text
stringlengths
2.14k
585k
summary
stringlengths
1
6.5k
case_category
stringlengths
4
57
case_tags
stringlengths
5
295
subset
float64
0
2
Αριθμός 485/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Απριλίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Ά. Σ. του Β., κατοίκου ... και 2) Α. Μ. του Π., κατοίκου Κοζάνης, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μανιάτη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 228/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Με πολιτικώς ενάγουσα την Γ. Τ. του Χ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ζαφειρία Μπαϊκούση - Κάτσιου. Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Δεκεμβρίου 2014 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1244/2014. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών" και κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του ΠΚ, "από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτές εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται αντικειμενικά μεν πρόκληση θανάτωσης άλλου, υποκειμενικά δε, α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλόμενης, κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής και β) δυνατότητα αυτού, βάσει των προσωπικών περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος (βλ. Ολ.ΑΠ 3/2012). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολο τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη με αρ. 228/2014 προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, το δικάσαν κατ' έφεση Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Δυτικής Μακεδονίας, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, ότι από τα μνημονευόμενα σε αυτή, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει της υπ' αριθμ. 12/2006 συμβάσεως, που καταρτίσθηκε την 3-11-2006, στον ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου, η ΔΕΗ ΑΕ, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον Διευθυντή ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου, ανέθεσε, μετά από δημοπρασία, στον Σ. Δ. (πρώτο των κατηγορουμένων) την εκτέλεση του έργου "ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ-ΕΠΙΣΚΕΥΗ ΜΗΧΑΝΙΣΜΩΝ ΚΙΝΗΣΗΣ ΣΦΥΡΙΩΝ ΚΡΟΥΣΗΣ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΣΥΡΜΑΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΣΤΑΤΙΚΩΝ (Η/Σ) ΦΙΛΤΡΩΝ ΜΟΝΑΔΟΣ V" και πιο συγκεκριμένα την αντικατάσταση των μηχανισμών κίνησης σφυριών κρούσης πλαισίου συρμάτων, οι οποίοι βρίσκονται εγκατεστημένοι μέσα στα ηλεκτροστατικά φίλτρα της μονάδας V σε δύο σειρές των 40 μηχανισμών. Οι 40 μηχανισμοί βρίσκονταν στο υψόμετρο των +23,807 μέτρων και οι άλλοι 40 μηχανισμοί στο υψόμετρο των +31,222 μέτρων. Ακριβώς κάτω από τα παραπάνω ζεύγη των μηχανισμών υπάρχουν αντίστοιχες χοάνες τέφρας, στο κάτω μέρος των οποίων υπάρχουν θυρίδες καθαρισμού αυτών(σε ύψος 12,36 μέτρων από το έδαφος). Σύμφωνα με την τεχνική προδιαγραφή του παραπάνω έργου μετά το πέρας των εργασιών αντικαταστάσεως των μηχανισμών κίνησης, κατά την λεπτομερώς διαγραφόμενη εκεί διαδικασία (1.κατασκευή ικριώματος, 2.αφαίρεση των τεσσάρων λαμών, 3. Αφαίρεση των δύο συνδέσμων ... κλπ.) θα πραγματοποιούνταν από τον ανάδοχο έλεγχος της λειτουργίας των μηχανισμών και μετά την επιτυχή έκβαση του ελέγχου λειτουργίας θα έπρεπε "να γίνει έλεγχος και καθαρισμός από όλα τα τυχόν ξεχασμένα μεταλλικά ή άλλα αντικείμενα: α) στο εσωτερικό των φίλτρων(κύρια αυτά τα αντικείμενα που μπορεί να προκαλέσουν βραχυκυκλώματα στα φίλτρα), β) των χοανών σε συνεργασία με τον Σταθμό, γ) εξωτερικά των φίλτρων". Ο πρώτος των κατηγορουμένων κατά τους όρους της προαναφερθείσες συμβάσεως δεν είχε αναλάβει συλλήβδην την υποχρέωση καθαρισμού των χοανών, που, όπως προελέχθη, βρίσκονταν κάτωθι των μηχανισμών κίνησης σφυριών κρούσης πλαισίου συρμάτων, αλλά τον καθαρισμό των φίλτρων (εσωτερικά και εξωτερικά) και των χοάνων από τυχόν αντικείμενα (μεταλλικά ή άλλα). Είναι προφανές ότι αν είχε αναλάβει την υποχρέωση καθαρισμού των χοανών και από την τέφρα που επικολλάται στα τοιχώματα τους, εργασίας που δεν άπτεται της επαγγελματικής του ιδιότητος ως μηχανολόγου μηχανικού, θα γινόταν σαφής αναφορά στην σύμβαση. Ο καθαρισμός των χοανών από την επικολλημένη στα τοιχώματα αυτών τέφρα ανήκε στην δικαιοδοσία της ΔΕΗ, γεγονός μη αμφισβητούμενο και από την ίδια την ΔΕΗ (βλ. 8884/5-6-2007 έγγραφο ΔΕΗ /ΚΛΑΔΟΣ ΑΗΣ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ προς Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας ("..., 4.ο όρος της τεχνικής περιγραφής "καθαρισμός των χοανών (από τον εργολάβο) σε συνεργασία με τον σταθμό"... αφορά τις εργασίες για καθαρισμό των χοανών από μεταλλικά αντικείμενα και μόνο ..."). Στην διακήρυξη του έργου και στην επίδικη σύμβαση που υπεγράφη μεταξύ της ΔΕΗ και του πρώτου κατηγορουμένου προβλέπονταν απολογιστικές ώρες εκτέλεσης εργασιών τεχνίτη και βοηθού τεχνίτη, οι οποίες αφορούσαν σε απρόβλεπτες και έκτακτες εργασίες (τεχνικές ή απλά εργατικές) που προκύπτουν στην φάση της υλοποίησης του έργου. Οι εργασίες της ως άνω εργολαβίας άρχισαν την 24-4-2007. Την 4-5-2007 ο εργολάβος Σ. Δ. προσέλαβε τον Μ. Μ. με την ειδικότητα του μονταδόρου (συναρμολογητή μεταλλικών κατασκευών). Από την πρώτη ημέρα ο Δ. Σ. παραχώρησε (δάνεισε) τον ανωτέρω εργαζόμενο μαζί με τον Η. Ν. στην ΔΕΗ προκειμένου να εκτελέσουν απολογιστικές εργασίες τεχνίτη και βοηθού τεχνίτη, κατά τα προβλεπόμενα στην διακήρυξη του έργου. Στο Σχέδιο Ασφαλείας και Υγείας (ΣΑΥ) που υπέβαλε, κατά τους όρους του πδ 305/1995 ο ανάδοχος στην ΔΕΗ προ της ενάρξεως του έργου αναφορικά με τους κινδύνους που ενδέχεται να εμφανιστούν κατά την εκτέλεση του έργου και τα μέτρα για την πρόληψη και αποτροπή των κινδύνων και γενικά για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, ρητώς αναφέρεται ότι "όλα τα παραπάνω ισχύουν για το άνωθεν έργο, όσον αφορά τις εργατοώρες θα πρέπει να υπάρχουν εργοδηγοί της ΔΕΗ υπεύθυνοι να καθοδηγούν το προσωπικό μας και να ελέγχουν την εργασία". Ο Μ. Μ. και ο Ν. Η. ως συνεργείο την 8-5-2007 ασχολούνταν, όπως και τις προηγούμενες τρεις-τέσσερις ημέρες, με τον καθαρισμό των χοανών των ηλεκτροστατικών φίλτρων της V μονάδας στο επίπεδο των +12 μέτρων με την βοήθεια ειδικού αναρροφητικού οχήματος (σκούπας), που το χειριζόταν ο Α. Ζ. από τον ΑΗΣ Πτολεμάίδας. Το αναρροφητικό όχημα βρισκόταν στο επίπεδο των 0 μέτρων, δηλαδή στο δάπεδο. Από το σημείο της απολήξεως των χοανών μέχρι το δάπεδο υπάρχει μόνιμο δίκτυο σωληνώσεων, όπου "πάει και κουμπώνει η σκούπα". Σε απόσταση περίπου 15-20 μέτρων από το σημείο όπου εργάζονταν οι ανωτέρω (Μ., Η.), άλλο συνεργείο αποτελούμενο από εργαζόμενους της ΔΕΗ/ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου, εκτελούσε την ίδια εργασία καθαρισμού χοάνων με την βοήθεια άλλου αναρροφητικού οχήματος, το οποίο χειριζόταν ο Θ. Ν.. Στις παραπάνω χοάνες(80 συνολικά) κατά την ετήσια αδιάκοπη λειτουργία της μονάδας επικάθονται και προσκολλούνται στα τοιχώματα τους σε άλλες μικρές και σε άλλες αρκετά μεγάλες ποσότητες τέφρας. Περί ώρα 14.40' της ημέρας εκείνης και αφού είχε προηγηθεί ο καθαρισμός περίπου είκοσι χοανών εκ μέρους των ανωτέρω, κατά τον καθαρισμό μιας χοάνης ο Μ. Μ. διαπίστωσε - δια μέσου της κυκλικής θυρίδας καθαρισμού της χοάνης που υπάρχει στο κάτω μέρος αυτής, διαμέτρου περίπου 70-80 εκατοστών περίπου, η οποία άνοιγε με ένα κλειδί που τους είχε δώσει ο Θ.Ν.- ότι στα εσωτερικά της τοιχώματα ήταν επικολλημένες μεγάλες ποσότητες τέφρας και εισήλθε μέσα στην χοάνη από το ως άνω στόμιο-ανθρωποθυρίδα για να ξύσει με ξύστρα ,μήκους περίπου 3,5 μέτρων, που τους είχε χορηγήσει τις προηγούμενες ημέρες ο Θ. Ν., υπάλληλος της ΔΕΗ, την κολλημένη τέφρα και να την κατακρημνίσει, ενώ ο Η. ήταν ακριβώς έξω από το στόμιο με τον προβολέα, που τους είχε δώσει ο Θ. Ν.. Με το πρώτο ξύσιμο που έκανε ο Μ. Μ., αποκολλήθηκε από τα τοιχώματα μεγάλη ποσότητα τέφρας και τον καταπλάκωσε με αποτέλεσμα να επέλθει ο θάνατος του από ασφυξία. Υπαίτιοι του ως άνω θανάσιμου τραυματισμού του Μ. Μ. είναι οι 2ος και 5ος των κατηγορουμένων, ενώ, τους λοιπούς κατηγορουμένους δεν τους βαρύνει κάποια ευθύνη στην πρόκληση του ως άνω δυστυχήματος. Ειδικότερα ο δεύτερος κατηγορούμενος (Α. Σ.) ως επιβλέπων μηχανικός της ΔΕΗ ΑΕ, στα καθήκοντα του οποίου περιλαμβανόταν η παρακολούθηση και ο έλεγχος της ποιότητας και ποσότητας των εργασιών, και ως υπεύθυνος για τον καθαρισμό των χοανών, και ο Α. Μ. (πέμπτος κατηγορούμενος) ως τεχνικός ασφαλείας, δεν επιμελήθηκαν, σύμφωνα με τις υποδείξεις και οδηγίες υγιεινής και ασφαλείας του νόμου και της Επιθεώρησης Εργασίας, των αναγκαίων μέτρων ασφαλείας και πιο συγκεκριμένα ο δεύτερος κατηγορούμενος υπό την ως άνω ιδιότητα δεν επέβλεπε, ως όφειλε, την εφαρμογή της μελέτης των μέτρων ασφαλείας που αναφέρεται στο άρθρο 6 του ν. 1396/1983, ούτε έδωσε σχετικές οδηγίες ενόψει της επικινδυνότητας του έργου, ούτε συνέταξε μελέτη για την αναπροσαρμογή των προβλεπομένων μέτρων ασφαλείας. Επιπροσθέτως δεν μερίμνησε ώστε η ως άνω θυρίδα να είναι κλεισμένη με ασφάλεια (άνοιγε εύκολα με ένα απλό γαλλικό κλειδί), ούτε τοποθέτησε, ως όφειλε (βλ. άρθρο 95 πδ 1073/1981), σχετική επισήμανση επ' αυτής λόγω της επικινδυνότητας της, αφού απαγορευόταν η είσοδος εντός των χοανών. Ο ανωτέρω μολονότι ήταν επιβλέπων μηχανικός δεν ήταν παρών κατά την διαδικασία καθαρισμού των χοανών από την τέφρα, την οποία πραγματοποιούσαν, τα ως άνω συνεργεία χωρίς καμία ουσιαστική εποπτεία, καθοδηγούμενα υποτυπωδώς από τους χειριστές των αναρροφητικών οχημάτων. Εάν ήταν παρών ή είχε ορίσει υπεύθυνο εργοδηγό, ο οποίος θα καθοδηγούσε τους εργαζομένους, ασφαλώς θα είχε αποφευχθεί το ως άνω ατύχημα, αφού θα είχε αποτραπεί η είσοδος του ως άνω θανόντος στην χοάνη. Περαιτέρω ο πέμπτος κατηγορούμενος, ως τεχνικός ασφαλείας δεν επέβλεπε, ως όφειλε, τη εργασία που παρείχε ο θανών Μ. Μ. και δεν μερίμνησε για την τήρηση των κανόνων υγιεινής και ασφαλείας, ούτε ενημέρωσε καθ'οιονδήποτε τρόπο τον ανωτέρω θανόντα, ούτε τον καθοδήγησε σχετικώς για την αποτροπή του κινδύνου που συνεπαγόταν η ως άνω εργασία του. Ο ανωτέρω ως εκ της ιδιότητος του όφειλε να ελέγχει την ασφάλεια των μεθόδων εργασίας και να επιβλέπει την εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας της ως άνω εργασίας καθαρισμού των χοανών από την τέφρα και προλήψεως των ατυχημάτων, ενημερώνοντας σχετικά τους αρμοδίους προϊσταμένους των τμημάτων ή την διεύθυνση της επιχειρήσεως και να μεριμνά ώστε οι εργαζόμενοι να τηρούν τους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας και να τους ενημερώνει και καθοδηγεί για την αποτροπή του επαγγελματικού κινδύνου (βλ. άρθρο 7 ν. 1568/1985). Ο χώρος όπου έλαβε χώραν το προπεριγραφέν ατύχημα καθώς και η πραγματοποιούμενη εργασία καθαρισμού των χοανών από την τέφρα, όπως προελέχθη, ανήκε στην δικαιοδοσία της ΔΕΗ. Ο ανάδοχος του έργου δεν είχε αναλάβει, καμία συμβατική δέσμευση να προβεί στον καθαρισμό των χοανών από την τέφρα. Ο ανωτέρω είχε αναλάβει. την υποχρέωση -σε συνεργασία με τον σταθμό- να καθαρίσει τις χοάνες από όλα τα τυχόν ξεχασμένα μεταλλικά ή άλλα αντικείμενα. Για να υλοποιήσει αυτήν την συμβατική του υποχρέωση, η οποία θα πραγματωνόταν από την ως άνω θυρίδα με ειδικό μαγνήτη (βλ. κατάθεση Σ. Β.), έπρεπε να προηγηθεί ο καθαρισμός των χοανών από την επικολλημένη επ' αυτών τέφρα. Ο ανάδοχος, κληθείς από τον επιβλέποντα μηχανικό της ΔΕΗ Ά. Σ., ο οποίος του ζήτησε "να δώσει δύο άτομα για τον καθαρισμό της τέφρας από τις χοάνες", δάνεισε τους προαναφερόμενους εργάτες του (Μ., Η.) προς την ΔΕΗ. Η εν λόγω συμφωνία μεταξύ εργοδότη (πρώτου κατηγορουμένου) και μισθωτών (Μ., Η.), βάσει της οποίας ο εργοδότης παραχώρησε με τη μορφή δανεισμού εργαζομένου τους ως άνω μισθωτούς σε τρίτον(εν προκειμένω προς την ΔΕΗ) προς τον οποίο αυτοί θα παρείχαν την εργασία τους είναι επιτρεπτή και νόμιμη, εφόσον υπήρξε σιωπηρή συναίνεση των εργαζομένων, συναγόμενη από τη συμπεριφορά τους, δοθέντος ότι αυτοί αποδείχθηκε ότι προσέρχονταν και προσέφεραν την εργασία τους στον τρίτο (361, 648 και 651 του ΑΚ , βλ. ΑΠ 286/1994). Η παραπάνω κρίση του δικαστηρίου ενισχύεται από σαφή κατάθεση του μοναδικού αυτόπτους μάρτυρος Ν. Η., ο οποίος, μεταξύ των άλλων, κατέθεσε ότι "μαζί δουλεύαμε με τον θανόντα. Την πρώτη μέρα πήγαμε και βρήκαμε τον Σ. και μας πήγε στον Ν....μας πήγε στον Ν. που ήταν υπάλληλος της ΔΕΗ και μας έλεγε τί θα κάνουμε και πώς θα το κάνουμε ο Ν. επί οκτώ ημέρες που ήμασταν εκεί μας έλεγε τι να κάνουμε ... Η δουλειά μας ήταν να καθαρίζουμε την τέφρα στις χοάνες., υπό την καθοδήγηση του Ν....την πρώτη ημέρα που πήγαμε ο Σ. μας πήγε στο Ν. και μας άφησε στο Ν. και κάναμε ό,τι μας έλεγε ο Ν. ...". Η ΔΕΗ, δια των ως άνω αρμοδίων οργάνων της (επιβλέποντος μηχανικού και τεχνικού ασφαλείας) ως κυρία του έργου και της επιχειρήσεως, εντός της οποίας εκτελούνταν το παραπάνω έργο του καθαρισμού των χοανών από την τέφρα, είχε εκ του νόμου και της συμβάσεως την ευθύνη για την διοίκηση και επίβλεψη των σχετικών εργασιών και την λήψη και τήρηση των απαιτουμένων μέτρων ασφαλείας των εργαζομένων, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και ο ανωτέρω θανών Μ. Μ.. Η ΔΕΗ προς την οποία παραχωρήθηκε ο ανωτέρω μισθωτός ως έμμεσος εργοδότης ασκούσε κατά την διάρκεια της παραχωρήσεως το διευθυντικό δικαίωμα με τους περιορισμούς και το περιεχόμενο που θα το ασκούσε ο αρχικός εργοδότης. Την κατά δανεισμό (δευτερογενή) εργοδότρια(ΔΕΗ) όμως εβάρυναν οι υποχρεώσεις σεβασμού των όρων δημόσιας τάξεως που ισχύουν κατά την εκτέλεση της εργασίας και η τήρηση της ως άνω υποχρεώσεως προνοίας για την εξασφάλιση όρων και συνθηκών κατ" αυτήν για την προστασία της ζωής και της υγείας του κατά παραχώρηση μισθωτού (ΑΠ 1116/2011). Βάσει των προεκτεθέντων ο πρώτος των κατηγορουμένων δεν φέρει καμία ευθύνη στην πρόκληση του θανάτου του ως άνω παραχωρηθέντος υπ' αυτού προς την ΔΕΗ μισθωτού. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε ότι ούτε οι τρίτος και τέταρτος των κατηγορουμένων φέρουν κάποια ευθύνη στην πρόκληση του ως άνω θανατηφόρου ατυχήματος. Ειδικότερα ο τρίτος των κατηγορουμένων (Ε. Χ.) ο οποίος ήταν εργοδηγός του συστήματος αποκομιδής τέφρας και ειδικότερα υπεύθυνος για την μεταφορά της προς τα ορυχεία, δεν είχε καμία εμπλοκή στην διαδικασία καθαρισμού των χοανών. Ο ανωτέρω, κατόπιν εντολής του τομέα λειτουργίας, απλώς "παραχώρησε τον οδηγό (ήτοι τον Θ. Ν.) στη ΔΕΗ για τον καθαρισμό" (βλ. απολογία του ενώπιον πρωτοβαθμίου), ενώ, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι αυτός ήταν υπεύθυνος για την εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας, συντονισμού και καθοδήγησης της εργασίας του θανόντος. Τέλος, ο τέταρτος των κατηγορουμένων (Θ. Π.), διευθυντής και νόμιμος εκπρόσωπος του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου, δεν αποδείχθηκε ότι δεν έλαβε τα αναγκαία ως εκ της ιδιότητός του μέτρα για την αποφυγή εκθέσεως του ως άνω εργαζομένου στον κίνδυνο και την απειλή της σωματικής του ακεραιότητας, αφού αυτός, ο οποίος κατά την ημέρα του συμβάντος απουσίαζε στην Αθήνα για υπηρεσιακούς λόγους, είχε ορίσει επιβλέποντα μηχανικό και τεχνικό ασφαλείας στην επιχείρηση, οι οποίοι, αν επιτελούσαν με αυξημένη προσοχή και επιμέλεια τα ανατεθειμένα σ' αυτούς καθήκοντα θα είχε αποτραπεί το παραπάνω θανατηφόρο ατύχημα. Συγκεκριμένη παράλειψη του ανωτέρω που να συναρτάται αιτιωδώς με τον επισυμβάντα ως άνω θάνατο του Μ. Μ. δεν αποδείχθηκε. Κατ'ακολουθίαν των προεκτεθέντων πρέπει να κηρυχθούν αθώοι της υπό στοιχ. Α αποδιδομένης σ'αυτούς αξιόποινης πράξεως οι πρώτος, τρίτος και τέταρτος των κατηγορουμένων και ένοχοι για την εν λόγω πράξη οι δεύτερος και πέμπτος των κατηγορουμένων, να τους αναγνωρισθεί όμως η συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2α ΠΚ καθόσον αυτοί μέχρι τον χρόνο τελέσεως της ως άνω πράξεως, για την οποία κρίθηκαν ένοχοι, έζησαν έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Αναφορικά με τις υπό στοιχ. Β έως και Ε πράξεις που αποδίδονται στους κατηγορουμένους, πρέπει να παύσει υφ’ όρον η εκτέλεση της καταγνωσθείσας πρωτοδίκως ποινής (6 μήνες), σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 4043/2012, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό". Περαιτέρω το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε τους κηρυχθέντες ενόχους δύο αναιρεσείοντες κατηγορούμενους, σε ποινή φυλακίσεως δεκαοκτώ (18) μηνών τον καθένα, για ανθρωποκτονία από αμέλεια με παράλειψη, την οποία ποινή ανέστειλε επί τριετία. Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, της ανθρωποκτονίας από αμέλεια του θανόντος εργαζόμενου Μ. Μ., σε βάρος των δύο συνυπαίτιων αναιρεσειόντων, του Α. Μ. ως τεχνικού ασφαλείας του έργου και του Ά. Σ. ως επιβλέποντος μηχανικού της ΔΕΗ ΑΕ, για την οποία ανθρωποκτονία καταδικάστηκαν. Αναφέρονται επίσης οι αποδείξεις από τις οποίες το Εφετείο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 β, 28, 51, 53, 79, 302 παρ. 1 του ΠΚ σε συνδ. με άρθ. 12 παρ. 6 ΠΔ 305/1996, άρθ. 3 παρ. 1 , 7 παρ. 4, 9 Ν. 1396/1983, άρθ. 7 παρ. 2 α, 25 παρ. 1, 26 παρ. 1, 32 παρ. 1, 3,5 του Ν. 1568/1985, άρθ. 7 παρ. 5 ,6 γ, δ και 25 του Ν. 2224/1994, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, ή ασαφή, αντιφατική ή ενδοιαστική αιτιολογία, ενώ δεν ήταν αναγκαία κατά νόμο η αναλυτική παράθεση των αποδεικτικών μέσων και τι προκύπτει χωριστά από το καθένα και η απόφαση δε στερείται νόμιμης βάσης. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως των δύο αναιρεσειόντων, α) στο αιτιολογικό, αναφέρονται εμπεριστατωμένα και επαρκώς τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και στα οποία στηρίχθηκε το δικαστήριο για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, που υπέπεσαν οι δύο κατηγορούμενοι, υπό την ιδιότητά τους, του Α. Μ. ως τεχνικού ασφαλείας του έργου και του Ά. Σ. ως επιβλέποντος μηχανικού της ΔΕΗ ΑΕ, χαρακτηρίζεται η αμέλειά τους ως μη συνειδητή και αναφέρεται ότι η ιδιαίτερη νομική τους υποχρέωση, συνάγεται από την εγγυητική θέση αυτών, ως εκ του αναφερόμενου επαγγέλματός τους και της αναφερόμενης συγκεκριμένης θέσης ευθύνης που είχαν αναλάβει συμβατικά στο συγκεκριμένο έργο, της ΔΕΗ και όχι του αναδόχου εργολάβου, κατά την εκτέλεση του οποίου έγινε και το ατύχημα, υπόχρεοι σε τήρηση των υποδείξεων, των οδηγιών και των κανόνων ασφαλείας που ορίζει ο νόμος και η Επιθεώρηση Εργασίας και που αμφότεροι, επιβλέπων μηχανικός και τεχνικός ασφαλείας αντίστοιχα, αρμόδια όργανα της ΔΕΗ, παρέλειψαν, δεν επέβλεψαν και δεν καθοδήγησαν την εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας και δεν επέβλεψαν την εργασία καθαρισμού των χοανών από την επικολλημένη τέφρα που παρείχε ο θανών Μ. Μ. σε μηχανήματα της ΔΕΗ, για την αποτροπή του κινδύνου ατυχήματος που συνεπαγόταν η εργασία αυτή, β) όσον αφορά το γεγονός, όπως και κατά τις παραδοχές γίνεται δεκτό χωρίς αντιφάσεις, ότι με σύμβαση η ΔΕΗ είχε μεν αναθέσει με σύμβαση στον εργολάβο Δ. Σ. το έργο αντικατάστασης των μηχανισμών κίνησης σφυριών κρούσης πλαισίου συρμάτων, που βρίσκονται μέσα στα ηλεκτροστατικά φίλτρα της μονάδος και κάτω των οποίων υπάρχουν οι χοάνες τέφρας και οι θυρίδες καθαρισμού αυτών, μη συμπεριλαμβανομένης όμως υποχρέωσης του εργολάβου καθαρισμού των άνω χοανών και από την τέφρα, γι’ αυτό και έγινε εκ μέρους του άνω εργολάβου δανεισμός των δύο εργατών του στη ΔΕΗ, μεταξύ των οποίων και του θύματος Μ. Μ., μονταδόρου, με συναίνεση των εργατών αυτών, εφόσον το ατύχημα συνέβη κατά το υπ'αυτού ξύσιμο των χοανών από την τέφρα η οποία και τον καταπλάκωσε και απεβίωσε από ασφυξία, έργο ευθύνης της ΔΕΗ, δεν αναιρεί την ευθύνη των δύο κατηγορουμένων, αφού κατά τις παραδοχές, μετά τον άνω δανεισμό των εργαζομένων που έγινε, αδιάφορα έγκυρα ή μη, σύμφωνα ή μη με τον ΑΚ και τον Κανονισμό Κατάστασης Προσωπικού της ΔΕΗ ή με το ν. 2190/1994 περί ΑΣΕΠ, οι δύο εργάτες προσέφεραν στην πραγματικότητα την εργασία τους στη ΔΕΗ, σε έργο και στο χώρο αυτής, υπό τις οδηγίες και επίβλεψη των δύο κατηγορουμένων υπαλλήλων της ΔΕΗ, που ήταν υπόχρεη στον άνω καθαρισμό των χοανών από την τέφρα, και ως κυρία του έργου και της επιχείρησης, είχε από το νόμο και τη σύμβαση τη διοίκηση και την επίβλεψη του συγκεκριμένου έργου καθαρισμού των χοανών από την τέφρα και όφειλε δια των κατηγορουμένων υπαλλήλων της, ως έμμεση εργοδότρια, να δώσει τις κατάλληλες οδηγίες και να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας των σε αυτή εργαζομένων, που δεν έλαβε για την προστασία των άνω εργαζομένων στην ανωτέρω επικίνδυνη εργασία που τους ανέθεσε. Υπό τις παραπάνω δε παραδοχές, δεν υπάρχει έλλειψη ακροάσεως και σιγή απόρριψη, αφού το δικαστήριο απάντησε στον προβληθέντα ισχυρισμό των κατηγορουμένων για αποκλειστική ευθύνη τρίτου, του αναδόχου εργολάβου Δ. Σ. και της τεχνικού ασφαλείας Ε. Ζ. και για έλλειψη ευθύνης των αναιρεσειόντων αυτών, ως μισθωτών ΔΕΗ, ως εκ της μη ιδιότητας του θανόντος ως μισθωτού της ΔΕΗ (κατά τους αναιρεσείοντας), αλλά λόγω του παραπάνω γενομένου από το δικαστήριο δεκτού δανεισμού των εργατών στη ΔΕΗ, με τη συναίνεση αυτών, άρα δευτερογενώς εργοδότριας και είναι αδιάφορο ότι οι εργασίες αυτές καθαρισμού των χοανών, έγιναν στα πλαίσια των εργασιών της σύμβασης έργου με τον ανωτέρω ανάδοχο εργολάβο Δ. Σ., η δε αιτίαση ότι δεν υπήρξε δανεισμός των άνω δύο εργαζομένων στη ΔΕΗ και ότι ο ανάδοχος όφειλε κατά τη σύμβαση να εκτελέσει τις άνω εργασίες καθαρισμού των χοανών, προσβάλλει την ανέλεγκτη αναιρετικά ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου ότι έγινε νόμιμη συμφωνία δανεισμού εργαζομένων και ότι η ΔΕΗ ως δευτερογενής εργοδότρια ασκούσε το διευθυντικό δικαίωμα κατά τη διάρκεια της παραχώρησης και εκ τούτου είχε κατά τις διατάξεις των άρθρων 16 Π.Δ. 17/1996, Ν. 1568/1985 και 25 του Ν. 2224/1994 υποχρεώσεις έναντι των με δανεισμό παραχωρηθέντων και σε αυτή εργαζομένων δύο μισθωτών και την βάρυναν οι υποχρεώσεις σεβασμού των κανόνων πρόνοιας και μέτρων ασφαλείας που όφειλε να πάρει δια των οργάνων της κατηγορουμένων, για την προστασία των δανεισθέντων αυτών και σε έργο αυτής απασχοληθέντων, γ) κατά τις παραδοχές ο πρώτος των αναιρεσειόντων Ά. Σ. αναφέρεται ως υπεύθυνος επιβλέπων μηχανικός της ΔΕΗ, η δε αναφορά στο αιτιολογικό κατ' επανάληψη ότι αυτός ήταν εντεταλμένος για την παρακολούθηση και τήρηση των όρων της σύμβασης και την ποσοτική και ποιοτική παραλαβή του έργου όταν τελειώσει, ότι ήταν εντεταλμένος μηχανικός της ΔΕΗ για τη συντήρηση του σταθμού, δεν αναιρεί την εγγυητική ευθύνη αυτού ως επιβλέποντος μηχανικού του συγκεκριμένου έργου της ΔΕΗ για καθαρισμό των χοανών από την τέφρα, στο οποίο έργο και συνέβη το εν λόγω εργατικό ατύχημα από αμέλεια και αυτού, όπως και οι ανέλεγκτες ουσιαστικά παραδοχές του αιτιολογικού και οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων ότι οι έννοιες εντεταλμένου και επιβλέποντος μηχανικού δεν ταυτίζονται, είναι απορριπτέες και δεν συνάγεται καμία ασάφεια στην αιτιολογία από τις αναφορές σε εντεταλμένο μηχανικό. Επομένως, όλοι οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β', Δ' και Ε' του ΚΠΔ, προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως των δύο αναιρεσειόντων, για έλλειψη ακροάσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη κοινή αίτηση αναιρέσεως των δύο αναιρεσειόντων κατηγορουμένων να απορριφθεί και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παρασταθείσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176, 183 Κ.Πολ.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 10/10-12-2014 κοινή αίτηση των Ά. Σ. του Β. και Α. Μ. του Π., περί αναιρέσεως της με αρ. 228/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Και. Καταδικάζει τους δύο αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ τον καθένα και στη δικαστική δαπάνη της παρασταθείσας πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια - Εργατ. ατύχημα. Απορρίπτει Αίτηση Αναίρεσης 2 κατηγ/νων, ως αβάσιμη. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β, Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ακροάσεως και ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
Ανθρωποκτονία από αμέλεια
Ανθρωποκτονία από αμέλεια.
2
Αριθμός 483/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Απριλίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1. I. G. του K., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενος στο Κατάστημα Κράτησης Λάρισας, 2. P. Z. του V., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενος στο Κατάστημα Κράτησης Τρικάλων και 3. R. S. του H., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενος στο Κατάστημα Κράτησης Λάρισας, που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Φανή Ζάχου, για αναίρεση της υπ' αριθ. 1/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας. Με συγκατηγορούμενους τους: 1. M. R. M. P. G. G. G. R. του N. R. R. R., 2. V. J. του V. και 3. T. V. του I.. Το Πενταμελές Εφετείο Λαμίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 22 Οκτωβρίου 2014, 24 Οκτωβρίου 2014 και 22 Οκτωβρίου 2014, τρεις χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1099/2014. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι τρεις κρινόμενες με αρ. εκθ. 202/22-10-2014, 203/22-10-2014 και 177/24-10-201 αιτήσεις των τριών καταδικασθέντων κατηγορουμένων περί αναιρέσεως της ιδίας με αρ. 1/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας, πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους. Κατά το άρθρο 380 παρ.1 του ΠΚ, τιμωρείται με κάθειρξη "όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της ληστείας απαιτείται αντικειμενικώς αφαίρεση ξένου κινητού πράγματος από την κατοχή άλλου, η αφαίρεση να γίνει με σωματική βία κατά προσώπου ή απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος που περιλαμβάνει αφενός τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο, κατέχεται από άλλον και δεν υπάρχει συναίνεση εκείνου και αφετέρου τη θέληση να το αφαιρέσει και να το υπαγάγει στην κατοχή του ή στην κατοχή τρίτου. Αν με την παράνομη βία εξουδετερώνεται πλήρως κάθε προβαλλόμενη ή αναφερόμενη αντίσταση του θύματος τότε με την αφαίρεση (κλοπή) του κινητού πράγματος συντελείται η αντικειμενική υπόσταση της κυρίως ληστείας για την οποία γίνεται λόγος στην περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 380, ενώ αυθύπαρκτη αντικειμενική υπόσταση της ληστείας υπό την έννοια της ληστρικής εκβιάσεως για την οποία γίνεται λόγος στην περίπτωση β' της παρ. 1 του άρθρου 380 υφίσταται όταν το θύμα εξαναγκάζεται στην παράδοση του πράγματος. Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα κατά το είδος τους τα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να είναι ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθμό 1/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας, καταδικάσθηκαν σε δεύτερο βαθμό, κατά πλειοψηφίαν (4-1), οι τρεις αναιρεσείοντες αλλοδαποί κατηγορούμενοι, για τις πράξεις, ληστείας από κοινού και κατά συρροή, παράνομης οπλοφορίας, κλοπής τετελεσμένης και σε απόπειρα, από περισσότερους των δύο δραστών που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές και ληστείες και ενεργούσαν από κοινού, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και κατά συρροή, επικίνδυνης σωματικής βλάβης και συμμορίας, σε συνολική ποινή καθείρξεως δεκαεπτά ετών και έξι μηνών ο καθένας. Στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως αυτής δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι από τα μνημονευόμενα κατ' είδος, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή: "Οι κατηγορούμενοι είναι υπήκοοι Βουλγαρίας και τουλάχιστον από τις αρχές Μαΐου 2011 όλοι ζούσαν στην Ελλάδα. Απ' αυτούς δε οι πρώτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος και έκτος διαμένουν μόνιμα στην Ελλάδα (Λάρισα ή Λαμία) από ετών, ενώ ο πέμπτος διαμένει στην Ελλάδα από τις αρχές του έτους 2001 τουλάχιστον. Οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι είναι συγγενείς (ξαδέλφια) και γνωρίζονταν μεταξύ τους (έστω όχι ο καθένας με όλους). Την 1-9-2011, μετά από καταδίωξη από αστυνομικούς στην περιοχή της Λάρισας, συνελήφθησαν οι τέταρτος πέμπτος και έκτος των κατηγορουμένων, ως δράστες ληστείας, που έγινε, την 1-9-2011, στην περιοχή του Τυρνάβου. Κατά την διάρκεια της προανάκρισης ο έκτος κατηγορούμενος ομολόγησε ότι μαζί με τον τέταρτο και πέμπτο των κατηγορουμένων και άλλους Βούλγαρους διέπραξαν και ληστείες στη Λαμία, στις οποίες (σε δύο οικίες) έδεσαν τους ενοίκους και αφαίρεσαν χρήματα, χρυσαφικά και ηλεκτρικές συσκευές (βλ. την κατάθεση του αστυνομικού Β. Σ.). Επακολούθησε έρευνα των αστυνομικών στην περιοχή της Λαμίας, από την οποία σύμφωνα με την ορθή εκτίμηση του όλου ως άνω αποδεικτικού υλικού (εγγράφων, μαρτύρων κ.λ.π.) αποδεικνύεται με πλήρη δικανική πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι: Α) Κατά το πρώτο 20ήμερο του μηνός Μαΐου 2011 ενώθηκαν σε ομάδα, με σκοπό την διάπραξη κακουργημάτων, δηλαδή ληστειών και διακεκριμένων κλοπών, κατά τα εκτιθέμενα και παρακάτω. Β) Ενεργώντας από κοινού, με σωματική βία εναντίον των παρακάτω προσώπων και με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, αφαίρεσαν από άλλους ξένα κινητά πράγματα, με σκοπό την παράνομη ιδιωτικοποίηση τους και συγκεκριμένα : α) Στις 22-5-2011 στο Ρεγγίνι Φθιώτιδας, εισήλθαν εντός της οικίας του Α. Κ. του Ν. και αφού τον έδεσαν με ένα σκισμένο σεντόνι τον τελευταίο και την οικιακή βοηθό του M. A., με την απειλή μαχαιριού αφαίρεσαν από την κατοχή του άνω Α. Κ. το ποσό των 8000 Ευρώ, πέντε χρυσά δαχτυλίδια και δύο κινητά τηλέφωνα, β) στις 23-5-2011, στη Λαμία εισήλθαν εντός της οικίας του Ι. Δ. και αφού έδεσαν αυτόν και τα μέλη της οικογένειας του (την σύζυγο του Ό. και τη θυγατέρα του Σ.), με ένα σχισμένο σεντόνι, με την απειλή μαχαιριών (ιδίως- και αρχικά- προς την άνω θυγατέρα του Ι. Δ.) και χτυπώντας τον τελευταίο, αφαίρεσαν από την κατοχή του 10.000 ΕΥΡΩ, κοσμήματα και τρία κινητά τηλέφωνα και γ) στις 29-5-2011, στα Καμένα Βούρλα Φθιώτιδας, εισήλθαν εντός της οικίας του Ν. Π. και αφού τον έδεσαν, απειλώντας τον ίδιο και τη σύζυγο του Ά. με τη χρήση μαχαιριών, αφαίρεσαν από την κατοχή τους 620 ΕΥΡΩ. Γ) Στους παραπάνω τόπους και χρόνους και ειδικότερα: Στις 23-5-2011, από κοινού προκάλεσαν σωματικές βλάβες σε άλλον με τρόπο που θα μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για την ζωή του και ειδικότερα κατά την διάπραξη της ως άνω ληστείας σε βάρος του Ι. Δ., τον κτυπούσαν με γροθιές σε όλο του το σώμα, ενώ επιπλέον, επέφεραν στο κεφάλι του πολλαπλά κτυπήματα με ένα σίδερο, με αποτέλεσμα να προξενήσουν σε αυτόν συνεχή και ακατάσχετη αιμορραγία. Όλοι οι κατηγορούμενοι, ανεξάρτητα αν δεν χτυπούσαν και οι έξι τον άνω παθόντα, γνώριζαν και ήθελαν να διαπράξουν την ως άνω άδικη πράξη κατά την προηγούμενη συμφωνημένη από όλους πράξη τους, έστω αν δεν προκύπτει όλων οι επί μέρους ενέργειες. Δ)Στις 22-5-2011, στη Λαμία, από κοινού έχοντας ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ληστείες : α) Στην περιοχή "Ταράτσα" Λαμίας, αφαίρεσαν από την κατοχή του Δ. Τ. το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας αυτού, με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση του και β) έχοντας αποφασίσει να ιδιοποιηθούν παράνομα ξένα κινητά πράγματα, αποκόλλησαν από το έδαφος, στο οποίο ήταν στερεωμένο, το αυτόματο μηχάνημα ανάληψης χρημάτων (ATM) της Αγροτικής Τράπεζας που ήταν τοποθετημένο στο χώρο του Γενικού Νοσοκομείου Λαμίας, και προσπάθησαν να το φορτώσουν σε καροτσάκι μεταφοράς φιαλών για να το απομακρύνουν και να αφαιρέσουν τα χρήματα, πλην όμως εγκατέλειψαν την ως άνω προσπάθεια τους και τράπηκαν σε φυγή, γιατί έγιναν αντιληπτοί από υπάλληλο της εταιρίας φύλαξης του νοσοκομείου (τον Α. Ρ.). Οι κατηγορούμενοι τις ως άνω κλοπές (τετελεσμένη και σε απόπειρα) διέπραξαν όχι μόνο έχοντας ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές, αλλά ενεργώντας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Συγκεκριμένα, οι κατηγορούμενοι δεν ενέργησαν ευκαιριακά, αλλά βάση σχεδίου, έχοντας διαμορφώσει υποδομή και οργανωμένη ετοιμότητα, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος. Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού αποδείχτηκε, με βάση τα ανωτέρω, ότι συντρέχει στο πρόσωπο των κατηγορουμένων η ως άνω επιβαρυντική περίπτωση της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια αξιοποίνου, ως άνω δράσης τους, αφού εκ της ως άνω υποδομής, που είχαν αυτοί διαμορφώσει (συναντήθηκαν από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, χρησιμοποίησαν ΙΧΦ αυτοκίνητο) και της οργανωμένης ετοιμότητας τους, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης του, το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι με αυτή την συμπεριφορά τους είχαν ως σκοπό τον πορισμό εισοδήματος, ενώ από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, αβίαστα διαπιστώνεται και προκύπτει σταθερή ροπή αυτών προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας τους. Οι κατηγορούμενοι αρνούνται όλοι τη συμμετοχή τους στις ως άνω πράξεις. Ωστόσο, έστω και αν από τους μάρτυρες δεν γίνεται αναφορά, με άμεση γνώση, για συμμετοχή καθενός των κατηγορουμένων σε όλες τις ως άνω πράξεις; από την ορθή συνεκτίμηση του όλου αποδεικτικού υλικού αποδείχθηκε με πλήρη δικανική πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι, ενεργώντας κατά τα άνω, τέλεσαν όλες τις παραπάνω πράξεις, καθόσον ειδικότερα πέραν των άλλων: 1) Ο έκτος κατηγορούμενος απολογούμενος προανακριτικά στη Λάρισα (μετά την σύλληψη του την 1-9-2011 ως δράστης ληστείας, στον Τύρναβο) ανέφερε ότι μαζί με τον τέταρτο και πέμπτο των κατηγορουμένων διέπραξε και δύο ληστείες (σε οικίες) στη Λαμία, γεγονός, που αποδέχθηκαν και οι τελευταίοι, 2) στην οικία του άνω Ι. Δ. ανευρέθηκαν αποτυπώματα τα οποία ταυτίζονται με τα αποτυπώματα του τέταρτου κατηγορουμένου, 3) η μάρτυρας Α. Σ., η οποία τον Μάιο 2011 εργαζόταν ως φύλακας, στο άνω νοσοκομείο Λαμίας, αναγνώρισε προανακριτικά τον δεύτερο κατηγορούμενο, ως έναν από τους δράστες της απόπειρας κλοπής του ATM από το χώρο του νοσοκομείου (αναφέρει για 4 άτομα, που προσπαθούσαν να μετακινήσουν το ATM), 4) η μάρτυρας A. M. η οποία εργαζόταν ως οικιακή βοηθός, στην οικία του Α. Κ., το βράδυ που κατά τα ανωτέρω, έγινε ληστεία, αναγνώρισε προανακριτικά, αλλά και ενώπιον του Ανακριτή ως δράστες της ως άνω ληστείας τον πρώτο και τον τρίτο των κατηγορουμένων, 5) η μάρτυρας Σ. Δ. προανακριτικά αναγνώρισε ως δράστη της ληστείας, που έγινε στην ως άνω οικία του πατέρα της Ι. Δ., τον πρώτο κατηγορούμενο αυτός που έδεσε κατά τα άνω μαζί με άλλους που δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει), 6) οι δράστες για τη ληστεία στην οικία του Ν. Π. χρησιμοποίησαν για τη διαφυγή τους, το υπ'αριθμ. κυκλοφορίας ... ΙΧΕ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας του τρίτου κατηγορούμενου, το οποίο τότε οδηγούσε ο δεύτερος κατηγορούμενος και εκτός αυτού ήταν πέντε άτομα, όπως τούτο επιβεβαιώνεται από την κατάθεση του αστυνομικού Α. Α.. Η άνω ληστεία έγινε το βράδυ (ώρα 03:00) της 29-5-2011 και οι άνω υπόλοιπες δύο (στην οικία του Ι. Δ. και στην οικία του Α. Κ.) έγιναν στις 23-5-2011 (ώρα 02:30) και στις 22-5-2011 (ώρα 02:00). Το γεγονός δε ότι το ως άνω αυτοκίνητο διήλθε από τα διόδια Μοσοχωρίου Λάρισας στις 17:01'.14" της 23ης-5-2011 (με κατεύθυνση προς Αθήνα) και στις 20-5-2011 και ώρα 19:55'.22" από τα διόδια της Πελασγίας (με κατεύθυνση προς Θεσσαλονίκη) όπως προκύπτει από τις ως άνω αναγνωσθείσες βεβαιώσεις της εταιρίας "Αυτοκινητόδρομος Αιγαίου Α.Ε." δεν αναιρεί τα άνω, καθόσον χρονικά υπήρχε η δυνατότητα να έγινε χρήση του αυτοκινήτου στις ως άνω ληστείες και κυρίως δεν επιβεβαιώνει ότι κατά τις άνω διελεύσεις από τα διόδια οδηγούσε το όχημα ένας εκ των κατηγορουμένων. Κατά τα παραπάνω πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι, (οι τρεις πρώτοι κατά πλειοψηφία και οι τέταρτος, πέμπτος και έκτος εξ' αυτών ομόφωνα) των κατά το διατακτικό, όπως συμπληρωματικώς γίνεται αναφορά πράξεων της ληστείας από κοινού κατά συρροή (τρεις ληστείες), της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, της κλοπής τετελεσμένης και σε απόπειρα από περισσότερους από δύο δράστες, που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές και ληστείες και ενεργούσαν από κοινού κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, κατά συρροή της παράνομης οπλοφορίας κατά, συρροή και της σύστασης συμμορίας. Περαιτέρω, απορριπτόμενων εντεύθεν, ως αβασίμων κατ' ουσίαν, των περί του αντιθέτου, προβληθέντων αυτοτελών ισχυρισμών των τριών πρώτων κατηγορουμένων". Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 1/2014 απόφασή του, την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων, της ληστείας από κοινού και κατά συρροή, παράνομης οπλοφορίας, κλοπής τετελεσμένης και σε απόπειρα, από περισσότερους των δύο δραστών που είχαν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές και ληστείες και ενεργούσαν από κοινού, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και κατά συρροή, επικίνδυνης σωματικής βλάβης και συμμορίας για τις οποίες πράξεις καταδικάσθηκαν οι τρεις αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στ', 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 42 παρ.1, 45, 94, 187 παρ.3, 308-309, 374 περ.δ', ε', 372 παρ.1 και 380 του ΠΚ, 1 παρ.1 α, 2 β', 10 παρ.1,3 του ν. 2168/1993, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, επιλεκτική ή αντιφατική αιτιολογία και δε στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων: α) αιτιολογείται επαρκώς ο τρόπος τέλεσης κάθε συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης και ο δόλος των κατηγορουμένων, β) δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το δικαστήριο συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και τις αναγνωσθείσες με αρ. 3022/9/87/86- α/25-7-2011 και 3022/9/8/8787-α/ 25-7-2011 δύο εκθέσεις εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης του Τμήματος Ανάλυσης Βιολογικών Υλικών του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, σχετικά με τον προσδιορισμό του γενετικού τύπου πάνω στα ανευρεθέντα από την Αστυνομία αντικείμενα στο χώρο τελέσεως των κλοπών και των ληστειών, αφού το περιεχόμενο και τα πορίσματα των εκθέσεων αυτών δεν είναι αντίθετα με τις γενόμενες δεκτές παραδοχές του δικαστηρίου, γ) το δικαστήριο της ουσίας συνεκτιμά κυριαρχικά, κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης εκ του άρθρου 177 ΚΠΔ, όλα τα αποδεικτικά μέσα και την αξιοπιστία των μαρτύρων και των αναγνωσθεισών προανακριτικών και ανακριτικών καταθέσεων και εγγράφων, η δε ειδική αναφορά ορισμένων αποδεικτικών μέσων στο αιτιολογικό, όπως ορισμένων προανακριτικών και μαρτυρικών καταθέσεων, δε σημαίνει μη λήψη υπόψη των λοιπών αποδεικτικών μέσων που εισφέρθηκαν στην ποινική διαδικασία του ακροατηρίου, ενώ η μη αναγνώριση των κατηγορουμένων από ορισμένους παθόντες δε σημαίνει οπωσδήποτε και αθωότητα, αφού το δικαστήριο επαρκώς αιτιολογημένα αναφερόμενο και σε αναγνωρίσεις των κατηγορουμένων δραστών από άλλους μάρτυρες, αποφαίνεται με βεβαιότητα για την ενοχή των κατηγορηθέντων δραστών - αναιρεσειόντων, δ) από τη διάταξη οριστικής απόδοσης του κατασχεθέντος ΙΧΕ αυτοκινήτου στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο I. G., με την αιτιολογία ότι δε χρησιμοποιήθηκε αυτό, δεν συνάγεται αντίφαση της παραδοχής ότι αυτός και οι συγκατηγορούμενοί του τέλεσαν τα εγκλήματα κλοπών και ληστειών για τα οποία καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι, ε) όλες οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας και είναι απαράδεκτες. Επομένως, οι σχετικοί κοινοί λόγοι των κρινόμενων τριών αιτήσεων όλων των αναιρεσειόντων εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' (κατ' εκτίμηση)του ΚΠΔ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εκ πλαγίου παράβαση, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Από τη διάταξη του άρθρου 233 ΚΠΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 171 εδ. δ' του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι για την εξέταση στο ακροατήριο κατηγορουμένου που δεν γνωρίζει καλά την Ελληνική γλώσσα, διορίζεται από τον διευθύνοντα τη συζήτηση διερμηνέας. Ο μη διορισμός στην περίπτωση αυτή διερμηνέα ή η μη διερμήνευση ή η ατελής διερμήνευση στον κατηγορούμενο όλων όσων έγιναν στη διαδικασία, από την Ελληνική γλώσσα στη γλώσσα που αυτός ομιλεί και αντιστρόφως, αποτελεί παραβίαση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία ιδρύει τον κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, η οποία εκδίδεται σε βάρος του. Επίσης, αν από τα πρακτικά της απόφασης δεν προκύπτει ότι διερµηνεύθηκαν στον κατηγορούµενο όλα όσα έγιναν στο ακροατήριο, όπως οι καταθέσεις των µαρτύρων, τα αναγνωσθέντα έγγραφα, η πρόταση του εισαγγελέα περί της ενοχής και της ποινής, η απόφαση περί της ενοχής και της ποινής, παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 233, 236 και 171 παρ. 1 εδ. δ' ΚΠΔ, οι οποίες αφορούν την υπεράσπισή του και έτσι επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της επ' ακροατηρίου διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, και οι τρεις αλλοδαποί αναιρεσείοντες, υπήκοοι Βουλγαρίας, προβάλλουν απόλυτα ακυρότητα της διαδικασίας και παραβίαση υπερασπιστικών δικαιωμάτων τους, διότι ισχυρίζονται ότι ενώ διορίστηκε από την Πρόεδρο του δικαστηρίου διερμηνέας της Βουλγαρικής γλώσσας η Y. M., η οποία και ορκίστηκε ότι θα διερμηνεύσει πιστά από τη Βουλγαρική γλώσσα στην Ελληνική και αντίστροφα όλα όσα θα ειπωθούν κατά τη συζήτηση της υποθέσεως καθώς και τα αναγνωστέα έγγραφα, από τα πρακτικά προκύπτει ότι δεν έγινε αυτή η διερμήνευση. Από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας , προκύπτουν τα εξής: Κατά την έναρξη της συνεδριάσεως, αμέσως με την εκφώνηση του ονόματος των τριών αλλοδαπών κατηγορουμένων, η διευθύνουσα τη συζήτηση Πρόεδρος Εφετών, αφού αντιλήφθηκε ότι αυτοί δεν ομιλούσαν την Ελληνική γλώσσα αλλά την Βουλγαρική, διόρισε σε αυτούς ως διερμηνέα, όπως τα άρθρα 233 και 234 ΚΠΔ ορίζουν, την Y. M., γεννηθείσα στην Βουλγαρία, η οποία και ορκίστηκε κατ'άρθρο 236 ΚΠΔ ότι θα διερμηνεύσει ακριβώς και πιστά από τη Βουλγαρική γλώσσα στην Ελληνική και αντίστροφα όλα όσα θα ειπωθούν κατά τη συζήτηση της υποθέσεως καθώς και τα αναγνωστέα έγγραφα, που γνώριζε τόσο την Βουλγαρική όσο και την Ελληνική γλώσσα κάτοικο Πατρών και κατόπιν η διερμηνέας ανέλαβε τα καθήκοντά της. Στο τέλος των πρακτικών της δίκης δεν αναφέρεται ότι "όλα τα παραπάνω διερµηνεύθηκαν δια της διερµηνέως στους κατηγορούµενους", πλην όμως από την παραπάνω αναφορά στα πρακτικά ότι η διορισθείσα διερμηνέας ανέλαβε τα καθήκοντά της και στη συνέχεια, από τις απαντήσεις των ιδίων κατηγορουμένων σε ερωτήσεις των παραγόντων της δίκης και από τις δοθείσες εκτενείς απολογίες αυτών, που έχουν καταχωρισθεί στα πρακτικά, προκύπτει με βεβαιότητα ότι διερµηνεύθηκαν στους κατηγορούµενους όλα τα λεχθέντα κατά τη διαδικασία, δηλαδή όλα όσα εκφράσθηκαν δια προφορικού λόγου, στα οποία περιλαµβάνεται και το περιεχόµενο των αναγνωσθέντων εγγράφων, αλλά και η πρόταση του εισαγγελέα και η απόφαση του δικαστηρίου περί ενοχής και της επιβληθείσης συνολικής ποινής καθείρξεως και η μη αναγραφή στο τέλος της παραπάνω πανηγυρικής φράσης "όλα τα παραπάνω διερµηνεύθηκαν δια της διερµηνέως στους κατηγορούµενους", οφείλεται σε προφανή παραδρομή. Εποµένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης των τριών αιτήσεων των αναιρεσειόντων, που υποστηρίζουν ότι δεν έγινε διερµήνευση στους αναιρεσείοντες και έτσι επήλθε απόλυτη ακυρότητα, για την οποία επιδιώκεται η αναίρεση της προσβαλλόµενης απόφασης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιµος. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ, 2, 358, 364 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικού μέσου, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, γιατί έτσι παραβιάζεται η άσκηση του παρεχόµενου στον κατηγορούµενο από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώµατος να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά µε το αποδεικτικό αυτό µέσο, επάγεται δε και παραβίαση των περί προφορικότητας της συζήτησης στο ακροατήριο και κατ' αντιµωλίαν διεξαγωγή της δίκης αρχών, οι οποίες περιλαµβάνονται στην έννοια της δηµοσιότητας της διαδικασίας, εκ της οποίας δηµιουργείται ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Γ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης. Αν όμως το περιεχόμενο των εν λόγω μη αναγνωσθέντων εγγράφων προκύπτει σαφώς από άλλα αναγνωσθέντα έγγραφα ή από άλλα αποδεικτικά μέσα, ουδεμία ακυρότητα προκαλείται. Το περιεχόμενο, εξάλλου, του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι, όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιό έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και, έτσι, δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του (κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ). Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς, υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση: α) όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο, τα οποία έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής των αναιρεσειόντων, περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα, με τους αντίστοιχους αύξοντες αριθμούς: " α/α 7, οι από 29-5-2011 τέσσερις εκθέσεις παραδόσεως και κατασχέσεως , α/α 8, οι από 29-5-2011 τρεις εκθέσεις έρευνας σε κατοικία και κατάσχεσης κατά την ημέρα. Με την εν λόγω αναφορά των εγγράφων αυτών και του είδους αυτών, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, ούτε αναφορά του περιεχομένου τους ή του συντάκτη τους, αφού, ειδικότερα, είναι οι μοναδικές εκθέσεις κατασχέσεως και έρευνας που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων και με την ανάγνωση του κειμένου τους κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενό τους στους αναιρεσείοντες και στους παρισταμένους κατά την ανάγνωση συνηγόρους τους , οπότε αυτοί είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτάται από τον τρόπο προσδιορισμού των εγγράφων αυτών στα πρακτικά της δίκης, ενόψει και του ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος, όπως προαναφέρθηκε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι αυτό το έγγραφο και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη. Επομένως, ορθώς το Εφετείο έλαβε υπόψη του τα προαναφερθέντα αναγνωσθέντα έγγραφα, ο δε περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι λήφθηκαν υπόψη τα ανωτέρω έγγραφα χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. β) το περιεχόμενο της μη αναγνωσθείσας στο ακροατήριο προανακριτικής κατάθεσης της μάρτυρος Α. Σ. που αναφέρεται στο αιτιολογικό για την αναγνώριση υπ'αυτής του δεύτερου κατηγορουμένου για την απόπειρα κλοπής από το ΑΤΜ Τράπεζας στο χώρο του νοσοκομείου, το περιεχόμενο της μη αναγνωσθείσας στο ακροατήριο προανακριτικής, αλλά και ανακριτικής κατάθεσης της μάρτυρος κατηγορίας A. M. που αναφέρεται στο αιτιολογικό για την αναγνώριση υπ'αυτής προανακριτικά, αλλά και ενώπιον του ανακριτή του πρώτου και του τρίτου κατηγορουμένου, ως δραστών της ληστείας, και το περιεχόμενο της μη αναγνωσθείσας στο ακροατήριο προανακριτικής κατάθεσης της μάρτυρος Σ.ς Δ. που αναφέρεται στο αιτιολογικό για την αναγνώριση υπ'αυτής του πρώτου κατηγορουμένου ως δράστη της ληστείας που έγινε στην οικία του πατέρα της Ι. Δ., προκύπτουν σαφώς από άλλα αποδεικτικά μέσα και δη από την κατάθεση στο ακροατήριο του μάρτυρος αστυνομικού Ά. Α. για αναγνώριση των δραστών από τους παθόντες (βλ. σελ. 6 πρακτικών), όσον και από την κατάθεση του άλλου αστυνομικού μάρτυρος Β. Σ., (βλ. σελ. 8 πρακτικών), οι οποίοι μάρτυρες αναφέρονται και στις γενόμενες ως παραπάνω αναγνωρίσεις των κατηγορουμένων δραστών, ενώ η μάρτυρας Α. Σ., υπάλληλος ασφαλείας Nοσοκομείου Λαμίας καταθέτοντας στο ακροατήριο, (σελ. 9 -10 πρακτικών), αναφέρθηκε στην προανακριτική της κατάθεση, λέγοντας ότι "αυτή τη στιγμή δε μπορώ να τους αναγνωρίσω, τότε τα θυμόμουν καλύτερα", εννοώντας όταν κατέθεσε προανακριτικά. Επομένως οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι γνώριζαν το περιεχόμενο των επιβαρυντικών γι αυτούς προανακριτικών μαρτυρικών καταθέσεων και της αναφερόμενης στο αιτιολογικό ανακριτικής κατάθεσης, των τριών αυτοπτών μαρτύρων για αναγνώριση αυτών ως δραστών και μπορούσαν κατά την αποδεικτική διαδικασία να προβούν σε σχετικές διευκρινιστικές ερωτήσεις και σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το περιεχόμενο αυτών και ειδικότερα ως προς τις αναγνωρίσεις αυτών ως δραστών κλοπών και ληστείας ΑΤΜ Νοσοκομείου Λαμίας. Επομένως, ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Γ' του ΚΠΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως των τριών αναιρεσειόντων με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο και η παραβίαση της δημοσιότητας της διαδικασίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι κρινόμενες τρεις αυτοτελείς με ίδιους λόγους αναιρέσεως αιτήσεις και να καταδικασθούν οι τρεις αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τις με αρ. εκθ. 203/22-10-2014, 177/24-10-2014 και 202/22-10-201 αιτήσεις αντίστοιχα των τριών καταδικασθέντων κατηγορουμένων, 1. I. G. του K., 2. P. Z. του V. και 3. R. S. του H., περί αναιρέσεως της ιδίας με αρ. 1/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λαμίας. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ, για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ληστεία από κοινού και κατά συρροή, κ.λπ πράξεις. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου. Αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1. στοιχ. Α' και Γ' του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας.
Ληστεία
Ληστεία.
0
Αριθμός 482/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Απριλίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Τ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μαρία Βραχά, για αναίρεση της υπ' αριθ. 3568/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Οκτωβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1075/2014. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, θεσπίζεται η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις Δημόσιες Υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά ήταν καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο ενάρξεως της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του μεγέθους του χρέους. Ειδικότερα προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις ενάρξεως της ποινικής ευθύνης, ήτοι εκείνη της μη καταβολής του χρέους, που η εξόφλησή του έχει ρυθμιστεί με δόσεις, οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσεως και εκείνης της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους, οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας, κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Επακολούθησε η αντικατάσταση του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 με το άρθρο 23 του ν. 2523/1997. Με την αντικατάσταση αυτή, αφενός ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις Δημόσιες Υπηρεσίες, ή τα Τελωνεία και αφετέρου αυξήθηκε το ύψος του οφειλομένου ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής. Τέλος, το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004, του οποίου η ισχύς άρχισε από 1-1-2004 και ορίστηκε ότι η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) και τα Τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κλπ για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της ΔΟΥ κλπ προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας του και τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως : α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημέρα συντάξεως του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος υπερβαίνει το ποσό των 50.000 ευρώ και γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Από τις διατάξεις αυτές και σύμφωνα με την εκτεθείσα νέα ρύθμιση του άρθρου 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004, προκύπτει ότι κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του ως άνω εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να είναι αυτή ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, όπως επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, είναι: 1) η Αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος του χρέους, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος καταβολής του, όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσεως όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος δεν συμπίπτει αναγκαία με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ως χρόνο βεβαιώσεως των χρεών ο νόμος εννοεί εκείνον κατά τον οποίο γίνεται η βεβαίωση από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου καθώς και του είδους και του ποσού της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη πληρωμή τριών συνεχών δόσεων του σε δόσεις χρέους ή ολόκληρου του ποσού του, όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ, πέραν των τεσσάρων μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του, οπότε συνάγεται και προσδιορίζεται και ο χρόνος τελέσεως του αδικήματος. Ειδικότερα, με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού 34 του ν. 3220/2004: 1) Το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα Τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς τον χρόνο διαπράξεώς του, ανεξαρτήτως του ποσού καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις, όπως οι τόκοι και οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξαρτήτως του είδους χρέους (παρακρατούμενοι ή επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κ.λπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνεται υπόψη, ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επιμέρους χρέους, ενώ χρόνος διαπράξεώς του, είναι ο χρόνος της συμπληρώσεως τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών, σε δόσεις ή εφάπαξ. Εξάλλου, η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα απ' αυτά χωριστά. Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 83 και 84 του ΠΚ το δικαστήριο της ουσίας, κατά τον ακροαματικό έλεγχο κάθε υποθέσεως ερευνά μεν αυτεπαγγέλτως αν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το δεύτερο ως άνω άρθρο ελαφρυντικές περιστάσεις, οι οποίες επιφέρουν μείωση της ποινής, ακόµη και αν δεν προταθούν ή προταθούν αορίστως, δεν είναι όμως υποχρεωμένο να προβεί οίκοθεν και αυτεπάγγελτα στην αιτιολόγηση της μη συνδρομής τέτοιας περιστάσεως, που δε ζητήθηκε. Εφόσον, όμως, υποβληθεί από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του ισχυρισμός περί αναγνωρίσεως σε αυτόν μιας ή περισσοτέρων από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις το δικαστήριο έχει την υποχρέωση να τον ερευνήσει και αν τον απορρίψει να αιτιολογήσει ειδικώς και εμπεριστατωμένα την κρίση του. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης 3568/2014 αποφάσεώς του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, που στήριξε στα αναφερόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, τα εξής πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή: "Στην Αθήνα την 30.5.2010 ο κατηγορούμενος όντας οφειλέτης του Δημοσίου με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου της ανώνυμης εταιρείας "ΜΑΤΡΙΞ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" με έδρα την Αθήνα σε βάρος της οποίας είχαν βεβαιωθεί διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών, όπως αναλυτικά (κατ' είδος, ποσό, χρόνο και τρόπο πληρωμής) αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρεών της (αρ. ειδ. βιβλίου 116/2010), που συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος την από 24.9.2010 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της, μνημονεύονται δε ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, που αποτελεί ενιαίο σύνολο με το αιτιολογικό τούτο (ΑΠ 399/2013 ΝΟΜΟΣ), ηθελημένα δεν κατέβαλε για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 4 μηνών και μέχρι σήμερα το συνολικό ποσό τους, που ανερχόταν σε 263.892,49 ευρώ (μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις), παρότι τα ως άνω χρέη είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του ν. 3220/2004. Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της προαναφερόμενης πράξεως. Ο ισχυρισμός του περί αναγνώρισης συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως α) του άρθρου 842α ΠΚ (προτέρου εντίμου βίου) διότι έχει δημιουργήσει οικογένεια και έχει λευκό ποινικό μητρώο πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η ύπαρξη του "λευκού" ποινικού μητρώου και η ανυπαρξία άλλης καταδίκης δεν αρκεί για τη θεμελίωση του ως άνω ελαφρυντικού, η δε λοιπή ατομική και οικογενειακή του κατάσταση αναφέρεται σε συμπεριφορά του μέσου κοινωνικού ανθρώπου και όχι σε θετική συμπεριφορά έναντι της κοινωνίας (ΑΠ 878/2012, 364/2013 ΝΟΜΟΣ), β) του άρθρου 84§2β ΠΚ, διότι έχει κηρυχθεί σε πτώχευση η εταιρεία του και ο ίδιος από το 2012 εργάζεται ως υπάλληλος, η σύζυγός του από το Νοέμβριο του 2012 είναι άνεργη, ενώ αμφότεροι έχουν προβλήματα υγείας ο μεν κατηγορούμενος από το 2004 η δε σύζυγός του από το 2013, πρέπει να απορριφθεί, διότι τα ως άνω περιστατικά δεν αρκούν για τη θεμελίωση της συνδρομής του ελαφρυντικού των μη ταπεινών αιτίων". Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο αυτό δικαστήριο, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο του ότι: "Στην Αθήνα στις 30/5/2010 όντα οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν. 3220/04, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία "ΜΑΤΡΙΞ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" με έδρα την Αθήνα, της οποίας τυγχάνει Διευθύνων Σύμβουλος διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών, όπως ακριβώς αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρέων της παραπάνω Δ.Ο.Υ. (αρ. ειδ. βιβλίου 116/2010) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 24/09/2010 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της πιο πάνω Δ.Ο.Υ., ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό ευρώ 263.892,49 που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτού προς το Δημόσιο. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, η προκύπτουσα από το συνδυασμό του ανωτέρω αιτιολογικού και του διατακτικού της προσβαλλόμενης 3568/2014 αποφάσεως αιτιολογία, είναι η επιβαλλόμενη, από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης πράξης της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, συνολικού ποσού 263.892,49 ευρώ, υπερβαίνοντος το ποσό των 120.000 ευρώ, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, (25 ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 23 παρ. 1 ν. 2523/1997, 19 παρ. 2 του ν. 2948/2001 και 31, 34 παρ. 1, 2 ν. 3220/2004), οι οποίες δεν παραβιάσθηκαν ευθέως ή εκ πλαγίου και δε στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επί μέρους αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως του αναιρεσείοντος: α) το αιτιολογικό είναι πλήρες και περιέχει όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του διωχθέντος εγκλήματος μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και δε χρειαζόταν η παράθεση άλλων περιστατικών, συμπληρώνεται δε παραδεκτά από το προπαρατεθέν διατακτικό, στο οποίο και ρητά παραπέμπει και συνιστά έτσι ένα ενιαίο σύνολο. β) προσδιορίζεται στην απόφαση, προσαρτώμενου στο διατακτικό αυτής του μνημονευόμενου σε αυτή με αρ. 116/2010 Πίνακα Χρεών της αρμόδιας ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών, που είχε προσαρτηθεί στην από 24-9-2010 μηνυτήρια αναφορά της άνω αρμόδιας ΔΟΥ, η Αρχή που προέβη στη βεβαίωση των χρεών σε βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου (η ΦΑΕΕ Αθηνών), το είδος και το ύψος των χρεών κατά περίπτωση (φόρος εισοδήματος ΝΠ, μη απόδοση ΦΠΑ) και ο τρόπος πληρωμής τους αναλυτικά και συγκεκριμένα, βεβαιωμένα και καταβλητέα εφάπαξ και σε δόσεις αναλυτικά και ορισμένου ποσού, που προσδιορίζονται κατά ημερομηνίες λήξεως της πρώτης κάθε δόσης και της τελευταίας δόσης, με χρόνο τελέσεως την 30-5-2010, μετά τετράμηνο από τη λήξη και της τελευταίας μη καταβληθείσας δόσης, αναφέρεται δηλαδή και ο ακριβής τρόπος και χρόνος καταβολής τους, δηλαδή ο χρόνος κατά τον οποίο αυτά, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαιώσεώς τους, έπρεπε να καταβληθούν από τον υπόχρεο κατηγορούμενο, ως διευθύνοντα σύμβουλο της αναφερόμενης οφειλέτριας ΑΕ "ΜΑΤΡΙΞ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", παρελθόντος τετραμήνου από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το κάθε χρέος, χωρίς εξόφληση και κρίσιμο στοιχείο για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος μη καταβολής των βεβαιωμένων χρεών δεν είναι ο χρόνος βεβαιώσεως των χρεών αυτών, το δε ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται απλώς με τη λεγόμενη ταμειακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος να εισπραχθεί, ενώ δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει και ατομική ειδοποίηση του υπόχρεου προς καταβολή των βεβαιούμενων ληξιπρόθεσμων χρεών. γ) κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2, 3 του ν. 1882/1990 στα νομικά πρόσωπα, ως αυτουργοί του αδικήματος της μη καταβολής χρεών, προκειμένου για τις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες θεωρούνται πλην άλλων και οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι αυτών των εταιρειών που είχαν την ιδιότητα αυτή κατά το χρόνο που γεννήθηκαν τα χρέη ή και κατά το χρόνο της βεβαιώσεώς αυτών, στην προκειμένη δε περίπτωση, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες παραδοχές ο καταδικασθείς αναιρεσείων ήταν διευθύνων σύμβουλος της υπόχρεης οφειλέτριας ΑΕ και κατά τους ανωτέρω χρόνους και δεν υπάρχει ασάφεια ότι αυτός καταδικάστηκε για μη καταβολή χρεών της άνω ΑΕ και όχι για μη καταβολή ατομικών χρεών αυτού προς το Δημόσιο, δ) στον ισχυρισμό του κατηγορουμένου στο Εφετείο, ότι με τη με αρ. 687/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η άνω οφειλέτρια ΑΕ κηρύχθηκε στις 3-2-2010 (ημέρα παύσης πληρωμών) σε κατάσταση πτώχευσης και συνακόλουθα αυτός στερήθηκε αυτοδίκαια της διοίκησης της εταιρείας μη έχων έκτοτε δυνατότητα καταβολής ποσών για τα χρέη στο Δημόσιο και επομένως στερείτο δυνατότητας καταβολών και του αναγκαίου δόλου, το δικαστήριο με αυτοτελή αιτιολογικό (σελ. 6 πρακτικών), δέχθηκε ότι τα ένδικα χρέη της ΑΕ ως δημιουργηθέντα μέχρι τον Ιανουάριο του 2010 είναι προπτωχευτικά, (βλ. τα πρακτικά και τον πίνακα χρεών) και συνεπώς δεν τίθεται θέμα άρσης του δόλου του κατηγορουμένου. Ο εν λόγω ισχυρισμός συνιστά πράγματι αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό και άρνηση της υποκειμενικής υπόστασης και όχι αυτοτελή ισχυρισμό και το δικαστήριο της ουσίας ορθά και με επαρκή ειδική αιτιολογία απάντησε και απέρριψε αυτόν ως αβάσιμο, η δε απαγόρευση καταβολής εκ των άρθρων 2 Α.Ν. 635/1937 και 679 παρ.4 Εμπ.Ν., από την κήρυξη της πτωχεύσεως της ΑΕ και μετά, αφορά αποκλειστικά και μόνο τον σύνδικο της πτωχεύσεως, που αυτός και μόνον εκπροσωπεί την εταιρεία και επομένως ο αναιρεσείων είχε ποινική ευθύνη για τα προπτωχευτικά χρέη της ανωτέρω ΑΕ που ο ίδιος εκ της διοικήσεως της εταιρείας ως διευθύνων σύμβουλος δημιούργησε προς το Ελληνικό Δημόσιο και δεν υπάρχει καμία ασάφεια, ενώ, με την παραδοχή ότι "δεν τίθεται θέμα άρσεως του δόλου" το δικαστήριο απαντά στον προβληθέντα στην αρχή ισχυρισμό πτώχευσης της ΑΕ και έλλειψης εκ τούτου μόνον δόλου αυτού, δε σημαίνει παραδοχή έλλειψης- ανυπαρξίας δόλου, χωρίς ακρόαση και χωρίς αποδείξεις στο στάδιο αυτό που απάντησε στον προβληθέντα ισχυρισμό, παραδοχές δε για ύπαρξη δόλου υπάρχουν στο προπαρατεθέν κύριο επί της ενοχής αιτιολογικό του δικαστηρίου (σελ.12) μετά πρόταση της εισαγγελέως και της συνηγόρου υπερασπίσεως και δεν παραβιάστηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την ακρόαση της εισαγγελέως, όπως αβάσιμα αιτιάται ο αναιρεσείων, ε) το δικαστήριο επί του προρρηθέντος ισχυρισμού, που υπέβαλε η συνήγορος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά (σελ. 5), απάντησε και τον απέρριψε ως παραπάνω, αφού προηγουμένως έδωσε το λόγο στην εισαγγελέα της έδρας που πρότεινε την απόρριψή του και στη συνήγορο του κατηγορουμένου, που ζήτησε να γίνει δεκτός, στ) το δικαστήριο επί του προβληθέντος και απορριφθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 περ. α και β του ΠΚ, όπως προκύπτει από τα πρακτικά (σελ. 12), απάντησε και τον απέρριψε ως παραπάνω, αφού προηγουμένως έδωσε το λόγο στην εισαγγελέα της έδρας που πρότεινε την απόρριψή του, ενώ στην προβαλλούσα και αναπτύξασα προηγουμένως προφορικά στο ακροατήριο συνήγορο του κατηγορουμένου, που δε δόθηκε ο λόγος μετά την απορριπτική πρόταση της εισαγγελέως επί των ισχυρισμών, το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να δώσει εκ νέου το λόγο, εκτός αν αυτή η συνήγορος ζητούσε το λόγο, πράγμα που προκύπτει από τα πρακτικά ότι δε ζήτησε, ενώ προκύπτει ότι δόθηκε ο λόγος στην συνήγορο υπεράσπισης επί της επιβλητέας ποινής και αυτή ζήτησε το ελάχιστον της ποινής (σελ. 20 πρακτικών), ζ) το δικαστήριο δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του με το να προβεί στην έρευνα της ουσίας της υποθέσεως και να κηρύξει ένοχο τον αναιρεσείοντα, χωρίς να κάνει οιαδήποτε αναφορά στην έφεσή του και χωρίς προηγουμένως να προβεί στην τυπική παραδοχή της εφέσεώς του, διότι από την επισκοπούμενη με αρ. 1954/2014 αναβλητική απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, προκύπτει ότι το δικαστήριο είχε προβεί σε τυπική παραδοχή της εφέσεως και μετά ανέβαλε την υπόθεση και δεν ήταν απαραίτητο να επανέλθει επί του παραδεκτού της εφέσεως αυτής, γιατί το μετ' αναβολή δικαστήριο δεσμεύεται από την ανωτέρω απόφασή του, κατ' άρθρο 506 παρ. 6 του ΚΠΔ, ενώ με την τυπική παραδοχή της εφέσεως εξαφανίζεται η πρωτόδικη εκκαλούμενη απόφαση και άνευ πανηγυρικής ρητής σημειώσεως της εξαφάνισης, η) το δικαστήριο όπως προκύπτει από το προπαρατεθέν αιτιολογικό, με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε τον προβληθέντα ισχυρισμό αναγνωρίσεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 α' και β' του ΠΚ (μόνον), ενώ για τον έτερο ισχυρισμό αναγνωρίσεως στο πρόσωπο του κατηγορουμένου της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 ε' του ΠΚ, που δεν εκτίθεται καμία αιτιολογία, το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και δη να αιτιολογήσει την σιγή απόρριψή του, διότι από τα πρακτικά προκύπτει (σελ.10-11), σε αντίθεση με αυτά που ισχυρίζεται ο αναιρεσείων στην κρινόμενη αναίρεσή του, ότι η συνήγορος του κατηγορουμένου δε ζήτησε την αναγνώριση και αυτής της ελαφρυντικής περίστασης, ούτε εξέθεσε πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεως του κατηγορουμένου επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξης και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επομένως, όλοι οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ', Ε' και Η' του ΚΠΔ, προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου και υπέρβαση εξουσίας, όπως και ο έτερος συναφής από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17-10-2014 αίτηση του Α. Τ. του Δ., περί αναιρέσεως της με αρ. 3568/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μη καταβολή χρεών στο Δημόσιο. 25 παρ. 1,2,3 ν. 1882/1990, όπως τροπ. με 34 παρ.1 ν. 3220/2004. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Δ, Ε και Η' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, υπέρβαση εξουσίας και απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις.
0
Αριθμός 437/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ TMHMA - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του την 1η Απριλίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενες τις :1) Α. Τ., 2) Ε. Κ. και 3) Α. Σ. και εγκαλούντα τον Π. Δ. του Θ., κάτοικο…. Η αίτηση αυτή με αριθμ. πρωτ. 175256/22-9-2014, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 907/2014. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Καραγιάννης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Θεοφανίας Κοντοθανάση, με αριθμό 20/4-3-2015, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 136 περ.ε και 137 παρ.1 εδαφ. β. περ. γ του ΚΠΔ την με αριθμ. πρωτ. 6152/23.9.2014 αίτηση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών , με την οποία ζητεί την παραπομπή της με στοιχ. ΑΒΜ:ΙΒ12/16897 μηνυτήρια αναφορά του Π. Δ. του Θ., κατοίκου ..., οδός ..., κατά των Προέδρων Πρωτοδικών Αθηνών: 1) Α. Τ., 2) Ε. Κ. και της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών Α. Σ., για παράβαση καθήκοντος, από το αρμόδιο Πρωτοδικείο Αθηνών σε άλλο Δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές και εκθέτω τα εξής: Κατά τις προβλέψεις της διάταξης του άρθρου 136 ΚΠΔ, το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο, εκτός των άλλων περιπτώσεων και "..... όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο .....". Περαιτέρω, κατά τους ορισμούς του άρθρου 137 παρ.1 ΚΠΔ, "την παραπομπή μπορούν να ζητήσουν ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος και ο πολιτικώς ενάγων, ενώ στις περιπτώσεις των στοιχ. γ' και δ' του άρθρου 136 μόνο ο Εισαγγελέας του αρμόδιου δικαστηρίου ή του Αρείου Πάγου αυτεπαγγέλτως ή με παραγγελία του Υπουργού Δικαιοσύνης. Για την παραπομπή αποφασίζει α) ....β) ....γ) ο Άρειος Πάγος, που συνέρχεται σε Συμβούλιο σε κάθε άλλη περίπτωση .....", όπως όταν στην περιφέρεια του Εφετείου δεν υπάγεται άλλο, πλην του αρμόδιου, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις Πρωτοδικείου. Από τις προειρημένες διατάξεις συνάγεται ότι δικαιολογητικοί λόγοι της παραπομπής στην περίπτωση του στοιχ. ε' του άρθρου 136 ΚΠΔ, είναι η διασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας και του αδιάβλητου της κρίσης του δικαστικού λειτουργού που θα επιληφθεί της υποθέσεως, καθώς και του αποκλεισμού της υπόνοιας μεροληψίας του αρχικά αρμόδιου προς τούτο, εν όψει της συνυπηρέτησής του με τα περί ών η συγκεκριμένη διάταξη πρόσωπα. Από την ερμηνευτική προσέγγιση της έννοιας και του διωκόμενου σκοπού των προδιαληφθεισών διατάξεων των άρθρων 136,137 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 122-125 του ιδίου, ως άνω, Κώδικα, προκύπτει ότι ο κανονισμός της αρμοδιότητας κατά παραπομπή δεν περιορίζεται μόνο στην εκδίκαση της υπόθεσης, αλλά εκτείνεται και στην προδικασία και καταλαμβάνει τόσο την κίνηση της ποινικής δίωξης, όσο και την προκαταρκτική εξέταση, καθόσον και στις περιπτώσεις αυτές συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος, (ΑΠ 1481/09, ΑΠ 634/08, ο οποίος αποτελεί έκφανση της δίκαιης δίκης, που δεν είναι παρά η ουσιαστική και αδιάβλητη, υπό διαδικαστικές (δικονομικές) εγγυήσεις, διεξαγωγή της δίκης εντός εύλογου χρόνου, ώστε να είναι δυνατή η αντικειμενική αναζήτηση της αλήθειας και η έγκαιρη και αποτελεσματική προστασία του διαδίκου. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εγκαλούμενες δικαστικοί λειτουργοί και η Αντεισαγγελέας υπηρετούν, οι δύο πρώτες στο Πρωτοδικείο Αθηνών, με το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών (βλ. τη με αριθμ. 81149/20.9.2013 υπηρεσιακή βεβαίωση της Αρμόδιας διεύθυνσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθώς και απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδριάσεως της 3.6.2014 του Ανωτάτου Ενδεκαμελούς Δικαστικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου) και η Αντεισαγγελέας στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών. Με βάση την προαναφερθείσα έγκληση του Π. Δ. η σχηματισθείσα ποινική δικογραφία εκκρεμεί έκτοτε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών. Ενόψει όμως ότι οι εγκαλούμενες δικαστικοί λειτουργοί, υπηρετούν, όπως προαναφέρθηκε, στο Πρωτοδικείο και την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και στην Περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών δεν υπάρχει άλλο Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία Πρωτοδικών, συντρέχει περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή από το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου και, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, από τις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου Αθηνών στις Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές Πρωτοδικείου και συγκεκριμένα του Πρωτοδικείου Πειραιώς. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ Να διατάξει το Δικαστήριό σας, την παραπομπή της υποθέσεως, που αναφέρεται στην με αριθμ. πρωτ.6152/23.9.2014 αίτηση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, και αφορά την υπ'αριθ. ΑΒΜ:ΙΒ 12/16897 μηνυτήρια αναφορά του Π. Δ. του Θ. κατοίκου ..., οδός ..., κατά των: α) Α. Τ., β)Ε. Κ. και γ) Α. Σ., Προέδρων Πρωτοδικών των δύο πρώτων και Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών της τελευταίας, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και τις κατά τόπο αρμόδιες Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς και αν συντρέξει νόμιμη περίπτωση στις αντίστοιχες ανακριτικές και δικαστικές αρχές της Εισαγγελίας Πρωτοδικών και Εφετών Πειραιώς, προκειμένου να κρίνουν και να αποφασίσουν για τον περαιτέρω χειρισμό της υποθέσεως αυτής. Αθήνα 13-2-2015 Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Θεοφανία Κοντοθανάση". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 136 εδ. ε' του ΚΠΔ "το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο...". Από το δικαιολογητικό λόγο της διάταξης αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλομένης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, και όταν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 στοιχ. γ του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή στην περίπτωση αυτή, μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί παραπομπής από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών σε άλλον ισόβαθμο Εισαγγελέα ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδ. 1 του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι ο Π. Δ., υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών την με ΑΒΜ ... μήνυση, στρεφόμενη μεταξύ άλλων και κατά των δικαστικών λειτουργών, Α. Τ. και Ε. Κ. (Προέδρων Πρωτοδικών Αθηνών) και κατά της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Α. Σ., που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, για τη σε αυτή καταγγελλόμενη αξιόποινη πράξη και αρμόδιος για να κρίνει αν θα ασκήσει ή μη ποινική δίωξη είναι ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών, με το από 9-9-2014 έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ζητά τον κανονισμό αρμοδιότητας, προκειμένου να ορισθεί άλλος ως αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών για να κρίνει την προαναφερθείσα μήνυση του Π. Δ., λόγω της ως άνω προαναφερόμενης ιδιότητας των μηνυόμενων Προέδρων Πρωτοδικών και Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, που υπηρετούν αντίστοιχα στο Πρωτοδικείο Αθηνών και στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών. Επομένως, ενόψει και του ότι στη περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών υπάρχει πλέον μόνον ένα Πρωτοδικείο, εκείνο των Αθηνών, συντρέχει αρμοδιότητα του παρόντος συμβουλίου του Αρείου Πάγου και περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας υπ'αυτού κατά παραπομπή (άρθρα 136 εδ. ε' και 137 παρ. 1 εδ. β περ. γ ΚΠΔ) και πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της ανωτέρω υπόθεσης, στο σύνολό της, από τον κατά τόπο αρμόδιο να επιληφθεί και αποφανθεί επί της άνω μηνύσεως Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς και στις αντίστοιχες ανακριτικές και δικαστικές αρχές της Εισαγγελίας Πρωτοδικών και Εφετών Πειραιώς και Εφετείου Πειραιώς, αν συντρέξει νόμιμη περίπτωση, για εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του εισαγγελικού λειτουργού και αποκλεισμό κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την υπόθεση, που αναφέρεται στο από 9-9-2014 έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών και αφορά την με ΑΒΜ ... μήνυση του Π. Δ., στρεφόμενη μεταξύ άλλων και κατά των δικαστικών λειτουργών, Α. Τ. και Ε. Κ. (Προέδρων Πρωτοδικών Αθηνών) και κατά της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Α. Σ. που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, για τη σε αυτή καταγγελλόμενη αξιόποινη πράξη, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς και, αν συντρέξει νόμιμη περίπτωση, στις αντίστοιχες ανακριτικές και δικαστικές αρχές της Εισαγγελίας Πρωτοδικών και Εφετών Πειραιώς και του Εφετείου Πειραιώς, προκειμένου να κρίνουν και να αποφασίσουν για τον περαιτέρω χειρισμό της υποθέσεως αυτής. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2015. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 23 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός Αρμοδιότητας. Παραπέμπει σε Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς κλπ Αρχές για χειρισμό μήνυσης κατά Δικαστών και Εισαγγ. Λειτουργού, που υπηρετούν στο Πρωτ. Αθηνών και στην Εισαγγ. Πρωτ. Αθηνών αντίστοιχα.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
1
Αριθμός 434/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Μαρία Βασιλάκη, (σύμφωνα με την υπ'αριθμό 56/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ε. Π. του Π. , κατοίκου ... , που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σαξώνη, για αναίρεση της υπ'αριθ.1395/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ά. Μ. του Α. , κάτοικο ... , που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σωτήριο Καρυώτη. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Δεκεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 50/2015. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών" και κατά τη διάταξη του άρθρου 28 του ΠΚ, " από αμέλεια πράττει όποιος, από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν πρόβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτές εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται αντικειμενικά μεν πρόκληση θανάτωσης άλλου, υποκειμενικά δε, α) μη καταβολή από το δράστη της επιβαλλόμενης, κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές και της κοινής πείρας και λογικής και β) δυνατότητα αυτού, βάσει των προσωπικών περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια) και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος(βλ. Ολ.ΑΠ 3/2012). Κατά την έννοια δε του ως άνω άρθρου 28 ΠΚ, η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη, κατά την οποία προέβλεψε μεν ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, πίστευε όμως ότι θα το απέφευγε. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται εκ τούτου ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα τα αποδεικτικά μέσα στο σύνολό τους και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα μόνον αποδεικτικά μέσα από αυτά, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 161,216/2014 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα οδηγό μοτοσικλέττας για ανθρωποκτονία από αμέλεια του θανόντος οδηγού άλλης μοτοσικλέτας Μ. Δ. που συγκρούστηκε, και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως οκτώ μηνών ανασταλείσα επί τριετία. Στο αιτιολογικό της ανωτέρω προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν δευτεροβάθμιο Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Στις 14-5-2007 και περί ώρα 15.00 ο κατηγορούμενος οδηγούσε τη με αρ.κυκλ.... δίκυκλη μοτοσικλέτα του, με ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη των 50 χιλ./ώρα, ήτοι αυτή των 100 χιλ/ώρα, στη Λεωφόρο Δημοκρατίας στο Πέραμα Αττικής με κατεύθυνση προς Ικόνιο. Η άνω Κεωφδρος είναι διπλής κατεύθυνσης με δύο λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση και στη δεξιά πλευρά του δρόμου υπάρχει πεζοδρόμιο πλάτους 1,20 μ και προειδοποιητικός φωτεινός σηματοδότης. Την ίδια στιγμή και δίπλα του εκινείτο ο Μ. Δ. ς οδηγώντας την με αρ.κυκλ.... δίκυκλη μοτοσικλέτα του, χωρίς να έχει μάλιστα την κατά νόμο άδεια οδηγήσεως. Στο ύψος της άνω λεωφόρου που βρίσκονται οι εγκαταστάσεις της εταίρας SHELL όπου υπάρχει αριστερή καμπύλη και ενώ οι δύο μοτοσικλέτες είχαν προσπεράσει την μοτοσικλέτα που οδηγούσε ο Α. Μ. , εκινούντο παράλληλα μεταξύ τους με ελαφρώς προπορευόμενη αυτήν του Μ. Δ. . Τότε ο κατηγορούμενος από έλλειψη της προσοχής και επιμέλειας την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει και θα κατέβαλε ο μέσος συνετός οδηγός σε παρόμοιες συνθήκες, δεν είχε τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση, οδηγούσε επικίνδυνα για τους λοιπούς χρήστες της οδού και συγκεκριμένα με ταχύτητα μεγαλύτερη από την επιτρεπόμενη των 50 χλμ./ώρα και δεν τηρούσε την απαιτούμενη απόσταση ασφαλείας από την μοτοσικλέτα του Μ. Δ. . Αποτέλεσμα της άνω αμελούς συμπεριφοράς του ήταν να πέσει με το εμπρόσθιο δεξιό τμήμα της μοτοσικλέτας του στην οπίσθια αριστερή πλευρά της μοτοσικλέτας του Δ. , η οποία, για το λόγο αυτό, εκτράπηκε προς τα δεξιά, προσέκρουσε και σύρθηκε με τη δεξιά πλευρά της στο ρείθρο του πεζοδρομίου για 19 μέτρα και ο οδηγός της εκτινάχθηκε, κτύπησε στην κολώνα του προειδοποιητικού φωτεινού σηματοδότη που υπήρχε στο πεζοδρόμιο και τραυματίστηκε θανάσιμα. Ακολούθως η μοτοσικλέτα του συνέχισε την πορεία της για 15 μέτρα και μετά ήλθε εκ νέου σε επαφή με το ρείθρο του πεζοδρομίου συρόμενη σε απόσταση 23 μέτρων οπότε και ακινητοποιήθηκε .Από την άλλη πλευρά η μοτοσικλέτα του κατηγορούμενου συνέχισε την πορεία της (μετά τη σύγκρουση) για 27 μέτρα και στη συνέχεια ανατράπηκε και σύρθηκε με τη δεξιά πλευρά της στο οδόστρωμα για 15 μ. οπότε και ακινητοποιήθηκε .Με τα δεδομένα αυτά ο κατηγορούμενος, και ανεξάρτητα από τυχόν συνυπαιτιότητα του παθόντος για την πρόκληση του ατυχήματος, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια για την οποία κατηγορείται". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα προκύψαντα από τη διαδικασία πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα πραγματικά αυτά περιστατικά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 β, 28, 302 παρ.1 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε και δε στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, στο αιτιολογικό της αποφάσεως, συμπληρούμενο παραδεκτά από το διατακτικό της, παρατίθενται οι ακριβείς συνθήκες του επισυμβάντος τροχαίου ατυχήματος, προσδιορίζεται το είδος της αμέλειας του κατηγορουμένου (χωρίς συνείδηση αμέλεια) και αναφέρεται ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της αμελούς συμπεριφοράς του κατηγορουμένου και του ως άνω επελθόντος θανατηφόρου αποτελέσματος. Τούτο, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, επήλθε, γιατί ο αναιρεσείων από έλλειψη της προσοχής και επιμέλειας την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, δεν είχε τεταμένη την προσοχή του κατά την οδήγηση, οδηγούσε επικίνδυνα και συγκεκριμένα, εκινείτο με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα της επιτρεπομένης των 50 χιλ./ώρα, ήτοι, με 100 χιλ./ώρα και ακόμη δεν τηρούσε την απαιτουμένη απόσταση ασφαλείας από την προπορευόμενη μοτ/τα του Μ. Δ. , με αποτέλεσμα να επιπέσει με το εμπρόσθιο δεξιό τμήμα της μοτ/τας του στην οπισθία αριστερή πλευρά της μοτ/τας του Μ. Δ. , που είχε συνέπεια τον τραυματισμό του τελευταίου, που, ως μόνη εvεργός αιτία, επέφερε τον θάνατο του παθόντος Μ. Δ. , συνδεομένου, έτσι του αποτελέσματος, αιτιωδώς, με την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της αποφάσεως, ενόψει του όλου ως άνω περιεχομένου της, δεν ήταν αναγκαίος, περαιτέρω λεπτομερέστερος προσδιορισμός της αμέλειας του αναιρεσείοντος οδηγού της δίκυκλης μοτοσικλέτας. Οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντα είναι αβάσιμες, αφού: α) η καταδίκη του, στηρίχθηκε σε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, όπως προκύπτει από τις παραδοχές της αποφάσεως και ιδίως από την εκτεταμένη αναφορά της, κατ' είδος, στα ληφθέντα υπόψη, συνεκτιμηθέντα αποδεικτικά στοιχεία, μεταξύ των οποίων και η με αρ.1083/2007 έκθεση τοξικολογικής εξέτασης αίματος του παθόντος, β) σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν ήταν απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, ούτε απαιτείτο να προσδιορίζεται πόσο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Η επικαλούμενη δε από τον κατηγορούμενο και γενόμενη δεκτή από το δικαστήριο συντρέχουσα συνυπαιτιότητα του παθόντος οδηγού, που τον επηρέασε στην οδηγική ικανότητα και συμπεριφορά, από τη στέρηση αδείας οδηγήσεως και από την προηγούμενη υπ' αυτού χρήση ινδικής κάνναβης, δεν αναιρεί την ύπαρξη αμελείας του ιδίου του αναιρεσείοντος οδηγού και την ποινική του ευθύνη, αφού το δικαστήριο, δεν αποδέχθηκε, κατά τα εκτεθέντα, ότι η συμπεριφορά αυτή του παθόντος συνετέλεσε, αποκλειστικά στο αποτέλεσμα που επήλθε, οπότε, στην περίπτωση αυτή, θα αίρετο ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του κατηγορουμένου δράστη και του αποτελέσματος. Επίσης αναφέρονται εμπεριστατωμένα οι συνθήκες και οι περιστάσεις του ένδικου τροχαίου ατυχήματος και περιγράφεται ειδικά η αμελής συμπεριφορά του κατηγορουμένου οδηγού και δεν ήταν απαραίτητο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρονται οι στην αναίρεση σημειούμενες λεπτομέρειες της ένδικης συγκρούσεως των δύο μοτοσικλετών. Η μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Π.Δ λόγους και έτσι οι λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους, υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, πλήττεται η ακυρωτικώς ανέλεγκτη κρίση του εφετείου περί της αληθείας των άνω πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε, είναι απαράδεκτοι, όπως και οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος κατά το μέρος που συνιστούν διαφορετική αξιολόγηση του περιεχομένου των αποδείξεων και καταλήγουν σε αμφισβήτηση της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, η οποία είναι ομοίως ανέλεγκτη αναιρετικά. Επομένως οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ., Δ' και Ε'(κατ'εκτίμηση) του ΚΠΔ λόγοι, αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, και για έλλειψη νόμιμης βάσης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) ως και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας(άρθρα 176,183 ΚΠολ.Δ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 57/30-12-2014 αίτηση του Ε. Π. του Π. , για αναίρεση της με αρ. 1395/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία από αμέλεια οδηγού τροχαίου ατυχήματος. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς ενοχή και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης.
Ανθρωποκτονία από αμέλεια
Ανθρωποκτονία από αμέλεια.
0
Αριθμός 430/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Μαρία Βασιλάκη, (σύμφωνα με την υπ'αριθμό 56/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Ρ. - Β. του Γ., κατοίκου ..., που παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, για αναίρεση της υπ'αριθ.161, 216/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαΐου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 515/2014. Αφού άκουσε Τον αυτοπροσώπως παραστάντα ως δικηγόρο αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 122 παρ. 1, 126 και 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ προκύπτει ότι από την παράβαση των περί τοπικής αρμοδιότητας κανόνων γεννάται μεν ο περί υπερβάσεως εξουσίας λόγος αναιρέσεως, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι ο περί κατά τόπον αναρμοδιότητας αυτοτελής ισχυρισμός προτάθηκε μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Αν η κατά τόπον αναρμοδιότητα του δικαστηρίου δεν προταθεί από κάποιο διάδικο ή τον Εισαγγελέα ή δεν γίνει αντιληπτή από τον πρωτοβάθμιο δικαστήριο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, καλύπτεται και δεν μπορεί να προταθεί το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Αν ο κατηγορούμενος καταδικασθεί ερήμην στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και δεν προβάλλει με ειδικό λόγο εφέσεως την κατά τόπον αναρμοδιότητα του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου η αναρμοδιότητα αυτή πάλιν καλύπτεται και δεν ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας που παραδεκτά επισκοπούνται για την έρευνα σχετικού αναιρετικού λόγου, ο ως άνω αναιρεσείων κατηγορούμενος δικηγόρος στο ΔΣΑ, κάτοικος Αθηνών, εισαχθείς σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, πρωτοβαθμίου, λόγω της ιδιάζουσας δωσιδικίας, ως εκ της δικηγορικής του ιδιότητας, προκειμένου να δικαστεί για ψευδή καταμήνυση, ψευδορκία μάρτυρα και συκοφαντική δυσφήμηση, κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση, πράξεις φερόμενες ως τελεσθείσες στην Αθήνα και στον Πειραιά και δικασθείς αντιμωλία κηρύχθηκε ένοχος με τη με αρ. 196α, 350,414/2013 απόφαση του εν λόγω πρωτοβαθμίου δικαστηρίου καταδικασθείς σε φυλάκιση, χωρίς να προταθεί κατά τόπον αναρμοδιότητα του δικαστηρίου. Κατά της άνω αποφάσεως άσκησε την από 24.10.2007 έφεση ο ήδη αναιρεσείων και κατά τη δίκη ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, που εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, δεν πρόβαλε και πάλιν αναρμοδιότητα κατά τόπον του δικάσαντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Ισχυρισμό περί κατά τόπον αναρμοδιότητας του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Πενταμελούς Εφετείου προβάλει ο νυν αναιρεσείων το πρώτον στην παρούσα ενώπιον του Αρείου Πάγου δίκη, πλην, κατά τα προαναφερθέντα, απαραδέκτως, αφού η οποιαδήποτε τυχόν συντρέχουσα τοπική αναρμοδιότητα, καλύφθηκε. Συνεπώς δεν θεμελιώνεται λόγος αναιρέσεως κατά της προσβαλλόμενης αποφάσεως για υπέρβαση εξουσίας, ούτε για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 16 ΠΚ και 122 ΚΠΔ, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων, το δικάσαν δικαστήριο είχεν δικαιοδοσία να δικάσει την κατά του κατηγορουμένου σε βαθμό πλημμελήματος κατηγορία, λόγω της δικηγορικής του ιδιότητας και οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' και Η' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. 2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του ΚΠΔ "όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος να γνώριζε την αναλήθειά της και να έγινε από αυτόν με σκοπό να ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του ψευδομηνυτή. Έτσι για τη θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση, και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής. Δεν είναι αναγκαία όμως η παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση αυτή περιστατικών, αν ο αναιρεσείων γνώριζε αναγκαίως την πραγματική κατάσταση από προσωπική του αντίληψη. Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ.1, 2 του ΠΚ, που ορίζει ότι "όποιος ως διάδικος σε πολιτική δίκη δίνει εν γνώση του ψευδή όρκο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια", προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος, το οποίο είναι διαζευκτικώς (ή υπαλλακτικώς) μικτό και πραγματώνεται με πλείονες τρόπους στην ίδια κατάθεση (θετική ψευδής κατάθεση, απόκρυψη, άρνηση), μπορεί δηλαδή να συντελεσθεί είτε με καθένα ξεχωριστά από τους στην άνω διάταξη οριζόμενους τρόπους, είτε και με όλους μαζί, οι οποίοι μπορεί να συντρέχουν, γιατί αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δράσεως, απαιτείται αφενός ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρμοδίας αρχής ψευδή γεγονότα και όχι κρίσεις και αφετέρου ο μάρτυρας να γνωρίζει την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, είναι δε αδιάφορος ο σκοπός που επεδίωκε ή αν θα μπορούσε να επέλθει βλάβη ή όφελος από την ψευδορκία αυτή. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση ενώπιον τρίτου γεγονότος για κάποιον άλλον, το οποίο θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, β) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και γ) εκείνος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε το ψευδές γεγονός να προέβη ηθελημένα στην ενέργεια αυτή και να τελούσε εν γνώσει της αναληθείας του και της δυνατότητάς του να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη τού άλλου. Ως γεγονός, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. "Τιμή" δε είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία που έχει συνεπεία εκπληρώσεως απ' αυτό των ηθικών και νομικών κανόνων, ενώ "υπόληψη" είναι το αγαθό όνομα, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική αξία του συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων που έχει για την εκπλήρωση των ιδιαιτέρων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται εκ τούτου ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης( άμεσος δόλος) ή η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος(υπερχειλής υποκειμενική υπόσταση). Έτσι, για το αξιόποινο των πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρος και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, που απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική τους υπόσταση, και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή ο σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο την γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω ειδική αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με την γνώση, περιστατικών. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 161,216/2014 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα δικηγόρο, για ψευδή καταμήνυση, για ψευδορκία μάρτυρα και για συκοφαντική δυσφήμηση κατά συρροή και κατ'εξακολούθηση, σε βάρος των εγκαλούντων δικηγόρων Χ. Σ. και Π. Μ. και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο ετών και οκτώ μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική προς 5 ευρώ την ημέρα. Στο αιτιολογικό της ανωτέρω προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάσθηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά και την όλη αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος α)στις 18-4-2008 1)με την από 18-4-2008 δήλωσή του ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Πειραιώς και 2)με την από 18-4-2008 έγκλησή του, που υπέβαλε ενώπιον του Α'Αστυνομικού Τμήματος Πειραιά κατά των εγκαλούντων Χ. Σ. (δικηγόρου Αθηνών) και Π. Μ. (δικηγόρο Πειραιά) και β)στις 14-5-2008 στην Αθήνα με τη με ίδια ημερομηνία αναφορά του ενώπιον του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, όπου κοινοποίησε την ως άνω αναφερόμενη από 18-4-2008 έγκλησή του εναντίον αμφοτέρων των εγκαλούντων, το περιεχόμενο της οποίας εκτενώς παρατίθεται στο διατακτικό της απόφασης αυτής, κατήγγειλε ότι οι ως άνω εγκαλούντες τον εκβιάζουν και συγκεκριμένα ότι του ζητούσαν το ποσό των πέντε με δέκα χιλιάδων ευρώ, προκειμένου να παραιτηθεί ο πρώτος εγκαλών Χ. Σ. από συνήγορος πολιτικής αγωγής του Κ. Γ., στη δίκη που ήταν κατηγορούμενος αυτός (νυν κατηγορούμενος) για πλαστογραφία και λοιπές αξιόποινες πράξεις. Όσα, όμως κατήγγειλε ο κατηγορούμενος περί εκβίασής του από αμφότερους του εγκαλούντες καθώς και ότι στις 9-4-2008 τον κτύπησε ο πρώτος απ'αυτούς Χ. Σ., όπως όλα αυτά αναφερόνται στο διατακτικό, αποδείχθησαν ψευδή κα αυτός το γνώριζε, αφού από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε τόσο η καταγγελόμενη εκβίαση όσο και το επικαλούμενο ως άνω κτύπημα. Ο μάρτυρας υπεράσπισης, που πρότεινε ο κατηγορούμενος Η. Κ. κατέθεσε ότι δεν ήταν παρών στο επεισόδιο της 18-4-2008, αλλά ότι ήταν έξω από την αίθουσα του Δ.Σ.Π. και ήρθε έξω ο κατηγορούμενος και του είπε ότι ο Σ. τον κτύπησε και ότι τον εκβιάζανε για να του πάρουν λεπτά και ότι ο κ.Κ. ήταν εκεί. Ο Α. Κ. στην από 9-10-2008 ένορκη κατάθεσή του στον Πταισματοδίκη Πειραιά, που αναγνώσθηκε, ουδόλως αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος εκβιάστηκε από τους εγκαλούντες εκείνη την ημέρα (18-4-2008). Σημειωτέον ότι στις 15-3-2011 ο κατηγορούμενος με γραπτή δήλωσή του ανέφερε "ζητώ συγνώμη από το συνάδελφό μου Χ. Σ. για την απρεπή συμπεριφορά μου σε βάρος του την 18-4-2008 και δηλώνω ότι ουδέποτε με εκβίασε ο Χρ.Σ. και η σχετική μήνυση που κατέθεσα εναντίον του αποτελεί προϊόν έντονης συναισθηματικής μου φόρτισης και έχω μετανιώσει για τη συμπεριφορά μου". Κατά την ακροαματική διαδικασία στην πρωτοβάθμια δίκη ο κατηγορούμενος δήλωσε τα εξής: "ανακαλώ οτιδήποτε έχω πει σε βάρος του κ.Μ. και ζητάω συγνώμη, το γραφείο του Μ. δεν αναμίχθηκε μαζί μου, μόνο με τον κ.Σ. έχω εμπλακεί". Ο ίδιος, όμως, τόσο στην από 18-4-2008 δήλωσή του ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Πειραιώς, όσο και στην από 18-4-2008 έγκλησή του κατέθεσε ότι ο Χ. Σ. εκτελούσε εντολές του κ.Μ. Π.. Ακόμη αποδείχθηκε ότι η από 18-4-2008 έγκληση του κατηγορουμένου σε βάρος των εγκαλούντων απορρίφθηκε με την υπ'αριθ.79/2010 διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ως ουσία αβάσιμη και επιβλήθησαν τα δικαστικά έξοδα της διαδικασίας σε βάρος του κατηγορουμένου, επειδή η έγκλησή του κρίθηκε ότι ήταν εντελώς ψευδής και έγινε από δόλο, χωρίς να ασκηθεί από τον κατηγορούμενο (που είναι δικηγόρος) προσφυγή κατά της εν λόγω διάταξης ενώπιον Εισαγγελέα Εφετών, εντός της νόμιμης προθεσμίας. Ο κατηγορούμενος στις 18-4-2012, μετά την κατάθεση της ως άνω εγκλήσεώς του στο Α'Αστυνομικό Τμήμα Πειραιά, προέβη στην ένορκη επιβεβαίωση του περιεχομένου της. Ο κατηγορούμενος τέλεσε σε βάρος των εγκαλούντων την πράξη της συκοφαντικής δυσφημήσεως, καθώς με την ανωτέρω δήλωση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Πειραιώς, την ανωτέρω έγκληση ενώπιον των αρμοδίων οργάνων του Α'Α.Τ.Πειραιά και την πιο πάνω από 14-5-2008 αναφορά του ενώπιον του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών ηθελημένα διέδωσε σε βάρος αυτών (Χ.Σ. και Π.Μ.) ψευδή γεγονότα, που περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων, των αρμόδιων οργάνων του Α'Α.Τ.Πειραιά, τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, των δικαστικών λειτουργών και του Γραμματέα του ανωτέρω Τριμελούς Εφετείου Πλημ/κων Πειραιώς, των εισαγγελικών λειτουργών και δικαστικών υπαλλήλων, που χειρίστηκαν την υπόθεση, των δικηγόρων και υπαλλήλων του Δ.Σ. Αθηνών, που επιλήφθησαν της από 14-5-2008 αναφοράς, γνωρίζοντας ότι αυτά μπορούν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των εγκαλούντων, αφού ισχυρίστηκε με τις προαναφερόμενες δήλωση, έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα (έγκληση) και αναφορά στο Δ.Σ.Αθηνών, όλα τα προαναφερόμενα ψευδή γεγονότα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της αποφάσεως. Γνώριζε δε την αναλήθεια των όσων αποδίδει σ'αυτές, αφού οι εγκαλούντες είναι έγκριτοι δικηγόροι με νομική επιστημονική κατάρτιση και σπουδές και ότι ουδέποτε συμπεριφέρθηκαν υβριστικά και εκβιαστικά προς τον κατηγορούμενο, και ενήργησε τοιουτοτρόπως προκειμένου να ασκηθεί ποινική και πειθαρχική δίωξη κατ'αυτών (εγκαλούντων). Κατόπιν αυτών, πρέπει ν'απορριφθεί το αίτημα περί διακοπής της δίκης, που υπέβαλε ο συνήγορος του κατηγορουμένου, για να εμφανιστεί και καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου ο εκ των εγκαλούντων Π. Μ., ως αβάσιμο, αφού τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρα, έγγραφα, αποφάσεις) είναι επαρκή για το σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποιθήσεως και θα ληφθεί υπόψη η κατάθεση του ως άνω μάρτυρα κατηγορίας, που διαλαμβάνεται στα πρακτικά της εκκαλούμενης απόφασης, και να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος των ως άνω πράξεων, που του αποδίδονται, της ψευδούς καταμήνυσης κατά συρροή, κατ'εξακολούθηση, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφήμησης κατά συρροή, κατ'εξακολούθηση, όπως αυτές περιγράφονται αναλυτικότερα στο διατακτικό της αποφάσεως". Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 161,216/2014 απόφασή του, την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως της ψευδούς καταμηνύσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της συκοφαντικής δυσφημήσεως κατά συρροή και κατ'εξακολούθηση, για τις οποίες καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 94, 98, 224 παρ.1,2, 227 παρ.1, 229 παρ.1 και 363, 362 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δε στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος στην προσβαλλόμενη απόφαση: α) αιτιολογείται επαρκώς ο δόλος του κατηγορουμένου και δη αναφέρεται η γνώση αυτού περί της αναλήθειας για τα εντελώς ψευδή γεγονότα περί δήθεν εκβίασής του και περί κτυπήματός του, που καταμήνυσε και ανέφερε και ψευδώς ενόρκως επιβεβαίωσε, με δηλώσεις, έγκληση και αναφορά του αντίστοιχα, σε βάρος των δύο εγκαλούντων συναδέλφων του δικηγόρων, προκειμένου να ασκηθεί ποινική και πειθαρχική δίωξη κατ'αυτών, β) αιτιολογείται επαρκώς η γνώση των διαδοθέντων ως παραπάνω πραγματικών περιστατικών και η γνώση αυτή θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου του κατηγορουμένου, γ) απορρίφθηκε, ρητά στο διατακτικό και σαφώς στο αιτιολογικό με επαρκή αιτιολογία το εκ μέρους του συνηγόρου του κατηγορουμένου υποβληθέν αίτημα διακοπής της δίκης προκειμένου να κληθεί στο ακροατήριο και να καταθέσει ως μάρτυρας ο εκ των εγκαλούντων δικηγόρος Π. Μ., δ) από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως(σελ. 6,7) δεν προκύπτει ότι έγινε καμία δήλωση ανακλήσεως εγκλήσεως του εξεταζόμενου ως μάρτυρα κατηγορίας εγκαλούντος Χ. Σ. για τις ένδικες αξιόποινες πράξεις, παρά μόνον δήλωση αυτού ότι έχει ανακαλέσει άλλη μήνυση αυτού κατά του νυν κατηγορουμένου για έργω εξύβριση και για απειλή, οι δε ανακλήσεις των αναφορών στο Δ.Σ. Αθηνών και οι απαλλακτικές με αρ. 171,172/2012 αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ΔΣΑ, χωρίς να υπάρξει ανάκληση και αποδοχή (για την εκδικασθείσα κατ'έγκληση διωκόμενη συκοφαντική δυσφήμηση), δεν επηρεάζουν τα αδικήματα για τα οποία έγινε καταδίκη, ούτε αποδεικνύουν καταγγελία από αμέλεια ή έλλειψη δόλου του κατηγορουμένου, τον οποίο δόλο και για τα τρία αδικήματα που καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και επαρκώς αιτιολογεί το δικαστήριο της ουσίας, ε) ο επικαλούμενος παντελώς αόριστα στην αναίρεση τελευταίος ισχυρισµός (λόγος) του αναιρεσείοντος, για παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη και για αστυνομική παγίδευση, χωρίς επίκληση κάποιας συγκεκριμένης παραβίασης του δικάσαντος δικαστηρίου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Συνεπώς, όλοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και έλλειψης νόμιμης βάσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, οι δε λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, καθό μέρος βάλλουν κατά της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων και μη συνεκτίμηση ορισμένων εγγράφων, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, γιατί στρέφονται κατά της ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου, που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 8-5-2014 αίτηση του Γ. Ρ. - Β. του Γ., για αναίρεση της με αρ. 161, 216/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδής Καταμήνυση , Ψευδορκία Μάρτυρα και Συκοφαντική Δυσφήμηση κατά συρροή και κατ'εξακ/ση. 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς ενοχή και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. 2. Αν η κατά τόπον αναρμοδιότητα του δικαστηρίου δεν προταθεί από κάποιο διάδικο ή τον Εισαγγελέα ή δεν γίνει αντιληπτή από τον πρωτοβάθμιο δικαστήριο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, καλύπτεται και δεν μπορεί να προταθεί το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ή του Αρείου Πάγου.
Ψευδορκία μάρτυρα
Ψευδής καταμήνυση, Δυσφήμηση συκοφαντική, Ψευδορκία μάρτυρα, Έγκληση.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 429/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, Πάνο Πετρόπουλο και Δημήτριο Χονδρογιάννη (σύμφωνα με την υπ'αριθμό 76/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Θεοφανίας Κοντοθανάση (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 22 Απριλίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την δήλωση αποχής του Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Φράγκου, που αφορά τη μη συμμετοχή του στη σύνθεση του Ζ' Ποινικού Τμήματος, στο οποίο εισήχθη για συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 18.2.2015 η από 16-10-2014 αίτηση αναιρέσεως του Κρίτωνος Φίλου κατά της 87-135/2013 αποφάσεως του ΜΟΕ Πατρών. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Θεοφανία Κοντοθανάση εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα με αριθμό 43/9.4.2015, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:"1)Ο Αρεοπαγίτης Κων/νος Φράγκος υπέβαλε στον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου την από 1.4.2015 "Δήλωση αποχής" στην οποία αναφέρει ότι: "Κύριε Πρόεδρε, Κατά τη δικάσιμο της 18.2.2015 συμμετείχα ως μέλος στη σύνθεση του Ζ' Ποινικού Τμήματος και εκδικάστηκε Αίτηση Αναίρεσης του καταδικασθέντος για ανθρωποκτονία με πρόθεση κατηγορουμένου ιατρού Κ.Φ. κατά της 87-135/2013 αποφάσεως του ΜΟΕ Πατρών. Μετά τη συζήτηση και πριν τη διάσκεψη της υπόθεσης, διαπίστωσα ότι το δικόγραφο της συζητηθείσας αίτησης αναίρεσης υπογράφει ο απλά γνωστός μου δικηγόρος ΔΣΑ Μ. Δ., μη παραστάς κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο ώστε να αντιληφθώ την παρουσία του, στο δικηγορικό γραφείο του οποίου όμως προ 9ετίας περίπου ασκήθηκε η θυγατέρα μου νυν Δικηγόρος Δήμητρα Κ.Φράγκου, ενώ παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο η άγνωστη μου αντίκλητος δικηγόρος του κατ/νου Μ. Π., με διεύθυνση γραφείου της, όπως εκ της δικογραφίας εκ των υστέρων διαπίστωσα, την ιδία διεύθυνση με εκείνη του ανωτέρω δικηγόρου. Με τους ανωτέρω δικηγόρους δεν διατηρώ σήμερα καμία φιλία ή κοινωνική σχέση, πλην, για λόγους ευπρέπειας, δηλώνω αποχή, για να μην δοθεί αφορμή αμφισβήτησης για την αντικειμενικότητα και την ευθυκρισία μου και να μην τεθεί σε αμφιβολία το απροκατάληπτο της κρίσης μου ως δικαστή. Ενόψει τούτων, επειδή στην έδρα κατά την άνω δικάσιμο της 18.2.2015 που συζητήθηκε η υπόθεση αυτή, συμμετείχαν πλην εμού και του κ. Αντιπροέδρου και άλλοι τέσσερις Αρεοπαγίτες και μπορεί κατά τη γνώμη μου να εκδικαστεί η υπόθεση κανονικά υπό πενταμελή σύνθεση χωρίς εμένα και χωρίς ανασυζήτηση, ζητώ, να γίνει δεκτή η παρούσα δήλωση μου και να τεθώ, σε κάθε περίπτωση, εκτός πεντάδας επί της συζητηθείσας ως άνω αναίρεσης του Κ.Φ. (βλ. ΑΠ 835/2013). Σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ.3 του ΚΠοινΔ, εκτός των στο άρθρο 14 του ιδίου Κώδικα αναγραφομένων λόγων αποκλεισμού, με τη συνδρομή κάποιου των οποίων, τα δικαστικά πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτό δεν δύνανται να ασκήσουν τα καθήκοντα τους ως και του στο επόμενο άρθρο 15 εδ.1 λόγου εξαιρέσεως, που επιβάλλει επίσης την αποχή αυτών από την ενάσκηση των καθηκόντων τους σε ορισμένη υπόθεση, περίπτωση τέτοιας αποχής εμφανίζεται επίσης και όταν σοβαροί λόγοι ευπρέπειας επιβάλλουν αυτή. Ο όρος "ευπρέπεια" περιέχει κρίση αντικειμενική, ενώ η "ευθιξία" είναι ιδιότητα του ατόμου. Η εξαντλητική απαρίθμηση των σοβαρών λόγων ευπρεπείας είναι αδύνατη γιατί, εάν και πότε υπάρχουν τέτοιοι λόγοι, είναι ζήτημα πραγματικό, για το οποίο θα κρίνει κάθε φορά το αρμόδιο Δικαστήριο ή Συμβούλιο, που επιλαμβάνεται του θέματος, κατά τις κρατούσες δεοντολογικές αντιλήψεις. Γενικά τέτοιοι λόγοι ευπρεπείας συντρέχουν, όταν η συμμετοχή του δικαστικού λειτουργού στην εκδίκαση συγκεκριμένης υποθέσεως μπορεί να δώσει αφορμή σε δυσμενές για αυτόν σχόλιο για την αντικειμενική και ανεπηρέαστη, από ο,τιδήποτε και οποιονδήποτε, διερεύνηση της, σε τρόπο ώστε να τίθεται σε αμφιβολία η ελεύθερη και μη προκατειλημμένη κρίση του. Η άποψη αυτή συμπορεύεται και με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, με την οποία καθιερώνεται "το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη", όχι με την έννοια της ορθότητας της απόφασης, αλλά της έγκαιρης, ουσιαστικής και αδιάβλητης υπό διαδικαστικές (δικονομικές) εγγυήσεις, διεξαγωγής της δίκης, ώστε να είναι δυνατή η αντικειμενική αναζήτηση της αλήθειας και η έγκαιρη και αποτελεσματική προστασία του διαδίκου. Μία από τις εγγυήσεις αυτές είναι η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με τον εθνικό νόμο και αποφαίνεται επί της βασιμότητας της ποινικής κατηγορίας αν πρόκειται για ποινική υπόθεση (ΑΠ 151/2011). Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η παραπάνω δήλωση αποχής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω όπως γίνει δεκτή η από 1.4.2015 δήλωση αποχής του Αρεοπαγίτη Κων/νου Φράγκου και απόσχει των καθηκόντων του επί της 16.10.2014 αίτησης αναίρεσης του κατηγορουμένου Κ.Φ. κατά της 87-135/2013 απόφασης του ΜΟΕ Πατρών. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος Δασούλας" Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Με την από 1-4-2015 δήλωση, η οποία απευθύνεται στον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο Αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Φράγκος, δηλώνει ότι σοβαροί λόγοι ευπρέπειας του επιβάλλουν να απόσχει από την άσκηση των καθηκόντων του, κατά την εκδίκαση της από 16 - 10 - 2014 αιτήσεως αναιρέσεως του κατηγορουμένου ιατρού Κ. Φ., κατά της 87 - 135/2013 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών, που έχει ήδη δικαστεί στο Ζ Ποινικό Τμήμα που είναι μέλος, κατά τη δικάσιμο της 18-2-2015, καθόσον κατά τη μελέτη της υποθέσεως και πριν από τη διάσκεψη επ' αυτής διαπίστωσε ότι το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως υπογράφει ο απλά γνωστός του δικηγόρος ΔΣΑ Μ. Δ. (που δεν παρέστη στο ακροατήριο, ώστε να αντιληφθεί αυτός την παρουσία του), στο δικηγορικό γραφείο του οποίου προ εννεαετίας περίπου ασκήθηκε η κόρη του τώρα δικηγόρος Δ. Κ. Φ., ενώ παραστάθηκε στο ακροατήριο η δικηγόρος Μ. Π. με διεύθυνση του γραφείου της, όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, την ίδια με εκείνη του ανωτέρω δικηγόρου, λόγος που συνιστά σοβαρό λόγο ευπρέπειας και επιβάλλει την αποχή του ανωτέρω Αρεοπαγίτη από την άσκηση των καθηκόντων του επί της εν λόγω συζητηθείσας αναιρέσεως, στην οποία έχει ορισθεί, από τον Πρόεδρο του Τμήματος, εισηγητής. Η δήλωση αυτή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που συνεδριάζει ως συμβούλιο, κατά το άρθρο 23 παρ. 4 του ΚΠοινΔ, χωρίς τη συμμετοχή του δηλούντος και πρέπει να εξετασθεί κατ' ουσία. Σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 3 του ΚΠοινΔ, εκτός των στο άρθρο 14 του ιδίου Κώδικα αναγραφομένων λόγων αποκλεισμού, με τη συνδρομή κάποιου των οποίων, τα δικαστικά πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτό δεν δύνανται να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, ως και του στο επόμενο άρθρο 15 εδ.1 λόγου εξαιρέσεως, που επιβάλλει επίσης την αποχή αυτών από την ενάσκηση των καθηκόντων τους σε ορισμένη υπόθεση, περίπτωση τέτοιας αποχής εμφανίζεται, επίσης, και όταν σοβαροί λόγοι ευπρέπειας επιβάλλουν αυτή. Ο όρος "ευπρέπεια" περιέχει κρίση αντικειμενική, ενώ η "ευθιξία" είναι ιδιότητα του ατόμου. Η εξαντλητική απαρίθμηση των σοβαρών λόγων ευπρεπείας είναι αδύνατη γιατί, εάν και πότε υπάρχουν τέτοιοι λόγοι, είναι ζήτημα πραγματικό, για το οποίο θα κρίνει κάθε φορά το αρμόδιο δικαστήριο ή συμβούλιο, που επιλαμβάνεται του θέματος, κατά τις κρατούσες δεοντολογικές αντιλήψεις. Γενικά τέτοιοι λόγοι ευπρεπείας συντρέχουν, όταν η συμμετοχή του δικαστικού λειτουργού στην εκδίκαση συγκεκριμένης υποθέσεως μπορεί να δώσει αφορμή σε δυσμενές για αυτόν σχόλιο για την αντικειμενική και ανεπηρέαστη, από ο,τιδήποτε και οποιονδήποτε, διερεύνησή της, σε τρόπο ώστε να τίθεται σε αμφιβολία η ελεύθερη και μη προκατειλημμένη κρίση του. Η άποψη αυτή συμπορεύεται και με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, με την οποία καθιερώνεται "'το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη", όχι με την έννοια της ορθότητας της αποφάσεως, αλλά της έγκαιρης, ουσιαστικής και αδιάβλητης υπό διαδικαστικές (δικονομικές) εγγυήσεις, διεξαγωγής της δίκης, ώστε να είναι δυνατή η αντικειμενική αναζήτηση της αλήθειας και η έγκαιρη και αποτελεσματική προστασία του διαδίκου. Μία από τις εγγυήσεις αυτές είναι η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστηρίου, το οποίο λειτουργεί σύμφωνα με τον εθνικό νόμο και αποφαίνεται επί της βασιμότητας της ποινικής κατηγορίας αν πρόκειται για ποινική υπόθεση. Άλλωστε, η ύπαρξη αντικειμενικού δικαστή αποτελεί ειδικότερη έκφραση της γενικότερης αρχής του κράτους δικαίου, που απορρέει από το Σύνταγμα και τις καθιερούμενες από αυτήν εγγυήσεις υπέρ του πολίτη, ο οποίος έχει αξίωση να δικάζεται από αντικειμενικό αμερόληπτο δικαστή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα, ενώπιον του παρόντος Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, μέλος του οποίου είναι ο δηλών δικαστικός λειτουργός, εκκρεμεί και έχει ήδη συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 18-2-2015, η από 16 -10-2014 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου ιατρού Κ. Φ., κατά της 87 - 135/2013 καταδικαστικής αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών. Ενόψει δε του ότι, κατά την δήλωση αποχής, ο δηλών την αποχή από τα καθήκοντά του ανωτέρω Αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Φράγκος, ο οποίος είχε ορισθεί, από τον Πρόεδρο του Τμήματος, εισηγητής, κατά τη μελέτη της υποθέσεως και πριν από τη διάσκεψη επ' αυτής διαπίστωσε ότι το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως υπογράφει ο απλά γνωστός του δικηγόρος ΔΣΑ Μ. Δ. (που δεν παρέστη στο ακροατήριο, ώστε να γίνει αμέσως αντιληπτή η παρουσία του), στο δικηγορικό γραφείο του οποίου προ εννεαετίας περίπου ασκήθηκε η κόρη του τώρα δικηγόρος Δ. Κ. Φ., ενώ παραστάθηκε στο ακροατήριο η δικηγόρος Μ. Π. με διεύθυνση γραφείου της, όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, την ίδια με εκείνη του ανωτέρω δικηγόρου, καθίσταται σαφές ότι μπορεί να τεθεί σε αμφιβολία η ελεύθερη κρίση ή το απροκατάληπτο του ανωτέρω δικαστικού λειτουργού από τον αναιρεσείοντα ή από τον πολιτικώς ενάγοντα. Συνεπώς, στην παρούσα περίπτωση, ναι μεν δεν υπάρχει λόγος που να επιβάλλει ευθέως τον αποκλεισμό κατ άρθρο 14 παρ. 3 του ΚΠοινΔ του εν λόγω δικαστικού λειτουργού από την εκτέλεση των καθηκόντων του στην ανωτέρω υπόθεση, υφίστανται όμως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην παραπάνω νομική σκέψη, σοβαροί λόγοι ευπρέπειας, κατά την διάταξη του άρθρου 23 παρ.3 του ΚΠοινΔ και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που επιβάλλουν να απόσχει από την άσκηση των καθηκόντων του ως μέλους της συνθέσεως του Δικαστηρίου εισηγητή κατά την εκδίκαση επί της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως. Επομένως, η κρινόμενη δήλωση αποχής πρέπει να γίνει δεκτή. Στη συνέχεια, επειδή η εκδίκαση της υποθέσεως με σύνθεση, στην οποία δεν θα συμμετέχει ο δηλών, δεν είναι αμέσως εφικτή, ώστε να οριστεί άλλος στη θέση αυτού για συμπλήρωση της πενταμελούς συνθέσεως του Δικαστηρίου και να εκδοθεί κανονικά απόφαση επί της συζητηθείσης ήδη υποθέσεως, συντρέχει ιδιαιτέρως εξαιρετική περίπτωση αναβολής της δίκης. Συνεπώς, πρέπει, κατ' άρθρο 515 παρ.1 του ΚΠοινΔ, να αναβληθεί ταυτόχρονα η ήδη συζητηθείσα υπόθεση για να ανασυζητηθεί αυτή σε νέα δικάσιμο που θα οριστεί από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με νέα σύνθεση του ιδίου Τμήματος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται την από 1.4.2015 δήλωση αποχής του Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Φράγκου. Αποφαίνεται ότι ο ανωτέρω δικαστικός λειτουργός δεν θα συμμετάσχει ως μέλος την σύνθεση του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου κατά την εκδίκαση, κατά τη δικάσιμο της 18.2.2015, της από 16 -10-2014 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου ιατρού Κ. Φ., κατά της 87 - 135/2013 καταδικαστικής αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Πατρών. Αναβάλλει την ήδη συζητηθείσα ως παραπάνω υπόθεση για να ανασυζητηθεί σε νέα δικάσιμο που θα οριστεί από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με νέα σύνθεση, προκειμένου να δικασθεί από σύνθεση στην οποία δεν θα συμμετέχει ο ανωτέρω αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Φράγκος. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 22 Απριλίου 2015. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα την 22 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεκτή δήλωση αποχής Αρεοπαγίτη από καθήκοντα του, ως μέλους συνθέσεως, σε υπόθεση ενώπιον ποινικού τμήματος του ΑΠ, η οποία είχε ήδη συζητηθεί, για λόγους ευπρέπειας, που συνίστανται στο ότι, κατά τη μελέτη της υποθέσεως, διαπιστώθηκε μέλος της οικογενείας του, κατά το παρελθόν, είχε κάνει άσκηση στο γραφείο του δικηγόρου, ο οποίος υπογράφει το δικόγραφο της αναιρέσεως. Αναβολή της υποθέσεως για να ανασυζητηθεί αυτή με νέα σύνθεση, στην οποία δεν θα συμμετέχει ο δηλών.
Αποχής δήλωση
Αποχής δήλωση.
0
Αριθμός 436/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποιν. Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε, σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Απριλίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Σ. Σ. του Ν., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της 86/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 20 Νοεμβρίου 2014 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1205/2014. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, σύμφωνα με αυτά που ορίζονται από το άρθρο 515 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του εισαγγελέα μπορεί το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλει για μια φορά τη συζήτηση σε ρητή δικάσιμο. Τέλος, κατά το άρθρο 514 εδ. α ΚΠΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Όπως προκύπτει από τα από 5-1-2015 και 2-1-2015 αποδεικτικά επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών, Α. Γ. της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης και Α. Σ. της Εισαγγελίας Αρείου Πάγου αντίστοιχα, ο αναιρεσείων και ο αντίκλητος δικηγόρος του Βασίλειος Κολλιόπουλος κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα με θυροκόλληση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να εμφανισθεί ο αναιρεσείων στη συνεδρίαση της 1/4/2015, που είχε προσδιορισθεί η κρινόμενη από 20/11/2014 αίτησή του. Κατά την παραπάνω συνεδρίαση, ο αναιρεσείων, δεν παραστάθηκε κατ'αυτή μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στη σειρά της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και επομένως πρέπει, να δικασθεί ερήμην και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 20-11-2014 αίτηση - δήλωση του Σ. Σ. του Ν. περί αναιρέσεως της με αρ. 86/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Απριλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης, ως ανυποστήρικτη, λόγω μη παράστασης του κλητευθέντος αναιρεσείοντος.
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο.
0
Αριθμός 398/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 56/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 46, 348, 1083/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με κατηγορούμενους τους: 1) Θ. Τ. του Σ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Αναστασάκη και 2) Γ. Κ. του Χ., κάτοικο ..., που παρέστη στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μάριο Μαύρο και πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "Α. Λ. - Σίδερα-Τσιμέντα-Δομικά Πλέγματα ΑΕ", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο παρέστη ο νόμιμος εκπρόσωπός της Π. Λ. του Α. και διόρισε πληρεξουσίους δικηγόρους τους Δημήτριο Μουστακάτο και Όλγα Τσόλκα. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 17/23-6-2014 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 631/2014. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρ. 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την καταχώρηση της αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρ. 473 παρ. 3 του ΚΠοινΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρ. 510 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επομένως, η ένδικη υπ’ αριθ. εκθ. 17/23.6.2014 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της 46, 348 και 1083/2004 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κατά το απαλλακτικό μέρος, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την επ’ αυτής επισημείωση της αρμοδίας Γραμματέως, καταχωρήθηκε στο βιβλίο καθαρογραφής ποινικών αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών την 23.5.2014. Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, η ισχύς του οποίου άρχισε από 3.6.1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ, σύμφωνα με την καθορισθείσα από τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν. 2943/2001 επίσημη αντιστοιχία και β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι, για να είναι η απάτη κακούργημα, πρέπει α) ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συγχρόνως το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία του παθόντος να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ. ή των 15.000 ευρώ ή β) το όφελος που επεδίωκε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1, 2 του ν. 4055/12.3.2012, του οποίου η ισχύς άρχισε, κατ' άρθρο 110 αυτού, από 2.4.2012, τα προβλεπόμενα στις διατάξεις της περ. α' και β' της παρ. 3 του άρθρου 386 του ΠΚ ποσά των 15.000 και 73.000 ευρώ, αναπροσαρμόζονται στα ποσά των 30.000 και 120.000 ευρώ αντιστοίχως. Ήτοι η απάτη διώκεται πλέον σε βαθμό κακουργήματος: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 30.000 ευρώ αντί 15.000 ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία ή βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 αντί των 73.000 ευρώ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 46 παρ. 1β’ του ΠΚ, "με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση της κύριας πράξης". Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι, για την ύπαρξη άμεσης συνέργειας στην τελούμενη από άλλον αξιόποινη πράξη, η οποία είναι δυνατή και επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, απαιτείται παροχή άμεσης συνδρομής από τον δράστη στον αυτουργό κατά την τέλεση και κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της κύριας πράξεως και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτή τη συνδρομή δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε. Εξάλλου, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6§2 της ΕΣΔΑ, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510§1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει είτε όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση καθόλου ή εκτίθενται ελλιπώς ή κατά τρόπο ασαφή τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για την αθωωτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εντεύθεν και δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, είναι όμως και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και συνιστά μαρτυρία, δεν είναι δε αναγκαίο, ως τέτοια, να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο, ειδικότερα όταν προκύπτει με βεβαιότητα, από το όλο περιεχόμενο αυτής (αιτιολογίας), ότι λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο και η κατάθεσή του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 46, 348 και 1083/2014 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε αθώους τους κατηγορουμένους απάτης από κοινού κατ’ εξακολούθηση, το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία που προξενήθηκε από την οποία υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, σε βάρος της εταιρίας με την επωνυμία "Α. Λ. - ΣΙΔΕΡΑ ΤΣΙΜΕΝΤΑ - ΔΟΜΙΚΑ ΠΛΕΓΜΑΤΑ Α.Ε.", τον δε από αυτούς Γ. Κ. και άμεσης συνέργειας σε έκδοση ακαλύπτων επιταγών κατ’ εξακολούθηση, ενώ κήρυξε ένοχο τον από αυτούς Θ. Τ. εκδόσεως ακαλύπτων επιταγών κατ’ εξακολούθηση και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, μετατραπείσα σε χρηματική, και σε χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, όσον αφορά τα εγκλήματα της απάτης και της άμεσης συνέργειας στην έκδοση ακαλύπτων επιταγών κατ’ εξακολούθηση, κατά λέξη, τα εξής: "Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης, που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο και οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που αναγνώσθηκαν, καθώς και από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του 1ου κατηγορουμένου και όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι: Η εγκαλούσα εταιρεία με την επωνυμία "Α. Λ.-ΣΙΔΕΡΑ ΤΣΙΜΕΝΤΑ-ΔΟΜΙΚΑ ΑΕ" διατηρεί από ετών στη ... επιχείρηση εισαγωγής, εμπορίας και προμήθειας (στον τομέα της χονδρικής πώλησης) σιδήρου, δομικού χάλυβα κτλ. Η εταιρεία "IRON TENCO ΑΕ" συστήθηκε κατά τις αρχές του έτους 2004 με έδρα στον ... και αντικείμενο εργασιών τη λιανική πώληση και τοποθέτηση σιδήρου, δομικού χάλυβα και σιδήρου οπλισμού, εκπροσωπούνταν δε αυτή από τους κατηγορουμένους Θ. Τ. και Γ. Κ., οι οποίοι είχαν τη θέση αντίστοιχα του Διευθύνοντος Συμβούλου και Προέδρου του Δ.Σ. αυτής. Ο κατ/νος Θ. Τ. επί πολλά έτη πριν την ίδρυση της ως άνω εταιρείας ήταν εργολάβος σιδήρου αναλαμβάνοντας την τοποθέτηση σιδήρου σε διάφορα έργα. Ο Π. Λ., εκπρόσωπος της εγκαλούσας εταιρείας, γνώριζε τον α' κατ/νο Θ. Τ. ως εργολάβο σιδήρου επί δεκαετία περίπου και δέχθηκε να συνεργασθεί με την νεοσυσταθείσα εταιρεία "IRON TENCO ΑΕ", που εκπροσωπούσαν οι κατ/νοι. Τον Απρίλιο του 2005 ξεκίνησε η συνεργασία μεταξύ των δύο εταιρειών. Η εγκαλούσα, δια του εκπροσωπούντος αυτήν Π. Λ., ανέλαβε να προμηθεύει την εκπροσωπούμενη από τους κατ/νους εταιρεία με σίδηρο, δομικό χάλυβα και συναφή προϊόντα, εκδίδοντας τα αντίστοιχα τιμολόγια - δελτία αποστολής, εκείνη δε θα πλήρωνε με επιταγές μεταχρονολογημένες κατά 3-4 μήνες από την ημερομηνία έκδοσης κάθε τιμολογίου. Η συνεργασία τους εξελίχθηκε ομαλά για αρκετό χρόνο πλην όμως περί τον Ιούνιο 2006 διεκόπη αυτή λόγω προστριβών των συμβληθέντων για θέματα σχετικά με την εισαγωγή σιδήρου από το εξωτερικό, οπότε ο μεν εκπρόσωπος της εγκαλούσας Π. Λ. έπαυσε να προμηθεύει με σίδηρο την "IRON TENCO ΑΕ" οι δε κατ/νοι, αφού πλήρωσαν δύο ακόμα επιταγές έπαυσαν να πληρώνουν τις επόμενες . Έτσι παρέμεινε ανεξόφλητο χρέος ύψους 605.000 ευρώ. Οι κατ/νοι μέχρι τη διακοπή της συνεργασίας υπήρξαν συνεπείς στις μέχρι τότε υποχρεώσεις τους. Η αξία του σιδήρου που είχαν προμηθευθεί μέχρι τότε ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 3.422.000 ευρώ, από το οποίο είχαν πληρώσει, για τις ληξιπρόθεσμες μέχρι τότε απαιτήσεις, το ποσό των 2.500.000 ευρώ περίπου. Η σύναψη της συμφωνίας των συμβαλλόμενων, η έναρξη της συνεργασίας τους και η συνέχιση αυτής δεν στηρίχθηκαν σε οποιαδήποτε απατηλή συμπεριφορά επιδειχθείσα από τους κατ/νους. Υπάρχουν πολλές αμφιβολίες σχετικά με όσα αντίθετα υποστηρίζονται από την εγκαλούσα, για τα οποία κατηγορούνται οι κατ/νοι. Δεν αποδείχθηκε ότι οι κατ/νοι, είτε στην αρχή είτε σε άλλο μεταγενέστερο χρονικό σημείο, παρέστησαν ψευδώς στον εκπρόσωπο της εγκαλούσας Π. Λ. ότι η εταιρεία τους ήταν εύρωστη, με μηχανήματα κτλπ, ότι ο δεύτερος κατ/νος είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια με τεράστια ακίνητη περιουσία, ότι είχε κινηθεί διαδικασία για έκδοση εγγυητικής επιστολής και διαδικασία προσημείωσης ακινήτου του β' κατ/νου Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε, ο Π. Λ. γνώριζε τον κατ/νο Τενέζο επί δεκαετία περίπου ως εργολάβο επεξεργασίας και τοποθέτησης σιδήρου που είχε εργασθεί σε πελάτες της εγκαλούσας σε μεγάλα έργα, όπως το MALL, Εγνατία οδό και πολλά άλλα, για τα οποία η προμήθεια σιδήρου είχε γίνει από την εγκαλούσα. Η μέχρι τότε πορεία του κατ/νου Θ. Τ. ήταν θετική και δεν είχε ακουστεί κάτι αρνητικό στην αγορά γι' αυτόν. Κατά τη σύναψη της συμφωνίας δεν χρειάσθηκε να διαβεβαιώσει τον εκπρόσωπο της εγκαλούσας Π. Π. για κάτι ο κατ/νος Θ. Τ. ούτε του ζητήθηκε οποιαδήποτε διαβεβαίωση ή εξασφάλιση της μελλοντικής απαίτησης. Την εποχή εκείνη το κλίμα στην αγορά σιδήρου ήταν πολύ θετικό, η ζήτηση σιδήρου ήταν πολύ μεγάλη και όλοι θεωρούσαν ότι ήταν αδύνατο να μην επιτευχθούν κέρδη και να κινδυνεύσουν απαιτήσεις προμηθευτών. Έτσι από την αρχή και χωρίς καμία εγγύηση ή οποιασδήποτε μορφής εξασφάλιση δέχθηκε ο Π. Λ. να προμηθεύει η εγκαλούσα την εταιρεία των κατ/νων με σίδηρο η δε εταιρεία των κατ/νων να πληρώνει με επιταγές μεταχρονολογημένες κατά 3 - 4 μήνες. Από το δεύτερο κιόλας μήνα ο Π. Π., στηριζόμενος στα παραπάνω θετικά δεδομένα πολλαπλασίασε τις ποσότητες σιδήρου προς την εταιρεία των κατ/νων, εκτελώντας τις παραγγελίες των κατ/νων που ήταν πολλαπλάσιας αξίας από αυτές του πρώτου μήνα. Συγκεκριμένα, ενώ η συνεργασία ξεκίνησε με προμήθεια σιδήρου αξίας περίπου 50-60.000 ευρώ τον πρώτο μήνα, από το δεύτερο κιόλας μήνα η εγκαλούσα προμήθευσε την εταιρεία των κατ/νων με σίδηρο τριπλάσιας τουλάχιστον αξίας. Η ποσότητα μήνα με το μήνα αυξανόταν, από τον τρίτο δε μήνα της συνεργασίας, δηλ. τον Ιούνιο 2005, και μετά ξεπερνούσε σε αξία το ποσό των 250.000 ευρώ το μήνα, και αυξανόταν συνεχώς τους επόμενους μήνες, με αποτέλεσμα λίγους μήνες πριν τη διακοπή της συνεργασίας, δηλ. Μάρτιο, Απρίλιο, Μάιο του επόμενου έτους, δηλ. του 2006, να ξεπερνάει σε αξία τις 500.000 ευρώ το μήνα. Ο εκπρόσωπος της εγκαλούσας, Π. Λ., καθώς και ο υπεύθυνος πωλήσεων αυτής Κ. Κ. και ο υπάλληλός της Π. Μ., αρμόδιος για την εκτέλεση των παραγγελιών και την παραλαβή από τους κατ/νους των επιταγών, ποσών αντίστοιχων με την αξία του παραδιδόμενου προϊόντος, γνώριζαν από το δεύτερο μήνα, δηλ. το Μάιο 2005, την αλματώδη αύξηση των ποσοτήτων σιδήρου προς την εταιρεία των κατ/νων καθώς και ότι αυτό συνεχιζόταν και τους επόμενους μήνες και γνώριζαν βέβαια ότι τούτο είχε ως επακόλουθο η απαίτηση της εγκαλούσας να έχει διαμορφωθεί σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από αυτά του πρώτου μήνα. Δεν είναι συνεπώς αληθές ότι ο Π. Λ. διαπίστωσε το μήνα Σεπτέμβριο 2005, δηλ. 6 μήνες μετά την έναρξη της συνεργασίας, ότι το ανεξόφλητο υπόλοιπο είχε ξεπεράσει το ποσό των 300.000 (δεν ήταν ακόμα ληξιπρόθεσμη η σχετική απαίτηση από τις μεταχρονολογημένες επιταγές) που το θεωρούσε πολύ υψηλό. Η αύξηση της προμήθειας σιδήρου από το δεύτερο μήνα και η συνέχιση εκτέλεσης αυξημένων παραγγελιών συνεχίσθηκε για όλο το χρόνο που διήρκεσε η συνεργασία των δύο εταιρειών, δηλ. μέχρι και τον Ιούνιο 2006. Έγινε χωρίς να ζητηθεί και να παρασχεθεί κάποια εγγύηση και οφειλόταν στην καλή πορεία της εταιρείας των κατ/νων, στο θετικό κλίμα που υπήρχε στην αγορά αλλά και στο γεγονός ότι οι κατ/νοι ήσαν συνεπείς και ανταποκρίνονταν πλήρως στις οικονομικές υποχρεώσεις τους προς την εγκαλούσα, πληρώνοντας τις μεταχρονολογημένες επιταγές στο συμφωνημένο χρόνο. Δεν αποδείχθηκε ότι έγινε καμία συνάντηση το Σεπτέμβριο ή μεταγενέστερα του Π. Λ. με τους κατ/νους, στην οποία να συζητήθηκαν ανησυχίες του πρώτου για το ύψος του ανεξόφλητου ποσού και για εξασφάλιση της εκάστοτε απαίτησης της εγκαλούσας και να δόθηκαν διαβεβαιώσεις για τη φερεγγυότητα της εταιρείας, την παροχή εγγυητικής επιστολής ή εγγραφή προσημείωσης ή για την οικονομική επιφάνεια του δεύτερου κατ/νου. Δεν υπήρχε καμία ένδειξη το μήνα Σεπτέμβρη, που να μπορούσε να δημιουργήσει υπόνοια και ανησυχία ότι η εταιρεία των κατ/νων δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, καθόσον μάλιστα οι κατ/νοι είχαν εξοφλήσει τις μέχρι τότε μεταχρονολογημένες επιταγές του πρώτου τριμήνου που είχαν λήξει, μετά το οποίο τρίμηνο εξοφλούνταν μία - δύο επιταγές κάθε εβδομάδα (βλ. και κατάθεση Π. Λ. σελ. 32, στ 26 επ.). Αλλά και στο επόμενο διάστημα οι κατ/νοι, ως εκπρόσωποι της εταιρείας τους, υπήρξαν συνεπείς και ανταποκρίνονταν μέχρι τη διακοπή της συνεργασίας των δύο εταιρειών σε όλες τις υποχρεώσεις τους έναντι της εγκαλούσας αλλά και έναντι τρίτων, όπως προμηθευτών του εξοπλισμού του κτλ. Η εγκαλούσα ισχυρίζεται ότι οι κατ/νοι διαβεβαίωσαν τον νόμιμο εκπρόσωπό της ψευδώς ότι επρόκειτο για εταιρεία νέα, εύρωστη και συνεχώς αναπτυσσόμενη που απασχολεί πάνω από 100 εργαζόμενους και έχει πάρα πολλά μηχανήματα και μεγάλες εγκαταστάσεις. Τα φερόμενα ως βεβαιωθέντα είναι αληθή πλην όμως τέτοια θέματα δεν έγιναν αντικείμενο συζήτησης ούτε κατά τη σύναψη της συμφωνίας και την έναρξη της συνεργασίας των δύο εταιρειών ούτε και σε οποιαδήποτε άλλη συνάντηση των εκπροσώπων των εταιρειών είτε το Σεπτέμβρη είτε μεταγενέστερα. Δεν χρειάσθηκε να διαβεβαιώσουν οι κατ/νοι τον Π. Λ. για την εταιρεία και τις εγκαταστάσεις της. Τούτο διότι ήδη στην αγορά είχε γίνει γνωστό ότι η πορεία της εταιρείας ήταν πολύ ικανοποιητική, ο Π. Λ. γνώριζε και ο ίδιος και οπωσδήποτε από τον υπάλληλό του Π. Μ., που επισκεπτόταν περίπου τρεις φορές την εβδομάδα την επιχείρηση των και/νων, ότι η επιχείρηση είχε πολλή δουλειά και μεγάλη κίνηση ο ίδιος δε ο Π. Λ. είχε επισκεφθεί το χώρο, είχε δει τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα, γερανογέφυρες κτλ. και είχε σχηματίσει δική του άποψη περί αυτών και συνεπώς δεν υπήρχε περιθώριο για παραπλάνησή του σχετικά με αυτά τα θέματα. Δεν έγινε αντικείμενο συζήτησης, κατά την επίσκεψη του Π. Λ. στις εγκαταστάσεις ή σε άλλο χρόνο, εάν τα μηχανήματα ανήκαν κατά πλήρη κυριότητα στην εταιρεία των κατ/νων ή τα κατείχε με συμφωνία χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing), όπως άλλωστε συνηθίζεται στις περισσότερες επιχειρήσεις ούτε ζητήθηκαν ούτε δόθηκαν διαβεβαιώσεις για αριθμό εργαζομένων. Πράγματι στα έργα της εταιρείας των κατ/νων "IRON TENCO ΑΕ" απασχολούνταν μόνιμα πάνω από 100 εργαζόμενοι σε διάφορα συνεργεία υπεργολάβων πλην όμως δεν έγινε αντικείμενο συζήτησης αυτό και μάλιστα εάν οι εργαζόμενοι ήσαν μόνιμα εργαζόμενοι μόνο στην εταιρεία ή εργαζόμενοι στα διάφορα συνεργεία των υπεργολάβων, εάν και με ποιόν είχαν συμβατική σχέση και πως χαρακτηριζόταν νομικά αυτή. Άλλωστε δεν θα μπορούσε να παραπλανηθεί ο εκπρόσωπος της εγκαλούσας ότι η εταιρεία των κατ/νων είχε πάνω από 100 μόνιμους εργαζόμενους δικούς της, όταν η ίδια η εγκαλούσα, που ήταν πολύ μεγαλύτερη εταιρεία, απασχολούσε περίπου σαράντα εργαζόμενους. Ο συνολικός αριθμός των απασχολούμενων και στα συνεργεία των υπεργολάβων για την ολοκλήρωση των μεγάλων έργων που είχε αναλάβει η εταιρεία "IRON TENCO ΑΕ" υποδήλωνε το εύρος των εργασιών της που ήταν πράγματι μεγάλο. Η όποια άλλη πληροφορία για την εταιρεία των κατ/νων από αναρτήσεις στο διαδίκτυο, πέραν του γεγονότος ότι δεν αποδεικνύεται το χρονικό σημείο γνώσης τέτοιων αναρτήσεων, που μπορεί να ήταν και μεταγενέστερο της διακοπής της συνεργασίας, δεν έγινε αντικείμενο συζήτησης και δεν άσκησε οποιαδήποτε επιρροή στην έναρξη και συνέχιση της συνεργασίας ούτε στηρίχθηκε η συμφωνία σε πληροφόρηση από αναρτήσεις στο διαδίκτυο. Σε κάθε περίπτωση ήταν αληθές, όπως προαναφέρθηκε, ότι επρόκειτο για εύρωστη αναπτυσσόμενη εταιρεία με σύγχρονο εξοπλισμό και εγκαταστάσεις και με μεγάλο κύκλο εργασιών που απασχολούσε στο σύνολο των συνεργείων πάνω από 100 εργαζόμενους. Όπως δε αποδείχθηκε και στη συνέχεια, η εταιρεία αυτή είχε πράγματι μεγάλο εύρος εργασιών και έτσι μπόρεσε να ανταποκριθεί επιτυχώς στις υποχρεώσεις της και έναντι τρίτων, όπως πχ των προμηθευτών του εξοπλισμού της, προσωπικού κτλ αλλά και έναντι της εγκαλούσας, εξοφλώντας όλες τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της μέχρι το χρόνο που δημιουργήθηκε εμπλοκή στη συνεργασία τους που ανέρχονταν σε 2.500.000 ευρώ περίπου. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι σε κάποια ή σε κάποιες συναντήσεις οι κατ/νοι διαβεβαίωσαν τον Π. Λ. ψευδώς ότι ο κατ/νος Κ. ως μεγαλογιατρός, Διευθυντής στον Άγιο Σάββα, είχε τεράστια ακίνητη περιουσία και σκάφος και ότι με την τριτεγγύηση από αυτόν των επιταγών ήταν εξασφαλισμένο το εκάστοτε ανεξόφλητο υπόλοιπο. Ότι ήταν διευθυντής στον Άγιο Σάββα είναι αληθινό. Ότι είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια είναι γνώμη που σχημάτισε ο ίδιος ο Π. Λ. από το γεγονός κυρίως ότι ο κατ/νος Κ. επί πολλά έτη εργαζόταν ως επιτυχημένος θωρακοκαρδιοχειρουργός στο εξωτερικό. Ως προς την υπογραφή των επιταγών από κάποιο χρονικό σημείο και ύστερα και δη από το τέλος Νοεμβρίου 2005 και από το δεύτερο κατ/νο Γ. Κ., υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με το εάν τούτο έγινε κατ' απαίτηση της εγκαλούσας και προς διασφάλιση των απαιτήσεών της και όχι διότι έτσι αποφασίσθηκε μεταξύ των κατ/νων για λόγους που αφορούσαν τις εσωτερικές σχέσεις τους. Εάν από αυτό το γεγονός ο εκπρόσωπος της εγκαλούσας, μετά την ενημέρωσή του από τον Θ. Τ. ότι οι επιταγές θα φέρουν πλέον και τις υπογραφές και των δύο κατ/νων, θεωρούσε ότι εξασφαλιζόταν και η απαίτησή του περισσότερο, καθόσον πλέον θα ήταν υπεύθυνος και ο δεύτερος κατ/νος, για τον οποίο πίστευε ότι είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια, τούτο δε σημαίνει ότι έγιναν και ψευδείς παραστάσεις για οικονομική επιφάνεια, μεγάλη ακίνητη περιουσία και προσημειώσεις. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι, σε συνάντηση το Σεπτέμβρη 2005 αλλά και σε μεταγενέστερες συναντήσεις και επικοινωνίες, οι κατ/νοι διαβεβαίωσαν ψευδώς τον εκπρόσωπο της εγκαλούσας ότι ο κατ/νος Κ. είχε κινήσει τη διαδικασία εγγραφής προσημείωσης σε ακίνητό του καθώς και ότι οι κατ/νοι είχαν κινήσει διαδικασία έκδοσης εγγυητικής επιστολής από την ALPHA BANK, ποσού 600.000 ευρώ. Επιπλέον τούτου, τη διαδικασία εγγραφής προσημείωση, εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι είχε τεθεί τέτοιο θέμα, θα την κινούσε η εγκαλούσα ως αιτούσα και επομένως ο εκπρόσωπός της Π. Λ. θα γνώριζε εάν είχε συμβεί τούτο και δεν θα μπορούσε να παραπλανηθεί από οποιαδήποτε διαφορετική διαβεβαίωση. Ως προς δε την εγγυητική επιστολή, πρέπει να επισημανθεί ότι αποδείχθηκε ότι δεν συνηθιζόταν οι προμηθευτές να ζητούν εγγυητικές επιστολές για συναλλαγές στο εσωτερικό. Τέτοιες επιστολές ζητούσαν μόνο οι εταιρείες του εξωτερικού για προμήθεια από αυτές. Τούτο, όπως προαναφέρθηκε, δικαιολογούνταν από τη μεγάλη και κερδοφόρα για όλους κίνηση στην αγορά σιδήρου στο εσωτερικό όλο εκείνο το χρονικό διάστημα. Πέραν τούτου, εάν πράγματι είχε ζητηθεί εγγυητική επιστολή το Σεπτέμβρη του 2005 και είχε διαβεβαιώσει ο κατ/νος Τ. ότι είχε κινήσει τη σχετική διαδικασία, η επιστολή θα μπορούσε να είχε εκδοθεί, όπως κατέθεσε ο ίδιος ο Π. Λ., σε τρεις ημέρες ή σε μία εβδομάδα ή το πολύ σε ένα μήνα. Ποτέ όμως δεν προσκομίσθηκε τέτοια επιστολή και παρόλα αυτά ο Π. Λ., για λογαριασμό της εγκαλούσας, συνέχισε να προμηθεύει όλο το διάστημα με μεγάλες ποσότητες την εταιρεία των κατ/νων. Δεν είναι δυνατόν λογικά να γίνει δεκτό ότι ο Π. Λ. ανησύχησε το Σεπτέμβρη 2005, οπότε το υπόλοιπο ανερχόταν σε 300.000 ευρώ, και γι' αυτό ζήτησε εγγυήσεις και παρ' όλα αυτά και χωρίς να δοθεί ούτε εγγυητική επιστολή ούτε προσημείωση, στηριζόμενος μόνο σε προφορικές διαβεβαιώσεις περί αυτών και περί μεγάλης ακίνητης περιουσίας και οικονομικής επιφάνειας του β' κατ/νου, αύξησε θεαματικά τις ποσότητες σιδήρου προς την εταιρεία των κατ/νων τους επόμενους μήνες σε σημείο που τον Μάιο - Ιούνιο του 2006 το υπόλοιπο της ( μη ληξιπρόθεσμης) απαίτησης (από τις επιταγές που δεν είχαν λήξει) να έχει ανέλθει στο ποσό των 1.300.000 ευρώ περίπου, το οποίο μειώθηκε μετά από καταβολές των κατ/νων. Το γεγονός αυτό της προμήθειας, χωρίς εγγυητική επιστολή και χωρίς προσημείωση ή άλλη διασφάλιση, μεγάλων ποσοτήτων εμπορευμάτων για πολλούς μήνες και για όσο διάστημα διήρκεσε η συνεργασία των εταιρειών, που διακόπηκε για άλλους λόγους σχετικούς με την προμήθεια σιδήρου από το εξωτερικό, ενισχύει την κρίση του Δικαστηρίου ότι τέτοια συζήτηση για παροχή εγγυήσεων και ασφαλειών δεν έγινε ποτέ και οπωσδήποτε η συνέχιση της συνεργασίας δεν στηρίχθηκε σε τέτοιες διαβεβαιώσεις. Εάν πράγματι ο Π. Λ. ανησυχούσε τόσο πολύ για το ύψος της απαίτησης, εφόσον οι κατ/νοι δεν διασφάλιζαν την εκάστοτε απαίτηση με την ζητηθείσα, σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από αυτόν, εγγυητική επιστολή ή προσημείωση, σε εύλογο χρόνο θα λάμβανε κάποια μέτρα, όπως π.χ. θα μείωνε την ποσότητα σιδήρου προς την εταιρεία των κατ/νων και δεν θα συνέχιζε μέχρι το τέλος να εκτελεί παραγγελίες μεγάλης αξίας. Δεν αντέχει στη λογική ότι για να μην κινδυνεύσουν απαιτήσεις ύψους 300.000 ευρώ το Σεπτέμβρη του 2005 ή 400.000 και 500.000 ευρώ τους αμέσως επόμενους μήνες συνέχισε τη συνεργασία διευρύνοντας ακόμα περισσότερο το ποσό της απαίτησης και ανεβάζοντας αυτήν κατά τους μήνες Μάιο - Ιούνιο 2006 στο ποσό των 1.300.000 ευρώ. Επιπλέον τούτου, δεν αποδείχθηκε ότι πράγματι η εγκαλούσα θα έθετε σε κίνδυνο οποιαδήποτε απαίτησή της, εάν μείωνε ή διέκοπτε τη συνεργασία σε αρκετά προγενέστερο χρονικό σημείο, καθόσον δεν διαπιστώθηκε εάν είχε ασφαλίσει αυτήν την απαίτησή της, για τον κίνδυνο της μη πληρωμής της, όπως είχε πράξει με άλλες απαιτήσεις και όπως έπρατταν πολλοί επιχειρηματίες στο χώρο αυτό. Η διακοπή της συνεργασίας των δύο εταιρειών τον Ιούνιο του έτους 2006 δεν έχει σχέση με τη διασφάλιση ή μη της απαίτησης εκ μέρους των κατ/νων. Ο λόγος διακοπής οφείλεται στις προστριβές μεταξύ των εκπροσώπων των εταιρειών για λόγους που είχαν σχέση με την εισαγωγή εμπορευμάτων από τους κατ/νους από το εξωτερικό. Αυτός υπήρξε ο λόγος διακοπής ανεξαρτήτως του ποιός είχε δίκιο και ποιός δικαιώθηκε κατά τους μακροχρόνιους αγώνες που ακολούθησαν κυρίως με πρωτοβουλία του κατ/νων. Εξαιτίας τούτου η εγκαλούσα σταμάτησε να προμηθεύει την εταιρεία των κατ/νων με εμπόρευμα, οι τελευταίοι παρόλα αυτά πλήρωσαν δύο ληξιπρόθεσμες επιταγές και στη συνέχεια θεωρώντας αντισυμβατική τη συμπεριφορά της εγκαλούσας σταμάτησαν να πληρώνουν τις επόμενες επιταγές. Μετά τη σφράγιση της πρώτης επιταγής, 30-6-2006, οι λοιποί επιχειρηματίες αρνούνταν να προμηθεύσουν με εμπόρευμα την εταιρεία των κατ/νων, με συνέπεια οι τελευταίοι να μην μπορούν να συνεχίσουν τα έργα που είχαν αναλάβει και να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, το ανεξόφλητο υπόλοιπο των 605.000 ευρώ δεν είναι όφελος των κατ/νων και ζημία της εγκαλούσας που προήλθε από απάτη που μετήλθαν οι κατ/νοι, οι οποίοι, όπως προαναφέρθηκε υπήρξαν συνεπείς και κατέβαλαν όλο το ποσό των ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων μέχρι τη διακοπή της συνεργασίας. Η άρνησή τους να πληρώσουν, διότι θεωρούσαν αντισυμβατική τη συμπεριφορά του εκπροσώπου της εγκαλούσας, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει απάτη, ανεξαρτήτως εάν η πεποίθησή τους αυτή ήταν εσφαλμένη ή μη και ανεξαρτήτως εάν τελικά δικαιώθηκαν ή όχι κατά τους δικαστικούς αγώνες που διεξήχθηκαν επί σειρά ετών. Δεν γίνεται δεκτό ότι οι κατ/νοι είχαν καταστρώσει σχέδιο να εξαπατήσουν τον εκπρόσωπο της εγκαλούσας και να μην εξοφλήσουν το χρέος τους, αφού αποδείχθηκε ότι όλο το διάστημα υπήρξαν συνεπείς, εξοφλώντας από το ποσό των 3.500.000 ευρώ περίπου, στο οποίο ανήλθε το σύνολο των συναλλαγών τους με την εγκαλούσα, περίπου 2.500.000 ευρώ και μάλιστα τις δύο τελευταίες επιταγές τις πλήρωσαν μετά την άρνηση της εγκαλούσας να τους προμηθεύσει με σίδηρο, πιστεύοντας ότι θα πετύχαιναν τη συνέχιση της συνεργασίας. Σύμφωνα με αυτά οι κατ/νοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι για την κατηγορία της απάτης ... Ο δεύτερος κατ/νος Γ. Κ. πρέπει να κηρυχθεί αθώος για την πράξη της άμεσης συνέργειας στην έκδοση των ως άνω ακάλυπτων επιταγών από τον πρώτο, διότι η φερόμενη ως χορηγηθείσα από αυτόν τριτεγγύηση, με υπογραφή του στο σώμα των επιταγών, δεν αποτελεί προϋπόθεση από το νόμο για την έκδοση επιταγής ούτε αποδείχθηκε ότι τέθηκε από τα μέρη ως όρος, χωρίς τον οποίο δεν θα εκδίδονταν οι ακάλυπτες επιταγές ούτε αποτέλεσε συνδρομή στην έκδοση αυτών. Όπως προαναφέρθηκε, δεν αποδείχθηκε ότι η υπογραφή των επιταγών από το δεύτερο κατ/νο έγινε κατόπιν απαίτησης της εγκαλούσας και μάλιστα ότι αυτή δεν θα δεχόταν πλέον επιταγές μη υπογεγραμμένες και από τους δύο κατ/νους". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού παραθέτει τα αποδεικτικά μέσα και εκθέτει, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και τις σκέψεις που στηρίζουν την απαλλακτική του κρίση και ειδικότερα την κρίση του ότι, από τα αναφερόμενα στην απόφαση και τα πρακτικά αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε η ενοχή των κατηγορουμένων για την κακουργηματική απάτη που τους αποδιδόταν, του δε από αυτούς Γ. Κ. και για την άμεση συνέργεια στην έκδοση ακαλύπτων επιταγών από μέρους του Θ. Τ. κατ’ εξακολούθηση. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος Εισαγγελέα είναι αβάσιμες, αφού: α) Από τις ως άνω παραδοχές, προκύπτει ότι το Πενταμελές Εφετείο κατέληξε στην αθωωτική για τους κατηγορουμένους κρίση του, αφού συνεκτίμησε, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, και την χωρίς όρκο κατάθεση του ως μάρτυρα εξετασθέντος νομίμου εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας Π. Λ., αφού, σε δύο σημεία του σκεπτικού γίνεται αναφορά σ’ αυτήν (σελ. 62, 64 προσβαλλόμενης αποφάσεως), ανεξαρτήτως του ότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η κατάθεση του νομίμου εκπροσώπου της πολιτικώς ενάγουσας δεν ήταν αναγκαίο να μνημονεύεται, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, στο προοίμιο του σκεπτικού, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο. β) Οι παραδοχές ότι "επιπλέον τούτου, τη διαδικασία εγγραφής προσημείωσης, εάν ήθελε γίνει δεκτό ότι είχε τεθεί τέτοιο θέμα, θα την κινούσε η εγκαλούσα ως αιτούσα και επομένως ο εκπρόσωπός της Π. Λ. θα γνώριζε εάν είχε συμβεί τούτο και δεν θα μπορούσε να παραπλανηθεί από οποιαδήποτε διαφορετική διαβεβαίωση" και "εάν πράγματι ο Π. Λ. ανησυχούσε τόσο πολύ για το ύψος της απαίτησης, εφόσον οι κατ/νοι δεν διασφάλιζαν την εκάστοτε απαίτηση με την ζητηθείσα, σύμφωνα με τα υποστηριζόμενα από αυτόν, εγγυητική επιστολή ή προσημείωση, σε εύλογο χρόνο θα λάμβανε κάποια μέτρα, όπως π.χ. θα μείωνε την ποσότητα σιδήρου προς την εταιρεία των κατ/νων και δεν θα συνέχιζε μέχρι το τέλος να εκτελεί παραγγελίες μεγάλης αξίας" δεν είναι ούτε ενδοιαστικές ούτε ασαφείς, αλλά είναι επικουρικές και αποτελούν επιχειρήματα, τα οποία έχουν τεθεί για να στηρίξουν ακόμη περισσότερο τις παραδοχές ότι η μέχρι τότε πορεία του κατηγορουμένου Θ. Τ. ήταν θετική, ότι δεν είχε ακουστεί στην αγορά τίποτε αρνητικό γι’ αυτόν, ότι δεν του είχε ζητηθεί οποιαδήποτε διαβεβαίωση ή εξασφάλιση της μελλοντικής απαιτήσεως, ότι η αύξηση της προμήθειας σιδήρου από το δεύτερο μήνα και η συνέχιση εκτελέσεως αυξημένων παραγγελιών συνεχίσθηκε για όλο το χρόνο που διήρκεσε η συνεργασία των δύο εταιριών και έγινε χωρίς να ζητηθεί και να παρασχεθεί κάποια εγγύηση και οφειλόταν στην καλή πορεία της εταιρίας των κατηγορουμένων, στο θετικό κλίμα που υπήρχε στην αγορά αλλά και στο γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι, μέχρι τη διακοπή της συνεργασίας των εταιριών, ήσαν συνεπείς και ανταποκρίνονταν πλήρως στις οικονομικές υποχρεώσεις τους προς την εγκαλούσα και έναντι τρίτων. γ) Οι παραδοχές ότι "δεν είναι δυνατόν λογικά να γίνει δεκτό ότι ο Π. Λ. ανησύχησε το Σεπτέμβρη 2005, οπότε το υπόλοιπο ανερχόταν σε 300.000 ευρώ, και γι' αυτό ζήτησε εγγυήσεις και παρ' όλα αυτά και χωρίς να δοθεί ούτε εγγυητική επιστολή ούτε προσημείωση, στηριζόμενος μόνο σε προφορικές διαβεβαιώσεις περί αυτών και περί μεγάλης ακίνητης περιουσίας και οικονομικής επιφάνειας του β' κατηγορουμένου, αύξησε θεαματικά τις ποσότητες σιδήρου προς την εταιρεία των κατ/νων τους επόμενους μήνες σε σημείο που τον Μάιο - Ιούνιο του 2006 το υπόλοιπο της ( μη ληξιπρόθεσμης) απαίτησης (από τις επιταγές που δεν είχαν λήξει) να έχει ανέλθει στο ποσό των 1.300.000 ευρώ περίπου, το οποίο μειώθηκε μετά από καταβολές των κατηγορουμένων" και "δεν αντέχει στη λογική ότι για να μην κινδυνεύσουν απαιτήσεις ύψους 300.000 ευρώ το Σεπτέμβρη του 2005 ή 400.000 και 500.000 ευρώ τους αμέσως επόμενους μήνες συνέχισε τη συνεργασία διευρύνοντας ακόμα περισσότερο το ποσό της απαίτησης και ανεβάζοντας αυτήν κατά τους μήνες Μάιο - Ιούνιο 2006 στο ποσό των 1.300.000 ευρώ" δεν είναι ούτε ασαφείς ούτε αόριστες, δεδομένου ότι αυτές επεξηγούνται, στη συνέχεια, με την παραδοχή ότι "επιπλέον τούτου, δεν αποδείχθηκε ότι πράγματι η εγκαλούσα θα έθετε σε κίνδυνο οποιαδήποτε απαίτησή της, εάν μείωνε ή διέκοπτε τη συνεργασία σε αρκετά προγενέστερο χρονικό σημείο, καθόσον δεν διαπιστώθηκε εάν είχε ασφαλίσει αυτήν την απαίτησή της, για τον κίνδυνο της μη πληρωμής της, όπως είχε πράξει με άλλες απαιτήσεις και όπως έπρατταν πολλοί επιχειρηματίες στο χώρο αυτό. Η διακοπή της συνεργασίας των δύο εταιρειών τον Ιούνιο του έτους 2006 δεν έχει σχέση με τη διασφάλιση ή μη της απαίτησης εκ μέρους των κατ/νων. Ο λόγος διακοπής οφείλεται στις προστριβές μεταξύ των εκπροσώπων των εταιρειών για λόγους που είχαν σχέση με την εισαγωγή εμπορευμάτων από τους κατηγορουμένους από το εξωτερικό ...". Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. εκθ. 17/23 Ιουνίου 2014 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 46, 348 και 1083/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2015. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Άσκηση αναιρέσεως από τον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου κατά αθωωτικής αποφάσεως για κακουργηματική απάτη και άμεση συνέργεια σε έκδοση ακαλύπτων επιταγών. Στοιχεία εγκλημάτων. Έννοια άμεσης συνέργειας. Επαρκής αιτιολογία ως προς την απαλλακτική, για τους κατηγορουμένους, κρίση. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος δεν απαιτείται να μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, όταν, μάλιστα, προκύπτει από το όλο περιεχόμενο του σκεπτικού ότι λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο και αυτή.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Πολιτικός ενάγων, Απάτη, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Συνέργεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 397/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 56/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντα Δ. Π. του Ν., κατοίκου ..., που παρέστη στο ακροατήριο αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 1056/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με κατηγορούμενο τον Ε.-Ν. Κ. του Δ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Τομαρά και με πολιτικώς ενάγουσα την Α. Μ. χήρα Ι. Σ., κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Οκτωβρίου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1120/2014. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή με αριθμό 1/7-1-2015, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο Συμβούλιό Σας σύμφωνα με την διάταξη του αρ. 527 παρ. 3 Κ.Π.Δ. την από 29-10-2014 αίτηση του Δ. Π., δικηγόρου, κατοίκου ..., για επανάληψη της διαδικασίας σε βάρος του Ε.-Ν. Κ. του Δ., αθωωθέντος αμετάκλητα με την έκδοση της υπ' αριθμ. 1056/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, εκθέτω τα εξής: Κατά τη διάταξη του άρθρου 526 του ΚΠΔ σε βάρος εκείνου που αθωώθηκε αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα η ποινική διαδικασία επαναλαμβάνεται μόνο: α) αν βεβαιωθεί ότι ουσιώδη επιρροή στην απόφαση για την αθώωση είχαν πλαστά έγγραφα ή πειστήρια ή δωροδοκία ή άλλη από πρόθεση παράβαση του δικαστικού καθήκοντος δικαστή ή ενόρκου που συνέπραξε στην αθώωση και β) αν από την αθώωση δεν έχει περάσει ο απαιτούμενος χρόνος για την παραγραφή του αξιοποίνου της πράξης (παρ. 1). Η αναφερόμενη στην παρ. 1 αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας ή της δωροδοκίας ή της παράβασης καθήκοντος δικαστή ή ενόρκου πρέπει να βεβαιώνεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση (παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για το επιτρεπτό της επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας κατά του αμετακλήτως αθωωθέντος κατηγορουμένου με απόφαση, απαιτείται η συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων της παρ. 1 και επιπλέον η αθωωτική απόφαση να εκδόθηκε μετά από ουσιαστική έρευνα της κατηγορίας και να κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο (άρθρο 370 Κ.Π.Δ). Τέλος κατά το άρθρο 527 παρ. 2 του ΚΠΔ την επανάληψη της διαδικασίας εναντίον του κατηγορουμένου που αθωώθηκε, η οποία είναι επιτρεπτή μόνο για τους παραπάνω περιοριστικά αναφερόμενους λόγους, μπορεί να τη ζητήσει μόνο ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που απάγγειλε την αθώωση ή ο προϊστάμενος του εισαγγελέας. Στην προκειμένη περίπτωση ο δικηγόρος Αθηνών Δ. Π., με την από 29-10-2014 αίτηση του που κατέθεσε ενώπιον μας και για τους λόγους που εκτίθενται σ' αυτήν, ζητεί την σε βάρος του Ε. - Ν. Κ. του Δ., κατοίκου ..., επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με την έκδοση της υπ' αριθμ. 1056/2012 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία ήδη κατέστη αμετάκλητη (βλ. την από 17-11-2014 υπηρεσιακή βεβαίωση του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών). Με την απόφαση αυτή ο Ε. - Ν. Κ. του Δ., κηρύχθηκε αθώος των κατηγοριών της πλαστογραφίας μετά χρήσεως σε βαθμό κακουργήματος και της απάτης ενώπιον δικαστηρίου, επίσης σε βαθμό κακουργήματος. Ο αιτών για την υποστήριξη της αίτησης του προσάγει και επικαλείται μία σειρά εγγράφων, από την αποδεικτική εκτίμησή των οποίων, κατά την άποψη του, αποδεικνύεται η πρόδηλη ενοχή του αθωωθέντος κατηγορουμένου. Τα στοιχεία όμως αυτά δεν μπορούν να οδηγήσουν σε επανάληψη διαδικασίας την όλη υπόθεση, αφού σύμφωνα με το άρθρο 526 παρ. 1 Κ.Π.Δ προϋπόθεση για την επανάληψη της διαδικασίας κατά αθωωθέντος κατηγορουμένου είναι, η σχετική αίτηση να βασίζεται σε πράξη πλαστογραφίας ή δωροδοκίας ή παραβάσεως του δικαστικού καθήκοντος, δικαστικά βεβαιωμένη με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Εν προκειμένω τα επικαλούμενα από τον αιτούντα στοιχεία, δεν φέρουν τον χαρακτήρα των στοιχείων του άρθρου 526 παρ. 1 του Κ.Π.Δ, τα δε νέα στοιχεία που επικαλείται ο αιτών και δη τα προσαγόμενα από αυτόν έγγραφα, τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου που εξέδωσε την αθωωτική απόφαση, και δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ανατροπή της απόφασης αυτής, γιατί έτσι θα επιχειρείτο ο από ουσιαστικής απόψεως έλεγχος της ορθότητάς της, με βάση τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση, υποβληθείσα από μη νομιμοποιούμενο στην υποβολή της πρόσωπο, αφού μόνο ο αρμόδιος εισαγγελέας δικαιούται να κινήσει την επανάληψη της διαδικασίας σε βάρος του αθωωθέντος, είναι προεχόντως απαράδεκτη, ως τέτοια δε πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αιτών στη δικαστική δαπάνη, σύμφωνα με το άρθρο 583 παράγραφος 1 του Κ.Π.Δ. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η από 29-10-2014 αίτηση του Δ. Π., δικηγόρου, κατοίκου ..., για επανάληψη σε βάρος του Ε. - Ν. Κ. του Δ., της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την έκδοση της υπ' αριθμ. 1056/2012, αθωωτικής γι' αυτόν, αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, και β) Να καταδικασθεί ο αιτών Δ. Π. στα δικαστικά έξοδα της προκειμένης διαδικασίας. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση, τον αυτοπροσώπως παραστάντα αιτούντα και τον πληρεξούσιο του κατηγορουμένου ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 526 παρ. 1 και 2 του ΚΠοινΔ: "1. Σε βάρος εκείνου που αθωώθηκε αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα η ποινική διαδικασία επαναλαμβάνεται, μόνο: α) αν βεβαιωθεί ότι ουσιώδη επιρροή στην απόφαση για την αθώωση είχαν πλαστά έγγραφα ή πειστήρια ή δωροδοκία ή άλλη από πρόθεση παράβαση του δικαστικού καθήκοντος δικαστή ή ενόρκου που συνέπραξε στην αθώωση και β) αν από την αθώωση δεν έχει περάσει ο απαιτούμενος χρόνος για την παραγραφή του αξιοποίνου της πράξης. 2. Η αναφερόμενη στην παρ. 1 αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας ή της δωροδοκίας ή της παράβασης καθήκοντος δικαστή ή ενόρκου πρέπει να βεβαιώνεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση". Κατά δε το άρθρο 527 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, "την επανάληψη της διαδικασίας εναντίον του κατηγορουμένου που αθωώθηκε μπορεί να τη ζητήσει μόνο ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που απάγγειλε την αθώωση ή ο προϊστάμενος του εισαγγελέας". Κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας σε βάρος εκείνου που αθωώθηκε υποβάλλεται αποκλειστικά είτε από τον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου που απήγγειλε την αθώωση είτε από τον Προϊστάμενό του Εισαγγελέα και επί πλέον μόνον όταν βεβαιωθεί ότι άσκησαν ουσιώδη επιρροή στην έκδοση της αθωωτικής αποφάσεως πλαστά έγγραφα ή πειστήρια ή δωροδοκία ή άλλη εκ προθέσεως παράβαση καθήκοντος δικαστή ή ενόρκου, που συνέπραξε στην αθώωση, και μόνο εφόσον τα ανωτέρω περιοριστικώς αναφερόμενα αδικήματα βεβαιώνονται με αμετάκλητες δικαστικές (καταδικαστικές) αποφάσεις. Εν προκειμένω, ο αιτών δικηγόρος Αθηνών Δ. Π., με την κρινόμενη αίτησή του, ζητεί την επανάληψη της διαδικασίας σε βάρος του Ε. - Ν. Κ., που αθωώθηκε με την 1056/2012 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, η οποία ήδη έχει καταστεί αμετάκλητη, και παρέστη κατά τη συζήτηση της αιτήσεως. Με την απόφαση αυτή, ο ανωτέρω κηρύχθηκε αθώος κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση και κακουργηματικής απάτης ενώπιον δικαστηρίου. Όμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ο αιτών, ο οποίος δεν ήταν καν διάδικος στη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση, δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της αιτήσεως, καθόσον αυτή μπορούσε να ασκηθεί μόνο από τον Εισαγγελέα του Πενταμελούς Εφετείου που εξέδωσε την απόφαση ή από τον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών και για τους ανωτέρω περιοριστικά αναφερόμενους στην ως άνω διάταξη του άρθρου 526 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγους. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αιτών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583§1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 29 Οκτωβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 7119/2014) αίτηση του Δ. Ν. Π. περί επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας, η οποία περατώθηκε με την έκδοση της αμετάκλητης αθωωτικής για τον Ε. - Ν. Κ. του Δ. 1056/2012 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αιτούντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2015. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας σε βάρος αθωωθέντος, κατατεθείσα από πρόσωπο που δεν ήταν διάδικος στη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η αθωωτική απόφαση. Απορρίπτει την αίτηση ως απαράδεκτη, καθόσον δεν υποβλήθηκε από τον εισαγγελέα του δικαστηρίου που απήγγειλε την αθώωση ή από τον προϊστάμενο της εισαγγελίας για τους αναφερόμενους στον ΚΠοινΔ λόγους, αλλά από πρόσωπο, το οποίο δε έχει δικαίωμα υποβολής τέτοιας αιτήσεως
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 396/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Μαρία Βασιλάκη (σύμφωνα με την υπ'αριθμό 56/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου H. M. Y. του Z. M., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιος Ζαχαριάδη, για αναίρεση της υπ'αριθ.1250/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Νοεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως μετά των από 2 Μαρτίου 2015 προσθέτων λόγων, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 24/12015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.Κατά το άρθρο 155 παρ.1 α, β, 2α και 157 παρ.1β του ν. 2960/2001, "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", που ισχύει από 1.1.2002, λαθρεμπορία είναι οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, των υπ' αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμα αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος. Ως λαθρεμπορία θεωρείται και η με οποιοδήποτε τρόπο διάθεση στην κατανάλωση εμπορευμάτων που τελούν υπό καθεστώς κοινοτικής διαμετακόμισης. Η κατά το άρθρο 155 του παρόντα Κώδικα λαθρεμπορία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους εάν οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο ή η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και άνω. Περαιτέρω, στο άρθρο 51. 1. Του ανωτέρω ν. 2960/2001 ορίζονται και τα παρακάτω: Τα υποκείμενα σε δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις είδη, που δεν είναι δυνατόν να τελωνισθούν κατά την άφιξή τους, παραδίδονται προς φύλαξη στην Τελωνειακή Αρχή, η οποία εκδίδει, μετά από προηγούμενη εξέτασή τους, απόδειξη παραλαβής. Από τις παραπάνω διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το έγκλημα της λαθρεμπορίας πραγματώνεται δια της χρησιμοποιήσεως οποιωνδήποτε τεχνασμάτων ή μεθόδων, στις οποίες περιλαμβάνονται και όλες οι προπαρασκευαστικές πράξεις που γίνονται με τον σκοπό να στερηθεί το Δημόσιο από τους αναλογούντες δασμούς, φόρους και λοιπά δικαιώματα, στα οποία υπόκεινται τα εμπορεύματα, χωρίς να απαιτείται και οριστική αποστέρηση του Δημοσίου. Λαθρεμπορία θεωρείται και κάθε προσπάθεια που γίνεται με τον σκοπό αποφυγής πληρωμής των οφειλομένων δασμών, φόρων, τελών και λοιπών δικαιωμάτων, δια της θέσεως των εμπορευμάτων, προερχομένων από τρίτες, μη κοινοτικές, χώρες υπό το ειδικό τελωνειακό καθεστώς των υπό διαμετακόμιση εμπορευμάτων με σκοπό την εξαγωγή τους, δήθεν, στο εξωτερικό και την εν συνεχεία δια της χρήσεως διαφόρων τεχνασμάτων επανεισαγωγή και την διάθεσή τους στην κατανάλωση, χωρίς την καταβολή των οφειλομένων δασμών, φόρων κ.λπ. Από την αντιπαραβολή των ανωτέρω διατάξεων του ν. 2960/2001, συνάγεται ότι, η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής του διατηρουμένου και για τα πιο πάνω προϊόντα, μεταξύ των οποίων και για τα καπνά, ειδικού φόρου καταναλώσεως, κατά νομοθετική επιταγή χαρακτηρίζεται και τιμωρείται ως λαθρεμπορία που προβλέπεται και τιμωρείται από τον Τελωνειακού Κώδικα. Επίσης ως λαθρεμπορία, κατά την παρ. 2 περ. ζ του άρθρου 155 παρ. 1 β του ν. 2960/2001 (όπως και κατά την παρ. 2 περ. ζ του άρθρου 100 του προισχύσαντος ν. 1165/1918), θεωρείται, πλην άλλων, και η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που εισήχθηκαν ή τέθηκαν σε κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Στην τελευταία αυτή μορφή καθιδρύεται αυτοτελής νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συνίσταται στην αγορά, πώληση ή κατοχή από πρόσωπα, εκτός του εισαγωγέα, εμπορευμάτων που υπόκεινται σε εισαγωγικό δασμό, τέλος, φόρο δικαίωμα, που έχουν εισαχθεί εντός των συνόρων του Ελληνικού Κράτους, χωρίς άδεια της τελωνειακής αρχής, υποκειμενικώς δε για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος αυτού στην περίπτωση αυτή του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, απαιτείται δόλος που συνίσταται στη γνώση, κατά τον κρίσιμο χρόνο του υπαιτίου ότι το εμπόρευμα που αγόρασε, πώλησε ή κατέχει είναι προϊόν λαθρεμπορίας, κατά την πιο πάνω έννοια, καθώς και τη θέληση αυτού να αποστερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τον οφειλόμενο δασμό, τέλος ή δικαίωμα. Επομένως, έγκλημα λαθρεμπορίας υφίσταται και μόνο επί κατοχής ορισμένου λαθρεμπορεύματος, εφόσον ο κάτοχος γνωρίζει την λαθρεμπορική του προέλευση, χωρίς να απαιτείται άλλο στοιχείο. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 1250/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, για κατ'εξακολούθηση τέλεση λαθρεμπορίας εμπορευμάτων εισαχθέντων από τον Κίνα, με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 εδ. δ'του ΠΚ και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως έξι μηνών και χρηματική ποινή 71.024,22 ευρώ. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι από τα μνημονευόμενα σε αυτή, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος αποδείχθηκε και το Δικαστήριο τούτο πείσθηκε, ότι τέλεσε το αδίκημα της λαθρεμπορίας κατ' εξακολούθηση. Ειδικότερα αποδείχτηκε ότι αυτός, που διατηρεί εμπορικό κατάστημα στην οδό Σαπφούς αρ. 12, ήτοι στην περιοχή όπου είναι συγκεντρωμένα τα εμπορικά καταστήματα των ομοεθνών του στη Θεσσαλονίκη, αποσκοπώντας στο να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τους δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα Τελωνεία επί των εισαγομένων στην ημεδαπή εμπορευμάτων, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, εισήγαγε στη Χώρα εμπορεύματα, την αξία των οποίων υποτιμολόγησε, οι δε αναλογούντες δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις, που στερήθηκε το Ελληνικό Δημόσιο, ανέρχονται σε σημαντικό ποσό. Συγκεκριμένα: α) Τη 13-2-2007, στη Θεσσαλονίκη, εισήγαγε από την Κίνα και τελώνισε συσκευές λήψης για τη ραδιοφωνία, ηλεκτρικές λυχνίες, ρολόγια, παιχνίδια, τεχνουργήματα από πλαστικές ύλες και αναπτήρες, την αξία των οποίων υποτιμολόγησε, προσκομίζοντας στο Β' Τελωνείο Θεσσαλονίκης το με αριθμ. CY614169B/18-12-2006 τιμολόγιο πώλησης και κιβωτιολόγιο της κινεζικής πωλήτριας εταιρίας με την επωνυμία "JINHUA HIGH IMPORT & EXPORT CO.LTD", στο οποίο αναφερόταν ως τίμημα πώλησης των εισαχθέντων προϊόντων (αξία CIF) το ποσό των 14.954,70 ευρώ, ενώ το πραγματικό τίμημα αυτών ανερχόταν στο ποσό των 18.490,15 ευρώ, όπως προέκυψε από το μακροσκοπικό έλεγχο -αντιπαραβολή των ανεπίσημων εγγράφων που βρέθηκαν στα γραφεία του (τιμολόγιο εισαγωγής, ταυτάριθμο κιβωτιολόγιο, πιστοποιητικό καταγωγής FORM-Α), σκοπεύοντας με την ενέργεια αυτή να αποφύγει την καταβολή των δασμών που αναλογούσαν στην πραγματική αξία των ως άνω εμπορευμάτων η δε διαφορά των δασμών που αναλογούν στην πραγματική αξία και αυτών που αναλογούν στη δηλωθείσα αξία ανέρχεται στο ποσό των 811,08 ευρώ, (β) την 22-11-2007, στη Θεσσαλονίκη, εισήγαγε από την Κίνα και τελώνισε τεχνουργήματα από πλαστικές ύλες, την αξία των οποίων υποτιμολόγησε, προσκομίζοντας στο Β' Τελωνείο Θεσσαλονίκης το με αριθμ. 07BT1024b/24-10-2007 τιμολόγιο πώλησης και κιβωτιολόγιο της κινεζικής πωλήτριας εταιρίας με την επωνυμία "BEST TPUST ΕΧΡ & IMP CO. LTD", στο οποίο αναφερόταν ως τίμημα πώλησης των εισαχθέντων προϊόντων (αξία CIF) το ποσό των 14.305,34 αμερικάνικων δολαρίων (USA), δηλαδή -με την τότε ισχύουσα ισοτιμία των νομισμάτων (1 € = 1,423 $)- 10.052,94 ευρώ, ενώ το πραγματικό τίμημα αυτών ανερχόταν στο ποσό των 495.539,50 κινεζικών Yuan, δηλαδή -με την τότε ισχύουσα ισοτιμία των νομισμάτων (1 € = 10,6620 ¥)- 46.477,16 ευρώ, όπως προέκυψε από το μακροσκοπικό έλεγχο - αντιπαραβολή των ανεπίσημων εγγράφων που βρέθηκαν στα γραφεία του (τιμολόγιο εισαγωγής, ταυτάριθμο κιβωτιολόγιο, πιστοποιητικό καταγωγής FORM-Α), σκοπεύοντας με την ενέργεια αυτή να αποφύγει την καταβολή των δασμών που αναλογούσαν στην πραγματική αξία των ως άνω εμπορευμάτων η δε διαφορά των δασμών που αναλογούν στην πραγματική αξία και αυτών που αναλογούν στη δηλωθείσα αξία ανέρχεται στο ποσό των 10.019.62 ευρώ, αφού αφαιρέθηκε από αυτήν ποσό 2.765,56 ευρώ, που καταβλήθηκε με την υπ' αριθμ. 49720/07 δ/ση, και γ) την 9-11-2007, στον Πειραιά, εισήγαγε από την Κίνα και τελώνισε τεχνουργήματα από πλαστικές ύλες, ηλεκτρικές στήλες, τρίκυκλα, σκούτερ κ.λπ., συσκευές λήψης για τη ραδιοφωνία, είδη για γιορτές και ξυπνητήρια, την αξία των οποίων υποτιμολόγησε, προσκομίζοντας στο ΣΤ' Τελωνείο Πειραιά το με αριθμ. 07ΒΤ10919Α/19-10-2007 τιμολόγιο πώλησης και κιβωτιολόγιο της κινεζικής πωλήτριας εταιρίας με την επωνυμία "BEST TRUST EXP & IMP CO LTD", στο οποίο αναφερόταν ως τίμημα πώλησης των εισαχθέντων προϊόντων (αξία CIF) το ποσό των 16.437,793 ευρώ, ενώ το πραγματικό τίμημα αυτών ανερχόταν στο ποσό των 522.406,60 κινεζικών Yuan, δηλαδή -με την τότε ισχύουσα ισοτιμία των νομισμάτων (1 € = 10,6620 ¥)- 48.977,05 ευρώ, όπως προέκυψε από το μακροσκοπικό έλεγχο - αντιπαραβολή των ανεπίσημων εγγράφων που βρέθηκαν στα γραφεία του (τιμολόγιο εισαγωγής, ταυτάριθμο κιβωτιολόγιο, πιστοποιητικό καταγωγής FORM-Α), σκοπεύοντας με την ενέργεια αυτή να αποφύγει την καταβολή των δασμών που αναλογούσαν στην πραγματική αξία των ως άνω εμπορευμάτων η δε διαφορά των δασμών που αναλογούν στην πραγματική αξία και αυτών που αναλογούν στη δηλωθείσα αξία ανέρχεται στο ποσό των 10,147,96 ευρώ, δηλαδή η συνολική αξία των διαφυγόντων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από την υποτιμολόγηση των ανωτέρω εισαχθέντων εμπορευμάτων δεν υπερβαίνει το ποσό των (811,08 + 10.019,62 + 10.147,96 = 20.978,66 ευρώ). Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της ως άνω πράξεως της λαθρεμπορίας κατ' εξακολούθηση με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2, εδάφ. δ', του Π.Κ., γιατί αποδείχτηκε ότι επέδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του, καταβάλλοντος μέρος των φόρων, δασμών και προστίμων στο Δημόσιο. Πρέπει να απορριφθούν όμως οι αυτοτελείς ισχυρισμοί του περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπο του των ελαφρυντικών: α)του άρθρου 84 παρ. 2 δ' ΠΚ, γιατί δεν αποδείχτηκε ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ήτοι δεν αποδείχτηκε ότι βοήθησε τις αρμόδιες αρχές στην εξάρθρωση του κυκλώματος λαθρεμπορίας του Ζ.. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι ο κατηγορούμενος προέβη με δόλο στην υποτιμολόγηση της αξίας των ως άνω εμπορευμάτων, γνωρίζοντας με τον τρόπο αυτόν ότι τελεί το αδίκημα της λαθρεμπορίας, ώστε όσα αντίθετα υποστηρίζει, που εκτιμώνται ως ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης του, πρέπει να απορριφθούν" Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της λαθρεμπορίας κατ'εξακολούθηση για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ. 1α, 27 παρ.1, 84 παρ.2 δ', 98, 155 παρ. 1 α, β -2 θ και 157 παρ. 1, 159, 160 του ν. 2960/2001, όπως αυτός ισχύει, την οποία, πλην της επιβολής της χρηματικής ποινής, (για την οποία περιπτώσεις γίνεται λόγος παρακάτω), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις περί του αντιθέτου των ανωτέρω, αυτές είναι απορριπτέες ως αβάσιμες, καθόσον αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα), από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Ακόμη εξειδικεύεται ο τρόπος τελέσεως της λαθρεμπορίας και ο τρόπος προσδιορισμού του ύψους των δασμών, που στερήθηκε το Ελληνικό Δημόσιο, όπως και ο δόλος του αναιρεσείοντος ως προς την τέλεση του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, με την κατάρτιση και εκτέλεση σχεδίου απ' αυτόν εισαγωγής των Κινέζικων προϊόντων με τη μέθοδο της υποτιμολόγησης της αξίας αυτών και την αποφυγή έτσι καταβολής δασμών για την εισαγωγή προϊόντων από την Κίνα, προσκομίζοντας στο Τελωνείο τιμολόγια και κιβωτολόγια Κινεζικών πωλητριών εταιρειών, στα οποία αναφέρονταν ως τίμημα πωλήσεων μικρότερο του πραγματικού, αποστερώντας το Ελληνικό Δημόσιο από αναλογούντες δασμούς, διαφορές δασμών, επί της πραγματικής αξίας αυτών, στην οποία αποφυγή και σκόπευε ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας ότι έτσι τελεί το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως κατά το μέρος που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας όσον αφορά την καταδικαστική κρίση του δικαστηρίου (ενοχή του αναιρεσείοντος) για την πράξη της λαθρεμπορίας κατ'εξακολούθηση, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 2. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 358, 364 παρ. 1 και 369 ΚΠΔ, προκύπτει ότι, όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του, ως αποδεικτικό μέσο, για τον σχηματισμό της κρίσεώς του, έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Τέτοια έγγραφα είναι μόνον όσα μπορούν να χρησιμεύσουν για την απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου και τον καθορισμό της επιβλητέας ποινής. Η ανωτέρω ακυρότητα αποτρέπεται αν το έγγραφο που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο αναφέρεται απλώς ιστορικά στο αιτιολογικό της αποφάσεως ή είναι διαδικαστικό ή αποτελεί στοιχείο του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, ή όταν το έγγραφο που φέρεται ότι δεν αναγνώσθηκε, προκύπτει από το περιεχόμενο άλλου αναγνωσθέντος εγγράφου ή μαρτυρικής καταθέσεως που δόθηκε στο ακροατήριο, αφού ο κατηγορούμενος, προς αντίκρουση τούτου μπορεί κατ'άρθρο 358 ΚΠΔ να εκθέσει τις απόψεις του και να δώσει τις περί αυτού αναγκαίες εξηγήσεις. Το περιεχόμενο εξάλλου του εγγράφου, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκ των οποίων προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποίο έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του. Διαφορετικά, αν, δηλαδή, η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς, υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως το δικαστήριο αναφέρει και έλαβε υπόψη του και τα έγγραφα "τιμολόγια πώλησης, ταυτάριθμα κιβωτολόγια , πιστοποιητικά καταγωγής FORM- A", στα οποία στηρίχθηκε το δικαστήριο για την κρίση του περί τελέσεως από τον κατηγορούμενο της λαθρεμπορίας, τα οποία πράγματι δεν αναφέρονται στον κατάλογο των αναγνωσθέντων στο ακροατήριο εγγράφων, πλην όμως προκύπτει η μεν ταυτότητα αυτών από την αναφορά τους στην με αρ. πρωτ. 164/12-1-2009 με αρ. ΑΒΜ 2009/1427 μηνυτήρια αναφορά της Ελεγκτικής Υπηρεσίας Τελωνείων Θεσσαλονίκης (Ε.Λ.Υ.Τ.) προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, που συνιστά διαδικαστικό έγγραφο, το δε περιεχόμενο των μη αναγνωσθέντων αυτών κρισίμων εγγράφων που βρέθηκαν και κατασχέθηκαν στα γραφεία του κατηγορουμένου, εξάγεται από τα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, όπως στην πορισματική αναφορά των υπαλλήλων της Ε.Λ.Υ.Τ. Θεσσαλονίκης, τις εκθέσεις κατασχέσεως και τις εκθέσεις προσδιορισμού διαφυγόντων δασμών, (με α/α 1,2,3 σελ. 20 πρακτικών), και περαιτέρω αφού τα έγγραφα αυτά βρέθηκαν και κατασχέθηκαν στα γραφεία του κατηγορουμένου και αναφέρονται στην μηνυτήρια αναφορά, ήταν γνωστά στον κατηγορούμενο κατά την ταυτότητα και το περιεχόμενό τους και μπορούσε ο συνήγορός του να αντικρούσει το περιεχόμενό τους και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με αυτά. Επομένως ο από το άρθρο 171 παρ. 1 δ' και 510 παρ.1 στοιχ.Α' του ΚΠΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως των προσθέτων λόγων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. 3. Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προαναφέρθηκε, πρέπει να εκτείνεται, όπως αναφέρθηκε, και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, 1) η προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α', ήτοι το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου δεν αρκεί ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξεως, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά, με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλ' απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά, 2) η προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία ε', ήτοι το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Για να αναγνωρισθεί δε η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και συνήθως υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στην γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία ως προς την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, ήτοι απαιτείται, εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, η συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής συμβίωσης του δράστη μετά την πράξη εκτός ή και εντός φυλακών. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων, δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του, πρόβαλε εγγράφως, ανέπτυξε δε και προφορικά, επικουρικά, τον αυτοτελή ισχυρισμό να του αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α', δ', και ε' του ΠΚ και του αναγνωρίστηκε, μόνο εκείνη της περ. δ'. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά (σελ. 19) ο συνήγορος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για την αιτηθείσα ελαφρυντική περίσταση της περ. α ' και ε'του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, ισχυρίστηκε στο ακροατήριο κατά λέξη τα παρακάτω: "Α. ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΟ ΠΡΟΤΕΡΟΥ ΕΝΤΙΜΟΥ ΒΙΟΥ (άρ.84 παρ.2α ΠΚ) Στην Ελλάδα διαμένω από το 1993 και από το 1998 νόμιμα. Διαμένω μαζί με την γυναίκα μου και τα δύο τέκνα μου στην Θεσσαλονίκη, επί της οδού Σαπφούς 12. Επισημαίνεται ότι η κόρη μου έχει αποκτήσει τρία τέκνα γεννημένα στην Ελλάδα και ο γιος μου έχει αποφοιτήσει από ελληνικό δημόσιο Λύκειο. Επισημαίνεται ότι ανανεώνω από το 1998 μέχρι και σήμερα αδιάλειπτα τις άδειες παραμονής μου, το άρρεν τέκνο μου φοιτά σε ελληνικά σχολεία, ενώ το θήλυ τέκνο μου έχει παντρευτεί και είναι μητέρα δύο τέκνων που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα. 1.Τωρινά ισχυρά νομιμοποιητικά μου έγγραφα και προγενέστερα νομιμοποιητικά μου έγγραφα από το 1998 (σχετικό 1). 2.Τωρινά ισχυρά και προγενέστερα νομιμοποιητικά έγγραφα της συζύγου μου Υ. Z. (σχετικό 2). 3.Τωρινά ισχυρά και προγενέστερα νομιμοποιητικά έγγραφα των τέκνων μου Υ. L. Q. και Y. X. (σχετικό 3). 4. Ληξιαρχική πράξη γάμου της κόρης μου με τον C. Y. Τ. και ληξιαρχικές πράξεις γέννησης των τέκνων της κόρης μου και εγγονών μου (σχετικό 4). 5. Έγγραφα φοίτησης του γιου μου σε ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (σχετικό 5). 6.Πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης (σχετικό 6). 7. Συμβόλαιο για το διαμέρισμα που διαμένω με την οικογένεια μου επί της οδού Σαπφούς 12, καθώς και προγενέστερο συμβόλαιο για το διαμέρισμα όπου διαμέναμε παλαιότερα επί της οδού Μπενιζέλου 5 (σχετικό 7). 8. Εκκαθαριστικά σημειώματα και φορολογικές δηλώσεις στο όνομα μου ήδη από το 1999 (σχετικό 8). 9. Έγγραφη από την πολυετή εργασία μου στην Ελλάδα (σχετικό 9). Η χορήγηση του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου δικαιολογείται και από την πορισματική αναφορά της ΕΛΥΤ που αφορά την συνολική υπόθεση "Ζ.", βάσει της οποίας γίνεται δεκτό ότι μέχρι την συνεργασία μου με τον εκτελωνιστή Ζ.. δεν υπήρχε κανένας ύποπτος εκτελωνισμός. Τούτο επιβεβαιώνει και ο μάρτυρας Σ. Ι., υπάλληλος ΣΔΟΕ κεντρικής Μακεδονίας ενώπιον του δικαστηρίου που δίκασε το κύκλωμα λαθρεμπορίας (πρακτικά απόφασης 12502/2013 Γ'ΤΠΘ σελ 55, ΣΧΕΤ. 10): "...Οι Κινέζοι είχαν πολλά χρόνια πριν τα μαγαζιά τους. Οι εκτελωνισμοί πριν αναλάβει ο Ζ.ς γινόντουσαν κανονικά απευθείας από τις κινεζικές εταιρίες. Πληρωνόντουσαν κανονικά οι δασμοί οι φόροι και ο εκτελωνιστής. Κάναμε έρευνα στην αγορά και αντιστοιχούσε η αξία τους στα παραστατικά..."Υπενθυμίζεται ότι διατηρούσα κατάστημα ήδη από το 2001 χωρίς να έχω την παραμικρή εμπλοκή με την ποινική ή την διοικητική δικαιοσύνη για αδικήματα λαθρεμπορίας ή για οποιοδήποτε άλλο αδίκημα. Αντίθετα όλα αυτά τα χρόνια διατηρούσα μία υγιή επιχείρηση καταβάλλοντας στο ακέραιο τους φόρους που μου αναλογούσαν. Β. ΚΑΛΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ -ελαφρυντικό άρ.84 παρ.2ε ΠΚ Μετά την τέλεση της πράξης εξακολουθούσα να εργάζομαι σε διάφορες εργασίες και να προσπαθώ να συντηρώ τα μέλη της οικογένειας μου όπως συνάγεται από τα συνυποβληθέντα έγγραφα. Επίσης, η καλή συμπεριφορά μου συνάγεται και από τα ανωτέρω λεπτομερώς περιγραφόμενα χρηματικό ποσό, τα οποία κατέβαλα στο Ελληνικό Δημόσιο. Ως προς την εμπλοκή μου στην υπόθεση του κυκλώματος Ζ.. Το παρόν κατηγορητήριο συνιστά μέρος και αποτέλεσμα της μεγάλης έρευνας του ΣΔΟΕ που έλαβε χώρα το 2007 και αφορά την εξάρθρωση του κυκλώματος Ζ.. Για την εμπλοκή μου στην υπόθεση του κυκλώματος Ζ., πλην του παρόντος κατηγορητηρίου, σχηματίσθηκε και έτερη δικογραφία, η οποία κατέληξε στην έκδοση της υπ' αριθμ. 12502/2013 απόφασης του Γ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Στην απόφαση τούτη τόσο ο Εισαγγελέας της έδρας όσο και το Δικαστήριο κατέληξαν σε αθωωτική κρίση στο πρόσωπό μου (:όπως και για τους λοιπούς αλλοδαπούς - Κινέζους συγκατηγορούμενούς μου) και σε καταδικαστική για τον συγκατηγορούμενό μου Ζ. Γ. και για τους λοιπούς συνεργούς του. Επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο κατέληξε στην αθωωτική κρίση του, καθώς Α) δεν προέκυψε ποιο ήταν το κέρδος μου από την λαθρεμπορία, διότι τα χρήματα που κατέβαλα στον Ζ. ήταν πολλαπλάσια της πραγματικής αξίας του εκτελωνισμού συμπεριλαμβανομένων φόρων κλπ και Β) δεν προέκυψε ότι έθεσα εγώ την υπογραφή μου για την εκχώρηση των εισαγωγικών δικαιωμάτων στις επιχειρήσεις των καταδικασθέντων συγκατηγορούμενών μου (: εξαρχής ισχυρισμός μου ήταν ότι η υπογραφή μου είχε πλαστογραφηθεί). Αναλυτικότερα ως προς την ουσία της υπόθεσης Ζ. συνολικά, η οποία κατέληξε στην έκδοση της υπ' αριθμ.12502/2013 απόφασης του Γ ΤΠΘ: Όπως προκύπτει από την ανάγνωση της πορισματικής αναφοράς 3008/2008 (ΣΧΕΤ. 14) οι πράξεις της λαθρεμπορίας έλαβαν χώρα με ιδιαίτερα τεχνάσματα τα οποία χρησιμοποιούσε ο εγκεκριμένος αποστολέας Γ.ς Ζ.ς με τις συνδεόμενες μεταξύ τους "εισαγωγικές" επιχειρήσεις ΣΤΑΛΛΙΟΝ ΜΟΝ. ΕΠΕ, ΝΕΔΕΜ ΕΠΕ, Μ. Γ. ΜΟΝ ΕΠΕ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΩΡΙΩΝΑ ΣΤ ΕΠΕ. Όπως καταλήγει η πορισματική αναφορά (βλ. Σελ. 274 επ.) οι ανωτέρω "...δρώντας από κοινού και σε οργανωμένη βάση, πραγματοποίησαν εισαγωγές εμπορευμάτων καταγωγής Κίνας, για Λογαριασμό κινέζικων επιχειρήσεων, εφαρμόζοντας διάφορα τεχνάσματα δόλου και απάτης σε βάρος των συμφερόντων του ελληνικού δημοσίου και της Ε.Ε....... Φαίνεται λοιπόν η ΕΛΥΤ να καταλήγει ότι υπαίτιοι των πράξεων λαθρεμπορίας είναι ο Ζ.ς και οι εταιρίες "φαντάσματα" που συνεργαζόταν. Όλοι μαζί είχαν συστήσει μια καλά οργανωμένη ομάδα που συστηματικά προέβαινε σε πράξεις λαθρεμπορίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι στο εν λόγω κεφάλαιο της πορισματικής αναφοράς η διοίκηση αποφεύγει να αναφέρει το οτιδήποτε νια την συμμετοχή των κινέζων επιτηδευματιών. Και ορθώς καθώς όπως θα προκύψει με σαφήνεια από όσα θα αναλυθούν στην συνέχεια είναι αυταπόδεικτο ότι τουλάχιστον ο κατηγορούμενος αγνοούσε όσα παράνομα ελάμβαναν χώρα κατά την εισαγωγή των εμπορευμάτων του από την Κίνα. Περαιτέρω απόδειξη τού ότι η συγκεκριμένη "εγκληματική οργάνωση", αποτελούσε ένα καλά οργανωμένο κόλπο του εγκεκριμένου αποστολέα Ζ. αποτελούν τα κάτωθι άκρως αποκαλυπτικά στοιχεία: 1. Σύνδεση του Ζ. με τις παρεμβαλλόμενες εταιρίες Α. σελ. 37 εως 44 πορισματικής αναφοράς. Ο Γ. Ζ. συνδέεται με τις παρεμβαλλόμενες εταιρίες, Και ειδικότερα ο Ζ. συμμετέχει στις εταιρίες Seway και Seatrans (να σημειωθεί ότι η έδρα της 2πς εταιρίας ήταν στην οδό Ηρώων Πολυτεχνείου 85. Αυτή είναι και η διεύθυνση της επιχείρησης του Σ. Κ.) Μέλη της Seatrans είναι τόσο ο Γ. Ζ. όσο και η Ι. Τ.. (βλ. σελ. 39). Η Τ. επίσης είναι και αντιπρόεδρος της εταιρίας ΡΙΛΑ ΑΕ στην οποία διευθύνων σύμβουλος είναι ο Δ. Τ., ο οποίος είναι και μοναδικός εταίρος της "ΣΤΑΛΛΙΟΝ" (Βλ. σελ.. 38) Συμμετέχει επίσης ως μέλος και ο Σ. Κ., του οποίου η ατομική επιχείρηση υπενθυμίζεται ότι ήταν επίσης στην οδό Ηρώων Πολυτεχνείου 85. Ακόμα να σημειωθεί ότι η νέα διεύθυνση της ΡΙΛΑ ΑΕ (στην οποία συμμετέχει η συνεργάτιδα του Ζ. στη Seatrans, η Σ. και ο Κ.) είναι η Στρατηγού Τόμπρα 5 στην Αγία Παρασκευή. Επισημαίνεται ότι αυτή είναι και η διεύθυνση της Μ.-Γ. ΜΟΝ ΕΠΕ. Σημειώνεται ότι μετά από έρευνα στους υπολογιστές της ΣΤΑΛΛΙΟΝ διαπιστώθηκε η σχέση και της Μ. Γ. (σελ. 41). Τέλος προκύπτει και η σύνδεση της UNIVERSE LTD και της ΡΙΛΑ ΑΕ και σε περιπτώσεις εισαγωγών χωρίς την ανάμειξη κινέζων επιτηδευματιών. (σελ. 40). 2. Η ιδιότητα του Ζ. ως εγκεκριμένου αποστολέα το κλειδί για την εκτροπή του τελωνισμού. Αξιοσημείωτο είναι και το συμπέρασμα που καταλήγει η πορισματική αναφορά στην σελ. 40 αναφορικά με τον ρόλο του Ζ. στις επίδικες πράξεις λαθρεμπορίας.: "... για όλες αυτές τις εισαγωγές, το καθεστώς του εγκεκριμένου αποστολέα χρησιμοποιήθηκε ως μηχανισμός εκτροπής του τελωνισμού των εμπορευμάτων στα ανωτέρω τελωνεία, όπου έγιναν αποδεκτά τα τιμολόγια των " προμηθευτών" UNIVERSE LTD UNDERWOOD LTD. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ από ενότητες 1 και 2: Α. Ο Ζ.ς συνδέεται με τις παρεμβαλλόμενες εταιρίες, οι οποίες επίσης συνδέονται μεταξύ τους. Β. Ο μηχανισμός δόλου και απάτης είχε στηθεί από τον Ζ. σε συνεργασία με τις παρεμβαλλόμενες. Γ. Οι παράνομες πράξεις του Ζ. δεν περιορίζονταν μόνο σε εισαγωγές των συγκεκριμένων Κινέζων Επιτηδευματιών, (βλ. και εταιρία ΩΡΙΩΝΑΣ) Α. Ο μηχανισμός εκτροπής του τελωνισμού των εμπορευμάτων σε τελωνεία που ήταν εφικτή η εισαγωγή των εμπορευμάτων με υποτιμολόγηση βασίσθηκε στην ιδιότητα του Ζ. ως εγκεκριμένου αποστολέα. Ε. Καμία αναφορά- απόδειξη περί γνώσης- συμμετοχής- οφέλους των κινέζων επιτηδευματιών από τις εν λόγω πράξεις λαθρεμπορίας. ΣΤ. Ξεκάθαρο συμπέρασμα της ΕΛΥΤ που επαναλαμβάνεται και στην σελ. 117 "...τα τιμολόγια των OFF SHORE εταιριών εκδίδονταν κατά βούληση του κυκλώματος: Γ. Ζ. και παρεμβαλλόμενες επιγειρήσεις..." Φαίνεται ακόμη και η διοίκηση να διστάσει να θεωρήσει μέλη του εν λόγω κυκλώματος και του κινέζους επιτηδευματίες. 3. Εκχώρηση του εισαγωγικού δικαιώματος στις παρεμβαλλόμενες επιχειρήσεις με πλαστογράφηση των υπογραφών των κινέζων επιτηδευματιών. Όπως προκύπτει από την πορισματική αναφορά η υπογραφή που ετίθετο στις φορτωτικές για την εκχώρηση του εισαγωγικού δικαιώματος δεν μοιάζει καθόλου μακροσκοπικά με την υπογραφή του αιτούντος στην ανωμοτί κατάθεση του. (βλ. σελ. 116). Το ίδιο επαναλαμβάνεται και στην σελ. 121 της πορισματικής αναφοράς. Και τίθεται το εξής ζήτημα: Αν ο κατηγορούμενος ήταν γνώστης των εν λόγω πράξεων λαθρεμπορίας, γιατί δεν υπέγραφε ο ίδιος κατά την οπισθογράφηση για την εκχώρηση του εισαγωγικού δικαιώματος; Για να διαπιστωθεί ωστόσο αν ο κατηγορούμενος δεν είχε δόλο λαθρεμπορίας δεν αρκεί το γεγονός ότι η υπογραφή του κατά την εκχώρηση του εισαγωγικού δικαιώματος ήταν πλαστογραφημένη. Αυτό αποτελεί ένδειξη αλλά όχι και απόδειξη αναφορικά με την έλλειψη δόλου, θα πρέπει να εξετασθεί και το κατά πόσο ο κατηγορούμενος είχε κάποιο οικονομικό όφελος από την συγκεκριμένη λαθρεμπορία. Αναφέρουμε εδώ παρεμπιπτόντως ότι το ίδιο ακριβώς έγινε και σε σχέση με τον κινέζο επιτηδευματία W. Y. G.: πλαστογραφήθηκε και η δική του υπογραφή: βλ. σελ. 127 και 130 της ανωτέρω πορισματικής αναφοράς. Άλλη μία απόδειξη ότι το εν λόγω κύκλωμα χρησιμοποιούσε τα ίδια τεχνάσματα εις βάρος των πολλών θυμάτων του. 4. έλλειψη οικονομικού οφέλους από τον Y. H. M.. Σύμφωνα με την πορισματική αναφορά ο δόλος του Y. H. M. προκύπτει ξεκάθαρα από το γεγονός ότι "...έδωσε, σύμφωνα με την κατάθεση του, στον Γ. Ζ. 7000 έως 8000, για τον εκτελωνισμό και την μεταφορά του κάθε κοντεινερ, ενώ τα έξοδα εκτελωνισμού ήταν πολύ λιγότερα..( έως 1500 ευρώ περίπου) επομένως γνώριζε ότι διενεργείται κάποια παράνομη πράξη κατά τον εκτελωνισμό." (βλ. σελ. 103) Είναι προφανής η πλάνη περί τα πράγματα στον συγκεκριμένο συλλογισμό που οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα. Σε όλες τις καταθέσεις του ο Y. H. M. επαναλαμβάνει ότι πράγματι έδινε 7000 έως 8000 ευρώ για τον εκτελωνισμό και την μεταφορά κάθε Κοντεινερ, συμπεριλαμβανομένων ωστόσο των δασμών φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων και της αμοιβής Και είναι άξιο απορίας: Ποιο είναι το όφελος μου από την συγκεκριμένη πράξη λαθρεμπορίας; Ποια είναι η ένδειξη ότι είχε ο αιτών δόλο τη στιγμή που αποδεικνύεται: 1. και ότι πλαστογραφήθηκε η υπογραφή του 2. και ότι ο εκτελωνιστής της Βέροιας Τ. που πραγματοποίησε τον εκτελωνισμό δεν τον γνώριζε αλλά και ούτε ήρθε ποτέ σε επαφή μαζί του. 3. Και ότι κατέβαλε στον εκτελωνιστή το σύνολο του ποσού που απαιτούνταν για τον εκτελωνισμό των εμπορευμάτων βάσει της πραγματικής αξίας αυτών. 4. και πριν την έναρξη της συνεργασίας με τον εκτελωνιστή Ζ. δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα και καμία εμπλοκή κατά την συνεργασία του αιτούντος με άλλους εκτελωνιστές. Είναι τέλος χαρακτηριστικό (σελ. 117 της πορισματικής) αναφορικά με την ευθύνη του Ζ. ότι "...το φορτίο παραλήφθηκε από το λιμάνι (ΟΛΘ-ΣΕΜΠΟ) με σκοπό τη διαμετακόμιση με απλοποιημένη διαδικασία (μη προσκόμιση στο τελωνείο) από τον εγκ. Αποστολέα Ζ. (κύριος υπόχρεος) ο οποίος συνέταξε το Τ1 αριθμό 1340/27 -06-07 με αναγραφόμενη ως παραλήπτρια την επ. ΝΕΔΕΜ και όχι την Υ. Χ. Μ. σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσης της προαναφερόμενης διατακτικής (3-7-2007) και των επ' αυτής διενεργηθέντων πράξεις μεταβίβασης (4-7-2007). ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Στην συγκεκριμένη υπόθεση, όπως αναλυτικά εκτέθηκε και στο ιστορικό μέρος, κεντρικό ρόλο είχε ο Γ. Ζ. ο οποίος κατόρθωνε να πραγματοποιεί τις συγκεκριμένες πράξεις λαθρεμπορίας σε συνεργασία με τις εταιρίες "Φαντάσματα" στις οποίες, όπως αποδείχθηκε, συμμετείχε ενεργά. Αντίθετα ο δόλος του αιτούντος δεν είναι και τόσο αυταπόδεικτος καθώς από την πορισματική αναφορά προκύπτει και ότι οι οπισθογραφήσεις για την εικονική εκχώρηση του εισαγωγικού δικαιώματος γινόταν με πλαστογραφημένες υπογραφές και ότι στην ουσία ο αιτών δεν είχε κανένα όφελος για την τέλεση της λαθρεμπορίας λαμβανομένου υπόψη ότι για κάθε κοντέινερ κατέβαλε στον εκτελωνιστή το ποσό που αντιστοιχούσε στον εκτελωνισμό των εμπορευμάτων με βάση την πραγματική αξία τους. Σημειωτέον δε ότι εξ αργής με ειλικρίνεια, ευθύς μόλις αντιλήφθηκε την τελεσθείσα λαθρεμπορία, όχι μόνο δεν προσπάθησε να αποκρύψει την αλήθεια, αλλά αντίθετα συνεργάσθηκε με τις αργές, χωρίς να προσπαθεί να καλύψει επουδενί τις ανωτέρω παράνομες πράξεις". Το Τριμελές Εφετείο, δέχθηκε τον ισχυρισμό αυτό, όσον αφορά την ελαφρυντική περίσταση του εδαφ. δ', της ειλικρινούς μεταμέλειας, ενώ απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό για τις λοιπές δύο ελαφρυντικές περιστάσεις εδαφ. α' και ε', με την αιτιολογία που αναφέρεται στο τέλος του προπαρατεθέντος αιτιολογικού. Η αιτιολογία αυτή είναι συνοπτική και ανεπαρκής και ειδικότερα, α) όσον αφορά την αιτηθείσα ελαφρυντική περίσταση του εδαφ. α', απορρίπτει σιγή και ουδόλως απαντά στα επικληθέντα από τον Κινέζο κατηγορούμενο αρκετά πραγματικά περιστατικά έντιμης διαβίωσης στην Ελλάδα προ της αξιόποινης πράξης από το 1993 μέχρι σήμερα και β) όσον αφορά την αιτηθείσα ελαφρυντική περίσταση του εδαφ. ε', καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, η μόνη αιτιολογία απόρριψης, ότι "δεν αποδείχθηκε ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ήτοι δεν αποδείχθηκε ότι βοήθησε τις αρμόδιες αρχές στην εξάρθρωση του κυκλώματος λαθρεμπορίας του Ζ.", δεν είναι η απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού ουδόλως απαντά στα επικληθέντα ως παραπάνω πραγματικά περιστατικά καλής συμπεριφοράς. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, σχετικός λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως, κύριος και πρόσθετος, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος για την αναγνώριση των ως άνω δύο ελαφρυντικών περιστάσεων, είναι βάσιμος. 4. Από τις διατάξεις του άρθρου 107 παρ.1 και 2 εδ. β' του Ν. 1165/1918 για τον "Τελωνειακό Κώδικα", όπως η παρ.2 εδ. β' είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 32 εδ. α του Ν. 1731/1987 "κατά πάσα περίπτωση λαθρεμπορίας, τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο αυτής δημεύονται ... και αν για οιονδήποτε λόγο ήθελε καταστεί αδύνατη η δήμευση, επιβάλλεται στον ένοχο χρηματική ποινή, ίση με την αξία cif προσαυξημένη με τις δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις που αναλογούν στα αντικείμενα της λαθρεμπορίας που δημεύθηκαν". Κατά τις διατάξεις του άρθρου 160 παρ.1 και 2 του Ν. 2960/2001 για τον "Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα", που ισχύει κατά το άρθρο 185 αυτού από 1.1.2002, "σε κάθε περίπτωση λαθρεμπορίας, τα εμπορεύματα που αποτελούν το αντικείμενο αυτής, δημεύονται ... . Εάν για οποιονδήποτε λόγο, ήθελε καταστεί αδύνατη η δήμευση των (κατά το παρόν άρθρο), αντικειμένων της λαθρεμπορίας επιβάλλεται στον ένοχο χρηματική ποινή, ίση με την αξία cif αυτών, επιπροσθέτως πάσης άλλης ποινής επιβαλλόμενης κατά τον παρόντα Κώδικα". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα για την πράξη της λαθρεμπορίας ποινή φυλακίσεως 6 μηνών και χρηματική ποινή 71.024,22 ευρώ, της αξίας cif των εισαχθέντων εμπορευμάτων αυτών, χωρίς όμως να γίνεται μνεία ή να βεβαιώνεται στην αιτιολογία, όπως θα έπρεπε κατά τα προεκτεθέντα, ότι δεν δημεύθηκαν ή ότι δεν κατέστη δυνατόν να δημευθούν τα εισαχθέντα εμπορεύματα που ήσαν αντικείμενο της λαθρεμπορίας και ότι για το λόγο αυτό επιβάλλεται χρηματική ποινή. Επιπλέον δεν αναφέρεται καθόλου πώς προέκυψε το ύψος της επιβληθείσας χρηματικής αυτής ποινής και ειδικότερα αν στο ποσό των 71.024,22 ευρώ, που αόριστα στο διατακτικό αναφέρει ότι αντιστοιχεί στην αξία cif των εμπορευμάτων αυτών, περιλαμβάνονται και οι προσαυξήσεις και δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις, κατά παράβαση των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του άρθρου 160 παρ.1 του Ν. 2960/2001. Έτσι η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που επέβαλε την χρηματική ποινή των 71.024,22 ευρώ, στερείται, σύμφωνα με τα πιο πάνω, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, κατά τις βάσιμες περί τούτου αιτιάσεις που περιέχονται, στον συναφή τέταρτο λόγο αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει, μόνο κατά το μέρος της που επέβαλε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ποινή φυλακίσεως και τη σωρευτική χρηματική ποινή του ποσού των 71.024,22 ευρώ για την πράξη της λαθρεμπορίας κατ' εξακολούθηση και να παραπεμφθεί κατά το αναιρούμενο αυτό μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν την υπόθεση (άρθρο 519 ΚΠΔ) και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης μετά των προσθέτων λόγων αυτής, ως αβάσιμη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει τη με αριθμ. 1250/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης κατά τις διατάξεις της που επέβαλε στον αναιρεσείοντα H. M. Y. του ZAO ΜΟ, την αναφερόμενη στο σκεπτικό ποινή φυλακίσεως και τη χρηματική ποινή για την πράξη της λαθρεμπορίας κατ' εξακολούθηση. Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το άνω μέρος που αναιρέθηκε, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που την δίκασαν προηγουμένως. Απορρίπτει κατά τα λοιπά την από 27.11.2014 αίτηση αναίρεσης, μετά των προσθέτων από 2-3-2015 λόγων αυτής, του H. M. Y. του Z. M., κατά της αυτής πιο πάνω απόφασης. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λαθρεμπορία διάφορων Κινέζικων εμπορευμάτων κατ'εξακολούθηση - 155, 157 Ν. 2960/2001. 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσ. ποινικής διάταξης. 2. Βάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης αναιτιολόγητης απόρριψης αιτηθεισών ελαφρυντικών περιστάσεων άρθρου 84 παρ.2 εδ. α' και ε' ΠΚ, και για αναιτιολόγητη επιβολή χρηματικής ποινής. 3. Βάσιμος ο λόγος αναίρεσης αναιτιολόγητης επιβολής χρηματικής ποινής επί λαθρεμπορίας.
Λαθρεμπορία
Λαθρεμπορία.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 395/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 56/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Γ. Σ. (G. S.) του S., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Μιχαήλ Καραγιάννη, περί αναιρέσεως της 9609/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1 Δεκεμβρίου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1234/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια, από την κατοχή άλλου, ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Κινητό δε πράγμα είναι εκείνο που, κατά την κοινή αντίληψη, μπορεί να μετακινηθεί, ανεξαρτήτως από την έννοια που του προσδίδεται από τις διατάξεις του ΑΚ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 385 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις του άρθρου 380, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή με απειλή σε πράξη παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου, τιμωρείται: α) σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 380, παρ. 1 και 2, αν η πράξη τελέστηκε με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής, β) αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε βία ή απειλή βλάβης της επιχείρησης, του επαγγέλματος, του λειτουργήματός του, ή άλλης δραστηριότητος που ασκεί ο εξαναγκαζόμενος ή άλλος ή προσφέρθηκε να παρέχει ή παρέχει προστασία για την αποτροπή πρόκλησης τέτοιας βλάβης από τρίτον, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Αν τις παραπάνω πράξεις τέλεσε πρόσωπο που διαπράττει τέτοιες πράξεις, κατά συνήθεια ή κατ' επάγγελμα, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, γ) σε κάθε άλλη περίπτωση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβιάσεως σε βαθμό πλημμελήματος απαιτούνται α) ο εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία αυτού που εξαναγκάζεται ή κάποιου άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με βία ή απειλή ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της αποφάσεως του εξαναγκαζόμενου και γ) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή κάποιος άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Τέτοιος σκοπός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαιτήσεως, δηλαδή δεν στηρίζεται σε κάποια νόμιμη αξίωση αυτού κατά του παθόντος ή όταν η πράξη ή παράλειψη αυτού που εξαναγκάζεται δεν αποτελεί έκφραση του παρεχόμενου από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 361 ΑΚ στο πρόσωπο δικαιώματος της βουλήσεώς του και της ελευθερίας στις συναλλαγές. Ο εξαναγκασμός ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβιάσεως έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο και ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διαθέσεως με σκοπό να καμφθεί η θέληση του εξαναγκαζομένου και να οδηγηθεί, είτε ο ίδιος είτε άλλος, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η απειλούμενη σε βάρος του εξαναγκαζομένου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, εφόσον εκβίαση συνιστά όχι αυτή καθεαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή ασκήσεώς τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 Π.Κ., δηλαδή την κάμψη της θελήσεως του εξαναγκαζομένου, ώστε δι' αυτής να αχθεί ή ο ίδιος ή άλλος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η απειλή μπορεί να είναι ρητή και άμεση, να έχει διατυπωθεί προφορικώς ή εγγράφως ή και εμμέσως, να έχει μεταβιβαστεί και με άλλον ή ακόμη και να είναι σιωπηρή, όταν συνάγεται από τον τρόπο εκδηλώσεως και συμπεριφοράς του δράστη, είναι δε αδιάφορο αν αυτός που διατύπωσε την απειλή ήταν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσει ή αν ήταν πραγματοποιήσιμη ή όχι, αρκεί ότι δια της απειλής εξαναγκάστηκε σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή εκείνος κατά του οποίου στράφηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση η απειλή, ενώ η πράξη, παράλειψη ή ανοχή μπορεί να απορρέει είτε από τον ίδιο τον εξαναγκαζόμενο είτε από άλλον, στη βούληση του οποίου ο εξαναγκαζόμενος υπό το κράτος της απειλής επενέργησε. Το έγκλημα αυτό είναι δεκτικό απόπειρας, για την ύπαρξη της οποίας απαιτείται, κατά το άρθρο 42 παρ. 1 του Π.Κ., να επιχειρήσει ο δράστης πράξη, η οποία περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως αυτού, δηλαδή να προβεί σε ενέργεια, η οποία αποτελεί μέρος της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και οδηγεί κατ' ευθείαν στην πραγμάτωσή του ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται σαν τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο. Επομένως, αν η απειλή αυτή δεν προκάλεσε στον απειλούμενο φόβο και αυτός δεν ενέδωσε, προβαίνοντας, εξαναγκαζόμενος, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ή δεν επέφερε σ' αυτόν περιουσιακή ζημία, το έγκλημα της εκβιάσεως δεν είναι τελεσμένο και η βία ή η απειλή που ασκήθηκε συνιστούν απόπειρα εκβιάσεως, κατά το άρθρο 42 παρ. 1του Π.Κ., εφόσον περιέχουν τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, επελεύσεως, δηλαδή, ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εντεύθεν και δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 9609/2013 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κλοπής και απόπειρας εκβιάσεως σε βάρος του Δ. Τ. και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε (15) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι: Ο μηνυτής και ο κατ/νος ίδρυσαν στις 13-12-05 την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία AL-GRE-TRANS, σύμφωνα με το Αλβανικό δίκαιο η οποία καταχωρίσθηκε στο εμπορικό μητρώο του Υπουργείου Οικονομίας Αλβανίας με την 34549/2005 απόφαση του Δικαστηρίου των Τιράνων στις 15-12-2005. Συνεταίροι ήσαν ο μηνυτής και ο κατ/νος με ποσοστό 50% ο καθένας και διαχειριστής αυτής ορίσθηκε ο κατ/νος. Σκοπός της εταιρείας ήταν η εκμετάλλευση του υπό στοιχ. κυκλ. ... ΔΧ λεωφορείου το οποίο εκτελούσε δρομολόγια από την Ελλάδα προς την Αλβανία και αντιστρόφως. Το λεωφορείο, αρχικώς, οδηγούσε ο κατ/νος αλλά το φθινόπωρο του έτους 2006 οι συνεταίροι διαφώνησαν ως προς την εκμετάλλευση του λεωφορείου και ειδικότερα το μερίδιο καθενός στα κέρδη και τις δαπάνες του, ο κατηγορούμενος απεχώρησε από την συνεκμετάλλευση του λεωφορείου και έπαψε να το οδηγεί καταγγέλλοντας με τον τρόπο αυτό την μεταξύ των συνεταίρων εταιρία. Επίσης ο κατ/νος με το από 3-10-2006 έγγραφο του προς την Γενική Δ/νση εσόδων και φόρων της Αλβανίας, ζήτησε, υπό την ιδιότητα του διαχειριστή της ως άνω εταιρίας, να τον βοηθήσει η φορολογική αστυνομία προκειμένου να αφαιρεθεί η άδεια κυκλοφορίας του λεωφορείου διότι το χρησιμοποιούσε παράνομα ο μηνυτής ο οποίος διέπραττε φορολογικές και άλλες παραβάσεις, συνομολογώντας με τον τρόπο αυτό ότι δεν είχε πλέον την συνεκμετάλλευση του οχήματος. Ακολούθως ο κατ/νος και ενώ αποκλειστικός κάτοχος του αυτοκινήτου ήταν ο μηνυτής, στις 21-2-07 το αφαίρεσε από την κατοχή του από το σημείο όπου ήταν σταθμευμένο στον Κολωνό Αθηνών επί των οδών Μοναστηριού και Δράκωνος και το μετέφερε στην Αλβανία εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό την θέλησή του να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Ακολούθως κατά το χρονικό διάστημα από 21-2-2007 έως 13-2-2007 τηλεφώνησε στον μηνυτή από τα Ιωάννινα όπου βρισκόταν και τον απείλησε ότι δεν θα του επιστρέφει το όχημα αν δεν του καταβάλει χρηματικό ποσό το ύψος του οποίου δεν προσδιόρισε, αλλά ο μηνυτής δεν ενέδωσε στις πιέσεις του και υπέβαλε μήνυση εναντίον του ... . Ο κατ/νος συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος όπως κατηγορείται για τις πράξεις που του αποδόθηκαν". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της κλοπής και της απόπειρας εκβιάσεως, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 372 παρ. 1 α και 385 παρ. 1 γ του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Το Τριμελές Εφετείο επαρκώς αιτιολογεί ότι ο αναιρεσείων δεν είχε νόμιμο δικαίωμα επί του λεωφορείου, με την παραδοχή ότι αυτός από το φθινόπωρο του 2006 αποχώρησε από τη συνεκμετάλλευση του λεωφορείου και έπαυσε να το οδηγεί, καταγγέλλοντας, με αυτόν τον τρόπο, την μεταξύ αυτού και του μηνυτή εταιρία, με το να υποβάλει δε προς την Γενική Διεύθυνση Εσόδων και Φόρων της Αλβανίας το από 3-10-2006 έγγραφο, είχε συνομολογήσει ότι δεν είχε την συνεκμετάλλευση του λεωφορείου και αποκλειστικός κάτοχος αυτού ήταν ο μηνυτής. Με δεδομένη, δηλαδή, την καταγγελία της εταιρίας από μέρους του κατηγορουμένου, έπαυσε και η από τον τελευταίο διαχείριση αυτής, εντεύθεν δε και η συνεκμετάλλευση του λεωφορείου, ασχέτως αν αυτός υπέβαλε το ως άνω έγγραφο, ισχυριζόμενος ότι ήταν διαχειριστής της εταιρίας. β) Αιτιολογείται και ο σκοπός παράνομης ιδιοποιήσεως με την παραδοχή ότι ο αναιρεσείων αφαίρεσε το λεωφορείο από την κατοχή του μηνυτή, από το σημείο όπου ήταν σταθμευμένο στον Κολωνό Αθηνών, και το μετέφερε στην Αλβανία. γ) Σαφώς διευκρινίζεται η ιδιότητα του αναιρεσείοντος στην εταιρία, που είχε συστήσει με το μηνυτή, με την παραδοχή ότι κατήγγειλε αυτός την εταιρία και αποχώρησε από τη συνεκμετάλλευση του λεωφορείου. Δέχθηκε, δηλαδή, το Δικαστήριο ότι, μετά την καταγγελία, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος δεν είχε, πλέον, τη διαχείριση και εκπροσώπηση αυτής. δ) Επαρκώς αιτιολογείται και η απόπειρα εκβιάσεως με την παραδοχή ότι ο αναιρεσείων, απείλησε, τηλεφωνικώς, το μηνυτή ότι δεν θα του επέστρεφε το λεωφορείο, εάν αυτός δεν του κατέβαλε χρηματικό ποσό, πλην ο τελευταίος δεν ενέδωσε, αλλά υπέβαλε μήνυση εναντίον του, δεν ήταν δε αναγκαίο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να διευκρινίζεται το αποδεικτικό μέσο, από το οποίο προκύπτει η παραδοχή αυτή. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος, υπό στοιχ. Αi και iii και B, και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 372 του ΠΚ, είναι αβάσιμοι. Οι, περιεχόμενες στον πρώτο λόγο, αιτιάσεις για εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων (εγγράφων, καταθέσεως του μοναδικού μάρτυρα και μηνυτή Δ. Τ.) είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 31 του ΠΚ, "η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή είναι συγγνωστή". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι νομική πλάνη υπάρχει όταν ο δράστης γνωρίζει μεν τι πράττει, αλλά είτε αγνοεί ότι η πράξη του είναι κατ' αρχήν άδικη, είτε πιστεύει πεπλανημένως ότι δικαιούται να προβεί σε αυτήν και η πλάνη συνίσταται σε εσφαλμένη αντίληψη κανόνα δικαίου και υπό τα ειδικώς αναφερόμενα περιστατικά συντρέχει περίπτωση που αποκλείει το αξιόποινο. Επιβάλλεται, όμως, να είναι συγγνωστή η πλάνη για μη καταλογισμό του αξιόποινου, με την έννοια ότι οποιαδήποτε επιμέλεια και αν κατέβαλε ο αυτουργός κάτω από τις in concreto συνθήκες και περιστάσεις που βρισκόταν, ενόψει και της ηλικίας του, των πνευματικών και επαγγελματικών του ικανοτήτων και των προσπαθειών ακόμη που έκαμε για να ενημερωθεί περί του πράγματος από άλλους ειδήμονες, δεν μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της πράξεως (ΟλΑΠ 1179/1986). Περαιτέρω, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος ισχυρισμός είναι και αυτός περί συγγνωστής νομικής πλάνης, αφού η παραδοχή του οδηγεί στον μη καταλογισμό της πράξεως στο δράστη και, κατά συνέπεια, στην απαλλαγή του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο συνήγορος του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, "ανέπτυξε προφορικά τον αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί νομικής πλάνης". Όπως, όμως, προβλήθηκε ο ισχυρισμός αυτός, ήταν αόριστος, αφού ο αναιρεσείων, εκπροσωπούμενος από το συνήγορό του, δεν ανέφερε τις ειδικές περιστάσεις και τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία του δημιούργησαν την πεπλανημένη εντύπωση ότι είχε δικαίωμα να τελέσει τις πράξεις, με ειδική αναφορά ότι, υπό τις συνθήκες που ενήργησε, ενόψει και της ηλικίας του, των πνευματικών και επαγγελματικών του ικανοτήτων, η πλάνη του ήταν συγγνωστή γιατί δεν μπορούσε να διαγνώσει το άδικο των πράξεών του. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού κρίση του. Παρά ταύτα, ως εκ περισσού, στο σκεπτικό του παραθέτει, ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού αυτού, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και, συγκεκριμένα, ότι "ο ισχυρισμός του κατ/νου ότι στο πρόσωπο του συνέτρεχε νομική πλάνη είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι από τα ως άνω αποδειχθέντα γεγονότα προκύπτει ότι αυτός είχε πλήρη συνείδηση του αδίκου χαρακτήρα των πράξεών του και επέδειξε περιφρόνηση στις προσταγές του Δικαίου". Επομένως, ο από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ, πρώτος, κατά το στοιχ. Αii, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού, είναι αβάσιμος. Η, περιεχόμενη στο λόγο αυτό, αιτίαση για εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων (εγγράφων που αναγνώσθηκαν με αύξ. αριθ. 5 και 6, ήτοι του από 14.12.2006 φωτοαντιγράφου σε μετάφραση εγγράφου από τα Τίρανα με αρ. 9911/3.10.2006 απάντηση σε αίτηση για άρση άδειας κυκλοφορίας και του από 14.12.2006 φωτοαντιγράφου σε μετάφραση εγγράφου από τα Τίρανα με αρ. 25/3/25.10.2006 με θέμα ακινητοποίηση του λεωφορείου) είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττει την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, ανεξαρτήτως του ότι η αοριστία του ως άνω ισχυρισμού, ο οποίος δεν προκύπτει από τα πρακτικά ότι υποβλήθηκε στο Δικαστήριο και εγγράφως, δεν μπορεί να θεραπευθεί με την παραπομπή σε έγγραφα. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 1 Δεκεμβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 7933/2014) αίτηση (δήλωση) του Γ. Σ. (G. S.) του S., για αναίρεση της 9609/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για κλοπή και απόπειρα εκβιάσεως. Στοιχεία εγκλημάτων. Η αιτιολογία πρέπει να επεκτείνεται και επί των αυτοτελών ισχυρισμών, εφόσον αυτοί είναι ορισμένοι. Ο αυτοτελής ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης τι πρέπει να περιέχει για να είναι ορισμένος. Αιτιολογημένη απόρριψη ισχυρισμού περί συγγνωστής νομικής πλάνης, ο οποίος, πάντως, είχε προβληθεί αορίστως. Απόρριψη αιτήσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Απόπειρα, Κλοπή, Εκβίαση, Πλάνη νομική.
0
Αριθμός 394/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Μαρία Βασιλάκη (σύμφωνα με την υπ'αριθμό 56/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Θ. Σ. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεοχάρη Δαλακούρα, για αναίρεση της υπ'αριθ.198/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρούπολης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρούπολης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Οκτωβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1040/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτούνται α) ξένο ολικά ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται κατά το αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, είτε κατόπιν συμβατικής σχέσεως είτε εξ αιτίας άλλων τυχαίων περιστατικών και να ήταν κατά το χρόνο της πράξεως στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παρανόμως, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν από το νόμο και δ) δόλια προαίρεση του δράστη, που περιλαμβάνει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση αποδόσεώς του στον ιδιοκτήτη. Το έγκλημα αυτό θεωρείται τετελεσμένο αφότου ο δράστης επεχείρησε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη οφειλομένης ενεργείας, με την οποία εξωτερίκευσε τη θέλησή του να ιδιοποιηθεί το ξένο πράγμα παρανόμως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται εκ τούτου ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ακόμη, έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας υπάρχει και όταν από τη στάθμιση του όλου περιεχομένου του αιτιολογικού της απόφασης δεν συνάγεται με τρόπο αναμφισβήτητο ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα. Η αιτιολογία καταδικαστικής αποφάσεως δεν δύναται να είναι επιλεκτική, να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα, που εισφέρθηκαν σ' αυτή, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν είναι μια τέτοια αιτιολογία ειδική και εμπεριστατωμένη. Έτσι, για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως, δεν αρκεί η τυπική ρηματική αναφορά των κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, αλλά πρέπει να συνάγεται βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά από αυτά κατ' επιλογή. Η υποχρέωση για συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠΔ. Βεβαίως, το αποτέλεσμα του συσχετισμού, της συνεκτίμησης, της συγκριτικής στάθμισης και της συναξιολόγησης των αποδεικτικών μέσων, δηλαδή από ποίο αποδεικτικό μέσο πείσθηκε τελικά το δικαστήριο, δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Πλην όμως, πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται, γιατί πείστηκε από το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και όχι από άλλο αντίθετο ή διαφορετικό. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθ. 198/2014 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αλεξανδρουπόλεως, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετ'αναίρεση προηγούμενης αποφάσεώς του για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο αστυνομικό υπάλληλο υπεξαιρέσεως ενός κινητού Η/Υ τύπου TABLET σε βάρος του κρατουμένου αλλοδαπού N. J., αναγνωρίζοντάς του την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στις 15-11-2011 και περί ώρα 09.30'συνελήφθησαν στην Αλεξανδρούπολη, από αστυνομικούς υπαλλήλους της ομάδας ΔΙΑΣ της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αλεξανδρούπολης, οι Ιρανοί υπήκοοι K. A. και J. Ν., διότι κατά τον γενόμενο αστυνομικό έλεγχο διαπιστώθηκε ότι είχαν εισέλθει παράνομα στη χώρα, στερούμενοι άδειας εισόδου και ταξιδιωτικών εγγράφων. Οι συλληφθέντες οδηγήθηκαν στο Α.Τ. Αλεξανδρούπολης και εν συνεχεία παραδόθηκαν στους αστυνομικούς του Τ.Σ.Φ. Φερών, οι οποίοι τους οδήγησαν περί ώρα 20.15'της ίδιας ημέρας για φύλαξη στο κέντρο υποδοχής λαθρομεταναστών στον Πόρο Φερών Έβρου. Στο κέντρο αυτό, από ώρα 14.00' μέχρι 22.00' της αυτής ημέρας (15-11-2011) είχε διατεταγμένη υπηρεσία σκοπού κρατητηρίων ο αστυνομικός Θ. Σ. (κατηγορούμενος). Κατά την παραμονή των αλλοδαπών και επειδή δημιουργούνταν οχλαγωγία στον χώρο φύλαξης, όπου βρίσκονταν ήδη άλλοι 28 αλλοδαποί, ο κατηγορούμενος ζήτησε από τον J. Ν., επειδή αυτός γνώριζε την αγγλική γλώσσα και μπορούσε να συνεννοηθεί με τους υπόλοιπους αλλοδαπούς, να περισυλλέξει τα κινητά τηλέφωνα αυτών και να του τα παραδώσει στο γραφείο υπηρεσίας, χωρίς όμως να συντάξει, ως όφειλε, έκθεση κατασχέσεως των κινητών ή έστω κάποιο έγγραφο που να αποδεικνύει ότι τα αφαιρεί για φύλαξη. Πράγματι, ο J. Ν. συγκέντρωσε σε μία σακούλα τέσσερα κινητά τηλέφωνα, ιδιοκτησίας άλλων προσώπων, και ένα φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή αφής (tablet), ιδιοκτησίας του, και τα παρέδωσε στον κατηγορούμενο. Η υπηρεσία του τελευταίου έληξε στις 22.00'της Ίδιας ημέρας, οπότε και αποχώρησε από το κέντρο υποδοχής λαθρομεταναστών με προορισμό την οικία του, παίρνοντας μαζί του τον Η/Υ (tablet) του προαναφερθέντος αλλοδαπού, τον οποίο και ιδιοποιήθηκε παράνομα. Την επόμενη ημέρα (16-11-2011) ο J. Ν. ζήτησε από τους αστυνομικούς υπηρεσίας, μεταξύ των οποίων και τον Ι. Ν., που είχε υπηρεσία κατά τις ώρες 07.30'έως 15.00', να του αποδώσουν το tablet που αυτός είχε παραδώσει στον κατηγορούμενο το προηγούμενο βράδυ, πλην όμως οι αστυνομικοί δήλωσαν άγνοια του γεγονότος και κατόπιν έρευνας στα γραφεία βρήκαν τη σακούλα με τα τέσσερα κινητά τηλέφωνα που είχαν παραδοθεί το προηγούμενο βράδυ στον κατηγορούμενο, πλην όμως, δεν βρήκαν τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του J. Ν.. Ο διοικητής του κέντρου υποδοχής, που ενημερώθηκε σχετικά στο μεταξύ, ειδοποίησε τον κατηγορούμενο να μεταβεί στο κέντρο, μόλις δε έφτασε ο τελευταίος, τον αναγνώρισε ο J. Ν. και τον κατονόμασε ρητά ως το πρόσωπο που του υπεξαίρεσε τον υπολογιστή, ενώ στη συνέχεια, κατήγγειλε το γεγονός στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αλεξανδρούπολης, ήτοι ότι ο κατηγορούμενος ιδιοποιήθηκε παράνομα το προαναφερθέν κινητό πράγμα. Ακολούθησε έρευνα από αστυνομικούς που ανέλαβαν υπηρεσία στο κέντρο υποδοχής, από ώρα 14.00'της 16ης-11-2011, μεταξύ των οποίων και από τον Γ. Γ., οι οποίοι, παρά την έρευνα που διενήργησαν στους χώρους του κέντρου, δεν βρήκαν τον Η/Υ (tablet) του J. Ν.. Ακολούθως, την ίδια ημέρα, ο κατηγορούμενος εκλήθη να καταθέσει στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αλεξανδρούπολης, από τον αστυνομικό Α. Δ., ο οποίος τον κάλεσε τηλεφωνικώς 6-7 φορές, από ώρα 20:10' έως 21:10', για να προσέλθει στην υπηρεσία και να δώσει κατάθεση, πλην όμως ο κατηγορούμενος του απαντούσε συνεχώς ότι έψαχνε να βρει θέση στάθμευσης για το αυτοκίνητο του, ενώ στην πραγματικότητα, γνωρίζοντας ήδη τα σε βάρος του καταγγελλόμενα και προκειμένου να αποσείσει την ευθύνη, είχε μεταβεί στο κέντρο υποδοχής (που απέχει μισή ώρα περίπου από την Αλεξανδρούπολη) και είχε τοποθετήσει τον Η/Υ (tablet) πλησίον των χημικών τουαλετών του χώρου, στη συνέχεια δε, αφού επέστρεψε στην Αλεξανδρούπολη, αρχικώς τηλεφώνησε στον συνάδελφο του Φ. Γ., που είχε υπηρεσία, και τον παρότρυνε να ερευνήσει τον ευρύτερο χώρο υποδοχής για την ανεύρεση του αντικειμένου, ούτως ώστε να βρεθεί αυτό και να απαλλαγεί ο ίδιος των κατηγοριών, και ακολούθως, γύρω στις 21.40', μετέβη στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αλεξανδρούπολης. Κατά την ώρα που κατέθετε, του τηλεφώνησε στο κινητό τηλέφωνο ο Γ. και τον ενημέρωσε ότι βρέθηκε το tablet πλησίον των χημικών τουαλετών, μαζί με δύο κινητά τηλέφωνα και μία ξυριστική μηχανή. Αμέσως, ο αστυνομικός Α. Δ. μετέβη στο κέντρο υποδοχής και παρέδωσε εντός κυτίου, τα δυο κινητά, την ξυριστική μηχανή και το tablet, και όταν επέστρεψε στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Αλεξανδρούπολης, τα παρέδωσε στον αξιωματικό υπηρεσίας για να ακολουθήσει η διαδικασία δακτυλοσκόπησης. Κατά τη δακτυλοσκοπική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στη συνέχεια, βρέθηκε δακτυλικό αποτύπωμα του κατηγορουμένου στο tablet του J. Ν.. Ο κατηγορούμενος, απολογούμενος ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αρνήθηκε την αποδιδόμενη σε αυτόν πράξη, διατεινόμενος ότι ουδέποτε ο J. Ν. του παρέδωσε το tablet, ισχυρίσθηκε, μάλιστα, ότι δεν γνώριζε καν τι είναι tablet, ενώ, περαιτέρω, προσπάθησε να εξηγήσει την εύρεση του δακτυλικού αποτυπώματος του επί του αντικειμένου αυτού, διατεινόμενος ότι το είδε και το άγγιξε για πρώτη φορά μέσα στο γραφείο του αστυνομικού Α. Δ., όπου του το επέδειξε ο τελευταίος, πλην όμως, ο Δ., κατά την επ' ακροατηρίω κατάθεση του, επεσήμανε κατηγορηματικά ότι δεν επέδειξε κανένα αντικείμενο στον κατηγορούμενο, αλλά ότι τα παρέδωσε όλα (συμπεριλαμβανομένου και του tablet) κατευθείαν στον αξιωματικό υπηρεσίας για να ακολουθήσει η διαδικασία δακτυλοσκόπησης. Τέλος, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι τα όσα κατήγγειλε ο J. Ν. ήταν ψευδή, διότι ουδέποτε του παρέδωσε το tablet, αποσκοπούσαν δε στην αποτροπή της απέλασης του καθόσον πίστευε ότι αν καταγγείλει κλοπή ή άλλο αδίκημα σε βάρος του θα καθυστερήσει την επαναπροώθηση στη χώρα του, διαψεύδονται από το προαναφερθέν αποτέλεσμα της δακτυλοσκοπικής έρευνας. Με βάση όλα τα ανωτέρω, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία στο Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται και, συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Με αυτά που δέχθηκε, το δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 198/2014 απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 του ΠΚ, την οποία παραβίασε εκ πλαγίου, στερώντας την απόφασή του και νόμιμης βάσης και καθιστώντας ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή όχι εφαρμογή της. Ειδικότερα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στο παραπάνω αιτιολογικό του: α) δεν εξηγεί γιατί και πως ο κατηγορούμενος αστυνομικός κατά τον χρόνο που επρόκειτο να δώσει κατάθεση "20.10' έως 21.10'" της 16-11-2011 μετέβη στον χώρο υποδοχής λαθρομεταναστών και τοποθέτησε τον αφαιρεθέντα φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή σε κρύπτη πλησίον στις χημικές τουαλέτες, ενώ ήδη μετά την καταγγελία του J. Ν. πραγματοποιούνταν έρευνες στον ίδιο χώρο από την 14.00'ώρα. β)δεν εξηγεί αν είχε ερευνηθεί προηγουμένως και ο συγκεκριμένος χώρος, όπου τελικά βρέθηκε ο υπολογιστής, ούτε και τον τρόπο και τις συνθήκες εισόδου του αναιρεσείοντα στον ως άνω χώρο κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα. γ)δεν αιτιολογεί τον δόλο του αναιρεσείοντα αστυνομικού να ιδιοποιηθεί τον ηλεκτρονικό υπολογιστή τύπου TABLET, αφού δέχεται ότι, η ανεύρεση του υπολογιστή οφείλεται σε πρόσθετη έρευνα που προκλήθηκε μετά από τηλεφωνική παρότρυνση του ίδιου του αναιρεσείοντα στον συνάδελφό του αστυνομικό να ερευνήσει και τον ανωτέρω προαύλιο χώρο του Κέντρου Υποδοχής. δ)ενώ η προσβαλλόμένη απόφαση δέχθηκε ότι δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο του αναιρεσείοντα το στοιχείο της οριστικής αποστέρησης του TABLET από τον αλλοδαπό ιδιοκτήμονα J. Ν. αναφέροντας στο αιτιολογικό "ενώ στην πραγματικότητα, γνωρίζοντας ήδη τα σε βάρος του καταγγελλόμενα και προκειμένου να αποσείσει την ευθύνη, είχε μεταβεί στο κέντρο υποδοχής.... και είχε τοποθετήσει τον Η/Υ πλησίον των χημικών τουαλετών του χώρου .....αρχικώς τηλεφώνησε στον συνάδελφο του Φ. Γ. .... του τηλεφώνησε στο κινητό τηλέφωνο ο Γ. και τον ενημέρωσε ότι βρέθηκε το TABLET ....", κατέληξε στην κρίση ότι, ιδιοποιήθηκε ξένο ολικό κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του. ε)δεν εξηγεί γιατί η εύρεση δακτυλικού αποτυπώματος του κατηγορουμένου στο TABLET σημαίνει, άνευ ετέρου ελέγχου, ότι αυτός ιδιοποιήθηκε παρανόμως τούτο, αφού ο ίδιος στην απολογία του ισχυρίστηκε ότι ακούμπησε αυτό κατά την επίδειξή του μετά την ανεύρεση και ενώπιον του συναδέλφου του Λ. και Δ., οι οποίοι και δεν τον διαψεύδουν και στ)από τα πρακτικά και την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος προέβαλε στο δικαστήριο με την απολογία του τον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό ότι, όπως του εξήγησε ο παθών λαθρομετανάστης ο J. Ν. για να παραμείνει στην Ελλάδα έπρεπε να πει ή ότι τον έδειραν ή ότι τον βίασαν ή ότι του αφαίρεσαν κάτι. Ο ισχυρισμός αυτός ενισχύονταν, α)από την υπό χρονολογία 20-6-2013 μεταφρασμένη Υπεύθυνη Δήλωση του Ν. 1599/1986, του ίδιου του παθόντος J. Ν., που κατατέθηκε ως έγγραφο και αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, χωρίς να αμφισβητηθεί η γνησιότητά της, η οποία και αναφέρει "υπό τον φόβο λοιπόν της άμεσης απέλασής μου ισχυρίστηκα ψευδώς ότι ο κ. Σ. μου ζήτησε το tablet μου και ότι δεν το επέστρεψε ποτέ, ενώ εγώ ο ίδιος μετά το ως άνω επεισόδιο το απέκρυψα κάτω από τις χημικές τουαλέτες του φυλακίου του Πόρου" και β)από τις καταθέσεις των μαρτύρων αστυνομικών Φ. Γ. "Είχαμε ακούσει ότι ο κρατούμενος είχε παρενοχλήσει σεξουαλικά τον κατηγορούμενο και στο τέλος ο κατηγορούμενος τον απώθησε...." και του Ι. Ν. "Κατόπιν άκουσα ότι ο ίδιος ο φίλος και συμπατριώτης του Ιρανού, ανέφερε ότι συνήθιζε να λέει ψέματα". Πλην όμως, παρά την στην αρχή του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως υπάρχουσα ρηματική αναφορά στα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δίκασαν δικαστήριο, δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι προκειμένου αυτό να καταλήξει στο ανωτέρω καταδικαστικό αποδεικτικό πόρισμα συνεκτίμησε και αξιολόγησε, το παραπάνω έγγραφο και τις επί του ισχυρισμού αυτού καταθέσεις των προαναφερθέντων μαρτύρων, που κατά την άποψη του αναιρεσείοντος, ήσαν καταλυτικά της κατηγορίας αποδεικτικά στοιχεία τα οποία και ουδόλως αντικρούονται στο αιτιολογικό. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμοι και πρέπει, κατά παραδοχή τους, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την με αριθ. 198/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αλεξανδρουπόλεως. Και Παραπέμπει την κατά του Θ. Σ. του Σ. υπόθεση υπεξαιρέσεως για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση Τάμπλετ. Βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς ενοχή και για έλλειψη νόμιμης βάσης.
Υπεξαίρεση
Υπεξαίρεση.
0
Αριθμός 393/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Αγγελική Αλειφεροπούλου (σύμφωνα με την υπ'αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Ο. Π. - Κ. του Ν., κατοίκου ..., που παρέστη με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Αικατερίνη Πίντζου και Παύλο Κεσόγλου, για αναίρεση της υπ'αριθ.787/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 14 Ιουλίου 2014 αίτησή της αναιρέσεως μετά των από 5 Φεβρουαρίου 2015 προσθέτων λόγων, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 65/2015. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους της αναιρεσείουσας, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ'αυτής πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1.Κατά το άρθρο 15 του ΚΠΔ, όλα τα δικαστικά πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου είναι εξαιρετέα αν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου αυτού ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα, που μπορούν να δικαιολογήσουν δυσπιστία για την αμεροληψία τους. Η τυχόν συνδρομή μόνο της τελευταίας περιπτώσεως δεν αποτελεί λόγο κακής συνθέσεως του δικαστηρίου, όπως αποτελεί η συμμετοχή σε αυτό δικαστικών προσώπων, που στο πρόσωπό τους συντρέχει λόγος αποκλεισμού, κατά το άρθρο 14 του ΚΠΔ, από την άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά λόγο εξαιρέσεως του δικαστικού προσώπου που προκάλεσε ή προκαλεί υπόνοιες μεροληψίας. Ο λόγος αυτός όμως πρέπει να προταθεί, σύμφωνα με τα άρθρα 16 επ. ΚΠΔ, πριν αρχίσει η συζήτηση, και μόνο αν γίνει αυτός δεκτός και παρά ταύτα συμμετάσχει ο δικαστής στη σύνθεση του δικαστηρίου, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. α' του ΚΠΔ, που ιδρύει τον λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα. Η παραπάνω διάταξη του άρθρου 16, καθορίζει το χρόνο πρότασης της αίτησης εξαίρεσης, µε ποινή το απαράδεκτο αυτής, όταν γίνεται επίκληση όµως, ως λόγου, υπονοιών µεροληψίας, όχι δε και όταν γίνεται επίκληση ως λόγου εξαίρεσης κάποιου λόγου αποκλεισµού του άρθρου 14 ΚΠΔ, διότι οι τελευταίοι, ως κωλύµατα, προκαλούν απόλυτη ακυρότητα (άρ. 171 παρ. 1 α' ΚΠΔ) και λαµβάνονται υπόψη και αυτεπάγγελτα και άρα προτείνονται οποτεδήποτε σε κάθε στάση της διαδικασίας της δίκης και ενώπιον του Αρείου Πάγου. Ήτοι αυτεπάγγελτα λαµβάνεται υπόψη µόνο αν είναι συγχρόνως και λόγος αποκλεισµού. Με τη διάταξη του άρθρου 23 ΚΠΔ, για την προστασία του κύρους και της αξιοπιστίας της δικαιοσύνης και των λειτουργών αυτής, καθιερώνεται στους δικαστικούς λειτουργούς το καθήκον να δηλώνουν οι ίδιοι αµέσως και αν είναι δυνατόν πριν υποβληθεί κατ' αυτών αίτηση από τους διαδίκους, αποχή από τα καθήκοντά τους σε συγκεκριµένη υπόθεση, αν συντρέχει κάποιος λόγος αποκλεισµού ή εξαίρεσης, κατά τα άρθρα 14 και 15 , όπως και αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι ευπρεπείας. Λόγοι ευπρέπειας και ευθιξίας, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 14 παρ.1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και τα Πολιτικά Δικαιώματα, με την οποία καθιερώνεται "το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη", μπορεί να θεωρηθούν και εκείνοι που μπορεί να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των διαδίκων για το απολύτως αντικειμενικό, απροκατάληπτο και αδιάβλητο της κρίσεως τους. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η συμμετοχή ενός δικαστή στη σύνθεση πολιτικού δικαστηρίου επί αστικής διαφοράς δύο πολιτών, δε συνιστά λόγο αποκλεισμού συμμετοχής του στην επακολουθούσα συναφή ποινική δίκη των ιδίων διαδίκων, αλλά ενδεχομένως λόγο, που μπορεί ο δικάσας δικαστής, να υποβάλει δήλωση αποχής, για λόγους ευπρέπειας και ευθιξίας, ώστε να μην κλονιστεί η εμπιστοσύνη των δικαζομένων πολιτών για την ευθυκρισία και το αμερόληπτο, αφού με την έκδοση της πρώτης αποφάσεως, έχουν ήδη εκφράσει κάποια σχετική θέση επί της επίδικης διαφοράς, η οποία όμως και δεν ταυτίζεται πάντοτε ως προς τους όρους και τη διαδικασία. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η πλημμέλεια της κακής σύνθεσης του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη με αρ. 787/2014 απόφαση, δηλαδή του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, λόγω του ότι, συμμετέσχε σε αυτό, ως μέλος, ο Πρωτοδίκης Ηρακλής Μέτσκας, ο οποίος είχε συμμετάσχει στη σύνθεση του πολιτικού Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας και στην έκδοση της υπ' αριθμ. 84/2013 απόφασης, η οποία αφορούσε αγωγές της Μονοπρόσωπης ΕΠΕ "Καπνεμπορικές Επιχειρήσεις Μονοπρόσωπη ΕΠΕ", της Β. Κ. και της εταιρείας "ΠΑΓΟΠΟΙΕΙΟΝ ΚΑΙ ΨΥΓΕΙΟΝ ΚΑΒΑΛΑΣ ΑΕ" και της νυν κατηγορουμένης, κατά της εναγομένης και νυν εγκαλούσας εταιρείας "GENNET. . AE", με αντικείμενο την αναγνώριση ακυρότητας λόγω εικονικότητας επτά συμβάσεων πώλησης καπνών και ακυρότητας συναφών συμβάσεων εγγυήσεως και ανυπαρξίας αξίωσης και από την ένδικη τραπεζική επιταγή, που έγιναν δεκτές, πλην με παρεισύφρασες κρίσεις βλαπτικές για την εξέλιξη των ποινικών δικών και για την νυν κατηγορουμένη, αστική διαφορά απορρέουσα από το ίδιο βιοτικό συμβάν, και ως εκ τούτου συνέτρεχαν στο πρόσωπο του Πρωτοδίκη αυτού λόγοι που θάπρεπε να δηλώσει αποχή για διαφύλαξη της αμεροληψίας του, γι'αυτό και η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη υπέβαλε στο δικαστήριο δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και ανέφερε τα παραπάνω στο δικαστήριο και ότι έπρεπε ο άνω δικαστής να απόσχει από τη σύνθεση του ποινικού αυτού δικαστηρίου, ώστε να δικαστεί από αμερόληπτο δικαστήριο. Στο αιτητικό δε της καταχωρηθείσας ως παραπάνω δηλώσεως του συνηγόρου της κατηγορουμένης, που σημειωτέον υποβλήθηκε μετά την καταδίκη της κατηγορουμένης και την επιβολή σε αυτήν ποινής, (βλ. σελ. 87 πρακτικών), ζητείται απλώς η καταχώρηση της άνω δήλωσης στα πρακτικά και ουδόλως ζητείται η εξαίρεση του παραπάνω δικαστή, που θάπρεπε και να προβληθεί στην αρχή της συνεδρίασης προ της έναρξης της αποδεικτικής διαδικασίας, ο οποίος Πρωτοδίκης και στη συνέχεια, από τα πρακτικά προκύπτει ότι δεν προέβη σε καμία δήλωση αποχής. Ο λόγος όμως αυτός αναιρέσεως για κακή σύνθεση του δικαστηρίου και ότι δεν έτυχε η κατηγορουμένη δίκαιης δίκης από αμερόληπτους δικαστές, ο οποίος προβάλλεται από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, 6 της ΕΣΔΑ και 14 παρ.1 του ΔΣ/ΑΠΔ, είναι αβάσιμος, γιατί η συνδρομή ενός τέτοιου επικληθέντος στο ποινικό δικαστήριο γεγονότος, δηλαδή της συμμετοχής του παραπάνω ποινικού δικαστή στην σύνθεση του προδικάσαντος πολιτικού δικαστηρίου Καβάλας, που είχε επιληφθεί σχετικών τακτικών αγωγών των αντιδίκων από το ίδιο βιοτικό συμβάν, δεν αποτελεί λόγο κακής σύνθεσης του ποινικού δικαστηρίου που δίκασε, αφού κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, δεν υπάγεται στους λόγους αποκλεισμού του δικάσαντος ποινικού δικαστή (άρθρο 14 ΚΠΔ), που λαμβάνονται αυτεπάγγελτα υπόψη, αλλά λόγο αποχής ή και εξαίρεσης του δικαστή, ώστε να κριθεί η συνδρομή τέτοιου λόγου από το αρμόδιο δικαστήριο, ο οποίος όμως λόγος εξαίρεσης προκύπτει σαφώς από τα πρακτικά του δικαστηρίου ότι δεν υποβλήθηκε με αίτηση και δη με την άνω καταχωρηθείσα δήλωση της κατηγορουμένης, σύμφωνα με το άρθρο 16 ΚΠΔ και επομένως, από την παραπάνω συμμετοχή του Πρωτοδίκη στο ποινικό δικαστήριο δεν επήλθε καμία απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. 2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, ορίζεται ότι, "εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών". Κατά το ίδιο άρθρο 79 παρ. 1 του άνω ν. 5960/1933, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ.1 περ. α του ν.2408/1996, ορίζεται πλέον ότι "εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από πληρωτή γιατί δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της , τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το "εν γνώσει" της προηγούμενης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι, το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά μεν, α) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, β) υπογραφή του εκδότη, στη θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου και εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, γ) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και δ) έλλειψη αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, δόλος, η ύπαρξη του οποίου δεν απαιτείται να αιτιολογείται ιδιαιτέρως , για δε την ύπαρξή του αρκεί η γνώση του εκδότη για την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Με την νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) δόλος και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως. Άρα, για να είναι, δηλαδή, αξιόποινη η πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, αρκεί ο εκδότης αυτής σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει ακόμη και ως ενδεχόμενο και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Όταν, συνεπώς, στην καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής διαλαμβάνεται ότι ο δράστης ενήργησε εκ προθέσεως (εκ δόλου), σημαίνει ότι αυτός γνωρίζει και αποδέχεται όλα τα στοιχεία που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα. Ήτοι, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για το παραπάνω έγκλημα δεν είναι απαραίτητο να γίνεται σ' αυτή και ειδική αναφορά σε "γνώση" του εκδότη της επιταγής για την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα, όπως απαιτούσε η προαναφερόμενη διάταξη πριν από την τροποποίησή της από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972. Το αξιόποινο του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής δεν επηρεάζεται από την έλλειψη κάθε αιτίας ή οφειλής του εκδότη ή από το τυχόν παράνομο της αιτίας εκδόσεως της επιταγής, γιατί το έγκλημα αυτό, ενόψει της φύσεως της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση και τη μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής χωρίς να ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής, δεδομένου ότι στο πεδίο του ποινικού δικαίου δεν ερευνάται η αιτία εκδόσεως. Ο ισχυρισμός ότι η επιταγή που εκδόθηκε καλύπτει τοκογλυφικούς τόκους, ανάγεται στην αιτία έκδοσης και μεταβίβασης της επιταγής, γεγονός που δεν επηρεάζει το αξιόποινο της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής (ΑΠ 938/2014). Ούτε αίρεται το άδικο της πράξεως αν η ενσωματωμένη στην επιταγή απαίτηση είναι μη αγώγιμη ή δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του εκδότη, λόγω του ανυπάρκτου ή παρανόμου της αιτίας. Αρκεί η επιταγή ως αξιόγραφο να έχει τα τυπικά στοιχεία της εγκυρότητας(ΑΠ 207/2014). Με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις, και του σκοπού της διάταξης του άνω άρθρου, προκύπτει κατά τρόπο σαφή ότι δράστης (αυτουργός) του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής μπορεί να είναι μόνο ο "εκδίδων" επιταγή, χωρίς αντίκρισμα, δηλαδή αυτός που πραγματοποιεί την επί του τίτλου δήλωση βουλήσεως (υπογράφει το έγγραφο της επιταγής) και θέτει αυτό σε κυκλοφορία, ανεξάρτητα από το πρόσωπο για το οποίο επέρχονται οι έννομες συνέπειες που απορρέουν από αυτή(ΑΠ 360/2012). Περαιτέρω, ναι μεν η ανάληψη υποχρεώσεως από επιταγή μπορεί να γίνει και με εκπρόσωπο (άρθρο 11 του ν. 5960/1933), ο οποίος μπορεί να υπογράψει είτε με το δικό του όνομα, για λογαριασμό όμως του αντιπροσωπευόμενου (εκδότη), οπότε πρόκειται για έμμεση αντιπροσώπευση (άρθρο 6 εδ. β του ν. 5960/1933), επί της οποίας υποκείμενο της δημιουργούμενης σχέσεως είναι αυτός ο ίδιος ο αντιπρόσωπος, είτε να υπογράψει και με το όνομα του αντιπροσωπευόμενου μόνο ή με το δικό του όνομα και τη δήλωση ότι ενεργεί στο όνομα του αντιπροσωπευόμενου (εκδότη), οπότε πρόκειται για άμεση αντιπροσώπευση (άρθρο 10 και 11 του ν. 5960/1933), επί της οποίας υποκείμενο της ιδρυόμενης σχέσεως δεν είναι ο δικαιοπρακτών αντιπρόσωπος, αλλά ο αντιπροσωπευόμενος. Όμως, η ύπαρξη πληρεξουσιότητας προς ενέργεια από τον πληρεξούσιο εμπορικών πράξεων στο όνομα των νομίμων εκπροσώπων εταιρίας, που παρεχώρησαν την πληρεξουσιότητα αυτή, στις οποίες πράξεις περιλαμβάνεται και η έκδοση επιταγής, δεν καλύπτει την παράνομη πράξη της εκδόσεως επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, γιατί αντιπροσώπευση στην αδικοπραξία δεν είναι δυνατή. Στην περίπτωση δε που ο φερόμενος ως αντιπρόσωπος εξέδωσε ακάλυπτη επιταγή, ενέχεται ο ίδιος ως αυτουργός της παράνομης αυτής πράξεως, ο δε εντολέας του ενέχεται ως ηθικός αυτουργός ή συνεργός, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 46 ή 47 του ΠΚ. Κατά την έννοια δε των διατάξεων του άρθρου 37 εδ α-δ'του ιδίου ν. 5960/1933, ο εκδότης ή ο κομιστής της επιταγής μπορεί να την διαγραμμίσει. Η διαγράμμιση γίνεται με δύο παράλληλες γραμμές που τίθενται στο εμπρόσθιο μέρος της επιταγής και μπορεί να είναι γενική ή ειδική. Η διαγράμμιση είναι γενική, αν δεν φέρει οποιαδήποτε σημείωση ή αν φέρει τη μνεία τραπεζίτης ή ισοδύναμο όρο και ειδική, αν μέσα στις δύο γραμμές αναγράφεται το όνομα τραπεζίτη. Επίσης κατά την έννοια του άρθρου 38 του ιδίου ν. 5960/1933, επιταγή με γενική διαγράμμιση μπορεί να πληρωθεί από την πληρώτρια τράπεζα μόνο σε τραπεζίτη ή σε πελάτη αυτής. Για να αποκτήσει κάποιος την ιδιότητα πελάτη τράπεζας αρκεί το άνοιγμα λογαριασμού, εφόσον η τράπεζα προβεί στις απαιτούμενες προηγούμενες επαληθεύσεις. Κατά δε την παρ. 5 του ιδίου άρθρου 38, ο πληρωτής ή ο τραπεζίτης που δεν τηρεί τις ανωτέρω διατάξεις, ευθύνεται για την εντεύθεν ζημία μέχρι το ποσό της επιταγής. Ήτοι, επί επιταγής με γενική διαγράμμιση, αν αυτή πληρωθεί σε μη τραπεζίτη ή σε μη πελάτη του πληρωτή, δεν επέρχεται από την παραβίαση αυτή ακυρότητα της σφραγίσεως ή της ίδιας της επιταγής, αλλά μόνο γεννάται υποχρέωση του πληρωτή ή του τραπεζίτη σε αποζημίωση, εφόσον προκλήθηκε ζημία από την παραβίαση αυτή. Κατά τα λοιπά η δίγραμμη επιταγή κυκλοφορεί όπως και η κοινή επιταγή, δεν απαιτείται δε για τη μεταβίβασή της, η τήρηση οιασδήποτε άλλης ειδικής διατύπωσης, ενώ η ποινική ευθύνη του εκδότη αυτής είναι όμοια με αυτήν του εκδότη της κοινής τραπεζικής επιταγής, η δε πληρώτρια τράπεζα μπορεί να δεχθεί δίγραμμη επιταγή από πελάτη της. Δικαιούχος της εγκλήσεως είναι ο κομιστής της επιταγής, όσο και ο εξ αναγωγής υπόχρεος, ο οποίος την πλήρωσε και έγινε κομιστής αυτής, αφού αυτός υφίσταται τελικά τη ζημία από τη μη πληρωμή της επιταγής εξ αιτίας της παράνομης συμπεριφοράς του εκδότη, καθώς και ο κομιστής της επιταγής, στον οποίο μεταβιβάσθηκε, με οπισθογράφηση, ο οποίος έχει δικαίωμα να εμφανίσει την επιταγή προς πληρωμή, ασκώντας ίδιο εκ του τίτλου, σύμφωνα με το άρθρο 1255 του ΑΚ, δικαίωμα (ΟλΑΠ 23, 24/2007), αφού εξακολουθεί να είναι ο δικαιούχος των επιταγών, τις οποίες δεν έχει εξοφλήσει ο εκδότης. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθμό 787/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, σε δεύτερο βαθμό, για τη πράξη της υπ'αυτής εκδόσεως ακάλυπτης δίγραμμης επιταγής, ποσού 8.076.000 ευρώ(παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1933), μη πληρωθείσας λόγω έλλειψης επαρκούς διαθεσίμου υπολοίπου στην πληρώτρια τράπεζα, με την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2 β ΠΚ, σε ποινή φυλακίσεως τριών ετών, μετατραπείσα επί πέντε ευρώ την ημέρα και σε χρηματική ποινή δώδεκα χιλιάδων ευρώ. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής δέχθηκε ομόφωνα το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι από τα μνημονευόμενα κατ' είδος, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά το ουσιαστικό του μέρος, κατά πιστή αντιγραφή: "Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και των μαρτύρων υπεράσπισης, από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν δημόσια, καθώς και από την απολογία της κατηγορουμένης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εταιρεία με την επωνυμία "Ο. Ν. ΠΕΤΡΙΔΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" από τη σύσταση της το έτος 1983 είχε αναπτύξει σημαντική επιχειρηματική δραστηριότητα με αποκλειστικό αντικείμενο την αγορά ανεπεξέργαστων καπνών από παραγωγούς της Μακεδονίας και της Θράκης, την επεξεργασία τους στις οργανωμένες εγκαταστάσεις της στον Αμυγδαλεώνα του Ν. Καβάλας και την μεταπώληση και εξαγωγή των επεξεργασμένων καπνών σε εταιρίες που εδρεύουν στο εξωτερικό. Ήταν πιστοποιημένη επιχείρηση εμπορίας και πρώτης μεταποίησης καπνού, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των διατάξεων της Κοινοτικής και εθνικής νομοθεσίας και είχε διαμορφώσει ένα οργανωμένο εμπορικό δίκτυο προμηθευτών και πελατών. Κατά τα έτη 2002 έως 2005, όμως, δεν διέθετε οικονομικά κεφάλαια για να συνεχίσει την εμπορική της δραστηριότητα και για το λόγο αυτό αναζήτησε επανειλημμένα εξωτραπεζικό δανεισμό. Μετά από αλλεπάλληλες διαπραγματεύσεις, η "Ο.Ν.Π. Α.Ε." και η εγκαλούσα (αρχικά "ΝΑ.ΜΑ.ΚΟ. Α.Ε." και μετέπειτα "GENNET Ανώνυμη Εταιρία Παροχής Υπηρεσιών - Εμπορική -Τεχνική και Ναυτιλιακή") συνήψαν στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2002 έως το έτος 2005 επτά συμβάσεις, την πρώτη την 15η-7-2002, τη δεύτερη την 26η-5-2003, την τρίτη την 22η-12-2003, την τέταρτη την 27η-4-2004, την πέμπτη την 8η-6-2004, την έκτη την 19η-5-2005 και την έβδομη την 8η-10-2005, που είχαν ως αντικείμενο τη χορήγηση έντοκων δανείων από την εγκαλούσα προς την "Ο.Ν.Π. Α.Ε." και προέβλεπαν την εξόφληση του κάθε δανείου εντός ολίγων μηνών από τη χορήγηση του με την πληρωμή τόσο του κεφαλαίου όσο και των συμφωνηθέντων τόκων που υπερέβαιναν το ανώτατο επιτρεπόμενο από το νόμο όριο. Για τη σύναψη και την εκτέλεση των ανωτέρω επτά έντοκων δανειακών συμβάσεων με την "Ο.Ν.Π. Α.Ε." η εγκαλούσα απαίτησε, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, να συναφθούν ταυτόχρονα κατά το φαινόμενο συμβάσεις πώλησης καπνού και να εκδοθούν τα προβλεπόμενα φορολογικά στοιχεία, με σκοπό να αποκρύψει την τοκογλυφική δραστηριότητα της, να λάβει εγγυήσεις και αξιόχρεες εμπράγματες εξασφαλίσεις και να διασφαλίσει την εξόφληση των κεφαλαίων και των τοκογλυφικών τόκων των δανείων με νομιμοφανείς διαδικασίες. Για το λόγο αυτό συντάχθηκαν και υπογράφηκαν οι από 15-7-2002, 26-5-2003, 22-12-2003 27-4-2004, 8-6-2004, 19-5-2005 και 8-10-2005 έγγραφες συμβάσεις πώλησης καπνών κατά το φαινόμενο από την "Ο.Ν.Π. Α.Ε." προς την εγκαλούσα και εκδόθηκαν σχετικά εικονικά φορολογικά στοιχεία (τιμολόγια και δελτία αποστολής) για την υποτιθέμενη εκτέλεση των εικονικών πωλήσεων που περιγράφονται σε αυτές. Στην πραγματικότητα, όμως, η "Ο.Ν.Π. Α.Ε." τα ανεπεξέργαστα καπνά ποικιλίας μπασμά εσοδειών 2001, 2002, 2003 και 2004 που αγόρασε από παραγωγούς της Μακεδονίας και της Θράκης τα διατήρησε στην κυριότητα της, τα επεξεργάστηκε για λογαριασμό της στις εγκαταστάσεις της στον Αμυγδαλεώνα Ν. Καβάλας και στη συνέχεια τα εξήγαγε η ίδια σε πελάτες της - αλλοδαπές εταιρίες του εξωτερικού, η δε εγκαλούσα, εκτός από τη σύναψη των ως άνω συμβάσεων, δεν είχε καμία ενεργό ανάμειξη στη διαδικασία της επεξεργασίας και γενικά στην εμπορία των καπνών αυτών. Ταυτόχρονα, κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη του πρώτου δανείου, μετά από σχετική προτροπή της εγκαλούσας, συστάθηκε η "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε." με μοναδική εταίρο και διαχειρίστρια την Β. Κ., θυγατέρα των μοναδικών μετόχων και νομίμων εκπροσώπων της "Ο.Ν.Π. Α.Ε.", που διέθετε αξιόλογη ακίνητη περιουσία, ελεύθερη από βάρη. Παράλληλα, το έτος 2005 εξέδωσε και πληρώθηκαν τα με αριθμούς 68 και 69/29-11-2005 τιμολόγια πώλησης καπνών, αξίας 696.192 ευρώ και 49.728 ευρώ, αντίστοιχα, προς την αλλοδαπή εταιρία "PHILIP MORRIS INTERNATIONAL MANAGEMENT S.A." και τα με αριθμούς 33, 34, 35, 36 και 37/2005 τιμολόγια πώλησης καπνών, αξίας 303.798,60 ευρώ, 624.474,90 ευρώ, 180.028,80 ευρώ, 124.894,98 ευρώ και 499.579,92 ευρώ, αντίστοιχα, προς την αλλοδαπή εταιρία "BRITISH AMERICAN TOBACCO". Εντούτοις, όμως, αποδείχθηκε ότι κατά τα έτη 2002 έως και 2006 η "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε." δεν είχε καμία άλλη εμπορική δραστηριότητα, εκτός από τη σύναψη των επίδικων συμβάσεων αγοράς επεξεργασμένων καπνών από την εγκαλούσα, δεν διέθετε κτιριακές εγκαταστάσεις ούτε απασχολούσε κάποιο προσωπικό και η μοναδική μέτοχος και διαχειρίστρια της, Β. Κ., ήταν παντελώς αμέτοχη ως προς τη λειτουργία και διαχείριση της, αφού απουσίαζε για σπουδές στο εξωτερικό. Όλες οι παραπάνω ενέργειες της Μ.Ε.Π.Ε. έγιναν με πρωτοβουλία και επιμέλεια της βασικής μετόχου και νόμιμης εκπροσώπου της "Ο.Ν.Π. Α.Ε." Ο. Π., που τυγχάνει μητέρα της μοναδικής μετόχου και διαχειρίστριας της "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε.", Β. Κ., και η οποία κατέβαλε τα χρήματα που απαιτήθηκαν για τη διαδοχική αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε.". Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τα προαναφερόμενα τιμολόγια πώλησης καπνών προς τις εταιρίες "PHILIP MORRIS INTERNATIONAL MANAGEMENT S.A." και "BRITISH AMERICAN TOBACCO" αφορούσαν συμβόλαια παραγγελίας που είχαν συνάψει για το έτος 2005 οι συγκεκριμένες εταιρίες με την "Ο.Ν.Π. Α.Ε." στο πλαίσιο της πολυετούς συνεργασίας τους, τις παραγγελίες δε αυτές και την εξαγωγή των καπνών στο εξωτερικό εκτέλεσε στην πραγματικότητα η "Ο.Ν.Π. Α.Ε.", αλλά τα τιμολόγια πώλησης εκδόθηκαν από την "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε." και πληρώθηκαν σε αυτήν, κατόπιν αποδοχής από τις αντισυμβαλλόμενες εταιρίες εξωτερικού σχετικού αιτήματος της "Ο.Ν.Π. Α.Ε." και συγκεκριμένα της νομίμου εκπροσώπου της, Ο. Π.. Οι καταβολές που πραγματοποίησε η "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε." προς την εγκαλούσα κατά τα έτη 2002 έως 2005 έγιναν είτε με τραπεζικά εμβάσματα είτε με την έκδοση και πληρωμή τραπεζικών επιταγών που υπέγραφε, δυνάμει συμβολαιογραφικών πληρεξουσίων, η Ο. Π., ως πληρεξούσια της διαχειρίστριας της Μ.Ε.Π.Ε., Β. Κ., και με χρηματικά κεφάλαια που αποκόμιζε από τις εξαγωγές των επεξεργασμένων καπνών η "Ο.Ν.Π. Α.Ε." και στη συνέχεια διοχέτευε προς την "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε.", η οποία υφίστατο, για να εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τις ανάγκες της "Ο.Ν.Π. Α.Ε.". Συνεπώς, οι από 15-7-2002, 26-5-2003, 22-12-2003 27-4-2004, 8-6-2004, 19-5-2005 και 8-10-2005 συμβάσεις πώλησης καπνών από την "Ο.Ν.Π. Α.Ε." προς την εγκαλούσα έγιναν κατά το φαινόμενο και υπέκρυπταν μεταξύ τους συμβάσεις έντοκων δανείων με το περιεχόμενο που προαναφέρθηκε, από αυτές δε οι από 15-7-2002, 26-5-2003 και 22-12-2003 υποκρυπτόμενες δανειακές συμβάσεις εκτελέστηκαν ομαλά από τους συμβαλλομένους, καθώς η εγκαλούσα κατέβαλε στην "Ο.Ν.Π. Α.Ε." τα κεφάλαια των δανείων και η "Ο.Ν.Π. Α.Ε." τα αποπλήρωσε, όπως είχαν συμφωνήσει, καταβάλλοντος τόσο τα κεφάλαια όσο και τους συμφωνηθέντες (νόμιμους και τοκογλυφικούς) τόκους. Δεν συνέβη το ίδιο, όμως, με τις από 27-4-2004, 8-6-2004, 19-5-2005 και 8-10-2005 υποκρυπτόμενες δανειακές συμβάσεις, καθώς η "Ο.Ν.Π. Α.Ε." αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στην εξόφληση των έντοκων δανείων, καθώς και των τοκογλυφικών τόκων. Αντίστοιχα, έγγραφες συμβάσεις πώλησης καπνών από την εγκαλούσα προς την "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε." έγιναν κατά το φαινόμενο μόνο, αφού, όπως προεκτέθηκε, η ως άνω Μ.Ε.Π.Ε. δεν εξυπηρετούσε δικά της συμφέροντα, αλλά υφίστατο για να εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τα συμφέροντα της Ο.Ν.Π., γεγονός που αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από την ταυτόχρονη υπογραφή των συμβάσεων πώλησης καπνών από την "Ο.Ν.Π. Α.Ε." προς την εγκαλούσα και από την εγκαλούσα προς την "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε.", στις οποίες συμβάλλονται ως εγγυήτρια η Β. Κ. και ως εκ τρίτου συμβαλλόμενη στη μεν πρώτη η μετέπειτα αγοράστρια "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε.", στη δε δεύτερη η αρχική πωλήτρια "Ο.Ν.Π. Α.Ε." και μάλιστα σε δύο περιπτώσεις αμφότερες οι συμβάσεις αναφέρονται σε πώληση επεξεργασμένων καπνών που αποτυπώνει μια ασυνήθιστη εμπορική συναλλαγή ουσιαστικά μεταξύ δύο εταιριών ("Ο.Ν.Π. Α.Ε." και "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε.") που ανήκουν στα μέλη της ίδιας οικογένειας, η'οποία δεν δικαιολογείται με επάρκεια από άλλο λόγο, παρά μόνο από την έλλειψη και αναζήτηση οικονομικών κεφαλαίων για την χρηματοδότηση της "Ο.Ν.Π. Α.Ε.", καθώς τα καπνά της τελευταίας εμφανίζονται να μεταβιβάζονται την ίδια ημέρα (ή μέσα το πολύ σε 2 ημέρες) από τη μία εταιρία της οικογένειας Π.-Κ. στην άλλη με αυξημένο κόστος, με την εγκαλούσα να αποκομίζει σε ελάχιστο χρόνο σημαντικό κέρδος μόνο με την υπογραφή των συμβάσεων, χωρίς κανένα κίνδυνο και χωρίς καμία ανάμειξη στην εμπορία ή μεταποίηση των καπνών. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, επίσης, ότι στο πλαίσιο των ανωτέρω συμβάσεων, η κατηγορούμενη, εκπροσωπώντας την εταιρεία "Καπνεμπορικές Επιχειρήσεις Μ.Ε.Π.Ε.", δυνάμει του με αριθμό .../16-4-2004 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Καβάλας Γεωργίας Ζαχαριάδου, εξέδωσε στις 10 Ιουλίου 2006 στην Καβάλα τη με αριθμό 2501318-1 δίγραμμη επιταγή, ποσού 8.076.000 ευρώ, πληρωτέα από τον τηρούμενο στη Λαϊκή Τράπεζα (ακολούθως συγχωνευθείσα με την Τράπεζα "MARFIN ΕΓΝΑΤΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ") λογαριασμό της ως άνω εταιρείας, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας "GENNET ΑΕ". Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του αντιγράφου της επίδικης επιταγής, αυτή (κατηγορουμένη) υπέγραψε, ως εκδότης της επίδικης επιταγής, με το δικό της όνομα. Το γεγονός ότι άνω από την υπογραφή της τέθηκε η σφραγίδα της ανωτέρω εταιρίας, δεν μπορεί να οδηγήσει στην κρίση ότι πρόκειται για άμεση αντιπροσώπευση, αφού δεν υφίσταται επί του σώματος αυτής δήλωση της κατηγορουμένης ότι ενεργεί στο όνομα της αντιπροσωπευόμενης από αυτήν εταιρείας, ούτε υπάρχει κάποια άλλη ρήτρα περί αυτού (βλ. adhoc 1051/2011 δημ. ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, αφού η κατηγορουμένη, ενεργώντας ως έμμεσος αντιπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "Καπνεμπορικές Επιχειρήσεις Μ.Ε.Π.Ε.", εξέδωσε την επίδικη επιταγή αυτή είναι το ενεργητικό υποκείμενο του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτων επιταγών. Επειδή πρόκειται για έμμεση αντιπροσώπευση δεν χρειάζεται η σχέση αυτή της έμμεσης αντιπροσωπεύσεως να προκύπτει από το ίδιο το έγγραφο της επιταγής και η μη αναγραφή της δεν επάγεται ακυρότητα του τίτλου. Κατόπιν αυτών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της περί κηρύξεως απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω ακυρότητας της επιταγής εκ της μη αναφοράς στο σώμα της επιταγής ότι αυτή εκδίδεται για λογαριασμό της αντιπροσωπευόμενης και της πληρεξουσιότητας της. Περαιτέρω, το ΔΣ της λήπτριας εταιρείας, με σχετική απόφαση του, έδωσε εντολή και πληρεξουσιότητα προς τον Α. Μ., Αντιπρόεδρο του ΔΣ να προβεί στην εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και να την εισπράξει για λογαριασμό της και σε περίπτωση μη πληρωμής να επιδιώξει τη σφράγιση της. Για τον λόγο αυτόν, οπισθογράφησε δια του νομίμου εκπροσώπου της, λόγω συγκεκαλυμμένης πληρεξουσιότητας την επιταγή προς τον ανωτέρω. Ο τελευταίος, ενεργώντας κατ1 εντολή και για λογαριασμό της λήπτριας, την εμφάνισε εμπρόθεσμα την επιταγή στις 17-7-2006, προς είσπραξη στο κεντρικό κατάστημα της πληρώτριας Τράπεζας στην Αθήνα. Για να μην υπάρχει δε αμφισβήτηση ότι ενεργούσε για λογαριασμό της λήπτριας, κατόπιν συγκαλυμμένης πληρεξουσιότητας, σημειώθηκε επ'αυτής και κάτωθι του ονόματος του, ότι ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της. Ο αρμόδιος υπάλληλος της πληρώτριας Τράπεζας, αφού προέβη σε έλεγχο των τυπικών στοιχείων της επιταγής, βεβαίωσε στο εμπρόσθιο τμήμα αυτής την αυθεντικότητα της υπογραφής του εκδότη, θέτοντας τη στρογγυλή σφραγίδα της Τράπεζας, την ένδειξη SV (signature verified) και τη μονογραφή του άνωθεν της υπογραφής του εκδότη, καθώς και παραλληλόγραμμη σφραγίδα στο μέσον της επιταγής που έφερε την επωνυμία της Τράπεζας, την ένδειξη TELLER 2, την ημερομηνία (17-7-2006) και τον τόπο (Αθήνα). Η ένδειξη SV σημαίνει βεβαίωση του υπαλλήλου ότι ελέγχθηκε η φερόμενη στην επιταγή υπογραφή του εκδότη με το τηρούμενο στην τράπεζα δείγμα υπογραφής του και ότι είναι όμοιο με αυτό, ενώ η παραλληλόγραμμη σφραγίδα τίθεται κατά την εμφάνιση και την εμφάνιση και επεξεργασία της επιταγής. Ακολούθως, εν λόγω υπάλληλος (αμέσως μετά την παραπάνω εμφάνιση της και την αναγραφή των παραπάνω ενδείξεων) βεβαίωσε στο σώμα της επιταγής την πληρωμή της, λόγω ανεπαρκούς υπολοίπου, αφού πράγματι στον τηρούμενο λογαριασμό του εκδότη στην ανωτέρω Τράπεζα με αριθμό 031 025 019571 051, από τον οποίο σύρθηκε η εν λόγω επιταγή, δεν υπήρχε επαρκές υπόλοιπο, όπως προκύπτει από την από 17-7-2006 βεβαίωση περί μη πληρωμής, που υπάρχει στην οπίσθια όψη της επίδικης επιταγής. Η δε κατηγορούμενη, ενεργώντας κατά τα ανωτέρω, σαφώς γνώριζε κατά την έκδοση της εν λόγω επιταγής ότι η εταιρεία με την επωνυμία "Καπνεμπορικές Επιχειρήσεις Μ.Ε.Π.Ε.", δεν διέθετε τόσο κατά τον χρόνο της έκδοσης όσο και κατά τον χρόνο της πληρωμής τα απαιτούμενα κεφάλαια προς πληρωμή της επιταγής στον παραπάνω λογαριασμό που τηρούσε στην πληρώτρια τράπεζα. Περαιτέρω, στην οπίσθια όψη της επιταγής τέθηκε από τους αρμόδιους υπαλλήλους της πληρώτριας Τράπεζας ηλεκτρονική αποτύπωση με το εξής περιεχόμενο: "025-019571-051 KAPNEMPORIKES EPI/SEIS M.EPE EUR *8.076.000,00DR 013108 17JUL06 11.22 002 ΜΒ13Α 0140 TL32 MG 80 CSW". Η ένδειξη 025-019571-051 KAPNEMPORIKES EPI/SEIS M.EPE σημαίνει τον αριθμό του λογαριασμού της επιταγής και την επωνυμία του λογαριασμού του σύστημα της τράπεζας. Η ένδειξη EUR *8.076.000,00 αφορά το νόμισμα και το ποσό της επιταγής. Η ένδειξη 013108 αφορά τον αριθμό της επιταγής όπως διατηρείτο στο σύστημα της τράπεζας. Η ένδειξη 17JUL06 11.22 αφορά την ημερομηνία και την ώρα της συναλλαγής, και εν προκειμένω της εμφάνισης της επιταγής. Η ένδειξη 002 είναι ο αριθμός του καταστήματος της συναλλαγής, η ένδειξη ΜΒ13Α είναι ο αριθμός του τερματικού της συναλλαγής, η ένδειξη 0140 είναι ο αύξων αριθμός της συναλλαγής, η ένδειξη TL 32 είναι ο κωδικός του χρήστη που καταχώρησε την συναλλαγή και η ένδειξη MG 80 είναι ο κωδικός του χρήση που ενέκρινε τη συναλλαγή. Τέλος, η ένδειξη CSW σημαίνει την αρχική επεξεργασία της επιταγής από τον υπάλληλο του καταστήματος στο μηχανογραφικό σύστημα της τράπεζας, διαδικασία που ακολουθείτο από την ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη διαθέσιμων κεφαλαίων στον λογαριασμό του εκδότη, ήτοι είτε πρόκειται να πληρωθεί είτε να σφραγισθεί. Όπως, προαναφέρθηκε η επιταγή αυτή είναι δίγραμμη, καθώς επ' αυτής τέθηκαν δύο παράλληλες γραμμές στο εμπρόσθιο μέρος της και ειδικότερα η διαγράμμιση είναι γενική, αφού δεν φέρει οποιαδήποτε σημείωση μέσα στις δύο παράλληλες γραμμές. Η δίγραμμη επιταγή κυκλοφορεί όμως και η κοινή και ο εκδότης ευθύνεται για το αδίκημα του άρθρου 79 του ν. 5960/1933, όπως και ο εκδότης της κοινής επιταγής. Η μόνη της δε διαφορά με την κοινή επιταγή είναι ότι, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 38 παρ. 1 του νόμου 5960/1933, επιταγή με γενική διαγράμμιση μπορεί να πληρωθεί από τον πληρωτή μόνο σε τραπεζίτη ή σε πελάτη του πληρωτή, ενώ για την κτήση της ιδιότητας του πελάτη τραπέζης αρκεί το άνοιγμα λογαριασμού, εφόσον η τράπεζα προβεί στις απαιτούμενες προηγούμενες επαληθεύσεις. Η μόνη δε συνέπεια αυτής είναι ότι αν αυτή δεν πληρωθεί σε τραπεζίτη ή σε πελάτη του πληρωτή, γεννάται υποχρέωση του πληρωτή ή του τραπεζίτη προς αποζημίωση του εκδότη, εφόσον προκλήθηκε ζημία. Συνεπώς αυτή μπορεί να εμφανισθεί προς πληρωμή και από πρόσωπο που δεν έχει τις παραπάνω ιδιότητες, ήτοι από μη τραπεζίτη ή από μη πελάτη της πληρώτριας τράπεζας, και η σφράγιση της ως ακάλυπτη, δεν συνεπάγεται αναίρεση της ευθύνης του εκδότη για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Στην προκειμένη περίπτωση, η εγκαλούσα, για λογαριασμό της οποίας εμφάνισε ο Α. Μ. την επιταγή προς πληρωμή, δεν διέθετε κατά τον χρόνο της εμφάνισης της επιταγής τις παραπάνω προϋποθέσεις, πλην όμως τούτο την μόνη συνέπεια που θα μπορούσε να επιφέρει είναι ευθύνη της πληρώτριας τράπεζας για αποζημίωση της εκδότριας σε περίπτωση πληρωμής της. Συνεπώς ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι, αφού η επιταγή έφερε γενική διαγράμμιση, δεν νομιμοποιούνταν η εγκαλούσα, ως μη τραπεζίτης και μη πελάτης της πληρώτριας τράπεζας, να την εμφανίσει προς πληρωμή είναι μη νόμιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, η κατηγορούμενη ισχυρίζεται ότι η ως άνω επιταγή πληρώθηκε. Τον ισχυρισμό της αυτόν, που στηρίζεται στο γεγονός ότι το πρωτότυπο σώμα της επίδικης επιταγής, που επιδείχθηκε στην κατηγορούμενη κατά τη διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την εκκαλούμενη με αριθμό 963/2011 απόφαση, διαφέρει τόσο από το φωτοτυπικό αντίγραφο της επιταγής, που προσκομίσθηκε στο Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο οποίος εξέδωσε τη με αριθμό 305/2007 διαταγή πληρωμής, όσο και από το φωτοτυπικό αντίγραφο της επιταγής που επισυνάφθηκε στην από 12-10-2006 έγκληση της νυν εγκαλούσας εταιρίας κατά αυτής και της θυγατέρας της, Β. Κ. για το αδίκημα της έκδοσης της ανωτέρω φερόμενης ως ακάλυπτης επιταγής, επιχειρεί να θεμελιώσει, μεταξύ άλλων, στις προσκομιζόμενες από αυτές έγγραφες γραφολογικές εκθέσεις για την ερμηνεία των αποτυπώσεων στο σώμα της επιταγής και στα αποσπάσματα κίνησης των τραπεζικών λογαριασμών της εταιρίας "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Μ.Ε.Π.Ε." των μηνών Ιουνίου και Ιουλίου 2006. Και είναι πράγματι αληθές ότι μεταξύ των επικυρωμένων αντιγράφων, που προσκομίσθηκαν συνημμένα στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και στην κρινόμενη έγκληση για το αδίκημα της ακάλυπτης επιταγής, καθώς και του επιδειχθέντος ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας πρωτοτύπου της επίδικης επιταγής υφίσταται σαφής διαφοροποίηση, καθόσον δεν υπάρχουν στα πρώτα οι έντυπες σφραγίδες και σημάνσεις των υπαλλήλων της πληρώτριας Τράπεζας, που υφίστανται στο δεύτερο. Όμως, η διαφοροποίηση αυτή, δεν επαρκεί για να οδηγήσει το Δικαστήριο σε κρίση διαφορετική από το ότι η επίμαχη επιταγή δεν πληρώθηκε, όπως σαφώς προκύπτει από τη σχετική δήλωση της πληρώτριας Τράπεζας, που χρονολογήθηκε και ανεγράφη στο σώμα της με σημείωση της ημέρας εμφάνισης (άρθρο 40 παρ. 2 Ν. 5960/1933), καθώς από και το γεγονός ότι η επιταγή επανήλθε μετά την 17-7-2006 στην κατοχή της λήπτριας - εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας, η οποία, μάλιστα -μέσω του πληρεξούσιου δικηγόρου της - την επέδειξε σε όλους τους παράγοντες της πρωτοβάθμιας δίκης, κατόπιν παρεμπίπτουσας απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Εξάλλου, η κατηγορούμενη κατά την απολογία της στο παρόν Δικαστήριο ισχυρίσθηκε μεν ότι η επιταγή πληρώθηκε, όχι όμως με χρήματα που τηρούνταν από την εταιρεία "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ" στον υπ'αριθμ. 031-025-019571-051 λογαριασμό της, και περαιτέρω ισχυρίζεται ότι αυτή πληρώθηκε είτε από την εγκαλούσα είτε από την τράπεζα, προκειμένου να γίνει νομιμοποίηση παράνομων εσόδων. Επίσης και η μάρτυρας Ε. Π. ισχυρίσθηκε ότι κάποιος εισήγαγε στον λογαριασμό από τον οποίο σύρθηκε η επιταγή χρήματα με σκοπό να νομιμοποιήσει τα χρήματα αυτά, ενώ ο μάρτυρας Γ. Κ. κατέθεσε ότι ή εισπράχθηκε η επιταγή "ή η τράπεζα έβαλε τα χρήματα για να γίνει το ξέπλυμα", ενώ ο μάρτυρας Μ. Π. δεν μπορεί να εξηγήσει πως πληρώθηκε η επιταγή. Οι εν λόγω ισχυρισμοί κρίνονται αβάσιμοι, καθώς ουδόλως αποδείχθηκε πληρωμή της επιταγής αυτής είτε με χρήματα που τηρούνταν από την εταιρεία "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ" στον υπ'αριθμ. 031-025-019571-051 λογαριασμό της είτε με υπερανάληψη είτε με χρήματα τρίτου. Ο δε ισχυρισμός της κατηγορουμένης δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της, ότι η ένδειξη CSW συμβολίζει την έκφραση CASH WITHDRAWAL και σημαίνει "ανάληψη μετρητών" και ότι από αυτό συνάγεται η πληρωμή της επιταγής πριν την σφράγιση της, είναι αβάσιμος, αφού κατά την πρακτική που ακολουθούσε η πληρώτρια τράπεζα, η ένδειξη αυτή σημαίνει την αρχική επεξεργασία της επιταγής από τον υπάλληλο του καταστήματος στο μηχανογραφικό σύστημα της τράπεζας, διαδικασία που ακολουθείτο από την ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη διαθέσιμων κεφαλαίων στον λογαριασμό του εκδότη, ήτοι είτε πρόκειται να πληρωθεί είτε να σφραγισθεί και η ανωτέρω και ουδόλως έχει την έννοια που προσπαθεί η υπεράσπιση και η κατηγορουμένη να αποδώσουν. Επίσης, η κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι καταθέσεις των μαρτύρων διαφοροποιούνται σαφώς από τις καταθέσεις τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο καθώς η μάρτυρας Ε. Π. κατέθεσε ότι την πλήρωσε η τράπεζα, με ανάληψη μετρητών είτε από πλαφόν "υπερανάληψης", ενώ ο Γ. Κ. κατέθεσε ότι πληρώθηκε η επιταγή, αλλά δεν ξέρει από ποιον και ειδικότερα δεν ξέρει εάν έχει πληρώσει η σύζυγος του (κατηγορουμένη), αλλά ενδεχομένως να έχει πληρωθεί με κάποιο πλαφόν διαμέσου των εγγυητικών. Περαιτέρω, δεν υφίσταται καμία δανειακή σύμβαση μεταξύ της εκδότριας εταιρίας και της πληρώτριας Τράπεζας, από την οποία να προκύπτει το δικαίωμα "υπερανάληψης". Μάλιστα, κατόπιν εγκλήσεων εκ μέρους της κατηγορουμένης κατά Α) των μελών της διοίκησης της εταιρίας "GENNET ΑΕ" και των δύο δικηγόρων που, αφού επικύρωσαν τα "νοθευμένα" - κατά τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων - αντίγραφα του πρωτοτύπου της επιταγής, τα προσκόμισαν συνημμένα στην από 5-10-2006 αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και στην από 12-10-2006 έγκληση για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, για α) ψευδή βεβαίωση από υπαίτιο που είχε σκοπό να προσπορίσει σε άλλον αθέμιτο όφελος και να βλάψει παράνομα άλλον, το δε συνολικό όφελος και η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, τελεσθείσα κατ' εξακολούθηση, β) ηθική αυτουργία στην προαναφερθείσα πράξη, γ) πλαστογραφία μετά χρήσεως από υπαίτιο που σκόπευε να προσπορίσει σε άλλον όφελος διά βλάβης τρίτου, το δε συνολικό όφελος και η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και δ) απάτη ενώπιον δικαστηρίου, εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, και Β) των μελών της διοίκησης της εταιρίας "GENNET AE" και της αρμόδιας υπαλλήλου του Κεντρικού Καταστήματος της πρώην Λαϊκής Τράπεζας, για α) πλαστογραφία μετά χρήσεως με σκοπούμενο όφελος ανώτερο των 120.000 ευρώ, β) απάτη στο δικαστήριο, τελεσθείσα με σκοπό προσπορίσεως παράνομου περιουσιακού οφέλους, με αντίστοιχη βλάβη τρίτου, που υπερβαίνουν έκαστο (όφελος και βλάβη) συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, κατά συναυτουργία, γ) ψευδή βεβαίωση με σκοπό προσπορίσεως σε άλλον αθέμιτου οφέλους ανώτερου των 120.000 ευρώ, και δ) απλή συνεργεία στην ως άνω απάτη, εκδόθηκε διάταξη του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η έγκληση. Ο δε ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι το ποσό της επιταγής αποτελείται από παράνομους τόκους που είναι προϊόν τοκογλυφίας και ότι κατόπιν αυτού δεν στοιχειοθετείται το εν λόγω αδίκημα, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το αξιόποινο του αδικήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής δεν επηρεάζεται από την εσωτερική σχέση μεταξύ του εκδότη και του λήπτη, δεδομένου ότι η αιτία εκδόσεως, εν όψει της φύσεως της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της ως αξιόγραφου και, το αξιόποινο του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, δεν επηρεάζεται από το γεγονός ότι το ποσό αυτής είναι προϊόν τοκογλυφίας (adhoc ΑΠ 2123/2007 δημ. ΤΝΠΔΣΑ), εκτός αν αυτή συνοδεύεται από πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν τη συγκρότηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δηλαδή τον κατ' αρχήν άδικο χαρακτήρα της πράξεως, όπως, όταν η έκδοση της είναι προϊόν ακαταμάχητης σωματικής βίας (στην περίπτωση αυτή ο εκδότης της ακάλυπτης επιταγής δεν πράττει) ή συντρέχει κατά τον Ποινικό Κώδικα λόγος άρσεως του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλεισμού του καταλογισμού, τα οποία όμως η κατηγορουμένη δεν επικαλέστηκε, ώστε το τελευταίο να είναι υποχρεωμένο να αιτιολογήσει την απόρριψη του σχετικού ισχυρισμού. Για τον ίδιο λόγο απορριπτέος ως μη νόμιμος είναι ο ισχυρισμός ότι οι πωλήσεις καπνού για τις οποίες εκδόθηκε κατά τα φαινόμενα η εν λόγω επιταγή, ήταν εικονικές και περί ανυπαρξίας της αιτίας - αχρεωστήτου Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε, ο Α. Μ., κατόπιν οπισθογράφησης της επίδικης επιταγής λόγω καλυμμένης πληρεξουσιότητας, ενεργώντας κατ' εντολή και για λογαριασμό της λήπτριας, εμφάνισε την επιταγή προς πληρωμή. Συνεπώς η ανωτέρω λήπτρια εξακολουθεί να παραμένει δικαιούχος των από την επιταγή δικαιωμάτων και, επομένως, αυτή δικαιούτο να υποβάλλει την έγκληση για την από τον εκδότη έκδοση ακάλυπτης επιταγής- όπως και έπραξε εν προκειμένω- και ως εκ τούτου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω υποβολής της έγκλησης από μη δικαιούμενο πρόσωπο. Επίσης αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός της περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω παράνομης αυτοσύμβασης, καθώς την επίδικη επιταγή δεν οπισθογράφησε ο Α. Μ. ως εκπρόσωπος της λήπτριας εταιρείας, προς τον εαυτό του ατομικά, ώστε να υπάρχει αυτοσύμβαση. Σε κάθε δε περίπτωση η ακυρότητα της επιταγής σε περίπτωση αυτοσύμβασης είναι σχετική και προτείνεται μόνο από το νομικό πρόσωπο προς απαλλαγή του εναντίον παντός (ακόμη και κατά του καλής πίστεως κομιστή), για το λόγο ότι η απαγόρευση του άρθρου 235 Α.Κ. έχει τεθεί προς το συμφέρον μόνο του αντιπροσωπευόμενου (ΑΠ 1689/2001 δημ. ΤΝΠΔΣΑ) και όχι από τον εκδότη της επιταγής προς απαλλαγή του από την εκ της επιταγής του ευθύνη ή την ποινική του ευθύνη. Επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω ακυρότητας της επιταγής λόγω οπισθογράφησης αυτής προς τον Α. Μ. για απαίτηση από σύμβαση δανείου που καταρτίσθηκε κατά παράβαση του άρθρου 23 α του ν. 2190/1920, αφού αποδείχθηκε ότι οπισθογραφήθηκε σε αυτόν, λόγω καλυμμένης πληρεξουσιότητας. Περαιτέρω, αναφορικά με την ένσταση πλαστότητας του από 22/09/2006 αντιγράφου της με ημερομηνία έκδοσης 10.07.2006 επιταγής της εταιρείας με την επωνυμία "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε.", το οποίο επισυνάφθηκε από εγκαλούσα στην υποβληθείσα έγκληση, λεκτέα τα ακόλουθα: Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 338 του ΚΠΔ " 1. Αν κατά την ποινική δίκη προσβληθεί ως πλαστό κάποιο έγγραφο, το δικαστήριο ερευνά κατά το δυνατό τη γνησιότητα αυτού. 2. Αν κατά την κρίση του δικαστηρίου το έγγραφο είναι αναγκαίο για την απόφαση στην κύρια υπόθεση, το δικαστήριο ερευνά σε κάθε περίπτωση τη γνησιότητα αυτού και μόνο όταν κρίνει ότι υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι είναι πλαστό, αναβάλλει με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του τη δίκη, ωσότου περατωθεί η διαδικασία για την πλαστογραφία, ενώ το άρθρο 364 του ίδιου Κώδικα ορίζει ότι "1. Στο ακροατήριο διαβάζονται τα υπόλοιπα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας και δεν αμφισβητήθηκε η γνησιότητα τους.". Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι τα έγγραφα που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας, αν προσβληθούν ως πλαστά σε κάθε περίπτωση δεν διαβάζονται και αν -κατά την κρίση του δικαστηρίου- είναι αναγκαία για την ουσιαστική κρίση του ενώ υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις πλαστότητας τους, η υπόθεση αναβάλλεται, προκειμένου στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα να κριθεί, από τα εκάστοτε αρμόδια όργανα (δηλαδή από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών σε επίπεδο ποινικής δίωξης, από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών σε επίπεδο ενδιάμεσης διαδικασίας και τέλος από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο σε επίπεδο κύριας εκδίκασης της υπόθεσης) αν είναι πράγματι πλαστά. Στην προκείμενη περίπτωση, η κατηγορούμενη προσβάλλει ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου ως πλαστό το φωτοαντίγραφο της από 10-7-2006 επιταγής που επισυνάφθηκε στην έγκληση της εγκαλούσας, το οποίο είχε αρχικώς αναγνωσθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ωστόσο, εν προκειμένω δεν συντρέχει περίπτωση νόθευσης, αλλά μη πιστής μηχανικής αντιγραφής του πρωτοτύπου της επίδικης επιταγής, δεδομένου ότι οι κρίσιμες -κατά την άποψη της κατηγορουμένης- εγγραφές δεν ήταν έντονα αποτυπωμένες στο πρωτότυπο της επιταγής, με αποτέλεσμα να μην φαίνονται καθόλου στο επίμαχο φωτοαντίγραφο αυτής. Κατόπιν τούτου, ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί με την έννοια ότι δεν συντρέχει περίπτωση να διαταχθούν όσα ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 338 ΚΠΔ. Περαιτέρω, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, το έγγραφο αυτό, δηλαδή το φωτοαντίγραφο της κρίσιμης επιταγής, δεν είναι αναγκαίο για την έκδοση απόφασης ως προς την κύρια υπόθεση, δηλαδή για την ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου τούτου. Αυτό συμβαίνει διότι κατά διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου επιδείχθηκε από την εγκαλούσα το πρωτότυπο της εν λόγω επιταγής και μάλιστα αναγνωρίσθηκε από τη δεύτερη τότε κατηγορούμενη ήδη εκκαλούσα η υπογραφή της, ενώ καθόλου δεν αμφισβητήθηκε από αυτήν η γνησιότητα των λοιπών εγγραφών που έγιναν στο εμπρόσθιο μέρος της καθώς και γενικά η επίδικη επιταγή στο σύνολο της. Κατόπιν των ανωτέρω, και λαμβανομένων υπόψη ότι το πρωτότυπο υλικό αντικείμενο του εγκλήματος που εν προκειμένω ερευνάται, δηλαδή το σώμα της επίδικης επιταγής (ΑΠ 1108/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 208/2009 ΠοινΔνη 2008.1309), προσκομίσθηκε από την πολιτικώς ενάγουσα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και επιδείχθηκε σε όλους τους παράγοντες της δίκης, ενώ κρίθηκε ως περιττή η ύπαρξη του επίμαχου φωτοαντίγραφου στην δικογραφία της κρινόμενης υπόθεσης και το εν λόγω έγγραφο διαγράφθηκε από τον κατάλογο των αναγνωστέων (σελ. 103 της με αριθμό 963/2011 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας), έκτοτε δε υφίσταται στη δικογραφία πιστό αντίγραφο της επίμαχης επιταγής, στο οποίο αποτυπώνονται αδιαμφισβήτητα όλες οι εγγραφές, το οποίο αναγνώσθηκε, η σχετική ένσταση πλαστογραφίας προβάλλεται αλυσιτελώς και όλως παρελκυστικώς. Ως προς το αίτημα αναστολής κατά τη διάταξη του άρθρου 59 ΚΠΔ, μέχρις ότου κριθεί το ζήτημα της περάτωσης της σχετικής αίτησης - μήνυσης της παρούσας κατηγορουμένης περί ανάσυρσης της Α2011/2145 μηνύσεως της για την πλαστογραφία του εν λόγω εγγράφου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ' ουσίαν, δεδομένου ότι η έκβαση της συγκεκριμένης υπόθεσης ουδεμία επιρροή ασκεί στην παρούσα δίκη κατά τα προαναφερθέντα. Συνακόλουθα, η εν λόγω κατηγορούμενη, τέλεσε το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, όχι όμως ως άμεσος συνεργός, αλλά κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό του τρόπου συμμετοχής της στην πράξη, ως φυσική αυτουργός, και για το λόγο αυτό, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη του αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, απορριπτόμενων, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, των ισχυρισμών της κατηγορουμένης περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω πληρωμής της επιταγής προ της σφραγίσεώς της, περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω υποβολής της έγκλησης από μη δικαιούμενο, περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω παράνομης αυτοσύμβασης και λόγω ακυρότητας της επιταγής λόγω σύμβασης αντίθετης στη διάταξη του άρθρου 23α ν.2190/1920, περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω μη νόμιμης εμφάνισης της επιταγής συνεπεία της διγράμμισης, περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης λόγω ακυρότητας της επιταγής ως εκδοθείσας κατά φερόμενη πληρεξουσιότητα μη αναγραφομένης στο σώμα της επιταγής, περί πλαστότητας του από 22/09/2006 αντιγράφου της με ημερομηνία έκδοσης 10.07.2006 επιταγής της εταιρείας με την επωνυμία "ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε.", το οποίο επισυνάφθηκε από εγκαλούσα στην υποβληθείσα έγκληση, περί εικονικότητας της επιταγής - ανυπαρξίας της αιτίας - αχρεωστήτου, περί μη νόμιμης εμφάνισης της επιταγής για δεύτερη φορά, μετά την πληρωμή της". Με βάση τις παραδοχές του αυτές το δευτεροβάθμιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Καβάλας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αριθμό 787/2014 απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, και χωρίς επιλεκτική εκτίμηση, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, ως φυσική αυτουργός- εκδότης της τυπικά έγκυρης αυτής δίγραμμης επιταγής, τις αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις αναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 , 53, 57, 61,63, 65, 79, 80, 83, 84 και 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως μεταγενέστερα τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως της κατηγορουμένης, στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, α) αναφέρεται ο χρόνος έκδοσης της ένδικης επιταγής (10-7-2006) και ο χρόνος εμφάνισης εντός του νομίμου οκταημέρου(17-7-2006), αναφέρεται ότι κατά το συγκεκριμένο αναγραφόμενο επ'αυτής άνω χρόνο εκδόσεως και κατά τον άνω χρόνο πληρωμής της εμπρόθεσμα εμφανισθείσας για πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα επιταγής, δεν υπήρχαν στην πληρώτρια τράπεζα επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή της και αυτή σφραγίστηκε εμπρόθεσμα εντός του νομίμου οκταημέρου και δεν πληρώθηκε, όπως βεβαιώνει η πληρώτρια Λαϊκή Τράπεζα επί του σώματος της επιταγής αυτής "λόγω ανεπαρκούς υπολοίπου", αναφέρεται δε επαρκώς αιτιολογημένα ότι η επιταγή αυτή, προσκομισθείσα και αναγνωσθείσα σε πρωτότυπο, με εκδότρια υπογραφέα την κατηγορουμένη, δεν είχε πληρωθεί προ της σφράγισής της, αφού συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα και όλα τα επικληθέντα από την κατηγορουμένη και αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα, β) αναφέρεται, κατά ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των συγκεκριμένων διατάξεων του άνω ν. 5960/1933, όπως έχει τροποποιηθεί, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες σκέψεις, ότι η εγκαλούσα εταιρεία, καίτοι δεν είχε την ιδιότητα του τραπεζίτη και του πελάτη της πληρώτριας τράπεζας, νομιμοποιείτο και είχε τη δυνατότητα να εμφανίσει την ένδικη δίγραμμη επιταγή προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, δια του αναφερόμενου πληρεξουσίου της και νόμιμου εκπροσώπου της Α. Μ., αφού κατά τις παραδοχές έγινε σχετική οπισθογράφηση και επρόκειτο για γενική διαγράμμιση της επιταγής αυτής, αφού δεν φέρει οποιαδήποτε σημείωση μέσα στις δύο αυτές παράλληλες γραμμές και σύμφωνα με αυτά που προαναφέρθηκαν, σύννομα εμφανίστηκε από την εγκαλούσα προς πληρωμή και σύννομα σφραγίστηκε η εν λόγω έγκυρη δίγραμμη επιταγή, χωρίς εκ τούτων να επήλθε οποιαδήποτε ακυρότητα της σφράγισης ή της ίδιας της επιταγής και δεν ερμηνεύθηκαν εσφαλμένα τα άρθρα 37 και 38 του ν. 5960/1933, γ) ως προς το δόλο της κατηγορουμένης, δεν χρειαζόταν ειδική αιτιολόγηση, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, αφού για το παραπάνω έγκλημα δεν είναι απαραίτητο να γίνεται σ' αυτή και ειδική αναφορά σε "γνώση" της εκδότριας της επιταγής για την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα, όπως απαιτούσε η προαναφερόμενη διάταξη πριν από την τροποποίησή της από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972, διότι, κατά τα προαναφερθέντα, το αξιόποινο του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής δεν επηρεάζεται από την έλλειψη κάθε αιτίας ή οφειλής του εκδότη, γιατί το έγκλημα αυτό, ενόψει της φύσεως της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση και μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής χωρίς να ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής, δεδομένου ότι στο πεδίο του ποινικού δικαίου δεν ερευνάται καθόλου η αιτία εκδόσεως, μπορεί να είναι ακόμη και παράνομη, να υποκρύπτει τοκογλυφικούς τόκους, ούτε αίρεται το άδικο της πράξεως αν η ενσωματωμένη στην επιταγή απαίτηση είναι μη αγώγιμη ή δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά της εκδότριας, λόγω του τυχόν ανυπάρκτου ή παρανόμου της αιτίας, αφού κατά τις παραδοχές και κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, ορθά κρίθηκε ότι δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του εκδότη, το ανύπαρκτο ή το παράνομο της αιτίας εκδόσεως της επιταγής, αρκεί η επιταγή, ως αξιόγραφο, να έχει τα τυπικά στοιχεία της εγκυρότητας, ενώ δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη παράνομης αυτοσύμβασης με τον Α. Μ., η δε σφραγισθείσα δίγραμμη επιταγή, με γενική διαγράμμιση, ως αξιόγραφο, έχει τα τυπικά στοιχεία της νομικής εγκυρότητας και δεν επηρεάζεται το κύρος της επιταγής αυτής από την υποκρυπτόμενη αιτία εκδόσεώς της, ακόμα και αν πρόκειται για κάλυψη παράνομων τόκων τοκογλυφικού δανείου, που ισχυρίστηκε η κατηγορουμένη, δ) η ύπαρξη ή μη ζημίας της εγκαλούσας εταιρείας- κομίστριας της ακάλυπτης επιταγής δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού, ούτε αίρεται το άδικο της πράξεως αν η ενσωματωμένη στην επιταγή απαίτηση είναι μη αγώγιμη ή δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά της εκδότριας, λόγω του ανύπαρκτου ή παράνομου ως παραπάνω της αιτίας εκδόσεως της επιταγής αυτής, η οποία και δεν ερευνάται στο ποινικό δικαστήριο, ε) ο δυνάμει οπισθογράφησης, λόγω συγκεκαλυμμένης πληρεξουσιότητας, κομιστής Α. Μ. μπορούσε να ασκήσει τα από την επιταγή απορρέοντα δικαιώματά του στο όνομα και για λογαριασμό της οπισθογράφου, η οποία παραμένει νόμιμος κομιστής της επιταγής και δικαιούχος της εγκλήσεως, αν δεν πληρωθεί και σφραγιστεί η επιταγή, όπως εδώ η εγκαλούσα εταιρεία "GENNET - Α.Ε-ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και ο ανωτέρω κομιστής σύννομα εμφάνισε εμπρόθεσμα και σφράγισε την επιταγή αυτή στις 17-7-2006 στην πληρώτρια τράπεζα, κατ'εντολή και για λογαριασμό της εγκαλούσας, όπως ορθά έκρινε και δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας και απέρριψε προβληθέντα ισχυρισμό της κατηγορουμένης για μη νόμιμη υποβολή της από 9-10-2006 έγκλησης, υποβολή από μη δικαιούμενο και μη νομιμοποιούμενο πρόσωπο, στ) δεν ήταν αναγκαία η έρευνα της ύπαρξης ή μη ζημίας της εγκαλούσας εταιρείας εκ της εκδόσεως της επιταγής και η έρευνα της υποκειμένης αιτίας, για το υποστατό του εν λόγω εγκλήματος και το παραδεκτό της εγκλήσεως, και απαντήθηκαν και ορθά και με επαρκή εμπεριστατωμένη, και όχι ασαφή ή αντιφατική ή επιλεκτική αιτιολογία, απορρίφθηκαν όλοι οι προβληθέντες σχετικοί αυτοτελείς ισχυρισμοί της εκδότριας κατηγορουμένης, περί ελλείψεως παντελώς υποκειμένης αιτίας και έλλειψη ζημίας, περί ανύπαρκτου και αχρεωστήτου απαιτήσεως, περί υποκρυπτόμενων εικονικών δανειακών συμβάσεων και εικονικών συμβάσεων πωλήσεως καπνών, περί ανύπαρκτων συναλλαγών, περί τοκογλυφίας και εικονικότητας και ακυρότητας της αιτίας εκδόσεως της επιταγής, λόγω αντίθεσης στα χρηστά ήθη, περί νομιμοποίησης εσόδων δια της εν λόγω επιταγής, περί πληρωμής της επίδικης επιταγής προ της σφραγίσεώς της και περί μη νομιμότητας της σφραγίσεως, περί εξάλειψης του αξιοποίνου συνεπεία παρόδου τριμήνου από της σφραγίσεως χωρίς υποβολή νομότυπης εγκλήσεως και για έλλειψη ενεργητικής νομιμοποιήσεως της εγκαλούσας στην υποβολή της εγκλήσεως, ζ) σύννομα το δικαστήριο συνεκτίμησε και αξιολόγησε το σώμα της ένδικης ακάλυπτης επιταγής (βλ. σελ. 80-81 αιτιολογικού) και δε χρειαζόταν ειδική αναφορά της ανάγνωσης αυτής στα πρακτικά, ούτε άδεια και ακρόαση της κατηγορουμένης για την επισκόπηση αυτής, ενόψει προβληθέντων αυτοτελών ισχυρισμών της κατηγορουμένης για ακυρότητες του τίτλου αυτού και για έλεγχο των αμφισβητηθέντων τυπικών στοιχείων της επιταγής αυτής, η) επαρκώς εμπεριστατωμένα αιτιολογείται η απόρριψη του ισχυρισμού της κατηγορουμένης περί απαραδέκτου της ασκηθείσας ποινικής δίωξης, λόγω παράνομης αυτοσύμβασης της οπισθογράφησης προς και από τον Α. Μ., λόγω μη υποβολής της έγκλησης από δικαιούμενο πρόσωπο, την εταιρεία "GENNET - Α.Ε - ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", δεχθέντος του δικαστηρίου ότι υπάρχει πάνω στο αξιόγραφο νόμιμη πρώτη οπισθογράφηση της εταιρείας αυτής σε διαταγή της οποίας είχεν εκδοθεί και δεύτερη οπισθογράφηση του νομίμου εκπροσώπου της Α. Μ., λόγω συγκεκαλυμμένης πληρεξουσιότητας κομιστή, προς την πληρώτρια τράπεζα, εξακολουθούσας της άνω εταιρείας δικαιούχου των από την επιταγή αυτή δικαιωμάτων της, όπως της υποβολής εγκλήσεως κατά της κατηγορουμένης, θ) αναφέρεται ότι η κατηγορουμένη εξέδωσε την ένδικη επιταγή, ενεργώντας ως εκπρόσωπος, ήτοι έμμεσος αντιπρόσωπος της εταιρείας "Καπνεμπορικές Επιχειρήσεις ΜΕΠΕ", της οποίας η σφραγίδα τέθηκε επί του εκδοθέντος τίτλου δίπλα στην υπογραφή της κατηγορουμένης, η δε μη αναγραφή της ιδιότητας αυτής επί του τίτλου, δεν επάγεται ακυρότητα του τίτλου ή έλλειψη ποινικής ευθύνης αυτής ως υπογραφέως φυσικού αυτουργού, ι) παραδεκτά το δικαστήριο μετέτρεψε την κατηγορία από άμεση συνέργεια σε έκδοση ακάλυπτης επιταγής σε φυσική αυτουργία έκδοσης της ίδιας ακάλυπτης επιταγής, πρόκειται για την ίδια πράξη που ασκήθηκε η ποινική δίωξη, υπό τα ίδια πραγματικά περιστατικά, δεν πρόκειται για μεταβολή κατηγορίας και για καταδίκη για άλλη αξιόποινη πράξη και υπό άλλη ιδιότητα και από τη μεταβολή αυτή της συμμετοχής της κατηγορουμένης στο έγκλημα, δεν παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα της κατηγορουμένης (άρθρα 6 παρ.1,2,3 ΕΣΔΑ, 14 παρ. 1,2,3 του ΔΣ/ΑΠΔ) και κ) η αναγραφή στο αιτιολογικό ως αριθμού 2501318-1 της ένδικης επιταγής, αντί του ορθού αριθμού 250131 0 8-1, που σημειώνεται σωστά στο διατακτικό, οφείλεται σε προφανή παραδρομή και δε συνάγεται καμία αντίφαση, όπως διατείνεται η αναιρεσείουσα, αφού αναφέρονται όλα τα λοιπά ορθά στοιχεία της και δε δημιουργείται ασάφεια για ποία επιταγή πρόκειται. Επομένως όλα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, με τους εκ του άρθρου 171 παρ.1 και 510 παρ 1 στοιχ. Α', Β', Δ' ,Ε' και Η'του ΚΠΔ, συναφείς κύριους και πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, για έλλειψη ακροάσεως, για ελλιπή, ασαφή, αντιφατική, επιλεκτική αιτιολογία της αποφάσεως επί της ενοχής, για ελλιπή αιτιολογία απόρριψης και για μη απάντηση σε σχετικούς αυτοτελείς ισχυρισμούς της κατηγορουμένης και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων, του ν. 5960/1933, όπως τροποποιήθηκε με τους νεότερους νόμους 2408/1996, 3472/2006 και ν.δ. 1325/1972, του άρ. 14 παρ.1, 117 ΠΚ, του άρ. 68 παρ. 2, 174,180, 235 ΑΚ, του άρ. 18, 23, 23 α του ν. 2190/1920, του άρ. 38 της Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης, του άρ. 7 του Συντάγματος για έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων της αναιρεσείουσας, για παραβίαση του άρθρου 6 και 7 της ΕΣΔΑ και 14, 15 του ΔΣ/ΑΠΔ και για υπέρβαση εξουσίας λόγω καταδίκης χωρίς νόμιμη έγκληση του δικαιούχου και για έλλειψη δικαιοδοσίας, κατά παραβίαση της συνταγματικής αρχής της διακρίσεως εξουσιών, με την εμμονή της νομολογίας του ΑΠ για μη έρευνα της αιτίας έκδοσης της ακάλυπτης επιταγής στη ποινική διαδικασία, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. 3.Κατά την παρ. 5 εδ. α' του ίδιου άρθρου 79, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 3472/2006: "η ποινική δίωξη ασκείται με έγκληση του κομιστή της επιταγής που δεν πληρώθηκε ή του εξ αναγωγής υπόχρεου ο οποίος την εξόφλησε και έγινε κομιστής της". Σε σχέση με την υποβολή της έγκλησης επί της επιταγής, ισχύουν τα οριζόμενα στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 42 ΚΠΔ, στις οποίες ρητά παραπέμπει το άρθρο 46 του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των τεσσάρων πρώτων εδαφίων της παρ. 2 του εν λόγω άρθρου, η έγκληση γίνεται απ' ευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο τον εγκαλούντα είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η ύπαρξη της εγκλήσεως του άρθρου 117 παρ. 1 ΠΚ συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση για την έγκυρη γένεση της ποινικής δίκης και η εμπρόθεσμη εντός τριμήνου υποβολή της ή μη, για τα εγκλήματα που διώκονται κατ' έγκληση, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, το οποίο, αν διαπιστώσει ότι η έγκληση δεν υποβλήθηκε νομίμως, οφείλει να κηρύξει την ποινική δίωξη απαράδεκτη, άλλως, εάν το δικαστήριο προχωρήσει στην κατ' ουσία έρευνα της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου, τότε υποπίπτει στην εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας. Όμως, από τις διατάξεις των άρθρων 42, 148, 149, 150 ,151 και 153 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η σύνταξη της εκθέσεως εγχειρίσεως επί της εγγράφως υποβληθείσας εγκλήσεως δεν αποτελεί συστατικό τύπο της ίδιας της εγκλήσεως και συνεπώς η μη σύνταξη και η τυχόν πλημμελής σύνταξη αυτής, δεν επιδρά επί του κύρους της εγκλήσεως, ούτε συνεπάγεται ακυρότητα αυτής. Άλλωστε, αν από παραδρομή οργάνων της πολιτείας δεν υπεγράφη η έκθεση καταθέσεως της εγκλήσεως, όπως από τον γραμματέα ή από τον αρμόδιο εισαγγελέα, δεν είναι επιτρεπτό η εν λόγω παράλειψη να επισύρει σε βάρος του εγκαλούντος ως κύρωση το απαράδεκτο της κατά τα άλλα νομότυπα υποβληθείσας εγκλήσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο κύριο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, χωρίς ειδική αιτιολογία και καθ'υπέρβαση της εξουσίας του, απέρριψε τον προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό της ότι η υποβολή της εναντίον της από 9-10-2006 έγκλησης για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο και καταδικάστηκε, δεν είναι νόμιμη, για τον προβληθέντα λόγο ότι στην συνταχθείσα από 12-10-2006 έκθεση εγχειρίσεως αυτής, υπάρχει μόνο το ονοματεπώνυμο και η υπογραφή της καταθέσασας πληρεξουσίας του εγκαλούντος Α. Ρ. και του γραμματέα της παραλαβούσας εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών Ι. Φ., ενώ δεν υπάρχει το ονοματεπώνυμο, ούτε η αναγκαία υπογραφή του συμπράττοντος εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, με συνέπεια την ακυρότητα της εκθέσεως αυτής, που ισοδυναμεί με μη νομότυπη και μη εμπρόθεσμη υποβολή της εγκλήσεως και επομένως παρέλευση του νομίμου τριμήνου που οδηγεί σε εξάλειψη του αξιοποίνου της ένδικης πράξης της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, που διώκεται κατ'έγκληση και θάπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη η ασκηθείσα ποινική δίωξη. Από την επισκόπηση δε της υπάρχουσας στη δικογραφία από 9-10-2006 έγκλησης για το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο και καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, προκύπτει ότι πάνω στο σώμα αυτής, στο τέλος, έχει συνταχθεί η από 12-10-2006 έκθεση κατάθεσης της έγκλησης αυτής ενώπιον της αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών Ελένης Σίσκου και του γραμματέως Ι. Φ. στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, στην οποία αναγράφονται τα άνω ονοματεπώνυμα και υπογράφεται η έκθεση εγχειρήσεως αυτή, από την καταθέσασα και τον άνω γραμματέα της εισαγγελίας, ενώ δεν φέρει την υπογραφή της εισαγγελέως. Η ανωτέρω παράλειψη υπογραφής της εκθέσεως από την εισαγγελέα, οφείλεται προφανώς σε παραδρομή, η δε παραδρομή αυτή οργάνου της πολιτείας, δεν επισύρει σε βάρος της εγκαλούσας εταιρείας ως κύρωση το απαράδεκτο της κατά τα άλλα νομότυπα υποβληθείσας εγκλήσεως, που υπογράφεται από την καταθέσασα και από τον αρμόδιο γραμματέα της εν λόγω εισαγγελίας και επομένως είναι έγκυρη, όπως ορθά και επαρκώς αιτιολογημένα έκρινε και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του. Η υπογραφή άλλωστε της παραπάνω εισαγγελέως υπάρχει στην πρώτη σελίδα της άνω υποβληθείσας εγκλήσεως, με την παραπεμπτική σημείωσή της προς τον εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Καβάλας, λόγω τοπικής αρμοδιότητας αυτού. Συνεπώς, ο συναφής λόγος αναιρέσεως για αναιτιολόγητη απόρριψη του σχετικού ισχυρισμού ακυρότητας της εκθέσεως εγκλήσεως και για υπέρβαση εξουσίας, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Η'του ΚΠΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 4.Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2. 358, 364 παρ.1 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι με τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσεως του σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική στο ακροατήριο συζήτηση της υποθέσεως, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία θεμελιώνει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, γιατί έτσι παραβιάζεται η άσκηση του από το άρθρο 358 του ΚΠΔ απορρέοντος δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα επικαλείται ότι προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και έλλειψη ακροάσεώς της, συνιστάμενη στο ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την άσκηση από μέρους της των δικαιωμάτων που της παρέχει ο νόμος και συγκεκριμένα επειδή στη σελίδα 81 του αιτιολογικού το δικαστήριο, προκειμένου να απορρίψει προβληθέντα ισχυρισμό της περί πληρωμής της ένδικης επιταγής συνεκτίμησε και αξιολόγησε τις ενδείξεις ηλεκτρονικής αποτύπωσης στην πίσω όψη της επιταγής, έγγραφα της Μαρφίν Τράπεζας, χωρίς να ερωτηθεί ή όχι την ανάγνωσή τους. Από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως που επισκοπούνται προκύπτει ότι, με την σύμφωνη γνώμη των συνηγόρων υπεράσπισης και της κατηγορουμένης, μεταξύ άλλων εγγράφων, αναγνώσθηκε στο ακροατήριο και το σώμα της ένδικης επιταγής, και επομένως η κατηγορουμένη και οι συνήγοροί της, με την πλήρη ανάγνωση αυτής στο ακροατήριο, αντελήφθησαν επαρκώς το περιεχόμενό τους και είχαν οι συνήγοροι τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επ' αυτών και να προβούν, κατ' άρθρο 358 του ΚΠΔ, σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με τα αναγνωσθέντα έγγραφα αυτά και το περιεχόμενό τους, και όλων των στοιχείων και σημειώσεων της τράπεζας επί της επιταγής και μπορούσαν να προβούν σχετικά σε δηλώσεις και παρατηρήσεις και δεν προκύπτει από τα πρακτικά ότι αναγνώσθηκαν άλλα έγγραφα της Μαρφίν τράπεζας ή ότι αναγνώσθηκαν ιδιωτικώς και παρανόμως ή ότι οι συνήγοροι υπεράσπισης πρόβαλαν αντίρρηση για την ανάγνωση κάποιων από τα έγγραφα της αναιρεθείσας δίκης που αναγνώσθηκαν, ούτε ότι ζήτησαν σχετικά το λόγο και δεν τους δόθηκε. Συνεπώς δεν επήλθε καμία ακυρότητα της διαδικασίας από την ανάγνωση των άνω εγγράφων στο ακροατήριο και ο από τα άρθρα 171 αρ. 1 στοιχ. δ' και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Β'του ΚΠΔ προβαλλόμενος σχετικός για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και για έλλειψη ακροάσεως, συναφής λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. 5.Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πέντε έτη ε και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία αναστέλλεται, για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και ωσότου να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως όμως όχι πέραν των τριών ετών για πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδάφ. β', 370 στοιχ. β' και 511 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή ως θεσμός δημοσίας τάξεως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας την συμπλήρωση της παραγραφής και μετά την άσκηση της αναιρέσεως, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή, ως ασκηθείσα νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχεται σ' αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 474 παρ.2 και 509 ΚΠΔ, ένας τουλάχιστον παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, ο οποίος κρίθηκε όμως βάσιμος. (Ολ. ΑΠ 7/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, η αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα, σε βαθμό πλημμελήματος, αξιόποινη πράξη έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, φερόμενη ότι τελέσθηκε στις 10-7-2006, εκδικασθείσα σε δεύτερο βαθμό στις 6-6-2014, πριν συμπληρωθεί οκταετία δεν υπέκυψε σε παραγραφή, ως μη παρελθόντος μέχρι 6-6-2014 χρόνου υπερβαίνοντος την οκταετία από της ως άνω τελέσεώς της και επομένως, αφού δεν υπάρχει κατά τα παραπάνω ουδείς βάσιμος λόγος αναιρέσεως, δεν εξαλείφθηκε το αξιόποινο ενώπιον του Αρείου Πάγου σε επιδικία, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα και ο συναφής περί παραγραφής πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως μετά των προσθέτων λόγων αυτής, στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 5/14-7-2014 αίτηση - της Ο. Π. - Κ., του Ν. και τους από 5-2-2015 προσθέτους λόγους αυτής, για αναίρεση της με αρ. 787/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση ακάλυπτης δίγραμμης επιταγής- 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933. 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου. 2. Είναι αδιάφορη η αιτία έκδοσης της επιταγής και το τυχόν παράνομο αυτής, είναι αδιάφορες για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος. 3. Ο ισχυρισμός ότι η επιταγή που εκδόθηκε καλύπτει τοκογλυφικούς τόκους, ανάγεται στην αιτία έκδοσης και μεταβίβασης της επιταγής, γεγονός που δεν επηρεάζει το αξιόποινο της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. 4. Η παράλειψη υπογραφής της εκθέσεως εγχειρίσεως της εγκλήσεως από την εισαγγελέα, οφείλεται προφανώς σε παραδρομή, η δε παραδρομή αυτή οργάνου της πολιτείας, δεν επισύρει σε βάρος της εγκαλούσας εταιρείας ως κύρωση το απαράδεκτο της κατά τα άλλα νομότυπα υποβληθείσας εγκλήσεως, που υπογράφεται από την καταθέσασα και από τον αρμόδιο γραμματέα της εν λόγω εισαγγελίας και επομένως είναι έγκυρη. 5. Η συμμετοχή ενός δικαστή στη σύνθεση πολιτικού δικαστηρίου επί αστικής διαφοράς δύο πολιτών, δε συνιστά λόγο αποκλεισμού συμμετοχής του στην επακολουθούσα συναφή ποινική δίκη των ιδίων διαδίκων, αλλά ενδεχομένως λόγο, που μπορεί ο δικάσας δικαστής, να υποβάλει δήλωση αποχής, για λόγους ευπρέπειας και ευθιξίας, ώστε να μην κλονιστεί η εμπιστοσύνη των δικαζομένων πολιτών για την ευθυκρισία και το αμερόληπτο …..
Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη
Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.
2
Αριθμός 387/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποιν. Τμήμα - (Σε Συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Μαρία Βασιλάκη (σύμφωνα με την υπ'αριθμό 56/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενους τους: 1)Ε. Σ., 2)Κ. Χ., 3)Ε. Γ. και 4)Δ. Φ.. Και εγκαλούντα τον J. T. E. του A., κρατούμενο στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού. Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 61794/12-12-2014, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 28/2015. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη με αριθμό και ημερομηνία 11/16.2.2015 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 136 περ. ε' και 137 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την υπ' αριθ. πρωτ. 2134/22-12-14 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, περί καθορισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 136 περ. ε' του Κ.Π.Δ., στην οποία ορίζονται οι περιπτώσεις της αρμοδιότητας κατά παραπομπή, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή υφίσταται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων και όταν ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από του βαθμού του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, κατά τα άρθρα 122-125 του Κ.Π.Δ. δικαστήριο. Στην έννοια του κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και ο εγκαλούμενος, όταν η υπόθεση βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της προδικασίας και δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη, για την ταυτότητα του λόγου, την εξασφάλιση δηλαδή του ανεπηρέαστου της δικαστικής κρίσης και του αποκλεισμού υπονοιών μεροληψίας, λόγω της συνυπηρέτησης. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 137 παρ. 1 περ. γ' του Κ.Π.Δ., αρμόδιο να αποφασίσει την παραπομπή δικαστήριο, είναι το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών ή Εφετών (ΑΠ 220/2014, 1230/2013). Στην προκειμένη περίπτωση με την παραπάνω αίτηση υποβλήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 137 παρ. 1 στοιχ. γ' και 136 στοιχ.ε Κ.Π.Δ., η συνημμένη υπ'αριθ. ΑΒΜ ΙΓ 2014/9054 ποινική δικογραφία, που σχηματίσθηκε μετά από προκαταρκτική εξέταση, κατόπιν της από 30-12-14 έγκλησης του J. T. του A. κρατουμένου Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού, δεδομένου ότι με αυτή ο τελευταίος καταγγέλλει τους: 1) Κ. Χ., Πρόεδρο Πρωτοδικών Αθηνών, 2) Ε. Γ., 3) Δ. Φ., Πρωτοδίκες Αθηνών και 4) Ε. Σ., Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών. Επειδή οι εγκαλούμενοι είναι εν ενεργεία Δικαστικοί Λειτουργοί και υπηρετούν οι τρείς πρώτοι στο Πρωτοδικείο Αθηνών και η τέταρτη στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, όπως τούτο προκύπτει από το συνημμένο υπ' αρ.πρωτ. 36956/14 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αφετέρου δε δεν υφίσταται πλέον, μετά την ίδρυση του Εφετείου Ευβοίας, ευχέρεια του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για την παραπομπή της υπόθεσης σε άλλο δικαστήριο, που να ανήκει στην περιφέρεια του, συντρέχει νόμιμη περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή και πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της υπόθεσης από τις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών στις αντίστοιχες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και αν συντρέξει περίπτωση, του Εφετείου Ευβοίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω το Δικαστήριο Σας-σε Συμβούλιο να διατάξει την παραπομπή της υπόθεσης που αναφέρεται στην υπ' αρ.2134/22-12-14 αίτηση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και αφορά την υπ'αριθ. ΑΒΜ ΙΓ 2014/9054 δικογραφία που σχηματίστηκε κατόπιν της από 30-12-2014 έγκλησης του J. T. του A., κρατουμένου Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού κατά των: 1) Κ. Χ., Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών, 2) Ε. Γ., 3) Δ. Φ., Πρωτοδικών Αθηνών και 4) Ε. Σ., Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, από τις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών στις αντίστοιχες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και αν συντρέξει περίπτωση του Εφετείου Ευβοίας. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Παρασκευαϊδης" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 136 εδ. ε' του ΚΠΔ "το δικαστήριο που είναι αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 διατάζει την παραπομπή σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές όταν ο εγκαλών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 δικαστήριο...". Από το δικαιολογητικό λόγο της διάταξης αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσης του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλομένης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο ζημιωμένος ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, και όταν δεν έχει ακόμη ασκηθεί ποινική δίωξη. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 στοιχ. γ του ίδιου Κώδικα, την παραπομπή στην περίπτωση αυτή, μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί παραπομπής από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών σε άλλον ισόβαθμο Εισαγγελέα ο Άρειος Πάγος σε συμβούλιο και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδ. 1 του ΚΠΔ. Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι ο J. T. E., υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών την από 24-3-2012 μηνυτήρια αναφορά - έγκληση του, στρεφόμενη κατά της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών Ε. Σ. και άλλων των δικαστικών λειτουργών, Κ. Χ., Ε. Γ. και Δ. Φ., Πρωτοδικών, μελών συνθέσεως ΜΟΔ για τη σε αυτή καταγγελλόμενη αξιόποινη πράξη παράβασης καθήκοντος, και αρμόδιος για να κρίνει αν θα ασκήσει ή μη ποινική δίωξη είναι ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών. Ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών, με το από 12-12-2014 έγγραφο του προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ζητά τον κανονισμό αρμοδιότητας, προκειμένου να ορισθεί άλλος ως αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών για να κρίνει την προμνημονευόμενη έγκληση της εγκαλούσας, λόγω της ως άνω προαναφερόμενης ιδιότητας της πρώτης των μηνυόμενων Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών. Επομένως, ενόψει και του ότι στη περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών υπάρχει πλέον μόνον ένα Πρωτοδικείο, εκείνο των Αθηνών, συντρέχει αρμοδιότητα του παρόντος συμβουλίου του Αρείου Πάγου και περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας υπ'αυτού κατά παραπομπή (άρθρα 136 εδ. ε' και 137 παρ. 1 εδ. β περ. γ ΚΠΔ) και πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της ανωτέρω υπόθεσης, στο σύνολο της, από τον κατά τόπο αρμόδιο να επιληφθεί και αποφανθεί επί της άνω εγκλήσεως Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς και στις αντίστοιχες ανακριτικές και δικαστικές αρχές της Εισαγγελίας Πρωτοδικών και Εφετών Πειραιώς και Εφετείου Πειραιώς, αν συντρέξει νόμιμη περίπτωση, όπως ορίζεται στο διατακτικό, διότι η ανωτέρω έγκληση στρέφεται και κατά Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Παραπέμπει την υπόθεση, που αναφέρεται στο από 12-12-2014 έγγραφο της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών και αφορά την από 30-12-2014 μήνυση του J. T. E., στρεφόμενη κατά της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών Ε. Σ. που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και κατά άλλων, των δικαστικών λειτουργών, Κ. Χ. (Προέδρου), Ε. Γ. και Δ. Φ., (Πρωτοδικών Αθηνών), μελών συνθέσεως ΜΟΔ Αθηνών, για τη σε αυτή καταγγελλόμενη αξιόποινη πράξη παράβασης καθήκοντος, από τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και Δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου και Εφετείου Αθηνών, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς και, αν συντρέξει νόμιμη περίπτωση, στις αντίστοιχες ανακριτικές και δικαστικές αρχές της Εισαγγελίας Πρωτοδικών και Εφετών Πειραιώς και του Εφετείου Πειραιώς, προκειμένου να κρίνουν και να αποφασίσουν για τον περαιτέρω χειρισμό της υποθέσεως αυτής. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2015. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός Αρμοδιότητας. Παραπέμπει σε Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς κλπ Αρχές για χειρισμό μήνυσης κατά Δικαστών και Εισαγγ. Λειτουργού, που υπηρετούν στο Πρωτ. Αθηνών και στην Εισαγγ. Πρωτ. Αθηνών αντίστοιχα.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 383/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Μαρία Βασιλάκη (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 56/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Χ. Χ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Γιαλάογλου, περί αναιρέσεως της 632/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης και με συγκατηγορούμενο τον Π. Π. του Π.. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 16/2015. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 501 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όπως το εδ. α τροποποιήθηκε με το άρθρο 48 παρ. 1 του ν. 3160/2003: "Αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανιστεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση μπορεί να προσβληθεί μόνο με αναίρεση. Η διάταξη του άρθρου 349 για αναβολή της συζήτησης εφαρμόζεται και υπέρ του εκκαλούντος που δεν μπόρεσε να εμφανιστεί για λόγους ανώτερης βίας κ.λπ. Εφαρμόζεται επίσης ανάλογα και η διάταξη του άρθρου 341". Κατά δε το άρθρο 349 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, όπως ο τίτλος και ολόκληρο το άρθρο αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3904/2010: "Το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει μόνο μία φορά την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, μία μόνο φορά, για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας". Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για λόγους ανώτερης βίας πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Η, μετά την αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος αναβολής, απόρριψη της εφέσεως του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, ως ανυποστήρικτης, ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 §1 στοιχ. Η' λόγο αναιρέσεως με τη μορφή της αρνητικής υπερβάσεως εξουσίας. Συνίσταται δε η κατά τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής αποφάσεως στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών, τα οποία αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του (ΟλΑΠ 7/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη 632/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη η έφεση του αναιρεσείοντος Χ. Χ. κατά της 162/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, με την οποίαν αυτός καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, μετατραπείσα σε χρηματική, και σε χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ για μαστροπεία κατ` επάγγελμα, μετά την απόρριψη του αιτήματος για αναβολή της δίκης, λόγω μη εμφανίσεώς του στο ακροατήριο του άνω δικαστηρίου συνεπεία ανώτερης βίας. Από την προσβαλλομένη απόφαση και τα πρακτικά αυτής προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο δεν εμφανίσθηκε ο εκκαλών - κατηγορούμενος, αλλά εμφανίσθηκε, ως άγγελος, η αδελφή του Μ. Χ., η οποία ανήγγειλε ότι ο κατηγορούμενος βρίσκεται στη Γερμανία, όπου και εργάζεται στην πόλη Ντίσελντορφ σε ένα εστιατόριο, και ζήτησε την αναβολή της δίκης για τη δικάσιμο της 17.12.2014, κατά την οποία εκδικάζεται και άλλη υπόθεσή του. Προς απόδειξη αυτού, η ανωτέρω εξετάσθηκε ενόρκως και ως μάρτυρας. Το δικαστήριο ακολούθως απέρριψε το αίτημα αυτό με την εξής αιτιολογία: "... Στην προκειμένη περίπτωση η μάρτυρας, Μ. Χ., αδελφή του πρώτου κατηγορουμένου (αναιρεσείοντος), ζήτησε για λογαριασμό αυτού την αναβολή της δίκης διότι ο τελευταίος εργάζεται σε εστιατόριο στη Γερμανία και αδυνατεί να προσέλθει. Ζήτησε δε την αναβολή της υπόθεσης για τη δικάσιμο της 17-12-2014 διότι, την παραπάνω ημερομηνία, όπως κατέθεσε, εκδικάζεται και άλλη υπόθεση του αδελφού της. Η επαγγελματική όμως απασχόληση του πρώτου εκκαλούντος στη Γερμανία, δεν συνιστά λόγο ανωτέρας βίας, κατά τα ανωτέρω, αφού δεν αποτελεί απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός μη δυνάμενο να αποτραπεί με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και συνέσεως. Αντίθετα, ο πρώτος εκκαλών, με τη λήψη μέτρων πρόσφορης γι' αυτόν επιμέλειας, θα μπορούσε να εμφανισθεί στο δικαστήριο, μεταβαίνοντας για τον λόγο αυτό στην Ελλάδα, αφού, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της δικογραφίας, είχε έγκαιρα γνωστοποιηθεί σε αυτόν η σημερινή δικάσιμος (κλήση με κατάλογο μαρτύρων θυροκολλήθηκε στην οικία του στην … στις 9-4-2014, στον δε ορισθέντα στην έφεσή του αντίκλητο, Θεοχάρη Δαλακούρα, δικηγόρο, του Δ.Σ. Ροδόπης επιδόθηκε στις 14-04-2014). Εξάλλου δεν αποδείχθηκε ότι στις 17-12-2014 εκδικάζεται και άλλη υπόθεση του ιδίου κατηγορουμένου, καθόσον δεν προσκομίστηκε κάποιο σχετικό έγγραφο (πχ κλήση) ούτε ότι αυτός προτίθεται εκείνη την ημερομηνία να βρίσκεται στην Ελλάδα. Επομένως, το αίτημα αναβολής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο". Ακολούθως δε, απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος ως ανυποστήρικτη. Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Εφετείο διέλαβε την απαιτουμένη, κατά τις άνω διατάξεις των άρθρων 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, αφού εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και τις σκέψεις που δικαιολογούν την κρίση του για τη μη αναβολή της δίκης. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Το Δικαστήριο μνημονεύει ρητώς την κατάθεση της μάρτυρος Μ. Χ., το μοναδικό, δηλαδή, αποδεικτικό μέσο που προσκομίστηκε για την απόδειξη του λόγου ανώτερης βίας, για τον οποίο ζητήθηκε η αναβολή. β) Κατά την ανέλεγκτη δε αναιρετικά κρίση του, το Τριμελές Εφετείο έκρινε ότι η απασχόληση του εκκαλούντος - αναιρεσείοντος στη Γερμανία, την οποία βεβαίωσε η ως άνω μάρτυρας, δεν συνιστά, για τους λόγους που εκτίθενται στο σκεπτικό, ανώτερη βία, εξαιτίας της οποίας δεν μπορούσε αυτός να προσέλθει στο Δικαστήριο. γ) Επαρκώς αιτιολογείται και η απόρριψη του αιτήματος αναβολής για συγκεκριμένη δικάσιμο (της 17.12.2014) με την παραδοχή ότι δεν προσκομίστηκε κάποιο έγγραφο, από το οποίο να αποδεικνύεται ότι, κατά τη δικάσιμο εκείνη, θα δικαζόταν υπόθεση του αναιρεσείοντος συναφής με την ένδικη. Εφόσον, λοιπόν, το Τριμελές Εφετείο απέρριψε αιτιολογημένα το αίτημα αναβολής, που υποβλήθηκε από άγγελο, ορθώς, μετά από έλεγχο της νόμιμης κλητεύσεως του εκκαλούντος - αναιρεσείοντος, προχώρησε αυτό στην απόρριψη της εφέσεως του τελευταίου ως ανυποστήρικτης και δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αιτήματος αναβολής τόσο για την απουσία του αναιρεσείοντος στο εξωτερικό όσο και λόγω εκδικάσεως συναφούς υποθέσεώς του σε μεταγενέστερη δικάσιμο, καθώς και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας, συνιστάμενη στην, παρά την αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος αναβολής, απόρριψη της εφέσεώς του ως ανυποστήρικτης, είναι αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. εκθ. 63/11 Δεκεμβρίου 2014 αίτηση του Χ. Χ. του Δ., για αναίρεση της 632/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναβολής για λόγους ανώτερης βίας σε άλλη δικάσιμο, που δικαζόταν συναφής υπόθεση, το οποίο υποβλήθηκε από άγγελο. Το Δικαστήριο που, στη συνέχεια, απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος ως ανυποστήρικτη, δεν υπερέβη την εξουσία του. Απόρριψη αιτήσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Αναβολής αίτημα, Εφέσεως ανυποστήρικτο.
2
ΑΡΙΘΜΟΣ 381/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Αγγελική Αλειφεροπούλου (σύμφωνα με την υπ'αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Τ. του Δ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο συμβούλιο, για αναίρεση της υπ' αριθμ.527/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Ιουλίου 2013 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 622/2014. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασιλική Θεοδώρου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη με αριθμό 8/13.2.2015, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω κατ' αρθρ. 513§ 1 εδ. α' σε συνδ. με άρθ. 476§1 εδ. α' Κ.Π.Δ. την υπ' αριθ. 20/29-7-2013 αίτηση αναίρεσης του Γ. Τ. του Δ., κατοίκου ..., κατά της υπ'αριθ. 527/2013 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά και εκθέτω τα ακόλουθα: Από τις διατάξεις των άρθρων 513§ 1 εδ. α' και 476§1 εδ. α' Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι, όταν υπάρχει περίπτωση απαραδέκτου, το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη. Είναι δε απαράδεκτη μεταξύ των άλλων, η αίτηση αναίρεσης, όταν δεν τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται στον νόμο για την άσκηση της. Κατά δε την διάταξη αρ. 474§2 Κ.Π.Δ. στην έκθεση πρέπει να διατυπώνονται οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι στην έκθεση αναίρεσης στην οποία περιέχεται η δήλωση του αναιρεσείοντος περί του ότι ασκεί αναίρεση κατά συγκεκριμένης απόφασης, πρέπει να περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένας βάσιμος και παραδεκτός λόγος αναίρεσης, αλλιώς η αίτηση αναίρεσης είναι απαράδεκτη και στην τελευταία περίπτωση το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο) ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτη την αίτηση αναίρεσης και καταδικάζει στα έξοδα τον αναιρεσείοντα. Για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης πρέπει στην έκθεση να περιλαμβάνονται λόγοι που να είναι ορισμένοι και σαφείς. Σαφείς δε και ορισμένοι λόγοι αναίρεσης κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης υπάρχουν όταν στην έκθεση εκθέτονται περιστατικά από τα οποία προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο πλημμέλειες στις οποίες κατά τον αναιρεσείοντα υπέπεσε η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, ανύπαρκτοι, ασαφείς και αόριστοι λόγοι, μη δεκτικοί δικαστικής εκτίμησης δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν λόγους άσκησης ενδίκου μέσου. Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση του περιεχομένου της έκθεσης αναίρεσης δεν προκύπτει έκθεση συγκεκριμένου λόγου τον οποίο να επικαλείται ο αναιρεσείων και ο οποίος, πλέον της αναφοράς του ότι ζητά την αναίρεση της συγκεκριμένης απόφασης "για παραβίαση διάταξης ουσιαστικού ποινικού δικαίου ή εσφαλμένη ερμηνεία κατ'άρθρο 510 ΚΠΔ" δεν εκθέτει συγκεκριμένα περιστατικά τα οποία να συνιστούν ελλείψεις ή πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης βάσει των οποίων να είναι δυνατόν να συναχθεί συγκεκριμένη έλλειψη ή πλημμέλεια της απόφασης. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Α) Να κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ' αριθ. 20/29-7-2013 αίτηση αναίρεσης του Γ. Τ. του Δ., κατοίκου ..., κατά της υπ'αριθ. 527/2013 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Και Β) Να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Παρασκευαϊδης" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ.2, 474 παρ.2, 476 παρ.1, 509 παρ.1 και 510 του ΚΠΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθία το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, πρέπει στη δήλωση ασκήσεως της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον λόγος από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη χωρίς άλλη έρευνα, σύμφωνα με το άρθρο 513 του ίδιου Κώδικα. Η ανυπαρξία ή η αοριστία, εξάλλου, των λόγων αναιρέσεως δεν μπορεί να συμπληρωθεί με άλλα, έξω από την έκθεση αναιρέσεως, έγγραφα ή με την άσκηση πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, οι οποίοι προϋποθέτουν, σύμφωνα με το άρθρο 509 παρ. 2 ΚΠΔ, την ύπαρξη παραδεκτής αιτήσεως αναιρέσεως. Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως που προβλέπει το λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ειδικότερα, για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ προβλεπομένου λόγου αναίρεσης, πρέπει στη σχετική έκθεση αναίρεσης να διαλαμβάνεται συγκεκριμένα η ουσιαστική ποινική διάταξη που φέρεται ότι παραβιάσθηκε και να προσδιορίζεται ειδικότερα η νομική πλημμέλεια περί την εφαρμογή ή την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή να γίνεται μνεία σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της διάταξης που εφαρμόσθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση. Αν τέλος προβάλλεται ως λόγος αναίρεσης η παραβίαση δεδικασμένου, πρέπει να αναφέρεται η αμετάκλητη απόφαση ή το βούλευμα που δημιούργησαν το δεδικασμένο. Στην προκειμένη περίπτωση, στην κρινόμενη με αριθμ. εκθ.20/29-7-2013 αίτηση αναιρέσεως του καταδικασθέντος για πλαστογραφία και απάτη αναιρεσείοντος, κατά της με αριθμ. 527/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, που συντάχθηκε νόμιμα και ασκήθηκε εμπρόθεσμα, αφού καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο του άνω Εφετείου στις 19-6-2014, αναφέρεται σ' αυτή κατά λέξη, ότι ο αναιρεσείων ζητεί την αναίρεση, "για όσους λόγους επιφυλάσσεται να επικαλεσθεί επιπροσθέτως και για παραβίαση διάταξης ουσιαστικού ποινικού δικαίου ή εσφαλμένη ερμηνεία, κατ'άρθρο 510 ΚΠΔ". Από το παραπάνω περιεχόμενο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, στην οποία δεν αναφέρεται ούτε επισυνάπτεται κάποιο άλλο έγγραφο, προκύπτει ότι δεν περιέχεται στην αίτηση αυτή κανένας νόμιμος και ορισμένος λόγος αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠΔ λόγους, ούτε διατυπώνεται κάποια πλημμέλεια της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο δε αναφερόμενος ως παραπάνω μοναδικός λόγος αναιρέσεως εκτίθενται παντελώς αόριστα, με μόνη επίκληση και παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, που προβλέπει τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία νόμου, χωρίς αναφορά ποίας ουσιαστικής ποινικής διάταξης έγινε παραβίαση και χωρίς γίνεται μνεία σε τι συνίσταται η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της διάταξης που εφαρμόσθηκε από την προσβαλλόμενη απόφαση. Η άσκηση δε της αναιρέσεως αυτής, πριν την καταχώρηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως στο οικείο βιβλίο δημοσιεύσεων του Εφετείου Πειραιώς την 19-6-2014, δεν δικαιολογεί, ούτε νομιμοποιεί την αόριστη αναφορά στην έκθεση του άνω λόγου αναιρέσεως. Συνεπώς, εφόσον ειδοποιήθηκε ο ορισθείς αντίκλητος δικηγόρος του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως προκύπτει από την επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα στο φάκελο της δικογραφίας, να παραστεί στο παρόν συμβούλιο κατά τη σημερινή δικάσιμο για να εκθέσει τις απόψεις του περί του άνω απαραδέκτου και δεν παρέστη, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως απαράδεκτη (αρθρ. 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1α του ΚΠΔ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει ως απαράδεκτη τη με αριθμ. εκθ. 20/29-7-2013 αίτηση του Γ. Τ. του Δ., για αναίρεση της με αριθμ. 527/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2015. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2015 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται αίτηση αναίρεσης κατά αποφάσεως δικαστηρίου, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγου αναίρεσης αυτής.
Αοριστία λόγου αναιρέσεως
Αοριστία λόγου αναιρέσεως.
0
Αριθμός 378/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Αγγελική Αλειφεροπούλου, (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Κ. Σ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Γιαννατσή, για αναίρεση της υπ' αριθ. 276/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Γιαννιτσών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Γιαννιτσών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Σεπτεμβρίου 2014 αίτηση αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 919/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, να παραπλανήθηκε κάποιος και να προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, κατά το αστικό δίκαιο, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, όχι και εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περιουσία νοείται το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηματική αξία, βλάβη της περιουσίας είναι η μείωση αυτής, δηλαδή η επί έλαττον διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας την οποία είχε προ της διαθέσεως που προκλήθηκε με την απατηλή συμπεριφορά και εκείνης που απέμεινε μετά από αυτήν. Βλάβη της περιουσίας υπάρχει έστω και αν ο παθών έχει ενεργό αξίωση προς ανόρθωσή της. Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης ενέργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών ή τρίτος. Είναι αδιάφορος τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του παθόντος. Η αναφορά περισσότερων τρόπων τελέσεως της απάτης (δηλαδή με παράσταση ψευδών και με αποσιώπηση αληθινών) δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση, εκτός εάν από το σύνολο των παραδοχών γίνεται σαφές ότι τελέσθηκε αυτή με τον ένα τρόπο και η αναφορά του άλλου δεν διαφοροποιεί τον τρόπο τελέσεως, αλλά προσδιορίζει το δόλο του δράστη, δηλαδή ότι οι παραστάσεις είναι ψευδείς. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, επελεύσεως, δηλαδή, ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 276/2014 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Γιαννιτσών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα απάτης κατ’ εξακολούθηση σε βάρος του Π. Ξ. και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος από την μεταξύ αυτού και του εγκαλούντος σύμβαση αγοράς κινητού δυνάμει της οποίας ο πρώτος αγόρασε από το δεύτερο φορτηγό αυτοκίνητο μετά της αδείας του έναντι πιστωθέντος τιμήματος ποσού περί των 120.000 €, κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό χρόνο, εξακολουθεί να οφείλει το μεγαλύτερο μέρος του για το οποίο είχε εκδώσει επιταγές. Προς εξασφάλιση και μερική εξόφληση του υπολοίπου τιμήματος και με τον όρο να μην προβεί σε έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του, ο κατηγορούμενος εκχώρησε στον εγκαλούντα, δυνάμει των από 12.10.2010 και 23.2.2011 ιδιωτικών συμφωνητικών, τις απαιτήσεις του για πληρωμή που απέρρεαν από συμβάσεις μεταφοράς που είχε εκτελέσει για τις εδρεύουσες στη ... ανώνυμες εταιρίες με τις επωνυμία "ΚΡΟΝΟΣ" και "ΒΕΡΟΗ" αντίστοιχα για τις οποίες (μεταφορές) είχε εκδώσει τις αναφερόμενες σ' αυτά φορτωτικές. Οι εν λόγω εκχωρήσεις σύμφωνα με τον υπ’ αριθ. 14 συμβατικό όρο συμφωνήθηκε ότι καταργούν κάθε άλλη έγγραφη ή προφορική συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων. Ο εγκαλών πεισθείς στις διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου ότι υφίστανται οι εκχωρούμενες απαιτήσεις του δεν προέβη στην έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του πλην όμως όταν επιδίωξε ο εγκαλών ν' αξιοποιήσει τα δικαιώματα που του εκχωρήθηκαν με τις προαναφερόμενες συμβάσεις, διαπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος είχε απαλλοτριώσει το εξασφαλιστικό - εν μέρει εξοφλητικό εκ της συμβάσεως πωλήσεως αξίωσης του (εγκαλούντος) δικαίωμα. Ειδικότερα με την αναγγελία των συμβάσεων στις ως άνω εταιρίες οι τελευταίες ενημέρωσαν τον εγκαλούντα ότι ο κατηγορούμενος είχε ήδη λάβει από αυτές τα χρήματα και έτσι οι απαιτήσεις του έναντί τους είχαν αποσβεσθεί δια καταβολής. Το γεγονός αυτό γνώριζε ο κατηγορούμενος, κατά την κατάρτιση των συμβάσεων εκχώρησης και αποσιώπησε δόλια, κατά την επαφή του στο πεδίο των συναλλαγών, με τον εγκαλούντα και κατά την κατάρτιση των οικείων συμβάσεων, αν και είχε υποχρέωση θεμελιούμενη και στην από τις διατάξεις των άρθρων 197, 288 και 330 ΑΚ επιβαλλόμενη συμπεριφορά στον συναλλασσόμενο κατά τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, να παράσχει πλήρεις και αληθινές πληροφορίες και διευκρινίσεις στον αντισυμβαλλόμενό του, που μπορούν ν' ασκήσουν επιρροή στην απόφασή του, παριστάνοντας ψευδώς ότι εξακολουθεί να είναι φορέας του απορρέοντος από τα προαναφερόμενα ιδιωτικά συμφωνητικά δικαιωμάτων του και εξασφαλιστικού και εν μέρει εξοφλητικού της αξίωσης του εγκαλούντος. Από την παραπάνω απατηλή συμπεριφορά του, τόσο με θετική ενέργεια όσο και με παράλειψη, περί της φερεγγυότητάς του, της περιουσιακής του κατάστασης, της οικονομικής του επιφάνειας, δημιουργήθηκε πλάνη στο πρόσωπο του εγκαλούντος, με τρόπο ώστε να συναλλαγεί μαζί του καταρτίζοντας τις συμβάσεις εκχωρήσεως και παραλλήλως μη προβαίνοντας στην έκδοση διαταγής πληρωμής για το ποσό των 10.000 € το οποίο ουδέποτε κατέβαλε ο κατηγορούμενος στον εγκαλούντα ούτε στη συνέχεια όταν ο εγκαλών εξέδωσε διαταγή πληρωμής σε βάρος του η οποία και δεν πληρώθηκε. Με τον τρόπο αυτό ο κατηγορούμενος έβλαψε την περιουσία του εγκαλούντος κατά το συνολικό ποσό των 10.000 ευρώ, πλέον των νομίμων τόκων, αποκομίζοντας ο ίδιος αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν εξακολουθεί να υπάρχει ενεργός αξίωση του εγκαλούντος κατά του κατηγορουμένου προς αποκατάσταση της βλάβης του, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του κατηγορουμένου ως αβασίμου. Συνεπώς, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για την τέλεση της πράξης της απάτης κατ' εξακολούθηση που του αποδίδεται". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της απάτης κατ’ εξακολούθηση, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 386 παρ. 1 α και 98 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Δεν δημιουργείται αντίφαση από το ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο δέχεται ότι η εξακολουθητική απάτη συνίστατο στις ψευδείς παραστάσεις του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ότι είχε αυτός απαιτήσεις από συμβάσεις του μεταφοράς που είχε εκτελέσει για τις εταιρείες ΚΡΟΝΟΣ και ΒΕΡΟΗ, ενώ, σε άλλο σημείο του σκεπτικού, γίνεται δεκτό ότι η απάτη συνίστατο στην αποσιώπηση ότι οι απαιτήσεις του κατά των εταιριών αυτών είχαν αποσβεσθεί δια καταβολής, καθόσον, από το σύνολο των παραδοχών του στο σκεπτικό και στο διατακτικό, που αλληλοσυμπληρώνονται, προκύπτει σαφώς ότι, στην πραγματικότητα, δέχθηκε ότι η απάτη τελέσθηκε με ψευδείς παραστάσεις, τα δε επί πλέον αναφερόμενα δεν διαφοροποιούν τον τρόπο τελέσεως, αλλά προσδιορίζουν το δόλο του αναιρεσείοντος. β) Έγινε σαφώς δεκτό ότι, με τον ως άνω τρόπο, κατά τον οποίο τελέστηκε η αξιόποινη πράξη της απάτης, ο αναιρεσείων έβλαψε την περιουσία του εγκαλούντος κατά το ποσό των 10.000 ευρώ (πλέον νομίμων τόκων), για το οποίο ο τελευταίος, εξαιτίας των ως άνω ψευδών παραστάσεων του κατηγορουμένου, δεν εξέδωσε (τότε) κατ’ αυτού διαταγή πληρωμής, έστω και αν εξακολουθούσε να έχει ενεργό αξίωση κατ’ αυτού προς αποκατάσταση της βλάβης του ή αν, μεταγενεστέρως, όπως έγινε δεκτό, εξέδωσε διαταγή πληρωμής, η οποία δεν πληρώθηκε. γ) Δεν ήταν αναγκαία περαιτέρω αιτιολογία ως προς την περιουσιακή ζημία που υπέστη ο εγκαλών από την, εξαιτίας της απατηλής συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος, καθυστέρηση στην υποβολή αιτήσεως για την έκδοση κατ’ αυτού διαταγής πληρωμής. δ) Σαφώς έγινε δεκτό ότι ο κατηγορούμενος όφειλε στον εγκαλούντα το μεγαλύτερο μέρος του (αρχικά) πιστωθέντος τιμήματος για την αγορά του φορτηγού αυτοκινήτου των 120.000 ευρώ και ότι οι εκχωρήσεις έγιναν προς εξασφάλιση του εγκαλούντος (ότι ο κατηγορούμενος θα φαινόταν συνεπής στις υποχρεώσεις του) και προς μερική εξόφληση της οφειλής, οπότε καμιά ασάφεια δεν υπάρχει ως προς το λόγο, για τον οποίο έγιναν οι εκχωρήσεις. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε και Δ του ΚΠοινΔ, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως, είναι αβάσιμοι. Από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1, 174 παρ. 2 και 321 παρ.1 στοιχ. δ και 4 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξεως για την οποία κατηγορείται. Τα στοιχεία δε της πράξεως πρέπει να είναι τόσα, ώστε ο κατηγορούμενος να λάβει σαφή και λεπτομερή γνώση της κατηγορίας που του αποδίδεται, για να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Ακριβής δε είναι ο καθορισμός όταν παρατίθενται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ποινικά επιλήψιμη και διωκόμενη πράξη κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της, όπως απαιτεί η οικεία και υποχρεωτικά παρατιθέμενη ποινική διάταξη, η οποία τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει τις προϋποθέσεις του αξιοποίνου της πράξεως και την απειλούμενη ποινή, χωρίς, όμως, να απαιτείται η αναφορά περιστατικών και στοιχείων που προσιδιάζουν στα χαρακτηριστικά μιας αιτιολογημένης δικαστικής αποφάσεως, με την οποία το κλητήριο θέσπισμα, ως εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, δεν ταυτίζεται σε καμιά περίπτωση. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί, τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με λόγο εφέσεως κατά της εκκλητής αποφάσεως. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος εφέσεως καλύπτεται. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β του ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος στην πρωτοβάθμια δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η 174/2013 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Γιαννιτσών, δεν είχε εμφανισθεί. Με λόγο δε της υπ’ αριθ. εκθ. 79/19.3.2013 εφέσεώς του, αλλά και με αυτοτελή ισχυρισμό, τον οποίο κατέθεσε, στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εγγράφως ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, ανέπτυξε δε και προφορικώς, πρόβαλε ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος για μη επακριβή καθορισμό της πράξεως της απάτης που του αποδίδεται. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι: "Στο άρθρο 386§1 α του ΠΚ με σαφήνεια περιγράφεται η αντικειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος, κατά την οποία η παράσταση από το δράστη ψευδών γεγονότων ως αληθινών πρέπει να έχει ως συνέπεια τη δημιουργία πλάνης στον εξαπατώμενο λόγω της οποίας ο πλανώμενος προβαίνει σε διάθεση περιουσίας με τη μορφή της πράξης, παράλειψης ή ανοχής, η οποία επάγεται περιουσιακή βλάβη. Περιουσιακή διάθεση με τη μορφή της παράλειψης υπάρχει όταν ο πλανώμενος, ακριβώς λόγω της πλάνης του, δεν αποτρέπει κάποια περιουσιακή ζημία την οποία θα είχε αποκρούσει αν δεν είχε πλανηθεί. Συνεπώς, προϋπόθεση τέλεσης τον εγκλήματος της απάτης αποτελεί η βλάβη της περιουσίας, η οποία νοείται ως η χειροτέρευση της περιουσίας, δηλ. η προς τα κάτω διαφορά της αξίας της. Εν προκειμένω, σύμφωνα με το κλητήριο θέσπισμα, ο κατηγορούμενος παραπλάνησε τον εγκαλούντα και έβλαψε την περιουσία του, αφού, λόγω της πλάνης του, αυτός δεν προέβη στην έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του κατηγορουμένου για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του. Τούτο, όμως, από μόνο του δεν αποτελεί βλάβη της περιουσίας. Η πλάνη, που σύμφωνα με το κλητήριο θέσπισμα προκλήθηκε στον εγκαλούντα, δεν οδήγησε σε περιουσιακή διάθεση εκ μέρους του αλλά ούτε σε απώλεια δικαιωμάτων του. Απλώς και μόνο η παράλειψη έκδοση διαταγής πληρωμής δεν συνιστά βλάβη αν δεν συμπληρωθεί η κατηγορία και από ένα επιπλέον στοιχείο, λ.χ. αυτό της παραγραφής της αξίωσης. Επομένως η περιγραφή που αποτυπώνεται στο εν λόγω κλητήριο θέσπισμα δεν ανταποκρίνεται σε κανένα έγκλημα του ποινικού μας κώδικα και βέβαια ούτε στο έγκλημα της απάτης". Ο ισχυρισμός αυτός περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος είναι αβάσιμος, καθόσον αυτό περιέχει ακριβή καθορισμό της πράξεως της απάτης, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, και συγκεκριμένα περιέχει α) ποια ψευδή γεγονότα παρέστησε ο αναιρεσείων στον παθόντα ως αληθινά (ότι είχε απαιτήσεις από τις ως άνω εταιρίες), β) ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος είχε σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος και γ) ότι ο παθών υπέστη περιουσιακή βλάβη (κατά το ποσό των 10.000 ευρώ). Άλλα στοιχεία, και μάλιστα αφορώντα την ουσία της κατηγορίας, δεν απαιτούντο. Ορθώς, λοιπόν, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε τον αυτοτελή αυτόν ισχυρισμό και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 510 παρ. 1 στοιχ. Α και 171 παρ. 1 α του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη, αποτελεί και η απόλυτη ακυρότητα που έλαβε χώρα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο ένεκα μη τηρήσεως των διατάξεων που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του οργανισμού δικαστηρίων και του νόμου περί μεικτών ορκωτών δικαστηρίων για ακυρότητα εξαιτίας κακής συνθέσεώς του. Περαιτέρω, με τη διάταξη του 24 του Ν. 1756/1988 "Κώδικας Οργανισμού δικαστηρίων ..." ορίζεται στην παρ.1 ότι "η εισαγγελία είναι δικαστική αρχή ανεξάρτητη από τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία", στην παρ. 2 ότι "δρα ενιαία και αδιαίρετα και έχει ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητας, την προστασία του πολίτη και τη διαφύλαξη των κανόνων της δημόσιας τάξης" και στην παρ.6 ότι "αν δεν υπάρχει, απουσιάζει η κωλύεται ο εισαγγελέας του δικαστηρίου, αναπληρώνεται από τους εισαγγελικούς λειτουργούς της οικείας εισαγγελίας κατά τη σειρά της αρχαιότητάς τους ...". Με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται το αδιαίρετο της εισαγγελικής αρχής, γι' αυτό στα βουλεύματα και τις αποφάσεις, για την έκδοση των οποίων απαιτείται κατά τα άρθρα 32 και 138 του ΚΠοινΔ προηγούμενη πρόταση του εισαγγελέα, δεν είναι αναγκαίο να αναγράφεται το κώλυμα συνεπεία του οποίου γίνεται αναπλήρωση του εισαγγελέα από αντεισαγγελέα, αρκεί η μνεία ότι κωλύεται ο Εισαγγελέας. Αλλά και η παράλειψη της μνείας αυτής δεν δημιουργεί ακυρότητα, διότι θεωρείται αυτονόητο το κώλυμα, η δε αναπλήρωση του εισαγγελέα από αντεισαγγελέα γίνεται δυνάμει του αδιαιρέτου της εισαγγελικής αρχής. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 4 παρ.1 στοιχ. γ' και 5 παρ.1 περ. Α' εδ. δ' και 2 του ν. 1756/1988, όπως το εδ. δ' της παρ. 2 του αρ. 5 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ.2 του ν. 1968/1991, το Πολυμελές Πρωτοδικείο ή Τριμελές Πλημμελειοδικείο συγκροτείται από Πρόεδρο Πρωτοδικών και δύο Πρωτοδίκες. Αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται οι δικαστές, αναπληρώνεται ένας μόνο Πρωτοδίκης Πολυμελούς Πρωτοδικείου ή Τριμελούς Πλημμελειοδικείου από Πάρεδρο ή Ειρηνοδίκη ή Πταισματοδίκη της περιφέρειάς του. Οι αναπληρωτές αυτοί ορίζονται με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ο νόμος καθορίζει αποκλειστικά τις περιπτώσεις αναπληρώσεως των τακτικών δικαστών, οι οποίοι αποτελούν τη σύνθεση ενός δικαστηρίου. Για την αναπλήρωση δικαστή ειδικά με Ειρηνοδίκη ή Πταισματοδίκη της περιφέρειας απαιτείται πράξη του δικαστή ο οποίος διευθύνει το δικαστήριο, κρίνει δε, στην περίπτωση αυτή, εξουσιαστικώς. Η μνεία της πράξεως αναπληρώσεως στην απόφαση, και μάλιστα στο προοίμιο αυτής και κάτω από το όνομα του δικαστή ο οποίος έλαβε εντολή να αναπληρώσει τον τακτικό δικαστή, υποδηλώνει τη συνδρομή νόμιμου προς αναπλήρωση λόγου που ερευνήθηκε από τον διευθύνοντα δικαστή και αναφέρεται στην πράξη του. Διαφορετικά, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα λόγω κακής συνθέσεως του δικαστηρίου κατά τα άρθρα 510 παρ.1 στοιχ. Α' και 171 παρ.1 α του ΚΠοινΔ. Δεν είναι, όμως, αναγκαίο, αφού κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από τις ως άνω διατάξεις του ν. 1756/1988, να αναφέρεται και το Ειρηνοδικείο, στο οποίο υπηρετεί ο Ειρηνοδίκης που αναπληρώνει τον κωλυόμενο ή απουσιάζοντα Πρωτοδίκη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στη σύνθεση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Γιαννιτσών μετέσχε η Ειρηνοδίκης Κυριακή Πατρίκου, λόγω κωλύματος των λοιπών Πλημμελειοδικών, στο προοίμιο δε της αποφάσεως και κάτω από το όνομά της αναφέρεται η πράξη της Διευθύνουσας το Πρωτοδικείο (με αριθ. 42/2014) για την αναπλήρωση αυτή. Ακόμη, μετέσχε η Αντεισαγγελέας Ιωάννα Κάντα λόγω κωλύματος του Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Σύμφωνα δε με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, καμιά ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο δεν προκλήθηκε από το ότι δεν μνημονεύεται και το Ειρηνοδικείο, όπου υπηρετούσε η ως άνω Ειρηνοδίκης, ή το κώλυμα του Εισαγγελέα που αναπληρώθηκε από την Αντεισαγγελέα. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, πέμπτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 15 Σεπτεμβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 5934/2014) αίτηση (δήλωση) του Κ. Σ. του Γ., για αναίρεση της 276/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Γιαννιτσών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για απάτη του αναιρεσείοντος, ο οποίος παρέστησε ψευδώς στον εγκαλούντα, ότι υφίσταντο απαιτήσεις του εναντίον τρίτων, που του εκχώρησε, με αποτέλεσμα να μη προβεί αυτός σε έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του για οφειλόμενο ποσό. Η αναφορά περισσοτέρων τρόπων τελέσεως της απάτης δημιουργεί ασάφεια, εκτός εάν από το σύνολο των παραδοχών γίνεται σαφές ότι τελέσθηκε αυτή με τον ένα τρόπο και η αναφορά του άλλου δεν διαφοροποιεί τον τρόπο τελέσεως, αλλά προσδιορίζει το δόλο του δράστη. Όχι έλλειψη νόμιμης βάσεως. Ορθώς απορρίφθηκε ισχυρισμός περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, που είχε προταθεί με λόγο εφέσεως, γιατί ο αναιρεσείων δεν είχε παραστεί πρωτοδίκως, καθόσον αυτό περιέχει ακριβή καθορισμό της πράξεως της απάτης. Όχι απόλυτη ακυρότητα από τη συμμετοχή στη σύνθεση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου αντεισαγγελέα, χωρίς να βεβαιώνεται το κώλυμα του εισαγγελέα, και ειρηνοδίκη, με πράξη του διευθύνοντος, η οποία αναφέρεται στο προοίμιο της αποφάσεως, χωρίς να γίνεται μνεία του ειρηνοδικείου, στο οποίο υπηρετεί η ειρηνοδίκης. Απόρριψη αιτήσεως.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Κλητήριο θέσπισμα, Ακυρότητα σχετική, Νομίμου βάσεως έλλειψη, Δικαστηρίου σύνθεση.
0
Αριθμός 377/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Αγγελική Αλειφεροπούλου (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Π. Ψ. του Γ., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Τρίπολης, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βασιλική Τζωρτζάτου-Δαραβίγκα, για αναίρεση της υπ' αριθ. 149/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, με συγκατηγορούμενο τον Κ. Κ. του Ι. και με πολιτικώς ενάγουσα την Β. Λ. του Χ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη. Το Πενταμελές Εφετείο Ναυπλίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 908/2014. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Κατ' άρθρον 351 παρ. 1Α' ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 9 του Ν. 3064/2002, ορίζεται ότι "Η ασελγής πράξη με ανήλικο που τελείται από ενήλικο με αμοιβή ή με άλλα υλικά ανταλλάγματα ή η ασελγής πράξη μεταξύ ανηλίκων που προκαλείται από ενήλικο με τον ίδιο τρόπο και τελείται ενώπιον αυτού ή άλλου ενηλίκου τιμωρείται ως εξής α)... β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και τα δέκα πέντε έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων έως εκατό χιλιάδων ευρώ και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων έως πενήντα χιλιάδων ευρώ". Η διάταξη του άρθρου αυτού σκοπό έχει τον αυστηρό κολασμό της αμειβομένης ασέλγειας με ανήλικο, στο πλαίσιο της προστασίας της γενετήσιας ελευθερίας, σε ευρεία έννοια, στην οποία διαλαμβάνονται και τα εγκλήματα της γενετήσιας ζωής, αλλά συγχρόνως και της σωματικής και ψυχικής υγείας της οικογένειας. Για τη στοιχειοθέτηση του άνω εγκλήματος απαιτείται, α) τέλεση από ενήλικο ασελγούς πράξεως με ανήλικο ή πρόκληση από ενήλικο τελέσεως ενώπιόν του ασελγούς πράξεως μεταξύ ανηλίκων. Ο δράστης πρέπει να ενεργεί ο ίδιος την ασελγή πράξη επί του ανηλίκου, είτε να προκαλεί την τέλεση της πράξεως μεταξύ ανηλίκων ενώπιόν του ή ενώπιον άλλου ενηλίκου, δηλαδή με την φυσική του παρουσία (ακόμη με την εξ αποστάσεως παρακολούθησή της). Ασελγείς πράξεις νοούνται εκείνες που ανάγονται στην γενετήσια σφαίρα, που αντικειμενικώς προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών και αντικειμενικώς κατευθύνονται στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας, δηλαδή με την έννοια αυτή αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη στα γεννητικά όργανα του ανήλικου, ο εναγκαλισμός και η καταφίληση στο πρόσωπο και το σώμα του ανηλίκου και ο στοματικός έρωτας(πεολειχία) με ανήλικο της άνω ηλικίας εφόσον κατατείνουν στην διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, β)η άνω πράξη να τελέσθηκε με παροχή αμοιβής ή άλλου υλικού ανταλλάγματος λ.χ. χρήματα, δώρα ή υποσχέσεις δώρων, ήτοι το θύμα να έλαβε κάποια από τις εν λόγω παροχές από το δράστη και γ)δόλος, αρκεί και ενδεχόμενος, που πρέπει να καταλαμβάνει όλα τα στοιχεία και ιδίως γνώση της ανηλικότητας του παθόντος. Θεμελιώνεται δε ενδεχόμενος δόλος, εάν ο δράστης αμφιβάλλει και συγχρόνως αδιαφορεί περί της ηλικίας του παθόντος, η οποία κρίνεται με βάση τον χρόνο τελέσεως της πράξεως και συμπληρώνεται μόλις παρέλθει η αντίστοιχη ημερομηνία προς την ημερομηνία γεννήσεως. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η πρωτοβουλία ή πρόκληση αυτού δεν έχει καμιά έννομη σημασία. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 149/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, για κατ' εξακολούθηση τέλεση ασέλγειας με ανήλικο ηλικίας δεκατριών ετών με αμοιβή ( άρ. 351 Α' περ. β' ΠΚ), με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 εδ. ε' του ΠΚ και του επιβλήθηκε ποινή καθείρξεως πέντε ετών και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι από τα μνημονευόμενα σε αυτή, κατά το είδος τους, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Ο δεύτερος κατηγορούμενος Π. Ψ., με προς τούτο θέληση και γνωρίζοντας ότι κατά τον τρόπο αυτόν ενεργώντας διαπράττει τις αξιόποινες αυτές πράξεις, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος, όντας ενήλικος, ως έχων γεννηθεί το έτος 1953, σε διάφορα ερημικά μέρη της περιοχής της ..., στα οποία την επιβίβαζε και την οδηγούσε με αυτοκίνητο και, κατά μη εισέτι επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες, του χρονικού διαστήματος από του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2003 έως και της 24ης του μηνός Απριλίου 2005, προς τον σκοπό της ικανοποιήσεως της γενετησίου επιθυμίας του, ενήργησε επανειλημμένως και κατ' απροσδιόριστο επακριβώς αριθμό, οπωσδήποτε όμως υπέρ τις τρεις φορές, μετά της, ως εχούσης γεννηθεί την 25-4-1990, ούσης ανηλίκου και αγούσης το δέκατο τρίτο συμπεπληρωμένο έτος και το δέκατο πέμπτο, μη συμπεπληρωμένο, έτος της ηλικίας της, τουθ' όπερ και εγνώριζε αυτός (ανωτέρω δεύτερος κατηγορούμενος), Β. Λ. του Χ., τις ασελγείς πράξεις των, δια της εισαγωγής των χειρών του κάτωθι των ενδυμάτων της, αμέσων ψαύσεων και θωπειών του στήθους και των γεννητικών της οργάνων και της διενεργείας υπ' αυτής πεολειχίας του, καταβάλλοντας σ' αυτήν ως αμοιβή της, για την καθ' εκάστην φορά διενέργεια μετ' αυτής των ανωτέρω "ασελγών πράξεων, διάφορα χρηματικά ποσά, όπως πέντε (5), δέκα (10) και (20) ευρώ. Ότι ενήργησε κατά το ανώτεροι χρονικό διάστημα τις ειρημένες με αμοιβή ασελγείς πράξεις μετά της προαναφερομένης ανηλίκου, γνωρίζοντας ότι δεν έχει συμπληρώσει η τελευταία το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας της και προς τον σκοπό ικανοποιήσεως της γενετησίου επιθυμίας του, αποδεικνύεται, εκ των καταθέσεων, επ' ακροατηρίω του πρωτοδίκως δικάσαντος και του παρόντος Δικαστηρίου, της ανωτέρω, ανηλίκου τότε και ήδη ενηλίκου, παθούσης, η οποία μετά σαφήνειας και πληρότητος εξέθεσε τα ανώτερω περιστατικά κατά χρόνον και είδος ασελγών πράξεων. Ενισχύεται η περί τούτων τοιαύτη κατάθεση αυτής (παθούσης) εκ της ωσαύτος επ' ακροατηρίω του παρόντος και του πρωτοδίκως δικάσαντος Δικαστηρίου, καταθέσεως της αδελφής της (παθούσης) Η. Λ. του Χ., ότι πολλάκις παρουσία της ο ανωτέρω κατηγορούμενος παρελάμβανε με αυτοκίνητο την παθούσα αδελφή της και έφευγε μόνος μετ' αυτής προς άγνωστες κατευθύνσεις, ως και ότι είχε αντιληφθεί, ότι της έδινε χρήματα. Ενισχύεται επίσης εκ της καταθέσεως του μάρτυρος αστυνομικού Κ. Μ. ότι όταν με συναδέλφους του την ανεύρον στις 19-9-2005 στην …, όπου την αναζητήσαν μετά την φυγή της την 17-9-2005 από την πατρική της οικία, παραδέχθηκε ενώπιόν τους τις τοιαύτες σχέσεις της με τον κατηγορούμενον αυτόν. Ακόμη ενισχύεται εκ της υπό του κατηγορουμένου τούτου επ' ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου παραδοχής του, ότι εγνώριζε την παθούσα ως στο αυτό σχολείο, συμμαθήτρια της κόρης του, ότι ποτέ πριν ή μετά την αποκάλυψη της πράξεως αυτής η ίδια ή η οικογένειά της δεν του ζήτησαν χρήματα για να μη καταμαρτυρήσουν αυτήν (εν λόγω αξιόποινη πράξη) σε βάρος του και ότι δεν γνωρίζει τον λόγο, για τον οποίον του αποδίδει τις πράξεις αυτές η παθούσα, συναγομένου εκ τούτων, ότι η τοιαύτη καταμαρτύρησίς του υπό της παθούσης δεν εγένετο εκ λόγων εκδικήσεως, πορισμού χρημάτων, κακεντρεχείας, φαντασιώσεως ή οποιουδήποτε άλλου λόγου, ώστε να μπορεί να δικαιολογηθεί το αβάσιμο της περί τούτων καταγγελίας της και της σχετικής κατά τα εκτεθέντα καταθέσεώς της. Βεβαίως αυτή αύτη η παθούσα εκφράζει την βούλησή της να μη τιμωρηθεί o κατηγορούμενος αυτός, δικαιολογεί όμως ότι τούτο ζητεί γιατί, αφ' ενός μεν αυτό που έκανε με τούτον "της άρεσε", αφ' ετέρου δε γιατί "δεν "έκανε τίποτα μαζί του με το ζόρι", με συνέπεια να μη αποδυναμούνται έτσι οι προεκτεθείσες παραδοχές τελέσεως υπό τούτου των ασελγών αυτών πράξεων μετά της παθούσης αυτής, δια της παρεισφρήσεως αμφιβολιών. Ότι ο ίδιος ως άνω κατηγορούμενος (Π. Ψ.) εγνώριζε την ανηλικότητά της, και δη ότι κατά την μετ' αυτής ενέργεια των ειρημένων ασελγών πράξεων, καθ' όλο το ρηθέν χρονικό διάστημα, δεν είχε συμπληρώσει η παθούσα το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας, αποδεικνύεται εκ της υπό του ιδίου, το μεν επί λέξει, παραδοχής, ότι "την Β. την ήξερα σαν παιδί, πήγαινε σχολείο με την κόρη μου", σαφώς εκ τούτου προκυπτούσης της τοιαύτης γνώσεώς του. Το δε ότι την εγνώριζε και ως γείτων της πατρικής της οικίας, αφού διέμενε σε απόσταση εκατό (100) περίπου μέτρων από αυτήν. Η τοιαύτη υπό του δευτέρου τούτου κατηγορουμένου γνώση της ανηλικότητος της παθούσης αποδεικνύεται και εκ του συνδυασμού προς τα ανωτέρω, του, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, ευχερώς αντιληπτού του παιδικού της εμφανίσεώς της, εχούσης συμπληρώσει, κατά εν προκειμένω κρίσιμο χρονικό διάστημα από του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2003 έως και του μηνός Απριλίου 2005, τα δέκα τρία όχι όμως και τα δέκα πέντε έτη της ηλικίας της, δεδομένου και ότι το αντίθετο και δη περί του ότι αυτή (παθούσα) ήταν κατά τον χρόνο αυτόν τοσούτον σωματικώς ανεπτυγμένη, ώστε να εμφανίζει εικόνα μεγαλυτέρας της πραγματικής, ηλικίας, και δη άνω των δέκα πέντε ετών ή και ενηλίκου γυναικός, εξ ουδενός απολύτως αποδεικτικού μέσου εκ των προαναφερομένων αποδεικνύεται. Ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος αυτός, το πρώτον δια των υποβληθέντων ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σημειωτέον, ότι απολογούμενος πρωτοδίκως και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ουδέν περί τούτου προέβαλε, ότι στην περίπτωση, που ήθελε θεωρηθεί ότι ετέλεσε ασελγή μετά της εν λόγω παθούσης πράξη, να γίνει δεκτό ότι έλειπε προς τούτο ο δόλος του, επειδή κατά τον επίδικο χρόνο λόγω της σωματικής της διαπλάσεως, ούσης ύψους 1,88μ, και της σωματικής της διαπλάσεως, εφαίνετο ως ούσα ηλικίας είκοσι (20) ετών και επομένως υπελάμβανε αυτήν ως ούσα ενήλικη. Όμως ο ισχυρισμός του αυτός είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, εν όψει της κατά τα εκτεθέντα παραδοχής του, ότι ήταν γείτων αυτής και εγνώριζε αυτήν ως "παιδί που πήγαινε σχολείο με την κόρη του" με συνέπεια να είναι εις θέσιν να εκτιμήσει επακριβώς την ηλικία της και την εκ' τούτου ανηλικότητά της. Άλλωστε ουδέ οι επ' ακροατηρίω του πρωτοβαθμίου και του παρόντος δικαστηρίου εξετασθέντες μάρτυρες μεταξύ των οποίων εκείνοι της υπερασπίσεώς του και επί πλέον οι Μ. Π. αδελφή του και Ε. Ψ., σύζυγος του, κατέθεσαν οτιδήποτε περί τούτου, από το οποίο να μπορεί να συναχθεί αμέσως η εμμέσως αλλά σαφώς και αδιστάκτως καταφατική περί αυτού κρίσις. Ισχυρίζεται ακόμη ο δεύτερος αυτός κατηγορούμενος, ότι κατά την προδικασία δοθείσες καταθέσεις της παθούσης είναι άκυρες και δεν μπορούν να ληφθούν υπ' όψιν, διότι δεν ετηρήθησαν οι προϋποθέσεις της ΚΠΔ την εξέτασής της δεν παρίσταντο παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος ή ψυχολόγος ή ψυχίατρος ο οποίος να προετοιμάσει την ανήλικη παθούσα για την τοιαύτη εξέτασή της και να διατυπώσει τις διαπιστώσεις του σε γραπτή, έκθεση, επισυναπτόμενη στην δικογραφία, ουδέ οι καταθέσεις της κατεχωρήθηκαν σε οπτικοακουστικά μέσα προβολής της προς χρήση στα στάδια της δίκης, εν όψει του ότι αυτή παρουσιάζει νοητική υστέρηση και δυσθυμική διαταραχή. Και ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, προεχόντως γιατί δεν προεβλήθη μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή της υποθέσεως στο ακροατήριο (ΑΠ 484/2013 ΤΝΠ Νόμος), γενομένη δυνάμει του υπ' αριθ. 75/29-8-2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Τριπόλεως. Επομένως, και συμφώνως προς τις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσης σκέψεως διατάξεις και αιτιολογίες, αποδεικνυομένου, ότι πληρούται η υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 351 Α παρ.1 εδ. β' του ΠΚ, που προσετέθη με το άρθρο 9 του ν. 3064/2002 (ΦΕΚ Α 248/15.10.2002), και κατά το χρονικό διάστημα από του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2003 έως και της 24ης του μηνός Απριλίου 2005 τελεσθείσης, εξακολουθητικής ασελγείας ενηλίκου με ανήλικο, που συμπλήρωσε τα δέκα τρία όχι όμως και τα δέκα πέντε έτη της ηλικίας της, έναντι αμοιβής, πρέπει ο δεύτερος αυτός κατηγορούμενος Π. Ψ. να κηρυχθεί ένοχος αυτής, κατά τα οριζόμενα ειδικότερον στο διατακτικό." Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος της κατ' εξακολούθηση τέλεση με αμοιβή ασέλγειας με ανήλικο κορίτσι, που είχε συμπληρώσει τα δεκατρία έτη της ηλικίας του, όχι όμως και τα δεκαπέντε έτη, σε βαθμό κακουργήματος και όχι πλημμελήματος, αναφέρει δε τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στ', 27 παρ.1, 98, 351 Α' του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και η απόφαση δε στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, το δικαστήριο στο αιτιολογικό του σαφώς αναφέρει: α) τις ασελγείς πράξεις που ενήργησε αυτός κατ' εξακολούθηση στο σώμα της ορφανής μητέρας ανήλικης (πεολειχία σε αυτόν) με σκοπό την ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του, β) τα ανταλλάγματα και δη συγκεκριμένα χρηματικά ποσά που έδωσε αυτός στην ανήλικη για να προβαίνει αυτή στις παραπάνω ασελγείς πράξεις, γ) το δόλο και ιδία την γνώση του κατηγορουμένου για την ανηλικότητα της ανήλικης, που ήταν γειτόνισσά του και συμμαθήτρια της κόρης του, γεννηθείσα στις 25-4-1990, και δ) το χρονικό διάστημα από του μηνός Σεπτεμβρίου 2003 έως και της 24-4-2005, που ο κατηγορούμενος ενήργησε τις ανωτέρω ασελγείς πράξεις επανειλημμένα και κατ' απροσδιόριστο επακριβώς αριθμό, οπωσδήποτε όμως υπέρ τις τρεις φορές, ενώ από την αναφορά όπως ανωτέρω του χρόνου τελέσεως, δε δημιουργείται καμία ασάφεια, ούτε επηρεάζεται το αξιόποινο ή η βαρύτητα των εξακολουθητικών αυτών επί μέρους πράξεων, αφού ανάγονται όλες στην περ. β' του άρθρου 351 Α παρ.1 ΠΚ, με ηλικία του παθούσας μεταξύ δέκα και δεκαπέντε ετών. Επομένως οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και παραβίαση του αρθρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης, οι περαιτέρω αιτιάσεις του κατηγορουμένου, για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών, όπως οι αιτιάσεις ότι η ανήλικη είναι μυθομανής και η κατηγορία είναι φανταστική, ότι η ημερομηνία τέλεσης της δήθεν πράξης του είναι η 10-9-2005, που η ανήλικη είχεν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας της, ότι δεν συντρέχει δόλος του κατηγορουμένου, επειδή η ανήλικη λόγω σωματικής της διάπλασης φαινόταν για ηλικίας είκοσι ετών κορίτσι, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. 2. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, και στον Άρειο Πάγο ακόμη, προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορούμενου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις, που επιβάλλει ο νόμος. Κατά δε το άρθρο 173 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, από τις απόλυτες ακυρότητες, που μνημονεύονται στο άρθρο 171, όσες αναφέρονται σε πράξεις της προδικασίας μπορούν να προτείνονται ωσότου να γίνει αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο, και, κατά το επόμενο άρθρο 174 παρ. 1, ακυρότητα που δεν προτάθηκε, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται, κατά δε το άρθρο 176 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο, ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο, και της προπαρασκευαστικής και της κύριας, το δικαστήριο που αναλαμβάνει την εκδίκαση της κατηγορίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται, ότι η πρόταση της απόλυτης ακυρότητας για πράξεις της προδικασίας πρέπει να γίνεται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτεται, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη της ακυρότητας αυτής είναι το δικαστικό συμβούλιο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, οπότε αυτό απεκδύεται από κάθε δικαιοδοσία επί της υποθέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, κατ' επίκληση πλημμέλειας από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ, αιτιάται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για το σχηματισμό της καταδικαστικής γι' αυτόν κρίσης του, στηρίχθηκε σε ανωμοτί άκυρες καταθέσεις της ανήλικης παθούσας στην προδικασία, διότι δεν διορίστηκε ο σύμφωνα με το άρθρο 226 Α' του ΚΠΔ, απαιτούμενος παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος για να παραστεί κατ'αυτές, η δε ανήλικη έπασχε από νοητική καθυστέρηση και δυσθυμική διαταραχή. Όμως, η από τις αναφερόμενες παραλείψεις δημιουργούμενη απόλυτη ακυρότητα των προανακριτικών καταθέσεων, και υπό την εκδοχή ότι πράγματι εμφιλοχώρησε τέτοια παράλειψη και ακυρότητα κατά τις καταθέσεις της ανήλικης παθούσας στην προδικασία, ανάγεται στην προδικασία και, ως τέτοια, έπρεπε να προταθεί μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή των κατηγορούμενων στο ακροατήριο και όχι όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας το πρώτον ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, αφού η ακυρότητα αυτή, κατά το άρθρο 173 παρ.2 και 174 παρ. 1 του ΚΠΔ, έχει πλέον καλυφθεί. Επομένως, ο συναφής λόγος αναιρέσεως, περί απόλυτης ακυρότητας πράξεων αναγόμενων στην προδικασία από το άρθρο 171 του ΚΠΔ, μη δυνάμενος να θεμελιώσει έτερο λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικώς αναφερόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του αυτού Κώδικα και ιδία του υπό στοιχ. Α' λόγου, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος. 3. Κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος, οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, κατά την διάταξη του άρθρου 329 παρ.1 εδ. α' του ΚΠΔ, η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και η απαγγελία της αποφάσεως, γίνεται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια, και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 330 παρ.1 του ιδίου Κώδικα, αν η δημοσιότητα της συνεδρίασης είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή συντρέχουν ειδικοί λόγοι να προστατευθεί ο ιδιωτικός ή οικογενειακός βίος των διαδίκων, ιδίως αν η δημοσιότητα σε δίκη εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής έχει ως συνέπεια την ιδιαίτερη ψυχική ταλαιπωρία ή το διασυρμό του θύματος και μάλιστα ανηλίκου, το δικαστήριο διατάσσει τη διεξαγωγή της δίκης ή ενός μέρους της χωρίς δημοσιότητα. Η άνω απαγόρευση δεν σηµαίνει παραβίαση και ότι δεν µπορεί ο προεδρεύων να επιτρέψει την παρουσία στο ακροατήριο ορισµένων προσώπων, µη διαδίκων, των οποίων κρίνει αναγκαία την παρουσία για την ηθική και ψυχολογική στήριξη του παθόντος ή του κατηγορουµένου ακόµη, πχ. του γονέα ενός ανηλίκου θύµατος- µάρτυρος, αυτό, γιατί άλλως θα αντιστρατευόταν ο σκοπός που διατάχθηκε. Με σχετικό λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση ότι καίτοι το δικαστήριο διέταξε τη διεξαγωγή του συνόλου της δίκης κεκλεισμένων των θυρών, παρά ταύτα καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας παράνομα παρευρίσκοντο στην αίθουσα, χωρίς να παρίστανται ως πολιτική αγωγή, ο πατέρας και η αδελφή της ανήλικης παθούσας, χωρίς ο διευθύνων να τους απομακρύνει και να απαγορεύσει παρεμβάσεις τους στη δίκη, με συνέπεια να επέλθει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά της δίκης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέταξε την διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας κεκλεισμένων των θυρών και διέταξε ταυτόχρονα την απομάκρυνση των ακροατών από την αίθουσα συνεδριάσεως και μετά εκκενώθηκε η αίθουσα από τους ακροατές και παρέμειναν οι δικαστές, η εισαγγελέας, η γραμματέας, οι κατηγορούμενοι, οι συνήγοροι υπεράσπισης των δύο κατηγορουμένων και ο πατέρας και η αδελφή της παθούσας. Από την περικοπή αυτή συνάγεται ότι με την απόφαση του δικαστηρίου, για κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση, εξαιρέθηκαν σαφώς από την απαγόρευση τα παραπάνω δύο στενά συγγενικά πρόσωπα της ανήλικης παθούσας και επομένως ουδεμία παραβίαση και ακυρότητα επήλθε από την παρουσία αυτών κατά τη δίκη κεκλεισμένων των θυρών. Συναφώς, από τα ίδια πρακτικά συνεδρίασης πρώτου και δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας, προκύπτει ότι η παθούσα ανήλικη, αφού είχε παρασταθεί στον πρώτο βαθμό, ως πολιτικώς ενάγουσα, αδιάφορα του ότι δεν παραστάθηκε στο δεύτερο βαθμό ως πολιτική αγωγή, καίτοι ενήλικη, σύννομα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης ποσού 44 ευρώ, όπως και πρωτοδίκως, μη προκύπτουσας καμίας δήλωσης παραίτησης αυτής και από την ανώμοτη εξέτασή της στο ακροατήριο, ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε, αφού από τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδάφ. τελ. του ΚΠΔ προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της ουσιαστικής έρευνας της υποθέσεως εξετάζει και το προσβαλλόμενο κεφάλαιο της αποφάσεως, που αφορά τις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος, που επιδικάσθηκαν πρωτοδίκως, όχι μόνο όταν απουσιάζει ο πολιτικώς ενάγων, αλλά και όταν εμφανίζεται αυτός ενώπιον του Εφετείου με την ιδιότητα του μάρτυρα, χωρίς να παραιτείται με σχετική δήλωσή του από την πολιτική αγωγή και δίχως να επαναλαμβάνει την περί παραστάσεώς του ως πολιτικώς ενάγοντος δήλωση, που έκανε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Επομένως ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Γ' του ΚΠΔ συναφής λόγος αναίρεσης που υποστηρίζει τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 4. Από το άρθρο 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει υποχρεωτικά το λόγο στον κατηγορούμενο μετά από τον εισαγγελέα ή τους παριστάμενους πολιτικώς ενάγοντα και αστικώς υπεύθυνο, έστω και αν ο κατηγορούμενος δεν το ζητήσει. Η παράβαση της διατάξεως αυτής, ως αναφερομένης στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση δικαιώματος που του παρέχεται ρητά από το νόμο, επιφέρει, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Β' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως. Τέτοια ακυρότητα δημιουργείται και όταν, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και την αγόρευση του Εισαγγελέα επί της ενοχής, δεν δοθεί ο λόγος στον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του, προκειμένου να αντιταχθεί και να εκθέσει τις απόψεις του επί της κατηγορίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της παραπάνω προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού λόγου,(σελ. 33) ο διευθύνων τη συζήτηση Πρόεδρος Εφετών μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και την πρόταση της Εισαγγελέως της έδρας να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, έδωσε ρητά το λόγο στη συνήγορο του αναιρεσείοντος, για να αναπτύξει την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και αυτή ανέπτυξεν την υπεράσπισή του και ζήτησε να αθωωθεί ο εντολέας της κ.λπ. Ομοίως, από τα ίδια πρακτικά(σελ. 30) προκύπτει ότι ο διευθύνων μετά την εξέταση κάθε μάρτυρος έδωσε το λόγο και στη συνήγορο του αναιρεσείοντος και στον ίδιο τον κατηγορούμενο, αν είχαν, προς τους μάρτυρες, κάτι να παρατηρήσουν ή να υπενθυμίσουν και αυτοί υπέβαλαν ερωτήσεις κ.λπ. Επομένως, οι σχετικοί από τα άρθρα 170 παρ. 1, 171 παρ. 1 εδ. δ', 331, 333, 369, 358, 502 παρ. 1, 510 παρ.1 στοιχ. Α', Β' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας από τις παραπάνω δήθεν παραλείψεις του δικαστηρίου και του διευθύνοντος τη συζήτηση και για έλλειψη ακροάσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. 5. Τέλος, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προαναφέρθηκε, πρέπει να εκτείνεται, όπως αναφέρθηκε, και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, και η προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α', ήτοι το ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου δεν αρκεί ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξεως, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά, με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλ' απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά σε όλους τους τομείς. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων, δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, πρόβαλε εγγράφως, ανέπτυξε δε και προφορικά, επικουρικά, τον αυτοτελή ισχυρισμό να του αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α', και ε' του ΠΚ και του αναγνωρίστηκε, μόνο εκείνη της περ. ε'. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά (σελ. 19) η συνήγορος του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ως την αιτηθείσα ελαφρυντική περίσταση της περ. α' του άρθρου 84 παρ.2 ΠΚ, ισχυρίστηκε στο ακροατήριο κατά λέξη τα παρακάτω: "Ως προς τη συνδρομή των στοιχείων του εδ. α, επικαλούμαι ότι από το δελτίο Λευκού ποινικού του μητρώου, αλλά και από όλα τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι στο παρελθόν δεν έχω τελέσει αυτός κανένα έγκλημα και ότι δεν είχα καμιά εμπλοκή με τις διωκτικές .αρχές και την ποινική δικαιοσύνη, καθώς και ότι ζω στην ... και έχω οργανωμένη οικογενειακή και επαγγελματική ζωή, αφού εργαζόμουν στην ΔΕΗ, προκειμένου να διαθρέψω την οικογένεια μου και το ανάπηρο παιδί μου, η όλη δε διαγωγή μου μέχρι σήμερα είναι άριστη και ουδέποτε έχω δώσει αφορμή για δυσμενή σχόλια σε βάρος του, πολύ περισσότερο για συμμετοχή του σε παράνομες δραστηριότητες, Για πρώτη φορά στην ζωή του συμμετείχα όχι μόνο σε έγκλημα σχετικό με την παράβαση του νόμου περί ασέλγειας ανηλίκου, αλλά και με οποιοδήποτε άλλο αδίκημα, "έχω λευκό ποινικό μητρώο δεν έχω άλλη αξιόποινη συμπεριφορά μου για την οποία να ελέγχθηκα από τις αρμόδιες ανακριτικές και δικαστικές Αρχές. Εργαζόμουν πάντοτε τίμια και όλοι οι συμπατριώτες μου και οι συγγενείς μου δίνουν τις καλύτερες συστάσεις και πάντοτε βοηθούσα τους, πτωχοί)ς και είχα αναπτύξει κοινωφελή δράση(όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη βεβαίωση) και βοηθούσα τα πτωχά παιδάκια πέραν του γεγονότος ότι μεγάλωσα ένα κωφάλαλο παιδί ... Η συμπεριφορά στην εργασία μου προς εξασφάλιση των μέσων διαβιώσεως μου και της οικογενείας μου ήταν άριστη και είχα θετική και επωφελή για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς μου ορίζονται στην περίπτωση του εδ. α’ της παρ 2 του άρθρου 84 ΠΚ. Επίσης από την βεβαίωση του Δημοτικού συμβουλίου του τόπου κατοικίας μου αποδεικνύεται ότι ουδέποτε είχα απασχολήσει τις αρχές και αναφέρει επί λέξει ότι από άτομα που με γνωρίζουν λαμβάνω θετικά χαρακτηριστικά Επίσης αποδεικνύεται ότι είμαι σωστός πατέρας υπεραγαπώ και βοηθώ τους πτωχούς. Επίσης ζητώ, να μου αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. ε επειδή μετά την σύλληψη μου συμπεριφέρθηκα καλά όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο πιστοποιητικό καλής διαγωγής και στην φυλακή εργάζομαι και είμαι ο πλέον πρόθυμος εργαζόμενος στις φυλακές Τρίπολης και από την ημέρα σύλληψης μου το έτος 2005 μέχρι και σήμερον ουδέποτε έχω απασχολήσει τις αρχές ούτε καν για παράβαση του ΚΟΚ. Και το γεγονός ότι ή οικογένεια μου και οι γείτονες μου λέγουν μόνο καλά λόγια και θετικά σχόλια αποδεικνύει τον έντιμο και καλόκαρδο χαρακτήρα μου και την αθωότητά μου". Το Πενταμελές Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την αιτιολογία ότι " Όσον αφορά το αίτημα των δύο κατηγορουμένων, να αναγνωρισθεί επίσης η συνδρομή στο πρόσωπό τους και της ελαφρυντικής περιστάσεως της ΠΚ 84 παρ. 2 εδ. α' (προτέρου εντίμου βίου), είναι αυτά απορριπτέα ως αβάσιμα, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Και τούτο διότι πέραν της αποδεικνυόμενης, από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, συνήθους, μέχρι της υπ' αυτών τελέσεως των εν λόγω εγκλημάτων, ανθρωπινής συμπεριφοράς αυτών, συνισταμένης στην δημιουργία οικογενειών, συνθηκών εργασίας προς εξασφάλιση των μέσων διαβιώσεως αυτών και των οικογενειών τους, λευκού ποινικού μητρώου του πρώτου αυτών και καταδικών για ήσσονος σημασίας ποινικές παραβάσεις του δευτέρου, δεν αποδεικνύονται, όπως απαιτείται για την στοιχειοθέτηση του ελαφρυντικού αυτού και άλλα περιστατικά, αναγόμενα σε όλες τις εκδηλώσεις της προσωπικής, επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής τους, τα οποία να υποδηλώνουν θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά τους σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς, που ορίζονται στην περίπτωση του εδ. α' της παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ , ενώ μόνος ο πρότερος έντιμος βίος κατά την έννοια της διατάξεως αυτής (ΠΚ 84 παρ. 2 εδ. α'), προ της τελέσεως της πράξεως, δεν αποδεικνύεται από μόνον το αντίγραφο του ποινικού μητρώου χωρίς να συνεπικουρείται και από άλλα αποδεικτικά μέσα". Η αιτιολογία αυτή είναι επαρκής, απαντά στα επικληθέντα από τον κατηγορούμενο περιστατικά διαβίωσης και είναι η απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ, τελευταίος σχετικός λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος για την αναγνώριση του ως άνω ελαφρυντικού, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά από αυτά, ελλείψει ετέρου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 40/8-9-2014 αίτηση του Π. Ψ. Γ., για αναίρεση της με αρ. 149/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ναυπλίου. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ασέλγεια με ανήλικη με αμοιβή- 351 Α' παρ. 1 περ. β'ΠΚ 1. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσ. ποινικής διάταξης. 2. Η πρόταση της απόλυτης ακυρότητας για πράξεις της προδικασίας, για καταθέσεις ανηλίκου ληφθείσες κατά παράβαση του άρθρου 226 Α' του ΚΠΔ, πρέπει να γίνεται μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, διαφορετικά καλύπτεται, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ληφθεί υπόψη ούτε αυτεπαγγέλτως, αρμόδιο δε για την κήρυξη ή μη της ακυρότητας αυτής είναι το δικαστικό συμβούλιο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. 3. Μπορεί, κατ'άρθρο 330 ΚΠΔ, ο προεδρεύων να επιτρέψει την παρουσία στο ακροατήριο ορισμένων προσώπων, μη διαδίκων, των οποίων κρίνει αναγκαία την παρουσία για την ηθική και ψυχολογική στήριξη του παθόντος, λ.χ. του γονέα ενός ανηλίκου θύματος- μάρτυρος, αυτό, γιατί άλλως θα αντιστρατευόταν ο σκοπός που διατάχθηκε η κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση. Με την απόφαση του δικαστηρίου, για κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση, προκύπτει από τα πρακτικά ότι εξαιρέθηκαν σαφώς από την απαγόρευση τα παραπάνω δύο στενά συγγενικά πρόσωπα της ανήλικης παθούσας, που δεν απομακρύνθηκαν, όπως οι άλλοι ακροατές της δίκης και επομένως ουδεμία παραβίαση και ακυρότητα επήλθε από την παρουσία αυτών κατά τη δίκη κεκλεισμένων των θυρών.
Ακυρότητα απόλυτη
Ακυρότητα απόλυτη, Δημοσιότητα διαδικασίας, Αιτιολογία.
0
Αριθμός 376/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Αγγελική Αλειφεροπούλου, (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Π. Τ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Χατζηνικολάου, για αναίρεση της υπ' αριθ. 558/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης, με πολιτικώς ενάγουσα την Γ. Κ. του Σ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Χαρίκλεια Μιχαλοπούλου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ξάνθης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Ιουλίου 2014 αίτηση αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 792/2014. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Προκειμένου, ειδικότερα, για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, η διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 του ΚΠοινΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 19 του Ν. 2408/1996, ορίζει ότι "η άσκηση εφέσεως από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η αιτιολόγηση της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου αυτού μέσου και πρέπει να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, δηλαδή, πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές και νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση, δεδομένου, μάλιστα, ότι, με την απαγγελία της αθωωτικής αποφάσεως στο ακροατήριο (με συνοπτική συνήθως αιτιολογία), ο Εισαγγελέας έχει άμεση πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, καθώς και στα πρακτικά της συνεδριάσεως του δικαστηρίου, όπου η καταχώριση των μαρτυρικών καταθέσεων και η απολογία του κατηγορουμένου (Ολ.ΑΠ 9/2005). Αν η έφεση του Εισαγγελέα δεν έχει τέτοια αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να την απορρίψει ως απαράδεκτη, την κρίνει παραδεκτή και, ακολούθως, εξετάζοντας την ουσία της υποθέσεως, καταλήξει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση της εξουσίας του, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 558/2014 απόφαση, όπως από αυτή και τα πρακτικά της προκύπτει, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ξάνθης δέχθηκε, ως τυπικά παραδεκτή, την έφεση της Αντεισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ξάνθης κατά της 1687/2013 αθωωτικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης, στη συνέχεια δε, αφού εξέτασε την ουσία της υποθέσεως, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα πλαστογραφίας με χρήση και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσα. Στην έκθεση που συντάχθηκε για την ανωτέρω έφεση από την αρμόδια Γραμματέα του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης, με αριθμό 341/1.11.2013, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται για την έρευνα της βασιμότητας του κατωτέρω λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 510§1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ, αναφέρεται ότι η εν λόγω Αντεισαγγελέας ασκεί έφεση κατά της πρωτόδικης απαλλακτικής αποφάσεως διότι: "Από εσφαλμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και ειδικότερα, της καταθέσεως της πολιτικώς ενάγουσας και των προσκομισθεισών υπεύθυνων δηλώσεων, ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος για την αποδιδόμενη σε αυτόν πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, ενώ θα έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος της ως άνω πράξης. Ειδικότερα, από την κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, Γ. Κ. του Σ., προέκυψε ότι όταν αυτή έθεσε την υπογραφή της στο έγγραφο που της επέδειξε ο κατηγορούμενος, δεν γνώριζε ότι η υπογραφή της θα χρησιμοποιούνταν για την υποβολή καταγγελίας σε βάρος του Ν. Β., καθώς ο κατηγορούμενος της έκανε λόγο γενικά για τα προβλήματα και τη φθίνουσα πορεία του οικισμού Μάνδρας, δίχως ωστόσο να της αναφέρει ο,τιδήποτε σχετικό με τη λειτουργία των κτηνοτροφικών μονάδων του Ν. Β.. Όπως μάλιστα η ίδια δήλωσε, ένεκα των φιλικών σχέσεων που διατηρούσε με την οικογένεια του Ν. Β., στην επιχείρηση του οποίου είχε εργαστεί ο πατέρας της, ουδέποτε θα έθετε την υπογραφή της για την υποβολή κάποιας καταγγελίας σε βάρος του. Περαιτέρω δε, από τις υπεύθυνες δηλώσεις που προσκομίστηκαν από την πολιτικώς ενάγουσα προκύπτει ότι υπήρξαν και άλλοι κάτοικοι του οικισμού Μάνδρας των οποίων οι υπογραφές τους, ενώ είχαν αρχικά τεθεί στο κείμενο που τους επεδείχθη από τον κατηγορούμενο σχετικά με την υποβάθμιση του οικισμού τους και τον χαρακτηρισμό του ως φθίνοντος, ακολούθως επισυνάφθηκαν εν αγνοία τους σε άλλο έγγραφο απευθυνόμενο προς διάφορες δημόσιες υπηρεσίες που αφορούσε τον Ν. Β.. Με βάση τα ανωτέρω εκτιθέμενα ο κατηγορούμενος θα πρέπει να κριθεί ένοχος του ποινικού αδικήματος της πλαστογραφίας με χρήση, που του αποδίδεται". Η πιο πάνω αιτιολογία της εφέσεως δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές πλημμέλειες, που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων κηρύχθηκε αθώος για την πιο πάνω πράξη και, επιπλέον, δεν εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων της ως άνω αξιόποινης πράξεως. Ειδικότερα: α) Όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση της εκκαλουμένης αποφάσεως και των πρακτικών της, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο, προκειμένου να οδηγηθεί στην απαλλακτική για τον κατηγορούμενο κρίση του, έλαβε υπόψη του την κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, τις καταθέσεις των μαρτύρων (πολιτικής αγωγής και υπερασπίσεως) που εξετάστηκαν, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και τις φωτογραφίες που επισκοπήθηκαν στο ακροατήριο, καθώς και την απολογία του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, ο οποίος ήταν παρών κατά την διαδικασία. Έπρεπε, λοιπόν, στην έφεση να μνημονεύονται, έστω και κατ' είδος, τα αποδεικτικά αυτά μέσα και οι συγκεκριμένες πλημμέλειες ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και τα κατ' ορθή εκτίμηση αυτών πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων της αξιόποινης πράξεως για την οποία κρίθηκε αθώος ο κατηγορούμενος. Όμως, σ’ αυτήν δεν μνημονεύονται οι αποδείξεις που έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο (πλην της καταθέσεως της πολιτικώς ενάγουσας Γ. Κ. και των 17 υπευθύνων δηλώσεων, που φέρουν στον πίνακα των εγγράφων που αναγνώσθηκαν αύξ. αριθ. 1 ), ούτε γίνεται αναφορά ότι με βάση τις αποδείξεις αυτές προκύπτουν περιστατικά που θεμελιώνουν την ενοχή του κατηγορουμένου για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας με χρήση και ότι, επομένως, αυτός, κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, κρίθηκε αθώος. Το Μονομελές, όμως, Πλημμελειοδικείο έλαβε υπόψη του, εκτός από τα αποδεικτικά αυτά μέσα, και τις καταθέσεις των μαρτύρων πολιτικής αγωγής Χ. Β. και υπερασπίσεως Α. Β., που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, όλα τα έγγραφα που αναγνώστηκαν, τα οποία αναφέρονται στις σελίδες 3 - 4 της εκκαλουμένης αποφάσεως με τους αριθμούς 1-19, που προσκομίστηκαν, και την απολογία του κατηγορουμένου. Τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση του προέκυπταν από το σύνολο των πιο πάνω αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία ουδόλως αναφέρονται στην έφεση που ασκήθηκε από την εκκαλούσα Αντεισαγγελέα, ούτε αυτή αντικρούει με συλλογισμούς την περί της αθωότητας του κατηγορουμένου κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ώστε να προκύπτει ότι το Δικαστήριο εκτίμησε εσφαλμένα τα αποδεικτικά αυτά μέσα. β) Η εκκαλούσα Αντεισαγγελέας δεν αντικρούει την παραδοχή της εκκαλούμενης αποφάσεως ότι η συγκέντρωση υπογραφών, προκειμένου να αρθεί ο χαρακτηρισμός του χωριού ως φθίνοντος, έγινε πολύ αργότερα από τότε που φέρεται ότι τελέστηκε η ένδικη πράξη (με το 13/2013 πρακτικό του ΔΣ του Δήμου Αβδήρων), οπότε δημιουργήθηκε νέα κατάσταση υπογραφών. γ) Δεν αντικρούει την παραδοχή ότι, όταν η εγκαλούσα, στα μέσα του 2011, πληροφορήθηκε ότι το επίμαχο έγγραφο θα χρησιμοποιείτο σε βάρος του B., δεν απέσυρε την υπογραφή της, όπως έπραξαν άλλοι, αλλά υπέβαλε τη μήνυση κατά του κατηγορουμένου το Φεβρουάριο του 2013 (11/2 περίπου έτος αργότερα). Επομένως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, με το να δεχθεί ως παραδεκτή την ανωτέρω έφεση (την οποία, από παραδρομή, αναφέρει ως εάν να ήταν αυτή του κατηγορουμένου), χωρίς καν να ερευνήσει αν αυτή είχε την απαιτούμενη αιτιολογία, η οποία, όπως αναφέρθηκε, αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους της, και να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως και να κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο, υπερέβη θετικά την εξουσία του και ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή του, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρέλκει δε, μετά ταύτα, η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Αφού δε η απόφαση αυτή αναιρείται λόγω του απαραδέκτου της εφέσεως της Αντεισαγγελέως και η πρωτόδικη απόφαση είναι αθωωτική, δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως, κατ' άρθρο 519 του ΚΠοινΔ, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο και πρέπει ο Άρειος Πάγος να απορρίψει την έφεση της Εισαγγελέως κατά της πρωτόδικης αθωωτικής αποφάσεως ως απαράδεκτη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 558/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ’ αριθ. εκθ. 341/1.11.2013 έφεση της Αντεισαγγελέως Πρωτοδικών Ξάνθης κατά της 1687/2013 αθωωτικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Ξάνθης ως απαράδεκτη. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αθωωτική απόφαση πρωτοβαθμίου δικαστηρίου για πλαστογραφία με χρήση. Έφεση εισαγγελέα. Πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, άλλως απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Αναίρεση προσβαλλόμενης αποφάσεως για θετική υπέρβαση εξουσίας, γιατί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, παρά το ότι η έφεση του εισαγγελέα δεν ήταν ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προχώρησε στην εκδίκαση της ουσίας της υποθέσεως και σε καταδικαστική κρίση. Δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως, κατ' άρθρο 519 του ΚΠοινΔ, για νέα συζήτηση, γιατί η πρωτόδικη απόφαση είναι αθωωτική και ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη.
Έφεση Εισαγγελέα
Εφέσεως απαράδεκτο, Έφεση Εισαγγελέα.
0
Αριθμός 373/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Αγγελική Αλειφεροπούλου, (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Π. Θ. του Λ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο και 2. Κ. Σ. του Σ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κυριάκο Κουτρούλη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 2391/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, με συγκατηγορούμενους 1. Ν. Θ. του Π. και 2. V. K. του A.. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται: α) στην από 12 Φεβρουαρίου 2014 αίτηση αναίρεσης του Κ. Σ. και β) στην από 14 Ιουνίου 2013 αίτηση αναίρεσης του Π. Θ., οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 226/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του παραστάντος αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε ως προς τον παραστάντα αναιρεσείοντα να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και ως προς τον απόντα αναιρεσείοντα να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η από 14 Ιουνίου 2013 αίτησή του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' του ΚΠοινΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155 -161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανιστεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 23 Ιανουαρίου 2015 αποδεικτικό επιδόσεως του Επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ..., ο αναιρεσείων Π. Θ. του Λ. κλητεύθηκε, με επίδοση της κλήσεως στη σύνοικη ενήλικη σύζυγό του Δ. Θ., από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως αυτής, πλην δεν εμφανίστηκε κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει, ως προς αυτόν, να απορριφθεί. Κατά τη διάταξη του άρθρου 372 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος αφαιρεί ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν το αντικείμενο της κλοπής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η οποία προστατεύει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της κλοπής απαιτείται να αφαιρέσει ο δράστης με θετική ενέργεια, από την κατοχή άλλου, ξένο, ολικά ή εν μέρει, κινητό πράγμα, με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Κινητό δε πράγμα είναι εκείνο που, κατά την κοινή αντίληψη, μπορεί να μετακινηθεί, ανεξαρτήτως από την έννοια που του προσδίδεται από τις διατάξεις του ΑΚ. Κατά δε το άρθρο 374 εδ. ε' περ. α του ΠΚ, "η κλοπή τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν η πράξη τελέστηκε από πρόσωπο που διαπράττει κλοπές ή ληστείες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 385 παρ. 1 στοιχ. γ του ΠΚ, όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, εξαναγκάζει κάποιον με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζομένου ή άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκβιάσεως σε βαθμό πλημμελήματος απαιτούνται α) ο εξαναγκασμός κάποιου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία επέρχεται ζημία αυτού που εξαναγκάζεται ή κάποιου άλλου, β) ο εξαναγκασμός να γίνεται με βία ή απειλή ικανή να αποκλείσει το αυτοπροαίρετο της αποφάσεως του εξαναγκαζόμενου και γ) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή κάποιος άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος. Τέτοιος σκοπός υπάρχει όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το περιουσιακό όφελος που επιδιώκει δεν αποτελεί αντικείμενο νόμιμης απαιτήσεως, δηλαδή δεν στηρίζεται σε κάποια νόμιμη αξίωση αυτού κατά του παθόντος ή όταν η πράξη ή παράλειψη αυτού που εξαναγκάζεται δεν αποτελεί έκφραση του παρεχόμενου από τα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος και 361 ΑΚ στο πρόσωπο δικαιώματος της βουλήσεώς του και της ελευθερίας στις συναλλαγές. Ο εξαναγκασμός ως στοιχείο του εγκλήματος της εκβιάσεως έγκειται στην άσκηση βίας ή απειλής δια της οποίας περιάγεται ο άλλος σε τρόμο και ανησυχία, στρέφεται δε η βία ή η απειλή κατά της ελευθερίας της περιουσιακής διαθέσεως με σκοπό να καμφθεί η θέληση του εξαναγκαζομένου και να οδηγηθεί, είτε ο ίδιος είτε άλλος, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ενώ η απειλούμενη σε βάρος του εξαναγκαζομένου ενέργεια δεν απαιτείται να είναι παράνομη, εφόσον εκβίαση συνιστά όχι αυτή καθεαυτή η άσκηση εξουσίας ή δικαιώματος, αλλά η απειλή ασκήσεώς τους προς επίτευξη του σκοπού που αναφέρεται στο άρθρο 385 Π.Κ., δηλαδή την κάμψη της θελήσεως του εξαναγκαζομένου, ώστε δι' αυτής να αχθεί ή ο ίδιος ή άλλος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η απειλή μπορεί να είναι ρητή και άμεση, να έχει διατυπωθεί προφορικώς ή εγγράφως ή και εμμέσως, να έχει μεταβιβαστεί και με άλλον ή ακόμη και να είναι σιωπηρή, όταν συνάγεται από τον τρόπο εκδηλώσεως και συμπεριφοράς του δράστη, είναι δε αδιάφορο αν αυτός που διατύπωσε την απειλή ήταν αποφασισμένος να την πραγματοποιήσει ή αν ήταν πραγματοποιήσιμη ή όχι, αρκεί ότι δια της απειλής εξαναγκάστηκε σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή εκείνος κατά του οποίου στράφηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση η απειλή, ενώ η πράξη, παράλειψη ή ανοχή μπορεί να απορρέει είτε από τον ίδιο τον εξαναγκαζόμενο είτε από άλλον, στη βούληση του οποίου ο εξαναγκαζόμενος υπό το κράτος της απειλής επενέργησε. Το έγκλημα αυτό είναι δεκτικό απόπειρας, για την ύπαρξη της οποίας απαιτείται, κατά το άρθρο 42 παρ. 1 του Π.Κ., να επιχειρήσει ο δράστης πράξη, η οποία περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως αυτού, δηλαδή να προβεί σε ενέργεια, η οποία αποτελεί μέρος της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και οδηγεί κατ' ευθείαν στην πραγμάτωσή του ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται σαν τμήμα αυτής, στην οποία αμέσως οδηγεί, αν δεν ήθελε ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο. Επομένως, αν η απειλή αυτή δεν προκάλεσε στον απειλούμενο φόβο και αυτός δεν ενέδωσε, προβαίνοντας, εξαναγκαζόμενος, σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, ή δεν επέφερε σ' αυτόν περιουσιακή ζημία, το έγκλημα της εκβιάσεως δεν είναι τελεσμένο και η βία ή η απειλή που ασκήθηκε συνιστούν απόπειρα εκβιάσεως, κατά το άρθρο 42 παρ. 1του Π.Κ., εφόσον περιέχουν τουλάχιστον αρχή εκτελέσεώς του. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 2391/2013 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα Κ. Σ. κλοπής από κοινού κλοπής από κοινού κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα και εκβιάσεως κατ’ εξακολούθηση τετελεσμένης και σε απόπειρα, με τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου και του ότι, κατά τους χρόνους τελέσεως των πράξεων, είχε συμπληρώσει το 18ο, όχι, όμως, και το 21ο έτος της ηλικίας του, και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών και πέντε (5) μηνών, ανασταλείσα υπό όρους. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι 1ος, 3ος και 4ος κατηγορούμενοι, δηλαδή οι κατηγορούμενοι Κ. Σ., Ν. Θ. και Π. Θ., ενεργώντας με πρόθεση, άλλοτε από κοινού, μετά από συναπόφαση και με κοινό δόλο και με ταυτόχρονες και διαδοχικές συγκλίνουσες συμπεριφορές και άλλοτε από μόνοι τους, στους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους, με περισσότερες πράξεις που στρέφονται κατά περισσοτέρων προσώπων και συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, αφαίρεσαν από την κατοχή άλλων ξένα ολικά κινητά πράγματα με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα, τελούν δε κλοπές κατ' επάγγελμα, δεδομένου ότι από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης αυτής προκύπτει σκοπός τους για τον πορισμό εισοδήματος. Συγκεκριμένα, από το σύνολο των προαναφερθέντων αποδεικτικών στοιχείων, αποδείχθηκε ότι: 1) ... 6) Οι κατηγορούμενοι Κ. Σ., Γ. Θ. και Ν. Θ., στα ..., τις νυχτερινές ώρες της 16ης προς 17η Μαΐου 2006, ενεργώντας με πρόθεση από κοινού, εισήλθαν σπάζοντας την τζαμαρία στο εσωτερικό του καταστήματος έκθεσης αυτοκινήτων με την επωνυμία "AUTO M.", το οποίο βρισκόταν επί των οδών ... και ... και αφαίρεσαν με σκοπό παράνομης ιδιοποίησής τους από την κατοχή του ιδιοκτήτη του καταστήματος τα υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... και ... ιδιωτικής χρήσεως επιβατηγά αυτοκίνητα, χρώματος ασημί, εργοστασίου κατασκευής HONDA CIVIC και AUDI Α2, αντίστοιχα. 7) Οι κατηγορούμενοι Κ. Σ., Γ. Θ. και Ν. Θ., στη ..., τις νυχτερινές ώρες της 18ης προς 19η Μαΐου 2006, ενεργώντας με πρόθεση από κοινού, αφαίρεσαν με σκοπό παράνομης ιδιοποίησής του από την κατοχή του Ι. Μ. του Α. το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσεως φορτηγό αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής NISSAN PICK-UP, χρώματος μαύρου, με αριθμό πλαισίου ... και αριθμό κινητήρα ..., το οποίο ήταν σταθμευμένο στην πυλωτή της επί της οδού ... αριθμ. 4 πολυκατοικίας. 8) Οι κατηγορούμενοι Κ. Σ., Γ. Θ. και Ν. Θ., στον ..., τις πρωινές ώρες της 23ης Μαΐου 2006, ενεργώντας με πρόθεση από κοινού, αφαίρεσαν με σκοπό παράνομης ιδιοποίησής του από την κατοχή του Δ. Μ. του Γ. το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... γερμανικών πινακίδων ιδιωτικής χρήσεως επιβατηγό αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής HONDA τύπου S- 2000, χρώματος μαύρου, το οποίο βρισκόταν σταθμευμένο επί της οδού ... στον αριθμ. 99. 9) Οι κατηγορούμενοι Κ. Σ., Γ. Θ., Ν. Θ., Π. Θ., στην περιοχή των ..., την 20η Μαρτίου 2006, ενεργώντας με πρόθεση από κοινού και με τον V. K., αφαίρεσαν με σκοπό παράνομης ιδιοποίησής τους από την κατοχή του Ν. Φ. του Φ. το υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... ιδιωτικής χρήσεως επιβατηγό αυτοκίνητο εργοστασίου VW GOLF, χρώματος μαύρου, ιδιοκτησίας του ιδίου παθόντος, το οποίο ήταν προσωρινά σταθμευμένο με το κλειδί στη μηχανή επί της ... στον αριθμ. 154, καθώς και τα εντός αυτού ευρισκόμενα αντικείμενα και ειδικότερα άδεια κυκλοφορίας, ασφάλεια εταιρίας "ΦΟΙΝΙΚΑΣ", άδεια ικανότητας οδηγού, το υπ' αριθμ. .../1993 ΔΑΤ Α.Τ. Κορωπίου, πέντε (5) κάρτες ανάληψης χρημάτων των τραπεζών ALPHA BANK, EUROBANK, Εθνικής, Κύπρου και Πειραιώς και εργαλεία αρχαιολογικών ανασκαφών και ακολούθως, μετά την κλοπή, παρέδωσαν το ως άνω αυτοκίνητο στο συνεργείο φανοποιείας του Π. - Π. Σ.. 10) ... Και 14)... Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, οι ως άνω κατηγορούμενοι Κ. Σ., Ν. Θ. και Π. Θ., είχαν σκοπό τον πορισμό εισοδήματος από τις ως άνω κλοπές οχημάτων και είναι δράστες που τελούν κατ' επάγγελμα κλοπές οχημάτων με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος από αυτές, αφού τις περισσότερες φορές δρούσαν ως ομάδα και είχαν δημιουργήσει και υποδομή και οργάνωση για την διενέργεια κλοπών οχημάτων και από την επανειλημμένη τέλεση των ως άνω κλοπών που τέλεσαν αυτοί κατ' εξακολούθηση από κοινού και κατά μόνας, καθώς και από τη δημιουργία της σχετικής υποδομής και οργάνωσης που είχαν οι ως άνω κατηγορούμενοι που δρούσαν ως ομάδα, προκύπτει και αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι οι ως άνω κατηγορούμενοι τέλεσαν τις ως άνω κλοπές κατ' επάγγελμα με σκοπό τον πορισμό εισοδήματος απ' αυτές. ... Ακόμη, όπως αποδείχθηκε από τα αποδεικτικά στοιχεία που προαναφέρθηκαν, ο 1ος κατηγορούμενος Κ. Σ., στους κατωτέρω τόπους και χρόνους, ενεργώντας με πρόθεση και από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του πρωτόδικα Π. - Π. Σ., με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσουν οι ίδιοι παράνομο περιουσιακό όφελος, εξανάγκασαν άλλους με απειλή σε πράξη από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου και επιχείρησαν πράξη που αποτελεί τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος της εκβίασης. Συγκεκριμένα, όπως αποδείχθηκε, ο 1ος κατηγορούμενος Κ. Σ., ενεργώντας με πρόθεση και από κοινού με τον Π. - Π. Σ., με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος: α) Στην Αθήνα κατά το χρονικό διάστημα από 27-28 Μαΐου 2006, ενώ γνώριζε ότι στις 27/5/2006 είχε αφαιρεθεί παράνομα από την κατοχή του Κ. Σ. του Α. η υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτοσικλέτα εργοστασίου κατασκευής HONDA τύπου AFRICA TWIN 750 cc χρώματος λευκού και με αριθμό πλαισίου ... και αριθμό κινητήρα ..., ενεργώντας με πρόθεση και από κοινού με τον Π. - Π., επικοινώνησε με τον προαναφερόμενο κάτοχο και ιδιοκτήτη του οχήματος Κ. Σ. και τον απείλησε ότι δεν θα εύρισκε ποτέ την κλεμμένη του μοτοσικλέτα αν δεν τους κατέβαλε το χρηματικό ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, με αποτέλεσμα ο παθών προκειμένου να επανακτήσει το όχημά του και να μειώσει την εκ της κλοπής ζημία του, να δεχθεί και να τους καταβάλλει το αιτηθέν ποσό και έτσι μετέφεραν και άφησαν την μοτοσικλέτα κάτω από την οικία του ως άνω παθόντος Κ. Σ., ο οποίος ζημιώθηκε κατά το αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό των 1000 ευρώ, με αντίστοιχη περιουσιακή ωφέλεια των ως άνω εκβιαστών του. Και β) Στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 27-28 Μαΐου 2006, ενεργώντας με πρόθεση μόνος του, προκειμένου να εξαναγκάσει άλλον με απειλή σε πράξη από την οποία επέρχεται ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου, επιχείρησε πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως εκβίασης, πλην όμως η πράξη του αυτή δεν ολοκληρώθηκε όχι από δική του βούληση αλλά από εξωτερικά εμπόδια. Ειδικότερα, ο ως άνω 1ος κατηγορούμενος Κ. Σ., ενώ γνώριζε ότι ο Α. Ρ. του Δ. είχε απολέσει λόγω κλοπής μία δίκυκλη μοτοσικλέτα, του παρουσίασε την υπ' αριθμ. κυκλοφορίας ... δίκυκλη μοτοσικλέτα, την οποία είχε προηγουμένως αφαιρέσει παράνομα από τον ιδιοκτήτη της και τον βεβαίωσε ότι είναι η απολεσθείσα δική του, σε επικοινωνία δε που είχε μαζί του τον απείλησε ότι αν δεν του καταβάλει το χρηματικό ποσό των διακοσίων (200) ευρώ δεν θα του την παρέδιδε και ο ως άνω παθών Α. Ρ., πείσθηκε από τις διαβεβαιώσεις του και φοβούμενος την μεγιστοποίηση της ζημίας που υπέστη από την κλοπή της μοτοσικλέτας του, προκειμένου να την επανακτήσει και να μειώσει την ζημία του από την κλοπής της, δέχθηκε να του καταβάλλει το αιτηθέν ποσό των 200 ευρώ και ενώ ο ως άνω κατηγορούμενος είχε μεταβεί στο σπίτι του ως άνω παθόντος για να ολοκληρωθεί η αθέμιτη συναλλαγή, η πράξη της εκβίασης αυτής δεν ολοκληρώθηκε από λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση του ως άνω κατηγορουμένου Κ. Σ. και συγκεκριμένα επειδή αυτός είχε ήδη τεθεί από τη αστυνομία σε διακριτική παρακολούθηση και συνελήφθη πριν παραλάβει τα χρήματα". Στο δε διατακτικό, όσον αφορά τις μερικότερες πράξεις της κλοπής με αύξ. αριθ. 6 - 9, αναφέρει ότι: "Κηρύσσει τους 1ο, 3ο και 4ο κατηγορούμενους Κ. Σ., Ν. Θ. και Π. Θ. ενόχους του ότι: Στους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους, ενεργώντας με πρόθεση, ... αφήρεσαν από την κατοχή άλλων ξένα ολικά κινητά πράγματα με σκοπό να τα ιδιοποιηθούν παράνομα, ... Συγκεκριμένα: ... 6) Στα ..., τις νυχτερινές ώρες της 16ης προς 17η Μαΐου 2006, Οι Κ. Σ. και Ν. Θ., ενεργώντας με πρόθεση από κοινού, εισήλθαν σπάζοντας την τζαμαρία.... 7) Στη ..., τις νυχτερινές ώρες της 18ηςπρος 19η Μαΐου 2006, οι Κ. Σ. και Ν. Θ., ενεργώντας με πρόθεση από κοινού, αφαίρεσαν ... 8) Στον ..., τις πρωινές ώρες της 23ης Μαΐου 2006, οι Κ. Σ. και Ν. Θ., ενεργώντας με πρόθεση από κοινού, αφαίρεσαν ... 9) Στην περιοχή των ..., την 20η Μαρτίου 2006, οι Κ. Σ., Ν. Θ., Π. Θ. και V. K., ενεργώντας με πρόθεση από κοινού, αφαίρεσαν ...". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της κλοπής από κοινού κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα και εκβιάσεως κατ’ εξακολούθηση τετελεσμένης και σε απόπειρα, για τα οποία καταδικάσθηκε o αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 372 παρ. 1, 374 περ. ε, 385 παρ. 1 περ. γ. 94, 98 παρ. 1, 45 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο σαφώς δέχθηκε, τόσο στο σκεπτικό (σελ. 35 και 39) όσο και στο διατακτικό, ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος τέλεσε τις κλοπές, για τις οποίες καταδικάσθηκε, από κοινού με τους συγκατηγορουμένους του Ν. Θ. και Π. Θ.. Η αναφορά του ονόματος του Γ. Θ., ο οποίος έχει αθωωθεί, στην περιγραφή στο σκεπτικό των ως άνω μερικότερων πράξεων με αύξ. αριθ. 6, 7, 8 και 9, η οποία (αναφορά) δεν γίνεται, κατά τα προαναφερθέντα, στις αντίστοιχες περιπτώσεις στο διατακτικό, οφείλεται σε φανερή παραδρομή. β) Όσον αφορά την πράξη της εκβιάσεως, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο παθών Κ. Σ. κατέβαλε στον κατηγορούμενο το ποσό των 1.000 ευρώ, κατά το οποίο ζημιώθηκε, ενώ η αυτή πράξη σε βάρος του Α. Ρ. παρέμεινε στο στάδιο της απόπειρας. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Η, εμπεριεχόμενη στον τρίτο λόγο, αιτίαση περί εσφαλμένης εκτιμήσεως της προανακριτικής καταθέσεως του παθόντος Κ. (αναφέρεται στο αναιρετήριο "Α.") Σ. είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττει την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 34 του ΠΚ, η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν, όταν τη διέπραξε, λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, κατά δε το άρθρο 36 παρ. 1 του ΠΚ, αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, υπό τον όρο διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών περιλαμβάνονται όλες οι μορφές παραφροσύνης ή φρενοπάθειας υπό την ευρεία έννοια, ενώ υπό τον όρο διατάραξη της συνείδησης περιλαμβάνονται όλες οι ψυχικές διαταράξεις οι οποίες δεν πηγάζουν από παθολογική κατάσταση του εγκεφάλου, αλλά εμφανίζονται σε ψυχικά υγιή άτομα και είναι πάντοτε παροδικές. Αν εξαιτίας μιας από τις ψυχικές αυτές καταστάσεις ο δράστης δεν είχε την ικανότητα ή είχε σημαντικά μειωθεί η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του, δηλαδή να διακρίνει το δίκαιο από το άδικο αυτό και να ενεργήσει λογικά, τότε στη μεν πρώτη περίπτωση η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη, στη δε δεύτερη επιβάλλεται μειωμένη ποινή. Εξάλλου, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος ισχυρισμός είναι και ο από το άρθρο 36 του ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στη μείωση της ποινής του κατηγορουμένου αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο συνήγορος του κατηγορουμένου, κατά το στάδιο της αγορεύσεώς του, ζήτησε να αναγνωρισθεί στον εντολέα του (και) το ελαφρυντικό του άρθρου 36 του ΠΚ. Ο αυτοτελής, όμως, αυτός ισχυρισμός προβλήθηκε εντελώς αόριστα, αφού γίνεται αναφορά μόνο της διατάξεως του νόμου, χωρίς επίκληση περιστατικών, τα οποία να δικαιολογούν την κρίση ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, κατά το χρόνο τελέσεως των πράξεών του, είχε ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει. Παρά ταύτα, ως εκ περισσού, απέρριψε τον αόριστο αυτό ισχυρισμό ως αναπόδεικτο. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού (τον οποίο ο αναιρεσείων στηρίζει στα στοιχ. Α και Β), είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις υπ’ αριθ. εκθ. 43/14 Ιουνίου 2013 και από12 Φεβρουαρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 1215/2014) αιτήσεις των Π. Θ. του Λ. και Κ. Σ. του Σ., αντιστοίχως, για αναίρεση της 2391/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για κλοπή από κοινού κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα και για εκβίαση κατ' εξακολούθηση τετελεσμένη και σε απόπειρα. Στοιχεία εγκλημάτων. Αυτοτελής ισχυρισμός για αναγνώριση συνδρομής περιπτώσεως του άρθρου 36 ΠΚ είχε προβληθεί αορίστως, γιατί έγινε αναφορά μόνο της διατάξεως του νόμου, χωρίς επίκληση περιστατικών, και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, ως εκ περισσού δε τον απέρριψε ως αναπόδεικτο. Απόρριψη αιτήσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Απόπειρα, Κλοπή, Εκβίαση, Καταλογισμός.
1
Αριθμός 374/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Αγγελική Αλειφεροπούλου, (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ι. Τ. του Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Λιάπη, για αναίρεση της υπ' αριθ. 4322/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Μαΐου 2014 αίτηση αναίρεσης μετά των από 5 Ιανουαρίου 2015 προσθέτων λόγων τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 491/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 33 παρ. 1 στοιχ. γ και 2 του ν. 4139/2013 "νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις": "Μετά την ολοκλήρωση με επιτυχία του εγκεκριμένου κατά νόμο συμβουλευτικού ή θεραπευτικού προγράμματος σωματικής αποτοξίνωσης με ή χωρίς υποκατάστατα και σωματικής και ψυχικής απεξάρτησης, που πιστοποιείται εγγράφως από τον επιστημονικό διευθυντή του οικείου προγράμματος: 1. γ) Το δικαστήριο αναγνωρίζει ελαφρυντική περίσταση κατά την επιμέτρηση της ποινής υποχρεωτικά στον δράστη που έχει τελέσει εγκλήματα από αυτά που αναφέρονται στα άρθρα 31 και 32 και δυνητικά στις λοιπές περιπτώσεις εγκλημάτων. 2. Όποιος έχει βεβαίωση ολοκλήρωσης εγκεκριμένου κατά νόμο συμβουλευτικού ή θεραπευτικού προγράμματος σωματικής αποτοξίνωσης με ή χωρίς υποκατάστατα και σωματικής και ψυχικής απεξάρτησης, θεωρείται ότι κατά την εισαγωγή του για θεραπεία είχε αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του ίδιου νόμου, "όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21, 22 και 23, διακινεί παράνομα ναρκωτικά, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον οκτώ (8) ετών και με χρηματική ποινή μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ". Κατά δε το άρθρο 30 παρ. 1 και 4 περ. β αυτού: "1. Όσοι απέκτησαν την έξη της χρήσης ναρκωτικών και δεν μπορούν να την αποβάλουν με τις δικές τους δυνάμεις, υποβάλλονται σε ειδική μεταχείριση κατά τους όρους του άρθρου αυτού και των άρθρων 31-35. 4. Δράστης, στο πρόσωπο του οποίου κατά το χρόνο της πράξης συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, αν είναι υπαίτιος τέλεσης: β) Των πράξεων του άρθρου 20 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους". Η διάρκεια, λοιπόν, της ποινής φυλακίσεως δράστη διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών, που δεν υπάγεται, όμως, σε κάποια από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21, 22 και 23, δεν είναι μικρότερη από ένα (1) έτος και δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη. Εξάλλου, όταν συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως, κατά την επιμέτρηση της, λαμβάνει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ. Ακόμη, κατά το άρθρο 83 του ΠΚ, "όπου στο γενικό μέρος προβλέπεται ποινή ελαττωμένη χωρίς κανένα άλλο προσδιορισμό, η ποινή που πρέπει να επιβληθεί επιμετρείται ως εξής: ... δ) σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριο του είδους της ποινής ...". Όταν, λοιπόν, το Δικαστήριο δέχεται ότι ο δράστης διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών ήταν τοξικομανής και, παραλλήλως, του αναγνωρίζει και άλλα ελαφρυντικά από τα οριζόμενα στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αλλά, παρά ταύτα, του επιβάλλει το ανώτερο όριο της προβλεπόμενης ποινής για τον τοξικομανή δράστη χωρίς να προβεί σε μείωση αυτής, λαμβάνοντας υπόψη και τα άλλα ελαφρυντικά, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πέραν του ότι εσφαλμένα εφαρμόζει την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 83 του ΠΚ και ιδρύει και τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, με την 2939/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, κηρύχθηκε ένοχος αγοράς, πωλήσεως και κατοχής ναρκωτικών ουσιών από κοινού κατ` εξακολούθηση, με τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου, της ειλικρινούς μετανοίας και του ότι, κατά το χρόνο που τελέστηκαν οι πράξεις, είχε συμπληρώσει το 18ο, όχι, όμως, και το 21ο έτος της ηλικίας του, και του επιβλήθηκε ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. Η απόφαση αυτή αναιρέθηκε με την 1279/2011 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, ως προς τις διατάξεις για την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί τοξικομανίας και για την επιβολή σ` αυτόν ποινής, για το λόγο ότι δεν διευκρινιζόταν ο χρόνος εισαγωγής του για θεραπεία στο εγκεκριμένο θεραπευτικό πρόγραμμα του ΚΕΘΕΑ. Στη συνέχεια, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 4322/2013 απόφασή του, έκρινε ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ολοκλήρωσε με επιτυχία εγκεκριμένο θεραπευτικό πρόγραμμα απεξαρτήσεως του ΚΕΘΕΑ και ότι, κατά την τέλεση των πράξεων που του αποδίδονταν, είχε αποκτήσει την έξη της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών, ακολούθως δε τον κήρυξε ένοχο αγοράς, κατοχής και χρήσεως ναρκωτικών ουσιών από κοινού κατ` εξακολούθηση, για παράβαση, δηλαδή, του άρθρου 20 του ν. 4139/2013, ως τοξικομανή, πλέον, με τα ως άνω τρία ελαφρυντικά, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως πέντε (5) ετών, ανασταλείσα υπό όρο. Επιβάλλοντας, όμως, το ανώτερο όριο της προβλεπόμενης για τους τοξικομανείς δράστες της παραβάσεως του άρθρου 20 του ν. 4139/2013 ποινής, παρά την αναγνώριση, πέραν της τοξικομανίας, και τριών, ακόμη, ελαφρυντικών, υπερέβη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αρνητικά την εξουσία του, παραλλήλως δε εσφαλμένα ερμήνευσε την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 83 του ΠΚ. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η και Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα ίδια, είναι βάσιμοι και πρέπει, κατά παραδοχή τους, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τη διάταξή της για την επιβολή ποινής, και να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠοινΔ, η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από Δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, παρέλκει δε, μετά ταύτα, η έρευνα των παραδεκτώς ασκηθέντων (ενόψει του ότι η ένδικη αίτηση αναιρέσεως περιέχει παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως) προσθέτων λόγων, που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα (την 5.1.2015) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την 4322/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και συγκεκριμένα ως προς τη διάταξή της περί επιβολής ποινής στον αναιρεσείοντα Ι. Τ. του Π.. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δικαστήριο που δέχεται ότι ο δράστης διακινήσεως ναρκωτικών ουσιών ήταν τοξικομανής και, παραλλήλως, του αναγνωρίζει και άλλα ελαφρυντικά από τα οριζόμενα στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αλλά, παρά ταύτα, του επιβάλλει το ανώτερο όριο της προβλεπόμενης ποινής για τον τοξικομανή δράστη χωρίς να προβεί σε μείωση αυτής, λαμβάνοντας υπόψη και τα άλλα ελαφρυντικά, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του, πέραν του ότι εσφαλμένα εφαρμόζει την ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 83 του ΠΚ. Αναιρεί, ως προς τη διάταξη αυτής περί επιβολής ποινής, απόφαση, με την οποία σε τοξικομανή δράστη διακινήσεως ναρκωτικών, στον οποίο είχαν αναγνωρισθεί και τρία, ακόμη, ελαφρυντικά, επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως 5 ετών, το ανώτερο, δηλαδή, της προβλεπόμενης από το άρθρο 30 παρ. 4 ν. 4139/2013, και παραπέμπει.
Υπέρβαση εξουσίας
Ελαφρυντικές περιστάσεις, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ποινή, Ναρκωτικά.
1
Αριθμός 379/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποινικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Αγγελική Αλειφεροπούλου ( σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της 680, 704, 710/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς. Με κατηγορούμενο τον Π. Σ. του Α., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδωνα Παπαχρήστου. Το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 41/1-12-2014 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δέσποινας Χρονοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1215/2014. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Aπό τη διάταξη του άρθρου 505 παρ.2 εδ. α' του ΚΠΔ, προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε, καταδικαστικής ή αθωωτικής, απόφασης οποιουδήποτε πρωτοβάθμιου ποινικού δικαστηρίου, μέσα σε προθεσμία ενός μήνα, του άρθρου 479 παρ.2 του ΚΠΔ, από της καταχωρήσεώς της δηλαδή καθαρογραμμένης στο ειδικά τηρούμενο βιβλίο του ποινικού δικαστηρίου που την εξέδωσε και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και αυτός υπό στοιχ. Δ', της ελλείψεως της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εξάλλου, κατά το άρθρο 375 παρ. 1 εδ. α ΠΚ, "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του, με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, που είναι κινητό πράγμα, να είναι ολικά ή εν μέρει ξένο, με την έννοια ότι αυτό βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον αστικό κώδικα, τέτοια δε περίπτωση ξένου κινητού πράγματος αποτελούν και τα χρήματα που εισπράττει κάποιος για λογαριασμό άλλου, β) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στο δράστη, γ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος από το δράστη, η οποία συντρέχει όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή δίχως άλλη νόμιμη αιτία. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο, δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Έτσι χρόνος τελέσεως της υπεξαίρεσης θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 17 ΠΚ, ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος και ενσωματώσεώς του στην περιουσία του. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης σε βαθμό κακουργήματος προσαπαιτείται αφενός το αντικείμενο αυτής να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και αφετέρου να το έχουν εμπιστευθεί στο δράστη, λόγω ανάγκης ή λόγω μιας από τις περιοριστικώς αναφερόμενες ιδιότητες τούτου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Διαχειριστής τέτοιας περιουσίας είναι εκείνος που ενεργεί, όχι απλώς υλικές αλλά, και νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, την οποία μπορεί να έλκει είτε από το νόμο είτε από τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται, να προέρχεται και από τη δημιουργία απλώς μιας πραγματικής καταστάσεως. Υπεξαίρεση διαπράττει δε και ο συνδιαχειριστής ΕΠΕ. Επίσης, κατά τις διατάξεις των άρθρων 721 και 719 ΑΚ ο μεν εντολέας έχει υποχρέωση να προκαταβάλλει τις δαπάνες που απαιτούνται για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της, ο δε εντολοδόχος- διαχειριστής δεν αποκτά κυριότητα επί των προκαταβαλλομένων σε αυτόν χρημάτων, ούτε επί των εισπραττομένων υπ' αυτού για λογαριασμό του εντολέα του χρημάτων. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, ούτε αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει καθ' εαυτό ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και τα άλλα. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ' επιλογή για το σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως. Ειδικά όμως προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (κυρωθείσα με το ν. δ. 73/1974), τέτοια έλλειψη αιτιολογίας που ιδρύει τον από τη διάταξη του άρθρου 510 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν δεν εκτίθενται καθόλου στην απόφαση πραγματικά περιστατικά είτε όταν δεν αιτιολογεί το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά και τα οποία έλαβε υπόψη για τον σχηματισμό της κρίσεώς του. Δεν απαιτείται όμως για την αιτιολογία της αθωωτικής απόφασης να εκθέτει το δικαστήριο σ' αυτή περιστατικά από τα οποία να πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, δεδομένου ότι αντικείμενο της απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου (Ολ.ΑΠ 3/2010). Στην προκειμένη περίπτωση, ασκήθηκε εμπρόθεσμα και παραδεκτά η κρινόμενη με αρ. εκθ. 41/1-12-2014 αναίρεση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κατά της με αρ. 680, 704, 710/2014 προσβαλλόμενης αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, που κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο Π. Σ. της αποδιδόμενης σε αυτόν αξιόποινης πράξεως της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και που καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο του ποινικού δικαστηρίου την 31-10-2014, όπως προκύπτει από σχετική βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα πάνω στο σώμα της αποφάσεως. Όπως δε προκύπτει από τη προσβαλλόμενη με αρ. 680, 704, 710/2014 απόφαση και τα πρακτικά της, το δικάσαν σε πρώτο βαθμό Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο Π. Σ. της αποδιδόμενης σε αυτήν αξιόποινης πράξεως της υπεξαίρεσης ποσού ιδιάιτερας μεγάλης αξίας από συνδιαχειριστή ξένης περιουσίας. Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι το παραπάνω δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού εκτίμησε τα προσδιοριζόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, δέχτηκε στο αιτιολογικό του, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση των μελών του, κατά πιστή αντιγραφή, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας που εξετάστηκαν ενόρκως στο Δικαστήριο τούτο, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορούμενου και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Οι διάδικοι είχαν συστήσει από το έτος 1988 εταιρεία πρακτόρευσης πλοίων, μεταξύ των καθηκόντων της οποίας ήταν και η έκδοση ατμοπλοϊκών εισιτηρίων. Μέχρι το έτος 2009 η ως άνω εταιρεία διέθετε λογιστή, που διευθετούσε τα εν γένει οικονομικά της επιχείρησης. Έκτοτε όμως για λόγους οικονομίας το λογιστικό έλεγχο ανέλαβαν από κοινού οι σύζυγοι των διαδίκων, χωρίς όμως να διαθέτουν ιδιαίτερες γνώσεις προς τούτο. Περί το Σεπτέμβριο του έτους 2011, ενώ μέχρι τότε η δραστηριότητα της εν λόγω εταιρείας ήταν ομαλή, ανέκυψαν οικονομικές διαφορές μεταξύ των διαδίκων, για τις οποίες καθένας εξ αυτών θεωρεί υπεύθυνο τον άλλο και οφειλέτη, χωρίς όμως να καθίσταται σαφής, εν προκειμένω, η πρόθεση (δόλος) του κατηγορουμένου για τέλεση της υπεξαίρεσης, που του αποδίδεται. Επομένως, λόγω των ανακυψασών αμφιβολιών, που ερμηνεύονται υπέρ του κατηγορουμένου (in dubio pro reo), πρέπει αυτός να κηρυχθεί αθώος κατά το διατακτικό." Με βάση τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, κήρυξε τον άνω κατηγορούμενο συνδιαχειριστή ξένης περιουσίας ΕΠΕ, που κατηγορείτο για κακουργηματική υπεξαίρεση συνολικού ποσού 119.384,72 ευρώ, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αθώο ελλείψει δόλου, περιέλαβε ελλιπή αιτιολογία. Πλέον συγκεκριμένα, στην παραπάνω προσβαλλόμενη απόφασή του το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε, παντελώς συνοπτικά και με ανεπαρκή αιτιολογία ότι μεταξύ των δύο αντιδίκων συνδιαχειριστών της συγκεκριμένης ΕΠΕ, από το Νοέμβριο του 2011 ανέκυψαν οικονομικές διαφορές, για τις οποίες καθένας από αυτούς θεωρεί υπεύθυνο οφειλέτη τον άλλο, χωρίς να καθίσταται σαφής η πρόθεση, ο δόλος του κατηγορουμένου για τέλεση της πράξης της υπεξαίρεσης, γι’ αυτό και λόγω αμφιβολιών, πρέπει να κηρυχθεί αθώος. Όμως, όπως προκύπτει από το παραπάνω παρατιθέμενο απαλλακτικό αιτιολογικό της αποφάσεως αυτής, δεν παρατίθενται σε αυτό τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να αιτιολογείται, γιατί το δικαστήριο δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου συνδιαχειριστή και δεν εξηγούνται με σαφήνεια και πληρότητα οι λόγοι για τους οποίους τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν και σημειώνονται στα πρακτικά δεν επαρκούν για την κατάφαση της ενοχής του κατηγορουμένου και δη του δόλου αυτού και δεν αναφέρονται καθόλου πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία που να θεμελιώνουν τη μη συνδρομή της υποκειμενικής υποστάσεως της άνω αξιόποινης πράξης της υπεξαιρέσεως, συνολικού ποσού 119.384,72 ευρώ, και δη της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο συνδιαχειριστή ιδιοποιήσεως εισπραχθέντων υπ' αυτού για λογαριασμό της ΕΠΕ χρημάτων, κατά το διάστημα από 27-5-2002 μέχρι 18-9-2011. Δεν αναφέρεται δηλαδή καθόλου αν ο κατηγορούμενος εισέπραξε ή όχι τα χρήματα που κατηγορείται ότι εισέπραξε από έκδοση εισιτηρίων της ΕΠΕ, από πελάτες της ΕΠΕ και αν απέδωσε ή όχι αυτά και γιατί δεν τα απέδωσε στην ΕΠΕ, αλλά χωρίς καμία ειδική αιτιολόγηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι "δεν καθίσταται σαφής ο δόλος του κατηγορουμένου για τέλεση της υπεξαίρεσης που του αποδίδεται". Επομένως, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ σχετικός μοναδικός λόγος αναιρέσεως της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Μετά ταύτα, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. (άρθρο 519 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη με αριθμ. 680, 704, 710/2014 απόφαση του πρωτοβαθμίου Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Πειραιώς. Και. Παραπέμπει την υπόθεση του για κακουργηματική υπεξαίρεση κατηγορουμένου του Π. Σ. του Α., για νέα συζήτηση στο ίδιο παραπάνω Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιώς, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως αυτήν. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2015. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση κατ'εξακολ. Αντικ. Ιδ. Μεγ. Αξίας από συνδιαχειριστή ΕΠΕ. Δέχεται Αίτηση Αναίρεσης Εισαγγ. ΑΠ, κατά Αθωωτικής Α/θμιας απόφασης Τριμ. Εφετ. Πειραιώς, ως βάσιμη. Βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως του Εισαγγ. ΑΠ, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αθωωτικής απόφασης
Εισαγγελέας Αρείου Πάγου
Αναιρέσεως παραδοχή, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου.
0
Αριθμός 370/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Χρυσούλα Παρασκευά, (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ε. Π. του Η., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Πάσχο, για αναίρεση της υπ' αριθ. 244/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδος με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 925/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά μεν το άρθρο 302 παρ.1 του ΠΚ, όποιος επιφέρει από αμέλεια τον θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, κατά δε το άρθρο 28 του ιδίου Κώδικα, από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε, ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται να διαπιστωθεί ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία όφειλε να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος που βρίσκεται υπό τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τη λογική και ότι είχε τη δυνατότητα, με τις προσωπικές του ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με τη πράξη ή παράλειψή του. Η αμέλεια, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 28 του ΠΚ, διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη, κατά την οποία προέβλεψε μεν, ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, πίστευε όμως ότι θα το απέφευγε. Ενόψει της διακρίσεως αυτής, το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια, πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποιο από τα δύο είδη της αμέλειας αυτής συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι, αν δεν εκθέτει αυτό με σαφήνεια ή δέχεται και τα δύο είδη, δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της σχετικής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 7 εδ. α του ν. 2696/1999 "Κύρωση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας", "οδηγός που αντιλαμβάνεται ότι άλλος οδηγός προτίθεται να τον προσπεράσει, υποχρεούται να κινείται πλησίον του δεξιού άκρου του οδοστρώματος και να μην επιταχύνει την κίνησή του". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, τις ίδιες υποχρεώσεις έχει ο οδηγός του προπορευόμενου οχήματος, κατά μείζονα λόγο, και όταν ο οδηγός του οχήματος που ακολουθεί ήδη διενεργεί προσπέραση. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 244/2014 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα ανθρωποκτονίας από αμέλεια των Θ. Φ. και Η. Γ., με τα ελαφρυντικά ότι κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως είχε συμπληρώσει το 18ο, όχι όμως και το 21ο έτος της ηλικίας του και ότι συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δεκαοκτώ (18) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 14:30 στο 115,5 χιλ. της E.O. Αντιρρίου - Ιωαννίνων ο κατηγορούμενος οδηγώντας το με αριθ. κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο (ΤΖΙΠ) με κατεύθυνση προς Ιωάννινα, κινούμενος με ταχύτητα άνω των 90 χιλμ. ωριαίως, αν και αντιλήφθηκε ότι το όχημα που τον ακολούθησε με αριθ. κυκλοφορίας ..., το οποίο οδηγούσε ο Η. Γ. επιχειρούσε προσπέραση του δικού του αυτοκινήτου, δεν κινήθηκε πλησίον του δεξιού άκρου της λωρίδος, στην οποία κινείτο, κρατώντας σταθερή την ταχύτητα του αυτοκινήτου του, όπως έπρεπε ως συνετός και προσεκτικός οδηγός να πράξει, αλλά, όταν επεχείρησε την προσπέραση ο ανωτέρω δεν έπραξε τα ως άνω διευκολύνοντας αυτή (προσπέραση), αλλά κινείτο στο μέσο της οδού (ιππαστί της διαχωριστικής γραμμής), επιταχύνοντας την ταχύτητά του με αποτέλεσμα να μην μπορέσει το έτερο όχημα να ολοκληρώσει την προσπέραση που επιχειρούσε, να συγκρουστούν τα δύο οχήματα και να τραυματιστούν θανάσιμα ο προαναφερόμενος οδηγός του ετέρου οχήματος και ο συνοδηγός αυτού κατά τα εκτιθέμενα στο διατακτικό. Το ότι ο κατηγορούμενος κινείτο ιππαστί στη διαχωριστική γραμμή και κατά το χρόνο της προσπεράσεως αύξησε την ταχύτητά του επιβεβαιώνεται από τον μάρτυρα Δ. Ν., ο οποίος κινείτο επί της ιδίας οδού με την ίδια κατεύθυνση και ο οποίος σε προηγούμενο σημείο της οδού είχε αντιληφθεί τα δύο οχήματα να κινούνται με υπερβολική ταχύτητα, να προσπερνούν το δικό του όχημα, το αυτοκίνητο του θανόντος να επιχειρεί προσπέραση του τζιπ και το τελευταίο να του κλείνει το δρόμο. Επομένως πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος ανεξαρτήτως συνυπαιτιότητας του θανόντος οδηγού, αφού από έλλειψη της προσοχής που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης του και επέφερε το θάνατο των άλλων. Σημειώνεται ότι με την με αριθ. 4513/2008 απόφαση του Μον. Πρωτ. Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών, ο κατηγορούμενος (και τότε ενάγων) κρίθηκε συνυπαίτιος του ατυχήματος κατά ποσοστό 40%". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 302 παρ. 1 και 28 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Όπως αναφέρθηκε, οι υποχρεώσεις του οδηγού του προπορευόμενου οχήματος που ορίζει το άρθρο 17 παρ. 7 εδ. α του ΚΟΚ ισχύουν όχι μόνο όταν αυτός αντιλαμβάνεται ότι άλλο όχημα επιχειρεί να τον προσπεράσει, αλλά, κατά μείζονα λόγο, και όταν ήδη το τελευταίο διενεργεί προσπέραση. Οι υποχρεώσεις αυτές ρυθμίζονται στο άρθρο που αφορά το προσπέρασμα (άρθρο 17) και όχι σε άλλα άρθρα του ΚΟΚ (π.χ. στο άρθρο 19, το οποίο ρυθμίζει τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες ο οδηγός επιβάλλεται να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του). β) Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να γίνεται ειδική μνεία της ως άνω διατάξεως του ΚΟΚ, όταν, μάλιστα, ρητώς αναφέρονται οι παραβάσεις, τις οποίες διέπραξε ο κατηγορούμενος (μη κίνηση πλησίον του δεξιού άκρου του οδοστρώματος, επιτάχυνση). γ) Το Τριμελές Εφετείο στο σκεπτικό εξηγεί τι σημαίνει ότι ο αναιρεσείων κινείτο στο μέσο της οδού (πράγμα που αναφέρεται και στο διατακτικό), ότι, δηλαδή, κινείτο αυτός ιππαστί της διαχωριστικής γραμμής, οπότε δεν δημιουργείται καμιά ασάφεια ως προς το σημείο του οδοστρώματος, στο οποίο κινείτο αυτός. δ) Από την παραδοχή ότι οι ως άνω παραβάσεις του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος επιβεβαιώνονται από την κατάθεση του μάρτυρα Δ. Ν., ότι, δηλαδή, αυτός είδε πώς έγινε το ατύχημα (είδε το αυτοκίνητο του θανόντος να επιχειρεί προσπέραση του τζιπ και εκείνο να του κλείνει το δρόμο) δεν γεννάται καμιά αντίφαση με την παραδοχή ότι ο μάρτυρας αυτός, από προηγούμενο σημείο της οδού, είχε δει την παραβατική συμπεριφορά του κατηγορουμένου, είχε αντιληφθεί, δηλαδή, ότι και τα δύο οχήματα κινούντο με μεγάλη ταχύτητα και προσπέρασαν το δικό του αυτοκίνητο. ε) Το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει γιατί βάρυνε στην κρίση του η κατάθεση του ως άνω μάρτυρα. στ) Επαρκώς αιτιολογείται και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβατικής συμπεριφοράς του κατηγορουμένου και του επελθόντος αποτελέσματος του θανάσιμου τραυματισμού των Θ. Φ. και Η. Γ., με την παραδοχή ότι, εξαιτίας των παραβάσεων αυτού, το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο θανών Η. Γ. δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την προσπέραση και συγκρούσθηκαν τα δύο οχήματα. Δεν ήταν δε απαραίτητο να αναφέρεται αν το όχημα που επιχειρούσε την προσπέραση είχε τον αναγκαίο για προσπέραση χώρο ούτε με ποια ταχύτητα κινείτο ούτε να εκτίθενται άλλα περιστατικά. Άλλωστε, έγινε δεκτό ότι και ο θανών ήταν συνυπαίτιος, γεγονός, όμως, που δεν απέκλειε την ευθύνη του κατηγορουμένου. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, πρώτος, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως και για εκ πλαγίου παράβαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 17 παρ. 7 του ν. 2696/1999, είναι αβάσιμοι. Από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1, 174 παρ. 2 και 321 παρ.1 στοιχ. δ και 4 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξεως για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει. Τα στοιχεία δε της πράξεως πρέπει να είναι τόσα, ώστε ο κατηγορούμενος να λάβει σαφή και λεπτομερή γνώση της κατηγορίας που του αποδίδεται, για να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί, τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με λόγο εφέσεως κατά της εκκλητής αποφάσεως. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος εφέσεως, καλύπτεται. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β του ΚΠοινΔ. Περαιτέρω, από τις διατάξεις δε του άρθρου 141 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι τα πρακτικά της ποινικής δίκης αποδεικνύουν, μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά, όλα όσα καταχωρούνται σ' αυτά, μεταξύ των οποίων και οι ισχυρισμοί, δηλώσεις, προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων, καθώς και οι αποφάσεις του δικαστηρίου και οι διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Επομένως, αιτήσεις, δηλώσεις ή ισχυρισμοί του κατηγορουμένου που δεν καταχωρήθηκαν στα πρακτικά, τα οποία δεν διορθώθηκαν κατά τούτο, ούτε προσβάλλονται ως πλαστά, θεωρούνται ότι δεν έγιναν. Τέλος, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο από τις διατάξεις του άρθρου 321 του ΚΠοινΔ περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού η παραδοχή του άγει στην κήρυξη της ποινικής διώξεως απαράδεκτης και, ενδεχομένως, στην οριστική παύση αυτής λόγω παραγραφής της πράξεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, με λόγο της υπ` αριθ. εκθ. 98/2013 εφέσεώς του, αλλά και με αυτοτελή ισχυρισμό, τον οποίο κατέθεσε, στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εγγράφως ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Παν. Πάσχος, ανέπτυξε δε και προφορικώς, πρόβαλε ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος για μη μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που προβλέπει την πράξη, η οποία του αποδίδεται και, συγκεκριμένα, για μη αναφορά και των άρθρων 5 παρ. 8δ, 12 παρ. 1, 16 παρ. 1, 17 παρ. 7 και 19 παρ. 1, 2 του ΚΟΚ. Όμως, ο αναιρεσείων είχε εμφανισθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου, το οποίο εξέδωσε την εκκαλούμενη 700/2013 απόφαση, και διόρισε τρεις δικηγόρους υπερασπίσεως (τους δικηγόρους Αθηνών Παναγιώτη Πάσχο και Αικατερίνη Κούστα και το δικηγόρο Μεσολογγίου Δημήτριο Μπουσμπουρέλη), πλην δεν πρότεινε εκεί ένσταση ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η όποια ακυρότητα αυτού είχε καλυφθεί και δεν μπορούσε αυτή να προταθεί, πλέον, ούτε με λόγο εφέσεως ούτε, κατά μείζονα λόγο, στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Ο ισχυρισμός του δε ότι τον είχε προτείνει πρωτοδίκως είναι αβάσιμος, καθόσον αυτό δεν προκύπτει από τα πρακτικά της πρωτόδικης αποφάσεως, τα οποία δεν έχουν προσβληθεί ως πλαστά ούτε έχουν διορθωθεί κατά τούτο. Επομένως, το Τριμελές Εφετείο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική επί του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού κρίση του. Παρά ταύτα, ως εκ περισσού, τον απέρριψε, έστω και με διαφορετική αιτιολογία (ότι δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και των διατάξεων του ΚΟΚ, για τις οποίες δεν υπήρχε αυτοτελής κατηγορία), και οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α και Δ του ΚΠοινΔ, πέμπτος και έκτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για σχετική ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο που προκλήθηκε από την ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία δεν έχει καλυφθεί, και (επικουρικά) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού, είναι απαράδεκτοι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠοινΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Η ανωτέρω, όμως, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο δεν επέρχεται όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του μη αναγνωσθέντα δημοσίως έγγραφα, τα οποία προσκομίσθηκαν από τον κατηγορούμενο προς υποστήριξη υπερασπιστικού του ισχυρισμού, διότι στην περίπτωση αυτή δεν λαμβάνονται υπόψη για την ενοχή του κατηγορουμένου, ο οποίος, άλλωστε, γνωρίζει το περιεχόμενό τους, ως προσκομίζων αυτά, και μπορεί να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με τα αποδεικτικά αυτά μέσα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδ. γ' του ΚΠοινΔ, σε κάθε περίπτωση διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων. Δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, τα αναφερόμενα στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ως αναγνωσθέντα έγγραφα θεωρείται ότι αναγνώσθηκαν και στην κατ` έφεση δίκη και παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέρθηκε, το Τριμελές Εφετείο στήριξε την καταδικαστική, για τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, κρίση του και στην 4513/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών, με την οποία ο κατηγορούμενος και τότε ενάγων κρίθηκε συνυπαίτιος του ατυχήματος κατά ποσοστό 40%. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης και της πρωτόδικης αποφάσεως, το έγγραφο αυτό δεν περιλαμβάνεται μεν στον πίνακα των εγγράφων που φέρονται ότι αναγνώσθηκαν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αναφέρεται, όμως, ότι προσκομίστηκε από τους συνηγόρους του κατηγορουμένου και αναγνώσθηκε στα πρακτικά της 700/2013 αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου (3η σελίδα στο τέλος). Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το έγγραφο αυτό παραδεκτώς λήφθηκε υπόψη από το Τριμελές Εφετείο και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, όγδοος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από τη λήψη υπόψη του ως άνω εγγράφου χωρίς αυτό να αναγνωσθεί, είναι αβάσιμος. Κατά την αρχή που καθιερώνεται στη διάταξη του άρθρου 463 του ΚΠοινΔ, το ένδικο μέσο, άρα και αυτό της αναιρέσεως (άρθρο 462 ΚΠοινΔ) μπορεί να το ασκήσει μόνο εκείνος, στον οποίο ρητώς ο νόμος παρέχει αυτό το δικαίωμα και έχει έννομο συμφέρον για την άσκησή του στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η ίδια αρχή ισχύει και για την προβολή κάθε λόγου του ενδίκου μέσου (ΟλΑΠ 1244/1986). Αν το έννομο συμφέρον ελλείπει, το ένδικο μέσο ή ο λόγος του, κατά περίπτωση, απορρίπτονται ως απαράδεκτα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα, έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, δεν μπορεί όμως να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο, ενώ κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου του Κώδικα, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον κατηγορούμενο από το νόμο, την ΕΣΔΑ και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται με σαφήνεια, ότι μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, υποχρεωτικά δίδεται ο λόγος στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του επί της ενοχής, επί της ποινής που πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο που κηρύχθηκε ένοχος και επί της μετατροπής ή αναστολής αυτής, έστω και αν δεν τον ζητήσει. Αν δεν δοθεί ο λόγος στον κατηγορούμενο επί της μετατροπής ή αναστολής της ποινής, υπάρχει απόλυτη ακυρότητα (κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ.), για μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον κατηγορούμενο, η οποία μάλιστα λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως και στον Άρειο Πάγο. Τέλος, κατά το άρθρο 99 παρ. 1 εδ. α και β του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 του ν. 3904/2010, "αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα έτος, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφαση του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Ο χρόνος αναστολής δεν μπορεί να είναι βραχύτερος από τη διάρκεια της ποινής". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο νόμος δεν θέτει κριτήρια, με βάση τα οποία πρέπει να καθορίζεται ο χρόνος της αναστολής της ποινής, ο οποίος, πάντως, δεν πρέπει να είναι μικρότερος από τη διάρκεια της ποινής. Το Δικαστήριο, λοιπόν, προσδιορίζει κυριαρχικώς το διάστημα της αναστολής, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να διαλάβει, ως προς την έκταση του διαστήματος αυτού, ειδική αιτιολογία. Κατά συνέπεια, αν παραλείψει να δώσει το λόγο στον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του επί της μετατροπής ή αναστολής της ποινής, αλλά αναστείλει αυτήν, η παράλειψη αυτή δεν ασκεί καμιά έννομη επιρροή και δεν προκαλεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο ούτε με την εκδοχή ότι, ενδεχομένως, αν έδινε το λόγο, ο χρόνος της αναστολής θα καθοριζόταν βραχύτερος από εκείνον, ο οποίος καθορίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μετά την απαγγελία της αποφάσεως επί της ποινής που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα, ο Προεδρεύων έδωσε το λόγο στον Εισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε την αναστολή της ποινής, και, αμέσως μετά, το Τριμελές Εφετείο εξέδωσε την απόφαση για την αναστολή της ποινής φυλακίσεως των 18 μηνών για δύο (2) έτη, χωρίς, προηγουμένως, να δώσει ο Προεδρεύων το λόγο και στον κατηγορούμενο ή σε ένα από τους συνηγόρους του. Όμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η παράλειψη αυτή δεν προκάλεσε καμιά ακυρότητα και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, έβδομος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απαράδεκτος, γιατί ο αναιρεσείων, αφού η ποινή του έχει ανασταλεί, δεν έχει έννομο συμφέρον να τον προβάλει, κατά τα ανωτέρω. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 16 Σεπτεμβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 6036/2014) αίτηση (δήλωση) του Ε. Π. του Η., για αναίρεση της 244/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδος. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για ανθρωποκτονία από αμέλεια του οδηγού οχήματος, ο οποίος, αν και αντιλήφθηκε ότι αυτοκίνητο επιχειρούσε προσπέραση του δικού του, δεν κινήθηκε προς τα δεξιά της οδού και επιτάχυνε. Έννοια άρθρου 17 παρ. 7 ΚΟΚ. Όχι έλλειψη νόμιμης βάσεως. Απόρριψη ισχυρισμού περί ακυρότητας κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία προτάθηκε και με λόγο εφέσεως. Η ακυρότητα έχει καλυφθεί, αφού ο αναιρεσείων παρέστη πρωτοδίκως χωρίς να την προτείνει. Ο λόγος περί σχετικής ακυρότητας είναι απαράδεκτος. Τα πρακτικά αποδεικνύουν όλα όσα καταχωρούνται σ' αυτά μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά ή να διορθωθούν. Όχι απόλυτη ακυρότητα από τη λήψη υπόψη εγγράφου που δεν φέρεται ως αναγνωσθέν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αλλά αναφέρεται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ότι είχε προσκομισθεί από τον κατηγορούμενο και είχε αναγνωσθεί. Μη δόση του λόγου στο συνήγορο επί της μετατροπής ή αναστολής της ποινής. Δεν έχει έννομο συμφέρον να προβάλει απόλυτη ακυρότητα, γιατί η ποινή έχει ανασταλεί. Το διάστημα της αναστολής προσδιορίζεται κυριαρχικώς από το δικαστήριο, δεν μπορεί, όμως, να είναι μικρότερο από τη διάρκεια της ποινής (άρθ. 99 παρ. 1 ΠΚ). Απόρριψη αιτήσεως.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Ποινής αναστολή, Κλητήριο θέσπισμα, Ακυρότητα σχετική, Νομίμου βάσεως έλλειψη, Έννομο συμφέρον, Κ.Ο.Κ., Πρακτικά απόφασης.
1
ΑΡΙΘΜΟΣ 368/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσούλα Παρασκευά (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Χ. Ω. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Βασιλειάδου-Παχούλη, περί αναιρέσεως της 3617/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Ιανουαρίου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 140/2014. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, να παραπεμφθεί μόνον για την επιβολή νέας ποινής, για τις λοιπές επιμέρους πράξεις και να διαβιβασθεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας η υπ'αριθμ. 3835/2012 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, για τις δικές του κατά νόμον ενέργειες, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής" (κατά την αρχική του διατύπωση και προ της αντικαταστάσεώς του με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972), ορίζετο, "εκείνος που εκδίδει εν γνώσει επιταγή μη πληρωθείσα, επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή ή με εκατέρα των ποινών αυτών". Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 και ορίσθηκε ότι, "εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών". Κατά το ίδιο άρθρο 79 παρ. 1 του άνω ν. 5960/1933, περί επιταγής, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/72, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ.1 περ. α του Ν.2408/1996, ορίζεται πλέον ότι "εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από πληρωτή γιατί δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το "εν γνώσει" της προηγούμενης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι, το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά μεν, α) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, β) υπογραφή του εκδότη, στη θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου και εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, γ) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και δ) έλλειψη αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, δόλος, η ύπαρξη του οποίου δεν απαιτείται να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, για δε την ύπαρξή του αρκεί η γνώση του εκδότη για την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Με την νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος)δόλος και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως. Άρα, για να είναι, δηλαδή, αξιόποινη η πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, αρκεί ο εκδότης αυτής σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει ακόμη και ως ενδεχόμενο και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Όταν, συνεπώς, στην καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής διαλαμβάνεται ότι ο δράστης ενήργησε εκ προθέσεως (εκ δόλου), σημαίνει ότι αυτός γνωρίζει και αποδέχεται όλα τα στοιχεία που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα. Ήτοι, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για το παραπάνω έγκλημα δεν είναι απαραίτητο να γίνεται σ' αυτή και ειδική αναφορά σε "γνώση" του εκδότη της επιταγής για την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα, όπως απαιτούσε η προαναφερόμενη διάταξη πριν από την τροποποίησή της από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος της καταδικαστικής απόφασης, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθμό με αριθμό 3617/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, σε δεύτερο βαθμό, για τη πράξη της εκδόσεως πέντε ακάλυπτων επιταγών κατ'εξακολούθηση (παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1933), με την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2 β ΠΚ, σε μία ποινή φυλακίσεως 30 μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι από τα μνημονευόμενα κατ' είδος, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή: "Στη Λάρισα στους κάτωθι αναφερόμενους χρόνους, ως νόμιμος εκπρόσωπος-Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας "Χ.-Ω. ΑΤΕ ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ", με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, εν γνώσει του εξέδωσε επιταγές που δεν πληρώθηκαν στον πληρωτή, διότι δεν είχε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής. Ειδικότερα: 1) Στις 27-5-2008 εξέδωσε την υπ' αριθμ... μεταχρονολογημένη επιταγή με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης 30-11-2008, πληρωτέα στην "PROBANK", ποσού 4.000 ευρώ, σε διαταγή του ιδίου, η οποία μεταβιβάστηκε νόμιμα με οπισθογράφηση στην εγκαλούσα εταιρία "Κ. Κ.-Α. Λ. Ο.Ε." και ενώ εμφανίστηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή την 4-12-2008 δεν πληρώθηκε ελλείψει αντικρίσματος, 2) σε διαταγή της εγκαλούσης ανώνυμης εταιρείας "ΔΙΟΦΙΛ Α.Ε." στις 8-8-2008 εξέδωσε την υπ' αριθμ. ... μεταχρονολογημένη επιταγή πληρωτέα παρά της "PROBANK", με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 15-12-2008, ποσού 23.325,74 ευρώ, η οποία ενώ εμφανίστηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή την 15-12-2008, δεν πληρώθηκε ελλείψει αντικρίσματος, 3) σε διαταγή της εγκαλούσης ανώνυμης εταιρείας "ΔΙΟΦΙΛ Α.Ε." στις 8-8-2008 εξέδωσε την υπ' αριθμ. ... μεταχρονολογημένη επιταγή πληρωτέα παρά της "PROBANK", με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 31-12-2008, ποσού 23.000,00 ευρώ, η οποία ενώ εμφανίστηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή την 19-12-2008, δεν πληρώθηκε ελλείψει αντικρίσματος. Επιπλέον, στη Λάρισα την 1-12-2008, ως Πρόεδρος, Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της "Ε.ΔΙ.ΚΑΤ. Α.Ε.", εν γνώσει του εξέδωσε επιταγές που δεν πληρώθηκαν στον πληρωτή διότι δεν είχε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της Πληρωμής. Συγκεκριμένα, εξέδωσε δύο μεταχρονολογημένες επιταγές, και ειδικότερα τη με αριθμό ... επιταγή με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 15-6-2009 και τη με αριθμό ... επιταγή με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 30-6-2009, σε διαταγή της εγκαλούσας εταιρίας "Κ. Κ.-Α. Λ. O.E."-"Stile Homeliving", πληρωτέες στην "PROBANK", ποσού 30.000 ευρώ εκάστη, οι οποίες ενώ εμφανίστηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις 8-1-2009, δεν πληρώθηκαν ελλείψει αντικρίσματος. Πρέπει επομένως να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος". Με βάση τις παραδοχές του αυτές το δευτεροβάθμιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αριθμό 3617/2013 απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος κατ'εξακολούθηση, ως εκδότης, νόμιμος εκπρόσωπος και διευθύνων σύμβουλος ΑΕ, τις αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην αναφερόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως τροποποιήθηκε, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται νόμιμης βάσης. Δεν ήταν δε αναγκαία και ιδιαίτερη αναφορά στην αιτιολογία, της από μέρους του κατηγορουμένου γνώσεως του ακαλύπτου των αναφερόμενων πέντε επιταγών, τις οποίες αυτός εξέδωσε, ούτε περιστατικών από τα οποία συνάγεται η γνώση αυτή, αφού όπως αναφέρθηκε για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, αρκεί πλέον (μετά δηλαδή την ισχύ από το έτος 1972 του ν.δ. 1325/1972) ο απλός δόλος και δεν είναι αναγκαίος ο άμεσος δόλος, η εν γνώσει δηλαδή ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως. Επίσης δεν είναι απαραίτητο για την πληρότητα της παραπάνω αιτιολογίας να αναφέρεται και ότι επήλθε βλάβη και ποία στους εγκαλούντες, σε διαταγή των οποίων εκδόθηκαν οι άνω μη πληρωθείσες κατά την ημέρα της νόμιμης εμφανίσεώς τους στην πληρώτρια τράπεζα επιταγές, από την έκδοση των ανωτέρω ακάλυπτων επιταγών, η δε τυχόν κρυπτόμενη αιτία εκδόσεως και αν τυχόν επρόκειτο για επιταγές ευκολίας, είναι αδιάφορη για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, διότι το έγκλημα αυτό, ενόψει της φύσεως της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση και μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής χωρίς να ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής, δεδομένου ότι στο πεδίο του ποινικού δικαίου δεν ερευνάται η αιτία εκδόσεως και το αξιόποινο δεν επηρεάζεται από το υποστατό και το κύρος της αιτίας εκδόσεώς της τυπικά έγκυρης τραπεζικής επιταγής. Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, με τον εκ του άρθρου 510 παρ 1 περ. Δ' και Ε'( κατ'εκτίμηση) του ΚΠΔ, πρώτο λόγο αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία της αποφάσεως και για έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει, ότι οι ποινές που συρρέουν και προσμετρώνται σε μία συνολική ποινή, διατηρούν την αυτοτέλειά τους και μετά τον καθορισμό της συνολικής κοινής και δεν απορροφώνται από αυτή. Επίσης, κατά το άρθρο 8 παρ.4 εδ.α' του Ν. 4198/ 2013 "ποινές διάρκειας μέχρι έξι μηνών που έχουν επιβληθεί με αποφάσεις, οι οποίες έχουν εκδοθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον οι αποφάσεις δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες και οι ποινές αυτές δεν έχουν εκτιθεί με οποιονδήποτε τρόπο μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, παραγράφονται και δεν εκτελούνται, υπό τον όρο ότι ο καταδικασθείς δεν θα τελέσει μέσα σε δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού νέα από δόλο αξιόποινη πράξη, για την οποία θα καταδικασθεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των έξι μηνών. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου οι μη εκτελεσθείσες κατά την παράγραφο 1 αποφάσεις τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα ή δημόσιου κατηγόρου. Η ισχύς των διατάξεων του ανωτέρω νόμου, σύμφωνα με το όρθρο 10 αυτού, αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η οποία έγινε στις 11 Οκτωβρίου 2013. Οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και για τις χρηματικές ποινές, παρά το ότι δεν γίνεται ρητή μνεία σ' αυτές, διότι, αν η νομοθετική βούληση ήταν να παραμένουν οι χρηματικές ποινές, θα γινόταν ρητή μνεία για την τύχη τους και δεν θα προβλεπόταν γενικά η αρχειοθέτηση των αποφάσεων. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων του παραπάνω άρθρου 94 παρ.1 ΠΚ και του άρθρου 114 του αυτού Κώδικα προκύπτει ότι, επί συρρεόντων εγκλημάτων, ως ποινή διάρκειας μέχρι έξι μήνες, η οποία παραγράφεται κατά τα ανωτέρω, νοείται όχι η συνολική ποινή, αλλά καθεμία από τις εκεί επιμέρους ποινές, οι οποίες προσμετρήθηκαν στη συνολική ποινή. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 ΠΚ, που ορίζει ότι, αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, προκύπτει ότι καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ενώ είναι πρόδηλο ότι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι και ο νόμος που θεσπίζει παραγραφή των ποινών και πρόκειται για ουσιαστικού ποινικού δικαίου διάταξη. Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 114 του ΠΚ, σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 511 εδ.γ' και 518 παρ.1 ΚΠΔ, συνάγεται ότι, αν κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης και εμφανιστεί εκείνος που την άσκησε, ο Άρειος Πάγος εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Στη προκειμένη περίπτωση, ο ήδη αναιρεσείων καταδικάσθηκε, σε πρώτο βαθμό, με τη με αριθμό 3835/2012 και τη με αριθμό 3836/2012 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας για έκδοση πέντε συνολικά ακάλυπτων επιταγών. Κατά των δύο αποφάσεων αυτών ο ως άνω κατηγορούμενος άσκησε έφεση, που εκδικάσθηκε στις 20-11-2013. Συγκεκριμένα, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, με την προσβαλλόμενη με αριθμό 3617/20-11-2013 απόφασή του, δέχθηκε την έφεση που στρεφόταν και κατά των ανωτέρω δύο πρωτόδικων αποφάσεων και κήρυξε τον εκκαλούντα ένοχο κατ'εξακολούθηση, για έκδοση των ιδίων πέντε ακάλυπτων επιταγών που αφορούσαν και οι δύο πρωτόδικες αποφάσεις και του επέβαλε μία συνολική ποινή φυλακίσεως 30 μηνών και για τις πέντε αυτές επιταγές. Σύμφωνα όμως με τα προεκτεθέντα, εφόσον η πρωτόδικη με αρ. 3835/11-6-2012 απόφαση, που αφορούσε συρρέουσες ποινές για δύο ακάλυπτες επιταγές, οι οποίες αν και προσμετρήθηκαν σε συνολική ποινή 20 μηνών, διατηρούσαν την αυτοτέλειά τους, η δε μία ποινή ανερχόταν σε φυλάκιση πέντε μηνών και χρηματική ποινή 500 ευρώ, για τη με αρ... μία ακάλυπτη επιταγή ποσού 4.000 ευρώ, η οποία είχε εκδοθεί προ της ενάρξεως ισχύος του Ν. 4198/2013 την 11-10-2013 και δεν είχαν καταστεί αμετάκλητες οι μη εκτιθείσες ως άνω ποινές και αυτή, έπρεπε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να εφαρμόσει αυτεπάγγελτα τον επιεικέστερο για τον κατηγορούμενο Ν. 4198/2013 και να παραπέμψει την υπόθεση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας, ο οποίος στη συνέχεια θα έθετε τη πρωτόδικη απόφαση στο αρχείο, παραγράφοντας υφόρο την προαναφερθείσα ποινή, όσον αφορά μόνο την παραπάνω μία πράξη έκδοσης ακάλυπτης επιταγής των 4.000 ευρώ, η οποία σημειωτέον δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρθρου 8 παρ.4 εδάφ. γ'του ίδιου ως άνω νόμου. Συνεπώς, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο υπέπεσε στη αναιρετική πλημμέλεια της υπερβάσεως εξουσίας και ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος κατ' ουσία, ο προβαλλόμενος στην ένδικη αίτηση αναιρέσεως σχετικός, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχείο Η' ΚΠΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη με αριθ. 3617/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας εν μέρει κατά τη διάταξή της που κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα και επέβαλε ποινή και για την παραπάνω μία παραγραφείσα υφόρο πράξη και, στη συνέχεια, να διαβιβασθεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών η με αριθ. 3835/2012 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, προκειμένου αυτός να την θέσει στο αρχείο. Επίσης η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί και κατά τη διάταξή της που επέβαλε συνολική ποινή 30 μηνών για την έκδοση των πέντε ακάλυπτων επιταγών κατ'εξακολούθηση και, κατ'άρθρο 519 ΚΠΔ, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, ώστε να επιβληθεί στον κατηγορούμενο άλλη μικρότερη συνολική ποινή για τις λοιπές τέσσερις ακάλυπτες επιταγές που καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, ενώ η απόφαση με την απόρριψη κατά τα λοιπά της αναιρέσεως, καθίσταται αμετάκλητη, όσον αφορά μόνο την ενοχή. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την με αριθμό 3617/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, κατά τις διατάξεις της που αφορούν την ενοχή του κατηγορουμένου για τη μία πράξη εκδόσεως της με αρ... ακάλυπτης επιταγής ποσού 4.000 ευρώ και κατά τις διατάξεις της που επέβαλε ποινή για την πράξη αυτή και τη συνολική ποινή φυλακίσεως των 30 μηνών. Παραπέμπει την υπόθεση στο παραπάνω Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, για νέα συζήτηση, προς επιβολή ποινής για τις λοιπές εκδοθείσες τέσσερις ακάλυπτες επιταγές, που κρίθηκαν αμετάκλητα, όπως στο αιτιολογικό. Διατάσσει να διαβιβασθεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Λάρισας η με αριθμό 3835/2012 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, για τις δικές του κατά νόμο 4198/2013 ενέργειες, όπως στο αιτιολογικό. Απορρίπτει κατά τα λοιπά την με αρ. εκθ. 1/22-1-2014 αίτηση του Χ. Ω. του Ν. για αναίρεση της με αρ. 3617/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Απριλίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση ακάλυπτων επιταγών- 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933. 1.Αβάσιμοι οι από ο άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου. Η τυχόν κρυπτόμενη αιτία εκδόσεως και αν τυχόν επρόκειτο για επιταγές ευκολίας, είναι αδιάφορη για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, διότι το έγκλημα αυτό, ενόψει της φύσεως της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση και μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής χωρίς να ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής, δεδομένου ότι το αξιόποινο δεν επηρεάζεται από το υποστατό και το κύρος της αιτίας εκδόσεώς της τυπικά έγκυρης τραπεζικής επιταγής. 2. Βάσιμος ο προβαλλόμενος, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχείο Η' ΚΠΔ, λόγος αναιρέσεως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας εν μέρει κατά τη διάταξή της που κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα και επέβαλε ποινή και για την παραπάνω μία παραγραφείσα υφόρο κατά ν. 4198/2013 πράξη και, στη συνέχεια, να διαβιβασθεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών η απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, προκειμένου αυτός να την θέσει στο αρχείο.
Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη
Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 316/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο-Εισηγητή και Αγγελική Αλειφεροπούλου (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Γ. Τ. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαναγιώτου, περί αναιρέσεως της 231/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας, με συγκατηγορούμενο τον Χ. Σ. του Π. και με πολιτικώς ενάγουσα την Ε. Ε. του Ζ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Σανιδά. Το Τριμελές Εφετείο Λαμίας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Δεκεμβρίου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 71/2015. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ.1 Π.Κ. όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και κατά τη διάταξη του άρθρου 28 Π.Κ. από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για την θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μέτριος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθεις που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική, β) να μπορούσε ο δράστης, σύμφωνα με τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και ιδίως εξ αιτίας της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, το οποίο από έλλειψη της προαναφερομένης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε ως δυνατό, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Η παράλειψη ως έννοια ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης από αμέλεια συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής δηλαδή σε παράλειψη. Όταν όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 Π.Κ., κατά το οποίο, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιοποίνου πράξεως, απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παραλείψεως έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλή ορισμένη ποινή. Η ιδιαίτερη αυτή υποχρέωση του υπαιτίου να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος μπορεί να πηγάζει είτε από ρητή διάταξη νόμου είτε από σύμβαση ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπαιτίου ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος και πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται στην απόφαση εκτός εάν προκύπτει από την ιδιότητα του υπαιτίου, έτσι ώστε να μην είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός αυτής από ειδική διαταγή νόμου. Εξ άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως όταν αναφέρονται σ'αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος χωρίς να είναι αναγκαίο να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά, ούτε να απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των άλλων πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι για το σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος για την ενοχή του κατηγορουμένου το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη και εξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο επιλεκτικώς μερικά από αυτά. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ .1 στοιχ. Ε Κ.Ποιν.Δ. αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως σχετικά με τα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στη προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση το Τριμελές Εφετείο Λαμίας (Πλημμελημάτων) που την εξέδωσε, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Από τους κατηγορουμένους ο πρώτος (Γ. Τ.) ήταν ο Πρόεδρος του ΔΣ της εδρεύουσας στη ... ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία "ΧΑΛΚΙΣ ΑΤΕΤΕ". Η εταιρία αυτή είχε αναλάβει ως ανάδοχος από την εταιρεία ΔΕΗ Α.Ε. την εκτέλεση έργου τοποθέτησης ξύλινων κολονών ηλεκτρικού ρεύματος στη θέση "..." στο Κόκκινο Φωκίδας. Με τις ιδιότητές του αυτές, οι δύο κατηγορούμενοι Ο δεύτερος κατηγορούμενος (Χ. Σ.) είχε οριστεί ως επιβλέπων στο ως άνω έργο. Με τις ιδιότητές τους αυτές οι κατηγορούμενοι στο Κόκκινο Φωκίδας και στη θέση "..." την 14η Μαρτίου 2007, παρέλειψαν και δεν έλαβαν όπως όφειλαν όλα τα απαιτούμενα από το νόμο μέτρα για την ασφάλεια των εργαζομένων στο συνεργείο εκτέλεσης των εργασιών τοποθέτησης ξύλινων στύλων μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος με τελικό αποτέλεσμα να προκληθεί θανατηφόρο εργατικό ατύχημα. Πιο συγκεκριμένα: Παρότι οι εργαζόμενοι στο έργο αυτό, εκτός των άλλων, διαχειρίζονταν και χρησιμοποιούσαν εκρηκτικές ύλες για τη διάνοιξη οπών με σκοπό την εν συνεχεία τοποθέτηση εντός αυτών των στύλων μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος, οι κατηγορούμενοι δεν μερίμνησαν όπως όφειλαν για την χρήση των εκρηκτικών υλών από άτομα που να κατέχουν την ειδική άδεια γομωτή και πυροδότη αυτών, ούτε παρείχαν προς τους εργαζομένους που χρησιμοποιούσαν εκρηκτικές ύλες τα απαιτούμενα εργαλεία για την ασφαλή προετοιμασία των γομώσεων που διενεργούντο. Αντίθετα, επέτρεψαν τον χειρισμό αλλά και την προετοιμασία των εκρηκτικών υλών (αρμάτωμα φυσιγγίων αμμωνιοδυναμίτιδας με κοινά καψύλλια δυναμίτιδας και βραδύκαυστη θρυαλλίδα) από άτομο που δεν διέθετε την απαιτούμενη σε κάθε περίπτωση άδεια γομωτή και πυροδότη εκκριτικών υλών και δεν μερίμνησαν για τον εφοδιασμό τους με την ειδική πένσα για την προσαρμογή της θρυαλλίδας ασφαλείας στο καψύλλιο. Σε κάθε δε περίπτωση δεν μερίμνησαν για την παρακολούθηση από τους εργαζομένους ειδικών σεμιναρίων, αλλά και για την χορήγηση, προς αυτούς, γραπτών ή προφορικών οδηγιών σχετικά με την ασφαλή μεταφορά και χρήση των εκρηκτικών υλών, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η πλήρης γνώση των εργαζομένων σχετικά με την ορθή διαδικασία μεταφοράς και χρήσης εκρηκτικών υλών. Εξ αιτίας της ως αμελούς αυτής συμπεριφοράς τους ήταν ότι, κατά την διαδικασία προετοιμασίας των εκρηκτικών γομώσεων που θα χρησιμοποιούνταν την 14η Μαρτίου, με σκοπό την διάνοιξη οπών στο έδαφος για την τοποθέτηση ξύλινων στύλων μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος, την οποία πραγματοποίησε ο εργαζόμενος στο πιο πάνω έργο Γ. Ε., ο οποίος δεν διέθετε άδεια γομωτή και πυροδότη εκρηκτικών υλών ούτε είχε παρακολουθήσει εκπαιδευτικά σεμινάρια που να σχετίζονται με ανάλογα καθήκοντα και να αφορούν την μεταφορά και χρήση εκρηκτικών υλών, ο τελευταίος, κατά τον χρόνο της προετοιμασίας των εκρηκτικών γομώσεων, να προκαλέσει άκαιρη έκρηξη των εκρηκτικών υλών, με συνέπεια τον θανάσιμο τραυματισμό του. Εξ αιτίας των παραλείψεών του αυτών ο παραπάνω εργαζόμενος Γ. Ε. υπέστη, μεταξύ άλλων, βαρύτατες κακώσεις κοιλίας και άνω άκρων αμφοτερόπλευρα, σωματικές κακώσεις, από τις οποίες, ως μόνων ενεργών αιτιών, επήλθε ακαριαία, ο θάνατος αυτού. Τα ως άνω κρίθηκαν και τελεσίδικα σε αστικό επίπεδο με την υπ' αριθ. 112/2014 απόφαση του Εφετείου Λαμίας που δέχτηκε ότι τον εργαζόμενο δεν βάρυνε κάποιο ποσοστό συνυπαιτιότητας. Ακολούθως, κήρυξε τους κατηγορούμενους, ένοχους, του ότι : Στο Κόκκινο Φωκίδας και στη θέση "..." την 14η Μαρτίου 2007, διέπραξαν τις ακόλουθες αξιόποινες πράξεις. Α. Της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ότι δηλαδή από έλλειψη της προσοχής που όφειλαν από τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, επέφεραν το θάνατο άλλου, χωρίς να προβλέψουν το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η παρακάτω πράξη τους. Συγκεκριμένα, κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία, οι ανωτέρω κατηγορούμενοι, υπό την ιδιότητα τους, ο μεν πρώτος Γ. Τ., "ΧΑΛΚΙΣ ΑΤΕΤΕ" και νομίμου εκπροσώπου της ως άνω εταιρείας, η οποία είχε αναλάβει ανάδοχος εταιρεία από την εταιρεία ΔΕΗ Α.Ε. την εκτέλεση έργου τοποθέτησης ξύλινων κολονών ηλεκτρικού ρεύματος στη θέση "..." στο Κόκκινο Φωκίδας και δεύτερος Χ. Σ., ως επιβλέποντος το ως άνω έργο, δεν έλαβαν όλα τα απαιτούμενα από το νόμο μέτρα για την ασφάλεια των εργαζομένων στο συνεργείο εκτέλεσης των εργασιών τοποθέτησης ξύλινων στύλων μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος και ειδικότερα, παρότι οι εργαζόμενοι στο πιο πάνω έργο, εκτός των άλλων, διαχειρίζονταν και χρησιμοποιούσαν και εκρηκτικές ύλες για τη διάνοιξη οπών με σκοπό την εν συνεχεία τοποθέτηση εντός αυτών των στύλων μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος, οι ίδιοι δεν μερίμνησαν για την χρήση των εκρηκτικών υλών από άτομα που να κατέχουν την ειδική άδεια γομωτή και πυροδότη αυτών, ούτε παρείχαν προς τους εργαζομένους που χρησιμοποιούσαν εκρηκτικές ύλες τα απαιτούμενα εργαλεία για την ασφαλή προετοιμασία των γομώσεων που διενεργούντο και ειδικότερα επέτρεψαν τον "χειρισμό αλλά και την προετοιμασία των εκρηκτικών υλών (αρμάτωμα φυσιγγίων αμμωνιοδυναμίτιδας με κοινά καψύλλια δυναμίτιδας και βραδύκαυστη θρυαλλίδα) από άτομο που δεν διέθετε την απαιτούμενη σε κάθε περίπτωση άδεια γομωτή και πυροδότη εκκριτικών υλών", ενώ δεν μερίμνησαν για τον εφοδιασμό των ως άνω εργαζομένων "με την ειδική πένσα για την προσαρμογή της θρυαλλίδας ασφαλείας στο καψύλλιο", σε κάθε δε περίπτωση δεν μερίμνησαν για την παρακολούθηση από τους εργαζομένους ειδικών σεμιναρίων, αλλά και για την χορήγηση, προς αυτούς, γραπτών ή προφορικών οδηγιών σχετικά με την ασφαλή μεταφορά και χρήση των εκρηκτικών υλών, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η πλήρης γνώση των εργαζομένων σχετικά με την ορθή διαδικασία μεταφοράς και χρήσης εκρηκτικών υλών. Αποτέλεσμα της ως άνω αμελούς συμπεριφοράς τους που δεν πρόβλεψαν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, ήταν, κατά την διαδικασία προετοιμασίας των εκρηκτικών γομώσεων που θα χρησιμοποιούνταν κατά την ανωτέρω ημερομηνία, με σκοπό την διάνοιξη οπών στο έδαφος για την τοποθέτηση ξύλινων στύλων μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος, την οποία πραγματοποίησε ο εργαζόμενος στο πιο πάνω έργο Γ. Ε., ο οποίος δεν διέθετε άδεια γομωτή και πυροδότη εκρηκτικών υλών ούτε είχε παρακολουθήσει εκπαιδευτικά σεμινάρια που να σχετίζονται με ανάλογα καθήκοντα και να αφορούν την μεταφορά και χρήση εκρηκτικών υλών, ο τελευταίος, κατά τον χρόνο της προετοιμασίας των εκρηκτικών γομώσεων, να προκαλέσει άκαιρη έκρηξη των εκρηκτικών υλών, με συνέπεια τον θανάσιμο τραυματισμό του. Η ανωτέρω αμελής συμπεριφορά των κατηγορουμένων, εκδηλωθείσα δια των ως άνω πράξεων και παραλείψεων, είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί ο παραπάνω εργαζόμενος Γ. Ε., μεταξύ άλλων, "βαρύτατες κακώσεις κοιλίας και άνω άκρων αμφοτερόπλευρα", σωματικές κακώσεις, από τις οποίες, ως μόνων ενεργών αιτιών, επήλθε ακαριαία, ο θάνατος αυτού. Β. Για το ότι, στον ως άνω τόπο και χρόνο, διαπιστώθηκε ότι μετέφεραν εκρηκτικές ύλες χωρίς να πληρούνται οι όροι συσκευασίας και ασφαλούς μεταφοράς αυτών που προβλέπονται από τους ισχύοντες κανονισμούς περί ασφαλούς μεταφοράς επικίνδυνων υλών. Συγκεκριμένα, κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία και κατά τη διάρκεια αυτοψίας που πραγματοποίησε η αρμόδια Τεχνική Επιθεωρήτρια του Υπουργείου Εργασίας, αλλά και οι αρμόδιοι προανακριτικοί υπάλληλοι, του Α.Τ. Λιδορικίου Φωκίδας, με αφορμή το ως άνω υπό στοιχείο "Α" αναφερόμενο εργατικό ατύχημα, διαπιστώθηκε ότι οι ανωτέρω δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, δεν μερίμνησαν για την ασφαλή μεταφορά των εκρηκτικών υλών που θα χρησιμοποιούντο για την εκτέλεση των επιμέρους εργασιών του έργου διάνοιξης οπών για την τοποθέτηση ξύλινων στύλων μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος και σύμφωνα πάντοτε με τους κανονισμούς για την ασφαλή μεταφορά αυτών, αλλά επέτρεψαν η εν λόγω μεταφορά να διενεργηθεί με την ανεξέλεγκτη εναπόθεση των εκρηκτικών υλών εντός παλιού οχήματος μεταφοράς των εργαζομένων στον τόπο εργασίας τους, χωρίς την τήρηση οποιουδήποτε κανόνα ασφαλείας. Γ. Για το ότι, στον ως άνω τόπο και χρόνο, διαπιστώθηκε ότι ανέθεσαν την χρήση εκρηκτικών υλών σε άτομο που δεν διέθετε την ειδική άδεια γομωτή και πυροδότη αυτών, παρότι γνώριζαν ότι αυτό απαγορεύεται. Συγκεκριμένα, κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία και κατά τη διάρκεια αυτοψίας που πραγματοποίησε η αρμόδια Τεχνική Επιθεωρήτρια του Υπουργείου Εργασίας, αλλά και οι αρμόδιοι προανακριτικοί υπάλληλοι, του Α.Τ. Λιδορικίου Φωκίδας, με αφορμή το ως άνω υπό στοιχείο "Α" αναφερόμενο εργατικό ατύχημα, διαπιστώθηκε ότι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι ανέθεσαν τον "χειρισμό αλλά και την προετοιμασία των εκρηκτικών υλών (αρμάτωμα φυσιγγίων αμμωνιοδυναμίτιδας με κοινά καψύλλια δυναμίτιδας και βραδύκαυστη θρυαλλίδα) σε άτομο που δεν διέθετε την απαιτούμενη σε κάθε περίπτωση άδεια γομωτή και πυροδότη εκρηκτικών υλών" και ειδικότερα επέτρεψαν την χρήση στον εργαζόμενο Γ. Ε., ο οποίος δεν διέθετε την απαιτούμενη από το νόμο άδεια γομωτή και πυροδότη. Με αυτά που δέχθηκε το δίκασαν Εφετείο κατά επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, κατά τα ανωτέρω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από μη συνειδητή αμέλεια, για την οποία καταδικάσθηκε ο ήδη αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία τα συνήγαγε οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, βάσει των οποίων τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26, 28 και 302 παρ.1 Π.Κ.,11 Ν.2168/1993,7,12,16 παρ.2 ΠΔ.17/1996, σε συνδυασμό με άρθρο 25 Ν.2224/1994,τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Ειδικότερα, εκτίθενται οι συγκεκριμένες παραλείψεις του ήδη αναιρεσείοντος που στοιχειοθετούν την προεκτεθείσα αμέλεια αυτού, την ευθύνη του, η οποία δεν βασίζεται σε ειδικότερη συμπεριφορά του, αλλά στην ιδιότητά του, [ως Προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της προαναφερθείσης ανώνυμης εταιρείας] εκ της οποίας και μόνο ώφειλε να φροντίσει, ώστε ο εργαζόμενος Γ. Ε. [που απασχολείτο κατ'εντολή του με την προετοιμασία εκρηκτικών υλών] να διαθέτει άδεια γωμοτή και πυροδότη εκρηκτικών υλών, χορηγώντας σε αυτόν τα κατάλληλα εργαλεία [ειδικές πένσες] και συγκεκριμένες οδηγίες για την ασφαλή μεταφορά και χρήση των υλών αυτών. Ακόμη, αιτιολογείται πλήρως ο υφιστάμενος, μεταξύ της επιδειχθείσας από τον αναιρεσείοντα αμελούς συμπεριφοράς και του επελθόντος αποτελέσματος, αιτιώδης σύνδεσμος, που αξιώνεται για την κατάφαση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, που είναι αυτοτελής και ως τοιαύτη κρινόμενη συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος. Επισημαίνεται ότι η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας και συνεπώς δεν απαιτείτο ειδική μνεία του άρθρου 15 Π.Κ., μη συντρέχοντος ως εκ τούτου του αναιρετικού λόγου της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Η αιτίαση ότι υφίσταται ασάφεια στην αιτιολογία της αποφάσεως, καθόσον αναφέρεται στο σκεπτικό αυτής ότι "το δικαστήριο σχημάτισε την δικανική του πεποίθηση και από τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων", χωρίς να διασαφηνίζεται αν λήφθηκε υπόψη η ανώμοτη κατάθεση στο ακροατήριο της πολιτικώς ενάγουσας, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ως μάρτυρας [κατηγορίας όπως αναγράφεται] εξετάσθηκε μόνο η πολιτικώς ενάγουσα, χωρίς να ορκισθεί [σελ.5], ως εκ τούτου δε κρίνεται ότι, α] από παραδρομή αναγράφηκε ότι υπήρξαν [και λήφθηκαν υπόψη] περισσότερες της μιάς καταθέσεις, β]σαφώς λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο η [μοναδική] κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας. Συνεπώς, οι σχετικοί λόγοι της αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως [άρθρα 510 παρ.1 στοιχ.Δ ', Ε' ΚΠοινΔ], είναι απορριπτέοι, ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 358 του ΚΠοινΔ, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα, ο εισαγγελέας και οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να αναφέρουν εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του, οτιδήποτε δύναται να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας, μπορούν να προβαίνουν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με τις καταθέσεις που έγιναν ή τα αποδεικτικά μέσα που εξετάσθηκαν. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες με εκείνες των άρθρων 333 παρ.3, 366 και 368 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι από τον διευθύνοντα τη συζήτηση δίδεται, μετά από την εξέταση κάθε μάρτυρος προς τον οποίο υποβλήθηκαν ερωτήσεις, ο λόγος και στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του, προκειμένου να υποβάλουν και αυτοί ερωτήσεις, μόνον όμως, εφόσον το ζητήσουν. Αν δε, ζητήσουν τον λόγο και δεν τους δοθεί (μετά από προσφυγή τους στο δικαστήριο), δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα εκ του άρθρου 171 παρ.1 περ. δ' του ΚΠοινΔ, ιδρύουσα λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικος. Αν όμως, δεν ζητήσουν αυτοί τον λόγο, ουδεμία ακυρότητα δημιουργείται. Επομένως, ο 4ος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι μετά την ανάγνωση των εγγράφων η Προεδρεύουσα του δικαστηρίου δεν έδωσε τον λόγο στον συνήγορο του κατηγορουμένου, προκειμένου αυτός να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ. δικαιώματά του, χωρίς να αναφέρεται ότι ζητήθηκε σχετικά ο λόγος, είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠοινΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Στα πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 ΚΠοινΔ πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικά δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της ως άνω προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτουν τα ακόλουθα: 1] στη σελίδα 11 αναφέρεται ότι "τα ως άνω [αποδειχθέντα κρίθηκαν και τελεσίδικα, σε αστικό επίπεδο, με την υπ' αριθ. 112/2014 απόφαση του Εφετείου Λαμίας που δέχθηκε ότι τον εργαζόμενο δεν βάρυνε κάποιο ποσοστό συνυπαιτιότητος", 2] στις σελίδες 6,7 αναφέρονται α]"αναγνώσθηκαν τα εξής έγγραφα....7]έξη φωτογραφίες του τόπου όπου έλαβε χώρα το εργατικό ατύχημα", β]"για την ανάγνωση των παραπάνω εγγράφων δεν προβλήθηκε αντίρρηση από οιονδήποτε". Από τα ως άνω συνάγονται: 1] το δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, έχοντας ήδη μορφώσει δικανική πεποίθηση από το λοιπό αποδεικτικό υλικό, περί της ενοχής [και] του ήδη εκκαλούντος-κατηγορουμένου, ανέφερε διηγηματικά, στο τέλος του σκεπτικού, την προαναφερθείσα απόφαση του Εφετείου Λαμίας, η οποία, ως εκ τούτου ουδόλως συνεκτιμήθηκε από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, με επακόλουθο ο σχετικός πρώτος λόγος της αιτήσεως να είναι απορριπτέος, 2]οι επισκοπηθείσες [αναγνωσθείσες] φωτογραφίες επαρκώς προσδιορίζονται κατά την ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, αφού με την ανάγνωση [επισκόπηση] κατέστησαν γνωστές στους κατηγορούμενους, που είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις, αναφορικά με το περιεχόμενο τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά, λαμβανομένου υπόψη ότι [και] ο κατηγορούμενος δεν προέβαλε αντίρρηση στην επισκόπηση αυτών, ως εκ τούτου δε ο σχετικός έβδομος λόγος της αιτήσεως είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Συνεπώς, ο περί ακυρότητος της διαδικασίας [άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' ΚΠοινΔ. λόγος της αιτήσεως είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Κατ'ακολουθία των προαναφερθέντων, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, που παραστάθηκε [άρθρα 176,183 ΚΠολΔ]. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 23-12-2014 αίτηση του Γ. Τ. του Χ., για αναίρεση της με αριθμό 231/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας, εκ πεντακοσίων [500] Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Μαρτίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 24 Μαρτίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ανθρωποκτονία εξ αμελείας εργάτη στερούμενου αδείας γωμοτή- πυροδότη εκρηκτ. Υλών. Ιδιαίτερη υποχρ. Υπαιτία πηγάζουσα μόνο από ιδιότητά του Άρθρο 358 ΚΠΔ. Λήψη υπόψη εγγρ. Μη αναγνωσθέντων . Ακυρότητα- εξαιρέσεις.
Ανθρωποκτονία από αμέλεια
Ανθρωποκτονία από αμέλεια.
2
Αριθμός 311/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - (ΩΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βιολέττα Κυτέα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αριστείδη Πελεκάνο - Εισηγητή, Δημήτριο Χονδρογιάννη και Αρτεμισία Παναγιώτου (κωλυομένης της Αρεοπαγίτου Αικατερίνης Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά), Αρεοπαγίτες. Συνήλθε ως συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 και 20 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελεύς) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την έφεση του εκκαλούντος - εκζητουμένου C. ή C. S. ή S. του V. και της T., υπηκόου Μολδαβίας και Ουκρανίας, κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με την πληρεξούσια δικηγόρο του Παναγιώτα Μούρτζινου, κατά της υπ’ αριθμ.110/2014 απόφασης του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με την ως άνω απόφασή του γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του ανωτέρω στις Δικαστικές Αρχές της Δημοκρατίας της Μολδαβίας. Κατά της αποφάσεως αυτής ο εκζητούμενος και τώρα εκκαλών, άσκησε την με ημερομηνία 23 Οκτωβρίου 2014 έφεση, για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτήν, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος Βουλευμάτων του Εφετείου Αθηνών Ευγενίας Καλλιντέρη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1106/2014. Προκειμένης συζητήσεως Αφού άκουσε τον εκζητούμενο και την πληρεξούσια δικηγόρο του, που με προφορική ανάπτυξη ζήτησαν όσα αναφέρονται στο σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 451 ΚΠΔ, κατά της οριστικής απόφασης του συμβουλίου εφετών, με την οποία αυτό γνωμοδοτεί για την έκδοση αλλοδαπού υπηκόου, επιτρέπεται στον εκζητούμενο και στον εισαγγελέα να ασκήσουν έφεση ενώπιον του ποινικού τμήματος του Αρείου Πάγου μέσα σε 24 ώρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Για την έφεση συντάσσεται έκθεση από τον γραμματέα εφετών, στην οποία πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι της έφεσης, όπως προβλέπεται από το άρθρο 474 παρ. 2 ΚΠΔ για την άσκηση των ενδίκων μέσων. Επομένως, η κρινόμενη από 23-10-2014 έφεση, η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα με δήλωση ενώπιον του αρμόδιου γραμματέα του Εφετείου Αθηνών κατά της απόφασης 110/22-10-2014, που γνωμοδότησε υπέρ της έκδοσης στις Αρχές της Μολδαβίας του εκζητούμενου - εκκαλούντος C. ή C. S. ή S. του V., προκειμένου να δικαστεί για τη συγκεκριμένη εγκληματική πράξη που αναφέρεται σ’ αυτή, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατ’ ουσία. Από τα άρθρα 474 παρ. 2 και 502 παρ. 2 ΚΠΔ προκύπτει ότι το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης προσδιορίζεται από την έκταση και το περιεχόμενο των λόγων της, στην έρευνα των οποίων περιορίζεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για τα κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, που πλήττονται με τους λόγους της έφεσης. Αυτό ισχύει και για την έφεση που ασκείται ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά απόφασης του συμβουλίου εφετών, που αφορά έκδοση αλλοδαπού. Κατά το άρθρο 436 ΚΠΔ, αν δεν υπάρχει σύμβαση, οι όροι και η διαδικασία της έκδοσης αλλοδαπών εγκληματιών ρυθμίζονται από τις διατάξεις των επόμενων άρθρων (437-456), οι οποίες εφαρμόζονται ακόμη και αν υπάρχει σύμβαση, εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτή, καθώς και στα σημεία που δεν προβλέπει η σύμβαση. Εξάλλου, η από 13-12- 1957 Ευρωπαϊκή Σύμβαση Εκδόσεως (εφεξής Ε.Σ.Ε.), η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα στις 6-5-1961 με τον ν. 4165/1961 και από τη Δημοκρατία της Μολδαβίας στις 31-12-2007, διέπει από την κύρωση της το δίκαιο της έκδοσης μεταξύ Ελλάδος και Μολδαβίας. Ειδικότερα στο άρθρο 2 παρ 1 της Ε.Σ.Ε. ορίζεται ότι η έκδοση ενεργείται για πράξεις που τιμωρούνται από τους νόμους τόσο του κράτους που ζητεί την έκδοση, όσο και του κράτους από το οποίο ζητείται αυτή, με ποινή στερητική της ελευθερίας ή με μέτρο ασφαλείας ενός τουλάχιστον έτους, ως προς το ανώτατο όριο, ή με αυστηρότερη ποινή, ενώ, όταν υπήρξε καταδίκη σε ποινή ή επιβλήθηκε μέτρο ασφαλείας στο έδαφος του αιτούντος κράτους, η σχετική κύρωση πρέπει να είναι τεσσάρων μηνών κατ’ ελάχιστο όριο. Επίσης, στο άρθρο 12 αυτής με τον τίτλο "αιτήσεις και δικαιολογητικά στοιχεία", ορίζονται τα εξής : Η αίτηση με την οποία ζητείται η έκδοση, αν δεν έχει συμφωνηθεί με απευθείας συνεννόηση μεταξύ των μερών άλλο μέσο, πρέπει να είναι έγγραφη και να υποβληθεί μέσω της διπλωματικής οδού και, για την υποστήριξη της, πρέπει να προσκομιστούν: α) το πρωτότυπο ή επίσημο αντίγραφο είτε εκτελεστής δικαστικής απόφασης, είτε εντάλματος σύλληψης ή άλλης πράξης, που έχει την ίδια ισχύ και που έχει εκδοθεί κατά τους τύπους που καθορίζονται από τη νομοθεσία του αιτούντος κράτους, β) έκθεση με προσδιορισμό των αξιοποίνων πράξεων, για τις οποίες ζητείται η έκδοση, του τόπου και του χρόνου διάπραξης τους, του νομικού χαρακτηρισμού τους και της παραπομπής στις νομοθετικές διατάξεις που έχουν εφαρμογή, οι οποίες πρέπει να εμφανίζονται κατά το δυνατό ακριβέστερα και γ) αντίγραφο των διατάξεων, που προβλέπουν την πράξη ή, εάν αυτό δεν είναι εφικτό, δήλωση για το εφαρμοστέο δίκαιο, καθώς και ο κατά το δυνατό ακριβέστερος καθορισμός του εκζητούμενου προσώπου και κάθε άλλη πληροφορία, που μπορεί να καθορίσει την ταυτότητα και την εθνικότητα του. Κατά το άρθρο 13 της Ε.Σ.Ε., αν οι πληροφορίες, που κοινοποιήθηκαν από το κράτος που ζητεί την έκδοση, αποδεικνύονται ανεπαρκείς για τη λήψη απόφασης σύμφωνα με την Ε.Σ.Ε., το μέρος, από το οποίο ζητείται η έκδοση, μπορεί να ζητήσει τις αναγκαίες συμπληρωματικές πληροφορίες και να ορίσει την προθεσμία για τη λήψη των πληροφοριών αυτών. Επίσης το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο, που αποφαίνεται για την έκδοση, δεν έχει εξουσία να ερευνήσει τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας, για την οποία ζητείται η έκδοση ή τη νομιμότητα της σχετικής προδικασίας που τηρήθηκε από τις αρμόδιες αρχές του κράτους που ζητεί την έκδοση, αφού ούτε από τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 της Ε.Σ.Ε., που ορίζει εξαντλητικά τα συγκεκριμένα στοιχεία και δικαιολογητικά που πρέπει να συνοδεύουν την αίτηση, για τη στήριξη και τη δικαστική αξιολόγηση της, ούτε από άλλη διάταξη της Ε.Σ.Ε. προβλέπεται και η επισύναψη εγγράφων, που να βεβαιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής για την αξιόποινη πράξη, για την οποία ζητείται ο εκζητούμενος, αλλά και επειδή δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 437, 443 παρ. 1 και 450 παρ. 2 ΚΠΔ, που προβλέπουν επισύναψη στην αίτηση έκδοσης εγγράφων για βεβαίωση ενδείξεων ενοχής και έρευνα για τη βασιμότητα της κατηγορίας (όταν ζητείται η έκδοση για την παραπομπή του εκζητούμενου σε δίκη, και όχι για την εκτέλεση ποινής), αφού έρχονται σε αντίθεση με την Ε.Σ.Ε. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 438 ΚΠΔ, η έκδοση απαγορεύεται: α) ..., β) ..., γ) αν πρόκειται για έγκλημα που κατά τους ελληνικούς νόμους χαρακτηρίζεται πολιτικό, στρατιωτικό ... ή όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι η έκδοση ζητείται για λόγους πολιτικούς, δ) αν σύμφωνα με τους νόμους του κράτους που ζητεί την έκδοση ή του ελληνικού κράτους ή του κράτους όπου τελέστηκε το έγκλημα, έχει προκύψει, ήδη πριν από την απόφαση για την έκδοση, νόμιμος λόγος που εμποδίζει τη δίωξη ή την εκτέλεση της ποινής ή αποκλείει ή εξαλείφει το αξιόποινο και ε) αν πιθανολογείται ότι εκείνος, για τον οποίο ζητείται η έκδοση, θα καταδιωχθεί από το κράτος στο οποίο παραδίδεται για πράξη διαφορετική από εκείνη για την οποία ζητείται η έκδοση. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 438 παρ. γ’ ΚΠΔ, πολιτικοί είναι οι λόγοι, όταν με την έκδοση η κυβέρνηση του εκζητούντος κράτους επιδιώκει να εκδικηθεί ή να καταστείλει την αντίδραση πολιτικού της αντιπάλου, λόγω της αντίθεσης του προς αυτή. Επίσης, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 και 2 της ΕΣΕ, δεν χωρεί έκδοση, αν η αξιόποινη πράξη για την οποία ζητείται η έκδοση, θεωρείται από το άλλο μέρος ως πολιτική εγκληματική πράξη ή ως συναφής με τέτοια πράξη ή αν το μέρος, από το οποίο ζητείται η έκδοση, έχει σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι η αίτηση έκδοσης, που αιτιολογείται για κάποια παράβαση του κοινού δικαίου, έχει υποβληθεί με σκοπό τη δίωξη ή την τιμωρία ατόμου για τα φυλετικά, θρησκευτικά, πολιτικά ή εθνικά του φρονήματα ή ότι η θέση του διατρέχει κίνδυνο να επιδεινωθεί από τον έναν ή τον άλλο από τους λόγους αυτούς. Ακόμη, κατά το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ (ν. 53/1974), κανένας δεν επιτρέπεται να υποβληθεί σε βασανιστήρια ούτε σε ποινές ή μεταχείριση απάνθρωπες ή εξευτελιστικές. Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 αυτής, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί δίκαια, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει κατασταθεί από τον νόμο, το οποίο θα αποφασίσει είτε για αμφισβητήσεις σχετικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις του αστικής φύσης είτε για τη βασιμότητα κάθε εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσης, κατά δε το ίδιο άρθρο 6 παρ. 3 περ. α’ αυτής, ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να πληροφορηθεί, μέσα στη συντομότερη προθεσμία, σε γλώσσα που κατανοεί και με λεπτομέρεια, τη φύση και τον λόγο της εναντίον του κατηγορίας. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι απαιτείται τα εγκλήματα, για τα οποία ζητείται η έκδοση, να προσδιορίζονται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο στη σχετική αίτηση και στην αντίστοιχη διωκτική πράξη, με επαρκή περιγραφή του χρόνου, τόπου, τρόπου και λοιπών περιστάσεων τέλεσης τους και της μορφής συμμετοχής του εκζητούμενου σ’ αυτή. Αυτό επιβάλλεται και από την αρχή της ειδικότητας, που καθιερώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 14 της ΕΣΕ, σύμφωνα με την οποία η έκδοση γίνεται για το έγκλημα που ορίζεται ειδικά (ως προς τα στοιχεία που το συγκροτούν) τόσο στην αίτηση έκδοσης όσο και στην πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης που διατάσσει την έκδοση, και όχι για οποιαδήποτε άλλη πράξη. Η αρχή της ειδικότητας, η οποία θεωρείται γενικά αναγνωρισμένος κανόνας του διεθνούς δικαίου και εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση έκδοσης, περιορίζει την κυριαρχική εξουσία του κράτους που ζητεί την έκδοση, το οποίο δεν μπορεί να διώξει τον εκζητούμενο για πράξεις, που τελέστηκαν πριν από την παράδοση του και είναι διαφορετικές από εκείνες για τις οποίες έγινε η έκδοση (εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις), αποτρέποντας έτσι και το ενδεχόμενο να διωχτεί το εκδιδόμενο πρόσωπο για πολιτικά εγκλήματα ή για πολιτικούς λόγους και σκοπούς. Ακόμη, η υποχρέωση για συγκεκριμενοποίηση της διωκόμενης πράξης, που αποδίδεται στον εκζητούμενο, βρίσκει έρεισμα και στις υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 Σ.) διατάξεις του παραπάνω άρθρου 6 παρ. 3 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα του κατηγορουμένου να πληροφορηθεί λεπτομερειακά τη φύση και τον λόγο της σχετικής κατηγορίας) και του άρθρου 14 παρ. 3 περ. α’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη στις 16-12-1966 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2462/1997. Στην προκειμένη περίπτωση προσκομίζονται, σε επικυρωμένη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, όλα τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 12 της Ε.Σ.Ε. και στο άρθρο 443 ΚΠΔ, τα οποία υποστηρίζουν την ένδικη αίτηση έκδοσης. Ειδικότερα προσκομίζονται : 1) Η από 28-1-2013 απόφαση για την απαγγελία κατηγορίας και την έναρξη ανάκρισης του δημόσιου κατήγορου του τμήματος διενέργειας ποινικών ανακρίσεων και έρευνας του Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων και της Κεντρικής Τελωνειακής Αρχής της Εισαγγελίας του Δήμου Chisinau Μολδαβίας, με την οποία αποδίδεται στον εκζητούμενο η αξιόποινη πράξη της συμμετοχής (συγκρότηση και ένταξη) σε εγκληματική οργάνωση (παράνομη εκμετάλλευση αγαθών άλλου προσώπου με δόλο, που διαπράχθηκε από δύο ή περισσότερα άτομα, σε ειδικά μεγάλη κλίμακα/άρθρα 42 παρ. 2, 4 και 284 παρ. 1 Μολδαβικού Ποινικού Κώδικα). 2) Το από 28-1-2013 πόρισμα του Δικαστηρίου του Δήμου Chinsinau Μολδαβίας για εφαρμογή του μέτρου της προληπτικής σύλληψης του εκζητούμενου, που περιέχει περιγραφή της αξιόποινης πράξης για την οποία ζητείται η έκδοση, του τόπου, τρόπου και χρόνου τέλεσης της και παραπομπή στις διατάξεις του ποινικού δικαίου της Μολδαβίας, οι οποίες προβλέπουν και τυποποιούν τη σχετική πράξη. 3) Το 14-13/13 από 28-01-2013 ένταλμα σύλληψης, που εκδόθηκε από τον Δικαστή του Δικαστηρίου Riscani του Δήμου Chisinau Μολδαβίας, προκειμένου να δικαστεί ο εκζητούμενος για την παραπάνω πράξη. 4) Το κείμενο των διατάξεων που προβλέπουν την αξιόποινη πράξη, που αποδίδεται στον εκζητούμενο (άρθρα 42 παρ. 2, 4 και 284 παρ. 1 Π. Κ. Μολδαβίας). Και 5) Τα στοιχεία του εκζητούμενου, που πιστοποιούν και καθορίζουν την ταυτότητά του, καθώς και φωτογραφία αυτού. Από τα προαναφερόμενα έγγραφα, από τα λοιπά έγγραφα που συνοδεύουν σε νόμιμη μετάφραση την αίτηση έκδοσης και βρίσκονται στον φάκελο της δικογραφίας, από τις καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του παρόντος Συμβουλίου και περιέχονται στα οικεία πρακτικά, από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν από τον εκζητούμενο, καθώς και από όσα εξέθεσαν προφορικά αυτός, μέσω διερμηνέα, και ο συνήγορος του κατά τις αντίστοιχες συζητήσεις και με τα έγγραφα υπομνήματα του, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Σε βάρος του υπηκόου Μολδαβίας και Ουκρανίας, C. ή C. S. ή S. του V. και της T., που γεννήθηκε την 1-8-1977 στο … της Μολδαβίας, έχει εκδοθεί από τον Δικαστή του Δικαστηρίου Riscani του Δήμου Chisinau Μολδαβίας το 14-13/13 από 28-01-2013 ένταλμα σύλληψης, με το οποίο αυτός διώκεται για την αξιόποινη πράξη της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, που επιδίωκε την διάπραξη εκβιάσεων. Ειδικότερα αποδίδεται στον εκζητούμενο ότι, μετά από συναπόφαση με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του (μεταξύ των οποίων είναι και οι A. G. και S. Z.) και με κοινή δράση, συγκρότησε από το έτος 2001 εγκληματική οργάνωση με συγκεκριμένη δομή και ιεραρχία, στην οποία ο συγκατηγορούμενός του M. V. P. με το ψευδώνυμο "M. (Μ.) κατείχε ηγετικό - αρχηγικό ρόλο, ενώ οι λοιποί κατηγορούμενοι ήταν μέλη και εκτελεστικά όργανα, ο δε εκζητούμενος είχε επιπλέον και τον ρόλο του ταμία της εγκληματικής οργάνωσης, η οποία, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος και χρησιμοποιώντας απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή/και ζωής, εξανάγκαζε κρατουμένους στα αναφερόμενα σωφρονιστικά καταστήματα της Μολδαβίας να καταβάλουν διάφορα χρηματικά ποσά, χωρίς οι τελευταίοι να έχουν σχετική υποχρέωση. Και ότι ο εκζητούμενος παρέμεινε ενταγμένος στην εγκληματική οργάνωση μέχρι το έτος 2010. Η παραπάνω πράξη προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 2, 4 και 284 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα της Μολδαβίας και τιμωρείται με ποινή κάθειρξης κυμαινόμενη από οκτώ (8) έως δεκαπέντε (15) έτη, ενώ είναι αξιόποινη και κατά την ελληνική ποινική νομοθεσία, απειλούμενη με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) έτη (άρθρο 187 παρ. 1 ΠΚ). Ο εκζητούμενος, ο οποίος δεν συναινεί στην έκδοση του, με την κρινόμενη έφεση ζητεί την εξαφάνιση του εκκαλούμενου βουλεύματος και την απόρριψη της σχετικής αίτησης για τους παρακάτω λόγους έφεσης. Ειδικότερα προβάλλει ότι το Συμβούλιο Εφετών : 1) Εσφαλμένα αποφάνθηκε υπέρ της έκδοσης του, καίτοι από τα συνοδευτικά έγγραφα της αίτησης και από το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό του φακέλου δεν προκύπτουν ενδείξεις ενοχής του εκζητούμενου για συμμετοχή στην εγκληματική οργάνωση, για την οποία ζητείται η έκδοση του. 2) Εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη την απόφαση 4041/2013 του Εφετείου της Αγκόνας, που απέρριψε αντίστοιχη αίτηση έκδοσης των Μολδαβικών Αρχών σε βάρος του για την ίδια εγκληματική πράξη, αφού προηγουμένως ζήτησε από αυτές συμπληρωματικά στοιχεία, που δεν στάλθηκαν. 3) Παραβίασε με την απόφαση του τη διεθνώς (και από το άρθρο 9 της Ε.Σ.Ε.) αναγνωρισμένη αρχή "Ne bis in idem" (όχι δις δικάζειν), λαμβάνοντας υπόψη συνοδευτικά έγγραφα του αιτήματος έκδοσης, που αναφέρονται σε εγκληματικές πράξεις του έτους 2001, για τις οποίες ο εκζητούμενος καταδικάστηκε στη Μολδαβία και εξέτισε την ποινή του και τις οποίες οι Μολδαβικές Αρχές συνδέουν με υποψίες δήθεν συμμετοχής του σε εγκληματική οργάνωση. Και 4) Εσφαλμένα δεν εξέδωσε αναβλητική απόφαση, προκειμένου να αποστείλουν οι Μολδαβικές Αρχές συμπληρωματικά στοιχεία για διευκρίνιση της σε βάρος του κατηγορίας και ενίσχυση των υποστηρικτικών της στοιχείων, όπως είχε πράξει και το Εφετείο της Αγκόνας. Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού, όπως σημειώθηκε στην οικεία νομική σκέψη, όταν ζητείται η έκδοση αλλοδαπού με βάση την Ε.Σ.Ε., οπότε δεν έχουν εφαρμογή τα άρθρα 443 παρ. 1 και 450 παρ. 2 ΚΠΔ, το δικαστικό συμβούλιο που αποφασίζει για την έκδοση δεν έχει εξουσία να ερευνήσει αν υπάρχουν ή όχι στοιχεία ενοχής του εκζητούμενου για την κατηγορία που αποδίδεται σ’ αυτόν. Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού η επικαλούμενη απόρριψη από το Εφετείο της Αγκόνας όμοιας αίτησης των Μολδαβικών Αρχών προς τις Ιταλικές Αρχές για έκδοση του εκκαλούντος, όταν αυτός βρισκόταν στην Ιταλία, για την ίδια εγκληματική πράξη, της συμμετοχής του σε εγκληματική οργάνωση, δεν αποτελεί δεδικασμένο, κατά την έννοια του άρθρου 9 της Ε.Σ.Ε., ούτε δέσμευε για οποιονδήποτε άλλον λόγο το πρωτοβάθμιο συμβούλιο κατά τη διαμόρφωση της γνωμοδοτικής κρίσης του ως προς την έκδοση ή μη του εκκαλούντος. Ως προς τους τρίτο και τέταρτο λόγους της έφεσης και τους συναφείς πρωτόδικους ισχυρισμούς, που επαναπροβλήθηκαν κατά τη συζήτηση στο παρόν συμβούλιο, για αόριστη διατύπωση της κατηγορίας, για παραβίαση της αρχής "Ne bis in idem" και για τον κίνδυνο να ασκηθεί βάναυση σωματική βία σε βάρος του εκζητούμενου, να υποβληθεί αυτός σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση από τις Μολδαβικές Αρχές, να διωχτεί για πράξη διαφορετική από εκείνη για την οποία ζητείται και να στερηθεί το δικαίωμα δίκαιης δίκης, σημειώνονται τα ακόλουθα: Ο εκζητούμενος δικάστηκε από το αρμόδιο δικαστήριο στη Μολδαβία και καταδικάστηκε, έχοντας ήδη εκτίσει από το έτος 2009 την ποινή που επιβλήθηκε σ’ αυτόν, όχι για την πράξη για την οποία ζητείται η ένδικη έκδοση, αλλά για διάπραξη από κοινού με άλλους δύο δράστες διακεκριμένων κλοπών. Στα προαναφερόμενα από 28-1-2013 συνοδευτικά έγγραφα της ένδικης αίτησης για έκδοση (απόφαση απαγγελίας κατηγοριών, πόρισμα προληπτικής σύλληψης και ένταλμα σύλληψης) υπάρχει ο επιβαλλόμενος (κατά την έννοια που αναπτύχτηκε στη νομική σκέψη), ακριβής, σαφής και ορισμένος καθορισμός της αξιόποινης πράξης, για την οποία ζητείται η έκδοση του εκκαλούντος, με επαρκή περιγραφή του τόπου, τρόπου και χρόνου τέλεσης της, καθώς και της μορφής της συμμετοχικής δράσης του εκζητούμενου σ’ αυτή. Εξάλλου, δεν προέκυψε ότι εμποδίστηκε η άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του εκζητούμενου ή ότι παραβιάστηκαν ή καταστρατηγήθηκαν τα δικαιώματα του από την ΕΣΔΑ κατά τις δίκες που έγιναν στη Μολδαβία για την πράξη των διακεκριμένων κλοπών, για την οποία αυτός καταδικάστηκε, αλλά και κατά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε σε βάρος του στα σωφρονιστικά καταστήματα της Μολδαβίας. Επομένως, δεν παραβιάστηκε η προαναφερόμενη αρχή (Ne bis in idem) και δεν εκτιμάται ως πιθανή η παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων τού εκζητούμενου κατά τη σχετική δίκη που θα διεξαχθεί στα δικαστήρια της Μολδαβίας, ούτε υπήρχε ανάγκη να ζητήσει το πρωτοβάθμιο συμβούλιο από τις Μολδαβικές Αρχές συμπληρωματικά έγγραφα για ευκρινέστερο προσδιορισμό της αξιόποινης πράξης, για την οποία ζητείται η έκδοση του εκκαλούντος. Ούτε επίσης προέκυψε, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, κίνδυνος να διωχτεί ο εκζητούμενος για διαφορετική αξιόποινη πράξη από εκείνη για την οποία ζητείται η έκδοση του και να ασκηθεί σε βάρος αυτού μετά την έκδοση του σωματική βία, απειλητική για τη ζωή ή τη σωματική του ακεραιότητα ή απάνθρωπη μεταχείριση του από τις αστυνομικές ή σωφρονιστικές αρχές της Μολδαβίας. Συνακολούθως, όλες οι σχετικές αιτιάσεις είναι απορριπτέες ως αβάσιμες, εκτός από την αιτίαση που αφορά τη μη αναζήτηση εγγράφων στοιχείων, θεμελιωτικών και ενισχυτικών της κατηγορίας, η οποία (αιτίαση) είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού το πρωτοβάθμιο συμβούλιο δεν είχε τέτοια εξουσία. Επίσης απορριπτέο ως αβάσιμο είναι και το σχετικό αίτημα του εκκαλούντος, να αναβληθεί η συζήτηση της έφεσης και να ζητηθούν συμπληρωματικά έγγραφα που θα καθορίζουν σαφέστερα την πράξη, για την οποία ζητείται η έκδοση, αφού, όπως ήδη σημειώθηκε, τέτοια ανάγκη δεν υπάρχει. Εξάλλου, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι αυτός που εμφανίστηκε στο Συμβούλιο είναι το ίδιο πρόσωπο με τον εκζητούμενο από τις Μολδαβικές Αρχές, για τον οποίο εκδόθηκε το παραπάνω ένταλμα σύλληψης, γεγονός που άλλωστε δεν αμφισβητήθηκε. Ακόμη, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προέκυψε, σύμφωνα με τους νόμους της Ελλάδος και της Μολδαβίας, νόμιμος λόγος που να εμποδίζει την ποινική δίωξη ή να αποκλείει ή εξαλείφει το αξιόποινο της πράξης που αφορά η έκδοση (άρθρα 6, 8, 9 και 10 της ΕΣΕ και 438 στοιχ. δ’ ΚΠΔ). Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι υπέβαλε στις 24-10-2014 ήτοι την επομένη της ασκήσεως της εφέσεως αίτηση πολιτικού ασύλου στις αρμόδιες ελληνικές αρχές που ακόμη εκκρεμεί και η επίκληση από αυτόν φόβου δίωξής του στο εκζητούν κράτος, κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης (προσχηματική ποινική δίωξη, σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων κλπ.), δεν ασκεί έννομη επιρροή στην προκείμενη δίκη, καθόσον η σχετική διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του π.δ. 114/2010, όπως αυτή αντικ. με το άρθρο 35 παρ. 4 του π.δ. 113/2013 "... Κανένας δεν εκδίδεται πριν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αίτησής του (για διεθνή προστασία ή άσυλο), εφόσον επικαλείται φόβο δίωξης στο εκζητούν κράτος", αναφέρεται στη μη έκδοση του εκζητούμενου από τον αρμόδιο γι’ αυτό, κατά το άρθρο 452 παρ. 1 ΚΠΔ, Υπουργό Δικαιοσύνης, εφόσον προηγήθηκε αμετάκλητη γνωμοδότηση υπέρ της έκδοσης από το συμβούλιο Εφετών ή του Αρείου Πάγου και δεν τάσσεται ως στοιχείο που εμποδίζει (μέχρι την τελεσίδικη παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης ασύλου) τη συζήτηση ή τη λήψη σχετικής απόφασης για την έκδοση ή μη του εκζητούμενου από το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο, το οποίο, για τη διαμόρφωση της γνωμοδοτικής κρίσης του, εξετάζει και συναξιολογεί (με τα λοιπά στοιχεία) και τη βασιμότητα του επικαλούμενου φόβου δίωξης ως ενδεχόμενου νομίμου λόγου που εμποδίζει την έκδοση, κατά τα άρθρα 3 της Ε.Σ.Ε. και 438 περ. γ’ και ε’ ΚΠΔ. Συμπερασματικά, συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση του εκκαλούντος, αφού υπάρχει ταύτιση μεταξύ αυτού και του προσώπου που έχει συλληφθεί, υπάρχουν στον φάκελο της δικογραφίας σε νόμιμη μετάφραση όλα τα προβλεπόμενα συνοδευτικά έγγραφα με το απαιτούμενο περιεχόμενο για την υποστήριξη της αίτησης έκδοσης, ο εκκαλών είναι πρόσωπο που μπορεί να εκδοθεί, η ένδικη πράξη ανήκει στα εγκλήματα για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση και δεν υπάρχουν, σύμφωνα με την Ε.Σ.Ε. και τους νόμους της Ελλάδος και της Μολδαβίας, λόγοι που να εμποδίζουν τη δίωξη του εκκαλούντος για τη συγκεκριμένη πράξη και την έκδοση του στις Μολδαβικές Αρχές. Κατόπιν αυτών, δεν έσφαλε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που με την εκκαλούμενη απόφαση του γνωμοδότησε υπέρ της έκδοσης του εκκαλούντος, και πρέπει να απορριφθούν όλοι οι αντίθετοι λόγοι έφεσης και ισχυρισμοί αυτού, καθώς και η κρινόμενη έφεση ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Επίσης πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 23-10-2014 έφεση του εκζητούμενου C. ή C. S. ή S. του V. και της T., υπηκόου Μολδαβίας και Ουκρανίας κατά της απόφασης 110/22-10-2014 του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2015. Εκδόθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2015. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έφεση υπηκόου Μολδαβίας κατά απόφασης που γνωμοδότησε υπέρ της έκδοσής του στις Μολδαβικές Αρχές, προκειμένου αυτός να δικαστεί για την πράξη της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση. Συνδρομή όλων των όρων που απαιτούνται για την έκδοση του από την από 13-12- 1957 Ευρωπαϊκή Σύμβαση Έκδοσης και από τον ΚΠΔ. Απορρίπτονται όλοι οι αντίθετοι λόγοι έφεσης και ισχυρισμοί του εκκαλούντος, καθώς και η έφεσή του κατ' ουσία.
Έκδοση αλλοδαπού
Έκδοση αλλοδαπού.
0
Αριθμός 297/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσούλα Παρασκευά (σύμφωνα με την υπ'αριθμ.48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Π. Π. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Μίγγο, για αναίρεση της υπ'αριθ.277/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης. Με πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από την πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Δέσποινα Γάκη. Το Πενταμελές Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Οκτωβρίου 2014 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1188/2014. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 19 παρ. 1 και 4 του ν. 2523/1993, όπως ίσχυε πριν την τροποποίηση του με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004, όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή του φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών, εικονικό δε είναι το στοιχείο που εκδίδεται, για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή εν μέρει ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στα στοιχεία ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματος του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο, διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι και το στοιχείο που φέρεται ότι έχει εκδοθεί ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρεία ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση, η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Εξ άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα αρκεί η γενική, κατά το είδος τους, αναφορά τους, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο αποδεικτικό μέσο αποδείχθηκε κάθε παραδοχή, Δεν αποτελούν, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Ε του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται, στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα ο να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος, από τον Άρειο Πάγο, της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 277/2014 αποφάσεως του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Πενταμελές Εφετείο Θράκης , δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερόμενων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στην Καβάλα και στους χρόνους που αναφέρονται στη συνέχεια, η κατηγορουμένη ενεργώντας με πρόθεση, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος αποδέχθηκε εικονικά φορολογικά στοιχεία για συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολο τους, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το ύψος των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Ειδικότερα, έχοντας την ιδιότητα της διευθύνουσας συμβούλου και προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΜΕΤΑΛΛΟΥ - Μεταλλικές κατασκευές" και το διακριτικό τίτλο "ΓΕΚΑΜ ΑΕ", που εδρεύει στο 1° χλμ. Αμυγδαλεώνα - Ζυγού Καβάλας και έχει ως αντικείμενο της μεταλλικές κατασκευές, αποδέχθηκε: α) κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2003 έως 31-12-2003 τριάντα οκτώ (38) φορολογικά στοιχεία, που αφορούσαν στην δήθεν αγορά εκ μέρους και για λογαριασμό της ανωτέρω εταιρίας που εκπροσωπεί υλικά απαραίτητα για την επαγγελματική δραστηριότητα της ως άνω εταιρίας, ήτοι σίδερα, συνολικής καθαρής αξίας (μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.) 451.103,34 ευρώ, με φερόμενη πωλήτρια εταιρία την ατομική επιχείρηση του Μ. Τ. του Ν., και συγκεκριμένα, όπως αυτά αναφέρονται στον παρακάτω πίνακα: Τα ανωτέρω τιμολόγια και δελτία αποστολής ήταν εικονικά και αναφέρονταν σε ανύπαρκτες συναλλαγές, καθώς ουδέποτε προέβη στις αντίστοιχες αγορές εμπορευμάτων, δεδομένου ότι η ατομική επιχείρηση του Μ. Τ., από την οποία φέρεται ότι προμηθεύτηκε τα ανωτέρω αναφερόμενα υλικά απαραίτητα για την επαγγελματική δραστηριότητα της ως άνω ανώνυμης εταιρίας, ήτοι σίδερα, δεν λειτούργησε ποτέ με την ουσιαστική έννοα του όρου. Η δε συνολική αξία τους υπερβαίνει το ύψος των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ και δη ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 1.759.545,34 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ατομική επιχείρηση του Μ. Τ. ήταν ανύπαρκτη, ο δε τελευταίος είχε μεν δηλώσει ως επαγγελματική έδρα την Πέραμο Καβάλας και υπαγόταν στη Δ.Ο.Υ. Ελευθερούπολης, όμως αυτός στην ουσία δεν είχε καμία επαγγελματική στέγη, ούτε αγορές που να καλύπτουν τις πωλήσεις του. Δεν είχε προσωπικό, ούτε οχήματα, αφού τα δικά του οχήματα τα είχε μεταβιβάσει, τα δε οχήματα που αναφέρονται στα ένδικα τιμολογιακά δελτία αποστολής είναι διάφορα. Επίσης από την κατάθεση του ιδίου προκύπτει ότι η ατομική επιχείρηση του Μ. Τ. είχε προσωπικό μέχρι το 2002, δηλαδή πριν από το επίδικο χρονικό διάστημα, για το οποίο δεν υπήρχε ούτε χώρος εγκατάστασης της επιχείρησης του, ούτε προσωπικό, ούτε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε πληρώνονταν άλλοι λογαριασμοί, αλλά αυτός εξέδιδε αφειδώς μόνο τιμολόγια, το δε όφελος για την επιχείρηση της κατηγορούμενης, από την αποδοχή αυτών των εικονικών τιμολογίων ήταν η διόγκωση των δαπανών της, με αντίστοιχη μείωση του ΦΠΑ που έπρεπε να αποδώσει, με αποτέλεσμα το Δημόσιο να χάνει φόρους. Συνολικά για τις χρήσεις 2003, 2004, 2005, το Δημόσιο ζημιώθηκε 316.717 ευρώ σε ΦΠΑ και άλλο τόσο σε φόρο εισοδήματος. Από το άλλο μέρος η επιχείρηση της κατηγορούμενης με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΜΕΤΑΛΛΟΥ- Μεταλλικές κατασκευές" δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει που διοχέτευσε τα αναφερόμενα ως αγορασθέντα υλικά (σίδερα) από το Μ. Τ.. Η ίδια η κατηγορούμενη, δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου, δήλωσε ότι η συμμετοχή της στην ως άνω εταιρία ήταν τυπική, όμως αυτό είναι εν μέρει αληθές και πιο συγκεκριμένα η συμμετοχή της ήταν τυπική όσο η επιχείρηση βρισκόταν στα χέρια του συζύγου της, όμως μετά το πρόβλημα υγείας του τελευταίου που εκ των πραγμάτων αναγκάσθηκε να απομακρυνθεί από κάθε επαγγελματική δραστηριότητα σε σχέση με αυτή την επιχείρηση, την ευθύνη λειτουργίας της ανέλαβε η κατηγορουμένη με την βοήθεια, για λίγο χρονικό διάστημα, του Γ. Κ. και τριών εξαδέλφων της, όμως την θέση της προέδρου και Διευθύνουσας Συμβούλου είχε η ίδια η κατηγορουμένη και κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα 2003- 2005 είχε τόσο την τυπική όσο και ουσιαστική ευθύνη λειτουργίας της επιχείρησης και έτσι γνώριζε ότι ο ως άνω Μ. Τ. δεν ασκούσε στην πραγματικότητα καμία εμπορική δραστηριότητα, ούτε διέθετε εμπορική εγκατάσταση, ούτε είχε στην διάθεση του προϊόντα προς πώληση και δη τα αναφερόμενα στα ως άνω τιμολόγια, ούτε αποθηκευτικούς χώρους, ούτε οχήματα μεταφοράς, ούτε απασχολούσε προσωπικό και ότι ο τελευταίος δεν πώλησε ούτε και είχε, εξ αντικειμένου, την δυνατότητα να πωλήσει στην επιχείρηση της τα ανωτέρω είδη, αφού δεν διέθετε τέτοια. Συνακόλουθα, η κατηγορουμένη γνώριζε κατά τους ανωτέρω χρόνους ότι τα επίμαχα τιμολόγια ήταν εικονικά και ότι οι αναγραφόμενες σ' αυτά συναλλαγές ουδέποτε έγιναν. Ο περαιτέρω ισχυρισμός της ότι η εταιρεία της εκτελούσε πολλά και μεγάλα έργα κατά την υπόψη χρονική περίοδο και χρησιμοποιούσε τέτοια υλικά, όπως τα αναγραφόμενα στα πιο πάνω τιμολόγια, σε μεγάλες ποσότητες δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου τούτου, αφού και σε περίπτωση που είναι αυτός και ουσιαστικά βάσιμος πάλι δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο ότι τα αναγραφόμενα στα εν λόγω υλικά χρησιμοποιήθηκαν για την εκτέλεση συγκεκριμένων έργων, ούτε σε ποιες ποσότητες και σε ποιους χρόνους. Τέλος αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη η κατηγορουμένη μέχρι το χρόνο τελέσεως της παραπάνω πράξεως έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και, επίσης, ότι μετά την τέλεση της παραπάνω πράξεως και για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα ήτοι από τους ως άνω χρόνους μέχρι σήμερα συμπεριφέρθηκε καλά κατ, επομένως, πρέπει να αναγνωρισθούν στο πρόσωπο της οι σχετικές ελαφρυντικές περιστάσεις, απορριπτόμενου του αυτοτελούς ισχυρισμού της ότι στην πράξη δεν ωθήθηκε από ταπεινά αίτια, αφού σκοπός της, με την τέλεση των ανωτέρω πράξεων, ήταν να ωφεληθεί η επιχείρηση της κατά τα προαναφερθέντα υψηλά χρηματικά ποσά με αντίστοιχη ζημία και βλάβη του Δημοσίου. Επομένως πρέπει η κατηγορούμενη να κηρυχθεί ένοχη με ελαφρυντικά (αρθ.849 2α, ε ΠΚ)". Ακολούθως κήρυξε την κατηγορούμενη ένοχη του ότι: "Στην Καβάλα και στους χρόνους που αναφέρονται στη συνέχεια, ενεργώντας με πρόθεση, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος αποδέχθηκε εικονικά φορολογικά στοιχεία για συναλλαγές ανύπαρκτες στο σύνολο τους, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το ύψος των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Ειδικότερα, έχοντας την ιδιότητα της διευθύνουσας συμβούλου και προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΜΕΤΑΛΛΟΥ - Μεταλλικές κατασκευές" και το διακριτικό τίτλο "ΓΕΚΑΜ ΑΕ", που εδρεύει στο 1° χλμ Αμυγδαλεώνα - Ζυγού Καβάλας και έχει ως αντικείμενο της μεταλλικές κατασκευές, αποδέχθηκε: α) κατά το χρονικό διάστημα από 01-01-2003 ως 31-12-2003 τριάντα οκτώ (38) φορολογικά στοιχεία, που αφορούσαν στην δήθεν αγορά εκ μέρους και για λογαριασμό της ανωτέρω εταιρίας που εκπροσωπεί υλικά απαραίτητα για την επαγγελματική δραστηριότητα της ως άνω εταιρίας, ήτοι σίδερα, συνολικής καθαρής αξίας (μη συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α.) 451.103,34 ευρώ, με φερόμενη πωλήτρια εταιρία την ατομική επιχείρηση του Μ. Τ. του Ν., και συγκεκριμένα, όπως αυτά αναφέρονται στον παρακάτω πίνακα : Το από 02/04/03 Τιμολόγιο Με αρ. ΤΔΑ679 συνολικής καθαρής αξίας 13.593,60 Το από 04/04/03 Τιμολόγιο Με αρ. ΤΔΑ680 συνολικής καθαρής αξίας 13.806,00 ουσιαστική έννοια του όρου. Η δε συνολική αξία τους υπερβαίνει το ύψος των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ και ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 1.759.545,34 ευρώ. Δέχθηκε το Δικαστήριο ότι η κατηγορουμένη: α) μέχρι τον χρόνο τελέσεως της παραπάνω πράξεως έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και β) μετά την τέλεση της παραπάνω πράξεως και για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα συμπεριφέρθηκε καλά. Η ως άνω αιτιολογία είναι η επιβαλλόμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη με την εκτεθείσα έννοια, αφού εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση για το οποίο κήρυξε ένοχο την κατηγορούμενη, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 27, 84 παρ2, 98 ΠΚ και 19 παρ.1β Ν. 2523/1997, τις οποίες, κατά την προεκτεθείσα έννοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, εξειδικεύονται όλα τα εκδοθέντα εικονικά τιμολόγια με τα πλήρη στοιχεία τους, καθώς και για ποια [ίδια] επιχείρηση εκδόθηκε το καθένα από αυτά. Επίσης, αιτιολογείται η εικονικότητα των τιμολογίων και αναφέρονται τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει η εν λόγω εικονικότητα. Περαιτέρω το δικαστήριο, με βάση τις παραδοχές της αποφάσεως, αιτιολογεί πλήρως και την γνώση εκ μέρους της ήδη αναιρεσείουσας της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων, αφού δέχθηκε ότι, με την ανωτέρω ιδιότητα της διευθύνουσας συμβούλου και προέδρου του διοικητικού συμβουλίου της ως άνω ανώνυμης εταιρείας, αποδέχθηκε και καταχώρησε στα βιβλία της εταιρείας, κατ' εξακολούθηση, κατά το χρονικό διάστημα από 1/1 έως 31/12/2003,τα αναφερόμενα αναλυτικά στο διατακτικό κατ' αριθμό ημερομηνία εκδόσεως και αξία, τιμολόγια, συνολικής αξίας 1759545,34 Ευρώ, τα οποία είχαν εκδοθεί από την αναφερόμενη [και μη λειτουργήσασα ποτέ] ατομική επιχείρηση του Μ. Τ. και ήσαν εικονικά, αφού αφορούσαν στο σύνολο τους ανύπαρκτες συναλλαγές, η γνώση της δε της εικονικότητας τους, ενόψει της παραδοχής ότι αφορούσαν ανύπαρκτες συναλλαγές και η εταιρεία της ήταν η φερομένη ως άμεσα συναλλαγείσα μετά της ως άνω εκδότρια των εικονικών τιμολογίων, είναι, κατά τα ανωτέρω, δεδομένη και δεν χρειαζόταν η παράθεση στην απόφαση και άλλων, πέραν των ανωτέρω, πραγματικών περιστατικών για την αιτιολόγηση της γνώσεως της, όπως αβάσιμα υποστηρίζει. Οι λοιπές αιτιάσεις που αφορούν κακή εκτίμηση των αποδείξεων και άρνηση της κατηγορίας, είναι απορριπτέες, ως απαραδέκτως προβαλλόμενες, διότι, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν ανεπιτρέπτως την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Επομένως,ο σχετικός λόγος της αιτήσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοιν Δ, είναι αβάσιμος. Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 ΚΠοινΔ. προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί, με επίδοση σ' αυτόν εγγράφου που περιέχει ακριβή καθορισμό της πράξεως για την οποία κατηγορείται και μνεία του ποινικού νόμου που την προβλέπει, ώστε να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπιση του. Η ακυρότητα, όμως, από την μη τήρηση των διατάξεων αυτών είναι σχετική, κατά το άρθρο 170 παρ. 1 ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 171 του ίδιου Κωδικός, ως αναγόμενη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κύριας διαδικασίας, γι' αυτό και πρέπει, κατά το άρθρο 173 παρ1 Κ.Ποιν Δ, να προταθεί μέχρι την έκδοση οριστικής σε τελευταίο βαθμό αποφάσεως για την κατηγορία, αλλιώς καλύπτεται. Εφόσον δε η σχετική ένσταση του απορρίφθηκε, μπορεί να την προτείνει, επαναφέροντας αυτήν, με λόγο εφέσεως και στη δευτεροβάθμια δίκη (173 §1 ΚΠοινΔ). Αν δεν προταθεί η ακυρότητα αυτή με λόγο εφέσεως, καλύπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, που παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα της βασιμότητος αναιρετικού λόγου, η ήδη αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη υπέβαλε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο [Τριμελές Εφετείο Θράκης] ένσταση ακυρότητος κλητηρίου θεσπίσματος, η οποία απορρίφθηκε, στη συνέχεια δε το δικαστήριο την κήρυξε ένοχη με ελαφρυντικό για αποδοχή εικονικών τιμολογίων κατ'εξακολούθηση. Κατόπι εφέσεως που άσκησε αυτή κατά της ανωτέρω αποφάσεως, η υπόθεση εκδικάσθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπου η εκκαλούσα-κατηγορουμένη προέβαλε εκ νέου την ως άνω ένσταση ακυρότητος του κλητηρίου θεσπίσματος, χωρίς όμως να την έχει περιλάβει, με σχετικό λόγο, στο εφεστήριο. Το Πενταμελές Εφετείο με την προσβαλλόμενη [ομοίως καταδικαστική], απόφαση του, απέρριψε την ανωτέρω ένσταση με την εξής αιτιολογία: "η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα, ως αβάσιμη, διότι δεν ήταν απαραίτητο για το έγκυρο και την νομική πληρότητα του θεσπίσματος να μνημονεύονται και οι διατάξεις των άρθρων του εξωποινικού νόμου [ΚΒΣ] που προβλέπουν την έκδοση και την εκυρότητα των φορολογικών στοιχείων, δηλαδή των τιμολογίων, τα οποία ήσαν εικονικά και τα αποδέχθηκε εν γνώσει της η κατηγορουμένη, ούτε ήταν απαραίτητο, για το ορισμένο του θεσπίσματος, να περιλαμβάνονται σε αυτό λεπτομερείς περιγραφές των αναφερομένων σε αυτά εμπορευμάτων, κατά ποσό ή τιμή μονάδος, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η κατηγορουμένη". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας [έστω και με άλλη αιτιολογία], ορθώς έκρινε, αφού, κατά τα προεκτεθέντα, η εν λόγω ακυρότητα δεν προβλήθηκε με την έφεση, ο δε λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για τη μη απαγγελία ακυρότητος που δημιουργήθηκε από τις ελλείψεις του κλητηρίου θεσπίσματος [άρθρα 510 παρ.1 στοιχ.Β' και 170 ΚΠοινΔ], πρέπει, να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος Ελληνικού Δημοσίου, που παραστάθηκε [άρθρα 176, 183 ΚΠολ.Δ]. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 31-10-2014 αίτηση της Π. Π. του Ν., για αναίρεση της με αριθμό 277/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, εκ διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, εξακολουθητικά. Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος, προβληθείσα και απορριφθείσα στο πρωτοβάθμιο, προβάλλεται παραδεκτώς στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με λόγο εφέσεως.
Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος
Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 296/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσούλα Παρασκευά (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Σ. Τ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ζευκιλή, περί αναιρέσεως της 4925/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και με πολιτικώς ενάγοντα τον Σ. Λ. του Π., κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Οκτωβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 13 Φεβρουαρίου 2015 προσθέτους λόγους αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1156/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972 ορίστηκε ότι, "εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών". Κατά το ίδιο άρθρο 79 παρ. 1 του άνω ν. 5960/1933, μετά και την προσθήκη παραγράφου 5 σε αυτό με το άρθρο 4 παρ.1 περ. α του Ν. 2408/1996, ορίζεται πλέον ότι "εκείνος ο οποίος εκδίδει επιταγή που δεν πληρώθηκε από πληρωτή γιατί δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο εκδόσεως της επιταγής ή της πληρωμής της, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το "εν γνώσει" της προηγούμενης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι, το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά μεν, α) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, β) υπογραφή του εκδότη, στη θέση υπογραφής του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου και εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρίας, γ) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και δ) έλλειψη αντίστοιχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, τόσο κατά το χρόνο έκδοσης, όσο και κατά το χρόνο εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή, υποκειμενικά δε, δόλος, η ύπαρξη του οποίου δεν απαιτείται να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, για δε την ύπαρξή του αρκεί η γνώση του εκδότη για την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Με την νέα δηλαδή ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) δόλος και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεσης της πράξεως. Άρα, για να είναι, δηλαδή, αξιόποινη η πράξη της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, αρκεί ο εκδότης αυτής σε επίπεδο γνωστικό να γνωρίζει ακόμη και ως ενδεχόμενο και σε επίπεδο βουλητικό να επιδιώκει ή απλά να αποδέχεται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων. Όταν, συνεπώς, στην καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακάλυπτης επιταγής διαλαμβάνεται ότι ο δράστης ενήργησε εκ προθέσεως (εκ δόλου), σημαίνει ότι αυτός γνωρίζει και αποδέχεται όλα τα στοιχεία που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα. Ήτοι, για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για το παραπάνω έγκλημα δεν είναι απαραίτητο να γίνεται σ' αυτή και ειδική αναφορά σε "γνώση" του εκδότη της επιταγής για την ανυπαρξία διαθέσιμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα, όπως απαιτούσε η προαναφερόμενη διάταξη πριν από την τροποποίησή της από το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος της καταδικαστικής απόφασης, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθμό με αριθμό 3617/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, σε δεύτερο βαθμό, για τη πράξη της εκδόσεως πέντε ακάλυπτων επιταγών κατ'εξακολούθηση (παράβαση του άρθρου 79 του ν. 5960/1933), με την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2 β ΠΚ, σε μία ποινή φυλακίσεως 30 μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι από τα μνημονευόμενα κατ' είδος, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή: "Ο κατηγορούμενος ενεργώντας με πρόθεση στη Θεσσαλονίκη, στις 30-6-2008, εξέδωσε την υπ' αριθμ. ... επιταγή, ποσού 136.550 ευρώ, σε διαταγή, "του ιδίου", προς την ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, (Υποκατάστημα Ίωνος Δραγούμη 5), η οποία εμφανίστηκε προς πληρωμή νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 30-6-2008 και δεν πληρώθηκε διότι ο κατηγορούμενος εκδότης με δήλωση του προς την πληρώτρια είχε δώσει εντολή για μη πληρωμή της επιταγής εντός της προθεσμίας εμφάνισης της προς πληρωμή, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται από τη σχετική σημείωση επί του σώματος της επιταγής του αρμοδίου υπαλλήλου της πληρώτριας τράπεζας. Η εντολή, την οποία έδωσε ο κατηγορούμενος περί μη πληρωμής τη εν λόγω επιταγής στην πληρώτρια τράπεζα, ισοδυναμεί κατά τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα πρόταση με έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων. Ο ισχυρισμός της υπεράσπισης του κατηγορουμένου ότι η ανωτέρω επιταγή εκδόθηκε χάριν εξόφλησης μέρους τιμήματος πώλησης και μισθωμάτων και οι συναφθείσες σχετικές συμβάσεις λύθηκαν δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή καθώς, όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, δεν ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής αφού στο πεδίο του ποινικού δικαίου δεν ερευνάται η αιτία έκδοσης αυτής. Επομένως με βάση όλα τα ανωτέρω πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο, σύμφωνα με το διατακτικό απορριπτoμένου του αιτήματος αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2β ΠΚ πρωτίστως ως αορίστου καθώς δεν εκτέθηκαν συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια". Με βάση τις παραδοχές του αυτές το δευτεροβάθμιο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αριθμό 3617/2013 απόφασή του, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ως εκδότης, τις αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην αναφερόμενη ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, όπως τροποποιήθηκε, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και δε στερείται νόμιμης βάσης. Επιπλέον αναφέρεται στο αιτιολογικό ότι η ένδικη επιταγή εκδόθηκε από τον κατηγορούμενο που υπογράφει αυτήν ως εκδότης, αναφέρεται ο χρόνος έκδοσης, ο χρόνος εμπρόθεσμης εμφάνισης και η μη πληρωμή της από την πληρώτρια τράπεζα, για το λόγο ότι ο κατηγορούμενος είχε δώσει εντολή στην τράπεζα για μη πληρωμή της, αν και είχε διαθέσιμα κεφάλαια, ενώ η ανάκληση της εντολής πληρωμής επιταγής που ήδη εκδόθηκε και κυκλοφορεί ισοδυναμεί με έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων και είναι αδιάφορη η αιτία έκδοσης της επιταγής και η αιτία ανάκλησης της εντολής πληρωμής στην πληρώτρια τράπεζα, είναι αδιάφορες για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος, διότι το έγκλημα αυτό, ενόψει της φύσεως της επιταγής ως χρηματικού μέσου πληρωμής και της ανάγκης προστασίας των συναλλαγών, πραγματώνεται με μόνη την έκδοση και μη πληρωμή της ακάλυπτης επιταγής χωρίς να ασκεί επιρροή η εσωτερική σχέση μεταξύ εκδότη και λήπτη της επιταγής, δεδομένου ότι στο πεδίο του ποινικού δικαίου και το αξιόποινο δεν επηρεάζεται από το υποστατό και το κύρος της αιτίας εκδόσεως και μη πληρωμής της τυπικά έγκυρης τραπεζικής επιταγής, μπορεί δε απλώς να θεμελιώσει ισχυρισμό του κατηγορουμένου περί έλλειψης δόλου, τον οποίον εδώ προκύπτει από τα πρακτικά ότι δεν πρόβαλε. Εξάλλου, κατ' άρθρο 32 παρ.1 του ν. 5960/1979, ορίζεται ότι η ανάκληση της επιταγής, επομένως και η προς αυτήν ισοδύναμη εντολή για μη πληρωμή, ισχύει μόνο μετά την εκπνοή της προθεσμίας εμφάνισης και πληρωμής. Επίσης αναφέρεται στο παραπάνω αιτιολογικό, συμπληρούμενο από το διατακτικό, (7η σελίδα πρακτικών) ότι η επιταγή αυτή εμφανίστηκε στην πληρώτρια τράπεζα Πειραιώς στις 30-6-2008 και δεν πληρώθηκε, και δεν ήταν απαραίτητο να αναφερθεί ποίο πρόσωπο ήταν ο κομιστής, το ονοματεπώνυμο αυτού και ποίος ο ζημιωθείς και δικαιούχος της εγκλήσεως, αφού προκύπτει από τα πρακτικά ότι ο κατηγορούμενος δεν πρόβαλλε καμία αντίρρηση κατά της σφράγισης της ένδικης επιταγής και κατά της υποβληθείσας εγκλήσεως, δεν αμφισβήτησε το πρόσωπο του κομιστή και εγκαλούντος, ενώ η ύπαρξη ή μη ζημίας του εγκαλούντος κομιστή της ακάλυπτης επιταγής δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αυτού, ούτε αίρεται το άδικο της πράξεως αν η ενσωματωμένη στην επιταγή απαίτηση είναι μη αγώγιμη ή δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του εκδότη, λόγω του ανύπαρκτου ή παράνομου της αιτίας, ή οποία και δεν ερευνάται (Ολ.ΑΠ 23,24/2007, ΑΠ 207/2014). Επομένως τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, με τον εκ του άρθρου 510 παρ 1 περ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, συναφή κύριο και πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία της αποφάσεως και για έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, από τα έγγραφα της δικογραφίας τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τη διερεύνηση σχετικού λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι η ένδικη επιταγή εκδόθηκε από τον κατηγορούμενο στις 30-6-2008 σε διαταγή του, στη συνέχεια μεταβιβάστηκε από αυτόν με οπισθογράφηση στον Σ. Λ., ο οποίος και την εμφάνισε στην πληρώτρια Τράπεζα Πειραιώς εγκαίρως στις 30-6-2008, αλλά δεν πληρώθηκε και σφραγίστηκε, λόγω εντολής του εκδότη προς την τράπεζα να μην πληρωθεί . Στη συνέχεια στις 28-7-2008 υποβλήθηκε εμπρόθεσμα σχετική έγκληση για έκδοση ακάλυπτης και μη πληρωμή της άνω επιταγής από τον εν λόγω κομιστή της και δικαιούχο της εγκλήσεως στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, από δε τα πρακτικά του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου δεν προκύπτει ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος πρόβαλε οποιοδήποτε αυτοτελή ισχυρισμό για μη νομότυπη υποβολή της εγκλήσεως αυτής για να διερευνηθεί, ώστε να υποχρεούται το δικαστήριο να διαλάβει αιτιολογία επ' αυτού. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ 1 περ. Δ', Ε' και Η' του ΚΠΔ, συναφής πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία της αποφάσεως και για έλλειψη νόμιμης βάσης και υπέρβαση εξουσίας από μη κήρυξη ως απαράδεκτης της δίωξης, λόγω μη νομίμου εγκλήσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Επίσης, η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προαναφέρθηκε, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία β, ήτοι το ότι "ο υπαίτιος στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων, με αυτοτελείς ισχυρισμούς που κατέθεσε ο συνήγορός του εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο, ζήτησε "να αναγνωρισθούν στο πρόσωπό του οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β' του ΠΚ", Στον αυτοτελή αυτό ισχυρισμό, ο οποίος προβλήθηκε κατά τρόπο εντελώς ασαφή και αόριστο, με επίκληση μόνο της νομικής διάταξης, χωρίς επίκληση ουδενός συγκεκριμένου πραγματικού περιστατικού και χωρίς να αναφέρεται για ποία από τις άνω αναφερόμενες περιπτώσεις ζητεί το ελαφρυντικό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απόρριψη, παρά ταύτα εκ περισσού διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απόρριψης με αναφορά ότι "το αίτημα είναι απορριπτέο πρωτίστως ως αόριστο καθώς δεν εκτέθηκαν συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στην πράξη του από μη ταπεινά αίτια". Επομένως, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τον κύριο συναφή λόγο αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, ότι η απόφαση στερείται της κατά νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όσον αφορά την απόρριψη του υποβληθέντος ως παραπάνω αυτοτελούς ισχυρισμού, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2. 358, 364 παρ.1 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι με τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσεως του σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική στο ακροατήριο συζήτηση της υποθέσεως, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία θεμελιώνει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, γιατί έτσι παραβιάζεται η άσκηση του από το άρθρο 358 του ΚΠΔ απορρέοντος δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Επίσης το περιεχόμενο εκάστου εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία εκείνα με τα οποία προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποίο έγγραφο αναγνώσθηκε κάθε φορά. Τα στοιχεία δε αυτά, δεν είναι ανάγκη να συμπίπτουν πάντοτε με τα στοιχεία του πλήρους τίτλου του εγγράφου. Ο προσδιορισμός δηλαδή της ταυτότητας του αναγνωσθέντος εγγράφου, είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας, ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και έτσι δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο, να εκθέσει, σύμφωνα με το άρθρο 358 του ΚΠΔ, τις απόψεις του και να προβεί στις παρατηρήσεις του, ως προς το περιεχόμενό του, γιατί διαφορετικά, στην περίπτωση δηλαδή κατά την οποία δεν προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητα του εγγράφου, δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων επικαλείται ότι προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, συνιστάμενη στο ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την άσκηση από μέρους του των δικαιωμάτων που του παρέχει ο νόμος και συγκεκριμένα επειδή στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως αναφέρεται ότι αναγνώσθηκαν μεταξύ άλλων τα με αρίθμηση 2, 3, 4, 13, 15 και 19 έγγραφα, τα οποία δεν προσδιορίζονται με τρόπο που να πιστοποιείται ότι αυτά και όχι άλλα αναγνώστηκαν, ώστε να μπορεί να διαγνωσθεί ότι τα συγκεκριμένα έγγραφα πράγματι αναγνώσθηκαν, με αποτέλεσμα να αποστερείται ο κατηγορούμενος της δυνατότητας να ασκήσει το παρεχόμενο σ' αυτόν από το άρθρο 358 του ΚΠΔ δικαίωμα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές μετά ως άνω έγγραφα. Από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως που επισκοπούνται προκύπτει ότι, μεταξύ άλλων εγγράφων, αναγνώσθηκαν έγγραφα, με ταυτότητα και με αρίθμηση τα με α/αριθμούς 2 (φωτ/φα άλλων επιταγών σε αντικατάσταση), 3 (φωτ/φα τιμολογίων), 4 (φωτ/φα τιμολογίων), 13 (φωτ/φα έξι επιταγών της Τράπεζας Πειραιώς) και 15 (φωτ/φα τεσσάρων επιταγών της Τράπεζας Εγνατίας, Πειραιώς και Κύπρου). Η αναφορά των εγγράφων αυτών, προκειμένου εγκλήματος εκδόσεως μίας ακάλυπτης επιταγής Τράπεζας Πειραιώς, δεν είναι αόριστη και προκύπτει η ταυτότητα αυτών, αφού αναφέρονται τα προσδιοριστικά στοιχεία του καθενός και δεν υπήρχε λόγος να αναφέρονται με περισσότερα στοιχεία, και έτσι ο παριστάμενος συνήγορος του αναιρεσείοντος, με την πλήρη ανάγνωση αυτών στο ακροατήριο, αντελήφθη επαρκώς το περιεχόμενό τους και είχε τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επ' αυτών και να προβεί, κατ' άρθρο 358 του ΚΠΔ, σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με τα αναγνωσθέντα έγγραφα αυτά και το περιεχόμενό τους, τα οποία άλλωστε ουδόλως προκύπτει από το αιτιολογικό ότι αυτά στήριξαν της περί ενοχής κρίση του δικαστηρίου για τη μία ένδικη ακάλυπτη επιταγή που καταδικάστηκε ο αναιρεσείων. Συνεπώς, ο από τα άρθρα 171 αρ. 1 στοιχ. δ' και 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ προβαλλόμενος σχετικός για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, συναφής λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως μετά των προσθέτων λόγων αυτής, στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30-10-2014 αίτηση - δήλωση του Σ. Τ. του Δ. και τους από 13-2-2015 προσθέτους λόγους αυτού, για αναίρεση της με αρ. 4925/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έκδοση ακάλυπτης επιταγής- 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου. Η ανάκληση της εντολής πληρωμής επιταγής που ήδη εκδόθηκε και κυκλοφορεί ισοδυναμεί με έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων και είναι αδιάφορη η αιτία έκδοσης της επιταγής και η αιτία ανάκλησης της εντολής πληρωμής στην πληρώτρια τράπεζα, είναι αδιάφορες για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος. Δεν αίρεται το άδικο αν η ενσωματωμένη απαίτηση είναι μη αγώγιμη ή δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά του εκδότη. (ολ ΑΠ 23, 24/2007, ΑΠ 1566/2013).
Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη
Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 294/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσούλα Παρασκευά (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Ά. Τ. του Π. και 2) Τ. (Ι.) Κ. Κ. του Γ., ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μαρκουλάκο, περί αναιρέσεως της 1763/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και με πολιτικώς ενάγοντα τον Β. Γ. του Γ. ως δικαστικό συμπαραστάτη του Ι. Γ. του Ε., κάτοικος ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ηλία Κολιούση. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 15 Σεπτεμβρίου 2014 και 12 Σεπτεμβρίου 2014 δύο χωριστές αιτήσεις τους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 949/2014. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, να ανασταλεί η ποινή φυλάκισης των δύο ετών ως προς την πρώτη αναιρεσείουσα για τρία έτη και να μετατραπεί η ποινή φυλάκισης των δύο ετών ως προς τον δεύτερο αναιρεσείοντα προς δέκα ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης, να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ.1, 2 του ΠΚ, που ορίζει ότι "όποιος ως διάδικος σε πολιτική δίκη δίνει εν γνώση του ψευδή όρκο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέμματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια", προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρος, το οποίο είναι διαζευκτικώς (ή υπαλλακτικώς) μικτό πραγματώνεται με πλείονες τρόπους στην ίδια κατάθεση (θετική ψευδής κατάθεση, απόκρυψη, άρνηση), μπορεί δηλαδή να συντελεσθεί είτε με καθένα ξεχωριστά από τους στην άνω διάταξη οριζόμενους τρόπους, είτε και με όλους μαζί οι οποίοι μπορεί να συντρέχουν, γιατί αποτελούν εκφάνσεις της ίδιας εγκληματικής δράσεως, απαιτείται αφενός ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως ενώπιον αρμοδίας αρχής ή δικαστηρίου ψευδή γεγονότα και όχι κρίσεις και αφετέρου ο μάρτυρας να γνωρίζει την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, είναι δε αδιάφορος ο σκοπός που επεδίωκε ή αν θα μπορούσε να επέλθει βλάβη ή όφελος από την ψευδορκία αυτή. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 περ. α του ΠΚ, " με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται και όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη ηθικής αυτουργίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν πρόκληση και παραγωγή στον άλλον της αποφάσεως για τη διάπραξη ορισμένου εγκλήματος που μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με προτροπές και παρακλήσεις, που έγιναν με πίεση, πειθώ ή φορτικότητα, υποκειμενικά δε δόλος που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξεως. Για τη θεμελίωση των εγκλημάτων της ψευδορκίας μάρτυρα και της κατ' άρθρο 46 ΠΚ ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία, απαιτείται και άμεσος δόλος. Ειδικά, όταν για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος ο νόμος απαιτεί να έχει τελεστεί η πράξη εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή με σκοπό επελεύσεως ορισμένου εγκληματικού αποτελέσματος (υπερχειλής δόλος), η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς με παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή ή το σκοπό επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος, αλλιώς υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την ύπαρξη του στοιχείου αυτού και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Έτσι, για το αξιόποινο των πράξεων της ψευδορκίας μάρτυρος και της ηθικής αυτουργίας σε αυτή, απαιτούνται και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού, ή ο σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο την γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με την γνώση, περιστατικών. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 περ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους, ούτε αναφοράς των όσων προέκυψαν από καθένα, πρέπει όμως να υπάρχει βεβαιότητα, για την οποία αρκεί η μνεία όλων, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του το σύνολο τούτων και όχι ορισμένα μόνον από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η αιτιολογία τέλος της καταδικαστικής απόφασης, παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό της, μαζί με το οποίο αποτελεί ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθμό με αριθμό 1763/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, καταδικάσθηκαν σε δεύτερο βαθμό, η πρώτη αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, για τη πράξη της ψευδορκίας μάρτυρα σε πολιτικό δικαστήριο και ο δεύτερος κατηγορούμενος σύζυγος της πρώτης, για ηθική αυτουργία στην άνω ψευδορκία της πρώτης, σε ποινή φυλακίσεως δύο ετών ο καθένας, μη μετατραπείσα σε χρηματική, ούτε ανασταλείσα επί τριετία. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής δέχθηκε το άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι από τα μνημονευόμενα κατ' είδος, αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή: Από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του δικαστηρίου, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν καθώς και από την όλη αποδεικτική διαδικασία και την εν γένει συζήτηση της υπόθεσης αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο Ι. Γ. του Ε. πάσχει από σχιζοφρενική ψύχωση και το έτος 1979 σκότωσε τη μητέρα του στην οικία τους επί της οδού ... στη ... . Δυνάμει της υπ' αριθμό 3523/1979 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ανωτέρω Ι. Γ. τέθηκε σε δικαστική απαγόρευση και ορίστηκε επίτροπος αυτού ο πατέρας του Ε. Γ.. Για την προαναφερόμενη ανθρωποκτονία, με το υπ' αριθμό 2057/1979 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, επειδή κρίθηκε ότι δεν είχε ικανότητα προς καταλογισμό, απαλλάχθηκε κάθε κατηγορίας και διατάχθηκε ο εγκλεισμός του στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Αθηνών, διότι κρίθηκε ιδιαίτερα επικίνδυνος. Έκτοτε νοσηλευόταν σε διάφορα ψυχιατρικά καταστήματα. Στις 11-5-1989 στην ανωτέρω οικία σκότωσε τον πατέρα του και τη μητριά του. Με το υπ' αριθμό 927/1990 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας κατά συρροή και της οπλοχρησίας και διατάχθηκε ο εγκλεισμός του στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Αθηνών και η φύλαξή του σ' αυτό ως επικίνδυνου για τη δημόσια ασφάλεια. Μετά το έγκλημα η ως άνω οικία σφραγίστηκε από την αρμόδια αστυνομική αρχή και διατάχθηκε η αποσφράγισή της με την υπ' αριθμό 443/5-12-1989 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κρωπίας, η οποία εκδόθηκε μετά από σχετική αίτηση του Ν. Γ. του Ρ., ο οποίος ορίσθηκε ως προσωρινός επίτροπος του δικαστικά απαγορευμένου δυνάμει της υπ' αριθμό 592/3-7-1989 διάταξης του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και ως οριστικός επίτροπος με την υπ' αριθμό 2805/1990 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε αντικατάσταση δε αυτού ορίσθηκε επίτροπος του δικαστικά απαγορευμένου η θεία του Ε. Μ.. Η τελευταία αντικαταστάθηκε με την υπ' αριθμό 6217/2001 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ορίσθηκε επίτροπος του δικαστικά απαγορευμένου και ήδη συμπαραστατούμενου Ι. Γ. ο εξάδελφος αυτού Β. Γ. του Γ.. Μεταξύ των περιουσιακών στοιχείων που περιήλθαν στον Ι. Γ. λόγω κληρονομίας είναι και η ανωτέρω οικία μαζί με το οικόπεδό της έκτασης 901,68 τετραγωνικών μέτρων. Το μήνα Μάιο του έτους 2007 ο δεύτερος κατηγορούμενος, που είναι δικηγόρος, άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 27-5-2007 και υπ' αύξ. αριθμ. κατάθ. 5407/29-5-2007 αγωγή του κατά του Ι. Γ. του Ε., με την οποία, αφού επικαλέστηκε ότι ο πατέρας του Γ. Κ. αγόρασε για λογαριασμό του, βάσει γενικού πληρεξούσιου εγγράφου, από τον Ε. Γ. την ως άνω οικία με το οικόπεδό της δυνάμει του από 2-2-1987 ιδιωτικού συμφωνητικού, καθώς και ότι έκτοτε και μέχρι την άσκηση της αγωγής ασκούσε στο εν λόγω ακίνητο πράξεις νομής με διάνοια κυρίου, ζήτησε να αναγνωρισθεί κύριος του επίδικου ακινήτου, να καταδικασθεί ο εναγόμενος σε δήλωση βούλησης προς μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου σ' αυτόν και να διαταχθεί η μεταγραφή της δήλωσης αυτής και της εκδοθησόμενης απόφασης στη μερίδα του στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου - Κτηματολογικού Γραφείου Κορωπίου. Επί της αγωγής αυτής, κατά τη συζήτηση της οποίας δεν παρέστη ο εναγόμενος, ο οποίος είχε κληθεί ως άγνωστης διαμονής, εκδόθηκε η υπ' αριθμό 2651/2008 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ο ενάγων και τώρα δεύτερος κατηγορούμενος αναγνωρίσθηκε κύριος του προαναφερόμενου ακινήτου. Κατά τη συζήτηση της αγωγής, που έγινε στις 4-12-2007, εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας απόδειξης η πρώτη κατηγορούμενη Ά. Τ., σύζυγος του δεύτερου κατηγορούμενου, η οποία κατέθεσε σε ερώτηση μελών του Δικαστηρίου, πώς απέκτησε ο σύζυγός της το ακίνητο και πώς το εκμεταλλεύθηκε από το 1987 και μετά ότι "... Αυτό είχε γίνει μία αγοραπωλησία προφορική με τον πεθερό μου ... Γύρω στο 85, κάπου εκεί ... Ως αποθήκες ... και οι δύο το νεμότανε, αυτό το ξέρω ... έχουν πράγματά τους μέσα, έμεναν τα καλοκαίρια, αυτό ... τον γνώρισα γιατί πήγαινε σε αυτό το οικόπεδο και εγώ μένω παραπέρα ... εγώ σαν γειτόνισσα ήξερα ότι είναι ιδιοκτήτες ...". Δηλαδή η δεύτερη εναγομένη κατέθεσε επιβεβαιώνοντας την ιστορική βάση της αγωγής του δεύτερου κατηγορούμενου συζύγου της ότι με προφορική συμφωνία αγόρασε το επίδικο ακίνητο ο πεθερός της Γ. Κ. το έτος 1985 και ότι έκτοτε νέμονταν αυτό και οι δύο, ο σύζυγος και ο πεθερός της, ότι είχαν πράγματα μέσα σ' αυτό, ότι πήγαιναν τα καλοκαίρια, ότι σαν γειτόνισσα ήξερε ότι είναι ιδιοκτήτες και ότι γνώρισε το σύζυγό της γιατί πήγαινε σε αυτό το οικόπεδο και ότι η ίδια μένει παραπέρα. Όμως τα όλα τα ανωτέρω κατατεθέντα από την πρώτη κατηγορούμενη ως μάρτυρα στην πολιτική δίκη είναι ψευδή και τα κατέθεσε με δόλο και εν γνώσει της αναληθείας τους, η δε γνώση της προκύπτει από τα εξής γεγονότα : 1) η ίδια αγόρασε οικόπεδο στην άνω περιοχή, γειτονικό με το επίμαχο, στις 5-4-2000, ενώ πριν την αγορά αυτού δεν είχε καμία σχέση με τη συγκεκριμένη περιοχή, 2) παντρεύτηκε με το δεύτερο κατηγορούμενο το έτος 2007, τον οποίο κατά τους ισχυρισμούς της είδε για πρώτη φορά, όταν έκτιζε στο οικόπεδό της και μετά τον ξαναείδε το έτος 2005, 3) ο πατέρας του δεύτερου κατηγορούμενου (πεθερός της) αποβίωσε στις 19-12-1997 και ως εκ τούτου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ότι νέμονταν το επίμαχο ακίνητο και οι δύο και ότι πήγαιναν τα καλοκαίρια μετά την 19-12-1997 και 4) μέχρι την 11-5-1989, που έλαβε χώρα η προαναφερόμενη διπλή δολοφονία, διέμεναν στην ανωτέρω οικία ο πατέρας και η μητριά του Ι. Γ. αλλά και ο τελευταίος κατά τα διαστήματα που δεν νοσηλευόταν, μετά δε το έγκλημα η οικία σφραγίσθηκε από την αστυνομική αρχή και αποσφραγίστηκε το μήνα Δεκέμβριο του 1989. Από αυτά αποδεικνύεται με σαφήνεια ότι καταθέτοντας η πρώτη κατηγορούμενη ότι, ως γειτόνισσα, ήξερε ότι είναι ιδιοκτήτες του επίμαχου ακινήτου ο σύζυγός της και ο πατέρας αυτού, ο οποίος το αγόρασε με προφορική συμφωνία το έτος 1985 και ότι έκτοτε και μέχρι την άσκηση της ως άνω αγωγής (δηλαδή το έτος 2007) αυτοί ασκούσαν πράξεις νομής στο εν λόγω ακίνητο, γνώριζε ότι όλα αυτά είναι ψευδή και τα κατέθεσε με δόλο και εν γνώσει της αναληθείας τους, προκειμένου η πολιτική δίκη να αποβεί υπέρ του ενάγοντος συζύγου της. Περαιτέρω ο δεύτερος κατηγορούμενος, προκειμένου να αποδείξει ότι απέκτησε κυριότητα επί του ως άνω ακινήτου, από δόλο προκάλεσε την απόφαση στην πρώτη κατηγορούμενη σύζυγό του να καταθέσει τα προαναφερόμενα ψευδή γεγονότα, όπως και έγινε, ασκώντας την επιρροή που είχε πάνω σ' αυτήν ως σύζυγός της και ενεργώντας με φορτικότητα, πειθώ, προτροπές και παραινέσεις, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του, πράγμα που πέτυχε, για να καρπωθούν στη συνέχεια μαζί το συγκεκριμένο οικόπεδο. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι η πρώτη κατηγορούμενη κατά την απολογία της στο πρωτόδικο ποινικό δικαστήριο παραδέχθηκε ότι της είπε ο σύζυγός της να πει όσα κατέθεσε στο πολιτικό δικαστήριο, ο δε ισχυρισμός της στην ίδια απολογία, ότι πίστευε ότι αυτά είναι αληθινά, δεν κρίνεται πειστικός, γιατί αναιρείται από τα προαναφερόμενα στοιχεία. Κατόπιν όσων προαναφέρθηκαν πληρούται κατά την κρίση του δικαστηρίου η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι η πρώτη κατηγορούμενη Ά. Τ. του Π. του πρώτου εγκλήματος και ο δεύτερος κατηγορούμενος Τ. Κ. Κ., του δευτέρου εγκλήματος, όπως ειδικότερα στο διατακτικό". Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 1763/2014 απόφασή του, την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξεως, για την οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 46 παρ. 1 α' και 224 παρ.2, 227 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, επιλεκτική ή αντιφατική αιτιολογία και δε στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων: α) αιτιολογείται επαρκώς ο άμεσος δόλος των κατηγορουμένων και δη αναφέρονται τα ψευδή γεγονότα που κατατέθηκαν στο πολιτικό δικαστήριο και αναφέρεται η γνώση των κατηγορουμένων για τα ψευδή γεγονότα που η από αυτούς φυσική αυτουργός ως μάρτυρας κατέθεσαν ενόρκως ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπου εκδικαζόταν αγωγή αναγνωρίσεως κυριότητας ακινήτου του δευτέρου τούτων ηθικού αυτουργού και συζύγου αυτής, δικηγόρου, κατά του πολιτικώς ενάγοντος Ι. Γ., αναφέρονται εκτενώς ποία ήσαν τα αληθή, αιτιολογείται ειδικά και ο δόλος αυτών με την αναφορά ότι πρόθεσή τους ήταν με αυτά που κατατέθηκαν να παραπλανήσουν το άνω αστικό δικαστήριο, το οποίο και εξέδωσε τη με αρ. 2651/2008 απόφασή του υπέρ του ενάγοντος ηθικού αυτουργού, β) αναφέρεται στο αιτιολογικό επαρκώς και εμπεριστατωμένα και χωρίς αντιφάσεις ο τρόπος και τα μέσα που ο δεύτερος κατηγορούμενος, δικηγόρος, ως ηθικός αυτουργός, χρησιμοποίησε και με τα οποία προκάλεσε στη συγκατηγορουμένη του ως άνω προταθείσα μάρτυρα - σύζυγό του ως ενάγων στην αστική εμπράγματη δίκη, την απόφαση να προβεί στην ανωτέρω ψευδή κατάθεση, με φορτικότητα, πειθώ, προτροπές και παραινέσεις, για να καρπωθούν στη συνέχεια μαζί το συγκεκριμένο ακίνητο που ανήκε στον αγνώστου διαμονής ψυχασθενή εναγόμενο, που παρέστη ως πολιτικώς ενάγων με διορισμένο δικαστικό συμπαραστάτη, γ) αναφέρεται ότι ο κατηγορούμενος ηθικός αυτουργός, όπως και η κατηγορουμένη μάρτυρας γνώριζαν, από άμεση ιδία αντίληψη, τα αντίθετα προς τα ψευδή κατατεθέντα αληθή γεγονότα σχετικά με τις πράξεις νομής, που είχαν έννομη επιρροή στην παραπάνω εμπράγματη διαφορά και δεν ήταν αναγκαία η παράθεση άλλων σχετικών με τη γνώση περιστατικών. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις των αναιρεσειόντων συνιστούν αμφισβήτηση της ουσίας των άνω παραδοχών του Εφετείου, ήτοι ανεπίτρεπτη προσβολή της περί τα πράγματα ανέλεγκτης κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας και ως εκ τούτου είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Η κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ο οποίος είναι μεν διάδικος κατά την ποινική διαδικασία, είναι όμως και βασικός μάρτυρας κατηγορίας, δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και συνιστά μαρτυρία, δεν είναι δε αναγκαίο, ως τέτοια, να μνημονεύεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο, ειδικότερα όταν προκύπτει με βεβαιότητα, από το όλο περιεχόμενο αυτής (αιτιολογίας), ότι λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο και η κατάθεσή του. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης προκύπτει ότι εξετάστηκε στο ακροατήριο ενόρκως μία μάρτυρας κατηγορίας (Ε. Μ.) και ανωμοτί ως πολιτικώς ενάγων ο μάρτυρας κατηγορίας Β. Γ., από δε την αναφορά στο προοίμιο του προπαρατεθέντος αιτιολογικού ότι " από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο ...", χωρίς αναφορά και στην κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, δε συνάγεται ότι δεν συνεκτιμήθηκε και η τελευταία, αντίθετα προκύπτει με βεβαιότητα, ιδία από τη χρήση πληθυντικού αριθμού, ότι το Πενταμελές Εφετείο κατέληξε στην καταδικαστική για τους κατηγορούμενους κρίση του, αφού συνεκτίμησε, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, και την ανωμοτί κατάθεση του ως μάρτυρος κατηγορίας εξετασθέντος πολιτικώς ενάγοντος Β. Γ., ανεξαρτήτως του ότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η κατάθεση αυτή του πολιτικώς ενάγοντος δεν ήταν αναγκαίο να μνημονεύεται, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ειδικά στην αιτιολογία της αποφάσεως, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο. Επομένως, οι συναφείς, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε '(κατ' εκτίμηση) του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως των κρινόμενων δύο αιτήσεων, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως και για εκ πλαγίου παράβαση και στέρηση νόμιμης βάσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ, 2, 358, 364 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η συνεκτίμηση από το δικαστήριο, ως αποδεικτικού μέσου, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να προβεί σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως, είναι, όμως, αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται επαρκώς η ταυτότητά του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιό έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή, της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη και, έτσι, δόθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του ως προς το περιεχόμενό του (κατά το άρθρο 358 ΚΠΔ). Διαφορετικά, αν δηλαδή η ταυτότητα του εγγράφου δεν προσδιορίζεται επαρκώς, υπάρχει η ίδια ακυρότητα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου που αναγνώσθηκε δημιουργείται ασάφεια στο αιτιολογικό της αποφάσεως, ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό που αναγνώσθηκε και αν στήριξε ή όχι σ' αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες, με σχετικό, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Δ' ΚΠΔ, λόγο της αιτήσεώς τους, προβάλουν και ότι από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο για στήριξη της απόφασης περί ενοχής τους, λήφθηκαν υπόψη έγγραφα και δη α) "δύο αποκόμματα εφημερίδων, όπου φαίνεται δημοσίευση περίληψης δικογράφου, που επιδόθηκε με την έκθεση επιδόσεως του δικ. επιμελητή", χωρίς να αναφέρεται ούτε ο τίτλος των εφημερίδων, ούτε η χρονολογία τους, ούτε οποιοδήποτε στοιχείο προσδιοριστικό του περιεχόμενου του δικογράφου και β) "επισκοπήθηκαν 9 φωτογραφίες φωτοτυπημένες", χωρίς να αναφέρονται, ούτε οι χρονολογίες λήψεως των φωτογραφιών, ούτε τα εικονιζόμενα σ'αυτές πρόσωπα ή αντικείμενα, ούτε κάποιο άλλο στοιχείο ικανό για προσδιορισμό του περιεχομένου τους και χωρίς να γίνεται μνεία περί επιδείξεως αυτών σε όλους τους παράγοντες της δίκης. Και οι ταυτόσημοι λόγοι αυτοί των κρινόμενων δύο αιτήσεων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, γιατί η ταυτότητα των ως άνω εφημερίδων και φωτογραφιών προσδιορίζεται επαρκώς, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποία επακριβώς έγγραφα και φωτογραφίες πρόκειται, οι δε αναιρεσείοντες, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δευτεροβάθμιας δίκης, δεν πρόβαλαν καμιά αντίρρηση για την ανάγνωση των εγγράφων αυτών ή την επισκόπηση των φωτογραφιών, από δε τη δημόσια ανάγνωση και επισκόπηση αντίστοιχα αυτών στο ακροατήριο, ο παριστάμενος εξουσιοδοτημένος συνήγορος των κατηγορουμένων έλαβε πλήρη γνώση αυτών και μπορούσε να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει τις παρατηρήσεις του, σχετικές προς το περιεχόμενό τους, ασκώντας τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματά του, τα οποία ουδόλως παραβιάστηκαν. Όσον αφορά τις φωτογραφίες στην ποινική δίκη, αυτές δεν αναγιγνώσκονται κατά κυριολεξία, αλλά γίνεται επισκόπησή τους από τους παράγοντες της δίκης προς τους οποίους επιδεικνύονται για τον σκοπό αυτόν από τον διευθύνοντα τη συζήτηση. Έτσι, όταν στα με αρ. 1763/2014 πρακτικά της δίκης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών αναγράφεται απλώς ότι επισκοπήθηκαν φωτογραφίες, η αναγραφή αυτή γίνεται με την έννοια της επισκοπήσεως αυτών από όλους τους παράγοντες της δίκης μετά προηγούμενη επίδειξή τους εκ μέρους του διευθύνοντος τη συζήτηση της υποθέσεως. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ συναφής λόγος αναιρέσεως των δύο αναιρεσειόντων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τέλος, κατά μεν το άρθρο 470 εδ. α' του ΚΠΔ, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται, κατά δε το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης εναντίον απόφασης ποινικού δικαστηρίου συνιστά η υπέρβαση εξουσίας, τέτοια δε περίπτωση αποτελεί, εκτός άλλων, και η χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου, όπως όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν ανέστειλεν επιβληθείσα ποινή ή όταν δεν μετέτρεψε σε χρηματική τη στερητική της ελευθερίας ποινής που επέβαλε στον κατηγορούμενο, πράγμα που είχε πράξει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, σε σχέση με την ποινή που επέβαλε σε αυτόν για την ίδια πράξη, ακόμη και αν η μετατροπή αυτή δεν ήταν επιτρεπτή κατά νόμο (άρθρο 82 του ΠΚ). Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, επέβαλε στους δύο αναιρεσείοντες με τη με αρ. 1433/2013 απόφασή του, όπως προκύπτει από αυτή, ποινή φυλάκισης δύο ετών σε καθένα κατηγορούμενο, την οποία αφενός ανέστειλεν επί τριετία, όσον αφορά την κατηγορουμένη Ά. Τ. και αφετέρου μετέτρεψε προς 10 ευρώ για κάθε ημέρα, όσον αφορά τον κατηγορούμενο Τ. Κ., στη δε αναστολή και στη μετατροπή αυτή αντίστοιχα, όφειλε να προβεί και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, σε σχέση με την ισόχρονη ποινή που επέβαλε για την ίδια πράξη στους δύο κατηγορουμένους, και χωρίς σχετικό αίτημα των κατηγορουμένων, αφού επιλήφθηκε κατόπιν εφέσεων των κατηγορουμένων, χωρίς έφεση του εισαγγελέα, πράγμα που δεν έκανε, με αποτέλεσμα να υποπέσει στην παραπάνω από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, που αποδίδεται με σχετικό λόγο των κρινόμενων αιτήσεων αναίρεσης, οι οποίοι, συνεπώς, είναι βάσιμοι. Συνακόλουθα, πρέπει να αναιρεθεί, κατά το σχετικό μέρος της αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση και να διαταχθεί από αυτό το δικαστήριο, η αναστολή της ποινής φυλάκισης των δύο ετών, κατ' άρθρο 99 ΠΚ, όσον αφορά την πρώτη αναιρεσείουσα, χωρίς να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά τούτο για νέα συζήτηση, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 517 παρ. 2 του ΚΠΔ, αφού δεν απαιτείται έρευνα και βεβαίωση πραγματικών γεγονότων, δεδομένου ότι για όλα αυτά έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έχει αναστείλει την ποινή. Αντίθετα, όσον αφορά το δεύτερο αναιρεσείοντα, πρέπει κατ' άρθρο 519 ΚΠΔ, να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, είναι δυνατή, για να κρίνει περί αναστολής ή μετατροπής της επιβληθείσας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στον εκκαλούντα κατηγορούμενο Τ. Κ., ποινής φυλακίσεως των δύο ετών, για νέα συζήτηση, κατά τα άρθρα 99 ή 82 του ΠΚ, αφού για τούτο απαιτείται από το δικαστήριο της ουσίας έρευνα και βεβαίωση πραγματικών γεγονότων τυχόν μη αναστολής ή προσδιορισμού του ύψους του ποσού της μετατροπής. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι κρινόμενες δύο αιτήσεις αναιρέσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει, όπως στο σκεπτικό της παρούσας, την προσβαλλόμενη με αρ. 1763/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Αναστέλλει την, με την παραπάνω με αρ. 1763/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, επιβληθείσα στην πρώτη κατηγορουμένη- αναιρεσείουσα Ά. Τ. του Π., για την ψευδορκία μάρτυρος, ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, για τρία έτη. Παραπέμπει την υπόθεση, ως προς το δεύτερο των αναιρεσειόντων κατηγορούμενο Τ. Κ. του Γ., στο άνω ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για να κριθεί μόνον ως προς το ζήτημα της αναστολής ή της μετατροπής της επιβληθείσας σε αυτόν, με την παραπάνω με αρ. 1763/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, αμετάκλητα πλέον, ποινής φυλακίσεως των δύο (2) ετών και τυχόν προσδιορισμό του ποσού της μετατροπής σε περίπτωση μη αναστολής της ποινής. Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, τις από 15-12-2014 και από 12-12-2014 αντίστοιχες αιτήσεις της Ά. Τ. του Π. και του Τ. (Ι.) Κ. Κ. του Γ., για αναίρεση της ίδιας με αρ. 1763/2014 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδορκία μάρτυρα- Ηθική Αυτουργία σε Ψ.Μ. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου. Βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1. στοιχ. Η' του ΚΠΔ, λόγος αναίρεσης, ως προς αναστολή και μετατροπή αντίστοιχα της επιβληθείσας ποινής, που παρέλειψε να κάνει το δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Ψευδορκία μάρτυρα
Ηθική αυτουργία, Ψευδορκία μάρτυρα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 293/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσούλα Παρασκευά (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Γ. Π. του Β., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αθανάσιο Ζαχαριάδη, περί αναιρέσεως της 377/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και με πολιτικώς ενάγοντα τον Λ. Θ. του Π., κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 855/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την έννοια του άρθρου 222 του ΠΚ, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, που είναι έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό, με προστατευόμενο αντικείμενο το έγγραφο, ως μέσο αποδεικτικό, απαιτούνται: α) έγγραφο δημόσιο ή ιδιωτικό κατά την έννοια του άρθρου 13 εδ. γ' του ΠΚ, προορισμένο ή πρόσφορο έστω και ως δικαστικό τεκμήριο, να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία, β) απόκρυψη, βλάβη ή καταστροφή του εγγράφου, γ) να μην είναι κύριος ή αποκλειστικός κύριος του εγγράφου ο δράστης ή να είναι μεν κύριος αυτού, αλλά να έχει υποχρέωση κατά τις διατάξεις του ΑΚ προς παράδοση ή επίδειξη σε άλλον και δ) να ενήργησε ο δράστης προς τον σκοπό της βλάβης τρίτου, δηλαδή του κυρίου ή συγκυρίου του εγγράφου ή αυτού που δικαιούται απλώς στην επίδειξη ή παράδοσή του, αδιάφορα αν επιτεύχθηκε ο σκοπός αυτός, αφού το έγκλημα αυτό είναι απλώς διακινδύνευσης, που αποσκοπεί στην αχρήστευση του εγγράφου ως αποδεικτικού μέσου, χωρίς να προσαπαιτείται και η επίτευξη βλάβης, η οποία μπορεί να είναι είτε περιουσιακή είτε ηθική και να αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο. Απαιτείται δε υπερχειλής, άμεσος δόλος, που ενέχει τη γνώση του δράστη ότι δεν είναι κύριος ή αποκλειστικά κύριος του εγγράφου και τη θέληση απόκτησης κ.λπ. τούτου. Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, απόκρυψη λογίζεται κάθε πράξη ή παράλειψη από την οποία ο δικαιούχος στερείται διαρκώς ή πρόσκαιρα της δυνατότητας αποδεικτικής χρήσης του εγγράφου, ενώ ως καταστροφή νοείται η εξαφάνισή του, ώστε το έγγραφο να μην δύναται να παράσχει ούτε άμεση, ούτε έμμεση απόδειξη. Ενεργητικό υποκείμενο είναι κάθε τρίτο πρόσωπο, που δεν είναι κύριος του εγγράφου, ιδιώτης ή και υπάλληλος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τις αποδείξεις αρκεί αυτές να αναφέρονται ατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 377/2014 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, κήρυξε σε δεύτερο βαθμό, την αναιρεσείουσα, ένοχο υπεξαγωγής και δη καταστροφής μίας τραπεζικής επιταγής κυριότητας του εγκαλούντος και την καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στο αιτιολογικό της ανωτέρω προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Επειδή από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, την χωρίς όρκο κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας-πολιτικώς ενάγοντα και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορούμενη, ενεργώντας με πρόθεση, στη Θεσσαλονίκη εντός του μηνός Οκτωβρίου 2007, με σκοπό να βλάψει άλλον και συγκεκριμένα τον πολιτικώς ενάγοντα, κατέστρεψε έγγραφο του οποίου δεν ήταν κυρία και που ο άλλος έχει δικαίωμα κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου, δηλαδή ο πολιτικώς ενάγων. Συγκεκριμένα έσκισε την υπ' αριθμ. ... μεταχρονολογημένη επιταγή του εγκαλούντος Θ. Λ. εκ του λογαριασμού του που τηρείται στην EUROBANK (πληρώτρια τράπεζα) ποσού 105.227.154,00 ευρώ με φερόμενη ημερομηνία εκδόσεως την 17η Οκτωβρίου 2007. Η παραπάνω επιταγή ήταν έγγραφο του οποίου κύριος ήταν ο εγκαλών αφού είχε εκδοθεί από την κατηγορουμένη σε διαταγή δική του και της συζύγου του και είχε δικαίωμα επ' αυτής. Η κατηγορουμένη όμως έλαβε την επιταγή με την εντολή της είσπραξης και όχι ως κυρία αυτής. Η τελευταία την κατέστρεψε με σκοπό να βλάψει τον κύριο της επιταγής, αφού κατά τον τρόπο αυτόν θα τον παρεμπόδιζε στη χρήση της επιταγής ως αποδεικτικού μέσου. Ο αρνητικός ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι ήταν κυρία της επιταγής ουδόλως αποδείχθηκε, αφού από τη σαφή κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος αποδείχθηκε ότι αυτός παρέδωσε την επιταγή στην κατηγορούμενη με την εντολή να την εισπράξει και όχι για κάποιον άλλο λόγο ή χωρίς να υπάρχει κάποια συμφωνία για την κυριότητα του εγγράφου. Η κατηγορουμένη προβάλλει τον αυτοτελή ισχυρισμό περί συγγνωστής νομικής πλάνης. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι βρίσκονταν σε νομική πλάνη, ότι δηλαδή κατά την τέλεση της πράξης της καταστροφής της άνω τραπεζικής επιταγής αγνοούσε τον άδικο χαρακτήρα της πράξης της, αφού θεωρούσε τον εαυτό της κυρία της επιταγής. Όμως κάτι τέτοιο ουδόλως αποδείχθηκε. Κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός της κατηγορουμένης και να κηρυχθεί ένοχη της αποδιδόμενης σ' αυτήν πράξης της υπεξαγωγής εγγράφου (222 ΠΚ), δεδομένου ότι πληρούται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος, κατά τα αναφερόμενα αναλυτικά στο διατακτικό της παρούσας". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 377/2014 απόφασή του, την απαιτούμενη κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά, καθώς επίσης, και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26 παρ.1α, 27 και 222 του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και δε στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επί μέρους αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως της αναιρεσείουσας: α) αναφέρονται στο αιτιολογικό με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της υπεξαγωγής με καταστροφή(σχίσιμο) εκ μέρους της κατηγορουμένης τραπεζικής επιταγής, της οποίας κύριος ήταν ο εγκαλών Λ. Θ., β) από το σύνολο των παραδοχών του αιτιολογικού, σε συνδυασμό με το διατακτικό, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται και συνιστούν ενιαίο σύνολο, δεν προκύπτει ότι έγινε μεταβίβαση της κυριότητας της επιταγής, ενώ επαρκώς αιτιολογείται ο δόλος της κατηγορουμένης και δη ότι με την υπεξαγωγή αποσκοπούσε στην βλάβη του εγκαλούντος, με αχρήστευση του εγγράφου της άνω επιταγής ως αποδεικτικού μέσου, αφού αναφέρεται ότι η κατηγορουμένη με τη λήψη στην κατοχή της επιταγής προς είσπραξη μόνο και με το σχίσιμο στη συνέχεια του πρωτοτύπου της άνω μεταχρονολογημένης επιταγής του εγκαλούντος, εκδοθείσα σε διαταγή αυτού και της συζύγου του, είχε σκοπό να βλάψει τον ανωτέρω εγκαλούντα κύριο του εγγράφου, αφού κατά τον τρόπο αυτό τον παρεμπόδισε στη χρήση της επιταγής αυτής ως αποδεικτικού μέσου γενικά, χωρίς να είναι απαραίτητο να εξειδικεύεται ενώπιον ποίας συγκεκριμένης αρχής θα χρησιμοποιούσε την επιταγή αυτή ο εγκαλών ως αποδεικτικό μέσο και γ) από την αναγραφή στον επιταγή ενός υπέρογκου ποσού 105.227.154 ευρώ, αυτό δεν μειώνει την όποια αποδεικτική δύναμη της επιταγής αυτής στα χέρια του κυρίου αυτής εγκαλούντος που διατηρούσε αστική αξίωση κατά της κατηγορουμένης πολύ μικρότερου ποσού. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, υπό την επίφαση της ελλείψεως πλήρους και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και την επί της ουσίας κρίση του δικαστηρίου και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επομένως, οι συναφείς, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, η οποία επίσης πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, με την προϋπόθεση, ότι οι ισχυρισμοί, είναι πράγματι αυτοτελείς και όχι αρνητικοί της κατηγορίας και προβάλλονται παραδεκτά και κατά τρόπο ορισμένο. Τέτοιοι ισχυρισμοί (αυτοτελείς), είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Όταν προβάλλεται ενώπιον του δικαστηρίου, κατά τρόπο ορισμένο, ο αυτοτελής ισχυρισμός, το δικαστήριο οφείλει, εάν απορρίψει τον ισχυρισμό αυτό, να αιτιολογήσει ειδικώς την κρίση του, διαλαμβάνοντας αρνητικά περιστατικά ειδικά και συγκεκριμένα, διαφορετικά ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 510 παρ.1 περ. Δ' ΚΠΔ για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Β' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως. Όταν όμως ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, και μάλιστα ιδιαίτερα και αιτιολογημένα, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση ιδιαίτερης απαντήσεως σε απαράδεκτο ισχυρισμό. Σύμφωνα δε με το άρθρο 31 παρ. 2 ΠΚ, η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η πλάνη είναι συγγνωστή όταν ο δράστης όχι μόνο αγνοεί, αλλά και δεν μπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και αν κατέβαλλε, ενόψει των προσωπικών πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων και ικανοτήτων, και εφόσον πίστευε εύλογα ότι δικαιούται να προβεί στην πράξη που τέλεσε από δικαιολογημένη εσφαλμένη αντίληψη για την αληθή έννοια του νόμου, ή σε εσφαλμένη πληροφόρηση από ειδικούς (νομικούς παραστάτες ή άλλες έγκυρες πηγές). Έτσι, απαραίτητα στοιχεία του ισχυρισμού αυτού είναι, εκτός από εκείνα που συνιστούν την ίδια την πλάνη, και η προσωπική κατάσταση του δράστη που προσδιορίζεται από την ηλικία, τις πνευματικές ικανότητες, το επάγγελμα, την προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί για ισχύον δίκαιο, ακόμη και τον πνευματικό του περίγυρο, ώστε με τη στάθμιση και των προσωπικών αυτών στοιχείων να σχηματίσει το δικαστήριο πεποίθηση αν ο ισχυρισμός είναι αληθινός ή προσχηματικός. Στην προκείμενη περίπτωση από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη με αρ. 377/2014 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου της ουσίας προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα -κατηγορουμένη , δια του συνηγόρου της πρόβαλε και ανέπτυξε προφορικά αυτοτελή ισχυρισμό συγγνωστής νομικής πλάνης με επίκληση των παρακάτω πραγματικών περιστατικών "Στην υπό εξέταση περίπτωση, δυνάμει της υπ' αριθμ. 9776/2013 απόφασης του Μονομελές Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης κρίθηκα ένοχη της πράξης της υπεξαγωγής εγγράφου και ειδικότερα του ότι προέβην στην καταστροφή μεταχρονολογημένης επιταγής ενώ γνώριζα ότι δεν ήμουν κυρία αυτής με σκοπό να βλάψω τον εγκαλούντα Λ. Θ., ο οποίος ήταν κύριος της επίδικης επιταγής και είχε δικαίωμα κατά της διατάξεις του αστικού δικαίου. Ωστόσο, η πρωτοβάθμια απόφαση είναι εσφαλμένη, αφού ουδόλως μπορεί να γίνει λόγος για πραγμάτωση από μέρους μου του κατ' άρθρο 222 ΠΚ εγκλήματος της υπεξαγωγής εγγράφου. Ειδικότερα, φέρομαι, σύμφωνα με τα όσα διαλαμβάνονται στο σκεπτικό της ως άνω απόφασης, ότι εκδήλωσα την αξιόποινη συμπεριφορά που περιγράφεται στη νομοτυπική μορφή του άρθρου 222 ΠΚ υπό τη μορφή της καταστροφής της επίμαχης επιταγής. Εντούτοις η ενέργεια της καταστροφής του εγγράφου, υπό την έννοια της εξαφάνισης αυτού ολοκληρωτικά, προκειμένου να αποτελέσει πράξη υπεξαγωγής, θα πρέπει να αφορά έγγραφο, το οποίο δεν ανήκει στην κυριότητα ή την αποκλειστική κυριότητα του ενεργούντος την καταστροφή ή ανήκει μεν πλην όμως το πρόσωπο αυτό έχει υποχρέωση προ παράδοση η επίδειξη του εγγράφου σε άλλον. Εν προκειμένω ωστόσο, ο κ. Θ., όπως άλλωστε επιβεβαιώνει και ο ίδιος, προέβη στην παράδοση της επιταγής σε εμένα προσωπικά. Με βάση τον Ν. 5960/1933 αυτό σημαίνει ότι έλαβε χώρα νομότυπη μεταβίβαση της επιταγής. Σημειώνεται ότι η μεταβίβαση των επιταγών δεν συντελείται αποκλειστικά και μόνο με οπισθογράφηση κατ' επιταγήν των ειδικών ρυθμίσεων περί αξιόγραφων, αλλά και με Βάση τις κοινές διατάξεις του αστικού δικαίου. Αφού, λοιπόν, εν προκειμένω ο κ. Θ. μου παρέδωσε το στέλεχος της επιταγής (: όπως ο ίδιος παραδέχεται), το έγγραφο αυτό περιήλθε στην κυριότητα μου και, ως εκ τούτου, η ενέργεια της καταστροφής της επιταγής από μέρους μου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά πράξη προσβολής κατά το άρθρο 222 Π Κ, αφού τελέστηκε από τον αποκλειστικό κύριο αυτής. Επισημαίνεται ότι με την ίδια έγκληση (:συνεπεία της οποίας δικάστηκα για το αδίκημα της υπεξαγωγής εγγράφου), ο εγκαλών με είχε καταγγείλει και για το αδίκημα της απάτης, ισχυριζόμενος ότι δήθεν μερικές ημέρες πριν από τη λήξη της επίδικης επιταγής, τον επισκέφτηκα στην οικία του και, παραπλανώντας τον ότι θα ρευστοποιούσα και θα του έδινα τα χρήματα κι έτσι τον έπεισα και μου την επέστρεψε. Ωστόσο, ύστερα από άσκηση προσφυγής μου κατά της απευθείας κλήσεως (: άρθρο 322 ΚΠΔ), εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 1052/2012 αμετάκλητο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Θεσσαλονίκης, που έκρινε ότι καμία απολύτως παράσταση ψευδών γεγονότων δεν έλαβε χώρα κατά την παράδοση της ανωτέρω επιταγής και αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία σε Βάρος μου για το παραπάνω αδίκημα της απάτης. Ενόψει, λοιπόν, του ότι ο παραπάνω ισχυρισμός του εγκαλούντος για τον τρόπο που περιήλθε στην κυριότητα μου η επίμαχη επιταγή κατέρρευσε πλήρως από το παραπάνω Βούλευμα, καθίσταται προφανές ότι η παραπάνω επιταγή παραδόθηκε νομίμως σ' εμένα από τον εγκαλούντα για τον λόγο που επανειλημμένως έχω εκθέσει: διότι αντιλήφθηκε και ο ίδιος ότι το δάνειο των 16,987.215 δρχ. το είχα προ πολλού εξοφλήσει, αφού του είχα καταβάλει 90.000 και πλέον ευρώ. Στο Βαθμό, λοιπόν, που νομίμως πλέον περιήλθε στην κυριότητα μου η παραπάνω επιταγή, δεν μπορεί επ' ουδενί να γίνεται λόγος για στοιχειοθέτηση του αδικήματος της υπεξαγωγής εγγράφου, για το οποίο καταδικάστηκα πρωτοδίκως. Επιπλέον, δεν είναι δυνατόν να παροραθεί το παράδοξο να τιμωρούμαι για την προσβολή του εννόμου αγαθού που προστατεύεται δυνάμει της διάταξης του άρθρου 222 ΠΚ, το οποίο δεν είναι άλλο από την αποδεικτική λειτουργία του εγγράφου τη στιγμή που η επίμαχη επιταγή στερείται αποδεικτικής λειτουργίας. Η αδυναμία της να λειτουργήσει ως αποδεικτικό μέσο οφείλεται στο γεγονός ότι στο κείμενο αυτής αναγράφεται ποσό (: εκατόν πέντε εκατομμύρια ευρώ !!!), το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και ως εκ τούτου τυγχάνει ανακριβές σε σχέση με το ύψος του ποσού που αποτέλεσε και το πραγματικό αντικείμενο του δανείου. Την αναλήθεια του αναγραφόμενου ποσού δέχονται εξάλλου, η υπ' αριθμ. 167/2009 διάταξη του κ. Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, η υπ' αριθμ. 319/2009 διάταξη του κ. Εισαγγελέως Εφετών Θεσσαλονίκης και το υπ' αριθμ. 1052/2012 αμετάκλητο Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με Βάση τα οποία δεν είναι δυνατόν το χρηματικό ποσό των 16.987.215 δρχ. ή 49.852,42 ευρώ, το οποίο φέρεται να περιήλθε στην κατοχή μου ως δάνειο, να ανήλθε μετά την παρέλευση 10 ετών στο μυθικό ποσό των 105.227.154,00 ευρώ ύστερα από συνυπολογισμό των τόκων. Ενόψει δε του ότι η παραπάνω επιταγή δεν ενσωμάτωνε πραγματική απαίτηση (: και δεν θα μπορούσε ποτέ να ενσωματώνει πραγματική απαίτηση μία επιταγή 105 εκατομμυρίων ευρώ!), καθίσταται προφανές ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για αποδεικτική δύναμη αυτής και, ως εκ τούτου, ελλείπει το στοιχείο εκείνο της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 222 ΠΚ, το οποίο συνιστά και το αντικείμενο της εγκληματικής ενέργειας. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι τα όσα είχαν διαμειφθεί με τον εγκαλούντα πριν την ενέργεια της καταστροφής της επιταγής από μέρους μου, και ειδικότερα η εξόφληση από μέρους μου του ποσού του δανείου που είχα λάβει από τον τελευταίο και η καταβολή περαιτέρω επιπλέον ποσού, το οποίο αντιστοιχούσε σε υπέρογκους τόκους, με οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ο εγκαλών δεν είχε άλλη αξίωση από εμένα και ότι η παράδοση σε εμένα του σώματος της επιταγής αποκάλυπτε τη βούληση του να μου μεταβιβάσει το αξιόγραφο. Ενόψει μάλιστα και του γεγονότος ότι ο σύζυγος μου είχε μάθει για το δάνειο που έλαβα από τον εγκαλούντα και άρα δεν μπορούσε πλέον να αναμένει την παροχή οικονομικών ανταλλαγμάτων προκειμένου να μην το αποκαλύψει ο ίδιος σε εκείνον, θεώρησα ότι ο εγκαλών δεν ανέμενε πλέον άλλο οικονομικό όφελος και ότι η επιταγή δεν του χρειαζόταν. Συνακόλουθα, όταν προέβην στην καταστροφή της, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι ο εγκαλών θυμήθηκε να αναμοχλεύσει τη συγκεκριμένη υπόθεση δύο (2) ολόκληρα χρόνια μετά την παράδοση σ' εμένα της παραπάνω επιταγής, πίστευα ότι είχα δικαίωμα να ενεργήσω ως κυρία επί του αξιόγραφου, με άλλα λόγια ότι η καταστροφή της επιταγής συντελέστηκε μετά την νομότυπη παράδοση σ' εμένα της κυριότητας του εγγράφου. Με άλλα λόγια, ευρισκόμουν σε συγγνωστή νομική πλάνη κατ' άρθρο 31 παρ. 2 ΠΚ, λόγος για τον οποίο επίσης ζητώ να με κηρύξετε αθώα". Ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός συγγνωστής νομικής πλάνης της κατηγορουμένης, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, προβλήθηκε απαραδέκτως κατά τρόπο αόριστο και το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να συμπεριλάβει ειδική αιτιολογία απόρριψής του, αφού δεν εκτέθηκαν τα αναγκαία ως άνω στοιχεία που θα καθιστούσαν συγγνωστή την επικαλούμενη πλάνη, δεν αναφέρθηκε η προσωπική της κατάσταση και δη η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη δεν ισχυρίστηκε ότι αγνοούσε τον άδικο χαρακτήρα της πράξης της καταστροφής της επιταγής και ότι δεν μπορούσε να τον γνωρίζει οιαδήποτε και αν κατέβαλε επιμέλεια και προσπάθεια, ενόψει των πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων της, τις οποίες ουδόλως παρέθεσε. Τον αυτοτελή αυτόν ισχυρισμό, που τείνει στην άρση του καταλογισμού του εγκλήματος της παραβάσεως του άρθρου 222 ΠΚ, στην αναιρεσείοντα, που κηρύχθηκε ένοχος για το έγκλημα αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση, καίτοι κατά τα παραπάνω δεν είχε υποχρέωση να απορρίψει με ειδική εμπεριστατωμένη αιτιολογία, παρά ταύτα απέρριψε με την προπαρατεθείσα αιτιολογία ότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη όταν προέβη σε καταστροφή της εν λόγω επιταγής του εγκαλούντος βρισκόταν σε νομική πλάνη καθόσον αγνοούσε τον άδικο χαρακτήρα της πράξης της, αφού θεωρούσε τον εαυτό της κυρία της επιταγής. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, είναι αβάσιμος και ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ σχετικός έτερος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως. Μετά από αυτά, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναίρεσης για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 04-09-2014 αίτηση - δήλωση της Γ. Π. του Β., για αναίρεση της με αρ. 377/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Μαρτίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαγωγή εγγράφου. 222 Π Κ. 1 .Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. 2. Απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για αναιτιολόγητη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού συγγνωστής νομικής πλάνης.
Υπεξαγωγή εγγράφων
Υπεξαγωγή εγγράφων.
0
Αριθμός 292/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσούλα Παρασκευά, (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου, και Βασίλειο Καπελούζο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαϊδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Β. Ρ. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παπαϊωάννου, για αναίρεση της υπ'αριθ. 2082/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Σεπτεμβρίου 2014 αίτηση μετά των από 30 Δεκεμβρίου 2014 προσθέτων λόγων, και τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 824/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 8 παρ. 1 του ν. 1599/86, κατά την οποία "Γεγονότα ή στοιχεία που δεν αποδεικνύονται με το δελτίο ταυτότητας, ή τα αντίστοιχα έγγραφα του άρθρου 6, μπορεί να αποδεικνύονται ενώπιον κάθε αρχής ή υπηρεσίας του δημόσιου τομέα, με υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου που συντάσσεται σε ειδικό σφραγιστό χαρτί αξίας 100 δραχμών", και 22 παρ. 6 εδ. α του ίδιου νόμου, η οποία ορίζει ότι "όποιος εν γνώσει του δηλώνει ψευδή γεγονότα, ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθινά, με έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 3 μηνών κλπ", συνάγεται ότι για την αντικειμενική υπόσταση του από την τελευταία διάταξη προβλεπόμενου εγκλήματος απαιτείται:1) δήλωση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, ή άρνηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, τα οποία δεν αποδεικνύονται με το δελτίο ταυτότητας ή το διαβατήριο, (όχι δε μόνο γεγονότων που αφορούν προσωπικά στοιχεία του δηλούντος), 2) η δήλωση αυτή να έχει συνταχθεί επί του προβλεπόμενου ειδικού σφραγιστού χαρτιού και γ) να απευθύνεται, δηλαδή να υποβάλλεται, σε αρχή ή υπηρεσία του δημόσιου τομέα, για την υποκειμενική δε θεμελίωση του, γνώση με την έννοια της βεβαιότητας (πλήρης γνώση -επίγνωση) των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και τη θέληση τελέσεως της πράξεως, η οποία φέρει στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως αυτού. Ως αρχή, νοείται το όργανο του Κράτους, το οποίο ασκεί, κατ' ιδίαν αυτού ελεύθερη κρίση, σε ορισμένο κύκλο κρατική εξουσία, προβλεπόμενη από τους οργανικούς τούτου νόμους. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κωδικός λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει από την απόφαση με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη και εκτιμηθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η επιβαλλόμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει και για τους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορο του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ.2 και 333 παρ.2 του ΚΠοινΔ, και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή τη μείωση της ικανότητος καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός νομικής πλάνης, κατά το άρθρο 31 του ΠΚ, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Το ποινικό δικαστήριο, οφείλει να απαντήσει και περαιτέρω να αιτιολογήσει ιδιαιτέρως και ειδικώς την παραδοχή ή την απόρριψη ενός αυτοτελούς ισχυρισμού, μόνον όταν έχει υποβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή, αναφέρονται όλα τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την κατά νόμο θεμελίωση του, ενώ δεν αρκεί μόνη η επίκληση της νομικής διατάξεως που τον προβλέπει ή του χαρακτηρισμού, με τον οποίο είναι γνωστός ο αυτοτελής ισχυρισμός στη νομική ορολογία ή τη νομική επιστήμη, αλλιώς είναι απαράδεκτος ως αόριστος, οπότε δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά, έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, που δίκασε κατ' έφεση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ' αριθ. 2082/2014 αποφάσεως του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα μνημονευόμενα κατά κατηγορία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος προκειμένου να προβεί στην ανανέωση της υπ'αριθμ.1020/1281678/4-δ από 24.3.2005 άδειας κατοχής πυροβόλου όπλου, εκδοθείσα από την Υποδιεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας Αττικής και, εν συνεχεία, στην προβλεπόμενη εκ του νόμου εξαμηνιαία θεώρησή της από το αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα, καθώς και στις εκ νέου ανανεώσεις των υπ'αριθμ. 1020/1281678/7-β από 8.4.2008 και 1020/1281678/8-δ από 9.3.2011 νέων αδειών οπλοφορίας του, υπέγραψε και κατέθεσε ως δικαιολογητικά ενώπιον του Τμήματος Ασφαλείας Νίκαιας αντίστοιχες υπεύθυνες δηλώσεις του άρ.8 του Ν. 1599/1986, στις οποίες δήλωνε ως διεύθυνση κατοικίας του άλλοτε την οδό Ακροπόλεως αρ. 10 στην Νίκαια, άλλοτε την οδό Κωστή Παλαμά αρ.116 στην Νίκαια, άλλοτε τη Γλυφάδα Αττικής, άνευ οδού και αριθμού, και άλλοτε την οδό Ποσειδώνος αρ. 11 στο Ελληνικό, τα οποία όμως στοιχεία ήταν ψευδή αφού ουδέποτε διέμενε στις ανωτέρω δηλωθείσες διευθύνσεις. Συγκεκριμένα, την 24.3.2005 ο κατηγορούμενος έλαβε την υπ' αριθμ. πρωτ. 1020/1281678/4-δ άδεια κατοχής πυροβόλου όπλου, εκδοθείσα από την Υποδιεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας Αττικής, η ισχύς της οποίας έληγε την 24.3.2008. Ο κατηγορούμενος πριν τη λήξη της και προκειμένου να προβεί στην εκ του νόμου εξαμηνιαία θεώρηση της από το αρμόδιο Α.Τ. υπέβαλε την 5.11.2007 υπεύθυνη δήλωση του αρθρ.8 του Ν.1599/1986, στην οποία δήλωσε ως τόπο κατοικίας του την οδό Ακροπόλεως αρ.110 στην Νίκαια Αττικής, ενώ την 27.2.2008 υπέβαλε νέα υπεύθυνη δήλωση όπου δήλωνε ως διεύθυνση κατοικίας του την οδό Κ. Παλαμά αρ.116 στην Νίκαια Αττικής. Εν συνεχεία, ο κατηγορούμενος την 8.4.2008 έλαβε την με αριθμ. πρωτ. 1020/1281678/7-β νέα άδεια κατοχής πυροβόλου όπλου, εκδοθείσα από την Υποδιεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας Αττικής, η ισχύς της οποίας έληγε την 8.4.2011. Ο κατηγορούμενος προβαίνοντας στις εξαμηνιαίες θεωρήσεις αυτής υπέβαλε υπεύθυνες δηλώσεις του άρ.8 ν. 1599/1986, στις οποίες δήλωνε, μεταξύ άλλων, ως τόπο κατοικίας του : την 8.10.2008 την οδό Κωστή Παλαμά αρ.116 στην Νίκαια Αττικής, την 2.4.2009 τη Γλυφάδα, άνευ οδού και αριθμού, την 30.9.2009 την οδό Ποσειδώνος αρ.11 στο Ελληνικό, την 1.4.2010 την οδό Κ. Παλαμά αρ.116 στην Νίκαια, την 1.10.2010 την οδό Κ. Παλαμά αρ.116 στην Νίκαια, την 6.10.2010 την οδό Κ. Παλαμά αρ.116 στην Νίκαια, και την 7.10.2010 την οδό Κ. Παλαμά αρ.116 στην Νίκαια. Τέλος, την 9.3.2011 ο κατηγορούμενος έλαβε την με αριθμ. πρωτ. 1020/1281678/8-δ άδεια κατοχής πυροβόλου όπλου, εκδοθείσα από την Υποδιεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας Αττικής, και την 3.10.2010 προκειμένου για τη θεώρηση της ανωτέρω αδείας προσκόμισε υπεύθυνη δήλωση του όπου αναγραφόταν ότι κατοικούσε στην Αθήνα επί του οδού Κ. Παλαμά αρ.116. Όμως, ο κατηγορούμενος ουδεμία σχέση είχε με τις προαναφερόμενες δηλωθείσες στις επίδικες υπεύθυνες δηλώσεις διευθύνσεις, αφού ουδέποτε κατοίκησε σε αυτές. Ο κατηγορούμενος διέμενε με την οικογένεια του στη Βάρη Αττικής επί της οδού Μαρωτή αρ.10. Λόγω οικογενειακών προβλημάτων από το έτος 2006 είχε αποχωρήσει από την οικογενειακή κατοικία και διέμενε σε άγνωστη διεύθυνση, που ουδεμία σχέση είχε με τις αναγραφόμενες στις υπεύθυνες δηλώσεις του. Ο κατηγορούμενος στο υπόμνημα του που κατέθεσε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και καταχωρήθηκε στα πρακτικά αναφέρει ότι διέμενε σε διαμέρισμα ισογείου ορόφου πολυκατοικίας κείμενης επί της οδού Κ. Παλαμά αρ.116 στην Νίκαια, ιδιοκτησίας του φίλου του, αστυνομικού, Ι. Π., από το Σεπτέμβριο του 2007 μέχρι και τον Ιούνιο του 2008 και στη συνέχεια μέχρι και το 2011 διέμενε εκεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ο δε Ι. Π. καταθέτει στην έγγραφη εξέταση του ως μάρτυρας, που αναγνώστηκε στο ακροατήριο, ότι φιλοξενούσε τον κατηγορούμενο συνεχώς από το 2006 μέχρι το 2011. Κατόπιν τούτου, είναι απορίας άξιο γιατί η ανωτέρω διεύθυνση δεν εμφανίζεται σε κανένα άλλο δημόσιο (επίσημο) έγγραφο κατά το χρονικό διάστημα 2007-2011 - ουδέν τέτοιο προσκομίζεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου - παρά μόνον στις επίδικες υπεύθυνες δηλώσεις. Επίσης, ουδόλως πείθει ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου για τη δηλωθείσα διεύθυνση της οδού Ακροπόλεως - όπου σημειωτέον ήταν η διεύθυνση κατοικίας της μνηστής του Ι. Π. - ότι αυτή δηλώθηκε εκ παραδρομής. Για το δηλωθέντα στην από 2.4.2009 υπεύθυνη δήλωση ως τόπο κατοικίας του ουδείς μπορεί να γίνει λόγο, αφού ο κατηγορούμενος ανέγραψε μόνον "Γλυφάδα", χωρίς οδό και αριθμό, έτσι ώστε εάν κάποιος, για οποιονδήποτε λόγο, ήθελε να τον αναζητήσει, θα ήταν αδύνατον. Τέλος, η δηλωθείσα στην από 30.9.2009 υπεύθυνη δήλωση διεύθυνση της οδού Ποσειδώνος αρ. 11 στο Ελληνικό αποτελεί την επαγγελματική κατοικία του κατηγορουμένου, ο νόμος όμως απαιτεί την αναγραφή του τόπου κατοικίας (διαμονής) κι όχι την επαγγελματική έδρα, γεγονός που καλώς γνώριζε ο κατηγορούμενος. Ο κατηγορούμενος, επιχειρηματίας, ο οποίος διαχειρίζεται εταιρείες συμφερόντων του, γνώριζε πολύ καλά ότι στις επίδικες υπεύθυνες δηλώσεις όφειλε να αναγράψει την πραγματική διεύθυνση της κατοικίας του, δεν έπραξε όμως τούτο διότι δεν ήθελε να καταστήσει γνωστή την πραγματική διεύθυνση κατοικίας του, διότι, όπως και ο μάρτυρας υπεράσπισης κατέθεσε στο ακροατήριο ("Ήταν συνέχεια σε ταξίδια και άλλαξε σπίτι, δεν είχε λόγο να το κρύψει, μόνο από τη γυναίκα του που είχε προβλήματα") είχε διαμάχη με τη γυναίκα του. Και φυσικά ο κατηγορούμενος ήταν σε θέση να αντιληφθεί τις έννομες συνέπειες των ψευδών υπεύθυνων δηλώσεων του - από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε το αντίθετο - απορριπτόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμου του προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου, δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του, περί συγγνωστής νομικής του πλάνης. Κατόπιν των προαναφερθέντων, ο κατηγορούμενος θα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξης που κατηγορείται. Ακολούθως, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι: " Στη Νίκαια, στις 5/11/07, στις 27/2/08, στις 8/10/08, στις 2/4/09, στις 30/9/09, στις 1/4/10, στις 1/10/10, στις 6/10/10, στις 7/10/10 και στις 3/10/11, με περισσότερες πράξεις του που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου αδικήματος, εν γνώση του δήλωσε ψευδώς στοιχεία που δεν αποδεικνύονται από το δελτίο ταυτότητας με έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του αρ. 8 Ν. 1599/86. Συγκεκριμένα, προκειμένου να προβεί στην ανανέωση της υπ' αριθμ. 1020/1281678/4-δ από 24/3/05 άδεια κατοχής πυροβόλου όπλου, εκδοθείσα από την Υποδιεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας Αττικής, αλλά και στη συνέχεια στην προβλεπόμενη εκ του νόμου εξαμηνιαία θεώρηση της από το αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα, αλλά και στην εκ νέου ανανέωση της υπ' αριθμ. 1020/1281678/7-β από 8/4/08 νέας άδειας οπλοφορίας του, υπέγραψε και κατέθεσε κατά τις ανωτέρω ημερομηνίες ως δικαιολογητικά, ενώπιον του Τμήματος Ασφάλειας Νίκαιας, αντίστοιχες υπεύθυνες δηλώσεις του αρ. 8 Ν.1599/86,στις οποίες δήλωνε ως διεύθυνση κατοικίας του άλλοτε την οδό Ακροπόλεως 10 στη Νίκαια, άλλοτε την οδό Κωστή Παλαμά 116 στη Νίκαια, άλλοτε τη Γλυφάδα, άνευ οδού και αριθμού, άλλοτε την οδό Ποσειδώνος αρ. 11 στο Ελληνικό, στοιχεία που ήταν ψευδή γιατί ουδέποτε διέμεινε στις ανωτέρω διευθύνσεις, αφού η μόνιμη κατοικία του ήταν και είναι στην οδό Μαρώτη 10 στη Βάρη". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία πείσθηκε γι' αυτό και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους το υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 1γ, 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 98 παρ.1. του ΠΚ και άρθρα 8 και 22 παρ.6 του ν. 1599/ 1986, όπως η παρ.6 αντικ. από το άρθρο 2 παρ. 13 του ν. 2479/1997, που εφαρμόσθηκαν, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές, ώστε να στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, με την απόφαση, αιτιολογείται επαρκώς ο δόλος του κατηγορουμένου, αφού δέχεται ότι με σκοπό παραπλανήσεως των αστυνομικών αρχών, οι οποίες ήσαν αρμόδιες για την ανανέωση αδειών οπλοφορίας του, υπέβαλε σχετικές υπεύθυνες δηλώσεις, επί σφραγιστών εντύπων του ν. 1599/1986, δηλώνοντας ψευδώς τις προαναφερθείσες διευθύνσεις κατοικιών του, ενώ γνώριζε ότι όλα αυτά ήσαν ψευδή, δεδομένου ότι η πραγματική νόμιμη κατοικία του, βρισκόταν στην οδό Μαρώτη 10, στη Βάρη-Αττικής. Οι ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι 1] η απόφαση είναι αναιτιολόγητη, διότι το σκεπτικό αποτελεί επανάληψη του διατακτικού, 2] το δικαστήριο δεν απήντησε στον αυτοτελή ισχυρισμό του για συγνωστή νομική πλάνη, είναι απορριπτέες, διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, 1] στο σκεπτικό της αποφάσεως αναφέρονται πρόσθετα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την ως άνω πράξη του κατηγορουμένου, πέραν όσων περιλαμβάνονται στο διατακτικό, 2]υπέβαλε [σ.7] τον εξής αυτοτελή ισχυρισμό "επικουρικά, προβάλλω τον ισχυρισμό ότι αγνοούσα ότι η πράξη μου εμπίπτει στην έννοια του νόμου, δεδομένου ότι επί της ουσίας στερούμην μόνιμης κατοικίας, είχα λαθεμένη αντίληψη της δυνατότητας μου να δηλώνω τον τόπο της εκάστοτε διαμονής μου και δεν μπορούσα να προβλέψω τις άδικες προεκτάσεις της ενεργείας μου, η πλάνη μου δε ήταν συγνωστή, καθώς δεν μπορούσα να αποφύγω την εσφαλμένη εκτίμηση, ακόμη και αν κατέβαλα την επιμέλεια του μέσου ανθρώπου", ο οποίος απορρίφθηκε από το δικαστήριο [που, λόγω της αοριστίας του ισχυρισμού, αφού δεν ανέφερε συγκεκριμένα περιστατικά ότι δεν μπόρεσε να γνωρίσει τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων του, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει] με την εξής επαρκή αιτιολογία: "...ο κατηγορούμενος ήταν σε θέση να αντιληφθεί τις έννομες συνέπειες των ψευδών υπεύθυνων δηλώσεων του-από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε το αντίθετο-απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβασίμου του προβληθέντος αυτοτελούς του ισχυρισμού, περί συγνωστής νομικής του πλάνης". Επισημαίνεται ότι δεν υπάρχει αντίφαση [όπως επικαλείται ο αναιρεσείων] στην προσβαλλόμενη απόφαση, από το γεγονός ότι στο σκεπτικό αναφέρεται, αρχικά μεν [σ.15] "ο κατηγορούμενος ουδεμία σχέση είχε με τις προαναφερόμενες δηλωθείσες στις υπεύθυνες δηλώσεις διευθύνσεις [μεταξύ των οποίων και επί της οδού Ποσειδώνος 11,στο Ελληνικό],αφού ουδέποτε κατοίκησε σ'αυτές', στη συνέχεια δε [σ.16] "η δηλωθείσα στην υπεύθυνη δήλωση διεύθυνση της οδού Ποσειδώνος 11,στο Ελληνικό, αποτελεί την επαγγελματική κατοικία του κατηγορουμένου, ο νόμος όμως απαιτεί την αναγραφή [στη δήλωση] του τόπου κατοικίας και όχι την επαγγελματική έδρα, γεγονός που καλώς γνώριζε ο κατηγορούμενος". Οι λοιπές αιτιάσεις του ήδη αναιρεσείοντος [κακή εκτίμηση αποδείξεων και ότι δεν συνεκτιμήθηκε, μαζί με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό, η αναγνωσθείσα άδεια κατοχής όπλου], με τις οποίες, υπό την επίκληση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά, οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, που προβλέπονται από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠοινΔ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγματος, οι συνεδριάσεις κάθε Δικαστηρίου είναι δημόσιες, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 329 παρ.2 του ΚΠοινΔ, η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και η απαγγελία της αποφάσεως γίνονται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις. Κατά τη διάταξη του άρθρου 330 παρ. 1,2 του ιδίου Κωδικός, αν η δημοσιότητα της συνεδρίασης είναι επιβλαβής στα χρηστά ήθη ή συντρέχουν ειδικοί λόγοι να προστατευθεί ο ιδιωτικός ή οικογενειακός βίος των διαδίκων, ιδίως αν η δημοσιότητα σε δίκη εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής έχει ως συνέπεια την ιδιαίτερη ψυχική ταλαιπωρία ή το διασυρμό του θύματος και μάλιστα ανηλίκου, το δικαστήριο διατάσσει τη διεξαγωγή της ή ενός μέρους της χωρίς δημοσιότητα. Για τον αποκλεισμό της δημοσιότητος κατά την προηγούμενη παράγραφο, το δικαστήριο, αφού ακούσει τον εισαγγελέα και τους διαδίκους, εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση και την απαγγέλλει σε δημόσια συνεδρίαση. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 331 του ιδίου Κωδικός, η διαδικασία στο ακροατήριο γίνεται προφορικά. Για τη συζήτηση συντάσσονται πρακτικά, και η απόφαση απαγγέλλεται προφορικά και διατυπώνεται εγγράφως σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 140-144. Η παράβαση των παραπάνω διατάξεων ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Η έλλειψη δημοσιότητος της διαδικασίας στο ακροατήριο, ενόψει και του άνω άρθρου 331 ΚΠοινΔ, πρέπει να αποδεικνύεται μόνο από τα σχετικά πρακτικά συνεδριάσεως. Όμως, για να είναι ορισμένος ο παραπάνω λόγος αναιρέσεως, δεν αρκεί να εκτίθεται μόνον ότι "η απόφαση απαγγέλθηκε κεκλεισμένων των θυρών και ουχί δημοσία", αλλά πρέπει να γίνεται επίκληση ότι λήφθηκε σχετική απόφαση του δικαστηρίου για να γίνει η συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών, τους λόγους για τους οποίους λήφθηκε η σχετική απόφαση, αν τηρήθηκαν ή όχι οι προϋποθέσεις του άνω άρθρου 330 του ΚΠοινΔ και συγκεκριμένα, αν η σχετική απόφαση υπήρξε αυθαίρετη ή όχι και αν είναι αιτιολογημένη ή όχι. Στη προκειμένη περίπτωση, ο ήδη αναιρεσείων, με σχετικό λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλει κατά λέξη ότι "αιτούμαι την αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, για παράβαση του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. στ. Γ' ΚΠοινΔ, καθόσον η απόφαση απηγγέλθη κεκλεισμένων των θυρών, δηλαδή ουχί δημοσία". Επομένως, ο ως άνω λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η απαγγελία της προσβαλλόμενης αποφάσεως έγινε κεκλεισμένων των θυρών και όχι δημόσια, πρέπει να απορριφθεν ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, ανεξάρτητα του ότι, όπως προκύπτει από τα επισκοπούμε-να πρακτικά της δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η συνεδρίαση όσον και η απαγγελία της αποφάσεως (σελ. 18), έγιναν "στο ακροατήριο του στην αίθουσα συνεδριάσεως, με παρόντες όλους τους παράγοντες της δίκης σε δημόσια συνεδρίαση ". Κατά το άρθρο 470 εδ. α' ΚΠοινΔ "στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως από εκείνον που καταδικάσθηκε η υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται". Από τη διάταξη αυτή, η παραβίαση της οποίας συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, προκύπτει ότι χειροτερεύει η θέση του κατηγορουμένου όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που κρίνει επί ενδίκου μέσου που άσκησε ο ίδιος ή ασκήθηκε υπέρ αυτού, επιβάλλει μεγαλύτερη ποινή από εκείνη που του επιβλήθηκε πρωτοδίκως, έστω και εσφαλμένα. Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για την έρευνα του βάσιμου του προβαλλόμενου αναιρετικού λόγου, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την με αριθμό 1547/2013 απόφαση του, καταδίκασε τον ήδη αναιρεσείοντα, για ψευδή υπεύθυνη δήλωση, κατ' εξακολούθηση, σε ποινή φυλακίσεως 7 μηνών, ανασταλείσα επί 3ετία. Κατά της αποφάσεως αυτής ο ήδη αναιρεσείων άσκησε το ένδικο μέσο της εφέσεως. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για την ίδια πράξη, επέβαλε σ'αυτόν, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, ποινή φυλακίσεως 6 μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Έτσι, όμως, κρίνοντας το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν κατέστησε χείρονα τη θέση του κατηγορουμένου και άρα δεν υπ'επεσε στην από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ πλημμέλεια. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν κατ'ουσίαν, η αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, στη συνέχεια δε να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 10-9-2014 αίτηση και τους από 30-12-2014 πρόσθετους λόγους του Β. Ρ., για αναίρεση της με αριθμό 2082/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Μαρτίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδής υπεύθυνη δήλωση, εξακολουθητικά. Στοιχεία. Δημοσιότης συνεδριάσεως Υπέρβαση εξουσίας από χειροτέρευση θέσεως κατηγορουμένου.
Ψευδής υπεύθυνη δήλωση
Ψευδής υπεύθυνη δήλωση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 290/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Χρυσούλα Παρασκευά (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Λ. Π. του Φ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεοχάρη Δαλακούρα, περί αναιρέσεως της 357/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17 Ιουνίου 2014 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 624/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 1599/1986 "σχέσεις κράτους- πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητας και άλλες διατάξεις", γεγονότα ή στοιχεία που δεν αποδεικνύονται με το δελτίο ταυτότητας ή τα αντίστοιχα έγγραφα του άρθρου 6, μπορεί ν` αποδεικνύονται ενώπιον κάθε αρχής ή υπηρεσίας του δημόσιου τομέα με υπεύθυνη δήλωση του ενδιαφερομένου που συντάσσεται σε ειδικό σφραγιστό χαρτί αξίας 100 δραχμών". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 6 εδ. α του ίδιου νόμου, "όποιος εν γνώσει του δηλώνει ψευδή γεγονότα ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθινά με έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από τις διατάξεις αυτές, σαφώς συνάγεται ότι για την αντικειμενική υπόσταση του από την τελευταία προβλεπόμενου εγκλήματος απαιτείται: 1) δήλωση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή άρνηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, τα οποία δεν αποδεικνύονται με το δελτίο ταυτότητας ή το διαβατήριο (όχι δε μόνο γεγονότων που αφορούν προσωπικά στοιχεία του δηλούντος), 2) η δήλωση αυτή να έχει συνταχθεί επί του προβλεπόμενου ειδικού χαρτιού και 3) η ψευδής έγγραφη υπεύθυνη δήλωση να απευθύνεται, δηλαδή να υποβάλλεται, σε αρχή ή υπηρεσία του δημόσιου τομέα, για την υποκειμενική δε θεμελίωσή του, γνώση με την έννοια της βεβαιότητας (πλήρης γνώση - επίγνωση) των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και τη θέληση τελέσεως της πράξεως, η οποία φέρει στην πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως αυτού. Ως αρχή νοείται το όργανο του Κράτους, το οποίο ασκεί, κατ' ιδίαν αυτού ελεύθερη κρίση, σε ορισμένο κύκλο κρατική εξουσία, προβλεπόμενη από τους οργανικούς αυτού νόμους. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, επελεύσεως, δηλαδή, ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Το τελευταίο συμβαίνει και στο έγκλημα της υποβολής ψευδούς υπεύθυνης δηλώσεως, που προβλέπεται από τα άρθρα 8 παρ. 1 και 22 παρ. 6 του ν. 1599/1986, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του οποίου απαιτείται άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση ότι η υπεύθυνη δήλωση είναι ψευδής. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς στην καταδικαστική απόφαση, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τη γνώση αυτή, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ίδιου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εντεύθεν και δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 357/2014 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα ψευδούς υπεύθυνης δηλώσεως, με τα ελαφρυντικά του προτέρου εντίμου βίου και του ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη της, και την καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: " ... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το ΝΠΔΔ με την επωνυμία "ΠΑΙΔΙΚΟΙ ΣΤΑΘΜΟΙ ΔΗΜΟΥ ΘΑΣΟΥ" προκειμένου να καλύψει για τις ανάγκες του μία (1) θέση βοηθού βρεφοκόμου - παιδοκόμου, δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με σειρά προτεραιότητας και με τη διαδικασία του ΑΣΕΠ, δημοσίευσε στο ΦΕΚ (τεύχος προκηρύξεων ΑΣΕΠ) και με αριθμό φύλλου 532/31-8-2006, την με αριθμό 1/609 Μ/2006 προκήρυξη πλήρωσης θέσεων μόνιμου προσωπικού. Για την αξιολόγηση των υποψηφίων, την τήρηση της διαδικασίας και την κατάρτιση των πινάκων προτεραιότητας και επιτυχίας, σύμφωνα με την 88/11-7-2006 απόφαση του Προέδρου του παραπάνω ΝΠΔΔ συγκροτήθηκε τριμελής επιτροπή αξιολόγησης, αποτελούμενη από τη Μ. Π., πρόεδρο του παραπάνω ΝΠΔΔ, Ε. Λ., προϊσταμένη Διοικητικού του Δήμου Θάσου και Ε. Ζ., υπάλληλο του Κ.Ε.Π Δήμου Θάσου. Αιτήσεις συμμετοχής, σύμφωνα με την παραπάνω προκήρυξη και τους όρους της, υπέβαλαν, νόμιμα και εμπρόθεσμα τόσο η μηνύτρια, Π. Δ. του Ν., όσον και η κατηγορουμένη. Επί της προκηρύξεως αυτής, καταρτίσθηκε από την ως άνω επιτροπή αξιολόγησης πίνακας διοριστέας και τεσσάρων (4) επιλαχόντων, με τον οποίο και με βάση τη βαθμολογία, θεώρησε διοριστέα (και πρώτη επιτυχούσα) την κατηγορουμένη και πρώτη επιλαχούσα τη μηνύτρια, με διαφορά βαθμολογίας από τη διοριστέα κατηγορουμένη 11 βαθμούς. Ειδικότερα, σύμφωνα με τον παραπάνω πίνακα η κατηγορουμένη συγκέντρωσε συνολικά 1.060,50 βαθμούς και η μηνύτρια 1.049,50 βαθμούς. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη, υπέβαλε προς το προαναφερθέν ΝΠΔΔ και μέσω αυτού προς το ΑΣΕΠ, μαζί με την αίτηση και τα λοιπά δικαιολογητικά έγγραφα για τη συμμετοχή της στην ως άνω προκήρυξη και την από 11-5-2007 υπεύθυνη δήλωση, την οποία συνέταξε και υπέγραφε η ίδια και στην οποία, εκτός των άλλων, δήλωσε επί λέξει τα κάτωθι: "β) εργάστηκα στην επιχείρηση "ΝΗΠΙΑΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΠΕ" ως βοηθός βρεφονηπιοκόμος από 2-10-2006 έως 28-2-2007 στη Θεσσαλονίκη....". Πλην όμως τα ανωτέρω ήταν ψευδή, διότι η κατηγορουμένη, το παραπάνω χρονικό διάστημα, διέμενε στη Θάσο και απασχολείτο στον παιδικό σταθμό του Δήμου Θάσου στο Λιμένα Θάσου, έχοντας προσληφθεί από το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων του βρεφονηπιακού σταθμού, προσφέροντας τις υπηρεσίες της ως βοηθός νηπιαγωγού από τις 9 το πρωί μέχρι τις 3 το απόγευμα καθημερινά. Ο ισχυρισμός της κατηγορουμένης ότι κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα εργαζόταν ταυτόχρονα και στην επιχείρηση "ΝΗΠΙΑΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΠΕ", που βρίσκεται στο Ασβεστοχώρι Θεσ/νίκης, ως βοηθός βρεφονηπιοκόμος, έχοντας ως αντικείμενο τη σύνταξη των ημερησίων προγραμμάτων του σταθμού και των προγραμμάτων εορτών, εργασία την οποία διεκπεραίωνε από απόσταση, χωρίς να απαιτείται η φυσική παρουσία της στο χώρο της παραπάνω επιχείρησης, δεν κρίνεται πειστικός. Και τούτο διότι ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης αυτής δεν είχε κανένα λόγο να αναθέσει στην κατηγορουμένη την παραπάνω εργασία την οποία το λογικό θα ήταν να την κάνουν οι απασχολούμενοι στον παιδικό σταθμό παιδαγωγοί που θα υλοποιούσαν και τα σχετικά προγράμματα. Εξάλλου δεν μπορεί να γίνει πιστευτό αυτό που η κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι δηλαδή κάθε Σαββατοκύριακο μετέβαινε από τη Θάσο στη Θεσ/νίκη όπου συναντιόταν με την ιδιοκτήτρια του παιδικού σταθμού για να βγάλουν μαζί τα εβδομαδιαία προγράμματα, γιατί κάτι τέτοιο οπωσδήποτε θα ήταν οικονομικά ασύμφορο γι' αυτήν. Εξάλλου από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι η κατηγορουμένη διέθετε ειδικές γνώσεις ή σχετική εμπειρία για τη σύνταξη προγραμμάτων, ώστε να δικαιολογείται η επιλογή της έναντι άλλων παλαιοτέρων συναδέλφων της, που μάλιστα θα είχαν και τη δυνατότητα ταυτόχρονης υλοποίησης των συντασσομένων προγραμμάτων. Επομένως η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη της πράξης της ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης που της αποδίδεται με το κατηγορητήριο, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της ψευδούς υπεύθυνης δηλώσεως, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 8 και 22 παρ. 6 του ν. 1599/1986, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμες, αφού: α) Σαφώς δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο ότι η ένδικη υπεύθυνη δήλωση ήταν ψευδής, γιατί η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, διέμενε στη Θάσο και απασχολείτο στον παιδικό σταθμό του Δήμου Θάσου. Οι ισχυρισμοί της δε ότι εργαζόταν ταυτοχρόνως και στην επιχείρηση "ΝΗΠΙΑΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΕΠΕ", που βρίσκεται στο Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης, και ότι κάθε Σαββατοκύριακο μετέβαινε από τη Θάσο στη Θεσσαλονίκη, όπου συναντιόταν με την ιδιοκτήτρια του παιδικού σταθμού για να βγάλουν μαζί τα εβδομαδιαία προγράμματα, ήταν αρνητικοί της κατηγορίας και το Δικαστήριο δεν είχε την υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απόρριψή τους. Παρά ταύτα, ως εκ περισσού, τον απέρριψε με την ως άνω αιτιολογία. β) Δεν ήταν αναγκαία η παράθεση περαιτέρω αιτιολογίας ως προς το γιατί η υλοποίηση των προγραμμάτων θα ανετίθετο στους απασχολουμένους στον παιδικό σταθμό παιδαγωγούς και δεν υπήρχε λόγος να ανατεθεί στην αναιρεσείουσα η σύνταξη αυτών. γ) Ακόμη, δεν ήταν αναγκαίο το Δικαστήριο να αιτιολογήσει γιατί στην κρίση του δεν βάρυνε η απολογία της αναιρεσείουσας ως προς τους ισχυρισμούς περί μεταβάσεώς της από τη Θάσο στη Θεσσαλονίκη και ως προς τους οικονομικούς όρους της απασχολήσεώς της. δ) Δεν απαιτείτο η παράθεση περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει ότι η σύνταξη των προγραμμάτων απαιτούσε ειδικές και όχι γενικές γνώσις, ούτε αν η αναιρεσείουσα είχε προηγούμενη εμπειρία σχετικώς ούτε αν παλαιότεροι συνάδελφοί της είχαν τη δυνατότητα να συντάσσουν και να υλοποιούν τα εν λόγω προγράμματα. ε) Το Τριμελές Εφετείο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του, έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στο προοίμιο του σκεπτικού (μαρτυρικές καταθέσεις, έγγραφα, απολογία) και δεν προέβη σε επιλεκτική αξιολόγηση ορισμένων από αυτά, δεν ήταν δε υποχρεωμένο να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση αυτών μεταξύ τους. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Οι, περιεχόμενες στο λόγο αυτό, αιτιάσεις περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (απολογίας, εγγράφων, κ.λπ.) είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την, αναιρετικά ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 17 Ιουνίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 4123/2014) αίτηση (δήλωση) της Λ. Π. του Φ., για αναίρεση της 357/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη καταδίκη της κατηγορουμένης για υποβολή προς ΝΠΔΔ και, μέσω αυτού, προς τον ΑΣΕΠ ψευδούς υπεύθυνης δηλώσεως ότι είχε εργασθεί, για κάποιο διάστημα, σε επιχείρηση, στην οποία, όμως, δεν είχε εργασθεί. Στοιχεία εγκλήματος. Ως εκ περισσού το Δικαστήριο απάντησε αιτιολογημένα σε αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς. Το Δικαστήριο δεν προέβη σε επιλεκτική αξιολόγηση αποδεικτικών μέσων, δεν είχε δε υποχρέωση να προβεί σε συσχέτιση αυτών μεταξύ τους. Απόρριψη αιτήσεως
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ψευδής υπεύθυνη δήλωση.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 285/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Μαρία Γαλάνη Λεοναρδοπούλου (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 41/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Ν. Σ. του Α., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Μαλανδρίνου, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Αντώνιο Φούσα και Εμμανουήλ-Μηνά Σταύρου, περί αναιρέσεως της 103,103α,104,105,107/2013 και 31/2014 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ναυπλίου και με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Δ. Τ. του Θ., κάτοικο ..., 2) Ι. Χ. Τ.-Τ., κάτοικο ... και 3) Π. Τ. του Θ., κάτοικο ..., που παρέστησαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Μαντά. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ναυπλίου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Νοεμβρίου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1101/2014. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Προκειμένου, ειδικότερα, για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, η διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 του ΚΠοινΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 19 περ. β του ν. 2408/1996, ορίζει ότι "η άσκηση εφέσεως από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η αιτιολόγηση της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου αυτού μέσου και πρέπει να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, δηλαδή, πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές και νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση, δεδομένου, μάλιστα, ότι, με την απαγγελία της αθωωτικής αποφάσεως στο ακροατήριο (με συνοπτική συνήθως αιτιολογία), ο Εισαγγελέας έχει άμεση πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, καθώς και στα πρακτικά της συνεδριάσεως του δικαστηρίου, όπου η καταχώριση των μαρτυρικών καταθέσεων και η απολογία του κατηγορουμένου (ΟλΑΠ 9/2005). Αν η έφεση του Εισαγγελέα δεν έχει τέτοια αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να την απορρίψει ως απαράδεκτη, την κρίνει παραδεκτή και, ακολούθως, εξετάζοντας την ουσία της υποθέσεως, καταλήξει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση της εξουσίας του, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 103α, 103, 104, 105, 107/2013, 31/2014 απόφασή του και τα ενσωματωμένα σ` αυτήν πρακτικά, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ναυπλίου, με την παρεμπίπτουσα 103α/2013 απόφασή του απέρριψε τον ισχυρισμό που πρόβαλε εγγράφως, ανέπτυξε δε και προφορικώς, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ε. Σ., περί απαραδέκτου της εφέσεως του Αντεισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου κατά της 10, 11, 12, 13, 14/2003 αθωωτικής αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Γυθείου και δέχθηκε τυπικώς την έφεση αυτού, στη συνέχεια δε, αφού εξέτασε την ουσία της υποθέσεως, με την 31/2014 απόφασή του, κήρυξε, κατά πλειοψηφία, ένοχο τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα ανθρωποκτονίας από πρόθεση της Δ. Σ., το γένος Τ., με το ελαφρυντικό ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως δεκαοκτώ (18) ετών και σε αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για πέντε (5) έτη. Στην έκθεση που συντάχθηκε για την ανωτέρω έφεση από τον αρμόδιο Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Ναυπλίου, με αριθμό 7/31.1.2003, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται για την έρευνα της βασιμότητας του κατωτέρω λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ, αναφέρεται ότι ο εν λόγω Εισαγγελέας ασκεί έφεση κατά της πρωτόδικης απαλλακτικής αποφάσεως γιατί: "Από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που προέκυψαν από την επ' ακροατηρίου διαδικασία, το παραπάνω Δικαστήριο τον αθώωσε για την ανωτέρω πράξη, ενώ έπρεπε να τον κηρύξει ένοχο, καθόσον προέκυψε ότι αυτός τέλεσε την πράξη της ανθρωποκτονίας με πρόθεση. Ειδικότερα στον ... την 1η Νοεμβρίου 1999 και περί ώρα 11.00' έως 12.30, ενεργώντας με πρόθεση και τελώντας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, σκότωσε τη σύζυγό του Δ. Σ., το γένος Τ.. Πλέον συγκεκριμένα, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, έχοντας αποφασίσει, τελώντας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που του επέτρεπε τη σκέψη, να σκοτώσει την προαναφερόμενη σύζυγό του, ενώ βρισκόταν μέσα στο μπάνιο της συζυγικής τους οικίας στον ..., την θανάτωσε με στραγγαλισμό, περισφίγγοντας με δύναμη το λαιμό και τον τράχηλό της και προκαλώντας συνακόλουθα ανοξυγοναιμία του εγκεφάλου της και στη συνέχεια περιέλουσε την περιοχή του προσώπου και του λαιμού της με καυστικό δηλητήριο (άκουα-φόρτε), προκειμένου να εμφανίσει το θάνατό της ως ατύχημα. Συγκεκριμένα από ολόκληρο το αποδεικτικό υλικό της επ' ακροατηρίω διαδικασίας και δη από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, όλα τα έγγραφα που ανεγνώσθησαν, καθώς και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψε ότι δράστης της παραπάνω ανθρωποκτονίας με πρόθεση είναι ο κατηγορούμενος Ν. Σ., τούτο δε συνάγεται από τα παρακάτω: Μετά το θάνατο της παθούσας Δ. Σ., διενεργήθηκε νεκροψία και νεκροτομή από τους ιατρούς Π. I. Α. και X. Ο., που συνέταξαν την από 25-11-1999 ιατροδικαστική έκθεση στην οποία συμπέραναν ότι "ο θάνατος της Σ. Δ.ς είναι αποτέλεσμα οξείας φαρμακευτικής δηλητηριάσεως, προκληθείσης δια εμβροχής του προσώπου εντός καυστικού δηλητηρίου και εισπνοής αναθυμιάσεων εξ αυτού, χαρακτηρίζεται δε ως ατύχημα". Ο χαρακτηρισμός αυτός ως αιτία θανάτου των ανωτέρω ιατρών είναι ανακριβής και ατελής. Τούτο συνάγεται από την από 4-6-2001 ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη των ιατροδικαστών πραγματογνωμόνων Β. Δ. (Ιατροδ. Υπηρεσίας Αθηνών) και Ι. Α. (Προϊστάμενο της Ιατρ. Υπηρεσίας Πατρών), οι οποίοι διενήργησαν ιατροδικαστική πραγμ/νη (νεκροψία- νεκροτομία μετά εκταφήν) κατόπιν σχετικής παραγγελίας του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κορίνθου και οι οποίοι παρατηρούν ότι η προηγηθείσα νεκροτομία, που διενεργήθηκε και υπογράφηκε από τους προαναφερόμενους ιατρούς I. Α. και X. Ο., "ήταν αδιαμφισβήτητα πλημμελής και ατελής, όσον αφορά στην τεχνική της νεκροτομής δι' ανοίξεως των κοιλοτήτων του σώματος (δεν είχε ουδόλως διανοιχθεί η κρανιακή, περιτοναϊκή και πυελική κοιλότητα και δεν είχε αφαιρεθεί προς μακροσκοπικό έλεγχο το καρδιοπνευμονικό παρασκεύασμα του θώρακος). Στην αντίστοιχη έκθεση, γίνεται σαφής αναφορά σε μακροσκοπική ευρήματα οργάνων, που δεν ελέγχτηκαν - χαρακτηριστικά αναφέρεται ως νεκροτομικό εύρημα "επέκταση του χημικού εγκαύματος εις το βλεννογόνο λάρυγγος", ενώ ουδόλως είχε διανοιχθεί η λαρυγγική κοιλότητα προκειμένου να ελεγχθεί ο βλεννογόνος αυτής. Εκτός αυτού στην έκθεση των ανωτέρω πραγματογνωμόνων αναφέρονται ευρήματα εκ των οργάνων (έντερον, σπλήνα, στόμαχος, νεφροί κ.λ.π.), ενώ ουδόλως είχαν διανοιχθεί και ελεγχθεί". Τελικά οι ιατροδικαστές πραγματογνώμονες Β. Δ. και I. Α. αποφαίνονται ότι "ο θάνατος της Σ. Δ. επήλθε συνεπεία συμπιέσεως του τραχήλου και σε καμία περίπτωση συνεπεία επιδράσεως διαβρωτικού δηλητηρίου (λόγω καταπόσεως υγρού διαλύματος ή εισπνοής ατμών)". Τούτο προέκυψε, ως εκθέτουν οι ως άνω δύο ιατροδικαστές "από την ανατομική περιοχή του τραχήλου, παρετηρήθησαν πολλαπλές εκδορές, οι οποίες σε συνδυασμό με τις αποτυπωματικού τύπου εν σειρά μακροδιασχίσεις του δέρματος της δεξιάς στερνοκλειδομαστοειδούς χώρας (οι οποίες είχαν χαρακτήρες εν ζωή κακώσεων - έκδηλος αιμορραγική διήθησις), παρέχουν χαρακτήρες συμβατούς με σύλληψη και άσκηση πιέσεως στον τράχηλο της θανούσης. Από τον αριστερό οφθαλμό παρετηρήθη αιμορραγική βλάβη του επιπεφυκότος, η οποία είναι χαρακτηριστική του μηχανισμού προκλήσεως και παρατηρείται σε περιπτώσεις συμπιέσεις του τραχήλου (βολβική αιμορραγία οφειλόμενη σε ρήξη αγγείων λόγω στάσεως αίματος αποτόκου παρατεταμένης συμπιέσεως του τραχήλου). Εξάλλου και στις δύο προαναφερόμενες ιατροδικαστικές εκθέσεις σημειώνεται ότι ο στόμαχος της θανούσης ήταν κενός τροφών και κατά φύσιν άνευ διαβρωτικού τύπου αλλοιώσεων. Επομένως δεν είχε εισρροφηθεί οξύ και συνεπώς αποκλείεται η αυτοκτονία, όπως δέχεται και ο ίδιος ο κατηγορούμενος, αναφέροντας στερεότυπα ότι πρόκειται περί ατυχήματος. Εάν ήταν ατύχημα προερχόμενο από καυστικό υγρό που εξ απροσεξίας έπεσε στο πρόσωπο της θανούσας θα έσπευδε αυτή να εφαρμόσει εγκαίρως τις πρώτες βοήθειες στον εαυτό της (έκπλυση του δέρματος με νερό, επίκληση βοήθειας). Επίσης με την από 1-11-1999 έκθεση αυτοψίας και κατασχέσεως που πραγματοποίησαν αστυνομικοί κατασχέθηκε μπουκάλι με διάλυμα υδροχλωρικού οξέος 24% που βρέθηκε στο χώρο του μπάνιου κάτω από τον νιπτήρα και δίπλα στον τοίχο, όρθιο και το πώμα του πάνω στο πλυντήριο. Αν επρόκειτο για ατύχημα η θανούσα θα είχε πετάξει το μπουκάλι και δεν θα βρισκόταν όρθιο. Όσον αφορά την εκδοχή της εισπνοής των αναθυμιάσεων του υγρού και του ατυχηματικού θανάτου από τις αναθυμιάσεις αυτές, η εκδοχή αυτή επιστημονικά είναι αστήρικτη, αφού το υποτιθέμενο υπεύθυνο διάλυμα του υδροχλωρικού θάνατο (βλ. Ιατρική Γνωμοδότηση του Λ. Π., φαρμακοποιού, ιατρού, ειδικού ιατροδικαστή, πρώην Επίκουρου Καθηγητή, Δικαστικής Τοξικολογίας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών). Να σημειωθεί ότι κατόπιν αιτήσεως του πληρεξουσίου δικηγόρου του πολιτικώς ενάγοντος Δ. Τ., έγινε έρευνα - πείραμα στο Εργαστήριο Επιδερμικών Δοκιμασιών του Νοσοκομείου "Α. Συγγρός" σε έξι άτομα - εθελοντές, διαβρέχοντας το δέρμα τους με το διάλυμα υδροχλωρικού οξέος 24% (όμοιο με το ανευρεθέν μπουκάλι), επί αρκετού χρονικού διαστήματος (από 30 λεπτά έως 48 ώρες) και βάσει των παρατηρήσεων διαπιστώθηκε ότι το ως άνω διάλυμα προκάλεσε ήπιο ερεθισμό και σε ορισμένα άτομα ήπιο ερύθημα διαρκείας 30-60 λεπτών, χωρίς να αφήσει καμιά κλινική βλάβη στο δέρμα (απανθράκωση ή μελανή χροιά) και με την επαφή του με το δέρμα και μόνο, δεν μπορεί να προκαλέσει το θάνατο, εφόσον ούτε καν έντονη ερεθιστικότητα δεν προκάλεσε σ' αυτό. Επί πλέον, σύμφωνα με τη δεύτερη πραγματογνωμοσύνη των ιατροδικαστών Β. Δ. και I. Α., στις φωτογραφίες του θύματος παρατηρούνται εγκαυματικού τύπου εκτεταμένη βλάβη του προσώπου, δίκην γεωγραφικού χάρτου, με μορφολογία συμβατή με επίδραση διαβρωτικού δηλητηρίου, υγράς μορφής, η οποία βλάβη προκλήθηκε από τον κατηγορούμενο για συγκάλυψη του εγκλήματος του. Το διαβρωτικό δε αυτό καυστικό υγρό προκάλεσε εγκαύματα μελανής χροιάς στο πρόσωπο της θανούσης. Ο κατηγορούμενος είχε λόγους να σκοτώσει τη σύζυγό του, αφού οι σχέσεις τους τον τελευταίο καιρό, δεν ήσαν αρμονικές, σύμφωνα με τις καταθέσεις των μαρτύρων Δ. Τ., Ι. Τ., Π. Τ.., αδελφών της θανούσης, καθώς και της μητέρας της Μ. Τ., η οποία είχε φιλοξενηθεί στο σπίτι της θανούσης κόρης της δύο ημέρες πριν από την δολοφονία, οπότε και είχε διαπιστώσει έντονο επεισόδιο μεταξύ του ζεύγους και ότι δεν είχαν καθόλου αρμονικές σχέσεις. Μάλιστα η κόρη της τής εκμυστηρεύθηκε ότι ο σύζυγός της την βαρέθηκε και δεν την θέλει πια. Παρά ταύτα ο κατηγορούμενος δήλωσε ότι οι σχέσεις με τη θανούσα σύζυγό του ήσαν πολύ αρμονικές, άριστες (όπως εκθέτει στο απολογητικό του υπόμνημα). Τέλος πρέπει να αποκλεισθεί η εκδοχή ότι το έγκλημα τελέστηκε από άλλο άγνωστο άτομο, δεδομένου ότι όπως δήλωσε ο κατηγορούμενος τόσον ο ίδιος όσο και η θανούσα δεν είχαν διαφορές με κανέναν. Την ημέρα δε του εγκλήματος το σπίτι βρέθηκε κλειδωμένο και εντός αυτού δεν υπήρχε καμία αναστάτωση, ούτε εκλάπησαν χρήματα ή άλλα χρήσιμα αντικείμενα (χρυσαφικά κ.λ.π.)". Η πιο πάνω αιτιολογία της εφέσεως είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές πλημμέλειες, που αποδίδονται στην εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων κηρύχθηκε αθώος για την ανωτέρω πράξη, επιπλέον δε εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και ένεκα των οποίων υφίσταται η συνδρομή των αντικειμενικών και των υποκειμενικών όρων της εν λόγω αξιόποινης πράξεως. Ειδικότερα, εκτίθεται σαφώς τι, κατά την κρίση του εκκαλούντος Εισαγγελέα, προέκυψε από ολόκληρο το αποδεικτικό υλικό (μαρτυρικές καταθέσεις, απολογία του κατηγορουμένου, έκθεση αυτοψίας, εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, κ.λπ.) και αιτιολογείται γιατί ο θάνατος της Δ. Σ. οφειλόταν σε εγκληματική ενέργεια και όχι σε ατύχημα ή αυτοκτονία και γιατί δράστης της ανθρωποκτονίας ήταν ο κατηγορούμενος και όχι άγνωστο πρόσωπο, καταδεικνύεται, δηλαδή, η πλήρης αντίθεση των πραγματικών περιστατικών που είχαν προκύψει από τη διαδικασία ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με αυτά που δέχθηκε, παντελώς αναιτιολόγητα, η, απαρτιζόμενη από τους τέσσερις ενόρκους, πλειοψηφία εκείνου, η οποία, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της εν λόγω αποφάσεως, έχει ως εξής: "Όμως κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας ήτοι των τεσσάρων ενόρκων ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος διότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτός σκότωσε τη σύζυγό του. Ειδικότερα παρόλο που όλοι εκτός του Κ. Σ. πιστεύουν ότι ο θάνατος προήλθε πράγματι από εγκληματική ενέργεια και δεν οφείλεται σε ατύχημα έχουν αμφιβολίες ότι δράστης ήταν ο κατηγορούμενος ενώ ο ένορκος Κ. Σ. έχει αμφιβολίες ακόμη και για το αν ο θάνατος προήλθε από εγκληματική ενέργεια και όχι από ατύχημα". Επί πλέον αιτιολογία δεν ήταν αναγκαία. Επομένως, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, απαρτιζόμενο από τους τρεις τακτικούς Δικαστές, ορθώς δέχθηκε ως παραδεκτή την ανωτέρω έφεση, απορρίπτοντας τον σχετικό ισχυρισμό του κατηγορουμένου, με το να προχωρήσει δε, μετά ταύτα, στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως και να κηρύξει ένοχο αυτόν για ανθρωποκτονία της Δ. Σ. εκ προθέσεως, δεν υπερέβη την εξουσία του και ο, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 299 παρ. 1 του ΠΚ, όπως ισχύει μετά την κατάργηση της ποινής του θανάτου με το άρθρο 33 παρ. 1 του ν. 2172/1993, "όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση ξένης ζωής με θετική ενέργεια ή με παράλειψη ενέργειας που οφείλεται από το νόμο, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξεως και τη θέληση αφαίρεσης ζωής άλλου ανθρώπου. Κατά δε το άρθρο 27 παρ.1 του ΠΚ, με δόλο πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά νόμο απαρτίζουν την έννοια αξιόποινης πράξεως. Επίσης, όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα περιστατικά αυτά τα αποδέχεται. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι με άμεσο δόλο ενεργεί εκείνος που θέλει την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και αυτός που δεν το επιδιώκει, αλλά προβλέπει ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξεώς του και δεν αφίσταται αυτής, με ενδεχόμενο δε δόλο πράττει εκείνος, ο οποίος προβλέπει ως δυνατό το εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται. Η ανθρωποκτόνος πρόθεση του δράστη δεν είναι πάντοτε εμφανής και κατά το πλείστον προκύπτει από την καταγραφή και εκτίμηση διαφόρων αντικειμενικών στοιχείων, όπως οι προηγούμενες σχέσεις δράστη - θύματος, το είδος του μέσου που χρησιμοποιήθηκε, η κατεύθυνση του πλήγματος ή της βολής, ο αριθμός των πληγμάτων, η απόσταση της βολής, το μέρος του σώματος που τυχόν επλήγη, οι συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η πράξη, η μεταγενέστερη συμπεριφορά του δράστη κ.ο.κ. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, επελεύσεως, δηλαδή, ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εντεύθεν και δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Μικτό Ορκωτό Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "...αποδείχτηκαν, κατά την άποψη που επεκράτησε στο δικαστήριο ..., τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Ο κατ/νος, που έχει γεννηθεί το έτος 1952 στον Άγιο Νικόλαο Αργολίδος, από το έτος 1969 εγκαταστάθηκε στον .... Το έτος 1977 τέλεσε γάμο με τη θανούσα Δ., το γένος Τ., κόρη πολυμελούς οικογενείας. Αμέσως μετά το γάμο τους εγκαταστάθηκαν στον ..., όπου ο κατηγορούμενος μολονότι είχε φοιτήσει σε μία ιδιωτική τεχνική σχολή μηχανικών αυτ/των, άνοιξε ταβέρνα, στην λειτουργία της οποίας βοηθούσε και η θανούσα. Το έτος 1985 σταμάτησε να λειτουργεί την ταβέρνα και μίσθωσε στην ίδια κωμόπολη κεντρικό περίπτερο. Και πάλι η θανούσα βοηθούσε καθημερινά στη λειτουργία του περιπτέρου μέχρι το χρόνο του θανάτου της και ειδικότερα αντικαθιστούσε καθημερινά τον κατηγορούμενο στο περίπτερο 3-4 ώρες (13,00 έως 16,30 περίπου), προκειμένου να ξεκουράζεται. Το ζευγάρι, μετά από δέκα χρόνια έγγαμης συμβίωσης, ήτοι το έτος 1987, απέκτησε μία κόρη την Ειρήνη ηλικίας κατά το χρόνο του συμβάντος 12 ετών περίπου. Το έτος 1993, η παθούσα παρουσίασε ψυχολογικά προβλήματα και ειδικότερα όπως προκύπτει από τη συνταγογράφηση στο βιβλιάριο υγείας της παρουσίασε "Αγχώδεις Εκδηλώσεις - Κατάθλιψη και ψυχωσική συνδρομή" και γι' αυτό μέχρι το έτος 1997 ελάμβανε φαρμακευτική αγωγή, ενώ κατά καιρούς επισκεπτόταν τα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου *ΑΙΓΙΝΗΤΕΙΟ*, όπου, ο ιατρός που την εξέταζε της χορηγούσε την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή και τις σχετικές οδηγίες. Η κατάσταση της υγείας δεν μαρτυρούσε ότι επρόκειτο για άτομο που νοσεί από ενεργή νόσο, καθώς τα όποια προβλήματα, που ήσαν ήπιας μορφής, τα αντιμετώπιζε αποτελεσματικά με φαρμακευτική αγωγή, γι` αυτό και δεν χρειάστηκε να νοσηλευτεί έστω και μία ημέρα σε ψυχιατρική κλινική ή νοσοκομείο. Τελευταία, είχε καλυτερεύσει η κατάσταση της ψυχικής υγείας της αισθητά, όπως αυτό παραδέχθηκε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος και γι` αυτό σταμάτησε να λαμβάνει φάρμακα. Η θανούσα, όπως όλοι οι μάρτυρες βεβαίωσαν και παραδέχτηκε και ο κατ/νος, όχι μόνον δεν είχε κανένα εχθρό, αλλ` αντιθέτως ήταν ιδιαίτερα πρόσχαρη και αγαπητή σε όλους. Ήταν συνεσταλμένη, ευαίσθητη και εσωστρεφής, καλή σύζυγος και μητέρα. Ωστόσο, οι σχέσεις του κατ/νου με την θανούσα, όπως πειστικά κατέθεσαν οι στενοί συγγενείς της από προσωπική αντίληψη αλλά και από τις εκμυστηρεύσεις της, ειδικά το τελευταίο προ του θανάτου της χρονικά διάστημα, δεν ήταν αρμονικές, εξαιτίας της απότομης, βίαιης και σκληρής συμπεριφοράς του κατ/νου. Ειδικότερα, όντας άτομο βίαιο και παρορμητικό, δεν δίσταζε να χειροδικεί σε βάρος της, ακόμη και παρουσία στενών συγγενών της. Ενδεικτική είναι η κατάθεση της αδελφής της θανούσης Ι. Τ., σύμφωνα με την οποία παρουσία της ο κατ/νος κατά τη διάρκεια λογομαχίας με τη θανούσα, την άρπαξε βίαια από τα μαλλιά και αναγκάστηκε να την αφήσει μόνο όταν αυτή (μάρτυρας) διαμαρτυρήθηκε και του ζήτησε να μη το ξανακάνει. Επίσης δεν δίστασε να την χαστουκίσει όταν πληροφορήθηκε ότι επισκέφτηκε την οικία του αδελφού της Δ. Τ.. Επιπλέον, ξενυχτούσε με φίλους του σε διάφορα κακόφημα μπαρ της Κορίνθου και της γύρω περιοχής και γύριζε στο σπίτι του τα ξημερώματα παρά τις εύλογες αντιρρήσεις και διαμαρτυρίες του θύματος. Για τα ανωτέρω τα οποία γνώριζαν από δική τους αντίληψη κατέθεσαν χαρακτηριστικά με τρόπο πειστικό που δεν άφηνε καμία αμφιβολία για την αξιοπιστία τους οι μάρτυρες Μ. συζ. Θ. Τ., μητέρα της θανούσας, (βλ. την κατάθεσή της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που αναγνώστηκε, επειδή απεβίωσε), η οποία φιλοξενούνταν κατά καιρούς στο σπίτι του ζευγαριού, ο αδελφός της Δ. Τ., ο οποίος είχε φιλοξενηθεί για μερικά χρόνια στο σπίτι τους πριν παντρευτεί και ο οποίος κατέθεσε ότι τότε ξενυχτούσαν μαζί με τον κατηγορούμενο στα μπαρ, η Μ. Τ. και ο Φ. Τ., αδέλφια της θανούσας επίσης, καθώς και η εξαδέλφη της Μ. Ν., η οποία τα γνώριζε από διηγήσεις της ίδιας της θανούσας, οι οποίες έγιναν μάλιστα τον τελευταίο καιρό. Αλλ` ακόμη και ο μάρτυρας κατηγορίας Χ. Γ., ήδη συνταξιούχος αστυνομικός και φίλος του κατηγορούμενου, κατέθεσε ότι πράγματι συμμετείχε σε νυχτερινές εξόδους του κατ/νου σε μπαρ με γυναίκες, προσθέτοντας χαρακτηριστικά, ότι ο ίδιος, λόγω των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων του, δεν μπορούσε να ακολουθήσει τον κατηγορούμενο σ' όλες τις συχνές νυκτερινές εξόδους του και έπαυσε να τον συνοδεύει. Επίσης, η μητέρα της θανούσας, η οποία είχε φιλοξενηθεί στην οικία του ζευγαριού μόλις δύο ημέρες πριν από το συμβάν (από 27-10-1999 έως 30-10-1999) κατέθεσε ότι τα ξημερώματα της 30-10-1999 η θυγατέρα της μπήκε αναστατωμένη στο υπνοδωμάτιό της και έπεσε στην αγκαλιά της ζητώντας την βοήθειά της, ενώ αργότερα της εκμυστηρεύτηκε ότι ο σύζυγός της την βαρέθηκε και δεν τη θέλει πια. Η ίδια μάρτυρας κατέθεσε ότι λίγες ώρες αργότερα ο κατηγορούμενος ξαφνικά ήρθε στο σπίτι από το περίπτερο και γυρίζοντας γύρω από το τραπέζι που κάθονταν οι δυο γυναίκες τις κοίταζε με αγριεμένο ύφος χωρίς να μιλάει και έφυγε και πάλι ξαφνικά. Η στάση δε και το ύφος του τις τρομοκράτησε και μάλιστα η εν λόγω μάρτυρας προσφέρθηκε να μείνει και την ημέρα αυτή μαζί της πλην όμως η θανούσα αρνήθηκε. Την 1-11-1999 και περί ώρα 11 έως 11,30 ο κατ/νος, ενώ βρισκόταν στο περίπτερό του μαζί με τον κουμπάρο του Ι. Γ. και τον φίλο του Χ. Γ., τότε αστυνομικό εν ενεργεία και ήδη συνταξιούχο, ζήτησε να μείνουν για λίγα λεπτά στο περίπτερο στη θέση του, προκειμένου να πάει με το μοτοποδήλατό του να βάλει βενζίνη και ακολούθως να μεταβεί στην οικία του, που απείχε 1-1,5 χλμ. περίπου και με το μοτ/το έκανε 3' περίπου λεπτά της ώρας για να μεταβεί. Όπως είπε, η σύζυγός του θα επισκεπτόταν γιατρό στην Κόρινθο για τα χέρια της που της πονούσαν και ήθελε να ενημερωθεί σχετικά. Περί ώρα 12,00 έως 12,15 ο κατ/νος τηλεφώνησε στο περίπτερό του και όταν ο Ι. Γ. σήκωσε το ακουστικό ζήτησε να του δώσει τον Χ. Γ.. Όταν ο τελευταίος πήρε το ακουστικό ο κατ/νος του είπε *έλα σπίτι πέθανε η γυναίκα μου*. Όπως απεδείχθη, το τηλεφώνημα αυτό το έκανε ο κατ/νος πριν ειδοποιήσει την αστυνομία ή κάποιο γιατρό. Πράγματι ο εν λόγω μάρτυρας αστυνομικός μετέβη με το αυτ/το του στην οικία του μάρτυρα. Καθ' οδόν συνάντησε τον αδελφό του κατ/νου Κ. Σ. και τον μάρτυρα Η. Μ., φίλο του κατ/νου, τους οποίους ενημέρωσε σχετικά για το τηλεφώνημα που είχε λάβει. Όταν έφθασε στην οικία του κατ/νου ο τελευταίος κλαίγοντας τον ενημέρωσε ότι βρήκε τη σύζυγό του Δ. Σ., 42 ετών, νεκρή στο δάπεδο του λουτρού της διώροφης κατοικίας τους. Ο εν λόγω μάρτυρας αστυνομικός πράγματι είδε την θανούσα να είναι πεσμένη ανάσκελα στο μπάνιο, να έχει εγκαύματα στο λαιμό, τα μαλλιά της να είναι βρεγμένα, το παράθυρο του μπάνιου ανοιχτό, αισθάνθηκε έντονη μυρωδιά ακουαφόρτε, ενώ όλα τα αντικείμενα στο χώρο της οικίας ήσαν σε τάξη. Όπως στη συνέχεια θα αναφερθεί, ο κατ/νος παραδέχεται ότι βρήκε τη γυναίκα του μπρούμυτα. Επομένως, πριν μεταβεί ο μάρτυρας Γ. στην οικία του, είχε ήδη μετακινήσει το πτώμα γυρίζοντάς το ανάσκελα. Τότε κατέφθασαν στην εν λόγω οικία οι Κ. Σ. και Η. Μ.. Ο μάρτυρας αστυνομικός Γ. κατέστησε γνωστό στον κατ/νο ότι δεν πρέπει να μετακινήσει το πτώμα και να πειράξει τίποτα από το χώρο, μέχρι να έλθει η αστυνομία, ο ίδιος δε και επειδή δεν μπορούσε να χειριστεί το σταθερό τηλέφωνο της οικίας, όπως κατέθεσε, βγήκε απ' αυτήν για να ειδοποιήσει την αστυνομία με το κινητό του. Αφού ενημέρωσε το αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα Βραχατίου Κορινθίας ο εν λόγω μάρτυρας αστυνομικός επέστρεψε στην οικία όπου διαπίστωσε ότι ο κατ/νος, παρά τις συστάσεις του, με την βοήθεια του αδελφού του Κ. Σ. και του φίλου του Η. Μ. είχε μεταφέρει το πτώμα στην κρεβατοκάμαρα της οικίας και την είχαν αποθέσει. Όταν ο αστυνομικός τον επέπληξε γιατί μετέφερε το πτώμα ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να τη βλέπει στο πάτωμα. Λίγο μετά, έχοντας ειδοποιηθεί από τον κατ/νο, στην οικία έφθασε ο Δ. Σ., παθολόγος γιατρός της περιοχής. Όπως ο ίδιος κατέθεσε, του τηλεφώνησε πριν την 12η μεσημβρινή ο κατ/νος, (δεδομένου ότι την ώρα αυτή είχε ήδη αφιχθεί στην οικία), λέγοντάς του ότι *κάτι έχει γίνει με την γυναίκα του* και όχι ότι ήταν πεθαμένη. Ο εν λόγω ιατρός εξεταζόμενος στο ακροατήριο ήταν κατηγορηματικός ότι ο θάνατός της είχε λάβει χώρα πριν από κάποιες ώρες, δεδομένου ότι όταν έπιασε το πτώμα ήταν κρύο, παρουσίαζε σημάδια αρχόμενης ακαμψίας, ενώ τον εντυπωσίασαν εγκαύματα που είχε στο πρόσωπο, ακόμη και στο εσωτερικό του ματιού της. Επίσης βεβαίωσε ότι τα ρούχα της και τα μαλλιά της ήσαν βρεγμένα και ανέδιδαν μία όξινη οσμή, ενώ τα δάκτυλά της ήσαν ξεφλουδισμένα σαν από έγκαυμα. Αποκλείοντας το ενδεχόμενο αυτοκτονίας και επειδή ο θάνατος του φάνηκε ύποπτος, βεβαίωσε προφορικά το θάνατο, χωρίς να χορηγήσει κάποιο πιστοποιητικό. Ακολούθως έφθασαν στην οικία του κατ/νου οι αστυνομικοί του αρμοδίου τμήματος Β. Ο κατ/νος τους είπε ότι: *Την ημέρα εκείνη η σύζυγός του επρόκειτο να επισκεφθεί στην Κόρινθο, κάποιο γιατρό νευρολόγο για κάποιες ενοχλήσεις που είχε τον τελευταίο καιρό στα δάκτυλα των χεριών της. Ότι περί ώρα 12.00 της ίδιας ημέρας τηλεφώνησε στο σπίτι τους από το περίπτερο για να μάθει τι της είχε πει ο γιατρός. Επειδή δε το τηλέφωνο δεν απαντούσε ζήτησε από τον φίλο του Χ. Γ. αστυφύλακα και τον κουμπάρο του Ι. Γ., οι οποίοι εκείνη τη στιγμή κάθονταν μαζί περίπτερο να τον αντικαταστήσουν για λίγο προκειμένου, αφενός μεν να πάει να βάλει βενζίνη στο μηχανάκι του και αφετέρου να πάει στο σπίτι του για να μάθει από την γυναίκα του τι της είπε ο γιατρός. Ότι περί ώρα 12.20 αναχώρησε από το περίπτερο και αφού έβαλε βενζίνη σε γειτονικό βενζινάδικο έφθασε στο σπίτι του στις 12.30 περίπου. Εκεί, αφού βρήκε την αυλόπορτα του κήπου καθώς και την εξωτερική πόρτα στις αρχές του κλιμακοστασίου κλειστές και την πόρτα του σπιτιού λίγο ανοικτή, βρήκε τη σύζυγό του πεσμένη μπρούμυτα στο δάπεδο του μπάνιου με τα πόδια προς την μπανιέρα και το κεφάλι προς την πόρτα. Αμέσως έπεσε πάνω της για να δει τι της συμβαίνει και όταν την έπιασε ήταν παγωμένη οπότε κατάλαβε ότι ήταν νεκρή. Τότε έτρεξε και πήρε τηλέφωνο στο περίπτερο τον Χ. Γ. και έντονα ταραγμένος του ζήτησε να έλθει γρήγορα στο σπίτι του. Σημειωτέον ότι τους ίδιους ισχυρισμούς προβάλλει εφεξής ο κατ/νος. Οι αστυνομικοί του Α.Τ. Βραχατίου Κορινθίας συνέταξαν την από 1-11-1999 έκθεση αυτοψίας του χώρου, ενώ αστυνομικοί του τμήματος Εγκληματολογικών Ερευνών της Κορίνθου φωτογράφισαν το θύμα πάνω στο κρεβάτι καθώς και το χώρο του μπάνιου. Σύμφωνα και με την έκθεση αυτοψίας και όπως αυτό επιβεβαιώθηκε και από τους μάρτυρες και τις φωτογραφίες, από την πόρτα του μπάνιου αριστερά για τον εισερχόμενο υπήρχε ένα ηλεκτρικό πλυντήριο, δίπλα του η λεκάνη του WC, απέναντι από την πόρτα μπανιέρα και πάνω απ' αυτή ένα παράθυρο το οποίο βρέθηκε ανοικτό. Στη δεξιά πλευρά υπήρχε ο νιπτήρας και κάτω απ' αυτόν βρέθηκε όρθιο ένα μπουκάλι άδειο από διάλυμα υδροχλωρικού οξέως 24% μάρκας DRASTIK, το πώμα του οποίου βρέθηκε, όπως ήδη αναφέρθηκε, πάνω στο πλυντήριο. Στο χώρο του μπάνιου υπήρχε έντονη οσμή υδροχλωρικού οξέως. Στους υπόλοιπους χώρους του σπιτιού δεν υπήρχε καμία αταξία ή σημεία που να μαρτυρούν προηγηθείσα πάλη. Επίσης αναφέρεται στην έκθεση αυτοψίας αλλά και αποδείχθηκε από το άνω αποδεικτικό υλικό, ότι η θανούσα φορούσε πρόχειρα ρούχα ήτοι ένα παντελόνι ανοιχτόχρωμο (μπεζ χρώματος) το οποίο ήταν ξεκούμπωτο με μισοκατεβασμένο το φερμουάρ στο μπροστινό του μέρος. Πάνω φορούσε μία μπλούζα πορτοκαλί και εσωτερικά μια λευκή φανέλα. Στα πόδια δεν φορούσε κάλτσες, όμως μπροστά στο κρεβάτι (στο οποίο την μετέφεραν ο κατηγορούμενος με τους άλλους δύο) και κάτω από τα πόδια της βρέθηκαν υπολείμματα από νάιλον γυναικείες κοντές κάλτσες λιωμένες. Για το γεγονός αυτό ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι τη βρήκε στο μπάνιο με τα άνω ρούχα χωρίς παπούτσια αλλά φορούσε τις κάλτσες. Ισχυρίστηκε (καθώς και ο μάρτυρας αδελφός του Κ Σ.) ότι οι κάλτσες έπεσαν από τα πόδια της όταν αυτοί την μετέφεραν από το μπάνιο στην κρεβατοκάμαρα. Αντίθετα οι αστυνομικοί της σήμανσης παρέλειψαν, άγνωστο για ποίο λόγο, να αναζητήσουν δακτυλικά αποτυπώματα, κυρίως στο χώρο του μπάνιου και ιδιαίτερα στο άδειο δοχείο του υδροχλωρικού οξέος. Τη σοβαρή αυτή παράλειψη της αστυνομίας διαδέχτηκαν άλλες εξίσου σοβαρές ενέργειες, που μαρτυρούν μία σπουδή να *κλείσει* γρήγορα η υπόθεση και πάντως έλλειψη ευθύνης, συνείδησης του καθήκοντος και επαγγελματισμού. Συγκεκριμένα, αν και επρόκειτο για έναν βίαιο και πάντως μη φυσικό θάνατο, τα αίτια του οποίου (αυτοκτονία, ατύχημα, εγκληματική ενέργεια) όφειλαν να διερευνήσουν, απέκλεισαν εξαρχής την εγκληματική ενέργεια. Πιο συγκεκριμένα το αρμόδιο Α.Τ. Βραχατίου και δη ο Διοικητής του έσπευσε περί ώρα 12,30 της ιδίας ημέρας 1-11-1999, πριν δηλαδή να διενεργήσει οποιαδήποτε έρευνα, να καταχωρήσει στο τηρούμενο βιβλίο αδικημάτων - συμβάντων της ίδιας ημέρας επί λέξει το ακόλουθο συμβάν:*...* . Σημειωτέον ότι, όταν έγινε η παραπάνω καταχώρηση στο βιβλίο συμβάντων και όταν απεστάλη η παραπάνω αναφορά, οι αστυνομικοί δεν είχαν στα χέρια τους καμία βεβαίωση και δη επίσημη για την αιτία θανάτου, είναι δε απορίας άξιο γιατί απέκλεισαν εξαρχής την εγκληματική ενέργεια. Η αυθαιρεσία όμως του Διοικητού του Α.Τ. Βραχατίου είχε και συνέχεια. Ειδικότερα, την ίδια ημέρα (1-11- 999) και περί ώρα 16,06 απέστειλε ΤΕΛΕΧ στο Α.Τ. Πατρών με το ακόλουθο επί λέξει περιεχόμενο:* ... Η παθούσα είχε ψυχολογικά προβλήματα για τα οποία είχε νοσηλευτεί κατά το παρελθόν*. Η τελευταία αναφορά του πιο πάνω ΤΕΛΕΧ ήταν ανακριβής, καθόσον ουδέποτε η θανούσα είχε νοσηλευτεί για ψυχολογικά προβλήματα σε κάποια κλινική ή νοσοκομείο, είναι δε απορίας άξιον ποίος ήταν εκείνος που μετέφερε στον εν λόγω αστυνομικό αυτή την ανακριβή πληροφορία και αυτός την ασπάστηκε χωρίς να την ελέγξει. Ατυχώς η μνεία των παραπάνω στοιχείων στο προαναφερόμενο ΤΕΛΕΧ είχε και άλλες αλυσιδωτές συνέπειες, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια. Ειδικότερα, όταν λίγες ώρες αργότερα της ίδιας ημέρας η σωρός της θανούσης μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Πατρών, προκειμένου να διενεργηθεί νεκροψία-νεκροτομή από τους διορισθέντες προς τούτο ιατρούς I. Α. και X. Ο., οι τελευταίοι ασφαλώς επηρεασμένοι από τα παραπάνω αναφερόμενα στο έγγραφο του Α.Τ. Βραχατίου, σύμφωνα με τα οποία η αιτία θανάτου ήταν η χρήση του αναφερόμενού υδροχλωρικού οξέως, συνέταξαν την από 25-11-1999 μονοσέλιδη ιατροδικαστική έκθεση, στην οποία αναφέρουν επί λέξει τα ακόλουθα: *Κατά την εξωτερικήν εξέτασιν του σώματος διεπιστώσαμεν: Εκτεταμένον χημικόν έγκαυμα, καθ' άπασαν της επιφάνειαν του προσώπου, μετά αποπτώσεως της επιδερμίδος εις πολλά σημεία. Διεπιστώθη επίσης λευκάζουσα χρώση του κερατοειδούς των οφθαλμών, λόγω χημικού εγκαύματος. Το έγκαυμα επεκτείνεται και κατά την προσθίαν επιφάνειαν του λαιμού. Προβάντες εις την διάνοιξιν των διαφόρων κοιλοτήτων του σώματος διεπιστώσαμεν: ... Εκ των ανωτέρω ως και εκ των πληροφοριών περί των συνθηκών του ατυχήματος συνάγομεν ότι ο θάνατος της Σ. Δ. του Θ. είναι αποτέλεσμα οξείας φαρμακευτικής δηλητηριάσεως, προκληθείσης δια εμβροχής του προσώπου, εντός καυστικού δηλητηρίου και εισπνοής αναθυμιάσεων εξ αυτού, χαρακτηρίζεται δε ως ατύχημα*. Ο εκ των συντακτών της ως άνω εκθέσεως Χ. Ο., εξεταζόμενος στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αναφορικά με την αιτία θανάτου που ανέφερε στην έκθεση αυτή, έδωσε την ακόλουθη αλλοπρόσαλλη επεξήγηση: *εμβροχή σημαίνει άμεση επαφή με το υγρό, διαβροχή δε είναι η ρίψη, ας πούμε εμβάπτιση, επαφή με το υγρό*, ενώ εξεταζόμενος στο παρόν δικαστήριο, στην προηγηθείσα δίκη, η επί της οποίας απόφαση αναιρέθηκε, έδωσε μία πιο βελτιωμένη εκδοχή: * δια εμβροχής του προσώπου εννοώ ότι κάποιος του το έριξε επάνω του ή και μόνος του ακόμη. ...η θανούσα πέθανε από εισπνοή αναθυμιάσεων του υγρού εν ζωή και οι ατμοί έφτασαν στις κυψελίδες..* Δηλαδή και σύμφωνα με τους εν λόγω ιατρούς, η θανούσα, έχοντας αποφασίσει να αυτοκτονήσει, έβρεξε το πρόσωπό της με το υδροχλωρικό οξύ (χωρίς ωστόσο να βραχούν καθόλου τα ρούχα που φορούσε παρά μόνον οι κάλτσες της (άγνωστο πώς ήταν δυνατόν να συμβεί αυτό) και χωρίς να πέσει καθόλου υγρό στο πάτωμα να συνεχίσει να εισπνέει τις αναθυμιάσεις στωικά, να τοποθετήσει το άδειο μπουκάλι όρθιο δίπλα στον νιπτήρα σε θέση περίοπτη (το πώμα του βρέθηκε απέναντι πάνω στο πλυντήριο όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω) και στη συνέχεια να βρεθεί ξαπλωμένη (πώς άραγε) στο πάτωμα μπρούμυτα, ενώ είναι γνωστό και αποδείχθηκε ότι σ' αυτές τις περιπτώσεις το άτομο από ένστικτο κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να απομακρύνει το καυστικό υγρό (κυρίως με πλύσιμο) για να σωθεί. Η παραπάνω έκθεση είναι ιατροδικαστική έκθεση μόνο κατά την επικεφαλίδα της και αποτελεί μνημείο ανευθυνότητος και αυθαιρεσίας. Το γεγονός ότι οι παραπάνω ιατροί που την συνέταξαν δεν είχαν την ειδικότητα του Ιατροδικαστή, αλλά εκείνη του χειρουργού και κυτταρολόγου - παθολογοανατόμου αντιστοίχως δεν αποτελεί ελαφρυντικό, δεδομένου ότι η έκθεση αυτή δεν είναι μόνο ελλιπής και πάντως αντιεπιστημονική, αλλά και ανακριβής, αφού μνημονεύει ότι έγιναν ενέργειες, (όπως π.χ. διανοίξεις οργάνων) που δεν έγιναν, επιπλέον αναφέρει ευρήματα που στην πραγματικότητα δεν τα παρατήρησαν ούτε μπορούσαν να παρατηρήσουν με τις εργασίες που έκαναν, συνακόλουθα δε οδηγήθηκε σε αυθαίρετα συμπεράσματα. Μία χαρακτηριστική περίπτωση που αξίζει να αναφερθεί είναι ότι στην έκθεση αυτή γίνεται σαφής αναφορά σε μακροσκοπικά ευρήματα οργάνων, που δεν ελέγχθησαν,... Είναι χαρακτηριστικό ότι στην έκθεση αυτή ουδεμία αναφορά γίνεται για την ύπαρξη εκδορών στο λαιμό της θανούσης, οι οποίες προκλήθηκαν εν ζωή, ένα πολύ σημαντικό εύρημα, που ασφαλώς δημιουργεί αμφιβολίες για το αίτιο θανάτου που αναφέρει. Το ότι πολλές από τις ενέργειες που αναφέρουν στην έκθεση ότι προέβησαν, δεν τις είχαν πραγματοποιήσει, αναγκάστηκε να το παραδεχθεί και ο ίδιος ο Χ. Ο. εξεταζόμενος ως μάρτυρας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπου ανερυθρίαστα παραδέχτηκε ότι διενήργησε την νεκροψία - νεκροτομή μόνος του, δεδομένου ότι αυτός νεκροτομούσε και ο Α. έγραφε, μέσα σε μισή ώρα, *τσάκα - τσάκα*, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε, δηλαδή γρήγορα ή κατ' άλλη έκφραση *στο πόδι*, δικαιολογούμενος ότι λαμβάνει μικρή αμοιβή γι` αυτή την εργασία. Για να καταδειχθεί η προχειρότητα και συνακόλουθα η έλλειψη οποιουδήποτε επιστημονικού βάρους της εν λόγω εκθέσεως είναι χρήσιμο να αναφερθεί πώς αξιολογήθηκε από άλλους μάρτυρες ιατροδικαστές - γιατρούς, όχι μόνο του κατηγορητηρίου αλλά και τεχνικούς συμβούλους που εξετάστηκαν με πρόταση του κατ/νου: α. ο Β. Δ. Ιατροδικαστής Πειραιώς, που διορίστηκε πραγματογνώμων και διενήργησε νεκροψία - νεκροτομή μετά από εκταφή του πτώματος κατέθεσε σχετικά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αλλά και στην προηγηθείσα δίκη στο παρόν δικαστήριο, η επί της οποίας απόφαση αναιρέθηκε, τα ακόλουθα: * ....Δεν είχε γίνει προηγούμενη νεκροτομή με επιστημονική μέθοδο. Δεν είχε διανοιχθεί καμία κοιλότητα Οι πιο πολλές διανοίξεις δεν διαπιστώθηκαν. Δεν έγινε διάνοιξη κεφαλής, καρδιάς, οισοφάγου, στομάχου, ούτε στους πνεύμονες. Μόνο 3 εκατοστά στην τραχεία έγινε τομή. Δεν μπορεί να διακριβωθεί έγκαυμα γιατί δεν μπορεί να ανοίξει το στόμα. Δεν υπήρχε τομή σε κανένα όργανο. Αφού δεν είχε διανοιχθεί η λαρυγγική κοιλότητα δεν μπορούσαν να δουν τη βλάβη του βλεννογόνου. Δεν είδαν τίποτα οι συνάδελφοι έτσι άνοιξαν για το τύπο παρουσίασαν μία νεκροτομή που δεν ήταν νεκροτομή. Από τον τρόπο που εργάστηκαν το μόνο που θα μπορούσαν να δουν ήταν αν έχουν μείνει τα όργανα στη θέση τους τίποτα άλλο*. β. ο Ι. Α. Προϊστάμενος της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πατρών, που επίσης πραγματογνώμων και διενήργησε νεκροψία - νεκροτομή μετά από εκταφή του πτώματος κατέθεσε σχετικά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αλλά και στο παρόν δικαστήριο κατά την προηγηθείσα δίκη, η επί τη οποίας απόφαση αναιρέθηκε, μεταξύ άλλων ότι: * ... Δεν είχε γίνει διάνοιξη σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης. Έπρεπε να γίνει διάνοιξη όλων των κοιλοτήτων του σώματος. Δεν είχε γίνει διάνοιξη του κρανίου, του λαιμού, του αυχένα και του τραχήλου. Η τομή που είχαν κάνει ήταν περίπου 24 εκατοστά και ήταν στο δέρμα. Πρέπει να γίνεται εκπλάχνωση και έλεγχος. Η πρώτη νεκροψία είναι επιστημονικώς κίβδηλη, δηλαδή ψευδής και απαράδεκτη. Αυτά που γράφουν οι Α. και Ο. είναι εν γνώσει τους ψευδή. Δεν πιστεύω ότι είδαν έγκαυμα στο στόμα. Η λευκάζουσα χρώση του κερατοειδούς που γράφουν στην έκθεσή τους είναι κραυγαλέο ψέμα. Αυτό το μάτι που φαίνεται στη φωτογραφία μισάνοιχτο πιστεύω ότι είναι η θεία δίκη. Η λαρυγγική κοιλότητα δεν είχε διανοιχθεί καθόλου για να ελεγχθεί ο βλεννογόνος. Παρ' όλα αυτά διαπιστώθη από αυτούς ότι υπήρχε χημικό έγκαυμα στο βλεννογόνο Δεν υπήρχε εσωτερική τομή στους πνεύμονες και τα όργανα υπήρχαν στην ανατομική τους θέση. Δεν θα μπορούσαν να διαγνώσουν εκ τούτου οι πρώτοι ιατροδικαστές οίδημα των πνευμόνων και κατ' επέκταση χημική πνευμονίτιδα. Δεν έκαναν νεκροτομικές διανοίξεις δεν είδαν τίποτα και είναι αυθαίρετα τα συμπεράσματά τους. Υπάρχει ζήτημα για το αν διανοίχτηκε η κοιλία του θύματος *. γ. Ο N. Ε., συνταξιούχος ιατροδικαστής, Τεχνικός Σύμβουλος του κατ/νου, κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο αλλά και στο παρόν δικαστήριο κατά την δίκη, η επί της οποίας απόφαση ανηρέθη, μεταξύ άλλων: *... Δεν είναι πλήρης η πρώτη έκθεση υπό την έννοια της ιεράρχησης, δηλαδή άνοιξης κοιλοτήτων κεφαλής και θώρακος, που απ' αυτά μόνο έγινε διάνοιξη θώρακος. Η πρώτη έκθεση είναι ατελής...Η εξέταση των πρώτων είναι πλημμελής..κανονικά έπρεπε ο ερευνητής να έχει πρόσβαση σε όλο τον πνεύμονα. ...*, δ. ο Π. Γ.. συνταξιούχος Ιατροδικαστής, εξεταζόμενος στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με πρωτοβουλία της πολιτικής αγωγής ως τεχνικός της σύμβουλος, κατέθεσε: *έχω διαβάσει τη έκθεση Ο.υ - Α.υ, είναι ντροπή...με αυτές τις τομές δεν μπορούσαν να δουν το πνευμονικό παρέγχυμα, ούτε το πνευμονικό οίδημα...η πρώτη έκθεση λέει ψέματα..*. Και ε. ο ιατροδικαστής Κ. χαρακτήρισε την διενέργεια νεκροψίας - νεκροτομής μέσα σε μισή ώρα ως παιδαριώδη. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην άνω ιατροδικαστική έκθεση δεν γίνεται καθόλου λόγος για το χρόνο θανάτου, ούτε κατά προσέγγιση, πράγμα εντελώς ασύνηθες. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι εν λόγω ιατροί Ι. Α. και Χ. Ο. καταμηνύθηκαν από τον αδελφό της θανούσης Δ. Τ., για ψευδορκία πραγματογνώμονα, ψευδή βεβαίωση από κοινού και απόπειρα υπόθαλψης εγκληματία, αλλά αθωώθηκαν λόγω ελλείψεως δόλου (βλ. την υπ' αριθ. 465/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Πατρών). Κατά τη δίκη εκείνη ο δικηγόρος Πατρών Κων/νος Αργυρόπουλος που τους υπερασπιζόταν συνέταξε δήλωση στην οποία ανέφερε για τον εξ αυτών Χ. Ο. τα εξής *...ο κατ/νος δηλώνει ότι υπήρξε ελλιπής η διεξαχθείσα υπό τούτου πραγματογνωμοσύνη, τούτο οφείλεται εις το φόρτο των καθηκόντων του. Αποδέχεται ότι η διεξαχθείσα πραγμ/νη υπήρξε ελλιπής με αποτέλεσμα να τον οδηγήσει σε λάθος συμπέρασμα ως προς τα αίτια του θανάτου της Δ. Σ. ... Λυπάται και ζητάει συγνώμη από τους οικείους της ...δεν υπήρξε δόλος ...* Μεταγενέστερα βέβαια ο εν λόγω ιατρός υπεστήριξε ότι η δήλωση συνετάγη από τον δικηγόρο του χωρίς την δική του συναίνεση. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι ο εν λόγω ιατρός κατηγορήθηκε για ελλιπή έκθεση νεκροψίας- νεκροτομής και σε άλλη υπόθεση (με κατ/νο ονόματι Χ.), διαψεύστηκε δε το πόρισμα που είχε συντάξει. Με βάση τις παραπάνω αυθαιρεσίες, και παραλείψεις της αστυνομίας αλλά και την ελαφρότητα κα έλλειψη συνείδησης του καθήκοντος των ιατρών, που ερεύνησαν επιδερμικά την υπόθεση και κατέληξαν πολύ εύκολα στην εκδοχή του ατυχήματος, η σχηματισθείσα δικογραφία τέθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημ/κών Κορίνθου στο αρχείο. Ο αδελφός όμως της θανούσης και πολιτικώς ενάγων, Δ. Τ.ς, που κατάφερε τελικά να δει το πτώμα στο Νοσοκομείο Κορίνθου στο οποίο μεταφέρθηκε από την Πάτρα μετά την ελλιπή νεκροτομή, αντελήφθη ότι έφερε σημάδια ακόμη και στην περιοχή του λαιμού. Το γεγονός αυτό κυρίως, συνδυαζόμενο με άλλα περιστατικά, του δημιούργησε πολλές αμφιβολίες για το αν ο θάνατός της οφείλεται σε ατύχημα και όχι σε εγκληματική ενέργεια. Έτσι, υπέβαλε αίτηση στον Εισαγγελέα Πλημ/κών Κορίνθου, για την διενέργεια εκταφής και νέας νεκροψίας - νεκροτομής. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή και διατάχθηκε από τον Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου εκταφή και νέα νεκροψία - νεκροτομή από τους περιλαμβανόμενους στον κατάλογο των πραγματογνωμόνων Β. Δ. - ιατροδικαστή Πειραιώς και τον Ι. Α. - ιατροδικαστή, Προϊστάμενο της ιατροδικαστικής υπηρεσίας Πατρών, οι οποίοι διορίστηκαν νομίμως ως πραγματογνώμονες. Οι ανωτέρω, μετά την εκταφή του πτώματος, που διενεργήθηκε στις 21-7-2000, έκαναν ενδελεχή νεκροψία και νεκροτομία, ενώ παράλληλα προέβησαν στη φωτογραφική απεικόνιση των ευρημάτων της νεκροψίας - νεκροτομίας από το αρμόδιο τμήμα Μεθοδικοτήτων της Δ/νσης Εγληματικών Ερευνών - Αθηνών. Τέλος, ερεύνησαν επισταμένα τις φωτογραφίες της θανούσης και του χώρου, που είχε λάβει το Τμήμα Εγκληματολογικών Ερευνών Κορίνθου. Ακολούθως συνέταξαν την από 4-6-2001 έκθεση ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης νεκροψίας - νεκροτομής μετά εκταφή. Στην έκθεση αυτή αναφέρουν ότι εντόπισαν σοβαρότατες πλημμέλειες και ελλείψεις στην ιατροδικαστική έκθεση των I. Α. και X. Ο.. Ειδικότερα στην έκθεση αυτή αναφέρουν επί λέξει: ... Η προηγηθείσα νεκροτομία, που διενεργήθηκε την 1/11/2000 και υπογράφεται από τους πραγματογνώμονες ιατρούς Ι. Α.. Χ. Ο., ήταν αδιαμφισβήτητα πλημμελής και ατελής, όσον άφορα στην τεχνική της νεκροτομικής διανοίξεως των κοιλοτήτων του σώματος. ... ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 1. Ο θάνατος της Σ. Δ.Η. επήλθε συνεπεία συμπιέσεως του τραχήλου και σε καμία περίπτωση συνεπεία επιδράσεως διαβρωτικού δηλητηρίου (λόγω καταπόσεως υγρού διαλύματος ή εισπνοής ατμών). 2. Η πλημμελής αρχική νεκροτομική διερεύνηση και η μη περιγραφή των ανωτέρω νεκροψιακών πασιφανών και χαρακτηριστικών βλαβών ταυ τραχήλου και του αριστερού οφθαλμού στο κείμενο της πρώτης νεκροψίας και νεκροτομίας και η αντ' αυτών περιγραφή αλλοιώσεων συμβατών με επίδραση διαβρωτικών ατμών, θέτει σε σοβαρή αμφισβήτηση τα εξαχθέντα συμπεράσματα περί εισπνοής διαβρωτικών ατμών και βιαίου θανάτου ατυχηματικής αιτιολογίας. ΑΙΤΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ: Ο θάνατος της Σ. Δ.Η. επήλθε συνεπεία συμπιέσεως του λαιμού-τραχήλου και ανοξυγοναιμίας του εγκεφάλου*. Τα συμπεράσματα της ως άνω εκθέσεώς τους, οι παραπάνω ιατροδικαστές υποστήριξαν με επιστημονικά επιχειρήματα ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου κατά την προηγηθείσα δίκη, η της οποίας απόφαση αναιρέθηκε, ο δε εξ αυτών Ι. Α. και κατά την παρούσα συζήτηση. Όπως είναι πρόδηλο με την έκθεση αυτή: 1. Ανατρέπονται ολοσχερώς όλα τα πορίσματα της πρώτης εκθέσεως νεκροψίας και νεκροτομής, που συνέταξαν οι Α. - Ο., ως ψευδή και αστήριχτα, καθόσον ελάχιστες από τις αναφερόμενες σ' αυτή εργασίες (διατομές) είχαν πραγματοποιηθεί και τα ευρήματα δεν μπορούσαν να διαπιστωθούν χωρίς αυτές τις ενέργειες. 2. Στην έκθεση των εν λόγω πραγματογνωμόνων γίνεται σαφής λόγος για κακώσεις εν ζωή του θύματος, οι οποίες αγνοήθηκαν από τους εν λόγω ιατρούς. 3. Αποδεικνύεται η επί του σώματος της παθούσης χρήση καυστικού (διαβρωτικού) υγρού μετά τον θάνατό της από άλλο άτομο, γεγονός που αποκλείει την αυτοκτονία και το ατύχημα. 4. Παρατηρήθηκαν ευρήματα ασφυκτικού (με στραγγαλισμό, συνεπεία συμπιέσεως του λαιμού-τραχήλου και ανοξυγοναιμίας του εγκεφάλου ) θανάτου της και 5. ο δράστης ενήργησε συγκαλυπτικά, δηλαδή, αφού στραγγάλισε την παθούσα, προσπάθησε να εμφανίσει τον θάνατό της είτε ως ατύχημα από αθέλητη εισπνοή υδροχλωρικού οξέος είτε ως αυτοκτονία συνεπεία εκούσιας κατάποσης του εν λόγω υγρού από την θανούσα. Ειδικότερα οι εν λόγω Ιατροδικαστές γνωμοδότησαν χωρίς κενά ή αντιφάσεις, με τρόπο απολύτως κατηγορηματικό και επιστημονικά τεκμηριωμένο, έτσι ώστε να μην αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία για την πεποίθηση της αλήθειας των πορισμάτων τους ότι *...βρέθηκαν ενώπιον αποτρόπαιου εγκλήματος και αποτρόπαιου τρόπου συγκαλύψεώς του*. Κατέθεσαν δε και οι δύο ότι σπουδαίο εύρημα από την νεκροτομή που διενήργησαν για να οδηγηθούν στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος είχε προέλθει από στραγγαλισμό ήταν η ανεύρεση αίματος (αποξηρανθέντος) στο δεξιό αυτί (έξω ακουστικό πόρο) της θανούσας, το οποίο είναι χαρακτηριστικό εύρημα, παρατηρείται σε περιπτώσεις συμπιέσεως του τραχήλου, προήλθε από ρήξη αγγείου και είναι αντίστοιχο με την κηλιδώδη μικροαιμορραγία που διέκριναν από τις φωτογραφίες ότι υπήρχε στο αριστερό μάτι της θανούσας και η οποία έχει τον ίδιο ακριβώς μηχανισμό πρόκλησης. Κατά την πλειοψηφήσασα στο δικαστήριο άποψη, που συντίθεται από τις ψήφους έξι μελών του, ..., ο θάνατος της Δ. Σ., δεν οφείλεται σε ατύχημα ούτε σε αυτοκτονία, αλλά σε εγκληματική ενέργεια και συγκεκριμένα σε στραγγαλισμό. Στην δικανική αυτή κρίση τα ως άνω μέλη του δικαστηρίου οδηγήθηκαν, από την συνεκτίμηση του ως άνω αποδεικτικού υλικού, ιδιαίτερα δε από την ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης των Ιατροδικαστών Α. - Δ., η οποία, ναι μεν εκτιμάται ελεύθερα (177 παρ.1 ΚΠΔ), ωστόσο η επιστημονική της ορθότητα, πληρότητα και αντικειμενικότητα επιβεβαιώθηκε απ' όλα τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής. Ειδικότερα η εκδοχή της αυτοκτονίας με εισπνοή η κατάποση, την οποία δεν αποκλείει η υπεράσπιση του κατ/νου, δεν ευσταθεί για τους εξής λόγους : 1. Το διάλυμα του υδροχλωρικού οξέος 24% και μάλιστα το συγκεκριμένο με το όνομα Γαλαξίας (Drastic), το οποίο, όπως παραδέχτηκε ο κατ/νος, η θανούσα σύζυγός του το είχε χρησιμοποιήσει και άλλες φορές στο παρελθόν χωρίς κάποια παρενέργεια, βρέθηκε όρθιο και κενό περιεχομένου δίπλα στη θανούσα, ενώ το σκέπασμά του σε άλλο σημείο, κυκλοφορεί ευρέως στο εμπόριο, είναι από τα πιο *αθώα* και πάντως δεν μπορούσε να προκαλέσει τις σοβαρές βλάβες που έφερε στο πρόσωπο η θανούσα. Αυτό προσεπιβεβαιώθηκε και από το σχετικό πείραμα που έγινε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατόπιν αιτήματος του πολιτικώς ενάγοντος Δ. Τ.. Δηλαδή, έκανε διαβροχή με το ίδιο ακριβώς διάλυμα, που βρέθηκε στο εμπόριο, τουλάχιστον δύο φορές του προσώπου του αλλά και της ιδιαίτερα ευαίσθητης περιοχής της εσωτερικής επιφάνειας του χεριού του στο ύψος του αγκώνα και η παραμονή του σ' αυτό αρκετή ώρα δεν του προκάλεσε καμία απολύτως βλάβη. Το αυτό δε συνέβη και με τον μάρτυρα - πραγματογνώμονα Α., ο οποίος κατά τη διάρκεια της καταθέσεώς του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο προς απόδειξη των ισχυρισμών του περί μη δυνατότητας προκλήσεως των σοβαρών εγκαυμάτων στο πρόσωπο της θανούσας από το συγκεκριμένο υγρό, έβρεξε τις παλάμες του με αυτό και χωρίς να το ξεπλύνει κατέθετε στο Δικαστήριο επί μερικές ώρες. Μέχρι δε το τέλος της καταθέσεώς του και οι δύο παλάμες του δεν είχαν υποστεί την παραμικρή βλάβη ούτε καν είχαν ερύθημα. Το αυτό προκύπτει από την από 26-11-2002 γνωμοδότηση της Α. Κ. - Κ. Α. Κ. του Πανεπιστημίου Αθηνών. Όπως αναφέρει, ... Αναφέρεται δε σ' αυτήν, ότι με την επαφή με το δέρμα και μόνο δεν δύναται να προκαλέσει θάνατο τοξικής αιτίας. Στο αυτό δε το συμπέρασμα καταλήγει και ο Λ. Π. Ιατρός- Φαρμακοποιός, ειδικός Ιατροδικαστής, Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Τοξικολογίας στην από 6-12-2002 ιατρική γνωμοδότησή του που έγινε κατόπιν σχετικού ερωτήματος του συνηγόρου των πολιτικώς εναγόντων, στην οποία καταλήγει μετά από λεπτομερειακή ανάλυση και ανάπτυξη ότι ο θάνατος της Σ. αποκλείεται να προήλθε από διαβροχή του δέρματος και εισπνοή αναθυμιάσεων διαλύματος υδροχλωρικού οξέος συγκέντρωσης 24%, είτε αυτή ήταν ατυχηματική είτε προς αυτοκτονία. Τέλος, σύμφωνα με το αναγνωσθέν έγγραφο της υπεύθυνης του Κέντρου Δηλητηριάσεων Αναπληρώτριας Δ/ντριας κ. Β., με βάση τα στατιστικά στοιχεία του άνω Κέντρου από το 1995 έως σήμερα, δεν έχει διαπιστωθεί αιφνίδιος θάνατος από αναθυμιάσεις υδροχλωρικού οξέος σε οικιακό περιβάλλον της χώρας μας. Σημειωτέον, ότι δεν δημιουργείται έγκαυμα από αναθυμιάσεις. Εξάλλου, αν είχε γίνει κατάποση του εν λόγω υγρού, θα υπήρχε αιμόπτυση, θα είχε υποστεί βλάβη ο οισοφάγος και θα είχε καταστραφεί (διατρυθεί) το στομάχι. Ωστόσο, δεν βρέθηκε κάποια βλάβη όπως π.χ. έγκαυμα, στα όργανα αυτά της θανούσης. Η εκδοχή της χημικής πνευμονίτιδας - πνευμονικού οιδήματος από εισπνοή αναθυμιάσεων του εν λόγω υγρού, την οποία φαίνεται να ασπάζεται ο κατ/νος, εκτός του ότι αναιρείται από τα άλλα ευρήματα, αποκλείεται και για τους εξής λόγους: το εν λόγω υγρό (χλωριούχο νάτριο), είναι ένα καθαριστικό υγρό (ήπια έως ελάχιστα ερεθιστικό) και οπωσδήποτε μη καυστικό, δεν προκαλεί εγκαύματα και δεν δημιουργεί έγκαυμα από αναθυμιάσεις, αφού δεν προκαλεί αναθυμιάσεις. Τέλος ενισχυτικά στοιχεία που συνηγορούν ότι ο θάνατος της συζύγου του κατηγορουμένου αποκλείεται να προήλθε από την εισπνοή των αναθυμιάσεων του άνω οξέος είναι και τα εξής: Το δάπεδο του λουτρού ήταν στεγνό χωρίς κανένα ίχνος υγρού, ούτε καν στην περιοχή που βρίσκονταν το πρόσωπο της νεκρής. Το παράθυρο του λουτρού βρέθηκε, όπως αυτό δεν αμφισβητήθηκε και αναφέρεται και στην έκθεση αυτοψίας ανοικτό, πράγμα που σημαίνει ότι αν το υγρό αυτό χρησιμοποιήθηκε από τη θανούσα, η συγκέντρωση στον αέρα ήταν αραιή, δεδομένου ότι το μπάνιο ήταν στον πάνω όροφο και η οικία γύρω - γύρω ελεύθερη από άλλες οικοδομές. Σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας της αστυνομίας δεν βρέθηκε άλλο υγρό στο χώρο που βρέθηκε η θανούσα (ούτε άλλωστε ο κατ/νος υποστήριξε κάτι τέτοιο), ενώ, αν υπήρχε άλλο υγρό και η θανούσα το είχε χρησιμοποιήσει, ασφαλώς δεν μπορούσε η ίδια να το εξαφανίσει, οπωσδήποτε δε θα πρέπει να ήταν διαβρωτικό, όπως π.χ. θειικό οξύ (βιτριόλι) έτσι ώστε να δικαιολογεί τα ανευρεθέντα διαβρωτικά εγκαύματα. Αλλά η εκδοχή της αυτοκτονίας αποκλείεται και για τους εξής λόγους, α. Υπάρχει χρήση ισχυρού καυστικού διαβρωτικού υγρού και συγκεκριμένα θειικού οξέος (βιτριολιού), που ήταν αδύνατο να γίνει από την ίδια τη παθούσα και ταυτόχρονα να εξαφανίσει το δοχείο ή να τοποθετήσει όρθιο το μπουκάλι αυτό, το οποίο είχε ενδείξεις χλωριούχου νατρίου - καθαριστικού. β. Υπάρχει λιμνάζων υγρό (βιτριόλι) και στις δύο κογχικές χώρες (φωτ. 8) κυρίως στην αριστερή, που επέφερε πλήρη βλάβη, γεγονός που σημαίνει ότι δέχτηκε το βιτριόλι όταν ήταν σε κατακεκλιμένη στάση, αφού αν ήταν όρθια το υγρό θα έρρεε. γ. Η ρίψη του υγρού αυτού έγινε μετά θάνατο. Τούτο προκύπτει από το ότι δεν ήταν δυνατόν, να χρησιμοποίησε ηθελημένα η θανούσα το υγρό αυτό (θειικό οξύ - βιτριόλι) και έχοντας αφόρητους πόνους από την επαφή του σώματός της με το υγρό αυτό, αφενός μεν να εξαφάνισε το δοχείο που το περιείχε και αφ' ετέρου να έμεινε ακίνητη σε αυτή την κατακεκλιμένη στάση, έτσι ώστε να μη κυλίσει το υγρό αυτό από τις κόγχες των ματιών της. Περαιτέρω, υπάρχουν συντριπτικά στοιχεία και ευρήματα που θεμελιώνουν την εγκληματική ενέργεια. Ειδικότερα οι εν λόγω πραγματογνώμονες - ιατροδικαστές διαπίστωσαν 1. εκτεταμένη αιμορραγική διήθηση, μαλθακών μορίων συστοίχως της ανατομικής περιοχής του δεξιού έξω ακουστικού πόρου, όπου βρήκαν αποξηρανθέν βαθυέρυθρο υλικό με μορφολογικούς χαρακτήρες αίματος. Το εύρημα αυτό, όπως εξήγησαν, οφείλεται σε ρήξη αγγείου από παρατεινομένη παρακώλυση της απαγωγής του φλεβικού σκέλους της κυκλοφορίας του αίματος. Το γεγονός ότι οι πραγματογνώμονες δεν φρόντισαν να διαπιστωθεί και εργαστηριακώς ότι πρόκειται για αίμα, δεν αναιρεί την ύπαρξη του εν λόγω ευρήματος, όπως αβάσιμα προέβαλε η υπεράσπιση του κατ/νου, αφού οι πραγματογνώμονες ήσαν κατηγορηματικοί ότι επρόκειτο για αίμα. Σημειωτέον ότι αποκλείεται να είναι πτωματικό υγρό, αφού όπως βεβαίωσαν οι πραγματογνώμονες δεν βγαίνει τέτοιο υγρό από τον ακουστικό πόρο. Άλλωστε, όπως κατέθεσε η τεχνική σύμβουλος του κατ/νου Χ. Σ. στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο *το πτωματικό υγρό δεν πήζει*. 2. Αιμορραγική βλάβη (κηλιδώδη μικροαιμορραγία) στο βολβικό επιπεφυκότα του αριστερού οφθαλμού, όπως δε κατηγορηματικά αναφέρουν, η ανατομική εντόπιση της ανωτέρω χαρακτηριστικής βλάβης, είναι συμβατή με πρόκληση συνεπεία ρήξεως αγγείου εκ παρατεινομένης παρακωλύσεως της απαγωγής του φλεβικού σκέλους της κυκλοφορίας του αίματος, με τον ίδιο δε μηχανισμό δύναται να ερμηνευθεί και η ανεύρεση αποξηρανθέντος αίματος στο δεξιό έξω ακουστικό πόρο. 3. Εγκαυματικού τύπου εκτεταμένη βλάβη του προσώπου, δίκην γεωγραφικού χάρτου, με μορφολογία συμβατή με επίδραση διαβρωτικού δηλητηρίου υγράς μορφής. Η ανομοιόμορφη κατανομή της διαβρωτικής βλάβης του δέρματος του προσώπου συνάδει με διαβροχή μετά θάνατο και ροή του διαβρωτικού υγρού στο πρόσωπο και όχι με βλάβη προκληθείσα από ατμούς. 4. Κατά την επισταμένη μελέτη των φωτογραφιών της σήμανσης, διαπίστωσαν αρκετές εκδορές στο κεφάλι (πρόσωπο, τράχηλο, λαιμό και γνάθο) της θανούσης, οι οποίες έγιναν εν ζωή και αποκλείουν την εκδοχή της αυτοκτονίας ή του ατυχήματος, ενώ πιστοποιούν την εγκληματική ενέργεια. Ειδικότερα παρατήρησαν: α. ... 5. Κατά την επισταμένη μελέτη των φωτογραφιών της σήμανσης, διαπίστωσαν ότι ο κερατοειδής χιτώνας του αριστερού οφθαλμού, είναι διαφανής και δεν έχει υποστεί χημικό έγκαυμα ("λευκάζουσα χρώση"), όπως αναληθώς αναφέρεται στην έκθεση των ιατρών πραγματογνωμόνων, αφού είναι εμφανής η χροιά της θανούσης (καστανή χροιά). 6. Κατά την επισταμένη επίσης μελέτη των φωτογραφιών της σήμανσης, διαπίστωσαν κυάνωση των ονύχων και των χειλέων, εύρημα συμβατό με ασφυκτικό (δια στραγγαλισμού) θάνατο. Και 7. παρατηρήθηκε το ασυνήθιστο εύρημα, οι πελματιαίες χώρες των άκρων ποδών της θανούσης, να μην έχουν εγκαυματικές βλάβες, ενώ οι κάλτσες που φέρεται ότι φορούσε να έχουν πολλαπλές διατρήσεις συνεπεία της επιδράσεως του διαβρωτικού δηλητηρίου. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι φωτογραφίες του πτώματος, εφόσον ελήφθησαν από τους αστυνομικούς της σήμανσης και δεν αμφισβητείται η γνησιότητά τους, είναι ιατροδικαστικώς παραδεκτές, υπό την έννοια ότι ο Ιατροδικαστής επιτρέπεται (και επιβάλλεται) να τις συνεκτιμήσει, προκειμένου να διαμορφώσει το πόρισμά του για την αιτία θανάτου. Γι` αυτό άλλωστε πρώτη δουλειά των αστυνομικών αρχών, μόλις φθάσουν είναι να εξασφαλίσουν τον τόπο - χώρο όπου βρίσκεται ένα πτώμα από οποιαδήποτε αλλοίωσή του καθώς και των πραγμάτων που το περιβάλλουν, αποκλείοντας την πρόσβαση σε οποιοδήποτε τρίτο. Όπως δε χαρακτηριστικά κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ο μάρτυρας Π. Γ., ιατροδικαστής, έχουν ανακαλυφθεί ειδεχθή και φοβερά εγκλήματα μετά την εκταφή μόνον από φωτογραφίες. Επομένως οι ισχυρισμοί της υπεράσπισης του κατ/νου, ότι δεν ευσταθεί το συμπέρασμα των πραγματογνωμόνων διότι αυτοί κατέληξαν σ' αυτό και από την αξιολόγηση και την επισταμένη μελέτη του φωτογραφικού υλικού της αυτοψίας του χώρου ανευρέσεως της θανούσας, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Επομένως, κατόπιν όσων αποδείχθηκαν περί μη προκλήσεως των σοβαρών εγκαυμάτων στο πρόσωπο της θανούσας από το συγκεκριμένο υγρό, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι αυτά προκλήθηκαν μετά το θάνατό της από άλλο υγρό, που όπως αποδείχθηκε, ήταν το θειικό οξύ, κοινώς βιτριόλι. Αυτό πωλείται στο εμπόριο διότι χρησιμοποιείται από ορισμένους επαγγελματίες όπως τους υδραυλικούς, αλλά υπάρχει και στις μπαταρίες των αυτοκινήτων. Το υδροχλωρικό δε οξύ τοποθετήθηκε στην άνω περίοπτη θέση και μάλιστα όρθιο με το πώμα σε άλλη θέση από τον δράστη για λόγους συγκαλύψεως όπως χαρακτηριστικά κατέθεσαν και οι δύο πραγματογνώμονες. Για να μπορεί να γίνει δεκτή η εκδοχή του ατυχήματος ή της αυτοκτονίας, κατά την οποία τα τόσο σοβαρά εγκαύματα στο πρόσωπο και οι βλάβες στο λαιμό είχαν προκληθεί από την επαφή τους με το άνω υγρό, αυτός που την επικαλείται επιπλέον πρέπει να δώσει μία λογική εξήγηση στα παρακάτω εύλογα ερωτήματα: πώς εξηγείται το γεγονός ότι τα ρούχα της δεν είχαν υποστεί καμία βλάβη ούτε καν είχε αλλοιωθεί το χρώμα τους; Γιατί τα χέρια της θανούσας και ιδίως τα πόδια της, παρόλο που οι κάλτσες που φορούσε ήσαν διάτρητες (δήθεν) από την επίδρασή του, δεν είχαν καμία βλάβη; Γιατί εγκαύματα υπήρχαν και στις δύο πλευρές του προσώπου της και όχι μόνον στην πλευρά που ακουμπούσε στο πάτωμα, όπως θα έπρεπε αν αυτά είχαν προκληθεί από την επαφή του με το άνω υγρό; Αν ήταν ατύχημα γιατί η θανούσα ενστικτωδώς δεν έλαβε μόνη της τις πρώτες βοήθειες, όπως πλύσιμο με νερό; Αν είχε εισπνεύσει τις αναθυμιάσεις και αισθανόταν τα συμπτώματα του ερεθισμού στο αναπνευστικό της σύστημα, γιατί δεν έβγαινε να ζητήσει τη βοήθεια κάποιου γείτονα; Κατά την κρατήσασα στο δικαστήριο άποψη, ..., φυσικός αυτουργός της εν λόγω αποτρόπαιης ανθρωποκτονίας είναι ο κατ/νος σύζυγός της. Ειδικότερα, έχοντας αποφασίσει ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση να σκοτώσει τη σύζυγό του, την ημέρα αυτή, (1-11-1999) και περί ώρα 08,30 έως 10,00, μετέβη στην οικία του. Εκεί, ευρισκόμενος ομοίως σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, που επέτρεπε τη σκέψη, ήτοι την στάθμιση των αιτίων που τον κινούσαν και τον απέτρεπαν από την τέλεση της ανθρωποκτονίας, χρησιμοποιώντας τις υπέρτερες σωματικές δυνάμεις του, ακινητοποίησε την σύζυγό του ρίχνοντάς την ύπτια στο δάπεδο της κρεβατοκάμαρας ή το κρεβάτι. Ακολούθως, έχοντας ανθρωποκτόνο πρόθεση περιέσφιξε με τα χέρια του για λίγα λεπτά της ώρας την περιοχή του τραχήλου της, έτσι ώστε να αποκλείσει την αναπνευστική οδό προκαλώντας τον ασφυκτικό θάνατό της από ανοξυγοναιμία. Ο τρόπος αυτός θανατώσεώς της επιβεβαιώνεται από τα προαναφερόμενα ευρήματα των πραγματογνωμόνων και την εμφάνιση του πτώματος και συγκεκριμένα: από την εκτεταμένη αιμορραγική διήθηση των μαλθακών μορίων συστοίχως της ανατομικής περιοχής του δεξιού έξω ακουστικού πόρου, όπου βρέθηκε αποξηρανθέν βαθυέρυθρο υλικό με μορφολογικούς χαρακτήρες αίματος, την αιμορραγική βλάβη (κηλιδώδη μικροαιμορραγία) στο βολβικό επιπεφυκότα του αριστερού οφθαλμού, χαρακτηριστικές βλάβες, που είναι συμβατές με πρόκληση συνεπεία ρήξεως αγγείου εκ παρατεινομένης παρακωλύσεως της απαγωγής του φλεβικού σκέλους της κυκλοφορίας του αίματος, οι πολλές εκδορές στην περιοχή του τραχήλου, της γνάθου κλπ, εν ζωή προκληθείσες, όπως ευμεγέθης ταινιοειδής εκδορά, στη δεξιά στερνοκλειδομαστοειδή χώρα του τραχήλου, ευμεγέθης ακανόνιστη εκδορά στην αριστερά γναθιαία χώρα, πολλαπλές μικροεκδορές στο πρόσωπο και τον τράχηλο, ευρείες μελανόφαιες αλλοιώσεις της φυσιολογικής χροιάς του δέρματος συστοίχως των πλαγίων τραχηλικών χωρών, μετά συνοδών μικροεκδορών - μικροδιασχίσεων συστοίχως, οι τρεις εν σειρά μικροδιασχίσεις του δέρματος με μορφολογικούς χαρακτήρες συμβατούς με πρόκληση εκ των κρίκων της αλυσίδος που έφερε η θανούσα στο λαιμό (αποτυπωματική θλαστική βλάβη, συμβατή με συμπίεση συστοίχως, την κυάνωση των ονύχων και των χειλέων, εύρημα συμβατό με ασφυκτικό (δια στραγγαλισμού) θάνατο. Μόλις ο κατ/νος βεβαιώθηκε για τον θάνατό της, θέλοντας να δώσει την εντύπωση στις διωκτικές αρχές ότι αυτός (θάνατος) οφείλεται σε αυτοκτονία ή ατύχημα και όχι σε εγκληματική ενέργεια, έριξε στο πρόσωπο της θανούσης το θειικό οξύ (βιτριόλι), το οποίο είχε φροντίσει να εφοδιαστεί προκαλώντας μετά θάνατο εγκαυματικού τύπου εκτεταμένη βλάβη του προσώπου της, δίκην γεωγραφικού χάρτου. Στη συνέχεια, αντικατέστησε τα ενδύματα της νεκρής συζύγου του, που είχαν λερωθεί, είτε κατά την προηγηθείσα άνιση πάλη και την προβληθείσα αντίστασή της, με άλλα καθαρά ενδύματα και την μετέφερε στο χώρο του μπάνιου, το οποίο καθάρισε επιμελώς. Αψευδής μάρτυρας της ενέργειας αυτής αποτελούν οι φωτογραφίες της θανούσης να φορά ένα μπεζ ξεκούμπωτο παντελόνι με μισοκατεβασμένο το φερμουάρ, απολύτως καθαρό, αν και υποτίθεται καθάριζε το μπάνιο και είχε πέσει στο δάπεδο αυτού. Τέλος ο κατ/νος με νερό καθάρισε το πρόσωπό της και τα μαλλιά της από στοιχεία ενοχοποιητικά, όπως π.χ. αίμα και περιέβρεξε το χώρο του μπάνιου με το υδροχλωρικό οξύ τοποθετώντας το άδειο δοχείο του καθαριστικού υγρού σε περίοπτη θέση ενώ εξαφάνισε το δοχείο με το θειικό οξύ (βιτριόλι) και τα ρούχα που φορούσε η παθούσα. Την κρίση αυτή ότι δηλαδή φυσικός αυτουργός της δολοφονίας είναι ο κατ/νος, η πλειοψηφήσασα άποψη στηρίζει στα ακόλουθα κυρίως στοιχεία: 1. Στο γεγονός ότι οι σχέσεις του με την θανούσα, δεν ήσαν αρμονικές, εξαιτίας της προπεριγραφόμενης αντισυζυγικής σκληρής συμπεριφοράς του. 2. οι ενέργειες που έκανε και η στάση που κράτησε από την ημέρα της δολοφονίας και μετά είναι περίεργη και ύποπτη σε πολλά σημεία. Συγκεκριμένα φρόντισε αμέσως να μετακινήσει το πτώμα από τη θέση που ισχυρίζεται ότι το βρήκε και να το μεταφέρει στην κρεβατοκάμαρα, παρόλο που, όπως αποδείχθηκε, α. από την πρώτη στιγμή κατάλαβε ότι ήταν νεκρή (αν είναι αλήθεια ότι βρήκε το πτώμα στο μπάνιο και δεν το μετέφερε εκεί για λόγους συγκάλυψης) και β. ο αστυνομικός φίλος του Χ. Γ. του είχε επιστήσει την προσοχή να μη πειράξει τίποτε. Η συμπεριφορά αυτή δεν συνάδει, κατά την κοινή πείρα και λογική, με τη συμπεριφορά που θα επεδείκνυε ο μέσος άνθρωπος ο οποίος θα φρόντιζε να μην αλλάξει τίποτε στο χώρο μέχρι να έρθει η Αστυνομία και να διαλευκανθούν τα αίτια του θανάτου. Κατά την κατάθεση του συνταξιούχου Ιατροδικαστή Ε. Ν., τεχνικού συμβούλου του κατ/νου, *όταν μετακινεί κάποιος ένα πτώμα αυτό είναι αλλοίωση φαινομένων του χώρου, γιατί όταν πάνε οι ειδικοί να αποτυπώσουν την εικόνα και έχει γίνει μεταβολή του χώρου εσκεμμένως ή εξ αμελείας η εικόνα θα είναι λάθος. Η αλλοίωση των στοιχείων του χώρου, αν γίνεται εσκεμμένως είναι για λόγους συγκάλυψης*. 3. Όπως αναγκάστηκε να παραδεχτεί για πρώτη φορά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεδομένου ότι στο από 21-11-2001 απολογητικό του υπόμνημα προς την τακτική ανακρίτρια Κορίνθου και στο από 24-7-2002 υπόμνημά του στο Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου δεν το ανέφερε, έριξε νερό στο πρόσωπο και τα μαλλιά της θανούσης. Γι` αυτή την ενέργεια, που ασφαλώς αποσκοπούσε στο να εξαφανίσει διάφορα σημάδια από το πρόσωπό της (αίματα ή καυστικό υγρό) δεν έδωσε κάποια πειστική εξήγηση. 4. Αμέσως μετά την προβαλλόμενη "ανακάλυψη" του πτώματος τηλεφώνησε στο περίπτερό του, στο φίλο του αστυνομικό Χ. Γ., διότι προφανώς προσέβλεπε στα φιλικά του συναισθήματα και στη δική του μεσολάβηση για να γίνει πιστευτό και να υιοθετηθεί από την αστυνομία η άποψη του "ατυχήματος", καθώς και σε ιδιώτη ιατρό, αποβλέποντας προφανώς στο να εξασφαλίσει πάνω στη σύγχυση χωρίς περαιτέρω ανακρίσεις ένα πιστοποιητικό θανάτου από ατύχημα και πάντως δεν τηλεφώνησε ο ίδιος και αμέσως στην Αστυνομία, όπως όφειλε να πράξει. 5. Ο κατ/νος δεν είχε λόγο να μεταβεί εκτάκτως στην οικία του την ημέρα και ώρα αυτή. Ο ισχυρισμός του ότι ανησυχούσε να μάθει τι είπε στη σύζυγό του ο γιατρός, που θα επισκεπτόταν στην Κόρινθο, ήταν ένα πρόσχημα. Ειδικότερα, έχοντας ήδη στραγγαλίσει 3-31/2 ώρες πριν την σύζυγό του, εφηύρε αυτό το πρόσχημα, προκειμένου να μεταβεί στο σπίτι και να "ανακαλύψει" ο ίδιος το πτώμα και όχι το παιδί τους, όταν αυτό θα γυρνούσε από το σχολείο το μεσημέρι, αλλά και να *τακτοποιήσει* καλύτερα τα πράγματα έτσι ώστε να δείχνουν ατύχημα ή αυτοκτονία. Και δεν είχε κάποιο λόγο να ανησυχεί και μάλιστα την επίσκεψη της συζύγου του στον γιατρό, α. γιατί η σύζυγός του, όπως ο ίδιος παραδέχεται, δεν πήγε σε γιατρό επειδή είχε κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας, αλλά απλώς επειδή μούδιαζαν τα δάκτυλα των χεριών της και β. ουδέποτε στο παρελθόν είχε δείξει ανάλογη ανησυχία και ευαισθησία για σοβαρότερα προβλήματα της συζύγου του. Ειδικότερα, ακόμη και όταν η σύζυγός του μετέβαινε στην Αθήνα για τα ψυχολογικά της προβλήματα, ουδέποτε τη συνόδευσε, ενώ κατά την κύηση του μοναδικού τέκνου τους, κατά την διάρκεια της οποίας η σύζυγός του αναγκάστηκε να φιλοξενηθεί για πολλούς μήνες στην Αθήνα σε συγγενικό της σπίτι, ο κατ/νος παρέμεινε στον Άσσο. Περαιτέρω, ο κατ/νος δεν είχε δει τη σύζυγό του να μεταβαίνει στην Κόρινθο από την παρακείμενη στο περίπτερό του στάση του ΚΤΕΛ, έτσι ώστε να έχει αγωνία να μάθει τι της είπε ο γιατρός της Κορίνθου. Σημειωτέον ότι ο μάρτυρας Μ., αυτοκινητιστής, κατέθεσε ότι ο κατ/νος τον είχε μισθώσει από την προηγουμένη για να μεταφέρει τη θανούσα στην Κόρινθο. Στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέθεσε ότι την 09,00- 09,30 ώρα μίλησε με τον κατ/νο και τον αποδέσμευσε λέγοντάς του ότι *μάλλον δεν θα πάει στην Κόρινθο*. Γνώριζε επομένως ότι η γυναίκα του εκείνο το πρωί δεν πήγε στην Κόρινθο δηλαδή βρίσκονταν όλο το πρωί στο σπίτι. Τέλος, αν είχε πάει στην Κόρινθο, επιστρέφοντας θα περνούσε από το περίπτερο, εφόσον η στάση του λεωφορείου ήταν πολύ κοντά σ' αυτό. 6. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να εξακριβώσει τα αίτια του θανάτου της συζύγου του και υιοθέτησε από την πρώτη κιόλας στιγμή εντελώς αβασάνιστα την άποψη του ατυχήματος, φροντίζοντας να υιοθετηθεί και από τους άλλους (οικείους, συγχωριανούς, Αστυνομία κλπ), χωρίς ωστόσο να απορρίπτει και την εκδοχή της αυτοκτονίας (...). 7. Απέκλεισε από την αρχή το ενδεχόμενο της εγκληματικής ενέργειας φοβούμενος προφανώς ότι οποιαδήποτε έρευνα θα απέβαινε σε βάρος του. 8. Έφερε αντιρρήσεις για την εκταφή του πτώματος και γενικά δεν υποστήριξε καθόλου τον αδελφό της στις προσπάθειες που αυτός έκανε να διακριβωθούν τα αίτια του θανάτου. Έτσι, δεν παραβρέθηκε στην εκταφή, παρόλο που ενημερώθηκε έστω και την τελευταία στιγμή τηλεφωνικά από τον Δ/ντη του Α.Τ. Β. 9. Η συμπεριφορά του απέναντι στους συγγενείς της θανούσης κατά την ημέρα της κηδείας αλλά και αργότερα ήταν ασυνήθιστη για τέτοιες περιστάσεις και παράξενη. Ειδικότερα, μετά την νεκροψία-νεκροτομή δεν ζήτησε να μεταφερθεί η θανούσα στην οικία τους, ώστε να της απονεμηθούν οι τιμές που είθισται να απονέμονται στο νεκρό τουλάχιστον στην επαρχία. Τούτο το έπραξε επειδή φοβόταν ότι οι συγγενείς της θα είχαν τη δυνατότητα να ανοίξουν το φέρετρο (το οποίο πρέπει να αναφερθεί ότι παρέμεινε κλειστό καθόλη την διάρκεια της κηδείας και άνοιξε μόνο για λίγο μέσα στο τάφο) και να παρατηρήσουν την όψη της με τα εγκαύματα και τις αμυχές, θέαμα που θα διήγειρε υποψίες για τον τρόπο του θανάτου της. 10. Έχοντας πληροφορηθεί ότι αδελφός της θανούσης Δ. Τ. κινείται προκειμένου να επιτύχει εκταφή του πτώματος, δεν είχε φτιάξει μνήμα στον τάφο του θύματος μέχρι το χρόνο της εκταφής που έλαβε χώρα μετά από εννέα περίπου μήνες από την ταφή, πράγμα ασύνηθες για την ελληνική κοινωνία, προφανώς για να επέλθουν ευκολότερα τα αποτελέσματα της σήψεως και να γίνει δυσκολότερο το έργο της εξακρίβωσης των αιτίων του θανάτου της μετά τυχόν εκταφή. 11. Όπως και ο κατ/νος παραδέχτηκε, όταν μετέβη στην οικία του, βρήκε την αυλόπορτα του κήπου καθώς και την εξωτερική πόρτα στις αρχές του κλιμακοστασίου κλειστές, δηλαδή δεν υπήρξε κάποιο ίχνος παραβίασης από την είσοδο κάποιου τρίτου, ενώ στους χώρους του σπιτιού δεν υπήρχε καμία αταξία ή σημεία αναστάτωσης που να μαρτυρούν προηγηθείσα πάλη της συζύγου του με επίδοξο ληστή ή βιαστή. 12. Το σπουδαιότερο όμως γεγονός που αποδεικνύει την ενοχή του κατ/νου αποτελεί η διαπίστωση ότι πρόκειται για μία δολοφονία, κατά την οποία ο δράστης ενήργησε συγκαλυπτικά. Δηλαδή ενώ σκότωσε με στραγγαλισμό, στη συνέχεια προέβη σε σειρά ενεργειών, προκειμένου να εμφανίσει τον θάνατο ως αυτοκτονία ή ατύχημα. Αυτό είχε λόγους να το κάνει μόνο ο κατ/νος. Ειδικότερα, εάν στην οικία είχε εισέλθει παράνομα κάποιος τρίτος - επίδοξος ληστής ή βιαστής, που στραγγάλισε την θανούσα, αυτός δεν είχε κανένα λόγο να εμφανίσει το θάνατο αυτό ως ατύχημα ή αυτοκτονία. Πολύ περισσότερο, εάν είχε σκοπό την ληστεία ή τον βιασμό, γιατί να έχει εφοδιαστεί και με θειικό οξύ ( βιτριόλι); Υπενθυμίζεται ότι δεν υπήρχαν ίχνη παραβίασης της οικίας, ούτε κάποια ακαταστασία στους χώρους της. Ο ανθρωποκτόνος σκοπός του κατ/νου προκύπτει από το μέσο που χρησιμοποίησε (δηλαδή τα χέρια του και τις υπέρτερες σωματικές δυνάμεις του), το ευπαθές σημείο της παθούσης που κατηύθυνε τις ενέργειές του (τράχηλος) καθώς και από την ένταση και την διάρκεια της περίσφυξης των αεροφόρων οδών του θύματος, μέχρι να επέλθει το σκοπούμενο αποτέλεσμα, δηλαδή ο ασφυκτικός θάνατος. Επίσης προκύπτει από τον προηγούμενο εφοδιασμό του με θειικό οξύ, το οποίο χρησιμοποίησε μετά τον θάνατό της. Ενώ η ηρεμία της ψυχής του αποδεικνύεται από τον μεθοδικό τρόπο που ενήργησε προκειμένου να παρουσιάσει τον θάνατο ως ατύχημα ή αυτοκτονία. Επομένως, κατά την άποψη που επεκράτησε, ο κατ/νος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 299 παρ. 1 του ΠΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Επαρκώς αιτιολογείται ο χρόνος, κατά τον οποίο τελέσθηκε η ένδικη πράξη, δεν ήταν δε αναγκαίο ούτε να προσδιοριστεί ακριβέστερα αυτός ούτε να απορριφθεί αιτιολογημένα ο αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο (08.30 - 10.00 της 1.11.1999), βρισκόταν συνεχώς στο περίπτερό του (άλλοθι) και ότι, επομένως, δεν ήταν δυνατόν να είχε μεταβεί στην οικία του και να δολοφονήσει τη σύζυγό του. Συγκεκριμένα, έγινε δεκτό ότι ο θάνατος της Δ. Σ. επήλθε μερικές ώρες πριν από την 12.00 ώρα, που ο κατηγορούμενος ειδοποίησε τον ιατρό Δ. Σ., ενώ το Δικαστήριο δέχθηκε, με λογικά επιχειρήματα, ότι ο θάνατος της ανωτέρω οφειλόταν σε εγκληματική ενέργεια και ότι δολοφόνος ήταν ο κατηγορούμενος και όχι τρίτο πρόσωπο. Ακόμη, γίνεται δεκτό ότι, ενώ το θύμα, την κρίσιμη ημέρα, επρόκειτο να επισκεφθεί κάποιο γιατρό στην Κόρινθο, για τον οποίο λόγο ο κατηγορούμενος, την προηγούμενη ημέρα είχε μισθώσει τον αυτοκινητιστή Μ., την ημέρα του φόνου και περί ώρα 09.00 - 09.30 αποδέσμευσε τον τελευταίο, λέγοντάς του ότι η σύζυγός του μάλλον δεν θα μετέβαινε στην Κόρινθο. Τέλος, δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρεται ποιος, κατά την κρίσιμη ημέρα, άνοιξε το περίπτερο και ποια ώρα ή αν κάποιος, κατά την επίδικη ώρα, αντικατέστησε τον κατηγορούμενο. β) Εκτίθεται ότι ο δράστης, κατά την τέλεση της πράξεώς του, ενέργησε συγκαλυπτικά. Δηλαδή, ότι, αφού στραγγάλισε το θύμα, περιέλουσε το πρόσωπο και το λαιμό του με θειικό οξύ (βιτριόλι), το οποίο είχε προμηθευθεί προηγουμένως και, μετά το έγκλημα, το εξαφάνισε. Όμως, για να εμφανίσει το φόνο ως ατύχημα ή δολοφονία, τοποθέτησε όρθιο ένα μπουκάλι άδειο υδροχλωρικού οξέος (άκουα φόρτε), αφού περιέβρεξε το χώρο του μπάνιου με αυτό. Αλλά το υγρό αυτό, όπως έγινε δεκτό, δεν προκαλεί εγκαύματα ούτε αναθυμιάσεις. Περαιτέρω, έγινε δεκτό ότι βρέθηκε λιμνάζον υγρό (βιτριόλι) και στις δύο κογχικές χώρες και κυρίως στην αριστερή, που επέφερε πλήρη βλάβη, ενώ η ρίψη του υγρού αυτού έγινε μετά θάνατο. Η αναφορά στο διατακτικό ότι ο κατηγορούμενος, μετά το στραγγαλισμό, περιέλουσε το θύμα με υδροχλωρικό οξύ δεν δημιουργεί καμιά αντίφαση, καθόσον στο σκεπτικό προσδιορίζεται ακριβέστερα ο τρόπος, κατά τον οποίο ενέργησε αυτός. γ) Αιτιολογημένα το Δικαστήριο υιοθέτησε τις απόψεις των πραγματογνωμόνων Β. Δ. και Ι. Α. και εξηγεί γιατί δεν δέχεται τις απόψεις άλλων ιατρών. δ) Σαφώς δέχεται το Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος "ισχυρίστηκε" ότι βρήκε το θύμα στο μπάνιο, ενώ δεν ασκεί επιρροή αν αυτό βρέθηκε πράγματι στο μπάνιο και μεταφέρθηκε στην κρεβατοκάμαρα ή αν μεταφέρθηκε αυτό στο μπάνιο για λόγους συγκαλύψεως. ε) Όπως αναφέρθηκε, ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι, κατά την κρίσιμη ημέρα, η σύζυγός του δεν είχε μεταβεί στην Κόρινθο, δεδομένου ότι αφενός ακύρωσε τη μίσθωση του ταξί και αφετέρου, αν εκείνη αναχωρούσε με το λεωφορείο, θα την έβλεπε από το περίπτερο. Ο λόγος, λοιπόν, για τον οποίο δεν όφειλε να ανησυχεί για την επίσκεψή της στο γιατρό και ειδικότερα για το αν το μούδιασμα των δακτύλων των χεριών της ήταν σοβαρό πρόβλημα ή όχι δεν ασκεί επιρροή. Επομένως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως, είναι αβάσιμος. Οι, εμπεριεχόμενες στο λόγο αυτό, αιτιάσεις για εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων (μαρτυρικών καταθέσεων, εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης, κ.λπ.) είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠοινΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Περαιτέρω, τα έγγραφα με γραφικές παραστάσεις, όπως είναι οι χάρτες, απεικονίσεις, φωτογραφίες και σχεδιαγράμματα, δεν "αναγιγνώσκονται" κατά κυριολεξία, αλλά επισκοπούνται από τους παράγοντες της δίκης, προς τους οποίους επιδεικνύονται για το σκοπό αυτόν από τον διευθύνοντα τη συζήτηση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο αναφέρει στο σκεπτικό του, όπως ήδη έχει εκτεθεί, και τα εξής: 1. "Όπως αναγκάστηκε να παραδεχτεί για πρώτη φορά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεδομένου ότι στο από 21-11-2001 απολογητικό του υπόμνημα προς την τακτική ανακρίτρια Κορίνθου και στο από 24-7-2002 υπόμνημά του στο Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου δεν το ανέφερε, έριξε νερό στο πρόσωπο και τα μαλλιά της θανούσης". Και 2. "Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι εν λόγω ιατροί Ι. Α. και Χ. Ο. καταμηνύθηκαν από τον αδελφό της θανούσης Δ. Τ., για ψευδορκία πραγματογνώμονα, ψευδή βεβαίωση από κοινού και απόπειρα υπόθαλψης εγκληματία, αλλά αθωώθηκαν λόγω ελλείψεως δόλου (βλ. την υπ' αριθ. 465/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Πατρών). Κατά τη δίκη εκείνη ο δικηγόρος Πατρών Κων/νος Αργυρόπουλος που τους υπερασπιζόταν συνέταξε δήλωση στην οποία ανέφερε για τον εξ αυτών Χ. Ο. τα εξής *...ο κατ/νος δηλώνει ότι υπήρξε ελλιπής η διεξαχθείσα υπό τούτου πραγματογνωμοσύνη, τούτο οφείλεται εις το φόρτο των καθηκόντων του. Αποδέχεται ότι η διεξαχθείσα πραγμ/νη υπήρξε ελλιπής με αποτέλεσμα να τον οδηγήσει σε λάθος συμπέρασμα ως προς τα αίτια του θανάτου της Δ. Σ. ... Λυπάται και ζητάει συγνώμη από τους οικείους της ...δεν υπήρξε δόλος ...* Μεταγενέστερα βέβαια ο εν λόγω ιατρός υπεστήριξε ότι η δήλωση συνετάγη από τον δικηγόρο του χωρίς την δική του συναίνεση. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι ο εν λόγω ιατρός κατηγορήθηκε για ελλιπή έκθεση νεκροψίας- νεκροτομής και σε άλλη υπόθεση (με κατ/νο ονόματι Χ.), διαψεύστηκε δε το πόρισμα που είχε συντάξει". Όπως, όμως, προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα ως άνω έγγραφα, ήτοι α) το από 21.11.2001 απολογητικό υπόμνημα του κατηγορουμένου προς την Τακτική Ανακρίτρια Κορίνθου, β) το από 24.7.2002 υπόμνημα του ιδίου προς το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, γ) η δήλωση που συνέταξε ο συνήγορος του Χρ. Ο.υ στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η 465/2004 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών και δ) η έκθεση νεκροψίας - νεκροτομής σε υπόθεση με άλλο κατηγορούμενο επ` ονόματι Χ., δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα των εγγράφων που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο. Πλην, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα ως άνω έγγραφα δεν αξιοποιήθηκαν αποδεικτικώς, αλλά αναφέρονται διηγηματικά. Συγκεκριμένα, α) το κρίσιμο προς αξιολόγηση περιστατικό, δηλαδή ότι ο αναιρεσείων έριξε νερό στο πρόσωπο και τα μαλλιά της θανούσας συζύγου του, προκύπτει, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, από τα όσα ο ίδιος υποστήριξε κατά την απολογία του στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (και όχι, δηλαδή, από τα εν λόγω έγγραφα υπομνήματά του). β) Η κρίση του Δικαστηρίου για την πλημμελή από τον Χρ. Ο. σύνταξη της εκθέσεώς του στηρίχθηκε στα λοιπά αποδεικτικά μέσα και ιδίως στην έκθεση των πραγματογνωμόνων Β. Δ. και Ι. Α. και όχι στη δήλωση του συνηγόρου του Χ. Ο. στη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, η οποία, πάντως, αναγνώσθηκε στο ακροατήριο (σελ. 93 πρακτικών, αύξ. αριθ. 10). Η δήλωση, δηλαδή, αυτή αναφέρεται ως εκ περισσού και δεν συνέβαλε στη διαμόρφωση της ειρημένης δικανικής πεποιθήσεως, αλυσιτελής δε, κατά τούτο, είναι και η μνεία εκθέσεως νεκροψίας - νεκροτομής από άλλη υπόθεση, η οποία αναφέρεται στο αιτιολογικό της αποφάσεως απλώς ιστορικά, χωρίς την οποιαδήποτε συμβολή στην ανωτέρω εξενεχθείσα κρίση. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, στον πίνακα των εγγράφων που αναγνώσθηκαν αναφέρεται με αύξ. αριθ. 5 ότι "επισκοπήθηκαν από τον Πρόεδρο δέκα (10) έγχρωμες φωτογραφίες που επισυνάπτονται στη δικογραφία και απεικονίζουν τον χώρο της οικίας της θανούσας καθώς και την θανούσα...". Όμως, στο προοίμιο του σκεπτικού, αναφέρεται ρητώς ότι το Δικαστήριο εκτίμησε, μεταξύ άλλων αποδεικτικών μέσων, "στ. τις φωτογραφίες που υπήρχαν στη δικογραφία, αλλά και αυτές που προσκομίστηκαν, οι οποίες επισκοπήθηκαν από όλους τους παράγοντες της δίκης, ύστερα από επίδειξή τους για το σκοπό αυτό από τον διευθύνοντα τη συζήτηση Πρόεδρο του Δικαστηρίου". Η αναφορά αυτή στο προοίμιο του σκεπτικού αναιρεί την από παραδρομή αναγραφή στον πίνακα των εγγράφων που αναγνώσθηκαν ότι οι φωτογραφίες επισκοπήθηκαν μόνο από τον Πρόεδρο. Επομένως, από τη μνεία στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως των ανωτέρω εγγράφων και από τη λήψη, για την καταδικαστική κρίση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου, υπόψη και των φωτογραφιών που επισκοπήθηκαν όχι μόνο από τον Πρόεδρο, αλλά από όλους τους παράγοντες της δίκης, δεν προκλήθηκε καμιά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 329§1 του ΚΠοινΔ, η συζήτηση στο ακροατήριο, καθώς και η απαγγελία της αποφάσεως γίνονται δημόσια σε όλα τα δικαστήρια και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις, κατά δε το άρθρο 510§1 στοιχ. Γ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Εξάλλου, η έλλειψη δημοσιότητας της συνεδριάσεως, που κατοχυρώνεται και με το άρθρο 93§2 του Συντάγματος, αποδεικνύεται μόνον από τα σχετικά πρακτικά της συγκεκριμένης δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αναφέρεται στη σελ. 26 αυτών ότι "όταν έφθασε η ημέρα και η ώρα που τάχθηκαν από τον Πρόεδρο (συνεδρίαση της 14 Νοεμβρίου 2013 και ώρα 09.00), ..., προσήλθαν στην αίθουσα του Μ.Ο.Ε. Ναυπλίου, του οποίου οι θύρες ήταν κλειστές και κατέλαβαν τις έδρες τους...". Η αυτή αναφορά γίνεται και στις συνεδριάσεις τις 15 Νοεμβρίου 2013 (σελ. 40), 19 Νοεμβρίου 2013 (σελ. 51), 2 Δεκεμβρίου 2013 (σελ. 62), 3 Δεκεμβρίου 2013 (σελ. 69), 14 Ιανουαρίου 2014 (σελ. 78), 17 Φεβρουαρίου 2014 (σελ. 85) και 27 Φεβρουαρίου 2014 (σελ. 88). Αντιθέτως, στις συνεδριάσεις της 6 Μαρτίου 2014, 13 Μαρτίου 2014 και 21 Μαρτίου 2014 (σελ. 98, 99 και 100, αντιστοίχως) αναφέρεται ότι "όταν έφθασε η ημέρα και η ώρα που τάχθηκαν από τον Πρόεδρο..., προσήλθαν στην αίθουσα του Μ.Ο.Ε. Ναυπλίου, του οποίου οι θύρες ήταν ανοικτές και κατέλαβαν τις έδρες τους...". Από τις επισημειώσεις αυτές προκύπτει ότι οι θύρες του Δικαστηρίου ήταν κλειστές ή ανοικτές όχι κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, αλλά κατά τη στιγμή που, μετά τη διακοπή της εκάστοτε συνεδριάσεως που είχε προηγηθεί, επανήλθαν για να καταλάβουν τις θέσεις τους οι δικαστές και οι λοιποί παράγοντες της δίκης. Πράγματι, όπως βεβαιώνεται στα πρακτικά, από τα οποία και μόνο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αποδεικνύεται η τήρηση της αρχής της δημοσιότητας, μετά την κατάληψη από τους παράγοντες της δίκης των θέσεών τους, ο Πρόεδρος "διέταξε να συνεχιστεί η διακοπείσα παραπάνω δημόσια συνεδρίαση" (σελ. 40, 52, κ.λπ.). Αλλά και στη σελ. 2 των πρακτικών βεβαιώνεται ότι "η συνεδρίαση άρχισε στο Ναύπλιο την 9η πρωινή ώρα της 13ης Νοεμβρίου 2013 δημόσια", ενώ δημόσια απαγγέλθηκαν και όλες οι αποφάσεις του Δικαστηρίου (σελ. 10, 18, 38, 39, 50, 51, 61, 67, 68, 101, 140, 142, 146, 147, 148, 149). Επομένως, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, καθ` όλες τις συνεδριάσεις, συνεδρίασε δημόσια και δεν παραβίασε την αρχή της δημοσιότητας, ο δε, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Τέλος, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι εφαρμόσθηκαν μεν οι ορθές διατάξεις του ΠΚ που ρυθμίζουν την επίδικη αξιόποινη πράξη (άρθρα 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 51, 52, 83, 84 παρ. 2 περ. ε και 299 παρ. 1), αλλά από παραδρομή δεν παρατέθηκαν αυτές. Ωστόσο, εφόσον ο Άρειος Πάγος, σύμφωνα με το άρθρο 514 εδ. δ του ΚΠοινΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 50 παρ. 4 του ν. 3160/2003, μπορεί, ακόμη και αν δεν εμφανιστεί ο αναιρεσείων, αυτεπαγγέλτως να παραθέσει τα σχετικά άρθρα του ποινικού νόμου που εφαρμόστηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, αν αυτά δεν έχουν παρατεθεί σε αυτή ή έχουν παρατεθεί εσφαλμένα, τούτο πολύ περισσότερο δικαιούται να πράξει και όταν ο αναιρεσείων είναι παρών. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), να παρατεθούν στην προσβαλλομένη απόφαση οι διατάξεις του ΠΚ που εφαρμόσθηκαν, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 3 Νοεμβρίου 2014 (υπ' αριθ. πρωτ. 7159/2014) αίτηση του Ν. Σ. του Α., για αναίρεση της 103α, 103, 104, 105, 107/2013, 31/2014 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ναυπλίου. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων Δ. Τ., Ι. Τ. - Τ. και Π. Τ.. εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. ΠΑΡΑΘΕΤΕΙ στην 103α, 103, 104, 105, 107/2013, 31/2014 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ναυπλίου, στη σελίδα 146, τα άρθρα που προβλέπουν την πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων και συγκεκριμένα τα άρθρα 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 51, 52, 83, 84 παρ. 2 περ. ε και 299 παρ. 1του ΠΚ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 18 Μαρτίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έφεση Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως. Αιτιολογημένη η έφεση και, ως εκ τούτου, ορθώς κρίθηκε αυτή παραδεκτή και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν υπερέβη την εξουσία του. Ορθή και αιτιολογημένη απόφαση του ΜΟΕ, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για ανθρωποκτονία από πρόθεση της συζύγου του, την οποία, αφού θανάτωσε με στραγγαλισμό, περιέλουσε με βιτριόλι. Η λήψη υπόψη εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Όχι απόλυτη ακυρότητα α) από τη μνεία στο σκεπτικό εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν, γιατί αυτά αναφέρονται διηγηματικά και δεν αξιολογήθηκαν αποδεικτικώς και β) από τη λήψη υπόψη φωτογραφιών, οι οποίες επισκοπήθηκαν από όλους τους παράγοντες της δίκης. Από παραδρομή αναφέρεται ότι αυτές επισκοπήθηκαν μόνο από τον Πρόεδρο. Όλες οι συζητήσεις στο ακροατήριο έγιναν σε δημόσια συνεδρίαση, η δε μνεία, σε μερικά σημεία της αποφάσεως, ότι οι θύρες του δικαστηρίου ήταν κλειστές αναφέρεται στη στιγμή που, μετά τη διακοπή της εκάστοτε συνεδριάσεως που είχε προηγηθεί, επανήλθαν για να καταλάβουν τις θέσεις τους οι παράγοντες της δίκης. Απόρριψη αιτήσεως.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Υπέρβαση εξουσίας, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Έφεση Εισαγγελέα, Δημοσιότητα διαδικασίας.
2
Αριθμός 288/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Μαρία Γαλάνη Λεοναρδοπούλου, (σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 41/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Β. Σ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Αλετρά, για αναίρεση της υπ'αριθ. 353/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ευβοίας, με πολιτικώς ενάγουσα την Α. Π. του Βασιλείου, κατοίκου Κάτω Στενής Ευβοίας, που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Ευβοίας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Νοεμβρίου 2014 αίτηση αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1209/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 221 παρ. 1 εδ. α' ΠΚ, γιατροί, οδοντίατροι, κτηνίατροι και μαίες, που εν γνώσει τους εκδίδουν ψευδείς πιστοποιήσεις, οι οποίες προορίζονται να παρέχουν πίστη σε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή σε ασφαλιστική επιχείρηση ή που μπορούν να ζημιώσουν έννομα και ουσιώδη συμφέροντα^ άλλου προσώπου, τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και χρηματική ποινή. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς ιατρικής πιστοποιήσεως, που αποτελεί είδος διανοητικής πλαστογραφίας και ιδιαίτερο έγκλημα, απαιτείται, αντικειμενικώς, η έκδοση από το γιατρό, υπό την επαγγελματική του ιδιότητα μέσα στον κύκλο των έργων του ως γιατρού έγγραφης πιστοποιήσεως και παράδοση αυτής σε τρίτον, η οποία είναι ψευδής κατά το περιεχόμενο της σε οποιοδήποτε σημείο αυτής, ως και όταν πιστοποιεί ότι εξήτασε τον ασθενή ενώ δεν τον έχει εξετάσει, ήτοι δηλαδή και όχι μόνο κατά το μέρος που αφορά την υγεία του τρίτου ή την υγιεινή του κατάσταση και προορίζεται να παράσχει πίστη σε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή κ.λ.π., υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφενός μεν τη γνώση με την έννοια της βεβαιότητος (εντελούς γνώσεως - επιγνώσεως), σχετικώς με την αναλήθεια του περιεχόμενου της πιστοποιήσεως αφετέρου δε τη θέληση εκδόσεως και παραδόσεως στον τρίτο της τοιαύτης ψευδούς πιστοποιήσεως, αρκούντος του ενδεχόμενου δόλου, μόνον σε ό,τι αφορά τον προορισμό της έγγραφης πιστοποιήσεως να παράσχει πίστη στις αρχές κ.λ.π. Τέλος, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή, δεν αποτελεί δε λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδείξεων και η παράλειψη αναφοράς και αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως της επιβαλλόμενης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Για την ύπαρξη της προαναφερόμενης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στη προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Ευβοίας, [που δίκασε σε δεύτερο βαθμό], με την προσβαλλόμενη με αριθμό 353/2014 απόφαση του, από τα αναφερόμενα στο σκεπτικό κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Η κατηγορούμενη είναι ιατρός γυναικολόγος και διατηρεί ιατρείο στη Χαλκίδα επί σειρά ετών. Η πολιτικώς ενάγουσα ήταν πελάτισσα της από το έτος 2000 περίπου και μεταξύ τους είχε αναπτυχθεί σχέση εμπιστοσύνης όπως αυτή που διέπει συνήθως τις σχέσεις ιατρού και ασθενούς. Περί τις αρχές Φεβρουαρίου του έτους 2007 η πολιτικώς ενάγουσα επισκέφθηκε το ιατρείο της κατηγορουμένης προκειμένου να υποβληθεί σε τεστ Παπανικολάου και τότε η κατηγορουμένη ιατρός διαπίστωσε ότι βρισκόταν στο 2ο μήνα κυήσεως καθώς και ότι εμφάνιζε έναν πολύποδα. Η πολιτικώς ενάγουσα που δεν επιθυμούσε άλλη εγκυμοσύνη καθώς ήταν ήδη μητέρα τριών παιδιών εξέφρασε την επιθυμία της να προβεί σε διακοπή της κυήσεως και γι' αυτό η κατηγορουμένη με τη συναίνεση της προέβη σε επέμβαση για διακοπή της κύησης και αφαίρεση του πολύποδα γεγονός που έγινε στο μαιευτήριο ΜΗΤΕΡΑ και για τις ιατρικές της υπηρεσίες η κατηγορουμένη έλαβε ως αμοιβή από το σύζυγο της πολιτικώς ενάγουσας το ποσόν των 800 ευρώ. Η πολιτικώς ενάγουσα ισχυρίζεται ότι δεν υπήρχε εγκυμοσύνη και ότι η κατηγορουμένη την εξαπάτησε για να εισπράξει την αμοιβή της πλην όμως όπως δεν αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη την εξαπάτησε αφού όπως προέκυψε σε μεταγενέστερη εξέταση είχε αφαιρεθεί πολύποδας από την πολιτικώς ενάγουσα κι άλλωστε και ο ίδιος ο σύζυγος της δεν δύναται με βεβαιότητα να αποκλείσει την ύπαρξη εγκυμοσύνης. Πρέπει, συνεπώς να κηρυχθεί αθώα για την πράξη της απάτης που φέρεται ότι τελέσθηκε το Φεβρουάριο του έτους 2007. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι μετά την πάροδο εξαμήνου περί τα τέλη Αυγούστου 2007 επισκέφθηκε εκ νέου το ιατρείο της κατηγορουμένης η οποία αφού την εξέτασε της ανακοίνωσε ότι ήταν και πάλι έγκυος και γι' αυτό έκανε και υπερηχογράφημα. Η πολιτικώς ενάγουσα εξέφρασε την απορία της αφού είχε αδιαθετήσει στις 8.8.2007 και είχε λάβει και όλες τις προφυλάξεις για να αποφύγει μια πιθανή ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Εντούτοις η κατηγορουμένη τη διαβεβαίωσε περί της εγκυμοσύνης και της επέδειξε το υπερηχογράφημα για να της το διαβεβαιώσει. Κατόπιν προγραμμάτισε διακοπή της εγκυμοσύνης στο μαιευτήριο ΜΗΤΕΡΑ το κόστος της οποίας προσδιόρισε στο ποσόν των 750 ευρώ. Ο σύζυγος της πολιτικώς ενάγουσας της πρότεινε να επισκεφθούν και άλλο γυναικολόγο για να πάρουν μια δεύτερη γνώμη. Πράγματι επισκέφθηκαν τον ιατρό Κ. Κ. στο μαιευτήριο ΙΑΣΩ ο οποίος αφού εξέτασε την πολιτικώς ενάγουσα διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε εγκυμοσύνη συγκεκριμένα στις 3.9.2007 υποβλήθηκε σε υπερηχογράφημα ελάσσονος πυέλου όπου διαπιστώθηκε μήτρα κενή σάκου κυήσεως και κατόπιν έγινε έλεγχος της ορμόνης β' χοριακής γοναδοτροπίνης η οποία αναπτύσσεται στο γυναικείο οργανισμό μόλις υπάρξει γονιμοποίηση του ωαρίου και τα αποτελέσματα ήταν μηδενικά. Μετά από αυτά η πολιτικώς ενάγουσα επισκέφθηκε το ιατρείο της κατηγορουμένης και της ζήτησε να συντάξει έγγραφο περί της εγκυμοσύνης της για να το χρησιμοποιήσει για την απουσία της από την εργασία της ενώ παράλληλα της είπε ότι ήθελαν μαζί με το σύζυγο της να της παραδώσουν την αμοιβή της των 750 ευρώ. Η κατηγορουμένη πράγματι εξέδωσε βεβαίωση που ανέφερε ότι " Η κ. Κ. Α. λόγω κολπικής αιμόρροιας από τριημέρου έχει ανάγκη ν' απέχει από την εργασία της για δυο ημέρες ήτοι από 13.9.2007 έως 14.9.2007". Το περιεχόμενο της ως άνω βεβαίωσης ήταν ψευδές γεγονός που γνώριζε η κατηγορουμένη Η τελευταία λοιπόν όπως προέκυψε παρέστησε ψευδώς στην πολιτικώς ενάγουσα ότι είχε καταστεί έγκυος γνωρίζοντας ότι δεν επιθυμούσε μια εγκυμοσύνη και θα προέβαινε σε διακοπή αυτής προκειμένου να εισπράξει την αμοιβή της για την επέμβαση τεχνητής διακοπής εγκυμοσύνης πλην όμως η πράξη της δεν ολοκληρώθηκε από λόγους που δεν αφορούν την ίδια και συγκεκριμένα από την επέμβαση της Αστυνομίας που προέβη στη σύλληψη της . Πρέπει, συνεπώς να κηρυχθεί ένοχη για την πράξη της απόπειρας απάτης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη εξέδωσε πιστοποιητικό περί ύπαρξη κύησης της πολιτικώς ενάγουσα παρότι όπως είχε επιστημονικώς διαπιστωθεί ότι δεν κυοφορούσε όπως βεβαίωσαν οι ιατροί στο ιατρικό κέντρο ΙΑΣΩ . Πρέπει, συνεπώς να κηρυχθεί ένοχη και για την πράξη της έκδοσης ψευδούς ιατρικής βεβαίωσης. (αρθρ. 42 σε συνδ. με αρ. 386 Π.Κ). Ακολούθως, κήρυξε ένοχη την κατηγορούμενη του ότι, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος άλλοτε τετελεσμένου κι άλλοτε σε απόπειρα, και με σκοπό να προσπορίσει παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και ειδικότερα: Α) Στην Χαλκίδα, την 31-08-2007 με την ιδιότητα της ως χειρούργος γυναικολόγος και έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει το αδίκημα της απάτης, επιχείρησε πράξη που περιείχε τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, πλην όμως το ως άνω αδίκημα δεν ολοκληρώθηκε από λόγους ανεξάρτητους της θελήσεώς της, και ειδικότερα: Στον άνω τόπο και χρόνο έχοντας σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος συνιστάμενο στο ισόποσο της αμοιβής της εκ ποσού 750 ευρώ για τη χειρουργική επέμβαση στην οποία επρόκειτο να υποβάλει την εγκαλούσα, Α. Π., για να διακόψει την υποτιθέμενη εγκυμοσύνη της, της οποίας προηγουμένως την ύπαρξη ψευδώς της είχε ανακοινώσει, με αποτέλεσμα και εκμεταλλευόμενη ταυτόχρονα το γεγονός ότι εκείνη της είχε ανακοινώσει ότι δεν επιθυμούσε να κυοφορήσει και άλλο τέκνο, πέραν των υπαρχόντων ήδη τριών τέκνων της, να την πείσει να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για την τεχνητή διακοπή της κυήσεως της, πλην όμως τη στιγμή που η εγκαλούσα είχε συμφωνήσει με την κατηγορουμένη να της παραδώσει το ανωτέρω χρηματικό ποσό της αμοιβής της, που αυτή παρανόμως της απαίτησε, συνελήφθη από τα όργανα του Α.Τ. Χαλκίδας, με συνέπεια να μην ολοκληρωθεί για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως της ο εν λόγω παράνομος σκοπός της και να μην ολοκληρωθεί η αντίστοιχη ισόποση περιουσιακή βλάβη της παθούσας. Β) Στην Χαλκίδα, την 12-09-2007 με την ιδιότητα της ως ιατρού -γυναικολόγου, εν γνώσει της εξέδωσε ψευδή πιστοποίηση, που μπορούσε να ζημιώσει έννομα και ουσιώδη συμφέροντα κάποιου άλλου προσώπου. Ειδικότερα, κατά τον άνω τόπο και χρόνο, και με την ανωτέρω ιδιότητα της, η κατηγορουμένη εξέδωσε εν γνώσει της ιατρική πιστοποίηση, στην οποία ψευδώς ανέγραψε ότι η εγκαλούσα Α. Π.: "λόγω κολπικής αιμόρροιας από τριημέρου (κύηση ΑΎριμήνου) έχει ανάγκη να απέχει από την εργασία της για δύο ημέρες. Ήτοι από 13-09-2007 έως και 14-09-2007. εδόθει αγωγή", υπογράφοντας την άνω πιστοποίηση με την ιδιότητα της αυτή και παραδίδοντας την στην εγκαλούσα, προκειμένου νομίμως να τη χρησιμοποιήσει, ενώ στην πραγματικότητα, πράγμα που το γνώριζε ως εκ της ιδιότητας της και ταυτόχρονα από τα ευρήματα των εξετάσεων, στην οποία προηγουμένως την υπέβαλε ότι η τελευταία δεν είχε αιμόρροια και ότι δεν εγκυμονούσα, γεγονός που διαπιστώθηκε κατόπιν υποβολής της εγκαλούσας στις ενδεδειγμένες ιατρικές εξετάσεις στα ιατρεία του μαιευτηρίου ΙΑΣΩ. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Ευβοίας, διέλαβε στην απόφαση του την κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών μέσων, τα οποία κατά κατηγορία εξειδικεύει, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε η ήδη αναιρεσείουσα, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 42, 221 παρ. 1 εδ. α' και β',386 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα, δεν ήταν αναγκαίο για την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 221 του ΠΚ, να συναρτάται το ψευδές περιεχόμενο των ιατρικών πιστοποιήσεων με την κατάσταση της υγείας ή άλλου σχετικού με την υγιεινή κατάσταση περιστατικού, αρκούντος του γεγονότος, ότι η κατηγορούμενη, ως γιατρός, βεβαίωσε ψευδώς στην αναφερόμενη ιατρική πιστοποίηση ότι προέβη στην εξέταση της εγκαλούσας και διέγνωσε αιμόρροια. Αναφέρεται, επίσης [στο σκεπτικό]ότι η πιστοποίηση αυτή προοριζόταν να δοθεί στον εργοδότη της εγκαλούσας και εύλογα θα είχε ως επακόλουθο [δυνατότητα] να ζημιωθεί ο τελευταίος, λόγω της [αποχής] μη παροχής εργασίας από την εγκαλούσα, κατά το διήμερο που όριζε η ως άνω ιατρική πιστοποίηση. Εξ άλλου, επαρκώς αιτιολογείται ο άμεσος δόλος της κατηγορουμένης, αφού οι παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως συνδέουν άμεσα την τελευταία με τα γεγονότα, τα οποία υπέπεσαν στην άμεση αντίληψη της και ειδικότερα ότι το βεβαιούμενη γεγονός, ότι διέγνωσε κολπική αιμόρροια, στηρίζεται στην άμεση προσωπική αντίληψη της και έτσι δεν ήταν αναγκαία η παράθεση άλλων γεγονότων σχετικών με την γνώση, αφού η ίδια γνώριζε ότι το πιστοποιούμενο ήταν ψευδές. Περαιτέρω, αναφορικά με τον προορισμό της ιατρικής τούτης πιστοποιήσεως, δεν ήταν απαραίτητο να αιτιολογηθεί ειδικώς ο δόλος της κατηγορουμένης, αφού, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, ως προς το στοιχείο αυτό αρκούσε και ο ενδεχόμενος δόλος, που ενυπάρχει αφού, κατά τις παραδοχές, τέλεσε την πράξη. Συνεπώς, ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ. λόγος της αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ.1 του ΚΠοινΔ, "όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα ή τους εισαγγελείς ,έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, δε μπορεί όμως να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο", ενώ, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου "ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι είναι υποχρεωτικό να δοθεί ο λόγος από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση στον Εισαγγελέα και στους διαδίκους, σύμφωνα με την παραπάνω κανονισμένη σειρά, στο δε κατηγορούμενο ή στον συνήγορο του, στο τέλος και αν τούτο δε ζητηθεί. Η παράβαση της διατάξεως αυτής, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' του ΚΠοινΔ, γιατί αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται σε αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόμο, για την οποία (παράβαση) ιδρύεται λόγος αναιρέσεως της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της ως άνω προσβαλλόμενης αποφάσεως και συγκεκριμένα της 22ας σελίδας αυτών προκύπτει ότι "η Εισαγγελεύς, αφού έλαβε το λόγο, πρότεινε να επιδικασθεί στην πολιτικώς ενάγουσα το ποσό των σαράντα [40] Ευρώ, με επιφύλαξη προς ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο της είχε επιδικασθεί και πρωτόδικα. Ο συνήγορος της πολιτικής αγωγής στον οποίο δόθηκε στη συνέχεια ο λόγος ζήτησε να επιδικασθεί στην πολιτικώς ενάγουσα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το αιτηθές ποσό. Το δικαστήριο, αφού διασκέφθηκε μυστικά στην έδρα του, με παρούσα και την γραμματέα κατάρτισε και δημοσίευσε την απόφαση του:". Από τα ως άνω προκύπτει ότι πράγματι το δικαστήριο αποφάνθηκε επί του αιτήματος επιδικάσεως χρηματικής ικανοποιήσεως της πολιτικώς ενάγουσας, χωρίς να δώσει τον λόγο και στην κατηγορουμένη, πλην όμως κρίνεται ότι, στη προκείμενη περίπτωση δεν επήλθε ακυρότητα εκ του λόγου αυτού, ούτε προσβλήθηκαν τα από το άρθρο 171 παρ. 1δ ΚΠοινΔ. υπερασπιστικά δικαιώματα της κατηγορουμένης, διότι το επιδικασθέν ως άνω κατώτερο ποσό των 40 Ευρώ [που αιτήθηκε συμβολικά για παράσταση πολιτικής αγωγής στο ποινικό δικαστήριο, με επιφύλαξη ασκήσεως αγωγής στα πολιτικά δικαστήρια] είναι το ίδιο που επιβλήθηκε και πρωτοδίκως, ως εκ τούτου δε [αν δινόταν ο λόγος και στην κατηγορουμένη] δεν θα διαφοροποιείτο η ως άνω απόφαση και συνεπώς η κατηγορουμένη δεν έχει έννομο συμφέρον [κατ'άρθρο 463 ΚΠοινΔ] να παραπονείται για την παράβαση αυτή. Κατ'ακολουθία, ο σχετικός, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ. λόγος της αιτήσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ως ουσιαστικά αβάσιμη, στη συνέχεια δε να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 24-11-2014 αίτηση της Β. Σ. του Α., για αναίρεση της με αριθμό 353/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ευβοίας. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Μαρτίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Μαρτίου 2015 . Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ψευδής ιατρική πιστοποίηση. Στοιχεία 369 ΚΠΔ-Όχι ακυρότητα διαδ. αν δεν δόθηκε ο λόγος στον κατηγορ., για αιτηθείσα συμβολική χρημ. ικανοποίηση, ελλείψη εννόμου συμφέροντος.
Ψευδής ιατρική πιστοποίηση
Ψευδής ιατρική πιστοποίηση.
2
Αριθμός 291/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Χρυσούλα Παρασκευά (σύμφωνα με την υπ’ αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειου Καπελούζου, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ν. Φ. του Γ., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Χίου, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Κοραντζόπουλο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 23/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου. Το Πενταμελές Εφετείο Βορείου Αιγαίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 1η Αυγούστου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 808/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 του Π. Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του ν. 1414/1984, ορίζεται ότι "όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε εξώγαμη συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξης, τιμωρείται με κάθειρξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτούνται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, σε ακούσια εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ασελγούς πράξης, που συντρέχει όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέληση του υποβάλλεται σε εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ή ανοχή ασελγούς πράξης, β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου ή με σωματική βία, η οποία συνίσταται σε φυσική δύναμη που δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί χωρίς τη θέληση του ή να επιχειρήσει ασελγή πράξη. Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει και με τους δύο τρόπους, δηλαδή της απειλής και της σωματικής βίας. Ως ασελγής πράξη νοείται η αντικειμενικώς προσβάλλουσα το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικώς δε κατευθυνόμενη στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας, και διακρίνεται από τη συνουσία που είναι η συνένωση των γεννητικών μορίων. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη βούληση του δράστη όπως με σωματική βία ή με απειλή ή και με τις δύο μαζί εξαναγκάζει άλλον σε εξώγαμη συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο άλλος, δεν συναινεί στη συνουσία ή σε ασελγή πράξη. Ως ασελγής πράξη νοείται κάθε ενέργεια που ανάγεται στη γενετήσια σφαίρα, που αντικειμενικώς προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών (μεταξύ δε άλλων η παρά φύση ασέλγεια, η απλή ψαύση των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, η χρησιμοποίηση των γεννητικών οργάνων με σκοπό ηδονιστικό και υποκειμενικώς κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας και η οποία διακρίνεται από την συνουσία, που είναι η συνένωση των γεννητικών μορίων. Υπάρχει βιασμός και όταν το θύμα, λόγω του αιφνιδιασμού ή του φόβου των συνεπειών προβολής αντίστασης ή των ασθενών σωματικών του δυνάμεων ή άλλων περιστάσεων, θεώρησε εύλογα ανέφικτη ή μάταιη την αντίσταση και δεν αντιστάθηκε καθόλου στη σωματική βία του δράστη. Κατά μείζονα λόγο δεν απαιτείται η σωματική βία και αντίστοιχα η αντίσταση σε αυτήν να είναι διαρκής, δηλαδή μέχρι την αποπεράτωση της πράξης. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 339 παρ.1 του ΠΚ, ορίζεται ότι " Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο από 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351 Α, ως εξής: α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β) αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ) αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα και μέχρι τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Μεταξύ του βιασμού και της αποπλανήσεως υπάρχει αληθής κατ’ ιδέαν συρροή, διότι μεταξύ των εγκλημάτων αυτών δεν υφίσταται ταυτότητα των προσβαλλόμενων αγαθών, τα οποία συγκροτούνται από διαφορετικά στοιχεία το καθένα και κανένα δεν απορροφάται από το άλλο αφού κανένα δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο τελέσεως του άλλου και στο μεν έγκλημα του βιασμού προσβάλλεται το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας ενώ στην αποπλάνηση παιδιών προσβάλλεται η αγνότητα της παιδικής ηλικίας από γενετήσιες προσβολές. Περαιτέρω, η επιβαλλόμενη, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, η οποία επίσης πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, με την προϋπόθεση, ότι οι ισχυρισμοί, είναι πράγματι αυτοτελείς και όχι αρνητικοί της κατηγορίας και προβάλλονται παραδεκτά και κατά τρόπο ορισμένο. Τέτοιοι ισχυρισμοί (αυτοτελείς), είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Όταν προβάλλεται ενώπιον του δικαστηρίου, κατά τρόπο ορισμένο, ο αυτοτελής ισχυρισμός, το δικαστήριο οφείλει, εάν απορρίψει τον ισχυρισμό αυτό, να αιτιολογήσει ειδικώς την κρίση του, διαλαμβάνοντας αρνητικά περιστατικά ειδικά και συγκεκριμένα, διαφορετικά ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 510 παρ.1 περ. Δ’ ΚΠΔ για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠΔ και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Β’ του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως. Σύμφωνα δε με το άρθρο άρθρο 344 ΠΚ, ορίζεται ότι τις περιπτώσεις των άρθρων 337 παράγραφος 1 και 341 για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση. Στις περιπτώσεις του άρθρου 336 η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως ο εισαγγελέας όμως μπορεί κατ’ εξαίρεση με αιτιολογημένη διάταξή του ύστερα από έγκριση του εισαγγελέα εφετών, να απέχει οριστικά από την άσκηση της ποινικής δίωξης ή, αν έχει ασκήσει την ποινική δίωξη, να εισαγάγει την υπόθεση στο αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών- αυτό μπορεί να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη εκτιμώντας τη δήλωση του θύματος ή των κατά το άρθρο 118 προσώπων ότι η δημοσιότητα από την ποινική δίωξη θα έχει συνέπεια το σοβαρό ψυχικό τραυματισμό του θύματος". Στην προκείμενη περίπτωση από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη με αρ. 23/2014 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου της ουσίας προκύπτει ότι η παθούσα ανήλικος προ της ενάρξεως της αποδεικτικής διαδικασίας, ζήτησε να διεξαχθεί η δίκη κεκλεισμένων των θυρών, πράγμα που έγινε δεκτό από το δικαστήριο και επίσης δήλωσε ότι αποσύρει την παράσταση πολιτικής αγωγής και ότι υπήρχε ερωτική σχέση αυτής με τον κατηγορούμενο, που ξεκίνησε αφού αυτή είχε κλείσει τα 15 έτη της ηλικίας της, ότι υπήρξε σύγχυση ως προς τα γεγονότα και υπέβαλε τη μήνυση, παρακινούμενη από οργή, όταν δεν τήρησε το λόγω του ότι θα την παντρευτεί και ότι ουδέποτε υπήρξε σε βάρος της βιασμός και ασέλγεια. Σχετικά, ο κατηγορούμενος προκύπτει από τα πρακτικά του δικαστηρίου δεν πρόβαλε κάποιο σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό παύσης ποινικής δίωξης εκ του άνω άρθρου 344 ΠΚ. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τις αποδείξεις αρκεί αυτές να αναφέρονται ατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε κάθε παραδοχή. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, για τον λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 23/2014 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Βορείου Αιγαίου, κήρυξε σε δεύτερο βαθμό, τον αναιρεσείοντα, ένοχο βιασμού κατ’ εξακολούθηση και αποπλάνησης παιδιού ηλικίας κάτω των 15 ετών, με ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 α’ και ε’ του ΠΚ και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή καθείρξεως επτά (7) ετών. Στο αιτιολογικό της ανωτέρω προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Επειδή, από τις επ’ ακροατηρίω του Δικαστηρίου τούτου και του πρωτοβαθμίου, καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, οι οποίες περιέχονται, αντιστοίχως, στα ανωτέρω ταυτάριθμα με την παρούσα και εκείνα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του Εφετείου τούτου και του πρωτοδίκως δικάσαντος και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα νομίμως προσκομισθέντα και αναγνωσθέντα επ’ ακροατηρίω του Δικαστηρίου τούτου έγγραφα, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος, από πρόθεση, στους κατωτέρω τόπους και χρόνους, με περισσότερες πράξεις, τέλεσε περισσότερα εγκλήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο με στερητικές της ελευθερίας ποινές. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος, ο οποίος ήταν θείος της, ήτοι ο σύζυγος της αδελφής του πατέρα της παθούσας Π. Τ., από το έτος 2002 έως το έτος 2005, κατά το χρονικό διάστημα, που αυτή ήταν ανήλικη από δώδεκα (12) ετών έως δεκαπέντε (15) ετών, με απειλές και σωματική βία, που ασκήθηκε στο σώμα της, που δεν μπορούσε να απωθήσει, λόγω των υπερτέρων σωματικών δυνάμεών του, την εξανάγκασε να υποστεί επανειλημμένα ασελγείς πράξεις απ’ αυτόν, καθώς, επίσης, με σωματική βία και με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξανάγκασε αυτή σε συνουσία και σε άλλες ασελγείς πράξεις. Συγκεκριμένα: Στην ... εντός του έτους 2002, με απειλές ότι θα αποκάλυπτε στον αδελφό της συζύγου του και πατέρα της ανήλικης ότι αυτή κάπνιζε και ότι έκανε παρέα με αγόρια και με σωματική βία που ασκήθηκε στο σώμα της, που δεν μπορούσε να απωθήσει, λόγω των υπερτέρων σωματικών δυνάμεών του παραπλάνησε την ανωτέρω ανήλικη, η οποία είχε γεννηθεί στις 17.07.1990 και ήταν τότε δώδεκα (12) ετών, να υποστεί επανειλημμένα ασελγείς πράξεις απ’ αυτόν, ήτοι φιλιά στο στόμα, στο λαιμό και στο μάγουλο της, θωπείες των οπισθίων και των γεννητικών οργάνων της, εισαγωγή δακτύλου του στον κόλπο της, καθώς και να ενεργήσει ασελγείς πράξεις σ’ αυτόν, ήτοι θωπεία των γεννητικών οργάνων του. Στον ανωτέρω τόπο, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2003 έως τις 16-7-2005, με απειλές και με σωματική βία που ασκήθηκε στο σώμα της, που δεν μπορούσε να απωθήσει, λόγω των υπερτέρων σωματικών δυνάμεών του παραπλάνησε την ανωτέρω ανήλικη, η οποία έχει γεννηθεί στις 17.07.1990 και ήταν τότε από δεκατριών (13) έως δεκαπέντε (15) ετών, να υποστεί επανειλημμένα ασελγείς πράξεις απ’ αυτόν, ήτοι στοματικό έρωτα, καθώς έγλυφε τα γεννητικά της όργανα. Με τον ανωτέρω τρόπο, που ενήργησε, προσέβαλε σοβαρά το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, την αγνότητα της παιδικής ηλικίας και κατέτεινε δια των ασελγών αυτών πράξεων στη διέγερση και στην ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του. Ακόμη, στην περιοχή "..." Λέσβου, στην εξοχική κατοικία της Α. Τ. του Α., εντός του έτους 2005, με τη χρήση σωματικής βίας, που ασκήθηκε στο σώμα της, που δεν μπορούσε να απωθήσει, λόγω των υπερτέρων σωματικών δυνάμεών του και απειλών σπουδαίου και άμεσου κινδύνου της τιμής της, ήτοι ότι θα αποκάλυπτε στους γονείς της ότι αυτή είχε ολοκληρώσει σεξουαλικά τη σχέση της με συνομήλικο αγόρι, υπερνίκησε την αντίθετη βούληση της προαναφερθείσας Π. Τ. και την εξανάγκασε σε συνουσία, καθώς τοποθέτησε το πέος του μέσα στον κόλπο της και εκσπερμάτωσε εκτός αυτού. Στην οικία του, στην ..., στη στάνη, που έχει στην ... και σε άλλους τόπους εντός του έτους 2005, με τη χρήση σωματικής βίας, που ασκήθηκε στο σώμα της, που δεν μπορούσε να απωθήσει, λόγω των υπερτέρων σωματικών δυνάμεών του και απειλών σπουδαίου και άμεσου κινδύνου της τιμής της, ήτοι ότι θα αποκάλυπτε στους γονείς της ότι αυτή είχε ολοκληρώσει σεξουαλικά τη σχέση της με συνομήλικο αγόρι, υπερνίκησε την αντίθετη βούληση της προαναφερθείσας Π. Τ. και την εξανάγκασε σε συνουσία, καθώς τοποθέτησε το πέος του μέσα στον κόλπο της και εκσπερμάτωσε. Στην περιοχή "..." Λέσβου και σε απομονωμένες περιοχές της οδικής διαδρομής Γέρας-Πλωμαρίου Λέσβου, εντός του έτους 2006, με τη χρήση σωματικής βίας, που ασκήθηκε στο σώμα της, που δεν μπορούσε να απωθήσει, λόγω των υπερτέρων σωματικών δυνάμεών του και απειλών σπουδαίου και άμεσου κινδύνου της τιμής της, ήτοι ότι θα αποκάλυπτε στον πατέρα της τις υποτιθέμενες σχέσεις της με άλλα αγόρια και άνδρες, υπερνίκησε την αντίθετη βούληση της προαναφερθείσας Π. Τ. και την εξανάγκασε επανειλημμένα σε συνουσία, καθώς τοποθέτησε το πέος του μέσα στον κόλπο της και εκσπερμάτωσε. Σε απομονωμένη περιοχή της οδικής διαδρομής Πλαγιά Κολυμβατερά Λέσβου εντός του έτους 2006, με τη χρήση σωματικής βίας, που ασκήθηκε στο σώμα της, που δεν μπορούσε να απωθήσει, λόγω των υπερτέρων σωματικών δυνάμεών του, υπερνίκησε την αντίθετη βούληση της προαναφερθείσας Π. Τ. και την εξανάγκασε σε συνουσία, καθώς την τράβηξε βίαια έξω από το αυτοκίνητο, με το οποίο πήγαιναν οι δυο τους στην εξοχική κατοικία της Α. Τ., της αφαίρεσε βίαια τα ενδύματα, την ανάγκασε να ξαπλώσει πάνω στο καπό του αυτοκινήτου και στη συνέχεια, τοποθέτησε το πέος του μέσα στον κόλπο της και εκσπερμάτωσε. Στην ..., στις αρχές του έτους 2007, με τη χρήση σωματικής βίας, που ασκήθηκε στο σώμα της, που δεν μπορούσε να απωθήσει, λόγω των υπερτέρων σωματικών δυνάμεών του και απειλών σπουδαίου και άμεσου κινδύνου της τιμής της, ήτοι ότι θα διένειμε σε όλους τους κατοίκους του χωριού της Πλαγιάς γυμνές φωτογραφίες της, κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης με τον άνθρωπο, με τον οποίο είχε εκείνη την περίοδο ερωτικό δεσμό, τις οποίες είχε στην κατοχή του, υπερνίκησε την αντίθετη βούληση της προαναφερθείσας Π. Τ. και την εξανάγκασε σε συνουσία, καθώς τοποθέτησε το πέος του στον κόλπο της και εκσπερμάτωσε. Ο κατηγορούμενος είχε τη βούληση με άσκηση σωματικής βίας και απειλών, να εξαναγκάσει την παθούσα σε εξώγαμη συνουσία και επιχείρηση ασελγών πράξεων, αν και γνώριζε ότι αυτή δεν συναινεί στη συνουσία και στις ασελγείς πράξεις. Η παθούσα Π. Τ. ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατέθεσε ότι ανάμεσα σ’ αυτή και τον κατηγορούμενο υπήρξε ερωτική σχέση, που ξεκίνησε όταν έγινε δεκαπέντε (15) ετών, ότι η σχέση αυτή την οδήγησε σε μεγάλη εξάρτηση δική της από τον κατηγορούμενο, ο οποίος την είχε διαβεβαιώσει ότι θα παντρευτούν και όταν δεν τήρησε το λόγο του, αυτή, παρακινούμενη από οργή και στενοχώρια, υπέβαλε τη σε βάρος του κατηγορουμένου καταγγελία και ότι ουδέποτε υπήρξε βιασμός και ασέλγεια σε βάρος της από μέρους του. Όμως, στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ανέφερε με λεπτομέρειες τις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις, που τέλεσε σε βάρος της ο κατηγορούμενος και τους χρόνους τέλεσης αυτών, ήτοι από δώδεκα (12) έως δεκαπέντε (15) ετών, αυτές, δε, κατήγγειλε στον αρμόδιο Εισαγγελέα και κατέθεσε κατά τη διάρκεια της κύριας ανάκρισης, τα ίδια, δε, κατέθεσε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η μητέρα της, ο πατέρας της, η μάρτυρας κατηγορίας Ε. Τ., που έκανε παρέα μαζί της και η μάρτυρας κατηγορίας νονά της παθούσας ψυχολόγος και δεν αναιρούνται απ’ όσα αναφέρουν οι λοιποί μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά και όλοι οι μάρτυρες στο παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα με όσα θα εκτεθούν κατωτέρω και το Δικαστήριο δεν πείθεται ότι όσα κατήγγειλε αρχικά ήταν προϊόν της φαντασίας της και όχι η πραγματικότητα. Το Δικαστήριο κρίνει ότι η ανωτέρω δήλωση της παθούσας Π. Τ. εγένετο κατόπιν ψυχικής πιέσεως αυτής από το δράστη και από άτομα της δικής του οικογένειας και της οικογένειας της ίδιας, λαμβανομένου υπόψη ότι ο κατηγορούμενος είναι θείος της, ήταν συνεταίρος επαγγελματικά με τον πατέρα της, ζουν στον ίδιο χώρο και αυτό, που συνέβη, έχει επιφέρει διάφορα δυσμενή σχόλια από τους υπόλοιπους κατοίκους του τόπου, όπου διαμένουν οι δύο οικογένειες, τα οποία περιλαμβάνουν και την ίδια, με τη νοοτροπία ότι γι’ αυτά, που διέπραξε ο κατηγορούμενος ένα μέρος της ευθύνης θα πρέπει να έχει η παθούσα σαν ένα κορίτσι, που προκαλεί τους άνδρες. Οι δύο οικογένειες του κατηγορουμένου και της παθούσας καταβάλουν προσπάθειες, αφού διαμένουν στον ίδιο τρόπο, να μη χαλάσουν τις σχέσεις τους, λαμβανομένου υπόψη ότι είναι συγγενείς μεταξύ τους, η σύζυγος του κατηγορουμένου, αδελφή του πατέρα της παθούσας, συγχώρεσε στον κατηγορούμενο και παραμένει μ’ αυτόν και καταβάλει προσπάθειες να μη διαλύσει την οικογένειά της και η θυγατέρα του κατηγορουμένου είναι εξαδέλφη και στενή φίλη της παθούσας. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι δύο οικογένειες επιθυμούν να αποσοβηθούν τα γεγονότα, που έλαβαν χώρα και στιγμάτισαν τις δύο οικογένειες. Ακόμη, σήμερα η παθούσα έχει παντρευτεί και είναι έγκυος, διαμένει, δε, εκτός του τόπου, όπου έλαβαν χώρα τα γεγονότα και έχει ανεξαρτοποιηθεί από το στενό κύκλο, όπου παραμένουν οι δύο οικογένειες και γι’ αυτό ανέλαβε και το βάρος για την ανάληψη όλων των ευθυνών αυτών, που της συνέβησαν. Να σημειωθεί εδώ ότι η γιαγιά της παθούσας από την αρχή, που έλαβε γνώση των ως άνω γεγονότων, είχε εκφράσει τη γνώμη και επέμενε ότι "ότι έγινε, έγινε, αφήστε τα πράγματα να σβήσουν, να μη πάρει χαμπάρι ο κόσμος", όπως κατέθεσε η ίδια στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Να σημειωθεί εδώ ότι οι προαναφερόμενες απειλές του κατηγορουμένου, απευθυνόμενες στην τότε ανήλικη παθούσα από δώδεκα (12) ετών, ο οποίος ήταν θείος της, από τον οποίο εξαρτάτο οικονομικά η άμεση οικογένειά της, λόγω των επαγγελματικών σχέσεων του πατέρα της με τον κατηγορούμενο και από την οικονομική βοήθεια από τη γιαγιά της, που δεν ήθελε να λάβουν διαστάσεις όσα συνέβησαν, μετέθεσαν στους ώμους της το ανυπέρβλητο βάρος και τις ευθύνες, ώστε το απειλούμενο κακό να είναι υπέρτερο των δυνάμεών της και να κάμψει την όποια αντίδραση της παθούσας να υποστεί τις πράξεις του κατηγορουμένου. Τέλος, ο κατηγορούμενος, μετά τη σύλληψή του και την παραμονή του στη φυλακή για τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες κατηγορείται μετά από δική της καταγγελία και εξαιτίας της ψυχολογικής έντασης, που υπέστη, εμφάνισε καρκίνο στην ουροδόχο κύστη. Το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του όλα τα προαναφερόμενα περιστατικά, τα οποία συνέβαλαν στην ψυχολογική πίεση της παθούσας να προβεί στην πιο πάνω δήλωση, κρίνει ότι πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός αυτής, ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν". Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 23/2014 απόφασή του, την απαιτούμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει στην προσβαλλόμενη απόφαση του με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του βιασμού κατ’ εξακολούθηση και της αποπλάνησης ανηλίκου κόρης με ηλικία ανώτερη των 12 ετών και κατώτερη των 15 ετών, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 1, 336 παρ. 1 και 339 παρ.1, 344 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει εκ πλαγίου, στερώντας την απόφαση του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς λογικά κενά περιγράφεται και αιτιολογείται η άσκηση εκ μέρους του αναιρεσείοντος σωματικής βίας και αναφερόμενων απειλών σε βάρος της ανήλικης παθούσας ανεψιάς του, που γεννήθηκε στις 17.07.1990, εκμεταλλευόμενος την υπέρτερη σωματική του δύναμη και γνωρίζοντας ότι αυτή δεν συναινεί, την εξανάγκασε και την παραπλάνησε να υποστεί επανειλημμένα ολοκληρωμένη συνουσία και ασελγείς πράξεις που περιγράφονται και κατέτειναν στη διέγερση και στην ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του, ενώ ταυτόχρονα προσέβαλε σοβαρά το κοινό αίσθημα της αιδούς, των ηθών και την αγνότητα της παιδικής ηλικίας της ανήλικης μαθήτριας και ανεψιάς του. Όσον αφορά την προαναφερθείσα δήλωση και ισχυρισμό της παθούσας ανήλικης και ήδη ενήλικης προς το δικαστήριο, ότι αποσύρει την παράσταση πολιτικής αγωγής και ότι υπήρχε ερωτική σχέση αυτής με τον κατηγορούμενο, που ξεκίνησε αφού αυτή είχε κλείσει τα 15 έτη της ηλικίας της, ότι υπήρξε σε αυτή σύγχυση ως προς τα γεγονότα και υπέβαλε τη μήνυση, παρακινούμενη από οργή κατά του κατηγορουμένου, όταν δεν τήρησε Την υπόσχεσή του ότι θα την παντρευτεί και ότι ουδέποτε υπήρξε σε βάρος της βιασμός και ασέλγεια, το δικαστήριο, με τις παραπάνω παραδοχές του, με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με βάση την αρχή της ηθικής αποδείξεως, δέχθηκε ότι αποδείχθηκε ότι τελέστηκαν οι άνω αποδιδόμενες σε βάρος της ανήλικης αξιόποινες πράξεις βιασμού και αποπλάνησης, σε συγκεκριμένους χρόνους και τόπους, πριν αυτή συμπληρώσει το 15° έτος της ηλικίας της και ότι η ανωτέρω δήλωση της είναι προϊόν ψυχικής πιέσεως, για τους λόγους που αιτιολογεί και εμπεριστατωμένα απέρριψε τον εκ του άρθρου 344 Π Κ προβληθέντα ισχυρισμό ως αβάσιμο. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε (κατ’ εκτίμηση) ΚΠΔ, προβαλλόμενοι συναφείς λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 01-08-2014 αίτηση - δήλωση του Ν. Φ. του Γ., για αναίρεση της με αρ. 23/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Βορείου Αιγαίου. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βιασμός κατ'εξακολ/ση + Αποπλαν. Παιδιού κάτω 15 ετών. Άρθρα 336, 339 παρ.1 ΠΚ. 1 .Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. 2. Απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για αναιτιολόγητη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού εκ του άρθρου 344 ΠΚ.
Βιασμός
Βιασμός, Αποπλάνηση ανηλίκου.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 295/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Χρυσούλα Παρασκευά (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας- κατηγορουμένης Κ. Σ. του Γ., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χριστόφορο Τουτουντζίδη, περί αναιρέσεως της 92/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Οκτωβρίου 2014 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1074/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990, όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της ένδικης αξιόποινης πράξεως, ήτοι μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997 και, στη συνέχεια, με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/1.1.2004, και πριν από την αντικατάστασή του από τις (δυσμενέστερες στη συγκεκριμένη περίπτωση) διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του ν. 3943/2011, η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (ΔΟΥ) και τα Τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της ΔΟΥ ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των 10.000 ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α, υπερβαίνει το ποσό των 50.000 ευρώ, και γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α, υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, επελεύσεως, δηλαδή, ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εντεύθεν και δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 92/2014 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και την καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών, μετατραπείσα σε χρηματική. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι: Με την υπ' αριθμ. 6853/7-11-2008 πράξη της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Θεσσαλονίκης βεβαιώθηκαν σε βάρος της κατηγορουμένης, ως εγγυήτριας για την καταβολή των χρεών της εδρεύουσας στη Θεσσαλονίκη ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΠΡΟΝΤΑΞΙΟΝ ΑΒΕΕ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΕΠΙΠΛΩΝ", της οποίας ήταν μέτοχος και αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της, τα αναγραφόμενα σ' αυτήν χρέη προς το Ελληνικό Δημόσιο, τα οποία, σύμφωνα με τον οικείο υπ' αριθ. 191/2010 πίνακα χρεών, ανέρχονται πλέον στο συνολικό ποσό των 5.453.904,64 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι τις 30-11-2010 (ημερομηνία σύνταξης του πίνακα), το οποίο ήταν καταβλητέο εφάπαξ στις 31-12-2008. Τα ανωτέρω χρέη αφορούν τραπεζικά δάνεια ΚΑΧΚΕΕΔ, που είχε λάβει η ανωτέρω εταιρία με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου. Συγκεκριμένα, η ανωτέρω εταιρία, έχουσα εγκαταστημένη εργοστασιακή μονάδα στη ΒΙΠΕ Κιλκίς, είχε υπαχθεί, για τις δανειακές οφειλές της προς τις τράπεζες (ΕΤΒΑ, ΕΤΕ, Εμπορική, Κεντρικής Ελλάδος, Γενικής, Κρήτης, Μακεδονίας - Θράκης και Societe Generale), για τις οποίες ήταν εγγυήτρια, μεταξύ άλλων, και η κατηγορούμενη, στο καθεστώς της ρύθμισης της υπ' αριθ. 66336/Β1398/14-9-1993 Απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (ΦΕΚ Β' 733/21-9-1993) με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου (για κεφάλαιο, τόκους και συναφή έξοδα). Σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 2 του Ν. 2227/1994 "α) Η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου για την κάλυψη των ρυθμιζόμενων, με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, οφειλών από παλιότερα δάνεια επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες, ανεξάρτητα από την έδρα τους, στους νομούς Κιλκίς...., παρέχεται ανεπιφύλακτα έναντι εμπραγμάτων ασφαλειών επί των παγίων στοιχείων των επιχειρήσεων αυτών, εφόσον η αξία τους καλύπτει το ποσό των ρυθμιζόμενων οφειλών που βαρύνει τις επιχειρήσεις. Στην περίπτωση αυτή απελευθερώνονται οι υφιστάμενες υπέρ των τραπεζών λοιπές ασφάλειες επί ρευστοποιήσιμων στοιχείων, ενεχύρων, προσωπικών εγγυήσεων τρίτων και εξωεπιχειρηματικών ακινήτων, β) Αν η αξία των παγίων περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων δεν καλύπτει το ποσό των ρυθμιζόμενων οφειλών που βαρύνουν τις επιχειρήσεις, διατηρούνται από τις υφιστάμενες λοιπές ασφάλειες, όσες αρκούν για την κατά εκατό τοις εκατό (100%) κάλυψη των οφειλών αυτών, γ) Από τις διατηρούμενες ασφάλειες, πλην αυτών επί των παγίων στοιχείων των επιχειρήσεων, δύναται, μετά από προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών, να αποδεσμευτούν όσες χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά νια την άντληση κεφαλαίων κίνησης, η αναγκαιότητα των οποίων προβλέπεται στη σχετική μελέτη βιωσιμότητας των οφειλετριών επιχειρήσεων". Περαιτέρω, στην υπ' αριθ. 2060876/9613/ 0025/1994 Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται ότι "η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου που έχει παρασχεθεί με τις αποφάσεις μας αριθ. 2003341/883/17-2-και 2059171/11090/5-10-1993, όπως αυτές έχουν συμπληρωθεί, τροποποιηθεί και διευκρινιστεί, για την κάλυψη οφειλών από δάνεια επιχειρήσεων, που είναι εγκατεστημένες, ανεξάρτητα από την έδρα τους, στους νομούς ... και Κιλκίς, που ρυθμίστηκαν ή θα ρυθμιστούν με βάση τις διατάξεις των κοινών αποφάσεων Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών αριθ. 1648/Γ.Γ.54/Β22/13-1-1994,66336/Β1398/14-9-1993, όπως επίσης έχουν συμπληρωθεί, τροποποιηθεί και διευκρινιστεί, ισχύει -με τον όρο της διατήρησης, από τις υφιστάμενες ασφάλειες, του μέρους αυτών, που η αξία τους καλύπτει κατά 100% το ποσό των οφειλών που βαρύνουν τις επιχειρήσεις μετά τη συμφωνία ρύθμισης. Από τις υφιστάμενες ασφάλειες διατηρούνται πρώτα, μέχρι κάλυψης κατά 100%, οι εμπράγματες επί των παγίων στοιχείων της επιχείρησης. Αν αυτές δεν επαρκούν, διατηρούνται από τις λοιπές εμπράγματες επί των εξωεπιχειρηματικών ακινήτων και μέχρι κάλυψης μαζί με αυτές επί των παγίων στοιχείων της επιχείρησης, του 100% των οφειλών. Αν και αυτές δεν επαρκούν, διατηρούνται, από τις απομένουσες ασφάλειες οι ενοχικές, και μέχρι την κάλυψη, μαζί με όλες τις προηγούμενες εμπράγματες, του 100% των οφειλών και ακολούθως κατά τον ίδιο τρόπο και κατά σειρά αυτές επί των χρεογράφων, αυτές επί εκείνων των αξιόγραφων που μπορεί να εισπραχθούν, αυτές των εκχωρημένων επιδοτήσεων και τέλος αυτές των ενεχύρων επί προϊόντων και εμπορευμάτων. Οι ασφάλειες, πλην αυτών επί των παγίων στοιχείων της επιχείρησης, θα κρίνονται, ως προς την επάρκεια τους νια την εφαρμογή των ανωτέρω, από τις τράπεζες κατά το χρόνο που εξετάζονται τα αιτήματα απελευθέρωσης ασφαλειών. Η εκτίμηση των παγίων στοιχείων, ως ενιαίου συνόλου, θα γίνει από την τράπεζα που έχει χρηματοδοτήσει κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τα πάγια αυτά ή από την τράπεζα που συνέταξε την προβλεπόμενη για τη ρύθμιση μελέτη βιωσιμότητας, κατά επιλογή της ενδιαφερόμενης επιχείρησης. ... Η κάθε τράπεζα που έχει δανειοδοτήσει τα εκτιμηθέντα πάγια, στην περίπτωση που η αξία αυτών είναι μεγαλύτερη από το ποσό των οφειλών που βαρύνουν την επιχείρηση, προβαίνει στον περιορισμό των εμπραγμάτων ασφαλειών με τρόπο ώστε να καλύπτεται κατά 100% το ποσό των οφειλών αυτών. Ακολούθως προβαίνει στην απελευθέρωση όλων των λοιπών ασφαλειών και χορηγεί βεβαίωση στην επιχείρηση, από την οποία πρέπει να προκύπτει το μέρος της αξίας των εκτιμηθέντων παγίων για το οποίο έχει διατηρήσει εμπράγματη ασφάλεια και η οποία προσκομίζεται στις άλλες τράπεζες στις οποίες υπάρχουν οφειλές υπαγόμενες στη ρύθμιση. Οι τράπεζες αυτές προβαίνουν στην εγγραφή εμπραγμάτων ασφαλειών επί των εκτιμηθέντων παγίων και μέχρι συμπλήρωσης της υπόλοιπης αξίας αυτών (αξίας εκτιμηθέντων παγίων - αξία για την οποία διατηρείται εμπράγματη ασφάλεια από την πρώτη τράπεζα). ... Η κάθε μία από τις τράπεζες αυτές θα ενεργήσει περαιτέρω κατά τα οριζόμενα στη δεύτερη παράγραφο της παρούσας μέχρι κάλυψης και από τις λοιπές ασφάλειες του 100% των οφειλών αυτών, απελευθερώνοντας τις πέραν του ποσοστού αυτού τυχόν απομένουσες ασφάλειες. ... Οι ασφάλειες που θα διατηρηθούν, σύμφωνα με όλα τα προαναφερόμενα, θα λειτουργήσουν απαράλλακτα υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, σε περίπτωση κατάπτωσης της εγγύησης του, το οποίο υποκαθίσταται εκ του νόμου στα δικαιώματα των τραπεζών κατά των οφειλετών από και δια της 3ε3αιώσεως στις αρμόδιες Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.), ως εσόδων του Δημοσίου, των εγγυημένων οφειλών. ... Η αντιμετώπιση αιτημάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 ν' του άρθρου 16 του Ν.2227/1994, για την αποδέσμευση ασφαλειών που διατηρήθηκαν κατά τα ανωτέρω οριζόμενα, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για την άντληση κεφαλαίων, θα γίνεται από τη Δ/νση Κίνησης Κεφαλαίων Εγγυήσεων, Δανείων και Αξιών (Γ.Λ.Κ. - Δ25 - Δ'), ύστερα από τη διαβίβαση τους στην Υπηρεσία αυτή από την τράπεζα στην οποία έχουν παραχωρηθεί οι προς αποδέσμευση ασφάλειες. Στη σχετική επιστολή της τράπεζας αυτής θα αναφέρονται όλα τα στοιχεία που αφορούν τις προς αποδέσμευση ασφάλειες και θα επισυνάπτονται: α) η αίτηση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης, β) αντίγραφο της μελέτης βιωσιμότητας και γ) επιστολή της τράπεζας που πρόκειται να χορηγήσει το δάνειο κεφαλαίου κίνησης, στην οποία θα αναφέρονται και οι όροι του δανείου αυτού". Από τα παραπάνω προκύπτει ότι για την αποδέσμευση υφιστάμενων, κατά το χρόνο της ανωτέρω ρύθμισης οφειλών με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, ασφαλειών από τις δανείστριες τράπεζες απαιτείται σχετική αίτηση της οφειλέτριας επιχείρησης προς την αντισυμβαλλόμενη της τράπεζα, αξιολόγηση από την τελευταία των ασφαλειών που θα απομείνουν, μετά την αποδέσμευση ορισμένων, συμφωνία τους για αποδέσμευση και, σε περίπτωση υφιστάμενης εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου, έγκριση της αρμόδιας Υπηρεσίας (25ης Δ/νσης του Γ.Λ.Κ.) (...). Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδεικνύεται ότι, κατά το χρόνο υπαγωγής της εταιρίας ΠΡΟΝΤΑΞΙΟΝ ΑΕΒΕΕ στην ανωτέρω ρύθμιση (τέλη του 1994), η συνολική οφειλή της στις τράπεζες ανερχόταν στο ποσό των 1.131.233.144 δρχ. και η αξία των παγίων της ανερχόταν στο ποσό των 1.205.701.440 δρχ., σύμφωνα με την εκτίμηση της ΕΤΒΑ ΑΕ, που ήταν η κυριότερη δανειοδοτούσα τα πάγια τράπεζα και η συντάξασα τη μελέτη βιωσιμότητας της εν λόγω εταιρίας. Στη συνέχεια, κατόπιν σχετικών αιτήσεων της οφειλέτριας εταιρίας, οι δανείστριες αυτής τράπεζες προέβησαν σταδιακά σε αποδέσμευση υφιστάμενων, κατά το χρόνο της ρύθμισης, εμπράγματων ασφαλειών επί ακινήτων αυτής και των εγγυητών της (...). Ωστόσο, ουδόλως αποδεικνύεται - ούτε άλλωστε υπάρχει σχετικός ισχυρισμός της κατηγορουμένης - ότι υποβλήθηκε από την ανωτέρω οφειλέτρια εταιρία αίτημα προς τις δανείστριες της τράπεζες αποδέσμευσης, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του νόμου, των ενοχικών ασφαλειών τους και ιδίως των προσωπικών εγγυήσεων μετόχων και μη μετόχων της .... Σημειώνεται ότι η μοναδική σχετική αίτηση που η ΠΡΟΝΤΑΞΙΟΝ ΑΒΕΕ υπέβαλε στις 12-7-1996 στην κύρια δανείστρια της τράπεζα ΕΤΒΑ δεν έγινε δεκτή, διότι, όπως αναφέρεται στην από 30-11-2012 εξώδικη απάντηση της Τράπεζας Πειραιώς ΑΕ, καθολικής διαδόχου της ΕΤΒΑ, προς την κατηγορούμενη, κατά την ημερομηνία υποβολής της εν λόγω αίτησης ο σχετικός με την ρυθμιζόμενη οφειλή της λογαριασμός "παρουσίαζε καθυστέρηση στην αποπληρωμή του και ως εκ τούτου δεν υπήρχε δυνατότητα εξέτασης θέματος αποδέσμευσης της και υποβολής σχετικού αιτήματος προς το Ελληνικό Δημόσιο, στο οποίο είχε γνωστοποιηθεί το πλαίσιο της υπογραφείσας ρύθμισης". Πράγματι, δυνάμει της υπ' αριθ. 29034/1-11-1997 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η εταιρία ΠΡΟΝΤΑΞΙΟΝ ΑΒΕΕ κηρύχθηκε σε πτώχευση (με χρόνο παύσης πληρωμών τις 14- 8-1997), η οποία εξακολουθούσε τουλάχιστον μέχρι τις 30-1-2011 να είναι ενεργή. Στη συνέχεια, κατέπεσε η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της ΠΡΟΝΤΑΞΙΟΝ ΑΒΕΕ στις δανείστριες τράπεζες και το ανωτέρω κατέβαλε στις τελευταίες, σε εκτέλεση των οικείων δικαστικών αποφάσεων, τα οφειλόμενα ποσά, για τα οποία, έχοντας υπεισέλθει πλέον στη θέση τους, στράφηκε αναγωγικά κατά της ως άνω εταιρίας και των λοιπών ενεχομένων συνεγγυητών, βεβαιώνοντας νομίμως, με την προαναφερόμενη υπ' αριθ. 6853/7-11-2008 πράξη της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Θεσσαλονίκης, τα εν λόγω χρέη, μεταξύ άλλων, σε βάρος της κατηγορουμένης υπό την ιδιότητα της εγγυήτριας της πρωτοφειλέτριας εταιρίας. Μολονότι όμως η κατηγορούμενη ειδοποιήθηκε από την ανωτέρω Δ.Ο.Υ., με την υπ' αριθ. 494/2008 πράξη της, δεν προέβη στην τακτοποίηση των εν λόγω οφειλών της, ούτε προσέφυγε δικαστικά κατά της προαναφερόμενης πράξης βεβαίωσης, παρά αρκέστηκε στην αποστολή επιστολών και εξώδικων δηλώσεών της προς την αρμόδια Δ/νση του Υπουργείου Οικονομικών, αιτούμενη την απαλλαγή της από τα εν λόγω βεβαιωμένα χρέη. Ήδη, όμως με την από 10-9-2012 απάντησή της η αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών απέρριψε το ανωτέρω αίτημα της κατηγορουμένης. Περαιτέρω, δεδομένου ότι μέχρι σήμερα η κατηγορούμενη από πρόθεση δεν προέβη στην ολική ή μερική εξόφληση των ανωτέρω χρεών της προς το Ελληνικό Δημόσιο και ότι από την 1-5-2009, ήτοι την επομένη της άπρακτης παρέλευσης τεσσάρων (4) μηνών από τη λήξη της καθορισμένης προθεσμίας καταβολής τους (31-12-2008), όπως αναγράφεται στον οικείο πίνακα χρεών, η εν λόγω συμπεριφορά της κατηγορουμένης πληροί την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης για την οποία κατηγορείται, πρέπει αυτή να κηρυχθεί ένοχη, όπως κατηγορείται, ...". Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που αναφέρθηκαν παραπάνω. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμες, αφού: α) Το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στον, αρνητικό της κατηγορίας, ισχυρισμό αυτής ότι, παρά το ότι υπήρχε νόμιμο γραπτό αίτημα της ως άνω εταιρίας "ΠΡΟΝΤΑΞΙΟΝ Α.Β.Ε.Ε." για αποδέσμευση των προσωπικών ασφαλειών από τις Τράπεζες, εκείνες παρέβησαν το ν. 2227/1994 και διατήρησαν παρανόμως τις προσωπικές της εγγυήσεις, δυνάμει των οποίων η ΔΟΥ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης προέβη στη βεβαίωση του ενδίκου ποσού. Παρά ταύτα, ως εκ περισσού, απάντησε, όπως εκτίθεται ανωτέρω, και τον απέρριψε αιτιολογημένα. β) Το Τριμελές Εφετείο έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που τέθηκαν ενώπιόν του, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα που είχε προσκομίσει η αναιρεσείουσα (στα οποία περιλαμβάνεται, με αύξ. αριθ. 22, φωτοαντίγραφο του υπ` αριθ. πρωτ. 2/37501/0025/26.4.2013 εγγράφου της 25ης ΚΙΝ. ΚΕΦ. ΕΓΓ. ΔΑΝ. ΚΑΙ ΑΞΙΩΝ του Υπουργείου Οικονομικών), δεν ήταν δε αναγκαίο να προβεί σε συγκριτική αξιολόγηση αυτών μεταξύ τους ούτε να αναφέρει τι προκύπτει από το καθένα από αυτά. γ) Η αντιγραφή του αιτιολογικού της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που είχε δεχθεί τα ίδια, δεν σημαίνει ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν άσκησε τη δικαιοδοτική του εξουσία, με δική του αυτοτελή κρίση, και τούτο διότι το τελευταίο αποφασίζει για την ενοχή του κατηγορουμένου μετά από συζήτηση, αποδεικτική διαδικασία και διάσκεψη και, στη συνέχεια, απαγγέλλει προφορικά την απόφασή του, όπως ορίζει το άρθρο 371 παρ.1 του ΚΠοινΔ, ενώ η γραπτή σύνταξη και υπογραφή της αποφάσεως, σύμφωνα με όσα κατά την κρίση του αποδείχθηκαν, γίνεται μεταγενέστερα, κατά τα άρθρα 142 παρ.2 και 144 παρ.1 του ΚΠοινΔ. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Η, περιλαμβανόμενη στο λόγο αυτό, αιτίαση περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (εγγράφων που είχε προσκομίσει η κατηγορουμένη) είναι απαράδεκτος, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττει την , αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 3904/2010, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Από τις διατάξεις δε του άρθρου 141 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι τα πρακτικά της ποινικής δίκης αποδεικνύουν, μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά, όλα όσα καταχωρούνται σ' αυτά, μεταξύ των οποίων και οι ισχυρισμοί, δηλώσεις, προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων, καθώς και οι αποφάσεις του δικαστηρίου και οι διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Επομένως, αιτήσεις, δηλώσεις ή ισχυρισμοί του κατηγορουμένου που δεν καταχωρήθηκαν στα πρακτικά, τα οποία δεν διορθώθηκαν κατά τούτο, ούτε προσβάλλονται ως πλαστά, θεωρούνται ότι δεν έγιναν. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ και συνυφασμένο με τον ανωτέρω, δεύτερο λόγο αναιρέσεως, πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα, συνιστάμενη στο ότι το Τριμελές Εφετείο, μη λαμβάνοντας υπόψη τις κατατεθείσες και αναγνωσθείσες από αυτήν, ως σχετικά έγγραφα, επιστολές της εταιρίας ΠΡΟΝΤΑΞΙΟΝ ΑΒΕΕ, που της χορηγήθηκαν με το ως άνω υπ` αριθ. πρωτ. 2/37501/0025/26-4-2013 έγγραφο της 25ης Διεύθυνσης του Υπουργείου Οικονομικών, και συγκεκριμένα 1) τις από 24.3.1995 και 11/7/1996 επιστολές προς την Τράπεζα Μακεδονίας Θράκης, 2) την από 11/7/1996 επιστολή προς την Societe Generate, 3) την από 11.7.1996 επιστολή προς την Εθνική Τράπεζα, 4) την από 11.7.1996 επιστολή προς την Γενική Τράπεζα, 5) την από 11.7.1996 επιστολή προς την Τράπεζα Κεντρικής Ελλάδος, 6) την από 11.7.1996 επιστολή προς την Τράπεζα Κρήτης, 7) την από 11.7.1996 επιστολή προς την ΕΤΒΑ Α.Ε και 8) την επιστολή προς την Εμπορική Τράπεζα και μη αναγράφοντάς αυτές ως αναγνωστέα έγγραφα, παρά το ότι αναγνώσθηκαν, προσέβαλε τα δικαιώματά της για αντίκρουση της κατηγορίας. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, γιατί, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα οποία δεν έχουν προσβληθεί για πλαστότητα ούτε έχουν διορθωθεί κατά τούτο, δεν προκύπτει ότι οι ως άνω επιστολές περιλαμβάνονται μεταξύ των εγγράφων που είχε προσκομίσει η αναιρεσείουσα. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να επεκτείνεται όχι μόνο στα περιστατικά που απαρτίζουν την κατηγορία, αλλά και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Είναι δε αυτοτελείς οι ισχυρισμοί εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται, σύμφωνα με τα άρθρα 170§2 και 333§2 του ΚΠοινΔ, στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, τον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την θεμελίωσή τους κατά την οικεία διάταξη, ώστε να μπορεί ο δικαστής ύστερα από αξιολόγηση να κάνει δεκτούς ή να απορρίψει αυτούς, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα για την απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84§2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ιδίου Κώδικα, υπό την προϋπόθεση της προβολής του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Όταν συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 του ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά μόνο, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την §2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α' και β' ήτοι το ότι ο υπαίτιος α) έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και β) στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή του προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, πρέπει ο υπαίτιος να έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, δηλαδή πρέπει ο έντιμος βίος του να ανάγεται σε όλες της μορφές της συμπεριφοράς του και δεν αρκεί, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, μόνο η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου. Η δε μη ταπεινότητα των αιτίων, από τα οποία ο δράστης ωθήθηκε στην πράξη που του αποδίδεται, θα κριθεί όχι υποκειμενικώς, δηλαδή κατά την αντίληψη του δράστη, αλλά αντικειμενικώς, δηλαδή κατά την αντίληψη της κοινωνίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα, με αυτοτελείς ισχυρισμούς, που κατέθεσε ο συνήγορός της εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικώς στο ακροατήριο, ζήτησε να αναγνωρισθούν στο πρόσωπό της οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' και β' (το οποίο, από παραδρομή, ανέγραψε ως δ') του ΠΚ. Για τη θεμελίωσή τους, επικαλέστηκε: Α) Ως προς τον πρώτο: "Ζητώ σε περίπτωση καταδίκης μου να μου αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθ. 84 παρ. 2α ΠΚ, ήτοι ότι μέχρι και της τελέσεως της πράξης, που φέρομαι κατηγορούμενη διήγα έντιμο ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και κοινωνικό βίο. Γεννήθηκα το 1953 και έλαβα το πτυχίο της Ανωτάτης Βιομηχανικής αποκτώντας τριτοβάθμια εκπαίδευση. Είμαι έγγαμη με τον Χ. Σ. από το έτος 1974 και μητέρα δύο ενηλίκων τέκνων, τα οποία ομοίως ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους ως οικονομολόγοι και εργάζονται σήμερα με επιτυχία στο αντικείμενό τους, ενώ ουδέποτε απασχόλησα τις Αστυνομικές ή Δικαστικές Αρχές, αλλά αντιθέτως σ' όλο μου τον βίο εργάστηκα σκληρά και επίμονα για να διασφαλίσω τα απαραίτητα στην οικογένεια μου και συγκεκριμένα από της ιδρύσεως της επιχείρησης στήριζα τον σύζυγό μου εργαζόμενη σ' αυτήν, ενώ και μετά την κατάρρευση αυτής απασχολήθηκα στον ιδιωτικό τομέα και συγκεκριμένα στην εταιρία SΑΤΟ ως οικονομολόγος μέχρι της συνταξιοδοτήσεως μου από το ΙΚΑ, από όπου και λαμβάνω το ποσό των 513 Ευρώ ως μοναδική πηγή του εισοδήματος. Παράλληλα στον κοινωνικό μου περίγυρο δεν έχω εμπλακεί ουδέποτε σε προστριβές με συμπολίτες μου, αλλά χαίρω εκτιμήσεως και σεβασμού. Μετά ταύτα ζητώ όπως γίνει δεκτός ο παρών αυτοτελής ισχυρισμός μου και ληφθεί υπ' όψιν κατά την επιμέτρηση της σε βάρος μου επιβληθείσας ποινής". Και Β) ως προς τον δεύτερο: "Πέραν τούτου η μη πληρωμή των χρεών μου οφείλεται σε λόγους, που δεν αφορούν το πρόσωπό μου, αλλά την καταχρηστική και παράνομη τακτική των Τραπεζών. Συγκεκριμένα εγώ ουδέποτε εγγυήθηκα την πληρωμή οιουδήποτε ποσού προς το Δημόσιο αλλά προς τις πιστώτριες της εταιρίας ΠΡΟΝΤΑΞΙΟΝ Τράπεζες, οι οποίες εφόσον υπήγαγαν τις απαιτήσεις τους στο καθεστώς της ΥΑ 66335/1993 και του ν. 2227/1994 άρθ. 15 θα έπρεπε να άρουν εμπράγματες και ενοχικές εξασφαλίσεις, που είχαν γι' αυτές εφόσον το σύνολο της ακίνητης περιουσίας της οφειλέτιδος εταιρίας κάλυπτε το 100% των οφειλών όπως στην επίδικη περίπτωση. Μάλιστα στην παράνομη διατήρηση των ενοχικών ασφαλειών αντιδράσαμε με τον σύζυγό μου από κοινού αποστέλλοντας άμεσα επιστολές προς τις Τράπεζες για άρση των ενοχικών εξασφαλίσεων ενημερώνοντας σχετικά και το Ελληνικό Δημόσιο, όπως προκύπτει από την από 28/4/2013 επιστολή, που για πρώτη φορά αναγνωρίζει ότι τέτοιο αίτημα είχε υποβληθεί από πλευράς στις Τράπεζες και σ' αυτό. Μάλιστα το Δημόσιο με την από 19.5.1995 επιστολή του προς τις Τράπεζες έδινε ρητές εντολές για άρση όλων των ενοχικών ασφαλειών, που δυνάμει αυτών φέρομαι εγώ κατηγορούμενη. Οι Τράπεζες κώφευσαν και αμέσως μετά έκλεισαν την χρηματοδότηση της εταιρίας οδηγώντας, σύμφωνα με το Δημόσιο και το από 28-9-1998 έγγραφό του, σε ουσιαστική πτώχευση χρησιμοποιώντας καταχρηστικά την ρύθμιση, που πλέον θεωρούσε και ορθά άκυρη. Παράλληλα οι Τράπεζες ασκώντας τα δικαιώματά τους από την σφράγιση των επιταγών εκπλειστηρίασαν αντί πινακίου φακής το σύνολο της ιδιωτικής μου περιουσίας, όπως την οικία μου στο ..., αλλά και την περιουσία του συζύγου μου, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες αναγγελίες και τις προσκλήσεις δανειστών υπ' αριθ. 5448, 5451/1998. To Δημόσιο μη αναγνωρίζοντας την εγγύηση του δεν αναγγέλθηκε προνομιακά στους εν λόγω πλειστηριασμούς, των οποίων το πλειστηρίασμα περιήλθε αποκλειστικά στις Τράπεζες. Εν συνεχεία με την έκδοση των δικαστικών αποφάσεων οι Τράπεζες εισέπραξαν και τα λεφτά από το Δημόσιο, το οποίο είχε βγει εκτός της διαδικασίας των πλειστηριασμών. Συνεπώς σήμερα εγώ μη έχοντας κανένα περιουσιακό στοιχείο μετά την εκποίηση τους από τις Τράπεζες, την πτώχευση της εταιρίας που δέσμευσε ακίνητη περιουσία άνω των 4.000.000 Ευρώ, βρίσκομαι σε ανυπαίτια αδυναμία να καταβάλω έστω ένα μέρος του οφειλόμενου προς το Δημόσιο ποσού εξαιτίας της τακτικής των Τραπεζών, που αποκόμισαν τα μέγιστα σε βάρος εμού και του Δημοσίου. Σημειώνω ότι μέχρι και το 2008 το Δημόσιο συνηγορούσε με την ορθή νομικά άποψή ότι δεν τηρήθηκε η ρύθμιση και συνεπώς δεν οφείλεται κανένα ποσό από εμένα προς αυτό. Μετά το 2008 όντας πια συνταξιούχος των 513 Ευρώ, με την ακίνητη περιουσία μου εκπλειστηριασμένη, και με διπλή επέμβαση στην καρδιά, αδυνατώ αντικειμενικά να διαθρέψω τον εαυτό μου και μη πληρωμή των οφειλόμενων ποσών έχει να κάνει με αντικειμενική αδυναμία. Για όλους αυτούς τους λόγους ζητώ να μου αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων καθότι η μη πληρωμή των χρεών είναι απότοκο της μεγάλης ένδειας στην οποία περιήλθα, εξαιτίας των Τραπεζών". Το Τριμελές Εφετείο απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς με την αιτιολογία ότι: Α) Ως προς τον πρώτο: "Στην προκειμένη περίπτωση δεν προβλήθηκαν ούτε αποδείχτηκαν περιστατικά της προηγούμενης ζωής της κατηγορουμένης, που στοιχειοθετούν έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική εν γένει ζωή της, και συνεπώς ο ισχυρισμός της ότι πρέπει να της αναγνωριστεί η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2α' Π.Κ. πρέπει να απορριφθεί. Σημειωτέον ότι για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω ελαφρυντικού απαιτείται θετική και επωφελής για τη κοινωνία δράση και συμπεριφορά σε όλους τους τομείς συμπεριφοράς, που ορίζονται στην περίπτωση του εδ. α' της παρ. 2 του άρθρου 84 Π.Κ. (...), που δεν αποδείχτηκε εν προκειμένω, και δεν αρκεί μόνο το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου, το οποίο μάλιστα στην ένδικη περίπτωση δεν είναι λευκό και η κατηγορουμένη, όπως προεκτέθηκε, έχει ήδη καταδικαστεί με αμετάκλητη απόφαση σε ποινή στερητική της ελευθερίας". Και Β) ως προς τον δεύτερο: "Από όλη την ανωτέρω συμπεριφορά της καταδεικνύεται ότι γνώριζε (ως συμμετέχουσα ουσιαστικά στη διαχείριση της οφειλέτριας εταιρίας -αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της - η οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχε ήδη προβεί σε παρόμοιες αιτήσεις αποδέσμευσης άλλων υφιστάμενων ασφαλειών της από τις δανείστριες τράπεζες, ενίοτε και μετά από την αναγκαία έγκριση του Δημοσίου ως εγγυητή) ότι δεν υφίσταται, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, δικαίωμα απαλλαγής της από την εγγυητική ευθύνη της και για το λόγο αυτό δεν προσέφυγε δικαστικά για την ακύρωση της σχετικής πράξης βεβαίωσης οφειλών, αλλά αρκέστηκε στην αποστολή πλείστων επιστολών της προς τον αρμόδιο Υπουργό, προκειμένου να πετύχει την ευνοϊκή αντιμετώπισή τους, ούτε άλλωστε αποδείχτηκε ότι αυτή προσπάθησε με οποιοδήποτε τρόπο να άρει τις συνέπειες των πράξεών της". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε, ως προς την απόρριψη των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών της αναιρεσείουσας, στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία δεν προέκυπτε ότι ωθήθηκε αυτή στην πράξη της από μη ταπεινά ελατήρια ούτε ότι είχε πρότερο έντιμο βίο. Άλλωστε, ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι τέλεσε την πράξη της από μη ταπεινά ελατήρια συνοδεύεται από περιστατικά που συνιστούν άρνηση της κατηγορίας, για την οποία, όμως, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα περιστατικά που τη θεμελιώνουν. Ενώ, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, δεν είχε αυτή λευκό ποινικό μητρώο, αλλά και δεν αποδείχθηκε ότι αυτή είχε θετική και επωφελή για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά σε όλους τους τομείς. Περαιτέρω αιτιολογία, ως προς την απόρριψη των ισχυρισμών αυτών, δεν ήταν αναγκαία. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των ισχυρισμών της αναιρεσείουσας για την αναγνώριση των παραπάνω ελαφρυντικών, είναι αβάσιμοι. Κατά το άρθρο 100 παρ.1 του ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 67 παρ. 3 του ν. 3994/2011, "αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλακίσεως μεγαλύτερη από τρία έτη και μέχρι πέντε έτη και συντρέχει στο πρόσωπό του η προϋπόθεση του άρθρου 99 παρ.1, το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής του υπό όρους και υπό την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής, για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί επιβολής ποινής φυλακίσεως μεγαλύτερης των τριών και μέχρι πέντε ετών, το δικαστήριο, εφόσον συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 99 παρ.1 του ΠΚ (μη καταδίκη σε στερητική της ελευθερίας ποινή υπερβαίνουσα το έτος), είναι υποχρεωμένο, και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος, να αναστείλει την εκτέλεση της ποινής υπό όρους και μόνο αν δεν δεχθεί την αναστολή αυτή, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόρριψή της ειδικά και εμπεριστατωμένα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, διαφορετικά ιδρύεται, από την έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη καταδικάσθηκε, όπως αναφέρθηκε, σε ποινή φυλακίσεως 4 ετών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική. Όπως δε προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μετά την έκδοση της αποφάσεως επί της ποινής, ο συνήγορός της ζήτησε την αναστολή εκτελέσεως της ως άνω ποινής φυλακίσεως κατ` άρθρο 100 παρ. 1 του ΠΚ. Η Προεδρεύουσα, αφού έδωσε το λόγο, κατά σειράν, στον Εισαγγελέα και στο συνήγορο της κατηγορουμένης, απέρριψε το αίτημα με την αιτιολογία, μετά την παράθεση νομικής σκέψεως, ότι: "Στην προκείμενη περίπτωση το αίτημα της κατηγορουμένης για αναστολή εκτελέσεως της ποινής υπό όρους και επιτήρηση κατά το άρθρο 100 του ΠΚ πρέπει ν' απορριφθεί, καθόσον από την έρευνα των περιστάσεων κάτω από τις οποίες τελέστηκε η πράξη για την οποία καταδικάστηκε η κατηγορουμένη, όπως αυτή προέκυψε από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, ιδίως δε αφού ληφθεί υπόψη και το ύψος του μη καταβληθέντος στο Δημόσιο ποσού (5.453.904,64 €), εκτιμωμένου και του χαρακτήρα της, αποδεικνύεται ότι υπάρχει βάσιμος φόβος ότι αν αφεθεί ελεύθερη θα τελέσει νέες αξιόποινες πράξεις. Συνεπώς, η εκτέλεση της ποινής της κρίνεται απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τη συγκεκριμένη κατηγορουμένη από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων, καθόσον η επιβολή περιοριστικών όρων δεν είναι ικανή προς τούτο (άρθρο 100 Π.Κ., όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 2 Ν 3904/2010)". Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Εφετείο διέλαβε, ως προς το αίτημα της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης περί αναστολής της ποινής που της επιβλήθηκε, την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ αιτιολογία, αφού μνημονεύει ειδικώς στοιχεία (περιστάσεις τελέσεως πράξεως, ύψος ποσού που δεν καταβλήθηκε στο Δημόσιο), με βάση τα οποία έκρινε ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει αυτήν από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πέμπτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ` αριθ. εκθ. 22/24 Οκτωβρίου 2014 αίτηση της Κ. Σ. του Γ., για αναίρεση της 92/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο της κατηγορουμένης, ως εγγυήτριας εταιρίας. Το Δικαστήριο, ως εκ περισσού, απέρριψε αιτιολογημένα αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό. Τα πρακτικά, τα οποία δεν έχουν προσβληθεί ως πλαστά ούτε έχουν διορθωθεί, αποδεικνύουν ότι έγιναν όλα όσα έχουν καταχωρηθεί σ" αυτά. Όχι απόλυτη ακυρότητα από τη μη καταχώρηση εγγράφων και μη λήψη αυτών υπόψη, τα οποία δεν προκύπτει από τα πρακτικά ότι είχε προσκομίσει η αναιρεσείουσα. Αυτοτελείς ισχυρισμοί για την αναγνώριση ελαφρυντικών άρθρου 84 παρ. 2 α και β ΠΚ. Πώς στοιχειοθετούνται. Αιτιολογημένη απόρριψή τους. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναστολής της ποινής, κατ" άρθρο 100 παρ. 1 ΠΚ, και μετατροπή αυτής. Απόρριψη αιτήσεως.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής, Ποινής αναστολή, Ποινής μετατροπή, Πρακτικά απόφασης, Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο.
0
Αριθμός 298/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Χρυσούλα Παρασκευά (σύμφωνα με την υπ' αριθμό 48/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Kωνσταντίνου Παρασκευαΐδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου, Κ. Χ. του Π., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Νοσοκομείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Μαντά, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 3716Α-4009/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Ο.Τ.Ε. Α.Ε.", που εδρεύει στην …και εκπροσωπείται νόμιμα. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Μαΐου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 586/2014. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Kωνσταντίνος Παρασκευαΐδης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του, με αριθμό 126/9-10-2014, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, κατ' άρθρο 513§1 σε συνδ. με άρθρο 476§1 εδ. α' Κ.Π.Δ., την από 6-6-2014 αίτηση αναίρεσης του Κ. Χ. του Π., κατοίκου ..., κατά της υπ'αρ.3716Α-4009/2013 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Πριν από κάθε έρευνα για τη βασιμότητα ή μη των λόγων άσκησης ενδίκου μέσου - και αναίρεσης - πρέπει να έχει καταφαθεί ότι τούτο έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, γιατί άλλως τούτο είναι και πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο σύμφωνα με το άρθρο 476§1 Κ.Ποιν.Δ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 473§2, ΚΠΔ το ένδικο μέσο της αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης ασκείται με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε είκοσι ημέρες από την καταχώρηση της προσβαλλόμενης απόφασης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.3 ΚΠΔ που τηρείται, από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου, όταν αυτή (προσβαλλόμενη απόφαση) εκδόθηκε παρόντος του δικαιουμένου στην άσκηση του ένδικου μέσου. Και ναι μεν κατά τη βασική αρχή - που πηγάζει τόσο από τη φύση του πράγματος όσο και από το άρθρο 255 ΑΚ -ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα έτσι ώστε να δικαιολογείται η εκπρόθεσμη άσκηση ενός ένδικου μέσου, όταν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, πλην όμως στην περίπτωση αυτή πρέπει να αναφέρονται στην αίτηση αναίρεσης τα πραγματικά περιστατικά τα οποία συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα και να επισυνάπτονται τα οικεία αποδεικτικά μέσα από τα οποία προκύπτουν, αλλιώς το ασκηθέν εκπροθέσμως ένδικο μέσο είναι και απορρίπτεται ως απαράδεκτο, σύμφωνα με τα άρθρα 473, 474§2, 476§1 Κ.Ποιν.Δ. (ΑΠ 511/2014). Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ο αναιρεσείων καταδικάστηκε, κατ' έφεση σε ποινή κάθειρξης δεκατριών ετών. Η απόφαση εκδόθηκε ενώ ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων ήταν παρών και καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο του αρθρ. 473§3 Κ.Π.Δ. στις 28-4-2014. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε στις 6-6-2014 με την υπ'αριθ. πρωτ. 922/2014 δήλωση, κατ' άρθ. 473§2 Κ.Π.Δ., του πληρεξούσιου του Θεόδωρου Μάντα, δικηγόρου Αθηνών, ο οποίος είχε παραστεί κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης ενώπιον του παραπάνω δικαστηρίου. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εκπρόθεσμα, μετά την πάροδο της εικοσαήμερης προθεσμίας του άρθρου 473§2 Κ.Π.Δ. Ενόψει του ότι ουδεμία γίνεται επίκληση περιστατικού που να συνιστά ανώτερη βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα, η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης είναι εκπρόθεσμη και ως τέτοια πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ.1, 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω να κηρυχθεί απαράδεκτη η από 6-6-2014 αίτηση αναίρεσης του Κ. Χ. του Π., κατοίκου ..., κατά της υπ' αρ. 3716Α-4009/2013 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνος Παρασκευαΐδης". Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 476 του ΚΠοινΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 18 του άρθρου 2 του ν. 2408/1996, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, εκπροθέσμως, απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 462 και 473 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η προθεσμία ασκήσεως των ενδίκων μέσων κατ` αποφάσεως είναι, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, δεκαήμερη και αρχίζει από την έκδοσή της όταν η καταδικαστική απόφαση απαγγέλθηκε με την παρουσία του κατηγορουμένου, άλλως από τη νόμιμη επίδοσή της, ενώ, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 473, η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως είναι είκοσι ημερών εάν ασκείται κατά καταδικαστικής αποφάσεως με δήλωση που επιδίδεται στον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, η προθεσμία για την άσκηση της αναιρέσεως αρχίζει από τότε που η τελεσίδικη απόφαση θα καταχωριστεί καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι αν η απόφαση απαγγέλθηκε με την παρουσία του κατηγορουμένου, με την οποία εξομοιώνεται, κατ` άρθρο 340 παρ. 3 του ΚΠοινΔ, και η εκπροσώπηση του απόντος κατηγορουμένου από συνήγορο, η προθεσμία για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως κατ` αυτής αρχίζει από την καταχώρησή της στο ειδικό βιβλίο. Τυχόν εκπρόθεσμη άσκηση του ενδίκου μέσου τότε μόνο συγχωρείται, όταν στην κατά το άρθρο 474 του ΚΠοινΔ συντασσόμενη έκθεση ασκήσεώς του γίνεται επίκληση των περιστατικών, τα οποία συνιστούν την ανώτερη βία ή το ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση, καθώς και των αποδεικνυόντων τα περιστατικά αυτά αποδεικτικών μέσων, άλλως η αναίρεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Αναπλήρωση των ανωτέρω με λόγους και περιστατικά που προβάλλονται μεταγενεστέρως της ασκήσεως του ενδίκου μέσου και, ειδικότερα, κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως στο ακροατήριο ή με υπόμνημα είναι απαράδεκτη. Εάν όμως εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο αγνοούσε, κατά την άσκησή του, το λόγο ανώτερης βίας ή ανυπερβλήτου κωλύματος, μπορεί να τον προτείνει και μεταγενεστέρως μέχρι τη συζήτηση του ενδίκου μέσου στο ακροατήριο και όταν το δικαστήριο συνεδριάζει αν εμφανισθεί σε αυτό ή και με υπόμνημα. Στην προκειμένη περίπτωση, με την 3716Α - 4009/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος κλοπής κατά συναυτουργία και κατ` επάγγελμα άνω των 73.000 ευρώ, αλλά και των 150.000 ευρώ, σε βάρος νομικού προσώπου και του επιβλήθηκε ποινή καθείρξεως δεκατριών (13) ετών και αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων επί τρία (3) έτη. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε στις 25.10.2013, με παρόντα τον αναιρεσείοντα (ο οποίος διόρισε συνήγορο υπερασπίσεως το δικηγόρο Θεόδωρο Μαντά), και καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 28 Απριλίου 2014, όπως τούτο προκύπτει από υπηρεσιακή βεβαίωση του αρμοδίου γραμματέα επί του σώματος της αποφάσεως, αλλά και από την από 13.6.2014 υπηρεσιακή βεβαίωση της Γραμματέως του Τμήματος Δημοσιεύσεως - Εκκαθαρίσεως - Ποινικών Ενδίκων Μέσων του Εφετείου Αθηνών. Ωστόσο, ο αναιρεσείων άσκησε την κρινόμενη από 12 Μαΐου 2014 αίτηση για αναίρεση της εν λόγω αποφάσεως με δήλωση που επιδόθηκε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου στις 6 Ιουνίου 2014, ήτοι μετά την πάροδο της ως άνω εικοσαήμερης προθεσμίας, χωρίς σ' αυτήν (έκθεση αναιρέσεως) να επικαλείται ανώτερη βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκηση. Όμως, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, επικαλέστηκε τόσο προφορικά στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, όσο και με το από 6 Μαρτίου 2015 έγγραφο υπόμνημά του, ότι άσκησε εκπροθέσμως την κρινόμενη αίτηση για λόγο ανώτερης βίας, ο οποίος ανέκυψε μετά την παραγγελία προς επίδοση, την οποία έδωσε στο δικαστικό επιμελητή. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι ο λόγος ανώτερης βίας, για τον οποίο πρέπει να δικαιολογηθεί η εκπρόθεσμη άσκηση της αιτήσεως, συνίσταται στο ότι: Κατά το Μάιο του 2014 είχαν προκηρυχθεί Δημοτικές και Περιφερειακές Εκλογές, καθώς και Ευρωεκλογές. Ο δε δικαστικός επιμελητής, στον οποίο είχε αναθέσει την επίδοση της αιτήσεως, ήταν υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Αθηναίων, για τον οποίο λόγο και, αφιερώνοντας όλη την προσπάθειά του να εκλεγεί, παραμέλησε όλες τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις. Συγχρόνως δε, ερμηνεύοντας εσφαλμένα τον όρο "αναστολή εργασιών Δικαστηρίων" κατά την περίοδο των εκλογών, του δημιουργήθηκε εδραία πεποίθηση ότι παρατείνονται αντίστοιχα και οι δικονομικές προθεσμίες, με αποτέλεσμα η επίδοση της αιτήσεως να γίνει από συστεγαζόμενο συνεργάτη του μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας. Ο ισχυρισμός αυτός δεν προέκυψε από τα έγγραφα που προσκόμισε ο αναιρεσείων. Συγκεκριμένα, η αίτηση αναιρέσεως και η κάτωθι αυτής παραγγελία προς επίδοση φέρεται ότι συντάχθηκε στις 12.5.2014, χωρίς να προκύπτει, από έγγραφο που φέρει βεβαία χρονολογία, ότι και παραδόθηκε στο δικαστικό επιμελητή προς επίδοση πριν εκπνεύσει το εικοσαήμερο, ήτοι μέχρι 19.5.2014 (ημέρα Δευτέρα, γιατί η τελευταία ημέρα της προθεσμίας ήταν Κυριακή, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο του οποίου γίνεται χρήση). Επιδόθηκε δε, από το δικαστικό επιμελητή Α. Ν. Κ., στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, στις 6.6.2014, δηλ. δεκαοκτώ (18) ημέρες μετά τη λήξη της νόμιμης εικοσαήμερης προθεσμίας και πέντε (5) ημέρες μετά τη λήξη της κατά την 30.5.2014 αναστολής των εργασιών των Δικαστηρίων, λόγω των εκλογών, στην οποία (αναστολή) δεν περιλαμβάνονται και οι δικονομικές προθεσμίες. Ανεξαρτήτως δε του ότι δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε πλάνη του δικαστικού επιμελητή ως προς την αναστολή ή όχι και των προθεσμιών, μέσα στις οποίες πρέπει να γίνονται οι επιδόσεις, ο δικαστικός επιμελητής, ο οποίος είχε θέσει υποψηφιότητα, ήταν ο Γ. Ξ., στον οποίο δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι είχε ανατεθεί η επίδοση της αιτήσεως, η οποία, πάντως, όπως αναφέρθηκε, δεν έγινε, έστω και από τον επιδόντα, αμέσως μετά τη λήξη της αναστολής των εργασιών των Δικαστηρίων. Σε κάθε δε περίπτωση, το ότι πλησίαζε η λήξη της προθεσμίας, καθώς και το γεγονός της αναστολής των εργασιών των Δικαστηρίων ήταν γνωστό στον συντάξαντα την αίτηση αναιρέσεως δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που είχε την ευθύνη της εμπρόθεσμης ασκήσεως αυτής και θα έπρεπε, με εξειδιασμένη επιμέλεια, να παρακολουθεί την εμπρόθεσμη εκτέλεση της εντολής του προς το όργανο επιδόσεως. Επομένως, ο ισχυρισμός ότι η αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε εκπροθέσμως για λόγους ανώτερης βίας είναι αβάσιμος, εντεύθεν δε η αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 476 παρ. 1, 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 12 Μαΐου 2014 (με αριθ. πρωτ. 3863/6.6.2014) αίτηση του Κ. Χ. του Π., για αναίρεση της 3716Α-4009/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2015. Και, Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Μαρτίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αίτηση αναιρέσεως με επίδοση στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου κατά αποφάσεως Πενταμελούς Εφετείου, η οποία εκδόθηκε με την παρουσία του αναιρεσείοντος. Προθεσμία αναιρέσεως. Ο λόγος ανώτερης βίας μπορεί να προταθεί και μεταγενεστέρως από την άσκηση του ενδίκου μέσου, αν αυτός δεν ήταν γνωστός κατά την άσκηση αυτού. Ο προτεινόμενος λόγος ανώτερης βίας, που αφορούσε το δικαστικό επιμελητή, δεν προέκυψε, ενόψει και του ότι ο δικηγόρος του αναιρεσείοντος, που είχε την ευθύνη της εμπρόθεσμης ασκήσεως της αιτήσεως, θα έπρεπε να παρακολουθεί την εμπρόθεσμη εκτέλεση της εντολής του προς το όργανο επιδόσεως. Απορρίπτεται η αίτηση ως απαράδεκτη, γιατί ασκήθηκε μετά την πάροδο της εικοσαήμερης προθεσμίας από την καταχώρηση της αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού δικαστηρίου.
Ανωτέρα βία
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Αναιρέσεως προθεσμία άσκησης, Ανωτέρα βία.
0
Αριθμός 259/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο-Εισηγητή και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1. Ν. Τ. του Π., κατοίκου ..., που παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος και 2. Δ. Τ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον ως άνω δικηγόρο, για αναίρεση της υπ' αριθ. 2245, 2503, 2793/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Το Πενταμελές Εφετείο Πατρών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Οκτωβρίου 2014 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1103/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ.1 και 498 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ένδικου μέσου της εφέσεως πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, σύμφωνα με την παραγρ. 3 του άρθρου 486 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παραγρ. 19 του ν. 2408/1996 και ισχύει από 4/6/1996, (άρθρο 7 του νόμου αυτού), "η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από τη διατύπωση αυτή του νόμου προκύπτει σαφώς ότι η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον εισαγγελέα εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ένδικου αυτού μέσου, που ασκείται μετά την ισχύ του νόμου 2408/1996, ήτοι μετά τις 4 Ιουνίου 1996. Γίνεται πλέον φανερό ότι ο νομοθέτης δεν αρκείται όπως γινόταν δεκτό μέχρι την έναρξη ισχύος του ν.2408/1996, στην τυπική επίκληση ως λόγου εφέσεως "της κακής εκτίμησης των αποδείξεων" από την εκκαλούμενη αθωωτική απόφαση, αλλά αξιώνει από τον Εισαγγελέα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση του λόγου εφέσεως, στον οποίο πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που τον θεμελιώνουν. Όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να απορρίψει ως απαράδεκτη την έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας στη σχετική έκθεση, προβαίνει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υπερβαίνει την εξουσία του, οπότε ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως (βλ. Ολ. ΑΠ 9/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθμό 310-310α-31 Οβ- 310γ,3105,393-394/2014 απόφαση, το Πενταμελές Εφετείο Πατρών, απέρριψε την ένσταση του κατηγορουμένου, ήδη αναιρεσείοντος, περί απαραδέκτου της υπ' αριθμ. 18/2013 εφέσεως της Αντεισαγγελέως Εφετών Πατρών, κατά της υπ' αριθμ. 1243/2013 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών και αφού δέχθηκε τυπικά την ως άνω έφεση κατά της αθωωτικής αυτής αποφάσεως, στη συνέχεια, εξήτασε την ουσία της υποθέσεως και κήρυξε ενόχους τους ήδη αναιρεσείοντες για παράνομη κατάληψη και εκχέρσωση αναδασωτέας εκτάσεως και άμεση συνεργεία σε αυτήν, τους οποίους καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δεκατεσσάρων (14) και επτά [7] μηνών, αντίστοιχα, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Στην ως άνω έκθεση εφέσεως, που συντάχθηκε ενώπιον της αρμόδιας γραμματέως του Εφετείου [την οποία παραδεκτά επισκοπεί ο Άρειος Πάγος για την εξέταση του προβαλλομένου πρώτου λόγου αναιρέσεως], αναφέρεται ότι η παραπάνω Εισαγγελέας δήλωσε ότι ασκεί έφεση για την ως άνω αποδιδόμενη αξιόποινη πράξη που προαναφέρθηκε καθόσον: " Να γίνει δεκτή η παρούσα έφεση να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να κηρυχθούν αυτοί ένοχοι για τις άνω πράξεις διότι δεν εκτίμησε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά και προδήλως εσφαλμένα αξιολόγησε τα αποδεικτικά στοιχεία της ακροαματικής διαδικασίας, αφού από την συνδυαστική αυτών θεώρηση προέκυψε έπρεπε να κηρυχθούν αυτοί ένοχοι για το ότι: Α) Κατά το χρονικό διάστημα από 21 Μαρτίου έως 10 Απριλίου του έτους 2007 στη θέση "Προφήτης Ηλίας" ή "Μαργιουλέικα" του οικισμού Βερέικα Κρήνης Αιγιαλείας τέλεσαν με πρόθεση περισσότερες πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο με περιοριστικές της ελευθερίας και χρηματικές ποινές ήτοι: 1ον ) Ο πρώτος κατηγορούμενος επελήφθη αυτογνωμόνως δημοσίου κτήματος, ευρισκομένου αναμφισβήτητα στην κατοχή του Δημοσίου και ειδικότερα, στον ως άνω τόπο και χρόνο, δια rot/ δευτέρου κατηγορουμένου, στον οποίο έδωσε σχετική εντολή, όργωσε έκταση 657,50 τ.μ., η οποία ήταν δημοσιά δασική και ανήκε αναμφίβολα στην κυριότητα και κατοχή του Δημοσίου, καταλαμβάνοντας έτσι παράνομα αυτήν.2ον ) Ο δεύτερος κατηγορούμενος παρέσχε άμεση συνδρομή στον πρώτο ως άνω κατηνορούμενο κατά τη διάρκεια της πράξης της κατάληψης δημόσιας έκτασης και στην εκτέλεση της πράξης αυτής και ειδικότερα, στον ως άνω τόπο και χρόνο, κατόπιν εντολής του πρώτου κατηγορουμένου όργωσε με μηχανικό μέσο την προαναφερθείσα δημόσια δασική έκταση. Β) 1ον ) Ο πρώτος κατηγορούμενος εκχέρσωσε και υλοτόμησε αποψιλωτικά έκταση δημόσια που κηρύχθηκε αναδασωτέα και ειδικότερα στον ως άνω τόπο και χρόνο δια του δευτέρου κατηγορουμένου, στον οποίο έδωσε σχετική εντολή, έκοψε και έκαψε πέντε μεμονωμένα άτομα πουρναριών, τα οποία βρίσκονταν μέσα σε δημόσια δασική έκταση, η οποία είχε κηρυχθεί αναδασωτέα δυνάμει της υπ' αρ. ΖΑ/3491-14-10-94 απόφασης του Νομάρχη Αχαΐας, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Δ/1138/3-11-1994. 2ον ) Ο δεύτερος κατηγορούμενος παρέσχε άμεση συνδρομή στον πρώτο ως άνω κατηγορούμενο κατά τη διάρκεια της πράξης της εκχέρσωσης δημόσιας δασικής έκτασης που είχε κηρυχθεί αναδασωτέα και στην εκτέλεση της πράξης αυτής και ειδικότερα, κατόπιν εντολής του πρώτου κατηγορουμένου, έκοψε και έκαψε πέντε μεμονωμένα άτομα πουρναριών, τα οποία βρίσκονταν μέσα σε δημόσια δασική έκταση, η οποία είχε κηρυχθεί ΑΝΑΔΑΣΩΤΕΑ δυν. της υπ' αριθ. ΖΑ/3491-14-10-94 απόφασης του Νομάρχη Αχαΐας, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Δ/1138/3-11-1994. Η αυτονόητη - απαίτηση πλήρους κατανοήσεως του νομικού υπόβαθρου της υπό κρίση υποθέσεως και σχηματισμού εναργούς εντεύθεν δε ασφαλούς δικαστικής πεποιθήσεως αναφορικά με την αξιολόγηση των αποδεικτικών πραγματικών περιστατικών τα οποία συνθέτουν αυτήν οδηγεί κατ' ανάγκη στις παρακάτω σύννομες ερμηνευτικές, του τιθεμένου νομικού πλαισίου επισημάνσεις για την ποινική ευθύνη των ειρημένων κατηγορουμένων. Στο άρθρο 3 του ν. 998/1979 [ΦΕΚ Α1 289], όπως αντικαταστάθηκε με την § 1 του άρθρου 1 του ν. 3208/2003 [ΦΕΚ Α' 303], ορίζονται τα έξης: " 1. Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται τα οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί, με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασης τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). 2. Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. 3. Η κατά τις §§ 1 και 2 δασοβιοκοινότητα υφίσταται και το δασογενές περιβάλλον δημιουργείται σε μια έκταση όταν. I. Φύονται στην εν λόγω έκταση άγρια ξυλώδη φυτά, δυνάμενα με δασική εκμετάλλευση να παράγουν δασικά προϊόντα (δασοπονικά είδη). II. To εμβαδόν της εν λόγω έκτασης στην οποίο φύονται εν όλω ή σποραδικά τα ως άνω δασικά είδη είναι κατ' ελάχιστον 0.3 εκτάρια. Η δασοβιοκοινότητα υφίσταται και το δασογενές περιβάλλον δημιουργείται και σε εκτάσεις με μικρότερο εμβαδόν από 0,3 εκτάρια, όταν λόγω της θέσης τους βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασης με άλλες γειτονικές εκτάσεις που συνιστούν δάσος ή δασική έκταση. III. Οι κόμες των δασικών ειδών σε κατακόρυφη προβολή καλύπτουν τουλάχιστον το 25% (συγκόμωση 0,25) της έκτασης του εδάφους. Τα δασικά οικοσυστήματα χαρακτηρίζονται ως δάση ή δασικές εκτάσεις κατά τις επόμενες διακρίσεις. [α] Εάν στην ως άνω βιοκοινότητα τα δασικά είδη έχουν ευδιάκριτη κατακόρυφη δομή (ορόφους) και οι κόμες τους καλύπτουν ποσοστό μεγαλύτερο του 30% του εδάφους (συγκόμωση μεγαλύτερη του 0,30), η εν λόγω έκταση χαρακτηρίζεται δάσος, με την προϋπόθεση ότι η συγκόμωση του ανορόφου υπερβαίνει τα δεκαπέντε εκατοστά (0,15) και σε περίπτωση έλλειψης υπό ροφού η συγκόμωση του ανορόφου υπερβαίνει τα είκοσι πέντε εκατοστά (0,25). [β] Εάν στην ως άνω βιοκοινότητα η ξυλώδης βλάστηση αποτελείται από δασοπονικά είδη αείφυλλων ή φυλλοβόλων πλατύφυλλων που εμφανίζονταν σε θαμνώδη μορφή, η εν λόγω έκταση χαρακτηρίζεται δασική έκταση, εφόσον οι κόμες των ειδών αυτών καλύπτουν ποσοστό μεγαλύτερο του25% του εδάφου (συγκόμωση μεγαλύτερη του 0,25). [γ] Στην έννοια των δασικών οικοσυστημάτων περιλαμβάνονται και οι εκτάσεις που απώλεσαν για οποιονδήποτε λόγο τη δασική βλάστηση και δεν αποδόθηκαν με πράξεις της διοίκησης, μέχρι την έναρξη ισχύος παρόντος νόμου, σε άλλες χρήσεις. Οι εν λόγω εκτάσεις διέπονται από τις διατάξεις της §3 του Συντάγματος κηρύσσονται αναδασωτέες και διατηρούν το χαρακτήρα που είχαν πριν από την καταστροφή τους. 4. Ως δασικές εκτάσεις νοούνται και οι οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις, (φρυγανώδεις ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, βραχώδεις εξ εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι) που περικλείονται από δάση ή δασικές εκτάσεις, καθώς και οι υπεράνω των δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των ορέων. Στις εν λόγω εκτάσεις, πέραν επιτρεπτών επεμβάσεων που προβλέπονται από την § 2 του άρθρου 13 το 1734/1987 (ΦΕΚ 189 Α) και τα άρθρα 45 έως 61 του παρόντος νόμου ουδεμία άλλη επέμβαση επιτρέπεται. Οι εκτάσεις των περιπτώσεων α', δ ε' της § 6 του παρόντος άρθρου δεν υπάγονται στις διατάξεις αυτή παραγράφου, έστω και αν περικλείονται από δάση ή δασικές εκτάσεις. 5....6. Δεν υπάγονται οπωσδήποτε εις στις διατάξεις του παρόντος νόμου: β) Αι χορτολιβαδικαί εκτάσεις αι ευρισκόμεναι επί πεδινών εδαφών η επί ανωμάλου εδάφους ή λόφων εφόσον δεν εκπίπτουν εις τας περιπτώσεις της § 3 του παρόντος άρθρου ή δεν ανεξάρτητα από τη μορφή που απέκτησαν αργότερα, εφόσον οι τίτλοι των ενδιαφερομένων ανάγονται σε ημερομηνία πριν από την 23-2-1946 ...To μαχητό τεκμήριο κυριότητας επεβλήθη το 1836 επί των δασών και όχι επί των αγροτικών εκτάσεων. Επειδή δεν είναι πρακτικά δυνατόν να βρεθεί ποιες εκτάσεις ήταν δασικές το 1836, χρόνο αναφοράς αποτελεί το έτος 1945 κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η πρώτη καθολική αεροφωτογράφιση της χώρας. Οι εν λόγω φωτογραφίες, όμως, εμφανίζουν ως χέρσες ή δασικές και τις γεωργικές εκτάσεις που δεν καλλιεργήθηκαν κατά την εμπόλεμη κατάσταση, αλλά επανακαλλιεργήθηκαν μετά τη λήξη αυτής της περιόδου.. Για την αποφυγή τυχόν αδικιών κρίνεται σκόπιμη η χρησιμοποίηση των φωτοερμηνευτικών στοιχείων και της αεροφωτογραφίας του έτους 1960, σε τρόπο ώστε εκλαμβάνονται ως γεωργικές εκτάσεις που επανακαλλιεργήθηκαν μετά τη λήξη του εμφυλίου ως υπαγόμενες στην κατηγορία εκτάσεων που θα έπρεπε κατ' εφαρμογή των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας να κηρυχθούν αναδασωτέες. Το εν λόγω ζήτημα αντιμετωπίζεται με τη μεταβατική διάταξη της § 8 του άρθρου 21. Η αντιμετώπιση του θέματος τόσο με το άρθρο 67 του ν. 998/1979 όσο και με το άρθρο 14 του ν. 1 734/1 98[7] δεν υπήρξε ριζική ... Με την § 8 [του άρθρου 21] για την κατάρτιση του δασικού χάρτη στις περιπτώσεις που οι εκτάσεις εμπίπτουν στο άρθρο 1 2 λαμβάνεται υπόψη και η αεροφωτογραφία του έτους 1 960. Αυτή η πρόβλεψη είναι αναγκαία για να μην εκληφθεί ότι οι γεωργικές εκτάσεις που έμειναν ακαλλιέργητες κατά την εμπόλεμη κατάσταση - και ως εκ τούτου εμφανίζονται στην αεροφωτογραφία του 1 945 ως χέρσες ή δασικές - και επανακαλλιεργήθηκαν μετά τη λήξη της πρέπει να κηρυχθούν αναδασωτέες ...". Από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 12 και 21 § 8 του ν. 3208/2003 συνάγεται ότι δεν υπάγονται στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας και, συνεπώς, δεν δύνανται να κηρυχθούν αναδασωτέες ιδιωτικές εκτάσεις για τις οποίες συντρέχουν, σωρευτικώς, οι ακόλουθες προϋποθέσεις: [α] ήσαν αγροτικές πριν από την έναρξη του πολέμου, ήτοι προ του 1940, επανακαλλιεργηθείσες δε το αργότερο προ του 1960, εμφαίνονται ως αγροτικές είτε στις Α/Φ του 1945 είτε στις Α/Φ του 1960 είτε σε αμφότερες, ανεξαρτήτως εάν οι εκτάσεις αυτές είτε κατά τη διάρκεια του πολέμου είτε και μετά τη λήξη του, δεν καλλιεργήθηκαν και απέκτησαν έτσι, προσωρινά, το χαρακτήρα δάσους ή δασικής έκτασης για κάποιο χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1940 - I960 έως την επανακαλλιέργεια τους που έλαβε χώρα μετά τη λήξη των έκτακτων συνθηκών και πάντως προ του 1960, [β] δεν απέκτησαν, με οποιονδήποτε, τρόπο, μετά το 1960 δασικό χαρακτήρα και, συνεπώς, δεν εμφανίζονται ως δάση σε αεροφωτογραφίες μεταγενέστερες του έτους αυτού και [γ] υπάρχουν για τις εκτάσεις αυτές σχετικοί τίτλοι, που ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο της 23-2-1946 και έχουν μεταγραφεί. Εξακολουθούν όμως. να υπάγονται στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας ιδιωτικές υπό την ανωτέρω έννοια εκτάσεις, οι οποίες σε αεροφωτογραφίες προγενέστερες του έτους 1945 είχαν δασικό χαρακτήρα και εκχερσώθηκαν μεταγενεστέρως, καθόσον σκοπός των σχετικών διατάξεων ανεξαρτήτως της συνταγματικότητας τους, είναι πάντως η προστασία των δασωθεντων, κατά τη διάρκεια του πολέμου, της κατοχής και του επακολουθήσαντος εμφυλίου πολέμου, ιδιωτικών αγρών και όχι η αποδέσμευση από το καθεστώς προστασίας των εκχερσωθέντων κατά την ίδια περίοδο δασών (ΣτΕ 2405/2009 Τραπ. Νομ. Πληρ. ΝΟΜΟΣ). Επειδή, εν προκειμένω από τη συνολική αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού (εμμάρτυρου και έγγραφου) του δικογραφικού φακέλλου, που συγκεντρώθηκε κατά προανάκριση και την προηγηθείσα αυτής προκαταρκτική εξέταση (όρ. Α.Π.(Συμβ) 91/2002 ΠρΛογ ΠΔ 2002), τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων λοιπών μαρτύρων τα συνημμένα έγγραφα, συνεκτιμωμένων τούτων και με τα μνημονευόμενα και , στο σκεπτικό της εκκαλουμένης, επαρκώς κατ' είδος προσδιοριζόμενα, αποδεικτικά μέσα [καταθέσεις των, μαρτύρων κατηγορίας Χ. Α. και Π. Μ. - υπερασπίσεως, την ανάγνωση των εγγράφων που μετ' επικλήσεως προσκομίσθηκαν στην απολογία του κατηγορουμένου κατά τις δημόσιες επ' ακροατηρίω συνεδριάσεις του άνω Δικαστηρίου (όρ. Αντίγραφα από ΠΡΑΚΤΙΚΑ της Συνεδριάσεως) βεβαιώθηκαν -αποδείχθηκα τα ακόλουθα: Την 17 Απριλίου 2007 κατόπιν τηλεφωνικής καταγγελίας αρμόδιοι υπάλληλοι του Δασαρχείου Αιγίου μετέβησαν στη θέση" "Προφήτης Ηλίας ή "Μαργιουλέικα" του οικισμού Βερέικα του Δ.Δ. Κρήνης του Δήμου Συμπολιτείας Ν. Αχαΐας και διαπίστωσαν σε διάφορα σημεία της ευρυτέρας εκτάσεως είχαν κοπεί, άνευ αδείας της αρμοδίας προς τούτο Δασικής Αρχής μεμονωμένα άτομα πουρναριών, κέδρων και γκορτσιάς ενώ πλησίον των ως άνω κομμένων δασικών ειδών υπήρχαν ίχνη από πρόσφατες εστίες φωτιάς στις οποίες είχαν καεί κομμένα δασικά είδη. Στην ίδια θέση υπήρχε πρόσφατα οργωμένη έκταση εμβαδού 657,50 τ.μ. Η έκταση στην οποία ανευρέθησαν τα κομμένα είδη, οι εστίες φωτιάς και που οργώθηκε βρισκόταν μέσα σε δάσος ελάτης με ποσοστό δασοκαλύψεως 100%, το οποίο κάηκε από πυρκαγιά το έτος 1994. Η πυρκαγιά είχε κατακαύσει συνολική έκταση 850 στρεμμάτων η οποία κηρύχθηκε αναδασωτέα με την ΖΑ/3491 -14-10-1 994 απόφαση του Νομάρχη Αχαΐας. Στη θέση αυτή, κατά το χρονικό διάστημα από 21 Μαρτίου έως 10 Απριλίου του έτους 2007 ο δεύτερος κατηγορούμενος, με εντολή του πρώτου όργωσε με μηχανικό μέσο έκταση εμβαδού 657,50 τ.μ., καταλαμβάνοντας έτσι για λογαριασμό του πρώτου δημόσια έκταση. Στην ίδια θέση και σε παρακείμενο χώρο, επίσης ο δεύτερος με εντολή του πρώτου κατηγορουμένου, έκοψε και έκαψε πέντε [5] μεμονωμένα άτομα πουρναριών, χωρίς άδεια της δασικής αρχής εκχερσώνοντας έτσι έκταση, η οποία είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την Ζα/3491/14-10-1994 απόφαση του Νομάρχη Αχαΐας, η οποία η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Δ/11 38/3-11 -1 994. Να σημειωθεί ότι σε βάρος του πρώτου κατηγορουμένου εξεδόθη από το Δασαρχείο Αιγίου το υπ' αριθ. 1/2008 Πρωτόκολλο Διοικητικής Αποβολής εν συνεχεία του από 16-1-2008 Πρωτοκόλλου μηνύσεως του Δασοφύλακα Γ. Κ. του Δασαρχείου Αιγίου . Αυτός (1°ς κατηγορούμενος) ισχυρίζεται ότι η συγκεκριμένη έκταση, εντός της οποίας ενεργήθηκαν οι ανωτέρω πράξεις, ανήκει στην κυριότητα του, και ότι αποτελεί μέρος ευρύτερης έκτασης άνω των 40 στρεμμάτων, προσκομίζει δε προς απόδειξη και τα συμβόλαια υπ' αριθμ. .../1939 του συμβολαιογράφου Πατρών Χρήστου Κόττα και υπ'αριθμ …/1961 του συμβολαιογράφου Πατρών Σωτηρίου Μπέτσου ως τίτλους του απώτερω δικαιοπαρόχου του Ν. Τ. του Α., τον οποίο κληρονόμησαν διαδοχικά ο πατέρας του Π. Τ. εν συνεχεία δε, δυνάμει κληρονομικής διαδοχής, ο ίδιος. Ωστόσο ο αρνητικός αυτός της κατηγορίας ισχυρισμός του κατηγορουμένου κρίνεται βάσιμος για τους ακόλουθους λόγους: 1ον ) Από την 15/5/2007 έκθεση φωτοερμηνείας αεροφωτογραφιών της περιοχής του δασολόγου Γ. Χ. και την από 19-11 -2007 συμπληρωματική αυτής του ίδιου Δασολόγου, προκύπτει ότι μέχρι και το έτος 1986τουλάχιστον (από το σύνολο των αποδείξεων έως το 1994) ολόκληρη η έκταση των 657,50 τ.μ. καθώς και τα σημεία κοπής των πουρναριών, βρίσκονταν μέσα σε πλήρως δασική έκταση 2ον ) εξ' άλλου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 62 §1 ν. 998/1979 που ορίζει ότι "οποιοσδήποτε επικαλείται ή αξιώνει δικαίωμα εμπράγματο η μη επί των δασών, των δασικών εκτάσεων ή των αναφερόμενων στο άρθρο 74 του νόμου αυτού εδαφών, οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του", εισάγεται διαδικαστικό προνόμιο υπέρ του Δημοσίου το οποίο συνίσταται στην απαλλαγή του από το βάρος αποδείξεως της ιδίας του κυριότητας επί των δασών, δασικών εκτάσεων και μετατίθεται το βάρος αποδείξεως στον επικαλούμενο υπέρ αυτού δικαίωμα κυριότητας. Οι προτεινόμενοι δε από τον κατηγορούμενο μάρτυρες που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο και υποστήριξαν τον περί ιδίας κυριότητας ισχυρισμό του κατηγορουμένου ιδίως δε τις επικαλούμενες από τον κατηγορούμενο πράξεις νομής του άμεσου δικαιοπαρόχου πατέρα του, Π. Τ. του Ν. και του απώτερου δικαιοπαρόχου παππού του, Ν. Τ. του ότι η εν λόγω έκταση στην αεροφωτογραφία του έτους 1960, άλλα και στην μεταγενέστερη του έτους αυτού αεροφωτογραφία του 1987, εμφανίζεται ως δασική, χορτολιβαδική χωρίς ίχνη καλλιέργειας (ορ. την από 19-11-2007 Έκθεση φωτοερμηνείας (συμπληρωματική) Γ. Χ. Δασολόγου Γ'). Σε κάθε περίπτωση άλλωστε στην προκείμενη περίπτωση δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 1 2 του ν. 3208/2008 διότι όπως ρητά ορίζει η § 5 του ίδιου άρθρου του αυτού νόμου "για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού προηγείται πράξη χαρακτηρισμού της εκτάσεως κατά τη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 998/1979, η οποία υποχρεωτικά παραπέμπεται στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή του άρθρου 10 του ν. 998/1979". Τέτοια όμως Πράξη Χαρακτηρισμού, της εκτάσεως κατά την ανωτέρω διαδικασία η οποία υποχρεωτικά έπρεπε να παραπεμφθεί στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή του άρθρου 10 ν. 998/1 979, ουδόλως υφίσταται. Υπό τα ανωτέρω, εκτιμάται ότι ο ακροαματικός επανέλεγχος της παρούσης υποθέσεως είναι επιβεβλημένος δοθέντος ότι εσφαλμένως το δικαστήριο δίκασαν σε πρώτο βαθμό ήχθη στην έκδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως του ενώ έπρεπε να κηρύξει τους κατηγορουμένους ΕΝΟΧΟΥΣ για τις ανωτέρω αποδιδόμενες σε αυτούς αξιόποινες πράξεις.". Η έφεση αυτή, όπως διατυπώθηκε, περιέχει την απαιτούμενη για το παραδεκτό της, κατά τη διάταξη του άρθρου 486§3 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του προβαλλομένου λόγου της, αφού εκτίθεται σ' αυτήν η συγκεκριμένη περί την εκτίμηση των αποδείξεων πλημμέλεια της εκκαλουμένης αθωωτικής αποφάσεως ως προς τις πράξεις της παράνομης καταλήψεως και εκχερσώσεως δημόσιας εκτάσεως και της άμεσης συνέργειας σ'αυτές [οι οποίες αποδίδονται στους κατηγορούμενους] και προσδιορίζονται οι λόγοι για τους οποίους το πρωτοβάθμιο δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένο, κατά την εκκαλούσα Εισαγγελέα, αποδεικτικό πόρισμα. Άλλη, επιπλέον, αιτιολογία δεν ήταν αναγκαία, ούτε ήταν απαραίτητο να γίνεται αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους. Επομένως, το Πενταμελές Εφετείο Πατρών, με το να κρίνει τυπικά δεκτή την ανωτέρω έφεση και να επιληφθεί, στη συνέχεια, της κατ' ουσία ν έρευνας της, δεν υπερέβη την εξουσία του, ο δε περί του αντιθέτου, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Η' Κ. ΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2, 3 Ν. 998/1979 ως δασική έκταση χαρακτηρίζεται κάθε έκταση επιφανείας του εδάφους η οποία καλύπτεται από αραιά ή πενιχρά, υψηλή ή θαμνώδη ξυλώδη βλάστηση οιασδήποτε διάπλασης, που μπορεί να προσφέρει προϊόντα εξαγόμενα από τα πιο πάνω φυτά ή να συμβάλλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει τη διαβίωση του ανθρώπου μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις δεν μεταβάλλουν τον, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, χαρακτήρα τους και όταν ακόμη εντός αυτών υφίστανται μεμονωμένα ή εγκατασπαρμένα καρποφόρα δένδρα ή συστάδες τέτοιων δένδρων. Εξ άλλου, με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 4 του Α.Ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", ορίζεται ότι επί των δημοσίων δασών θεωρείται νομέας το Δημόσιο, έστω και αν ουδεμία ενήργησε επ' αυτών πράξη νομής και ότι τα επί ακινήτων κτημάτων δικαιώματα του Δημοσίου δεν υπόκεινται σε καμία παραγραφή. Επίσης, το Δημόσιο τυγχάνει κύριο όλων των δασών της χώρας τα οποία δεν έχουν αναγνωρισθεί νόμιμα ως ιδιωτικά. Μόνη η ύπαρξη οιουδήποτε τίτλου δεν θεωρείται καθ' εαυτή ως διακατοχική πράξη. Περαιτέρω, στο άρθρο 14 του Ν. 998/ 1979 ορίζονται τα εξής : "1. Εάν δεν έχει καταρτισθή εισέτι δασολόγιον, ο χαρακτηρισμός περιοχής τινός ή τμήματος της επιφανείας της γης ως δάσους ή δασικής εκτάσεως και ο καθορισμός των ορίων τούτων διά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, ως και ο προσδιορισμός της κατηγορίας εις ην ανήκει δάσος ή δασική έκτασις κατά τας εν άρθρω 4 διακρίσεις, ενεργείται κατ' αίτησι οιουδήποτε έχοντος έννομον συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως διά πράξεως του κατά τόπον αρμοδίου δασάρχου.2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον πράξις ... δέον να είναι προσηκόντως ητιολογημένη ...Η πράξις αυτή κοινοποιείται εις τον υποβαλόντα την σχετική αίτησιν ιδιώτην ή νομικόν πρόσωπον ή δημοσίαν υπηρεσίαν, αποστέλλεται εις τον οικείον δήμον ή κοινότητα και εκτίθεται επί ένα μήνα μερίμνη του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητος εις το δημοτικόν ή κοινοτικόν κατάστημα... 3. Κατά της πράξεως του δασάρχου περί ης αι προηγούμενοι παράγραφοι, επιτρέπονται αντιρρήσεις του νομάρχου, ως και παντός έχοντος έννομον συμφέρον φυσικού ή νομικού προσώπου, εντός δύο μηνών από της κατά τα ανωτέρω προς αυτό κοινοποιήσεως, ή, εφ' όσον δεν συντρέχει περίπτωσις κοινοποιήσεως, από της τελευταίας των κατά την προηγουμένην παράγραφον δημοσιεύσεων, ενώπιον της κατά το αρθρ. 10 παρ. 3 επιτροπής δασικών αμφισβητήσεων του νομού, εις όν ευρίσκεται η υπό αμφισβήτησιν έκτασις ή το μεγαλύτερον τμήμα αυτής. Η επιτροπή, ως και η δευτεροβάθμιος τοιαύτη, λαμβάνουσα υπ' όψιν τον σχετικόν φάκελον και τας προτάσεις του ενδιαφερομένου ως άνω ιδιώτου, νομικού προσώπου ή δημοσίας υπηρεσίας, δυναμένη δε και να διενεργήση αυτοψίαν προς μόρφωσιν ασφαλεστέρας γνώμης περί της υφισταμένης εν τη περιοχή καταστάσεως, αποφαίνεται ητιολογημένως εντός τριμήνου προθεσμίας από της υποβολής των αντιρρήσεων. 4. ..". Εξ άλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 10 παρ. 3, 11 παρ. 1,12 παρ. 1, 2, 4, 5 και 7, 13 παρ. 1 και 3,14 και 41 του Ν. 998/1979, προκύπτει ότι οι δύο διαδικασίες, δηλαδή η διαδικασία προσωρινής επιλύσεως αμφισβητήσεων για το χαρακτήρα εκτάσεως ως δάσους (ή δασικής εκτάσεως) ή μη, η οποία γίνεται από τον οικείο δασάρχη και η διαδικασία κήρυξης εκτάσεως ως αναδασωτέας, η οποία γινόταν από το νομάρχη και ήδη από τον γενικό γραμματέα περιφέρειας (Ν. 2503/1997, Α' 107), είναι διαδικασίε5 κατ' αρχήν, διακεκριμένες μεταξύ τους. Κατά το άρθρο 23 παρ. 1 του Α. Ν.1539/1938 όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ.2 του Ν. 263/1968, "ο αυτογνωμόνως επιλαμβανόμενος οιουδήποτε δημοσίου κτήματος, ευρισκομένου αναμφισβητήτως υπό την κατοχή του Δημοσίου, τιμωρείται, διωκόμενος αυτεπαγγέλτως, δια φυλακίσεως τουλάχιστον εξ (6) μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 100.000 δρχ.". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την πραγμάτωση του ανωτέρω εγκλήματος απαιτείται: α) αυθαίρετη κατάληψη δημόσιου κτήματος, β) η κατάληψη να έγινε εν γνώσει του δράστη, αρκούντος και του ενδεχόμενου δόλου, ότι πρόκειται για τέτοιο κτήμα και γ) το κτήμα να τελεί υπό την αναμφισβήτητη κατοχή του δημοσίου. Εξ άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 Ν. 2408/1996 ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς και κατ' είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθενται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά, ενώ περαιτέρω, όταν δεν εξαίρονται ορισμένα εξ αυτών δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και τα υπόλοιπα. Για την πληρότητα της αιτιολογίας σχετικά με το έγκλημα της παράνομης εκχερσώσεως δάσους ή δασικής εκτάσεως, δεν απαιτείται να αναφέρεται στη απόφαση βάσει ποιας πράξεως ή αποφάσεως της Διοικήσεως η έκταση αυτή, επί της οποίας ο κατηγορούμενος προέβη στις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, έχει χαρακτηρισθεί ως δασική, γιατί οποιαδήποτε έκταση της Ελληνικής Επικράτειας, δημόσια ή ιδιωτική που καλύπτεται από αραιά ή πενιχρή βλάστηση, οποιασδήποτε διαπλάσεως και ειδικότερα από χαμηλά πουρνάρια και ρείκια, χαρακτηρίζεται ως δασική από το άρθρο 3 § 2 του Ν.998/1979.0ύτε άλλωστε απαιτείται ο καθ' όρια προσδιορισμό της εκχερσωθείσης εκτάσεως, εφόσον δεν ανακύπτει ζήτημα ταυτότητος της δασικής εκτάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού της ως άνω προσβαλλομένης αποφάσεως, το Πενταμελές Εφετείο Πατρών, δέχθηκε, μετά την αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, τα εξής: Στις 17 Απριλίου 2007 κατόπιν τηλεφωνικής καταγγελίας αρμόδιοι υπάλληλοι του Δασαρχείου Αιγίου μετέβησαν στη θέση" "Προφήτης Ηλίας ή "Μαργιουλέϊκα" του οικισμού Βερέϊκα του Δ.Δ. Κρήνης του Δήμου Συμπολιτείας Ν.Αχαΐας και διαπίστωσαν σε διάφορα σημεία της ευρύτερης έκτασης είχαν αποκοπεί, χωρίς άδεια της αρμοδίας προς τούτο Δασικής Αρχής μεμονωμένα άτομα πουρναριών, κέδρων και γκορτσιάς ενώ πλησίον των ως άνω κομμένων δασικών ειδών υπήρχαν ίχνη από πρόσφατες εστίες φωτιάς στις οποίες είχαν καεί κομμένα δασικά είδη. Στην ίδια θέση υπήρχε πρόσφατα οργωμένη έκταση εμβαδού 657,50 τμ, με περίμετρο 112 μ. Η έκταση στην οποία ανευρέθησαν τα κομμένα είδη, οι εστίες φωτιάς και που οργώθηκε, βρισκόταν εντός ευρύτερης περιοχής στην οποία υπήρχε δάσος ελάτης με ποσοστό δασοκαλόψεως 100%, το οποίο κάηκε από πυρκαγιά το έτος 1994 και για το λόγο αυτό με την ΖΑ/3491/14-10-1994 απόφαση του Νομάρχη Αχαΐας που νόμιμα δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Δ/1138/3-11-1994 μαζί με το σχετικό σχειάγραμμα κηρύχθηκε αναδασωτέα συνολική έκταση 850 στρεμμάτων. Στη θέση αυτή, κατά το χρονικό διάστημα από 21 Μαρτίου έως 10 Απριλίου του έτους 2007 ο δεύτερος κατηγορούμενος, με εντολή του πρώτου όργωσε με μηχανικό μέσο έκταση εμβαδού 657,50 τ.μ., καταλαμβάνοντας έτσι για λογαριασμό του πρώτου δημόσια έκταση. Στην ίδια θέση και σε παρακείμενο χώρο, επίσης ο δεύτερος με εντολή του πρώτου κατηγορουμένου, έκοψε και έκαψε πέντε [5] μεμονωμένα άτομα πουρναριών, χωρίς άδεια της δασικής αρχής εκχερσώνοντας έτσι έκταση, η οποία είχε κηρυχθεί αναδασωτέα, ως προελέγχθη με την ΖΑ/3491/14-10-1994 απόφαση του Νομάρχη Αχαΐας, η οποία η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Δ/1138/3.11.1994 μαζί με το σχετικό σχεδιάγραμμα. Σε βάρος του πρώτου κατηγορουμένου εξεδόθη από το Δασαρχείο Αιγίου το υπ' αριθ. 1/2008Πρωτόκολλο Διοικητικής Αποβολής εν συνεχεία το από 16-1-2008 Πρωτόκολλο μηνύσεως του Δασοφύλακα Γ. Κ. του Δασαρχείου Αιγίου . Η έκταση των 657 τ.μ. είναι δημόσια δασική και περιλαμβάνεται εντός της ευρύτερης έκτασης που κηρύχθηκε αναδασωτέα με την ανωτέρω ΖΑ 3491/14-10-1994 απόφαση του Νομάρχη Αχαΐας, εντοπίσθηκε δε ως περιλαμβανόμενη στην αναδασωτέα έκταση, εφόσον έγινε ταυτοποίηση της έκτασης και διαπιστώθηκε ότι αυτή βρίσκεται εντός της αναδασωτέας με την χρήση ηλεκτρονικών μέσων (GPS) αεροφωτογραφιών και ορθοφωτοχαρτών από τους αρμόδιους υπαλλήλους της Δασικής υπηρεσίας, όπως καταθέτει ο μάρτυρας Χ. Α., δασοπόνος και ο μάρτυρας Γ. Χ. Δασολόγος. Ο ανωτέρω ασολόγος είναι και αυτός ο οποίος και συνέταξε και τις μ' άριθ. Πρωτ. 1791/16-5-2007 και 4487/19-11-2007 εκθέσεις φωτοερμηνείας στις οποίες αναφέρεται ότι η επίδικη έκταση βρίσκεται εντός της ανωτέρω αναδασωτέας έκτασης και αποτελούσε με βάση τις αεροφωτογραφίες των ετών 1945,1960,1987 έκταση δασική, χορτολιβαδική χωρίς ίχνη καλλιέργειας. Συνεπώς μέχρι και το έτος 1986 τουλάχιστον ολόκληρη η έκταση των 657,50 τ.μ. καθώς και τα σημεία κοπής των πουρναριών, βρίσκονταν μέσα σε πλήρως δασική έκταση ενώ και από την 36432/1041/4-4-2013 Πράξη χαρακτηρισμού ευρύτερης έκτασης σε συνδυασμό με την 31033/849/21-3-2013 έκθεση φωτοερμηνείας κατατάσσεται η έκταση των 657 τ.μ., όπως και οι θέσεις στις οποίες έγινε η αποψιλωτική υλοτομία στην κατηγορία του δάσους. Τα ανωτέρω περί του δασικού χαρακτήρα της έκτασης ενισχύονται και από την 1773/6-6-1975 αίτηση του Γ. Τ., αδελφού του πατέρα του πρώτου κατηγορούμενου Ν. Τ., προς το Δασαρχείο Πατρών ο οποίος ζητούσε την διάνοιξη δρόμου δια μέσου δασικής εκτάσεως, ο οποίος δρόμος (σύμφωνα με την αίτηση) θα άρχιζε από θέση Μαργιουλέϊκα και θα παρέμενε σε κοινή χρήση. Η αίτηση αυτή, κατόπιν αυτοψίας των δασικών υπαλλήλων, έγινε δεκτή και εγκρίθηκε η διάνοιξη του δρόμου εντός της δασικής εκτάσεως. Επίσης,(τα ανωτέρω)δεν αναιρούνται από την από μηνός Μαρτίου 2013 Τεχνική Έκθεση Φωτοερμηνείας τον Τοπογράφου Μηχανικού ΕΜΠ, Κ. Α. ο οποίος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι "το εξεταζόμενο και αναφερόμενο στο Πρωτόκολλο Διοικητικής Αποβολής, τμήμα της ιδιοκτησίας Ν. Τ. εμβαδού 657,50 τ.μ.: α) δεν είχε υποστεί άρωση ή άλλου είδους επέμβαση τουλάχιστον κατά την χρονική περίοδο από 27-3-2006 έως 26-5-2008 και β) βρίσκεται εκτός της αναδασωτέας έκτασης που κηρύχθηκε με την από 14-10-1994 και με αριθμό πρωτοκόλλου ΖΑ/3491 Απόφαση Κήρυξης Αναδασωτέας Έκτασης, του Νομάρχη Αχαΐας" καθόσον αυτός δεν προβαίνει σε ερμηνεία των αεροφωτογραφιών για το προγενέστερο διάστημα των ετών 1945, 1960 και 1987 στην οποία προέβησαν οι αρμόδιοι υπάλληλοι του της Δασικής υπηρεσίας προκειμένου να διακριβώσουν τον δασικό χαρακτήρα του επιδίκου, στην δε ένορκη κατάθεση του ενώπιον του δικαστηρίου τούτου αναφέρεται στην από Ιουλίου 2014 τεχνική έκθεση του Ι Σ., στην οποία γίνεται λόγος για μια έκταση 67331,64 τμ ως αποτυπούται στο τοπογραφικό διάγραμμα του Κ Αργυρού, στην οποία κατά την άποψη του συντάξαντος αυτή περιλαμβάνεται και η επίδικη έκταση, η οποία παριέχεται στο 974/1961 συμβόλαιο κατ η οποία είναι καλλιεργούμενη γεωργική. Όμως, το συμπέρασμα αυτό του Ι Σ. δεν κρίνεται πειστικό καθόσον έρχεται σε αντίθεση με τα συμπεράσματα των αρμοδίων υπαλλήλων του Δασαρχείου Αιγίου, οι οποίοι χρησιμοποίησαν τις ίδιες μεθόδους μ' αυτόν, αλλά και με την ένορκη κατάθεση του Κ Αργυρού, ο οποίος αναφέρει ότι ο ίδιος δεν εφάρμοσε τους τίτλους του πρώτου κατηγορουμένου στο έδαφος και δη ότι δεν μπόρεσε να εφαρμόσει τον τίτλο του έτους 1961 γιατί δεν υπήρχε σχεδιάγραμμα. . Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό μέσο, ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου ότι η συγκεκριμένη έκταση, εντός της οποίας ενεργήθηκαν οι ανωτέρω πράξεις, ανήκει στην κυριότητα του, καθόσον αποτελεί μέρος ευρύτερης έκτασης άνω των 40 στρεμμάτων, προσκομίζει δε προς απόδειξη και τα συμβόλαια .../1939 του συμβολαιογράφου Πατρών Χρήστου Κόττα και …/1961 του συμβολαιογράφου Πατρών Σωτηρίου Μπέτσου ως τίτλους του απώτερου δικαιοπαρόχου του Ν. Τ. του Α., τον οποίο κληρονόμησε ο πατέρας του Π. Τ., για τον οποίο επικαλείται, ότι το παραχώρησε στον ίδιο ατύπως κατά το έτος 2000 προ του θανάτου του, πλην όμως, δεν εντοπίζεται η έκταση των 657,50 τ.μ. εντός των ακινήτων που περιγράφονται στα ανωτέρω συμβολαιογραφικά έγγραφα, ουδόλως δε, οι μεταξύ του δικαιοπάροχου του και τρίτων δικαστικές διενέξεις δεσμεύουν το Ελληνικό Δημόσιο ως προς τον χαρακτήρα της έκτασης ως δημόσιας δασικής. Ο πρώτος κατηγορούμενος γνωρίζοντας τον δασικό χαρακτήρα της έκτασης δεν ζήτησε τον χαρακτηρισμό της πριν προβεί στις παραπάνω πράξεις κατάληψης και εκχέρσωσης ενώ παρότι επικαλείται ότι η κυριότητα του αμφισβητήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο από το έτος 2007 τουλάχιστον δεν επιδίωξε να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του και δεν ενεφανίσθη ούτε προσκόμισε τους τίτλους του όταν κλήθηκε από τους αρμοδίους υπαλλήλους κατά τη διενέργεια της προαναφερθείσας από αυτούς αυτοψίας στο επίδικο μετά την σχετική καταγγελία, προσφάτως δε περί το έτος 2013 άσκησε αναγνωριστική της κυρτότητας αγωγή και υπέβαλε την από 15-3-2013 αίτηση του για την έκδοση πράξης χαρακτηρισμού σε έκταση 67331,64 τμ καίτοι η φερόμενη στα άνω συμβόλαια ως ιδιοκτησία του έκταση είναι 40 στρέμματα, επί της οποίας ,μετά την από 21-3-2013 έκθεση αυτοψίας και φωτοερμηνείας στην οποία το επίδικο περιλαμβανόμενο στην ευρύτερη έκταση μ' αριθμό 3 ,εμβαδού 7736,25 τμ και με στοιχεία 1-2-3-4-5-....-25-26-27Α1-1,φέρεται με αριθμό 3Α εμβαδού 657,50 τμ και στοιχεία 17-138-139-140-141-137 για το οποίο αναφέρεται ότι <ανέκαθεν είχε την μορφή δάσους(κυρίως ελάτης ) σε συνέχεια ευρύτερου άσους ελάτης ,με μέγιστη κάλυψη κατά τα έτη 1945 (90%) και 1960 (85%).Το δάσος ελάτης άρχισε να υποβαθμίζεται από το έτος 1987 στο βόρειο άκρο του, μέχρι να εξαφανίζεται σχεδόν πλήρως μετά την πυρκαγιά του 1994. Σήμερα είναι χορτολίβαδο (βλ επισυναπτόμενα αποσπάσματα ορθοφωτοχάρτη> εκδόθηκε, μετά από αποχή από τον χαρακτηρισμό για το επίδικο, λόγω του ότι περιλαμβάνεται στην αναδασωτέα έκταση ε η 36432/2013 σχετική πράξη χαρακτηρισμού για ταμάριθμό 6 και 7 ακίνητα η οποία και επιδόθηκε στον πρώτο κατηγορούμενο στις 23-6-2014. Από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος παρείχε άμεση συνδρομή στον πρώτο κατηγορούμενο για την κατάληψη της έκτασης και προέβη στις πράξεις αποψίλωσης με εντολή του πρώτου κατηγορούμενου παρότι και ό ίδιος γνώριζε το δασικό χαρακτήρα της έκτασης, έχοντας συνομιλήσει με τον Μ. Π., κτηνοτρόφο της περιοχής, που υποστηρίζει το δασικό χαρακτήρα της περιοχής της ως άνω έκτασης και παρατηρεί κάθε επέμβαση στην περιοχή ειδοποιώντας την δασική υπηρεσία, είχε δε αντιληφθεί τον δεύτερο κατηγορούμενο να επιβλέπει αλλοδαπούς εργάτες που προέβαιναν σε πράξεις εκχέρσωσης. Επομένως, αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω έκταση την οποία κατέλαβε αυθαιρέτως ο πρώτος κατηγορούμενος με την άμεση συνδρομή του δεύτερου κατηγορούμενου και εκχέρσωσε ο τελευταίος με εντολή του πρώτου κατηγορούμενου είναι δημόσια δασική έκταση κατ ανήκει αναμφισβήτητα στην κατοχή του Δημοσίου, καθόσον βρίσκεται εντός της αναδασωτέας έκτασης, εντασσόμενη στην ευρύτερη περιοχή δάσους ελάτης, που κάηκε το έτος 1994, έχοντας χορτολιβαδικό χαρακτήρα μη καλλιεργούμενη, ο δε πρώτος κατηγορούμενος με τις προαναφερόμενες ενέργειες του κατ την βοήθεια του δευτέρου κατέλαβε την έκταση που εκχερσώθηκε, τελούσαν δε σε γνώση και οι δύο κατηγορούμενοι ότι η εν λόγω έκταση είναι δημόσια και ανήκει αναμφισβήτητα στην κατοχή του Δημοσίου. Κατόπιν τούτων πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι για τις πράξεις που κατηγορούνται, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας, απορριπτόμενων των αντιθέτων ισχυρισμών του πρώτου κατηγορούμενου ιδίως του ότι υφίσταται δεδικασμένο ως προς το μη δασικό χαρακτήρα του επίδικου από βουλεύματα και δικαστικές αποφάσεις, καθόσον από τα ανωτέρω (βουλεύματα και δικαστικές αποφάσεις ) δεν προκύπτει ότι αφορούν την επίδικη έκταση, του ότι το επίδικο δεν είναι δασικό γιατί είναι μικρότερης των 3 στο έκτασης, αφού αυτό αποτελεί τμήμα ευρύτερης έκτασης 7735,26 τμ, ότι βρίσκεται σε οικισμό προ του1923 ή κάτω των 2000 κατοίκων, γεγονός που δεν αποδείχθηκε και ότι δεν είχε δόλο κατά την τέλεση των άνω πράξεων ως ουσιαστικά αβασίμων. Ομοίως, πρέπει να απορριφθούν τα αιτήματα του πρώτου κατηγορουμένου για διενέργεια πραγ/νης και αυτοψίας, καθόσον, κατά' την κρίση του δικαστηρίου δεν συντρέχει λόγος προς τούτο.. Όμως πρέπει να αναγνωριστούν στον μεν πρώτο κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ 2αΠΚ καθόσον μέχρι την τέλεση της άνω πράξης διήγε έντιμο ατομικό οικογενειακό, επαγγγελματικό και εν γένει κοινωνικό βίο και στον δεύτερο κατηγορούμενο το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ 2ε ΠΚ, καθόσον αποδείχθηκε ότι για αρκετό μεγάλο διάστημα από την τέλεση των άνω πράξεων συμπεριφέρθηκε καλά. Ακολούθως, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο Ν. Τ. του ότι κατά το χρονικό διάστημα από 21 Μαρτίου έως 10 Απριλίου του έτους 2007 στη θέση "Προφήτης Ηλίας" ή "Μαργιουλέικα" του οικισμού Βερέϊκα Κρήνης Αιγιαλείας τέλεσε με πρόθεση περισσότερες πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο με περιοριστικές της ελευθερίας και χρηματικές ποινές, ήτοι: Α. Επελήφθη αυτογνωμόνως δημοσίου κτήματος, ευρισκομένου αναμφισβήτητα στην κατοχή του Δημοσίου και ειδικότερα, στον ως άνω τόπο και χρόνο, δια του δευτέρου κατηγορουμένου, στον οποίο έδωσε σχετική εντολή, όργωσε έκταση 657,50 τ.μ., η οποία ήταν δημόσια δασική και ανήκε αναμφίβολα στην κυριότητα και κατοχή του Δημοσίου, καταλαμβάνοντας έτσι παράνομα αυτήν. Β. Εκχέρσωσε και υλοτόμησε αποψιλωτικά έκταση δημόσια που κηρύχθηκε αναδασωτέα και ειδικότερα στον ως άνω τόπο και χρόνο δια του δευτέρου κατηγορουμένου, στον οποίο έδωσε σχετική εντολή, έκοψε και έκαψε πέντε μεμονωμένα άτομα πουρναριών, τα οποία βρίσκονταν μέσα σε δημόσια δασική έκταση, η οποία είχε κηρυχθεί αναδασωτέα δυνάμει της υπ' αρ. ΖΑ/3491-14-10-94 απόφασης του Νομάρχη Αχαΐας, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Δ/1138/3-11- 1994. ΔΕΧΕΤΑΙ το Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Ακολούθως, κήρυξε, ένοχο τον κατηγορούμενο Δ. Τ., του ότι κατά το χρονικό διάστημα από 21 Μαρτίου έως 10 Απριλίου του έτους 2007 στη θέση "Προφήτης Ηλίας" ή "Μαργιουλέικα" του οικισμού Βερέικα Κρήνης Αιγιαλείας τέλεσε με πρόθεση περισσότερες πράξεις που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο με περιοριστικές της ελευθερίας και χρηματικές ποινές ήτοι: Α. Παρέσχε άμεση συνδρομή στον πρώτο ως άνω κατηγορούμενο κατά τη διάρκεια της πράξης της κατάληψης δημόσιας έκτασης και στην εκτέλεση της πράξης αυτής και ειδικότερα, στον ως άνω τόπο και χρόνο, κατόπιν εντολής του πρώτου κατηγορουμένου όργωσε με μηχανικό μέσο την προαναφερθείσα έκταση 657,50 τ.μ., η οποία ήταν δημόσια δασική και ανήκε αναμφίβολα στην κυριότητα και κατοχή του Δημοσίου. Β. Παρέσχε άμεση συνδρομή στον πρώτο ως άνω κατηγορούμενο κατά τη διάρκεια της πράξης της εκχέρσωσης δημόσιας δασικής έκτασης που είχε κηρυχθεί αναδασωτέα και στην εκτέλεση της πράξης αυτής και ειδικότερα, κατόπιν εντολής του πρώτου κατηγορουμένου, έκοψε και έκαψε πέντε μεμονωμένα άτομα πουρναριών, τα οποία βρίσκονταν μέσα σε δημόσια δασική έκταση, η οποία είχε κηρυχθεί αναδασωτέα δυνάμει της υπ' αριθμ. ΖΑ/3491-14-10- 94 απόφασης του Νομάρχη Αχαΐας, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Δ/1138/3-11-1994. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο, ως προς την πράξη της αυθαίρετης καταλήψεως και εκχερσώσεως δημοσίου κτήματος, η οποία ενδιαφέρει εν προκειμένη διέλαβε, στην προσβαλλόμενη απόφαση του, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν, κατά την παραδεκτή ως άνω αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την, κατά τα ανωτέρω, αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1,26,27, 46,51,53,79,83,94 ΠΚ, 23 ΑΝ. 1539/1938, 70 Ν.998/1979, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, αναφέρονται 1] ότι ο πρώτος των κατηγορουμένων Ν.Τ., με την άμεση συνδρομή του δεύτερου κατηγορουμένου Δ.Τ., κατέλαβε και στη συνέχεια εκχέρσωσε δασική έκταση του Δημοσίου, που είχε κηρυχθεί αναδασωτέα με την με αριθμό ΖΑ/3491/1994 απόφαση του Νομάρχη Αχαΐας, 2] η γνώση των κατηγορουμένων περί του ότι η ως άνω έκταση ανήκε στο Δημόσιο. Η αιτίαση ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο όλα τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, διότι στην απόφαση εξαίρονται ορισμένα από αυτά, είναι απορριπτέα, καθόσον, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη και τα λοιπά αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα. Οι λοιπές αιτιάσεις για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, είναι απορριπτέες, διότι πλήττουν απαραδέκτως την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Κατά το άρθρο 171 στοιχ. 1 περ. Α του ΚΠοινΔ, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του οργανισμού δικαστηρίω και του νόμου περί μεικτών ορκωτών δικαστηρίων για ακυρότητα εξαιτίας κακής σύνθεσης του. Περαιτέρω, στο άρθρο 17 στοιχ. Β παρ. 1, 3 εδ. β, 4, 5, 7 εδ. α και 10 του Ν. 1756/1988 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών) ορίζεται ότι σε όσα πρωτοδικεία και εφετεία προβλέπεται οργανικός αριθμός δεκαπέντε τουλάχιστον δικαστών και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση (παρ.1). Ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου, που διευθύνει το δικαστήριο, και ο εισαγγελέας, που διευθύνει την εισαγγελία, καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ' αρχαιότητα και με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των νεοτέρων προέδρων εφετών και των αρχαιοτέρων εφετών, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των τριμελών εφετείων (παρ. 3 εδ. β). Με βάση τους άνω πίνακες ενεργείται η κλήρωση έως ότου συγκροτηθούν όλα τα δικαστήρια του μηνός (παρ. 4). Με την ίδια διαδικασία ορίζονται οι αναπληρωματικοί δικαστές και εισαγγελείς και οι συμπάρεδροι δικαστές και δεύτεροι εισαγγελέα (παρ. 5). Αντικατάσταση δικαστή που έχει κληρωθεί ως μέλος της συνθέσεως δικαστηρίου, καθώς και του εισαγγελέα δεν επιτρέπεται παρά μόνον από τον αναπληρωματικό δικαστή που ορίζεται κατά τη διαδικασία των παραγράφων 4 και 5 για λόγους ασθενείας ή ανυπέρβλητης υπηρεσιακής ή προσωπικής ανάγκης του κληρωθέντος μέλους της συνθέσεως του δικαστηρίου. Ο λόγος της αναπληρώσεως αναγράφεται στα πρακτικά του δικαστηρίου (παρ. 7 εδ. α).Κατά το άρθρου 17 Β'παρ.10 του ως άνω Ν. 1756/1988, η κακή σύνθεση του δικαστηρίου καλύπτεται εφόσον δεν προτάθηκε πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υποθέσεως. Στη προκείμενη περίπτωση τέτοια πρόταση ούτε οι αναιρεσείοντες επικαλούνται, ούτε από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως του Εφετείου Πατρών προκύπτει ότι προβλήθηκε. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ προβαλλόμενος σχετικός λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, λόγω κακής συνθέσεως του δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Κατ'ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 29-10-2014 αίτηση των Ν. Τ. του Π. και Δ. Τ. του Α., για αναίρεση της με αριθμό 310-310α-310β-310γ-310δ-393-394/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Καταδικάζει, κάθε ένα από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Μαρτίου 2015 . Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Έφεση Εισαγγελέως κατά αθωωτικής αποφάσεως. Στοιχεία για το ορισμένο αυτής. Κατάληψη- Εκχέρσωση δασικής εκτάσεως. Στοιχεία. Κακή σύνθεση δικαστηρίου.
Έφεση Εισαγγελέα
Έφεση Εισαγγελέα.
0
Αριθμός 258/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Μαρία Γαλάνη Λεοναρδοπούλου, (σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 41/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Α. Σ. του Γ., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Τριπόλεως, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Μαζαράκη, για αναίρεση της υπ'αριθ. 296, 297/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών, με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1. Ε. Σ. του Α., 2. Α. Σ. του Α. και 3. Γ. Σ. του Α., κάτοικοι ..., που δεν παραστάθηκαν. Το Πενταμελές Εφετείο Πατρών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Φεβρουαρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 234/2014. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 του ν. 1414/1984 "όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε εξώγαμη συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξης, τιμωρείται με κάθειρξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτούνται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, σε ακούσια εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ασελγούς πράξης, που συντρέχει όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέληση του υποβάλλεται σε εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ή ανοχή ασελγούς πράξης, β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου ή με σωματική βία, η οποία συνίσταται σε φυσική δύναμη που δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί χωρίς τη θέληση του ή να επιχειρήσει ασελγή πράξη. Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει και με τους δύο τρόπους, δηλαδή της απειλής και της σωματικής βίας. Ως ασελγής πράξη νοείται η αντικειμενικώς προσβάλλουσα το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικώς δε κατευθυνόμενη στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας, και διακρίνεται από τη συνουσία που είναι η συνένωση των γεννητικών μορίων δύο ατόμων διαφορετικού φύλου. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη βούληση του δράστη όπως με σωματική βία ή με απειλή ή και με τις δύο μαζί εξαναγκάζει άλλον σε εξώγαμη συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο άλλος, δεν συναινεί στη συνουσία ή σε ασελγή πράξη. Περαιτέρω κατ' άρθρον 345 παρ. 1 ΠΚ, όπως τροπ. με το άρθρο 2 παρ.8 του ν. 3627/2007 και με το άρθρο 3 του ν. 3727/2008, ορίζεται ότι "1. Η συνουσία μεταξύ συγγενών εξ αίματος, ανιούσας και κατιούσας γραμμής, τιμωρείται: α) ως προς τους ανιόντες με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών αν ο κατιών δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας του, με κάθειρξη αν ο κατιών είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο αλλά όχι το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του, με φυλάκιση μέχρι δύο ετών αν ο κατιών έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του β) ως προς τους κατιόντες, με φυλάκιση μέχρι δύο ετών γ) μεταξύ αμφιθαλών ή ετεροθαλών αδελφών, με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.2. Συγγενείς κατιούσας γραμμής ή αδελφοί μπορούν να απαλλαγούν από κάθε ποινή, αν κατά το χρόνο της πράξης δεν είχαν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας τους". Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στοιχεία του εγκλήματος της αιμομιξίας είναι: α) υποκείμενο (μπορεί) να είναι συγγενείς εξ αίματος ανιούσης και κατιούσης γραμμής ...ως ανιόντων και κατιόντων νοουμένων των γονέων και των τέκνων, των παππούδων και γιαγιάδων, εγγονών κ.ο.κ απεριορίστου βαθμού, β)συνουσία κατά φύση δηλαδή συνεύρεση ατόμων διαφορετικού φύλου και υπό την έννοια που εκτέθηκε ανωτέρω και γ) δόλος (αρκεί και ενδεχόμενος) που πρέπει να αναφέρεται και στη συγγένεια, δηλαδή να είναι γνωστή από τον δράστη η συγγένεια. Τέλος μεταξύ των εγκλημάτων του βιασμού και της αιμομιξίας υπάρχει αληθής κατ' ιδέαν συρροή εφόσον η συνουσία τελέσθηκε με σωματική βία ή (και) με απειλή, διότι με μία πράξη προσβάλλονται διάφορα έννομα αγαθά, γενετήσια ελευθερία και η οικογένεια και πραγματώνεται η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των δύο αυτών εγκλημάτων. Τέλος, κατά το άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 3500/2006, για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις, "ενδοοικογενειακή βία θεωρείται η τέλεση αξιόποινης πράξης σε βάρος μέλους της οικογένειας, σύμφωνα με τα άρ. 6, 7, 8 και 9 του παρόντος και τα άρθρα 299 και 311 του ΠΚ, κατά την παρ. 2 εδ. α' του ίδιου άρθρου οικογένεια θεωρείται η κοινότητα που αποτελείται από συζύγους ή γονείς και συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και τα εξ υιοθεσίας τέκνα τους, κατά την παρ. 3 θύμα ενδοοικογενειακής βίας θεωρείται κάθε πρόσωπο της προηγουμένης παραγράφου σε βάρος του οποίου τελείται αξιόποινη πράξη κατά τα άρθρα 6, 7, 8 και 9 του παρόντος....". Κατά το άρθρο 6 παρ. 1 ορίζεται "το μέλος της οικογένειας το οποίο προκαλεί σε άλλο μέλος αυτής σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, υπό την έννοια του εδ. α' της παρ. 1 του άρ. 308 ΠΚ, ή με συνεχή συμπεριφορά προξενεί εντελώς ελαφρά κάκωση ή βλάβη της υγείας του, με την έννοια του εδ. β' της παραπάνω διάταξης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Ειδικότερα ποινικοποιείται η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη, υπό την έννοια της πρόκλησης από μέλος της οικογένειας σε άλλον σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας, ή εντελώς ελαφράς σωματικής κάκωσης ή βλάβης της υγείας μετά από συνεχή συμπεριφορά. Η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη διακρίνεται από την απλή σωματική βλάβη του άρθρου 308 ΠΚ, ως προς το στοιχείο της τέλεσης εντός του οικογενειακού πλαισίου και για το λόγο αυτό τιμωρείται αυστηρότερα (ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους). Με την παραπάνω διάταξη αντιμετωπίζονται οι μορφές ενδοοικογενειακών σωματικών κακώσεων και, προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα ιδιωνύμου εγκλήματος σωματικών ενδοοικογενειακών κακώσεων, όταν δράστες και παθόντες είναι μέλη της ίδιας οικογένειας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο παρ. 2 του ως άνω νομοθετήματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη με αριθ. 296,297/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος, για τις αξιόποινες πράξεις του βιασμού, της αιμομιξίας, της σωματικής βλάβης ανηλίκων και της ενδοοικογενειακής σωματικής κάκωσης, όλων κατ' εξακολούθηση και του επιβλήθηκε συνολική ποινή καθείρξεως είκοσι ετών και εννέα μηνών. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, εκτίθεται ότι, από τα αναφερόμενα σε αυτή κατ'είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος που ήταν σε διάσταση από το έτος 1995 με τη σύντροφο του Σ. Κ., συμβίωνε στο Αργοστόλι του Νομού Κεφαλληνίας με τα τέκνα του που είχαν γεννηθεί από τη σχέση αυτή, δηλ. την Ε., τον Γ. και τον Α., που γεννήθηκαν στις 2-9-1988, στις 5-5-1992 και στις 30-11-1993, αντίστοιχα. Σε μη ακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες και πάντως εντός του χρονικού διαστήματος από τον Ιανουάριο του έτους 2003 έως και το Μάρτιο του έτους 2009, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση κατά τις βραδινές κυρίως ώρες, ερχόταν σε συνουσία με ένα εκ των τριών ανωτέρω τέκνων του και δη την κόρη του, Ε. Σ. και συγκεκριμένα, αφού υποχρέωνε την προαναφερθείσα κόρη του να βγάλει τα ρούχα της, χρησιμοποιώντας τις υπέρμετρες σωματικές του δυνάμεις, την έριχνε στο κρεβάτι και κρατώντας τη σφικτά με τα χέρια του, ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει έκαμπτε την αντίδραση της, απειλούσε δε ταυτόχρονα αυτή, ότι αν φώναζε και την άκουγαν τα αδέλφια της, που βρίσκονταν στο διπλανό δωμάτιο, θα τη σκότωνε και θα έκανε κακό και στα δύο έτερα τέκνα του, Α. Σ. και Γ. Σ.. Υπό το κράτος δε της παραπάνω σωματικής βίας και των απειλών, εξανάγκαζε την προαναφερόμενη κόρη του κατ' επανάληψη σε κατά φύση συνουσία προς ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του. Διέπραττε δηλ. εις βάρος της το έγκλημα του βιασμού, ενώ ταυτόχρονα, όντας συγγενής εξ αίματος ανιούσας γραμμής και δη πατέρας της ίδιας, διέπραττε το έγκλημα της αιμομιξίας και δη τόσο κατά το χρονικό διάστημα που η ανήλικη κόρη του δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας της, όσο και κατά το χρονικό διάστημα που η ανήλικη κόρη του είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος, όχι όμως και το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας της, συνέχισε δε να έρχεται σε κατά φύση συνουσία μαζί της, και όταν η κόρη του είχε πλέον ενηλικιωθεί. Εξ άλλου στον ίδιο τόπο και σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες και πάντως εντός του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με συνεχή σκληρή συμπεριφορά, προξένησε με πρόθεση σωματικές κακώσεις σε πρόσωπα που είχε στην επιμέλεια του, ανήκαν στο σπίτι του και δεν είχαν συμπληρώσει το δέκατο έβδομο έτος της ηλικίας τους, και ειδικότερα κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, άλλες φορές χτυπούσε με τα χέρια του στο κεφάλι τα τέκνα του, τα οποία διέμεναν μαζί του και συγκεκριμένα, τον Α. Σ., που γεννήθηκε στις 30-11-1993 και θα συμπλήρωνε το 17° έτος της ηλικίας του στις 30-10-2010, τον Γ. Σ., που γεννήθηκε στις 5-5-1992 και θα συμπλήρωνε το 17° έτος της ηλικίας του στις 5-5-2009 και την Ε. Σ., που γεννήθηκε στις 2-9-1988 και συμπλήρωσε ήδη το 17° έτος της ηλικίας της στις 2-9-2005, άλλες δε φορές εκσφενδόνιζε εναντίον τους διάφορα αντικείμενα, ενώ επιπλέον με την ζώνη του παντελονιού του χτυπούσε τα προαναφερθέντα τέκνα του στους καρπούς και στις παλάμες των χεριών τους. Επιπλέον, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, υπέβαλλε τα προαναφερόμενα τέκνα του σε υπερβολική καταπόνηση προς εργασία, αφού τα έπαιρνε μαζί του στις διάφορες οικοδομικές εργασίες που αναλάμβανε και τα υποχρέωνε να κουβαλούν οικοδομικά υλικά. Από την προπεριγραφείσα συνεχή σκληρή του συμπεριφορά εις βάρος των τέκνων του, προξενήθηκαν σε αυτά σωματικές κακώσεις και βλάβη της υγείας τους. Τα ως άνω αναφερόμενα προκύπτουν εναργώς από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και ιδίως των πολιτικώς εναγόντων, οι οποίοι με σαφήνεια και απλότητα διεκτραγώδησαν τα γεγονότα. Ο δόλος του, όσον αφορά την αθέμιτη γενετήσια συμπεριφορά του έναντι της ίδιας της θυγατέρας του, προκύπτει και από το ότι εντός της οικίας του δεν της είχε διαθέσει έναν ιδιαίτερο χώρο για το νυκτερινό ύπνο αλλ' αντίθετα την έβαζε να κοιμηθεί στο κρεβάτι που και αυτός κοιμόταν, με αποτέλεσμα να είναι υποχείρια στις γενετήσιες ορέξεις του. Σημειώνεται ότι εκείνη εξαρτιόταν αποκλειστικά από αυτόν, δεδομένου ότι η ίδια ήταν ανήλικη και δεν είχε οικονομικούς πόρους, η δε μητέρα της, με την οποία από μικρή ηλικία είχε αποχωριστεί, διέμενε πλέον μακριά και βρισκόταν σε μεγάλη ένδεια, ενώ οι αδελφοί της ήσαν μικρότερης ηλικίας και διαφορετικού φύλου, οπότε το αίσθημα της ντροπής την εμπόδιζε να τους εκμυστηρευθεί τα τεκταινόμενα, όπως βέβαια και από την άλλη πλευρά οι δύο αδελφοί της είχαν αντιληφθεί ότι κατ' επανάληψη η αδελφή τους τη νύκτα έβγαζε "βογγητά", όπως είπαν, αλλά δίσταζαν να τη ρωτήσουν σχετικά. Όλα αυτά επεξηγούνται στο από 16-4-2009 υπηρεσιακό σημείωμα του ψυχολόγου της Δ/νσης Κοινωνικής Πρόνοιας Κεφαλληνίας-Ιθάκης Ν. Σ., που εξέτασε κατόπιν δικαστικής εντολής τους τρεις παθόντες. Επίσης αποδείχθηκε η σκληρή και βάναυση συμπεριφορά του κατ/νου ιδίως προς τα άρρενα τέκνα του, η οποία γινόταν αντιληπτή και από τους περιοίκους, οι οποίοι όμως φοβόταν τον εκδικητικό χαρακτήρα του ιδίου αν τον κατήγγελλαν προς τις Αρχές. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε τις απευθυνθείσες εναντίον του από τα τέκνα του κατηγορίες και προσπάθησε να τις αποδώσει σε οικονομικούς κατά βάση λόγους (ότι δηλ. τον κατήγγειλαν εκδικητικά, επειδή δεν ενέδωσε σε οικονομικές αξιώσεις που του προέβαλαν), που κρίνονται όμως αβάσιμοι αφού δεν αποδεικνύονται. Χαρακτηριστικό είναι ότι, αν και αντιμετώπιζε τέτοιες βαρύτατες κατηγορίες, δεν επικαλέστηκε ούτε στο πρωτοβάθμιο ούτε στο παρόν Δικαστήριο έναν τουλάχιστον μάρτυρα υπερασπίσεως. Αν ήθελε να αντικρούσει ουσιαστικά τις κατηγορίες δεν θα κατέφευγε σε τέτοια έωλα επιχειρήματα. Αντίθετα ο (κακός) χαρακτήρας του αναδεικνύεται και από τη συμπεριφορά που επέδειξε στην ανεψιά του Ε. Μ., που κατέθεσε με σαφήνεια ότι σε μια περίπτωση όπου αυτή -ανύποπτη- δέχθηκε να διανυκτερεύσει μαζί με το ανήλικο τέκνο της στην οικία του κατηγορουμένου, αυτός κατά τη διάρκεια της νύκτας προσπάθησε να έλθει σε σαρκική επαφή με αυτήν, η οποία βέβαια τον απέτρεψε σθεναρώς. Κατόπιν όλων των ανωτέρω πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των αποδιδόμενων σ' αυτόν πράξεων, ήτοι του βιασμού κατ' εξακολούθηση, της αιμομιξίας κατ' εξακολούθηση (με βάση την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 345 ΠΚ, αφού αυτή είναι ευμενέστερη), των σωματικών βλαβών σε ανηλίκους κατά συρροή και της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης [που συρρέει αληθώς με την προηγούμενη πράξη]. Σημειωτέον ότι η τελευταία πράξη κατέστη αξιόποινη από 24-1-2007, που άρχισε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 του Ν.3500/2006 να ισχύει ο νόμος αυτός. Το αίτημα του περί αναγνωρίσεως σε αυτόν της ελαφρυντικής περιστάσεως ότι μετά την πράξη του συμπεριφέρθηκε καλώς για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο, γιατί προς τούτο κανένα πραγματικό περιστατικό δεν αποδεικνύεται και γιατί αυτός από της συλλήψεως του κρατείται στις φυλακές και ως εκ τούτου η σ' αυτές βεβαιούμενη με τη σχετική βεβαίωση της δικαστικής φυλακής Τριπόλεως καλή διαγωγή του δεν αρκεί, αφού η διάταξη του άρθρου 84 παρ.2 εδ. ε' του ΠΚ, αναφέρεται [για την αναγνώριση του ελαφρυντικού αυτού] στην επίδειξη καλής διαγωγής του καταδικαζομένου στην κοινωνία". Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος του ότι: Α) Στο Αργοστόλι του Νομού Κεφαλληνίας, σε μη ακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες και πάντως εντός του χρονικού διαστήματος από τον Ιανουάριο του έτους 2003 έως και το Μάρτιο του έτους 2009, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση εξανάγκαζε άλλον με σωματική βία και με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου, σε συνουσία και ειδικότερα κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο και κατά τις βραδινές κυρίως ώρες, ερχόταν σε συνουσία με ένα εκ των τριών τέκνων του και δη την γεννηθείσα στις 2-9-1988 κόρη του, Ε. Σ. και συγκεκριμένα, αφού υποχρέωνε την προαναφερθείσα κόρη του να βγάλει τα ρούχα της, χρησιμοποιώντας τις υπέρμετρες σωματικές του δυνάμεις, την έριχνε στο κρεβάτι και κρατώντας τη σφικτά με τα χέρια του, ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει έκαμπτε την αντίδρασή της, απειλούσε δε ταυτόχρονα αυτή, ότι αν φώναζε και την άκουγαν τα αδέλφια της, που βρισκόταν στο διπλανό δωμάτιο, θα τη σκότωνε και θα έκανε κακό στα δύο έτερα τέκνα του, Α. Σ. και Γ. Σ.. Υπό το κράτος δε της παραπάνω σωματικής βίας και των απειλών, εξανάγκαζε την προαναφερόμενη κόρη του, συχνά σε κατά φύση συνουσία προς ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του. Β) Στο Αργοστόλι του Νομού Κεφαλληνίας, σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες και πάντως κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του έτους 2003 έως και το Μάρτιο του έτους 2009 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος με πρόθεση ερχόταν σε συνουσία με συγγενή του εξ αίματος κατιούσας γραμμής και ειδικότερα στον ως άνω τόπο και χρόνο, όντας συγγενής εξ αίματος ανιούσας γραμμής και δη πατέρας της γεννηθείσας στις 2-9-1988 κόρης του Ε. Σ., ερχόταν σε κατά φύση συνουσία με αυτή και δη τόσο κατά το χρονικό διάστημα που η προαναφερόμενη κόρη του δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος της ηλικίας της, όσο και κατά το χρονικό διάστημα που η ανήλικη κόρη του είχε συμπληρώσει το δέκατο πέμπτο έτος, όχι όμως και το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας της, συνέχισε δε να έρχεται σε κατά φύση συνουσία μαζί της, και όταν η κόρη του είχε συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας της. Γ) Στο Αργοστόλι του Νομού Κεφαλληνίας, σε μη επακριβώς προσδιορισθείσες ημερομηνίες και πάντως εντός του χρονικού διαστήματος από τον Ιανουάριο του έτους 2003 μέχρι και το Μάρτιο του έτους 2009 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με συνεχή σκληρή συμπεριφορά, προξένησε με πρόθεση σωματικές κακώσεις σε πρόσωπα που είχε στην επιμέλεια του, ανήκαν στο σπίτι του και δεν είχαν συμπληρώσει το δέκατο έβδομο έτος της ηλικίας τους, και ειδικότερα κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, άλλες φορές χτυπούσε με τα χέρια του στο κεφάλι τα τέκνα του, τα οποία διέμεναν μαζί του και συγκεκριμένα, τον Α. Σ., που γεννήθηκε στις 30-11-1993, τον Γ. Σ. που γεννήθηκε στις 5-5-1992 και την Ε. Σ. που γεννήθηκε στις 2-9-1988, άλλες δε φορές εκσφενδόνιζε εναντίον τους διάφορα αντικείμενα, ενώ επιπλέον με την ζώνη του παντελονιού του χτυπούσε τα προαναφερθέντα τέκνα του στους καρπούς και στις παλάμες των χεριών τους. Δ) Επιπλέον, στον ως άνω τόπο και κατά το χρονικό διάστημα από 24-1-2007 μέχρι και το Μάρτιο του 2009 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος,, υποχρέωνε τα προαναφερόμενα τέκνα του σε υπερβολική καταπόνηση προς εργασία, αφού τα έπαιρνε μαζί του στις διάφορες οικοδομικές εργασίες που αναλάμβανε και τα υποχρέωνε να κουβαλούν οικοδομικά υλικά. Από την προπεριγραφείσα συνεχή σκληρή του συμπεριφορά εις βάρος των τέκνων του, προξενήθηκαν σε αυτά σωματικές κακώσεις και βλάβη της υγείας τους". Με αυτά που δέχθηκε το ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας στο αιτιολογικό του, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 296,297/2013 απόφασή του, την απαιτούμενη κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των εγκλημάτων, α) του βιασμού κατ' εξακολούθηση β) της αιμομιξίας κατ' εξακολούθηση γ) της σωματικής βλάβης ανηλίκων κατ' εξακολούθηση και δ) της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης κατ' εξακολούθηση, για τα οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και τις νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1, 94 παρ.1, 98, 308 παρ. 1α, 336 παρ.1, 345 παρ.1β ΠΚ, 1 παρ. 1 - 2α, 6 παρ. 1 και 8 του Ν. 3500/2006, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές και αιτιολογίες και έτσι η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, α) με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς λογικά κενά περιγράφεται και αιτιολογείται η άσκηση εκ μέρους του αναιρεσείοντος σωματικής βίας και απειλών σωρευτικά κάθε φορά, σε βάρος της παθούσας ανήλικης κόρης του Ε., που γεννήθηκε στις 2-9-1988, με τις παραδοχές, ότι ο αναιρεσείων με περισσότερες από μία πράξεις κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2003 έως και τον Μάρτιο του 2009, " χρησιμοποιώντας τις υπέρμετρες σωματικές του δυνάμεις την έριχνε στο κρεβάτι και κρατώντας τη σφικτά με τα χέρια του, ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει, έκαμπτε την αντίδρασή της, την απειλούσε δε ταυτόχρονα . . ότι αν φώναζε θα την σκότωνε αυτή και τα δύο μικρότερα αδέλφια της, και στη συνέχεια την εξανάγκαζε κατ' επανάληψη σε κατά φύση συνουσία προς ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του", β) οι αναφερόμενες παραπάνω απειλές απευθυνόμενες στην ανήλικη κόρη του, υπό τις παραπάνω συνθήκες, ήταν πρόσφορες και σπουδαίες και δημιουργούν, κατ' αντικειμενική κρίση, άμεσο κίνδυνο, δηλαδή ενέχοντα σοβαρότητα και βαρύτητα ικανή να κάμψει την αντίσταση της ανήλικης κόρης του, γ) από το γεγονός ότι δεν προσδιορίζεται ακριβέστερα ο παραπάνω χρόνος των επί μέρους εξακολουθητικών πράξεων της αιμομιξίας του κατηγορουμένου, μέσα στο διάστημα από τον Ιανουάριο του 2003 έως και τον Μάρτιο του 2009, για όσες από τις πράξεις τελέστηκαν, μετά την 2-9-2006, που η ανήλικη συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας της και έφεραν πλέον χαρακτήρα πλημμελήματος, δεν δημιουργείται καμία ασάφεια, καθόσον δεν επηρεάζεται η παραγραφή καμίας από τις πράξεις αυτές, αφού ο χρόνος συμπλήρωσης της παραγραφής (οκταετία, 5+3 έτη) της απώτερης από τις πράξεις αυτές είναι η 2-9-2014, η δε δίκη στο Εφετείο έγινε στις 22-5-2013 πριν συμπληρωθεί η οκταετία, δ) το ως άνω έγκλημα της σωματικής βλάβης συνίσταται στην πρόκληση σωματικής κακώσεως και στα τρία τέκνα του με κακώσεις στο κεφάλι, στους καρπούς και στις παλάμες των χεριών τους, για δε την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να εξειδικευθούν οι σωματικές αυτές κακώσεις και ε) με επαρκή και ειδική αιτιολογία το δικαστήριο απάντησε και απέρριψε κατ'ουσίαν τον υποβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικής περιστάσεως εκ του άρθρου 84 παρ. 2 ε του ΠΚ, "ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του στις φυλακές προσφέροντας εργασία και χωρίς να δώσει κανένα απολύτως δικαίωμα, επιδείξας πλήρη προσαρμογή στους κανονισμούς της φυλακής", δεχόμενο στο αιτιολογικό του, "ότι προς τούτο δεν αποδείχθηκε κανένα πραγματικό περιστατικό και διότι αυτός από της συλλήψεώς του κρατείται στις φυλακές και ως εκ τούτου η σε αυτές βεβαιούμενη με τη σχετική βεβαίωση της δικαστικής φυλακής Τριπόλεως καλή διαγωγή του δεν αρκεί", ήτοι το δικαστήριο εμμέσως πλην σαφώς με τις ανωτέρω παραδοχές, δέχεται ορθά ερμηνεύοντας την παραπάνω διάταξη, ότι απαιτείται, εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, η συνδρομή και άλλων θετικών περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής συμβιώσεως του δράστη μετά την πράξη. Σημειωτέον ότι για να αναγνωρισθεί κατά το νόμο η ελαφρυντική αυτή περίσταση, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα στις φυλακές, αλλά και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στην γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία ως προς την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, ήτοι απαιτείται, εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, η συνδρομή και άλλων θετικών περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής συμβιώσεως του δράστη μετά την πράξη του, υπό καθεστώς ελευθερίας του στην κοινωνία ή έστω και κατά την κράτησή του στις φυλακές, περιστατικά όμως που αυτός δεν ισχυρίζεται ούτε προκύπτει από τα πρακτικά ότι επικαλέστηκε, πέραν της καλής διαγωγής στη φυλακή, που αποδείχθηκε, αλλά δεν αρκεί κατά τα παραπάνω αναπτυχθέντα. Κατά τα λοιπά, οι περαιτέρω, αιτιάσεις για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον υπό την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ, συναφείς λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, που πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την ενοχή, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας κατά την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού περί αναγνωρίσεως συνδρομής υπέρ του αναιρεσείοντος της από το άρθρο 84 παρ. 2 ε' ΠΚ ελαφρυντικής περιστάσεως, και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου(κατ'εκτίμηση), με τις παραπάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Κατ'ακολουθίαν, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναίρεσης για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 6/24-02- 2014 αίτηση του Α. Σ. του Γ. για αναίρεση της με αρ. 296,297/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πατρών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Μαρτίου 2015 . Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Βιασμός, αιμομιξία, σωμ. Βλάβες, Ενδοοικογ. Βία , κατ'εξακολούθηση- 6παρ. 1, 345 παρ. 1, 308 ΠΚ, άρ. 1 παρ. 1 του Ν. 3500/2006. Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την ενοχή και την απόρριψη ελαφρυντικού άρ. 84 παρ. 2 ε' ΠΚ, και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων
Ελαφρυντικές περιστάσεις
Ελαφρυντικές περιστάσεις, Βιασμός.
0
Αριθμός 257/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Μαρία Γαλάνη Λεοναρδοπούλου, (σύμφωνα με την υπ'αριθμ. 41/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ. Φ. του Λ., κατοίκου ..., που παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο της Αθανασία Χαλβαντζή, για αναίρεση της υπ'αριθ. 3794/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Οκτωβρίου 2014 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1096/2014. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρ. 167 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση της αξιόποινης πράξης της αντίστασης, στην περίπτωση που η ενεργεία του δράστη τείνει στην παράλειψη νόμιμης πράξης της αρχής ή του υπαλλήλου, απαιτείται η πράξη, σε παράλειψη της οποίας τείνει ο εξαναγκασμός, να είναι νόμιμη, δηλαδή να βρίσκεται μέσα στον κύκλο της κατά νόμο αρμοδιότητας της αρχής ή του υπαλλήλου και να συντρέχουν οι ουσιώδες τύποι που τάσσονται γι' αυτήν. Προσαπαιτείται η χρήση βίας ή απειλή βίας ή βιαιοπραγία κατά του υπαλλήλου, στην έννοια δε της βίας περιλαμβάνεται τόσον η σωματική όσον και η ψυχολογική, αλλά και κάθε είδους ενέργεια, που να μπορεί να διεγείρει στον υπάλληλο φόβο και να τον παρεμποδίσει στην εκτέλεση της υπηρεσιακής πράξης. Συνεπώς, εμπίπτει στην έννοια αυτή της βίας και η βίαιη απώθηση του υπαλλήλου, η οποία είναι τρόπος ασκήσεως σωματικής βίας. Εξάλλου, Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη με αριθ. 3794/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη κηρύχθηκε αθώα φθοράς ξένης ιδιοκτησίας (περιπολικού της ΕΛΑΣ) και ένοχη, αντίστασης κατά της αρχής και της επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως πέντε μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τρία έτη. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, εκτίθεται ότι, από τα αναφερόμενα σε αυτή κατ'είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής πραγματικά περιστατικά: " Στις 5.4.2008 στο διαμέρισμα της κατηγορουμένης που βρίσκεται στον 1ο όροφο πολυόροφης οικοδομής στην Αγία Παρασκευή Αττικής επί της οδού ..., εμφανίσθηκε διαρροή ύδατος από το σύστημα θερμάνσεως της οικοδομής, ίδια δε διαρροή εμφανίσθηκε και στα διαμερίσματα του 2ου και 3ου ορόφου. Όταν η κυρία του διαμερίσματος του 2ου ορόφου Ά. Μ. διαπίστωσε την διαρροή, κάλεσε την άμεση δράση, φοβούμενη ότι λόγω των τεταμένων σχέσεων της με την κατηγορουμένη η τελευταία, για την αντιμετώπιση του προβλήματος, δεν θα συνεργαζόταν μαζί της, ούτε επίσης και με την ένοικο του διαμερίσματος του 3ου ορόφου, Π. Α., με την οποία επίσης η κατηγορουμένη δεν είχε καλές σχέσεις. Περί ώρα 14.20 της αυτής ημέρας, αφίχθησαν στην πολυώροφη οικοδομή οι αστυνομικοί Γ. Γ. και Σ. Φ. και όταν οι ως άνω ένοικοι των διαμερισμάτων του 2ου και 3ου ορόφου της οικοδομής διαμαρτυρήθηκαν στους αστυνομικούς ότι η κατηγορουμένη δεν συνεργαζόταν μαζί τους για την αντιμετώπιση του προβλήματος της διαρροής, οι αστυνομικοί ζήτησαν από την κατηγορουμένη να προβούν σε έλεγχο της ταυτότητας της, πλην η τελευταία αρνήθηκε, όταν δε οι αστυνομικοί της ζήτησαν να τους ακολουθήσει στο αστυνομικό τμήμα και να επιβιβασθεί στο περιπολικό αυτή επίσης αρνήθηκε. Στην συνέχεια ο αστυνομικός Γ. Γ. προσπάθησε να την επιβιβάσει στο περιπολικό, αλλά η κατηγορουμένη δυστρόπησε και οργισμένη αντιστάθηκε στην επιβίβαση, προσπαθώντας να απωθήσει τον αστυνομικό. Αντίθετα δεν αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη προκάλεσε με λακτίσματα φθορές- εκδορές στα καθίσματα και στο εσωτερικό της πίσω δεξιάς πόρτα του περιπολικού .Ενόψει των ανωτέρω η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί αθώα της πράξεως της φθοράς πράγματος που χρησιμεύει για κοινό όφελος και ένοχη για την πράξη της αντιστάσεως κατά της αρχής, να αναγνωρισθεί, όμως, σε αυτή η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παραγρ. 2ε ΠΚ, διότι αυτή για ικανό χρονικό διάστημα μετά την πράξη της συμπεριφέρθηκε καλά.". Στη συνέχεια η κατηγορούμενη κηρύχθηκε ένοχη του ότι: " Στην Αθήνα την 5/4/2008 α) μεταχειρίσθηκε βία για να εξαναγκάσει την αστυνομική αρχή να παραλείψει νόμιμη πράξη που ανάγονταν στα καθήκοντα της. Συγκεκριμένα στον ως άνω τόπο και χρόνο όταν οι αστυνομικοί Γ. Γ. και Σ. Φ., που υπηρετούν στην Άμεση Δράση Αττικής και εκτελούσαν εποχούμενη περιπολία, έλαβαν εντολή από το κέντρο της Άμεσης Δράσης να μεταβούν στην οδό ... στην Αγία Παρασκευή για πλημμύρα σε διαμέρισμα και κατά τη διάρκεια της επίλυσης του προβλήματος, προσπάθησαν να συλλάβουν την κατηγορούμενη διότι αρνούνταν να υποβληθεί σε έλεγχο για την εξακρίβωση των στοιχείων ταυτότητας της, αυτή αντιστάθηκε προσπαθώντας να απωθήσει τον Αστυνομικό Γ. Γ., σπρώχνοντας τον προκειμένου να μπει στο δωμάτιο που βρισκόταν δίπλα στο κατάστημα ψιλικών που διατηρεί." Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της αντίστασης κατά της αρχής, για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 167 παρ.1 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.), από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Εκτίθενται δε στην απόφαση όλα τα αναγκαία στοιχεία που αιτιολογούν και θεμελιώνουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παράβασης του άρθρου 167 παρ.1 ΠΚ, αφού, κατά τα εκτιθέμενα στην αρχή, για το εν λόγω έγκλημα προσαπαιτείται η χρήση βίας ή απειλή βίας ή βιαιοπραγία κατά του υπαλλήλου, στην έννοια δε της βίας περιλαμβάνεται τόσον η σωματική όσον και η ψυχολογική αλλά και κάθε είδους ενέργεια, που μπορεί να προκαλέσει στον υπάλληλο φόβο και να τον εμποδίσει στην εκτέλεση της υπηρεσιακής του ενέργειας, στην έννοια δε αυτή της βίας, εμπίπτει και η βίαιη απώθηση και το σπρώξιμο του αστυνομικού υπαλλήλου, όπως συνέβη στην παρούσα περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα με σαφήνεια στην απόφαση. Στο άνω αιτιολογικό προσδιορίζεται επαρκώς η νομιμότητα της ενέργειας των αστυνομικών, οι οποίοι κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν φιλονικία της κατηγορουμένης με άλλη ένοικο της ίδιας πολυκατοικίας, λόγω πλημύρας υδάτων στο διαμέρισμά της, και λόγω άρνησής της να τους ακολουθήσει και να επιβιβαστεί στο περιπολικό αυτοκίνητο, επιχείρησαν να επιβιβάσουν την αναιρεσείουσα στο περιπολικό αυτοκίνητο, προκειμένου να την οδηγήσουν στο αστυνομικό τμήμα, προς διακρίβωση των στοιχείων της ταυτότητας αυτής που ήταν άγνωστη και αυτή αρνήθηκε να δώσει σε σχετική πρόσκλησή τους(νομιμότητα της ενέργειας των αστυνομικών, βρισκόμενη μέσα στον κύκλο της κατά νόμον αρμοδιότητάς τους- άρθρο 157 Οργανισμού Αστυνομίας Πόλεων), χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη διάπραξη αδικήματος για να διακριβώσει η αστυνομία τα στοιχεία ταυτότητας κάποιου πολίτη, ενώ ουδεμία ασάφεια ή αντίφαση προκύπτει από την αναφορά, στο μεν αιτιολογικό ότι " η κατηγορουμένη δυστρόπησε και οργισμένη αντιστάθηκε στην επιβίβαση, προσπαθώντας να απωθήσει τον αστυνομικό κ.λπ.", στο δε διατακτικό ότι "η κατηγορουμένη αντιστάθηκε στην επιβίβαση προσπαθώντας να απωθήσει τον αστυνομικό Γ. Γ., σπρώχνοντάς τον προκειμένου να μπει στο δωμάτιο που βρισκόταν δίπλα στο κατάστημα ψιλικών που διατηρεί". Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' ΚΠΔ συναφείς λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, πλήττεται η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών απαραδέκτως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Κατ'ακολουθίαν, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναίρεσης για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 196/23-10- 2014 αίτηση της Χ. Φ. του Λ. για αναίρεση της με αρ. 3794/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου 2015 . Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Μαρτίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων
Αντίσταση κατά της αρχής
Αντίσταση κατά της αρχής.
0
Αριθμός 255/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου, (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ.41/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Φ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Σταυρούλη, για αναίρεση της υπ’ αριθ.2891/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 928/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις του άρθρου 273 παρ.1 του ΚΠΔ συνάγεται ότι ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά την προανάκριση ή την κυρία ανάκριση, που τυχόν έχει διενεργηθεί και σε περίπτωση μεταβολής της δηλωθείσας κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική αρχή ή στην έκθεση ασκηθέντος ενδίκου μέσου ή προσφυγής και αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν έχει εμφανιστεί κατ’ αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος, που ο κατηγορούμενος έχει καταστήσει γνωστό στο μηνυτή και αναφέρεται στη μήνυση ή την έγκληση. Από τις διατάξεις των άρθρων 154 παρ. 2 και 156 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι ως άγνωστης διαμονής θεωρείται εκείνος (εκκαλών-κατηγορούμενος) που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του σε άγνωστο μέρος για τη δικαστική (Εισαγγελική) αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση του, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και Αστυνομική Αρχή και στην περίπτωση αυτή η επίδοση προς εκείνον γίνεται εγκύρως ως άγνωστης διαμονής, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 1 εδ. α προσώπων, προς το δήμαρχο ή τον αρμόδιο δημοτικό υπάλληλο που όρισε ο δήμαρχος της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του, άλλως η επίδοση είναι άκυρη και δεν αρχίζει η ως άνω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Η επίδοση μπορεί να γίνει στην επαγγελματική κατοικία του κατηγορουμένου, χωρίς να είναι απαραίτητο να γίνει αναζήτηση αυτού στον τόπο της κατοικίας του, εκτός αν ο τελευταίος τόπος έχει γνωστοποιηθεί ή είναι γνωστός στην αρμόδια για την επίδοση Εισαγγελική Αρχή, από άλλη έστω υπόθεση του κατηγορουμένου, οπότε η μη αναζήτηση του σε αυτή και η επίδοση στην αρχική επαγγελματική διεύθυνση ως αγνώστου διαμονής είναι άκυρη, όπως άκυρη είναι αν αναζητήθηκε και σε ανύπαρκτη διεύθυνση κατοικίας. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 320, 321,339,340, 343 και 349 παρ. 1,2 του ΚΠΔ, η κύρια διαδικασία στο ακροατήριο αρχίζει, είτε με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως ή του κλητήριου θεσπίσματος, με την οποία καλείται αυτός στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο τελευταίο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως, αν όμως η επίδοση της κλήσεως ή του κλητήριου θεσπίσματος είναι άκυρη, δεν αρχίζει η κύρια διαδικασία και ούτε επέρχεται αναστολή της παραγραφής. Εφόσον όμως κατ’ αυτήν δεν εμφανίστηκε ο κατηγορούμενος και καταδικάστηκε ερήμην, μπορεί να προταθεί στο εφετείο με ειδικό λόγο εφέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι η επίδοση ως αγνώστου διαμονής είναι άκυρη, διότι έγινε σε διαφορετική διεύθυνση από εκείνη που ο κατηγορούμενος, πραγματικά κατοικούσε ή διέμενε και αυτή η διαμονή ήταν γνωστή στην αρμόδια για την επίδοση εισαγγελική αρχή. Κατ’ ορθή όμως ερμηνεία των διατάξεων αυτών, του ΚΠΔ, στην περίπτωση που δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν και δεν έχει δηλώσει διεύθυνση κατοικίας, κατά το άρθρο 273 του ΚΠΔ, δεν μπορεί άνευ ετέρου να θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε, διότι, διαφορετικά, ενδέχεται η γνωστοποιηθείσα από το μηνυτή διεύθυνση της κατοικίας του κατηγορουμένου να είναι εσφαλμένη, με συνέπεια ο τελευταίος να αγνοεί την σε βάρος του ποινική διαδικασία, η οποία έτσι διεξάγεται ερήμην του, κατά παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης που θεσπίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, περιεχόμενο της οποίας είναι, όπως προεκτέθηκε, η διασφάλιση της ακώλυτης πρόσβασης στο δικαστήριο και της επαρκούς δικαστικής ακρόασης. Τα παραπάνω ισχύουν και όταν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν, και, σε περίπτωση μεταβολής της κατοικίας του, αυτός δεν δήλωσε στην Εισαγγελική Αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο τη νέα διεύθυνση της κατοικίας του. Δηλαδή και στην τελευταία περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άγνωστης διαμονής από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε. Όταν δε οι πολίτες δεν έχουν καμία γνώση των σε βάρος τους κατηγοριών, δεν συντρέχει λόγος για τον οποίο πρέπει να ενημερώνουν από μόνοι τους την εισαγγελία για κάθε αλλαγή της διεύθυνσης κατοικίας τους. Συνακόλουθα, εφόσον με την έφεση του κατηγορουμένου προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης της απόφασης ήταν γνωστής διαμονής, αφού διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση διαφορετική από εκείνη στην οποία αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε, και ως εκ τούτου η επίδοση της απόφασης ως άγνωστης διαμονής είναι άκυρη, το Εφετείο, αν κρίνει εμπρόθεσμη και παραδεκτή την έφεση, οφείλει να ερευνήσει κατ’ ουσία τον προβαλλόμενο με την έφεση ως άνω λόγο ακυρότητας της γενόμενης ερήμην του διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας όχι μόνο το αποδεικτικό επιδόσεως, αλλά και όλα τα προσκομιζόμενα από τον κατηγορούμενο στοιχεία (έγγραφα, καταθέσεις μαρτύρων κ.λπ.) από τα οποία προκύπτει η κατά τον κρίσιμο χρόνο διεύθυνση του κατηγορουμένου και αν είναι βάσιμος ο εν λόγω ισχυρισμός περί γνωστής διαμονής του, να ακυρώσει την εκκαλούμενη απόφαση και να χωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως κατ’ άρθρο 502 παρ. 4 ΚΠΔ (Ολ.ΑΠ 2/2014). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 17, 111 παρ. 3, 112 και 113 παρ. 2 και 3 του ΠΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β1, 370 εδ. β’ και 511 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε έτη και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, ενώ αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να υπάρξει αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση, όχι όμως περισσότερο από τρία έτη και ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για τον έλεγχο της βασιμότητας προβαλλόμενου σχετικού λόγου αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, με τη με αρ. 15892/2010 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καταδικάσθηκε, σε πρώτο βαθμό, ερήμην, σε ποινή φυλάκισης δύο ετών για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, κατ’ εξακολούθηση. Κατά της παραπάνω ερήμην απόφασης, που με το από 17-3-2011 σχετικό αποδεικτικό της επιμελήτριας δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Ε. Π., επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 17-3-2011, ως αγνώστου διαμονής, αναζητηθείς στην επαγγελματική κατοικία του επί της οδού ... της περιοχής ... Θεσσαλονίκης (επιχείρηση ταχυμεταφορές), που δεν ανευρέθηκε, ο κατηγορούμενος άσκησε τη με αρ. εκθ. 707/11-2-2014 εκπρόθεσμη έφεση, στην οποία με ειδικό λόγο εφέσεως, πρόβαλλε ακυρότητα όλων των προς αυτόν γενόμενων στην ανωτέρω οδό ... επιδόσεων, και δη της με αρ. 15892/17-4-2010 ερήμην πρωτόδικης καταδικαστικής αποφάσεως, ως αγνώστου διαμονής, ενώ ήταν γνωστής διαμονής και κατοικίας επί της οδού ... Θεσσαλονίκης από το 1990, με το εξής, κατά πιστή μεταφορά, περιεχόμενο της εκθέσεως εφέσεως: "ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ περί του εμπροθέσμου της κρινόμενης λόγω ακυρότητας της επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης ως αγνώστου διαμονής και ωσαύτως λόγω μηδέποτε αρξάμενης της 10ήμερης προθεσμίας εφέσεως. Α. Την υπό κρίση έφεση μου στρέφω κατά της υπ’ αριθμ. 15892/27-4-2010 απόφασης του Δ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, δυνάμει της οποίας καταδικάστηκα ερήμην ως ωσεί παρών για το αδίκημα της φοροδιαφυγής κατ’ εξακολούθηση, με ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, με αναστολή επί μία τριετία, πλέον των δικαστικών εξόδων ποσού σαράντα (40) ευρώ, μετατραπείσας σε χρηματική για το ποσό των 5,00 ευρώ ημερησίως, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 44399/19-11-2013 απόφασης του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κατόπιν άρσης της χορηγηθείσας αρχικώς αναστολής της ποινής, λόγω της αμετάκλητης καταδικαστικής υπ’ αριθμ. 39743/28-7-2011 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κατ’ άρθρο 102 §1 ΠΚ. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο της 27ης-4-2010, οπότε εκδόθηκε σε βάρος μου η εκκαλούμενη καταδικαστική απόφαση, ήμουν απών, διότι είχα κλητευθεί εσφαλμένως ως αγνώστου διαμονής, σύμφωνα με το από 20/11/2009 αποδεικτικό επίδοσης κλητηρίου θεσπίσματος αγνώστου διαμονής της επιμελήτριας Δικαστηρίων Εισαγγελίας Θεσσαλονίκης, Ε. Π., ενώ κατά την ημερομηνία κλήτευσης μου, στις 20/11/2009, ήμουν βεβαίως γνωστής διαμονής όπως κατωτέρω εκτίθεται, αφού διέμενα επί της οδού ... Ομοίως, και η εκδοθείσα υπ’ αριθμ. 15892/27-4-2010 απόφαση, την οποία εκκαλώ, επίσης μου επιδόθηκε εσφαλμένως ως αγνώστου διαμονής, δυνάμει του από 17-3-2011 αποδεικτικού επίδοσης της επιμελήτριας Δικαστηρίων Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, Ε. Π.. Άλλωστε, σημειωτέον ότι και η κλήτευση μου κατά την ειδική διαδικασία μετατροπής της ποινής φυλάκισης σε χρηματική, ενώπιον του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά τη δικάσιμο της 19ης-11-2013, πραγματοποιήθηκε επίσης ως αγνώστου διαμονής, παρά το γεγονός ότι όπως προκύπτει από τα προσαχθέντα κατωτέρω έγγραφα, η διεύθυνση κατοικίας μου ήταν γνωστή στις εισαγγελικές αρχές. Συγκεκριμένα, αναφέρομαι στην από 18-10-2013 Βεβαίωση του Υπαρχιφύλακα του Α.Τ. ... -…, Α. Α., με την οποία βεβαιώθηκε ότι "ο Φ. Γ., αναζητηθείς επί της οδού ..., (...) τυγχάνει άγνωστο πρόσωπο στην παραπάνω αναγραφόμενη διεύθυνση", καθώς και στο από 18-10-2013 αποδεικτικό επίδοσης ως αγνώστου διαμονής της επιμελήτριας Δικαστηρίων Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, Χ. Μ., δυνάμει του οποίου η επίδοση της υπ’ αριθμ. .../13 κλήσης για να εμφανιστώ στο Β’ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, κατά τη δικάσιμο της 19ης-11-2013, πραγματοποιήθηκε σε δημοτικό υπάλληλο του Δήμου Θεσσαλονίκης. Β. Επειδή είμαι μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης και διαμένω αδιαλείπτως στην οδό ... στην περιοχή ..., από το έτος 1990 μέχρι και σήμερα, ώστε τόσο στις 20/11/2009, οπότε κλητεύθηκα για να εμφανισθώ στο ακροατήριο κατά την ορισθείσα δικάσιμο, όσο και στις 17/3/2011, οπότε μου επιδόθηκε η ώδε εκκαλούμενη απόφαση, ήμουν διαμονής γνωστής στις Αρχές (συμπεριλαμβανομένης της αρμόδιας Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης), ως κάτοικος επί της προαναφερθείσης διευθύνσεως, όπου κατοικώ και σήμερα. Συγκεκριμένα, αναφέρομαι στα ήδη προσαχθέντα κάτωθι έγγραφα, από τα οποία προκύπτει ότι η διεύθυνση μόνιμης κατοικίας μου ήταν γνωστή τόσο στην αστυνομία όσο και στις εισαγγελικές και δικαστικές αρχές: (α) υπ’ αριθμ. .../13-4-2010 κλήση της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με την οποία κλήθηκα να εμφανισθώ αυτοπροσώπως ενώπιον του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, κατά τη δικάσιμο της 28ης -6-2010, προς υποστήριξη έφεσης μου κατά της υπ’ αριθμ. 29925/2009 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με σημείωση της διεύθυνσης κατοικίας μου, ... ..., (β) υπ’ αριθμ. .../1-8-2011 Κλητήριο θέσπισμα της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης προς την κατηγορούμενη Μ. Χ., σύντροφο μου, στο οποίο αναγράφομαι ως δεύτερος μάρτυρας, με διεύθυνση κατοικίας στη Θεσσαλονίκη, ... (γ) υπ’ αριθμ..../16-9-2011 κλήση προς μάρτυρα της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με την οποία κλήθηκα ως μάρτυρας σε ποινική υπόθεση της κατηγορούμενης Μ. Χ., που τυγχάνει σύντροφος και συμβία μου, κατά τη δικάσιμο της 12ης-12-2011, επί της οποίας φέρεται σημείωση της διεύθυνσης κατοικίας μου, ... ..., (δ) αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 4005/28-3-2013 απόφασης του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με κατηγορούμενη -εκκαλούσα τη Μ. Χ., κάτοικο οδού ..., υπέρ της οποίας κατέθεσα ως μάρτυρας ο ίδιος, δηλώνοντας ότι η κατηγορούμενη είναι σύντροφος μου. Ομοίως και αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 10336/15-5-2012 απόφασης του Γ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, (ε) αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 16096/15-11-2013 απόφασης του Γ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με κατηγορούμενη τη Μ. Χ., υπέρ της οποίας κατέθεσα ως μάρτυρας ο ίδιος, δηλώνοντας κάτοικος Θεσσαλονίκης, οδός ... (στ) αντίγραφο της από 17 Σεπτεμβρίου 2012 κλήσης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, που εμφανίζεται ως διεύθυνση της Μ. Χ., συντρόφου και συμβίας μου, η οδός ..., που τύγχανε η επαγγελματική της έδρα, (ζ) αντίγραφο της από 18/2/2011 κλήσης του Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης Γ Τμήματος, που εμφανίζεται ως διεύθυνση της Μ. Χ., συντρόφου και συμβίας μου, η οδός ..., που τύγχανε η επαγγελματική της έδρα, η) αντίγραφο τόσο της δίκης μου ταυτότητας, όσο και της ταυτότητας της Μ. Χ., όπου αναγράφεται ως διεύθυνση η οδός ... (θ) αντίγραφο λογαριασμού κινητής τηλεφωνίας VODAFONE, όπου αναγράφεται ως διεύθυνση η οδός ... (ι) αντίγραφο της άδειας οδήγησης μου, όπου αναγράφεται ως διεύθυνση η οδός ... (ια) αντίγραφο του ατομικού βιβλιαρίου υγείας ΙΚΑ, όπου αναγράφεται ως διεύθυνση η οδός ... (ιβ) αντίγραφο της από 17/3/2011 αίτησης ποινικής δίωξης της Δ.Ο.Υ. Θ’ Θεσσαλονίκης, όπου ως διεύθυνση της συντρόφου και συμβίας μου, Μ. Χ., αναγράφεται η οδός ... (ιγ) αντίγραφο της από 17/9/2012 κλήσης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης προς εμένα, όπου αναγράφεται ως διεύθυνση η οδός ... Θεσσαλονίκης, συνοικία ..., (ιδ) επίδοση της υπ’ αριθμ. 20721/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, όπου αναγράφεται ως διεύθυνση κατοικίας μου η οδός ... ... (ιε) από 3 Ιουνίου 2011 έγγραφες εξηγήσεις της Μ. Χ. ενώπιον του Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης ΙΔ’ Τμήματος, όπου -στην 8η σελίδα αυτών- γνωστοποιούμαι ως μάρτυρας με διεύθυνση οδός ... ... (ιστ) αντίγραφο του από 1/8/2011 κατηγορητηρίου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, όπου αναφέρομαι ως μάρτυρας με διεύθυνση οδός ... (ιζ) αντίγραφο της από 18/5/2011 κλήσης του Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης ΙΔ’ Τμήματος, που εμφανίζει την σύντροφο και συμβία μου, Χ. Μ., με διεύθυνση οδός ... (ιη) ένορκη εξέταση μου ως μάρτυρα με ημερομηνία 11 Ιουνίου 2007 ενώπιον αστυνομικών αρχών, όπου δηλώνω ως διεύθυνση την οδό ... Θεσσαλονίκη, (ιθ) ένορκη εξέταση μου ως μάρτυρα με ημερομηνία 14 Φεβρουαρίου 2008 ενώπιον του Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης ΙΣΤ Τμήματος, όπου δηλώνω ως διεύθυνση την οδό ... (κ) δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ενώπιον του κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με ημερομηνία 14/2/2008, όπου δηλώνω ως διεύθυνση την οδό ... (κα) από 1/4/2007 μισθωτήριο καταστήματος με μισθώτρια την Μ. Χ. και έδρα του μισθίου την οδό ..., (κβ) από 2/6/2011 εξουσιοδότηση της Μ. Χ., όπου δηλώνει ως διεύθυνση την επαγγελματική της έδρα, οδός ..., (κγ) από 1/11/2012 εξουσιοδότηση της Μ. Χ., όπου δηλώνει διεύθυνση της οικίας μας, επί της οδού ... .... (κδ) με No ... από 24-2-2010 Διπλότυπο Είσπραξης (No ... -Οικονομικού έτους 2010) της Δ/νσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, ποσού 40,00 € για παράβαση Κ.Ο.Κ., όπου αναγράφεται η διεύθυνση μου επί της οδού ... ... και (κε) με No ... από 4-5-2007 Διπλότυπο Είσπραξης της Δ/νσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, συνολικού ποσού 689,00 € για έξοδα ταφής του πατέρα μου, Κ. Φ., στα Κοιμητήρια "Αναστάσεως του Κυρίου", στο οποίο επίσης αναγράφεται η διεύθυνση μου επί της οδού ... Γ. Επειδή για την περίπτωση μη εμφάνισης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, όταν αυτός απουσιάζει από τον τόπο κατοικίας του ή είναι αγνώστου διαμονής, το άρθρο 429 §2 εδ. γ, δ ΚΠΔ ορίζει ότι "...αν δεν ζητηθεί η αναβολή ή κανένας συγγενής δεν εμφανιστεί για να εκπροσωπήσει τον κατηγορούμενο, η συζήτηση γίνεται σύμφωνα με τις συνηθισμένες για τα πλημμελήματα διατυπώσεις, και η καταδικαστική απόφαση που εκδίδεται είναι αμέσως εκτελεστή και υπόκειται στα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης. Για να οργίσουν όμως οι προθεσμίες για την άσκηση των ενδίκων αυτών μέσων πρέπει να γίνει επίδοση της απόφασης κατά το άρθρο 156". Επειδή συνεπώς για την έναρξη των προθεσμιών άσκησης ενδίκων μέσων, όπως αυτού της έφεσης, κατά απόφασης καταδικαστικής για τον απόντα κατηγορούμενο, αναγκαίο είναι να γίνει η επίδοση της εκδιδόμενης απόφασης σ’ αυτόν εφόσον δε πρόκειται για πρόσωπο αγνώστου διαμονής, η επίδοση γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 156 ΚΠΔ. Εν τούτοις, αν ο κατηγορούμενος δεν τυγχάνει αγνώστου διαμονής, αλλά αντίθετα έχει μόνιμη κατοικία και δη γνωστή στις δικαστικές, εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές, η επίδοση της καταδικαστικής απόφασης κατά τις διατάξεις του άρθρου 156 ΚΠΔ είναι άκυρη (σύμφωνα με το άρθρο 154 § 2 ΚΠΔ) και δεν δύναται να επιφέρει τα έννομα αποτελέσματα που εξαγγέλλει το άρθρο 429 §2 εδ. γ, δ ΚΠΔ, περί έναρξης των προθεσμιών ενδίκων μέσων. Ειδικότερα, το άρθρο 154 § 2 ΚΠΔ ορίζει ότι "Η επίδοση ή η κοινοποίηση είναι άκυρες, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις των άρθρων 155-157, 159 και 165", η δε ακυρότητα αφορά τόσο τις προϋποθέσεις εφαρμογής των ως άνω διατάξεων όσο και τα οριζόμενα περαιτέρω σ’ αυτές. Επειδή επομένως η παρούσα έφεση μου κατά της ώδε εκκαλούμενης απόφασης είναι εμπρόθεσμη, μη αρξάμενης μέχρι σήμερα της 10ήμερης προθεσμίας για την άσκηση της. Επειδή σε κάθε περίπτωση το τυχόν εκπρόθεσμο της παρούσας έφεσης δέον όπως συγχωρεθεί, λόγω του άκυρου της επίδοσης της ώδε εκκαλούμενης απόφασης σε εμένα ως αγνώστου διαμονής. Η μη πραγματική επίδοση της εκκαλούμενης σε εμένα και το γεγονός ότι συνεπεία τούτου ουδέποτε έλαβα γνώση της καταδίκης μου νωρίτερα, αποτέλεσαν ανυπέρβλητα κωλύματα για την άσκηση έφεσης σε χρόνο προγενέστερο και εντός της όποιας προθεσμίας. Άλλωστε, νομολογιακά συμπεραίνεται ότι είναι παραδεκτή η έφεση του κατηγορουμένου όταν επικαλείται ως λόγο έφεσης ότι παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της διότι κλητεύθηκε ως άγνωστης διαμονής ενώ ήταν γνωστής, αναφέροντας συνάμα τη γνωστή στην Εισαγγελική Αρχή διεύθυνση του, στην οποία έπρεπε να του επιδοθεί η εκκαλούμενη απόφασης (ΑΠ 1795/2011 ΤΝΠΔΣΑ). Δ. Επειδή προσάγω και επικαλούμαι την υπ’ αριθμ. 2/2014 απόφαση της πλήρους ποινικής ολομέλειας του Αρείου Πάγου (www.areiospagos.gr) -ΣΧΕΤΙΚΟ Α-, που αντιμετωπίζει το ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως κατά εκκαλούμενης αποφάσεως, επιδοθείσας ακύρως ως αγνώστου διαμονής, λόγω της εξαιρετικής σημασίας του ζητήματος και του γενικότερου ενδιαφέροντος που παρουσιάζει. Η ως άνω αττόφασ/7, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, διαλαμβάνει τα εξής: "(...) η απόφαση, με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της έφεσης ως απαράδεκτο, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης του, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επίδοσης στον εκκαλούντα της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, και το χρόνο ασκήσεως της έφεσης, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως (Ολ,ΑΠ 6/1994 και 4/1995). Σε περίπτωση, όμως, που με την έφεση αμφισβητούνται ο τόπος t κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του, που συνεπάγεται αδυναμία γνώσης της επίδοσης, και προβάλλεται ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης, αυτός διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απορριπτική απόφαση σχετική αιτιολογία, αλλιώς ιδρύεται ο ανωτέρω, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Π.Δ. λόγος αναίρεσης. Μεταξύ των λόγων ακυρότητας της επίδοσης, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται υποχρεωτικά με την έφεση και επί των οποίων, εφόσον προβάλλονται, πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να διαλάβει στην απορριπτική της εφέσεως απόφαση πλήρη αιτιολογία, είναι και ότι η επίδοση ως αγνώστου διαμονής έγινε χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτής, μολονότι δηλαδή ο εκκαλών κατηγορούμενος είχε "γνωστή διαμονή". Κατά την μέχρι τούδε νομολογία του Αρείου Πάγου, ως άγνωστης διαμονής πρόσωπο θεωρείται, κατά τις διατάξεις τον άρθρου 156 παρ.1 και 2 του ίδιου Κώδικα, εκείνος που απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας τον και η διαμονή του είναι άγνωστη για τη Δικαστική (Εισαγγελική) Αρχή που έχει εκδώσει το προοριζόμενο για επίδοση έγγραφο ή έχει παραγγείλει την επίδοση τον, έστω και αν αυτή είναι γνωστή σε τρίτους, όπως είναι ακόμη και άλλη Εισαγγελική Αρχή ή και Αστυνομική Αρχή. Τόπος δε κατοικίας θεωρείται εκείνος τον οποίο έχει δηλώσει ο κατηγορούμενος, κατά το άρθρο 273 παρ.1 του ΚΠΔ, κατά την προανάκριση που τυχόν έχει ενεργηθεί και, σε περίπτωση αλλαγής κατοικίας, εκείνος που έχει δηλώσει στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή και, αν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν, ως τόπος κατοικίας θεωρείται εκείνος που αναφέρεται στη μήνυση ή την έγκληση. Κατ’ ορθή όμως ερμηνεία των διατάξεων αυτών, του ΚΠΔ, στην περίπτωση που δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν και δεν έχει δηλώσει διεύθυνση κατοικίας, κατά το άρθρο 273 του ΚΠΔ, δεν μπορεί άνευ ετέρου να θεωρείται ως άγνωστης διαμονής, από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε, διότι, διαφορετικά, ενδέχεται η γνωστοποιηθείσα από το μηνυτή διεύθυνση της κατοικίας του κατηγορουμένου να είναι εσφαλμένη, με συνέπεια ο τελευταίος να αγνοεί την σε βάρος του ποινική διαδικασία, η οποία έτσι διεξάγεται ερήμην του, κατά παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης που θεσπίζει το άρθρο 6 της ΕΙΔΑ, περιεχόμενο της οποίας είναι, όπως προεκτέθηκε, η διασφάλιση της ακώλυτης πρόσβασης στο δικαστήριο και της επαρκούς δικαστικής ακρόασης. Τα παραπάνω ισχύουν και όταν δεν έχει ενεργηθεί προανάκριση ή ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε κατ’ αυτήν, και, σε περίπτωση μεταβολής της κατοικίας του, αυτός δεν δήλωσε στην Εισαγγελική Αρχή που έχει εκδώσει το προς επίδοση έγγραφο τη νέα διεύθυνση της κατοικίας του. Δηλαδή και στην τελευταία περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως άγνωστης διαμονής από μόνο το γεγονός ότι αναζητήθηκε στην αναγραφόμενη στην έγκληση ή τη μήνυση διεύθυνση κατοικίας, από την οποία και απουσίαζε. Συνακόλουθα, εφόσον με την έφεση τον κατηγορουμένου προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της επίδοσης της απόφασης ήταν γνωστής διαμονής, αφού διέμενε σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση διαφορετική από εκείνη στην οποία αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε, και ως εκ τούτον η επίδοση της απόφασης ως άγνωστης διαμονής είναι άκυρη, το Εφετείο έχει την υποχρέωση να ερευνήσει κατ’ ουσία τον εν λόγω ισχυρισμό, αξιολογώντας και συνεκτιμώντας όλα τα προσκομιζόμενα από τον κατηγορούμενο στοιχεία (έγγραφα, καταθέσεις μαρτύρων κ.λ.π.) από τα οποία προκύπτει η κατά τον κρίσιμο χρόνο διεύθυνση του κατηγορουμένου και να μη βασισθεί μόνο στο αποδεικτικό επιδόσεως της απόφασης. Η θέση αυτή συμπορεύεται και προς τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ), το οποίο με τις από 14.1.2010 και 28.5.2009 αποφάσεις του, στις υποθέσεις P. κατά Ελλάδας και E. κατά Ελλάδας, αντίστοιχα, αποφάνθηκε ότι, εφόσον το Εφετείο, που απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου, ως εκπρόθεσμη, βασίστηκε μόνο στο αποδεικτικό επιδόσεως της εκκαλούμενης απόφασης ως άγνωστης διαμονής, χωρίς να συνεκτιμήσει τα προσκομιζόμενα ενώπιον του στοιχεία από τα οποία προέκυπτε η κατά τον κρίσιμο χρόνο διεύθυνση του κατηγορουμένου, παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ενόψει μάλιστα του ότι, όταν οι πολίτες δεν έχουν καμία γνώση των σε βάρος τους κατηγοριών, δεν συντρέχει λόγος νια τον οποίο πρέπει να ενημερώνουν από μόνοι τους την εισαγγελία για κάθε αλλαγή της διεύθυνσης κατοικίας τους. (...) το δίκασαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, στέρησε την απόφαση του από την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που είχαν τεθεί ενώπιον του, δεν προέκυπτε ότι ο εκκαλών -κατηγορούμενος είχε δηλώσει οποιαδήποτε μεταβολή της κατοικίας του στην Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση, χωρίς να αξιολογήσει, όπως έπρεπε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, αν, από τα αποδεικτικά μέσα και μάλιστα από τα έγγραφα που είχε προσκομίσει ο ίδιος, (έγγραφα συναλλαγών με ΔΟΥ, αίτηση του προς τον Πταισματοδίκη Πειραιά, επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος της Εισαγγελίας Πειραιά κ.λ.π.) προέκυπτε ή όχι ότι αυτός, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως, είχε γνωστή διαμονή διάφορη από εκείνη, στην οποία αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε, αρκεσθέν στην αιτιολογία ότι η Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση, δεν γνώριζε την επικαλούμενη από αυτόν ως γνωστή κατοικία του, στην οδό ..., επειδή ο ίδιος δεν την είχε γνωστοποιήσει, ενώ η αιτιολονία αυτή δεν αρκεί, ενόψει του ότι, σ’ αυτήν, δεν υπάρχει παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος, γνώριζε ότι έχει ασκηθεί σε βάρος τον ποινική δίωξη ή ότι έχει εκδοθεί σε βάρος του καταδικαστική απόφαση, ώστε να έχει υποχρέωση να προβεί σε γνωστοποίηση της διεύθυνσης της κατοικίας του στην ανωτέρω Εισαγγελική Αρχή (...) Συνακόλουθα, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, με το να θεωρήσει, η προσβαλλομένη απόφαση, χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την επίδοση στον κατηγορούμενο της εκκαλούμενης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής έγκυρη και να προχωρήσει, μετά από αυτά, στην απόρριψη της εφέσεως αυτού ως εκπρόθεσμης, αφενός υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και αφετέρου προκάλεσε απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο, συνιστάμενη στη στέρηση από τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη, που του παρέχεται από το υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ". Άλλωστε, και η μειοψηφούσα γνώμη της ως άνω απόφασης δεν διαφοροποιείται ως προς τα ανωτέρω δεκτά γενόμενα σχετικά με τον έλεγχο του εμπροθέσμου ασκηθείσας εφέσεως ενόψει ισχυρισμού περί ακυρότητας της επίδοσης της εκκαλούμενης ως αγνώστου διαμονής, πλην όμως καταλήγει σε απορριπτική κρίση της κρινόμενης εκεί αναίρεσης, αξιολογώντας ως πλήρη και επαρκή την αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης, με βάση τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της κρινόμενης εκεί υπόθεσης. Επειδή νομολογιακά έχουν κριθεί επίσης τα εξής: "σε περίπτωση που με το ένδικο μέσο αμφισβητούνται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο της διαμονής του ως και η εντεύθεν αδυναμία γνώσης της επιδόσεως, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία άλλως, ιδρύεται ο κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ λόγος αναιρέσεως. (...) (Εν προκειμένω) η αιτιολογία αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, σύμφωνα με τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΑ δεδομένου ότι ουδόλως αναφέρονται, ενόψει της αμφισβήτησης που προέβαλε ο αναιρεσείων ως εκκαλών, περιστατικά ως προς το αν η διεύθυνση όπου αναζητήθηκε ο εκκαλών από το αστυνομικό όργανο που ενήργησε την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, υπήρξε κατοικία του αναιρεσείοντος, ή αν αυτή ήταν η τελευταία γνωστή κατοικία του, ώστε μετά τη διαπίστωση της απουσίας του από αυτή καθώς και της ιδιότητας του ως άγνωστης διαμονής να αναζητηθούν εκεί τα αναφερόμενα στο άρθρο 156 παρ. 1 ΚΠΔ πρόσωπα. Επί πλέον το Δικαστήριο, που δίκασε κατ’ έφεση, αρκέσθηκε στο ότι δεν αποδείχθηκε ότι η προβαλλόμενη από τον εκκαλούντα ως γνωστή στην εισαγγελική αρχή ανωτέρω διεύθυνση της κατοικίας του, ήταν γνωστή στις δικαστικές και αστυνομικές αρχές, νωρίς να ερευνήσει αν η διεύθυνση της κατοικίας του αυτής ήταν γνωστή ή όχι και στην εισαγγελική αρχή, αφού το άγνωστο της διαμονής του κατηγορουμένου κρίνεται από το αν η διαμονή του είναι άγνωστη γενικά στην εισαγγελική αρχή και όχι στις δικαστικές και αστυνομικές αρχές, το δε γεγονός ότι ο εκκαλών - αναιρεσείων δήλωσε στην εγκαλούσα Τράπεζα διεύθυνση κατοικίας, δεν σημαίνει ότι έκτοτε εκεί και μόνον έπρεπε να αναζητηθεί, αφού δεν υπάρχει παραδοχή στην απόφαση ότι η διεύθυνση αυτή είχε δηλωθεί στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 273 ΚΠΔ και ότι κατά συνέπεια εκεί έπρεπε να γίνει η επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Επίσης η αιτιολογία της απόφασης ότι ο αναιρεσείων δεν είχε προβεί σε γνωστοποίηση της ως άνω διεύθυνσης της κατοικίας του στις δικαστικές και αστυνομικές αρχές, είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού ο κατηγορούμενος, ο οποίος πιθανόν να μη γνωρίζει ότι έχει καταστεί κατηγορούμενος ή ότι έχει εκδοθεί σε βάρος του καταδικαστική απόφαση, δεν υποχρεούται να προβαίνει σε γνωστοποίηση της διεύθυνσης της κατοικίας του στις ανωτέρω αργές" (ΑΠ 1211/2008, www.areiospagos.gr, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ Β-). Επομένως, σε χρόνο κατά τον οποίο υφίστατο πιθανολογούμενος μόνο κίνδυνος ποινικής διώξεως, δεν μπορεί να συνάγεται για τον κατηγορούμενο υποχρέωση του να προβεί σε γνωστοποίηση προς την αρμόδια εισαγγελία της διεύθυνσης κατοικίας του. Επειδή εάν ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος προς απόδειξη του ισχυρισμού του περί ακυρότητος της προς αυτόν επιδόσεως της εκκαλουμένης, συνεπεία της οποίας δεν έλαβε γνώση αυτής και έτσι άσκησε εκπρόθεσμα την έφεση του, επικαλέστηκε συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία δεν συνεκτιμήθηκαν κατά τη δικαστική κρίση σύμφωνα με το σκεπτικό της δικαστικής απόφασης" του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, τότε η αιτιολογία αυτής είναι ελλιπής και ασαφής, και ως εκ τούτου αναιρετέα κατά τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ βάσιμο λόγο της αναίρεσης (ΑΠ 1587/2009, www, areiospagos.gr, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ Γ-). Επειδή σε αντίστοιχη περίπτωση της νομολογίας κρίθηκαν τα εξής: "ο συνήγορος της εκκαλούσας προσκόμισε στο Δικαστήριο, προς απόδειξη των άνω ισχυρισμών του περί γνωστής διαμονής συνέχεια στην άνω ίδια γνωστή διεύθυνση της στην ..., τα σε αυτή οκτώ δημόσια έγγραφα ετών 1994-2003, τα οποία και αναγνώσθηκαν. Με όσα εξέθεσε η κατηγορούμενη αναιρεσείουσα στην πιο πάνω έφεση της προέβαλε ακυρότητα του αποδεικτικού της επιδόσεως ως αγνώστου διαμονής, ισχυριζόμενη ότι ήταν και παραμένει γνωστής διαμονής, στην άνω ίδια διεύθυνση της οδού ... που αναζητήθηκε και εσφαλμένα της επιδόθηκε η απόφαση ως άγνωστης διαμονής. Το αποδεικτικό επιδόσεως όμως, κατ’ άρθρον 162 ΚΠοινΔ, έχει αποδεικτική δύναμη και παράγει πλήρη απόδειξη μέχρις προσβολής του νια πλαστότητα, μόνον ως προς τα βεβαιούμενα ότι έγιναν από το όργανο επιδόσεως, όχι και για ζητήματα που δεν έγιναν από το ίδιο και απορούν να ανατραπούν με προσκόμιση αντιθέτων αποδείξεων, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση χωρεί ανταπόδειξη για το ζήτημα τον τόπου κατοικίας και το άγνωστο της διαμονής της ενδιαφερόμενης κατηγορουμένης. (ΑΠ 1603/2003). (...)Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε ως εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αριθ. 59399/2007 απόφαση του, απέρριψε ως εκπρόθεσμη την με αριθ. εκθ. 5071/12-4-2007 έφεση της ήδη αναιρεσείουσας κατά της με αριθ.923 5/2 6-1-2000 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία εκείνη είχε καταδικασθεί σε ποινή φυλακίσεως τριών ετών, για παράβαση του Α.Ν. 86/1967 (μη έγκαιρη καταβολή εισφορών προ το ΙΚΑ), με την ακόλουθη αιτιολογία: "(...)Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα - κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι εκπροθέσμως άσκησε την κρινόμενη έφεση της κατά της πρωτόδικης υπ’ αριθμ. 9235/2000 καταδικαστικής απόφασης του Μον. Πλημ/κείου Αθηνών για παράβαση του ΑΝ 86/67 διότι δεν έλαβε γνώση αυτής που του κοινοποιήθηκε ως αγνώστου διαμονής, ενώ εκείνος είχε γνωστή διαμονή. Δεν αναφέρει όμως στην έφεση της αλλ’ ούτε και στο ακροατήριο κατά την σημερινή δικάσιμο εάν τη φερόμενη αυτή, ως γνωστή τελευταία διαμονή της είχε δηλώσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο και στην Εισαγγελική Αρχή που παρήγγειλε την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Επομένως νομίμως συζητήθηκε (και επιδόθηκε) την 15/6/01 στην γνωστή στην Εισαγγελία διεύθυνση της, δηλ. επί της οδού ... (βλ. το από ... αποδ. Επίδοσης του Αστυφ. Α.Τ. ...) ως τελευταία γνωστή κατοικία της. Συνεπώς η κρινόμενη έφεση η οποία ασκήθηκε την 12/4/2007 ασκήθηκε εκπρόθεσμα και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Είναι δε χαρακτηριστική και η κλήση για το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την δικάσιμο της 26/1/2000 επιδόθηκε νομότυπα ως αγνώστου διαμονής στην ίδια δ/νση ... συνοδευόμενη με σχετική βεβαίωση ότι η κ/νη ήτο άγνωστη. Με άλλα λόγια δεν είναι δυνατόν δύο όργανα επίδοσης σε διαφορετικό χρόνο να αμέλησαν να ανεύρουν την κ/νη πέραν του ότι τα αποδεικτικά επίδοσης μόνο της προσβάλλονται και που δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Τέλος το σήμερον προσβαλλόμενο αποδεικτικό επίδοσης (15/6/01) έχει όλα τα στοιχεία εγκυρότητας του". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, σε σχέση με τους προβληθέντες ως άνω από την αναιρεσείουσα, ως εκκαλούσα, ισχυρισμούς της, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον αυτή, ουδόλως αναφέρεται, στο περιεχόμενο των αναγνωσθέντων οκτώ εγγράφων και στην αντίθετη κατάθεση της εξετασθείσας μάρτυρος, που ουδόλως αντικρούει, ότι δηλαδή η εκκαλούσα συνέχεια από το 1991 μέχρι και την ημέρα εκδικάσεως της εφέσεως, διέμενε στην ιδία .... όπου δεν ανευρέθηκε από το όργανο επιδόσεως. Ήτοι, αφού δεν προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, καθόσον δεν μνημονεύονται, ούτε καν στην αρχή του αιτιολογικού, όπου δεν αναφέρονται καθόλου τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους, ούτε κατά την παράθεση των πραγματικών περιστατικών με βάση τα οποία απορρίφθηκαν οι ως άνω ισχυρισμοί της εκκαλούσας - κατηγορουμένης, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ λόγος της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η ως άνω πλημμέλεια, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση". (ΑΠ 1263/2009, www.areiospagos.gr, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ Δ). Επειδή κατά το άρθρο 155 παρ. 1 του ΚΠΔ η επίδοση του ποινικού δικογράφου γίνεται με παράδοση του εγγράφου στα χέρια του ενδιαφερομένου ή αν απουσιάζει με εγχείρηση στα πρόσωπα που αναφέρονται σ’ αυτό. Η επίδοση αυτή πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 161 παρ.1 του παραπάνω ΚΠΔ να αποδεικνύεται μόνο από το αποδεικτικό επιδόσεως και όχι από άλλα έγγραφα ή αποδείξεις, γι’ αυτό δε σε περίπτωση άκυρου επιδόσεως δεν αρχίζουν οι ορισμένες προθεσμίες για εμφάνιση στο δικαστήριο ή για την άρνηση του ενδίκου μέσου (ΑΠ 639/1988 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ Ε-). Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το αρθρ. 6 του νόμου 1653/1986, όπου ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζει διαφορετικά, η προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της εφέσεως είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος που διαμένει στην ημεδαπή δεν είναι παρών κατά την απαγγελία αυτής, η ανωτέρω προθεσμία είναι επίσης δεκαήμερη και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως, η οποία πρέπει να γίνεται όπως ορίζουν τα άρθρα 155 επομ. του ΚΠΔ, γιατί, διαφορετικά, η επίδοση είναι, κατά το άρθρο 154 παρ. 2 του ΚΠΔ, άκυρη και η ανωτέρω προθεσμία δεν τρέχει. Ειδικότερα κατά το άρθρο 155 παρ. 1 εδ. β’ του ΚΠΔ αν ο επιδίδων δεν ευρίσκει τον ενδιαφερόμενο στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του εγχειρίζει το έγγραφο σε κάποιον από εκείνους που έστω και προσωρινά διαμένουν μαζί του ή στους οικιακούς βοηθούς ή στον θυρωρό της κατοικίας που μένει. Εξ άλλου, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των ως άνω άρθρων και του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠΔ, η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο, ως εκπρόθεσμο και εντεύθεν απαράδεκτο, έχει κατ’ αρχήν την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν διαλαμβάνεται σε αυτήν ο χρόνος της νόμιμης επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως εκείνος της ασκήσεως του ενδίκου μέσου και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τούτου ή μνεία των, κατά τα άρθρα 154 παρ. 1 και 161 παρ. 1 του ΚΠΔ, στοιχείων της εγκυρότητας της επιδόσεως. Αν όμως εκείνος που ασκεί το ένδικο μέσο προβάλλει ακυρότητα της επιδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως για κάποιο νόμιμο λόγο και εντεύθεν μη πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως του ενδίκου μέσου, τότε η προαναφερθείσα αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στην απορριπτική του εν λόγω ισχυρισμού του δικαστηρίου κρίση. (...) (Εν προκειμένω) η προσβαλλομένη όμως απόφαση, απέρριψε με την άνω αιτιολογία την έφεση ως απαράδεκτη, η οποία όμως δεν είναι η από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτουμένη γιατί δεν εκτείνεται και επί του άνω ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί της ακυρότητας της γενομένης επιδόσεως της εκκληθείσας αποφάσεως, ως γενομένης σε μη σύνοικον εκείνου και γι’ αυτό μη πάροδο της σχετικής προθεσμίας (ΑΠ 435/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ ΣΤ-). Επειδή όπως ορίζει το άρθρο 154 παρ. 2 ΚΠΔ, αν δεν τηρηθούν τα όσα πιο πάνω αναφέρονται, η επίδοση είναι άκυρη. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι προϋπόθεση για να κριθεί το εκπρόθεσμο του ένδικου μέσου της εφέσεως που άσκησε ο δικαιούμενος, είναι, πλην της παρόδου της προθεσμίας, το νόμιμο της επιδόσεως, γιατί αν η επίδοση είναι άκυρη η έφεση που ασκήθηκε είναι εμπρόθεσμη, αφού δεν άρχισε λόγω της ακυρότητος της επιδόσεως, να τρέχει η προθεσμία της εφέσεως. Την προϋπόθεση αυτή, δηλαδή την έλλειψη της νόμιμης επιδόσεως, που είναι διαδικαστική και ανάγεται στο παραδεκτό του ένδικου μέσου της εφέσεως που ασκήθηκε, ερευνά το Συμβούλιο Εφετών αυτεπαγγέλτως προκειμένου να κρίνει για το εμπρόθεσμο της εφέσεως και έτι περισσότερο ερευνά την ακυρότητα της επιδόσεως όταν προτείνεται, παραδεκτώς, από τον εκκαλούντα με το υπόμνημα που υποβάλει σε αυτό. Η διάταξη του άρθρου 474 παρ. 3 που επιτάσσει όπως στην έκθεση ασκήσεως του ένδικου μέσου διατυπώνοντας και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο, δεν αναφέρεται στην περίπτωση ασκήσεως ένδικου μέσου με προϋπάρχουσα άκυρη επίδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ή του προσβαλλόμενου βουλεύματος, αλλά στην περίπτωση που έγινε εκπρόθεσμα, οπότε πρέπει στην έκθεση ασκήσεως αυτού να αναφέρεται το ανυπέρβλητο κώλυμα που παρακώλυσε την εμπρόθεσμη άσκηση του (ΑΠ 1274/1987 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ Ζ-). Επειδή η εγκυρότητα της επιδόσεως εξετάζεται από το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο αυτεπάγγελτα, αφού είναι προϋπόθεση έναρξης και διαδρομής της προθεσμίας προς άσκηση του ενδίκου μέσου (ΑΠ 1779/1983 ΠοινΧρον ΑΔ,594). Επειδή προϋπόθεση της εκπρόθεσμης άσκησης του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε με απόντα τον κατηγορούμενο, είναι η έγκυρη επίδοση αυτής, γιατί αλλιώς στην περίπτωση δηλαδή που η επίδοση είναι άκυρη, δεν αρχίζει η προθεσμία που ορίζει ο νόμος και η έφεση ασκείται εμπροθέσμως, η προϋπόθεση δε αυτή είναι διαδικαστική και εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως προκειμένου να κριθεί το εμπρόθεσμο ή μη της εφέσεως και κατά μείζονα λόγο εξετάζεται, αν προτείνεται από τον αναιρεσείοντα η ακυρότητα της επιδόσεως (ΑΠ 844/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ Η-). Επειδή προϋπόθεση της εκπροθέσμου ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου που εκδόθηκε με απόντα τον κατηγορούμενο είναι η έγκυρη επίδοση αυτής, γιατί αλλιώς στην περίπτωση δηλαδή που η επίδοση είναι άκυρη δεν αρχίζει η προθεσμία που ορίζει ο νόμος και η έφεση ασκείται εμπροθέσμως, η προϋπόθεση δε αυτή είναι διαδικαστική και εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως προκειμένου να κριθεί το εμπρόθεσμο ή μη της εφέσεως (ΑΠ 1477/1989 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ Θ-). Επειδή "η επίδοση της αποφάσεως στον κατηγορούμενο ως αγνώστου διαμονής ήταν άκυρη, κι" αυτό γιατί αφού ο κατηγορούμενος δήλωσε κατά την απολογία του διεύθυνση κατοικίας, στην οποία κατά πλάσμα του νόμου θεωρείται ότι διαμένει μέχρι του αμετακλήτου της αποφάσεως και δεν προέβη σε άλλη δήλωση μεταβολής αυτής, έπρεπε για να είναι νόμιμη η επίδοση και να αρχίσει να τρέχει η προθεσμία της εφέσεως, να γίνει στη δηλωθείσα διεύθυνση αυτού, η έφεση του οποίου, αφού δεν κινήθηκε, ως εκ της ακυρότητας της επιδόσεως, η προθεσμία για την άσκηση της, ήταν εμπρόθεσμη και όφειλε το δικαστήριο να την ερευνήσει και όχι να την απορρίψει ως απαράδεκτη" (ΑΠ 1445/1989 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ Ι Επειδή δεν αρκεί η αιτιολογία της απόφασης ότι δεν έγινε γνωστοποίηση της διεύθυνσης της καινούριας στον Εισαγγελέα, γιατί ο κατηγορούμενος, που πιθανόν δεν γνωρίζει ότι έχει επιδοθεί σε βάρος του καταδικαστική απόφαση, δεν υποχρεούται να προβεί σε γνωστοποίηση της κατοικίας του στον Εισαγγελέα (ΑΠ 1453/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ ΙΑ). Επειδή "μόνον το γεγονός της αλλαγής της διεύθυνσης της κατοικίας της κατηγορούμενης, χωρίς να γνωστοποιήσει την αλλαγή αυτή στην Εισαγγελία, δεν δικαιολογεί, ούτε πολύ περισσότερο καθιστά αυτήν ως αγνώστου διαμονής κατά το χρόνο επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης" (ΑΠ 1861/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ IB). Επειδή η άκυρη επίδοση πρωτόδικης απόφασης δεν κινεί την προθεσμία εφέσεως κατ’ αυτής (ΑΠ 557/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, την οποία προσάγω και επικαλούμαι -ΣΧΕΤΙΚΟ ΙΓ-). Για τους ανωτέρω λόγους, δέον όπως κριθεί ως εμπροθέσμως ασκηθείσα και επομένως παραδεκτή η υπό κρίση έφεση μου και εν συνεχεία όπως κριθεί η υπόθεση μου επί της ουσίας, απολαμβάνοντας το δικαίωμα μου για ακρόαση και απολογία." Ακολούθως, προς στήριξη των ισχυρισμών του προσκόμισε τα παρακάτω έγγραφα, τα οποία μετά από σχετική πρόταση του Εισαγγελέα, αναγνώσθηκαν δημόσια, στο ακροατήριο, ήτοι: 1)Η υπ’ αριθμ. .../13-4-2010 κλήση της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης 2)Το υπ’ αριθμ. .../1-8-2011 Κλητήριο θέσπισμα της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης 3)Η υπ’ αριθμ. .../16-9-2011 κλήση προς μάρτυρα της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. 4)Αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 4005/28-3-2013 απόφασης του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης 5)Αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 16096/15-11-2013 απόφασης του Γ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης 6)Αντίγραφο της από 17 Σεπτεμβρίου 2012 κλήσης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης 7)Αντίγραφο της από 18/2/2011 κλήσης του Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης Γ Τμήματος 8)Φωτ/φο ταυτότητας 9)Αντίγραφο λογαριασμού κινητής τηλεφωνίας VODAFONE 10)Αντίγραφο άδειας οδήγησης 11)Αντίγραφο του ατομικού βιβλιαρίου υγείας ΙΚΑ 12)Αντίγραφο της από 17/3/2011 αίτησης ποινικής δίωξης της Δ.Ο.Υ. Θ’ Θεσσαλονίκης. 13)Αντίγραφο της από 17/9/2012 κλήσης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης 14)Αντίγραφο της αριθμ. 20721/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης με την από 21-9-2010 βεβαίωση επίδοσης 15)Οι από 3-6-2011 έγγραφες εξηγήσεις της Μ. Χ. 16)Αντίγραφο του από 1/8/2011 κατηγορητηρίου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης 17)Αντίγραφο της από 18/5/2011 κλήσης του Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης ΙΔ’ Τμήματος 18)Η από 11-6-2007 ένορκη εξέταση μάρτυρα 19)Η από 14-2-2008 ένορκη εξέταση μάρτυρα 20)Η από 14-2-2008 δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ενώπιον του κ. Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης 21)Μισθωτήριο συμφωνητικό καταστήματος 22)Η από 2/6/2011 εξουσιοδότηση της Μ. Χ. 23)Η από 1/11/2012 εξουσιοδότηση της Μ. Χ. 24)Το No ... από 24-2-2010 Διπλότυπο Είσπραξης της Δ/νσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, ποσού 40,00 € 25)Το No ... από 4-5-2007 Διπλότυπο Είσπραξης της Δ/νσης Ταμειακής Υπηρεσίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, συνολικού ποσού 689,00 € 26)Σχετικές νομολογίες Από την προσβαλλόμενη με αρ. 2891/27-3-2014 απόφαση του δευτεροβαθμίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, προκύπτει ότι η εν λόγω με αρ. εκθ. 707/11-2-2014 έφεση του κατηγορουμένου, κρίθηκε εκπρόθεσμη, με αιτιολογικό ότι η επίδοση της ερήμην πρωτόδικης με αρ. 15892/2010 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης ως αγνώστου διαμονής στην οδό Κισσάβου αρ.31 της ... Θεσσαλονίκης ήταν έγκυρη, γιατί την 17-3-2011 που έγινε η επίδοση στην ανωτέρω μόνη γνωστή στην αρμόδια για την επίδοση Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης επαγγελματική κατοικία του κατηγορουμένου, η διεύθυνση κατοικίας του εκκαλούντος στην οδό ... της περιοχής ...ς Θεσσαλονίκης, που το πρώτον δηλώνεται στην έκθεση εφέσεως, δεν ήταν ήδη γνωστή στην άνω Εισαγγελία, και απέρριψε τον άνω λόγο ακυρότητας επιδόσεως ως άγνωστης διαμονής και προχώρησε περαιτέρω σε καταδίκη του κατηγορουμένου με την εξής κατά λέξη αιτιολογία: "Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών ισχυρίστηκε με το εφετήριό του ότι η μόνιμη κατοικία του από το 1990 μέχρι σήμερα είναι στην περιοχή ... της ... Θεσσαλονίκης, επί της οδού ... και ότι ποτέ δεν υπήρξε άγνωστης διαμονής κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος και της εκκαλούμενης απόφασης, ισχυρισμό που προέβαλε και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου δια του ως άνω πληρεξούσιου δικηγόρου του και για τον λόγο αυτό ζητεί να συγχωρεθεί το εκπρόθεσμο άσκησης της έφεσης του, που άσκησε κατά της 15892/27-4-2010 απόφασης του Δ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, την κατάθεση της μάρτυρος Μ. Χ. του Γεωργίου, που εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο, μετά από αίτημα του εκκαλούντος, τα έγγραφα που προσκόμισε ο εκκαλών και αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και τα έγγραφα και τα αποδεικτικά επίδοσης, που υπάρχουν στη δικογραφία και αναγνώσθηκαν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με την εκκαλούμενη, με αριθμό 15892/27-4-2010 απόφαση του Δ’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καταδικάστηκε ωσεί παρών ο εκκαλών για το αδίκημα της φοροδιαφυγής κατ’ εξακολούθηση, σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, η οποία ανεστάλη επί μία τριετία και στη συνέχεια η ως άνω ποινή φυλάκιση μετετράπη σε χρηματική προς 5,00 ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης, δυνάμει της υπ’ αριθμ. 44399/19-11-2013 απόφασης του Β’ Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κατόπιν άρσης της χορηγηθείσας αρχικώς αναστολής της ποινής, κατ’ άρθρο 102 παρ. 1 ΠΚ., λόγω αμετάκλητης εν τω μεταξύ καταδίκης του εκκαλούντος με την 39743/28-7-2011 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Η ως άνω εκκαλούμενη, απόφαση επεδόθη στον εκκαλούντα ως αγνώστου διαμονής, διότι, όπως προκύπτει από το από 17-3-2011 αποδεικτικό επίδοσης της επιμελήτριας Δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, Ε. Π., ο τελευταίος αναζητήθηκε στην επαγγελματική του κατοικία στη Θεσσαλονίκη, επί της οδού ..., στην περιοχή Α.Τ...., όπου ασκούσε επιχείρηση με αντικείμενο "ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ" και δεν ανευρέθη. Άλλωστε και το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύθηκε ο εκκαλών κατηγορούμενος στην ανωτέρω δικάσιμο της 27-4-2010, κατά την οποία δικάσθηκε και εκδόθηκε σε βάρος του η εκκαλούμενη απόφαση, επεδόθη σε αυτόν ως αγνώστου διαμονής, αφού ετύγχανε άγνωστος στην ανωτέρω επαγγελματική κατοικία του, όπως αποδεικνύεται από το από 20-11-2009 αποδεικτικό επίδοσης κλητηρίου θεσπίσματος αγνώστου διαμονής της ίδιας ως άνω επιμελήτριας Δικαστηρίων. Επίσης, αυτή η διεύθυνση (...) αναφέρεται και στην θεωρηθείσα την 22-6-2006, με αριθμό εντολής 27/2006, έκθεση ελέγχου της Δ.Ο.Υ.... Θεσσαλονίκης, στην από 22-6-2006 έκθεση προσωρινού ελέγχου, στις … και ...30-6-2006 πράξεις προσδιορισμού Φ.Π.Α και στις .../2006 και .../2006 πράξεις επιβολής προστίμου εναντίον του, αλλά και στο από 5-7-2006 αποδεικτικό του Ν. Α., μετά από έγγραφη παραγγελία του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ ..., από το οποίο προκύπτει ότι ο ίδιος παρέλαβε στην ως άνω διεύθυνση τις ανωτέρω πράξεις επιβολής προστίμου και τη συνημμένη έκθεση ελέγχου, καθώς και στο από 3-4-2007 αποδεικτικό κλήσης του Αστυφύλακα Ν. Χ. του Α.Τ. ..., από το οποίο προκύπτει ότι ο ίδιος παρέλαβε την 657 κλήση για προκαταρκτική εξέταση του Πταισματοδίκη Β’ Τμήματος Θεσσαλονίκης. Επομένως, εφόσον, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 155 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, η επίδοση μπορεί να γίνει απευθείας στο γραφείο, όπου ασκεί το επάγγελμα του ο προς ον η επίδοση, χωρίς να προηγηθεί αναζήτηση αυτού στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του, εγκύρως ανεζητήθη ο εκκαλών μόνο στην επαγγελματική του κατοικία. Απορριπτέος, επομένως ως μη νόμιμος κρίνεται ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ότι κακώς ανεζητήθη στην έδρα της ως άνω επιχείρησης του και όχι στον τόπο κατοικίας του και συνεπώς εσφαλμένως εθεωρήθη αυτός ως αγνώστου διαμονής. Και αυτό διότι ήταν έγκυρη η επίδοση ως αγνώστου διαμονής στον τόπο όπου είχε την έδρα της η εν λόγω επιχείρηση του εκκαλούντος, χωρίς να απαιτείται προηγουμένως να αναζητηθεί στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του, σύμφωνα με τα προδιαλαμβανόμενα ανωτέρω. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση, ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης αυτής, διότι από την επίδοση της απόφασης ως αγνώστου διαμονής στον εκκαλούντα μέχρι τον χρόνο άσκησης της έφεσης παρήλθε το χρονικό διάστημα των 30 ημερών, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 473 παρ.1 ΚΠοινΔ. Συγκεκριμένα, ο εκκαλών άσκησε τη με αριθμό καταθέσεως 707/11-2-2014 έφεση την 11η-2-2014, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε σε αυτόν την 17-3-2011, κατά τα προαναφερθέντα. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η εκτέλεση της απόφασης που έχει προσβληθεί (άρ. 476 παρ.1 και 3 ΚΠοινΔ) και να επιβληθούν, σε βάρος του εκκαλούντος, τα δικαστικά έξοδα τα οποία σύμφωνα με την υπ. αριθμ. 123827/23-12-2010 (ΦΕΚ ΒΊ991/23-12-2010) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Δικαιοσύνης σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 του Ν. 663/1977, έχουν καθορισθεί στο ποσόν των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ". Η αιτιολογία αυτή της προσβαλλόμενης με αρ. 2891/2014 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, δεν είναι η απαιτούμενη κατά το Σύνταγμα και τον ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη και προκύπτει ότι δεν συνεκτιμήθηκαν όλα τα προσκομισθέντα από τον εκκαλούντα και αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα. Ειδικότερα, το δικαστήριο δέχεται μη εμπεριστατωμένα ως εκπροθέσμως ασκηθείσα την έφεση, με το αιτιολογικό ότι η ερήμην εκδοθείσα με αρ. 15892/2010 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, είχεν εγκύρως επιδοθεί στον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης με τη διαδικασία των επιδόσεων σε αγνώστου διαμονής πρόσωπα, αναζητηθέντος και μη ευρεθέντος του κατηγορουμένου στην επαγγελματική του κατοικία επί της οδού ... της ... Θεσσαλονίκης, διεύθυνση που αναγραφόταν, στη με αρ. 27/2006 έκθεση ελέγχου της μηνύτριας ΔΟΥ ... Θεσσαλονίκης, στις με αρ. 28,...2006 πράξεις προσδιορισμού ΦΠΑ στην επιχείρηση του "ΤΑΧΥΜΕΤΑΦΟΡΕΣ", στις με αρ. ...,.../2006 Πράξεις επιβολής Προστίμου εναντίον του, στο από 5-7-2006 αποδεικτικό του Ν. Α., επιδόσεως σε αυτόν, μετά παραγγελία του προϊσταμένου της άνω ΔΟΥ, των παραπάνω πράξεων, (από τις οποίες προέκυψε και το ένδικο έγκλημα της φοροδιαφυγής), στην ανωτέρω επαγγελματική διεύθυνση, από το οποίο και προκύπτει παραλαβή εκ μέρους του ιδίου των άνω εγγράφων, και στο από 3-4-2007 αποδεικτικό Α.Τ. ... επιδόσεως κλήσης του στον Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης επί διενεργούμενης σχετικά προκαταρκτικής εξέτασης, από το οποίο προκύπτει παραλαβή εκ μέρους του ιδίου στη διεύθυνση αυτή και της κλήσης αυτής, ήτοι δέχεται ότι αποδεικνύεται ότι μόνη γνωστή διεύθυνση κατοικίας του κατηγορουμένου για φοροδιαφυγή και δη για μη απόδοση ΦΠΑ εκ μέρους της εν λόγω ατομικής επιχειρήσεως του, ήταν η ανωτέρω στην επαγγελματική κατοικία του, την οποία άλλωστε και δεν αμφισβήτησε, υποστηρίζοντας απλώς ότι θάπρεπε τότε να αναζητηθεί στην διεύθυνση της κατοικίας που διέμενε στην οδό ... στην ... Θεσσαλονίκης, διεύθυνση διαμονής του αναιρεσείοντος που ήταν ήδη γνωστή στην ίδια εισαγγελική αρχή από άλλες ενέργειες και επιδόσεις αυτής προς αυτόν. Όμως από τα επικληθέντα και εισφερθέντα από τον εκκαλούντα κατηγορούμενα έγγραφα, που παραδεκτώς επισκοπούνται, προκύπτουν και τα εξής: α) από τη με αρ. .../13-04-2010 κλήση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, προκύπτει ότι ο άνω ίδιος κατηγορούμενος καλείται ενώπιον του Α’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης για τη δικάσιμο της 28-6-2010, προς υποστήριξη έφεσης του κατά άλλης, της με αρ. 29925/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με σημειούμενη διεύθυνση κατοικίας του την οδό ... ... Θεσσαλονίκης, β) από αποδεικτικό επίδοσης στον ίδιο κατηγορούμενο της με αρ. 20721/2010 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, προκύπτει ότι ο άνω ίδιος κατηγορούμενος καλείται στη διεύθυνση κατοικίας του την οδό ... ...ς Θεσσαλονίκης, γ) από αντίγραφο της με αρ. .../16-9-2011 κλήσης της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης του νυν κατηγορουμένου ως μάρτυρα σε δίκη κατά της συντρόφου του Μ. Χ., προκύπτει ότι ο άνω ίδιος κατηγορούμενος καλείται ως μάρτυρας στη διεύθυνση κατοικίας του την οδό ... ...ς Θεσσαλονίκης, δ) από το με αρ. Ε 2011/1710/ 1-8-2011 κλητήριο θέσπισμα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης προς την κατηγορουμένη Μ. Χ., προκύπτει ότι ο άνω ίδιος κατηγορούμενος σημειώνεται και καλείται ως μάρτυρας στη διεύθυνση κατοικίας του την οδό ... ...ς Θεσσαλονίκης. Επί των παραπάνω επικληθέντων και προσκομισθέντων από τον εκκαλούντα και αναγνωσθέντων στο ακροατήριο εγγράφων ουδέν σημειώνεται στο αιτιολογικό και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αγνοώντας τα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μόνη γνωστή διεύθυνση του καταδικασθέντος αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, ήταν η διεύθυνση της επαγγελματικής του κατοικίας, που αναζητήθηκε και δεν βρέθηκε και ότι η εισαγγελία δεν ήταν υποχρεωμένη να τον αναζητήσει προηγουμένως στον τόπο διαμονής ή κατοικίας του. Όμως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε ότι στις 17-3-2011 που έγινε η επίδοση της ερήμην πρωτόδικης με αρ. 15892/2010 καταδικαστικής αποφάσεως, ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης μόνο η διεύθυνση της επαγγελματικής του κατοικίας στην οδό ... της ... Θεσσαλονίκης, όπου και εγκύρως κλήθηκε ως άγνωστης διαμονής αφού δεν βρέθηκε εκεί, που ήταν η μόνη γνωστή τελευταία διεύθυνση της επιχειρήσεως Ταχυμεταφορών του κατηγορουμένου και έτσι απέρριψε την ασκηθείσα έφεση ως εκπρόθεσμη, χωρίς να αιτιολογεί γιατί δεν συνεκτίμησε και τα προσκομισθέντα από τον εκκαλούντα προαναφερθέντα και αναγνωσθέντα στο ακροατήριο ουσιώδη έγγραφα και γιατί δεν αναζητήθηκε, όπως έπρεπε, ο καταδικασθείς και στην παραπάνω γνωστή στην ίδια Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης διεύθυνση κατοικίας του κατηγορουμένου στην οδό ... ... Θεσσαλονίκης, δεν περιέχει την δέουσα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεν συνεκτίμησε όλα τα εισφερθέντα και αναγνωσθέντα αποδεικτικά στοιχεία και μέσα και ταυτόχρονα έτσι παραβιάστηκαν τα υπερασπιστικά δικαιώματα του εκκαλούντος κατηγορουμένου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρ. 171 παρ.1 περ. δ’ του ΚΠΔ και 6 της ΕΣΔΑ για δίκαιη δίκη, αφού θεώρησε έγκυρη την επίδοση ως άγνωστης διαμονής και απέρριψε στη συνέχεια την έφεση ως εκπρόθεσμη. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ , Α’ και Η του ΚΠΔ και 6 της ΕΣΔΑ, λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, απόλυτη ακυρότητα και υπέρβαση εξουσίας είναι βάσιμοι και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 519 ΚΠΔ, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να κρίνει επί του παραδεκτού της εφέσεως του αναιρεσείοντος -κατηγορουμένου, (δεδομένου του ότι ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δικαιοδοσία να κρίνει επί του παραδεκτού ή όχι αυτής και να ερευνήσει μετά την τυχόν παραγραφή της πράξης), και αναλόγως προς τη σχετική κρίση του, είτε να απορρίψει και πάλι την έφεση ως εκπρόθεσμη, είτε να την κρίνει παραδεκτή και να προχωρήσει στην οριστική παύση της ποινικής διώξεως κατά του κατηγορουμένου λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου συνεπεία παραγραφής, λόγω παρόδου οκταετίας. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη με αρ. 2891/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι δυνατή, για να κρίνει εκ νέου την έφεση του αναιρεσείοντος εκκαλούντος κατηγορουμένου Γ. Φ. του Κ.. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Μαρτίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Φοροδιαφυγή κατ'εξακ/ση. Απόφαση επί εφέσεως, μη δεκτής ως εμπρόθεσμης, αλλά Απορριπτική του Ειδ. Λόγου Έφεσης περί ακυρότητας της επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος, κληθέντος του κατ/νου ως άγνωστης διαμονής, ενώ ήταν γνωστής και εντεύθεν δεν είχεν ανασταλεί η επελθούσα δετής παραγραφή. Βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ, Α, Η' ΚΠΔ και 6 ΕΣΔΑ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας , διότι κλήθηκε ως άγνωστης διαμονής στην επαγγελματική του κατοικία, χωρίς να αναζητηθεί στην κατοικία του, που ήταν γνωστή στην ίδια αρμόδια εισαγγελική αρχή Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, από επικληθέντα και αναγνωσθέντα δικόγραφα, τα οποία το δικαστήριο αγνοεί και δεν αιτιολογεί γιατί δεν τα αποδέχεται. Παραπέμπει στο ίδιο Εφετείο για να κρίνει εκ νέου την έφεση του κατηγ/νου.
Ακυρότητα επιδόσεως
Ακυρότητα σχετική, Ακυρότητα επιδόσεως.
0
Αριθμός 231/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Μαρία Γαλάνη Λεοναρδοπούλου, (σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 41/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Η. Π. του Δ., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευάγγελο Παπαγεωργίου, για αναίρεση της υπ'αριθ. 6336/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "Ελληνική Εταιρεία προς Προστασίαν της Πνευματικής Ιδιοκτησίας" και τον διακριτικό τίτλο "ΑΕΠΙ. ΑΕ", που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο παρέστη ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας, Η. Η. και διόρισε για να παραστεί τον δικηγόρο Θεόδωρο Ασπρογέρακα-Γρίβα. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23 Οκτωβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1093/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 66 παρ. 1 του ν. 2121/1933 "πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα", όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 81 του ν. 3057/2002, "τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή 2900 έως 15.000 ευρώ όποιος χωρίς δικαίωμα και κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου ή διατάξεων των κυρωμένων με νόμο πολυμερών διεθνών συμβάσεων για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας εγγράφει έργα ή αντίτυπα ... εκτελεί δημόσια, ... παρουσιάζει στο κοινό με οποιονδήποτε τρόπο χωρίς τη συναίνεση του δημιουργού και γενικά εκμεταλλεύεται έργα ... που είναι αντικείμενο πνευματικής ιδιοκτησίας". Κατά δε το άρθρο 2 του ιδίου νόμου, "ως έργο νοείται κάθε πρωτότυπο δημιούργημα λόγου, τέχνης ή επιστήμης που εκφράζεται με οποιαδήποτε μορφή, ιδίως ... οι μουσικές συνθέσεις με κείμενο ή χωρίς ...", ενώ εάν ένα πνευματικό δημιούργημα είναι πρωτότυπο ή όχι, αποτελεί πραγματικό ζήτημα. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εντεύθεν και δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 6336/2014 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα παραβάσεως του ν. 2121/1993 και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους, μετατραπείσα σε χρηματική, και σε χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι: Ο κατηγορούμενος κατά τον επίδικο χρόνο ήταν νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία "Π. Η. και Σια ΟΕ" που διατηρούσε και εκμεταλλευόταν πιτσαρία με το διακριτικό τίτλο "ΠΕΡΙ - ΔΡΟΜΟΝ", επί της οδού Θεσσαλονίκης 7, στο Γέρακα Αττικής, με υπεύθυνο καταστήματος τον κατηγορούμενο. Ο τελευταίος, στις 10-12-2006, μεταξύ των ωρών 18.30 έως 19.00, με πρόθεση, σε γνώση του και χωρίς δικαίωμα εκτέλεσε δημόσια και έκανε προσιτές στο κοινό, σε ευρύ κύκλο προσώπων, μουσικές συνθέσεις που προστατεύονται αποκλειστικά στην Ελλάδα από την εγκαλούσα ΑΕΠΙ, ύστερα από μεταβίβαση των πνευματικών δικαιωμάτων από τους Έλληνες Δημιουργούς και τις αντίστοιχες αλλοδαπές εταιρείες συνθετών και εκδοτών μουσικής, χωρίς τη νόμιμη έγγραφη άδειά της και συγκεκριμένα εκτέλεσε δημόσια τις πέντε (5) ξένες μουσικές συνθέσεις, που αναφέρονται δειγματοληπτικά στο διατακτικό της παρούσας απόφασης και οι οποίες έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης χωρίς την έγγραφη άδεια της ΑΕΠΙ που έχει την προστασία και διαχείρισή τους. Ειδικότερα, η πιο πάνω πιτσαρία, κατά τον επίδικο χρόνο που λειτουργούσε, είχε εμβαδόν 50 τ.μ., με πατάρι, στο οποίο είχαν αναπτυχθεί έξι (6) τραπέζια με καρέκλες, ενώ στο ισόγειο, έξω από τα κατάστημα υπήρχε πέργκολα με δύο τραπέζια και καρέκλες. Στους χώρους αυτούς, καθώς και στο εσωτερικό του ισογείου, όπου υπήρχαν ψηλά σκαμπό, μεταδιδόταν μουσική από (4) ηχεία. Τη μετάδοση των επιδίκων μουσικών συνθέσεων διαπίστωσαν οι μάρτυρες Χ. Ζ. και Ι. Π., που εξετάστηκε πρωτόδικα, οι οποίοι παρέμειναν εκεί ως πελάτες για μισή ώρα (...). Οι καταθέσεις τους, σαφείς και πειστικές, αναιρούν αυτές των μαρτύρων υπεράσπισης και την απολογία του κατηγορουμένου, που αβάσιμα αμφισβητούν τη δημόσια μετάδοση μουσικών συνθέσεων. Αντίθετα προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος είχε οχληθεί στο παρελθόν από την ΑΕΠΙ για την καταβολή πνευματικών δικαιωμάτων. Μετά από τα παραπάνω, που αποδεικνύονται πλήρως από την προσήκουσα συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της παραβάσεως του ν. 2121/1993, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του ν. 2121/1993, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Σαφώς προκύπτει ότι το Τριμελές Εφετείο, για να καταλήξει στην καταδικαστική για τον αναιρεσείοντα κρίση του, έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα "Κάτοψη ισογείου και τομή ΠΥΡΑΣΦΑΛΕΙΑ" και "Κάτοψη ισογείου και τομή Α - Α ΠΥΡΑΣΦΑΛΕΙΑ". β) Δεν ήταν αναγκαία περαιτέρω αιτιολογία ως προς το ότι οι ένδικες μουσικές συνθέσεις προστατεύονται αποκλειστικά στην Ελλάδα από την εγκαλούσα ούτε ως προς το ότι το κατάστημα διέθετε ηχεία και μουσική, τραπεζοκαθίσματα και πατάρι. γ) Όπως αναφέρθηκε, δεν ήταν αναγκαίο να αιτιολογείται γιατί οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας βάρυναν στην κρίση του Δικαστηρίου περισσότερο από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Οι, εμπεριεχόμενες στο λόγο αυτό, αιτιάσεις περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων, ότι, δηλαδή, από τα μέσα αυτά δεν προκύπτουν τα γενόμενα δεκτά από το Δικαστήριο, είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την, αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατά τη διάταξη του άρθρου 68 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, εκείνος που δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να υποβάλλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας χωρίς έγγραφη προδικασία. Δικαιούχος της χρηματικής αυτής ικανοποιήσεως είναι μόνο ο φορέας του δικαιώματος ή εννόμου συμφέροντος που έχει προσβληθεί. Έτσι, δικαίωμα παραστάσεως πολιτικής αγωγής έχουν και τα νομικά πρόσωπα για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που αφορά την πίστη και το κύρος τους έναντι τρίτων. Η δήλωση παραστάσεως πρέπει, κατά το άρθρο 84 του ΚΠοινΔ, να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση της υποθέσεως για την οποία δηλώνεται η παράσταση και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται, δηλαδή αν πρόκειται για υλική ζημία ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Για το νομότυπο της παραστάσεως δεν είναι αναγκαίο να διαλαμβάνεται ο ιδιαίτερος τρόπος προκλήσεως της ηθικής βλάβης που είναι άμεσο αποτέλεσμα των περιγραφομένων γεγονότων που αποδίδονται στον κατηγορούμενο. Η δήλωση δε αυτή, όταν επαναλαμβάνεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεν είναι αναγκαίο να περιέχει και όλα τα παραπάνω στοιχεία, αφού κρίνεται στο πλαίσιο που διατυπώθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και κατά το μέτρο που έγινε δεκτή από αυτό. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 171 παρ. 2, 63 και 68 παρ. 2 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι απόλυτη ακυρότητα δεν δημιουργείται όταν ο παραστάς ως εκπρόσωπος ή αντιπρόσωπος άλλου δεν είχε την αναγκαία εξουσία εκπροσωπήσεως ή αντιπροσωπεύσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της πρωτόδικης 75407/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και των ενσωματωμένων σ' αυτή πρακτικών, εμφανίσθηκε στο ακροατήριο ο Χ. Ζ., νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσας ΑΕΠΙ, και δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων κατά του κατηγορουμένου (αναιρεσείοντος) για χρηματική ικανοποίηση 44 ευρώ με επιφύλαξη από την ηθική βλάβη που έχει υποστεί λόγω της κρινόμενης πράξεως, καθώς και ότι διορίζει πληρεξούσιό του τον παρόντα δικηγόρο Αντώνιο Σπυρίδωνος. Κατά της παραστάσεως αυτής, η οποία ήταν νομότυπη και αρκούντως ορισμένη, χωρίς, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, να ήταν αναγκαίο να εξειδικεύεται σε τι συνίστατο η ηθική βλάβη για την οποία ζητείτο η χρηματική ικανοποίηση, ο αναιρεσείων δεν είχε προβάλει αντιρρήσεις. Όπως δε προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η δήλωση της παραστάσεως πολιτικής αγωγής επαναλήφθηκε και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο ο ως άνω νόμιμος εκπρόσωπος της εγκαλούσας διόρισε πληρεξούσιό του τον παρόντα δικηγόρο Γεώργιο Δημητρακόπουλο. Προσκόμισε δε α) απόσπασμα του κωδικοποιημένου καταστατικού της εταιρίας με ημερομηνία θεωρήσεως από τη Νομαρχία Αθηνών - Τομέα Ανατολικής Αττικής 14.2.2007, β) το υπ` αριθ. 1296/21.2.2007 ΦΕΚ ΤΑΕ - ΕΠΕ, στο οποίο έχουν δημοσιευθεί τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας, που θα διοικήσει αυτήν μέχρι τις 24.1.2011, η συγκρότηση αυτών σε σώμα και η εκπροσώπηση της εταιρίας και γ) το από 2 Μαρτίου 2007 πρακτικό του Δ.Σ. της εταιρίας, με το οποίο παρέχεται η εντολή και εξουσιοδότηση προς υποβολή της παρούσας εγκλήσεως και δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής (σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 3 του καταστατικού) στον Χ. Ζ. του Α.. Τα έγγραφα αυτά, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, αναγνώσθηκαν (αύξ. αριθ. 2, 3 και 4 αναγνωσθέντων), κατά δε της παραστάσεως αυτής ο αναιρεσείων δεν πρόβαλε αντιρρήσεις. Ενόψει αυτών, η πολιτικώς ενάγουσα δεν παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως (τον οποίο ο αναιρεσείων στηρίζει στα στοιχ. Β και Η), με τον οποίο υποστηρίζεται, κατ` εκτίμηση, ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, γιατί η παράσταση, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, της εγκαλούσας ως πολιτικώς ενάγουσας ήταν παράνομη, γιατί έπρεπε να προσκομίσει αυτή νεότερα έγγραφα (ΦΕΚ, πρακτικό Δ.Σ.), που να καταλαμβάνουν και το χρόνο, κατά τον οποίο συζητήθηκε στο Τριμελές Εφετείο η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (26.9.2014), είναι απαράδεκτος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, απόλυτη ακυρότητα δεν δημιουργείται όταν η αιτίαση αναφέρεται στην έλλειψη εξουσίας εκπροσωπήσεως, από τον εμφανισθέντα, ως εκπρόσωπο. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠοινΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδ. γ' του ΚΠοινΔ, σε κάθε περίπτωση διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων. Δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, τα αναφερόμενα στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ως αναγνωσθέντα έγγραφα ή οι καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν (έστω και αν αυτοί, λόγω απουσία τους, δεν κατέθεσαν και στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο) θεωρείται ότι αναγνώσθηκαν και στην κατ` έφεση δίκη και παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Τέλος, από τις διατάξεις του άρθρου 141 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι τα πρακτικά της ποινικής δίκης αποδεικνύουν, μέχρι να προσβληθούν ως πλαστά, όλα όσα καταχωρούνται σ' αυτά, μεταξύ των οποίων και οι ισχυρισμοί, δηλώσεις, προτάσεις και αιτήσεις των διαδίκων, καθώς και οι αποφάσεις του δικαστηρίου και οι διατάξεις εκείνου που διευθύνει τη συζήτηση. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο, όπως αναφέρθηκε, στήριξε την καταδικαστική, για τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο, κρίση του και στην κατάθεση του μάρτυρα Ι. Π., ο οποίος εξετάσθηκε στο πρωτοβάθμιο, όχι, όμως, και στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η εκκαλουμένη 75407/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και τα πρακτικά αυτής, που περιέχουν και την ως άνω μαρτυρική κατάθεση, αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, γίνεται δε ειδική μνεία αυτών και στο προοίμιο του σκεπτικού. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η κατάθεση του Ι. Π. παραδεκτώς λήφθηκε υπόψη από το Τριμελές Εφετείο και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από τη λήψη υπόψη της ως άνω καταθέσεως χωρίς αυτή να αναγνωσθεί, είναι αβάσιμος. Η δε αιτίαση ότι η απλή αναφορά ότι τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης αναγνώσθηκαν είναι προσχηματική και ανακριβής, είναι, επίσης, αβάσιμη, καθόσον τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά ούτε διορθώθηκαν κατά τούτο και, συνεπώς, όλα όσα έχουν καταχωρηθεί σ` αυτά θεωρούνται ότι έλαβαν χώρα. Με το άρθρο 66 παρ. 1 έως 5 του ν. 2121/1993, προβλέφθηκαν οι αξιόποινες πράξεις και οι ποινικές κυρώσεις για τις παραβάσεις των διατάξεων του ανωτέρω νόμου ή των διατάξεων των κυρωμένων με νόμο διεθνών συμβάσεων για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας, ενώ στην παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου ορίστηκε ότι "σε περίπτωση μετατροπής της στερητικής της ελευθερίας ποινής, το ποσό της μετατροπής ορίζεται στο δεκαπλάσιο των ορίων του ποσού της μετατροπής που προβλέπονται κάθε φορά στον ποινικό κώδικα". Όμως, σύμφωνα με το άρθρο 82 παράγραφος 10 του ΠΚ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 1 του ν. 3904/2010 και έκτοτε ισχύει, "Η μετατροπή κατά τις προηγούμενες παραγράφους αποκλείεται στις περιπτώσεις καταδίκης για κακούργημα εμπορίας ναρκωτικών. Διατάξεις του Ποινικού Κώδικα ή ειδικών ποινικών νόμων, που αποκλείουν ή ρυθμίζουν με άλλο τρόπο τη μετατροπή των στερητικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές ή πρόστιμα, ή καθορίζουν αλλιώς την έννοια της μετατροπής καταργούνται, με την επιφύλαξη του προηγούμενου εδαφίου". Στην έννοια "διατάξεως ειδικού ποινικού νόμου που ρυθμίζει με άλλο τρόπο τη μετατροπή", εμπίπτει και η προπαρατεθείσα παράγραφος 6 του άρθρου 66 του ν.2121/93 και, συνεπώς, θεωρείται πλέον καταργημένη, αντ` αυτής δε ισχύει, ως προς το ερευνώμενο θέμα και επί των αξιοποίνων πράξεων του νόμου αυτού, η γενική διάταξη του άρθρου 82 παρ. 3 εδ. α του ΠΚ, η οποία ορίζει ότι "κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από τρία (3) ευρώ έως εκατό (100) ευρώ". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η ποινή φυλακίσεως του ενός (1) έτους, που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα για την ένδικη πράξη, μετατράπηκε σε χρηματική προς δέκα (10) ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως. Από τα ίδια πρακτικά δεν προκύπτει ότι εφαρμόσθηκε η διάταξη του άρθρου 66 παρ. 6 του ν. 2121/1993 που, κατά τα ανωτέρω, έχει καταργηθεί, το δε ποσό της μετατροπής (10 ευρώ), που καθορίστηκε για κάθε ημέρα φυλακίσεως, εμπίπτει στα διαγραφόμενα με το άρθρο 82 παρ. 3 του ΠΚ, όπως ισχύει, πλαίσια των ορίων της μετατροπής. Επομένως, ορθώς το Τριμελές Εφετείο εφάρμοσε τις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις περί μετατροπής των ποινών και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, τέταρτος (τελευταίος) λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 23 Οκτωβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 6998/2014) αίτηση του Η. Π. του Δ., για αναίρεση της 6336/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας εταιρίας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΝ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ Α.Ε." από πεντακόσια (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Μαρτίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για παράβαση ν. 2121/1993 του νομίμου εκπροσώπου εταιρίας που διατηρούσε πιτσαρία και εκτελούσε χωρίς δικαίωμα δημόσια μουσικές συνθέσεις που προστατεύονται αποκλειστικά στην Ελλάδα από την εγκαλούσα. Παραδεκτώς λήφθηκε υπόψη μαρτυρική κατάθεση που περιέχεται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, τα οποία αναγνώσθηκαν. Όχι απόλυτη ακυρότητα. Όσα έχουν καταχωρηθεί στα πρακτικά θεωρείται ότι έγιναν, εφόσον τα πρακτικά δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά ούτε έχουν διορθωθεί. Δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής από το νόμιμο εκπρόσωπο της εγκαλούσας χωρίς να προβληθεί αντίρρηση. Αν αυτός δεν είχε την αναγκαία εξουσία εκπροσωπήσεως ή αντιπροσωπεύσεως δεν προκαλείται απόλυτη ακυρότητα. Η παρ. 6 του άρθρ. 66 του ν. 2121/1993, που όριζε το ποσό της μετατροπής της ποινής, καταργήθηκε με το άρθρο 82 παρ. 10 ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρ. 1 ν. 3904/2010. Ορθώς εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις αυτές, αφού η ποινή φυλακίσεως που επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα μετατράπηκε προς 10 ευρώ ημερησίως, ήτοι εντός των διαγραφομένων με το άρθρο 82 παρ. 3 ΠΚ ορίων. Απόρριψη αιτήσεως.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πνευματική ιδιοκτησία, Πολιτική αγωγή, Ποινής μετατροπή, Πρακτικά απόφασης.
2
Αριθμός 230/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Eισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1) Κ. Α. του Η., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Αικατερίνη Λεβέντη και Γεώργιο Α. και 2) Π. Π. του Θ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Δημακόπουλο για αναίρεση της υπ' αριθ. 888/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1) Α. Π. του Α., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Παπαστεριόπουλο και 2) Α. Π. του Α., κάτοικο ..., που παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από α) 30 Οκτωβρίου 2014 αίτηση του πρώτου αναιρεσείοντος και β) 3 Νοεμβρίου 2014 μετά των από 19 Ιανουαρίου 2015 προσθέτων λόγων του δευτέρου αναιρεσείοντος, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1147/2014. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά των αναιρεσειόντων. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι κρινόμενες αιτήσεις, ήτοι 1) η από 30 Οκτωβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 7137/2014) του Κ. Α. του Η. και 2) η από 3 Νοεμβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 7213/2014) του Π. Π. του Θ. μετά του από 19.1.2015 προσθέτου αυτής λόγου, για αναίρεση της 888/2014 καταδικαστικής, ως προς τους αναιρεσείοντες, αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ.1 ΠΚ, "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ, "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, απαιτείται: α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλει, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Ενόψει αυτών, ποινική ευθύνη ιατρού για ανθρωποκτονία από αμέλεια, κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες που το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και που η ενέργειά του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Περαιτέρω, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 28 ΠΚ, η αμέλεια διακρίνεται σε μη συνειδητή, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ενσυνείδητη, κατά την οποία προέβλεψε μεν ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αποτέλεσμα αυτό, πίστευε όμως ότι θα το απέφευγε. Ενόψει της διακρίσεως αυτής, το δικαστήριο της ουσίας, όταν απαγγέλλει καταδίκη για έγκλημα από αμέλεια πρέπει να εκθέτει στην απόφασή του με σαφήνεια ποιο από τα ανωτέρω δύο είδη της αμέλειας συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι αν δεν εκθέτει τούτο σαφώς ή δέχεται και τα δύο είδη δημιουργείται ασάφεια και αντίφαση, η οποία καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και ιδρύεται εντεύθεν λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ. Τέλος, όταν το εξ αμελείας έγκλημα είναι απότοκο συνδρομής αμέλειας πολλών προσώπων, το καθένα από αυτά κρίνεται και ευθύνεται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως των άλλων κατά τα λόγο της αμέλειας που επιδείχτηκε από αυτό και εφ' όσον, πάντως, το επελθόν αποτέλεσμα τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτήν. Η πράξη ή η παράλειψη του δράστη τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το αποτέλεσμα που επήλθε όταν αυτή, κατά την κοινή αντίληψη, είναι εκείνη που άμεσα προκάλεσε το αποτέλεσμα και συνεπώς βρίσκεται σε άμεση αιτιότητα προς αυτό. Αρκεί δε, προς θεμελίωση της ευθύνης, η πράξη ή η παράλειψη να ήταν ένας από τους παραγωγικούς όρους του αποτελέσματος, χωρίς τον οποίο δεν θα επερχόταν αυτό, αδιαφόρως αν συνέβαλαν και άλλοι όροι, αμέσως ή εμμέσως. Τούτο δε γιατί η κρατούσα στο ποινικό δίκαιο άποψη ακολουθεί τα πορίσματα της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων, υπό την παραλλαγή της ενεργού αιτίας, εν αντιθέσει προς τη θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας, η οποία επικρατεί όσον αφορά την αστική ευθύνη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση στερείται της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ιδρύεται εκ τούτου ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη δε αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ' του ΚΠοινΔ, και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου, η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως αυτό συμβαίνει όχι μόνο όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της αποφάσεως ότι τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης έγιναν δεκτά από το δικαστήριο και, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές. Οφείλει, λοιπόν, το Δικαστήριο, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικαστική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους. Διαφορετικά, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα, και ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως. Σε κάθε άλλη περίπτωση και ειδικότερα επί ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης (απλής γνωματεύσεως ή γνωμοδοτήσεως) ή πραγματογνωμοσύνης που ενεργήθηκε δυνάμει αποφάσεως πολιτικού δικαστηρίου, το πόρισμά της εκτιμάται ελευθέρως μαζί με τις άλλες αποδείξεις. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 888/2014 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες ιατρούς (και αθώο τον αρχικό συγκατηγορούμενό τους Ι. Π.) ανθρωποκτονίας από αμέλεια της Γ. Π., με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τους καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, ανασταλείσα, τον καθένα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η Γ. Π. έπασχε από συγγενή δίπτυχη αορτική βαλβίδα και παρακολουθούνταν από το μήνα Αύγουστο του 2002 από τον πρώτο κατηγορούμενο, θεράποντα ιατρό της, καρδιολόγο Ι. Π. του Δ.. Η επόμενη επίσκεψη στο ιατρείο του ανωτέρω καρδιολόγου έγινε στις 7.12.2004 και μετά ένα περίπου χρόνο, η επόμενη επίσκεψη, στις 3.1.2006. Στις 22.2.2006 η ανωτέρω Γ. Π., επισκέφθηκε το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας, επειδή είχε εμφανιστεί ένα εξάνθημα στο πόδι της και επειδή είχε χαμηλά αιμοπετάλια. Παρέμεινε στο νοσοκομείο νοσηλευόμενη για δύο ημέρες, όπου τις έγιναν όλες οι απαραίτητες ιατρικές εξετάσεις, καθώς και για την ύπαρξη λύκου στο αίμα, που ήταν αρνητική. Το Μάιο του 2006 η ανωτέρω Γ. Π., έμεινε έγκυος και τον Ιούνιο του ίδιου έτους επισκέφθηκε το δεύτερο κατηγορούμενο μαιευτήρα, τον οποίο επέλεξε ως θεράποντα ιατρό της, με την σκέψη ότι αυτός συνεργάζεται τόσο με την Μαιευτική Κλινική "ΑΚΕΣΩ" του Βόλου όσο και με την Κλινική "ΙΑΣΩ" των Αθηνών, η οποία ήταν άρτια οργανωμένη και στην οποία θα μπορούσε να γεννήσει με την βοήθεια του θεράποντα ιατρού της - μαιευτήρα της, εφόσον κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της παρουσιάζονταν κάποιο πρόβλημα, εξ αιτίας της προαναφερόμενης καρδιοπάθειάς της. Για την εγκυμοσύνη της, ενημερώθηκε ο πρώτος κατηγορούμενος - καρδιολόγος, ο οποίος της συνέστησε να πηγαίνει σ' αυτόν προς εξέταση στις αρχές κάθε τριμήνου της κύησης. Οι επισκέψεις της στον καρδιολόγο έγιναν: την 1.8.2006, στις 9.10.2006 και στις 22.11.2006. Μετά από κάθε επίσκεψή της στον καρδιολόγο, γνωστοποιούσε στο γυναικολόγο της τα αποτελέσματα των εξετάσεων της καρδιάς της, τα οποία και δεν ανησύχησαν τον τελευταίο, διότι σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον καρδιολόγο, ο τελευταίος τον ενημέρωσε ότι η καρδιά της, παρά τη φυσιολογική επιβάρυνση που επιφέρει η εγκυμοσύνη, λειτουργεί και ανταπεξέρχεται ικανοποιητικά. Το συμπέρασμά του αυτό ο πρώτος κατηγορούμενος - καρδιολόγος το αποτύπωσε εγγράφως στο από 22.11.2006 έγγραφό του με τίτλο "υπερηχοκαρδιογραφικά σχόλια", όπου αναφέρει: "Συμπερασματικά, η συγγενώς δίπτυχος Αορτική Βαλβίδα με την καθ' υπεροχή στένωση αντιρροπείται πλήρως έχοντας διέλθει το κατώφλι του 3ου τριμήνου της κυήσεώς της. Η αύξηση της διαβάθμισης πιέσεως τελευταία είναι άμεσο αποτέλεσμα των αιμοδυναμικών αλλαγών της εγκυμοσύνης". Μολονότι η ανωτέρω Γ. Π. κατά τους δυο τελευταίους μήνες της κύησης παρουσίασε προβλήματα κυρίως με πρήξιμο στα πόδια, εφίδρωση και δύσπνοια τις ώρες της κατάκλισης (...), οι δυο πρώτοι κατηγορούμενοι την διαβεβαίωναν ότι πάνε όλα καλά και ότι αυτά είναι φυσιολογικά συμπτώματα της κύησης. Μάλιστα, όταν η μητέρα της Γ. Π., Α. Π. - μάρτυρας κατηγορίας, επικοινώνησε τηλεφωνικά, κατά το διάστημα μεταξύ Χριστουγέννων 2006 και Πρωτοχρονιάς 2007, με τον πρώτο κατηγορούμενο καρδιολόγο για να του αναφέρει ότι η θυγατέρα της είχε πόνους στην πλάτη, ο τελευταίος την καθησύχασε λέγοντάς της ότι οι πόνοι αυτοί είναι από το βάρος της κοιλιάς. Στις 22.1.2007, η Γ. Π., πήγε με τα πόδια από την οικία της που απείχε μόλις δύο τετράγωνα από την κλινική ΑΚΕΣΩ του Βόλου, όπου είχε προγραμματιστεί από το δεύτερο κατηγορούμενο να γίνει η γέννα με καισαρική τομή. Κατά τη διάρκεια του τοκετού η Γ. Π. παρουσίασε μεγάλη αύξηση της καρδιακής πίεσης και υπέστη κάμψη σε έδαφος συγγενούς καρδιοπάθειας με συμπτώματα πνευμονικού οιδήματος αμέσως μετά την επέμβαση (καισαρική τομή), που ως μόνη ενεργός αιτία επέφερε το θάνατό της (...). Κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας για το θάνατο της ανωτέρω Γ. Π., φέρουν ευθύνη ο δεύτερος και ο τρίτος των κατηγορουμένων, οι οποίοι στο Βόλο στις 22.1.2007 από έλλειψη της προσοχής τους την οποία όφειλαν από τις περιστάσεις και κυρίως λόγω του επαγγέλματός τους, αφού ασκούσαν το επάγγελμα του ιατρού, μπορούσαν να καταβάλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα των πράξεων και παραλείψεών τους και προκάλεσαν το θάνατο της Γ. Π. και ειδικότερα οι προαναφερόμενοι δυο κατηγορούμενοι καίτοι ήταν υπόχρεοι λόγω του επαγγέλματός τους σε ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια κατά την εκτέλεση των ιατρικών τους καθηκόντων, δεν ενήργησαν σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, οι οποίες συνίστανται: α) στην εκπλήρωση του εγγυητικού τους καθήκοντος διαφυλάξεως της υγείας και της ζωής του ασθενούς (άρθρο 24 α.ν. 1565/1939 περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος) καθώς και σ' ό,τι αφορά το δεύτερο κατηγορούμενο, β) στην υποχρέωση πλήρους και κατανοητής ενημέρωσης της επιτόκου για την πραγματική κατάσταση της υγείας της, το περιεχόμενο της προτεινόμενης ιατρικής πράξης, τους ενδεχόμενους κινδύνους ή επιπλοκές από την εκτέλεσή της και τις εναλλακτικές προτάσεις, ώστε η επίτοκος, έχοντας σχηματίσει πλήρη εικόνα της κατάστασής της, να λαμβάνει αναλόγως αποφάσεις (άρθρο 11 του ν. 3418/2005), αλλά υπέπεσαν στα ακόλουθα ιατρικά σφάλματα, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο της ανωτέρω Γ. Π.. Πιο συγκεκριμένα: A) ο δεύτερος κατηγορούμενος, Π. Π. του Θ., γυναικολόγος ιατρός, ο οποίος είχε αναλάβει εξ αρχής την παρακολούθηση της εγκυμοσύνης της Γ. Π., αν και τελούσε εν γνώσει της ανωτέρω σοβαρής καρδιοπάθειάς της, δεδομένου ότι ήταν ενήμερος για τις σχετικές καρδιολογικές εξετάσεις (καρδιογραφήματα, υπερηχοκαρδιογραφήματα), στις οποίες την είχε υποβάλει ο πρώτος κατηγορούμενος, επέτρεψε τη συνέχιση της εγκυμοσύνης της, υπό συνθήκες μιας συνήθους εγκυμοσύνης και την ολοκλήρωση του τοκετού της στην προαναφερόμενη ιδιωτική κλινική που δεν διέθετε ούτε καν καρδιολόγο, πολύ δε περισσότερο μονάδα εντατικής θεραπείας και διαθέσιμο καρδιοχειρουργό, χωρίς μάλιστα να έχει ενημερώσει προηγουμένως την επίτοκο για τους κινδύνους που ελλοχεύανε για την πρόκληση καρδιακής ανεπάρκειας από τη συνέχιση και την ολοκλήρωση μιας τέτοιας εγκυμοσύνης, που από τον ίδιο είχε κριθεί, αρχικά, ως υψηλού κινδύνου, αν και γνώριζε σύμφωνα με τα στοιχειώδη δεδομένα της ιατρικής επιστήμης, ότι με την πρόοδο της κύησης αυξάνεται η καρδιακή πίεση, λίαν επιβαρυντικό δεδομένο για την υγεία επιτόκου με σοβαρή στένωση αορτικής βαλβίδας, όπως ήταν η Γ. Π. (θανούσα). Εάν, όμως, επιδείκνυε την επιμέλεια ενός μέσου συνετού ιατρού γυναικολόγου, θεράποντος της ίδιας επιτόκου, θα έπρεπε να είχε σε προγενέστερο χρόνο και συγκεκριμένα πριν τη συμπλήρωση του εννεαμήνου και μετά τη συμπλήρωση επταμήνου, (προβεί) στη διενέργεια καισαρικής τομής, προκειμένου να γεννηθεί το βιώσιμο τέκνο της υπό συνθήκες αυξημένης μεν πλην, όμως, όχι στο μέγιστο βαθμό καρδιακής πίεσης, σε συνεργασία με καρδιοχειρουργό σε οργανωμένη νοσοκομειακή μονάδα, διαθέτουσα μονάδα εντατικής θεραπείας και καρδιοχειρουργικό τμήμα ή έστω δυνατότητα καρδιοχειρουργικής υποστήριξης, προκειμένου να προληφθεί και να αντιμετωπιστεί με διορθωτική επέμβαση το ενδεχόμενο επιπλοκών στην καρδιακή της λειτουργία κατά και αμέσως μετά τον τοκετό. Απότοκη της ρηθείσας παράλειψης του δευτέρου κατηγορουμένου ήταν η εμφάνιση λίαν αυξημένης καρδιακής πίεσης κατά τον τοκετό της Γ. Π., η οποία εντεύθεν υπέστη κάμψη σε έδαφος συγγενούς καρδιοπάθειας με συμπτώματα πνευμονικού οιδήματος αμέσως μετά την επέμβαση (κατά τη διάρκεια συρραφής της τομής), το οποίο ενόψει της διενέργειας του τοκετού της στη μη διαθέτουσα, κατά τα προαναφερόμενα, επαρκή υποδομή για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου περιστατικού ιδιωτική κλινική στο Βόλο, επέφερε το θάνατό της. Β) Ο τρίτος κατηγορούμενος Κ. Α. του Η., ιατρός και επιληφθείς αναισθησιολόγος στον τοκετό της Γ. Π., όντας υπόλογος για οτιδήποτε συμβεί κατά τη διάρκεια της αναισθησίας - της ευθύνης του δυναμένης να αφορά πράξεις ή παραλείψεις του είτε κατά την προαναισθητική επίσκεψη και προαναισθητική αγωνή είτε της εισαγωγής στην αναισθησία και στη διατήρηση της αφύπνισης είτε στην ανάνηψη και στην μετεγχειρητική περίοδο, από έλλειψη προσοχής που όφειλε λόγω της ιδιότητάς του και μπορούσε λόγω της εγνωσμένης εμπειρίας του να καταβάλει δεν αξιολόγησε ορθώς την επικινδυνότητα του τοκετού της ανωτέρω επιτόκου ως καρδιοπαθούς, πάσχουσας από συγγενή δίπτυχη αορτική βαλβίδα, και ανέλαβε κατά την επέμβαση του τοκετού αυτής να ενεργήσει και ενήργησε (στην τελευταία) οσφυϊκή επισκληρίδιο αναισθησία, κατά παρέκκλιση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης, παραβλέποντας τους κινδύνους που αυτή ενέχει για επιτόκους πάσχουσες από στένωση αορτικής βαλβίδος, όπως ήταν η Γ. Π., καθόσον λόγω της αγγειοδιαστολής και της αρνητικής δράσης των, κατά το τρίτο στάδιο του τοκετού παρασχεθέντων αγγειοσυσπαστικών και μητροσυσπαστικών φαρμάκων (όπως φαινυλεφρίνης και οξυτοκίνης) και υγρών, επιβαρύνθηκε μοιραία η ήδη προβληματική καρδιακή λειτουργία της Γ. Π. καθόσον προκλήθηκε ελάττωση της οξυγόνωσης του αίματός της και αύξηση της πίεσης της καρδιάς με αιτιώδη συνέπεια εξαιτίας της ούτως ενεργηθείσης αναισθησίας (ως ισοδύναμου όρου) να αναπτύξει η Γ. Π., ως έγκυος με σοβαρή αορτική στένωση, συμπτώματα πνευμονικού οιδήματος, από το οποίο προήλθε ο αιφνίδιος θάνατός της αμέσως μετά το πέρα της επέμβασης. Αντίθετα, ο εν λόγω κατηγορούμενος όφειλε και μπορούσε να ακολουθήσει, στη συγκεκριμένη περίπτωση καισαρικής τομής τη χορήγηση γενικής αναισθησίας, η οποία ενδείκνυται ως ασφαλέστερη για την αποφυγή καρδιακών επιπλοκών σε επίτοκο με στένωση αορτικής βαλβίδας, καθόσον με τη χορήγηση ναρκωτικών και πτητικών αναισθητικών σε μικρές δόσεις και με ελεγχόμενο, αερισμό, μπορεί να διατηρηθεί η φλεβική επιστροφή και η πλήρωση της αριστερής κοιλίας καθώς και η επαρκής οξυγόνωση του αίματος με τη χρησιμοποίηση μηχανικού αερισμού με υψηλή συγκέντρωση οξυγόνου και κατά συνέπεια δύνανται να βελτιωθούν οι καρδιοπνευμονικές επιδόσεις. Εξάλλου και σε κάθε περίπτωση, ο τρίτος κατηγορούμενος, όφειλε και μπορούσε με την ιδιότητα του έμπειρου αναισθησιολόγου - ο οποίος επελήφθη της μεθόδου αναισθησίας κατά τον τοκετό της Γ. Π. εν γνώσει του βαθμού στένωσης της αορτικής βαλβίδας της (γνώση των υπερηχοκαρδιογραφικών σχολίων του πρώτου κατηγορούμενου), λίγες ημέρες πριν από την προγραμματισμένη ημέρα του τοκετού της κατόπιν σχετικής ενημέρωσης και από το δεύτερο κατηγορούμενο - να είχε επιδιώξει πλήρη προηγούμενη ενημέρωση και συνεργασία με αμφότερους τους ανωτέρω συγκατηγορούμενούς του και ιδιαίτερα με τον πρώτο εξ αυτών θεράποντα καρδιολόγο της θανούσας και εν συνεχεία να εξασφαλίσει σε συνεργασία με το δεύτερο εξ αυτών - γυναικολόγο της - τη διενέργεια του τοκετού και της αφορώσης τον ίδιο αναισθησίας σε πλήρως συγκροτημένο νοσηλευτικό ίδρυμα, που θα διέθετε μονάδα εντατικής θεραπείας ή (και) καρδιοχειρουργικό τμήμα ή έστω δυνατότητα καρδιοχειρουργικής υποστήριξης, έτσι ώστε να υπήρχε η δυνατότητα άμεσης και αποτελεσματικής αντιμετώπισης ενδεχόμενης σοβαρής καρδιακής επιπλοκής, όπως ήταν η μεγάλη αύξηση της καρδιακής πίεσης και το συνακόλουθο πνευμονικό οίδημα, που υπέστη η Γ. Π., αμέσως μετά την ανωτέρω καισαρική τομή, δεδομένου ότι η προαναφερόμενη ιδιωτική κλινική ΑΚΕΣΩ, στην οποία διενεργήθηκε ο ανωτέρω τοκετός, διέθετε νοσηλευτική και υλικοτεχνική υποστήριξη συνηθισμένων (απλών) περιστατικών τοκετού (φυσιολογικού ή και με καισαρική τομή) και όχι ιδιάζουσας βαρύτητας και επικινδυνότητας, όπως ήταν το συγκεκριμένο περιστατικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις εκδηλώθηκαν τα έντονα συμπτώματα της αυξημένης καρδιακής πίεσης και του πνευμονικού οιδήματος, οι προαναφερόμενοι δυο κατηγορούμενοι αισθανόμενοι ότι δεν μπορούν οι ίδιοι να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, κάλεσαν σε βοήθεια ιδιώτη ιατρό καρδιολόγο, καθώς και ασθενοφόρο για τη μεταφορά της ασθενούς στη μονάδα εντατικής θεραπείας του Γενικού Νοσοκομείου Βόλου. Ήταν, όμως, αργά καθόσον η ανωτέρω Γ. Π., εξέπνευσε κατά τη μεταφορά της στο Γενικό Νοσοκομείο Βόλου. Για τους λόγους αυτούς, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας, ο δεύτερος και ο τρίτος των κατηγορουμένων, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι ανθρωποκτονίας από αμέλεια της Γ. Π., αφού στο Βόλο στις 22.1.2007, από έλλειψη της προσοχής τους, την οποία όφειλαν από τις περιστάσεις, αλλά που κυρίως λόγω του επαγγέλματος τους, ως ιατρών, μπορούσαν να καταβάλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα των πράξεων και παραλείψεών τους, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν το θάνατο της Γ. Π.". Δέχθηκε, ακόμη, στο απαλλακτικό, για τον καρδιολόγο ιατρό Ι. Π., σκεπτικό, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα, που αφορούν, όμως, και τους αναιρεσείοντες που καταδικάσθηκαν: "...Περαιτέρω από όλους τους μάρτυρες αποδείχτηκε ότι η αύξηση της πίεσης κατ' εκείνο το χρονικό σημείο(89%) ήταν φυσιολογική και αναμενόμενη ότι το αντίθετό της θα ήταν ανησυχητικό. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι είναι αναμφισβήτητος κανόνας της ιατρικής ότι από το χρονικό αυτό σημείο και μετά η πίεση αυτή μειώνεται και δεν αυξάνεται. Από κανένα δε στοιχείο δεν αποδείχτηκε κανόνας της ιατρικής τέχνης και επιστήμης ότι έγκυος με τους δείκτες της αορτικής στένωσης που παρουσίαζε η Γ. Π. επιβάλλεται να γεννήσει σε δευτεροβάθμια Νοσοκομειακή μονάδα. Η ίδια η πραγματογνώμονας Κ. Τ. σημειώνει "η διαπίστωση της ήπιας και καλώς αντιρροπούμενης αορτικής στένωσης επέτρεπε την περάτωση του τοκετού με ασφάλεια σε κλινική που μπορεί να αντιμετωπίζει συνήθεις επιπλοκές". ... Ακόμη δεν αποδείχτηκε ότι κατά τη διάρκεια του τοκετού στο μαιευτήριο οφείλει να παρευρίσκεται καρδιολόγος προκειμένου να υποβάλει την επίτοκο αμέσως μετά τον τοκετό σε χειρουργική αποκατάσταση της βαλβίδας. Μια τέτοια λειτουργία ...δεν είναι δυνατή κατά τη φάση αυτή, όταν η έγκυος μόλις έχει υποβληθεί σε καισαρική τομή...". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 302 παρ. 1, 28 και 15 του ΠΚ, τις οποίες παραβίασε εκ πλαγίου, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και να στερείται η απόφαση νόμιμης βάσεως. Συγκεκριμένα: α) Όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, κατά την προδικασία διατάχθηκαν τρεις πραγματογνωμοσύνες και συντάχθηκαν οι από 4.5.2009, 5.5.2009 και 5.5.2009 εκθέσεις του ιατρού καρδιολόγου Θ. Κ., της μαιευτήρα - γυναικολόγου Κ. Τ. και του ιατρού αναισθησιολόγου Ι. Μ., αντιστοίχως. Οι εκθέσεις αυτές, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως (σελ. 41 - 42), αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο. Όμως, στο σκεπτικό γίνεται μνεία μόνο της εκθέσεως της Κ. Τ.. Οι άλλες εκθέσεις, παρά το ότι, όπως αναφέρθηκε, αποτελούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, δεν μνημονεύονται ούτε στο προοίμιο ούτε σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του σκεπτικού και, επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το Δικαστήριο, για να καταλήξει στην καταδικαστική, για τους αναιρεσείοντες, κρίση του, έλαβε και αυτές υπόψη και τις συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα. Μάλιστα, όσον αφορά τον αναιρεσείοντα Κ. Α., αναισθησιολόγο, ενώ δέχεται ότι αυτός όφειλε να χορηγήσει στη θανούσα γενική αναισθησία και όχι να ενεργήσει σ` αυτήν οσφυϊκή επισκληρίδιο αναισθησία, καταλήγει, δηλαδή, σε συμπέρασμα αντίθετο με την έκθεση του πραγματογνώμονα αναισθησιολόγου Ι. Μ. (ο οποίος γνωμοδοτεί ότι η επιλογή της επισκληριδίου ως αναισθησιολογικής τεχνικής για το συγκεκριμένο περιστατικό είναι ορθή), δεν αιτιολογεί την αντίθετη προς την πραγματογνωμοσύνη κρίση του. β) Ενώ στο σκεπτικό (σελ. 63 - 64) δέχεται ότι οι αναιρεσείοντες έπρεπε να είχαν επιδιώξει τη διενέργεια του τοκετού σε πλήρως συγκροτημένο νοσηλευτικό ίδρυμα, που θα διέθετε μονάδα εντατικής θεραπείας ή (και) καρδιοχειρουργικό τμήμα ή έστω δυνατότητα καρδιοχειρουργικής υποστήριξης, σε άλλο σημείο του σκεπτικού, που αφορά την απαλλαγή του καρδιολόγου (σελ. 68), δέχεται, αντιφατικά, ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε κανόνας της ιατρικής τέχνης και επιστήμης ότι έγκυος με τους δείκτες της αορτικής στένωσης που παρουσίαζε η θανούσα επιβάλλεται να γεννήσει σε δευτεροβάθμια Νοσοκομειακή μονάδα. γ) Ενώ δέχεται (σελ. 62 πρακτικών) ότι ο αναιρεσείων μαιευτήρας "γνώριζε σύμφωνα με τα στοιχειώδη δεδομένα της ιατρικής επιστήμης, ότι με την πρόοδο της κύησης αυξάνεται η καρδιακή πίεση, λίαν επιβαρυντικό δεδομένο για την υγεία επιτόκου με σοβαρή στένωση αορτικής βαλβίδας" και ότι "απότοκη της ρηθείσας παράλειψης του δευτέρου κατηγορουμένου ήταν η εμφάνιση λίαν αυξημένης καρδιακής πίεσης κατά τον τοκετό της Γ. Π.", σε άλλο σημείο του σκεπτικού και δη στο αθωωτικό για τον καρδιολόγο (σελ. 68) δέχεται, αντιφατικά, ότι: "Περαιτέρω από όλους τους μάρτυρες αποδείχθηκε ότι η αύξηση της πίεσης κατ` εκείνο το χρονικό σημείο (89%) ήταν φυσιολογική και αναμενόμενη ότι το αντίθετό της θα ήταν ανησυχητικό. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι είναι αναμφισβήτητος κανόνας της ιατρικής ότι από το χρονικό αυτό σημείο και μετά η πίεση αυτή μειώνεται και δεν αυξάνεται". δ) Ενώ δέχεται (σελ. 62) ότι ο αναιρεσείων Π. Π. "θα έπρεπε να είχε σε προγενέστερο χρόνο και συγκεκριμένα πριν τη συμπλήρωση του εννεαμήνου και μετά τη συμπλήρωση επταμήνου, (προβεί) στη διενέργεια καισαρικής τομής, προκειμένου να γεννηθεί το βιώσιμο τέκνο της υπό συνθήκες αυξημένης μεν πλην, όμως, όχι στο μέγιστο βαθμό καρδιακής πίεσης, σε συνεργασία με καρδιοχειρουργό σε οργανωμένη νοσοκομειακή μονάδα, διαθέτουσα μονάδα εντατικής θεραπείας και καρδιοχειρουργικό τμήμα ή έστω δυνατότητα καρδιοχειρουργικής υποστήριξης, προκειμένου να προληφθεί και να αντιμετωπιστεί με διορθωτική επέμβαση το ενδεχόμενο επιπλοκών στην καρδιακή της λειτουργία κατά και αμέσως μετά τον τοκετό", σε άλλο σημείο του σκεπτικού (σελ. 68 - 69) δέχεται, αντιφατικά, ότι "δεν αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια του τοκετού στο μαιευτήριο οφείλει να παρευρίσκεται καρδιολόγος προκειμένου να υποβάλει την επίτοκο αμέσως μετά τον τοκετό σε χειρουργική αποκατάσταση της βαλβίδας, μια τέτοια δε λειτουργία ... δεν είναι δυνατή κατά τη φάση αυτή, όταν η έγκυος μόλις έχει υποβληθεί σε καισαρική τομή". Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, δεύτερος και τρίτος λόγοι της αιτήσεως του αναιρεσείοντος Κ. Α.υ και πρώτος, κατά τα σημεία β, γ και δ, και δεύτερος λόγοι του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως του αναιρεσείοντος Π. Π. και ο μοναδικός λόγος του δικογράφου των παραδεκτώς αυτής ασκηθέντων (ενόψει του ότι η ένδικη αίτηση αναιρέσεως περιέχει παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως) προσθέτων λόγων, που κατατέθηκε εμπρόθεσμα (την 19.1.2015) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ), με τους οποίους υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμοι. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 του Π.Κ το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πενταετής και αρχίζει από τότε που τελέσθηκε η πράξη. Η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β', 370 εδ. β' και 511 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξεως, εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση αυτής, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και περιέχεται σ' αυτήν ένας τουλάχιστον παραδεκτός και βάσιμος λόγος από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠοινΔ (Ολ. ΑΠ 7/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, η πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, για την οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι, τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος (με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών - άρθρο 302 παρ. 1 του ΠΚ), από το χρόνο δε που φέρεται ότι τελέσθηκε (22 Ιανουαρίου 2007) μέχρι τη συζήτηση των κρινόμενων αιτήσεων αναιρέσεως (4 Φεβρουαρίου 2015) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας και εξαλείφθηκε με παραγραφή το αξιόποινο της πράξεως αυτής. Επομένως, αφού οι ένδικες αιτήσεις περιέχουν παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως (της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως), οι οποίοι κρίθηκαν και βάσιμοι, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων για την άνω πράξη, λόγω παραγραφής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, παρέλκει δε, μετά ταύτα, η έρευνα των λοιπών λόγων των αιτήσεων. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 888/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. ΠΑΥΕΙ ΟΡΙΣΤΙΚΑ την κατά των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων Κ. Α. του Η. και Π. Π. του Θ. ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, για το ότι αυτοί: Στο Βόλο στις 22-1-07 από έλλειψη της προσοχής τους, την οποία όφειλαν από τις περιστάσεις, αλλά που κυρίως λόγω του επαγγέλματός τους - αφού ασκούσαν το επάγγελμα του ιατρού - μπορούσαν να καταβάλουν, δεν προέβλεψαν το αξιόποινο αποτέλεσμα των πράξεων και παραλείψεών τους και προκάλεσαν το θάνατο άλλου ανθρώπου. Συγκεκριμένα: Α. Ο κατηγορούμενος Π. Π., ιατρός με ειδικότητα γυναικολόγου, παρόλο που ανέλαβε την παρακολούθηση της κύησης και τη διενέργεια του τοκετού της Γ. Π. και ενημερώθηκε άμεσα από αυτήν, αλλά και από τον ίδιο τον θεράποντα ιατρό της - καρδιολόγο Ι. Π. για τα καρδιολογικά προβλήματα που αυτή αντιμετώπιζε, καθώς και την επιδείνωση αυτών κατά το 3° τρίμηνο της κυήσεώς της, επέτρεψε τη συνέχιση της εγκυμοσύνης της, υπό συνθήκες μιας συνήθους εγκυμοσύνης και την ολοκλήρωση του τοκετού της στην ιδιωτική κλινική "ΑΚΕΣΩ" που δεν διέθετε ούτε καν καρδιολόγο, πολύ δε περισσότερο μονάδα εντατικής θεραπείας και διαθέσιμο καρδιοχειρουργό, χωρίς μάλιστα να έχει ενημερώσει προηγουμένως την επίτοκο για τους κινδύνους που ελλοχεύανε για την πρόκληση καρδιακής ανεπάρκειας από τη συνέχιση και την ολοκλήρωση μιας τέτοιας εγκυμοσύνης, που από τον ίδιο είχε κριθεί, αρχικά, ως υψηλού κινδύνου, αν και γνώριζε σύμφωνα με τα στοιχειώδη δεδομένα της ιατρικής επιστήμης, ότι με την πρόοδο της κύησης αυξάνεται η καρδιακή πίεση, λίαν επιβαρυντικό δεδομένο για την υγεία επιτόκου με σοβαρή στένωση αορτικής βαλβίδας, όπως ήταν η Γ. Π. (θανούσα). Εάν, όμως, επιδείκνυε την επιμέλεια ενός μέσου συνετού ιατρού γυναικολόγου, θεράποντος της ίδιας επιτόκου, θα έπρεπε να είχε προβεί σε προγενέστερο χρόνο και συγκεκριμένα πριν τη συμπλήρωση του εννεαμήνου και μετά τη συμπλήρωση επταμήνου, στη διενέργεια καισαρικής τομής, προκειμένου να γεννηθεί το βιώσιμο τέκνο της υπό συνθήκες αυξημένης μεν, πλην όχι στο μέγιστο βαθμό καρδιακής πιέσεως, σε συνεργασία με καρδιοχειρουργό σε οργανωμένη νοσοκομειακή μονάδα, διαθέτουσα μονάδα εντατικής θεραπείας και καρδιοχειρουργικό τμήμα ή έστω δυνατότητα καρδιοχειρουργικής υποστήριξης, προκειμένου να προληφθεί και να αντιμετωπιστεί με διορθωτική επέμβαση το ενδεχόμενο επιπλοκών στην καρδιακή της λειτουργία κατά και αμέσως μετά τον τοκετό. Απότοκη της παραλείψεώς του αυτής ήταν η εμφάνιση λίαν αυξημένης καρδιακής πιέσεως κατά τον τοκετό της Γ. Π., η οποία εντεύθεν υπέστη κάμψη σε έδαφος συγγενούς καρδιοπάθειας με συμπτώματα πνευμονικού οιδήματος αμέσως μετά την επέμβαση (κατά τη διάρκεια συρραφής της τομής), το οποίο, ενόψει της διενέργειας του τοκετού της στη μη διαθέτουσα, κατά τα προαναφερόμενα, επαρκή υποδομή για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου περιστατικού ιδιωτική κλινική στο Βόλο, επέφερε το θάνατό της. Β. Ο κατηγορούμενος Κ. Α., ιατρός και επιληφθείς αναισθησιολόγος στον τοκετό της Γ. Π., όντας υπόλογος για ο,τιδήποτε συμβεί κατά τη διάρκεια της αναισθησίας - της ευθύνης του δυναμένης να αφορά πράξεις ή παραλείψεις του είτε κατά την προαναισθητική επίσκεψη και προαναισθητική αγωγή είτε της εισαγωγής στην αναισθησία και στη διατήρηση της αφύπνισης είτε στην ανάνηψη και στην μετεγχειρητική περίοδο, από έλλειψη προσοχής που όφειλε λόγω της ιδιότητάς του και μπορούσε λόγω της εγνωσμένης εμπειρίας του να καταβάλει δεν αξιολόγησε ορθά την επικινδυνότητα του τοκετού της ανωτέρω επιτόκου ως καρδιοπαθούς, πάσχουσας από συγγενή δίπτυχη αορτική βαλβίδα, και ανέλαβε κατά την επέμβαση του τοκετού αυτής να ενεργήσει και ενήργησε (στην τελευταία) οσφυϊκή επισκληρίδιο αναισθησία, κατά παρέκκλιση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης, παραβλέποντας τους κινδύνους που αυτή ενέχει για επιτόκους πάσχουσες από στένωση αορτικής βαλβίδος, όπως ήταν η Γ. Π., καθόσον λόγω της αγγειοδιαστολής και της αρνητικής δράσης των, κατά το τρίτο στάδιο του τοκετού παρασχεθέντων αγνειοσυσπαστικών και μητροσυσπαστικών φαρμάκων (όπως φαινυλεφρίνης και οξυτοκίνης) και υγρών, επιβαρύνθηκε μοιραία η ήδη προβληματική καρδιακή λειτουργία της Γ. Π., καθόσον προκλήθηκε ελάττωση της οξυγόνωσης του αίματός της και αύξηση της πιέσεως της καρδιάς με αιτιώδη συνέπεια εξαιτίας της ούτως ενεργηθείσης αναισθησίας (ως ισοδύναμου όρου) να αναπτύξει η Γ. Π., ως έγκυος με σοβαρή αορτική στένωση, συμπτώματα πνευμονικού οιδήματος, από το οποίο προήλθε ο αιφνίδιος θάνατός της αμέσως μετά το πέρα της επέμβασης. Αντίθετα, ο εν λόγω κατηγορούμενος όφειλε και μπορούσε να ακολουθήσει, στη συγκεκριμένη περίπτωση καισαρικής τομής τη χορήγηση γενικής αναισθησίας, η οποία ενδείκνυται ως ασφαλέστερη για την αποφυγή καρδιακών επιπλοκών σε επίτοκο με στένωση αορτικής βαλβίδας, καθόσον με τη χορήγηση ναρκωτικών και πτητικών αναισθητικών σε μικρές δόσεις και με ελεγχόμενο αερισμό, μπορεί να διατηρηθεί η φλεβική επιστροφή και η πλήρωση της αριστερής κοιλίας καθώς και η επαρκής οξυγόνωση του αίματος με τη χρησιμοποίηση μηχανικού αερισμού με υψηλή συγκέντρωση οξυγόνου και κατά συνέπεια δύνανται να βελτιωθούν οι καρδιοπνευμονικές επιδόσεις. Εξάλλου και σε κάθε περίπτωση, αυτός όφειλε και μπορούσε με την ιδιότητα του έμπειρου αναισθησιολόγου - ο οποίος επελήφθη της μεθόδου αναισθησίας κατά τον τοκετό της Γ. Π. εν γνώσει του βαθμού στένωσης της αορτικής βαλβίδας της (γνώση των υπερηχοκαρδιογραφικών σχολίων του καρδιολόγου Ι. Π.), λίγες ημέρες πριν από την προγραμματισμένη ημέρα του τοκετού της κατόπιν σχετικής ενημέρωσης και από τον κατηγορούμενο Π. Π. - να είχε επιδιώξει πλήρη προηγούμενη ενημέρωση και συνεργασία με αμφότερους τους ανωτέρω και ιδιαίτερα με τον πρώτο εξ αυτών θεράποντα καρδιολόγο της θανούσας και εν συνεχεία να εξασφαλίσει σε συνεργασία με το δεύτερο εξ αυτών - γυναικολόγο της - τη διενέργεια του τοκετού και της αφορώσας τον ίδιο αναισθησίας σε πλήρως συγκροτημένο νοσηλευτικό ίδρυμα, που θα διέθετε μονάδα εντατικής θεραπείας ή (και) καρδιοχειρουργικό τμήμα ή έστω δυνατότητα καρδιοχειρουργικής υποστήριξης, έτσι ώστε να υπήρχε η δυνατότητα άμεσης και αποτελεσματικής αντιμετώπισης ενδεχόμενης σοβαρής καρδιακής επιπλοκής, όπως ήταν η μεγάλη αύξηση της καρδιακής πίεσης και το συνακόλουθο πνευμονικό οίδημα, που υπέστη η Γ. Π., αμέσως μετά την ανωτέρω καισαρική τομή, δεδομένου ότι η προαναφερόμενη ιδιωτική κλινική ΑΚΕΣΩ, στην οποία διενεργήθηκε ο ανωτέρω τοκετός, διέθετε νοσηλευτική και υλικοτεχνική υποστήριξη συνηθισμένων (απλών) περιστατικών τοκετού (φυσιολογικού ή και με καισαρική τομή) και όχι ιδιάζουσας βαρύτητας και επικινδυνότητας, όπως ήταν το συγκεκριμένο περιστατικό. Αποτέλεσμα των άνω ενεργειών και παραλείψεων των άνω κατηγορουμένων ήταν κατά την διάρκεια του τοκετού της να παρουσιάσει μεγάλη αύξηση στην καρδιακή πίεση και να υποστεί κάμψη σε έδαφος συγγενούς καρδιοπάθειας με συμπτώματα πνευμονικού οιδήματος που - παρά τη μεταφορά της στο Νοσοκομείο του Βόλου - επέφερε το θάνατό της. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 4 Μαρτίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων. Πότε η πραγματογνωμοσύνη αποτελεί ιδιαίτερο είδος αποδεικτικού μέσου και πρέπει να μνημονεύεται ειδικά μεταξύ των ληφθέντων υπόψη αποδεικτικών μέσων. Αναιρείται λόγω ελλείψεως αιτιολογίας καταδικαστική κατά ιατρών απόφαση για ανθρωποκτονία από αμέλεια εγκύου, διότι αν και από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης προκύπτει ότι αναγνώστηκαν μεταξύ άλλων και εκθέσεις ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, οι πραγματογνωμοσύνες δεν μνημονεύονται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο σε οποιοδήποτε μέρος του σκεπτικού στο σκεπτικό, ούτε από το όλο περιεχόμενο αυτού συνάγεται ότι λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν. Ακόμη, στο σκεπτικό της αποφάσεως υπάρχουν αντιφάσεις, με αποτέλεσμα να στερείται αυτή και νόμιμης βάσεως. Παραγραφή λόγω παρόδου οκταετίας από την τέλεση του εγκλήματος και παύση οριστική της ποινικής διώξεως από τον Άρειο Πάγο, αφού κρίθηκαν παραδεκτές οι αιτήσεις αναιρέσεως και περιέχουν αυτές λόγους παραδεκτούς, οι οποίοι κρίθηκαν και βάσιμοι.
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Παύση οριστική ποινικής διώξεως, Παραγραφή, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Πραγματογνωμοσύνη, Νομίμου βάσεως έλλειψη.
1
Αριθμός 202/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Α. Ω. του Φ., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Νοσοκομείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, που δεν παρέστη στο Συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1921/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Νοεμβρίου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1136/2014. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χαράλαμπος Βουρλιώτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή, με αριθμό 167/28.11.2014, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο Δικαστήριο Σας, σύμφωνα με τα άρθρα 476 και 513§1 α ΚΠΔ, την με αριθμό 57/5-11-2014 αίτηση αναίρεσης, του Α. Ω. του Φ., κατοίκου ..., κατά του με αριθμό 1921/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο κήρυξε απαράδεκτη την έφεση του κατά του με αριθμό 4798/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Ι. Κατά το άρθρο 476§1 ΚΠΔ,, "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκηση του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο". Περαιτέρω με το Ν. 3904/2010 καταργήθηκε το άρθρο 482 ΚΠΔ, το οποίο παρείχε την δυνατότητα στον κατηγορούμενο της άσκησης αναίρεσης κατά βουλευμάτων. II. Κατά συνέπεια η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά του με αριθμό 1921/2014, βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ως ασκηθείσα σύμφωνα με τα προεκτεθέντα από πρόσωπο μη δικαιούμενο στην άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: 1) Να κηρυχθεί απαράδεκτη, και με αριθμό 57/2014 αίτηση αναίρεσης του Α. Ω. του Φ. κατά του με αριθμό 1921/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής. Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος, ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 463 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠοινΔ, "ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα". Το δε άρθρο 482 του ΚΠοινΔ, το οποίο καθόριζε τις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος είχε δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος, καταργήθηκε με το άρθρο 34 εδ. γ' του ν. 3904/2010, που ισχύει από της δημοσιεύσεώς του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως κατά το άρθρο 38 αυτού (ΦΕΚ 218/Α/23-12-2010). Επομένως, από την έναρξη ισχύος του άνω νόμου (23-12-2010) και για τα βουλεύματα που εκδόθηκαν μετά την έναρξη της ισχύος του, ο κατηγορούμενος δεν έχει πλέον δικαίωμα αναιρέσεως κατά βουλεύματος. Εξάλλου, με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο "καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ` αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει". Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ενδίκου μέσου, αρκεί αυτοί και οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους να μην είναι υπέρμετροι σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο ή να αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας, πράγμα που συμβαίνει, όταν η προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την παράβαση της διατάξεως του νόμου. Η αρχή αυτή αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β' του Συντάγματος (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 18.4.2001, μετά την αναθεώρηση από τη Ζ' Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), κατά το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Ο αποκλεισμός δε, στην ανωτέρω περίπτωση, του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, στο πρόωρο αυτό στάδιο της προδικασίας, κατά του βουλεύματος, που αποφαίνεται μόνο για την παραπομπή του σε δίκη, δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, γιατί το δικαίωμα προσβάσεως του κατηγορουμένου ενώπιον του δικαστηρίου έχει πλήρως εξασφαλισθεί αφού, ακόμη και στο στάδιο της προδικασίας, παρέχεται σ' αυτόν ανεμπόδιστα η δυνατότητα να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και να υποβάλει τις αντιρρήσεις του ή τα αιτήματά του σε θέματα που ανακύπτουν στη διάρκεια της ανάκρισης ή να ζητήσει την κήρυξη ακυρότητας πράξεων της προδικασίας (άρθρα 171 παρ.1, 285 ΚΠοινΔ). Έτσι, με τη θέσπιση των διατάξεων αυτών έχει εξασφαλιστεί στο στάδιο αυτό το δικαίωμα προσβάσεως στη δικαιοσύνη, που καθιερώνεται στο πιο πάνω άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, το οποίο, όμως, δεν καθιερώνει παραλλήλως υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη για τη θέσπιση και ενδίκων μέσων υπέρ του κατηγορουμένου. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται, το δικαστικό συμβούλιο που είναι αρμόδιο να κρίνει γι` αυτό, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει τούτο απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο 1921/2014 βούλευμά του, κήρυξε απαράδεκτη έφεση του αναιρεσείοντος κατά του 4798/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Το βούλευμα αυτό, μετά την, κατά τα ανωτέρω, κατάργηση του άρθρου 482 του ΚΠοινΔ, δεν υπόκειται σε αναίρεση, ο αποκλεισμός δε του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ενδίκου αυτού μέσου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, μετά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος, κατά την επί του φακέλου σχετική σημείωση της αρμοδίας γραμματέως, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ` αριθ. εκθ. 57/5 Νοεμβρίου 2014 αίτηση του Α. Ω. του Φ., για αναίρεση του 1921/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου 2015. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μετά την κατάργηση του άρθρου 482 ΚΠΔ με τον ν. 3904/2010, δεν επιτρέπεται άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως από τον κατηγορούμενο κατά βουλεύματος. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 6§1 της ΕΣΔΑ, ούτε στο άρθρο 20§1 του Συντάγματος ούτε είναι αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας που αναγνωρίζεται από το άρθρο 25 του Συντάγματος. Απόρριψη αιτήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος συμβουλίου εφετών, με το οποίο απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος κατά βουλεύματος συμβουλίου πλημμελειοδικών, ως απαράδεκτης.
Ε.Σ.Δ.Α.
Ε.Σ.Δ.Α., Απαράδεκτο αναιρέσεως, Βούλευμα.
2
Αριθμός 199/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χ. Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ε. Τ. του Χ., κατοίκου Ξάνθης, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέργιο Γιαλάογλου, για αναίρεση της υπ'αριθ 134/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Το Τριμελές Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 945/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η κατά του αναιρεσείοντος ποινική δίωξη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρ. 71 παρ. 3 του Ν. 998/1979 "περί προστασίας των δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας", όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρ. 46 παρ. 2 Ν. 2145/1993, "όποιος εκχερσώνει παράνομα δάσος ή δασική έκταση, όποιος καλλιεργεί έκταση που έχει εκχερσωθεί παράνομα ή παραβλάπτει καθ' οιονδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση του δάσους ή δασικής εκτάσεως, καθώς και όποιος ενεργεί επί εκχερσωθείσης παράνομα εκτάσεως πράξεις διακατοχής, τιμωρείται με τις ποινές της παρ. 1 του παρόντος άρθρου. Οι παρ. 1, 2, 3, 4, 5 του ν. 998/1979 αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3208/2003/ΦΕΚ Α 303/24.12.2003, όπως παρακάτω: "1. Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια του εδάφους, τα οποία, μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης και αλληλοεπίδρασης τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). 2. Δασική έκταση υπάρχει όταν στο παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά (3. Παραλείπεται ως μη ισχύουσα). 4. Ως δασικές εκτάσεις νοούνται και οι οποιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις, (φρυγανώδεις ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι) που περικλείονται από δάση ή δασικές εκτάσεις, καθώς και οι υπεράνω των δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς κορυφές η αλπικές ζώνες των ορέων. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος που προβλέπεται και τιμωρείται από την πρώτη από αυτές και που είναι υπαλλακτικώς μικτό, αφού προσδιορίζονται περισσότεροι τρόποι πραγματοποιήσεώς του, απαιτείται η ύπαρξη δάσους ή δασικής εκτάσεως, όπως οι έννοιες τους προσδιορίζονται στις παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 3 του ως άνω Ν. 998/1979,όπως τροποποιήθηκε, και ενέργεια του υπαιτίου επί της εκτάσεως από τις ως άνω αναφερόμενες. Προκύπτει, επίσης, ότι ο νόμος διαχωρίζει εννοιολογικώς το δάσος από τη δασική έκταση και προϋποθέτει για την ύπαρξη κάθε μορφής τη βεβαίωση ορισμένου είδους φυτών επί της επιφανείας του εδάφους. Το δικαστήριο, συνεπώς, που επιλαμβάνεται της κατηγορίας για παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής εκτάσεως ή της πρόκλησης βλάβης καθ' οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής έκτασης, οφείλει να ερευνήσει τη συνδρομή των ως άνω όρων, αφού, εάν ελλείπει έστω και ένας, αποκλείεται η στοιχειοθέτηση του πιο πάνω εγκλήματος, γιατί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεώς του είναι η παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής εκτάσεως, όπως οι έννοιές τους προσδιορίζονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, η καλλιέργεια της εκτάσεως που εκχερσώθηκε παράνομα, η πρόκληση βλάβης καθ" οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής εκτάσεως και η ενέργεια σε εκχερσωθείσα έκταση πράξεων διακατοχής. Στοιχείο της έννοιας του δάσους και της δασικής εκτάσεως δεν αποτελεί το ότι μπορεί να προσφέρει προϊόντα εξαγόμενα από τα αναφερόμενα ανωτέρω φυτά ή ότι αποτελεί ιδιαίτερη δασοβιοκοινότητα και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον ή ότι μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετηθεί τη διαβίωση του ανθρώπου μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Οι ανάγκες αυτές, που είναι αυτονόητες υπό τις σημερινές συνθήκες διαβιώσεως του ανθρώπου, αποτέλεσαν το νομοθετικό λόγο προστασίας του δάσους και της δασικής εκτάσεως και είναι, ακριβώς, το αποτέλεσμα της προστασίας αυτής, μιας ισορροπίας που εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια διατηρήσεως του φυσικού περιβάλλοντος, όπως είναι οι λίμνες, τα ρέμματα και τα ποτάμια, οι παράκτιες περιοχές και η θάλασσα γενικότερα και η αποφυγή της ρυπάνσεως του ατμοσφαιρικού αέρα. Κατ' ακολουθίαν, τα στοιχεία αυτά δεν είναι από εκείνα που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Επίσης, κατά, το άρ. 23 παρ. 1 του α.ν. 1539/1938 περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων, όπως αντικαταστάθηκε από το άρ. 1 παρ. 2 του α.ν. 263/1968, ο επιλαμβανόμενος αυτογνωμόνως οιουδήποτε δημοσίου κτήματος ευρισκομένου αναμφισβητήτως υπό την κατοχή του Δημοσίου τιμωρείται, διωκόμενος και αυτεπαγγέλτως, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον 100.000 δραχμών. Κατά δε το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.Δ. 31/1968 "Αι διατάξεις των άρθρων 1 έως 24 του Α.Ν. 1539/1938, ως αυταί ισχύουν εκάστοτε και οι συναφείς προς αυτάς υπέρ του Δημοσίου διατάξεις, εφαρμόζονται αναλόγως και επί των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως δια την προστασία των κτημάτων αυτών...". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για την πραγμάτωση του ανωτέρω εγκλήματος απαιτείται α) αυθαίρετη κατάληψη δημοσίου κτήματος (ή δημοτικού ή κοινοτικού), β) η κατάληψη να έγινε εν γνώσει του δράστη, αρκούντος και του ενδεχομένου δόλου ότι πρόκειται για τέτοιο κτήμα και γ) το κτήμα να τελεί υπό την αναμφισβήτητη κατοχή του δημοσίου (Δήμου ή Κοινότητος). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κ.λπ.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αρ. 134/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης (Πλημμελημάτων) που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, παράνομης εκχέρσωσης δημόσιας δασικής έκτασης κατ'εξακολούθηση και παράνομης κατάληψης δημόσιας δασικής έκτασης και του επιβλήθηκε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών η οποία ανεστάλη επί τριετία. Όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων κατ'είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, κατά πιστή μεταφορά τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και από όλα τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν νόμιμα στο ακροατήριο σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων αποδείχθηκαν τα εξής: Ο 1ος κατηγορούμενος (Ε. Τ.) 1)Στην περιοχή Χρύσας Ξάνθης την 28-1-2007 και την 29-1-2007, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος από πρόθεση προέβη στην εκχέρσωση Δημόσιας δασικής έκτασης στερούμενος της άδειας της αρμόδιας Δασικής Αρχής και συγκεκριμένα στον παραπάνω- τόπο και χρόνο εκχέρσωσε το Ανατολικό πρανές του Ρέματος Χρύσας έκτασης 3.574 τ.μ., η οποία είχε χαρακτηρισθεί με την υπ αρ.4061/26-11-2002 πράξη χαρακτηρισμού Δασάρχη Ξάνθης ως δασική, καταστρέφοντας έτσι τη δασική βλάστηση με μηχανικά μέσα, χωρίς την άδεια της αρμόδιας Δασικής Αρχής και 2) στην περιοχή Χρύσας Ξάνθης την 28-1-2007 και την 29-1-2007, κατέλαβε αυτογνωμόνως δασική έκταση που βρισκόταν αναμφισβήτητα στην κατοχή του Δημοσίου και συγκεκριμένα στον παραπάνω τόπο και χρόνο αυθαίρετα κατέλαβε χωρίς να έχει δικαίωμα δασική έκταση εμβαδού 3.812,88 τ.μ. την οποία περίφραξε και διατηρούσε επί της εκτάσεως αυτής παλαιά κτίσματα, ενώ γνώριζε ότι αυτή βρίσκεται στην αναμφισβήτητη κυριότητα και κατοχή του Δημοσίου. Πρέπει συνεπώς να κηρυχθεί ένοχος για τις συγκεκριμένες πράξεις που αποδίδονται σε αυτόν". Με αυτά που δέχθηκε, το Τριμελές Εφετείο Θράκης δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 134/2013 απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την κρίση του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε τις δύο πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε, καθόσον, δεν παρατίθενται στο αιτιολογικό, ούτε και στο διατακτικό, κανένα πραγματικό περιστατικό, από το οποίο να προκύπτει η φύση της ένδικης έκτασης που εκχερσώθηκε και καταλήφθηκε ως δασικής, όπως ορίζεται στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 3 του Ν. 998/1979, η έλλειψη δε αυτή δεν καλύπτεται από την παραδοχή της αποφάσεως ότι η εν λόγω έκταση είχε χαρακτηρισθεί με τη με αρ. 4061/2002 πράξη του Δασάρχη Ξάνθης ως δασική, αφού δεν αναφέρεται πουθενά αν η πράξη αυτή του Δασάρχη είχε δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ενέργεια η οποία αποτελεί κατά το νόμο συστατικό στοιχείο της πράξεως αυτής, καθώς και δεν προσδιορίζεται αν η απόφαση αυτή συνοδευόταν από σχεδιάγραμμα της εν λόγω εκτάσεως, στο οποίο να καθορίζονται λεπτομερώς τα όρια αυτής, προς αποφυγή συγχύσεως με όμορα ιδιωτικά ακίνητα(χοιροστάσιο) του κατηγορουμένου και του πατέρα του. Ακόμη, όσον αφορά τη δεύτερη παράβαση κατάληψης, το δικάσαν δικαστήριο παραθέτει τυπική αιτιολογία και δεν εκθέτει ποία πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν από τη διαδικασία, από τα οποία προκύπτει και έκρινε ότι ο αναιρεσείων γνώριζε ότι η καταληφθείσα υπ αυτού δασική έκταση των 3.812,88 τ.μ. αποτελούσε δημόσιο κτήμα και τελούσε υπό την αδιαμφισβήτητη κατοχή του Δημοσίου. Επομένως, οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί, παρέλκει δε η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Ακολούθως, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, πλην λόγω της πλημμεληματικής φύσεως των ανωτέρω δύο παραβάσεων και επειδή φέρονται τελεσθείσες στις 28-1-2007 και στις 29-1-2007 αντίστοιχα, και επομένως έχει παρέλθει μέχρι σήμερα χρονικό διάστημα πέραν της οκταετίας(5 + 3 αναστολής), που προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.3 και 112 παρ.3 του ΠΚ, ως το απώτατο όριο για την εξάλειψη του αξιοποίνου των πράξεων αυτών, πρέπει, κατ' άρθρο 511 ΚΠΔ, να παύσει οριστικά η ασκηθείσα ποινική δίωξη, συνεπεία της επελθούσας αυτής παραγραφής. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί τη με αριθ. 134/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θράκης, κατά τις καταδικαστικές σε βάρος του αναιρεσείοντος Ε. Τ. διατάξεις της. Παύει οριστικά την ασκηθείσα σε βάρος του αναιρεσείοντος Ε. Τ. του Χ. ποινική δίωξη, και δη του ότι: 1) Στην περιοχή Χρύσας Ξάνθης την 28-1-2007 και την 29-1-2007, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος από πρόθεση προέβη στην εκχέρσωση Δημόσιας δασικής έκτασης στερούμενος της άδειας της αρμόδιας Δασικής Αρχής και συγκεκριμένα: Στον παραπάνω τόπο και χρόνο εκχέρσωσε το Ανατολικό πρανές του Ρέματος Χρύσας έκτασης 3.574 τ.μ., η οποία είχε χαρακτηρισθεί με την υπ' αρ.4061/26-11-2002 πράξη χαρακτηρισμού Δασάρχη Ξάνθης ως δασική, καταστρέφοντας έτσι τη δασική βλάστηση με μηχανικά μέσα, χωρίς την άδεια της αρμόδιας Δασικής Αρχής. 2) Στην περιοχή Χρύσας Ξάνθης την 28-1-2007 και την 29-1-2007, κατέλαβε αυτογνωμόνως δασική έκταση που βρισκόταν αναμφισβήτητα στην κατοχή του Δημοσίου και συγκεκριμένα στον παραπάνω τόπο και χρόνο αυθαίρετα κατέλαβε χωρίς να έχει δικαίωμα δασική έκταση εμβαδού 3.812,88 τ.μ. την οποία περίφραξε και διατηρούσε επί της εκτάσεως αυτής παλαιά κτίσματα, ενώ γνώριζε ότι αυτή βρίσκεται στην αναμφισβήτητη κυριότητα και κατοχή του Δημοσίου. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του 24 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1. Παράνομη εκχέρσωση δασικής έκτασης. 2.Παράνομη κατάληψη δημόσιας έκτασης. Δεκτή Αίτηση. Αναιρεί για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας και ΠΟΠΔ, λόγω παρόδου οκταετίας.
Παραγραφή
Παραγραφή.
0
Αριθμός 197/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου A. S. του S., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Μαλανδρίνου, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Λαμπράκη, για αναίρεση της υπ'αριθ. 404/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Απριλίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1082/2014 Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 30 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 3459/2006(ΚΝΝ) και ήδη 30 παρ. 1, 2 και 3 του νέου ν. 4139/2013: "1. Όσοι απέκτησαν την έξη της χρήσης ναρκωτικών και δεν μπορούν να την αποβάλουν με τις δικές τους δυνάμεις, υποβάλλονται σε ειδική μεταχείριση κατά τους όρους του άρθρου αυτού και των άρθρων 31-35. 2. Η συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων της προηγούμενης παραγράφου διαπιστώνεται κατά την άσκηση της ποινικής δίωξης και σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με την αρχή της ηθικής αποδείξεως, όπως ορίζεται από το άρθρο 177 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. 3. Για τη διάγνωση της εξάρτησης ενός προσώπου από ναρκωτικά συνεκτιμώνται ιδίως ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία: πιστοποιήσεις αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης, χορήγησης υποκαταστάτων ή ανταγωνιστικών στα οπιοειδή ουσιών, περίθαλψης για παθήσεις συνδεόμενες με τη χρήση ουσιών, ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα που αφορούν τον κατηγορούμενο, ευρήματα εργαστηριακών εξετάσεων που αποκαλύπτουν χρήση ναρκωτικών για μακρόχρονες περιόδους. Σε κάθε φάση της ποινικής διαδικασίας δύναται να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από αίτημα του κατηγορουμένου, προκειμένου να καθοριστεί αν πράγματι υπάρχει εξάρτηση, όπως επίσης και το είδος και η βαρύτητα αυτής. ... Η πραγματογνωμοσύνη συνεκτιμάται με τα παραπάνω διαγνωστικά κριτήρια...". Οι άνω διατάξεις των παρ. 2 και 3 δεν μετέβαλαν το προϋφιστάμενο της ισχύος του άνω ν. 4139/2013 νομικό καθεστώς, καθόσον η μεν αρχή της ηθικής αποδείξεως, εκ του άρθρου 177 παρ. 1 του ΚΠΔ, ουδέποτε έπαυσε ισχύουσα, ώστε να επαναβεβαιωθεί η ισχύς της, από δε το άρθρο 178 ΚΠΔ, το οποίο ορίζει τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην αποδεικτική διαδικασία, προκύπτει ότι η πραγματογνωμοσύνη, η οποία αποσκοπεί στην ενίσχυση της κρίσεως του δικαστού, όταν ανακύπτει ζήτημα το οποίο απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις ενός προσώπου, ως αποδεικτικό μέσο, εκτιμάται ελευθέρως από το δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 του ίδιου Κώδικα, υπό την έννοια ότι δεν το δεσμεύει η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, οφείλει όμως, όταν δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από αυτήν συμπεράσματα, να αιτιολογεί την αντίθετη δικανική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεδειγμένα εκείνα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν αυτά που οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους, η δε υποχρέωση συνεκτιμήσεως των ανωτέρω στην παρ. 3 του άνω ν. 4139/2013 ενδεικτικώς παρατιθεμένων "στοιχείων", δεν μεταβάλλει αυτά σε αυξημένης αποδεικτικής δυνάμεως αποδεικτικά μέσα. Αν δε η δικαστική πραγματογνωμοσύνη αποφαίνεται αρνητικά για την τοξικομανία κατηγορουμένου, το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τη θέση αυτή και οφείλει να ερευνήσει και τα λοιπά εισφερόμενα στη διαδικασία αποδεικτικά μέσα, ιδίως άλλες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, συνταγείσες σε απώτατο ή και σε μεταγενέστερο χρόνο ή και ιδιωτικές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, αν ο κατηγορούμενος προβάλει σχετικό αυτοτελή ισχυρισμό, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση το δικαστήριο, προκειμένου να απορρίψει τον αυτοτελή αυτό ισχυρισμό τοξικομανίας, πρέπει να αναφέρει ειδικά και συγκεκριμένα αρνητικά περιστατικά, που οδηγούν σε απορριπτική κρίση, αντικρούοντας τα αντίθετα συμπεράσματα. Για τη διάγνωση της εξάρτησης ενός προσώπου από ναρκωτικά, υπό τον ανωτέρω νέο νόμο, το δικαστήριο πλέον οφείλει να συνεκτιμά, εκτός από τη δικαστική πραγματογνωμοσύνη και τυχόν πιστοποιήσεις αναγνωρισμένων υπηρεσιών απεξάρτησης, χορήγησης υποκαταστάτων ή ανταγωνιστικών στα οπιοειδή ουσιών, περίθαλψης για παθήσεις συνδεόμενες με τη χρήση ουσιών, ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα που αφορούν τον κατηγορούμενο, ευρήματα εργαστηριακών εξετάσεων που αποκαλύπτουν χρήση ναρκωτικών για μακρόχρονες περιόδους. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ' του ΚΠΔ και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Η απλή, όμως, γνωμάτευση ή γνωμοδότηση, η ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη η οποία προκαλείται από τους διαδίκους και συντάσσεται από πρόσωπα που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης, τα οποία καλούνται να εκφέρουν κρίση για γεγονότα που τίθενται υπόψη τους, όπως και από τεχνικούς συμβούλους, δεν ταυτίζεται με το προβλεπόμενο στο άρθρο 178 του ΚΠΔ αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης που διατάσσεται ως άνω, αλλά λαμβάνεται υπόψη από το δικαστικό συμβούλιο ή από το δικαστήριο και συνεκτιμάται μαζί με τις άλλες αποδείξεις για τη διαμόρφωση της κρίσεώς του ως απλό έγγραφο, οπότε δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο. Το άνω αποδεικτικό μέσο της δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, διακρινόμενο των εγγράφων και πρέπει το δικαστήριο να αναφέρει ειδικά ότι το έλαβε υπόψη του για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως ή να προκύπτει από το περιεχόμενο των περιστατικών που εκθέτει ότι το έλαβε υπόψη του και το συνεκτίμησε με τα άλλα αποδεικτικά μέσα κατά τρόπο αναμφισβήτητο. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι το δικαστήριο το έλαβε υπόψη του και το συνεκτίμησε, χωρίς να αρκεί η αναφορά του στα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, οπότε ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η επιβαλλόμενη επομένως κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή από το συνήγορό του παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη και ορισμένο. Μεταξύ των αυτοτελών ισχυρισμών, που μπορούν να προβληθούν επί παραβάσεων του ν. περί ναρκωτικών, είναι και ο ισχυρισμός συνδρομής τοξικομανίας του κατηγορουμένου δράστη, κατά το χρόνο τελέσεως της πράξης, ήτοι της απόκτησης της έξης των ναρκωτικών ουσιών, την οποία δεν μπορεί να αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, κατά το άρθρο 31 παρ.1 του ν. 1729/1987, 30 ΚΝΝ και ήδη προαναφερθέν άρθρο 30 παρ.1, 2, 3 του ν. 4139/2013. Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που συνιστά λόγο αναίρεσης, κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχείο Ε ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της απόφασης, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή εφαρμογή του νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, με αρ. 404/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, ο για πώληση και κατοχή ναρκωτικών ουσιών αναιρεσείων κατηγορούμενος πρόβαλε και ανέπτυξε προφορικά τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι είναι τοξικομανής, ότι δηλαδή, κατά την διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του ν. 4139/2013, είχε κατά τον χρόνο της πράξεως αποκτήσει την έξη της χρήσεως ναρκωτικών και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, που έχει ως συνέπεια την ηπιότερη ποινική μεταχείριση του δράστη, για την απόδειξη δε του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού του επικαλέστηκε , κατά πιστή μεταφορά τα εξής, που καταχωρήθηκαν στα πρακτικά: "Πλέον της αθωώτητάς μου, η οποία περίτρανα και ανάγλυφα αποδεικνύεται από το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας, έχω προβάλλει ήδη και τον ισχυρισμό της τοξικομανίας και ως τοξικομανής θα πρέπει να κριθώ, αφού πληρώ άπαντα τα κριτήρια της σχετικής υπουργικής αποφάσεως, όπως προκύπτει και αποδεικνύεται από τα κάτωθι: 1) Ξεκίνησα τη χρήση χασίς πριν από οκτώ χρόνια και πριν από δύο χρόνια ξεκίνησα να λαμβάνω ηρωίνη και παράλληλα κοκαΐνη. Ξεκίνησα τη χρήση κοκαΐνης πριν από πέντε χρόνια λαμβάνοντας καθημερινά από ενάμισι έως και δύο γραμμάρια. Έκανα - περιστασιακά χρήση υπναγωγών και ηρεμιστικών δισκίων καθώς και δισκίων ecstasy. Πριν από την σύλληψή μου για την υπό κρίση υπόθεση, είχα κατηγορηθεί για προμήθεια και κατοχή για αποκλειστικά δική χρήση ακατέργαστης κάνναβης μικτού βάρους εννέα (9) γραμμαρίων και μισού γραμμαρίου κοκαΐνης. Από τη στέρηση της λήψης ηρωίνης και κοκαΐνης. παρουσιάζω διάχυτα άλγη, υπνηλία, νευρικότητα και ανησυχία. 2) Μετά τη σύλληψη μου για την υπό κρίση υπόθεση και μετά από δικό μου αίτημα με την υπ' αριθμ. 774/2007 Διάταξη της Γ' Τακτικής Ανακρίτριας Πειραιώς διατάχθηκε και διενεργήθηκε ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη από τον Δ. I. Π.. Ωστόσο, η έκθεση του ανωτέρω ιατρού είναι τουλάχιστον αόριστη και ανακριβής, αφού για όλα τα κριτήρια που απαιτούνται κρίνει ότι δεν μπορούν να αξιολογηθούν αντικειμενικά, ενώ και στα συμπεράσματά του δεν αποσαφηνίζει το εάν και σε ποιο βαθμό είμαι τοξικομανής και το αν μπορώ να αποβάλλω την έξη των ναρκωτικών με τις δικές μου δυνάμεις και αναφέρει: "...Δεν δυνάμεθα να εκτιμήσουμε το βαθμό σωματικής και ψυχικής εξάρτησης που πιθανόν εμφανίζει". Ακόμα όμως και στην συγκεκριμένη έκθεση, ο παραπάνω ιατρός αναφέρει χαρακτηριστικά ότι "..Είναι πιθανόν χρήστης ουσιών, σύμφωνα με το ιστορικό του. Η φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει είναι ένδειξη χρήσης ουσιών...". Κατόπιν. τούτου διόρισα-τεχνικό σύμβουλο τον Δ. I, Ν., προκειμένου να διαπιστωθεί εάν είμαι εξαρτημένος χρήστης ναρκωτικών ουσιών καθώς και ο βαθμός εξάρτησής μου. Η από 7- 7-2008 έκθεση του Δ.Ι.Ν., με έκρινε τοξικομανή εξαρτημένο από ηρωίνη, κοκαΐνη και χασίς, μη δυνάμενο να αποβάλλω με τις δικές μου δυνάμεις την έξη που έχω αποκτήσει, αφού πληρώ τα 5 από τα 9 κριτήρια που θέτει ο νόμος, χρήζοντας ειδικής θεραπευτικής μεταχείρισης. Μάλιστα η από 29-11-2008 ΩΡΑ εξέταση που πραγματοποιήθηκε στο ιατρείο των Φυλακών Κορυδαλλού έδειξε "υπεραιμία ρινικού βλεννογόνου αμφόπλευρα", κλινικά σημεία χρόνιας χρήσης ταξικών ουσιών. 3) Επίσης έχει κριθεί με την από 20-12-2010 Έκθεση Ιατροδικαστικής Πραγματογνωμοσύνης του ψυχιάτρου - νευρολόγου κ. Μ. Ε., ότι "..Από την αξιολόγηση του ιστορικού, από την εξέταση στη παρούσα κατάσταση και από τα ευρήματα της ΩΡΑ εξετάσεως (σκολίωση ρινικού διαφράγματος δεξιά με υπερτροφία της κάτω ρινικής κόγχης σύστοιχα. Αριστερά ατροφία βλεννογόνου της κορυφής της κάτω ρινικής κόγχης και στην περιοχή της στυλίδος, πτώση μαλθακής υπερώας. Χρόνια κακοήθης φαρυγγίτις), προκύπτει ότι ο S. A. του S. κάνει χρήση τοξικής ουσίας και πληροί 3 από τα κριτήρια που απαιτεί το άρθ. 30 παρ. 1 του Ν. 3459/06 και η Υ.Α. Α23/3982/7-10/4-11-87 (ΦΕΚ) 577 τ.β για τον χαρακτηρισμό τινός ως τοξικομανή. Η ουσία που χρησιμοποιεί είναι η κοκαΐνη και είναι εξαρτησιογόνος ναρκωτική ουσία. Η ημερήσια δόση που λαμβάνει είναι περίπου 1γρ/ημέρα κοκαΐνης διά ρινικής εισροφήσεως και καπνιστή (free base) έως 12 γρ/ημέρα. Η εξάρτησή του είναι τόσο ψυχική, όσο και σωματική και δεν μπορεί να την αποβάλλει με τις δικές του δυνάμεις και έχει την ανάγκη ειδικής μεταχείρισης. Η θεραπευτική αγωγή που συνίσταται, είναι ψυχιατρική και ψυχολογική υποστήριξη συγχρόνως με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Όλα τα ανωτέρω είναι δυνατόν να προκαλέσουν τέτοια διαταραχή ούτως ώστε να μην αντιλαμβάνεται πλήρως το άδικο των πράξεων του". (Σημειώνεται ότι η εν λόγω ιατρική πραγματογνωμοσύνη δεν είναι ιδιωτική, αλλά έλαβε χώρα σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 1604/2010 Διάταξη του 29ου Τακτικού Ανακριτού Αθηνών) και 4) Τέλος η από 18-11-2010 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του Α. Τ., ψυχιάτρου - ψυχοθεραπευτή, αναφέρει ρητώς στο συμπέρασμα της ότι είμαι άτομο ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟ. (Σηιιειωτέον ότι και αυτή η ιατρική πραγματογνωμοσύνη δεν είναι ιδιωτική, αλλά έλαβε χώρα σύμφωνα και δυνάμει της με αριθμ. 23878/2009 αποφάσεως του Α Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά). Επειδή η πραγματογνωμοσύνη για την τοξικομανία δεν δεσμεύει το δικαστήριο, αυτό όμως δεν μπορεί να την απορρίψει εάν δεν διαθέτει άλλα στοιχεία που να αποτρέπουν το συμπέρασμά της (Εφ. Λαρ. 44/1987 ΠοινΧρ ΛΖ σελ. 44), γι' αυτό όταν δεν δέχεται την πραγματογνωμοσύνη, οφείλει να αιτιολογεί την αντίθετη πεποίθησή του (ΑΠ 6/1995 ΠοινΧρ ΜΕ σελ. 303). Αν το δικαστήριο, απορρίψει τη διαταχθείσα πραγματογνωμοσύνη χωρίς να αιτιολογήσει το λόγο για τον οποίο την απέρριψε, δηλ. χωρίς να διαλάβει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία προς τούτο, η απόφαση του είναι αναιρετέα κατά το σκέλος που απορρίφθηκε ο αυτοτελής ισχυρισμός περί τοξικομανίας (ΑΠ 1288/1998 ΠοιΔικ 1998 σελ. 1190). Εξ όλων των ανωτέρω γίνεται αναμφίβολα σαφές ότι είμαι άτομο εξαρτημένο από ναρκωτικές ουσίες (:τοξικομανής), τούτο δε ανάγλυφα προκύπτει και αποδεικνύεται όχι από μία αλλά από τρεις ιατρικές πραγματογνωμοσύνες, τριών διαφορετικών ιατρών. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ - ΕΞΑΙΤΟΥΜΑΙ Να γίνει δεκτός ο παρόν αυτοτελής ισχυρισμός μου και Να γίνει δεκτό από το Δικαστήριο Σας ότι είμαι άτομο εξαρτημένο από ναρκωτικές ουσίες (:τοξικομανής) σύμφωνα με τα άρθρο 30 παρ. 1 και 2 του Ν. 4139/2013". Όπως προκύπτει από τη με αρ. 404/2013 προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, το δίκασαν κατ' έφεση Πενταμελές Εφετείο Πειραιώς, δέχθηκε στο αιτιολογικό του, ότι κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, από τα μνημονευόμενα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα, πλέον εκείνων που αναφέρονται και στηρίζουν την ενοχή του κατηγορουμένου, επί του προβληθέντος ως παραπάνω αυτοτελούς ισχυρισμού τοξικομανίας, αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι έχει αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών πριν από 8 έτη, ξεκινώντας τη χρήση κοκαΐνης πριν από 5 έτη, λαμβάνοντας καθημερινά 1,5 - 2 γραμμάρια ημερησίως και ότι δεν μπορεί να αποβάλλει την έξη αυτή με τις δικές του δυνάμεις. Για την διαπίστωση της ύπαρξης ή μη της επικαλούμενης τοξικομανίας που διατάχθηκε μετά τη σύλληψή του, με την 774/07 διάταξη της 3ης τακτικής Ανακρίτριας Πειραιά, η διεξαγωγή ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης από τον νευρολόγο ψυχίατρο Γ. Π.. Ο εν λόγω πραγματογνώμονας, αφού εξέτασε τον κατηγορούμενο στις 17-11-2007 (δηλ. τρείς περίπου εβδομάδες μετά τη σύλληψή του στις 27-10-2007), καθ'όν χρόνο ήταν προσωρινά κρατούμενος στις φυλακές Κορυδαλλού, διαπίστωσε μεταξύ άλλων ότι: α) αυτός δεν φέρει σημάδια παλαιότερης ενδοφλέβιας χρήσης β) δεν εμφανίζει στερητικά συμπτώματα γ) είναι πιθανόν χρήστης ουσιών, σύμφωνα με το ιστορικό του, όπου κατά δήλωσή του άρχισε να κάνει χρήση ινδικής κάνναβης πριν 6 χρόνια, χρήση κοκαΐνης πριν 4 χρόνια και χρήση ηρωίνης πριν 2 χρόνια, κάνοντας καθημερινά πριν από τη σύλληψή του, χρήση ηρωίνης δια της ρινικής οδού (0,5 - 1 γραμ.) και κοκαΐνης (2 γραμ) δ) από της 2-11-2009 λαμβάνει από τους ιατρούς των φυλακών φαρμακευτική αγωγή, η οποία είναι ένδειξη χρήσης ουσιών. Τελικά δε στην υποβληθείσα από 11-12-2007 έκθεση πραγματογνωμοσύνης ο ιατρός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα ότι δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα εκτίμησης του βαθμού σωματικής και ψυχικής εξάρτησης του κατηγορουμένου από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος διόρισε ως τεχνικό του σύμβουλο τον ψυχίατρο Ι. Ν., ο οποίος συνέταξε την από 7-7-2008 ψυχιατρική γνωμοδότησή του, στην οποία, μεταξύ άλλων αναφέρει ότι: α) εξέτασε τον κατηγορούμενο στις 13-6-2008 στο ιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού β) έλαβε υπόψη του την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Γ. Π. γ) ο κατηγορούμενος του δήλωσε ότι είχε συλληφθεί και άλλη φορά για κατοχή 0,5 γραμ. κοκαΐνης και 2-3 γραμ. χασίς, ότι έκανε χρήση των ναρκωτικών ουσιών που αναφέρθηκαν στην από 11-2-07 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ότι πριν τη φυλάκισή του παρουσίαζε στερητικά συμπτώματα όταν δεν έκανε χρήση ναρκωτικών ουσιών και ότι προσπάθησε να αυτοκτονήσει μέσα στη φυλακή κτυπώντας το κεφάλι του στον τοίχο δ) κατά τη φυσική εξέταση του κατηγορουμένου διεπίστωσε ότι δεν φέρει ουλές από φλεβοκεντήσεις ή φλεβοθρομβώσεις ε) κατά την Ω.Ρ.Λ. εξέταση από τον Ε. Κ. στις 29-11-2008, στο ιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού διαπιστώθηκε "σχετική υπεραιμία ρινικού βλεννογόνου αμφοτερόπλευρα". Κατόπιν αυτών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος είναι τοξικομανής, εξαρτημένος από ηρωίνη, κοκαΐνη και χασίς, καλύπτοντας τα κριτήρια των ισχυόντων νόμων περί ναρκωτικών, έχοντας αποκτήσει την έξη των ναρκωτικών ουσιών και αδυνατεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις. Όμως η ιατρική αυτή γνωμοδότηση δεν κρίνεται πειστική διότι: 1) η εξέταση του κατηγορουμένου από τον Ι. Ν. έγινε οκτώ (8) περίπου μήνες μετά την τέλεση των αποδιδομένων σ'αυτόν πράξεων αναφορικά με την πώληση και κατοχή ναρκωτικών ουσιών και πάντως πολύ αργότερα από την τελευταία χρήση, η οποία δεν διακριβώθηκε αν, και πόσο χρόνο πριν από τη σύλληψή του είχε γίνει 2) η ύπαρξη στερητικών συμπτωμάτων από τη μη χρήση ναρκωτικών ουσιών, πριν από τη σύλληψή του, βασίστηκε μόνο στις σχετικές δηλώσεις του ιδίου του κατηγορουμένου και όχι σε διαπιστώσεις του συντάκτη της ψυχιατρικής γνωμοδότησης ιατρού. Σε κάθε όμως περίπτωση και ο ίδιος ο κατηγορούμενος δεν αναφέρθηκε στην ύπαρξη τέτοιων συμπτωμάτων μετά την κράτησή του επί ένα περίπου έτος στις φυλακές Κορυδαλλού, παρόλο που δήλωσε και στους δύο παραπάνω ιατρούς ότι έκανε καθημερινά χρήση 1,5-2 γραμμαρίων κοκαΐνης πριν από τη σύλληψή του 3) μόνη η "σχετική υπεραιμία ρινικού βλεννογόνου αμφόπλευρα" που διαπιστώθηκε κατά την ΩΡΛ εξέταση του κατηγορουμένου στις 29-11-2008, οφειλόμενη σε "χρόνια χρήση τοξικών ουσιών (βλ. σελίδα 6 της παραπάνω γνωμοδότησης), δεν αρκεί για την εξαγωγή ασφαλούς συμπεράσματος ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο διάπραξης των αποδιδομένων πράξεων ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε τέτοια ψυχική και σωματική εξάρτηση από τις ναρκωτικές ουσίες, ώστε να μη μπορεί να αποβάλλει την έξη της χρήσης αυτών με τις δικές του δυνάμεις ούτε ανατρέπεται η παραπάνω κρίση του δικαστηρίου από το ότι ο κατηγορούμενος από τις 30-8-2008 μέχρι 26-9-2008 (1 1/2 περίπου μήνα μετά τη σύνταξη της επίμαχης ψυχιατρικής γνωμοδότησης και 2 περίπου μήνες πριν από την εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο άρχισε να παρακολουθεί το θεραπευτικό πρόγραμμα κρατουμένων ΚΕΘΕΑ ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ που διεξάγεται στις φυλακές Κορυδαλλού, δεδομένου ότι η παρακολούθηση του πιο πάνω συμβουλευτικού προγράμματος και μάλιστα για τόσο μικρό χρονικό διάστημα δεν αρκεί για να προσδώσει στον κατηγορούμενο την ιδιότητα του τοξικομανή. Συνακολούθως των ανωτέρω ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του της τοξικομανίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επομένως πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των πράξεων: 2) της πώλησης κατ'εξακολούθηση, χωρίς την επιβαρυντική περίπτωση της κατ'επάγγελμα τέλεσης της πράξεως, αφού με το άρθρο 10 Ν. 4139/2013 καταργήθηκε ο Ν. 3459/2006 όπου στο άρθρο 23 του Ν. αυτού (3459/2006) προεβλέπετο ως επιβαρυντική περίπτωση η κατ'επάγγελμα τέλεση του αδικήματος και στο νεώτερο νόμο δεν περιλαμβάνεται η περίπτωση αυτή στις προβλεπόμενες διακεκριμένες περιπτώσεις 3) της κατοχής ναρκωτικών ουσιών, αναγνωριζομένου σ'αυτόν του πρωτοδίκως αναγνωρισθέντος ελαφρυντικού του άρθρου 84 § 2 ΠΚ. Πρέπει να σημειωθεί ότι στον κατηγορούμενο για τις προαναφερόμενες πράξεις της κατ'εξακολούθηση πώλησης ναρκωτικών ουσιών και κατοχής θα επιβληθεί μία ποινή όπως και πρωτοδίκως". Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση, διέλαβε την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτή με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος παράβασης του ν. περί ναρκωτικών ουσιών σε βάρος του αναιρεσείοντος, για το οποίο και καταδικάσθηκε και αιτιολογείται επαρκώς και εμπεριστατωμένα η απόρριψη του παραπάνω προβληθέντος αυτοτελούς περί τοξικομανίας ισχυρισμού του κατηγορουμένου. Ειδικότερα, αναφέρονται επίσης οι αποδείξεις από τις οποίες το Εφετείο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις παραπάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1 ΠΚ και 30 παρ.1 ν. 3459/2006 (ΚΝΝ) και ήδη 30 παρ. 1, 2 και 3 του νέου ν. 4139/2013, που αναφέρθηκαν, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου με ελλιπή ή αντιφατική ή ενδοιαστική αιτιολογία και να στερήσει έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως, του αναιρεσείοντος, α) με επαρκή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς ενδοιαστικές κρίσεις, απορρίφθηκε ο προβληθείς αυτοτελής ισχυρισμός του αναιρεσείοντος περί τοξικομανίας αυτού, με ρητή και εκτενή αναφορά του δικαστηρίου στην επικαλεσθείσα και αναγνωσθείσα από 11-12-2007 έκθεση δικαστικής ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του νευρολόγου ψυχιάτρου Γ. Π., με χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης την 27-10-2007, που αποφαίνεται ότι "ο κατηγορούμενος δεν εμφανίζει στερητικά συμπτώματα, είναι πιθανόν χρήστης ουσιών, σύμφωνα με το ιστορικό του, αλλά δεν δύναται να αποφανθεί και να εκτιμήσει το βαθμό σωματικής και ψυχικής εξάρτησης που πιθανόν εμφανίζει, δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα εκτίμησης του βαθμού σωματικής και ψυχικής εξάρτησης του κατηγορουμένου από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών", ενώ με εκτενή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αντικρούεται το περιεχόμενο της αντίθετης αναγνωσθείσας από 7-7-2008 εκθέσεως ψυχιατρικής γνωματεύσεως του διορισθέντος από τον κατηγορούμενο τεχνικού συμβούλου Ι. Ν., που εξέτασε τον κατηγορούμενο την 13-6-2008 στο ιατρείο των φυλακών Κορυδαλλού που εκρατείτο, οκτώ περίπου μήνες μετά την τέλεση της παράβασης και αποφαίνεται ότι "ο κατηγορούμενος είναι τοξικομανής, εξαρτημένος από ηρωίνη και χασίς, μη δυνάμενος να αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις την έξη χρήσης που έχει αποκτήσει και ότι χρήζει ειδικής θεραπευτικής αγωγής, πληρών τα 5 από τα 9 κριτήρια που θέτει ο νόμος", αντικρούει δε και την επικληθείσα από 29-11-2008 ΩΡΛ εξέταση ρινικού βλεννογόνου, που αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος εμφανίζει υπεραιμία αμφόπλευρα, με κλινικά σημεία χρόνιας χρήσης ναρκωτικών ουσιών, β) δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και δη αβεβαιότητα ως προς τη συνεκτίμηση από το δικαστήριο και του ιδιαίτερου αποδεικτικού μέσου της ανωτέρω αναγνωσθείσας δικαστικής πραγματογνωμοσύνης του νευρολόγου ψυχιάτρου Ι. Π., όσον και της αναγνωσθείσας εκθέσεως ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης του τεχνικού συμβούλου ψυχιάτρου Ι. Ν., από τη μη ειδική αναφορά αυτών στο προοίμιο του αιτιολογικού, αφού στο προπαρατεθέν αιτιολογικό γίνεται εκτενής και σαφής και ρητή αναφορά στις δύο αυτές εκθέσεις και στα πορίσματα αυτών και γ) δεν ήταν απαραίτητο το αιτιολογικό να αναφερθεί και στις επικληθείσες δύο δικαστικές εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης του κατηγορουμένου, από 20-12-2010 του ψυχιάτρου - νευρολόγου Μ. Ε. και από 18-11-2010 του ψυχιάτρου Α. Τ., που αποφαίνονται ότι ο κατηγορούμενος είναι εξαρτημένος από ναρκωτικές ουσίες, αφού από τα πρακτικά προκύπτει ότι αυτές δεν αναγνώσθηκαν ώστε να αποτελέσουν αποδεικτικό στοιχείο, ούτε προκύπτει ότι ο επικαλεσθείς αυτές στον άνω έγγραφο αυτοτελή ισχυρισμό συνήγορος του κατηγορουμένου, τις προσκόμισε και τις κατέθεσε στο δικαστήριο για συνεκτίμηση και ότι υπέβαλεν αίτημα ανάγνωσής τους, που αγνοήθηκε, σε κάθε δε περίπτωση, είναι μεν δικαστικές πραγματογνωμοσύνες, αλλά πραγματοποιήθηκαν, με αφορμή άλλες υποθέσεις του κατηγορουμένου, μετά από τρία περίπου έτη από του χρόνου τέλεσης της κρινόμενης αξιόποινης παράβασης του ν. περί ναρκωτικών, ενώ κρίσιμος χρόνος της εξάρτησης, που ερευνήθηκε και με βάση τον οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου 30 ν. 4139/2013, είναι αυτός της τέλεσης της πράξης, αφού η εξάρτηση συνιστά λόγο ευνοϊκής μεταχείρισης των δραστών που τέλεσαν την πράξη υπό την ειδική αυτή κατάσταση. Επομένως όλοι οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη της επιβαλλομένης από το Σύνταγμα και το νόμο ειδικής αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, ελλείψει άλλων παραδεκτών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 583 παρ. 1 του ΚΠΔ, στα δικαστικά έξοδα. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 12/15-4-2014 αίτηση του A. S. του S., περί αναιρέσεως της με αρ. 404/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράβαση ν. Ναρκωτικών. Αιτιολογημένα επαρκώς απορρίφθηκε αυτοτελής ισχυρισμός τοξικομανίας.
Ναρκωτικά
Ισχυρισμός αυτοτελής, Ναρκωτικά.
0
Αριθμός 196/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Π. Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Έ. (Ε.) Ψ. του Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Δημητράτο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 5531/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Οκτωβρίου 2014 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1086/14. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ., "όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης, απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και τις παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, όχι και εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περιουσία νοείται το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου που έχουν χρηματική αξία, βλάβη δε της περιουσίας είναι η μείωση αυτής, δηλαδή η επί έλαττον διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας την οποία είχε προ της διαθέσεως που προκλήθηκε με την απατηλή συμπεριφορά και εκείνης που απέμεινε μετά από αυτήν. Βλάβη της περιουσίας υπάρχει έστω και αν ο παθών έχει ενεργό αξίωση προς ανόρθωσή της. Χρόνος τελέσεως της απάτης θεωρείται εκείνος κατά τον οποίο ο δράστης ενήργησε και ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά του, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις, εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών ή τρίτος. Είναι αδιάφορος τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της ζημίας του παθόντος, με την οποία ολοκληρώνεται η απάτη, καθώς και ο χρόνος που επιχειρήθηκε η ζημιογόνος ενέργεια ή παράλειψη του παθόντος. Τέλος, ναι μεν δεν υπάρχει βλάβη όταν η ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά του εξαπατώντος ισοσταθμίζεται από μία ισάξια αντιπαροχή η οποία περιήλθε στον εξαπατηθέντα από την πράξη την οποία αυτός παραπείσθηκε να διαπράξει, πλην αυτό προϋποθέτει ότι η αντιπαροχή είναι νόμιμη. Στην περίπτωση, π.χ., όπου κάποιος, προσκομίζοντας πλαστό πτυχίο, πετύχει να προσληφθεί σε δημόσια θέση, καίτοι δεν έχει τα νόμιμα προσόντα να καταλάβει αυτή την θέση και συνεπώς να παράσχει τις υπηρεσίες που παρέχει όποιος έχει τις απαιτούμενες γνώσεις και τα νόμιμα προσόντα, και προσελήφθη εκ του λόγου αυτού παρανόμως, δεν μπορεί να επικαλεσθεί ότι η ζημία του Δημοσίου από την καταβολή σ` αυτόν αποδοχών της θέσεως που παρανόμως κατέλαβε έχει ισοσταθμισθεί από την παροχή της (μη νόμιμης) εργασίας του και ότι, επομένως, δεν έχει τελεσθεί το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 5531/2014 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως και απάτης ιδιαίτερα μεγάλης ζημίας κατ` εξακολούθηση και την καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και πέντε (5) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη, στην Αθήνα στις 4-10-2006 και στις 18-10-2007 με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος πέτυχε με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη υπέβαλε προς το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Διεύθυνση Προσωπικού Ν.Π) την από 4-10-2006 και την από 17-10-2007 αίτηση - υπεύθυνη δήλωση για πρόσληψή της ως ιατρού - Χειρουργού στο Γενικό Νοσοκομείο Αιγίου με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και, εξαπατώντας τους αρμοδίους υπαλλήλους ως προς το γεγονός ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις για να προσληφθεί, πέτυχε να εγκριθεί η πρόσληψή της και να βεβαιωθεί με τον τρόπο αυτό ψευδώς με περισσότερες πράξεις α) στην υπ' αριθμ. πρωτ. Υ 10α Γ Π 111943 από 4-10-2006 απόφαση Υπουργού Υγείας και β) στην υπ' αριθμ. πρωτ. Υ 10α Γ Π 132352 από 31-10-2007 απόφαση Γενικού Γραμματέα Δημόσιας Υγείας, ότι είχε τις προϋποθέσεις για την πρόσληψή της ως ιατρού Χειρουργού στο Γενικό Νοσοκομείο Αιγίου, γεγονός το οποίο ωστόσο ήταν ψευδές, αφού η κατηγορουμένη προκειμένου να λάβει α) αναγνώριση πτυχίου Ιατρικής αλλοδαπής Πανεπιστημιακής Σχολής, από το ΔΙΚΑΤΣΑ κατά το έτος 1997, β) άδεια ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος με την με αριθ. 8573/08-05-1997 Απόφαση της Δ/νσης Υγείας Τομέα Δυτικής Αθήνας, της Νομαρχίας Αθηνών, αλλά και γ) άδεια χρησιμοποιήσεως τίτλου ιατρικής ειδικότητας Χειρουργικής από τη Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας Λάρισας, είχε κάνει χρήση του υπ' αριθ. 274296/01.07.1989 πτυχίου, φερόμενου ως εκδοθέντος από το Κρατικό Ιατρικό Ινστιτούτο του Ερεβάν της Αρμενίας, το οποίο ωστόσο ήταν πλαστό. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη, στην Αθήνα στις 4-10-2006 και στις 18-10-2007, με περισσότερες από μια πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, η δε περιουσιακή ζημία που προκλήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Συγκεκριμένα, παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς προς τη Γενική Διεύθυνση Υγείας - Διεύθυνση Προσωπικού ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις για να προσληφθεί στο Δημόσιο Νοσοκομείου Αιγίου ως ιατρός με Ειδικότητα Χειρουργικής και ειδικότερα ότι κατείχε νόμιμα το υπ' αριθ. 274296/01.07.1989 πτυχίο Ιατρικής Σχολής του Κρατικού Ιατρικού Ινστιτούτου του Ερεβάν νομίμως αναγνωρισμένο από τις αρμόδιες Αρχές ως και άδεια ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος, αλλά και άδεια χρησιμοποιήσεως τίτλου ιατρικής ειδικότητας Χειρουργικής από τη Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας Λάρισας και έτσι έπεισε τους αρμοδίους υπαλλήλους να προχωρήσουν στις 4-10-2006 και στις 18-10-2007 στην πρόσληψή της στο Γενικό Νοσοκομείο Αιγίου, την έγκριση της προσλήψεώς της ως επικουρικού ιατρού ειδικότητας Χειρουργικής με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου α) στις 4-10-2006 δια της υπ' αριθ. πρωτ. Υ 10α Γ Π 111943 από 4-10-2006 αποφάσεως του Υπουργού Υγείας και β) στις και στις 18-10-2007 δια της υπ' αριθμ. πρωτ. Υ 10α Γ Π 132352 από 31-10-2007 απόφασης Γενικού Γραμματέα Δημόσιας Υγείας και να της καταβληθούν για το χρονικό διάστημα από 4.10.2006 έως και 15.10.2007 αποδοχές ύψους 24.098,40 ευρώ και για το χρονικό διάστημα από 16-10-2007 έως και 16-7-2008 αποδοχές συνολικού ύψους 32.956 ευρώ, ήτοι 57.054,40 (24.098,40 + 32.956) ευρώ συνολικά, με αποτέλεσμα την περιουσιακή βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου κατά το ανωτέρω ποσό, το οποίο είναι ιδιαίτερα μεγάλο, με αντίστοιχο δικό της παράνομο περιουσιακό όφελος, ενόψει του ότι η ίδια δεν είχε δικαίωμα να προσληφθεί και να ασκεί το επάγγελμα του ιατρού, με δεδομένο ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του νόμου. Και τούτο διότι ουδέποτε είχε λάβει πτυχίο Ιατρικής Σχολής, ο δε προσκομισθείς προς αναγνώριση στο ΔΙΚΑΤΣΑ τίτλος σπουδών δεν ήταν γνήσιος αλλά πλαστός, η αναγνώριση δε αυτού ως ισότιμου ελληνικού και η χορηγηθείσα με την με αριθ. 8573/08-05-1997 απόφαση της Δ/νσης Υγείας Τομέα Δυτικής Αθήνας Νομαρχίας Αθηνών άδεια ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος, την οποία είχε χρησιμοποιήσει για να επιτύχει την εγγραφή της στον Ιατρικό Σύλλογο Λάρισας προκειμένου να λάβει Ειδικότητα Χειρουργού, ήταν προϊόν υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως. Η μη γνησιότητα του υπ' αρ. 274296 Διπλώματος Ιατρικής του Πανεπιστήμιου Ερεβάν Αρμενίας έχει βεβαιωθεί τρεις φορές από το Υπουργείο Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Αρμενίας. Η πρώτη αρνητική (για τη γνησιότητα) απάντηση περιέχεται στη ρηματική διακοίνωση με αριθμό 18-1/09766/1.7.2010 του ως άνω Υπουργείου, που αναγνώστηκε στο ακροατήριο σε νόμιμη μετάφραση (...), ενώ υπήρξαν μεταγενέστερα και άλλες δύο αρνητικές απαντήσεις (...). Η κατηγορουμένη, η οποία αμφισβητεί την ακρίβεια των όσων αναφέρονται στα ως άνω έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Αρμενίας, δεν προσκομίζει μέχρι σήμερα το πρωτότυπο του επίμαχου πτυχίου της, ισχυριζόμενη ότι αυτό, μαζί με όλα τα έγγραφά της, της τα έκλεψε ο πρώην σύζυγός της για να την εκδικηθεί και ότι η ίδια δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να μεταβεί στην Αρμενία και να παραλάβει το πτυχίο της από την εκεί Ιατρική Σχολή, ο πρύτανης της οποίας της ζήτησε το ποσό των 20.000 ευρώ για να βεβαιώσει ότι αυτό είναι γνήσιο. Ο ισχυρισμός όμως αυτός της κατηγορουμένης επιβεβαιώνει πανηγυρικά την πλαστότητα του τίτλου, αφού μόνο σ' αυτή την περίπτωση, κατά την κοινή λογική, θα ήταν αναγκαίος ο χρηματισμός για τη βεβαίωση της γνησιότητάς του. Η κατηγορουμένη προς απόδειξη της γνησιότητας του πτυχίου της προσκομίζει την υπ' αριθμ. 741/30-5-1994 βεβαίωση του προξενικού τμήματος της ρωσικής Ομοσπονδίας στην Ελλάδα. Από την ανάγνωση αυτής προκύπτει ότι αποτελεί μετάφραση του κειμένου του πτυχίου και βεβαίωση περί του ότι ως δικαιούχος αυτού αναφέρεται η κατηγορουμένη, δεν πιστοποιεί όμως τη γνησιότητα αυτού, δεν θα μπορούσε άλλωστε να το πράττει, αφού μόνη αρμόδια προς τούτο είναι η προαναφερθείσα Ιατρική Σχολή της Αρμενίας. Εξάλλου, η κατηγορούμενη δεν παρέσχε ικανοποιητική εξήγηση για το γεγονός ότι κατέθεσε προς αναγνώριση στο ΔΙΚΑΤΣΑ, το μεν πτυχίο της Παιδαγωγικής με το επώνυμο του συζύγου της (Π.), το δε πτυχίο της Ιατρικής με το επώνυμο του πατέρα της (Ψ.), χωρίς να έχει λάβει τότε ακόμη διαζύγιο από το σύζυγό της. Επίσης δεν εξηγεί ικανοποιητικά γιατί ενώ κατέθεσε την αίτηση αναγνώρισης στο ΔΙΚΑΤΣΑ του πτυχίου της Ιατρικής στις 28.6.1994, το ίδιο το πτυχίο το κατέθεσε και προώθησε την αναγνώρισή του από το ως άνω Κέντρο τρία σχεδόν έτη αργότερα και δη στις 16.4.1997. Να σημειωθεί ότι ένα περίπου μήνα πριν και δη στις 21.3.1997 η κατηγορούμενη είχε πετύχει την αλλαγή του επωνύμου της από Π. σε Ψ.. Η μόνη λογική και ανταποκρινόμενη στα πράγματα εξήγηση των ανωτέρω ενεργειών της κατηγορουμένης είναι ότι επεδίωκε να δημιουργήσει σύγχυση με τη χρήση των δύο διαφορετικών επωνύμων στα αρμόδια όργανα του ΔΙΚΑΤΣΑ και να αποτρέψει, έτσι, τον ουσιαστικό και εις βάθος έλεγχο των πτυχίων της, κάτι το οποίο και επέτυχε εν τέλει. Σημειώνεται ότι με τις υπ' αριθμ. 11881/153100/1-11-2010 και 40928/23161/2-1-2010 αποφάσεις, του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Θεσσαλίας η πρώτη και του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής η δεύτερη, ανακλήθηκαν προηγούμενες (υπ' αριθμ. 3618/21-7-2006 και 8573/8-5-1997) αποφάσεις των ιδίων, με τις οποίες είχαν χορηγηθεί στην κατηγορουμένη άδεια χρησιμοποίησης τίτλου ιατρικής ειδικότητας χειρουργικής και άδεια άσκησης ιατρικού επαγγέλματος αντίστοιχα, οι δε ενώπιον του ΣτΕ από 17-11-2010 αρ. κατ. 9503 και 9504/2010 αιτήσεις της τελευταίας περί ακύρωσης των ανακλητικών αποφάσεων, όπως η ίδια αναφέρει στην απολογία της, έχουν ήδη απορριφθεί. ...Με βάση τα παραπάνω, πρέπει η κατηγορουμένη να κηρυχθεί ένοχη των πράξεων που της αποδίδονται, όπως αυτές περιγράφονται στο διατακτικό". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως και της απάτης κατ` εξακολούθηση, για τα οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 220 παρ. 1, 386 παρ. 1 β - α και 98 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, όσον αφορά το έγκλημα της απάτης (την καταδικαστική κρίση για το οποίο και μόνο πλήττει με το σχετικό λόγο αναιρέσεως), είναι αβάσιμες, αφού: α) Από τις παραδοχές ότι η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη προσκόμισε πτυχίο ιατρικής, η μη γνησιότητα του οποίου βεβαιώθηκε τρεις φορές από το Υπουργείο Εξωτερικών της Δημοκρατίας της Αρμενίας, για να πετύχει την έγκριση της προσλήψεώς της ως επικουρικού ιατρού ειδικότητας χειρουργικής με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου συνάγεται σαφώς ότι αυτή είχε σκοπό να αποκομίσει παράνομο όφελος, δεδομένου ότι θα εξασκούσε λειτούργημα, το οποίο δεν θα μπορούσε να εξασκήσει χωρίς την προσκόμιση του (πλαστού) πτυχίου. β) Ορθώς έγινε δεκτό ότι η, εξαιτίας του εγκλήματος της απάτης, το οποίο τέλεσε η αναιρεσείουσα, περιουσιακή ζημία του Δημοσίου ισούται με το ποσό των αποδοχών που της καταβλήθηκαν, δεδομένου δε ότι η πρόσληψή της δεν ήταν νόμιμη, δεν μπορεί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η ζημία αυτή να αντισταθμισθεί με ίσης αξίας αντιπαροχή, με την εργασία, δηλαδή, αυτής κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, την οποία ωφελήθηκε το Δημόσιο. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, τρίτος, κατά τα στοιχεία α και β, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την καταδικαστική κρίση για το έγκλημα της απάτης, είναι αβάσιμος. Οι, περιεχόμενες στον αυτό λόγο (στοιχ. γ και δ), αιτιάσεις περί εσφαλμένων συλλογισμών και εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων ως προς το ζήτημα της πλαστότητας του πτυχίου της αναιρεσείουσας, είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αποστερείται, έτσι, ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο (άρθρο 358 ΚΠοινΔ), εκτός αν αυτά αποτελούν στοιχεία του κατηγορητηρίου ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο μνημονεύει, όπως αναφέρθηκε, στο σκεπτικό, μεταξύ άλλων, ειδικώς, α) την από 4.10.2006 αίτηση - υπεύθυνη δήλωση της κατηγορουμένης - αναιρεσείουσας προς το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για πρόσληψή της ως ιατρού - χειρουργού στο Γενικό Νοσοκομείο Αιγίου και β) την με αριθ. 8573/8.5.1997 απόφαση της Δ/νσης Υγείας Τομέα Δυτικής Αθήνας Νομαρχίας Αθηνών, με την οποία της είχε χορηγηθεί άδεια ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης, αλλά και της πρωτόδικης 13498/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, τα έγγραφα αυτά δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα των εγγράφων που φέρονται ότι αναγνώσθηκαν στο δευτεροβάθμιο, ή έστω στο πρωτοβάθμιο, Δικαστήριο. Όμως, το μεν πρώτο είναι στοιχείο του κατηγορητηρίου και αποτελεί υλικό αντικείμενο μερικότερης πράξεως του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως που αποδίδεται στην κατηγορουμένη, ενώ το περιεχόμενο του δευτέρου προκύπτει από άλλο αποδεικτικό μέσο και δη την 191/20.2.2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου (για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω), η οποία αναγνώσθηκε στο ακροατήριο με αύξ. αριθ. 19. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, τα έγγραφα αυτά παραδεκτώς λήφθηκαν υπόψη από το Τριμελές Εφετείο και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από τη λήψη υπόψη των ως άνω εγγράφων χωρίς αυτά να αναγνωσθούν, είναι αβάσιμος. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 του ΚΠοινΔ, αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την απαγόρευση αυτή ασκηθεί ποινική δίωξη, κηρύσσεται αυτή απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να συντρέχουν α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξεως ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή. Ως πράξη νοείται το ιστορικό γεγονός, δηλαδή η υλική πράξη και πνευματική κίνηση, με όλα τα αποτελέσματα στον εξωτερικό κόσμο, καθ' όλη τη διαδρομή και καθ' όλες τις πραγματικές και νομικές όψεις της, τις οποίες ο δικαστής έχει δικαίωμα να ερευνήσει και να αξιολογήσει αυτεπάγγελτα. Ταυτότητα, δηλαδή, της πράξεως υπάρχει όταν η νέα κατηγορία συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, από τα οποία απαρτίζεται κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία της και η προηγούμενη κατηγορία. Ενόψει αυτών, το δεδικασμένο εξαντλείται, όχι στην ταυτότητα του εγκλήματος, αλλά στην ταυτότητα της αξιόποινης πράξεως για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη και δεν εμποδίζει νέα δίωξη για άλλη αξιόποινη πράξη, που δεν κρίθηκε, έστω και αν στα στοιχεία της πράξεως αυτής περιλαμβάνεται και εκείνο που επίσης απετέλεσε στοιχείο του εγκλήματος, το οποίο έχει κριθεί. Δεν υφίσταται ταυτότητα πράξεως και ως εκ τούτου δεδικασμένο, οσάκις τα περισσότερα αποτελέσματα μιας φυσικής πράξεως έχουν αυτοτελή υλική υπόσταση και αποτελούν εξωτερικά καθένα ίδιο έγκλημα, το οποίο δεν τέθηκε υπό την κρίση του Δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, πρόβαλε, δια του συνηγόρου του, τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι η κατ` αυτής ποινική δίωξη είναι απαράδεκτη, λόγω δεδικασμένου που απορρέει από την 191/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αιγίου, που έγινε αμετάκλητη, με την οποία αθωώθηκε αυτή, μεταξύ άλλων, και για υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως που αφορά το ένδικο, ως πλαστό φερόμενο, πτυχίο ιατρικής. Όπως, όμως, προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, η απόφαση αυτή, η οποία έγινε αμετάκλητη μετά την απόρριψη, ως εκπρόθεσμης, αιτήσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση αυτής, με την 1263/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, έχει άλλο τόπο και χρόνο τελέσεως του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως (Αίγιο, 5.12.2006), ενώ αφορά περιστατικό υφαρπαγής από τον Ιατρικό Σύλλογο Αιγίου του υπ` αριθ. 11894/5.12.2006 πιστοποιητικού εγγραφής της αναιρεσείουσας στο Σύλλογο αυτό ως μέλους. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν υπάρχει ταυτότητα πράξεως, η δε ως άνω αθωωτική απόφαση δεν εμποδίζει την άσκηση ποινικής διώξεως για άλλη αξιόποινη πράξη που δεν είχε κριθεί, όπως ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ΣΤ του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προαναφέρθηκε, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωση τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Για το ορισμένο του ισχυρισμού δεν αρκεί η αναφορά απλώς της διατυπώσεως του νόμου, χωρίς την επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, τα οποία να δικαιολογούν την αναγνώριση του αιτούμενου ελαφρυντικού. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται, μεταξύ άλλων, η προβλεπόμενη από την §2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχείο ε', ήτοι το ότι ο υπαίτιος ε) συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο συνήγορος της κατηγορουμένης, μετά την απαγγελία της περί της ενοχής της κατηγορουμένης αποφάσεως, ζήτησε "να αναγνωριστούν στην κατηγορουμένη οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 ε ΠΚ". Ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε εντελώς αορίστως, αφού γίνεται μνεία μόνο της νομικής διατάξεως που προβλέπει το άνω ελαφρυντικό, χωρίς να γίνεται επίκληση κανενός περιστατικού, το οποίο να δικαιολογεί την αναγνώρισή του. Το Δικαστήριο, λοιπόν, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Παρά ταύτα, ως εκ περισσού, απήντησε, απορρίπτοντάς τον ως αόριστο, και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, τρίτος, κατά το στοιχ. ε, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 24 Οκτωβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 7043/2014) αίτηση (δήλωση) της Έ. (Ε.) Ψ. του Π., για αναίρεση της 5531/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2015 . Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως και απάτη, η ζημία που προκλήθηκε από την οποία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, κατ' εξακολούθηση της κατηγορουμένης, η οποία εμφάνισε πλαστό πτυχίο, πέτυχε την πρόσληψή της ως ιατρού και εισέπραξε αποδοχές από το Δημόσιο, τις οποίες δεν εδικαιούτο. Στοιχεία εγκλήματος απάτης. Προϋπόθεση της μη υπάρξεως βλάβης όταν η ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά του εξαπατώντος ισοσταθμίζεται από ισάξια αντιπαροχή που περιήλθε στον εξαπατηθέντα είναι η αντιπαροχή να είναι νόμιμη, πράγμα που δεν συμβαίνει όταν κάποιος πέτυχε την πρόσληψή του και παρέσχε εργασία, προσκομίζοντας πλαστό πτυχίο. Ορθώς λήφθηκαν υπόψη έγγραφα χωρίς να αναγνωσθούν, καθόσον το ένα αποτελούσε στοιχείο του κατηγορητηρίου και το περιεχόμενο του άλλου προέκυπτε από έγγραφο που αναγνώσθηκε. Όχι απόλυτη ακυρότητα. Έννοια δεδικασμένου. Δεν απορρέει από αθωωτική απόφαση, η οποία αφορά διαφορετικό τόπο και χρόνο τελέσεως και, επομένως, δεν υπάρχει ταυτότητα πράξεως. Ορθή απόρριψη ισχυρισμού περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικού, ο οποίος είχε προβληθεί αορίστως. Απόρριψη αιτήσεως.
Ακυρότητα απόλυτη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Δεδικασμένο.
2
Αριθμός 194/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Α. Χ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Καλονόμο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 455/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Mε πολιτικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ευθύμιο Τσάκα. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Οκτωβρίου 2014 αίτησή της αναιρέσεως μετά των από 29 Δεκεμβρίου 2014 προσθέτων λόγων τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 977/2014. Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ'αυτής πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 258 περ. α του ΠΚ, ορίζεται ότι "υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι` αυτό, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, το οποίο περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ. 1 ΠΚ υπεξαιρέσεως με επαύξηση της ποινής, απαιτείται: α). Παράνομη ιδιοποίηση ξένων (ολικά ή εν μέρει) κινητών πραγμάτων ή χρημάτων, τέτοια δε θεωρούνται εκείνα τα οποία βρίσκονται σε ξένη, σε σχέση με το δράστη, κυριότητα, με την έννοια κατά την οποία αυτή εκλαμβάνεται στο αστικό δίκαιο. Κατοχή δε, κατά την έννοια των προαναφερομένων διατάξεων, δεν είναι μόνο η σχέση φυσικής εξουσιάσεως του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούλησή του, αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών την εξουσίαση του πράγματος από το δράστη κατά τη βούλησή του. β). Ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχ. α' του ΠΚ, όπως αυτή διευρύνεται με το άρθρο 263α του ίδιου Κώδικα. Και γ). Ο υπάλληλος να έλαβε ή να κατέχει τα κινητά πράγματα ή τα χρήματα υπό την υπαλληλική του ιδιότητα., αδιάφορα αν ήταν αρμόδιος ή όχι γι` αυτό. Ιδιοποίηση αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέλησή του να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριος. Υποκειμενικά απαιτείται η ύπαρξη δόλου του δράστη, ο οποίος ενέχει τη γνώση αυτού ότι το πράγμα ή τα χρήματα είναι ξένα (ολικά ή εν μέρει) ως προς αυτόν και ότι τα έλαβε ή τα κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη βούληση να τα ιδιοποιηθεί παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, Δημοσίου ή άλλου δικαιούχου νομικού προσώπου. Ενδεχόμενος δόλος αρκεί. Περαιτέρω, ξένο θεωρείται το πράγμα όταν είναι υπό ξένη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στο αστικό δίκαιο και δεν περιήλθε στην κατοχή του υπαιτίου με κάποια μεταβιβαστική της κυριότητας πράξη. Τέλος, με την υπαλληλική ιδιότητα λαμβάνει κανείς χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα, όταν μεταξύ της λήψεως και της υπαλληλικής ιδιότητας του λήπτη υπάρχει μια άμεση σχέση αιτιότητας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις που υπάλληλος λαμβάνει ένα πράγμα στο πλαίσιο της υπαλληλικής του αρμοδιότητας, αλλά υπάρχει και εκεί, που μπορεί κανείς να μην έχει "in concreto" αρμοδιότητα, το πράγμα όμως δίνεται σε αυτόν ως υπάλληλο. Για τη στοιχειοθέτηση, εξάλλου της κακουργηματικής μορφής της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, απαιτείται να μεταχειρίστηκε ο υπαίτιος ιδιαίτερα τεχνάσματα και επιπροσθέτως να είναι το αντικείμενο αυτής ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης των 15.000 ευρώ. Ως ιδιαίτερα τεχνάσματα, θεωρούνται ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη υπαλλήλου, κρυφές ενέργειες και μέθοδοι, μη εμφανώς διακριτές που τείνουν στη δυσχέρανση ή παρεμπόδιση του ελέγχου, με σύγχρονη εξαπάτηση τρίτων προσώπων και μάλιστα των προϊσταμένων ή τυχόν ελεγκτών και γενικά τείνουν στην εξαπάτηση της Αρχής, όπως ψευδείς εγγραφές ή παραποιήσεις σε βιβλία ή σε λογαριασμούς, μη καταχώρηση οφειλομένων ή εισπραττομένων στα βιβλία, αλλοιώσεις αριθμών, έκδοση εικονικών εγγράφων κ.λπ., με τις οποίες ενέργειες επιδιώκεται να καταστεί δυσχερής ο έλεγχος ή να προκληθεί σύγχυση στους λογαριασμούς και γενικά ό,τι είναι κατά την κοινή πείρα επιτήδειο να συγκαλύψει την παράνομη ενέργεια του υπαλλήλου, ώστε να επωφελείται του εφησυχασμού και της αδράνειας των αρμοδίων ελεγκτικών οργάνων ο δράστης υπάλληλος και να ιδιοποιείται παράνομα τα ποσά που κατακρατεί από εκείνα που διαχειρίζεται ως υπάλληλος, χωρίς την συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεση από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως συνιστά η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη με αρ. 455/2014 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών κήρυξε ένοχο την αναιρεσείουσα υπάλληλο ΔΟΥ Χολαργού Αθηνών, υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, ανώτερης των 30.000 ευρώ, μεταχειριζόμενη ιδιαίτερα τεχνάσματα, κατ'εξακολούθηση, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου και ειλικρινούς μεταμέλειας και την καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, ανασταλείσα επί τριετία. Στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης με αρ. 455/2014 αποφάσεως, το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων κατά το είδος τους αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε ανελέγκτως, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Η κατηγορουμένη Ά. Χ., υπάλληλος του κλάδου ΠΕ Εφοριακών, άσκησε καθήκοντα της Προϊσταμένης Εσόδων της ΔΟΥ Χολαργού από 1/4/1999 έως 31/3/2005. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα η κατηγορουμένη τέλεσε τις παρακάτω αξιόποινες πράξεις: α) Στις 26.10.2005 η αρμόδια υπάλληλος του Γραφείου Επιστροφών της άνω ΔΟΥ Χολαργού Α. Κ. διαπίστωσε ότι στις πληρωμές της ημέρας εξοφλήθηκε νόμιμο ατομικό φύλλο έκπτωσης (ΑΦΕΚ) με τα στοιχεία "Α. Θ. του Θ." με ΑΦΜ ..., ποσού 563,19 ευρώ με την σφραγίδα της και πλαστογραφημένη την υπογραφή της. Μετά από έλεγχο που έγινε στον ανωτέρω τίτλο" διαπιστώθηκε ότι ενώ η δικαιούχος είχε αποβιώσει, δεν υπήρχαν δικαιολογητικά εξόφλησης, όπως λ.χ. υπεύθυνες δηλώσεις κληρονόμων, ενώ, αντίθετα, υπήρχε υπογραφή της δικαιούχου και στα στοιχεία ταυτότητας ο τίτλος είχε μουτζούρες. Ακολούθησε έρευνα και προέκυψε ότι ο ανωτέρω τίτλος εξοφλήθηκε από την κατηγορουμένη και μάλιστα συμψηφιστικά με γραμμάτιο συμψηφισμού υπ'αριθμ. 565/26.10.2005 για ΔΟΥ Ψυχικού στο ΑΦΜ ... που ανήκε στον Γ. Χ.. Στην συνέχεια διαπιστώθηκε ότι με τον ίδιο τρόπο εξόφλησης η πληρωμή ακόμη τριών (3) νόμιμων ΑΦΕΚ και στο ίδιο πρόσωπο της κατηγορουμένης, τα οποία είναι: 1) Χ. Α. του Δ., με ΑΦΜ ..., ΑΦΕΚ 518/18.7.2005, για το ποσό των 198,79 ευρώ, 2) Α. Λ. του Δ., με ΑΦΜ ..., ΑΦΕΚ 843/03/28.7.2005, για το ποσό των 377,33 ευρώ, 3) Τ. Α. του Κ., με ΑΦΜ ..., ΑΦΕΚ 505/01/24.6.2005, για το ποσό των 105,61 ευρώ. Τα ανωτέρω ποσά ιδιοποιήθηκε η κατηγορουμένη, χωρίς να ακολουθήσει την νόμιμη διαδικασία εξόφλησης, δηλαδή αυτοπρόσωπη εμφάνιση με δελτίο αστυνομικής ταυτότητας ή άλλα νομιμοποιητικά έγγραφα, προκειμένου περί κληρονόμων. Τούτο το πέτυχε αφού προηγουμένως πλαστογράφησε την υπογραφή της αρμοδίας υπαλλήλου και για την εξόφληση των ΑΦΕΚ αυτών, επισκέφθηκε προς τούτο την ΔΟΥ Χολαργού τον Οκτώβριο του έτους 2005, χρόνο κατά τον οποίο ήδη υπηρετούσε με απόσπαση στην ΔΟΥ Παλλήνης, και εκμεταλλευόμενη την απουσία της αρμόδιας υπαλλήλου, χρησιμοποιώντας την σφραγίδα της, εισήλθε στο ηλεκτρονικό σύστημα της ΔΟΥ από ηλεκτρονικό υπολογιστή συναδέλφου της και εισέπραξε τα ανωτέρω ποσά τα οποία και ιδιοποιήθηκε παράνομα, χωρίς να παρευρίσκονται οι ίδιοι οι φορολογούμενοι, όπως έπρεπε, και εν αγνοία τους, προφασιζόμενη μάλιστα στον ταμία Α. Μ. ότι εξυπηρετεί υπερήλικους πολίτες, β) ως προϊσταμένη του Τμήματος Εσόδων της ΔΟΥ Χολαργού και αρμόδια για την έκδοση των ΑΦΕΚ και ως εκ της θέσεως της είχε πρόσβαση στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της υπηρεσίας της είχε επί πλέον την δυνατότητα να επικυρώνει και να ταυτοποιεί τίτλους πληρωμών προς εξόφληση, προέβη στην έκδοση και εξόφληση των εις το διατακτικό λεπτομερώς αναφερομένων μη νόμιμων ΑΦΕΚ, τα οποία προσκομίζοντας τα η ίδια στο ταμείο της ΔΟΥ, λαμβάνοντας πάντως στα χέρια της το υπερβάλλον ποσό, καθόσον οι προς συμψηφισμό οφειλές δεν ήταν δυνατόν να είναι ακριβώς ισόποσες με τα αναγραφόμενα στα οικεία ΑΦΕΚ ποσά και γ) το έτος 2002, εκμεταλλευόμενη την εισαγωγή του νέου συστήματος TAXIS στις ΔΟΥ, προέβη στην είσπραξη των ποσών 2.804,56 ευρώ και 2.256,86 ευρώ, ως επιστροφή φόρου Εισοδήματος των οικονομικών ετών 2000 και 2001 του συζύγου της Κ. Ν., ενώ τα εν λόγω ποσά είχαν ήδη επιστραφεί στον δικαιούχο δυνάμει των 18/23.11.2000 και 1139/25.5.2001 ΑΦΕΚ επιστροφής φόρου εισοδήματος. Η κατηγορούμενη ισχυρίζεται ότι δεν ελάμβανε στην κατοχή της χρήματα, ώστε να αποκτήσει την φυσική τους εξουσίαση, όμως από την από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και ιδίως από την ένορκη κατάθεση του ταμία Α. Μ., προκύπτει ότι αυτή εισέπραττε τα χρήματα, τα οποία ήταν ξένα, διότι ανήκαν ή στους πολίτες, όπως στην περίπτωση των άνω τεσσάρων νόμιμων ΑΦΕΚ ή στο Δημόσιο. Περαιτέρω, η κατηγορουμένη ιδιοποιήθηκε τα λεπτομερώς αναφερόμενα στο διατακτικό ποσά, τα οποία υπερβαίνουν το ποσό των 30.000 ευρώ, όπως επιβεβαιώνει και ο επιθεωρητής Β. Σ. ο οποίος διενήργησε την 333/2005 ένορκη προκαταρκτική εξέταση και τα οποία αφορούν νόμιμα και μη νόμιμα ΑΦΕΚ. Άλλωστε και η ίδια η κατηγορουμένη παραδέχθηκε τις άνω αξιόποινες πράξεις της, μετά την αποκάλυψη τους, τόσον ενώπιον της Προϊσταμένης της οικείας ΔΟΥ Α. Τ. όσον και ενώπιον του διενεργούντος την ΕΔΕ Οικονομικού Επιθεωρητή Β. Σ., ενώπιον του οποίου ομολόγησε μέρος των ενεργειών της, και στην συνέχεια έσπευσε, μέσω τραπεζικού δανείου που έλαβε, και εξόφλησε το μεγαλύτερο μέρος του συνολικού ποσού όλων των ΑΦΕΚ, που είχε εισπράξει, πλέον των νομίμων προσαυξήσεων. Στις ως άνω πράξεις η κατηγορουμένη προέβη χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα τεχνάσματα, ήτοι μεθόδους και ενέργειες, των οποίων η παρατυπία δεν είναι εμφανώς διακριτή, αλλ' αντιθέτως κατ' αρχήν θεωρούνται νόμιμες, έτσι ώστε να εξαπατώνται οι συνάδελφοι της, καθώς και η Υπηρεσία της και οι Ελεγκτικές Αρχές-Ελεγκτικό Συνέδριο, οι οποίοι, όπως προέκυψε, θεωρούσαν τις ενέργειες της νόμιμες. Ειδικότερα, αυτή δημιουργούσε ή επενέβαινε στα ΑΦΕΚ, τα οποία ενσωματώνουν χρηματικές απαιτήσεις, χρησιμοποιούσε το δικό της RVO, 1 που διέθετε ως εκ της θέσεως της, ώστε να εισέρχεται στο ηλεκτρονικό σύστημα της υπηρεσίας της για δικούς της λόγους και προς ίδιον όφελος, εκμεταλλεύτηκε με επιδεξιότητα τις αδυναμίες μεταβάσεως των ΔΟΥ στο νεοεφαρμοζόμενο σύστημα TAXIS, και παρακολουθούσε τους ατομικούς φακέλους των φορολογουμένων, έτσι ώστε να γνωρίζει πότε ακριβώς επίκειται η παραγραφή των οφειλομένων ποσών στους δικαιούχους, οπότε η ιδιοποίηση ήταν ασφαλέστερη γι αυτήν. Με τους τρόπους αυτούς, ήτοι είτε με είσπραξη μετρητών χρημάτων είτε με δημιουργία και έκδοση μη νομίμων/εικονικών παραστατικών ΑΦΕΚ, τα οποία ενσωμάτωναν αξία σε χρήμα είτε με λογιστική μεταφορά ποσών, μέσω της έκδοσης ΑΦΕΚ, όπως αυτή προγραμμάτιζε σε λογαριασμούς τρίτων, που είχαν ως συνέπεια να αποσβέννυνται νόμιμα οφειλές τρίτων εις βάρος του Δημοσίου (ΑΠ 600/2009, ΑΠ 50/2011), κατόρθωσε να εισπράξει και να ιδιοποιηθεί παράνομα, παραπλανώντας τους ταμίες της ΔΟΥ Χολαργού, τα περιγραφόμενα λεπτομερώς κατά περίπτωση χρηματικά ποσά. Η κατηγορουμένη ισχυρίζεται ότι η αποδιδόμενη σ αυτήν πράξη "είναι αποτέλεσμα και προϊόν της πλημμελέστατης, ανακριβούς και μη συννόμως διενεργηθείσης 333/2006 πορισματικής αναφοράς του τότε οικονομικού επιθεωρητή Β. Σ., από τον οποίο και εκβιάσθηκε για να ομολογήσει και ο οποίος αργότερα παραπέμφθηκε για κακούργημα εις βάρος της περιουσίας του Δημοσίου". Ο ισχυρισμός της αυτός είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον αυτή βάσει του υπαλληλικού κώδικα είχε δικαιώματα να υπερασπίσει τον εαυτό της, τα οποία δεν άσκησε, προσβάλλοντας το πόρισμα αυτό, αλλά αντίθετα κατέβαλε το υπεξαιρεθέν από αυτήν ποσό, πλέον των νόμιμων προσαυξήσεων, ενώ δύο υπάλληλοι της άνω ΔΟΥ κατέθεσαν ότι αυτή ομολόγησε ότι πλαστογράφησε τα επίδικα ΑΦΕΚ, νοθεύοντας αυτά με υπογραφές που έθετε η ίδια χωρίς την συναίνεση και την έγκριση των αρμοδίων υπαλλήλων. Επί πλέον, δεν αποδείχθηκε ο προφορικά αναπτυχθείς ισχυρισμός της ότι δηλαδή αυτή εκβιάστηκε από τον άνω οικονομικό επιθεωρητή για να ομολογήσει, αφού δεν άσκησε κατ' αυτού καμμία αναφορά προς διενέργεια ΕΔΕ, ενώ όπως εκτέθηκε ανωτέρω η ίδια είχε ομολογήσει τις αξιόποινες πράξεις της. Τέλος, ο άνω οικονομικός επιθεωρητής, κατά την διενέργεια της άνω πορισματικής αναφοράς του είχε πρόσβαση στα πρωτότυπα νόμιμα παραστατικά των παραβόλων. Επομένως, πρέπει αυτή να κηρυχθεί ένοχη της αποδιδόμενης σ αυτήν πράξης κατ εξακολούθηση και να επιβληθεί σ αυτήν μειωμένη ποινή, καθόσον στο πρόσωπο της συντρέχουν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 α' και δ' ΠΚ, οι οποίες είχαν γίνει δεκτές πρωτοδίκως. Τέλος, το αίτημα της κατηγορουμένης περί αναβολής της δίκης προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, καθόσον τόσον από την ομολογία της ίδιας όσον και από την ενδελεχή και εμπεριστατωμένη διενεργηθείσα 333/13-3-2006 πορισματική κατάθεση του Επιθεωρητή της Οικονομικής Επιθεωρήσεως Ανατολικής Αττικής Β. Σ. δεν καταλείπεται κενό ή αμφίβολο σημείο που να δικαιολογεί την αναβολή της δίκης για τον λόγο αυτό". Στη συνέχεια το δικαστήριο κήρυξε την κατηγορουμένη ένοχη του ότι: "Στον Χολαργό Αττικής, κατά το χρονικό διάστημα από 1-4-1999 έως 26-10-2005, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ιδιοποιήθηκε παράνομα χρήματα που τα έλαβε λόγω της ιδιότητας της ως υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών καθ' όλο το χρονικό διάστημα και ως προϊσταμένη εσόδων της Δ.Ο.Υ. Χολαργού, μέχρι 31-3-2005, μεταχειριζόμενη ιδιαίτερα τεχνάσματα, το αντικείμενο δε της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπερβαίνον συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ. Συγκεκριμένα υπό την ανωτέρω ιδιότητά της, προέβη στην ιδιοποίηση από το Ταμείο της Δ.Ο.Υ. Χολαργού των παρακάτω ποσών, για τα οποία εξεδόθησαν νόμιμα Ατομικά Φύλλα Έκπτωσης (ΑΦ Ε Κ) στο όνομα: 1. Α. Θ. του Θ. με ΑΦΜ ..., ΑΦΕΚ 109/2002/26-10-2005 για ποσό 563,19 ευρώ, 2. Χ. Α. του Δ. με ΑΦΜ ... ΑΦΕΚ 518/2001/18-7-2005 για το ποσό 198,79 ευρώ, 3. Α. Λ. του Δ. με ΑΦΜ ... ΑΦΕΚ 843/03/28.7.2005 για το ποσό 377,33 ευρώ, 4. Τ. Α. του Κ. με ΑΦΜ ... ΑΦΕΚ 505/01.24.6.2005 για ποσό 105,61 ευρώ. Επίσης προέβη στην ιδιοποίηση από το ταμείο της ως άνω Δ.Ο.Υ, των παρακάτω ποσών, για τα οποία δημιούργησε τα εξής μη νόμιμα Ατομικά Φύλλα Έκπτωσης (ΑΦΕΚ) με αποδέκτες τα παρακάτω ονόματα: 1) Στο όνομα Χ. Γ. του Σ.. Με ΑΦΜ ... α) ΑΦΕΚ 59/4-3-05 232,22 € β) ΑΦΕΚ 565/2-12-02 440,00 € γ) ΑΦΕΚ 369/21-7-03 152,00 € δ)ΑΦΕΚ 469/26-9-03 252,12 € (ΜΕ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΠΑ ΤΗΝ ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ) ε) ΑΦΕΚ 356/8-9-04 210,00 € στ)ΑΦΕΚ 444/26-10-04 269,81 € ζ)ΑΦΕΚ 502/13-12-04 78,22 € (ΜΕ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ) η) ΑΦΕΚ 519/21-12-04 269,80 € ΣΥΝΟΛΟ 1904,17 € 2) Στο όνομα Λ. Π. του Π.. με ΑΦΜ ... α) ΑΦΕΚ 508/30-10-02 250,00 € β) ΑΦΕΚ 566/2-12-02 68,93 € γ) ΑΦΕΚ 89/13-2-03 605,00 € δ) ΑΦΕΚ 7/9-1-04 30,00 € ε) ΑΦΕΚ 140/5-8-04 1001,34 € στ)ΑΦΕΚ 335/26-8-04 375,05 € ζ) ΑΦΕΚ 473/16-11-04 779.02 € ΣΥΝΟΛΟ 3109,34 € 3)Στο όνομα Χ. Ε. του Γ.. με ΑΦΜ ... α) ΑΦΕΚ 315/2-12-03 922,00 €. β) ΑΦΕΚ 8/9-1-04 30,00 € γ) ΑΦΕΚ 217/7-6-04 -04 305,00 € ΣΥΝΟΛΟ 1257,00€ 4)Στο όνομα Κ. Ε. του Π.. με ΑΦΜ ... α) ΑΦΕΚ 359/04 520,50 € β) ΑΦΕΚ 223/04 831,00 € γ) ΑΦΕΚ 446/04 420.01 € ΣΥΝΟΛΟ 1771,516 € 5) Στο όνομα Β. Σ. του Ν.. με Α.Φ.Μ ... ΑΦΕΚ 319/04/6-12-04 ποσού 875,02 € 6)Στο όνομα Π. Π. του Ε.. με Α.Φ.Μ. ... ΑΦΕΚ 10/05/2-2-05 ποσού 402,22 € 7) Στο όνομα Κ. Ξ. του Γ.. με Α.Φ.Μ. ... ΑΦΕΚ 35/05/11-2-05 ποσού 719,77 € 8) Στο όνομα Ζ. Ε. του Σ.. με Α.Φ.Μ.... ΑΦΕΚ 2/05/19-1-05 ποσού 372,20 € 9) Στο όνομα Ζ. Ε. του Κ.. με Α.Φ.Μ. ... ΑΦΕΚ 85/05/30-3-05 ποσού 322,02 € 10) Στο όνομα Π. Σ. του N.. με Α.Φ.Μ. ... ΑΦΕΚ 529/04/30-12-04 ποσού 252,03 € 11) Στο όνομα Π. Π. ΤΟΥ Ε.. με Α.Φ.Μ. ... ΑΦΕΚ 527/04/28-12-04 ποσού 290,02 € 12) Στο όνομα Μ. Α. του Γ.. με Α.Φ.Μ. ... ΑΦΕΚ 515/04/17-12-04 ποσού 242,03 € 13) Στο όνομα Χ. Φ. του N.. με Α.Φ.Μ. ... ΑΦΕΚ 521/04/22-12-04 ποσού 294,01 € Επίσης, εντός του έτους 2002, προέβη στην είσπραξη των ποσών 2.804,56 ευρώ και 2.256,86 ευρώ, ως επιστροφή φόρου εισοδήματος ετών 2000 και 2001 του συζύγου της Κ. Ν. δήθεν δυνάμει των υπ' αριθμούς 10906/22.10.2001 και 6550/23.5.2001 διπλοτύπων, τα οποία δεν βρέθηκαν στο αρχείο της υπηρεσίας και ενώ ήδη τα ποσά αυτά είχαν επιστραφεί στον σύζυγο της δυνάμει των υπ' αριθμούς 18/23.11.2000 και 1139/22.5.2001 ΑΦΕΚ επιστροφής φόρου εισοδήματος. Για την τέλεση της ως άνω πράξης μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και συγκεκριμένα με την άνω ιδιότητά της δημιούργησε τα ανωτέρω ΑΦΕΚ, ήτοι ψεύτικα παραστατικά που να δικαιολογούν στην υπηρεσία την κατ' απομίμηση την υπογραφή και τη σφραγίδα των αρμοδίων υπαλλήλων του γραφείου επιστροφών της Δ.Ο.Υ. Χολαργού, Κ. Α. και Α. Κ., παραπλανώντας έτσι τους προϊσταμένους της και τους ελεγκτές της Υπηρεσίας της ότι δήθεν τα χρήματα που ανέλαβε από το Ταμείο δόθηκαν στους αναφερόμενους στα ΑΦΕΚ δικαιούχους και να δυσχεράνει και να παρεμποδίσει τον σχετικό έλεγχο για τη νομιμότητα των ενεργειών αυτών, το συνολικό δε ποσό που ιδιοποιήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπερβαίνει συνολικά τις 15.000 ευρώ, ανερχόμενο στο ποσό των 53.367,62 ευρώ". Με αυτά που δέχθηκε, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 455/2014 απόφασή του την κατά τα άνω, απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ' εξακολούθηση, με αντικείμενο του εγκλήματος σε βάρος του Δημοσίου, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικού ποσού 53.367,62 ευρώ και για τα οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ.α' και γ', 26 παρ.1α, 27, 98, 263 Α, 258 στοιχ. γ' περ. β' του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία και η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επιμέρους αιτιάσεις και λόγους της αναιρεσείουσας στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, αλλά και στους προσθέτους λόγους αναιρέσεως, α) παρατίθεται στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ήταν υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών και δη προϊσταμένη εσόδων στη ΔΟΥ Χολαργού Αττικής κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα 1999-2005, β) παρατίθεται στην αιτιολογία ότι η κατηγορουμένη, ενεργώντας με δόλο και με ιδιαίτερα τεχνάσματα, δημιουργώντας ψεύτικα παραστατικά Ατομικών Φύλλων Έκπτωσης (ΑΦΕΚ) και επιστροφών φόρου(που αναλύονται στο διατακτικό, που παραπέμπει και συνιστά ενιαίο σύνολο με το αιτιολογικό), θέτοντας κατ'απομίμηση την υπογραφή και τη σφραγίδα των αρμοδίων υπαλλήλων του γραφείου επιστροφών της άνω ΔΟΥ Χολαργού, παραστατικά που αιτιολογεί γιατί θεωρεί αυτά ως μη νόμιμα, γιατί εκδόθηκαν χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις εκδόσεώς τους, παραπλανώντας έτσι τους προϊσταμένους της και του ελεγκτές της υπηρεσίας της, ότι δήθεν δόθηκαν τα ανωτέρω ποσά σε πραγματικούς δικαιούχους, που όμως δεν εδικαιούντο εκπτώσεων και επιστροφών, ούτε ποτέ αυτοί και εισέπραξαν, χρηματικά ποσά τα οποία ανήκαν στο Δημόσιο, είχαν δε περιέλθει στην κατοχή της λόγω της παραπάνω υπαλληλικής της ιδιότητας, εισερχόμενη στο ηλεκτρονικό σύστημα με χρήση του προσωπικού της κωδικού, αφού μεταξύ της λήψεως των χρημάτων και της υπαλληλικής ιδιότητάς της υπήρχε μια άμεση σχέση αιτιότητας, υπό την εκτεθείσα στη νομική σκέψη έννοια και τα οποία αυτή η ίδια εισέπραξε από συναδέλφους της και ιδιοποιήθηκε από το δημόσιο ταμείο παράνομα, και δε συνάγεται καμία ασάφεια ή αντίφαση στο ζήτημα των υπό παραγραφή λογαριασμών των συμψηφιστικών ΑΦΕΚ, της λογιστικής μεταφοράς χρημάτων σε λογαριασμούς τρίτων και των γενομένων ιδιοποιήσεων της κατηγορουμένης χρημάτων, αφού αναλύεται κατά περίπτωση, στο αιτιολογικό, αλλά και στο παρατιθέμενο λεπτομερές διατακτικό στο οποίο παραδεκτά παραπέμπει το αιτιολογικό, η δόλια συμπεριφορά και τα επί μέρους τεχνάσματα που χρησιμοποιούσε η κατηγορουμένη υπάλληλος για την παράνομη ιδιοποίηση των παραπάνω ποσών που ουδόλως εδικαιούτο, σε βάρος τελικά του Δημοσίου, γ) παρατίθεται στην αιτιολογία ότι το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως, η οποία τελέστηκε κατ' εξακολούθηση, ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 53.367,52 ευρώ, όπως αναλυτικά εξάγεται με τα παρατιθέμενα στο διατακτικό περιστατικά, που υπερέβαινε το ποσό των 15.000 ευρώ, αλλά και των 30.000 ευρώ, στο οποίο ποσό αναπροσαρμόσθηκε η άνω διάταξη με το άρθρο 25 του ν. 4055/2012, (άρθρο 258 περ.γ β, ΠΚ), ενώ το όφελος που επιδιώχθηκε και από αυτή επιτεύχθηκε, αλλά και η ζημία που απειλήθηκε και προξενήθηκε στο πολιτικώς ενάγον Δημόσιο υπερέβαινε το ποσό των 30.000 ευρώ, ήτοι το αντικείμενο του εγκλήματος ήταν ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αφού ιδιοποιήθηκε συνολικά 53.367,62 ευρώ, ενώ δεν δέχεται το δικαστήριο μηδενικά ΑΦΕΚ συνολικού ποσού 30.563,86 ευρώ, ούτε η παραδοχή συμψηφιστικών ΑΦΕΚ σημαίνει οπωσδήποτε και μηδενικό υπόλοιπο σε αυτά, δ) αιτιολογείται η εξαγωγή του άνω συνολικού υπεξαιρεθέντος ποσού των 53.367,62 ευρώ αναλυτικά και ότι τα παραπάνω ΑΦΕΚ ενσωμάτωναν αξία σε χρήμα και ότι αυτά ήταν συμψηφιστικά και όχι μηδενικά και δεν ενσωμάτωναν ισόποσες χρεοπιστώσεις, αλλά μεγαλύτερες υπέρ των φορολογουμένων, η δε αναιρεσείουσα με την έκδοση των συμψηφιστικών αυτών ΑΦΕΚ για απαιτήσεις των φορολογουμένων έναντι του Δημοσίου που βρίσκονταν στο όριο της παραγραφής, καρπωνόταν τις διαφορές που προέκυπταν συμψηφιστικά, εισπράττοντας η ιδία αντί των δικαιούχων από τον ταμία της ΔΟΥ Χολαργού τις διαφορές που ενσωμάτωνε με διάφορους τρόπους που καθορίζονται στην περιουσία της, ε) αιτιολογείται η από την κατηγορουμένη είσπραξη επιστροφών φόρου εισοδήματος του συζύγου της Κ. Ντάλλα ετών 2000 και 2001 και όχι από τον ανωτέρω σύζυγό της, ενώ τα ποσά αυτά είχαν ήδη επιστραφεί σε αυτόν, με εκδοθέντα υπ' αυτής χειρόγραφα ΑΦΕΚ, εκμεταλλευόμενη τη δυσλειτουργία του νέου εφαρμοσθέντος στις εφορίες ηλεκτρονικού συστήματος εκκαθάρισης ΤΑΧΙΣ και τη γενόμενη διπλή εκκαθάριση, το δε δικαστήριο εμμέσως από το σύνολο των παραδοχών απάντησε, εντάσσει και την περίπτωση αυτή στο δόλο υπεξαίρεσης της κατηγορουμένης και δεν αποδέχθηκε τον προβληθέντα από την κατηγορουμένη αρνητικό ισχυρισμό ότι "αδίκως κατηγορείται αυτή για διπλή είσπραξη των ποσών αυτών που ήδη επεστράφησαν", στ) αιτιολογείται ότι στον αρχικό κάτοχο των χρημάτων ταμία της ΔΟΥ Χολαργού, εμφανιζόταν η ίδια για εξόφλησή τους, με το πρόσχημα της εξυπηρέτησης υπερηλίκων ή αδυνατούντων να προσέλθουν αυτοπροσώπως, είτε πιστώνοντας τις διαφορές με λογιστικές εγγραφές σε ΑΦΜ δικών της προσώπων και έτσι τα χρήματα περιέρχονται στην κατοχή της ιδίας, προκειμένου δήθεν αυτή μετά να τα καταβάλει στους δικαιούχους, λόγω της παραπάνω υπαλληλικής ιδιότητάς της ως προϊσταμένης εσόδων στη ΔΟΥ Χολαργού, αφού μεταξύ της λήψης των χρημάτων και της υπαλληλικής ιδιότητάς της υπήρχε μία άμεση σχέση αιτιότητας, υπό την προεκτεθείσα στη μείζονα σκέψη έννοια. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, αναφέρονται στην εσφαλμένη, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, εκτίμηση των αποδείξεων από το άνω δικαστήριο της ουσίας και συνεπώς δεν ελέγχονται αναιρετικά και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Και ζ) με επαρκή και ειδική αιτιολογία, στο τέλος του προπαρατεθέντος αιτιολογικού, απορρίφθηκε από το δικαστήριο το υποβληθέν μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας αίτημα της κατηγορουμένης για αναβολή της δίκης, προκειμένου να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη ως προς την νομιμότητα ή μη των ΑΦΕΚ. Επομένως όλοι οι σχετικοί, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β', Δ' και Ε'του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, κύριοι και πρόσθετοι, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 31, 105 και 223 παρ.4 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι απαγορεύεται η ανάγνωση και η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της κατάθεσής του που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξετάσεως ή της ένορκης ή χωρίς όρκο κατάθεσης που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικά εκ μέρους του δικαστηρίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 ΚΠΔ, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περιπτ. δ', η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για "δίκαιη δίκη", που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και το δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ. 4 ΚΠΔ να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεως διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής. Παραβίαση όμως της πιο πάνω αρχής της μη αυτοενοχοποιήσεως του κατηγορουμένου επέρχεται μόνο με την κατά τον προαναφερόμενο τρόπο αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου των πιο πάνω μαρτυρικών αυτού καταθέσεων, και όχι με την αξιοποίηση όσων ο ίδιος, εξεταζόμενος κατά την προδικασία, αποκάλυψε εκουσίως, σε τρίτους, οι οποίοι και δεν κωλύονται να καταθέσουν, εξεταζόμενοι ως μάρτυρες, ό,τι γνωρίζουν σχετικώς. Παραβίαση της πιο πάνω αρχής δύναται να επέλθει και όταν εξετάζονται ως μάρτυρες πρόσωπα, τα οποία μεταφέρουν στο δικαστήριο το περιεχόμενο της προανακριτικής καταθέσεως του κατηγορουμένου, όχι όμως και όταν τα πρόσωπα αυτά απλώς έλαβαν γνώση της εν λόγω καταθέσεως και καταθέτουν περιστατικά, τα οποία δεν έχουν την κατάθεση αυτήν ως αποκλειστική πηγή γνώσεως. Με σχετικό λόγο αναιρέσεως, πλήττεται η απόφαση και για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, η οποία συνίσταται στο ότι το δικαστήριο που την εξέδωσε, αξιοποίησε παράνομα σε βάρος της κατηγορουμένης και την από 8-3-2006 ένορκη κατάθεσή της, που έδωσε στα πλαίσια της διενεργούμενης σε βάρος της από την υπηρεσία της ΕΔΕ, από τον Επιθεωρητή Β. Σ. διενεργούντα προκαταρκτική εξέταση, πριν αυτή αποκτήσει την ιδιότητα της κατηγορουμένης και στην οποία περιέχεται ομολογία αυτής για την εν λόγω υπεξαίρεση. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αρ. 455/2014 απόφαση και τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει, α) ότι στο ακροατήριο αναγνώσθηκε και το από 3-3-2006 Πόρισμα διενεργηθείσας ΕΔΕ, δεν αναγνώσθηκε όμως και η από 8-3-2006 ένορκη κατάθεσή της, που έδωσε στα πλαίσια της διενεργούμενης σε βάρος της από την υπηρεσία της, από τον Επιθεωρητή Β. Σ. ΕΔΕ, ούτε γίνεται αναφορά και αξιοποίηση αυτής από το άνω Πόρισμα, αφού η κατάθεσή της αυτή έχει ημερομηνία μεταγενέστερη του άνω πορίσματος, απλά και επιτρεπτά γίνεται αναφορά ότι αυτή προφορικά παραδέχτηκε ενώπιον του ανωτέρω επιθεωρητή, αλλά και ενώπιον της προϊσταμένης της υπηρεσίας της Α. Τ., μέρος των πράξεων που της αποδόθηκαν, με την κατάθεση της τελευταίας στο πρωτοβάθμιο, όσο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και επίσης γίνεται αναφορά στο αιτιολογικό στο αναγνωσθέν με αρ. 957/7-3-2006 διπλότυπο καταβολής - επιστροφής από την κατηγορουμένη στο Δημόσιο ποσού 24.424,261 ευρώ(από το υπεξαιρεθέν), μετά την έκδοση του άνω από 3-3-2006 πορίσματος της ΕΔΕ του Επιθεωρητή Β. Σ. σε βάρος της, γεγονός στο οποίο στηρίχθηκε το δικαστήριο, από τον πρώτο βαθμό, και αναγνώρισε και το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μεταμέλειας στην κατηγορουμένη. Επομένως, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας ούτε παραβιάστηκε η διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης ή το ΔΣ/ΑΠΔ ή το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, και ο συναφής λόγος αναιρέσεως, που προβάλλεται από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' του ΚΠΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, κατά τα παραπάνω αναφερθέντα, δεν έγινε αποδεικτική αξιοποίηση από το δικαστήριο σε βάρος της κατηγορουμένης της εν λόγω από 8-3-2006 ένορκης κατάθεσης αυτής, που έδωσε στα πλαίσια της διενεργούμενης από την υπηρεσία της προκαταρκτικής εξέτασης - ΕΔΕ, αλλά στηρίχθηκε σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, που αναφέρονται στο προπαρατεθέν αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Μετά από αυτά, ελλείψει άλλου παραδεκτού λόγου αναίρεσης για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, μετά των προσθέτων λόγων αυτής, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντος Δημοσίου (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 3-10-2014 αίτηση - δήλωση της Ά. Χ. του Γ., μετά των από 29-12-2014 προσθέτων λόγων αυτής, για αναίρεση της με αρ. 455/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του παρασταθέντος πολιτικώς ενάγοντος Δημοσίου, ποσού διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του 24 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Υπεξαίρεση στην Υπηρεσία, Ιδιαίτ. Μεγ. Αξίας με τεχνάσματα. 258 ΠΚ. 1 .Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. 2. Απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, αφού, δεν έγινε αποδεικτική αξιοποίηση από το δικαστήριο σε βάρος της κατηγορουμένης της ένορκης κατάθεσης αυτής, που έδωσε στα πλαίσια της διενεργούμενης από την υπηρεσία της προκαταρκτικής εξέτασης - ΕΔΕ, αλλά στηρίχθηκε σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, που αναφέρονται στο προπαρατεθέν αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως.
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία
Υπεξαίρεση στην υπηρεσία.
0
Αριθμός 193/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Γ. Χ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Οικονόμου, για αναίρεση της υπ'αριθ. 229/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Το Πενταμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Μαΐου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 596/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Το άρθρο 351 Α` του ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 9 του ν. 3064/2002, ορίζει στην παρ. 1 ότι "η ασελγής πράξη με ανήλικο που τελείται από ενήλικο με αμοιβή ή με άλλα υλικά ανταλλάγματα ή η ασελγής πράξη μεταξύ ανηλίκων που προκαλείται από ενήλικο με ταον ίδιο τρόπο και τελείται ενώπιον αυτού ή άλλου ενηλίκου τιμωρείται α) αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή εκατό χιλιάδων έως πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ...". Οι διατάξεις του άρθρου αυτού σκοπό έχουν τον αυστηρό κολασμό της αμειβομένης ασέλγειας με ανήλικο, στο πλαίσιο της προστασίας της γενετήσιας ελευθερίας, σε ευρεία έννοια, στην οποία διαλαμβάνονται και τα εγκλήματα της γενετήσιας ζωής, αλλά συγχρόνως και της σωματικής και ψυχικής υγείας της οικογένειας. Προς στοιχειοθέτηση του άνω εγκλήματος απαιτείται: α)Τέλεση από ενήλικο ασελγούς πράξεως με ανήλικο ή πρόκληση από ενήλικο τελέσεως ενώπιόν του ασελγούς πράξεως μεταξύ ανηλίκων. Ο δράστης πρέπει να ενεργεί ο ίδιος την ασελγή πράξη επί του ανηλίκου, είτε να προκαλεί την τέλεση της πράξεως μεταξύ ανηλίκων ενώπιόν του ή ενώπιον άλλου ενηλίκου, δηλαδή με την φυσική του παρουσία (ακόμη και με την εξ αποστάσεως παρακολούθησή της). Ασελγείς πράξεις νοούνται εκείνες που ανάγονται στην γενετήσια σφαίρα, που αντικειμενικώς προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών και αντικειμενικώς κατευθύνονται στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας, δηλαδή ασελγείς πράξεις είναι τα "υποκατάστατα" της συνουσίας που ή χαρακτηρίζονται από σωματική επαφή των γεννητικών οργάνων του δράστη με το σώμα του θύματος προς ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του, ή που προκαλούνται μεταξύ των ανηλίκων θυμάτων από ενήλικο δράστη ενώπιόν του. β) Η άνω πράξη να τελέστηκε με παροχή αμοιβής ή άλλου υλικού ανταλλάγματος (π.χ. χρήματα, δώρα ή υποσχέσεις δώρων), ήτοι το θύμα να έλαβε κάποια από τις εν λόγω παροχές από το δράστη. Και γ) δόλος, αρκεί και ενδεχόμενος που πρέπει να καταλαμβάνει όλα τα στοιχεία και ιδίως γνώση της ανηλικότητας του παθόντος, η οποία κρίνεται με βάση το χρόνο τελέσεως της πράξεως και συμπληρώνεται μόλις παρέλθει η αντίστοιχη ημερομηνία προς την ημερομηνία γεννήσεως. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 229/2013 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα ασέλγειας μα ανήλικο που δεν είχε συμπληρώσει τα δέκα έτη έναντι αμοιβής και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως δεκατεσσάρων (14) ετών και χρηματική ποινή εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, του επέβαλε δε και αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων διαρκείας τεσσάρων (4) ετών. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Πενταμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος Γ. Χ., ηλικίας 72 ετών, έγγαμος με δύο ενήλικα τέκνα και δύο εγγόνια, ζούσε επί πολλά έτη στη Γερμανία και μόλις συνταξιοδοτήθηκε επέστρεψε μόνος του στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε σε ιδιόκτητη κατοικία στο Ηράκλειο Κρήτης, επί της οδού Ολυμπιονικών 2. Στις 25-11-2008 και κατά την 11.00 ώρα αντιλήφθηκε τον ανήλικο Ά. Ν., ο οποίος γεννήθηκε στις 11-3-2001, ηλικίας δηλ. τότε 7,5 ετών, να περιφέρεται στο δρόμο κοντά στην ανωτέρω οικία του. ... αποδείχθηκε στην συνέχεια ότι στις 25 Νοεμβρίου 2008 ο ανωτέρω ανήλικος μαθητής της δευτέρας τάξεως του δημοτικού, δεν είχε μάθημα στο σχολείο και ο πατέρας του Ε. Ν., ..., είχε αναλάβει να τον προσέχει τις πρωινές ώρες, στη μάντρα με είδη παλαιοπωλείου, που διατηρούσε τότε επί της οδού Αλεξανδρουπόλεως αρ.1, στο Ηράκλειο, επειδή η μητέρα του παιδιού εργαζόταν. Η μάντρα του πατέρα του ανηλίκου και η οικία του κατηγορουμένου βρίσκονται στην ίδια γειτονιά και σε πολύ κοντινή απόσταση μεταξύ τους. Όταν ο κατηγορούμενος αντελήφθη τον ανήλικο να περιφέρεται στο δρόμο κοντά στην οικία του, άρχισε να του μιλάει και τον προσκάλεσε μέσα στην οικία του. Εκεί του προσέφερε ένα αναψυκτικό και κάθισε μαζί του στο σαλόνι για να δουν μία τηλεοπτική εκπομπή και μετά το τέλος αυτής μια βιντεοταινία πορνογραφικού περιεχομένου. Ακολούθως του έδωσε μια μπάλα και δεκατέσσερα (14) ευρώ, ενώ του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει και ένα γατάκι. Στη συνέχεια, αφού έβγαλε το μπουφάν και την μπλούζα του ανηλίκου, εκμεταλλευόμενος την αγνότητα και την απειρία του, άρχισε να τον χαϊδεύει στο στήθος και το γεννητικό του μόριο, τον έβαλε να ξαπλώσει μπρούμυτα στο κρεβάτι, ενώ παράλληλα ο ίδιος κατέβασε το παντελόνι του και είχε το γεννητικό του μόριο γυμνό. Συνέχισε να χαϊδεύει τον ανήλικο στον πρωκτό του με το χέρι του και στην συνέχεια εισήγαγε το δάκτυλο του χεριού του στον πρωκτό του, προκειμένου να ικανοποιήσει τη γενετήσια επιθυμία του, χωρίς ο ανήλικος να αντιδράσει καθόλου και χωρίς να εκφράσει οποιαδήποτε αντίρρηση στις ερωτικές πράξεις του κατηγορουμένου, οι οποίες είχαν έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, κατέτειναν δε στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και πρόσβαλαν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την αγνότητα της νεαρής ηλικίας του ανηλίκου. Κατά την ώρα 15.30 ο κατηγορούμενος άφησε τον ανήλικο να φύγει από το σπίτι του και τον προσκάλεσε να τον επισκεφτεί και την επόμενη ημέρα. Με τα χρήματα που του έδωσε ο κατηγορούμενος, ο ανήλικος αγόρασε από κατάστημα της γειτονιάς, ένα παιδικό πιστόλι που εκτοξεύει μπίλιες και επέστρεψε στην οικία του. Εν τω μεταξύ περί τις 12.00 η μητέρα του ανηλίκου είχε τηλεφωνήσει στον πατέρα του και του είχε ζητήσει να στείλει τον Ά. στο σπίτι τους γιατί σε λίγο θα τελείωνε την εργασία της και θα επέστρεφε και αυτή στο σπίτι τους. Ο πατέρας του ανηλίκου την ενημέρωσε ότι ο Ά. έχει φύγει πριν από ένα τέταρτο περίπου για να επιστρέψει στο σπίτι. Όταν η μητέρα του ανηλίκου επέστρεψε στην κατοικία τους, περί ώρα 12.35 περίπου και διαπίστωσε ότι ο ανήλικος δεν βρισκόταν εκεί, ανησύχησε και πήγε στην μάντρα, που απέχει περί τα 500-600 μέτρα, μήπως και ο ανήλικος είχε επιστρέψει εκεί. Επειδή δεν τον βρήκε, ούτε και τον πατέρα του, ο οποίος είχε φύγει για διάφορες δουλειές, τον αναζήτησε στην παιδική χαρά, και επειδή δεν τον βρήκε ούτε εκεί, τηλεφώνησε στον σύζυγό της, περί τις 14.00, ενημερώνοντάς τον σχετικά, ενώ συνέχισε να τον αναζητεί σε διάφορα μέρη της γειτονιάς. Επειδή οι προσπάθειές της απέβησαν άκαρπες επέστρεψε στο σπίτι της. Τελικά ο ανήλικος εμφανίστηκε στην οικία τους περί τις 15.40 και, σε ερώτηση της μητέρας του πού βρισκόταν όλη αυτή την ώρα, απάντησε ότι βρισκόταν στην παιδική χαρά και έπαιζε. Όταν η μητέρα του είπε σ' αυτόν ότι αυτό είναι ψέμα, γιατί τον είχε ψάξει στην παιδική χαρά και αυτός δεν βρισκόταν εκεί, ο ανήλικος αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι ήταν στο σπίτι ενός "καλού κυρίου" και έβλεπε τηλεόραση και ότι ο κύριος αυτός του έδειξε και κάποια γατάκια. Του ζήτησε να της δείξει ποιο σπίτι ήταν αυτό και με το αυτοκίνητο, ακολουθώντας τις υποδείξεις του ανηλίκου, πήγαν μαζί στην οικία του κατηγορουμένου, η οποία σημειωτέον, απέχει από μεν την κατοικία του ανηλίκου περί τα πεντακόσια μέτρα, από δε την μάντρα του πατέρα του περί τα 100 μέτρα. Όταν ο κατηγορούμενος άνοιξε την πόρτα του η μητέρα του ανηλίκου, σε εντονότατο ύφος, του ζήτησε εξηγήσεις για ποιο λόγο και με ποιο δικαίωμα έβαλε το παιδί της μέσα στο σπίτι του και το κράτησε εκεί τόσες ώρες, χωρίς να γνωρίζει τους γονείς του. Ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ότι φιλοξένησε τον ανήλικο στην οικία του για να δει τα τηλεόραση και όταν η μητέρα του ανηλίκου του τον ρώτησε "από πού και ως πού ένα παιδί άγνωστο το βάλατε στο σπίτι σας να δει τηλεόραση" ο τελευταίος της απάντησε ότι "το παιδί καθόταν στο πεζοδρόμιο και το φιλοξένησα επειδή έλειπε ο μπαμπάς του". Το επεισόδιο έληξε, αφού η μητέρα του ανηλίκου, φεύγοντας μαζί με το παιδί της από την οικία του κατηγορουμένου, φώναξε σ' αυτόν ότι άλλη φορά του απαγορεύει να βάλει ξανά το παιδί της στο σπίτι του. Επιστρέφοντας στο σπίτι η μητέρα του ανηλίκου πληροφορήθηκε από ένα άλλο παιδί της γειτονιάς ότι ο γιος της είχε ένα παιδικό πιστόλι, με το οποίο τον κτύπησε. Επειδή η ίδια γνώριζε ότι ο γιος της δεν έχει τέτοιο πιστόλι, τον ρώτησε πού το βρήκε και πού το έχει κρύψει και ο ανήλικος της έδειξε πίσω από μία γλάστρα, όπου προφανώς το είχε τοποθετήσει ο ίδιος κατά την επιστροφή του στην οικία τους, ένα παιδικό πιστόλι, λέγοντάς της ότι το αγόρασε ο ίδιος (ανήλικος) και ότι τα χρήματα (5 ευρώ) του έδωσε ο καλός κύριος, με τον οποίο έβλεπαν μαζί τηλεόραση. Το βράδυ της ίδιας ημέρας και αφού η μητέρα του ανηλίκου τού είχε κάνει μπάνιο, όταν ο πατέρας του ανηλίκου επέστρεψε στην οικία τους, η σύζυγός του τον ενημέρωσε σχετικώς και ο τελευταίος, ενημερωθείς περί της διευθύνσεως της οικίας του κατηγορουμένου, πήγε εκεί για να τον συναντήσει και να του ζητήσει και ο ίδιος σχετικές εξηγήσεις, πλην όμως ο κατηγορούμενος απουσίαζε. Την επόμενη ημέρα, δηλαδή στις 26-11-2008 και περί ώρα 11.00 ο ανήλικος ξαναπήγε στην οικία του κατηγορουμένου και ο τελευταίος του πρόσφερε χυμό και γλυκό. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας (26.11.2008) και περί ώρα 16.00 και ενώ η μητέρα του ανηλίκου του έκανε μπάνιο, συνέχισε να τον ρωτάει που βρήκε το πιστόλι, λέγοντάς του ότι θα πάει να ρωτήσει τον "καλό κύριο" αν πράγματι αυτός του είχε δώσει χρήματα για να το αγοράσει. Ο ανήλικος την διαβεβαίωσε ότι ο "καλός κύριος" του είχε δώσει χρήματα για να αγοράσει το πιστόλι, όπως και ένα σουβλάκι για να φάει. Ακόμη της είπε ότι και τις πρωινές ώρες της ίδιας ημέρας (11.00 της 26-11- 2008) είχε ξαναπάει στο σπίτι του "καλού κυρίου" και ότι αυτός του προσέφερε ένα χυμό και ένα γλυκό. Η μητέρα του ανηλίκου ενημέρωσε τον σύζυγό της και οι δυο τους, εξαιρετικά ανήσυχοι πλέον για το τι πραγματικά είχε συμβεί, άρχισαν με ήρεμο και μαλακό τρόπο να ρωτούν τον γιο τους σχετικά. Στο τέλος ο ανήλικος τους αποκάλυψε τις προαναφερόμενες πράξεις του κατηγορουμένου σε βάρος του. Την ίδια ημέρα οι γονείς του ανηλίκου απευθύνθηκαν στην αστυνομία και κατήγγειλαν το περιστατικό. Περαιτέρω διενεργήθηκε ιατροδικαστική εξέταση του ανηλίκου και εξέτασή του από ψυχολόγους. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση του I. Σ., Ιατροδικαστή του Πανεπιστημίου Κρήτης, ο οποίος εξέτασε στις 27-11-2008 τον Ά., "από την αντικειμενική εξέταση δεν διαπιστώνονται κακώσεις πλην της περιοχής του έξω σφιγκτήρος του πρωκτού του, που παρουσιάζει χάλαση των πτυχώσεών του, χάλαση του δακτυλίου και έντονη ερυθρότητα με χαρακτήρες δακτυλίου χαίνοντος" (...). Ο ανήλικος εξεταζόμενος στις 28-11-2008 από την Ανακρίτρια του Β' Τμήματος Ηρακλείου περιέγραψε με σαφήνεια και με κάθε λεπτομέρεια τις δύο συναντήσεις του με τον κατηγορούμενο και τις σε βάρος του ασελγείς πράξεις (...). Ακολούθησε έρευνα της αστυνομίας στην κατοικία του κατηγορουμένου, βρέθηκε δε στην κατοχή του και κατασχέθηκε πλήθος έντυπου υλικού ερωτικού περιεχομένου (...), ... Ενόψει των ανωτέρω όμως, αποδείχθηκε πλήρως ότι ο κατηγορούμενος, όντας ενήλικος, ενήργησε, κατά τις 25.11.2008, έναντι αμοιβής, τις παραπάνω αναφερόμενες ασελγείς πράξεις σε βάρος του ανηλίκου Α. Ν., που, όπως προαναφέρθηκε, δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του, εφόσον, κατά τα προεκτεθέντα, γεννήθηκε στις 11.3.2001, ηλικίας, δηλαδή, 71/2 ετών, τελώντας σε γνώση της προφανέστατης ανηλικότητας αυτού, ως εκ της εξωτερικής εμφανίσεώς του, εκμεταλλευόμενος την αγνότητα και την απειρία του, πράξεις, οι οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, είχαν έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα και οι οποίες προσβάλλουν το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη του παθόντος. Η τοιαύτη συμπεριφορά του κατηγορουμένου (που αναφέρεται στα διαδραματισθέντα κατά την 25.11.2008) πληροί την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της ασέλγειας με ανήλικο που δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη, έναντι αμοιβής, γι' αυτό και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη αυτή, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, ...". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της ασέλγειας με ανήλικο νεότερο των δέκα ετών έναντι αμοιβής, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 351Α παρ. 1 περ. α του ΠΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε. Η μερικότερη αντίθετη αιτίαση του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμη, αφού: Το Δικαστήριο, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό, σαφώς αναφέρει σε τι συνίστατο η αμοιβή, την οποία ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος παρέσχε στον ανήλικο για να προβεί σε ασελγείς πράξεις επ` αυτού (του έδωσε μια μπάλα, το ποσό των 14 ευρώ, με το οποίο ο ανήλικος αγόρασε ένα παιδικό πιστόλι, και του υποσχέθηκε ότι θα του έδινε ένα γατάκι). Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως ιδρύει και η υπέρβαση εξουσίας εκ μέρους του εκδώσαντος αυτήν δικαστηρίου, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο άσκησε εξουσία που δεν του παρέχεται από το νόμο, αυτό δε συμβαίνει και όταν το επί της εφέσεως του καταδικασθέντος δικάσαν δικαστήριο χειροτέρευσε, παρά την απαγόρευση του άρθρου 470 του ΚΠοινΔ, τη θέση του εκκαλέσαντος καταδικασθέντος, τέτοια δε χειροτέρευση της θέσεως του τελευταίου επέρχεται και όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο του επέβαλε, πλην της στερητικής της ελευθερίας ποινής, και χρηματική ποινή, την οποία δεν του είχε επιβάλλει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση της πρωτόδικης 165/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Κρήτης, προκύπτει ότι στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο είχε επιβληθεί πρωτοδίκως, για την πράξη της ασέλγειας με ανήλικο έναντι αμοιβής ποινή καθείρξεως δεκαπέντε (15) ετών και χρηματική ποινή τρακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ και για την πράξη του βιασμού ποινή καθείρξεως δώδεκα (12) ετών. Ακολούθως, καθορίσθηκε συνολική ποινή καθείρξεως είκοσι ενός (21) ετών, αποτελούμενη από την ποινή των 15 ετών, προσαυξανόμενη κατά 6 έτη από την ποινή των 12 ετών, η χρηματική, όμως, ποινή παρέμεινε άθικτη και δεν έπρεπε να επαναληφθεί η επιβολή της και στη διάταξη περί καθορισμού συνολικής ποινής καθείρξεως. Το Πενταμελές Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αθώωσε τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα για την πράξη του βιασμού και τον καταδίκασε μόνο για την πράξη της ασέλγειας με τον ανήλικο έναντι αμοιβής, μειώνοντας την ποινή που είχε επιβληθεί για την πράξη αυτή πρωτοδίκως (σε ποινή καθείρξεως 14 ετών και χρηματική ποινή 100.000 ευρώ). Επομένως, δεν χειροτέρευσε τη θέση του και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως (τον οποίο ο αναιρεσείων στηρίζει στο στοιχ. Ε), με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας, συνιστάμενη στο ότι το Πενταμελές Εφετείο του επέβαλε χρηματική ποινή που δεν του είχε επιβληθεί πρωτοδίκως, χειροτερεύοντας τη θέση του, είναι αβάσιμος. Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προαναφέρθηκε, πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να εκτείνεται και στους προβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του αυτοτελείς ισχυρισμούς. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες τέτοιες ελαφρυντικές περιστάσεις, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως, κατά την επιμέτρηση της, λαμβάνει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψη τους. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την §2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α' και ε', ήτοι το ότι ο υπαίτιος α) έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του και ε) συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου, πρέπει ο υπαίτιος να έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, δηλαδή πρέπει ο έντιμος βίος του να ανάγεται σε όλες της μορφές της συμπεριφοράς του και δεν αρκεί, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών, μόνο η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου. Για να αναγνωρισθεί δε η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, ναι μεν πρέπει, η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο διάστημα και μάλιστα υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, γιατί τότε μόνο η επιλογή του αντανακλά στη γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, σε αντίθεση με τον ευρισκόμενο στη φυλακή, ο οποίος υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς, δηλαδή, στερήσεως της προσωπικής του ελευθερίας και υπακοής σε συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς επί πειθαρχική ποινή, και συνεπώς η συμπεριφορά του δεν είναι η ελεύθερη στην κοινωνία, στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης. Όμως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως στον ευρισκόμενο στη φυλακή κρατούμενο, από μόνο το γεγονός ότι αυτός κρατείται και ότι εξ αυτής της καταστάσεώς του, λόγω του πειθαναγκασμού του στους κανόνες λειτουργίας των σωφρονιστικών καταστημάτων, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη η τυχόν βελτίωση της συμπεριφοράς του, η οποία (βελτίωση), κατά το διάστημα της κρατήσεώς του, προδήλως εκδηλώνεται μόνο με θετική συμπεριφορά. Τούτο γιατί, σε διαφορετική περίπτωση και, πέραν των όποιων προνομίων που προβλέπει ο σωφρονιστικός Κώδικας και είναι ενδεχόμενο να τύχει ο κρατούμενος κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, θα οδηγούσε όχι μόνο στην εξάλειψη, αλλά ενδεχομένως και στον περιορισμό της πιθανότητας βελτιώσεως του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του καταδικασθέντος και ήδη κρατουμένου. Η παραδοχή δε της συνδρομής της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2ε του Π.Κ, αναμφιβόλως, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η συμπεριφορά του εντός του σωφρονιστικού καταστήματος είναι προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς του κρατούμενου και η οποία συνέχεται με την εξαιρετική και οπωσδήποτε βελτίωση της συμπεριφοράς του. Η καλή, δηλαδή, συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας. Περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού και οπωσδήποτε να υπάρχει βελτίωση της συμπεριφοράς του. Συνεπώς, για το ορισμένο του άνω ισχυρισμού του δράστη είτε κρατουμένου είτε διαβιούντος υπό καθεστώς ελευθερίας δεν αρκεί η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής και μόνον, αλλά πρέπει να επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, ζήτησε, δια της συνηγόρου του, επικουρικά να του αναγνωρισθούν τα ελαφρυντικά 1) του προτέρου εντίμου βίου βάσει του λευκού ποινικού του μητρώου, του πιστοποιητικού οικογενειακής του καταστάσεως και της από 21.11.1994 βεβαιώσεως της εργοδότριάς του εταιρίας "Seitz Druck GmbH" και 2) της μετά την πράξη του καλής συμπεριφοράς επί μακρό χρόνο βάσει του πιστοποιητικού καλής διαγωγής του της φυλακής κρατήσεώς του. Το ίδιο αίτημα επανέλαβε η συνήγορος του κατηγορουμένου και κατά το στάδιο της αγορεύσεώς της. Ο αυτοτελής, όμως, αυτός ισχυρισμός για την αναγνώριση των ως άνω ελαφρυντικών, όπως προβλήθηκε, ήταν εντελώς αόριστος, καθόσον όσον αφορά το πρώτο δεν εκτίθενται περιστατικά που να αφορούν σε όλες τις μορφές της συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου και δεν αρκεί μόνο το λευκό ποινικό μητρώο ή το γεγονός ότι άσκησε επί μακρόν καλώς το επάγγελμά του, όσον δε αφορά το δεύτερο δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξεως πέραν της συνηθισμένης διαγωγής του ως κρατούμενου στη φυλακή. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να προβεί σε αιτιολογημένη απόρριψή τους. Παρά ταύτα, τους απέρριψε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία έχει ως εξής: "Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που προέβαλε ο κατηγορούμενος περί αναγνωρίσεως της συνδρομής των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. α' και ε' του Π.Κ. (προτέρου εντίμου βίου και καλής συμπεριφοράς μετά την τέλεση της πράξεως) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ' ουσίαν. Ειδικότερα και καθόσον αφορά στην πρώτη ελαφρυντική περίσταση, από το αποδεικτικό υλικό που προαναφέρθηκε δεν αποδείχθηκε ότι έως τον χρόνο που ο κατηγορούμενος τέλεσε τις παραπάνω πράξεις ζούσε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, δεδομένου ότι ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, από μόνο του, αποδεικνύει οπωσδήποτε και ότι αυτός είχε πρότερο έντιμο βίο, ενόψει μάλιστα του είδους, της βαρύτητας και του τρόπου τελέσεως των ανωτέρω αδικημάτων, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση των πράξεων, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά (τέλεση γάμου, απόκτηση οικογένειας, εργασιακή απασχόληση) αρκεί για την στοιχειοθέτηση του εν λόγω ελαφρυντικού, αλλά απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά που δεν αποδείχθηκε ότι έχει να επιδείξει ο κατηγορούμενος (...).... Στην προκειμένη περίπτωση η συνήγορος του κατηγορουμένου επικαλέστηκε για την θεμελίωση της ελαφρυντικής περιστάσεως της καλής συμπεριφοράς μετά την τέλεση της πράξεως την από 14.11.2012 βεβαίωση του Καταστήματος Κράτησης Τριπόλεως, την οποία και προσκόμισε, σύμφωνα με την οποία "ο κρατούμενος κατά την διάρκεια της κρατήσεώς του δεν τιμωρήθηκε πειθαρχικά και επιδεικνύει διαγωγή καλή". Επικαλέστηκε δηλαδή στοιχεία, τα οποία αποτελούν χαρακτηριστικά της συνήθους συμπεριφοράς κάθε κρατούμενου, ο οποίος οφείλει υπακοή σε συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων επί πειθαρχική ποινή και όχι, όπως όφειλε, εκείνα τα θετικά στοιχεία, τα οποία, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην αμέσως παραπάνω νομική σκέψη, θα συνηγορούσαν στην παραδοχή του εν λόγω αυτοτελούς ισχυρισμού και δη εκείνα τα στοιχεία, από τα οποία θα προέκυπτε η βελτίωση της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου, η οποία συνακολούθως θα ήταν οπωσδήποτε διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς κάθε κρατουμένου". Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, τρίτος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α και ε του ΠΚ και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών, είναι αβάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30 Μαΐου 2014 (με αριθ. πρωτ. 3829/2014) αίτηση (δήλωση) του Γ. Χ. του Α., για αναίρεση της 229/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για ασέλγεια με ανήλικο κάτω των 10 ετών έναντι αμοιβής. Στοιχεία εγκλήματος (άρθρο 351 Α περ. α ΠΚ). Αιτιολογημένη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού για την αναγνώριση ελαφρυντικών άρθρου 84 παρ. 2 α και ε ΠΚ. Πώς στοιχειοθετούνται τα ελαφρυντικά αυτά. Ορθά επιβλήθηκε και χρηματική ποινή, και μάλιστα μικρότερη από αυτήν που επιβλήθηκε πρωτοδίκως. Όχι υπέρβαση εξουσίας. Απόρριψη αιτήσεως
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Υπέρβαση εξουσίας, Ασέλγεια.
0
Αριθμός 192/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ. Μ. του Σ., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κομοτηνής, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Μαυροειδή, για αναίρεση της υπ'αριθ. 55/2013 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης. Με συγκατηγορουμένη την Ν. Κ. του Α. και με πολιτικώς ενάγοντες τους: 1.Κ. Σ. Μ. και 2. Κ. Σ. Φ., κατοίκων ... που δεν παρέστησαν Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Μαίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 544/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 299 του ΠΚ, "όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη". Από τις διατάξεις αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από πρόθεση απαιτείται αντικειμενικώς μεν η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας, υποκειμενικώς δε δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης και τη θέληση καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. Η έννοια του δόλου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27 παρ. 1 ΠΚ, που ορίζει ότι "με δόλο (πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Επίσης, όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και το αποδέχεται". Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και σε ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που "θέλει" την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξεώς του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξεώς του και το "αποδέχεται". Κατά τον προσδιορισμό της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου ο ΠΚ ακολούθησε τη θεωρία της εγκληματικής επιδοκιμασίας, σύμφωνα με την οποία για την ύπαρξη της συγκεκριμένης μορφής υπαιτιότητας πρέπει να διακριβωθεί, πρώτον μεν ότι ο δράστης προέβλεψε το αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξεώς του και δεύτερον ότι το αποδέχθηκε. Η αποδοχή εκφράζει το βουλητικό στοιχείο του δόλου και υποδηλώνει τη συγκατάθεση του δράστη στην επέλευση του αποτελέσματος, χωρίς να ασκεί επιρροή το αν το αποτέλεσμα που προέβλεψε ως πιθανό του ήταν επιθυμητό ή όχι. Σε όσες όμως περιπτώσεις ο δράστης προέβη στην πράξη του, αν και δεν επιθυμούσε πράγματι το αποτέλεσμα, το βουλητικό στοιχείο αναζητείται στην εκ μέρους του στάθμιση των αιτίων που τον ώθησαν και του σκοπού που επιδίωξε, προκειμένου να κριθεί αν αυτά συνιστούν λόγο ικανό να δικαιολογήσει την αποδοχή του. Έτσι, η αποδοχή αυτή, στην οποία αποτυπώνεται ο ψυχικός σύνδεσμος του δράστη με το παράνομο αποτέλεσμα, πρέπει πάντοτε να αποδεικνύεται και δεν τεκμαίρεται από το βαθμό πιθανότητας με την οποία τούτο προβλέφθηκε. Ο βαθμός αυτός, όταν μάλιστα αξιολογείται ως ιδιαίτερα υψηλός, παρέχει ισχυρή ένδειξη για την ψυχική στάση του δράστη και συνεκτιμάται με τις λοιπές αποδείξεις, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο τελευταίος αποδέχθηκε το αποτέλεσμα, ουδέποτε όμως υποκαθιστά το βουλητικό στοιχείο του δόλου. Είναι δε νοητή και η απόπειρα ανθρωποκτονίας,(άρθρο 42 παρ.1 ΠΚ), αν δεν πραγματώθηκε η ανθρωποκτονία, από λόγους ανεξάρτητα της θελήσεως του δράστη, σύμφωνα με την αποφασισθείσα από το δράστη πράξη και δεν κρίνεται από το αποτέλεσμα. Για την ύπαρξη απόπειρας απαιτείται ο δράστης να προβεί σε ενέργεια που αποτελεί μέρος της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και οδηγεί κατ' ευθείαν στην ολοκλήρωσή του ή τελεί προς αυτή σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα της που οδηγεί αμέσως προς αυτή, αν δεν ήθελε ανακοπεί από οποιοδήποτε λόγο, που πάντως πρέπει να είναι ανεξάρτητος από τη θέληση του δράστη. Είναι τή η μεταβολή της κατηγορίας από απόπειρα ανθρωποκτονίας σε επικίνδυνη ή σε βαριά σωματική βλάβη του ιδίου του παθόντος. Από τις διατάξεις επίσης του άρθρου 22 του ΠΚ, συνάγεται ότι οι προϋποθέσεις του αυτοτελούς ισχυρισμού της νόµιµης άµυνας είναι, άδικη επίθεση κατά του δράστη, γνώση της επίθεσης και ενέργεια µε βούληση άµυνας, αναγκαίο µέτρο άµυνας. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 309 ΠΚ, η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης συνίσταται στην πρόκληση της κατά το άρθρο 308 παρ. 1 σωματικής βλάβης κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του παθόντος ή βαριά σωματική βλάβη, όπως ενδεικτικά αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 310 παρ. 2 ΠΚ. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης απαιτείται δόλος, δηλαδή γνώση της αφηρημένης δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση του υπαιτίου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη εξειδίκευση του δόλου, αρκεί να προκύπτει από τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά. Είναι δε επιτρεπτή η μεταβολή κατηγορίας από επικίνδυνη σωματική βλάβη σε βαριά σωματική βλάβη, η οποία σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 310 του ΠΚ υπάρχει ιδίως, αν η πράξη προξένησε στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά και μακροχρόνια αρρώστια ή σοβαρό ακρωτηριασμό ή αν τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα ή τη διάνοιά του, εφόσον υπάρχει δόλος του δράστη κατευθυνόμενος στην παραγωγή απλής σωματικής κακώσεως ή βλάβης της υγείας του άλλου και η πράξη είχε ως επακόλουθο την βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του παθόντος, το αποτέλεσμα δε αυτό να οφείλεται όμως σε αμέλεια του δράστη. Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούµενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικοί συλλογισµοί µε βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Η παραπάνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απαιτείται όχι μόνον για την απόφαση περί της ενοχής, αλλά αι για όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Έτσι σε περίπτωση απορρίψεως ενός προβληθέντος κατ'άρθρο 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ ορισμένου και νόμιμου αυτοτελούς ισχυρισμού ή αιτήματος του κατηγορουμένου, χωρίς την επιβαλλομένη ειδική αιτιολογία, ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά του τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της εφαρμοσθείσας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αρ. 55/2013 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος κηρύχθηκε ένοχος των αξιοποίνων πράξεων της απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο σε βάρος του Κ. Σ. Μ. (κατά πλειοψηφία) και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης σε βάρος Κ. Σ. Φ. (ομόφωνα) και καταδικάστηκε σε συνολική ποινή καθείρξεως δέκα ετών και εννέα μηνών. Στο αιτιολογικό του άνω δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, όσον αφορά τον νυν αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, διαλαμβάνονται, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής επί της ουσίας πραγματικά περιστατικά: "Στην προκειμένη περίπτωση, από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, τις χωρίς όρκο καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό και με τις απολογίες των κατηγορουμένων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι παθόντες και οι κατηγορούμενοι είναι κάτοικοι του οικισμού Κικιδίου του νομού Ροδόπης. Στις 1 1-10-2009, στο πλαίσιο ενός γλεντιού που λάμβανε χώρα σε κεντρικό σημείο του οικισμού, κατά τις απογευματινές ώρες, συγκεντρώθηκαν εκεί κάτοικοι του χωριού και μεταξύ αυτών ο δεύτερος παθών -πολιτικώς ενάγων Φ. Κ. Σ., ο οποίος βρισκόταν σε κατάστημα έτοιμου φαγητού. Το ίδιο κεντρικό σημείο του οικισμού προσέγγισαν και οι κατηγορούμενοι. Προηγουμένως, κατά τη διάρκεια της ίδιας ημέρας, ο πιο πάνω παθών είχε διαπληκτιστεί με τους δύο δίδυμους γιους των κατηγορουμένων, ηλικίας 12 ετών, οι οποίοι έβοσκαν τα πρόβατα του πατέρα τους πλησίον της οικίας αυτού και όταν επέστρεψαν στο σπίτι τους ανέφεραν στους γονείς τους ότι ο πιο πάνω παθών τους μάλωσε. Φθάνοντας λοιπόν οι κατηγορούμενοι στο κέντρο του οικισμού, αντιλήφθηκαν τον ως άνω παθόντα να εξέρχεται από εκεί υπάρχον κατάστημα έτοιμου φαγητού τρώγοντας ένα σάντουιτς και αμέσως κατευθύνθηκαν προς αυτόν προκειμένου να του ζητήσουν το λόγο για τον οποίο μάλωσε τα παιδιά τους. Άρχισε φραστικό επεισόδιο μεταξύ τους και αμέσως ο κατηγορούμενος τον έπιασε από το χέρι, ενώ η κατηγορούμενη χτύπησε αυτόν επανειλημμένα με τα χέρια της στο πρόσωπο και στο θώρακα και τον δάγκωσε στους βραχίονες του, προκαλώντας του εκδορές στη δεξιά προσωπική χώρα, μήκους 3 έως 7 εκατοστών, εκδορές αριστερού ημιθωρακίου, μήκους 7 εκατοστών και αριστερού βραχίονα, μήκους 5 εκατοστών, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη με αριθμό 471/12-10-2009 ιατροδικαστική έκθεση του Π. Π., ιατροδικαστή της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Θράκης. Η ένταση με την οποία η κατηγορουμένη χτυπούσε τον πιο πάνω παθόντα, που προσπαθώντας να απεμπλακεί κουνούσε το κεφάλι του δεξιά - αριστερά, εμφαίνεται και από την αποστροφή της κατάθεσης του πέμπτου μάρτυρα κατηγορίας, ο οποίος κατέθεσε: "Έτρωγε ο Φ. και κόντεψε να πνιγεί", καθώς και από τον τρόπο με τον οποίο απέτρεψε τον παρευρισκόμενο πιο πάνω μάρτυρα κατηγορίας (τον Ι. Κ.) "Φύγε από δω, μην αρχίσω κι εσένα". Οι πιο πάνω σωματικές κακώσεις, που επέφερε η δεύτερη κατηγορούμενη στον πιο πάνω παθόντα φέρουν το χαρακτήρα της απλής σωματικής βλάβης. Συνεπώς, πρέπει η κατηγορούμενη να κηρυχθεί ένοχη της πράξης της από πρόθεση πρόκλησης απλής σωματικής βλάβης σε βάρος του Φ. Κ. Σ., που της αποδίδεται. Στη συνέχεια, κάποιοι από τους εκεί παρευρισκόμενους επενέβησαν και έληξε το επεισόδιο, οπότε ο πιο πάνω παθών, έχοντας αίματα στο πρόσωπο του, χωρίς ωστόσο να έχει τραυματιστεί σοβαρά, κατευθύνθηκε προς το μοτοποδήλατο του προκειμένου να μεταβεί στην οικία του. Καθ' οδόν, σε απόσταση μερικών μέτρων και πάντως στο σημείο του εκεί υπάρχοντος σχολείου, ο ως άνω(δεύτερος) παθών συνάντησε το θείο του Μ. Κ. Σ. - πρώτο παθόντα - πολιτικώς ενάγοντα. Αυτός, μόλις έμαθε για τον ξυλοδαρμό, επέστρεψε μαζί με τον παθόντα ανιψιό του στο κέντρο του οικισμού προκειμένου να βρει τους κατηγορούμενους και να ζητήσει εξηγήσεις. Ο πιο πάνω Μ. Κ. Σ., μόλις εντόπισε τον κατηγορούμενο σε καφενείο του χωριού, κατευθύνθηκε προς το μέρος του και ζήτησε να μάθει τι έγινε, οπότε ξεκίνησε λεκτικό επεισόδιο και ο κατηγορούμενος του επιτέθηκε με μαχαίρι, που έφερε στην τσέπη του μπουφάν του προξενώντας του με αυτό πολλαπλά πλήγματα στην κοιλιακή χώρα, στο αριστερό ημιθωράκιο και την οσφύ, τα οποία, σύμφωνα με την από 22-1Θ-20Θ9 ιατρική γνωμάτευση του Μ. Δ., χειρουργού, επιμελητή Β' στη χειρουργική κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Κομοτηνής, διαπέρασαν το τοίχωμα της κατωτέρας κοιλίας, πάχους 7-8 εκατοστών περίπου και διέτρησαν το λεπτό του έντερο ενδοπεριτοναϊκά σε τρία σημεία ενώ του προκάλεσαν επιπλέον αφενός έτερες ενδοκοιλιακές τέμνουσες βλάβες με ήπια αιμορραγία στη ρίζα του μεσεντερίου, στο μείζον επίπλουν και στο κοιλιακό τοίχωμα και αφετέρου τραύματα στο αριστερό ημιθωράκιο στο ύψος της ωμοπλάτης και στην οσφύ. Στη συμπλοκή επενέβη ο ανιψιός του πιο πάνω παθόντος Φ. Κ. Σ., ο οποίος προσπάθησε να προστατέψει το θείο του, ωστόσο ο πρώτος κατηγορούμενος έπληξε και αυτόν με το ίδιο μαχαίρι στην άνω αριστερή κοιλία κάτω από την καρδιά με αποτέλεσμα να του προκαλέσει, σύμφωνα με τη με αριθμό 471/12-10-2009 ιατροδικαστική έκθεση του προαναφερόμενου ιατροδικαστή Π. Π., τραύμα αριστερού υποχονδρίου, σωματική βλάβη, από την οποία, αν και ήταν απλή, μπορούσε να επέλθει κίνδυνος για τη ζωή του, λόγω του οργάνου που χρησιμοποιήθηκε (μαχαίρι) και του σημείου που επλήγη (άνω αριστερή κοιλία κάτω από το μέρος της καρδιάς), καθόσον, με διαφορά λίγων εκατοστών, το μαχαίρι θα μπορούσε να πλήξει την καρδιά του πιο πάνω θύματος με συνέπεια το θάνατο αυτού. Αμέσως επενέβησαν οι εκεί ευρισκόμενοι, με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να απομακρυνθεί κυνηγημένος από τους συγχωριανούς του, οι οποίοι τον καταδίωξαν μέχρι την αυλή του σπιτιού του, ενώ κάποιοι από αυτούς μετέφεραν τα θύματα με αυτοκίνητο στο νοσοκομείο Κομοτηνής. Εκεί ο Μ. Κ. Σ., υποβλήθηκε σε σοβαρή πολύωρη χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία αντιμετωπίστηκαν τα τραύματά του και κατάφερε να επιζήσει, ενώ επίσης και ο Φ. Κ. Σ. υποβλήθηκε σε μικρότερης διάρκειας χειρουργική επέμβαση. Από το μέγεθος των σωματικών βλαβών του Μ. Κ. Σ., οι οποίες έγιναν σε καίριο σημείο του σώματος του (κοιλιακή χώρα, όπου διαπέρασαν το τοίχωμα της κατώτερης κοιλίας και διέτρησαν το λεπτό του έντερο σε τρία σημεία, ενώ του προκάλεσαν επιπλέον και άλλες ενδοκοιλιακές βλάβες) και από το μέσο που χρησιμοποιήθηκε (μαχαίρι) συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος έπληξε τον πιο πάνω παθόντα επανειλημμένα με δύναμη γνωρίζοντας πως από την πράξη του αυτή ενδέχεται να προκληθούν θανατηφόρες σωματικές βλάβες σ' αυτόν, αλλά δεν απώθησε από τη συνείδηση του την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος, αντίθετα, αποδέχθηκε το γεγονός αυτό, καθόσον οι πλήξεις ήταν περισσότερες από μία και έγιναν με μεγάλη δύναμη, από εγγύτατη απόσταση από το σώμα του παθόντος, σε διαφορετικά καίρια σημεία του σώματος αυτού. Έτσι, έχοντας πλήρη αντίληψη και συνείδηση ότι με τις αλλεπάλληλες πλήξεις με μαχαίρι στην κοιλιακή χώρα του θύματος, μπορεί να επέλθει ο θάνατος του, αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Βέβαια από την πράξη του αυτή, που περιείχε αρχή εκτέλεσης ανθρωποκτονίας - πλήξεις με μαχαίρι σε καίρια όργανα του παθόντος - δεν επήλθε ο θάνατος αυτού, όχι από βούληση του κατηγορουμένου, αλλά διότι μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση. Από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ενήργησε ευρισκόμενος σε άμυνα, ότι δηλαδή επέφερε τα πιο πάνω πλήγματα στον παθόντα Μ. Κ. Σ. βρισκόμενος σε άμυνα, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι δέχθηκε άδικη και παρούσα επίθεση (εκτός από φραστική) από αυτόν και ότι ήταν αναγκαία η πράξη του για να υπερασπιστεί τον εαυτό του, καθόσον μόνος αυτός και ο γαμπρός του ισχυρίζονται ότι οι παθόντες επιτέθηκαν κατ' αυτού και μάλιστα καταθέτοντας εν μέρει αντιφατικά τα γεγονότα. Αντίθετα, οι μάρτυρες κατηγορίας Χ. Μ. και Κ. Β., που ήταν παρόντες στο δεύτερο επεισόδιο, καταθέτουν με ενάργεια ότι ο παθών και ο κατηγορούμενος ήταν όρθιοι, όταν ο τελευταίος επέφερε πλήγματα στον Μ. Κ. Σ.. Άλλωστε, από την ένταση των πληγμάτων, τα σημεία πλήξης στο σώμα του πιο πάνω παθόντος και το βάθος των τραυμάτων στην κοιλιακή χώρα αυτού συνάγεται ότι αυτά έγιναν με δύναμη και σχεδόν εξ επαφής, οπότε δεν είναι δυνατό ο παθών να είναι όρθιος και ο επιτιθέμενος πεσμένος στο έδαφος. Σημειώνεται, ότι ο τραυματισμός του πιο πάνω παθόντος ήταν ιδιαίτερα σοβαρός, καθόσον του χορηγήθηκε από το Ι.Κ.Α. αναρρωτική άδεια ενός έτους. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι πρέπει ν' απορριφθεί ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου περί άμυνας, όπως και κατά την πλειοψηφία (μειοψηφούντος, κατά τα κατωτέρω, του ενόρκου Π. Κ.) απορριπτέος είναι και ο επικουρικός ισχυρισμός του περί μεταβολής των κατηγοριών σε βαρεία σωματική βλάβη (του Κ. Σ. Μ.) και απλή σωματική βλάβη (του Κ. Σ. Φ.). Σύμφωνα λοιπόν με όσα προεκτίθενται, πρέπει ο (πρώτος) κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος του ότι στον παραπάνω αναφερόμενο τόπο και χρόνο ενεργώντας με δόλο τέλεσε με περισσότερες πράξεις περισσότερα εγκλήματα που προβλέπονται από το νόμο και τιμωρούνται με στερητικές της ελευθερίας ποινές. Συγκεκριμένα: 1) κατά την πλειοψηφία του Δικαστηρίου, ότι ενεργώντας με ενδεχόμενο δόλο, δηλαδή γνωρίζοντας πως από την πράξη του μπορεί να επέλθει ο θάνατος του Μ. Κ. Σ. και αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό, του επιτέθηκε με μαχαίρι και τον έπληξε με πολλαπλά πλήγματα στην κοιλιακή χώρα, το ημιθωράκιο και την οσφύ, όπως αναλυτικά αναφέρεται πιο πάνω, όμως η πράξη του αυτή δεν ολοκληρώθηκε όχι από δική του βούληση αλλά από εξωτερικά αίτια, διότι ο πιο πάνω παθών μεταφέρθηκε από τρίτους εγκαίρως στο Νοσοκομείο, όπου αντιμετωπίστηκε άμεσα χειρουργικά ο τραυματισμός του, από τον οποίο και κατάφερε να επιζήσει και β) ότι με πρόθεση έπληξε με μαχαίρι τον Φ. Κ. Σ. στην άνω αριστερή κοιλία κάτω από την καρδιά προξενώντας του σωματική κάκωση, με τρόπο που μπορούσε να του προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του. Ένα μέλος του Δικαστηρίου και δη ο ένορκος Π. Κ. είχε τη γνώμη ότι ο πρώτος κατηγορούμενος έπρεπε, γενόμενου δεκτού του οικείου ισχυρισμού του, να κηρυχθεί ένοχος βαρειάς σωματικής βλάβης (του Μ. Κ. Σ.), κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας από απόπειρα ανθρωποκτονίας για το λόγο ότι δεν υφίστατο ανθρωποκτόνος δόλος του". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το δευτεροβάθμιο μικτό ορκωτό δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, όσον αφορά τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 42 παρ. 1, 83, 94, 299 παρ. 1 και 309,308 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, όσον αφορά τις επί μέρους αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως του αναιρεσείοντος, α) αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία κατηγορουμένου), από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση για τέλεση και των δύο εγκλημάτων που καταδικάστηκε, σε βάρος διαφορετικών παθόντων προσώπων και ιδιαίτερα για τέλεση της άνω απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο του καταδικασθέντος, τελούντος σε ήρεμη κατάσταση και όχι σε βρασμό ψυχικής ορμής, λόγω αιφνίδιας υπερδιέγερσης συναισθημάτων από φόβο, ταραχή και πανικό, συνεπεία επίθεσης του υιού των παθόντων, β) αναφέρονται επαρκώς εμπεριστατωμένα με σαφήνεια και αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, και δη ο τρόπος τελέσεως των ανωτέρω δύο εγκλημάτων και από το σύνολο των παραδοχών συνάγεται επαρκής αιτιολόγηση του απαιτούμενου ενδεχόμενου δόλου του δράστη (φύλλο 21-22 πρακτικών), αποδεχθέντος το επελθόν αποτέλεσμα, έχοντας πλήρη αντίληψη και συνείδηση ότι από τα αλλεπάλληλα πλήγματα που επέφερε με μαχαίρι με δύναμη και από εγγύτατη απόσταση σε καίριο σημείο του σώματος και δη στην κοιλιακή χώρα του πρώτου παθόντος Μ. Κ. Σ., μπορούσε να επέλθει ο θάνατος του θύματος αυτού, που τελικά αποφεύκτηκε, από εξωτερικά αίτια που αναφέρονται και όχι από βούληση του δράστη, ενώ επέφερε με το ίδιο μαχαίρι, με πλήγμα στην κοιλιακή χώρα κάτω από την καρδιά σωματική βλάβη στον Κ. Σ. Φ., από την οποία βλάβη στο αριστερό υποχόνδριο, μπορούσε να επέλθει κίνδυνος για τη ζωή του τελευταίου, γ) αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα η απόρριψη του προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί άμυνας, με τις παραδοχές ότι "δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος δέχθηκε άδικη και παρούσα επίθεση από το θύμα Μ. Κ. Σ., η δε προσβολή του εκ μέρους του θύματος ήταν φραστική μόνον και δεν έγινε με βρισκόμενο όρθιο το θύμα και το δράστη πεσμένο κάτω στο έδαφος", και δ) αιτιολογείται ειδικά, εμπεριστατωμένα και ρητά, η απόρριψη του προβληθέντος ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί μεταβολής της κατηγορίας της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά του Κ. Σ. Μ. σε βαριά σωματική βλάβη και από επικίνδυνη σωματική βλάβη του Κ. Σ. Φ. σε απλή σωματική βλάβη, με τις ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου ότι τα αποδειχθέντα περιστατικά συγκροτούν κατά τα αντικειμενικά και υποκειμενικά τους στοιχεία το έγκλημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας σε βάρος του παθόντος Κ. Σ. Μ. και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης σε βάρος του παθόντος Κ. Σ. Φ.. Επομένως οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 2/19-5-2014 αίτηση - δήλωση του Χ. Μ. του Σ., για αναίρεση της με αρ. 55/2013 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο+ Επικίνδυνη Σωματική Βλάβη. Αβάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ και Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, α)για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς ενοχή και την απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών του κατ/νου για άμυνα και για μεταβολή της κατηγορίας, και β) για έλλειψη νόμιμης βάσης.
Σωματική βλάβη επικίνδυνη
Απόπειρα, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Σωματική βλάβη επικίνδυνη.
0
Αριθμός 194/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 13η Ιανουαρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την επωνυμία "Δήμος Αμαρουσίου", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στο Αμαρούσιο Αττικής και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο. Του αναιρεσίβλητου: Χ.-Κ. Β. του Δ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) με την ιδιότητά του ως δικηγόρος. Η υπόθεση εισάγεται με την υπ' αριθμόν 205/2014 πράξη του Προέδρου του Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου, που κοινοποιήθηκε με επιμέλεια της Γραμματείας του Αρείου Πάγου και στους διαδίκους, προκειμένου το Δικαστήριο να αποφανθεί για την αυτεπάγγελτη διόρθωση της 2110/2014 απόφασης και των ταυτάριθμων πρακτικών του παρόντος Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώθηκε παραπάνω. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, κατά το άρθρο 315 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (ΚΠολΔ 573 παρ.1), "αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της έχει διατυπωθεί κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να τη διορθώσει με νέα απόφασή του". Από τη διάταξη αυτή, που αποβλέπει στην αποκατάσταση της ορθότητας ή της ακρίβειας μιας δικαστικής απόφασης χωρίς να θίγεται η δι' αυτής εκφρασθείσα δικαστική διάγνωση, η οποία μόνο με την άσκηση ενδίκου μέσου θα μπορούσε να μεταβληθεί, συνάγεται ότι σε περίπτωση που η παραδρομή του δικαστηρίου οφείλεται σε προηγηθείσα ανακρίβεια, η οποία εμφιλοχώρησε στα πρακτικά, είναι επιβεβλημένη η αντίστοιχη διόρθωση και των πρακτικών, παρά το γεγονός ότι στην πολιτική δικονομία δεν προβλέπεται ιδιαίτερη διαδικασία διόρθωσης αυτών (σε αντίθεση προς τα ισχύοντα στην ποινική δικονομία, κατ' άρθρο 145 ΚΠοινΔ). Οπότε, και ως προς τη διόρθωση των πρακτικών συνεδριάσεως του δικαστηρίου, εφαρμόζονται αναλογικώς τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 315 επ. ΚΠολΔ (ΑΠ 649/1971, ΑΠ 619/1970). Στην προκειμένη περίπτωση, με την 205/2014 πράξη του Προέδρου του Β2 Τμήματος του Αρείου Πάγου, που με επιμέλεια της οικείας Γραμματείας κοινοποιήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στους διαδίκους, επιδιώκεται, αυτεπαγγέλτως, η διόρθωση της 2110/2014 αποφάσεως του εν λόγω Τμήματος και των προς αυτήν ταυτάριθμων πρακτικών συνεδριάσεως του δικαστηρίου, για τους λόγους και με τον τρόπο που αναφέρεται στη συνέχεια. Η διόρθωση επιδιώκεται νομίμως και η επ' αυτής διαδικασία πρέπει να προχωρήσει σαν να ήσαν παρόντες όλοι οι διάδικοι, παρά την απουσία του αναιρεσείοντος ΟΤΑ, που έχει κλητευθεί προσηκόντως (ΚΠολΔ 318 παρ.1 και 2). 2. Επειδή, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Η υπόθεση, επί της οποίας εκδόθηκε η 2110/2014 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, συζητήθηκε κατά η δικάσιμο της 14-10-2014. Κατά τη δικάσιμο εκείνη, ο αναιρεσίβλητος, Χ. - Κ. Β. του Δ., δικηγόρος, κάτοικος ..., δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, διότι, όπως και ο αντίδικός του ΟΤΑ, είχε κάνει χρήση της ευχέρειας του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ. Ως εκ τούτου, δεν περιελήφθη στα πρακτικά η συνήθης αναφορά ότι "ζήτησε την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική του δαπάνη". Παρά ταύτα, ο αναιρεσίβλητος είχε καταθέσει εμπροθέσμως (ήτοι την 16-9-2014, ΚΠολΔ 570 παρ.1) προτάσεις, στο τέλος των οποίων είχε διατυπώσει αίτημα καταδίκης του αντιδίκου του στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων. Κατά τη σύνταξη των πρακτικών, όμως, διέλαθε της προσοχής της γραμματέα του δικαστηρίου το γεγονός αυτό και αναφέρθηκε σ' αυτά ότι ο αναιρεσίβλητος "δεν κατέθεσε προτάσεις". Από τα πρακτικά, η εν λόγω ανακριβής διαβεβαίωση μεταφέρθηκε στο προοίμιο της αποφάσεως, που επακολούθησε. Σε συνέχεια των παραδρομών αυτών, όταν, μετά την εκδίκαση της υποθέσεως και κατά την έκδοση απορριπτικής αποφάσεως επί της αιτήσεως αναιρέσεως τέθηκε ζήτημα επιδικάσεως δικαστικών εξόδων υπέρ του νικήσαντος αναιρεσιβλήτου, διέλαθε της προσοχής του εισηγητή η κατάθεση προτάσεων και η διατύπωση σχετικού αιτήματος σ' αυτές, με αποτέλεσμα, στο τέλος των αιτιολογιών της απόφασης, να τεθεί η φράση "Δικαστική δαπάνη δεν θα επιδικασθεί υπέρ του νικήσαντος αναιρεσιβλήτου, ελλείψει αιτήματος αυτού". Ως εκ τούτου, στο διατακτικό δεν περιελήφθη διάταξη για δικαστικά έξοδα. 3. Επειδή, εκ των ως άνω, οψίμων διαπιστώσεων προκύπτει ότι κατά την έκδοση της ως άνω αποφάσεως εμφιλοχώρησε σφάλμα, οφειλόμενο όχι σε πλημμελή, δικαστική διάγνωση, αλλά σε τυπική παράλειψη από προφανή παραδρομή. Το σφάλμα αυτό, τόσο στην απόφαση όσο και στα πρακτικά, είναι δυνατό και πρέπει να διορθωθεί, για την αποκατάσταση της ακρίβειας της διαδικαστικής τάξεως και την επέλευση των εξ αυτής νομίμων συνεπειών. Κατόπιν αυτού, στον αναιρεσίβλητο πρέπει να επιδικασθεί η κατά το άρθρο 281 παρ.2 του ν. 3463/2006 "Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων" προβλεπόμενη, μειωμένη κατά 50% επί των ελαχίστων ορίων του κώδικα των δικηγόρων, δικαστική δαπάνη. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΙΟΡΘΩΝΕΙ την 2110/2014 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου και τα ταυτάριθμα προς αυτήν πρακτικά. ΔΙΑΓΡΑΦΕΙ το αρνητικό μόριο "δεν" από τη φράση "δεν κατέθεσε προτάσεις", στην παράγραφο όπου περιγράφεται ο τρόπος συμμετοχής του αναιρεσίβλητου στη συζήτηση της υποθέσεως, τόσο τα πρακτικά όσο και στο προοίμιο της απόφασης. ΔΙΑΓΡΑΦΕΙ, από τη σκέψη αρ.5 της απόφασης, τη φράση "Δικαστική δαπάνη δεν θα επιδικασθεί υπέρ του νικήσαντος αναιρεσιβλήτου, ελλείψει αιτήματος αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2)" και αντ' αυτής ΓΡΑΦΕΙ "Ο αναιρεσείων, ως οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης (άρθρο 281 παρ.2 του ν. 3463/2006), πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου".-Και ΠΡΟΣΘΕΤΕΙ στο διατακτικό της αποφάσεως τη φράση "ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα να πληρώσει στον αναιρεσίβλητο εννιακόσια (900) ευρώ, για μέρος από τα δικαστικά του έξοδα". ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Φεβρουαρίου 2015. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 27η Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διόρθωση πρακτικού και αποφάσεως του Αρείου Πάγου ως προς το ότι ο αναιρεσίβλητος είχε καταθέσει προτάσεις και είχε υποβάλει αίτημα επιδίκασης δικαστικής δαπάνης δι' αυτών. Ως προς τη διόρθωση του πρακτικού εφαρμόζονται αναλογικώς οι διατάξεις των ΚΠολΔ 315 επ.
Διόρθωση απόφασης
Διόρθωση απόφασης.
0
Αριθμός 195/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εσηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ε. Χ. του Μ., κατοίκου ... και προσωρινά διαμένων στη …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παρασκευή Φεζίκου, για αναίρεση της υπ' αριθ. 279/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Το Τριμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Οκτωβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1062/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 19§1 εδ. α του ν. 2523/1997 "διοικητικές - ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις", "όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών". Κατά δε την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, "εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος της φοροδιαφυγής, απαιτείται, αντικειμενικώς, η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων (και μάλιστα ανεξαρτήτως αν τα τελευταία είναι και πλαστά, αφού ο νόμος δεν θεωρεί ως εικονικά μόνο τα γνήσια), υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και, επί αποδοχής της εικονικότητας αυτών, τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά φορολογικά στοιχεία. Σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης δεν απαιτείται πλέον, ως πρόσθετο στοιχείο για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, σε αντίθεση προς το άρθρο 31 παρ. 1 περ. η του ν. 1591/1986, που απαιτούσε για την υποκειμενική θεμελίωσή του, πλην του βασικού δόλου, αναφορικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής του υποστάσεως, και σκοπό του δράστη να αποκρύψει τη φορολογητέα ύλη. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 279/2014 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα παραβάσεως του άρθρου 19§§1 και 4 του ν. 2523/1997 (εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων) και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία γενικά, τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, τις μαρτυρίες των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν ένορκα στο ακροατήριο, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος, στις 10- 12-2007, στην Ιεράπετρα Ν. Λασιθίου, προέβη στην έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων, και δη τιμολογίων για συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται σε αυτά. Συγκεκριμένα, κατά τον γενόμενο έλεγχο από την Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.) Περιφερειακής Δ/νσης Κρήτη στην επιχείρηση "ΕΥΡΩΔΟΜΗ Α.Ε.", της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος ως Αντιπρόεδρος του Δ.Σ., διαπιστώθηκε ότι είχε εκδώσει τιμολόγια εικονικά, συνολικής αξίας 143.294 € πλέον Φ.Π.Α. 27.227 € και ειδικότερα: Α) για το έτος 2006: ... Β) για το έτος 2007: ... Οι παραπάνω εργασίες που περιγράφονται στα τιμολόγια είναι εξειδικευμένες και απαιτούν την απασχόληση επιστημονικού προσωπικού, όμως η ως άνω εταιρία "ΕΥΡΩΔΟΜΗ Α.Ε." δεν διέθετε το προσωπικό αυτό ούτε είχε αναθέσει σε τρίτους τις εργασίες αυτές. Επομένως, τα παραπάνω φορολογικά στοιχεία είναι εικονικά, με την έννοια ότι εκδόθηκαν για συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν όχι από την εταιρία "ΕΥΡΩΔΟΜΗ Α.Ε.", αλλά ενδεχομένως από την ατομική επιχείρηση του ίδιου του κατηγορουμένου, η οποία διέθετε την σχετική υποδομή, εκδόθηκαν δε με σκοπό να εισπράξει η ως άνω εταιρία την επιστροφή του Φ.Π.Α. Στην έκδοση δε των εν λόγω εικονικών στοιχείων για λογαριασμό της εταιρίας "ΕΥΡΩΔΟΜΗ Α.Ε." προέβη ο κατηγορούμενος, καθώς, αν και δεν ήταν τυπικά ο νόμιμος εκπρόσωπος της ως άνω ανώνυμης εταιρίας (την ιδιότητα αυτή τυπικά την είχε ο Μ. Λ., ως Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος), αποδείχθηκε ότι αυτός ήταν που εν τοις πράγμασι ασκούσε την διοίκησή της, ασχολούμενος με όλα τα διοικητικά θέματα, άρα και με την έκδοση των παραπάνω εικονικών παραστατικών. Τούτο προέκυψε σαφώς από την κατάθεση του πρώτου μάρτυρα Θ. Μ., αλλά και από την κατάθεση του Ι. Τ., υπαλλήλων της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων που είχαν διενεργήσει τον παραπάνω έλεγχο, ενισχύεται δε και από το γεγονός ότι κατά τον παραπάνω έλεγχο συνεργάσθηκαν με τον κατηγορούμενο, ο οποίος τους προσκόμιζε τα στοιχεία που του ζητούσαν, έδινε εξηγήσεις για το ζήτημα κλπ. Συνεπώς, ... , ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος. Όμως, επειδή δεν αποδείχθηκε ότι οι σχετικές συναλλαγές ήταν ανύπαρκτες, πρέπει ο εν λόγω κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της παραβάσεως του εδαφίου α' της παρ. 1 σε συνδυασμό με την παρ. 4 εδαφ. γ' του άρθρου 19 του Ν. 2523/97 κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό της αποδιδομένης σ' αυτόν πράξης, όπως άλλωστε προέβη και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. ...". Με αυτά που δέχθηκε, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της φοροδιαφυγής δια της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 19§§1 και 4 του ν.2523/1997, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Η μοναδική αντίθετη αιτίαση του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμη, αφού: Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία είχαν τεθεί ενώπιόν του, μεταξύ των οποίων 1) την υπ` αριθ. 3411/2007 έκθεση ελέγχου, που φέρει στον πίνακα των εγγράφων που αναγνώσθηκαν αύξ. αριθ. 2 και 2) τα έγγραφα που είχε προσκομίσει ο κατηγορούμενος με αύξ. αριθ. 1, 2, 14, 16, 17, 18, 19, 20 και 21 (από 05.01.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ ΕΥΡΩΔΟΜΗ - Χ. Ε. κατατεθειμένο στην Δ.Ο.Υ Ιεράπετρας, κατάσταση συμφωνητικών ΕΥΡΩΔΟΜΗ - τρίτων προς τη Δ.Ο.Υ., τα επίδικα τιμολόγια έκαστο μαζί με ιδιωτικά συμφωνητικά κατατεθειμένα στη Δ.Ο.Υ. και εγκεκριμένα από την Περιφέρεια, επτά (7) περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ 2006 της ΕΥΡΩΔΟΜΗ επιστροφή ΦΠΑ ΜΗΔΕΝ (0), δώδεκα (12) περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ 2006 της ΕΥΡΩΔΟΜΗ επιστροφή ΦΠΑ ΜΗΔΕΝ (0), δημοσίευση ισολογισμού 2006 - 2007 ΕΥΡΩΔΟΜΗ, Πτυχία Τ.Ε.Ι εργαζομένων στην ΕΥΡΩΔΟΜΗ Ε. Μ., Λ. Μ. και Ε. Χ., αριθ. Πρωτ. 2329 βεβαίωση ΚΕΤΑ ότι η ΕΥΡΩΔΟΜΗ είναι γραμμένη στα Μητρώα συμβούλων και ΦΕΚ 2345/2006 σκοποί ΕΥΡΩΔΟΜΗΣ κατασκευές - παροχή επιχειρημάτων και διαχείρισης συμβουλών). Δεν ήταν δε αναγκαίο να προβεί αυτό σε αξιολόγηση και συγκριτική στάθμιση των εγγράφων αυτών με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα ούτε να προσδιορίσει ποιο βάρυνε περισσότερο στην κρίση του ούτε να αιτιολογήσει γιατί γίνεται ειδική αναφορά στις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας Θ. Μ. και Ι. Τ. ούτε γιατί δεν εξαίρονται και τα άλλα αποδεικτικά μέσα. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Η, εμπεριεχόμενη στο λόγο αυτό, αιτίαση για εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων (καταθέσεων μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, εγγράφων), είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττει την, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 13 Οκτωβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 6767/2014) αίτηση (δήλωση) του Ε. Χ. του Μ., για αναίρεση της 279/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Ανατολικής Κρήτης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2015 . Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη απόφαση για φοροδιαφυγή δι' εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19 ν. 2523/1997), δια τιμολογίων, δηλαδή, που αφορούσαν συναλλαγές από πρόσωπο διαφορετικό από το αναγραφόμενο σ" αυτά. Δεν είναι αναγκαία η αξιολογική συσχέτιση των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, αρκεί να προκύπτει ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Απόρριψη αιτήσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Φοροδιαφυγή, Τιμολόγια εικονικά.
2
Αριθμός 198/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο-Εισηγητή και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ε. Σ. του Ν., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Νοσοκομείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο του Γεωργία Πιερίδου, για αναίρεση της υπ'αριθ. 2245, 2503, 2793/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Νοεμβρίου 2014 αίτησή του αναίρεσης μετά των από 7 Ιανουαρίου 2015 προσθέτων λόγων, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1169/2014. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 352 και 353 του ΚΠοινΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κωδικός δικανική του πεποίθηση. Η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ και εμπεριστατωμένη αιτιολογία από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοση τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 3904/2010, ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Με βάση τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Συμβάσεως αυτής, αν υποβληθεί νομίμως αίτημα αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις και αυτό απορριφθεί χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, θεωρείται ότι προσβάλλεται το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη και ιδρύεται και ο ως άνω λόγος αναιρέσεως. Στη προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης με αριθμό 2245,2503,2793/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών προκύπτει [σ.74-75] ότι ο κατηγορούμενος υπέβαλε αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις [για να επισυναφθούν, με την φροντίδα της Εισαγγελίας, στη δικογραφία έγγραφα που θα χρησιμεύσουν στην υπεράσπιση του].Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε από το δικαστήριο με την εξής αιτιολογία [σ.83]"τα αιτήματα του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης, προκειμένου να καταθέσει μάρτυς του κατηγορητηρίου και να προσκομισθούν, με την φροντίδα της Εισαγγελίας, τα επικαλούμενα απ' αυτόν έγγραφα, πρέπει να απορριφθούν, διότι το δικαστήριο, ενόψει όλων των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, μπορεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση". Η αιτιολογία αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, με την απόρριψη δε αυτή δεν παραβιάσθηκαν τα, κατ' άρθρα 171 παρ. 1δ ΚΠοινΔ. και 6 παρ.3β της ΕΣΔΑ, 6 παρ.3β της ΕΣΔΑ, υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Συνεπώς, ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας επήλθε και άρα ο σχετικός [πρώτος] λόγος της κρινόμενης αιτήσεως [άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ.] είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2721/1999, "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, "αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητος του ως εντολοδόχου, επίτροπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρήμα, β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού ανήκει σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου, ε)το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και στ) να συντρέχει επιπλέον στο πρόσωπο του υπαίτιου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες τόπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Υποκειμενικά, απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεως του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Εξ άλλου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 719 και 721 ΑΚ, ο μεν εντολέας έχει υποχρέωση να προκαταβάλει τις δαπάνες που απαιτούνται για την εκτέλεση της εντολής, ο δε εντολοδόχος, α) ν' αποδώσει στον εντολέα του ό,τι έλαβε κατά την εκτέλεση της εντολής ή που απέκτησε από την εκτέλεση της ή και β) να καταβάλει σε τρίτους, οφειλέτες του εντολέα του, ό,τι του παρέδωσε ο τελευταίος. Σχέση έμμισθης εντολής καθιδρύεται μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του και όταν ο πρώτος, κατά την άσκηση του λειτουργήματος του, αναλαμβάνει να προβεί σε δικαστικές και εξώδικες ενέργειες για λογαριασμό του εντολέα του, να δέχεται καταβολές οφειλόμενες στον τελευταίο ή και να προβαίνει σε καταβολές σε τρίτους με χρήματα του εντολέα του. Γι'αυτό και σε περίπτωση ιδιοποιήσεως των χρημάτων που έλαβε ο εντολοδόχος δικηγόρος πελάτη του για να τα καταβάλει σε οφειλέτες του εντολέα του, για την εξόφληση οφειλής του τελευταίου, τελείται έγκλημα υπεξαιρέσεως. Περαιτέρω, η απόφαση έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. δ' του ίδιου κωδικός λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την διαδικασία, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξ άλλου, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η κατά τα άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφορά όλες τις δικαστικές αποφάσεις, ακόμη και τις παρεμπίπτουσες ή προπαρασκευαστικές και εκείνες των οποίων η έκδοση αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή, όπως είναι και η παρεμπίπτουσα απόφαση, με την οποία απορρίπτεται αίτηση του κατηγορουμένου για αναβολή της δίκης για σημαντικά αίτια κατ' άρθρο 349 του ΚΠοινΔ. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 2245,2503,2793/2013 απόφαση του, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι, από τα κατ' είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα (ένορκη κατάθεση μάρτυρος κατηγορίας που εξετάσθηκε στο ακροατήριο, αναγνωσθέντα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά της κατ' έφεση δίκης απολογία του κατηγορουμένου), αποδείχθηκαν για τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Ο κατηγορούμενος, με περισσότερες της μίας πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος, έχει τελέσει την πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το είχαν εμπιστευτεί σ' αυτόν λόγω της ιδιότητας Ε. Ο. Π. - Β. Π., ο οποίος διατηρούσε στη Λέρο επιχείρηση διάθεσης υγρών καυσίμων, ανέθεσε το έτος 1999 στον κατηγορούμενο, με την ιδιότητα του δικηγόρου, το χειρισμό ποινικής υπόθεσης του για παραβάσεις σχετικές με τη διακίνηση πετρελαιοειδών (λαθρεμπορία, εικονική έκδοση τιμολογίων), που του είχαν καταλογιστεί από την Περιφερειακή Δ/νση Ν. Αιγαίου του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) . Ως αμοιβή για τις υπηρεσίες του στο στάδιο της Ανάκρισης του κατέβαλε το ποσό των 500.000 δρχ. Στη συνέχεια ο εγκαλών, ενόψει προστίμου, που είχε καταλογισθεί σε βάρος του από το σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος Νοτίου Αιγαίου για φορολογικές του παραβάσεις, μετά τη διαβεβαίωση του κατηγορουμένου ότι λόγω γνωριμιών στο Υπουργείο Οικονομικών και στη Γενική Δ./νση Τελωνείων είχε τη Βατότητα να επιτύχει μία ευνοϊκή γι' αυτόν ρύθμιση, του έδωσε στις 7-10-1999 το ποσό των 13.521.520 δρχ. με έμβασμα της Εμπορικής Τράπεζας και στις 13-10-1999 το ποσό των 15.822.696 δρχ? με έμβασμα της Αγροτικής Τράπεζας, δηλαδή συνολικά του έδωσε 29.344.216 δρχ. ή 86.116,554 ευρώ, με την εντολή να προβεί σε οικονομικό διακανονισμό με το Υπουργείο Οικονομικών σχετικά με πρόστιμο που του είχε επιβληθεί και να καταβάλει τα ποσά αυτά αρμόδια ώστε να ρυθμιστεί με τον πιο ευνοϊκό τρόπο η εκκρεμότητα του αυτή. Σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος κατέβαλε μικρότερο ποσό για τη ρύθμιση της οφειλής, υποχρεούτο να επιστρέψει στον εγκαλούντα το υπόλοιπο. Προς εξασφάλιση του δε ο εγκαλών έλαβε από τον κατηγορούμενο μία συναλλαγματική ποσού 29.000.000 δρχ., στην οποία δεν αναγράφονταν η ημερομηνία έκδοσης και λήξης αυτής, όπως και ο τόπος έκδοσης. Ο κατηγορούμενος επί πλέον των ως άνω ποσών ζήτησε και ποσό 11.000.000 δρχ., το οποίο ο εγκαλών δεν του έδωσε. Κατά τις αρχές Απριλίου του 2000 ο κατηγορούμενος διαβεβαίωσε τον εγκαλούντα ότι δήθεν κατόπιν διακανονισμού το χρέος του ανήλθε σε 20.000.000 και θα επέστρεφε τα υπόλοιπα. Όπως όμως διαπίστωσε ο εγκαλών στη συνέχεια, απευθυνόμενος στο Υπουργείο Οικονομικών, ουδείς διακανονισμός είχε γίνει, ο δε κατηγορούμενος, ο οποίος σε ουδεμία ενέργεια είχε προβεί σε εκτέλεση της ανατεθείσης σ' αυτόν εντολής , αρνιόταν να αποδώσει στον εγκαλούντα το εισπραχθέν από αυτόν ποσό, ενσωματώνοντας το έτσι στην περιουσία του, αν και γνώριζε ότι αυτό δεν του ανήκει. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι το φερόμενο από αυτόν ως υπεξαιρεθέν ποσό ή μέρος αυτού (το οποίο δεν προσδιορίζει) αποτελούσε νόμιμη δικηγορική του αμοιβή και έξοδα για νομικές ενέργειες στις οποίες προέβη για λογαριασμό του εγκαλούντος και ότι ο τελευταίος, μετά την καταγγελία της σύμβασης, έπρεπε να αφαιρέσει το ποσό αυτό. Επίσης, ο κατηγορούμενος δήλωσε ότι το φερόμενο ως υπεξαιρεθέν ποσό ή μέρος αυτού (το οποίο δεν προσδιορίζει) το προβάλλει άλλως σε συμψηφισμό και επίσχεση, διότι αποτελεί τη νόμιμη δικηγορική του αμοιβή και έξοδα. Οι ισχυρισμοί αυτοί, η βασιμότητα των οποίων αναιρεί το δόλο του κατηγορουμένου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Ειδικότερα, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος προέβη σε άλλες νομικές ενέργειες, κατ' εντολή του εγκαλούντος, πλην εκείνης για την οποία, όπως προαναφέρθηκε, έλαβε ήδη τη συμφωνηθείσα αμοιβή των 500.000 δρχ. και αφορούσε τις νομικές του υπηρεσίες στο στάδιο της Ανάκρισης. Υπήρξε βέβαια συμφωνία, σε περίπτωση που ο κατηγορούμενος φρόντιζε να γίνει διακανονισμός του χρέους του εγκαλούντος, να λάβει κάποια αμοιβή χωρίς να προσδιοριστεί συγκεκριμένο ποσό, όμως σε ουδεμία αυτός ενέργεια προέβη ώστε να δικαιούται αμοιβής . Επίσης, ουδόλως αποδείχθηκε ότι κατόπιν εντολής του εγκαλούντος προέβη σε σύνταξη της από 16-9-2000 ανακοπής του εγκαλούντος κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που υπογράφεται από τον κατηγορούμενο, δεδομένου ότι ο εγκαλών ήδη από 18-7-2000 είχε υποβάλει εναντίον του κατηγορουμένου την από 18-7-2000 μήνυση του για υπεξαίρεση, οπότε δεν είναι λογικό μετά την υποβολή της μήνυσης να του αναθέσει υπόθεση. Όσον αφορά δε τα προσκομιζόμενα από τον κατηγορούμενο σε επικυρωμένες φωτοτυπίες: α) από 27-1-2000 έγγραφο του κατηγορουμένου προς τον Επιθεωρητή του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, στο οποίο ο κατηγορούμενος φέρεται να ενημερώνει ότι ο εγκαλών δεν θα καταθέσει ως μάρτυρας και ότι αυτός κατόπιν εξουσιοδότησης του πελάτη του θα υποβάλει υπόμνημα και β) από 21-2-2000 αναφορά του εγκαλούντος προς τον Υπουργό Υγείας και Πρόνοιας, που υπογράφεται από τον κατηγορούμενο, δεν προέκυψε ότι τα έγγραφα αυτά εστάλησαν κατόπιν εξουσιοδότησης και εν γνώσει του εγκαλούντος. Ακόμη και όσον αφορά το από 14-2-2000 τηλεγράφημα, απευθυνόμενο προς τη Δ/νση Επιθεώρησης του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, το οποίο φέρεται να έχει αποσταλεί από τον εγκαλούντα και να ενημερώνει ότι δεν θα καταθέσει ως μάρτυρας "μετά από συμβουλή και του συνηγόρου του Στάθη Στογιάννου", δεν προκύπτει ότι εστάλη από τον εγκαλούντα μετά από σχετική άρνηση αυτού στο ακροατήριο και ενόψει του ότι πρόκειται περί τηλεγραφήματος που δεν αποκλείει την αποστολή του από άλλο πρόσωπο. Ανεξαρτήτως όμως αυτών δεν προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος είχε εκκαθαρισμένη απαίτηση κατά του εγκαλούντος ώστε να μπορεί να την προτείνει σε συμψηφισμό ή επίσχεση. Το υπεξαιρεθέν ως άνω ποσό ανερχόμενο συνολικά σε 29.344.216 δρχ. ή 86.116,554 ευρώ είναι ιδιαίτερης μεγάλης αξίας, ενόψει όμως του ότι υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ όχι όμως και εκείνο των 120.000 ευρώ, ο κατηγορούμενος διέπραξε, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα νομική σκέψη το αδίκημα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης, χωρίς όμως την επιβαρυντική περίσταση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 375 ΠΚ, δεδομένου ότι, μετά την αναπροσαρμογή του ποσού, με την ευνοϊκότερη διάταξη του ν. 4055/2012, για την επιβαρυντική περίπτωση το συνολικό αντικείμενο θα πρέπει να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ.". Ακολούθως, κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο, χωρίς την επιβαρυντική περίπτωση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 375 ΠΚ, του ότι: " Με πλείονες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση ενός και του αυτού εγκλήματος ιδιοποιήθηκε παράνομα ολικά ξένο κινητό πράγμα το οποίο του εμπιστεύθηκαν λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, η αξία του οποίου υπερβαίνει συνολικά τα 25.000.000 δρχ. Πιο συγκεκριμένα στις 7-10-1999 και 13-10-1999 ως πληρεξούσιος δικηγόρος του εγκαλούντος Π. Π., έλαβε στην κατοχή του μέσω δύο εμβασμάτων τραπέζης και συγκεκριμένα ενός εμβάσματος της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος (αριθμός πράξης 9308/7-10-1999) εκ δραχμών δέκα τριών εκατομμυρίων πεντακοσίων είκοσι μίας χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι (13.521.520) δρχ. και ενός της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος (αριθμός πράξης 155867/13-10-1999) εκ δραχμών δέκα πέντε εκατομμυρίων οκτακοσίων είκοσι δύο χιλιάδων εξακοσίων ενενήντα έξι (15.822.696) δρχ., τα οποία του απέστειλε ο ανωτέρω με την εντολή να ρυθμίσει με τα ποσά αυτά τον οικονομικό διακανονισμό με το Υπουργείο Οικονομικών σχετικά με πρόστιμο που είχε καταλογισθεί σε βάρος του από το σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος Νοτίου Αιγαίου για φορολογικές παραβάσεις. Πλην όμως ο κατηγορούμενος δεν ενήργησε σύμφωνα με την προεκτιθέμενη εντολή όπως ήταν υποχρεωμένος λόγω της ιδιότητας του ως πληρεξουσίου δικηγόρου του εγκαλούντος αλλά ιδιοποιήθηκε παρανόμως το ποσό των 29344216 δρχ. συνολικά". Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς τα προαναφερθέν έγκλημα της υπεξαιρέσεως αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που τα είχαν εμπιστευθεί στον αναιρεσείοντα ως εντολοδόχο ξένης περιουσίας, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο ήδη αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παράγραφος 1 α, 27 παράγραφος 1, 98, 375 παράγραφος 2-1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσα χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία, και χωρίς έτσι να στερήσει την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες και έγγραφα), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα απ' αυτά. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση: δέχεται ρητώς ότι ο ήδη αναιρεσείων κατηγορούμενος: 1) ανέλαβε, ως δικηγόρος, με σύμβαση εντολής, να εισπράξει δυο τραπεζικά εμβάσματα, συνολικού ποσού 293442216 δραχμών, που του απέστειλε ο εγκαλών Π. Π., για να διακανονίσει με το Υπουργείο Οικονομικών φορολογικά πρόστιμα που είχαν επιβληθεί στον τελευταίο, 2) απέκτησε έτσι την ιδιότητα του εντολοδόχου-διαχειριστή αντικειμένων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, 3)έχον-τας στην κατοχή του το ως άνω ποσό και μη εκτελώντας την ως άνω εντολή του εγκαλούντος, εξεδήλωσε πρόθεση παράνομης ιδιοποιήσεως του, την οποία υλοποίησε αρνούμενος, παρά τις προς τούτο διαμαρτυρίες του εγκαλούντος, την απόδοση του, το οποίο και ενσωμάτωσε στην ατομική του περιουσία. Τα ανωτέρω δε πραγματικά περιστατικά συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του προβλεπόμενου από τις διατάξεις του άρθρου 375 παράγραφος 2-1 ΠΚ εγκλήματος της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων. Περαιτέρω, αναφορικά με το εν λόγω έγκλημα της υπεξαιρέσεως, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του οποίου ο νόμος αρκείται σε απλή δολία προαίρεση του δράστη, για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν απαιτείται ειδική αιτιολόγηση του δόλου, αφού αυτός ενυπάρχει στα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και εξυπακούεται η ύπαρξη του από την πραγμάτωση αυτών. Επισημαίνεται ότι το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει στον αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, ότι το ως άνω ποσό δεν υπεξαιρέθηκε από τον κατηγορούμενο, αλλ' αποτελούσε την νόμιμη δικηγορική του αμοιβή, ενώ η επικαλούμενη έλλειψη αναφοράς του χρόνου προθέσεως της παράνομης ιδιοποιήσεως του ως άνω ποσού είναι απορριπτέα, διότι η έλλειψη αυτή δεν έχει έννομη επιρροή στην κρινόμενη περίπτωση, αφού δεν τίθεται θέμα παραγραφής του εγκλήματος, δεδομένου ότι, όπως κρίθηκε, ο κατηγορούμενος τέλεσε εξακολουθητικά την πιο πάνω κακουργηματική πράξη κατ' έτος 1999. Οι λοιποί ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος [κακή εκτίμηση των αποδείξεων]είναι απορριπτέοι ως απαραδέκτως προβαλλόμενοι, διότι, υπό την επίκληση ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν ανεπιτρέπτως την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχεία Δ', Ε' του ΚΠοινΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως. Από τις διατάξεις του άρθρου 502 παρ. 1, 2 και 4 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι, μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, με την οποία προσβλήθηκε στο σύνολο της η πρωτόδικη απόφαση, η υπόθεση επανέρχεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο για κατ' ουσίαν συζήτηση στην πριν από την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως στάση, με την έννοια ότι το τελευταίο έχει την εξουσία να κρίνει όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, κάθε ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως καλύπτεται με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, αφού μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως, η πρωτόδικη απόφαση ατονεί και αυτό επανεξετάζει την υπόθεση τόσο ως προς τη νομική όσο και ως προς την ουσιαστική της βάση. Έτσι, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο ν' απαντήσει σε σχετικό ισχυρισμό περί ακυρότητος στην πρωτοβάθμια δίκη και συνακόλουθα δεν υποπίπτει σχετικώς στην πλημμέλεια της ελλείψεως ακροάσεως, ώστε να ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Β' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Στη προκείμενη περίπτωση, με τους πρόσθετους, από το άρθρο 510§1 περ. Δ' και Α' ΚποινΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, λόγους αναιρέσεως, ο αναιρεσείων αιτιάται τις παρεμπίπτουσες με αριθμούς 2245 και 2793/2013 συμπροσβαλλόμενες αποφάσεις, διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, χωρίς επαρκή αιτιολογία, απέρριψε τις ενστάσεις που είχε προβάλλει για ακυρότητα της πρωτοβάθμιας διαδικασίας. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι, διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της ως άνω προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθά απέρριψε τις ενστάσεις αυτές με τις εξής ειδικές και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες: Το αίτημα του κατηγορουμένου περί ακυρότητας της διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για το λόγο ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί επί του αιτήματος αναβολής που υπέβαλε αμέσως μετά την απόρριψη της ένστασης του εκ του άρθρου 338 Κ.Π.Δ. απαραδέκτως προβάλλεται, εφόσον δεν έχει προταθεί με λόγο έφεσης (ΑΠ 359/2011). Ανεξαρτήτως όμως αυτού, από την επισκόπηση των πρακτικών της εκκαλουμένης απόφασης, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναβολής ήταν τελείως αόριστος και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει επ' αυτού (ΑΠ 544/2011). Ειδικότερα, το αίτημα του κατηγορουμένου είχε ως εξής: "Στη συνέχεια δήλωσε ότι ζητά την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης και ότι δεν πρόκειται να δικαστεί η υπόθεση ούτε στο δικαστήριο της Κομοτηνής". Περαιτέρω, ο προβαλλόμενος από τον κατηγορούμενο ισχυρισμός περί ακυρότητας της διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διότι πριν τη λήψη από το Δικαστήριο της απόφασης επί της αίτησης του για εξαίρεση των μελών του Δικαστηρίου και του Εισαγγελέα δεν δόθηκε ο λόγος σ' αυτόν και στο συνήγορο του είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Ειδικότερα, η απόφαση που απορρίπτει την αίτηση εξαίρεσης υπόκειται σε έφεση αν και η απόφαση της ουσίας προσβάλλεται με έφεση και μόνο ταυτόχρονα με αυτή (άρθρο 22 ΚΠΔ). Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον με την έφεση επί της ουσίας της υπόθεσης δεν προσβλήθηκε με έφεση από τον κατηγορούμενο και η απόφαση επί της αίτησης του περί εξαίρεσης του Δικαστηρίου δεν μπορεί το Δικαστήριο να επιληφθεί επ' αυτής. Επίσης, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί κακής σύνθεσης του Δικαστηρίου που δίκασε την υπόθεση μετά την απόρριψη της αίτησης αυτού περί εξαίρεσης του Δικαστηρίου, διότι μετά την απόρριψη ως αβάσιμης της αίτησης αυτού περί εξαίρεσης των μελών του Δικαστηρίου και του Εισαγγελέα της Έδρας ορθά δίκασε την υπόθεση η αρχική σύνθεση του Δικαστηρίου. Ακόμη ουδεμία ακυρότητα δημιουργείται από την απόρριψη αίτησης του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης προκειμένου να προσκομιστούν τα αναφερόμενα από τον κατηγορούμενο έγγραφα. Και αυτό διότι εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου αν θα αναβάλλει ή όχι τη δίκη για κρείσσονες αποδείξεις, μη υποχρεούμενο να αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης εάν δεν κρίνει αναγκαία την προσκόμιση και άλλων αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον, κατά την κρίση του, μπορεί να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα με τα ήδη υπάρχοντα. Περαιτέρω αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί ακυρότητας της διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διότι α) του αφαιρέθηκε ο λόγος από την πρόεδρο κατά το σχολιασμό από αυτόν της πρότασης του Εισαγγελέως περί της ενοχής του και β) δεν δόθηκε σ' αυτόν και στον Εισαγγελέα ο λόγος επί της προσφυγής που υπέβαλε κατά της ως άνω διάταξης της προέδρου. Από την επισκόπηση της πρωτόδικης απόφασης και των πρακτικών αυτής προκύπτουν τα εξής: Μετά την πρόταση του Εισαγγελέα περί ενοχής του κατηγορουμένου και μετά την αγόρευση του συνηγόρου αυτού (κατηγορουμένου), δόθηκε από την πρόεδρο ο λόγος στον κατηγορούμενο για να προσθέσει αν έχει κάτι για την υπεράσπιση του. Ο κατηγορούμενος έλαβε το λόγο και εξέφρασε την αντίθεση του στην πρόταση του εισαγγελέα και σχολίασε αυτή "δηλώνοντας ότι πρέπει να απαλλαχτεί από τις κατηγορίες αναπτύσσοντας τους λόγους για κάτι τέτοιο και επαναλαμβάνοντας όσα ανέφερε προηγουμένως". Η Πρόεδρος τον διέκοψε διότι αυτά που έλεγε είχαν ειπωθεί στην απολογία του. Κατόπιν, ο κατηγορούμενος, αφού έλαβε και πάλι το λόγο από την Πρόεδρο ζήτησε "να συνεχίσει το σχολιασμό της εισαγγελικής πρότασης", το δε Δικαστήριο, μετά από διάσκεψη δημοσίευσε την 4808/2010 παρεμπίπτουσα απόφαση του, με την οποία απέρριψε το αίτημα του κατηγορουμένου για περαιτέρω σχολιασμό της εισαγγελικής πρότασης, με την αιτιολογία ότι " όσα εκθέτει δεν αναφέρονται σε απόκρουση αντίθετων επιχειρημάτων κατά την έννοια του άρθρου 369 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ. αλλά αποτελούν επανάληψη της απολογίας του που εκτενέστερα ανέπτυξε". Με βάση τα προεκτεθέντα, κατ' αρχήν δεν προκύπτει ότι της παραπάνω απόφασης του Δικαστηρίου προηγήθηκε προσφυγή του κατηγορουμένου σε ολόκληρο το Δικαστήριο για έλλειψη ακρόασης του, ώστε να υπάρχει υποχρέωση όπως δοθεί ο λόγος στον ίδιο και στον Εισαγγελέα. Αν όμως, ενόψει της απόφασης του Δικαστηρίου περί απόρριψης αιτήματος του, ήθελε θεωρηθεί ότι υποβλήθηκε τέτοια προσφυγή, την ακυρότητα λόγω μη ακρόασης του Εισαγγελέα ( δεδομένου ότι στον κατηγορούμενο δόθηκε κατά τα ως άνω ο λόγος πριν την απόφαση) επί της προσφυγής αυτής απαραδέκτως προτείνει ο κατηγορούμενος, διότι θα έπρεπε να την προτείνει ως λόγο ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο, όμως κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα πρακτικά (σχ. ΑΠ 410/2010). Πέραν δε αυτού, θα έπρεπε τον σχετικό λόγο ακυρότητας να τον διατυπώσει ως ειδικό λόγο, στην έφεση που άσκησε κατά της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης, δεδομένου ότι κατά το άρθρο 502 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ. σε κάθε περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της πρωτόδικης απόφασης στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι (ΑΠ 359/2011), το οποίο στην προκειμένη περίπτωση δεν έπραξε. (ΑΠ 410/2010). Επίσης, και με δεδομένο ότι τα πρακτικά της συνεδρίασης πρέπει να περιέχουν, μεταξύ άλλων, με συντομία και τις δηλώσεις και απολογίες των κατηγορουμένων ( άρθρο 141 παρ. 1 ΚΠΔ), η Πρόεδρος του Δικαστηρίου δεν υποχρεούτο να καταχωρήσει αναλυτικά στα πρακτικά τα όσα ο κατηγορούμενος κατά τον σχολιασμό της εισαγγελικής πρότασης επαναλάμβανε για δεύτερη φορά, εφόσον τα είχε ήδη πει στην απολογία του, ο δε κατηγορούμενος δεν ζήτησε την καταχώρηση στα πρακτικά όσων ανέφερε και αυτό απαγορεύτηκε από την πρόεδρο ούτε προσέφυγε στο Δικαστήριο (141 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ.), ώστε να δημιουργείται κάποια ακυρότητα. Επομένως οι προβαλλόμενοι παραπάνω ισχυρισμοί είναι απορριπτέοι. Περαιτέρω, ουδεμία παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ υπάρχει, δεδομένου ότι ο κατηγορούμενος δεν στερήθηκε του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας και κρίσης της υπόθεσης του σε δεύτερο βαθμό ούτε του δικαιώματος ακρόασης και υπεράσπισης του ή άλλων δικαιωμάτων που του παρέχονται από το νόμο. Εξ άλλου, η καθιέρωση με το άρθρο αυτό του δικαιώματος κάθε κατηγορουμένου όπως δικαστεί δίκαια δεν αναφέρεται στην ορθότητα της απόφασης αλλά στην ουσιαστική και αδιάβλητη υπό διαδικαστικές (δικονομικές) εγγυήσεις διεξαγωγή της δίκης, ώστε να είναι δυνατή η αντικειμενική αναζήτηση της αλήθειας και η αποτελεσματική προστασία του, δικαιώματα τα οποία ουδόλως στερήθηκε ο κατηγορούμενος. Συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατόπιν αυτών είναι απορριπτέα, ως άνευ αντικειμένου, τα αιτήματα του κατηγορουμένου όπως διαβιβαστεί η υπόθεση στον αρμόδιο Εισαγγελέα για επανάληψη των άκυρων πράξεων άλλως όπως παραπεμφθεί αυτή προς εκδίκαση στο Τριμελές Εφετείο Αθηνών, καθώς και όπως συνταχθεί έκθεση κατ' άρθρο 38 ΚΠΔ και αποσταλεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα για άσκηση ποινικής δίωξης κατά των μελών του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Τούτο δε ανεξάρτητα του ότι οι προβληθείσες ενστάσεις ήταν απορριπτέες ως άνευ αντικειμένου, διότι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, οποιαδήποτε ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως καλύφθηκε με την έκδοση της, επί της ουσίας, αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Συνεπώς, οι ως άνω πρόσθετοι λόγοι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθούν η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, στη συνέχεια δε να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 6-11-2014 αίτηση και τους από 7-1-2015 πρόσθετους λόγους του Ε. Σ. του Ν., για αναίρεση της με αριθμό 2245, 2503, 2793/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος αναβολής-Λόγοι αναιρ. Α΄ και Δ΄. Υπεξαίρεση κακουργηματική από εντολέα-δικηγόρο. Ακυρότητα πρωτόδικης απόφασης καλύπτεται μετά την επί της ουσίας έκδοση αποφ. Από δευτεροβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 502 ΚΠοινΔ).
Αιτιολογίας ανεπάρκεια
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεως λόγοι.
0
Αριθμός 201/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ TMHMA - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Μαρία Γαλάνη Λεοναρδοπούλου (σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 41/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου και Βασίλειο Καπελούζο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Χαράλαμπου Βουρλιώτη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 18 Φεβρουαρίου 2015 να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενους τους: 1) Ε. Π. του Ν. και 2) Ν. Π. Και εγκαλούσα την Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία με την επωνυμία "Union de Creditos Inmobiliarios S.A., EF.C.", που εδρεύει στην … και έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Αθήνα. Η αίτηση αυτή με αριθμ. πρωτ. 173913/4.9.2014, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 837/2014. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Χαράλαμπος Βουρλιώτης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα, με αριθμό 194/29.12.2014, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο Δικαστήριο Σας- σε Συμβούλιο την υπ' αρ. 173913/18-8-2014 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών για κανονισμό αρμοδιότητας κατά παραπομπή και εκθέτω τα ακόλουθα. Κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από τον βαθμό του Παρέδρου σε Πρωτοδικείο ή Εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο σύμφωνα με τα άρθρα 122 - 125 δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ.1 στοιχ. γ' του ίδιου ως άνω Κώδικα, την παραπομπή αυτή μπορεί να ζητήσει ο Εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί παραπομπής από το δικαστήριο της περιφέρειας ενός εφετείου σε δικαστήριο της περιφέρειας άλλου εφετείου ο Άρειος Πάγος σε Συμβούλιο, και εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132, 134 και 135 εδ.1 του ΚΠΔ. Από τον δικαιολογητικό λόγο της διατάξεως αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλόμενης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ" εκείνο της προδικασίας, στο οποίο περιλαμβάνεται και η άσκηση της ποινικής διώξεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την ανωτέρω αίτηση υποβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 137 παρ. 1 στοιχ. γ' και 136 στοιχ.ε Κ.Π.Δ. η συνημμένη υπ' αρ. ABM: B2014/770 ποινική δικογραφία, που σχηματίσθηκε κατόπιν της από 7-4-2014 εγκλήσεως της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας "UNION DE CREDITOS IMOBILIARIOS SA EFC" (ΕΝΩΣΗ ΕΝΥΠΟΘΗΚΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΑΕ, ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ) εναντίον της Ε. Π. του Ν., Πρωτοδίκη Αθηνών, και του Ν. Π. του Ε., κατοίκων ..., για καταδολίευση δανειστών κλπ, καθόσον αφενός μεν η εγκαλούμενη τυγχάνει εν ενεργεία δικαστική λειτουργός, που υπηρετεί στο Πρωτοδικείο Αθηνών, όπως προκύπτει από το υπ' αρ. 4728/28-4-2014 έγγραφου του Πρωτοδικείου Αθηνών, αφετέρου δε δεν υφίσταται πλέον, μετά την ίδρυση του Εφετείου Ευβοίας, ευχέρεια του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών για την παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο Δικαστήριο, που να ανήκει στην περιφέρεια του. Με τα δεδομένα αυτά συντρέχει νόμιμη περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητας κατά παραπομπή (άρθρα 136 εδ. ε'και 137 παρ.1 στοιχ. γ'του ΚΠΔ) και πρέπει να διαταχθεί η παραπομπή της ως άνω υποθέσεως από τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών , στις αντίστοιχες Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιώς, για την πρώτη εγκαλούμενη και λόγω συμμετοχής (άρθρο 130 παρ. 1 ΚΠΔ) για τον δεύτερο εγκαλούμενο. Για τους λόγους αυτούς Προτείνω το Δικαστήριο Σας-Σε Συμβούλιο να διατάξει την παραπομπή της υποθέσεως που αναφέρεται στην 173913/18-8-2014 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και αφορά την υπ' αρ. . ABM: B2014/770 ποινική δικογραφία, που σχηματίσθηκε κατόπιν της από 7-4-2014 εγκλήσεως της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας "UNION DE CREDITOS IMOBILIARIOS SA EFC" (ΕΝΩΣΗ ΕΝΥΠΟΘΗΚΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ* ΑΕ, ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ) εναντίον της Ε. Π. του Ν., Πρωτοδίκη Αθηνών, και του Ν. Π. του Ε., από τις κατά τόπο αρμόδιες Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών , στις αντίστοιχες Εισαγγελικές και Δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιώς. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος Κων. Δασούλας. Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 136 περ. ε' και 137 παρ. 1 περ. γ' του ΚΠοινΔ συνάγεται ότι, όταν εγκαλών ή αδικηθείς ή κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω, ο οποίος υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 του ίδιου Κώδικα δικαστήριο, διατάσσεται, κατόπιν αιτήσεως του εισαγγελέα ή του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντος, από τον Άρειο Πάγο σε Συμβούλιο, η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο δικαστήριο, ομοειδές και ισόβαθμο, εφαρμοζομένων αναλόγως και των άρθρων 132, 134 και 135 παρ. 1 του ΚΠοινΔ. Η παραπομπή αυτή νοείται, όχι μόνο κατά την κυρία διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία, συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου ασκήσεως της ποινικής διώξεως, διότι και κατ` αυτό συντρέχει ο αυτός δικαιολογητικός λόγος, ήτοι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας μεροληψίας αυτού, εξ αιτίας της συνυπηρετήσεώς του στο ίδιο δικαστήριο με τον εγκαλούντα, παθόντα ή κατηγορούμενο δικαστικό λειτουργό. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία "UNION DE CREDITOS INMOBILIARIOS S.A., E.F.C.", με την από 7.4.2014 μήνυσή της καταμήνυσε την Πρωτοδίκη Αθηνών Ε. Π. και τον πατέρα της Ν. Π. για αξιόποινες πράξεις (καταδολίευση δανειστών αμφότεροι και ηθική αυτουργία σε καταδολίευση δανειστών η πρώτη), που φέρεται ότι τελέστηκε στις Αχαρνές Αττικής. Ανακύπτει, συνεπώς, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας, λόγω του ότι η ως άνω εγκαλούμενη δικαστική λειτουργός υπηρετεί στο Πρωτοδικείο Αθηνών, δηλαδή στο αρμόδιο, κατά τα άρθρα 122 - 125 του ΚΠοινΔ, δικαστήριο, και μάλιστα από τον Άρειο Πάγο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη (άρθρο 137 παρ. 1 περ. γ ΚΠοινΔ), ενόψει του ότι στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών δεν υπάγεται (πλέον, μετά την ίδρυση του Εφετείου Ευβοίας και την υπαγωγή σ` αυτό των Πρωτοδικείων Χαλκίδας και Θηβών) άλλο δικαστήριο πλην του Πρωτοδικείου Αθηνών, στο οποίο υπηρετεί αυτή. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή κατ' ουσίαν η με αριθμ. πρωτ. 173913/4.9.2014 αίτηση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών και να ορισθούν, ως αρμόδιες, οι δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς και της αντίστοιχης Εισαγγελίας, για το χειρισμό της παραπάνω μηνύσεως (και ως προς τον Ν. Π., λόγω συναφείας) και, αν συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση, αυτές του Εφετείου Πειραιώς. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΟΡΙΖΕΙ κατά παραπομπή αρμόδιες να αποφανθούν επί της από 7.4.2014 μηνύσεως της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "UNION DE CREDITOS INMOBILIARIOS S.A., E.F.C.", κατά της Ε. Π. του Ν., Πρωτοδίκη Αθηνών, καθώς και του Ν. Π. του Ε., που αναφέρεται σ` αυτήν, λόγω συναφείας, αντί των αρμοδίων Δικαστικών, Ανακριτικών και Εισαγγελικών Αρχών του Πρωτοδικείου Αθηνών τις αντίστοιχες του Πρωτοδικείου Πειραιώς και, αν συντρέξει νόμιμη περίπτωση, αυτές του Εφετείου Πειραιώς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου 2015. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Μήνυση για καταδολίευση δανειστών σε βάρος δικαστικής λειτουργού που υπηρετεί στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Παραπέμπει σης Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς και, αν συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση, σ' αυτές του Εφετείου Πειραιώς, και ως προς τον έτερο μηνυόμενο λόγω συναφείας.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
1
Αριθμός 182/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Ε. Τ. του Χ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αλεξάνδρα Μαύρου - Τσάκου, για αναίρεση της υπ'αριθ. 1011/2014 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Mε πολιτικώς ενάγουσα την Α. Δ. του Κ., κατοίκου ..., που παρέστη με την πληρεξούσια δικηγόρο της Θεώνη Σγουράκη - Παπασπυροπούλου. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1022/2014. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 314 παρ. 1 εδ. α του ΠΚ "όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών". Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με εκείνη του άρθρου 28 του ΠΚ, κατά την οποία από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, απαιτείται να διαπιστωθεί αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος, κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνθήκες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη λογική και τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, και αφετέρου ότι είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικά αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψη. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, εφόσον το ένα είδος της ευθύνης συνίσταται στην μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε μία παράλειψη. Όταν όμως η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε, για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται και η συνδρομή των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το οποίο, όπου ο νόμος, για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτείται να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης ( δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ιδιαίτερη αυτή υποχρέωση μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη συμπεριφορά του υπαιτίου από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να αναφέρεται και αιτιολογείται στη δικαστική απόφαση η συνδρομή αυτής της υποχρεώσεως και να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου από τον οποίο πηγάζει. Υπάρχει ποινική ευθύνη του ιατρού για σωματική βλάβη από αμέλεια ασθενούς, στις περιπτώσεις εκείνες που το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε παράβαση από αυτόν των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και η ενέργεια ή η παράλειψη του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση του ιατρού να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης του ασθενούς απορρέει από το νόμο (άρθρο 24 α.ν. 1565/1939 "Περί κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος'), από τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας (άρθρ. 8 του β.δ. 156/6.7.1955 και ήδη ν. 3418/2005 "Περί κανονισμού ιατρικής δεοντολογίας") και από την εγγυητική θέση αυτού απέναντι στην ασφάλεια της ζωής ή της υγείας του ασθενούς που δημιουργείται κατά την εκτέλεση της ιατρικής πράξης. Ο ιατρός ευθύνεται αν από επιπολαιότητα ή άγνοια των πραγμάτων, τα οποία έπρεπε κατά την επιστήμη του να γνωρίζει, δεν ακολούθησε γενικά παραδεκτές αρχές της ιατρικής επιστήμης ή αναγνωρισμένες σύγχρονες μεθόδους και η άγνοια, η επιπολαιότητα ή η απρονοησία του, τον οδήγησαν σε εσφαλμένη διάγνωση ή θεραπευτική αγωγή ή σε επέμβαση ή σε μη επέμβαση και μη λήψη μέτρων για να αποτραπούν προσβολές ή κίνδυνοι κατά της σωματικής ακεραιότητας, της υγείας ή της ζωής του ασθενούς που επιλήφθηκε. Έτσι ελέγχεται ο κατηγορούμενος ιατρός για κάθε ενέργεια ή παράλειψή του υπό την ανωτέρω ιδιότητα του ως προς την παρακολούθηση της πορείας του ασθενούς, δηλαδή εάν ενήργησε την ακολουθητέα ιατρική αγωγή και τις επιβαλλόμενες εξετάσεις ή και άλλες επεμβατικές ιατρικές πράξεις προς αντιμετώπιση της παρενέργειας ή επιπλοκής που θα ήταν κίνδυνος να επιφέρει βλάβη της υγείας του ασθενούς, όπως κάθε μέσος ιατρός της ειδικότητάς του θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις, όντας σε γνώση του ιστορικού και των συμπτωμάτων του ασθενούς και έχοντας τη δυνατότητα και την εμπειρία να προβλέψει τα δυσμενή αυτά συμπτώματα και τις ακολουθούσες βλάβες που εμφανίζουν ασθενείς υποβαλλόμενοι σε ιατρική επέμβαση. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Ειδικότερα, ως προς την έκθεση των αποδείξεων, αρκεί η γενική, κατ' είδος τους, αναφορά αυτών, χωρίς να προσαπαιτείται και η ιδιαίτερη μνεία καθενός εκ των αποδεικτικών μέσων και το προκύψαν εξ αυτού συγκεκριμένο πραγματικό περιστατικό. Η απαιτούμενη από τα άνω άρθρα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία περιλαμβάνει και τη μνεία των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη το δικαστήριο για το σχηματισμό της καταδικαστικής ή αθωωτικής ή όποιας άλλης κρίσεώς του, ήτοι επιβάλλεται να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα ανεξαιρέτως τα αποδεικτικά μέσα και όχι ορισμένα από αυτά. Η κατά το άρθρο 178 του ΚΠΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Ειδικά η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ΚΠΔ, με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο, (όπως είναι και οι πταισματοδίκες και ειρηνοδίκες, όταν διενεργούν προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, κατ' άρθρ. 33 παρ.1 ΚΠΔ), από το δικαστικό συμβούλιο ή από το δικαστήριο, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων, το οποίο μάλιστα μνημονεύεται και στην αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 178 του ΚΠΔ, πρέπει δε για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη από το δικαστήριο, να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που συνεκτιμήθηκαν στη διαμόρφωση της δικανικής πεποίθησης. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων πανηγυρικά, υπάρχει αβεβαιότητα για το αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και την πραγματογνωμοσύνη, μη αρκούσας της γενικής αναφοράς στα έγγραφα, και ιδρύεται ο προαναφερόμενος από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Ειδικότερα, μάλιστα, ο λόγος αυτός γεννάται, όταν το δικαστήριο δεν αποδέχεται τα προκύπτοντα από τη δικαστική πραγματογνωμοσύνη συμπεράσματα- πορίσματα, οπότε πρέπει να αιτιολογεί την αντίθετη δικανική του πεποίθηση, παραθέτοντας τα αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποκλείουν όσα οι πραγματογνώμονες θέτουν ως βάση της γνώμης τους, ενώ αντίθετα τέτοια ειδική μνεία της πραγματογνωμοσύνης δεν απαιτείται όταν οι παραδοχές είναι απολύτως σύμφωνες με τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης. Επομένως, η ανάγνωση του εγγράφου, όταν δεν προκύπτει από τη ρητή μνεία στο οικείο μέρος των πρακτικών, όπου αναφέρονται τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αρκεί να προκύπτει αυτή (ανάγνωση) από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης ή από τις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Πρέπει δηλαδή να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως ότι και η ανωτέρω δικαστική πραγματογνωμοσύνη έχει σαφώς ληφθεί υπόψη για το σχηματισμό της δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που δίκασε έφεση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερόμενων αποδεικτικών μέσων, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης με αρ. 1011/2014 αποφάσεώς του, τα εξής κατά πιστή μεταφορά πραγματικά περιστατικά: "Στην προκειμένη περίπτωση, από την χωρίς όρκο εξέταση της πολιτικώς ενάγουσας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχοντας στα ταυτάριθμα με την απόφαση αυτή πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως, από την ανάγνωση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που λεπτομερώς αναφέρονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση, πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου και που βρίσκονται στην παρούσα δικογραφία, μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες της παρούσας, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, από την απολογία της κατηγορουμένης στο ακροατήριο, και γενικά από την όλη συζήτηση της υποθέσεως, και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των ως άνω αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ.1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής απόδειξης, αποδείχθηκε ότι το Δικαστήριο πείσθηκε ότι: Η κατηγορουμένη είναι ιατρός μαιευτήρας γυναικολόγος, απασχολούμενη στην ιδιωτική κλινική με την επωνυμία "Ιατρικό Διαβαλκανικό Κέντρο Θεσσαλονίκης", στη Θεσσαλονίκη. Η παθούσα, Α. Δ., σύζυγος του Σ. Π., το Μάρτιο του 2007, σε ηλικία 30 ετών, διαπίστωσε ότι είχε καταστεί έγκυος. Κατόπιν συστάσεως της κουνιάδας της επέλεξε την κατηγορουμένη για να παρακολουθήσει την πορεία της κύησής της, του τοκετού, αλλά και της λοχείας της και έτσι επισκέφθηκε την κατηγορούμενη στο ιατρείο της όπου η τελευταία την εξέτασε κλινικά. Η κατηγορούμενη, ως θεράπουσα ιατρός της ανωτέρω παθούσας, συνέστησε στην τελευταία να συνεχίσει φυσιολογικά τη ζωή της και ταυτόχρονα της χορήγησε ένα παραπεμπτικό σημείωμα εργαστηριακών εξετάσεων στις οποίες η παθούσα έπρεπε να προβεί. Πράγματι, η παθούσα προέβη σε αυτές και απέστειλε τα αποτελέσματά τους στο ιατρείο της κατηγορούμενης. Τη διαδικασία αυτή επαναλάμβανε κάθε μήνα και κάθε φορά οι απαντήσεις της κατηγορουμένης προς την παθούσα, ύστερα από την εκ μέρους της επισκόπηση των αποτελεσμάτων των εξετάσεων στις οποίες η παθούσα προέβαινε, ήταν καθησυχαστικές. Τον Ιούλιο του 2007 και καθώς η παθούσα διένυε τον 5° μήνα της κύησής της, ενώ βρισκόταν με το σύζυγο της στη Μαρώνεια Θράκης, διαπίστωσε αιφνίδια να πρήζονται σε υπερβολικό βαθμό τα άκρα των ποδιών της. Ταυτόχρονα, μεταβαίνοντας η παθούσα τις βραδινές ώρες της ίδιας ημέρας στη Θεσσαλονίκη υπέστη δυνατές κράμπες, σύμπτωμα που ουδέποτε μέχρι τη στιγμή εκείνη της είχε εμφανιστεί. Χωρίς χρονοτριβή η παθούσα ενημέρωσε την κατηγορούμενη για τα συμπτώματα αυτά αμέσως το πρωί της επόμενης ημέρας. Ωστόσο η κατηγορούμενη, χωρίς να εξετάσει κλινικά την παθούσα, την καθησύχασε λέγοντάς της πως τα συμπτώματα αυτά οφείλονταν απλώς στην εγκυμοσύνη της, χαρακτηρίζοντας ταυτόχρονα τις ιατρικές της εξετάσεις ως καλές. Έκτοτε, παρόλο που η κατηγορούμενη πληροφορήθηκε από την παθούσα και κατά την προγραμματισμένη επίσκεψη της τελευταίας στο ιατρείο της ότι τα άκρα της πρήζονταν υπερβολικά και ότι εξακολουθούσε να παθαίνει έντονες κράμπες, χορήγησε στην παθούσα μία φαρμακευτική αγωγή με μαγνήσιο, την οποία η τελευταία ακολούθησε, καθησυχάζοντας εκ νέου την παθούσα. Όμως, η κατάσταση της υγείας της παθούσας επιδεινωνόταν, τα ανωτέρω συμπτώματα εξακολουθούσαν να υφίστανται και αν και η παθούσα επανειλημμένα την ενημέρωνε γι' αυτά, αλλά και για το ότι ουδέποτε στο παρελθόν εμφανίζονταν σε αυτήν, δεν προβληματίστηκε για τη φύση και τις συνέπειές τους, ούτε ενημερώθηκε σχετικά, αλλά αντίθετα εξακολουθούσε να καθησυχάζει την παθούσα. Κατά τα τέλη του 7ου μήνα της κυήσεώς της, η παθούσα αισθάνθηκε ένα δυνατό πόνο στους νεφρούς της. Την 21:00 περίπου ώρα της ημέρας αυτής, καθώς ο πόνος αυτός είχε γίνει πλέον αφόρητος για την παθούσα, η τελευταία τηλεφώνησε στην κατηγορούμενη και αφού της εξέθεσε την κατάσταση της υγείας της τη ρώτησε σχετικά με το τι έπρεπε να πράξει. Η κατηγορούμενη της απάντησε πως πιθανόν το έμβρυο πίεζε τα νεφρά της και στην ερώτηση της παθούσας προς αυτήν για το αν θα έπρεπε να μεταβεί σε κάποιο νοσοκομείο, ενόψει του ότι ο πόνος πλέον είχε καταστεί για την παθούσα ανυπόφορος, της απάντησε πως το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να λάβει κάποιο παυσίπονο μεταξύ των Voltarain και Buscopan. Ειδικότερα, κι ενώ τον 7° μήνα της κύησης η παθούσα ενημέρωσε την κατηγορουμένη για τον οξύ πόνο στην περιοχή του νεφρού και το επιδεινούμενο οίδημα, με την κατηγορουμένη να είναι γνώστρια της μικρής αύξησης της αρτηριακή πίεσης της παθούσας, καθώς κατά τον 8° μήνα οι τιμές της αρτηριακής πίεσης κυμαίνονταν σε 130 και 80 από 120 και 70 του προηγούμενου μήνα, δεν υπέβαλε την παθούσα σε εξετάσεις ούρων τους δύο τελευταίους μήνες της κύησης, πριν από την ημέρα του τοκετού, προκειμένου να διαπιστωθεί η τιμή του λευκώματος στα ούρα της, ούτε όμως και σε εξετάσεις ουρικού οξέος στο αίμα, όταν ήδη από τον Μάιο του 2007, η τιμή του ανερχόταν σε 6,80mg/dl, άνω των φυσιολογικών ορίων (δεδομένου ότι κατά τη διάρκεια μιας φυσιολογικής κύησης, η αρτηριακή πίεση, αλλά και οι τιμές του ουρικού οξέως υποχωρούν, συνήθως, και δεν αυξάνεται χωρίς λόγο), με την αύξηση αυτή να αποτελεί ένδειξη νεφρικής βλάβης. Στις 12 Δεκεμβρίου 2012 η παθούσα εισάγεται στο "ΙΑΤΡΙΚΟ ΔΙΑΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ" στη Θεσσαλονίκης, προκειμένου να τεκνοποιήσει κι εκεί υποβάλλεται σε ιατρικές εξετάσεις των ζωτικών της σημείων και μέτρηση της αρτηριακής της πίεσης πριν τον τοκετό, που πραγματώθηκε πρωινές ώρες της 13ης Δεκεμβρίου 2012 με καισαρική τομή. Τελικά, η παθούσα εξέρχεται από την κλινική στις 17-12-2007, χωρίς προηγουμένως η κατηγορούμενη να προβαίνει, κατά την τελευταία και προτελευταία ημέρα πριν την έξοδο από την κλινική, σε κλινική εξέταση της παθούσας, αν και κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της είχε φρικτούς πόνους στο κεφάλι κι έκανε έμετο. Εξάλλου, σε προσπάθεια τηλεφωνικής επικοινωνίας της παθούσας με την κατηγορούμενη κατά την οποία η παθούσα εξέφραζε παράπονα για τις επίμονες κεφαλαλγίες της, η κατηγορούμενη της απέδιδε σε ψυχολογικά προβλήματα της παθούσας, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ιατρική εξέτασή της. Συνεπώς η κατηγορούμενη, παρόλο που τόσο πριν, όσο και κατά τη διάρκεια του τοκετού της παθούσας, που έγινε την 13-12-2007, διαπίστωσε ότι τα οιδήματα που είχε η παθούσα δεν ήταν φυσιολογικά, καθώς αυτά είχαν πλέον καταλάβει όλο το σώμα της και είχαν επεκταθεί και στη γεννητική της περιοχή (κόλπο και μεγάλα χείλη του αιδοίου) και αν και παθούσα μετά τον τοκετό και την έξοδό της από το νοσηλευτικό ίδρυμα ενημέρωσε και πάλι, την κατηγορούμενη ότι κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της είχε φρικτούς πόνους στο κεφάλι της και έκανε εμετό, επιπλέον ότι μετά την έξοδό της από το νοσηλευτικό ίδρυμα το κεφάλι της μούδιαζε, έχανε τις δυνάμεις της και είχε πρόβλημα στην όραση, αυτή, ως θεράπουσα ιατρός της παθούσας, κατά παράβαση των παραδεδεγμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, αντιμετώπισε την παθούσα με ελλιπή προσοχή και επιπόλαια, δεν διερεύνησε τα προαναφερθέντα συμπτώματα που είχε η παθούσα, ούτε φρόντισε ώστε να εξακριβώσει τα αίτια που τα προκαλούσαν, δεν παρήγγειλε τη διενέργεια επιπλέον εξετάσεων για την παθούσα ώστε να διαπιστωθεί η αιτία τους, ούτε και εξέτασε την παθούσα επισταμένως, αλλά αρκέστηκε σε θεωρητική αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών, διαγιγνώσκοντας απλώς έλλειψη μαγνησίου και λέγοντας στην παθούσα ότι οι πόνοι στα νεφρά της οφείλονταν στο παιδί που τα πίεζε και ότι οι πονοκέφαλοι που είχε οφείλονταν σε ψυχολογικά προβλήματα. Πλέον, των ανωτέρω, και μετά τον τοκετό, παρέλειψε να δώσει την επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις προσοχή και φροντίδα στην παθούσα, γνωρίζοντας, λόγω της ιδιότητά της, ότι η κύηση από μόνη της αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την υγεία της γυναίκας, ότι η έγκαιρη διάγνωση της οποιασδήποτε επιπλοκής της κύησης ή της εξαιτίας της τελευταίας επιβάρυνσης της λειτουργίας κάποιου οργάνου του σώματος έχει πρωτεύουσα σημασία και ότι η έγκαιρη διάγνωση εναπόκειται στη σωστή κι επισταμένη παρακολούθηση της γυναίκας τόσο κατά τη διάρκεια της κύησης και του τοκετού όσο και μετά από αυτόν, διότι η έγκαιρη διάγνωση οποιουδήποτε προβλήματος (όπως εν προκειμένω η επιβάρυνση της νεφρικής λειτουργίας) μέσω της επίσπευσης του τοκετού και με κατάλληλη θεραπευτική αγωγή δύναται να περισώσει το αντίστοιχο ζωτικό όργανο (νεφρό) από οποιαδήποτε βλάβη ή τουλάχιστο να την περιορίσει. Αντίθετα, η κατηγορούμενη παρέλειψε, αν και υπεύθυνη για την επιμελή, σύμφωνα με τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, ιατρική παρακολούθηση και φροντίδα της υγείας της παθούσας, να διαγνώσει ή κατευθύνει αυτήν στις κατάλληλες για την υγεία της ιατρικές εξετάσεις που θα δείκνυαν, σε πρώιμη φάση, την επιβάρυνση της νεφρικής λειτουργίας. Άμεση συνέπεια των ανωτέρω παραλείψεων της κατηγορουμένης, καθ' όλο το διάστημα από το καλοκαίρι του 2007 έως και την 3η Ιανουαρίου 2008 ήταν να επισκεφθεί η εγκαλούσα το "ΓΝ.Θ.ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ" και να διαπιστωθεί ότι πάσχει από οίδημα οπτικής θηλής, ακολούθως να νοσηλευθεί στο Ιατρικό Διαβαλκανικό Κέντρο όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί βλάβη ο βυθός του οφθαλμού και παρουσίασε σημεία υπερτασικής αμφιβληστροειδοπάθειας, βαμβακοφόρα εξιδρώματα και γενικευμένη στένωση αγγείων, και την 10η Ιανουαρίου 2008 διαπιστώθηκε ότι πάσχει από νεφρωσικό σύνδρομο, καθώς και οι δύο νεφροί της εμφάνιζαν λειτουργική καμπύλη με πρώιμη επίτευξη κορυφής και σημαντική παράταση της αποχετευτικής φάσης και η ποσοστιαία συμμετοχή κάθε νεφρού στη συνολική νεφρική λειτουργία ήταν 50% για τον αριστερό και 50% για τον δεξιό, τούτο δε είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί η εγκαλούσα ανάπηρη, λόγω χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας με ποσοστό 67%, χωρίς να διακόπτεται ο ανωτέρω αιτιώδης σύνδεσμος από τη λήψη αντιφλεγμονώδων χαπιών, που έλαβε η παθούσα, στην προσπάθεια αντιμετώπισης κεφαλαλγίας της, καθ' υπόδειξη ιατρού ορθοπεδικού, στον οποίο κατέφυγε στις 22 Δεκεμβρίου 2007, συνεπεία των πόνων που αισθάνονταν, ήδη από την πρώτη ημέρα μετά τον τοκετό και της αδιάφορης προς αυτήν συμπεριφοράς της κατηγορουμένης, με την οποία κι επικοινώνησε τελευταία φορά στις 3 Ιανουαρίου 2008, δεδομένου ότι η νεφρική βλάβη ήταν αποτέλεσμα της επιβάρυνσης που προκλήθηκε από την κύηση κι δεν διαγνώσθηκε έγκαιρα, ώστε να αποτραπεί ή περιορισθεί. Τα ανωτέρω ήταν απόρροια εσφαλμένου χειρισμού και παράβασης των παραδεδεγμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης από μέρους της, καθόσον τούτη αντιμετώπισε το εν λόγω περιστατικό με επιπολαιότητα και απερισκεψία, αν και είχε τη δυνατότητα να προβλέψει το αποτέλεσμα που επήλθε, λόγω της ιδιότητάς της και των γνώσεών της, άμεση δε συνέπεια της ως άνω αμελούς συμπεριφοράς της ήταν να μη διαγνωστεί εγκαίρως το πρόβλημα υγείας της εγκαλούσας, να χειροτερέψει η κατάστασή της και εν τέλει να υποστεί αυτή την ως άνω περιγραφείσα σωματική βλάβη, η οποία ήταν αποτέλεσμα των μη σύμφωνων με το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας, ενεργειών της και παραλείψεών της. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη της πράξεως που της αποδίδεται με το κατηγορητήριο, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα". Με τις παραπάνω παραδοχές, το δικάσαν ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, στην προσβαλλόμενη με αρ. 1011/2014 απόφασή του, διέλαβε την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, της από αμέλεια σωματικής βλάβης της παθούσας εγκύου- λεχώνας, που υπέστη νεφρωσικό σύνδρομο και κατέστη ανάπηρη κατά ποσοστό 67%, λόγω νεφρικής ανεπάρκειας, σε βάρος της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης ιατρού μαιευτήρος, που παρακολούθησε την ασθενή και διενήργησε τον τοκετό με καισαρική τομή, για το λόγο ότι αυτή, παρέλειψε να δώσει την επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις προσοχή και φροντίδα, σύμφωνα με τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, αντιμετώπισε τα παρουσιασθέντα στην έγκυο συμπτώματα με επιπολαιότητα και απερισκεψία, δεν προέβη σε σωστή και επισταμένη ιατρική παρακολούθηση και φροντίδα της παθούσας κατά τη διάρκεια της κύησης, του τοκετού και μετά από τον τοκετό, δεν προέβη στη διενέργεια των ενδεδειγμένων και αναγκαίων εργαστηριακών εξετάσεων, που παρέλειψε εντελώς, παρά τη σειρά παρατεταμένων συμπτωμάτων και ενδείξεων που παρουσίαζε η έγκυος παθούσα, (οιδήματα, πόνους, πρήξιμο και έντονες κράμπες κάτω άκρων, πόνους στους νεφρούς, αυξημένη τιμή ουρικού οξέος, αύξηση αρτηριακής πίεσης, φρικτούς πόνους και μούδιασμα στο κεφάλι, πρόβλημα όρασης και εμέτους κατά την διάρκεια της νοσηλείας της μετά τον τοκετό στο Ιατρικό Διαβαλκανικό Κέντρο), συμπτώματα και δεδομένα που ήταν όλα διαδοχικά σε πλήρη γνώση αυτής, ώστε αυτή να προβεί ως ιατρός σε έγκαιρη διάγνωση και να προλάβει, σε πρώϊμη φάση την επιβάρυνση της νεφρικής λειτουργίας και του επελθόντος νεφρικού συνδρόμου και της βλάβης των νεφρών ή τουλάχιστον να περιορίσει τη βλάβη αυτή, μέσω των ενδεδειγμένων ιατρικών εξετάσεων και της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής, ακόμα και με επίσπευση του τοκετού, και έτσι δεν προέβλεψε το ανωτέρω επελθόν από υπαιτιότητά της αξιόποινο αποτέλεσμα της σοβαρής σωματικής βλάβης της παθούσας, πράξη για την οποία η κατηγορουμένη καταδικάστηκε. Αναφέρονται επίσης οι αποδείξεις από τις οποίες το δευτεροβάθμιο δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 26 παρ.1, 28, 314 παρ.1 του ΠΚ, τις οποίες διατάξεις ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή, με ελλιπή ή ασαφή, αντιφατική ή ενδοιαστική αιτιολογία, ενώ δεν ήταν αναγκαία κατά νόμο η αναλυτική παράθεση των αποδεικτικών μέσων και τι προκύπτει χωριστά από το καθένα και η απόφαση δε στερείται νόμιμης βάσης. Όσον αφορά τις ειδικότερες αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως της καταδικασθείσας αναιρεσείουσας: α) Αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα, η αμελής συμπεριφορά και οι παραλείψεις της κατηγορουμένης ιατρού, οι συνθήκες, τα αίτια και η εξέλιξη της σωματικής βλάβης που επήλθε, τα μέτρα που όφειλε να λάβει και δεν έλαβε, σύμφωνα με τους γενικά αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, προς έγκαιρη διάγνωση της πάθησης και διερεύνηση των αιτίων και αντιμετώπιση των εμφανισθέντων συμπτωμάτων και αιτίων επέλευσης του νεφρικού συνδρόμου και της νεφρικής ανεπάρκειας κατά ποσοστό 67%, β) Αναφέρεται το είδος της αμέλειας, σαφώς στο αιτιολογικό και στο διατακτικό που συμπληρώνει το αιτιολογικό και δη της μη συνειδητής αμέλειας, αιτιολογείται και εξειδικεύεται επαρκώς η από έλλειψη προσοχής μη πρόβλεψη της άνω σωματικής βλάβης της παρακολουθούμενης από την κατηγορουμένη εγκύου και η δυνατότητα της κατηγορουμένης να προβλέψει το αποτέλεσμα που επήλθε από τις ανωτέρω παραλείψεις της και αναφέρεται ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην αμελή συμπεριφορά της και τις σημειούμενες παραλείψεις της και στο επελθόν αποτέλεσμα της σωματικής βλάβης της παθούσας πολιτικώς ενάγουσας, γ) Αιτιολογείται με πληρότητα ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των προαναφερθεισών παραλείψεων της κατηγορουμένης και του επελθόντος κατά την κύηση αποτελέσματος της επιβάρυνσης της νεφρικής λειτουργίας και της επελθούσας εντεύθεν σωματικής βλάβης της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας της πολιτικώς ενάγουσας, ενώ επαρκώς αιτιολογεί ότι η κατά την 22-12-2007, μετά τον τοκετό και μετά την έξοδό της από το Ιατρικό Διαβαλκανικό Κέντρο, λήψη αντιφλεγμονωδών φαρμάκων λόγω αυχεναλγίας, κατά σύσταση ορθοπεδικού ιατρού, προς αντιμετώπιση της κεφαλαλγίας της παθούσας λεχώνας ήδη, δεν διέκοψε τον παραπάνω αιτιώδη σύνδεσμο. Περαιτέρω, από την αναγνωσθείσα στο ακροατήριο και μη αναφερόμενη στο άνω αιτιολογικό από 2-12-2009 δικαστική ιατρική πραγματογνωμοσύνη των Γυναικολόγων ιατρών Π. Π. και Γ. Μ., που συνιστά κατά το άρθρο 183 του ΚΠΔ ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αφού διατάχθηκε από τον διενεργούντα την προανάκριση Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης, αναφέρονται, πλην άλλων, και τα παρακάτω ουσιώδη ως συμπεράσματα. Ότι η παρακολουθούμενη από την κατηγορουμένη μαιευτήρα ιατρό παθούσα Α. Δ., που έτεκε στις 13-1-2007 με καισαρική τομή, στις 4-1-2008 εισήχθη στο Ιατρικό Διαλβανικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, λόγω θόλωσης οράσεως, οιδήματος κάτω άκρων και βλεφάρων και υπέρτασης και διαπιστώθηκε οίδημα ανά σάρκα νεφρικού τύπου, αρτηριακή πίεση και ως διάγνωση εισόδου τέθηκε εικόνα νεφρωσικού συνδρόμου, ανθεκτική υπέρταση και θάμβος οράσεως και εξήλθε της κλινικής στις 14-1-2008 με τη διάγνωση νεφρική δυσλειτουργία - προεκλαμπτικό σύνδρομο, ότι σύμφωνα με την από 17-9-2008 ιατρική γνωμάτευση Νεφρολογικής Κλινικής Νοσοκομείου του ΙΚΑ, η ασθενής πάσχει από νεφρωσικό σύνδρομο μετά από προεκλαμψία, αρτηριακή υπέρταση, δυσλιπιδαιμία και χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και η βιοψία νεφρού έδειξε σημαντικού βαθμού αλλοιώσεις σπειραματονεφρίτιδος, πιθανόν λόγω συστηματικού νοσήματος, χωρίς εμπεριστατωμένη τεκμηρίωση, ότι δεν υπάρχει στη δικογραφία (που τους δόθηκε) καμία επίσημη διάγνωση ή εργαστηριακή εξέταση, που διενεργήθηκε κατά τη διάρκεια της κύησης, ότι για να τεκμηριωθεί η διάγνωση της προεκλαμψίας (νόσο του πλακούντα που επεξηγούν θεωρητικά και επισημαίνουν την συμπτωματολογία της), απαιτείται η εμφάνιση της κλασικής τριάδας υπέρταση - λευκωματουρία - οίδημα και πλήρης εργαστηριακός έλεγχος, και με συμπέρασμα των δύο πραγματογνωμόνων ότι " με τα υφιστάμενα στη δικογραφία στοιχεία δεν δυνάμεθα να αποφανθούμε, εάν η νεφρική βλάβη που υπέστη η ασθενής είναι αποτέλεσμα τεκμηριωμένης προεκλαμψίας, λόγω της παντελούς έλλειψης επίσημων κλινικών και εργαστηριακών δεδομένων, κατά τη διάρκεια της κύησης".Βέβαια, δεν αναφέρεται στο προοίμιον του προπαρατεθέντος αιτιολογικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με ειδική μνημόνευσή της, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και αυτή την από 2-12-2009 έκθεση της δικαστικής ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία διατάχθηκε από τον διενεργούντα την προανάκριση Πταισματοδίκη IB' Τμήματος Πταισματοδικείου Θεσσαλονίκης, προκειμένου να διερευνηθούν τα αίτια της νεφρικής βλάβης της παθούσας πολιτικώς ενάγουσας, που εμφάνισε μετά τον τοκετό, που διενήργησε η κατηγορουμένη ιατρός γυναικολόγος, ιδία αν αυτή υπήρξε αποτέλεσμα τεκμηριωμένης προεκλαμψίας του πλακούντα και, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, είναι το έγγραφο που αναφέρεται στα πρακτικά ότι αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, υπό τον α/α 2 στη σελ. 15, και η οποία αποτελεί ως πραγματογνωμοσύνη, ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, κατά τα άρθρα 178, 183 και 184 παρ. 1 ΚΠΔ, πλην όμως επί του θέματος αυτού πρέπει να σημειωθούν τα παρακάτω: Παρατίθενται στο αιτιολογικό, τα πραγματικά περιστατικά, που γίνεται δεκτό από το δικαστήριο, ότι προκύπτουν με βεβαιότητα από τα άλλα λοιπά αποδεικτικά μέσα, που έλαβε υπόψη του σε σχέση με τις παραλείψεις και την ιατρική αμέλεια της κατηγορουμένης μαιευτήρος ιατρού. Από τις παραπάνω δε αναφορές στην άνω πραγματογνωμοσύνη, ότι δεν υπάρχει στη δικογραφία καμία επίσημη διάγνωση ή εργαστηριακή εξέταση, που διενεργήθηκε κατά τη διάρκεια της κύησης, ότι για να τεκμηριωθεί η διάγνωση της προεκλαμψίας, απαιτείται η εμφάνιση της κλασικής τριάδας υπέρταση- λευκωματουρία - οίδημα και πλήρης εργαστηριακός έλεγχος, και με συμπέρασμα των δύο πραγματογνωμόνων ότι με τα υφιστάμενα στη δικογραφία στοιχεία δεν δύνανται να αποφανθούν, εάν η νεφρική βλάβη που υπέστη η ασθενής είναι αποτέλεσμα τεκμηριωμένης προεκλαμψίας, λόγω της παντελούς έλλειψης επίσημων κλινικών και εργαστηριακών δεδομένων, κατά τη διάρκεια της κύησης, συνάγεται ότι η πραγματογνωμοσύνη αυτή δεν εισφέρει πραγματικά περιστατικά κρίσιμα για την διαπίστωση συνδρομής ή μη αμέλειας της κατηγορουμένης ιατρού, ούτε καταλήγει σε κάποιο συγκεκριμένο κρίσιμο για την υπόθεση συμπέρασμα, που να στηρίζει κάποιο υπερασπιστικό ισχυρισμό της κατηγορουμένης και που αγνόησε το δικαστήριο ή που θάπρεπε να αντικρούσει με το αιτιολογικό του, πριν καταλήξει σε καταδικαστική κρίση. Επομένως, από τη μη αναφορά του αιτιολογικού στο παραπάνω ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, την ως άνω από 2-12-2009 έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, ουδεμία πλημμέλεια επήλθε ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων και την ειδική αιτιολόγηση της ενοχής της κατηγορουμένης ιατρού και δεν στέρησε το δικαστήριο την προσβαλλόμενη απόφασή του από την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον το δικαστήριο την έλαβε υπόψη του την έκθεση αυτή, όπως και το παραπάνω χωρίς κανένα συμπέρασμα περιεχόμενο της, και αφού δεν προέβη σε ορισμένη αντίθετη προς την πραγματογνωμοσύνη αυτή παραδοχή και δικανική πεποίθηση, δεν χρειαζόταν κάποια αντίκρουση της πραγματογνωμοσύνης με την παρατιθέμενη αιτιολογία. Ενόψει όλων των παραπάνω, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ μοναδικός συναφής λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, υπό τις τέσσερις ειδικότερες αιτιάσεις της, περί έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παρασταθείσας πολιτικώς ενάγουσας(άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18-09-2014 αίτηση της Ε. Τ. του Χ., για αναίρεση της με αρ. 1011/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς ενάγουσας ποσού πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Φεβρουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του 19 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σωματική βλάβη από αμέλεια ιατρού- μαιευτήρα. Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας
Σωματική βλάβη από αμέλεια
Πραγματογνωμοσύνη, Σωματική βλάβη από αμέλεια.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 181/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Α. Τ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Κουτσούκο, περί αναιρέσεως της 109/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. Το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 6 Οκτωβρίου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 989/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 235 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν. 2802/2001 και ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της πράξεως που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα (29.05.2007), ήτοι πριν από την αντικατάστασή του από το άρθρο δεύτερο παρ. 1 του ν. 3666/2008, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος, ο οποίος, κατά παράβαση των καθηκόντων του, ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο, ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά. Το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρ. 2 παρ.1 του ν. 3666/2008 και τιμωρείται πλέον όποιος προσφέρει, υπόσχεται ή παρέχει σε υπάλληλο, άμεσα ή μέσω τρίτου, οποιασδήποτε φύσης αθέμιτο ωφέλημα, για τον εαυτό του ή για άλλον, για ενέργεια ή παράλειψη του υπαλλήλου σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, μελλοντική ή και για ήδη τελειωμένη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας (δωροληψίας), τελεσθέντος προ της παραπάνω τροποποίησης του έτους 2008, απαιτείται, αντικειμενικώς, εκτός από την ιδιότητα του δράστη, ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13 περ. α' και 263 Α' του ΠΚ, και η εκ μέρους αυτού απαίτηση ή λήψη δώρων ή άλλων ανταλλαγμάτων ή αποδοχή υποσχέσεως προς παροχή τέτοιων ανταλλαγμάτων ή ωφελημάτων οποιασδήποτε φύσεως, τα οποία δεν δικαιούται, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για ενέργεια ή παράλειψη μόνον μελλοντική και όχι για τελειωμένη, η οποία ανήκει στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και ανάγεται στην υπηρεσία του ή αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως αυτά διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς, τις διαταγές και οδηγίες των προϊσταμένων του, την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας του. Υποκειμενικώς δε, απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση, έστω και με την έννοια του ενδεχόμενου δόλου, των ανωτέρω θεμελιωτικών της αντικειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος περιστατικών και τη θέληση να απαιτήσει, λάβει τα πιο πάνω οποιασδήποτε φύσης ωφελήματα ή αποδεχθεί υπόσχεση παροχής αυτών, με περαιτέρω σκοπό να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανήκει στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και ανάγεται στα υπηρεσιακά του καθήκοντα ή αντίκειται σε αυτά. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεση από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης της καταδικαστικής απόφασης συνιστά η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ για την επί της ουσίας καταδικαστική απόφαση, απαιτείται και για τους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στην άρση ή μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής, όχι όμως και όταν πρόκειται για αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς ή για υπερασπιστικά επιχειρήματα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, με την προσβαλλόμενη με αρ. 109/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου, ο αναιρεσείων ιατρός, καταδικάστηκε για παθητική δωροδοκία, που τέλεσε στις 29-5-2007 ως υπάλληλος του κρατικού Θεραπευτηρίου Λέρου, σε φυλάκιση έξι μηνών με τριετή αναστολή, με την παρακάτω, κατά πιστή αντιγραφή αιτιολογία: "Από την κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε νομότυπα ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, από όλα γενικώς και χωρίς εξαίρεση τα νομίμως αναγνωσθέντα έγγραφα, τα οποία αναλυτικά αναφέρονται στα πρακτικό της παρούσας, την απολογία του κατηγορουμένου και από όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αποδιδόμενη σ' αυτόν δια του κατηγορητηρίου αξιόποινη πράξη όπως αυτή, κατά τα συνιστώντα την αντικειμενική και υποκειμενική τους υπόσταση πραγματικά περιστατικά στο διατακτικό της παρούσας περιγράφεται. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι στην Λέρο την 29.5.2007 ως υπάλληλος με πρόθεση και κατά παράβαση των καθηκόντων του, ζήτησε και έλαβε άμεσα για τον εαυτό του ωφελήματα, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια που ανάγεται στα καθήκοντά του. Συγκεκριμένα κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο, ως ψυχίατρος και διευθυντής Α' και Β' Τομέα του Κρατικού Θεραπευτηρίου Λέρου, ενώ είχε ορισθεί με την με αριθμό 11/2007 διάταξη του Ανακριτή του Πρωτοδικείου Κω πραγματογνώμονας προκειμένου να διενεργήσει ιατρική πραγματογνωμοσύνη στον Θ. Μ. του Δ., σε βάρος του οποίου είχε ασκηθεί ποινική δίωξη και διενεργούνταν κύρια ανάκριση για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, κατά παράβαση των καθηκόντων του, ζήτησε από τον Θ. Μ. και τον πατέρα του Δ. Μ. το χρηματικό ποσό των 500€ για να διενεργήσει την πραγματογνωμοσύνη, ποσό το οποίο και έλαβε από τους ανωτέρω. Τα ως άνω, κατατέθηκαν με σαφήνεια από τους μάρτυρες κατηγορίας, που οι ίδιοι κατέθεσαν στον λογαριασμό του στην "ΕΜΠΟΡΙΚΗ" τράπεζα το ανωτέρω ποσό προσκομίζοντας μάλιστα το αποδεικτικό κατάθεσης. Για το γεγονός εξάλλου αυτό, οι υπερασπιστικοί ισχυρισμοί του κατηγορούμενου, δεν κρίθηκαν επαρκείς, καθώς στηρίχθηκαν στην υπόθεση ότι οι μηνυτές, οι οποίοι να σημειωθεί ότι δεν είναι κάτοικοι Λέρου, έμαθαν τον αριθμό λογαριασμού του από τους τραπεζικούς υπαλλήλους ή από άλλους κατοίκους της Λέρου που μπορεί να τον γνώριζαν, χωρίς όμως, όπως και ο ίδιος ο κατηγορούμενος ανέφερε στην απολογία του, να έχει μέχρι σήμερα ενδιαφερθεί όχι μόνο να ερευνήσει από ποιόν τραπεζικό υπάλληλο ή κάτοικο Λέρου, δόθηκε χωρίς την εντολή του ο αριθμός λογαριασμού του αλλά και χωρίς να έχει μέχρι σήμερα επιδιώξει να επιστρέψει τα χρήματα, αφού κατά τους ισχυρισμούς του, δεν τα είχε ζητήσει. Απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου, σύμφωνα με τον οποίο, μετά την έναρξη ισχύος του Ν 2802/2000 η προβλεπόμενη από το άρθρο 235 ΠΚ αξιόποινη πράξη της παθητικής δωροδοκίας στοιχειοθετείται μόνο για μελλοντικές ενέργειες, παραλήψεις του υπαιτίου ενώ προκειμένου για τελειωμένες παρελθούσες υπηρεσιακές ενέργειες - παραλείψεις, η πράξη παραμένει ανέλεγκτη ανέγκλητη. Τούτο διότι στην προκειμένη περίπτωση, η ενέργεια του κατηγορούμενου, για την οποία ζήτησε και έλαβε το ποσό των 500 ευρώ, δεν ήταν αυτή της συνάντησης του με τον Θ. Μ., τον οποίο εξέτασε την 29-5-2007, αλλά αυτή της σύνταξη της πραγματογνωμοσύνης και της αποστολή της στον Ανακριτή Κω, η οποία όταν ζητήθηκε και καταβλήθηκε το χρηματικό ποσό των 500 ευρώ, δεν είχε λάβει χώρα. Στην κρίση αυτή καταλήγει το Δικαστήριο από την συνεκτίμηση των παραπάνω αποδεικτικών στοιχείων και ιδίως από τις αξιόπιστες και με άμεσο λόγο γνώσης καταθέσεις των Θ. και Δ. Μ. οι οποίοι με σαφήνεια εκθέτουν τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, οι καταθέσεις δε αυτές επιβεβαιώνονται πλήρως από τα ανωτέρω αναγνωσθέντα έγγραφα. Επομένως, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος όπως κατηγορείται, απορριπτομένων των αυτοτελών ισχυρισμών του, και να αναγνωρισθεί ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του τα ελαφρυντικά του άρθρ. 84§§2α και 2δ. του Π.Κ.". Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος της παθητικής δωροδοκίας, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων υπάλληλος ιατρός κρατικού νοσοκομείου ιατρός, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε αυτά καθώς επίσης και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους τα υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 εδ. α', 27 παρ. 1, 235 παρ. 1, 263 α' ΠΚ, που εφάρμοσε και τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλον τρόπο. Εξάλλου, από το παραπάνω αιτιολογικό, σαφώς προκύπτουν χωρίς αντιφάσεις παραδοχές ουσίας, που δεν μπορούν να ελεγχθούν από τον Άρειο Πάγο, ότι το χρηματικό ποσό των 500 ευρώ ο αναιρεσείων το ζήτησε στις 29-5-2007 από τον ασθενή Θ. Μ. για να ενεργήσει ιατρική πραγματογνωμοσύνη που είχεν διαταχθεί από τον Ανακριτή Κώ και το έλαβε, με κατάθεση στον τραπεζικό του λογαριασμό στη Λέρο από τον πατέρα του ασθενούς, χάριν μελλοντικής ενέργειας, που ήταν όχι η εξέταση του ασθενούς τοξικομανούς, αλλά η σύνταξη της άνω πραγματογνωμοσύνης και η αποστολή της στον Ανακριτή Κώ, ( μελλοντική ενέργεια), ενέργειες που κατά τις παραδοχές έγιναν μετά την καταβολή του ποσού, ήτοι ότι όταν ζητήθηκε και καταβλήθηκε στον κατηγορούμενο το άνω χρηματικό ποσό, δεν είχαν λάβει χώρα, δεν είχε συνταχθεί ακόμα η έκθεση πραγματογνωμοσύνης. Αυτή δε η ουσιαστική παραδοχή είναι ανέλεγκτη και δεν μπορεί να ερευνηθεί αναιρετικά διότι πλήττει την ουσία, αδιάφορα του ότι δεν έχει σημασία η φερόμενη στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης ημερομηνία της 29-5-2007 και το ότι η κατάθεση των χρημάτων στην τράπεζα έγινε στις 30-5-2007, αφού μπορεί η έκθεση να προχρονολογήθηκε στην ημερομηνία εξέτασης του ασθενούς (29-5-2007) και στην πραγματικότητα να συντάχθηκε μεταγενέστερα, μετά την κατάθεση των χρημάτων, όπως δέχθηκε και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' (κατ'εκτίμηση) του ΚΠΔ σχετικοί λόγοι της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς τον άνω ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι η καταβολή του χρηματικού ποσού έγινε μετά τη σύνταξη της πραγματογνωμοσύνης, ήτοι για τελειωμένη ενέργεια αυτού και ότι δεν στοιχειοθετείται η υπόσταση του άνω εγκλήματος, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Μετά από όλα αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 8/6-10-2014 αίτηση του Α. Τ. του Α., για αναίρεση της με αρ. 109/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Φεβρουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 19 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παθητική Δωροδοκία- 235 ΠΚ. Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
Δωροδοκία
Δωροδοκία.
0
Αριθμός 175/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Ποιν. Τμήμα - (Σε Συμβούλιο) Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Δημήτριο Χονδρογιάννη, (σύμφωνα με την υπ'αριθμ.32/2015 πράξη του Προέδρου του Αρείου), κωλυομένου του Αρεοπαγίτη Πάνου Πετρόπουλου, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, περί κανονισμού αρμοδιότητας δικαστηρίου, με εγκαλούμενο τον Β. Χ. και εγκαλούντα τον Ι. Β. του Π., κάτοικο .... Η αίτηση αυτή με ημερομηνία 177875/15.10.2014, που απευθύνεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1058/2014. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκη με αριθμό 196/29.12.2014 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:""Εισάγουμε, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ. 1 περ. γ' του ΚΠΔ, την 177875/15-10-2014 αίτηση του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, για κανονισμό αρμοδιότητας κατά παραπομπή, και εκθέτουμε τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 136 στοιχ. ε' του ΚΠΔ, όταν ο εγκαλών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω και υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 ΚΠΔ δικαστήριο, διατάσσεται η παραπομπή του σε άλλο ισόβαθμο και ομοειδές δικαστήριο. Από το δικαιολογητικό λόγο της διατάξεως αυτής, που είναι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας για μεροληψία του, οφειλομένης στο γεγονός ότι ο παθών ή ο αδικηθείς ή ο κατηγορούμενος δικαστικός λειτουργός υπηρετεί στο ίδιο δικαστήριο, προκύπτει ότι συντρέχει περίπτωση τέτοιας παραπομπής όχι μόνο κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας, αλλά και κατ' εκείνο της προδικασίας, και όταν ακόμη δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 137 παρ.1 στοιχ. γ' του ΚΠΔ, την παραπομπή στην περίπτωση αυτή μπορεί να ζητήσει ο εισαγγελέας, ο κατηγορούμενος ή ο πολιτικώς ενάγων, αποφασίζει δε σχετικώς, αν πρόκειται περί παραπομπής από το δικαστήριο της περιφέρειας ενός εφετείου σε δικαστήριο της περιφέρειας άλλου εφετείου, ο Άρειος Πάγος, που συνέρχεται σε συμβούλιο, όταν δεν υπάρχει αρμοδιότητα του συμβουλίου πλημμελειοδικών ή εφετών, εφαρμόζονται δε αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 132,134 και 135 εδ.1 του ΚΠΔ (ΑΠ597/2012, ΑΠ 1391/2011, 557/2011, 235/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την από 22-11-2012 αναφορά-αίτηση και δήλωση του Ι. Β. κατά του Β. Χ., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, για το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος[κατ' εκτίμηση] κλπ και ως προς την οποία έχει χωριστεί η δικογραφία. Περαιτέρω, από τη συνημμένη υπηρεσιακή βεβαίωση του Πρωτοδικείου Αθηνών και του Υπουργείου Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με αρ. πρωτ.5390/16-1-2014, προκύπτει ότι ο εγκαλούμενος, υπηρετεί στο αρμόδιο κατά τα άρθρα 122-125 του ΚΠΔ Πρωτοδικείο Αθηνών, Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών. Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις, συντρέχει, ως προς την εγκαλούμενη εισαγγελική λειτουργό, που υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, νόμιμη περίπτωση κανονισμού αρμοδιότητος κατά παραπομπή από τον Άρειο Πάγο, αντί του κατ1 αρχήν αρμοδίου Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, καθόσον δεν υπάρχει νομική δυνατότητα αυτού να διατάξει την παραπομπή, δεδομένου ότι στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, δεν υπάγεται άλλο δικαστήριο, πλην του Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων, πρέπει, να ορισθούν ως κατά παραπομπή αρμόδιες, για τη δικαστική διερεύνηση και απόφανση επί της από 22-11-2012 αναφοράς-αίτησης και δήλωσης του Ι. Β. κατά του Β. Χ. Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, αντί των αρμοδίων εισαγγελικών και δικαστικών Αρχών του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών, οι αντίστοιχες εισαγγελικές και δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιώς. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ: Να γίνει δεκτή η υπ' αριθμ πρωτ. 177875/15-10-2014 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και Να ορισθούν ως κατά παραπομπή αρμόδιες, για να αποφανθούν επί της από 22-11-2012 αναφοράς-αίτησης και δήλωσης του Ι. Β. κατά του Β. Χ., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, αντί των εισαγγελικών και δικαστικών Αρχών του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών, οι αντίστοιχες εισαγγελικές και δικαστικές Αρχές του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιώς. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Μιχ. Ρασιδάκης" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 136 περ. ε' και 137 παρ. 1 περ. γ' του ΚΠοινΔ συνάγεται ότι, όταν εγκαλών ή αδικηθείς ή κατηγορούμενος είναι δικαστικός λειτουργός, από το βαθμό του παρέδρου σε πρωτοδικείο ή εισαγγελία και άνω, ο οποίος υπηρετεί στο αρμόδιο, σύμφωνα με τα άρθρα 122-125 του ίδιου Κώδικα δικαστήριο, διατάσσεται, κατόπιν αιτήσεως του εισαγγελέα ή του κατηγορουμένου ή του πολιτικώς ενάγοντος, από τον Άρειο Πάγο σε Συμβούλιο, η παραπομπή της υποθέσεως σε άλλο δικαστήριο, ομοειδές και ισόβαθμο, εφαρμοζομένων αναλόγως και των άρθρων 132, 134 και 135 παρ. 1 του ΚΠοινΔ. Η παραπομπή αυτή νοείται, όχι μόνο κατά την κυρία διαδικασία, αλλά και κατά την προδικασία, συμπεριλαμβανομένου και του σταδίου ασκήσεως της ποινικής διώξεως, διότι και κατ` αυτό συντρέχει ο αυτός δικαιολογητικός λόγος, ήτοι η εξασφάλιση της απόλυτης ανεξαρτησίας της κρίσεως του δικαστικού λειτουργού και ο αποκλεισμός κάθε υπόνοιας μεροληψίας αυτού, εξ αιτίας της συνυπηρετήσεώς του στο ίδιο δικαστήριο με τον εγκαλούντα, παθόντα ή κατηγορούμενο δικαστικό λειτουργό. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι ο Ιωάννης Βάγιας του Παν., με την από 22.11.2012 αναφορά - αίτηση και δήλωσή του, καταμήνυσε, μεταξύ άλλων, τον Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Β. Χ., ως προς τον οποίο χωρίστηκε η δικογραφία, για την αξιόποινη πράξη της παραβάσεως καθήκοντος, που φέρεται ότι τελέστηκε στην Αθήνα. Ανακύπτει, συνεπώς, ζήτημα κανονισμού αρμοδιότητας, λόγω του ότι ο ως άνω εγκαλούμενος εισαγγελικός λειτουργός υπηρετεί στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, δηλαδή στο αρμόδιο, κατά τα άρθρα 122 - 125 του ΚΠοινΔ, δικαστήριο, και μάλιστα από τον Άρειο Πάγο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη (άρθρο 137 παρ. 1 περ. γ ΚΠοινΔ), ενόψει του ότι στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών δεν υπάγεται (πλέον, μετά την ίδρυση του Εφετείου Ευβοίας και την υπαγωγή σ` αυτό των Πρωτοδικείων Χαλκίδας και Θηβών) άλλο δικαστήριο πλην του Πρωτοδικείου Αθηνών, στο οποίο υπηρετεί αυτός. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή κατ' ουσίαν η με αριθμ. πρωτ. 177875/15.10.2014 αίτηση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και να ορισθούν, ως αρμόδιες, οι δικαστικές αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς και της αντίστοιχης Εισαγγελίας, για το χειρισμό της παραπάνω αναφοράς - αιτήσεως και δηλώσεως και, αν συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση, αυτές του Εφετείου Πειραιώς. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΟΡΙΖΕΙ κατά παραπομπή αρμόδιες να αποφανθούν επί της από 22.11.2012 αναφοράς - αιτήσεως και δηλώσεως του Ιωάννη Παν. Βάγια κατά του Β. Χ., Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, αντί των αρμοδίων Δικαστικών, Ανακριτικών και Εισαγγελικών Αρχών του Πρωτοδικείου Αθηνών τις αντίστοιχες του Πρωτοδικείου Πειραιώς και, αν συντρέξει νόμιμη περίπτωση, αυτές του Εφετείου Πειραιώς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2015. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός αρμοδιότητας. Μήνυση για παράβαση καθήκοντος σε βάρος εισαγγελικού λειτουργού που υπηρετεί στην Εισαγγελία Αθηνών. Παραπέμπει στις Δικαστικές και Εισαγγελικές Αρχές του Πρωτοδικείου Πειραιώς και, αν συντρέξει περαιτέρω νόμιμη περίπτωση, σ' αυτές του Εφετείου Πειραιώς.
Κανονισμός αρμοδιότητας
Κανονισμός αρμοδιότητας.
0
Αριθμός 174/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ν. Τ. του Δ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μπουλούκο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 4513/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με πολιτικώς ενάγοντες: 1) D. S., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου και 2) H. S., κατοίκου ..., που παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Οκτωβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1070/2014. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 302 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος επιφέρει από αμέλεια το θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 του ΠΚ, "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται η διαπίστωση αφενός ότι ο δράστης δεν κατέβαλε κατ` αντικειμενική κρίση την προσοχή που κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος όφειλε υπό τις ίδιες περιστάσεις να καταβάλει με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, την πείρα και τη λογική και αφετέρου ότι αυτός μπορούσε με βάση τις προσωπικές ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητές του να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα του τελεσθέντος εγκλήματος. Ακόμη απαιτείται αντικειμενικώς αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε ως επακόλουθο της αμελείας του. Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 28 του ΠΚ, η αμέλεια διακρίνεται σε άνευ συνειδήσεως αμέλεια, κατά την οποία ο δράστης από έλλειψη της προσήκουσας προσοχής δεν προβλέπει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του και σε ευσυνείδητη αμέλεια, κατά την οποία προβλέπει ότι από τη συμπεριφορά του μπορεί να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα, πιστεύει όμως ότι θα το αποφύγει. Περαιτέρω, η παράλειψη ως έννοια ενυπάρχει σε κάθε είδους αμέλειας, εφόσον το ένα είδος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε μία παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη, αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε, για τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται και η συνδρομή των όρων του άρθρου 15 του ΠΚ, κατά το οποίο, όπου κατά το νόμο, για την ύπαρξη αξιόποινης πράξεως, απαιτείται να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παραλείψεως είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η υποχρέωση αυτή μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου ή από εκούσια ανάληψη της υποχρέωσης παροχής προστασίας (από σύμβαση ή και σιωπηρώς) ή από προηγούμενη πράξη του υπαιτίου, που δημιούργησε άμεσα τον κίνδυνο επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 6 του π.δ. 778/1980 "μέτρα ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών", "τα ικριώματα πρέπει να φέρουν μεταλλικόν χειρολισθήρα εις ύψος ενός (1,00) μέτρου από του δαπέδου εργασίας και ράβδο μεσοδιαστήματος". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 5 του ίδιου π.δ., τα κινητά μεταλλικά ικριώματα "πρέπει να φέρουν κλίμακα στερεώς προσδεδεμένην επ` αυτών διά την άνοδον μέχρι τού δαπέδου εργασίας, το οποίον πρέπει να καλύπτη όλην την επιφάνειαν κατόψεώς των". Υπόχρεος δε για τη λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας για την προστασία των εργαζομένων και τρίτων κατά την εκτέλεση των οικοδομικών και λοιπών τεχνικών έργων είναι (και) ο κύριος, ο νομέας ή κάτοχος του ακίνητου στο οποίο εκτελείται, ύστερα από εντολή του και για λογαριασμό του, τεχνικό έργο (άρθρο 2 περ. 3 ν. 1396/1983 "μέτρα ασφαλείας σε οικοδομές και ιδιωτικά τεχνικά έργα"). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 περ. α του π.δ. 17/1996 "μέτρα ασφάλειας - υγείας εργαζομένων", όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 2 του π.δ. 159/1999, "2. Επιπλέον ο εργοδότης οφείλει: α) Να αναγγέλλει στις αρμόδιες επιθεωρήσεις εργασίας και στις πλησιέστερες αστυνομικές αρχές του ασφαλιστικού οργανισμού στον οποίο υπάγεται ο εργαζόμενος εντός 24 ωρών όλα τα εργατικά ατυχήματα ...". Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 4513/2013 απόφασή του, όπως τα πρακτικά αυτής διορθώθηκαν με την υπ` αριθ. 7292/30.10.2014 διάταξη της Προεδρεύουσας, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα ανθρωποκτονίας του S. A. από αμέλεια και για παράλειψη αναγγελίας εργατικού ατυχήματος και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών και ενός (1) μηνός, ανασταλείσα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε ότι: Δυνάμει του από 12.6.2007 ιδιωτικού συμφωνητικού, ο κατηγορούμενος, που είναι έμπορος ετοίμων ενδυμάτων και υποδημάτων, μίσθωσε από τους Γ. και Α. Ν., για διάστημα 12 ετών, ένα ισόγειο κατάστημα που βρίσκεται στην περιοχή Πόρτο Ράφτη Αττικής, ..., για τις ανάγκες της εμπορίας του και με δικές του δαπάνες ανέλαβε να το αποπερατώσει. Προς τούτο, και αφού το κατάστημα ήταν ήδη αποπερατωμένο ως προς το σκελετό μόνο (...), προσέλαβε, με προφορική συμφωνία τους A. S. και E. S., με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, προκειμένου να εκτελέσουν τις εργασίες ελαιοχρωματισμού του καταστήματος, έναντι συμφωνηθέντος ημερομισθίου και οι τελευταίοι άρχισαν τις εργασίες, υπό την επίβλεψη και καθοδήγηση του κατηγορουμένου (μισθωτή). Την 26.1.2008 και ώρα 15.00 - 15.30' περίπου, ο πρώτος εκ των ως άνω εργαζομένων, γονατιστός πάνω στο μεταλλικό κινητό ικρίωμα, ασχολείτο με το ξεσκόνισμα του τοίχου, τον οποίο προηγουμένως είχε τρίψει. Το δάπεδο εργασίας ήταν τοποθετημένο στο ανώτατο ύψος του ικριώματος, περίπου 2,20 μέτρων, το πλάτος του ήταν 1 - 1,20 μ. περίπου, ενώ το δάπεδο εργασίας είχε μικρότερο πλάτος 0,50 - 0,60 μ. περίπου, δηλαδή κάλυπτε τμήμα μόνο της κάτοψης του ικριώματος, αφήνοντας κενό εκατέρωθεν. Εξάλλου, δεν υπήρχε περιμετρικά καμία απολύτως προστατευτική διάταξη. Και ενώ ο εργαζόμενος βρισκόταν στην ως άνω θέση και στάση, απώλεσε την ισορροπία του και κατέπεσε με το κεφάλι, μεταξύ ικριώματος και τοίχου, στο δάπεδο, με αποτέλεσμα να υποστεί βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση (...), συνεπεία των οποίων, λίγες μέρες αργότερα, την 5.2.2008, απεβίωσε. Ο θάνατός του οφείλεται σε αμέλεια του κατηγορουμένου, ο οποίος, όντας κύριος του έργου και έχοντας αναλάβει την αποπεράτωση των ελαιοχρωματισμών με αυτεπιστασία, δεν κατέβαλε την επιμέλεια που ενόψει των ως άνω περιστάσεων όφειλε και μπορούσε να καταβάλει και δεν έλαβε τα απαιτούμενα προστατευτικά μέτρα ασφαλείας για την προστασία των εργαζομένων. Συγκεκριμένα, δεν φρόντισε να προβεί στην κατασκευή και διάθεση προς τους εργαζομένους του κατάλληλου δαπέδου εργασίας, μολονότι οι εργασίες εκτελούντο σε απόσταση από το έδαφος, ώστε να εξασφαλίζεται η σωματική ακεραιότητα του εργαζομένου από τον κίνδυνο πτώσεως και ειδικότερα: α) τούτο δεν έφερε πλευρική προστασία για την τοποθέτηση μεταλλικού χειρολισθήρα σε απόσταση ενός μέτρου από το δάπεδο εργασίας και ράβδο μεσοδιαστήματος, όπως έπρεπε κατ` άρθρο 13 Π.Δ. 778/1980 και β) δεν διέθετε (το δάπεδο εργασίας) το αναγκαίο πλάτος, ώστε να καλύπτει την επιφάνεια κάτοψης του ικριώματος σε όλη την έκταση, χωρίς να καταλείπει κενά όπως όφειλε κατ` άρθρο 14 του ίδιου Π. Δ/τος με αποτέλεσμα οι παραλείψεις αυτές να προκαλέσουν, κατ` αιτιώδη συνάφεια, την πτώση του πιο πάνω εργαζόμενου και τον θάνατο τούτου. Στη λήψη και τήρηση των ως άνω μέτρων ασφαλείας, αναφορικά με το ικρίωμα, ήταν υπόχρεος ο κατηγορούμενος, έχοντας ιδιαίτερη προς τούτο νομική υποχρέωση, εφόσον ήταν κύριος του έργου, ήτοι κάτοχος του ακινήτου στο οποίο εκτελούντο οι ελαιοχρωματισμοί, δυνάμει εννόμου μισθωτικής σχέσεως και το έργο εκτελείτο κατ` εντολήν και για λογαριασμό του ιδίου (άρθρο 2 παρ. 3 Ν. 1396/1983) και επιπροσθέτως δεν είχε αναθέσει αυτό σε τρίτον εργολάβο, αλλ` εκτελούσε τούτο με δική του επιστασία (άρθρο 4 Ν. 1396/1983). Η παράλειψη του κατηγορουμένου να λάβει τα αναγκαία μέτρα προστασίας των εργαζομένων περιγράφεται σαφώς στην αναγνωσθείσα στο ακροατήριο έκθεση έρευνας των επιθεωρητριών του Υπουργείου Απασχόλησης, σύμφωνα με την οποία το ικρίωμα που χρησιμοποιήθηκε δεν πληρούσε τα νόμιμα μέτρα ασφαλείας. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι οι ως άνω εργαζόμενοι εργάζοντο για λογαριασμό τρίτου προσώπου και δη του κατονομαζομένου Ρ. Ρ., ο οποίος είχε ορισθεί εργολάβος του έργου, είχε προσλάβει τους εργαζομένους που προαναφέρθηκαν και επομένως αυτός ήταν εκ του νόμου υπόχρεος για την λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας και όχι ο ίδιος ο κατηγορούμενος, ελέγχεται ως κατ` ουσία αβάσιμος και απορριπτέος. Και τούτο, γιατί από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού και ιδίως τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, αποδεικνύεται ότι ο ρόλος του Ρ. Ρ. στην προκειμένη υπόθεση περιορίσθηκε στην υπόδειξη απλώς προς τον κατηγορούμενο να προσλάβει τους πιο πάνω εργαζομένους, χωρίς όμως καθ` οιονδήποτε τρόπο να αναμιχθεί στο έργο και πολύ περισσότερο να αναλάβει την εργολαβία τούτου με ειδική συμφωνία. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος εκτελούσε τους ελαιοχρωματισμούς για λογαριασμό του και ήταν αυτός που προσέλαβε τους εργαζομένους, κατέβαλε το ημερομίσθιό τους και γενικώς επέβλεπε και επιστατούσε το όλο έργο, χωρίς να μεσολαβεί οποιοσδήποτε άλλος εργολάβος. Επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε όψιμα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ενώ κατά το στάδιο της προανακρίσεως ουδέποτε έγινε μνεία εργολάβου που είχε αναλάβει το έργο, ούτε ο κατηγορούμενος αρνήθηκε την ιδιότητά του, ως κυρίου του έργου, που είχε επιφυλάξει στον εαυτό του την καθοδήγηση και εποπτεία των ως άνω εργαζομένων. Για το λόγο αυτό, ... Επίσης, αποδείχθηκε, ότι κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο ο κατηγορούμενος, μολονότι ήταν κύριος του έργου και υπεύθυνος τούτου, παρέλειψε εκ προθέσεως να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο διατακτικό (επιθεωρήσεις εργασίας, κ.λπ.), εντός 24 ωρών από το ατύχημα, όπως είχε υποχρέωση, για το προπεριγραφόμενο ατύχημα. Συνεπώς με βάση τις προεκτεθείσες νομικές διατάξεις που εγκαθιδρύουν το πλαίσιο ευθύνης του κατηγορουμένου - κυρίου του έργου, στοιχειοθετούνται πλήρως, τόσο από αντικειμενική όσο και από υποκειμενική άποψη οι αποδιδόμενες σ` αυτόν πράξεις και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος τούτων, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και της παραλείψεως αναγγελίας εργατικού ατυχήματος, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 302 παρ. 1, 15 και 28 του ΠΚ και 8 παρ. 2 του π.δ. 17/1996, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Το Τριμελές Εφετείο ορθώς δέχθηκε ότι η σύμβαση που είχε συναφθεί μεταξύ του κατηγορουμένου και των εργαζομένων ήταν αυτή της εξαρτημένης εργασίας, δεδομένου ότι, κατά τις παραδοχές του, δεν είχε αναμιχθεί εργολάβος (ώστε να έχει καταρτισθεί μεταξύ κατηγορουμένου και εργολάβου σύμβαση έργου και να ευθύνεται ο τελευταίος για τη λήψη των αναγκαίων προστατευτικών μέτρων), αλλά ο ίδιος ο κατηγορούμενος προσέλαβε τους εργαζομένους, επέβλεπε την εκτέλεση των ελαιοχρωματισμών και κατέβαλε τα ημερομίσθια. β) Ορθώς, λοιπόν, ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν οι ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, καθώς και οι σχετικές διατάξεις του ΑΚ (άρθρα 681 επ., 648 επ.). γ) Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν αναγκαίο να αναφέρεται το μέγεθος του κενού στο δάπεδο εργασίας, ενόψει, μάλιστα, του ότι, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, ο θανών κατέπεσε από το κενό μεταξύ τοίχου και ικριώματος, ούτε πόσα κενά υπήρχαν, ούτε η απόσταση τοποθετήσεως του ικριώματος από τον τοίχο της οικοδομής. δ) Το Δικαστήριο σαφώς δέχθηκε ότι η κατάπτωση του θανόντος οφείλεται τόσο στην ύπαρξη των κενών όσο και στην μη ύπαρξη του χειρολισθήρα σε απόσταση ενός μέτρου από το δάπεδο εργασίας. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠοινΔ, δεύτερος και τρίτος, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 302, 28, 15 του ΠΚ και του π.δ. 778/1980, είναι αβάσιμοι. Οι, εμπεριεχόμενες στο δεύτερο λόγο της αιτήσεως, αιτιάσεις, με τις οποίες πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη κρίση ως προς τις αποδείξεις και για αντίθεση στα διδάγματα της κοινής πείρας, είναι απαράδεκτες, γιατί, πέραν του ότι η, ενδεχόμενη, αντίθεση με τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν συνιστά λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικά αναφερομένους στο άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την, αναιρετικά ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Σύμφωνα δε με τα άρθρα 352 και 353 ΚΠοινΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, μετά την εξέταση του πρώτου μάρτυρα υπερασπίσεως, υπέβαλε, δια του συνηγόρου του, αίτημα διακοπής της δίκης για να κληθεί ο μάρτυρας R., ενόψει του (αρνητικού της κατηγορίας) ισχυρισμού του ότι αυτός είχε ορισθεί εργολάβος του έργου, είχε προσλάβει τους εργαζόμενους και, επομένως, αυτός (και όχι ο κατηγορούμενος) ήταν υπόχρεος να λάβει τα αναγκαία μέτρα ασφαλείας. Το Δικαστήριο, αφού απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό ως αβάσιμο με την αιτιολογία που προπαρατέθηκε, στη συνέχεια απέρριψε και το αίτημα διακοπής με την αιτιολογία ότι "Για το λόγο αυτό και εφόσον το Δικαστήριο σχημάτισε εδραία περί τούτου (περί του ότι, δηλαδή, ο ως άνω δεν αναμίχθηκε καθόλου στο έργο, αλλά απλώς υπέδειξε στον κατηγορούμενο να προσλάβει τους εργαζόμενους) πεποίθηση, δεν κρίνεται αναγκαία η αναβολή της δίκης, ώστε να κληθεί το ως άνω πρόσωπο, όπως ζήτησε ο συνήγορος του κατηγορουμένου και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός ισχυρισμός του". Η αιτιολογία αυτή, με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αναβολής (διακοπής) ως αβάσιμο, είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους έκρινε αυτό ότι δεν συνέτρεχε λόγος να δοθεί τέτοια αναβολή (επάρκεια αποδείξεων), ενώ η παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος δεν αρνήθηκε την ιδιότητά του ως κυρίου του έργου, η οποία, οπωσδήποτε, αφορά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση, δεν αντιφάσκει με τον ως άνω ισχυρισμό του τελευταίου. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος, είναι αβάσιμος. Όπως προκύπτει από το άρθρο 60 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, το ποινικό δικαστήριο, για τον σχηματισμό της κρίσεώς του, ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, εξετάζει και τα αστικής φύσης ζητήματα που ανακύπτουν. Ορθώς, λοιπόν, το Τριμελές Εφετείο εξέτασε τη σχέση που υπήρχε μεταξύ κατηγορουμένου και εργαζομένων και αποφάνθηκε ότι αυτή ήταν της εξαρτημένης εργασίας, με το να πράξει δε έτσι δεν υπερέβη την εξουσία του. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, τρίτος, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας, συνιστάμενη στο ότι, με το να χαρακτηρίσει το Δικαστήριο την ως άνω σχέση ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και όχι έργου, αποφάνθηκε επί ζητήματος που ανήκε στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 13 Οκτωβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 6671/2014) αίτηση (δήλωση) του Ν. Τ. του Δ., για αναίρεση της 4513/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ` αριθ. 7292/30.10.2014 διάταξη της Προεδρεύουσας). Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη των παραστάντων πολιτικώς εναγόντων D. S. και H. S. εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Φεβρουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη για ανθρωποκτονία εργαζόμενου από αμέλεια του κυρίου του έργου, ο οποίος τον είχε προσλάβει με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για τον ελαιοχρωματισμό καταστήματος και δεν είχε μεριμνήσει να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας, με αποτέλεσμα ο εργαζόμενος να καταπέσει από το μεταλλικό κινητό ικρίωμα και να τραυματισθεί θανάσιμα. Υπεύθυνος ο κατηγορούμενος ως κύριος του έργου, γιατί δεν είχε μεσολαβήσει οποιοσδήποτε εργολάβος, αλλά το εκτελούσε ο ίδιος με δική του επιστασία. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος αναβολής για κρείσσονες. Το Δικαστήριο, κατά το σχηματισμό της κρίσης του, εξετάζει και τα αστικής φύσεως ζητήματα που ανακύπτουν (άρθρ. 60 παρ. 1 ΚΠΔ). Δεν συνιστά υπέρβαση εξουσίας η κρίση ότι η σύμβαση που είχε καταρτισθεί μεταξύ κατηγορουμένου και θανόντος ήταν αυτή της εξαρτημένης εργασίας. Απόρριψη αιτήσεως.
Αιτιολογίας επάρκεια
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ανθρωποκτονία από αμέλεια, Αναβολής αίτημα.
2
Αριθμός 179/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ 2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 14η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ε. συζ. Α. Τ. το γένος Β. Ι., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Γεωργίου Στεφανάκη . Του αναιρεσίβλητου: Γ. Β. του Α. κατοίκου ..., νομίμως εκπροσωπούμενου από τον δικαστικό συμπαραστάτη του Κ. Β. του Α., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Ιωάννη Μαρακάκη Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 22-4-2008 αγωγή του αναιρεσίβλητου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2832/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5139/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5-3-2013 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 4-11-2013 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Παπασταματίου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τα άρθρα 914, 932 ΑΚ, 1 και 16 του Ν. 515/1915 προκύπτει, ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, για να δικαιούται δε ο παθών χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συνετέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη του παθόντος ή του κυρίου του έργου ή των προστηθέντων από αυτούς (άρθρο 922 ΑΚ), δηλαδή υπαίτια και παράνομη πράξη ή παράλειψη. Από τις διατάξεις δε του άρθρου 914 ΑΚ συνάγεται ακόμη, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της επελθούσας ζημίας. Η παράνομη έναντι του ζημιωθέντος συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία περίπτωση ο υπαίτιος ήταν υποχρεωμένος να ενεργήσει, η υποχρέωσή του δε αυτή σε πράξη μπορεί να επιβάλλεται από δικαιοπραξία, από το νόμο ή από την καλή πίστη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 3 και 5 του Ν. 1396/1983, ο εργολάβος και υπεργολάβος ολόκληρου ή τμήματος του έργου, ανεξάρτητα αν αυτό εκτελείται ολόκληρο ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται, μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας, που αφορούν ολόκληρο το έργο ή τμήμα του. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι ο εργολάβος που ανέλαβε την εκτέλεση του έργου και ανέθεσε την εκτέλεση τμήματος αυτού σε υπεργολάβο, είναι συνυπεύθυνος με αυτόν για τη λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας, έστω και αν δεν επεφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα διευθύνσεως και επιβλέψεως του τμήματος που ανέθεσε στον υπεργολάβο, ακόμη και αν συμφώνησαν ότι δεν θα έχει τη διεύθυνση και επίβλεψη του τμήματος αυτού και τούτο γιατί ο εργολάβος ευθύνεται σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Ν. 1396/1983, για τη λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας. Ειδικότερα δε, επί οικοδομικών εργασιών έχει εφαρμογή και το Π.Δ. 778/ 1980, "περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών", οι διατάξεις του οποίου προβλέπουν τη λήψη και τήρηση μέτρων (άρθρα 1, 2, 3, 9, 17 και 21) ώστε να διασφαλίζονται οι εργαζόμενοι, κατά την εκτέλεση των ως άνω εργασιών, από τους κινδύνους που διατρέχουν κατά την εκτέλεσή τους (ΑΠ 1266/2014). Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 922 Α.Κ., για να υπάρχει σχέση προστήσεως θα πρέπει να υπάρχει εξάρτηση, έστω και χαλαρή, ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα, ώστε ο πρώτος να μπορεί να δίνει στον δεύτερο εντολές ή οδηγίες και να τον ελέγχει ή επιβλέπει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανέθεσε (797/2014, 1021/2012). Ο προστήσας ευθύνεται αντικειμενικά προς αποζημίωση του τρίτου, ο οποίος ζημιώθηκε από αδικοπραξία τελεσθείσα από τον προστηθέντα και ευρισκόμενη σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την εκτέλεση της υπό διεκπεραίωση υποθέσεως του προστήσαντος. Αν με τη βούληση του προστήσαντος ο αρχικός προστηθείς έχει δυνατότητα να χρησιμοποιεί τρίτους (υποπροστηθέντες) στη διεκπεραίωση της υποθέσεως του προστήσαντος, ο τελευταίος ευθύνεται και για τις αδικοπραξίες των υποπροστηθέντων χωρίς να προσαπαιτείται να ασκεί έλεγχο ή δίδει οδηγίες και εντολές γι` αυτούς (ΑΠ 1021/2012). Εξάλλου, από τα άρθρα 681, 688-691 και 698 του Α.Κ. προκύπτει ότι ο εργολάβος δεν θεωρείται, καταρχήν, προστηθείς του εργοδότη, όταν όμως ο εργοδότης επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητώς ή σιωπηρώς, την διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου και μάλιστα το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, ο τελευταίος θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση προστήσεως προς τον εργοδότη (ΑΠ 876/2014, 797/2014). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές, αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 1/1999, ΑΠ 11/2014). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφασή του προκύπτει, κρίνοντας επί της ουσίας της υποθέσεως, ύστερα από εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, εκτός άλλων, και τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που ενδιαφέρουν εδώ: "Η πρώτη εναγόμενη (ήδη αναιρεσείουσα) ιδιοκτήτρια οικοπέδου στην Ανάβυσσο Αττικής, στη θέση "Βλάχικα - Καλύβια", μόνιμη κάτοικος ..., το έτος 2003 αποφάσισε την ανέγερση επ' αυτού διώροφης οικοδομής με υπόγειο. Με σύμβαση έργου ανέθεσε στον δεύτερο εναγόμενο πολιτικό μηχανικό την μελέτη, έκδοση άδειας και επίβλεψη του έργου. Ακολούθως εκδόθηκε η 1844/24.10.2003 άδεια οικοδομής του Πολεοδομικού Γραφείου Μαρκοπούλου, στο οποίο κατατέθηκαν, επίσης, τα συνταχθέντα από τον δεύτερο εναγόμενο με αρ. πρωτ. 3677/5.3.2007 "Σχέδιο Ασφάλειας και Υγείας [Σ.Α.Υ]" και "Φάκελλος Ασφάλειας και Υγείας [Φ.Α.Υ.]". Οι εργασίες σκυροδέτησης του φέροντος οργανισμού της οικοδομής, οι οπτοπλινθοδομές και τα επιχρίσματα ανατέθηκαν με σύμβαση έργου στον εργολάβο Λ. Π., ο οποίος δραστηριοποιείται στην ευρύτερη περιοχή της Αναβύσσου στις οικοδομικές εργασίες. Οι εργασίες αυτές ξεκίνησαν τον Μάρτιο 2004 και ολοκληρώθηκαν, υπό την επίβλεψη του δεύτερου εναγομένου, περί τα τέλη Νοεμβρίου 2005, οπότε η οικοδομή περιφράχθηκε, προκειμένου να καταστεί ανέφικτη η πρόσβαση στο εργοτάξιο οποιουδήποτε τρίτου, προς αποφυγή ενδεχόμενου ατυχήματος. Στις αρχές Σεπτεμβρίου 2006, κατά την διάρκεια παραμονής της στην Αθήνα για ολιγοήμερες διακοπές, η πρώτη εναγομένη, η οποία διαμένει μονίμως στην Ν. Αφρική, μέσω του οικογενειακού γνωστού της Σ. Μ., ήλθε σε επικοινωνία με τον μη διάδικο αλλοδαπό Φ. Σ. (F. S.), ο οποίος δραστηριοποιείται στην τοποθέτηση πλακιδίων, μαρμάρων, στους ελαιοχρωματισμούς, στην διακόσμηση, μόνωση και αποπερατώσεις κτηρίων, με δικό του συνεργείο και του ανέθεσε με σύμβαση έργου, τις εργασίες ελαιοχρωματισμού και διακόσμησης των εξωτερικών χώρων της υπό ανέγερση οικοδομής, με δικά του υλικά και προσωπικό, επιφυλάξασα για τον εαυτό της την διεύθυνση και την επίβλεψη αυτών, αντί συμφωνηθέντος ποσού 23.000 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβανόταν η εργολαβική αμοιβή, το κόστος των υλικών, οι αμοιβές των εργατών και η δαπάνη τοποθέτησης και αποξήλωσης των ικριωμάτων, ενόψει του ότι λόγω του ύψους της οικοδομής (πλέον των δέκα - 10- μέτρων από το έδαφος) ήταν αναγκαία η εγκατάσταση εξωτερικών μεταλλικών ικριωμάτων. Έναντι του άνω ποσού, η πρώτη εναγομένη - κυρία του έργου κατέβαλε στον ως άνω εργολάβο Φ. Σ. (F. S. ), στις 9.9.2006, το ποσό των 2.000 ευρώ και στις 14.9.2006 το ποσό των 3.000 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο ποσό θα καταβαλλόταν, τμηματικά, ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών . Στην συνέχεια αυτός ανέθεσε στον τρίτο εναγόμενο [υπεργολάβο], ο οποίος διατηρεί επιχείρηση χρωμάτων και μίσθωσης ικριωμάτων (σκαλωσιών) έχοντας συνεργαστεί μαζί του και κατά το παρελθόν, κατόπιν σχετικής συμβάσεως έργου, έναντι αμοιβής (το ύψος της οποίας δεν αποδείχθηκε), το έργο της τοποθέτησης στην υπό ανέγερση οικοδομή και στην συνέχεια αποσύνδεσης και απομακρύνσεως των αναγκαίων μεταλλικών ικριωμάτων, επιφυλάξας για τον εαυτό του την διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτέλεσης του εν λόγω έργου (τοποθέτησης των ικριωμάτων) υπό την έννοια της γενικής εποπτείας, όσον αφορά την θέση και τον τρόπο τοποθέτησης αυτών και την τήρηση των ενδεδειγμένων μέτρων ασφαλείας. Τέλος, ο ως άνω εργολάβος για την εκτέλεση των άνω εργασιών ελαιοχρωματισμού και διακόσμησης των εξωτερικών χώρων της οικοδομής της πρώτης εναγομένης, που αυτή του ανέθεσε, προσέλαβε στις 9.9.2006 τον ενάγοντα (ήδη αναιρεσίβλητο), αλβανικής υπηκοότητας εφοδιασμένο με άδεια εργασίας και παραμονής στην Ελλάδα και τον ομοεθνή του Α. Q., που αποτελούσαν όλοι μαζί συνεργείο ελαιοχρωματισμών, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να απασχοληθούν στο άνω έργο ως εργάτες.... Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι μετά την περάτωση των εργασιών τοποθέτησης και συναρμολόγησης των μεταλλικών ικριωμάτων στους εξωτερικούς τοίχους της υπό ανέγερση οικοδομής, από συνεργείο μισθωτών του τρίτου εναγομένου, (υπεργολάβου)... οι εργασίες ελαιοχρωματισμού από το συνεργείο του ως άνω εργολάβου ξεκίνησαν στις 14.9.2006 υπό την γενική επίβλεψη και εποπτεία του προδιαληφθέντος εργολάβου Λ. Π., ως εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης - εργοδότριας του έργου, στον οποίο η τελευταία είχε αναθέσει την διεκπεραίωση διαφόρων διαδικαστικών ενεργειών, που αφορούσαν την υπό ανέγερση οικοδομή, όπως πληρωμή διαφόρων εργολάβων, ενημέρωση του αρμοδίου υποκαταστήματος του ΙΚΑ για τα απασχολούμενα στις διάφορες εργασίες συνεργεία, πληρωμή των βαρυνουσών αυτήν ασφαλιστικών εισφορών (ενσήμων) των ασφαλισμένων εργαζομένων κλπ. Άλλωστε ενόψει της επιστροφής της πρώτης εναγομένης στην Νότιο Αφρική, όπου διαμένει μονίμως με την οικογένειά της και δεδομένου ότι δεν γνώριζε τον εργολάβο Φ. Σ., ούτε την ποιότητα της εργασίας του, είναι λογικό να αναθέσει την επίβλεψη του ανατεθέντος σ' αυτόν έργου στην αρχικό εργολάβο Λ. Π..... Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι στις 19.9.2006 και περί ώρα 08.30' και ενώ οι εργασίες ελαιοχρωματισμού βρίσκονταν σε εξέλιξη, διανύοντας την έκτη ημέρα, ο ενάγων ευρισκόμενος στο τελευταίο δάπεδο εργασίας των μεταλλικών ικριωμάτων για την πραγματοποίηση του σπατουλαρίσματος της βαθμιδωτής μετώπης της υπό ανέγερση οικοδομής, ακριβώς κάτω από την κεραμοσκεπή στέγη αυτής, η οποία απείχε 1,50 μέτρα από το τελευταίο δάπεδο εργασίας των ικριωμάτων, πράγμα που τον εμπόδιζε να εκτελεί την εργασία του, σε όρθια στάση, αναγκάζοντάς τον να βρίσκεται σκυμμένος.... αυτός απώλεσε την ισορροπία του, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, και κατέπεσε, από ύψος οκτώ (8) μέτρων, στον εξωτερικό τσιμεντένιο περίβολο της οικοδομής. Διακομίστηκε, αμέσως, από τους λοιπούς εργαζόμενους, σε κατάσταση αναισθησίας, στο Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο ΑΣΚΛΗΠΕΙΟ Βούλας, όπου εισήχθη, αμέσως, στο χειρουργείο ως πολυτραυματίας με διάγνωση βαρείας κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης, θλάσης αμφοτέρων των πνευμόνων, του αριστερού πνευμονοθώρακα, καθώς και πολλαπλών καταγμάτων των άκρων. .....Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το δάπεδο εργασίας, επί του οποίου βρισκόταν ο παθών, εκτελώντας την εργασία του κατά τον χρόνο του ενδίκου ατυχήματος, αποτελείτο από δύο ξύλινα μαδέρια, τα οποία έφεραν στρεβλώσεις, συνολικού πλάτους πενήντα (50) εκατοστών, αντί των οριζόμενων από τις προδιαληφθείσες διατάξεις, τριών μαδεριών, ελάχιστου συνολικού πλάτους ογδόντα (80) εκατοστών, εφόσον επρόκειτο για μεταλλικά ικριώματα και επί του δαπέδου εργασίας εναποτίθεντο τα υλικά εργασίας του ενάγοντος, η έδρασή τους δεν ήταν σταθερή, αφού δεν υποβαστάζονταν από ζεύγματα (κλάπες), ώστε να είναι σταθεροποιημένα και να αποφεύγεται η ανομοιόμορφη κάμψη τους (λυγισμός), έφερε μεταλλικό οριζόντιο σωλήνα, ο οποίος συνέδεε τα δύο πλαίσια εκατέρωθεν του δαπέδου εργασίας σε ύψος σαράντα (40) εκατoστών από το δάπεδο εργασίας και ο οποίος δεν παρείχε καμία προστασία έναντι πτώσεως, αντί να φέρει μεταλλικό οριζόντιο χειρολισθήρα σε ύψος ενός (1,00) μέτρου από το δάπεδο εργασίας και ενδιάμεση ράβδο μεσοδιαστήματος. Δεν έφερε θωράκια ασφαλείας, ούτε κιγκλιδώματα ή προστατευτικό δίκτυ ασφάλειας, ή κεκλιμένο επίπεδο, ώστε να αποφεύγεται η πτώση των εργαζομένων. Επίσης, ο ενάγων παθών δεν έφερε κατάλληλα υποδήματα, ώστε να αποφεύγεται ενδεχόμενη ολίσθηση αυτού, ούτε προστατευτικό κράνος και ζώνη ασφαλείας με γάντζο. Συνυπαίτιοι του επισυμβάντος εργατικού ατυχήματος, που υπέστη ο ενάγων και του εξ αιτίας αυτού σοβαρού τραυματισμού του είναι ο μη διάδικος F. S. (Φ. Σ.), προστηθείς από την πρώτη εναγομένη - κυρία του έργου, ως εργολάβος και εργοδότης του παθόντος, η τελευταία ως εργοδότης - κυρία του έργου και προστήσασα τον ως άνω εργολάβο και ο τρίτος εναγόμενος - υπεργολάβος (υποπροστηθείς) από τον εργολάβο μη διάδικο F. S. (Φ. Σ.), καθόσον από αμέλεια τους δεν έλαβαν και δεν τήρησαν τα ενδεδειγμένα μέτρα για την ασφάλεια, την υγεία και την σωματική ακεραιότητα του εργαζομένου ενάγοντος, προκειμένου να αποφευχθεί το ανωτέρω εργατικό ατύχημα....Ειδικότερα η αμέλεια του τρίτου εναγόμενου και του μη διαδίκου F. S. (Φ. Σ.) συνίσταται στο ότι δεν έλαβαν και δεν τήρησαν τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών έργων (άρθρα 9 παρ. 1 εδ. δ', 13 παρ. 6 του Π.Δ. 778/1980 σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 παρ. 1 και 2 και 6 παρ. 1,2 και 3 τμήματος II του μέρους Β' του Παραρτήματος IV του Π.Δ/τος 305/1996 και 102 παρ. 1 και 2, 103 και 107 του Π.Δ 1073.1981), τα οποία έχουν ως σκοπό να αποτρέψουν τον ενδεχόμενο και προβλέψιμο κίνδυνο στην ασφάλεια του εργαζομένου ακόμη και σε περίπτωση ακούσιας ολίσθησης κλπ. ή ανακλαστικής κινήσεως αυτού. Συγκεκριμένα παρέλειψαν, από αμέλεια, να τοποθετήσουν προκειμένου να προληφθεί η πτώση του εργαζομένου, χειρολισθήρα σε ύψος ενός (1,00) μέτρου από το δάπεδο εργασίας και ενδιάμεσο οριζόντιο στοιχείο, δεν σταθεροποίησαν τα μαδέρια του δαπέδου εργασίας με την χρήση ζευγμάτων (κλαπών), ώστε να είναι αδύνατη η ανομοιόμορφη κάμψη (λυγισμός) τούτων, τοποθέτησαν (δύο αντί για τρία) μαδέρια, τα οποία έφεραν στρεβλώσεις στο δάπεδο εργασίας, το οποίο είχε ανεπαρκές πλάτος (50 εκατ.) αντί του νομίμου (80 εκατ.), ούτε έλαβαν κάθε άλλο ισοδύναμο μέτρο, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, όπως τοποθέτηση ανθεκτικών προστατευτικών κιγκλιδωμάτων και θωρακίων ασφαλείας ή δίκτυ προστασίας, ούτε κεκλιμένο επίπεδο στο πίσω μέρος των ικριωμάτων, τα οποία έπρεπε να ελέγχονται περιοδικά κατά την διάρκεια των εργασιών ελαιοχρωματισμού. Επίσης, τόσον ο ως άνω υπεργολάβος - τρίτος εναγόμενος όσον και ο μη διάδικος F. S. (Φ. Σ.) παρέλειψαν να ειδοποιήσουν τον επιβλέποντα μηχανικό - δεύτερο εναγόμενο, προκειμένου να τους παράσχει τις αναγκαίες οδηγίες, για την σύμφωνα με τους κανόνες της τέχνης και επιστήμης, εκτέλεση των εργασιών τοποθέτησης των ικριωμάτων και να προβεί σε επιθεώρηση τούτων μετά την ολοκλήρωση των εργασιών και πριν από την εγκατάσταση των εργαζομένων σ' αυτά (άρθρα 7 παρ. 1 του Ν. 1396/1983 και 21 παρ. 3 του ΠΔ 778/1980). Ωσαύτως ο μη διάδικος εργολάβος F. S. (Φ. Σ.) παρέλειψε να προβεί στην υποβολή πριν από την έναρξη των εργασιών ελαιοχρωματισμού, εις διπλούν, της προβλεπόμενης από το άρθρο 3 παρ. 2 του Π.Δ. 778/1980 βεβαίωσης στην Επιθεώρηση Εργασίας, περί της σύμφωνα με τους προβλεπόμενους από τις διατάξεις του εν λόγω προεδρικού διατάγματος όρους εγκατάστασης των ικριωμάτων. Σημειώνεται εδώ ότι ο ως άνω εργολάβος μη διάδικος στην προκειμένη δίκη F. S. (Φ. Σ.) και ο υπεργολάβος τρίτος εναγόμενος είναι από κοινού συνυπεύθυνοι, για την λήψη και τήρηση των ως άνω μέτρων ασφαλείας, ακόμη και στην περίπτωση, που ο πρώτος δεν είχε επιφυλάξει για τον εαυτό του την διεύθυνση και επίβλεψη της εκτέλεσης του τμήματος του ανατεθέντος σ' αυτόν έργου ήτοι της τοποθέτησης της μεταλλικής σκαλωσιάς, δεδομένου ότι, όπως προεκτέθηκε στην μείζονα σκέψη αυτής της απόφασης, ο εργολάβος ευθύνεται σε κάθε περίπτωση, με βάση τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Ν. 1396/1983 (άρθρα 3 και 5 αυτού) για την λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας και η ανάθεση της εκτέλεσης τμήματος του έργου σε υπεργολάβο με οποιαδήποτε συμφωνία, δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση επιβλέψεως και ελέγχου του υπεργολάβου, ειδικά για την λήψη και τήρηση των πιο πάνω μέτρων.... Η πρώτη εναγομένη - εργοδότης και κυρία του έργου, ευθύνεται ως προστήσασα τον μη διάδικο F. S. (Φ. Σ.) για τις ως άνω παράνομες παραλείψεις αυτού, εφόσον επιφύλαξε, όπως προεκτέθηκε, για τον εαυτό της την διεύθυνση και επίβλεψη του ανατεθέντος σ' αυτόν έργου, αλλά και για τις παράνομες παραλείψεις του τρίτου εναγομένου, (υποπροστηθέντος) υπεργολάβου, εφόσον με την βούληση της ο προστηθείς απ' αυτήν εργολάβος μη διάδικος F. S. (Φ. Σ.), προσέλαβε αυτόν (τρίτο εναγόμενο) για την τοποθέτηση των ικριωμάτων, έστω και αν αυτή δεν ασκούσε έλεγχο ή δεν έδινε οδηγίες και εντολές σ' αυτόν, αφού κάτι τέτοιο δεν προσαπαιτείται, στην ως άνω περίπτωση της υποπρόστησης. Επί πλέον η πρώτη εναγομένη ευθύνεται με βάση τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 3 του Ν. 1396/1983, καθόσον καίτοι είχε υποχρέωση, παρέλειψε υπαιτίως (από αμέλεια), πριν από την έναρξη των εργασιών ελαιοχρωματισμού και διακόσμησης των εξωτερικών χώρων της υπό ανέγερση οικοδομής της, αφού οι οικοδομικές εργασίες είχαν διακοπεί από τον Νοέμβριο του έτους 2005, δηλαδή για χρονικό διάστημα εννέα (9) μηνών περίπου, να ειδοποιήσει εγγράφως τον δεύτερο εναγόμενο, επιβλέποντα πολιτικό μηχανικό, ώστε αυτός να ασκήσει το καθήκον της επιθεώρησης των ικριωμάτων τόσον πριν από την έναρξη των εργασιών, όσο και κατά την διάρκεια αυτών, άπαξ την εβδομάδα.... Ενόψει των ανωτέρω το ένδικο ατύχημα και ο συνεπεία αυτού σοβαρός τραυματισμός του ενάγοντος θα είχε αποφευχθεί, αν ο μη διάδικος F. S. (Φ. Σ.), η πρώτη και ο τρίτος εναγόμενοι είχαν φροντίσει για την έγκαιρη λήψη και εφαρμογή των ανωτέρω μέτρων ασφαλείας και προστασίας των εργαζομένων στην υπό ανέγερση οικοδομή (εργοτάξιο) της πρώτης εναγομένης παραλείψεις (υπαίτιες) οι οποίες τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με τον ένδικο ατύχημα, αφού ήταν πρόσφορες να επιφέρουν και πράγματι επέφεραν αυτό στην προκείμενη περίπτωση..." Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού εν των μεταξύ δέχθηκε περαιτέρω ότι συνυπαίτιος για το ατύχημα ήταν και ο παθών, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή του και επιδίκασε στον τελευταίο ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, διέλαβε στην απόφαση του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς κρίσιμο ζήτημα για την έκβαση της δίκης, της, κατά την κατάρτιση μεταξύ της αναιρεσείουσας και του μη διαδίκου εργολάβου Φ. Σ. σύμβασης έργου της εκτέλεσης εργασιών ελαιοχρωματισμού της οικοδομής της, επιφύλαξης για τον εαυτό της ρητώς της επίβλεψης των εργασιών αυτών, οι οποίες επιτρέπουν τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 681, 681-691, 698, 914, 922 ΑΚ, τις οποίες και δεν παραβίασε εκ πλαγίου. Ειδικότερα αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφασή του, ρητά ότι η αναιρεσείουσα επιφύλαξε κατά την κατάρτιση της συμβάσεως εργολαβίας για τον εαυτό της την διεύθυνση και την επίβλεψη των εργασιών και ότι σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής, οι εργασίες του ελαιοχρωματισμού ξεκίνησαν στις 14.9.2006, υπό την γενική επίβλεψη και εποπτεία του Λ. Π., ως εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης εργοδότριας του έργου , στη συνέχεια δε αναφέρεται ότι ο ανωτέρω Λ. Π.ς προέβη και σε άλλες διαδικαστικές ενέργειες, που αφορούσαν την υπό ανέγερση οικοδομή και συγκεκριμένα ότι ο εν λόγω εκπρόσωπος της αναιρεσείουσας ενεργούσε για λογαριασμό της διάφορες υλικές πράξεις που αφορούσαν την υπό ανέγερση οικοδομή, για την εκπροσώπησή της δε αυτή από τον Λ. Π. στην εποπτεία και επίβλεψη των εργασιών του ελαιοχρωματισμού, λόγω της διαμονής της στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια εκτέλεσης αυτών, ενημέρωσε τον Φ. Σ.. Δεν χρειαζόταν επομένως να είναι αυτοπροσώπως παρούσα η αναιρεσείουσα στην άσκηση του δικαιώματος εποπτείας και επίβλεψης των εργασιών, αφού την εκπροσωπούσε ο ανωτέρω Λ. Π.ς σε γνώση του εργολάβου Φ. Σ. και δεν υπάρχει αντιφατικότητα αιτιολογιών μεταξύ του ότι με την καταρτισθείσα σύμβαση έργου η αναιρεσείουσα επιφύλαξε για τον εαυτό της την επίβλεψη των εργασιών του ελαιοχρωματισμού και του ότι κατά την εκτέλεση των εργασιών ελαιοχρωματισμού η αναιρεσείουσα βρισκόταν στη Ν. Αφρική, αφού δεν αναφέρεται ότι την επίβλεψη θα την ασκούσε αυτοπροσώπως, αντίθετα αναφέρεται ότι θα την ασκούσε, όπως γνωστοποίησε στον εργολάβο, δια του ως άνω αντιπροσώπου της. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, από το αρθρ. 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης της αναιρεσιβαλλομένης, λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών, άλλως λόγω αντιφατικών αιτιολογιών ως προς το ανωτέρω ουσιώδες ζήτημα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα διάδικος, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρο 176, 183 Κ.Πολ.Δ.) ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ : ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 5.3.2013 αίτηση της Ε. συζ. Α. Τ., κατά του Γ. Β. του Α., νομίμως εκπροσωπουμένου υπό του δικαστικού του συμπαραστάτη Κ. Β. του Α., για αναίρεση της υπ`αριθ. 5139/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσόν των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Ιανουαρίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εργατικό ατύχημα. Χρηματική ικανοποίηση στον παθόντα, λόγω ηθικής βλάβης, οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας του εργοδότη του παθόντος ή του κυρίου του έργου ή των προστηθέντων από αυτούς. Ευθύνη κυρίου του έργου, εργολάβου και υπεργολάβου για τη λήψη και τήρηση των μέτρων ασφαλείας κατά το Ν. 1396/1983 και το Π.Δ. 778/ 1980, επί οικοδομικών εργασιών. Έννοια αδικοπραξίας και πρόστησης. Η ευθύνη του προστήσαντος αντικειμενική. Πότε ευθύνη του αρχικά προστήσαντος για το πταίσμα των υποπροστηθέντων. Πότε ο εργολάβος προστηθείς του εργοδότη, επί συμβάσεως έργου (Απορρίπτει αναίρεση κατά της 5139/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών).
Χρηματική ικανοποίηση
Εργατικό ατύχημα, Χρηματική ικανοποίηση.
0
Αριθμός 180/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 14η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: Του αναιρεσειοντος: Κ. Δ. του Α., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Μιχαήλ Κ. Πικραμένου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΣΚΟΡΠΙΟΝ, ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΥΨΗΛΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΑΕ", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Παναγιώτη Γραμματικόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19-12-2007 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 261/2009 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 5206/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 11-1-2011 αίτησή του. Η υπόθεση επανέρχεται προς συζήτηση με την από 12-3-2014 κλήση του αναιρεσείοντος, μετά την έκδοση της 57/2013 απόφασης του παρόντος Τμήματος και της 17/2013 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 20-1-2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου, Αρεοπαγίτη Νικολάου Τρούσα, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, με την από 12-3-2014 κλήση του αναιρεσείοντος, η υπόθεση φέρεται νομίμως προς συζήτηση (ΚΠολΔ 230 παρ.2, 568 παρ.1), μετά την έκδοση της 17/2013 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, δια της οποίας έγινε δεκτό ότι η από 10-1-2011 αίτηση αναιρέσεως [ημερομηνία καταθέσεως 11-1-2011] έχει ασκηθεί παραδεκτώς. 2. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.4 του ν.δ. 4020/1959, είναι άκυρη κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, με την οποία οι αμοιβές ή αποζημιώσεις, που οφείλονται στο δεύτερο για νόμιμη ή παράνομη υπερωρία, θα καλύπτονται εν όλω ή εν μέρει με την καταβολή αποδοχών, που είναι υψηλότερες από τις ελάχιστες νόμιμες. Από την ίδια διάταξη εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι δεν απαγορεύεται η συνομολόγηση συμφωνίας καταλογισμού, στις καταβαλλόμενες, υπέρτερες των νομίμων, αποδοχές, όσων προσαυξήσεων δικαιούται ο μισθωτός για πρόσθετη απασχόλησή του λόγω υπερεργασίας ή ιδιόρρυθμης υπερωρίας (ΑΠ 1254/2013). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.2 και 2 παρ.2 της, κατ' εξουσιοδότηση του ν. 28/1944, εκδοθείσας 25825/1951 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, οι προβλεπόμενες προσαυξήσεις για παροχή εργασίας κατά τις ημέρες υποχρεωτικής ανάπαυσης, τις Κυριακές ή αργίες και κατά τη διάρκεια της νύκτας, δεν συμψηφίζονται προς τις καταβαλλόμενες αποδοχές, που ενδεχομένως είναι ανώτερες των νομίμων, ελαχίστων ορίων μισθών και ημερομισθίων. Κατά την αληθή έννοια, όμως, των διατάξεων αυτών, απαγορεύεται μόνον ο εκ μέρους του εργοδότη, μονομερής καταλογισμός των τυχόν καταβαλλόμενων, υπέρτερων των νομίμων, αποδοχών, προς τις οφειλόμενες προσαυξήσεις από την παρασχεθείσα εργασία κατά τις Κυριακές, τις εξαιρετέες ημέρες και τις νύκτες. Αντίθετα, δεν απαγορεύεται η συνομολόγηση μεταξύ εργοδότη και μισθωτού ότι με τις καταβαλλόμενες, υπέρτερες των νομίμων, αποδοχές θα καλύπτεται και κάθε προσαύξηση, η οποία ήθελε προκύψει από την παροχή εργασίας κατά τις Κυριακές κλπ, κατά τη διάρκεια της σύμβασης. Μια τέτοια συμφωνία, περί καταλογισμού των υπέρτερων αποδοχών στις τυχόν οφειλόμενες προσαυξήσεις για επί πλέον εργασία (πλην νομίμων ή παρανόμων / κατ' εξαίρεση υπερωριών), δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 664 και 679 ΑΚ, εφ' όσον ο μισθωτός, με τη συμφωνία αυτή, λαμβάνει τα οριζόμενα από τις νομοθετικές ή συλλογικές, κανονιστικές ρυθμίσεις ελάχιστα όρια αποδοχών και προσαυξήσεων (ΟλΑΠ 87/1971, ΑΠ 1208/2013, ΑΠ 1321/2006). 3. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε ανελέγκτως, τα εξής ουσιώδη: Ότι η εναγομένη (ήδη αναιρεσίβλητη) ανώνυμη εταιρεία δραστηριοποιείται στην παροχή υπηρεσιών δασοπυρόσβεσης. Ότι κατά τις θερινές περιόδους των ετών 2003 έως 2007 (ήτοι, από Ιούνιο έως Οκτώβριο), µε αυτοτελείς συμβάσεις έργου που καταρτίσθηκαν μεταξύ αυτής και του Ελληνικού Δημοσίου, σε συνεργασία µε το Πυροσβεστικό Σώμα (ΠΣ), ανέλαβε να συμβάλει στην από αέρος δασοπυρόσβεση της Χώρας, µε τη διάθεση πυροσβεστικών ελικοπτέρων. Ότι τα ελικόπτερα μισθώνονταν από την εναγομένη στο εξωτερικό, κυρίως στη Ρωσία, μαζί µε το πλήρωμά τους, το οποίο, ως εκ τούτου, αποτελείτο από αλλοδαπούς, που δεν γνώριζαν την ελληνική γλώσσα. Ότι η εναγομένη, προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, είχε ανάγκη από μεταφραστές - συνδέσμους μεταξύ των εκάστοτε αρμοδίων αξιωματικών του ΠΣ και των μελών του αλλοδαπού πληρώματος των ελικοπτέρων. Ότι οι σύνδεσμοι αυτοί έπρεπε να βρίσκονται σε γνήσια ετοιμότητα, στο έδαφος, μαζί µε τα πληρώματα των ελικοπτέρων, ώστε να λαμβάνουν οδηγίες από το συντονιστικό κέντρο της πυροσβεστικής υπηρεσίας σχετικά με την εκδήλωση και τον τόπο πυρκαγιάς, να τις μεταφέρουν μεταφρασμένες, συνήθως στα αγγλικά, προς τον αλλοδαπό κυβερνήτη του εκάστοτε χρησιμοποιούμενου ελικόπτερου και, στη συνέχεια, να επιβαίνουν μαζί του σ' αυτό, προκειμένου να συνεχίσουν να λαμβάνουν και να μεταφέρουν, με τον ίδιο τρόπο, προς αυτόν, τις οδηγίες, που παρείχε στα ελληνικά ο αξιωματικός του ΠΣ για το συντονισμό της κατάσβεσης. Ότι για την εξασφάλιση του εν λόγω βοηθητικού προσωπικού, η εναγομένη, κατά τα προαναφερθέντα έτη και κατά τη διάρκεια εκάστης, ετήσιας σύμβασης δασοπυρόσβεσης, που συνήπτε µε το Ελληνικό Δημόσιο, προσλάμβανε μεταξύ άλλων και τον ενάγοντα (ήδη αναιρεσείοντα), ως μεταφραστή - σύνδεσμο, µε εποχιακές, γραπτές συμβάσεις, που αποκαλούνταν συμβάσεις έργου. Ότι, συγκεκριμένα, η εναγομένη προσέλαβε τον ενάγοντα για τα χρονικά διαστήματα από 17-7-2003 έως 14-10-2003, από 17-7-2004 έως 14-10-2004, από 1-7-2005 έως 10-10-2005, από 28-6-2006 έως 23-10-2006 και από 12-6-2007 έως 22-10-2007. Ότι ο μηνιαίος, συμβατικός μισθός του ενάγοντος για την εργασία αυτή είχε καθορισθεί για τα έτη 2003 και 2004 σε ποσό 700 ευρώ, για τα έτη 2005 και 2006 σε ποσό 800 ευρώ και για το έτος 2007 σε ποσό 900 ευρώ, με ασφάλιση στο ΙΚΑ, για 5νθήµερη εβδομαδιαία εργασία πλήρους απασχόλησης. Ότι, σε περίπτωση που ο ενάγων απασχολείτο εκτός Αττικής, η εναγομένη του πρόσφερε στέγη, πλήρη διατροφή και τα εισιτήρια μετακίνησης από και προς τον τόπο κατοικίας του. Ότι, σύμφωνα με τη σύμβαση, ο ενάγων είχε την υποχρέωση να παραμένει μαζί µε το πλήρωμα του ελικοπτέρου, καθ' όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας του, στο χώρο που διατίθεται γι' αυτό το σκοπό στο αεροδρόμιο, να επιβαίνει κατά τη διάρκεια των πτήσεων στο ελικόπτερο και να μεταφράζει προς τον κυβερνήτη, στα αγγλικά, τις εντολές που λάμβανε από τον εκάστοτε αρμόδιο αξιωματικό του ΠΣ, από το πρώτο φως της ημέρας (30 πρώτα λεπτά πριν την ανατολή του ηλίου), μέχρι το τελευταίο (30 πρώτα λεπτά μετά τη δύση του ηλίου). Ότι υπό τις περιστάσεις αυτές δεν επρόκειτο για συμβάσεις έργου, αλλά για διαδοχικές συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, δικαιολογημένες από τον εποχιακό χαρακτήρα της δραστηριότητας, που ετησίως αναλάμβανε η εναγομένη έναντι του Ελληνικού Δημοσίου. Ότι, ειδικότερα, η εναγομένη απέβλεπε στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας του ενάγοντος, έναντι αμοιβής µε μηνιαίο μισθό, χωρίς περαιτέρω ευθύνη αυτού ως προς την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος, από το οποίο να εξαρτάται η καταβολή της αμοιβής και με παράλληλη υποχρέωση του ενάγοντος να συμμορφώνεται προς τις εκάστοτε παρεχόμενες εντολές και οδηγίες και να δέχεται έλεγχο ως προς τον τόπο, χρόνο και τρόπο παροχής της εργασίας του. Ότι ο ενάγων απασχολήθηκε µε την ως άνω ιδιότητα του συνδέσμου - μεταφραστή κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα λειτουργίας των συμβάσεών του, κατά το έτος 2003 στον αερολιμένα Αλεξανδρούπολης και κατά τα έτη 2004 έως 2007 στο αεροδρόμιο της 115 ΠΜ στη Σούδα Χανίων Κρήτης. Ότι, επειδή η φύση της εργασίας του ενάγοντος απαιτούσε τη φυσική παρουσία αυτού στον τόπο εργασίας από το πρώτο μέχρι το τελευταίο φως της ημέρας και είτε την πραγματική απασχόλησή του, μόλις παρουσιαζόταν ανάγκη δασοπυρόσβεσης από αέρος είτε τη διατήρηση των σωματικών και πνευματικών του δυνάμεων σε εγρήγορση, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του μόλις ανακύψει τέτοια ανάγκη, η εναγομένη πρότεινε σ' αυτόν να απασχολείται εναλλάξ και συγκεκριμένα τη µία ημέρα της εβδομάδας, συμπεριλαμβανομένων και των Σαββατοκύριακων, από το πρωί μέχρι το βράδυ και την επόμενη ημέρα να έχει πλήρες ρεπό, χωρίς μείωση των αποδοχών του για τις ημέρες που δεν θα εργαζόταν. Ότι, αντίθετα, του πρότεινε αύξηση των αποδοχών στο ποσό των 1760 ευρώ μηνιαίως, προς κάλυψη, μαζί µε τα επί πλέον ρεπό που θα λάμβανε, του συνόλου των προσθέτων αξιώσεων αυτού από υπερεργασία, υπερωρίες εν γένει και εργασία κατά τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες. Ότι ο ενάγων αποδέχθηκε την πρόταση, µε τροποποίηση µόνο ως προς τη συχνότητα εναλλαγής των ημερών εργασίας και αναπαύσεως, έτσι, ώστε τη µία εβδομάδα (συμπεριλαμβανομένων και των Σαββατοκύριακων) να απασχολείται συνεχώς, αλλά ολόκληρη την επόμενη εβδομάδα να βρίσκεται σε ρεπό, χωρίς καμία δέσμευση της ελευθερίας του, δυνάμενος να επιστρέφει στην οικία του, στην Αθήνα. Ότι για όλη την εργασία αυτή ο ενάγων λάμβανε, σταθερά, από την εναγομένη το ποσό των 1760 ευρώ μηνιαίως, καθώς και το ποσό των 25 ευρώ ημερησίως (ήτοι 750 μηνιαίως, είτε δούλευε είτε είχε ρεπό) για έξοδα διαμονής και διατροφής στον τόπο εργασίας του. Ότι ο ενάγων απασχολήθηκε με τον τρόπο που αναφέρθηκε κατά το έτος 2003 επί 27 εργάσιμες ημέρες και 8 Σαββατοκύριακα, κατά το έτος 2004 επί 27 εργάσιμες ημέρες και 9 Σαββατοκύριακα, κατά το έτος 2005 επί 36 εργάσιμες ημέρες και 9 Σαββατοκύριακα, κατά το έτος 2006 επί 48 εργάσιμες ημέρες και 10 Σαββατοκύριακα και κατά το έτος 2007 επί 48 εργάσιμες ημέρες και 12 Σαββατοκύριακα, εργαζόμενος ημερησίως κατά µέσο όρο (λόγω της προοδευτικής μειώσεως της διάρκειας της ημέρας από τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο εκάστου έτους) επί 14 ώρες. Ότι, με τον τρόπο αυτό, ο ενάγων εργάσθηκε τις μισές από τις ημέρες διάρκειας εκάστης ετήσιας σύμβασης, λαμβάνοντας πάντοτε ως μηνιαίο αντάλλαγμα το ποσό των (1760+750=) 2510 ευρώ, στο οποίο, όπως αναφέρθηκε, είχε συμφωνηθεί να περιλαμβάνεται ο συμβατικός μισθός του για πλήρη απασχόληση και, επί πλέον, οι πρόσθετες αμοιβές του (ήτοι, αμοιβή ή αποζημίωση και νόμιμες προσαυξήσεις) για την εβδομαδιαία υπερεργασία, την ημερήσια υπερωριακή εργασία και την εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές. 4. Επειδή, μετά από τις ως άνω, ουσιαστικές παραδοχές, το Εφετείο έκρινε ότι η συμφωνία καταλογισμού στις καταβαλλόμενες αποδοχές του ενάγοντος, των αξιώσεών του για αμοιβές και προσαυξήσεις λόγω υπερεργασίας (ή ιδιόρρυθμων υπερωριών κατά το ν. 2874/2000) και εργασίας κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, είναι νόμιμη, αφού οι αποδοχές αυτές ήσαν κατά πολύ ανώτερες από εκείνες που είχαν ορισθεί στη σύμβαση ως συμφωνημένος μισθός και τις υπερκάλυπταν. Κατόπιν, κατά παραδοχή του σχετικού, καταλυτικού ισχυρισμού της αναιρεσίβλητης, ο οποίος, λόγω της ερημοδικίας αυτής στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, διατυπώθηκε παραδεκτά ως λόγος έφεσης, το Εφετείο έκρινε ότι οι εν λόγω αξιώσεις του αναιρεσείοντος, συμπεριλαμβανομένης και της προσαυξήσεως για την εργασία κατά τα Σάββατα ή τις Κυριακές [30% ή 75% επί του νομίμου ημερομισθίου, κατά περίπτωση], πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες. Με την κρίση αυτή, το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε σωστά τις ουσιαστικές διατάξεις που αναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω, αρ.2) και διέλαβε στην απόφασή του επαρκή αιτιολογία. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, κατά τα μέρη αυτών με τα οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα επί του θέματος αυτού και αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. 5. Επειδή, από το πλέγμα των ειδικών ρυθμίσεων για τα ανώτατα χρονικά όρια της ημερήσιας εργασίας (άρθρο 1 του ν. 435/1976 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ν.δ. 515/1970, άρθρο 4 του ν. 2874/2000, όπως διαδοχικώς αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 1 του ν. 3385/2005 και 74 παρ.10 του ν. 3863/2010 και άρθρο 41 του ν. 1892/1990, όπως διαδοχικώς αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2639/1998, 5 του ν. 2874/2000, 2 του ν. 3385/ 2005, 7 του ν. 3846/2010 και 42 του ν. 3986/2011), συνάγεται ότι οι σχετικές διατάξεις είναι αναγκαστικού δικαίου, διότι αποβλέπουν τόσο στο καλώς νοούμενο συμφέρον αμφοτέρων των μερών μιας συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας όσο και στο γενικό συμφέρον. Τούτο, υπό την έννοια ότι η ημερήσια απασχόληση για περισσότερες ώρες από όσες, σύμφωνα με τις γενικές εκτιμήσεις που υιοθετεί ο νομοθέτης, μπορεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του ο μέσος εργαζόμενος, αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι ευνοεί την παραγωγικότητα, στην πραγματικότητα βάζει σε κίνδυνο όχι μόνο την υγεία και την ασφάλεια του ίδιου του εργαζόμενου, αλλά και την επιχείρηση, διότι αυξάνει τις πιθανότητες ατυχήματος και δημιουργεί ενδεχόμενο υποβάθμισης της ποιότητας ή ενοχής για την πληρωμή αποζημιώσεων. Και σε κάθε περίπτωση, στο μέτρο που όλα τα παραπάνω δημιουργούν αξιώσεις ή απώλειες σε βάρος του Δημοσίου ή ασφαλιστικών οργανισμών που επιχορηγούνται από αυτό, προκαλείται διακύβευση και του γενικού συμφέροντος. Γι' αυτό και, όπως αναφέρθηκε (βλ. παραπάνω, αρ.2), όχι μόνο απαγορεύεται ο συμψηφισμός των αποζημιώσεων και προσαυξήσεων που δικαιούται ο εργαζόμενος για νόμιμες ή παράνομες (ήδη: κατ' εξαίρεση) υπερωρίες με τις καταβαλλόμενες, τυχόν υπέρτερες των νομίμων, αποδοχές, αλλά και, όπως παγίως δίνεται δεκτό (ενδεικτικώς: ΑΠ 534/2014, ΑΠ 457/2012), δεν χωρεί συμψηφισμός της επί πλέον ημερήσιας εργασίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας, εντός της αυτής ή και άλλης εβδομάδος, με την επιφύλαξη όσων έχουν ήδη προβλεφθεί για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας (όπου και πάλι, όμως, τίθεται ανώτατο όριο ημερήσιας εργασίας, ακόμη και για τη χρονική περίοδο της λεγόμενης "αυξημένης απασχόλησης", βλ. άρθρο 41 του ν. 1892/ 1990, όπως διαδοχικώς αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις των νόμων που ήδη αναφέρθηκαν). Αντιθέτως, θεωρείται έγκυρη η συμφωνία ότι θα προκαταβάλλεται στον εργαζόμενο ορισμένο χρηματικό ποσό, επί πλέον του μισθού του, προς εξόφληση των αξιώσεών του για συγκεκριμένη, νόμιμη ή παράνομη, υπερωριακή εργασία αυτού, η οποία πρόκειται να παρασχεθεί στο μέλλον (ΑΠ 1112/2011, ΑΠ 645/2010) και στο μέτρο που οι εξ αυτής αξιώσεις καλύπτονται από το επί πλέον ποσό. Για τον ίδιο λόγο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν πρόκειται για συμψηφισμό περισσότερων και ολιγότερων ωρών εργασίας διαφορετικών ημερών, όταν ο εργοδότης, σε αντάλλαγμα των όσων οφείλει στον εργαζόμενο για αποζημιώσεις ή προσαυξήσεις υπερωριακής εργασίας, καταβάλλει σ' αυτόν τη συμφωνημένη αμοιβή για ημέρες, κατά τις οποίες ο εργαζόμενος δεν εργάζεται, διότι με ιδιαίτερη συμφωνία μεταξύ των δύο οι εν λόγω ημέρες διατίθενται ως ημέρες προσθέτου αναπαύσεως, επί πλέον των νομίμως οφειλομένων ημερών εβδομαδιαίας αναπαύσεως. Στην περίπτωση αυτή, αληθώς, πρόκειται για επιτρεπτή καταβολή πρόσθετου χρηματικού ποσού (ήτοι, των αποδοχών που λαμβάνει ο εργαζόμενος για ημέρες κατά τις οποίες δεν εργάζεται), με την οποία επέρχεται απόσβεση των αξιώσεων για υπερωριακή απασχόληση, κατά το μέρος που με αυτήν καλύπτονται οι εν λόγω αξιώσεις (ΑΚ 416). 6. Επειδή, μετά τις ουσιαστικές παραδοχές που ήδη αναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω, αρ.3), το Εφετείο έκρινε ότι είναι έγκυρη η εκεί περιγραφόμενη συμφωνία των διαδίκων και ως προς το μέρος που αναφέρεται σε καταλογισμό της ημερήσιας αμοιβής, την οποία η αναιρεσίβλητη κατέβαλλε στον αναιρεσείοντα κατά τις ημέρες αναπαύσεως (ρεπό), τις οποίες χορηγούσε σ' αυτόν κατά την εναλλάξ εβδομάδα, κατά την οποία του επέτρεπε να μην εργάζεται καθόλου και να μεταβαίνει στο σπίτι του, στην Αθήνα, προς τις αξιώσεις αυτού για αποζημιώσεις και προσαυξήσεις λόγω υπερωριακής απασχόλησης, χωρίς την τήρηση των νομίμων διατυπώσεων, τόσο κατά τις συνήθεις ημέρες όσο και κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, της εναλλάξ εβδομάδας κατά την οποία εργαζόταν από το πρώτο μέχρι το τελευταίο φως της ημέρας. Κατόπιν αυτού, το Εφετείο έκρινε ότι, με δεδομένο το ότι ο αναιρεσείων τις μισές εβδομάδες ή ημέρες της χρονικής διάρκειας της συμβάσεως εργασίας εκάστου έτους εργάσθηκε υπερωριακά και τις άλλες μισές δεν εργάσθηκε καθόλου, αλλά πληρώθηκε σαν να είχε εργασθεί, το σύνολο των ενδίκων αξιώσεων αυτού από την παροχή υπερωριακής εργασίας έχει εξοφληθεί. Γι' αυτό και απέρριψε το σχετικό κεφάλαιο της αγωγής ως κατ' ουσίαν αβάσιμο. Με την κρίση αυτή, το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε μεν σωστά τις ουσιαστικές διατάξεις που αναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω, αρ.5), διέλαβε, όμως, στην απόφασή του ανεπαρκή αιτιολογία και τις παραβίασε εκ πλαγίου, διότι κατέστησε ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή τους. Ειδικότερα, η παραδοχή ότι ο αναιρεσείων "τις μισές ημέρες δούλευε και τις άλλες μισές είχε ρεπό, άρα ουδέν δικαιούται για υπερωριακή απασχόληση", δεν αιτιολογεί την απόσβεση των αξιώσεών του, διότι, αν και απλή, ουδέν διαλαμβάνει ως προς το πραγματικό ύψος αφ' ενός των αξιώσεων αυτών, με υπολογισμό των ωρών υπερωριακής απασχόλησης, του οφειλομένου ωρομισθίου με βάση το νόμιμο μισθό ή, εν ελλείψει σχετικής συλλογικής ρυθμίσεως, τα εκάστοτε ελάχιστα όρια των ΕΓΣΣΕ και τον υπολογισμό των νομίμων προσαυξήσεων του εν λόγω ωρομισθίου, ως προς τις οποίες υπήρξε διαφοροποίηση μεταξύ των ετών αφ' ενός 2003 - 2005 (υπό την ισχύ του ν. 2874/ 2000) και αφ' ετέρου 2006 - 2007 (υπό την ισχύ του ν. 3385/2005) και ως προς το πραγματικό ύψος των καταβληθεισών, αυξημένων αποδοχών για ημέρες αναπαύσεως, μετά την αφαίρεση των ημερών κατά τις οποίες ούτως ή άλλως ο αναιρεσείων έπρεπε να έχει εβδομαδιαία ανάπαυση. Επομένως, ο δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο επί της ερμηνείας των ως άνω διατάξεων και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Ο πρώτος εξ αυτών, όμως, κατά το μέρος με το οποίο επισημαίνεται η έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 7. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 559 αρ.8 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπ' όψη πράγματα που δεν προτάθηκαν, αλλά έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και, συνεπώς, θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως (ΟλΑΠ 3/1997). Εν προκειμένω, αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια ότι έλαβε υπ' όψη, αν και δεν προτάθηκε από την αναιρεσίβλητη, τον ισχυρισμό ότι υπήρξε ειδική συμφωνία μεταξύ αυτής (εναγομένης) και του αναιρεσείοντος (ενάγοντος) περί απασχολήσεως αυτού, συνεχώς, τη μία εβδομάδα και παροχής σ' αυτόν αναπαύσεως (ρεπό) ολόκληρη την επόμενη εβδομάδα, χωρίς μείωση των αποδοχών του, ήτοι του ποσού των 1760 ευρώ μηνιαίως, καθώς και του ποσού των 25 ευρώ ημερησίως για έξοδα διαμονής και διατροφής του στον τόπο της εργασίας του, με τα οποία καλύπτονταν οι πρόσθετες αξιώσεις αυτού από την παροχή υπερωριακής εργασίας. Όπως, όμως, προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως και των προσθέτων λόγων, διότι η αναιρεσίβλητη στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας είχε δικασθεί ερήμην, από αυτήν, ως εκκαλούσα, προτάθηκε ότι είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων να απασχολείται ο αναιρεσείων τη μια μέρα και την άλλη να κάθεται, χωρίς μείωση των αποδοχών του και ότι, με τον τρόπο αυτό, καλύπτονται οι ένδικες αξιώσεις. Ο ισχυρισμός αυτός, αφού, ορθώς, κρίθηκε παραδεκτός και νόμιμος από το δικαστήριο της ουσίας (ΚΠολΔ 528), κατά την ουσιαστική του διερεύνηση οδήγησε στην παραδοχή ότι, τελικώς, το "μία - μία" δεν αναγόταν σε ημερήσια, αλλά σε εβδομαδιαία βάση. Επομένως, ουδόλως λήφθηκε υπ' όψη πράγμα μη προταθέν και ο εξεταζόμενος τρίτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ, ελέγχεται αβάσιμος. 8. Επειδή, με τους τέταρτο και πέμπτο από τους λόγους της αιτήσεως και κατ' ορθή εκτίμηση του περιεχομένου αυτών, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, καταλογίζεται στο Εφετείο η πλημμέλεια ότι έπρεπε να δεχθεί ότι ο αναιρεσείων ήταν μέλος του πληρώματος του πυροσβεστικού ελικοπτέρου της αναιρεσίβλητης και όχι ότι επέβαινε αυτού ως σύνδεσμος - μεταφραστής. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το εν λόγω περιστατικό δεν είναι εν προκειμένω ουσιώδες, με τους λόγους αυτούς επιχειρείται να ελεγχθεί η περί πραγμάτων, αναιρετικώς ανέλεγκτη, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΚΠολΔ 561 παρ.1). Επομένως, οι εξεταζόμενοι λόγοι είναι, προεχόντως, απαράδεκτοι. 9. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνο ως προς το κεφάλαιο για τις αξιώσεις αποζημιώσεως και προσαυξήσεων από την παροχή υπερωριακής εργασίας και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3) και το οποίο πρέπει να ερευνήσει εκ νέου το εν λόγω κεφάλαιο και τους κατ' αυτού αμυντικούς ισχυρισμούς της αναιρεσίβλητης. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρει την 5206/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών ως προς το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό. Παραπεμπει την υπόθεση ως προς αναιρεθέν μέρος στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές είναι εφικτή.- Και Καταδικαζει την αναιρεσίβλητη να πληρώσει στον αναιρεσείοντα δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 13η Ιανουαρίου 2015. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 24η Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Χρονικά όρια εργασίας. Η οφειλόμενη αποζημίωση και οι προσαυξήσεις για νόμιμες και κατ' εξαίρεση υπερωρίες μπορούν να συμψηφισθούν εν όλω ή εν μέρει με την καταβολή αποδοχών για ημέρες, κατά τις οποίες ο εργαζόμενος, με κοινή συμφωνία, δεν εργάσθηκε, αλλά έλαβε πρόσθετες, επί πλέον των δικαιούμενων, ημέρες αναπαύσεως (ρεπό). Αναιρεί για εκ πλαγίου παράβαση, διότι το δικαστήριο της ουσίας αρκέσθηκε στο ότι ο εργαζόμενος δούλευε υπερωριακά τη μια εβδομάδα και είχε ρεπό την επόμενη, εναλλάξ, και κατόπιν αυτού απέρριψε το σχετικό κεφάλαιο της αγωγής, ως κατ' ουσίαν αβάσιμο, χωρίς να προβεί σε πραγματικό υπολογισμό και σύγκριση των όσων αυτός δικαιούταν για υπερωρίες και των όσων έλαβε για τις ημέρες της πρόσθετης ανάπαυσης
Υπερωριακή απασχόληση
Αποζημίωση, Υπερωριακή απασχόληση.
0
Αριθμός 184 /2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 11η Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: Του αναιρεσειοντος: Ν. Λ. του Β., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Λάμπρου Μακρυγιάννη, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Αγροτική Τράπεζας Ελλάδος ΑΕ", η οποία διατελεί υπό την ειδική εκκαθάριση του άρθρου 68 του ν. 3601/2007, όπως εκπροσωπείται νομίμως από τον εκκαθαριστή, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Ανδριανόπουλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-3-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λαρίσης. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 514/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 493/2011 απόφαση του Εφετείου Λαρίσης. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 21-12-2011 αίτησή του και τους από 11-10-2012 προσθέτους λόγους επ' αυτής. Ο αναιρεσείων επανέφερε για συζήτηση την ως άνω αίτησή του και τους προσθέτους λόγους με την από 28-12-2013 κλήση, μετά από ματαίωση της συζήτησης που είχε ορισθεί προηγουμένως. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 30-12-2012 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Αντωνίου Αθηναίου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη όλων των λόγων της αίτησης αναίρεσης και του δικογράφου των προσθέτων λόγων επ' αυτής. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, στον Οργανισμό της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, ο οποίος είχε εγκριθεί με την 226698/1980 από 6-3-1973 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β' 389/2-4-1973) και επικυρωθεί με το άρθρο 1 του ν.δ. 213/1973, οπότε απέκτησε ισχύ νόμου (ΑΠ 331/2008), μέχρι την κατάργησή του με το άρθρο 29 παρ.2 του ν. 4141/2013, όταν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα τέθηκε στο καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου 68 του ν. 3601/2007, αλλά έχει εν προκειμένω εφαρμογή ως εκ του χρόνου της ενδίκου διαφοράς, ορίζονται τα ακόλουθα: Άρθρο 115 παρ.1: "Πειθαρχικαί ποιναί είναι: α) [...] και στ) οριστική απόλυσις". Άρθρο 123 παρ.10: "α) Αι κατ' έφεσιν εκδιδόμεναι αποφάσεις, ως και αι εις πρώτον βαθμόν εκδοθείσαι τοιαύται καθ' ων δεν ησκήθη έφεσις, είναι τελεσίδικοι. β) Αι συνέπειαι της τελεσιδικίας άρχονται από της εκδόσεως των πειθαρχικών αποφάσεων". Άρθρο 124: "Η υπαλληλική σχέση λύεται: α) Με το θάνατο. β) Με την αποδοχή της παραίτησης. γ) Με την απόλυση. δ) Με την έκπτωση". Άρθρο 127 παρ.1: "Οι τακτικοί υπάλληλοι απολύονται: α) Ένεκα συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας. β) Δι' ανικανότητα σωματικήν ή πνευματικήν. γ) Δι' υπηρεσιακήν ανεπάρκειαν. δ) Λόγω μη επαναφοράς εκ της διαθεσιμότητος. ε) Δι' επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απολύσεως". Άρθρο 127 παρ.2: "α) Οι μόνιμοι υπάλληλοι αποχωρούν αυτοδικαίως της υπηρεσίας, λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας, [...]". Άρθρο 127 παρ.3: "α) Ένεκα σωματικής ή πνευματικής ανικανότητος αποκλειούσης την υπό του υπαλλήλου άσκησιν των καθηκόντων του [...], δύναται ν' απολυθή ούτος της υπηρεσίας μετά προηγουμένην γνωμάτευσιν επιτροπής, [...]". Άρθρο 127 παρ.4: "Ένεκα κρίσεώς του τρις ως μη προακτέου ή λόγω μη επαναφοράς του εκ της διαθεσιμότητος, ο υπάλληλος δύναται ν' απολυθή, [...]". Άρθρο 129: "Η υπαλληλική σχέσις λύεται και αι συνέπειαι της λύσεως άρχονται: 1. Από της επομένης του θανάτου του υπαλλήλου. [...] 4. Από της τελεσιδικίας της γνωματεύσεως της οικείας επιτροπής περί της σωματικής ή πνευματικής ανικανότητος του υπαλλήλου [...]. 7. Επί διαθεσιμότητος μη ανακληθείσης, από της λήξεως αυτής. 8. Επί επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απολύσεως, αφ' ης η οικεία απόφασις κατέστη τελεσίδικος". 2. Επειδή, από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων του Οργανισμού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος συνάγονται τα ακόλουθα: Η σύμβαση εργασίας, η οποία συνδέει έκαστο υπάλληλο με την τράπεζα, είναι ορισμένου χρόνου, διότι έχει ως προκαθορισμένο χρονικό σημείο του πέρατος αυτής τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, το οποίο προσδιορίζεται σε άλλες διατάξεις του Οργανισμού, που δεν ενδιαφέρουν ενταύθα, ανάλογα προς την κατηγορία ή το βαθμό του υπαλλήλου. Με τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, όπως ρητώς ορίζεται στον Οργανισμό, η σύμβαση εργασίας λύεται αυτοδικαίως και ο υπάλληλος αποχωρεί από την υπηρεσία, χωρίς περί αυτού να προσαπαιτείται η δήλωση βουλήσεως του οργάνου που διοικεί την τράπεζα. Ανάλογα ισχύουν και στην περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου. Κατά τα λοιπά, όμως, η σύμβαση εργασίας είναι δυνατό να καταγγελθεί, εκτάκτως, μόνο με τη συνδρομή σπουδαίου λόγου (ΑΚ 672, ΟλΑΠ 43/2002). Στον Οργανισμό προσδιορίζονται, ενδεικτικά, ορισμένες περιστάσεις, οι οποίες, αν και δεν χαρακτηρίζονται ρητώς ως σπουδαίες, υπονοούνται τέτοιες και προβλέπονται ως λόγοι λύσεως της συμβάσεως εργασίας. Ως τέτοιες περιστάσεις αναφέρονται η σωματική ή πνευματική ανικανότητα, που πρέπει να πιστοποιείται από τελεσίδικη γνωμάτευση ειδικής επιτροπής, η υπηρεσιακή ανεπάρκεια, που πρέπει να προκύπτει από τον επί τρεις φορές χαρακτηρισμό του υπαλλήλου ως μη προακτέου, η μη επαναφορά του υπαλλήλου από την κατάσταση διαθεσιμότητας, στην οποία αυτός είχε τεθεί προηγουμένως με απόφαση του αρμοδίου οργάνου της τράπεζας, η έκπτωσή του λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης και, τέλος, η εκ μέρους των αρμοδίων πειθαρχικών οργάνων της τράπεζας επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απολύσεως. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η λύση της συμβάσεως εργασίας δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά πρέπει να αποφασισθεί από το όργανο που διοικεί την τράπεζα, στο πλαίσιο [και στην έκταση, δεδομένου του ότι στις περιπτώσεις της ανικανότητας, της ανεπάρκειας ή της μη επαναφοράς από διαθεσιμότητα η απόλυση είναι δυνητική] της εκ μέρους αυτού εφαρμογής των διατάξεων του Οργανισμού. Οπότε, υπό τη συνδρομή κάποιας από τις ως άνω περιστάσεις, είτε αυτή αναφέρεται ρητώς είτε υπονοείται στη σχετική απόφαση, το όργανο που διοικεί την τράπεζα εκφράζει τη βούλησή του να λυθεί ο ενοχικός δεσμός που συνδέει το συγκεκριμένο υπάλληλο με την τράπεζα και, με τον τρόπο αυτό, καταγγέλλει τη σύμβαση εργασίας κατ' άρθρο 672 ΑΚ. Από καμιά διάταξη, βέβαια, δεν εμποδίζεται η τράπεζα, ως εργοδότης, να καταγγείλει τη σύμβαση με την επίκληση κάποιου άλλου λόγου, πέραν των ως άνω αναφερομένων περιστάσεων, τον οποίο η ίδια θεωρεί σπουδαίο. Οπότε, σε περίπτωση αμφισβήτησης, η σπουδαιότητα του λόγου θα κριθεί από το αρμόδιο δικαστήριο. 3. Επειδή, από τα παραπάνω και, ειδικώς, για τα ζητήματα που τίθενται στην ένδικη περίπτωση, συνάγεται ότι η εκ μέρους των πειθαρχικών συμβουλίων της τράπεζας επιβολή της οριστικής απολύσεως, ως πειθαρχικής ποινής, έχει μεν ως συνέπεια τη λύση της συμβάσεως εργασίας από την τελεσιδικία της πειθαρχικής αποφάσεως, η συνέπεια αυτή, όμως, δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά με την έκφραση και περιέλευση της περί αυτής βουλήσεως του οργάνου διοίκησης της τράπεζας προς τον υπάλληλο, η οποία συνιστά καταγγελία. Ως εκ τούτου, οποιαδήποτε αξίωση του υπαλλήλου σχετικά με το κύρος της καταγγελίας ή τις εκ της τυχόν ακυρότητος συνέπειες πρέπει να ασκηθεί μέσα στην αποκλειστική και αποσβεστική προθεσμία των τριών μηνών από τη λύση της σχέσεως εργασίας (άρθρο 6 παρ.1 του ν. 3198/1955), ήτοι την περιέλευση της σχετικής βουλήσεως του εργοδότη στον εργαζόμενο (πρβλ. ΑΠ 1091/1993, για την Τράπεζα της Ελλάδος. Η ερμηνεία αυτή δεν αντιφάσκει προς την ΑΠ 2006/ 2014, διότι η τελευταία έκρινε αποκλειστικά με βάση τις τότε παραδοχές του εφετείου). Και περαιτέρω, συνάγεται ότι ναι μεν η άσκηση του δικαιώματος αναγνώρισης της τυχόν ακυρότητας της αποφάσεως του πειθαρχικού συμβουλίου (ΑΠ 784/1999), με την οποία επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής απολύσεως, δεν εμπίπτει στον ως άνω χρονικό περιορισμό (διότι, κατά το γράμμα της σχετικής διάταξης, δεν συνιστά "αξίωση μισθωτού πηγάζουσα εξ ακύρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας", αφού η πειθαρχική απόφαση δεν αποτελεί καταγγελία, αλλά σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της συμβάσεως), πλην, όμως, μετά την απώλεια της προθεσμίας για την παραδεκτή αμφισβήτηση του κύρους της καταγγελίας, απόλλυται και το άμεσο έννομο συμφέρον (ΚΠολΔ 68, πρβλ. ΑΠ 80/2009) για την αναγνώριση της τυχόν ακυρότητας της πειθαρχικής αποφάσεως. Οπότε, για την έλλειψη αυτή, η αγωγή, ακόμη και αν έχει ως μοναδικό αντικείμενο την αναγνώριση της εν λόγω ακυρότητας, καθίσταται απαράδεκτη. 4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 493/2011 απόφαση, το Εφετείο Λαρίσης δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι ο ενάγων (εκεί εκκαλών και ήδη αναιρεσείων), την 8-7-1977, είχε προσληφθεί στην υπηρεσία της εναγομένης (εκεί εφεσίβλητης και ήδη αναιρεσίβλητης), ως μόνιμος υπάλληλος. Ότι μετά την άσκηση πειθαρχικής αγωγής εναντίον του, εκδόθηκε η 7/21-8-2007 απόφαση του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου της υπηρεσίας της εναγομένης, με την οποία επιβλήθηκε στον ενάγοντα η πειθαρχική ποινή της οριστικής απολύσεως. Ότι η έφεση, την οποία ο ενάγων άσκησε κατά την εν λόγω αποφάσεως, απορρίφθηκε με την 2/15-10-2007 απόφαση του δευτεροβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου της εναγομένης. Ότι μετά την έκδοση της τελευταίας, από την οποία κατέστη τελεσίδικη η επιβολή της πειθαρχικής ποινής, το διοικητικό συμβούλιο της εναγομένης, με την 412/16-10-2007 απόφασή του, αποφάσισε την άρση της αργίας, στην οποία διατελούσε ο ενάγων μέχρι πέρατος της πειθαρχικής διαδικασίας, τη λύση της υπαλληλικής σχέσης αυτού με την τράπεζα και τη διαγραφή του από τα μητρώα των μισθοδοτούμενων υπαλλήλων αυτής. Ότι η εν λόγω απόφαση του αρμοδίου διοικητικού οργάνου της εναγομένης, που κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα την 31-10-2007, με το 161Β/7705/30-10-2007 έγγραφο της διεύθυνσης ανθρώπινου δυναμικού της εναγομένης, δεν αποτελεί απλή γνωστοποίηση της επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απολύσεως (όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων), αλλά συνιστά μονομερή δήλωση βουλήσεως της εναγομένης εργοδότριας προς τον ενάγοντα εργαζόμενο, η οποία αποτελεί ρητή, έκτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας που ίσχυε μεταξύ τους, για σπουδαίο λόγο, ήτοι την επιβολή της ως άνω πειθαρχικής ποινής για τα πειθαρχικά παραπτώματα που είχαν διαπιστωθεί κατά την πειθαρχική διαδικασία. Ότι κατόπιν αυτού, η ένδικη, από 4-3-2008 κατατεθείσα αγωγή, η οποία έχει ως αίτημα α) την αναγνώριση της ακυρότητας της προαναφερθείσας από 15-10-2007 αποφάσεως του δευτεροβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου, για τούς λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στην αγωγή και β) την επιδίκαση στον ενάγοντα αποδοχών υπερημερίας συνολικού ποσού 33.291,95 ευρώ, εκτιμώμενη ως αγωγή αμφισβήτησης της ισχύος της γενομένης καταγγελίας λόγω ακυρότητας της πειθαρχικής αποφάσεως που αποτέλεσε το σπουδαίο λόγο αυτής, είναι απαράδεκτη, διότι επιδόθηκε (=ασκήθηκε) την 12-3-2008, ήτοι μετά την παρέλευση της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6 παρ.1 του ν. 3198/1955 από την κοινοποίηση της καταγγελίας (31-10-2007). Ότι, άλλως, εάν ήθελε θεωρηθεί ότι με την ένδικη αγωγή [και κατά το γράμμα αυτής] επιδιώκεται μόνο η αναγνώριση της ακυρότητας της από 15-10-2007 αποφάσεως του δευτεροβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου [παρά το γεγονός ότι ζητούνται και αποδοχές υπερημερίας, ήτοι αξίωση συνδεόμενη εν προκειμένω με την αμφισβήτηση του κύρους της γενομένης καταγγελίας], η άσκησή της γίνεται παρά την έλλειψη αμέσου εννόμου συμφέροντος, δοθέντος ότι μετά την απώλεια του δικαιώματος προσβολής της γενομένης καταγγελίας, που επέφερε τη λύση της συμβάσεως εργασίας και απέκλεισε την περιέλευση της εναγομένης σε υπερημερία εργοδότη, η έκδοση ακόμη και ευνοϊκής αποφάσεως για τον ενάγοντα, δεν τον ωφελεί ως προς τη διεκδίκηση αποδοχών υπερημερίας. Ύστερα από τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας, αντικαθιστώντας εν μέρει τις αιτιολογίες της 514/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαρίσης, με την οποία η ένδικη αγωγή είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη, απέρριψε κατ' ουσίαν την κατ' εκείνης έφεση του ενάγοντος. 5. Επειδή, σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, το Εφετείο Λαρίσης ερμήνευσε και εφάρμοσε σωστά τις ως άνω διατάξεις του Οργανισμού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 672 ΑΚ και 6 παρ.1 του ν. 3198/1955 και δεν τις παραβίασε ούτε εκ πλαγίου, διότι παρέθεσε με σαφήνεια και πληρότητα τις ουσιαστικές παραδοχές, που στηρίζουν σ' αυτές τη λύση που έδωσε. Και ακόμη, ουδόλως παραμόρφωσε το περιεχόμενο της 412/16-10-2007 αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου της αναιρεσίβλητης τράπεζας και του 161Β/7705/30-10-2007 εγγράφου της διεύθυνσης ανθρώπινου δυναμικού αυτής, το οποίο παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση και ορθώς αξιολόγησε. Επομένως, τόσο οι τρεις λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως όσο και οι συναφείς με αυτούς τρεις λόγοι του προσθέτου δικογράφου, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες το άρθρου 559 αρ.1, 19 και 20 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι. Μετά ταύτα και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορριπτει την από 21-12-2011 αίτηση και τους από 11-10-2012 πρόσθετους λόγους περί αναιρέσεως της 493/2011 αποφάσεως του Εφετείου Λαρίσης. -Και Καταδικαζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 10η Φεβρουαρίου 2015. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 24η Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κατά την αληθινή έννοια των διατάξεων του Οργανισμού της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, που έχει ισχύ νόμου, η σύμβαση εργασίας που συνδέει ένα έκαστο των υπαλλήλων με την τράπεζα είναι ορισμένου χρόνου και λύεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, με απόλυση. Η απόλυση επέρχεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, με επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής απολύσεως. Η επιβολή της εν λόγω ποινής, όμως, δεν επιφέρει αυτοδικαίως τη λύση της συμβάσεως εργασίας, αλλά προς τούτο απαιτείται η δήλωση βουλήσεως της διοίκησης της τράπεζας, η οποία συνιστά καταγγελία της συμβάσεως για σπουδαίο λόγο. Μετά την πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 6 παρ.1 του ν. 3198/1955 και την απόσβεση του δικαιώματος προσβολής της καταγγελίας, ελλείπει το έννομο συμφέρον του υπαλλήλου, στον οποίο είχε επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής απολύσεως, να επιδιώξει δικαστικώς την αναγνώριση της ακυρότητας της πειθαρχικής αποφάσεως, η τελεσιδικία της οποίας είχε αποτελέσει το σπουδαίο λόγο της καταγγελίας. Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
Αναγνώριση ακυρότητας πειθαρχικής καταδίκης
Αναγνώριση ακυρότητας πειθαρχικής καταδίκης.
0
Αριθμός 170/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο - Εισηγητή και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Γ. Σ. του Θ., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Παπαστεριόπουλο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 4085/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Ιουλίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 866/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 Π.Κ., όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ενοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία ως παράγωγο αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και προήλθε σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Ειδικότερα, η παράσταση ψευδών γεγονότων συνίσταται σε οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση ή ισχυρισμό στον οποίο υπάρχει ανακριβής απεικόνιση της πραγματικότητος, μπορεί δε να είναι ρητή ή να συνάγεται συμπερασματικά από τη συμπεριφορά του δράστη, και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψε χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου ασχέτως αν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός του παραπάνω περιουσιακού οφέλους του δράστη ή του τρίτου. Το περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ο δράστης πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτομένου στη διάθεση της οποίας προήλθε ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε αυτό να αποτελεί την ανάστροφη όψη της περιουσιακής βλάβης. Κατά την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου 386 Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 παρ. 25 του ν. 4055/2012 [και έγινε ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο ώστε να εφαρμόζεται αναδρομικά κατά το άρθρο 2 Π.Κ. και για πράξεις που είχαν τελεσθεί προηγουμένως], η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα τιμωρουμένη με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία, υπερβαίνουν το ποσό των 30.000 ευρώ) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθεί σα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό ήδη των 120.000 ευρώ.... Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδάφιο στ' του Π.Κ., που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για προορισμό εισοδήματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του Π.Κ. προκύπτει ότι για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα, απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, χωρίς απαραιτήτως να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξ άλλου η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ. υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα υποκειμενικά και τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική της υπόσταση και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου προσθέτου αποτελέσματος, πράγμα που συμβαίνει και στο έγκλημα της απάτης, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στο δόλο του δράστη ως προς το ψευδές της παραστάσεως, αποκρύψεως ή αποσιωπήσεως και την επιδίωξή του για προσπορισμό παρανόμου περιουσιακού οφέλους για τον εαυτό του ή για άλλον με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη του πλανωμένου ή του τρίτου με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν τόσο τη γνώση όσο και το σκοπό προσπορισμού του παρανόμου περιουσιακού οφέλους, άλλως η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης κατά την άνω έννοια αιτιολογίας. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να εκτείνεται και στην παραδοχή των επιβαρυντικών περιστάσεων όπως είναι αυτές του άρθρου 386 παρ. 3 Π.Κ. και του άρθρου 13 στοιχ. στ' Π.Κ. και να περιλαμβάνει, ειδικότερα, έκθεση των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην έννοιά τους. Περαιτέρω, η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως αποτελεί κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, υπάρχει δε εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου δηλαδή όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στη προκειμένη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 4085/2013 απόφασή του, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που λεπτομερώς κατ' είδος αναφέρει, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος Γ. Σ. του Θ. τέλεσε την αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης και πρέπει να κηρυχθεί ένοχος. Ειδικότερα, αυτός στις 18.1.2001, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, η δε ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, ενώ την απάτη διαπράττει κατ' επάγγελμα και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημιά υπερβαίνουν το ποσό των 30.000,00 ευρώ, που προβλέπεται πλέον ως όριο χαρακτηρισμού της πράξεως ως κακουργήματος κατ' άρθρο 386 § 3 Π.Κ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του Ν. 4055/2012.- Συγκεκριμένα, ο παραπάνω κατηγορούμενος, με την ιδιότητά του ως νόμιμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Domino Dance Hellas - Ανώνυμη Εταιρία παρασκευής και εμπορίας τροφίμων, εκμεταλλεύσεως χώρων αναψυχής, παροχής τουριστικών υπηρεσιών", με έδρα την Αθήνα (οδός ...), η οποία μίσθωσε πέντε υπόγεια καταστήματα ευρισκόμενα στο επί της ανωτέρω οδού ... μέγαρο, ιδιοκτησίας της - επί της αυτής διευθύνσεως εδρεύουσας - εταιρίας με την επωνυμία "ΚΥΒΟΣ - ανώνυμη εμπορική εταιρία ψευδοκοσμημάτων και δερμάτινων ειδών" και με τον διακριτικό τίτλο "Κύβος Α.Ε.", που την εκπροσωπούσε η μηνύτρια Α. χήρα Σ. Σ., προκειμένου αυτά να χρησιμοποιηθούν ως εστιατόριο - μπαρ - κέντρο διασκέδασης, παρέδωσε προκαταβολικά, κατά τα συμφωνηθέντα στη σύμβαση μίσθωσης, για την εξόφληση μελλοντικών μισθωμάτων και διαφόρων εγγυήσεων της ως άνω μίσθωσης, στη μηνύτρια, υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά της, στις 18.1.2001, τις αναφερόμενες στο διατακτικό, το οποίο (διατακτικό) κατά τούτο συμπληρώνει το σκεπτικό, τέσσερις μεταχρονολογημένες επιταγές, τη νόμιμη κυκλοφορία, εγκυρότητα και αξιοπιστία των οποίων ρητά διαβεβαίωσε, με αποτέλεσμα η μηνύτρια να παραπλανηθεί και να τις δεχθεί για λογαριασμό της εταιρίας της σε εξόφληση των μισθωμάτων και εγγυήσεων του διαστήματος από Απριλίου έως και Δεκεμβρίου 2001, συνολικού ποσού 12.068.080 δραχμών ή 35.416,23 ευρώ και έτσι να ζημιωθεί η ως άνω εταιρία της μηνύτριας κατά το ως άνω, ιδιαίτερα μεγάλο, χρηματικό ποσό, με αντίστοιχη σκοπούμενη παράνομη περιουσιακή ωφέλεια δική του και της εταιρίας του, καθ' ότι οι εν λόγω τέσσερις επιταγές κυκλοφορούσαν παράνομα και ήταν ακάλυπτες και μάλιστα η πρώτη και η τρίτη από αυτές είχαν δηλωθεί ως απολεσθείσες από την πραγματική δικαιούχο του λογαριασμού τους Β. Β., η δεύτερη είχε ανακληθεί από τη δικαιούχο του- λογαριασμού της, ήτοι την εταιρία "Άγκρι Ελλάς Ε.Π.Ε." από τις 18.6.1997 λόγω κλοπής και η τέταρτη ήταν κλεμμένη. Έτσι ο κατηγορούμενος, με σκοπό να αποφύγει την εκπλήρωση της υποχρέωσης της εταιρίας του προς πληρωμή των μισθωμάτων του διαστήματος από Απριλίου έως και Δεκεμβρίου 2001 και οφειλόμενων εγγυήσεων, συνολικού ποσού 12.068.080 δραχμών η 35.416,23 ευρώ, παρέδωσε τις προαναφερθείσες επιταγές, αν και γνώριζε ότι αυτές ή κλεμμένες ή είχαν δηλωθεί ως απολεσθείσες και, αποκρύπτοντας τούτο, έπεισε, εν γνώσει τόυ περί του αντιθέτου, τη μηνύτρια και την παραπλάνησε με αντίστοιχη ιδιαίτερα μεγάλη ζημία της εταιρίας της και ισόποση ωφέλεια δική του, ήτοι την παρέπεισε να του διαθέτει τα μίσθια καταστήματα δίνοντάς της εν γνώσει του επιταγές χωρίς αντίκρισμα, πείθοντάς την περί του αντιθέτου, με αποτέλεσμα αυτή να ζημιωθεί κατά το ποσό των επιταγών και να μην εισπράξει τα μισθώματα και αυτός να έχει αντίστοιχη ωφέλεια. Ο κατηγορούμενος έδρασε όχι ευκαιριακά, αλλά σχεδιασμένα, δηλαδή με υποδομή, συνιστάμενη: α) Στις συνεχείς ψευδείς παραστάσεις, αφού αρχικά, κατά τον Δεκέμβριο του έτους 2000, έδωσε επιταγή 15.255.180 δραχμών, η οποία κατά την εμφάνισή της στις 16.1.2001 αποδείχθηκε ακάλυπτη, οπότε, για να παραπλανήσει ως προς τις προθέσεις του τη μηνύτρια, πλήρωσε με μετρητά τα μισθώματα Ιανουαρίου έως και Μαρτίου και παρέδωσε τις ένδικες επιταγές, οπότε η μηνύτρια επέστρεψε την ακάλυπτη αυτή επιταγή (των 15.255.180 δραχμών), ενώ την παραμονή της 15.3.2001, που ήταν η φερόμενη ως ημέρα εκδόσεως των δύο πρώτων επιταγών, της κατέβαλε 485.000 δραχμές και για το υπόλοιπο ποσό των 5.000.000 δραχμών της παρέδωσε την υπ' αριθμ. ... επιταγή της Citibank με χρονολογία έκδοσης 17.5.2001, τόπο έκδοσης Αθήνα, ποσού 5.000.000 δραχμών, εκδόσεως ατόμου με το όνομα Μ. - Π. Π., η οποία, όμως, όταν εμφανίστηκε προς πληρωμή στις 17.5.2001, αποδείχθηκε και αυτή ότι ήταν ακάλυπτη, β') Στην κατοχή, εν γνώσει του, κλεμμένων επιταγών, τις οποίες χρησιμοποίησε για να εξαπατήσει τη μηνύτρια. Η συμπεριφορά αυτή μαρτυρεί πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της απάτης από την οποία προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος. Εν όψει όλων των ανωτέρω δεν συντρέχει λόγος αναβολής της εκδικάσεως της σε βάρος του κατηγορουμένου αποδιδόμενης κατηγορίας για περισσότερες αποδείξεις και ειδικότερα για να αναζητηθεί και προσκομισθεί η τέταρτη από τις ένδικες τέσσερις επιταγές, όπως αβάσιμα ζητεί η υπεράσπισή του, απορριπτομένου εντεύθεν του σχετικού αιτήματος, ο δε κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της πράξεως που του αποδίδεται, αλλά με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 § 2 στοιχ. α' Π.Κ., που του είχε αναγνωρισθεί και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού προέκυψε πράγματι ότι αυτός, μέχρι τότε που εκδήλωσε την εδώ ελεγχόμενη επιλήψιμη και ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά του, διήγε καθ' όλα έντιμο ατομικό, οικογενειακό, επαγγελματικό και εν γένει κοινωνικό βίο, χωρίς να έχει διαπιστωθεί κάποια άλλη παραβατική συμπεριφορά του.- Περαιτέρω, το αίτημα της υπερασπίσεως για αναγνώριση και του κατ' άρθρο 84 § 2 στοιχ. δ' Π.Κ. ελαφρυντικού της ειλικρινούς μεταμέλειας ελέγχεται ως αβάσιμο κατ' ουσία και πρέπει να απορριφθεί, αφού, πέραν της ρηματικής του διατυπώσεως, ουδέν αξιόλογο και πειστικό ουσιαστικό έρεισμα ευρίσκει στο αποδεικτικό υλικό, δηλωτικό της επικαλούμενης μεταμέλειας με τρόπο έμπρακτο και ειλικρινή. Ακολούθως, κηρύξε τον παραπάνω κατηγορούμενο ένοχο του ότι: "Στην Αθήνα την 13.01.2001 με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος και άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών, η δε ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα, μεγάλη, την δε απάτη την διαπράττει κατ'επάγγελμα και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών ή το ποσό των 14.673,51 ευρώ. Ειδικότερα με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία "DOMINO DANCE HELLAS, ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΤΡΟΦΙΜΩΝ- ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΕΩΣ ΧΩΡΩΝ ΑΝΑΨΥΧΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ", με έδρα την Αθήνα επί της οδού ..., η οποία μίσθωσε πέντε υπόγεια καταστήματα ευρισκόμενα εντός του μεγάρου που βρίσκεται επί της ... και Διομείας στην Αθήνα, ιδιοκτησίας της εκμισθώτριας εταιρείας με την επωνυμία "ΚΥΒΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΨΕΥΔΟΚΟΣΜΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΕΡΜΑΤΙΝΩΝ ΕΙΔΩΝ", με τον διακριτικά τίτλο " ΚΥΒΟΣ ΑΕ", με έδρα την Αθήνα επί της ..., η οποία εκπροσωπείτο από την εγκαλούσα Α. χήρα Σ. Σ., προκειμένου αυτά να χρησιμοποιηθούν ως εστιατόριο - μπάρ - κέντρο διασκέδασης, παρέδωσε προκαταβολικά, κατά τα συμφωνηθέντα στην σύμβαση της μίσθωσης ,για την εξόφληση μελλοντικών μισθωμάτων και διαφόρων εγγυήσεων της ως άνω μίσθωσης, στην ως άνω εγκαλούσα, με την ως άνω ιδιότητά της, στον ως άνω χρόνο, τις κάτωθι μεταχρονολογημένες τέσσερις (4) επιταγές και δη: α) την υπ'αριθμ. ... επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας, ποσού 3.187.700 δρχ. με ημερομηνία έκδοσης 15.05.2001, τόπο έκδοσης την Αθήνα, έκδοσής του συρόμενη επί του υπ'αριθμ.... λογαριασμού προς δήθεν κάλυψη των μισθωμάτων των μηνών Απριλίου, Μαΐου, Ιουνίου 2001, β) την υπ'αριθμ. ... επιταγή της Εγνατίας Τράπεζας, ποσού 2.300.000 δρχ. με ημερομηνία έκδοσης 15.05.2001, τόπο έκδοσης την Αθήνα, έκδοσης αγνώστου, συρόμενη επί του υπ'αριθμ. ...-7 λογαριασμού ,προς δήθεν κάλυψη οφειλομένων εγγυήσεων διάφορων μισθωμάτων, γ) την υπ'αριθμ. ... επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας, ποσού 3.185.700 δρχ. με ημερομηνία έκδοσης 10.09.2001, τόπο έκδοσης την Αθήνα, έκδοσής του, συρόμενη επί του υπ'αριθμ. ... λογαριασμού, προς δήθεν κάλυψη των μισθωμάτων των μηνών Ιουλίου, Αυγούστου, Σεπτεμβρίου 2001, δ) την υπ'αριθμ. ... επιταγή της Τράπεζας Εργασίας, ποσού 3.398.080 δρχ., με ημερομηνία έκδοσης 15.11.2001 , τόπο έκδοσης την Αθήνα, έκδοσης του, συρόμενη επί του υπ'αριθμ. ... λογαριασμού, προς δήθεν κάλυψη των μισθωμάτων των μηνών Οκτωβρίου, Νοεμβρίου, Δεκεμβρίου 2001. Την νόμιμη κυκλοφορία, την εγκυρότητα και την αξιοπιστία των ως άνω επιταγών ρητά διαβεβαίωσε ο κατηγορούμενος στην εγκαλούσα με αποτέλεσμα η, τελευταία να παραπλανηθεί για τα ανωτέρω γεγονότα και να δεχθεί αυτές, για λογαριασμό της ως άνω εταιρείας της, σε εξόφληση των ως άνω μισθωμάτων και των εγγυήσεων, συνολικού ποσού 12.068.080 δρχ. ή 35.416,23 ευρώ, και έτσι να ζημιωθεί η ως άνω εταιρεία της εγκαλούσης κατά το ως άνω ιδιαίτερα μεγάλης αξίας χρηματικό ποσό με αντίστοιχη σκοπούμενη παράνομη περιουσιακή ωφέλεια δική του και της εταιρείας του, καθότι οι ως άνω επιταγές αποδείχθηκε ότι κυκλοφορούσαν παράνομα και ήσαν ακάλυπτες και δη: η πρώτη και η τρίτη επιταγή είχαν δηλωθεί ως απολεσθείσες την 24.10.2001 από την πραγματική δικαιούχο του λογαριασμού τους Β. Β., η δεύτερη είχε ανακληθεί από την δικαιούχο του λογαριασμού της και δη από την εταιρεία ΑΓΚΡΙ ΕΛΛΑΣ ΕΠΕ από την 18.06.97 λόγω κλοπής, η δε τέταρτη ήταν κλεμμένη. Την ανωτέρω δε πράξη διαπράττει κατ'επάγγελμα και δη με υποδομή, σχεδιασμένη και όχι ευκαιριακά, γεγονός που μαρτυρεί πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως αυτής από την οποία προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος". Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο και κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο κακουργηματικής απάτης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο ήδη αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάσει τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α', 27 παρ. 1,13 στοιχ. στ' και 386 παρ.1 και 3 Π.Κ. όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 25 παρ. 25 Ν.4055/2012,τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση σαφώς τα ψευδή γεγονότα σε παράσταση των οποίων προήλθε ο κατηγορούμενος προς την εγκαλούσα [διαβεβαίωση ότι οι τέσσερις επιταγές, συνολικού ποσού 35416,23 Ευρώ, που του παρέδωσε, προς εξόφληση μισθωμάτων, ήσαν έγκυρες και κυκλοφορούσαν νομίμως] ενώ αποδείχθηκε, όπως δέχεται το Εφετείο, ότι αυτά δεν ήταν αληθινά, διότι οι επιταγές αυτές κυκλοφορούσαν παρανόμως και ήσαν ακάλυπτες], περαιτέρω δε, από τα περιστατικά αυτά προσδιοριζόταν και ο δόλος του ως προς την, εν γνώσει του ψευδούς αυτών, παράσταση των γεγονότων αυτών και την επιδίωξη προσπορισμού μέσω αυτών παρανόμου περιουσιακού οφέλους εκ μέρους του κατηγορουμένου για τον εαυτό του. Αιτιολογείται δε ότι η [υπερβαίνουσα το ποσό των 30.000 Ευρώ] περιουσιακή αυτή ζημιά των 35.416,23 Ευρώ, ήταν άμεση συνέπεια της απατηλής ενεργείας του κατηγορουμένου, δηλαδή της παραστάσεως των άνω ψευδών γεγονότων ως αληθινών, από την οποία οδηγήθηκε ο εγκαλών στην παραλαβή των επιταγών αυτών. Διαλαμβάνονται, επίσης, στην προσβαλλόμενη απόφαση συγκεκριμένα τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά, καθόσον αφορά τη συνδρομή της κατ' επάγγελμα τελέσεως από τον κατηγορούμενο της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος, αφού, για να στηρίξει την κρίση του το δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος έδρασε σχεδιασμένα, δηλαδή με υποδομή, όπως ειδικότερα αναφερόταν στην απόφαση. Περαιτέρω, αβάσιμες και ως εκ τούτου απορριπτέες είναι οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος για 1]αναιτιολόγητη απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών, περί μετατροπής της κατηγορίας σε πλημμεληματική, για τον λόγο ότι δεν έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος και για την με αριθμό ... [τέταρτη, κατά το κατηγορητήριο] επιταγή, ποσού 9973 Ευρώ,[διότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτή ήταν κλεμμένη ή ακάλυπτη] και συνεπώς το σύνολο των λοιπών τριών επιταγών είναι μικρότερο των 30000 Ευρώ, με επακόλουθο την παραγραφή της ως άνω πράξεως, δεδομένου ότι τελέσθηκε το έτος 2001, 2]εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 25 Ν.4055/2012,εφόσον,σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η συνολική ζημιά του εγκαλούντος δεν υπερβαίνει το ποσό των 30000 Ευρώ, 3] αναιτιολόγητη απόρριψη αιτήματος αναβολής, 4] αντίφαση μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού, δεδομένου ότι στο πρώτο αναφέρεται ότι κηρύσσεται ένοχος ο κατηγορούμενος-εκκαλών διότι, μεταξύ των άλλων, η συνολική ζημιά του εγκαλούντος υπερβαίνει το ποσό των 30000 Ευρώ, στο δε δεύτερο αναφέρεται ότι αυτός κηρύσσεται ένοχος διότι η συνολική ζημιά του εγκαλούντος υπερβαίνει το ποσό των 14673,51 Ευρώ. Ειδικότερα, οι δυο πρώτες είναι απορριπτέες, διότι οι ισχυρισμοί αυτοί αποτελούν άρνηση της κατηγορίας, στους οποίους το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση απαντήσεως, η τρίτη είναι απορριπτέα, διότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο εκκαλών, δια του συνηγόρου του, υπέβαλε [όχι αυτοτελές "αίτημα αναβολής, προκειμένου να διευκρινισθεί αν η 4η επιταγή έχει ιστορικότητα "[σ.16], στη συνέχεια δε το δικαστήριο απήντησε αιτιολογημένα στο αίτημα αυτό [εκ περισσού, αφού ήταν αόριστο] αναφέροντας "ενόψει όλων των ανωτέρω [κρίνοντας τον κατηγορούμενο ένοχο απάτης και καθόσον αφορά την τέταρτη επιταγή] δεν συντρέχει λόγος αναβολής για να αναζητηθεί και προσκομισθεί η τέταρτη των ενδίκων επιταγών, απορριπτομένου του σχετικού αιτήματος", η δε τέταρτη, διότι δεν δημιουργείται αντίφαση μεταξύ σκεπτικού και διατακτικού, εκ μόνου του λόγου ότι, εκ παραδρομής, αντιγράφηκε από το κατηγορητήριο [που συντάχθηκε προ του έτους 2010] και περιλήφθηκε στην αρχή του διατακτικού η φράση "κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο....και η αντίστοιχη συνολική ζημιά υπερβαίνει το ποσό των 14673,51 Ευρώ λαμβανομένου υπόψη ότι και στο διατακτικό [στη συνέχεια] αλλά και στο σκεπτικό αναγράφεται ορθώς ότι ο κατηγορούμενος κηρύσσεται ένοχος κακουργηματικής απάτης, μεταξύ των άλλων και διότι το συνολικό ποσό των ως άνω τεσσάρων επιταγών [συνολική ζημιά υπερβαίνει τα 30000 Ευρώ. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, οι κατ'άρθρο 510 παρ.1 στοιχεία Δ',Ε' ΚΠοινΔ λόγοι της αιτήσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως και εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 1-8-2014 αίτηση του Γ. Σ. του Θ., για αναίρεση της με αριθμό 4085/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Φεβρουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απάτη κατ’ επάγγελμα. Στοιχεία. Ευμενέστερες διατάξεις, με Ν.4055/2012 εφαρμόζονται αναδρομικά.
Απάτη
Απάτη.
1
Αριθμός 172/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Α. Τ. του Κ., 2)Ι. Τ. του Κ. και 3)Ν. Τ. του Κ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μαριώρα, για αναίρεση της υπ'αριθ.396/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Με συγκατηγορούμενο τον Ι. Ε. του Τ. και πολιτικώς ενάγοντες τους: 1)Γ. Β. του Μ., κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Βλάχο και 2)Σ. Β. του Ν., κάτοικο ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Οκτωβρίου 2014 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1012/2014. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και μόνον για τον Ν. Τ. και να απορριφθεί για τους Α. Τ. και Ι. Τ. η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις των άρθρων 308 παρ. 1 και 309 του ΠΚ, αν η σωματική βλάβη τελέσθηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται στον υπαίτιο φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Εντεύθεν προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης απαιτείται, αντικειμενικώς, πρόκληση της σωματικής βλάβης του άρθρου 308 παρ. 1 κατά τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει κίνδυνο για τη ζωή του παθόντος ή βαριά σωματική βλάβη αυτού, κατά την έννοια, ως προς την τελευταία, του άρθρου 310 παρ. 2 του ΠΚ, και υποκειμενικώς δόλος, δηλαδή γνώση της αφηρημένης δυνατότητας του κινδύνου της ζωής ή της βαριάς σωματικής βλάβης και θέληση ή αποδοχή του υπαιτίου να προξενήσει σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας. Κατά δε το άρθρο 45του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός αυτής. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι επί συναυτουργίας, η οποία είναι νοητή και στο έγκλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, απαιτείται αντικειμενικώς σύμπραξη των συναυτουργών στην εκτέλεση της ίδιας πράξεως και υποκειμενικώς κοινός δόλος όλων όσοι συμπράττουν, ο οποίος υπάρχει όταν ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 396/2014 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες (και τον αρχικό συγκατηγορούμενό τους Ιωάννη Ευγενικό, που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη) επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συναυτουργία σε βάρος του Γεωργίου Βλάχου, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τους καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, ανασταλείσα, τον καθένα. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Επειδή από τις ανωμοτί καταθέσεις των πολιτικώς εναγόντων, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και των μαρτύρων της υπεράσπισης, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, τις απολογίες των κατηγορουμένων και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής: Στο Δημοτικό Διαμέρισμα Κατηγιώργη του Δ. Σηπιάδος Μαγνησίας την 17-06- 2007 ενεργώντας με πρόθεση και από κοινού προκάλεσαν στον εγκαλούντα Γ. Β. του Μ. σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του, με τρόπο που μπορούσε να προκληθεί στον ανωτέρω παθόντα κίνδυνος για τη ζωή του. Ειδικότερα τον χτύπησαν από κοινού με γροθιές και κλωτσιές στο κεφάλι και στο σώμα επιδεικνύοντας ιδιαίτερη δύναμη στα χτυπήματά τους με αποτέλεσμα ο εγκαλών να υποστεί κάταγμα αριστερού γόνατος, εκχυμώσεις- εκδορές στο κεφάλι και αιμάτωμα αριστερού οφθαλμικού κόγχου, χειρουργήθηκε και κατά το χειρουργείο διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί συντριπτική συντριβή στο γόνατο. Από τον ιδιαίτερα σκληρό τρόπο, των μεγάλων σε αριθμό αλλά και σε ένταση χτυπημάτων μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για τη ζωή του παθόντος. Επομένως πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι...". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της επικίνδυνης σωματικής βλάβης από κοινού, για το οποίο καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 309 - 308 και 45 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμες, αφού: α) Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ο δόλος των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων δεν ήταν αναγκαίο να αιτιολογηθεί ιδιαιτέρως, γιατί ενυπήρχε στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούσαν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. β) Επαρκώς αιτιολογείται η σύμπραξη των αναιρεσειόντων στην εκτέλεση της ίδιας πράξεως και η ύπαρξη κοινού δόλου αυτών. γ) Σαφώς αναφέρεται ότι λήφθηκαν υπόψη και οι καταθέσεις των μαρτύρων υπερασπίσεως, δεν ήταν δε αναγκαίο να γίνει αξιολόγησή τους και συσχέτισή τους με τα άλλα αποδεικτικά μέσα. δ) Το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως εξαντλείται μεν σε επανάληψη του διατακτικού αυτής, η επανάληψη, όμως, αυτή αρκεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού το διατακτικό περιέχει με πληρότητα περιστατικά, που πληρούν την απαίτηση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, έβδομος και όγδοος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ουσία της κατηγορίας, είναι αβάσιμοι. Οι, εμπεριεχόμενες στους λόγους αυτούς, αιτιάσεις 1) περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (καταθέσεων μαρτύρων υπερασπίσεως, κ.λπ.), 2) ότι από τα πλήγματα που δέχθηκε ο παθών δεν μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για τη ζωή του και 3) ότι, αν ο τελευταίος είχε δεχθεί τα πλήγματα που αναφέρονται, θα είχε υποστεί βαριές σωματικές βλάβες και όχι μόνο εκχυμώσεις εκδορές και ένα αιμάτωμα του οφθαλμικού κόγχου που φέρουν χαρακτήρα απλής σωματικής βλάβης, είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την, αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως είναι και η έλλειψη της ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 στοιχ. α' του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 7 του ν. 1941/1991, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο τους αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου να προβάλει αυτοτελείς ισχυρισμούς. Το Δικαστήριο οφείλει να απαντήσει στους ισχυρισμούς αυτούς, αιτιολογώντας την απόφασή του, άλλως, αν αρνηθεί ή παραλείψει να αποφανθεί, δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως. Για να επέλθει, όμως, από την τελευταία, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, ακυρότητα της διαδικασίας απαιτείται να προταθούν οι αυτοτελείς ισχυρισμοί κατά τρόπο ορισμένο. Περαιτέρω, αυτοτελείς ισχυρισμοί είναι και ο από το άρθρο 22 του ΠΚ περί νόμιμης άμυνας, καθώς και ο περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή τους οδηγεί του πρώτου στον αποκλεισμό του αδίκου της πράξεως και, κατά συνέπεια, στην αθώωση του κατηγορουμένου και του δευτέρου στην επιβολή μειωμένης κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Εξάλλου, από το άρθρο 22 του ΠΚ προκύπτει ότι για να υπάρξει άμυνα, η οποία αποτελεί λόγο, που αποκλείει τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως, απαιτείται: α) άδικη επίθεση, δηλαδή επίθεση που αντικειμενικά αντιφάσκει προς το δίκαιο, β) η επίθεση να είναι παρούσα και ως τέτοια θεωρείται εκείνη που έχει αρχίσει να πραγματοποιείται και να εξακολουθεί, καθώς και όταν αμέσως και ασφαλώς επίκειται η πραγμάτωση της και γ) η προσβολή του επιτιθέμενου να είναι αναγκαία προς υπεράσπιση του ατόμου. Τέλος, όταν συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως, κατά την επιμέτρηση της, λαμβάνει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 85 ΠΚ. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την §2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία β' και γ', ήτοι το ότι ο υπαίτιος β) στην πράξη του ωθήθηκε από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την επιβολή του προσώπου στο οποίο αυτός οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης και γ) ωθήθηκε στην πράξη του από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη. Η ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος μπορεί να είναι αληθινή ή νομιζόμενη, λ.χ. προκλητική, χλευαστική, απρεπής, κ.λπ. συμπεριφορά, πρέπει δε να προκύπτει ότι ο δράστης, χωρίς αυτήν, δεν θα ενεργούσε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων Ν. Τ., πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, πρότεινε, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, εγγράφως, ανέπτυξε δε και προφορικώς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς ότι τέλεσε την πράξη, για την οποία καταδικάστηκε, ευρισκόμενος σε νόμιμη άμυνα, άλλως ότι ωθήθηκε στην πράξη του από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος. Για τη θεμελίωση των ισχυρισμών αυτών επικαλέστηκε τα εξής: Α) Για τον πρώτο: ".... Ήδη από την πρώτη στιγμή της εμπλοκής μου στην εν λόγω υπόθεση και από όλη την ακροαματική διαδικασία στον πρώτο βαθμό αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας η απρόκλητη και ενεστώσα επίθεση, που δέχθηκα από τον πολιτικώς ενάγοντα και φερόμενο παθόντα με πλήξη των γεννητικών μου οργάνων και του προσώπου μου δια γροθιάς. Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτής της βάναυσης επίθεσης, που δεχόμουν και προκειμένου να υπερασπισθώ τον εαυτό μου από την άδικη, απρόκλητη και παρούσα επίθεσή του, αναγκάστηκα να αμυνθώ με τα αναγκαία χτυπήματα προς απόκρουσή του. Επειδή βάσει των ανωτέρω και όπως αποδεικνύεται βρισκόμουν σε νόμιμη άμυνα δυνάμει του άρθρου 22 ΠΚ, θα πρέπει να αρθεί ο άδικος χαρακτήρας της πράξης μου αυτής". Β) Για τον δεύτερο: "... σε κάθε περίπτωση, στην πράξη μου αυτή ωθήθηκα από την προπεριγραφείσα ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος. Ειδικότερα, αποδείχτηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, ότι δέχτηκα από τον παθόντα μια αναίτια και παντελώς απρόκλητη υβριστική και σωματική επίθεση. Στο πλαίσιο της ανάρμοστης αυτής συμπεριφοράς του παθόντος, η οποία αποτελεί και στοιχείο του γενικότερου χαρακτήρα του, αναγκάστηκα (ωθήθηκα) να απαντήσω, προκειμένου να υπερασπιστώ τον εαυτό μου που εκείνη τη στιγμή δεχόταν επίθεση". Οι ισχυρισμοί αυτοί ήταν ορισμένοι και νόμιμοι. Πλην, το Δικαστήριο, παρά το ότι, όπως προκύπτει από τα αυτά πρακτικά, επιφυλάχθηκε αρχικώς να αποφασίσει, δεν απάντησε τίποτε, μα αποτέλεσμα να καθιστά την απόφασή του, ως προς τον ως άνω αναιρεσείοντα, αναιρετέα για έλλειψη ακροάσεως, κατά παραδοχή των πρώτου και τρίτου λόγων αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζεται ότι οι ως άνω ισχυρισμοί απορρίφθηκαν από το Τριμελές Εφετείο σιωπηρά και υπονοείται, κατ` εκτίμηση, ότι υπέπεσε αυτό στην πλημμέλεια της ελλείψεως ακροάσεως. Οι αυτοί λόγοι, κατά το μέρος που στηρίζονται στο στοιχ. Δ της παρ. 1 του άρθρου 510 του ΚΠοινΔ, καθώς και οι, από το άρθρο 10 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, δεύτερος και τέταρτος λόγοι, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 22 και 83 παρ. 2 περ. γ του ΠΚ, είναι απαράδεκτοι, γιατί όταν ένα αίτημα ή ισχυρισμός απορρίπτεται σιωπηρά, ιδρύεται μόνο ο αναιρετικός λόγος της ελλείψεως ακροάσεως και όχι και αυτός της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα αυτά πρακτικά, ο συνήγορος των λοιπών αναιρεσειόντων, κατά το στάδιο της αγορεύσεώς του, ζήτησε την απαλλαγή των εντολέων του, άλλως την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 β και γ του ΠΚ (πλην του προτέρου εντίμου βίου, το οποίο αναγνωρίστηκε). Ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε εντελώς αορίστως, χωρίς την επίκληση κανενός περιστατικού και το Δικαστήριο δεν είχε, κατά τα προεκτεθέντα, υποχρέωση να απαντήσει. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, έκτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα, έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, δεν μπορεί όμως να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο, ενώ κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου του Κώδικα, ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον κατηγορούμενο από το νόμο, την ΕΣΔΑ και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται με σαφήνεια, ότι μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, υποχρεωτικά δίδεται ο λόγος στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του, επί της ενοχής, έστω και αν δεν τον ζητήσει. Αν δεν δοθεί ο λόγος στον κατηγορούμενο επί της ενοχής, υπάρχει απόλυτη ακυρότητα (κατά το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ.), για μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στον κατηγορούμενο, η οποία μάλιστα λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως και στον Άρειο Πάγο. Τέλος, ο εισαγγελέας μπορεί να προτείνει συνολικά για την ενοχή και για τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, πρότασή του δε περί ενοχής του κατηγορουμένου εμπεριέχει και πρόταση περί απορρίψεως των αυτοτελών ισχυρισμών του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, ο Πρόεδρος έδωσε το λόγο κατά σειράν α) στον εισαγγελέα, ο οποίος πρότεινε ενοχή των κατηγορουμένων, β) στον πληρεξούσιο δικηγόρο της πολιτικής αγωγής, ο οποίος ζήτησε, ομοίως, την ενοχή των κατηγορουμένων και γ) στους συνηγόρους των κατηγορουμένων, οι οποίοι ζήτησαν την απαλλαγή των εντολέων τους, περαιτέρω δε ο συνήγορος των 1ου και 3ου, επικουρικώς, την αναγνώριση των ελαφρυντικών που προαναφέρθηκαν και ο συνήγορος του 2ου την παραδοχή των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών του. Αφού, λοιπόν, δόθηκε ο λόγος στους συνηγόρους των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων, πριν από την απαγγελία της καταδικαστικής αποφάσεως, οι οποίοι αγόρευσαν τόσο επί της ενοχής όσο και επί των αυτοτελών ισχυρισμών, δεν προκλήθηκε καμιά ακυρότητα. Ακόμη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, στην πρόταση του Εισαγγελέα επί της ενοχής των κατηγορουμένων εμπεριέχεται και πρόταση περί απορρίψεως των αυτοτελών ισχυρισμών αυτών. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, πέμπτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 221 περ. δ του ΚΠοινΔ, χωρίς όρκο εξετάζονται στην κύρια διαδικασία και όσοι επιδιώκουν ως πολιτικώς ενάγοντες στο ποινικό δικαστήριο απαιτήσεις για αποζημίωση. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αν εκείνος που παρέστη αρχικώς ως πολιτικώς ενάγων, αποβάλει μεταγενεστέρως την ιδιότητα αυτή, γιατί, π.χ., ο κατηγορούμενος αθωώθηκε πρωτοδίκως για την πράξη που στρεφόταν κατ` αυτού ή γιατί η εν λόγω πράξη αρχειοθετήθηκε, μεταπίπτει σε απλό μάρτυρα και πρέπει, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, κατόπιν εφέσεως, δικάζει άλλες πράξεις, να ορκισθεί, κατ` άρθρο 218 παρ. 1 εδ. α του ΚΠοινΔ, πριν εξεταστεί. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση του άρθρου 218 από το άρθρο 39 παρ. 3 του ν. 4055/2012, ο οποίος καταλαμβάνει και το χρόνο, κατά τον οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, "κάθε μάρτυρας οφείλει, πριν εξεταστεί στο ακροατήριο, να ορκιστεί δημόσια". Η παρ. 1 του άρθρου 218 του ΚΠοινΔ, πριν από την ως άνω αντικατάστασή του, είχε ως εξής: "Κάθε μάρτυρας οφείλει, πριν εξεταστεί στο ακροατήριο, να ορκιστεί δημόσια, ... Αν δεν τηρηθεί η διάταξη αυτή, η διαδικασία είναι άκυρη". Μετά, δηλαδή, την αντικατάσταση του άρθρου 218 του ΚΠοινΔ από το ν. 4055/2012, η μη όρκιση του μάρτυρα δεν επάγεται καμιά ακυρότητα της διαδικασίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος Α. Τ. είχε καταδικασθεί, με την πρωτόδικη 1798/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, και για παράνομη βία κατά της Σ. Β., η οποία είχε παραστεί ως πολιτικώς ενάγουσα. Μετά την έκδοση της άνω αποφάσεως και πριν από την εκδίκαση των εφέσεων των κατηγορουμένων, εκδόθηκε ο ν. 4198/2013, κατ` εφαρμογή του άρθρου 8 του οποίου η υπόθεση αρχειοθετήθηκε ως προς την πράξη της παράνομης βίας. Έτσι, η φερομένη ως παθούσα έπαυσε, πλέον, να έχει την ιδιότητα της πολιτικώς ενάγουσας και έπρεπε, ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, να εξετασθεί ενόρκως. Η εξέτασή της, όμως, ανωμοτί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν προκάλεσε καμιά ακυρότητα. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠοινΔ, ένατος (τελευταίος) λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για σχετική ακυρότητα που προκλήθηκε από την ανωμοτί εξέταση της ως άνω μάρτυρος, είναι απαράδεκτος. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει α) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τις διατάξεις της που αφορούν τον αναιρεσείοντα Ν. Τ. του Κ. και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), και β) να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση ως προς τις διατάξεις της που αφορούν τους λοιπούς και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες αυτοί στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρει την 396/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας ως προς τον αναιρεσείοντα Ν. Τ. του Κ.. Παραπεμπει την υπόθεση, ως προς τον αναιρεσείοντα αυτόν, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. Απορριπτει την υπ` αριθ. εκθ. 21/2 Οκτωβρίου 2014 αίτηση των Ι. Τ. του Κ. και Α. Τ. του Κ., για αναίρεση της ως άνω 396/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Και Καταδικαζει τους αναιρεσείοντες Ι. και Α. Τ. στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα, καθώς και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος Γ. Β. του Μ. εκ πεντακοσίων (500) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Φεβρουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδικαστική απόφαση για επικίνδυνη σωματική βλάβη από κοινού. Στοιχεία εγκλήματος. Επαρκώς αιτιολογείται η συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Το αν από τα πλήγματα που δέχθηκε ο παθών μπορούσε να προκληθεί κίνδυνος για τη ζωή του ανήκει στην ανέλεγκτη, αναιρετικά, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Αυτοτελείς ισχυρισμοί του ενός από τους δράστες περί καταστάσεως νόμιμης άμυνας, άλλως περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικού άρθρ. 84 παρ. 2 γ ΠΚ. Έλλειψη ακροάσεως, γιατί το δικαστήριο, παρά το ότι οι ισχυρισμοί αυτοί, ήταν ορισμένοι και νόμιμοι, δεν απάντησε. Ορθώς, όμως, δεν απάντησε επί του ισχυρισμού των λοιπών για την αναγνώριση ελαφρυντικών, γιατί είχε προβληθεί αορίστως. Επί των αυτοτελών ισχυρισμών δόθηκε ο λόγος στους συνηγόρους, οι οποίοι και αγόρευσαν σχετικώς. Η πρόταση του εισαγγελέα επί της ενοχής εμπεριέχει και πρόταση για απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών. Όχι απόλυτη ακυρότητα. Μετά την αντικατάσταση του άρθρου 218 του ΚΠΔ από το ν. 4055/2012, η μη όρκιση του μάρτυρα δεν επάγεται ακυρότητα. Αναίρεση ως προς τον ένα και παραπομπή. Απόρριψη αιτήσεως ως προς λοιπούς.
Ακροάσεως έλλειψη
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής, Συναυτουργία, Σωματική βλάβη επικίνδυνη, Ακροάσεως έλλειψη, Μάρτυρες, Άμυνα.
0
Αριθμός 149/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 14 Ιανουαρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσίβλητης: Κ., συζ. Κ. Π., το γένος Α. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Πέτρο Κασιμάτη, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/4/2003 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άρτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 38/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 289/2013 του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 18/12/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 18/12/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή το άρθρο 24 του Ν. 2732/1999, με το οποίο αντικαταστάθηκε η παράγρ. 1 του άρθρου 8 του ΑΝ 1539/1938, ορίζει ότι "οποιοσδήποτε αξιώνει δικαίωμα κυριότητος ή άλλο, εκτός της νομής, εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, ανεξάρτητα αν αυτό κατέχεται από το Δημόσιο ή τον ίδιο, οφείλει, πριν υποβάλλει σχετική αγωγή στο αρμόδιο, κατά τις κείμενες διατάξεις δικαστήριο, να κοινοποιήσει με δικαστικό επιμελητή προς το Δημόσιο αίτηση, η οποία θα περιλαμβάνει τις αξιώσεις του, δηλαδή το δικαίωμά του, το είδος, την έκταση, την ακριβή θέση όπου κείται το ακίνητο, και τα όρια τους, μετά τοπογραφικού διαγράμματος, συνταγμένου από μηχανικό, και τους τίτλους στους οποίους στηρίζει το δικαίωμά του, ως και τα ονόματα και την ακριβή διεύθυνση κατοικίας των μαρτύρων, οι οποίοι μπορούν να καταθέσουν υπέρ αυτού", καθώς και ότι "αγωγή, που ασκείται χωρίς να έχει τηρηθεί η ως άνω προδικασία, κηρύσσεται απαράδεκτη από το αρμόδιο δικαστήριο". Γίνεται φανερό ότι με το άρθρο αυτό, η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευση του νόμου τούτου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρ. 28 του ίδιου νόμου) στις 30.7.1999, καθιερώνεται, κατά τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας του άρθρου 8 παρ. 1 του ΑΝ 1539/1938, η τήρηση της προδικασίας της αιτήσεως θεραπείας, πριν από την άσκηση οποιασδήποτε κατά του Δημοσίου διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής, ανεξαρτήτως αν το ακίνητο κατέχεται ή όχι από το Δημόσιο. Η νέα αυτή νομοθετική ρύθμιση εναρμονίζεται, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του νόμου, πληρέστερα από την συνταγματικώς επιβαλλόμενη προστασία των δασών και του περιβάλλοντος γενικότερα (άρθρα 24 και 117 του Συντάγματος), είναι δε διάταξη δημοσίας τάξεως, ως θεσπισθείσα προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, ενώ παράλληλα, διευκολύνει και τους έναντι του δημοσίου προβάλλοντες εμπράγματα δικαιώματα ιδιώτες, δεν αντίκειται δε στο Σύνταγμα (άρθρ. 4 και 20 παρ. 1 αυτού-αρχή της ισότητας και της παροχής εννόμου προστασίας), ούτε στην αρχή της δίκαιης δίκης και της απαγόρευσης διακρίσεων, καθώς και της προστασίας της περιουσίας των άρθρων 6 και 14 της ΕΣΔΑ και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής. Έτσι από 30.7.1999 και εφεξής η τήρηση της εν λόγω διοικητικής προδικασίας, αποτελούσα προϋπόθεση του παραδεκτού της σχετικής αγωγής και εξεταζόμενη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης απαιτείται όχι μόνον εφόσον το ακίνητο κατέχεται από το Δημόσιο, όπως γινόταν δεκτό από το προηγούμενο καθεστώς, αλλά και όταν δεν κατέχεται από το Δημόσιο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ, είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος, ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων της αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος πρότασης ή επαναφοράς στο Εφετείο εκτός αν συμβαίνει κάποια από τις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή εξαιρέσεις υπό στοιχ. α' και β' ενώ για ισχυρισμό που αφορά στη δημόσια τάξη πρέπει και πάλι τα πραγματικά περιστατικά που τον στηρίζουν να έχουν προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής (Ολ ΑΠ 15/2000). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν κήρυξε αυτεπάγγελτα απαράδεκτη την αγωγή λόγω μη τηρήσεως της προδικασίας της αναφερομένης στη νομική σκέψη διατάξεως του άρθρου 8 του Ν.1539/1939, όπως τούτο, ενόψει του χρόνου ασκήσεως της αγωγής (31.5.2003), ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 29 του Ν. 2732/1999. Ο λόγος αυτός, που κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, ανάγεται σε ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη είναι αόριστος, καθόσον οι αιτιάσεις του περιορίζονται στο ότι το επικαλούμενο απαράδεκτο δεν λήφθηκε υπόψη, αυτεπάγγελτα, ενώ δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο αν ο εν λόγω ισχυρισμός και τα περιστατικά που τον στηρίζουν υποβλήθηκαν στο Εφετείο και δή είτε με νόμιμη επαναφορά τους (άρθρο 240 ΚΠολΔικ), είτε το πρώτον στο εφετείο ενόψει του ότι αφορούν σε ισχυρισμό που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα (άρθρ. 269 και 527 παρ. 3 ΚΠολΔικ). Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ανεξάρτητα από το ότι από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας " άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ" προκύπτει ότι η προδικασία αυτή έχει τηρηθεί, πράγμα το οποίο αναφέρεται και στην αγωγή (βλ. την από 8.10.2002 αίτηση προς το Δημόσιο και την υπ' αριθμ. 10893Β/15.10.2002 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Ν. Α. Σ.). Επειδή κατά το άρθρο 1072 ΑΚ, το οποίο αποδίδει προϊσχύον Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (7 παρ. 5, ν. 20 παρ. 1, ν. 56 παρ. 1 πανδ. (41.1), ν. 6 παρ. 4 Βασ. 50 παρ. 1, ν. 1 παρ. 1-4, 7 πανδ. (43.12) και 23 Εισ. 2.1) " η κοίτη ποταμού μη πλευσίμου που εγκαταλείφθηκε, ανήκει στους κυρίους των παραποταμίων κτημάτων". Το αμέσως προηγούμενο άρθρο 1071 ΑΚ ρυθμίζει πως γίνεται η κατανομή νησιού που πρόβαλε σε ποταμό μη πλεύσιμο στους κυρίους παραποτάμιων κτημάτων, ορίζοντας ότι " το νησί που πρόβαλε σε ποταμό μη πλεύσιμο ανήκει στους κυρίους των παραποταμίων κτημάτων. Σε καθένα από αυτούς ανήκει το τμήμα που περιλαμβάνεται μεταξύ νοητής γραμμής κατά μήκος και στη μέση του ποταμού και γραμμών που σύρονται κάθετα προς αυτήν και στην άκρη της πλευράς κάθε κτήματος". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι ιδιοκτήτες παραποτάμιων κτημάτων γίνονται κύριοι του εδάφους της κοίτης μη πλευσίμου ποταμού που εγκαταλείφθηκε οριστικά, είτε από φυσικά αίτια είτε, προ του Ν. 116/1975, ο οποίος με το άρθρο 1 αυτού τροποποίησε σιωπηρώς το 1072 ΑΚ, από τεχνικά έργα του Δημοσίου (Ολ ΑΠ 46/1990). Περαιτέρω από την προπαρατιθέμενη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1072 ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 966, 967 και 968 του ίδιου κώδικα, σαφώς συνάγεται ότι ο μη πλεύσιμος ποταμός που ρέει με ελεύθερη και αέναη ροή και το καταλαμβανόμενο από την κοίτη του έδαφος, είναι κοινής χρήσεως και εκτός συναλλαγής πράγματα, που ανήκουν στο Δημόσιο, εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά και ότι προϋπόθεση εφαρμογής της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 1072 ΑΚ είναι η ύπαρξη παραποτάμιου κτήματος ή κτημάτων τα οποία βρίσκονται σε επαφή με τον ποταμό, του οποίου η κοίτη εγκαταλείφθηκε. Ως "εγκατάλειψη της κοίτης του ποταμού, κατά την αληθή έννοια του ανωτέρω άρθρου 1072 ΑΚ, νοείται η πλήρης και ολοκληρωτική εγκατάλειψη της κοίτης αυτού, με το σχηματισμό νέας κοίτης, η οποία αποτελεί φυσικό φαινόμενο με προοπτική σταθερότητας και διάρκειας, και όχι η μερική εγκατάλειψη ή ορθότερα ο περιορισμός της κοίτης του ποταμού, που συχνά δεν έχει διάρκεια. Συνεπώς αν η κοίτη μη πλεύσιμου ποταμού, η οποία ανήκει στο Δημόσιο, περιορίστηκε κατά τρόπο, ώστε μεταξύ της ιδιοκτησίας τρίτου και της περιορισθείσης κοίτης του ποταμού να παρεμβάλλεται έκταση, αυτή εξακολουθεί να ανήκει στο Δημόσιο και δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 1071 παρ. 1 ΑΚ (Ολ ΑΠ 24/2001, ΑΠ 1430/2010, ΑΠ 505/2013, ΑΠ 391/2010, ΑΠ867/2007). Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΑΠ 1371/2014, ΑΠ 160/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ'αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία αγωγή της αναιρεσίβλητης τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο, εκτάσεως 555 τμ περίπου, που βρίσκεται στη θέση "Μύλοι" της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Αρταίων και συνορεύει περιμετρικά με αγροτική οδό, με ιδιοκτησίες Α. Γ. και Α. Τ. και με αγροτική οδό, Το εν λόγω ακίνητο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου επιφάνειας 2.400 τμ που συνόρευε περιμετρικά με ανώνυμη δημοτική οδό, με ιδιοκτησία Ε. Δ. και με δημοτική οδό που αρχίζει από την Εθνική Οδό Ιωαννίνων-Αντιρρίου και καταλήγει στην κοίτη του ποταμού Αράχθου. Το μείζον αυτό ακίνητο είχε περιέλθει στη νομή και κατοχή του πατέρα της ενάγουσας Α. Κ. από το έτος 1950, ο οποίος ασκούσε επ' αυτού τις αρμόζουσες στη φύση και τον προορισμό του διακατοχικές πράξεις. Το μείζον αυτό ακίνητο μαζί με άλλες εκτάσεις αποτελούσε πριν από το έτος 1945 μέρος της κοίτης ίου μη πλεύσιμου ποταμού Αράχθου, οπότε ο ρους του ποταμού άλλαξε από φυσικά αίτια, με αποτέλεσμα να μεταβληθεί η κοίτη του, ενώ τα εδάφη που δημιουργήθηκαν από την εγκαταλειφθείσα πλέον οριστικά κοίτη του ποταμού, περιήλθαν σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, κατά πρωτότυπο τρόπο στους κυρίους των παρόχθιων ακινήτων, κατά τη διάταξη του άρθρου 1072 ΑΚ. Οι παραποτάμιες αυτές εκτάσεις, στο σημείο όπου βρίσκεται το επίδικο, μέχρι την αλλαγή της κοίτης του ποταμού Αράχθου ήταν ιδιοκτησία του Α. M., δικαιοπαρόχου του Α. Κ. και απώτερου δικαιοπαρόχου της ενάγουσας. Ο Α. Κ., μετά την παραχώρηση σ' αυτόν της παραπάνω μείζονος έκτασης των 2.400 τμ, μεταβίβασε άτυπα τμήμα του μείζονος ακινήτου εκτάσεως 468 τμ στον Ν. Τ. και έτερο τμήμα αυτού εκτάσεως 1388 τμ στον Α. Γ., το δε εναπομείναν τμήμα εκτάσεως 555 τμ περίπου, που αποτελεί το επίδικο, το παραχώρησε το έτος 1970, άτυπα, λόγω δωρεάς, στην ενάγουσα θυγατέρα του. Το ως άνω επίδικο ακίνητο, νεμήθηκε αρχικά ο πατέρας της ενάγουσας Α. Κ. ασκώντας επ' αυτού τις αρμόζουσες στη φύση και τον προορισμό του διακατοχικές πράξεις. Ειδικότερα αυτός προέβη στην περίφραξη του ακινήτου, καθώς σε επιχωματώσεις και φύτεψε εντός αυτού διάφορα οπωροφόρα δένδρα, των οποίων συνέλεγε τον καρπό καθώς και διάφορα κηπευτικά και το είχε υπό τη συνεχή επίβλεψη και εποπτεία του. Από το έτος 1970, οπότε ο ως άνω κύριος του επιδίκου παραχώρησε άτυπα το επίδικο στην ενάγουσα, η τελευταία συνέχισε τις ίδιες πράξεις νομής επ' αυτού, μέχρι το έτος 1985, οπότε παραχώρησε τμήμα αυτού λόγω μίσθωσης στον Θ. Τ., μέχρι την άσκηση της αγωγής (16-4-2003). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι κύριος της επίδικης έκτασης ήταν το ίδιο, διότι η επίδικη έκταση αποτελούσε κοίτη του μη πλεύσιμου ποταμού Αράχθου, η οποία εγκαταλείφθηκε με την εκτέλεση από αυτό (Ελληνικό Δημόσιο) των τεχνικών έργων του φράγματος Πουρναριού, κατά το έτος 1974, μετά την εφαρμογή του Ν. 116/1975, δεν αποδείχθηκε. Και τούτο διότι δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα της κοίτης του ποταμού Αράχθου, η οποία αποκαλύφθηκε λόγω των τεχνικών έργων του φράγματος Πουρναρίου, ούτε ότι το εναγόμενο προέβη στην εκτέλεση αντιπλημμυρικών έργων στη θέση "Μύλοι", όπου βρίσκεται το επίδικο, οποτεδήποτε πριν ή μετά το παραπάνω έτος. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο ήταν κύριος παρόχθιας έκτασης, ώστε εξαιτίας των επικαλούμενων αντιπλημμυρικών έργων ή έστω της φυσικής αλλαγής της ροής των υδάτων του ποταμού Αράχθου, να περιέλθει σ' αυτό ως παρόχθιο, καθόσον αφενός μεν η μάρτυρας του, που εξετάστηκε στο ακροατήριο, δεν κατέθεσε κάτι τέτοιο, η γνώση της δε σχετικά με την κυριότητα του εναγομένου στο επίδικο στηρίζεται στα έγγραφα τα οποία επικαλείται και το εναγόμενο, τα οποία όμως δεν είναι ικανά να αποδείξουν τον ως άνω ισχυρισμό του. Συγκεκριμένα το εναγόμενο επικαλείται ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης εμβαδού 2.300 τμ, η οποία είναι καταχωρημένη από το έτος 1957, στο Γενικό Βιβλίο Καταγραφής δημοσίων κτημάτων, που τηρείται στην οικονομική Εφορία Άρτας, ως ιδιωτική περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου με στοιχεία Β.Κ. 286 και με καταγραφείσα προέλευση του κτήματος "αλλαγή της κοίτης του ποταμού" και "η εν λόγω έκτασις εδημιουργήθη προ πολλών ετών κατόπιν αλλαγής της κοίτης του Αράχθου ποταμού", πλην όμως το γεγονός και μόνο αυτό δεν αρκεί για να προσπορίσει κυριότητα στο εναγόμενο, αφού αυτό δεν αποδεικνύει νόμιμο τρόπο κτήσης της κυριότητας. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο προέβη στο σημείο που βρίσκεται το επίδικο σε αντιπλημμυρικά έργα και ότι αυτό ήταν κύριο παρόχθιας έκτασης, ώστε να αποκτήσει πράγματι κυριότητα με πρωτότυπο τρόπο, κατ' άρθρο 1072 ΑΚ. Άλλωστε το γεγονός και μόνο της οριστικής και μόνιμης εγκατάλειψης της κοίτης του ποταμού, είτε αυτή οφειλόταν σε έργα που πραγματοποίησε το εναγόμενο πριν από το έτος 1975, είτε σε φυσικά αίτια, δεν αρκεί για την απόκτηση της κυριότητας από το Ελληνικό Δημόσιο, αν δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη παρόχθιας ιδιοκτησίας του. Αντίθετα από τις ίδιες τις εγγραφές στο γενικό Βιβλίο Καταγραφής επιβεβαιώνεται ότι στη διακατοχή της μείζονος έκτασης στην οποία περιλαμβανόταν και το επίδικο, ήταν από το έτος 1949 ο Α. Κ. απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας και ο Α. Γ. ιδιοκτήτης όμορου του επίδικου ακινήτου, που αποτελούσε τμήμα του μείζονος ακινήτου των 2.400 τμ, οι οποίοι, σύμφωνα με το εν λόγω έγγραφο, καλλιεργούσαν τις εκτάσεις αυτές (φύτευση νεραντζιών κλπ). Επίσης, ούτε τα πρωτόκολλα καθορισμού αποζημίωσης κατά του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας και της ίδιας, τα οποία επικαλείται και προσκομίζει το εναγόμενο είναι κρίσιμα και ικανά να ανατρέψουν τα παραπάνω αποδειχθέντα, αφού δεν προκύπτει είσπραξη των αναφερόμενων σ' αυτά ποσών από τους ανωτέρω κατέχοντες. Εξάλλου από την από 16-10-1978 αίτηση και την με ίδια ημεροχρονολογία δήλωση της ενάγουσας προς τον Οικονομικό Έφορο Άρτας, με την οποία ζητεί την εξαγορά του επιδίκου, δεν συνάγεται ομολογία αυτής για το ότι κύριος του επιδίκου είναι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το τελευταίο, αφενός μεν διότι αντικείμενο ομολογίας είναι μόνο πραγματικά γεγονότα και όχι κρίσεις όπως η ανωτέρω ή νομικές έννοιες όπως η έννοια της κυριότητας (άρθρα 335,338 ΚΠολΔ) αφετέρου δε, διότι οι παραπάνω αιτήσεις και υπεύθυνη δήλωση δεν έγιναν με πρόθεση ομολογίας της ενάγουσας για την κυριότητα του Δημοσίου στο επίδικο, αλλά προκειμένου να μπορέσει αυτή να αποκτήσει τίτλο για το παραπάνω ακίνητο της, με μικρή σχετικά δαπάνη, ενόψει του ότι μέχρι τότε το νεμόταν και το κατείχε στερούμενη τίτλου. Περαιτέρω το εναγόμενο ισχυρίστηκε ότι η ενάγουσα από το έτος 1979 κι εντεύθεν δεν βρίσκεται στην κατοχή του επιδίκου, αφού έκτοτε με την υπ' αριθ. ΕΦ 4260/24-3-1979 απόφαση του Νομάρχη Άρτας παραχωρήθηκε η χρήση του υπ' αριθ. 286 ακινήτου, στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο, στο τότε Αρχηγείο Χωροφυλακής, με σκοπό να ανεγερθεί εντός αυτού κτίριο για τη στέγαση των υπηρεσιών της και με το από 9-6-1979 Πρωτόκολλο μεταξύ του Οικονομικού Εφόρου και του Διοικητή της Διεύθυνσης Χωροφυλακής Άρτας έγινε η παράδοση και παραλαβή του ακινήτου και έτσι από τότε και επί είκοσι και πλέον έτη πράξεις νομής σ' αυτό ασκούσε το εναγόμενο δια των οργάνων του, στο οποίο περιήλθε η κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία. Και ναι μεν πράγματι προσκομίζονται από το εναγόμενο τα παραπάνω έγγραφα, πλην όμως, όπως αποδείχθηκε, η ενάγουσα και μετά την ως άνω παραχώρηση συνέχισε να νέμεται και να κατέχει το επίδικο, ασκώντας σ' αυτό τις προαναφερόμενες πράξεις νομής μέχρι και το χρόνο έγερσης της αγωγής, ενώ ουδεμία πράξη νομής ενήργησε στο επίδικο το εναγόμενο κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι για το υπόλοιπο τμήμα του μείζονος ακινήτου των 2.400 τμ, που ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας είχε μεταβιβάσει στον Ν. Τ. και Α. Γ., μετά από σχετική αγωγή που ασκήθηκε από τον Α. Τ. (υιό του Ν. Τ.) σε βάρος του νυν εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου αναγνωρίσθηκε τελεσίδικα με την 164/1999 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ότι το επίδικο εκείνο ακίνητο, έκτασης 468 τμ, ανήκε στην κυριότητα του Α. Τ., για δε το έτερο τμήμα του μείζονος ακινήτου που κατείχε ο Α. Γ. κρίθηκε επίσης με την 68/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άρτας, σε δίκη διεξαχθείσα μεταξύ αυτού και του νυν εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, ότι κύριος αυτού είναι ο Α. Γ.. Σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω η ενάγουσα κατέστη κυρία του επίδικου ακινήτου με έκτακτη, χρησικτησία (άρθρο 1045 ΑΚ), νεμόμενη αυτό για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, ήτοι, από το έτος 1950 μέχρι την άσκηση της αγωγής (16-4-2003)". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού τα πραγματικά περιστατικά που με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα ήταν αρκετά για την εφαρμογή της προδιαληφθείσας διατάξεως του άρθρου 1072 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις αυτεπαγγέλτως προστιθέμενες διατάξεις (άρθρ. 562 παρ. 4 Κ.ΠολΔικ) περί αποκτήσεως, με έκτακτη χρησικτησία, κυριότητας των άρθρων 1045 και 1051 ΑΚ, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι το επίδικο ακίνητο, ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, αποτελούσε πριν από το έτος 1945 μέρος της κοίτης του μη πλεύσιμου ποταμού Αράχθου, η οποία (κοίτη) μεταβλήθηκε λόγω αλλαγής του ρού του ποταμού από φυσικά αίτια, τα δε εδάφη που δημιουργήθηκαν περιήλθαν κατά πρωτότυπο τρόπο, στους κυρίους των παροχθίων κτημάτων, ενώ μεγαλύτερη εδαφική έκταση που περιελάμβανε και το επίδικο, περιήλθε στον παρόχθιο ιδιοκτήτη Α. Μ., ο οποίος το 1950 παραχώρησε άτυπα στον πατέρα της ενάγουσας Α. Κ. εδαφική έκταση 2400 τ.μ., τμήμα της οποίας είναι το παραχωθέν σ' αυτόν από το τελευταίο το 1970 με άτυπη δωρεά, επίδικο, του οποίου την κυριότητα είχαν αποκτήσει τόσο οι δικαιοπάροχοί της, όσο και η ίδια με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού ασκούσαν σ'αυτό με διάνοια κυρίου τις προσιδιάζουσες στη φύση του διακατοχικές πράξεις μέχρι του χρόνου ασκήσεως της αγωγής (16.4.2003), χωρίς η κυριότητά τους αυτή να καταλυθεί από αντίστοιχο δικαίωμα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου. Ενόψει τούτων οι από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτιάσεις του δεύτερου λόγου της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής (και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής), ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού η δικονομικού δικαίου, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο. Ενόψει τούτων δεν αποτελούν "πράγματα" με την παραπάνω έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις, οι νομικές αναλύσεις, καθώς και τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ. ΑΠ 14/2004). Ο από τη διάταξη αυτή λόγος αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιαδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψη δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ. ΑΠ25/2003). Στην προκειμένη περίπτωση, με αιτιάσεις του ίδιου δεύτερου λόγου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8 εδ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο έλαβε υπόψη του, χωρίς τούτο να έχει προταθεί, " ότι οι παραποτάμιες εκτάσεις, στο σημείο που βρίσκεται το επίδικο, μέχρι την αλλαγή της κοίτης του ποταμού Αράχθου ήταν ιδιοκτησία του Α. Μ.". Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, καθόσον όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) ο παραπάνω ισχυρισμός αποτελούσε περιεχόμενο της ένδικης αγωγής στην οποία, αυτοτελεξεί, αναφέρεται ότι " η εγκαταλειφθείσα κοίτη κατελήφθη υπό των παρόχθιος ιδιοκτητών και δη υπό του Κ. Μ., που ήταν παρόχθως ιδιοκτήτης 60 περίπου στρεμμάτων, τα οποία περιήλθαν σ' αυτόν....". Περαιτέρω με αιτιάσεις του τρίτου λόγου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 8 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος-εναγομένου Δημοσίου και ειδικότερα, α) ότι το επίδικο του ανήκε κατά κυριότητα, ως τμήμα της εγκαταληφθείσας οριστικά, κατά τα έτη 1974-1975, συνεπεία τεχνικών έργων και ανυπαρξίας παραποτάμιων ακινήτων, εφαπτομένων του σημείου της εγκαταληφθείσας κοίτης, από όπου προέρχεται το επίδικο, β) ότι η ενάγουσα αναιρεσίβλητη και ο δικαιοπαροχός της, με την υποβολή αιτήσεως εξαγοράς και τις από 16.10.1978 υπεύθυνες δηλώσεις τους προς την Οικονομική Εφορία Άρτας αναγνώρισαν την κυριότητα του αναιρεσείοντος επί του επιδίκου και γ) ότι το επίδικο δεν περιήλθε στην κατοχή της ενάγουσας και του δικαιοπαρόχου της από άτυπες μεταβιβάσεις, αλλά με αυθαίρετη κατάληψη για την οποία εκδόθηκαν οικεία πρωτόκολλα καθορισμού και αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης, τα οποία έχουν οριστικοποιηθεί, καθώς και εις βάρος της αναιρεσίβλητης πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Οι αιτιάσεις αυτές ανεξάρτητα από το ότι δεν αφορούν σε "πράγματα" κατά την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, αλλά η μεν πρώτη και τρίτη σε ισχυρισμούς που συνιστούν αιτιολογημένες αρνήσεις, η δε δεύτερη σε αποδεικτικό μέσο και δη σε ομολογία συναγόμενη, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος από δικαστικά τεκμήρια, έχουν ληφθεί υπόψη και έχουν απορριφθεί, όπως τούτο προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Περαιτέρω με αιτιάσεις του ίδιου τρίτου λόγου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, ότι το Εφετείο εξετίμησε λανθασμένα τα κατονομαζόμενα αποδεικτικά μέσα και κατέληξε σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα ως προς τους προαναφερθέντες παραπάνω του ίδιου λόγου ισχυρισμούς, από εκείνο που από την ορθή εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών μέσων προέκυπτε. Οι αιτιάσεις αυτές, ανεξάρτητα από το ότι αντιφάσκουν με τις παραπάνω από τη διάταξη του αριθμού 8 εδ. Β' του άρθρου 559 του ίδιου λόγου αιτιάσεις, περί μη λήψεως υπόψη των ίδιων ισχυρισμών, είναι απαράδεκτες γιατί αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττουν, την, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, αναιρετικά ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος τρίτος λόγος ως προς όλες τις αιτιάσεις του, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ' αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β'11/20.1.1993) που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18.12.2013 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της Κ. συζύγου Κ. Π. του Ι., το γένος Α. Κ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 289/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Φεβρουαρίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Για αγωγές στις οποίες το Δημόσιο είναι ενάγον ή εναγόμενο απαιτείται η προδικασία της παραγρ. 1 του άρθρου 8 του ΑΝ 1539/1938, όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατ. Με το άρθρο 24 του Ν. 2732/1999. Διαφορετικά η αγωγή απορρίπτεται και αυτεπάγγελτα ως απαράδεκτη. Ο ισχυρισμός μολονότι αφορά τη δημόσια τάξη θα πρέπει να έχει, κατά τα πραγματικά του περιστατικά να έχει στο δικαστήριό της ουσίας επικληθεί και τούτο να αναφέρεται στο αναιρετήριο. Διαφορετικά ο λόγος είναι αόριστος 1072 ΑΚ η κοίτη νη πλεύσιμου ποταμού που εγκαταλείφθηκε από φυσικά αίτια ή από τεχνικά πριν από το 1975 έργα ανήκει στους παρόχθιους ιδιοκτήτες 559 αρ. 19 Προϋποθέσεις 559 αρ. 8. Δεν συνιστούν πράγματα οι αρνήσεις. Δεν ιδρύεται ο λόγος αν οι ισχυρισμοί λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν. Τα αποδεικτικά μέσα, όπως η ομολογία δεν είναι πράγματα. Ο λόγος που αναφέρεται σε κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτος.
Κυριότητα
Κυριότητα.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 145/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές : Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Φεβρουαρίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-πολιτικώς ενάγουσας Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "NESTLE WATERS DIRECT ΕΛΛΑΣ", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο συμβούλιο δεν εκπροσωπήθηκε, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 3372/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, με κατηγορουμένους τους: 1) Α. Π. του Α. και 2) Χ. Π. του Δ.. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείουσα-πολιτικώς ενάγουσα ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Ιουνίου 2014 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 677/2014. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου με αριθμό 139/27.10.2014, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: " Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας σε Συμβούλιο, σύμφωνα με τα αρθρ. 476 παρ. 1 εδ.α' και 513 παρ.1 εδ. α' Κ.Π.Δ. την με αριθμό 8/30-6-2014 αίτηση αναιρέσεως της ανώνυμης εταιρείας, υπό την επωνυμία "NESTLE WATERS DIRECT ΕΛΛΑΣ ΥΔΑΤΑ Α.Ε.", που εδρεύει στη …, κατά της υπ'αρίθμ.3372/2013 αποφάσεις του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών και εκθέτω τα ακόλουθα : Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 462, 463 εδ. α'και 506 περ. γ' Κ.Π.Δ., ένδικα μέσα που προβλέπονται στην ποινική διαδικασία, όπως είναι και η αίτηση για αναίρεση, κατά των βουλευμάτων και των αποφάσεων, μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα. Ειδικότερα, την αναίρεση αθωωτικών αποφάσεων μπορούν να ζητήσουν, εκτός των άλλων, ο μηνυτής ή εκείνος που άσκησε την έγκληση αν καταδικάστηκαν σε αποζημίωση και στα έξοδα, κατά τις προβλέψεις του άρθρου 71 του ίδιου, ως άνω, κώδικα. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 465 παρ. 1 ΚΠΔ : "ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ.1. Το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφο του προσαρτάται στη σχετική έκθεση. Στις περιπτώσεις άσκησης ένδικου μέσου κατά βουλευμάτων, καθώς και κατά αποφάσεων όταν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία τους, το πληρεξούσιο μπορεί να προσκομισθεί στο γραμματέα ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο, μέσα σε είκοσι ημέρες από την άσκηση του. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη το ένδικο μέσο κηρύσσεται απαράδεκτο κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ.1 Κ.Π.Δ.". Εξάλλου, σύμφωνα με τους ορισμούς των διατάξεων του άρθρου 476 Κ.Π.Δ. "1. Όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα... ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκηση του... το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από το πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο...". Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πατρών με την υπ'αρίθμ. 3372/2013 απόφασης του, κήρυξε αθώους τους:1) Χ. Π. του Δ., κάτοικο Πατρών και 2) Α. Π. του Α., κάτοικο ... για : α) πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση και β) υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση, πράξεις που εφέρετο ότι τελέσθηκαν απ' αυτούς στην Πάτρα κατά το από 16-6-2010 έως 8-9-2010 χρονικό διάστημα σε βάρος της αναιρεσείουσας. Κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, η οποία καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 18-6-2014 η αναιρεσείουσα άσκησε, εμπροθέσμως, δια του δικηγόρου Διομήδη Αποστολόπουλου την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, χωρίς να προσαρτάται στη σχετική έκθεση αναιρέσεως το απαιτούμενο ειδικό πληρεξούσιο προς τον ασκήσαντα δικηγόρο. Σύμφωνα, όμως, με τα προεκτεθέντα, η συγκεκριμένη αίτηση αναιρέσεως, τυγχάνει απαράδεκτη και ως εκ τούτου απορριπτέα, καθόσον, το μεν, δεν αναγνωρίζεται στην εγκαλούσα το προς τούτο δικαίωμα, εκτός αν είχε καταδικασθεί σε αποζημίωση και στα έξοδα, περίπτωση που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, το δε, ασκήθηκε αυτή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται στο νόμο για την άσκηση της. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 476 παρ. 1 - 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ. ). Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί η με αριθμό 8/30-6-2014 αίτηση αναιρέσεως της ανώνυμης εταιρείας, υπό την επωνυμία "NESTLE WATERS DIRECT ΕΛΛΑΣ ΥΔΑΤΑ Α.Ε. ", που εδρεύει στη … κατά της υπ'αρίθμ. 3372/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών και Να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευσταθία Σπυροπούλου." Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος της αναιρεσείουσας, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε κατά βουλεύματος ή αποφάσεως χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις, το αρμόδιο να κρίνει επί του ενδίκου μέσου Δικαστικό Συμβούλιο ή Δικαστήριο (σε Συμβούλιο), ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν θα εμφανιστούν και μετά από ειδοποίηση του ασκήσαντος από τον Γραμματέα της Εισαγγελίας 24 ώρες πριν την εισαγωγή της υπόθεσης προς συζήτηση, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο, διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης και την καταδίκη του ασκήσαντος στα έξοδα. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 42 παρ. 2, 96 παρ. 2 και 465 του ΚΠΔ, στις οποίες ορίζεται ότι το ένδικο μέσο μπορεί να ασκηθεί αυτοπροσώπως ή και μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 και το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του, προσαρτάται στη σχετική έκθεση, σαφώς προκύπτει ότι η εντολή του κατηγορουμένου προς τον αντιπρόσωπο, πρέπει να είναι ειδική και να υπάρχει κατά τη στιγμή που ο τελευταίος υπογράφει τη σχετική έκθεση αναιρέσεως, η έλλειψή της δε κατά τον χρόνο αυτό δεν αναπληρώνεται με τη μεταγενέστερη χορήγησή της. Επίσης, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 463 παρ. 1 εδ. α' ΚΠΔ, ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 506 περ. γ' και 71 του ΚΠΔ, ο μηνυτής ή εκείνος που άσκησε την έγκληση (πολιτικώς ενάγων), δικαιούται σε άσκηση αναίρεσης κατά αθωωτικής αποφάσεως, μόνον αν καταδικάστηκε σε αποζημίωση και στα έξοδα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας, με την κρινόμενη με αρ. εκθ. 8/30-06-2014 αίτηση αναιρέσεως, που ασκήθηκε στο Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πατρών, προσβάλλεται η με αριθ. 3372/2013 αθωωτική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών από την παρασταθείσα - αναιρεσείουσα πολιτικώς ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία. Η εν λόγω απόφαση, που αθώωσε τους κατηγορουμένους Χ. Π. και Α. Π., για πλαστογραφία και υπεξαίρεση, δημοσιεύθηκε στις 3-4-2013 και καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο στις 18-6-2014. Την κρινόμενη ως άνω αίτηση αναιρέσεως, άσκησε στις 30-06-2014, για λογαριασμό της άνω αναιρεσείουσας πολιτικώς ενάγουσας, ο δικηγόρος Πατρών Διομήδης Αποστολόπουλος, που υπογράφει το δικόγραφο ως πληρεξούσιος δικηγόρος, πλην όμως από την άνω προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η άνω αναιρεσείουσα-πολιτικώς ενάγουσα δεν καταδικάστηκε σε αποζημίωση ή σε δικαστικά έξοδα και επομένως δεν δικαιούται κατά νόμο σε άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, προσθέτως, δεν προσαρτάται στην άνω έκθεση αναιρέσεως ειδικό πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας προς τον καταθέσαντα την κρινόμενη αναίρεση πληρεξούσιο δικηγόρο της. Επομένως, σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, για τους παραπάνω δύο λόγους, και για τη συζήτηση της οποίας ειδοποιήθηκε η διορισθείσα αντίκλητος δικηγόρος της αναιρεσείουσας, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση επί του φακέλου της δικογραφίας του γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα (άρθρο 583 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 8/30-6-2014 αίτηση της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία "NESTLE WATERS DIRECT ΕΛΛΑΣ ΥΔΑΤΑ ΑΕ", για αναίρεση της με αρ. 3372/2013 αθωωτικής αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Και. Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Φεβρουαρίου. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη αναίρεση κατά αθωωτικής απόφασης πρωτοβαθμίου δικαστηρίου από την πολ. Ενάγουσα ΑΕ, διότι η άνω αναιρεσείουσα- πολιτικώς ενάγουσα δεν καταδικάστηκε σε αποζημίωση ή σε δικαστικά έξοδα και επομένως δεν δικαιούται κατά νόμο σε άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, προσθέτως, δεν προσαρτάται στην άνω έκθεση αναιρέσεως ειδικό πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας προς τον καταθέσαντα την κρινόμενη αναίρεση πληρεξούσιο δικηγόρο της.
Απαράδεκτο αναιρέσεως
Απαράδεκτο αναιρέσεως.
0
Αριθμός 144/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και με διακριτικό τίτλο "ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜΕΣ Α.Ε." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της εταιρείας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Μαρία Ντότσικα και Κλεάνθη Ρούσσο. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ Η ΕΘΝΙΚΗ" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Μουχτούρη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/2/2008 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5672/2009 μη οριστική, 2441/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5867/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 31/3/2014 αίτησή της και τους από 2/10/2014 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 10/10/2014 έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την από 27/10/2014 συμπληρωματική του έκθεση με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν (και) οι από 2/10/2014 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 5867/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 1097 και 1099 του ΑΚ προκύπτει ότι αν ο νομέας απέκτησε τη νομή του πράγματος με παράνομη πράξη και το πράγμα από υπαιτιότητά του χειροτέρεψε ή καταστράφηκε ή δεν μπορεί να αποδοθεί για κάποιον άλλο λόγο, ευθύνεται σε αποζημίωση του κυρίου κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών κτήση της νομής με παράνομη πράξη υπάρχει όταν ο εναγόμενος νομέας αφαίρεσε τη νομή του πράγματος παράνομα και χωρίς τη θέληση του κυρίου, αδυναμία δε αποδόσεως "για κάποιον άλλο λόγο" συντρέχει και όταν κατά την άσκηση της αγωγής ο εναγόμενος δεν είναι πλέον νομέας του πράγματος, π.χ. λόγω εκποιήσεως του πράγματος σε τρίτον πολλώ δε μάλλον όταν ήδη κατά την περιέλευση του πράγματος στον τρίτο ο εναγόμενος έχει καταστήσει με ενέργειές του αδύνατη την αυτούσια απόδοσή του. Από τις ανωτέρω, τέλος, διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 914, 922 και 926 του ίδιου ΑΚ προκύπτει ότι αν η παράνομη πράξη έγινε από βοηθητικά πρόσωπα (π.χ. τον βοηθό νομής) ή από προστηθέντα, τα πρόσωπα αυτά ευθύνονται ατομικώς, με παράλληλη ευθύνη του νομέα ή του προστήσαντος, έναντι του οποίου τα εν λόγω πρόσωπα έχουν δικαίωμα αναγωγής. Εξάλλου ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο που εξέτασε την υπόθεση κατ' ουσίαν εφαρμόζει κανόνα δικαίου του οποίου ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής ή (και) όταν δεν εφαρμόζει κανόνα του οποίου δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής. Ο λόγος δε αναιρέσεως με τον οποίο προσάπτεται πλημμέλεια στην απόφαση για παραδοχή της η οποία δεν επιδρά στο διατακτικό της, στηριζόμενο αυτοτελώς (και) σε άλλες παραδοχές, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού και υπό την εκδοχή της τυχόν βασιμότητάς του δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της απόφασης, ενώ ο λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν ιδρύεται και προβαλλόμενος είναι αβάσιμος όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον προταθέντα ουσιώδη ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιονδήποτε λόγο, ευθέως ή εκ των πραγμάτων, με την παραδοχή περιστατικών αντιθέτων προς εκείνα που τον συνιστούν. ΙΙ. 'Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι με την υπ' αριθμ. 12873/8831/00/100/1996 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ Δ' 1508/31-12-1996) κηρύχθηκε (αναγκαστική απαλλοτρίωση υπέρ και με δαπάνη της εναγομένης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ Α.Ε.", καθολικός διάδοχος της οποίας είναι ήδη η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΚΤΙΡΙΑΚΕΣ ΥΠΟΔΟΜEΣ Α.Ε." δυνάμει του άρθρου 132 του ν.4199/2013 και της υπ' αριθμ. Δ16γ/05/483/Γ11-11-2013 κοινής Υπουργικής Απόφασης των Υπουργών Οικονομικών κ.λ.π. (ΦΕΚ 2856/τ.Β'/11-11-2013), για λόγους δημόσιας ωφέλειας και ειδικότερα για την ανέγερση διδακτηρίου του ΤΕΕ Ελληνικού τμήμα εμβαδού 4100 τ.μ. και κατά νεότερη καταμέτρηση 4441,72 τ.μ. του αναφερόμενου ακινήτου της ενάγουσας-αναιρεσίβλητης "ΑΕΕΓΑ. Η ΕΘΝΙΚΗ" συνολικού εμβαδού 5044 τ.μ. που βρίσκεται στο Ο.Τ. … του Δήμου Αλίμου και ήδη Ελληνικού, ότι με τις αναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις καθορίστηκε η προσωρινή αλλά και η οριστική αποζημίωση για την απαλλοτριωθείσα έκταση και τα επικείμενά της (κτίσματα), καθώς και ιδιαίτερη αποζημίωση για το εναπομείναν τμήμα του ακινήτου αι αναγνωρίστηκε η αναιρεσίβλητη δικαιούχος της αποζημιώσεως, ότι η αναιρεσείουσα κατέθεσε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων δυνάμει των υπ' αριθμ. 5165/27-3-2000 και 6563/2002 γραμματίων συστάσεως παρακαταθήκης, ποσών, αντίστοιχα, 492.000.000 και 183.047.900 δραχμών, την ορισθείσα ως άνω προσωρινή και οριστική αποζημίωση για την απαλλοτριωθείσα έκταση, και ότι όμως, δέχεται το Εφετείο, δεν αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα ανέλαβε από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων την κατατεθείσα ως άνω αποζημίωση, καθώς και την καθορισθείσα μεταγενεστέρως αποζημίωση για τα επικείμενα του απαλλοτριωθέντος και την ιδιαίτερη αποζημίωση για τη μείωση της αξίας του εναπομείναντος τμήματος. Περαιτέρω το Εφετείο δέχεται τα εξής: "Η ενάγουσα, με αίτησή της που επιδόθηκε στον Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ και τον Νομάρχη Πειραιά στις 5-12-2001 είχε ζητήσει την άρση του ρυμοτομικού βάρους που επιβλήθηκε στο ακίνητό της με το χαρακτηρισμό αυτού ως χώρου για ανέγερση σχολείου ενώ με αίτησή της, που επιδόθηκε την ίδια ως άνω ημερομηνία στους Υπουργούς Οικονομικών, Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, στον Νομάρχη Πειραιά και στην πρώτη εναγομένη, είχε ζητήσει, κατά το άρθρο 11 §3 Ν.2882/2001, την έκδοση βεβαιωτικής πράξης για την αυτοδικαίως επελθούσα άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, λόγω μη καταβολής της πλήρους αποζημίωσης στην προθεσμία των δεκαοκτώ (18) μηνών. Κατόπιν αιτήσεως της ενάγουσας εκδόθηκε η 1609/2004 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία ακυρώθηκε η παράλειψη της Διοίκησης να εκδώσει βεβαιωτική πράξη για την αυτοδίκαιη άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης που είχε επιβληθεί στο εν λόγω ακίνητο της ενάγουσας. Κατά της αποφάσεως αυτής ασκήθηκαν αιτήσεις αναιρέσεως, που απορρίφθηκαν με την 1604/2008 απόφαση του ΣτΕ. Μολονότι, όμως, η ενάγουσα είχε επιδώσει στην πρώτη εναγόμενη στις 5-12-2001 την από 30-11-2001 αίτησή της, που ζητούσε την έκδοση βεβαιωτικής πράξης για την αυτοδικαίως επελθούσα άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, αφού δεν είχε συντελεστεί η αναγκαστική απαλλοτρίωση, η ΟΣΚ ΑΕ υπέβαλε την από 11-7-2002 αίτησή της προς τη Νομαρχία Αθηνών ζητώντας την έκδοση οικοδομικής άδειας ανέγερσης στο οικόπεδο της ενάγουσας νέας τριώροφης οικοδομής με υπόγειο για την στέγαση του ΤΕΕ Ελληνικού και εκδόθηκε στις 21-11-2002 η υπ'αριθμ. 1018/21.11.2002 άδεια ανέγερσης. Στις 28.11.2002 ο Δ. Σ. ως Πρόεδρος του ΔΣ της "ΟΣΚ ΑΕ" με τον Ε. Π., ως εκπρόσωπο της "ΕΛΕΡΓΟ AE", συνήψαν σύμβαση εκτέλεσης του έργου ανέγερσης του ως άνω σχολείου, σύμφωνα με τους όρους της διακήρυξης, που εγκρίθηκε με την ΑΠ34 - Τ2/12371/10-6-2002 απόφαση του διευθύνοντα συμβούλου της "ΟΣΚ ΑΕ" και σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους που περιέχονται στο ως άνω συμφωνητικό. Στην έκδοση της οικοδομικής άδειας τη σύναψη της ως άνω συμφωνίας και την εν συνεχεία κατασκευή του έργου αυτού προέβη η "ΟΣΚ ΑΕ" ως εταιρεία "ΟΣΚ ΑΕ" και όχι ως προστηθείσα του Ελληνικού Δημοσίου. Οι εργασίες του κτιρίου ολοκληρώθηκαν στις 1-8-2004, του αύλειου χώρου στις 14-10-2004, οπότε είχε ολοκληρωθεί το έργο. Στις 11-10-2004 ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Συμβατικών έργων Α. Π. και ο επιβλέπων μηχανικός Α. Κ. παρέδωσαν το έργο στη Σχολική Επιτροπή του TEE Ελληνικού. Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το άρθρο 243 του Ν. 3463/2006, σε κάθε Δήμο για τη στήριξη της διοικητικής λειτουργίας των σχολικών μονάδων... συνιστώνται οι Σχολικές Επιτροπές, που διέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 1894/1990 και του ως άνω άρθρου. Έργο της Σχολικής Επιτροπής είναι η διαχείριση των πιστώσεων, που διατίθενται για τη λειτουργία των σχολείων. Αφού η ΟΣΚ AE είχε καταλάβει το επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίου και είχε καταστήσει την αυτούσια απόδοση του ανέφικτη δια της κατασκευής σχολείου και πεζοδρομίων σ'αυτό, χωρίς να ενεργεί ως προστηθείσα, ούτε για λογαριασμό των λοιπών διαδίκων, παρά μόνο για δικό της λογαριασμό, η Σχολική Επιτροπή παρέλαβε στη συνέχεια στις 11-10-2004 τη χρήση του σχολείου αυτού, όπως όφειλε, σύμφωνα με το άρθρο 243 του Ν. 3463/2006 (Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων), καθόσον αυτή είναι υπεύθυνη για την κάλυψη των δαπανών λειτουργίας του (θέρμανση, φωτισμό, ύδρευση, καθαριότητα, συντήρηση, αγορά αναλώσιμων υλικών). Η Σχολική Επιτροπή δεν το παρέλαβε ως κάτοχος ούτε για λογαριασμό του Δήμου. Περαιτέρω η Σχολική Επιτροπή είχε υποχρέωση να το παραλάβει για τον σκοπό που εκτέθηκε και δεν είχε τη δυνατότητα να αρνηθεί την παραλαβή, ούτε να προβεί σε κάποιο έλεγχο πριν την παραλαβή. Δηλαδή στον εναγόμενο Δήμο και την Σχολική Επιτροπή αυτού δεν μεταβιβάστηκε δικαίωμα νομής, ούτε κατοχής, ούτε οι ανωτέρω εξέφρασαν τη βούλησή τους να είναι νομείς ή κάτοχοι ή κύριοι αυτού. Περαιτέρω η ενάγουσα, αφού για πρώτη φορά το Σεπτέμβριο του 2004 διαπίστωσε ότι κατασκευάστηκε κτίριο στο ακίνητό της, κοινοποίησε εξώδικη διαμαρτυρία στην Νομαρχία Αυτοδιοίκησης Αθηνών-Πειραιώς στις 5-10-2004, στην ΟΣΚ ΑΕ στις 4-10-2004, στον Υπουργό Εθνικής Παιδείας, τον Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ, το Ελληνικό Δημόσιο, τον Δ/ντη του Πολεοδομικού Γραφείου Αργυρούπολης. Τους ανωτέρω καλούσε να διακόψουν τις οικοδομικές εργασίες και να ανακαλέσουν την 1018/2002 οικοδομική άδεια. Περαιτέρω με την από 5-10-2004 αίτηση προς το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών ζήτησε την ακύρωση της υπ'αριθμ. 1018/2002 οικοδομικής άδειας και εκδόθηκε η 1099/27-4-2005 απόφαση που ακύρωσε αυτήν. Με την ως άνω έγγραφη διαμαρτυρία της διέκοψε την παραγραφή που επικαλούνται οι εναγόμενοι. Όμως η ΟΣΚ ΑΕ δεν παρέδωσε στην ενάγουσα το οικόπεδο, που κατέλαβε χωρίς δικαίωμα, αφού δεν συντελέστηκε η απαλλοτρίωση που είχε κηρυχθεί γι'αυτό, αντίθετα αυτή ολοκλήρωσε το έργο και αυτή διαμόρφωσε τα πεζοδρόμια και το παρέδωσε για χρήση, προσβάλλοντας έτσι το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας. Η ΟΣΚ ΑΕ το κατέλαβε η ίδια για τον εαυτό της, όχι ως προστηθείσα του Ελλ. Δημοσίου, ούτε για λογαριασμό του Ελλ. Δημοσίου, ή του Δήμου, χωρίς τη συνδρομή στην κατάληψη των λοιπών εναγομένων. Αυτή κατέστησε αδύνατη την αυτούσια απόδοση του ακινήτου, αφού σ' αυτό είχε κατασκευαστεί σχολείο και πεζοδρόμια και δεν είναι δυνατόν ν' αποδοθεί αυτό ως οικόπεδο αλλά ούτε να επανέλθει στην προηγούμενή του κατάσταση. Περαιτέρω έχουν καταστραφεί από την "ΟΣΚ ΑΕ" τα επικείμενα σ' αυτό, προκειμένου να κατασκευαστεί το σχολείο. Η ΟΣΚ ΑΕ προσέβαλε το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας και είναι υπόχρεη να καταβάλει αποζημίωση, αφού η αυτούσια απόδοση είναι αδύνατη". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο δέχθηκε την ένδικη αγωγή της αναιρεσίβλητης και αναγνώρισε την τελευταία κυρία του επίδικου (απαλλοτριωθέντος) ακινήτου, υποχρέωσε δε την αναιρεσείουσα να καταβάλει σ' αυτήν (αναιρεσίβλητη) το συνολικό ποσό των 6.624.307 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ως αποζημίωσης λόγω της αδυναμίας προς αυτούσια απόδοση του επιδίκου, τη νομή του οποίου είχε αποκτήσει η εναγομένη ΟΣΚ Α.Ε με παράνομο τρόπο, με την κατάληψη δηλ. του ακινήτου πριν (χωρίς να) συντελεστεί η απαλλοτρίωση, εν γνώσει τής μη συντελέσεώς της και παρά την αντίθετη θέληση της αναιρεσίβλητης-κυρίας του επιδίκου. ΙΙΙ. Υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του δικαστηρίου συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των ειρημένων ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1097 και 1099 του ΑΚ, όπως αυτές αναλύθηκαν ανωτέρω (υπό Ι), και όχι εκείνες (προϋποθέσεις εφαρμογής) του άρθρου 1100 του ΑΚ για την (μη) ευθύνη του καλόπιστου νομέα, και το Εφετείο, που εφήρμοσε τις πρώτες, όχι δε την, τελευταία, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αρ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον δεύτερο, από τη διάταξη αυτή, πρόσθετο λόγο αναιρέσεως. Περαιτέρω με τον πρώτο λόγο του κύριου δικογράφου της αναίρεσης προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες από τους αριθμούς 1 και 19 του ίδιου άρθρου 559 ΚΠολΔ σχετικά με την παραδοχή της ότι κατά την άσκηση της αγωγής (Φεβρουάριος 2008) η εναγομένη ΟΣΚ Α.Ε., της οποίας καθολική διάδοχος είναι η αναιρεσείουσα, κατά τα προεκτεθέντα, ήταν νομέας του επιδίκου, παρότι δέχεται ότι η ΟΣΚ Α.Ε. είχε παραδώσει από την 14-10-2004 στη Σχολική Επιτροπή του ΤΕΕ Ελληνικού το ανεγερθέν κτηριακό συγκρότημα του σχολείου, οπότε, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, η ΟΣΚ Α.Ε. έπαυσε να έχει τη νομή και κατοχή του ακινήτου, η οποία (νομή και κατοχή) μεταβιβάστηκε στην προρρηθείσα Σχολική Επιτροπή για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου και του Δήμου Ελληνικού σύμφωνα με τις επικαλούμενες διατάξεις του άρθρου 5 του ν.1894/1990. Ενόψει του ότι η νομή του επιδίκου κατά τον χρόνο της άσκησης της αγωγής είναι νομικώς αδιάφορη εν προκειμένω, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη (ανωτ. υπό Ι), πολλώ δε μάλλον που κατά τον φερόμενο ως άνω χρόνο της περιελεύσεως της νομής στην Σχολική Επιτροπή του ΤΕΕ Ελληνικού η αυτούσια απόδοση του επιδίκου είχε ήδη, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, καταστεί αδύνατη με ενέργειες της εναγομένης ΟΣΚ Α.Ε. λόγω της ανέγερσης από την τελευταία του σχολικού συγκροτήματος στο επίδικο και της διαμόρφωσης του περιβάλλοντος χώρου, προορισμένων άλλωστε να παραδοθούν στη Σχολική Επιτροπή του ΤΕΕ, ο εξεταζόμενος αυτός πρώτος λόγος αναιρέσεως προβάλλεται αλυσιτελώς και είναι απορριπτέος, σύμφωνα με την ίδια νομική σκέψη, αφού και χωρίς την ανωτέρω παραδοχή του Εφετείου δεν μεταβάλλεται το διατακτικό της απόφασης, στηριζόμενο πλήρως στις λοιπές ως άνω παραδοχές (παράνομη κατάληψη της νομής του επιδίκου και αδυναμία αυτούσιας απόδοσής του από ενέργειες της εναγομένης). Για τον ίδιο προεχόντως λόγο είναι απορριπτέος και ο έκτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο και υπό την επίκληση του αρ. 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό της περί αοριστίας της αγωγής ως προς την νομή του επιδίκου κατά τον χρόνο της άσκησης της αγωγής, χρόνος ο οποίος είναι νομικώς αδιάφορος εν προκειμένω, κατά τα προεκτεθέντα. Με τον δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου προσάπτονται στην αναιρεσιβαλλομένη οι ίδιες αναιρετικές πλημμέλειες των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ως προς την παραδοχή της ότι η εναγομένη ΟΣΚ Α.Ε. προέβη στην κατάληψη του επιδίκου και στην εν συνεχεία ανέγερση σ'αυτό του κτηριακού συγκροτήματος του ΤΕΕ Ελληνικού ενεργώντας μόνη της και για δικό της λογαριασμό, ενώ κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας η εναγομένη προέβη στις ανωτέρω ενέργειες ως προστηθείσα και για λογαριασμό του Ελληνικού δημοσίου (ΥΠΕΠΘ) και του Δήμου Ελληνικού, σύμφωνα με τις επικαλούμενες διατάξεις των άρθρων 3 του π.δ. 414/1998 και 1 του ν. 3027/2002 για τους σκοπούς της ΟΣΚ Α.Ε. Και ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής υπό την προεκτεθείσα έννοια, αφού και χωρίς την ειρημένη παραδοχή του Εφετείου και υπό την υποστηριζόμενη από την αναιρεσείουσα εκδοχή ότι η ΟΣΚ ΑΕ ενήργησε εν προκειμένω ως προστηθείσα και για λογαριασμό του Ελληνικού δημοσίου και του Δήμου Ελληνικού, η ευθύνη της τελευταίας παραμένει ακεραία (εις ολόκληρον με εκείνην του Ελληνικού δημοσίου κ.λ.π. όπως άλλωστε ζητούσε η αναιρεσίβλητη με την αγωγή της), σύμφωνα επίσης με την προηγηθείσα νομική σκέψη, και δεν ανατρέπεται το διατακτικό της απόφασης. Εξάλλου από το προπαρατεθέν περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό της εναγομένης ΟΣΚ Α.Ε. ότι η τελευταία δεν νομιμοποιείται παθητικώς στην έγερση της αγωγής, τον οποίο ισχυρισμό και απέρριψε το Εφετείο, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον τρίτο, από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς της. Τέλος, με τον έβδομο λόγο του αναιρετηρίου υποστηρίζεται ότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι "η ενάγουσα, αφού για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2004 διαπίστωσε ότι κατασκευάστηκε κτίριο στο ακίνητό της, κοινοποίησε εξώδικη διαμαρτυρία", γεγονός που κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας δεν αποδείχθηκε, υπέπεσε στις αναιρετικές πλημμέλειες των αριθμών 10 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αόριστος, προεχόντως επειδή δεν συνδέεται με κάποιαν δυσμενή για την αναιρεσείουσα έννομη συνέπεια που δέχθηκε το Εφετείο, ώστε να δικαιολογείται και έννομο συμφέρον της αναιρεσείουσας για την προβολή του. IV. Κατά τα άρθρα 90, 91, 93 του ν.2362/1995, αντίστοιχα, οποιαδήποτε απαίτηση κατά του δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής, η παραγραφή αυτή αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της απαίτησης, ενώ, τέλος, η ίδια παραγραφή διακόπτεται μόνο με τους αναφερόμενους στο άρθρο 93 τρόπους. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχεται ότι η αδυναμία για την αυτούσια απόδοση του επίδικου ακινήτου στην αναιρεσίβλητη συντελέστηκε με την ολοκλήρωση των εργασιών κατασκευής του κτιριακού συγκροτήματος (σχολείο) της αναιρεσείουσας και τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου (κατασκευή πεζοδρομίων), που έλαβαν χώραν την 1-8-2004 και 14-10-2004, αντίστοιχα. Σύμφωνα επομένως με τις παραδοχές αυτές, η αξίωση της αναιρεσίβλητης για αποζημίωση κατά τις ειρημένες διατάξεις των άρθρων 1099, 297, 298, 914 επ. του ΑΚ και 91 του ν.2362/95 γεννήθηκε μέσα στο έτος 2004 και ήταν έκτοτε δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, κατά συνέπειαν δε η παραγραφή της απαίτησης αυτής άρχισε από το τέλος του (οικονομικού) έτους 2004 και δεν είχε συμπληρωθεί κατά την επίδοση της αγωγής στην αναιρεσείουσα, που έγινε την 12-2-2008. Επομένως το Εφετείο, που απέρριψε την ένσταση παραγραφής της αναιρεσείουσας, αν και με την εσφαλμένη αιτιολογία ότι η παραγραφή αυτή διακόπηκε με την επίδοση στην αναιρεσείουσα, την 4-10-2004, εξώδικης διαμαρτυρίας για τις εκτελούμενες στο ακίνητο της αναιρεσίβλητης εργασίες ανοικοδομήσεως του κτηριακού συγκροτήματος του ΤΕΕ Ελληνικού, η οποία (αιτιολογία) υπόκειται σε ανάκληση κατ' άρθρον 578 του ΚΠολΔ, δεν παραβίασε, με εσφαλμένη εφαρμογή, τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 90, 91, 93 του ν.2362/95, που εφαρμόζονται και στον ΟΣΚ Α.Ε. (άρθρ. 34 παρ. 2 π.δ. 414/1998, 14 ν.627/1968), του οποίου, όπως ήδη έχει αναφερθεί, καθολικός διάδοχος είναι η αναιρεσείουσα εταιρεία (άρθρο 132 ν.4199/13), και τα αντίθετα που η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον πρώτο, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, πρόσθετο λόγο αναιρέσεως είναι αβάσιμα. V. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 914, 1097 και 1099 του ΑΚ προκύπτει ότι η αποζημίωση την οποία οφείλει στον κύριο ο νομέας του πράγματος που απέκτησε τη νομή με παράνομη πράξη και του οποίου (πράγματος) η αυτούσια απόδοση είναι αδύνατη από υπαιτιότητα του νομέα περιλαμβάνει κατ' αρχήν την πραγματική αξία του καταληφθέντος πράγματος κατά τον χρόνον της εκδόσεως της αποφάσεως, και ως τέτοιος χρόνος νοείται κατά τους δικονομικούς κανόνες ο χρόνος της πρώτης συζητήσεως της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Εξάλλου ο λόγος αναιρέσεως του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται και όταν το δικαστήριο εφαρμόζει εσφαλμένα τον κανόνα δικαίου, προσδίδοντας σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την πραγματική (ψευδής ερμηνεία). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο επιδίκασε στην αναιρεσίβλητη ως αποζημίωση για την ένδικη αιτία το ποσό των 6.624.307 ευρώ, λαμβάνοντας υπ' όψη ως κρίσιμο χρόνο του υπολογισμού της ζημίας και της εντεύθεν οφειλόμενης αποζημίωσης που επιδίκασε τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής της αναιρεσίβλητης (Φεβρουάριος 2008), όπως ρητώς αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλομένη, όχι δε εκείνον της πρώτης συζητήσεως της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (27-1-2009), που είναι ο χρόνος υπολογισμού της αποζημιώσεως κατά την έννοια των ειρημένων διατάξεων των άρθρων 297, 298, 914, 1097 και 1099 του ΑΚ. Επομένως το Εφετείο παραβίασε με ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή τις ανωτέρω διατάξεις, όπως βάσιμα η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον τρίτο, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πρόσθετο λόγο αναιρέσεως, επικαλούμενη και σημαντική μείωση της αξίας των ακινήτων από την μεσολαβήσασα οικονομική κρίση. Και πρέπει, κατά παραδοχήν του βάσιμου αυτού λόγου, μετά την οποία παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως, που αναφέρονται στο ίδιο κεφάλαιο της αποφάσεως και στη δικαστική δαπάνη, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος της που αφορά την επιδικασθείσα στην αναιρεσίβλητη αποζημίωση, να παραπεμφθεί κατά τούτο η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην καταθέσασα αναιρεσείουσα (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔ), και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων, κατά τα άρθρα 178 παρ. 1 και 183 εδ. β' του ΚΠολΔ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 5867/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην καταθέσασα αναιρεσείουσα. Και Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Ιανουαρίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διεκδικητική αγωγή ακινήτου. Απόκτηση της νομής πράγματος με παράνομη πράξη και αδυναμία αυτούσιας απόσβεσης του. Έννοιες. Υποχρέωση του νομέα να αποζημιώσει τον κύριο του ακινήτου. Αδιάφορο αν ο ίδιος (αποκτήσας ) είναι νομέας κατά την άσκηση της αγωγής. Υπολογισμός αποζημιώσεως κρίσιμος χρόνος εκείνος της έκδοσης της ακροάσεως, που κατά τους δικονομικούς κανόνες είναι ο χρόνος της πρώτης συζητήσεως στο Πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Πενταετής παραγραφής της αιτιάσεως κατά του δημοσίου και εν προκειμένω κατά της ΟΣΚ Α.Ε. Έναρξη της παραγραφής. Αναίρεση. Λόγοι αλυσιτελείς. Πότε. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, με ψευδή ερμηνεία και εντεύθεν εσφαλμένη εφαρμογή.(Αναιρεί εν μέρει ΕΑ 5867/2013).
Παραγραφή αξιώσεων
Αγωγή διεκδικητική, Αδικοπραξία , Αποζημίωση, Δημόσιο , Ένδικο μέσο, Παραγραφή αξιώσεων.
0
Αριθμός 139/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' Ποιν. Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Φεβρουαρίου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιου Παντελή (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Μ. Χ. του Γ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο ακροατήριο, για αναίρεση της ΒΤ 6559/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Ιανουαρίου 2014 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 181/2014. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη η προκείμενη αίτηση . ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Εξάλλου, κατά το άρθρο 514 εδ. α ΚΠΔ, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα από 16-4-2004 και από 02-09-2014 αποδεικτικά επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών, της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου Α. Σ. και της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς Ι. Γ. αντίστοιχα, ο αναιρεσείων και η αντίκλητος δικηγόρος του Βασιλική Τζεβελέκου, κλητεύθηκαν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθεί ο αναιρεσείων στη συνεδρίαση της 08-10-2014, που είχεν προσδιορισθεί η κρινόμενη από 30/01/2014 αίτησή του. Κατά την παραπάνω συνεδρίαση, με αίτημα πληρεξουσίου δικηγόρου του αναιρεσείοντος, με τη με αρ. 968/2014 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, η υπόθεση αναβλήθηκε για την παραπάνω ρητή δικάσιμο της 04-02-2015, πλην ο αναιρεσείων δεν παραστάθηκε κατ'αυτήν μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το οικείο πινάκιο στη σειρά της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου και επομένως πρέπει να δικασθεί ερήμην και η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως αυτού πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 3/30-01-2014 αίτηση του Μ. Χ. του Γ. περί αναιρέσεως της με αρ.ΒΤ 6559/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Φεβρουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορρίπτεται η αίτηση αναίρεσης, ως ανυποστήρικτη, λόγω μη παράστασης του κλητευθέντος αναιρεσείοντος.
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο
Αναιρέσεως ανυποστήρικτο.
0
Αριθμός 145/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014 με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Θ. Δ. του Σ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μυτατούλη. Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Λ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Λάμπρου. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/7/2000 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Κορίνθου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 112/2000 του ίδιου Δικαστηρίου, 220/2003 μη οριστική και 244/2008 οριστική του Εφετείου Ναυπλίου. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν δύο αναιρέσεις και εκδόθηκαν οι 849/2010 και 891/2010 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, οι οποίες την αναίρεσαν και παρέπεμψαν την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 224/2013 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 28/11/2013 αίτησή του και τους από 2/10/2014 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 27/10/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.1 του ΝΔ 1024/1971 συνάγεται ότι επιτρέπεται σύσταση διηρημένης ιδιοκτησίας επί αυτοτελούς οικοδομήματος ανεγερθέντος ή μέλλοντος να ανεγερθεί επί ενιαίου οικοπέδου, που ανήκει σε ένα ή περισσότερους, διέπεται όμως κατά τα λοιπά από τις διατάξεις των άρθρων 1 επ του Ν.3741/1929 και των άρθρων 1002 και 117 ΑΚ, οι οποίες ισχύουν απαραλλάκτως και επί της καθέτου ιδιοκτησίας, γιατί το ανωτέρω ΝΔ 1027/1071 δεν επέφερε καμμία μεταβολή στη νομική διασκευή του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας όπως διαμορφώθηκε από το Ν.3741/1929 και τα άρθρα 1002 και 1117 ΑΚ. Έτσι σε περίπτωση συστάσεως κάθετης ιδιοκτησίας, δηλαδή χωριστής ιδιοκτησίας επί περισσοτέρων οικοδομημάτων, τα οποία ανεγείρονται σε ενιαίο οικόπεδο, αλλά σε ορισμένα για κάθε συνιδιοκτήτη τμήματα του κοινού ακινήτου, ο καθένας από τους συνιδιοκτήτες έχει δικαίωμα να προβεί σε ανέγερση οικοδομής στο καθορισμένο γι'αυτόν τμήμα του κοινού οικοπέδου και θεωρείται έναντι του συγκυρίου αυτοτελής κύριος της χωριστής ιδιοκτησίας επί του τμήματος αυτού. Η κάθετη ιδιοκτησία είναι σύνθετο εμπράγματο δικαίωμα που αποτελείται από το δικαίωμα χωριστής αποκλειστικής κυριότητας στη διαιρεμένη ιδιοκτησία (οικοδόμημα) που υπάρχει ή πρόκειται να ανεγερθεί στον δικό του διαιρετό χώρο και το δικαίωμα αναγκαστικής εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας στα κοινά μέρη, που είναι οπωσδήποτε το ενιαίο οικόπεδο επί του οποίου τα αυτοτελή οικοδομήματα που αποτελούν διαιρεμένες (κάθετες) ιδιοκτησίες και οι τυχόν κοινόχρηστοι χώροι. Η μερίδα αναγκαστικής συγκυριότητας καθενός από τους δικαιούχους των επί μέρους καθέτων ιδιοκτησιών μπορεί να καθορισθεί κατά τη σύσταση της κάθετης ιδιοκτησίας ή με μεταγενέστερη συμφωνία όλων των δικαιούχων, ενώ η έλλειψη τέτοιας συμφωνία δεν επιδρά στο κύρος της ενστάσεως της κάθετης ιδιοκτησίας, καθόσον στην περίπτωση αυτή προβλέπεται ειδική ρύθμιση για τον προσδιορισμό της μερίδας αυτής, η οποία βάσει του άρθρου 1117 ΑΚ και του άρθρου 10 παρ.1 του Ν.3741/1929 είναι ανάλογη. Περαιτέρω επί κάθετης ιδιοκτησίας η συμφωνία των συνιδιοκτητών ότι καθένας τους δικαιούται να καλύψει ορισμένη επιφάνεια του κοινού οικοπέδου έχει χαρακτήρα δουλείας (αρθρ.13 παρ.3 του Ν.3741/1929), κατά το περιεχόμενο της οποίας απαγορεύεται η κάλυψη μεγαλύτερου ποσοστού από εκείνο που αναλογεί στην ιδιοκτησία του κατά τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, γιατί αλλιώς περιορίζεται το δικαίωμα του εκμετάλλευσης του χωριστού τμήματος του οικοπέδου που του ανήκει με ανέγερση αυτοτελούς οικοδομής. Εξ ετέρου παρά την ύπαρξη συνεστημένης κάθετης ιδιοκτησίας το οικόπεδο από άποψη δόμησης παραμένει ενιαίο και επίκοινο, ο δε συντελεστής δόμησης υπολογίζεται ενιαίως, οπότε ο συνιδιοκτήτης που ζημιώνεται δικαιούται να απαιτήσει την κατεδάφιση κατά το μέρος της υπέρβασης ή κατά την έλλειψή του, αν υπάρχει αδυναμία κατεδάφισης, την αποζημίωσή του με ποσό ίσο προς την αξία της επιφάνειας που θα στερηθεί. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.1 του Ν.1577/1985 (ΓΟΚ) οι διατάξεις του Πολεοδομικού Κανονισμού (αρθρ.2 έως και 25) ισχύουν για τις περιοχές εντός εγκεκριμένου σχεδίου. Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.3 του Ν.1577/1985 (ΓΟΚ), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του Ν.2831/2000 "σε οικισμούς χωρίς εγκεκριμένο σχέδιο από τις διατάξεις του Πολεοδομικού Κανονισμού, εφαρμόζονται τα άρθρα 2, 3, 4, 5, το άρθρο 7 πλην της παρ.1Βι, το άρθρο 8 παρ.3, το άρθρο 9 παρ.1 και 4, με τη διευκρίνιση ότι η αναφερόμενη σ'αυτή απόσταση Δ ορίζεται σε 2,5 μ. ανεξάρτητα από το ύψος και οι παρ.9 και 10, το άρθρο 11, το άρθρο 17, το άρθρο 18, όπου δεν ορίζεται διαφορετικά από τις αντίστοιχες ειδικές διατάξεις και τα άρθρα 19, 21, 22, 23 και 25". Δηλαδή είναι σαφές ότι η διάταξη του άρθρου 8 παρ.2 εδ.2 του Ν.1577/1985 (ΓΟΚ) δεν συμπεριλαμβάνεται στις παραπάνω διατάξεις, που εφαρμόζονται στις περιπτώσεις οικισμών χωρίς εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο, ορίζει δε το άρθρο τούτο "υποχρεωτικός ακάλυπτος χώρος του οικοπέδου θεωρείται και η επιφάνεια του προκηπίου, καθώς και η επιφάνεια που προκύπτει από την τυχόν υποχώρηση του κτιρίου από την οικοδομική γραμμή, ανεξάρτητα από το βάθος της". Στο άρθρο 2 περ. 32 του εν λόγω ΓΟΚ ορίζεται "ημιυπαίθριος χώρος είναι ο στεγασμένος χώρος του κτιρίου, του οποίου η μία τουλάχιστον πλευρά είναι ανοικτή προς τον κοινόχρηστο χώρο ή τους ακάλυπτους χώρους του οικοπέδου που δεν προσμετρώνται στην κάλυψη και οι υπόλοιπες πλευρές του ορίζονται από τοίχους ή κατακόρυφα φέροντα ή μη στοιχεία και χρησιμοποιούνται για την μετακίνηση ή προσωρινή παραπομπή ανθρώπων", κατά την περ.38 "Εξώστης είναι η οριζόντια προεξοχή της πλάκας του δαπέδου ορόφου ή δώματος, η οποία προβάλλει, με ή χωρίς τη χρήση δοκών, πέρα από τις επιφάνειες των όψεων του κτιρίου και χρησιμοποιείται για την μετακίνηση και την προσωρινή παραμονή ανθρώπων, κατά την παρ.39 "Προστέγασμα είναι η σταθερή ή κινητή προεξοχή πέρα από τις επιφάνειες των όψεων του κτιρίου, η οποία δεν χρησιμοποιείται ως εξώστης", κατά την παρ.14 "όρια οικοπέδου ή γηπέδου είναι οι γραμμές που το χωρίζουν από τα όμορα οικόπεδα και τους κοινόχρηστους χώρους", κατά ην παρ.40 "Περίφραγμα είναι η κατασκευή, με ην οποία διαχωρίζονται μεταξύ τους όμορα οικόπεδα ή γήπεδα καθώς και οικόπεδο ή γήπεδο από κοινόχρηστο χώρο". Κατά το άρθρο 18 παρ.1 του εν λόγω ΓΟΚ "Τα οικόπεδα οριοθετούνται με σταθερούς οριοδείκτες ή με περιφράγματα", κατά δε το άρθρο 10 παρ.7 της ν.Α3046/304/1989 "περί Κτιριοδομικού Κανονισμού" "Τα περιφράγματα τα οποία κατασκευάζονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 του Ν.1577/1985, τοποθετούνται είτε κατά μήκος των ορίων των ομόρων οικοπέδων, είτε στο πρόσωπο αυτών. Όταν τα περιφράγματα κατασκευάζονται στο πρόσωπο του οικοπέδου τοποθετούνται εξ ολοκλήρου εντός του οικοπέδου. Όταν τα περιφράγματα κατασκευάζονται παρά το κοινό όριο ομόρων οικοπέδων μπορούν να τοποθετούνται εξ ολοκλήρου εντός του οικοπέδου ή εκατέρωθεν του κοινού ορίου με συμφωνία των ομόρων ιδιοκτητών". Εξάλλου κατά το άρθρο 7 παρ. α και β του εν λόγω ΓΟΚ για τον υπολογισμό του συντελεστή δόμησης που πραγματοποιείται στο οικόπεδο, προσμετρούνται α)οι επιφάνειες των στεγασμένων και κλειστών από όλες τις πλευρές χώρων του κτιρίου, οποιασδήποτε χρήσης σε όλους τους ορόφους...β)οι επιφάνειες των εξωστών και ημιυπαίθριων χώρων, εκτός από τους αναφερόμενους στην παρ.2 του άρθρου 11, κατά την οποία (παρ.2 αρθρ.11) "Εξώστες και ημιυπαίθριοι χώροι, συνολικής επιφάνειας έως 40% αυτής, που επιτρέπεται να δομηθεί συνολικά στο οικόπεδο, δεν υπολογίζονται στο συντελεστή δόμησης. Από το ανωτέρω ποσοστό οι ημιυπαίθριοι χώροι δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το 20% του συντελεστή δόμησης. Για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής, οι ημιυπαίθριοι χώροι πρέπει να έχουν πλάτος τουλάχιστον 2,50 μ. και βάθος μικρότερο ή ίσο με το πλάτος τους. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, εφαρμόζονται τόσο για τα νέα κτίρια, όσο και για τις προσθήκες σε υφιστάμενα κτίρια..." κατά το άρθρο 17 παρ.2 του εν λόγω ΓΟΚ στους ακάλυπτους χώρους του οικοπέδου επιτρέπεται, μεταξύ άλλων η κατασκευή "στοιχείων προσωρινής παραμονής (πάγκοι, τραπέζια), άθλησης και παιγνιδότοπων", ενώ κατά το άρθρο 11 παρ.1 "εξώστες με τυχόν οριζόντια φέροντα ή κατακόρυφα και οριζόντια αρχιτεκτονικά στοιχεία και ημιυπαίθριοι χώροι διατάσσονται ελεύθερα σε οποιαδήποτε όψη και όροφο του κτιρίου". Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, ο οποίος παραβιάζεται αν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 10/2011). Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως, δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία, για να κριθεί, αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1001/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 562 παρ.2 ΚΠολΔ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως, σ' αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, ανελέγκτως ως προς την αγωγή του αναιρεσίβλητου περί υπερβάσεως από τον αναιρεσείοντα του συντελεστή δόμησης, κατά την ανέγερση κάθετης ιδιοκτησίας επί επικοίνου οικοπέδου καθώς και των συνεπειών από την υπέρβαση αυτή και την γέννηση αξιώσεων ποινικής ρήτρας, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με το υπ'αριθ. .../1993 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμ/φου Αμαρουσίου Κων. Γκιούσα, νομίμως μεταγεγραμμένο, περιήλθαν στην κυριότητα του ενάγοντος με αγορά από τη θεία του Β. Λ., μεταξύ άλλων και ένα αγροτικό ακίνητο, που βρίσκεται στη θέση "Θυμαρίστα-Λεμπέση" στον οικισμό "ΚΥΡΑ ΒΡΥΣΗ" της κτηματικής περιφέρειας της πρώην κοινότητας Ισθμίας και ήδη Λουτρακίου, ήτοι (α') ένα αγροτεμάχιο, εκτάσεως 1.635 τετραγωνικών μέτρων, το οποίο εμφαίνεται με τον αριθμό -13- στο από μηνός Νοεμβρίου 1990 τοπογραφικό διάγραμμα του ιδίου πολιτικού μηχανικού, που συνοδεύει το παραπάνω συμβόλαιο, συνορεύει ανατολικώς με οικόπεδο του ενάγοντος, όπου έχει ανεγείρει εξοχική κατοικία, δυτικώς με ιδιοκτησία Γ. Λ., προς βορράν με το εν συνεχεία περιγραφόμενο αγροτεμάχιο του ενάγοντος και προς νότον με δρόμο. Με το ίδιο ως άνω συμβολαιογραφικό έγγραφο ο ενάγων απέκτησε την κυριότητα και ενός όμορου προς βορράν (β') αγροτεμαχίου, εκτάσεως. 9.200 τ.μ., το οποίο εμφαίνεται στο προσαρτώμενο από μηνός Οκτωβρίου 1986 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Θ. Σ.. Ακολούθως ο ενάγων - το ανωτέρω υπό στοιχείο α' ακίνητο του, το οποίο σε νεότερη καταμέτρηση εμφανίζεται να έχει έκταση 1.655,14 τετραγωνικών μέτρων, υπήγαγε στις διατάξεις του ν.δ. 1024/1971, του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ και συνέστησε επ' αυτού με την υπ' αριθ. .../1994 πράξη του συμβ/φου Αθηνών Ηλία Παπασταθόπουλου, νομίμως μεταγεγραμμένη, τρεις αυτοτελείς και ανεξάρτητες κάθετες ιδιοκτησίες, οι οποίες εμφαίνονται με τα αλφαβητικά στοιχεία β-γ-ι-θ-β, η-θ-ι-δ-κ-η και α-η-κ-ε-ζ-α στο από μηνός Οκτωβρίου 1994 τοπογραφικό διάγραμμα του ιδίου ως άνω πολιτικού μηχανικού, που έχει προσαρτηθεί στην ως άνω πράξη σύστασης καθέτων ιδιοκτησιών. Από τις κάθετες αυτές ιδιοκτησίες, τη δεύτερη (μεσαία), δηλαδή εκείνη με τα στοιχεία η-θ-ι-δ-κ-η, μεταβίβασε λόγω πωλήσεως στον εναγόμενο με το υπ' αριθ. .../1994 συμβόλαιο του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα. Τα παραπάνω συνομολογούνται από τους διαδίκους. Η άνω κάθετη ιδιοκτησία έχει έκταση 803,40 τετραγωνικά μέτρα, ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο όλο οικόπεδο 486/1000 και κατόπιν ειδικής συμφωνίας των μερών, που αποτυπώθηκε στο άνω συμβολαιογραφικό έγγραφο, αντιστοιχεί σ' αυτήν δομήσιμη επιφάνεια 200 μ. Η προς ανατολάς, σε σχέση με την ιδιοκτησία του εναγομένου, κάθετη ιδιοκτησία του ενάγοντος έχει έκταση 305,54 τ.μ και δομήσιμη επιφάνεια 70 τ.μ., η προς δυσμάς έχει έκταση 546,20 τ.μ. και δομήσιμη επιφάνεια 130 τ.μ. Τα όρια της εν λόγω κάθετης ιδιοκτησίας του εναγομένου καθορίστηκαν με σαφήνεια στο πωλητήριο συμβόλαιο και με αναφορά στο συνημμένο τοπογραφικό διάγραμμα, αναφέρεται δε ειδικότερα ότι αυτή συνορεύει, βόρεια επί τεθλασμένης πλευράς ι-δ-κ μήκους ι-δ 13,70 μ. και δ-κ 14 μ. με ιδιοκτησία ενάγοντος (πρόκειται για το ανωτέρω β' αγροτεμάχιο, 9.200 τ.μ.,), νότια σε πρόσοψη η-θ μήκους 26,50 μ. με κοινοτικό δρόμο, ανατολικά σε πλευρά ι-θ μήκους 29,75 μ. με την υπό στοιχεία θ-β-γ-ι-θ κάθετη ιδιοκτησία του ενάγοντος και δυτικά σε πλευρά η-κ μήκους 34,10 μ. με την υπό στοιχεία α-η-κ-ε-ζ-α κάθετη ιδιοκτησία του ενάγοντος. Από την περιγραφή των ορίων των υπό στοιχεία α' και β' αγροτεμαχίων στο άνω υπ' αριθ. .../1993 πωλητήριο συμβόλαιο αποδεικνύεται ότι η κάθετη ιδιοκτησία που μεταβιβάστηκε στον εναγόμενο είναι συνεχόμενη και εφαπτόμενη του βορείως κειμένου υπό στοιχείο β' αγροτεμαχίου του ενάγοντος. Από την επισκόπηση δε του από μηνός Οκτωβρίου 1994 τοπογραφικού διαγράμματος του πολιτικού μηχανικού Θ. Σ., που συνοδεύει τον τίτλο κτήσεως του εναγομένου, αποδεικνύεται ότι η νότια πλευρά του όλου οικοπέδου, επί του οποίου συνεστήθησαν οι τρεις κάθετες ιδιοκτησίες, απεικονίζεται με ευθεία γραμμή, η οποία αρχίζει από τη νοτιοδυτική γωνία α' του οικοπέδου και με μήκος 51,20 μ. καταλήγει στη νοτιοδυτική γωνία β' αυτού, αποτελεί δε η ευθεία αυτή συνέχεια του μανδροτοίχου πρόσοψης της εξοχικής κατοικίας του ενάγοντος, που έχει ανεγερθεί σε οικόπεδο ανατολικά της με στοιχεία β-γ-ι-θ-β κάθετης ιδιοκτησίας αυτού. Παρά δε τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο, ο μανδρότοιχος αυτός υπήρχε κατά το χρόνο σύνταξης του παραπάνω τοπογραφικού διαγράμματος, η δε δυτική γωνία αυτού (σημείο β' στο παραπάνω τοπογραφικό διάγραμμα) αποτέλεσε το σταθερό σημείο για τη μέτρηση του όλου οικοπέδου. Εξ άλλου, με ευθεία γραμμή και χωρίς εισοχές - εξοχές απεικονίζεται η νότια πλευρά του οικοπέδου αυτού και στο από μηνός Νοεμβρίου 1994 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Σ. Ζ., που υπέβαλε ο εναγόμενος στην Πολεοδομία Κορίνθου για την έκδοση της υπ' αριθ. 635/1995 οικοδομικής του άδειας, καθώς επίσης και στο από μηνός Δεκεμβρίου 1999 τοπογραφικό διάγραμμα της αρχιτέκτονος Μ. Τ., με βάση το οποίο εκδόθηκε η υπ' αριθ. 193/2000 δεύτερη οικοδομική του άδεια (βλ. αυτά προσκομιζόμενα μετ' επικλήσεως). Και τα δύο αυτά διαγράμματα που συνοδεύονται από αντίστοιχες δηλώσεις του εναγομένου περί ορθής υλοποίησης των ορίων του οικοπέδου του, ταυτίζονται ως προς το σχήμα και τις διαστάσεις του απεικονιζόμενου οικοπέδου με το διάγραμμα του Θ. Σ., του οποίου φαίνεται ότι αποτελούν πιστή αντιγραφή. Η αποτύπωση στα παραπάνω τοπογραφικά διαγράμματα με ευθεία γραμμή της νότιας πλευράς του ανωτέρω οικοπέδου, δεν έγινε σε εφαρμογή υπάρχοντος ρυμοτομικού σχεδίου, αφού δεν έχει εγκριθεί τέτοιο σχέδιο για τον οικισμό Κυράς Βρύσης (βλ. το προσκομιζόμενο μετ' επικλήσεως υπ' αριθ. πρωτ. 8451/ 28.11.2001 έγγραφο της διεύθυνσης ΧΩ.ΠΟ.ΠΕ της Νομαρχίας Κορινθίας), αλλά απεικόνιζε την πραγματική κατάσταση κατά το χρόνο συντάξεως των διαγραμμάτων αυτών του νοτίου ορίου του εν λόγω οικοπέδου, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί σε σχέση με τον διερχόμενο νοτίως κοινοτικό δρόμο, ο οποίος σε όλα τα παραπάνω διαγράμματα απεικονίζεται με πλάτος 8 μέτρων. Διαφορετικά, αν δηλαδή η νότια πλευρά δεν ήταν καθ' όλο το μήκος της ευθεία, ασφαλώς και ο εναγόμενος θα επεδίωκε να αποτυπωθεί στο τοπογραφικό διάγραμμα, που συνοδεύει τον τίτλο κτήσεως (αρθ. 336 παρ. 4 ΚπολΔ). Το πλάτος αυτό των 8 μ. διατηρεί και σήμερα ο δρόμος αυτός, παρά την κατασκευή στην ανατολική κάθετη ιδιοκτησία του ενάγοντος μανδροτοίχου πρόσοψης και δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι ο ενάγων επεκτάθηκε κατά την ανέγερση του μανδροτοίχου της ιδιοκτησίας του σε βάρος του κοινοτικού δρόμου (βλ. και το προσκομιζόμενο μετ' επικλήσεως από τον ενάγοντα από 4-4-2002 τοπογραφικό διάγραμμα του πραγ/να Ν. Κ., όπου αποτυπώνεται η άνω οδός καθ' όλο το μήκος της, χωρίς να εμφανίζονται ουσιώδεις διαφοροποιήσεις στο σημείο, όπου έχει κτιστεί ο μανδρότοιχος του ενάγοντος, εν αντιθέσει με τον αντίστοιχο του εναγομένου, που έχει τοποθετηθεί εμφανώς εσωτέρα του ορίου του δρόμου). Ούτε εξάλλου ο ενάγων, κύριος μια τόσο μεγάλης εκτάσεως στην ευρύτερη περιοχή (περί τα 10 στρέμματα), είχε σοβαρό λόγο να προβεί στην κατάληψη λιγοστών τ.μ. κοινοχρήστου δρόμου, προκειμένου να περιέλθει σε χρόνιες δικαστικές διενέξεις με τον εναγόμενο, τυχόν άλλους όμορους ιδιοκτήτες, καθώς και τον άμεσα ενδιαφερόμενο Δήμο. Αλλά και στο από 22-11-2004 διευκρινιστικό έγγραφο του πραγμ/να Ε. Ο. (διορίστηκε από το TEE κατόπιν της από 13-7-2004 αιτήσεως του εναγομένου) γίνεται λόγος ότι η υλοποίηση του νοτίου ορίου Δ. (εναγομένου) είναι λανθασμένη και δημιουργείται λωρίδα 36 τ.μ. περίπου μεταξύ του δρόμου και της ιδιοκτησίας του (προσκομίζεται μετ' επικλήσεως από τον ενάγοντα). Ο πραγματογνώμων Κ. Κ. αναφέρει στη άνω έκθεση του ότι "η δημοτική οδός, όπως είναι φυσικό, λόγω του ότι δεν έχει εφαρμοσθεί εγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο και δεν έχουν κατασκευασθεί κράσπεδα, είναι μέσου πλάτους οκτώ περίπου μέτρων (διαφοροποιείται δηλαδή από σημείο σε σημείο αλλά κυμαίνεται πάντα γύρω στα οκτώ μέτρα), όπως επίσης και το πλάτος του ασφαλτοστρωμένου τμήματος δεν είναι παντού το ίδιο", όπως φαίνεται και στο επισυναπτόμενο τοπογραφικό διάγραμμα του άνω πραγματογνώμονα, καθώς και στο επισυναπτόμενο από τον πραγματογνώμονα τοπογράφο μηχανικό Α. Γ., "ενώ δεν νοείται να υπάρχουν σπασίματα (εσοχή 1,80 μ. από ιδιοκτησία σε ιδιοκτησία), στο όριο μιας δημοτικής οδού" (βλ. εν λόγω έκθεση πραγματογνωμοσύνης). Επιπλέον στο από 4.4.2002 τοπογραφικό διάγραμμα του πραγματογνώμονα Ν. Κ., που διορίστηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Κορίνθου στα πλαίσια άλλης προγενέστερης δίκης μεταξύ των διαδίκων, εμφαίνεται ότι στο δυτικό άκρο της κάθετης ιδιοκτησίας του εναγομένου (που νοείται ως προέκταση σε ευθεία γραμμή του μανδροτοίχου πρόσοψης της ανατολικής κάθετης ιδιοκτησίας του ενάγοντος), ο εν λόγω δρόμος έχει συνολικό πλάτος 8,35 μ., εκ των οποίων 6,90 μ. είναι το ασφαλτοστρωμένο τμήμα αυτού και 1,45 μ. το γυμνό έδαφος μέχρι την περίφραξη της Κοινότητας Ισθμίας. Το ίδιο συμβαίνει και στο ανατολικό άκρο της ίδιας κάθετης ιδιοκτησίας, όπου το συνολικό πλάτος εγγίζει τα 8 μ., εκ των οποίων 5,85 μ. είναι το ασφαλτοστρωμένο τμήμα και περί τα 2 μ. το γυμνό έδαφος μέχρι τη περίφραξη με ξερολιθιά. Από την πλευρά του ο εναγόμενος υπολογίζει το πλάτος του δρόμου από τη ρίζα των στύλων της ΔΕΗ και υποστηρίζει ότι το νότιο όριο της κάθετης ιδιοκτησίας του αρχίζει σε απόσταση 8 μέτρων από τους στύλους αυτούς. Αυτό δεν είναι αληθές διότι, όπως φαίνεται από το παραπάνω τοπογραφικό διάγραμμα του πραγματογνώμονα Ν. Κ. (αλλά και από τις προσκομιζόμενες μετ' επικλήσεως από τον ενάγοντα φωτογραφίες με αρ. σχετ. 25), οι στύλοι αυτοί έχουν τοποθετηθεί εσώτερα της νότιας πλευράς του κοινοτικού δρόμου και ακριβώς δίπλα από το ασφαλτοστρωμένο τμήμα αυτού, ενώ στα προσκομιζόμενα μετ' επικλήσεως τοπογραφικά διαγράμματα των μηχανικών Σ., Ζ. και Τ., είχε ληφθεί ως όριο για την επιμέτρηση του συνολικού πλάτους του δρόμου η νότια πλευρά αυτού και όχι οι στύλοι της ΔΕΗ. Από τα παραπάνω σαφώς συνάγεται ότι η νότια πλευρά του όλου οικοπέδου, επί του οποίου συνεστήθησαν οι τρεις κάθετες ιδιοκτησίες, αποτελεί προέκταση σε ευθεία γραμμή του μανδροτοίχου πρόσοψης της εξοχικής κατοικίας του ενάγοντος, αυτή δε η γραμμή, που αποτυπώνεται με τα στοιχεία β-θ-η-α στο από μηνός Οκτωβρίου 1994 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Θ. Σ., θα πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία για τη μέτρηση του μήκους της ανατολικής και δυτικής πλευράς της κάθετης ιδιοκτησίας του εναγομένου, των οποίων το μήκος, όπως προαναφέρθηκε, είναι της μεν ανατολικής 29,50 μ. και της- δυτικής 34,10 μ. απορριπτόμενων των αντιθέτως υποστηριζόμενων από τον εναγόμενο για το ζήτημα αυτό. Άλλωστε, από αυτή τη γραμμή, ως νότιο όριο της κάθετης ιδιοκτησίας του, ο εναγόμενος άρχισε να κατασκευάζει τον ανατολικό μανδρότοιχο, τον οποίο ακολούθως κατεδάφισε κατά ένα τμήμα του 1,80 μ. για να αρχίζει εσώτερα του ορίου αυτού, όπως αποδεικνύεται από την από προσκομιζόμενη μετ' επικλήσεως 14.4.2003 έκθεση αυτοψίας του υπαλλήλου της Πολεοδομίας Γ. Γ.. Περαιτέρω, σύμφωνα με τους όρους της ως άνω υπ' αριθ. .../1994 πράξεως συστάσεως κάθετης ιδιοκτησίας, νομίμως μεταγεγραμμένης: α) ο ιδιοκτήτης κάθε μίας από τις αναφερόμενες κάθετες ιδιοκτησίες δικαιούται να κάνει ελεύθερα χρήση πάνω στο τμήμα του όλου αγροτεμαχίου, που αποτελεί την κάθετη ιδιοκτησία, στο οποίο τμήμα θα έχει δικαίωμα αποκλειστικής κατοχής και χρήσης, δικαιούται να το περιφράξει και γενικά να ασκεί ελεύθερα όλες ανεξαιρέτως τις κατοχικές πράξεις που αρμόζουν στον κύριο του ακινήτου, υποχρεούται όμως να ασκεί τα δικαιώματα του, που απορρέουν από την συνιδιοκτησία, σύμφωνα με τους κανόνες της καλής πίστης, του γειτονικού δικαίου και με τρόπο έτσι ώστε η άσκηση των δικαιωμάτων του κάθε ενός συνιδιοκτήτη να μην παρεμποδίζει την άσκηση των δικαιωμάτων του άλλου. Ειδικότερα μνημονεύεται ρητώς ότι ο περιβάλλων την οικοδομή χώρος θα είναι ελεύθερος και δεν επιτρέπεται η δημιουργία μονίμων ή προχείρων κατασκευών, που αλλοιώνουν την αισθητική της οικοδομής και του περιβάλλοντος χώρου χωρίς την έγγραφη συναίνεση του εμφανισθέντος-εν προκειμένω του ενάγοντος (υπό στοιχ. 4 όρος), β) Ασκώντας ο κάθε ιδιοκτήτης το παραπάνω δικαίωμα του θα μπορεί να καλύπτει ολόκληρο το ύψος και τον όγκο της οικοδομής που προβλέπουν οι πολεοδομικές διατάξεις, σε καμία όμως περίπτωση η επιφάνεια και ο όγκος κάθε μίας οικοδομής δεν θα μπορεί να υπερβαίνει τον όγκο και την επιφάνεια που αντιστοιχούν σ' αυτήν αναλογικά, όπως αναφέρεται αναλυτικά στην πράξη αυτή για κάθε μία από τις συνιστώμενες κάθετες ιδιοκτησίες (υπό στοιχ. β' όρος), όπως δε ήδη αναφέρθηκε, κατόπιν σχετικής συμφωνίας των συμβαλλομένων για την πωληθείσα κάθετη ιδιοκτησία του εναγομένου συμφωνήθηκε οικοδομήσιμη επιφάνεια 200 τ.μ,. (βλ. 8 σελίδα άνω υπ' αρ. .../1994 πράξεως), γ) Κάθε συνιδιοκτήτης που προτίθεται να ανεγείρει οικοδομή υποχρεούται, με ποινική ρήτρα 500.000 δρχ. για κάθε μία συνιδιοκτησία, να ενημερώνει εγγράφως τους υπόλοιπους συνιδιοκτήτες, κοινοποιώντας αντίγραφο της άδειας ανεγέρσεως της οικοδομής του, προ της ενάρξεως των σχετικών οικοδομικών εργασιών (υπό στοιχ. 6 όρος), δ) Σε περίπτωση που κάποιος από τους συνιδιοκτήτες υπερβεί τη αναλογία που του ανήκει σε όγκο και επιφάνεια της οικοδομής που θα κτίσει, σε οποιοδήποτε λόγο οφειλόμενο ακόμη και ολιγωρία των άλλων, τότε οποιοσδήποτε από τους υπόλοιπους θα έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την κατεδάφιση του επιπλέον κτίσματος και να ζητήσει επιπλέον και την αποκατάσταση κάθε ζημίας του θετικής ή αποθετικής. Επιπλέον θα υπόκειται σε ποινική ρήτρα υπέρ ενός εκάστου των λοιπών συνιδιοκτητών από 100.000 δρχ. για κάθε τετραγωνικό μέτρο επιφάνειας, που ανήγειρε πλέον εκείνων που δικαιούται (υπό στοιχ. 6 όρος - βλ. προσκομιζόμενα μετ' επικλήσεως υπ' αριθ. .../1994 πράξη σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας και υπ' αριθ. .../1994 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο). Της πράξεως αυτής συστάσεως κάθετης ιδιοκτησίας ο εναγόμενος έλαβε γνώση κατά την κατάρτιση του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, που αποτελεί, κατά τα προαναφερθέντα, τον δικό του τίτλο κτήσεως και δήλωσε ρητά, ότι "αποδέχεται και συνομολογεί τους όρους και περιορισμούς αυτής". Περαιτέρω κατά το άρθρο παρ. 32 του Ν. 1577/1985 (ΓΟΚ), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 αρθρ. 1 του Ν. 2831/2000 (ΦΕΚ 140/13.6.2000) "ημιυπαίθριος χώρος είναι ο στεγασμένος χώρος του κτιρίου, του οποίου η μία τουλάχιστον πλευρά είναι ανοιχτή προς τον κοινόχρηστο χώρο ή τους ακάλυπτους χώρους του οικοπέδου, που δεν προσμετρώνται στην κάλυψη και οι υπόλοιπες πλευρές του ορίζονται από τοίχους ή κατακόρυφα φέροντα ή μη στοιχεία και χρησιμοποιείται για τη -μετακίνηση ή προσωρινή παραμονή ανθρώπων". Κατά δε το άρθρο 11 παρ. 2 του ίδιου νόμου " εξώστες και ημιυπαίθριοι χώροι συνολικής επιφάνειας έως 40% αυτής που επιτρέπεται να δομηθεί συνολικά στο οικόπεδο, δεν υπολογίζονται στο συντελεστή δόμησης" (πλέον δυνάμει του Ν.3843/2010, αρθ. 9 παρ. 1, το ποσοστό των εξωστών και ημιυπαιθρίων δεν μπορεί να υπερβαίνει το 35%). Σύμφωνα με τις παραπάνω τότε ισχύουσες διατάξεις ο εναγόμενος εδικαιούτο να προσθέσει στην οικοδομή του εξώστες (μπαλκόνια) και ημιυπαίθριους χώρους (βεράντες) μέχρι 40% της δομούμενης επιφάνειας, ήτοι 80 τ. μ. (200X40%), χωρίς οι προσθήκες αυτές να προσμετρούνται στο συντελεστή δόμησης. Απεδείχθη περαιτέρω ότι ο εναγόμενος δυνάμει της υπ' αριθ. 635/1995 οικοδομικής άδειας της πολεοδομίας Κορινθίας, κατασκεύασε διώροφη οικία με ισόγειο εμβαδού 127,70 τ.μ. και 1° όροφο εμβαδού 86,55 τ.μ και συνολικά 214,25 τ.μ. Στη συνέχεια και παρότι ο συντελεστής δόμησης είχε ήδη εξαντληθεί (βλ. και σχετική παραδοχή του μάρτυρος του εναγομένου Π. Ζ., πολ. Μηχανικού, στα πρακτικά του πρωτόδικου δικαστηρίου, όπου μεταξύ άλλων καταθέτει "Εκεί [στην υπ' αρ. 635/1995 οικοδ. αδεία] ο Δ. κάλυψε και τα 200 τ.μ... Τη συμπληρωματική άδεια δεν ξέρω ποιος την έβγαλε, αλλά εκεί νομίζω ότι υπάρχει κάποια αναστολή...") εξεδόθησαν οι υπ' αριθ. 193/2000 και 241/2000 συμπληρωματικές οικοδομικές άδειες, με βάση τις οποίες κατασκεύασε α) εξώστες στο ισόγειο, συνολικής επιφάνειας 106 τ.μ. (92 + 14 τ.μ.) και στον πρώτο όροφο 7,50 τ.μ (3 χ 1χ 2,50) και 20 τ.μ. ήτοι συνολικής επιφάνειας 27,50 τ.μ., β) υμιυπαίθριο χώρο στον 1° όροφο 10,65 τ.μ., γ) στεγασμένο "μπάρμπεκιου" στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, συνολικής επιφάνειας 14 τ.μ. (βλ. την από 29.3.2000 έκθεση αυτοψίας του υπαλλήλου Γ. Γ. καθώς και τις υπ'- αριθ. 17/2005 και 50/2005 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων μηχανικών Κ. Κ. και Α. Γ., αντιστοίχως). Η συντελεσθείσα δόμηση είναι λοιπόν 127,7+86,54+14= 228,24 τ.μ., έχει υπερβεί δηλαδή το συντελεστή δόμησης κατά 28,24 τ.μ Σύμφωνα με την ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πολιτικού μηχανικού Κ. Κ., στο συντελεστή δόμησης υπολογίζονται η διώροφη κατοικία και το "μπάρμπεκιου" (BBQ). Ο εναγόμενος ισχυρίζεται βέβαια ότι το στεγασμένο μπάρμπεκιου δεν πρέπει να περιλαμβάνεται στο συντελεστή δόμησης, επικαλείται δε σχετικώς την (μεταγενέστερη) υπ' αρ. 7646/2004 απόφαση Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ (ΦΕΚ Δ' 114/2004), σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η εκτέλεση εργασιών μικρής-κλίμακας, χωρίς έκδοση πολεοδομικής αδείας, στις εργασίες δε αυτές περιλαμβάνεται και η κατασκευή ξύλινης πέργκολας, εστίας και φούρνου (αρθ. 1 παρ. 3 εδ. 1β). Ωστόσο, ανεξαρτήτως του εάν η κατασκευή του εν λόγω στεγασμένου BBQ, εμβαδού 14 τ.μ., φέροντος περισσότερο χαρακτήρα μικρού οικίσκου, παρά φούρνου (βλ. προσκομιζόμενες από τον ίδιο τον εναγόμενο φωτογραφίες), δύναται να θεωρηθεί ως εργασία μικρής κλίμακας, στην απόφαση αυτή γίνεται ρητή μνεία ότι εφόσον θίγονται δικαιώματα συνιδιοκτησίας, (πρέπει να) εξασφαλίζεται η σχετική συναίνεση με ευθύνη των ενδιαφερομένων (αρθ. 1 παρ. 1, εδ' τελ), κάτι που σαφώς δεν έγινε στην υπό κρίση υπόθεση. Όπως δε προαναφέρθηκε, με τον υπό στοιχ. 4 όρο της ως άνω πράξεως, συμφωνήθηκε ότι ο περιβάλλων την οικοδομή χώρος θα είναι ελεύθερος και δεν επιτρέπεται η δημιουργία μονίμων κατασκευών, χωρίς την έγγραφη συναίνεση του ενάγοντος. Περαιτέρω στους ημιυπαίθριους χώρους υπολογίζονται ο ημιυπαίθριος του α' ορόφου, εμβαδού 10,65 τ.μ., ενώ οι εξώστες ισογείου και α' ορόφου είναι 106 + 7,5 + 20 =133,50 τ.μ. Το επιτρεπόμενο εμβαδόν των ημιυπαίθριων και των εξωστών στην ιδιοκτησία του εναγομένου, όπως προαναφέρθηκε, είναι συνολικά 80 τ.μ. Το όριο αυτό δεν πρέπει να το υπερβαίνει σαν άθροισμα ημιυπαιθρίων και εξωστών, ενώ το όριο για τους ημιυπαίθριους είναι 40 τ.μ. Επομένως στην ιδιοκτησία του εναγομένου το εμβαδόν των ημιυπαίθριων είναι 10,65 τ.μ., που είναι μικτότερο από τα 40 τ.μ., που επιτρέπονται, αλλά το συνολικό εμβαδόν εξωστών και ημιυπαίθριων είναι 144,14 τ.μ., που είναι μεγαλύτερο από τα 80 τ.μ, που επιτρέπονται (βλ. έκθεση πραγματογνωμοσύνης Κ. Κ.), δηλαδή ο εναγόμενος έχει υπερβεί το όριο των ημιυπαίθριων και εξωστών κατά 64,14 τ.μ., τα οποία σύμφωνα με τα άρθρα 7 και 11 του άνω Ν. 1577/1985 προσμετρώνται στο συντελεστή δόμησης. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι για τη δυτική βεράντα του ισογείου και το "μπάρμπεκιου" συντάχθηκε από την αρμόδια υπηρεσία πολεοδομίας η από 27.3.2000 έκθεση αυτοψίας, με την οποία χαρακτηρίστηκαν αυθαίρετες κατασκευές και ο εναγόμενος κατέβαλε το επιβληθέν γι'αυτές πρόστιμο (βλ. προσκομιζόμενη θέση αυτοψίας). Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 2 αριθ. 29 του Ν. 1577/1985 (ΓΟΚ) "υποχρεωτικός ακάλυπτος χώρος του οικοπέδου είναι ο χώρος που αφήνεται ακάλυπτος για να μην υπάρχει υπέρβαση του ποσοστού κάλυψης ή του συντελεστή δόμησης που ισχύει στην περιοχή", ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.2 εδ. 2 του ίδιου νόμου "υποχρεωτικός ακάλυπτος χώρος του οικοπέδου θεωρείται και η επιφάνεια του προκηπίου, καθώς και η επιφάνεια που προκύπτει από την τυχόν υποχώρηση του κτιρίου από την οικοδομική γραμμή ανεξάρτητα από το βάθος της". Κατά δε το άρθρο 6 του Π.Δ/τος της 3,5,1985 (ΦΕΚ Δ 181), όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 1 παρ.3 εδ. 6α και 6β του Π.δ/τος της 25.4/16.5.1989 (ΦΕΚ Δ 293) "το κτίριο τοποθετείται στη γραμμή δόμησης είτε εσώτερον αυτής κατά την κύρια όψη του στο σύνολο ή σε τμήμα αυτής" και "σε οικόπεδο μεγαλύτερο των 500 τ. μ. το κτίριο τοποθετείται σε απόσταση τουλάχιστον 2,50 μ. από την παραπάνω οριζόμενη γραμμή δόμησης". Εν προκειμένω ο εναγόμενος, στον ακάλυπτο χώρο και συγκεκριμένα στο νοτιοανατολικό άκρο και σε επαφή με τον κοινό μανδρότοιχο που αποτελεί όριο της ιδιοκτησίας του με την προς ανατολάς κάθετη ιδιοκτησία του ενάγοντος, χωρίς την έγγραφη συναίνεση του τελευταίου, κατασκεύασε γκαράζ συνολικής επιφάνειας 41 τ.μ. (37,1 τ.μ. κατά την αγωγή). Το γκαράζ αυτό βρίσκεται σε απόσταση 1,80 μ. από το νότιο όριο της ιδιοκτησίας του, δηλαδή μέσα στη ζώνη των 2,5 μ. πλάτους (πρασιά) από το νότιο όριο αυτής, που είναι υποχρεωτικά ακάλυπτο. Ο εναγόμενος όμως εδικαιούτο, για να μην προσμετρηθεί η κατασκευή του χώρου σταθμεύσεως (γκαράζ) στο συντελεστή δομήσεως, να κατασκευάσει τέτοιο μόνο μέχρι 12 τ.μ., δοθέντος ότι σε κατοικίες έως 250 τ.μ. επιτρέπεται μια τέτοια θέση και μόνο έως 12 τ.μ (ΠΔ της 4.1./2.2./1982, ΦΕΚ Α 12. Αρθ. 3). Εξάλλου κατά τις διατάξεις των άρθρων 2 αριθ. 14 και 40 του ΓΟΚ, η περίφραξη πρέπει να κατασκευάζεται στα όρια του οικοπέδου από τον κοινόχρηστο χώρο. Εν προκειμένω ο εναγόμενος στη νότια πλευρά του οικοπέδου του κατασκεύασε μανδρότοιχο μήκους 26,21 μ. εσωτερικά του νοτίου ορίου του οικοπέδου του και σε απόσταση 1,40 μ. έως 1,80μ. από αυτό και όχι σε επαφή με τον κοινοτικό δρόμο και σε ευθεία γραμμή με τον μανδρότοιχο της όμορης προς ανατολάς κάθετης ιδιοκτησίας του ενάγοντος, όπως εμφαίνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Θ. Σ., που έχει προσαρτηθεί στο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο, καθώς και στα σχεδιαγράμματα που ο ίδιος υπέβαλε στην πολεοδομία, προκειμένου να εκδοθούν οι υπ' αριθ. 653/1995 και 193/2000 οικοδομικές άδειες. Δηλαδή ο εν λόγω μανδρότοιχος έχει κατασκευαστεί μέσα στη ζώνη των 2,5 μ. πλάτους (πρασιά) από το νότιο όριο της ιδιοκτησίας, που είναι υποχρεωτικά χώρος ελεύθερος, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο ενάγων. Εκ τούτων παρέπεται ότι ο εναγόμενος με την οικοδόμηση στο δικό του τμήμα, των άνω κτισμάτων πέραν του περιβάλλοντος την οικοδομή χώρου, αλλά κτισμάτων που σε επιφάνεια υπερβαίνουν το αναλογούν στο τμήμα τούτο ποσοστό, με βάση το συντελεστή δόμησης του ενιαίου οικοπέδου και κατά το μέρος που υπερβαίνουν την αναλογία αυτή, προσβάλλει το δικαίωμα του ενάγοντος, να ανεγείρει στο δικό του τμήμα οικοδομή ανάλογη προς το εμβαδόν του τμήματος τούτου και προς το ποσοστό συγκυριότητας του επί του ενιαίου οικοπέδου. Επιπλέον η προσβολή αυτή αντιβαίνει στους προαναφερθέντες όρους της συστατικής πράξης της οροφοκτησίας και τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, είναι δε παράνομη, διότι με την υπέρβαση του επιτρεπομένου ορίου οικοδόμησης του τμήματος του, καθιστά αδύνατη την οικοδομική εκμετάλλευση της αυτοτελούς ιδιοκτησίας του ενάγοντος, δεδομένου ότι, από άποψη όρων δόμησης, το επίκοινο οικόπεδο παραμένει ενιαίο και ο συντελεστής δόμησης αυτού υπολογίζεται ενιαίως. Ανεξαρτήτως ωστόσο της υπάρξεως ή μη πολεοδομικών παραβάσεων η δεσμευτικότητα των συμφωνιών μεταξύ των συνιδιοκτητών ισχύει και στην περίπτωση που οι τυχόν γινόμενες υπερβάσεις έγιναν με νόμιμη πολεοδομική άδεια, ακόμη δηλαδή και αν από την απαγορευμένη ενέργεια δεν παραβλάπτεται η χρήση των άλλων συνιδιοκτητών (βλ, ρηθείσες Α.Π, 1314/2005, ΝΟΜ, ΑΠ 25/1999, Δνη 40, 341). Από το όλο δε περιεχόμενο της άνω πράξεως, ερμηνευόμενο όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και κατά την αληθή βούληση των συμβαλλόμενων (ΑΚ 173, 200), καθίσταται εμφανές ότι ο ενάγων κατά την μεταβίβαση στον εναγόμενο της άνω συσταθείσης κάθετης ιδιοκτησίας του, ενδιαφέρθηκε (κι ο εναγόμενος συμφώνησε) : α) ο περιβάλλων την κυρία οικοδομή χώρος να παραμείνει ελεύθερος (επ' αυτού βλ. ανωτέρω), για αισθητικούς προφανώς λόγους, β) να αποτραπεί τυχόν μείωση του δικού ποσοστού δομήσεως επί μελλοντικώς ανεργερθησόμενης οικοδομής στο δικό του τμήμα, κίνδυνος που ενυπάρχει ακόμη και στην περίπτωση στενής ερμηνείας των (συχνά ασαφών) πολεοδομικών διατάξεων από τις αρμόδιες πολεοδομικές αρχές, γ) να αποτραπεί το ενδεχόμενο υπερβολικής δομήσεως του όλου ενιαίου ακίνητου, για το λόγο δε αυτό, ετέθη και συμφωνήθηκε όρος, όπως σε περίπτωση μειώσεως του συντελεστή δομήσεως, θα μειώνεται αναλογικά και η επιφάνεια δόμησης κάθε μιας από τις συνιστώμενες καθετές ιδιοκτησίες, στην περίπτωση όμως αυξήσεως του συντελεστή, αυτό δεν θα συνεπάγεται αυτομάτως και δικαίωμα των συνιδιοκτητών, όπως αυξήσουν μονομερώς τη δομουμένη επιφάνεια των οικοδομών τους (βλ. 4° όρο, σελ. 12 άνω πράξεως). Ο εναγόμενος προσκομίζει βέβαια μετ'επικλήσεως και προς επίρρωσιν των ισχυρισμών του το υπ' αρ. 7539/2013 έγγραφο της Υπηρεσίας Δομήσεως Δήμου Κορινθίων, σύμφωνα με το οποίο η οριοθέτηση του οικόπεδου έχει υλοποιηθεί ορθώς (σχετ. και το υπ' αρ. 1274/2013 έγγραφο ίδιας υπηρεσίας), ενώ δεν υφίσταται καμία αυθαίρετη κατασκευή, κατά πλήρη παραδοχήν των θέσεων του εναγομένου και της αντίστοιχης από 5-10-2005 τεχνικής εκθέσεως του τεχν. Συμβούλου του εναγομένου Δ. Π. (βλ. προσκομιζόμενη μετ' επικλήσεως). Το έγγραφο αυτό όμως: α) υπογράφεται μόνο από τον αρμόδιο αντιδήμαρχο Μ. Χ. (δικηγόρο), χωρίς να συνυπογράφεται από έχοντα ειδικές γνώσεις υπάλληλο της πολεοδομίας, ούτε να γίνεται αναφορά σε διαπιστώσεις, αυτοψία, ή μελέτες τέτοιου υπαλλήλου (στο έγγραφο γίνεται μόνο αόριστη αναφορά, ότι "κατόπιν αυτοψίας που διενήργησε η υπηρεσίας μας σας γνωρίζουμε τα εξής:..."), β) τυγχάνει προδήλως εσφαλμένο ως προς το ζήτημα της οριοθετήσεως του ακίνητου, σύμφωνα και με τα όσα ανωτέρω αναλυτικά εξετέθησαν και σε πλήρη αντίθεση με πλείστες όσες δικαστικές αποφάσεις έχουν ήδη εκδοθεί επί του θέματος αυτού σε προηγούμενες μεταξύ των διαδίκων δίκες (βλ. ενδεικτικά, Εφ. Ναυπλ. 363/2007, Πολ. Πρωτ. Κορ. 235/2003), γ) αγνοεί προφανώς (αφού δεν μνημονεύει καθόλου) τις άνω εκθέσεις πραγ/νης και, κυρίως, δ) αγνοεί προφανώς (αφού δεν μνημονεύει) των περιορισμούς που θέτει η άνω πράξη συστάσεως καθέτων ιδιοκτησιών στους συμβαλλομένους συνιδιοκτήτες. Επομένως με τις πιο πάνω υπερβάσεις από τον εναγόμενο το δικαίωμα του ενάγοντος να εκμεταλλευθεί την ιδιοκτησία του καταστρατηγείται, η δε άσκηση του αγωγικού του δικαιώματος, δεν είναι καταχρηστική, όπως ισχυρίζεται αβάσιμα ο εναγόμενος, αφού ο ενάγων αντιτάχθηκε αμέσως όταν έγιναν αντιληπτές οι ενέργειες του εναγομένου και δεν δημιούργησε στον τελευταίο την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμα του, ενώ σε καμία περίπτωση η πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε, καθιστά μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ ΑΠ 17/1995, ΑΠ 448/2010, ΝοΒ 2011, 717). Σύμφωνα δε με τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, οι επίμαχες κατασκευές των οποίων ζητείται η κατεδάφιση είναι "αυτόνομες" της κυρίας οικοδομής, των οποίων η καθαίρεση δεν απεδείχθη ότι θα επιφέρει βλάβη στη στατικότατα του κτιρίου (ΕφΔωδ 177/2008, ΝΟΜΟΣ). Ενόψει όλων αυτών, πρέπει το σχετικό αίτημα της αγωγής να γίνει (μερικώς) δεκτό, ως βάσιμο και από ουσιαστικής απόψεως και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να κατεδαφίσει α) τον στεγασμένο ισόγειο εξώστη στη δυτική πλευρά της οικοδομής του συνολικής επιφάνειας 44,14 τ.μ., β) τον γωνιακό σκεπαστό εξώστη στον α'όροφο επιφάνειας 20 τ.μ., γ) το "μπάρμπεκιου" στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου συνολικής επιφάνειας 14 τ.μ., δ) το γκαράζ κατά το επιπλέον των 12 τ. μ. εμβαδόν, γενομένου δεκτού του επικουρικού αιτήματος του ενάγοντος ως προς το κεφάλαιο της αγωγής, που αφορά το επίδικο γκαράζ (αφού, όπως προεξετέθη, ο εναγόμενος είχε δικαίωμα ανέγερσης γκαράζ τέτοιου εμβαδού), ε) την περίφραξη (μανδρότοιχο) στην πρόσοψη (νότια πλευρά) του οικοπέδου μήκους 21,26 μ.. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος δεν κοινοποίησε στον ενάγοντα την υπ' αριθ. 653/1995 οικοδομική άδεια, παραβιάζοντας έτσι τον συμφωνηθέντα όρο της ως άνω πράξεως συστάσεως κάθετης ιδιοκτησίας, για τον οποίο συμφωνήθηκε ποινική ρήτρα ύψους 2.934,70 € (1.000.000 δρχ.). Μάλιστα ο ενάγων με την από 24.3.2000 εξώδικη δήλωση του προς τον εναγόμενο διαμαρτυρήθηκε για την παράλειψη του αυτή καθώς και για τις κατασκευές, στις οποίες είχε ή επρόκειτο να προβεί κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων. Το ότι ο αριθμός της οικοδομικής αδείας ήταν ενδεχομένως γνωστός στον ενάγοντα, διότι ήταν αναρτημένος στην είσοδο της οικοδομής του, όπως εξάλλου συμβαίνει σε όλες τις οικοδομές, δεν αποτελεί και γνωστοποίηση της στον ενάγοντα, αφού κατά τη σύσταση της άνω πράξεως οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν ελευθέρως (ΑΚ 361) σε πρόσθετα μέτρα δημοσιότητας για την παραπάνω αιτία. Ακολούθως το σχετικό αίτημα επιδικάσεως της παραπάνω ποινικής ρήτρας, με αναγνωριστική διάταξη της παρούσας (κατόπιν σχετικά νομότυπου περιορισμού βλ.πρωτόδικα πρακτικά) θα γίνει δεκτό από ουσιαστικής απόψεως....". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, που δίκασε μετά από αναίρεση με τις ΑΠ 849/2010 και 891/2010 της προεκδοθείσας υπ' αριθμ. 244/2008 αποφάσεως, που είχε δεχθεί την έφεση κατά της απορρίψασας, ως μη νόμιμη, την αγωγή, πρωτόδικης αποφάσεως, δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες διατάξεις του ΓΟΚ (αρθρ. 2 περ.32, 38, 39, 14, 40, 7 παρ.1, 11 παρ.1 και 2 17 και 18) καθώς και τις πολεοδομικές διατάξεις του άρθρου 1 παρ.3 εδ.6α και 6β του Π.Δ/τος της 25.4/16.5.1989 του ΠΔ της 4.1/2.2.1982 και τις κατά το άρθρο 361 ΑΚ μεταξύ των συνιδιοκτητών, συμφωνίες, που περιέχονται στην αμοιβαία αποδεκτή πράξη συστάσεως κάθετης ιδιοκτησίας και εφαρμόζονται και αν ακόμη δεν υφίσταται παραβίαση των πολεοδομικών διατάξεων. Τούτο δε γιατί στην απόφαση υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτή και υπήχθησαν στις εν λόγω διατάξεις και συμφωνίες και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού. Επομένως οι από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ 1ος, 7ος, 11ος, 15ος και 19ος πρόσθετοι λόγοι της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν. Εξάλλου ο ορισμός του ακάλυπτου χώρου προβλέπεται στο άρθρ.2 αριθμ.29 του Ν.1577/1985, αλλά και στο άρθρο 8 παρ.2 εδ.2 του ίδιου νόμου. Η επίκληση από την προσβαλλομένη της τελευταίας αυτής διατάξεως για τον ορισμό του ακαλύπτου χώρου και η οποία αφορά, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων τα εντός σχεδίου και όχι τα εκτός, όπως το ένδικο ακίνητο, γίνεται ως εκ περισσού και δεν επηρέασε ούτω το νόμο, αλλά ούτε και το ουσία βάσιμο της αγωγής, καθόσον δεν συνέτρεξε λόγος εφαρμογής της, ενόψει της επικλήσεως και εφαρμογής της ετέρας διατάξεως του ΓΟΚ (αρθρ.2 αρ.29), αλλά και της Πράξεως Συστάσεως Κάθετης Ιδιοκτησίας, μη ιδρυομένων εντεύθεν των επικαλουμένων και από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τέταρτου λόγου του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως, καθώς και των 13ου, 17ου, 19ου και 21ου (δεύτερο τμήμα) λόγων του προσθέτου δικογράφου. Περαιτέρω με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ'αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς την υπέρβαση από τον αναιρεσείοντα του συντελεστή δόμησης και δή κατά 28,24 τ.μ. κατά την ανέγερση της διώροφης κάθετης ιδιοκτησίας, κατά 64,14 τ.μ. κατά το επιτρεπόμενο όριο της κατασκευής υπαίθριων χώρων και εξωστών, κατά τον πέραν των 12 τ.μ. καλυπτόμενο, από τον χώρο σταθμεύσεως αυτοκινήτου (γκαράζ) ακάλυπτο χώρο και ως προς τον ανεγερθέντα στο χώρο αυτό μανδρότοιχο, προσέτι δε και ως προς το ποσό της οφειλομένης σε κάθε συνιδιοκτήτη εκ 500.000 δρχ. ποινικής ρήτρας, που αφορά σε δύο συνιδιοκτησίες, που ανήκουν στον αναιρεσίβλητο - ενάγοντα και ορθά υπολογίζεται σε 1000.000 δραχμές (6ος όρος της .../1994 πράξεως συστάσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας). Ενόψει τούτων οι 2ος, 5ος, 6ος, 11ος, 12ος, 14ος (δεύτερο και τέταρτο σκέλος) 16ος 21ος (δεύτερο τμήμα) και 22ος από τους πρόσθετους λόγους, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ έλλειψη νόμιμης βάσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξάλλου οι αιτιάσεις του 14ου πρόσθετου λόγου και κατά το 6ο σκέλος του, που αφορούν σε επάλληλες αιτιολογίες της αποφάσεως δεν ιδρύουν τον προαναφερθέντα από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο, καθόσον αυτές έχουν τεθεί ως εκ περισσού και δεν επηρρεάζουν το διατακτικό της απόφασης, ούτε υπόκεινται αυτοτελώς σε αναίρεση. Εξ ετέρου οι αφορώσες στο ζήτημα της κατεδαφίσεως του μανδρότοιχου αιτιάσεις του ίδιου δεύτερου τμήματος του 21ου λόγου, κατά τις οποίες το Εφετείο δεν αιτιολογεί τις ως προς το ζήτημα αυτό παραδοχές του, δεν ιδρύουν τον από την ίδια διάταξη (559 αρ.19) αναιρετικό λόγο, καθόσον μόνο τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, ή δεν αποδείχθηκε πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, ενώ αντικείμενο ελέγχου του λόγου αυτού είναι τα όσα έγιναν δεκτά και όχι εκείνα που δεν έγιναν, τα οποία ενδεχόμενα και εφόσον συντρέχουν οι οικείες προϋποθέσεις να ιδρύουν τον αναιρετικό λόγο της διατάξεως του αριθμού 8 εδ.β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.8 εδ.α ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων του, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό (Ολ.ΑΠ 25/2003). Ενόψει τούτων δεν αποτελούν "πράγματα" με την παραπάνω έννοια, μεταξύ άλλων και τα επιχειρήματα των διαδίκων νομικά ή πραγματικά που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου κατά τη διάταξη του εδαφίου 9 περ.β του ίδιου άρθρου αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν. Ο όρος "επιδίκασε" σημαίνει ότι το δικαστήριο αποφάσισε επί αιτήματος έστω και με αναγνωριστική διάταξη. Ως "αίτηση" νοείται κάθε αυτοτελές αίτημα των διαδίκων, με το οποίο ζητείται η παροχή δικαστικής προστασίας, σε οποιαδήποτε νόμιμη μορφή της, όπως αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης, αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, ανακοπής, τριτανακοπής και κάθε ενδίκου μέσου (Ολ.ΑΠ 23/2008). Έτσι δεν νοείται "αίτηση", με την έννοια του παρόντος άρθρου, εκείνη που αναφέρεται σε κάθε είδους "πράγματα" με την έννοια της διατάξεως του αριθμού 8. Στην προκειμένη περίπτωση, με τους τρείς πρώτους λόγους της αναιρέσεως, αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι από τις παραπάνω διατάξεις των αριθμών 8εδ.α και 9 περ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλειες, κατά τις οποίες το Εφετείο αφενός μεν έλαβε υπόψη "πράγματα" που δεν προτάθηκαν, αφετέρου δε επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν. Ειδικότερα κατά τους τρείς αυτούς λόγους το Εφετείο δέχθηκε ότι από τα κατεδαφιστέα ένδικα κτίσματα "επήλθε αλλοίωση της οικοδομής και του περιβάλλοντος χώρου", χωρίς το τελευταίο τούτο, που κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντα συνιστά "πράγμα" και "αίτημα" να έχει "προταθεί" και "ζητηθεί" με την αγωγή και την έφεση αντίστοιχα, ενώ ως όρος απαγορευτικός δεν περιεχόταν στο κτητικό συμβόλαιο του αναιρεσείοντος - εναγομένου, καθόσον ο αντισυμβληθείς σ'αυτό αναιρεσίβλητος - ενάγων και ιδιοκτήτης κατά 100% των ενδίκων καθέτων ιδιοκτησιών κατά την κατάρτιση του εν λόγω κτητικού συμβολαίου λόγω τροποποιήσεως από τον ίδιο τον Κανονισμό Πράξεως Σύστασης Κάθετης Ιδιοκτησίας (ως κατά 100% ιδιοκτήτη των ακινήτων επί των οποίων συστήθηκε η κάθετη ιδιοκτησία) δεν περιέλαβε τον όρο αυτό, στο κτητικό - μεταβιβαστικό προς τον αναιρεσείοντα συμβόλαιο. Οι λόγοι αυτοί, ως αιτιάσεις από τις επικαλούμενες διατάξεις, είναι απαράδεκτοι, καθόσον ο επίμαχος όρος ούτε "πράγμα" κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 8, ούτε "αίτημα" κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 9 συνιστά, παρά δε τα αντιθέτως υποστηριζόμενα και όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) περιεχόταν τόσο στην αγωγή όσο και στην έφεση. Τούτο ανεξάρτητα από την αντιφατικότητα των εν λόγω αιτιάσεων, αφού ο ίδιος ισχυρισμός δεν μπορεί να είναι συγχρόνως και "πράγμα" και "αίτημα", πέραν του ότι δεν συνιστά "πράγμα" και για το λόγο ότι αφορά σε επιχείρημα που αντλήθηκε από τον έχοντα ισχύ νόμου Κανονισμό, - (Πράξη Συστάσεως Κάθετης Ιδιοκτησίας) - ο οποίος κατά τις πραγματικές και ανέλεγκτες αναιρετικά παραδοχές της αποφάσεως έγινε αμοιβαία αποδεκτός από τους διαδίκους, οι δε ισχυρισμοί περί τροποποιήσεως του είναι απαράδεκτοι, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ γιατί πλήττουν των ως προς την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Περαιτέρω με τον ένατο πρόσθετο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο διέταξε την κατεδάφιση της ψησταριάς και την καταβολή ποινικής ρήτρας με επάλληλη αιτιολογία και για λόγο που δεν περιλαμβανόταν στην αγωγή και ειδικότερα ότι διέλαβε ότι "ανεξαρτήτως του ότι το στεγασμένο μπάρμπεκιου προσμετράται στο συντελεστή δόμησης, η κατασκευή του έγινε χωρίς την έγγραφη συναίνεση του ενάγοντα σύμφωνα με το άρθρο 4 της πράξεως συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας στον περιβάλλοντα την οικοδομή χώρο, που συμφωνήθηκε ελεύθερος κατασκευών". Η αιτίαση αυτή δεν ιδρύει τον επικαλούμενο λόγο, αφού οι επάλληλες αιτιολογίες τίθενται ως εκ περισσού, δεν στηρίζουν το διατακτικό και δεν υπόκεινται αυτοτελώς σε αναίρεση (ΑΠ 1001/2014). Επίσης για την ίδια αιτία είναι απορριπτέος ο από την ίδια διάταξη 20ος πρόσθετος λόγος της αναιρέσεως, αφού όπως έχει ήδη αναφερθεί η επίκληση του άρθρου 8 παρ.2 του ΓΟΚ γίνεται εκ περισσού και επαλλήλως προς τις εφαρμοζόμενες διατάξεις του άρθρου 2 αριθ.14 και 40 του ΓΟΚ. Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ.11 περ.γ ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της αποφάσεως (Ολ.ΑΠ 2/2008) οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφώς και ορισμένη επίκληση αυτών από το διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Καμμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ'είδος αποδεικτικών μέσων. Έτσι απαιτείται ειδική μνεία της εκθέσεως πραγ/νης, γιατί αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, ενώ οι κατ'άρθρο 390 ΚΠολΔ γνωμοδοτήσεις προσώπων με ειδικές γνώσεις, δεν είναι ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα, αλλά έγγραφα με ιδιάζουσα ρύθμιση και γι'αυτό η μνεία της αποφάσεως περί λήψεως υπόψη των προσκομισθέντων εγγράφων περιλαμβάνει και τις γνωμοδοτήσεις αυτές (Ολ.ΑΠ 8, 12/2005). Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ. ΑΠ 2/2008) ή κατ'άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Στην προκειμένη περίπτωση αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο κατά τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως ως προς την υπέρβαση από τον αναιρεσείοντα του συντελεστή δόμησης ως προς τα κτίσματα της κυρίας οικοδομής καθώς και ως προς τις κατασκευές στον ακάλυπτο χώρο δεν έλαβε υπόψη: Κατά τον πέμπτο λόγο της αναιρέσεως α)την υπ'αριθμ.36/27-9-2004 έκθεση πραγ/νης του πραγ/να πολιτικού μηχανικού Γ. Ι.Σ., που διορίστηκε με την υπ'αριθμ.575/2003 παρεμπίπτουσα απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου και β)την από 5.10.2005 έκθεση του τεχνικού συμβούλου του αναιρεσείοντος - εναγομένου, ήτοι του πολιτικού μηχανικού Δ. Π.. Κατά τον τρίτο πρόσθετο λόγο α)την υπ'αριθμ.241/2000 οικοδομική άδεια και τις φωτογραφίες που απεικόνιζαν τον γωνιακό σκεπαστό εξώστη του πρώτου ορόφου και β)την αναφερόμενη και στον πέμπτο κύριο λόγο από 5.10.2005 έκθεση του τεχνικού συμβούλου του αναιρεσείοντος Δ. Π.. Κατά τον τέταρτο πρόσθετο λόγο το τοπογραφικό διάγραμμα του δυτικού ισογείου εξώστη της αρχιτέκτονος Μ. Τ.. Κατά τον δέκατο όγδοο πρόσθετο λόγο τις φωτογραφίες του χώρου στάθμευσης. Κατά τον εικοστό πρώτο λόγο και κατά το πρώτο τμήμα του α)την από 4.2.2002 έκθεση πραγ/νης του πολιτικού μηχανικού Ν. Κ., β)την από 7.9.2005 έκθεση πραγ/νης του τοπογράφου μηχανικού Α. Γ., γ)την από 3.4.2001 ερμηνεία αεροφωτογραφίας του πολιτικού μηχανικού Χ. Π. και δ)την από 5.10.2001 έκθεση του τεχνικού συμβούλου Δ. Π.. Οι λόγοι αυτοί (5ος κύριος και 3ος, 4ος, 18ος και 21ος - πρώτο τμήμα - πρόσθετοι) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθόσον από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ) όπου, στα εκτιμηθέντα αποδεικτικά μέσα ρητά αναφέρεται ότι λήφθηκαν υπόψη οι εκθέσεις των πραγ/νων Κων/νου Κ. και Α. Γ., όσο και οι θεωρούμενες ως έγγραφα, εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων, σε συνδυασμό με το περιεχόμενό της, όπου μάλιστα γίνεται ρητή αναφορά στην τεχνική έκθεση του Δ.Π. (σελ.21), στο τεχνικό διάγραμμα του πραγ/να Ν.Κ. (σελ. 11, 12 και 16), και στο τοπογραφικό διάγραμμα της Μ. Τ. (σελ.10), δεν καταλείπεται καμμιά αμφιβολία ότι τα αποδεικτικά αυτά μέσα λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου, ως προς τη δόμηση κτισμάτων επί της κυρίας οικοδομής και επί του ακαλύπτου χώρου, πέραν των επιτρεπομένων και καλυπτομένων, αντίστοιχα, από τον συντελεστή δόμησης. Εξάλλου η ιδιαίτερη αναφορά της απόφασης σε κάποιο αποδεικτικό μέσο δεν μαρτυρεί ότι τα μη ιδιαιτέρως κατονομαζόμενα δεν λήφθηκαν υπόψη και γι αυτό οι αιτιάσεις του 21ου λόγου (πρώτο τμήμα) κατά τις οποίες λήφθηκε υπόψη μόνο η έκθεση πραγ/νης του Κ. Κ., στο περιεχόμενο της οποίας γίνεται ιδιαίτερη αναφορά, είναι απαράδεκτες, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η απόδοση μεγαλύτερης αξιοπιστίας σε κάποιο από τα ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι τα επίμαχα, ανήκει στην ανέλεγκτη αναιρετικά, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κρίση του δικαστηρίου. Η άποψη του αναιρεσείοντος ότι η διαφορετική εκτίμηση των αναφερομένων στους ερευνώμενους λόγους αποδεικτικών μέσων, σε συνδυασμό με τις λοιπές αποδείξεις θα οδηγούσε το δικαστήριο σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από το εξαχθέν (όπως ότι ο γωνιακός σκεπαστός εξώστης είναι μέρος της εσοχής του ισογείου και όχι εξώστης κατά την έννοια του άρθρου 2 περ.38 του ΓΟΚ - τρίτος πρόσθετος λόγος - ότι ο ισόγειος εξώστης ήταν στεγασμένο γκαράζ - τέταρτος πρόσθετος - ότι ο χώρος στάθμευσης ήταν κλειστός χώρος - 18ος πρόσθετος-) οδηγεί σε έλεγχο της προσβαλλομένης αποφάσεως, για πλημμελή ή κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα σε επανεκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ήτοι σε αποτέλεσμα που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την θεμελιώδη επιλογή του άρθρου 561 ΚΠολΔ. Ενόψει τούτων οι λόγοι αυτοί (5ος κύριος και 3ος, 4ος, 18ος και 21ος - α'μέρος) πρέπει να απορριφθούν. Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης"), με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα, διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον 8ο πρόσθετο λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των απεικονιζόντων το "μπάρμπεκιου" φωτογραφιών, από τις οποίες φαίνεται ότι το κτίσμα αυτό δεν ήταν, όπως έγινε δεκτό, περίκλειστος οικίσκος, αλλά ανοικτό από τη μία πλευρά και ως εκ τούτου μη προσμετρούμενο στο συντελεστή δόμησης. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος γιατί αναφέρεται σε εκτιμητικό και όχι σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή το δικαστήριο ορθά ανέγνωσε τις επίμαχες φωτογραφίες, αλλά συνήγαγε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Με το πέμπτο σκέλος του 14ου προσθέτου λόγου αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την ίδια διάταξη πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του 4ου όρου της υπ'αριθμ..../1994 Πράξεως Κάθετης Ιδιοκτησίας του συμβ/φου Αθηνών Ηλία Παπασταθόπουλου, με το να δεχθεί ότι στον όρο αυτό αναφερόταν μόνο ότι συμφωνήθηκε "ότι ο περιβάλλων την οικοδομή χώρος θα είναι ελεύθερος και δεν επιτρέπεται η δημιουργία μόνιμων ή πρόχειρων κατασκευών, χωρίς την έγγραφη συναίνεση των συνιδιοκτητών του οικοπέδου", ενώ προσέτι κατά τον όρο αυτό η απαγόρευση αφορούσε σε κατασκευές "που αλλοιώνουν την αισθητική της οικοδομής και του περιβάλλοντος χώρου". Ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής καθόσον η κατ'αυτόν μη αναγνωσθείσα "πρόταση" δεν αφορά σε ξεχωριστή προϋπόθεση του επίμαχου όρου, αλλά σε συνοδευτική έκφραση των κατασκευών που θα δημιουργηθούν. Ενόψει τούτων και οι λόγοι αυτοί (8ος και 14ος - 5ο σκέλος - πρόσθετοι λόγοι) πρέπει να απορριφθούν. Επειδή στους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως περιλαμβάνονται όπως προεκτέθηκε και οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ με τους οποίους ορίζεται ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθής βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις καθώς επίσης ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Το δικαστήριο παραβιάζει τους ερμηνευτικούς κανόνες όταν, αν και ανελέγκτως διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, την ύπαρξη κενού ή αμφιβολίας στις δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούτων, και εντεύθεν την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας τους, παραλείπει να προσφύγει για τη συμπλήρωση ή ερμηνεία τους, στις διατάξεις των πιο πάνω άρθρων ή προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και τη συμπλήρωση ή την ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι, δέχεται, επίσης ανελέγκτως, ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δέκατο πρόσθετο λόγο της αναιρέσεως και το έβδομο σκέλος του 14ου προσθέτου λόγου αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η πλημμέλεια ότι προκειμένου να εφαρμόσει τους 3ο και 4ο όρο της νόμιμα μεταγεγραμμένης υπ' αριθμ..../1984 πράξης σύστασης κάθετης ιδιοκτησίας, προσέφυγε για την ερμηνεία τους στους κανόνες των προπαρατεθεισών διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ χωρίς να έχει διαπιστώσει στο περιεχόμενό της κενό ή αμφιβολία, ως προς τις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι καθόσον, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της αποφάσεως, το δικαστήριο διαπίστωσε, έμμεσα, κενό στις δηλώσεις των δικαιοπρακτούντων και γι'αυτό προσέφυγε στις επίμαχες ερμηνευτικές διατάξεις. Ειδικότερα αναφέρεται στην απόφαση "Από το όλο δε περιεχόμενο της άνω πράξεως ερμηνευόμενο όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και κατά την αληθή βούληση των συμβαλλομένων (ΑΚ 173, 200) καθίσταται εμφανές, ότι ο ενάγων κατά τη μεταβίβαση στον εναγόμενο της άνω συσταθείσης κάθετης ιδιοκτησίας ενδιαφέρθηκε κι ο εναγόμενος συμφώνησε: α)...β)...γ)...δ)....". Ενόψει τούτων και οι λόγοι αυτοί (10ος και 14ος - 7ο σκέλος - πρόσθετοι λόγοι) πρέπει να απορριφθούν. Επειδή κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Ν.1577/1985 περί ΓΟΚ "απαγορεύεται η σύσταση δουλειών, οι οποίες συνεπάγονται περιορισμό της δυνατότητας ανέγερσης ή επέκτασης των κτιρίων ή εγκαταστάσεων, σύμφωνα με τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις. Από την απαγόρευση αυτή εξαιρείται η δουλεία διόδου.... Δικαιοπραξίες που αντιβαίνουν στις διατάξεις της παραγράφου αυτής είναι απολύτως άκυρες". Στην προκειμένη περίπτωση με το πρώτο σκέλος του δεκάτου τέταρτου πρόσθετου λόγου της αναιρέσεως, εκτίθεται ότι ο τέταρτος όρος της Πράξεως Συστάσεως Κάθετης Ιδιοκτησίας, κατά τον οποίο ο περιβάλλων την οικοδομή (της κάθετης ιδιοκτησίας) χώρος θα είναι ελεύθερος και ότι η δημιουργία μόνιμων κατασκευών θα επιτρέπεται μόνο με έγγραφη συναίνεση του αντισυμβληθέντος στην πράξη αυτή ενάγοντος είναι άκυρος γιατί οδηγεί σε σύσταση δουλειών που είναι απαγορευμένες, κατά το άρθρο 25 του ΓΟΚ. Ο λόγος αυτός ανεξάρτητα από το ότι είναι απαράδεκτος γιατί ο αναιρεσείων στερείται εννόμου συμφέροντος για την υποβολή του, είναι αλυσιτελής, αφού η επικαλούμενη διάταξη αναφέρεται στη σύσταση απαγορευμένων δουλειών, ενώ επί κάθετης ιδιοκτησίας η κάλυψη ορισμένης επιφάνειας του επικοίνου οικοπέδου έχει κατά το άρθρο 13 παρ.3 του Ν.3741/1929 τον χαρακτήρα νόμιμης δουλείας, όπως ειδικότερα αναφέρεται στην εκτιθέμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως νομική σκέψη. Επειδή οι νομικές έννοιες οικοδομή, διαμέρισμα υπόγειο κ.λπ., δεν έχουν καθορισθεί από το νομοθέτη του Ν.3741/1929, με συνέπεια να αποτελούν αόριστες νομικές έννοιες και για να γίνουν ορισμένες θα χρησιμοποιηθεί η ειδική περί οροφοκτησίας νομοθεσία, ο σκοπός της και η πρακτική χρησιμότητα του ερμηνευτικού πορίσματος και επικουρικά θα ληφθούν υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και τυχόν υφιστάμενη σχετική νομοθεσία όπως π.χ. οι διατάξεις του ΓΟΚ, κατά το άρθρο 2 εδ.17 του οποίου κτίριο μεταξύ άλλων είναι η κατασκευή που προορίζεται για την παραμονή ανθρώπων, όπως η κατοικία και για την τοποθέτηση πραγμάτων, όπως ο χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων. Στην προκειμένη περίπτωση, με το τρίτο σκέλος του 14ου προσθέτου λόγου, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι με το να δεχθεί ότι πρέπει να κατεδαφιστούν τα, καθ' υπέρβαση του συντελεστή δόμησης ανεγερθέντα στον περιβάλλοντα την κάθετη ιδιοκτησία του αναιρεσείοντα χώρο, κτίσματα παραβίασε την αόριστη νομική έννοια της οικοδομής, αφού κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας τα κατεδαφιστέα κτίσματα περιλαμβάνονται στην έννοια της οικοδομής. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος, καθόσον η αόριστη παραβίαση κάποιας αόριστης νομικής έννοιας χωρίς τη σύνδεσή της με κάποιες νόμιμες συνέπειες δεν ιδρύει κάποιο αναιρετικό λόγο, ενώ η υπαγωγή των επίδικων κατεδαφιστέων κτισμάτων στην έννοια της οικοδομής δεν αίρει το παράνομο της ανεγέρσεώς τους. Ενόψει των προεκτεθέντων και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει τόσο η αναίρεση, όσο και οι πρόσθετοι λόγοι να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου κατά το άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ. Ο αναιρεσείων, ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου (αρθρ. 176 και 183 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28.11.2013 αίτηση και τους από 2.10.2014 πρόσθετους λόγους του Θ. Δ. του Σ. κατά του Δ. Λ. του Χ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 224/2013 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου. Διατάσσει να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο το κατατεθέν παράβολο. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Δεκεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας. Χαρακτηριστικά. Η συμφωνία των συνιδιοκτητών περί του ότι ο καθένας τους μπορεί να καλύψει ορισμένη επιφάνεια του κοινού οικοπέδου έχει χαρακτήρα δουλείας. Το όλο οικόπεδο από άποψη δόμησης παραμένει ενιαίο και επίκοινο, δε συντελεστής δόμησης υπολογίζεται ενιαίος, οπότε ο συνιδιοκτήτης που ζημιώνεται δικαιούνται να απαιτήσει την κατεδάφιση κατά το μέρος της υπέρβασης και αν υπάρχει αδυναμία κατεδάφισης την αποζημίωσή του με ποσό ίσο προς την αξία της επιφάνειας που θα στερηθεί. Διατάξεις του ΓΟΚ- ν. 1577/85 που ισχύουν για ακίνητα εκτός σχεδίου πράξη Συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας. Δεσμευτικότητα συμφωνιών 559 αρ. 8 και 9 «πράγμα» και «ζήτημα» κατά τις διατάξεις αυτές 559 αρ. 11. Η αναφορά σε κάποιο αποδεικτικό μέσο δεν σημαίνει ότι τα μη ρητώς κατονομαζόμενα δεν λήφθηκαν υπόψη 559 αρ. 20 δεν ιδρύεται ο λόγος αν αφορά σε εκτιμητικό και όχι σε διαγνωστικό έλεγχο του εγγράφου 173 και 200 ΑΚ πότε υπάρχει παραβίαση των ερμηνευτικών αυτών διατάξεων 25 παρ. 1 ν. 1577/1985 αφορά σε απαγορευμένες δουλείες και όχι στις κατασκευές της κάθετης ιδιοκτησίας που είναι νόμιμες δουλείες. Έννοια της οικοδομής. Η αόριστη παραβίαση κάποιας αόριστης νομικής έννοιας χωρίς τη σύνδεσή της με έννομες συνέπειες δεν ιδρύει αναιρετικό λόγο.
Σύσταση ιδιοκτησίας
Σύσταση ιδιοκτησίας.
1
Αριθμός 137/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Ιανουαρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Δ. Σ. του Ν., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού, που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Αθανάσιο Σανιδά και Φραγκίσκο Ραγκούση, για αναίρεση της υπ' αριθ. 386α/2013 34, 35, 36, 67, 77, 78, 125, 126, 127, 200, 201/2014 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, το οποίο καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 965/2014. Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 320 και 321 του ΚΠΔ προκύπτει ότι, ο κατηγορούμενος κλητεύεται στο ακροατήριο για να δικασθεί µε επίδοση σε αυτόν εγγράφου που περιέχει ακριβή καθορισµό των πράξεων για τις οποίες κατηγορείται, ώστε να µπορεί να προετοιµάσει την υπεράσπισή του. Η κλήση για την εμφάνιση πρέπει να αναφέρεται στο προεπιδοθέν παραπεμπτικό βούλευμα και να περιέχει όσα και το κλητήριο θέσπισμα. Κατά τις διατάξεις όµως, των άρθρων 170 παρ. 1, 173 παρ. 1, και 174, του ΚΠΔ, οι οποίες δεν θίγουν τα από το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. α' ΕΣΔΑ προστατευόµενα δικαιώµατα του κατηγορουµένου, η ακυρότητα από τη µη τήρηση των διατάξεων αυτών (320-321 ΚΠΔ), από μη κλήτευση ή από άκυρη κλήτευση, είναι σχετική, ως αναγόµενη σε προπαρασκευαστικές πράξεις της κύριας διαδικασίας, γι' αυτό και αν δεν ο κατηγορούμενος παραστεί στον πρώτο βαθμό και δεν προβάλλει κατά την έναρξη της πρωτόδικης δίκης αντιρρήσεις στην πρόοδο αυτής, η σχετική αυτή ακυρότητα καλύπτεται. Εφόσον όµως, ο κατηγορούµενος κατ' αυτή δεν εµφανίστηκε ή εµφανισθείς πρόβαλε την ακυρότητα αυτή και το δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισµό του αυτόν, τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και µπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο, σε περίπτωση καταδίκης, µόνο όµως, µε ειδικό λόγο έφεσης του κατηγορουμένου κατά της απόφασης. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος έφεσης, καλύπτεται. Γι' αυτό και πρέπει, κατά το άρθρο 173 παρ. 1 του ΚΠΔ να προταθεί εωσότου εκδοθεί για την κατηγορία η οριστική απόφαση, πριν από την έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο και πριν από την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού µέσου ή την όρκιση του πρώτου µάρτυρα, αλλιώς καλύπτεται, κατ' άρθρο 174 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 174 η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσµατος και της κλήσης στο ακροατήριο του κατηγορουμένου καλύπτεται αν ο κατηγορούµενος εµφανισθεί στην δίκη και δεν προβάλλει αντιρρήσεις για την πρόοδό της προτείνοντας την ακυρότητα. Αν προταθεί εγκαίρως ενώπιον του πρωτοβαθµίου δικαστηρίου η μη επίδοση ή η ακυρότητα της κλήσης ή του κλητηρίου θεσπίσματος και εκ του λόγου αυτού προβληθεί αντίρρηση προόδου της διαδικασίας και το πρωτοβάθµιο δικαστήριο την απορρίψει, ο κατηγορούµενος, αν εµµένει σε αυτήν, πρέπει να επαναφέρει στο εφετείο την πρόταση της μη επίδοσης ή της ακυρότητας και την αντίρρηση κατά της προόδου της διαδικασίας ή να την προβάλλει το πρώτον, αν καταδικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διαλαµβάνοντας στην τυχόν ασκηθείσα έφεσή του ειδικό λόγο εφέσεως περί αυτού. Αυτό αποτελεί την προϋπόθεση για να µπορεί να προτείνει παραδεκτά και πάλι στο Εφετείο τον σχετικό ισχυρισµό του και τούτο θα γίνει πριν την ανάπτυξη της έφεσής του από τον εισαγγελέα ή πριν την εξέταση οποιουδήποτε αποδεικτικού µέσου, διαφορετικά είναι απαράδεκτος. Η μη έγκυρη δε επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος στον κατηγορούμενο συνεπάγεται και την ακυρότητα της κλήσης αυτού στο ακροατήριο, η οποία και πάλιν μπορεί να καλυφθεί κατά τα παραπάνω. Τούτο ισχύει, πολύ περισσότερο, και στην περίπτωση που η κλήση στο ακροατήριο επιδόθηκε πριν καταστεί αμετάκλητο, παρά τα οριζόμενα στα άρθρα 314 και 319 παρ.5 ΚΠΔ, οπότε και στην περίπτωση αυτή και η επίδοση του βουλεύματος είναι άκυρη. Το αμετάκλητο όμως του παραπεμπτικού βουλεύματος στις περιπτώσεις των άρθρων 314 και 319 παρ.5 ΚΠΔ, τέθηκε με την έννοια του σχετικώς αμετακλήτου. Συνεπώς, εφόσον για έναν από τους συγκατηγορούμενους, που συμπαραπέμπονται, το βούλευμα έχει καταστεί αμετάκλητο, κατά την παρ.2 του άρθρου 546 ΚΠΔ, νομίμως επιδίδεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 314 και 319 παρ.5 ΚΠΔ, η κλήση προς εμφάνιση αυτού στο ακροατήριο. Δεν δύναται δε να προβάλει ο παραπεμπόμενος κατηγορούμενος αντιρρήσεις ότι το βούλευμα αυτό δεν έχει καταστεί αμετάκλητο για τους συγκατηγορουμένους του ή για τον εισαγγελέα, λόγω μη παρέλευσης της προθεσμίας άσκησης των ενδίκων μέσων από αυτόν. Το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου και της πολιτείας επιβάλλει την άμεση εκκαθάριση της εκκρεμούς ποινικής υποθέσεως και δεν έχει νόημα να αναμείνει ο εισαγγελέας να καταστεί το παραπεμπτικό βούλευμα αμετάκλητο, ως προς όλους τους συγκατηγορουμένους και ως προς αυτόν τον ίδιο, ως εκπρόσωπο της εισαγγελικής αρχής, όταν μάλιστα επίκειται η παραγραφή του διωκόμενου εγκλήματος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 502 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο για εκείνα τα μέρη της πρωτόδικης αποφάσεως, στα οποία αναφέρονται οι προβαλλόμενοι στην έφεση λόγοι. Επομένως, σε περίπτωση αθώωσης στον πρώτο βαθμό του κατηγορουμένου και άσκησης εφέσεως εκ μέρους του εισαγγελέα κατά της πρωτόδικης αθωωτικής αποφάσεως, ο μη εκκαλών κατηγορούμενος, παραδεκτά μπορεί να επαναπροβάλει στο εφετείο αυτοτελείς ισχυρισμούς, όπως της μη κλήτευσης και της ακυρότητας της επιδόσεως της κλητεύσεώς του και του παραπεμπτικού βουλεύματος, όπως και της κατ'άρθρο 432 ΚΠΔ, όπως ίσχυεν, πριν την τροποποίηση με τη διάταξη του άρθρου 21 του ν. 3904/23.12.2010 και στη συνέχεια τροποποιήθηκε με τα άρθρα 75 παρ. 1 και 3 του ν. 3994/2011, εκδοθείσας διάταξης του εισαγγελέα περί αναστολής της διαδικασίας, εφόσον τους ισχυρισμούς του αυτούς είχε προβάλλει εγκαίρως και παραδεκτά και στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και αυτοί είχαν απορριφθεί ή αν δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεση από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης της καταδικαστικής απόφασης συνιστά η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο δεν υπάγει στην αληθινή έννοιά τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, με την με αρ. 509-720/2012 απόφαση του ΜΟΔ Αθηνών, ο παριστάμενος στη δίκη κατηγορούμενος Δ. Σ., αθωώθηκε της αποδιδόμενης σε αυτόν με το με αρ. 1730/1991 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατηγορίας άμεσης συνέργειας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, με ψήφους τέσσερις των τεσσάρων ενόρκων, έναντι των τριών ψήφων των τακτικών δικαστών, που είχαν την γνώμη ότι ο κατηγορούμενος έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος απλής συνέργειας στην ανθρωποκτονία αυτή με πρόθεση, ενώ απορρίφθηκαν ομόφωνα ως αβάσιμοι οι παραδεκτά προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου για μη κλήτευση και για ακυρότητα της επιδόσεως σε αυτόν της κλήσης και του με αρ. 1703/1991 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, όπως και της κατ'άρθρο 113 ΠΚ και 432 ΚΠΔ εκδοθείσας με αρ. 16/24-10-1991 διάταξης του εισαγγελέα εφετών Αθηνών περί αναστολής της διαδικασίας και της παραγραφής της πράξης, λόγω αγνώστου διαμονής αυτού ως κατηγορουμένου. Η υπόθεση εισήχθη σε δεύτερο βαθμό με την από 21-12-2012 παραδεκτά ασκηθείσα έφεση του εισαγγελέα εφετών Αθηνών, κατά της παραπάνω αθωωτικής απόφασης του ΜΟΔ Αθηνών και παραδεκτά πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, ο κατηγορούμενος επανυπέβαλε στο ακροατήριο του ΜΟΕ Αθηνών δια των συνηγόρων του, τους ίδιους ως παραπάνω αυτοτελείς ισχυρισμούς του περί μη κλήτευσης, περί ακυρότητας της επίδοσης σε αυτόν του παραπεμπτικού βουλεύματος και περί ακυρότητας της προαναφερθείσας εισαγγελικής διάταξης περί αναστολής της ποινικής διαδικασίας και για μη επίδοση σε αυτόν των βουλευμάτων του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και του Αρείου Πάγου, τα οποία εκδόθηκαν επί ενδίκων μέσων των συμπαραπεμπομένων συγκατηγορουμένων του νυν αναιρεσείοντος και με τα οποία επικυρώθηκε το παραπάνω με αρ. 1703/1991 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Το ΜΟΕ Αθηνών, με την προσβαλλόμενη με την κρινόμενη αναίρεση του κατηγορουμένου με αρ. 34-201/2014 καταδικαστική απόφασή του, απέρριψε, με παρεμπίπτουσα προηγηθείσα της ενοχής απόφασή του, τους εν λόγους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου ως αβάσιμους με την παρακάτω, κατά πιστή αντιγραφή αιτιολογία: "Το Δικαστήριο των Τακτικών Δικαστών του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, απάγγειλε σε δημόσια συνεδρίαση την με αριθμό 78/2014 απόφασή του, με το εξής περιεχόμενο: Με το υπ'αριθμ. 1703/1991 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, ο κατηγορούμενος για να δικασθεί για τις πράξεις: α) της αρπαγής ανηλίκου με σκοπό την είσπραξη λύτρων κατά συναυτουργία, β)της άμεσης συνέργειας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, ιδιαιτέρως απεχθούς, από δράστη που είναι επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, γ) της σύστασης και συμμορίας κατά συναυτουργία και δ) της οπλοφορίας κατ'εξακολούθηση, δηλαδή για παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 45, 46 §1β, 47 § 1 και 2, 86, 94 § 1, 98, 299 § 1, 324 §1 και 3, 187, - 1 §1α, 6 §1, 10 και 11, 9 ν. 495/1976. Μετά την έκδοση του ως άνω βουλεύματος συντάχθηκε το υπ'αριθ. πρωτ. 15025/17-4-1991 και στοιχ. ΑΔ 148/91, έγγραφο του Τμήματος Βουλευμάτων της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, απευθυνόμενο προς το Α.Τ. Ι Πειραιώς, με το οποίο δίδεται η παραγγελία του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών να προβούν οι αστυνομικοί 1) στη νόμιμη επίδοση του παραπάνω βουλεύματος στον Δ. Σ. και 2) στην άμεσο σύλληψη αυτού, σε εκτέλεση σχετικής διατάξεως του ως άνω βουλεύματος, στην περίπτωση που η επίδοση γίνει στον ίδιο. Επί του ως άνω εγγράφου, υπάρχει χειρόγραφη υπενθύμιση ότι η παραγγελία είναι εξαιρετικά επείγουσα και εάν δεν ευρεθεί ο ίδιος ή συγγενής του να επιδοθεί το βούλευμα ως αγνώστου διαμονής. Επιπλέον, από το Τμήμα Βουλευμάτων της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών συντάχθηκε το υπ' αριθ. πρωτ.15025/18-4-1991 έγγραφο, απευθυνόμενο προς τη διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής, στο οποίο αναφέρεται η αποστολή αποσπάσματος του υπ' αριθ. 1703/91 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, με το αίτημα να διαταχθεί η σύλληψη και προσαγωγή του Δ. Σ. και στη περίπτωση που δεν γίνει σύλληψή του να επιμεληθούν για την εγγραφή του στα Δ.Ε.Α. Ακολούθως, το ΙΣΤ Αστυνομικό Τμήμα Πειραιά με το από 6-5-1991 και με αρ. πρωτ. 1016/93/515 α έγγραφό του με θέμα "αποστολή αποδεικτικού", απευθυνόμενο προς την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών τμήμα Βουλευμάτων, υπογεγραμμένο από το διοικητή του παραπάνω Α.Τ., υπέβαλε συνημμένα ένα αποδεικτικό επίδοση του υπ'αρ. 1703/1991 βουλεύματος στο Σ. Δ., κάτοικο …, αναφέροντας ότι το βούλευμα παρελήφθη από τη μητέρα του Α. συζ. Ν. Σ.. Στη συνέχεια, βάση του από 6-5-1991 ως άνω εγγράφου και του συνημμένου σ'αυτό αποδεικτικού επίδοσης, εκδόθηκε από την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών (Τμήμα ΜΟΔ) η υπ'αριθμ. 16/24-10-1991 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, με την οποία ανεστάλη η διαδικασία στο ακροατήριο του ΜΟΔ κατά του κατηγορουμένου μέχρι συλλήψεως ή εμφανίσεώς του. Η ως άνω διάταξη στηρίχθηκε, όπως σ'αυτή αναφέρεται, στα γεγονότα ότι ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε τελεσίδικα με το 1703/1991 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου ΜΟΔ της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών για κακουργήματα, ότι είναι ήδη απών από το τόπο της κατοικίας του και αγνώστου διαμονής και ότι δεν προσήλθε, ούτε συνελήφθηκε μέσα στο μήνα από τη γενομένη την 4.5.1991 νόμιμη επίδοση του πιο πάνω παραπεμπτικού βουλεύματος. Στο τέλος της ως άνω διάταξης υπάρχει παραγγελία του εκδόσαντος τη διάταξη Εισαγγελέως Εφετών για τοιχοκόλληση αυτής σύμφωνα με το άρθρο 156 § 2 του ΚΠΔ. Από όλα τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι έγινε έγκυρη επίδοση του ως άνω παραπεμπτικού βουλεύματος στον παρόντα κατηγορούμενο την 4-5-1991 στο τόπο της κατοικίας του (...) και τούτο παραλήφθηκε από τη μητέρα του, που διέμενε μαζί του, καθώς δεν αμφισβητήθηκε από κανένα ότι η διεύθυνση της κατοικίας του ήταν εκείνη και ότι η μητέρα του έμενε εκεί. Για την επίδοση αυτή, στο παραπάνω τόπο και χρόνο, το Δικαστήριο δεν καταλείπεται καμμία αμφιβολία. Το γεγονός της μη ύπαρξης του αποδεικτικού μέσου εντός της δικογραφίας, σε καμμία περίπτωση δεν συνιστά μη νόμιμη επίδοση ή ανυπαρξία επίδοσης του Βουλεύματος, καθώς σε δύο έγγραφα βεβαιώνεται, αντίστοιχα η σύνταξη του αποδεικτικού επίδοσης και η επίδοση του βουλεύματος (στο από 6-5-1991 έγγραφο του ΙΣΤ ΑΤ Πειραιά και στην από 24-10-1991 διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών). Κατά του 1703/1991 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών δεν ασκήθηκε κανένα ένδικο μέσο από τον κατηγορούμενο. Επί ενδίκων μέσων των συγκατηγορουμένων του κατ'αυτού, εκδόθηκαν τα βουλεύματα 2159/1991, 2638/1991 και 1346/1991, 1616/1991 του Εφετείου Αθηνών και του Αρείου Πάγου αντίστοιχα, με τα οποία επικυρώθηκε το ως άνω 1703/1991 βούλευμα. Συνεπώς, το ως άνω 1703/1991 βούλευμα είναι αμετάκλητο για το κατηγορούμενο. Η μη επίδοση στο κατηγορούμενο των ως άνω βουλευμάτων του Συμβουλίου Εφετών και του Αρείου Πάγου, δεν επηρεάζει το κύρος της επίδοσης και κλήσης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, διότι από τη διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ δεν προβλέπεται η υποχρέωση τέτοιας επίδοσης. Περαιτέρω, από την υπ'αριθμ. 67/2012 κλήση του Εισαγγελέως Εφετών, που υπάρχει στη δικογραφία, με την οποία ο κατηγορούμενος κλήθηκε στο ακροατήριο του ΜΟΔ Αθηνών για να δικασθεί σύμφωνα με το 1703/1991 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και την επ'αυτής επισημείωση του επιδόσαντος στον κατηγορούμενο γραμματέως των φυλακών Κορυδαλλού, προκύπτει ότι η επίδοση αυτής έγινε στις 9-4-2012. Συνεπώς, οι αντιρρήσεις του κατηγορουμένου κατά της προόδου της δίκης, που προβάλλει επικαλούμενος ότι ήταν άκυρη η επίδοση της υπ'αριθμ. 67/2012 κλήσης προς εμφάνιση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου διότι είχε γίνει πριν καταστεί αμετάκλητο το 1703/1991 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν. Οι άλλοι ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, με τους οποίους αντιλέγει στη πρόοδο της δίκης: α) ότι στο παραπεμπτικό βούλευμα και στη κλήση προς εμφάνιση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν αναφέρεται αν η λήψη της απόφασης και η εκτέλεση της πράξης του αυτουργού και συμμετόχου τελέσθηκαν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και β) η 16/24-10-1991 διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών εκδόθηκε μη νομίμως λόγω μη επιδόσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος και επί πλέον αυτή είναι άκυρη γιατί δεν τοιχοκολλήθηκε, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν: α) διότι οι αιτιάσεις κατά του βουλεύματος θα έπρεπε να έχουν προβληθεί με ένδικο μέσο κατ'αυτού, η δε κλήση έχει πλήρη τα κατ'άρθρ. 321 §1, 2 και 4 ΚΠΔ στοιχεία της και β)η 16/24-10-1991 διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών εκδόθηκε μετά την επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος στον κατηγορούμενο. Η μη ανεύρεση δε του εγγράφου βεβαίωσης της τοιχοκόλλησης εντός της δικογραφίας δεν σημαίνει τη μη τήρηση της εισαγγελικής παραγγελίας, η ολοκλήρωση και η ισχύς της οποίας δεν εξαρτάται από την ύπαρξη της βεβαίωσης τοιχοκόλλησης. Κατόπιν αυτών, οι αντιρρήσεις του κατηγορουμένου κατά της προόδου της δίκης πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους". Το ΜΟΕ στη συνέχεια, κατάρτισε και αμέσως δημοσίευσε με την Πρόεδρό του, που απάγγειλε σε δημόσια συνεδρίαση, την με αριθμό 127/2014 απόφασή του, με το ακόλουθο περιεχόμενο: "Κατά τις διατάξεις των άρθρων 111 § 1 και 2 και 112 ΠΚ το αξιόποινο των εγκλημάτων εξαλείφεται με τη παραγραφή, η οποία για τα κακουργήματα είναι είκοσι έτη αν ο νόμος προβλέπει γι'αυτά τη ποινή του θανάτου ή της ισόβιας κάθειρξης και αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 113 § 1, 2 και 3 ΠΚ η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται, για όσο χρόνο σύμφωνα με διάταξη νόμου, δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη, επίσης για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η δικαστική απόφαση και δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε έτη για τα κακουργήματα. Περίπτωση του άρθρου 113 § 1 ΠΚ συντρέχει, κατά το άρθρο 432 ΠΚ, όταν ο παραπεμφθείς στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου για κακούργημα απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη, δεν παρουσιασθεί δε ούτε συλληφθεί μέσα σε ένα μήνα από την επίδοση του παραπεμπτικού βουλεύματος, κατ'αρθρ. 156, οπότε αναστέλλεται η διαδικασία στο ακροατήριο με διάταξη του εισαγγελέα του εφετείου μέχρι της συλλήψεως ή εμφανίσεώς του. Η έκδοση της ανωτέρω εισαγγελικής διατάξεως συνεπάγεται την αναστολή της διαδικασίας και της παραγραφής (ΑΠ 1150/1988 ΠΧρ 1989.94). Στη προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε με το 1703/1991 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, στο ακροατήριο του ορισθησομένου από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών ΜΟΔ της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, για να δικασθεί, μεταξύ άλλων αξιόποινων πράξεων, για το κακούργημα της άμεσης συνέργειας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, που φέρεται τελεσθείσα στα Σκούρτα Βοιωτίας τις νυκτερινές ώρες της 21-22 Μαρτίου 1990. Μετά την έκδοση του ως άνω βουλεύματος συντάχθηκε το υπ'αριθ. πρωτ. 15025/17-4-1991 και στοιχ. Α.Δ. 148/91 έγγραφο του Τμήματος Βουλευμάτων της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, απευθυνόμενου προς το ΑΤ Ι Πειραιώς, με το οποίο δίδεται η παραγγελία του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών να προβούν οι αστυνομικοί στη νόμιμη επίδοση του παραπάνω βουλεύματος στον Δ. Σ. και 2) στην άμεσο σύλληψη αυτού, σε εκτέλεση σχετικής διατάξεως του ως άνω βουλεύματος, στη περίπτωση που η επίδοση γίνει στον ίδιο. Επί του ως άνω εγγράφου, υπάρχει χειρόγραφη υπενθύμιση ότι η παραγγελία είναι εξαιρετικά επείγουσα και εάν δεν ευρεθεί ο ίδιος ή συγγενής του να επιδοθεί το βούλευμα ως αγνώστου διαμονής. Επί πλέον, από το τμήμα Βουλευμάτων της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών συντάχθηκε το υπ'αριθ. πρωτ. 15025/18-4-1991 έγγραφο απευθυνόμενο προς τη Διεύθυνση Ασφαλείας Αττικής στο οποίο αναφέρεται η αποστολή αποσπάσματος του 1703/91 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών, με το αίτημα να διαταχθεί η σύλληψη και προσαγωγή του Δ. Σ. και στη περίπτωση που δεν γίνει σύλληψή του να επιμεληθούν για την εγγραφή του στα Δ.Ε.Α. Ακολούθως, το ΙΣΤ Αστυνομικό Τμήμα Πειραιά με το από 6-5-1991 και με αρ. πρωτ. 1016/93/515-α έγγραφό του με θέμα "αποστολή αποδεικτικού" απευθυνόμενο προς την Εισαγγελία Εφετών Αθηνών - τμήμα Βουλευμάτων, υπογεγραμμένο από το διοικητή του παραπάνω Α.Τ., υπέβαλε συνημμένα ένα αποδεικτικό επίδοσης του υπ'αριθμ. 1703/1991 βουλεύματος, στο Σ. Δ., κάτοικο περιφέρειάς του, αναφέροντας ότι το βούλευμα παρελήφθη από τη μητέρα του Α. συζ. Ν. Σ.. Στη συνέχεια, βάσει του από 6-5-1991 ως άνω εγγράφου και του συνημμένου σ'αυτό αποδεικτικού επίδοσης, εκδόθηκε από την Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών (τμήμα ΜΟΔ) η υπ'αριθμ. 16/24-10-1991 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, με την οποία ανεστάλη η διαδικασία στο ακροατήριο του ΜΟΔ κατά του κατηγορουμένου μέχρι συλλήψεως ή εμφανίσεώς του. Η ως άνω διάταξη στηρίχθηκε, όπως σ'αυτή αναφέρεται, στα γεγονότα ότι ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε τελεσίδικα με το 1703/1991 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου ΜΟΔ της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών για κακουργήματα, ότι είναι ήδη απών από το τόπο της κατοικίας του και αγνώστου διαμονής και ότι δεν προσήλθε, ούτε συνελήφθηκε μέσα στο μήνα από τη γενομένη την 4-5-1991 νόμιμη επίδοση του πιο πάνω παραπεμπτικού βουλεύματος. Στο τέλος της ως άνω διάταξης υπάρχει παραγγελία του εκδόσαντος τη διάταξη Εισαγγελέως Εφετών για τοιχοκόλληση αυτής σύμφωνα με το άρθρο 156 § 2 του ΚΠΔ. Από όλα τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι έγινε έγκυρη επίδοση του ως άνω παραπεμπτικού βουλεύματος στον παρόντα κατηγορούμενο την 4-5-1991 στο τόπο της κατοικίας του (...) και τούτο παραλήφθηκε από τη μητέρα του, που διέμενε μαζί του, καθώς δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν ότι η διεύθυνση της κατοικίας του ήταν εκείνη και ότι η μητέρα του έμενε εκεί. Για την επίδοση αυτή, στο παραπάνω τόπο και χρόνο, στο Δικαστήριο δεν καταλείπεται καμμία αμφιβολία. Το γεγονός της μη ύπαρξης του αποδεικτικού επίδοσης εντός της δικογραφίας, σε καμμία περίπτωση δεν συνιστά μη νόμιμη επίδοση ή ανυπαρξία επίδοσης του ως άνω βουλεύματος, καθώς και σε δύο έγγραφα βεβαιώνεται, αντίστοιχα, η σύνταξη του αποδεικτικού επίδοσης και η επίδοση του βουλεύματος (στο από 6-5-1991 έγγραφο του ΙΣΤ ΑΤ Πειραιά και στην από 24-10-1991 διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών). Κατά του ως άνω 1703/1991 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών δεν ασκήθηκε κανένα ένδικο μέσο από τον κατηγορούμενο. Επί ενδίκων μέσων των συγκατηγορουμένων του, κατ'αυτού εκδόθηκαν τα βουλεύματα 2159/1991, 2638/1991 και 1346/1991, 1616/991 του Εφετείου Αθηνών και τον Αρείου Πάγου αντίστοιχα, με τα οποία επικυρώθηκε το ως άνω 1703/1991 βούλευμα. Η μη επίδοση στον κατηγορούμενο των ως άνω βουλευμάτων του Συμβουλίου Εφετών και του Αρείου Πάγου δεν επηρεάζει το κύρος της επίδοσης της κλήσης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, διότι από τη διάταξη του άρθρου 469 ΚΠΔ, δεν προβλέπεται η υποχρέωση τέτοιας επίδοσης. Συνεπώς το 1703/1991 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών είναι αμετάκλητο για τον κατηγορούμενο. Περαιτέρω, από την υπ'αριθμ. 67/2012 κλήση του Εισαγγελέως Εφετών, που υπάρχει στη δικογραφία, με την οποία ο κατηγορούμενος κλήθηκε στο ακροατήριο του ΜΟΔ Αθηνών για να δικασθεί σύμφωνα με το ως άνω 1703/1991 βούλευμα για την επ'αυτής επισημείωση του επιδόσαντος στον κατηγορούμενο γραμματέως των φυλακών Κορυδαλλού, προκύπτει ότι η επίδοση αυτής έγινε σ'αυτόν στις 9-4-2012. Η έκδοση της 16/24-10-1991 διάταξης του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών και η επίδοση της κλήσης στον κατηγορούμενο για εμφάνιση στο ακροατήριο, ανέστειλαν την παραγραφή του επιδίκου εγκλήματος και μέχρι της εκδικάσεως της υποθέσεως στο Δικαστήριο τούτο και προβολή της ενστάσεως παραγραφής (6-3-2014) δεν παρήλθε 25ετία (20+5), Την αναστολή της παραγραφής με την 16/24-10-1991 διάταξη του Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών δεν επηρεάζει το γεγονός της μη ανεύρεσης στη δικογραφία του εγγράφου βεβαίωσης της τοιχοκόλλησης αυτής (τούτο δεν σημαίνει ότι δεν τηρήθηκε η εισαγγελική παραγγελία) η ολοκλήρωση και η ισχύς της οποίας δεν εξαρτάται από την ύπαρξη της βεβαίωσης αυτής. Συνεπώς, ο αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί εξάλειψης του αξιοποίνου λόγω παραγραφής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος". Σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές και όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, που παραδεκτά επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου ειδικών λόγων αναιρέσεως περί ακυροτήτων και παραγραφής, το παραπάνω με αρ. 1703/1991 παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών κατέστη αμετάκλητο πλέον, κατά τα προαναφερθέντα, και για τον συμπαραπεμπόμενο με αυτό αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Δ. Σ., διότι κατά το άρθρο 469 του ΚΠΔ, δεν προβλέπεται υποχρέωση επίδοσης των βουλευμάτων αυτών, του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και του Αρείου Πάγου, που εκδόθηκαν επί ενδίκων μέσων των συγκατηγορουμένων του, στον μη ασκήσαντα ένδικο μέσο συμπαραπεμπόμενο κατηγορούμενο και επομένως η μη επίδοση στον νυν αναιρεσείοντα κατηγορούμενο των ως άνω βουλευμάτων, δεν επηρεάζει το κύρος της κλήσης αυτού στο ακροατήριο. Επίσης, από τη με αρ. 67/2012 κλήση του Εισαγγελέα Εφετών που υπάρχει στη δικογραφία, με την οποία κλήθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος στο ακροατήριο του ΜΟΔ Αθηνών, για να δικασθεί σύμφωνα με το με αρ. 1703/1991 προεπιδοθέν παραπεμπτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και της επ'αυτής σημείωσης του επιδόσαντος στον κατηγορούμενο γραμματέα των Φυλακών Κορυδαλλού, προκύπτει ότι η επίδοση της κλήσης στον νυν αναιρεσείοντα έγινε στις 9-4-2012 και ο παραπεμπόμενος αναιρεσείων κατηγορούμενος, σε αντίθεση με τους συγκατηγορουμένους του, δεν άσκησε κανένα ένδικο μέσο κατ'αυτού, ήτοι η επίδοση έγινε σε αυτόν μετά το αμετάκλητο του ως άνω παραπεμπτικού βουλεύματος και πριν την παραγραφή της αποδιδόμενης ως άνω πράξης, με χρόνο τελέσεως την 21/22-3-1990, καθόσον η έκδοση της με αρ. 16/24-10-1991 διάταξης του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών μετά το αμετάκλητο του άνω παραπεμπτικού βουλεύματος ανέστειλε την παραγραφή του κακουργήματος αυτού. Το γεγονός δε της μη ανεύρεσης στη δικογραφία του εγγράφου της βεβαίωσης της τοιχοκόλλησης της άνω εισαγγελικής διάταξης περί αναστολής της εκδίκασης και της διαδικασίας και αναστολής της παραγραφής, λόγω άγνωστης διαμονής του παραπεμπόμενου κατηγορουμένου, δεν σημαίνει και ότι δεν τηρήθηκε η εισαγγελική παραγγελία τοιχοκόλλησης, η ολοκλήρωση και η εκτέλεση της οποίας, κατ'άρθρο 156 παρ.2 ΚΠΔ, με τοιχοκόλληση σε ένα από τα δημοσιότερα σημεία, δεν εξαρτάται από την ύπαρξη της βεβαίωσης αυτής, ως αποκλειστικού αποδεικτικού μέσου. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμα και σε περίπτωση παράλειψης της άνω τοιχοκόλλησης της εισαγγελικής διάταξης αναστέλλεται η προθεσμία της παραγραφής του εγκλήματος, εφόσον έχει επιδοθεί νομότυπα στον κατηγορούμενο το παραπεμπτικό βούλευμα. Η επίδοση βεβαίως αυτή πρέπει, κατά τη διάταξη του άρθρου 161 παρ.1 του ΚΠΔ, να αποδεικνύεται από το αποδεικτικό επιδόσεως του αρμοδίου οργάνου. Η επίδοση όμως του άνω με αρ. 1703/1991 παραπεμπτικού βουλεύματος προκύπτει ότι έγινε νομίμως, συνταχθείσας σχετικής εκθέσεως επιδόσεως, αφού ναι μεν δεν υπάρχει στη δικογραφία, για άγνωστο λόγο, το συνταγέν πριν από 23 χρόνια αποδεικτικό επίδοσης ή το έγγραφο παραλαβής, η σύνταξη όμως του αποδεικτικού αυτού εγγράφου και το περιεχόμενό του, που σημειωτέον δεν προσβάλλονται για πλαστότητα, αποδεικνύονται, κατά τα άρθρα 155, 156 παρ.4, 159, 161 και 162 ΚΠΔ, από τα ρητώς αναφερόμενα στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως άλλα δημόσια έγγραφα, που αναφέρονται σε αυτό και υπάρχουν στη δικογραφία, όπως, α) από το με αρ. πρωτ. 1016/93/515α/6-5-1991 έγγραφο του ΙΣΤ' Αστυνομικού Τμήματος Πειραιώς απευθυνόμενο στην εισαγγελία εφετών Αθηνών που επέστρεψε εκτελεσθείσα την με αρ. 15025/18-4-1991 παραγγελία επίδοσης της εισαγγελίας εφετών Αθηνών, από το οποίο προκύπτει συγκεκριμένα ότι υποβάλλεται στις 6-5-1991 ένα αποδεικτικό επιδόσεως της 4-5-1991 του με αρ. 1703/1991 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών στον Δ. Σ., αναφέροντας μάλιστα ότι το βούλευμα παραλήφθηκε από την μητέρα αυτού Α. συζ. Ν. Σ. και β) από την άνω με αρ. 16/24-10-1991 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, που αναφέρεται στην προηγηθείσα νόμιμη επίδοση αυτή και που ανέστειλε την παραγραφή του κακουργήματος αυτού, με συνέπεια να είναι νόμιμη και η βάσει του αποδεικτικού αυτού επακολουθήσασα κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του ΜΟΔ Αθηνών και η αναστολή της διαδικασίας κατά το άρθρο 432 ΚΠΔ και δεν πρόκειται για ανυπαρξία επίδοσης, για μη επίδοση του βουλεύματος ή για απώλεια εγγράφου, ώστε να έπρεπε να είχε γίνει μετά είκοσι τρία χρόνια η νόμιμη διαδικασία του ν. 3400/1927 περί ανασύστασης δικογραφίας και ανασύσταση των άνω προαναφερθέντων εγγράφων αποδεικτικών επίδοσης και τοιχοκόλλησης, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Κατ'ακολουθίαν, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν και τα παραπάνω εκτεθέντα, το ΜΟΕ Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, με πλήρη και επαρκή ειδική αιτιολογία και με ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των προεκτεθεισών διατάξεων και των διατάξεων των άρθρων 111 και 113 ΠΚ, λόγω αναστολής της παραγραφής, αφού κατά τα παραπάνω είχε γίνει αμετάκλητη η παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ορθά απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους συναφείς αυτοτελείς ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, όπως και εκείνους περί σχετικής ακυρότητας της διαδικασίας μη καλυφθείσας, περί μη αναστολής της διαδικασίας και περί παραγραφής της πράξεως και οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως αυτού από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β', Δ' και Ε'του ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Επομένως, ελλείψει άλλου λόγου αναίρεση για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 19-09-2014 αίτηση - δήλωση του Δ. Σ. του Ν., για αναίρεση της με αρ. 386Α/2013, 34, 35, 36, 67, 77, 78, 125, 126, 127, 200, 201/2014 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απλή Συνεργεία σε Ανθρωποκτονία με πρόθεση. 1 .Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. 2. Απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας,
Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος
Παραγραφή, Ακυρότητα σχετική, Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος.
0
Αριθμός 134/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 11η Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1. Aνώνυμης Eταιρείας με την επωνυμία "ΕΞΠΡΕΣ ΣΕΡΒΙΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, προελθούσας από μετατροπή κατ' αρθ. 3 παρ. 8 του ΝΔ 400/1970 της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΞΠΡΕΣ ΣΕΡΒΙΣ" και με τον δ.τ. "EXPRESS SERVICE AE" εγκριθείσας της τροποποιήσεως αυτής με την υπ' αριθμ Κ3-10633 (Κ3-10300) / 4.11.2002 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης, η οποία δημοσιεύθηκε στο υπ' αριθμ. 11259/6.11.2002 ΦΕΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, 2. Ι. Ρ. του Π. κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Θεμιστοκλή Σοφό και Ανδρέα Γαβαλά και κατέθεσαν προτάσεις. Των αναιρεσίβλητων: 1. Ανώνυμης Ελληνικής εταιρείας γενικών ασφαλειών με την επωνυμία "Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Σπυρίδωνα Τσαντίνη που ανακάλεσε την από 6-11-2014 δήλωσή του για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παραστάθηκε στο ακροατήριο και τους Τριανταφυλλάκη Γεώργιο και Λύτρα Θεόδωρο και κατέθεσαν προτάσεις. 2. Του εγκατεστημένου στην Ελλάδα Υποκαταστήματος (Άγιος Δημήτριος Αττικής) της εδρεύουσας στη Γαλλία αλλοδαπής Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία "AGA INTERNATIONAL S.A." που εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους Δημήτριο Πάσχο και Ιωάννη Καραγκούνη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-4-2012 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1645/2013 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 3214/2014 Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26-6-2014 αίτησή τους και τους από 8-10-2014 προσθέτους λόγους επ' αυτής. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 31-10-2014 έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η από 26.6.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 492/2014 αίτηση και το από 8.10.2014 δικόγραφο προσθέτων λόγων αναίρεσης, που κατατέθηκε την 9.10.2014 της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΕΞΠΡΕΣ ΣΕΡΒΙΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και του Ι. Ρ. του Π. κατά της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "Η ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ" και του εγκατεστημένου στην Ελλάδα Υποκαταστήματος της εδρεύουσας στη Γαλλία Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία "AGA INTERNATIONAL S.A." περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 3214/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης και των επ' αυτής προσθέτων λόγων, οι πληρεξούσιοι της 1ης αναιρεσίβλητης την απόρριψή τους και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 558 ΚΠολΔ "η αναίρεση απευθύνεται κατά εκείνων οι οποίοι ήταν διάδικοι στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση ή των καθολικών διαδόχων ή των κληρονόμων τους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η αίτηση αναίρεσης του καθού η πρόσθετη παρέμβαση, δεν απευθύνεται κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, εκτός αν κατά τη δίκη εκείνη, ανέλαβε τον δικαστικό αγώνα, οπότε κατέστη κύριος διάδικος ή η αναίρεση αφορά την πρόσθετη παρέμβαση. Περαιτέρω, από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 82 εδ.γ και 81 παρ. 3 του ίδιου κώδικα προκύπτει, ότι ο προσθέτως παρεμβάς πρέπει να καλείται στη συζήτηση της αναιρέσεως, χωρίς δε την κλήτευση αυτή παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, ειδική εφαρμογή της οποίας αποτελούν οι προαναφερόμενες διατάξεις και δημιουργείται απαράδεκτο της συζητήσεως της αναιρέσεως, το οποίο ως αναφερόμενο στην προδικασία λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο. Πάντως, αν η αναίρεση του καθού η παρέμβαση απευθυνθεί και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, δεν ιδρύεται απαράδεκτο και εκτιμάται ως κλήση κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως (ΑΠ 1033/2014, 569/2013). Αν όμως η πρόσθετη παρέμβαση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, ο παρεμβάς δεν καλείται στις περαιτέρω διαδικαστικές πράξεις(ΑΠ 1033/2014, 2192/2013, 1117/2003). Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβάντος, υπέρ της εκκαλούσας - εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, εγκατεστημένου στην Ελλάδα Υποκαταστήματος της εδρεύουσας στη Γαλλία αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "AGA INTERNATIONAL S.A.", καίτοι η αναίρεση δεν έπρεπε να απευθύνεται και κατά του ως άνω υπέρ της αναιρεσίβλητης προσθέτως παρεμβάντος, πλην όμως η απεύθυνση αυτή εκτιμάται ως κλήση αυτού στην προκείμενη δίκη της αναίρεσης, στην οποία αυτό νομίμως παρίσταται, ζητώντας ν' απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική του δαπάνη. Περαιτέρω από την παραδεκτή κατ` άρθρο 561 παρ.2 Κ.Πολ.Δ. επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της ένδικης διαφοράς στο Μονομελές Εφετείο Αθηνών, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη με την αίτηση αναίρεσης και τον πρόσθετο λόγο αυτής απόφαση (3214/2014), ασκήθηκε με αυτοτελές δικόγραφο πρόσθετη παρέμβαση από την "Ένωση Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος" υπέρ της τότε εκκαλούσας - εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Η ΕΘΝΙΚΗ". Η παρέμβαση εκείνη απορρίφθηκε με την προσβαλλομένη απόφαση ως απαράδεκτη, λόγω μη ολοκληρώσεως της ασκήσεώς της με επίδοσή της και στην υπέρ ης η παρέμβαση. Εν όψει αυτών δεν απαιτείται για το παραδεκτό της συζητήσεως της αίτησης αναίρεσης, κλήτευση και αυτής της παρεμβαίνουσας. Κατά το άρθρο 70 Κ.Πολ.Δ., όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Ως έννομη σχέση, η ύπαρξη ή η ανυπαρξία της οποίας είναι αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής και της επ` αυτής εκδοθησομένης αποφάσεως, νοείται η νομικά ρυθμιζόμενη σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα (ΑΠ 356/2013, ΑΠ 508/2013, ΑΠ 941/1997). Δεν αποτελούν έννομη σχέση υπό την άνω έννοια τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα αφηρημένα νομικά ζητήματα χωρίς τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση της οποίας ζητείται διά της αγωγής η προστασία (ΑΠ 941/1997). Επίσης δεν αποτελεί έννομη σχέση η διαπίστωση πραγματικών ή νομικών καταστάσεων χωρίς καθορισμό των προσαπτομένων από το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή, στα οποία υπάγονται τα περιστατικά αυτά (ΑΠ 508/2013). Από την ως άνω διάταξη συνάγεται ακόμη, ότι για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής απαιτείται ο ενάγων να έχει έννομο συμφέρον, τέτοιο δε υφίσταται όταν η προκαλούμενη με την αγωγή αυτή δικαστική απόφαση είναι σε θέση να διαλευκάνει την αμφισβητούμενη ύπαρξη ή ανυπαρξία της έννομης σχέσης, να άρει τη σχετική αβεβαιότητα και να αποτρέψει σχετικές μ` αυτό παρούσες ή μέλλουσες δικαστικές διενέξεις και μάλιστα οριστικά και με δύναμη δεδικασμένου. Συνεπώς, αποφάσεις που δεν διαλευκαίνουν οριστικά την έννομη σχέση, αλλά μόνο στοιχεία αυτής ή προδικαστικά της ζητήματα, δεν είναι ικανές για παραγωγή δεδικασμένου και άρα ούτε και για αναγνώριση των εν λόγω μεμονωμένων στοιχείων, γιατί πρέπει να προστεθούν και άλλα γεγονότα για την οριστική απόφαση επί της όλης έννομης σχέσης (ΑΠ 941/1997). Μεμονωμένα δηλαδή στοιχεία της έννομης σχέσης ή προδικαστικά αυτής στοιχεία δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής. Εξ άλλου κατά το άρθρο 947 παρ.1 ΚΠολΔ "όταν ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να παραλείψει ή να ανεχθεί πράξη, το δικαστήριο, για την περίπτωση που παραβεί την υποχρέωση του, απειλεί για κάθε παράβαση χρηματική ποινή έως 5.900 ευρώ υπέρ του δανειστή και προσωπική κράτηση έως ένα έτος. Αν η απειλή της χρηματικής ποινής και της προσωπικής κράτησης δεν περιέχεται στην απόφαση που καταδικάζει τον οφειλέτη να παραλείψει ή να ανεχθεί πράξη, απαγγέλλεται από το μονομελές πρωτοδικείο. Το δικαστήριο αυτό είναι αρμόδιο να βεβαιώσει την παράβαση και να καταδικάσει στη χρηματική ποινή και στην προσωπική κράτηση...". Από την ανωτέρω διάταξη, η οποία κατά το μέρος που προβλέπει ποινές έχει χαρακτήρα κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον με αυτή θεσπίζεται ενοχή από αδικοπραξία (ΑΠ 54/2012, ΑΠ 1257/2011, ΑΠ 1274/2010), προκύπτει ότι για την καταδίκη του οφειλέτη στην ποινή που απείλησε το δικαστήριο με προηγούμενη απόφαση του για την περίπτωση παραβάσεως των διατάξεων της, απαιτείται να έχει ο οφειλέτης πρόθεση να παραβεί τις διατάξεις της προηγούμενης αυτής απόφασης. Η πρόθεση όμως, ως γνώση και θέληση του παραπάνω αποτελέσματος, δεν έχει ανάγκη εξειδικεύσεως των στοιχείων που τη συγκροτούν, αλλά αρκεί να αναφέρεται στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι ο οφειλέτης ενήργησε από πρόθεση ή να συνάγεται από τα εκτιθέμενα παραδοχή του δικαστηρίου περί υπάρξεως τέτοιας προθέσεως (ΑΠ 54/2012). Η με το άρθρο αυτό θεσπιζόμενη διαδικασία της έμμεσης αναγκαστικής εκτέλεσης διέρχεται δύο στάδια και απαιτεί την έκδοση δύο δικαστικών αποφάσεων. Κατά το πρώτο στάδιο βεβαιώνεται με την απόφαση η υποχρέωση του εναγομένου σε παράλειψη ή ανοχή της πράξης, απειλούνται εναντίον του, για την περίπτωση παράβασης της σχετικής υποχρέωσής του, οι ποινές αθροιστικά και καθορίζονται το ποσό της χρηματικής ποινής και ο χρόνος της προσωπικής κράτησης. Κατά το δεύτερο στάδιο γίνεται διάγνωση της παράβασης, βεβαιώνεται δηλαδή η εκ μέρους του καθ` ου η εκτέλεση παραβίαση της υποχρέωσής του προς παράλειψη ή ανοχή και καταδικάζεται ο οφειλέτης στην καταβολή της χρηματικής ποινής και σε προσωπική κράτηση (ΑΠ 1274/2010). Η αγωγή με την οποία ζητείται η καταδίκη σε χρηματική ποινή και σε προσωπική κράτηση λόγω της παραβάσεως είναι αγωγή καταψηφιστική. Ιδιαίτερο αίτημα για τη βεβαίωση της παραβάσεως δεν απαιτείται, διότι στο αίτημα για την καταδίκη σε χρηματική ποινή και σε προσωπική κράτηση εμπεριέχεται και αίτημα για τη βεβαίωση της παραβάσεως, αφού η τελευταία αποτελεί τον πυρήνα της αγωγής και προϋπόθεση της καταδίκης (ΑΠ 705/2009). Στην δίκη του άρθρου 947 του ΚΠολΔ λαμβάνονται στην ουσία ρυθμιστικά μέτρα για την εξασφάλιση της πορείας της εκτέλεσης, με απώτερο σκοπό την κάμψη της αντιτιθέμενης βούλησης του οφειλέτη και τον εξαναγκασμό του σε συμμόρφωση. Η κατά την παράγραφο 1γ' του άρθρου 947 ΚΠολΔ δίκη είναι διαγνωστικού χαρακτήρα. Αυτό που κατάγεται προς διάγνωση είναι η μία και μοναδική αξίωση του ενάγοντος προς επιβολή των νομίμων κυρώσεων που ενεργοποιούνται μέσω της πραγμάτωσης της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως της παράβασης. Το πραγματικό γεγονός της παράβασης αποτελεί την ιστορική βάση της αγωγής και αντίστοιχα την αιτιολογία (ελάσσονα πρόταση) της εκδιδομένης αποφάσεως και γι' αυτό πρέπει να προτείνεται και να αποδεικνύεται από τον ενάγοντα. Η διάγνωση της αξίωσης προς επιβολή των νόμιμων κυρώσεων οδηγεί στη συνέχεια, στην επέλευση της αιτούμενης έννομης συνέπειας, δηλαδή στην καταψήφιση της χρηματικής ποινής και στην απαγγελία της προσωπικής κρατήσεως ή της μιας εκ των δύο κατά την από την αρχή της διαθέσεως πηγάζουσα βούληση του ενάγοντα δανειστή που εκδηλώνεται με το σχετικό προς τούτο αίτημα. Η διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών της ύπαρξης της παράβασης του ουσιαστικού περιεχομένου του τίτλου, αποτελώντας προϋπόθεση για την επιβολή της έννομης συνέπειας της καταδίκης σε χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής και αποφάσεως. Τέτοια ανεπίτρεπτη αναγνωριστική αγωγή είναι και εκείνη που κατά το αίτημά της περιορίζεται απλώς στη βεβαίωση της παραβάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες στην ένδικη, από 3.4.2012 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως δικογράφου 1409/2012, αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ιστορούσαν ότι επί της με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 25123/1996 αγωγής τους κατά της εναγόμενης και ήδη αναιρεσίβλητης και άλλων δύο ασφαλιστικών εταιριών, με την οποία ζητούσαν να απαγορευθεί στις εναγόμενες να ενεργούν σε βάρος τους αθεμίτως ανταγωνιστικές πράξεις σχετικές με τη κατάρτιση από αυτές συμβάσεων οδικής βοήθειας, που δεν πληρούσαν τους όρους του νόμου, εκδόθηκε η 24327/2007 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή τους. Ότι οι ανωτέρω ασφαλιστικές εταιρίες (μεταξύ των οποίων και εναγομένη) και οι ενάγοντες άσκησαν (αντίθετες) εφέσεις κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης, επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθμό 743/2009 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία αυτό, δικάζον επί της ως άνω αγωγής, έκανε δεκτή εν μέρει αυτή και μεταξύ άλλων απαγόρευσε στην εναγόμενη, με απειλή χρηματικής ποινής 2.000 ευρώ για κάθε μελλοντική παραβίαση "να συνάπτει συμβάσεις παροχής οδικής βοήθειας, να διαφημίζει στο κοινό ότι παρέχει οδική βοήθεια και να προσφέρει οδική βοήθεια, χωρίς η ίδια ή οι συνεργαζόμενες, προς το σκοπό αυτό, με αυτή επιχειρήσεις να διαθέτουν οχήματα προορισμένα και διαμορφωμένα για την υπηρεσία αυτή, κατά τις ισχύουσες διατάξεις και χωρίς το ανάλογο προσωπικό και την εν γένει απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή και εγκαταστάσεις για την παροχή στους πελάτες τους της σχετικής υπηρεσίας παροχής οδικής βοήθειας". Ότι οι ενάγοντες κοινοποίησαν στην εναγόμενη στις 14.5.2009 την απόφαση αυτή, με επιταγή προς εκτέλεση, επιτάσσοντας τη να συμμορφωθεί με το διατακτικό της. Ότι η εναγόμενη έλαβε γνώση των υποχρεώσεων της από την πιο πάνω απόφαση, εντούτοις από 18.5.2009 μέχρι 31.8.2010 παραβίασε από πρόθεση το διατακτικό της συνάπτοντας 170.881 συμβάσεις παροχής οδικής βοήθειας και 561.916 συμβάσεις τοπικής ρυμούλκησης και συνολικά 732.797 συμβάσεις, συνεργαζόμενη για το σκοπό αυτό με τη μικτή επιχείρηση οδικής βοήθειας Mondial Assistance, που δεν πληρούσε τους όρους του νόμου (ν.3651/2008) για τη παροχή οδικής βοήθειας. Με βάση τα ανωτέρω ιστορούμενα οι ενάγοντες ζητούσαν να βεβαιωθούν οι παραβιάσεις αυτές και να καταδικασθεί η εναγομένη να τους καταβάλει χρηματική ποινή 2.000 ευρώ στον καθένα τους για κάθε παραβίαση της αποφάσεως. Κατά τη συζήτηση της αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου οι ενάγοντες, με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων τους που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και τις προτάσεις που νομίμως κατέθεσαν, παραιτήθηκαν του αιτήματός τους για καταδίκη της εναγομένης στην ως άνω χρηματική ποινή για κάθε παραβίαση της απόφασης και περιόρισαν το αίτημά τους μόνο στην βεβαίωση (αναγνώριση) της παραβίασης επί 732.797 φορές του διατακτικού της με αριθμό 743/2009 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την απόφασή του, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, δέχτηκε αυτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και βεβαίωσε την παραβίαση του διατακτικού της με αριθμό 743/2009 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης από την εναγόμενη, 732.797 φορές κατά το χρονικό διάστημα από 18.5.2009 έως 31.8.2010. Κατά της αποφάσεως αυτής του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οι ενάγοντες άσκησαν την από 4.7.2013, με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 4068/2013 έφεση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών. Το τελευταίο, δικάζοντας αντιμωλία των κυρίων διαδίκων και των ενώπιόν του παρεμβάντων υπέρ της εκκαλούσας - εναγομένης, με την προσβαλλομένη 3214/2014 οριστική απόφασή του, αφού απέρριψε ως απαράδεκτη τη μία παρέμβαση, δέχθηκε την έφεση και την δεύτερη υπέρ της εκκαλούσας εναγομένης πρόσθετη παρέμβαση, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, και δικάζοντας την αγωγή απέρριψε αυτή ως μη νόμιμη με την αιτιολογία, ότι μετά τη μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής κατά το σκέλος του καταψηφιστικού αιτήματος, δεν ερείδεται πλέον στο νόμο το αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής για τη βεβαίωση μόνο των παραβιάσεων της υποχρεώσεως προς παράλειψη, η διαπίστωση δηλαδή πραγματικών γεγονότων, όπως είναι η ύπαρξη της παραβάσεων του ουσιαστικού περιεχομένου του τίτλου. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο ορθά ερμήνευσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 947 παρ. 1 γ' ΚΠολΔ την οποία δεν παραβίασε με την μη εφαρμογή της , κρίνοντας την αγωγή ως μη νόμιμη. Επομένως, οι περί του αντιθέτου πρώτος και δεύτερος λόγοι του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως και ο πρόσθετος λόγος, από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Από τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε η δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα η απαράδεκτο, προκύπτει ότι ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται μόνον όταν η πλημμέλεια αναφέρεται σε παράβαση δικονομικών διατάξεων, δηλαδή διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία και τον τύπο των διαδικαστικών πράξεων (ολΑΠ 1/1999, ολΑΠ 12/2000, ΑΠ 145/2014, ΑΠ 204/2014, ΑΠ 712/2013). Επομένως, ο τρίτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση του Εφετείου Αθηνών η από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, της κηρύξεως δηλαδή απαραδέκτου παρά το νόμο με την απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης και συγκεκριμένα ως μη ερειδόμενης στη διάταξη του άρθρου 947 παρ. 1 γ' ΚΠολΔ, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί διάταξη ουσιαστικού δικαίου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες ως ηττηθέντες διάδικοι, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης και του προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνοντος (άρθρο 176, 182, 183 Κ.Πολ.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 26.6.2014 αίτηση και τον από 8.10.2014 πρόσθετο λόγο των: α) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΕΞΠΡΕΣ ΣΕΡΒΙΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και β) Ι. Ρ. του Π. κατά της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Η ΕΘΝΙΚΗ", για αναίρεση της υπ` αριθ. 3214/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσόν των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ και του προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνοντος, τα οποία ορίζει σε χίλια διακόσια (1200) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις13 Ιανουαρίου 2015. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ένδικα Μέσα. Αναίρεση από τον καθού η πρόσθετη παρέμβαση. Η άσκηση αυτής δεν στρέφεται κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος στη δίκη κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, γιατί αυτός δεν είναι κύριος διάδικος, εκτός αν κατά τη δίκη εκείνη κατέστη κύριος διάδικος ή η αναίρεση αφορά την πρόσθετη παρέμβαση. Κλήση στη συζήτηση της αναίρεσης του προσθέτως παρεμβαίνοντα επί ποινή απαραδέκτου αυτής. Η αναίρεση του καθου η παρέμβαση και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντα, δεν θεμελιώνει απαράδεκτο και εκτιμάται ως κλήση κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως. Αναγνωριστική αγωγή. Αντικείμενό της η ύπαρξη ή ανυπαρξία έννομης σχέσης. Έννοια. Δεν αποτελούν έννομη σχέση τα απλά πραγματικά περιστατικά ή τα αφηρημένα νομικά ζητήματα χωρίς τη σύνδεσή τους με έννομη σχέση της οποίας ζητείται δια της αγωγής έννομη προστασία. Επίσης δεν αποτελεί έννομη σχέση η διαπίστωση πραγματικών ή νομικών καταστάσεων χωρίς καθορισμό των προσαπτομένων από το δίκαιο συνεπειών, έστω και αν μνημονεύεται ο κανόνας ή η νομική αρχή, στα οποία υπάγονται τα περιστατικά αυτά. Αναγκαστική εκτέλεση. Καταδίκη σε ανοχή ή παράλειψη. Στην κατά την παράγραφο 1γ του άρθρου 947 ΚΠολΔ δίκη προς διάγνωση κατάγεται η μία και μοναδική αξίωση του ενάγοντος του ενάγοντος προς επιβολή των νομίμων κυρώσεων που ενεργοποιούνται μέσω της πραγμάτωσης της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της παράβασης του διατακτικού της απόφασης που τις απείλησε. Η παράβαση του διατακτικού της απόφασης είναι πραγματικό γεγονός που αποτελεί την ιστορική βάση της αγωγής και αντίστοιχα την αιτιολογία(ελάσσονα πρόταση) της εκδιδομένης αποφάσεως και δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής. Η διάταξη του άρθορυ 947 ΚΠολΔ είναι ουσιαστικού δικαίου. Απαράδεκτος ο αναιρετικός λόγος από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ όταν η από τη διάταξη αυτή αγωγή απορρίπτεται ως μη νόμιμη(απορρίπτει αναίρεση)
Ένδικο μέσο
Αγωγή αναγνωριστική, Ένδικο μέσο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 136/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Ιανουαρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Α. - Χ. Φ. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σπυρίδωνα Μπακρώζη, περί αναιρέσεως της 16179/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Ιουλίου 2014 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 821/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 71 παρ. 3 του Ν. 998/1979 "Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 46 παρ. 2 του Ν. 2145/1993, όποιος εκχερσώνει παράνομα δάσος ή δασική έκταση, όποιος καλλιεργεί έκταση που έχει εκχερσωθεί παράνομα ή παραβλάπτει καθ` οιονδήποτε τρόπο την κατά προορισμό χρήση δάσους ή δασικής εκτάσεως, καθώς και όποιος ενεργεί επί εκχερσωθείσης παράνομης εκτάσεως πράξεις διακατοχής τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του πιο πάνω εγκλήματος, που είναι υπαλλακτικώς μικτό, αφού προσδιορίζονται περισσότεροι τρόποι πραγματοποιήσεως του, απαιτείται η ύπαρξη δάσους ή δασικής εκτάσεως, όπως οι έννοιες τους προσδιορίζονται στο άρθρο 3 του ως άνω Ν. 998/1979 όπως οι παρ.1,2,3,4 και 5 αντικ. με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3208/2003 και ενέργεια του υπαιτίου επί της εκτάσεως από τις ως άνω αναφερόμενες, μεταξύ των οποίων και η παράνομη εκχέρσωση της δασικής εκτάσεως. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2, 3 Ν. 998/1979 ως δασική έκταση χαρακτηρίζεται κάθε έκταση επιφανείας του εδάφους η οποία καλύπτεται από αραιά ή πενιχρά, υψηλή ή θαμνώδη ξυλώδη βλάστηση οιασδήποτε διάπλασης, που μπορεί να προσφέρει προϊόντα εξαγόμενα από τα πιο πάνω φυτά ή να συμβάλλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει τη διαβίωση του ανθρώπου μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Στα δάση ή τις δασικές εκτάσεις περιλαμβάνονται και οι, εντός αυτών, οιασδήποτε φύσεως ασκεπείς εκτάσεις χορτολιβαδικές ή μη βραχώδεις εξάρσεις και γενικώς, ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι, υπεράνω δασών ή δασικών εκτάσεων ασκεπείς κορυφές, ή αλπικές ζώνες των ορέων. Τα δάση και οι δασικές εκτάσεις δεν μεταβάλλουν τον, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, χαρακτήρα τους και όταν ακόμη εντός αυτών υφίστανται μεμονωμένα ή εγκατασπαρμένα καρποφόρα δένδρα ή συστάδες τέτοιων δένδρων. Στοιχείο της έννοιας του δάσους και της δασικής εκτάσεως δεν αποτελεί το ότι μπορεί να προσφέρει προϊόντα εξαγόμενα από τα αναφερόμενα ανωτέρω φυτά ή ότι αποτελεί ιδιαίτερη δασοβιοκοινότητα και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον ή ότι μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετηθεί τη διαβίωση του ανθρώπου μέσα στο φυσικό περιβάλλον. Οι ανάγκες αυτές, που είναι αυτονόητες υπό τις σημερινές συνθήκες διαβιώσεως του ανθρώπου, αποτέλεσαν το νομοθετικό λόγο προστασίας του δάσους και της δασικής εκτάσεως και είναι, ακριβώς, το αποτέλεσμα της προστασίας αυτής, μιας ισορροπίας που εντάσσεται στη γενικότερη προσπάθεια διατηρήσεως του φυσικού περιβάλλοντος, όπως είναι οι λίμνες και τα ποτάμια, οι παράκτιες περιοχές και η θάλασσα γενικότερα και η αποφυγή της ρυπάνσεως του ατμοσφαιρικού αέρα. Κατ' ακολουθίαν, τα στοιχεία αυτά δεν είναι από εκείνα που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Το δικαστήριο συνεπώς που επιλαμβάνεται της κατηγορίας για παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής εκτάσεως, οφείλει να ερευνήσει τη συνδρομή των ως άνω όρων, αφού εάν ελλείπει έστω και ένας αποκλείεται η στοιχειοθέτηση του πιο πάνω εγκλήματος γιατί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του ανωτέρω εγκλήματος είναι η παράνομη εκχέρσωση δάσους ή δασικής εκτάσεως, όπως οι έννοιές του προσδιορίζονται στις παρ.1 και 2 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου η καλλιέργεια της έκτασης που εκχερσώθηκε παράνομα, η πρόκληση βλάβης καθ' οιονδήποτε τρόπο της κατά προορισμό χρήσης του δάσους ή της δασικής εκτάσεως και η ενέργεια σε εκχερσωθείσα έκταση πράξεων διακατοχής. Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούµενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σε αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν και συγκροτούν την αντικειµενική και υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούµενος, και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικοί συλλογισµοί µε βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόστηκε. Εξάλλου, περίπτωση εσφαλµένης ερµηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας, αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη, που έχει πράγµατι αυτή, εσφαλµένη δε εφαρµογή τέτοιας διάταξης που ιδρύει τον κατά το ίδιο άρθρο λόγο αναίρεσης, συντρέχει όταν το δικαστήριο ή δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρµόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισµα της απόφασης (αναγόµενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήµατος), που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού µε το σκεπτικό, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή µη εφαρµογή του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσεως Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθ. 16179/2012 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε μετ αναίρεση και δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη, για παράβαση του άρθρου 71 παρ.3 του ν. 998/1979, σε ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους, ανασταλείσα για τρία έτη. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, εκτίθεται ότι, από τα αναφερόμενα σε αυτή κατ'είδος αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκαν τα εξής: "Προέκυψε και το Δικαστήριο πείστηκε, ότι η κατηγορουμένη έχει τελέσει την πράξη που της αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχη διότι στην θέση "Κόκκινο Λιμανάκι" της περιφέρειας Ραφήνας Αττικής στις 13-3-2004 εντός δημόσιας δασικής έκτασης προέβη στην εκχέρσωση εμβαδού 3,536 στρεμμάτων καταστρέφοντας την δασική βλάστηση από σχοίνα, πουρνάρια και πεύκα με σκαπτικό μηχάνημα παραβλάπτοντας την κατά προορισμό της χρήση, με σκοπό την οικοπεδοποίηση της. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση περιλαμβάνεται στην ιδιοκτησία της κατ/νης, όπως αυτή αβασίμως ισχυρίζεται εφόσον η κατ/νη απέκτησε δυνάμει της υπ' αριθμ. 2237/1986 έκθεσης αναγκαστικού πλειστηριασμού, δύο αγροτεμάχια στην ανωτέρω θέση, έκτασης 5 στρεμμάτων και 9 στρεμμάτων περίπου, τα οποία βρίσκονται βορειότερα αυτής, δεν συνορεύουν μ' αυτήν, όπως προκύπτει ιδίως από τα περιγραφόμενα στον τίτλο ιδιοκτησίας της κατ/νης όρια τούτων και αποτυπώνονται στο από Μαΐου 2004 τοπογραφικό διάγραμμα του Ν. Ζ., αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού, με τους αριθμούς 2 και 7, που αντιστοιχούν στο πρώτο ανωτέρω αγροτεμάχιο των 5 στρεμμάτων περίπου, που τέμνεται από την ιδιωτική οδό Ειρήνης και με τα στοιχεία 4 και 5, που αντιστοιχούν στο έτερο ανωτέρω αγροτεμάχιο, που ομοίως τέμνεται από τον εν λόγω ιδιωτικό δρόμο και βρίσκεται βορειότερα του πρώτου παρεμβαλλομένων άλλων ιδιοκτησιών. Εξάλλου, αλυσιτελώς επιχειρεί η κατ/νη να προκαλέσει σύγχυση υπολαμβάνοντας ότι ταυτίζεται το με αριθμό 2 τμήμα της ιδιοκτησίας της με το επίδικο τμήμα της δημόσιας δασικής έκτασης, που παρανόμως εκχέρσωσε, δεδομένου ότι τούτο συνορεύει, σύμφωνα με την από 26-4-04 έκθεση αυτοψίας, ανατολικά με δρόμο και όχι δυτικά, όπως το ανωτέρω μέρος του αγροτεμαχίου της. Περαιτέρω, δεν ταυτίζεται ούτε με το με αριθμ. 5 δεδομένου ότι αυτό είναι έκτασης 4.809,81 τ.μ. και συνορεύει νότια με ιδιοκτησία Μ. Κ. και όχι με δημόσια δασική έκταση, όπως το επίδικο. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε από την επισκόπηση των αεροφωτογραφιών των ετών 1937 και 1945". Με τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 16179/2012 απόφασή του, την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως της παράνομης εκχέρσωσης δασικής έκτασης, για την οποία κήρυξε ένοχο την αναιρεσείουσα, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 του ΠΚ και 71 παρ.1,3 του ν. 998/1979, όπως αντικ. με το άρ. 46 του ν. 2145/1993, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, στην προσβαλλόμενη απόφαση: α) παρατίθενται όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν την ποινική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, προσδιορίζεται το είδος της εκχερσωθείσας δασικής έκτασης εμβαδού 3.536 τ.μ. και το είδος των φυτών που με σκαπτικό μηχάνημα κατέστρεψε, όπως σχοίνα, πουρνάρια και πεύκα και αναφέρεται ότι η εκχερσωθείσα έκταση αποτελεί τμήμα δασικής έκτασης και σκοπός της κατηγορουμένης ήταν η οικοπεδοποίηση της δασικής αυτής έκτασης και η συνένωσή της με άλλη γειτονική έκταση που κατέχει, β) το άνω αιτιολογικό ενοχής της αναιρεσείουσας είναι πλήρες και επαρκές και δεν είναι τυπικό, δεν αποτελεί επανάληψη, ούτε παραπέμπει στο διατακτικό και δεν περιέχει αντιφάσεις σε σχέση με τις παραδοχές του διατακτικού και γ) δεν απαιτείται να αναφέρονται στην απόφαση οι προϋποθέσεις που στοιχειοθετούν την έννοια της δασικής εκτάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 998/79, διότι το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ευκρινώς δέχθηκε ότι η προδιαληφθείσα έκταση αποτελεί δασική έκταση και δεν ήταν αναγκαία η ειδική μνεία στην απόφαση ότι η έκταση αυτή μπορούσε να συμβάλει στη διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει τη διαβίωση των ανθρώπων εντός του φυσικού περιβάλλοντος, γιατί οι λειτουργίες αυτές, που προβλέπονται από το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 998/1979 δεν συνιστούν στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του ως άνω εγκλήματος. Επομένως οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' (κατ'εκτίμηση) και Ε' του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, της ένδικης αιτήσεως, για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την ενοχή και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου από έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ. 2 και 369 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώστηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Α' ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Τα ανωτέρω, όµως, δεν ισχύουν για τα έγγραφα που αποτελούν τη βάση, το υλικό αντικείµενο του εγκλήµατος για το οποίο έλαβε χώρα η καταδίκη του κατηγορουµένου και στοιχείο του σε βάρος του κατηγορητηρίου ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηµατικά στην απόφαση ή όταν το περιεχόµενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά µέσα, λ.χ. από κατάθεση μάρτυρος ή από άλλα αναγνωσθέντα έγγραφα, διότι, στην περίπτωση αυτή, γνωρίζει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του την κατηγορία, προκειµένου να αντιτάξει την υπεράσπισή του κατ' αυτής και κατ' ακολουθία μέσω των αναγνωσθέντων εγγράφων γνωρίζει και το περιεχόµενο των μη αναγνωσθέντων εγγράφων αυτών και µπορούσε αν το ήθελε να ασκήσει τα κατ' άρθρο 358 ΚΠΔ υπερασπιστικά δικαιώµατά του. Στην προκείμενη περίπτωση από τα ενσωματωμένα στην προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου προκύπτει ότι στο προπαρατεθέν αιτιολογικό της προσβαλλόμενης με αρ. 16179/2012 αποφάσεως αναφέρεται και η με αρ. 2237/1986 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού, με περιεχόμενο σε αυτή τρόπο απόκτησης από την αναιρεσείουσα δύο άλλων αγροτεμαχίων στην ιδία περιοχή Ραφήνας, γειτονικών της εκχερσωθείσας από αυτήν δασικής εκτάσεως, έγγραφο που δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των αναγνωσθέντων στο ακροατήριο εγγράφων, πλην όμως το έγγραφο αυτό δεν στηρίζει την κρίση του δικαστηρίου για την ενοχή της κατηγορουμένης και δη για την παράνομη υπ'αυτής εκχέρσωση δασικής βλάστησης άλλης δασικής έκτασης, εκτός της αποκτηθείσας με την άνω με αρ. 2237/1986 έκθεση πλειστηριασμού εκτάσεως. Επίσης το περιεχόμενο της ως παραπάνω μη αναγνωσθείσης με αρ. 2237/1986 εκθέσεως πλειστηριασμού που αποτελεί μάλιστα κατά τις παραδοχές τον τίτλο ιδικής της ιδιοκτησίας όμορης έκτασης, προκύπτει από την κατάθεση στο ακροατήριο του εξετασθέντος μάρτυρος υπεράσπισης Δ. Κ. και από την αναγνωσθείσα με α/α 10 (σελ. 5 προσβαλλόμενης) από 20-10-2005 τεχνική έκθεση εφαρμογής τίτλων ιδιοκτησίας και φωτοερμηνείας του Αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Ν. Ζ., στην οποία προσαρτάται η ανωτέρω με αρ. 2237/1986 έκθεση πλειστηριασμού, που σημειώνεται και αυτή αναγνωσθείσα ως συνοδεύον την έκθεση έγγραφο (βλ. και επ'αυτής από 12-3-2012 επισημείωση ανάγνωσης και μονογραφή της προέδρου του δικαστηρίου), τεχνική έκθεση που εκτενώς προβαίνει σε εφαρμογή του τίτλου αυτού ιδιοκτησίας της κατηγορουμένης, και άρα έγγραφο, και αναγνωσθέν και έγγραφο σε κάθε περίπτωση γνωστό σε αυτήν και τον παρασταθέντα συνήγορό της, που μπορούσε να ασκήσει τα από το άρθρο 258 ΚΠΔ δικαιώματά του να εκθέσει τις απόψεις του και να προβεί σε δηλώσεις και παρατηρήσεις επί του περιεχομένου του τίτλου αυτού ιδιοκτησίας της ίδιας της αναιρεσείουσας και έτσι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα της υπεράσπισης της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης, ούτε δημιουργήθηκε ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης. Επομένως, και ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η προαναφερόμενη πλημμέλεια για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατ'ακολουθίαν, ελλείψει άλλου λόγου αναίρεσης για έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει τη με αρ. εκθ. 40/ 28 Ιουλίου 2014 αίτηση της Α.- Χ. Φ. του Ν. για αναίρεση της με αρ. 16179/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Παράνομη εκχέρσωση δασ. έκτασης. 71 παρ.3 ν. 998/1979. 1 .Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. 2. Απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, από συνεκτίμηση εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε, διότι το έγγραφο αυτό που αναφέρεται στο αιτιολογικό και αναγνώσθηκε στο ακροατήριο και προκύπτει από την κατάθεση στο ακροατήριο του εξετασθέντος μάρτυρος υπεράσπισης Δημητρίου Κανάκη και από την αναγνωσθείσα με α/α 10 από 20-10-2005 τεχνική έκθεση εφαρμογής τίτλων ιδιοκτησίας του Αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Νικολάου Ζαχαριά, στην οποία προσαρτάται η ανωτέρω με αρ. 2237/1986 έκθεση πλειστηριασμού , που σημειώνεται και αυτή αναγνωσθείσα ως συνοδεύον την έκθεση έγγραφο(βλ. και επ'αυτής από 12-3-2012 επισημείωση ανάγνωσης και μονογραφή της προέδρου του δικαστηρίου), και άρα έγγραφο, και αναγνωσθέν και έγγραφο σε κάθε περίπτωση γνωστό σε αυτήν και τον παρασταθέντα συνήγορο της, που μπορούσε να ασκήσει τα από το άρθρο 258 ΚΠΔ δικαιώματά του και έτσι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα της υπεράσπισής της .
Δασική έκταση
Δασική έκταση.
0
Αριθμός 94/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014 με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Κ. συζ. Χ. Γ., το γένος Σ. Δ., κατοίκου ..., 2)Α. συζ. Μ. Μ., το γένος Σ. Δ., κατοίκου ..., ατομικά και ως κληρονόμων των Ε. Δ., 3)Γ. Χ. του Ι., κατοίκου ..., 4)Ε. συζ. Π. Φ., το γένος Ι. Χ., 5)Γ. συζ. Χ. Γ., το γένος Ι. Χ., 6)Α. συζ. Χ. Κ., το γένος Ι. Χ., κατοίκων ..., 7)Μ. συζ. Κ. Α., το γένος Β. Τ., κατοίκου ..., 8)Α. συζ. Ν. Π., το γένος Β. Τ., κατοίκου ..., 9)Κ. συζ. Θ. Π., το γένος Β. Τ., κατοίκου ..., 10)Β. Κ. του Α., 11)Α. Κ. του Α., 12)Λ. Κ. του Α., 13)Α. συζ. Γ. Φ., το γένος Α. Κ., και 14)Β. συζ. Π. Π., το γένος Α. Κ., κατοίκων .... Οι 3ος και 10ος δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο και οι λοιποί (1η, 2η, 4η, 5η, 6η, 7η, 8η, 9η, 11ος, 12η, 13η και 14η) εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Σωτηρία Νικολάου, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Χ. του Σ., 2)Κ. Χ. του Β., 3)Σ. Χ. του Β., κατοίκων ..., 4)Α. Μ. του Δ., 5)Α. Μ. του Α., 6)Α. Μ. του Α., 7)Σ. Μ. του Α., 8)Δ. Μ. του Α., κατοίκων ..., 9)Γ. Γ. του Σ., κατοίκου ..., 10)Δ. Ν. του Λ., κατοίκου ..., 11)Α. Γ. του Β., κατοίκου ..., 12)Κ. Σ. του Σ., που συνεχίζει τη δίκη του αποβιώσαντος Σ. Κ., 13)Σ. Κ. του Σ., κατοίκου ..., 14)Κ. Χ. του Σ., κατοίκου ..., 15)Α. συζ. Α. Γ., το γένος Λ. Π., κατοίκου ..., 16)Π. Τ. συζ. Π. Τ., το γένος Ν. Λ., κατοίκου ..., 17)Π. Π. του Γ., 18)Χ. Κ. του Ν., 19)Ε. Π. του Π., 20)Ι. Π. του Π., 21)Θ. Μ. του Χ., κατοίκων ..., 22)Μ. Μ. του Η., κατοίκου ... και 23)Π. Μ. του Μ., συζ. Σ. Μ., κατοίκου .... Οι 1ος, 9ος, 19ος και 21ος παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Στυλιανό Βαγιανό, οι 14ος, 18ος και 23η εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος δήλωσε ότι ο 22ος (Μ. Μ.) απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τις α)Α. χήρα Μ. Μ., το γένος Γ. Φ., β)Α. Μ. του Γ. και γ)Α. Μ. του Γ., οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο. Οι 3ος, 10ος, 12ος και 13ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Αγγελόπουλο. Οι λοιποί (2ος, 4ος, 5η, 6η, 7η, 8η, 11ος, 15ος, 16η, 17η και 20ος) δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/5/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 883/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 2402/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 20/9/2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 15/10/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσιβλήτων ζήτησαν την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο 'Αρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος ή ο μη παριστάμενος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος διάδικος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, ενώ σε αποφατική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Κατά την παρ. 3 εδ. β του ίδιου άρθρου (που προστέθηκε σ' αυτό με το άρθρο 62 του ν.4139/20-3-2013), αν στη δίκη μετέχουν περισσότεροι συνδεόμενοι με απλή ομοδικία και κάποιος από αυτούς είτε δεν κλητεύθηκε, είτε δεν εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Εξάλλου κατά το άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔικ στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά το άρθρο 96 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 104, για τη συζήτηση στο ακροατήριο, απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας καθώς και την υπέρβασή της. Τις κλητεύσεις επικαλούνται και αποδεικνύουν οι παριστάμενοι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση από το σχετικό πινάκιο, τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου και τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι αναιρεσείοντες, πλην του τρίτου (Γ. Χ. του Ι.) και του δέκατου (Β. Κ. του Α.) εκπροσωπήθηκαν από την προς τούτο ειδικώς εξουσιοδοτηθείσα πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σωτηρία Νικολάου, η οποία κατέθεσε δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ, καθώς και οι αναιρεσίβλητοι πλην των δεύτερου (Κ. Χ. του Β.), τέταρτου (Α. Μ. του Δ.), πέμπτης (Α. Μ. του Α.), έκτης (Α. Μ. του Α.), έβδομης (Σ. Μ. του Α.), όγδοης (Δ. Μ. του Α.), ενδέκατης (Α. Γ. του Β.), δεκάτης πέμπτης (Α. συζ. Α. Γ., το γένος Λ. Π., δεκάτης έκτης (Π. συζ. Π. Τ., το γένος Ν. Λ., δεκάτου (Π. Π. του Γ.), εικοστού (Ι. Π. του Π.) - με τους ειδικούς προς τούτο εξουσιοδοτηθέντες πληρεξούσιους δικηγόρους τους Στυλιανό Βαγιανό (μετά οι 1ος, 9ος, 19ος, 21ος και δια οι 14ος, 18ος και 23η καθώς και οι συνεχίζοντες τη δίκη κληρονόμοι του αποβιώσαντος 22ου) και Γεώργιο Αγγελόπουλο (οι 3ος, 10ος, 12ος και 13ος). Οι απολιπόμενοι αναιρεσίβλητοι, πλην των δεύτερου, δέκατου έβδομου και εικοστού, κλητεύθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση δέκατο όγδοο αναιρεσίβλητο Χ. Κ. του Ν., με τη νόμιμη επίδοση σ' αυτούς τόσο αντιγράφου της αναιρέσεως, όσο και κλήσεως για συζήτηση. Ειδικότερα η κλήτευση των εν λόγω αναιρεσιβλήτων που είναι αγνώστου διαμονής - τηρηθείσας ως προς αυτούς της διαδικασίας του άρθρου 135 παρ. 1 ΚΠολΔικ - έχει γίνει επίδοση στον Εισαγγελέα του παρόντος δικαστηρίου, όπως τούτο προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 8899Γ, 8900Γ, 8901Γ, 8902Γ, 8903Γ, 8904Γ, 8905Γ και 8906Γ/16-7-2014 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Ι. Α. Μ. (άρθρ. 134 παρ. 1 και 2 σε συνδ. με 135 παρ. 1 ΚΠολΔικ ως προς την τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 135 ΚΠολΔικ για τη βεβαίωση του αγνώστου της διαμονής τους βλ. υπ' αριθμ. 8840Γ, 8841Γ, 8842Γ, 8843Γ, 8845Γ, 8846Γ και 8844Γ/2-7-2014 εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Ι. Α. Μ. περί μη ανευρέσεώς τους στην έως τότε γνωστή κατοικία τους και μετοικήσεώς τους σε άγνωστη διεύθυνση και τα από 30-7-2014 και 2-8-2014 φύλλα των εφημερίδων Αυγή και Εστία με τις κατά το άρθρο 135 παρ. 1 δημοσιεύσεις). Συνεπώς εφόσον αυτοί δεν παραστάθηκαν, ούτε κατέθεσαν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔικ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση, παρά την απουσία αυτών (άρθρ. 576 παρ. 2 ΚΠολΔικ) όμως ως προς τους απολιπομένους 3ο και 10ο των αναιρεσειόντων δεν προκύπτει νόμιμη κλήτευση, αφού δεν αποδεικνύεται ότι η υπογράψασα το αναιρετήριο δικηγόρος Σωτηρία Νικολοπούλου, προς την οποία έγινε, για λογαριασμό της η κλήση για συζήτηση (άρθρ. 143 παρ. 3 ΚΠολΔικ) είχε την προς τούτο, κατά τα άρθρα 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 ΚΠολΔικ απαιτουμένη πληρεξουσιότητα (βλ. 8837 Γ/2-7-2014 έκθεση επιδόσεως του ίδιου δικαστικού επιμελητή). Επίσης ως προς τους απολιπομένους 2ο, 17ο και 20ο δε αποδεικνύεται η κλήτευσή τους, είτε με την προσκομιδή των οικείων εκθέσεων επιδόσεως, είτε της αιτήσεως αναιρέσεως, με την επ' αυτής επισημείωση του κατά το άρθρο 193 παρ. 3 ΚΠολΔικ διενεργήσαντος την επίδοση δικαστικού επιμελητή. Εφόσον όμως δεν αποδεικνύεται η κλήτευση των εν λόγω απολιπομένων αναιρεσειόντων και αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους και με τους παρισταμένους αναιρεσείοντες και αναιρεσίβλητους αντίστοιχα, με το δεσμό της απλής αμοδικίας (άρθρ. 74 παρ. 1 ΚΠολΔικ), καθόσον η ένδικη διαφορά αφορά σε διεκδικητική αγωγή συγκυριότητας των αναιρεσειόντων-εναγόντων επί ακινήτου, πρέπει, κατά τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις των άρθρων 576 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔικ, να χωρισθεί η υπόθεση και αφού κηρυχθεί η συζήτηση απαράδεκτη ως προς τους εν λόγω απολιπομένους διαδίκους (3ο και 10ο των αναιρεσειόντων, 2ο, 17ο και 20ο των αναιρεσιβλήτων), να προχωρήσει αυτή (συζήτηση, ως προς τους νομίμως παρισταμένους διαδίκους. Επειδή κατά το άρθρο 524 παρ. 1,2 και 3 ΚΠολΔικ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 1 και Ν.3994/2011 και εφαρμόζεται και επί των εκκρεμών κατά την έναρξη ισχύος του (2-5-2011) εκκρεμών δικών (άρθρο 72 παρ. 4 εδ. β και 2), στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 269, 270 παρ. 2, 4, 5 εδ. α, β, 6 και 271 έως 312. Η προφορική συζήτηση, κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του άρθρου 528, στην οποία και εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις του άρθρου 270. Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος και άρθρου 272 παρ. 1 και 2 του ίδιου κώδικα, κατά τις οποίες η έφεση απορρίπτεται αν ο εκκαλών, είτε δεν εμφανίζεται κατά τη συζήτηση που επισπεύδει ο ίδιος ή ο εφεσίβλητος, είτε εμφανίζεται και δεν λαμβάνει μέρος στη συζήτηση κανονικά (δεν παρίσταται προσηκόντως). Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων 524 παρ. 2 εδ β που ορίζει ότι "εφόσον η δίκη στον πρώτο βαθμό διεξήχθη αντιμωλία των διαδίκων, η κατάθεση των προτάσεων γίνεται έως την έναρξη της συζήτησης και η κατάθεση της προσθήκης σε αυτές έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση" και 237 παρ. 1 και 3 όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 23 του Ν.3994/2011 "ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου πρέπει να καταθέσουν το αργότερο είκοσι ημέρες πριν από τη δικάσιμο προτάσεις, επί των οποίων ο γραμματέας σημειώνει τη χρονολογία κατάθεσης. Εκπρόθεσμες προτάσεις δεν λαμβάνονται υπόψη ... Οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με προσθήκη στις προτάσεις, η οποία κατατίθεται το αργότερο δεκαπέντε ημέρες πριν από τη δικάσιμο ...", προκύπτει ότι αν η συζήτηση σε υπόθεση της τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε διεξαχθεί κατ' αντιμωλία οι προτάσεις στο Εφετείο κατατίθενται το αργότερο στο ακροατήριο έως την έναρξη της συζήτησης και η κατάθεση της προσθήκης σε αυτές έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση. Αν όμως η συζήτηση στο πρωτοβάθμιο είχε διεξαχθεί ερήμην κάποιου από τους διαδίκους, δηλαδή του ενάγοντος ή του εναγομένου και επί ομοδικίας, όλων ή κάποιων από τους ομοδίκους, όλοι οι διάδικοι οφείλουν, στο Εφετείο, να καταθέσουν προτάσεις στις προθεσμίες του άρθρου 237, δηλαδή 20 ημέρες πριν από τη δικάσιμο, οι δε προσθήκες και αντικρούσεις γίνονται 15 ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Εξάλλου από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 94 παρ. 1 του ΚΠολΔικ που ορίζει ότι "στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο", σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 115 παρ. 3 του ίδιου κώδικα που ορίζει ότι "οι διάδικοι ενώπιον του Ειρηνοδικείου έχουν δικαίωμα, ενώ ενώπιον των άλλων δικαστηρίων έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν προτάσεις", προκύπτει ότι οι διάδικοι ενώπιον των εφετείων - δευτεροβαθμίων δικαστηρίων πρέπει να παρίστανται μετά ή δια πληρεξουσίου δικηγόρου και να καταθέτουν γραπτές προτάσεις, διαφορετικά, αν δηλαδή αυτοί δεν παρίστανται μετά η δια πληρεξουσίου δικηγόρου ή παρίστανται με δικηγόρο αλλά δεν καταθέτουν καθόλου ή εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους, θεωρείται ότι δεν λαμβάνουν μέρος κανονικά στη συζήτηση και ως δικονομικά απόντες δικάζονται ερήμην κατά τις διατάξεις των άρθρων 271 και 272. Δηλαδή η παράλειψη κατάθεσης ή η μη εμπρόθεσμη κατάθεση των προτάσεων συνεπάγεται την ακυρότητα παράστασης του διαδίκου και την ερήμην αυτού διεξαγωγή της δίκης. Τέλος κατά τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο, ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου του αριθμού 1 αλλά και 19 (Ολ. ΑΠ 2/2001, ΑΠ 174/2014, ΑΠ 1001/2004) Δικονομικές ακυρότητες που ιδρύουν τον παραπάνω λόγο είναι εκείνες που αποτελούν νόμιμες κυρώσεις απαγγελλόμενες για παράβαση διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία και κυρίως τον τύπο διαδικαστικών πράξεων (ΑΠ 1249/2013). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο επί της ασκηθείσας στις 9-3-2009 από 6-3-2009 εφέσεως των αναιρεσειόντων, επί της οποίας ήταν εφαρμοστέες οι διατάξεις του Ν. 3994/2001, εφόσον ήταν εκκρεμής κατά τον χρόνο ισχύος του (25-7-2011) - άρθρ. 72 παρ. 4 εδ. β και 2 του ίδιου νόμου - το Εφετείο ως προς τους αναιρεσείοντες και τους παρασταθέντες στο Εφετείο αναιρεσίβλητους, ήτοι τους 1ο, 3ο, 9ο, 10ο, 12ο, 13ο, 14ο, 18ο έως 23ο (καθώς και τους 2ο, 17ο και 20ο ως προς οποίους χωρίζεται η υπόθεση), εναντίον των οποίων υφίστανται λόγοι αναιρέσεως δέχθηκε τα ακόλουθα, ενώ ως προς τους λοιπούς αναιρεσιβλήτους 4ο, 5η, 6η, 7η, 8η, 11ο, 15η και 16η, η εναντίον τους απεύθυνση της αναιρέσεως, δεδομένου του ότι υφίσταται απλή ομοδικία, είναι απαράδεκτη, αφού, κατά τα ιστορούμενα στο αναιρετήριο, δεν επιδιώκεται ως προς αυτούς η αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, μετ' αναβολή από τη δικάσιμο της 29-3-2012, η ένδικη από 6-3-2009 (αρ. κατ. δικ.2307/9-3-2009), έφεση των εναγόντων, Κ. Γ., κλπ. (σε σύνολο 15 φυσικά πρόσωπα), στη δικονομική θέση της δεύτερης των οποίων, μετά το θάνατό της, που επήλθε στις 28-4-2009, δηλαδή μετά την άσκηση της έφεσης, και μετά από νομότυπη γνωστοποίηση τούτου ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, υπεισήλθαν και συνεχίζουν τη δίκη οι κληρονόμοι αυτής, πρώτη και τρίτη των εκκαλούντων. Η έφεση στρέφεται κατά της 883/2008 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην των τέταρτου, πέμπτης, έκτης, έβδομης, όγδοης, ενδέκατου, δέκατης πέμπτης και δέκατης έκτης των εναγομένων, και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και ήδη εφεσιβλήτων (σε σύνολο 23 φυσικά πρόσωπα, (εναγόμενοι - εφεσίβλητοι), στη δικονομική θέση του δωδέκατου των οποίων, μετά το θάνατό του, που επήλθε στις 3-11-2010, δηλαδή μετά την άσκηση της έφεσης, και μετά από νομότυπη γνωστοποίηση τούτου ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, υπεισήλθε και συνεχίζει τη δίκη ο κληρονόμος του Κ. Σ. του Σ., επί της από 25-5-2006 (αρ. κατ. δικ. 5148/2006) αγωγής των ήδη εκκαλούντων κατά των ήδη εφεσιβλήτων (περί αναγνώρισης της συγκυριότητας των εναγόντων στο αναφερόμενο μείζον ακίνητο και απόδοση σε αυτούς καταληφθέντων, από τους εναγόμενους, τμημάτων του), που απορρίφθηκε κατ' ουσίαν με την εκκαλουμένη. Ωστόσο, οι εκκαλούντες, οι οποίοι, με επίσπευση μερικών από τους εφεσίβλητους, κλητεύθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα να παραστούν κατά τη συζήτηση κατά την αρχική δικάσιμο της 29-3-2012, με την επίδοση αντιγράφου της έφεσης και κλήση για συζήτηση προς τον υπογράψαντα το εφετήριο πληρεξούσιο δικηγόρο, κατ' άρθρο 143 παρ. 3 ΚΠολΔ, (βλ 6890Γ/10-1-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ι. Μ.), και παραστάθηκαν κατά τη συζήτηση κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, μετ' αναβολή, δικάσιμο,, εκπροσωπούμενοι από πληρεξούσιους δικηγόρους, δεν κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις γραπτές προτάσεις τους για τη συζήτηση της έφεσής τους. Ειδικότερα, κατέθεσαν τις από 23-1-2013 προτάσεις τους, στις 23-1-2013, δηλαδή την παραμονή της δικασίμου, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση σε αυτές της Γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου, ενώ έπρεπε να τις είχαν καταθέσει είκοσι (20) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι πρόκειται για έφεση κατ' απόφασης πολυμελούς πρωτοδικείου, κατά την τακτική διαδικασία, που εκδόθηκε ερήμην μερικών από τους εναγόμενους και ήδη εφεσίβλητους, όπως αυτοί προαναφέρθηκαν και κατά τους βάσιμους ισχυρισμούς των δεύτερου, τρίτου, δέκατου, δωδέκατου, και δέκατου τρίτου από τους παραστάντες εφεσίβλητους. Επομένως, οι εκκαλούντες, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, δεν έλαβαν μέρος κανονικά στη συζήτηση, θεωρούμενοι δικονομικά απόντες και δικάζονται ερήμην. Συνακόλουθα, η έφεσή τους, έναντι των αμέσως παραπάνω παραστάντων εφεσιβλήτων, καθώς και των επίσης παραστάντων, πρώτου, ένατου, δέκατου τέταρτου, δέκατου έβδομου έως και εικοστής τρίτης των εφεσιβλήτων, που παρέστησαν όλοι προσηκόντως, εκπροσωπούμενοι κατά δύο ομάδες, από πληρεξούσιους δικηγόρους και κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους κατά τα παραπάνω, (στις 3-1-2013) δηλαδή είκοσι ημέρες πριν από τη συζήτηση, σύμφωνα με τη σχετική επισημείωση σε αυτές της Γραμματέως του Δικαστηρίου τούτου, πρέπει να απορριφθεί". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο, νόμιμα και σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 524, 272, 271 θεώρησε άκυρη την παράσταση των αναιρεσειόντων, λόγω εκπρόθεσμης υποβολής των προτάσεων τους, που είχε ως δικονομική συνέπεια την ερημοδικία τους και την εξ αυτής απόρριψη της εφέσεώς τους ως αβάσιμης. Ενόψει τούτων ο υποστηρίζων τα αντίθετα και από τις διατάξεις των αριθμών 14 και 6 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ τρίτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, αφού δεν συντρέχουν ούτε η επικαλούμενη, παρά το νόμο κήρυξη ακυρότητας, ούτε παράβαση των περί ερημοδικίας διατάξεων ενώ ο επικαλούμενος αναιρετικός λόγος της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου δεν ιδρύεται από παραβιάσεις κανόνων του δικονομικού δικαίου. Εξάλλου οι ισχυρισμοί, κατά τους οποίους συντρεχούσης, όπως στην προκειμένη περίπτωση ομοδικίας κατά την οποία στο πρωτοβάθμιο κάποιοι είχαν δικασθεί ερήμην και κάποιοι αντιμωλία η 20ήμερη προθεσμία του άρθρου 237 αφορά μόνο τους ερήμην δικασθέντες είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη νομικά αβάσιμος, ως contra legum, ούτε εξ ετέρου η αρχή της αναλογικότητας μπορεί να θέσει εκποδών τη διάταξη αυτή και να δικαιολογήσει διαφορετική προθεσμία καταθέσεως προτάσεων στην ίδια δευτεροβάθμια δίκη για τους ερήμην και κατ' αντιμωλία δικασθέντες στον πρώτο βαθμό, ούτε η απαγγελία ακυροτήτων λόγω μη τηρήσεως των από το νόμο προθεσμιών για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων, μπορεί να εδραιώσει ισχυρισμούς από τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος περί μη παροχής δικαστικής προστασίας στον πολίτη και περί μη τηρήσεως των αρχών της δίκαιης δίκης, κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω ο πρώτος λόγος της αναίρεσης κατά τον οποίο και υπό την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι περιέχει αντιφατικές διατάξεις ως προς την παράσταση των εκκαλούντων-αναιρεσειόντων και του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, καθόσον στο προεισαγωγικό της αναφέρει ότι παραστάθηκε στο ακροατήριο του Εφετείου ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αναιρεσειόντων και κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του, ενώ αντίθετα στο σκεπτικό καταλήγει στο αποδεικτικό πόρισμα ότι η παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου και συνακόλουθα των εκκαλούντων ήταν άκυρη λόγω εκπρόθεσμης υποβολής προτάσεων, είναι απαράδεκτος γιατί τυχόν ανακρίβειες του προεισαγωγικού της αποφάσεως δεν ιδρύουν λόγο αναιρέσεως, αλλά ενδεχόμενα είναι αντικείμενο διορθωτικής κατά τα άρθρα 315 επ. ΚΠολΔικ αποφάσεως, αφού αντικείμενο των αναιρετικών λόγων είναι η περιεχόμενη στο σκεπτικό της αποφάσεως ελάσσων πρόταση του νομικού συλλογισμού ενώ οι αντιφατικές διατάξεις του 559 αρ. 17 αφορούν σε διατάξεις του διατακτικού και μόνο. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ενώ προσέτι απορριπτέος είναι και ο αναφερόμενος στη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 του ΚΠολΔικ, δεύτερος λόγος της αναιρέσεως, καθόσον η διάταξη αναφέρεται στην ερημοδικία του εφεσιβλήτου ή αντεφεσιβλήτου και στην υποχρέωση του παρισταμένου εκκαλούντος ή αντεκκαλούντος να προσκομίσει μέσα σε προθεσμία πέντε ημερών από τη συζήτηση "αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ' αυτήν", ήτοι αναφέρεται σε περίπτωση που δεν προσήκει στην ένδικη υπόθεση, στην οποία ερήμην δικαζόμενοι ήταν οι εκκαλούντες και όχι οι εφεσίβλητοι, οι οποίοι κατά την εν λόγω διάταξη δεν βαρύνονται με αντίστοιχη υποχρέωση, που εκ των πραγμάτων θα ήταν αλυσιτελής, αφού η ερημοδικία του εκκαλούντος έχει ως συνέπεια την απόρριψη της εφέσεως, ενώ αντίθετα επί ερημοδικίας του εφεσιβλήτου, η υπόθεση εξετάζεται ως να ήταν και αυτός παρών. Ενόψει τούτων και οι λόγοι αυτοί, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Οι παριστάμενοι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των παρισταμένων αναιρεσιβλήτων (άρθρ. 176 παρ.1, 180 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔικ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Χωρίζει την υπόθεση ως προς τους απολιπομένους τρίτο και δέκατο των αναιρεσειόντων (Γ. Χ. του Ι. και Β. Κ. του Α.) και δεύτερο, δέκατο έβδομο και εικοστό των αναρεσιβλήτων (Κ. Χ. του Β., Π. Π. του Γ. και Ι. Π. του Π.. Κηρύσσει ως προς αυτούς απαράδεκτη τη συζήτηση. Απορρίπτει την από 20-9-2013 αίτηση των Κ. συζ. Χ. Γ., το γένος Σ. Δ. κλπ κατά των Α. Χ. του Σ. κλπ για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2402/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Καταδικάζει τους παρισταμένους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των παρισταμένων αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αν κάποιος από τους απλούς ομοδίκους δεν κλητεύθηκε νόμιμα η δίκη χωρίζεται ως προς αυτόν και ερευνάται για τους λοιπούς παρισταμένης η κλητευθέντες νομίμως (αρθ. 576 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠολΔικ). Κατά το άρθρο 524 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠολΔικ όπως ισχύει μετά το Ν.3994/2011 στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης, εάν η υπόθεση είχε συζητηθεί αντιμωλία στον πρώτο βαθμό, οι προτάσεις κατατίθενται έως την έναρξη της συζήτησης και η κατάθεση της προσθήκης έως τη δωδεκάτη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση. Αν όμως η συζήτηση στο πρώτο βαθμό σε υποθέσεις του Πολυμελούς έχει διεξαχθεί ερήμην κάποιου από τους διαδίκους, και επί ομοδικίας, όλων ή κάποιων από τους ομοδίκους, όλοι οι διάδικοι στο Εφετείο οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις τους στις προθεσμίες του άρθρου 237, δηλαδή 20 ημέρες πριν από τη δικάσιμο, την δε προσθήκη 15 ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Ο αναιρετικός λόγος του αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναφέρεται σε ακυρότητες του δικονομικού δικαίου, ενώ οι ακυρότητες του ουσιαστικού δικαίου ελέγχονται με τους αναιρετικούς λόγους των αριθμών 1 και 19.Τι είναι δικονομικές ακυρότητες. Η γραμματική ερμηνεία, του 524 είναι σαφής, η δε απαγγελία ακυροτήτων λόγω μη τηρήσεως την από το νόμο προθεσμιών για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων δεν εδραιώνει τους από τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντ. και 6 της ΕΣΔΑ ισχυρισμούς περί μη παροχής δικαστικής προστασίας στον πολίτη και περί μη τηρήσεως των αρχών της δίκαιης δίκης. Η υποχρέωση του 524 παρ. 4 αφορά μόνο τους εκκαλούντες.
παραβιάσεις κανόνων του δικονομικού δικαίου
παραβιάσεις κανόνων του δικονομικού δικαίου.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 91/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Ιανουαρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Ε. Μ. του Ν., κατοίκου ... και 2) Π. Τ. του Α., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ευθυμία Λάππα, περί αναιρέσεως της 14863/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 29 Σεπτεμβρίου 2014 δύο χωριστές αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 967/2014. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης του Π. Τ., να γίνει δεκτή εν μέρει η αίτηση αναίρεσης του Ε. Μ. και να επεκταθεί το αναιρετικό αποτέλεσμα και για τον Π. Τ., ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι κρινόμενες από 29 Σεπτεμβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 6379 και 6380/2014) αιτήσεις των Ε. Μ. του Ν. και Π. Τ. του Α., αντιστοίχως, για αναίρεση της 14863/2014 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς. Από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1, 174 παρ. 2 και 321 παρ.1 στοιχ. δ και 4 του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξεως για την οποία κατηγορείται. Τα στοιχεία δε της πράξεως πρέπει να είναι τόσα, ώστε ο κατηγορούμενος να λάβει σαφή και λεπτομερή γνώση της κατηγορίας που του αποδίδεται, για να μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί, τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με λόγο εφέσεως κατά της εκκλητής αποφάσεως. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος εφέσεως καλύπτεται. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β του ΚΠοινΔ. Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο από τις διατάξεις του άρθρου 321 του ΚΠοινΔ περί ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος, αφού η παραδοχή του άγει στην κήρυξη της ποινικής διώξεως απαράδεκτης και, ενδεχομένως, στην οριστική παύση αυτής λόγω παραγραφής της πράξεως. Τέλος, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση υπάρχει όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, όπως, π.χ., όταν, ενώ το κλητήριο θέσπισμα ήταν άκυρο γιατί έλειπε από αυτό κάποιο από τα στοιχεία που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 321 του ΚΠοινΔ, αντί να κηρύξει την ποινική δίωξη απαράδεκτη, προχώρησε στην εκδίκαση της ουσίας της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 14863/2014 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες σωματικής βλάβης από αμέλεια, που τελέσθηκε από υπόχρεο, σε βάρος του Z. D. και τους καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, ανασταλείσα, τον καθένα. Συγκεκριμένα, η πράξη, για την οποία καταδικάσθηκαν, συνίστατο, κατά το διατακτικό της αποφάσεως, στο ότι αυτοί: "Στη Νέα Ερυθραία Αττικής, την 04-04-2007 και περί ώρα 14:00 μ.μ., ενώ ήταν υποχρεωμένοι εκ του επαγγέλματός τους σε ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη της απαιτούμενης προσοχής, την οποία όφειλαν κατά τις περιστάσεις και μπορούσαν να καταβάλουν, προξένησαν σωματική κάκωση σε άλλον χωρίς να προβλέψουν το αξιόποινο αυτό αποτέλεσμα. Ειδικότερα, στον ανωτέρω τόπο και κατά τον ανωτέρω χρόνο, οι κατηγορούμενοι - ο πρώτος εξ αυτών (Π. Τ.) ως νόμιμος εκπρόσωπος και υπεύθυνος της επιχείρησης κατασκευής ξυλοτύπων "Τ. Π.", καθώς και ως υπεργολάβος σκυροδεμάτων της εταιρείας "ΠΑΝΚΟΡ - Οικοδομικές Επιχειρήσεις Ε.Ε." και ο δεύτερος (Ε. Μ.) ως επιβλέπων πολιτικός μηχανικός, κατά την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών σε νεοαναγειρόμενη οικοδομή ευρισκόμενη επί της οδού Ιωσήφ των Ρόδων αριθ. 9, στο Νέο Κόσμο Αττικής, δεν έλαβαν τα απαιτούμενα μέτρα ασφάλειας, καθόσον: α) δεν προέβησαν στην κατασκευή ασφαλούς πρόσβασης - οδού διαφυγής από τον τέταρτο στον τρίτο όροφο, β) δεν φρόντισαν ώστε το φρέαρ του ανελκυστήρα - στη στάθμη του τέταρτου ορόφου - να διαθέτει προστασία έναντι του κινδύνου πτώσης και γ) δεν φρόντισαν ώστε το δάπεδο εργασίας να έχει την απαραίτητη στερεότητα και σταθερότητα. Αποτέλεσμα δε της κατά τα ανωτέρω αμελούς συμπεριφοράς τους ήταν, κατά τη χρονική στιγμή που εκτελούνταν εργασίες κατασκευής ξυλοτύπων στη στάθμη του δαπέδου του τέταρτου ορόφου και ο εργαζόμενος ως τεχνίτης κατασκευής ξυλοτύπων (καλουπατζής) στην επιχείρηση "Τ. Π." Z. D. του Ζ. (ο οποίος προηγουμένως βρισκόταν μόνος του στον ξυλότυπο της πλάκας του τετάρτου ορόφου, έχοντας μόλις τελειώσει την εργασία επάλειψης των ξυλοτύπων με το προβλεπόμενο αντικολλητικό υλικό) κατέβαινε στον τρίτο όροφο για να βοηθήσει στη μεταφορά οικοδομικής ξυλείας, έχοντας κληθεί προς τούτο, με τη χρήση για την κάθοδό του φρεατίου του ανελκυστήρα, εξαιτίας της έλλειψης δυνατότητας πρόσβασης στον τρίτο όροφο, τούτος - ενώ πλησίασε στο άνοιγμα του φρεατίου - σκόνταψε στο δάπεδο του ξυλοτύπου (πέτσωμα από μπετοφόρμ), το οποίο δεν είχε καρφωθεί σωστά στη συγκεκριμένη θέση και αφού έχασε την ισορροπία του, έπεσε μέσα στο ακάλυπτο άνοιγμα του φρεατίου και τραυματίσθηκε. Συγκεκριμένα, ένεκα της πτώσης του από ύψος περίπου 2,5 μέτρων στο υπάρχον ξύλινο δάπεδο εργασίας εντός του φρεατίου, στη στάθμη του τρίτου ορόφου, ο προαναφερόμενος υπέστη κάκωση κεφαλής - θλάση εγκεφάλου, εξαιτίας της οποίας απείχε από την εργασία του για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το αξιόποινο δε αυτό αποτέλεσμα δεν προέβλεψαν οι κατηγορούμενοι". Από δε την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει ότι από το αντίγραφο του υπ` αριθ. 1808/3459 κλητηρίου θεσπίσματος, που επιδόθηκε στους κατηγορουμένους και με το οποίο κλητεύθηκαν αυτοί στο ακροατήριο του καθ` ύλην και κατά τόπον αρμοδίου Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών για να δικασθούν για την ως άνω αξιόποινη πράξη, και συγκεκριμένα στο σημείο της απαριθμήσεως των απαιτουμένων μέτρων ασφαλείας, τα οποία έπρεπε να είχαν λάβει οι κατηγορούμενοι, απουσίαζε μια σειρά του κειμένου. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι "...δεν φρόντισαν ώστε το φρέαρ του ανελκυστήρα - στη στάθμη του τετάρτου δεν φρόντισαν ώστε το δάπεδο εργασίας να έχει την απαραίτητη στερεότητα και σταθερότητα...", ενώ το πλήρες κείμενο του κλητηρίου θεσπίσματος στο σημείο αυτό έχει την εξής μορφή: "δεν φρόντισαν ώστε το φρέαρ του ανελκυστήρα - στη στάθμη του τετάρτου ορόφου να διαθέτει προστασία έναντι του κινδύνου πτώσης και γ) δεν φρόντισαν ώστε το δάπεδο εργασίας να έχει την απαραίτητη στερεότητα και σταθερότητα". Οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι δεν είχαν εμφανισθεί, για το λόγο που θα εκτεθεί παρακάτω, στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και, όπως είχαν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δικαίωμα, πρόβαλαν, με λόγο των υπ` αριθ. εκθ. 1836 και 1835/2012 εφέσεών τους, αλλά και με αυτοτελή ισχυρισμό, τον οποίο κατέθεσε, στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εγγράφως η πληρεξούσια δικηγόρος τους, ανέπτυξε δε και προφορικώς, ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος για μη ακριβή καθορισμό της πράξεως εξαιτίας της ελλείψεως αυτής. Όμως, ο ισχυρισμός αυτός και ο σχετικός λόγος των εφέσεων δεν ήταν νόμιμος, γιατί από τα αναφερόμενα στη συνέχεια στο ως άνω κλητήριο θέσπισμα ουδεμία αμφιβολία ή ασάφεια καταλείπεται ως προς την ύπαρξη της αμέλειας και του είδους αυτής που επέδειξαν οι αναιρεσείοντες, δεδομένου ότι με σαφήνεια διευκρινίζεται ότι σε νεοανεγειρόμενη οικοδομή ευρισκόμενη επί της οδού Ιωσήφ των Ρόδων αριθ. 9 στο Νέο Κόσμο Αττικής, αυτοί, με την ιδιότητα που στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται δεν έλαβαν τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας με συνέπεια, κατά τη χρονική στιγμή που εκτελούνταν εργασίες κατασκευής ξυλοτύπων στη στάθμη του δαπέδου του τετάρτου ορόφου και ο εργαζόμενος στο χώρο αυτό, ως τεχνίτης κατασκευής ξυλοτύπων (καλουπατζής), Z. D. κατέβαινε από τον τέταρτο στον τρίτο όροφο για να βοηθήσει στη μεταφορά οικοδομικής ξυλείας, με τη χρήση, για την κάθοδό του, του φρεατίου του ανελκυστήρα, εξαιτίας της ελλείψεως δυνατότητας προσβάσεως στον τρίτο όροφο, ενώ πλησίασε στο άνοιγμα του φρεατίου, σκόνταψε στο δάπεδο του ξυλοτύπου (πέτσωμα από μπετοφόρμ), το οποίο δεν είχε καρφωθεί σωστά στη συγκεκριμένη θέση, και, αφού έχασε την ισορροπία του, έπεσε μέσα στο ακάλυπτο άνοιγμα του φρεατίου και τραυματίσθηκε. Δηλαδή, η παράλειψη της φράσεως "...ορόφου να διαθέτει προστασία έναντι του κινδύνου πτώσης και γ)..." οφείλεται σε φανερή παραδρομή και δεν καθιστά ασαφή την πράξη που αποδίδεται στους αναιρεσείοντες και για την οποία αυτοί καταδικάσθηκαν. Το Δικαστήριο, λοιπόν, κατά τα προεκτεθέντα, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική επί του ως άνω ισχυρισμού κρίση του. Παρά ταύτα, ως εκ περισσού, απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό με την αυτή αιτιολογία και δη γιατί "η περιγραφή της πράξης δεν καθίσταται ακατανόητη ώστε να ισοδυναμεί με έλλειψη ακριβούς καθορισμού της πράξης από τη σειρά που έλειπε". Ούτε, βεβαίως, με το να απορρίψει τον ισχυρισμό αυτό και να προχωρήσει στην έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, υπερέβη την εξουσία του. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β, Δ και Η του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος της πρώτης και μοναδικός λόγος της δεύτερης αιτήσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από την ως άνω έλλειψη του κλητηρίου θεσπίσματος που δεν καλύφθηκε, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού και υπέρβαση εξουσίας, συνιστάμενη στο ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, αντί να κηρύξει άκυρο το κλητήριο θέσπισμα και, στη συνέχεια, να παύσει οριστικά την κατά των αναιρεσειόντων ποινική δίωξη λόγω παραγραφής γιατί είχε ήδη συμπληρωθεί πενταετία από την τέλεση της πράξεως, είναι αβάσιμοι. Οι ίδιοι λόγοι, κατά το σημείο, με το οποίο πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση και για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο από την ως άνω έλλειψη του κλητηρίου θεσπίσματος, είναι απαράδεκτη, γιατί η όποια έλλειψη του κλητηρίου θεσπίσματος μπορεί να προκαλέσει μόνο σχετική και όχι απόλυτη ακυρότητα. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 502 παρ. 1, 3 και 4 του ΚΠοινΔ, μετά την παραδοχή τυπικά της εφέσεως, με την οποία προσβλήθηκε στο σύνολό της η πρωτόδικη απόφαση, η υπόθεση επανέρχεται στο Εφετείο για κατ` ουσίαν συζήτηση στην πριν από την έκδοση της πρωτόδικης αποφάσεως στάση, με την έννοια ότι το Εφετείο έχει την εξουσία να κρίνει όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Επομένως, κάθε ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως καλύπτεται με την έκδοση της επί της ουσίας αποφάσεως του Εφετείου, αφού μετά την τυπική παραδοχή της εφέσεως η πρωτόδικη απόφαση ατονεί και το Εφετείο επανεξετάζει την υπόθεση τόσο ως προς τη νομική όσο και ως προς την ουσιαστική της βάση. Έτσι, το Εφετείο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει σε σχετικό ισχυρισμό περί ακυρότητας στην πρωτοβάθμια δίκη και συνακόλουθα δεν υποπίπτει στην πλημμέλεια της ελλείψεως ακροάσεως, ώστε να ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της πρωτόδικης 21392/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, η εκφώνηση της υποθέσεως έγινε, από παραδρομή, περί ώρα 10.20, ενώ έπρεπε να γίνει αυτή, κατά το σχετικό έκθεμα, στις 11.45. Αποτέλεσμα ήταν να δικασθούν οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ερήμην και, κατά συνέπεια, να προκληθεί ακυρότητα, την οποία μπορούσαν να επικαλεσθούν μόνο οι τελευταίοι, όπως και έπραξαν με τις εφέσεις τους, αλλά και με αυτοτελή ισχυρισμό, τον οποίο πρόβαλαν, δια της πληρεξουσίας δικηγόρου τους, εγγράφως, ανέπτυξαν δε και προφορικώς ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου. Όμως, η ακυρότητα αυτή, με την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, καλύφθηκε και το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει ή, με πανηγυρική έκφραση, να ακυρώσει την πρωτόδικη απόφαση. Επομένως, οι ως άνω λόγοι των αιτήσεων, καθώς και ο δεύτερος της πρώτης, κατά το μέρος, με το οποίο, κατ` εκτίμηση, πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ακροάσεως και συγκεκριμένα γιατί το Δικαστήριο δεν απάντησε στον ισχυρισμό τους για ακυρότητα της πρωτόδικης αποφάσεως επειδή η υπόθεσή τους εκφωνήθηκε πριν από την κανονισμένη ώρα, με αποτέλεσμα αυτοί, που δεν είχαν προσέλθει ακόμη, να δικασθούν ερήμην, είναι αβάσιμοι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 105 του ΚΠοινΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 του ν. 2408/1996, "όταν ενεργείται προανάκριση σύμφωνα με το άρθρο 243 παρ. 2, η εξέταση γίνεται όπως ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 273 και 274 και εκείνος που εξετάζεται έχει τα δικαιώματα που αναφέρονται στα άρθρα 103 και 104. Η κατά παράβαση του παρόντος άρθρου εξέταση είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη. Κατά τα άλλα εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31". Στο δεύτερο αυτό εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 31 του ΚΠοινΔ, που αναφέρεται στην προκαταρκτική εξέταση (όπως ίσχυε πριν αντικατασταθεί από το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3160/2003) οριζόταν ότι "αν όμως έγινε έγγραφη εξέταση του υπόπτου, η εξέταση αυτή δε μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας, αλλά παραμένει στο αρχείο της Εισαγγελίας". Με την αντικατάσταση αυτή του άρθρου 105 του ΚΠοινΔ με τον παραπάνω ν. 2408/1996 σκοπήθηκε, όπως από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού προκύπτει, να τερματισθεί το απαράδεκτο καθεστώς της παραβιάσεως των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στη διάρκεια της αυτεπάγγελτης (αστυνομικής) προανακρίσεως, που συνίσταται κυρίως στην απαγόρευση της επικοινωνίας του με συνήγορο πριν από την εξέτασή του ως "μάρτυρα", γεγονός που θάλπει, κατά την κοινή πείρα, την πρακτική αυθαίρετων προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και δημιουργεί αρνητική προδιάθεση σε βάρος των αστυνομικών οργάνων. Έτσι, με την πρώτη παράγραφο του άρθρου αυτού καθίσταται πλέον υποχρεωτικό εκείνος που έχει συλληφθεί ως δράστης ή σε βάρος του οποίου υπάρχουν υπόνοιες ότι ενέχεται στην πράξη για την οποία διεξάγεται προανάκριση χωρίς προηγούμενη εισαγγελική παραγγελία, να εξετάζεται σύμφωνα με ό,τι ισχύει για την εξέταση κάθε κατηγορουμένου, ώστε να αποκλείεται η μαρτυροποίησή του και να διασφαλίζεται το υπερασπιστικό του δικαίωμα, ενώ με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου ορίζεται ρητά ότι η κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου εξέταση του δράστη που έχει συλληφθεί ή του υπόπτου είναι άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψη, εφαρμοζόμενης κατά τα άλλα της διατάξεως του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 31 ΚΠοινΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 31 παρ. 2 εδ. β' του ΚΠοινΔ δεν απάγγελε ακυρότητα της κατά παράβαση αυτής αναγνώσεως και αξιολογήσεως μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες λήφθηκαν μετά την άσκηση ποινικής διώξεως για συγκεκριμένη πράξη, εφόσον μετά την λήψη αυτών στο ανακριτικό στάδιο προέκυψαν τυχόν ενδείξεις ενοχής κατά του προσώπου που κατέθεσε αρχικώς ως μάρτυρας, ως δράστη της διωχθείσας πράξεως. Όμως, η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του δικαστηρίου, των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες δόθηκαν πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 του ΚΠοινΔ, δημιουργούσε απόλυτη ακυρότητα κατά τα άρθρα 171 παρ. 1 περ. δ' και 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, διότι αφορούσε την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποιήσεώς του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για "δίκαιη δίκη", που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και το δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ. 4 του ΚΠοινΔ να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεως διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ' του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει σε πλήρη ισότητα μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Το αυτό δε αποτέλεσμα με τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να καταθέσει εναντίον του, επάγεται και η μετά την κτήση της ιδιότητας του κατηγορουμένου λήψη υπόψη, χωρίς τη συναίνεσή του, όσων επιβαρυντικών για τον ίδιο είχε αυτός καταθέσει σε χρόνο προγενέστερο της κτήσεως της ιδιότητας αυτής (Ολ. ΑΠ 1/2004). Πλην, με το άρθρο 2 του ν. 3160/2003, ο οποίος καταλαμβάνει και τον κρίσιμο χρόνο (4.4.2007), αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 31 του ΚΠοινΔ και ορίσθηκε ότι: "Η προκαταρκτική εξέταση ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 240 και 241. Αν αυτή γίνεται ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή αν κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξης, το πρόσωπο αυτό καλείται πριν από σαράντα οκτώ ώρες για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται ανωμοτί. Έχει δικαίωμα να παρίσταται με συνήγορο, να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντα οκτώ ώρες για την παροχή τους, η οποία μπορεί να παραταθεί από εκείνον που διενεργεί την προκαταρκτική εξέταση. Επίσης, μπορεί να ζητήσει να του χορηγηθεί αντίγραφο της μήνυσης ή της έγκλησης. Αυτός που ενεργεί την προκαταρκτική εξέταση πρέπει να ενημερώσει προηγουμένως τον εξεταζόμενο για την πράξη που αφορά η εξέταση και για τα παραπάνω δικαιώματά του. Προηγούμενη έγγραφη εξέταση του προσώπου αυτού που έγινε ενόρκως ή χωρίς τη δυνατότητα παράστασης με συνήγορο, δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της δικογραφίας αλλά παραμένει στο αρχείο της εισαγγελίας. Εφόσον ο μηνυόμενος ή εγκαλούμενος ή εκείνος κατά του οποίου στρέφονται οι υποψίες κλητεύτηκε νόμιμα και δεν εμφανίστηκε, η προκαταρκτική εξέταση περατώνεται και χωρίς την εξέτασή του". Μετά, δηλαδή, την έναρξη ισχύος του ν. 3160/2003, επιτρέπεται η λήψη υπόψη και η αποδεικτική αξιολόγηση και της καταθέσεως που έχει δώσει ο εγκαλούμενος για την τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξεως κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως, πριν ασκηθεί κατ` αυτού ποινική δίωξη, πριν, δηλαδή, λάβει αυτός την ιδιότητα του κατηγορουμένου, εφόσον, όμως, αυτή έγινε ανωμοτί και ο εγκαλούμενος δεν στερήθηκε του δικαιώματός του να παρασταθεί με συνήγορο. Η ύπαρξη, όμως, των ενόρκων ή χωρίς όρκο (χωρίς την τήρηση των ως άνω διατυπώσεων) καταθέσεων του υπόπτου, πριν λάβει αυτός την ιδιότητα του κατηγορουμένου, στη σχηματισθείσα δικογραφία και η μη παραμονή τους στο αρχείο της εισαγγελίας, εφόσον αυτές, όταν δεν αναγιγνώσκονται ή δεν αξιολογούνται από το Δικαστήριο, δεν επηρεάζουν καθ' οιονδήποτε τρόπο την άσκηση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, δεν επάγεται καμιά ακυρότητα και δεν θεμελιώνει το λόγο αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων Ε. Μ. πρόβαλε, δια της πληρεξουσίας του δικηγόρου, εγγράφως, ανέπτυξε δε και προφορικά, τον ισχυρισμό ότι προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο από τη μη, κατ` άρθρο 31 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, θέση στο αρχείο της Εισαγγελίας, αλλά παραμονή στη δικογραφία των από 19.5.2008 και 11.12.2009 ενόρκων μαρτυρικών του καταθέσεων, καθώς και της από 13.12.2010 χωρίς όρκο τοιαύτης ενώπιον της Πταισματοδίκη Αθηνών η πρώτη και του αρμοδίου Οργάνου του Α. Τ. Εξαρχείων οι λοιπές, οι οποίες δόθηκαν στα πλαίσια της προκαταρκτικής εξετάσεως που διενεργήθηκε σε βάρος του. Τον ίδιο ισχυρισμό είχε προτείνει και με λόγο της εφέσεώς του. Οι καταθέσεις, όμως, αυτές (ένορκες και χωρίς όρκο) δεν περιλαμβάνονται στον πίνακα των εγγράφων που αναγνώσθηκαν και λήφθηκαν υπόψη από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο για την έκδοση της αποφάσεώς του και, επομένως, καμιά ακυρότητα δεν επήλθε από την παραμονή τους στη δικογραφία. Το τελευταίο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την παραδοχή ότι "δεν ανέγνωσε ούτε έλαβε υπόψη του τις δύο ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις του β' κατηγορουμένου που δόθηκαν στα πλαίσια προανάκρισης...". Όσον αφορά την χωρίς όρκο κατάθεση, η οποία, όπως αναφέρθηκε, και αυτή δεν προκύπτει ότι αναγνώσθηκε, το Δικαστήριο δεν απήντησε τίποτε. Πλην, δεν είχε υποχρέωση προς τούτο, γιατί ο ως άνω ισχυρισμός, ως προς αυτήν την κατάθεση, δεν ήταν νόμιμος, γιατί, από την επιτρεπτή επισκόπηση αυτής, προκύπτει ότι ναι μεν δόθηκε κατά την προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε σε βάρος του αναιρεσείοντος και πριν αυτός αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, πλην αυτός δεν στερήθηκε κανενός υπερασπιστικού του δικαιώματος, αφού, όπως ρητά αναφέρεται στην εν λόγω έκθεση εξετάσεως, ο Αστυφύλακας του Α. Τ. Εξαρχείων Ι. Χ. τον ενημέρωσε για την πράξη, την οποία αφορούσε η προκαταρκτική εξέταση, και για τα δικαιώματά του, κατ` άρθρο 31 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3160/2013, δηλαδή να ζητήσει να του χορηγηθεί αντίγραφο της μηνύσεως, να παρίσταται, εφόσον επιθυμεί, με συνήγορο, να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την παροχή εξηγήσεων και να λάβει προθεσμία μέχρι 48 ώρες για την παροχή τους. Αυτός δε δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να κάνει χρήση των ως άνω δικαιωμάτων. Δηλαδή, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αν είχε αναγνωσθεί η κατάθεση αυτή, θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Δ και Η του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως του αναιρεσείοντος Ε. Μ., με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, συνισταμένη στο ότι παρέμειναν στη δικογραφία οι παραπάνω καταθέσεις, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού και υπέρβαση εξουσίας, συνιστάμενη στο ότι το Δικαστήριο, αντί να δεχθεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο από τη μη θέση των καταθέσεων αυτών στο αρχείο της Εισαγγελίας, προχώρησε στην έκδοση καταδικαστικής αποφάσεως, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι κρινόμενες αιτήσεις και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τις από 29 Σεπτεμβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 6379 και 6380/2014) αιτήσεις των Ε. Μ. του Ν. και Π. Τ. του Α., αντιστοίχως, για αναίρεση της 14863/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τον καθένα. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Ιανουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταδικαστική απόφαση για σωματική βλάβη εξ αμελείας από υπόχρεο. Κάθε ακυρότητα της πρωτόδικης απόφασης, όπως η εκφώνηση της υποθέσεως σε χρόνο προγενέστερο από τον αναγραφόμενο στο έκθεμα και η, συνεπεία αυτού, καταδίκη του κατηγορουμένου ερήμην, καλύπτεται με την έκδοση της αποφάσεως του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει σε σχετικό ισχυρισμό. Πότε προτείνεται η ακυρότητα του κλητηρίου θεσπίσματος. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί στην πρωτοβάθμια δίκη, η ακυρότητα, που είναι σχετική, δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί με λόγο εφέσεως. Επαρκώς προσδιορίζεται στο κλητήριο θέσπισμα η πράξη. Μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3160/2003, με τον οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 31 παρ. 2 ΚΠΔ, επιτρέπεται η λήψη υπόψη και η αποδεικτική αξιολόγηση και της καταθέσεως που έχει δώσει ο εγκαλούμενος για την τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξεως κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως, πριν ασκηθεί κατ’ αυτού ποινική δίωξη, πριν, δηλαδή, λάβει αυτός την ιδιότητα του κατηγορουμένου, εφόσον, όμως, αυτή έγινε ανωμοτί και αυτός δεν στερήθηκε του δικαιώματος του να παρασταθεί με συνήγορο. Η παραμονή των ενόρκων μαρτυρικών ή χωρίς όρκο (χωρίς την προάσπιση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων) καταθέσεων αυτού στη δικογραφία και η μη θέση στο αρχείο της εισαγγελίας, εφόσον αυτές δεν αναγνώσθηκαν και δεν λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο, δεν επάγεται απόλυτη ακυρότητα και το δικαστήριο, με το να προχωρήσει στην έκδοση καταδικαστικής αποφάσεως, δεν υπερβαίνει την εξουσία του. Απόρριψη αιτήσεων.
Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπέρβαση εξουσίας, Κατηγορούμενος, Ακυρότητα σχετική, Ακυρότητα κλητηρίου θεσπίσματος.
1
Αριθμός 85/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ'Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Ιανουαρίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Τ. του Α., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο Συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.183/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Με συγκατηγορούμενο τον Ν. Κ. του Γ.. Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 31 Μαρτίου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 477/14. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασιλική Θεοδώρου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκη, με αριθμό 137/27.10.2014, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγοντας ενώπιον Σας, κατά τα άρθρα 476 και 513§1 α ΚΠΔ, την υπ' αριθ.1/31-3-2014 -εμπροθέσμως ασκηθείσα-, αίτηση αναίρεσης, του Τ. Κ. του Α. και Μ., κατοίκου ... κατά του υπ' αριθμ. 183/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο παραπέμπεται ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για να δικαστεί για ψευδή βεβαίωση από υπάλληλο, της οποίας ο δράστης - υπαίτιος είχε σκοπό να προσπορίσει στον σε άλλον αθέμιτο όφελος, το οποίο υπερβαίνει τόσο το ποσό των 73.000ευρώ, όσο και αυτό των 120.000 ευρώ [παρ. άρθρ.242 παρ.1 και 3 ΠΚ], εκθέτουμε τα ακόλουθα; Κατά τη διάταξη του άρθρου 463 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠοινΔ, "ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα". Το δε άρθρο 482 του ΚΠοινΔ, το οποίο καθόριζε τις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος είχε δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος, καταργήθηκε με το άρθρο 34 εδ. γ" του ν. 3904/2010, που ισχύει από της δημοσιεύσεως του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως κατά το άρθρο 38 αυτού (ΦΕΚ 218/Α/23-12-2010). Επομένως, από την έναρξη ισχύος του άνω νόμου (23-12-2010) και για τα βουλεύματα που εκδόθηκαν μετά την έναρξη της ισχύος του, ο κατηγορούμενος δεν έχει πλέον δικαίωμα αναιρέσεως κατά βουλεύματος, το οποίο τον παραπέμπει στο ακροατήριο. Εξάλλου, με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο "καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει". Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ενδίκου μέσου, αρκεί αυτοί και οι συνέπειες που επισύρει η παράβαση τους να μην είναι υπέρμετροι σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο ή να αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας, πράγμα που συμβαίνει, όταν η προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την παράβαση της διατάξεως του νόμου. Η αρχή αυτή αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β" του Συντάγματος (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 18.4.2001, μετά την αναθεώρηση από τη Ζ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), κατά το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Ο αποκλεισμός δε, στην ανωτέρω περίπτωση, του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, στο πρόωρο αυτό στάδιο της προδικασίας, κατά του βουλεύματος, που αποφαίνεται μόνο για την παραπομπή του σε δίκη, δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, γιατί το δικαίωμα προσβάσεως του κατηγορουμένου ενώπιον του δικαστηρίου έχει πλήρως εξασφαλισθεί αφού, ακόμη και στο στάδιο της προδικασίας παρέχεται σ1 αυτόν ανεμπόδιστα η δυνατότητα να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και να υποβάλει τις αντιρρήσεις του ή τα αιτήματα του σε θέματα που ανακύπτουν στη διάρκεια της ανάκρισης ή να ζητήσει την κήρυξη ακυρότητας πράξεων της προδικασίας (άρθρα 171 παρ.1, 285 ΚΠοινΔ). Έτσι, με τη θέσπιση των διατάξεων αυτών έχει εξασφαλιστεί στο στάδιο αυτό το δικαίωμα προσβάσεως στη δικαιοσύνη, που καθιερώνεται στο πιο πάνω άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, το οποίο, όμως, δεν καθιερώνει παραλλήλως υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη για τη θέσπιση και ενδίκων μέσων υπέρ του κατηγορουμένου. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται, το δικαστικό συμβούλιο που είναι αρμόδιο να κρίνει γι'αυτό, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει τούτο απαράδεκτο. [ΑΠ632/2013, ΑΠ 1050/2013, ΑΠ321/2013] Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 183/2014 βούλευμα του, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, μεταξύ άλλων, και τον αναιρεσείοντα Κ. Τ. του Α. για να δικασθεί για το έγκλημα της ψευδούς βεβαιώσεως, με σκοπό προσπορίσεως αθεμίτου οφέλους, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ [άρθρο 242 παρ.1 και 3 ΠΚ].. Το βούλευμα αυτό, μετά την, κατά τα ανωτέρω, κατάργηση του άρθρου 482 του ΚΠοινΔ, δεν υπόκειται σε αναίρεση, Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως απαράδεκτη και να να επιβληθούν τα εκ διακοσίων πενήντα [250] ευρώ δικαστικά έξοδα σε βάρος του αναιρεσείοντος (άρθ. 583 §1 ΚΠΔ, σε συνδ. με το αρθρ. 3 § 3 του Ν. 773/1977 και την 123827/23-12-2010 Απόφαση Υπουργών Οίκονομικών & Δικαιοσύνης ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνουμε: 1) Να απορριφθεί η υπ' αριθ. 1/31-3-2014 αίτηση αναίρεσης, του Τ. Κ. του Α. και Μ., κατοίκου ... κατά του υπ'αριθμ. 183/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης 2) Να επιβληθούν τα εκ διακοσίων πενήντα (250) € δικαστικά έξοδα, σε βάρος του ανωτέρω . Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Μιχ. Ρασιδάκης" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος. ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 463 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠοινΔ, "ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα". Το δε άρθρο 482 του ΚΠοινΔ, το οποίο καθόριζε τις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος είχε δικαίωμα ασκήσεως αναιρέσεως κατά βουλεύματος, καταργήθηκε με το άρθρο 34 εδ. γ' του ν. 3904/2010, που ισχύει από της δημοσιεύσεως του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως κατά το άρθρο 38 αυτού (ΦΕΚ 218/Α/23-12-2010). Επομένως, από την έναρξη ισχύος του άνω νόμου (23-12-2010) και για τα βουλεύματα που εκδόθηκαν μετά την έναρξη της ισχύος του, ο κατηγορούμενος δεν έχει πλέον δικαίωμα αναιρέσεως κατά βουλεύματος, το οποίο τον παραπέμπει στο ακροατήριο. Εξάλλου, με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. κατά το οποίο "καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ" αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει". Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ενδίκου μέσου, αρκεί αυτοί και οι συνέπειες που επισύρει η παράβαση τους να μην είναι υπέρμετροι σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο ή να αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας, πράγμα που συμβαίνει, όταν η προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την παράβαση της διατάξεως του νόμου. Η αρχή αυτή αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β' του Συντάγματος (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 18.4.2001, μετά την αναθεώρηση από τη Ζ' Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), κατά το οποίο οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, καν να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Ο αποκλεισμός δε, στην ανωτέρω περίπτωση, του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως, στο πρόωρο αυτό στάδιο της προδικασίας, κατά του βουλεύματος, που αποφαίνεται μόνο για την παραπομπή του σε δίκη, δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, γιατί το δικαίωμα προσβάσεως του κατηγορουμένου ενώπιον του δικαστηρίου έχει πλήρως εξασφαλισθεί αφού, ακόμη και στο στάδιο της προδικασίας, παρέχεται σ' αυτόν ανεμπόδιστα η δυνατότητα να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και να υποβάλει τις αντιρρήσεις του ή τα αιτήματα του σε θέματα που ανακύπτουν στη διάρκεια της ανάκρισης ή να ζητήσει την κήρυξη ακυρότητας πράξεων της προδικασίας (άρθρα 171 παρ.1, 285 ΚΠοινΔ). Έτσι, με τη θέσπιση των διατάξεων αυτών έχει εξασφαλιστεί στο στάδιο αυτό το δικαίωμα προσβάσεως στη δικαιοσύνη, που καθιερώνεται στο πιο πάνω άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, το οποίο, όμως, δεν καθιερώνει παραλλήλως υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη για τη θέσπιση και ενδίκων μέσων υπέρ του κατηγορουμένου. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται, το δικαστικό συμβούλιο που είναι αρμόδιο να κρίνει γιλ αυτό, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει τούτο απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το προσβαλλόμενο 183/2014 βούλευμα του, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, πλην άλλου, και τον αναιρεσείοντα Κ. Τ. του Α. για να δικασθεί για το έγκλημα της ψευδούς βεβαιώσεως, με σκοπό προσπορίσεως αθεμίτου οφέλους, το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ (για παράβαση, δηλαδή, του άρθρου 242 παρ. 1 και 3 του ΠΚ). Το βούλευμα αυτό, μετά την, κατά τα ανωτέρω, κατάργηση του άρθρου 482 του ΚΠοινΔ, δεν υπόκειται σε αναίρεση, ο αποκλεισμός δε του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ενδίκου αυτού μέσου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, μετά και την ειδοποίηση του αντικλήτου του αναιρεσείοντος, κατά την επί του φακέλου σχετική σημείωση της αρμοδίας γραμματέως, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπ' αριθ. εκθ. 1/31 Μαρτίου 2014 αίτηση του Κ. Τ. του Α., για αναίρεση του 183/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2015 Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2015 Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Μετά την κατάργηση του άρθρου 482 ΚΠΔ με τον ν. 3904/2010, δεν επιτρέπεται άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως από τον κατηγορούμενο κατά βουλεύματος. Η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 6§1 της ΕΣΔΑ, ούτε στο άρθρο 20§1 του Συντάγματος ούτε είναι αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας που αναγνωρίζεται από το άρθρο 25 του Συντάγματος. Απόρριψη αιτήσεως κατά παραπεμπτικού βουλεύματος ως απαράδεκτης.
Ε.Σ.Δ.Α.
Ε.Σ.Δ.Α., Απαράδεκτο αναιρέσεως, Βούλευμα.
0
Αριθμός 84/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Ιανουαρίου 2015, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Π. Χ. του Σ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 327/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Απριλίου 2014 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 447/2014. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασιλική Θεοδώρου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Ρασιδάκη, με αριθμό 138/27-10-2014, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 476 παρ. 1 και 513 παρ.1 του ΚΠΔ, την από 4-4-2014 δήλωση αναιρέσεως της Π. Σ. Χ., κατοίκου ..., οδός ..., ..., για αναίρεση της 327/5-2-2014 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο στις 17-3-2014 και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά το άρθρο 509 παρ. 1 του ΚΠΔ και στην αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως δικαστηρίου εφαρμόζονται τα άρθρα 473 παρ. 2 και 474 του ΚΠΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 473 παρ. 2 του ΚΠΔ, η αναίρεση κατά της καταδικαστικής αποφάσεως μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάστηκε και με δήλωση που περιέχει όσα ορίζονται στην παράγραφο 2 του επόμενου άρθρου και επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών, που αρχίζει σύμφωνα με την παράγραφο 1. Κατά δε το επόμενο άρθρο 474 παρ. 1 του ΚΠΔ, με την επιφύλαξη της διατάξεως της παραγράφου 2 του άρθρου 473 το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του Ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της Προξενικής Αρχής κλπ. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι το ένδικο μέσο γενικά, επομένως και η αναίρεση κατά αποφάσεως, ασκείται με δήλωση του δικαιούμενου διαδίκου ενώπιον των οριζόμενων από τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 του ΚΠΔ προσώπων, στα οποία δεν συμπεριλαμβάνεται και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Η κατ' εξαίρεση άσκηση της αναιρέσεως με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου μπορεί να γίνει μόνο εναντίον καταδικαστικής αποφάσεως, δηλαδή αποφάσεως με την οποία κηρύσσεται ένοχος ο κατηγορούμενος και επιβάλλεται σ' αυτόν ποινή στερητική της ελευθερίας ή χρηματική (Ολ.ΑΠ 5/2000). Τέτοια απόφαση δεν είναι εκείνη που απορρίπτει την έφεση κατά πρωτοβάθμιας καταδικαστικής αποφάσεως ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως της, αφού το δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσιαστική έρευνα της υποθέσεως (ΑΠ438/2010, ΑΠ699/2009, ΑΠ 626/2009, ΑΠ 994/2008). Τέλος, κατά το άρθρο 476 παρ. 1 του ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων περιπτώσεων, από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκηση του, το συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την καταδίκη στα δικαστικά έξοδα εκείνου που το άσκησε. Στην προκείμενη περίπτωση, με την 327/5-2-2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως της, η 1969/6-11-2013 έφεση της κατηγορουμένης, και ήδη αναιρεσείουσας Π. Χ. κατά της 18270/29-11-2012 αποφάσεως του Β' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία αυτή κηρύχθηκε ένοχος για καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το δημόσιο κατ' εξακολούθηση [άρθρο 98 παρ.1 Π Κ και 25 παρ.1δ' του Ν. 1882/1990, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με άρθρο 3 Ν.3943/2011] και καταδικάστηκε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων ετών, που μετατράπηκε σε χρηματική προς 50 ευρώ ημερησίως, καθώς και σε χρηματική ποινή 600 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής η αναιρεσείουσα άσκησε την κρινόμενη από 4-4-2014 αίτηση αναιρέσεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 473 παρ. 2 του ΚΠΔ, δηλαδή με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 7-4-2014. Σύμφωνα όμως με τα προαναφερόμενα, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση, που απέρριψε την έφεση του αναιρεσείουσας ως απαράδεκτη, δεν είναι καταδικαστική, η αίτηση αναιρέσεως κατ' αυτής ανεπίτρεπτα ασκήθηκε με τον προαναφερθέντα και όχι κατά τον οριζόμενο στο άρθρο 474 παρ. 1 του ΚΠΔ τρόπο κι επομένως είναι απαράδεκτη, ως ασκηθείσα χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες για την άσκηση της διατυπώσεις. Κατ' ακολουθία, πρέπει, να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τα άρθρα 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 του ΚΠΔ και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα εκ διακοσίων πενήντα [250] ευρώ δικαστικά έξοδα (άρθ. 583 παρ. 1 του ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ: Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ' αριθμ. 142/2014 από 4-4-2014, επιδοθείσα στις 7-4-2014 δήλωση αναιρέσεως της Π. Σ. Χ., κατοίκου ..., οδός ..., ..., για αναίρεση της 327/5-2-2014 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα [250] ευρώ στην αναιρεσείουσα. Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ Μιχ. Ρασιδάκης". Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος της αναιρεσείουσας. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 509 παρ. 1 του ΚΠΔ, και στην αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης του δικαστηρίου εφαρμόζονται τα άρθρα 473 παρ. 2 και 474 του ΚΠΔ. Κατά το άρθρο 474 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα τα ένδικα μέσα ασκούνται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση ή στα λοιπά πρόσωπα που αναφέρονται στην ανωτέρω διάταξη. Κατ' εξαίρεση το ένδικο μέσο της αναίρεσης, σύμφωνα με το άρθρο 473 παρ. 2 του ίδιο κώδικα, μπορεί να ασκηθεί από εκείνον που καταδικάσθηκε και με δήλωση που επιδίδεται στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αλλά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καταδικαστική. Ως καταδικαστική απόφαση νοείται μόνο εκείνη η οποία κηρύσσει τον κατηγορούμενο ένοχο και επιβάλλει σε αυτόν στερητική της ελευθερίας ποινή ή χρηματική ποινή. Η απόφαση που απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της, δεν είναι καταδικαστική. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 513 παρ. 1 εδ. α' και 476 παρ. 1 εδ. α' του ΚΠΔ προκύπτει ότι, όταν συντρέχει περίπτωση απαραδέκτου, το δικαστήριο του Αρείου Πάγου (σε Συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη και καταδικάζει στα έξοδα εκείνον που την άσκησε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας, με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 327/05-02-2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου άσκησής της η υπ' αριθμ. εκθ. 1969/06-11-2013 έφεση της κατηγορουμένης αναιρεσείουσας και τότε εκκαλούσας κατά της υπ' αριθμ. 327/2012 απόφασης του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης, με την οποία κηρύχθηκε αυτή ένοχος για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο και επιβλήθηκε σε αυτή ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών. Η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, άσκησε την κρινόμενη από 04-04-2014 αίτηση αναίρεσης, όχι όπως επιτρέπεται αποκλειστικά ενώπιον του γραμματέα του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση Εφετείου Θεσσαλονίκης, αλλά με επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 07-04-2014, όπως προκύπτει από σχετική πρωτοκόλληση της Εισαγγελίας και την σημείωση επ' αυτής του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Σ. Ξ., εντός της προθεσμίας των είκοσι ημερών από την γενόμενη στις 17-03-2014 καταχώρηση αυτής καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης της κατηγορουμένης, πρέπει να απορριφθεί, κατ'άρθρο 476 παρ.1 του ΚΠΔ, ως απαράδεκτη, διότι δεν έχει ασκηθεί νομότυπα, καθόσον η ανωτέρω προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι καταδικαστική με την παραπάνω έννοια και έπρεπε να ασκηθεί εντός δεκαημέρου από καταχωρήσεως με δήλωση ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης που την εξέδωσε και με σύνταξη σχετικής εκθέσεως (άρθρο 474 παρ. 1 του ΚΠΔ) και όχι με επίδοση στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που ασκήθηκε στις 07-04-2014. Οι επιβαλλόμενες δε ως παραπάνω αναφερθείσες διατυπώσεις από τον Έλληνα νομοθέτη για το παραδεκτό της ασκήσεως του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, κατ' ουδέν παρεμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο, με συνακόλουθο αποτέλεσμα να μην παραβιάζεται το άρθρ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και τα άρθρ. 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. β του Συντάγματος. (ΟλΑΠ 2/2008). Συνεπώς, εφόσον ειδοποιήθηκε η αναιρεσείουσα σχετικά με το παραπάνω απαράδεκτο, δια του ορισθέντος αντικλήτου δικηγόρου της, σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως προκύπτει από την επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα στο φάκελο της δικογραφίας και αυτός δεν παραστάθηκε στο παρόν συμβούλιο κατά τη σημερινή δικάσιμο για να εκθέσει τις απόψεις του, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση - δήλωση αναίρεσης ως απαράδεκτη (αρθρ. 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1α του ΚΠΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει ως απαράδεκτη την από 04-04-2014 αίτηση - δήλωση της Π. Χ. του Σ., για αναίρεση της με αριθμ. 327/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2015. Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απαράδεκτη αναίρεση κατά μη καταδικαστικής απόφασης, ως ασκηθείσα ανεπίτρεπτα με δήλωση επιδοθείσα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου . Απορρίπτει Αίτηση Αναίρεσης, ασκηθείσα με δήλωση επιδοθείσα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ως απαράδεκτη, λόγω του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι καταδικαστική, αφού απέρριψε την έφεση της κατηγορουμένης ως απαράδεκτης, λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της.
Απαράδεκτη συζήτηση
Απαράδεκτη συζήτηση.
0
Αριθμός 87/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Α. Κ. του Π., και 2)Ε. συζ. Α. Κ., το γένος Ι. Μ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Χάνο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Κ. Γ. του Π., συζ. Α. Π., και 2)Α. Π. του Δ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Παναγιώτα Ζερβομπεάκου, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/10/2005 αγωγή (αρ. κατ. 26/2005) των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Κύμης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 11/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 78/2013 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδος. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 21/2/2014 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 25/9/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τις διατάξεις των άρθρων 975, 1045, 1051, και 1118 έως 1121 του ΑΚ προκύπτει ότι η πραγματική δουλεία οδού συνίσταται και με χρησικτησία, όταν ο κύριος του δεσπόζοντος ακινήτου ασκεί την οιονεί νομή του δικαιώματος αυτού επί εικοσαετία, διερχόμενος διανοία δικαιούχου από την επί του ακινήτου άλλου οδό και δυνάμενος να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο χρησικτησίας και τον χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων του. Εξάλλου ο κατά το άρθρο 560 αρ. 1 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν δημιουργείται όταν το δικαστήριο που εξέτασε την αγωγή κατ' ουσίαν εφαρμόζει κανόνα δικαίου του οποίου ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, λόγος δε αναιρέσεως με τον οποίο προσβάλλεται μη πραγματική παραδοχή του δικαστηρίου είναι αβάσιμος, στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, που δίκασε ως Εφετείο, το δικαστήριο δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Με το .../08-12-1980 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κύμης Αναστασίου Τσακουμάνη, νομίμως μεταγεγραμμένου(...),ο Α. Κ. του Π., κάτοικος εν ζωή …, παππούς της πρώτης εφεσιβλήτου - εναγούσης, δώρησε στην ανωτέρω εγγονή του μία ισόγειο οικία επιφανείας 24 τ.μ., κειμένη στον Οξύλιθο Κύμης Ευβοίας, στη θέση "Κερατσάνοι", μετά του οικοπέδου, του φρέατος και της συνεχόμενης αυλής της, εκτάσεως 90 τ.μ. περίπου. Το δωρηθέν ακίνητο συνορεύει, κατά τον ως άνω τίτλο κτήσεως, ανατολικώς με Ε. Π., βορείως με Ο. Χ. και Π. Κ., δυτικώς και νοτίως με Π. Κ.. Το ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα του ανωτέρω δωρητή λόγω κληρονομικής διαδοχής του πατρός του Π. Κ., δυνάμει της .../1930 δημοσίας διαθήκης, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Κύμης Ευαγγέλου Κανιάστα και δημοσιεύθηκε νομίμως. Στην προαναφερομένη δωρεά τέθηκε ο όρος ο δωρητής να παρακρατήσει την επικαρπία επί του δωρηθέντος και μετά θάνατον να περιέλθει το δικαίωμα αυτό στη σύζυγο του Ε., το γένος Γ. Κ.. Η τελευταία προαποβίωσε του εν λόγω δωρητού, στις 12-11-1982. Ο δωρητής αποβίωσε, στις 30-12-1992, με αποτέλεσμα η πρώτη εφεσίβλητη - ενάγουσα να καταστεί αποκλειστική κυρία του ανωτέρω περιουσιακού στοιχείου. Ακολούθως, η πρώτη ενάγουσα - εφεσίβλητη, με το .../29-06-2005 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Δέσποινας Παπαδημητρίου, νομίμως μεταγεγραμμένου (...), δώρησε στον δεύτερο ενάγοντα - εφεσίβλητο ποσοστό 10% αδιαιρέτως του ως άνω ακινήτου. Εντός του ακινήτου αυτού η πρώτη ενάγουσα - εφεσίβλητη αφ' ενός ανακατασκεύασε την παλαιά οικία, αφ' ετέρου ανήγηρε νέα διώροφη οικοδομή, εκδίδοντας σχετικώς την 560/2002 οικοδομική άδεια του πολεοδομικού γραφείου Κύμης. Από τότε που η προαναφερομένη διάδικος απέκτησε το εν λόγω ακίνητο, το νέμεται αδιαλείπτως μέχρι και το έτος 2005, ασκώντας πράξεις νομής, όπως η ανέγερση της προαναφερομένης οικοδομής. Επίσης, το επισκεπτόταν τακτικά, διέμενε στην παλαιά οικία, το καθάριζε και το συντηρούσε, συμπληρώνοντας χρόνο νομής υπερβαίνοντα την εβδομηκονταετία, αν υπολογισθεί και ο χρόνος νομής των προαναφερομένων δικαιοπαρόχων της. Η είσοδος πεζή στην ανωτέρω ιδιοκτησία πραγματοποιούταν όλα αυτά τα χρόνια μέσω μίας εδαφικής λωρίδος, επιφανείας 12 τ.μ. περίπου, πλάτους 3 και μήκους τεσσάρων περίπου μέτρων, η οποία εμφαίνεται υπό στοιχεία Γ1-Δ1-Α1-Ε1-Ν-Ξ-Α-Β-Β1 στο από Ιανουαρίου 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Α. Π.. Η λωρίδα αυτή ευρίσκεται βορείως της ιδιοκτησίας των εναγόντων-εφεσιβλήτων. Αποτελεί δε τη συντομότερα οδό για να εισέλθει κάποιος στην ιδιοκτησία των τελευταίων, από την εγγυτέρα δημοτική οδό, η οποία ευρίσκεται ανατολικώς της διόδου αυτής. Δημιουργήθηκε εις βάρος των ιδιοκτησιών της Ο. Χ. και του Π. Κ.. Οι τελευταίοι είναι τέκνα του δικαιοπαρόχου των εναγόντων - εφεσιβλήτων Α. Κ., στον οποίο ανήκαν όλες οι προαναφερόμες ιδιοκτησίες. Η ανάγκη δημιουργίας διόδου προέκυψε όταν ο τελευταίος άρχισε να διανέμει την ευρύτερη ιδιοκτησία του στα τέκνα του, διότι με τη σταδιακή αυτή διανομή δημιουργούνταν "τυφλά" ακίνητα. Πιο συγκεκριμένα, στον Π. Κ. διενεμήθη τμήμα της ευρύτερης ιδιοκτησίας το έτος 1956, δυνάμει του .../1956 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Κύμης Ευαγγέλου Κανιάστα, νομίμως μεταγεγραμμένου, και στην Ο. Χ., το έτος 1969, δυνάμει του .../1969 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Κύμης Αναστασίου Τσακουμάνη, νομίμως μεταγεγραμμένου. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το έτος 1969, δημιουργήθηκαν τρεις νέες ιδιοκτησίες, μία του Π. Κ., μία της Ο. Χ. και μία του Α. Κ., οι οποίες είχαν την επίδικη δίοδο ως την είσοδο όλων στις ιδιοκτησίες τους και ως διέξοδο προς την ως άνω ανατολικώς ευρισκομένη δημοτική οδό. Κατόπιν, όπως προαναφέρθηκε, ο Α. Κ. μεταβίβασε το τμήμα της εναπομεινάσης ιδιοκτησίας του στην πρώτη ενάγουσα - εφεσίβλητη, η δε Ο. Χ. απεβίωσε το έτος 1970, και η ως άνω ιδιοκτησία της περιήλθε κατά του κανόνες της εξ αδιαθέτου διαδοχής στους κληρονόμους της, δηλαδή στο σύζυγό της Ν. Χ. και τον υιό της Α. Χ., οι οποίοι τη μεταβίβασαν ατύπως στον Π. Κ.. Εν συνεχεία, ο τελευταίος, με το .../09-03-2002 συμβόλαιο γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Κύμης Σπ. Μάγκου, νομίμως μεταγεγραμμένου, μεταβίβασε τόσο την ιδιοκτησία που απέκτησε από τον πατέρα του Α. Κ., όσο και την περιουσία που απέκτησε με την ως άνω άτυπη μεταβίβαση, στον πρώτο εκκαλούντα - εναγόμενο. Παρά τις μεταβιβάσεις αυτές, την επίδικη ως άνω δίοδο χρησιμοποιούσαν, ακωλύτως, όλοι οι προαναφερόμενοι ιδιοκτήτες των γειτονικών ακινήτων για να εισέλθουν σε αυτά, πιστεύοντας ότι έχουν το δικαίωμα αυτό και ασκώντας το στην πράξη. Πιο συγκεκριμένα, ο Α. Κ. από το έτος 1956 (για ένα τμήμα της διόδου, όπου είναι τα σκαλοπάτια, ήτοι κατά το μέρος που βαρυνόταν με δουλεία διόδου ένα το ακίνητο που μεταβίβασε το ίδιο έτος στον υιό του Π. Κ. και από το έτος 1969 για το λοιπό τμήμα της διόδου, ήτοι κατά το μέρος που βαρυνόταν το ακίνητο που μεταβίβασε το ίδιο έτος στην κόρη του Ο. Χ.) έως το έτος 1992, κατά το οποίο απεβίωσε, ο Π. Κ. από το έτος 1956 έως και το έτος 2002, κατά το οποίο μεταβίβασε την ιδιοκτησία του στο υιό του και πρώτο εκκαλούντα -εναγόμενο, η Ο. Χ. από το έτος 1969 έως το έτος 1970, κατά το οποίο απεβίωσε, οι κληρονόμοι της Ν. και Α. Χ., κατά το έτος 1970, ο πρώτος εκκαλών - εναγόμενος από το έτος 2002 και εντεύθεν, η πρώτη εφεσίβλητη-ενάγουσα από το έτος 1980 και σε κάθε περίπτωση από το έτος 1992 και εντεύθεν και ο δεύτερος ενάγων - εφεσίβλητος από το έτος 2005 και εντεύθεν. Οι τελευταίοι απέκτησαν συνεπώς με έκτακτη χρησικτησία την οιονεί νομή δουλείας της επίδικης διόδου, προσμετρώντας στο χρόνο χρησικτησίας τους το χρόνο του δικαιοπαρόχου τους Α. Κ., ο οποίος ασκούσε την οιονεί νομή κατά τα προαναφερόμενα (από τα έτη 1956 και 1969). Μάλιστα, οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι και τα τεθέντα υπό τις εντολές αυτών συνεργεία, χρησιμοποιούσαν συνεχώς και ανενόχλητα την επίδικη δίοδο για τη μεταφορά υλικών και τη διέλευση προσώπων, προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι προαναφερόμενες οικοδομικές εργασίες στο παρακείμενο ακίνητο των εφεσιβλήτων - εναγόντων, οι οποίες άρχισαν το έτος 2002. Παρά ταύτα, στις 24 Ιανουαρίου 2005, οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, εκμεταλλευόμενοι την απουσία των αντιδίκων τους στο Νέο Ηράκλειο Αττικής, τοποθέτησαν στο σημείο, όπου η επίδικη δίοδος συνδέεται με τη δημοτική οδό, με τη βοήθεια ειδικού, σιδερένια με κάγκελα δίφυλλη θύρα, ύψους δύο περίπου μέτρων, η οποία κατέλαβε όλο το πλάτος της. Η θύρα αυτή διέθετε κλειδαριά, την οποία, αμέσως μετά την τοποθέτησή της, κλείδωσαν, με αποτέλεσμα οι αντίδικοί τους να μην μπορούν πλέον να διέρχονται από τη δίοδο αυτή και να μην μπορούν να εισέλθουν πλέον στην ιδιοκτησία τους. Η ενέργεια αυτή, εκ μέρους των εκκαλούντων - εναγομένων, επιχειρήθηκε χωρίς να έχουν σχετικό προς τούτο δικαίωμα, αποβάλλοντας τους αντιδίκους τους από την οιονεί συννομή επί της επιδίκου διόδου". Δέχεται δηλαδή το δικαστήριο μεταξύ των άλλων ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα, διαστάσεων 4x3μ., διέρχεται εν μέρει, ήτοι κατά το τμήμα της διόδου όπου βρίσκονται τα αναφερόμενα σκαλοπάτια, από την ιδιοκτησία του Π. Κ., που είχε περιέλθει στον τελευταίο το έτος 1956 δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ' αριθμ. .../1956 συμβολαίου, και εν μέρει από την ιδιοκτησία της Ο. Χ., που είχε περιέλθει στην τελευταία το έτος 1969 δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ' αριθμ. .../1969 συμβολαίου, και στους δύο, τέκνα του Α. Κ., από τον κύριο του μείζονος ακινήτου και κοινό αρχικό δικαιοπάροχο των διαδίκων Α. Κ., ότι ο Α. Κ. ασκούσε έκτοτε (1956 και 1969, αντιστοίχως ) την οιονεί νομή του δικαιώματος πραγματικής δουλείας διόδου στην επίδικη εδαφική λωρίδα, διερχόμενος διανοία δικαιούχου από τη δίοδο αυτή προκειμένου να εισέλθει, στην εναπομείνασα, μετά τις ανωτέρω μεταβιβάσεις, ιδιοκτησία του, ήτοι οικόπεδο εμβαδού 90 τμ. περίπου, με τη βρισκόμενη σ' αυτό οικία, ως την συντομότερη άλλωστε δίοδο επικοινωνίας της τελευταίας (εναπομείνασας) ιδιοκτησίας προς την εγγύτερη δημοτική οδό, ότι την τελευταία αυτή ιδιοκτησία ο Α. Κ. μεταβίβασε στην πρώτη ενάγουσα-εγγονή του Κ. Γ. κατά ψιλή κυριότητα, παρακρατώντας την επικαρπία για τον εαυτό του, με το νομίμως μεταγεγραμμένο υπ' αριθμ. .../1980 δωρητήριο συμβόλαιο, ότι το έτος 1992 απεβίωσε ο Α. Κ. και η ενάγουσα απέκτησε την πλήρη κυριότητα του ακινήτου, στο οποίο ανήγειρε και νέα, διώροφη, οικοδομή, η ίδια δε αργότερα μεταβίβασε στον δεύτερο ενάγοντα το 10% εξ αδιαιρέτου του εν λόγω ακινήτου δυνάμει του υπ' αριθμ. .../2005 νομίμως μεταγεγραμμένου συμβολαίου, και ότι οι ενάγοντες ασκούν έκτοτε, ήτοι από το έτος 1992 αποκλειστικά η πρώτη και από το έτος 2005 και ο δεύτερος, κατά συννομήν, την οιονεί νομή του δικαιώματος της δουλείας διόδου επί της επίδικης εδαφικής λωρίδας, συνεχίζοντας την ίδια οιονεί νομή του δικαιοπαρόχου τους Α. Κ., και έγιναν έτσι (οι ενάγοντες) δικαιούχοι της πραγματικής αυτής δουλείας διόδου (οδού), προσμετρώντας στον δικό τους χρόνο χρησικτησίας και τον χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου τους Α. Κ.. Και βάσει των παραδοχών αυτών το Πολυμελές Πρωτοδικείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, δέχθηκε την ένδικη αγωγή προστασίας του δικαιώματος της ανωτέρου πραγματικής δουλείας των ήδη αναιρεσιβλήτων, το οποίο (δικαίωμα) είχαν προσβάλει με αποβολή οι αναιρεσείοντες-εναγόμενοι. Με τον μοναδικό λόγο της αιτήσεώς τους, από τον αρ. 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν κυρίως ότι το δικαστήριο παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις, δεχόμενο ότι το δουλείον ως άνω ακίνητο ανήκε στον δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων Α. Κ. και κατά συνέπειαν μέχρι την κατά το έτος 1992 απόκτηση κατά πλήρη κυριότητα του δεσπόζοντος ακινήτου από την πρώτη αναιρεσίβλητη, κατά τα προεκτεθέντα, ο Α. Κ., δεν ασκούσε οιονεί νομή πραγματικής δουλείας διόδου στην επίδικη εδαφική λωρίδα, κατά τον κανόνα "ουδενί το ίδιον αυτού πράγμα δουλεύει", την οποία (οιονεί νομή) δεν μπορούσε να προσμετρήσει η ενάγουσα στην δική της, από το έτος 1992, οιονεί νομή, έκτοτε δε (1992) και μέχρι την άσκηση της αγωγής (2005) δεν συμπληρώθηκε στο πρόσωπο της τελευταίας ο ζητούμενος χρόνος της χρησικτησίας (εικοσαετία). Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι αβάσιμος, στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού, όπως προεκτέθηκε, το δικαστήριο δέχθηκε ότι το δουλείον ακίνητο δεν ανήκε στον δικαιοπάροχο του αναιρεσίβλητου Α. Κ., αλλά στους Π. Κ. και Ο. Χ., και ο Α. Κ. ασκούσε την οιονεί νομή της δουλείας επί του (ξένου αυτού) ακινήτου, την οποία οιονεί νομή και προσμέτρησε το δικαστήριο στον χρόνο της οιονεί νομής των αναιρεσιβλήτων, εφαρμόζοντας ορθώς τις ειρημένες διατάξεις των άρθρων 975, 1045, 1051 και 1118-1121 του ΑΚ, των οποίων συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής και τις οποίες δεν παραβίασε με εσφαλμένη εφαρμογή. Κατά τα λοιπά ο ίδιος, μοναδικός, λόγος της αναίρεσης πλήττει την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου που εξήχθη από τις αποδείξεις, και είναι κατά τούτο απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Κατ' ακολουθίαν πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21-2-2014 αίτηση των Α. Κ. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 78/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας. Διαττάσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου . Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Δεκεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σύσταση πραγματικής δουλείας διόδου με χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Αναίρεση. Λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ . Αβάσιμος (Επικυρώνει Πολ. Πρ. Χαλκ. 78/2013).
Χρησικτησία
Δίοδος, Ένδικο μέσο, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 88/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Α. Μ. του Δ., και 2)Ε. χήρας Σ. Λ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Χρήστο Μπακέλλα. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ι. συζ. Δ. Μ., το γένος Ν. Κ., 2)Ν. Μ. του Δ. και 3)Λ. Μ. του Δ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Βέττα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 10/3/2006 και από 6/6/2005 αγωγές των ήδη αναιρεσιβλήτων και την από 6/7/2005 αγωγή της πρώτης των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Έδεσσας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 30/2007 μη οριστική, 94/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 557/2011 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 17/6/2011 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 1/3/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 1033 του ΑΚ "Για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά ότι μετατίθεται σ'αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή", κατά δε το άρθρο 1045 του ΑΚ "Εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος (έκτακτη χρησικτησία)". Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί αντίδραση στην έκβαση της δίκης. Δεν δημιουργείται, επομένως, ο λόγος αυτός της αναίρεσης όταν η απόφαση διαλαμβάνει επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου. Τέλος, ο λόγος αναιρέσεως από τον αρ. 11 περ. γ' του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεν δημιουργείται επίσης όταν από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσεως του έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί οι διάδικοι. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι με το υπ'αριθμ. .../24-10-1972 προικοσύμφωνο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Κων. Μπάνου που μεταγράφηκε νόμιμα ο πατέρας της πρώτης αναιρεσίβλητης - ενάγουσας Ν. Κ., που είχε αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου, σε μείζονα έκταση, με παράγωγο τρόπο, ήτοι εν μέρει με το υπ'αριθμ. .../1-10-1934 νομίμως μεταγεγραμμένο αγοραπωλητήριο συμβόλαιο και εν μέρει με την υπ'αριθμ. .../31-5-1935 νομίμως μεταγραφείσα περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης, αλλά και με πρωτότυπο, έχοντας στη νομή του το επίδικο επί χρόνο περισσότερο της εικοσαετίας, τρόπο (έκτακτη χρησικτησία), μεταβίβασε λόγω προικός το επίδικο αυτό ακίνητο, αληθούς εκτάσεως 1964,52 τ.μ. κατά ψιλή κυριότητα στην πρώτη αναιρεσίβλητη - κόρη του Ι. Μ., παρακρατώντας ο ίδιος την επικαρπία μέχρι και τον θάνατό του, που επήλθε την 3-12-1978, οπότε η επικαρπία συνενώθηκε με την ψιλή κυριότητα και έτσι η αναιρεσίβλητη απέκτησε την κυριότητα του επίδικου ακινήτου με παράγωγο τρόπο σε ποσοστό 100% (και όχι μόνον σε ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου, όπως είχε γίνει δεκτό με την πρωτόδικη απόφαση, που δεν προσβλήθηκε με έφεση από την αναιρεσίβλητη - ενάγουσα). Περαιτέρω το Εφετείο δέχεται τα εξής: "Η πρώτη εναγομένη-εφεσίβλητη, μετά την κατά τα άνω μεταβίβαση του επιδίκου σ' αυτήν, έλαβε τη νομή και κατοχή του και συνέχισε να ασκεί επ' αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του κατωτέρω διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίας, για το χρονικό διάστημα από το θάνατο του επικαρπωτή πατέρα της (1978) μέχρι και τη μεταβίβαση των παρακάτω ποσοστών εξ αδιαιρέτου κατά ψιλή κυριότητα στους λοιπούς ενάγοντες-τέκνα της (1997), αλλά και στη συνέχεια ασκώντας τη νομή σε ποσοστό 30% εξ αδιαιρέτου και οιονεί νομή ως ίδιον δικαίωμα και νομή ως αντιπρόσωπος των ψιλών κυρίων σε ποσοστό 70% εξ αδιαιρέτου, ενώ για το χρονικό διάστημα που επικαρπωτής ήταν ο πατέρας της (1972-1978), ο τελευταίος ασκούσε οιονεί νομή ως ίδιον δικαίωμα και νομή ως αντιπρόσωπος της ψιλής κυρίας-πρώτης ενάγουσας-εφεσίβλητης.. Και συγκεκριμένα, υπό τις ανωτέρω διακρίσεις, το χρονικό διάστημα από το έτος 1974, που σταμάτησε να στεγάζεται στο επίδικο το νηπιοτροφείο Αριδαίας, μέχρι και το θάνατο του Ν. Κ., ο τελευταίος ασκούσε οιονεί νομή ως ίδιον δικαίωμα και νεμόταν το επίδικο ως αντιπρόσωπος της ψιλής κυρίας-πρώτης ενάγουσας, επιβλέποντάς το από καταπατήσεις τρίτων. Στη συνέχεια το έτος 1980 η τελευταία εκμίσθωσε το επίδικο ακίνητο με τα επ' αυτού κτίσματα, στον Ι. Δ., ο οποίος διατηρούσε σ' αυτό επιχείρηση επεξεργασίας σιδήρου, μέχρι και το έτος 1997 περίπου, και κατέβαλε τα μισθώματα στον Π. Ν., για λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας. Ο ανωτέρω μισθωτής χρησιμοποιούσε ολόκληρη την έκταση του επιδίκου ακινήτου με τα υπάρχοντα κτίσματα, ήτοι το κυρίως κτίσμα του "παράδεισου" (πρώην ξενοδοχείο), καθώς και τα δύο βοηθητικά κτίσματα, ήτοι την αποθήκη πίσω από το κυρίως κτίσμα και το μαγειρείο που βρισκόταν σε επαφή με την ιδιοκτησία Σ., το οποίο ειδικότερα χρησιμοποιούσε ως αποθήκη. Μάλιστα, με ενέργειες του εν λόγω μισθωτή και για τις ανάγκες της ασκούμενης στο επίδικο επιχείρησής του, ηλεκτροδοτήθηκε αυτό από τη ΔΕΗ με βιομηχανικό ρεύμα το έτος 1981 και ο νέος μετρητής τοποθετήθηκε στο παλιό μαγειρείο, που βρισκόταν κατά τα άνω σε επαφή με την ιδιοκτησία Σ. και χρησιμοποιείτο από τον μισθωτή ως αποθήκη. Η πρώτη ενάγουσα και ο σύζυγός της Δ. Μ. δήλωναν στις σχετικές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των οικονομικών ετών 1996 και 1998 και τις αντίστοιχες δηλώσεις στοιχείων ακινήτων (Ε9) το επίδικο ακίνητο και τα μισθώματα που εισέπρατταν και επίσης κατέβαλαν γι' αυτό δημοτικά τέλη για τα έτη 1991-1996. Έτσι, η πρώτη ενάγουσα-εφεσίβλητη, Ι. συζ. Δ. Μ., απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου (...) σε ποσοστό 100% και με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι με έκτακτη χρησικτησία, αφού για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας υπό την ισχύ του ΑΚ, ήτοι από την ημερομηνία εισαγωγής του ΑΚ (1946) μέχρι και το έτος 1997, που μεταβίβασε κατά τα κατωτέρω το επίδικο στους λοιπούς ενάγοντες-τέκνα της, νεμόταν αυτό, ενεργώντας όλες τις προαναφερόμενες διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίας και χωρίς αμφισβήτηση από κανέναν, προσμετρώντας στο δικό της χρόνο νομής και τον παραπάνω χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου-πατέρα της Ν. Κ.. Περαιτέρω, η πρώτη ενάγουσα, κυρία του επιδίκου ακινήτου κατά τα ανωτέρω (...), με το υπ' αριθμ. .../11-6-1997 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αλμωπίας Καλλιόπης Βαϊανού, που μεταγράφηκε νόμιμα στα παραπάνω βιβλία στον τόμο 503 και αριθμό 50389, μεταβίβασε το εν λόγω ακίνητο στα τέκνα της, δεύτερο και τρίτο των εναγόντων - εφεσιβλήτων Νικόλαο και Λάμπρο Μπάγκο του Δημητρίου, κατά ψιλή κυριότητα και κατά ποσοστό 35% εξ' αδιαιρέτου στον καθένα, παρακρατώντας η ίδια την επικαρπία κατά το αντίστοιχο ποσοστό του 70% εξ' αδιαιρέτου, εφ' όρου ζωής της, ενώ παρέμεινε πλήρης κυρία αυτού σε ποσοστό 30% εξ' αδιαιρέτου. Οι δεύτερος και τρίτος των εναγόντων-εφεσιβλήτων με το εν λόγω συμβόλαιο απέκτησαν μαζί την ψιλή κυριότητα με παράγωγο τρόπο, όχι μόνον σε ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου του μεταβιβασθέντος 70%, όπως δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (η οποία κατά το κεφάλαιό της αυτό δεν πλήττεται με έφεση εκ μέρους των εναγόντων), αλλά σε ποσοστό 70%, αφού η δικαιοπάροχος μητέρα τους, κατά τα προαναφερθέντα, κατά το χρόνο της προς αυτούς μεταβίβασης της ψιλής κυριότητας, ήταν και κυρία ολόκληρου του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, Εξάλλου, οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων-εφεσιβλήτων, μετά την κατά τα άνω μεταβίβαση του επιδίκου σ' αυτούς κατά ψιλή κυριότητα, έλαβαν τη νομή και κατοχή του και συνέχισαν να ασκούν επ' αυτού όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του κατωτέρω διακατοχικές πράξεις, αντιπροσωπευόμενοι στην άσκηση της νομής από την επικαρπώτρια μητέρα τους-πρώτη εναγομένη, η δε τελευταία συνέχισε να ασκεί επ' αυτού κατά τα προαναφερόμενα οιονεί νομή ως ίδιο δικαίωμα και νομή ως αντιπρόσωπος των ψιλών κυρίων-τέκνων της, με διάνοια δικαιούχου και κυρίας αντίστοιχα, για το χρονικό διάστημα από τη σύνταξη του παραπάνω μεταβιβαστικού συμβολαίου και εντεύθεν. Και συγκεκριμένα, μετά τη λήξη της μίσθωσης του ακινήτου στον Ι. Δ. το έτος 1997, οι ενάγοντες- εφεσίβλητοι νέμονταν αυτό υπό τις ανωτέρω διακρίσεις, το επέβλεπαν από καταπατήσεις τρίτων και ασκούσαν εποπτεία επ' αυτού, έχοντάς το στη σφαίρα της εξουσίασής τους με διάνοια δικαιούχων και κυρίων, αντίστοιχα, ενώ το έτος 1999 με δαπάνες της πρώτης ενάγουσας κατεδαφίστηκαν τα υφιστάμενα εντός αυτού παραπάνω κτίσματα, και έκτοτε παρέμεινε ακάλυπτο υπό την επίβλεψη και εποπτεία των εναγόντων. Έτσι, οι δεύτερος και τρίτος των εναγόντων-εφεσιβλήτων Ν. και Λ. Μ., απέκτησαν την ψιλή κυριότητα του επιδίκου ακινήτου κατά τα άνω με παράγωγο τρόπο τουλάχιστον σε ποσοστό 3/4 εξ' αδιαιρέτου του 70%, ως δέχεται η κατά τούτο μη προσβαλλομένη υπ' αυτών εκκαλουμένη απόφαση, αλλά και σε ποσοστό 70% και με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι με έκτακτη χρησικτησία, αφού για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας υπό την ισχύ του ΑΚ, ήτοι από την ημερομηνία εισαγωγής του ΑΚ (1946) μέχρι και την κατωτέρω κατάληψή του από τον εναγόμενο, νέμονται αυτό, αντιπροσωπευόμενοι στη νομή από την επικαρπώτρια μητέρα τους, ενεργώντας όλες τις προαναφερόμενες διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίων και χωρίς αμφισβήτηση από κανέναν, προσμετρώντας στο δικό τους χρόνο νομής και τον παραπάνω χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων τους (ήτοι της μητέρας τους και του παππού τους)". Εν συνεχεία δέχεται το Εφετείο ότι ο πρώτος αναιρεσείων - εναγόμενος, ο οποίος το έτος 2002, ενεργώντας αυθαίρετα, κατέλαβε και περιέφραξε τμήμα του επίδικου ακινήτου των εναγόντων, ευρισκόμενο στην ανατολική πλευρά του όλου οικοπέδου, εμβαδού (του τμήματος) 790,62 τμ., ουδέποτε είχε στην κατοχή του το καταληφθέν αυτό τμήμα και ουδέποτε άσκησε σ'αυτό πράξεις νομής μέχρι τον κατά τα ανωτέρω χρόνο της καταλήψεώς του (2002), ενώ το ίδιο αυτό τμήμα, δέχεται το Εφετείο, δεν περιλαμβάνεται στους τίτλους κτήσεως κυριότητος που είχε επικαλεστεί ο αναιρεσείων και δη στο υπ'αριθμ. .../11-1-1926 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο με το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, είχε αποκτήσει το επίδικο ο πατέρας του (αναιρεσείοντος), ο οποίος, κατά τον τελευταίο, το μεταβίβασε ατύπως σ'αυτόν το έτος 1953, δεχόμενο (το Εφετείο) ότι πρόκειται για άλλο τμήμα ακινήτου, με διαφορετικά όρια. Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, δέχθηκε την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων, αναγνώρισε τους τελευταίους συγκυρίους, ψιλούς κυρίους και επικαρπώτρια την πρώτη, κατά τις αναφερόμενες διακρίσεις, του επιδίκου, εμβαδού 1964,52 τ.μ., και υποχρέωσε τον πρώτο αναιρεσείοντα - εναγόμενο να αποδώσει στους αναιρεσιβλήτους το καταληφθέν από αυτόν ως άνω τμήμα του επιδίκου, εμβαδού 790,62 τ.μ., απορρίπτοντας (το Εφετείο) και την ένσταση ιδίας κυριότητας που είχε προβάλει ο αναιρεσείων. Υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της κτήσεως της συγκυριότητας των αναιρεσιβλήτων επί του επιδίκου και δή τόσον με τον αναφερόμενο παράγωγο τρόπο (μεταβίβαση λόγω προικός στην πρώτη από τον κύριο του ακινήτου πατέρα της - γονική παροχή από την ίδια προς τα τέκνα της, λοιπούς αναιρεσιβλήτους, με τα αναφερόμενα και νομίμως μεταγεγραμμένα συμβόλαια), όσον και με τον επίσης αναφερόμενο πρωτότυπο (έκτακτη χρησικτησία, με υπερεικοσαετή νομή επί του επιδίκου), αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα του δικαστηρίου και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων ως άνω διατάξεων των άρθρων 1033 και 1045 του ΑΚ, που αποτελούν και τη νόμιμη βάση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τους τρίτον και πέμπτον, από τον αριθμό 19 (όχι και 9 ως προς τον τελευταίο) του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγους της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα, απαραδέκτως κατά τα λοιπά, ιδίως με τον πέμπτο λόγο, στρεφόμενοι κατά της εκτιμήσεως των αποδείξεων (έκθεση πραγματογνωμοσύνης) εκ μέρους του Εφετείου (άρθρ. 561 § 1 του ΚΠολΔ). Τέλος, από τη διαβεβαίωση που υπάρχει στην αναιρεσιβαλλομένη ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη τα κατ'είδος προσδιοριζόμενα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων "και όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (...), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς", και το όλον περιεχόμενο της αποφάσεως προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τα αναφερόμενα στον τέταρτο λόγο του αναιρετηρίου έγγραφα (κυρίως συμβόλαια που αφορούν τους απώτερους δικαιοπαρόχους των διαδίκων), τα οποία είχε προσκομίσει και επικαλεστεί ο αναιρεσείων (αλλά και οι αναιρεσίβλητοι) και τα οποία άλλωστε αναφέρονται εν πολλοίς στην απόφαση, τα δε αντίθετα τα οποία υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τον τέταρτο, από τον αρ. 11γ' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα. ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322 § 1, 324 και 325 του ΚΠολΔ προκύπτει εκτός των άλλων ότι το δεδικασμένο που παράγεται από τις τελεσίδικες αποφάσεις μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα εκτείνεται και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε, ως τέτοιο δε ζήτημα νοείται και η απόρριψη της αγωγής λόγω αοριστίας. Στην περίπτωση αυτή η δέσμευση από το δεδικασμένο καταλαμβάνει τον συγκεκριμένο λόγο απορρίψεως της αγωγής, υπό την έννοια ότι αν ασκηθεί νέα, όμοια με την προηγούμενη, αγωγή, ήτοι αγωγή με την ίδια δικονομική έλλειψη (αοριστία), το δικαστήριο θα απορρίψει τη νέα αυτή αγωγή ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Εάν όμως ο ενάγων, καθώς έχει τη δυνατότητα, βελτιώσει την αγωγή ως προς την ανωτέρω δικονομική έλλειψη, ασκώντας νέα, αλλά ορισμένη, αγωγή με την ίδια ιστορική και νομική αιτία και το ίδιο αίτημα, δεν ισχύει πλέον το δεδικασμένο και η άσκηση της νέας αυτής αγωγής είναι παραδεκτή (ΑΠ 30/2010, 213/2008, 190/2008). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 221 § 1α', 222, 308 § 1, 522, 583 επ. 586 § 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι εκκρεμοδικία, η οποία εμποδίζει τη διεξαγωγή νέας δίκης σε οποιοδήποτε δικαστήριο για την ίδια διαφορά μεταξύ των ίδιων διαδίκων, με την ίδια ιδιότητα, και διαρκεί μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της αγωγής, αναβιώνει δε με την άσκηση εφέσεως και μέσα στα όρια του ένδικου αυτού μέσου, δημιουργεί και η άσκηση τριτανακοπής στην περίπτωση που ο τρίτος προσβάλλει την απόφαση με την οποία αναγνωρίστηκε ο ενάγων κύριος του επίδικου πράγματος, ως προς το δικαίωμα της κυριότητας και τον τρόπο της κτήσεώς της (ΑΠ 1335/2010). Η εκκρεμοδικία αυτή στον δεύτερο βαθμό διαρκεί μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της εφέσεως ή να επέλθει κατάργηση της δίκης κατ'άλλον νόμιμο τρόπο, όπως με την παραίτηση από το δικόγραφο της εφέσεως ή από το δικαίωμα κ.λ.π. (ΑΠ 240/1998). Τέλος, η παρά τον νόμο παραδοχή του δικαστηρίου ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ελέγχεται αναιρετικώς κατά το άρθρο 559 αρ. 16 του ΚΠολΔ, ενώ η παράλειψη του δικαστηρίου να αναστείλει τη διαδικασία της φερόμενης ενώπιόν του δίκης εφόσον υπάρχει εκκρεμοδικία κατά τις διατάξεις του άρθρου 222 του ΚΠολΔ και το εντεύθεν απαράδεκτο της εκδικάσεως της υποθέσεως ελέγχεται αναιρετικώς κατά το άρθρο 559 αρ. 14 του ΚΠολΔ (ΑΠ 716/2009). Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε και τα ακόλουθα. Με την υπ'αριθμ. 170/2003 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας έγινε δεκτή αγωγή του πρώτου αναιρεσείοντος κατά της δεύτερης αναιρεσείουσας - πενθεράς του και αναγνωρίστηκε ο πρώτος κύριος τμήματος, εμβαδού 800 τ.μ., του και νυν επίδικου ακινήτου (του καταληφθέντος, ως ανωτέρω υπό Ι, τμήματος), που έγινε με έκτακτη χρησικτησία, κατά της αποφάσεως δε αυτής οι ήδη αναιρεσίβλητοι άσκησαν τριτανακοπή, επικαλούμενοι δική τους κυριότητα στο τότε (και τώρα) επίδικο τμήμα, η οποία όμως (τριτανακοπή) απορρίφθηκε ως αόριστη επειδή οι τριτανακόπτοντες δεν συμπλήρωσαν την τριτανακοπή ως προς το στοιχείο της κυριότητας των δικαιοπαρόχων τους, την οποία είχε αμφισβητήσει ο τότε διάδικος πρώτος αναιρεσείων (ενάγων). Κατά της απορριπτικής αυτής απόφασης οι τριτανακόπτοντες άσκησαν την από 19-4-2006 έφεσή τους στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Εδέσσης, από το δικόγραφο όμως της έφεσης αυτής οι τελευταίοι παραιτήθηκαν νομίμως, ήτοι με την από 4-12-2006 εξώδικη δήλωσή τους που επέδωσαν στον πρώτο αναιρεσείοντα (ενάγοντα) την 11-12-2006, προ της πρώτης συζητήσεως της παρούσης υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έλαβε χώραν την 19-12-2006. Με την παραίτηση αυτή, δέχεται το Εφετείο, αφ'ενός μεν καταργήθηκε η εκκρεμοδικία που είχε δημιουργηθεί με την άσκηση της τριτανακοπής ενώπιον του Ειρηνοδικείου και είχε αναβιώσει με την έφεση των τριτανακοπτόντων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, από το δικόγραφο της οποίας (εφέσεως) οι τελευταίοι παραιτήθηκαν, κατά τα προεκτεθέντα, αφ'ετέρου δε και επειδή το δικαστήριο μετά την ανωτέρω παραίτηση δεν εισήλθε στην κατ'ουσίαν εξέταση της τριτανακοπής, που είχε απορριφθεί ως αόριστη, δεν δημιουργήθηκε δεδικασμένο με την προρρηθείσα, τελεσίδικη δε, απόφαση του Ειρηνοδικείου ως προς το δικαίωμα της κυριότητας των αναιρεσιβλήτων επί του επιδίκου το οποίο οι τελευταίοι είχαν προβάλει με την τριτανακοπή τους, το εκ της οποίας (αποφάσεως) δεδικασμένο ισχύει μόνον μεταξύ των αρχικών διαδίκων, ήδη πρώτου και δεύτερης αναιρεσειόντων, όχι δε και έναντι των αναιρεσιβλήτων, εναγόντων με την ένδικη στην παρούσα υπόθεση αγωγή. Με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο, βάσει των οποίων και απέρριψε τους ισχυρισμούς - λόγους εφέσεως των αναιρεσειόντων περί απαραδέκτου της ένδικης αγωγής λόγω υπάρξεως δεδικασμένου ως προς το ασκηθέν με αυτήν δικαίωμα κυριότητας των αναιρεσιβλήτων που προκύπτει από την προαναφερθείσα υπ'αριθμ. 170/2003 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας, αλλά και περί απαραδέκτου της εκδικάσεώς της λόγω της υπάρχουσας εκκρεμοδικίας από την ασκηθείσα ως άνω έφεση κατά της ειρηνοδικειακής αυτής απόφασης, δεν υπέπεσε στις προαναφερθείσες αναιρετικές πλημμέλειες των αριθμών 16 και 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αφού ενόψει των κατά τα ανωτέρω παραδοχών του Εφετείου και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη δεν συνέτρεχε περίπτωση δεδικασμένου ως προς ουσιαστικό δικαίωμα που ασκήθηκε με την ένδικη αγωγή, το δικαίωμα δηλαδή της κυριότητας των αναιρεσιβλήτων στο επίδικο ακίνητο, που να δεσμεύει το δικαστήριο ως προς την ύπαρξη ή μη του ουσιαστικού αυτού δικαιώματος, ούτε εκκρεμοδικία που να εμποδίζει την άσκηση της αγωγής αυτής και να επιβάλλει την αναστολή της εκδικάσεώς της αφού ασκήθηκε (άρθρ. 222 § 2 ΚΠολΔ), τα δε αντίθετα που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες με τους πρώτον και δεύτερον, αντιστοίχως, λόγους της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα. Ο περαιτέρω δε ισχυρισμός των αναιρεσειόντων που περιέχεται στον ίδιο ως άνω δεύτερο λόγο του αναιρετηρίου ότι η προρρηθείσα παραίτηση του αναιρεσιβλήτου από την έφεσή τους κατά της υπ'αριθμ. 170/2003 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αλμωπίας δεν ήταν νόμιμη και δεν επέφερε την κατάργηση της προαναφερθείσης εκκρεμοδικίας επειδή έλαβε χώραν μετά την έναρξη της συζήτησης της ένδικης αγωγής της κατά την 7-12-2006, κατά την οποία η συζήτηση διακόπηκε σύμφωνα με το άρθρο 270 § 5 του ΚΠολΔ για τη διεξαγωγή των αποδείξεων για τη δικάσιμο της 19-12-2006, είναι (ως λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ) απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, κατά το άρθρο 562 § 2 του ΚΠολΔ, αφού τέτοιος ισχυρισμός δεν προτάθηκε στο Εφετείο, όπως προκύπτει από την έφεση των αναιρεσειόντων, ούτε συντρέχει καμμία από τις αναφερόμενες στο ίδιο άρθρο 562 § 2 ΚΠολΔ εξαιρέσεις εν προκειμένω. ΙΙΙ. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176 και 183 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 17-6-2011 αίτηση των Α. Μ. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ'αριθμ. 557/2011 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 4 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κτήση κυριότητας ακινήτου με παράγωγο (αγορά από κύριο) και πρωτότυπο (χρησικτησία) τρόπο. Δεδικασμένο από απόφαση που απορρίπτει αγωγή ως αόριστη, τι καλύπτει. Εκκρεμοδικία από την άσκηση τριτανακοπής. Συνέπειες, διάρκεια και άρση της εκκρεμοδικίας. Αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 19, 11γ, 16 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αβάσιμοι (Επικυρώνει Εφ. Θεσ. 557/2011).
Χρησικτησία
Δεδικασμένο, Εκκρεμοδικία, Ένδικο μέσο, Τριτανακοπή , Χρησικτησία, Κυριότητα.
0
Αριθμός 89/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Κ. Γ. του Π., συζ. Α. Π., και 2)Α. Π. του Δ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Παναγιώτα Ζερβομπεάκου, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Κ. του Π., 2)Ε. Μ. του Ι., συζ. Α. Κ., κατοίκων ..., και 3)Π. Κ. του Α., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Χάνο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/10/2005 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Κύμης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 17/2007 μη οριστική, 10/2011 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 77/2013 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδος. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 26/2/2014 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 25/9/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Οι κατά το άρθρο 560 αρ. 1 εδ. α-β' του ΚΠολΔ λόγοι αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου και παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δεν ιδρύονται, αντίστοιχα, όταν το δικαστήριο δεν εφαρμόζει κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εν όψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου δεν ήταν εφαρμοστέος στην συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, και όταν τα φερόμενα ως παραβιασθέντα διδάγματα της κοινής πείρας δεν αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς, αλλά χρησιμεύουν για την εκτίμηση αποδείξεων. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο που την εξέδωσε, δικάζοντας ως Εφετείο, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με το .../08-12-1980 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κύμης Αναστασίου Τσακουμάνη, νομίμως μεταγεγραμμένου (...), ο Α. Κ. του Π., κάτοικος εν ζωή …, παππούς της πρώτης εκκαλούσης - εναγούσης, δώρησε στην ανωτέρω εγγονή του μία ισόγειο οικία επιφανείας 24 τ.μ., κειμένη στον Οξύλιθο Κύμης Ευβοίας, στη θέση "Κ.", μετά του οικοπέδου, του φρέατος και της συνεχομένης αυλής της, εκτάσεως 90 τ.μ. περίπου. Το δωρηθέν ακίνητο συνορεύει, κατά τον ως άνω τίτλο κτήσεως, ανατολικώς με Ε. Π., βορείως με Ο. Χ. και Π. Κ., δυτικώς και νοτίως με Π. Κ.. Το ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα του ανωτέρω δωρητή, λόγω κληρονομικής διαδοχής του πατρός του Π. Κ., δυνάμει της .../1930 δημοσίας διαθήκης, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Κύμης Ευαγγέλου Κανιάστα και δημοσιεύθηκε νομίμως. Στην προαναφερομένη δωρεά, τέθηκε ο όρος ο δωρητής να παρακρατήσει την επικαρπία επί του δωρηθέντος και, μετά θάνατον, να περιέλθει το δικαίωμα αυτό στη σύζυγό του Ε., το γένος Γ. Κ.. Η τελευταία προαποβίωσε του εν λόγω δωρητού, στις 12-11-1982. Ο δωρητής αποβίωσε, στις 30-12-1992, με αποτέλεσμα η πρώτη εφεσίβλητη - ενάγουσα να καταστεί αποκλειστική κυρία του ανωτέρω περιουσιακού στοιχείου. Η έκταση αυτή, σύμφωνα με νεώτερη καταμέτρηση, αποτυπωθείσα στο από Σεπτεμβρίου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα, το οποίο συνοδεύει την προαναφερομένη έκθεση πραγματογνωμοσύνης, έχει εμβαδό 116,561 τ.μ. και αποτυπώνεται στο προαναφερθέν τοπογραφικό διάγραμμα υπό στοιχεία Α1-Α2-Α3-Α4-Α5-A6-A7-A8-A9-A1. Στη βόρεια πλευρά της συνορεύει με εδαφική έκταση 15,65 τ.μ. Η έκταση αυτή, η οποία αποτελεί την επίδικη - διεκδικούμενη από τους εκκαλούντες - ενάγοντες έκταση, εμφαίνεται στο ίδιο τοπογραφικό διάγραμμα υπό στοιχεία Ε-Α4-Α5-Α6-Δ-Γ-Β-Ε. Η επίδικη έκταση δεν περιλαμβάνεται στον προαναφερόμενο τίτλο, γεγονός που και οι ίδιοι οι ενάγοντες συνομολογούν, αλλά ούτε και παραχωρήθηκε ατύπως στην εκκαλούσα - ενάγουσα, το έτος 1982, από τον προαναφερόμενο δωρητή. Αντιθέτως, περιλαμβάνεται στο .../16-07-1969 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κύμης Αναστασίου Τσακουμάνη, δια του οποίου ο προαναφερόμενος δωρητής Α. Κ. μεταβίβασε στη θυγατέρα του Ο., σύζυγο Ν. Χ., ακίνητο, κείμενο στον Οξύλιθο Κύμης Ευβοίας, στη θέση "Κ.", "...μετά της αντιστοιχούσης εις την ημίσειαν ταύτην οικίαν αυλής μέχρι των σταλαγμών της οικία Α. Κ....". Από τη διατύπωση αυτή προκύπτει ότι η ιδιοκτησία της Ο. Χ. συνορεύει με τους σταλαγμούς της οικίας του δικαιοπαρόχου της πρώτης εκκαλούσης -εφεσιβλήτου και ήδη αποβιώσαντος Α. Κ.. Με δεδομένο ότι οι σταλαγμοί της ως άνω οικίας τίθενται ως σύνορο μεταξύ των δύο ιδιοκτησιών, τότε η επίδικη έκταση, η οποία, βάσει του πραναφερομένου τοπογραφικού διαγράμματος κείται βορείως της εν λόγω οικίας, η οποία αποτελεί όριο, ανήκε στην ιδιοκτησία της Ο. Χ.. Επιπλέον, σε ανύποπτο χρόνο, όταν συντάχθηκε το από 20-09-2002 τοπογραφικό διάγραμμα καλύψεως του πολιτικού μηχανικού Γ. Β., κατ' εντολήν και συμφώνως των υποδείξεων της πρώτης εκκαλούσης - εναγούσης, το οποίο συνόδευε την 560/2002 οικοδομική άδεια του Πολεοδομικού Γραφείου Κύμης, διαπιστώνεται ότι η επίδικη έκταση δεν περιλαμβάνεται στην προρρηθείσα έκταση της ως άνω διαδίκου, αλλά παρουσιάζεται ως δημοτική οδός, η οποία δεν αποτελεί κτήμα της ιδιοκτησίας της. Αν συνέβαινε το αντίθετο, τότε το επίδικο θα έπρεπε να είχε περιληφθεί στον προαναφερθέν τοπογραφικό διάγραμμα, ως τμήμα της ιδιοκτησίας της πρώτης εκκαλούσης - εναγούσης, δεδομένου ότι, κατά τα υπό αυτής εκτιθέμενα στην αγωγή της, το επίδικο της είχε παραχωρηθεί, ατύπως, από τον αποβιώσαντα παππού της Α. Κ. πολύ ενωρίτερα, ήτοι από το έτος 1982. Απεναντίας, το πρώτον παρουσιάζεται το επίδικο ως τμήμα της ιδιοκτησίας της πρώτης εκκαλούσης - εναγούσης στο από Ιανουαρίου 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Α. Π., το οποίο, επίσης, συντάχθηκε συμφώνως των υποδείξεών της και οι αποτυπώσεις του οποίου έρχονται σε αντίθεση με τα όσα είχαν αποτυπωθεί σε ανύποπτο χρόνο στο σκαρίφημα, το οποίο συνόδευε το προαναφερθέν .../08-12-1980 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Κύμης Αναστασίου Τσακουμάνη. Ακολούθως, το γεγονός ότι δεν έχει διαμορφωθεί κάποια δίοδος, η οποία να ενώνει το επίδικο με την νοτίως αυτού κείμενη ιδιοκτησία της πρώτης εκκαλούσης - εναγούσης, το ότι η νότια πλευρά τη ιδιοκτησίας της τελευταία είναι "τυφλή", δηλαδή δεν έχει κάποιο άνοιγμα προς το επίδικο, και ότι δεν έχει διαμορφωθεί οτιδήποτε άλλο από αυτή, όπως μπαλκόνι, άγουν στο συμπέρασμα ότι ουδέποτε οι εκκαλούντες - ενάγοντες άσκησαν πράξεις νομής επί του επιδίκου και ενισχύει τη θέση ότι το επίδικο ευρίσκεται ακριβώς στο όριο του βορείου συνόρου της ιδιοκτησίας των εκκαλούντων. Η επικαλούμενη από τους εκκαλούντες περίφραξη - περιτοίχιση που υπήρχε στη βόρεια πλευρά του επιδίκου, δικαιολογείται από την υψομετρική διαφορά μεταξύ του επιδίκου και τμήματος και της ιδιοκτησίας που ο απώτερος δικαιοπάροχος Α. Κ., μεταβίβασε στην εκκαλούσα. Αντιθέτως, εμφανείς πράξεις νομής επί της διεκδικουμένης εκτάσεως έχει ασκήσει ο πρώτος εφεσίβλητος - εναγόμενος, ήτοι φύτευση μικρών φυτών και κατασκευή ψησταριάς. Αυτά, ενισχύουν τον αρνητικό της αγωγής ισχυρισμό ότι το επίδικο μετεβιβάσθηκε στον Π. Κ., πατέρα και δικαιοπάροχο του πρώτου εφεσιβλήτου - εναγομένου, ατύπως, το έτος 1970, από τους κληρονόμους της ήδη αποβιωσάσης κατά το ίδιο έτος Ο. Χ., δηλαδή το σύζυγό της Ν. Χ. και τον υιό της Α. Χ., ο οποίος Ν. Χ., για την άτυπη αυτή μεταβίβαση, ενεργούσε, εν τοις πράγμασι, ως εκπρόσωπος του υιού του Ν. Χ., ο οποίος τότε ήταν ανήλικος. Έκτοτε, αυτός νεμόταν το ακίνητο αυτό (συμπεριλαμβανομένου του επιδίκου τμήματος με χρήση του τελευταίου αυτού ως βόθρου και ως αποθηκευτικού χώρου) και έτσι έγινε κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Κατόπιν, ο Παναγιώτης Κεράτσας, με το .../09-03-2002 συμβόλαιο γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Κύμης Σπ. Μάγκου, νομίμως μεταγεγραμμένου, μεταβίβασε το επίδικο στον πρώτο εφεσίβλητο - εναγόμενο. Τα προαναφερόμενα ενισχύονται από την 36/2008 έκθεση πραγματογνωμοσύνης της τοπογράφου μηχανικού Σ. Μ., η οποία διορίστηκε πραγματογνώμονας με την 37/2007 απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, καθώς και την από Οκτωβρίου 2009 συμπληρωματική έκθεση πραγματογνωμοσύνης της ως άνω μηχανικού (...)". Δέχεται δηλαδή το δικαστήριο ότι το επίδικο εδαφικό τμήμα, εμβαδού 15,59 τ.μ., που δεν περιέχεται στο υπ' αριθμ. .../1980 μεταγεγραμμένο συμβόλαιο, με το οποίο η πρώτη ενάγουσα-αναιρεσίβλητη έγινε κυρία του αναφερόμενου σ' αυτό ακινήτου, εμβαδού 116,561 τ.μ., δεν περιήλθε στην ενάγουσα, αυτή (και δικαιοπάροχο του δεύτερου ενάγοντος -αναιρεσείοντος στο ανωτέρω ακίνητο κατά τα 10% εξ αδιαιρέτου) ούτε με άτυπη δωρεά από τον δικαιοπάροχό της Α. Κ. το έτος 1982 και εντεύθεν με έκτακτη χρησικτησία, όπως οι αναιρεσείοντες είχαν ισχυρισθεί με την απορριφθείσα πρωτοδίκως και κατ' έφεση αγωγή τους, αφού δεν αποδείχθηκε, ότι η ενάγουσα αυτή είχε ποτέ στη νομή της το επίδικο τμήμα, το οποίο, αντιθέτως, εμπίπτει στο νομίμως μεταγεγραμμένο υπ' αριθμ. .../1969 συμβόλαιο με το οποίο ο ίδιος δικαιοπάροχος Α. Κ. μεταβίβασε στη θυγατέρα του Ο. το αναφερόμενο σ' αυτό ακίνητο, οι κληρονόμοι της οποίας μεταβίβασαν ατύπως το ακίνητο αυτό στον Π. Κ., που το νεμόταν έκτοτε και ο οποίος το μεταβίβασε στον πρώτο αναιρεσίβλητο - εναγόμενο Α. Π. Κ. δυνάμει του υπ' αριθμ. .../2002 συμβολαίου, νομίμως μεταγραφέντος, που νέμεται το επίδικο τμήμα, με τη φύτευση σ' αυτό μικρών φυτών και την τοποθέτηση ψησταριάς. Υπό τις πραγματικές αυτές παραδοχές του δικαστηρίου, ότι δηλ. οι αναιρεσείοντες-ενάγοντες δεν είχαν ποτέ στη νομή τους το επίδικο εδαφικό τμήμα, δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής των περί χρησικτησίας διατάξεων των άρθρων 974 και 1045 του ΑΚ, τις οποίες δεν παραβίασε το δικαστήριο με εσφαλμένη (μη) εφαρμογή, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον δεύτερο από το άρθρο 560 αρ. 1α του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους. Τα δε διδάγματα της κοινής πείρας που ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες ότι παραβιάστηκαν από το δικαστήριο και σύμφωνα με τα οποία ενόψει της περίφραξης-περιτοίχισης που υπήρχε στη βόρεια πλευρά του επιδίκου αποδεικνύεται ότι τούτο ανήκε σ' αυτούς σχετίζονται με το αποδεικτέο ουσιαστικό ζήτημα (εκτίμηση αποδείξεων) και δεν αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Επομένως και σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε ο σχετικός πρώτος, από το άρθρο 560 αρ. 1β' του ΚΠολΔ, λόγος του αναιρετηρίου είναι απαράδεκτος και απορριπτέος. Τέλος, με τον τρίτο, από το άρθρο 560 αρ. 1α'του ΚΠολΔ, λόγο του αναιρετηρίου, υποστηρίζεται ότι με το να δεχθεί το δικαστήριο ότι οι κληρονόμοι της Ο. Χ. Ν. Χ., σύζυγός της, και Α. Χ., υιός της, ανήλικος τότε, μεταβίβασαν ατύπως τη νομή του επιδίκου στον δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων το έτος 1970, παραβίασαν τις διατάξεις των άρθρων 1055 και 1045 του ΑΚ, κατά την πρώτη από τις οποίες εξαιρούνται της χρησικτησίας πράγματα που ανήκαν σε πρόσωπα τα οποία τελούν υπό γονική μέριμνα. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, παρεκτός του ότι είναι αόριστος, αφού δεν αναφέρεται η ηλικία του ανήλικου Α. Χ., ώστε να κριθεί επί πόσον χρόνο το μερίδιό του στο επίδικο ήταν ανεπίδεκτο χρησικτησίας, είναι απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των αναιρεσειόντων ως αναπόδεικτη και όχι κατά παραδοχήν ενστάσεως ιδίας κυριότητας των αναιρεσιβλήτων. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 26-2-2014 αίτηση των Κ. Γ. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 77/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Δεκεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναίρεση. Λόγοι από τον αρ. 1α΄και 1β΄του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, αβάσιμοι. Ειδικότερα, δεν ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, όταν τα διδάγματα αυτά δεν αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου αλλά χρησιμεύουν για την εκτίμηση αποδείξεων. ( Επικυρώνει Πολ. Πρ. Χαλκ΄. 77/2013).
Ένδικο μέσο
Ένδικο μέσο.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 76/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Ιανουαρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Α. Κ. του Σ. και 2) Ι. Σ. του Μ., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αργυρώ Περσίδου, περί αναιρέσεως της 1178/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Σεπτεμβρίου 2014 αίτησή τους, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 863/2014. Αφού άκουσε Την πληρεξούσια δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η προθεσμία είναι, επίσης, δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει, σε κάθε περίπτωση, από την επίδοση της αποφάσεως. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 156 του ίδιου Κώδικα, αν το πρόσωπο, στο οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση, απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και είναι άγνωστη η διαμονή του, η επίδοση γίνεται, μετά την άκαρπη αναζήτηση των αναφερομένων στη διάταξη αυτή προσώπων, στο δήμαρχο της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του ή στο δημοτικό υπάλληλο που ορίζει ο δήμαρχος γι`' αυτό το σκοπό. Η μη τήρηση των διατυπώσεων αυτών συνεπάγεται, κατά το άρθρο 154 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, την ακυρότητα της επιδόσεως και δεν αρχίζει η ανωτέρω προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 3904/2010, απόλυτη ακυρότητα, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, προκαλείται και αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν "την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων του που του παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα". Από δε τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, το οποίο καθιερώνει την αρχή της δίκαιης δίκης, συνάγεται ότι το Δικαστήριο, στο οποίο φέρεται η υπόθεση, που αφορά έφεση που ασκήθηκε μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας, έχει υποχρέωση να μη βασιστεί μόνο στο αποδεικτικό επιδόσεως στον κατηγορούμενο της εκκαλουμένης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής, αλλά να συνεκτιμήσει και άλλα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, έγγραφα) που προσκομίζει ο τελευταίος, όπως έχει αποφανθεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με τη νομολογία του οποίου [βλ. υπόθεση Popovitsi κατά Ελλάδας (αριθ. προσφυγής 53451/2007 - απόφαση από 14.1.2010), υπόθεση Elyasin κατά Ελλάδας (αριθ. προσφυγής 46929/2006 - απόφαση από 28.5.2009)], αν το Εφετείο, το οποίο απέρριψε έφεση του κατηγορουμένου ως εκπρόθεσμη, βασίστηκε μόνο στο αποδεικτικό επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως ως άγνωστης διαμονής, χωρίς να συνεκτιμήσει τα προσκομιζόμενα ενώπιόν του στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η κατά τον κρίσιμο χρόνο διεύθυνσή του, παραβιάζεται η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, τοσούτω μάλλον, καθόσον, όταν οι πολίτες δεν έχουν καμιά γνώση των σε βάρος τους κατηγοριών, δεν συντρέχει λόγος, για τον οποίο πρέπει να ενημερώνουν από μόνοι τους την εισαγγελία για κάθε αλλαγή διευθύνσεως. Δηλαδή, αν ο κατηγορούμενος αποδείξει ότι έχει γνωστή κατοικία, κατοικία, δηλαδή, που μπορεί να μη γνωρίζει η Εισαγγελική Αρχή που εξέδωσε το προς επίδοση έγγραφο, η οποία, όμως, είναι γνωστή σε τρίτους (Δ.Ε.Η., Δ.Ο.Υ., άλλη Εισαγγελική Αρχή, κ.λπ.), θεωρείται ως γνωστής διαμονής και η επίδοση σ` αυτόν εγγράφου ως άγνωστης διαμονής είναι άκυρη. Αν, παρά ταύτα, το Δικαστήριο, χωρίς να συνεκτιμήσει όλα τα αποδεικτικά μέσα, θεωρήσει ως έγκυρη την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στον αναιρεσείοντα ως άγνωστης διαμονής, γιατί αυτός δεν γνωστοποίησε την όποια μεταβολή της κατοικίας του στην αρμόδια Εισαγγελική Αρχή, και προχωρήσει στην απόρριψη της εφέσεώς του ως εκπρόθεσμης, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, πέραν του ότι καθίσταται η απόφασή του αναιρετέα και για απόλυτη ακυρότητα και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α και Δ του ΚΠοινΔ) (ΟλΑΠ 2/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 1178/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, όπως από αυτή προκύπτει, απορρίφθηκαν ως απαράδεκτες, λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς τους, οι εφέσεις με αριθμούς εκθέσεως 5759 και 5760/20.12.2013 των ήδη αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων Ι. Σ. του Μ. και Α. Κ. του Σ., αντιστοίχως, εκπροσωπηθέντων στη δίκη από τη συνήγορό τους Αργυρώ Περσίδου, δικηγόρο Αθηνών, κατά της 68536/2010 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε καταδικασθεί ο καθένας, ερήμην, για παράβαση του άρθρου 12 παρ. 10 του ν. 2328/1995, σε ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε (15) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική ως προς τον πρώτο και ανασταλείσα ως προς τη δεύτερη, και σε χρηματική ποινή έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ. Από τις ανωτέρω (πανομοιότυπες) εφέσεις, οι οποίες παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο για την έρευνα του παραδεκτού και βασίμου των λόγων αναιρέσεως, προκύπτει ότι οι ήδη αναιρεσείοντες, προκειμένου να δικαιολογήσουν το εκπρόθεσμο της ασκήσεώς τους, είχαν προβάλει ότι "την παρούσα έφεση ασκούν μόλις έλαβαν γνώση διότι εσφαλμένα τους επιδόθηκε ως αγνώστου διαμονής ενώ αυτοί ήταν γνωστής στην οδό ... αρ. 13 Πολιτεία Κηφισιάς και κατά τον χρόνο επίδοσης της απόφασης η διεύθυνση αυτή ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών". Κατά τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, οι εκκαλούντες - κατηγορούμενοι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, για να δικαιολογήσουν την εκπρόθεσμη άσκηση των εφέσεών τους, είχαν ζητήσει, δια της συνηγόρου τους, την εξέταση μάρτυρα και είχαν προσκομίσει έγγραφα (τις από 2.12.2010 και 16.3.2011 αιτήσεις τους προς τον Εισαγγελέα Εκτελέσεως Ποινών και την με αρ. πρωτ. 4765/19.4.2011 έκθεση εφέσεως της δεύτερης κατά της 19364/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών). Το Τριμελές Εφετείο έκρινε τις εφέσεις εκπρόθεσμες, με την αιτιολογία ότι: "Στην προκειμένη περίπτωση, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα που εξετάσθηκε, από τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, καθώς και από όλη τη διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής: Οι κρινόμενες εφέσεις κατά της υπ` αριθμόν 68536/22-9-2010 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών ασκήθηκαν εκπρόθεσμα, δεδομένου ότι αυτή η απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες - κατηγορουμένους την 27-5-2011 και οι κρινόμενες εφέσεις ασκήθηκαν στις 20-12-2013, δηλαδή μετά την πάροδο της προθεσμίας των δέκα ημερών από την επίδοσή της. Περαιτέρω ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι συνέτρεξε περίπτωση ανώτερης βίας, ο οποίος δικαιολογεί το εκπρόθεσμο αυτής, συνιστάμενος στο ότι αυτοί δεν έλαβαν γνώση της επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, ενόψει του ότι η κατοικία τους κατά τον κρίσιμο χρόνο ήταν επί της οδού ... αρ. 13, ενώ η ανωτέρω απόφαση επιδόθηκε σ` αυτούς ως αγνώστου διαμονής την 27-5-2011, δεν αποδείχθηκε ότι είναι βάσιμος ουσιαστικά. Τούτο δε διότι αποδείχθηκε ότι η μόνη γνωστή στην παραγγείλασα την επίδοση της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών) εισαγγελική αρχή διεύθυνση ήταν αυτή επί της οδού Χρ. Λαδά 5-7 στην Αθήνα, ήδη δε με την υπ` αριθμόν 68536/2010 απόφαση είχαν δικασθεί ως αγνώστου διαμονής. Όσον αφορά δε τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους εκκαλούντες έγγραφα, δηλαδή την υπ` αρ. πρωτοκόλλου 4765/19-4-2011 έκθεση έφεσης της εκκαλούσας κατά της υπ` αριθμόν 19364/2009 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών και τις από 20-12-2010 και 16-3-2011 αιτήσεις των εκκαλούντων προς τον Εισαγγελέα εκτελέσεως ποινών κατ` άρθρο 33 Ν. 3904/2010 παύσεως εκτελέσεως των υπ` αριθμούς ... αποφάσεων του Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών, αυτά δεν απευθύνονται στην παραγγείλασα την επίδοση της αποφάσεως εισαγγελική αρχή. Ακόμη πρέπει να τονισθεί ότι οι εκκαλούντες με το δικόγραφο της εφέσεώς τους δεν επικαλούνται ότι η ως άνω κατά τον κρίσιμο χρόνο διαμονή τους ήταν γνωστή στην παραγγείλασα την επίδοση της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εισαγγελική αρχή, αλλά αόριστα αναφέρουν ότι η διεύθυνσή τους "ήταν γνωστή στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών". Συνεπώς πρέπει να κηρυχθούν απαράδεκτες οι ένδικες εφέσεις ως εκπρόθεσμες...". Με τις παραδοχές αυτές, το Τριμελές Εφετείο στέρησε την απόφασή του από την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που είχαν τεθεί ενώπιόν του, δεν προέκυπτε ότι η διεύθυνση της κατοικίας των εκκαλούντων - κατηγορουμένων (... αρ. 13 - Πολιτεία) ήταν γνωστή στην Εισαγγελική Αρχή που είχε παραγγείλει την επίδοση, χωρίς να αναφέρει, όπως έπρεπε, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, αν, από άλλα αποδεικτικά μέσα και μάλιστα από έγγραφα που είχαν προσκομίσει οι ίδιοι και δη από αιτήσεις τους προς τον Εισαγγελέα Εκτελέσεως Ποινών της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών (ο οποίος, άλλωστε, ταυτίζεται προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών που παρήγγειλε την επίδοση), προέκυπτε ή όχι ότι αυτοί, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επιδόσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως, είχαν γνωστή, σε οποιαδήποτε Αρχή, διαμονή διάφορη από εκείνη, στην οποία αναζητήθηκαν και δεν βρέθηκαν. Με το να θεωρήσει, λοιπόν, χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, την επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως στους εκκαλούντες ως άγνωστης διαμονής έγκυρη και να προχωρήσει, μετά από αυτά, στην απόρριψη των εφέσεως αυτών ως εκπροθέσμων αφενός υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και αφετέρου προκάλεσε απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο, συνιστάμενη στη στέρηση από τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους του δικαιώματός τους σε δίκαιη δίκη, που τους παρέχεται από το υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Επομένως, οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η, Α και Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος, δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμοι και πρέπει, κατά παραδοχή αυτών, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από Δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 1178/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόφαση, με την οποία απορρίφθηκαν οι εφέσεις των κατηγορουμένων ως απαράδεκτες λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως. Επίδοση της εκκαλουμένης ως άγνωστης διαμονής. Πότε είναι άκυρη η επίδοση. Ο κατηγορούμενος, αν έχει γνωστή διαμονή σε τρίτους, θεωρείται γνωστής διαμονής, έστω και αν η διαμονή του ήταν άγνωστη στην Εισαγγελική Αρχή που εξέδωσε το προς επίδοση έγγραφο. Το δικαστήριο, για τη σχετική κρίση του, πρέπει να συνεκτιμήσει και τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε ο κατηγορούμενος και να μη βασιστεί μόνο στο αποδεικτικό επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως. Διαφορετικά, παραβιάζεται το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη (άρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) και η απόφαση είναι αναιρετέα για έλλειψη αιτιολογίας, απόλυτη ακυρότητα και αρνητική υπέρβαση εξουσίας (ΟλΑΠ 2/2014). Αναίρεση, γιατί δεν αναφέρεται αν, από έγγραφα που είχαν προσκομίσει οι αναιρεσείοντες, προέκυπτε αν αυτοί είχαν γνωστή, σε οποιαδήποτε Αρχή, διαμονή, και παραπομπή.
Ακυρότητα επιδόσεως
Αγνώστου διαμονής επίδοση, Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Υπέρβαση εξουσίας, Ε.Σ.Δ.Α., Εφέσεως απαράδεκτο, Ακυρότητα επιδόσεως.
0
ΑΡΙΘΜΟΣ 74/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο-Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Ιανουαρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Κ. Π. του Ι., κατοίκου ... και 2) Μ. Φ. του Γ., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Τρικάλων, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Μπεκρή, περί αναιρέσεως της 39,145/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιά. Το Πενταμελές Εφετείο Πειραιά, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαΐου 2014 αίτησή τους και στους από 17 Δεκεμβρίου 2014 προσθέτους λόγους αυτής, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 487/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης, ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 501 παρ. 1 εδ. 1 του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 48 παρ. 1 του ν. 3160/2003, "αν κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν εμφανισθεί αυτοπροσώπως ή δια συνηγόρου του, αν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340, η έφεση απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη". Ορίζει δε η παράγραφος 2 του άρθρου 340, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 του ν. 3160/2003 και ακολούθως με το άρθρο 13 του Ν. 3346/2005, ότι "σε πταίσματα, πλημμελήματα και (από την 17/6/2005, ημέρα ενάρξεως της ισχύος του ν. 3346/2005) κακουργήματα, επιτρέπεται να εκπροσωπείται ο κατηγορούμενος από συνήγορο, τον οποίο διορίζει με έγγραφη δήλωσή του ... . Στην περίπτωση αυτή ο κατηγορούμενος θεωρείται παρών και ο συνήγορός του ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις γι` αυτόν". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι θεωρείται ότι είναι παρών ο εκκαλών στην περίπτωση, κατά την οποία, προς υποστήριξη της εφέσεώς του, δεν εμφανίσθηκε ενώπιον του Εφετείου αυτοπροσώπως, αλλά δια του συνηγόρου του, τον οποίο ο ίδιος διόρισε με έγγραφη δήλωσή του για να τον εκπροσωπήσει. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 502 παρ. 1 εδ. 1 του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 49 παρ. 1 του ν. 3160/2003, "αν ο εκκαλών εμφανισθεί ο ίδιος ή ο συνήγορός του στην περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 340, η συζήτηση αρχίζει και ο εισαγγελέας αναπτύσσει συνοπτικά την έφεση", κατά δε το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 49 παρ. 2 του ν. 3160/2003, "κατά τα λοιπά εφαρμόζονται τα άρθρα 329-338, 340, 344, 347, 348, 349, 352, 357-363, 366-373". Από τις διατάξεις αυτές, η διάταξη του άρθρου 344 παρ. 1 εδ. α ορίζει ότι "η αποχώρηση του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της δίκης δεν κωλύει καθόλου την πρόοδο της διαδικασίας". Εξάλλου, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 501 του ΚΠοινΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 48 παρ. 3 του ν. 3160/2003, "αν μετά την έναρξη της συζήτησης της έφεσης λάβει χώρα διακοπή ή αναβολή αυτής και κατά τη νέα συζήτηση ο εκκαλών κατηγορούμενος, αν και κλητεύθηκε νομίμως, δεν εμφανισθεί όπως ορίζεται στην παράγραφο 1, δικάζεται σαν να ήταν παρών". Από τις τελευταίες πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, αν ο εκκαλών -κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του εμφανίστηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης για να υποστηρίξει την έφεσή του και στη συνέχεια αποχώρησε, λογίζεται σαν να ήταν παρών και στο υπόλοιπο μέρος της δίκης, το δε δικαστήριο, δεσμευόμενο από την εμφάνιση του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, δεν μπορεί να απορρίψει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη, κατά το άρθρο 501 του ΚΠοινΔ, αλλά οφείλει να την ερευνήσει στην ουσία. Το ίδιο ισχύει, για την ομοιότητα της περιπτώσεως, κατά μείζονα λόγο και όταν ο εκκαλών - κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του εμφανίσθηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ` έφεση δίκης, αλλά στη συνέχεια, μετά τη λήψη της ταυτότητάς του, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος, η δίκη αναβλήθηκε και στη νέα μετ` αναβολή δικάσιμο ο κατηγορούμενος δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από συνήγορο. Η άποψη αυτή συνάδει και με τη σκέψη που διατυπώνεται στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου του ΚΠοινΔ, για την αιτιολόγηση της ρυθμίσεως του άρθρου 501 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, σύμφωνα με την οποία εκείνος ο οποίος αδικαιολόγητα δεν εμφανίζεται για να υποστηρίξει την έφεση του παραιτείται σιωπηρά από αυτήν, αναγνωρίζοντας την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, υπό την έννοια ότι δεν είναι νοητό η μετ' αναβολή μη εμφάνιση του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, ο οποίος είχε εμφανισθεί και υποστηρίξει την έφεσή του σε προγενέστερη συζήτησή της, να θεωρείται ως σιωπηρή παραίτησή του από την έφεσή του και αναγνώριση της αποφάσεως που προσέβαλε. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή, η αναβολή θεωρείται ότι έγινε μετά την έναρξη της διαδικασίας και της συζήτησης της εφέσεως, οπότε ο κατηγορούμενος λογίζεται σαν να ήταν παρών στη νέα μετ' αναβολή δικάσιμο, και το δικαστήριο, δεσμευόμενο από την αρχική εμφάνιση του εκκαλούντος - κατηγορουμένου, δεν μπορεί να απορρίψει την έφεσή του ως ανυποστήρικτη, αλλά οφείλει να τη δικάσει στην ουσία. Διαφορετικά, η απόφαση του Εφετείου είναι αναιρετέα, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, για υπέρβαση εξουσίας (ΟλΑΠ 3/2006, 8/2006). Τέλος και για την ταυτότητα του νομικού λόγου, αν στον κατηγορούμενο, πριν από την αποχώρησή του, είχε διορισθεί, κατ` άρθρο 340 παρ. 1 εδ. β του ΚΠοινΔ, από τον πρόεδρο του δικαστηρίου αυτεπαγγέλτως συνήγορος, κατά μείζονα δε λόγο αν ο κατηγορούμενος, πριν αποχωρήσει, έδωσε, καίτοι δεν είχε νομική υποχρέωση, στον αυτεπαγγέλτως διορισθέντα συνήγορό του εξουσιοδότηση να τον εκπροσωπήσει στη δίκη, ο τελευταίος νομίμως τον εκπροσωπεί και η έφεση δικάζεται κατ` ουσίαν και δεν απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη, διαφορετικά το εφετείο υπερβαίνει την εξουσία του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση του φακέλου της δικογραφίας, οι αναιρεσείοντες με την 452 - 452α/10-5-2011 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, καταδικάσθηκαν, ο μεν Μ. Φ. για τα εγκλήματα της αρπαγής, προώθησης λαθρομεταναστών κατ' επάγγελμα στην Ελληνική Επικράτεια, αντίστασης, παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας ο δε Κ. Π. για το έγκλημα της αρπαγής και τους επιβλήθηκε στον πρώτο συνολική ποινή καθείρξεως τριάντα έξι (36) ετών και έξι (6) μηνών, καθώς και συνολική χρηματική ποινή εξήντα τριών χιλιάδων πεντακοσίων (63.500) ευρώ, και στον δεύτερο ποινή καθείρξεως δέκα (10) ετών. Κατά της πιο πάνω αποφάσεως άσκησαν, ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Πειραιώς, τις υπ' αριθμ. εκθ. 162/2011 και 163/2011 εφέσεις, αντιστοίχως. Κατά την εκδίκαση των ως άνω εφέσεων ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς, στις 25-4-2013, με παρόντες τους κατηγορουμένους, το Δικαστήριο, με την 315/2013 απόφασή του, ανέβαλε την εκδίκαση της υποθέσεώς τους, κατά το άρθρο 349 του ΚΠοινΔ, λόγω ανωτέρας βίας που υπήρχε στο πρόσωπο των συνηγόρων τους (καθόσον αυτοί απείχαν από την άσκηση των καθηκόντων τους μετά τη δεύτερη ημέρα διάρκειας της συνεδριάσεως, εφαρμόζοντας την απόφαση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων), σε ρητή δικάσιμο, για την 8 Ιανουαρίου 2014, χωρίς κλήτευση των κατηγορουμένων και της παρούσας μάρτυρος Δ. Γ., στους οποίους ανακοινώθηκε η παραπάνω ρητή δικάσιμος. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο και στις 31-1-2014 σε συνέχεια από τη συνεδρίαση της 8-1-2014 (οπότε η συζήτηση, περί ώρα 15.30, είχε διακοπεί λόγω τηρήσεως από τη Γραμματέα της Έδρας του ωραρίου εργασίας της), ο πρώτος κατηγορούμενος - αναιρεσείων, Μ. Φ., δεν εμφανίσθηκε, ενώ εμφανίσθηκε ο δεύτερος από αυτούς Κ. Π.. Εμφανίσθηκε, όμως, ενώπιον του Δικαστηρίου ο Γ. Β., ο οποίος εξετάσθηκε ενόρκως και κατέθεσε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος ζητά την αναβολή εκδικάσεως της υποθέσεώς του για λόγους υγείας. Το Δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα, απέρριψε το αίτημα της αναβολής και, στη συνέχεια, μετά από όμοια πρόταση του εισαγγελέα, απέρριψε την έφεση του ως άνω κατηγορουμένου ως ανυποστήρικτη. Ο δε δεύτερος κατηγορούμενος Κ. Π. δήλωσε στο Δικαστήριο ότι στερείται συνηγόρου υπερασπίσεως και ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διόρισε αυτεπαγγέλτως συνήγορο για να τον υπερασπιστεί την παρούσα δικηγόρο Πειραιά Ευδοκία Κώτση, η οποία αποδέχτηκε το διορισμό της, και έθεσε στη διάθεσή της τη δικογραφία για να τη μελετήσει και να προπαρασκευάσει την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, αφού προηγουμένως συνεννοηθεί μαζί του, για τον οποίο σκοπό διέκοψε τη συζήτηση της υποθέσεως για μια ώρα. Όταν παρήλθε ο χρόνος αυτός, η ως άνω συνήγορος εμφανίσθηκε στο Δικαστήριο και δήλωσε ότι ο κατηγορούμενος αποχώρησε από το ακροατήριο, αφού προηγουμένως ζήτησε από αυτήν να τον εκπροσωπήσει βάσει εξουσιοδοτήσεώς του, την οποία προσκόμισε στο Δικαστήριο και η οποία αναγνώσθηκε. Το Δικαστήριο, στη συνέχεια, με το σκεπτικό ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει τη δυνατότητα να εξουσιοδοτήσει την διορισμένη από το Δικαστήριο συνήγορο να τον εκπροσωπήσει, δεν επέτρεψε την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από αυτήν και, ακολούθως, απέρριψε και την έφεση αυτού ως ανυποστήρικτη, κατ` εφαρμογή του άρθρου 501 παρ. 1 του ΚΠοινΔ. Όμως, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα, κατά τη δικάσιμο της 25-4-2013 η εκδίκαση της υποθέσεως αναβλήθηκε, με παρόντες τους αναιρεσείοντες, οι οποίοι είχαν εμφανισθεί για να υποστηρίξουν τις εφέσεις τους και είχε αρχίσει πλέον η διαδικασία και η συζήτηση αυτών, εφόσον το δικαστήριο είχε φθάσει τουλάχιστον στην εκφώνηση του καταλόγου των μαρτύρων. Άρα, το Πενταμελές Εφετείο, με το να απορρίψει, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, τις εφέσεις των αναιρεσειόντων, ως ανυποστήρικτες, υπερέβη, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, την εξουσία του, αφού όφειλε, κατά την νέα μετ’ αναβολή δικάσιμο, να θεωρήσει αυτούς παρόντες και να δικάσει την υπόθεση κατ' ουσίαν. Ακόμη, υπερέβη την εξουσία του, κατά τα προεκτεθέντα, και με το να θεωρήσει απόντα τον δεύτερο αναιρεσείοντα Κ. Π., κατά την μετά την αναβολή συζήτηση της υποθέσεως, αφού αυτός εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση αυτής και αποχώρησε στη συνέχεια, μετά τον αυτεπάγγελτο διορισμό συνηγόρου, επί πλέον δε νομίμως εκπροσωπήθηκε από την προαναφερόμενη συνήγορο, την οποία εξουσιοδότησε σχετικώς. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή του, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (άρθρο 519 ΚΠοινΔ), παρέλκει δε, μετά ταύτα, η έρευνα των λοιπών λόγων αναιρέσεως, καθώς και αυτών του δικογράφου των παραδεκτώς ασκηθέντων (ενόψει του ότι η ένδικη αίτηση αναιρέσεως περιέχει παραδεκτό λόγο αναιρέσεως) προσθέτων λόγων, που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα (την 18.12.2014) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 39 και 145/2014 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Πειραιώς. Και ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2015. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εμφάνιση εκκαλούντος ή εκπροσώπηση του από συνήγορο. Αποχώρηση αυτού μετά την έναρξη της συζήτησης. Υποχρέωση του δικαστηρίου να ερευνήσει κατ' ουσία την έφεση και όχι να την απορρίψει ως ανυποστήρικτη. Το ίδιο ισχύει για την ομοιότητα της περίπτωσης κατά μείζονα λόγο και όταν ο εκκαλών κατηγορούμενος ή ο συνήγορος του, εμφανίστηκε κατά την έναρξη της διαδικασίας της κατ' έφεση δίκης, αλλά στη συνέχεια μετά τη λήψη της ταυτότητάς του, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος η δίκη αναβλήθηκε αλλά ο κατηγορούμενος δεν εμφανίστηκε στη νέα μετ’ αναβολή δικάσιμο ούτε εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Διαφορετικά η απόφαση του Εφετείου είναι αναιρετέα κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ για υπέρβαση εξουσίας. Αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρου. Αποχώρηση του κατηγορουμένου μετά το διορισμό και παροχή εξουσιοδοτήσεως στο δικηγόρο που διορίστηκε. Ορθώς τον εκπροσωπεί ο δικηγόρος. Το Πενταμελές Εφετείο, με το να θεωρήσει απόντα τον κατηγορούμενο, υπερέβη, και ως προς το ζήτημα αυτό, την εξουσία του. Αναίρεση και παραπομπή.
Υπέρβαση εξουσίας
Υπέρβαση εξουσίας, Κατηγορούμενος, Εφέσεως ανυποστήρικτο.
0
Αριθμός 67/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 11η Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "TOP LINE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στη … και παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Θεοδώρας Βασιλειάδου, η οποία κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Γ. Γ., κατοίκου ..., 2) Χ. Κ., κατοίκου ..., 3) Γ. Χ., κατοίκου ..., 4) Γ. Ζ., κατοίκου ..., 5) Π. Ζ., κατοίκου ... και 6) Χ. Ν., κατοίκου ..., που παραστάθηκαν δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξούσιου δικηγόρου Νικολάου Γ., οι οποίος κατέθεσε προτάσεις. ΤΟΥ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ: Επαγγελματικού σωματείου με την επωνυμία "ΣΕΟΦΑΕ", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στον … και δεν παραστάθηκε. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-10-2001 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 2206/2003 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 9898/2005 ερήμην της εκκαλούσας απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Μετά την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, εκδόθηκε η 230/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση απασών ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15-10-2008 αίτησή της. Επί της αιτήσεως αναιρέσεως εκδόθηκε η 1033/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, που κήρυξε απαράδεκτη την τότε διεξαχθείσα συζήτηση. Ήδη, κατά τη νέα συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 26-10-2009 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την υπηρεσία Αρεοπαγίτη Σαράντη Δρινέα, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του τελευταίου λόγου αναιρέσεως κατά το πρώτο σκέλος αυτού και την απόρριψη των λοιπών. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, κατά το άρθρο 82 εδ. γ' ΚΠολΔ, αποφάσεις και δικόγραφα που επιδίδονται στους κυρίως διαδίκους πρέπει να επιδίδονται και σε εκείνον που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 81 παρ.3 ΚΠολΔ, η οποία ορίζει ότι ο παρεμβαίνων καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει τη δίκη, συνάγεται ότι η κλήση προς συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, είτε γίνεται κάτω από αντίγραφο του αναιρετήριου είτε αυτοτελώς (ΚΠολΔ 568), πρέπει να επιδίδεται και προς εκείνον, που είχε στη δίκη επί της ουσίας, από την οποία προήλθε η προσβαλλόμενη απόφαση, την ιδιότητα του προσθέτως παρεμβαίνοντος, ώστε να ενημερώνεται και αυτός ως προς την εξέλιξη της δίκης και να ασκεί τα νόμιμα δικαιώματά του (ΑΠ 1033/2012). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 576 παρ.2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σ' αυτή με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την 08774Γ/10-9-2014 έκθεση επιδόσεως του Ν. Γ., δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ακριβές αντίγραφο της από 27-3-2014 κλήσεως, με την οποία φέρεται προς συζήτηση η από 15-10-2008 αίτηση αναιρέσεως, με την πράξη ορισμού δικασίμου και με πρόσκληση των καλούντων αναιρεσιβλήτων προς το επαγγελματικό σωματείο με την επωνυμία "ΣΕΟΦΑΕ", το οποίο στο δικαστήριο της ουσίας είχε παρέμβει προσθέτως υπέρ αυτών, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως προς το εν λόγω σωματείο για να παραστεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Το προσθέτως παρεμβάν σωματείο, όμως, δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου της εν λόγω δικασίμου ούτε κατέθεσε, κατ' άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, δήλωση μη παραστάσεως σ' αυτή. Επομένως, η συζήτηση πρέπει να προχωρήσει παρά τη δικονομική απουσία του. 2. Επειδή, κατά το άρθρο 553 παρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 531 παρ.1 ΚΠολΔ, σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος. Με ανάλογη εφαρμογή, δηλαδή, όσων ορίζονται στο άρθρο 272 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, η έφεση απορρίπτεται ερήμην του εκκαλούντος, ο οποίος επιμελήθηκε τη συζήτηση ή κλητεύθηκε νόμιμα για να παραστεί σε αυτήν. Η απόρριψη της έφεσης λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος γίνεται κατ' ουσίαν και όχι κατά τύπους, διότι, παρ' όλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι είναι αβάσιμοι. Επομένως, αν η ασκηθείσα έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης απορριφθεί λόγω ερημοδικίας του εκκαλούντος, με το ένδικο μέσο της αναίρεσης προσβάλλεται μόνον η, μη υποκείμενη πλέον σε ανακοπή ερημοδικίας, απόφαση του εφετείου, στην οποία ενσωματώνεται η πρωτόδικη. Με τον τρόπο αυτό, τα τυχόν σφάλματα της πρωτόδικης απόφασης, θεωρούμενα ως επικυρωθέντα από το εφετείο, μπορούν να προβληθούν με την αίτηση αναιρέσεως ως σφάλματα της δευτεροβάθμιας απόφασης, εφ' όσον συνιστούν και αναιρετικούς λόγους παραδεκτώς προβαλλόμενους (ΟλΑΠ 16/90). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 554 ΚΠολΔ, αν η ανακοπή ερημοδικίας απορρίφθηκε, η αναίρεση απευθύνεται κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή, οπότε θεωρείται ότι προσβάλλεται και η ερήμην απόφαση, κατά της οποίας είχε απευθυνθεί η ανακοπή, εφ' όσον δεν παρήλθε η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής. Σύμφωνα με την πρώτη από τις διατάξεις αυτές (ΚΠολΔ 553 παρ.1), η ερήμην οριστική απόφαση του εφετείου υπόκειται σε αναίρεση μόνον αφ' ότου έπαψε να υπόκειται σε ανακοπή, είτε διότι παρήλθε άπρακτη η προθεσμία της ανακοπής, η οποία αρχίζει με την επίδοση της ερήμην απόφασης, είτε διότι ο διάδικος παραιτήθηκε του δικαιώματός του να ασκήσει ανακοπή. Αν ασκηθεί εμπροθέσμως ανακοπή, η ερήμην εφετειακή απόφαση υπόκειται σε αναίρεση αφ' ότου εκδοθεί η απόφαση του εφετείου που απορρίπτει την ανακοπή, η οποία, επίσης υπόκειται έκτοτε σε αναίρεση, εφ' όσον υπάρχει κάποιος βάσιμος λόγος κατ' αυτής. Όσο η δίκη επί της ανακοπής εκκρεμεί, δεν μπορεί να γίνει λόγος για έναρξη ή αναστολή της προθεσμίας αναίρεσης κατά της ερήμην εφετειακής απόφασης, έστω και αν στο στάδιο αυτό επιδοθεί η εν λόγω απόφαση, αφού δεν είναι τότε ακόμη δεκτική αναίρεσης. Συνεπώς, η επίδοση της ερήμην απόφασης κινεί μόνο την προθεσμία για την ανακοπή και δεν αρκεί για την έναρξη της προθεσμίας της αναίρεσης. Ούτε μόνη η έκδοση της απορριπτικής της ανακοπής απόφασης του εφετείου κινεί την προς αναίρεση προθεσμία. Διότι, κατά την αληθή έννοια των ως άνω διατάξεων σε συνδυασμό και προς εκείνες των άρθρων 564 και 499 ΚΠολΔ, για την έναρξη της προς αναίρεση προθεσμίας πρέπει και να επιδοθεί η απορρίπτουσα την ανακοπή απόφαση. Η ανάγκη της επίδοσης συνάγεται και από την ουσιαστική (εσωτερική) συνάφεια των αποφάσεων αυτών, ένεκα της οποίας, αλλά και για λόγους οικονομίας της δίκης, ο νομοθέτης προέβλεψε, με την ως άνω διάταξη του άρθρου 554 ΚΠολΔ, τη σύγχρονη άσκηση και συνεκδίκαση της συγχωρούμενης κατ' αυτών αίτησης αναίρεσης. Επί πλέον, με την επίδοση αποτρέπεται ο αιφνιδιασμός και η παγίδευση του διαδίκου, ο οποίος διαφορετικά θα έπρεπε να επαγρυπνεί για να πληροφορηθεί πότε εκδόθηκε η ερήμην απόφαση, ώστε να μην απολέσει την προθεσμία αναίρεσης κατ' αυτής. Η ερμηνεία αυτή δεν αποκλείεται από την τελική φράση του άρθρου 554 ΚΠολΔ "εφόσον δεν πέρασε η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής", διότι η προϋπόθεση αυτή αναφέρεται στην περίπτωση που παρήλθε άπρακτη η προθεσμία της ανακοπής κατά της ερήμην απόφασης και ο διάδικος ασκεί κατ' αυτής εκπροθέσμως ανακοπή (ΟλΑΠ 11/98). Στην κρινόμενη περίπτωση, η αίτηση αναιρέσεως στρέφεται α) κατά της 2206/ 2003 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 26-10-2001 αγωγή των αναιρεσιβλήτων κατά της αναιρεσείουσας από σύμβαση εργασίας, β) κατά της 9898/2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε σε πρώτη συζήτηση ενώπιόν του και με την οποία απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη έφεση της αναιρεσείουσας κατά της ως άνω αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, λόγω της ερημοδικίας αυτής και γ) κατά της 230/2008 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ανακοπή ερημοδικίας της αναιρεσείουσας κατά της αμέσως ανωτέρω αποφάσεως, που είχε εκδοθεί σε βάρος της. Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι έχει επιδοθεί η τελευταία αυτή εφετειακή απόφαση, με την επίδοση της οποίας κινείται η προθεσμία για την άσκηση αναιρέσεως κατ' αυτής, καθώς και κατά της ερήμην εκδοθείσας 9898/2005 απόφασης, η δε κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε με κατάθεση στη Γραμματεία του Εφετείου Αθηνών την 15-10-2008. Υπό τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως ασκείται απαραδέκτως μεν κατά της 2206/2003 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η κατά της οποίας έφεση απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη με την 9898/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Η ίδια αίτηση αναιρέσεως, όμως, ως προς τις προσβαλλόμενες με αυτήν 9898/2005 και 230/2008 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, ασκείται νομίμως και εμπροθέσμως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί, περαιτέρω, ως προς τους λόγους αναιρέσεως που προβάλλονται με αυτήν. 3. Επειδή, κατά το άρθρο 501 ΚΠολΔ, ανακοπή κατά αποφάσεως που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία νοείται οποιοδήποτε ανυπαίτιο γεγονός εξαιρετικής φύσεως, που δεν αναμενόταν και δεν ήταν δυνατό να αποτραπεί από το διάδικο ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου. Τέτοιο θεωρείται και η αιφνίδια και απρόβλεπτη ασθένεια του πληρεξούσιου δικηγόρου του διαδίκου, εξ αιτίας της οποίας αυτός δεν μπόρεσε να ενεργήσει δικαστική ή εξώδικη πράξη ή να προβεί στις δέουσες ενέργειες για την ανάθεση σε άλλο δικηγόρο της εκτέλεσης της εν λόγω πράξεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 230/2008 απόφαση, το Εφετείο Αθηνών απέρριψε την ανακοπή ερημοδικίας που άσκησε η ανακόπτουσα (εναγομένη, εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα) κατά της ερήμην αυτής εκδοθείσας 9898/2005 απόφασης, αφού δέχθηκε ότι η μη παράσταση αυτής στο ίδιο Εφετείο κατά τη δικάσιμο της 15-11-2005, κατά την οποία συζητήθηκε η από 18-11-2004 έφεσή της κατά της 2206/2003 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δεν μπορούσε να αποδοθεί σε ανώτερη βία. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε ότι από την προσκομιζόμενη από 15-11-2005 γνωμάτευση - βεβαίωση του ιατρού Γ. Τ., ΩΡΛ, χειρουργού κεφαλής και τραχήλου, αποδεικνύεται μεν ότι η πληρεξούσια δικηγόρος της αναιρεσείουσας μετέβη στο ιατρείο του εν λόγω ιατρού περί ώρα 09:30 της ίδιας ημέρας, που ήταν και η ημέρα εκδίκασης της εφέσεως, οπότε διεγνώσθη ότι έπασχε από οξεία μέση ωτίτιδα αριστερού ωτός β' σταδίου (σταδίου παροχέτευσης - ρήξης τυμπάνου) και της χορηγήθηκε η δέουσα αγωγή, με τη σύσταση να παραμείνει κλινήρης. Από την παραπάνω διαπίστωση, όμως, όπως, περαιτέρω, δέχθηκε το Εφετείο, δεν αποδεικνύεται ανυπέρβλητο κώλυμα για να παρουσιασθεί η πληρεξούσια δικηγόρος στο δικαστήριο ή να ειδοποιήσει περί αυτού το νόμιμο εκπρόσωπο της ανακόπτουσας, προκειμένου ο τελευταίος να ορίσει άλλο δικηγόρο, δοθέντος, μάλιστα, ότι η πάθηση της δικηγόρου διεγνώσθη περί ώρα 09:30 και η συνεδρίαση του Δικαστηρίου είχε ορισθεί για την 11:00 ώρα, οπότε υπήρχε η δυνατότητα να δοθεί λύση στο πρόβλημα είτε με τη δικαστική εκπροσώπηση της εκκαλούσας από άλλο δικηγόρο είτε με την υποβολή αιτήματος αναβολής της συζητήσεως. Κατόπιν αυτών, το Εφετείο απέρριψε την ανακοπή ερημοδικίας ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Με την κρίση αυτή, το δικαστήριο της ουσίας δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, ως προς την εκ του ουσιαστικού δικαίου έννοια της ανώτερης βίας, αφού με επαρκείς αιτιολογίες κατέληξε στο σαφές αποδεικτικό πόρισμα ότι η ασθένεια της πληρεξούσιας δικηγόρου της αναιρεσείουσας, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συνιστούσε ανυπέρβλητο κώλυμα, που δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου. Επομένως, ο πρώτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη 230/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Κατά το μέρος δε, με το οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι δεν αιτιολογείται πώς ήταν εφικτό, εντός του προαναφερθέντος μικρού χρονικού διαστήματος, να καταστεί εφικτή η παράστασή της με άλλο δικηγόρο ή να αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως, αφού ο νόμιμος εκπρόσωπός της ήταν κάτοικος Θεσσαλονίκης, η πληρεξούσια ήταν δικηγόρος Πειραιώς και το δικαστήριο συνεδρίαζε στην Αθήνα, ο αυτός λόγος αναιρέσεως ελέγχεται ως απαράδεκτος, διότι συνιστά αιτίαση που πλήττει την περί πραγμάτων ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. 4. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ, υπάρχει λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο. Επί παραλείψεως της κηρύξεως προσωρινού απαραδέκτου, όπως είναι το απαράδεκτο της συζητήσεως, ο λόγος αυτός στοιχειοθετείται όταν το απαράδεκτο αυτό επιβάλλεται από το νόμο, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, προς εξασφάλιση της ασκήσεως δικονομικού δικαιώματος, όπως είναι, πρωτίστως, το θεμελιώδες δικαίωμα της υπερασπίσεως (ΚΠολΔ 110 παρ.2). Εξ άλλου, είναι μεν αληθές ότι, κατά το άρθρο 81 παρ.3 ΚΠολΔ, ο παρεμβαίνων πρέπει να καλείται στις επόμενες διαδικαστικές πράξεις από το διάδικο που επισπεύδει την δίκη, πλην, όμως, άμεσο έννομο συμφέρον (ΚΠολΔ 68) για την προβολή του εκ της παραλείψεως της κλητεύσεως απαραδέκτου έχει μόνο ο ίδιος ή και ο υπέρ ου η παρέμβαση, και όχι ο αντίδικός τους. Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο από τους λόγους της αιτήσεως, πλήττεται η προσβαλλόμενη 9898/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, διότι παρά το νόμο παρέλειψε να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση της εφέσεως της αναιρεσείουσας (τότε εκκαλούσας), που είχε γίνει με επίσπευση των αναιρεσιβλήτων (τότε εφεσιβλήτων), λόγω μη κλητεύσεως κατά την εκδίκασή της, την 1-11-2005, του επαγγελματικού σωματείου με την επωνυμία "ΣΕΟΦΑΕ", το οποίο ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου είχε παρέμβει προσθέτως υπέρ των τελευταίων. Ο εξεταζόμενος λόγος, με τον οποίο αποδίδεται η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ, είναι προεχόντως απαράδεκτος, διότι η αναιρεσείουσα δεν έχει έννομο συμφέρον να επικαλεσθεί την παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση λόγω μη κλητεύσεως του υπέρ των αντιδίκων αυτής, προσθέτως παρεμβάντος επαγγελματικού σωματείου. 5. Επειδή, κατά το άρθρο 1 παρ.1 του β.δ. της 28-1/4-2-1938 "περί κανονισμού ωρών εργασίας του προσωπικού φορτηγού αυτοκινήτου" (ΦΕΚ Α', 35), τα φορτηγά αυτοκίνητα διακρίνονται σε τρείς κατηγορίες (Α', Β' και Γ'), από τις οποίες η κατηγορία Α' περιλαμβάνει "τα μη εξυπηρετούντα ωρισμένον εργοδότην φορτηγά αυτοκίνητα (αγοραία)". Ως προς το ωράριο εργασίας των οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων της παραπάνω κατηγορίας, η διάταξη του άρθρου 2 του ίδιου β.δ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο μόνο του β.δ. 882/1961 (ΦΕΚ Α', 224) ορίζει ότι η απασχόλησή τους δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 48 ώρες κατά εβδομάδα, ημερησίως δε τις 12 ώρες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η καθ' εαυτή οδήγηση, που δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 8 ώρες ημερησίως, οι στάσεις, οι αναμονές, όλες οι σχετικές με την εκμετάλλευση του αυτοκινήτου εργασίες και η πέρα των 4 ωρών αναμονή στον σταθμό αυτοκινήτων (πιάτσα), ενώ η οκτάωρη απασχόληση διακόπτεται επί μία ώρα. Στη Β' κατηγορία υπάγονται τα φορτηγά των εταιρειών ηλεκτρισμού, ύδρευσης, φωταερίου κλπ και στη Γ' κατηγορία τα φορτηγά των λοιπών ανωνύμων εταιρειών, βιομηχανικών εργοστασίων και επιχειρήσεων πάσης φύσεως. Κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου 1 του πιο πάνω β.δ., η απασχόληση των οδηγών των φορτηγών αυτοκινήτων Γ' κατηγορίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις 8 ώρες ημερησίως, παρά μόνον καθ' ο μέτρο κρίνεται αναγκαία για την πρόληψη διαταραχής στην κανονική διεξαγωγή της εργασίας σε περίπτωση ατυχήματος, επικειμένου ή επελθόντος, επείγουσας εργασίας σε μηχανές, εργαλεία ή εγκαταστάσεις και ανωτέρας βίας, κατά δε το β.δ. 882/ 1961 και λόγω συσσωρεύσεως εργασίας ή προς αντιμετώπιση επείγουσας γενικά εργασίας επί 2ωρο ημερησίως (πέραν δηλαδή του 8ώρου) και επί τρίμηνο ετησίως κατ' ανώτατο όριο. Εξ άλλου, από το άρθρο 1 παρ.2 του ν. 435/ 1976 προκύπτει ότι η απασχόληση του μισθωτού κατά το μέρος που υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του χρόνου, που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διοικητική πράξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση, συνιστά, εφ' όσον δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 3 του ν.δ. 515/1970 ή άλλη νόμιμη εξαίρεση, παράνομη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει τις απαιτήσεις που αναφέρονται σε αυτή. Περαιτέρω, με το άρθρο 13 της 12/1984 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 12430/1984, ο χρόνος εργασίας των οδηγών αυτοκινήτων ορίσθηκε σε 40 ώρες κατά εβδομάδα και με το άρθρο 6 της 40/1985 του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε υποχρεωτική από 29-11-1985 με την ΥΑ 19533/1985 (ΦΕΚ Β', 720), καθιερώθηκε η εβδομάδα των πέντε εργασίμων ημερών για τους οδηγούς όλων των φορτηγών αυτοκινήτων. Εξ άλλου, με το άρθρο 6 της από 14-2-1984 εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την απόφαση του Υπουργού Εργασίας 11770/20-2-1984 (ΦΕΚ Β', 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε σε 40 ώρες, για την αμοιβή δε της απασχολήσεως πέρα από το συμβατικό αυτό εβδομαδιαίο ωράριο και έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή της υπερεργασίας, γίνεται παραπομπή στο άρθρο 9 της 1/1982 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του ν. 1346/1983. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι: α) ως προς τη συνδρομή υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και, μάλιστα, εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια και, συνεπώς, ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία, για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξανόμενο κατά 25%), αν η απασχόληση του υπερβαίνει κατά τις ημέρες αυτές το συμβατικό όριο των 40 ωρών, β) ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του ν. 435/1976, λαμβάνεται υπ' όψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26-2-1975 εθνικής γενικής συλλογικής συμβάσεως εργασίας, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζόμενου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επί πλέον ημερήσιας εργασίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας. Η υπερωριακή αυτή εργασία αμείβεται ανάλογα με το χαρακτηρισμό της ως νόμιμης ή παράνομης. Ειδικώς επί πενθημέρου, η πέραν των 45 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών τρίωρη κάθε εβδομάδα (48-45=3 ώρες) εργασία θεωρείται ως επιτρεπτή νόμιμη υπερωριακή εργασία (κατ' άρθρο 6 παρ.2 εδ. β' της από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, ν. 133/1975) που δεν συμψηφίζεται στα επιτρεπόμενα όρια υπερωριακής απασχόλησης και αμείβεται σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 435/1976, δηλαδή με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο αυξημένο κατά 25%, για τις πρώτες 60 ώρες ετησίως. Η δε παράνομη, δηλαδή χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του ν.δ. 515/1970, αμείβεται σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.2 του ν. 435/76, δηλαδή με αποζημίωση βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΚ 904 επ.) και προσαύξηση 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου. Επίσης, η εργασία του μισθωτού κατά την Κυριακή και το Σάββατο δεν αποτελεί υπερωριακή εργασία, αν δεν υπερβαίνει το ανώτατο νόμιμο όριο ημερήσιας απασχόλησης. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ.1 εδ. α' ΚΠολΔ, για να έχει νομική πληρότητα το δικόγραφο της αγωγής οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου με αίτημα την καταβολή αμοιβής για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση, λόγω υπέρβασης των χρονικών ορίων εργασίας, θα πρέπει να αναφέρεται η εργασιακή σχέση και οι όροι αυτής, καθώς και η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ' εκάστη ημέρα απασχολήσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης, από 26-10-2001 αγωγής, οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητοι) για τη θεμελίωση του αιτήματός τους για πληρωμή αμοιβής για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση, τις οποίες ισχυρίζονται ότι προσέφεραν στην εναγομένη (ήδη αναιρεσείουσα) ανώνυμη εταιρία κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, εκθέτουν ότι με ατομικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν εντός του έτους 2000, προσλήφθηκαν ως οδηγοί φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως, τα οποία εκμεταλλευόταν η εναγομένη για τη μεταφορά επιβατικών αυτοκινήτων. Ότι για το σκοπό αυτό συμφωνήθηκε να απασχολούνται επί 8 ώρες την ημέρα, επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, από ώρα 08:00 έως 16:00 και να πραγματοποιούν δρομολόγια σε διάφορους προορισμούς. Ότι στην πραγματικότητα η εναγομένη τους υποχρέωνε, μετά το ως άνω ωράριο, το οποίο εξαντλείτο στην περιοχή της Αττικής, να εκτελούν επί πλέον μακρινά δρομολόγια είτε στο εσωτερικό (π.χ. Πάτρα, Θεσσαλονίκη, Καλαμάτα, Κοζάνη, Βόλο) είτε στο εξωτερικό (Σκόπια, Πρίστινα, Ιταλία). Ότι, με τον τρόπο αυτό, οι ενάγοντες εργάζονταν πέραν του νομίμου ωραρίου, κατά περίπτωση και τα Σάββατα, καθώς και δύο Κυριακές κάθε μήνα, επί 8 ώρες κάθε Κυριακή. Ότι, ειδικότερα και ενδεικτικά, όταν πήγαιναν στην Πάτρα, έφευγαν από την Αθήνα την 16:00 ώρα, έφθαναν στην Πάτρα την 19:30 ώρα, περίμεναν την άφιξη του πλοίου από την Ιταλία περί ώρα 22:00, φόρτωναν τα αυτοκίνητα στο φορτηγό επί μία με μιάμιση ώρα και στη συνέχεια, περί ώρα 23:30, αναχωρούσαν για την Αθήνα, όπου έφθαναν την 03:00 ώρα. Ότι έτσι, εργάζονταν πέραν του νομίμου ωραρίου τους επί 11 ώρες συνολικά. Ότι σε περίπτωση που το πλοίο είχε αφιχθεί στην Πάτρα την 10:00 ώρα, εκτελούσαν το ίδιο δρομολόγιο, συντομότερα όμως κατά 11/2 ώρα, αφού δεν ήταν αναγκαία η αναμονή του πλοίου στην Πάτρα κι έτσι, στην περίπτωση αυτή, εργάζονταν πέραν του νομίμου ωραρίου τους επί 91/2 ώρες. Ότι, όταν πήγαιναν στη Θεσσαλονίκη, αναχωρούσαν από την Αθήνα την 16:00 ώρα και έφθαναν στον προορισμό τους την 24:00 ώρα, απασχολούμενοι κατά τη μετάβαση επί 8 ώρες πέραν του νομίμου ωραρίου τους. Ότι την επομένη, από την 08:00 ώρα, ξεφόρτωναν αυτοκίνητα σε διάφορα καταστήματα της πόλης και περί ώρα 12:00 αναχωρούσαν για την Αθήνα, όπου έφθαναν μετά από 8 ώρες, δηλαδή την 20:00 ώρα. Ότι, όταν πήγαιναν σε Φλώρινα, Κοζάνη, Κιλκίς, Κομοτηνή, αναχωρούσαν από την Αθήνα την 16:00 ώρα και έφθαναν στον προορισμό τους την 05:00 ώρα, δηλαδή απασχολούντο επί 13 ώρες πέραν του νομίμου ωραρίου τους. Ότι την επομένη, από την 08:00 ώρα ξεφόρτωναν αυτοκίνητα σε διάφορα καταστήματα των αντίστοιχων πόλεων και περί ώρα 10:00 αναχωρούσαν για την Αθήνα, όπου έφθαναν την 22:00 ώρα. Ότι, όταν πήγαιναν στα Σκόπια, αναχωρούσαν από την Αθήνα την 16:00 ώρα και έφθαναν στον προορισμό τους την 07:00 ώρα της επομένης, απασχολούμενοι κατά τη μετάβαση επί 15 ώρες πέραν του νομίμου ωραρίου τους. Ότι από ώρα 08:00 ξεφόρτωναν και αναχωρούσαν την 10:30 για την Αθήνα, όπου έφθαναν περί ώρα 01:00, εργαζόμενοι έτσι κατά την επιστροφή πέραν του νομίμου ωραρίου τους επί 9 ώρες. Ότι όταν πήγαιναν στην Ιταλία, διανυκτέρευαν στο πλοίο και πραγματοποιούσαν διαδρομές διάρκειας 20 ωρών εντός της χώρας αυτής. Ότι, τηρουμένων των αναλογιών, παρόμοιο πρόγραμμα εφαρμοζόταν για όλους τους ενάγοντες, με συνέπεια ο καθένας από αυτούς να απασχολείται πέραν του νομίμου και συμβατικού ωραρίου κατά τις ώρες που ειδικότερα προσδιορίζονται για τον καθένα τους κατά μήνα, μέσα στο χρονικό διάστημα της διάρκειας της συμβάσεως. Σύμφωνα με το ιστορικό αυτό, ο καθένας από τους ενάγοντες, με αυτοτελείς υπολογισμούς, ζητεί μεταξύ των άλλων και πρόσθετη αμοιβή για υπερεργασία και παράνομη υπερωρία. Το μονομελές πρωτοδικείο, με την πρωτόδικη απόφαση, η οποία θεωρείται ότι έχει ενσωματωθεί στην εφετειακή, που απέρριψε την έφεση της εναγομένης (ήδη αναιρεσείουσας) ως ανυποστήρικτη, έκρινε επαρκώς ορισμένη την αγωγή, απέρριψε τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό της εναγομένης και επιδίκασε μέρος των αιτηθέντων ποσών. Με την κρίση αυτή, δικαστήριο της ουσίας ορθώς υπήγαγε την ένδικη αγωγή στις ουσιαστικές διατάξεις που αναφέρθηκαν και ουχί παρά το νόμο παρέλειψε να κηρύξει την ακυρότητα του εισαγωγικού δικογράφου, ως αορίστου. Διότι από τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή ήταν εμφανές ότι οι ενάγοντες υπονοούσαν ότι είχαν προσληφθεί ως οδηγοί φορτηγών αυτοκινήτων Α' κατηγορίας, προορισμένων να μεταφέρουν εμπορεύματα για λογαριασμό τρίτων. Περαιτέρω, από την περιγραφή του τρόπου της απασχόλησής τους, έστω και ενδεικτική σε ορισμένα σημεία, συναγόταν σαφώς, κατά τους ισχυρισμούς τους πάντοτε, το πόσες ώρες οδηγούσαν τα αυτοκίνητα, το πόσες ώρες κάλυπταν με αναμονή (περιμένοντας το πλοίο στην Πάτρα ή διανυκτερεύοντας επ' αυτού κατά τη διάρκεια των ταξιδιών στην Ιταλία) και το πόσες ώρες παρείχαν πρόσθετη εργασία, διενεργώντας τη φορτοεκφόρτωση των μεταφερόμενων αυτοκινήτων. Με βάση τους ισχυρισμούς αυτούς, η μεν εναγομένη είχε τη δυνατότητα απάντησης, το δε δικαστήριο μπορούσε να αχθεί σε ουσιαστικό πόρισμα, συνεκτιμώντας τα αποδεικτικά στοιχεία που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, όπως και πράγματι έπραξε. Επομένως, ο τρίτος από τους λόγους της αιτήσεως, κατά το μέρος με το οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ή, άλλως, 14 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 6. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 10 του β.δ. 748/ 1966 και 904 ΑΚ συνάγεται ότι σε εκείνον που παρέσχε την εργασία του κατά τις Κυριακές πρέπει να χορηγηθεί αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση διαρκείας 24 συνεχών ωρών σε άλλη, εργάσιμη ημέρα της εβδομάδας που άρχισε την Κυριακή. Η εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την ημέρα της εβδομαδιαίας αναπαύσεως, απαγορευμένη από τους πιο πάνω κανόνες δημοσίας τάξεως, είναι άκυρη και γεννά απαίτηση αποδόσεως της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η ωφέλεια αυτή συνίσταται στις αποδοχές τις οποίες ο εργοδότης θα κατέβαλλε σε άλλο μισθωτό, που θα απασχολείτο με έγκυρη σύμβαση εργασίας κατά τις ως άνω ημέρες, υπό τις αυτές συνθήκες με τον ακύρως κατ' αυτές εργασθέντα. Από τις ίδιες διατάξεις, σε συνδυασμό με το άρθρο 17 του β.δ. 748/1966, κατά το οποίο προβλέπονται ποινικές κυρώσεις για τους εργοδότες, οι οποίοι παρέβησαν από δόλο ή αμέλεια τις περί υποχρεωτικής εβδομαδιαίας αναπαύσεως διατάξεις, καθώς και για τους εν γνώσει και οικειοθελώς απασχολούμενους μισθωτούς, συνάγεται ότι στην τελευταία αυτή περίπτωση (των εν γνώσει, οικειοθελώς απασχολουμένων) δεν διαπράττεται αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ και, επομένως, δεν μπορεί να στηριχθεί αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης κατά το άρθρο 932 ΑΚ. Διαπράττεται, όμως, αδικοπραξία εις βάρος των μισθωτών, εάν αυτοί όχι οικειοθελώς, αλλά με εξαναγκασμό από τον εργοδότη, παρείχαν την εργασία τους αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσίβλητοι για τη θεμελίωση του σχετικού αιτήματος της ένδικης αγωγής, εκθέτουν ότι εργάζονταν όλες τις ημέρες του μήνα, πλην δύο Κυριακών, χωρίς να λαμβάνουν την εβδομαδιαία ανάπαυση (ρεπό) εκ μιας ημέρας που δικαιούνταν, διότι η αναιρεσείουσα, λόγω φόρτου εργασίας, τους υποχρέωνε να εργάζονται και κατά την ημέρα αυτή, δηλαδή ότι στερήθηκαν δύο ρεπό το μήνα. Κατόπιν αυτού, ζητούν, εκτός από το ημερομίσθιο που αντιστοιχεί στην απασχόληση αυτή, επί πλέον προσαύξηση 100% ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την υποχρεωτική απασχόληση κατά την ημέρα της εβδομαδιαίας ανάπαυσης. Με το περιεχόμενο αυτό, το πιο πάνω αίτημα περί χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης είναι επαρκώς ορισμένο, αφού κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή οι αναιρεσίβλητοι δεν παρείχαν την εργασία τους κατά τις ημέρες της αναπαύσεως οικειοθελώς, αλλά με εξαναγκασμό από τον εργοδότη, προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο φόρτος εργασίας της επιχείρησης. Τα επί μέρους περιστατικά της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας, τα οποία δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας και συγκεκριμένα το ότι αυτή, δια των οργάνων της, εξανάγκαζε τους αναιρεσίβλητους να εργάζονται υπό την απειλή της απόλυσης, παρά τις διαμαρτυρίες τους, δεν ήταν αναγκαίο να περιέχονται στην αγωγή και, παραδεκτώς, προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία. Επομένως, ο τρίτος από τους λόγους της αιτήσεως, κατά το μέρος με το οποίο υποστηρίζεται ότι το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα δεν απέρριψε ως αόριστη την αγωγή ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιο, παρά την υποβληθείσα πρωτοδίκως ένσταση της αναιρεσείουσας, που επανέφερε με λόγο έφεσης και με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1, πράγματι αρ.14 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 7. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτών (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 15-10-2008 αίτηση περί αναιρέσεως των 9898/2005 και 230/2008 αποφάσεων του Εφετείου Αθηνών, στην πρώτη από τις οποίες έχει ενσωματωθεί η 2206/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. -Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή χιλίων εκατό (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 9η Δεκεμβρίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3η Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο προσθέτως παρεμβάς στο δικαστήριο της ουσίας πρέπει να καλείται στην αναιρετική δίκη. Η προθεσμία προς άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, αρχίζει μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας ή, εάν ασκηθεί ανακοπή ερημοδικίας, από την επίδοση της αποφάσεως που απορρίπτει την ανακοπή. Με την αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται τόσο η απορρίπτουσα την ανακοπή ερημοδικίας όσο και η ερήμην εφετειακή απόφαση, στην οποία θωρείται ότι έχει ενσωματωθεί η πρωτόδικη. Περίπτωση κατά την οποία η ασθένεια πληρεξουσίου δικηγόρου δεν συνιστά ανώτερη βία. Ο αντίδικος του προσθέτως παραβαίνοντος δεν έχει άμεσο έννομο συμφέρον για να προβάλει ακυρότητα από την παράλειψη της κλήτευσης του παρεμβαίνοντος σε μεταγενέστερο στάδιο της δίκης. Χρονικά όρια εργασίας οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως. Περιεχόμενο της σχετικής αγωγής. Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
Υπερωρίες οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων
Υπερωρίες οδηγών φορτηγών αυτοκινήτων.
0
Αριθμός 82/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Β. Τ. του Ε., κατοίκου ..., μοναδικού εκ διαθήκης κληρονόμου του αρχικού διαδίκου Β. Ε. Τ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κατσαρό, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσίβλητης: Ρ. συζ. Δ. Μ., θυγ. Ρ. Τ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Λεωνίδα Γκότη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 23/10/1981 αγωγή του αρχικού διαδίκου Β. Ε. Τ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 115/1986 του ίδιου Δικαστηρίου, 941/1986 του Εφετείου Λάρισας και μετά από αίτηση αναίρεσης, η 460/1989 του Αρείου Πάγου. Στη συνέχεια η ήδη αναιρεσίβλητη άσκησε την από 19/11/1990 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Εκδόθηκε η 659/1991 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, 302/1993 του Εφετείου Λάρισας, που ανέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας, το οποίο εξέδωσε την 294/2006 απόφασή του, η οποία επικυρώθηκε με την 181/2008 απόφαση του Εφετείου Λάρισας. Κατόπιν αυτών η ήδη αναιρεσίβλητη άσκησε την από 29/4/2010 αίτηση αναψηλάφησης ενώπιον του Εφετείου Λάρισας, επί της οποίας εκδόθηκε η 265/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 3/12/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 30/9/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 265/2013 απόφαση του Εφετείου Λάρισας. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατά της υπ'αριθμ.265/2013 αποφάσεως του Εφετείου Λαρίσης έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ.1 και 4, 552 επ. και 564 του ΚΠολΔ. Επομένως η αίτηση είναι παραδεκτή, και πρέπει να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ.571, 577 ΚΠολΔ). ΙΙ. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα. Ο δικαιοπάροχος του αναιρεσείοντος - παππούς του Β. Τ., που απεβίωσε την 10-12-2000 και κληρονομήθηκε με διαθήκη από τον αναιρεσείοντα, εγγονό του από ανεψιό, άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαρίσης την από 23-10-1981 αγωγή του με την οποία και ζήτησε να αναγνωρισθεί άκυρη, επειδή δεν είχε γραφεί και υπογραφεί με το χέρι της διαθέτιδας, η από 20-12-1976 ιδιόγραφη διαθήκη της συζύγου του Χ. Τ. που απεβίωσε την 10-6-1978, με την οποία, δημοσιευθείσα νόμιμα και κηρυχθείσα κυρία, η αποβιώσασα κατέλειπε ως μοναδική κληρονόμο της την ήδη αναιρεσίβλητη, ανεψιά της, και όρισε ότι ο σύζυγός της - ενάγων θα είχε εφ'όρου ζωής το δικαίωμα οικήσεως στην αναφερόμενη οικία της. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαρίσης με την υπ'αριθμ.115/1986 απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω αγωγή του δικαιοπαρόχου του αναιρεσείοντος, το Εφετείο Λαρίσης όμως, που επελήφθη της υποθέσεως μετά από έφεση του ενάγοντος, με την υπ'αριθμ.941/1986 απόφασή του, που κατέστη αμετάκλητη, δέχθηκε την αγωγή και αναγνώρισε ως άκυρη την επίδικη διαθήκη, για τον αναφερόμενο στην αγωγή ως άνω λόγο. Μετά από αυτά και επειδή η ποινική διαδικασία που είχε αρχίσει κατόπιν μηνύσεως που κατέθεσε η αναιρεσίβλητη κατά του αναιρεσείοντος για πλαστογραφία των κατωτέρω δύο εγγράφων κ.λπ. δεν μπορούσε να συνεχισθεί λόγω παραγραφής των καταγγελθέντων εγκλημάτων, η αναιρεσίβλητη άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Λαρίσης την από 19-11-1990 αγωγή της, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστούν πλαστά τα υπ'αριθμ..../1972 και .../1973 ειδικά πληρεξούσια που έφεραν την υπογραφή της διαθέτιδας και στα οποία, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, το Εφετείο είχε κυρίως στηρίξει την κρίση του για την ακυρότητα (πλαστότητα) της επίδικης διαθήκης, η αγωγή δε αυτή έγινε εν τέλει δεκτή με την υπ'αριθμ.181/2008 αμετάκλητη απόφαση του ίδιου Εφετείου Λαρίσης, με την οποία και αναγνωρίστηκε ότι τα ειρημένα έγγραφα συγκριτικά στοιχεία (ειδικά πληρεξούσια) ήταν πλαστά και δεν είχαν υπογραφεί από τη διαθέτιδα. Μετά την τελευταία αυτή απόφαση η αναιρεσίβλητη άσκησε στο Εφετείο Λαρίσης την από 27-4-2010 αίτηση για αναψηλάφηση της προαναφερθείσης υπ'αριθμ.941/1986 αποφάσεως του ίδιου Εφετείου με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή ακυρώσεως της διαθήκης, επί της αναψηλαφήσεως δε αυτής εκδόθηκε η ήδη αναιρεσιβαλλόμενη υπ'αριθμ.265/2013 απόφαση του Εφετείου, με την οποία και έγινε δεκτή η αναψηλάφηση, εξαφανίστηκε η προσβληθείσα υπ'αριθμ.941/1986 απόφαση και απορρίφθηκε η ένδικη αγωγή ακυρώσεως της διαθήκης, με επικύρωση της πρωτόδικης υπ'αριθμ.115/1986 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαρίσης, που είχε κρίνει ομοίως, κατά τα προεκτεθέντα. ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 544 αρ.6 και 545 αρ.5 εδ.β'του ΚΠολΔ προκύπτει ότι αναψηλάφηση επιτρέπεται και όταν η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε εκτός των άλλων και σε πλαστά έγγραφα, εφόσον η πλαστότητα αναγνωρίστηκε με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή απόφαση πολιτικού δικαστηρίου που εκδίδεται επί σχετικής αγωγής, αν η άσκηση της ποινικής αγωγής ή η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας είναι αδύνατη, η προθεσμία δε για την άσκηση της αναψηλαφήσεως στην περίπτωση αυτή είναι ένα έτος από τη δημοσίευση της αμετάκλητης απόφασης των ποινικών ή των πολιτικών δικαστηρίων, που όμως δεν αρχίζει πριν από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά την έννοια δε της πρώτης από τις διατάξεις αυτές, για τη θεμελίωση του ανωτέρω λόγου αναψηλαφήσεως πρέπει να προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το πλαστό έγγραφο είχε αποφασιστική επίδραση στην κρίση του δικαστηρίου που την εξέδωσε. Μπορεί επομένως η απόφαση να στηρίζεται και σε άλλα αποδεικτικά μέσα, πρέπει όμως το πλαστό έγγραφο να στηρίζει την απόφαση αποκλειστικά ή παράλληλα με άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία όμως, χωρίς την ύπαρξη του πλαστού, δεν θα μπορούσαν να στηρίξουν την απόφαση. Εξάλλου η κατά το άρθρο 307 παρ.1 του ΚΠολΔ επανάληψη της συζητήσεως λόγω αδυναμίας εκδόσεως αποφάσεως μετά το τέλος της συζήτησης και η κατά την επανάληψη συζήτηση αποτελεί συνέχεια της προηγουμένης (αρχικής) συζητήσεως, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται κατάθεση νέων προτάσεων κατά την νέα συζήτηση, οι δε κατατεθείσες εμπροθέσμως προτάσεις κατά την αρχική συζήτηση να θεωρούνται ως εμπροθέσμως κατατεθείσες στην κατά την επανάληψη συζήτηση. Επομένως το Εφετείο, που έκρινε α)ότι η ένδικη αίτηση αναψηλαφήσεως είναι εμπρόθεσμη και παραδεκτή, αφού ασκήθηκε στην ανωτέρω προθεσμία του άρθρου 545 αρ.5 εδ.β'του ΚΠολΔ, και β)ότι κατά τη συζήτηση της αναψηλάφησης που έγινε την 22-3-2013, κατόπιν επαναλήψεως της συζητήσεως που είχε γίνει την 16-9-2011, επειδή δεν εκδόθηκε απόφαση μετά τη συζήτηση αυτή (της 16-9-2011) λόγω αδυναμίας του εισηγητή να καταρτίσει την εισήγησή του, δεν ήταν απαραίτητη η υποβολή νέων προτάσεων, οι δε προτάσεις που είχε καταθέσει εμπροθέσμως η αιτούσα την αναψηλάφηση κατά την αρχική συζήτηση ήταν ισχυρές και για την κατά την επανάληψη συζήτηση (22-3-2013), μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δεν υπέπεσε (το Εφετείο) στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.14 του ΚΠολΔ, της παρά τον νόμο δηλαδή μη κηρύξεως απαραδέκτου (της αιτήσεως αναψηλαφήσεως και των ειρημένων προτάσεων), και τα αντίθετα που ο αναιρεσείων υποστηρίζει με τους πρώτον και δεύτερο, από την ανωτέρω διάταξη, λόγους του αναιρετηρίου, είναι αβάσιμα. IV. Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔ η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και δημιουργείται ο αντίστοιχος λόγος αναιρέσεως όταν στο αιτιολογικό της, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα, βάσει των οποίων και έκανε δεκτή την ένδικη αναψηλάφηση της αναιρεσίβλητης και εξαφάνισε την προσβληθείσα με αυτήν υπ'αριθμ.941/1986 απόφασή του: "Από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης (το προπαραθέτει όχι αυτολεξεί) είναι σαφέστατο ότι τα υπ'αριθμ..../20-12-1972 και .../28-2-1973 πληρεξούσια (...) για τα οποία κρίθηκε αμετακλήτως με την υπ'αριθμ.294/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας (...) ότι οι τεθείσες υπογραφές δεν τέθηκαν από την κληρονομουμένη αλλά από τον σύζυγό της Β.Τ., είχαν αποφασιστική επίδραση στην κρίση του δικαστηρίου που εξέδωσε την ως άνω υπ'αριθμ.941/1986 απόφαση, η οποία στηρίχθηκε σ'αυτά. Συνεκτιμήθηκαν βέβαια για την ως άνω κρίση του δικαστηρίου και άλλα αποδεικτικά μέσα, όμως χωρίς την ύπαρξη των ως άνω πλαστών εγγράφων τα υπόλοιπα δεν θα μπορούσαν να τη στηρίξουν αυτοτελώς. Πράγματι τα ως άνω έγγραφα, που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι τα μοναδικά συγκριτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν από τον ενάγοντα για την αμφισβήτηση της γραφής και υπογραφής της θανούσας στην από 20-12-1976 διαθήκη. Εξάλλου η ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη του γραφολόγου Μ.Μ. έγινε βάσει μόνο του ως άνω υπ'αριθμ..../20-12-1972 ειδικού πληρεξουσίου. Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται διάφορα περιστατικά και επιχειρήματα άσχετα με τη γραφή και υπογραφή της κληρονομουμένης, τα οποία όμως έχουν καθαρά ενισχυτικό ρόλο της βάσης της απόφασης, που πηγάζει από τα ως άνω δύο ειδικά πληρεξούσια και τη διενεργηθείσα βάσει του ενός από αυτά ιδιωτική γραφολογική πραγματογνωμοσύνη του Μ.Μ.". Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσβληθείσα με την αναψηλάφηση υπ'αριθμ.941/1986 απόφαση του ίδιου Εφετείου Λαρίσης, το δικαστήριο δέχθηκε με αυτήν τα εξής: "Από τις καταθέσεις που περιέχονται στη 298/ 1985 Εισηγητική Έκθεση του Δικαστή του Πρωτοδικείου Λάρισας, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, ανάμεσα στα οποία και η από 16.1.1979 ιατρική βεβαίωση του θεραπευτηρίου Αθηνών "Άγιος Παντελεήμων" και η από 1.3.1979 έγγραφη γνωμοδότηση του επιστήμονα γραφολόγου Μ. Μ. που το Δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα (390 ΚΠολΔ), και τα οποία δύο τελευταία αποδεικτικά στοιχεία, παρόλο που προσκομίστηκαν και πρωτόδικα, δεν λήφθηκαν καθόλου 'υπόψη από την εκκαλούμενη οριστική απόφαση, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Στις 10.6.1978, πέθανε στα Φάρσαλα όπου κατοικούσε η Χ. Τ., σύζυγος του ενάγοντος και αδελφή του προαποβιώσαντος πατρός της εναγομένης, ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια καρκίνου από την οποία είχε προσβληθεί. Στις 3.11.1978 δημοσιεύεται με τα 190/1978 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, η υπό του συμβολαιογράφου Λαμίας Νικολάου Ταξιαρχοπούλου αποσταλείσα στον Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, μέσα σε ανοικτό φάκελο, από 22.12.1976 ιδιόγραφος διαθήκη της αποβιωσάσης, με την οποία καθιστά κληρονόμο της σε όλη την περιουσία της, που αποτελείται από μία οικία τεσσάρων δωματίων μετά του οικοπέδου της, μέσα στο οποίο βρίσκεται και άλλη παληά οικία, και όλων των σκευών οικιακής χρήσεως και του ιματισμού, την εναγομένη ανεψιά της, ενώ στον ενάγοντα σύζυγό της αφήνει το δικαίωμα ιδιοκατοικήσεως εφόρου ζωής του. Ακολούθως, με επιμέλεια της εναγομένης, η ιδιόγραφος αυτή διαθήκη με την 276/22.11.1980 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, κηρύσσεται κυρία. Η διαθήκη παραδόθηκε στον πιό πάνω συμβολαιογράφο Λαμίας για να επιμεληθεί τη δημοσίευσή της, από τη μάρτυρα, αδελφή της αποβιωσάσης, χωρίς όμως να αποδεικνύεται πότε, αφού δε συντάχθηκε καμιά πράξη καταθέσεως της. Ο φάκελος της διαθήκης που είναι με όμοια γραφή με αυτήν, αναφέρει "Ιδιόγραφος διαθήκη Κας Χ. Β. Τ. - Προς κατάθεσην εις Συμβολαιογράφον Κου Ταξιαρχόπουλον Λαμίαν". Το περιεχόμενο της διαθήκης αρχίζει με την επικεφαλίδα "Ιδιόγραφος Διαθήκη της Κας Χ. Τ." και κλείνει με την φράση "Εν Φαρσάλοις τη 20 Δεκεμβρίου 1976. Η συντάξασα Χ. Β. Τ.". Είναι γραμμένη σε άπταιστη καθαρεύουσα και γεμάτη από νομικούς όρους τους οποίους δεν ήταν δυνατό να κατέχει και να χρησιμοποιεί η αποβιώσασα που ήταν απόφοιτος της δευτέρας ή το πολύ της τρίτης τάξεως δημοτικού σχολείου. Πρέπει να έχει αντιγραφεί από σχέδιο που συνέταξε νομικός. Στη γνωμοδότησή του ο γραφολόγος που αναφέρθηκε πιό πάνω, συγκρίνοντας τη γραφή με υπογραφή της αποβιωσάσης στο .../20.12.1972 ειδικό πληρεξούσιο του συμβολαιογράφου Φαρσάλων Πέτρου Γ. Καραμανώλη, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η διαθήκη δεν φέρει την γνήσια υπογραφή και υπογραφή, αλλά ξένου προσώπου. Στις 20.12.1976, που φέρεται να γράφεται η διαθήκη στα Φάρσαλα, αποδεικνύεται ότι η αποβιώσασα νοσηλεύονταν στο θεραπευτήριο "Αγιος Παντελεήμων", στο οποίο μπήκε στις 5.11.76 και βγήκε στις 23.12.1976. Από τον ενάγοντα προσκομίζεται και άλλο ειδικό πληρεξούσιο, το .../28.2.1973 του συμβολαιογράφου Φαρσάλων Καραμανώλη, στο οποίο υπάρχει όμοια υπογραφή της αποβιωσάσης με εκείνη που έβαλε στο παραπάνω πληρεξούσιο που σύγκρινε ο γραφολόγος. Τα πληρεξούσια αυτά δεν τα αναγνωρίζει η εναγομένη και οι μάρτυρές της. Λένε ότι δεν υπογράφτηκαν από την αποβιώσασα. Αντ' αυτών ισχυρίζονται ότι ένα άλλο δανειστικό συμβόλαιο, το 12933/1972 του συμβολαιογράφου Λάρισας Βασιλείου Νάνου, και μία αίτηση της αποβιωσάσης από 7.11.1970 φέρουν την πραγματική υπογραφή της και η γραφή της διαθήκης είναι όμοια με τις από 2.4.1958 και 14.4.1958 ανυπόγραφες επιστολές και κάτι λέξεις, γραμμένες πάνω σε βεντάλια, τα οποία επικαλείται η εναγομένη ως προερχόμενα από την αποβιώσασα. Όλα αυτά όμως, δεν πα αναγνωρίζει ο ενάγων σαν γνήσια, ισχυρίζεται ότι γράφτηκαν από το ίδιο χέρι που έγραψε τη διαθήκη, με σκοπό να παραπλανήσουν το Δικαστήριο και προς απόδειξη επικαλείται τα γραφόμενα στο πίσω μέρος μιας καρτ -ποστάλ που έχει γραφτεί από τη μάρτυρα Ε. Δ., της οποίας η γραφή, όπως ισχυρίζεται και καταθέτουν και οι μάρτυρές του, είναι όμοια με τη γραφή της διαθήκης και των πιο πάνω εγγράφων. Βασική μάρτυρας στην προκειμένη δίκη είναι η αδελφή της αποβιωσάσης, Ε. Δ., πού καταθέτει ότι επί παρουσία της η διαθέτιδα άρχισε να γράφει στην Αθήνα, δέκα ημέρες πριν αναχωρήσουν από την κλινική, τη διαθήκη της την οποία τελείωσε στα Φάρσαλα. Όμως δεν εξηγεί γιατί στο τέλος φέρει χρονολογία 20.12.1976, ημέρα κατά την οποία νοσηλεύονταν (μέχρι τις 23.12.76), στην Αθήνα. Εξάλλου και από το κείμενο της διαθήκης δεν προκύπτει ότι αυτή έγινε κατά διαστήματα, διότι είναι συνεχόμενη και με το ίδιο στυλό γραμμένο όλο το κείμενό της. Σε άλλο σημείο της καταθέσεώς της αναφέρει ότι, όταν άρχισε να γράφεται η διαθήκη στην Αθήνα, ο ενάγων βρίσκονταν στα Φάρσαλα και παρά κάτω ότι από την Αθήνα επέστρεψαν μαζί. Πουθενά δεν καταθέτει ότι η διαθέτιδα χρησιμοποίησε σχέδιο από το οποίο αντέγραψε τη διαθήκη, ούτε πότε της παρέδωσε την διαθήκη η αδελφή της να την καταθέσει σε συμβολαιογράφο Λαμίας, ούτε πότε την κατέθεσε, δηλαδή πριν από το θάνατο ή μετά και γιατί, αφού την κατέθεσε, δεν συντάχθηκε έκθεση καταθέσεως από το συμβολαιογράφο. Αντίθετα, ο μάρτυρας του ενάγοντος Α. Μ., αποκλειστικός θεράπων ιατρός της αποβιωσάσης στα Φάρσαλα, καταθέτει ότι, όταν στις αρχές Νοεμβρίου 1976 έστειλε την αποβιώσασα στην Αθήνα, ήταν σχεδόν σε παραλυτική κατάσταση, λόγω μεταστάσεων του καρκίνου στον πνεύμονα, τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό, για να τη μεταφέρουν στο αυτοκίνητο την σήκωσαν 3-4 άτομα, είχε θόλωση διανοίας και δεν μπορούσε να γράψει, αλλά και με την βελτίωση που τυχόν θα παρουσίασε στην Αθήνα θα μπορούσε ίσως να γράψει 5-6 σειρές, αλλά όχι όμως να γράψει αυτή τη διαθήκη. Από όλα αυτά και από το γεγονός που από όλους τους μάρτυρες κατατίθεται, ότι η αποβιώσασα ζούσε τελείως αρμονικά με τον ενάγοντα τον οποίο αγαπούσε και δεν είχε κανένα λόγο να τον αποκληρώσει, το Δικαστήριο αυτό καταλήγει στην κρίση, ότι η επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη δεν γράφτηκε από το χέρι της και για το λόγο αυτό είναι άκυρη...". Ενόψει των ανωτέρω παραδοχών του δικαστηρίου που εξέδωσε την υπ'αριθμ.941/1986 απόφαση και ιδίως ότι α)η επίδικη διαθήκη είναι γραμμένη σε άπταιστη καθαρεύουσα και είναι "γεμάτη" από νομικούς όρους, τους οποίους δεν ήταν δυνατόν να κατέχει και να χρησιμοποιεί η αποβιώσασα, που ήταν απόφοιτος της δευτέρας ή το πολύ της τρίτης τάξεως δημοτικού σχολείου, β)η ίδια διαθήκη φέρεται να έχει γραφεί και υπογραφεί στα Φάρσαλα την 20-12-1976, ενώ κατά τον χρόνο αυτόν η διαθέτιδα νοσηλευόταν στο θεραπευτήριο Αθηνών "Άγιος Παντελεήμων" από την 5-11-1976 έως την 23-12-1976, και μάλιστα με πολύ κακή κατάσταση της υγείας της, γ)ο θεράπων ιατρός της θανούσης Α. Μ. κατέθεσε ότι κατά τον χρόνο της εισαγωγής της στο ανωτέρω θεραπευτήριο, η ασθενής ήταν σχεδόν σε παραλυτική κατάσταση, με θόλωση της διανοίας, και δεν μπορούσε να γράψει, παρά την όποια βελτίωσή της στο Νοσοκομείο περισσότερο από 5-6 σειρές, όχι όμως και αυτή τη διαθήκη, και δ)ότι καταλήγοντας το Εφετείο αναφέρει "από όλα αυτά και από το γεγονός που από όλους τους μάρτυρες κατατίθεται ότι η αποβιώσασα ζούσε τελείως αρμονικά με τον ενάγοντα, τον οποίο αγαπούσε και δεν είχε κανένα λόγο να τον αποκληρώσει, το δικαστήριο καταλήγει στην κρίση ότι η επίδικη διαθήκη δεν γράφτηκε από το χέρι της και για το λόγο αυτό είναι άκυρη", η προπαρατεθείσα αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης που την οδήγησε στο επίσης προαναφερθέν συμπέρασμα ότι "είναι σαφέστατο, ότι τα αναγνωρισθέντα ως άνω πλαστά πληρεξούσια συμβόλαια ήταν τα μόνα κρίσιμα που στήριξαν την υπ'αριθμ.941/86 απόφαση περί ακυρότητας της διαθήκης και χωρίς τα έγγραφα αυτά τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα δεν θα μπορούσαν να στηρίξουν αυτοτελώς την απόφαση, είναι (η αιτιολογία) ανεπαρκής σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αφού το Εφετείο δεν εξηγεί πώς αντιπαρέρχεται τις ανωτέρω παραδοχές, τις οποίες, στηριζόμενες σε άλλα αποδεικτικά μέσα και προφανώς κρίσιμες, φαίνεται να μην λαμβάνει υπόψη, ενώ δεν αναφέρει επίσης ποια είναι τα "διάφορα περιστατικά και επιχειρήματα άσχετα με τη γραφή και υπογραφή της κληρονομουμένης" που δέχεται το Εφετείο ότι περιέχονται στην προσβληθείσα με την αναψηλάφηση υπ' αριθμ. 941/1986 απόφασή του. Εξαιτίας των ανωτέρω ανεπαρκών αιτιολογιών της αναιρεσιβαλλομένης καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής εκ μέρους του Εφετείου της διάταξης ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 544 αρ.6 του ΚΠολΔ που έχει προαναφερθεί, με αποτέλεσμα η απόφαση να μην έχει νόμιμη βάση κατά την οικεία ως άνω διάταξη του άρθρου 559 αρ.19 του ΚΠολΔ, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον τρίτο, από τη διάταξη αυτή, λόγο της αιτήσεώς του. Πρέπει επομένως, κατά παραδοχήν αυτού του λόγου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που την εξέδωσε και του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ.3 του ΚΠολΔ), να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον καταθέσαντα αναιρεσείοντα (άρθρ. 495 παρ.4 ΚΠολΔ), και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, κατά το νόμιμο αίτημά του τελευταίου (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 265/2013 απόφαση του Εφετείου Λαρίσης. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές. Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον καταθέσαντα αναιρεσείοντα. Και Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Δεκεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αναψηλάφηση κατά το άρθρο 544 αρ. 6 του ΚΠολΔ, και ειδικότερα επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίχθηκε σε πλαστά έγγραφα των οποίων, η πλαστότητα αναγνωρίστηκε με απόφαση επί σχετικής κύριας αγωγής. Προϋποθέσεις. Προθεσμία κατ’ άρθρα , 545 παρ. 5 ΚΠολΔ. Αναιρετικός λόγος από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Πότε δημιουργείται. Κρίση για ανεπαρκείς αιτιολογίες της απόφασης του Εφετείου με την οποία έγινε δεκτή αίτηση αναψηλαφήσεως κατ’ άρθρον 554 αρ. 6 ΚΠολΔ (Αναιρεί Εφ. Λαρ. 265/2013).
Αναψηλάφηση
Αναψηλάφηση, Αναβολή συζήτησης.
2
Αριθμός 83/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών: 1)Ε. Π. του Ξ. και 2)Ε. συζ. Α. Γ., το γένος Ξ. Π., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Κωστή. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Μ. χήρας Χ. Π., το γένος Λ. Κ., κατοίκου ..., 2)Δ. Δ. του Κ., 3)Ε. συζ. Γ. Ι., το γένος Κ. Δ., κατοίκων ..., και 3)Γ. Δ. του Κ., κατοίκου ..., των τριών τελευταίων ως κληρονόμων του Ευαγγέλου Δεμελίδη του Κωνσταντίνου. Η 1η εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Τζόλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ, και οι 2ος, 3η και 4ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Αλεξιάδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ Κοινοποιούμενης της αίτησης αναίρεσης προς τους: 1)Β. χήρα Η. Ι., το γένος Θ. Φ., 2)Α. συζ. Δ. Κ., το γένος Η. Ι., 3)Β. Ι. του Β. και 4)Η. Ι. του Β., ..., ως κληρονόμους του Η. Ι.. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13/10/2010 διεκδικητική αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 25027/2012 του ίδιου Δικαστηρίου, που έκρινε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, και 2391/2013 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 3/2/2014 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 6/10/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι.- Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ότι το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης δεν ιδρύεται και προβαλλόμενος είναι αβάσιμος όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και εξετάζει ουσιώδη ισχυρισμό που είχε προταθεί νομίμως, τέτοιον δε ουσιώδη ισχυρισμό ("πράγμα") αποτελεί και η ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος, εφόσον η ένσταση αυτή υποβλήθηκε νόμιμα και ήταν ορισμένη, με επίκληση των περιστατικών που τη συγκροτούν σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ. Περαιτέρω, κατά τα άρθρο 240 του ΚΠολΔ για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο δικαστήριο αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν, ενώ προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο οι προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης. Κατά δε το άρθρο 281 του ίδιου ΚΠολΔ συζήτηση θεωρείται εκείνη κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση και άρχισε η εκδίκασή της, ανεξάρτητα από το αν το δικαστήριο άρχισε ή όχι να εξετάζει την ουσία της. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών ως συζήτηση της υποθέσεως θεωρείται εκείνη στο αρμόδιο δικαστήριο, έστω και αν η υπόθεση παραπέμφθηκε σ' αυτό κατά το άρθρο 46 του ΚΠολΔ από το αναρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο είχε αρχικώς εισαχθεί, ή κατά το άρθρο 535 παρ. 2 του ίδιου ΚΠολΔ από το Εφετείο, όταν εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση για αναρμοδιότητα του πρωτοβαθμίου, με αποτέλεσμα η συζήτηση που έλαβε χώραν ενώπιον του αναρμοδίου δικαστηρίου να μη λογίζεται ως "προηγούμενη συζήτηση" κατά το ως άνω άρθρο 240 του ΚΠολΔ. Παρέπεται ότι ισχυρισμοί που είχαν προταθεί με τις προτάσεις στο αναρμόδιο δικαστήριο νομίμως προβάλλονται με τις προτάσεις στο αρμόδιο δικαστήριο και αν ακόμη στις τελευταίες αυτές προτάσεις έχουν ενσωματωθεί (συρραφθεί) οι πρώτες, που τους περιέχουν και οι οποίες θεωρούνται ως προτάσεις (μέρος των προτάσεων) στο αρμόδιο δικαστήριο, χωρίς να απαιτούνται στην περίπτωση αυτή οι προϋποθέσεις του άρθρου 240 ΚΠολΔ, που δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής στην εν λόγω περίπτωση. Η αυτή όμως, λύση προσήκει και στην περίπτωση που το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξαφανίζει την πρωτόδικη απόφαση με την οποία εσφαλμένα είχε κηρυχθεί αναρμόδιο το δικαστήριο και είχε παραπέμψει την υπόθεση στο κατ' αυτό αρμόδιο δικαστήριο και μετά ταύτα (το δευτεροβάθμιο δικαστήριο) κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ' ουσίαν, σύμφωνα με το άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, κατά συνέπειαν δε ισχυρισμοί που περιείχοντο στις προτάσεις του διαδίκου ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου νομίμως προβάλλονται με τις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου στις οποίες έχουν ενσωματωθεί οι πρώτες, που θεωρούνται μέρος των προτάσεων ενώπιον του Εφετείου, κατά τα προεκτεθέντα. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, οι αναιρεσείουσες άσκησαν την ένδικη διεκδικητική αγωγής τους κατά των αναιρεσιβλήτων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, οι εναγόμενοι δε αυτοί προς απόκρουση της αγωγής πρότειναν κατά τη συζήτησή της στο ως άνω δικαστήριο μεταξύ των άλλων και την εκ του άρθρου 281 του ΑΚ ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος των εναγουσών, αφ' ενός μεν με αναφορά των περιστατικών που τη συνιστούν στις προτάσεις που κατέθεσαν στο δικαστήριο και αφ' ετέρου με καταχώρηση της ενστάσεως στα οικεία πρακτικά και ρητή αναφορά στις προτάσεις. Το ανωτέρω δικαστήριο με την υπ' αριθμ. 25027/2012 απόφασή του έκρινε ότι είναι καθ' ύλην αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής και την παρέπεμψε στο κατ' αυτό αρμόδικο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, το Εφετείο όμως Θεσσαλονίκης με την αναιρεσιβαλλόμενη ήδη υπ' αριθμ. 2391/2013 απόφασή του, που εκδόθηκε επί της εφέσεως των εναγουσών κατά της ειρημένης αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, δέχθηκε ότι εσφαλμένα το τελευταίο αυτό δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής και την παρέπεμψε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, και μετά ταύτα (το Εφετείο), αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη παραπεμπτική απόφαση, κράτησε την αγωγή και τη δίκασε κατ' ουσίαν, κατά το άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ που προαναφέρθηκε, και εν τέλει απέρριψε την αγωγή ως καταχρηστική, κατά παραδοχήν της σχετικής, εκ του άρθρου 281 του ΑΚ, ενστάσεως των εναγομένων. Την ένσταση αυτή είχαν προτείνει οι εναγόμενοι στο Εφετείο α) η μεν πρώτη αναιρεσίβλητη Μ. Π. με τις νομίμως κατατεθείσες από 10-4-2013 έγγραφες προτάσεις της, στις οποίες είχε ενσωματώσει αυτούσιες (συρράψει) τις ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ως άνω προτάσεις της, με την επ'αυτών προσθήκη-αντίκρουση, περιέχουσες και την ειρημένη ένσταση του άρθρου 281 του ΑΚ, και β) οι δε λοιποί αναιρεσίβλητοι Δ. Δ. κ.λ.π. με τις νομίμως υποβληθείσες στο Εφετείο από 16-5-2013 προτάσεις τους, στις οποίες αναφέρουν τα περιστατικά που είχαν επικαλεστεί και πρωτοδίκως για τη θεμελίωση της ενστάσεώς τους. Η κατά τα αμέσως προεκτεθέντα προβολή τής εκ του άρθρου 281 του ΑΚ ενστάσεως των αναιρεσιβλήτων - εναγομένων στο Εφετείο είναι σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη νόμιμη, και το Εφετείο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έλαβε υπόψη και εξέτασε την ένσταση αυτή δεν υπέπεσε στην προαναφερθείσα αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες με τον πρώτο, σκέλος πρώτο και δεύτερο, από τη διάταξη αυτή, λόγο της αιτήσεώς τους. ΙΙ.- Κατά την έννοια του άρθρου 281 AK, κατά το οποίο η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά τον μεσολαβήσαντα χρόνο, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς να εμποδίζουν κατά νόμον τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού η συμπεριφορά αυτή τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο συνέπειες. Απαιτείται δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από την συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του, το ζήτημα δε αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να κρίνεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν εις βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της άσκησης του δικαιώματός του. Εξάλλου ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών δεν ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της απόφασης αναφέρονται χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας ή την άρνησή της. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι με το υπ' αριθμ. …/1994 προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και σύμβαση εργολαβίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ευδοκίας Παρσελιά-Παπαϊωάννου, όπως τροποποιήθηκε με το υπ' αριθμ. …/1994 όμοιο, οι ενάγουσες και ήδη αναιρεσείουσες ανέθεσαν στον μη διάδικο ήδη τότε πρώτο εναγόμενο εργολάβο Η. Ι. την ανέγερση πολυώροφης οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής σε οικόπεδό τους που βρίσκεται στην οδό ..., στη Θεσσαλονίκη, με τους αναφερομένους στο συμβόλαιο και στην απόφαση, ειδικότερους όρους και συμφωνίες, ότι εις εκτέλεση της σύμβασης αυτής ο εργολάβος προχώρησε στην ανέγερση της οικοδομής και αποπεράτωσε τους χώρους που περιέρχονταν κατά τη συμφωνία τους στον ίδιο (συνολικά οκτώ διαμερίσματα), ενώ δεν αποπεράτωσε στη συμφωνηθείσα προθεσμία και δεν παρέδωσε στις οικοπεδούχους-ενάγουσες τους χώρους της αντιπαροχής τους και τους κοινόχρηστους χώρους και τις εγκαταστάσεις της οικοδομής, και ότι κατόπιν τούτων και κάνοντας χρήση του σχετικού 9ου όρου της εργολαβικής σύμβασης οι ενάγουσες με την επιδοθείσα στον εργολάβο από 5-10-1996 εξώδικη καταγγελία τους κήρυξαν έκπτωτο τον εργολάβο και υπαναχώρησαν εγκύρως από τη σύμβαση, όπως άλλωστε τούτο είχε ήδη κριθεί με την υπ' αριθμ. 1604/2010 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Περαιτέρω το Εφετείο δέχθηκε τα εξής: "Με το υπ' αριθμ. …/22-6-1994 προσύμφωνο της ιδίας ως άνω συμβ/φου, ο εργολάβος υποσχέθηκε να πωλήσει και να μεταβιβάσει μέχρι 30-11-1995 στην δεύτερη εναγομένη Μ. χήρα Χ. Π. (πρώτη αναιρεσίβλητη) ένα διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου της μέλλουσας να αναγερθεί στο ανωτέρω οικόπεδο πολυορόφου οικοδομής, της οποίας οι εργασίες, κατά τον χρόνο καταρτίσεως του άνω προσυμφώνου, δεν είχαν αρχίσει ακόμη, εμβαδού μικτού 84,55 τ.μ. και καθαρού 66,47, τ.μ., με αντίστοιχο ποσοστό 90/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, αντί τιμήματος 10.000.000 δραχμών, το οποίο συμφωνήθηκε να καταβληθεί ως εξής: α) ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές εντός δύο ημερών από της καταρτίσεως του προσυμφώνου, που θα αποδεικνύεται με απλή απόδειξη, β) πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές στις 2-8-1994, γ) τρία εκατομμύρια (3.000.000) δραχμές στην τοιχοποϊία και υδραυλικά και δ) ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές, κατά την πλήρη λειτουργία της οικοδομής, όλων των δόσεων αποδεικνυομένων με απλές αποδείξεις του εργολάβου. Με δε το υπ' αριθ. 913/1-6-1995 προσύμφωνο της ιδίας συμβ/φου, ο εργολάβος υποσχέθηκε να πωλήσει και μεταβιβάσει μέχρι 30-8-1995 στον τρίτο εναγόμενο (δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων Δ. Μ. κ.λπ.) ένα διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου, με αριθμό εσωτερικής αρίθμησης δύο (2) της ιδίας οικοδομής, της οποίας οι εργασίες ευρίσκοντο κατά τον χρόνο καταρτίσεως του άνω προσυμφώνου "στο στάδιο της αποπερατώσεως", εμβαδού μικτού 32,54 τ.μ. και καθαρού 25,58, τ.μ., με αντίστοιχο ποσοστό 35/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, αντί τιμήματος 3.200.000 δραχμών, από το οποίο καταβλήθηκε κατά την υπογραφή του παραπάνω προσυμφώνου το ποσό των 300.000 δραχμών, το δε υπόλοιπο ποσό των 2.900.000 δραχμών συμφωνήθηκε να καταβληθεί με την παράδοση του διαμερίσματος αποπερατωμένου και κατάλληλου για χρήση (...). Τα διαμερίσματα αυτά παραδόθηκαν από τον εργολάβο αποπερατωμένα, από κατασκευαστικής πλευράς, στον τρίτο εναγόμενο στις 30-8-1995, στην δε δεύτερη εναγομένη σε προγενέστερο χρόνο (...). Έκτοτε οι εναγόμενοι εγκαταστάθηκαν ο καθένας στα παραπάνω διαμερίσματά τους, χωρίς όμως να έχει γίνει και σύνδεση των εν λόγω διαμερισμάτων με τα δίκτυα της Δ.Ε.Η. και της 'Υδρευσης (...), και για το λόγο αυτό χρησιμοποιούσαν αρχικά το εργοταξιακό νερό και ρεύμα, έγινε δε προσωρινή σύνδεση των διαμερισμάτων τους με τα άνω δίκτυα (...).Επίσης αποδείχθηκε ότι οι ενάγουσες μετά την υπαναχώρησή τους από την εργολαβική σύμβαση, με την από 4-12-1996 εξώδικο διαμαρτυρία - δήλωσή τους προς την δεύτερη και τρίτο των εναγομένων, στους οποίους επιδόθηκε στις 11-12-1996, καθώς και προς τους λοιπούς εκ προσυμφώνου αγοραστές, αναφερόμενες στην υπερημερία του εργολάβου, την υπαναχώρησή τους από την σύμβαση και στο γεγονός ότι αυτός εξακολουθούσε να εμφανίζεται ως εργολάβος της οικοδομής και να τους υπόσχεται, όπως πρόσφατα πληροφορήθηκαν, την μεταβίβαση, με οριστικά συμβόλαια, των διαμερισμάτων που προσυμφώνησε να τους πωλήσει, τους επεσήμαναν, επικαλούμενες και τους όρους της εργολαβικής σύμβασης, κατά λέξει ότι: "Η ενδεχόμενη οριστικοποίηση των προσυμφώνων σας είναι πλέον υπόθεση δικιά μας και όχι του πρώην εργολάβου. Γιατί, όπως αναφέρουμε και παραπάνω, μετά την έκπτωση του εργολάβου τα τυχόν υπάρχοντα κτίσματα επί του οικοπέδου, παραμένουν επ' ωφελεία των οικοπεδούχων", καθώς και ότι, εφόσον ο εργολάβος δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του, δεν υποχρεούνται οι ίδιες "να μεταβιβάσουν ποσοστά του οικοπέδου σε κανέναν". Επίσης, με την ίδια εξώδικο, διαμαρτυρήθηκαν προς τους παραπάνω αγοραστές (...). και επικαλούμενες περαιτέρω τις ελλείψεις των διαμερισμάτων της αντιπαροχής τους, το γεγονός ότι δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη εκ μέρους του εργολάβου η διαδικασία παραλαβής της οικοδομής από την Διεύθυνση Πολεοδομίας Θεσσαλονίκης και το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών που ο τελευταίος όφειλε προς το Ι.Κ.Α μέχρι την προτεραία της κηρύξεώς του εκπτώτου (30-10-1996), αλλά και ασφαλιστικές εισφορές που αντιστοιχούν σε 262 επιπλέον ημερομίσθια, τους κάλεσαν να συνεργαστούν με αυτές και να φροντίσουν να αποπερατωθούν οι χώροι της αντιπαροχής τους καθώς και να εξοφληθούν οι υποχρεώσεις του εργολάβου προς το Ι. Κ. Α μέσα σε εύλογο χρόνο, δηλώνοντας ότι σε αντίθετη περίπτωση θα ασκήσουν όλα τα νόμιμα δικαιώματά τους. Στην εξώδικο αυτή, δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε οι εναγόμενοι επικαλούνται, ότι απάντησε κάποιος από τους παραπάνω εκ προσυμφώνου αγοραστές, και ακολούθως ασκήθηκε από τις ενάγουσες ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης η υπ' αριθ. κατ. 204/7-2-1997 αίτησή τους κατά του εργολάβου, με την οποία ζητούσαν να ληφθούν σε βάρος του ασφαλιστικά μέτρα, προκειμένου να αναγνωρισθούν προσωρινά συννομείς και συγκάτοχοι των μη μεταβιβασθέντων σ' αυτόν ποσοστών της οικοδομής και του οικοπέδου, να διαταχθεί η αποβολή του και η εγκατάσταση των ιδίων στα εν λόγω ποσοστά, να αναγνωρισθεί προσωρινά η κήρυξη του εργολάβου εκπτώτου από το δικαίωμα συνεχίσεως των οικοδομικών εργασιών και να απαγορευθεί σ' αυτόν να εμφανίζεται ενώπιον οιασδήποτε υπηρεσίας και να ενεργεί ως εργολάβος - κατασκευαστής της οικοδομής. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε, κατόπιν αυτοψίας, που διενήργησε η Ειρηνοδίκης που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση, η υπ' αριθ. 423/1997 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, που έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση και την κύρια παρέμβαση, που, κατά την συζήτηση της αιτήσεως, άσκησαν οι δεύτερη και τρίτος των εναγομένων καθώς και οι προαναφερθέντες λοιποί εκ προσυμφώνου αγοραστές, διώκοντες την απόρριψη της εναντίον του εργολάβου αιτήσεως, απαγόρευσε προσωρινά στον τελευταίο την συνέχιση των οικοδομικών εργασιών και την εμφάνισή του ως εργολάβου ενώπιον οιασδήποτε υπηρεσίας, αποκρύπτοντας την έκπτωσή του, δεχόμενο ότι αυτός κατέστη υπερήμερος και ότι η υπαναχώρηση των εναγουσών, μετά την πάροδο της συμφωνημένης προθεσμίας των 22 μηνών (18+4), που είχε ήδη λήξει, όταν του επέδωσαν στις 31-10-1996 την προαναφερόμενη εξώδικό τους, επέφερε τη λύση της εργολαβικής συμβάσεως, ενώ περαιτέρω δέχθηκε ότι οι εκ προσυμφώνου αγοραστές, μεταξύ των οποίων και οι δεύτερη και τρίτος των εναγομένων, νομίμως κατέχουν τα διαμερίσματά τους, στα οποία εγκαταστάθηκαν με τη συναίνεση των εναγουσών και νομίμως τους παραδόθηκε από τον εργολάβο η νομή και κατοχή αυτών, εν γνώσει και με την έγκριση των εναγουσών οικοπεδούχων και ότι συνακόλουθα οι κυρίως παρεμβαίνοντες απέκτησαν πλέον δικαιώματα νομής και κατοχής σ' αυτά. Επίσης με την παραπάνω απόφαση τάχθηκε προθεσμία τριάντα ημερών, από την επίδοσή της, προς άσκηση τακτικής αγωγής, εντός δε της προθεσμίας αυτής οι ενάγουσες άσκησαν την υπ' αριθ. κατ. 21076/6-6-1997 αγωγή τους, που προαναφέρθηκε, κατά του εργολάβου και των εκ προσυμφώνου αγοραστών α) Α. Κ. και β) Σ. Μ. και Β. συζ. Σ. Μ., επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθ. 30735/2007 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που έκανε δεκτή την αγωγή, αναγνώρισε το έγκυρο της εκ μέρους των εναγουσών άσκησης, στις 31-10-1996, του δικαιώματός τους της συμβατικής υπαναχώρησης από την εργολαβική σύμβαση καθώς και την κυριότητά τους επί των προσυμφωνηθέντων προς τους παραπάνω εναγομένους από τον εργολάβο διαμερισμάτων, την νομή των οποίων τους υποχρέωσε να αποδώσουν στις ενάγουσες. Κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης ασκήθηκαν από τον εργολάβο και τους προαναφερθέντες αγοραστές εφέσεις, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ' αριθ. 1604/2010 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που απέρριψε κατ' ουσίαν αυτές, επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση. Ακολούθως οι ενάγουσες άσκησαν την ένδικη υπ' αριθ. κατ. 45620/2-11-2010 αγωγή τους κατά των ήδη εναγομένων, πλην όμως η άσκηση αυτής, με την οποία διώκουν, κατά τα προεκτεθέντα, την αναγνώριση της συγκυριότητάς τους επί των επιδίκων δύο διαμερισμάτων των εναγομένων και την απόδοση της νομής τους, είναι αντίθετη προς τις υπαγορευόμενες από την διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ αρχές της καλής πίστεως και των χρηστών συναλλακτικών ηθών καθώς και προς τον επιδιωκόμενο κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του ασκουμένου δι' αυτής δικαιώματος, ενόψει του ότι οι εδώ εναγόμενοι, κατά τον χρόνο της προς αυτούς επιδόσεως (11-12-1996) της εξωδίκου δηλώσεως των οικοπεδούχων, με την οποία τους γνωστοποιούσαν την κήρυξη εκπτώτου του εργολάβου, είχαν ήδη αμφότεροι εξοφλήσει ολοσχερώς το συμφωνηθέν τίμημα των διαμερισμάτων τους, ο μεν τρίτος εναγόμενος από 30-8-1995, η δε δεύτερη από 25-1-1996 (... ), εξόφληση που έγινε σε χρόνο ενόσω ο εργολάβος δεν είχε ακόμη καταστεί υπερήμερος (...). Όλο δε το χρονικό διάστημα από της εγκαταστάσεως των εναγομένων στα διαμερίσματά τους μέχρι της προς αυτούς επιδόσεως (11-12-1996) της άνω εξωδίκου των εναγουσών, οι τελευταίες δεν διετύπωσαν κάποια αντίρρηση για την ανωτέρω εγκατάστασή τους και επίσης δεν αντέδρασαν όταν οι εναγόμενοι μαζί με τους λοιπούς εκ προσυμφώνου και με οριστικά συμβόλαια αγοραστές τον Νοέμβριο του 1996 κατέβαλαν από κοινού χρήματα στο μηχανικό της οικοδομής, προκειμένου να διενεργηθεί αυτοψία για την προσωρινή σύνδεση των διαμερισμάτων τους με τα δίκτυα της Δ.Ε.Η και της ύδρευσης, όπως προκύπτει από την από 12-11-1996 απόδειξη που προσκομίζει ο τρίτος εναγόμενος, για το ποσό των 120.000 δραχμών που κατέβαλε στη δεύτερη εναγομένη για τον παραπάνω λόγο (...). Αλλά και μετά την επίδοση της άνω εξωδίκου, ενόψει του ότι ο εργολάβος είχε ουσιαστικά από τον Δεκέμβριο του 1995 εγκαταλείψει το έργο, οι εναγόμενοι και οι λοιποί με προσύμφωνα αγοραστές συνέβαλαν οικονομικά από κοινού και σε συνεργασία με τις ενάγουσες για την αποπεράτωση των κοινόχρηστων χώρων της οικοδομής καθώς και για την λειτουργία του ασανσέρ και της κεντρικής θέρμανσης, όπως κατηγορηματικά κατατέθηκε από τον έχοντα ιδίαν αντίληψη ως άνω μάρτυρα ανταπόδειξης, που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό του τρίτου εναγομένου, ο οποίος, λόγω της χρόνιας ψυχικής του πάθησης, είχε, για κάποια χρονικά διαστήματα, ανάγκη από τη συνδρομή τρίτου προσώπου προς διεκπεραίωση των υποθέσεών του, τις οποίες και επιμελούνταν ο εν λόγω μάρτυρας, ενώ κατέβαλαν προς την Δ.Ε.Η και ανεξόφλητους από τον εργολάβο λογαριασμούς ποσού 200.000 δραχμών. Η κρίση αυτή ενισχύεται και από το περιεχόμενο της παραπάνω εξωδίκου, στην οποία οι ενάγουσες καλούν τους εναγομένους και τους προαναφερθέντες εκ προσυμφώνου αγοραστές να συνεισφέρουν μόνον στην αποπεράτωση των διαμερισμάτων της αντιπαροχής τους και την εξόφληση προς το Ι.Κ.Α των οφειλομένων, κατά την εργολαβική σύμβαση, από τον εργολάβο ασφαλιστικών εισφορών, όχι δε και στην αποπεράτωση των άνω ελλείψεων, τις οποίες ουδόλως μνημονεύουν, ακριβώς διότι από κοινού σε προγενέστερο χρόνο τις αποκατέστησαν (...). Στη συνέχεια, οι εναγόμενοι, ανταποκρινόμενοι στο διατυπωθέν με την παραπάνω εξώδικο αίτημα των εναγουσών για την προς το Ι.Κ.Α εξόφληση των οφειλομένων από τον εργολάβο ασφαλιστικών εισφορών, συνεισέφεραν τα ποσά των 223.671 και 203.337 δραχμών. Με τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό και με το γεγονός ότι οι ενάγουσες από της εγκαταστάσεως των εναγομένων στα διαμερίσματά τους μέχρι την επίδοση προς αυτούς της άνω εξωδίκου (11-12-1996), τους διαβεβαίωσαν, παρά τα προβλήματα, που από 1-3-1996 ανέκυψαν στις σχέσεις τους με τον εργολάβο, ότι θα συμπράξουν στην κατάρτιση των οριστικών τους συμβολαίων, συνεργαζόμενοι μέχρι τότε ομαλά με τους δεύτερη και τρίτο των εναγομένων και αποδεχόμενοι την οικονομική συνεισφορά των τελευταίων για την αποπεράτωση των κοινόχρηστων μερών της οικοδομής και την εξόφληση των οφειλομένων από τον εργολάβο ασφαλιστικών εισφορών, χωρίς, πέραν της αιτηθείσης συνεισφοράς τους για τις παραπάνω αιτίες, να ζητήσουν και κάποιο πρόσθετο τίμημα, προς αντιμετώπιση της νέας οικονομικής καταστάσεως που δημιουργήθηκε γι' αυτούς από την υπερημερία του εργολάβου, καθώς και ότι παρήλθαν 13 και πλέον έτη από της ασκήσεως της υπ' αριθ. κατ. 21076/6-6-1997 αγωγής των εναγουσών κατά των προαναφερομένων λοιπών εκ προσυμφώνου αγοραστών, με το αυτό αίτημα, χωρίς στο διαρρεύσαν παραπάνω χρονικό διάστημα των 13 ετών να υπάρξει εκ μέρους τους κάποια όχληση προς τους εναγομένους ή άλλου είδους αντίδραση απέναντί τους, ευλόγως δημιουργήθηκε στους τελευταίους η πεποίθηση ότι οι ενάγουσες τους αναγνώριζαν ως κυρίους των επιδίκων διαμερισμάτων και ότι δεν πρόκειται να ασκήσουν και εναντίον τους την ένδικη αξίωσή τους, παρά την διατυπωθείσα στην προγενέστερη ως άνω αγωγή τους επιφύλαξη, παρίσταται καταχρηστική, εκτός των ανωτέρω και διότι η ανατροπή της καταστάσεως που διαμορφώθηκε και έχει διαρκέσει άνω της 15ετίας από της εγκαταστάσεως των εναγομένων στα παραπάνω διαμερίσματά τους, το έτος 1995, μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (2010), θα έχει δυσμενείς γι' αυτούς συνέπειες, αφού θα απωλέσουν ένα ικανό περιουσιακό στοιχείο για την αγορά του οποίου η μεν δεύτερη εναγομένη διέθεσε όλες τις οικονομίες της, ενώ το διαμέρισμα του τρίτου εναγομένου αγοράσθηκε, λόγω της χρόνιας ψυχικής του πάθησης και της εξ αυτής οικονομικής του αδυναμίας αποκλειστικά με δικά τους χρήματα, πλέον των χρηματικών ποσών που λόγω της υπερημερίας του εργολάβου επιπλέον διέθεσαν και τα οποία σε αντίθετη περίπτωση δεν θα κατέβαλαν". Υπό τις παραδοχές του αυτές, βάσει των οποίων το Εφετείο δέχθηκε την εκ του άρθρου 281 του ΑΚ ένσταση των αναιρεσιβλήτων και απέρριψε την ένδικη διεκδικητική αγωγή των αναιρεσειουσών, το δικαστήριο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς αιτιολογίες εκθέτοντας στην ελάσσονα πρότασή του χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που καλύπτουν τα στοιχεία τα οποία απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοσθέντος ως άνω κανόνα ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 281 του ΑΚ για την επέλευση της έννομης συνέπειας την οποία απήγγειλε το Εφετείο. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες με τον δεύτερο, από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς του είναι αβάσιμα και απορριπτέα. ΙΙΙ. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 3-2-2014 αίτηση των Ε. Π. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2391/2013 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Δεκεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος. Έννοια άρθρου 281 Α.Κ. Επανυποβολή ισχυρισμών προηγούμενης συζήτησης. Δεν θεωρείται προηγούμενη συζήτηση εκείνη κατά την οποία το δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Μη εφαρμογή άρθρου 240 ΚΠολΔ στην περίπτωση αυτή. Αναίρεση. Λόγοι από τους αριθμούς 8 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αβάσιμοι. Κρίση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ στην εξεταζόμενη περίπτωση( Επικυρώνει Εφ. Θεσσ. 2391/2013).
Προτάσεις
Ένδικο μέσο, Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Προτάσεις.
0
Αριθμός 51/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα. Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 10 Δεκεμβρίου 2014, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Σ. Π. του Α., κατοίκου ... και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Μιχαλόπουλο για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την υπ' αριθμ. 372-390/2009 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιουλίου 2014 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 798/2014. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη με αριθμό 108/25.9.2014, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "-Εισάγοντας, ενώπιον Σας, κατά τα άρθρα 527 § 3 εδ. β', 528 § 1 εδ. α' και 529 ΚΠΔ, την από 4-7-2014 αίτηση Σ. Π. του Α., κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού, την οποίαν υπέβαλε δια της Γραμματείας του παραπάνω Καταστήματος- περί επαναλήψεως προς το συμφέρον αυτού της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ' αριθ. 372, 373, 374, 375, 380-387, 388, 389, 390/2009, αμετάκλητη ήδη, καταδικαστική απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών (καθόσον η ασκηθείσα κατ' αυτής αναίρεσή του, απορρίφθηκε με την 779/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου)-, εκθέτουμε τ' ακόλουθα: Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 525 § 1 ΚΠΔ, "Η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα μόνο στις εξής περιπτώσεις 1)....2) αν ύστερα από την οριστική καταδίκη κάποιου, αποκαλύφθηκαν νέα άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν γεγονότα ή αποδείξεις τα οποία μόνα τους, ή σε συνδυασμό με εκείνα, που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάσθηκε είναι αθώος, ή καταδικάσθηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο, που πραγματικά τέλεσε" (Α.Π. 1277/2008). -"Νέα γεγονότα ή αποδείξεις", που είναι ταυτόσημες έννοιες, είναι εκείνα που, είτε προϋπήρχαν της καταδίκης, αλλά ήσαν άγνωστα, είτε ανακαλύφθηκαν μετά την καταδίκη . Στην κατηγορία αυτή υπάγονται καταθέσεις νέων μαρτύρων ή συμπληρωματικές και διευκρινιστικές καταθέσεις όσων έχουν καταθέσει, νέα έγγραφα ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως τα οποία (νέα στοιχεία ) είτε μόνα τους είτε σε συνδυασμό με όσα προϋπήρχαν είναι βέβαιο, και όχι πιθανό, ότι οδηγούν στην αθώωση του κατ/νου . Αν όμως τα νέα γεγονότα ή αποδείξεις υποβλήθηκαν ρητά ή έμμεσα, στην κρίση του δικαστηρίου που καταδίκασε τον αιτούντα και απορρίφθηκαν από αυτό, έστω και εσφαλμένα, τότε δεν θεωρούνται νέα και κατά συνέπεια δεν μπορεί να αποτελέσουν την βάση για επανάληψη της διαδικασίας (ΑΠ 1300/2009, ΑΠ 444/2009, ΑΠ 263/2009, ΑΠ 1094/2006, ΑΠ 1139/2003, Π. Τσιρίδης: "Η επανάληψη της διαδικασίας προς όφελος του καταδικασθέντος (Νοβ. 44. 778 και επ., Δαλακούρας: "Περί των νέων και άγνωστων γεγονότων ή αποδείξεων στην επανάληψη της διαδικασίας " Υπερ. 1995/673, Δαλακούρας: "Η επανάληψη διαδικασίας 2007, σελ. 214 και 215 ). -Είναι όμως, ανεπίτρεπτη -μέσω της διαδικασίας της επαναλήψεως της διαδικασίας- η επιδίωξη του καταδικασθέντος να υπάρξει απλά ένας νέος ουσιαστικός επανέλεγχος της κατηγορίας (ΑΠ 2482/2008, ΑΠ 788/08). ΙΙ. Επομένως, η υπό κρίση αίτηση με την οποία ο αιτών ζητεί την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την, αμετάκλητη ήδη, υπ' αριθ. 372, 373, 374, 375, 380-387, 388, 389, 390/2009, του ΜΟΕ Αθηνών, γιατί -κατά τα λεγόμενά του- μετά την καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν " νέες αποδείξεις", που καθιστούν φανερό ότι αυτός, είναι αθώος των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκε, είναι νόμιμη -σύμφωνα με τις προμνησθείσες διατάξεις, των άρθρων 527 §3 και 528 § 1 του ΚΠΔ- αρμοδίως δε και παραδεκτώς, εισάγεται ενώπιον Σας, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία. ΙΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το ΜΟΕ Αθηνών με την ανωτέρω απόφασή του, κήρυξε ενόχους τους: 1) Ι. Σ. απόπειρας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή σε βάρος των Α. Τ. και Δ. Ν., απόπειρας κακουργηματικής εκβιάσεως κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, από κοινού, σε βάρος του Π. Μ., συμμορίας, παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας κατά συρροή, 2) Ε. Κ. απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή σε βάρος των ανωτέρω, απόπειρας κακουργηματικής εκβιάσεως κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση, από κοινού, σε βάρος του Π. Μ., συμμορίας και παράνομης οπλοφορίας και 3) Σ. Π. ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή σε βάρος των ανωτέρω, ηθικής αυτουργίας σε απλή συνέργεια σε απόπειρα ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο κατά συρροή σε βάρος των ανωτέρω, απόπειρας πλημμεληματικής εκβιάσεως σε βάρος του Α. Τ., κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση, ηθικής αυτουργίας σε παράνομη οπλοφορία κατά συρροή και ηθικής αυτουργίας σε οπλοχρησία κατά συρροή και τους καταδίκασε σε συνολική ποινή καθείρξεως 21 ετών και 10 μηνών, 17 ετών και 29 ετών και 1 μηνός (με εκτιτέα 25 έτη), αντιστοίχως, και χρηματική 1.000, 1.000 και 1.500 ευρώ, αντιστοίχως(αρθ. 1, 13γ'-στ', 14, 16, 17, 18, 26§1α', 27§1α'-, 42, 45, 46§1α', 47§1α, 94§1, 96§1, 98, 187§3, 216§§1-3β, 299§1, 385§1β'-γ'του ΠΚ και άρθρ.1§1 α'- δ', 10§§1-2, 13α, 14 ν.2168/1993, ως ισχύουν). -Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Μικτό Ορκωτό Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, μετά την παράθεση νομικής σκέψεως, ανελέγκτως, τα εξής: ".....Στις 31-1-2003 και ώρα 00.45' περίπου ο μάρτυρας κατηγορίας Π. Μ., ο οποίος διατηρούσε στην οδό ... αριθ. 5, στην Αθήνα (περιοχή ...), κατάστημα (μπαρ) με το διακριτικό τίτλο "...", δέχθηκε στο πιο πάνω κατάστημά του την επίσκεψη του πρώτου κατηγορουμένου Ι. Σ., τον οποίο γνώριζε από διετίας ως εργαζόμενο στην είσοδο του μπαρ "..." και μάλιστα όχι μόνο κατ' όψιν αλλά και ονομαστικά. Κατά την επίσκεψή του αυτή ο πρώτος κατηγορούμενος συνοδευόταν από το δεύτερο Ε. Κ., τον οποίο ο Π. Μ., δεν γνώριζε μέχρι τότε και οποίος του συστήθηκε ως "Μ.", αλλά και από άλλα σωματώδη άτομα (περίπου δέκα), η ταυτότητα των οποίων δεν κατέστη δυνατό να διακριβωθεί και με τα οποία είχαν ενωθεί για να διαπράξουν σε βάρος του Π. Μ. το αδίκημα της εκβιάσεως. Ειδικότερα και οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι δήλωσαν στον Π. Μ., ότι εφεξής θα αναλάβουν την προστασία της επιχειρήσεώς του για την αποτροπή προκλήσεως βλάβης αυτής από τρίτα πρόσωπα. Του δήλωσαν δε ότι "έχουν γνωστούς στο Εκβιαστών να μην κάνει το λάθος να μιλήσει στην αστυνομία", ενώ η όλη στάση και παρουσία τους και ιδίως το γεγονός ότι συνοδεύονταν από σωματώδη άτομα καθιστούσε σαφές ότι η μη συμμόρφωσή του θα επέφερε βλάβη στην επιχείρησή του και στον ίδιο. Ο Π. Μ. αρχικά προσπάθησε να αρνηθεί αλλά στη συνέχεια, φοβούμενος τις συνέπειες, δέχθηκε να τους δώσει τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου, όπως του ζήτησαν. Στο διάστημα που επακολούθησε και μέχρι τις 13-2-2003 ο δεύτερος κατηγορούμενος τηλεφωνούσε επανειλημμένα στον Π. Μ. και του ζητούσε να του καταβάλει για την προστασία της επιχειρήσεώς του το ποσό των 200 ευρώ εβδομαδιαίως. Επειδή δε εκείνος αρνούνταν, τηλεφώνησε στη σύζυγό του και της είπε "πες στον άντρα σου να μας δώσει αυτά που θέλουμε, διαφορετικά θα έχει πρόβλημα η οικογένειά του". Στις 13-2-2003 ο δεύτερος κατηγορούμενος τηλεφώνησε στον Π. Μ. και του ζήτησε να συναντηθούν στη ... . Ο τελευταίος δέχθηκε και, συνοδευόμενος από το γιο του ..., το βράδυ της ίδιας ημέρας συναντήθηκε με τους δύο πρώτους κατηγορουμένους σε ένα ζαχαροπλαστείο στη ..., όπου αυτοί επανέλαβαν τις προαναφερθείσες εκβιαστικές αξιώσεις τους. Όμως ο Π. Μ. δεν υπέκυψε στις αξιώσεις αυτές αλλά αντίθετα στις 18-2-2003 τους κατήγγειλε στην αστυνομία και ειδικότερα τον μεν πρώτο ονομαστικά διότι, όπως προαναφέρθηκε τον γνώριζε από διετίας, τον δε δεύτερο αναγνώρισε από φωτογραφίες προσεσημασμένων προσώπων, οι οποίες του επιδείχθηκαν από τους αστυνομικούς. Εν τούτοις οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι συνέχισαν τις πιέσεις προς αυτόν μέχρι τις 25-5-2003, μάλιστα δε ο δεύτερος του τηλεφώνησε απειλητικά, λέγοντάς του "θα σε γαμήσω όταν σε πετύχω, θα έρθω στο σπίτι σου και θα δεις τι θα πάθεις". Από δε την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος της εκβιάσεως, προϋπόθεση που συντρέχει και επί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, όπως στην προκειμένη περίπτωση (...), αλλά και από την υποδομή που οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως αυτής, όπως το γεγονός ότι είχαν μεριμνήσει να συνοδεύονται από μεγάλο αριθμό σωματωδών ατόμων, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος αλλά και σταθερή ροπή τους για τη διάπραξη του εγκλήματος της εκβιάσεως ως στοιχείο της προσωπικότητάς τους. Για τα πιο πάνω με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα είχε καταθέσει κατά την προδικασία ο Π. Μ., ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, κατονόμασε τον πρώτο κατηγορούμενο, αναγνώρισε δε ανεπιφύλακτα το δεύτερο από φωτογραφίες οι οποίες του επιδείχθηκαν από τους αστυνομικούς. Όμως με τις καταθέσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του παρόντος δικαστηρίου αναίρεσε πλήρως εκείνες της προδικασίας, όταν δε του υποδείχθηκε τούτο με την ανάγνωση σχετικών περικοπών των προηγούμενων καταθέσεών του, προέβαλε διάφορες ασαφείς και μη πειστικές δικαιολογίες. Η πλήρης μεταστροφή των καταθέσεων του πιο πάνω μάρτυρα, που είναι συνήθης σε θύματα τέτοιου είδους πράξεων, μπορεί να αποδοθεί στο φόβο που αισθάνεται, ενόψει και του γεγονότος ότι συνεχίζει την επαγγελματική του δραστηριότητα σε νυκτερινά κέντρα, σε συνδυασμό με το ότι κατηγορούμενοι έδρασαν από κοινού με άλλα άτομα, τα οποία παραμένουν άγνωστα και ακόμα ελεύθερα. Η κρίση του δικαστηρίου για τα πιο πάνω δεν αναιρείται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η μεν μάρτυρας υπερασπίσεως Χ. Σ., μητέρα του πρώτου κατηγορουμένου, δεν καταθέτει ο,τιδήποτε σχετικά με την πιο πάνω κατηγορία, οι ίδιοι δε οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι με τις απολογίες τους δεν έδωσαν εύλογες και πειστικές εξηγήσεις για τις πιο πάνω πράξεις τους, επωφελούμενοι της μεταστροφής της καταθέσεως του Π. Μ.. Περαιτέρω ... αποδείχτηκαν ... τα εξής πραγματικά περιστατικά: Το καλοκαίρι του έτους 2001 ο μάρτυρας κατηγορίας και πρωτοδίκως παραστάς ως πολιτικώς ενάγων Α. Τ., ο οποίος διατηρούσε επιχείρηση εμπορίας χρωμάτων, ξυλείας και επίπλων στην οδό ... αριθ. 2 και ... στην Αθήνα (περιοχή ...), ανέλαβε εργολαβικά την εκτέλεση ξυλουργικών εργασιών και εργασιών διακοσμήσεως στο γυμναστήριο που διατηρούσε στη ... αριθ. 106, στα ..., ο τρίτος κατηγορούμενος Σ. Π., υπό τη μορφή ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ευ Πλάθειν Ανώνυμη Εταιρεία Εκμετάλλευσης Αθλητικών Κέντρων Α.Ε.". Τα συνεργεία του Α. Τ., συνέχισαν να εργάζονται στο πιο πάνω γυμναστήριο του τρίτου κατηγορουμένου και το επόμενο καλοκαίρι του έτους 2002 ενώ ήδη λειτουργούσε το γυμναστήριο, διότι ο τρίτος κατηγορούμενος του ανέθεσε και πρόσθετες εργασίες. Παράλληλα ο τρίτος κατηγορούμενος είχε αναθέσει στο Χ. Μ., εργολάβο οικοδομών, την εκτέλεση διάφορων οικοδομικών εργασιών στον ίδιο χώρο. Η συμφωνημένη αμοιβή για τις εργασίες που εκτέλεσε ο Χ. Μ. ανήλθε στο ποσό των 156.000 ευρώ και για εκείνες που εκτέλεσε ο Α. Τ. στο ποσό των 45.000 ευρώ περίπου. Εν τω μεταξύ ο τρίτος κατηγορούμενος, για να πραγματοποιήσει τα επιχειρηματικά του σχέδια, είχε προσφύγει σε δανεισμό από Τράπεζες, όμως δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. Για το λόγο αυτό, επωφελούμενος της συνεργασίας του με τον Α. Τ., ζήτησε από τον τελευταίο να ανταλλάσσουν επιταγές ευκολίας προκειμένου, καταθέτοντας αυτές που του έδινε ο τελευταίος στις Τράπεζες με τις οποίες είχε συναλλαγή, να εξασφαλίζει τη συνέχιση του δανεισμού του. Η οφειλή του από την αιτία αυτή, ενόψει του ότι όσες επιταγές δόθηκαν από αυτόν στον Α. Τ. δεν καλύφθηκαν και κάθε φορά τις αντικαθιστούσε με νέες, ανήλθε στο ποσό των 70.000 ευρώ. Εξάλλου, για να καλύψει την οφειλή του προς το Χ. Μ., ο τρίτος κατηγορούμενος παρέδωσε και σ' αυτόν μεταχρονολογημένες επιταγές, τις οποίες στη συνέχεια δεν μπορούσε να καλύψει. Στην προσπάθειά του να μην εμφανιστούν αυτές στην πληρώτρια Τράπεζα, πρότεινε στο Χ. Μ. και αυτός το δέχθηκε, να καταθέσει σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε ο τελευταίος στην Τράπεζα "ALPHA ΒΑΝΚ" το ποσό των 5.000 ευρώ. Όμως, χωρίς να ενημερώσει σχετικά το Χ. Μ., κατέθεσε σε μετρητά μόνο 1.000 ευρώ, έναντι δε των υπολοίπων 4.000 ευρώ κατέθεσε στο λογαριασμό του Χ. Μ. με τον αριθμό ... μία ισόποση επιταγή της Τράπεζας "EUROBANK" με τον αριθμό ... που φερόταν ότι είχε εκδοθεί στην Αθήνα στις 14-2-2003 σε διαταγή του Χ. Μ. και έφερε μία δυσανάγνωστη υπογραφή στη θέση του εκδότη, ως προερχόμενη από αυτόν (τον τρίτο κατηγορούμενο). Τα στοιχεία αυτής της επιταγής τέθηκαν από τον τρίτο κατηγορούμενο, ο οποίος μάλιστα στη συνέχεια, αφού την οπισθογράφησε, θέτοντας απομίμηση της υπογραφής του φερόμενου, ως λήπτη Χ. Μ., στη θέση της πρώτης οπισθογραφήσεως, εμφάνισε αυτήν στην πιο πάνω Τράπεζα και παραπλανώντας τους υπαλλήλους ως προς τη γνησιότητά της, πέτυχε να κατατεθεί το προϊόν της στον πιο πάνω λογαριασμό του, επ' ονόματι του. Η επιταγή αυτή, όπως εκ των υστέρων πληροφορήθηκε τηλεφωνικά ο Χ. Μ. από το ΣΤ, δικαιούχο του λογαριασμού, όπου συρόταν η επιταγή, είχε κλαπεί λευκή, από την κατοχή του και ήταν πλαστή, ως προς όλα τα στοιχεία της, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχαν τεθεί από τον τρίτο κατηγορούμενο. Στη συνέχεια ο τρίτος κατηγορούμενος, προκειμένου να κατασιγάσει τις εύλογες ανησυχίες του Χ. Μ. (τόσο για την εξόφληση της προς αυτόν οφειλής όσο και για την τυχόν δικαστική εμπλοκή του, δεδομένου ότι φαινόταν να έχει καταθέσει στο λογαριασμό του κλεμμένη και πλαστογραφημένη επιταγή), αφού ισχυρίστηκε, ότι δεν γνώριζε τίποτα για την προέλευση της επιταγής, του έδωσε έναντι της οφειλής του άλλες δύο επιταγές της Εμπορικής Τράπεζας, ήτοι μία με τον αριθμό ..., στην οποία είχε συμπληρώσει αριθμητικά το ποσό των 7.000 ευρώ και είχε θέσει την υπογραφή του εκδότη και μία με τον αριθμό ... την οποία του παρέδωσε μόνο με την υπογραφή του εκδότη, αφήνοντας ασυμπλήρωτο το ποσό για να δείξει στο Χ. Μ. ότι τον εμπιστεύεται και ότι πρέπει και αυτός να τον εμπιστευθεί και να δεχθεί τις νέες επιταγές. Πράγματι ο Χ. Μ., μη έχοντας και άλλη επιλογή για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του, πήρε τις επιταγές. Όμως, επειδή η εμπιστοσύνη του προς τον τρίτο κατηγορούμενο είχε πλέον κλονισθεί, φρόντισε να ελέγξει ποιος ήταν ο δικαιούχος των λογαριασμών στους οποίους σύρονταν. Έτσι διαπίστωσε ότι η μεν πρώτη επιταγή προερχόταν από στέλεχος επιταγών που είχε αφαιρεθεί με ληστεία στις 20-12-2002 από τον κατασκευαστή πολυκατοικιών ΣΤ μαζί με τις σφραγίδες των επιχειρήσεων με τις επωνυμίες "Αφοί Κ. Ο.Ε." και "Α.Π. και Αφοί Κ. Ο.Ε.", των οποίων ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, η δε δεύτερη επιταγή προερχόταν από στέλεχος επιταγών που ανήκε στον επιχειρηματία Σ. Π., από τον οποίο είχε κλαπεί κατά το διάστημα από 30-11-2002 έως 1-12-2002. Τις επιταγές αυτές ο Χ. Μ., τις φωτοτύπησε και τις επέστρεψε στον τρίτο κατηγορούμενο στις 5-3-2003, αφού προηγουμένως ζήτησε από τον τελευταίο να δηλώσει ενυπόγραφα πάνω στη φωτοτυπία ότι παρέλαβε τα σώματα των εν λόγω επιταγών που τα είχε δώσει στις 25-2-2003 έναντι λογαριασμού για τις εργασίες που είχαν γίνει στην επιχείρηση του, γιατί ύστερα από έλεγχο που έκανε ο Χ. Μ., "ευρέθησαν μη νόμιμες". Περαιτέρω για την κάλυψη της οφειλής του προς τον Α. Τ. ο τρίτος κατηγορούμενος είχε μεταβιβάσει σ' αυτόν πολλές επιταγές του που δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων. Μεταξύ αυτών έδωσε στον Α. Τ., τις προαναφερθείσες επιταγές με τους αριθμούς ... και ... τις οποίες του είχε επιστρέψει ο Χ. Μ., αλλά τώρα είχε προσθέσει και πάλι αυθαίρετα στη μεν πρώτη ως τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ως ημερομηνία εκδόσεως την 15-3-2003, το ποσό των 7.000 ευρώ που υπήρχε αριθμητικώς τώρα και ολογράφως και ως λήπτη τον Α. Τ., στη δε δεύτερη που ήταν λευκή ως προς όλα τα στοιχεία της πλην της φερόμενης ως υπογραφής του εκδότη, πρόσθεσε ως τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ως ημερομηνία εκδόσεως την 30-4-2003, ως ποσό αριθμητικώς και ολογράφως αυτό των 13.000 ευρώ και ως λήπτη τον Α. Τ.. Ακόμα του έδωσε και τις επιταγές με τους αριθμούς ... και ... επίσης της Εμπορικής Τράπεζας, που είχαν αφαιρεθεί και αυτές η πρώτη από τον Μ. Κ. και η δεύτερη από το Σ. Π.. Ειδικότερα στην επιταγή με τον αριθμό ... έθεσε ως τόπο εκδόσεως την ... ως ημερομηνία εκδόσεως την 10-3-2003, το ποσό των 13.500 ευρώ αριθμητικώς και ολογράφως, στην ένδειξη "πληρώστε με την επιταγή αυτή σε διαταγή" τη φράση "εμού του ιδίου" και τέλος στη θέση του εκδότη και του πρώτου οπισθογράφου δυσανάγνωστη υπογραφή, ως προερχόμενη από το δικαιούχο του λογαριασμού όπου συρόταν η εν λόγω επιταγή, δηλαδή το Μ. Κ., εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση αυτού, αφού όπως προαναφέρθηκε ήταν προϊόν ληστείας. Εξάλλου στην επιταγή με τον αριθμό ... έθεσε ως τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ως ημερομηνία εκδόσεως την 30-3-2003, ως ποσό, αριθμητικώς και ολογράφως, αυτό των 14.637 ευρώ, στην ένδειξη "πληρώστε με την επιταγή αυτή σε διαταγή" τη φράση "εμού του ιδίου" και στη θέση του εκδότη αλλά και του πρώτου οπισθογράφου την υπογραφή του Μ. Κ. κάτω από τη σφραγίδα της εταιρείας "Α.Π. και Αφοί Κ. Ο.Ε.", ως νομίμου εκπροσώπου αυτής, εν αγνοία του βέβαια και χωρίς τη συναίνεσή του και στη συνέχεια έθεσε απομιμήσεις των υπογραφών των νομίμων εκπροσώπων των εταιρειών με τις επωνυμίες "Θεσσαλία Α.Ε." και "Προφίλ Α.Ε." ως διαδοχικών οπισθογράφων, χωρίς αυτοί να το γνωρίζουν και χωρίς τη συναίνεσή τους. Εξάλλου τον Ιανουάριο του έτους 2003 ο τρίτος κατηγορούμενος παρέδωσε στον παλαιό του γνώριμο Β. Π. την επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας με τον αριθμό ..., για να την προεξοφλήσει μέσω των συναλλαγών του με τη δική του Τράπεζα. Και η επιταγή αυτή ήταν από εκείνες που είχαν αφαιρεθεί με ληστεία από το Μ. Κ. σ' αυτήν δε ο τρίτος κατηγορούμενος συμπλήρωσε παράνομα ως τύπο εκδόσεως την Αθήνα, ως ημερομηνία εκδόσεως την 30-5-2003, ως ποσό αυτό των 6.875 ευρώ αριθμητικώς και στη θέση του εκδότη, κατ' απομίμηση, την υπογραφή του Μ. Κ. ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας "Α.Π. και Αφοί Κ. Ο.Ε.", Εν τω μεταξύ ο κατηγορούμενος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με το Β. Π., για την πώληση σ' αυτόν της επιχειρήσεως του γυμναστηρίου και για το λόγο αυτό το Φεβρουάριο του έτους 2003 ο τελευταίος του κατέβαλε το ποσό των 150.000 ευρώ. Στη συνέχεια όμως ο κατηγορούμενος δεν προχώρησε στη μεταβίβαση του γυμναστηρίου προς το Β. Π. και δεν του απέδωσε το προαναφερθέν ποσό των 150.000 ευρώ. Το Μάρτιο του έτους 2003 ο Β. Π. προσπάθησε να εισπράξει το ποσό της επιταγής με τον αριθμό ... για την εν μέρει απόσβεση της απαιτήσεως του προς απόδοση του ποσού των 150.000 ευρώ. Τότε όμως διαπίστωσε και αυτός ότι η επιταγή είχε εκφύγει από την κατοχή του Μ. Κ. με ληστεία και είχε πλαστογραφηθεί από τον τρίτο κατηγορούμενο. Στις πιο πάνω πράξεις του προέβη ο τρίτος κατηγορούμενος με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος συνολικού ύψους 59.048 ευρώ, όσο και το ποσό των επιταγών, βλάπτοντας αντίστοιχα τους κομιστές των επιταγών. Από την επανειλημμένη δε τέλεση της πιο πάνω αξιόποινης πράξεως της πλαστογραφίας, προϋπόθεση που συντρέχει και επί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, όπως προαναφέρθηκε, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος αλλά και σταθερή ροπή του για τη διάπραξη του εγκλήματος της πλαστογραφίας ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Περαιτέρω ο Α. Τ. περί τις 17-3-2003 μετέβη στην πληρώτρια Τράπεζα με μία από τις προαναφερθείσες επιταγές που του είχε μεταβιβάσει ο τρίτος κατηγορούμενος προκειμένου να την εμφανίσει προς πληρωμή, εκεί όμως πληροφορήθηκε την παράνομη προέλευσή της. Αφού προέβη σε σχετικό έλεγχο και για τις άλλες επιταγές και διαπίστωσε ότι όλες ήταν προϊόντα κλοπής ή ληστείας και πλαστογραφημένες, επικοινώνησε με τη δικηγόρο του προκειμένου να επιδιώξει δικαστικά την είσπραξή τους. Την ίδια ημέρα (17-3-2003) τηλεφώνησε στον τρίτο κατηγορούμενο, στον οποίο διαμαρτυρήθηκε έντονα, ανακοινώνοντάς του την πρόθεσή του να προσφύγει στο δικαστήριο για την ικανοποίηση των αξιώσεών του. Τότε ο τρίτος κατηγορούμενος, επιχειρώντας να τον εξαναγκάσει να μην προχωρήσει στη σφράγιση των επιταγών, του απηύθυνε την απειλητική φράση "αν τολμήσεις να μου σφραγίσεις μια επιταγή, θα φύγεις από τη ζωή. Πάρε την οικογένειά σου και φύγε με το πρώτο αεροπλάνο μακριά από την Ελλάδα". Όμως η πράξη του αυτή (της απλής εκβιάσεως) δεν ολοκληρώθηκε από λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους της θελήσεώς του και συγκεκριμένα διότι ο Α. Τ. δεν παραιτήθηκε από τη δικαστική επιδίωξη της απαιτήσεώς του. Στις 18:00' περίπου της επομένης (18-3-2003) ο Α. Τ., βρισκόταν στο πιο πάνω κατάστημα του στην οδό ... αριθ. 2 και ... και συγκεκριμένα καθόταν σε ένα γραφείο που υπήρχε πίσω από τον πάγκο του καταστήματος, μπροστά δε από το γραφείο, με γυρισμένη την πλάτη του προς τον πάγκο αλλά και προς την είσοδο του καταστήματος, καθόταν ο Δ. Ν., πωλητής χρωμάτων, με τον οποίο εκείνη την ώρα συνεργαζόταν. Την ίδια ώρα ερχόταν προς το κατάστημα ο μάρτυρας κατηγορίας K. J., αδελφός και συνεργάτης του Α. Τ., ο οποίος, όταν στάθμευσε το αυτοκίνητό του, διαπίστωσε ότι στο πεζοδρόμιο έξω από το κατάστημα στέκονταν δύο άγνωστα άτομα, καθώς και οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, τους οποίους αναγνώρισε, διότι τους έβλεπε στο γυμναστήριο του τρίτου κατηγορουμένου, όπου είχε εργασθεί και ο ίδιος ως συνεργάτης του αδελφού του. Επειδή γνώριζε τη διένεξη του αδελφού του με τον τρίτο κατηγορούμενο και επειδή, όπως ήδη έχει εκτεθεί, αναγνώρισε τους δύο πρώτους κατηγορουμένους, μπήκε γρήγορα στο κατάστημα φωνάζοντας στον αδελφό του "ο Π. σου έστειλε μπράβους". Ο Α. Τ. στράφηκε προς την πόρτα, απ' όπου είδε να μπαίνουν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, κρατώντας ο καθένας από ένα πιστόλι, το οποίο έφεραν μαζί τους παράνομα, δηλαδή χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, ενώ τα δύο άγνωστα άτομα έμειναν στην είσοδο του καταστήματος. Ο δεύτερος κατηγορούμενος στάθηκε στο μέσο του πάγκου του καταστήματος με το πιστόλι στο χέρι, χωρίς να κάνει χρήση του και χωρίς να μιλήσει καθόλου, ενθαρρύνοντας έτσι με την παρουσία του τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος, προβλέποντας ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα της κατωτέρω πράξεως του την πρόκληση του θανάτου του Α. Τ. και του Δ. Ν., αποτέλεσμα το οποίο επιδοκίμαζε, κινήθηκε προς το άκρο του πάγκου κρατώντας το πιστόλι και μόλις έφθασε εκεί, αφού απηύθυνε στο μηνυτή τη φράση "έλα βγες έξω μαλάκα, θα ξαναπάς στην Τράπεζα;", ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση που επέτρεπε την πλήρη σκέψη, έστρεψε το πιστόλι του κατά του Α. Τ. και, σκοπεύοντας, πυροβόλησε κατ' αυτού τη στιγμή που ο τελευταίος πεταγόταν από την καρέκλα του φωνάζοντας "όπλα". Έτσι ο πρώτος κατηγορούμενος αστόχησε και η βολίδα κτύπησε κάποιους υαλοπίνακες που ήταν ακουμπισμένοι στον τοίχο πίσω από το γραφείο. Στη συνέχεια ο πρώτος κατηγορούμενος, σκοπεύοντας και πάλι από μικρή απόσταση, πυροβόλησε για δεύτερη φορά τον Α. Τ., τον οποίο αυτή τη φορά τραυμάτισε. Εν τω μεταξύ ο μεν K. J. είχε πέσει στο έδαφος για να καλυφθεί, ο δε Δ. Ν., ο οποίος δεν είχε δει από την αρχή τους δύο πρώτους κατηγορουμένους και δεν είχε αντιληφθεί μέχρι τότε τι συνέβαινε, πετάχτηκε όρθιος και στράφηκε προς αυτούς, σηκώνοντας ψηλά τα χέρια του. Τότε ο πρώτος κατηγορούμενος, βρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και σκοπεύοντας ακόμα μία φορά από κοντινή απόσταση κατά του Δ. Ν., τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε. Όμως το πιο πάνω αποτέλεσμα, το οποίο ο πρώτος κατηγορούμενος προέβλεψε ως ενδεχόμενο και το οποίο αυτός επιδοκίμαζε, δηλαδή η θανάτωση των πιο πάνω παθόντων, δεν επήλθε για λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους της θελήσεώς του και συγκεκριμένα επειδή οι παθόντες τραυματίστηκαν αλλά δεν επλήγησαν σε καίρια σημεία του σώματος τους. Ειδικότερα ο μεν Α. Τ. τραυματίστηκε στο μηρό του δεξιού του ποδιού και του προκλήθηκε διαμπερές τραύμα, ήτοι κυκλικό τραύμα διαμέτρου 1, 4 εκατοστών στην έσω επιφάνεια του δεξιού μηρού (κάτω τριτημόριο) με την είσοδο της βολίδας του όπλου και τραύμα διαμέτρου 2 εκατοστών στην έξω επιφάνεια του δεξιού μηρού (κάτω τριτημόριο), όπου η πύλη εξόδου της βολίδας του όπλου, ο δε Δ. Ν. τραυματίστηκε στους γλουτούς και του προκλήθηκε τυφλό τραύμα με πύλη εισόδου της βολίδα του πυροβόλου όπλου τον αριστερό γλουτό και σημείο ενσφηνώσεως τον δεξιό γλουτό και ειδικότερα κυκλικό τραύμα διαμέτρου εκατοστού περίπου κατά το έξω τριτημόριο του αριστερού γλουτού, όπου η πύλη εισόδου της βολίδας του όπλου και τραύμα κατά το έξω τεταρτημόριο του δεξιού γλουτού απ' όπου αφαιρέθηκε χειρουργικά η βολίδα του όπλου. Το γεγονός ότι ο πρώτος κατηγορούμενος προέβλεψε ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα των πυροβολισμών κατά των παθόντων το θάνατο τους, καθώς και το ότι επιδοκίμαζε το αποτέλεσμα αυτό προκύπτει ιδίως από το ότι: α) πυροβόλησε κατά του Ψ ενώ ο τελευταίος βρισκόταν εν κινήσει (σηκωνόταν από την καρέκλα του), τούτο δε σημαίνει ότι η βολίδα μπορούσε να τον πλήξει οπουδήποτε και να επιφέρει το θάνατό του, β) πυροβόλησε και δεύτερη φορά κατ' αυτού μετά την πρώτη άστοχη βολή και γ) πυροβόλησε στο κέντρο του σώματος του ΑΑ, τον οποίο, λόγω του ότι και αυτός κινούνταν (σηκωνόταν από την καρέκλα του και στρεφόταν προς το μέρος του), η βολίδα μπορούσε να είχε πλήξει στην κοιλιακή χώρα. Εξάλλου από το γεγονός ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος πήγε μαζί με τον πρώτο στο κατάστημα του Α. Τ. και από το ότι στεκόταν δίπλα του εποπτεύοντας το χώρο και κρατώντας εμφανώς το όπλο που έφερε μαζί του ενώ ο πρώτος σκόπευε και πυροβολούσε τους παθόντες, προκύπτει σαφώς ότι ο δεύτερος παρείχε τη βοήθεια αυτή υποστηρίζοντας τουλάχιστον ψυχικά τον πρώτο στην τέλεση της αξιόποινης πράξεως της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με ενδεχόμενο δόλο. Τέλος την απόφαση στους δύο πρώτους κατηγορουμένους να τελέσουν τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή (ο πρώτος), της απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή (ο δεύτερος), της παράνομης οπλοφορίας (και οι δύο) και της οπλοχρησίας κατά συρροή (ο πρώτος), προκάλεσε με πειθώ και φορτικότητα και με την υπόσχεση αμοιβής, ο τρίτος κατηγορούμενος Σ. Π., ο οποίος: α) γνώριζε τους δύο πρώτους κατηγορουμένους πριν από την τέλεση των πιο πάνω αξιόποινων πράξεών τους, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι ο ΚΚ τους είχε δει στο γυμναστήριό του, β) είχε έλθει σε ρήξη με τον Α. Τ. εξαιτίας της δηλωμένης προθέσεως του τελευταίου να εμφανίσει στις πληρώτριες Τράπεζες τις πλαστές επιταγές που του είχε μεταβιβάσει, γ) την προηγουμένη είχε απευθύνει τηλεφωνικά στον Α. Τ. την απειλητική φράση "αν τολμήσεις να μου σφραγίσεις μια επιταγή, θα φύγεις από τη ζωή. Πάρε την οικογένειά σου και φύγε με το πρώτο αεροπλάνο μακριά από την Ελλάδα", έτσι δε δικαιολογείται και η φράση του πρώτου κατηγορουμένου "θα ξαναπάς στην Τράπεζα;". Ειδικότερα ο τρίτος κατηγορούμενος προέτρεψε τους δύο πρώτους να μεταβούν φέροντας παράνομα όπλα στο κατάστημα του Α. Τ., δίνοντάς τους και τις αναγκαίες πληροφορίες, εφόσον αυτοί δεν είχαν προηγουμένως σχέση με αυτόν, επί πλέον δε προέτρεψε τον πρώτο να πυροβολήσει κατά του Α. Τ., αποδεχόμενος τη σοβαρή πιθανότητα να θανατωθεί αυτός αλλά και κάποιος άλλος από τους ευρισκόμενους τυχαία στο κατάστημα, όπως ήταν ο Δ. Ν., αποτέλεσμα το οποίο επιδοκίμαζε, ανεξάρτητα από το ότι τελικά ο πρώτος δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει την πράξη της ανθρωποκτονίας και ο δεύτερος εκείνη της απλής συνέργειας σε ανθρωποκτονία από λόγους που δεν ανάγονται στην πραγματική τους βούληση κατά τ' ανωτέρω. Για όλα τα πιο πάνω σαφείς και κατηγορηματικές είναι οι καταθέσεις των προαναφερθέντων μαρτύρων κατηγορίας Α. Τ. και K. J., οι οποίες ενισχύονται από: α) τις αναγνωσθείσες ιατροδικαστικές εκθέσεις, β) την αναγνωσθείσα έκθεση αυτοψίας και τις επισκοπηθείσες φωτογραφίες του χώρου του συμβάντος, γ) την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Μ. Κ., ο οποίος κατέθεσε ότι άγνωστοι αλλοδαποί με ένοπλη ληστεία του αφαίρεσαν μεταξύ άλλων ένα μπλοκ επιταγών της Εμπορικής Τράπεζας και τις σφραγίδες των εταιρειών των οποίων ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, ότι μετά τη ληστεία την οποία κατήγγειλε νόμιμα ειδοποιήθηκε από την Τράπεζα ότι ο Α. Τ. εμφανίστηκε ως κομιστής μιας από τις επιταγές, σε επικοινωνία του δε με τον τελευταίο, αυτός του είπε ότι την επιταγή του είχε μεταβιβάσει κάποιος Π. από τα ..., δ) την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Η. Ξ., πεθερού του προηγουμένου μάρτυρα, ο οποίος κατέθεσε ότι στις 18-3-2003 κατά τις απογευματινές ώρες πήγε στο κατάστημα του Α. Τ., προκειμένου να ζητήσει εξηγήσεις από αυτόν για τον τρόπο που περιήλθε στην κατοχή του η επιταγή του γαμβρού του και πριν εισέλθει στο κατάστημα είδε τους δράστες της επιθέσεως σε βάρος του και άκουσε τους πυροβολισμούς. Και ναι μεν και ο μάρτυρας αυτός στην προανακριτική του κατάθεση είχε καταθέσει ότι οι δράστες της επιθέσεως, τους οποίους τότε είχε χαρακτηρίσει ως "μπράβους", ήταν τέσσερις και ότι οι δύο έμειναν εκτός του καταστήματος και οι δύο, τους οποίους περιέγραψε, μπήκαν μέσα, ήδη δε ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου κατέθεσε ότι οι δράστες ήταν δύο και ότι δεν τους είδε καλά. Όμως αυτή η μεταστροφή της καταθέσεως του μάρτυρα μπορεί να αποδοθεί στους λόγους που προαναφέρθηκαν για τον Π. Μ., ενόψει του ότι και ο ίδιος παραδέχεται ότι από μετά τα πιο πάνω συμβάντα ο ίδιος και η οικογένειά του τελούν υπό καθεστώς φόβου. Τα πιο πάνω δεν αναιρούνται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ενόψει και του ότι η μεν μάρτυρας υπερασπίσεως Χ. Σ. δεν έχει ιδία αντίληψη για το συμβάν και η κατάθεσή της στηρίζεται αποκλειστικά σε διηγήσεις του γιου της πρώτου κατηγορουμένου, οι δε πρώτος και δεύτερος κατηγορούμενοι με τις απολογίες τους δεν έδωσαν εύλογες και πειστικές εξηγήσεις για το συμβάν αυτό. Ειδικότερα ο πρώτος κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι είχε μεταβεί με ένα φίλο του (και όχι τον συγκατηγορούμενό του) στο κατάστημα του Α. Τ., διότι είχε πληροφορίες ότι αυτός πωλούσε ναρκωτικά στην ήδη αποβιώσασα αδελφή του Ε. Σ., ότι ο Α. Τ., φώναξε "βγάλτε τα όπλα" και ο Δ. Ν. κινήθηκε απειλητικά κατ' αυτού, με αποτέλεσμα να φοβηθεί και να πυροβολήσει, όμως ο ισχυρισμός του αυτός δεν επιβεβαιώνεται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Ούτε άλλωστε αντέχει στη βάσανο της λογικής να φοβάται ο αιφνιδιάζων και ένοπλος τους αιφνιδιαζόμενους και άοπλους. Εξάλλου ο δεύτερος κατηγορούμενος τηρεί αρνητική στάση, ισχυριζόμενος ότι δεν ήταν παρών στο συμβάν, επωφελούμενος του γεγονότος ότι ο μάρτυρας K. J., όταν αρχικά τον αναγνώρισε με την επίδειξη φωτογραφιών, είχε εκφράσει "μικρή επιφύλαξη". Όμως ο μάρτυρας αυτός, όταν στη συνέχεια είδε τον ανωτέρω κατηγορούμενο στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου και του παρόντος δικαστηρίου, τον αναγνώρισε ανεπιφύλακτα. Τέλος ο τρίτος κατηγορούμενος, εκπροσωπηθείς δια πληρεξουσίου συνηγόρου και μη εμφανισθείς αυτοπροσώπως στο παρόν δικαστήριο, όπως άλλωστε έπραξε και πρωτοδίκως, δεν εξέθεσε ο ίδιος τις απόψεις του ενώπιον του δικαστηρίου, για να εκτιμηθεί η ειλικρίνεια και η βασιμότητά τους. Ενόψει όλων των ανωτέρω πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των αποδιδόμενων σ' αυτούς αξιόποινων πράξεων, ... απορριπτομένου ... του αυτοτελούς ισχυρισμού του τρίτου κατηγορουμένου ότι η τελεσθείσα από τον πρώτο κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη έπρεπε, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να χαρακτηρισθεί ως σκοπούμενη σωματική βλάβη και του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρώτου κατηγορουμένου ότι η πράξη αυτή έπρεπε, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να χαρακτηρισθεί ως επικίνδυνη σωματική βλάβη ...". ΙV. -Ως "νέες δε αποδείξεις" για την ευδοκίμηση της κρινόμενης αιτήσεώς του, ο αιτών ισχυρίζεται και επικαλείται τα ακόλουθα: "1. ... υπ' αριθμ. 372-390/2009 απόφαση του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών στερείται παντάπασιν της κατ' επιταγήν του Συντάγματος άρθρον. 93 παρ. 3 και του άρθρου 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας η έλλειψις της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρου 510 παρ. 1. Ήτοι εν προκειμένω, ουδαμώς αναφέρεται εις την προσβαλλομένη απόφαση, εκ ποίων στοιχείων το δικαστήριο επείσθει, ότι εγώ ετέλεσα τα εγκλήματα τα οποία μου αποδίδονται, αφού εξ ουδενός απολύτως στοιχείου ή εξ ουδεμίας απολύτως καταθέσεως, προέκυψεν η αποδιδόμενη εις εμέ ηθική αυτουργία εις απόπειραν ανθρωποκτονίας αφού ουδέ και η ελάχιστη κατάθεσις αναφέρει τοιούτον τι. Πιο συγκεκριμένα: 1. Ουδείς κατέθεσεν ότι είχα σχέσεις με τους φερόμενους δύο δράστας της απόπειρας ανθρωποκτονίας. 2. Εξ ουδενός ετέρου στοιχείου απεδείχθει τοιούτον τι, οποιαδήποτε σχέσις μου με τους ως άνω συγκατηγορούμενούς μου. 3. Οι καταθέσεις των δύο αδελφών Τ. αντιφατικαί εις πλείστα όσα σημεία αλλήλων αλλά και προς τας προανακριτικάς και ανακριτικάς των ιδίων, ουδέν στοιχείον δίδουν περί της συμμετοχής μου υπό την ιδιότητα του ηθικού αυτουργού. Συνεχείς αντιφάσεις ως προς τον αριθμόν των συναντήσεων των μετά των δραστών εις το αθλητικό μου κέντρο. Συνεχείς αντιφάσεις ως προς τον αριθμόν των συναντήσεών των και την ιδιότητα των δραστών εις το αθλητικόν μου κέντρο, πελάται εργαζόμενοι ή άλλο τι. Συνεχείς αντιφάσεις ως προς τον τρόπο διά του οποίου αντελήφθη ο αδελφός του παθόντος Α. Τ. ότι οι δύο συγκατηγρούμενοί μου Σ. και Κ. είναι μπράβοι και ανεφώνησεν έρχονται οι μπράβοι του Π.. Η εξήγησις την οποία έδωσεν προκλητική του κοινού νοός είναι ότι επειδή εφορούσαν κοστούμια και ήσαν καλοντυμένοι και γεροδεμένοι!! Ουδείς κατέθεσεν ότι συνεφώνησα μεθ' οιουδήποτε, να μεταβεί ο Ι. Σ. εις το κατάστημα του Α. Τ. και να διαπράξει το έγκλημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας. Ουδείς κατέθεσεν ότι διέπραξα το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας εις την πράξη της παρανόμου οπλοφορίας του Ι. Σ. που έλαβε χώρα εις Αθήνας την 18-3-2003. Ουδείς κατέθεσεν ότι διέπραξα το έγκλημα της ηθικής αυτουργίας του Ι. Σ. εις την πράξιν της οπλοχρησίας κατά συρροήν που έλαβε χώραν εις Αθήνας την 18-3-2003. Ουδείς απολύτως κατέθεσε ότι προεκάλεσα εις τους δύο ανωτέρω συγκατηγορουμένους μου, την απόφασιν τελέσεως των προπεριγραφέντων εγκλημάτων. Πέραν όμως των αποδιδομένων εις εμέ περιπτώσεων της ηθικής αυτουργίας εις τις πέντε περιγραφείσες περιπτώσεις και διά τα έτερα δύο εγκλήματα αναφέρω ότι: Ουδείς κατέθεσεν και εξ ουδενός στοιχείου προέκυψεν ότι διέπραξα το έγκλημα της απόπειρας εκβιάσεως εις βάρος του Α. Τ. την 17-3-2003. Ουδείς κατέθεσεν και εξ ουδενός στοιχείου προέκυψεν ότι διέπραξα το έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από μηνός Δεκεμβρίου 2002 έως και μηνός Μαρτίου 2003. Ούτε πανηγυρική είναι η ανούσια οποιουδήποτε στοιχείου, συνηγορούντος εις την εκ μέρους εμού τέλεσιν των αποδιδομένων εις εμέ εγκλημάτων. Όθεν πάντα αναιτιολογήτως η προσβαλλομένη περιέλαβεν πάντα τα ανωτέρω επιβαρυντικά στοιχεία εις βάρος εμού και αναιρετέα τυγχάνει εξ αυτού του λόγου και μόνον. Εν προκειμένω εις πάσαν περίπτωσιν, πρόκειται περί του εγκλήματος της εκαλουμένης σωματικής βλάβης. Και ουχί της απόπειρας ανθρωποκτονίας. Διότι οι φερόμενοι δράσται εστερούντο ανθρωποκτόνου προθέσεως διά τους εξής λόγους: Μολονότι το περίστροφον ήτο πλήρες, ως προέκυψεν εκ της διαδικασίας εις το ακροατήριον, ο δράστης Ι. Σ. επυροβόλησεν μόνο από μία φορά εναντίον εκάστου των παθώντων Α. Τ. και Δ. Ν. πλήττοντάς τους εξ επαφής στα κάτω άκρα. Μολονότι ευρίσκετο ο δράστης Ι. Σ. εις απόστασιν μικράν ενός, έως ενός και ημίσεως μέτρου από τους δύο παθόντες και ηδύνατο ευχερώς να πυροβολήσει τούτους εις τη κεφαλήν ή έτερον καίριον σημείον απέφυγεν να κάμει τούτο και επυροβόλησεν χαμηλά προκαλώντας επιπόλαια τραύματα στους παθόντες στα κάτω άκρα. Διότι ο αδελφός του παθόντος J. K. έχει καταθέσει προανακριτικές ότι δεν είχαν σκοπόν να μας σκοτώσουν οι δράσται παρά μόνον να μας φοβίσουν. Ο ως άνω τυγχάνει κρίσιμος αυτόπτης μάρτυρας του συμβάντος του πυροβολισμού. 2. Νέα στοιχεία που προέκυψαν μετά την έκδοση της 372-390/09 ή δεν ελήφθησαν υπ' όψη. Α. Υποδομή προσωπικότητας - βιογραφικό σημείωμα Σ. Π.. Τυγχάνω διαπρεπής οικονομολόγος - χρηματιστής με τις ακόλουθες σπουδές και επαγγελματική εμπειρία: Σπουδές Πρότυπος Σχολή Αναβρύτων- Γενικό Λύκειο - 18/20 (σχετικό (1)). Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΑΣΟΕΕ) -Τμήμα Οργάνωσης Διοίκησης 8.2 Άριστα (σχετικό (2)). 1992-1993 Μanchester Business School-Master in Business Administration (Hons) (σχετικό (3)). 1993 Insead-Executive Certificate in advanced corporate stratedy. ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ 1993-1995 Κέντρο Οικονομικών Ερευνών - ΑΣΟΕΕ -Διευθυντής προγράμματος. 1995/1997 Γενικό Επιτελείο Ναυτικού-ΓΕΕΘΑ -Διεύθυνση Εξοπλισμών-Ειδικός Σύμβουλος (σχετικό 4). 1997-1999 'Ομιλος Euroinuest -ΔΙΑΣ ΑΕΕ -Eurosec axe-Τράπεζα Χανίων-Interaction Διευθυντής ανάλυσης. 1999-2002 ΣΙΓΜΑ AEVIEY 'Ομιλος ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ-Αντιπρόεδρος-Διευθυντής Ανάπτυξης (σχετικό 5). 2002-2004 ATE BANK - 'Ομιλος ATE ASSET MANAGEMENT -ATE Χρηματιστηριακή- Διευθυντής Αναπτ. 2004-2009 ROLAND BERGER AND PARTNER GROUP- Διευθύνων Σύμβουλος (σχετικό 6). 2007-2009 Credit Suisse Private Bnking Executive Asset Manager. 2009-2014 Strategic Incestment Partners Group LLP Senior Partner. ΞΕΝΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ : 'Απταιστα Αγγλικά Cambridge Proficiency . 'Απταιστα Γαλλικά - Sorbonne II. ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ: Ελληνική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς- Χρηματιστής Διευθυντής. Βρετανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (Financial Services Authority) Registeres Financial Director. Το Σύνολο των εταιρειών που διεύθυνα είχαν σαν αντικείμενο την παροχή πιστοποιημένων χρηματοοικονομικών χρηματιστηριακών υπηρεσιών στις επιφανέστερες ελληνικές και ευρωπαϊκές επιχειρήσεις όπως: 'Ομιλος ΔΑΥΙΔ ΛΕΒΕΝΤΗ (Ελληνική Εταιρεία Εμφιαλώσεως) σχετικό 7). 'Ομιλος ΦΙΛΙΠΠΟΥ (ΦΑΓΕ) (σχετικό 8). 'Ομιλος ΑΚΤΩΡ (σχετικό 9). 'Ομιλος ΜΠΗΤΡΟΣ (σχετικό 10). 'Ομιλος ΣΑΝΥΟ (σχετικό 11). 'Ομιλος ΤΖΙΡΑΚΙΑΝ (σχετικό 12). 'Ομιλος ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (σχετικό 13). Ενώ διατηρώ στρατηγικές συμμαχίες με τα ακόλουθα τραπεζικά ιδρύματα και οργανισμούς. 'Ομιλος EUROBANK (σχετικό 14). 'Ομιλος ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (σχετικό 15). Επενδυτική ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΟΣ (σχετικό 16). ΣΩΜΑ ΟΡΚΩΤΩΝ ΛΟΓΙΣΤΩΝ (σχετικό 17). BARCLAYS BANK PCC (σχετικό 18). Credit Suisse (σχετικό19). Cem Group Credit Agricole (σχετικό 20). Το 2004 ίδρυσα τον όμιλο ROLAND BERGER AND PARTNER SA αποτελούμενο από τις εξής εταιρείες : Α) ROLAND BERGER AND PARTNER AE -Χρηματιστηριακή (σχετικό 21). Β)ROLAND BERGER AND PARTNER ΜΕΠΕ - Τραπεζικής Διαμεσολάβησης. Οι εταιρείες σε ενοποιημένη βάση είχαν έσοδα για την χρήση 2012 που ξεπερνούσαν τα 7, 5 εκατομμύρια euro (σχετικό 23). Από την εργασία μου και μόνο εισπράττω ανελλειπώς εισοδήματα που ξεπερνούν τα 150.000 euro ετησίως από το 1998 έως και σήμερα (σχετικό 24). Από τα έσοδα των εργασιών μου αγόρασα κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας τα εξής ακίνητα: Α) Ακίνητο διαμέρισμα 75 τμ. MONACO .... Β) Ακίνητο 120 τμ. ΚΑΝΝΕΣ ... (σχετικό 25). Γ. Ακίνητο 180 τμ. COMO ITALIAS (σχετικό 26). Τον Ιανουάριο του 2001 αποφάσισα να επενδύσω στον χώρο εκμετάλλευσης Αθλητικών κέντρων εκτιμώντας ότι το κλίμα ήταν πρόσφορο. Αγόρασα έτσι τη πρώτη μου επιχείρηση στην … (...) η οποία ήταν ένα πολυτελές αθλητικό κέντρο 1500 τ.μ. το οποίο απασχολούσε 27 νέους επιστήμονες. Η επιχείρηση ήταν επικερδής και αποφάσισα να επενδύσω περαιτέρω στην ανακαίνισή της όπως και έγινε. Τον Φεβρουάριο του 2001 αποφάσισα να επεκτείνω την ως άνω δραστηριότητά του και στην αγορά του … μισθώνοντας ακίνητο εμβαδού 1000 τμ. Επί της οδού ... του … . Λόγω κεκτημένης ταχύτητας κατά τον έλεγχο των νομιμοποιητικών της συγκεκριμένης μίσθωσης έπεσα θύμα απάτης από τον ιδιοκτήτη του ακινήτου κο Μ. ο οποίος μου απέκρυπτε επιμελώς σοβαρές πολεοδομικές παραβάσεις του κτιρίου. Για τον ως άνω σκοπό ίδρυσα την εταιρεία ΕΥ ΠΛΑΘΕΙΝ ΑΕ της οποίας το αρχικό αντικείμενο ήταν η εκμετάλλευση του νέου αθλητικού κέντρου του … και μεταγενέστερα αυτή όπως εξελίχθει στην εταιρεία HOLDING του Ομίλου που σχεδίασα για την εκμετάλλευση του ως άνω αντικειμένου (σχετικό 27). 'Ενεκα των πολεοδομικών προβλημάτων του κτιρίου του … η συγκεκριμένη επένδυση δεν ολοκληρώθηκε ποτέ παρά το γεγονός ότι είχε προπληρωθεί το σύνολο του εξοπλισμού της. Προκειμένου να απορροφήσω την τεράστια ζημιά που θα υφιστάμουν ένεκα της επενδύσεως στο Βόλο και προκειμένου να απορροφηθεί και να αξιοποιηθεί ο ήδη παραγγελθής εξοπλισμός, μίσθωσα ένα πολυτελές ακίνητο επί της ... στο … Αττικής το οποίο έμενε να γίνει το καλύτερο αθλητικό κέντρο της Ελλάδας ( και ένα από τα καλύτερα στην Ευρώπη) έχοντας δαπανήσει για την αποπεράτωση και τον εξοπλισμό του ποσό που υπερέβαινε τα 1,5 εκατομμύρια euro, στο οποίο αθλούσαν 3.500 πελάτες και απασχολούσε 65 εργαζόμενους . Η επένδυση καλύφθηκε από ίδια κεφάλαιά μου αποκτηθέντα από την εργασία μου ως χρηματιστή και από δανεικά κεφάλαια από την ALPHA BANK και EUROBANK με την εγγύηση της πατρικής περιουσίας μου (σχετικό 28). Το σύνολο του κατασκευαστικού έργου επί του συγκεκριμένου κτιρίου ανήλθε στο ποσό των 780.000 Ευρώ το οποίο κατεβλήθηκε σε μετρητά και επιταγές, εκδόσεώς μου μεταχρονολογημένες στον εργολάβο του έργου κο Μ.. Το σύνολο της ως άνω εξοφλήθηκε ολοσχερώς. Μέρος των συνεργείων του κου Μ. ήταν και το συνεργείο του Τ. ο οποίος κατασκεύασε ξύλινα ερμάρια για τα αποδυτήρια του Γυμναστηρίου συνολικής αξίας 16.800 ευρώ ποσό για το οποίο εξοφλήθηκε ολοσχερώς. Μετά το πέρας των αρχικών εργασιών κατασκευής και την θέση σε λειτουργία αυτού του μεγαθηρίου των 2.500 τ.μ. τον Τ. δεν τον ξαείδα μέχρι το Φεβρουάριο του 2003 που ένεκα της εξαιρετικής πορείας της επιχειρήσεως μου αποφάσισα την επέκταση της αποφασίζοντας να κατασκευάσω πισίνα και Roof-Garden. Για την κατασκευή του δεύτερου εκάλεσα απευθείας τον Τ. προκειμένου να μου τοποθετήσει ξύλινο πάτωμα επί του δαπέδου της οροφής του κτιρίου εκτιμώμενου προϋπολογισμού 7.800 ευρώ. Για την συγκεκριμένη εργασία εξόφλησα προκαταβολικά τον Τ. με μετρητά και επιταγές μεταχρονολογημένες και πελατείας μου. Το ως άνω έργο ενώ ξεκίνησε ουδέποτε ολοκληρώθηκε από τον Τ. ο οποίος και δεν έλαβε οποιαδήποτε περαιτέρω ανάθεση από εμένα αφήνοντας μου χρέος το υπόλοιπο του έργου που πληρώθηκε και δεν εκτέλεσε. Ξαφνικά και ενώ ο Τ. και το συνεργείο του είχε εξαφανισθεί από το κτίριο μου την 15η Μαρτίου 2003 δέχτηκα τηλεφώνημα από την υποδιευθύντρια της Εθνικής Τραπέζης Κηφισιάς εις την οποία διατηρούσα λογαριασμό, ότι έχει εμφανισθεί ένας Τ. στο ταμείο και ζητάει την είσπραξη επί τη εμφανίσει επιταγών εκδόσεώς μου ύψους 43.000 ευρώ ειδάλως απειλούσε με την σφράγισή τους παρά το γεγονός ότι ήταν μεταχρονολογημένες . Ευθύς αντιλήφθηκα ότι σκοπός του Τ. ήταν να με εκβιάσει με την κατάρρευση των επιχειρήσεών μου που θα είχε σαν συνέπεια η σφράγιση των επιταγών μου και ότι ενεργούσε ως εντολοδόχος και παρένθετο πρόσωπο οργανωμένου κυκλώματος τοκογλύφων και εκβιαστών (σχετικό 2α), καθ 'ότι ο ίδιος δεν ήταν δικαιούχος των προς σφράγιση επιταγών (καθ' ότι το κατασκευαστικό του αντικείμενο δεν ξεπερνούσε τα 8.000 ευρώ). Τον εκάλεσα στο τηλέφωνο απεγνωσμένα προκειμένου να βρεθεί λύση και τον εκάλεσα να έρθει στο γραφείο μου. Εκείνος απάντησε αρνητικά και ότι "θα σε καταστρέψω". Στην συνέχεια ήρθα σε επαφή με τις τράπεζες μου και ειδικά με την ALPHA BANK" κατάστημα Αμαρουσίου (210 6105080) και τον διευθυντή του καταστήματος κύριο Κ. όπου μετά από εκτενή διαβούλευση μαζί του αποφασίστηκε η συνέχιση χρηματοδότησης της επιχειρήσεως μου ευ πλαθειν μέσω του συστήματος προεξόφλησης πιστωτικών καρτών των πελατών μου όπως και πράγματι έγινε συντηρώντας έτσι στο ακέραιο τις δανειακές μου συμβάσεις (ALPHA BANK) των οποίων γινόταν με προσημείωση επί της πατρικής περιουσίας μου (Σχετικό 3α). Τις επόμενες ημέρες έμαθα τυχαία από τον εργολάβο του έργου του αθλητικού μου κέντρου κ.κ. Μ. ότι ο Τ. είχε πυροβοληθεί στο πόδι από άλλους τοκογλύφους με τους οποίους είχε δοσοληψίες. Παρά την ως άνω κρίση που οργανωμένο κύκλωμα τοκογλυφίας επιχείρησε να φέρει στην επιχείρησή μου αυτή με την αγωγή της ALPHA BANK στάθηκε όρθια συνεχίζοντας να έχει 3.500 μέλη (20 νέες εγγραφές ημερησίως) και να απασχολεί 65 υπαλλήλους. Νέα στοιχεία που προέκυψαν μετά την έκδοση της υπ' αριθμό 372-390/2009 αποφάσεως του μεικτού ορκωτού εφετείου Αθηνών, που αφορούν στην εγκληματική δράση Τ.. Από την έρευνα που διενήργησα μαζί με τις ελληνικές και αμερικανικές υπηρεσίες μετά την έκδοση της υπ' αριθμό 372-390/2009 που αφορούν στο ποιόν του Τ. Α. προέκυψαν τα ακόλουθα συνταρακτικά στοιχεία: Α. Ο Τ. Α. (J. F.) γεννημένος στο Χαλέπι της Συρίας στις 13.11.1970 κάτοικος ... - ... 10, συμμετέχει σε ευρωπαϊκό δίκτυο οργανωμένης μουσουλμανικής τρομοκρατίας (SELAFIST JIHAD) και είναι πρώτος εξάδερφος του J. I., ο οποίος κρατείται σε ισπανικές φυλακές, ως ο ηθικός αυτουργός της βομβιστικής επίθεσης στον σιδηροδρομικό σταθμό ATTOCHA της Μαδρίτης (15.3.2004) με 165 νεκρούς όλοι αθώοι ισπανοί εργαζόμενοι πολίτες (σχετικό 31). Β. Έχει συλληφθεί επανειλλημένα να οπλοφορεί και να πυροβολεί σε δημόσιους χώρους σε ένοπλη συμμορία με τα αδέλφια του Α) J. K. του A. G. και της A. γεννήθηκε 13/2/1973 στο Χαλέπι της Συρίας (σχετικό 32 Β) J. T. Γ. Την 11.6.2012 αστυνομικοί της διεύθυνσης ασφαλείας Αττικής επιχείρησαν να τον συλλάβουν δυνάμει εντάλματος της ανακρίτριας Αθηνών. Εκείνος αδίστακτα πυροβόλησε και τραυμάτισε αμφοτέρους τους αστυνομικούς πράξη για την οποία καταδικάστηκε από το μεικτό ορκωτό δικαστήριο Αθηνών συνεδριάζον την 3η Δεκεμβρίου 2013 σε κάθειρξη 18 ετών για απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά ελλήνων αστυνομικών (υπ' αριθμό 833, 894, 895, 928, 929, 930/2013 Μ.Ο.Ε. Αθηνών) (σχετικό 33). Δ .Συνελήφθη επανειλημμένα να πλαστογραφεί και να εκβιάζει επιφανείς έλληνες πολίτες πλαστογραφώντας επιταγές τους (σχετικό 34). Γ. Νέα στοιχεία που προέκυψαν μετά την έκδοση της 372-390 Μ.Ο.Ε. Αθηνών και αφορούν αμιγώς το συμβάν της 18.3.2003. Γ.1. Ο ίδιος ο Τ. δηλώνει στα ακόλουθα έγγραφα: Γ.1.ι. Ιδιωτικό συμφωνητικό ενώπιον του δικηγόρου Αθηνών Δημητρίου Μπαλέρμπα (..., ... ...) της 16 Δεκεμβρίου 2006 ότι: "Ουδεμία σχέση έχει ο Π. με το συμβάν της 18.3.2003" (σχετικό 35). Γ.1.ιι. Απόδειξη είσπραξης δήλωση Τ. 17.1.2007 δηλώνει: "πιστεύω ότι ο Π. δεν έχει ουδεμία σχέση με όσα κατηγορείται" (σχετικό 36). Γ.1.ιιι. Απόδειξη - Δήλωση 21/1/2007 δηλώνει "Κατόπιν νεότερης ερεύνης μου διεπίστωσα ότι ο κος Π. ουδεμία σχέση έχει με όσα κατηγορείτε και παραπέμπεται να δικάσει ενώπιον του τριμελούς ορκωτού δικαστηρίου την 9η Φεβρουαρίου 2007". (σχετικό 37). Γ2. Ο κρίσιμος μάρτυρας Ν. (δεύτερος βληθείς στα πόδια) κατά το συμβάν της 18.3.2003 δηλώνει: (Σελίς 38 πρακτικών 84-130/2007 Μ.Ο.Ε. Αθηνών) "Ακούω τον Τ. να λέει ώχ με πυροβόλησαν στα πόδια, πρέπει να ήταν όρθιος ο Τ., δεν αντιλήφθηκα τον πυροβολισμό. (Σελίς 38 πρακτικών 84-130/2007 Μ.Ο.Ε. Αθηνών) "Δεν άκουσα πυροβολισμό καν, ακούω "ωχ το πόδι μου" κι εκεί σηκώθηκα και είδα τον Τ. που είχε πέσει στην καρέκλα κάτω και έπιανε το πόδι του". "Αν έκανε αυτή την κίνηση (Σ.) αν δηλαδή έσκυβε πάνω από τον πάγκο θα μπορούσε να τον δεί". " Ο Τ. (μετά τον πυροβολισμό) και ο αδελφός του βγαίνουν έξω από το μαγαζί και εμένα δεν με πήραν είδηση που ήμουν πεσμένος. (Σελίς (40) πρακτικών 84-130/2007 Μ.Ο.Ε. Αθηνών " Δεν έχω συναλλαγές με τον κο Π., δεν τον ξέρω, εγώ δεν άκουσα "έρχονται οι μπράβοι του Π." μίλαγαν αραβικά μεταξύ τους δεν άκουσα το όνομα Π.". Από τα παραπάνω προκύπτει περίτρανα ότι ο πυροβοληθείς μάρτυρας Ν. ο οποίος δεν είχε καμία οικονομική συναλλαγή μαζί μου και ως εκ τούτου καμία πρόθεση εκβιάσεως μου δηλώνει απερίφραστα: Α. 'Ότι ο Τ. κατά και μετά τον πυροβολισμό που δέχθηκε επιπολαίως στα πόδια ήταν όρθιος και εξήλθε του καταστήματος του μετά τον πυροβολισμό που εδέχθηκε μαζί με τον αδερφό του ως να μην συνέβαινε τίποτα. Μάλιστα συμφώνως των πληροφοριών μου ο Τ. εθεάθη σε κέντρο νυχτερινής διασκέδασης την επόμενη του πυροβολισμού του εορτάζοντας προφανώς την ευκαιρία που του δόθηκε να με εκβιάζει. Β. 'Ότι ο Ν. ουδέποτε άκουσε κατά το συμβάν τους δράστες ή τον ίδιο τον Τ. να αναφέρει το όνομα Π.. Γ. Εκ της φυσικής περιγραφής του χώρου του συμβάντος εκ της ώρας του συμβάντος 16.00 και εκ του πλήθους των πελατών εντός του καταστήματος του Τ. προκύπτει: Ότι δύο καλοντυμένοι άντρες εισήλθαν περί ώρα 16.15 (εργάσιμη ώρα) σε ένα μικρό μαγαζάκι με διαθέσιμο χώρο περίπου 2.5 τ.μ. εις τον οποίο βρισκόντουσαν εκτός από τα δύο αδέρφια Τ., ο πωλητής χρωμάτων Ν. και πελάτες κυριολεκτικά δηλαδή σε απόλυτο συνωστισμό. Πως ευσταθεί η κατηγορία περί ανθρωποκτόνου προθέσεως των δραστών εν μέσω τόσων μαρτύρων με τα χαρακτηριστικά τους ακάλυπτα; Πως ευσταθεί η κατηγορία περί ανθρωποκτόνου προθέσεως των δραστών ως άνω οι οποίοι ενώ είναι άριστοι σκοπευτές πυροβολούν τον παθόντα εξ επαφής (στα 1, 5 μέτρα) και τον βάλουν στην άκρη του ποδιού του επιπολαίως καθ'ότι αυτός συνεχίζει να περπατάει και να εξέρχεται του καταστήματος του συζητώντας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με τον αδερφό τους. Να περπατάει και να εξέρχεται ήρεμος του καταστήματος του (διασκεδάζοντας μάλιστα την επομένη σε νυχτερινό κέντρο); Είναι προφανές ότι αν οι δράστες είχαν ανθρωποκτόνο πρόθεση δεν θα επισκέπτονταν το Τ. στις 16.00 (εργάσιμη ώρα) στο μικροσκοπικό κατάστημά του το οποίο κατά την ώρα του συμβάντος ήταν γεμάτο πελάτες (άρα δυνητικούς μάρτυρες) και δεν θα τον πυροβολούσαν όπως έκαναν εξ επαφής (1, 5 μέτρα). στην άκρη του ποδιού του αλλά σε ζωτικά σημεία του σώματος του (κεφάλι-θώρακας). Είναι καταλυτική εξάλλου η ένορκη κατάθεση του αδερφού Τ. (J. K.) στην αστυνομία κατά την προανάκριση αμέσως μετά το συμβάν ότι "πιστεύω ότι οι δράστες ήθελαν να τρομάξουν και όχι να σκοτώσουν τον αδερφό μου". Είναι τελικώς προφανής η προσπάθεια του Τ. να με εμπλέξει στην ως άνω υπόθεση αποσπώντας μου εκβιαστικά χρήματα που δεν δικαιούταν 16 Δεκεμβρίου 2006 (ως άνω) 21 Ιανουαρίου 2007 (ως άνω) και 17 Ιανουαρίου 2007 (ως άνω). Ο Τ. είναι πρόσωπο που εμπλέκεται σε οργανωμένη τρομοκρατική δράση στην Ευρώπη (S. J.). 'Εχει σχηματίσει ένοπλη ομάδα με τους αδελφούς του η οποία επιτήθετο κατά ελλήνων πολιτών σε δημόσιο χώρο φτάνοντας μάλιστα στο αποκορύφωμα να επιχειρήσει να σκοτώσει έλληνες αστυνομικούς 11/6/2012 πράξη για την οποία καταδικάστηκε σε κάθειρξη 18 ετών για απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά ελλήνων αστυνομικών (833-930/13) μεικτό ορκωτό εφετείο Αθηνών (σχετικό 38). 'Εχει πυροβοληθεί τουλάχιστον άλλες δύο φορές προφανώς από ανθρώπους με τους οποίους σχετίζεται δια της τρομοκρατικής δράσης του (σελίς 36 της 84-130/2007 Μ.Ο.Ε. Αθηνών (σχετικό 39). Οι δράστες του συμβάντος της 17.3.2003 όπως προκύπτει από την αναλυτική κατάσταση εργαζομένων στην εταιρεία ΕΥΠΛΑΘΕΙΝ ΑΕ υποβληθείσα στο Ι.Κ.Α. ουδέποτε εργάζονταν για την εταιρεία μου ή εμέ προσωπικώς και ούτε επισκεπτόταν τον χώρο του αθλητικού μου κέντρου ως πελάτες όπως προκύπτει εκ της αναλύσεως του βιβλίου πελατών της επιχειρήσεως και του ηλεκτρονικού συστήματος παρακολούθησης του (σχετικό 40). Εκ των ως άνω δεν υφίσταται οποιοσδήποτε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ εμού και των δραστών. Επιπλέον δε τούτου προκύπτει ότι ο Τ. είναι διεθνής τρομοκράτης με οργανωμένη ένοπλη δράση ο οποίος δεν διαστάζει να πυροβολήσει κατά ελλήνων αστυνομικών πόσω δε μάλλον κατά οποιουδήποτε έμπαινε στο μαγαζί του με απειλητικές διαθέσεις. Εκ των ως άνω (ώρα, τοποθεσία συμβάντος) είναι προφανές ότι οι δράστες της επιθέσεως της 17.3.2003 κατά του Τσάρκα πήγαν να του μιλήσουν και βρέθηκαν εν αμύνει με τον Τ. να οπλοφορεί και να τους απειλεί. Παρά την δυσμενή θέση εις την οποία βρέθηκαν είχαν την ψυχραιμία προκειμένου να τον αναχαιτίσουν να τον πυροβολήσουν στην άκρη του ποδιού του εξ' επαφής και ουχί σε ζωτικό σημείο του σώματός του (κεφάλι ή θώρακα) που αποδεικνύει και την έλλειψη ανθρωποκτόνου πρόθεσής τους. Είναι καταλυτική εξάλλου η κατάθεση του αδερφού Τ. (J. K.) ο οποίος ισχυρίζεται ενώπιον της αστυνομίας ότι "πιστεύω ότι οι δράστες δεν είχαν σκοπό να σκοτώσουν τον αδερφό μου αλλά να τον φοβίσουν". Προς επίρρωση του ως άνω ισχυρισμού ο μάρτυς Ν. ισχυρίζεται "δεν άκουσα κανένα πυροβολισμό- είδα τον Τ. να βγαίνει του καταστήματος του μετά τον πυροβολισμό και να συζητάει εν ηρεμία με τον αδερφό του - και ουδείς εκ των δραστών ή των παθόντων- ανέφερε κατά την διάρκεια του συμβάντος το όνομα Π.". Τέλος είναι δεδομένο ότι ο Τ. πέραν της οργανωμένης τρομοκρατικής δράσης εις την οποία συμμετέχει, συμμετέχει και σε οργανωμένο κύκλωμα τοκογλυφίας, εκβίασης και πλαστογραφίας για την οποία έχει συλληφθεί επανειλημμένα στο παρελθόν και καταδικασθεί. Τέλος εκ της συνολικής πορείας του προσωπικού και επαγγελματικού μου βίου ο οποίος παραμένει άμεμπτος (σχετικό 41) έχοντας αθωωθεί στο σύνολο των κατηγοριών εις βάρος μου που προέκυψαν από την ενορχηστρωμένη κατάρρευση της επιχειρήσεως μου ΕΥ ΠΛΑΘΕΙΝ ΑΕ θα πρέπει να πιθανολογείται από εσάς ότι και στην υπόθεση Τ. κατηγορούμαι παντελώς αδίκως και μάλιστα δεν παρέστει ποτέ ο ίδιος ενώπιον τόσο του μεικτού ορκωτού δικαστηρίου Αθηνών της 26ης Φεβρουαρίου 2007 όσο και στην εκδίκαση της εφέσεώς μου ενώπιον του μικτού ορκωτού εφετείου Αθηνών συνεδριάζον την 17ην Ιουνίου 2009. Το άδικο και ανυπόστατο των ως άνω καταδικών μου σε αντιδιαστολή με τον άμεμπτο και επιφανή επαγγελματικό μου βίο είχαν συνέπεια να καταστρέψουν πλήρως την υγεία μου αφού ξαφνικά (10.5.2011) έπαθα βαρειά καρδιακή προσβολή χωρίς κανένα κληρονομικό ή επιβαρυντικό παράγοντα και να υποβληθώ σε εγχείριση ανοικτής καρδιάς-τριπλής αρτηριακής μεταμόσχευσης 10.5.2011 Π.Γ.Ν. ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ) υφιστάμενος διαρκούς επιδείνωσης έκτοτε (σχετικό 42). Το Α' τριμελές πλημμελειοδικείο Χαλκίδας αναγνωρίζοντας την βαρύτητα της καταστάσεως της υγείας μου διέκοψε δια της 178/2013 αποφάσεως του την ποινή μου για λόγους ανήκεστου βλάβης της υγείας μου προκειμένου να νοσηλευθώ για πέντε μήνες στο Π.Γ.Ν. ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αιφνιδίου θανάτου μου (σχετικό 43). Η ως άνω απόφαση όλως παρανόμως δεν εκτελείται παρά το γεγονός ότι αυτή έχει καταστεί αμετάκλητη, αναντίρρητη και εκτελεστή και παρά το γεγονός ότι το ευρωπαϊκό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει καταδικάσει δια της 63054/13 αποφάσεως του την ΕΛΛΑΣ για την καθυστέρηση εκτελέσεώς της (σχετικό 44). Αξιότιμε κύριε Εισαγγελέα Επειδή κατά το δικαστήριο μετά την καταδίκη μου από το Μ.Ο.Ε. Αθηνών της 17ης Ιουλίου 2009 προέκυψαν νέα άγνωστα στους δικαστές που καταδίκασαν - γεγονότα και αποδείξεις, τα οποία μόνα τους και σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό, ότι αυτός που καταδικάστηκε (εγώ) είναι αθώος. Επειδή όπως προκύπτει εκ της στοιχειώδους αναλύσεως των καταθέσεων των αδερφών Τ. (J. F. KAI J. K.) αποδεικνύεται περίτρανα ότι αυτοί ψεύδονται προκειμένου και μόνο να με εκβιάσουν για να μου αποσπάσουν παράνομο περιουσιακό όφελος. Επειδή ο συνολικός επαγγελματικός και προσωπικός βίος μου έχει υπάρξει επιφανής και άμεμπτος ως άνω, γεγονός που δεν συνάδει με το είδος και την φύση του αποδιδομένου εις εμέ αδικήματος της απόπειρας ανθρωποκτονίας. Επειδή ο ψευδομηνυτής μου Τ. συμμετέχει ενεργά σε διεθνές κύκλωμα τρομοκρατίας με διακεκριμένη τρομοκρατική δράση (βομβιστική επίθεση στο σταθμό ATTOCHA της Μαδρίτης με 146 νεκρούς 15.3.2004) ως άνω. Επειδή ο ψευδομηνυτής μου Τ. καταδικάστηκε την 3η Δεκεμβρίου 2013/930/13 από το μεικτό ορκωτό δικαστήριο Αθηνών σε κάθειρξη 18 ετών για απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά των ελλήνων εκείνων αστυνομικών που επιχείρησαν να τον συλλάβουν δυνάμει σχετικού εντάλματος της κας ανακρίτριας Αθηνών το οποίο εκδόθηκε κατόπιν των μηνύσεων μου εναντίον του για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, απόπειρας ανθρωποκτονίας, εκβίασης, πλαστογραφίας και τοκογλυφίας ως άνω. Επειδή ο ψευδομηνυτής Τ. έχει πυροβοληθεί άλλες δύο φορές προφανώς από εγκληματίες και τρομοκράτες που συνανατρέφεται. Επειδή ο ψευδομηνυτής Τ. έχει συλληφθεί και καταδικασθεί επανειλημμένα στο παρελθόν για ένοπλη επίθεση σε δημόσιους χώρους ως άνω. Επειδή ο ψευδομηνυτής Τ. έχει συλληφθεί επανειλημμένα να πλαστογραφεί και να εκβιάζει ευυπόληπτους έλληνες επιχειρηματίες. Επειδή ο ψευδομηνυτής Τ. δηλώνει σε ιδιωτικό συμφωνητικό της 16ης Δεκεμβρίου 2006 και σε πλήθος δηλώσεων αποδείξεων 21.1.2007, 2.1.2007 και 11.1.2007 ότι ο Π. ουδεμία σχέση έχει με τον πυροβολισμό που δέχθηκε στις 17.3.2003, στοιχεία που ουδέποτε παρουσιάστηκαν στο προσβαλλόμενο δικαστήριο. Επειδή ο κρίσιμος μάρτυρας (παθών) Ν. ο οποίος δεν είχε καμία σχέση η συναλλαγή μαζί μου δηλώνει ότι κατά την διάρκεια του συμβάντος της 17.3.2003 δεν άκουσε κανέναν εκ των δραστών ή εκ των παθόντων και αναφέρει το όνομα Π. . Είναι δε ιδιαίτερα αποκαλυπτικός στην περιγραφή των κινήσεων τόσο των αδερφών Τ. λέγοντας ότι δεν άκουσε κάν πυροβολισμό, είδε τον Τ. να σηκώνεται ανενόχλητος και να εξέρχεται του καταστήματος του με τον αδερφό του, όσο και των δραστών λέγοντας ότι περί ώρα 16.00 με πλήθος δεμάτων μέσα στο μικρό κατάστημα του Τ. δύο ευπαρουσίαστοι ζήτησαν να του μιλήσουν. Περιγράφει ότι ο Τ. αντέδρασε επιθετικά απέναντι τους κάνοντας κίνηση να πιάσει το όπλο του. Περιγράφει δε αποκαλυπτικά τις κινήσεις των δραστών οι οποίοι σε απόσταση εξ' επαφής (1,5 μέτρα) πυροβόλησαν τον Τ. στην άκρη της κνήμης του στεκόμενοι μάλιστα από επάνω του. Είναι προφανές εκ των ως άνω οι δράστες δεν είχαν ανθρωποκτόνο πρόθεση. Επειδή ο μάρτυρας J. K. (αδερφός του ψευδομηνυτή) δηλώνει απερίφραστα ενώπιον αστυνομικών οργάνων ότι πιστεύει ότι οι δράστες της ως άνω επιθέσεως ήθελαν να φοβίσουν και όχι να σκοτώσουν τον αδερφό του. Επειδή οι δράστες της ως άνω επιθέσεως ουδέποτε εργάζονταν ή βρίσκονταν εντός του χώρου του αθλητικού μου κέντρου καθότι τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι 3.500 πελάτες καταγραφόντουσαν αναλυτικά τόσο στις μισθολογικές καταστάσεις του ΙΚΑ, το βιβλίο πελατών και το ηλεκτρονικό σύστημα καταγραφής. Επειδή δεν είχαν κίνητρο για την ως άνω επίθεση κατά του Τ. καθότι ευρέθει εναλλακτικός τρόπος χρηματοδοτήσεως της εταιρείας μου ΕΥ ΠΛΑΘΕΙΝ Α.Ε. από την ALPHA BANK κατάστημα Αμαρουσίου παρά την ενορχηστρωμένη προσπάθεια οργανωμένου κυκλώματος τοκογλύφων με παρένθετο πρόσωπο τον Τ. να μου αρπάξουν την επιχείρηση και την πατρώα περιουσία μου με την δόλια μαζική σφράγιση μεταχρονολογημένων επιταγών μου. Επειδή έχω αθωωθεί πανηγυρικά στο σύνολο των κακουργηματικών κατηγοριών που με βάραιναν ένεκα της δόλιας κατάρρευσης της κορυφαίας για τα ελληνικά δεδομένα επιχειρήσεώς μου ΕΥ ΠΛΑΘΕΙΝ ΑΕ . Από το ως άνω οργανωμένο κύκλωμα τοκογλύφων με παρένθετο πρόσωπο τον Τ.. Επειδή ένεκα του αδίκου της ως άνω καταδίκης μου ως πρωτοφανούς και πλήρως ασυμβίβαστης με τον έντιμο και επιφανή βίο και επαγγελματική μου πορεία καθώς και των αρχών ήθους και συννομίας της οικογενείας μου, υπέστη ανήκουστο βλάβη στην υγεία μου αφού πάσχω πλέον όλως απροειδοποιήτως από βαρειά στεφανιαία νόσο κεντρικού αρτηριακού στελέχους καρδιάς έχοντας υποβληθεί ως κρατούμενος σε εγχείριση ανοικτής καρδιάς- τριπλής αρτηριακής παράκαμψης-μεταμόσχευσης (10.5.2011 Π.Γ.Ν. ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ) και υφιστάμενος διαρκούς επιδείνωσης έκτοτε. Επειδή το Α' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Χαλκίδας δια της 178/2013 αποφάσεως του διέταξε την διακοπή της ποινής μου για λόγους βλάβης της υγείας μου για πέντε (5) μήνες προκειμένου να μεταφερθώ στο Π.Γ.Ν. ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ, απόφαση που παρ'όλο που έχει καταστεί αμετάκλητη, αναντίρρητη και εκτελεστή αυτή δεν εκτελείται όλως παρανόμως προφανώς επηρεαζόμενη από την βαρύτατη παρότι άδικη καταδίκη μου από το Μ.Ο.Ε. Αθηνών δυνάμει της 372-390/09 αποφάσεώς του. Επειδή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δια της 63054/14 αποφάσεως του καταδίκασε την ΕΛΛΑΣ για την μη εκτέλεση της 178/2013 Α' Τριμελούς Χαλκίδας ως γεγονός που με εκθέτει σε θανάσιμο κίνδυνο και συνιστά κατάφορη παραβίαση του άρθρου (2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. ..." V. -Όμως τα ανωτέρω βιογραφικά του στοιχεία, που επικαλείται ο αιτών -ως "νέα γεγονότα - αποδείξεις"-, πέραν του ότι λήφθηκαν υπόψη και συναξιολογήθηκαν από το δικαστήριο (ίδετε: σελίδα 62, υπό στοιχ. 43 των πρακτικών), από μόνα τους, ή συνεκτιμώμενα, με τα στοιχεία που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο, που εξέδωσε την ως άνω -υπ' αριθ. 372, 373, 374, 375, 380-387, 388, 389, 390/2009, απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών -της οποίας ζητείται η ακύρωση με την κρινόμενη αίτηση, δεν είναι ικανά να θεμελιώσουν λόγο, που μπορεί να δικαιολογήσει την αιτούμενη επανάληψη διαδικασίας, αφού δεν καθιστούν φανερό, δηλαδή σε σημείο που να εγγίζει την βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό, ότι ο αιτών δεν τέλεσε τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις για τις οποίες καταδικάσθηκε. Εξάλλου, όλοι οι ισχυρισμοί του, τα επιχειρήματα και οι αιτιάσεις του, που περιέχονται στην υπό κρίση αίτηση, αναμφίβολα, εστιάζονται γύρω, από την αξιοπιστία των κατατεθέντων από τους μάρτυρες, και γενικά γύρω από την μη ορθή αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων κατά την διάρκεια της δίκης, κατά την οποία καταδικάσθηκε, έτσι ώστε να σηματοδοτείται η επιδίωξή του -δια της ως άνω διαδικασίας- να υπάρξει, ένας νέος ουσιαστικός επανέλεγχος της κατηγορίας, ο οποίος κατά τα προεκτεθέντα είναι ανεπίτρεπτος. VI. -Ως εκ τούτου, θα πρέπει να απορριφθεί, η υπό κρίση αίτησή του για επανάληψη της διαδικασίας, -ως κατ' ουσίαν αβάσιμη-, και να επιβληθούν τα εκ διακοσίων πενήντα (250) € δικαστικά έξοδα σε βάρος του (άρθ. 583 §1 ΚΠΔ, σε συνδ. με το αρθρ. 3 §3 του Ν. 773/1977 και την 123827/23-12-2010 Απόφαση Υπουργών Οικονομικών& Δικαιοσύνης ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνουμε: 1) Να γίνει τυπικά δεκτή και ν' απορριφθεί στην ουσία της, η από 4-7-14 αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, του Σ. Π., περί επαναλήψεως, προς το συμφέρον αυτού, της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την με την έκδοση της αριθ. 372, 373, 374, 375, 380-387, 388, 389, 390/2009, απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών. 2) Να επιβληθούν τα εκ διακοσίων είκοσι (250) € δικαστικά έξοδα, σε βάρος του. Γεώργιος Μπόμπολης Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου" Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και τον πληρεξούσιο του αιτούντος. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 525 παρ.1 περ. 2 του ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, εκτός των άλλων περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο αυτό περιοριστικά, και όταν, μετά την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία, μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως, κάνουν φανερό ότι αυτός είναι αθώος ή καταδικάσθηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Υπάρχει δε βαρύτερο έγκλημα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, όταν τροποποιείται ουσιωδώς ο χαρακτήρας της πράξεως και μεταβάλλεται το είδος αυτής, όχι δε όταν παρέχεται η δυνατότητα επιεικέστερης μεταχειρίσεως του υπαίτιου, λόγω συνδρομής ελαφρυντικών περιστάσεων ή άλλου λόγου μειώσεως της ποινής. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής "νέα γεγονότα ή αποδείξεις" είναι εκείνα που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και έτσι ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, ανεξαρτήτως αν υπήρχαν πριν από την καταδίκη ή προέκυψαν μεταγενέστερα. Τέτοιες αποδείξεις που μπορούν να στηρίξουν αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων, αλλά και καταθέσεις ήδη εξετασθέντων, συμπληρωματικές ή τροποποιητικές ή διευκρινιστικές εκείνων που είχαν τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα, δικαστικές αποφάσεις ή άλλα στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση, όμως, ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος ή καταδικάσθηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Τα νέα, άγνωστα στους καταδικάσαντες δικαστές, γεγονότα ή αποδείξεις, πρέπει να αφορούν τα πραγματικά στοιχεία της υποθέσεως, τα οποία συγκροτούν το συλλογισμό του δικαστηρίου με τον οποίο δέχεται ότι συντρέχουν οι αντικειμενικοί ή υποκειμενικοί όροι τελέσεως ορισμένου εγκλήματος. Αντιθέτως, δεν περιλαμβάνονται στα άγνωστα στους δικάσαντες δικαστές γεγονότα, α) όσα είχαν τεθεί υπόψη ρητά ή εμμέσως στο δικαστήριο και απορρίφθηκαν από αυτό, ή δεν εκτιμήθηκαν προσηκόντως και β) όσα αναφέρονται στο μέρος εκείνο του συλλογισμού του δικαστηρίου, το οποίο αφορά στην ερμηνεία και την εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία καθιερώνει τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους του εγκλήματος. Εξάλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 528 παρ.1 εδ. α' και 527 παρ. 3 ΚΠΔ, αρμόδιο να αποφασίσει επί της αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας είναι το Συμβούλιο του Αρείου Πάγου, αν η αμετάκλητη καταδίκη απαγγέλθηκε από Εφετείο ήτοι και από ΜΟΕ. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της κρινόμενης δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την προσβαλλόμενη για επανάληψη αμετάκλητη με αρ. 372-390/2009 απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών, ο αιτών Σ. Π., απών, αλλά εκπροσωπηθείς νόμιμα από δικηγόρο, κηρύχθηκε, σε δεύτερο βαθμό, ένοχος κατά πλειοψηφία (5-2), 1) Ηθικής αυτουργίας σε δύο απόπειρες ανθρωποκτονίας, 2). Ηθικής αυτουργίας σε απλή συνέργεια Ι. Σ. στις ίδιες δύο απόπειρες ανθρωποκτονίας, 3). Ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα πλημμεληματικής εκβίασης, 4). Κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση επιταγών, 5). Ηθικής αυτουργίας σε οπλοφορία και 6). Ηθικής αυτουργίας σε οπλοχρησία σε δύο απόπειρες ανθρωποκτονίας, κατά συρροή, με χρόνο τελέσεως την 18-3-2003 και καταδικάστηκε, κατά συγχώνευση, σε συνολική ποινή καθείρξεως 29 ετών και ενός μηνός. Κατά τη γνώμη των δύο μειοψηφούντων μελών του άνω μικτού ορκωτού Εφετείου, ο αιτών έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος, κατά επιτρεπτή μεταβολή των κατηγοριών, ηθικής αυτουργίας σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη κατά συρροή και ηθικής αυτουργίας σε απλή συνέργεια σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη κατά συρροή, αντί της απόπειρας ανθρωποκτονιών που καταδικάστηκε. Όπως από την παραπάνω με αρ. με αρ. 372-390/2009 απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών και τα πρακτικά της προκύπτει, ο αιτών, από το σύνολο των αποδεικτικών μέσων (μάρτυρες, αναγνωσθέντα έγγραφα), κηρύχθηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων, με το εξής αιτιολογικό: "Στην προκειμένη περίπτωση από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπερασπίσεως οι οποίοι εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο και αναφέρονται ονομαστικά στα πρακτικά, τα έγγραφα τα οποία ανεγνώσθησαν και επίσης αναφέρονται στα πρακτικά, τα πρακτικά της εκκαλούμενης αποφάσεως τα οποία ανεγνώσθησαν, τις απολογίες των αυτοπροσώπως παρισταμένων πρώτου και δευτέρου κατηγορουμένων και όλη γενικά τη διαδικασία αποδείχτηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Στις 31-1-2003 και ώρα 00:45' περίπου ο μάρτυρας κατηγορίας Π. Μ., ο οποίος διατηρούσε στην οδό … αριθ.5, στην Αθήνα (περιοχή ...), κατάστημα (μπαρ) με το διακριτικό τίτλο "...", δέχθηκε στο πιο πάνω κατάστημα του την επίσκεψη του πρώτου κατηγορουμένου Ι. Σ., τον οποίο γνώριζε από διετίας ως εργαζόμενο στην είσοδο του μπαρ "..." και μάλιστα όχι μόνο κατ' όψιν αλλά και ονομαστικά. Κατά την επίσκεψη του αυτή ο πρώτος κατηγορούμενος συνοδευόταν από το δεύτερο Ε. Κ., τον οποίο ο Π. Μ. δεν γνώριζε μέχρι τότε και οποίος του συστήθηκε ως "Μ." αλλά και από άλλα σωματώδη άτομα (περίπου δέκα), η ταυτότητα των οποίων δεν κατέστη δυνατό να διακριβωθεί και με τα οποία είχαν ενωθεί για να διαπράξουν σε βάρος του Π. Μ. το αδίκημα της εκβιάσεως. Ειδικότερα και οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι δήλωσαν στον Π. Μ. ότι εφεξής θα αναλάβουν την προστασία της επιχειρήσεως του για την αποτροπή προκλήσεως βλάβης αυτής από τρίτα πρόσωπα. Του δήλωσαν δε ότι "έχουν γνωστούς στο Εκβιαστών να μην κάνει το λάθος να μιλήσει στην αστυνομία", ενώ η όλη στάση και παρουσία τους και ιδίως το γεγονός ότι συνοδεύονταν από σωματώδη άτομα καθιστούσε σαφές ότι η μη συμμόρφωση του θα επέφερε βλάβη στην επιχείρηση του και στον ίδιο. Ο Π. Μ. αρχικά προσπάθησε να αρνηθεί αλλά στη συνέχεια, φοβούμενος τις συνέπειες, δέχθηκε να τους δώσει τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου, όπως του ζήτησαν. Στο διάστημα που επακολούθησε και μέχρι τις 13-2-2003 ο δεύτερος κατηγορούμενος τηλεφωνούσε επανειλημμένα στον Π. Μ. και του ζητούσε να του καταβάλει για την προστασία της επιχειρήσεως του το ποσό των 200 ευρώ εβδομαδιαίως. Επειδή δε εκείνος αρνούνταν, τηλεφώνησε στη σύζυγο του και της είπε "πες στον άντρα σου να μας δώσει αυτά που θέλουμε, διαφορετικά θα έχει πρόβλημα η οικογένεια του". Στις 13-2-2003 ο δεύτερος κατηγορούμενος τηλεφώνησε τον Π. Μ. και του ζήτησε να συναντηθούν στη Γλυφάδα. Ο τελευταίος δέχθηκε και, συνοδευόμενος από το γιο του Α., το βράδυ της ίδιας ημέρας συναντήθηκε με τους δύο πρώτους κατηγορουμένους σε ένα ζαχαροπλαστείο στη Γλυφάδα, όπου αυτοί επανέλαβαν τις προαναφερθείσες εκβιαστικές αξιώσεις τους. Όμως ο Π. Μ. δεν υπέκυψε στις αξιώσεις αυτές αλλά αντίθετα στις 18-2-2003 τους κατήγγειλε στην αστυνομία και ειδικότερα τον μεν πρώτο ονομαστικά διότι, όπως προαναφέρθηκε τον γνώριζε από διετίας, τον δε δεύτερο αναγνώρισε από φωτογραφίες προσεσημασμένων προσώπων, οι οποίες του επιδείχθηκαν από τους αστυνομικούς. Εν τούτοις οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι συνέχισαν τις πιέσεις προς αυτόν μέχρι τις 25-5-2003, μάλιστα δε ο δεύτερος του τηλεφώνησε απειλητικά, λέγοντας του "θα σε γαμήσω όταν σε πετύχω, θα έρθω στο σπίτι σου και θα δεις τι θα πάθεις". Από δε την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος της εκβιάσεως, προϋπόθεση που συντρέχει και επί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, όπως στην προκειμένη περίπτωση (Α.Π. 1074/2006 σε συμβούλιο Π.Χρ .ΝΖ.405, Α.Π.1174/ 2005 σε συμβούλιο Π.Χρ. ΝΣΤ.155), αλλά και από την υποδομή που οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως αυτής, όπως το γεγονός ότι είχαν μεριμνήσει να συνοδεύονται από μεγάλο αριθμό σωματωδών ατόμων, προκύπτει σκοπός τους για πορισμό εισοδήματος αλλά και σταθερή ροπή τους για τη διάπραξη του εγκλήματος της εκβιάσεως ως στοιχείο της προσωπικότητας τους. Για τα πιο πάνω με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα είχε καταθέσει κατά την προδικασία ο Π. Μ., ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, κατονόμασε τον πρώτο κατηγορούμενο, αναγνώρισε δε ανεπιφύλακτα το δεύτερο από φωτογραφίες οι οποίες του επιδείχθηκαν από τους αστυνομικούς. Όμως με τις καταθέσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου και του παρόντος δικαστηρίου αναίρεσε πλήρως εκείνες της προδικασίας, όταν δε του υποδείχθηκε τούτο με την ανάγνωση σχετικών περικοπών των προηγούμενων καταθέσεων του, προέβαλε διάφορες ασαφείς και μη πειστικές δικαιολογίες. Η πλήρης μεταστροφή των καταθέσεων του πιο πάνω μάρτυρα, που είναι συνήθης σε θύματα τέτοιου είδους πράξεων, μπορεί να αποδοθεί στο φόβο που αισθάνεται, ενόψει και του γεγονότος ότι συνεχίζει την επαγγελματική του δραστηριότητα σε νυκτερινά κέντρα, σε συνδυασμό με το ότι κατηγορούμενοι έδρασαν από κοινού με άλλα άτομα, τα οποία παραμένουν άγνωστα και ακόμα ελεύθερα. Η κρίση του δικαστηρίου για τα πιο πάνω δεν αναιρείται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο, λαμβανομένου υπόψη και του ότι η μεν μάρτυρας υπερασπίσεως Χ. Σ., μητέρα του πρώτου κατηγορουμένου, δεν καταθέτει οτιδήποτε σχετικά με την πιο πάνω κατηγορία, οι ίδιοι δε οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι με τις απολογίες τους δεν έδωσαν εύλογες και πειστικές εξηγήσεις για τις πιο πάνω πράξεις τους, επωφελούμενοι της μεταστροφής της καταθέσεως του Π. Μ.. Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν στην προηγούμενη σκέψη αυτής της αποφάσεως αποδείχτηκαν (κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο όσον αφορά τις αποδιδόμενες στους κατηγορουμένους αξιόποινες πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή, της απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή, της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή και της ηθικής αυτουργίας σε απλή συνεργεία σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή, παμψηφεί δε κατά τα λοιπά) τα εξής πραγματικά περιστατικά: Το καλοκαίρι του έτους 2001 ο μάρτυρας κατηγορίας και πρωτοδίκως παραστάς ως πολιτικώς ενάγων Α. Τ., ο οποίος διατηρούσε επιχείρηση εμπορίας χρωμάτων, ξυλείας και επίπλων στην οδό ... αριθ.2 και ... στην Αθήνα (περιοχή ...), ανέλαβε εργολαβικά την εκτέλεση ξυλουργικών εργασιών και εργασιών διακοσμήσεως στο γυμναστήριο που διατηρούσε στη ... αριθ. 106, στα ... , ο τρίτος κατηγορούμενος Σ. Π., υπό τη μορφή ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Ευ Πλάθειν Ανώνυμη Εταιρεία Εκμετάλλευσης Αθλητικών Κέντρων Α.Ε.". Τα συνεργεία του Α. Τ. συνέχισαν να εργάζονται στο πιο πάνω γυμναστήριο του τρίτου κατηγορουμένου και το επόμενο καλοκαίρι του έτους 2002 ενώ ήδη λειτουργούσε το γυμναστήριο, διότι ο τρίτος κατηγορούμενος του ανέθεσε και πρόσθετες εργασίες. Παράλληλα ο τρίτος κατηγορούμενος είχε αναθέσει στο Χ. Μ., εργολάβο οικοδομών, την εκτέλεση διάφορων οικοδομικών εργασιών στον ίδιο χώρο. Η συμφωνημένη αμοιβή για τις εργασίες που εκτέλεσε ο Α. Τ. ανήλθε στο ποσό των 156.000 ευρώ και για εκείνες που εκτέλεσε ο Χ. Μ. στο ποσό των 45.000 ευρώ περίπου. Εν τω μεταξύ ο τρίτος κατηγορούμενος, για να πραγματοποιήσει τα επιχειρηματικά του σχέδια, είχε προσφύγει σε δανεισμό από Τράπεζες, όμως δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του. Για το λόγο αυτό, επωφελούμενος της συνεργασίας του με τον Α. Τ., ζήτησε από τον τελευταίο να ανταλλάσσουν επιταγές ευκολίας προκειμένου, καταθέτοντας αυτές που του έδινε ο τελευταίος στις Τράπεζες με τις οποίες είχε συναλλαγή, να εξασφαλίζει τη συνέχιση του δανεισμού του. Η οφειλή του από την αιτία αυτή, ενόψει του ότι όσες επιταγές δόθηκαν από αυτόν στον Α. Τ. δεν καλύφθηκαν και κάθε φορά τις αντικαθιστούσε με νέες, ανήλθε στο ποσό των 70.000 ευρώ. Εξάλλου, για να καλύψει την οφειλή του προς το Χ. Μ., ο τρίτος κατηγορούμενος παρέδωσε και σ' αυτόν μεταχρονολογημένες επιταγές, τις οποίες στη συνέχεια δεν μπορούσε να καλύψει. Στην προσπάθεια του να μην εμφανιστούν αυτές στην πληρώτρια Τράπεζα, πρότεινε στο Χ. Μ. και αυτός το δέχθηκε, να καταθέσει σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε ο τελευταίος στην Τράπεζα "ALPHA BANK" το ποσό των 5.000 ευρώ. Όμως, χωρίς να ενημερώσει σχετικά το Χ. Μ., κατέθεσε σε μετρητά μόνο 1.000 ευρώ, έναντι δε των υπολοίπων 4.000 ευρώ κατέθεσε στο λογαριασμό του Χ. Μ. με τον αριθμό ... μία ισόποση επιταγή της Τράπεζας "EUROBANK" με τον αριθμό ... που φερόταν ότι είχε εκδοθεί στην Αθήνα στις 14-2-2003 σε διαταγή του Χ. Μ. και έφερε μία δυσανάγνωστη υπογραφή στη θέση του εκδότη, ως προερχόμενη από αυτόν (τον τρίτο κατηγορούμενο). Τα στοιχεία αυτής της επιταγής τέθηκαν από τον τρίτο κατηγορούμενο, ο οποίος μάλιστα στη συνέχεια, αφού την οπισθογράφησε, θέτοντας απομίμηση της υπογραφής του φερόμενου ως λήπτη Χ. Μ. στη θέση της πρώτης οπισθογραφήσεως, εμφάνισε αυτήν στην πιο πάνω Τράπεζα και παραπλανώντας τους υπαλλήλους ως προς τη γνησιότητα της, πέτυχε να κατατεθεί το προϊόν της στον πιο πάνω λογαριασμό του, επ' ονόματι του. Η επιταγή αυτή, όπως εκ των υστέρων πληροφορήθηκε τηλεφωνικά ο Χ. Μ. από το Χ. Δ., δικαιούχο του λογαριασμού όπου συρόταν η επιταγή, είχε κλαπεί λευκή από την κατοχή του και ήταν πλαστή ως προς όλα τα στοιχεία της, τα οποία, όπως προαναφέρθηκε, είχαν τεθεί από τον τρίτο κατηγορούμενο. Στη συνέχεια ο τρίτος κατηγορούμενος, προκειμένου να κατασιγάσει τις εύλογες ανησυχίες του Χ. Μ. (τόσο για την εξόφληση της προς αυτόν οφειλής όσο και για την τυχόν δικαστική εμπλοκή του, δεδομένου ότι φαινόταν να έχει καταθέσει στο λογαριασμό του κλεμμένη και πλαστογραφημένη επιταγή), αφού ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε τίποτα για την προέλευση της επιταγής, του έδωσε έναντι της οφειλής του άλλες δύο επιταγές της Εμπορικής Τράπεζας, ήτοι μία με τον αριθμό ..., στην οποία είχε συμπληρώσει αριθμητικά το ποσό των 7.000 ευρώ και είχε θέσει την υπογραφή του εκδότη και μία με τον αριθμό ..., την οποία του παρέδωσε μόνο με την υπογραφή του εκδότη, αφήνοντας ασυμπλήρωτο το ποσό για να δείξει στο Χ. Μ. ότι τον εμπιστεύεται και ότι πρέπει και αυτός να τον εμπιστευθεί και να δεχθεί τις νέες επιταγές. Πράγματι ο Χ. Μ., μη έχοντας και άλλη επιλογή για την ικανοποίηση της απαιτήσεως του, πήρε τις επιταγές. Όμως, επειδή η εμπιστοσύνη του προς τον τρίτο κατηγορούμενο είχε πλέον κλονισθεί, φρόντισε να ελέγξει ποιος ήταν ο δικαιούχος των λογαριασμών στους οποίους σύρονταν. Έτσι διαπίστωσε ότι η μεν πρώτη επιταγή προερχόταν από στέλεχος επιταγών που είχε αφαιρεθεί με ληστεία στις 20-12-2002 από τον κατασκευαστή πολυκατοικιών Μ. Κ. μαζί με τις σφραγίδες των επιχειρήσεων με τις επωνυμίες "Αφοί Κ. Ο.Ε." και "Α. Π. και Αφοί Κ. Ο.Ε.", των οποίων ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, η δε δεύτερη επιταγή προερχόταν από στέλεχος επιταγών που ανήκε στον επιχειρηματία Σ. Π., από τον οποίο είχε κλαπεί κατά το διάστημα από 30-11-2002 έως 1-12-2002. Τις επιταγές αυτές ο Χ. Μ. τις φωτοτύπησε και τις επέστρεψε στον τρίτο κατηγορούμενο στις 5-3-2003, αφού προηγουμένως ζήτησε από τον τελευταίο να δηλώσει ενυπόγραφα πάνω στη φωτοτυπία ότι παρέλαβε τα σώματα των εν λόγω επιταγών που τα είχε δώσει στις 25-2-2003 έναντι λογαριασμού για τις εργασίες που είχαν γίνει στην επιχείρηση του, γιατί ύστερα από έλεγχο που έκανε ο Χ. Μ. "ευρέθησαν μη νόμιμες". Περαιτέρω για την κάλυψη της οφειλής του προς τον Α. Τ. ο τρίτος κατηγορούμενος είχε μεταβιβάσει σ' αυτόν πολλές επιταγές του που δεν πληρώθηκαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων. Μεταξύ αυτών έδωσε στον Α. Τ. τις προαναφερθείσες επιταγές με τους αριθμούς ... και ... τις οποίες του είχε επιστρέψει ο Χ. Μ., αλλά τώρα είχε προσθέσει και πάλι αυθαίρετα στη μεν πρώτη ως τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ως ημερομηνία εκδόσεως την 15-3-2003, το ποσό των 7.000 ευρώ που υπήρχε αριθμητικώς τώρα και ολογράφως και ως λήπτη τον Α. Τ., στη δε δεύτερη που ήταν λευκή ως προς όλα τα στοιχεία της πλην της φερόμενης ως υπογραφής του εκδότη, πρόσθεσε ως τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ως ημερομηνία εκδόσεως την 30-4-2003, ως ποσό αριθμητικώς και ολογράφως αυτό των 13.000 ευρώ και ως λήπτη τον Α. Τ.. Ακόμα του έδωσε και τις επιταγές με τους αριθμούς ... και ... επίσης της Εμπορικής Τράπεζας, που είχαν αφαιρεθεί και αυτές η πρώτη από τον Μ. Κ. και η δεύτερη από το Σ. Π.. Ειδικότερα στην επιταγή με τον αριθμό ... έθεσε ως τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ως ημερομηνία εκδόσεως την 10-3-2003, το ποσό των 13.500 ευρώ αριθμητικώς και ολογράφως, στην ένδειξη "πληρώστε με την επιταγή αυτή σε διαταγή" τη φράση "εμού του ιδίου" και τέλος στη θέση του εκδότη και του πρώτου οπισθογράφου δυσανάγνωστη υπογραφή, ως προερχόμενη από το δικαιούχο του λογαριασμού όπου συρόταν η εν λόγω επιταγή, δηλαδή το Μ. Κ., εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση αυτού, αφού όπως προαναφέρθηκε ήταν προϊόν ληστείας. Εξάλλου στην επιταγή με τον αριθμό ... έθεσε ως τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ως ημερομηνία εκδόσεως την 30-3-2003, ως ποσό, αριθμητικώς και ολογράφως, αυτό των 14.637 ευρώ, στην ένδειξη "πληρώστε με την επιταγή αυτή σε διαταγή" τη φράση "εμού του ιδίου" και στη θέση του εκδότη αλλά και του πρώτου οπισθογράφου την υπογραφή του Μ. Κ. κάτω από τη σφραγίδα της εταιρείας "Α. Π.-Αφοί Κ. Ο.Ε." ως νομίμου εκπροσώπου αυτής, εν αγνοία του βέβαια και χωρίς τη συναίνεση του και στη συνέχεια έθεσε απομιμήσεις των υπογραφών των νομίμων εκπροσώπων των εταιρειών με τις επωνυμίες "Θεσσαλία Α.Ε." και "Προφίλ Α.Ε." ως διαδοχικών οπισθογράφων, χωρίς αυτοί να το γνωρίζουν και χωρίς τη συναίνεση τους. Εξάλλου τον Ιανουάριο του έτους 2003 ο τρίτος κατηγορούμενος παρέδωσε στον παλαιό του γνώριμο Β. Π. την επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας με τον αριθμό ..., για να την προεξοφλήσει μέσω των συναλλαγών του με τη δική του Τράπεζα. Και η επιταγή αυτή ήταν από εκείνες που είχαν αφαιρεθεί με ληστεία από το Μ. Κ., σ' αυτήν δε ο τρίτος κατηγορούμενος συμπλήρωσε παράνομα ως τόπο εκδόσεως την Αθήνα, ως ημερομηνία εκδόσεως την 30-5-2003, ως ποσό αυτό των 6.875 ευρώ αριθμητικώς και στη θέση του εκδότη, κατ' απομίμηση, την υπογραφή του Μ. Κ. ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας "Αφοί Κ. Ο.Ε.". Εν τω μεταξύ ο κατηγορούμενος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με το Β. Π. για την πώληση σ' αυτόν της επιχειρήσεως του γυμναστηρίου και για το λόγο αυτό το Φεβρουάριο του έτους 2003 ο τελευταίος του κατέβαλε το ποσό των 150.000 ευρώ. Στη συνέχεια όμως ο κατηγορούμενος δεν προχώρησε στη μεταβίβαση του γυμναστηρίου προς το Β. Π. και δεν του απέδωσε το προαναφερθέν ποσό των 150.000 ευρώ. Το Μάρτιο του έτους 2003 ο Β. Π. προσπάθησε να εισπράξει το ποσό της επιταγής με τον αριθμό ... για την εν μέρει απόσβεση της απαιτήσεως του προς απόδοση του ποσού των 150.000 ευρώ. Τότε όμως διαπίστωσε και αυτός ότι η επιταγή είχε εκφύγει από την κατοχή του Μ. Κ. με ληστεία και είχε πλαστογραφηθεί από τον τρίτο κατηγορούμενο. Στις πιο πάνω πράξεις του προέβη ο τρίτος κατηγορούμενος με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του παράνομο περιουσιακό όφελος συνολικού ύψους 59.048 ευρώ, όσο και το ποσό των επιταγών, βλάπτοντας αντίστοιχα τους κομιστές των επιταγών. Από την επανειλημμένη δε τέλεση της πιο πάνω αξιόποινης πράξεως της πλαστογραφίας, προϋπόθεση που συντρέχει και επί εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, όπως προαναφέρθηκε, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος αλλά και σταθερή ροπή του για τη διάπραξη του εγκλήματος της πλαστογραφίας ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Περαιτέρω ο Α. Τ. περί τις 17-3-2003 μετέβη στην πληρώτρια Τράπεζα με μία από τις προαναφερθείσες επιταγές που του είχε μεταβιβάσει ο τρίτος κατηγορούμενος προκειμένου να την εμφανίσει προς πληρωμή, εκεί όμως πληροφορήθηκε την παράνομη προέλευση της. Αφού προέβη σε σχετικό έλεγχο και για τις άλλες επιταγές και διαπίστωσε ότι όλες ήταν προϊόντα κλοπής ή ληστείας και πλαστογραφημένες, επικοινώνησε με τη δικηγόρο του προκειμένου να επιδιώξει δικαστικά την είσπραξη τους. Την ίδια ημέρα (17-3-2003) τηλεφώνησε στον τρίτο κατηγορούμενο, στον οποίο διαμαρτυρήθηκε έντονα, ανακοινώνοντας του την πρόθεση του να προσφύγει στο δικαστήριο για την ικανοποίηση των αξιώσεων του. Τότε ο τρίτος κατηγορούμενος, επιχειρώντας να τον εξαναγκάσει να μην προχωρήσει στη σφράγιση των επιταγών, του απηύθυνε την απειλητική φράση "αν τολμήσεις να μου σφραγίσεις μια επιταγή, θα φύγεις από τη ζωή. Πάρε την οικογένεια σου και φύγε με το πρώτο αεροπλάνο μακριά από την Ελλάδα". Όμως η πράξη του αυτή (της απλής εκβιάσεως) δεν ολοκληρώθηκε από λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους της θελήσεως του και συγκεκριμένα διότι ο Α. Τ. δεν παραιτήθηκε από τη δικαστική επιδίωξη της απαιτήσεως του. Στις 18:00' περίπου της επομένης (18-3-2003) ο Α. Τ. βρισκόταν στο πιο πάνω κατάστημα του στην οδό ... αριθ.2 και ... και συγκεκριμένα καθόταν σε ένα γραφείο που υπήρχε πίσω από τον πάγκο του καταστήματος, μπροστά δε από το γραφείο, με γυρισμένη την πλάτη του προς τον πάγκο αλλά και προς την είσοδο του καταστήματος, καθόταν ο Δ. Ν., πωλητής χρωμάτων, με τον οποίο εκείνη την ώρα συνεργαζόταν. Την ίδια ώρα ερχόταν προς το κατάστημα ο μάρτυρας κατηγορίας K. J., αδελφός και συνεργάτης του Α. Τ., ο οποίος, όταν στάθμευσε το αυτοκίνητο του, διαπίστωσε ότι στο πεζοδρόμιο έξω από το κατάστημα στέκονταν δύο άγνωστα άτομα καθώς και οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, τους οποίους αναγνώρισε διότι τους έβλεπε στο γυμναστήριο του τρίτου κατηγορουμένου, όπου είχε εργασθεί και ο ίδιος ως συνεργάτης του αδελφού του. Επειδή γνώριζε τη διένεξη του αδελφού του με τον τρίτο κατηγορούμενο και επειδή, όπως ήδη έχει εκτεθεί, αναγνώρισε τους δύο πρώτους κατηγορουμένους, μπήκε γρήγορα στο κατάστημα φωνάζοντας στον αδελφό του "ο Π. σου έστειλε μπράβους". Ο Α. Τ. στράφηκε προς την πόρτα, απ' όπου είδε να μπαίνουν οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι, κρατώντας ο καθένας από ένα πιστόλι, το οποίο έφεραν μαζί τους παράνομα, δηλαδή χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, ενώ τα δύο άγνωστα άτομα έμειναν στην είσοδο του καταστήματος. Ο δεύτερος κατηγορούμενος στάθηκε στο μέσο του πάγκου του καταστήματος με το πιστόλι στο χέρι, χωρίς να κάνει χρήση του και χωρίς να μιλήσει καθόλου, ενθαρρύνοντας έτσι με την παρουσία του τον πρώτο κατηγορούμενο, ο οποίος, προβλέποντας ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα της κατωτέρω πράξεως του την πρόκληση του θανάτου του Α. Τ. και του Δ. Ν., αποτέλεσμα το οποίο επιδοκίμαζε, κινήθηκε προς το άκρο του πάγκου κρατώντας το πιστόλι και μόλις έφθασε εκεί, αφού απηύθυνε στο μηνυτή τη φράση "έλα βγες έξω μαλάκα, θα ξαναπάς στην Τράπεζα;", ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση που επέτρεπε την πλήρη σκέψη, έστρεψε το πιστόλι του κατά του Α. Τ. και, σκοπεύοντας, πυροβόλησε κατ' αυτού τη στιγμή που ο τελευταίος πεταγόταν από την καρέκλα του φωνάζοντας "όπλα". Έτσι ο πρώτος κατηγορούμενος αστόχησε και η βολίδα κτύπησε κάποιους υαλοπίνακες που ήταν ακουμπισμένοι στον τοίχο πίσω από το γραφείο. Στη συνέχεια ο πρώτος κατηγορούμενος, σκοπεύοντας και πάλι από μικρή απόσταση, πυροβόλησε για δεύτερη φορά τον Α. Τ., τον οποίο αυτή τη φορά τραυμάτισε. Εν τω μεταξύ ο μεν K. J. είχε πέσει στο έδαφος για να καλυφθεί, ο δε Δ. Ν., ο οποίος δεν είχε δει από την αρχή τους δύο πρώτους κατηγορουμένους και δεν είχε αντιληφθεί μέχρι τότε τι συνέβαινε, πετάχτηκε όρθιος και στράφηκε προς αυτούς, σηκώνοντας ψηλά τα χέρια του. Τότε ο πρώτος κατηγορούμενος, ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και σκοπεύοντας ακόμα μία φορά από κοντινή απόσταση κατά του Δ. Ν., τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε. Όμως το πιο πάνω αποτέλεσμα, το οποίο ο πρώτος κατηγορούμενος προέβλεψε ως ενδεχόμενο και το οποίο αυτός επιδοκίμαζε, δηλαδή η θανάτωση των πιο πάνω παθόντων, δεν επήλθε για λόγους εξωτερικούς και ανεξάρτητους της θελήσεως του και συγκεκριμένα επειδή οι παθόντες τραυματίστηκαν αλλά δεν επλήγησαν σε καίρια σημεία του σώματος τους. Ειδικότερα ο μεν Α. Τ. τραυματίστηκε στο μηρό του δεξιού του ποδιού και του προκλήθηκε διαμπερές τραύμα, ήτοι κυκλικό τραύμα διαμέτρου 1,4 εκατοστών στην έσω επιφάνεια του δεξιού μηρού (κάτω τριτημόριο) με την είσοδο της βολίδας του όπλου και τραύμα διαμέτρου 2 εκατοστών στην έξω επιφάνεια του δεξιού μηρού (κάτω τριτημόριο), όπου η πύλη εξόδου της βολίδας του όπλου, ο δε Δ. Ν. τραυματίστηκε στους γλουτούς και του προκλήθηκε τυφλό τραύμα με πύλη εισόδου της βολίδα του πυροβόλου όπλου τον αριστερό γλουτό και σημείο ενσφηνώσεως τον δεξιό γλουτό και ειδικότερα κυκλικό τραύμα διαμέτρου εκατοστού περίπου κατά το έξω τριτημόριο του αριστερού γλουτού, όπου η πύλη εισόδου της βολίδας του όπλου και τραύμα κατά το έξω τεταρτημόριο του δεξιού γλουτού απ' όπου αφαιρέθηκε χειρουργικά η βολίδα του όπλου. Το γεγονός ότι ο πρώτος κατηγορούμενος προέβλεψε ως ενδεχόμενο αποτέλεσμα των πυροβολισμών κατά των παθόντων το θάνατο τους, καθώς και το ότι επιδοκίμαζε το αποτέλεσμα αυτό προκύπτει ιδίως από το ότι: α) πυροβόλησε κατά του Α. Τ. ενώ ο τελευταίος βρισκόταν εν κινήσει (σηκωνόταν από την καρέκλα του), τούτο δε σημαίνει ότι η βολίδα μπορούσε να τον πλήξει οπουδήποτε και να επιφέρει το θάνατο του, β) πυροβόλησε και δεύτερη φορά κατ' αυτού μετά την πρώτη άστοχη βολή και γ) πυροβόλησε στο κέντρο του σώματος του Δ. Ν., τον οποίο, λόγω του ότι και αυτός κινούνταν (σηκωνόταν από την καρέκλα του και στρεφόταν προς το μέρος του), η βολίδα μπορούσε να είχε πλήξει στην κοιλιακή χώρα. Εξάλλου από το γεγονός ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος πήγε μαζί με τον πρώτο στο κατάστημα του Α. Τ. και από το ότι στεκόταν δίπλα του εποπτεύοντας το χώρο και κρατώντας εμφανώς το όπλο που έφερε μαζί του ενώ ο πρώτος σκόπευε και πυροβολούσε τους παθόντες, προκύπτει σαφώς ότι ο δεύτερος παρείχε τη βοήθεια αυτή υποστηρίζοντας τουλάχιστον ψυχικά τον πρώτο στην τέλεση της αξιόποινης πράξεως της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με ενδεχόμενο δόλο. Τέλος την απόφαση στους δύο πρώτους κατηγορουμένους να τελέσουν τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή (ο πρώτος), της απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή (ο δεύτερος), της παράνομης οπλοφορίας (και οι δύο) και της οπλοχρησίας κατά συρροή (ο πρώτος), προκάλεσε με πειθώ και φορτικοτητα και με την υπόσχεση αμοιβής, ο τρίτος κατηγορούμενος Σ. Π., ο οποίος: α) γνώριζε τους δύο πρώτους κατηγορουμένους πριν από την τέλεση των πιο πάνω αξιόποινων πράξεων τους, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι ο K. J. τους είχε δει στο γυμναστήριό του, β) είχε έλθει σε ρήξη με τον Α. Τ. εξαιτίας της δηλωμένης προθέσεως του τελευταίου να εμφανίσει στις πληρώτριες Τράπεζες τις πλαστές επιταγές που του είχε μεταβιβάσει, γ) την προηγουμένη είχε απευθύνει τηλεφωνικά στον Α. Τ. την απειλητική φράση "αν τολμήσεις να μου σφραγίσεις μια επιταγή, θα φύγεις από τη ζωή. Πάρε την οικογένεια σου και φύγε με το πρώτο αεροπλάνο μακριά από την Ελλάδα", έτσι δε δικαιολογείται και η φράση του πρώτου κατηγορουμένου "θα ξαναπάς στην Τράπεζα;". Ειδικότερα ο τρίτος κατηγορούμενος προέτρεψε τους δύο πρώτους να μεταβούν φέροντας παράνομα όπλα στο κατάστημα του Α. Τ., δίνοντας τους και τις αναγκαίες πληροφορίες, εφόσον αυτοί δεν είχαν προηγουμένως σχέση με αυτόν, επί πλέον δε προέτρεψε τον πρώτο να πυροβολήσει κατά του Α. Τ., αποδεχόμενος τη σοβαρή πιθανότητα να θανατωθεί αυτός αλλά και κάποιος άλλος από τους ευρισκόμενους τυχαία στο κατάστημα, όπως ήταν ο Δ. Ν., αποτέλεσμα το οποίο επιδοκίμαζε, ανεξάρτητα από το ότι τελικά ο πρώτος δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει την πράξη της ανθρωποκτονίας και ο δεύτερος εκείνη της απλής συνέργειας σε ανθρωποκτονία από λόγους που δεν ανάγονται στην πραγματική τους βούληση κατά τ' ανωτέρω. Για όλα τα πιο πάνω σαφείς και κατηγορηματικές είναι οι καταθέσεις των προαναφερθέντων μαρτύρων κατηγορίας Α. Τ. και K. J., οι οποίες ενισχύονται από: α) τις αναγνωσθείσες ιατροδικαστικές εκθέσεις, β) την αναγνωσθείσα έκθεση αυτοψίας και τις επισκοπηθείσες φωτογραφίες του χώρου του συμβάντος, γ) την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Μ. Κ., ο οποίος κατέθεσε ότι άγνωστοι αλλοδαποί με ένοπλη ληστεία του αφαίρεσαν μεταξύ άλλων ένα μπλοκ επιταγών της Εμπορικής Τράπεζας και τις σφραγίδες των εταιρειών των οποίων ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, ότι μετά τη ληστεία την οποία κατήγγειλε νόμιμα ειδοποιήθηκε από την Τράπεζα ότι ο Α. Τ. εμφανίστηκε ως κομιστής μιας από τις επιταγές, σε επικοινωνία του δε με τον τελευταίο, αυτός του είπε ότι την επιταγή του είχε μεταβιβάσει κάποιος Π. από τα ..., δ) την κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας Η. Ξ., πεθερού του προηγουμένου μάρτυρα, ο οποίος κατέθεσε ότι στις 18-3-2003 κατά τις απογευματινές ώρες πήγε στο κατάστημα του Α. Τ. προκειμένου να ζητήσει εξηγήσεις από αυτόν για τον τρόπο που περιήλθε στην κατοχή του η επιταγή του γαμβρού του και πριν εισέλθει στο κατάστημα είδε τους δράστες της επιθέσεως σε βάρος του και άκουσε τους πυροβολισμούς. Και ναι μεν και ο μάρτυρας αυτός στην προανακριτική του κατάθεση είχε καταθέσει ότι οι δράστες της επιθέσεως, τους οποίους τότε είχε χαρακτηρίσει ως "μπράβους", ήταν τέσσερις και ότι οι δύο έμειναν εκτός του καταστήματος και οι δύο, τους οποίους περιέγραψε, μπήκαν μέσα, ήδη δε ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου κατέθεσε ότι οι δράστες ήταν δύο και ότι δεν τους είδε καλά. Όμως αυτή η μεταστροφή της καταθέσεως του μάρτυρα μπορεί να αποδοθεί στους λόγους που προαναφέρθηκαν για τον Π. Μ., ενόψει του ότι και ο ίδιος παραδέχεται ότι από μετά τα πιο πάνω συμβάντα ο ίδιος και η οικογένεια του τελούν υπό καθεστώς φόβου. Τα πιο πάνω δεν αναιρούνται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ενόψει και του ότι η μεν μάρτυρας υπερασπίσεως Χ. Σ. δεν έχει ιδία αντίληψη για το συμβάν και η κατάθεση της στηρίζεται αποκλειστικά σε διηγήσεις του γιου της πρώτου κατηγορουμένου, οι δε πρώτος και δεύτερος κατηγορούμενοι με τις απολογίες τους δεν έδωσαν εύλογες και πειστικές εξηγήσεις για το συμβάν αυτό. Ειδικότερα ο πρώτος κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι είχε μεταβεί με ένα φίλο του (και όχι τον συγκατηγορούμενό του) στο κατάστημα του Α. Τ. διότι είχε πληροφορίες ότι αυτός πωλούσε ναρκωτικά στην ήδη αποβιώσασα αδελφή του Ε. Σ., ότι ο Α. Τ. φώναξε "βγάλτε τα όπλα" και ο Δ. Ν. κινήθηκε απειλητικά κατ' αυτού, με αποτέλεσμα να φοβηθεί και να πυροβολήσει, όμως ο ισχυρισμός του αυτός δεν επιβεβαιώνεται από οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Ούτε άλλωστε αντέχει στη βάσανο της λογικής να φοβάται ο αιφνιδιάζων και ένοπλος τους αιφνιδίαζα μένους και άοπλους. Εξάλλου ο δεύτερος κατηγορούμενος τηρεί αρνητική στάση, ισχυριζόμενος ότι δεν ήταν παρών στο συμβάν, επωφελούμενος του γεγονότος ότι ο μάρτυρας K. J., όταν αρχικά τον αναγνώρισε με την επίδειξη φωτογραφιών, είχε εκφράσει "μικρή επιφύλαξη". Όμως ο μάρτυρας αυτός, όταν στη συνέχεια είδε τον ανωτέρω κατηγορούμενο στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου και του παρόντος δικαστηρίου, τον αναγνώρισε ανεπιφύλακτα. Τέλος ο τρίτος κατηγορούμενος, εκπροσωπηθείς δια πληρεξουσίου συνηγόρου και μη εμφανισθείς αυτοπροσώπως στο παρόν δικαστήριο, όπως άλλωστε έπραξε και πρωτοδίκως, δεν εξέθεσε ο ίδιος τις απόψεις του ενώπιον του δικαστηρίου, για να εκτιμηθεί η ειλικρίνεια και η βασιμότητα τους. Ενόψει όλων των ανωτέρω πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των αποδιδόμενων σ' αυτούς αξιόποινων πράξεων, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν αναλυτικά αναφέρονται στο διατακτικό, κατά τη γνώμη μεν που επικράτησε στο δικαστήριο όσον αφορά τις πράξεις που αναφέρονται πιο κάτω με τα στοιχεία 1α, 2α, 3α και 3β, παμψηφεί δε όσον αφορά τις λοιπές και ειδικότερα: 1) ο πρώτος εξ αυτών Ι. Σ.: α) της απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή, β) της απόπειρας εκβιάσεως κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος και ζωής κατά του ίδιου του παθόντος και της οικογενείας του και με απειλή βλάβης της επιχειρήσεως του, καθώς και με προσφορά παροχής προστασίας για την αποτροπή προκλήσεως τέτοιας βλάβης από τρίτα πρόσωπα, κατά συνήθεια και κατ' επάγγελμα, γ) της συμμορίας, δ) της παράνομης οπλοφορίας και ε) της οπλοχρησίας κατά συρροή, 2) ο δεύτερος εξ αυτών Ε. Κ.: α) της απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή, β) της απόπειρας εκβιάσεως κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος και ζωής κατά του ίδιου του παθόντος και της οικογενείας του και με απειλή βλάβης της επιχειρήσεως του, καθώς και με προσφορά παροχής προστασίας για την αποτροπή προκλήσεως τέτοιας βλάβης από τρίτα πρόσωπα, κατά συνήθεια και κατ' επάγγελμα, γ) της συμμορίας και δ) της παράνομης οπλοφορίας και 3) ο τρίτος εξ αυτών Σ. Π.: α) της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή, β) της ηθικής αυτουργίας σε απλή συνεργεία σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή, γ) της απόπειρας εκβιάσεως δ) της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, ε) της ηθικής αυτουργίας σε παράνομη οπλοφορία κατά συρροή και στ) της ηθικής αυτουργίας σε οπλοχρησία κατά συρροή, απορριπτόμενου κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο του αυτοτελούς ισχυρισμού του τρίτου κατηγορουμένου ότι η τελεσθείσα από τον πρώτο κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη έπρεπε, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, να χαρακτηρισθεί ως σκοπούμενη σωματική βλάβη και του αυτοτελούς ισχυρισμού του πρώτου κατηγορουμένου ότι η πράξη αυτή έπρεπε, κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας να χαρακτηρισθεί ως επικίνδυνη σωματική βλάβη. Κατά τη γνώμη όμως δύο μελών του δικαστηρίου, των ενόρκων Ιωάννη Κωτσιόπουλου και Ευαγγελίας Ασημή, από τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρθηκαν προηγουμένως δεν αποδείχτηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είχε πρόθεση να σκοτώσει τους Α. Τ. και Δ. Ν. ούτε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος παρέσχε στον πρώτο απλή συνεργεία σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση ούτε ότι ο τρίτος προέτρεψε με πειθώ και φορτικότητα τους δύο πρώτους να τελέσουν τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά συρροή ο πρώτος και της απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά συρροή ο δεύτερος, έστω και με τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, ενόψει και του ότι ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν άριστος σκοπευτής και αν είχε ανθρωποκτόνο πρόθεση εύκολα μπορούσε να επιτύχει το σκοπό του. Αντίθετα, κατά τη γνώμη των πιο πάνω μειοψηφούντων μελών του δικαστηρίου, έπρεπε, κατά παραδοχή της σχετικής προτάσεως του Εισαγγελέως και του σχετικού ισχυρισμού του τρίτου κατηγορουμένου, να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι ένοχοι: 1) ο πρώτος εξ αυτών Ι. Σ. βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης κατά συρροή κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας της απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή, 2) ο δεύτερος εξ αυτών Ε. Κ. απλής συνέργειας σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη κατά συρροή κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας της απλής συνέργειας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή και 3) ο τρίτος εξ αυτών Σ. Π. α) ηθικής αυτουργίας σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη κατά συρροή κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή και β) ηθικής αυτουργίας σε απλή συνεργεία σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη κατά συρροή κατ' επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας της ηθικής αυτουργίας σε απλή συνεργεία σε απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση κατά συρροή, απορριπτόμενου και κατά τη γνώμη των μειοψηφούντων μελών του δικαστηρίου του ισχυρισμού του πρώτου κατηγορουμένου ότι η τελεσθείσα από αυτόν αξιόποινη πράξη έφερε τα χαρακτηριστικά της επικίνδυνης σωματικής βλάβης. Τέλος ο ισχυρισμός του πρώτου κατηγορουμένου ότι βρισκόταν σε άμυνα, πέρα από την αοριστία του, η οποία έγκειται στο ότι αυτός δεν ισχυρίζεται καν ότι υπήρχε άδικη και παρούσα επίθεση που στρεφόταν εναντίον του, είναι εν πάση περιπτώσει απορριπτέος ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, αφού, με βάση τα παραπάνω γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα ως προς τις συνθήκες τελέσεως των αξιόποινων πράξεων του δεν αποδείχτηκε ότι αυτός δέχθηκε τέτοια επίθεση." Με την κρινόμενη αίτηση για επανάληψη της διαδικασίας ο αιτών, ισχυριζόμενος ότι είναι αθώος και άδικα καταδικάστηκε από δικαστική πλάνη για έγκλημα που δεν διέπραξε, άλλως, κατ'εκτίμηση, ότι καταδικάστηκε για εγκλήματα βαρύτερα εκείνων που τέλεσε, επικαλείται και προσκομίζει ως νέες αποδείξεις, μεταγενέστερες του χρόνου διεξαγωγής της δίκης του στο άνω ΜΟΕ Αθηνών(Ιούνιο 2009), α) διάφορα έγγραφα που αφορούν τις σπουδές του, την επαγγελματική - οικονομική του πορεία και επενδύσεις του για εκτίμηση της προσωπικότητάς του, που φανερώνουν ότι δε μπορούσε να δώσει εντολή ανθρωποκτονιών στους φυσικούς αυτουργούς με αμοιβή, β) διάφορα έγγραφα (σχετικά της αιτήσεώς του με αρ. 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37), που καταδεικνύουν την εγκληματική προσωπικότητα και διεθνή και εσωτερική εγκληματική δράση του πρώτου εκ των παθόντων την απόπειρα ανθρωποκτονίας, του Σύριου Α. Τ. και έγγραφες δηλώσεις του ιδίου, αλλά και του αδελφού του K. Τ., ότι ο αιτών την επανάληψη δεν έχει σχέση με τα συμβάντα της 18-3-2003 και με όσα κατηγορείται και ότι οι δύο δράστες της ως άνω επιθέσεως ήθελαν απλώς να φοβίσουν και όχι να φονεύσουν τον Α. Τ., γ) την με αρ. 833-930/2013 απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών, που καταδίκασε τον παθόντα Α. Τ. σε κάθειρξη 18 ετών, για απόπειρα ανθρωποκτονίας αστυνομικών της ΕΛΑΣ, που επιχείρησαν να τον συλλάβουν, σε εκτέλεση εντάλματος σύλληψης του Ανακριτή Αθηνών, για διωχθείσες κακουργηματικές πράξεις εγκληματικής οργάνωσης, απόπειρας ανθρωποκτονίας, εκβίασης και τοκογλυφίας, κατόπιν μηνύσεων του αιτούντος, που αναδεικνύουν και την προσωπικότητα του πρώτου παθόντος, δ) Δύο ένορκες καταθέσεις νέων μαρτύρων στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου, ήτοι επικαλείται νέα έγγραφα και εμμάρτυρα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία ομού με τα λοιπά στοιχεία της δικογραφίας, εξετασθέντες μάρτυρες, αναγνωσθέντα έγγραφα, καταδεικνύουν με βεβαιότητα την αθωότητά του, άλλως την ευθύνη του για ηθική αυτουργία σε απόπειρα σκοπούμενης σωματικής βλάβης, όπως έκρινε η μειοψηφούσα γνώμη δύο μελών του ΜΟΕ και όχι για ηθική αυτουργία σε απόπειρα τέλεσης δύο ανθρωποκτονιών. Από τα παραπάνω νέα αποδεικτικά στοιχεία σε συνδυασμό με όλα τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, που προκύπτουν από τα πρακτικά της με αρ. 372-390/2009 αποφάσεως του ΜΟΕ Αθηνών, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο καταδικασθείς αιτών την επανάληψη της διαδικασίας Σ. Π., μετά την άνω καταδίκη του, στις 10-5-2011 υπέστη καρδιακή προσβολή και υποβλήθηκε σε εγχείρηση ανοικτής καρδιάς, τριπλής αρτηριακής μεταμόσχευσης στο ΠΓΝ Ευαγγελισμός, λόγος για τον οποίον, με τη με αρ. 178/2013 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδος, διεκόπη η έκτιση της άνω επιβληθείσας σε αυτόν ποινής καθείρξεως 29 ετών και ενός μηνός, λόγω ανήκεστης βλάβης της υγείας του και μάλιστα, με τη με αρ. 63054/2013 απόφαση του ΕΔΔΑ, κατόπιν προσφυγής του, καταδικάστηκε η Ελλάδα, για καθυστέρηση εκτέλεσης της παραπάνω απόφασης διακοπής της έκτισης της ποινής του. Από το σύνολο των παραπάνω αποδεικτικών στοιχείων, συνάγεται ότι ο παθών Α. Τ., είχε οικονομικές αξιώσεις κατά του αιτούντος από εκτέλεση εργολαβίας σε κατασκευαζόμενο στα ... Γυμναστήριο του αιτούντος και από τοκογλυφικά δάνεια και από κατοχή πλαστών επιταγών σε βάρος του αιτούντος, τον οποίο, βρισκόμενο σε αδυναμία πληρωμών και εκβίαζε για να πληρωθεί, ενώ ο αιτών βρισκόταν υπό χρεωκοπία και αδιέξοδα, γιαυτό και με εντολή του (του αιτούντος), με υπόσχεση αμοιβής, πείστηκαν και κινήθηκαν οι δύο δράστες των πυροβολισμών, Ι. Σ. και Ε. Κ., με σκοπό να απειλήσουν, να εκβιάσουν και να αποτρέψουν τον Α. Τ. από κάθε δικαστική κίνηση, σφράγιση ακάλυπτων επιταγών σε τράπεζες και επιδίωξη ικανοποίησης των απαιτήσεών του, και έτσι αυτοί οι ανωτέρω δύο, κατ'εντολή του αιτούντος, μετέβησαν την 18-3-2003, στο μικρό κατάστημα χρωμάτων- επίπλων του Α. Τ., χωρίς καλυμμένα τα πρόσωπά τους και οπλοφορούντες, κρατώντας ανά χείρας πιστόλια, ενώ δύο ακόμα άλλα άγνωστα συνεργά πρόσωπα, στάθηκαν στην είσοδο του καταστήματος για υποστήριξη, εισήλθαν στο κατάστημα, μπροστά σε πελάτες, όπως του τυχαία παρευρισκόμενου και μη έχοντος σχέση με την υπόθεση και τη διαφορά του αιτούντος, του παθόντος Δ. Ν., και ο από αυτούς Ι. Σ., λέγοντας στον Α. Τ. " έλα βγες έξω μαλάκα, θα ξαναπάς στην τράπεζα .. ", πυροβόλησε πρώτα κάποιους υαλοπίνακες που ήταν στον τοίχο, πάνω και πίσω από το γραφείο που καθόταν ο Α. Τ. και με δεύτερη σφαίρα κτύπησε αυτόν, που κινήθηκε να τραβήξει πιστόλι, στον μηρό δεξιού ποδιού, προκαλώντας του διαμπερές τραύμα. Στη συνέχεια, ο Ι. Σ., επειδή ο παθών παρευρισκόμενος πελάτης Δ. Ν., μετά τους άνω δύο πυροβολισμούς, σηκώνοντας τα χέρια του στράφηκε με σηκωμένα τα χέρια κατά του πυροβολήσαντος Ι. Σ., πυροβόλησε και αυτόν ρίχνοντας μία ακόμα σφαίρα και τον τραυμάτισε στον αριστερό γλουτό, προκαλώντας του διαμπερές τραύμα από κοντινή απόσταση. Οι εξετασθέντες στο ακροατήριο του Αρείου Πάγου μάρτυρες κατέθεσαν ότι ο αιτών σε καμία περίπτωση δεν έβαλε τους δύο αυτουργούς να αποπειραθούν την ανθρωποκτονία του Α. Τ., αλλά απλώς να τον απειλήσουν. Ενόψει όλων των εν γένει συνθηκών τελέσεως των παραπάνω αδικημάτων, με συμμετοχή τεσσάρων ανδρών με πιστόλια για εκβίαση του Α. Τ., μέσα στο κατάστημά του σε ώρα κίνησης, χωρίς κάλυψη των προσώπων τους και με πυροβολισμούς μόνον από τον ένα από αυτούς, τον Ι. Σ., με πυροβολισμούς από πολύ κοντινή απόσταση 1,5 μέτρου, από έμπειρους πληρωμένους οπλοφόρους, συνάγεται η κρίση, ότι σκοπός αυτών και του ηθικού αυτουργού αιτούντος δεν ήταν η ανθρωποκτονία ή η απόπειρα ανθρωποκτονίας, την οποία αν είχαν αποφασίσει και θελήσει, ασφαλώς εύκολα θα είχαν επιτύχει από τόση κοντινή απόσταση και δεν θα αστοχούσε ο Ι. Σ., όπως δέχθηκε το ΜΟΕ, αλλά σκοπός των δραστών ήταν να εκφοβίσουν και να εκβιάσουν τον πρώτο παθόντα Α. Τ. και να τον αποτρέψουν από κάθε δικαστική κίνηση, σφράγιση ακάλυπτων επιταγών σε τράπεζες και επιδίωξη ικανοποίησης των απαιτήσεών του, ήτοι διάπραξης απόπειρας σκοπούμενης σωματικής βλάβης, για την οποία και τους είχεν παρακινήσει και προκαλέσει την απόφαση ο νυν αιτών Σ. Π.. Κατ' ακολουθία των παραπάνω, από τα άνω επικαλούμενα ως νεότερα ως παραπάνω στοιχεία, αποτελούντα νέα άγνωστα στοιχεία στους δικαστές και στους ενόρκους που τον καταδίκασαν, από μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα τα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία, που είχαν προσκομισθεί και συνεκτιμηθεί προηγουμένως από τους δικαστές στο δικάσαν την εν λόγω υπόθεση δευτεροβάθμιο ΜΟΕ Αθηνών, γίνεται φανερό ότι ο καταδικασθείς αιτών, δεν είναι αθώος, πλην καταδικάστηκε για εγκλήματα βαρύτερα εκείνων που διέπραξε και δη καταδικάστηκε για την άνω αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα δύο ανθρωποκτονιών με πρόθεση, ηθικής αυτουργίας σε απλή συνέργεια απόπειρας δύο ανθρωποκτονιών και ηθικής αυτουργίας οπλοχρησίας κατά συρροή στις άνω απόπειρες ανθρωποκτονιών, ενώ έπρεπε να καταδικαστεί για ελαφρότερα εγκλήματα ηθικής αυτουργίας σε βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη κατά συρροή και ηθικής αυτουργίας σε απλή συνέργεια βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης κατά συρροή (άρθρου 310 παρ.3 ΠΚ) και για ηθική αυτουργία σε οπλοχρησία για τέλεση των παραπάνω πράξεων, όπως έκρινε και η μειοψηφούσα γνώμη δύο μελών του άνω ΜΟΕ Αθηνών. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη, αφού τροποποιείται ουσιωδώς ο χαρακτήρας των πράξεων που τέλεσε ο αιτών και μεταβάλλεται το είδος και η απειλούμενη ποινή αυτών και πρέπει να ακυρωθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, για τα εγκλήματα μόνον που επηρεάζονται από την παραπάνω διαφορετική εκτίμηση, όπως στο διατακτικό. Λόγω δε παραδοχής της κρινόμενης αίτησης επανάληψης, το κατά την παρ. 6 του άρθρου 527 ΚΠΔ προβλεπόμενο επεκτατικό αποτέλεσμα, θα ισχύσει για όλους όσους καταδικάστηκαν ως φυσικοί αυτουργοί, αφού οι λόγοι για τους οποίους έχει ζητηθεί και έγινε δεκτή η αίτηση, δεν αφορούν και δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του αιτήσαντος την επανάληψη ηθικού αυτουργού. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται εν μέρει την από 4-7-2014 αίτηση του Σ. Π. του Α. περί επαναλήψεως της ποινικής διαδικασίας η οποία περατώθηκε με την έκδοση της αμετάκλητης με αρ. 372-390/2009 αποφάσεως του ΜΟΕ Αθηνών, κατά τις διατάξεις της που κήρυξε ένοχο τον αιτούντα, για τις πράξεις της ηθικής αυτουργίας σε απόπειρα δύο ανθρωποκτονιών με πρόθεση, ηθικής αυτουργίας σε απλή συνέργεια απόπειρας δύο ανθρωποκτονιών και ηθικής αυτουργίας οπλοχρησίας κατά συρροή και κατά τις διατάξεις που επέβαλε ποινές για τις άνω ακυρούμενες πράξεις και συνολική ποινή. Επεκτείνει το άνω ακυρωτικό αποτέλεσμα και στους φυσικούς αυτουργούς των ανωτέρω μόνον αξιοποίνων πράξεων Ι. Σ. και Ε. Κ. και ακυρώνει την απόφαση και κατά τις ανωτέρω μόνον πράξεις και ως προς αυτούς. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2014. Και Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιανουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Η κρινόμενη αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη, αφού τροποποιείται ουσιωδώς ο χαρακτήρας των πράξεων που τέλεσε ο αιτών και μεταβάλλεται το είδος και η απειλούμενη ποινή αυτών, καταδικασθείς για εγκλήματα βαρύτερα εκείνων που καταδικάστηκε.
Επανάληψη διαδικασίας
Επανάληψη διαδικασίας.
0
Αριθμός 49/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Δεκεμβρίου 2014, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Π. του Ν., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Παπαπέτρο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 869/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγουσα την Δ. Ε. του Ν., κατοίκου ..., που δεν παρέστη. Το Τριμελές Εφετείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Ιουλίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 865/2014. Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από τη διάταξη του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ, η οποία ορίζει ότι "με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση αρχής ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια", προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδορκίας μάρτυρα, απαιτείται ο μάρτυρας να καταθέσει ενόρκως, ενώπιον αρχής που είναι αρμόδια για την ένορκη εξέτασή του, τα πραγματικά περιστατικά που κατέθεσε να είναι ψευδή και να υφίσταται άμεσος δόλος, ο οποίος συνίσταται στη γνώση αυτού, ότι αυτά που κατέθεσε είναι ψευδή ή ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και, σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τί προέκυψε χωριστά από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχή αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, γιατί ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν κατά νόμο την έννοια αυτής και ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένων περιστατικών, άμεσος δηλαδή δόλος από μέρους του υπαιτίου, όπως συμβαίνει και στο έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή, με παράθεση των περιστατικών που τη δικαιολογούν. Για την ύπαρξη δε τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Για την πληρότητα επομένως, της αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως για ψευδορκία μάρτυρα πρέπει, εκτός άλλων, να αναφέρονται σ' αυτήν τα αληθινά γεγονότα, τα οποία γνώριζε ο μάρτυρας που εξετάσθηκε και αντί αυτών εν γνώσει του κατέθεσε τα ψευδή, δηλαδή να αναφέρονται ποία ήταν τα αληθινά γεγονότα κατ' αντιπαράθεση προς εκείνα που το δικαστήριο δέχθηκε ότι ήταν ψευδή και κήρυξε αντιστοίχως ένοχο ψευδορκίας τον κατηγορούμενο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη με αριθ. 869/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας (Πλημ/των), που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, για ψευδορκία μάρτυρα, κατά πλειοψηφία, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, σε ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσα για δύο έτη. Στην αιτιολογία της αποφάσεως αυτής, εκτίθεται ότι, από την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, την απολογία του κατηγορουμένου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης, αποδείχθηκαν τα εξής: "Η πολιτικώς ενάγουσα εργάστηκε στον παιδικό σταθμό της πρώτης κατηγορουμένης (Γ. Τ.) από τον Οκτώβριο του 1998 έως 31/1/2002 ως νηπιαγωγός. Τον Απρίλιο του 2002 η πολιτικώς ενάγουσα επισκέφτηκε τον β' κατηγορούμενο (Δ. Π.), λογιστή της πρώτης κατηγορουμένης, στο γραφείο που διατηρούσε αυτός στην οδό Ιωλκού, για να λάβει τα ένσημα που αντιστοιχούσαν στο ως άνω χρονικό διάστημα εργασίας της. Ο β' κατηγορούμενος της πρότεινε ότι καλό θα ήταν να είχε μία βεβαίωση εργασίας. Και επειδή οι σχέσεις της πολιτικώς ενάγουσας και της πρώτης κατηγορουμένης δεν ήταν καλές, η μηνύτρια ζήτησε από τον β' κατηγορούμενο να το φροντίσει ο ίδιος. Την επόμενη ημέρα προσήλθε με την φίλη της, Μ. Γ., στο γραφείο του β' κατηγορουμένου και έλαβε μία βεβαίωση, όπως βεβαιώνει και η ως άνω μάρτυρας, από αυτόν. Στην βεβαίωση αυτήν που δεν ανέφερε ημερομηνία κατά λέξη αναφερόταν : "Η κάτωθι υπογεγραμμένη Τ. Γ. του Α. ιδιοκτήτρια Παιδικού σταθμού-Νηπιαγωγείου που εδρεύει στο Βόλο επί της οδού … 24, ΑΦΜ ... & A.M. 1KA ... βεβαιώνω ότι απασχόλησα στην επιχείρηση μου την εργαζόμενη Κα Ε. Δ. με ΑΦΜ ... και AM IKA ... από 01/10/1998 έως και 31/01/2002 ως νηπιαγωγό για 22 (είκοσι δύο) ημέρες το μήνα καθ' όλη τη διάρκεια της μεταξύ μας σχέσης εργασίας. Η βεβαίωση αυτή δίνεται για κάθε νόμιμη χρήση". ΣΤΟ τέλος έφερε σφραγίδα της επιχείρησης της πρώτης κατηγορούμενης και υπογραφή. Ακολούθως αποδείχθηκε ότι, το 2006 η πρώτη κατηγορούμενη έλαβε γνώση της ως άνω βεβαίωσης για πρώτη φορά και κατέθεσε σε βάρος της πολιτικώς ενάγουσας μήνυση καταμηνύοντας την, ότι " η ανωτέρω βεβαίωση ουδέποτε γράφτηκε από μένα, ούτε χειρόγραφα, ούτε σε Η/Υ και ουδέποτε έθεσα τη σφραγίδα της επιχείρησης μου και την υπογραφή μου. Η βεβαίωση αυτή συντάχθηκε από την μηνυόμενη, η οποία, χωρίς τη συναίνεση μου και εν αγνοία μου, υφάρπαξε τη σφραγίδα από κάποιο γραφείο του παιδικού σταθμού μου κι επιπλέον πλαστογράφησε την υπογραφή μου, κατ' απομίμηση της. Κατήρτισε δηλαδή εξ υπαρχής πλαστό έγγραφο, με σκοπό να παραπλανήσει τις Αρμόδιες Αρχές, περί της, δήθεν, προϋπηρεσίας της. Το έγγραφο μάλιστα αυτό το χρησιμοποίησε καταθέτοντας το στο 1ο Γραφείο Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Ηλείας, παραπλανώντας την ανωτέρω υπηρεσία και περί της εκδότριας του εγγράφου και περί της γνησιότητας του και περί της αλήθειας του περιεχομένου του. Η ανωτέρω βεβαίωση, εκτός από πλαστογραφημένη, είναι και κατά περιεχόμενο ψευδής, αφού η μηνυόμενη δεν εργαζόταν καθ1 όλη την αναφερόμενη στη βεβαίωση περίοδο, δηλαδή από 1-10-1998 έως 31-01-2002, για 22 ημέρες το μήνα, αλλά απασχολήθηκε στην επιχείρηση μου με συμβάσεις μερικής απασχόλησης ορισμένου χρόνου και συγκεκριμένα με τις ακόλουθες συμβάσεις που προσκομίζω: α) Με σύμβαση μερικής απασχόλησης ορισμένου χρόνου, από 5-10-1998 έως 30-6-1999. β) Με σύμβαση μερικής απασχόλησης ορισμένου χρόνου, από 30-6-1999 έως 31-7-1999. γ) Με σύμβαση μερικής απασχόλησης ορισμένου χρόνου, από 22-10-1999 έως 30-6-2000. δ) Με σύμβαση μερικής απασχόλησης ορισμένου χρόνου, από 30-6-2000 έως 27-7-2000. ε] Με σύμβαση μερικής απασχόλησης ορισμένου χρόνου, από 4-9-2000 έως 30-6-2001. στ) Με σύμβαση μερικής απασχόλησης ορισμένου χρόνου, από 30-6-2001 έως 31-7-2001. ζ) Με σύμβαση μερικής απασχόλησης ορισμένου χρόνου, από 22-8-2001 έως 31-10-2001. η) Με σύμβαση μερικής απασχόλησης ορισμένου χρόνου, από 31-10-2001 έως 31-1-2002. Έτσι, η μηνυόμενη διέπραξε το αδίκημα της πλαστογραφίας με την επιβαρυντική περίπτωση της χρήσης πλαστού εγγράφου και ότι η μηνυόμενη, προκειμένου να αποδείξει την προϋπηρεσία της και να επιτύχει καλύτερη τοποθέτηση ή μετάθεση, προσκόμισε στο 1° Γραφείο Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ν. Ηλείας". Τα ανωτέρω γεγονότα που περιέλαβε στη μήνυση σχετικά με το περιεχόμενο της βεβαίωσης ήταν αληθή αφού η πολιτικώς ενάγουσα εργαζόταν σ' αυτήν με συμβάσεις ορισμένου χρόνου που ανανεώνονταν κατ' έτος και όχι συνεχόμενα για το χρονικό διάστημα από το έτος 1999 έως τον Ιανουάριο του 2002. Επί πλέον αποδείχθηκε και γραφολογικώς ότι η υπογραφή που ετέθη στην βεβαίωση δε ήταν δική της. Πίστευε λοιπόν όταν κατέθεσε την ως άνω μήνυση, ότι η πολιτικώς ενάγουσα είχε διαπράξει το αδίκημα της πλαστογραφίας με χρήση, αφού οι σχέσεις τους δεν ήταν καλές, η υπογραφή δεν ήταν της κατηγορουμένης και το περιεχόμενο της βεβαίωσης δεν ανταποκρινόταν πλήρως στην πραγματικότητα. Εξάλλου κανένας μάρτυρας ούτε και η πολιτικώς ενάγουσα κατέθεσε ότι η πρώτη κατηγορουμένη έλαβε γνώση από τον β' κατηγορούμενο για την έκδοση της βεβαίωσης αυτής από τον ίδιο και δεν αποδείχθηκε ότι αυτή συναίνεσε ή ενέκρινε την έκδοση αυτής. Ενώ αποδείχθηκε ότι όλα τα σχετικά έγγραφα που συνέτασσε ο β' κατηγορούμενος σχετικά με την επιχείρηση της πρώτης τα υπέγραφε η ίδια. Βέβαια η πολιτικώς ενάγουσα για την πράξη της χρήσης πλαστού εγγράφου μετά από αναίρεση με την υπ' αριθμ. 703/2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, κηρύχθηκε αθώα με το σκεπτικό ότι " η επίμαχη βεβαίωση προϋπηρεσίας χορηγήθηκε στην κατηγορούμενη με τη σφραγίδα της επιχείρησης της εγκαλούσας και υπογράφει κάτω από τη σφραγίδα, ως προερχόμενη από την εγκαλούσα, από το λογιστή της επιχείρησης της τελευταίας, Δ. Π., ο οποίος είχε εξουσιοδότηση από την εγκαλούσα να συντάσσει σχετικές βεβαιώσεις προϋπηρεσίας. Τούτο βεβαίωσε ρητώς και κατηγορηματικώς και η μάρτυρας υπεράσπισης, Μ. Γ., η οποία την συνόδευε όταν μετέβη στο λογιστήριο του Δ. Π. και είδε την κατηγορούμενη να βγαίνει από το λογιστήριο κρατώντας την εν λόγω βεβαίωση. Συνεπώς, και αν ήθελε υποτεθεί ότι η υπογραφή της εγκαλούσας στη βεβαίωση ήταν πλαστογραφημένη, δεν προέκυψε ότι τούτο ήταν σε γνώση της κατηγορούμενης, και ως εκ τούτου πρέπει να κηρυχθεί αθώα, ελλείψει δόλου". Ακολούθως αποδείχθηκε ότι η πρώτη κατηγορουμένη κατέθεσε την από 26-7-06 μήνυση της ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημ/κών Βόλου, όπου διέλαβαν τα υπό στοιχ. Α1 του παρόντος περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια επιβεβαίωσε ενόρκως πιστεύοντας ότι αυτά είναι αληθή. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε, ότι η ανωτέρω κατηγορουμένη με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε. Συγκεκριμένα με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο και ειδικότερα με παντοειδείς υποσχέσεις, προτροπές και παρακλήσεις που έγιναν με φορτικότητα και πειθώ προκάλεσε και παρήγαγε στον ανωτέρω συγκατηγορούμενό της Δ. Π. του Ν., την απόφαση για την διάπραξη της παρακάτω υπό στοιχ. Β' του παρόντος περιγραφόμενης αξιόποινης πράξης της ψευδορκίας μάρτυρα, αλλά όσα κατέθεσε αυτός στις 13/3/2007 ενώπιον του Πταισματοδίκη Βόλου, τα κατέθεσε από ίδια γνώση και αντίληψη αφού όπως αποδείχθηκε αυτός συνέταξε την ως άνω βεβαίωση και έθεσε την υπογραφή της α' κατηγορουμένης χωρίς να ενημερώσει την τελευταία. Συνεπώς πρέπει η α' κατηγορουμένη να κηρυχθεί αθώα των αποδιδόμενων σε αυτήν πράξεων α) της ψευδούς καταμήνυσης, β) της ψευδορκίας μάρτυρα και γ) της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μάρτυρα, κατά πλειοψηφία. Ένα μέλος της συνθέσεως και συγκεκριμένα ο Εφέτης κ. Σπυρίδων Μελάς, είχε τη γνώμη ότι η πρώτη κατηγορούμενη έπρεπε να κηρυχθεί ένοχη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος Δ. Π. του Ν., στο Βόλο στις 13-3-07, με πρόθεση δηλ. θέλοντας την πραγμάτωση των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα αποκρύπτοντας τα αληθή και συγκεκριμένα κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη Βόλου, που είναι αρμόδια αρχή να δέχεται ένορκες καταθέσεις, κατά την διενεργηθείσα επί της από 26/7/06 μηνύσεως της συγκατηγορούμενής του Γ. Τ. του Α. κατά της ήδη εγκαλούσας Δ. Ε. του Ν. προανάκριση, για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, κατέθεσε μεταξύ άλλων ότι : "...Η μηνυομένη κα Ε. προκειμένου να διοριστεί στο Δημόσιο, κατέθεσε μία βεβαίωση στον αρμόδιο φορέα, η οποία έφερε την υπογραφή της κας Τ. και το περιεχόμενο της ανέφερε ως προϋπηρεσία ολόκληρα έτη και όχι περιόδους, όπως συνηθίζεται να γίνεται βάσει των συμβάσεων. Εγώ δεν είδα την βεβαίωση, με ενημέρωσε η κα Τ. ότι είναι πλαστή και ως προς το περιεχόμενο και ως προς την υπογραφή της. Τώρα που μου δείχνετε την επίδικη βεβαίωση καταθέτω μετά λόγου γνώσεως, επειδή γνωρίζω πάρα πολύ καλά την υπογραφή της κας Τ., ότι η υπογραφή της βεβαίωσης δεν είναι δική της. Επίσης και το περιεχόμενο δεν είναι αυτό που δίνουμε εμείς στις βεβαιώσεις που μας ζητούνται, δηλαδή όταν μας ζητούνται τέτοιου είδους βεβαιώσεις, εμείς γράφουμε τις σχολικές περιόδους απασχόλησης του ενδιαφερομένου και όχι ολόκληρα τα έτη..." και ναι μεν την ως άνω βεβαίωση δεν υπέγραψε η α' κατηγορουμένη, αλλά ούτε και η κα. Ε. όπως προέκυψε από την γραφολογική πραγματογνωμοσύνη γεγονός που ο β' κατηγορούμενος γνώριζε, εν τούτοις, αυτός, κατέθεσε τα ανωτέρω εν γνώσει του ότι είναι ψευδή, αφού η αλήθεια ήταν ότι ο ίδιος είχε συντάξει την ως άνω βεβαίωση και είχε υπογράψει για λογαριασμό της κας Τ., χωρίς την έγκριση ή την συναίνεση αυτής. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από την κατάθεση της μάρτυρος κας Ε. σε συνδυασμό με την κατάθεση της μάρτυρος Μ. Γ., της γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και της απολογίας της α' κατηγορουμένης και δεν αναιρούνται από άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο β' κατηγορούμενος της πράξης της ψευδορκίας μάρτυρα κατά πλειοψηφία, υπό την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84§2α' ΠΚ, καθόσον, όπως αποδείχθηκε, μέχρι την τέλεση της πράξης έζησε έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Ένα μέλος της συνθέσεως και συγκεκριμένα η Εφέτης Αρχοντούλα Σταυρίδου, είχε τη γνώμη ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος έπρεπε να κηρυχθεί αθώος διότι από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι όσα κατέθεσε ενόρκως ο παραπάνω κατηγορούμενος στο Βόλο στις 13/3/2007 ενώπιον της Πταισματοδίκη Βόλου ήταν ψευδή." Στο διατακτικό ο αναιρεσείων κηρύσσεται ένοχος ψευδορκίας του ότι: "Στο Βόλο στις 13-3-07, με πρόθεση δηλ. θέλοντας την πραγμάτωση των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης, ενώ εξεταζόταν ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμοδίας να ενεργεί ένορκη εξέταση κατέθεσε εν γνώσει του ψέματα αποκρύπτοντας τα αληθή και συγκεκριμένα κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον της Πταισματοδίκη Βόλου, που είναι αρμόδια αρχή να δέχεται ένορκες καταθέσεις, κατά την διενεργηθείσα επί της από 26-7-06 μηνύσεως της συγκατηγορούμενης του Γ. Τ. του Α. κατά της ήδη εγκαλούσας Δ. Ε. του Ν. προανάκριση, για την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, κατέθεσε μεταξύ άλλων ότι: "...Η μηνυομένη κα Ε. προκειμένου να διοριστεί στο Δημόσιο, κατέθεσε μία βεβαίωση στον αρμόδιο φορέα, η οποία έφερε την υπογραφή της κας Τ. και το περιεχόμενο της ανέφερε ως προϋπηρεσία ολόκληρα έτη και όχι περιόδους, όπως συνηθίζεται να γίνεται βάσει των συμβάσεων. Εγώ δεν είδα την βεβαίωση, με ενημέρωσε η κα Τ. ότι είναι πλαστή και ως προς το περιεχόμενο και ως προς την υπογραφή της. Τώρα που μου δείχνετε την επίδικη βεβαίωση καταθέτω μετά λόγου γνώσεως, επειδή γνωρίζω πάρα πολύ καλά την υπογραφή της κας Τ., ότι η υπογραφή της βεβαίωσης δεν είναι δική της. Επίσης και το περιεχόμενο δεν είναι αυτό που δίνουμε εμείς στις βεβαιώσεις που μας ζητούνται, δηλαδή όταν μας ζητούνται τέτοιου είδους βεβαιώσεις, εμείς γράφουμε τις σχολικές περιόδους απασχόλησης του ενδιαφερομένου και όχι ολόκληρα τα έτη...". Τα παραπάνω κατέθεσε και επιβεβαίωσε ο κατηγορούμενος ως ανωτέρω περιγράφηκαν κατά περίπτωση αν και γνώριζε ότι ήταν ψευδή, καθόσον γνώριζε ότι ουδέποτε αυτά συνέβησαν." Με τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη με αρ. 869/2014 απόφασή του, την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως της ψευδορκίας μάρτυρα, για την οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27, 224 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, στην προσβαλλόμενη απόφαση: α) παρατίθενται τα κατατεθέντα γεγονότα, τα οποία είναι ψευδή, αιτιολογεί δε το δικαστήριο με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις, τον δόλο του κατηγορουμένου, με την έκθεση στο αιτιολογικό των πραγματικών περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η γνώση αυτού, με την έννοια της βεβαιότητας για την αναλήθεια των άνω γεγονότων, τα οποία και κατατέθηκαν σχετικά με την πλαστότητα και τη χρήση βεβαίωσης προϋπηρεσίας - απασχόλησης της πολιτικώς ενάγουσας Δ. Ε., με την παραδοχή ότι αυτός ο ίδιος, ως λογιστής της εργοδότιδας είχε συντάξει την ως άνω ψευδή εν μέρει κατά το περιεχόμενο απασχόλησης βεβαίωση και είχε υπογράψει για λογαριασμό της εργοδότιδας του παιδικού σταθμού Γ. Τ., χωρίς την έγκριση ή τη συναίνεση αυτής, και με την τελευταία αυτή παραδοχή, αυτοδιαψεύδει όλα όσα αντίθετα κατέθεσε ο ίδιος στον Πταισματοδίκη σαν μάρτυρας, β) το άνω αιτιολογικό ενοχής του αναιρεσείοντος είναι πλήρες και επαρκές και δεν είναι τυπικό, δεν αποτελεί επανάληψη, ούτε παραπέμπει στο διατακτικό, δεν περιέχει αντιφάσεις σε σχέση με τις παραδοχές του διατακτικού αναφορικά με τα αληθή και ψευδή κρίσιμα περιστατικά, δεν είναι αντιφατικό σε σχέση με τις παραδοχές αθώωσης της συγκατηγορουμένης του Γ. Τ., η ενοχή δε του αναιρεσείοντος δεν στηρίζεται στην προηγούμενη αθωωτική απόφαση της πολιτικώς ενάγουσας Δ. Ε., αλλά σε περιστατικά που παρατίθεται σαφώς και εμπεριστατωμένα στο αιτιολογικό. Όλες οι λοιπές, σε σχέση, με τους ίδιους λόγους αναιρέσεως αιτιάσεις, πλήττουν εμμέσως και συγκαλυμμένα, την ανέλεγκτη αναιρετικά περί τα πράγματα εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας και είναι εκ τούτου απορριπτέες ως απαράδεκτες. Επομένως οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε'(κατ'εκτίμηση) του ΚΠΔ, λόγοι αναιρέσεως, της ένδικης αιτήσεως, για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για την ενοχή και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή νόμου από έλλειψη νόμιμης βάσης, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά ταύτα, ελλείψει άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα .(άρθρο 583 παρ.1 ΚΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 28-07-2014 αίτηση - δήλωση αναιρέσεως του Δ. Π. του Ν., περί αναιρέσεως της με αρ. 869/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων πενήντα (250) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Ιανουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.
Ψευδορκία μάρτυρα
Ψευδορκία μάρτυρα.
0
Αριθμός 29/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014 με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Κ. Κ. του Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αρετή Σκανδάμη. Του αναιρεσιβλήτου: Οικοδομικού Συνεταιρισμού Υγειονομικών με την επωνυμία "Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτεία ΣΥΝ.ΠΕ", που εδρεύει στην Αθήνα. Παραστάθηκαν οι νόμιμοι εκπρόσωποι του, ήτοι ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου Κωνσταντίνος Κραββαρίτης και ο Αντιπρόεδρος Νικόλαος Γ.ς, οι οποίοι διόρισαν πληρεξούσιο δικηγόρο του Συνεταιρισμού τον Βασίλειο Τσίπρα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/9/2005 αγωγή του αρχικού διαδίκου Κ. Κ., δικαιοπαρόχου της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2031/2007 του ίδιου Δικαστηρίου, που παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, λόγω αναρμοδιότητας. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση και εκδόθηκε η 5972/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία ανέπεμψε την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Στη συνέχεια εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3038/2012 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 4625/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7/10/2013 αίτησή της και τους από 2/10/2014 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 23/10/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο δεύτερος πρόσθετος λόγος και να απορριφθούν οι λοιποί πρόσθετοι λόγοι, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της. Η πληρεξούσια της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψη τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί, οι οποίοι κατά τη δημοσίευση του Π.Δ 17/1984 (16.1.1984) είχαν συγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο και δεν είχαν διαλυθεί μέχρι τη δημοσίευση του Π.Δ 93/1987 (16.4.1987) και ως προς τους οποίους τόσο από το πρώτο, όσο και από το δεύτερο, από τα Προεδρικά αυτά Διατάγματα, δεν προβλέπονται η υποχρέωση προσαρμογής των καταστατικών τους στις διατάξεις αυτών, αλλά μόνο η υποβολή στη διοίκηση εκθέσεως πεπραγμένων μετά την έγκριση του ρυμοτομικού τους σχεδίου και προγράμματος ολοκλήρωσης των έργων υποδομής μέσα στην έκτασή τους (άρθρο 24 Π.Δ 93/1987 και άρθρ. 10 παρ. 3 του καταργηθέντος Π.Δ 17/1984), δεν διέπονται κατ' αρχήν από τις ειδικές διατάξεις του Π.Δ 17/1984 και ήδη του Π.Δ 93/1987 και εξακολουθούν να λειτουργούν σύμφωνα με τις υπαγορευόμενες από τους προϊσχύσαντες νόμους ρυθμίσεις των εγκεκριμένων καταστατικών τους, γιατί αλλιώς δεν θα είχε πρακτική σημασία η απαλλαγή τους από την υποχρέωση αναμορφώσεως των καταστατικών τους. Τυχόν αντίθετη άποψη θα οδηγούσε στο άτοπο να διατηρείται ολόκληρο πλέγμα καταστατικών διατάξεων ανεφάρμοστων και ο συνεταιρισμός να λειτουργεί με κανόνες άσχετους προς τις ρυθμίσεις του καταστατικού του. Μετά δε την κατάργηση του νόμου αυτού με το άρθρο 17 παρ. 3 του Ν. 1667/1986 " Αστικού Συν/σμού και άλλες διατάξεις", στην παρ. 4 του οποίου ορίζεται ότι οι οικοδομικοί συνεταιρισμοί διέπονται και από την ισχύουσα γι' αυτούς νομοθεσία, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ισχύουν κατ' αρχήν για τους συνεταιρισμούς αυτούς οι διατάξεις της περί αστικών συνεταιρισμών νομοθεσίας και οι μη καταργηθείσες (ρητώς ή σιωπηρώς) διατάξεις των νομοθετημάτων, που εκδόθηκαν κατά το παρελθόν και που αφορούσαν και τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς. Μεταξύ των διατάξεων αυτών περιλαμβάνεται και εκείνη του άρθρου 8 παρ. 1 του ΝΔ 886/71, με την οποία ορίζεται ότι: " 1. Τα υπό των Οικοδομικών Συνεταιρισμών κτώμενα, επί σκοπώ οικιστικής εξυπηρετήσεως των μελών αυτών, ακίνητα απαγορεύεται να μεταβιβάζονται εις τρίτους μη συνεταίρους. Αι κατά παράβασιν της διατάξεως ταύτης μετά του Συνεταιρισμού συναπτόμενου δικαιοπραξίαι, είναι άκυροι". Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 12 του, με την Δ4δ/13945/φ 1335/23.11.1963 απόφαση του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, εγκριθέντος σύμφωνα με το άρθρο 3 του ΑΝ 201/1967 καταστατικού του εν λόγω οικοδομικού συνεταιρισμού, που ορίζει ότι " εν περιπτώσει θανάτου συνεταίρου θεωρείται ότι ούτος αποχωρεί του Συνεταιρισμού την 31 Δεκεμβρίου του έτους, καθό επήλθεν ο θάνατος. Μέχρι του χρόνου τούτου συνεχίζεται η εταιρική ιδιότης του αποθανόντος εν το προσώπω των κληρονόμων αυτού, υποκαθισταμένων εις τα κατά τα άρθρα 17, 18 και 19 του Ν. 602/1915 δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτού. Επί ανηλίκων ή πλειόνων κληρονόμων το δικαίωμα της ψήφου ενασκείται δι' αντιπροσώπου συνεταίρου, οριζομένου......", συνάγεται ότι το δικαίωμα του μέλους του συν/σμού επί του συνεταιριστικού ακινήτου, που είχε κληρονομηθεί ή παραχωρηθεί στο όνομά του για χρησιμοποίηση και διάθεση κατά βούληση, ανήκει στην περιουσία αυτού και τυγχάνει κληρονομητό και εφόσον υφίσταται κατά το χρόνο του θανάτου του, μεταβαίνει στους από το νόμο ή από διαθήκη κληρονόμους του, οι οποίοι δεν τυγχάνουν τρίτοι κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 8 του Ν.886/71, καθόσον μ' αυτή σκοπήθηκε η απαγόρευση μεταβιβάσεως συνεταιριστικών ακινήτων σε πρόσωπα παντελώς ξένα και άσχετα προς το συνεταιρισμό, όχι δε και στους κληρονόμους των εταίρων, που κατά την προπαρατεθείσα καταστατική διάταξη συνεχίζουν στο πρόσωπό τους την εταιρική ιδιότητα του θανόντος κατά τον αναφερόμενο σ' αυτή χρόνο και αποκαθίστανται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις αυτού. Επομένως οι κληρονόμοι αποθανόντος εταίρου, της κατηγορίας του άρθρου 24 του ΠΔ 93/1987, που δεν εξισώνονται με τους τρίτους, δικαιούνται να αξιώσουν τη μεταβίβαση σ' αυτούς του συνεταιριστικού ακινήτου, που είχε κληρωθεί στο όνομα του δικαιοπαρόχου τους, αλλά δεν είχε μεταβιβαστεί σ' αυτόν, άσχετα από το αν κατέστησαν ή όχι και αυτοί μέλη του Συνεταιρισμού, ενόψει και του ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 του ΠΔ 93/1987, που προβλέπουν την αντικατάσταση του θανόντος μέλους σε περίπτωση, που δεν υπεισέλθει στη θέση του, μέσα σε ορισμένη προθεσμία, ο κληρονόμος του, δεν έχουν, κατά τα προεκτεθέντα, εφαρμογή στους Συν/σμούς, που λειτουργούν υπό το προηγούμενο του ΠΔ/τος αυτού νομικό καθεστώς, υπό το οποίο δεν προβλεπόταν διαδικαστικά (υποχρεωτικής ή δυνητικής, αντικαταστάσεως των εξερχομένων και λόγω θανάτου μελών). Εξάλλου από τις διατάξεις του άρθρου 1710 ΑΚ προκύπτει ότι ναι μεν εκείνος που με διαθήκη εγκαταστάθηκε κληρονόμος, δεν επιτρέπεται να μεταβιβάσει, με τη βούλησή του, την ιδιότητα ως κληρονόμου σε άλλον, όπως επίσης ότι, ούτε στους άλλους κληρονόμους του διαθέτη επιτρέπεται να καθορίσουν αυτοί την κληρονομική τους μερίδα, γιατί αυτά είναι γεγονότα τα οποία ρυθμίζονται από το νόμο και εκφεύγουν από τη βούληση των ενδιαφερομένων, αλλά εάν μετά το θάνατο του διαθέτη, εκείνος ο οποίος εγκαταστάθηκε κληρονόμος του, με γνώση της εγκυρότητας της διαθήκης, αναγνωρίζει σε άλλον κληρονομικά δικαιώματα διαφορετικά από εκείνα τα οποία με τη διαθήκη του παρέχονται, τότε η αναγνώριση αυτή ενεργεί είτε ως παραίτησή του από την άσκηση του κληρονομικού δικαιώματός του κατά του αντισυμβαλλομένου, είτε ως εκποίηση προς αυτόν της κληρονομικής μερίδας του. Όμως αν η παραίτηση αφορά κληρονομιαία ακίνητα απαιτείται, μεταξύ των άλλων όρων έγκυρης παραίτησης από απαλλοτριωτό δικαίωμα, και η υποβολή της στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, γιατί διαφορετικά θα ματαιωνόταν ο δια της τηρήσεως του τύπου επιδιωκόμενος από το νομοθέτη σκοπός (άρθρα 367, 369, 1033, 1121, 1143, 1266, 1942 παρ. 2, 1953 και 1955 ΑΚ-ΑΠ816/2010-. Εξ ετέρου ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως, στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει, μεταξύ άλλων όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του (Ολ ΑΠ 7/2006, Ολ ΑΠ 10/2011). Περαιτέρω κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο στήριξε την κρίση του, για ζήτημα με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροιεκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, το οποίο αφού έκρινε ως ορισμένη την πρωτοδίκως απορριφθείσα ως αόριστη από κρίση αγωγή, την κράτησε για κατ' ουσίαν εκδίκαση και δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση και όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό προσκομισθέντων, με επίκληση από τους διαδίκους αποδεικτικών στοιχείων: Με την απόφαση του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών (υπ'αριθμ.Δ4/15125 / Φ. 1789 (ΦΕΚ τ. Β' αριθμ. 674/1968) "περί εγκρίσεως καταστατικού συστάσεως του οικοδομικού συνεταιρισμού υγειονομικών "Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτεία", εγκρίθηκε, λαμβανομένων υπόψη του άρθρου 2 του Ν. 602/1915 όπως ίσχυε, των αρθρ.3 § 8 ΝΔ 4546/66, αρθρ. 1 ΒΔ 1059/1966, αρθρ. 3 ΑΝ 201/1967 κλπ., το από 63 άρθρα Καταστατικό του ως άνω οικοδομικού συνεταιρισμού "Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτείας Συν. Π.Ε.", ορίστηκε δε η συνεταιριστική μερίδα στο ποσό των 1.000 δραχμών και η συνεταιριστική ευθύνη στο διπλάσιο των μερίδων, για τις οποίες καθένας συνεταίρος εγγράφεται. Σκοπός, δε, του συνεταιρισμού αυτού είναι η απόκτηση αρτίου οικοπέδου εξοχής, από έκαστο μέλος του. Κατά το άρθρο 4 του καταστατικού αυτού, ο συνεταιρισμός τηρεί μητρώο συνεταίρων, που αριθμείται, μονογράφεται και θεωρείται από Ειρηνοδίκη. Κατά το άρθρο 5, για να γίνει κάποιος μέλος του συνεταιρισμού, πρέπει να υποβάλει στο Δ.Σ. αυτού έγγραφη αίτηση κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο άρθρο αυτό. Κατά το άρθρο 12 του καταστατικού" σε περίπτωση θανάτου συνεταίρου, θεωρείται ότι αυτός αποχωρεί από τον συνεταιρισμό στις 31 Δεκεμβρίου του έτους, κατά το οποίο επήλθε ο θάνατος. Μέχρι τον χρόνο αυτό συνεχίζεται η εταιρική ιδιότητα του αποθανόντος στο πρόσωπο των κληρονόμων αυτού, που αποκαθίστανται στα κατά τα άρθρα 17, 18, 19 του Ν. 602/1915 δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτού. Επί ενηλίκων ή περισσοτέρων κληρονόμων το, δικαίωμα της ψήφου ενασκείται δι' αντιπροσώπου συνεταίρου οριζομένου υπό του επιτρόπου ή των κληρονόμων δι' εγγράφου δηλώσεως, που έχει κυρωθεί από Δήμαρχο ή Πρόεδρο Κοινότητας και έχει κατατεθεί πριν την έναρξη της συνεδριάσεως. Κατά το άρθρο 40 του καταστατικού, ο συνεταίρος οφείλει να εγγραφεί, με την παραδοχή του, σε μια τουλάχιστον συνεταιριστική μερίδα και μπορεί περαιτέρω ν' αποκτήσει μέχρι τρεις. Απαγορεύεται η εκχώρηση της συνεταιριστικής μερίδας σε τρίτο συνεταίρο ή όχι, αλλά μόνο αν ο συνεταίρος εξέλθει αφού προηγηθεί συγκατάθεση του Δ.Σ. για τον εισερχόμενο. Το ρυμοτομικό σχέδιο του ως άνω συνεταιρισμού εγκρίθηκε με το από 23.11.1977 διάταγμα (ΦΕΚ 482Δ71977) με το οποίο καθορίστηκαν και οι όροι και περιορισμοί δομήσεως των οικοπέδων αυτού στη θέση "Αγία Τριάς" Αφιδνών Αττικής. Ακολούθως, με την Γ' 17.234/1260 της από 13.6.1979 απόφαση Πολεοδομίας (ΦΕΚ 406Δ731.7.1979), κυρώθηκαν 79 τοπογραφικά διαγράμματα εφαρμογής του σχεδίου ρυμοτομίας Αφιδνών του οικισμού του συνεταιρισμού "Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτεία". Ο ενάγων Κ. Κ. στις 21.11.2000 απευθύνθηκε εγγράφως στο ΔΣ του συνεταιρισμού αυτού με αίτηση του, στην οποία αναγράφει "όπως γνωρίζετε, έχω δικαιώματα στα κάτωθι οικόπεδα του Συν/σμού: 1) 87/1, 2) 111-1, 3) 186-3, 4) 346-2, 5) 38-1, 6) 130-3, 7) 228-4, 8) 316-5, 9) 325-6, δυνάμει των πληρεξουσίων των αδελφών μου Ι. Κ. προς την Α. Κ. με τα πληρεξούσια .../1983 .../1983 της Συμ/φου Αθηνών Ελένης Κατσαφάρου και σε συνδυασμό με το .../1998 πληρεξούσιο της Συμ/φου Αθηνών Βασιλικής Βλάχου της Α. θυγ. Β. Κ. χήρας Σ. Σ. προς εμέ. Ήδη παρακαλώ όπως ενεργήσετε τα δέοντα για την εγγραφή μου ως συνεταίρου - μέλους του Συνεταιρισμού σας στα οικόπεδα αυτά και να μου δώσετε έτσι τη δυνατότητα να τα διαθέσω όπως θέλω, καταβάλλοντάς βέβαια εγώ τις υποχρεώσεις των οικοπέδων τούτων στο Συν/σμό: Εφόσον με εγγράψετε μέλος του Συν/σμού στα οικόπεδα αυτά, σας δηλώ ότι από της τοιαύτης εγγραφής μου παραιτούμαι παντός δικαιώματος μου επί των ακολούθων οικοπέδων, τα οποία ο Συν/σμός θα δύναται να διαθέσει όπως θέλει κατά την κρίση του και δη: Α' Επί των οικοπέδων Σ. Σ., ήτοι: 1) 283-1, 2) ..., 3) ..., 4) ..., 5) 207-5, 6) AM 916-OM-1. Β' Επί των οικοπέδων, που αναφέρονται στην οικογένεια Γ., ήτοι: 1) ..., 2) .... Γ' Ομοίως τα προερχόμενα εξ εκχωρήσεως από Ζ. Ι. Κ. 171-2 και .... Η ως άνω αίτηση κατατέθηκε στον ως άνω Συνεταιρισμό με αριθμό πρωτοκόλλου 230/28.12.2000. Στις 9.1.2001 ο ως άνω Κ. Κ. υπέγραψε σε απλό χαρτί εξουσιοδότηση, βεβαιώθηκε δε το γνήσιο της υπογραφής του αυθημερόν στο αστυνομικό τμήμα Ομονοίας (Αθηνών) από τον αστυφύλακα Ν. Τ.. Με το ως άνω έγγραφο αυτός εξουσιοδότησε τον Χ. Δ., να ενεργήσει τα δέοντα για να εγγραφεί ως συνεταίρος στις εξής συνεταιριστικές μερίδες κατά 100% στα ακόλουθα ΟΤ με αριθμούς: 1) 111/1, 2) 186/3, 3) 346/2, 4) 171/2, 5) 38/1, 6) 130/3". Συνεχίζει δε: "εφόσον εγγραφώ ως συνεταίρος στα ως άνω ΟΤ και άνω αριθμούς και μου χορηγηθεί παρά του Συν/σμού σχετικό πιστοποιητικό εγγραφής μου, εξουσιοδοτώ τον αυτό Χ. Δ., όπως ενεργήσει τα δέοντα και διαγραφώ, λόγω παραιτήσεως μου από κάθε δικαίωμά μου επί των ακολούθων συνεταιριστικών μερίδων, τις οποίες θα δύναται εφεξής να διαθέσει ο Συν/σμός ελευθέρως κατά την κρίση του ήτοι τις εξής: 1) 283/1, 2) 7/3, 3) 27/1, 4) 93/1, 5) ..., 6) 344/2, 7) 351/6, 8) 193/2, 9) 228/4, 10) 316/5, 11) 325/6. Δηλαδή και στα δύο ως άνω έγγραφα ο ενάγων δήλωσε εξωδίκως ότι συμβιβάζεται να παραιτηθεί από όλα τα δικαιώματα ως κληρονόμου στις λοιπές συνεταιριστικές μερίδες πλήν των έξη (6) που τελικά ζήτησε την εγγραφή του σ' αυτές, όπως αναλυτικά αναφέρονται παραπάνω. Ο εναγόμενος συνεταιρισμός αποδέχθηκε την πρόταση του, προβαίνοντας σε ενέργειες σύμφωνα με αυτή. Στην κρινόμενη αγωγή δεν αναφέρει για εξώδικο συμβιβασμό σχετικά με τα ως άνω. Όταν όμως στην πρωτοβάθμια δίκη ο εναγόμενος συνεταιρισμός με τις προτάσεις, που υπέβαλε, προέβαλε καταλυτική ένσταση του αγωγικού δικαιώματος τον εν λόγω εξώδικο συμβιβασμό, τότε ο ενάγων στην προσθήκη των προτάσεων του, στις 21.3.2006 (είκοσι ημέρες πριν τη συζήτηση) αναφέρει: "ο αντίδικος συνεταιρισμός προσκόμισε ένα έγγραφο, που υποτίθεται έγραψα εγώ με ημερομηνία 9.1.2001".... "κοινοποίησα στον συνεταιρισμό την από 16.3.2006 εξώδικη δήλωση, ζητώντας την πρωτότυπη εξουσιοδότηση για να υποβληθεί σε γραφολογική εξέταση αν είναι γνήσια η υπογραφή μετά τη λέξη "ο εξουσιοδοτών"...". Εν συνεχεία όμως ο ενάγων στις 30.10.2006 στην προθήκη των προτάσεων, όπως και μεταγενέστερα σε όλες τις συζητήσεις, ισχυρίστηκε ότι οι παραιτήσεις αυτές είναι προϊόν εξαναγκασμού, καθόσον αυτός ήταν το έτος 2000 ηλικίας 75 ετών, με προβλήματα υγείας (συνεπεία των οποίων εν συνεχεία υποβλήθηκε σε τρεις εγχειρήσεις κύστης), σε άσχημη οικονομική κατάσταση, ένας δε μακροχρόνιος δικαστικός αγώνας θα τον οδηγούσε σε θάνατο, πριν μπορέσει να αναγνωριστεί κύριος του συνόλου των 17 οικοπεδικών μερίδων. Δεν αρνήθηκε δε ότι παραιτήθηκε από ένδεκα (11) οικοπεδικές μερίδες, προκειμένου να του μεταβιβαστούν έξη (6) οικόπεδα. Στη συνέχεια, αναφέρεται επιγραμματικά σε εκμετάλλευση της ανάγκης, κουφότητας και απειρίας του και λόγω αυτής σε ακυρότητα των παραιτήσεων αυτών, κατά τα άρθρα 178, 179 ΑΚ. Ο ως άνω ισχυρισμός του προβάλλεται ως αντένσταση κατά της καταλυτικής ένστασης, που προέβαλε ο συνεταιρισμός περί γενομένου εξωδίκου συμβιβασμού με το αναφερθέν περιεχόμενο. Σχετικά με την αντένσταση αυτή, πρέπει να λεχθούν τα εξής: Κατά το άρθρο 179 ΑΚ, άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία, με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία, με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο για κάποια παροχή περιουσιακά ωφελήματα, που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 178 και 180 ΑΚ, συνάγεται ότι για να θεωρηθεί μια δικαιοπραξία αισχροκερδής (ή καταπλεονακτική) και σαν τέτοια άκυρη, πρέπει να συντρέχουν αθροιστικώς οι εξής προϋποθέσεις: 1) ύπαρξη φανερής δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, που αναφέρεται στην αντικειμενικώς εκτιμώμενη οικονομική αξία αυτών κατά το χρόνο καταρτίσεως της δικαιοπραξίας, 2) συνδρομή ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου του και 3) εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας ή περισσοτέρων από τις ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλόμενου του, που ήταν γνωστές σ' αυτόν. Εξάλλου ως ανάγκη νοείται εκτός άλλων και η οικονομική, η οποία έχει χαρακτήρα επιτακτικό και ανεπίδεκτο αναβολής, ανεξαρτήτως αν είναι φύσεως παροδικής ή μόνιμη. Ως κουφότητα νοείται η αδιαφορία, εξαιτίας της οποίας ο συμβαλλόμενος δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει τις συνέπειες και την σημασία των πράξεων του. Δηλαδή το άτομο αυτό λόγω έλλειψης επαρκούς σκέψης (απερισκεψίας) που μπορεί να οφείλεται και σε διανοητική μειονεξία δεν μπορεί να εκτιμήσει τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεών του. Τέλος, ως απειρία νοείται η έλλειψη της πείρας για τη ζωή και τις συναλλαγές γενικώς ή έστω και για ορισμένη κατηγορία συναλλαγών. Στην προκειμένη περίπτωση τα προς θεμελίωση της έννοιας της "ανάγκης" πραγματικά περιστατικά, δηλ. η ηλικία του Κ. Κ. των 75 ετών, η άσχημη οικονομική του κατάσταση (αναφερόμενη επιγραμματικά ως άσχημη χωρίς να εξειδικεύεται) τα προβλήματα υγείας αυτού, συνεπεία των οποίων υποβλήθηκε στη συνέχεια σε τρείς εγχειρήσεις κύστης, και αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν άμεση, επιτακτική και μη' επιδεχόμενη αναβολής ανάγκη, που πρέπει να συντρέχει εν' προκειμένω. Όσον αφορά την "κουφότητα" και "απειρία", αυτές αναφέρονται αορίστως, μόνο με τις λέξεις αυτές χωρίς να εξειδικεύονται με τα πραγματικά περιστατικά που ελάμβαναν εν προκειμένω χώρα και μαρτυρούν ότι πρόκειται για άτομο που το διακρίνει η κουφότητα και η απειρία. Ως εκ τούτου, η ανωτέρω αντένσταση πρέπει ν' απορριφθεί. Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή του ζητεί να του μεταβιβάσει ο εναγόμενος (απευθείας ή σε τρίτους που θα υποδείξει) τα εξής οικόπεδα: 1) ΟΤ ..., 2) ..., 3) ..., 4) ..., 5) ..., 6) ..., 7) ..., 8) ..., 9) ..., 10) .... Τα οικόπεδα αυτά δεν είναι από εκείνα, που ο ενάγων ζήτησε (και περιέχονται στην από 9.1.2001 εξουσιοδότηση) να του μεταβιβαστούν, αλλά από εκείνα, που ζήτησε να διαγραφεί λόγω παραίτησης του από κάθε δικαίωμα στις σχετικές συνεταιριστικές μερίδες, και εξουσιοδότησε τον Χ. Δ. να προβεί στις απαραίτητες προς τούτο ενέργειες. Το ότι έλαβε τα οικόπεδα (έξη) που ζήτησε, συνομολογείται από την ήδη εκκαλούσα, αποδεικνύονται δε τα ανωτέρω και από την κατάθεση του μάρτυρος του εναγομένου (που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά), ο οποίος έχει σαφή αντίληψη του θέματος, δεν αναιρείται, δε, από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Μετά από αυτά περατώθηκε η διαφορά των διαδίκων σχετικά με τα οικόπεδα, που δικαιούται ο ενάγων να του μεταβιβάσουν ως κληρονόμου των θανόντων συνεταίρων, δια του εξωδίκου συμβιβασμού, που έγινε υπό τον τύπο των ιδιωτικών εγγράφων (πρότασης -αποδοχής) που αναφέρθηκαν, αφού έλαβαν μέρος αμοιβαίες υποχωρήσεις αυτών, τα οποία (έγγραφα) δεν πάσχουν ακυρότητα. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή (κατά το δικασθέν ως άνω σκέλος της). Περαιτέρω, ο ενάγων δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει στοιχεία για τις συνεταιριστικές μερίδες του Σ. Σ., αφού παραιτήθηκε με την από 21.11.2000 αίτηση του γι' αυτές. Επίσης δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει στοιχεία κατά το μέρος, που δεν αναφέρεται σε κληρωθέντα οικόπεδα, αλλά σε συνεταιριστικές μερίδες αποβιωσάντων συγγενών του (αδελφών, γαμβρού, εξαδέλφων ), τους οποίους κληρονομεί, αφού δεν αναφέρει αν στο καταστατικό προβλέπεται η δυνατότητα περιέλευσης της συνεταιριστικής μερίδας σε κληρονόμους, καθώς και αν μέσα στις προθεσμίες που ορίζει το ΠΔ 93/1987 αποδέχθηκε τις κληρονομιές και υπέβαλε δήλωση στο συνεταιρισμό, στοιχεία απαραίτητα για την περίπτωση, που ζητεί τη μεταβίβαση σ' αυτόν συνεταιριστικής μερίδας θανόντος (βλ. ΑΠ 1731/2001 Δ/νη 2002 1696). Τέλος από καμμιά διάταξη του νόμου δεν παρέχεται υποχρέωση στον εναγόμενο να χορηγήσει στον ενάγοντα πιστοποιητικά σχετικά με τις συνεταιριστικές μερίδες. Μετά ταύτα, πρέπει ν' απορριφθεί ως μη νόμιμο το σχετικό σκέλος της αγωγής, και κατά συνέπεια αυτή στο σύνολο της. Πρέπει δε να αναφερθεί ότι οι επαναφερόμενοι ως λόγοι έφεσης ισχυρισμοί, που αναφέρονται σε καταχρηστική επίκληση εκ μέρους του εναγομένου συνεταιρισμού, προς αντίκρουση των προβαλλομένων απαιτήσεων του ενάγοντος, της σχετικής νομοθεσίας, αφού δεν έχει τηρήσει τους νόμους σχετικά με άλλους συνεταίρους, δεν είναι νόμιμοι και. πρέπει ν' απορριφθούν.". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την αγωγή. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις προδιαληφθείσες διατάξεις των άρθρων 1942, 367, 369 και 1955 ΑΚ, καθόσον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, αφού το ένδικο δικαίωμα από το οποίο παραιτήθηκε με εξώδικο συμβιβασμό ο αρχικώς ενάγων, στη θέση του οποίου υπεισήλθε η ενάγουσα θυγατέρα του, δεν αφορά σε παραίτηση σε επαχθέντα κληρονομιαία ακίνητα, ώστε να απαιτείται ο κατά τις εν λόγω διατάξεις συμβολαιογραφικός τύπος, αλλά σε παραίτηση από το απαλλοτριωτικό ενοχικό δικαίωμα της μεταβιβάσεως κληρωθέντων στους δικαιοπαρόχους του αρχικού ενάγοντα ακινήτων. Ενόψει τούτων οι αφορώντες την εν λόγω και με εξώδικο συμβιβασμό γενομένη παραίτηση πρώτος και δεύτερος κατά το πρώτο μέρος του- από τους λόγους της αναιρέσεως και πρώτος πρόσθετος λόγος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, γιατί δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των επικαλουμένων διατάξεων. Περαιτέρω με το δεύτερο μέρος του δεύτερου λόγου, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, της ελλείψεως νομίμου βάσεως λόγω αντιφατικών αιτιολογιών, κατά την απόρριψη ως απαραδέκτου, ελλείψει εννόμου συμφέροντος, του αιτήματος περί παροχής πληροφοριών ως προς τις συνεταιριστικές μερίδες. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, καθόσον η στοιχειοθέτηση της επικαλουμένης πλημμέλειας προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα της διαφοράς, πράγμα που δεν συμβαίνει στην ερευνώμενη περίπτωση, (ΑΠ 1432/2013) ενώ περαιτέρω όπως προκύπτει από το πρεκτεθέν περιεχόμενο της αποφάσεως, η έλλειψη του επικαλουμένου εννόμου συμφέροντος ως προς τις συνεταιριστικές μερίδες, οφείλεται ως προς εκείνες του Σ. Σ. σε παραίτηση και ως τις λοιπές στη μη επίκληση οικείου όρου του καταστατικού του αναιρεσιβλήτου, ενώ η επάλληλη επίκληση των προϋποθέσεων του ΠΔ 93/1987, που πράγματι δεν εφαρμόζεται επί του εναγομένου αναιρεσιβλήτου (αρθρ. 6 παρ. 7 που είναι ταυτόσημες με εκείνες του άρθρου 7 παρ. 6 του ΠΔ 17/1984- ΑΠ 1731/2001-) γίνεται ως εκ περισσού, και δεν επηρεάζει την απορριπτική κρίση της αποφάσεως, ούτε δημιουργεί, δεδικασμένο και δεν υπόκειται αυτοτελώς σε αναίρεση. Επειδή ο από το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔικ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Παραμόρφωση υπάρχει μόνο όταν το δικαστήριο υποπίπτει ως προς το έγγραφο σε διαγνωστικό λάθος, δηλαδή σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση του εγγράφου ("σφάλμα ανάγνωσης") με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, ότι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα, διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, καθόσον στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων που εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου. Στην προκειμένη με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των από 21.11.2000 και 9.1.2001 εξουσιοδοτήσεων του αρχικού ενάγοντα προς τον εναγόμενο αναιρεσίβλητο Συνεταιρισμό, με το να ερμηνεύσει εσφαλμένα ότι αυτές περιέχουν πραγματική βούληση του προαναφερθέντα ενάγοντα, περί παραιτήσεώς του από 11 οικοπεδικές μερίδες, ώστε να του μεταβιβασθούν έξι, ενώ προσέτι απέδωσε στις εξουσιοδοτήσεις αυτές αποδεικτική δύναμη που δεν έχουν, με το να δεχθεί ότι μπορεί να καταργηθεί κληρονομικό δικαίωμα επί ακινήτων, χωρίς τη σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου και ότι ακόμη δέχεται ότι με τις εξουσιοδοτήσεις αυτές καταρτίστηκε εξώδικος συμβιβασμούς, χωρίς να προσδιορίζει τις αμοιβαίες υποχωρήσεις. Επίσης με τον τέταρτο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την ίδια διάταξη πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο, κατά κακή εκτίμηση των ίδιων εξουσιοδοτήσεων, καθώς και της φωτοτυπίας της δεύτερης από αυτές, που προσκόμισε ο αναιρεσίβλητος, με αριθμό πρωτοκόλλου 32/15.2.2001, που είναι αλλοιωμένη ως προς την αναφερόμενη σ' αυτήν πρώτη συνεταιριστική μερίδα από 283/1 σε 87/1, δέχθηκε ότι έχει γίνει παραίτηση από την 87/1 μερίδα. Οι αιτιάσεις αυτές είναι απαράδεκτες και δεν ιδρύουν τους επικαλούμενους από τη διάταξη του αριθμού 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ λόγους, γιατί δεν αφορούν σε διαγνωστικό λάθος των εγγράφων, τα οποία ορθά αναγνώσθηκαν, αλλά σε εκτιμητικό, κατά το οποίο το Εφετείο συνήγαγε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο, που η αναιρεσείουσα θεωρεί ορθό. Περαιτέρω οι λοιπές αιτιάσεις του τρίτου λόγου του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως κατά τις οποίες το Εφετείο εσφαλμένα δεν δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την από τη διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ αντένσταση της αναιρεσείουσας περί ακυρότητας των περιεχομένων στις επίμαχες εξουσιοδοτήσεις παραιτήσεων ως καταπλεονεκτικών, είναι αβάσιμες, γιατί αφορούν σε ισχυρισμό που απορρίφθηκε ως μη νόμιμος και αόριστος, όπως τούτο προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ενόψει τούτων οι λόγοι αυτοί (τρίτος του κυρίου και τέταρτος του προσθέτου δικογράφου) πρέπει να απορριφθούν. Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ συνάγεται ότι για τον χαρακτηρισμό δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς ή καταπλεονεκτικής και συνεπώς άκυρης, κατά το άρθρο 178 ΑΚ, ως αντικείμενης στα χρηστά ήθη απαιτείται αφενός μεν η συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων, που τελούν, κατά το χρόνο της συνομολόγησης τους, κατά τις περιστάσεις, σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή, αφετέρου δε επίτευξη των ωφελημάτων αυτών με εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας ή απειρίας του ετέρου από τους συμβληθέντες, περιεχομένου αναγκαίως κατά την έννοια της εκμετάλλευσης και του στοιχείου της γνώσης των εν λόγω περιστάσεων, που αποτελεί προϋπόθεση αυτής. Έτσι, για την αναγνώριση ακυρότητας σύμβασης ως αισχροκερδούς, πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις α) κουφότητα, ανάγκη ή απειρία του ενός από τους συμβαλλομένους, β) εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο της γνωστής ως άνω ανάγκης κουφότητας ή απειρίας και γ) προφανής δυσαναλογία παροχών, η οποία κρίνεται από τη συνολική εκτίμηση όλων των στοιχείων που συγκροτούν την δικαιοπραξία και των περιστάσεων που την συνοδεύουν, κατ' αντικειμενική δε κρίση (και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οι υποκειμενικές παραστάσεις η επιθυμίες των μερών) πρέπει να είναι προφανής, ήτοι οφθαλμοφανής, ώστε να υποπίπτει αμέσως στην αντίληψη λογικού ανδρός, που έχει πείρα των σχετικών συναλλαγών και να υπάρχει κατά το χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, αδιάφορο αν αργότερα εξέλιπε. Τα στοιχεία της ανάγκης, κουφότητας ή απειρίας δεν είναι απαραίτητο να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή του ενός από αυτά. Εξάλλου ως ανάγκη νοείται, εκτός άλλων και η οικονομική, η οποία έχει χαρακτήρα επιτακτικό και ανεπίδεκτο αναβολής, ανεξαρτήτως αν είναι φύσεως παροδικής ή μόνιμη. Ως κουφότητα νοείται η αδιαφορία, εξαιτίας της οποίας ο συμβαλλόμενος δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεών του. Τέλος ως απειρία νοείται η έλλειψη της πείρας για τη ζωή και τις συναλλαγές, γενικώς ή έστω για ορισμένη κατηγορία συναλλαγών. Στην προκειμένη περίπτωση ο αρχικώς ενάγων Κ. Κ., υπέβαλε παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την από 30.6.2006 προσθήκη των προτάσεών του, την κατά τη διάταξη του παραπάνω άρθρου 179 ΑΚ αντένσταση, κατά της καταλυτικής ενστάσεως του εναγομένου Συνεταιρισμού περί παραιτήσεως αυτού (του αρχικά ενάγοντος) από το καταχθέν σε δίκη δικαίωμά του (περί μεταβιβάσεως σ' αυτόν των κληρωθέντων στο όνομα των εκ διαθήκης δικαιοπαρόχων του οικοπέδων) κατά την οποία, και όπως τούτο προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της εν λόγω προσθήκης (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) η παραίτηση αυτή είναι άκυρη γιατί ο εναγόμενος δια του Προέδρου της Κ. Ε. και του Γραμματέα του Χ. Δ. εκμεταλλεύτηκε την "ανάγκη" "κουφότητα" και "απειρία του", προσδιοριζομένης της "ανάγκης" στο ότι αυτός (ενάγων) βρισκόταν σε άσχημη οικονομική κατάσταση γιατί ήταν 75,5 χρονών και δεν έπαιρνε σύνταξη, καθόσον η επί πολλά έτη εργασία του στη Λιβύη δεν του εξασφάλισε συνταξιοδοτικό δικαίωμα, ενώ τα αδέλφια του Ι. και Α. που τον συνέδραμαν οικονομικά είχαν ήδη αποβιώσει, η δε κατάσταση της υγείας του ήταν πολύ κακή και μάλιστα εξαιτίας της στη συνέχεια υποβλήθηκε σε τρείς εγχειρίσεις κύστης, ενώ η "απειρία" και "κουφότητα" προσδιοριζόταν κατά την έννοιά τους και μόνο, χωρίς παράθεση αντίστοιχου πραγματικού. Με την προσβαλλομένη απόφαση, κατά το προεκτεθέν περιεχόμενό της, η αντένσταση αυτή απορρίφθηκε γιατί "τα προς θεμελίωση της έννοιας της "ανάγκης" πραγματικά περιστατικά ...και αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν άμεση, επιτακτική και μη επιδεχόμενη αναβολής ανάγκη, ενώ όσο αφορά "την κουφότητα" και την "ανάγκη" αυτές αναφέρονται αορίστως χωρίς να εξειδικεύονται τα πραγματικά περιστατικά που έλαβαν χώρα και μαρτυρούν την κουφότητα και απειρία του ενάγοντος". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ, αφού τα επικληθέντα ως προς " την ανάγκη" πραγματικά περιστατικά δεν ήταν αρκετά για την πλήρωση της έννοιάς της, όπως αυτή αναλύθηκε στη νομική σκέψη, ενώ μόνο η επίκληση των εννοιών της "απειρίας" και "κουφότητας, χωρίς αντίστοιχη επίκληση πραγματικών περιστατικών, καθιστούν αόριστη την ένσταση ως προς τις εν λόγω καταστάσεις. Ενόψει τούτων ο από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ δεύτερος λόγος του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Επειδή ο αναιρετικός λόγος της διατάξεως του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, κατά την οποία (διάταξη) το δικαστήριο υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα της διαφοράς. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την περιεχομένη στα πρακτικά της υπ' αριθμ. 2031/2006 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (που είχε παραπέμψει την υπόθεση στο Μονομελές) μαρτυρική κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως Ι.-Γ. Δ., από την οποία προέκυπτε η ουσιαστική βασιμότητα του περί κακής οικονομικής καταστάσεως ισχυρισμού του αρχικού ενάγοντος Κ. Κ.. Η αιτίαση αυτή είναι απαράδεκτη γιατί αφορά σε απόδειξη πραγματικών περιστατικών περιεχομένων σε ισχυρισμό που απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμος και συνακόλουθα δεν αποτέλεσε αντικείμενο αποδείξεως. Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της καθώς και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔικ. Η αναιρεσείουσα, ως ηττώμενη διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου (άρθρο 176 και 183 ΚΠολΔικ) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 7.10.2013 αίτηση και τους από 2.10.2014 προσθέτους λόγους της Κ. Κ. του Κ. κατά του Οικοδομικού Συνεταιρισμού "Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτεία ΣΥΝ.ΠΕ" για αναίρεση της υπ' αριθμ. 4625/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Ιανουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Οι προγενέστεροι του Ν 1667/1986 συνεταιρισμοί διέπονται από την ισχύουσα γι’ αυτούς κατά το χρόνο συστάσεώς τους νομοθεσία, από την οποία συνάγεται ότι το δικαίωμα του μέλους του συνεταιρισμού επί του συνεταιριστικού ακινήτου που είχε παραχωρηθεί στο όνομά του περιλαμβάνεται στην περιουσία του και τυγχάνει κληρονομητό και εφόσον υφίσταται κατά το χρόνο του θανάτου του μεταβαίνει στους από το νόμο ή από διαθήκη κληρονόμους του. Για παραίτηση από κληρονομιαία ακίνητα απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο (άρθρο 1942 παρ 2, 1953 και 1955 ΑΚ). Η Παραίτηση από το απαλλοτριωτό ενοχικό δικαίωμα της μεταβιβάσεως των κληρωθέντων στο όνομα των κληρονομουμένων συνεταιριστικών ακινήτων δεν απαιτεί κατάρτιση συμβολ. Εγγράφου. Η επίκληση προϋποθέσεων του μη εφαρμοζομένου στην ένδικη περίπτωση ΠΔ93/87γίνεται ως εκ περισσού και δεν επηρεάζει την απορριπτική κρίση της αποφάσεως ούτε δημιουργεί δεδικασμένο . 179 ΑΚ. Σ559 αρ 20 Προϋποθέσεις 559 αρ ΙΙγ προϋποθέτει ουσιαστική έρευνα της διαφοράς .
Έννομο συμφέρον
Αγωγή αναγνωριστική, Δεδικασμένο, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Έννομο συμφέρον .
2
Αριθμός 26/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Α. Α. του Χ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Α.. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Β. Κ. του Π., 2)Ε. συζ. Β. Κ., το γένος Μ. Κ., κατοίκων ..., 3)Μ. συζ. Ρ. Α., το γένος Μ. Κ., κατοίκων ..., 4)Θ. Μ. του Ν., κατοίκου ..., και 5)Ε. Μ. του Ν., κατοίκου ..., των 4ης και 5ης ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων της Μαρίας Μπαγλάνη, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ηλία Κοντό, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/12/2003 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας και την από 23/3/2006 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 426/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 153/2013 του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 7/10/2013 αίτησή της και τους από 4/2/2014 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 30/9/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων καθώς και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά το άρθρο 1045 ΑΚ για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί μία εικοσαετία Νομέας κατά το άρθρο 974 του ίδιου κώδικα, είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κάτοχος) αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος, δηλαδή η βούληση εξουσιάσεως αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (corpus). Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη (με εξαίρεση την πλασματική κτήση της νομής) των δύο αυτών στοιχείων είναι δημιουργική του προστατευόμενου, από το ισχύον δίκαιο, δικαιώματος της νομής. Ειδικότερα, η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στον δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας, ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα (opinion domini). Εκείνος όμως που εξουσιάζει το πράγμα για μια εικοσαετία γίνεται, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, κυρίως αυτού με έκτακτη χρησικτησία, ανεξαρτήτως, όπως ειπώθηκε αν είχε και την πεποίθηση ότι είχε την κυριότητα. 'Ασκηση της νομής επί ακινήτου που οδηγεί στην κτήση της κυριότητας αυτού με χρησικτησία αποτελούν οι υλικές και εμφανείς πάνω σ' αυτό πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του και κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη είναι δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περιτοίχιση και η ανοικοδόμηση, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας και αν πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο η αποδοχή κληρονομίας, η μεταγραφή της και η καταβολή των οικείων φόρων Μόνη η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων και η χρήση τους στις διάφορες υπηρεσίες (πολεοδομία, δασική υπηρεσία) δεν αποτελεί πράξη νομής, ως περιοριζομένη σε εντολή προς τον συντάκτη για επίσκεψη και περιγραφή του ακινήτου, αν όμως η πράξη αυτή συνδυάζεται και με άλλες πράξεις, τότε προσμετράται στις πράξεις νομής. Εξάλλου ο διάδικος που προβάλλει τη χρησικτησία, πρέπει να επικαλεσθεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής από τις οποίες, αν αποδεχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Εξάλλου ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ. 1 λόγος αναιρέσεως, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο αναιρετικός αυτός λόγος, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης, καθιστούν φανερή την παραβίαση, τούτο δε συμβαίνει μεταξύ άλλων και όταν το δικαστήριο δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται. Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης, ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Εξάλλου το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως, από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά αναφορικά με τις ένδικες αντίθετες συνεκδικασθείσες διεκδικητική αγωγή κυριότητας ακινήτου της αναιρεσείουσας κατά των αναιρεσιβλήτων και αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας του ίδιου ακινήτου των δεύτερων κατά της πρώτης και δη με αγοραπωλησία και με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας της πρώτης και με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας της δεύτερης. "Οι τρείς πρώτοι ενάγοντες της δεύτερης αγωγής και ήδη αναιρεσίβλητοι και η Μ. Μ. που αποβίωσε στις 3.10.2006 και κληρονομήθηκε από την τέταρτη και πέμπτη των εναγόντων, κατέστησαν συγκύριοι κατά τα επακριβώς προσδιοριζόμενα ποσοστά και δυνάμει των αναφερομένων νόμιμα μεταγραμμένων αγοραπωλητηρίων συμβολαίων δύο ακινήτων στη θέση "Βιτσιλοχάρακα" ή "Δύο αρόλιθους", επιφανείας 3413,21 και 611,87 τμ, που συνενωθέντα αποτέλεσαν ένα ενιαίο ακίνητο επιφανείας 4025,18 τμ, επί του οποίου μετά από έκδοση οικοδομικής αδείας και άδειας ανεγέρσεως οικοδομής, προέβησαν στην σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας και στην ανέγερση ανεξάρτητων, για τον καθένα τους ιδιοκτησιών. Η ενάγουσα της πρώτης αγωγής και ήδη αναιρεσείουσα απέκτησε τη συγκυριότητα κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου, ενός ακινήτου επιφανείας 4027,15 τμ στην ίδια περιοχή, με το επικαλούμενο νόμιμα μεταγραμμένο αγοραπωλητήριο συμβόλαια, ενώ το υπόλοιπα ποσοστά εξ αδιαιρέτου του ακινήτου και δη κατά 51% και 24%, αντίστοιχα, απέκτησαν από την ίδια αιτία η Κ. συζ. Ρ. Λ. και η Α. χα Π. Κ.. Τμήμα του ακινήτου αυτού της ενάγουσας κείμενο, στη νοτιοανατολική πλευρά του, επιφανείας 567,35 τμ. είναι το επίδικο, το οποίο απεικονίζεται στο από Απριλίου 1995 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα του Αρχιτέκτονα Μηχανικού Α. Χ., με στοιχεία Α-Β-Γ-Χ-Φ-Α, το οποίο συνοδεύει την από 10.6.1995 έκθεση πραγ/νης που διατάχθηκε με την υπ' αριθμ. 271/1992 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου. Για το ίδιο αυτό ακίνητο έχει εκδοθεί επί προγενέστερα ασκηθείσας αγωγής των εναγόντων της δεύτερης αγωγής κατά της εναγομένης και των συνιδιοκτητριών της, η υπ' αριθμ. 128/1997 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, που έκρινε με ισχύ δεδικασμένου ότι οι ενάγοντες, ως μη αποκτήσαντες παρά κυρίου δεν έχουν αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου παραγώγως, αλλά προσέτι ούτε και πρωτοτύπως. Ειδικότερα έγινε δεκτό αυτολεξεί: Εν προκειμένω, της ανωτέρω υπό κρίση με στοιχείο (Β') αγωγής των εναγόντων, είχε προηγηθεί ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, η άσκηση άλλης και δη της από 29-7-1995 (αριθ. εκθ. καταθ. 110/23/11-8-1995) αγωγής τους - εννοεί 1991-, για το ίδιο επίδικο τμήμα, εναντίον της ενάγουσας στην υπό στοιχείο Α' αγωγή και των λοιπών συνιδιοκτητών, αρνητικής αγωγής, η οποία περιλάμβανε και αίτημα αναγνωριστικό της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου, η οποία εκδικάσθηκε κατ'αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε επ' αυτής κατ' αρχή, η υπ' αριθμ. 271/1992 μη οριστική απόφαση, η οποία διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και τη σύνταξη τοπογραφικού διαγράμματος. Μετά τη σύνταξη της πραγματογνωμοσύνης και του τοπογραφικού διαγράμματος, ορίσθηκε μετ' απόδειξη συζήτηση, η οποία πραγματοποιήθηκε και εκδόθηκε επ' αυτής αντιμωλία των διαδίκων, η υπ' αριθμ.128/1997 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή των εναγόντων για ουσιαστικούς λόγους. Το επίδικο ακίνητο της αγωγής εκείνης ταυτίζεται, όπως συνομολογούν οι διάδικοι, με το υπό κρίση επίδικο εδαφικό τμήμα ακινήτου. Ειδικότερα στη απόφαση αυτή αναφέρεται, " ...Με τα υπ' αριθμ..../1980 και .../1982 συμβόλαια της συμβ/φου Αγίου Νικολάου Κλειώς Μπετούρα-Μηλιάκη, τα οποία μεταγράφηκαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Αγίου Νικολάου, οι ενάγοντες αγόρασαν με το πρώτο συμβόλαιο από την Μ. Μ. -Π. και με το δεύτερο από την Ε. Κ., ένα ακίνητο ευρισκόμενο στη θέση " Βιτσιλοχάρακα" της περιφέρειας της Κοινότητας Κριτσάς Λασιθίου, εκτάσεως 611,97 τ.μ. και συγκεκριμένα με το αρχικό συμβόλαιο οι τρεις πρώτοι απ' αυτούς αγόρασαν και κατ' ισομοιρία τα 3/4 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου τούτου και με το δεύτερο συμβόλαιο η τέταρτη ενάγουσα αγόρασε το υπόλοιπο 1/4 εξ αδιαιρέτου αυτού. Στη συνέχεια οι ενάγοντες, συνενώνοντας το παραπάνω ακίνητο με όμορο ακίνητο τους 3.413,21 στρεμμάτων, που οι τρεις πρώτοι εξ αυτών είχαν στην κυριότητα τους, προέβησαν σε σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας με το υπ' αριθμ. .../83 συμβόλαιο της ίδιας συμβ\φου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών και σε ανοικοδόμηση οριζοντίων ιδιοκτησιών, ενώ εξάλλου ασκούσαν πράξεις νομής στο' επίδικο συλλέγοντας τον ελαιόκαρπο απ' αυτό. Από το χρόνο όμως που οι ενάγοντες απέκτησαν το παραπάνω ακίνητο και μέχρι την πρώτη συζήτηση της αγωγής δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος (10ετία) που απαιτείται για την απόκτηση ακινήτου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η άσκηση της νομής σ1 αυτό από τους ενάγοντες με καλή πίστη. Συνακόλουθα πρέπει να εξεταστεί η ύπαρξη ή όχι κυριότητας στο πρόσωπο των δικαιοπαρόχων των εναγόντων. Επί του θέματος όμως αυτού τίποτα δεν κατέθεσαν οι μάρτυρες που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, ο ίδιος δε ο μάρτυρας αποδείξεως σύζυγος της τρίτης ενάγουσας, κατέθεσε ότι οι ενάγοντες συνέλλεγαν τους καρπούς από το επίδικο από της αγοράς του και μετά, ενώ για τον προγενέστερο χρόνο δεν γνώριζε σχετικά. Συνεπώς, δεν αποδείχτηκε ότι οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων Μ. Μ.- Π. και Ε. Κ. ήταν συγκυρίες του επιδίκου ακινήτου, είτε με τα προσόντα της τακτικής, είτε της έκτακτης χρησικτησίας , αφού δεν αποδείχθηκε παρ' αυτών οποιασδήποτε πράξεως νομής σ' αυτό. Μετά από αυτά και ενόψει του ότι δεν αποδείχτηκε η συγκυριότητα των εναγόντων στο επίδικο, αφού δεν αποδείχτηκε η κυριότητα των δικαιοπαρόχων τους, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη". Βάσει των προρρηθέντων και σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην αμέσως ανωτέρω παρατεθείσα νομική σκέψη, από την επισκόπηση της απόφασης αυτής, προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν περιορίστηκε προκειμένου να αιτιολογήσει την κατ' ουσίαν απόρριψη της βάσεως τούτης της αγωγής (τακτική χρησικτησία) στη μη συμπλήρωση του απαιτούμενου χρόνου, αλλά ρητά αναφέρεται σε αυτήν ότι κρίθηκε ως μη αποδειχθείσα και η συνδρομή της προϋποθέσεως της υπάρξεως καλόπιστης νομής εκ μέρους των εναγόντων σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο. Η αυτολεξεί διατύπωση στο σκεπτικό της αποφάσεως αυτής, στο κρίσιμο αυτό σημείο ειδικότερα, έχει ως εξής: ".... οι ενάγοντες, συνενώνοντας το παραπάνω ακίνητο με όμορο ακίνητο 3.413,21 στρεμμάτων που οι τρεις πρώτοι εξ αυτών είχαν στην κυριότητα τους, προέβησαν σε σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας με το υπ' αριθμ. .../83 συμβόλαιο της ίδιας συμβ\φου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών και σε ανοικοδόμηση οριζοντίων ιδιοκτησιών, ενώ εξάλλου ασκούσαν πράξεις νομής στο επίδικο συλλέγοντας τον ελαιόκαρπο απ' αυτό. Από το χρόνο όμως που οι ενάγοντες απέκτησαν το παραπάνω ακίνητο και μέχρι την πρώτη συζήτηση της αγωγής δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος (10ετία) που απαιτείται για την απόκτηση ακινήτου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν αποδείχθηκε η άσκηση της νομής σ' αυτό από τους ενάγοντες με καλή πίστη ......". Δηλαδή η υπό κρίση αγωγή ταυτίζεται εν μέρει ως προς την ιστορική της αιτία με την ανωτέρω αναφερθείσα από 29-7-1995 και με αρ. εκθ. κατ. 110/23/11-8-1995 - εννοεί 1991 - προηγούμενη αγωγή των εναγόντων, η οποία έχει κριθεί τελεσιδίκως με την υπ' αρ. 128/1997 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου. Ειδικότερα η υπό κρίση αγωγή καλύπτεται από το δεδικασμένο της ως άνω απόφασης για το ουσιαστικό αυτό ζήτημα, της μη συνδρομής δηλαδή των προϋποθέσεων της κτήσης κυριότητας με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας μέχρι και το χρόνο συζήτησης της πρώτης αγωγής (5-2-1992), για το οποίο έχει γίνει πλέον τελεσιδίκως δεκτό, ότι δεν αποδείχθηκε η άσκηση της νομής σ' αυτό από τους ενάγοντες με καλή πίστη, δηλαδή ότι νεμόταν τούτο οι ενάγοντες με διάνοια κυρίου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, μη δυναμένου του Δικαστηρίου να επανακρίνει το ζήτημα τούτο, για το οποίο μεταξύ των ίδιων διαδίκων και των δεσμευομένων από το δεδικασμένο διαδόχων τους, έχει εκφέρει με αμετάκλητη πλέον δικαστική απόφαση την ουσιαστική του κρίση του. Επομένως το Δικαστήριο δεν κωλύεται από την ισχύ του δεδικασμένου, να διερευνήσει την αγωγή, μόνο κατά το μέρος αυτής που εκφεύγει των αντικειμενικών του ορίων, ήτοι κατά το μέρος που βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά από αυτά που στήριξαν την προηγηθείσα αγωγή, δηλαδή εν προκειμένω, κατά το μέρος που αναφέρεται σε κτήση της κυριότητας δια της ασκήσεως στο ακίνητο πράξεων νομής που αφορούν το διάστημα μετά τη συζήτηση της προηγούμενης αγωγής. Έτσι δεν μπορεί να εκληφθεί ως εναρκτήριο χρονικό σημείο της καλόπιστης νομής των εναγόντων η μεταγραφή των ως άνω συμβολαίων, αφού έκτοτε και μέχρι τη συζήτηση της αγωγής κρίθηκε δεσμευτικά ότι δεν υπήρξε καλόπιστη νομή των εναγόντων, αλλά μόνον από το χρονικό σημείο μετά την 5-2-1992, από το οποίο μέχρι την άσκηση της αγωγής ναι μεν έχει μεσολαβήσει διάστημα μεγαλύτερο της δεκαετίας, πλην όμως, ως προς την βάση της τακτικής χρησικτησίας, αφού κρίθηκε ότι οι ενάγοντες δεν άσκησαν πράξεις νομής με καλή πίστη σε συνδυασμό με τον τίτλο που επικαλούνται (συμβόλαια έτους 1980 και 1982), αλλά στην καλύτερη για αυτούς περίπτωση θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι αυτοί απέκτησαν νομή με καλή πίστη μεταγενέστερα, ήτοι μετά την πρώτη συζήτηση της αγωγής, αφού από το χρονικό αυτό σημείο και επέκεινα δεν έχει κριθεί η υπόθεση με την πρώτη απόφαση, η νομή αυτή που μπορεί, κατά τα προαναφερόμενα να ξεκινά από την 2-5-1992, αποσυνδέεται πλήρως χρονικά από την ύπαρξη των νόμιμων τίτλων τους και δεν μπορεί σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 1041 ΑΚ να οδηγήσει σε κτήση της κυριότητας με τις προϋποθέσεις αυτού του άρθρου. Συνεπώς, κατά το μέρος αυτό η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου και όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με το σχετικό τρίτο λόγο της έφεσης τους, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατά το χρονικό όμως διάστημα, από το έτος 1980 και 1982 μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής (2006) διέδραμε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας και γι' αυτό η ένδικη αγωγή των εναγόντων ασκείται παραδεκτά, όσον αφορά την βάση της έκτακτης χρησικτησίας, όπως έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση του. Δηλαδή, δέχθηκε ότι οι ενάγοντες ασκούσαν πράξεις νομής στο επίδικο (συλλογή ελαιοκάρπου) από της αγοράς του, απέρριψε όμως την αγωγή σιγή και κατά τη βάση αυτή, δεχόμενο ότι από το χρόνο κτήσης της νομής (1983) μέχρι την πρώτη συζήτηση δεν είχε συμπληρωθεί η εικοσαετία, μη προσμετρούμενης της νομής των δικαιοπαρόχων των εναγόντων, την οποία δέχθηκε το Δικαστήριο ως μη αποδειχθείσα. Επομένως το παραχθέν από την ως άνω απόφαση δεδικασμένο δεν εμποδίζει την συμπλήρωση του αναγκαίου αυτής χρόνου μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, αφού συμπληρωμένης της εικοσαετίας από το χρονικό σημείο που το Δικαστήριο μπορεί να κρίνει την ύπαρξη πράξεων νομής, λόγω μη παρακωλύσεως αυτού να κρίνει για το χρονικό αυτό διάστημα, από το παραχθέν εκ της πρώτης αποφάσεως δεδικασμένο. Με βάση όλα τα προαναφερόμενα, πρέπει να εξεταστεί ως κρίσιμο γεγονός στην προκείμενη υπόθεση, ποιος χρησιδέσποζε στην επίδικη εδαφική λωρίδα έκτασης 567,35 τ.μ., από το έτος 1980 και μέχρι την άσκηση των υπό κρίση αγωγών, καθόσον η λωρίδα αυτή περιλαμβάνεται τόσο στους τίτλους της ενάγουσας-εφεσίβλητης, όσο και στους τίτλους των εναγομένων -εκκαλούντων, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο πραγματογνώμονας Αρχιτέκτονας-Πολεοδόμος Α. Χ., που διορίστηκε με την ως άνω απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, στην από 10-6-1995 έκθεση του, εκθέτοντας περαιτέρω στην έκθεση του ότι , χωρίς το επίδικο τμήμα, τόσο το ακίνητο της ενάγουσας-εφεσίβλητης, όσο και το ακίνητο των εναγόμενων-εκκαλούντων χάνουν την αρτιότητά τους και συνεπώς ανακαλείται η οικοδομική άδεια που έχει εκδοθεί για το ακίνητο στο οποίο δεν περιλαμβάνεται το επίδικο. VI. Προσέτι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του ακίνητο για μία εικοσαετία, γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Σύμφωνα, επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 974 του ίδιου κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία επί του πράγματος (κάτοχος) είναι νομέας αυτού, με διάνοια κυρίου. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι προς απόκτηση νομής επί πράγματος, απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος, δηλαδή, η βούληση εξουσιάσεως αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (corpus). Η νομή δε αποκτάται πρωτοτύπως, είτε με μονομερή πράξη (κατάληψη-occupatio), είτε σύμφωνα με το νόμο (απευθείας βάσει συγκεκριμένου κανόνα) και παραγώγως είτε με μονομερή δικαιοπραξία (διαθήκη) είτε με σύμβαση. Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη των δύο προαναφερόμενων στοιχείων (βουλητικού animus domini-σωματικού corpus) είναι δημιουργική του προστατευομένου από το ισχύον δίκαιο δικαιώματος της νομής. Ειδικότερα η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή απεριόριστη εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στον δικαιούχο αυτής. Εκδηλώνεται δε (η διάνοια κυρίου) με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειρισθεί ο ιδιοκτήτης, χωρίς ν' απαιτείται και πεποίθηση ότι έχει κυριότητα (opinio domini). To δεύτερο των ως άνω στοιχείων (corpus) εκδηλώνεται με την άσκηση υλικών και εμφανών πράξεων πάνω σ' αυτό (πράγμα), που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό του και δηλωτικού εξουσιάσεώς του. (ΑΠ 1247/2004 και ΑΠ 262/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1548/2001 ΕλΔνη 44 σελ. 1650, ΑΠ 242/2000 ΕλΔνη 416 σελ. 1039). Τέτοιες υλικές και εμφανείς πράξεις είναι μεταξύ άλλων, η εκμίσθωση ακινήτου, η καταμέτρησή του, η κατασκευή κτισμάτων πάνω σ' αυτό, η περίφραξη και η καλλιέργεια του αγρού (ΑΠ 1815/2006 Αρχ Νομ 2007 σε. 706) (ΑΠ 282/1993 ΕλΔνη 35 σελ. 1270, ΑΠ 1151/1986 ΕΕΝ 1987 σελ. 413) και ειδικότερα όταν πρόκειται για ακίνητο που δεν είναι επιδεκτικό καλλιέργειας, πράξεις νομής αποτελούν η απλή επίσκεψη, η επισκόπηση και η επίβλεψη του ακινήτου αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο, εμφανείς στους κατοίκους της περιοχής. VII. Στην υπό κρίση υπόθεση, συνακόλουθα και σε συνέχεια των παραπάνω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, αποδείχτηκε περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία και ότι, των ανωτέρω υπό κρίση δύο με στοιχεία (Α') και (Β') αγωγών των διαδίκων και της άσκησης της από 29-7-1995 (αριθ. εκθ. καταθ. 110/23/11-8-1995) εννοεί 91 αγωγής των εναγόντων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, είχε προηγηθεί ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αγίου Νικολάου και η άσκηση της από 28-2-1990 (αριθ. εκθ. καταθ. 22/1990) αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της ενάγουσας-εφεσίβλητης, με την οποία ζητούσε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου να αναγνωριστεί προσωρινά νομέας του επιδίκου κατά το ποσοστό της του 1/4 εξ αδιαιρέτου και να διαταχθεί η αποβολή των τότε καθών και ήδη εναγόντων - εκκαλούντων και να διαταχθεί η απόδοση της νομής του επιδίκου τμήματος σ' αυτήν και τους λοιπούς μη διάδικους συννομείς του, επαναφέροντας τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση, δηλαδή να αφαιρέσουν την περίφραξη που είχαν τοποθετήσει στο επίδικο τμήμα. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, οι καθών η αίτηση (ήδη ενάγοντες-εκκαλούντες) με προφορική τους δήλωση, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του δικαστηρίου εκείνου, άσκησαν ανταίτηση, ισχυριζόμενοι ότι αυτοί είναι συννομείς του επίδικου τμήματος, την οποία (συννομή) διατάραξε η αιτούσα, με την τοποθέτηση κατά τον μήνα Νοέμβριο 1989 προϊόντων εκσκαφής (μπάζα), ζητώντας και αυτοί τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου να αναγνωριστούν προσωρινά συννομείς αυτού και υποχρεωθεί η καθής η ανταίτηση να αφαιρέσει τα μπάζα. Η αίτηση αυτή με την ανταίτηση συνεκδικάστηκαν και εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 61/1990 απόφαση του Ειρηνοδίκη Αγίου Νικολάου, την 19 Ιουνίου του 1990, με την οποία απορρίφθηκαν αυτές (αίτηση και ανταίτηση), ως αόριστες. Έκτοτε όμως, η διαμορφωθείσα κατάσταση παρέμεινε όπως ήταν, μέχρι και την άσκηση της υπό κρίση με στοιχ.(Β') αγωγής των εκκαλούντων το έτος 2006, δηλαδή το επίδικο παρέμεινε και παραμένει περιφραγμένο από τους ενάγοντες και η νομή επ' αυτού ασκείται από τους τελευταίους, οι οποίοι από το έτος 1984 διαμένουν μόνιμα στην οικοδομή, που κατασκεύασαν με την έκδοση της υπ' αριθμ. 60/1982 οικοδομικής τους άδειας. Εκ των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι τουλάχιστον από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 1989 και έπειτα, οι ενάγοντες-εκκαλούντες ενέμοντο αναντίρρητα το μείζον ακίνητο τους μαζί και το επίδικο τμήμα του, το οποίο και είχαν περιφράξει, νομή την οποία και διατηρήσαν έκτοτε συνεχώς και αδιαμαρτύρητα μέχρι και την άσκηση της υπό κρίση με στοιχείο (Β') αγωγής τους (2006). Για το προγενέστερο χρονικό διάστημα, πριν από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 1989 και μέχρι το έτος 1980, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα. Το επίδικο τμήμα των 567,35 τ.μ., το οποίο όπως προαναφέρθηκε συμπεριλαμβάνεται τόσο στους τίτλους της ενάγουσας -εφεσίβλητης, όσο και στους τίτλους των εναγόντων -εκκαλούντων, πωλήθηκε δύο φορές από την Π. Δ. Π., απασχολούμενη τότε και με την μεσιτεία, ως εντολοδόχος των διαδίκων, ήτοι, πρώτα το πούλησε στους ενάγοντες -εκκαλούντες με τα προαναφερόμενα υπ' αριθμ..../1980 και .../1982 συμβόλαια της τέως συμβ/φου Αγίου Νικολάου Κλειώς Μπετούρα-Μηλιάκη, ως εντολοδόχος της Μ. Μ. και κατόπιν το πούλησε και στην εφεσίβλητη-ενάγουσα Α. Α., το 1/4 εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του υπ' αριθμόν .../30-12-1982 συμβολαίου της συμβ/φου Αθηνών Βασιλικής Όκου, που έχει νομίμως μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αγίου Νικολάου στις 25-1-1983, ως εντολοδόχος της Ε. Π., για να πουληθεί στη συνέχεια κατά τα υπόλοιπα ποσοστά του και στις άλλες δύο συγκύριες αυτού. Μάλιστα το ποσοστό του 51% αδιαίρετα, απέκτησε η Κ. σύζυγος Ρ. Λ. με τα υπ' αριθμούς .../1984 και .../1985 συμβόλαια της τέως Συμβ\φου Αγίου Νικολάου Κλειώς Μπετούρα και η Α. χήρα Π. Κ. απέκτησε το υπόλοιπο ποσοστό αυτού των 24% αδιαίρετα με τα υπ' αριθμούς ... και .../1983 συμβόλαια, της ίδιας συμβ/φου. Με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, επί του ανωτέρω επιδίκου ακινήτου, οι εκκαλούντες πρώτοι, από την ημέρα της αγοράς του δεύτερου ως άνω ακινήτου τους, το οποίο συνένωσαν με το πρώτο ως άνω ακίνητο τους (23-7-1982) και που η πωλήτρια Μ. Μ. τους παρέδωσε την νομή του και η ως άνω αντιπρόσωπος Π. Δ. Π. υπέδειξε στον μηχανικό τους Μ. Α. τα όρια του, άρχισαν έκτοτε να ασκούν όλες τις προσιδιάζουσες σε κύριο πράξεις νομής και κατοχής, όπως επίβλεψη και επιτήρηση αυτού, επισκεπτόμενοι έκτοτε τούτο, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, προβαίνοντας σε εμφανείς προς τρίτους πράξεις νομής, δηλωτικές της βουλήσεως τους να το έχουν ως συγκύριοι, χωρίς να κρίνεται αναγκαία η συνεχής αυτών παρουσία και εποπτεία του επιδίκου ακινήτου, ο δε ως άνω μηχανικός τους, συνέταξε, τόσο το σχετικό σχεδιάγραμμα του πωλητηρίου συμβολαίου, όσο και αυτό το τοπογραφικό διάγραμμα που συνόδευε την πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας, όπου περιλαμβάνεται σ' αυτά και το επίδικο τμήμα. Παράλληλα δε οι ενάγοντες άρχισαν να το καλλιεργούν κλαδεύοντας τα εντός αυτού ελαιόδενδρα και αποκομίζοντας τον ελαιόκαρπο τους, συνεχώς, χωρίς ποτέ να εναντιωθεί κάποιος μέχρι τον μήνα Δεκέμβριο του 1989 που η εφεσίβλητη άσκησε την προαναφερόμενη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εναντίον τους. Δηλαδή ασκούσαν εποπτεία επί του παραπάνω επιδίκου ακινήτου, ασκώντας επ' αυτού τις αρμόζουσες στον κύριο και τη φύση του πράγματος πιο πάνω εμφανείς πράξεις νομής επί 20 και πλέον έτη, ήτοι τουλάχιστον από το έτος 1982 συνεχώς μέχρι και την άσκηση της υπό κρίση από 23-03-2006 υπό στοιχείο (Β') αγωγής τους. Επομένως, οι τελευταίοι έχουν γίνει συγκύριοι του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία (αρθρ. 1045,1051 ΑΚ). VIII. Η ενάγουσα -εφεσίβλητη, προς απόκρουση της αγωγής των εναγόντων - εκκαλούντων και προς υπεράσπιση της δικής της υπό στοιχείο (Α') αγωγής, ισχυρίζεται ότι, το επίδικο ακίνητο είχε περιέλθει στη δικαιοπάροχο της Ε. Π. από κληρονομιά της αποβιωσάσης το 1971 μητέρας της Σ. Κ., το οποίο κατέλειπε σ' αυτήν με μυστική διαθήκη, που συντάχθηκε στις 10-6-1964 από την διαθέτιδα και εγχειρίστηκε στον συμβ/φο Αγίου Νικολάου Ιωάννη Βαρκαράκη, ο οποίος συνέταξε την υπ'αρ. .../10-6-1964 πράξη του και η διαθήκη αυτή δημοσιεύθηκε με το υπ' αρ. 43/1971 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Αγίου Νικολάου. Την κληρονομιά αυτή αποδέχτηκε η δικαιοπάροχος της με το υπ'αρ. .../1979 δηλωτικό αποδοχής κληρονομιάς της συμβ/φου Αγίου Νικολάου Κλειώς Μπετούρα, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, προσμετρώντας έτσι στον χρόνο χρησικτησίας της τον χρόνο χρησικτησίας της δικαιοπαρόχου της, γενόμενη έτσι αποκλειστική συγκυρία, τόσο με την τακτική όσο και με την έκτακτη χρησικτησία, αφού τόσον αυτή , όσον και οι λοιπές συγκύριες του ακινήτου, οι δικαιοπάροχοι τους, αλλά και οι απώτεροι δικαιοπάροχοι τούτων, ασκούσαν όλες τις αρμόζουσες στην φύση και τον προορισμό του ακινήτου αδιαφιλονίκητες πράξεις νομής και κατοχής, με καλή πίστη και με διάνοια κυρίου, εμφανώς μεν και σύμφωνα με τους παραπάνω τίτλους από το έτος 1964 μέχρι σήμερα, αδιακόπως και αδιαταράκτως, αλλά και προ του έτους 1964, η δικαιοπάροχος της δικαιοπαρόχου της (απώτερα δικαιοπάροχος της), η οποία κατείχε και ενέμετο το ίδιο ακίνητο επί 25 τουλάχιστον χρόνια, με καλή πίστη και με διάνοια κυρίου ανεπίληπτα και αδιατάρακτα, ώστε να έχουν καταστεί μετά των λοιπών συγκυρίων μη διαδίκων, αποκλειστικές συγκύριες, συννομείς και συνδιακάτοχοι του επιδίκου, αλλά και του ευρύτερης αυτού έκτασης ακινήτου τους, τόσο με τακτική όσο και με έκτακτη χρησικτησία, αφού διατηρούσε συνεχώς επαφή με αυτό, συντάσσοντας τοπογραφικά διαγράμματα, υπογράφοντας οι δικαιοπάροχοι τους πράξεις μυστικής διαθήκης και αποδοχής κληρονομιάς, προβαίνοντας στην συνέχεια σε σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας και σε έκδοση οικοδομικής αδείας για την ανέγερση ανεξαρτήτων κτισμάτων μέσα σε αυτό. Τα επικαλούμενα όμως αυτά γεγονότα, δεν οδηγούν σε κτήση κυριότητας με χρησικτησία, διότι δεν συνιστούν πράξεις νομής, καθόσον και αν υποτεθούν αληθινά, έγιναν εκ του μακρόθεν χωρίς άμεση επαφή και χωρίς να είναι εμφανείς στους τρίτους και στους ενάγοντες, αφού η ενάγουσα-εφεσίβλητη, δεν άσκησε στο επίδικο τμήμα συγκεκριμένες πράξεις νομής, υπό την έννοια που αναφέρεται στη σχετική νομική σκέψη (με στοιχ. VI.) της παρούσας, καθόσον οι επικαλούμενες απ' αυτήν πράξεις νομής, δεν μπορεί να θεωρηθούν εμφανείς πράξεις νομής, ικανές να προσπορίσουν στην ενάγουσα το επικαλούμενο δικαίωμα κυριότητας, καθόσον όταν πρόκειται για ακίνητο επιδεκτικό καλλιέργειας, όπως το επίδικο εν προκειμένω εδαφικό τμήμα, πράξεις νομής αποτελούν η καλλιέργεια αυτού και η συλλογή των καρπών του, καθώς και η απλή επίσκεψη, η επισκόπηση και η επίβλεψη του ακινήτου αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο, που ήταν εμφανείς στους κατοίκους της περιοχής. Οι ανωτέρω όμως πράξεις τις οποίες ισχυρίζεται ότι ασκούσε επ' αυτού η εφεσίβλητη-ενάγουσα, η οποία είναι κάτοικος Αθηνών, αφενός μεν, δεν αποτελούν εμφανείς πράξεις νομής επ' αυτού, κατά την προαναφερόμενη έννοια και αφετέρου από μόνες τους οι πράξεις αυτές, εφόσον δεν συνδυάζονται και με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξ αιτίας των ενεργειών αυτών, η εφεσίβλητη απέκτησε το επίδικο τμήμα ακινήτου. Η δε εντολή εκπόνησης τοπογραφικών διαγραμμάτων από την εναγόμενη και χωρίς μάλιστα και τη σύμπραξη των δύο άλλων συγκυρίων, τα οποία άλλωστε ως ιδιωτικά έγγραφα δεν παρέχουν βεβαιότητα ως προς την έκταση τους και το χρόνο σύνταξης τους και ως ανήκοντα κατά κυριότητα στον εντολέα, δεν αποτελούν από μόνα τους πράξεις νομής, αφού η τοπογράφηση θεωρείται ως μια απλή επίσκεψη στο όλο ακίνητο και δεν φανερώνει βούληση αυτής να έχει το συγκεκριμένο επίδικο εδαφικό τμήμα, σαν δικό της κατά το ποσοστό της, του 1/4 εξ αδιαιρέτου. Περί των ανωτέρω πραγματικών γεγονότων, κατέθεσε με σαφήνεια και εξ ιδίας αντιλήψεως, ο με επιμέλεια των εναγόντων εξετασθείς, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μάρτυρας Γ. Μ., ο οποίος ηλικίας τότε 71 χρόνων και ως σύζυγος της πωλήτριας του ακινήτου των εναγόντων, γνωρίζει το επίδικο εξ ιδίων αισθήσεων από πριν το έτος 1980, ο οποίος με γνώση, σαφήνεια και κατά κατηγορηματικό τρόπο, κατέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι, "... στο επίδικο ακίνητο ο Κ. (εκκαλών), μάζευε τις ελιές, φύτευε πατάτες, είχε κότες σ'αυτό, το 1986 με 1985 το περιέφραξε και η περίφραξη παραμένει ακόμη, τα μπάζα τα έβαλε η Α. (ενάγουσα) και πήγε και τα έβγαλε αμέσως ο Κ.". Η κατάθεση του ανωτέρω μάρτυρα στηρίζεται σ' όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα, η οποία, χωρίς να αναιρείται από κατάθεση άλλου μάρτυρα που εξετάστηκε με την επιμέλεια της ενάγουσας -εφεσίβλητης και μάλιστα από την κατάθεση της Δ. Π., μεσίτριας, η οποία ελέγχεται ως ανακριβής, αφού αυτή ήταν που ως πληρεξούσια της πωλήτριας Μ. Μ. πούλησε το επίδικο και στα δύο διάδικα μέρη, υποδεικνύοντας η ίδια τα όρια αυτών. Αντίθετα ενισχύεται, τόσο από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Α.Λ., ο οποίος μέτρησε το επίδικο και εξέδωσε την οικοδομική του άδεια, Μ.Κ. και Μ. Μ., οι οποίοι ως όμοροι κάτοικοι της περιοχής και πωλήτρια του επίδικου η τρίτη, καταθέτουν και αυτοί ότι το επίδικο ανήκει στους ενάγοντες -εκκαλούντες, το οποίο καλλιεργούσαν και ότι το σχεδιάγραμμα στο οποίο περιλαμβάνεται το επίδικο καταρτίσθηκε με την ταυτόχρονη επιτόπια παρουσία και συνδρομή της Δ. Π., ως πληρεξούσια της πωλήτριας, η οποία επί τόπου υπεδείκνυε τα όρια του πωλουμένου, όσο και από τ' ακόλουθα νομίμως προσκομιζόμενα έγγραφα, (α) από την από 10-6-1995 έκθεση πραγματογνωμοσύνης και από Απρίλη 1995 τοπογραφικό σχεδιάγραμμα, του Αρχιτέκτονα Μηχανικού Α. Χ., με στοιχεία Α-Β-Γ-Χ-Φ-Α, το οποίο συνοδεύει την πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάχτηκε με την υπ'αριθμό 271/1992 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, (β) τα από 27-6-1980 υπ' αριθμ. 10.830, .../1980 συμβόλαια αγοράς και .../83 συμβόλαιο συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας, αντίστοιχα, και από τα σχετικά τοπογραφικά σχεδιάγραμμα του Πολ.Μηχανικού Μ. Α., που τα συνοδεύουν και στα οποία το επίδικο περιλαμβάνεται στους τίτλους των εκκαλούντων, όπου τα όρια υπεδείχθησαν από την ως άνω Δ.Π. (γ) τις αποφάσεις υπ' αριθμούς, 61/1990 Ειρηνοδικείου Αγίου Νικολάου και 46/1998 και 128/1997 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, καθώς και από τα σχετικά δικόγραφα αυτών, (δ) την με αριθμ.60/1982 οικοδομική άδεια των εκκαλούντων και τα σχετικά έγγραφα που τη συνοδεύουν, (ε) την 7325/1976 δήλωση αποδοχής κληρονομίας της δικαιοπαρόχου πωλήτριας των εκκαλούντων Μ. Μ., (στ') το με αριθμ..../1979 πληρεξούσιο της ως άνω πωλήτριας Μ. Μ. προς την προαναφερόμενη Δ.Π., και (ζ') την υπ' αριθ. ΑΡ/ΗΜ/Φ485/50750/1-9-2011 βεβαίωση της Δ.Ε.Η. Αγίου Νικολάου, από την οποία αποδεικνύεται ότι οι εκκαλούντες -ενάγοντες από την 31-7-1984 ηλεκτροδότησαν την κατοικία τους, η οποία ευρίσκεται στο μείζον ακίνητο τους, στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο τμήμα και στη οποία έκτοτε διαμένουν μόνιμα μέχρι σήμερα. IX. Με βάση τα όσα αναφέρονται στις προηγούμενες σκέψεις, αποδεικνύεται ότι οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου, με τον προαναφερθέντα πρωτότυπο τρόπο, αφού συνεχώς και αδιαλείπτως ασκούσαν επ' αυτού, όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του, ως άνω εμφανείς στους κατοίκους της περιοχής, πράξεις νομής, ήτοι εξουσιάσεως και διακατοχής του, με διάνοια συγκυρίων, για χρονικό διάστημα πλέον της 20ετίας, ήτοι τουλάχιστο από του έτους 1982, μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής τους (2006) και έτσι κατέστησαν συγκύριοι αυτού, κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά τους αδιαίρετα ο καθένας, με έκτακτη χρησικτησία (άρθρ. 1045 και 1051 ΑΚ)". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε κατ' ουσίαν τους λόγους της εφέσεως και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη, που είχε κρίνει αντιθέτως, συνεκδίκασε εκ νέου τις αγωγές και την μεν αγωγή της αναιρεσείουσας την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, την δε αγωγή των αναιρεσιβλήτων την δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε αυτούς ως συγκυρίους του επιδίκου κατά τα αιτηθέντα εξ αδιαιρέτου ποσοστά". Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ' αυτήν ανεπαρκείς, ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τον χρόνο ενάρξεως της χρησικτησίας των αναιρεσιβλήτων, καθώς και ως προς την διενέργεια από την αναιρεσείουσα πράξεων νομής επί του επιδίκου πέραν της συντάξεως τοπογραφικών διαγραμμάτων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση και αμφιβολία για το αν συνέτρεχαν στο πρόσωπο των διαδίκων και των δικαιοπαρόχων τους οι προϋποθέσεις εφαρμογής των περί τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας διατάξεων και να καθίσταται έτσι ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των διατάξεων αυτών. Ειδικότερα η προσβαλλομένη απόφαση, κατά τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, άλλοτε δέχεται ως χρόνο ενάρξεως της χρησικτησίας των αναιρεσιβλήτων το 1980 και 1982 και άλλοτε το 1983 και το 1989, ενώ ως προς την αναιρεσείουσα αναφέρει ότι μόνο η σύνταξη από αυτήν τοπογραφικών διαγραμμάτων δεν συνιστά πράξη νομής, εφόσον δεν συνδυάζεται με άλλες πράξεις, μολονότι δέχεται ότι αυτή επικαλείται και άλλες πράξεις και δη σύνταξη μυστικής διαθήκης, αποδοχή κληρομιάς και μεταγραφή, σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, έκδοση οικοδομικής αδείας, τις οποίες με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες δεν θεωρεί εμφανείς πράξεις καθώς και ότι διενήργησε επί του επιδίκου την εμφανή πράξη νομής της εναποθέσεως σ' αυτό το 1989 προϊόντων εκσκαφής (μπαζών), χωρίς να διευκρινίζει πόσο διάστημα παρέμεινα στο επίδικο "τα μπάζα", ούτε γιατί η πράξη αυτή δεν συνδυάζεται με τις λοιπές πράξεις νομής. Ενόψει τούτων οι από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ. Β4 λόγος του κυρίου δικογράφου της αναίρεσης και οι δεύτερος και πέμπτος από τους λόγους του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως πρέπει να γίνουν δεκτοί ως ουσιαστικά βάσιμοι. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, πλην των πρότερον δικασάντων (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔικ.), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσείουσα του καταθέσαντος από αυτήν παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 ΚΠολΔικ). Οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας (άρθρ. 176, 180 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔικ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ' αριθμ. 153/2013 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Τριμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Διατάσσει την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του κατατεθέντος από αυτήν παραβόλου. Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Ιανουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
1045 ΑΚ κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία 974 ΑΚ πράξεις νομής. Η σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, αν συνδυάζεται και με άλλες πράξεις συνιστά πράξη νομής 559 αρ 19 ΚΠολΔ
Χρησικτησία
Αγωγή αναγνωριστική, Αγωγή διεκδικητική, Έλλειψη αιτιολογίας, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 21/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Ασπασία Καρέλλου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Σεπτεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον την Ιουλία Σφυρή Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με δήλωση του άρθρου 242 παρ 2 ΚΠολΔ. . Των αναιρεσίβλητων: 1.Α.-Α. Κ., 2.Τ. Α., 3.Π. Α., 4.Κ. Η., 5.Κ.-Σ. Χ., 6.Α. Γ., 7.Τ. Ι., 8.Π. Ε., 9.Σ. Ν. Γ., 10.Α. Ε., 11.Ε. Κ., 12.Κ. Λ., 13.Κ. Ι., 14.Κ. Μ., 15.Μ. Π., 16.Σ. Φ., 17.Τ. Ε., 18.Κ. Δ., 19.Ι. Μ., 20.Μ. Ε., 21.Α. Ι., 22.Α.-Μ. Ε., 23.Π. Α., 24.Α. Γ., 25.Α. Ε., 26.Α. Δ., 27.Α. Α., 28.Δ. Δ., 29.Δ. Γ., 30.Ε. Ε., 31.Ζ. Μ., 32.Η. Χ., 33.Κ. Α., 34.Μ. Π., 35.Μ. Θ., 36.Μ. Α., 37.Μ. Ό., 38.Π. Χ., 39.Π. Α., 40.Σ. Α., 41.Τ. Μ., 42.Χ. Δ., 43.Χ. Ι., 44.Χ. Μ., 45.Χ. Ξ., 46.Α. Β., 47.Β. Σ., 48.Ν. Μ., 49.Μ.-Μ. Π., 50.Μ. Ό., κατοίκων απάντων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν όλοι, πλην του 47ου, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Σπύρου με δήλωση του άρθρου 242 παρ 2 ΚΠολΔ. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-6-2009 αγωγή των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Κομοτηνής. Εκδόθηκε η απόφαση: 69/2011 του ίδιου Δικαστηρίου, 7/2012 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 21-12-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Παναγιώτης Κατσιρούμπας διάβασε την από 11-9-2014 έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η από 21.12.2012 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά των Α.-Α. Κ. κλπ, περί αναιρέσεως της 7/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, που δίκασε ως Εφετείο, κατά παραδοχή του μοναδικού λόγου αυτής. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Από το συνδυασμό των άρθρων 286, 287, 289, 290, 291 και 292 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η πολιτική δίκη διακόπτεται και με το θάνατο ενός των ομοδίκων, με αποτέλεσμα την ακυρότητα κάθε διαδικαστικής πράξεως που ενεργείται μετ` αυτήν και πριν την επανάληψή της, εκτός αν την ενεργήσει ο διάδικος υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή. Επέρχεται δε η διακοπή από της γνωστοποιήσεως του λόγου της στον αντίδικο, που μπορεί να γίνει από πρόσωπο δικαιούμενο να επαναλάβει την δίκη, ή από τον πληρεξούσιο ή τον νόμιμο εκπρόσωπο του αποβιώσαντος. Η επανάληψη της δίκης μπορεί να είναι είτε εκουσία, με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, είτε και αναγκαστική με πρόσκληση του αντιδίκου ή του ομοδίκου που πρέπει να γίνει με κοινοποίηση δικογράφου, μπορούν δε οι διάδικοι αυτοί να προκαλέσουν την επανάληψη και χωρίς να έχει προηγηθεί γνωστοποίηση του λόγου της διακοπής, μη επικαλούμενοι την έλλειψη της γνωστοποιήσεως και θεωρώντας πως η διακοπή έχει επέλθει, η πρόσκληση όμως αυτή δεν μπορεί να επιδοθεί στον κληρονόμο του αποβιώσαντος διαδίκου πριν από την παρέλευση της προθεσμίας για την αποποίηση της κληρονομίας, η οποία κατ` άρθρο 1847 εδ. α` του ΑΚ είναι τετράμηνη και αρχίζει από την επαγωγή της κληρονομίας (ΑΠ 272/2012, 1774/2011). Ως ομόδικος που μπορεί να επαναλάβει τη δίκη, νοείται ο ομόδικος του αποβιώσαντος διαδίκου (ΑΠ 804/2010). Οι διατάξεις των ως άνω άρθρων εφαρμόζονται και στην αναιρετική διαδικασία (άρθρο 573 παρ.1 ΚΠολΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης αποδεικνύεται, ότι μετά την άσκηση της κρινόμενης αίτησης για αναίρεση της 7/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, (κατάθεσή της στις 21.12.2012), απεβίωσε στις 19.6.2013 ο τεσσαρακοστός έβδομος αναιρεσίβλητος Σ. Β. (βλ. την από 27.5.2014 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου Αλεξανδρούπολης), ο οποίος κατέλειπε ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του τη σύζυγό του Ι. Β. και τα τέκνα του Ν. Β., Σ. Β. και Τ. Β. (βλ. το από 30.6.2014 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του δήμου Αλεξανδρουπόλεως). Όπως προκύπτει από τις 1581Γ', 1579Γ', 1578Γ' και 1580Γ' από 8.7.2014 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή των Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης Ι. Κ., πιστό αντίγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση , για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα, στους προαναφερομένους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του ως άνω αποβιώσαντος αναιρεσιβλήτου, με επιμέλεια των λοιπών αναιρεσιβλήτων, ομοδίκων του αποβιώσαντος, την ως άνω ημερομηνία (8.7.2014). Η εν λόγω, παρά πόδας του επιδοθέντος αντιγράφου της αιτήσεως αναιρέσεως κλήση συντάχθηκε και επιδόθηκε μετά την πάροδο της τασσόμενης από το νόμο (άρθρα 292 ΚΠολΔ και 1847 § 1 εδαφ. α` ΑΚ) τετράμηνης προθεσμίας προς αποποίηση της κληρονομίας του θανόντος από μέρους των κληρονόμων του, επέχει δε θέση πρόσκλησης των τελευταίων προς επανάληψη της δίκης που διακόπηκε βιαίως (AΠ 995/2012). Με τα δεδομένα αυτά, νόμιμα επαναλαμβάνεται αναγκαστικά η δίκη στο πρόσωπο των καλουμένων εξ αδιαθέτου κληρονόμων, του αποβιώσαντος αναιρεσιβλήτου, νομιμοποιουμένων για τη συνέχιση της δίκης στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 23.9.2014). Όμως, οι τελευταίοι δεν εμφανίστηκαν, κατά την πιο πάνω δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ούτε εκπροσωπήθηκαν με δήλωση πληρεξουσίου δικηγόρου τους, κατά τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ. Ενόψει όλων αυτών, νομίμως επαναλήφθηκε η προκείμενη δίκη και η συζήτηση της υπόθεσης πρέπει να προχωρήσει παρά την απουσία των ως άνω κληρονόμων του αποβιώσαντος αναιρεσιβλήτου (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ). Mε την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, η οποία δέχθηκε κατ` ουσίαν την από 2.4.2012 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθ. 69/2011 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής, εξαφάνισε την τελευταία αυτή απόφαση και ακολούθως, έκανε εν μέρει δεκτή κατ` ουσίαν την από 30.6.2009 αγωγή των αναιρεσιβλήτων. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα πριν από την επίδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφού η τελευταία, επιδόθηκε στο αναιρεσείον, με επιμέλεια των αναιρεσιβλήτων, την 4.7.2014, όπως προκύπτει από την 8974Β'/ 4.7.2014 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας των Πρωτοδικών Αθηνών Δ. Ε. και η αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε στο γραμματέα του δικαστηρίου, που την εξέδωσε την 21.12.2012. Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566§1 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι το Σύνταγμα θεσπίζει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου έναντι των πολιτών, υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης δεσμεύεται όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις ή καταστάσεις, που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός αν αυτές επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, την ύπαρξη των οποίων ελέγχουν τα δικαστήρια (ολ. ΑΠ 3/2006, 23/2004, 11/2003, AΠ 701/2014, 23/2014). Η δέσμευση αυτή, όμως, δεν ισχύει, σε περίπτωση που οι διακρίσεις ή η διαφορετική μεταχείριση επιβάλλονται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος. Η συνδρομή των λόγων αυτών, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Αν γίνει από το νόμο ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων, αλλά, ρητώς ή σιωπηρώς, αποκλεισθεί από αυτήν, κατά αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, μια άλλη κατηγορία προσώπων, για την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος, που επέβαλε την ειδική μεταχείριση, επέρχεται παραβίαση της αρχής της ισότητας. Όταν η ειδική ρύθμιση αφορά σε μισθό, σύνταξη ή άλλη παροχή προς υπάλληλο ή, γενικά, μισθωτό του Δημοσίου ή των ΝΠΔΔ ή των ΟΤΑ και διαπιστώνεται αδικαιολόγητη διάκριση, τα δικαστήρια, για την αποκατάσταση της ισότητας, που εν προκειμένω εκδηλώνεται με την ειδικότερη αρχή της εκ μέρους του αυτού εργοδότη καταβολής της ίδιας αμοιβής για την προσφορά εργασίας ίσης αξίας (άρθρο 22 παρ.1 εδ. β' του Συντάγματος, ΑΠ 257/2014, 903/2013, 1227/2012), είναι υποχρεωμένα να επιδικάσουν την παροχή αυτή και σε εκείνους που αδικαιολόγητα εξαιρέθηκαν, με διεύρυνση της εφαρμογής του νόμου που περιέχει την ευμενέστερη ρύθμιση (ολ ΑΠ 12/1992, AΠ 257/2014). Τέτοια διεύρυνση, όμως, δεν μπορεί να γίνει, όταν διαπιστώνεται ότι η διάκριση είναι δικαιολογημένη (ΑΠ 257/2014, 2122/2013, 1578/2008). Περαιτέρω με τo π.δ. 71/2002 (Α'53), συστήθηκε Διεύθυνση Αστικής Κατάστασης και Αλλοδαπών και Μετανάστευσης στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης η οποία υπάγεται στη Γενική Διεύθυνση της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και συγκροτείται από οργανικές μονάδες (Τμήματα και Γραφεία), προΐσταται αυτών και συντονίζει το έργο τους, που συνίσταται στην εφαρμογή των διατάξεων του ν. 2910/2001, στην εξέταση θεμάτων κτήσεως της ελληνικής ιθαγένειας, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (άρθρο 1 του ν. 2790/2000), στη διαπίστωση της κτήσης ή μη της ελληνικής ιθαγένειας, στην υλοποίηση των προγραμμάτων για την κοινωνική ένταξη ομογενών και αλλογενών αλλοδαπών. Ειδικότερα, στις αρμοδιότητες κάθε επί μέρους οργανικής μονάδας περιλαμβάνονται: α) Στα Τμήματα Αστικής Κατάστασης και Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, Ροδόπης, Δράμας, Έβρου, Καβάλας και Ξάνθης με τοπική αρμοδιότητα τα διοικητικά όρια των αντίστοιχων νομών: Η χορήγηση ή ανανέωση και ανάκληση των αδειών παραμονής αρμοδιότητας του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 2910/2001, η χορήγηση άδειας άσκησης ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 5 του ν. 2910/2001, η χορήγηση θεώρησης εισόδου για την οικογενειακή συνένωση των αλλοδαπών, σύμφωνα με το άρθρο 28 του ν.2910/2001, η τήρηση Μητρώου Αλλοδαπών, σύμφωνα με το άρθρο 41 παρ. 1 του ν. 2910/2001, η έρευνα της συνδρομής των προϋποθέσεων των παραγράφων 1 περ. α' και 2 περ. α' του άρθρου 58 του ν. 2910/2001, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 60 του ίδιου νόμου, η απόρριψη αίτησης πολιτογράφησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 60 του ν. 2910/2001, όπως αυτός ισχύει, η συμπλήρωση και περαιτέρω εξέταση του φακέλου επί αιτήματος πολιτογράφησης προκειμένου αυτός να διαβιβαστεί στο Υπουργείο Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης για την τελική κρίση, σύμφωνα με το άρθρο 60 του ν. 2910/2001, η ορκωμοσία ατόμων των οποίων έχει γίνει δεκτό το αίτημα πολιτογράφησης, σύμφωνα με το άρθρο 62 του ν. 2910/2001, θέματα κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 2790/2000, όπως αυτός ισχύει, η διαπίστωση της κτήσης ή μη της ελληνικής ιθαγένειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 69, παρ. 3 του ν. 2910/2001, καθώς και η έρευνα δικαιολογητικών και στοιχείων ατόμων που ζητούν να καθοριστεί η ιθαγένειά τους, βάσει του αρ. 1, παρ. 1, εδ. Α', περ. 1 του ν. 2647/1998. Στο Τμήμα Αστικής Κατάστασης και Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Ροδόπης περιλαμβάνεται επί πλέον και η συγκρότηση και λειτουργία της Επιτροπής Μετανάστευσης, σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 2910/2001. β) Στο Τμήμα Ελέγχου με τοπική αρμοδιότητα τα διοικητικά όρια της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης: Η εξέταση των προσφυγών που ασκούνται ενώπιον του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, σύμφωνα με το άρθρο 44 του ν. 2910/2001, η προσωρινή αναστολή εκτέλεσης αποφάσεων απέλασης, σύμφωνα με το άρθρο 44 του ν. 2910/2001, η χορήγηση άδειας προσωρινής παραμονής αλλοδαπού στη χώρα εφόσον δεν είναι εφικτή η άμεση απέλασή του και η επιβολή σε αυτόν περιοριστικών όρων, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ν. 2910/2001, η διενέργεια ελέγχων, η βεβαίωση παραβάσεων της νομοθεσίας για την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην ελληνική επικράτεια και η επιβολή κυρώσεων και χρηματικών προστίμων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2910/2001. γ) Στο Τμήμα Κοινωνικής Ένταξης με τοπική αρμοδιότητα τα διοικητικά όρια της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης: H εξειδίκευση των προγραμμάτων κοινωνικής ένταξης ομογενών και αλλογενών αλλοδαπών και η παρακολούθηση της υλοποίησής τους, σε συνεργασία με άλλες υπηρεσίες της περιφέρειας και τις αρμόδιες υπηρεσίες της τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού, η ίδρυση και λειτουργία χώρων κράτησης αλλοδαπών, σύμφωνα με το άρθρο 48 του ν. 2910/2001. δ) Στο Τμήμα Γραμματειακής Υποστήριξης Διεύθυνσης Αστικής Κατάστασης και Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, με αρμοδιότητα τη γραμματειακή υποστήριξη της Διευθύνσεως και των τριών τμημάτων που έχουν έδρα την Κομοτηνή, δηλαδή του Τμήματος Αστικής Κατάστασης και Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Ροδόπης, του Τμήματος Ελέγχου και του Τμήματος Κοινωνικής Ένταξης: Η διακίνηση της αλληλογραφίας κοινής και εμπιστευτικής (πρωτοκόλληση, συσχέτιση, διανομή, αναπαραγωγή, διεκπεραίωση, αρχειοθέτηση) της Διεύθυνσης, η επικύρωση αντιγράφων και φωτοαντιγράφων οποιωνδήποτε εγγράφων ή δικαιολογητικών που τηρούνται στο αρχείο ή επιδεικνύονται από τους συναλλασσόμενους με τη Διεύθυνση πολίτες, η οργάνωση, ταξινόμηση και τήρηση του αρχείου της Διεύθυνσης, η παροχή πληροφοριών στους πολίτες για κάθε θέμα αρμοδιότητας της Διεύθυνσης και η διάθεση σχετικών ενημερωτικών φυλλαδίων, οδηγιών και εντύπων. ε) Στα Γραφεία Γραμματειακής Υποστήριξης Τμημάτων Αστικής Κατάστασης και Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Δράμας, Έβρου, Καβάλας και Ξάνθης με έδρες αντίστοιχα τη Δράμα, την Αλεξανδρούπολη, την Καβάλα, και την Ξάνθη, και αρμοδιότητα τη γραμματειακή υποστήριξη των αντίστοιχων τμημάτων: Η διακίνηση της αλληλογραφίας κοινής και εμπιστευτικής (πρωτοκόλληση, συσχέτιση, διανομή, αναπαραγωγή, διεκπεραίωση, αρχειοθέτηση) των τμημάτων, η επικύρωση αντιγράφων και φωτοαντιγράφων οποιωνδήποτε εγγράφων ή δικαιολογητικών που τηρούνται στο αρχείο ή επιδεικνύονται από τους συναλλασσόμενους με τα τμήματα πολίτες, η οργάνωση, ταξινόμηση και τήρηση του αρχείου των τμημάτων, η παροχή πληροφοριών στους πολίτες για κάθε θέμα αρμοδιότητας των τμημάτων και τη διάθεση σχετικών ενημερωτικών φυλλαδίων, οδηγιών και εντύπων. Στη συνέχεια με το π.δ. 234/2007 (ΦΕΚ Α' 272) συστάθηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών Γενική Διεύθυνση Μεταναστευτικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ένταξης αρμόδια για τη συμμετοχή, με την υποβολή εισηγήσεων και προτάσεων, στο σχεδιασμό, το συντονισμό, την εφαρμογή καθώς και την παρακολούθηση της πολιτικής στα θέματα μετανάστευσης και κοινωνικής ένταξης μεταναστών, ομογενών και λοιπών ευπαθών κοινωνικών ομάδων στην ελληνική κοινωνία. Η ως άνω Γενική Διεύθυνση συγκροτείται από τις Διευθύνσεις Μεταναστευτικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ένταξης. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του εν λόγω προεδρικού διατάγματος (234/2007) η Διεύθυνση Μεταναστευτικής Πολιτικής έχει ως γενική αρμοδιότητα τη συμμετοχή στον σχεδιασμό, μέσω της εισήγησης και της υποβολής προτάσεων στον Υπουργό, και την εποπτεία εφαρμογής της μεταναστευτικής πολιτικής της Χώρας, τον συντονισμό και την εποπτεία των περιφερειακών υπηρεσιών Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, τη χορήγηση αδειών διαμονής αρμοδιότητας Υπουργού Εσωτερικών, καθώς και τη συμμετοχή στην εκπροσώπηση της Χώρας για τα θέματα αρμοδιότητάς της ενώπιον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των λοιπών διεθνών οργανισμών. Αποτελείται από τα εξής Τμήματα: α) Τμήμα Μεταναστευτικής Πολιτικής. β) Τμήμα Νομοθετικού Συντονισμού και Ελέγχου. γ) Α' Τμήμα Αδειών Διαμονής. δ) Β' Τμήμα Αδειών Διαμονής Στελεχών Εταιρειών. ε) Τμήμα Γραμματειακής Υποστήριξης και Παροχής Πληροφοριών. Οι αρμοδιότητες του Τμήματος Μεταναστευτικής Πολιτικής είναι: 1. Η συμμετοχή, μέσω της υποβολής εισηγήσεων και προτάσεων, στο σχεδιασμό της μεταναστευτικής πολιτικής στα θέματα εισόδου και διαμονής αλλοδαπών στη Χώρα, καθώς και ο συντονισμός των δράσεων που αφορούν τα θέματα αυτά. 2. Η συλλογή, επεξεργασία, μελέτη και αξιολόγηση των στοιχείων και πληροφοριών που αφορούν την είσοδο και διαμονή υπηκόων τρίτων χωρών στη Χώρα, καθώς και η εισήγηση μέτρων για την πρόληψη και την αντιμετώπιση συναφών προβλημάτων. 3. Η προετοιμασία, ο σχεδιασμός, η συμμετοχή και η συμβολή στην υποβολή και υλοποίηση ευρωπαϊκών προγραμμάτων αλλά και προγραμμάτων στο πλαίσιο του ΟΗΕ, καθώς και άλλων διεθνών οργανισμών, σχετικά με τη διαχείριση του μεταναστευτικού φαινομένου, καθώς και η προώθηση και εφαρμογή των προγραμμάτων αυτών. 4. Ο συντονισμός της λειτουργίας, η οργάνωση και η εν γένει διοικητική μέριμνα για τους χώρους προσωρινής φιλοξενίας των λαθρομεταναστών και των αιτούντων άσυλο, καθώς και για τους ειδικούς χώρους παραμονής αλλοδαπών. 5. Ο καθορισμός του τύπου και του περιεχομένου α) των αδειών διαμονής, β) των αιτήσεων για χορήγηση άδειας διαμονής, γ) των σχετικών βεβαιώσεων και δ) του μητρώου υπηκόων τρίτων χωρών και η συνεργασία με δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, ιδίως όσον αφορά τη διερεύνηση των θεσμικών, τεχνικών και οργανωτικών παραμέτρων για τη δημιουργική αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών και στους ανωτέρω τομείς. Oι αρμοδιότητες του Τμήματος Νομοθετικού Συντονισμού και Ελέγχου είναι: 1. Η προετοιμασία, η εισήγηση στον Υπουργό και η συμμετοχή στην κατάρτιση και επεξεργασία νομοσχεδίων, προεδρικών διαταγμάτων, κανονιστικών πράξεων και εγκυκλίων που αναφέρονται στην είσοδο και διαμονή των υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελλάδα, καθώς και εκείνων που αφορούν την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς το κοινοτικό δίκαιο. 2. Η προετοιμασία, η εισήγηση στον Υπουργό και η συμμετοχή στην επεξεργασία διακρατικών συμβάσεων και διακρατικών συμφωνιών για θέματα μετανάστευσης στο πλαίσιο των κοινοτικών οργάνων και λοιπών διεθνών οργανισμών και η αντίστοιχη υποστήριξη και ενίσχυση της εκπροσώπησης της Χώρας σε διεθνές επίπεδο. 3. Η παρακολούθηση της εφαρμογής της νομοθεσίας για την είσοδο και διαμονή των υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελλάδα. 4. Η συνεργασία με όλους τους συναρμόδιους φορείς προς την κατεύθυνση του συντονισμού των ενεργειών τους σε θέματα εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελλάδα. 5. Ο συντονισμός και εποπτεία των περιφερειακών υπηρεσιών Αλλοδαπών και Μετανάστευσης. 6. Η διενέργεια ελέγχων και η βεβαίωση παραβάσεων της νομοθεσίας για τη διαμονή υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια, σε σχέση με τις περιπτώσεις που, κατά το ν. 3386/2005 και τις διατάξεις του παρόντος νόμου, η χορήγηση και η ανανέωση της άδειας διαμονής ανήκει στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εσωτερικών. 7. Η μέριμνα για την τροφοδότηση του δικτυακού τόπου της Διεύθυνσης στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εσωτερικών με πληροφορίες, εγκυκλίους και υλικό εν γένει σχετικά με τη μεταναστευτική πολιτική, καθώς και για τη διαμόρφωση και ταξινόμηση του υλικού αυτού. Οι αρμοδιότητες του Α' Τμήματος Χορήγησης Αδειών Διαμονής είναι: 1. Η εξέταση των αιτήσεων και η εισήγηση στο αρμόδιο όργανο για τη χορήγηση ή ανανέωση αδειών διαμονής: α) για ανθρωπιστικούς ή εξαιρετικούς λόγους, β) για λόγους δημοσίου συμφέροντος, γ) σε θύματα εμπορίας ανθρώπων και δ) σε μέλη ξένων αρχαιολογικών σχολών. 2. Η επιμέλεια της συγκρότησης και η γραμματειακή υποστήριξη της Επιτροπής του άρθρου 89 παρ. 1 του ν. 3386/2005, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. Οι αρμοδιότητες του Β' Τμήματος Χορήγησης Αδειών Διαμονής Στελεχών Εταιρειών είναι: 1. Η εξέταση των αιτήσεων καθώς και η εισήγηση στον Υπουργό Εσωτερικών για τη χορήγηση ή ανανέωση αδειών διαμονής σε στελέχη εταιρειών και τα μέλη της οικογένειάς τους. 2. Η εισήγηση στον Υπουργό Εσωτερικών για την έκδοση αποφάσεων έγκρισης χορήγησης άδειας διαμονής για την ανάπτυξη επενδυτικής δραστηριότητας, προκειμένου να χορηγηθεί σχετική ειδική θεώρηση εισόδου καθώς και τη χορήγηση ή ανανέωση της άδειας διαμονής των υπηκόων τρίτων χωρών που επιθυμούν να πραγματοποιήσουν επενδύσεις που υπερβαίνουν το ελάχιστο όριο που προβλέπει ο νόμος και των μελών των οικογενειών τους. 3. Η μέριμνα, σε συνεργασία με τα συναρμόδια Υπουργεία, για την τήρηση μητρώου των παραπάνω εταιρειών. Το Τμήμα Γραμματειακής Υποστήριξης και Παροχής Πληροφοριών είναι αρμόδιο για την υποστήριξη όλων των Διευθύνσεων της Γενικής Διεύθυνσης Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης στα κατωτέρω θέματα: 1. Στη διακίνηση της αλληλογραφίας κοινής, εμπιστευτικής και απόρρητης (πρωτοκόλληση, συσχέτιση, διανομή, αναπαραγωγή, διεκπεραίωση, αρχειοθέτηση). 2. Στην επικύρωση αντιγράφων και φωτοαντιγράφων οποιωνδήποτε εγγράφων ή δικαιολογητικών που τηρούνται στο αρχείο ή επιδεικνύονται από τους συναλλασσόμενους. 3. Στην οργάνωση, ταξινόμηση και τήρηση του αρχείου. 4. Στην παροχή πληροφοριών στους πολίτες για κάθε θέμα αρμοδιότητας της Γενικής Διεύθυνσης και στην εποπτεία έκδοσης, διακίνησης πάσης φύσεως ενημερωτικών φυλλαδίων, εγκυκλίων, οδηγιών και εντύπων καθώς και στη διανομή αυτών στις αρμόδιες υπηρεσίες και στους πολίτες. Σύμφωνα με το άρθρο 4 του ίδιου π.δ. 234/2007, η Διεύθυνση Κοινωνικής Ένταξης έχει ως γενική αρμοδιότητα τη συμμετοχή στον σχεδιασμό, μέσω της εισήγησης και της υποβολής προτάσεων στον Υπουργό, της πολιτικής σε θέματα κοινωνικής ένταξης υπηκόων τρίτων χωρών, ομογενών και λοιπών ευπαθών κοινωνικών ομάδων, προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής της Χώρας. Η Διεύθυνση Κοινωνικής Ένταξης αποτελείται από τα εξής Τμήματα: α) Τμήμα Σχεδιασμού, β) Τμήμα Εφαρμογής, γ) Τμήμα Ένταξης Ομογενών και λοιπών Ευπαθών Ομάδων. Οι αρμοδιότητες του Τμήματος Σχεδιασμού είναι: 1. Η συμμετοχή, μέσω της υποβολής εισηγήσεων στον Υπουργό Εσωτερικών, στον σχεδιασμό της πολιτικής σε θέματα κοινωνικής ένταξης υπηκόων τρίτων χωρών. 2. Η συλλογή, επεξεργασία, μελέτη και αξιολόγηση των στοιχείων και των πληροφοριών που αφορούν σε θέματα κοινωνικής ένταξης των μεταναστών. 3. Η προετοιμασία, η εισήγηση στον Υπουργό και η συμμετοχή στην κατάρτιση και επεξεργασία σχεδίων νόμου, προεδρικών διαταγμάτων και λοιπών κανονιστικών πράξεων που αναφέρονται σε θέματα κοινωνικής ένταξης μεταναστών, καθώς και η παρακολούθηση της εφαρμογής τους. 4. Η συνεργασία με δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, ν.π.δ.δ. και ν.π.ι.δ. και οργανισμούς, με τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, ενώσεις και λοιπούς κοινωνικούς φορείς, για την εκπόνηση μελετών και την κατάρτιση και τον συντονισμό σχετικών ολοκληρωμένων προγραμμάτων κοινωνικής ένταξης μεταναστών σε όλους τους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της Χώρας. 5. Η υποστήριξη της εκπροσώπησης της Χώρας για θέματα κοινωνικής ένταξης μεταναστών σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, καθώς και η συμμετοχή στην προετοιμασία της επεξεργασίας συναφών με τα θέματα αυτά διακρατικών συμβάσεων και συμφωνιών. 6. Η προετοιμασία, η υποβολή προτάσεων και εισηγήσεων, η υποστήριξη και η σύμπραξη στην υποβολή και υλοποίηση ευρωπαϊκών ή διεθνών προγραμμάτων σχετικών με θέματα κοινωνικής ένταξης. Οι αρμοδιότητες του Τμήματος Εφαρμογής είναι: 1. Ο συντονισμός, η εποπτεία και η υποβοήθηση των περιφερειακών υπηρεσιών για την αποτελεσματική προώθηση δράσεων και πρωτοβουλιών που σχετίζονται με την κοινωνική ένταξη των μεταναστών στη Χώρα. 2. Η παρακολούθηση της πορείας εφαρμογής και των αναγκών χρηματοδότησης προγραμμάτων κοινωνικής ένταξης μεταναστών. 3. Η προετοιμασία, η προώθηση και η εποπτεία ενημερωτικών εκστρατειών, συνεδρίων ημερίδων, συναντήσεων εργασίας και λοιπών δράσεων επικοινωνιακού χαρακτήρα, εντός της Χώρας, σχετικά με την πληροφόρηση και ευαισθητοποίηση των πολιτών για θέματα κοινωνικής ένταξης μεταναστών και την προβολή της σχετικής με τα θέματα αυτά εθνικής, ευρωπαϊκής και διεθνούς νομοθεσίας και πολιτικής. Οι αρμοδιότητες του Τμήματος Ένταξης Ομογενών και λοιπών Ευπαθών Κοινωνικών Ομάδων είναι: 1. Η συμμετοχή, μέσω της υποβολής εισηγήσεων και προτάσεων, στον σχεδιασμό της πολιτικής σε θέματα κοινωνικής ένταξης ομογενών και λοιπών ευπαθών κοινωνικών ομάδων. 2. Η συλλογή, επεξεργασία, μελέτη και αξιολόγηση των στοιχείων και των πληροφοριών που αφορούν θέματα κοινωνικής ένταξης ομογενών και λοιπών ευπαθών κοινωνικών ομάδων. 3. Η προετοιμασία, η εισήγηση στον Υπουργό και η συμμετοχή στην επεξεργασία σχεδίων νόμου, προεδρικών διαταγμάτων και κανονιστικών πράξεων που αναφέρονται σε θέματα κοινωνικής ένταξης ομογενών και λοιπών ευπαθών κοινωνικών ομάδων, καθώς και η παρακολούθηση της εφαρμογής τους. 4. Ο συντονισμός, η εποπτεία και η υποβοήθηση των περιφερειακών υπηρεσιών για την προώθηση δράσεων και πρωτοβουλιών που σχετίζονται με την κοινωνική ένταξη των ομογενών. 5. Η συνεργασία με δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, την Εθνική Επιτροπή για την Κοινωνική Ένταξη των Μεταναστών, Ανεξάρτητες Αρχές, ν.π.δ.δ. και ν.π.ι.δ., καθώς και οργανισμούς, οργανώσεις, ενώσεις και λοιπούς φορείς εκπροσώπησης της κοινωνίας των πολιτών, για την εκπόνηση μελετών και την κατάρτιση σχετικών προγραμμάτων κοινωνικής ένταξης ομογενών σε όλους τους τομείς της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της χώρας. 6. Η υποστήριξη και ενίσχυση της εκπροσώπησης της χώρας για θέματα κοινωνικής ένταξης ομογενών και λοιπών ευπαθών κοινωνικών ομάδων σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, καθώς και η προετοιμασία, εισήγηση και συμβολή στην επεξεργασία σχετικών με τα θέματα αυτά διακρατικών συμβάσεων και συμφωνιών. 7. Η προετοιμασία, η συμμετοχή στο σχεδιασμό, η υποστήριξη και η σύμπραξη στην υποβολή και υλοποίηση ευρωπαϊκών ή διεθνών προγραμμάτων σχετικών με θέματα κοινωνικής ένταξης ομογενών και λοιπών ευπαθών κοινωνικών ομάδων. 8. Η προπαρασκευή, η προώθηση και η εποπτεία ενημερωτικών εκστρατειών, συνεδρίων, ημερίδων και συναντήσεων εργασίας, αναφορικά με την πληροφόρηση και ευαισθητοποίηση των πολιτών για θέματα κοινωνικής ένταξης ομογενών και λοιπών ευπαθών κοινωνικών ομάδων καθώς και την παρουσίαση και αξιοποίηση της σχετικής με τα θέματα αυτά εθνικής, ευρωπαϊκής και διεθνούς νομοθεσίας και πολιτικής. Eν τω μεταξύ με την παρ. 5 του άρθρου 92 του ν. 3386/2005 ορίσθηκε ότι: "Στους υπαλλήλους που κατέχουν οργανικές θέσεις ή είναι αποσπασμένοι στις Υπηρεσίες Αλλοδαπών και Μετανάστευσης των Περιφερειών καταβάλλεται ειδικό επίδομα, το ύψος και ο τρόπος καταβολής του οποίου καθορίζονται ετησίως με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών". Σε εκτέλεση της ως άνω νομοθετικής διατάξεως εκδόθηκαν οι υπ' αριθ. 2/68733/0022/3.1.2006 (ΦΕΚ Β' 38/18.1.2006) για το έτος 2006 και 2/69717/0022/1.12.2006 (ΦΕΚ Β' 1859/22.12.2006) για το έτος 2007 κοινές υπουργικές αποφάσεις, με τις οποίες το ύψος του ειδικού επιδόματος ορίσθηκε ανάλογα με την κατηγορία (ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ) και τα χρόνια υπηρεσίας του υπαλλήλου από 220,76 έως 408,14 ευρώ, λαμβανομένου υπ' όψη του γεγονότος ότι η καταβολή του εν λόγω ειδικού επιδόματος συνδεόταν με τα καθήκοντα των υπηρετούντων στις υπηρεσίες Αλλοδαπών και Μετανάστευσης των Περιφερειών της Χώρας, λόγω της σοβαρότητας και της ποικιλομορφίας που παρουσίαζαν τα σχετικά θέματα, ενόψει και του νέου θεσμικού πλαισίου για την είσοδο, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις ως άνω κοινές υπουργικές αποφάσεις, το ύψος του ειδικού επιδόματος ορίσθηκε α) για τους υπαλλήλους των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ με 0-10 χρόνια υπηρεσίας στο ποσό των 349,45 ευρώ, 329,45 ευρώ, 270,10 ευρώ και 220,76 ευρώ αντίστοιχα β) για τους υπαλλήλους των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ με 10-20 χρόνια υπηρεσίας στο ποσό των 378,80 ευρώ, 358,80 ευρώ, 299,45 ευρώ και 250,10 ευρώ αντίστοιχα και γ) για τους υπαλλήλους των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ με 20 χρόνια υπηρεσίας και άνω στο ποσό των 408,14 ευρώ, 388,14 ευρώ, 328,80 ευρώ και 279,45 ευρώ αντίστοιχα. Με τις ίδιες κοινές υπουργικές αποφάσεις ορίζεται ότι το εν λόγω επίδομα συμψηφίζεται με τα ποσά που είχαν διατηρηθεί ως προσωπική διαφορά στο πλαίσιο της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 24 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ Α' 297). Στην τελευταία αυτή διάταξη οριζόταν ότι: "Ειδικότερα, ποσά που καταβάλλονται μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, σύμφωνα με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 (ΦΕΚ Α' 110) ως ειδική παροχή και του άρθρου 49 του ν.2956/2001 (ΦΕΚ Α' 258), όπως αυτό τροποποιήθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 και της παραγράφου 4 του άρθρου 12 του ν. 3050/2002 (ΦΕΚ Α' 214), διατηρούνται ως προσωπική διαφορά μειούμενη από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχής ή αποζημίωσης ή από αύξηση του κινήτρου απόδοσης του άρθρου 12 του παρόντος νόμου. Οι ανωτέρω κοινές υπουργικές αποφάσεις καταργούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου". Σύμφωνα δε με την προϊσχύσασα υπ` αριθ. 2/41289/0022/25.7.2002 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης περί χορηγήσεως ειδικής παροχής στους υπαλλήλους των Περιφερειών, κατόπιν της Ειδικής Συλλογικής Συμφωνίας μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Υπαλλήλων Περιφερειών (Π.Ο.Σ.Υ.Π.) (ΦΕΚ Β' 1278/ 1.10.2002), το ύψος της ως άνω ειδικής παροχής οριζόταν ανάλογα με την κατηγορία και τα χρόνια υπηρεσίας του υπαλλήλου ως ακολούθως: α) Για τους υπαλλήλους των κατηγοριών ΠΕ-ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ με 0 έως 10 χρόνια υπηρεσίας στο ποσό των 249,45 ευρώ, 220,10 ευρώ και 190,76 ευρώ αντίστοιχα, β) για τους υπαλλήλους με 10-20 χρόνια υπηρεσίας στο ποσό των 278,80 ευρώ, 249,45 ευρώ και 220,10 ευρώ αντίστοιχα και γ) για τους υπαλλήλους με 20 χρόνια υπηρεσίας και άνω στο ποσό των 308,14 ευρώ, 278,80 ευρώ και 249,45 ευρώ αντίστοιχα. Ακολούθως, με την παρ. 1 του άρθρου 20 του ν. 3536/2007 (ΦΕΚ Α' 42) η ως άνω παρ. 5 του άρθρου 92 του ν. 3386/2005 αντικαταστάθηκε ως εξής: "Στους υπαλλήλους που κατέχουν οργανικές θέσεις ή είναι αποσπασμένοι στις Υπηρεσίες Αλλοδαπών και Μετανάστευσης των Περιφερειών, καθώς και στη Διεύθυνση Αλλοδαπών και Μετανάστευσης του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή, κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων, το ύψος και ο τρόπος καταβολής της οποίας καθορίζονται ετησίως με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομίας και Οικονομικών". Σε εκτέλεση της ανωτέρω διατάξεως εκδόθηκε αρχικά η υπ` αριθ. 2/32268/0022/ 21.5.2007 (ΦΕΚ Β' 890/5.6.2007) κοινή υπουργική απόφαση, που αφορούσε τους υπαλλήλους του Υπουργείου, για το έτος 2007, με την οποία το ύψος της πρόσθετης αμοιβής ορίσθηκε ανάλογα με την κατηγορία των υπαλλήλων ως εξής: ΠΕ 300 ευρώ, ΤΕ 270 ευρώ, ΔΕ 240 ευρώ και ΥΕ 200 ευρώ. Περαιτέρω, εκδόθηκαν, για το έτος 2008, τόσο η υπ` αριθ. 2/66303/0022/ 13.2.2008 (ΦΕΚ Β' 258/19.2.2008) κοινή υπουργική απόφαση, που αφορούσε τους υπαλλήλους του Υπουργείου Εσωτερικών όσο και η υπ` αριθ. 2/12074/0022/13.2.2008 κοινή υπουργική απόφαση (ΦΕΚ Β' 258/19.2.2008), που αφορούσε τους υπαλλήλους των Περιφερειών, που υπηρετούν στις υπηρεσίες Αλλοδαπών και Μετανάστευσης αυτών. Με την ως άνω κ.υ.α., που αφορούσε τους υπαλλήλους του Υπουργείου, το ύψος της πρόσθετης αμοιβής ορίσθηκε, ανάλογα με την κατηγορία του υπαλλήλου, όπως και με την προαναφερθείσα αντίστοιχη απόφαση του έτους 2007, ως εξής: ΠΕ 300 ευρώ, ΤΕ 270 ευρώ, ΔΕ 240 ευρώ και ΥΕ 200 ευρώ. Με την κ.υ.α., που αφορούσε τους υπαλλήλους των Περιφερειών, το ύψος της πρόσθετης αμοιβής ορίσθηκε, ανάλογα με την κατηγορία του υπαλλήλου, ως εξής: ΠΕ 150 ευρώ, ΤΕ 120 ευρώ, ΔΕ 75 ευρώ και ΥΕ 50 ευρώ. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 1 του ΚΠολΔ "κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων επιτρέπεται αναίρεση μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναίρεσης μόνο αν τα διδάγματα αυτά αφορούν την εφαρμογή των κανόνων του δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν μπορεί να προβληθεί σε μικροδιαφορές". O κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε, ενώ δεν έπρεπε καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή (Ολ. ΑΠ 36/1988, Ολ. ΑΠ 7/2006, Ολ. ΑΠ 2/2013, ΑΠ 129/2014, 1632/2013). Με το λόγο αυτό αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται και τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη (ΑΠ 220/2012, 181/2011). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση (ΑΠ 625/2008, ΑΠ 38/2008). Στην προκείμενη, ένδικη αγωγή τους οι αναιρεσίβλητοι ιστορούν ότι απασχολήθηκαν στη Διεύθυνση και στα Τμήματα Αστικής Κατάστασης και Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και παρείχαν τις υπηρεσίες τους σε αυτήν, με τις αναφερόμενες για καθέναν από αυτούς ειδικότητες και κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα, υπαγόμενοι μισθολογικά στο καθεστώς των νόμων 2470/1997 και 3205/2003, περί μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων. Ότι, κατ' εξουσιοδότηση της διάταξης του άρθρου 92 παρ. 5 του Ν. 3386/2005, εκδόθηκαν οι αναφερόμενες στην αγωγή Κ.Υ.Α., δυνάμει των οποίων λαμβάνουν αυτοί το ειδικό επίδομα που προβλέφθηκε για τους υπαλλήλους που κατέχουν οργανικές θέσεις ή είναι αποσπασμένοι στις υπηρεσίες Αλλοδαπών και Μετανάστευσης των Περιφερειών της Χώρας, το ύψος του οποίου καθορίστηκε ανάλογα με την κατηγορία και τα χρόνια υπηρεσίας κάθε υπαλλήλου στα διαλαμβανόμενα στην αγωγή ποσά, τα οποία, κατά νομοθετική πρόβλεψη, συμψηφίζονται με τα ποσά που διατηρήθηκαν ως προσωπική διαφορά στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 24 παρ. 2 του Ν. 3205/2003. Ότι, επίσης κατ' εξουσιοδότηση της προαναφερόμενης διάταξης, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Ν.3536/2007, εκδόθηκε η αναφερόμενη στην αγωγή Κ.Υ.Α., δυνάμει της οποίας η εν λόγω πρόσθετη μισθολογική παροχή, υψηλότερου όμως ποσού για κάθε αντίστοιχη κατηγορία υπαλλήλου, μη συμψηφιστέα με άλλο επίδομα ή αποζημίωση ή προσωπική διαφορά και μη εξαρτώμενη από το χρόνο προϋπηρεσίας του δικαιούχου, χορηγήθηκε για το έτος 2007 αποκλειστικά στους υπηρετούντες στη Διεύθυνση Αλλοδαπών και Μετανάστευσης του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α υπαλλήλους, λόγω αυξημένου φόρτου εργασίας αυτών. Ότι, ακολούθως, επίσης κατ' εξουσιοδότηση της προαναφερόμενης διάταξης, όπως αυτή τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Ν.3536/2007, εκδόθηκαν οι αναφερόμενες στην αγωγή Κ.Υ.Α., δυνάμει των οποίων η χορήγηση της εν λόγω πρόσθετης μη συμψηφιστέας μισθολογικής παροχής συμπεριέλαβε για τα έτη 2008 και 2009 και τους ενάγοντες, πλην όμως το ύψος αυτής για τους τελευταίους ορίστηκε στο ήμισυ της αντίστοιχης μισθολογικής παροχής που προβλέφθηκε για τους υπηρετούντες στη Διεύθυνση Αλλοδαπών και Μετανάστευσης του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α υπαλλήλους. Ότι η μη χορήγηση σε αυτούς της ανωτέρω υπέρτερης μισθολογικής παροχής κατά τα έτη 2007 και 2008, αν και τελούν υπό όμοιες συνθήκες εργασίας με τους υπαλλήλους του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α, συνιστά παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλει ως διαφορά μεταξύ της πρόσθετης μισθολογικής παροχής που χορηγήθηκε στους υπαλλήλους του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α, και της μειωμένης που αυτοί έλαβαν για τα έτη 2007 και 2008, τα αναφερόμενα ποσά στον καθένα. Το Μονομελές Πρωτοδικείου Ροδόπης που δίκασε την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 69/2011 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής, που είχε κάνει δεκτή την αγωγή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Οι εφεσίβλητοι ενάγοντες (ήδη αναιρεσίβλητοι) απασχολήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα της διετίας 2007 - 2008, οι σαράντα πέντε εξ αυτών ολόκληρο το ως άνω χρονικό διάστημα και οι υπόλοιποι πέντε κατά μικρότερο χρόνο του ίδιου διαστήματος, στη Διεύθυνση και στα Τμήματα Αστικής Κατάστασης και Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και παρείχαν τις υπηρεσίες τους σε αυτήν, υπαγόμενοι μισθολογικά στο καθεστώς του νόμου 3205/2003, περί μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων, η 1η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, ο 2ος σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ οδηγών, η 3η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΠΕ Διοικητικού -Οικονομικού, η 4η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, η 5η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΠΕ Διοικητικού -Οικονομικού, η 6η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού, ο 7ος σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ λοιπών ειδικοτήτων, η 8η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, η 9η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, η 10η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΤΕ Νηπιαγωγών, ο 11ος σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Συντηρητή Κτιριακών Εγκαταστάσεων, ο 12ος σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, η 13η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, η 14η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, η 15η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, η 16η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, η 17η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΥΕ Βοηθητικού Προσωπικού, ο 18ος σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού, η 19η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, η 20η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, ο 21ος σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, η 22η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, η 23η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, ο 24ος σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, η 25η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, ο 26ος σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, ο 27ος σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΠΕ Μηχανικών, η 28η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΠΕ Νηπιαγωγών, ο 29ος σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, ο 30ος σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, η 31η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΥΕ Προσωπικού Καθαριότητας, ο 32ος σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Ηλεκτροτεχνιτών, ο 33ος σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, η 34η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, ο 35ος σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, η 36η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, η 37η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, ο 38ος σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΠΕ Κοινωνικών Λειτουργών, η 39η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΥΕ Βοηθητικού Προσωπικού, η 40η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, η 41η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, ο 42ος σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, ο 43ος σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, η 44η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, ο 45ος σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων, η 46η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΥΕ Επιμελητών, ο 47ος σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΥΕ Βοηθητικού Προσωπικού, η 48η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΠΕ Κοινωνικών Λειτουργών, η 49η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΔΕ Διοικητικών Γραμματέων και η 50η σε προσωποπαγή θέση της κατηγορίας ΠΕ Οικονομικού. Ότι δυνάμει της υπ' αριθ. 2/32268/0022/ΦΕΚ Β' 890/5.6.2007 Κ.Υ.Α. και της υπ' αριθ. 2/66303/0022/ΦΕΚ Β' 258/19.2.2008 Κ.Υ.Α. των Υπουργών ΕΣΔΔΑ, Οικονομίας και Οικονομικών, χορηγήθηκε στους υπαλλήλους που εργάζονται στη Διεύθυνση Αλλοδαπών και Μετανάστευσης του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, πρόσθετη μισθολογική παροχή το ύψος της οποίας ορίστηκε για τα έτη 2007 και 2008, αντίστοιχα, για υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ στο ποσό των 300 ευρώ, για υπαλλήλους ΤΕ στο ποσό των 270 ευρώ, για υπαλλήλους κατηγορίας ΔΕ στο ποσό των 240 ευρώ και για υπαλλήλους κατηγορίας ΥΕ στο ποσό των 200 ευρώ. Αντιστοίχως, δυνάμει της υπ' αριθ. 2/69717/0022/ΦΕΚ Β' 1859/22.12.2006 Κ.Υ.Α. των Υπουργών ΕΣ.Δ.Δ.Α., Οικονομίας και Οικονομικών, χορηγήθηκε στους υπαλλήλους που εργάζονται στη Διεύθυνση Αλλοδαπών και Μετανάστευσης των Περιφερειών της χώρας πρόσθετη μισθολογική παροχή το ύψος της οποίας ορίστηκε για το έτος 2007 ανάλογα με την κατηγορία και τα χρόνια υπηρεσίας του υπαλλήλου, ως ακολούθως: i) Για αυτούς που έχουν 0-10 χρόνια υπηρεσίας 349,45 ευρώ, αν είναι ΠΕ, 329,45 ευρώ αν είναι ΤΕ, 270,10 ευρώ αν είναι ΔΕ και 220,76 ευρώ αν είναι ΥΕ, ii) για αυτούς που έχουν 10-20 χρόνια υπηρεσίας 378,80 ευρώ αν είναι ΠΕ, 358,80 ευρώ αν είναι ΤΕ, 299,45 ευρώ αν είναι ΔΕ και 250,10 ευρώ αν είναι ΥΕ, iii) για αυτούς που έχουν 20+ χρόνια υπηρεσίας 408,14 ευρώ αν είναι ΠΕ, 388,14 ευρώ αν είναι ΤΕ, 328,80 ευρώ αν είναι ΔΕ και 279,45 ευρώ αν είναι ΥΕ. Η εν λόγω παροχή, ορίστηκε νομοθετικά ότι συμψηφίζεται με τα ποσά που διατηρήθηκαν ως προσωπική διαφορά, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 24 παρ. 2 του Ν.3205/2005. Επίσης, δυνάμει της υπ' αριθ. 2/12074/0022/ΦΕΚ Β' 258/19.2.2008 Κ.Υ.Α. των Υπουργών ΕΣ.Δ.Δ.Α., Οικονομίας και Οικονομικών, χορηγήθηκε στους υπαλλήλους που εργάζονται στη Διεύθυνση Αλλοδαπών και Μετανάστευσης των Περιφερειών της χώρας πρόσθετη μισθολογική παροχή το ύψος της οποίας, για το έτος 2008, δεν εξαρτήθηκε, σε αντίθεση με εκείνη του έτους 2007, από τα χρόνια υπηρεσίας του δικαιούχου υπαλλήλου, αλλά όπως και εκείνη που χορηγήθηκε στους προαναφερόμενους υπαλλήλους του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. και, ειδικότερα, για υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ στο ποσό των 150 ευρώ, για υπαλλήλους κατηγορίας ΤΕ στο ποσό των 120 ευρώ, για υπαλλήλους κατηγορίας ΔΕ στο ποσό των 75 ευρώ και για υπαλλήλους κατηγορίας ΥΕ στο ποσό των 50 ευρώ. Ωστόσο, η μισθολογική παροχή του έτους 2008, όπως και εκείνη των υπαλλήλων του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. και των δύο ετών (2007 και 2008) δεν ορίστηκε συμψηφιστέα με άλλη παροχή, αποζημίωση ή επίδομα. Το προαναφερόμενο, αντίστοιχο για κάθε υπηρεσία και έτος, επίδομα, χορηγήθηκε ρητά αφενός στους υπαλλήλους της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. και αφετέρου στους υπαλλήλους της ίδιας υπηρεσίας των Περιφερειών της Χώρας, σύμφωνα με τις ως άνω αντίστοιχες κοινές υπουργικές αποφάσεις, "λόγω της σοβαρότητας και της ποικιλομορφίας που παρουσιάζουν τα σχετικά θέματα", που καλούνται αυτοί να αντιμετωπίσουν στα πλαίσια της εργασίας τους. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 και 4 του Π.Δ. 234/2007 "Περί σύστασης Γενικής Διεύθυνσης Μεταναστευτικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ένταξης", η εν λόγω υπηρεσία του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α., είναι αρμόδια για τη συμμετοχή, με την υποβολή εισηγήσεων και προτάσεων προς τον αρμόδιο Υπουργό, στο σχεδιασμό, το συντονισμό, την εφαρμογή και την παρακολούθηση της πολιτικής στα θέματα μετανάστευσης και κοινωνικής ένταξης μεταναστών, ομογενών και λοιπών ευπαθών κοινωνικών ομάδων στην ελληνική κοινωνία, το συντονισμό και την εποπτεία των περιφερειακών υπηρεσιών Αλλοδαπών και Μετανάστευσης και τη χορήγηση αδειών διαμονής, περιλαμβάνει δε επιμέρους Διευθύνσεις, το προσωπικό καθεμιάς εκ των οποίων, με επιμερισμένες τις ανωτέρω αρμοδιότητες, εργάζεται προς την επίτευξη της παροχής των προαναφερόμενων υπηρεσιών. Αντιστοίχως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Π.Δ. 71/2002 "Περί σύστασης Διεύθυνσης Αστικής Κατάστασης και Αλλοδαπών και Μετανάστευσης στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης", η συγκεκριμένη υπηρεσία της Περιφέρειας είναι αρμόδια για την εφαρμογή των διατάξεων του Ν.2910/2001, την εξέταση θεμάτων κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας κατά την ισχύουσα νομοθεσία από τους ομογενείς, θεμάτων πολιτογράφησης αλλοδαπών, την υλοποίηση προγραμμάτων για την κοινωνική ένταξη ομογενών και αλλογενών αλλοδαπών, τη χορήγηση, ανανέωση ή ανάκληση αδειών παραμονής, τη χορήγηση θεώρησης εισόδου για την οικογενειακή συνένωση των αλλοδαπών, τη διενέργεια ελέγχων και βεβαίωσης παραβάσεων σχετικών με την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην ελληνική επικράτεια. Από την αντιπαραβολή των καθηκόντων του προσωπικού των προαναφερόμενων υπηρεσιών ευχερώς διαπιστώνεται ότι τούτα είναι συναφή και παρεμφερή κατά περιεχόμενο αλλά και αντίστοιχης σοβαρότητας και ποικιλομορφίας. Για το λόγο αυτό άλλωστε η δικαιολογητική βάση χορήγησης της κρίσιμης μισθολογικής παροχής κατά το έτος 2008 στις αντίστοιχα εκδοθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις, που άπασες εκδόθηκαν κατά ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 92 παρ. 5 του Ν.3386/2005, το οποίο, σημειωτέον, δεν έθετε καμία διάκριση ως προς το ύψος του επιδοματικού ποσού μεταξύ των εργαζομένων αφενός στις Περιφέρειες και αφετέρου στο ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α., ήταν όμοιος. Εντούτοις, το επίδομα που χορηγήθηκε κατά τα ανωτέρω στους υπαλλήλους των Περιφερειών για το έτος 2007, σε αντίθεση μ' εκείνο που χορηγήθηκε στους υπαλλήλους του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α., ορίστηκε συμψηφιστέο με τα ποσά που διατηρήθηκαν ως προσωπική διαφορά, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 24 παρ. 2 του Ν.3205/2005 αλλά και μεταβαλλόμενο ανάλογα με τα χρόνια προϋπηρεσίας και την κατηγορία που υπάγεται ο δικαιούχος με αποτέλεσμα κατά την καταβολή του στους εν λόγω υπαλλήλους, μετ' αφαίρεση του αντίστοιχου ποσού προσωπικής διαφοράς, να υπολείπεται, χωρίς τούτο να υπαγορεύεται από ειδικό δικαιολογητικό λόγο γενικότερου κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος, εκείνου που χορηγήθηκε στους υπαλλήλους του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α., που όπως προαναφέρθηκε είχαν ουσιαστικά όμοια καθήκοντα με αυτούς και τελούσαν υπό τις ίδιες κατά είδος και εύρος συνθήκες εργασίας. Με τον τρόπο όμως αυτό παραβιάστηκαν οι συνταγματικές αρχές της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης των πολιτών, ειδικότερη μορφή των οποίων αποτελεί η μισθολογική ισότητα δημοσίου λειτουργού ή υπαλλήλου, η οποία δημιουργεί και αντίστοιχο δικαίωμα για ίση μισθολογική μεταχείριση. Επομένως, η ως άνω επιδοματικού χαρακτήρα ρύθμιση εισάγει δυσμενή και αντικείμενη στο Σύνταγμα μισθολογική διάκριση σε βάρος του προσωπικού των Περιφερειών, όπου εντάσσονται οι ενάγοντες. Ότι με τον ανωτέρω προσδιορισμό του επιδόματος για τους υπαλλήλους του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α αφενός και για τους εφεσιβλήτους ενάγοντες αφετέρου, με τις προαναφερόμενες κανονιστικές πράξεις (ΚΥΑ) και επί πλέον τον προσδιορισμό του δικού τους επιδόματος του έτους 2007 ανάλογα με τα χρόνια προϋπηρεσίας αλλά και τον συμψηφισμό με τα ποσά που διατηρήθηκαν ως προσωπική διαφορά, στο πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 24 παρ. 2 του Ν.3205/2005, ο καθένας από τους τελευταίους, έλαβε κατά μήνα μικρότερο ποσό έναντι των πρώτων και ειδικότερα: Α) Για το έτος 2007: Η 1η (κατηγορίας Δ Ε) έλαβε το ποσό των 79,35 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 160,65 ευρώ μηνιαίως, ο 2ος (κατηγορίας Δ Ε) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, η 3η (κατηγορίας Π Ε) έλαβε το ποσό των 100,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 200,00 ευρώ μηνιαίως, η 4η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, η 5η (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 100,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 200,00 ευρώ μηνιαίως, η 6η (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 129,35 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 170,65 ευρώ μηνιαίως, ο 7ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, η 8η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, η 9η (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 100,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 200,00 ευρώ μηνιαίως, η 10η (κατηγορίας ΤΕ) έλαβε το ποσό των 80,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, ο 11ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, ο 12ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, η 13η (κατηγορίας ΔΕ) το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, η 14η (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 100,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 200,00 ευρώ μηνιαίως, η 15η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, η 16η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, η 17η (κατηγορίας ΥΕ) έλαβε το ποσό των 30,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 170,00 ευρώ μηνιαίως, ο 18ος (κατηγορίας ΤΕ) έλαβε το ποσό των 80,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, η 19η (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 100,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 200,00 ευρώ μηνιαίως, η 20η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, ο 21ος (κατηγορίας ΔΕ) δεν έλαβε για το έτος αυτό το επίδομα καθόσον ήταν αποσπασμένος σε άλλη υπηρεσία, η 22η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, η 23η (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 100,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 200,00 ευρώ μηνιαίως, ο 24ος (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 100,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 200,00 ευρώ μηνιαίως, η 25η (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 100,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 200,00 ευρώ μηνιαίως, ο 26ος (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 129,35 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 170,65 ευρώ μηνιαίως, ο 27ος (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 100,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 200,00 ευρώ μηνιαίως, η 28η (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 100,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 200,00 ευρώ μηνιαίως, ο 29ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, ο 30ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, η 31η (κατηγορίας ΥΕ) έλαβε το ποσό των 30,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 170,00 ευρώ μηνιαίως, ο 32ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, ο 33ος (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 100,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 200,00 ευρώ μηνιαίως, η 34η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, ο 35ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, η 36η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, η 37η (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 100,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 200,00 ευρώ μηνιαίως, ο 38ος (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 100,00 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-1-2007 μέχρι και 28-2-2007, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 200,00 ευρώ μηνιαίως και το ποσό των 129,35 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-3-2007 μέχρι και 31-12-2007, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 170,65 ευρώ μηνιαίως, η 39η (κατηγορίας ΥΕ) έλαβε το ποσό των 30,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 170,00 ευρώ μηνιαίως, η 40η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, η 41η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, ο 42ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, ο 43ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, η 44η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, ο 45ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως, η 46η (κατηγορίας ΥΕ) έλαβε το ποσό των 59,35 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 140,65 ευρώ μηνιαίως, ο 47ος (κατηγορίας ΥΕ) έλαβε το ποσό των 30,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 170,00 ευρώ μηνιαίως, η 48η (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 100,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 200,00 ευρώ μηνιαίως, η 49η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 190,00 ευρώ μηνιαίως και η 50η (κατηγορίας ΠΕ) δεν έλαβε το ειδικό επίδομα καθώς δεν αποδείχθηκε ότι το δικαιούνταν. Β) Για το έτος 2008: Η 1η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, ο 2ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, η 3η (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, η 4η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, η 5η (κατηγορίας Π Ε) έλαβε το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, η 6η (κατηγορίας ΠΕ) το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, ο 7ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, η 8η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, η 9η (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, η 10η (κατηγορίας ΤΕ) έλαβε το ποσό των 120,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, ο 11ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, ο 12ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, η 13η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, η 14η (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, η 15η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, η 16η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, η 17η (κατηγορίας ΥΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, ο 18ος (κατηγορίας ΤΕ) έλαβε το ποσό των 120,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, η 19η (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, η 20η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, ο 21ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, η 22η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, η 23η (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, ο 24ος (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, η 25η (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, ο 26ος (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, ο 27ος (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, η 28η (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, ο 29ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, ο 30ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, η 31η (κατηγορίας ΥΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, ο 32ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, ο 33ος (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, η 34η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, ο 35ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, η 36η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, η 37η (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, ο 38ος (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, η 39η (κατηγορίας ΥΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, η 40η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, η 41η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, ο 42ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, ο 43ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, η 44η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, ο 45ος (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως, η 46η (κατηγορίας ΥΕ) έλαβε το ποσό των 50,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, ο 47ος (κατηγορίας ΥΕ) δεν έλαβε το ειδικό επίδομα καθώς δεν αποδείχθηκε ότι το δικαιούνταν, η 48η (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως, η 49η (κατηγορίας ΔΕ) έλαβε το ποσό των 75,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 165,00 ευρώ μηνιαίως και η 50η (κατηγορίας ΠΕ) έλαβε το ποσό των 150,00 ευρώ μηνιαίως, ήτοι ποσό που υπολείπεται εκείνου του αντίστοιχου επιδόματος που έλαβαν οι υπάλληλοι της ίδιας κατηγορίας του ΥΠ.ΕΣ.Δ.Δ.Α. κατά 150,00 ευρώ μηνιαίως. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε από όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα και ιδίως από την υπ' αριθ. 1336Β/6-7-2009 έκθεση επίδοσης της Δ. Ε., Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, η κρινόμενη αγωγή επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 6-7-2009 και, επομένως, οι αντίστοιχες αξιώσεις των εναγόντων, που αφορούν στο χρονικό διάστημα από 1-1-2007 έως και 5-7-2007 έχουν υποπέσει στη διετή παραγραφή, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995 (Α.Ε.Δ. 1/2012 δημ. ΝΟΜΟΣ)". Με βάση τις παραδοχές αυτές, αφού έκανε δεκτή την έφεση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς το επιδικασθέν σε κάθε εφεσίβλητο -ενάγοντα ποσό , δίκασε ακολούθως την αγωγή, έκρινε αυτή νόμιμη και εν μέρει βάσιμη κατ' ουσίαν και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην 1η ενάγουσα το ποσό των 2.917,00 ευρώ, στον 2° ενάγοντα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στην 3η ενάγουσα το ποσό των 2.966,50 ευρώ, στην 4η ενάγουσα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στην 5η ενάγουσα το ποσό των 2.966,50 ευρώ, στην 6η ενάγουσα το ποσό των 2.795,25 ευρώ, στον 7° ενάγοντα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στην 8η ενάγουσα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στην 9η ενάγουσα το ποσό των 2.966,50 ευρώ, στη 10η ενάγουσα το ποσό των 2.908,25 ευρώ, στον 11° ενάγοντα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στο 12° ενάγοντα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στη 13η ενάγουσα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στη 14η ενάγουσα το ποσό των 2.966,50 ευρώ, στη 15η ενάγουσα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στη 16η ενάγουσα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στη 17η ενάγουσα το ποσό των 2.791,50 ευρώ, στο 18° ενάγοντα το ποσό των 2.908,25 ευρώ, στη 19η ενάγουσα το ποσό των 2.966,50 ευρώ, στην 20η ενάγουσα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στον 21° ενάγοντα το ποσό των 1.980,00 ευρώ, στην 22η ενάγουσα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στην 23η ενάγουσα το ποσό των 2.966,50 ευρώ, στον 24° ενάγοντα το ποσό των 2.966,50 ευρώ, στην 25η ενάγουσα το ποσό των 2.966,50 ευρώ, στον 26° ενάγοντα το ποσό των 2.795,25 ευρώ, στον 27° ενάγοντα το ποσό των 2.966,50 ευρώ, στην 28η ενάγουσα το ποσό των 2.966,50 ευρώ, στον 29° ενάγοντα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στον 30° ενάγοντα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στην 31η ενάγουσα το ποσό των 2.791,50 ευρώ, στον 32° ενάγοντα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στον 33° ενάγοντα το ποσό των 2.966,50 ευρώ, στην 34η ενάγουσα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στον 35° ενάγοντα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στην 36η ενάγουσα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στην 37η ενάγουσα το ποσό των 2.966,50 ευρώ, στον 38° ενάγοντα το ποσό των 2.795,25 ευρώ, στην 39η ενάγουσα το ποσό των 2.791,50 ευρώ, στην 40η ενάγουσα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στην 41η ενάγουσα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στον 42° ενάγοντα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στον 43° ενάγοντα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στην 44η ενάγουσα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στον 45° ενάγοντα το ποσό των 3.088,25 ευρώ, στην 46η ενάγουσα το ποσό των 2.620,25 ευρώ, στον 47° ενάγοντα το ποσό των 991,50 ευρώ, στην 48η ενάγουσα το ποσό των 1.565,00 ευρώ, στην 49η ενάγουσα το ποσό των 2.648,25 ευρώ και στην 50η ενάγουσα το ποσό των 1.035,00 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, ήτοι από τις 7-7- 2009 και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Με την κρίση του αυτή το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 4 του Συντάγματος, καθώς και αυτές των προαναφερομένων Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων υπ' αριθ. 2/32268/0022/ΦΕΚ Β' 890/5.6.2007 και υπ' αριθ. 2/66303/0022/ΦΕΚ Β' 258/19.2.2008 των Υπουργών ΕΣΔΔΑ, Οικονομίας και Οικονομικών, που δεν μπορούσαν να εφαρμοσθούν στην ένδικη περίπτωση, στην οποία ήταν εφαρμοστέες οι υπ' αριθ. 2/69717/0022/ΦΕΚ Β' 1859/22.12.2006 και 2/12074/0022/ΦΕΚ Β' 258/19.2.2008 Κ.Υ.Α. των Υπουργών ΕΣ.Δ.Δ.Α., Οικονομίας και Οικονομικών, διότι ενόψει των ανωτέρω ρυθμίσεων, που αφορούν τις αρμοδιότητες αφενός μεν των υπαλλήλων της Γενικής Διεύθυνσης Μεταναστευτικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ένταξης του Υπουργείου Εσωτερικών αφετέρου δε των υπαλλήλων των Διευθύνσεων Αστικής Κατάστασης και Αλλοδαπών και Μετανάστευσης των Περιφερειών, η διαφοροποίηση του ύψους της πρόσθετης αμοιβής, ανάλογα με την κατηγορία του υπαλλήλου, μεταξύ αυτών του Υπουργείου Εσωτερικών και των Περιφερειών δικαιολογείται και δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, δεδομένης της διαφορετικής φύσεως, της μείζονος σημασίας και του ευρύτερου, συντονιστικού και κατευθυντήριου χαρακτήρα των αρμοδιοτήτων των υπαλλήλων του Υπουργείου σε σχέση με τις αρμοδιότητες των υπαλλήλων των Περιφερειών. Άλλωστε, η προκειμένη νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 92 παρ. 5 του ν. 3386/2005, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3536/2007, δεν απαγορεύει τη διαφοροποίηση του ύψους της πρόσθετης αμοιβής για διαφορετικές κατηγορίες υπαλλήλων, ανάλογα με τις υπάρχουσες υπηρεσιακές ανάγκες και συνθήκες, αλλά και τη μορφή και την έκταση των αρμοδιοτήτων τους. Επομένως, ο μοναδικός από το άρθρο 560 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγος του αναιρετηρίου, όπως συμπληρώθηκε ως προς τις ελλιπώς παρατιθέμενες στο αναιρετήριο ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης και τις παραβιαζόμενες διατάξεις με την έκθεση του Εισηγητή, σύμφωνα με το άρθρο 562 § 4 ΚΠολΔ, αφού πρόκειται για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση (άρθρο 562 § 2β ίδιου Κώδικα), είναι βάσιμος. Πρέπει λοιπόν, να γίνει αυτός δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ.3 εδ.α` ΚΠολΔ, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 65 παρ.1 του ν. 4139/2013, "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση". Εν προκειμένω, μετά την αναίρεση αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της εφέσεως. Στο δικάσαν ως εφετείο Μονομελές Πρωτοδικείο, κατόπιν εφέσεως του εναγομένου, εκεί εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, είχε μεταβιβασθεί η υπόθεση στο σύνολό της, διότι η αγωγή είχε γίνει δεκτή από το Ειρηνοδικείο και το εκκαλούν επιδίωκε την απόρριψή της. Από τις αιτιολογίες, που αναφέρθηκαν κατά την έρευνα του λόγου αναιρέσεως, που ευδοκίμησε, προκύπτει ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη. Επομένως, δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο, να γίνει δεκτή η έφεση κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της, που αναφέρεται στη νομική βασιμότητα της αγωγής, να εξαφανισθεί η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και να απορριφθεί η αγωγή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα εν γένει δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ. 2), μειωμένα σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρ. 22§§1 και 3 ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρ. 52§18 ΕισΝ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με τα άρθρ. 5§12 ν.1738/1987 και 2 της υπ` αριθ. 134423/1992 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 7/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης. ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 2.4.2012 έφεση κατά της υπ` αριθ. 69/2011 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ' ουσίαν την έφεση. ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την ως άνω εκκαλουμένη απόφαση του Ειρηνοδικείου Κομοτηνής. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30.6.2009 και με αριθ. εκθέσεως καταθέσεως 237/1.7.2009 αγωγή. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Δεκεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Ιανουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επίδομα άρθρου 92 παρ. 5 ν. 3386/2005. Η διαφοροποίηση του ύψους που, ανάλογα με την κατηγορία του υπαλλήλου, μεταξύ αυτών του υπουργείου εσωτερικών και των Περιφερειών δικαιολογείται και δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, δεδομένης της διαφορετικής φύσεως της μείζονος σημασίας και του ευρύτερου συντονιστικού και κατευθυντήριου χαρακτήρα των αρμοδιοτήτων των υπαλλήλων του Υπουργείου σε σχέση με τις αρμοδιότητες των υπαλλήλων των Περιφερειών. Η νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 92 παρ. 5 ν. 3386/2005, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ 1 του ν. 3536/2007, δεν απαγορεύει τη διαφοροποίηση του ύψους της πρόσθετης αμοιβής για διαφορετικές κατηγορίες υπαλλήλων , ανάλογα με τις υπάρχουσες υπηρεσιακές ανάγκες και συνθήκες αλλά και με την μορφή και την έκταση των αρμοδιοτήτων τους. (Αναιρεί την 7/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης)
Πρόσθετη αμοιβή μισθωτού
Πρόσθετη αμοιβή μισθωτού, Αρμοδιότητα υπαλλήλων .
0
Αριθμός 22/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα Συγκροτηθηκε από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. Συνηλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 11η Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: Του αναιρεσειοντος: Α. Μ. του Γ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ιωάννη Γκούβα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλητης: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "ΑΧΑ Ασφαλιστική ΑΕ", όπως εκπροσωπείται νομίμως, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Ηλία Τόμπρου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-4-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 201/2012 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και, κατόπιν ασκήσεως εφέσεως, η 6888/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15-1-2014 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 31-10-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, στο άρθρο 173 ΑΚ ορίζεται ότι "κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις". Στο άρθρο 200 ΑΚ ορίζεται ότι "οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπ' όψη και τα συναλλακτικά ήθη". Οι διατάξεις αυτές παραβιάζονται όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά τη διάγνωση ασάφειας ή ατέλειας κατά τη διατύπωση της βουλήσεως ή οποιασδήποτε αμφιβολίας ως προς την έννοιά της, παραλείπει να προσφύγει στους κανόνες που τίθενται με αυτές για τη συναγωγή της προσήκουσας ερμηνείας ή να παραθέσει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους (ΑΠ 357/2010). Οι ίδιες διατάξεις παραβιάζονται και όταν το δικαστήριο της ουσίας προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, δηλαδή όταν η ερμηνεία που δίδεται από αυτό ως προς το περιεχόμενο της υπό αξιολόγηση δηλώσεως δεν είναι σύμφωνη προς τους κανόνες των ΑΚ 173 και 200. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι η δήλωση βουλήσεως είναι σαφής ή ασαφής και ότι, αντιστοίχως δεν έχει ή έχει ανάγκη ερμηνείας, αποτελεί εκτίμηση πραγμάτων και, συνεπώς, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 103/2010). Η παράλειψη, όμως, του δικαστηρίου της ουσίας να προσφύγει στην εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων, στις περιπτώσεις που αυτή είναι επιβεβλημένη και η ορθότητα της κρίσεως αυτού, ως προς τη δοθείσα ερμηνεία της δικαιοπρακτικής βουλήσεως, ελέγχονται αναιρετικώς, διότι ανάγονται στην εφαρμογή διατάξεων ουσιαστικού δικαίου (ΚΠολΔ 561 παρ.1, ΑΠ 885/2012). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση, "αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών". 2. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 6888/2013 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του, τα εξής ουσιώδη: Ότι ο ενάγων (τότε εφεσίβλητος και ήδη αναιρεσείων), την 15-3-1979, είχε προσληφθεί ως κλητήρας στην επιχείρηση της εναγόμενης (τότε εκκαλούσας και ήδη αναιρεσίβλητης, που προέκυψε ύστερα από διαδοχικές, αλλά μη αμφισβητούμενες μεταβολές στο πρόσωπο του εργοδότη), η οποία αναπτύσσει ασφαλιστικές και χρηματοοικονομικές δραστηριότητες. Ότι, σύμφωνα με τον από 21-12-1981 Οργανισμό της εναγομένης, η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος ήταν ορισμένου χρόνου και έληγε αυτοδικαίως με τη συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας του. Ότι η εναγομένη, την 8-1-2010, κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας για σπουδαίο λόγο και, ειδικότερα, λόγω διαπράξεως πειθαρχικών παραπτωμάτων εκ μέρους του ενάγοντος. Ότι με την από Ιουλίου 1985 "Σύμβαση Ειδικής Ασφαλιστικής Κάλυψης Προσωπικού Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας Εμπορική" (στο εξής αναφέρεται ως "Κανονισμός"), στην οποία υπήχθη συμβατικώς και ο ενάγων, η "Εμπορική Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία" (στη θέση της οποίας υπεισήλθε η εναγομένη), ως τότε εργοδότης, είχε αναλάβει τη βελτίωση της ασφαλιστικής κάλυψης του προσωπικού της με την παροχή σύνταξης και εφάπαξ αποζημίωσης, υπό τους όρους που αναφέρονται στην εν λόγω σύμβαση. Ότι στη σύμβαση αυτή, πλην των άλλων, ορίζονται, ειδικότερα, τα εξής: "Άρθρο 2. Σκοπός και υποκείμενα της ασφάλισης. 1. Σκοπός της παρούσας συμφωνίας είναι η κατά τους όρους του Κανονισμού παροχή βοήθειας είτε σε ασφαλισμένους, που λόγω γήρατος, συμπλήρωσης ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, αναπηρίας ή ατυχήματος παύουν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην εταιρεία, είτε, σε περίπτωση θανάτου τους, σε μέλη των οικογενειών τους. Η βοήθεια συνίσταται σε μηνιαία σύνταξη (πλέον δώρου Χριστουγέννων, Πάσχα, χρήσης και επιδόματος αδείας) και εφ' άπαξ παροχή. 2. Η κτήση της ιδιότητας του ασφαλισμένου συνεπάγεται την αυτοδίκαιη και ανεπιφύλακτη εκ μέρους του ενδιαφερόμενου αποδοχή των όρων του Κανονισμού. Τυχόν επιφύλαξη δεν παράγει αποτελέσματα. Άρθρο 3. Απώλεια της ιδιότητας του ασφαλισμένου. Δικαιώματα. 1. Με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου, η ιδιότητα του ασφαλισμένου χάνεται αυτοδίκαια με την απώλεια της ιδιότητας του εργαζόμενου στην εταιρεία για οποιαδήποτε λόγο. Η απώλεια της ιδιότητας διαπιστώνεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. 2. Εξαιρετικά, η ιδιότητα του ασφαλισμένου διατηρείται στην περίπτωση που ο αποχωρών έχει συμπληρώσει όλες τις προϋποθέσεις για την απονομή μηνιαίας σύνταξης και εφ' άπαξ παροχής, πλην του ορίου ηλικίας που προβλέπει ο Κανονισμός και δεν ζητήσει εγγράφως την επιστροφή των ποσών της επόμενης παραγράφου. 3. Όποιος χάσει την ιδιότητα του ασφαλισμένου δικαιούται να λάβει, ατόκως, μόνο ό,τι έχει καταβάλει στο λογαριασμό λόγω εισφοράς ή εξαγοράς. Η επιστροφή γίνεται εφ' άπαξ μέσα σε έξι μήνες από την υποβολή της σχετικής αίτησης και ύστερα από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Ο ενδιαφερόμενος δεν έχει καμία άλλη αξίωση κατά της εταιρείας σε σχέση με το λογαριασμό. 4. Οι κατά την παράγραφο 2 ασφαλισμένοι δικαιούνται της μηνιαίας και της εφ' άπαξ παροχής που τους αναλογεί μόλις συμπληρώσουν το απαραίτητο όριο ηλικίας και εφ' όσον έχουν υποβάλει στην εταιρεία όλα τα αναγκαία δικαιολογητικά. Ο υπολογισμός των παροχών γίνεται με βάση το μισθό του εν ενεργεία ομοιόβαθμου κατά το χρόνο της απονομής (συμπλήρωση ορίου ηλικίας) και με τις ίδιες προϋποθέσεις επιδομάτων. Άρθρο 6. Πραγματική και Συντάξιμη υπηρεσία. 1. Πραγματική υπηρεσία είναι ο χρόνος που διανύεται στην εταιρεία από 1-1-1982 και μετά. Πραγματική υπηρεσία λογίζεται και η πραγματική υπηρεσία στην εταιρεία που εξαγοράσθηκε, καθώς και η μέχρι δύο ετών στρατιωτική θητεία που εξαγοράσθηκε. Συμπληρωμένο κατά την αποχώρηση εξάμηνο λογίζεται ως πλήρες έτος. Άρθρο 7. Δικαιούχοι παροχών. Δικαίωμα για μηνιαία σύνταξη και εφ' άπαξ παροχή έχουν όσοι πληρούν τις παρακάτω προϋποθέσεις : 1. Άνδρες. α) Μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας που ορίζει ο εκάστοτε Οργανισμός και εφόσον έχουν δεκαπέντε (15) ετών υπηρεσία στην εταιρεία και δεκαπενταετή ασφάλιση κατά τον Κανονισμό. β) Μετά τη συμπλήρωση τριάντα (30) χρόνων συντάξιμης υπηρεσίας, από τα οποία είκοσι πέντε (25) χρόνια είναι πραγματική υπηρεσία κατά το άρθρο 6 παρ.1. 3. Άνδρες και Γυναίκες. α) Απόλυση από την υπηρεσία για ολική ή μερική σωματική ή πνευματική ανικανότητα και συνταξιοδότηση για την αναπηρία αυτή από το ΙΚΑ ή το Ταμείο Νομικών". Ότι ο ενάγων, από 1-1-1982, που ορίζει ο Κανονισμός, μέχρι 8-1-2010, που απολύθηκε, είχε συμπληρώσει 30 έτη στην υπηρεσία της εναγομένης, με συνυπολογισμό των εξαγορασθέντων 2 ετών της στρατιωτικής του θητείας, δηλαδή πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 7 παρ.1 περ. β' για να λάβει την προβλεπόμενη μηνιαία σύνταξη και εφ' άπαξ βοήθημα. Ότι, παρά ταύτα, ο ενάγων δεν είχε αποχωρήσει από την εργασία λόγω γήρατος ή συμπληρώσεως ορισμένου χρόνου υπηρεσίας, αλλά, όπως συνομολογεί ο ίδιος, είχε απολυθεί από την εναγομένη, μετά από καταγγελία της ορισμένου χρόνου συμβάσεώς του για σπουδαίο λόγο. Ότι με την απόλυση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 του ως άνω συμβατικής ισχύος Κανονισμού, είχε απολέσει την ιδιότητα του εργαζόμενου στην εναγόμενη και αυτοδίκαια είχε χάσει την ιδιότητα του ασφαλισμένου. Ότι, κατόπιν αυτού, καίτοι κατά το χρόνο της απολύσεώς του είχε συμπληρώσει τριάντα (30) ετών συντάξιμη υπηρεσία, από τα οποία είκοσι πέντε (25) είναι πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, δεν δικαιούται την ως άνω μηνιαία σύνταξη και το εφ' άπαξ βοήθημα, αλλά θα μπορούσε μόνο να λάβει, ατόκως, ό,τι είχε καταβάλει στον ασφαλιστικό λογαριασμό λόγω εισφορών ή εξαγοράς χρόνου, διότι σε περίπτωση απόλυσης από την υπηρεσία δικαίωμα για μηνιαία σύνταξη και εφ' άπαξ παροχή έχουν μόνον όσοι απολύονται για ολική ή μερική σωματική ή πνευματική ανικανότητα και συνταξιοδοτούνται για την αναπηρία αυτή από το ΙΚΑ ή το Ταμείο Νομικών. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το δικαστήριο της ουσίας εξαφάνισε την τότε εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοδικείου, με την οποία είχαν επιδικασθεί στον αναιρεσείοντα τα χρηματικά ποσά που ζητούσε για συντάξεις και εφ' άπαξ παροχή και απέρριψε την ένδικη αγωγή, ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. 3. Επειδή, με την κρίση αυτή, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών παραβίασε τους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, διότι, αν και εμμέσως διέγνωσε την ύπαρξη κενού ή, τουλάχιστον, αντιμετώπισε αμφιβολία ως προς την έκταση της εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ.2 του συμβατικής ισχύος Κανονισμού, με βάση τον οποίο έπρεπε να επιλυθεί η δικαστική διένεξη των διαδίκων ως προς τις προϋποθέσεις παροχής επικουρικής σύνταξης και εφ' άπαξ αποζημίωσης στους εργαζόμενους της αναιρεσίβλητης και, στη συνέχεια, αναζήτησε την αληθινή βούληση των συμβαλλόμενων ως προς τη σημασία των λέξεων "ο αποχωρών", που υπάρχουν στην εν λόγω διάταξη, παρέλειψε να προσφύγει στους εν λόγω ερμηνευτικούς κανόνες ή, πάντως, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι σιωπηρώς προσέφυγε σ' αυτούς, δεν τους εφάρμοσε ορθώς. Ειδικότερα, το δικαστήριο της ουσίας έκρινε, όπως από τις ως άνω παραδοχές προκύπτει, ότι η ιδιότητα του ασφαλισμένου, κατ' επέκταση και το δικαίωμα λήψεως παροχών που στηρίζεται σ' αυτή, χάνεται όταν αυτός απολέσει την ιδιότητα του εργαζόμενου στην επιχείρηση της αναιρεσίβλητης, όπως ρητώς ορίζεται στο άρθρο 3 παρ.1 του Κανονισμού. Περαιτέρω, όμως, αντιμετώπισε το ζήτημα εάν ο αναιρεσείων εμπίπτει στην εξαίρεση που προβλέπεται στην παρ.2 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποία, παρά την απώλεια της ιδιότητας του εργαζόμενου, η ιδιότητα του ασφαλισμένου διατηρείται στην περίπτωση που ο αποχωρών έχει συμπληρώσει όλες τις προϋποθέσεις για την απονομή μηνιαίας σύνταξης και εφ' άπαξ παροχής, πλην του ορίου ηλικίας. Περί του ζητήματος αυτού υπήρχε αμφιβολία, διότι ο μεν αναιρεσείων υποστήριζε (και υποστηρίζει) ότι εμπίπτει στην εξαίρεση, η δε αναιρεσίβλητη ότι δεν εμπίπτει. Το δικαστήριο της ουσίας, ερμηνεύοντας τις διατάξεις του συμβατικής ισχύος Κανονισμού, έκρινε ότι στην έννοια της αποχώρησης από την υπηρεσία δεν εμπίπτει η περίπτωση της απόλυσης, παρά μόνο όταν αυτή επήλθε για ολική ή μερική, σωματική ή πνευματική ανικανότητα, όχι, όμως, και με καταγγελία της συμβάσεως από τον εργοδότη για σπουδαίο λόγο. Προς συναγωγή του συμπεράσματος αυτού, το δικαστήριο της ουσίας δεν προσέφυγε στην αναζήτηση της αληθινής βουλήσεως των συμβληθέντων κατά την κατάρτιση του από Ιουλίου 1985 Κανονισμού, χωρίς προσήλωση στις λέξεις των ως άνω διατάξεων, στις οποίες και αναφέρθηκε. Και, μάλιστα, παρέλειψε να σταθμίσει προς συναγωγή της ερμηνευτικής του κρίσεως άλλες διατάξεις του ίδιου Κανονισμού, όπως εκείνης του άρθρου 18 παρ.7, στην οποία ορίζεται ότι "για την απονομή της εφ' άπαξ παροχής με τις παραπάνω προϋποθέσεις και για οποιαδήποτε άλλη περίπτωση εξόδου από την υπηρεσία, πλην θανάτου ή αναπηρίας, πρέπει να συντρέχει και χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στην εταιρεία τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ετών" και, κυρίως, εκείνης του άρθρου 19, στην οποία ορίζεται ότι "[...] Σε περίπτωση που ασφαλισμένος απολύεται από την εταιρεία για κατάχρηση, υπεξαίρεση, απάτη ή πλαστογραφία, από τις οποίες επήλθε οικονομική ζημία σε βάρος της και εφ' όσον διαπιστωθεί η ενοχή του με τελεσίδικη καταδικαστική απόφαση ποινικού ή πολιτικού δικαστηρίου ή αναγνωρισθεί από τον ίδιο με γραπτή ομολογία του, από την εφ' άπαξ παροχή του παρακρατείται και αποδίδεται στην εταιρεία ποσό ίσο με τη ζημία που της έχει επιδικασθεί ή έχει αναγνωρισθεί από τον ασφαλισμένο". Στην πρώτη από τις εν λόγω διατάξεις γίνεται αναφορά σε "οποιαδήποτε άλλη περίπτωση εξόδου από την υπηρεσία, πλην θανάτου ή αναπηρίας", ήτοι όχι μόνο στην οικειοθελή αποχώρηση, αλλά και στην καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη. Και στη δεύτερη, όπου προβλέπεται χρηματική παρακράτηση από την εφ' άπαξ παροχή προς αντιστάθμιση της ζημίας, που ο ασφαλισμένος επέφερε με αξιόποινη πράξη στην εταιρία, για την οποία και απολύθηκε, προϋποτίθεται ότι αυτός, αν και απολύθηκε, είχε δικαίωμα σε εφ' άπαξ παροχή [που έχει τελείως διαφορετική έννοια από το δικαίωμα αναζήτησης των καταβληθεισών εισφορών του άρθρου 3 παρ.3 του Κανονισμού], εφ' όσον πληρούσε τις λοιπές προϋποθέσεις. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, στον οποίο όφειλε να προβεί το δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να ερμηνεύσει και εφαρμόσει σύμφωνα με την καλή πίστη τον Κανονισμό στην περίπτωση του αναιρεσείοντος, προκύπτει ότι στην έννοια της "αποχώρησης" από την υπηρεσία εμπίπτει και η περίπτωση της απώλειας της θέσεως εργασίας λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εκ μέρους του εργοδότη, οπότε, αν συντρέχουν οι λοιπές, χρονικές προϋποθέσεις, ο απολυόμενος δεν χάνει τις ασφαλιστικές παροχές που προβλέπει ο Κανονισμός. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται η παραβίαση αυτή και προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. 4. Επειδή, από τις διατάξεις του ως άνω Κανονισμού, που προαναφέρθηκαν, προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 αυτού, για να επέλθει η απώλεια της ιδιότητας του ασφαλισμένου σε περίπτωση που προηγείται η απώλεια της ιδιότητας του εργαζόμενου, απαιτείται η έκδοση διαπιστωτικής πράξεως του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση, "αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". Στην προκειμένη περίπτωση, από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας (βλ. παραπάνω, αρ.2), δεν προκύπτει εάν, προκειμένου αυτό να αχθεί στο αποδεικτικό πόρισμα ότι ο αναιρεσείων απώλεσε την ιδιότητα του ασφαλισμένου, ερεύνησε ή όχι την προηγούμενη έκδοση της εν λόγω διαπιστωτικής πράξης του διοικητικού συμβουλίου της αναιρεσίβλητης. Επομένως, ο τρίτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται η έλλειψη αυτή και προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, είναι, επίσης, βάσιμος. 5. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλο δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα των υπολοίπων λόγων της αιτήσεως αποβαίνει περιττή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίου (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την 6888/2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση από άλλο δικαστή είναι εφικτή.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσίβλητη να πληρώσει στον αναιρεσείοντα δύο χιλιάδες τριακόσια (2.300) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 9η Δεκεμβρίου 2014. -Και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 13η Ιανουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Κανονισμός Ειδικής Ασφαλιστικής Κάλυψης Προσωπικού Εμπορικής Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας. Το δικαίωμα επικουρικής σύνταξης και εφάπαξ παροχής διατηρείται και επί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας για σπουδαίο λόγο, εφ' όσον ο υπάλληλος είχε συμπληρώσει τις λοιπές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, πλην του ορίου ηλικίας. Παραβίαση κανόνων ΑΚ 173, 200 κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των συμβατικής ισχύος διατάξεων του Κανονισμού. Αναιρεί.
Παροχή επικουρικής σύνταξης
Ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, Παροχή επικουρικής σύνταξης.
0
Αριθμός 27/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Δ. Ν. του Ε., 2)Ν. Ν. του Ε. και 3)Σ. Ν. του Ε., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Σπανορρήγα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Α. Α. του Π., κατοίκου ..., και 2)Π. Α. του Π., κατοίκου ..., ως εκ διαθήκης κληρονόμων της (αρχικής ενάγουσας) Π. χήρας Μ. Π., το γένος Ν. Ν., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Σαμουρέλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9/3/2007 αγωγή της αρχικής διαδίκου Π. Π. και την από 13/9/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 7677/2008 του ίδιου Δικαστηρίου, 2515/2010 μη οριστική και 626/2013 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 18/6/2013 αίτησή τους και τους από 2/4/2014 προσθέτους λόγους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 31/3/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την από 15/4/2014 συμπληρωματική έκθεση του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθούν (και) οι από 2/4/2014 πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 626/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Το άρθρο 254 του ΚΠολΔ παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να διατάξει επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περαιωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, και ορίζει περαιτέρω ότι η συζήτηση που επαναλαμβάνεται με τον τρόπο αυτό θεωρείται συνέχεια της προηγουμένης. Εκ τούτου παρέπεται ότι κατά την επανάληψη της συζήτησης δεν είναι αναγκαία η κατάθεση ιδιαίτερων εγγράφων προτάσεων οι προτάσεις δε που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη αρκούν και ισχύουν και για την κατά την επανάληψη συζήτηση, με αποτέλεσμα όσα ο διάδικος επικαλέστηκε και προέβαλε με τις έγγραφες προτάσεις του της προηγούμενης συζήτησης (μετά την οποία διατάχθηκε η επανάληψη) να θεωρούνται ως επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επανάληψή της, και δη είτε ο διάδικος δεν κατέθεσε εκ νέου, κατ'αυτήν (επανάληψη), προτάσεις είτε κατέθεσε προτάσεις στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε εκείνες της προηγούμενης συζήτησης, ταύτα δε ισχύουν και στις περιπτώσεις όπου το δικαστήριο διατάσσει αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων στο ακροατήριο κατά το άρθρο 245 παρ. 1 του ΚΠολΔ ή (και) την εκ νέου εξέταση ενός ή περισσοτέρων μαρτύρων προς συμπλήρωση ή διευκρίνιση των καταθέσεών τους κατά το άρθρο 411 του ίδιου ΚΠολΔ (Ολομ. ΑΠ 30/1997). Επομένως στην περίπτωση της επανάληψης της συζήτησης κατά τα ανωτέρω, το δικαστήριο νομίμως λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που ο διάδικος είχε επικαλεστεί με τις προτάσεις που κατέθεσε νομίμως και εμπροθέσμως κατά τη συζήτηση μετά την οποία (ή της οποίας) διατάχθηκε η επανάληψη και τις οποίες (προτάσεις) ενσωματώνει ήδη, κατά την επανάληψη της συζήτησης, στις κατατιθέμενες κατά την επανάληψη προτάσεις, υπό τον όρο βεβαίως της προσκομίσεως των αποδεικτικών μέσων, και δεν υποπίπτει (το δικαστήριο) στην περίπτωση αυτή στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β' του ΚΠολΔ, της παρά τον νόμο δηλαδή λήψεως υπόψη αποδείξεων που δεν προσκομίστηκαν, με τις οποίες ισοδυναμούν και οι αποδείξεις που δεν προσκομίστηκαν νομίμως και οι οποίες εκ του λόγου αυτού δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο. Εν προκειμένω, το Εφετείο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την υπ'αριθμ. 2515/2010 παρεμπίπτουσα απόφασή του δέχθηκε τυπικά τις συνεκδικασθείσες αντίθετες εφέσεις των διαδίκων κατά της πρωτόδικης υπ'αριθμ. 7677/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ανέβαλε κατά τα λοιπά την έκδοση της οριστικής του απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο προκειμένου να εξεταστούν εκ νέου (ενώπιόν του) οι μάρτυρες Δ. Α. και Β. Κ. που είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως, προς συμπλήρωση και διευκρίνιση των καταθέσεών τους. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως μετά την οποία εκδόθηκε η ανωτέρω μη οριστική, περί επαναλήψεώς της, απόφαση, η ενάγουσα και εκκαλούσα εφεσίβλητη Π. Π., αποβιώσασα ήδη μητέρα και δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων, κατέθεσε νομίμως και εμπροθέσμως έγγραφες προτάσεις, με τις οποίες εκτός των άλλων επικαλέστηκε και τα αναφερόμενα σ' αυτές αποδεικτικά μέσα (έγγραφα κ.λ.π.), η ίδια δε διάδικος, κατά την επανάληψη της συζητήσεως που έλαβε χώραν την 31-5-2012 και μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη υπ' αριθμ. 626/2013 οριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, υπέβαλε στο δικαστήριο τις από 30-5-2012 έγγραφες προτάσεις της, στις οποίες ενσωμάτωσε τις προηγούμενες ως ανωτέρω προτάσεις, στις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, έκανε επίκληση και των αποδεικτικών της μέσων. Σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, η κατά τον τρόπο αυτό επίκληση των αποδεικτικών μέσων στην μετά τη διαταχθείσα επανάληψη συζήτηση της υποθέσεως, που αποτελεί συνέχεια της προηγουμένης, ήταν νόμιμη, μη απαιτουμένης υποβολής νέων (αυτοτελών) προτάσεων, και το Εφετείο, που έλαβε υπόψη τα προταθέντα ως ανωτέρω, προσκομισθέντα δε, αποδεικτικά μέσα για τον σχηματισμό της κρίσεώς του και την έκδοση της οριστικής του, αναιρεσιβαλλομένης, απόφασης, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του αρ. 11 περ. β' του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, και είναι αβάσιμα τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον πρώτο, από τη διάταξη αυτή, λόγω της αιτήσεώς τους. ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 1045 και 1051 του ΑΚ προκύπτει ότι όποιος έχει στη νομή του επί μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος του πράγματος με έκτακτη χρησικτησία, δυνάμενος να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο χρησικτησίας και τον χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 974 και 976 εδ. α' του ΑΚ προκύπτει ότι νομή είναι η φυσική εξουσία επί του πράγματος (κατοχή) που ασκείται διανοία κυρίου, αποκτάται δε η νομή, όταν το πράγμα βρίσκεται στη νομή άλλου, και με παράδοση στον αποκτώντα που γίνεται με τη βούληση του μέχρι τότε νομέα. Τέλος, ως πράξεις νομής κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων νοούνται οι υλικές και εμφανείς ενέργειες που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του πράγματος και με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα ως δικό του, τέτοιες δε πράξεις νομής αποτελούν προκειμένου περί αγροτικού ακινήτου, μεταξύ των άλλων η επίβλεψη και επιστασία του ακινήτου, η καλλιέργεια και η συλλογή των καρπών, η ανόρυξη φρέατος για την άδρευσή του, η εκμίσθωσή του προς τρίτους για εκμετάλλευση κ.λ.π. Εξάλλου ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο που εξέτασε την υπόθεση κατ' ουσίαν εφαρμόζει κανόνα δικαίου του οποίου συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου. Ο δε λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου 559 ΚΠολΔ για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών δεν ιδρύεται επίσης όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής του προσήκοντος κανόνα δικαίου. Αντιφατική αιτιολογία, ειδικότερα, δεν συντρέχει όταν το δικαστήριο, επί διεκδικητικής κυριότητας αγωγής, στηριζόμενης σε παράγωγο (αγορά από κύριο, κληρονομική διαδοχή κ.λ.π.) τρόπο, αλλά και σε πρωτότυπο (χρησικτησία), δέχεται ότι ο ενάγων έγινε κύριος του επιδίκου τόσον με τον παράγωγο όσο και με τον πρωτότυπο τρόπο, αφού οι τρόποι αυτοί της απόκτησης της κυριότητας στηρίζουν αυτοτελώς ο καθένας την αγωγή και δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, ούτε ο ένας αποκλείει τον άλλο. Τέλος, όταν το διατακτικό της απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε περισσότερες της μιας αιτιολογίες (επάλληλη αιτιολογία), η προσβολή με λόγον αναιρέσεως της μιας από τις αιτιολογίες αυτές παρίσταται αλυσιτελής και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως απορριπτέος, αφού και υπό την εκδοχή της τυχόν βασιμότητάς του δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της απόφασης. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το Εφετείο δέχθηκε ότι η ενάγουσα-δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων έγινε κυρία του επίδικου ακινήτου, ήτοι ενός αγροτεμαχίου, εμβαδού 2325,59 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "Ν.", στο Πόρτο Ράφτη Αττικής, με κληρονομική εκ διαθήκης διαδοχή και ειδικότερα με την νομίμως δημοσιευθείσα από 20-12-1992 ιδιόγραφη διαθήκη του συζύγου της Μ. Π. που απεβίωσε την 16-4-1994 και ήταν κύριος του επιδίκου και του οποίου την κληρονομία η ενάγουσα αποδέχθηκε και μετέγραψε το σχετικό συμβόλαιο, "σε κάθε δε περίπτωση", δέχεται το Εφετείο, η ενάγουσα κατέστη κυρία του επιδίκου (και) με έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενη το ακίνητο αυτό με τις λεπτομερώς αναφερόμενες, ως κατωτέρω, πράξεις νομής από τον κατά τα ανωτέρω θάνατο του συζύγου της (1994) μέχρι την εν έτει 2003 αποβολή της από τη νομή αυτή εκ μέρους των αναιρεσειόντων, προσμετρώντας στον χρόνο της δικής της χρησικτησίας και τον χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου-πατέρας της, αρχομένης από του έτους 1953, ήτοι επί χρόνο περισσότερο της εικοσαετίας. Ως προς το ζήτημα αυτό της χρησικτησίας το Εφετείο δέχεται ειδικότερα ότι το επίδικο, συνολικού εμβαδού, όπως προαναφέρθηκε, 2325,59 τ.μ., περιήλθε στον δικαιοπάροχο της ενάγουσας Π. Π., δικαιοπαρόχου των ήδη αναιρεσιβλήτων, κατά μεν το προσδιοριζόμενο τμήμα του, εμβαδού 1000 τ.μ, με αγορά από τον Β. Δ. δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ' αριθμ. .../1951 συμβολαίου, κατά το έτερο τμήμα του, εμβαδού 1020 τ.μ. με άτυπη δωρεά από τον πατέρα του εν έτει 1949 και κατά το υπόλοιπο τμήμα του, εμβαδού 304 τ.μ. με άτυπη ανταλλαγή ακινήτων με τους κληρονόμους Δ. Μ. εν έτει 1953, ότι από την κατά τα ανωτέρω παράδοση της νομής των επιμέρους τμημάτων του επιδίκου από τους μέχρι τότε νομείς τους στον δικαιοπάροχο της ενάγουσας, ο τελευταίος, που το έτος 1953 ενοποίησε τα αποκτηθέντα αυτά τμήματα ώστε να αποτελούν έκτοτε ενιαίο ως ανωτέρω ακίνητο (το επίδικο), ο τελευταίος ασκούσε στο επίδικο τις αναφερόμενες πράξεις νομής που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου ως αγροτεμαχίου, ήτοι φύτευση και καλλιέργεια σε όλη την έκτασή του βασιλικών συκόδενδρων, συλλογή και εμπορία των καρπών τους, ανόρυξη φρέατος στο κέντρο του ακινήτου για την άρδευσή του, καθαρισμό και επιστασία του ακινήτου έναντι των τρίτων, και, τέλος, εκμίσθωσή του στον Ε. Ν. (δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων) αντί του συμβολικού, λόγω των στενών οικογενειακών τους σχέσεων, ποσού των 50.000 δραχμών ετησίως, μέχρι τον θάνατό του (16-4-1994), τις ίδιες δε πράξεις νομής εξακολούθησε έκτοτε να ασκεί η ενάγουσα δια του ανωτέρω μισθωτή, ο οποίος συνέχισε να καλλιεργεί το επίδικο καταβάλλοντας κατ' έτος το προαναφερθέν μίσθωμα στην ενάγουσα και περιφράσσοντάς το με συρματόπλεγμα προς τη βόρεια και νότια πλευρά του κατόπιν εγκρίσεως της ενάγουσας, ενώ ο ίδιος (δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων-μισθωτής) ουδέποτε άσκησε πράξεις νομής στο επίδικο για δικό του λογαριασμό, μη αντιποιηθείς ποτέ τη νομή της ενάγουσας και του δικαιοπαρόχου της, μέχρι τον θάνατό του (21-6-2003), μετά τον οποίο (θάνατο) οι κληρονόμοι του-αναιρεσείοντες κατέλαβαν το επίδικο και απέβαλαν την ενάγουσα από αυτό. Οι κατά τα ανωτέρω παραδοχές του Εφετείου ότι η ενάγουσα απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με παράγωγο τρόπο (κληρονομική διαδοχή), αλλά και με πρωτότυπο (χρησικτησία) δεν είναι αντιφατικές, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, και τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τον δεύτερο, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς τους είναι αβάσιμα. Περαιτέρω, υπό τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της απόκτησης της νομής του επιδίκου από τον δικαιοπάροχο-πατέρα της ενάγουσας δια της παραδόσεώς της (νομής) σ' αυτόν εκ μέρους των μέχρι τότε (1949-1953) νομέων, καθώς και της ασκήσεως της νομής αυτής εκ μέρους του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας έκτοτε και μέχρι τον θάνατό του (1994) και της ίδιας της ενάγουσας από τότε (1994) μέχρι την κατάληψη του επιδίκου από τους αναιρεσείοντες (2003), με τις αναφερόμενες ως ανωτέρω πράξεις νομής επί του επιδίκου, ενώ τέτοιες πράξεις νομής δεν άσκησε ο δικαιοπάροχος των αναιρεσειόντων, κατά τις ίδιες παραδοχές του Εφετείου. Οι αιτιολογίες αυτές του δικαστηρίου στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και το διατακτικό της απόφασής του, με την οποία έγινε δεκτή η ένδικη διεκδικητική αγωγή της δικαιοπαρόχου των αναιρεσιβλήτων και απορρίφθηκε η αντίθετη αγωγή των αναιρεσειόντων και επιτρέπουν (οι ανωτέρω αιτιολογίες) τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων ως άνω ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1045, 1051 και 974, 976 του ΑΚ, τις οποίες το Εφετείο δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, με εσφαλμένη εφαρμογή, ούτε εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες. Επομένως τα αντίθετα που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν με τους τρεις, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, πρόσθετους λόγους αναιρέσεως, που ασκήθηκαν νομίμως, είναι αβάσιμα. Τέλος, με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου, επίσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια των ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς την παραδοχή της ότι η προαναφερθείσα ιδιόγραφη διαθήκη του θανόντος πατέρα της ενάγουσας, με την οποία περιήλθε, κατά τα προεκτεθέντα, το επίδικο στην τελευταία, ήταν έγκυρη και ισχυρή, αφού είχε γραφεί καθ' ολοκληρίαν με το χέρι του διαθέτη, είχε χρονολογηθεί και υπογραφεί από αυτόν, ο ίδιος δε (διαθέτης) ήταν ικανός κατά τον χρόνο της συντάξεώς της να συντάξει τη διαθήκη. Ενόψει της παραδοχής του Εφετείου που προαναφέρθηκε ότι η ενάγουσα κατέστη κυρία του επιδίκου εν πάση περιπτώσει και με έκτακτη χρησικτησία, η οποία παραδοχή στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της απόφασης, ο προβαλλόμενος ως άνω λόγος είναι, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, απορριπτέος προεχόντως ως αλυσιτελής, αφού δεν οδηγεί στην ανατροπή (αναίρεση) της απόφασης, τούτο δε πέραν του ότι η αναιρεσιβαλλομένη περιέχει και ως προς ανωτέρω ζήτημα επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 1721 επ. του ΑΚ. ΙΙ.- Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 18-6-2013 αίτηση των Δ. Ν. κ.λ.π., όπως διαμορφώθηκε με τους από 2-4-2014 πρόσθετους λόγους, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 626/2013 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Δεκεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Ιανουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εμπρόθεσμη υποβολή προτάσεων με επίκληση των αποδεικτικών μέσων. Επανάληψη συζητήσεως(ΚΠολΔ254) για την επανεξέταση των μαρτύρων. Θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Δεν είναι απαραίτητη η υποβολή νέων προτάσεων. Νόμιμη η επίκληση των προσκομιζόμενων αποδεικτικών μέσων με τη συρραφή των αρχικών προτάσεων στις τυπικές προτάσεις που υποβάλλονται κατά την επανάληψη. Απόκτηση κυριότητας ακινήτου με χρησικτησία. Έννοια, κτήση και άσκηση νομής(πράξεις νομής) ειδικότερα επί αγροτικού ακινήτου . Αναίρεση. Λόγοι από τους αριθμούς 1,11 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αβάσιμοι(επικυρώνει ΕφΑθ626/2013)
Χρησικτησία
Ένδικο μέσο, Νομή, Προτάσεις, Χρησικτησία.
0
Αριθμός 28/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014 με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Α. συζ. Ν. Ζ., το γένος Γ. Μ., 2)Ν. Μ. του Γ., κατοίκων ..., και 3)Κ. Π. του Δ., κατοίκου .... Η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Αλαχούζο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και οι 2ος και 3ος δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ο. T. (O. - Θ. Τ.), το γένος Ν. Μ. του Ν., 2)Ο. Τ., το γένος Ν. Μ., κατοίκων ..., 3)M. (Μ.) χήρας Ν. Μ., κατοίκου ..., 4)Θ. συζ. Ν. ..., τα γένος Η. Μ., 5)Φ. συζ. Γ. Σ., το γένος Η. Μ., κατοίκων ..., 6)Κ. Μ. του Γ., κατοίκου ..., 7)Ν. Μ. του Γ., 8)Α. συζ. Δ. Ν., το γένος Γ. Μ., κατοίκου ..., 9)T. (Τ.) Μ., 10)Γ. Μ. και 11)M. (Θ.) Μ., συζ. Φ. Μ., κατοίκων .... Οι 6ος και 7ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σπύρο Ασημακόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και οι λοιποί δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/11/1980 αγωγή των ήδη 1ης και 2ου των αναιρεσειόντων και προσώπων που δεν είναι διάδικοι στη δίκη αυτή, η οποία κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καστοριάς. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 160/1981, 56/2004 μη οριστικές, 38/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 145/2008 του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29/12/2008 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 26/3/2012 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Δημητρίου Μαζαράκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 294, 296, 297 και 299 ΚΠολΔικ, που εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 573 παρ. 1 του ίδιου κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι η παραίτηση, ολική ή μερική από το δικόγραφο του ενδίκου μέσου που έχει ασκηθεί, όπως είναι και η αναίρεση (άρθ. 495 παρ. 1 ΚΠολΔικ), γίνεται με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου. Με τις διατάξεις αυτές ορίζονται αποκλειστικά οι τρόποι, με τους οποίους μπορεί να γίνει η παραίτηση από το δικόγραφο της αναίρεσης (Ολ ΑΠ 1187/1981). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 76 παρ. 1 του ίδιου κώδικα, αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, τούτο έχει ως κύρια συνέπεια ότι οι πράξεις του καθενός ομοδίκου ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους. Κατά την παρ 2 του ίδιου άρθρου η κοινή διαδικαστική πορεία της παρ. 1 αποκλείει το ενδεχόμενο της διασπάσεως της δικονομικής ενότητας που απαρτίζουν οι αναγκαίοι ομόδικοι, όπως είναι οι ομόδικοι της δίκης διανομής, στην οποία λόγω της φύσεως της διαφοράς δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους. Γι' αυτό δεν μπορεί ο ένας να συμβιβασθεί ο άλλος να αποδεχθεί την αγωγή ή να παραιτηθεί από αυτήν και ο τρίτος να συμφωνήσει διαιτητική επίλυση της επίδικης διαφοράς. Για να επιχειρηθούν οι διαδικαστικές αυτές πράξεις χρειάζεται η σύμπραξη όλων των αναγκαίων ομοδίκων, η δε τυχόν χωριστή επιχείρηση από τον ένα από αυτούς είναι ανίσχυρη τόσο έναντι των άλλων, όσο και έναντι εκείνου που τις επιχείρησε, σε κάθε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας. Στην προκειμένη περίπτωση οι δεύτερος και τρίτος των αναιρεσειόντων με την από 16.2.2009 δήλωσή τους, που υπογράφεται από τους ίδιους και τον προς τούτο εξουσιοδοτηθέντα δικηγόρο τους Χρήστο Τσακλίδη και έχει επιδοθεί στους έκτο και έβδομο των αναιρεσιβλήτων, οι οποίοι και προσκομίζουν τα επιδοθέντα σ' αυτούς αντίγραφα, με τις οικείες σημειώσεις των διενεργησάντων τις επιδόσεις δικαστικών επιμελητών Θεσ/κης και Καστοριάς Α. Η. Κ. και Α. Π. Μ. παραιτούνται από το δικόγραφο της αναιρέσεως. Πλην όμως κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη η παραίτηση αυτή είναι ανίσχυρη, καθόσον η επίδικη διαφορά αφορά σε διανομή επικοίνου ακινήτου και ο δεσμός που συνδέει τους διαδίκους και των δύο πλευρών είναι εκείνος της αναγκαστικής ομοδικίας και συνακόλουθα η επίμαχη παραίτηση, εφόσον δεν γίνεται από όλους μαζί τους αναιρεσείοντες δεν επιφέρει τα οριζόμενα από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ΚΠολΔικ αποτελέσματα τόσο για τους αναιρεσείοντες, όσο και για εκείνους από τους αναιρεσίβλητους, στους οποίους επιδόθηκε (έκτο και έβδομο). Ενόψει τούτων η παραίτηση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ανίσχυρη, μη παράγουσα ουδένα έννομο αποτέλεσμα. Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι αν κάποιος από τους ομοδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος, η υπόθεση συζητείται ως να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός τους, τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος ή ο μη παριστάμενος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, διάδικος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, ενώ σε αποφατική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου αν στη δίκη μετέχουν περισσότεροι, συνδεόμενοι με αναγκαστική ομοδικία και κάποιος από αυτούς είτε δεν κλητεύθηκε, είτε δεν εκπροσωπείται από πληρεξούσιο δικηγόρο, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους. Εξάλλου κατά το άρθρο 94 παρ. 1 ΚΠολΔικ στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά το άρθρο 96 του ίδιου κώδικα, η πληρεξουσιότητα δίνεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη, είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 104, για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, το δε δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, την έλλειψη πληρεξουσιότητας, καθώς και την υπέρβασή της. Τις κλητεύσεις επικαλούνται και αποδεικνύουν οι παριστάμενοι διάδικοι. Περαιτέρω κατά το άρθρο 134 παρ. 1 εδ. α ΚΠολΔικ, αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση. Η διάταξη αυτή, με την οποία καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον Εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθεί να ισχύει και μετά την κύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Συμβάσεως της Χάγης με το νόμο 1334/1983. Η διεθνής αυτή σύμβαση δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των χωρών που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί η πλασματική επίδοση ως ολοκληρωθείσα με την απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης ή άλλου ισοδυνάμου δικογράφου στον Εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136 παρ. 1 ΚΠολΔικ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν παραλείφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, κατά τον οριζόμενο στη σύμβαση αυτή τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η θεμελιώδης αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Ειδικότερα, με τις διατάξεις της πιο πάνω Διεθνούς Συμβάσεως, η οποία, σύμφωνα με την από 3/17.8.1983 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών, τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα από 18.9.1983, έχοντας την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ρυθμίστηκαν τα της επιδόσεως και κοινοποιήσεως στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όταν το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το έγγραφο έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 5 και 6 της εν λόγω συμβάσεως, την οποία έχουν κυρώσει και η Γαλλία και οι ΗΠΑ, όταν πρόκειται να γίνει επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει σε συμβαλλόμενο κράτος, η σχετική αίτηση απευθύνεται προς την αρμόδια αρχή της χώρας στην οποία γίνεται η επίδοση, η δε επίδοση διενεργείται, είτε σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο γίνεται σύμφωνα με τον τύπο ή τη διαδικασία που επιθυμεί ο επισπεύδων, αρκεί να μην αντιβαίνει στη νομοθεσία του Κράτους στο οποίο γίνεται η επίδοση και αποδεικνύεται από βεβαίωση που συντάσσει η αρμόδια αρχή του κράτους όπου έγινε η επίδοση, σύμφωνα με την οποία (βεβαίωση) θα προσδιορίζεται ο τύπος, η ημερομηνία εκτελέσεως της επιδόσεως και το πρόσωπο που παρέλαβε το επιδοτέο έγγραφο. Επομένως, κατά τις διατάξεις της παραπάνω διεθνούς συμβάσεως, η επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει στην επικράτεια ενός από τα συμβαλλόμενα κράτη, που γίνεται με επίσπευση υπηκόου του άλλου κράτους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντελέστηκε από την παράδοση στον Εισαγγελέα του επιδοτέου εγγράφου, αλλά απαιτείται και η κατά τον παραπάνω τρόπο απόδειξη ότι πράγματι η επίδοση έγινε στο πρόσωπο προς το οποίο απευθυνόταν. Η επίδοση αποδεικνύεται με την προσκομιδή της παραπάνω βεβαιώσεως της αρμοδίας αρχής, ενώ για τον υπολογισμό της κατά το άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔικ προθεσμίας των ενενήντα ημερών, για τους διαμένοντες στο εξωτερικό, λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος της πραγματικής περιελεύσεως του δικογράφου σε εκείνον που αφορά η επίδοση και δεν έχει σημασία το χρονικό σημείο, κατά το οποίο επιδίδεται το έγγραφο αυτό, στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (Ολ ΑΠ 23-29/2009). Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Η αναίρεση εισήχθη προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο της 4-4-2012, κατά την οποία, όπως προκύπτει από το οικείο πινάκιο παραστάθηκαν οι μεν αναιρεσείοντες δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, οι δε έκτος και έβδομος των αναιρεσιβλήτων με δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του πληρεξουσίου τους δικηγόρου, ενώ οι λοιποί αναιρεσίβλητοι δεν παραστάθηκαν. Η υπόθεση στη συνέχεια αναβλήθηκε για τις δικασίμους της 18-9-2013, της 2-4-2014 και της αναφερομένης στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο της 5-11-2014. Νέα κλήτευση, για τις μετ' αναβολή δικασίμους, των παραστάντων κατά την αρχική δικάσιμο διαδίκων δεν χρειαζόταν, αφού η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των νομίμως παραστάντων διαδίκων (άρθρο 575 και 226 παρ. 4 ΚΠολΔικ) αυτοί δε πλην του δεύτερου και τρίτου των αναιρεσειόντων, παραστάθηκαν, κατά τις μετ' αναβολή δικασίμους, όπως και στην αρχική. Οι απολιπόμενοι της αρχικής δικασίμου διάδικοι δεν προκύπτουν ότι είχαν κλητευθεί από την επισπεύδουσα τη συζήτηση πρώτη αναιρεσείουσα τόσο κατά την αρχική δικάσιμο της 4-4-2012 όσο και για τις μετ' αναβολή ορισθείσες της 18-9-2013 και 2-4-2014 ενώ οι κλητεύσεις που έχουν γίνει για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο της 5-11-2014 δεν είναι νόμιμες, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια. Ειδικότερα για τον δεύτερο και τρίτο των αναιρεσειόντων που, όπως έχει αναφερθεί παραστάθηκε κατά την αρχική δικάσιμο της 4-4-2012 και απουσίασε κατά τις εν συνεχεία μετ' αναβολή δικασίμους, δεν αποδεικνύεται η παροχή πληρεξουσιότητας στον δικηγόρο που τους εκπροσώπησε δια της προσκομιδής του οικείου, κατά το άρθρο 96 ΚΠολΔικ πληρεξουσίου συμβολαίου. Επομένως οι εν λόγω αναιρεσείοντες, ως μη νομίμως παριστάμενοι, δικάζονται ερήμην και ανακύπτει θέμα όπως αναφέρεται παρακάτω του νομίμου της κλητεύσεως για την αρχική δικάσιμο από την επισπεύδουσα πρώτη αναιρεσείουσα. Για τις τρεις πρώτες αναιρεσίβλητες, που είναι κάτοικοι Γαλλίας και τους τρεις τελευταίους ήτοι την 9η τον 10ο και την 11η που είναι κάτοικοι Νέας Υόρκης έχει γίνει επίδοση, στον Εισαγγελέα του δικαστηρίου τούτου τόσο του πρακτικού αναβολής της 2-4-2014 (κατά το οποίο η υπόθεση αναβάλλεται για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο) όσο και της αιτήσεως αναιρέσεως, όπως τούτο προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 2502Δ, 2503Δ, 2504Δ, 2501Δ, 2499Δ, 2500Δ, της 29-7-2014 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Πειραιά Α. Τ. Πλην όμως ως προς τους εν λόγω αναιρεσιβλήτους δεν προσκομίζεται η προαναφερόμενη βεβαίωση του άρθρου 6 της παραπάνω Διεθνούς Συμβάσεως περί πραγματοποιήσεως της επιδόσεως. Αντίθετα προσκομίζονται ως προς τους 9η, 10ο και 11η οι υπ' αριθμ. πρωτ. 3887/18.9.2014, 3773/12.9.2014, 4227/9.10.2014 και 5143/18.12.2014 και με αριθμούς 30233532/25.8.2014 και 30233534/9.10.2014 απαντήσεις των αρμοδίων αρχών των ΗΠΑ (Γραφείο Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής) όπου αναφέρεται ότι δεν πραγματοποιήθηκαν οι επιδόσεις, ενώ ως προς την τρίτη αναιρεσίβλητη προσκομίζεται η εν λόγω βεβαίωση των αρμοδίων αρχών της Γαλλίας, στην οποία όμως αναφέρεται ότι οι επίμαχες επιδόσεις έγιναν στις 8-8-2014, ήτοι σε διάστημα μικρότερο της προθεσμίας των 90 τουλάχιστον ημερών πριν από τη δικάσιμο της 5.11.2014 (άρθρο 568 παρ. 4 ΚΠολΔικ). Στην τέταρτη, πέμπτη και όγδοη από τις αναιρεσίβλητες έχει γίνει επίδοση του πρακτικού αναβολής της 2-4-2014, όχι όμως και του αναιρετηρίου, όπως τούτο προκύπτει από τις υπ' αριθμ. 4485Δ/16.7.2013, 4456Δ/14-7-2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Γ. Δ. και 5184Β/15.7.2014 της δικαστικής επιμελήτριας Θεσσαλονίκης Σ. Κ.. Εφόσον λοιπόν οι απολιπόμενοι αναιρεσίβλητοι δεν έχουν νόμιμα κλητευθεί για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αποφάσεως δικάσιμο, ενώ περαιτέρω η επισπεύδουσα τη συζήτηση πρώτη αναιρεσείουσα δεν αποδεικνύει την κλήτευση των μη νομίμως παραστάντων (εκπροσωπηθέντων) κατά την αρχική δικάσιμο, δευτέρου και τρίτου των αναιρεσειόντων, η συζήτηση είναι απαράδεκτη για όλους αυτούς τους απολιπομένους διαδίκους και συνακόλουθα και για τους παρισταμένους διαδίκους, ήτοι ως προς όλους τους διαδίκους κατά την αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 3 ΚΠολΔικ, καθόσον, όπως έχει ήδη αναφερθεί, η υπόθεση αφορά σε διανομή επίκοινου ακινήτου και οι διάδικοι συνδέονται μεταξύ τους με τον δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας. Ενόψει τούτων, θα πρέπει η συζήτηση να κηρυχθεί απαράδεκτη για όλους τους διαδίκους. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΘΕΩΡΕΙ ανίσχυρη την από 16.2.2009 παραίτηση των Ν. Μ. του Γ. και Κ. Π. του Δ., από το δικόγραφο της από 29-12-2008 αιτήσεως για αναίρεση της υπ' αριθ. 145/2008 αποφάσεως του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας. ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της αναιρέσεως αυτής. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Ιανουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Επί αναγκαστικής ομοδικίας είναι ανίσχυρη η παραίτηση από την αναίρεση όταν γίνεται από κάποιον ή κάποιους από τους αναγκαίους ομοδίκους. Επί διανομής επικοίνου υφίσταται αναγκαστική ομοδικία. Αν δεν είχαν κλητευθεί κάποιοι από τους αναγκαίους ομοδίκους, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους.
Παραίτηση από δικόγραφο
Διανομή, Ομοδικία, Παραίτηση από δικόγραφο.
1
Αριθμός 30/2015 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 19 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, προκειμένου να αποφανθεί για την αυτεπάγγελτη διόρθωση της 1376/18-6-2014 αποφάσεως του Αρείου Πάγου (Γ' Τμήματος), σύμφωνα με την 159/2014 πράξη του Προέδρου του Γ' Τμήματος του Αρείου Πάγου, χωρίς κλήτευση των διαδίκων: Της αναιρεσείουσας: Μ. συζ. Ε. Ν., κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Της αναιρεσίβλητης: Π. συζ. Χ. Π., το γένος Ε. Π., κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι δεν παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά την έννοια του άρθρου 315 του ΚΠολΔ περίπτωση διορθώσεως της αποφάσεως συντρέχει και όταν από παραδρομή κατά τη σύνταξή της διατυπώθηκε ανακριβώς ή εσφαλμένα το όνομα κάποιου διαδίκου στο διατακτικό της απόφασης, η δε διόρθωση γίνεται κατόπιν αιτήσεως του διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, και αφού, κατ' αρχήν, κληθούν οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση όλοι οι διάδικοι που αναφέρονται στην απόφαση, κατά το άρθρο 318 παρ. 1 του ίδιου ΚΠολΔ. Η κλήση όμως αυτή μπορεί να παραλειφθεί, για λόγους που αναφέρονται στην οικονομία της δίκης, όταν από τη διόρθωση δεν βλάπτονται οι διάδικοι και δεν έχουν έννομο συμφέρον να αντιταχθούν σ' αυτήν (διόρθωση). Νόμιμα επομένως με την υπ' αριθμ. 159/2014 πράξη του Προέδρου του παρόντος Γ' Τμήματος του Αρείου Πάγου φέρεται προς διόρθωση η υπ' αριθμ. 1376/2014 απόφαση του ίδιου τούτου Τμήματος ως προς τα στοιχεία του ονόματος της αναιρεσείουσας Μ. συζ. Ε. Ν., τα οποία στο διατακτικό της απόφασης διατυπώνονται, από προφανή παραδρομή κατά τη σύνταξή της, εσφαλμένα, και ειδικότερα ενώ έπρεπε να γραφεί στο διατακτικό της απόφασης " Απορρίπτει την από 20-9-2010 αίτηση της Μ. συζ. Ε. Ν. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 335/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών" εσφαλμένα αναγράφηκε " Απορρίπτει την από 20-9-2010 αίτηση της Μ. Π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 335/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών", χωρίς δε κλήτευση των διαδίκων, αφού κατ' ουσίαν πρόκειται και μόνον για διόρθωση του διατακτικού ως προς τα στοιχεία του ονόματος της αναιρεσείουσας και από τη διόρθωση αυτή δεν βλάπτονται οι διάδικοι και δεν έχουν έννομο συμφέρον να αντιταχθούν σ' αυτήν. Περαιτέρω, η κατά τα ανωτέρω εσφαλμένη αναγραφή των στοιχείων του ονόματος της αναιρεσείουσας προκύπτει από την υπό διόρθωση απόφαση, σε συνδυασμό με την κριθείσα αίτηση αναιρέσεως και τα ταυτάριθμα με την απόφαση πρακτικά, και κατά συνέπειαν πρέπει να διορθωθεί η ειρημένη απόφαση του Τμήματος τούτου, όπως ορίζεται το διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Διορθώνει την υπ' αριθμ. 1376/2014 απόφαση του Γ' Τμήματος του Αρείου Πάγου ως προς το διατακτικό της από το εσφαλμένο " Απορρίπτει την από 20-9-2010 αίτηση της Μ. Π. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 335/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών" στο ορθό " Απορρίπτει την από 20-9-2010 αίτηση της Μ. συζ. Ε. Ν. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 335/2010 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014 . ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 14 Ιανουαρίου 2015. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αυτεπάγγελτη διόρθωση απόφασης Α.Π. ως προς τα στοιχεία του ονόματος του αναιρεσείοντος. Η κατ’ άρθρον 318 παρ 1 ΚΠολΔ κλήση των διαδίκων μπορεί να παραλειφθεί όταν οι διάδικοι δεν βλάπτονται από τη διόρθωση και δεν έχουν έννομο συμφέρον να αντιταχθούν σ’ αυτήν (Διορθώνει 1376/2014 απόφαση Αρείου Πάγου)
Διόρθωση απόφασης
Διόρθωση απόφασης.
0
Αριθμός 2248/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 5 Νοεμβρίου 2014 με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Ε. Μ. Μ. - Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φαίδωνα Δημόπουλο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Γ. Χ. του Ι., κατοίκου ..., 2)Θ., χήρας Π. Χ., το γένος Α. Σ., 3)Τ. Χ. του Π. και 4)Ι. Χ. του Π., κατοίκων ..., των τριών τελευταίων ως κληρονόμων του Π. Χ.. Όλοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Καραγκούνη, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Κατά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων, που παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω, ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης για τους λόγους που ανέπτυξε. Το Δικαστήριο διασκέφθηκε επί της έδρας και δια του Προέδρου του απέρριψε το αίτημα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/8/2010 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 14247/2012 του ιδίου Δικαστηρίου και 162/2013 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 21/5/2013 αίτησή της. Η Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 15/10/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων τους στη δικαστική δαπάνη τους. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 74, 75, 556 και 558 ΚΠολΔ συνάγεται ότι σε περίπτωση απλής ομοδικίας, η αναίρεση του εναγομένου πρέπει να απευθύνεται κατά των ομοδίκων - εναγόντων, έναντι των οποίων ο αναιρεσείων - εναγόμενος έχει έννομο συμφέρον να ανατρέψει υπέρ αυτού την προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός αν αυτή περιέχει δυσμενή διάταξη ή αιτιολογία κατ'αυτού και υπέρ του αναιρεσίβλητου, ως προς τον οποίο η αγωγή απορρίφθηκε, οπότε αν και νίκησε, έχει έννομο συμφέρον να στρέψει την αναίρεση και κατά του ενάγοντος εκείνου ως προς τον οποίο η αγωγή απορρίφθηκε (αρθρ.556 παρ.2 ΚΠολΔ). Τέτοιο έννομο συμφέρον υπάρχει αν η αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη ενώ - κατά τον αναιρεσείοντα - έπρεπε να απορριφθεί ως κατ'ουσίαν αβάσιμη. Εφόσον επομένως στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα υποστηρίζει με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως και κατά το τρίτο τμήμα του, ότι με την προσβαλλομένη απόφαση εσφαλμένα απορρίφθηκε ως αόριστη η αγωγή των δεύτερης, τρίτης και τετάρτου των αναιρεσιβλήτων, ενώ έπρεπε να απορριφθεί ως κατ'ουσίαν αβάσιμη, παραδεκτής στρέφεται η αναίρεση και κατ'αυτών. Επειδή επί διεκδικητικής αγωγής που στηρίζεται καθόσον αφορά τον τρόπο κτήσης της κυριότητας στο επίδικο ακίνητο, στην κληρονομική διαδοχή, αποτελούν στοιχεία του κύρου αυτής, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 ΚΠολΔ, τόσο η αποδοχή της κληρονομίας, όσο και η μεταγραφή της ή η έκδοση κληρονομητηρίου και η μεταγραφή αυτού. Επίσης απαιτείται και η μνεία, ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος ήταν κύριος και, αν αμφισβητείται ότι ο φερόμενος ως δικαιοπάροχος του είχε το δικαίωμα, οφείλει, επίσης να επικαλεσθεί και να αποδείξει τα γεγονότα που στηρίζουν την κτήση κάποτε του δικαιώματος στο πρόσωπό του, καταφεύγοντας, αν υπάρξει ανάγκη, σε πρωτότυπη κτήση (χρησικτησία). Η έλλειψη των αμέσως πιο πάνω στοιχείων στη διεκδικητική αγωγή, καθιστά το δικόγραφό της αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως. Στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη διεκδικητική αγωγή, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔ) απορρίφθηκε ως τη δεύτερη, τρίτη και τέταρτο των εναγόντων - αναιρεσιβλήτων, ως αόριστη, γιατί ενώ αυτοί επικαλούνται με το αγωγικό δικόγραφο και κατά το μέρος που τους αφορά, την κληρονομική διαδοχή, ως παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου, εν τούτοις δεν αναφέρουν ότι αποδείχθηκαν την κληρονομιά του συζύγου και πατέρα τους Π. Χ., ο οποίος απεβίωσε στις 21.1.1992 και ότι μετέγραψαν την αποδοχή αυτή. Τα στοιχεία αυτά πράγματι δεν αναφέρονται στην αγωγή, το έγγραφο της οποίας ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (ΚΠολΔ 561 παρ.2) προς βεβαίωση του αναιρετικού λόγου. Επομένως ορθώς η αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη και ο ερευνώμενος λόγος, κατ'εκτίμηση του περιεχομένου του οποίου η αγωγή ήταν ορισμένη ως επικαλούμενη πρωτότυπο τρόπο απαιτήσεως κυριότητας από χρησικτησία, οπότε θα έπρεπε να κριθεί ορισμένη και να απορριφθεί κατ'ουσίαν, δεν είναι βάσιμος. Επειδή από τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν.1337/1983 για επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων και οικιστική ανάπτυξη, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 49 παρ.2 και 3 του Ν.947/1979 περί οικιστικών περιοχών, συνάγεται ότι με την κύρωση της πράξεως εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης οριστικοποιούνται οι αναφερόμενες σ'αυτήν εδαφικές μεταβολές, σε συσχετισμό με τους φερόμενους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι από της μεταγραφής της αποκτούν πρωτοτύπως κυριότητα επί των αναγραφομένων ιδιοκτησιών, υπό την προϋπόθεση ότι είναι κύριοι των ακινήτων που αποτέλεσαν τη βάση διαμορφώσεώς τους. Αν δεν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, ο αληθινός κύριος του ως άνω βασικού ακινήτου δύναται να διεκδικήσει το αντίστοιχο που διαμορφώθηκε, ασκώντας τη σχετική αγωγή κατά του φερόμενου στον κτηματολογικό πίνακα ως δικαιούχου ή των διαδόχων του (Ολ.ΑΠ 1236/1982, Ολ.ΣτΕ 1730/2000). Τούτο σαφώς συνάγεται από τις διατάξεις του προαναφερομένου άρθρου 12 του Ν.1337/1983, κατά το πνεύμα των οποίων η οριστικοποίηση της πράξεως εφαρμογής που επέρχεται με την κύρωσή της, αναφέρεται στις περιεχόμενες σ'αυτήν μεταβολές που κρίθηκαν αναγκαίες για την ολοκλήρωση του πολεοδομικού σχεδιασμού, γι'αυτό και ορίζεται ότι τυχόν διαφορές ως προς το μέγεθος της εισφοράς και το μέγεθος των ιδιοκτησιών, που βεβαιώνεται με απόφαση των αρμοδίων δικαστηρίων, μετατρέπονται σε χρηματική αποζημίωση όπως ειδικότερα ορίζεται με την κανονιστική απόφαση με τον τίτλο "Διαδικασία και τρόπος σύνταξης της πράξης εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης (υπ'αριθμ.79881/3445/6.12.1984 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ Β'862) που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση της παρ.10 του αυτού άρθρου 12. Δηλαδή η χρηματική αποζημίωση δεν αφορά στην κυριότητα του διαμορφούμενου ακινήτου, αλλά στο μέγεθος της εισφοράς σε γη και στο μέγεθος της ιδιοκτησίας. Εξάλλου κατά τις διατάξεις του ίδιου άρθρου 12 και ειδικότερα της διατάξεως της περ.ε της παρ.7, όπως αυτή είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 4 του Ν.1772/1988 και ίσχυε προ της εκ νέου αντικαταστάσεως της περιπτώσεως αυτής με την παρ.1 του άρθρου 11 του Ν.3212/2003 δεν είναι επιτρεπτή, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου, η επάνοδος της Διοικήσεως επί του περιεχομένου πράξεως εφαρμογής, μετά την οριστικοποίησή της, ήτοι μετά το πέρας της ειδικής διοικητικής διαδικασίας εκδόσεώς της, μη υποκειμένης έκτοτε σε ανασύνταξη ούτε για λόγους νομιμότητος. Δεν επιτρέπεται κατά τις αυτές διατάξεις, οι οποίες κατά τα ήδη κριθέντα είναι συνταγματικώς επιτρεπτές (Ολ.ΣτΕ 1732/2000 3826/2007, 2601/2008) η ανάκληση ή ανασύνταξη κυρωθείσας πράξεως εφαρμογής ακόμη και στην περίπτωση, κατά την οποία, με απόφαση των αρμοδίων κατά το Σύνταγμα δικαστηρίων βεβαιώνονται διαφορές ως προς το μέγεθος της εισφοράς σε γή και το μέγεθος των ιδιοκτησιών, γιατί όπως προαναφέρθηκε, ο νόμος στην περίπτωση αυτή προβλέπει την μετατροπή των διαφορών αυτών σε χρηματική αποζημίωση (ΑΠ 1429/2010, ΣτΕ 4489/2009). Και ναι μεν με το ως άνω άρθρο 11 παρ.1 του Ν.3212/2003 αντικαταστάθηκαν οι εν λόγω ρυθμίσεις και επετράπει η κατ'εξαίρεση για λόγους νομιμότητας ή για πλάνη περί τα πράγματα, εν όλω ή εν μέρει ανάκληση κυρωθείσας πράξεως εφαρμογής. Η διάταξη όμως αυτή δεν έχει, όπως προκύπτει από το γράμμα της και την επ'αυτής εισηγητική έκθεση, ερμηνευτικό χαρακτήρα, ούτε αναδρομική ισχύ και δεν μπορεί, ως εκ τούτου, να προσδώσει κύρος σε προγενέστερες της θέσεώς της σε ισχύ (31.12.2003 - άρθρο 24 Ν.3212/2003-) ατομικές πράξεις με τις οποίες είχε επιχειρηθεί, ανεπιτρεπτώς κατά τα ανωτέρω, η ανάκληση ή τροποποίηση κυρωθεισών πράξεων εφαρμογής (ΣτΕ 4573/2009). Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα τακτικά πολιτικά δικαστήρια όταν κρίνουν τις υπαγόμενες σε αυτά κατά το άρθρο 1 του ίδιου κώδικα ιδιωτικές διαφορές επιτρέπεται να εξετάσουν παρεμπιπτόντως το κύρος και τη νομιμότητα των πράξεων της διοικήσεως, εφόσον τούτο δεν έχει αποκλεισθεί από το νόμο και δεν έχει εκδοθεί περί του κύρους αυτών απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία να δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια. Τα τελευταία περιορίζονται να ερευνήσουν, εάν τα όργανα τα διοικήσεως ενήργησαν κατά τους διαγραφόμενους από το νόμο όρους και τύπους μέσα στα πλαίσια της εξουσίας τους, χωρίς να μπορούν να ελέγξουν και την ουσιαστική κρίση αυτών, ως προς την ύπαρξη, ή μη των πραγματικών προϋποθέσεων. Έλεγχο δε της νομιμότητας συνιστά και η εξέταση της ύπαρξης ή μη αιτιολογίας της διοικητικής πράξης, όταν τούτο επιβάλλεται ειδικώς από το νόμο ή από τη φύση της υποθέσεως, καθώς και η εξέταση της παραβιάσεως του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος ακροάσεως. Ο παρεμπίπτων έλεγχος δεν αποκλείεται, όταν η υπό κρίση διοικητική πράξη κατέστη απρόσβλητη, επειδή έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για την προσφυγή ή την αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του εκάστοτε αρμοδίου δικαστηρίου (ΑΠ 1354/2014). Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του εδαφίου 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, που αποτελεί κύρωση του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης, ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού και εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή για την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Τέλος από τη διάταξη αυτή του 559 αρ.19 ΚΠολΔ λόγος είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για έλλειψη νομίμου βάσεως, αλλά στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, παραβιάσθηκε, εκ πλαγίου, κανόνας δικαίου να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη, περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ), μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς τη διεκδικητική αγωγή των αναιρεσιβλήτων επί ακινήτου, το οποίο στα Κτηματογραφικά διαγράμματα και τους Πίνακες που συνοδεύουν την εκδοθείσα Πράξη Εφαρμογής της Πολεοδομικής Μελέτης του Ρυμοτομικού Σχεδίου της περιοχής Επέκτασης του Ωραιοκάστρου Θεσσαλονίκης (που είναι σε ισχύ μετά την ακύρωση από το αρμόδιο δευτεροβάθμιο διοικητικό όργανο της πράξεως του πρωτοβαθμίου που την ακύρωσε) φέρεται να ανήκει στην από κληρονομιά δικαιοπάροχο της αναιρεσείουσας - εναγομένης, ήτοι στην Έ. Μ.: "Στον Α. Ζ. του Μ. παραχωρήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο, για αγροτική του αποκατάσταση το με αριθμό … αγροτεμάχιο κατηγορίας, εκτάσεως 1.187 τ.μ., που βρίσκεται στην εποικισθείσα περιοχή του αγροκτήματος Ωραιοκάστρου Νομού Θεσσαλονίκης, εκδόθηκε δε στη συνεχεία στο όνομα του ο με αριθμό .../29.10.1955 τίτλος κυριότητας της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ο εν λόγω κληρούχος απεβίωσε στις 12.10.1940 και με την υπ' αριθμ. .../18.8.1938 δημόσια διαθήκη του ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Ιωάννη Ρούσου, που δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ' αριθμ. 126/13.5.1940 πρακτικό δημοσιεύσεως του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατέλιπε το αγροτεμάχιο αυτό στη θυγατέρα του, Σ. Ζ.. Η διαθήκη αυτή θεωρείται έγκυρη, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 16 του Ν. 3194/1955, αφού η κληρονομιά αυτή δεν είχε ρυθμιστεί με πράξη της διοικήσεως ή με απόφαση του δικαστηρίου ή της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων (Ολ.Α.Π. 6/1995 Ελλ.Δνη 36. 591, Α.Π. 723/2001 Ελλ.Δνη). Η κληρονόμος του ως άνω κληροτεμαχίου υπεισήλθε στην κληρονομιά του πατέρα της στη συνέχεια και το έτος 1981 με το υπ' αριθμ. .../14-7-1981, πωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Ιωάννη Κωτούλα, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης (τόμος …, με α/α/ 130/30-7-1981) μεταβίβασε την κυριότητα, νομή και κατοχή του αγροτεμαχίου αυτού στον Γ. Μ. Μ.. Μετά το θάνατο του τελευταίου οι κληρονόμοι του, με το υπ' αριθμ. .../30-7-1990 διανεμητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Αικατερίνης Ιωαννίδου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νεάπολης Θεσσαλονίκης, διένειμαν την κληρονομιά ία περιουσία του και το αγροτεμάχιο αυτό περιήλθε στην κυριότητα του γιου του, Π. Μ. Μ., ο οποίος, στη συνέχεια, με το υπ' αριθμ. .../11-3-1991 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Πασχαλιάς Μάσιου-Χουλιάρα, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νεάπολης (τόμος … με α/α 398/19-3-1991), μεταβίβασε την κυριότητα, νομή και κατοχή αυτού, κατ' ισομοιρία, στο πρώτο εκκαλούντα και στον αδελφό του, Π. Χ.. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι με το από 28-3-1988 Π. Δ/γμα (ΦΕΚ τεύχος Δ' αριθμ. Φ. 434/1988) τροποποιήθηκε το συγκεκριμένο ρυμοτομικό σχέδιο της τότε κοινότητας και μετέπειτα Δήμου Ωραιοκάστρου Θεσσαλονίκης και το πιο πάνω αγροτεμάχιο εντάχθηκε στο ρυμοτομικό αυτό σχέδιο. Για την εφαρμογή του ρυμοτομικού αυτού σχεδίου συντάχθηκε η με αριθμό 19 πράξη εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης περιοχής επέκτασης κοινότητας Ωραιοκάστρου, που κυρώθηκε διορθωμένη με την υπ' αριθμ. πρωτ. ΔΠ/ΤΑ/01.6802/652/8-2-1994 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νεάπολης (τόμος … με α/α 125). Στα κτηματογραφικά διαγράμματα και τους πίνακες που συνοδεύουν την πράξη αυτή το πιο πάνω αγροτεμάχιο καταχωρήθηκε με κωδικό αριθμό κτηματογραφησης …, αριθμό οικοπέδου 02 του οικοδομικού τετραγώνου …, ως έχον εμβαδό 894,86 τμ, μετά την εισφορά γης, και με ιδιοκτήτρια την Έ. Μ. και τίτλο κτήσης την υπ' αριθμ. .../23-2-1972 δημόσια διαθήκη της Σ. Ζ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Μιλένας Βαθυλοπούλου, που δημοσιεύθηκε με τα υπ' αριθμ. 764/3-9-1982 πρακτικά συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Στη διαθήκη της αυτή η αποβιώσασα, την 13-5-1982, Σ. Ζ., εγκατέστησε γενική και καθολική κληρονόμο της την ανεψιά της, Έ. Μ., στην κινητή και ακίνητη περιουσία, μετά το θάνατό της, την οποία δεν προσδιορίζει. Στην κληρονομιαία όμως περιουσία της, δεν περιλαμβανόταν το πιο πάνω αγροτεμάχιο, αφού η διαθέτης με το προαναφερόμενο υπ' αριθμ. .../14-7-1981 πωλητήριο είχε μεταβιβάσει προηγουμένως την κυριότητα της στον Γ. Μ. Μ.. Η εφεσίβλητη, εκμεταλλευόμενη το γεγονός, ότι στα κτηματογραφικά διαγράμματα και στους πίνακες της πράξης εφαρμογής φερόταν ως ιδιοκτήτρια του πιο πάνω οικοπέδου, με την υπ' αριθμ. .../18-6-2004 δήλωση της, ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελισάβετ Καλπάκη - Πετίδου, που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νεάπολης (τόμος … με α/α 524/21-6-2004), αποδέχθηκε την κληρονομιά της αποβιωσάσης την 3-10-1997 Έ. Μ., η οποία με την από 28-8-1997 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε με τα υπ' αριθμ. 468/2004 πρακτικά δημοσιεύσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κηρύχθηκε κυρία με την υπ' αριθμ. 6347/2004 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, εγκατέστησε αυτήν μοναδικό κληρονόμο στην περιουσία της, που, κατά δήλωση της, συνίστατο στο οικόπεδο αυτό. Ο πρώτος εκκαλών με την υπ' αριθμ. πρωτ. 5948/30-1-2007 αίτηση του προς τον Νομάρχη Θεσσαλονίκης ζήτησε την ακύρωση της υπ' αριθμό 19 πράξη εφαρμογής. Επί της ασκήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμό πρωτ. 29/5948/26-2-2007 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία ακυρώθηκε η εν λόγω πράξη κατά το μέρος των εγγραφών του πίνακα για την ιδιοκτησία του οικοπέδου αυτού και κυρώθηκε ο πίνακας με ιδιοκτήτες του οικοπέδου τον πρώτο εκκαλούντα σε ποσοστό 50% και τον αδελφό του Π. Χ. κατά το υπόλοιπο 50% εξ αδιαιρέτου ποσοστό. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η εφεσίβλητη με την από 29-3-2007 προσφυγή της ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, ο οποίος με την υπ' αριθμ. πρωτ. 18270/29-5-2007 απόφαση του, που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νεάπολης Θεσσαλονίκης (τόμος … με α/α 104/7-9-2007) δέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση του Νομάρχη με το αιτιολογικό ότι 1) δεν προηγήθηκε κλήτευση της προσφεύγουσας για να εκθέσει τις απόψεις της, 2, με την απόφαση αυτή ανακλήθηκε στην ουσία η υπ' αριθμό ΔΠ/ΤΆ/οικ. 6802/652/8-2-1994 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης μετά την πάροδο του εν λόγου χρόνου της πενταετίας, χωρίς να συντρέχει καμμία από τις προϋποθέσεις για τις οποίες επιτρέπεται ανάκληση. Με την κύρωση της Πράξης Εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης του Δήμου Θεσσαλονίκης οριστικοποιήθηκε η αναφερόμενη σ' αυτή εδαφική μεταβολή σε συσχετισμό με την φερόμενη ως ιδιοκτήτρια του επιδίκου ακινήτου Έ. Μ., την κληρονομία της οποίας αποδέχθηκε η εφεσίβλητη, πλην όμως η Έ. Μ., δεν ήταν η πραγματική κυρία του επιδίκου ακινήτου, αφού η δικαιοπάροχός της, Σ. Ζ. μετά την σύνταξη της διαθήκης της (.../23-2-1972), με το ως άνω υπ' αριθμό .../14-7-1981 πωλητήριο συμβόλαιο, μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, το προαναφερόμενο αρχικό αγροτεμάχιο, εκτάσεως 1.187 τ.μ. στον Γ. Μ., το οποίο (αγροτεμάχιο) στη συνέχεια εντάχθηκε στο ρυμοτομικό σχέδιο Ωραιοκάστρου και διαμορφώθηκε το επίδικο ακίνητο, εμβαδού 894,86 τ.μ. Πραγματικοί συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου είναι, όπως αναφέρεται παραπάνω, ο πρώτος εκκαλών με τον αδελφό του Π. Χ., κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας από αυτούς και όχι η εφεσίβλητη. Το επίδικο δεν αφορά τμήμα ακινήτου (οικοπέδου) που έπρεπε να είχε χορηγηθεί με την Πράξη Εφαρμογής στον πραγματικό ιδιοκτήτη ούτε μέρος εισφοράς σε γη, το οποίο δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει την απόδοση του από την εφεσίβλητη ο πρώτος εκκαλών, για το λόγο ότι στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα κυριότητας του, μετά την οριστικοποίηση της Πράξης Εφαρμογής, μετατράπηκε σε ενοχική αξίωση χρηματικής αποζημίωσης, αλλά αφορά ολόκληρο το επίδικο, αληθινός συγκύριος του οποίου είναι ο πρώτος εκκαλών κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, ο οποίος δικαιούται να ζητήσει την αναγνώριση της κυριότητας και την απόδοση αυτού, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η Σ. Ζ., ουδέποτε παραχώρησε το αρχικό αγροτεμάχιο, εκτάσεως 1187 τμ. άτυπα, κατά πλήρη κυριότητα στη θεία της εσίβλητης, Έ. Μ., ούτε ποτέ η τελευταία έγινε κυρία αυτού με πρωτότυπο ή παράγωγο τρόπο. Η Σ. Ζ. μεταβίβασε, κατά πλήρη κυριότητα τον ως άνω αγρό, στον Γ. Μ., με το προαναφερόμενο πωλητήριο συμβόλαιο (.../1981). Μέχρι το χρόνο της μεταβιβάσεως, η Σ. Ζ. ήταν κυρία νομέας, και κάτοχος αυτού και ουδέποτε μέχρι τότε τον είχε παραχωρήσει άτυπα, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, στην Έ. Μ., όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η τελευταία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο που έκρινε ότι, εφόσον το επίδικο οικόπεδο καταχωρήθηκε στα κτηματογραφικά διαγράμματα και στους πίνακες που συνοδεύουν την πράξη αυτή, ως ιδιοκτησία της Έ. Μ., την κληρονομιά της οποίας αποδέχθηκε η εφεσίβλητη, οι εκκαλούντες δεν δικαιούνται να ζητήσουν την αναγνώριση της κυριότητας και την απόδοση αυτού, διότι το δικαίωμα κυριότητας αυτών μετατράπηκε σε ενοχική αξίωση χρηματικής αποζημίωσης, την ικανοποίηση της οποίας μπορούν να επιδιώξουν δικαστικώς, και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων, και, κατά συνέπεια, ο μοναδικός λόγος εφέσεως που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να γίνει δεκτός, ως και κατ' ουσίαν βάσιμος". Στη συνέχεια το Εφετείο αφού δέχθηκε κατ'ουσίαν την έφεση, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που κατά τα προεκτεθέντα είχε απορρίψει την αγωγή και αφού δίκασε αυτήν (αγωγή) εκ νέου την δέχθηκε κατά το μέρος που αφορούσε τον πρώτο αναιρεσίβλητο ως ουσιαστικά βάσιμη και αφού τον αναγνώρισε συγκύριο κατά 50% του ακινήτου που διαμορφώθηκε με την ένδικη πράξη εφαρμογής, σε αντικατάσταση του παραγώγως, από αγορά, αποκτηθέντος εξ αδιαιρέτου βασικού ακινήτου του, υποχρέωσε την εναγομένη να του το αποδώσει. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού τα πραγματικά περιστατικά που με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα ήταν αρκετά για την πλήρωση των, περί παραγώγου, από αγορά, τρόπου αποκτήσεως συγκυριότητας, ουσιαστικών διατάξεων και συνακόλουθα για την εφαρμογή τους. Ειδικότερα αναφέρεται στην απόφαση ο τρόπος αποκτήσεως από τον πρώτο αναιρεσίβλητο ενάγοντα της συγκυριότητας του ενδίκου ακινήτου, καθώς και ο τρόπος αποκτήσεως της συγκυριότητας αυτής από τον άμεσο δικαιοπάροχο του Π. Μ. και τους απώτερους Γ. Μ., Σ. Ζ. και Α. Ζ.. Προσέτι αναφέρεται ότι η εναγομένη - αναιρεσείουσα δεν απέκτησε το ακίνητο από κληρονομική διαδοχή της Έ. Μ., που φέρεται ως δικαιούχος στην πράξη εφαρμογής, αφού η τελευταία δεν είχε γίνει κυρία του ακινήτου είτε με παράγωγο, είτε με πρωτότυπο τρόπο, αφού ούτε από κληρονομιά της Σ. Ζ. το είχε αποκτήσει, ούτε η νομή του της είχε ποτέ από αυτήν (Σ. Σ.) παραδοθεί. Ενόψει τούτων ο από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 τρίτος λόγος της αναιρέσεως περί ελλείψεως νομίμου βάσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου, κατά τις οποίες, υπό το πρόσχημα της ελλείψεως νομίμου βάσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι οι παραδοχές της ως προς τη διενέργεια επί του επιδίκου πράξεων νομής έρχονται σε αντίθεση με τα προκύπτοντα από τις αποδείξεις, είναι απαράδεκτες, γιατί πλήττουν την ανέλεγκτη, κατά τη αναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ως προς την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Εξάλλου οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες το πωληθέν στον ενάγοντα το 1991 βασικό ακίνητο, δεν υπήρχε και δεν μπορούσε ως εκ τούτου να αποτελέσει αντικείμενο συναλλαγής, αφού ήδη από το 1990 στη θέση του υπήρχε το διαμορφωθέν με την πράξη Εφαρμογής ακίνητο, είναι απαράδεκτες κατά το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ γιατί αφορούν σε ισχυρισμό που για πρώτη φορά υποβάλλεται στον Άρειο Πάγο, ανεξάρτητα από το ότι είναι και αλυσιτελείς αφού πριν από την ολοκλήρωση των διαδικασιών του Ρυμοτομικού Σχεδίου, τα επί του βασικού ακινήτου ιδιοκτησιακά δικαιώματα δεν έχουν αναιρεθεί και τούτο εξακολουθεί να είναι δεκτικό συναλλαγής. Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη το δεδικασμένο που απορρέει από την υπ'αριθμ.19 Πράξη Εφαρμογής της Πολεοδομικής Μελέτης του ένδικου Ρυμοτομικού Σχεδίου, κατά την οποία το ένδικο διαμορφωθέν ακίνητο αποδίδεται στην Έ. Μ. και συνακόλουθα στην εκ διαθήκης κληρονόμο της αναιρεσείουσα - εναγόμενη. Ότι η πράξη αυτή παράγει δεδικασμένο γιατί έχει καταστεί αμετάκλητη, καθόσον η υπ'αριθμ.πρωτ.29/5948/26.2.2007 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης που την διόρθωνε, ακυρώθηκε με την υπ'αριθμ.πρωτ.18270/29.5.2007 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε κανένα ένδικο μέσο εντός των νομίμων προθεσμιών, που ήδη έχουν παρέλθει. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος, γιατί ο επίμαχος ισχυρισμός προβάλλεται το πρώτον στον Άρειο Πάγο, αλλά προσέτι είναι και αλυσιτελής, καθόσον κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη οι ένδικες διοικητικές πράξεις δεν παράγουν δεδικασμένο, τα δε πολιτικά δικαστήρια ερευνούν παρεμπιπτόντως τη νομιμότητά τους. Άλλωστε, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη η αναφορά της αναιρεσείουσας στην επίμαχη πράξη εφαρμογής ως ιδιοκτήτριας της διαμορφωθείσας ιδιοκτησίας, δεν είναι δεσμευτική για τα πολιτικά δικαστήρια, στα οποία νόμιμα προσφεύγει ο επικαλούμενος δικαιώματα στο βασικό ακίνητο. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (1ος) πρέπει να απορριφθεί, ενώ απορριπτέος επίσης ως απαράδεκτος και μάλιστα έλλειψει εννόμου συμφέροντος είναι και ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως. Ειδικότερα με το λόγο αυτό και κατ'εκτίμηση του περιεχομένου του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι δέχθηκε ως νόμιμη την υπ'αριθμ.18270/29.5.2007 απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας που εκδόθηκε κατ'εφαρμογή του άρθρου 12 παρ.7 του Ν.1337/1983, όπως ισχύε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 11 παρ.1 του Ν.3212/2003, με την οποία ακυρωνόταν η προεκδοθείσα πράξη του Νομάρχη που διόρθωνε την Πράξη Εφαρμογής, η οποία ως εκ τούτου διατηρείται ισχυρή, αναγνωρίζουσα ως δικαιούχο του διαμορφωθέντος ακινήτου την αναιρεσείουσα. Πλήν όμως η αποδοχή της αποφάσεως αυτής από το Εφετείο, μετά από παρεμπίπτοντα, κατά το άρθρο 2 ΚΠολΔ έλεγχο είναι υπέρ της αναιρεσείουσας και συνακόλουθα αυτή δεν δικαιολογεί έννομο συμφέρον για να προσβάλλει τη νομιμότητα της εφαρμογής της (ΑΠ 1360/2014). Άλλωστε η επικαλούμενη πλημμέλεια είναι αβάσιμη, αφού όπως προκύπτει από το προεκτεθεί περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως το δευτεροβάθμιο όργανο (Γενικός Γραμματέας) εφάρμοσε την επικαλούμενη διάταξη, (12 παρ.7 Ν.1337/83) όπως ίσχυε πριν από την προαναφερθείσα αντικατάστασή της, δεδομένου ότι η πληττόμενη υπ'αριθμ.19 Πράξη Εφαρμογής είχε εκδοθεί πριν από την ισχύ του Ν.3212/2003 (31.12.2003). Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός (3ος) ελλείψει εννόμου συμφέροντος, αλλά και ως ερειδόμενος επί εσφαλμένως προϋποθέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Επειδή κατά την παρ.4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/12.3.2012 το ένδικο μέσο, μεταξύ άλλων και της έφεσης, που έχει ασκηθεί μετά τις 2.4.2012 είναι παραδεκτό, εφόσον επισυνάπτεται στην έκθεση που έχει συντάξει ο γραμματέας κατά την άσκησή της παράβολο 200 Ευρώ υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Ο σκοπός της επιβολής του τέλους αυτού ήταν ο περιορισμός του φαινομένου της καταχρηστικής ασκήσεως ενδίκων μέσων, παρά το γεγονός ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ήταν τεκμηριωμένες και είχαν επιλύσει, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα νομικά και ουσιαστικά ζητήματα. Εάν ο ασκών το ένδικο μέσο νικήσει κατά τη δίκη, που με δική του πρωτοβουλία άνοιξε, τότε το καταβληθέν παράβολο θα του επιστραφεί, διαφορετικά το δικαστήριο θα διατάξει την εισαγωγή τούτου στο Δημόσιο Ταμείο. Ο παραπάνω σκοπός ικανοποιείται σε περίπτωση ομοδικίας και ανεξάρτητα του είδους αυτής, με την καταβολή ενός και μόνο παραβόλου από την ομάδα των ομοδίκων. Διαφορετική ερμηνεία και θεώρηση του ζητήματος (ιδιαίτερα στην περίπτωση που υπάρχει πολυάριθμη ομοδικία ενεργητική και παθητική) θα οδηγούσε στην επιβολή δυσβάστακτων οικονομικών προϋποθέσεων για την πρόσβαση ενός πολίτη στη δικαιοσύνη, ήτοι σε συνέπεια που έρχεται σε αντίθεση με το κατοχυρωμένο από τα άρθρα 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στη δικαιοσύνη, αφού με τέτοιες οικονομικές προϋποθέσεις, ουσιαστικά αναιρείται ο πυρήνας του δικαιώματος αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο κατά παραβίαση της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 495 παρ.4 ΚΠολΔ, δεν κήρυξε απαράδεκτη την ασκηθείσα στις 20.7.2012 έφεση, για την οποία κατατέθηκε από τους τέσσερεις εκκαλούντες ένα παράβολο από κοινού, ενώ θα έπρεπε να καταβληθεί από τον καθένα τους χωριστό παράβολο. Ο λόγος αυτός ως αφορών σε δικονομικό απαράδεκτο υπάγεται στη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ και όχι στην επικαλούμενη του αριθμού 1 και πρέπει κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον για το παραδεκτό της εφέσεως αρκούσε η καταβολή ενιαίου παραβόλου για τους συνδεομένους με τον θεσμό της απλής ομοδικίας εκκαλούντες. Ενόψει τούτων και ο λόγος αυτός, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της πρέπει, να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου (άρθρ.495 παρ.4 ΚΠολΔ), η οποία (αναιρεσείουσα), ως ηττώμενη διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (αρθρ.176 και 183 ΚΠολΔ) και όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 21.5.2013 αίτηση της Ε. Μ. Μ. - Κ. κατά των Γ. Χ. του Ι., Θ. χας Π. Χ. κ.λπ. για αναίρεση της υπ'αριθμ.162/2013 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ο αναιρεσείων δικαιολογεί έννομο συμφέρον για την απόρριψη της αγωγής του αντιδίκου του ως ουσία αβάσιμου, αντί νόμω αβάσιμου αόριστης (αρθ. 68, 74, 75, 556 και 558 ΚΠολΔ). Για το ορισμένο διεκδικητικής αγωγής ακινήτου από κληρονομική διαδοχή πρέπει να αναφέρεται η αποδοχή και μεταγραφή της κληρονομιάς. Κατά τα άρθρα 12 του Ν. 1337/1983 και 49 παρ. 2 του Ν. 947/79 (για την επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων και οικιστική ανάπτυξη και περί οικιστικών περιοχών) με την κύρωση της Πράξης Εφαρμογής της Πολεοδομικής Μελέτης οριστικοποιούνται οι αναφερόμενες σε αυτή εδαφικές μεταβολές σε συσχετισμό με τους φερόμενους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι από της μεταγραφής αποκτούν πρωτότυπη κυριότητα επί των αναγραφομένων ιδιοκτησιών, υπό την προϋπόθεση ότι είναι κύριοι των ακινήτων που αποτέλεσαν τη βάση διαμορφώσεώς τους. Διαφορετικά ο αληθινός κύριος του βασικού ακινήτου μπορεί να το διεκδικήσει. Η χρηματική αποζημίωση του άρθρου 12 Ν. 1337/83 αφορά στο μέγεθος της εισφοράς σε γη και στο μέγεθος της ιδιοκτησίας και όχι στην κυριότητα του διαμορφωθέντος ακινήτου. Δεν είναι επιτρεπτή η επάνοδος της διοικήσεως επί του περιεχομένου της Πράξεως Εφαρμογής υπό την ισχύ του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν. 3212 /2003, όπως ίσχυε πριν τις 31-12-2003 (αρθρ. 24 Ν. 3212/2003). Εξουσία των πολιτικών δικαστηρίων για παρεμπίπτοντα έλεγχο των διοικητικών πράξεων (Άρθρ. 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ). Πριν από την ολοκλήρωση των διαδικασιών του Ρυμοτομικού Σχεδίου, το βασικό ακίνητο είναι δεκτικό συναλλαγής, καθόσον έως τότε δεν είχαν αναιρεθεί τα επ’ αυτού ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Το οριζόμενο στο άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ παράβολο κατατίθεται μια φορά και όταν ακόμη υπάρχει ομοδικία.
Πράξη εφαρμογής πολεοδομικής μελέτης
Αγωγή διεκδικητική, Αοριστία αγωγής, Δεδικασμένο, Έλλειψη νόμιμης βάσης, Πράξη εφαρμογής πολεοδομικής μελέτης.
1
Αριθμός 2245/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών: 1)Ά. χήρας Δ. Ε., το γένος Ε. Κ., και 2)Ε. Ε. του Δ., συζ. Η. Λ., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Απόστολο Γεωργιάδη. Της αναιρεσίβλητης: Κ. Ε. του Γ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Ψυλλάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13/9/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4/2007 του ίδιου Δικαστηρίου, 433/2009 μη οριστική και 258/2013 οριστική του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 5/2/2014 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 30/9/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 1718 του ΑΚ διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε το άρθρο 1719 εδ. α' περ. 3 του ίδιου ΑΚ ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη, είναι και όσοι κατά τον χρόνο της σύνταξής της δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης έλλειψη συνειδήσεως υπάρχει όταν το πρόσωπο από αίτιο νοσηρό ή μη δεν έχει την ικανότητα να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει και τις συνέπειες που απορρέουν από αυτήν ή έστω την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία και τις συνέπειες των επί μέρους διατάξεών της. Ψυχική δε ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης υπάρχει όταν το πρόσωπο εξαιτίας ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής μπορεί μεν να έχει επαρκή αντίληψη για το τι πράττει συντάσσοντας τη διαθήκη, αλλά έχει διαταραγμένη κρίση, δεν έχει δηλαδή την ικανότητα να σχηματίσει με λογικούς υπολογισμούς και να προσδιορίσει ελεύθερα τη βούλησή του, αντιστεκόμενο σε υποβολή που προέρχεται από άλλους. Για να είναι ένα πρόσωπο ανίκανο προς σύνταξη διαθήκης αρκεί να συντρέχει μία από τις ανωτέρω περιπτώσεις, δεν αποκλείεται όμως οι περιπτώσεις αυτές να συντρέχουν σωρευτικά. Η διαθήκη δε που συντάσσεται από τέτοιον ανίκανο είναι άκυρη, θεωρούμενη σαν να μην έγινε (άρθρ. 180 του ΑΚ), και καθένας που έχει έννομο συμφέρον όπως οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, μπορεί να ζητήσει με αγωγή την αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 περ. β' του ΚΠολΔ η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας, ως παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αποτελεί λόγον αναιρέσεως μόνο αν τα διδάγματα, αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς και όχι όταν χρησιμεύουν για την εκτίμηση αποδείξεων (Ολομ. ΑΠ 2/2008). Κατά δε το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και όταν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης ο προβλεπόμενος από αυτήν λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, το αναγκαίο περιεχόμενο της οποίας προσδιορίζεται από το πραγματικό του εκάστοτε εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου στη συγκεκριμένη περίπτωση κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Ελλείψεις που ανάγονται μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν τούτο διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης ώστε να ελέγχεται αναιρετικώς κατά την εξεταζόμενη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ο αναιρετικός λόγος της οποίας (διάταξης) δεν δημιουργείται επίσης όταν το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν αποτελούν αυτοτελείς ισχυρισμούς (ΑΠ 1363/2008). ΙΙ. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε ότι από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά "Στις 15-1-2003 απεβίωσε στο Νοσοκομείο "ΠΕΠΑΓΝΗ" στο Ηράκλειο Κρήτης, σε ηλικία 41 ετών, ο Γ. Ε. του Δ., κάτοικος εν ζωή …, καταλείποντας μόνους πλησιέστερους συγγενείς του, τις ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες, εκ των οποίων η πρώτη Ά. χήρα Δ. Ε. είναι μητέρα του και η δεύτερη Ε. Δ. Ε. αδελφή του. Ως αιτία θανάτου του στη σχετικώς συνταχθείσα υπ' αριθμ. 4Β/16-1-2003 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου του Δήμου Ελευθερίου Βενιζέλου Κυδωνίας του Ν. Χανίων αναφέρονται τα εξής: "καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια εγκεφαλικό τοξόπλασμα". Ο ανωτέρω την 18-6-2002 συνέταξε την με ίδια ημερομηνία ιδιόγραφη διαθήκη του, που δημοσιεύτηκε στις 24-7-2003 με τα υπ' αριθμ. 446/2003 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων, με την οποία όρισε τα εξής: "Επιθυμώ η Κ. Ε., γεννηθείς στα Χανιά στις 24 Απριλίου 1990 να επικαρπήται όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία μου σε περίπτωση θανάτου μου για πάντα. Να έχει δε δικαίωμα να την πουλήσει δι' όφελος της μόνο αφού συμπληρώσει το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας της. Με την προϋπόθεση ότι δεν θα έχει συνάψει γάμο πριν τις 25-5-2020" (...). Το κείμενο της διαθήκης αυτής μολονότι εμφανίζει ανορθογραφίες, οι οποίες δικαιολογούνται αφού ο διαθέτης δεν είχε περατώσει τις Γυμνασιακές του σπουδές, παρουσιάζει εννοιολογική πληρότητα, πυκνότητα ύφους, σαφήνεια και λογικό ειρμό. Δεν περιέχει δυσνόητο περιεχόμενο, κενά ή αντιφάσεις. Θέτει λογικούς όρους, όπως το δικαίωμα στην τετιμημένη με αυτή να πωλήσει την καταλιπόμενη σ' αυτή περιουσία μόνον αφότου συμπληρώσει το 40° έτος της ηλικίας της και την προϋπόθεση, ανεξαρτήτως της νομιμότητάς της, να μην έχει συνάψει γάμο πριν τις 25-5-2020, δηλαδή πριν υπερβεί το 30° έτος της ηλικίας της (30 έτη και 1 μήνας), να είναι δηλαδή αρκετά ώριμη ώστε να μην είναι ευάλωτη σε εξωτερικές πιέσεις. Τα ανωτέρω στοιχεία μαρτυρούν για το πρόσωπο του διαθέτη πλήρη έλεγχο της αντικειμενικής πραγματικότητας και επιπλέον ότι κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης του δεν εμφάνιζε ψυχικές διαταραχές ή διαταραχές των νοητικών του λειτουργιών. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι ο διαθέτης μέχρι το έτος 1987 εργαζόταν στην επιχείρηση "Παγωτά Ε.", την οποία είχε ιδρύσει ο πατέρας του Δ. Ε., ενώ συμμετείχε και στην ομόρρυθμη εταιρία που συνεστήθη στις 6.4.1987 υπό την επωνυμία "Δ. Ε. και ΣΙΑ Ο.Ε.", και είχε σκοπό την παρασκευή και εμπορία όλων των ειδών παγωτού και ειδών ζαχαροπλαστικής, την εμπορία οινοπνευματωδών ποτών και συναφών ειδών, ως ομόρρυθμο μέλος και στη συνέχεια μέχρι την διάλυσή της στις αρχές του έτους 2002 ως ετερόρρυθμο μέλος. Το έτος 1990 έφυγε από τα Χανιά και εγκαταστάθηκε στην Ταυλάνδη. Την ακίνητη περιουσία που διέθετε τη διατήρησε μέχρι το θάνατό του, αφού ζούσε με τα χρήματα που του έστελναν οι οικείοι του από τη λειτουργία της προαναφερόμενης επιχείρησης. Περί τα τέλη του έτους 2001 εμφάνισε μυκητίαση του στόματος και κνησμό του δέρματός του, ενώ το καλοκαίρι του έτους 2002 εμφάνισε πυραμιδική συνδρομή (έσερνε το πόδι του). Στις 14-11-2002 εξετάστηκε στη Β' παθολογική κλινική του ΓΝ, όπου μεταφέρθηκε σε κωματώδη κατάσταση μετά από τη λήψη κατασταλτικού φαρμάκου και την εμφάνιση πυρετού έως 39,2° C και βρέθηκε θετικός σε anti HIV. Στο ανωτέρω νοσοκομείο υπεβλήθη σε CT εγκεφάλου, η οποία ανέδειξε υπόπυκνες οιδηματώδεις περιοχές κάτω από τα βασικά γάγγλια κυρίως στη λευκή ουσία, μετά τη χορήγηση σκιαγραφικού εντοπίσθηκαν περιοχές με δακτυλιοειδόμορφη πρόσληψη ιδίως δεξιά συμβατή με εγκεφαλική τοξοπλάσμωση, ενώ η εξέταση ανέδειξε έντονο βαθμό εγκεφαλικής ατροφίας μη συμβατή με την ηλικία του. Ο παρακλινικός έλεγχος στον οποίο υποβλήθηκε στο ίδιο νοσοκομείο ανέδειξε εγκεφαλική τοξοπλάσμωση λόγω ανοσοκαταστολής στα πλαίσια επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας (HIV/AIDS), για το λόγο δε αυτό διακομίσθηκε στην παθολογική κλινική του ΠΑΓΝΗ και νοσηλεύτηκε στη Μονάδα Ειδικών Λοιμώξεων με διάγνωση εισόδου HIV εγκεφαλική τοξοπλάσμωση- κώμα, όπου και απεβίωσε, όπως προαναφέρθηκε, στις 15-1-2003. Ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι στις 18-6-2002 (ήτοι πέντε μήνες πριν από την εισαγωγή του στο ΓΝ "ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ" και επτά μήνες περίπου πριν από το θάνατό του), οπότε προέβη στη σύνταξη της επίμαχης διαθήκης, δεν είχε συνείδηση των πράξεών του με την έννοια που προεκτέθηκε, ή ότι έπασχε από κάποια ψυχική και διανοητική διαταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βουλήσεώς του, ήτοι δεν του επέτρεπε τον ελεύθερο προσπορισμό της βουλήσεως του με λογικούς υπολογισμούς και τον καθιστούσε αδύναμο να αντισταθεί σε υποβολή προερχόμενη από άλλον. Προσκομίζεται βέβαια από τις ενάγουσες η από 3-10-2002 και με αριθμό κατ. 661/4-10-2002 αίτηση με την οποία η πρώτη εξ αυτών ζήτησε την υποβολή του σε δικαστική συμπαράσταση. Η ανωτέρω όμως αίτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 369/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων με την οποία κρίθηκε ότι έπασχε από ψυχωσική συνδρομή, με τάσεις επικίνδυνες για το περιβάλλον του και τέθηκε υπό καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης, κατατέθηκε στο αρμόδιο δικαστήριο τρεισήμισι περίπου μήνες μετά την σύνταξη της επίμαχης διαθήκης. Εάν δε η αιτούσα μητέρα του Γ. Ε. είχε αντιληφθεί νωρίτερα κάποιο πρόβλημα που να έθετε σε κίνδυνο την υγεία του και να καθιστούσε αδύνατη τη διαχείριση της περιουσίας του είναι προφανές ότι θα είχε υποβάλει τη σχετική αίτησή της σε προγενέστερο χρόνο. Περαιτέρω, η ύπαρξη ψυχωσικής συνδρομής και κατά το χρόνο σύνταξης της επίμαχης διαθήκης δεν αποδεικνύεται ούτε από τις προσκομιζόμενες εκ μέρους των εναγουσών με επίκληση ιατρικές βεβαιώσεις και ιατρικές πραγματογνωμοσύνες. Ειδικότερα, στην από 12-1-2004 ιατρική βεβαίωση της ψυχιάτρου Ε. Γ. η υπογράφουσα αυτή ιατρός αναφέρει ότι εξέτασε τον Γ. Ε. στις 12-11-2002 και διαπίστωσε ότι ήταν παραληρηματικός, φοβισμένος, σε πλήρη σωματική κατάπτωση, απισχνασμένος και εξαντλημένος με προσβεβλημένες όλες τις γνωστικές του λειτουργίες, ότι του χορήγησε φαρμακευτική αγωγή και ότι την επομένη μετά από δική της παρέμβαση μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Η ανωτέρω ιατρός όμως δεν αναφέρεται ούτε στην ως άνω ιατρική βεβαίωση αλλά ούτε και στην κατάθεση της ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου σε τυχόν εξέταση του ασθενούς σε προγενέστερο χρόνο, μόνη δε η αναφορά της στις πληροφορίες που είχε από τη μητέρα του, η οποία την είχε επισκεφθεί στο ιατρείο της για εμφάνιση ιδεών δηλητηρίασης και για παρερμηνείες και συσχετίσεις κάποιων συμπεριφορών και η άρνηση του τελευταίου να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση όταν τον επισκέφθηκε στην οικία του δεν αποδεικνύει απαραίτητα την ύπαρξη ψυχικής ασθένειας η οποία να οδήγησε σε έλλειψη συνείδησης των πράξεών του ή να περιόρισε αποφασιστικά τη λειτουργία της βουλήσεώς του κατά το χρόνο σύνταξης της επίδικης διαθήκης. Η ύπαρξη ψυχικής ασθένειας στο πρόσωπο του Γ. Ε. κατά τον κρίσιμο χρόνο σύνταξης της διαθήκης δεν αποδεικνύεται ούτε και από την με ημερομηνία 15-4-2005 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού - ειδικού παθολόγου Ε. Σ., καθόσον ο ανωτέρω ιατρός φέρεται να εξετάζει τον Γ. Ε. στις 11-10-2002, δηλαδή τέσσερις σχεδόν μήνες μετά τη σύνταξη της διαθήκης. Πέραν τούτου, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω ιατρική γνωμάτευση, ο Γ. Ε. ενώ στην αρχή φέρεται να εμφανίζει διαταραχή προσανατολισμού στο χρόνο, απάθεια, δυσχέρεια στην επικοινωνία με τον ίδιο και το περιβάλλον του και διαταραχές σκέψης και βούλησης, στη συνέχεια φέρεται να αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο που διατρέχει από τη μη προσέλευσή του για ψηφοφορία στις εκλογές του Οκτωβρίου του έτους 2002 και έτσι δέχεται να υποβληθεί σε ιατρική εξέταση προκειμένου να του χορηγηθεί ιατρικό πιστοποιητικό από το οποίο να προκύπτει ότι αδυνατεί για λόγους υγείας να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα και να αποφύγει τις συνέπειες που θα είχε η μη άσκηση του δικαιώματός του αυτού ( βλ. σχετικές περικοπές της ως άνω ιατρικής γνωμάτευσης "...Ο ίδιος αρνείτο να εξετασθεί, αλλά πείσθηκε επειδή επικαλεσθήκαμε την ανάγκη να χορηγηθεί ιατρική βεβαίωση ασθενείας για να δικαιολογηθεί η απουσία του από την ψηφοφορία για τις δημοτικές εκλογές ..... Διαπίστωσα διαταραχές προσανατολισμού στο χρόνο, απάθεια, δυσχέρεια επικοινωνίας με μένα και το περιβάλλον και διαταραχή σκέψης και βούλησης, υποκινητικότητα και μη απάντηση στις ερωτήσεις μου ....."). Το ίδιο ως άνω κρίσιμο γεγονός, η ύπαρξη δηλαδή ψυχικής ασθένειας στο πρόσωπο του διαθέτη κατά τη σύνταξη της επίμαχης διαθήκης δεν αποδεικνύεται ούτε από τα από 23.10.2002 και 6.8.2003 πιστοποιητικά του νευρολόγου -ψυχιάτρου Δ. Κ., ο οποίος επισκέφθηκε τον Γ. Ε. για πρώτη φορά στην οικία του στις 23-10-2002, δηλαδή τέσσερις μήνες μετά την σύνταξη της διαθήκης, αφού ο ανωτέρω ιατρός δεν μπόρεσε να προσδιορίσει το χρόνο εμφάνισης των ψυχικών διαταραχών του ως άνω διαθέτη. Αλλά και ο συνάδελφος του ανωτέρω ιατρός Δ. Χ., διευθυντής του Νευρολογικού Τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Χανίων στην από 17.4.2003 ιατρική βεβαίωσή του αναφέρεται σε διαπιστωθείσα στις 14-11-2002 βαρειά διαταραχή της συνειδήσεως του ασθενούς Γ. Ε. (λήθαργο διακοπτόμενο από διέγερση με πλήρη διάσπαση του προσανατολισμού, της προσοχής και της σκέψης καθιστώντας και το στοιχειώδες επίπεδο επικοινωνίας αδύνατο) χωρίς όμως να βεβαιώνει κάτι σχετικό με την κατάσταση του ασθενούς κατά το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε. Επίσης, οι προσκομιζόμενες ιατρικές βεβαιώσεις των Η. Μ., ψυχολόγου - ψυχοθεραπευτή, Β. Π., ψυχιάτρου και Δ. Μ., κλινικού ψυχολόγου και ψυχοπαθολόγου για την κατάσταση της υγείας του διαθέτη Γ. Ε. κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο της σύνταξης της επίμαχης διαθήκης δεν κρίνονται πειστικές για τους εξής λόγους: Με την από 19-11-2002 ιατρική βεβαίωσή του ο Η. Μ., ο οποίος διατηρούσε το Νοέμβριο του έτους 2002 Κέντρο Ιατρικής Ψυχολογίας και Ψυχοθεραπείας στο Παλαιό Φάληρο Αττικής, φέρεται ότι εξέτασε τον διαθέτη στις 17-12-2001 διαπιστώνοντας ότι έπασχε από ψυχωτική συνδρομή, ότι παρουσίαζε ιδέες συσχετίσεως αναφοράς (όλοι οι άνθρωποι τον κοιτάζουν παράξενα και θέλουν να του κάνουν κακό), διαταραχή στη σκέψη με ιδέες δηλητηριάσεως, παραληρηματικές ιδέες και διέγερση, καταλήγοντας δε στο συμπέρασμα ότι εξαιτίας της ανωτέρω παθήσεώς του γινόταν επιθετικός και επικίνδυνος για τους οικείους του και την κοινωνία, αναφέρει στην ανωτέρω βεβαίωση ότι συνέστησε την εισαγωγή του Γ. Ε. σε ψυχιατρική κλινική, την οποία και δεν απεδέχθη και επιπλέον φαρμακευτική αντιψυχωτική αγωγή (με τα φάρμακα Risperdal, Akineton, Lexotanil) και ότι στο επόμενο χρονικό διάστημα, η κατάστασή του επιδεινώθηκε, κυρίως διότι δεν είχε ακολουθήσει πιστά την φαρμακευτική αγωγή. Επίσης, με την από 20-11-2002 ιατρική βεβαίωσή του ο ψυχίατρος Β. Π., ο οποίος διατηρούσε το Νοέμβριο του έτους 2002 ιατρείο του στην Αθήνα, φέρεται ότι εξέτασε τον διαθέτη στις 10-6-2002 διαπιστώνοντας ότι έπασχε ψυχωσική συνδρομή σε οξεία φάση, ότι δεν είχε ευαισθησία, δηλαδή ότι είχε απώλεια επαφής με την πραγματικότητα, συγκεκριμένα δε ότι παρουσίαζε έντονες παραληρητικές ιδέες, ψυχοκινητική διέγερση και η συμπεριφορά του ήταν ανεξέλεγκτος, εμφάνιζε συγχυτικά φαινόμενα πιθανόν στα πλαίσια οργανικού ψυχοσυνδρόμου, λόγω ιστορικού επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας, ότι αρνείτο την προταθείσα φαρμακευτική αγωγή και ότι συνέστησε στους οικείους του την εισαγωγή του σε ψυχιατρική κλινική γενικού νοσοκομείου για την αντιμετώπιση της συνολικής του κατάστασης. Τέλος, με την από 14-11-2002 ψυχολογική βεβαίωσή του ο ψυχολόγος Δ. Μ., ο οποίος διατηρούσε το Νοέμβριο του έτους 2002 ιατρείο στην Αθήνα, φέρεται ότι εξέτασε τον διαθέτη το Νοέμβριο του 2001, το Φεβρουάριο του 2002 και την 10-6-2002, διαπιστώνοντας ότι έπασχε από ψυχωσική συνδρομή με συμπτώματα παραληρηματικής συνειρμικής διαταραχής, αποπροσανατολισμού στο χώρο και τον χρόνο, ανεξέλεγκτη επιθετικότητα προς κάθε κατεύθυνση, ιδέες διωκτικές (επίστευε ότι τον παρακολουθούν και θέλουν το κακό του, δηλ. να τον σκοτώσουν), έντονες ιδέες καχυποψίας, παραλήρημα πολυθεματικό (ότι ήθελαν να τον πάρουν κάποια πλάσματα από άλλον πλανήτη, ότι τον κυνηγούν για να τον κακοποιήσουν σεξουαλικά κ.α), ότι το Φεβρουάριο του έτους 2002 η κατάστασή του ήταν στάσιμη και ότι στις 10-6-2002 διαπίστωσε ραγδαία επιδείνωση της κατάστασής του, ότι βρισκόταν σε παραληρηματική και συνειδησιακή διαταραχή και εμφάνιζε αποπροσανατολισμό στο χώρο και στο χρόνο, ότι κατά τη διάρκεια της θεραπείας από τον ίδιο και τους ψυχιάτρους κατείχετο από συνειδησιακές διαταραχές, δηλαδή δεν είχε καλή επαφή με την πραγματικότητα και φανέρωνε συγχυτική συμπεριφορά που τον εμπόδιζε να ελέγχει τις πράξεις του και τη συμπεριφορά του. Εάν όμως ο Γ. Ε. είχε επισκεφθεί το Κέντρο Ιατρικής Ψυχολογίας και Ψυχοθεραπείας στο Παλαιό Φάληρο Αττικής, το ιατρείο του ψυχιάτρου Β. Π. και τον ψυχολόγο Δ. Μ. κατά τις αναφερόμενες ως άνω ημερομηνίες και είχε εξετασθεί από τους προαναφερόμενους ιατρούς οι σχετικές ιατρικές βεβαιώσεις θα είχαν εκδοθεί αυθημερόν και όχι μετά από ένδεκα μήνες η πρώτη και πέντε μήνες η δεύτερη και η τρίτη, ενώ θα υπήρχε και η συνταγογράφηση της συσταθείσας εκ μέρους των θεραπόντων ιατρών φαρμακευτικής αγωγής, η οποία στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρξε. Σε κάθε περίπτωση πάντως οι ανωτέρω βεβαιώσεις, οι οποίες δεν φέρουν βέβαιη χρονολογία και στις οποίες δεν γίνεται κάποια αναφορά σε εξετάσεις στις οποίες τυχόν υποβλήθηκε ο διαθέτης, θα είχαν αναζητηθεί προκειμένου να προσκομισθούν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων για την απόδειξη των ισχυρισμών της αιτούσας τότε μητέρας του διαθέτη και ήδη πρώτης ενάγουσας - εκκαλούσας περί συνδρομής στο πρόσωπο του ψυχικής ασθένειας η οποία καθιστούσε επιβεβλημένη τη θέση του υπό καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης. Ωστόσο από το περιεχόμενο της εκδοθείσας υπ' αριθμ. 1774/2002 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) με την οποία ο διαθέτης τέθηκε σε καθεστώς προσωρινής δικαστικής συμπαράστασης προκύπτει ότι στις 8-10-2002 κατά τη συζήτηση της σχετικής αίτησης επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερόμενη απόφαση δεν προσκομίσθηκε καμία ιατρική βεβαίωση σχετική με την κατάσταση της υγείας του. Επίσης, ενώ η πρώτη ενάγουσα στο δικόγραφο της αίτησης με την ζητούσε να τεθεί ο υιός της σε καθεστώς πλήρους δικαστικής συμπαράστασης, ανέφερε ότι ο υιός της αρνούνταν να πάει στο νοσοκομείο ή σε γιατρούς και ότι αρνούνταν να δεχθεί γιατρό στο σπίτι, με τις προαναφερόμενες βεβαιώσεις αυτός εμφανίζεται να επισκέπτεται τρεις ιατρούς στην Αθήνα, οι οποίοι μάλιστα χορήγησαν στην ενάγουσα μητέρα του τις σχετικές βεβαιώσεις μετά την εξέτασή του από τον νευρολόγο - ψυχίατρο Δ. Κ. και την έκδοση εκ μέρους του τελευταίου του με ημερομηνία 23-10-2002 πιστοποιητικού, με το περιεχόμενο που προεκτέθηκε, το οποίο προσκομίσθηκε στις 7-11-2002 κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 369/2002 απόφαση (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) με την οποία ο Γ. Ε. τέθηκε σε καθεστώς πλήρους δικαστικής συμπαράστασης. Πέραν τούτων, μερικές ημέρες πριν από το χρόνο κατά τον οποίο φέρεται ότι εξετάσθηκε από τον πρώτο από τους ανωτέρω ιατρούς, Β. Π., ο διαθέτης είχε αγοράσει και οδηγούσε καινούριο πολυτελές αυτοκίνητο, μάρκας mercedes benz τύπου Ε200 ML με αριθμό κυκλοφορίας ..., έναντι τιμήματος 18.800.000 δρχ, όπως προκύπτει από την από 30-11-2001 απόδειξη λιανικής πώλησης και την από 3-12-2001 άδεια κυκλοφορίας. Επίσης, λίγες ημέρες μετά το χρόνο κατά τον οποίο φέρεται να εξετάσθηκε από τον ψυχίατρο Β. Π. και τον ψυχολόγο Δ. Μ. ο διαθέτης εξέδωσε αεροπορικά εισιτήρια προκειμένου να μεταβεί από τα Χανιά στη Μπανγκόκ. Το συγκεκριμένο ταξίδι πραγματοποιήθηκε στις 19 Ιουνίου 2002. Κατά την ημέρα αυτή ο διαθέτης αναχώρησε από τα Χανιά και έφθασε στην Αθήνα αεροπορικώς με πτήση της αεροπορικής εταιρίας "Aegean Airlines S.A.", στη συνέχεια την ίδια ημέρα μετέβη από την Αθήνα με προορισμό τη Σιγκαπούρη και πάλι αεροπορικώς με πτήση της αεροπορικής εταιρίας "Singapore Airlines" και στις 20 Ιουνίου 2002 μετέβη με πτήση της ίδιας αεροπορικής εταιρίας, από την Σιγκαπούρη στην Μπανγκόκ, όπου και παρέμεινε μέχρι την 16η Ιουλίου 2002. Εάν ο διαθέτης έπασχε από ψυχωσική συνδρομή σε οξεία φάση, και είχε απολέσει την επαφή του με την πραγματικότητα, παρουσίαζε έντονες παραληρητικές ιδέες, η συμπεριφορά του ήταν ανεξέλεγκτη και εμφάνιζε συγχυτικά φαινόμενα, όπως αναφέρεται στην ιατρική βεβαίωση του ψυχιάτρου Β. Π., δεν θα μπορούσε μία εβδομάδα περίπου μετά την ανωτέρω διάγνωση από τον ψυχίατρο και τον ψυχολόγο να πραγματοποιήσει το προαναφερόμενο ταξίδι, να αλλάξει τρεις πτήσεις, να διαχειρίζεται συνάλλαγμα και να επιστρέψει στην οικία του με τον ίδιο τρόπο. Περαιτέρω, οι κακές σχέσεις, που διατηρούσε με τη μητέρα του, πρώτη ενάγουσα, και οι οποίες κατέληξαν ορισμένες φορές σε βιαιοπραγίες σε βάρος της, οι κακές σχέσεις που διατηρούσε με την αδελφή του και το σύζυγό της, ιδίως μετά τη λειτουργία όμοιας επιχείρησης στο όνομα του τελευταίου αλλά και η κατά καιρούς εκδηλωθείσα εκ μέρους του παραβατική συμπεριφορά δεν αποδεικνύουν ότι κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο, ήτοι στις 18-6-2002, δεν είχε συνείδηση των πράξεών του με την έννοια που προεκτέθηκε, ή ότι έπασχε από κάποια ψυχική και διανοητική διαταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βουλήσεώς του. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από όσα περιελήφθησαν στις προσκομιζόμενες από τις ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες ένορκες βεβαιώσεις των Ι. Κ., Ε. Χ. και Σ. Μ. και τούτο διότι η ψυχωσική (παρανοϊκή) συμπεριφορά του διαθέτη που περιγράφουν οι ανωτέρω μάρτυρες είναι ασύμβατη με τον τρόπο ζωής του διαθέτη, πριν από τη σύνταξη της επίμαχης διαθήκης (πηγαινοερχόταν στην Αθήνα, έκανε παρέες, έβγαινε καθημερινά, διασκέδαζε, κυκλοφορούσε με το αυτοκίνητο). Πέραν τούτου, οι ανωτέρω καταθέσεις είναι μεταξύ τους αντιφατικές ως προς το χρόνο εκδήλωσης εκ μέρους του διαθέτη βίαιης συμπεριφοράς προς τη μητέρα του - πρώτη ενάγουσα (...), αλλά και με το περιεχόμενο τόσο της κατάθεσης του μάρτυρα Ε. Κ., ο οποίος εξετάσθηκε ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου με επιμέλεια των γονέων της εφεσίβλητης, όσο και των ενόρκων βεβαιώσεων των Ι. Μ., πρώτου εξαδέλφου του διαθέτη και της δεύτερης εκκαλούσας, ο οποίος κατά το χρόνο σύνταξης της ένορκης βεβαίωσης διατηρούσε άριστες σχέσεις και με τις δύο πλευρές, Ι. Φ. και Ε. Α. (...). Η ανικανότητα του διαθέτη προς σύνταξη της επίμαχης διαθήκης δεν μπορεί να συναχθεί ούτε από τα κάτωθι : α) από το γεγονός ότι κατά την στρατιωτική του θητεία, έλαβε ετήσια αναβολή στράτευσης για λόγους υγείας ως πάσχων από αντιδράσεις προσαρμογής αγχώδους τύπου, αφού τελικώς, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο με επίκληση πιστοποιητικό τύπου Α' με ημερομηνία 10-11-2003, τον Ιανουάριο του έτους 1984 "ουδέν ψυχολογικό διαπιστώνεται", κρίθηκε ικανός Ι -2, υπηρέτησε τη θητεία του κανονικά και απολύθηκε το έτος 1985 από την 115 Πτέρυγα Μάχης ως Σμηνίτης, ειδικότητας "Διοικητικής Μέριμνας", β) από την υποβολή στις 6-4-1998 αίτησης προς την Διεύθυνση Επιθεώρησης Τραπεζών με την οποία ζητούσε να γίνει έλεγχος στην ΕΤΒΑ επικαλούμενος την ύπαρξη κυκλώματος μέσα στην ανωτέρω Τράπεζα και ότι κατείχε έγγραφα που το αποδείκνυαν και επιπλέον ότι εξαιτίας αυτού είχε γίνει απόπειρα εμπρησμού του αυτοκινήτου του προ δύο ημερών, ζητώντας την άμεση κατάθεσή του επειδή θα αναχωρούσε στο εξωτερικό και τούτο διότι τα ανωτέρω γεγονότα θα μπορούσε να είχαν συμβεί σε οποιονδήποτε ψυχικά υγιή άνθρωπο και επιπλέον δεν προέκυψε η αναλήθειά τους. Σημειώνεται ότι από τα προσκομιζόμενα εκ μέρους των εναγουσών έγγραφα και συγκεκριμένα από την με αριθμ. πρωτ. 5761/26-9-2006 βεβαίωση του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνειακών διαδικασιών και την με αριθμ. πρωτ. 4533/29-9-2006 βεβαίωση του Δήμου Πελεκάνου προκύπτει ότι το συγκεκριμένο αυτοκίνητο που είχε στην κατοχή του τότε ο διαθέτης ουδέποτε κάηκε όχι όμως και ότι ουδέποτε έγινε σε βάρος του απόπειρα εμπρησμού και γ) από τη σύλληψη του στις 14 Σεπτεμβρίου 2001 για οπλοφορία μαχαιριού, κατοχή αναισθητικού σπρέι και για παράβαση του άρθρου 162 του ν. 1815/1988 στο Ηράκλειο Κρήτης, καθόσον από τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας που σχηματίσθηκε προκύπτει ότι στις 17-9-2001 ο κατηγορούμενος εμφανίσθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πλημ/κείου Ηρακλείου για να δικασθεί ως υπαίτιος των προαναφερόμενων πράξεων εκδόθηκε δε σε βάρος του η υπ' αριθμ. 18750/2001 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου με την οποία καταδικάσθηκε (με την αυτόφωρη διαδικασία) σε συνολική ποινή φυλάκισης τριάντα ημερών και σε χρηματική ποινή ύψους 50.000 δραχμών, χωρίς την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 34 και 36 ΠΚ περί ελλείψεως ικανότητας προς καταλογισμό συνεπεία νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης ή μειωμένης ικανότητας προς καταλογισμό, από το περιεχόμενο δε της προανακριτικής απολογίας του και τις εξηγήσεις που έδωσε για την κατοχή των προαναφερόμενων αντικειμένων, οι οποίες χαρακτηρίζονται από σαφήνεια και λογική ακολουθία των αναφερόμενων εκ μέρους του περιστατικών, δεν προκύπτει έλλειψη συνείδησης των πράξεών του ή η ύπαρξη στο πρόσωπό του ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής που να περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βουλήσεως του. Επίσης, όσα περιελήφθησαν στις ψυχιατρικές γνωματεύσεις του ψυχιάτρου Α. Δ., Επίκουρου Καθηγητή Ψυχιατρικής - Ψυχιατροδικαστικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με ημερομηνίες 20-11-2008, 16-5-2011 και 5-9-2012, στην από 2-2-2009, ψυχιατροδικαστική γνωμοδότηση των Μ. Μ., Αναπληρωτή Καθηγητή Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και Γ. Α., Αναπληρωτή Καθηγητή Ψυχιατρικής - Ψυχοφαρμακολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, στην από 27-9-2012 έκθεση ψυχιατρικής γνωμοδοτήσεως (επί εγγράφων) του ως άνω Γ. Α., στην από 8-12-2008 ιατρική γνωμοδότηση ( βάσει εγγράφων) και στις από 18-2-2013 "Παρατηρήσεις και προβληματισμοί" του Μ. Μ., Νευρολόγου- ψυχιάτρου για το επίπεδο συνείδησης κατά τον Ιούνιο του έτους 2002 του Γ. Ε., αλλά και στις από 23-3-2010 και 12-5-2011 ιατροδικαστικές εκθέσεις του Σ. Μ. Ειδικού Ιατροδικαστή Δ' Τάξεως της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Κρήτης, οι οποίες στηρίχθηκαν κυρίως στις εκδοθείσες κατά τον προεκτεθέντα τρόπο βεβαιώσεις των Η. Μ., Β. Π. και Δ. Μ. και σύμφωνα με τις οποίες κατά το χρόνο σύνταξης της επίμαχης ιδιόγραφης διαθήκης στις 18-6-2002 ο διαθέτης έπασχε από νόσο εγκεφάλου (ψυχική και οργανική), η οποία περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βουλήσεώς του και καθιστούσε αυτόν δικαιοπρακτικά ανίκανο να προβαίνει σε δικαιοπραξίες, αναιρούνται από το περιεχόμενο α) της με ημερομηνία 31-8-2006 ψυχιατρικής έκθεσης που συνέταξε ο ψυχίατρος Β. Α., Αναπληρωτής Καθηγητής Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, σύμφωνα με την οποία "ο Γεώργιος Δημ. Ε. δεν έπασχε από ψυχική διαταραχή και δεν ενεφάνιζε διαταραχές των νοητικών λειτουργιών, οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν δια μέσου νοσηρού ιδεασμού ή νοητικής ανεπάρκειας την ικανότητά του να εκτελέσει διαθήκη στις 18 Ιουνίου 2002, διέθετε πλήρη ψυχοδιανοητική ικανότητα να συντάξει με ελεύθερη βούληση τη διαθήκη με την οποία κατέλειπε την περιουσία του στην Κ. (Κ.), κόρη του πρώτου εξαδέλφου του Γ. Ι. Ε., η εκτέλεση της διαθήκης συνιστά ενέργεια λογική, η οποία πραγματοποιήθηκε με πλήρη επίγνωση και στάθμιση των συνεπειών της, η συμπτωματολογία του AIDS, αν και δεν συνεπάγεται νοητικές διαταραχές ή ψυχωσικές εκδηλώσεις παρά μόνο στα τελικά στάδια και σε περιορισμένο αριθμό ασθενών, εκδηλώθηκε δύο περίπου μήνες μετά τη σύνταξη της διαθήκης στις 18-6-2002", β) της με ημερομηνία 20-9-2006 ψυχιατρικής έκθεσης της Μ. Τ.-Μ., Διευθύντριας του Ψυχιατρικού Τομέα του Γενικού Νοσοκομείου Χανίων σύμφωνα με την οποία ο Γ. Ε. κατά το χρόνο που συνέταξε τη συγκεκριμένη διαθήκη δεν εμφάνιζε διαταραχή των νοητικών του λειτουργιών και διέθετε πλήρη ψυχοδιανοητική ικανότητα, γ) της με ημερομηνία 31-3-2009 ιατροδικαστικής γνωμοδότησης του Α. Π., Ειδικού Ιατροδικαστή, Προϊσταμένου της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Κρήτης σύμφωνα με την οποία ο Γ. Ε. δεν έπασχε από διαταραχές προσανατολισμού, σκέψης, κρίσης, μνήμης, βούλησης κ.α και είχε απολύτως δικαιοπρακτική ικανότητα (σύνταξη διαθήκης στην προκειμένη περίπτωση) όχι μόνο κατά την 18-6-2002, αλλά και για δύο περίπου ακόμη μήνες, κυρίως δε από το περιεχόμενο της πραγματογνωμοσύνης που συνέταξαν οι ορισθέντες με την υπ' αριθμ. 433/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου πραγματογνώμονες Γ. Σ. - Χ., ειδικός παθολόγος και Γ. Γ., Ψυχίατρος Επιμελητής Α' της Ψυχιατρικής Κλινικής του ΓΝΝ Χανίων, οι οποίες κατέληξαν στο συμπέρασμα ο πρώτος ότι "την περίοδο που συντάσσεται η ιδιόχειρη διαθήκη στις 18/6/2002 δεν αποδεικνύεται ότι ο εκλιπών έπασχε από οργανικό ψυχοσύνδρομο. Οι δικαιοπρακτικές ικανότητες του εκλιπόντος, η κρίση του, η βούληση του και η πνευματική του διαύγεια είναι άρτια. Είχε πλήρη επίγνωση των πράξεών του και των επιθυμιών του μέχρι τις αρχές του φθινοπώρου του 2002. Η βαρεία εγκεφαλοπάθεια τεκμηριωμένα εκδηλώνεται το φθινόπωρο και νοσηλεύεται για να καταλήξει τον Ιανουάριο του 2003" και ο δεύτερος ότι κατά την κρίσιμο περίοδο, ήτοι γύρω από την 18-6-2002 δεν αποδεικνύεται ότι ο Γ. Ε. ήταν ψυχωσικό άτομο και ότι η δικαιοπρακτική του ικανότητα, η κρίση και η βούλησή του αρχίζουν να προσβάλλονται από το φθινόπωρο του έτους 2002. Κατόπιν, τούτων και εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι ο διαθέτης Γ. Ε. του Δ. κατά την σύνταξη της από 18 Ιουνίου 2002 διαθήκης του ήταν ανίκανος να την συντάξει επειδή δεν είχε συνείδηση των πράξεών του, ήτοι τη δύναμη να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της ανωτέρω διαθήκης, καθώς και την ικανότητα να συλλάβει τη σημασία των επί μέρους διατάξεων της ή ότι έπασχε από κάποια ψυχική ή διανοητική διαταραχή, που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βουλήσεώς του και δεν του επέτρεπε τον ελεύθερο προσπορισμό της βουλήσεως του με λογικούς υπολογισμούς η αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, απέρριψε την ένδικη αγωγή των αναιρεσειουσών, με την οποία οι τελευταίες εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, ζητούσαν να αναγνωρισθεί ως άκυρη η επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη του, λόγω ανικανότητας του διαθέτη προς σύνταξη διαθήκης κατά τον κρίσιμο χρόνο της συντάξεώς της. ΙΙΙ. Με τον πρώτο, από το άρθρο 559 αρ. 1 εδ. β' του ΚΠολΔ., λόγο του αναιρετηρίου υποστηρίζεται ότι με τις προπαρατεθείσες παραδοχές του το Εφετείο και δη ότι ο διαθέτης Γ. Ε. του Δ., που απεβίωσε την 15-1-2003, παρά την λεπτομερώς στην απόφαση αναφερόμενη κατάσταση της υγείας του, ήταν ικανός κατά τον χρόνο συντάξεως της επίδικης διαθήκης (18-6-2002) για τη σύνταξή της, έχοντας συνείδηση των πράξεών του και βρισκόμενος σε ψυχική και διανοητική κατάσταση που δεν περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, παραβίασε (το Εφετείο) τα διδάγματα της κοινής πείρας, σύμφωνα με τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειουσών, α) κάθε ψυχική ασθένεια παρουσιάζει διάφορα στάδια εκδήλωσης και εξέλιξής της και ουδέποτε εμφανίζεται απ' ευθείας σε οξεία μορφή, δεν μπορεί δε κάποιος που τίθεται σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης, όπως, εν προκειμένω ο διαθέτης την 14-10-2002, να είναι ψυχικά και πνευματικά υγιής τέσσερις μήνες προτού τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση (σύνταξη διαθήκης 18-6-2002), ή, πριν παρέλθουν τρεις μήνες (από τη σύνταξη της διαθήκης), να διαγιγνώσκεται ότι πάσχει από βαρεία εγκεφαλοπάθεια συνεπεία ιού HIV (AIDS), από τον οποίο υπέφερε πολύν καιρό πριν (τέλη 2001), β) η συμμετοχή στις συναλλαγές (π.χ. αγορά αυτοκινήτου, στην οποία προέβη ο διαθέτης στα τέλη Νοεμβρίου 2001, και η οδήγηση αυτοκινήτου δεν αποτελούν ούτε καν ένδειξη δικαιοπρακτικής ικανότητας κάποιου, της ψυχικής ή της διανοητικής του υγείας ή της συνείδησής των πράξεών του, κάποιος δε που πάσχει από σχιζοφρένεια, μανιοκατάθλιψη ή άλλη βαριά ψύχωση ή από άνοια δεν στερείται κατ' αρχήν της ικανότητας να οδηγεί αυτοκίνητο, πολλώ δε μάλλον όταν πολλές ψυχικές ασθένειες της κατηγορίας των ψυχώσεων παρουσιάζουν ύφεση σε ορισμένες περιόδους, που επιτρέπουν τη δραστηριοποίηση του ατόμου, ενώ η ψυχική ασθένεια δεν υποδηλώνει αφ' εαυτής ότι ο πάσχων δεν μπορεί να οδηγεί αυτοκίνητο, να μετάσχει στις συναλλαγές κ.λ.π., και γ) άνθρωπος ενήλικος, ηλικίας 40 ετών, όπως εν προκειμένω ο διαθέτης, με επαρκείς κοινωνικές συναλλαγές κ.λ.π., δεν θα πειθόταν σε πράξη ή παράλειψη, στις οποίες στην αρχή αρνιόταν με επιμονή να προβεί, από "παιδαριώδεις ψευδολογίες" (συνέπειες μη ψηφοφορίας στις εκλογές), ενώ ένας τέτοιος άνθρωπος που πείθεται στην πιο πάνω συμπεριφορά από "παιδιάστικες και ψευδείς δικαιολογίες" προφανώς αδυνατεί να σταθμίσει ελεύθερα και λογικά τη βούλησή του και πάσχει από σοβαρή ψυχική ή διανοητική διαταραχή κ.λ.π., καθόσον μάλιστα είναι κοινώς γνωστές οι μη συνέπειες της αποχής από την ψηφοφορία στις εκλογές. Τα επικαλούμενα όμως αυτά και φερόμενα ως παραβιασθέντα διδάγματα της κοινής πείρας δεν αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου και εν προκειμένω την κρίσιμη διάταξη του άρθρου 1719 εδ. α' περ. 3 του ΑΚ (ανωτ. υπό Ι) ούτε την υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στον κανόνα αυτόν, αλλά χρησιμεύουν ενδεχομένως για την εκτίμηση των αποδείξεων, για το αν δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση ο διαθέτης κατά τον χρόνο συντάξεως της επίδικης διαθήκης είχε ή δεν είχε συνείδηση των πράξεών του και βρισκόταν ή όχι σε ψυχική και διανοητική κατάσταση που να περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, ώστε να κριθεί η (αν-) ικανότητά του προς σύνταξη της διαθήκης. Επομένως και σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη και το άρθρο 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ ο εξεταζόμενος αυτός πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και απορριπτέος. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες (ανωτ. υπό ΙΙ) παραδοχές του Εφετείου, το δικαστήριο διαλαμβάνει στο αιτιολογικό του, στην ελάσσονα δηλ. πρόταση του νομικού του συλλογισμού, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, εκθέτοντας τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τις αποδείξεις και τα οποία στην ένδικη περίπτωση δεν καλύπτουν το πραγματικό του οικείου κανόνα ουσιαστικού δικαίου (ειρημένη διάταξη άρθρου 1719 εδ. α' περ. 3 του ΑΚ), την έννομη συνέπεια του οποίου (ακυρότητα διαθήκης) αρνήθηκε το Εφετείο, προσδιορίζοντας ειδικότερα και δεχόμενο ότι τόσον η συμπτωματολογία του ιού του AIDS (βαρεία εγκεφαλοπάθεια), από τον οποίο έπασχε ο διαθέτης, όσον και η προσβολή της δικαιοπρακτικής του ικανότητας, της κρίσης και της βούλησής του εκδηλώθηκαν στις αρχές του Φθινοπώρου του έτους 2002, ήτοι τρεις περίπου μήνες μετά την σύνταξη της διαθήκης (18-6-2002), κατά τον χρόνο της οποίας ο διαθέτης είχε συνείδηση των πράξεών του και βρισκόταν σε ψυχική και διανοητική κατάσταση που δεν περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Επομένως και ο δεύτερος, από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. IV. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου (άρθρ. 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), και να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).- ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5-2-2014 αίτηση των Ά. Ε. και Ε. Ε. για αναίρεση της υπ' αριθμ. 258/2013 απόφασης του Εφετείου Κρήτης. Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος παραβόλου. Και Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Δεκεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Διαθήκη ιδιόγραφη. Ακυρότητα λόγω ανικανότητας του διαθέτη να συντάξει διαθήκη και εξαιτίας ελλείψεως της συνειδήσεως ή επειδή βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Κρίση ότι δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές. Απαράδεκτος ο λόγος από τον αρ 1 περ. β (παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας) και αβάσιμος ο από τον αρ. 19 άρθρο 559 ΚΠολΔ (Επικυρώνει ΕφΚρ 258/2013).
Διαθήκης ακύρωση
Διαθήκης ακύρωση.
0
Αριθμός 2246/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Τoυ αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ε. χας Α. Κ., το γένος Κ. Κ., 2)Ι. Κ. του Α., κατοίκων αμφοτέρων …, και 3) νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "Ιερά Κοινοβιακή Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης" που εδρεύει στην Παλαιά Πεντέλη Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Οι 1η και 2η εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Κωνσταντίνα Κατσίφα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και το 3ο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ματθαίο Βαραγγούλη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4/11/2009 αγωγή και την από 2/2/2010 προσεπίκληση των 1ης και 2ης των ήδη αναιρεσιβλήτων καθώς και την από 14/4/2010 πρόσθετη παρέμβαση του 3ου ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2709/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 2972/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το Ελληνικό Δημόσιο με την από 15/10/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 30/9/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του 3ου αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 Παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ.1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 (Πανδ. 18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής στην προκείμενη περίπτωση, κατ' άρθρον 51 Εισ. Ν.Α.Κ., μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν ασκήσεως νομής, ως τέτοιας νοούμενης της άσκησης σ' αυτό εμφανών και συνεχών πράξεων που εκδηλώνουν βούληση εξουσίασης του νομέα πάνω στο ακίνητο, όπως καλλιέργεια, εκμίσθωση, εποπτεία, φύλαξη και άλλες πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση του ακινήτου, με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, γεγονός που συνάγει το δικαστήριο της ουσίας, ενόψει της φύσης της καλής πίστης ως ενδιάθετης κατάστασης, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12 πανδ. (5.8), 27 πανδ. (18.1), από περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, και διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 974 και 1045 ΑΚ προκύπτει ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση φυσικής εξουσίας πάνω στο πράγμα με διάνοια κυρίου επί συνεχή εικοσαετία. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21.6/13.7-1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", συνάγεται ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, όπως είναι και τα δάση, τα οποία είναι εθνικά (εκτός των διαλαμβανομένων στα άρθρα 1 και 2 του από 17-11/1-12-1836 Β. Δ/τος, τα οποία θεωρούνται ως ιδιωτικά υπό τις στο άρθρο 3 του εν λόγω Β. Δ/τος προϋποθέσεις), εφόσον η τριακονταετής νομή τους είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου" που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926 και του άρθρου 21 του ν. δ. της 22.4/16-5-1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π", που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν. ν. 1539/1938 "περί προστασίας τον δημοσίων κτημάτων" και διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 Εισ.Ν. ΑΚ., με τις οποίες διατάξεις ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, άρα και η χρησικτησία πάν σ' αυτά. Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχε νόμιμη βάση όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δ. αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και έτσι δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Ως ζητήματα δε, σε σχέση με τα οποία η έλλειψη, η αντιφατικότητα ή η ανεπάρκεια των αιτιολογιών στερεί από νόμιμη βάση την απόφαση, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, όχι όμως και οι ελλείψεις που αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρ. 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ειδικότερα αναφέρονται στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, αρκεί μόνο το πόρισμα να εκτίθεται με σαφήνεια. Η απόφαση που αναγνωρίζει κυριότητα σε ακίνητο από έκτακτη χρησικτησία για να μη στερείται νομίμου βάσεως πρέπει να αναφέρει στο αιτιολογικό της μεταξύ των άλλων στοιχείων της χρησικτησίας και τις πράξεις του νομέα ή του αντιπροσώπου του, που συνιστούν την επί του πράγματος άσκηση της νομής του, καθώς και την καλή πίστη του νομέα, αν εμπίπτει στον χρόνο ισχύος του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων εκτίμησή του, τα εξής ουσιώδη αναφορικά με την ένδικη αναγνωριστική κυριότητος αγωγή των αναιρεσιβλήτων, πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει της υπ' αριθμ. .../18.9.1980 πράξης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών Αλέξανδρου Ζιάκα, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, περιήλθε κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου στην Ε. χήρα Α. Κ. και κατά ποσοστό 3/4 στην Ι. Κ. του Α., ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αποβιώσαντος στις 7.6.1980 Α. Κ. του Ε., συζύγου της πρώτης ενάγουσας και πατέρα της δεύτερης, μεταξύ άλλων, και ένα αγροτεμάχιο εκτάσεως 1.000 τ.μ. περίπου, κείμενο στη θέση "Προφήτης Ηλίας" Μελισσιών Αττικής. Το ακίνητο αυτό εμφαίνεται με τον αριθμό 53/272 και δη με τον αριθμό 5 του … Οικοδομικού Τετραγώνου στο από 26.6.1975 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Γ. Μ., που προσαρτάται στο υπ' αριθμ. .../27.6.1975 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αλέξανδρου Δημόπουλου, και συνορεύει (...). Στον δικαιοπάροχο των προαναφερομένων Α. Κ. περιήλθε το ως άνω ακίνητο λόγω αγοράς από την Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Πεντέλης δυνάμει του υπ' αριθμ..../27.6.1975 συμβολαίου συμβιβαστικής πωλήσεως του συμβολαιογράφου Αθηνών Αλέξανδρου Δημόπουλου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, σε συνδυασμό και με την υπ' αριθμ. 383/2.4.1978 πράξη εξοφλήσεως τιμήματος και άρσης διαλυτικής αίρεσης, που έχει μεταγραφεί νόμιμα. Κατά νεότερη δε καταμέτρηση του ακινήτου αυτού στο από Σεπτεμβρίου 2008 σχεδιάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Θεόδωρου Κωστόπουλου, το οποίο προσκομίζεται από τις ενάγουσες, αυτό είναι συμβατό ως προς το σχήμα, τα όρια και το εμβαδόν του ακινήτου προς τις αντίστοιχες καταχωρήσεις στο κτηματολογικό διάγραμμα αυτού. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 13α του Ν.2664/1998, το ακίνητο αυτό έχει έκταση 992,07 τ.μ., βρίσκεται στη θέση Προφήτης Ηλίας Μελισσιών, κείται εκτός σχεδίου πόλεως και εμφαίνεται με τον αριθμό 53/272 του … Οικοδομικού Τετραγώνου, με τα στοιχεία ΑΒΓΔΕΑ (...). Το αγροτεμάχιο αυτό ο δικαιοπάροχος των εναγουσών είχε καταλάβει και κατείχε τουλάχιστον από το έτος 1954 και κατά καιρούς ζητούσε προφορικά και εγγράφως με την υπ'αριθμ.68/14.2.1975 αίτηση του προς το Ηγούμενο συμβούλιο της Ιεράς Μονής τη συμβιβαστική προς αυτόν εκ μέρους της Ιεράς Μονής μεταβίβαση του επιδίκου αντί ευλόγου και δικαίου τιμήματος. Για τη μεταβίβαση αυτή του επιδίκου ακινήτου από την Ιερά Μονή Πεντέλης προς τον άμεσο δικαιοπάροχο των εναγουσών προηγήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις και ειδικότερα: α) με την υπ' αριθμ. πρωτ. 39949/21.7.1953 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας άρθηκαν οι απαγορεύσεις του Ν.2148/1952 και επιτράπηκε στην Ιερά Μονή Πεντέλης η πώληση 72 στρεμμάτων στην περιοχή της Νέας και Παλαιάς Πεντέλης, β) με την υπ' αριθμ. Ε/II 836 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας εγκρίθηκε η πώληση έκτασης 85 στρεμμάτων στην περιοχή Πάτημα Προφήτου Ηλία Νέας Πεντέλης, γ) με την υπ' αριθμ. πρωτ. 317/1539/979/27.3.1970 απόφαση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας- περί συμβιβαστικής εκποιήσεως- που εγκρίθηκε νόμιμα με την υπ' αριθμ. Α870/10.3.1975 απόφαση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και δόθηκε η κατά νόμο άδεια με την υπ' αριθμ. 2/10.4.1975 απόφαση του Κ.Δ.Σ. ΟΔΔΕΠ και δ) με την υπ' αριθμ. 5883/11.2.1970 απόφαση του Νομάρχη Αττικής, ενώ κατεβλήθησαν στο Ταμείο Γενικών Εσόδων τα νόμιμα τέλη υπέρ του Ειδικού Ταμείου Εποικισμού. Στο ίδιο συμβόλαιο δηλώθηκε από τους συμβαλλόμενους ότι δεν πρόκειται περί δάσους ή δασικής έκτασης και δεν υπάγεται στην αναδασωτέα περιοχή του λεκανοπεδίου Αττικής, η οποία καθορίστηκε με την υπ' αριθ. 108424/13.9.1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, κείται εκτός σχεδίου πόλεως και πρόκειται περί αγροτεμαχίου. Η επίδικη έκταση αποτελεί τμήμα ενός πολύ μεγάλου κτήματος της Ιεράς Μονής Πεντέλης ονομαζόμενου "Γεροτσακούλι" ή "Χεροτσακούλι", εκτάσεως χιλιάδων στρεμμάτων, το οποίο περιελάμβανε κυρίως δάση και δασότοπους, αλλά και βοσκήσιμες και καλλιεργήσιμες γαίες καθώς και αγρούς και συνόρευε ανατολικά από τη Ραφήνα μέχρι το χωριό Νέα Μάκρη στη θέση Πλαίσια ή Πλέστι με θάλασσα, βόρεια με την κορυφογραμμή του Πεντελικού όρους, νότια με τις θέσεις "Γαργητός", "Κάντζα", "Χαρβάτι", "Ντράφι" και "Πικέρμι" και με την οδό Μεσογείων μέχρι Ραφήνα και δυτικά με τα όρια της ιδιοκτησίας της Μονής Πετράκη στις τοποθεσίες Κοκκιναράς και Παλαιός Άγιος Ιωάννης (Παληάγιαννης) και με το δρόμο από το Μαρούσι προς Μεσόγεια, συμπεριλαμβανομένων των θέσεων Πηγή Μελισσιών, Μελίσσια, Αγία Μαρίνα και Βριλήσσια. Μεγάλο τμήμα του κτήματος αυτού η Ιερά Μονή Πεντέλης απέκτησε το έτος 1578 κατά την ίδρυση της από δωρεές Χριστιανών και το υπόλοιπο τμήμα κατά το έτος 1600 περίπου από ένα Οθωμανό από την Κάρυστο, ονομαζόμενο Καγκάδη με τίτλους αγοραπωλησίας, οι οποίοι όμως καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Καθόλο αυτό το χρονικό διάστημα η άνω Μονή ασκούσε φυσική εξουσία επί του άνω κτήματος χωρίς να ενοχληθεί από κανένα. Αλλά και μετά τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους η Μονή εξακολουθούσε αδιάκοπα και αδιατάρακτα να ασκεί τη φυσική εξουσία επ' αυτού με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη, διενεργώντας όλες τις διακατοχικές πράξεις που αρμόζουν στη φύση του. Συγκεκριμένα είχε φύλακες για να το φυλάσσουν, δημοπρατούσε την υλοτομία των δένδρων που υπήρχαν σ'αυτό, συνέλεγε ρητίνη από τα πεύκα ή εκμίσθωνε το δικαίωμα ρητινο συλλογή ς σε διάφορους μισθωτές, εκμίσθωνε τα βοσκήσιμα τμήματα του κτήματος σε κτηνοτρόφους για βοσκή και τα καλλιεργήσιμα, κυρίως με αμπέλια, τμήματα σε καλλιεργητές για καλλιέργεια (ενδεικτικά αναφέρονται στην απόφαση αντίστοιχα μισθωτήρια συμβόλαια των ετών 1867, 1869, 1870-1874, 1876-1879, 1881, 1884, 1885, 1886, 1896, 1898, 1900, 1909, 1920, 1929, 1932, 1938, 1942, 1943). Τις προαναφερόμενες πράξεις η Ιερά Μονή Πεντέλης ασκούσε με διάνοια κυρίας, γιατί ενεργώντας με τα όργανα της, είχε τη θέληση να εξουσιάζει το ως άνω κτήμα για δικό της λογαριασμό, ως κυρία αυτού. Λόγω καταστροφής των τίτλων αγοράς του μείζονος ως άνω ακινήτου από τη Μονή Πεντέλης, με διαταγή της Ελληνικής Κυβερνήσεως συντάχθηκαν τα έτη 1836 και 1837 ως "μαρτυρικά" έγγραφα οι δύο Κώδικες που σώζονται μέχρι σήμερα, ο ένας από τους οποίους θεωρήθηκε τον Φεβρουάριο του έτους 1836 από τον Επαρχιακό Διευθυντή Αττικής, που δεν αποτελούν μεν τίτλους ιδιοκτησίας, έχουν όμως ιδιαίτερη αξία ως αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τις εκτάσεις που νεμόταν η Μονή (στις οποίες περιλαμβάνεται το άνω μείζον ακίνητο), διότι συντάχτηκαν από Δημόσια Υπηρεσία (την επιτροπή Β.Δ. της 1-12-1834) και με βάση τις μαρτυρίες των κατοίκων των πλησίον του κτήματος αυτού χωρίων, στο δεύτερο δε απ' αυτούς περιλαμβάνεται λεπτομερής περιγραφή των ορίων του κτήματος. Η ανωτέρω πεποίθηση των αρμοδίων οργάνων της Μονής ενισχύθηκε και από την συμπεριφορά του Ελληνικού Δημοσίου. Ειδικότερα στην κατάσταση πινάκων υλοτομίας του δάσους "Χεροτσακούλι" του Δασονομείου Αττικής αυτό αναφέρεται κατά τα έτη 1842-1844 ως διαφιλονικούμενο, το 1853 ως μοναστηριακό, τα έτη 1857, 1858, 1881 και 1882 ως εκκλησιαστικό, τα έτη 1875,1882-1883 ως εθνικό, το έτος 1866 με επιφύλαξη, τα έτη 1864-1865-1867-1869, 1874-1877-1879, 1883-1884 έως και 1901 ως ιδιόκτητο. Μέχρι τότε το Ελληνικό Δημόσιο δεν είχε ενοχλήσει τη Μονή στην άσκηση των πράξεων νομής, στις οποίες αυτή προέβαινε. Το 1884 η Μονή δώρησε στο Ελληνικό Δημόσιο μέρος του επίμαχου κτήματος εκτάσεως 1.377,325 στρεμμάτων και η δωρεά εγκρίθηκε με Βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ 45/3.2.1884). Το 1895 η Μονή διεκδίκησε την επιστροφή του δωρηθέντος και δικαιώθηκε με την υπ' αριθμ. 4033/1897 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, διότι κρίθηκε ότι η δωρεά ήταν άκυρη ελλείψει συμβολαιογραφικού εγγράφου. Η Μονή εγκαταστάθηκε εκ νέου στο εν λόγω τμήμα του κτήματος το έτος 1898. Το Δημόσιο ήγειρε αμφισβητήσεις για τα δικαιώματα της Μονής από το 1901 και εντεύθεν, όμως αργότερα, πριν την 11.9.1915 αποδέχθηκε την κυριότητα επί του ακύρως δωρηθέντος τμήματος του όλου ακινήτου με το υπ' αριθμ. .../1912 συμβόλαιο συμβιβασμού του συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Γρηγορόπουλου. Το έτος 1900 η Μονή άσκησε την από 20.8.1900 αγωγή ενώπιον του Πρωτοδικείου Αθηνών για προστασία της νομής της στο κτήμα "Χεροτσακούλι" κατά του Αλέξανδρου Σκουζέ, ο οποίος είχε κτήμα συνοδευόμενο με το ανωτέρω από το οποίο είχε υλοτομήσει κατά την αγωγή 100.000 πεύκα χωρίς δικαίωμα. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ'αριθμ.471/1903 απόφαση, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή κατά την ως άνω βάση της. Εξάλλου, από το υπ'αριθμ.πρωτοκ.137693/30.12.1941 έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας προς την Υπηρεσία Κρατικών Προμηθειών προκύπτει ότι ο Διευθυντής του εν λόγω Υπουργείου γνωστοποιεί στην πιο πάνω υπηρεσία ότι το δάσος "Χεροτσακούλι" ανήκει στην Ιερά Μονή Πεντέλης και, προκειμένου να γίνει εκμετάλλευση αυτού για τις ανάγκες του νοσοκομείου παίδων, πρέπει να ζητηθεί η συγκατάθεση της δασοκτήμονος Ιεράς Μονής. Για τις επί του άνω κτήματος (περιλαμβάνοντος, όπως αναφέρθηκε, το επίδικο) πράξεις νομής της Ιεράς Μονής Πεντέλης τουλάχιστον από το έτος 1836 μέχρι και τις 11-9-1915, αλλά και μεταγενέστερα, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση και τη διατήρηση της νομής αυτής δεν προσβάλλει δικαίωμα κυριότητας άλλου, σαφής είναι η κατάθεση τόσο του μάρτυρα των εφεσίβλητων- εναγόντων όσο και του μάρτυρα της εφεσίβλητης-προσθέτως παρεμβαίνουσας. Επομένως, η απώτερη δικαιοπάροχος των εφεσιβλήτων-εναγουσών Ιερά Μονή Πεντέλης, αφού νεμήθηκε με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, το ως άνω μείζον κτήμα, στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο, από τα μέσα του 16ου αιώνα, που, κατά τα προαναφερθέντα, περιήλθε σε αυτήν, μέχρι τη μεταβίβαση της εκτάσεως των 992,07 τ.μ. το έτος 1975 στον δικαιοπάροχο των εναγουσών Α. Κ., έγινε κυρία του κτήματος (και του επιδίκου) με έκτακτη χρησικτησία για την οποία, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ισχύσαντος πριν τον ΑΚ Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, απαιτείται επί χρονικό διάστημα τριάντα ετών συνεχώς νομή με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, την οποία αποτελεί η ειλικρινής πεποίθηση του νομέα ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ' ουσία το δικαίωμα κυριότητας άλλου επ' αυτού (...). Το γεγονός ότι για τα δασικά τμήματα του μείζονος κτήματος δεν τηρήθηκε η διαδικασία του από 17-11/1.12.1836 Β.Δ "περί ιδιωτικών δασών", δηλαδή δεν προσήχθησαν τίτλοι ιδιοκτησίας από την Ιερά Μονή Πεντέλης στην επί των Οικονομικών Γραμματεία εντός έτους από της δημοσιεύσεως του άνω β.δ/τος, είχε μεν ως συνέπεια να θεωρηθούν τα προαναφερόμενα τμήματα (δασικά) του μείζονος κτήματος ως εθνικά (δημόσια), αφού όμως η Ιερά Μονή Πεντέλης νεμήθηκε με καλή πίστη και το τμήμα αυτό (μαζί με το υπόλοιπο κτήμα) συνεχώς από τα μέσα του 16ου αιώνα μέχρι το έτος 1975, έγινε κυρία και αυτού του τμήματος με έκτακτη χρησικτησία, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην πιο πάνω νομική σκέψη, και επί δημοσίων κτημάτων ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, ,εφόσον η επ' αυτών τριακονταετής συνεχής νομή με καλή πίστη είχε συμπληρωθεί μέχρι την 11-9-1915, όπως εν προκειμένω συνέβη με τη νομή της Ιεράς Μονής Πεντέλης. Τις ανωτέρω πράξεις νομής η Ιερά Μονή εξακολούθησε να τις ασκεί συνεχώς με την πεποίθηση ότι ήταν κυρία μέχρι τις 27.6.1975 που μεταβίβασε στον Α. Κ., δικαιοπάροχο των εναγουσών, την έκταση των 1.000 τ.μ. και κατά νεότερη καταμέτρηση 992,07 τ.μ., ενώ το Ελληνικό Δημόσιο δεν αποδείχτηκε ότι προέβη σε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη αυτής. Εξάλλου, η κυριότητα της Ιεράς Μονής επί του δασοαγροκτήματος "Γεροτσακούλι" ουδέποτε αμφισβητήθηκε από το Δημόσιο μέχρι το έτος 1983, αλλά απεναντίας τούτο αντιμετώπιζε αυτό ως ιδιωτική έκταση που ανήκε στην Ι. Μονή, όπως προκύπτει από σειρά δημοσίων εγγράφων. Ειδικότερα α)στο από 30-12-1941 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών του Υπουργείου Γεωργίας προς την Υπηρεσία Κρατικών Προμηθειών ρητά μνημονεύεται ότι το δάσος "Γεροτσακούλι" ανήκει στην Ιερά Μονή Πεντέλης, β)με το από 28-5-1953 έγγραφο του το Δασαρχείο Πεντέλης απευθυνόμενο προς την Ι.Μονή ζητεί τη συγκατάθεση της για την διάνοιξη δρόμου και την υλοτομία πευκοδένδρων, γ)το υπ'αριθμ.634/200/25.7.1916 έγγραφο του Προτύπου Δασαρχείου Αττικής απευθύνεται επί λέξει "Προς τον ιδιοκτήτη του δάσους Χεροτσακούλι, Βουρβά, Γέρακα, Ηγουμενοσυμβούλιον της Ιεράς Μονής Πεντέλης" περί προστατευτικών λωρίδων κατά της πυρκαγιάς, δ)στο υπ'αριθμ.πρωτοκ.4560/21.8.1918 έγγραφο του Δασαρχείου Αττικής που απευθύνεται προς την Ιερά Μονή Πεντέλης και με το οποίο αποστέλλεται προς αυτή σχέδιο απαγορευτικής διατάξεως σχετικά με δασική έκταση ιδιοκτησίας της, η οποία βρίσκεται στην πλευρά του Πεντελικού που στρέφεται προς το λεκανοπέδιο Αθηνών, για να εκφέρει γνώμη, ε) με την υπ'αριθμ.77782/12.4.1944 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας με την οποία αίρεται η επίταξη του καμμένου μη δασικού δάσους ιδιοκτησίας της Ιεράς Μονής Πεντέλης, στ)στην υπ' αριθμ. πρωτοκ. 137.693/30.12.1941 επιστολή του Υπουργείου Γεωργίας προς την Υπηρεσία Κρατικών προμηθειών (Γραφείο Τροφίμων), με την οποία ο Διευθυντής του Υπουργείου γνωστοποιεί στην Υπηρεσία αυτή ότι το δάσος "Γεροτσακούλι" ανήκει στην Ιερά Μονή Πεντέλης και προκειμένου να γίνει εκμετάλλευση του δάσους για τις ανάγκες του Νοσοκομείου Παίδων πρέπει να ζητηθεί από αυτό η συγκατάθεση της δασοκτήμονος Ιεράς Μονής, ζ)στην υπ' αριθμ. πρωτοκ. 64010/7.8.1942 επιστολή του Υπουργείου Γεωργίας προς τον Δασάρχη Αναδασώσεων, με την οποία του γνωστοποιεί την τροποποίηση της προβλεπόμενης σειράς υλοτομίας τμημάτων του Μοναστηριακού Δάσους Πεντέλης, η)στο υπ'αριθμ.πρωτοκ.606/26.1.1942 διαβιβαστικό έγγραφο του Δασαρχείου Πεντέλης προς την Ιερά Μονή, με το οποίο της κοινοποιήθηκε η υπ' αριθμό 137.363/10.1.1942 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας, με την οποία επιτάχθηκε το δάσος Γεροτσακούλι περιφέρειας Αττικής, ιδιοκτησίας της Ιεράς Μονής, μέχρι την 1.5.1942, υπέρ της Υπηρεσίας Κρατικών Προμηθειών προς χρήση του Νοσοκομείου Παίδων "Η Αγία Σοφία", με μίσθωμα δι'οκάν καυσόξυλων τρεις (3) δραχμές, θ)στην υπ'αριθμ. πρωτοκ. 1326/28.5.1953 επιστολή του Δασάρχη Πεντέλης προς την Ιερά Μονή, με την οποία ερωτάται η τελευταία αν είναι σύμφωνη για διάνοιξη δρόμου και υλοτομία πεύκων, ι) στην με αριθμ.πρωτοκ.39949/21.7.1953 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας με την οποία επετράπη στην Ιερά Μονή η πώληση 72 στρεμμάτων κείμενων στην περιοχή Νέας και Παλαιάς Πεντέλης, ια) στην υπ'αριθμ.πρωτοκ.123.576/5.8.1955 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας, με την οποία χορηγήθηκε στην ιερά Μονή η άδεια να πωλήσει δασική έκταση 270 στρεμμάτων κειμένων στη θέση Αγία Βαρβάρα - Γεροτσακούλι της περιφέρειας της Κοινότητας Ραφήνας, στην απόφαση δε αυτή επισυνάπτονται οι προηγηθείσες αυτής από 1.4.1955 και 2.8.1955 γνωμοδοτικές εκθέσεις της κατά Νόμον Επιτροπής εξ ανωτάτων υπηρεσιακών παραγόντων του Υπουργείου Γεωργίας, Παιδείας και Οικονομικών, στις οποίες γίνεται λόγος περί δάσους της Μονής Πεντέλης, και ιβ) στην υπ' αριθμ. πρωτοκ. Ε/11.836/24.3.1960 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας, με την οποία χορηγήθηκε στην Ιερά Μονή η άδεια να πωλήσει διάφορες δασικές εκτάσεις πολλών στρεμμάτων κειμένων σε διάφορες θέσεις της Κοινότητας Πεντέλης, όπως Μαγειρίνα-πάτημα Προφήτη Ηλία και Μαντριά Καπράλου. Τέλος, από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι η περιοχή, εντός της οποίας βρίσκεται το επίδικο, ήταν ανέκαθεν αγροτική, επίπεδη και εκαλλιεργείτο με δημητριακά και αμπέλια. Ήταν ανέκαθεν αγρός, ουδέποτε είχε δασικό χαρακτήρα και η ύπαρξη ενός και μόνον πεύκου δεν αρκεί καθεαυτή να προσδώσει στο εν λόγω ακίνητο την ιδιότητα του δάσους, ως μη αποτελούσα οργανική ενότητα, με την έννοια που έχει ήδη αναπτυχθεί στην αντίστοιχη νομική σκέψη της παρούσας, οι δε μικροί θάμνοι δεν παράγουν δασικά προϊόντα κατόπιν δασικής εκμετάλλευσης. Εξάλλου και το εναγόμενο ουδέποτε αμφισβήτησε μέχρι το 2003 ότι ήταν αγρός. Τότε το πρώτον ισχυρίσθηκε ότι είναι δασική έκταση και, με βάση το μαχητό τεκμήριο κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, υπέβαλε την υπ' αριθ. πρωτοκ. 25893/13.1.2003 ένσταση κατά των αναρτηθέντων στοιχείων κτηματογράφησης του Ο.Κ.Χ.Ε. στο Κτηματολογικό Γραφείο Αμαρουσίου για το Δήμο Μελισσιών για την παραπάνω έκταση με ΚΑΕΚ ... εμβαδού 992,07 τ.μ. Τις ανωτέρω διακατοχικές πράξεις, ως προαναφέρθηκε, εξακολούθησε να ασκεί συνεχώς η Ιερά Μονή Πεντέλης με την πεποίθηση ότι ήταν κυρία μέχρι το έτος 1975, που μεταβίβασε το επίδικο στον άμεσο δικαιοπάροχο των εναγουσών Α. Κ.. Ο τελευταίος από το έτος αυτό και οι ενάγουσες από το έτος 1980 όταν περιήλθε σε αυτές το επίδικο, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού, συνεχώς μέχρι την άσκηση της αγωγής νέμονταν το επίδικο με διάνοια κυρίου, καλή πίστη δηλαδή χωρίς βαριά αμέλεια έχοντας την πεποίθηση ότι απέκτησαν την κυριότητα και με βάση τους πιο πάνω τίτλους τους. Συγκεκριμένα το επισκέπτονταν, το καθάριζαν και το επέβλεπαν, ενώ το Ελληνικό Δημόσιο δεν προέκυψε ότι προέβη σε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη. Έτσι οι ενάγουσες έγιναν συγκυρίες του άνω επιδίκου ακινήτου κατά τα αναφερόμενα ποσοστά κυριότητας τόσον παραγώγως όσον και πρωτοτύπως (τακτική και έκτακτη χρησικτησία), αφού νεμήθηκαν αυτό με τα άνω προσόντα πέραν της εικοσαετίας". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί, τα ίδια, δέχθηκε την ένδικη αναγνωριστική αγωγή των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων και αναγνώρισε τις τελευταίες συγκυρίες του επιδίκου κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου την καθεμιά. Από τις προπαρατεθείσες παραδοχές του Εφετείου προκύπτει ότι το δικαστήριο περιέχει στην απόφασή του τις πράξεις νομής, τις διακατοχικές δηλ. πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση του ακινήτου και εκδηλώνουν τη βούλησή του νομέα να εξουσιάζει το ακίνητο, τις οποίες η απώτερη δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων Ι.Μ. Πεντέλης από της αποκτήσεως του επιδίκου ακινήτου, εκτάσεως 992,07 τ.μ., ως τμήματος του περιγραφομένου μείζονας ακινήτου (1578-1600), μέχρι την κατά το έτος 1975 μεταβίβασή του στον άμεσο δικαιοπάροχο των (αναιρεσιβλήτων-εναγουσών δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ' αριθμ. .../1975 συμβολαίου, ασκούσε στο επίδικο τμήμα, ως ανέκαθεν καλλιεργήσιμον αγρό, το οποίο εφύλασσε, μαζί με τη μείζονα έκταση, δια φυλάκων και επέβλεπε, και εκμίσθωνε σε τρίτους κτηνοτρόφους τα βοσκήσιμα τμήματά του και σε καλλιεργητές τα καλλιεργήσιμα, για καλλιέργεια, κυρίως με αμπέλια και δημητριακά, καθώς (περιέχει το Εφετείο) και τις πράξεις νομής που ο δικαιοπάροχος των αναιρεσιβλήτων Α. Κ. σύζυγος της πρώτης και πατέρας της δεύτερης των αναιρεσιβλήτων, ασκούσε στο επίδικο τμήμα από την κατά τα ανωτέρω απόκτησή του (1975) μέχρι τον θάνατό του (1980), έκτοτε δε οι αναιρεσίβλητες, στις οποίες περιήλθε το επίδικο δυνάμει της αναφερόμενης και νομίμως μεταγεγραμμένης πράξεως αποδοχής κληρονομίας του Α. Κ.υ, οι οποίοι επισκέπτονταν και επέβλεπαν το επίδικο, το οποίο, και καθάριζαν, μέχρι την άσκηση της αγωγής, και του οποίου άλλωστε(επιδίκου) οι αναιρεσίβλητες και ο ειρημένος άμμεσος δικαιοπάροχος τους είχαν γίνει κύριοι ήδη με παράγωγο τρόπο, κατά τα προεκτεθέντα. Περιέχει δε περαιτέρω το Εφετείο και τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η καλή πίστη, ως στοιχείο της χρησικτησίας υπό το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, η ειλικρινής δηλαδή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του ακινήτου δεν προσβάλλεται κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, την οποία (καλή πίστη) δέχεται το δικαστήριο ως υπάρχουσα στην δικαιοπάροχο των (αναιρεσιβλήτων Ι.Μ. Πεντέλης καθ' όλον τον προαναφερθέντα χρόνο νομής, όπως (τέτοια περιστατικά) είναι κυρίως η έναντι της Μονής συμπεριφορά του ίδιου του Ελληνικού δημοσίου, το οποίο όχι μόνο δεν είχε αντιδράσει ποτέ στην μακρόχρονη, εμφανή νομή της Μονής και την εκμετάλλευση από την τελευταία του μείζονος ακινήτου και του επίδικου τμήματος του (δημοπρατήσεις, εκμισθώσεις καλλιέργειες), αλλά αναγνώριζε και μη πράξεις των δικών του οργάνων την Ι.Μ. Πεντέλης ως νομέα και κυρία του ακινήτου, όπως η σύνταξη, με εντολή της Ελληνικής Κυβέρνησης των δυο Κωδικών-μαρτυρικών εγγράφων των ετών 1836 και 1837 που προαναφέρθηκαν, η κατάσταση πινάκων υλοτομίας του Δασονομείου Αττικής, που επίσης προαναφέρθηκε, η δωρεά προς το Ελληνικό δημόσιο εκ μέρους της Μονής εκτάσεως 1377,325 στρεμμάτων εν έτει 1884 κ.λπ., και η εν γένει αδιατάρακτη νομή της Ι.Μονής επί του επιδίκου επί αιώνες, μέχρι το έτος 2003, οπότε το ελληνικό δημόσιο αμφισβήτησε για πρώτη φορά την κυριότητά των αναιρεσιβλήτων και των δικαιοπαρόχων τους, κατ' ουσίαν δηλαδή της Ι.Μ Πεντέλης, ισχυριζόμενο ότι το επίδικο ήταν δασική έκταση και ως τέτοια ανήκει στην κυριότητά του. Η επίκληση άλλωστε από το αναιρεσείον της ιδιότητας του επίδικου ως δασικής έκτασης δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, ενόψει του ότι κατά τις παραδοχές του Εφετείου η Ι.Μ Πεντέλης ενέμετο το ακίνητο με καλή πίστη επί τριακονταετία κα πλέον μέχρι των 11-9-1915, οπότε και είχε γίνει κυρία του ακινήτου και από την εκδοχή ακόμη της τυχόν δασικής του μορφής, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη. Επομένως τα αντίθετα που υποστηρίζει το αναιρεσείον Ελληνικό δημόσιο, με τους δυο, από το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, λόγους της αιτήσεώς του, ότι δηλ. το Εφετείο δεν διαλαμβάνει στην απόστασή του επαρκείς αιτιολογίες ως προς τις πράξεις νομής και την καλή πίστη των δικαιοπαρόχων των αναιρεσιβλήτων, ιδίως δε της Ι.Μ Πεντέλης, επί του επιδίκου, είναι αβάσιμα. Πρέπει επομένως να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστεί το αναιρεσείον Ελληνικό δημόσιο στη δικαστική δαπάνη του τρίτου των αναιρεσιβλήτων, που παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέβαλε σχετικό αίτημα (άρθρο 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ και 22 ν. 3693/1957), όπως ορίζεται στο διατακτικό. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 15-10-2013 αίτηση του Ελληνικού δημοσίου για αναίρεση της υπ' αριθμ. 2972/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη του τρίτου των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 2 Δεκεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Απόκτηση κυριότητας ακινήτου - δασικής έκτασης με χρησικτησία, που συμπληρώθηκε μέχρι την 15-9-1915. Σχετικές διατάξεις. Έννοια νομής και καλής πίστης κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Αβάσιμοι οι λόγοι αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ (Επικυρώνει ΕφΑθ 2972/13).
Χρησικτησία
Βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο, Δάση, Δημόσια κτήματα, Νομή, Χρησικτησία.
1
Αριθμός 2243/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Βασίλειο Κορκίζογλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "GALLERY ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" και με διακριτικό τίτλο "GALLERY BLUE HOTEL S.A", που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγή Καππάτο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/5/2009 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 39/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 315/2013 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 13/11/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 18/9/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Κατά το άρθρο 62§1 εδ. β'του ν. 998/1979 "περί των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας" (ήδη άρθρ. 37§1 ν. 4280/2014) το κατά την §1 εδ, α'του ίδιου άρθρου τεκμήριο κυριότητας υπέρ του δημοσίου επί των δασών και εν γένει δασικών εκτάσεων "δεν ισχύει εις τας περιφερείας του Πρωτοδικείου των Ιονίων Νήσων, της Κρήτης και των Νομών Λέσβου, Σάμου και Χίου και των νήσων Κυθήρων, Αντικυθήρων και Κυκλάδων". Με τη διάταξη αυτή καθιερώθηκε νομοθετικώς η μόνη και ορθή (ΑΠ 340/1985 ΝοΒ 34.76) ερμηνευτική άποψη για τη νομική θέση (προϊσχύσαντες νόμοι) των δασών στα Ιόνια νησιά (και των λοιπών προαναφερομένων), κατά την οποία το Ελληνικό δημόσιο δεν έχει δικαίωμα στα δάση των Επτανήσων και δεν ισχύει στην περίπτωση αυτή το τεκμήριο κυριότητας του δημοσίου επί των δασών που προβλέπεται στο από 16-11-1836 β.δ. "περί ιδιωτικών δασών", με αποτέλεσμα, προκειμένου περί δασών που βρίσκονται στα Επτάνησα, μόνη η επίκληση από το δημόσιο και απόδειξη της δασικής μορφής της διεκδικούμενης έκτασης να μην αρκεί για τη θεμελίωση του δικαιώματος κυριότητάς του σ'αυτήν, αλλά (να) πρέπει το δημόσιο σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να επικαλείται και αποδεικνύει ότι έγινε κύριο με οποιονδήποτε από τους τρόπους που προβλέπονται από τον Ιόνιο Αστικό Κώδικα ή τον Αστικό Κώδικα, μετά την 23-2-1946, ή τυχόν ειδικούς νόμους (ΑΠ 340/1985). Εξάλλου ο αναιρετικός λόγος (από τον αρ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο δεν εφαρμόζει τέτοιον κανόνα, του οποίου, ενόψει των πραγματικών παραδοχών του δικαστηρίου, δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής ή εφαρμόζει κανόνα, του οποίου, ενόψει των ίδιων παραδοχών, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής, λόγος δε αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται μη πραγματική η παραδοχή του δικαστηρίου, είναι αβάσιμος, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση. ΙΙ. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει (από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που την εξέδωσε δέχθηκε τα ακόλουθα: "Το πρώτο από τα επίδικα ακίνητα έχει έκταση 5.699,87 τ.μ. βρίσκεται στη θέση "Κάπρος" της κτηματικής περιφέρειας του Δ.Δ. Σκάλας του Δήμου Ελειού Πρόνων του Ν. Κεφαλληνίας και συνορεύει (...). Το δεύτερο από τα επίδικα ακίνητα έχει έκταση 5.700 τ.μ., βρίσκεται στην ίδια ως άνω θέση και συνορεύει (...). Τα παραπάνω ακίνητα είχαν περιέλθει περί το έτος 1890 ως ενιαίο ακίνητο έκτασης 11 στρεμ. περίπου στο γεννηθέντα το έτος 1876 Μ. Α. του Γ. και της Μ., με άτυπη παραχώρηση από τον πατέρα του Γ. Α. του Π.. Από τότε που το ενιαίο ακίνητο περιήλθε στο Μ. Α. του Γ. και της Μ., αυτός το επέβλεπε και το καλλιεργούσε με φακές, βρώμη και σιτάρι. Περί το έτος 1950 ο Μ. Α. του Γ. και της Μ. παραχώρησε άτυπα το ως άνω ενιαίο ακίνητο στο γιό του Γ. Α., ο οποίος συνέχισε τις ίδιες καλλιέργειες έως το έτος 1960. 'Εκτοτε αυτός έπαυσε να το καλλιεργεί με τα παραπάνω είδη και το έσπερνε προς βόσκηση των ζώων που διατηρούσε ή το εκμίσθωνε σε βοσκούς της περιοχής για βόσκηση των ποιμνίων τους με το σύστημα του πάκτου, δηλαδή να του δίνουν ως μίσθωμα ένα αρνί. Το έτος 1997 ο Γ. Ά. του Μ. δυνάμει του υπ' αριθμ. .../14-10-1997 συμβολαίου γονικής παροχής ψιλής κυριότητας της Συμβολαιογράφου Πρόνων Καλλιόπης Κουρκουμέλη, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, μεταβίβασε αιτία γονικής παροχής την ψιλή κυριότητα του παραπάνω ενιαίου ακινήτου, ως έχοντος έκταση 7.335 τ.μ., στο γιο του Μ. Ά., ενώ παρακράτησε ο ίδιος την επικαρπία του ακινήτου αυτού εφ' όρου ζωής του, ο οποίος συνέχισε να ασκεί τις ίδιες διακατοχικές πράξεις στο ακίνητο αυτό, ήτοι το επέβλεπε και το έσπερνε προς βόσκηση των ζώων του. Στη συνέχεια ο Γ. Ά. του Μ. και ο γιος του Μ. Ά., αφού δυνάμει του υπ' αριθμ. .../24-9-2001 συμβολαίου της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, διόρθωσε ο πρώτος την έκταση του μεταβιβασθέντος στο δεύτερο ακινήτου σε 11.399,87 τ.μ., μετά ορθή καταμέτρηση αυτού και αποδέχτηκε ο δεύτερος τη συμπληρωματική έκταση των 4.064,87 τ.μ., δυνάμει των υπ' αριθμ. .../24-9-2001 και .../ 24-9-2001 συμβολαίων της ίδιας Συμβολαιογράφου, που έχουν μεταγραφεί νόμιμα, μεταβίβασαν αιτία πώλησης ο πρώτος κατά επικαρπία και ο δεύτερος κατά ψιλή κυριότητα 5.699,87 τ.μ. εκ του ακινήτου των 11.399,87 τ.μ. στη Μ. Δ. και τα υπόλοιπα 5.700 τ.μ. αυτού στον Ι. Π.. Οι παραπάνω αγοραστές συνέχισαν και αυτοί ν' ασκούν με καλή πίστη, ο καθένας στο ακίνητο που αγόρασε, τις ίδιες πράξεις νομής. Έτσι ο Γ. Ά. του Μ. και ο γιος του Μ. Ά. έγιναν κύριοι του ακίνητου των 11.399,87 τ.μ. με έκτακτη χρησικτησία, ο τελευταίος προσμετρουμένου και του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου του, οι δε Μ. Δ. και Ι. Π. έγιναν και αυτοί κύριοι ο καθένας του ακινήτου που περιήλθε σ' αυτόν τόσο με παράγωγο τρόπο, όσο και με τακτική χρησικτησία και με έκτακτη χρησικτησία, προσμετρουμένου και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους. Τέλος δυνάμει των υπ' αριθμ. .../2-12-2005 και .../2-12-2005 συμβολαίων της ίδιας Συμβολαιογράφου, που έχουν μεταγραφεί νόμιμα, η Μ. Δ. και ο Ι. Π. μεταβίβασαν αιτία πώλησης τα παραπάνω ακίνητα που τους ανήκαν στην ενάγουσα, η οποία ως αποκτήσασα αυτά από αληθείς κυρίους έγινε κυρία αυτών. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι με την υπ' αριθμ. 5379/26-10-2001 "Πράξη χαρακτηρισμού έκτασης" της Δ/σης Δασών Ν. Κεφαλληνίας τα επίδικα ακίνητα χαρακτηρίστηκαν ως δασική έκταση. Κατά της ως άνω πράξης οι ως άνω άμεσοι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας υπέβαλαν ένσταση στην Πρωτοβάθμια Επιτροπή Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Ν. Κεφαλληνίας, η οποία με την υπ' αριθμ. 1/8-3-2001 απόφασή της έκρινε ότι το ακίνητο των 11.399,87 τ.μ. είναι μη δασικού χαρακτήρα, υπαγόμενο στο άρθρο 3 παρ. 6β του ν. 998/1979. Κατά της απόφασης αυτής το εναγόμενο άσκησε προσφυγή στη Δευτεροβάθμια Επιτροπή Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Πατρών, η οποία με την υπ' αριθμ. 76/17-12-2003 απόφασή της απέρριψε την προσφυγή του εναγομένου και δέχτηκε ως είχε την ως άνω απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων Ν. Κεφαλληνίας. Παρά ταύτα όμως το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν αμφισβητεί την κυριότητα της ενάγουσας. Το εναγόμενο ισχυρίστηκε πρωτοδίκως και επαναφέρει με έφεσή του ότι τα επίδικα ακίνητα αποτελούν χορτολιβαδικές εκτάσεις κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 6β' του ν. 998/1979 και επομένως ως τέτοιες ανήκουν κατά κυριότητα στο ίδιο. Σύμφωνα όμως με όσα αναφέρθηκαν στην προεκτεθείσα νομική σκέψη, προκειμένου περί δασών και δασικών εκτάσεων που βρίσκονται στα Επτάνησα, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι χορτολιβαδικές εκτάσεις, δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου και επομένως ο παραπάνω ισχυρισμός του εναγομένου είναι μη νόμιμος". Δέχεται δηλαδή το Εφετείο ότι τα επίδικα ακίνητα, συνολικής εκτάσεως 11399,87 τ.μ., δεν αποτελούσαν ποτέ δάσος ή δασική έκταση, αλλ'ήσαν καλλιεργήσιμοι αγροί, τους οποίους οι δικαιοπάροχοι, άμεσοι και απώτεροι, της αναιρεσίβλητης εταιρείας καλλιεργούσαν με δημητριακά (φακή, βρώμη, σιτάρι) και χορτονομή για τα ζώα τους ή (και) τα εκμίσθωναν προς τρίτους για τον ίδιο σκοπό, γενόμενοι έτσι κύριοι των επιδίκων αφ'ενός μεν με παράγωγο τρόπο, σύμφωνα με τις αναφερόμενες, κατά τους νομίμους τρόπους, μεταβιβάσεις, αλλά και με πρωτότυπο, με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, και ότι την κυριότητα αυτή επί των επιδίκων απέκτησε η αναιρεσίβλητη με αγορά από τους αληθείς κυρίους - δικαιοπαρόχους της, δυνάμει των νομίμως μεταγραφέντων υπ'αριθμ. ... και .../2-12-2005 συμβολαίων που προαναφέρθηκαν. Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια, δέχθηκε την ένδικη αγωγή της αναιρεσίβλητης και αναγνώρισε την τελευταία κυρία των επιδίκων, πράγμα που αμφισβητούσε το αναιρεσείον - εναγόμενο ελληνικό δημόσιο, απορρίπτοντας ως μη νόμιμο και τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι τα επίδικα, ως δασικές εκτάσεις, ανήκαν στην κυριότητα του δημοσίου. ΙΙΙ. Με τον μοναδικό λόγο της κρινόμενης αίτησης, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, το αναιρεσείον υποστηρίζει ότι το Εφετείο με τις προπαρατεθείσες παραδοχές του παραβίασε με την μη εφαρμογή τους τις διατάξεις του β.δ. της 16-11-1836 περί ιδιωτικών δασών και τις αναφερόμενες στο αναιρετήριο λοιπές προϊσχύσασες του ΑΚ διατάξεις των άρθρων 423, 424, 425 και 426 του Ιόνιου ΑΚ, των άρθρων 1 και 2 του από 21-6-1887 νόμου περί διακρίσεως κτημάτων κ.λ.π., σύμφωνα με τις οποίες, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, τα επίδικα, ως δασικές εκτάσεις, ανήκουν κατά τεκμήριο στην κυριότητα του δημοσίου, αλλά και (παραβίασε) με την εφαρμογή τους τις προαναφερθείσες (ανωτ. υπό Ι) διατάξεις του άρθρου 62 του ν. 998/1979 περί των δασών κ.λ.π., οι οποίες, κατά τους ίδιους ισχυρισμούς, δεν ήταν εφαρμοστέες εν προκειμένω. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι αβάσιμος, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, αφ'ενός μεν διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι τα επίδικα αποτελούν δασικές εκτάσεις, πράγμα το οποίο δεν δέχθηκε το Εφετείο, κατά την μη προσβαλλόμενη αυτή κρίση του, αφ'ετέρου δε και εν πάση περιπτώσει επειδή στα Ιόνια νησιά, στα οποία ανήκει και η Κεφαλληνία, όπου τα επίδικα, δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας του δημοσίου επί των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 62 του ν. 996/1979, τις οποίες ορθώς, ως εφαρμοστέες, και εφήρμοσε το Εφετείο, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι επικαλούμενες στο αναιρετήριο ως άνω διατάξεις του β.δ. της 16-11-1836 περί ιδιωτικών δασών κ.λ.π., τις οποίες και ορθώς δεν εφήρμοσε το Εφετείο. IV. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστεί το αναιρεσείον στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176, 183, 191 §2 ΚΠολΔ, 22 ν. 3693/1947). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 13-11-2013 αίτηση του Ελληνικού δημοσίου για αναίρεση της υπ'αριθμ. 315/2013 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Και Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 17 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δάση και δασικές εκτάσεις στα Ιόνια νησιά. Δεν ισχύει το τεκμήριο της κυριότητας του ελληνικού δημοσίου, το οποίο πρέπει να ισχυρισθεί και να αποδείξει την απόκτηση της επικαλούμενης κυριότητάς του με κάποιον νόμιμο, κατά τον Ιόνιο Κώδικα ή τον ΑΚ τρόπο. Αναίρεση Λόγος αναίρεσης από τον αρ 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αβάσιμος (Επικυρώνει ΕφΠατρών 315/2013).
Ιόνιος Κώδικας
Δάση, Δημόσιο , Ιόνιος Κώδικας.
0
Αριθμός 2236/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειόντων: 1)Γ. Ζ. του Π., 2)Π. Μ. Ζ. και 3)Μ. συζ. Π. Ζ., το γένος Λ. Σ., κατοίκων .... Οι 1η και 3η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φώτιο Παππά και ο 2ος παραστάθηκε με τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Η. Λ. Σ., 2)Χ. Λ. Σ., 3)Γ. Λ. Σ., 4)Β. Λ. Σ., 5)Π. Λ. Σ., 6)Σ. Τ., το γένος Λ. Σ., 7)Γ. Λ. Σ.., και 8)Γ. χας Λ. Σ., κατοίκων .... Ο 1ος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Σαμοθράκη και οι 2ος έως 8η εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5/5/2009 αγωγή του αρχικού διαδίκου Λ. Γ. Σ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καρδίτσας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 14/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 246/2013 του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 24/10/2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 22/9/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του τέταρτου λόγου αναίρεσης και την απόρριψη των υπολοίπων λόγων αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά το άρθρο 559 αριθ. 9 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, αφού προηγουμένως εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε απορρίψει την ένδικη διεκδικητική αγωγή, την έκανε δεκτή τελικά κατ' ουσίαν, αναγνωρίζοντας τους κληρονόμους του ενάγοντα - αναιρεσιβλήτους κυρίους εδαφικού τμήματος 5615,22 τ.μ., του οποίου την νομή υποχρέωσε την πρώτη αναιρεσείουσα να τους αποδώσει. Από την αγωγή όμως, το περιεχόμενο της οποίας επισκοπεί ο Άρειος Πάγος κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει, ότι μ' αυτή ζητήθηκε να αναγνωρισθεί η κυριότητα του ενάγοντος επί 500,08 τ.μ., που αποτελούσε τμήμα, κατά σχετική ρητή αναφορά, μείζονος ακινήτου εκ 5615,22 τ.μ.. Με βάση τα ανωτέρω, το δικαστήριο της ουσίας, που δίκασε επί της κρινομένης αγωγής, επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν, υποπέσαν έτσι στην πλημμέλεια που προβλέπεται από την προαναφερθείσα διάταξη και επομένως ο σχετικός εξεταζόμενος τέταρτος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος. Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει ν'αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκασή της από το ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός απ'αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 περ. 3 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την 246/2013 απόφαση του Εφετείου Λάρισας. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός απ' αυτούς που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 17 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεκτός λόγος αναίρεσης από τον αρ 9. άρθρ. 559 ΚΠολΔ.
Νομή
Αγωγή διεκδικητική, Νομή.
1
Αριθμός 2234/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ι. Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ: Των αναιρεσειουσών: 1)Α. Ι. Κ., το γένος Θ. Κ., κατοίκου…, και 2)Σ. Ν. Σ., το γένος Θ. Κ., κατοίκου ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Κωνσταντίνα Καούσια. Των αναιρεσιβλήτων: 1)Σ. Π. Κ., κατοίκου ... και 2)Β. συζ. Δ. Γ., το γένος Π. Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ελευθέριο Κτιστάκη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15/3/1996 αγωγή των ήδη αναιρεσειουσών, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θηβών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 59/2003 του ιδίου δικαστηρίου, που παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θηβών, λόγω αρμοδιότητας, 160/2005 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θηβών και 5579/2010 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 6/11/2013 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Μπιχάκης ανέγνωσε την από 22/9/2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Η πληρεξούσια των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη των αντιδίκων του στη δικαστική δαπάνη του. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Σύμφωνα με το άρθρο 1045 ΑΚ, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει το χρόνο της δικής του νομής στο χρόνο εκείνης του άμεσου δικαιοπαρόχου του (άρθρο 1051 ΑΚ), εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Νομέας δε, κατά το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Άσκηση της νομής επί ακινήτου αποτελούν οι εμφανείς υλικές πράξεις επ' αυτού που είναι δηλωτικές της βούλησης του νομέα να εξουσιάζει τούτο και οι οποίες ποικίλλουν ανάλογα με τον κατά τη βούληση του νομέα προορισμό του πράγματος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης, λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει, όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις (ΟλΑΠ 24/1992). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: Στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας ... του τέως Δήμου Θίσβης Νομού Βοιωτίας, μέσα στην επικοισθείσα περιοχή της ... ΣΑΑΚ ..., βρίσκεται το επίδικο αγροτεμάχιο, το οποίο έχει έκταση 2.310 τμ και συνορεύει γύρωθεν με τα υπ' αριθμ 67,65 και 56 αγροτεμάχια κατηγορίας Δ' της επικοισθείσας αυτής περιοχής στην ανατολική, δυτική και βόρεια πλευρά του αντίστοιχα καθώς και με το υπ' αριθ. 72α αγροτεμάχιο στην νότια πλευρά του, όπως τα τελευταία καταγράφονται και απεικονίζονται λεπτομερώς στο υπ' αριθμ ... παραχωρητήριο του Υπουργείου Γεωργίας [Δ/νση Επικοισμού]. Με το εν λόγω παραχωρητήριο, το οποίο μεταγράφτηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θηβών τέως Δήμου Θίσβης, στον τόμο Β' και αριθμό ..., το επίδικο αγροτεμάχιο παραχωρήθηκε από το Ελληνικό Δημόσιο στον παππού των εναγουσών, Ε. Κ., ως αγροτικός κλήρος, στα πλαίσια, ασκήσεως κοινωνικής πολιτικής προς αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών, ύστερα από απαλλοτρίωση των κτημάτων της μονής Ταξιαρχών στην Δομβραίνα. Το ακίνητο αυτό το έτος 1955, ο παραχωρησιούχος - κληρούχος Ε. Κ., παρεχώρησε ατύπως στον παππού των εναγομένων Σ. Κ., δεδομένου ότι κατ' άρθρο 208 του Αγροτικού Κώδικα, που τότε ίσχυε, απαγορευόταν η πώληση από τον κληρούχο του αγροτικού κλήρου με την τήρηση του νομίμου τύπου. Όμως μεταξύ των ανωτέρω συμβαλλομένων υπήρχε φιλία και αμοιβαία εμπιστοσύνη και από την άτυπη μεταβίβαση [έτος 1955] του κληροτεμαχίου στον παππού των εναγομένων Σ. Κ., παρέλαβε αυτός τούτο και αφού το συνένωσε με τον υπόλοιπο συνεχόμενο αγρό του, δημιούργησε εκεί ένα αγροτεμάχιο 18 περίπου στρεμμάτων, το ο-ποίο οριοθέτησε, επέβλεπε και καλλιεργούσε με κηπευτικά προϊόντα, που πωλούσε σε τρίτους, αρδεύοντας αυτό από πηγάδι, το οποίο ο ίδιος διάνοιξε. Μέχρι το έτος 1962 νεμόταν το επίδικο, ο παππούς των εναγομένων και στη συνέχεια και για μια διετία ήτοι μέχρι το έτος 1964 μαζί με τον γυιό του και πατέρα των εναγομένων Π. Κ., όταν αυτός απεβίωσε σε ηλικία 49 ετών, συνεχίζοντας να νέμεται τούτο με διάνοια κυρίου, ο Σ. Κ., μέχρι τον επισυμβάντα το έτος 1969 θάνατο του. Με την υπ' αριθμ. ... δημόσια διαθήκη του Συμβολαιογράφου Θηβών Κ. Γεωργίου Κατσιμπάρδη, που δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στις 23-10-1969, ο παππούς των εναγομένων Σ. Κ., εγκατέστησε κληρονόμους στο παραπάνω ακίνητο των 18 στρεμμάτων, το οποίο διεχωρίζετο με τον κεντρικό δρόμο σε δύο τεμάχια και δη στο μεν βοτειοανατολικό τεμάχιο, κατ' ίσες μερίδες τα τέκνα του Π., Δ., Κ. και Ι. Κ., στο δε νοτιοδυτικά του κεντρικού δρόμου τεμάχιο, εκτάσεως δέκα [10] στρεμμάτων μετά του οικίσκου, φρέατος και του αντλητικού συγκροτήματος, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο, κατ' ίσες μερί-δες τους ανήλικους τότε εγγονούς του - εναγομένους, Σ. και Β., τέκνα του προαποβιώσαντος, το έτος 1964, υιού του Π. Κ.. Πρέπει να επισημανθεί ότι ο διαθέτης, έχοντας υπόψη του την άτυπη παραχώρηση σ' αυτόν [αγορά] του επιδίκου από τον δικαιοπάροχο των εναγουσών Ε. Κ., διατυπώνει αυτό ρητά στη διαθήκη του και μάλιστα στο σημείο όπου εγκαθιστά τους εναγομένους κληρονόμους του στο νοτιοδυτικό τεμάχιο του παραπάνω ακινήτου, στο οποίο, όπως προαναφέρθηκε, περιέχεται και το επίδικο. Την κληρονομιά του παππού τους Σ. Κ., οι εναγόμενοι αποδέχτηκαν νόμιμα με την υπ' αριθ. 3227/14-9-1984 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της Συμβ/φου Θηβών Ασημίνας Κωστή - Γκόγκου, την οποία μετέγραψαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θίσβης, στον τόμο 103 και αύξοντα αριθμό 9984. Από το έτος 1969, που απεβίωσε ο Σ. Κ. μέχρι το έτος 1979, το κληρονομιαίο ακίνητο των εναγομένων, τμήμα του οποίου, όπως προελέγχθη, αποτελούσε και το επίδικο, νεμόταν για λογαριασμό τους, δεδομένου ότι αυτοί ήταν ανήλικοι, η μητέρα τους Δ. Κ., η οποία ασκούσε, όπως και οι δικαιοπάροχοι τους, όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής όπως οριοθέτηση, επίβλεψη και καλλιέργεια με κηπευτικά, συλλογή του ελαιοκάρπου από τα φυόμενα σ' αυτό ελαιόδενδρα, πράξεις νομής που συνέχισαν να ασκούν οι εναγόμενοι, από την ενηλικίωση τους και μετέπειτα μέχρι το έτος 1994, που άρχισε η αντιδικία τους με τις ενάγουσες. Με τα δεδομένα αυτά συγκύριοι στο επίδικο και δη κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, κατέστησαν οι εναγόμενοι με έκτακτη χρησικτησία, ως συννεμόμενοι αυτό συνεχώς και αδιαλείπτως με διάνοια κυρίου, από το έτος 1968, που επετράπη, με τον αναγκαστικό νόμο 431/1968, η νομή τρίτου σε αγροτικό κλήρο, μέχρι το έτος 1995, προσμετρουμένου και του χρόνου νομής από το έτος 1968 και εντεύθεν των δικαιοπαρόχων τους. Οι ενάγουσες ισχυρίζονται ότι έγιναν συγκύριες του επιδίκου, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου η κάθε μία, με το υπ' αριθ. ... συμβόλαιο γονικής παροχής της Συμβ/φου Αθηνών Ειρήνης Βασιλικάκη, το οποίο μεταγράφτηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θήβας, στον τόμο ... και αριθμό 37, από τον πατέρα τους Θ. Κ., στον οποίο είχε περιέλθει από κληρονομιά του θανόντος, την 1-3-1955 στην Δομβραίνα Θηβών, πατέρα του και παππού τους Ε. Κ. και από άτυπη παραχώρηση-δωρεά των λοιπών κληρονόμων του τελευταίου [συζύγου και λοιπών τέκνων του] του κληρονομικού μεριδίου τους στο επίδικο ακίνητο, κατά τα αναλογούντα σ' αυτούς ποσοστά συγκυριότητας, στον ίδιο [πατέρα τους Θ. Κ.]. Ότι την πιο πάνω κληρονομιά αποδέχτηκε ο πατέρας τους Θ. Κ., με την υπ' αριθ. 7118/31-12-1987 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ειρήνης Βασιλικάκη, που μεταγράφτηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θίσβης, γενόμενος κύριος του επιδίκου με παράγωγο τρόπο αλλά και με πρωτότυπο ήτοι με τακτική χρησικτησία, ως νεμόμενος τούτο με νόμιμο τίτλο και καλή πίστη συνεχώς και αδιαλείπτως επί χρόνο μείζονα της 10ετίας από το θάνατο του πατέρα του [έτος 1955] μέχρι το έτος 1987 αλλά και με έκτακτη χρησικτησία, νεμόμενος αυτό με διάνοια κυρίου για χρονικό διάστημα πλέον των 20 ετών από το θάνατο του πατέρα του [έτος 1955], μέχρι το χρόνο μεταβιβάσεως αυτού [έτος 1987], με γονική παροχή στις ενάγουσες. Ο ισχυρισμός τους αυτός είναι αβάσιμος και από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν επαληθεύεται. Ειδικότερα το έτος 1994, οι ενάγουσες περιέφραξαν αυθαίρετα το επίδικο αγροτεμάχιο και η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, την οποία άσκησαν κατ' αυτών οι εναγόμενοι για την προστασία της συννομής τους, έγινε δεκτή με την υπ' αριθ. 109/1994 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θήβας, με την οποία πιθανολογήθηκε το δικαίωμα τους στο επίδικο και διατάχθηκε η αποβολή των αντιδίκων τους απ' αυτό. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Θηβών, το οποίο με την υπ' αριθ. 185/1995 απόφαση του απέρριψε την έφεση των αιτουσών και ήδη εναγουσών, οι οποίες στη συνέχεια άσκησαν στο ίδιο Δικαστήριο [Πολυμελές Πρωτοδικείο Θηβών], την από 29-11-1995 διεκδικητική αγωγή κυριότητας κατά των εναγομένων και με αυτή ζητούσαν να αναγνωρισθούν συγκύριες του επιδίκου ακινήτου και να τους αποδοθεί τούτο. Από το δικόγραφο της αγωγής αυτής, εκτιμώντας την μη ευδοκίμηση της, παραιτήθηκαν οι ενάγουσες πριν από την ορισθείσα ημερομηνία συζήτησης της και άσκησαν μετά την παρέλευση πέντε [5] περίπου μηνών, την ένδικη με το ίδιο περιεχόμενο και αίτημα, αγωγή. Ως τίτλο κτήσεως του επιδίκου επικαλούνται οι ενάγουσες την υπ' αριθ. 7118/31-12-1987 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της Συμβ/φου Αθηνών Ειρήνης Βασιλικάκη, με την οποία ο πατέρας τους Θ. Κ. φέρεται ως μοναδικός κληρονόμος, να αποδέχεται την κληρονομιά του παππού τους Ε. Κ., μετά την πάροδο 32 ετών από το θάνατο του και την ίδια ημερομηνία, με το υπ' αριθ. ... συμβόλαιο γονικής παροχής της πιο πάνω Συμβ/φου, να μεταβιβάζει το επίδικο αγροτεμάχιο στις ενάγουσες. Σύμφωνα με την αναφερόμενη πράξη αποδοχής κληρονομιάς, ο κληρονομούμενος, πάππος των εναγουσών Ε. Κ., δεν άφησε διαθήκη και μοναδικός του κληρονόμος, ήταν ο πατέρας τους Θ. Κ.. Όμως στο αγωγικό δικόγραφο οι ενάγουσες ομολογούν ότι ο πάππος τους, κατά το θάνατο του, είχε κληρονόμους τη σύζυγο του και άλλα, εκτός από τον Θ., τέκνα. Συνεπώς, η πράξη αποδοχής κληρονομιάς με την οποία ο πατέρας των εναγουσών, αποδέχεται ολόκληρο το επίδικο και όχι ιδανικό μερίδιο αυτού, δεν προσδίδει στον αποδεχόμενο κυριότητα. Πέραν αυτού και αν θεωρηθεί αληθής ο ισχυρισμός των εναγουσών, ότι οι λοιποί κληρονόμοι του πάππου τους Ε. Κ., παραχώρησαν ατύπως το εξ αδιαιρέτου κληρονομικό τους μερίδιο επί του επιδίκου, στον δικαιοπάροχο τους Θ. Κ., δεν θεωρείται ότι νεμήθηκε αυτός ολόκληρο το κληροτεμάχιο πριν από την ισχύ του ΑΝ 431/1968, σε χρόνο δηλ. που δεν επιτρεπόταν ούτε αναγνωριζόταν νομή τρίτου στον κλήρο ακόμη και με την συγκατάθεση του κληρούχου ή του κληρονόμου του, σε βάρος του ιδίου. Συνεπώς, ο χρόνος της επικαλούμενης από τις ενάγουσες χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου τους επί του επιδίκου, αν αυτή έλαβε χώρα, αρχίζει από το έτος 1968 και εντεύθεν μέχρι το έτος 1994. Κατ' αυτό όμως το χρονικό διάστημα ουδέποτε ο δικαιοπάροχος των εναγουσών, ο οποίος να σημειωθεί ότι δεν ήταν αγρότης στο επάγγελμα αλλά δικαστικός κλητήρας και παράλληλα διατηρούσε πρατήριο υγρών καυσίμων στην Δομβραίνα αλλ' ούτε και οι ίδιες άσκησαν πράξεις νομής στο επίδικο. Τα υπ' αριθ. ... και ... αγοραπωλητήρια συμβόλαια με τα οποία τρίτοι, άσχετοι με την παρούσα δίκη, πωλούν αγροτεμάχια στην ίδια θέση με το επίδικο και συνορεύουν με αυτό, αναγράφεται ως συνορίτης ο δικαιοπάροχος των εναγομένων Σ. Κ. και όχι αυτός των εναγουσών Θ. Κ.. Κατά την διεξαγωγή των μαρτυρικών αποδείξεων ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, εξετάστηκαν δύο μάρτυρες από κάθε πλευρά και όλοι καταθέτουν, ότι η καλλιέργεια του επιδίκου γινόταν αρχικά από τον πάππο των εναγομένων Σ. Κ., στη συνέχεια από τους πάππο και πατέρα τους Σ. και Π. Κ. αντίστοιχα, μετά δε τον θάνατο αυτών και συγκεκριμένα μετά το έτος 1969, από την μητέρα τους Δ. Κ. και τον μισθωτή τους, δεύτερο μάρτυρα ανταποδείξεως Α. Κ., ο οποίος όπως ο ίδιος καταθέτει, κατείχε το επίδικο και καλλιεργούσε τούτο επ' ονόματι και για λογαριασμό των εναγομένων. Οι μάρτυρες αποδείξεως κάνουν λόγο βέβαια για εκμίσθωση του επιδίκου το έτος 1962, από τον πατέρα των εναγουσών Θ. Κ. στον πατέρα των εναγομένων Π. Κ., με συμφωνηθέν μίσθωμα, μέρος της ετήσιας παραγωγής των κηπευτικών προϊόντων, που αυτός [μισθωτής] καλλιεργούσε, μίσθωση που διήρκεσε μέχρι το θάνατο του μισθωτή [έτος 1964] και συνεχίσθηκε με μισθώτρια την μητέρα των εναγομένων μέχρι το έτος 1979, κατά το οποίο ο πατέρας τους με την από 28-2-1979 εξώδικη δήλωση, κατήγγειλε την μισθωτική σχέση και ζήτησε την απόδοση του μισθίου ακινήτου, εντός εξαμήνου από την καταγγελία. Πλην όμως το εξάμηνο παρήλθε, η μητέρα των εναγομένων και στη συνέχεια οι ίδιοι, συνέχισαν να καλλιεργούν το επίδικο, ενώ ο φερόμενος ως εκμισθωτής Θ. Κ. και οι ενάγουσες στη συνέχεια ουδέν έπραξαν μέχρι σήμερα, για την απόδοση του μισθίου ακινήτου. Μάλι-στα στον μάρτυρα των εναγομένων Χ. Κ. αδελφό της μητέρας τους, ο οποίος αμέσως μετά την επίδοση της πιο πάνω εξώδικης δήλωσης, ενεργώντας για λογαριασμό των ανεψιών του - εναγομένων, διαμαρτυρήθηκε στον Θ. Κ. για την παραπάνω ενέργεια του εφόσον το επίδικο είχε παραχωρηθεί ατύπως από τον πατέρα του Ε. Κ. στον δικαιοπάροχο των εναγομένων Σ. Κ., αυτός παραδέχτηκε την πώληση, υποσχόμενος ότι εμμένει σ' αυτή και δεν θα ξαναενοχλήσει τους εναγομένους. Ακολούθως το Εφετείο απέρριψε την έφεση των αναιρεσειουσών ως αβάσιμη κατ' ουσία και επικύρωσε την εκκαλουμένη απόφαση η οποία απέρριψε την ένδικη αγωγή ως αβάσιμη κατ' ουσία κατά παραδοχή της ένστασης των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων ιδίας κυριότητας. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και δεν στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση, αφού διέλαβε πλήρεις σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή και ερμηνεία των ως άνω διατάξεων και επομένως οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ που περιέχονται διάσπαρτες στην αίτηση αναίρεσης είναι αβάσιμες. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που, από την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασης τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 25/2003, 12/2000 και 3/1997), όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 469/1984). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο αναίρεσης προβάλλεται η από τον αριθμό 8 περίπτ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δέχθηκε ότι "οι εναγόμενοι είχαν μισθώσει τον επίδικο αγρό από το έτος 1962 μέχρι το έτος 1979", πλην όμως τέτοιος αγωγικός ισχυρισμός δεν προτάθηκε, διότι κατά τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, οι εναγόμενοι ήδη αναιρεσίβλητοι το έτος 1962 ήταν 9 και 6 ετών περίπου και ήταν προφανώς αδύνατο να καταρτίσουν σύμβαση αγροτικής μισθώσεως και μάλιστα με ανώνυμο εκμισθωτή. Με το δεύτερο και τρίτο μέρος του ιδίου λόγου αναίρεσης προβάλλεται η από τον αριθ. 8β του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια διότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον αγωγικό ισχυρισμό ότι ο δικαιοπάροχος πατέρας των αναιρεσειουσών Θ. Κ. είχε εκμισθώσει στον πατέρα των εναγομένων Π. Κ. τον επίδικο αγρό το έτος 1962 και μετά το θάνατο του τελευταίου το έτος 1964 υπεισήλθε στη μίσθωση η σύζυγος του Δ. Κ. και τα δύο ανήλικα τέκνα του, οι αναιρεσίβλητοι, και ο εκμισθωτής το έτος 1979 προέβη στην καταγγελία της σύμβασης μισθώσεως. Ο λόγος αυτός και κατά τα δύο μέρη του είναι αβάσιμος αφού όπως προκύπτει από το ως άνω περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης το Εφετείο έλαβε υπόψη τους προταθέντες ως άνω αγωγικούς ισχυρισμούς και τους απέρριψε ως εκ του πράγματος, ενώ δεν δέχθηκε ότι οι εναγόμενοι είχαν μισθώσει τον επίδικο αγρό από το έτος 1962 μέχρι το έτος 1979, όπως έκαναν λόγο οι μάρτυρες αποδείξεως. Με το τρίτο μέρος του πρώτου λόγου αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση από τον αριθ. 8α του άρθρου 559 ΚΠολΔ επειδή το Εφετείο δέχθηκε ότι ο κληρούχος Ε. Κ. παραχώρησε ατύπως στον παππού των εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων Σ. Κ. το έτος 1955 το επίδικο ακίνητο, πλην όμως οι εναγόμενοι ισχυρίσθηκαν ότι η παραχώρηση αυτή έγινε το έτος 1956 και επί πλέον προσάπτεται η αιτίαση από τον αριθ. 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ επειδή το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του την ληξιαρχική πράξη θανάτου του ως άνω κληρούχου από την οποία προέκυπτε ότι αυτός είχε αποβιώσει την 1η Μαρτίου 1955. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος αφού το διευκρινιστικό γεγονός της άτυπης παραχώρησης που προέκυψε από τις αποδείξεις και την ως άνω ληξιαρχική πράξη και ήταν το 1955 αντί του 1956 δεν αποτελεί πράγμα κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ. Κατά το άρθρο 559 αρ. 20 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχτεί τα πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό. Για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο: α) το αληθινό περιεχόμενο του φερόμενου ότι παραμορφώθηκε εγγράφου, ώστε από τη σύγκριση με εκείνο που δέχτηκε η απόφαση να υπάρχει δυνατότητα να κριθεί από τον Άρειο Πάγο, αν υφίσταται διαγνωστικό σφάλμα, β) το από την προβαλλόμενη απόφαση δεκτό γενόμενο διαφορετικό από το αληθινό περιεχόμενο, γ) το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο για το ότι υπάρχουν ή όχι κρίσιμα πραγματικά γεγονότα, δ) ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο. Αν ο λόγος αναίρεσης, δεν περιέχει τα παραπάνω αναφερόμενα στοιχεία, είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί. Στην προκειμένη περίπτωση περιέχεται στην αίτηση η αιτίαση από τον αρ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ επειδή το Εφετείο δέχτηκε ότι "με την υπ' αριθ. ... δημόσια διαθήκη του Συμβολαιογράφου Θηβών Κ. Γ. Κατσιμπάρδη, που δημοσιεύτηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στις 23-10-1969 ο παππούς των εναγομένων (ήδη αναιρεσιβλήτων) Σ. Κ., εγκατέστησε κληρονόμους στο παραπάνω ακίνητο των 18 στρεμμάτων, το οποίο διεχωρίζετο με τον κεντρικό δρόμο σε δύο τεμάχια και δή στο μέν βορειοανατολικό τεμάχιο, κατ' ίσες μερίδες τα τέκνα του Π., Δ., Κ. και Ι. Κ., στο δε νοτιοδυτικά του κεντρικού δρόμου τεμάχιο, εκτάσεως δέκα (στρεμμάτων)μετά του οικίσκου και φρέατος και του αντλητικού συγκροτήματος, στο οποίο περιλαμβάνεται το επίδικο κατ' ίσες μερίδες στους εγγονούς του- τους εναγομένους Σ. και Β. τέκνα του προαποβιώσαντος το έτος 1964 υιού του Π. Κ.. Πρέπει να επισημανθεί ότι ο διαθέτης, έχοντας υπ'οψη του την άτυπη παραχώρηση σ' αυτόν (αγορά) του επίδικου από τον δικαιοπάροχο των εναγουσών Ε. Κ., διατυπώνει αυτό ρητά στη διαθήκη του και μάλιστα στο σημείο, όπου εγκαθιστά τους εναγομένους κληρονόμους του στο νοτιοδυτικό τεμάχιο του παραπάνω ακινήτου, στο οποίο, όπως προαναφέρθηκε περιέχεται και το επίδικο" πλην όμως, με τις άνω αποδοχές, η προσβαλλομένη παραμόρφωσε το περιεχόμενο δημοσίου εγγράφου και το παραμόρφωσε με το να δεχτεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στην άνω διαθήκη. Στην άνω διαθήκη ο διαθέτης Σ. Κ. πουθενά δεν αναφέρει ότι στα δέκα στρέμματα που αφήνει στους εγγονούς του- ήδη αναιρεσίβλητους περιλαμβάνεται και το "επίδικο", ούτε αναφέρει η άνω διαθήκη ότι από τα δέκα στρέμματα δύο είναι "αγροτικός κλήρος" και είναι αυτός ο κλήρος που περιγράφεται και συμπίπτει με τον κλήρο στο αγωγικό παραχωρητήριο και που δήθεν είχε αγοράσει ατύπως από τον κληρούχο Ε. Κ.. Ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αόριστος αφού στο αναιρετήριο δεν αναφέρεται το αληθινό περιεχόμενο του φερομένου ότι παραμορφώθηκε εγγράφου ώστε να τη συγκρίνει με εκείνο που δέχτηκε η απόφαση να υπάρχει δυνατότητα να κριθεί από τον Άρειο Πάγο αν υφίσταται διαγνωστικό σφάλμα, το από την προσβαλλόμενη απόφαση δεκτό γενόμενο διαφορετικό από το αληθινό περιεχόμενο και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο για το ότι υπάρχουν ή όχι κρίσιμα πραγματικά γεγονότα και ο ουσιώδης πραγματικός ισχυρισμός για την απόδειξη ή την ανταπόδειξη του οποίου χρησιμοποιήθηκε το έγγραφο. Η αιτίαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει (559 αριθ. 11α ΚΠολΔ) όπως τις 109/1994 και 185/1995 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου και Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θηβών αντιστοίχως που λήφθηκαν σε ασφαλιστικά μέτρα νομής που αφορούσαν το επίδικο και την κατάθεση του μάρτυρα Χ. Κ. η οποία περιλαμβάνεται σε εισηγητική έκθεση κατόπιν προδικαστικής απόφασης που ανακλήθηκε με την 251/1996 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θηβών είναι αβάσιμη, αφού τα έγγραφα αυτά είναι παραδεκτά αποδεικτικά μέσα κατ'άρθρο 339 ΚΠολΔ καθώς και η ως άνω κατάθεση και λαμβάνονται υπόψη ως τεκμήρια. Αφού απορρίπτεται η αίτηση πρέπει οι ηττηθείσες αναιρεσείουσες να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων (άρθρο 176 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 6.11.2013 αίτηση των Α. Κ. κλπ για αναίρεση της 5579/2010 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) Ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Νοεμβρίου 2014. ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 17 Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Λόγοι αναίρεσης από τους αρ. 19, 8, 20 άρθρ. 559 ΚΠολΔ.
Νομή
Αγωγή διεκδικητική, Νομή.
0
Αριθμός 2228/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β2 Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 11η Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ: ΤΟΥ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΝΤΟΣ: ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Οργανισμός Απασχολήσεως Εργατικού Δυναμικού" (ΟΑΕΔ), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξούσιας δικηγόρου Ευφροσύνης Σύρμου, η οποία κατέθεσε προτάσεις. ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Κ. Λ.του Σ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) της πληρεξούσιας δικηγόρου Ά. Σ, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 3226/2004 και μετά από την 136/2014 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, η οποία κατέθεσε προτάσεις και 2) ΝΠΔΔ με την επωνυμία "Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ)", όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στην Αθήνα και παραστάθηκε δια δηλώσεως (ΚΠολΔ 242 παρ.2) του πληρεξούσιου δικηγόρου Διονυσίου Καραλή, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-4-2010 αγωγή του ήδη πρώτου από τους αναιρεσίβλητους και ετέρων προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, η οποία κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 1279/2013 απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητεί το αναιρεσείον με την από 4-12-2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χριστόφορος Κοσμίδης, ανέγνωσε την από 5-3-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της αίτησης για αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 1. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 553 παρ.1 ΚΠολΔ, με αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται να προσβληθούν μόνον οι αποφάσεις, κατά των οποίων δεν συγχωρείται πλέον ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση. Το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως, περί του οποίου πρόκειται εν προκειμένω, απόλλυται εάν παρέλθει άπρακτη η σχετική προθεσμία. Σύμφωνα με το άρθρο 518 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ, η προθεσμία αυτή είναι, κατ' αρχήν, ενός μηνός και αρχίζει από την επίδοση της αποφάσεως που περατώνει τη δίκη στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας. Εάν, όμως, η απόφαση δεν έχει επιδοθεί, η προθεσμία για την άσκηση έφεσης είναι τριών ετών και αρχίζει από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης. Παρά ταύτα και ανεξάρτητα από τις ως άνω προθεσμίες, σύμφωνα με τη γενική, δικονομική αρχή της διαθέσεως (ΚΠολΔ 106) και το άρθρο 98 περ. β' ΚΠολΔ, το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως απόλλυται και όταν χωρήσει, εγκύρως, παραίτηση του δικαιούχου από αυτό. Η παραίτηση, εφ' όσον πρόκειται για δικαίωμα που δεν έχει ασκηθεί ακόμη (άλλως εάν έχει ασκηθεί, ΚΠολΔ 297, 299, βλ. ΟλΑΠ 626/1980) μπορεί να είναι και σιωπηρή, συναγόμενη από τη συμπεριφορά του δικαιούχου. Ως σιωπηρή παραίτηση θεωρείται και η, κατά παράλειψη της ασκήσεως εφέσεως, απ' ευθείας άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Με την προϋπόθεση, όμως, ότι για την άσκηση της αναιρέσεως κατά παράλειψη της ασκήσεως εφέσεως υπήρξε ειδική πληρεξουσιότητα του δικαιούχου προς το δικηγόρο, ο οποίος ενήργησε για λογαριασμό του (ΚΠολΔ 98 περ. β'). Η τυχόν έλλειψη της ειδικής πληρεξουσιότητας κατά την άσκηση είναι δυνατό να αναπληρωθεί με μεταγενέστερη έγκριση, η οποία επιτρέπεται να περιληφθεί στο έγγραφο με το οποίο χορηγείται πληρεξουσιότητα για τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως (πρβλ. ΟλΑΠ 17/2013). Εάν, διαρκούσης της προθεσμίας για την άσκηση εφέσεως και χωρίς να μπορεί να συναχθεί παραίτηση από το σχετικό δικαίωμα, ασκηθεί απ' ευθείας αίτηση αναιρέσεως, αυτή είναι απαράδεκτη. 2.Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων (εναγόμενος) Οργανισμός, κατά του οποίου, όπως και κατά του φερομένου ως δευτέρου από τους αναιρεσίβλητους, (συνεναγομένου) Ιδρύματος, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η προσβαλλόμενη 1279/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, άσκησε την υπό κρίση, από 4-12-2013 άσκηση αναιρέσεως, ισχυριζόμενος ότι "δεν άσκησε έφεση". Κατά την αυτεπάγγελτη έρευνα του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως προκύπτει ότι ο μεν πρώτος από τους αναιρεσίβλητους (ενάγων) αμφισβητεί οποιαδήποτε επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (ρητώς ισχυρίζεται ότι δεν επιδόθηκε η απόφαση και ότι βρίσκεται σε κίνηση η καταχρηστική προθεσμία του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ), ο δε αναιρεσείων ουδόλως αποδεικνύει τέτοια επίδοση (σε κανένα από τα δύο, επικυρωμένα αντίγραφα της 1279/2013 απόφασης, που προσκομίζει, δεν υπάρχει σχετική επισημείωση δικαστικού επιμελητή). Περαιτέρω, ο αναιρεσείων Οργανισμός ούτε ρητή παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως επικαλείται, αλλά ούτε και ειδική πληρεξουσιότητα για τη συναγωγή σιωπηρής παραίτησης ή, έστω, μεταγενέστερη έγκριση της σχετικής ενέργειας της δικηγόρου που ενήργησε για λογαριασμό του (προσκομίζεται μόνο το 521/6-6-2013 γενικό πληρεξούσιο, προγενέστερο της ασκήσεως της αιτήσεως αναιρέσεως, από το περιεχόμενο του οποίου δεν είναι δυνατό να συναχθεί ούτε εντολή και πληρεξουσιότητα για παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως εφέσεως κατά της ως άνω αποφάσεως ούτε έγκριση της ασκήσεως αιτήσεως αναιρέσεως κατά παράλειψη της ασκήσεως εφέσεως). 3.Επειδή, από τα όσα προηγήθηκαν, συνάγεται ότι η ένδικη αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί κατά αποφάσεως η οποία μπορεί, ακόμη, να προσβληθεί με έφεση. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ο αναιρεσείων, που ηττάται, αλλά έχει τα δικονομικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου, πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των αντιδίκων του. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.- Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα να πληρώσει στον καθένα από τους αναιρεσίβλητους τριακόσια (300) ευρώ, για τα δικαστικά του έξοδα. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 9η Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 15η Δεκεμβρίου 2014. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Σύμβαση μαθητείας ως σύμβαση ορισμένου χρόνου. Αίτηση αναιρέσεως κατ’ αποφάσεως πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ενώ διαρκεί η καταχρηστική προθεσμία ασκήσεως εφέσεως και δεν μπορεί να συναχθεί εγκύρως ούτε σιωπηρή παραίτηση από το σχετικό δικαίωμα. Απορρίπτει ως απαράδεκτη.
Σύμβαση μαθητείας
Απαράδεκτη αίτηση αναίρεσης, Σύμβαση μαθητείας.
2