλαν τις εισφορές τους, δελτίο εισπράξεως εισφορών και δελτίο αγοράς ενσήμων, με συμπληρωμένες τις σχετικές ενδείξεις, γ) τηρούσαν κατάσταση με τις ημερομηνίες, κατά τις οποίες διέρχονταν από τα καταστήματα των ασφαλισμένων και εκείνων που αρνούνταν την καταβολή των εισφορών, δ) υποχρεώνονταν να παρίστανται στο εκάστοτε αρμόδιο δικαστήριο ως μάρτυρες, όταν εκδικάζονταν υποθέσεις καθυστέρησης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών υπέρ του εναγομένου, ε) ενημερώνονταν διαρκώς επί των εγκυκλίων διαταγών της υπηρεσίας, παρείχαν στους ασφαλισμένους πληροφορίες για τις συνταξιοδοτικές παροχές του εναγομένου, έκαναν εξακριβώσεις, διαγραφές, επανεγγραφές και εγγραφές νέων ασφαλισμένων και καταχωρούσαν τις εισφορές τους στις καρτέλες των ασφαλισμένων. Ότι για την παροχή των υπηρεσιών αυτών ήσαν υποχρεωμένοι να προσέρχονται κάθε πρωί στα γραφεία του εναγομένου, όπου υπέγραφαν σε παρουσιολόγιο, εκτελούσαν εργασίες γραφείου επί δύο έως δυόμισι ώρες και, ακολούθως, αναχωρούσαν για τον τομέα ευθύνης τους, απασχολούμενοι καθ' όλη τη διάρκεια του πρωινού ωραρίου των καταστημάτων με την είσπραξη εισφορών, την επικόλληση σχετικών ενσήμων, τη χρονολόγηση και την υπογραφή τους από αυτούς και τους ασφαλισμένους σε ειδική στήλη, καθώς και με την τήρηση των προαναφερομένων καταστάσεων. Ότι οι ενάγοντες ακολουθούσαν τις εγκύκλιες οδηγίες του εναγομένου, δέχονταν οποτεδήποτε και αποφασιστικά τον έλεγχο των οργάνων του, που απαιτούσαν συνεχή και αυξημένη επιμέλεια στην εργασία τους και υπόκειντο σε πειθαρχικό έλεγχο σε περίπτωση αδικαιολόγητης βραδύτητας περί την εκτέλεση της υπηρεσίας, με εντονότερη συνέπεια την εκ μέρους του εναγομένου δυνατότητα καταγγελίας της υφιστάμενης σύμβασης, αναποζημιώτως. Ότι οι ενάγοντες, οι οποίοι ήσαν ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ και στο ΤΕΑΠΟΚΑ, είχαν τις ίδιες υποχρεώσεις, τις οποίες είχε και το μόνιμο προσωπικό του εναγομένου. Ότι από το έτος 1997, οπότε άλλαξε ο τρόπος εισπράξεως των ασφαλιστικών εισφορών (γινόταν πλέον μηχανογραφικά, με επιταγές μέσω των ΕΛΤΑ), οι ενάγοντες τοποθετήθηκαν στην εσωτερική υπηρεσία του εναγομένου, στα μηχανογραφικά τμήματα και παρείχαν, όπως και οι μόνιμοι υπάλληλοι, την ίδια με αυτούς υπηρεσία, τηρούντες το ίδιο ωράριο και ελεγχόμενοι ως προς αυτό με την υπογραφή του βιβλίου παρουσίας και αποχώρησης. Ότι, τέλος, οι ενάγοντες κατατάχθηκαν ήδη, με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και δυνάμει σχετικών αποφάσεων του Διοικητή του εναγομένου, σε οργανικές ή προσωποπαγείς θέσεις της υπηρεσίας του. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το Πολυμελές Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι ο συνολικός χρόνος των συμβάσεων έργου των εναγόντων έχει διανυθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και ότι, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι δεν καταρτίσθηκαν έγκυρες συμβάσεις εργασίας, υπήρχε απλή σχέση εργασίας, συνεπεία της οποίας οι ενάγοντες δικαιούνται και πάλι, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του α.ν. 539/1945, του ν. 4504/1966, του ν. 1082/1980 και της ΥΑ 19040/1981, να λάβουν ως δώρα εορτών, επίδομα και αποδοχές άδειας για τα έτη 1999 και 2000 το συνολικό ποσό των 5.282,48 ευρώ, που είχε ζητηθεί με την ένδικη αγωγή. Κατόπιν αυτού, το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε την έφεση του εναγομένου κατά της πρωτόδικης απόφασης του Ειρηνοδικείου, που είχε δεχθεί τα ίδια. Με την κρίση αυτή, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, διότι, σύμφωνα με σκέψεις που προηγήθηκαν, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης ως συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ή έργου ανήκει στο δικαστήριο, μετά από αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην αγωγή και εφ' όσον αυτά προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία, έστω και αν ο νόμος χαρακτηρίζει ορισμένη έννομη σχέση διαφορετικά. Επομένως, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. 5. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 2-1-2012 αίτηση περί αναιρέσεως της 1180/ 2011 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον στην πληρωμή χιλίων εκατό (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Ιουνίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 17η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απασχολούμενοι με συμβάσεις έργου για την κάλυψη παγίων αναγκών σε ΝΠΔΔ, οι οποίοι, κατόπιν, κατατάχθηκαν σε οργανικές θέσεις με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Οι συμβάσεις έργου, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, είχαν ως αντικείμενο την παροχή εξαρτημένης εργασίας. Δικαιούνται δώρα εορτών και επίδομα αδείας για το χρονικό διάστημα πριν από την κατάταξή τους. Απορρίπτει την αίτηση.
Σύμβαση έργου
Σύμβαση έργου, Επίδομα εορτών, Επίδομα αδείας.
0
Αριθμός 1337/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα, Στυλιανή Γιαννούκου και Μιχαήλ Αυγουλέα, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των Αρεοπαγιτών Δημητρίου Μουστάκα και Ασπασίας Καρέλλου). ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 13η Μαΐου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΟΙΝΗΣ ΩΦΕΛΕΙΑΣ" (ΤΑΥΤΕΚΩ) αρχικώς ως καθολικού διαδόχου του πρώην Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΔΕΗ" ως προς τον τομέα Επικουρικής Ασφάλισης, τον Κλάδο Προνοίας και τον Κλάδο Υγείας, εν συνεχεία ως καθολικού διαδόχου μόνο ως προς τον Κλάδο Προνοίας και τον Κλάδο Υγείας και εν συνεχεία ως καθολικού διαδόχου μόνο ως προς τον Κλάδο Προνοίας και τον Κλάδο Υγείας σε χρήμα, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Παπαδημητρόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ν. Μ. του Κ., κατοίκου ... που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Σπυρίδωνα Παπανικολάου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-4-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 109/2011 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 1675/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 14-10-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 30-4-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144 παρ.1, 495 παρ.1 και 2, 496 και 564 παρ.1 ΚΠολΔ, αν ο αναιρεσείων διαμένει στην Ελλάδα, η προθεσμία της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως είναι τριάντα ημέρες. Η προθεσμία αρχίζει από την επόμενη ημέρα μετά την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και τελειώνει κατά τη λήξη του ωραρίου των δικαστικών υπηρεσιών την τριακοστή ημέρα ή, αν αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα, την ίδια ώρα της επόμενης, μη εξαιρετέας ημέρας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 11 του διατάγματος της 26-6/10-7-1944 για τον κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου, σε όλες τις δίκες του Δημοσίου δεν τρέχει ουδεμία, απολύτως, προθεσμία σε βάρος αυτού κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών. Αυτό ισχύει, ρητώς, και για την άσκηση οιουδήποτε ενδίκου μέσου, ήτοι και για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως, με τη ρητή, επίσης, διευκρίνιση ότι και η προθεσμία, που τυχόν άρχισε πριν από τις δικαστικές διακοπές, αναστέλλεται κατά τη διάρκειά τους. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 παρ.2 του ΚΟΔΚαΔΛ (ν. 1756/1988), οι δικαστικές διακοπές αρχίζουν την 1η Ιουλίου και διαρκούν μέχρι την 15η Σεπτεμβρίου εκάστου έτους. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.4 εδ. α' του ν. 2579/1998, οι υπέρ του Δημοσίου ισχύουσες, προνομιακές διατάξεις του άρθρου 11 του διατάγματος της 26-6/10-7-1944, οι οποίες δεν καταργήθηκαν με την εισαγωγή του ΚΠολΔ και μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η ως άνω αναστολή των προθεσμιών προς άσκηση ενδίκων μέσων κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, εφαρμόζονται και επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), όπως το αναιρεσείον (ΑΠ 2316/ 2009). Κατ' εφαρμογή, όμως, της συνταγματικής αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος), οι διατάξεις αυτές, στο μέτρο που εισάγουν ευνοϊκές ρυθμίσεις, έχουν εφαρμογή όχι μόνο υπέρ του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, αλλά και υπέρ των αντιδίκων αυτών (ΟλΑΠ 12/2002, ΑΠ 2210/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, με την ένδικη, από 13-4-2010 (ημερομηνία καταθέσεως) αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επικαλούμενος σύμβαση δικηγορικής εντολής, ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον Ταμείο (ΝΠΔΔ), ως καθολικός διάδοχος του "Οργανισμού Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ", να του καταβάλει, ως αναλογική αμοιβή για τη σύνταξη προτάσεων προκειμένου να συζητηθεί συγκεκριμένη υπόθεση ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου (1% επί του αντικειμένου της διαφοράς, κατ' άρθρο 107 παρ.1 του τότε ισχύοντος ν.δ. 3026/1954 "περί του κώδικος των δικηγόρων"), το ποσό των 16.438 ευρώ. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 109/2011 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία αυτή έγινε δεκτή στο σύνολό της και επιδικάσθηκε το αιτηθέν ποσό. Κατά της ως άνω αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, το εναγόμενο Ταμείο άσκησε έφεση, επί της οποίας, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η 1675/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Με αυτήν, η έφεση απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Η απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, όπως προκύπτει από την επ' αυτής σημείωση της δικαστικής επιμελήτριας …, επιδόθηκε στο εναγόμενο Ταμείο την 15η Ιουλίου 2013. Σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, λόγω της εκ του νόμου αναστολής, η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως άρχισε την 16η Σεπτεμβρίου 2013 και έληξε την 15η Οκτωβρίου 2013. Κατά της ως άνω αποφάσεως, το εναγόμενο Ταμείο άσκησε την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η οποία, όπως προκύπτει από την πράξη που υπάρχει στο τέλος αυτής, κατατέθηκε στην αρμόδια γραμματεία του Εφετείου Αθηνών την 14η Οκτωβρίου 2013, ήτοι μέσα στη νόμιμη προθεσμία, για τον προσδιορισμό της οποίας δεν υπολογίζεται το χρονικό διάστημα των δικαστικών διακοπών. Επομένως, η ένδικη αίτηση, που ασκείται από ηττηθέντα διάδικο και στρέφεται κατά αποφάσεως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου μη υποκείμενης σε ανακοπή ερημοδικίας (ΚΠολΔ 552, 553 παρ.1 και 556 παρ.1), πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή. 2. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ, στην κατ' έφεση δίκη θα μπορούσαν, κατ' εξαίρεση, να προταθούν από τον εκκαλούντα πραγματικοί ισχυρισμοί, που δεν είχαν προταθεί καθόλου ή είχαν προταθεί απαραδέκτως στην πρωτοβάθμια δίκη, μόνο αν γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ή αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 269 παρ.2 περ. γ' ΚΠολΔ, η βραδεία προβολή αυτοτελών ισχυρισμών, κατ' εξαίρεση, επιτρέπεται και αν αυτοί αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με το σκοπό στον οποίο αποβλέπουν (ήτοι, στο σεβασμό των αρχών της ισότητας των δικονομικών όπλων, της εκατέρωθεν ακροάσεως και της οικονομίας της δίκης), συνάγεται ότι για το παραδεκτό της κατ' εξαίρεση, όψιμης προβολής αυτοτελούς ισχυρισμού, όπως είναι και η, κατ' άρθρο 281 ΑΚ, ένσταση για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του ενάγοντος, πρέπει η [παραχρήμα] απόδειξη "εγγράφως ή με δικαστική ομολογία" να περιλαμβάνει το σύνολο των προβαλλόμενων, ουσιωδών περιστατικών του ισχυρισμού έτσι, ώστε να καταλείπεται μόνο η υπαγωγή αυτών, καταφατικά ή αποφατικά, στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, χωρίς καμιά ανάγκη ουσιαστικής έρευνας. Σε διαφορετική περίπτωση, όταν, δηλαδή, μόνο ορισμένα από τα κρίσιμα περιστατικά, αλλά όχι άπαντα, αποδεικνύονται "εγγράφως ή με δικαστική ομολογία", η εξαίρεση δεν είναι δυνατό να ισχύσει, διότι για τα υπόλοιπα θα πρέπει να διεξαχθεί απόδειξη με άλλα αποδεικτικά μέσα. 3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, προβάλλεται η αιτίαση ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά παράβαση των διατάξεων που αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, αρνήθηκε να λάβει υπ' όψη τον ισχυρισμό του εναγομένου Ταμείου (εκεί εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος) περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος δικηγόρου (εκεί εφεσιβλήτου και ήδη αναιρεσιβλήτου) να αξιώσει αμοιβή και για τη σύνταξη προτάσεων, εν όψει του ότι αυτός (πάντοτε κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου), προκειμένου να επιτύχει την εις αυτόν ανάθεση της σχετικής δικηγορικής εντολής, εκουσίως, ελευθέρως και εγγράφως συμφώνησε με τα αρμόδια όργανα του εναγομένου να λάβει, όπως και πράγματι έλαβε, προκαταβολικά, αμοιβή 30.000 ευρώ για τη σύνταξη αγωγής με αντικείμενο 1.643.848,5 ευρώ, την κατάθεσή της στο αρμόδιο δικαστήριο και την παράστασή του κατά την πρώτη συζήτηση αυτής, η οποία σιωπηρώς, πλην ευλόγως, περιλάμβανε και τη σύνταξη προτάσεων, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο της παράστασης, γνωρίζοντας εξ αρχής ότι τα αρμόδια όργανα του εναγομένου δεν θα του ανέθεταν την εντολή, εάν είχε επιμείνει σε αμοιβή μεγαλύτερου ύψους και καλλιεργώντας προς αυτά την πεποίθηση ότι είναι ικανοποιημένος και ότι δεν πρόκειται, εκ των υστέρων, να διεκδικήσει υψηλότερη αμοιβή επικαλούμενος τις ευνοϊκότερες διατάξεις του κώδικα των δικηγόρων. Από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι ο ισχυρισμός αυτός, αν και δεν είχε καταχωρηθεί συνοπτικά στα πρακτικά συνεδρίασης (ΚΠολΔ 591 παρ.1 περ. γ', ΟλΑΠ 2/2005), αλλά περιλαμβανόταν μόνο στις προτάσεις, που το εναγόμενο είχε καταθέσει ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, λήφθηκε υπ' όψη και απορρίφθηκε ως μη νόμιμος από το πρωτοδικείο. Κατόπιν, με την ασκηθείσα έφεση του εναγομένου, επαναφέρθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο τον απέρριψε ως, προεχόντως, απαράδεκτο, με ρητή μνεία του ότι δεν υπήρξε επίκληση, εκ μέρους του εκκαλούντος, κάποιας από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της κατ' άρθρο 527 ΚΠολΔ, όψιμης προβολής. Με τον εξεταζόμενο, μοναδικό λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο θα έπρεπε λάβει υπ' όψη τον ισχυρισμό, διότι το αναιρεσείον, ως εκκαλούν, είχε επικαλεσθεί την έγγραφη συμφωνία περί αναθέσεως της δικηγορικής εντολής και τα παραστατικά της καταβολής της συμφωνηθείσας αμοιβής προς τον αντίδικο δικηγόρο, ο οποίος, άλλωστε, ομολογεί τα περιστατικά αυτά. Παρατηρείται, όμως, ότι τα εν λόγω, εγγράφως αποδεικνυόμενα ή συνομολογούμενα περιστατικά δεν είναι τα μόνα, που θεμελιώνουν τον, κατά τα λοιπά νόμιμο (ΟλΑΠ 33, 34/2005, ΑΠ 663/1997), ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος του αναιρεσιβλήτου. Αντιθέτως, για την ευδοκίμηση της ένστασης αυτής είναι απαραίτητη η απόδειξη και των λοιπών περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό, ήτοι του αν, κατά την αληθινή θέληση των συμβαλλομένων, στην καταβληθείσα αμοιβή περιλαμβανόταν και η σύνταξη των προτάσεων της συζήτησης στο πρωτοδικείο, καθώς και των περιστάσεων, υπό τις οποίες έγινε η ανάθεση της εντολής και η εξ αυτών διαμόρφωση συγκεκριμένης πεποίθησης στα όργανα εκπροσώπησης του αναιρεσείοντος. Επομένως, το δικαστήριο της ουσίας ορθώς αρνήθηκε να λάβει υπ' όψη, ακόμη και κατ' εξαίρεση, τον προβληθέντα ισχυρισμό και ουχί παρά το νόμο απάγγειλε το απαράδεκτο αυτού, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον εξεταζόμενο λόγο της αιτήσεως, υπό την εκδοχή της αναιρετικής πλημμέλειας είτε του αρ.8 είτε, κατ' ορθότερο χαρακτηρισμό, του αρ.14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ελέγχονται αβάσιμα. 4. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 14-10-2013 αίτηση περί αναιρέσεως της 1675/ 2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσείον στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Ιουνίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 17η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών αναστέλλονται για το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ οι προθεσμίες ασκήσεως ενδίκων μέσων. Το εφετείο ορθώς δεν έλαβε υπ’ όψη, ως απαραδέκτως προβληθέντα, ισχυρισμό ΑΚ 281, που δεν είχε προβληθεί κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν αποδεικνυόταν στο σύνολό του, αλλά μόνο εν μέρει, εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Απορρίπτει την αίτηση.
Δικηγορική αμοιβή
Δικηγορική αμοιβή.
2
Αριθμός 1338/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα, Στυλιανή Γιαννούκου και Μιχαήλ Αυγουλέα, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των Αρεοπαγιτών Δημητρίου Μουστάκα και Ασπασίας Καρέλλου). ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 13η Μαΐου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Α. Γ. του Α., κατοίκου ..., που υπήχθη στο καθεστώς της παροχής νομικής βοήθειας και παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου Αικατερίνης Καπούδα, η οποία κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ακαδημαϊκού Ερευνητικού Ιδρύματος, Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία "ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΩΝ - ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ" (ΙΤΥΕ ΔΙΟΦΑΝΤΟΣ), πρώην ΝΠΙΔ με την επωνυμία "ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ" (ΕΑΙΤΥ) όπως νομίμως εκπροσωπείται, που εδρεύει στην Πάτρα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξουσίας δικηγόρου Δήμητρας Κοντού. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-3-2004 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 412/2010 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 6003/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 9-1-2014 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 30-4-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, κατά το άρθρο 5 παρ.3 εδ. α' του ν. 3198/1955, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και των άρθρων 1 και 3 του ν. 2112/1920 και 669 ΑΚ, θεωρείται έγκυρη μόνον εφ' όσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Ως χρόνος καταβολής της αποζημιώσεως ορίζεται κατ' αρχήν, με τη ρητή διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 εδ. α' του ν. 3198/1955, η ημέρα της λύσεως της συμβάσεως, εκτός αν η αποζημίωση υπερβαίνει τις αποδοχές έξι μηνών, οπότε ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό το μέχρι των αποδοχών έξι μηνών μέρος της αποζημιώσεως, το δε υπόλοιπο δικαιούται να το καταβάλει σε τριμηνιαίες δόσεις, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο άρθρο 2 παρ.1 εδ. β' του ν. 3198/ 1955. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η καταβολή της αποζημιώσεως πρέπει να είναι πραγματική και ότι δεν αρκεί η απλή προσφορά αυτής. Σε περίπτωση αρνήσεως του μισθωτού να την εισπράξει, ο εργοδότης οφείλει να προβεί στη δημόσια κατάθεσή της, μέσα σε εύλογο χρόνο από την ατελεσφόρητη προσφορά, ώστε να αποτρέψει την ακυρότητα. Ο προσδιορισμός του εύλογου χρόνου, σε μια τέτοια περίπτωση, είναι συνάρτηση των κρατούντων συναλλακτικών ηθών (κατά κανόνα: ο απολύτως αναγκαίος χρόνος για τη συντέλεση των απαιτουμένων διατυπώσεων) και των συντρεχουσών σε κάθε περίπτωση περιστάσεων, όπως η συμπεριφορά του εργαζόμενου, που δικαιολογεί τη δημόσια κατάθεση ή τυχόν έκτακτες εξωτερικές συνθήκες. Από τις ίδιες διατάξεις, όμως, συνάγεται ότι δεν αποκλείεται το να προκαταβληθεί η αποζημίωση σε σχέση με το χρόνο επίδοσης του εγγράφου της καταγγελίας ή το να κατατεθεί σε τραπεζικό λογαριασμό, του οποίου δικαιούχος είναι ο εργαζόμενος και στον οποίο, κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας, είχε συμφωνηθεί να κατατίθεται η μισθοδοσία του (ΑΠ 105/2009). 2. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του τα εξής ουσιώδη: Ότι η ενάγουσα (τότε εφεσίβλητη και ήδη αναιρεσείουσα), την 21-4-1997, είχε προσληφθεί από το εναγόμενο (τότε εκκαλούν) ΝΠΙΔ με την επωνυμία "Ερευνητικό Ακαδημαϊκό Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών (ΕΑΙΤΥ)", στη θέση του οποίου ήδη έχει υποκατασταθεί νομίμως το αναιρεσίβλητο, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, για να προσφέρει τις υπηρεσίες της ως διοικητικό στέλεχος στη διεύθυνση ανάπτυξης εκπαιδευτικού λογισμικού. Ότι από 8-5-2000, με νεότερη γραπτή συμφωνία, η σύμβαση εργασίας κατέστη αορίστου χρόνου. Ότι, την 16-12-2003, το εναγόμενο γνωστοποίησε στην ενάγουσα, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, την πρόθεσή του να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας από 31-12-2003 και της ζήτησε να δηλώσει προς τα αρμόδια όργανά του αν προτίθεται να αποπληρώσει το οφειλόμενο υπόλοιπο δανείου, που είχε λάβει από το Ινστιτούτο ή αν επιθυμεί να συμψηφίσει με την οφειλή αυτή τις πάσης φύσεως αξιώσεις που θα έχει κατά τη λύση της συμβάσεως, μεταξύ των οποίων και την αποζημίωση απολύσεως. Ότι μετά από προφορική διαμαρτυρία της ενάγουσας, το εναγόμενο, την 23-12-2003, πίστωσε με το χρηματικό ποσό των 7.223,37 ευρώ τον με αριθμό ... λογαριασμό που η ενάγουσα διατηρούσε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, στον οποίο μέχρι τότε, με συμφωνία των διαδίκων, γινόταν η κατάθεση των νομίμων αποδοχών αυτής. Ότι το εν λόγω ποσό αντιστοιχούσε στην κατά νόμο αποζημίωση απολύσεως, περιστατικό που δεν αμφισβητήθηκε από την ενάγουσα. Ότι, στη συνέχεια, την 30-12-2003, επιδόθηκε στην ενάγουσα η από 23-12-2003 έγγραφη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας, στην οποία, μεταξύ των άλλων, δηλωνόταν ότι το εναγόμενο παύει να αποδέχεται τις υπηρεσίες της από 31-12-2003 και ότι η νόμιμη αποζημίωση έχει κατατεθεί ήδη στο λογαριασμό της μισθοδοσίας της. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από 31-12-2003 είχε συντελεσθεί νομίμως, διότι το σχετικό έγγραφο επιδόθηκε την 30-12-2003 και η νόμιμη αποζημίωση είχε προκαταβληθεί εγκύρως, την 23-12-2003, με την κατάθεση του προσήκοντος ποσού στο λογαριασμό της μισθοδοσίας της. Κατόπιν αυτού, εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση του Πρωτοδικείου και απέρριψε την ένδικη αγωγή. 3. Επειδή, με την κρίση αυτή, το Εφετείο εφάρμοσε σωστά τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, διότι, όπως από τις παραδοχές του συνάγεται, αφ' ενός το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δεν είχε αποσταλεί στην αναιρεσείουσα ως καταγγελία της συμβάσεως, αλλ' ως μη νομικώς αξιόλογη προαναγγελία της καταγγελίας, η οποία επακολούθησε εγγράφως και αφ' ετέρου η πίστωση του λογαριασμού μισθοδοσίας της αναιρεσείουσας με το προσήκον ποσό της αποζημίωσης αποτελούσε σύγχρονο και αποτελεσματικό τρόπο καταβολής, τον οποίο τα διάδικα μέρη είχαν ήδη αποδεχθεί, αμοιβαίως, για την απόσβεση των εκ της συμβάσεως εργασίας απαιτήσεων της αναιρεσείουσας. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 4. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση. Δικαστικά έξοδα υπέρ της αναιρεσίβλητης δεν επιδικάζονται, ελλείψει αιτήματος (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 9-1-2014 αίτηση περί αναιρέσεως της 6003/ 2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Ιουνίου 2013. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 17η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταγγελία συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Απαιτείται τήρηση εγγράφου τύπου και ταυτόχρονη καταβολή της νομίμου αποζημιώσεως. Η καταβολή μπορεί να έχει προηγηθεί με πίστωση του τραπεζικού λογαριασμού του εργαζόμενου, στον οποίο, λόγω της τεχνολογικής προόδου, καταβάλλεται σταθερά η μισθοδοσία του. Να απορριφθεί η αίτηση
Καταγγελία σχέσης εργασίας
Καταγγελία σχέσης εργασίας.
0
Αριθμός 1339/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα, Στυλιανή Γιαννούκου και Μιχαήλ Αυγουλέα, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των Αρεοπαγιτών Δημητρίου Μουστάκα και Ασπασίας Καρέλλου). ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 13η Μαΐου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ - ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΩΝ: 1) α) Α. Γ., χήρας Ν. Γ., ) Π. Γ. του Ν. και ) Ε. Γ. του Ν., κατοίκων ..., υπό την ιδιότητά τους ως νομίμων κληρονόμων του αποβιώσαντος αρχικά ενάγοντος Ν. Γ., 2) Ε. Φ., κατοίκου ..., 3) Ε. Γ., κατοίκου ... 4) α) Α. Β. του Π., ) Δ. Β. του Π., ) Ι. Β. του Π. και ) Μ. χήρας Π. Β., κατοίκων ... υπό την ιδιότητά τους ως νομίμων κληρονόμων του αποβιώσαντος αρχικά ενάγοντος Π. Β., 5) Χ. Μ., κατοίκου ..., 6) Α. Π., κατοίκου ..., 7) α) Ά. Ν.-Δ., χήρας Π. Ν., ) Β. Ν. του Π. και ) Ε. Ν. του Π., κατοίκων ..., υπό την ιδιότητά τους ως νομίμων κληρονόμων του αποβιώσαντος αρχικά ενάγοντος Π. Ν., 8) ) Π. Τ., χήρας Π. Τ., το γένος Α. Λ., ) Α.-Δ. Τ. του Π. και ) Ε.-Π. Τ. του Π., κατοίκων ... υπό την ιδιότητά τους ως νομίμων κληρονόμων του αποβιώσαντος αρχικά ενάγοντος Π. Τ., 9) ) Σ. Κ. χήρας Γ. Κ. και ) Α. Κ. του Γ., κατοίκων ... υπό την ιδιότητά τους ως νομίμων κληρονόμων του αποβιώσαντος αρχικά ενάγοντος Γ. Κ., 10) ) Ε. Α. Μ. Τ. Μ., χήρας Μ. Μ. και ) Ε. Μ. του Μ., κατοίκων ..., υπό την ιδιότητά τους ως νομίμων κληρονόμων του αποβιώσαντος αρχικά ενάγοντος Μ. Μ., 11) ) Γ. χήρας Θ. Σ., το γένος Π. Γ., ) Θ. Σ. του Θ. και γ) Ε. Σ. του Θ., κατοίκων ... υπό την ιδιότητά τους ως νομίμων κληρονόμων του αποβιώσαντος αρχικά ενάγοντος Θ. Σ. και 12) Α. Δ., κατοίκου .... Οι υπό στοιχεία 3 και 5 από τους αναιρεσείοντες παραστάθηκαν μετά και οι υπόλοιποι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Στυλιανού Βλαστού, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ - ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) "ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΑΡΟΧΩΝ ΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΙΠΤΑΜΕΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ" που φέρει τον διακριτικό τίτλο "FOAPE", όπως νομίμως εκπροσωπείται για τις ανάγκες της εκκαθάρισής του, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Νικολακόπουλου, ο οποίος ανακάλεσε την από 8-5-2014 δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις, 2) επαγγελματικού σωματείου με την επωνυμία "ΕΝΩΣΗ ΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ" (ΕΧΠΑ), όπως νομίμως εκπροσωπείται, που εδρεύει στην Αθήνα και δεν παραστάθηκε. Στο σημείο αυτό, ο πληρεξούσιος των ως άνω αναιρεσειόντων, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, δήλωσε, ότι οι υπό στοιχεία 7β και 7γ αναιρεσείοντες Β. Ν. και Ε. Ν., αντίστοιχα, παραιτούνται από το δικόγραφο της από 21-12-2010 κρινόμενης αίτησης για αναίρεση της 3019/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 17-7-2003 και 14-7-2003 αγωγές των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν με τις από 5-11-2003 αντίστοιχες πρόσθετες παρεμβάσεις του δευτέρου των καθ' ων η κλήση. Επ' αυτών εκδόθηκε η 2164/2004 μη οριστική και η 1426/2008 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3019/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 21-12-2010 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 1680/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου που κήρυξε την συζήτηση απαράδεκτη. Την υπόθεση επαναφέρουν προς συζήτηση οι αναιρεσείοντες με την από 16-1-2014 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 18-1-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του πρώτου από τους αναιρεσίβλητους την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, ο παριστάμενος πληρεξούσιος δικηγόρος των αναιρεσειόντων, με ειδική δήλωση, την οποία έκανε, προφορικά, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο και επαναλαμβάνει, γραπτώς, στις προτάσεις που κατέθεσε, αναφέρει ότι οι υπό στοιχεία 7β και 7γ αναιρεσείοντες Β. Ν. και Ε. Ν., αντίστοιχα, ως κληρονόμοι του ήδη αποβιώσαντος αρχικού διαδίκου Π. Ν., παραιτούνται από το δικόγραφο της ένδικης, από 21-12-2010 αίτησης για αναίρεση της 3019/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Κατόπιν αυτού, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να θεωρηθεί μη ασκηθείσα ως προς τους εν λόγω διαδίκους (ΚΠολΔ 294, 295 παρ.1, 297, 299 και 573 παρ.1). 2. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 παρ.1, 297, 299 και 573 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η παραίτηση από το δικόγραφο του ενδίκου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως, ολική ή μερική και, ειδικότερα, ως προς συγκεκριμένο μόνο από τους αναιρεσίβλητους, μπορεί να γίνει και με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, είτε από τον ίδιο τον παραιτούμενο διάδικο είτε από τον κατ' άρθρο 96 ΚΠολΔ πληρεξούσιο δικηγόρο αυτού, που αρκεί να έχει γενική πληρεξουσιότητα (ΚΠολΔ 94 παρ.1, 96 παρ.1, 98), ακόμη και χωρίς τη συναίνεση του αναιρεσίβλητου, πριν αυτός εισέλθει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης. Η νομότυπη παραίτηση έχει ως συνέπεια το ότι η αίτηση θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και επιφέρει ανάλογη με το περιεχόμενο και την έκτασή της κατάργηση της δίκης, είναι δε έγκυρη έστω και αν ο αναιρεσίβλητος, στον οποίο αφορά, δεν συμμετέχει στη συζήτηση. Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου αυτών, που έγινε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην παρελθούσα δικάσιμο της 25-9-2012 και καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της ένδικης, από 21-12-2010 αίτησης για αναίρεση της 3019/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, ως προς τους αναιρεσίβλητους Π. Σ., Γ. Κ., Γ. Π., Κ. Ο., Η. Π., Π. Ρ., Ε. Α., Δ. Ζ., Σ. Σ., Η. Μ., Ι. Γ., Γ. Ρ., Σ. Γ., Κ. Κ., Β. Ζ., Ι. Δ., Μ. Α., Γ. Φ., Α. Μ., Μ. Μ. και Γ. Κ. Επομένως, λόγω του ότι στο διατακτικό της τότε εκδοθείσας 1680/2012 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία είχε κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση λόγω μη κλητεύσεως του προσθέτως παρεμβάντος επαγγελματικού σωματείου, δεν είχε συμπεριληφθεί διάταξη για την έκβαση της δίκης ως προς τους εν λόγω αναιρεσίβλητους, πρέπει τώρα η αίτηση να θεωρηθεί μη ασκηθείσα ως προς αυτούς. 3. Επειδή, κατά το άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την …/19-2-2014 έκθεση επιδόσεως του …, δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ακριβές αντίγραφο της από 16-1-2014 κλήσης των αναιρεσειόντων, με την οποία φέρεται νομίμως προς συζήτηση, μετά την έκδοση της 1680/2012 απόφασης αυτού του Δικαστηρίου, η ένδικη, από 21-12-2010 αίτηση για αναίρεση της 3019/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, με την πράξη ορισμού δικασίμου και με πρόσκληση των αναιρεσειόντων προς το αναιρεσίβλητο επαγγελματικό σωματείο με την επωνυμία "ΕΝΩΣΗ ΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ" για να παρασταθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως σ' αυτό. Το αναιρεσίβλητο σωματείο, όμως, δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου της εν λόγω δικασίμου ούτε κατέθεσε κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ δήλωση μη παραστάσεως σ' αυτή. Επομένως, η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει παρά τη δικονομική απουσία του εν λόγω αναιρεσίβλητου (ΚΠολΔ 568 παρ. 4 και 576 παρ. 2). 4. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 101 ΑΚ "Απόφαση της συνέλευσης [σωματείου] είναι άκυρη, αν αντιβαίνει στο νόμο ή στο καταστατικό. Την ακυρότητα κηρύσσει το δικαστήριο ύστερα από αγωγή μέλους που δεν συναίνεσε ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον. Η αγωγή αποκλείεται μετά την πάροδο έξι μηνών από την απόφαση της συνέλευσης. Η απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα ισχύει έναντι όλων". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η ακυρότητα απόφασης της γενικής συνέλευσης σωματείου, όπως και, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, της γενικής συνέλευσης ενώσεως προσώπων που δεν αποτελεί σωματείο (ΑΚ 107), κηρύσσεται από το δικαστήριο μόνο ύστερα από αυτοτελή αγωγή, που έχει διαπλαστικό χαρακτήρα και πρέπει να ασκηθεί μέσα σε σύντομη αποκλειστική προθεσμία. Αντίθετα, δεν μπορεί να προβληθεί ούτε κατ' ένσταση ούτε παρεμπιπτόντως (ΑΠ 408/2004), κατά την υποβολή άλλου αιτήματος παροχής δικαστικής προστασίας, οπότε εάν αυτό συμβεί, ο σχετικός ισχυρισμός είναι απαράδεκτος. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 559 αρ.8 περ. β' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπ' όψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, θεμελιώνουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, καθώς και οι λόγοι έφεσης. Εάν, όμως, η πρόταση τέτοιων ισχυρισμών έχει γίνει μη νομίμως, ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως δεν ιδρύεται και τυχόν προτεινόμενος είναι απαράδεκτος, διότι το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει την υποχρέωση ούτε να λάβει υπ' όψη ούτε να απαντήσει σε ισχυρισμό που δεν προτείνεται νομίμως και, κατά συνέπεια, παύει να ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπ' όψη τον ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, ως εναγόντων και εκκαλούντων, σύμφωνα με τον οποίο η από 15-9-1998 τροποποίηση του καταστατικού του πρώτου εκ των αναιρεσιβλήτων, ταμείου επικουρικής ασφαλίσεως που δεν έχει νομική προσωπικότητα, η οποία είχε αποφασισθεί κατά πλειοψηφία με ταυτόχρονη απόφαση της γενικής συνελεύσεως των μελών αυτού και επί της οποίας στηρίχθηκε ο κατά τους αναιρεσείοντες ζημιογόνος υπολογισμός του εφ' άπαξ ποσού, το οποίο είχαν λάβει από το ταμείο κατά την αποχώρησή τους από την ενεργό υπηρεσία, ήταν άκυρη, διότι στην πραγματικότητα συνιστούσε μεταβολή του σκοπού του πρώτου εκ των αναιρεσιβλήτων, η οποία δεν είχε αποφασισθεί ομοφώνως (ΑΚ 100). Παρατηρείται, όμως, ότι επί του εν λόγω ισχυρισμού το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπησή της, ότι το ζήτημα της ακυρότητας της από 15-9-1998 αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως των μελών του πρώτου εκ των αναιρεσιβλήτων είχε αποτελέσει ήδη αντικείμενο ετέρας, αυτοτελούς δικαστικής διάγνωσης και είχε λυθεί αποφατικώς από την καταστάσα αμετάκλητη 4072/1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί η τότε ασκηθείσα αγωγή ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως της γενικής συνελεύσεως. Ήτοι, εμμέσως, πλην σαφώς, το Εφετείο απάντησε επί του ισχυρισμού. Αλλά, πέραν τούτου, ο περί ακυρότητας ισχυρισμός, προβαλλόμενος παρεμπιπτόντως στην παρούσα δίκη (ήτοι όχι με αυτοτελή αγωγή) προς θεμελίωση του αιτήματος των ενδίκων, από 15-7-2003 και 30-7-2003 (ημερομηνίες καταθέσεως) αγωγών των αναιρεσειόντων, ήταν απαράδεκτος και, ως εκ τούτου, μη ουσιώδης και μη δημιουργικός υποχρεώσεως του δικαστηρίου της ουσίας να τον λάβει υπ' όψη ή να απαντήσει αιτιολογημένα επ' αυτού. Επομένως, ο εξεταζόμενος πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προβάλλεται η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.8 περ. β' ή, άλλως, αρ.19 ΚΠολΔ, είναι προεχόντως απαράδεκτος. 5. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης "αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ.1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, απαντώντας επί του ισχυρισμού των αναιρεσειόντων (τότε εκκαλούντων και εναγόντων) περί του ότι οι αναιρεσίβλητοι (τότε εφεσίβλητοι και εναγόμενοι) είχαν προβεί στην, δυσμενή για τα οικονομικά τους συμφέροντα, τροποποίηση του καταστατικού του πρώτου εξ αυτών, ταμείου επικουρικής ασφαλίσεως, χωρίς να υφίσταται αποχρών λόγος και χωρίς να προηγηθεί αναλογιστική μελέτη, δέχτηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του ότι κατά την εν λόγω τροποποίηση "η μετατροπή του συστήματος παροχών [του ταμείου] από διανεμητικό προκαθορισμένων παροχών σε κεφαλαιοποιητικό προκαθορισμένων εισφορών πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με επιστημονικά αποδεκτή μέθοδο, που εφάρμοσαν οι αναλογιστές" του πρώτου εκ των αναιρεσιβλήτων, χωρίς να παραθέτει [το Εφετείο] τα δεδομένα ή τα συμπεράσματα της μεθόδου αυτής ούτε τους λόγους ή τα κριτήρια δυνάμει των οποίων η μέθοδος αυτή ήταν, πράγματι, επιστημονικώς αποδεκτή. Παρατηρείται, όμως, ότι η προβαλλομένη έλλειψη αιτιολογίας δεν ανάγεται σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αλλά αναφέρεται στην ανάλυση του αποδεικτικού πορίσματος, το οποίο, πάντως, παρατίθεται σαφώς. Ειδικότερα, κατά τα εκτιθέμενα στο αναιρετήριο, η ουσιώδης παραδοχή ήταν το ότι η τροποποίηση του καταστατικού ως προς το σύστημα των παροχών του ταμείου έγινε ύστερα από επιστημονικά αποδεκτή αναλογιστική μελέτη, ήτοι όχι κατά την αυθαίρετη κρίση ή επιθυμία των μελών της εκτελεστικής επιτροπής αυτού, που θα μπορούσε να δημιουργήσει συμβατική ή και εξωσυμβατική ευθύνη ως γενεσιουργό αιτία των ενδίκων απαιτήσεων. Τα επί πλέον, ήτοι όλα όσα επικαλούνται οι αναιρεσείοντες ως συνιστώντα έλλειψη αιτιολογίας, αποτελούν περιστατικά τα οποία συνέβαλαν στη διαμόρφωση της αναιρετικώς ανέλεγκτης κρίσης του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την προαναφερθείσα ουσιώδη και σαφή παραδοχή και τα οποία δεν ήταν απαραίτητο να εκτεθούν στην αιτιολογία. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος, κατά τα λοιπά δε πλήττει απαράδεκτα τις ουσιαστικές παραδοχές του Εφετείου (ΚΠολΔ 561 παρ.1). 6. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως (πρβλ. ΑΠ 587/2012, με αναιρεσείοντες απλούς ομοδίκους των ήδη αναιρεσειόντων, κατά της αυτής αποφάσεως, με πρόσθετους λόγους από την ΚΠολΔ 559 αρ.8, οι οποίοι δεν προβλήθηκαν εν προκειμένω και δεν ήταν δυνατό να ερευνηθούν αυτεπαγγέλτως, κατά την ΚΠολΔ 562 παρ.4), πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του πρώτου από τους αναιρεσίβλητους, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΘΕΩΡΕΙ μη ασκηθείσα την από 21-12-2010 αίτηση για αναίρεση της 3019/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, ως προς τους αναιρεσείοντες Β. Ν. και Ε. Ν., με την ιδιότητα των κληρονόμων του ήδη αποβιώσαντος αρχικού διαδίκου Π. Ν.. ΘΕΩΡΕΙ μη ασκηθείσα την ως άνω αίτηση αναιρέσεως ως προς τους αναιρεσίβλητους Π. Σ., Γ. Κ., Γ. Π., Κ. Ο., Η. Π., Π. Ρ., Ε. Α., Δ. Ζ., Σ. Σ., Η. Μ., Ι. Γ., Γ. Ρ., Σ. Γ., Κ. Κ., Β. Ζ., Ι. Δ., Μ. Α., Γ. Φ., Α. Μ., Μ. Μ. και Γ. Κ. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατά τα λοιπά την από 21-12-2010 αίτηση για αναίρεση της 3019/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του πρώτου από τους αναιρεσίβλητους. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 12η Ιουνίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 17η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιρετικοί λόγοι. Δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ της ΚΠολΔ 559 αρ.8 περ. β’ όταν ο ισχυρισμός που δεν λήφθηκε υπ’ όψη δεν ήταν ουσιώδης, όπως όταν είχε προβληθεί απαραδέκτως ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας. Δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ της ΚΠολΔ 559 αρ.19 όταν η αποδιδόμενη έλλειψη αιτιολογίας αναφέρεται στην ανάλυση του αποδεικτικού πορίσματος. Απορρίπτει την αίτηση.
Αποζημίωση
Αποδοχές μισθωτού, Αποζημίωση.
0
Αριθμός 1270/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές, Δημήτριο Μουστάκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Γιαννούλη), Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα, Ασπασία Καρέλλου και Κωνσταντίνο Παπασταματίου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση, στο Κατάστημά του, την 11η Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ - ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΩΝ: 1) Ι. Π. του Ν., κατοίκου ... 2) Κ. Τ. του Α., 3) Π. Κ. του Δ., 4) Η. Ά. του Δ., 5) Δ. Τ. του Ε., 6) Ι. χήρας Σ. Λ., το γένος Μ. Δ., 6) Ε. Λ. του Σ., 6) Ι. Λ. του Σ., 6) Μ. Λ. του Σ., ως κληρονόμων του αποβιώσαντος αρχικά αναιρεσείοντος Σ. Λ. του Ι., 7) Σ. Ρ. του Γ., 8) Θ. Κ. του Κ. και 9) Κ. Λ. του Θ., κατοίκων .... Οι υπό στοιχεία 1, 2, 3, 6α, 6β, 6γ, 6δ, 7 και 9 αναιρεσείοντες παραστάθηκαν δια και οι υπό στοιχεία 4, 5 και 8 αναιρεσείοντες παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Βερβεσού, ο οποίος δεν κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Σ. Π. του Δ., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, καθώς είχε παραιτηθεί από το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησης κατά τη δικάσιμο της 23ης Απριλίου 2013. ΤΟΥ ΚΑΘ' ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ - ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "ΔΗΜΟΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στο Άστρος Κυνουρίας και δεν παραστάθηκε. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-1-2003 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ναυπλίου. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 40/2004 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 221/2006 οριστική απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 21-9-2006 αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η 1285/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, που κήρυξε τη συζήτηση απαράδεκτη. Την υπόθεση επαναφέρουν προς συζήτηση οι αναιρεσείοντες με την από 25-9-2013 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 23-10-2007 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Ζήση Βασιλόπουλου, με την οποία εισηγείται την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, όπως προκύπτει από το πρακτικό της δημόσιας συνεδρίασης, μετά την οποία εκδόθηκε η 1285/2013 παρεμπίπτουσα απόφαση αυτού του δικαστηρίου, ο εκ των αναιρεσειόντων (τότε έβδομος) Σ. Π., με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου που έγινε στο ακροατήριο, είχε παραιτηθεί από το δικόγραφο της υπό κρίση, από 21-9-2006 αιτήσεως αναιρέσεως. Με την ως άνω απόφαση, είχε κηρυχθεί απαράδεκτη η κατά τη δικάσιμο της 23-4-2013 διεξαχθείσα συζήτηση, λόγω μη κλητεύσεως του αναιρεσιβλήτου Δήμου, που δεν είχε εμφανισθεί ούτε είχε πάρει μέρος σ' αυτή. Επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 294, 295 παρ.1, 297 και 299 ΚΠολΔ, πρέπει η αίτηση αναιρέσεως να θεωρηθεί ότι δεν έχει ασκηθεί από το διάδικο αυτό. 2. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα, προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις …/5-2-2005 και …/29-11-2013 εκθέσεις επιδόσεως του …, δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως και της από 25-9-2013 κλήσεως με την πράξη ορισμού δικασίμου και με πρόσκληση των αναιρεσειόντων προς τον αναιρεσίβλητο Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης για να παρασταθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, αντιστοίχως, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως προς αυτόν. Ο αναιρεσίβλητος, όμως, δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου της εν λόγω δικασίμου ούτε κατέθεσε, κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δήλωση μη παραστάσεως σ' αυτή. Επομένως, πρέπει να συζητηθεί η υπόθεση παρά τη δικονομική απουσία του αναιρεσιβλήτου, που έχει κλητευθεί (ΚΠολΔ 568 παρ. 4 και 576 παρ. 2). 3. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 ΑΚ συνάγεται ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι ούτε έχουν συμφωνήσει συγκεκριμένη χρονική διάρκεια ως προς την παροχή της εργασίας ούτε μια τέτοια διάρκεια συνάγεται από το είδος ή το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει, όταν η διάρκεια αυτής συνομολογείται μέχρι ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ενός μελλοντικού και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση κάποιου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του γεγονότος ή του χρονικού σημείου, η σύμβαση παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Ως εκ τούτου, η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος ή το σκοπό αυτής. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι το ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξεώς της, η οποία επέρχεται χωρίς να χρειάζεται ούτε καταγγελία ούτε καταβολή αποζημιώσεως. Εξ άλλου, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σύμβασης, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο κρίνει σχετικώς χωρίς να δεσμεύεται από το χαρακτηρισμό που προσέδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη, ερμηνεύοντας το περιεχόμενό της όπως απαιτούν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και οι περιστάσεις, υπό τις οποίες η σύμβαση καταρτίσθηκε (ΟλΑΠ 18/2006). 4. Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ.1 και 3 του ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικά ερμηνευθεί (ν. 4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/1937), συνάγεται ότι, όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από συγκεκριμένο λόγο, που μπορεί να ανάγεται, ιδίως, στις συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης, όπου παρέχεται η εργασία, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου (άρθρα 1, 2, 3 του ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 του β.δ. 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό της ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται ότι καταρτίσθηκε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζόμενου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης. 5. Επειδή, στο άρθρο 21 του ν. 2190/1994 ορίζονται τα ακόλουθα: "Οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ.1 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων" (παρ.1). "Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ.1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες" (παρ.2). Στις παραγράφους 3 και 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την άνω οριζόμενη διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν και, τέλος, ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγουμένων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατ' άρθρο 259 ΠΚ. Σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ.1 του ίδιου ν. 2190/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2527/1997, στις διατάξεις του άρθρου αυτού υπάγονται όλοι οι φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.6 του ν. 1256/1982 και τις μεταγενέστερες συμπληρώσεις του, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται και οι οργανισμοί της τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ). 6. Επειδή, οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ.2 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των παγίων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ΝΠΔΔ, ορίζουν τα εξής: "Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου" (παρ.2). "Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται" (παρ.3). Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α' 85/18-4-2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ.7, που προβλέπει ότι "Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, (...) γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει". Επίσης, στο ίδιο άρθρο 103 προστέθηκε παρ.8, που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παρ.3, είτε πρόσκαιρων, είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ.2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". 7. Επειδή, από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι, με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος, η Ζ' Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του ν. 2190/1994 και οι οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, εν όψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παρ.7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου είτε για την κάλυψη οργανικών θέσεων πέραν των προβλεπομένων είτε για την αντιμετώπιση απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών. Όπως προκύπτει από τις σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες (βλ. Πρακτικά Συνεδριάσεως της Βουλής ΡΜΔ/21-3-2001, σελ. 731, 744, 754, 755 και ΡΜΕ/21-3-2001 σελ. 768, 771, 772, 782) στόχος του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου και, μάλιστα, όχι μόνο εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που, πράγματι, κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Γι' αυτό και πρόσθεσε την πιο πάνω διάταξη του εδ.γ' της παρ.8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία, πλέον, αδιακρίτως απαγορεύει και την από το νόμο, ακόμη, μονιμοποίηση του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανόμενου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα. Έτσι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, συναπτόμενες υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος και του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και όλους τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Ούτε καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού, έστω και αν συμβαίνει αυτό, ο εργοδότης, βάσει των πιο πάνω διατάξεων, δεν έχει ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Ένας τέτοιος χαρακτηρισμός είναι, πλέον, αλυσιτελής. Επομένως, σε κάθε περίπτωση, στις συμβάσεις αυτές, υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος και του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 παρ.3 του ν. 2112/1920 (ΟλΑΠ 19 και 20/2007, πρβλ. ΟλΑΠ 7/2011 για ειδική περίπτωση, πριν από την ως άνω αναθεώρηση του Συντάγματος). 8. Επειδή, κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, προστέθηκε στο άρθρο 118 του Συντάγματος παρ.7, σύμφωνα με την οποία "Νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν στην τακτοποίηση της υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού, που υπάγεται στην παρ.8 του άρθρου 103, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών". Με την εν λόγω μεταβατική διάταξη, ο συνταγματικός νομοθέτης θέλησε να προστατεύσει την κατά νόμο προσδοκία εργαζομένων, οι οποίοι είχαν προσληφθεί κατά παράβαση των κειμένων διατάξεων, αλλά στη συνέχεια και πριν από τη συνταγματική αναθεώρηση είχαν υπαχθεί σε διαδικασίες, οι οποίες, σύμφωνα με εξαιρετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, αναμενόταν να οδηγήσουν στην υπηρεσιακή τακτοποίησή τους. Τέτοια ρύθμιση, χρονικώς εγγύτερη προς τη συνταγματική αναθεώρηση, ήταν αυτή του άρθρου 17 του ν. 2839/2000 (ΦΕΚ Α' 196/12-9-2000), σύμφωνα με την οποία "Προσωπικό, το οποίο υπηρετεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ή υπηρέτησε μέσα στο χρονικό διάστημα από 1-8-1999 μέχρι 31-3-2000 στο Δημόσιο, τους ΟΤΑ α' και β' βαθμίδας και στα ΝΠΔΔ με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου πλήρους απασχόλησης ή με σύμβαση μίσθωσης έργου, κατατάσσεται σε οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του φορέα της τελευταίας απασχόλησης, εφ' όσον κατά την 31-3-2000 : α) είχε συνολική παροχή υπηρεσίας στο φορέα με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή με συμβάσεις μίσθωσης έργου, τουλάχιστον 24 μήνες, β) δεν είχε μεσολαβήσει, προκειμένου για προσωπικό που απασχολήθηκε με, περισσότερες της μιας, συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, χρονικό διάστημα διακοπής, μεταξύ των συμβάσεων, μεγαλύτερο των δύο (2) μηνών, (...), δ) κατά την πρόσληψη ή την κατάρτιση των συμβάσεων δεν παραβιάσθηκαν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 2190/1994 και του άρθρου 6 του ν. 2527/1997 και ε) πρόκειται εφεξής να καλύψει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα, σε θέσεις του οποίου κατατάσσεται" [παρ.1]. Ακόμη "Για την κατά την παρ.1 κατάταξη απαιτούνται : α) υποβολή αίτησης μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου (...)" [παρ.5]. Η προθεσμία αυτή, που, ως εκ του χρόνου δημοσίευσης του ν. 2839/2000, έληγε την 12-11-2000, παρατάθηκε αναδρομικά από τότε που έληξε και, με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ.4 του ν. 3051/2002 (ΦΕΚ Α' 220/20-9-2002), ορίσθηκε ότι λήγει δύο (2) μήνες μετά τη δημοσίευσή του, ήτοι την 20-11-2002. Και, τέλος, "(...) Ειδικά, η κατάταξη των υπαγομένων στις ρυθμίσεις των προηγούμενων παραγράφων, που υπηρετούν στους ΟΤΑ α' βαθμίδας, διενεργείται με πράξη του Γενικού Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας μετά από πρόταση του οικείου δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου και γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου του δήμου ή της κοινότητας, ως προς τη συνδρομή της προϋπόθεσης που ορίζεται στο εδάφιο ε' της παρ.1 και ως προς την παρεμφερή ειδικότητα της προηγούμενης παραγράφου" [παρ.7]. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η προστασία, που παρασχέθηκε μεταβατικά με το άρθρο 118 παρ.7 του Συντάγματος, προϋπέθετε εκκρεμή διαδικασία τακτοποίησης στο πλαίσιο του ειδικού νόμου που την είχε προβλέψει και ότι η προϋπόθεση αυτή δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι συντρέχει εάν η αντίστοιχη διοικητική διαδικασία είχε περαιωθεί με τρόπο ασύμφορο για τον εργαζόμενο. 9. Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 189 παρ.3 και ήδη 249 παρ.1 και 3 της ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης της ΕΕ, συνάγεται ότι οι Οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος μέλος της Ένωσης, στο οποίο απευθύνονται, καθ' όσον αφορούν στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Γι' αυτό απευθύνονται, κατ' ανάγκη, όχι απ' ευθείας προς τους ιδιώτες, θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις, αλλά μόνο προς τα κράτη μέλη, αφού μόνο αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα, με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκομένου αποτελέσματος. Το κράτος μέλος, που είναι αποδέκτης της Οδηγίας, έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό εντός της τασσομένης προθεσμίας, με μέσα, όμως, τα οποία αυτό θα επιλέξει. Αν η Οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απ' ευθείας εφαρμογής (δηλαδή χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη, να την εκτελέσει εμπρόθεσμα, συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους μέλους που είναι ο παραλήπτης αυτής. Η ισχύς της, όμως, εκτείνεται μόνο κατά του κράτους μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει εθνικό δίκαιο και των αντίστοιχων κρατικών φορέων. Δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις. Είναι, δηλαδή, κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτής ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξεως του εθνικού νομοθέτη που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου (ΟλΑΠ 23/1998). Περαιτέρω, την 10-7-1999 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, ύστερα από τη συμφωνία - πλαίσιο, την οποία συνήψαν την 18-3-1999 οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES, UNICH και CΕΕΡ, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη μέλη παρέχεται προθεσμία συμμορφώσεως προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως την 10-7-2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως την 10-7-2002, της οποίας η Ελλάδα έκαμε χρήση. Στο προοίμιο της Οδηγίας αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν ότι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, αλλά και ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, υπό ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Ειδικότερα, η Οδηγία ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική κάθε κράτους μέλους (ρήτρα 2) και ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση, που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να αξιολογεί τις ανάγκες ειδικών τομέων ή και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και, ειδικότερα, καθορίζουν α) αντικειμενικούς λόγους που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης, τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και χαρακτηρίζονται ως συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου (ρήτρα 5). Είναι φανερό ότι η πιο πάνω Οδηγία δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην εσωτερική έννομη τάξη, δηλαδή η Οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη. Η επίτευξη του στόχου της Οδηγίας, που είναι η αποτροπή της κατάχρησης να συνάπτονται διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, προϋποθέτει συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής, που θα λάβει ο εθνικός νομοθέτης, ο οποίος καλείται να εξειδικεύσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αορίστου χρόνου. 10. Επειδή, ο εθνικός νομοθέτης έχει ήδη εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα π.δ. 81/2003 και 164/2004, το δεύτερο από τα οποία αναφέρεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα και η ισχύς των οποίων άρχισε αντίστοιχα από τη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (2-4-2003 και 19-7-2004). Στο άρθρο 5 του π.δ. 164/2004 ορίζονται τα εξής: "1 .Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφ' όσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ' εξαίρεση, εφ' όσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. (...) 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ.2 του επόμενου άρθρου". Ως κύρωση, για την περίπτωση της παράνομης, ήτοι κατά παράβαση των ως άνω κανόνων, κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του π.δ. 164/2004 η αυτοδίκαιη ακυρότητα τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφ' όσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του, ενώ θεσπίστηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Εν όψει, όμως, του ότι οι προαναφερόμενες διατάξεις του π.δ. 164/2004 άρχισαν να ισχύουν, κατά τα προαναφερόμενα, από την 19-7-2004, το διάταγμα αυτό έπρεπε να περιλάβει και ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν οπωσδήποτε την προβλεπόμενη προστασία από 10-7-2002, που έληξε η προθεσμία προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην πιο πάνω Οδηγία, μέχρι την έναρξη ισχύος του διατάγματος. Προστέθηκαν, λοιπόν, ως μεταβατικές, οι διατάξεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, που ορίζουν τα εξής: "Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργείς έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφ' όσον συντρέχουν, αθροιστικά, οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση (...)" (άρθρο 11 παρ. 1α). Η με το π.δ. 164/2004 επιλογή από την ελληνική πολιτεία των ως άνω μέτρων για την επίτευξη του στόχου της ρήτρας 5 της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 έγινε, αφού λήφθηκαν υπόψη οι ανάγκες ειδικών τομέων, όπως είναι, μεταξύ άλλων, ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, που δικαιολογούν διάφορη ρύθμιση από τον ιδιωτικό τομέα, αφού υφίστανται διαφορές στη φύση της εργασίας και διαφορετικά χαρακτηριστικά του εργασιακού περιβάλλοντος και των διαδικασιών στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, εξ ου και η θέσπιση των διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος, που προαναφέρθηκαν. Επομένως, εφ' όσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες πιο πάνω προϋποθέσεις, μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αόριστης διάρκειας δεν μπορεί να γίνει. Εν όψει, λοιπόν, αφ' ενός των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και αφ' ετέρου της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς τη ρηθείσα Οδηγία, η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, το άρθρο 8 του ν. 2112/1920 ούτε κατ' επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή στο μεσοδιάστημα από 10-7-2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής) μέχρι την έναρξη της ισχύος του π.δ. 164/2004, αλλά βέβαια και μετά την έναρξη ισχύος αυτού (ΟλΑΠ 19 και 20/2007, ΑΠ 113/2009). 11. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ένδικης, από 15-1-2003 αγωγής, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες ιστορούν τα εξής ουσιώδη: Ότι άπαντες διετέλεσαν απασχολούμενοι στην υπηρεσία του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου ΟΤΑ, συνδεόμενοι με αυτόν με αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, σε εκπλήρωση των οποίων κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Ότι ο εξ αυτών Ι. Π. προσλήφθηκε και εργάσθηκε ως οδηγός από 1-6-2000 έως 31-1-2001 και από 15-4-2002 έως 14-12-2002, ενώ, ενδιαμέσως, απασχολήθηκε από Φεβρουάριο μέχρι Ιούλιο 2001 σε έργα του Δήμου εκτελούμενα με αυτεπιστασία, πραγματοποιώντας 4 ημερομίσθια το μήνα. Ότι ο εξ αυτών Κ. Τ. προσλήφθηκε και εργάσθηκε ως οδηγός βυτιοφόρου και απορριμματοφόρου από 1-6-1996 έως 28-2-1997, από 1-7-1998 έως 28-2-1999, από 1-9-1999 έως 30-4-2000, από 12-7-2000 έως 11-3-2001, από 21-5-2001 έως 20-1-2002 και από 15-2-2002 έως 15-4-2002, ενώ, ενδιαμέσως, απασχολήθηκε από Μάιο μέχρι Ιούλιο 2000 ως οδηγός σε έργα του Δήμου εκτελούμενα με αυτεπιστασία, από Μάρτιο μέχρι Μάιο 2001 ως εργάτης αποχέτευσης και από Ιανουάριο μέχρι Οκτώβριο 2002 ως εργάτης καθαριότητας, πραγματοποιώντας 4 ημερομίσθια το μήνα. Ότι ο εξ αυτών Π. Κ. προσλήφθηκε και εργάσθηκε ως οδηγός βυτιοφόρου και απορριμματοφόρου από 1-5-1997 έως 31-12-1997, από 1-7-1998 έως 28-2-1999, από 1-9-1999 έως 30-4-2000, από 12-7-2000 έως 11-3-2001, από 21-5-2001 έως 20-1-2002 και από 15-2-2002 έως 15-4-2002, ενώ, ενδιαμέσως, απασχολήθηκε από Μάιο μέχρι Ιούλιο 2000 ως οδηγός σε έργα του Δήμου εκτελούμενα με αυτεπιστασία, από Μάρτιο μέχρι Μάιο 2001 ως εργάτης αποχέτευσης και από Ιανουάριο μέχρι Φεβρουάριο 2002 ως εργάτης καθαριότητας, πραγματοποιώντας 4 ημερομίσθια το μήνα (το Φεβρουάριο 2002 μόνο ένα ημερομίσθιο). Ότι ο εξ αυτών Η. Ά. προσλήφθηκε και εργάσθηκε ως οδηγός από 8-6-1999 έως 7-2-2000, από 1-3-2001 έως 31-10-2001 και από 15-2-2002 έως 14-10-2002, ενώ, ενδιαμέσως, απασχολήθηκε ως εργάτης καθαριότητας το Φεβρουάριο 2000, από Νοέμβριο μέχρι Δεκέμβριο 2001 και από Ιανουάριο μέχρι Φεβρουάριο 2002, πραγματοποιώντας 4 ημερομίσθια το μήνα (το Φεβρουάριο 2002 μόνο ένα ημερομίσθιο). Ότι ο εξ αυτών Δ. Τ. προσλήφθηκε και εργάσθηκε ως υδραυλικός από 8-6-1999 έως 7-2-2000, από 1-6-2000 έως 31-1-2001, από 1-3-2001 έως 31-10-2001 και από 16-5-2002 έως 15-1-2003, ενώ, ενδιαμέσως, απασχολήθηκε ως εργάτης ύδρευσης σε έργα του Δήμου εκτελούμενα με αυτεπιστασία, το Φεβρουάριο, Απρίλιο και Μάιο 2000, το Φεβρουάριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2001 και από Ιανουάριο μέχρι Απρίλιο 2002, πραγματοποιώντας 4 ημερομίσθια το μήνα. Ότι ο εξ αυτών Σ. Λ. προσλήφθηκε και εργάσθηκε ως υδραυλικός από 8-6-1999 έως 7-2-2000, από 1-3-2001 έως 31-10-2001 και από 16-5-2002 έως 15-1-2003, ενώ, ενδιαμέσως, απασχολήθηκε ως εργάτης ύδρευσης σε έργα του Δήμου εκτελούμενα με αυτεπιστασία, το Φεβρουάριο, Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο 2000, ως εργάτης καθαριότητας το Φεβρουάριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2001 και ως εργάτης ύδρευσης από Ιανουάριο μέχρι Απρίλιο 2002, πραγματοποιώντας 4 ημερομίσθια το μήνα. Ότι ο εξ αυτών Σ. Ρ. προσλήφθηκε και εργάσθηκε ως υδραυλικός από 8-6-1999 έως 7-2-2000, από 1-6-2000 έως 31-1-2001, από 1-3-2001 έως 31-10-2001 και από 16-5-2002 έως 15-1-2003, ενώ, ενδιαμέσως, απασχολήθηκε ως εργάτης ύδρευσης σε έργα του Δήμου εκτελούμενα με αυτεπιστασία, το Φεβρουάριο, Απρίλιο και Μάιο 2000, το Φεβρουάριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2001 και από Ιανουάριο μέχρι Απρίλιο 2002, πραγματοποιώντας 4 ημερομίσθια το μήνα. Ότι ο εξ αυτών Θ. Κ. προσλήφθηκε και εργάσθηκε ως ηλεκτρολόγος από 8-6-1999 έως 7-2-2000, από 1-3-2001 έως 31-10-2001 και από 10-9-2002 έως 9-5-2003, ενώ, ενδιαμέσως, απασχολήθηκε ως εργάτης σε έργα του Δήμου εκτελούμενα με αυτεπιστασία, το Φεβρουάριο 2000 και ως εργάτης καθαριότητας το Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2001 και από Ιανουάριο μέχρι Απρίλιο, τον Ιούνιο και Αύγουστο 2002, πραγματοποιώντας 4 ημερομίσθια το μήνα. Και, τέλος, ο εξ αυτών Κ. Λ. προσλήφθηκε και εργάσθηκε ως υδραυλικός από 8-6-1999 έως 7-2-2000, από 1-6-2000 έως 31-1-2001, από 1-3-2001 έως 31-10-2001 και από 16-5-2002 έως 15-1-2003, ενώ, ενδιαμέσως, απασχολήθηκε ως εργάτης ύδρευσης σε έργα του δήμου εκτελούμενα με αυτεπιστασία, το Φεβρουάριο, Μάρτιο και Απρίλιο 2000, το Φεβρουάριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2001 και από Ιανουάριο μέχρι Απρίλιο 2002, πραγματοποιώντας 4 ημερομίσθια το μήνα. Ότι οι συμβάσεις αυτές, αν και πάντοτε χαρακτηρίζονταν ως συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, στην πραγματικότητα, λόγω της διαδοχής τους, συνιστούσαν ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι αν και οι εκ των εναγόντων Κ. Τ. και Π. Κ. είχαν υποβάλει, κατ' άρθρο 17 του ν. 2839/2000, αίτηση κατάταξης σε οργανική θέση με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, ο εναγόμενος δεν έκανε δεκτό το αίτημά τους. Ότι μετά τις κατά τα ανωτέρω ημερομηνίες τελευταίας απασχόλησης ενός εκάστου των εναγόντων, ο εναγόμενος θεώρησε τις συμβάσεις λήξασες και έπαυσε να αποδέχεται τις υπηρεσίες των εναγόντων. Ότι η εν λόγω άρνηση του εναγομένου είναι αντίθετη προς τους ορισμούς του άρθρου 17 του ν. 2839/2000, του άρθρου 8 του ν. 2112/1920 και της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζητούν με την ένδικη αγωγή αφ' ενός να αναγνωρισθεί ότι ένας έκαστος εξ αυτών συνδέεται με τον εναγόμενο με ενιαία σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και αφ' ετέρου να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδέχεται πραγματικά την προσηκόντως προσφερόμενη εργασία τους στο μέλλον. 12. Επειδή, το Εφετείο, δικάζοντας επί εφέσεως του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου ΟΤΑ, έκρινε ότι επί της αγωγής δεν μπορεί να έχει εφαρμογή ούτε το άρθρο 17 του ν. 2839/2000, ούτε το άρθρο 8 παρ.3 του ν. 2112/1920, ούτε η 1999/70/ΕΚ/18-3-1999 Οδηγία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά ούτε και το π.δ. 164/2004, το οποίο, μετά την άσκηση της αγωγής, εισήγαγε τις επιταγές της Οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη. Κατόπιν αυτών, εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση του Πρωτοδικείου, που είχε κρίνει διαφορετικά, και απέρριψε την ένδικη αγωγή, ως μη νόμιμη. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο δεν παραβίασε, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, τις προαναφερόμενες, ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, οι οποίες, πράγματι, δεν μπορούσαν να έχουν εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση. Διότι, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 103 παρ.8 και 118 παρ.7 του Συντάγματος, η περίπτωση των αναιρεσειόντων θα μπορούσε να ρυθμισθεί μόνο κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 17 του ν. 2839/2000. Σύμφωνα, όμως, με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, επί των οποίων αποφάνθηκε το Εφετείο, κανένας από τους αναιρεσείοντες (πλην του Κ. Τ., για τον οποίο γίνεται λόγος αμέσως παρακάτω) δεν είχαν, κατά την 31-3-2000, συνολική παροχή υπηρεσίας στον αναιρεσίβλητο ΟΤΑ, με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή με συμβάσεις μίσθωσης έργου, διαρκείας τουλάχιστον 24 μηνών (ο Π. Κ. είχε υπηρεσία 23 μηνών και οι λοιποί αναιρεσείοντες μόνο 8 μηνών). Ο δε Κ. Τ., που είχε υπηρεσία 24 μηνών κατά την 31-3-2000, δεν πληρούσε την προϋπόθεση της μη μεσολάβησης, μεταξύ των πλειόνων, διαδοχικών συμβάσεων, χρονικού διαστήματος διακοπής μεγαλύτερου των δύο (2) μηνών. Πέραν αυτού, κατά την έναρξη της ισχύος της συνταγματικής αναθεώρησης του έτους 2001 για κανένα από τους ενάγοντες, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, δεν υπήρχε σε εκκρεμότητα διαδικασία τακτοποίησης της υπηρεσιακής του κατάστασης. Για τους εξ αυτών Κ. Τ. και Π. Κ., μάλιστα, η σχετική διαδικασία είχε περατωθεί αρνητικά, με την απόρριψη της σχετικής αίτησης ενός εκάστου από το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Ως εκ τούτου, δεν υπήρχε έδαφος εφαρμογής της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 118 παρ.7 του Συντάγματος. Σε κάθε περίπτωση, είναι μεν αληθές ότι στην αγωγή διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι οι ενάγοντες είχαν συμβληθεί με τον εναγόμενο για την εξυπηρέτηση παγίων και διαρκών αναγκών της υπηρεσίας αυτού. Πλην, όμως, κατά την περιγραφή του αντικειμένου της εργασίας ενός εκάστου των εναγόντων, αναφέρεται, επίσης, στην αγωγή ότι άπαντες απασχολούνταν στην υπηρεσία του εναγομένου κατά διαστήματα, μεταξύ των οποίων μεσολαβούσαν χρονικές περίοδοι πολλών μηνών κατά τις οποίες οι ενάγοντες είτε παρέμεναν, τελείως, εκτός απασχόλησης είτε πραγματοποιούσαν έως τέσσερα ημερομίσθια το μήνα και, μάλιστα, όχι πάντοτε με την ειδικότητα ή στο αντικείμενο, με το οποίο είχαν εργασθεί προηγουμένως, αλλά σε διάφορες εργασίες, ακόμη και ως εργάτες σε ετερόκλητα έργα εκτελούμενα με αυτεπιστασία. Η περιγραφή αυτή, δηλαδή, υποτιθέμενη αληθινή, αντιφάσκει προς τον ισχυρισμό των εναγόντων ότι εξυπηρετούσαν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου και ματαιώνει τη δυνατότητα ενός ευμενούς γι' αυτούς νομικού χαρακτηρισμού των σχέσεων εργασίας που είχαν αναπτύξει το τον εναγόμενο ΟΤΑ, ακόμη και στην περίπτωση που ένας τέτοιος νομικός χαρακτηρισμός ήθελε θεωρηθεί συνταγματικά ανεκτός στην περίπτωσή τους (πρβλ. ΑΠ 265/2014). Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση, κατ' ορθή εκτίμηση, η αναιρετική πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ (όχι αρ.19, αφού το Εφετείο δεν ερεύνησε την ουσία της υποθέσεως), είναι αβάσιμος. 13. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση. Δικαστικά έξοδα υπέρ του αναιρεσιβλήτου δεν θα επιδικασθούν, λόγω μη συμμετοχής του στην αναιρετική δίκη (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΘΕΩΡΕΙ ότι η από 21-9-2006 αίτηση αναιρέσεως δεν έχει ασκηθεί από τον αρχικώς έβδομο από τους αναιρεσείοντες, Σ. Π. του Δ.. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, ως προς τους λοιπούς αναιρεσείοντες, την από 21-9-2006 αίτηση περί αναιρέσεως της 221/2006 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 8η Απριλίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 12η Ιουνίου 2014. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου σε ΟΤΑ. Δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου λόγω μη συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 17 του ν. 2839/2000. Σε κάθε περίπτωση, η περιγραφή των εργασιών που εκτελούσε έκαστος ενάγων και οι μεγάλες διακοπές μεταξύ των χρονικών περιόδων της απασχόλησης του καθενός, όπως αναφέρονται στην αγωγή, δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο νομικό χαρακτηρισμό των σχέσεων εργασίας ως συναφθεισών για την εξυπηρέτηση παγίων και διαρκών αναγκών. Ορθώς η αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη από το Εφετείο. Απορρίπτει την αίτηση.
Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου
Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.
0
Αριθμός 1268/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα, Στυλιανή Γιαννούκου και Μιχαήλ Αυγουλέα, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των Αρεοπαγιτών Δημητρίου Μουστάκα και Ασπασίας Καρέλλου). ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 13η Μαΐου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και δεν παραστάθηκε. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Κ. Κ. του Δ., 2) Α. Γ. του Α., 3) Ά. Κ. του Π., 4) Θ. Μ. του Γ., 5) Α. Α. του Δ., 6) Μ. Α. του Ι., 7) Μ. Β. του Σ., 8) Σ. Δ. του Χ., 9) Σ. Κ. του Μ., 10) Γ. Π. του Φ., 11) Β. Ρ. του Σ., 12) Α. Σ. του Δ., 13) Ζ. Χ. του Δ., κατοίκων ..., που παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Δέσποινας Μεταξά, η οποία κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-12-2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 1829/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 28262/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 13-3-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 29-10-2013 έκθεση της κωλυομένης να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου Αρεοπαγίτη Ασπασίας Καρέλλου, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του μοναδικού λόγου αναιρέσεως. Η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 110 παρ.2 και 576 παρ.1, 2 ΚΠολΔ, αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος, αφού ελέγξει αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα της δικονομικής απουσίας, συζητεί την υπόθεση σαν να ήσαν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Για να συμβεί αυτό, όμως, ερευνάται αν απολείπεται ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση ή ο αντίδικος αυτού. Στην πρώτη περίπτωση, η επίσπευση προκύπτει από το αντίγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως (ή της κλήσεως με την οποία αυτή φέρεται προς συζήτηση), με την πράξη ορισμού δικασίμου και την πρόσκληση παράστασης κατ' αυτήν, το οποίο ο επισπεύδων επέδωσε προς τον αντίδικό του. Το αντίγραφο αυτό, με την επ' αυτού σημείωση του δικαστικού επιμελητή που διενήργησε την επίδοση, οφείλει να προσκομίσει ο παριστάμενος αντίδικος του επισπεύδοντος τη συζήτηση. Στη δεύτερη περίπτωση, η επίσπευση της συζήτησης προκύπτει από την έκθεση επιδόσεως του αντιγράφου της αιτήσεως αναιρέσεως (ή της κλήσεως) προς τον αντίδικο, την οποία οφείλει να προσκομίσει ο επισπεύδων, που μετέχει στη συζήτηση. Εάν ο παριστάμενος διάδικος δεν αποδεικνύει τον τρόπο επίσπευσης της συζήτησης, με την προσκομιδή, κατά περίπτωση, ενός εκ των ως άνω εγγράφων, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη, όπως και όταν διαπιστώνεται ότι η κλήτευση του απολειπόμενου στη συζήτηση παραλείφθηκε εντελώς ή υπήρξε μη νόμιμη ή εκπρόθεσμη. Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 13-3-2013 αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος ΝΠΔΔ, το οποίο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου, δεν εμφανίσθηκε στην ως άνω δικάσιμο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου ούτε πήρε μέρος στη συζήτηση με άλλο νόμιμο τρόπο (με την κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ δήλωση μη παραστάσεως). Περαιτέρω, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, διότι οι αναιρεσίβλητοι, οι οποίοι παραστάθηκαν νομίμως κατ' αυτήν, δεν επικαλούνται ούτε προσκομίζουν, κατά περίπτωση, το αντίγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, που τυχόν τους επιδόθηκε από το αναιρεσείον ή την έκθεση επιδόσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, που τυχόν αυτοί επέδωσαν προς το αναιρεσείον. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η διεξαχθείσα συζήτηση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της από 13-3-2013 αιτήσεως του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ" κατά των Κ. Κ. κλπ, περί αναιρέσεως της 28262/2012 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Ιουνίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 12η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ειδική παροχή άρθρου 14 του ν. 3016/2002 (176 ευρώ). Αναιρεσείουσα: Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, απούσα. Δεν προκύπτει ποιος διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση. Κηρύσσεται απαράδεκτη η διεξαχθείσα συζήτηση.
Ειδική παροχή
Απαράδεκτη συζήτηση, Ειδική παροχή.
0
Αριθμός 1269/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Χριστόφορο Κοσμίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Γιαννούλη), Νικόλαο Τρούσα, Δημήτριο Κόμη, Στυλιανή Γιαννούκου και Μιχαήλ Αυγουλέα, Αρεοπαγίτες (κωλυομένων των Αρεοπαγιτών Δημητρίου Μουστάκα και Ασπασίας Καρέλλου). ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 13η Μαΐου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και δεν παραστάθηκε. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Μ. Κ. του Γ., έως και 31) Ε. Λ. του Α., κατοίκων ... που παραστάθηκαν δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Δέσποινας Μεταξά, η οποία κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 21-12-2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 1827/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 19511/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 13-3-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσίβλητοι, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 29-10-2013 έκθεση της κωλυομένης να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου Αρεοπαγίτη Ασπασίας Καρέλλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως ως προς τη 14η των αναιρεσιβλήτων, ως απαράδεκτη, την παραδοχή του λόγου αναιρέσεως ως προς τους δέκατη πέμπτη έως και τριακοστό πρώτο των αναιρεσιβλήτων και την απόρριψη ως προς τους λοιπούς (πρώτη έως δέκατο τρίτο). Η πληρεξούσια των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 110 παρ.2 και 576 παρ.1, 2 ΚΠολΔ, αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος, αφού ελέγξει αυτεπαγγέλτως τη νομιμότητα της δικονομικής απουσίας, συζητεί την υπόθεση σαν να ήσαν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Για να συμβεί αυτό, όμως, ερευνάται αν απολείπεται ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση ή ο αντίδικος αυτού. Στην πρώτη περίπτωση, η επίσπευση προκύπτει από το αντίγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως (ή της κλήσεως με την οποία αυτή φέρεται προς συζήτηση), με την πράξη ορισμού δικασίμου και την πρόσκληση παράστασης κατ' αυτήν, το οποίο ο επισπεύδων επέδωσε προς τον αντίδικό του. Το αντίγραφο αυτό, με την επ' αυτού σημείωση του δικαστικού επιμελητή που διενήργησε την επίδοση, οφείλει να προσκομίσει ο παριστάμενος αντίδικος του επισπεύδοντος τη συζήτηση. Στη δεύτερη περίπτωση, η επίσπευση της συζήτησης προκύπτει από την έκθεση επιδόσεως του αντιγράφου της αιτήσεως αναιρέσεως (ή της κλήσεως) προς τον αντίδικο, την οποία οφείλει να προσκομίσει ο επισπεύδων, που μετέχει στη συζήτηση. Εάν ο παριστάμενος διάδικος δεν αποδεικνύει τον τρόπο επίσπευσης της συζήτησης, με την προσκομιδή, κατά περίπτωση, ενός εκ των ως άνω εγγράφων, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη, όπως και όταν διαπιστώνεται ότι η κλήτευση του απολειπόμενου στη συζήτηση παραλείφθηκε εντελώς ή υπήρξε μη νόμιμη ή εκπρόθεσμη. Στην προκειμένη περίπτωση φέρεται προς συζήτηση η από 13-3-2013 αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος ΝΠΔΔ, το οποίο, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου, δεν εμφανίσθηκε στην ως άνω δικάσιμο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου ούτε πήρε μέρος στη συζήτηση με άλλο νόμιμο τρόπο (με την κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ δήλωση μη παραστάσεως). Περαιτέρω, από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, διότι οι αναιρεσίβλητοι, οι οποίοι παραστάθηκαν νομίμως κατ' αυτήν, δεν επικαλούνται ούτε προσκομίζουν, κατά περίπτωση, το αντίγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, που τυχόν τους επιδόθηκε από το αναιρεσείον ή την έκθεση επιδόσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, που τυχόν αυτοί επέδωσαν προς το αναιρεσείον. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η διεξαχθείσα συζήτηση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της από 13-3-2013 αιτήσεως του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ" κατά των Μ. Κ. κλπ, περί αναιρέσεως της 19511/2012 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Ιουνίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 12η Ιουνίου 2014. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ειδική παροχή άρθρου 14 του ν. 3016/2002 (176 ευρώ). Αναιρεσείουσα: Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, απούσα. Δεν προκύπτει ποιος διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση. Κηρύσσεται απαράδεκτη η διεξαχθείσα συζήτηση.
Ειδική παροχή
Απαράδεκτη συζήτηση, Ειδική παροχή.
0
Αριθμός 1245/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές, Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση, στο Κατάστημά του, την 8η Απριλίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέως Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΩΝ: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ΕΡΓΟΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΗΛΙΟΣ ΑΕ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στο …, 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΤΕΓΚ ΑΕ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στο ... και 3) Α. χήρας Χ. Γ., κατοίκου ..., που παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Βασιλείου Βραχιώτη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Μ. Τ. του Σ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Παναγιώτη Παπανικολάου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-11-2008 (ημερομηνία κατάθεσης) αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 2965/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 3546/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 26-9-20013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 29-1-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψη, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, στο δίκαιο των ενώσεων προσώπων που συνιστώνται με σύμβαση, για την επιδίωξη κοινού σκοπού με κοινή συμβολή των μελών τους, δεν προβλέπεται η κοινοπραξία, ως ιδιαίτερος τύπος εταιρίας. Αφ' ότου, όμως, εμφανίστηκε και δρα στην πράξη ως ένωση φυσικών ή νομικών προσώπων, η κοινοπραξία είναι δυνατό να προσλάβει τη νομική μορφή είτε αστικής εταιρίας, εάν από τη φύση ή το σκοπό της δεν είναι εμπορική, οπότε διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 741 επ. του ΑΚ, είτε εμπορικής εταιρίας, οπότε εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εμπορικού δικαίου και υπάγεται σε έναν από τους εταιρικούς τύπους που αναγνωρίζονται περιοριστικά από αυτό. Εκ τούτου, έπεται ότι, σε περίπτωση που η κοινοπραξία επιδιώκει εμπορικό σκοπό, εάν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις σύνταξης εγγράφου και δημοσιότητας, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43 και 44 του Εμπορικού Νόμου (πριν την κατάργηση των άρθρων 18 - 28, 38, 39, 47 - 50 και 64 με το άρθρο 294 παρ.2 του ν. 4072/2012), μπορεί να έχει χαρακτήρα είτε αφανούς εταιρίας, με εμφανή εταίρο ένα εκ των μελών της, οπότε προσομοιάζει στην ετερόρρυθμη εταιρία, με απεριορίστως ευθυνόμενο μόνο τον εμφανή εταίρο, είτε ομόρρυθμης εν τοις πράγμασι εταιρίας, με απεριορίστως και εις ολόκληρο ευθυνόμενα (άρθρο 22 του Εμπορικού Νόμου) πάντα τα μέλη αυτής για τις εκ της δραστηριότητάς της υποχρεώσεις (ΑΠ 1078/2010). Σε κάθε περίπτωση, η κοινοπραξία, εν όσω δεν προσλαμβάνει τυπικά κάποια εταιρική μορφή, δεν αποκτά νομική προσωπικότητα. Παρά ταύτα, αποκτά την ικανότητα να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ΟλΑΠ 14/2007), επομένως και εργοδότης. Και ακόμη, μπορεί να είναι διάδικος και να παρίσταται στο δικαστήριο με τα πρόσωπα, στα οποία είναι ανατεθειμένη η διαχείριση των υποθέσεών της (ΚΠολΔ 62 και 64 παρ.3). Κατά περίπτωση, όμως, διάδικοι μπορούν να είναι και τα μέλη της. Αποφασιστικό κριτήριο για το αν σε συγκεκριμένη περίπτωση η κοινοπραξία ενήργησε ως αφανής εταιρία, οπότε ευθύνεται μόνο το μέλος που επιχείρησε τη συναλλαγή ή ενήργησε ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία, οπότε ευθύνονται αλληλεγγύως όλα τα μέλη της, είναι το πώς εκδηλώθηκε εξωτερικά η συγκεκριμένη δραστηριότητα. 2. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, πράγμα που συμβαίνει όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ.1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως και 340 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπ' όψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Δεν επιβάλλεται, όμως, η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην απόφαση. Για τον αναιρετικό έλεγχο αρκεί το ότι από τη γενική, κατ' είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, σε συνδυασμό με το συνολικό περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν, νομίμως, στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραβλεφθεί. 3. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση και κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, δέχθηκε μεταξύ άλλων τα εξής ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Ότι ο ενάγων (ήδη αναιρεσίβλητος) ασκεί το επάγγελμα του τεχνίτη οικοδόμου - υδραυλικού από το έτος 1991 και είναι μέλος των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ότι την 1-2-1999, με την εν λόγω ειδικότητα, κατάρτισε σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με το Θ. Κ.. Ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης αυτής ο τελευταίος ενήργησε ως προσωπάρχης και κατά τούτο προστηθείς της πρώτης και δεύτερης από τις εναγόμενες (ήδη αναιρεσείουσες) ανώνυμες εταιρίες, οι οποίες, από κοινού με τις ετερόρρυθμες εταιρίες "…", "...", "..." και "...", των οποίων ομόρρυθμος εταίρος είναι η τρίτη από τις εναγόμενες (ήδη αναιρεσείουσα), είχαν συστήσει αφανή κοινοπραξία, χωρίς έγγραφο τύπο και ιδιαίτερη επωνυμία, που δεν είχε τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας του Εμπορικού Νόμου και ενεργούσε ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία, με σκοπό την από κοινού εκτέλεση τεχνικών έργων, τα οποία τα μέλη της κοινοπραξίας αναλάμβαναν στην περιοχή της Αττικής για λογαριασμό της ΕΥΔΑΠ (κατασκευή και τοποθέτηση αγωγών υδρεύσεως, τοποθέτηση μετρητών κατανάλωσης, αποκατάσταση βλαβών δικτύου κλπ). Ότι η σύσταση της εν λόγω κοινοπραξίας προέκυπτε από το ότι όλες οι εν λόγω εταιρίες έχουν ως μοναδικούς μετόχους και νομίμους εκπροσώπους τα φυσικά πρόσωπα της οικογένειας Γ. (ήτοι την τρίτη από τις εναγόμενες και τους υιούς της), διατηρούν κοινή έδρα στο … (στην οδό … αρ….) με κοινά γραφεία και κοινό λογιστήριο, διατηρούν, επίσης, κοινό εργοτάξιο στην περιοχή Ρέντη Αττικής, απασχολούν ως κοινό εργοταξιάρχη και προσωπάρχη τον προαναφερθέντα Θ. Κ. και ως γενικό εργοδηγό τον Α. Τ. και χρησιμοποιούν κοινό εργατοτεχνικό προσωπικό και τεχνικά μέσα (οχήματα και μηχανήματα). Ότι όχι μόνο η πρόσληψη του ενάγοντος έγινε από τον ως άνω προσωπάρχη για λογαριασμό των μελών της κοινοπραξίας, αλλά και η απόλυσή του, που επακολούθησε την 12-9-2008 και οδήγησε στην άσκηση της ένδικης αγωγής, έγινε με καταγγελία εκ μέρους όλων των εναγομένων, οι οποίες ενήργησαν από κοινού και κατέβαλαν στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό, που θεώρησαν προσήκον ως αποζημίωση για την αιτία αυτή. Με τις σκέψεις αυτές, το Εφετείο έκρινε ότι τόσο η πρόσληψη όσο και η απόλυση του ενάγοντος έγιναν από τις εναγόμενες, οι οποίες έναντι αυτού ενήργησαν από κοινού και ως μέλη της κοινοπραξίας, όχι δε ως ανεξάρτητες και αυτοτελείς επιχειρήσεις, όπως οι ίδιες, αβάσιμα, ισχυρίσθηκαν. Στη συνέχεια, το Εφετείο εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που είχε κρίνει αντιθέτως και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. 4. Επειδή, με την κρίση αυτή, το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε σωστά τις διατάξεις που διέπουν, αναλογικώς, τη λειτουργία της κοινοπραξίας και διέλαβε στην απόφασή του, με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ανελέγκτως δέχθηκε και εκ των οποίων προκύπτει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση οι εναγόμενες (η τρίτη ως ομόρρυθμος εταίρος των μη εναγομένων ετερορρύθμων εταιριών, που μετείχαν στην κοινοπραξία) ενεργούσαν από κοινού, με τρόπο που προσιδιάζει στην εκ των πραγμάτων ομόρρυθμη εταιρία. Και βέβαια, στην κρίση αυτή δεν επηρεάσθηκε από την αντίθετη κρίση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ούτε, βέβαια, και από την ομόλογη προς εκείνη κρίση των 438/2009 και 2440/2007 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, τις οποίες οι αναιρεσείουσες είχαν επικαλεσθεί ως νομολογιακό επιχείρημα για να αποδείξουν τον αμυντικό ισχυρισμό τους περί ανεξαρτήτου δράσεως εκάστης εταιρίας. Η εν λόγω διαφορετική κρίση του Εφετείου ουδεμία αμφιβολία δημιουργεί ως προς το ότι αξιολογήθηκαν και τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα. Τέλος, η εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας χρήση του επιθέτου "αφανής", δίπλα στο ουσιαστικό "κοινοπραξία" (βλ. παραπάνω, αρ.3, στη φράση "είχαν συστήσει αφανή κοινοπραξία"), μόνο κατά το φαινόμενο δημιουργεί αντίφαση με την παραδοχή ότι η εν λόγω κοινοπραξία "ενεργούσε ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία". Διότι η εν λόγω παραδοχή είναι δεσπόζουσα στις αιτιολογίες του Εφετείου, ενώ το επίθετο "αφανής" δεν βρίσκεται στον αντίποδά της, αλλά, αν και αδόκιμα, τέθηκε για να υποδηλώσει το ότι η κοινοπραξία λειτουργούσε "χωρίς έγγραφο τύπο και ιδιαίτερη επωνυμία" και χωρίς να έχει τηρήσει "τις διατυπώσεις δημοσιότητας του Εμπορικού Νόμου" (βλ. παραπάνω, αρ.3). Από τις αιτιολογίες του Εφετείου, δηλαδή, δεν παραμένει αμφιβολία περί του ότι στην περίπτωση του αναιρεσιβλήτου η κοινοπραξία εξωτερίκευσε τη βούλησή της, τόσο για την κατάρτιση της συμβάσεως εργασίας όσο και για την καταγγελία αυτής, με συλλογική ενέργεια των μελών της, κατά τα εκεί ειδικότερα αναφερόμενα. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 1, 11 περ. γ' και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. 5. Επειδή, ο τρίτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.8 και 14 ΚΠολΔ, υπό την έννοια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπ' όψη τον ισχυρισμό των αναιρεσειουσών ότι η αγωγή ήταν αόριστη, ως προς την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών που θεμελίωναν την παθητική νομιμοποίηση αυτών και, κατόπιν αυτού, παρά τον νόμο δεν απάγγειλε το απαράδεκτο αυτής, ελέγχεται αβάσιμος εκ του πράγματος. Διότι, σύμφωνα με τα όσα έχουν ήδη αναφερθεί (βλ. παραπάνω, αρ.3), το δικαστήριο της ουσίας ασχολήθηκε διεξοδικώς με το ζήτημα της παθητικής νομιμοποίησης των αναιρεσειουσών (ως εναγομένων και εφεσιβλήτων) και, με εμπεριστατωμένη αιτιολογία, κατέληξε σε πόρισμα διαφορετικό από την άποψη, την οποία αυτές υποστηρίζουν. 6. Επειδή, ο τέταρτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται και πάλι στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ' ΚΠολΔ, υπό την έννοια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπ' όψη τη δικαστική ομολογία του αναιρεσιβλήτου (ως ενάγοντος) ως προς τις πραγματικές ημέρες απασχόλησης αυτού εντός των επί μέρους τμημάτων του ενδίκου χρονικού διαστήματος, ελέγχεται μεν αβάσιμος εκ του πράγματος ως προς το κεφάλαιο περί επιδικάσεως διαφορών μεταξύ των νομίμων και των πράγματι καταβληθεισών αποδοχών. Διότι, όπως προκύπτει από τα διαλαμβανόμενα στο 7ο φύλλο της προσβαλλόμενης απόφασης, το δικαστήριο της ουσίας προέβη στον υπολογισμό των οφειλόμενων διαφορών αποδοχών λαμβάνοντας υπ' όψη τις ημέρες απασχόλησης του ενάγοντος, όπως αναφέρονται στην αγωγή και στον εξεταζόμενο λόγο αναιρέσεως. Περαιτέρω, όμως, όπως προκύπτει εκ του λοιπού περιεχομένου της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά τον υπολογισμό των οφειλομένων προσθέτων αμοιβών για επί πλέον της νομίμου εβδομαδιαία εργασία, για υπερεργασία, ιδιόρρυθμη και παράνομη υπερωρία και για εργασία και υπερωρία κατά την ημέρα του Σαββάτου, το Εφετείο δεν έλαβε υπ' όψη ότι ο αναιρεσίβλητος ομολογούσε στην αγωγή και τις επ' αυτής προτάσεις του ότι σε κάθε μήνα εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος είχε εργασθεί συγκεκριμένες και, πάντως, λιγότερες από 22 ημέρες υπό καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Αντιθέτως, προέβη τους σχετικούς υπολογισμούς σαν ο αναιρεσίβλητος να εργαζόταν όλες τις εργάσιμες ημέρες και όλα τα Σάββατα. Εξ αυτού, προκύπτει ότι κατά την έρευνα των εν λόγω κεφαλαίων δεν έλαβε υπ' όψη την περί των πραγματικών ημερών απασχόλησης ομολογία του αναιρεσιβλήτου, την οποία επικαλέσθηκαν οι αναιρεσείουσες και η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει, αν όχι στην απόρριψη, τουλάχιστον στην παραδοχή της αγωγής σε μικρότερη έκταση. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος, με τον οποίο επισημαίνεται το σφάλμα αυτό, είναι βάσιμος. 7. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά παραδοχή του τετάρτου από τους λόγους της αιτήσεως και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειουσών, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 3546/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσίβλητο να πληρώσει στις αναιρεσείουσες δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 3η Ιουνίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 10η Ιουνίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κοινοπραξία που ενεργεί ως εν τοις πράγμασι ομόρρυθμη εταιρία. Παθητική νομιμοποίηση των μελών της για εργατικές αξιώσεις. Αναιρεί για μη λήψη υπ΄ όψη δικαστικής ομολογίας του ενάγοντος ως προς τον πραγματικό αριθμό των ημερών εργασίας, κατά τις οποίες απασχολήθηκε εντός του ενδίκου χρονικού διαστήματος, εκ της οποίας μπορούσε να επηρεασθεί η ουσιαστική κρίση ως προς την αξίωση πρόσθετης αμοιβής για επί πλέον της νομίμου εβδομαδιαία εργασία, για υπερεργασία, ιδιόρρυθμη και παράνομη υπερωρία και για εργασία και υπερωρία κατά την ημέρα του Σαββάτου.
Υπερωριακή απασχόληση
Αποδοχές μισθωτού, Κοινοπραξία, Υπερωριακή απασχόληση.
1